Με λένε Βιολέτα.
Τον Στέργιο τον γνώρισα στα μέσα του '90 στο IRC. Ήμουν 16 χρονών τότε, μεγαλωμένη σε ένα αρκετά αυστηρό περιβάλλον που δε μου άφηνε πολλές ελευθερίες. Ακόμα και το Internet για τον αδερφό μου το είχαμε βάλει.
Είχα σε γενικές γραμμές χαρούμενη παιδική ηλικία. Οι γονείς μου στα δικά μου εφηβικά μάτια ήταν αυστηρών αρχών ωστόσο θα ήμουν ψεύτρα αν έλεγα ότι με είχαν κλεισμένη στο σπίτι σα μίαν άλλη Βιολάντη.
Από την άλλη για αγόρι, στα φανερά εννοώ, ούτε λόγος. Στη ζούλα και με χίλιες προφυλάξεις, τα κινητά μόλις είχαν αρχίσει να μπαίνουν στις ζωές μας. Το σύνηθες ήταν τα τηλεφωνήματα να “γίνονται” από φίλες με τον κίνδυνο να σηκώσει κανείς το ντούπλεξ και να μας ακούσει.
Ευτυχώς δεν μου έτυχε.
Βέβαια από την άλλη δε με άφηναν να κυκλοφορήσω αργότερα από τις 22:00.
Το πρώτο φιλί, το πρώτο χάδι -πάνω από τα ρούχα- σε κανένα παγκάκι και ως εκεί.
Το Internet ήταν για μένα μία διέξοδος, αφενός να μπορώ να μιλήσω με το αγόρι μου και φυσικά και με άλλους άνδρες.
Την πρώτη φορά που μου είπαν στο κανάλι A/S/L το κοίταξα σα χαζή. Τι ήταν πάλι τούτο; Μου το εξήγησαν, και σε κάποια στιγμή είχα χάσει το λογαριασμό από τα παράθυρα που μου είχαν ανοίξει. Και γκρίνιαζαν και από πάνω που αργούσα να απαντήσω. Ποιον να πρωτοπρολάβω;
Οι περισσότεροι πολύ γρήγορα το γυρνούσαν στο σεξ και εκεί τους άφηνα να γράφουν μόνοι τους μέχρι που έπαιρναν χαμπάρι ότι δεν απαντάω. Άλλοι σταμάταγαν, άλλοι έβριζαν, άλλοι συνέχιζαν.
Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι ήταν το γυναικείο nick η αιτία των πολλών παραθύρων. Αποφάσισα να μπω με το ισοδύναμο “menexes” nick και πράγματι, εκείνο το βράδυ ούτε ένας δε μου μίλησε.
Μου άρεσε πολύ το nick του “Andalousianos_Skylos”. Δεν γνώριζα τότε τον Buñuel και το σουρεαλισμό και τον Λόρκα τον είχα ακουστά από ένα δίσκο που είχαν οι γονείς μου με το Μητσιά.
Ήταν η πρώτη φορά που έγραψα εγώ σε κάποιον άλλον.
“ASL” του έγραψα και μου απάντησε «Με βρίζεις τώρα;” κάνοντάς με να γελάσω. “Age/Sex/Location” του έγραψα επεξηγηματικά«25/πού τέτοια τύχη/σπίτι μου» μου απάντησε και έσκασα στα γέλια. «Εσύ;”«16/είμαι νινί ακόμα/σπίτι μου» του απάντησα και συνέχισα «Πού είναι το σπίτι σου;”«Αθήνα» μου απάντησε χωρίς να μου επιστρέψει την απάντηση.«Πώς σε λένε;” τον ρώτησα«Στέργιο» μου απάντησε, πάλι χωρίς να με ρωτήσει τίποτα κάνοντάς με να τσαντιστώ.«Και με τι ασχολείσαι Στέργιο;”«Αυτή τη στιγμή με έναν επίμονο 16χρονο.” μου απάντησε.«Τότε να μη σε ενοχλώ» του απάντησα φουρκισμένη.«Έλα, ψάρακα, πλάκα σου κάνω. Δε με ενοχλείς, απλά παράλληλα κάνω και κάποια δουλειά.” μου απάντησε«Τι δουλειά κάνεις;”«Μεταπτυχιακός φοιτητής είμαι και βγάζω το χαρτζιλίκι μου κάνοντας τον system administrator.»«Σε ποια σχολή Στέργιο;”«Ηλεκτρολόγων Μηχανικών & Μηχανικών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών.»«Αυτή που θέλω να σπουδάσω κι εγώ!!!” του έγραψα ενθουσιασμένη.Μιλήσαμε μέχρι που πήγε 23:00 και μπήκε η μητέρα μου στο δωμάτιο και με αγριοκοίταξε.«Θα πρέπει να σε καληνυχτίσω, είχαμε επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων» του έγραψα.«Καληνύχτα» μου είπε και συμπλήρωσε «Αλήθεια, πώς σε λένε;”«Βιολέτα» του απάντησα και έκλεισα το irc
Δεν με πίστεψε στην αρχή ότι είμαι κορίτσι. Με έβαλε και τον πήρα τηλέφωνο για να πειστεί.Αρχίσαμε να “μιλάμε” τακτικά, εγώ του έλεγα τα δικά μου και εκείνος με άκουγε. Του είχα ζητήσει κάμποσες φορές να τον συναντήσω αλλά μου είχε αρνηθεί. Πάντως ήταν πάντα εκεί όταν ήθελα να του μιλήσω, από τα γκομενικά μου ως μέχρι να με βοηθήσει να λύσω κάποια άσκηση σε μαθηματικά ή φυσική.
Τα χάλασα με το Νίκο, τα έφτιαξα αργότερα με τον Μιχάλη, τα χάλασα με το Μιχάλη και τα έφτιαξα με τον Ηλία και μετά χώρισα και την Ηλία αλλά ο Στέργιος ήταν σταθερά στον κόσμο μου. Εκείνος ποτέ δε μου είχε μιλήσει για τις σχέσεις του, κάθε φορά που προσπαθούσα να μάθω μου έλεγε “δε σε αφορά, πιτσιρίκα”
Έτσι με φώναζε, “πιτσιρίκα”. Μέχρι που άλλαξα και το nick μου και το έκανα Pitsirika. Αγνοούσα τα πιο πολλά private messages και μιλούσα μόνο με dcc chat μαζί του. Φανατικός σκακιστής με έκανε να μάθω κι εγώ σκάκι αν και φυσικά δεν μπορούσα να τον ανταγωνιστώ.
Κατάφερα και πέρασα στη σχολή που ήθελα. Ο Στέργιος είχε τελειώσει το διδακτορικό του και ήταν φαντάρος και αν δεν ήταν τα κινητά θα είχαμε χαθεί τελείως. Όχι ότι μιλούσαμε και πολύ αλλά τουλάχιστον είχαμε τα SMS
Πρωτοχρονιά 1998, ήταν το πρώτο μήνυμα που του έστειλα.
Πόσο ήλπιζα να απαντήσει “Βιολέτα”
“Χρόνια πολλά από το εξωτικό Διδυμότειχο, πιτσιρίκα” μου απάντησε.
Όσο ήταν στρατό ακόμα και στις άδειές του είχε αρνηθεί να με δει. Δεν ήξερα πως είναι, δεν ήξερε πως είμαι. Μόνο μια φωνή γνώριζα, μια φωνή που έκανε την καρδιά μου να χτυπάει.
Απολύθηκε το Μάη του 1998. Λίγες μέρες πριν κλείσω τα 19.
Τον πήρα τηλέφωνο
«Γεια σου πιτσιρίκα» μου απάντησε.
«Καλός πολίτης» του απάντησα. «Πώς αισθάνεσαι;»
«Ελεύθερος» μου απάντησε.
«Στέργιο, γιατί με αποφεύγεις;»
«Δεν σε αποφεύγω, Βιολέτα, πώς σου ήρθε αυτό;»
«Τόσες φορές σου ζήτησα να γνωριστούμε από κοντά και πάντα η απάντησή σου ήταν όχι. Και καλά, όσο ήμουν ανήλικη να το καταλάβω. Τώρα ποιος είναι ο λόγος; Δε θα σε φάω!»
«Δεν είμαι εγώ αυτός που θα τις φάει, πιτσιρίκα» μου απάντησε γελαστά. «Έλα, σε πειράζω. Ωραία, να βρεθούμε λοιπόν για καφεδάκι. Πού θες και πότε;»
Η αλήθεια ήταν ότι με έπιασε απροετοίμαστη, ήμουν σίγουρη ότι θα μου έριχνε πάλι “χυλόπιτα.»
«Να πούμε το Σάββατο το απόγευμα στις καφετέριες στο Μαρούσι; Σε βολεύει;»
«Ωραία λοιπόν, το Σάββατο το απόγευμα στις 18:00 στο Μαρούσι. Θα έχεις μαζί το βιβλίο που σου έστειλα πέρσι δώρο στα γενέθλιά σου, τα οποία αν θυμάμαι καλά είναι τη Δευτέρα. Εγώ θα έχω μαζί μου ένα πορτοκαλί τριαντάφυλλο» μου είπε.
Το Σάββατο το απόγευμα από την αγωνία μου μην αργήσω ήμουν εκεί από τις 17:30 και έκανα βόλτες πάνω κάτω έχοντας το “Modern Chess Openings” στο χέρι. Μετά από έντονη διαβούλευση με τον εαυτό μου είχα ντυθεί με ένα απλό μαύρο καθημερινό φόρεμα, χωρίς make-up. Είχα αφήσει λυτά τα μαλλιά μου.
Είχε πάει 18:05 και δεν είχε εμφανιστεί ακόμα. «Γούστο θα έχει να με στήσει» σκέφτηκα.
Και εκεί τον είδα για πρώτη φορά. Καστανόξανθο κοντό μαλλί και ίδιου χρώματος μουστάκι/μούσι λίγων ημερών. Όχι πολύ ψηλός, με χαμογελαστό όμορφο πρόσωπο. Μου φάνηκε λίγο αδύνατος για το ύψος του.
«Στέργιο;» του είπα.
Μου χαμογέλασε και το πρόσωπό του έλαμψε
«Γεια σου Βιολέτα» και για πρώτη φορά συνέδεσα τη φωνή με το πρόσωπο. Του χαμογέλασα σα χαζό.
Αν και δεν είχα τολμήσει ούτε καν να το ονειρευτώ στο τέλος της βραδιάς ήμουν η κοπέλα του.
Με έπιασε, με έφερε προς το μέρος του και με φίλησε. Έτσι απλά. Τραβήχτηκε και έμεινα να τον κοιτάω προσπαθώντας να χωνέψω ότι αυτό δεν ήταν όνειρο αλλά αλήθεια. Και τότε με φίλησε ξανά. Και ξανά.
Στο τέλος της βραδιάς με πήγε σπίτι μου. Με φίλησε ξανά και με καληνύχτισε. Εγώ ήμουν ακόμα σε …άρνηση.
«Στέργιο…»
«Βιολέτα;»
«Τι έγινε;»
«Δεν κατάλαβες;»
«Είσαι… είμαστε…» έτρωγα τα λόγια μου.
«Ναι, είσαι η κοπέλα μου» μου απάντησε κάνοντας την καρδιά μου να χοροπηδήσει. «Και τώρα πήγαινε για ύπνο και τα λέμε αύριο.»
Μου πήρε πολύ να καταφέρω να κοιμηθώ. …και ακόμα περισσότερο να καταλάβω τι σήμαινε αυτό το “μου” στο “είσαι η κοπέλα μου.”
2. Θάλαττα! Θάλαττα!
Ήμουν σε αναμμένα κάρβουνα
Στις 10:00 τον πήρα τηλέφωνο.
«Παρακαλώ;» ακούστηκε η νυσταγμένη φωνή του.
«Καλημέρα Στέργιο… σε ξύπνησα ε;»
«Καλημέρα μικρή» μου απάντησε. «Στον ύπνο σου με είδες;»
«Δεν κατάφερα να κοιμηθώ και πολύ» του απάντησα ειλικρινά.
«Δεν πιστεύω να μου έρθεις με μαύρους κύκλους στα μάτια;»
«Πού να σου έρθω;» τον ρώτησα με χαρούμενη προσμονή.
«Τρόπος του λέγειν» μου απάντησε και η διάθεσή μου βούλιαξε.
«Τι θα κάνεις σήμερα;» τον ρώτησα.
«Αρχικά θα πιώ ένα καφέ για να ανοίξει το μάτι μου. Μετά θα πάμε θάλασσα» μου απάντησε
«Υπέροχη ιδέα!» του είπα χαμογελαστή.
«Ελπίζω να έχεις μπικίνι» μου απάντησε.
«Ναι, έχω. Αλλά είναι ακόμα Μάης, θα είναι κρύα η θάλασσα.» του απάντησα ψιλοκοκκινίζοντας.
«Ένας λόγος παραπάνω να φοράς μπικίνι. Θα περάσω να σε πάρω στις 13:00» μου δήλωσε. «Λοιπόν, σε αφήνω. Στις 13:00 θα με περιμένεις από κάτω. Later alligator» μου είπε.
«Φιλάκια» του απάντησα
Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να ψάξω να βρω το μαγιό μου. Μετά από ένα γρήγορο πλύσιμο και στέγνωμα με το πιστολάκι, κερδίζοντας ένα σταυροκόπημα από τη μάνα μου, γύρισα στο δωμάτιό μου, γδύθηκα και το έβαλα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Αναστέναξα, δεν είναι ότι είχα πρόβλημα με αυτό έβλεπα στον καθρέφτη, περισσότερο ψυχολογικό ήταν για τα τρία κιλά που είχα πάρει το χειμώνα.
«Μαμά, το μεσημέρι θα πάω θάλασσα οπότε θα φάω έξω.»
«Με ποιους θα πας;» με ρώτησε
«Με συμφοιτητές» της απάντησα ψέματα. Όχι ότι θα είχα πρόβλημα αν της έλεγα την αλήθεια, οι περιορισμοί της εφηβικής μου ηλικίας είχαν αρθεί με την ενηλικίωσή μου αλλά δεν είχα καμία όρεξη εκείνη τη στιγμή να κάνω εκείνη την κουβέντα, εδώ δεν το είχα χωνέψει καλά-καλά η ίδια.
Στις 13:00 ήμουν από κάτω. Λίγο αργότερα εμφανίστηκε και ο Στέργιος.
«Καλώς την» μου είπε όταν μπήκα μέσα.
«Καλώς σε βρήκα» του απάντησα αμήχανα.
«Βάλε τη ζώνη σου» μου απάντησε και όταν το έκανα ξεκίνησε χωρίς να πει κάτι άλλο.
«Πού θα πάμε;»
«Λέω να πάμε νότια, προς λιμανάκια.»
«Τα έχω ακούσει αλλά δεν έχω πάει.»
«Ακόμα καλύτερα» μου είπε χαμογελαστά. Στο φανάρι που σταμάτησε με τράβηξε προς το μέρος του και με φίλησε και ανταπέδωσα με ενθουσιασμό.
Σε όλη τη διαδρομή είχαμε χαλαρή κουβέντα και τότε δεν υπήρχε Αττική Οδός και ούτε άμεση σύνδεσης Εθνικής με παραλιακή οπότε μας πήρε αρκετή ώρα να φτάσουμε από Κατεχάκη.
«Θα είμαστε μόνοι μας» μου είπε. «Δεν το ξέρουν πολλοί το μέρος που θα πάμε.»
Πράγματι σταμάτησε κάποια στιγμή και μετά πήραμε ένα μονοπάτι και κατεβήκαμε σε μια μικρή παραλία. Δεν υπήρχε ψυχή.
Άνοιξε την τσάντα και έβγαλε μια μεγάλη ψάθα και μου την έδωσε.
«Κάνε τα κουμάντα σου, ξέχασα τις μπύρες» μου είπε και ανέβηκε πάλι πάνω στο αυτοκίνητο.
Έστρωσα την ψάθα κάτω και αν και δε φύσαγε έβαλα τέσσερις πέτρες στα άκρα της. Σε λίγη ώρα ο Στέργιος κατέβηκε με ένα μικρό φορητό ψυγειάκι.
«Με τα ρούχα θα κάτσεις;» με ρώτησε κάνοντάς με να ξεροκαταπιώ. Ο ίδιος γδύθηκε στα γρήγορα. Ναι, ήταν αδύνατος, του έλειπαν τουλάχιστον 5-10 κιλά. Κρίνοντας από το ύψος μου, είμαι 1,67 εκείνος θα πρέπει να ήταν το πολύ 1,80. Κάθισε στην ψάθα. «Βιολέτα, τι περιμένεις;» με ρώτησε ξανά.
Αναστέναξα και έβγαλα μπλουζάκι και το σορτσάκι που φορούσα και έμεινα με το μαγιό μου. Ο Στέργιος με κοίταξε εξεταστικά κάνοντάς με να ανατριχιάσω και δεν το εννοώ δυσάρεστα.
«Βάλε μου αντηλιακό σε παρακαλώ» μου είπε και μου έδωσε ένα μπουκαλάκι. Έριξα στο σώμα του και άρχισα να το απλώνω κάνοντας το δικό μου σώμα να μυρμηγκιάσει. Όταν τελείωσα του έδωσα το μπουκαλάκι. «Κάτσε κάτω» μου είπε και ήρθε και άπλωσε εκείνος αντηλιακό πάνω μου. Εκεί δεν μυρμήγκιασα απλά…
Έπιασε μια μπύρα και έδωσε και μία σε μένα.
«Στην υγειά μας, πιτσιρίκα» μου είπε χαμογελώντας.
«Στην υγειά μας, Στέργιο!»
Δεν πρόλαβα να πιώ παραπάνω από μερικές γουλιές, με έφερε πάνω του και με ξάπλωσε στην ψάθα και με φίλησε. Το φιλί του ήταν άγριο, επιθετικό… υπέροχο. Ανταπέδωσα. Το χέρι του κινήθηκε προς το στήθος μου, το πήρε στο χέρι του και άρχισε να το μαλάζει δυνατά ενώ η γλώσσα του είχε στριμώξει τη δική μου μέσα στο στόμα μου. Με σήκωσε και μου κατέβασε το πάνω μέρος του μαγιό. Τον κοίταξα στα μάτια και το βλέμμα του με έκανε να ριγήσω. Με ξάπλωσε ξανά πάλι κάτω και άρχισε να με φιλάει και να με δαγκώνει στο λαιμό και στο στήθος. Με πονούσε και ταυτόχρονα με ηλέκτριζε, αν και αυτό το είχα ξανακάνει με τον Ηλία, ο τρόπος του Στέργιου ήταν τελείως διαφορετικός. Το χέρι του κατέβηκε ανάμεσα στα πόδια μου και με χούφτωσε. Μου έκλεισε το στόμα μου με το στόμα του και πέρασε το χέρι του κάτω από το μαγιό.
Αυτό δεν το είχα ξανακάνει.
Με τα δάχτυλά του άρχισε να με παίζει και μου κόπηκε σχεδόν η ανάσα. Ήμουν μούσκεμα, το χέρι του με έπαιζε μαεστρικά και μετά μου έβαλε απαλά το δάχτυλο μέσα μου. Ήμουν ακόμα παρθένα και με πόνεσε λίγο αλλά εκείνη τη στιγμή το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν ότι δεν θέλω το δάχτυλό του μέσα μου αλλά τον ίδιο.
Το σώμα μου άρχισε να τραντάζεται καθώς συνέχισε το παιχνίδι με το δάχτυλό του μέχρι που μέσα μου έγινε μια έκρηξη τέτοιας έντασης που δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά, δεν συγκρινόταν με τα παιχνίδια που έκανα μόνη μου.
Τεντώθηκα σαν τόξο και μου ξέφυγε ένα αναφιλητό ηδονής.
Σιγά-σιγά το χάδι του έγινε πιο τρυφερό… πιο απαλό… μέχρι που σταμάτησε.
«Μη φορέσεις το πάνω μέρος του μαγιό σου. Έχεις πολύ όμορφα στήθη, το ωραίο πρέπει να δείχνεται, όχι να κρύβεται.»
Ομολογώ ότι αν και αρχικά ένιωσα άβολα δε σκέφτηκα ούτε μία στιγμή να του εναντιωθώ.
«Σήκω» μου είπε
Σηκώθηκα σαν αυτόματο και πήρε το χέρι μου στο δικό του.
«Πάμε να βουτήξουμε.»
Το νερό ήταν παγωμένο ακόμα, στο πρώτο βήμα σχεδόν κοκάλωσα. Εκείνος με τράβηξε μέχρι που το νερό έφτασε μέχρι την κοιλιά μου. Πήρε λίγο νερό στη χούφτα του και τα υγρά του χέρια με χάιδεψαν στα στήθη.
«Βούτα» μου είπε. Γύρισα και τον κοίταξα. Μου χαμογέλασε αλλά η ματιά του… Βούτηξα στο νερό και πετάχτηκα βάζοντας τις φωνές. «Ξανά» μου είπε. Ξαναβούτηξα και κατάφερα να μείνω μέσα παρά το γεγονός ότι τουρτούριζα. «Κολύμπα να ζεσταθείς» μου είπε και έκανε με τη σειρά του ένα μακροβούτι. Τον έχασα για λίγη ώρα και όταν βγήκε είχε πάει αρκετά μακριά.
«Έλα» μου είπε και κολυμπώντας έφτασα εκεί που ήταν. Δεν πάτωνα, τα πόδια μου χτυπούσαν στο νερό για να με κρατήσουν στην επιφάνεια και τα δόντια μου από το κρύο που ένιωθα. «Βιολέτα, θέλεις να βγεις έξω;» με ρώτησε.
«Όχι… θέλω να κάτσω μαζί σου» του είπα.
«Κολύμπα τότε» μου είπε.
Κολύμπησα.
3. Βεράντα με θέα
Όταν βγήκαμε έξω τουρτούριζα, το κάψιμο του μεσημεριανού ήλιου έμοιαζε ευλογία.
Τυλίχτηκα στην πετσέτα. Ο Στέργιος σκουπίστηκε στα γρήγορα και άνοιξε ακόμα ένα κουτάκι μπύρας και ήπιε μερικές γουλιές. Μετά ξάπλωσε και μου έκανε νόημα να ξαπλώσω στην αγκαλιά του, στην οποία χώθηκα με τον δέοντα ενθουσιασμό.
«Αύριο έχεις τα γενέθλιά σου μικρή, κλείνεις τα 19» μου είπε.
«Το θυμάσαι!» του είπα χαμογελώντας ευχαριστημένη.
«Φυσικά και το θυμάμαι» μου απάντησε. «Σου έχω πάρει και δωράκι, αλλά αύριο το βράδυ.»
«Θα γυρίσω αργά, έχω μαθήματα στη σχολή μέχρι τις 19:00» του είπα.
«Και μετά διάβασμα, έχεις δίκιο» μου είπε.
«Είναι τα γενέθλιά μου!» του είπα. «Δικαιούμαι μια μέρα off.»
«Έχεις πάρει ήδη δύο, χθες το βράδυ δε φαντάζομαι να διάβασες και σήμερα πάλι δε σε βλέπω να κάνεις το ίδιο. Η σχολή έχει προτεραιότητα.»
«Είμαι καλή φοιτήτρια, ο χειρότερος βαθμός που έχω πάρει μέχρι στιγμής είναι 8. Έχω περάσει μαθήματα και με 9 και με 10.»
«Και χαίρομαι πολύ γι' αυτό και θα φροντίσεις να συνεχίσεις να παίρνεις 9άρια και 10άρια και δεν θα ανοίξουμε συζήτηση επ' αυτού.»
«Μάλιστα» του απάντησα μη βρίσκοντας τι άλλο να πω.
«Πότε μέσα στην εβδομάδα έχεις ένα κενό στο οποίο και προλαβαίνεις να διαβάσεις και να βγούμε το βράδυ;»
«Τετάρτες τελειώνω στις 17:00 και Παρασκευές στις 18:00.»
«Ωραία λοιπόν, το κλείνουμε από τώρα για Τετάρτη στις 20:00. Θα ντυθείς καλά.» μου είπε.
«Που θα πάμε;»
«Θα σου κάνω το τραπέζι στο σπίτι μου. Τόσα χρόνια με έτρωγες ότι θα ήθελες να δοκιμάσεις τη μαγειρική μου όταν σου έλεγα τι θα φτιάξω, είναι η ευκαιρία σου.»
Δεν απάντησα αλλά χαμογέλασα μέχρι τα αφτιά.
«Επίσης θέλω το εξής από εσένα. Κάθε δύο ώρες θα μου στέλνεις ένα σύντομο μήνυμα που είσαι και τι κάνεις. Κάθε βράδυ θα βρίσκεις μία ώρα να μου γράψεις αναλυτικά τι έκανες όλη την ημέρα.»
«Γιατί;» τον ρώτησα περισσότερο από περιέργεια.
«Γιατί θέλω να ξέρω αναλυτικά πώς κινείσαι, πώς σκέφτεσαι και πώς πράττεις.»
«Δε θα ήταν πιο απλό να στα πω στο τηλέφωνο;» τον ρώτησα.
«Όχι, θέλω να αφιερώσεις χρόνο σε αυτό, Βιολέτα.»
«Εντάξει, θα το κάνω.»
«Και κάτι τελευταίο. Μιας και είσαι μαζί μου ακόμα και για καφεδάκι να θέλεις να πας με φίλο ή φίλη θα με ενημερώσεις και θα βγεις μόνο αν σου δώσω το οκ. Για έξοδο με τους γονείς σου αρκεί απλή ενημέρωση.»
«Δεν είμαι σίγουρη ότι κατάλαβα. Μου λες να σου ζητάω άδεια;»
«Ακριβώς» μου απάντησε
«Πολύ καταπιεστικό μου φαίνεται.»
«Είναι αυτό που είναι. Εγώ στις σχέσεις μου λειτουργώ με συγκεκριμένο τρόπο, you either take or leave it.»
Ομολογώ ότι διχάστηκα. Για κάποιο απροσδιόριστο εκείνη τη στιγμή λόγο αυτό το είδους του ελέγχου από τη μία με γοήτευε με κάποιο ανομολόγητο τρόπο αλλά από την άλλη με εκνεύριζε. Εδώ είχα σταματήσει να ζητάω άδεια από τους γονείς μου για το πώς θα βγω και πώς θα κινηθώ, θα έβαζα νέο δερβέναγα στο κεφάλι μου; Η Μαρία θα μου τα έχωνε έτσι και της έλεγα αυτά τα πράγματα, το ίδιο και η Ειρήνη.
«Στέργιο, δε με εμπιστεύεσαι;» τον ρώτησα.
«Δεν είναι θέμα εμπιστοσύνης, Βιολέτα. Μιλάμε 3 χρόνια μαζί, είμαι σίγουρος ότι η ίδια η σκέψη σε γοητεύει όσο και σε εκνευρίζει και μπορώ να καταλάβω τους λόγους του δεύτερου. Τους λόγους του πρώτου θα τους καταλάβεις εσύ με τον καιρό από μόνη σου» μου απάντησε έχοντας πέσει διάνα στη διάγνωσή του. Πάντα ένιωθα ότι κατά βάθος θέλω να ανήκω σε κάποιον και όταν άρχιζα να αντιλαμβάνομαι ότι το αγόρι μου άρχιζε να νιώθει εξάρτηση από μένα ήταν η αρχή του τέλους. Ωστόσο αυτό ήταν κάτι που δεν τολμούσα καλά-καλά να ομολογήσω στον ίδιο μου τον εαυτό και οπωσδήποτε δεν το είχα πει σε κανέναν, ούτε καν στον ίδιο το Στέργιο που σχεδόν τρία χρόνια έκανε τον εξομολόγο μου. Πώς το είχε καταλάβει;
«Εντάξει» του είπα μη βρίσκοντας τι άλλο να πω.
«Εντάξει με την εξήγηση ή εντάξει θα κάνεις αυτό που σου ζήτησα;»
«Θα κάνω αυτό που μου ζήτησες, Στέργιο.»
Αντί για απάντηση με τράβηξε πάνω του και με φίλησε κάνοντάς με και πάλι να λιώσω στην αγκαλιά του.
Ακούσαμε φασαρία και είδαμε να κατεβαίνει ακόμα ένα ζευγάρι. Ενστικτωδώς πήγα να φορέσω το πάνω μέρος του μαγιό μου αλλά ο Στέργιος με σταμάτησε.
«Δεν είναι κλεμμένα. Θα μείνεις γυμνόστηθη» μου δήλωσε. Τον κοίταξα παρακλητικά και μου κούνησε το κεφάλι του. Αναστέναξα και ξάπλωσα πάλι στην ψάθα. Από τη μία ντρεπόμουν αλλά από την άλλη… δεν ξέρω, ήταν απελευθερωτικό. Ο Στέργιος μου χαμογέλασε και μου έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι.
Μείναμε εκεί μέχρι το απόγευμα. Γυρίζοντας σταματήσαμε σε κάποια Goody’s και τσιμπήσαμε στα πρόχειρα και μετά με γύρισε σπίτι μου. Με φίλησε απαλά και κατέβηκα.
Στις 20:00 του έστειλα το πρώτο μου μήνυμα
“Έχω αρχίσει και λύνω τις ασκήσεις για το μάθημα της Τρίτης.»
Δεν απάντησε. Δε μου είχε πει ο ίδιος ότι θα απαντάει. Συνέχισα να κάνω τις ασκήσεις πιέζοντας τον εαυτό μου να συγκεντρωθεί.
Στις 21:00 του έστειλα το δεύτερο μήνυμα
“Έχω τελειώσει σχεδόν με τις ασκήσεις. Μετά δεν ξέρω τι θα κάνω, βαριέμαι να δω τηλεόραση. Μπορώ να μπω στο IRC?» του έστειλα.
Η συνειδητοποίηση ότι του ζήτησα άδεια για να μπω στο IRC ήρθε αφού έστειλα το μήνυμά μου. Λίγη ώρα αργότερα το τηλέφωνο βούιξε
“Ναι, μπορείς να μπεις στο irc μέχρι τις 22:30.»
“Εσύ θα μπεις;» του απάντησα.
“Όχι» μου απάντησε. «Αφιέρωσε λίγο χρόνο στον εαυτό σου, προσωπικά θα προτιμούσα να διαβάσεις κανένα βιβλίο από το να χαζεύεις στο irc αλλά είναι απλά προσωπική προτίμηση. Θυμήσου ότι πρέπει να μου αφιερώσεις μία ώρα ώστε να γράψεις αυτό που σου ζήτησα.»
Αποφάσισα να μη μπω στο IRC και να κάτσω να γράψω την έκθεση που μου ζήτησε. Στην αρχή μου φάνηκε λίγο περίεργο από τη στιγμή που ήμασταν μαζί αρκετές ώρες αλλά στην πορεία άρχισα να συνειδητοποιώ η ίδια την αξία του. Ήταν σαν ημερολόγιο. Χρόνια μοιραζόμουν σχεδόν όλες τις σκέψεις μου μαζί του. Σήμερα για πρώτη φορά μοιράστηκα και αυτό το ανομολόγητο μυστικό μου. Ένιωσα και πάλι απελευθερωμένη, και στα τσακίδια τι θα σκέφτονταν Μαρία και Ειρήνη. Και εκεί συνειδητοποίησα ότι δεν τους είχα πει καν ότι πλέον ήμουν με το Στέργιο. Όπως γύρισα χθες μην έχοντας καλά-καλά συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί δεν το σκέφτηκα καν.
Πήρα τηλέφωνο τη Μαρία
«Καλησπέρα Μαράκι» της είπα
«Καλώς το μου, δεν μπορούσες να πάρεις καλύτερη ώρα! Σου έχω νέα! Θυμάσαι το Βαγγέλη, το φίλο του Γιώργου που μου είπες ότι σου άρεσε; Guess what, του αρέσεις κι εσύ!»
«Too late» της απάντησα χαμογελώντας.
«Ά στο διάολο! Είναι αυτό που νομίζω;»
«Ναι! Και οι τρεις μας κάναμε λάθος!»
«Πότε; Πώς;»
«Χθες το απόγευμα που είχαμε πάει για καφέ… και σήμερα είχε και συνέχεια.»
«Και περίμενες να πάει 22:00 για να μου το πεις μωρή; Μολόγα τα όλα.»
Της τα είπα σχεδόν όλα. Πώς ένιωσα βλέποντάς τον για πρώτη φορά. Πόσο όμορφα πέρασε η ώρα μαζί του το Σάββατο. Πως με άρπαξε και με έφερε προς το μέρος του και με φίλησε. Πώς μου είπε ότι ήμουν η κοπέλα του. Που πήγαμε σήμερα για μπάνιο. Που με χάιδεψε σε όλο μου το σώμα, τον οργασμό μου, το ότι έμεινα γυμνόστηθη ακόμα και όταν ήρθε δίπλα μας ένα ζευγάρι. Τα μηνύματα ανά ώρα, την άδεια για να βγω έξω με άλλους και την βραδινή έκθεση την κράτησα για μένα.
Στις 23:00 του έστειλα νέο μήνυμα
“Έχω τελειώσει με την έκθεση και μίλησα με τη Μαρία. Έχω βάλει ραδιόφωνο να ακούω.»
“Αναφορά λέγεται αυτό. Στείλε την σε παρακαλώ στο e-mail μου. Σε δέκα λεπτά θα σε πάρω τηλέφωνο.»
Του έστειλα το κείμενο που έγραψα στο mail του και περίμενα να με πάρει τηλέφωνο.
«Καλησπέρα κοριτσάκι μου» μου είπε.
«Καλησπέρα Στέργιο μου» του είπα χαμογελώντας για το “κοριτσάκι» μου
«Πήρα την αναφορά, θα κάτσω μετά να τη διαβάσω. Τέλειωσες με τις ασκήσεις σου να υποθέσω;»
«Ναι φυσικά. Μετά προτίμησα αντί να χαζολογήσω στο irc, άλλωστε και χωρίς εσένα μέσα δεν έχω να πω και πολλά-πολλά, κάθισα και σου έγραψα την αναφορά. Παραδέχομαι ότι στην αρχή μου είχε φανεί περίεργο δεδομένου ότι ήμασταν μαζί πολλές ώρες αλλά γράφοντας κατάλαβα την αξία του… εννοώ έγραψα πράγματα που δεν τα είχα πει ποτέ σε κανέναν… ούτε καν σε εσένα.»
«Χαίρομαι που κατάλαβες μέρος της αξίας του. Αλλά είναι μέρος, τα υπόλοιπα εν καιρώ.»
«Τώρα μου εξάπτεις την περιέργεια» του είπα.
«Έχει αξία να το καταλάβεις μόνη σου αλλά προς το παρόν μη το σκέφτεσαι, θα σε αποπροσανατολίσει. Κράτα την αξία που έχεις ήδη ανακαλύψει και σιγά-σιγά τα άλλα θα έρθουν από μόνα τους.»
«Να σου πω κάτι;»
«Μη με ρωτάς Βιολέτα μου. Πάντα μπορείς και πρέπει να το κάνεις» είπε τονίζοντας το “πρέπει.”
«Μου κάνει εντύπωση πως είχες καταλάβει κάτι που δεν το είχα πει σε κανέναν.»
«Προσπαθώ να διαβάσω πίσω από τις λέξεις. Θα το συζητήσουμε ωστόσο αυτό την Τετάρτη.»
«Εντάξει» του είπα χαμογελώντας.
«Ωραία, τώρα κάνε κάτι να χαλαρώσεις και να πέσεις για ύπνο.»
«Θα σου στείλω μήνυμα πριν πέσω για ύπνο» του απάντησα.
«Ωραία, καληνύχτα κοριτσάκι μου.»
«Καληνύχτα Στέργιο μου» του είπα
Στις 00:01, λίγο πριν πέσω να κοιμηθώ είχα μήνυμα
Χρόνια πολλά. Σου εύχομαι από καρδιάς ό,τι επιθυμείς να το αποκτήσεις και ότι αποκτήσεις να το χαρείς και να είσαι πάντα υγιής και ευτυχισμένη. Να σε χαιρόμαστε.»
«Σ' ευχαριστώ πολύ Στέργιο μου. Θα με χαίρεσαι» του απάντησα. Δέκα λεπτά αργότερα, πριν πέσω για ύπνο του έστειλα νέο μήνυμα Πέφτω να κοιμηθώ. Θα σκέφτομαι ότι είμαι στην αγκαλιά σου. Καληνύχτα.»
«Καλή σου νύχτα κοριτσάκι μου» βούιξε το τηλέφωνό μου μετά από λίγο.
Ο χρόνος μέχρι να έρθει η Τετάρτη κύλησε βασανιστικά αργά. Έβαλα το καλύτερο φόρεμα που είχα και στις 19:30 ήμουν στο σημείο που είχαμε δώσει ραντεβού. Το σπίτι του ήταν στο Γαλάτσι και είχε υπέροχη θέα προς το λόφο. Ήταν αρκετά μεγάλο, ρετιρέ με τεράστια βεράντα, όμορφα επιπλωμένο και διακοσμημένο. Όταν τον είχα πρωτογνωρίσει μου είχε πει ότι δούλευε ως system administrator για το χαρτζιλίκι του ωστόσο αργότερα παραδέχτηκε ο ίδιος ότι ήταν απλά χόμπι καθώς η οικογένειά του ήταν ευκατάστατη.
«Όμορφο είναι το σπίτι σου» του είπα.
«Πήγαινε στη βεράντα να κάτσεις» μου είπε «και θα φέρω τα ποτά μας.»
Πήγα έξω και κάθισα στη μεγάλη κούνια που είχε. Όταν ήρθε είδε που είχα κάτσει και χαμογέλασε. «Εδώ βρε» μου είπε δείχνοντας τον καναπέ με το τραπέζι από την πέργκολα. Του χαμογέλασα και πήγα και κάθισα δίπλα του. «Πίνεις κρασί, έτσι;» με ρώτησε
«Ναι, πίνω» του είπα.
«Σαγκρία είναι, γλυκό και ελαφρύ» μου είπε γεμίζοντάς μου το ποτήρι. Γέμισε και το δικό του. Μου έφερε για να τσουγκρίσουμε
«Στην υγειά μας» είπε.
«Στην υγειά μας» του απάντησα χαμογελαστή.
Καθίσαμε γύρω στη μισή ώρα εκεί μιλώντας περί ανέμων και υδάτων και μετά πήγαμε μέσα.
«Ελπίζω να σου αρέσει το κινέζικο. Έχω φτιάξει κοτόπουλο με γλυκόξινη σάλτσα και λαχανικά.»
«Μου αρέσει το κινέζικο πολύ!» του απάντησα. Μου είχε μαγειρέψει, θα το έτρωγα ακόμα και αν είχε γεύση φελιζόλ.
That was not the case. Το φαγητό ήταν Υ Π Ε Ρ Ο Χ Ο!
«Θέλεις άλλο;» με ρώτησε.
«Δε βοηθάς του είπα. Εγώ προσπαθώ να χάσω τα τρία κιλά που έχω πάρει κι εσύ θέλεις να με κάνεις να πάρω κι άλλα!» του είπα.
«Αν έχεις πάρει κιλά δε σου φαίνεται καθόλου» μου είπε.
«Εσύ όμως είσαι λίγο αδύνατος» του είπα. «Συγνώμη δε στο λέω για κακό» του είπα φοβισμένη πως θα το πάρει.
«Το ξέρω, πιτσιρίκα, λες να μην το ξέρω; Τι να πω, παρά έχω καλό μεταβολισμό.»
«Δεν έφαγες και πολύ πάντως» του είπα.
«Δεν ήθελα να τρομάξεις» μου είπε γελώντας και σηκώθηκε και γέμισε εκ νέου το πιάτου του.
Μέχρι να πάει 21:00 είχε τελειώσει και ο Στέργιος με το φαγητό του. Πήγαμε στο σαλόνι και έβαλε μουσική.
«Έλα εδώ» μου είπε και έκανε νόημα να κάτσω δίπλα του στον καναπέ, πράγμα που έκανα. «Επιστρέφω αμέσως» μου είπε και πήγε μέσα. Γύρισε κρατώντας ένα μικρό πακέτο σε συσκευασία δώρου στο χέρι. «Χρόνια πολλά Βιολέτα» μου είπε χαμογελώντας και δίνοντάς μου το δώρο μου.
Του χαμογέλασα και άνοιξα το πακέτο.
4. The gypsy queen
Ήταν ένα βιβλίο μινιατούρα: Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Το άνοιξα και το ξεφύλλισα στα γρήγορα. Ήταν στα αγγλικά και είχε και ασπρόμαυρη εικονογράφηση.»
«Είναι πολύ όμορφο, σε ευχαριστώ πολύ!» του είπα κοιτάζοντάς τον χαμογελαστή.
Ο Στέργιος χαμογέλασε κι εκείνος χωρίς να πει κάτι. Ένιωσα αβέβαιη.
«Πραγματικά μου αρέσει, δεν το λέω έτσι» του είπα.
«Δε χρειάζεται να αμύνεσαι στη σιωπή Βιολέτα. Μερικές φορές απλά δε χρειάζεται να πεις τίποτα.»
«Προσπαθώ ακόμα να συνηθίσω ότι δεν είσαι μια απρόσωπη παρουσία πίσω από ένα μήνυμα.»
Δεν είπε τίποτα, απλά χαμογέλασε και πάλι. Σηκώθηκε και πήγε και έβαλε ένα CD. Οι πρώτες νότες του Put a spell on you πλημμύρισαν το χώρο. Γύρισε και μου έκανε νόημα να πάω εκεί που ήταν. Σηκώθηκα και με πήρε στην αγκαλιά του και αρχίσαμε να χορεύουμε. Τον αγκάλιασα σφιχτά σταυρώνοντας τα χέρια μου πίσω από το σβέρκο του. Έκλεισα τα μάτια μου και έγειρα το κεφάλι μου πάνω του. Ήταν τόσο όμορφα. Με κρατούσε και εκείνος σφιχτά, ένιωθα τα χέρια του να με σφίγγουν σα μέγγενη ενώ τα σώματά μας ακολουθούσαν το ρυθμό που έδινε.
Σφίξε με κι άλλο. Φυλάκισέ με στην αγκαλιά σου. Κράτησέ με… σφίξε με…
Λες και με άκουσε, με έσφιξε ακόμα πιο δυνατά και δε με άφησε όταν τέλειωσε το πρώτο τραγούδι. Ακολούθησαν οι πρώτοι ήχοι του Hotel California
Όπως και με το προηγούμενο τραγούδι ο Στέργιος τραγούδησε ένα συγκεκριμένο σημείο
Δεν θέλω να φύγω από εδώ! Δε θέλω!
Το στόμα του ζήτησε το δικό μου. Παραδόθηκα στο φιλί του ενώ τα σώματά μας λικνίζονταν στο σόλο του Hotel California. Το επόμενο τραγούδι ξεκίνησε και εμείς λικνιζόμαστε αργά με τα στόματα ενωμένα. Δεν το είχα ακούσει ξανά αλλά μου άρεσε. Έπιασα κάποιους στίχους
Η κιθάρα έκλαιγε, ο Στέργιος με είχε πιάσει από τα μαλλιά και μου τα έσφιξε τραβώντας τα, δάκρυσα από τον πόνο αλλά δεν ήθελα να σταματήσει, ας μου τα ξερίζωνε…
ΚΙ ΑΛΛΟ! ΚΙ ΑΛΛΟ!
Σταμάτησε να μου τραβάει τα μαλλιά. Τα χάιδεψε και τα ίσιωσε. Σταματήσαμε να λικνιζόμαστε. Με πήρε από το χέρι και με πήγε στον καναπέ. Με ξάπλωσε πίσω και έπεσε πάνω μου και με φίλησε πάλι βαθιά και επιθετικά. Πέρασε το χέρι του μέσα από το μπούστο μου και κάτω από το σουτιέν και με πήρε στη χούφτα του. Με έσφιξε δυνατά κάνοντάς με να πονέσω αλλά μου άρεσε… πόσο μου άρεσε. Το χέρι του τσίμπησε τη ρώγα μου στην αρχή απαλά και μετά πιο δυνατά και πιο δυνατά και πιο δυνατά… Το στόμα μου ήταν κλεισμένο από το στόμα του… πονούσα τόσο πολύ που μου κόπηκε σχεδόν η ανάσα αλλά δεν ήθελα να σταματήσει
ΚΙ ΑΛΛΟ! ΚΙ ΑΛΛΟ!
Με σήκωσε και έβγαλα το φόρεμά μου. Μου έβγαλε το σουτιέν, αφήνοντάς με μόνο με το κιλοτάκι μου. Με ξαναφίλησε και μετά φιλώντας με και δαγκώνοντάς με κατέβηκε από το σαγόνι στο λαιμό και από το λαιμό στο στήθος. Πήρε στο στόμα του την άλλη ρόγα από αυτή που πριν είχε πονέσει με τα δάχτυλά του. Την πιπίλησε κάνοντάς με να ανατριχιάσω. Πότε τη φιλούσε, πότε δεν πιπιλούσε και πότε την δάγκωνε απαλά. Έπαιρνα κοφτές ανάσες, θαρρείς και δε μπορούσα να τραβήξω αέρα. Με δάγκωσε δυνατά στο στήθος και μετά στην κοιλιά. Πόνεσα και πάλι. Και μετά συνέχισε να κατεβαίνει πάντα δαγκώνοντάς με άλλοτε απαλά και άλλοτε δυνατά. Μου κατέβασε το κιλοτάκι, τον βοήθησα με το σώμα μου να το βγάλει. Για πρώτη φορά ήμουν τελείως γυμνή μπροστά σε άντρα. Ήμουν παρθένα και είμασταν μαζί μόλις τέσσερις μέρες αλλά αν με ήθελε θα του δινόμουν με όλη μου την ψυχή. Τα είχαμε τέσσερις μέρες αλλά τον ήξερα 3 χρόνια, τον ονειρευόμουν 3 χρόνια και τώρα ήμουν εκεί… δική του.
Δική του.
Ο ανομολόγητος πόθος μου.
Η γλώσσα του με χάιδεψε κάτω κάνοντας την ανάσα μου να κοπεί. Μετά πήρε την κλειτορίδα μου στο στόμα του και τη δάγκωσε πολύ απαλά. Μετά άρχισε πάλι να τη γλείφει και να την πιπιλάει. Δεν έχω λόγια να το περιγράψω, έπαιζε το σώμα μου όπως ο κιθαρίστας έπαιζε την κιθάρα στο τραγούδι μόνο που τα αναφιλητά μου δεν ήταν πόνου, δεν ήταν κλάμα, ήταν ηδονή.
«ΣΕ ΘΕΛΩ! ΣΕ ΘΕΛΩ!» ήταν το μόνο που φώναζα ξανά και ξανά. Ήθελα να μπει μέσα μου, να με πάρει, να με κάνει δικιά του. «ΣΕ ΘΕΛΩ… ΣΕ ΘΕΛΩ.»
Το σώμα μου τρανταζόταν, τέντωσα σαν τόξο και μου κόπηκε η ανάσα… Εκρήξεις… απανωτές… ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ φώναξα προσπαθώντας να εκπνεύσω… πώς είναι δυνατόν να ξεχνάς να εκπνεύσεις;
ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ!
ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ
Και ξανά…
Το είχα χάσει τελείως.
«ΣΕ ΘΕΛΩ… ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ… ΣΕ ΘΕΛΩ… ΣΤΕΡΓΙΟ… ΣΕ ΘΕΛΩ» τον ικέτευα να με πάρει.
ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ
Το σώμα μου τεντώθηκε πάλι
Κι άλλη έκρηξη.
Δεν άντεχα άλλο… άρχισα να πονάω κάτω… Ο Στέργιος λες και το κατάλαβε σιγά σιγά σταμάτησε ενώ εγώ πάσχιζα να βρω τις ανάσες μου. Ξάπλωσε πίσω στον καναπέ και σηκώθηκα και κάθισα δίπλα του. Τον φίλησα εγώ αυτή τη φορά και μετά άρχισα να τον φιλάω στο λαιμό. Του ξεκούμπωσα το πουκάμισο και άρχισα να τον φιλάω στο στέρνο. Δεν ήταν πολύ τριχωτός. Κατέβηκα πιο χαμηλά και τον φίλησα στις ρώγες. Κατέβασα το χέρι μου και έπιασα πάνω από το παντελόνι το όργανό του. Δεν το είχα ξανακάνει με κανέναν αυτό αλλά δε δίστασα ούτε στιγμή. Του έλυσα τη ζώνη και του ξεκούμπωσα το παντελόνι. Πέρασα το χέρι μου μέσα από το εσώρουχό του και έπιασα το όργανό του με το χέρι μου. Ήταν ερεθισμένος και μου φάνηκε μεγαλούτσικο αλλά σάμπως και είχα άλλη εμπειρία;
Το χέρι του πίεσε το κεφάλι μου προς τα κάτω. Δεν αντιστάθηκα αλλά αυτό και αν δεν το είχα ξανακάνει! Με πίεσε κι άλλο… το πρόσωπό μου έφτασε εκατοστά από το ορθωμένο του όργανο. Μύριζε υπέροχα, μύριζε αρσενικό. Διστακτικά άνοιξα το στόμα μου και με το ένστικτο χαμήλωσα και τον πήρα μέσα του. Μου γέμισε το στόμα… και συνέχισε… μέχρι που ένιωσα να πνίγομαι ενώ μου ήρθε ξαφνική αναγούλα. Τραβήχτηκα απαλά και προσπάθησα να βρω τις ανάσες μου. Τον πήρα ξανά σιγά-σιγά μέσα όσο μπορούσα, μέχρι που ένιωσα πάλι να πνίγομαι. Τα μάτια μου είχαν δακρύσει. Ένιωσα πάλι αναγούλα και το στομάχι μου χοροπήδησε. Τραβήχτηκα και προσπάθησα να καταπνίξω το συναίσθημα. Ήθελα να τον ικανοποιήσω, δεν το έκανα καλά. Η καρδιά μου βούλιαξε. Τον κοίταξα δυστυχισμένη. Μου χαμογέλασε καθησυχαστικά και χάθηκα και πάλι στα υπέροχα αμυγδαλωτά του μάτια.
«Σιγά-σιγά, πιτσιρίκα. Σιγά-σιγά, μη βιάζεσαι.»
«Δε θέλω να στο χαλάσω» του είπα.
«Δεν μου το χαλάς κοριτσάκι μου. Θα μάθεις γιατί θα σε μάθω. Σιγά-σιγά…» μου είπε και με χάιδεψε.
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και τον ξαναπήρα στο στόμα μου.
«Σιγά-σιγά. Όσο μπορείς τώρα… σιγά-σιγά» μου είπε. Ακολούθησα τη συμβουλή του. Τον ξαναπήρα στο στόμα μου όσο βαθύτερα μπορούσα αλλά σταμάτησα πριν το σημείο που τις προηγούμενες φορές είχα νιώσει αναγούλα. Τραβήχτηκα απαλά προς τα έξω και πάλι φροντίζοντας να μην τον αγγίξω με τα δόντια μου, μόνο με τα χείλη μου και τη γλώσσα μου. Κατάπια τα σάλια μου και ένιωσα και τη γεύση του. Προσπάθησα να βρω ένα ρυθμό, μου πήρε λίγη ώρα αλλά το κατάφερα. Τον έπαιρνα όσο πιο βαθιά άντεχα και μετά απαλά έξω και ξανά πάλι μέσα. Έκλεισα τα μάτια μου και επικεντρώθηκα στις ανάσες του και στην αίσθηση του όργανού του μέσα στο στόμα μου. Εισπνοή, μέσα μου όσο πιο βαθιά μπορούσα, τράβηγμα και εκπνοή, ξανά εισπνοή και ξανά και ξανά. Οι ανάσες του έγιναν στην αρχή πιο κοφτές και μετά στεναγμοί απόλαυσης.
Έβαλε το χέρι του στο κεφάλι μου και με πίεσε απαλά. Ακολούθησα υπάκουα τον ρυθμό που μου έδινε. Είχε πλέξει το χέρι του στα μαλλιά μου και με κατεύθυνε. Άρχισε να μου δίνει πιο γρήγορο ρυθμό και πιο γρήγορο ρυθμό, επικεντρώθηκα στις αναπνοές μου. Η μύτη μου είχε βουλώσει και το στόμα μου είχε γεμίσει σάλια, δεν ήταν εύκολο.
Μα ούτε στιγμή δεν αντιστάθηκα στο ρυθμό του.
Οι στεναγμοί του έγιναν πιο δυνατοί και πιο συχνοί. Ένιωσα το όργανό του να δονείται μέσα στο στόμα μου. Με κράτησε ακίνητη με το όργανό του βαθιά μέσα στο στόμα μου να κάνει σπασμούς και να με πλημμυρίζει με τα υγρά του. Κατάπια χωρίς καν να το σκεφτώ και ξανά και ξανά… μέχρι που σταμάτησε να δονείται, σταμάτησε να βγάζει υγρά. Με κρατούσε ακίνητη.
«Κοίτα με» μου είπε
Με κρατούσε από το κεφάλι και δεν μπορούσα να το σηκώσω, μόνο τα μάτια μου. Με το όργανό του ακόμα μέσα στο στόμα μου μου σήκωσε απαλά το κεφάλι βοηθώντας με επιτέλους να καταφέρω να τον κοιτάξω. Με κράτησε για λίγη ώρα εκεί μέχρι που ένιωσα το όργανό του να ζαρώνει και να μικραίνει μέσα στο στόμα μου.
«Καθάρισέ το» μου είπε.
Με το στόμα μου καθάρισα τα σάλια. Λίγο από το υγρό του είχε ξεφύγει και είχε πέσει στο εφήβαιό του. Το ρούφηξα και το καθάρισα. Όταν τελείωσα σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα χαμογελαστή.
«Σου άρεσε, Στέργιο;»
«Πολύ κοριτσάκι μου. Για πρώτη φορά ήσουν πολύ καλή. Με την εξάσκηση θα γίνεις ακόμα καλύτερη» μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι.
«Ό,τι θέλεις εσύ» του είπα εννοώντας το.
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι τόση ώρα ήμουν γονατισμένη και γυμνή ανάμεσα στα πόδια του. Δε μου έκανε νόημα να σηκωθώ και δε σηκώθηκα. Όπως ήμουν ξάπλωσα το κεφάλι μου πάνω στο γόνατό του.
6. Η Βιολέτα στη χώρα των θαυμάτων
«Welcome to the wonderland» μου είπε.
Του χαμογέλασα και τον κοίταξα στα μάτια.
«Η Βιολέτα στη χώρα των θαυμάτων;»
Δεν απάντησε. Μου έκανε νόημα να σηκωθώ και με πήρε γυμνή όλη στην αγκαλιά του σα να ήμουν παιδούλα. Με αγκάλιασε όλη από τη μέση και από τα πόδια και με κράτησε σφιχτά. Τα χέρια μου ήταν περασμένα πίσω από το κεφάλι του και το λαιμό του.
ΠΙΟ ΣΦΙΧΤΑ! ΠΙΟ ΣΦΙΧΤΑ!
«Σε θέλω» του είπα. «Σε θέλω… σε θέλω….»
ΣΕ ΘΕΛΩ! ΣΕ ΘΕΛΩ!
«Δε βιαζόμαστε, μικρή» μου είπε χαμογελώντας μου.
«Δε βιάζομαι… είμαστε μαζί τέσσερις μέρες αλλά σε ξέρω τρία χρόνια.»
«Στη χώρα των θαυμάτων ο χρόνος δεν μετριέται σε χρόνια ή λεπτά ή δευτερόλεπτα.»
«Και πώς μετριέται;»
«Σε εμπειρίες και στο αποτύπωμα που αφήνουν στο μυαλό, στην ψυχή και στο σώμα σου. Εγώ σε γνωρίζω τρία χρόνια, ακόμα και στις αναφορές σου δεν γράφεις κάτι που δεν το είχα καταλάβει. Εσύ τώρα θα αρχίσεις να με μαθαίνεις σιγά-σιγά. Οι αντιδράσεις σου αυτές τις τέσσερεις μέρες επιβεβαιώνουν αυτό που είχα καταλάβει τα τρία χρόνια που μου μιλάς. Ωστόσο οι κανόνες στη χώρα των θαυμάτων είναι διαφορετικοί. Η πραγματικότητα είναι η ερμηνεία που δίνουμε στον κόσμο που μας περιβάλλει, πρέπει να μπορείς να την αντιληφθείς ότι αυτό που μπορεί να βλέπεις σαν πρισματική παραμόρφωση ή σαν θολή ασάφεια, έχει και άλλη ερμηνεία, όχι λιγότερο έγκυρη.»
«Στέργιο μου δε σε καταλαβαίνω.»
«Την Κυριακή όταν τέλειωσες με τις ασκήσεις μου ζήτησες άδεια να μπεις στο IRC.»
«Ναι.»
«Ωστόσο πριν, όταν σου είπα ότι θέλω να μου ζητάς άδεια πριν βγεις έξω με τον οποιονδήποτε, εξαιρουμένης της οικογένειάς σου, η πρώτη σου αντίδραση ήταν αμφισβήτηση των κινήτρων. Με ρώτησες αν σε εμπιστεύομαι. Θεώρησες ότι αυτός ο έλεγχος πηγάζει από κάποια φοβία ή ανασφάλεια. Η ίδια η εντολή σου προκάλεσε ενόχληση αλλά ταυτόχρονα σου έκανε το κλικ, αναγνώρισες ψήγματα αυτού που η ίδια φοβόταν να ομολογήσει στον ίδιο της τον εαυτό. Θέλεις να ανήκεις. Το “θέλω» είναι η αφετηρία, το “αποκτώ» είναι το τέρμα. Μεταξύ μεσολαβεί ένα μεγάλο ταξίδι. Και πρωτίστως ότι η συνειδητοποίηση ότι το «ανήκω» και το «αποκτώ» δεν ταιριάζουν μεταξύ τους. Για να ανήκεις άλλος είναι που εκείνος που αποκτά.»
«Εσύ» του είπα.
«Δέχτηκες αυτό που σου ζήτησα χωρίς να έχεις καταλάβει ακριβώς το γιατί. Η ενόχλησή σου για την απώλεια μιας μικρής ελευθερίας έναντι της γοητείας του παραχώρησης ενός μικρού ελέγχου. Μια-δύο ώρες αργότερα μου ζήτησες την άδεια για να μπεις στο IRC. Βάζω στοίχημα ότι πρώτα ζήτησες την άδεια και μετά συνειδητοποίησες ότι ζήτησες την άδεια.»
«Έτσι ακριβώς έγινε» παραδέχτηκα.
«Και τι έκανες όταν στην έδωσα;»
«Έγραψα την αναφορά που μου ζήτησες.»
«Γιατί;»
«Γιατί το θεώρησα πιο σημαντικό από το να χαζολογήσω στο IRC.»
«Γιατί; Δεν σε έβαλα να επιλέξεις, σου είπα ότι είναι ελεύθερος δικός σου χρόνος.»
«Γιατί…» ξεκίνησα να λέω αλλά σταμάτησα. Πάγωσα στη συνειδητοποίηση.
One pill makes you largerAnd one pill makes you smallAnd the one that mother gives youDon’t do anything at allGo ask Alice when she’s ten feet tall.
Ο Στέργιος χαμογέλασε.
«Στέριο….»
«Σσσστ» μου είπε βάζοντάς μου το δάχτυλό του στα χείλη μου. «Δε βιαζόμαστε.»
And if you go chasing rabbitsAnd you know you're going to fall,Tell 'em a hookah smoking caterpillarHas given you the call.Call Alice when she was just small.
«Θυμάσαι την πρώτη φορά που σε φίλησα;»
«Αν το θυμάμαι; Μπορώ να το ξεχάσω;»
«Πες μου τι έγινε. Περιέγραψέ μου τη σκηνή. Όχι όμως σα να τη λες στις φίλες σου. Περιέγραψέ την σαν να την περιέγραφες σε κάποιο άλλο Στέργιο που του λες και τα πιο μύχια σου μυστικά.»
Μαρούσι, 4 μέρες πριν
Κοίταξα το ρολόι μου μην πιστεύοντας τα μάτια μου. Είχε πάει κιόλας 21:00, ένα τρίωρο είχε περάσει χωρίς καν να το καταλάβω. Μέχρι πριν τρεις ώρες ο Στέργιος ήταν μια φωνή, μια παρουσία που είχε το πρόσωπο που είχε πλάσει η φαντασία μου. Μια ζεστή, γελαστή μα συνάμα αυστηρή παρουσία.
Η πραγματικότητα ήταν ακόμα ομορφότερη. Πιο ζεστός απ’ όσο είχα τολμήσει να ελπίσω, πιο γελαστός, πιο παιχνιδιάρης χωρίς ωστόσο να του λείπει η αυστηρότητα. Είχε χτυπήσει το κινητό μου δύο φορές, την πρώτη έκανα αφηρημένη να το πιάσω αλλά όταν είδα το βλέμμα του μου κόπηκαν τα πόδια και το άφησα εκεί που ήταν. Τη δεύτερη φορά που ήρθε μήνυμα δεν έκανα καν κόπο να το κοιτάξω.
«Θες να απαντήσεις στο μήνυμα;» με ρώτησε τη δεύτερη φορά.
«Όχι… όχι… να περιμένει.»
«Αν είναι να το σκέφτεσαι, καλύτερα απάντησέ το. Δε θα χαλάσουμε τις καρδιές μας.»
«Όχι Στέργιο, δεν το σκέφτομαι καν. Τώρα είμαι μαζί σου, είμαι όλη δική σου» του είπα χαμογελώντας. «Και… και αν και χοροπήδησα στο μήνυμα είναι… επειδή τόσο καιρό μιλούσαμε με μηνύματα και πολύ σύντομα τηλεφωνήματα.»
Ο Στέργιος χαμογέλασε.
«Να σου πω κάτι αλλά σε παρακαλώ μη θυμώσεις» του είπα.
«Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ προκαταβολικά ότι δε θα θυμώσω καθώς εξαρτάται από το τι θα είναι αυτό που θα μου πεις. Ψύχραιμος θα είμαι πάντως» μου είπε.
«Να… κρατάω όλα τα μηνύματα που μου έχεις στείλει και σου έχω στείλει σε ένα τετράδιο για να μη χαθούν.»
«Γιατί;»
«Γιατί θέλω να τα διαβάζω ξανά και ξανά… Κάμποσες φορές χρειάζεται να διαβάσω περισσότερες από μία φορές για να καταλάβω τι ακριβώς εννοείς.»
«Μου λες ότι σου γράφω διφορούμενα;»
«Όχι! Όχι! Απλά… προσπαθώ… Θυμάσαι που μου έγραψες κάποτε ότι προσπαθείς να διαβάσεις πίσω από τις λέξεις; Κι εγώ το προσπαθώ.»
«Πολλές φορές αυτά που γράφουμε δεν σημαίνουν τίποτα περισσότερο.»
«Ναι, δεν αντιλέγω. Ωστόσο… τα μηνύματα σβήνονται για να χωρέσουν τα καινούρια και μαζί τους χάνεται και το context. Ένας ολοκληρωμένος διάλογος από την αρχή ως το τέλος έχει διαφορετική ανάγνωση από τα επιμέρους σημεία του.»
«Γιατί μου ζήτησες να μη θυμώσω;»
«Γιατί κάνω σαν ερωτοχτυπημένη κοπελίτσα» του απάντησα και έβαλε τα γέλια.
«Είσαι ερωτοχτυπημένη κοπελίτσα, Βιολέτα» μου είπε κοιτάζοντάς με στα μάτια, κάνοντας τα πόδια μου να κοπούν εκ νέου.
«Γι’ αυτό με απέφευγες;» τον ρώτησα
«Μεταξύ άλλων» μου είπε.
«Ναι, ήμουν και ανήλικη. Το καταλαβαίνω αυτό. Ωστόσο… είμαι ενήλικη από πέρσι. Σε αυτό το διάστημα ήρθες δύο φορές Αθήνα και πάλι αρνήθηκες να με δεις όταν σου το ζήτησα. Τι άλλαξε τώρα;»
«Τώρα είμαι ελεύθερος υποχρεώσεων και ο χρόνος είναι όλος δικός μου» μου είπε.
«Δεν καταλαβαίνω. Εντάξει, καταλαβαίνω ότι είχες το στρατό αλλά πέραν αυτού τι μπορείς να κάνεις τώρα που δεν μπορούσες τότε.»
Αντί για απάντησης με έπιασε και με έφερε κοντά του. Και με φίλησε. Ήταν τόσο ξαφνικό και τόσο υπέροχο που το μυαλό μου έμεινε σε άρνηση. Τον κοίταξα σαν χαζή πασχίζοντας να καταλάβω αν όντως συνέβη ή έβλεπα κάποιο από τα παλαβά μου όνειρα.
Και τότε με έφερε κοντά του και με φίλησε.
«Αυτό» μου απάντησε.
Γαλάτσι, σήμερα
Η μουσική δεν είχε σταματήσει να παίζει.
Με χάιδεψε απαλά στα πόδια και στις γάμπες κάνοντάς με να υγρανθώ και πάλι. Γυμνή μέσα στην αγκαλιά του κρατώντας με σφιχτά.
«Μου αρέσουν πολύ οι γάμπες σου.» μου είπε και πήρε με το χέρι του και με άφησε απαλά δίπλα του στον καναπέ. Σηκώθηκε και πήγε προς το δωμάτιό του. Δε μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω και έμεινα γυμνή στον καναπέ. Γύρισε μετά από λίγο.
«Κλείσε τα μάτια σου» μου είπε και τα έκλεισα.
Ένιωσα το χέρι του να χαϊδεύει την αριστερή μου γάμπα. Μετά ένιωσα να μου βάζει κάτι πάνω από τον αστράγαλο, αλυσιδίτσα θα πρέπει να ήταν.
«Άνοιξε τα μάτια σου» μου είπε και τα άνοιξα και κοίταξα το πόδι μου. Μου είχε περάσει μια υπέροχη λεπτή χρυσή αλυσιδίτσα στην οποία περιμετρικά μικρά κρόσσια.
«Είναι πολύ-πολύ όμορφη» του είπα με χαμόγελο που κόντεψε να ξεχειλώσει το στόμα μου.
«Είναι δική σου» μου είπε.
«Σε ευχαριστώ πολύ Στέργιο μου… δεν… δεν έχω λόγια.»
«Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι» μου είπε κλείνοντάς μου συνωμοτικά το μάτι. Μετά με πήρε ξανά στην αγκαλιά του με τον ίδιο τρόπο που με είχε πάρει πριν.
Τον αγκάλιασα σφιχτά και έγειρα το κεφάλι μου στον ώμο του. Έκλεισα τα μάτια μου και παραδόθηκα στη στιγμή απολαμβάνοντας τη μουσική.
Ένιωθα γαλήνη… παραδομένη στη στιγμή, μέσα στην αγκαλιά του.
Στη στιγμή μα πάνω απ’ όλα στον ίδιο.
6. Πόσο σε θέλω
Ένιωσα το χέρι του να ταξιδεύει πάλι στο κορμί μου κάνοντάς με να ανατριχιάσω. Με χάιδευε απαλά στη μέση και τους γλουτούς και μετά στα μπούτια και μετά πάλι πίσω. Του χάιδεψα απαλά το πρόσωπο και γύρισε και μου χαμογέλασε.
«Σήκω όρθια» μου ζήτησε και απρόθυμα έφυγα από την αγκαλιά του και σηκώθηκα όρθια. Με κοίταξε από την κορυφή μέχρι τα νύχια αλλά παρότι γυμνή στο φως του σαλονιού δεν ένιωσα καθόλου αμηχανία. Σηκώθηκε και ο ίδιος. «Κάτσε στον καναπέ, στα τέσσερα» μου ζήτησε και υπάκουσα. «Χμμ… όχι έτσι» μου είπε. Ήρθε και μου πίεσε την μέση και την πλάτη. «Ψηλά οι ώμοι και οι γλουτοί μου είπε πιέζοντάς μου τη μέση. «Δε θέλω να καμπουριάζεις την πλάτη σου, Βιολέτα.»
Προσπάθησα να κάτσω όπως μου ζήτησε μέχρι που κάποια στιγμή το κατάφερα.
«Εκεί» μου είπε. «Έτσι θέλω να κάθεσαι.»
«Μάλιστα» του είπα.
«Κατέβασε το κεφάλι σου προς τα κάτω. Ψηλά οι ώμοι σου.»
Έκανα αυτό που μου ζήτησε.
«Ωραία» μου είπε. Ήρθε μπροστά μου και μου σήκωσε το κεφάλι από το πηγούνι κάνοντάς με να τον κοιτάξω. Έφερε ένα δάχτυλο μπροστά στο στόμα μου και το πίεσε. Άνοιξα το στόμα μου και έβαλε μέσα το δάχτυλό του. Δεν ήξερα τι να κάνω, ενστικτωδώς το έγλειψα με τη γλώσσα μου. Μετά μου έβαλε και δεύτερο δάχτυλο μέσα και μετά τρίτο. Δεν καταλάβαινα τι προσπαθούσε να κάνει αλλά είχα υγρανθεί και πάλι.
ΠΑΡΕ ΜΕ… ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΠΑΡΕ ΜΕ! ΚΑΝΕ ΜΕ ΔΙΚΗ ΣΟΥ!
Τράβηξε το χέρι του από το στόμα μου. Τον κοίταξα στα μάτια, είδα τον πόθο του.
«Σε θέλω… σε θέλω… πάρε με σε παρακαλώ…» τον παρακάλεσα.
«Βιολέτα, αυτό θα γίνει όταν κρίνω ότι ήρθε η ώρα. Όταν κρίνω ότι είσαι έτοιμη.»
«Είμαι!» του είπα με απελπισία.
«Δε θα το πω άλλη φορά» μου είπε αυστηρά.
Αναστέναξα.
«Μην κουνηθείς» με διέταξε και έφυγε από το οπτικό μου πεδίο. Ένιωσα το χέρι του στους γλουτούς μου, να τους χαϊδεύει. Πέρασε το χέρι από κάτω μου και βούτηξε απαλά το δάχτυλό του στην υγρασία μου κάνοντάς με να ριγήσω και πάλι.
«Σε παρακαλώ…» του είπα και τράβηξε απότομα το χέρι του χώνοντάς μου ένα δυνατό χαστούκι στον αριστερό γλουτό.
«Τι σου είπα πριν λίγο, Βιολέτα;»
«Συ… συγνώμη» του απάντησα ταραγμένη. Και τότε μου έδωσε και δεύτερο χαστούκι, στο δεξί γλουτό αυτή τη φορά. Δεν τόλμησα να παίξω καν τα βλέφαρά μου. Είχα να φάω ξυλιές στον κώλο από παιδάκι και χωρίς να νιώσω καμία απειλή δε διανοήθηκα καν να κουνηθώ από τη θέση μου.
«Σήκω και ντύσου» μου είπε.
«Στέργιο συγνώμη» του είπα με τη διάθεση μου να έχει βουλιάξει και εκεί έπεσε και τρίτη σφαλιάρα στον αριστερό μου γλουτό, ακόμα πιο δυνατή.
«Βιολέτα σε παρακαλώ μη με κάνεις να επαναλαμβάνομαι» μου είπε.
«Συ…συγνώμη» του είπα παγωμένη και σηκώθηκα από τον καναπέ. Φόρεσα πρώτα το κιλοτάκι μου και μετά το σουτιέν μου. Έβαλα το φόρεμά μου αλλά όταν πήγα να βάλω τις γόβες μου με έκοψε.
«Δε σε διώχνω, Βιολέτα» μου είπε απαλά και η ψυχή μου γύρισε στη θέση της.
Τα ποτήρια μας είχαν αδειάσει. Πήγε στο ψυγείο και έφερε την κανάτα με τη Σαγκρία και γέμισε τα ποτήρια και των δύο.
«Στην υγειά μας» μου είπε τσουγκρίζοντας το ποτήρι.
«Στην υγειά μας» του απάντησα χαμογελώντας.
«Βιολέτα, δε θέλω να επαναλαμβάνομαι» μου είπε.
«Το κατάλαβα» του είπα βγάζοντας τη γλώσσα μου προσπαθώντας να αστειευτώ.
«Νομίζεις ότι είναι ώρα για χαβαλέ;» με ρώτησε και το ύφος του με έκοψε πάλι τα πόδια.
«Όχι… Όχι… Σου ζητώ συγνώμη» του είπα χαμηλώνοντας το βλέμμα μου.
«Δε θέλω να μου ζητάς συγνώμη. Θέλω να μην υπάρχει λόγος να ζητάς συγνώμη. Δεν είσαι παιδάκι.»
«Έχεις… έχεις δίκιο» του είπα.
«Βιολέτα εγώ δεν είμαι ούτε Νίκος, ούτε Μιχάλης, ούτε Ηλίας.»
«Το ξέρω… το ξέρω από τα 16 μου αυτό, Στέργιο.»
«Το είδος της σχέσης που θέλω δεν έχει ούτε μουτράκια, ούτε μετάνοιες, ούτε μυστικά. Τη δυσαρέσκειά μου θα στην κάνω άμεσα φανερή, όπως και την ευχαρίστησή μου. Το ότι σε πάω σιγά-σιγά δε σημαίνει ότι δεν ξέρω που σε πάω. Το μόνο που μένει να δούμε είναι αν το αντέχεις αυτό που επιθυμώ και φαντασιώνεσαι και η ίδια ότι επιθυμείς.»
«Τι εννοείς;»
«Το να ανήκεις είναι το τέρμα, δεν είναι η αρχή. Και δεν είμαστε καν στην αρχή.»
«Πάλι δεν σε καταλαβαίνω.»
«Είσαι εδώ μαζί μου. Να στο θέσω γραφικά, τα έχουμε. Δεν είσαι όμως δική μου, ούτε κατά διάνοια. Το είμαι δίπλα του και το είμαι δική του έχουν τεράστια διαφορά μεταξύ τους.»
«Δεν είμαι το κορίτσι σου;» τον ρώτησα παγωμένη.
«Είσαι και αυτό σημαίνει το “τα έχουμε”. Ωστόσο το «σου» εδώ δηλώνει τόπο, όχι τρόπο. Είσαι το κορίτσι μου σημαίνει ότι είμαι το αγόρι σου. Το είσαι δική μου σημαίνει ότι είσαι δική μου. Το ανήκω είναι αποκλειστικό, Βιολέτα. Αν ανήκεις σε κάποιον δεν ανήκεις στον εαυτό σου. Δεν μοιράζεσαι το χρόνο σου, δεν είναι δικός σου ο χρόνος να τον μοιραστείς.»
«Δεν ξέρω αν θα το πήγαινα τόσο μακριά» του απάντησα.
«Μπορεί. Σου εξήγησα τι σημαίνει το ανήκω.»
«Τι θα γίνει αν δεν μπορώ να πάω τόσο μακριά;»
«Τότε δεν μπορείς.»
«Κι εσύ;»
«Αυτή τη στιγμή δεν έχω να σου δώσω απάντηση… Βιολέτα, μη κάθεσαι και το σκέφτεσαι και χαλάς τη διάθεσή σου. Αυτή τη στιγμή, αυτό το χρόνο είσαι εδώ μαζί μου. Και μου αρέσει που είσαι εδώ.»
Του χαμογέλασα νιώθοντας αρκετά πιο ανάλαφρη. Μου έκανε νόημα να πάω στην αγκαλιά του και χώθηκα μέσα της γέρνοντας το κεφάλι μου στον ώμο του. Με έσφιξε πάνω του και με χάιδεψε απαλά. Πόσο τον ήθελα εκείνη τη στιγμή.
Γύρεψα το στόμα του και δε μου το αρνήθηκε. Παρόλο που το ξεκίνησα εγώ αφέθηκα στο φιλί του. Το χέρι του κινήθηκε πάνω στο σώμα μου κάνοντάς με να τρέμω από πόθο. Είχε περάσει το χέρι του πάλι μέσα από φόρεμα και σουτιέν και μου μάλαζε με δύναμη το στήθος. Πότε πότε σταμάταγε και μου τσίμπαγε τη ρώγα άλλοτε απαλά άλλοτε δυνατά, μέχρι να πονέσω κάποιες φορές μέχρι να μου κοπεί η ανάσα από τον πόνο.
ΚΙ ΑΛΛΟ… ΚΙ ΑΛΛΟ…
Είχα παραδοθεί στα χάδια του. Τρυφερά ή βίαια έκαναν το κορμί μου να τρέμει και την ψυχή μου να πλημμυρίζει από πόθο.
«Σε θέλω» του ψιθύρισα.
Κατέβασε το μποξεράκι του και με έσπρωξε βίαια προς το όργανό του. Δεν του έφερα αντίσταση. Αυτή τη φορά όμως εξακολούθησε να με πιέζει παρόλο που τον είχα μέσα στο στόμα μου. Ένιωσα να πνίγομαι αλλά ο Στέργιος συνέχισε να με πιέζει μέχρι που τον πήρα σχεδόν μέχρι το λαιμό. Δάκρυσα και ένιωσα αναγούλα.
«Αφού με θέλεις θα μ’ έχεις» μου είπε τραβώντας με από τα μαλλιά μέχρι που σχεδόν βγήκε από το στόμα μου. Και μετά με πίεσε και πάλι με δύναμη προς τα κάτω. Ένιωσα το στομάχι μου να γυρίζει. Η μύτη μου είχε βουλώσει και το όργανό του ήταν όλο μέσα στο στόμα μου. Προσπάθησα να πάρω αναπνοή. Τον τράβηξε και πάλι. Πήρα βαθιά ανάσα. Με κράταγε από τα μαλλιά. Τα μάτια μου ήταν δακρυσμένα. «Άλλαξες γνώμη;»
«Όχι» του είπα κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου. Κατάπια τα σάλια μου. Αυτή τη φορά ήμουν εγώ που τον πήρα στο στόμα μου μέχρι το λαιμό. Τραβήχτηκα απαλά και πήρα ανάσα. Τον κοίταξα χαμογελώντας. «Σε θέλω» του είπα και τον ξαναπήρα μέχρι το λαιμό μέσα. Πνίγηκα και αυτή τη φορά δεν κατάφερα να κόψω το βήχα.
«Σιγά-σιγά κοριτσάκι μου» μου είπε.
Προσπάθησα και πάλι αλλά δεν τα κατάφερνα καλά και νευρίασα με τον εαυτό μου και μ’ έπιασε απελπισία.
«Συγνώμη» του κλαψούρισα προσπαθώντας και πάλι. Είχε ερεθιστεί ο λαιμός μου, με το που ξεπερνούσα ένα σημείο με έπιανε βήχας.
Μου σήκωσε το κεφάλι τραβώντας με από τα μαλλιά και με κράτησε ακίνητη. Με το άλλο χέρι του άρχισε να παίζει το όργανό του. Μου έσπρωξε το κεφάλι προς τα κάτω. Τον έβαλε λίγο στο στόμα μου. «Παίξε με τη γλώσσα σου» με διέταξε συνεχίζοντας να παίζει με το άλλο χέρι του. Τράβηξε το χέρι από τα μαλλιά μου και το πέρασε μέσα από φόρεμα και σουτιέν χουφτώνοντας το στήθος μου. Το χέρι του που έπαιζε το όργανό του κάποιες φορές με χτυπούσε στο σαγόνι αλλά ούτε στιγμή δε σταμάτησα να τον γλείφω όπως τον είχα μέσα στο στόμα μου.
Είχα κλείσει τα μάτια μου και είχα συγκεντρωθεί στις ανάσες του και τα βογγητά ηδονής του. Πόσο μου άρεσε που ήμουν εγώ αυτή που το πρόσφερε απόλαυση. Οι ανάσες του έγιναν πιο κοφτές, το στήθος μου ήταν μέσα σε μέγγενη. Μου τσίμπησε πολύ δυνατά τη ρώγα και την τράβηξε, ένιωσα σχεδόν να την ξεριζώνει. Μου κόπηκε η ανάσα από τον πόνο αλλά εκείνη τη στιγμή τράβηξε το χέρι του και μου πίεσε το κεφάλι προς τα κάτω κάνοντας το όργανό του να μπει αρκετά βαθιά στο στόμα μου
«Χύνω…αααααααχ» άκουσα να μου λέει και πράγματι ένιωσα πάλι το όργανό του να κάνει σπασμούς μέσα στο στόμα μου γεμίζοντάς το με σπέρμα. Κατάπια και πάλι σπέρμα και σάλια και συνέχισα να τον γλείφω και να τον ρουφάω απαλά μέχρι που τον ένιωσα να ζαρώνει. Τραβήχτηκε απαλά.
«Χρειάζεσαι εξάσκηση» μου είπε.
«Χρειάζομαι» του απάντησα αναστενάζοντας. «Συγνώμη που στο χάλασα.»
«Δε μου το χάλασες χαζούλα. Στα μάτια μου μεγαλύτερη σημασία από την τέχνη έχει η προθυμία. Η τέχνη μαθαίνεται κοριτσάκι μου. Προθυμία να υπάρχει.»
«Από αυτή άλλο τίποτα» του είπα χαμογελώντας του. «Και μόνο… μόνο το πρόσωπό σου μετά… αχ να μπορούσες να δεις το πρόσωπό σου…» του είπα. «Γι’ αυτό το βλέμμα… γι’ αυτό το χαμόγελο….»
«Σσσσστ» μου είπε κλείνοντάς μου το στόμα.
«…Θα έκανα τα πάντα» ήταν αυτό που με εμπόδισε να του πω.
7. Life is a moment in space
Όταν με γύρισε σπίτι εκείνο το βράδυ η καρδιά μου χτυπούσε ακόμα δυνατά. Ήθελα να μιλήσω σε κάποιον αλλά ήταν πολύ αργά για να πάρω τηλέφωνο είτε τη Μαρία είτε την Ειρήνη. Μέσα στη γλυκιά μου ζάλη ξέχασα να γράψω την αναφορά και δεν το θυμήθηκα παρά την επόμενη μέρα, όταν του έστειλα την καλημέρα μου. Και δεν ήμουν καν εγώ που το θυμήθηκα, ο Στέργιος ήταν που μου το υπενθύμισε.
«Καλημέρα Στέργιο, σε λίγο ξεκινάω για τη σχολή» του έγραψα για να πάρω μετά από λίγη ώρα την ξερή απάντηση «Δε μου έστειλες την αναφορά». Η αλήθεια είναι ότι εκείνη τη στιγμή ένιωσα κατά σειρά ταραχή και θυμό. Ταραχή επειδή ξεχάστηκα και θυμό γιατί δε μου απάντησε καν με μια καλημέρα. «Σου ζητώ συγνώμη αλλά χθες γύρισα αργά» του έστειλα. «Μη το συνεχίζεις, Βιολέτα» μου απάντησε πάλι ξερά και ο θυμός πήγε περίπατο καθώς τα πόδια μου κόπηκαν εκ νέου.
Και το ακόμα χειρότερο είναι ότι δεν ήταν το ότι γύρισα αργά ο λόγος που δεν έγραψα την αναφορά, ήταν ότι το ξέχασα τελείως, το οποίο με έκανε να νιώσω ακόμα πιο άσχημα.
«Τι θα γίνει αν δεν μπορώ να πάω τόσο μακριά;»
«Τότε δεν μπορείς.»
Δε μου είχε πει τι θα γίνει, μόνο ότι εκείνη τη στιγμή δεν είχε απάντηση να μου δώσει. Αυτό δεν ήταν ιδιαίτερα καθησυχαστικό. Ήμουν ερωτευμένη μαζί του σχεδόν από τότε που τον γνώρισα. Παρά τις σχέσεις που έκανα, πάντα στο βάθος του μυαλού και της καρδιάς μου ήταν ο Στέργιος. Εκείνος… ήταν πάντα απόμακρος. Δεν ήθελα ούτε καν να το σκέφτομαι τι θα έκανα αν μου έλεγε να χωρίσουμε. Θα ήταν… θα ήταν τόσο σκληρό! Τρία ολόκληρα χρόνια να είναι ένα άπιαστο, ένα μακρινό όνειρο και τώρα… και τώρα που αυτό το όνειρο έγινε πραγματικότητα… να το χάσω… να το χάσω μέσα από τα χέρια μου.
Η μέρα στη σχολή ήταν δύσκολη. Δε μπορούσα να συγκεντρωθώ. Του έστελνα μήνυμα κάθε μία ώρα, όπως μου είχε ζητήσει, αλλά δεν μου είχε απαντήσει σε κανένα και αν δεν είχα την αναφορά παράδοσης δεν θα ήξερα καν αν τα είχε λάβει.
Το απόγευμα που γύρισα σπίτι δε μιλιόμουν. Ψέλλισα μια δικαιολογία στη μητέρα μου ότι είχα διάβασμα και πήγα και κλείστηκα στο δωμάτιο. Άνοιξα το ραδιόφωνο αλλά το σύμπαν είχε αποφασίσει λες να μου κάνει τη ζωή δύσκολη.
Μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Φοβόμουν να τον πάρω τηλέφωνο, φοβόμουν να τον ακούσω ψυχρό, φοβόμουν ότι θα μου πει ότι δεν του κάνω, φοβόμουν ότι το όνειρο θα γκρεμιστεί, θα χαθεί και θα σπάσει σα σαπουνόφουσκα στο ανοιξιάτικο αεράκι.
Ήθελα να είμαι δική του. Ήθελα να του δώσω όλο μου τον εαυτό, ψυχή και σώμα. Και τι έκανα; Όχι μόνο ξέχασα να κάνω αυτό που μου ζήτησε, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ότι κρίμα που είναι αργά και δεν μπορώ να μιλήσω με τις φίλες μου. Και μετά του είπα ψέματα και από πάνω προσπαθώντας να το δικαιολογήσω.
«Μη το συνεχίσεις Βιολέτα» μου είχε γράψει και σχεδόν το άκουγα με τη φωνή του.
Το σύμπαν με κορόιδευε. Είχα πέσει πάνω στο γραφείο μου και έκλαιγα. Δεν είχα κλάψει ποτέ στη ζωή μου για αγόρι, είχα νιώσει οίκτο όταν δύο από τους πρώην μου έβαλαν τα κλάματα όταν τους ζήτησα να χωρίσουμε και με παρακαλούσαν… τι νόημα είχε; Τι νόημα έχει να παρακαλείς να σε δει διαφορετικά ένας άνθρωπος; Τότε είχα θυμώσει… Αλλά… αν μου ζητούσε να χωρίσουμε, αυτό δε θα έκανα; Δεν θα τον παρακαλούσα κλαίγοντας; Γιατί κορόιδευα τον εαυτό μου;
Όσο… όσο ήμουν ερωτευμένη με την εικόνα που είχα πλάσει στο μυαλό μου ήταν πιο εύκολο. Όταν η εικόνα έγινε παρουσία, όταν τα χείλη του φίλησαν τα δικά μου, όταν χάθηκα μέσα στα μάτια του και μέσα στην αγκαλιά του, τότε άρχισα να συνειδητοποιώ ότι ο έρωτας δεν είναι λιβάδι με λουλούδια αλλά χερσότοπος γεμάτος σκληρά αγκάθια. Χαρά και πόνος. Χαμόγελο και δάκρυ. Μου έλειπε απίστευτα και δεν είχε περάσει καλά-καλά ούτε ένα εικοσιτετράωρο από τότε που τον είδα για τελευταία φορά.
Τρόμος… τρόμος ότι θα με αφήσει. Απελπισία. Προσπαθούσα να μαλώσω τον εαυτό μου ότι δεν έκανα δα και κάτι τόσο τρομερό αλλά ο Στέργιος… ήταν τελείως διαφορετικός. Δεν… δεν μπορούσα να καταλάβω πως ακριβώς σκέφτεται, μόνο τη συντριπτική έλξη που μου ασκούσε. Δεν είμαι θρήσκα αλλά έπιασα τον εαυτό μου να προσεύχεται, «Θεέ μου… ας με πατήσει χάμω… αλλά μη με διώξει… Σε παρακαλώ… Μη με διώξει.»
Στις 20:00 του έστειλα το μήνυμα μου. Πήρα απάντηση μετά από λίγο και η καρδιά μου έχασε κάμποσους χτύπους.
«Θα σε πάρω σε λίγη ώρα στο τηλέφωνο» μου έγραψε. Αυτό, τίποτε άλλο. Η ψυχή μου πάγωσε και τα κλάματα και τα παρακάλια στο Θεό και στο σύμπαν επέστρεψαν στο πολλαπλάσιο. Ούτε κατάλαβα πως πέρασε η ώρα μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο. Ούτε καλησπέρα δεν του είπα.
«Στέργιο μου» του είπα κλαίγοντας.
«Βιολέτα; Τι συμβαίνει κοριτσάκι μου;»
«Συγνώμη Στέργιο μου… συγνώμη… συγνώμη» του έλεγα ξανά και ξανά μέσα σε λυγμούς.
«Ηρέμησε Βιολέτα μου» μου είπε τρυφερά. Με πολύ κόπο συμμάζεψα τον εαυτό μου.
«Συγνώμη» του είπα ξανά άχρωμα.
«Για ποιο απ’ όλα;»
«Γιατί… γιατί… γιατί δεν έκανα αυτό που μου ζήτησες να κάνω κάθε μέρα… και ακόμα χειρότερα… γιατί σου είπα ψέματα προσπαθώντας να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα.»
«Μάλιστα» μου απάντησε. «Το παρήγορο είναι ότι όχι απλά κατάλαβες τα λάθη σου αλλά και τα αξιολόγησες με τη σωστή σειρά. Make no mistake, θα τιμωρηθείς γι’ αυτό το Σάββατο, αλλά τουλάχιστον ξέρω ότι το μυαλό σου είναι στο σωστό μέρος.»
«Ό,τι θες, αρκεί να με συγχωρέσεις. Αρκεί… η τιμωρία μου να μην είναι… να μην είναι….»
«Να μην είναι τι;» με ρώτησε.
«Να… να μη με χωρίσεις, Στέργιο» του είπα τρέμοντας.
«Άμα ήταν να σε χωρίσω, χαζούλα, δε θα σου έλεγα για τιμωρία. Θα σου έλεγα ότι σε χωρίζω και θα μου ήταν αδιάφορο αν κατάλαβες ή όχι το λάθος σου» μου είπε κάνοντάς με να βάλω πάλι τα κλάματα, αυτή τη φορά από ανακούφιση. «Ωστόσο τιμωρία θα υπάρξει, στο είδος της σχέσης που θέλω να έχω μαζί σου η τιμωρία σε παραβατική συμπεριφορά είναι θεμελιώδης.»
«Μάλιστα, ό,τι χρειαστεί… ό,τι κρίνεις σωστό» του είπα.
«Θα πονέσει, Βιολέτα» μου είπε.
«Δε με νοιάζει» του απάντησα. «Μπροστά σε αυτό που… που ένιωθα σήμερα….»
«Καλώς, εδώ τραβάμε γραμμή. Έχεις διαβάσει;»
«Προσπάθησα αλλά το μυαλό μου… δεν ήταν εκεί.»
«Βιολέτα, σε παρακαλώ αυτό να μην ξανασυμβεί.»
«Όχι… όχι… θα αρχίσω άμεσα να γράφω την αναφορά.»
«Δεν εννοώ την αναφορά. Εννοώ να αφήσεις το διάβασμα σου στην άκρη. Δεν ξέρω πως, θα πρέπει να βρεις ένα τρόπο να μπορείς να συγκεντρωθείς. Ο έρωτας έχει τα πάνω του και τα κάτω του, δε μπορείς να γίνεσαι δυσλειτουργική στα κάτω σου, δε θα το επιτρέψω. Πάνω και πρώτα απ’ όλα είναι οι σπουδές σου. Είμαι κατανοητός;»
«Μα… μάλιστα» του ψέλλισα.
«Θαυμάσια. Λοιπόν, κάνε το διάβασμά σου χωρίς περισπασμούς εκτός από το ωριαίο μήνυμα και πιάσε τις αναφορές *ΜΟΝΟ* όταν τελειώσεις με το διάβασμα. Αν δεις ότι σε πάει παραπάνω το διάβασμα, στείλε μου μήνυμα να το ξέρω.»
«Ναι… ναι, θα πιάσω αμέσως το διάβασμα» είπα νιώθοντας απίστευτη ανακούφιση. «Πάντως την αναφορά θα τη στείλω ακόμα και αν ξενυχτήσω».
«Όχι, να μην ξενυχτίσεις. Αν δεις ότι σε πάει μετά τα μεσάνυχτα θα την αφήσεις στην άκρη και θα με πάρεις τηλέφωνο. Και για να είμαι σαφής, τα μεσάνυχτα θα με πάρεις τηλέφωνο είτε έχεις τελειώσει την αναφορά είτε όχι. Κατανοητό;»
«Ναι, απόλυτα» του είπα.
«Λοιπόν μικρή, άντε καλό διάβασμα και τα λέμε το βράδυ.»
«Καλή συνέχεια Στέργιο μου» του είπα και του έστειλα φιλιά στον τηλέφωνο. Γέλασε και το έκλεισε.
Με την καρδιά μου να έχει επιστρέψει στη θέση της, έπιασα το διάβασμα και γύρω στις 22:30 είχα τελειώσει και με τις ασκήσεις που είχα για το αυριανά μαθήματα. Χωρίς χρονοτριβή, έπιασα να γράψω την αναφορά μου για τη χθεσινή και τη σημερινή ημέρα. Και είχα πολλά πράγματα να γράψω.
Στο μυαλό μου ακόμα στριφογύριζε η δήλωσή του ότι θα με τιμωρήσει και η διαβεβαίωσή του ότι θα πονέσω. Ενθυμούμενη τα χαστούκια που μου είχε ρίξει στον κώλο χθες το απόγευμα φαντάστηκα ότι θα εννοούσε κάτι ανάλογο αν και ομολογώ ότι περισσότερο είχα φτιαχτεί από τα χαστούκια παρά πονέσει. Ή για να είμαι ακριβής είχα πονέσει και είχα φτιαχτεί. Ή -πάλι- ίσως ήμουν τόσο φτιαγμένη που δεν είχα δώσει σημασία στον πόνο της σφαλιάρας.
Το μόνο σίγουρο ήταν ότι ήθελα με όλη του την ψυχή να με κάνει δική του χθες, να είναι ο Στέργιος ο πρώτος μου. Μπορεί να είμασταν όλες και όλες πέντε μέρες μαζί αλλά… τον γνώριζα τρία χρόνια, ήμουν ερωτευμένη μαζί του τρία χρόνια… τον ονειρευόμουν τρία χρόνια. Αν… αν το είχε θελήσει εκείνος, χθες θα του είχα δοθεί χωρίς δεύτερη σκέψη. Δηλαδή τι δεύτερη σκέψη και μαλακίες, σχεδόν τον είχα ικετεύσει να με κάνει δική του.
Όλα αυτά τα είχα γράψει στην αναφορά μου. Το μόνο πράγμα που είχα αρχίσει σιγά-σιγά να καταλαβαίνω είναι πως οτιδήποτε και αν ήταν να γίνει ήταν στο δικό του χέρι και μόνο.
Ας είναι. Ό,τι θέλει ο Στέργιος.
Έστειλα στο e-mail του την αναφορά μου και για κάμποση ώρα έψαξα τα CDs μου και τα CDs των γονιών μου μήπως βρω πουθενά το woman in love, το απόγευμα ένιωθα το σύμπαν να με ειρωνεύεται, αλλά τώρα είχα ανάγκη να το ακούσω.
Τι ωραία θα ήταν να μπορούσες να βρεις στο internet εύκολα όποιο τραγούδι θέλεις και να μπορείς να το ακούσεις. Μη βρίσκοντάς το στα CD βολεύτηκα με το .midi που είχα αλλά ευτυχώς το να βρεις στίχους ήταν πιο εύκολο. Το έβαλα στον υπολογιστή να παίζει και το τραγουδούσα η ίδια ξανά και ξανά. Την πρώτη φορά με πήραν πάλι τα δάκρυα αλλά τη δεύτερη κατάφερα να το τραγουδήσω. Αν και σε καμία περίπτωση δεν είμαι Streisand μου έχουν πει ότι έχω ωραία φωνή.
Πόσο θα ήθελα να το τραγουδήσω στον Στέργιο. Και τότε μου ήρθε η ιδέα! Να πηγαίναμε αν ήθελε και ο ίδιος σε κάποιο καραόκε μπαρ. Πέρα από το γέλιο που θα ρίχναμε θα μου δινόταν η ευκαιρία να του αφιερώσω… να του τραγουδήσω με όλη μου την καρδιά αυτό το τραγούδι. Ούτε καν μου πέρασε από το μυαλό ότι εκεί που θα πηγαίναμε θα μπορούσε να μην έχει αυτό το τραγούδι.
Τα μεσάνυχτα ακριβώς τον πήρα τηλέφωνο.
«Καλησπέρα Στέργιο μου.»
«Καλησπέρα μαϊμουδίτσα» μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάσω σα χαζό.
«Σου έστειλα την αναφορά μου και στο ορκίζομαι ότι δε θα το αμελήσω ποτέ-ποτέ ξανά.»
«Είδα ότι έλαβα το e-mail, δεν την έχω διαβάσει ακόμα. Να υποθέσω τέλειωσες με τα διαβάσματά σου;»
«Ναι, φυσικά. Όπως μου ζήτησες, πρώτα τέλειωσα με τα μαθήματα και μετά έπιασα να σου γράψω την αναφορά μου.»
«Μπράβο κοριτσάκι μου» μου είπε.
«Στέργιο… να σου ζητήσω μια χάρη;»
«Αν είναι στο χέρι μου ευχαρίστως» μου είπε.
«Θέλεις… θέλεις να πάμε το Σάββατο για καραόκε;»
«Καραόκε; Πώς σου ήρθε αυτό;»
«Θέλω… θέλω να σου κάνω κι εγώ ένα δώρο» του είπα ντροπαλά.
«Μου εξάπτεις την περιέργεια τώρα… ΟΚ» μου είπε και φάνηκε από τον τόνο που μιλούσε ότι χαμογελούσε. «Οκ, τι ώρα σχολάς αύριο;»
«Αύριο σχολάω στις 17:00.»
«Ωραία… λοιπόν, στις 21:00 να είσαι έτοιμη, θα περάσω να σε πάρω. Αλήθεια, μέχρι τι ώρα μπορείς να κάτσεις έξω;»
«Μέχρι τα χαράματα, δεν έχω πρόβλημα. Αρκεί να ξέρουν τι ώρα θα γυρίσω και να τους το πω. Πάντα είμαι συνεπής στις ώρες που τους λέω οπότε ποτέ δεν είχα πρόβλημα. Από τότε που έκλεισα τα 18 έχω αποκτήσει αρκετά μεγαλύτερη ελευθερία.»
«Ωραία, αύριο θα τους πεις ότι μέχρι τις 03:00 θα έχεις γυρίσει. Το Σάββατο λίγο παραπάνω, ας πούμε στις 04:00.»
«Κανένα πρόβλημα. Θα τους πω ότι θα βγω με συμφοιτητές μου.»
«Όχι, Βιολέτα. Θα τους πεις την αλήθεια, ότι θα βγεις με το αγόρι σου. Θέλω να τιμάς την εμπιστοσύνη που σου δείχνουν. Δε θέλω να λες ψέματα.»
«Θα τους κάτσει λίγο βαρύ να γυρίσω τόσο αργά αν είμαι με αγόρι.»
«Τότε θα κάτσεις όσο σου επιτρέψουν. Ζεις στο σπίτι τους το οποίο σημαίνει ότι ζεις με τους κανόνες τους. Θέλω να πεις την αλήθεια.»
«Εντάξει αγάπη μου» του είπα χωρίς καν να το σκεφτώ.
Εκεί συνειδητοποίησα τι είπα και μαγκώθηκα. Ακολούθησε νεκρική σιγή που έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα.
Κοίταξα το τηλέφωνο, η γραμμή είχε κλείσει. Άσπρισα, μου έκλεισε το τηλέφωνο; Θεέ μου τι έκανα; Πριν ωστόσο προλάβω να απελπιστώ χτύπησε πάλι το τηλέφωνο, ήταν ο Στέργιος.
«Έλα κοριτσάκι μου, έπεσε η γραμμή. Σου έλεγα ότι θέλω να τους πεις την αλήθεια.»
«Θα το κάνω Στέργιο μου» του απάντησα ενώ η καρδιά μου είχε φτάσει τους 200 χτύπους. «Θα κάνω αυτό που μου ζήτησες.»
«Ωραία… ωραία… εγώ θα ψάξω να βρω ένα καραόκε μπαρ, είχα ακούσει από μια συμφοιτήτρια για κάποιο στον Άγιο Στέφανο. Θα ψάξω και θα σου πω.»
«Σε ευχαριστώ Στέργιο μου» του είπα… πόσο θα ήθελα να μπορούσα να του πω «αγάπη μου»…
Όπως κάθε φορά πριν το συναντήσω ο χρόνος κυλούσε σε αργή κίνηση. Τα μαθήματα μου φαινόντουσαν ατελείωτα. Ο Στέργιος το μεσημεράκι μου είχε στείλει μήνυμα και μου είχε πει ότι είχε βρει καραόκε μπαρ αλλά άνοιγε στις 23:00 οπότε θα πηγαίναμε πρώτα για ποτάκι κάπου αλλού και θα πηγαίναμε αργότερα εκεί.
Στις 18:30 μπήκα σπίτι αλλά προτού ξεκινήσω να ετοιμαστώ έπρεπε να μιλήσω στους γονείς μου -ή τουλάχιστον- στη μητέρα μου που εκείνη την ώρα ήταν στο σπίτι.
«Μαμά, το βράδυ θα βγω και θα αργήσω.»
«Τι ώρα δηλαδή;»
«Λογικά μέχρι τις 03:00 θα έχω γυρίσει.»
«Και που θα πας;»
«Θα πάμε για καραόκε.»
«Τι είναι αυτό;» με ρώτησε με περιέργεια.
«Είναι σαν μπαρ αλλά τα τραγούδια που παίζουν τα τραγουδάνε οι θαμώνες αντί για τους κανονικούς τραγουδιστές. Έχει πολύ γέλιο.»
«Μνήσθητή μου Κύριε. Με συμφοιτητές σου θα πας;»
«Όχι, με το Στέργιο.»
«Ποιος είναι ο Στέργιος» με ρώτησε.
«Το αγόρι μου» της απάντησα. Το πήρε πολύ πιο ψύχραιμα από ότι είχα φοβηθεί.
«Τουλάχιστον είσαι ειλικρινής. Ποιος είναι Στέργιος;»
«Θυμάσαι που σου έλεγα όταν διάβαζα πανελλήνιες ότι είχα γνωρίσει ένα μεταπτυχιακό φοιτητή που με βοηθούσε όταν έπεφτα σε δύσκολες ασκήσεις;»
«Δεν είμαστε με τα καλά μας! Αυτός είναι μεγαλύτερός σου.»
«Και τι περίμενες ρε συ μαμά, να τα φτιάξω με μικρότερο; Μικρότερη διαφορά έχουμε απ’ όση εσύ με το μπαμπά και δεν είπα ότι θα τον παντρευτώ κιόλας.»
«Και πότε τα φτιάξατε;»
«Πριν λίγο καιρό. Όπως καταλαβαίνεις με απέφευγε όταν ήμουν ανήλικη καθώς είχε καταλάβει ότι είχα τσιμπηθεί μαζί του. Εδώ που τα λέμε με απέφευγε ακόμα και αφού ενηλικιώθηκα και πέρασα στο πολυτεχνείο.»
«Και τι τον έκανε να αλλάξει γνώμη;»
«Το γεγονός ότι τελείωσε και το στρατιωτικό του. Όπως και να έχει θέλω να τιμάω την εμπιστοσύνη που μου δείχνετε οπότε δεν ήθελα να σας πω ψέματα ακόμα και αν αυτό σημαίνει περιορισμό της ώρας κυκλοφορίας.»
«Μάλιστα» είπε. «Είσαι ενήλικη, Βιολέτα… Χαίρομαι που μου είπες την αλήθεια. Δεν είναι εδώ ο πατέρας σου αλλά δεν πειράζει. Δεν θα αλλάξει κάτι… ωστόσο σε παρακαλώ στις 03:00 να είσαι πίσω.»
«Θα είμαι μαμά, στο υπόσχομαι.»
Πήγα να ετοιμαστώ νιώθοντας ανάλαφρη. Στις 20:00 ήρθε και ο μπαμπάς και η μαμά του είπε τα καθέκαστα. Φύσηξε, ξεφύσησε ωστόσο η ετυμηγορία δεν άλλαξε. Βέβαια ακολούθησε μια μίνι ανάκριση στην οποία τους είπα όσα γνώριζα για το Στέργιο. Πως το λένε, τι έχει σπουδάσει, που μένει, πόσο καιρό τον ξέρω… ξετίναγμα κανονικό.
Έστειλα μήνυμα στο Στέργιο και του είπα τα καθέκαστα. Στις 20:55 λίγο πριν κινήσω να κατέβω χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν ο Στέργιος.
«Θα ανέβω στο σπίτι σου να με δουν οι γονείς σου πριν ξεκινήσουμε… αν φυσικά δεν έχουν πρόβλημα. Ρώτα τους» μου είπε κάνοντας με να ξεροκαταπιώ.
«Μπαμπά… μαμά…» τους είπε και γύρισαν και με κοίταξαν. «Ο …Στέργιος με ρώτησε να… να σας ρωτήσω… αν μπορεί… αν μπορεί να ανέβει να… να τον δείτε» τους είπα μασώντας τα λόγια μου.
«Βεβαίως» είπε ο μπαμπάς μου. «Πες στο παιδί να ανέβει».
«Ναι… Στέργιο; Μπορείς… μπορείς να ανέβεις» του είπα. Ένιωθα τα πόδια μου να τρέμουν. Χτύπησε το κουδούνι και πήγα και άνοιξα. Άνοιξα την πόρτα και ο Στέργιος μου χαμογέλασε. «Πέ… πέρασε μέσα του είπα».
Ο Στέργιος πέρασε με αέρα μέσα. Πήγε στον πατέρα μου και του έδωσε το χέρι. «Χαίρω πολύ κύριε Βαγγέλη, Στέργιος Ελευθερίου.»
«Χαίρω πολύ Στέργιο» του είπε ο πατέρας μου σφίγγοντάς του το χέρι. Μετά ο Στέργιος γύρισε στη μητέρα μου.
«Χαίρω πολύ κυρία Αλίκη» της είπε. «Χαίρω πολύ» απάντησε σφίγγοντάς του το χέρι με τη σειρά της.
«Θα είναι μαζί μου όλο το βράδυ όπου θα πάμε στον Άγιο Στέφανο για καραόκε. Θα την φέρω εγώ ο ίδιος μέχρι την πόρτα του σπιτιού το βράδυ την ώρα που της έχετε πει. Θέλω να σας ζητήσω συγνώμη για αυτή την απρόοπτη μικρή εισβολή αλλά ήθελα να γνωρίζετε με ποιον έχει βγει η κόρη σας.»
Ο πατέρας μου και η μητέρα μου είχαν σαστίσει ωστόσο από τις εκφράσεις τους είδα ότι όσο απρόοπτο και αν ήταν δεν τους δυσαρέστησε, το αντίθετο θα έλεγα.
Και τότε ο πατέρας μου έκανε κάτι που δεν το περίμενα ούτε σε πενήντα χρόνια να το κάνει. Προφανώς το έκανε για να διαπιστώσει ο ίδιος τι καπνό φουμάρει ο Στέργιος ωστόσο ειλικρινά δεν το περίμενα και όταν το είπε φοβήθηκα ότι αυτό θα κάνει το Στέργιο να τρομάξει.
«Φαίνεσαι καλό παιδί. Τι θα έλεγες την Κυριακή να φάμε μαζί να γνωριστούμε καλύτερα;» του είπε κοιτάζοντάς τον σταθερά στα μάτια.
«Πολύ ευχαρίστως κύριε Βαγγέλη. Πολύ ευχαρίστως» απάντησε χαμογελώντας, ανταποδίδοντας το βλέμμα.
«Καλώς» είπε χαμογελώντας ο πατέρας μου. «Καλά να περάσετε και να προσέχετε» είπε.
«Θα την προσέχω σαν τα μάτια μου, έχετε το λόγο μου» του είπε ο Στέργιος. «Πάμε, Βιολέτα;» μου είπε γυρνώντας προς εμένα που τους κοίταζα με ανοιχτό το στόμα.
«Ναι… ναι… πάμε» του είπα αμήχανα. Μου έδωσε το χέρι του και τον έπιασα αγκαζέ.
«Καλή σας νύχτα» είπε στους γονείς μου και ξεκίνησε κάνοντάς με να τον ακολουθήσω. Ο πατέρας μου μας ακολούθησε μέχρι την έξοδο και έκλεισε την πόρτα.
«Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους» μου είπε ο Στέργιος αλλά δεν είχα τι να απαντήσω, είχα χάσει τη μιλιά μου.
Πήγαμε αρχικά κοντά, στο Μαρούσι σε ένα όμορφο μπαράκι και κάτσαμε μέχρι τις 23:00. Μετά μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ανηφορήσαμε προς τον Άγιο Στέφανο. Βρήκαμε με κάποια δυσκολία το μαγαζί και μπήκαμε μέσα. Είχε αρκετό κόσμο αλλά δεν είχε αρχίσει να τραγουδάει κάποιος και η μουσική που έπαιζε ήταν αυτή του DJ.
Ομολογώ ότι η εμπειρία τελικά ήταν πολύ διασκεδαστική. Κάποιοι είχαν ωραίες φωνές και άλλοι γκάριζαν σαν γάιδαροι που τους τράβηξαν την ουρά. Κέφι πάντως είχε πολύ και ακόμα περισσότερο γέλιο. Αν και εγώ ήμουν που είχα τραβήξει εδώ τον Στέργιο ένιωθα απίστευτο τρακ, δεν έβρισκα καν το θάρρος να πάω να δω αν υπάρχει το τραγούδι που ήθελα να πω. Ήταν ο ίδιος ο Στέργιος που με έκανε να ξεκουνήσω.
«Τελικά θα μου πεις γιατί ήθελες καραόκε; Δε λέω ωραία είναι, αλλά κάποια -όνομα και μη χωριό- μου έταξε δώρο.»
«Θέλω να τραγουδήσω ένα τραγούδι για εσένα» του είπα κάνοντάς τον να χαμογελάσει.
«Δε θα πας να το ζητήσεις;»
«Θα πάω» του είπα.
«Δε σε βλέπω να κουνιέσαι.»
«Αχ… μια κουβέντα είναι αυτή…» είπα ωστόσο ταυτόχρονα σηκώθηκα και πήγα στον DJ. Τον ρώτησα αν έχει το Woman in love. Το είχε. Θα το έβαζε λίγο αργότερα ωστόσο γιατί εκείνη τη στιγμή έπαιζε ελληνικά και το woman in love δεν ταίριαζε.
Τελικά χρειάστηκε να περιμένουμε μία ώρα μέχρι να έρθει η σειρά μου. Ο DJ μου έκανε νόημα. Ξεροκατάπια και σηκώθηκα και πήγα και στήθηκα μπροστά από το autocue. Έπεσαν οι πρώτες νότες και οι θαμώνες άρχισαν τα σφυρίγματα και τα χειροκροτήματα.
Πάντα μου έλεγαν ότι είχα όμορφη φωνή και η αλήθεια είναι ότι είχα πλούσιο βιμπράτο αλλά standing ovation ήταν κάτι που δεν περίμενα σε καμία περίπτωση, μου ήρθε πολύ ξαφνικό. Δάκρυσα βλέποντας έναν-έναν όλους τους θαμώνες να σηκώνονται και είτε να σφυρίζουν εκφράζοντας έντονα επιδοκιμασία είτε να χειροκροτούν όρθιοι.
Ο Στέργιος με κοιτούσε χαμογελώντας με τρόπο που δεν τον είχα ξαναδεί να κάνει χειροκροτώντας σιγά, όχι σε ένταση αλλά σε ρυθμό. Πήγα και χώθηκα στην αγκαλιά του και τον φίλησα ενώ από πίσω συνέχιζαν ακόμα τα χειροκροτήματα και τα σφυρίγματα.
«Σε ευχαριστώ κορίτσι μου. Ήταν… ήταν υπέροχο! Ήταν πραγματικά υπέροχο, Βιολέτα μου. Σε ευχαριστώ… σε ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου!» μου ψιθύρισε στο αυτί ενώ εγώ είχα χώσει το πρόσωπό μου στο λαιμό του και τον έσφιγγα πάνω μου.
Η υπόλοιπη βραδιά κύλησε υπέροχα. Ο Στέργιος τραγούδησε το «Μαργαρίτα-Μαργαρώ» και αργότερα και οι δυο μας μαζί το «Είσαι παιδί μου πειρασμός». Ωστόσο εκεί που χάζεψα ήταν όταν μια διπλανή παρέα ήρθαν δύο αγόρια και μου ζήτησαν ντροπαλά αν ξέρω το τραγούδι των τίτλων εισαγωγής του Στρας. Το τραγούδι το ήξερα, λεγόταν Ελισσώ, το είχε τραγουδήσει η Τσαλιγοπούλου και ήταν από τα αγαπημένα μου. Γύρισα και κοίταξα το Στέργιο και εκείνος μου έκανε νεύμα ότι μπορώ να το τραγουδήσω. Στάθηκα και πάλι στο autocue.
Αυτή τη φορά δεν είχε standing ovation αλλά τα χειροκροτήματα και τα σφυρίγματα επιδοκιμασίας ήταν και πάλι πολύ έντονα και μεγάλης διάρκειας. Όταν τέλειωσα και κάθισα στο τραπέζι.
Στις 02:30 και με βαριά καρδιά σηκωθήκαμε να φύγουμε ώστε να με γυρίσει σπίτι στην ώρα μου. Είχαμε περάσει υπέροχα και το χαμόγελο δεν έλεγε να σβήσει από τα χείλη του και κατά συνέπεια και από τα δικά μου. Λάτρευα το χαμόγελό του. Τον λάτρευα.
«Τελικά ήταν υπέροχη ιδέα. Να το κάνουμε πιο συχνά αυτό» μου είπε.
«Σου άρεσε Στέργιο μου; Πραγματικά;»
«Δε με βλέπεις μωρέ πως χαμογελάω; Φυσικά και μου άρεσε. Αλλά το τραγούδι που μου χάρισες… Θεέ μου, ήσουν υπέροχη! Υπέροχη! Σε ευχαριστώ κοριτσάκι μου… σε ευχαριστώ!»
Τον κοιτούσα με λατρεία δακρυσμένη από χαρά. Είχε το χέρι του στο λεβιέ των ταχυτήτων και εγώ του το χάιδευα. Θεέ μου πόσο τον ήθελα… πόσο τον ήθελα… Ήθελα να του πω πόσο τον αγαπάω αλλά φοβόμουν πώς θα το πάρει… μα πάνω απ’ όλα φοβόμουν… φοβόμουν μην είμαι η μόνη. Όμως… όμως ο ίδιος μου είχε πει να μη του κρύβω τίποτα. Προσπάθησα να βρω το θάρρος. Δεν τα κατάφερνα, κάθε φορά που προσπαθούσα να μιλήσω ένας κόμπος μου έδενε τη γλώσσα.
Φτάσαμε κάτω από το σπίτι μου και ακόμα δεν είχα βρει το θάρρος. Πήρα βαθιά ανάσα.
«Στέργιο….»
«Βιολέτα…» μου είπε με τον ίδιο τόνο αλλά χαμογελαστά.
«Θέλω… Μου είπες… μου είπες να μη σου κρύβω τίποτα. Θέλω… θέλω να σου πω κάτι….»
«Εννοείται κοριτσάκι μου, μπορείς να μου πεις τα πάντα. Πρέπει να μου λες τα πάντα. Πες μου!»
«Σ’ αγαπάω» του είπα. «Αυτό. Ήθελα να στο πω… Χθες το απόγευμα… όταν κόπηκε η γραμμή… σε είχα πει… μου είχε ξεφύγει… σε είχα πει αγάπη μου. Δεν το άκουσες γιατί είχε κοπεί η γραμμή. Ωστόσο… Μου κόπηκε η χολή. Νόμιζα… νόμιζα ότι το άκουσες και μου το έκλεισες. Δεν… Μετά δεν είχα το θάρρος… Αλλά μου είπες… μου έχεις πει να μη σου κρύβω τίποτα. Σ’ αγαπάω.»
Δεν απάντησε, απλά με κοίταξε χαμογελαστός και με έφερε πάνω του και με φίλησε τρυφερά. Δεν τόλμησα να τον ρωτήσω.
«Λοιπόν, μαϊμουδίτσα, πήγαινε τώρα να κοιμηθείς και θα τα πούμε αύριο. Την σημερινή αναφορά σου θεωρώ αυτονόητο ότι δεν θα κάτσεις να την κάνεις αυτή τη στιγμή. Θα την κάνεις αύριο μετά το διάβασμά σου. Θα έρθω να σε πάρω γύρω στις 19:00. Θα πάμε πρώτα για καφέ και μετά θα πάμε σπίτι μου.»
«Αν… αν δε μου το έλεγες θα καθόμουν τώρα να γράψω την αναφορά μου. Στέργιο μου… δε θα το ξανακάνω αυτό….»
«Θα τα πούμε αύριο αυτά, Βιολέτα. Όσο και αν ήταν υπέροχο το δώρο σου η τιμωρία εξακολουθεί να ισχύει.»
«Δεν το έκανα γι’ αυτό Στέργιο» του είπα με ξαφνική ανησυχία.
«Το ξέρω Βιολέτα μου. Διάβασα την αναφορά σου.»
«Φοβήθηκα πως… αλλά εντάξει, μου είπες ότι το κατάλαβες» του είπα προσπαθώντας να χαμογελάσω. «Μου έχεις πει ότι δε θέλεις να επαναλαμβάνεσαι.»
«Λοιπόν, πήγαινε για ύπνο τώρα. Τα λέμε αύριο στις 19:00. Δε θα χρειαστεί να ντυθείς εξεζητημένα. Δε θα μείνεις πολλή ώρα με τα ρούχα όταν φτάσουμε σπίτι» μου είπε κάνοντάς με να υγρανθώ απότομα.
«Μάλιστα» κατόρθωσα να ψελλίσω πριν με πάρει στην αγκαλιά του και με φιλήσει βαθιά και επιθετικά. Μετά βγήκε έξω και με συνόδεψε μέχρι την εξώπορτα.
«Καληνύχτα Στέργιο μου» του είπα.
«Καληνύχτα μαϊμουδίτσα» μου είπε χαμογελώντας μου.
Μπήκα στο σπίτι. Τον πατέρα μου τον είχε πάρει ο ύπνος στο σαλόνι μπροστά από την τηλεόραση. Κοίταξα το ρολόι, έλεγε 02:54. Πήγα δίπλα του και τον φίλησα κάνοντάς τον να ξυπνήσει.
«Μπαμπά, σε πήρε ο ύπνος στον καναπέ» του είπα χαμογελώντας του.
«Τι… τι ώρα είναι;» με ρώτησε προσπαθώντας να ξυπνήσει.
«Τρεις παρά πέντε. Μη σε ξαναπάρει ο ύπνος στον καναπέ. Πάω κι εγώ να κοιμηθώ» του είπα.
«Πώς περάσατε;» με ρώτησε.
«Πολύ όμορφα. Είχε πολλή πλάκα και να ξέρεις ότι η κόρη σου απέκτησε θαυμαστές!»
«Θα μας τα πεις αύριο» μου είπε και σηκώθηκε να πάει στο δωμάτιο τους.
Πήγα και άλλαξα. Ξάπλωσα στο κρεββάτι και έβαλα το ραδιοφωνάκι να παίζει αλλά δεν το άκουγα. Μέσα στο κεφάλι μου έπαιζε ξανά και ξανά και ξανά η ίδια στροφή μέχρι που με πήρε ο ύπνος.
8. Γυναίκα
Παρά το γεγονός ότι είχα κοιμηθεί αργά, το Σάββατο ξύπνησα σχετικά νωρίς, γύρω στις 10:00. Πήγα στην κουζίνα και έφτιαξα τον καφέ μου. Στην κουζίνα ήταν η μητέρα μου και έπλενε λαχανικά ενώ ο πατέρας μου καθόταν στο τραπέζι πίνοντας τον καφέ του, κάνοντάς της παρέα.
«Καλημέρα» τους είπα χαμογελώντας.
«Καλημέρα αγάπη μου» είπε η μαμά μου. «Βιολέτα, θα πάμε λαϊκή. Θα έρθεις μαζί μας ή έχεις διάβασμα;» με ρώτησε η μητέρα μου.
«Έχω διάβασμα αλλά δε θα χαθεί ο κόσμος να το ξεκινήσω μια ώρα αργότερα. Ο Ιάσωνας που είναι;» τους ρώτησα.
«Έχει πάει για μπάνιο με τη Μαργαρίτα» μου είπαν. Η Μαργαρίτα ήταν η κοπέλα του.
«Μπρρρ… Χαρά στο κουράγιο τους» απάντησα ενθυμούμενη το πόσο κρύα ήταν η θάλασσα την προηγούμενη Κυριακή.
«Εσύ δεν πήγες για μπάνιο τις προάλλες;» με ρώτησε η μάνα μου.
«Εξ ου και η αντίδραση. Η θάλασσα ήταν παγάκι, μελανιασμένη βγήκα σχεδόν.»
«Δε μου λες» με ρώτησε η μάνα μου «τι φαγητό αρέσει στο Στέργιο;»
Ξεροκατάπια, το είχα ξεχάσει αυτό.
«Του αρέσουν πολύ τα παπουτσάκια, μου είχε πει ότι από τότε που γύρισαν οι γονείς του, μετά τη σύνταξή τους, στο Ηράκλειο, είναι το φαγητό που του λείπει περισσότερο καθότι ο ίδιος δεν το έχει καταφέρει να το φτιάξει σωστά τρεις φορές που προσπάθησε.»
«Μαγειρεύει;» τον ρώτησε η μάνα μου.
«Ναι, ζει σχεδόν από τα 20 του μόνος του στην Αθήνα οπότε έμαθε να μαγειρεύει.»
«Μου φάνηκε λίγο αδύνατος» είπε ο πατέρας μου.
«Δε του το λες κι εσύ αύριο; Κι εμένα αδύνατος μου φαίνεται» τους είπα ενώ γνώριζα πολύ καλά ότι είναι αδύνατος. «Ο ίδιος λέει ότι παραέχει καλό μεταβολισμό. Μπορεί να αδυνάτισε στο στρατό, δεν ξέρω.»
«Ωραία» είπε η μάνα μου. «Να πάρουμε μελιτζάνες τότε, μόνο μελιτζάνες δεν έχουμε.»
Μισή ώρα αργότερα βγήκαμε έξω και πήγαμε στη λαϊκή. Πως καταφέραμε να γεμίσουμε πέντε σακούλες ενώ μόνο μελιτζάνες δεν είχαμε είναι απορίας άξιο. Όπως και να έχει άλλη μία ώρα αργότερα γυρίσαμε σπίτι. Εγώ πήγα στο δωμάτιο μου αλλά πριν ξεκινήσω το διάβασμα πήρα τηλέφωνο και την Μαρία και την Ειρήνη στις οποίες διηγήθηκα σχεδόν όλα όσα έγιναν τις προηγούμενες μέρες.
Σχεδόν. Μερικά πράγματα τα κράτησα για τον εαυτό μου. Δεν το κρύβω, κάπου με έπνιγε το γεγονός ότι δε μπορούσα να τα πω όλα στις φίλες μου καθώς φοβόμουν πως θα αντιδράσουν. Αν μη τι άλλο και οι δυο τους ήταν δυναμικές και δε σήκωναν μύγα στο σπαθί τους. Που κι εγώ μέχρι που στούκαρα στον τοίχο που λέγεται Στέργιος έτσι ήμουν.
Εξίσου αλήθεια είναι ωστόσο πως μέσα μου έψαχνα αυτό το στοιχείο και κανείς από τους τρεις πρώην μου δεν μου το είχε βγάλει, για την ακρίβεια όταν συνειδητοποιούσα προσκόλληση πάνω μου το τερμάτιζα με συνοπτικές διαδικασίες. Μόνο ο Ηλίας το είχε πάρει ψύχραιμα, οι άλλοι δύο είχαν βάλει τα κλάματα και το είχαν ρίξει στα παρακάλια κάνοντας τη θέση τους ακόμα χειρότερη. Όχι ότι ο Ηλίας δε χαλάστηκε αλλά τουλάχιστον το αντιμετώπισε καλύτερα.
«Βγάλε τη σκούφια σου και βάρα τους» μάλωσα τον εαυτό μου. Και μόνο στη σκέψη να με χώριζε ο Στέργιος με έπιανε σύγκρυο. Δηλαδή τι σύγκρυο, έκλαιγα όλο το απόγευμα προχθές και παρακαλούσα όποιον άγιο ήξερα να με συγχωρέσει ο Στέργιος. Πού να τα έλεγα αυτά σε Μαρία ή Ειρήνη, θα με έκραζαν μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία.
Έστειλα το μήνυμα μου στον Στέργιο και έπιασα το διάβασμά μου συνοδεία μουσικής από το ραδιόφωνο. Το μεσημέρι έκανα διάλειμμα για να φάμε το φαγητό, σήμερα είχε βρει μπαρμπούνια ο μπαμπάς στο ιχθυοπωλείο και τα ευχαριστήθηκε η ψυχή μου, είναι το αγαπημένο μου ψάρι.
«Μπαμπά… μαμά…» τους είπα. «Μπορώ σήμερα να κάτσω μία ώρα παραπάνω το πρωί; Πάλι όπως και σήμερα θα με φέρει ο Στέργιος στην πόρτα.»
«Θα είστε σαν τα βατράχια αύριο το μεσημέρι» μου είπε ο μπαμπάς χαμογελαστός. «Αν μπορείτε να πέσετε για ύπνο στις 04:00 και το μεσημέρι να μην κουτουλάτε τότε με γεια σας με χαρά σας» συνέχισε.
«Σε ευχαριστώ μπαμπά» του είπα με χαμόγελο μέχρι τα αφτιά.
«Για πες για τους θαυμαστές που απέκτησες χθες!»
«Α ναι! Ναι! Όταν είπα το πρώτο τραγούδι στο τέλος ακολούθησε standing ovation. Μου ήρθε απότομο είναι η αλήθεια, παραλίγο να βάλω τα κλάματα» τους είπα. «Μετά ωστόσο πήρα και παραγγελιά! Κάποια παρέα ήθελε να ακούσει το Ελισσώ και μου ζήτησαν εμένα να το τραγουδήσω.»
«Τι είναι το standing ovation;» με ρώτησε η μάνα μου.
«Σηκώθηκαν όρθιοι απ’ όλα τα τραπέζια και με χειροκροτούσαν ή σφύριζαν με επιδοκιμασία. Τα έχασα, πραγματικά τα έχασα. Δεν το περίμενα με τίποτα.»
«Στο σχολείο πάντως στις γιορτές, σχεδόν πάντα είχαν εσένα να λες τα δύσκολα τραγούδια. Δεν απορώ, αγάπη μου, έχεις πολύ όμορφη φωνή» μου είπε η μάνα μου.
«Λες να ακολούθησα λάθος καριέρα;» πήγα να αστειευτώ.
«Το ότι είσαι ενήλικη δε σημαίνει ότι δε θα σου μαυρίσω τον κώλο αν κάνεις κανένα αστείο» είπε ο πατέρας μου και έβαλα τα γέλια. Πού να ήξερε δηλαδή…
«Όχι-όχι, είδα και έπαθα για να μπω στη σχολή, σιγά μην τα παρατήσω!»
«Πρώτη μπήκες αγάπη μου» μου είπε ο πατέρας μου περήφανος. «Δεν θα το έλεγα ότι δυσκολεύτηκες και ιδιαίτερα!»
Όταν είχαν βγει τα αποτελέσματα ο πρώτος που το είχε μάθει ήταν ο Στέργιος. Ήταν ακόμα στρατό και μου είχε πει να του στέλνω μήνυμα πριν τον πάρω τηλέφωνο αλλά εκείνη τη στιγμή ήμουν τόσο χαρούμενη που το ρίσκαρα. Πήρα τηλέφωνο, αν δεν τον είχα στη μνήμη δεν ξέρω αν θα μπορούσα να τον καλέσω, τα χέρια μου έτρεμαν.
«Βρε σπόρε, δε σου έχω πει να μου στέλνεις πρώτα μήνυμα; Δε θέλω να σου κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα αν δεν μπορώ να μιλήσω.»
«Συγνώμη Στέργιο μου» είπα συνειδητοποιώντας ότι μου ξέφυγε το «μου».
«Καλά, δεν πειράζει. Για πες μου.»
«Ναι! Ναι!… ήθελα να το μάθεις εσύ πρώτος!. Δεν πέρασα απλά στη σχολή… πέρασα πρώτη!»
«Μπράβο κοριτσάκι μου!» μου είχε πει. «Μπράβο, μπράβο, χίλια μπράβο! Είμαι τόσο περήφανος για σένα!»
Επανήλθα στο παρόν. Στο ακόμα πιο υπέροχο παρόν. Χωρίς το άγχος των πανελλήνιων και των αποτελεσμάτων. Με το Στέργιο στη ζωή μου, ως το κορίτσι του… αυτό που ονειρευόμουν τρία ολόκληρα χρόνια. Χαμογέλασα στον πατέρα μου. Συνεχίσαμε το φαγητό μας και όταν τελειώσαμε βοήθησα τη μαμά να μαζέψει το τραπέζι και έπλυνα τα πιάτα. Μετά οι γονείς μου πήγαν στο σαλόνι και έβαλαν τηλεόραση να χαζέψουν και εγώ γύρισα στο δωμάτιό μου. Έστειλα το μήνυμά μου στο Στέργιο και συνέχισα το διάβασμα. Μία ώρα αργότερα είχα τελειώσει και μην έχοντας τι να κάνω, πήρα το βιβλίο μινιατούρα που μου είχε κάνει δώρο στα γενέθλιά μου και πήγα στο σαλόνι κι εγώ γιατί δεν ήθελα να κάτσω άλλο μόνη μου. Πήρα το βιβλίο και άρχισα να το διαβάζω.
«Τι είναι αυτό;» με ρώτησε η μητέρα μου.
«Το δώρο του Στέργιου για τα γενέθλιά μου. Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων σε έκδοση μινιατούρα που εκτός από το κείμενο έχει και ζωγραφιές. Είναι πολύ όμορφο!» και της το έδωσα να το δει.
«Στα αγγλικά είναι;»
«Ναι, τι το πήρα το proficiency, για μόστρα;» της είπα χαρίζοντάς της ένα φωτεινό χαμόγελο.
Δεν μας έτρεχαν τα λεφτά από τα μπατζάκια αλλά και εγώ και ο Ιάσωνας ήμασταν πολύ καλοί μαθητές και οι γονείς μου μας είχαν δώσει ό,τι χρειαζόταν. Εγώ με τα αγγλικά μου, τα γερμανικά μου και τα γαλλικά μου και ο Ιάσωνας με το ωδείο του και τα αγγλικά του. Είμασταν και οι δύο εξαιρετικά επιμελείς και η περηφάνια των γονιών μας όταν οι καθηγητές μας μιλούσαν για εμάς ήταν κατά κάποιο τρόπο η ανταμοιβή τους.
Ο Ιάσωνας ήταν στο τρίτο έτος της Ιατρικής στην Αθήνα κι εγώ στο δεύτερο στην Ηλεκτρολόγων Μηχανικών στο Πολυτεχνείο.
«Για πες μας τώρα, πόσο καιρό τα έχεις με το Στέργιο;» με ρώτησε η μάνα μου.
«Σήμερα κλείνουμε μια εβδομάδα» απάντησα «αλλά όπως σου είπα και χθες τον ξέρω μέσω του Internet εδώ και τρία χρόνια. Έχει βάλει και ο ίδιος το λιθαράκι του στην πρωτιά μου έστω και μέσω τηλεφώνου ή chat.»
«Τι είναι αυτό το chat;» ρώτησε ο πατέρας μου.
«Συζήτηση μέσα από τον υπολογιστή. Σαν τα SMS αλλά με δυνατότητα να στέλνεις μεγαλύτερο κείμενο.»
«Δε φαντάζομαι να το ρίξεις στην παλαβή» μου είπε αυστηρά ο πατέρας μου. «Αν και για να μην είμαι άδικος βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια ότι είσαι το ίδιο επιμελής όπως και πριν.»
«Όχι μπαμπά. Σε καμία περίπτωση και ακόμα και αν δεν ήμουν εγώ η ίδια δε θα το επέτρεπε αυτό ο Στέργιος. Μου το είπε κιόλας προχθές ότι η σχολή μου έχει απόλυτη προτεραιότητα. Ακόμα και την Τετάρτη, που με έβγαλε έξω για τα γενέθλιά μου, μου είπε ότι πρώτα θα τελειώσω το διάβασμα και μετά η έξοδος.»
«Πού πήγατε;» με ρώτησε με περιέργεια η μητέρα μου αλλά εδώ όσο και αν ήθελα να πω την αλήθεια, δεν το έκανα, για να μην τους προκαλέσω πολλαπλά εγκεφαλικά.
«Με πήγε για κινέζικο» είπα λέγοντας τη μισή αλήθεια. «Του είχα πει ότι μου αρέσει τη μία και μόνη φορά που πήγαμε όλοι μαζί.»
«Απαπαπα» είπε ο πατέρας μου και ήταν η αιτία που δεν ξαναπήγαμε σε κινέζικο. Δεν του είχε αρέσει καθόλου!
Γέλασα και πήρα το βιβλίο μου και συνέχισα να διαβάζω. Στις 17:30 πήγα μέσα και έκανα το μπάνιο μου και γύρισα στο δωμάτιό μου για να ετοιμαστώ. Στις 18:00 του έστειλα το μήνυμα και συνέχισα να ετοιμάζομαι. Ντύθηκα απλά, σνίκερς με τζιν παντελόνι και ένα μωβ κοντομάνικο μπλουζάκι. Από μέσα ωστόσο είχα βάλει από τα καλά μου εσώρουχα. Μπορεί, όπως ο ίδιος είχε πει, να μην έμενα ούτε λεπτό με τα ρούχα μου στο σπίτι του, αλλά δε θα πήγαινα και σαν τη θεια μου.
Στις 19:00 χτύπησε το κουδούνι. Όπως και χθες ο Στέργιος ανέβηκε να με πάρει από το σπίτι. Του άνοιξα και πέρασε μέσα.
«Καλησπέρα σας» είπε χαμογελώντας στην μητέρα μου και στον πατέρα μου.
«Καλησπέρα Στέργιο» του είπαν και οι δύο.
«Όπως και χθες θα είναι μαζί μου όλη την ώρα και θα την φέρω μέχρι την εξώπορτα» τους δήλωσε.
«Αύριο σε περιμένουμε γύρω στις 14:00 για να φάμε.»
«Βεβαίως κυρία Αλίκη» απάντησε. «Δεν το έχω ξεχάσει.»
«Θα σου έχουμε και παπουτσάκια που σου αρέσουν» του είπε χαμογελαστή η μητέρα μου.
«Τι; Σοβαρά;» ρώτησε ο Στέργιος μην μπορώντας να κρύψει τον ενθουσιασμό του.
«Σοβαρότατα» του απάντησε η μητέρα μου χαμογελώντας ακόμα πιο πλατιά.
«Υπέροχα! Υπέροχα!» είπε ο Στέργιος ενθουσιασμένος ενώ εγώ τον κοίταζα και χαμογελούσα σα χαζή.
Φύγαμε και πήγαμε στο Γαλάτσι. Ήπιαμε τον καφέ μας σε μια καφετέρια μιλώντας περί ανέμων και υδάτων και γύρω στις 21:00 κινήσαμε για το σπίτι του. Έβαλε το αυτοκίνητο στο υπόγειο πάρκινγκ και μπήκαμε στο ασανσέρ για να ανέβουμε στο ρετιρέ. Μέσα στο ασανσέρ ο Στέργιος με είχε γυρίσει προς τον καθρέφτη και με φιλούσε και με δάγκωνε στο σβέρκο κάνοντάς με πύραυλο. Μπήκαμε στο σπίτι του αλλά σε αντίθεση με αυτά που μου είχε δηλώσει δε μου ζήτησε να γδυθώ. Βάλαμε Σαγκρία και βγήκαμε έξω στην τεράστια βεράντα του. Είχε υπέροχο καιρό.
Καθίσαμε στον καναπέ έξω και ήπιαμε το κρασί μας.
«Σήκω» μου είπε κάποια στιγμή και σηκώθηκα. «Γονάτισε» με διέταξε και όσο και αν ένιωσα αμηχανία -αν και δεν πίστευα ότι θα μας έβλεπε κανένας- γονάτισα μπροστά του.
«Σου είπα ότι θα τιμωρηθείς γι’ αυτό που έκανες προχθές.»
«Μου το είπες» αναστέναξα.
«Η τιμωρία σου θα είναι 30 με τη ζώνη» μου ανακοίνωσε.
«Τι;;;» τον ρώτησα.
«Αυτό που σου είπα. 30 με τη ζώνη τις οποίες θα μετράς μία-μία.»
Το περισσότερο που είχα φάει από τους γονείς μου ήταν ξυλιές στον κώλο και αυτές όταν ήμουν παιδάκι. Δε μπορούσα να χωνέψω καλά-καλά αυτό που μου είπε, είχα φανταστεί ότι θα μου ρίξει μερικές στον κώλο με το χέρι αλλά όχι κι έτσι!
«Ε…» ξεκίνησα να λέω αλλά είδα το ύφος του και πάγωσα. Δεν είχε τίποτα το παιγνιώδες, ήταν αυστηρό και ανεξιχνίαστο. Στο μυαλό μου ξαναέπαιξε ο διάλογος της Τετάρτης
«Τι θα γίνει αν δεν μπορώ να πάω τόσο μακριά;»
«Τότε δεν μπορείς.»
Και της Πέμπτης
«Ωστόσο τιμωρία θα υπάρξει, στο είδος της σχέσης που θέλω να έχω μαζί σου η τιμωρία σε παραβατική συμπεριφορά είναι θεμελιώδης.»
«Μάλιστα, ό,τι χρειαστεί… ό,τι κρίνεις σωστό» του είπα.
«Θα πονέσει, Βιολέτα» μου είπε.
«Δε με νοιάζει» του απάντησα. «Μπροστά σε αυτό που… που ένιωθα σήμερα…»
Δε μιλούσε απλά με κοιτούσε. Χαμήλωσα το βλέμμα μου, δεν άντεχα να τον κοιτάξω στα μάτια. Ξεροκατάπια. Στο είδος της σχέσης που ήθελε να έχει μαζί μου είχα αρχίσει να καταλαβαίνω ότι υπήρχε ένας δρόμος, ο δικός του. Take it or leave it.
«Μάλιστα» του απάντησα μη βρίσκοντας τι άλλο να πω. «Θα γίνει αυτό που θέλεις». Σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα αλλά τα χαμήλωσα αμέσως και πάλι. Ένιωθα μικρή, τοσοδούλα.
«Σήκω» μου είπε. «Πάμε μέσα».
Σηκώθηκα και τον ακολούθησα σαν αυτόματο.
«Γδύσου» μου είπε. «Τελείως».
Έβγαλα πρώτα το παντελόνι μου και μετά τη μπλούζα μου και το σουτιέν μου. Τελευταίο έβγαλα το κιλοτάκι μου. Τα δίπλωσα και τα ακούμπησα προσεκτικά στην πλάτη μας καρέκλας. Με πήρε από το χέρι και με πήγε στο δωμάτιό του. Με διέταξε να κάτσω στα τέσσερα στο κρεββάτι. Έκατσα και με λίγο κόπο πήρα τη στάση που μου είχε ζητήσει.
«Θα μετράς καθαρά και δυνατά. Σε κάθε μέτρημα που χάνεις το χτύπημα θα επαναλαμβάνεται. Είναι κατανοητό Βιολέτα;»
«Ναι» του απάντησα.
«Μάλιστα θα απαντάς!»
«Μάλιστα!» του απάντησα.
Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά. Ένιωσα το πρώτο χτύπημα στο αριστερό μου γλουτό, έτσουξε σα διάολος.
«Ένα» του είπα με δυσκολία. Έπεσε και δεύτερη, πιο δυνατή. Και τρίτη. Και τέταρτη. Προσπαθούσα να μη φωνάξω αλλά κάποιες φορές δε μπορούσα. Δεν έχασα το μέτρημα πάντως. Συνέχισε… «πέντε… έξι… δέκα… δεκαπέντε…». Είχα δακρύσει, τα μεριά μου έτσουζαν, τα ένιωθα σα να έχουν πάρει φωτιά και δεν μόλις είχαμε φτάσει στη μέση.
Τι κάνω;;; Τι κάνω;;; Γιατί τον αφήνω να μου το κάνει;;; Τα μέσα μου ούρλιαζαν από αγανάκτηση αλλά εγώ μετρούσα υπάκουα χωρίς να τολμώ να κουνηθώ από τη θέση μου. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος, ή θα το άντεχα ή θα έπρεπε να ζω χωρίς το Στέργιο. Στο χέρι μου… στο χέρι μου ήταν να μη με τιμωρήσει ξανά. «είκοσι… εικοσιένα….»
Τρία χρόνια… τρία χρόνια τον ονειρευόμουν… Αυτό δεν ήθελα; Να είμαι δική του, όλη. Ψυχή και σώμα; Αυτό… αυτό δεν ευχόμουν; Τι θα άξιζε από αυτό που του είπα χθες αν λιποψυχούσα στην πρώτη δυσκολία; «εικοσιοχτώ… εικοσιεννιά… τριάντα….»
«Βιολέτα;» με ρώτησε. «Έχεις να μου πεις κάτι;»
Γύρισα και τον κοίταξα.
«Συγνώμη» του είπα.
«Κάνε το σωστά!» μου είπε. Μπερδεύτηκα. Τι ήθελε να κάνω; Και τότε το μυαλό μου άστραψε.
Αναστέναξα και σηκώθηκα από το κρεββάτι. Γονάτισα μπροστά του και δαγκώθηκα όταν τα μεριά μου έκατσαν πάνω στις γάμπες μου. Σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά. Με κοιτούσε.
«Συγνώμη Στέργιο μου» του είπα. «Σε παρακαλώ συγχώρεσέ με. Δε θα επαναληφθεί αυτό.»
«Με αγαπάς ακόμα, Βιολέτα;»
«Τι ερώτηση είναι αυτή;» του είπα φουρκισμένη αλλά όταν τον κοίταξα χαμήλωσα πάλι τη ματιά μου βάζοντας ακόμα μια φορά την ουρά στα σκέλια. «Συγνώμη… συγνώμη» του είπα και του αγκάλιασα τα πόδια. «Σ’ αγαπάω… Σ’ αγαπάω Στέργιο».
«Κι εγώ σ’ αγαπάω» μου είπε. «Δε μου αρέσει να σε τιμωρώ, Βιολέτα. Δε θέλω να με φέρνεις σε αυτή τη θέση.»
«Δε θα το ξανακάνω, στο υπόσχομαι» του είπα με την καρδιά μου να έχει φτάσει τους 200 παλμούς. «Πως…» πήγα να πω αλλά με έκοψε.
«Τρία χρόνια μιλάμε μαζί. Στην αρχή σε απέφευγα γιατί ήσουν ανήλικη. Μετά σε απέφευγα γιατί είχα τσιμπηθεί κι εγώ μαζί σου και δεν μπορούσα να έχω αυτή την έγνοια στο στρατό. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο εγώ επιθυμώ να συσχετιστώ…» είπε και σταμάτησε. «Ξάπλωσε σε παρακαλώ μπρούμητα στο κρεβάτι» μου είπε και ανέβηκα πάνω και έκατσα όπως μου ζήτησε. Βγήκε από το δωμάτιο και γύρισε μετά από λίγη ώρα απλώνοντάς μου κρέμα στους γλουτούς μου που ήταν κόκκινοι από τη ζώνη του.
Ξάπλωσε στο κρεββάτι και μου έκανε νόημα να πάω προς εκείνον. Χώθηκα στην αγκαλιά του. Εκεί άρχισε να μου λέει την ιστορία του. Ποτέ δε μου είχε μιλήσει πλήρως για το παρελθόν του, κάθε φορά που προσπαθούσα να ανοίξω εκείνη την κουβέντα η απάντηση που έπαιρνα είναι «δε σε αφορά, πιτσιρίκα.»
«Είχα από πιο μικρός την τάση θα θέλω να έχω το πάνω χέρι στις σχέσεις μου. Και καλά όσο ήμουν μικρός αυτό δεν υπήρχε και τρόπος να εμπεδωθεί παρά στο βαθμό που αν δεν γινόταν το δικό μου η σχέση τέλειωνε με συνοπτικές διαδικασίες. Με έλεγαν εγωιστή και παρτάκια αλλά εγώ δεν το έβλεπα έτσι. Είχα προσπαθήσει να είμαι διαλλακτικός απλά όσες φορές το προσπάθησα, άλλοτε για το γαμώτο, άλλοτε γιατί απλά ήμουν πολύ ερωτευμένος και δεν ήθελα να τη χάσω, τα όποια αισθήματα εξατμιζόντουσαν μέσα σε μερικές μέρες. Απλά δεν μπορούσα να λειτουργήσω έτσι. Στη σχολή, γύρω στα 20 ήμουν, γνώρισα μια μεταπτυχιακή φοιτήτρια, 6 χρόνια μεγαλύτερη. Δεν με έλκυε ιδιαίτερα, εννοώ ότι στην αρχή πήγα μαζί της απλά και μόνο για να βγάλω τα μάτια μου. Ωστόσο η ίδια ήταν μαζοχίστρια, της άρεσε να της κάνω διάφορα που μέχρι τότε ήταν απλά φαντασιώσεις. Χαστούκια, ζώνη, κεριά, μαστίγιο… Μου άρεσε… μου άρεσε πολύ. Και αυτό πήγαινε ακόμα βαθύτερα. Από εκείνη έμαθα τον όρο BDSM. Άρχισα να ψάχνω και να διαβάζω και με αυτόν τον τρόπο, διαβάζοντας και ψάχνοντας άρχισαν να μου κουμπώνουν πράγματα που έβλεπα στη συμπεριφορά μου και δεν μπορούσα να τα εξηγήσω. Η Μαρία, έτσι την λένε, ήταν σκλάβα.»
Πήγα να τον ρωτήσω κάτι αλλά με έκοψε.
«Ερωτήσεις μετά. Δεν ήταν σκλάβα με την έννοια της βίαιης υποδούλωσης. Αυτό που ζητούσε, αυτό που τη γέμιζε ήταν να υπηρετεί αυτόν που έβλεπε ως Αφέντη της. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο να του κάνει όλα τα σεξουαλικά γούστα, ήθελε ανήκει πλήρως. Να ορίζει ο Αφέντης της οτιδήποτε έχει να κάνει με τη ζωή της μέσα σε κάποια όρια που η ίδια έλεγε ότι ήταν ρευστά και αρκεί να μπορούσε ο Αφέντης της να την κάνει να τα ξεπεράσει και η ίδια θα το έκανε. Μου φαινόταν too much αλλά από την άλλη το concept μου άρεσε. Ήμασταν μαζί ένα χρόνο, μέχρι που πήρε το διδακτορικό της. Ήταν Σαλονικιά, δεν ήθελε να κάτσει άλλο στην Αθήνα και κατά τα φαινόμενα αυτή της η επιθυμία ήταν πιο ισχυρή από το να κάτσει στα πόδια μου. Μου ζήτησε να την αποδεσμεύσω. Όσο και αν σου φαίνεται περίεργο μέχρι να το πάρω απόφαση ότι δε γινόταν αλλιώς δεν κουνήθηκε ρούπι. Ωστόσο είδα ότι γινόταν δυστυχισμένη, με υπάκουε αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν εκεί. Με πολύ βαριά καρδιά της έδωσα αυτό που μου ζήτησε. Έπεσε στα πόδια μου και μου τα φίλησε. Μου είπε σε ευχαριστώ. Και αυτό ήταν. Στις επόμενες σχέσεις που έκανα προσπαθούσα να πάρω αυτό το πράγμα αλλά τα κατάφερνα ως ένα βαθμό, μετά κλωτσούσαν και με το ζόρι χαλβάς δε γίνεται. Περίπου εκείνη την εποχή γνώρισα εσένα στο IRC. Στην αρχή σε έκανα χάζι αλλά γρήγορα κατάλαβα από αυτά που μου έλεγες και κυρίως από τον τρόπο που δρούσες ότι μέσα σου έχεις αυτό το σπέρμα της υποτακτικότητας. Είχα καταλάβει ότι είσαι τσιμπημένη μαζί μου και δεδομένης και της δικής μου της επιθυμίας για μια τέτοια κοπέλα έπρεπε να είμαι πολύ προσεκτικός μαζί σου. Μου άρεσε πολύ το μυαλό σου, μου άρεσε πολύ ο τρόπος σου και διαπίστωσα ότι το πιτσιρίκι με έχει γοητεύσει. Δεν ήμουν σίγουρος ότι θα μπορούσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου και ήσουν ανήλικη παρά το γεγονός ότι το μυαλό σου ήταν πολύ πιο ώριμο από την ηλικία του. Όταν ενηλικιώθηκες ήμουν στα μέσα σχεδόν της θητείας μου. Συνέχισες να μου ζητάς να βγούμε και συνέχισα να αρνούμαι γιατί είμαι σίγουρος ότι θα γινόταν αυτό που έγινε το προηγούμενο Σάββατο και ήμουν στο στρατό. Σε εσένα έβλεπα τις προοπτικές που ζητούσα και αποφάσισα να μην το ριψοκινδυνέψω και το κάψω πριν καν ξεκινήσει. Έκανα υπομονή ελπίζοντας ότι στο ενδιάμεσο θα συνεχίσεις να είσαι τσιμπημένη μαζί μου. Όταν… όταν βγήκαμε και μου είπες για τα μηνύματα που κατέγραφες στο τετράδιο, σκόρπισες πλέον όλες μου τις αμφιβολίες. Δεν χρειαζόμουν κάτι άλλο.»
Η καρδιά μου είχε φτάσει πάλι τους διακόσους παλμούς. Είχα χίλιες-δυο ερωτήσεις που ήθελα να του κάνω αλλά κάθε φορά που προσπαθούσα να σχηματίσω τα λόγια, η ίδια η ερώτηση έχανε τη σημασία της. Η λέξη με συγκλόνισε. Σκλάβα… Σκλάβα… Ήμουν τόσο πολύ ερωτευμένη μαζί του… Αυτό δεν ήμουν; Αυτό δε με έκανε; Αυτό δεν ήταν το ανομολόγητο όνειρό μου; Να ανήκω… να ανήκω με όλη μου την ψυχή… να δίνω γιατί μου το ζητάει ο αγαπημένος μου και όσο μου ζητάει τόσο να του δίνω. Μα… μα δεν ήμουν μόνο εγώ η ερωτευμένη. Ήταν και ο Στέργιος. Το εξέφραζε με το δικό του τρόπο, το βίωνε με το δικό του τρόπο αλλά ήταν… ήταν το ίδιο. Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.
«Ό,τι θες εσύ Αφέντη μου» του είπα.
«Τι είπες;»
«Αν με θέλεις σκλάβα σου θα είμαι η σκλάβα σου, Στέργιο.»
«Έχει πολύ δρόμο αυτό, κοριτσάκι μου, το να γίνεις η σκλάβα μου δεν είναι η αφετηρία….»
«Είναι όμως το τέρμα. Το τέρμα ενός ταξιδιού και η αρχή ενός άλλου. Πλάι σου να είμαι και πάμε όπου θες εσύ, με όποιο τρόπο θες εσύ. Αρκεί να με έχεις πλάι σου. Μαζί σου.»
«Λες βαριές κουβέντες, Βιολέτα.»
«Λέω αυτό που πιστεύω, Στέργιο. Αλήθεια το πιστεύω.»
«Μιλάει ο ενθουσιασμός σου. Δεν είναι τόσο απλό. Εμένα μου αρέσει να προκαλώ πόνο, δε μου αρέσει να τιμωρώ, αλλά μου αρέσει να προκαλώ πόνο. Εσύ αντέχεις να μου το δώσεις; Αντέχεις να σε χτυπάω με τη ζώνη μόνο και μόνο για να δω τον κώλο σου κόκκινο; Αντέχεις να σε χτυπάω με το μαστίγιο για να θαυμάζω το ανάγλυφο στην πλάτη σου; Αντέχεις να στάζω λιωμένο κερί πάνω σου για να ακούω τις ανάσες σου όταν πέφτει καυτό στη γυμνή σου σάρκα;»
«Αν αυτός είναι ο τρόπος που χρειάζεσαι για να ακούσεις το σ’ αγαπώ μου, Στέργιο, θα το αντέξω. Σ’ αγαπάω. Δεν είναι λόγια. Σ’ αγαπάω… σε ονειρευόμουν τρία χρόνια. Ονειρευόμουν αυτό, να είμαι στο πλάι σου, δικιά σου. Αν αυτό θέλεις, θα σου το δώσω… θα σου το δώσω με όλη μου την ψυχή.»
Αντί για απάντηση με φίλησε παθιασμένα. Το χέρι του με χάιδευε απαλά στην πλάτη και μετά με γύρισε ανάσκελα. Έπεσε πάνω μου και άρχισε να με φιλάει παθιασμένα ενώ τα χέρια του ταξίδευαν στο γυμνό μου κορμί. Από το στήθος στην κοιλιά, από την κοιλιά στα πόδια, από τα πόδια στο μουνί… μουνί που έσταζε. Τον ήθελα μέσα μου, ήθελα να με πάρει, ήθελα να γίνει ο πρώτος μου. Ο πρώτος μου και ο τελευταίος μου.
Σηκώθηκε και γδύθηκε τελείως. Με γύρισε στο πλάι προς τη μεριά του και με έσφιξε πάνω του. Με φίλησε. Θεέ μου… η αίσθηση του γυμνού κορμιού του πάνω στο δικό μου… πρωτόγνωρη… υπέροχη… ήθελα να σταματήσει εκεί ο χρόνος. Να παγώσει σε ένα αιώνιο τώρα… με τα χείλη του στα δικά μου, το χέρι του στην πλάτη μου… το στήθος μου να πιέζεται πάνω στο στέρνο του… τα πόδια μας πλεγμένα… το χέρι μου στο σβέρκο του… Ήταν υπέροχα… ήταν… δεν υπάρχουν… δεν υπάρχουν λόγια να το περιγράψω.
Με ξάπλωσε πάλι ανάσκελα και ένιωσα το βάρος του πάνω μου. Συνέχισε να με φιλάει ενώ ασυναίσθητα τα πόδια μου άνοιξαν για να τον υποδεχτούν…
ΣΕ ΘΕΛΩ… ΣΕ ΘΕΛΩ… ΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ; ΚΑΝΕ ΜΕ ΔΙΚΙΑ ΣΟΥ… ΠΑΡΕ ΜΕ… ΠΑΡΕ ΜΕ…
Το στόμα του έκλεινε το δικό μου, η γλώσσα του είχε στριμώξει τη δική μου. Αφέθηκα παθητικά στο χάδι της… αφέθηκα όλη… Με φίλησε στο λαιμό… σιγά σιγά κατέβηκε στα στήθη μου, τα φιλούσε και τα δάγκωνε τρυφερά… συνέχισε να με δαγκώνει κατεβαίνοντας όλο και πιο κάτω… Έβαλε τη γλώσσα του μέσα μου…
ΣΕ ΘΕΛΩ… ΣΕ ΘΕΛΩ…
Μου κόπηκε πάλι η ανάσα. Μου κόπηκε η εκπνοή…
ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ! ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ!
Πώς… πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο δύσκολο να εκπνεύσεις; Το κορμί μου τεντώθηκε και πάλι…
ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ
Σταμάτησε και ανέβηκε πάλι προς τα πάνω μου… «Σε θέλω» μου ψιθύρισε. «Σε θέλω» του φώναξα. «Σε θέλω… Μέσα μου… Μέσα μου….»
Το είχα χάσει τελείως.
Ένιωσα το όργανό του να τρίβεται στα χείλη μου. Η Μαρία το είχε κάνει, μου είχε πει ότι ο πόνος της πρώτης διείσδυσης ήταν οξύς. Δε με ένοιαζε καθόλου. Τον ήθελα…
Τον ένιωσα να με πιέζει… πονούσα… έσφιξα τα δόντια μου… με ένα δυνατό σπρώξιμο… μπήκε… μπήκε μέσα μου. Μου ξέφυγε μια φωνή… ο πόνος ήταν όντως οξύς… αλλά… η αίσθηση… Θεέ μου… πληρότητα. Ένιωθα πληρότητα. Κινήθηκε μέσα μου απαλά. Έτσουζε αλλά… αλλά ήταν τόσο υπέροχα. Βυθίστηκε σιγά-σιγά μέσα μου. Τα μάτια μου ήταν κλειστά… Ένιωθα γεμάτη… ένιωθα πλήρης… Άρχισε να κινείται απαλά… Μου ξέφυγαν φωνούλες αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν πόνου… ήταν ηδονή… ηδονή όπως δεν είχα νιώσει ποτέ…
ΑΑΑΑΑΧ
Τρεμούλιασα ολόκληρη. Οι ρώγες μου είχαν πετρώσει, σχεδόν με πονούσαν. Δεν είναι λιβάδι… είναι χερσότοπος με αγκάθια… μα είναι υπέροχος… υπέροχος… πόνεσέ με… πόνεσέ κι άλλο…
Μα αυτός ο πόνος… Δεν… δεν έχω λόγια… Άρχισε να επιταχύνει σιγά-σιγά… κάποιες φορές καρφωνόταν μέσα μου και στεκόταν ακίνητος… με πονούσε… κι άλλο… κι άλλο… κι άλλο… Ένιωθα την ανάσα του καυτή στο πρόσωπό μου. Άνοιξα τα μάτια μου. Είχε κλειστά τα δικά του ενώ η λεκάνη του χόρευε τον αρχέγονο ερωτικό χορό κάνοντας το όργανό του να μπαίνει βαθιά μέσα μου, να με γεμίζει… το άρρεν και το θήλυ… ο άντρας και η γυναίκα… ο Στέργιος και η Βιολέτα του… Η Βιολέτα του… Η Βιολέτα του
Επιτάχυνε και άλλο… το κορμί μου έτρεμε… τον ΛΑΤΡΕΥΑ…
Τραβήχτηκε από μέσα μου και άρχισε να παίζει με το χέρι το όργανό του. Ανασηκώθηκα και τον κοίταξα… σα να με κατάλαβε… Ήρθε προς το μέρος μου… Γύρισα το κεφάλι μου στο πλάι και μου έβαλε το όργανό του στο στόμα μου… Το ένιωσα να συσπάται… να χορεύει μέσα στο στόμα μου… Να μου δίνει το σπέρμα του σε καυτές, υπέροχες, γλυκές ριπές. Κατάπινα αχόρταγα. Ξανά και ξανά… Ο Στέργιος βογκούσε από ηδονή… Και εγώ τον ρούφαγα και τον έγλειφα ενώ το όργανό του πλημμύριζε το στόμα μου με τους χυμούς του…
Ξάπλωσε στο πλάι και με πήρε στην αγκαλιά του.
Δε θα την ξεχάσω ποτέ εκείνη την ημέρα μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Ήταν Σάββατο 23 Μαΐου του 1998 η μέρα που ο Στέργιος με έκανε γυναίκα.
9. Το άλικο μονοπάτι…
Το σεντόνι είχε λερωθεί με το παρθενικό μου αίμα. Σηκωθήκαμε από το κρεββάτι και ο Στέργιος ξέστρωσε το σεντόνι. Είχε πάει και λίγο στο στρώμα αλλά το στρώμα δεν μπορείς να το βάλεις στο πλυντήριο.
«Δεν πειράζει Βιολέτα μου» μου είπε χαμογελαστός. Πήγαμε στο μπάνιο και έβαλε το σεντόνι στο νεροχύτη, ήθελε τρίψιμο πριν μπει στο πλυντήριο. Μετά με πήρε από το χέρι και με πήγε στη μπανιέρα. Είχα λερωθεί κι εγώ με αίμα. Άνοιξε το ντους και άφησε το νερό να τρέχει. Έβαλε το χέρι του και δοκίμασε το νερό και μετά σαν κάτι να σκέφτηκε γύρισε προς εμένα. «Δοκίμασέ το κι εσύ, είναι όσο ζεστό το θες;»
Η αλήθεια είναι ότι το ήθελα λίγο πιο ζεστό. Μου έδωσε το τηλέφωνο και άνοιξα λίγο περισσότερο το ζεστό νερό. Όταν το νερό πήρε τη θερμοκρασία που ήθελα μπήκα και έριξα νερό πάνω μου φροντίζοντας να μη βρέξω τα μαλλιά μου. Ο Στέργιος είχε λερωθεί και εκείνος αλλά μέσα στην ερωτική μας λύσσα δεν το σκέφτηκε καν όταν έβαλε το όργανό του στο στόμα μου αλλά μήπως εγώ ήμουν καλύτερη; Ήμουν τόσο παραδομένη εκείνη τη στιγμή που δεν είχα καταλάβει καν ότι είχα γευτεί το ίδιο μου το αίμα. Με περίμενε υπομονετικά να τελειώσω καθώς ο ίδιος δεν ήθελε τόσο ζεστό νερό. Όταν βγήκα μου έδωσε μια πετσέτα και με σκούπισε προσεκτικά ο ίδιος.
Μπήκε και αυτός στην μπανιέρα και ξεπλύθηκε. Του έδωσα την πετσέτα που μου ζήτησε και μετά πήγα στο αποθηκάκι να φέρω τη σφουγγαρίστρα και τον κουβά. Ξεκίνησα να σφουγγαρίζω αλλά με έκοψε.
«Δε θα σφουγγαρίσουμε; Έχουν πέσει νερά!» του είπα.
«Γι’ αυτό σου ζήτησα να φέρεις τη σφουγγαρίστρα.»
«Τότε;» τον κοίταξα με απορία.
«Χεράκια ποδαράκια έχω, δόξα τω Θεώ. Πήγαινε στο δωμάτιο και έρχομαι σε λίγο.»
«Έχεις οξυζενέ;» τον ρώτησα.
«Τι να τον κάνεις;»
«Να προσπαθήσω να καθαρίσω το λεκέ στο στρώμα. Δε φαντάζομαι να σε ενδιαφέρει αν αποχρωματιστεί λίγο, αν και θα το δοκιμάσω πρώτα σε μια ακρούλα. Θέλω και μια παλιά πετσέτα ή πετσετάκι, υγρό πιάτων φαντάζομαι να έχεις στην κουζίνα αν χρειαστεί.»
Άνοιξε το φαρμακείο και μου έδωσε ένα μπουκάλι οξυζενέ. Μετά ανοίγοντας ένα άλλο ντουλαπάκι μου έδωσε μια μικρή πετσέτα. Τον άφησα να σφουγγαρίζει και γύρισα στο δωμάτιο. Έσταξα λίγο οξυζενέ στη γωνία του στρώματος, στο κάτω μέρος, και περίμενα. Δεν έγινε αποχρωματισμός. Έσταξα λίγο οξυζενέ πάνω στο λεκέ στο στρώμα και πήγα στην κουζίνα και πήρα υγρό πιάτων και ένα ποτήρι. Έψαξα στα γρήγορα για μαγειρική σόδα αλλά στα ντουλάπια στα οποία υπολόγιζα να την έχει δεν βρήκα. Επέστρεψα στο μπάνιο και έριξα μερικές σταγόνες από αυτό στο σεντόνι.
«Στέργιο, έχεις μαγειρική σόδα;»
«Ναι, έχω.»
«Μπορείς σε παρακαλώ να μου φέρεις λίγη γιατί δεν την βρήκα;»
Άφησε τη σφουγγαρίστρα και πήγε μέσα. Επέστρεψε με ένα βαζάκι. Έτριψα απαλά το σημείο στο οποίο είχα ρίξει το υγρό πιάτων και μετά το πασπάλισα με λίγη μαγειρική σόδα.
«Έχεις άλλη οδοντόβουρτσα; Αν ναι, θέλω να την χρησιμοποιήσω αυτή για να τρίψω το λεκέ» του είπα.
«Ναι, έχω… ελεύθερα» μου είπε.
Επειδή αυτό χρειαζόταν μερικά λεπτά, γύρισα πίσω στο στρώμα και άρχισα να το τρίβω απαλά με την πετσέτα. Ευτυχώς δεν είχε ποτίσει και ο λεκές εξαφανίστηκε στα γρήγορα. Χαμογέλασα και επέστρεψα στο μπάνιο.
«Το στρώμα είναι εντάξει» του είπα χαμογελαστή. Μετά πήρα την οδοντόβουρτσα και έτριψα απαλά τη σόδα με την οδοντόβουρτσα και όταν τέλειωσα το σεντόνι ήταν έτοιμο για πλυντήριο. Άνοιξα το πλυντήριο, ήταν άδειο. Έβαλα το σεντόνι μέσα και μελέτησα για λίγο τα χειριστήρια. Ήταν ίδια ή παρόμοια με του δικού μας πλυντηρίου. Έβαλα το πρόγραμμα για να ξεκινήσει το πλύσιμο. “Easy-peasy» του είπα χαμογελαστή.
«Σε ευχαριστώ κοριτσάκι μου» μου είπε χαμογελαστός.
«Συμβαίνουν καμιά φορά τέτοια ατυχηματάκια όταν η περίοδος έρχεται νωρίτερα από το αναμενόμενο οπότε έχω αποκτήσει τη σχετική εμπειρία» του είπα χαμογελαστή.
Στο μεταξύ είχε τελειώσει το σφουγγάρισμα οπότε επιστρέψαμε στο δωμάτιο για να τον βοηθήσω να στρώσει ένα καθαρό σεντόνι. Όταν τελειώσαμε, ξαπλώσαμε και πάλι και χώθηκα στην αγκαλιά του. Μέσα στην έξαψή μου είχα σχεδόν ξεχάσει ότι εδώ και λίγη ώρα…
Χαμογέλασα στη σκέψη. Μέχρι σήμερα μου φαινόταν ανόητη η «έγινα γυναίκα» που είχε χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά η Μαρία. «Γιατί πριν τι ήσουν, ποδήλατο;» την είχα ρωτήσει. Δεν ήμουν πια παρθένα. Η καρδιά μου χτυπούσε. Όχι απλά δεν ήμουν πια παρθένα αλλά την παρθενιά μου την είχα δώσει στον Στέργιο… στο Στέργιο!
Την είχα δώσει ή την είχε πάρει; Στο δικό του μυαλό ήμουν σίγουρη ότι θα ήταν το δεύτερο. Όμως… δεν ξέρω… μέσα μου ένιωθα ότι εγώ την έδωσα. Τον επέλεξα, δεν τον επέλεξα; Από την άλλη… γιατί τον είχα επιλέξει; Επειδή ήμουν ερωτευμένη μαζί του; Λάθος ερώτηση, σίγουρα αυτό ήταν ο κύριος λόγος, ήταν όμως ο μόνος; Πώς να δίνεις αν ο άλλος δεν θέλει να πάρει; Αλλά πώς ο άλλος θα πάρει αν εσύ δε θέλεις να δώσεις;
Και τότε θυμήθηκα αυτά που μου είχε πει για τα κεριά και τα μαστίγια και τις ζώνες. Αν μου ζητούσε να το κάνει είμαι σίγουρη ότι θα υπάκουα. Δηλαδή τι σίγουρη, πριν ούτε καν μια ώρα είχε κατ’ ιδίαν επίδειξη και όχι απλά κάθισα αδιαμαρτύρητα αλλά στο τέλος παρακαλούσα μέσα μου να με κάνει δική του.
Σκλάβα… αντί να με ανατριχιάσει αυτή η σκέψη έκανε την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Ήθελα να του δώσω… ήθελα με όλη μου την ψυχή. Αλλά αρκούσε αυτό; Εννοώ… δεν ήμουν σίγουρη. Αυτό το «δίνω» και «παίρνει» με μπέρδευαν. Το μυαλό μου δεν ήταν καθαρό. Γιατί δεν τον ρωτούσα; Ή για να είμαι ειλικρινής, γιατί φοβόμουν να τον ρωτήσω;
Μήπως μέσα μου, βαθιά μέσα μου, ήξερα την απάντηση και δεν ήθελα να την ακούσω; Μήπως το ασυνείδητό μου είχε τις απαντήσεις του και είχε κρίνει ότι δεν είναι ακόμα ή ώρα; Και τι θα γινόταν άμα ερχόταν εκείνη η ώρα;
Ο Στέργιος με κρατούσε σφιχτά σε κουτάλα, η πλάτη μου κολλημένη στο στέρνο του και τα χέρια του περασμένα το ένα κάτω από το κεφάλι μου και το άλλο πάνω από τη μέση μου να αναπαύεται στην κοιλιά μου. Ένιωθα την ανάσα του καυτή στο σβέρκο μου αλλά παρόλο που ήμουν γυμνή στην αγκαλιά του δεν ένιωθα διέγερση. Ήταν όμορφα με ένα τελείως διαφορετικό τρόπο, τρυφερό αλλά όχι ερωτικό. Ή τουλάχιστον εγώ δεν το έβλεπα έτσι γιατί σίγουρα -και κρίνοντας από το φούσκωμα που ένιωθα στο όργανό του- ο Στέργιος το έβλεπε διαφορετικά.
Το χέρι του άρχισε να με χαϊδεύει στη μέση και τους γλουτούς. Το έφερε μπροστά και χούφτωσε το στήθος μου και άρχισε να το μαλάζει. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα ιδιαίτερη όρεξη οπότε αφέθηκα παθητικά ελπίζοντας είτε να του περάσει είτε να μου έρθει η όρεξη. Εκείνος συνέχισε και το όργανό του φούσκωσε ακόμα περισσότερο. Με γύρισε μπρούμητα και άρχισε να με φιλάει και να με δαγκώνει στην πλάτη κατεβαίνοντας σιγά-σιγά προς τη μέση. Εξακολουθούσα να μην έχω ερωτική διάθεση εκείνη τη στιγμή αλλά θα ήμουν ψεύτρα αν έλεγα ότι δε μου άρεσε αυτό που μου έκανε. Κατέβηκε ακόμα πιο χαμηλά προς τους γλουτούς μου και εκεί μου πάτησε μια γερή δαγκωνιά που με έκανε να ξεφωνίσω. Ως απάντηση μου έχωσε μια ακόμα πιο δυνατή δαγκωνιά στον άλλο γλουτό.
«Άουυυυυυυυ» φώναξα.
«Πόνεσες;» με ρώτησε.
«Εσύ τι λες;» του απάντησα νευριασμένη.
«ΟΚ» μου είπε και σηκώθηκε και έφυγε από το δωμάτιο. Φοβήθηκα ότι πήγε μέσα να πάρει τίποτα από τα σύνεργα που μου είχε πει και δεν είχα ιδέα πως θα το αντιμετώπιζα. Ωστόσο πέρασαν μερικά λεπτά και συνέχισα να είμαι μόνη μου. Σηκώθηκα από το κρεββάτι αβέβαιη. «Στέργιο;» φώναξα -όχι δυνατά- αλλά δεν πήρα απάντηση.
Κατέβηκα από το κρεββάτι και βγήκα στο σαλόνι. Δεν ήταν εκεί. Πήγα στο μπάνιο, η πόρτα ήταν κλειστή. Την χτύπησα.
«Στέργιο; Είσαι μέσα;»
Δεν πήρα απάντηση. Χτύπησα ξανά. Το ίδιο. Άνοιξα την πόρτα αλλά δεν ήταν μέσα. Τι διάβολο; Γύρισα στο σαλόνι. «Στέργιο;» φώναξα.
«Έξω είμαι» μου απάντησε. Πήγα ως την μπαλκονόπορτα. Ήταν καθισμένος στον καναπέ και έπινε μπύρα. «Έλα εδώ» μου είπε.
«Μισό λεπτάκι να ντυθώ» του απάντησα.
«Έλα όπως είσαι.» μου είπε. Έξω ήταν νύχτα και δεν είχε αναμμένα τα φώτα, η βεράντα ήταν σκοτεινή. Ακόμα και έτσι αισθάνθηκα έντονη αμηχανία και δίστασα. «Χρειάζεται να το ξαναπώ;» με ρώτησε. Αναστέναξα και βγήκα έξω. Κοίταξα ανήσυχη γύρω μου αλλά το σημείο που είμασταν δεν ήταν ορατό σε κάποια από τα απέναντι κτήρια. Το διπλανό η ταράτσα ήταν γύρω στα 10 μέτρα χαμηλότερη από το επίπεδο της βεράντας οπότε αυτό εξ αρχής δεν ήταν πρόβλημα.
«Γιατί έφυγες και με άφησες μέσα στο δωμάτιο;» τον ρώτησα.
«Γιατί με νευρίασες» μου απάντησε.
«Πόνεσα Στέργιο μου» του είπα νιώθοντας ανησυχία.
«Το κατάλαβα ότι πόνεσες, ο τρόπος σου ήταν που δε μου άρεσε. Δε θα μου κάνεις νευράκια εμένα, Βιολέτα, όταν δεν σου αρέσει κάτι.»
«Αυτό δεν κάνεις κι εσύ τώρα;» τον ρώτησα.
«Πήγαινε μέσα» μου είπε. «Πήγαινε μέσα και κάτσε με την μύτη στον τοίχο δίπλα από την τηλεόραση. Θα κάτσεις εκεί μέχρι να σε φωνάξω. Σκέψου καλά τι μου είπες.»
«Στέργιο….»
«Αυτό ή ντύσου να σε πάω σπίτι σου. Δε θα το συζητήσω Βιολέτα, είναι κατανοητό;» είπε και μου πάγωσαν τα σωθικά.
«Συγνώμη» του είπα με φωνή που έτρεμε.
«ΠΗΓΑΙΝΕ ΜΕΣΑ» μου είπε τονίζοντας τις λέξεις.
«Μάλιστα» του απάντησα βουρκωμένη και πήγα μέσα στο σαλόνι. Η τηλεόραση ήταν σε ένα έπιπλο και αριστερά της σε απόσταση ενός μέτρου ήταν η βιβλιοθήκη. Πήγα και στάθηκα στο κενό ανάμεσά τους με την μύτη μου στον τοίχο.
Μέσα μου θυμός και φόβος πάλευαν ποιος θα επικρατήσει κάνοντάς με να αισθάνομαι χάλια. Στο μυαλό μου στριφογύριζε ξανά και ξανά και ξανά ο διάλογος της Τετάρτης
«Τι θα γίνει αν δεν μπορώ να πάω τόσο μακριά;»
«Τότε δεν μπορείς.»
Γιατί ρε πούστη μου; Με είχε πάρει το παράπονο. Ήταν τόσο όμορφη η βραδιά, με είχε κάνει επιτέλους δικιά του. Γιατί; Γιατί; Γιατί νευρίασα όταν με δάγκωσε; Αφού… δεν το έκανε από κακία, ήταν παιχνίδι… ήταν παιχνίδι για εκείνον. Είχα νευριάσει… είχα νευριάσει γιατί εκείνος είχε όρεξη κι εγώ δεν είχα. Και δεν του το είπα καν. Απλά απάντησα νευριασμένη. Πού να ξέρει τι γινόταν μέσα μου; Δεν του είχα δώσει κάποιο σημάδι. Εκείνος απλά έπαιζε και εγώ τον πήρα από τα μούτρα.
Ένιωσα απαίσια. Μήπως αυτή ήταν η απάντηση; Μήπως απλά δεν μπορούσα παρά τις μεγαλοστομίες μου; Μα… μα αν δε μπορούσα θα έπρεπε να τον ξεχάσω. Ήταν απάνθρωπο… πώς ήταν δυνατόν το σύμπαν να μου δώσει αυτό που ονειρευόμουν και μόλις πήρα την πρώτη γλυκιά γεύση να μου το πάρει πίσω περιγελώντας με σαδιστικά;
Όχι! Όχι! Η μόνη χαμένη μάχη είναι αυτή που δε δίνεις. Τι αξία θα είχε η αγάπη που έλεγα ότι του έχω αν δεν μπορούσα να του δώσω αυτά που μου ζητάει; Δε μου έθεσε όρους… Ή μάλλον… δε με γέλασε. Μου είπε ότι μιλούσε ο ενθουσιασμός μου. Ότι δεν είναι εύκολο, ίσα-ίσα. Ότι εκείνος δεν μπορούσε αλλιώς. Ήταν δική μου επιλογή και μόνο… στο δρόμο που μου έδειχνε ή μακριά από αυτόν. Ο χερσότοπος με τα αγκάθια. Δική μου επιλογή. Να αφήσω τις σάρκες μου πάνω τους ακολουθώντας τον ή να πάρω τον εύκολο δρόμο και να πάω από το λιβάδι μονάχη;
Με εκείνον ή χωρίς εκείνον;
Η καρδιά μου σφιγγόταν και μόνο στη σκέψη. Τρία… τρία χρόνια… τρία χρόνια το ονειρευόμουν. Με είχε κάνει δική του… Πέντε μέρες… πέντε μέρες και τρία χρόνια. Δεν μπορούσα… δεν ήθελα χωρίς εκείνον.
Τα δάκρυά μου έγιναν κλάμα και το κλάμα λυγμοί. Δεν τολμούσα να κουνηθώ ούτε εκατοστό από τον τοίχο… έστω και μια απειροελάχιστη κίνηση θα με πέταγε έξω από το μονοπάτι… αγκάθια από τη μία… γκρεμός από την άλλη.
«Τι θα γίνει αν δεν μπορώ να πάω τόσο μακριά;»
«Τότε δεν μπορείς.»
Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα έμεινα εκεί, με την μύτη στον τοίχο, μην τολμώντας καν να σκουπίσω τα δάκρυα που μου έκαιγαν τα μάτια όταν μια στιγμή τον ένιωσα πίσω μου. Χωρίς να το σκεφτώ γύρισα και γονάτισα μπροστά του. Του αγκάλιασα τα πόδια.
«Συγνώμη Στέργιο μου. Συγνώμη!»
Έβαλε το χέρι του στα μαλλιά μου και τα χάιδεψε. Κοιτούσα στο πάτωμα, δεν τολμούσα να τον αντικρύσω. Έβαλε το δάχτυλο κάτω από το πηγούνι μου και το σήκωσε κάνοντάς με να τον κοιτάξω στα μάτια.
«Μην το ξανακάνεις αυτό Βιολέτα.» μου είπε.
«Δεν… δεν θα το ξανακάνω» του είπα.
Ήταν ερεθισμένος.
«Πάρε με στο στόμα σου» με διέταξε. Εξακολουθούσα να μην έχω καμία ερωτική διάθεση αλλά τον πήρα προσπαθώντας να δείξω όσο μπορούσα ενθουσιασμό. Τον πήρα βαθιά μέσα στο στόμα μου, μέχρι που πνίγηκα σχεδόν. Μα δε σταμάτησα. Κατέπνιξα το βήχα μου, κατέπνιξα την αναγούλα που ένιωσα και τον ξαναπήρα βαθιά μέσα μου. Και ξανά και ξανά και ξανά. Ακούγοντας τις ανάσες του και νιώθοντας την απόλαυσή του άρχισα να νιώθω καλύτερα. Πολύ καλύτερα. Συνέχισα με πραγματικό ενθουσιασμό. Τον αγκάλιασα από τους γοφούς και σχεδόν τον κάρφωσα μέχρι το λαιμό μου. Αυτή τη φορά δεν κατάφερα να συγκρατήσω το πνίξιμό μου και με έπιασε βήχας.
Με άφησε να ηρεμίσω και μετά με σήκωσε και με πήγε μέσα στο δωμάτιο. Με έβαλε και ξάπλωσα πάλι μπρούμητα και άρχισε να με φιλάει και να με δαγκώνει αρκετά δυνατά στην πλάτη. Όμως σε αντίθεση με αυτό που είχε γίνει πριν αυτή τη φορά ο πόνος ήταν ευχάριστος. Είχα ανάψει και πάλι, τον ήθελα και πάλι μέσα μου. Να με ξανακάνει δική του. Οι φωνούλες που έβγαζα ήταν μείξη πόνου και ευχαρίστησης… ήταν υπέροχα. Συνέχισε με τον ίδιο τρόπο μέχρι τους γλουτούς μου.
Και εκεί έκανε κάτι που δεν μπορούσα… τι λέω, δεν είχα καν διανοηθεί ποτέ μου. Τράβηξε τα κωλομάγουλά μου προς την αντίθετη κατεύθυνση και ένιωσα την ανάσα του στην πίσω τρυπούλα. Και ακολούθησε η γλώσσα του.
Το έχασα τελείως, μου κόπηκε η ανάσα με τελείως διαφορετικό τρόπο απ’ ότι όταν με φιλούσε και με έγλειφε στο μουνί. Δεν το κρύβω, οι φαντασιώσεις που είχα με το Στέργιο περιλάμβανε να με παίρνει από παντού αλλά αυτό δεν το είχα καν φανταστεί. Η γλώσσα του μπαινόβγαινε στον κώλο μου και η αίσθηση ήταν τόσο υπέροχη… τόσο πρωτόγνωρα υπέροχη.
Σταμάτησε και ανέβηκε πάλι προς τα πάνω μου. Με φίλησε στο σβέρκο κάνοντάς με να ανατριχιάσω.
«Σε θέλω» μου ψιθύρισε.
«Κι εγώ σε θέλω» του απάντησα.
Δεν κατάλαβα τι είχε στο μυαλό του παρά μόνο όταν ένιωσα το όργανό του να τρίβεται στον κώλο μου. Ξεροκατάπια όταν συνειδητοποίησα τι είχε στο μυαλό του, μέχρι εκείνη τη στιγμή νόμιζα ότι ήθελε να κάνουμε πάλι έρωτα. Από την άλλη… αν… αν αυτό ήταν που ήθελε… θα του το έδινα. Όχι ότι δεν το είχα φαντασιωθεί.
Θα ήμουν ψεύτρα αν πω ότι στην αρχή τουλάχιστον η αίσθηση δεν ήταν όμορφη. Μου άρεσε όταν τον έτριβε στην τρυπούλα μου και μου άρεσε όταν άρχισε να τον σπρώχνει, όσο ήταν έξω τουλάχιστον. Όταν άρχισε να μπαίνει και άρχισα να νιώθω πόνο σταμάτησε να μου αρέσει. Δε θα του το χαλούσα όμως…
«Στέργιο μου… σιγά-σιγά σε παρακαλώ» του είπα παρακλητικά.
Δεν απάντησε αλλά με άκουσε. Όχι ότι πριν έκανε βιαστικές ή βίαιες κινήσεις αλλά ο τρόπος που του μίλησα -ενστικτωδώς- του άρεσε. Τον έβαλε ακόμα λίγο μέσα και με το ζόρι κατάφερα να πνίξω τη φωνή μου. Πονούσε… πολύ! Τον έβαλε λίγο ακόμα μέσα και ο πόνος εντάθηκε. Τραβήχτηκε έξω και για λίγο αισθάνθηκα ανακούφιση αλλά γρήγορα άρχισε πάλι σιγά-σιγά να τον σπρώχνει και να τον βάζει μέσα μου. Ο πόνος επέστρεψε. Με πίεσε κι άλλο… Και… σαν κάτι να υποχώρησε και μπήκε ακόμα λίγο πιο βαθιά… και πιο βαθιά… μου ξέφυγε μια φωνούλα πόνου.
«Πονάς Βιολέτα μου; Να σταματήσω;»
«Πονάω λίγο… μη σταματάς…» του είπα. Δεν ήθελα ωστόσο να σταματήσει, δεν ήθελα να του το στερήσω.
Έσφιξα τα δόντια μου και συνέχισε να μπαίνει σιγά-σιγά όλος μέσα μου. Κάτω ένιωθα απαίσια αλλά δεν ήθελα να τον κόψω. Πόνεσέ με… πόνεσέ με αγάπη μου… αντέχω… θα αντέξω για σένα…
Συνέχισε για λίγη ώρα έτσι και ο πόνος σταδιακά υποχώρησε και έγινε τσούξιμο. Εξακολουθούσε να μη μου αρέσει καθόλου αλλά ούτε για ένα δευτερόλεπτο δεν διανοήθηκα να τον κόψω. Άρχισε να κινείται με μεγαλύτερη άνεση. Μου έφερε το χέρι μπροστά και προσεκτικά, φροντίζοντας να μην εμποδίζει τη μύτη μου μου έκλεισε το στόμα. Νόμιζα ότι το έκανε για το παιχνίδι μέχρι που καρφώθηκε βίαια μέσα μου κάνοντάς με να ουρλιάξω… ή τουλάχιστον να προσπαθήσω να ουρλιάξω από τον πόνο. Με το χέρι του στο στόμα μου άρχισε να κινείται με μεγαλύτερη ταχύτητα εντείνοντας το τσούξιμο ωστόσο έπαιρνα θάρρος και παρηγοριά από τις κοφτές του ανάσες. Του άρεσε… Δική του… αυτό δεν ήθελα; Δική του… αυτό… πόνεσέ με λατρεμένε… πόνεσέ με… δική σου… δική σου…
Καρφώθηκε για τελευταία φορά μέσα μου και κάθισε ακίνητος. Τον ένιωσα να τελειώνει βαθιά μέσα μου και κάθε του ριπή με έκανε να νιώσω ότι θα τα κάνω πάνω μου. Μπορεί να το είχα φαντασιωθεί αλλά στην πράξη το παρά φύσιν δε μου άρεσε καθόλου. Όταν τραβήχτηκε από μέσα μου προσπάθησα να σφιχτώ γιατί πραγματικά ένιωσα ότι θα τα κάνω πάνω μου.
«Μπορώ να πάω τουαλέτα;» τον ρώτησα σχεδόν με απελπισία.
«Ναι, καρδούλα μου, το συζητάς;» μου είπε και έφυγα σα σφαίρα στην τουαλέτα. Αν με είχε πει οποιαδήποτε άλλη στιγμή καρδούλα μου θα ξερνούσα πεταλούδες αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν το τελευταίο πράγμα που μπορούσα να σκεφτώ.
Δεν ήταν ευχάριστα στην τουαλέτα. Έτσουζε σαν τρελό και ένιωθα σα να έχω έντονη διάρροια. Δεν είχα το κουράγιο να σηκωθώ από τη λεκάνη, δεν είχα το κουράγιο να πάω μέσα και να τον δω να χαμογελάει γιατί όσο και αν λάτρευα εκείνο το χαμόγελο δεν μπορούσα να τον αντικρύσω. Και ας ήταν η σκέψη αυτού του του χαμόγελου που έκανε την κατάσταση υποφερτή.
Αν του έλεγα ότι δε μου αρέσει από πίσω τι θα γινόταν; Εκείνου του άρεσε φανερά. Τι ρωτάω… ήξερα τι θα γινόταν…
«Τι θα γίνει αν δεν μπορώ να πάω τόσο μακριά;»
«Τότε δεν μπορείς.»
Όσο μου το έκανε από μέσα μου φώναζα «πόνεσέ με αγάπη μου». Τη στιγμή που γινόταν το ένιωθα με όλη μου την ψυχή. Τώρα το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν αν θα το αντέξω. Πόσο θα το αντέξω. Τον Λάτρευα… Αρκούσε; Μέχρι χθες ήμουν σίγουρη. Σήμερα η σιγουριά μου είχε πάει περίπατο.
Μπήκα στο μπάνιο και έκανα ένα γρήγορο ντους. Σκουπίστηκα και γύρισα στο δωμάτιο. Ο Στέργιος ήταν ξαπλωμένος και μου χαμογέλασε. Του χαμογέλασα κι εγώ και πήγα και ξάπλωσα στην αγκαλιά του. Ο κώλος μου πονούσε ακόμα αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν το τελευταίο πράγμα που με απασχολούσε. Τον λάτρευα… τον λάτρευα πραγματικά…
…μα είχα νιώσει κάτι μέσα μου να σπάει.
10. Dollhouse
Ήθελα να του μιλήσω αλλά δεν έβρισκα το κουράγιο. Κουρνιασμένη μέσα στην αγκαλιά του με εκείνον να με χαϊδεύει τρυφερά ένιωθα μέσα τις αμφιβολίες μου να φουντώνουν. Στο μυαλό μου είχε ξεκαθαρίσει απόλυτα, ειδικά μετά από αυτά που μου είπε για το παρελθόν του, πως αν δεν γινόταν το δικό του τότε απλά έχανε το ενδιαφέρον του. Μία ώρα πριν πίστευα με όλη μου την ψυχή ότι μπορούσα να το δώσω αυτό που ζητάει. Ό,τι θα έκανα τα πάντα για εκείνον. Είχα αντέξει τα χτυπήματα με τη ζώνη αλλά η προσγείωσή μου στην πραγματικότητα ήρθε απότομα όταν μου έκανε κάτι που η ίδια το είχα φαντασιωθεί πολλές φορές.
Αν κάτι που η ίδια το είχα φαντασιωθεί με χαλούσε τόσο όταν το έζησα τι θα γινόταν με τα υπόλοιπα που όχι απλά δεν τα είχα φαντασιωθεί αλλά ανατρίχιαζα και μόνο στη σκέψη; Το μόνο σίγουρο ήταν ότι δεν ήθελα να τον χάσω τώρα που τον βρήκα αλλά θα άντεχα να είμαι εκείνο που επιθυμεί; Δε με ενδιέφερε ο εαυτό μου, φοβόμουν ότι δε θα ήμουν καλή για εκείνον οδηγώντας μοιραία στο ίδιο αποτέλεσμα.
«Τι θα γίνει αν δεν μπορώ να πάω τόσο μακριά;»
«Τότε δεν μπορείς.»
Προσπάθησα να καθαρίσω το μυαλό μου και να αφεθώ στη στιγμή αλλά δε μπορούσα. Δεν ήμουν αρκετά καλή για εκείνον. Τι να κάνω; Πώς να του το πω; Μου είπε ότι πρέπει να του τα λέω όλα. Πώς θα έγραφα κάτι τέτοιο στην αναφορά μου χωρίς να το έχω συζητήσει καν μαζί του; Δεν ήθελα να του κρύψω τίποτα αλλά φοβόμουν… έτρεμα τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Δεν ήξερα ότι ήταν και εκείνος ερωτευμένος μαζί μου όμως είχα καταλάβει ότι με αγαπούσε πραγματικά. Αν έβλεπε ότι δεν μπορώ θα με έκανε πέρα με τον ίδιο τρόπο που έσφιξε τα δόντια του και τερμάτισε τη σχέση του με τη Σαλονικιά.
Τι να κάνω; Τι να κάνω; Με είχε πιάσει απελπισία. Έπρεπε να βρω τρόπο να του το πω αλλά τι να του πω; Ότι δε μου άρεσε το παρά φύσιν; Ότι με την πρώτη φορά που έγινε κάτι που δε μου άρεσε καθόλου έσπασα; Μάζεψα όλο το κουράγιο μου.
«Στέργιο;»
«Πες μου Βιολέτα μου.»
«Σου… σου άρεσε;»
«Γιατί ρωτάς;»
«Γιατί… δεν ξέρω… δεν ήμουν καλή.»
«Τι εννοείς;» με ρώτησε απορημένος.
«Πονούσε… και… φοβάμαι μη στο χάλασα.»
«Βιολέτα, σε ρώτησα αν πονάς και αν θέλεις να συνεχίσω. Γιατί δε μου είπες ότι δεν το αντέχεις;»
«Δεν… δεν είναι πως δεν το αντέχω….»
«Τότε;»
«Απλά… εννοώ… και όταν κάναμε έρωτα… και εκεί πονούσα… αλλά ήταν τελείως διαφορετικό. Και εκεί πονούσα αλλά σιγά-σιγά ο πόνος αν και δεν υποχώρησε έγινε ευχάριστος. Όπως πριν… όπως όταν άρχισες να με δαγκώνεις στην πλάτη. Ή όπως με δαγκώνεις ή μου σφίγγεις τις ρώγες. Και εκεί με πονάει αλλά ταυτόχρονα… δεν ξέρω… είναι διαφορετικό. Δεν ήθελα να σε κόψω… δεν ήθελα να σε κόψω γιατί κατάλαβα ότι σου άρεσε… άκουγα τις ανάσες σου… Αλλά με πόνεσε….»
«Βιολέτα μου, θέλω να μου τα λες αυτά όταν συμβαίνουν και όχι κατόπιν εορτής. Δεν το… δεν το κατάλαβα… Θα πήγαινα πιο σιγά… Παρασύρθηκα κι εγώ… Σε παρακαλώ όταν ξανασυμβεί αυτό, αν δεις ότι δεν το αντέχεις να μου το πεις.»
«Δε θέλω να στο χαλάσω, Στέργιο μου. Μπορεί να πονούσα αλλά μου άρεσε που… που ήμουν εγώ εκείνη… εννοώ που εγώ είμαι εκείνη με….»
«Εμ ποια θα ήταν βρε χαζούλα, η γειτόνισσα; Μαζί σου είμαι, εσένα επέλεξα. Θα στο ξαναπώ ωστόσο σε παρακαλώ πολύ αυτά να μη μου τα λες κατόπιν εορτής. Καρδούλα μου, το σώμα μας δεν έχει πάντα την ίδια διάθεση ούτε όλες τις ώρες τις ίδιες αντοχές. Αυτό που σήμερα μπορεί να σου αρέσει αύριο μπορεί για κάποιο λόγο να μην το αντέχεις και μεθαύριο να σου αρέσει και πάλι. Αν… αν δεν το καταλαβαίνω εγώ… βοήθησέ με να το καταλάβω. Εννοώ… ότι τα άλλα παιχνίδια που μου αρέσουν έχουν πάντα ένα safeword… μια λέξη που όταν την πεις σταματάει το παιχνίδι γιατί σημαίνει ότι εκείνη τη στιγμή δεν αντέχεις άλλο. Δεν… δεν το είχα σκεφτεί εδώ.»
«Δε θα χαλαστείς… αν σου πω αυτό το safeword?.»
«Όχι! Το safeword σηματοδοτεί ότι έφτασες σε σημείο που δεν αντέχεις άλλο. Πώς είναι δυνατόν να θυμώσω όταν ένας άνθρωπος μου προσφέρει το σώμα του φτάνοντας στο σημείο που δεν αντέχει άλλο; Αν είναι δυνατόν. Φυσικά και δε θα θυμώσω. Βρε χαζούλα, λες τρία χρόνια που μιλάμε να μη έχω αισθήματα για σένα; Κι εγώ σ’ αγαπάω, μπουμπούνα!»
Ένιωσα σα να μου φεύγει ένας ελέφαντας από την πλάτη. Δεν το είχα σκεφτεί έτσι, φανταζόμουν πως σε ότι μου έκανε θα έπρεπε να αντέξω αλλιώς θα τον έχανα. Τώρα κατάλαβα ότι αυτό το παιχνίδι είχε όρια και μάλιστα όρια που μπορούσα να του τα κάνω γνωστά τη στιγμή που αυτό συνέβαινε χωρίς αρνητικές επιπτώσεις. Ακόμα και το παρά φύσιν… μπορεί να είχε δίκιο… Αν του είχα δώσει να καταλάβει… ίσως το είχε πάει πιο αργά… Ίσως είχε σταματήσει ο ίδιος… Ίσως την επόμενη φορά να μην ήταν τόσο άσχημο.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω Στέργιο μου» του είπα και τον έσφιξα πάνω μου. Προσπάθησα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου αλλά ένιωθα τόση απέραντη ανακούφιση που δεν άντεξα.
«Τι είναι κοριτσάκι μου;» με ρώτησε.
«Τίποτα… νιώθω… νιώθω ανακουφισμένη… Σ’ αγαπάω… πολύ πολύ πολύ» του είπα.
Δεν απάντησε, συνέχισε να με χαϊδεύει και να με σφίγγει πάνω του. Ένιωσα πάλι τη διέγερσή του αλλά αυτή τη φορά δεν έκανε καμία κίνηση. Αν δεν έκανε εκείνος όμως, έκανα εγώ. Δεν μπορούσα να τον αφήσω έτσι, δεν ήθελα να τον αφήσω έτσι.
Αναζήτησα το στόμα του και τον φίλησα. Του δάγκωσα απαλά το σαγόνι και γλείφοντάς τον ή δαγκώνοντάς τον απαλά πήγα από το λαιμό στο στέρνο του. Του πιπίλησα τις ρώγες του κάνοντας τις τρίχες γύρω από την άλω του να ανατριχιάσουν. Κατέβηκα σιγά-σιγά προς το στομάχι του και μετά ακόμα πιο κάτω.
«Στοπ» μου είπε και τον κοίταξα απορημένη.
«Δεν έχω πλυθεί βρε χαζούλα» μου είπε και εκείνη τη στιγμή μου έκοψε ότι λίγη ώρα πριν το όργανό του ήταν στον κώλο μου. Δε μύριζε περίεργα πάντως.
«Δε με πειράζει» του είπα και το εννοούσα.
«Εσένα μπορεί να μη σε πειράζει, αλλά πειράζει εμένα» μου είπε και σηκώθηκε και πήγε μέσα. Γύρισε μετά από λίγη ώρα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και σχεδόν του όρμισα.
Η τέχνη μου ήταν αμφίβολη ωστόσο την έβαλα όλη. Τον έπαιρνα όσο πιο βαθιά μπορούσα φροντίζοντας το χρονισμό μεταξύ εκπνοών και εισπνοών. Τελικά το κόλπο ήταν εκεί, όσον αφορούσε τουλάχιστον το ρυθμό. Πάλι κάποιες στιγμές ένιωθα αναγούλα ωστόσο διαπίστωσα ότι ήταν λιγότερο έντονη και πιο ελεγχόμενη σε σχέση με την περασμένη Τετάρτη. Μου ήρθε μια ιδέα, του αγκάλιασα με το χέρι τη βάση και άρχισα να τον παίζω συγχρονίζοντας τις κινήσεις του χεριού μου με του κεφαλιού μου. Με το άλλο χέρι του χούφτωσα τους όρχεις και από τις αντιδράσεις του και τις ανάσες τους κατάλαβα ότι το είχα βρει!
Αυτό ήταν! Ο ενθουσιασμός μου πολλαπλασιάστηκε. Το χέρι και το κεφάλι είχαν βρει το ρυθμό τους ενώ το άλλο μου χέρι τον χάιδευε και τον χούφτωνε απαλά. Όλες μου οι αισθήσεις ήταν επικεντρωμένες στις ανάσες του και στην αίσθηση μέσα στο στόμα μου. Από την πρώτη στιγμή μου είχαν αρέσει η γεύση του και η αντρική του μυρωδιά αλλά τώρα που είχα βρει τον ρυθμό μου η χαρά του γεγονότος αυτού μεγάλωσε και τη δική μου την απόλαυση. Είχα ερεθιστεί και η ίδια, ένιωσα να είμαι μούσκεμα.
Όταν με έπιασε από το μαλλιά και μου έδωσε εκείνος το ρυθμό η αλήθεια είναι το έχασα για μερικά δευτερόλεπτα αλλά γρήγορα κατάφερα να συντονιστώ. Κατάλαβα από τις αντιδράσεις του ότι κάνοντας κυκλικές κινήσεις με τη χούφτα μου του πρόσφερα ακόμα μεγαλύτερη ικανοποίηση και ένιωσα περήφανη με τον εαυτό μου. Ο Στέργιος μου τραβούσε τα μαλλιά, με πονούσε αλλά αυτός ο πόνος ήταν… ήταν υπέροχος. Του έδινα και του δινόμουν. Ένιωθα ανάλαφρη σαν πούπουλο.
Μου πίεσε δυνατά το κεφάλι και με κράτησε ακίνητη με το όργανό του βαθιά μέσα στο στόμα μου και τη χούφτα μου να παίζει το όργανό του το οποίο άρχισε να συσπάται μέσα στο στόμα μου πλημμυρίζοντας το με σπέρμα. Κάθε ριπή την ακολουθούσε και ένα δυνατό βογγητό, δεν τον είχα ακούσει να κάνει ξανά έτσι. Κατάπια ξανά και ξανά και συνέχισα να τον ρουφάω και να τον παίζω με το χέρι μου μέχρι που σταμάτησε και άρχισε να χαλαρώνει μέσα στο στόμα μου. Κατάπια για τελευταία φορά και τραβήχτηκα και του φίλησα απαλά το κεφαλάκι.
Σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα και ένιωσα να λιώνω. Με κοιτούσε με ένα απλανές βλέμμα, θαρρείς χαμένος ακόμα στην ηδονή που του είχα προσφέρει. Εγώ! Το βάρος από πριν όχι απλά είχε πετάξει και εξαφανιστεί, ένιωθα ανάλαφρη. Δε θα ήταν εύκολο να είμαι η σκλάβα του αλλά δεν θα ήταν και αδύνατο όπως είχα νιώσει μέσα στην απελπισία μου προηγουμένως.
«Σου άρεσε Αφέντη μου» του είπα παιχνιδιάρικα.
«Θα στο μαυρίσω το ποπουδάκι» μου είπε εννοώντας ότι πάλι βιάζομαι αλλά το είπε τρυφερά και παιχνιδιάρικα κάνοντας την καρδιά μου να φτάσει πάλι τους 200 χτύπους, αυτή τη φορά από τη χαρά μου.
«Ουφ καλά» του είπα κάνοντας κι εγώ ναζάκια.
«Έλα εδώ μωρή μαϊμού» μου είπε χαμογελώντας και όρμισα στην αγκαλιά του. «Βιολέτα… Δεν… Ωχ τι έπαθα στα γεράματα…» μου είπε παιχνιδιάρικα και συνέχισε «Είναι το καλύτερο στοματικό που έχω ζήσει… Γουάο… δεν το περίμενα…» είπε μασώντας τα λόγια του κάνοντάς με να απογειωθώ ακόμα περισσότερο.
«Τόσο πολύ σου άρεσε;» τον ρώτησα μόνο και μόνο για να ακούσω την απάντηση.
«Όσο δεν φαντάζεσαι… Ουφ… Γουάο… Ήσουν… δεν έχω λόγια!»
Κάτσαμε για λίγη ώρα ακόμα στο κρεββάτι και μετά σηκωθήκαμε και πήγαμε και κάτσαμε στη βεράντα. Ήμασταν και οι δύο γυμνοί, εγώ κάθισα στον καναπέ και ο Στέργιος ξάπλωσε το κεφάλι του πάνω μου. Άρχισα να του χαϊδεύω απαλά τα μαλλιά απολαμβάνοντας τη χαλάρωσή του.
«Βιολέτα, αυτό που σου είπα προηγουμένως θέλω να το θυμάσαι καλά. Στο είχα τονίσει και ο ίδιος, δεν πρέπει να μου κρατάς τίποτα κρυφό. Πάντα προσπαθώ να σε καταλάβω αλλά θα υπάρχουν στιγμές που δεν το καταφέρνω, δεν είμαι ούτε παντοδύναμος, ούτε παντογνώστης. Σου είπα ότι ο ενθουσιασμός παρασύρει αλλά αυτό δε σημαίνει ότι κι εγώ έχω ανοσία.»
«Δε θα το ξανακάνω αγάπη μου» του είπα.
«Να τα και τα πιπεράτα» μου είπε πειρακτικά.
«Σε πειράζει;» τον ρώτησα με μια μικρή ανησυχία, δεν το κρύβω.
«Για την καλύτερη φοιτήτρια της σχολής της είσαι μεγάλος μπουμπούνας βρε αδερφάκι μου» μου είπε πειραχτικά. «Φυσικά και δε με πειράζει, χαζούλα, αυτό θα έλειπε.»
«Δεν ξέρω… φοβόμουν… φοβόμουν μην τρομάξεις.»
«Αν ήταν να τρομάξω από κάτι τέτοιο Βιολέτα… Αν σε ήξερα μόνο μία εβδομάδα θα ήταν τελείως διαφορετική η συζήτηση. Γνωριζόμαστε όμως τρία χρόνια. Δεν ήσουν κάτι απρόσωπο για μένα. Εννοώ… το ξέρεις και εσύ η ίδια. Μπορεί να ήσουν πιτσιρίκα αλλά με είχε γοητεύσει το μυαλό σου και η συγκρότησή σου. Ώρες-ώρες ένιωθα ότι μιλούσα με συνομήλικη και όχι με μια κοπελίτσα 16-17 χρονών. Να σου πω ένα μυστικό;»
«Αμέ!» του είπα.
«Τη μέρα… τη μέρα που με πήρες και μου είπες ότι είχες περάσει πρώτη βγήκα έξω με τους άλλους δόκιμους του τάγματος. Διδυμότειχο ξε-Διδυμότειχο εκείνο το βράδυ κέρασα όλη μου την παρέα και ήπιαμε όλοι στην υγειά σου. Και ας μη το γνώριζες. Είχα… Είχα νιώσει απίστευτη περηφάνια για την πιτσιρίκα μου. Έτσι σε σκεφτόμουν πάντα, η πιτσιρίκα μου.»
Αυτό και αν δεν το περίμενα. Μου κόπηκε η μιλιά από τη συγκίνηση.
«Ξέρεις τι κράξιμο και πείραγμα άρχισα να τρώω από εκείνη την ημέρα; Δε φαντάζεσαι… Στα γενέθλιά μου τα κωλόπαιδα μου έκαναν δώρο μία Barbie με τον Ken της. “Για να παίζεις κούκλες με την πιτσιρίκα σου”. Τα κωλόπαιδα!» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. «Μωρέ θα τους δείξω πόσα απίδια χωράει ο σάκος, θα δουν τι εντυπωσιακή γυναίκα είναι η πιτσιρίκα μου» συμπλήρωσε κάνοντάς με πάλι να μου κοπεί η μιλιά.
«Αλήθεια μου λες;» του είπα δακρυσμένη.
«Εμ τι ψέματα θα σου πω; Τώρα που ξέρεις την ιστορία θα σου δώσω και τη Barbie σου. Τον Ken θα τον κρατήσω για μένα και ας με κράζουν» μου είπε γελώντας προκαλώντας μου κλαυσίγελο.
«Το άλλο λέω… αλήθεια πιστεύεις ότι είμαι εντυπωσιακή γυναίκα;»
«Δεν έχεις καθρέφτη σπίτι σου Βιολέτα μου;»
«Δεν είμαι εντυπωσιακή!» του είπα.
«Είναι γιατί δεν το βλέπεις με τα δικά μου μάτια. Είσαι ένα κουκλί το οποίο συνοδεύεται από ένα υπέροχο και πολύ ώριμο για την ηλικία του μυαλό.»
«Έλα τώρα… τα παραλές… μια συνηθισμένη κοπέλα είμαι.»
«Τι πάει να πει συνηθισμένη κοπέλα; Είσαι ομορφούλα, έχεις υπέροχη φωνή και είσαι πανέξυπνη και συγκροτημένη. Εγώ βλέπω το όλον, Βιολέτα. Δε με ενδιαφέρει πως σε βλέπουν οι υπόλοιποι, αν και σε διαβεβαιώ ως άντρας ότι σε καμία περίπτωση δεν περνάς απαρατήρητη. Για εμένα είσαι εντυπωσιακή και συζήτηση δε σηκώνω, μη με κάνεις πάλι να σε στείλω στον τοίχο για διαλογισμό!»
«Σε ευχαριστώ πολύ-πολύ Στέργιο μου» του είπα με χαμόγελο μέχρι τα αφτιά.
«Τι με ευχαριστείς μωρέ; Τους γονείς σου να ευχαριστήσεις» μου είπε.
«Ουφ… Θεωρούσα ότι έτρωγα μεγάλη καταπίεση μέχρι να ενηλικιωθώ. Η Μαρία και η Ειρήνη είχαν περισσότερες ελευθερίες από τους δικούς της. Εντάξει, δεν με κρατούσαν και φυλακισμένη, αλλά με εξαίρεση κάποιο πάρτι που με τα χίλια ζόρια με άφηναν μέχρι τα μεσάνυχτα, δέκα το πολύ έπρεπε να έχω επιστρέψει σπίτι. Και να πεις ότι δεν ήμουν επιμελής; Κάθε χρόνο αριστούχος και οι καθηγητές μου, όχι μόνο στο σχολείο αλλά και στις ξένες γλώσσες έλεγαν τα καλύτερα λόγια. Ο αδερφός μου είχε μεγαλύτερες ελευθερίες και με πείραζε γιατί τις ελευθερίες τις είχε μόνο και μόνο γιατί ήταν αγόρι.»
«Το ξέρω κοριτσάκι μου. Μου τα έλεγες και τότε… θυμάσαι την απάντησή μου;»
«Τη θυμάμαι και ήθελα να σου ανοίξω το κεφάλι.»
«Ναι, μου το είχες πει με πολλούς τρόπους. Θυμάσαι τι σου έλεγα;»
“Their house, their rules.»
«Ακριβώς. Ούτε εγώ συμφωνούσα με αυτή την ξεκάθαρα σεξιστική αντιμετώπιση αλλά δεν ήσουν δική μου κόρη, ήσουν δική τους. Με ενοχλούσε ή όχι στο συγκεκριμένο δε μου έπεφτε λόγος. Στο τέλος της ημέρας ωστόσο σημασία έχει ότι σου έδωσαν σωστή ανατροφή. Η συγκρότησή σου Βιολέτα εν πολλοίς οφείλεται σε εκείνους.»
«Και σε σένα, Στέργιο. Μην υποτιμάς τη δική σου συμβολή.»
«Εγώ σε γνώρισα όταν ήσουν 16 και ήσουν ήδη συγκροτημένη. Μπορεί στο συγκεκριμένο να ήταν λάθος αλλά κάτι έκαναν και εκείνοι σωστά. Και να σου πω… ώρες-ώρες ζήλευα λιγάκι. Οι δικοί μου γονείς, όχι ότι δε με αγαπάνε, ήταν πιο απόμακροι. Δεν είναι ότι δεν ενδιαφερόντουσαν ή ότι δε με επιβράβευαν ή ότι δε με μάλωναν… Δεν ξέρω… ίσως ήταν η ίδια τους η δουλειά. Έμαθα ουσιαστικά να ζω μόνος από την εφηβεία μου. Μου άρεσε η ανεξαρτησία και ποτέ δεν πρόδωσα την εμπιστοσύνη τους αλλά κάπου μου έλειπε η παρουσία τους. Θα μου πεις ότι είχαν να τρέξουν μια εταιρία με 50 άτομα με ό,τι αυτό συνεπάγεται αλλά και πάλι… Τέλος πάντων, νομίζω ότι βρήκαν την υγειά τους όταν την πούλησαν. Και λεφτά με το τσουβάλι πήραν και επέστρεψαν και στην Κρήτη και περνάνε ζάχαρη. Εγώ από την άλλη δεν έχω καμία όρεξη να επιστρέψω στην Κρήτη παρά μόνο για διακοπές και μου έμεινε και το σπίτι. Αλλά αυτά τα ξέρεις, τι στα λέω….»
«Ξέρω ότι οι γονείς σου πήγαν στην Κρήτη και ότι σου έμεινε το σπίτι. Τα υπόλοιπα δε μου τα είχες πει. Μου μιλούσες μόνο για την καθημερινότητά σου αλλά δε μου μιλούσες ποτέ για τις σχέσεις σου ή το παρελθόν σου αν εξαιρέσουμε κάποιες αστείες ιστορίες από την παιδική και εφηβική σου ηλικία.»
«Τι να σου έλεγα ρε συ Βιολέτα 16 χρονών κορίτσι; Για BDSM και μαστιγώματα και σκλάβες και αφέντες;»
«Ένα δίκιο το έχεις» του απάντησα χαμογελαστή.
«Κοίτα, διέκρινα κάποια πράγματα πάνω σου, στο έχω ξαναπεί. Αν δεν τα είχα διακρίνει, δε θα ήμασταν εδώ τώρα, θα ήμασταν απλά φίλοι και δε θα είχα αρνηθεί να σε δω, τουλάχιστον όχι αφού ενηλικιώθηκες.»
«Το καταλαβαίνω αυτό. Τι θα γινόταν αν… αν δε μπορούσα να σου δώσω τα άλλα; Εννοώ… Πώς το ήξερες ότι….»
«Δεν το ήξερα, Βιολέτα. Πώς θα μπορούσα να το ξέρω; Σε κάποιο βαθμό θα έπρεπε να πάρω τα ρίσκα μου. Και εδώ που τα λέμε ούτε τώρα το ξέρω. Αυτό που έγινε το απόγευμα ήταν επίτηδες υπερβολικό. Η σωματική τιμωρία δε μου αρέσει αν δεν γίνεται σε παιχνίδι. Εννοώ οι πραγματικές τιμωρίες μου δεν είναι αυτές. Ήθελα… ήθελα να καταλάβω αν το αντέχεις αυτό τώρα που είναι νωρίς. Το ξέρω ότι ακούγεται σκληρό -είναι σκληρό- αλλά πόσο χειρότερο θα ήταν να στο εμφάνιζα αυτό ως έκπληξη έξη μήνες μετά; Ένα χρόνο μετά; Και δε θα ήταν απλά σκληρό, θα ήταν κάτι χειρότερο. Θα ήμουν κάλπικος. Κάλπικος προς εσένα και κάλπικος προς εμένα. Ήθελα να σου δείξω αυτή την πλευρά μου γιατί… για να καταλάβω αν… αν έχει νόημα, αν αξίζει η προσπάθεια της εκπαίδευσης.»
«Εκπαίδευση;» τον ρώτησα απορημένη.
«Βιολέτα μου… ο τρόπος που θέλω να συσχετίζομαι είναι πολύ απαιτητικός ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται σε αυτούς που είναι έξω από το χορό. Γι’ αυτούς που αναζητούν τέτοιους είδους συσχετισμούς, αυτές οι «απαιτήσεις» είναι σχεδόν αυτονόητες και πάντα έχουν να κάνουν με τα θέλω και τις επιθυμίες του αφέντη της σχέσης. Ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και γι’ αυτό είναι απαραίτητο η σκλάβα να εκπαιδεύεται στο να λειτουργεί/δρα/σκέφτεται με τον τρόπο που επιθυμεί ο αφέντης της.»
«Σε ένα βαθμό το λειτουργεί/δρα το καταλαβαίνω. Αλλά το σκέφτεται; Εννοώ…» πήγα να πω αλλά με έκοψε.
«Ναι, δεν το διατύπωσα ακριβώς σωστά. Είσαι μαζί μου πρωταρχικά γιατί μου κάνεις σαν ερωτική σύντροφος αλλά και σα φίλη. Μπορώ να μη συζητούσα το παρελθόν μου μαζί σου αλλά συζητούσα ό,τι άλλο μας ερχόταν στο κεφάλι. Τα γούστα μας, στη μουσική, στο σινεμά, στα βιβλία, ακόμα και οι πολιτικές μας θέσεις, χωρίς ακριβώς να είναι τα ίδια, ταιριάζουν. Έχουμε χημεία μεταξύ μας ρε παιδί μου και όχι μόνο ερωτικά. Καλά ως εδώ;»
«Ναι» του είπα με πλατύ χαμόγελο.
«Ωστόσο έχω κάποιες επιθυμίες ή να το θέσω αλλιώς, έχω ένα τρόπο που λειτουργώ και δεν μπορώ αλλιώς ή τουλάχιστον δεν μπορώ αλλιώς χωρίς να χάσω το ενδιαφέρον μου. Θέλω εγώ να αποφασίζω, θέλω εγώ να οδηγώ, ακόμα και η διαφωνία να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο και τον τελευταίο λόγο να τον έχω εγώ. Στο κρεββάτι ακόμα περισσότερο, θέλω η γυναίκα να είναι υπάκουη και πρόθυμη να με ικανοποιήσει με όποιο τρόπο ζητήσω, όποτε το ζητήσω.»
«Εγώ θέλω να σε ικανοποιώ, πάντως.»
«Βιολέτα μου, δεν αρκεί η διάθεση. Πρέπει αυτό να γεμίζει και εσένα. Πρέπει να μπορείς να αντλείς ικανοποίηση από την ικανοποίησή μου ακόμα και όταν δεν πετάς τη σκούφια σου να το κάνεις. Δεν… δεν είναι πάντα εύκολο. Προφανώς… κοίτα, δεν είμαι τελείως στ’ αρχίδια μου. Προφανώς και θα υπάρχουν στιγμές που εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή δε θα μπορείς να κάνεις αυτό που ζητάω ή ακόμα και αν θέλεις δε θα έχεις τις αντοχές. Απλά ακόμα και εκεί θα πρέπει να λειτουργήσεις με συγκεκριμένο τρόπο. Η εκπαίδευση αυτό είναι… να μαθαίνεις σιγά-σιγά τι θέλω, να μάθω τις αντοχές σου, να μάθεις πώς να εκφράζεσαι και πώς να ζητάς, να μάθεις να διαβάζεις σιγά-σιγά τις ανάγκες μου πριν στο ζητήσω εγώ….»
«Νομίζω ότι καταλαβαίνω τι εννοείς. Κατάλαβα σχετικά γρήγορα πως… πως μαζί σου θα είναι όπως εσύ θες χωρίς “or else” και… αλήθεια σου λέω, μου αρέσει να σου δίνομαι. Ακόμα… ακόμα και πριν που με πονούσες… ο φόβος μου ήταν μη στο χαλάσω. Έσφιγγα τα δόντια μου και έλεγα μέσα μου “πόνεσέ με κι άλλο… είμαι δική σου…”. Φοβήθηκα… φοβήθηκα ότι δεν θα το αντέξω… φοβήθηκα… Εννοώ… αυτό… αυτό που κάναμε πριν… είναι κάτι που η ίδια το είχα φαντασιωθεί. Αν… αν δεν άντεχα αυτό… πώς… πώς θα έκανα τα άλλα που θέλεις; Ένιωσα μέσα μου κάτι να σπάει, φοβήθηκα… πραγματικά φοβήθηκα Στέργιο μου. Πως… δεν….»
«Βιολέτα μου… αυτό που έγινε πριν… Όταν σε ρωτάω κάτι θέλω να απαντάς ειλικρινά. Μπορεί να μην άλλαζε κάτι και να συνέχισα ή μπορεί να το σταματούσα εκεί. Θέλω να πω ότι στη σχέση που θέλω να έχουμε οι αποφάσεις αυτές είναι δικές μου. Εσύ οφείλεις να είσαι ανοιχτή και ειλικρινής ώστε να έχω όλα τα δεδομένα για να την πάρω. Αν μου κρύβεις κάτι είναι σα να παίρνεις η ίδια την απόφαση. Δεν μπορείς να ανήκεις και να αποφασίζεις παρά μόνο σε πράγματα που σου έχω πει ο ίδιος ότι μπορείς να το κάνεις. Πώς να στο πω… Παράδειγμα, δε χρειάζεται να με ρωτήσεις αν θα πάρεις τηλέφωνο μια φίλη σου ή ένα φίλο σου να μιλήσετε. Δε χρειάζεται να μου δώσεις αναφορά σε τι σου είπαν αν αυτά δεν αφορούν εσένα άμεσα ή έμμεσα. Αν ωστόσο θέλεις να βγεις έξω, θέλω να μου ζητήσεις άδεια. Δε χρειάζεται να με ρωτήσεις ποια μαθήματα θα πάρεις το επόμενο εξάμηνο, θα χαρώ πολύ να με συμβουλευτείς αλλά η απόφαση θα είναι δική σου. Τα απλά καθημερινά πράγματα είναι δικά σου. Η εκπαίδευση περιλαμβάνει και αυτό, σε τι χρειάζεται να στρέφεσαι σε μένα να αποφασίσω και ποια πράγματα μπορείς να αποφασίσεις μόνη σου. Στην αρχή όταν έχεις αμφιβολίες ρώτα με. Είναι καλύτερο να ρωτάς αν δεν ξέρεις παρά να ρισκάρεις να πάρεις μια απόφαση που δε θέλω να πάρεις εσύ. Αυτό… αυτό χρειάζεται καιρό. Γι’ αυτό σου λέω και σου ξαναλέω ότι αυτό δεν είναι η αφετηρία, είναι ο προορισμός. Τώρα είσαι το κορίτσι μου. Θέλω να γίνεις η σκλάβα μου αλλά αυτό έχει πολύ-πολύ δρόμο. Τώρα είσαι το κορίτσι μου και αυτό θέλω από εσένα… να είσαι το κορίτσι μου. Μη σκέφτεσαι το μέλλον… η ζωή είναι το παρόν και εμείς δεν είμαστε πάρα κάτι παραπάνω από το ολοκλήρωμα του παρελθόντος μας.»
«Ολοκλήρωμα; Να κάτι που δεν είχα σκεφτεί… ναι, αυτό είμαστε… ένα άπειρο άθροισμα στιγμών του παρελθόντος… από τη γέννηση μέχρι το παρόν μας. Κοίτα να δεις… είναι τόσο προφανές αν το σκεφτείς έτσι….»
«Ναι, βοηθάει να ξέρεις και από απειροστικό λογισμό» μου είπε.
«Αμέ, τρία δεκάρια έχω μέχρι στιγμής στους απειροστικούς και στην πραγματική ανάλυση.»
«Δεν είχα καμία αμφιβολία» μου είπε χαμογελαστός.
«Πάντως κατάλαβα τι μου λες. Στέργιο… μου έφυγε ένα τεράστιο βάρος από την καρδιά.»
«Το οποίο δε θα σε είχε βαρύνει εξαρχής αν μου είχες απαντήσει ειλικρινά ότι εκείνη τη στιγμή είχες φτάσει στο όριο των αντοχών σου, μπουμπούνα, ε, μπουμπούνα.»
«Συγνώμη Στέργιο μου» του είπα.
«Συγχωρεμένη αλλά μην το ξανακάνεις γιατί φουκαριάρα μου θα περάσεις όλη σου την ώρα εδώ με την μύτη στον τοίχο, τίποτε άλλο δε σου λέω.»
«Όχι! Όχι! Δε θα το ξανακάνω. Μη σου πω ότι ήταν προτιμότερες οι τριάντα από το… αλήθεια, πόση ώρα ήμουν στον τοίχο; Μου φάνηκε σαν τρεις αιώνες.»
«40 λεπτά και σου είπα γιατί έπεσαν οι τριάντα. Δεν είμαι της σωματικής τιμωρίας αν αυτό δεν αφορά καθαρά παιχνίδι.»
«Πώς θα ήταν ένα τέτοιο παιχνίδι;»
«Με μια χαζή και καθαρά παιγνιώδη αφορμή. Πχ… πήδα να φτάσεις το ταβάνι αλλιώς θα φας δέκα με τη ζώνη. Ε, δε φαντάζομαι ότι θα καταφέρεις να πιάσεις το ταβάνι αν δεν ανέβεις σε τραμπολίνο.»
«That’s not fair» του είπα γελώντας.
«Όταν έχω δίκιο έχω δίκιο και όταν έχω άδικο…» είπε και σταμάτησε.
«Πάλι έχεις δίκιο;» τον ρώτησα γελώντας.
“That’s my girl” μου είπε χαμογελαστός.
«Σ’ αγαπάω» του είπα.
«Και μου με βάζεις;»
«Στον τοίχο για να μάθεις να έχεις δίκιο όταν έχεις άδικο!» του είπα πειρακτικά.
«Α, ναι ε;»
Με έβαλε να κάτσω με τα τέσσερα στον καναπέ.
«Μετράμε» μου είπε και μου έχωσε μια σφαλιάρα στα κωλομέρια. Πόνεσε λιγάκι καθώς αν και είχα ξεκοκκινήσει η περιοχή ήταν ακόμα ευαίσθητη από τη γνωριμία με τη ζώνη αλλά όχι κάτι το φοβερό. Δεν βάρεσε και δυνατά είναι η αλήθεια.
«Ένα» του είπα. «Δύο… άουτς… τρία… τέσσερα… άααουτς πέντε…» αλλά εκεί σταμάτησε.
«Που θα με στείλεις εμένα στον τοίχο, σπόρε!»
«Σου ζητώ ταπεινά συγνώμη πολυχρονεμένε μου Αφέντη» του είπα γελώντας.
«Τι θα σε κάνω βρε μαϊμού;» μου απάντησε γελαστός.
«Αγκαλίτσα» του είπα και χαμογελώντας μου άνοιξε την αγκαλιά του και χώθηκα μέσα της.
11. Τι σού ‘κανα και πίνεις
Είχε πάει κοντά έντεκα η ώρα όταν συνειδητοποιήσαμε ότι δεν έχουμε φάει.
«Θέλεις να πεταχτούμε για σουβλάκια;» με ρώτησε ο Στέργιος
«Αν το θέλεις κι εσύ, πάμε. Αλλά αν με ρωτάς θα προτιμούσα να μη βγούμε έξω.»
«Θέλεις να πάμε να φτιάξουμε στα γρήγορα μια μακαρονάδα;»
«Αμέ! Πολύ» του απάντησα ενθουσιασμένη. Σηκωθήκαμε και οι δύο τσίτσιδοι και πήγαμε στην κουζίνα, η οποία χωριζόταν από την σαλοτραπεζαρία με ένα μεγάλο πάσο. Ο Στέργιος μου έδωσε μια κατσαρόλα και τη γέμισα μέχρι τη μέση νερό. Εκείνος άνοιξε το ψυγείο και έβγαλε τριμμένη παρμεζάνα, bacon, βούτυρο και κρέμα γάλακτος. Μετά από το ντουλάπι έβγαλε μια κονσέρβα μανιτάρια Και αλεύρι.
«Bacon, μανιτάρια και σως παρμεζάνα» μου είπε.
«You know how to make a woman happy» του είπα γελαστή.
«Ναι, εδώ και λίγη ώρα είσαι από αυτό» μου είπε πειρακτικά.
“Woman or happy?”
“Woman and happy» είπε και συνέχισε να φτιάχνει τη σάλτσα.
Πόσο με ενοχλούσε εκείνη η φράση μέχρι σήμερα. «Με έκανε γυναίκα», λες και πριν ήμουν ψυγειοκαταψύκτης ξέρω ‘γω. Σήμερα… σήμερα ήταν διαφορετικά.
«Στέργιο;»
«Βιολέτα;» μου απάντησε στον ίδιο τόνο.
«Να σε ρωτήσω κάτι;»
«Να με ρωτήσεις» είπε συνεχίζοντας να ανακατεύει τη σάλτσα.
«Σου αρέσει εσένα η φράση έγινα γυναίκα;»
«Αν δεν ήσουν από πριν, θα είχαμε σοβαρό πρόβλημα καθότι straight.»
«Τότε γιατί είπες εδώ και λίγη ώρα είμαι και woman και happy;»
«Γιατί για κάμποση ώρα δεν ήσουν ακριβώς happy.»
Αντί να απαντήσω πήγα από πίσω του όπως έφτιαχνε τη σάλτσα και τον αγκάλιασα. Μου ήρθε παιχνιδιάρικη διάθεση ξαφνικά και κατέβασα το χέρι μου και τον χούφτωσα, νιώθοντας το όργανό του να θεριεύει μέσα στο χέρι μου.
«Θα με αφήσεις να μαγειρέψω ή θα έχουμε άλλα;» μου είπε πειρακτικά.
«Γιατί, τι σε εμποδίζω;» τον ρώτησα αθώα.
«Με αποσυντονίζεις» μου είπε.
«Καλά, θα σταματήσω να μιλάω» είπα ακόμα με πιο σκανταλιάρικη διάθεση τον έσπρωξα να γυρίσει προς το μέρος μου και γονατίζοντας τον πήρα στο στόμα μου.
«Δε θα φάμε σήμερα» τον άκουσα να λέει.
«Μμμμ» είπα καθώς υπήρχαν τεχνικές δυσκολίες στο να μιλήσω.
«Εσύ καλά τρως, εμένα δε με λυπάσαι που είμαι σα σκιάχτρο;» με ρώτησε αλλά από την άλλη με άρπαξε από το μαλλί δίνοντάς μου ρυθμό.
Σταμάτησα και σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα.
«Θέλεις να σταματήσω, Στέργιο;»
«Θα σε αφαλοκόψω, νιάναρο» μου είπε και σταματώντας με έσκυψε και με σήκωσε όρθια. Του έπαιξα ναζιάρικα τα μάτια. «Δε μου λες, θες όταν φάμε να πάμε πάλι στο καραόκε;»
«Αμέ!» του είπα ενθουσιασμένη.
«Θέλω να μου τραγουδήσεις κάποια τραγούδια, αν τα έχει.»
«Ό,τι θέλεις εσύ» του είπα χαμογελαστή.
«Δεν ξέρω αν τα ξέρεις όλα.»
«Στέργιο, νομίζω ότι η σάλτσα καίγεται!»
«ΑΜΑΝ!!!» είπε αλλά ευτυχώς η σάλτσα που για λίγη ώρα είχε αφεθεί στην τύχη της δεν έπαθε ζημιά. «Τράβα ντύσου γιατί… γιατί!»
«Αυτό είναι αδικία!» του είπα.
«Και αφού ντυθείς πέντε λεπτά με την μύτη στον τοίχο.»
«Και αυτό είναι αδικία» του είπα παραπονιάρικα.
«Καλά, δέκα λεπτά.»
«Αυτό είναι καθαρή τοκογλυφία!»
«15 λεπτά.»
«Λέω να πηγαίνω» του είπα. Δεν ήταν πραγματική τιμωρία, το καταλάβαινα, παιχνίδι ήταν οπότε όταν ντύθηκα και στήθηκα στον τοίχο χαζοχαμογελούσα. Ωραία, δεν είχα δει και την ώρα.
Δε νομίζω πάντως να με άφησε να κάτσω και τα δεκαπέντε λεπτά, ήρθε από πίσω μου και μου έχωσε μια σιγανή σφαλιάρα στον κώλο και με γύρισε προς το μέρος του. Τον κοίταξα με λατρεία, ήταν και αυτός ντυμένος. Τον αγκάλιασα από τους ώμους και τον φίλησα, αυτή τη φορά ήμουν εγώ η επιθετική. Όχι, παίζουμε! Με αγκάλιασε και εκείνος αλλά το χάδι του ήταν τρυφερό. Τραβήχτηκε και τον άφησα απρόθυμα.
«Η σάλτσα είναι έτοιμη και σε λίγο θα είναι και τα μακαρόνια. Πάμε» μου είπε και με πήρε από το χέρι.
«Ποια τραγούδια θέλεις να σου πω;» τον ρώτησα.
«Α, ναι. Για αρχή το Sweet Dreams. Για σένα θα είναι παιχνιδάκι. Το επόμενο είναι πιο δύσκολο αλλά από την κορώνα που τράβηξες στο woman in love πιστεύω ότι το έχεις.»
«Ποιο είναι;»
«Το Gloria.»
«Της Branigan?» τον ρώτησα.
«Υπάρχει και άλλο;»
«Θα μας πάρουν με τα ζαρζαβατικά» του είπα.
«Η θα έχει πάλι standing ovation. Άσε τις ντροπές.»
«Για να δούμε…» Προσπάθησα να θυμηθώ τους στοίχους, η αλήθεια είναι ότι πολλά από αυτά τα τραγούδια μου τα είχε γνωρίσει ο ίδιος ο Στέργιος. Η Gloria ήταν από τα αγαπημένα μου. Άρχισα να τραγουδάω a cappella.
«Το ‘χεις» μου απάντησε ο Στέργιος ενθουσιασμένος κάνοντάς με να χαμογελάσω.
«Τι άλλο θα θέλατε να σας πω καλέ μου κύριε;» τον ρώτησα.
«Το dancing queen.»
«Στέργιο, σοβαρά θα μας πάρουν με τα σάπια λάχανα!»
«Μη φοβάσαι μωρό μου! Εγώ θα είμαι στην άκρη, προστατευμένος» μου είπε και έβαλα τα γέλια.
«Θα μου τραγουδήσεις κι εσύ κάτι;» τον ρώτησα με παρακλητικό βλέμμα;
«Εγώ δεν έχω όμορφη φωνή όπως εσύ αλλά αν μπορώ να το πω θα το προσπαθήσω. Έχεις κάτι στο μυαλό σου;»
«Ναι… το πρώτο τραγούδι που χορέψαμε. Το put a spell on you.»
«Σίγουρα θα φάμε σάπια λάχανα αλλά δε μασάνε τα ελληνικά στρατά!» μου είπε.
Φάγαμε τα μακαρόνια μας γελώντας και πειράζοντας ο ένας τον άλλον, ήταν τόσο όμορφα! Αφού τελειώσαμε το φαγητό κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και ανηφορήσαμε προς τον Άγιο Στέφανο. Το καραόκε μπαρ είχε ακόμα περισσότερο κόσμο από χθες. Καθίσαμε και παραγγείλαμε τα ποτά μας και μετά ο Στέργιος με έστειλε στο DJ να ρωτήσω αν είχε τα τραγούδια. Ήλπιζα να μην έχει το Dancing queen. Ο DJ με θυμόταν από εχθές και μου χαμογέλασε.
«Καλώς την! Πάνω που είχα πάρει απόφαση να καρφώσω πιρούνια στ’ αφτιά μου, ήρθες να μου σώσεις την βραδιά!»
«Αν σου πω τι μου ζήτησε το αγόρι μου να τραγουδήσω μπορεί και να το πάρεις απόφαση πιο γρήγορα» του είπα γελώντας.
Εκείνη τη στιγμή κάποιος προσπαθούσε να μας πάρει τα αφτιά τραγουδώντας με εξωφρενικό φάλτσο κάνοντας όλο το μαγαζί να γελάει.
«Πόσο χειρότερο μπορεί να είναι;» με ρώτησε ο DJ ακόμα γελώντας.
«Λοιπόν, για μένα το Sweet Dreams….»
«Ευκολάκι» είπε κόβοντάς με.
«Μετά το Gloria.»
«Το χεις!» μου είπε δίνοντάς μου θάρρος.
«Και το dancing queen.»
«Το ‘χεις, το ‘χεις!»
«Το θέμα είναι να τα έχεις κι εσύ γιατί αλλιώς το αν το έχω ή όχι είναι άνευ σημασίας.»
«Τα έχω και τα τρία!»
«Και για το αγόρι μου θέλω το put a spell on you αλλά όχι την εκτέλεση της Simone αλλά αυτή των CCR.»
«Ναι, καλό θα ήταν να μην είσαι μαζί του όταν θα το πει….»
«Το έχεις;»
«Εγώ το έχω… εκείνος δεν το έχει αν κρίνω από το χθεσινό σας ντουέτο.»
«Πόσο χειρότερος μπορεί να είναι από αυτόν που δολοφονεί το αγριολούλουδο;»
«Θα μάθουμε» μου είπε φιλοσοφικά. «Θα πρέπει να περιμένετε βέβαια για να γυρίσουμε και πάλι το πρόγραμμα στα ξένα τραγούδια.»
«Κανένα πρόβλημα!» του είπα και γύρισα στο τραπέζι με το Στέργιο.
Όταν γύρισα τα ποτά είχαν έρθει.
«Τα είχε τα τραγούδια;»
«Τα έχει, τα έχει. Ενθουσιάστηκε που με είδε… για σένα δεν ξέρω, με συμβούλεψε να μην ανέβω μαζί σου όταν θα τραγουδήσεις!» του είπα γελώντας.
«Όοοοχι… μαζί μου θα έρθεις, μόνος μου θα φάω τις ντομάτες!»
«Δεν είναι δίκαιο! Εγώ μόνη μου θα τα πω!»
«Life is not fair, νιάνιαρο» μου είπε βγάζοντάς μου τη γλώσσα.
Και εκεί μας ήρθαν σφηνάκια. Κοιτάξαμε τη σερβιτόρα με απορία.
«Κερασμένα από τον ιδιοκτήτη» μας είπε χαμογελαστή. Γυρίσαμε προς τον DJ -αυτός φαίνεται ήταν και ο ιδιοκτήτης- που μας σήκωσε το δικό του ποτήρι. Ανταποδώσαμε το χαιρετισμό και ήπιαμε τα σφηνάκια μας. Δεν είχα ξαναπιεί τεκίλα και μου ήρθε κάπως!
«Αυτά είναι!» είπε ο Στέργιος απτόητος. «Τελικά η ιδέα σου προχθές για το καραόκε ήταν από τις καλύτερες των τελευταίων χρόνων» συνέχισε χαμογελαστός.
Αυτός που τραγουδούσε τώρα ήταν καλός, όχι αστεία!
Στο άδειο μου πακέτο απόψε μπήκες
Δεν ξέρω τι ζητάς και αν το βρήκες
«Ρε αυτός είναι καλός!» είπε ο Στέργιος με πραγματικό θαυμασμό. Το τραγούδι δεν το είχα ακούσει ξανά αλλά μου άρεσε… πολύ!
Μα τι να πω που είμαι στεγνός από ψιλά και από παρέα
Και σ’ αγαπώ γιατί είσαι άπιαστη σαν όλα τα ωραία
«Έχω μια ιδέα!» είπα στο Στέργιο. «Θα πάω να ζητήσω ένα τραγούδι που αρέσει πολύ στους γονείς μου.»
Σηκώθηκα και πήγα στον DJ
«Σ’ ευχαριστούμε για το κέρασμα!»
«Μωρέ δώσε εσύ παράσταση και μέχρι και ποσοστά σας κόβω!»
«Αυτός που τραγουδάει τώρα είναι πολύ καλός!»
«Ο Νίκος; Αυτός είναι πραγματικός τραγουδιστής. Έρχεται μερικές φορές εδώ και τραγουδάει.»
«Σοβαρά μιλάς;»
«Γιατί να σου πω ψέματα;»
Του ζήτησα το τραγούδι.
«Από φωνή σίγουρα το έχεις» μου είπε. «Και αν κρίνω από το χθεσινό σου woman in love έχεις και συναίσθημα. Εντάξει, το ‘χεις. Περίμενε λίγο.»
Έκανα να φύγω αλλά με φώναξε.
«Περίμενε, αυτό θέλει και δεύτερη φωνή. Να ρωτήσουμε το Νίκο αν θέλει να κάνει τη δεύτερη φωνή.»
«Ναι αλλά δεν το είπα στο Στέργιο. Δεν ξέρω αν θα με αφήσει!»
«Ποιος είναι ο Στέργιος;» με ρώτησε.
«Το αγόρι μου.»
«Γιατί να μη σ’ αφήσει» με ρώτησε στην αρχή με απορία. «Κατάλαβα, είναι ζηλιάρης ε;» Τι να του έλεγα τώρα;
«Όχι, αλλά δεν του αρέσουν οι εκπλήξεις.»
«Καλά, πήγαινε ρώτα τον και έλα να μου πεις, μην φωνάξω το Νίκο άδικα εδώ.»
Πήγα στο Στέργιο
«Στέργιο μου;»
«Βιολέτα μου;»
«Το τραγούδι που θέλω να πω κανονικά το λένε δύο. Ο DJ μου πρότεινε τη δεύτερη φωνή να την κάνει ο Νίκος, αυτός που τραγουδούσε πριν λίγο.»
«Θαυμάσια ιδέα!» είπε
«Δε σε πειράζει;»
«Γιατί να με πειράξει, κοριτσάκι μου;»
«Που… που δεν το είπα σε εσένα.»
«Μου το είπες πριν από λίγο. Μου αρκεί. Πήγαινε στο DJ» μου είπε και καθώς περνούσα από μπροστά του μου έριξε μια απαλή στα πισινά που με έκανε να χοροπηδήσω ξαφνιασμένη.
…αλλά χαμογελαστή.
«Αν θέλει και ο ίδιος να τραγουδήσει μαζί μου δεν υπάρχει πρόβλημα!» του είπα.
Ο DJ έκανε νόημα στο Νίκο που καθόταν με μια παρέα να έρθει εδώ. Του εξήγησε ότι το τραγούδι ήθελε και δεύτερη φωνή και τον ρώτησε αν ενδιαφέρεται. Τον διαβεβαίωσε ότι έχω πολύ καλή φωνή και ότι χθες είχα δώσει παράσταση οπότε δεν θα τον έκανα ρεζίλι.
«Νίκος» μου είπε χαμογελώντας δίνοντας μου το χέρι του.
«Βιολέτα» του απάντησα εξίσου χαμογελαστή.
Δεν είχα απλά ωραία φωνή, ήταν και όμορφος άντρας. Θα πρέπει να ήταν κοντά στα 40. Ερωτευμένη ξε-ερωτευμένη δεν μπόρεσα να μη νιώσω γοητευμένη.
«Πόσων Μαΐων είστε δεσποινίς» με ρώτησε γελαστά.
«19 Μαΐων» του απάντησα. «Φρέσκια-φρέσκια, την Δευτέρα που μας πέρασε τα έκλεισα» του είπα.
«Μπράβο σου για τα μουσικά σου γούστα» μου είπε. «Αλήθεια, τι τραγούδησες χθες;»
«Το woman in love είπα αλλά μετά μια παρέα μου ζήτησε να τους τραγουδήσω το Ελισσώ, ξέρετε, αυτό της Τσαλιγοπούλου.»
«Είπες το woman in love;» με ρώτησε.
«Όχι απλά το είπε» τον διέκοψε ο DJ, «σηκώθηκε όρθιο το μαγαζί και την χειροκρότησε.»
«Κοίτα να δεις το πιτσιρίκι» είπε με θαυμασμό ο Νίκος
Θα ήμουν ψεύτρα αν δεν έλεγα ότι το τελευταίο δεν έκανε την καρδιά μου να σκιρτήσει.
«Πάμε Βιολέτα;» με ρώτησε και μου έκανε νόημα να περάσω μπροστά.
«Πάμε» απάντησα πρόθυμα και προχώρησα.
Σταθήκαμε και οι δύο μπροστά από το autocue. Δεν το χρειαζόμουν, το τραγούδι το ήξερα απ’ έξω και ανακατωτά.
Το τραγούδι ξεκίνησε και όταν ήρθε η ώρα άρχισα να τραγουδάω. Λίγο αργότερα με συνόδευσε και ο Νίκος
Για δεύτερη φορά έγινε πανζουρλισμός από χειροκροτήματα και σφυρίγματα επιδοκομασίας
«Κι άλλο κι άλλο» φώναξαν από κάτω
Κοίταξα προς το Στέργιο που είχε σηκωθεί και χειροκροτούσε όρθιος.
«Κι άλλο, κι άλλο!» συνέχισαν επιτακτικά οι θαμώνες. Ο Στέργιος μου έκανε νεύμα.
Ο Νίκος γύρισε και μου χαμογέλασε.
«Πάμε το επόμενο;»
«Ελπίζω να το ξέρω.»
Το ήξερα. Έπεσαν οι πρώτες νότες και τα χειροκροτήματα και τα σφυρίγματα εντάθηκαν.
Αν μη τι άλλο τα χειροκροτήματα και τα σφυρίγματα επιδοκιμασίας ήταν ακόμα πιο έντονα. Υποκλιθήκαμε και οι δύο και κινήσαμε καθένας για το τραπέζι του ενώ τα χειροκροτήματα δεν είχαν σταματήσει ακόμα.
Εκείνο το βράδυ θα είχα γίνει ντέφι από τα κεράσματα αλλά με σταμάτησε ο Στέργιος που και εκείνος σταμάτησε να πίνει καθότι οδηγούσε. Ο DJ ήρθε να μας βρει στο τραπέζι μας.
«Δε θα ξαναπληρώσετε ποτό εδώ» μας δήλωσε ενθουσιασμένος. «Το μπαρ έχει τρελαθεί να παίρνει κεράσματα.»
«Η μικρή δεν έχει μάθει να πίνει κι εγώ έχω να οδηγήσω» του είπε ο Στέργιος.
«Σας παρακαλώ ένα ακόμα να το πιείτε.»
«Όχι πάλι τεκίλα» είπα παρακλητικά και έβαλε τα γέλια.
«Καλά, εσένα θα σου φέρω κάτι πιο ελαφρύ; Εσύ;» ρώτησε το Στέργιο.
«Άντε, θα πιο μια τεκίλα ακόμα» του είπε.
«Αυτά είναι κερασμένα από το Νίκο, αν μη τι άλλο το δικό του κέρασμα έχει προτεραιότητα» είπε ο DJ και έφυγε. Σε λίγο μας έφερε τα ποτά μας η σερβιτόρα και μας πλησίασε και ο Νίκος.
«Στην υγειά μας παιδιά» είπε χαμογελαστός και μας τσούγκρισε τα ποτήρια. «Ελπίζω κάποια στιγμή να το επαλανάβουμε. Βιολέτα έχεις υπέροχη φωνή. Να σε χαίρονται» είπε και έκλεισε το μάτι του προς τον Στέργιο και μετά γύρισε και έκλεισε και σε μένα συνωμοτικά το μάτι κάνοντας την καρδιά μου να ρίξει πέντε τούμπες κάνοντάς με άθελά μου να τον κοιτάξω σαν ερωτοχτυπημένη κοπελίτσα.
Και μετά συνειδητοποίησα το βλέμμα του Στέργιου πάνω μου και μου κόπηκαν τα πόδια.
Δε χαμογελούσε.
12. The queen bee
Δεν ήταν ακριβώς θυμωμένος αλλά έδειχνε πειραγμένος. Ζηλεύει; Δεν μου είχε περάσει καν από το μυαλό ότι ο Στέργιος θα μπορούσε να ζηλέψει εμένα. Του έπιασα το χέρι και του το χάιδεψα.
«Στέργιο μου;» Δεν απάντησε, απλά αναστέναξε. «Στέργιο μου;» του είπα με μια δόση ανησυχίας.
«Έλα ησύχασε. Δεν έγινε τίποτα… απλά… με πείραξε ο τρόπος που τον κοίταξες. Αλλά χαζομάρες, ωραίος άντρας είναι… αλίμονο.»
«Στέργιο…» πήγα να πω αλλά με έκοψε.
«Βιολέτα μου, δεν έκανες κάτι κακό. Κοίταξες ένα ωραίο άντρα με βλέμμα θαυμασμού. Δεν έγινε τίποτα, δεν είναι κακό» μου είπε και μου χαμογέλασε. «Με πείραξε, ξυδάκι και θα μου περάσει.»
«Δε θέλω να σε κάνω να αισθάνεσαι άσχημα» του είπα.
«Δε με κάνεις βρε χαζούλα. Δεν έκανες κάτι κακό, απλά κοίταξες ένα όμορφο άντρα με θαυμασμό. Εντάξει, με πείραξε λίγο γιατί… αλλά δεν έκανες κάτι κακό.»
«Σίγουρα;» τον ξαναρώτησα.
«Φτάνει. Μη το συζητάμε άλλο, δεν υπάρχει λόγος να χαλάμε τη βραδιά μας.»
«Δε θα ξανατραγουδήσω μαζί του!» του δήλωσα.
«Μωρέ θα το κάνεις και θα πεις κι ένα τραγούδι» είπε και μετά γέλασε με τη σκέψη. «Tell me about tautologies» και γέλασε ακόμα πιο δυνατά. «Βιολέτα, στα σοβαρά τώρα, καταλαβαίνω την καλή σου πρόθεση αλλά όσο είσαι μαζί μου αυτές οι αποφάσεις δεν σου ανήκουν.»
«Μα εγώ….»
«Βιολέτα» μου είπε αυστηρά και το βούλωσα.
Δεν είπαμε κάτι περισσότερο, συνεχίσαμε να πίνουμε τα ποτά μας. Δεν μπορώ να πω, από τη μία με κολάκευε η σκέψη ότι ο Στέργιος ζήλεψε, γιατί ζήλεια ήταν αυτό αλλά από την άλλη με πείραξε που άθελά μου έγινα η αιτία να υπάρξει έστω και αυτή η μικρή στεναχώρια. Ήταν πράγματι ωραίος άντρας ο Νίκος, πώς μπορεί κανείς να ελέγξει το θαυμασμό του για το ωραίο; Από την άλλη ο Στέργιος δεν απαίτησε τίποτα τέτοιο.
Τι θα έκανα εγώ αν έβλεπα το Στέργιο να κοιτάει μια άλλη γυναίκα με θαυμασμό; Τι ρωτάω, τούρκος θα γινόμουν αν και το ένστικτό μου μου φώναζε ότι ακόμα και αν ένιωθα κάτι τέτοιο καλά θα ήταν να το κρατήσω μέσα μου ή να το εκφράσω πολύ προσεκτικά στον ίδιο.
Ουφ, τον ήθελα και πάλι αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Ο Στέργιος φώναξε τη γκαρσόνα.
«Παρακαλώ;» του είπε όταν ήρθε.
«Σε παρακαλώ, κέρασε την παρέα απέναντι» είπε δείχνοντας το Νίκο και την παρέα του «ένα γύρο σφηνάκια τεκίλα. Και φέρε ένα για μένα και ένα πιο ελαφρύ για τη μικρή εδώ» είπε και του χαμογέλασα.
«Βεβαίως» είπε η κοπέλα και έφυγε. Ήρθε λίγο μετά με το δίσκο και μας έδωσε τα σφηνάκια μας και μετά πήγε στη διπλανή παρέα.
«Έλα πάμε να τσουγκρίσουμε» είπε ο Στέργιος και σηκώθηκε και τον ακολούθησα.
«Σας ευχαριστούμε πολύ» είπε ο Νίκος χαμογελώντας. «Χρήστος, Ανθή, Μάριος, Ελένη και Νάντια» είπε δείχνοντάς έναν-έναν την παρέα του
«Στέργιος, χάρηκα παιδιά» είπε ο Στέργιος
«Βιολέτα» είπα ντροπαλά και δώσαμε το χέρι μας σε όλους.
«Στην υγειά των τραγουδιστάδων μας» είπε η Νάντια χαϊδεύοντας τρυφερά τον Νίκο, μάλλον ήταν η γυναίκα του ή η κοπέλα του.
«Στην υγειά τους» είπε ο Στέργιος και ήπιαμε όλοι τα σφηνάκια μας. Το δικό μου ήταν σναπς και πάλι, αν είχα πιει τρεις τεκίλας θα είχα αρχίσει να κουδουνίζω.
Εδώ και λίγη ώρα είχε γυρίσει στα ξένα αλλά τα κανονικά τραγούδια γιατί δεν είχε ζητήσει κάποιος να τραγουδήσει. Εκεί ο DJ σταμάτησε τη μουσική και έκανε κονσομασιόν.
«Ένα χειροκρότημα για τη Βιολέτα που θα μας τραγουδήσει ABBA» είπε και μου έκανε νόημα να πάω στο stand.
«That’s my cue και οι θεοί να σας λυπηθούν» τους είπα προσπαθώντας να αστειευτώ. Από κάτω άρχισαν πάλι τα χειροκροτήματα και οι επιδοκιμασίες τα οποία αυξήθηκαν κατακόρυφα όταν έπεσαν οι πρώτες νότες
Όταν τέλειωσα ακολούθησε και πάλι πανζουρλισμός από τις επιδοκιμασίες. Ένιωθα υπέροχα. Δεν κατέβηκα καν από το stand, μετά έπαιξε και το Gloria.
Και συνέχισα
Μετά σηκώθηκε ο Νίκος και έκανα να φύγω.
«Στάσου, μύγδαλα» μου είπε και έβαλα τα γέλια. Κοίταξα προς το Στέργιο που είχε κάτσει με την παρέα του Νίκου και μου έστειλε ένα φιλάκι κάνοντας την καρδιά μου να λιώσει.
«Ποιο θα πούμε;» τον ρώτησα
«Το I got you babe. Ξεκινάς εσύ. Το ξέρω πως το ξέρεις, μας το είπε ο Στέργιος!»
Αν το ήξερα λέει;
IRC, #gkarizontas_me_toys_lykous τρία χρόνια πριν
Mariache: Loipon, exw mia idea. O kathenas tha afierwsei ena tragoydi ston allonAndalousianos_skylos: Oreksh pou thn exeisMariache : Giati mwre, exeis na kaneis kati kalytero;Pitsirika thelei na kanei afierwshAndalousianos_skylos: XA!Pitsirika: Afierwmeno eksairetika ston Andalousiano skylo: I got you babe, Sony & CherKopritor: Na deis ayth mia mera tha soy ksoyrisei kai to moystakiAndalousianos_skylos: Dwse tharros sto xwriath!Blue_Danube: Fae to ksylo sou san antras. Esy ti 8a ths afieroseis;Andalousianos_skylos: Rolling stones, she’s a rainbowPitsirika: Awwwwwwwwwww <3 <3 <3
Χαμογέλασα προς το Στέργιο. Ξεκίνησα εγώ να τραγουδάω
Συνέχισε ο Νίκος
Και μετά και οι δύο μαζί
Babe, I got you babe, I got you, babe
Όταν τελειώσαμε έκανα να γυρίσω αλλά ήρθε ο Στέργιος προς εμένα. Μπροστά σε όλο τον κόσμο με άρπαξε και με φίλησε παθιασμένα στο στόμα κερδίζοντας ένα νέο γύρο από επιδοκιμασίες και πειρακτικά σφυρίγματα.
«Κάτσε εδώ, με εσένα δίπλα δε θα μου πετάξουν σάπια λάχανα» μου είπε και κάθισε στο stand. Έπεσαν οι πρώτες νότες
Δεν το είπε άσχημα πάντως και δεν το λέω επειδή είμαι το κορίτσι του. Όταν τέλειωσε πήγαμε στην άλλη παρέα και τους ευχαριστήσαμε και μετά επιστρέψαμε στο τραπέζι μας όπου μας περίμεναν ακόμα δύο σφηνάκια. Ο Στέργιος το σήκωσε και το μύρισε και χαμογέλασε.
«Δεν πρέπει να είναι με αλκοόλ… καρπούζι μου μυρίζει!»
«Άντε άσπρο πάτο» του είπα.
Από ένα διπλανό τραπέζι μας σήκωσαν τα ποτήρια, μάλλον εκείνοι μας είχαν κεράσει. Ανταποδώσαμε και αδειάσαμε τα ποτήρια. Είχε πάει 01:30
«Λοιπόν, μικρή, την κάνουμε γιατί στο τέλος μας βλέπω να γινόμαστε τύφλα;»
«Από τώρα;» τον ρώτησα με μια μικρή δόση απογοήτευσης. «Τέσσερεις έχω πει ότι θα γυρίσω.»
«Τέσσερεις θα γυρίσεις» μου είπε χαμογελώντας μου πονηρά.
«Ε πες το έτσι» του είπα, τα ποτά με είχαν λύσει τελείως. Πήγαμε από την παρέα του Νίκου και τους χαιρετήσαμε
«Από τώρα ρε παιδιά;» είπε ο Νίκος
«Έχουμε πρωινό ξύπνημα αύριο» είπε ο Στέργιος χωρίς να δώσει περισσότερες εξηγήσεις. Μετά πήγαμε στον DJ
«Ελπίζω να το κάνετε στέκι! Η Βιολέτα είναι ατραξιόν» είπε σοβαρός. «Εννοείται ότι έχετε κάβα για όλο το καλοκαίρι, δεν υπάρχει τραπέζι που να μη σας κέρασε!»
«Χαχα θα δούμε» απάντησε ο Στέργιος. «Καληνύχτα καλή συνέχεια» του είπε
«Καληνύχτα παιδιά» μας είπε χαμογελώντας.
Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο.
«Πού πάμε;» τον ρώτησα
«Θα δεις» μου είπε και ξεκίνησε. Ξεκινήσαμε και όπως την προηγούμενη φορά κατεβαίνοντας προς Κηφισιά αλλά ενώ είμαστε ακόμα στο ύψος της Εκάλης έστριψε δεξιά. Λίγη ώρα μετά βγήκαμε σε παράδρομο της Εθνικής και εκεί έστριψε προς Αθήνα. Ούτε ένα-δυο χιλιόμετρα παρακάτω σταμάτησε σε ένα ξενοδοχείο.
«Δε θα ήταν προτιμότερο να πάμε σπίτι σου;» τον ρώτησα.
«Βιολέτα, zip it» μου είπε και το έραψα με τη μία.
Κατεβήκαμε και μπήκαμε μέσα. Είχε λίγο κόσμο στο σαλόνι, μάλλον περίμεναν να ελευθερωθεί κάποιο δωμάτιο. Πήγαμε στη ρεσεψιόν.
«Το τζακούζι είναι ελεύθερο;» ρώτησε ο Στέργιος.
«Ναι, αλλά θα πρέπει να περιμένετε δέκα λεπτά να το ετοιμάσουμε και σήμερα δεν μπορείτε να το κλείσετε για πάνω από δύο ώρες» του είπε.
«Δύο ώρες είναι μια χαρά.»
«Πηγαίνετε στο σαλονάκι να κάτσετε και θα σας φωνάξουμε» μας είπε.
Η αλήθεια είναι ότι ένιωσα ελαφρώς άβολα αλλά δε βαριέσαι; Όλοι γι’ αυτή τη δουλειά είχαν έρθει εδώ. Ο Στέργιος με είχε αγκαλιά από τη μέση. Δεν καθίσαμε κάπου, περιμέναμε όρθιοι και το ράδιο δε βοηθούσε καθώς είχαν βάλει σταθμό με τσιφτετελοσκυλάδικα, δηλαδή έλεος. Μας φώναξαν και μας έδωσαν το κλειδί. Ανεβήκαμε στο δωμάτιο, ήταν στον τελευταίο όροφο.
«Βιολέτα, γέμισε σε παρακαλώ το τζακούζι» είπε ο Στέργιος.
«Αμέσως» του είπα και πήγα στο μεγάλο στρογγυλό τζακούζι και το άνοιξα το νερό να το γεμίσω. Θα έπαιρνε κάμποση ώρα.
Ο Στέργιος ήρθε και με έπιασε από πίσω και με έσφιξε πάνω του. Μετά άρχισε να μου χουφτώνει τα στήθη και να μου φιλάει το σβέρκο και τα αφτιά κάνοντάς με να ριγήσω. Μου σήκωσε τη μπλούζα και μου έβγαλε το σουτιέν. Πέταξε μπλούζα και σουτιέν σε μια καρέκλα και άρχισε να με χουφτώνει εκ νέου αυτή τη φορά τσιμπώντας μου τις ρώγες.
Σταμάτησε και πήγε στο τηλέφωνο.
«Θα μας φέρετε δυο μπύρες, σας παρακαλώ;» ρώτησε τη ρεσεψιόν. «Πάω να δω το νερό, όταν έρθουν σε παρακαλώ φέρε τις μπύρες.»
«Μάλιστα» του είπα και έκανα να βάλω τη μπλούζα μου.
«Δε θα βάλεις τη μπλούζα σου. Γυμνή από πάνω θα του ανοίξεις.»
«Μα….»
«Βιολέτα, δε θα το πω δεύτερη φορά.»
«Μάλιστα» είπα μαγκωμένη. Ωραία, θα γινόμουν και θέαμα. Μην είμαι ψεύτρα πάντως, ταυτόχρονα καύλωσα και ένιωσα το μουνάκι μου να υγραίνεται ακόμα περισσότερο και ήμουν ήδη μούσκεμα.
Ο Στέργιος ήταν ακόμα ντυμένος, το τζακούζι ήταν μεγάλο και είχε γεμίσει μέχρι τη μέση.
«Έλα εδώ» μου είπε και κατέβασε το παντελόνι του βγάζοντας έξω το όργανό του. «Πάρε με στο στόμα σου» με διέταξε και χωρίς να καθυστερήσω ούτε δευτερόλεπτο γονάτισα μπροστά του και τον πήρα στο στόμα μου. Θα μου έπαιρνε καιρό να καταφέρω να τον ικανοποιώ όπως ήθελε ωστόσο ακολουθώντας την ίδια τακτική που είχα ακολουθήσει πριν μερικές ώρες στο διαμέρισμά του κατάφερα να ακολουθήσω το ρυθμό που μου έδινε το χέρι του κρατώντας με από τα μαλλιά. Είχα κλείσει τα μάτια μου και είχα επικεντρωθεί σε εκείνον τόσο που δεν άκουσα την πόρτα που χτύπησε. «Πήγαινε να πάρεις τη μπύρα.»
Σηκώθηκα ξεροκαταπίνοντας και άνοιξα την πόρτα. Φαίνεται ότι στο ξενοδοχείο είχαν ανάλογες εμπειρίες γιατί το παιδί που έφερε τις μπύρες δεν έδειξε έκπληξη ούτε δυσφορία. Αν μη τι άλλο με κοίταξε για λίγο καλά-καλά αλλά αν το βλέμμα του έδειχνε το οτιδήποτε αυτό ήταν επιδοκιμασία. Πήρα το δίσκο με τις μπύρες και τα ποτήρια και αφού τον ευχαρίστησα έκλεισα την πόρτα.
Στο μεταξύ το τζακούζι είχε γεμίσει. Ο Στέργιος μπήκε μέσα και άφησε να του ξεφύγει ένας στεναγμός απόλαυσης. Ακούμπησα τα μπουκάλια στον ειδικό χώρο που είχε στην άκρη το τζακούζι και έβγαλα κιλοτάκι, παντελόνι και παπούτσια και μπήκα κι εγώ μέσα. Το νερό είναι αλήθεια ότι θα το προτιμούσα λίγο πιο ζεστό αλλά σε καμία περίπτωση η θερμοκρασία του δεν μου ήταν δυσάρεστη.
Ο Στέργιος άνοιξε το μηχανισμό και αμέσως ένιωσα σε πολλά σημεία του σώματός μου το ρεύμα του νερού που άρχισε να κάνει μπουρμπουλήθρες. Πήγα να γεμίσω το ποτήρι του αλλά μου έκανε νόημα ότι θα έπινε από το μπουκάλι. Του έδωσα το μπουκάλι του και πήρα και το δικό μου.
«Στις χαρές μας» είπε
«Στις χαρές μας, Στέργιο μου» του είπα χαμογελαστή και τσουγκρίσαμε τα μπουκάλια. Εκείνος ήπιε μερικές γερές γουλιές ενώ εγώ αρκέστηκα σε δύο γουλιές.
Καθίσαμε αρκετή ώρα στο νερό μιλώντας και πίνοντας τις μπύρες μας. Κάποια στιγμή ο Στέργιος σηκώθηκε και βγήκε έξω και τυλίχτηκε στο μπουρνούζι. Μου ζήτησε να βγω κι εγώ έξω. Με βοήθησε να βάλω το δικό μου μπουρνούζι και με έτριψε με αυτό κάνοντάς με και πάλι να ριγήσω.
«Σε θέλω» του ψιθύρισα.
«That’s the idea» μου είπε και με πήρε σηκωτή στα χέρια κάνοντάς με να μου ξεφύγει μια τσιρίδα χαράς. Με άφησε απαλά στο κρεββάτι και μου έβγαλε το μπουρνούζι. Έκανα λίγο στο πλάι και ξάπλωσε δίπλα μου.
Άρχισε να με φιλάει στο λαιμό και μετά κατέβηκε στα στήθη μου αλλά αυτή τη φορά το έκανε τρυφερά σχεδόν, χωρίς να με πονέσει. Με τη γλώσσα του και τα χείλη του έπαιζε με τις ρώγες μου κάνοντάς με να ανατριχιάσω ολόκληρη. Μετά κατέβηκε σιγά-σιγά προς τα κάτω και όταν ένιωσα τη γλώσσα του στην κλειτορίδα μου το σώμα μου τεντώθηκε αντανακλαστικά σαν τόξο. Θεέ μου ήταν υπέροχα, υπέροχα!
ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ
«ΣΕ ΘΕΛΩ» φώναξα. «ΣΕ ΘΕΛΩ! ΣΕ ΘΕΛΩ.»
Μπήκε μέσα μου και αν και πόνεσα και πάλι μου κόπηκε η ανάσα από την ηδονή.
ΜΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑ ΜΜΜΜΜΜΜ
Ήταν… ήταν υπέροχο. Ο πόνος υποχώρησε σχετικά γρήγορα ή έστω σταμάτησα να του δίνω σημασία γιατί αυτή τη φορά ήταν ακόμα καλύτερα από την πρώτη. Με τα πόδια μου τον είχα αγκαλιάσει και τον κρατούσα μέσα μου, να με γεμίζει, να με κάνει δική του. Τα μάτια του ήταν κλειστά και ο ιδρώτας λαμπύριζε στο μέτωπό του. Που και που μου ξέφευγαν μικρά αγκομαχητά, άλλες φορές πάλι μου ήταν αδύνατο σχεδόν να εκπνεύσω χωρίς να φωνάξω.
Μακάρι να μπορούσε να τελειώσει μέσα μου. Το ήθελα τόσο πολύ… ήθελα να νιώσω πως είναι να τελειώνει βαθιά μέσα στον κόλπο μου… ήθελα… ήθελα να είμαι δική του με όλους τους δυνατούς τρόπους, να γίνω η μάνα τον παιδιών του…
Τρόμαξα στη σκέψη. Τρόμαξα στην ένταση του πόθου μου. Ο Στέργιος κινούνταν όλο και πιο γρήγορα κάνοντας και τη δική μου ηδονή να κορυφωθεί. Ήταν… Θεέ μου… ΥΠΕΡΟΧΟ.
Η έκρηξη δεν ερχόταν… μα δε με ένοιαζε καθόλου. Ας μην ερχόταν, εκείνη τη στιγμή θα αντάλλαζα ευχαρίστως όλους τους οργασμούς του κόσμου για την αίσθηση πληρότητας που ένιωθα εκείνη τη στιγμή. Με το Στέργιο πάνω μου, μέσα μου…
Μα όταν ήρθε από το πουθενά ο οργασμός ξέχασα σχεδόν το όνομά μου. Ήταν τόσο απρόσμενο, τόσο ξαφνικό, τόσο υπέροχο που δεν μπόρεσα να συγκρατήσω την κραυγή μου.
ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ
Ο Στέργιος τραβήχτηκε και τέλειωσε πάνω στο στομάχι μου, δεν πρόλαβε καν να έρθει να τελειώσει στο στόμα μου. Έπεσε ξέπνοος στο πλάι μου. Εγώ έμεινα ανάσκελα με το στομάχι μου γεμάτο χύσια. Γύρισε και μου χαμογέλασε και πήγε και έφερε μια χαρτοπετσέτα και με σκούπισε τρυφερά. Όταν τέλειωσα έγειρα στην αγκαλιά του και έκλεισα τα μάτια.
Και εκεί είχε το δεύτερο γύρο. Με έβαλε να τον πάρω στο στόμα μου και όταν τον έκανα να σηκωθεί με έβαλε να κάτσω στα τέσσερα. Προς στιγμή φοβήθηκα μήπως ήθελε πάλι παρά φύσιν αλλά αυτή τη φορά μπήκε μπροστά μου.
ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ
Η αίσθηση ήταν τελείως διαφορετική, τελείως όμως. Όταν τράβηξε τα μαλλιά μου προς τα πίσω το έχασα τελείως. Αποφάσισα ότι στα τέσσερα μου άρεσε περισσότερο. Μπαινόβγαινε μέσα μου με δύναμη και που και που μου τραβούσε σφαλιάρες στα κωλομέρια. Ω ναι, στα τέσσερα ήταν σίγουρα καλύτερα. Με τράβηξε πάλι από τα μαλλιά και καρφώθηκε μέσα μου κάνοντάς με αυτή τη φορά να φωνάξω, η αλήθεια είναι ότι πόνεσα και λίγο.
Μπορεί αυτή τη φορά να μην είχα οργασμό αλλά η αίσθηση στα τέσσερα μου άρεσε πολύ περισσότερο. Βέβαια δεν μπορούσα να τον βλέπω και αυτό ήταν ένα πρόβλημα αλλά από την άλλη… δεν ξέρω… ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ
Αυτή τη φορά κατόρθωσε να κρατηθεί αρκετά ώστε να προλάβω να γυρίσω και να τον πάρω στο στόμα μου. Η ποσότητα ήταν σαφώς μειωμένη και αυτή τη φορά πίκριζε λίγο αλλά όπως ήμουν στα τέσσερα με το χέρι του να με κρατάει σφιχτά από τα μαλλιά και να αδειάζει με σπασμούς στο στόμα μου αυτά ήταν ασήμαντες λεπτομέρειες.
Με είχε πάρει με όλους τους δυνατούς τρόπους. Από το στόμα, από το μουνί και από πίσω. Οκ, το τελευταίο ήλπιζα να αργήσει να το επαναλάβει ωστόσο… θα γινόταν και αυτό.
«Στέργιο, να σε ρωτήσω κάτι;» του είπα όταν ξάπλωσε δίπλα μου.
«Πες μου κοριτσάρα μου.»
«Δεν… δεν έχω πει μέχρι στιγμής στην Μαρία και την Ειρήνη… αυτό για το αφέντης και σκλάβα.»
«Δεν τις αφορά. Δεν χρειάζεται να το πεις αν δε θέλεις, Βιολέτα μου.»
«Θα το πω όμως. Δε ντρέπομαι γι’ αυτό. Εννοώ… νιώθω λίγο άβολα… εννοώ… αλλά όχι, δεν ντρέπομαι να είμαι η σκλάβα σου.»
«Δεν είσαι η σκλάβα μου, Βιολέτα μου, όχι ακόμα.»
«Έστω… δεν ντρέπομαι… Εννοώ… είμαι αυτή που είμαι.»
«Ακριβώς, χαζούλα. Μπορεί να σοκαριστούν λίγο αλλά δε νομίζω ότι θα σε κόψουν από φίλη γι’ αυτό το λόγο. Και να σου πω; Αν σε κόψουν από φίλη δεν είχαν καμία θέση να είναι φίλες σου εξαρχής.»
«Μου επιτρέπεις να πάω για καφέ αύριο το πρωί μαζί τους, αν υποθέσουμε ότι καταφέρω να ξυπνήσω στις 10:00.»
«Και διάβασμα πότε θα κάνεις; Μετά έχουμε να φάμε με τους γονείς σου.»
«Έχω τελειώσει με τα διαβάσματά μου για τη σχολή, Στέργιο μου.»
«Μπράβο σου κοριτσάκι μου. Και για να σου απαντήσω στην ερώτηση, ναι σου επιτρέπω.»
«Σε ευχαριστώ πολύ Στέργιο μου.»
«Λοιπόν, μιας και το πρωί θέλεις να πας για καφεδάκι και για να μην είμαστε και σαν άυπνα κοτόπουλα, θα γυρίσουμε λίγο νωρίτερα. Καλά δε θα είναι και πολύ, έχει πάει ήδη 02:50. Λοιπόν, ντύσου να πηγαίνουμε.»
«Εντάξει» του είπα χαμογελαστή και πήγα και ντύθηκα. Ντύθηκε και εκείνος και αφού κατεβήκαμε στη ρεσεψιόν πήγε και πλήρωσε. Μετά έχοντας με αγκαλιά από τη μέση πήγαμε στο αυτοκίνητο. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι και ούτε 25 λεπτά αργότερα ήμασταν στην Πεύκη. Όπως και χθες με πήγε μέχρι την πόρτα. Με πήρε στην αγκαλιά του και φιληθήκαμε, το φιλί μας κράτησε αρκετή ώρα καθώς κανείς μας δεν έδειχνε τη διάθεση να το σταματήσει.
«Άντε, μαμούνι, ανέβα να πας για ύπνο γιατί μας βλέπω να ξενυχτάμε εδώ.»
«Σ’ αγαπάω» του είπα.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω κοριτσάρα μου!»
«Καλή σου νύχτα… Αφέντη μου» του είπα γελαστή.
«Καληνύχτα κοριτσάκι μου» μου είπε και έφυγε μόνο αφού έκλεισα πίσω μου την εξώπορτα. Ανέβηκα στο σπίτι. Αυτή τη φορά ήταν η μητέρα μου που κοιμόταν στο σαλόνι.
«Μαμά γύρισα» της είπα χαϊδεύοντάς την τρυφερά ώστε να μην την ξυπνήσω απότομα.
«Τι… τι ώρα είναι;»
«Τρεις και τέταρτο» της είπα.
«Γυρίσατε νωρίτερα;»
«Έχουμε να φτιάξουμε και παπουτσάκια αύριο» της είπα χαμογελαστή αλλά χωρίς να μπορέσω να κρύψω το χασμουρητό μου. «Ο Ιάσωνας έχει γυρίσει;» τη ρώτησα.
«Γύρισε το βράδι νταλακιασμένος από τον ήλιο. Δεν βγήκε έξω, έπεσε ξερός στις 22:00.»
«Μαμά, πάω να κοιμηθώ γιατί το πρωί θέλω να πάω για καφέ με την Ειρήνη και τη Μαρία, έχω να τις δω καιρό και τις δύο.»
«Εμ σου έχει πάρα τα μυαλά ο Στέργιος» μου είπε η μητέρα μου.
«Λίγο μόνο» της είπα και τη φίλησα και πήγα και άλλαξα στα γρήγορα.
Έβαλα το ραδιοφωνάκι να παίζει και ρύθμισα το ξυπνητήρι να χτυπήσει στις 10:00. Αν κατάφερνα να ανοίξω τα μάτια μου είχε καλώς… αν όχι… άλλη μέρα!
Έφερνα στο μυαλό μου τις σκηνές που έζησα με το Στέργιο. Πόσο λαχταρούσα να έρθει η μέρα που ο ύπνος και το ξύπνημα θα με έβρισκε στην αγκαλιά του…
Ο ύπνος με βρήκε χωρίς να το καταλάβω.
13. Σε βλέπω στο ποτήρι μου
Πεύκη, 2004
Εκ των υστέρων συνειδητοποίησα ότι η αρχή του τέλους ήταν εκείνη η Κυριακή και το φαγητό με τους δικούς μου.
Ο Στέργιος ήρθε στο σπίτι και κέρδισε με σχετική ευκολία τους γονείς μου. Τους πείραζε λίγο η διαφορά ηλικίας ωστόσο είχε πάνω του πράγματα που έκαναν κλικ σε γονείς σαν τους δικούς μου. Το πρώτο γεύμα το ακολούθησε και δεύτερο και μετά τρίτο και μετά σχεδόν καθιερώθηκε, κάθε Κυριακή να τρώμε όλοι μαζί. Ο Στέργιος είχε συμπαθήσει πολύ τους γονείς μου και το πατρικό ενδιαφέρον που άρχισαν να του δείχνουν είχε χτυπήσει το ευαίσθητο σημείο του.
Όμως εγώ είχα αρχίσει να μην αισθάνομαι καλά, να πνίγομαι. Από τη μία η πίεση της σχέσης που ήθελε ο Στέργιος και από την άλλη… οι γονείς μου που είχαν αρχίσει να τον βλέπουν σα γαμπρό, με έκανε να θέλω να ουρλιάξω. Πότε είχα αποφασίσει ότι είχε κλείσει η ζωή μου στα 19; Τον αγαπούσα το Στέργιο αλλά…
Ψεύτρα.
Ακόμα και έξι χρόνια μετά δεν τον έχω ξεχάσει. Αλήθεια είναι αυτό που λένε, μόνο αν χάσεις αυτό που είχες αρχίζεις μετά να συνειδητοποιείς την αξία του. Μα είναι αργά.
Επαναστάτησα, ήθελα να ζήσω τη ζωή μου, δεν ήθελα σαν τη μητέρα μου να κάνω οικογένεια από τα 20 μου. Ο Στέργιος ποτέ δεν μου είχε δείξει ότι είχε τέτοιες προθέσεις αλλά ο πανικός μου μέσα φούντωνε και δεν μπορούσα να τον ελέγξω. Και το χειρότερο ήταν αντί να του μιλήσω το κράτησα μέσα μου… και συνέχισα να το κρατάω και να φουντώνει και να θεριεύει μέχρι που έγινε η έκρηξη.
Ήταν Σάββατο, πηγαίναμε συχνά πλέον στο Καραόκε μπαρ και σήμερα θα ήταν και ο Νίκος. Ο Στέργιος είχε ορέξεις χωρίς να έχει καταλάβει τι γίνεται μέσα μου. Τον υπάκουα, έδινα πάντα ότι μου ζητούσε αλλά πλέον η ικανοποίησή του αντί να με γεμίζει με άδειαζε ακόμα περισσότερο, έκανε το ρήγμα να μεγαλώνει.
Έσφιξα τα δόντια όταν μπήκε πίσω μου. Το μισούσα να με παίρνει από πίσω, του το είχα πει in no uncertain terms. Του άρεσε εκείνου όμως ο οποίος επίσης in no uncertain terms μου είχε ξεκαθαρίσεις “my way or the highway”. Τις πρώτες φορές απλά φοβόμουν ότι δεν ήμουν καλή, ότι δεν θα τον ικανοποιήσω αλλά ο Στέργιος πάντα αντλούσε ευχαρίστηση από αυτή την πράξη.
Παρά το φυσικό πόνο και την ταπείνωση που μου δημιουργούσε το υπέμεινα, όπως κάθε φορά, παθητικά.
Εκείνο το βράδυ ο Νίκος μου ζήτησε το τηλέφωνό μου. Του το έδωσα στα κρυφά. Ένιωθα τόσο να πνίγομαι που δε με ένοιαξε καθόλου ότι ήταν παντρεμένος και ότι πολύ πιθανά να με έβλεπε σαν ένα παιχνίδι. Ο Στέργιος δε με έβλεπε σαν παιχνίδι, θα ήμουν άδικη αν είχα πει ποτέ τέτοιο πράγμα. Μακάρι να μπορούσα να πάρω τον χρόνο πίσω.
Ο Νίκος ήταν ωραίος άντρας και έμπειρος. Τρυφερός και περιποιητικός, οι τρόποι του και ο αέρας του ήταν τελείως διαφορετικός από αυτόν του Στέργιου. Στην αρχή βγήκα κρυφά για ένα καφέ μαζί του, μετά βγήκα κρυφά για ένα ποτό μαζί του και στο τέλος κατέληξα στο κρεββάτι του.
Έλιωσα στα χέρια του.
Στο Στέργιο ήρθε κεραμίδα στο κεφάλι όταν του ανακοίνωσα ότι πλέον δεν μπορώ να είμαι μαζί του.
«Τι είναι αυτά που λες Βιολέτα;»
«Στέργιο δε μπορώ άλλο. Απλά δε μπορώ.»
«Έτσι στα καλά καθούμενα;»
«Δεν είναι στα καλά καθούμενα. Είναι καιρός τώρα που νιώθω ότι πνίγομαι.»
«Δεν μου είχες δείξει τέτοιο πράγμα.»
«Ή στο έδειχνα αλλά έκανες ό,τι δεν το έβλεπες» του είπα με κακία.
«Ή ίσως πραγματικά δεν το έβλεπα» μου απάντησε ψύχραιμα. «Στο τέλος της ημέρας δεν έχει σημασία. Αν έχεις φτάσει στο σημείο της μη επιστροφής δεν μπορώ να κάνω και πολλά πράγματα. Αν όμως…» πήγε να συνεχίσει αλλά τον έκοψα.
«Το έχω ξεπεράσει, Στέργιο. Το κατάλαβα πριν καν το ξεπεράσω, το κατάλαβα την ίδια στιγμή που το ξεπερνούσα. Και το έκανα με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι αδύνατο να το πάρω πίσω.»
«Βιολέτα τι λες;»
«Το σημείο της μη επιστροφής είναι παρελθόν, κράτα αυτό.»
«Καλώς. Από τη στιγμή που θεωρείς ότι δεν υπάρχει επιστροφή, δεν υπάρχει επιστροφή. So be it» μου είπε.
Ένιωσα πολύ άσχημα. Οι τύψεις με κατέκλυσαν και όσο και αν πνιγόμουν μέσα μου τα αισθήματά μου για το Στέργιο δεν είχαν χάσει στην έντασή τους. Απλά είχα συνειδητοποιήσει ότι σε αντίθεση με τα ρομαντικά παραμύθια ο έρωτας από μόνος του δεν είναι αρκετός, όχι αν αυτός σε κάνει να αισθάνεσαι άσχημα για τον ίδιο σου τον εαυτό.
«Ωστόσο, αν μη τι άλλο, για να μην κάνω με κάποια άλλη στο μέλλον το ίδιο λάθος, ποιο ήταν το σημείο της μη επιστροφής;»
Τον κοίταξα αβέβαιη. Εκείνος νόμιζε ότι το σημείο της μη επιστροφής ήταν κάτι που είχε συμβεί μεταξύ μας. Το θάρρος που είχα πριν εξαφανίστηκε και η καρδιά μου βούλιαξε. Με κοιτούσε στα μάτια και ήξερα ότι αυτό που θα του έλεγα θα τον πονούσε. Δεν ήθελα να τον πονέσω αλλά… αλλά του όφειλα την αλήθεια. Τα είχα μαζέψει όλα μέσα μου προσπαθώντας να μη του δείξω πόσο πνιγόμουν από φόβο μην τον χάσω και τελικά το μόνο που κατάφερα ήταν ο ίδιος ο φόβος να με πνίξει.
«Κοιμήθηκα με άλλον» του είπα. Το βλέμμα του… το βλέμμα του που από δυσπιστία έγινε πόνος και από πόνος έγινε απελπισία και μετά… και μετά παραίτηση ακόμα με στοιχειώνει. Δε μου ζήτησε να μάθει με ποιον. Απλά κατέβασε το βλέμμα του κάτω, έκλεισε τα μάτια του και κούνησε ελαφρά το κεφάλι του μπρος πίσω δαγκώνοντας τα χείλη του. «Στέργιο… δε… δε σου ζητώ να με συγχωρέσεις… αλλά ….»
Δε μου απάντησε. Δεν κουνήθηκε καν από τη θέση του. Ένιωθα απαίσια, θα προτιμούσα να με είχε χαστουκίσει, να μου είχε βάλει τις φωνές… να κάνει κάτι… κάτι! Αυτή… αυτή η παραίτηση… Θεέ μου… έξι χρόνια μετά… με στοιχειώνει… με στοιχειώνει.
Είμασταν στην ίδια καφετέρια που είχε πάρει το πρώτο μου φιλί. Σηκώθηκε ήσυχα από την καρέκλα του και χωρίς να πει τίποτε άλλο απομακρύνθηκε. Το βλέμμα μου τον ακολούθησε μέχρι που έστριψε στη γωνία και τον έχασα. Ένιωσα μούδιασμα, ένιωσα ένα απέραντο κενό να αρχίζει να απλώνεται μέσα μου. Χτύπησε το τηλέφωνό μου, ήταν ο Νίκος. Του είχα πει ότι θα το τέλειωνα με το Στέργιο και με είχε πάρει να δει τι έγινε.
Έμεινα ένα χρόνο με το Νίκο. Στη ζούλα, ήταν παντρεμένος και είχε δύο παιδιά. Δεν είχα κανένα μέλλον μαζί του, το ήξερα. Προσκολλήθηκα σε αυτή τη σχέση με την απελπισία αυτού που πνίγεται και προσπαθεί να κρατηθεί από τα μαλλιά του.
Μα στα χέρια του έλιωνα και ήταν το μόνο πράγμα που μετρίαζε το απέραντο κενό που ένιωθα μέσα μου. Ήταν πάντα περιποιητικός, πάντα τρυφερός. Δεν ήταν ιδιαίτερα ρομαντικός αλλά είχε χιούμορ. Ίσως αυτή η έλλειψη μέλλοντος μαζί του ήταν αυτό που με απελευθέρωνε, τουλάχιστον στο χρόνο που περνούσαμε μαζί. Αλλά… αλλά όταν με άφηνε γύριζα πάλι στο κενό μου.
Στην αρχή με το Νίκο ήταν σεξ, απλά σεξ. Άρχισε να με ερωτεύεται και όταν το κατάλαβα το διέκοψα on the spot. Αν είχε αποφασίσει ότι δε θέλει να είναι πλέον με τη Νάντια δε θα γινόμουν εγώ η αφορμή ακόμα και αν εγώ ήμουν η αιτία.
Υποκρισία, το ξέρω.
Δεν είχαμε άλλα δράματα. Μου έλειπε ο Στέργιος αλλά δεν τολμούσα καν να διανοηθώ να επικοινωνήσω μαζί του. Ήμουν πλέον μεταπτυχιακή φοιτήτρια, δεν ήθελα να ακολουθήσω ακαδημαϊκή καριέρα ωστόσο λάτρευα τον τομέα μου, ήθελα να κάνω διδακτορικό.
Έκανα κάμποσες σχέσεις αλλά καμιά δε γέμιζε το κενό μέσα μου. Προσπάθησα να γνωρίσω τον κόσμο μέσα στον οποίο είχε προσπαθήσει να με βάλει ο Στέργιος και το μόνο που έκανα ήταν να τρώω τα μούτρα μου. Δεν είμαι άμοιρη ευθυνών, η δική μου απελπισία και λαχτάρα ήταν αυτή… ήταν αυτή που με έκανε να πέφτω με τα μούτρα για να τα φάω πάνω σε τοίχο, κάθε φορά με τον ίδιο τρόπο.
Γνώρισα κάμποσους έμπειρους Doms και Masters. Όμως κάθε φορά ανακάλυπτα ξανά και ξανά ότι η ανάγκη μου… δε γέμιζε. Ξεκινούσα πάντα με ενθουσιασμό αλλά ο ενθουσιασμός ήταν προσποιητός και γρήγορα ξεύτιζε. Δυο-τρεις με πέταξαν έξω με τις κλωτσιές, σε κάποιους άλλους έφτασα εγώ να ζητήσω αποδέσμευση και ένας από αυτούς δεν ήθελε να μου τη δώσει, αναγκάζοντάς με να τον διαολοστείλω.
Απ’ όσους είχα γνωρίσει μόνο ένας κράτησε επαφή μαζί μου. Είχα φτάσει στο σημείο να τον παρακαλέσω να γίνω υποτακτική του αλλά εκείνος μου είχε αρνηθεί ευγενικά μεν αλλά σταθερά. Δε σταμάτησε όμως να μου μιλάει και σιγά-σιγά η σχέση μας κατέληξε φιλική. Ήταν από τους ελάχιστους με τους οποίους εννοούσα πραγματικά τον πληθυντικό. Ανοίχτηκα μαζί του σιγά-σιγά και κάποια στιγμή του διηγήθηκα την ιστορία με το Στέργιο. Ιστορία που δεν είχα πει σε κανέναν, μόνο Μαρία, Ειρήνη και Νίκος ήξεραν όλες τις λεπτομέρειες.
Ο κύριος Πέτρος με άκουσε προσεκτικά. Μου υπέδειξε το δικό μου cardinal sin, ότι κράτησα αυτά που με έτρωγαν μέσα μου αφήνοντάς τα να με δηλητηριάσουν. Κατά την άποψή του ήταν η απειρία και ο ενθουσιασμός του Στέργιου τα οποία τον είχαν εμποδίσει να διαγνώσει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Για το M/s είχαν πάνω-κάτω τις ίδιες απόψεις αλλά κατά τη γνώμη του ο Στέργιος είχε βιαστεί πιστεύοντας ότι ο έρωτας από μόνος του αρκετός.
«Δεν είναι, όχι από μόνος του, Βιολέτα μου.»
«Το κατάλαβα Κύριε. Απλά το έβλεπα και εγώ λάθος. Χερσότοπος με αγκάθια που πρέπει να αφήσεις πάνω τους τις σάρκες σου για να αποδείξεις τη δύναμή του. Αλλά δεν είναι έτσι, τελικά δεν είναι έτσι. Δεν είναι λιβάδι αλλά δεν είναι και χερσότοπος.»
«Ακριβώς.»
«Μου επιτρέπετε μια ερώτηση ακόμα;» του είπα κάνοντάς τον να μου χαμογελάσει.
«Σε μένα μπορείς να λες τα πάντα, Βιολέτα μου.»
Αναστέναξα, το ίδιο μου είχε πει κάποτε και ο Στέργιος αλλά… My cardinal sin… όλοι έχουμε από ένα.
«Γιατί… γιατί δε θέλετε να με αναλάβετε;»
«Γιατί δεν κάνεις για μένα και δεν κάνω για σένα. Δε μπορώ να γεμίσω εγώ το κενό σου, Βιολέτα.»
«Γιατί το λέτε αυτό;»
«Γιατί αν ήταν να γεμίσω το κενό σου θα το είχα κάνει ήδη, μικρή. Δεν το έχω κάνει και ούτε μπορώ να το κάνω. Αλλά μην σε πιάνει απελπισία, είσαι μικρή ακόμα, 25 χρονών. Θα καταλάβεις ότι σε βρήκε ο κατάλληλος όταν η παρουσία του κάνει το κενό σου να εξαφανιστεί. Βιολέτα, ο Κύριος που ψάχνεις… δεν θα τον βρεις εσύ. Εκείνος θα σε βρει. Όπως κάποτε σε βρήκε ο Στέργιος.»
«Φοβάμαι… φοβάμαι μην κάνω τα ίδια.»
«Δεν μπορώ να ξέρω το μέλλον αλλά άλλο ήσουν στα 19 σου και άλλο στα 25 σου. Τότε δεν ήξερες τι είσαι, τώρα ξέρεις. Ωστόσο η ουσία των πραγμάτων δεν αλλάζει, αυτού του είδους οι συσχετίσεις μπορεί να λειτουργήσουν με ένα τρόπο. Όχι να τον βρεις εσύ αλλά να σε βρει Εκείνος. Και Βιολέτα μου, όταν σε βρει θα το καταλάβεις.»
Πήγαινα συχνά στο Καραόκε, ήλπιζα… ευχόμουν… κάποια μέρα… κάποια μέρα να δω εκεί τον Στέργιο. Απλά να τον δω. Μου έλειπε… μου λείπει…
Καθόμουν στο μπαρ και κοίταζα το ποτήρι μου. Ήμουν πάλι στα κάτω μου. Μάταια προσπαθούσε ο Κώστας, ο μπάρμαν, να μου φτιάξει τη διάθεση. Τον συμπαθούσα πολύ και κατά καιρούς υπήρξαμε fuck buddies αλλά πέρα από το -πολύ καλό- ομολογουμένως sex δεν ήθελα κάτι παραπάνω μαζί του αλλά για να μην είμαι ψεύτρα, ούτε και εκείνος ήθελε. Βγαίναμε καμιά φορά για καφέ ή ποτό, ενίοτε βγάζαμε και τα μάτια μας αλλά ως εκεί. Ένιωσα ξαφνικά άβολα, σαν κάποιος να με παρακολουθούσε. Γύρισα και κοίταξα αριστερά χωρίς να δω τίποτα. Κοίταξα δεξιά… στο βάθος…
Πάγωσα. Η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπάει. Ο Στέργιος. Ήταν ο Στέργιος, σε ένα τραπέζι μόνος του. Με κοίταζε. Ο χρόνος που είχε σταματήσει άρχισε πάλι να κυλάει. Τακ… τακ… τακ-τακ-τακ-τακ… τακ-τακ-τακ-τακ-τακ-τακ-τακ… γρήγορα… όλο και πιο γρήγορα… σαν την καρδιά μου που από εκεί που είχε σταματήσει άρχισε πάλι να χτυπάει… όλο και πιο γρήγορα… όλο και πιο γρήγορα… θα σπάσει… νόμιζα ότι θα σπάσει… Τα μάτια μου πλημμύρισαν με δάκρυα και η καρδιά μου χτυπούσε όλο και πιο γρήγορα… Τα μάτια μου έτσουζαν αλλά δεν… δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου από πάνω του.
Σηκώθηκε από τη θέση του, πλησίασε προς τα μένα. Δεν τολμούσα να κουνήσω ούτε τα βλέφαρά μου, δεν τολμούσα να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου, φοβόμουν… φοβόμουν ότι έτσι και τα έκλεινα έστω και για μια στιγμή όταν άνοιγαν πάλι ο Στέργιος θα είχε χαθεί. Αυτά… αυτά τα χρόνια… δεν ήταν πια αδύνατος. Είχε… είχε πάλι αφρόντιστο μουστάκι και μούσι λίγων ημερών, όπως… όπως την ημέρα που τον γνώρισα.
«Βιολέτα;» μου είπε
«Στέργιο;» του απάντησα με φωνή που έτρεμε.
«Μπορώ να κάτσω;» με ρώτησε
«Ννν… ναι ναι! Βέβαια» του απάντησα τρώγοντας τα λόγια μου.
«Long time not seen. Τι κάνεις Βιολέτα, πώς είσαι;»
«Καλά… καλά…» του είπα με φωνή που ακόμα έτρεμε.
«Το πτυχίο σου το πήρες;» με ρώτησε.
«Ναι… ναι το πήρα.»
«Με τι βαθμό;» με ρώτησε απότομα.
«Με… με 9.25» του είπα και μου χαμογέλασε… πόσο μου είχε λείψει αυτό το γαμόγελο.
«Μπράβο σου πιτσιρίκα» μου απάντησε και η καρδιά μου έχασε πάλι κάμποσους χτύπους για μερικές στιγμές αναπληρώνοντας μετά με έντονη ταχυκαρδία.
«Έχω… έχω ξεκινήσει και… και μεταπτυχιακό του είπα.»
«Πολύ χαίρομαι που το ακούω» μου είπε.
«Εσύ; Εσύ τι… τι κάνεις Στέργιο;»
«Καλά είμαι κι εγώ. Θα γελάσεις, δουλεύω στην πρώην εταιρία των γονιών μου.»
«Κακό είναι;» τον ρώτησα.
«Όχι… όχι, δεν είναι κακό. Είναι ειρωνικό όμως αν το σκεφτείς. Γύρισα στην εταιρία που κάποτε μισούσα που απασχολούσε τον χρόνο των γονιών μου. Τι κάνει ο Βαγγέλης; Τι κάνει η Αλίκη;» με ρώτησε.
«Μια χαρά είναι. Ξέρεις… είχαν… είχαν στεναχωρηθεί τότε…» ξεκίνησα να λέω τρώγοντας τα λόγια μου.
«Μη μιλάμε για το παρελθόν» μου είπε. «Χαίρομαι που είσαι καλά, Βιολέτα.»
«Στέργιο….»
«Χάρηκα που τα είπαμε» είπε και γύρισε στο τραπέζι του.
Ήπια το ποτό μου μονοκοπανιά και πήγα στον Αλέξη, τον DJ και ιδιοκτήτη του μαγαζιού και του ζήτησα ένα τραγούδι.
«Επιτέλους!» μου είπε χαμογελώντας. Τις τελευταίες δύο φορές που είχα πάει δεν είχα τραγουδήσει προς μεγάλη απογοήτευσή του. Ήταν παραμονή του τελικού με την Πορτογαλία και δεν είχε πολύ κόσμο. Είχα δει το παιχνίδι με την Τσεχία με τους γονείς μου, τον αδερφό μου και τη Μαργαρίτα. Είχαν αρραβωνιαστεί και όταν τέλειωνε και εκείνη το αγροτικό της θα παντρευόντουσαν. Ο αδερφός μου το είχε κάνει και τώρα έκανε ειδικότητα. Ήταν όμορφο ζευγάρι, ακόμα ερωτευμένο μετά από τόσα χρόνια.
«Χθες νέκρα ε;» είπα. Δεν είχα καμία όρεξη για κουβέντα αλλά ήθελα να είμαι ευγενική
«Δεν έκανα τον κόπο να ανοίξω το μαγαζί, ούτε αύριο θα το κάνω. Ποιος ο λόγος;»
Χαμογέλασα ευγενικά και γύρισα στο μπαρ.
«Βάλε μου άλλο ένα ρε Κώστα» του είπα και μου γέμισε ακόμα ένα ποτήρι ουίσκι. Ήπια μια γερή γουλιά και το κράτησα στα χέρια μου κοιτώντας το. Ο Αλέξης μου έκανε νόημα και πήγα στο stand.
Ο λιγοστός κόσμος που υπήρχε στο μαγαζί χειροκρότησε με ενθουσιασμό. Κοίταξα προς το μέρος του Στέργιου. Με κοιτούσε χωρίς να χειροκροτεί. Τα μάτια μου πλημμύρισαν πάλι με δάκρυα που τα έκαναν να τσούξουν.
Κατέβηκα και πήγα στο μπαρ και ήπια ακόμα μια γουλιά από το ποτό μου. Είχα ευχηθεί να δω το Στέργιο και οι σαδιστές Θεοί είχαν εκπληρώσει την ευχή μου. Έστριψα ένα τσιγάρο και το άναψα. Κάπνιζα πολύ σπάνια αλλά εκείνη την ώρα το χρειαζόμουν. Όταν σήκωσα πάλι το βλέμμα μου και γύρεψα να δω το Στέργιο το τραπέζι του ήταν άδειο. Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, το κενό είχε εξαφανιστεί, το μόνο που ένιωθα ήταν πόνος… σα να μου θέρισαν τα σπλάχνα.
Δεν άντεχα να κάτσω άλλο εκεί. Χαιρέτησα τον Κώστα και τον Αλέξη και κίνησα να φύγω, ήθελα να πάρω αέρα.
«Βιολέτα;» με φώναξε ανήσυχος ο Κώστας αλλά έφυγα σα να με κυνηγούν όλοι οι δαίμονες της κόλασης.
Πνιγόμουν… πνιγόμουν. Με το που βγήκα έξω από το μαγαζί έσπασα. Κάθισα σε ένα πεζούλι και έβαλα τα κλάματα. Οι λυγμοί μου μου ρήμαζαν την ψυχή και δεν μπορούσα… δεν μπορούσα να σταματήσω. Είχα αγκαλιάσει τα πόδια μου και έκλαιγα, εκεί στα καλιά. Δε με ένοιαζε αν γινόμουν θέαμα, δε με ένοιαζε τίποτα.
Ένιωσα μια παρουσία δίπλα μου. Ένα χέρι με χάιδεψε τρυφερά στα μαλλιά.
«Κώστα, άσε με… άσε με…» είπα μέσα στους λυγμούς μου.
«Στέργιο με λένε» άκουσα τη λατρεμένη φωνή.
«Συγνώμη… συγνώμη…» δεν ήξερα τι άλλο να του πω, δεν είχα τι άλλο να του πω. Συνέχισα να κλαίω με λυγμούς. Κάθισε δίπλα μου και με τράβηξε προς το μέρος του. Ένιωσα ντροπή, έκανα να τραβηχτώ αλλά με κράτησε σταθερά πάνω του. Έγειρα στην αγκαλιά του και δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα έκλαιγα μέσα της. Ακόμα και όταν σταμάτησα να κλαίω μου πήρε πολλή ώρα να βρω τις ανάσες μου. «Στέργιο» πήγα να του πω αλλά ακούμπησε το χέρι του στα χείλη μου κάνοντας μου νόημα να σωπάσω.
«Μπορείς να οδηγήσεις;» με ρώτησε. «Πόσο έχεις πιει;»
«Τρία… τρία ουίσκι.»
«Θα σε πάω εγώ σπίτι σου» μου δήλωσε.
«Το αυτοκίνητο; Έχω έρθει με το αυτοκίνητο.»
«Το αυτοκίνητο δε θα πάθει τίποτα αν μείνει μια μέρα εδώ. Εσύ όμως δεν είσαι σε θέση να οδηγήσεις τώρα, Βιολέτα.»
«Τι… τι θα πω στους γονείς μου αύριο;»
«Θα πεις ότι ήπιες παραπάνω και δεν μπορούσες να οδηγήσεις και γι’ αυτό πήρες ταξί και γύρισες σπίτι. Και για τους ίδιους είναι πολύ προτιμότερο να μείνει το αυτοκίνητο εδώ παρά να οδηγήσεις στην κατάσταση που είσαι, έχοντας μάλιστα πιεί.»
«Στέργιο…» πήγα να του πω αλλά με έκοψε.
«Δεν ακούω κουβέντα, Βιολέτα.»
Αναστέναξα και τον ακολούθησα στο αυτοκίνητό του. Ήταν διαφορετικό από αυτό που είχε πριν 6 χρόνια. Οι αναμνήσεις με πλημμύρισαν και πάλι και με το ζόρι συγκρατήθηκα και δεν έβαλα πάλι τα κλάματα.
Δεν μιλήσαμε σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Εκείνος δεν είπε κουβέντα και εγώ δεν έβρισκα το θάρρος να του πω το οτιδήποτε. Άρχισα να νιώθω απαίσια, ένιωσα ότι με λυπάται. Μα δεν είχα κάποιον να θυμώσω, μόνο τον εαυτό μου.
Φτάσαμε έξω από το σπίτι. Άνοιξα την πόρτα και κατέβηκα από το αυτοκίνητο. Κατέβηκε και εκείνος και με συνόδεψε μέχρι την εξώπορτα.
«Ευχαριστώ» ξεκίνησα να του λέω αλλά με έκοψε.
«Βιολέτα, γιατί τραγούδησες εκείνο το τραγούδι;»
«Στέργιο….»
«….»
«Ελπίζω… ελπίζω κάποτε να με συγχωρέσεις» του είπα.
«Δεν έχει σημασία τι θα κάνω εγώ αν δεν συγχωρέσεις πρώτα εσύ τον ίδιο σου τον εαυτό.»
Χαμογέλασα πικρά
«Catch-22» του είπα και ένιωσα πάλι μαχαίρι στην ψυχή μου. Ο ίδιος μου είχε γνωρίσει αυτή τη φράση τον πρώτο καιρό που είχαμε αρχίσει να μιλάμε στο irc. «Για να συγχωρήσω τον εαυτό μου θα πρέπει να με συγχωρήσεις εσύ αλλά για να με συγχωρήσεις εσύ θα πρέπει να συγχωρήσω εγώ τον εαυτό μου.»
«Δεν είπα αυτό. Είπα ότι δεν έχει σημασία το τι θα κάνω εγώ αν δεν μπορέσεις να κάνεις κι εσύ το ίδιο πράγμα.»
«Ξέρεις… εδώ και… πηγαίνω… πηγαίνω συχνά στο Καραόκε… και κάθε φορά… κάθε φορά… με την… με την κρυφή ελπίδα να σε δω.»
«Αν ήθελες πραγματικά να με βρεις είχες και το τηλέφωνό μου και το e-mail μου.»
«Και θα σου έλεγα τι, Στέργιο; Το ξέρω… το ξέρω πως… Δεν τολμούσα. Γιατί… γιατί αν το έκανα….»
«Αν το έκανες θα ήταν κάτι τελειωτικό» μου είπε.
Κατέβασα τα μάτια μου. Ένιωσα το βλέμμα του πάνω μου αλλά δεν τολμούσα να τον κοιτάξω.
«Και έτσι συνέχισες να τιμωρείς τον εαυτό σου… ξέροντας… ξέροντας πόσο λίγες πιθανότητες είχε αυτό να συμβεί. Αλλά τι σημασία είχε Βιολέτα; Δεν ήταν closure, το τέλος το έδωσες η ίδια πριν έξι χρόνια. Απλά το έκανες για να βασανίζεις τον εαυτό σου. Δεν αλλάζει το παρελθόν, είμαστε το ολοκλήρωμα των στιγμών μας. Θυμάσαι;»
«Στέργιο…» προσπάθησα να πω αλλά σταμάτησα. Δεν είχα τι να πω. Με θέριζε η ματιά του. «Δε θέλω να με λυπάσαι…» είπα μην ξέροντας κι εγώ που βρήκα το θάρρος.
«Αυτό νομίζεις ότι κάνω, Βιολέτα; Γι’ αυτό νομίζεις ότι είμαι εδώ; Γιατί σε λυπάμαι;» με ρώτησε με έντονο εκνευρισμό στη φωνή του.
«Συγνώμη… συγνώμη…» του είπα μην τολμώντας να τον κοιτάξω. Πήρε κάμποσες βαθιές ανάσες προσπαθώντας να ηρεμίσει και εκεί έσπασα εκ νέου.
Καθίσαμε στα σκαλάκια της εισόδου και όπως και πριν με έσφιξε πάλι πάνω στην αγκαλιά του όσο έκλαιγα.
«Με πλήγωσες Βιολέτα. Με θέρισες. Μα όσο και αν είχα θυμώσει μαζί σου… δεν σε μίσησα, δεν μπόρεσα να σε μισήσω. Ήσουν… ήσουν η Βιολέτα μου, η πιτσιρίκα μου. Δε… Τι νόημα έχει να μισείς κάποιον που δεν μπορεί να ανταποδώσει….»
«Στέργιο, δεν ήταν ότι δεν είχα συναισθήματα για σένα. Είχα… Έχω… ακόμα… Ένιωσα… ένιωσα ότι πνίγομαι. Δε… δε σου μίλησα όταν έπρεπε… φοβόμουν… Θεέ μου, φοβόμουν μη σε χάσω. Και τελικά… τελικά αυτό ήταν που με έκανε… αυτό ήταν που… Σ’ έχασα γιατί… γιατί φοβόμουν μη σε χάσω. Δεν… δεν άντεχα μέσα μου. Προσπάθησα… προσπάθησα να αποδείξω στον εαυτό μου….»
«Είναι αργά» μου είπε.
Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά αποδεχόμενη τη μοίρα μου.
«Θα… θα με συγχωρέσεις ποτέ;»
«Το έχω κάνει εδώ και πολύ καιρό, Βιολέτα μου,» μου απάντησε απλά και έβαλα ξανά τα κλάμματα.
14. Χάραμα
«Μου;» τον ρώτησα όταν ηρέμισα, ακόμα δακρυσμένη.
«Μου» απάντησε χαϊδεύοντάς μου τρυφερά το πρόσωπο, σκουπίζοντας με τα δάχτυλά του τα δάκρυα μου.
«Στέργιο…» ξεκίνησα να λέω αλλά ο φόβος ότι εννοούσε κάτι άλλο με παρέλυσε. Τον κοίταξα με ένα βλέμμα απελπισίας μαζί και ελπίδας.
«Αύριο θα έρθω να σε πάρω να πάμε Άγιο Στέφανο να πάρεις το αυτοκίνητο. Το βράδυ… το βράδυ, θέλεις δούμε τον τελικό παρέα;»
Δεν μπορούσα να πιστέψω τι γινόταν εκείνη τη στιγμή. Πόσες και πόσες φορές δεν είχα δει στα όνειρά μου ότι είχα επιστρέψει ξανά, ότι με είχε συγχωρήσει, ότι με είχε δεχτεί, μόνο και μόνο για να ξυπνήσω και να με πιάσει κατάθλιψη.
«Στέργιο… μακάρι… μακάρι… θα θυσίαζα τα πάντα για… για να μπορούσα να πάρω το χρόνο πίσω…» αλλά έβαλε το χέρι του στα χείλη μου και με έκοψε.
«Blank slate, Βιολέτα. Δε μου απάντησες.»
«Πολύ… πολύ θα το ήθελα.»
«Ωραία, αύριο στις 18:00 θα περάσω να σε πάρω να πάμε να πάρεις το αυτοκίνητο από τον Άγιο Στέφανο. Θα γυρίσουμε στο Γαλάτσι, αν δε θυμάσαι το δρόμο για το σπίτι μου θα ακολουθείς εμένα.»
«Τον… τον θυμάμαι. Στέργιο…;»
«Πες μου.»
«Ποτέ… ποτέ δεν σε ξέχασα….»
Δεν απάντησε, απλά με χάιδεψε τρυφερά στο πρόσωπο.
«Πήγαινε για ύπνο. Τα λέμε αύριο το απόγευμα.»
Σηκωθήκαμε και οι δύο από τις σκάλες. Τον κοίταξα αβέβαιη, ακόμα δεν ήμουν σίγουρη τι συμβαίνει. Ο ίδιος μου πήρε τα χέρια μου και τα κράτησε στα χέρια του. Δεν είπε τίποτε, απλά με κοίταζε. Η καρδιά μου χοροπηδούσε μέσα στο στήθος μου.
«Καληνύχτα Βιολέτα» μου είπε τελικά.
Άφησε τα χέρια μου ελεύθερα. Έφερε το δάχτυλό του στο στόμα του και του έδωσε ένα ελαφρύ φιλί. Μετά το ακούμπησε στα χείλη μου. Έπιασα το χέρι του και φίλησα το δάχτυλό του. Χαμογέλασε.
«Καληνύχτα Στέργιο… μου» του είπα
Μου έκλεισε το μάτι παιχνιδιάρικα. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Όταν έκλεισε και μόνο τότε γύρισε και απομακρύνθηκε για να επιστρέψει στο αυτοκίνητό του.
Ανέβηκα στο σπίτι, ήταν 01:30 αλλά οι γονείς μου κοιμόντουσαν. Πήγα στο δωμάτιό μου και άλλαξα στα γρήγορα. Πήγα στην κουζίνα και έβαλα ένα ποτήρι κρύο τσάι. Γύρισα στο δωμάτιο και άνοιξα το laptop. Άνοιξα το word και άρχισα να πληκτρολογώ.
Αναφορά, Σάββατο, 3 Ιούλη 2004
Όταν την τελείωσα, έσωσα το αρχείο και το έστειλα στο mail του Στέργιου. Πριν πέσω για ύπνο έστειλα μήνυμα.
«Μόλις τέλειωσα την αναφορά μου για σήμερα. Στην έχω στείλει στο mail σου, καλή σου νύχτα Στέργιο μου.»
Άνοιξα το ραδιοφωνάκι και έπεσα για ύπνο. Ξύπνησα γύρω στις 09:00, άνοιξα με αγωνία το κινητό μου. Είχε μόνο ένα μήνυμα
«😊»
Ένα απλό χαμόγελο… δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα απλό χαμόγελο… Δεν ήταν όνειρο… δεν ήταν όνειρο!!!!
Πήγα στην κουζίνα για να φτιάξω καφέ. Ήταν εκεί και οι δύο μου γονείς.
«Μπαμπά, χθες τα ήπια λίγο παραπάνω και γύρισα με ταξί. Θα πάω να πάρω το αυτοκίνητο το απόγευμα.»
«Καλά που δε χρειάζεται να πάμε πουθενά» είπε.
«Ε… παρασύρθηκα μωρέ… δεν έγινα τύφλα αλλά….»
«Καλά-καλά. Τι ώρα θα πας να το πάρεις; Και πώς θα πας να το πάρεις για να έχουμε καλό ρώτημα;»
«Στις 18:00 θα περάσουν να με πάρουν.»
«Έχει τον τελικό σήμερα!»
«Ναι, είμαι προσκαλεσμένη να τον δω… σήμερα θα τον δείτε χωρίς εμένα!»
«Δε θα μας χαλάς τα γούρια τώρα!» είπε ο πατέρας μου.
«Ούτε με τη Γαλλία ήμουν εδώ, μια χαρά κερδίσαμε! Έλα τώρα, που πιστεύεις στα γούρια!»
«Έτσι και χάσουμε σήμερα θα σε γδάρω, δε σου λέω τίποτε άλλο» μου δήλωσε. «Και δε μου λες, που θα πας;»
«Στο σπίτι ενός φίλου.»
«Τον ξέρουμε;» ρώτησε ο πατέρας μου.
«Όχι» του απάντησα. Δεν ήθελα να μπω σε αυτή τη συζήτηση τώρα.
«Και θα είστε μόνοι σας;» με ρώτησε η μάνα μου.
«Μαμά, δεν είμαι 15 χρονών. Συνάντησα χθες τυχαία ένα παλιό φίλο που είχα να τον δω πολύ καιρό, είναι και ο λόγος που τα ήπια λίγο παραπάνω και για να κάνουμε catch-up με προσκάλεσε σήμερα να δούμε το παιχνίδι σπίτι του και να τα πούμε.»
Στους γονείς μου δεν είχα γνωρίσει κανέναν άλλον με τον οποίο είχα συσχετιστεί μαζί του. Μόνο το Στέργιο. Το Νίκο δεν υπήρχε περίπτωση να τον γνωρίσω στους γονείς μου και με τους υπόλοιπους απλά δεν έμπαινα στον κόπο.
Δεν επέμειναν. Έφτιαξα τον καφέ και γύρισα στο δωμάτιό μου. Άνοιξα το ραδιοφωνάκι και μετά κάθισα στο laptop και συνέχισα να ψάχνω πηγές για μια εργασία που είχα να παραδώσω το Σεπτέμβρη. Είχα επίσης να βαθμολογήσω κάποια γραπτά προπτυχιακών, της εξεταστικής του Ιουνίου, αλλά σήμερα δεν ήθελα να μπω σε αυτή τη διαδικασία. Είχα εξαιρετική διάθεση και δεν ήμουν σίγουρη ότι δε θα έβαζα σε όλους δεκάρια, ακόμα και σε λευκές κόλες. Χαμογέλασα.
Στις 10:00 έστειλα νέο μήνυμα
«Έχω καθίσει στο γραφείο μου και συνεχίζω να ψάχνω στο δίκτυο σχετικά με την εργασία που έχω να παραδώσω το Σεπτέμβρη. Αποφάσισα να μη βαθμολογήσω σήμερα τα γραπτά που μου έχουν μείνει γιατί με βλέπω να βάζω σε όλους δεκάρι.»
Η απάντηση ήρθε μετά από λίγο
«Κεφάκια ε; Χαίρομαι 😊»
«Ακόμα δεν έχω αποφασίσει αν είναι αλήθεια ή βλέπω όνειρο. Αν βλέπω όνειρο δε θέλω να ξυπνήσω!»
«Και κατά τα φαινόμενα αποφάσισες να μην αφήσεις ούτε εμένα να κοιμηθώ. Λοιπόν, ετοίμασε τα πράγματά σου, θα περάσω σε λίγη ώρα να σε πάρω να πάμε για μπάνιο.»
«Ναιιιιιιιιιιιιι» απάντησα ενθουσιασμένη. Είχε φτάσει 3 Ιούλη και δεν είχα πάει ούτε για ένα μπάνιο.
Παρά το γεγονός ότι είχα πάρει και άλλα μαγιό επέλεξα αυτό που είχα φορέσει την πρώτη φορά που είχαμε πάει για μπάνιο μαζί, μια μέρα πριν κλείσω τα 19 μου.
Πήγα στην κουζίνα
«Θα πάω για μπάνιο και μετά θα πάω να φέρω το αυτοκίνητο από τον Άγιο Στέφανο. Θα το βάλω στο γκαράζ αλλά δε θα ανέβω, θα φύγω κατευθείαν.»
«Δε θα φας μαζί μας;»
«Όχι» τους είπα και τους έσκασα ένα φιλάκι στον καθένα.
Επέστρεψα σα σίφωνας στο δωμάτιό μου και άλλαξα στα γρήγορα. Έβαλα από πάνω μου ένα παρεό, έφτιαξα την τσάντα μου για τη θάλασσα και κάθισα και περίμενα. 40 λεπτά αργότερα μου ήρθε μήνυμα.
«Είμαι από κάτω.»
«Κατεβαίνω» του απάντησα. Πήγα και χαιρέτησα τους γονείς μου και κατέβηκα κάτω. Ο Στέργιος με περίμενε έχοντας βγάλει alarms. Μπήκα μέσα και όταν έκλεισα την πόρτα ξεκίνησε.
«Καλημέρα Βιολέτα.»
«Καλημέρα Στέργιο» του είπα χαμογελαστή. «Πού θα πάμε;»
«Σήμερα λέω να πάμε Σχοινιά. Σε μπιτσόμπαρο, μη νομίζεις. Εντάξει, η θάλασσα δεν είναι όπως αυτή στα λιμανάκια αλλά θα πιούμε και τα καφεδάκια μας και γενικά θα είμαστε άνετοι.»
Δεν είχε πολλή κίνηση, δε αργήσαμε να φτάσουμε στο σχοινιά. Παρά το ότι είχε πάει σχεδόν 11:30 δεν είχε τον αναμενόμενο κόσμο.
«Τραπέζι ή ξαπλώστρες;» τον ρώτησα.
«Αν πλακώσει κόσμος προτιμώ να είμαι σε τραπέζι να σου πω την αλήθεια παρά σε ξαπλώστρα με πιτσιρίκια να τρέχουν πάνω-κάτω.»
«Ό,τι προτιμάς» του είπα και πήγαμε και κάτσαμε σε ένα τραπέζι. Είχε δύο πολυθρόνες και ένα διθέσιο καναπέ. Αφήσαμε τα πράγματά μας στις πολυθρόνες και καθίσαμε στον καναπέ. Γύρισα στο πλάι ώστε να μπορώ να τον κοιτάζω αλλά ο Στέργιος με πήρε στην αγκαλιά του. Έγειρα το κεφάλι μου στους ώμους του ενώ το χέρι του με έσφιξε από τη μέση. Μετά από έξι ολόκληρα χρόνια ένιωσα σαν ψάρι που από την έρημο επέστρεψε στο νερό. «Ό,τι… ό,τι και αν συνέβη… μου έλειψες Στέργιο. Δεν… δεν έπαψες ποτέ να μου λείπεις» του είπα.
Δεν απάντησε, απλά άρχισε να με χαϊδεύει απαλά. Έκλεισα τα μάτια μου και αφέθηκα στο χάδι του.
«Βιολέτα….»
«Πες μου….»
«Χθες το βράδυ… χθες το βράδυ είχα τα down μου. Δεν ξέρω τι με έκανε να πάω στον Άγιο Στέφανο, στο καραόκε. Είχα να πάω έξι χρόνια, δεν ήξερα καν αν ακόμα λειτουργεί. Απλά δεν μπορούσα να κάτσω μέσα. Κάθισα σε μια άκρη και έπινα το ποτό μου. Και κάποια στιγμή σήκωσα το βλέμμα μου και σε είδα να κάθεσαι στο μπαρ. Φοβήθηκα ότι βλέπω φαντάσματα, σαν… σαν να μην είχε περάσει μια μέρα… Τα έχασα, δεν ήξερα τι να κάνω. Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν να σηκωθώ να φύγω. Άλλωστε… είχαν περάσει έξι χρόνια. Πριν προλάβω να το αποφασίσω γύρισες και με κοίταξες. Πάγωσες. Πάγωσα κι εγώ… ο δρόμος της διαφυγής είχε κλείσει, δε μπορούσα να φύγω έτσι απλά. Δυσκολεύτηκα πολύ για να κάνω τα πόδια μου να με υπακούσουν και να σηκωθούν. Ήσουν… Είχες δακρύσει. Δεν… δεν πήρες το βλέμμα σου από πάνω μου. Τα μάτια σου… τα μάτια σου έτρεχαν. Είχα χάσει τα λόγια μου, δεν ήξερα τι να πω. Όταν μου είπες «Στέργιο…» προσπαθώντας… δεν ξέρω… δεν… δεν ήθελα να ακούσω τη συνέχεια. Γύρισα στο τραπέζι μου για να μαζέψω τα πράγματά μου για να φύγω. Σε είδα να πηγαίνεις στο DJ και είπα… κάτσε… ας την ακούσεις μια τελευταία φορά. Μέσα σε μια στιγμή είχα γυρίσει έξι χρόνια στο παρελθόν. Σε εκείνο το απόγευμα που μου είπες… Με είχε πονέσει πολύ. Μετά… μετά σηκώθηκες και τραγούδησες αυτό που τραγούδησες. Σε ξέρω από 16 χρονών. Ήξερα ότι η επιλογή σου δεν ήταν τυχαία. Μου μίλησες. Μου μίλησες όπως μου μίλησε το Σύμπαν που μου έστειλε την παρόρμηση να πάω στο Καραόκε. Ήταν… ήταν too much. Σηκώθηκα να φύγω σα να με κυνηγάνε αλλά όταν βγήκα έξω… Δεν ήξερα τι να κάνω. Ήθελα να φύγω και ήθελα να γυρίσω. Κάθισα εκεί παλεύοντας με τον εαυτό μου μέχρι που βγήκες και κάθισες στα σκαλιά και άρχισες να κλαις. Ό,τι… ό,τι και αν είχε γίνει….»
Σταμάτησε να μιλάει.
«Μπορώ να στρίψω ένα τσιγάρο;» τον ρώτησα.
«Σε είδα και χθες να καπνίζεις. Πότε το άρχισες;»
«Δεν… δεν καπνίζω παρά σε εξαιρετικές περιστάσεις.»
«Δε θέλω να καπνίζεις» μου είπε.
«Εντάξει Στέργιο μου, δε θα καπνίσω ξανά.»
«Με εξαίρεση το βράδυ αν κερδίσουμε. Γούρι… θα γελάσεις, πριν από κάθε παιχνίδι αγοράζω ένα πούρο και το ανάβω μετά το παιχνίδι. Θα το μοιραστούμε!»
«Αν χάσουμε;»
«Έλα δε θέλω αηδίες» μου είπε.
«Τοίχο;» τον ρώτησα γελώντας.
«Δέκα λεπτά, τουλάχιστον» μου απάντησε.
Στο μεταξύ και με αρκετή καθυστέρηση ήρθε μια γκαρσόνα και δώσαμε την παραγγελία μας.
«Βιολέτα, δε θα πω ότι δε χαμογέλασα όταν την είδα… αλλά γιατί μου έστειλες αναφορά;»
«Γιατί… Γιατί μου είπες blank slate. Αλλά εγώ….»
«Εσύ;»
«Ήθελα… ήθελα να σου δώσω να καταλάβεις… πως… πως αν εσύ το θέλεις… blank slate… να συνεχίσουμε από εκεί που είχαμε μείνει. Αυτή τη φορά ωστόσο… χωρίς… χωρίς τα λάθη που έκανα.»
«Το παρελθόν δεν διαγράφεται μονοκοντυλιά, Βιολέτα μου. Blank slate δε σημαίνει διαγραφή του παρελθόντος… σημαίνει να το αφήσουμε πίσω μας. Έχουμε πολλά να πούμε και πολλά δε θα είναι ευχάριστα αλλά δε μπορεί να δουλέψει αλλιώς. Όχι θάβοντάς τα κάτω από το χαλί αλλά αντιμετωπίζοντάς τα κατάματα. Αλλιώς… αλλιώς θα είναι μια ανοιχτή πληγή που το μόνο που θα μπορεί να κάνει είναι να μας δηλητηριάσει ξανά.»
Του τα είπα όλα. Για το Νίκο, για αυτούς που τον ακολούθησαν, για την προσπάθειά μου να βρω τη θέση μου σε μια BDSM σχέση. Δεν του κράτησα τίποτα κρυφό. Πότε πότε με διέκοπτε και μου έκανε ερωτήσεις αλλά πέραν αυτών δε μου είπε τίποτε άλλο.
«Πάμε να βουτήξουμε» μου είπε όταν τελείωσα. Σηκώθηκε και τον ακολούθησα. Αν και ο κόσμος είχε αυξηθεί δεν ήταν πολύς. Μπήκαμε στο νερό, η θάλασσα ήταν υπέροχη και πήγαμε μέχρι που το νερό μου έφτανε στο λαιμό. «Γδύσου τελείως» μου είπε. Ξεροκατάπια αλλά έβγαλα και το πάνω και το κάτω μέρος του μαγιό μου. Του τα έδωσα.
«Γιατί μου τα δίνεις;»
«Γιατί… Στέργιο, το καταλαβαίνω… blank slate ή όχι, θα… θα είναι δύσκολο να κερδίσω πάλι την εμπιστοσύνη σου. Εγώ όμως σε εμπιστεύομαι… Είναι… είναι ο τρόπος μου να σου πω… ότι αφήνομαι πάνω σου.»
«Κολύμπα προς τα μέσα» μου είπε. «Δε θα σταματήσεις μέχρι να σου πω.»
Έκανα αυτό που με διέταξε. Κολύμπησα προς τα μέσα μέχρι που τον άκουσα να μου λέει «αρκετά». Δεν πάτωνα. Μου έκανε νόημα να τον πλησιάσω οπότε κολύμπησα προς την ακτή μέχρι που έφτασα στο σημείο που ήμασταν πριν.
Μου έδωσε το κάτω μέρος του μαγιό και το φόρεσα. Μετά με πήρε στην αγκαλιά του και με σήκωσε μέχρι που βγήκα από το νερό, γυμνόστηθη. Δεν αντέδρασα. Με άφησε ξανά και μπήκα μέχρι το λαιμό στο νερό.
«Φόρεσε και το πάνω μέρος του μαγιό σου και πάμε έξω» μου είπε. Το φόρεσα και τον ακολούθησα. Βγήκαμε έξω και πήγαμε στα ντους για να ξεπλύνουμε από πάνω μας την αλμύρα. Το νερό ήταν αρχικά σχεδόν καυτό αλλά μέχρι να τελειώσουμε είχε γίνει κρύο. Γυρίσαμε στο τραπέζι μας και κάτσαμε.
«Γιατί με έβαλες να γδυθώ μέσα στο νερό;» τον ρώτησα.
«Γιατί ήθελα να σε νιώσω γυμνή πάνω μου» μου απάντησε. «Τίποτα περισσότερο.»
«Ελπίζω να σου άρεσε αυτό που ένιωσες και είδες» του απάντησα χαμογελαστή.
Χαμογέλασε αλλά δεν απάντησε.
«Λοιπόν, πάμε να πάρουμε το αυτοκίνητό σου από τον Άγιο Στέφανο και να πάμε σπίτι μου;»
«Στέργιο, σε πειράζει να περάσουμε πρώτα από την Πεύκη για να μην τους αφήσω χωρίς αυτοκίνητο;»
«Όχι, καθόλου» μου είπε.
Πληρώσαμε τους καφέδες μας και ξεκινήσαμε. 20-25 λεπτά αργότερα είμασταν στον Άγιο Στέφανο. Πήγα στο αυτοκίνητό και το ξεκλείδωσα. Ξεκινήσαμε μπροστά εγώ και πίσω ο Στέργιος με το δικό του και 25 λεπτά αργότερα φτάσαμε Πεύκη. Έβαλα το αυτοκίνητο στην πυλωτή και το κλείδωσα και μετά γύρισα στο αυτοκίνητο του Στέργιου. Όταν ξεκίνησε και αφού απομακρυνθήκαμε λίγο πήρα τον πατέρα μου στο κινητό.
«Μπαμπά, έφερα το αυτοκίνητο, το έχω βάλει στην πυλωτή. Τα λέμε το βράδυ όταν τελειώσει το παιχνίδι.»
Λίγη ώρα αργότερα φτάσαμε στο Γαλάτσι. Όταν ανεβήκαμε στο διαμέρισμά του δεν κάτσαμε στο σαλόνι, βγήκαμε έξω στη βεράντα.
Η μέρα κύλισε πολύ γρήγορα. Ήθελα να τον φιλήσω αλλά ο ίδιος δεν είχε κάνει καμία κίνηση και όσο και αν τον είχα ανάγκη απελπισμένα δεν έκανα τίποτα. Παραγγείλαμε πίτσα μιάμιση ώρα πριν ξεκινήσει το παιχνίδι γιατί δεν ήμασταν σίγουροι ότι αν καθυστερούσαμε κι άλλο δε θα μας την έφερναν κατόπιν εορτής. Ακόμα ωστόσο και έτσι έκαναν πάνω από μια ώρα για να τη φέρουν. Φάγαμε την πίτσα μας και ήπιαμε τις μπύρες μας και μετά πήγαμε μέσα να δούμε το παιχνίδι.
Ο ίδιος είχε αγωνία αλλά εμένα ακόμα και στον τελικό δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα. Εννοώ ότι ακόμα και προχθές στο γκολ στο τέλος της παράτασης είχαν πεταχτεί όλοι από τους καναπέδες και χοροπηδούσαν και εγώ προσπαθούσα να μη γελάσω με τις αντιδράσεις τους. Δεν ήταν ότι δεν είχα χαρεί αλλά αδυνατούσα να καταλάβω γιατί κάναν έτσι για 22 μαντραχαλάδες που κυνηγούσαν ένα τόπι.
Βέβαια όταν έβαλε το γκολ ο Χαριστέας και ο Στέργιος άρχισε να χοροπηδάει σαν ινδιάνος πετάχτηκα κι εγώ πάνω αν μη τι άλλο ενθουσιασμένη από τον ενθουσιασμό του. Με άρπαξε, με έσφιξε πάνω του και με φίλησε.
Θεέ μου… έξι χρόνια… έξι χρόνια. Έλιωσα… νόμιζα ότι θα χυθώ. Τον αγκάλιασα από το σβέρκο και αφέθηκα στο φιλί του κλείνοντας τα μάτια μου. Άκουγα φωνές, όλη η πολυκατοικία ήταν στο πόδι και πανηγύριζε και εγώ είχα σφαλίσει τα μάτια και για μένα δεν υπήρχε τίποτα στον κόσμο εκτός από το φιλί στο οποίο είχα παραδοθεί.
Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα φιλιόμασταν έτσι. Κάποια στιγμή ο Στέργιος τραβήχτηκε και τον άφησα απρόθυμα. Καθίσαμε πάνω στον καναπέ αλλά τον Στέργιο δεν τον χώραγε ο τόπος. Κουνιόταν αριστερά, κουνιόταν δεξιά, πεταγόταν, ξανακαθόταν, πήγαινε έξω και γύρναγε μέσα. Τον κοιτούσα χαμογελαστή. Κάποια στιγμή με έσφιξε πάνω του, νόμιζα ότι θα μου κοπεί η ανάσα από τη δύναμη που με έσφιξε… μα ήταν… ήταν τόσο όμορφα.
Όταν με τα πολλά σφυρίχτηκε η λήξη του έφυγε από το στήθος ο ελέφαντας που είχε στρογγυλοκάτσει πάνω του από το γκολ και μετά. Σηκώθηκε και ούρλιαζε, χοροπηδούσε και εγώ να τον κοιτάζω και να γελάω με τον ενθουσιασμό του. Με σήκωσε με έσφιξε πάνω του και με ξαναφίλησε βαθιά κάνοντας πάλι το χρόνο να σταματήσει για μένα.
Βγήκαμε έξω, από κάτω ο κόσμος είχε βγει στο δρόμο και πανηγύριζε. Τους κοιτούσαμε από το μπαλκόνι. Ο Στέργιος με κρατούσε σφιχτά αγκαλιά.
«Θέλεις να κατέβουμε κάτω;» τον ρώτησα.
«Όχι» μου είπε. «Περίμενε εδώ» μου είπε και με άφησε μόνη. Γύρισε μετά από ούτε καν λεπτό με δυο πλαστικές καρέκλες. Ξαναπήγε μέσα και γύρισε με δυο μπύρες. Καθίσαμε στις καρέκλες και κοιτάζαμε κάτω τον κόσμο που είχε βγει στους δρόμους και πανηγύριζε. Κόρνες, γέλια, καπνογόνα, βαρελότα, γινόταν της κακομοίρας. Στο βάθος βλέπαμε πυροτεχνήματα.
Είχαμε ανοιχτή την τηλεόραση δυνατά, την ώρα της απονομής μπήκαμε μέσα να τη δούμε. Ο Στέργιος αυτή τη φορά ήταν πιο ψύχραιμος αλλά χαμογελούσε από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. Εγώ πάλι χαμογελούσα για τελείως διαφορετικούς λόγους.
Έκλεισε την τηλεόραση.
«Δέκα λεπτά, ξεκινάνε τώρα» μου είπε. Χαμογέλασα και πήγα και κάθισα με τη μύτη στον τοίχο.
Δεν με άφησε ούτε δύο λεπτά, ήρθε από πίσω μου και με φίλησε στο σβέρκο κάνοντάς με να ανατριχιάσω. Τα χέρια του με χάιδευαν στη μέση. Ήμουν ακόμα με το μαγιό, παρόλο που είχα πάρει ρούχα μαζί μου δεν είχα αλλάξει. Μου έλυσε το πάνω μέρος και εξακολουθώντας να με φιλάει στο λαιμό και στο σβέρκο άρχισε να μαλάζει απαλά στην αρχή και μετά πιο δυνατά και τα δυο μου στήθη. Τον ήθελα μέσα μου με οποιοδήποτε τρόπο. Ακόμα… ακόμα και αν με ήθελε από πίσω… θα του δινόμουν όπως ήθελε. Κόλλησε πάνω μου και ένιωσα τον ερεθισμό του. Πέρασε το ένα χέρι του χαμηλά και μέσα από το μαγιό μου και βούτηξε το δάχτυλό του μέσα μου. Ήμουν μούσκεμα αλλά συνέχισε να με παίζει χωρίς βιάση ενώ το όργανό του τριβόταν στον κώλο μου.
Με γύρισε και τον αγκάλιασα και πάλι από το σβέρκο ανταποδίδοντας το φιλί του. Πόσες… πόσες νύχτες τον είχα δει στα όνειρά μου… για να ξυπνήσω το πρωί ακόμα πιο άδεια. Δεν ήταν όνειρο όμως… δεν ήταν όνειρο. Ήμουν εκεί, στην αγκαλιά του, παραδομένη στο φιλί του.
Γονάτισα μπροστά του και τον πήρα στο στόμα μου. Πλέον… πλέον μπορούσα να τον πάρω βαθιά μέσα μου, χωρίς να πνίγομαι και χωρίς να με πιάνει το αίσθημα της αναγούλας. Τον κατάλαβα από τις ανάσες του, τον κατάλαβα από το σώμα του, τον κατάλαβα από την αίσθησή του μέσα στο στόμα μου. Τραβήχτηκα και βγήκε έξω από το στόμα μου. Του έγλειψα το κεφαλάκι και μετά με τη γλώσσα μου τον έγλειψα μέχρι τη βάση ακολουθώντας τις φλέβες του που είχαν πεταχτεί. Μετά ακολουθώντας την αντίθετη διαδρομή έφτασα ξανά μέχρι το κεφαλάκι και αφού έπαιξα λίγο μαζί του τον ξαναπήρα βαθιά στο στόμα μου.
Κρατώντας με ακίνητη από τα μαλλιά άρχισε να κουνιέται μέσα έξω. Αφέθηκα στο ρυθμό του αγκαλιάζοντάς τον από τους γλουτούς. Άρχισε να κινείται όλο και πιο γρήγορα και οι ανάσες του γινόντουσαν όλο και πιο κοφτές. Τον ένιωσα στο στόμα μου να δονείται αλλά δε σταμάτησε να μπαινοβγαίνει μέσα μου ακόμα και όταν τέλειωσε. Το στόμα μου, ο λαιμός μου και τα χείλη μου πλημμύρισαν από το σπέρμα του. Ήταν λίγο πικρό αλλά δε με ένοιαξε καθόλου, κατάπινα κάθε ριπή του μέχρι που έμεινε ακίνητος μέσα μου έχοντας αδειάσει τελείως. Κατάπια για τελευταία φορά και σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα.
Το χαμόγελό του ήταν η ανταμοιβή μου και κάτι παραπάνω. Δεν τραβήχτηκε. Μου έκανε νόημα να συνεχίσω να τον περιποιούμαι με το στόμα μου. Το έκανα και το όργανό του άρχισε να μεγαλώνει και πάλι στο στόμα μου. Συνέχισε ακόμα και όταν καύλωσε και πάλι τελείως. Αυτή τη φορά δε μου έκανε mouth fuck, ήταν ακίνητος και μου κρατούσε ρυθμό με το χέρι του κρατώντας με από το πίσω μέρος του κεφαλιού.
Με σήκωσε και μου κατέβασε το κάτω μέρος του μαγιό. Με έβαλε να σκύψω στον τοίχο και μπήκε μέσα μου κάνοντάς με να δω αστεράκια. Λες και ο κόλπος μου είχε πλαστεί για εκείνον. Με γέμιζε με κάθε δυνατό τρόπο. Με κρατούσε σφιχτά από τα στήθη και καρφωνόταν μέσα μου κάνοντάς με να βογκάω από την ηδονή. Ο πρώτος οργασμός ήρθε από το πουθενά και λίγο αργότερα τον ακολούθησε και δεύτερος.
Όταν πλησίασε στο τέλος τραβήχτηκε και τελείωσε στην πλάτη μου και στον κώλο μου. Μου ζήτησε να κάτσω ακίνητη και έφερε μια χαρτοπετσέτα και με σκούπισε.
Γυρίσαμε στο σαλόνι. Κάθισε στον καναπέ. Μου έκανε νόημα να πάω να κάτσω δίπλα του πράγμα που έκανα. Αναστέναξε.
«Γιατί στενάζεις;» τον ρώτησα.
«Γιατί… γιατί έγινες… έγινες καλή στο στοματικό… αλλά δεν έγινες μαζί μου» μου είπε με μια δόση πίκρας που με τάραξε.
«Είναι… είναι πρόβλημα για σένα αυτό;» τον ρώτησα νιώθοντας την παγωνιά να γεμίζει πάλι την ψυχή μου.
«Πρόβλημα… Απλά το blank slate τελικά είναι κάτι που λέγεται πιο εύκολα παρά γίνεται.»
Είχα παγώσει μέσα μου αλλά… αλλά έπρεπε να το πω, δε γινόταν αλλιώς.
«Στέργιο… αν… αν δεν μπορείς, τότε δεν μπορείς. Θα… θα έδινα τα πάντα να γυρίσω το χρόνο πίσω αλλά… αλλά δεν μπορεί να γίνει αυτό. Το ξέρω ότι σε πλήγωσα, θα καταριέμαι μια ζωή τον εαυτό μου γι’ αυτό. Θα… θα πονέσει απίστευτα αν… αλλά….»
Αντί για απάντηση με έσφιξε πάνω του.
«Δεν το εννοούσα όπως το εννοείς. Όχι ακριβώς. Ξέρεις, δεν ισχύει μόνο για μένα αυτό. Εννοώ… ας πούμε τώρα θέλω να σε βάλω κάτω με το single tail και να σου οργώσω την πλάτη. Θα το δεις σαν παιχνίδι ή θα το δεις σαν τιμωρία; Θέλω να σε πάρω από πίσω, ξέρω ότι δεν σου άρεσε. Θα το δεις ως κάτι που μου αρέσει ή θα το δεις σαν μια εκδικητική πράξη;»
«Με έχεις συγχωρέσει, Στέργιο; Με έχεις πραγματικά συγχωρέσει;»
«Δε θα ήσουν εδώ αλλιώς, Βιολέτα.»
«Τότε θα το δω ακριβώς όπως είναι. Η ψυχή μου και το σώμα μου για την ικανοποίησή σου. Ξέρεις… στο είπα… προσπάθησα… προσπάθησα να κάνω τέτοιες σχέσεις… αλλά πάντα κάτι μου έλειπε. Ακόμα… ακόμα και όταν το παιχνίδι ήταν όμορφο κάτι έλειπε. Δυο-τρεις το πήραν αμέσως χαμπάρι και το τελείωσαν με συνοπτικές διαδικασίες όταν αρνήθηκα να τους δώσω κώλο. Άλλοι… άλλοι το άφησαν στην άκρη αλλά γρήγορα ξέφτισε στα μάτια μου. Μόνο… μόνο ένας μου αρνήθηκε όταν ζήτησα η ίδια να γίνω υποτακτική του. Ξέρεις τι μου είπε; Ότι δεν μπορεί να γεμίσει το κενό που έχω μέσα μου. Και ξέρεις τι; Είχε δίκιο. Στέργιο… ήμουν 19 χρονών, η παρουσία σου με συνέθλιβε. Φοβόμουν… φοβόμουν μη σε χάσω. Τρόμαξα με τον εαυτό μου, τρόμαξα με την ανάγκη μου. Εκείνο το βράδυ… στο ξενοδοχείο… είπα… σκεφτόμουν… μακάρι να μπορούσες να τελειώσεις μέσα μου. Να γίνω η μάνα των παιδιών σου. Ήμουν 19 χρονών, τρόμαξα… τρόμαξα… Μετά οι γονείς μου… σε… άρχισαν να σε βλέπουν σα γαμπρό. Η μάνα μου… η μάνα μου έκανε τον αδερφό μου στα 20 της. Ήθελα… ήθελα να γίνω σκλάβα σου και …τρόμαζα με τη σκέψη. Όταν… όταν… Με το Νίκο… ήταν τελείως διαφορετικά. Αλλά … αλλά δεν ήταν το είδος της σχέσης. Ήταν… ήταν το γεγονός ότι δεν έχει καμία απολύτως προοπτική. Όταν… όταν άρχισε να έχει πραγματικά βαθιά συναισθήματα για μένα το διέκοψα. Ακολούθησαν δυο-τρεις σχέσεις ακόμα… σχέσεις στις οποίες υπήρχε προοπτική, υπήρχε συναίσθημα. Αλλά δε με γέμιζαν. Δε με γέμιζαν με τον τρόπο που με γέμιζε η δική μας σχέση. Και… η αλήθεια είναι… ότι… ότι πάντα ήσουν… πάντα ήσουν στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Ήσουν… ήσουν το μέτρο. Και όλοι… όλοι έχαναν στη σύγκριση. Πλέον… πλέον ξέρω τι θέλω. Οι D/s σχέσεις που έκαναν μου το έδειξαν. Αυτό θέλω αλλά και πάλι το κενό δε γέμιζε… γιατί… γιατί δεν με είχε βρει αυτός ο κάποιος που… Γιατί αυτός ο κάποιος… δεν ήταν μια ιδέα, δεν ήταν μια αφαίρεση. Ήσουν εσύ… και εγώ… το… το… Έφυγα… έφυγα τρομαγμένη. Έκανα κάτι τόσο βαρύ… γιατί… γιατί ήξερα ότι είναι κάτι που δεν μπορώ να πάρω πίσω. Στέργιο… αν θέλεις να με χτυπήσεις με το single tail, αν θες να με πάρεις από πίσω, αν θες να με πατήσεις κάτω, αν θέλεις να σου γλείψω τις σόλες των παπουτσιών… θα… θα το δω ακριβώς ως έχει. Ότι μου το ζητάς… Και δεν θέλω τίποτα περισσότερο από… από το να δώσω ό,τι μου ζητάς. Γιατί… γιατί Στέργιο μου… δεν υπάρχει κενό. Δίπλα σου… στα πόδια σου… όπως εσύ με θέλεις.»
«Όχι σήμερα όμως» μου είπε χαμογελαστά.
«Τι… τι εννοείς;»
«Αυτό» είπε και με πήρε στα χέρια του σχεδόν και με έσφιξε στην αγκαλιά του σαν παιδούλα. Ξάπλωσα το κεφάλι μου στον ώμο του και αφέθηκα.
Δεν ήταν όνειρο. Ήμουν και πάλι δική Του.
15. Let the sunshine in
Τον κοίταζα χωρίς καλά-καλά να πιστεύω ότι ήταν η πραγματικότητα και δεν ήταν κάποιο από αυτά τα όνειρα που με στοίχειωναν εδώ και έξι χρόνια. Ένιωσε το βλέμμα μου και γύρισε και με κοίταξε και εκείνος με τη σειρά του.
«Μια δεκάρα για τη σκέψη σου» μου είπε.
«Αν είναι όνειρο δε θέλω να ξυπνήσω» του απάντησα.
Δεν απάντησε. Μου έκανε νόημα να σηκωθώ και έφυγα απρόθυμα από την αγκαλιά του. Σηκώθηκε όρθιος αλλά πριν προλάβει να απομακρυνθεί σηκώθηκα και γονάτισα μπροστά του αγκαλιάζοντάς του τα πόδια. Σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα με λατρεία.
«Στέργιο… Στέργιο μου… ξέρω… ξέρω ότι έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Ξέρω… ξέρω ότι… θα… θα είναι πολύ δύσκολο να κερδίσω πάλι την εμπιστοσύνη σου… αλλά θα κάνω… θα κάνω τα πάντα για σένα. Είμαι… είμαι εκεί που πάντα λαχταρούσα να είμαι.»
Δεν είπε τίποτα. Χαμήλωσα στο πάτωμα τελείως και του φίλησα το πόδι του. Το σήκωσε απαλά και το έβαλε πάνω στο κεφάλι μου. Με κράτησε εκεί ακίνητη για λίγη ώρα, να φιλάω το πάτωμα με το πόδι του στο κεφάλι μου. Το τράβηξε και μου έκανε νόημα να σηκωθώ από το πάτωμα, πράγμα που έκανα, παραμένοντας ωστόσο γονατιστή. Με έπιασε από το μαλλί και μου έχωσε το ορθωμένο όργανό του βαθιά μέσα στο στόμα μου και άρχισε να μου το γαμάει με δύναμη.
Είχα κλείσει τα μάτια μου και είχα παραδοθεί. Μερικές φορές έμπαινε τόσο βαθιά που με έκανε να δακρύζω αλλά μόνο λύπης δεν ήταν. Με τράβηξε και με έβαλε να κάτσω στα τέσσερα, στο πάτωμα. Γονάτισε από πίσω μου και τον ακούμπησε στον κώλο μου. Κρατώντας τον με το ένα χέρι τον βύθισε αργά και σταθερά μέσα του. Με πόνεσε όπως κάθε φορά που με έπαιρνε έτσι. Είχα κλείσει τα μάτια μου.
«Σε πονάω Βιολέτα;»
«Πονάει Στέργιο μου» του απάντησα ειλικρινά.
«Θέλεις να σταματήσω, Βιολέτα;»
«Όχι!» του είπα. «Όχι!»
Άρχισε να κινείται μέσα μου. Με πονούσε ακόμα αλλά μέσα μου… ένιωθα ανάλαφρη σαν πούπουλο που ο αέρας το έχει σηκώσει ψηλά και το στροβιλίζει. Ο Στέργιος άρχισε να επιταχύνει και… καρφώθηκε μέσα μου κάνοντάς με να μου ξεφύγει μια φωνούλα. Μα δεν ήταν μόνο πόνος. Τι περίεργο! Δεν ήταν μόνο πόνος.
«Κι άλλο… κι άλλο» του είπα.
Τραβήχτηκε και καρφώθηκε με δύναμη μέσα μου κάνοντάς με να μου ξεφύγει ακόμα ένα βογγητό μείξη πόνου και ηδονής.
«Στέργιο μου…» του είπα με καυλωμένη φωνή.
«Πες μου» μου είπε χωρίς να σταματήσει να μπαινοβγαίνει μέσα στον κώλο μου. Ο πόνος είχε σχεδόν εξαφανιστεί, είχε αντικατασταθεί σχεδόν πλήρως από ηδονή.
«Μ’ αρέσει… Μ’ αρέσει που… που… αααααχ…. με… με σκίζεις.»
«Σ’ αρέσει πουτανίτσα» με ρώτησε επίσης με καυλωμένη φωνή.
«Πολύ… αααααχ… πολύ» του είπα.
«Είσαι το πουτανάκι μου, Βιολέτα; Είσαι το πουτανάκι του γαμιά σου;»
«Ααααχ ναι… είμαι… είμαι το πουτανάκι… είμαι… είμαι ό,τι θέλεις να είμαι… Αφέντη… Αφέντη μου…. Αααααχ.»
Συνέχισε να με γαμάει δυνατά, ο κώλος μου είχε παραδοθεί τελείως στον πούτσο του και η ψυχή μου στις ορέξεις του. Καρφώθηκε δυνατά πάλι μέσα μου κάνοντας την ανάσα μου να κοπεί. Επιτάχυνε κι άλλο, πότε τραβώντας το κεφάλι μου πίσω από τα μαλλιά, πότε κρατώντας με από τους ώμους και πότε κρατώντας με από τους γλουτούς. Τον άκουσα να βογκάει. Με τράβηξε από τα μαλλιά και καρφώθηκε για τελευταία φορά μέσα μου και ένιωσα το όργανό του να αδειάζει με σπασμούς βαθιά μέσα στον κώλο μου. Ήταν… ήταν σχεδόν οργασμικό. Μου ξέφυγε κι εμένα ένα δυνατό βογγητό ηδονής.
Τραβήχτηκε από μέσα μου… Ήταν τόσο απίστευτα ηδονικός που μου ξέφυγε ακόμα ένα βογγητό. Γύρισα και τον κοίταξα αλλά όταν τον είδα άλλαξα όλα τα χρώματα της ίριδας. Τον είχα λερώσει αλλά πάνω που ευχόμουν να ανοίξει η γη να με καταπιεί ο Στέργιος έβαλε τα γέλια. Δεν τολμούσα να τον κοιτάξω, κοίταζα το πάτωμα.
- “Shit happens» μου είπε γελώντας ακόμα πιο δυνατά. Δεν άντεξα, άρχισα κι εγώ να γελάω παρά την αμηχανία που ένιωθα. Γελούσα με το γέλιο του… πιο διστακτικά στην αρχή… αλλά στο τέλος ξεκαρδίστηκα. Γέλασα μέχρι που δάκρυσαν τα μάτια μου.
Μετά πήγα στο μπάνιο τρέχοντας φοβούμενη ότι θα τα κάνω πάνω μου αλλά ο Στέργιος δε σκόπευε να μου χαριστεί, με ακολούθησε και όσο ήμουν στη λεκάνη πήγε και άνοιξε το νερό για να καθαριστεί. Κοκκίνησα από τη ντροπή μου αλλά εκείνος έκανε σα να μην έτρεχε τίποτα.
«Κώλος, είναι, Βιολέτα μου, συμβαίνουν αυτά» μου είπε ενώ εγώ κοιτούσα το πάτωμα ευχόμενη να ανοίξει η γη να με καταπιεί.
«Για να κρατήσουμε και τη θετική μεριά των πραγμάτων… σήμερα… σήμερα μου άρεσε… μου άρεσε πολύ» του είπα.
«Είδες; Δεν ήταν όλα σκατά» μου είπε βάζοντας πάλι τα γέλια και κάνοντάς με να κοκκινήσω περισσότερο και από ινδιάνο που τον είχε νταλακιάσει ο ήλιος.
«Εχμ… αργείς;» τον ρώτησα.
«Όχι, τέλειωσα» μου είπε.
«Εδώ θα κάτσεις;»
«Εδώ θα κάτσω» μου είπε και με κοίταξε στα μάτια.
Τι να κάνω, σκουπίστηκα με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα. Τράβηξα το καζανάκι πριν καν σηκωθώ. Ο Στέργιος είχε ακουμπήσει στον τοίχο και με κοίταζε μειδιώντας. Μπήκα στη μπανιέρα και άνοιξα το νερό και έκανα ένα γρήγορο ντους. Με περίμενε να τελειώσω και όταν βγήκα με σκούπισε απαλά και στοργικά με την πετσέτα.
Όταν στέγνωσα αντί για το μαγιό μου πήγα να φορέσω τα ρούχα που είχα φέρει. Ο Στέργιος δε με άφησε να φορέσω το σουτιέν μου και αντί για το κιλοτάκι μου με έβαλε να φορέσω ένα μποξεράκι του. Ήταν στενό αλλά του άρεσε που τόνιζε τον κώλο μου. Πάνω με άφησε να φορέσω μόνο το μπλουζάκι που είχα φέρει μαζί μου.
Πήγαμε και κάτσαμε στη βεράντα. Μοιραστήκαμε το πούρο που άναψε αλλά μετά από δυο-τρεις ρουφηξιές εγώ δεν ήθελα άλλο, δε μου άρεσε η γεύση του. Όταν έκανε να μου το δώσει πίσω κούνησα το κεφάλι μου.
«Καλά, θα κάνεις άλλο πούρο» μου είπε κοιτώντας με πονηρά και του χαμογέλασα. Σηκώθηκα και γονάτισα μπροστά του και του τράβηξα το μποξεράκι να κατέβει. Ήμασταν στη βεράντα αλλά ήταν ρετιρέ και οι διπλανές πολυκατοικίες ήταν πιο χαμηλές. Αν τώρα κάποιος έβγαινε από κάποια από τις απέναντι πολυκατοικίες με τηλεσκόπιο… χαλάλι του.
Τον πήρα στο στόμα μου και έπαιξα με τη γλώσσα μου το κεφαλάκι του. Μετά αργά αλλά σταθερά κατέβασα το κεφάλι μου προς τα κάτω παίρνοντάς τον όλο μέσα στο στόμα μου. Ανέβασα σιγά-σιγά το κεφάλι μου μέχρι που βγήκε όλος έξω από το στόμα μου. Τον κράτησα στο χέρι μου ενώ με τη γλώσσα τον έγλειψα από το κεφαλάκι μέχρι τη βάση. Χαμήλωσα ακόμα πιο κάτω και άρχισα να του γλείφω τα μπαλάκια ενώ με χέρι μου μάλαζα κάνοντας κυκλικές κινήσεις στο όργανό του.
Με τη γλώσσα μου ακολούθησα την αντίθετη διαδρομή και πήρα το κεφαλάκι στο στόμα μου και το έπαιξα με τη γλώσσα μου. Αργά και σταθερά τον ξαναπήρα όλο μέσα μου. Ήθελα να το ευχαριστηθεί. Δεν είχε πάει χαμένη η εμπειρία που είχα αποκτήσει προσπαθώντας να γνωρίσω το BDSM. Ο πρώτος με τον οποίο είχα αποπειραθεί να κάνω M/s σχέση αρεσκόταν πολύ στο deep throat και στο mouthfuck. Μου είχε δηλώσει ότι πρώτα θα με μάθει να τσιμπουκώνω σωστά και μετά όλα τα υπόλοιπα. Πέρα από τη βίτσα του δεν είχαμε δοκιμάσει κάτι άλλο αλλά με τη βίτσα με είχε ταράξει μέχρι να μάθω να τον παίρνω στο στόμα μου χωρίς να πνίγομαι.
Σήκωσα τα μάτια μου και κοίταξα φευγαλέα το Στέργιο. Είχε κλείσει τα μάτια του και είχε αφεθεί στην περιποίησή μου. Αν και ένιωσα άσχημα που… που δεν έμαθα να το κάνω αυτό μαζί του, με παρηγορούσε τουλάχιστον ότι… ότι απολάμβανε αυτό που του έκανα. Συνέχισα με τον ίδιο αργό αισθησιακό ρυθμό απολαμβάνοντάς το με όλες μου τις αισθήσεις.
Άρχισα με το χέρι μου να μαλάζω το όργανό του με κυκλικές κινήσεις παίρνοντας τον υπόλοιπο στο στόμα μου. Από τις ανάσες του κατάλαβα ότι αυτό του άρεσε ακόμα περισσότερο και έτσι συνέχισα αυξάνοντας αργά αλλά σταθερά το ρυθμό μου. Το απολάμβανε κάνοντας την ψυχή να σκιρτήσει. Πόσο μου είχε λείψει όλα αυτά τα χρόνια… Μου είχε λείψει από εκείνο το απόγευμα που του είχα ζητήσει να χωρίσουμε. Μετά… μετά είχα βρεθεί με το Νίκο αλλά δεν κάναμε τίποτα. Απλά με κρατούσε και με χάιδευε τρυφερά ενώ εγώ έκλαιγα.
Βιολέτα, συγκεντρώσου είπα μέσα μου.
Επιτάχυνα κι άλλο τις κινήσεις μου και από την αίσθησή του μέσα στο στόμα μου κατάλαβα πως το τέλος πλησίαζε. Τον ένιωσα να δονείται και μετά να αρχίσει να σπαρταράει μέσα στο στόμα μου. Κράτησα ακίνητο το κεφάλι μου ενώ με το χέρι μου συνέχισα να τον παίζω. Τον άκουσα να βογκάει ενώ το όργανό του πλημμύρισε με σπέρμα το στόμα μου. Κατάπια την κάθε ριπή του και συνέχισα να τον παίζω με το χέρι μου μέχρι που σταμάτησε να εκσπερματώνει. Κατάπια ό,τι είχε μείνει στο στόμα μου και σφίγγοντας τα χείλη μου ανέβασα το κεφάλι μου προς τα πάνω σκουπίζοντάς τον. Όταν βγήκε από το στόμα μου τον έτριψα στο πρόσωπό μου ενώ με το άλλο χέρι του είχα χουφτώσει τα μπαλάκια και του τα μάλαζα απαλά.
Άνοιξε τα μάτια του και με κοίταξε. Του χαμογέλασα σκανταλιάρικα. Ήταν τόσο όμορφος όπως με κοιτούσε με το βλέμμα του σχεδόν απλανές.
«Τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησα.
«Ό,τι έγινες αστέρι στο τσιμπούκι» μου είπε. «Αν και με πειράζει λίγο που αυτό δεν έγινε μαζί μου… δεν μπορώ να παρά να βγάλω το καπέλο σε αυτόν που σε έμαθε. Ο Νίκος ήταν;»
«Όχι. Με το Νίκο… πολύ σπάνια κάναμε αυτό. Του… του άρεσε πιο πολύ να κάνει αυτός σε μένα.»
«Τι του άρεσε;»
«Να μου κάνει εκείνος στοματικό. Του άρεσε πολύ αυτό, πολλές φορές δεν κάναμε τίποτε άλλο.»
Πήρε βαθιά ανάσα, κατάλαβα ότι τον πείραζε αλλά …δε θα του έκρυβα… δε θα του έκρυβα τίποτα.
«Διείσδυση;»
«Ναι και αυτό. Πάντα με προφυλακτικό.»
«Κατάπινες;»
«Τις ελάχιστες… τις ελάχιστες φορές που του έκανα πίπα ναι, κατάπια. Στέργιο…» πήγα να πω αλλά με έκοψε.
«Κώλο έδωσες;»
«Όχι. Κώλο δεν έχω δώσει σε κανέναν.»
«Σε κανέναν; Και με αυτούς που έκανες D/s;»
«Σε κανέναν Στέργιο. Δυο/τρεις όταν τους το αρνήθηκα μου έδωσαν release. Άλλοι δυο/τρεις το δέχτηκαν αλλά… όσο ανακούφιση και αν ένιωθα στην αρχή που δεν επέμεναν γρήγορα κάτι ξέφτιζε μέσα μου.»
«Μα εσύ ήσουν που το αρνιόσουν. Γιατί ξέφτιζε; Τι θα ήθελες, να το κάνουν με το ζόρι;»
«Όχι, όχι. Αλλά καταλάβαινα… καταλάβαινα ότι δεν έχουν αυτό το κάτι… και αυτό το κάτι δεν ήταν μια αφαίρεση για μένα, Στέργιο. Δεν ήταν μια φαντασίωση. Μπορεί να έβγαλα τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια… αλλά… είχα γνωρίσει… είχα γνωρίσει εκείνον στον οποίο δε μπορούσα να αρνηθώ τίποτα.»
«Βανίλλα σχέσεις έκανες;»
«Ναι, έκανα. Αλλά δεν τραβούσαν και… και δεν ήταν η έλλειψη συναισθημάτων από τη μεριά μου. Κοίτα… δεν… δεν ερωτεύτηκα κανέναν στο βαθμό με τον οποίο ήμουν ερωτευμένη μαζί σου αλλά …αλλά κατάφερα να ερωτευτώ και πάλι.»
«Το Νίκο;»
«Όχι. Το Νίκο δεν τον ερωτεύτηκα ποτέ. Περνούσα… περνούσα καλά μαζί του… τουλάχιστον… όταν είμαστε μαζί με… με έκανε να ξεχνάω το κενό μέσα μου. Δε μου το γέμιζε… αυτό το κενό μόνο… μόνο ένας μπορούσε να το γεμίσει. Μου φέρθηκε καλά. Ήταν υπομονετικός με τα ξεσπάσματά μου… με παρηγορούσε όταν έβαζα τα κλάματα… γιατί… γιατί μου έλειπες Στέργιο. Μου έλειπες απίστευτα. Ο ίδιος… ο ίδιος προσπαθούσε να με πείσει να γυρίσω πίσω σε σένα, να σου ζητήσω να με συγχωρέσεις. Μου φέρθηκε καλά. Εγώ όχι… όταν… όταν κατάλαβα ότι άρχισε να έχει αισθήματα, βαθιά αισθήματα για μένα του ζήτησα να χωρίσουμε. Τον πόνεσε, τον είδα ότι τον πόνεσε. Σου εύχομαι, πραγματικά σου εύχομαι να βρεις αυτό που ψάχνεις, Βιολέτα. Έφυγε κύριος.»
«Κύριος…» είπε ειρωνικά ο Στέργιος.
«Όχι… δεν ήταν… σε σχέση με εσένα ή με τη Νάντια… δεν ήταν κύριος. Αλλά μου φέρθηκε καλά Στέργιο.»
«Τέλος πάντων. Οι επόμενοι;»
«Ναι… σου είπα ότι έκανα τρεις σχέσεις, μία με συμφοιτητή μου, μία με συμφοιτητή του Ιάσωνα και της Μαργαρίτας και μία με ένα ξάδερφο της Ειρήνης. Προσπάθησα, ειλικρινά προσπάθησα. Αλλά… αν θέλει προσπάθεια τότε είναι λάθος. Στο… σε κάποιο βαθμό τους ερωτεύτηκα και τους τρεις αλλά ο ενθουσιασμός και ο έρωτας περνούσαν γρήγορα. Δεν… δεν ένιωθα να ανήκω, Στέργιο. Ποτέ… ποτέ δεν ένιωσα ότι ανήκω. Ούτε με τους τρεις που σου είπα ούτε με αυτούς που… που προσπάθησα να… να κάνω BDSM μαζί τους.»
«Πες μου για αυτόν που δεν δέχτηκε να γίνεις υποτακτική του.»
«Τον κύριο Πέτρο. Είναι… είναι 55 χρονών. Βαθιά καλλιεργημένος και υπέροχος άνθρωπος. Μιλούσαμε στο IRC για κάμποσο καιρό και με είχε γοητεύσει. Όταν άκουσα τη φωνή του πρώτη φορά στο τηλέφωνο η καρδιά μου έκανε πέντε τούμπες. Βγήκαμε δυο-τρεις φορές αλλά πάντα με κρατούσε σε απόσταση. Στο τέλος… σχεδόν απελπισμένη γονάτισα μπροστά του και του ζήτησα να γίνω υποτακτική του, παρά το γεγονός ότι είχε και άλλη. Δε με ενδιέφερε… ας ήμουν η δεύτερη. Μόνο… μόνο κοντά του ένιωθα να γεμίζει κάπως το κενό. Μα δε γέμιζε. Με διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο. Δε με δέχτηκε αλλά δε με έδιωξε, συνέχισε να μου μιλάει. Ήταν… ήταν ο πρώτος μετά από Μαρία, Ειρήνη και Νίκο στον οποίο ανοίχτηκα. Του μίλησα για σένα… του μιλούσα συχνά για σένα. Δεν τον πείραζε. Μου… μου υπέδειξε το λάθος μου… που… που όταν ένιωσα ότι πνίγομαι πανικοβλήθηκα και αντί να στο πω το κατάπια τρομαγμένη μη σε χάσω. Και τελικά… και τελικά το μόνο που κατάφερα ήτα… ήταν… αυτό. Να σε χάσω….»
Δεν άντεξα, έσπασα. Έβαλα πάλι τα κλάματα. Του αγκάλιασα τα πόδια, του τα έσφιξα. Το χέρι του με χάιδεψε απαλά.
«Συγνώμη… συγνώμη…» του είπα μέσα σε λυγμούς.
«Βιολέτα μου στο είπα. Σε έχω συγχωρέσει. Πρέπει να συγχωρέσεις και εσύ τον εαυτό σου, κοριτσάκι μου.»
«Πες το μου σε παρακαλώ… Θέλω… θέλω να σε ακούσω… πες το μου σε παρακαλώ….»
«Ποιο; Ό,τι είσαι η Βιολέτα μου; Η πιτσιρίκα μου; Το κοριτσάκι μου;»
Δεν απάντησα, πήρα το χέρι του και το έφερα στο στόμα μου και το φίλησα.
Με έκανε να σηκωθώ και μετά… μετά έκανε κάτι που δεν περίμενα. Με σήκωσε και με πήρε στα χέρια του. Έγειρα το κεφάλι μου στον ώμο του και με πήρε και με πήγε μέσα. Μέσα, στο δωμάτιό του. Με άφησε απαλά στο κρεβάτι. Σηκώθηκα και τον βοήθησα να μου βγάλει τη μπλούζα μένοντας γυμνή από πάνω. Ξάπλωσα και σηκώνοντας τη λεκάνη μου τον βοήθησα να μου κατεβάσει και το μποξεράκι.
Ξάπλωσε πάνω του και με φίλησε. Άνοιξα τα πόδια μου και έτριψε το όργανό του πάνω στα χείλη και την κλειτορίδα μου. Μου σήκωσε τα πόδια και μπήκε μέσα μου γεμίζοντάς με και πάλι με όλους τους δυνατούς τρόπους.
«Κοίτα με» μου είπε.
Είχα κλειστά τα μάτια μου. Τα άνοιξα και τον κοίταξα.
«Στέργιο…» ξεκίνησα να του λέω αλλά καρφώθηκε μέσα μου κάνοντας να μου ξεφύγει μια φωνούλα. «Μπορείς… μπορείς να τελειώσεις μέσα μου» του είπα. «Αύριο… αύριο περιμένω περίοδο.»
«Το θέλεις πολύ μωρό μου; Θέλεις να τελειώσω μέσα στο μουνάκι σου;» με ρώτησε παθιασμένα.
«Ναι… το θέλω… σε παρακαλώ… σε παρακαλώ τέλειωσε μέσα μου. Θέλω… θέλω να το νιώσω… Μόνο… μόνο με σένα….»
Έκλεισα τα μάτια μου και μου ξέφυγε ακόμα ένα βογγητό ηδονής. Ήταν… ήταν υπέροχο… Το σώμα μου τραντάχτηκε… άνοιξα τα μάτια μου ενώ ένιωσα τη ζέστη… σιγά-σιγά… να ξεκινάει από τον κόλπο μου και να απλώνεται… να απλώνεται και να με γεμίζει… να με γεμίζει σε ψυχή και σώμα. Μου ξέφυγε ένα αναφιλητό… ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜΜΜ. Ένιωθα να βλέπω αστεράκια, ο οργασμός μου… ο οργασμός μου ήταν … Θεέ μου… ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ «Σ’ αγαπάω… σ’ αγαπάω…. ΑΑΑΑΧ… Στέργιο μου…. ΜΜΜΜΜΜΜΜ Στέργιο…» Κολυμπούσα σε μια απέραντη θάλασσα ηδονής, ένιωθα σα να με διαπερνάει ηλεκτρικό ρεύμα… Προσπαθούσα να εστιάσω στα μάτια του… να τον κοιτάζω που με έκανε δική του… ΜΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜ Και ήρθε και δεύτερος οργασμός ενώ καλά-καλά δεν είχε καταλαγιάσει ο πρώτος. Και επιτάχυνε, δεν έβλεπα απλά αστεράκια… ήμουν στα αστέρια και ταξίδευα… Καρφώθηκε μέσα μου και έμεινε ακίνητος και τέλειωσε μέσα μου με ένα δυνατό βογγητό. Ένιωσα… όπως και πριν… κύματα ζέστης βαθιά μέσα στον κόλπο μου… κάθε του σπασμός και ένα κύμα ζέστης… ήταν… μου ξέφυγε πάλι ένα αναφιλητό ενώ τελείωνα για τρίτη φορά.
«Είσαι δική μου. Ακούς; Δική μου!»
«Δική σου… Δική σου Στέργιο μου… δική σου Αφέντη μου.»
No comments:
Post a Comment