Κεφάλαιο 1 - Chat & Fun
Στέφανος
Μπήκα στο φόρουμ και είδα ειδοποίηση για μήνυμα. Δεν αναγνώρισα το nick και για μερικές στιγμές φλέρταρα με τη σκέψη να το αγνοήσω αλλά τελικά επικράτησε η περιέργειά μου. Πάτησα λεπτομέρειες στο προφίλ, δήλωνε γυναίκα και vanilla.
Πήγα στο μήνυμα, μου είχε κάνει quote ένα κατεβατό από κάτι που είχα γράψει σε ένα νήμα στο οποίο είχε γίνει ένα μικρός χαμός. Το μόνο σχόλιο κάτω από το quote ήταν:
«Είσαι πάντα τόσο απόλυτος;»
Απάντησα
«Η λέξη απόλυτος δεν συνοδεύεται από ποσοδείκτη. Είτε είσαι είτε δεν είσαι. « και πάτησα send.
Δεν πέρασε πολλή ώρα πριν λάβω νέο μήνυμα.
«Μου φαίνεσαι έξυπνος άνθρωπος, νομίζω ότι καταλαβαίνεις τι εννοώ.»
Της απάντησα
«Όπως αγαπάς.»
Άναψα ένα τσιγάρο και πήγα στο YouTube να χαζολογήσω. Μέχρι που έκλεισα τον υπολογιστή δεν είχα λάβει άλλη ειδοποίηση. Πέρασαν κάμποσες μέρες πριν λάβω νέα ειδοποίηση για εισερχόμενο μήνυμα, πάλι από την ίδια.
«Το αλάθητο μόνο ο πάπας το έχει.»
Απάντησα με τη σειρά μου
«Αν είσαι καθολικός. Αν δεν είσαι, ο πάπας και το αλάθητό του είναι αδιάφορα. Άλλωστε το αλάθητο δε σημαίνει ότι 1+1=3 αν το πει, έχει άλλο νόημα: Οι αποφάσεις του δεν είναι υπό αμφισβήτηση, πάντα φυσικά όσον αφορά τους καθολικούς.»
Λίγο αργότερα μου ήρθε νέα απάντηση
«Ωραία λοιπόν, να το θέσω με διαφορετικό τρόπο. Οι τοποθετήσεις σου είναι δοσμένες με απόλυτο τρόπο. Επίσης μπορεί να μου τελειώσουν τα μηνύματα, αν δε σου απαντήσω να ξέρεις το λόγο.»
Της απάντησα σχεδόν αμέσως
«Δεν είμαι του διπλωματικού σώματος για να μασάω τα λόγια μου. Γράφω όπως τα βλέπω. Όποιος έχει διαφορετική άποψη είναι ελεύθερος να τη διατυπώσει με όποιο τρόπο θέλει. Αν τα επιχειρήματά του με πείσουν έχει καλώς. Αν όχι, πάλι έχει καλώς, δεν είναι ανάγκη να συμφωνούμε.»
Δεν απάντησε στα δεκαπέντε λεπτά που έμεινα μέσα διαβάζοντας τα νέα posts οπότε έφυγα. Πρέπει να πέρασαν 3-4 μέρες χωρίς νέο μήνυμα ώσπου ένα βράδυ λίγο πριν κλείσω έλαβα ειδοποίηση για chat
«Τελικά έγινα premium.»
«Και μπράβο σου!»
«Η αλήθεια είναι ότι με ιντριγκάρουν διάφοροι από εδώ και ο αριθμός των μηνυμάτων ήταν πολύ περιοριστικός.»
«Καλά έκανες, μη στεναχωρούμε και τους θαυμαστές.»
«Εσύ είσαι ένας από αυτούς που με ιντριγκάρουν.»
«Κατευθείαν στο ψητό, μ' αρέσεις.»
«Ούτε εγώ είμαι του διπλωματικού σώματος, αγαπητέ.»
«Πρόλαβα και έγινα αγαπητός κιόλας; Που να με γνωρίσεις και καλύτερα.»
«Ναι ε; Υπάρχει ο κίνδυνος να πέσω στα πατώματα;»
«Υπό μία έννοια ναι, είμαστε και σε BDSM forum, βοήθειά μας.»
«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ. Έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου πάντως.»
«Αρέσω παιδί μου αρέσω, πώς να το κάνουμε;»
«Έχεις πλάκα. Εύη.»
«Ναι, είμαι αρκετά ευτράπελος. Στέφανος. Το Εύη από που βγαίνει;»
«Ευδοκία.»
«Πολύ όμορφο όνομα, θα το προτιμήσω. Πόσων χρονών είσαι;»
«27 αλλά δεν… δεν απαντάω στο Ευδοκία, όχι ότι έχει κάτι το όνομα αλλά από μικρή Εύη με φωνάζουν και το έχω συνηθίσει.»
«Tough luck. Εγώ θα χρησιμοποιώ το Ευδοκία όταν θέλω να σου απευθυνθώ με το όνομά σου και μη μου απαντάς!»
«Ξεροκέφαλος!»
«Ο χειρότερος!»
«Εσύ πόσων χρονών είσαι;»
«Θα στο θέσω έτσι, τα 27 μου έχουν ενηλικιωθεί εδώ και 4 χρόνια.»
«Μιλάς με γρίφους γέροντα!»
«Α, διαθέτεις και κλασσική παιδεία, αν και φαίνεται να χάνεις λίγο στην αριθμητική. Θα τα πάμε καλά οι δυο μας, 49 είμαι.»
«Μου τη λες τώρα;»
«Αν είναι δυνατόν! Με έχεις για τέτοιον άνθρωπο;»
«Δε σε έχω για τίποτα, οπότε διατηρώ επιφυλάξεις. Προς συμμόρφωσή σου όμως, έτσι γιατί μου την είπες, σε πληροφορώ ότι τα πάω μια χαρά με την αριθμητική και έχω και διδακτορικό στα μαθηματικά που αποδεικνύει του λόγου το αληθές.»
“Ah, a fellow doctor and in mathematics, nonetheless. Χαίρομαι που το ακούω αγαπητή συνάδελφε.»
«Μη μου πεις! Δρ. Μαθηματικός κι εσύ;»
«Δρ. Μαθηματικός κι εγώ. Μικρός που είναι ο κόσμος ε; Σε ποιο τομέα ήταν το διδακτορικό σου;»
«Διαφορική Τοπολογία, το δικό σου;»
«Λογισμός Μεταβολών.»
«Τον Stefan Stolsberg που πήρε το Fields και έχει γράψει το Advanced Courses on Calculus of Variations τι τον έχεις;»
«Nice to meet you, Ευδοκία αγνώστων λοιπών στοιχείων.»
«Έλα, κόψε την πλάκα.»
«Θες να σου δείξω την ταυτότητά μου;»
«Αυτός είναι Σουηδός! Έχει Fields!»
«Σουηδός είναι ο πατέρας μου. Η μητέρα μου είναι Ελληνίδα. I'm the best of both worlds, και ναι, έχω και από αυτό!”
«Σοβαρά τώρα;»
«Ε, γιατί να σου πω ένα τόσο χοντρό και εύκολα διαψεύσιμο ψέμα;»
«Τότε μπορώ να σου πω μετά βεβαιότητας ότι οι κατάρες δεν πιάνουν.»
«Θα συνεχίσουμε κάποια άλλη στιγμή την κουβέντα καθότι πέρασε η ώρα και αύριο έχω ταξίδι.»
«Πού θα πας αν επιτρέπεται;»
«Παρίσι, έχει συνέδριο.»
«Είναι ωραίο το Παρίσι!»
«Είναι, αλλά τόσες φορές που έχω πάει έχει πάψει να μου κάνει εντύπωση. Λοιπόν σε καληνυχτίζω και see you when I see you.”
«Καληνύχτα, καλό ταξίδι και παρά το γεγονός ότι σε καταριόμουν στο τέταρτο εξάμηνο του μεταπτυχιακού μου, χάρηκα για τη γνωριμία.»
«Επίσης.»
Τέσσερις μέρες αργότερα και με το κεφάλι σούπα από το ταξίδι μπήκα σπίτι μου. Το συνέδριο ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον από μαθηματικής απόψεως αλλά επίσης ήταν και αρκετά κουραστικό. Η αλήθεια είναι ότι δεν θα πήγαινα αν δεν παρουσιαζόταν ένα συνοπτικό απόσπασμα της διδακτορικής διατριβής του Νίκου, ενός από τους καλύτερους υποψήφιους διδάκτορες που είχα την τύχη και την τιμή να είμαι επιβλέπων καθηγητής του.
Στο σπίτι δεν ήταν κανείς, η γυναίκα μου ήταν σε επαγγελματικό ταξίδι και τα παιδιά ήταν στους παππούδες τους. Είχα να φάω από το πρωί στο ξενοδοχείο και πεινούσα αλλά δεν είχα όρεξη να μαγειρέψω. Παράγγειλα μια πίτσα στα γρήγορα και μπήκα να κάνω ένα ντους. Όταν τέλειωσα, άνοιξα το laptop να χαζολογήσω όσο μασούλαγα την πίτσα. Μπήκα στο forum και διάβασα επί τροχάδην τα νέα posts αλλά δεν είχε γραφτεί κάτι σημαντικό ή έστω κάτι που θα με έκανε να ποστάρω. Ήμουν έτοιμος να κλείσω τον υπολογιστή όταν μου ήρθε νέα ειδοποίηση για chat.
«Καλησπέρα Στέφανε!»
«Θα έλεγε κανείς ότι μου έχεις στήσει καρτέρι.»
«Χάχα, όχι, όχι! Κι εγώ τώρα μπήκα και σε είδα online οπότε φαντάστηκα ότι γύρισες.»
«Ναι, δεν είναι πάνω από μια ώρα που μπήκα στο σπίτι.»
«Πώς ήταν το συνέδριο;»
«Εξαιρετικά ενδιαφέρον και επιπλέον έβαλα κι εγώ το λιθαράκι μου.»
«Παρουσίασες paper;»
«Όχι αυτή τη φορά, αλλά παρουσιάστηκε απόσπασμα διδακτορικής διατριβής στην οποία ήμουν ο επιβλέπων καθηγητής.»
«Ωωω συγχαρητήρια!»
«Όχι σε εμένα, στον πρώην υποψήφιο διδάκτορα και νυν περήφανο κάτοχο διδακτορικού Νίκο Αποστολίδη. Εσύ πώς τα πέρασες;»
«Τρέχοντας. Προσπαθώ να ανέβω τη σκάλα που ανέβηκες εσύ πριν 25 χρόνια αλλά δεν είναι το ίδιο εύκολο, δεν έχουμε όλοι Fields από θεωρήματα που φέρουν το όνομά μας. Όχι ότι αντιμετωπίζω κάποιο βιοποριστικό πρόβλημα, να είναι καλά η οικογένειά μου, αλλά δε μου αρέσει να κάθομαι και να βαράω μύγες.»
«Θέλεις να διδάξεις ή να κάνεις έρευνα;»
«Και τα δύο, μου αρέσει η διδασκαλία και μου αρέσουν οι φοιτητές, ή τουλάχιστον, οι επιμελείς.»
«Από ποιο πανεπιστήμιο πήρες το διδακτορικό σου;»
«Stanford.»
«Πώς και δε συνέχισες εκεί;»
«Αν σου πω ότι δε μου άρεσε στην Αμερική και πώς δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω πίσω;»
«Περί ορέξεως… Και τώρα;»
«Και τώρα προσπαθώ να βρω κάποιο μεταδιδακτορικό πρόγραμμα ή κάποια θέση μέλους ΔΕΠ αλλά όπως είπα δεν είναι εύκολο. Τέλος πάντων, αρκετά με αυτό το θέμα.»
«Σε κάθε περίπτωση καλή δύναμη.»
«Ευχαριστώ.»
«Κατά τα άλλα; Τι έχει το πρόγραμμα της υπόλοιπης βραδιάς;»
«Netflix. Κι εγώ πριν από λίγη ώρα γύρισα από το γυμναστήριο και μετά το ντους θέλω να χουχουλιάσω. Εσύ;»
«Έχω να σου κάνω ανήθικη πρόταση. Έχεις όρεξη για μπύρα;»
«Σοβαρά μιλάς;;;»
«Σοβαρότατα, άλλωστε ακόμα και αν δεν ξέρουν ποιος είμαι στο φόρουμ είμαι αρκετά γνωστό όνομα οπότε δεν κινδυνεύεις.»
«Και πώς ξέρω ότι είσαι αυτός που λες;»
«Το βιβλίο το έχεις ακόμα ή το έκαψες;»
«Φυσικά και το έχω, το γεγονός ότι σε μισούσα και ευχόμουν κακό ψόφο να έχεις -είδες, είμαι ειλικρινής- δε σημαίνει ότι θα χαλούσα το βιβλίο.»
«Ωραία, στο βιβλίο έχει φωτογραφία μου. Βέβαια ήμουν 37 τότε και όχι 49 αλλά δεν έχω αλλάξει τόσο πολύ, αν εξαιρέσεις ένα γερό γκριζάρισμα. Έχεις Skype/Viber ή κάτι τέτοιο να με δεις live;»
«OK, I'll bite” μου είπε και μου έδωσε το skype της. Την κάλεσα.
«Καλησπέρα κι από εδώ Ευδοκία!»
«Εύη είπαμε!»
«Είπες, δεν είπαμε! Εγώ είπα Ευδοκία και θα συνεχίσω να σε λέω έτσι!»
«Προσπαθείς να μου δώσεις και άλλο λόγο να σου ανοίξω το κεφάλι; Δεν σου αρκούν αυτά που τράβηξα στο 4o εξάμηνο του μεταπτυχιακού;»
«Τουλάχιστον φαίνεται να σε έπεισα ότι είμαι αυτός που λέω.»
«Ναι, πάντως μια χαρά κρατιέσαι έχω να πω!»
«Εσύ καλά με βλέπεις, δεν ανοίγεις και το video σου να σε δω κι εγώ;»
«Ανοιχτό το έχω!!!!»
«Κι εγώ γιατί βλέπω μια μαυρίλα;»
«Εμένα ρωτάς;»
«Κλείνω και σε ξανακαλώ,» της είπα. Αυτή τη φορά το video άνοιξε και μπροστά μου είχα μια πολύ όμορφη καστανούλα με γυαλιά. «Τώρα σε βλέπω κι εγώ. Λοιπόν, σου έκανα μια πρόταση.»
«Ακόμα προβληματίζομαι.»
«Και ο λόγος;»
«Η χρήση του ‘ανήθικη’, άντε εγώ τώρα να ξέρω που έχει πάει το μυαλό σου!»
Έβαλα τα γέλια
«Παιχνίδι με τις λέξεις είναι, πώς θα μπορούσα να είχα κάτι ‘ανήθικο’ στο μυαλό μου μην έχοντας καν δει πώς είσαι;»
“Και τώρα που είδες;”
“I am pleading the fifth!”
«Χμμμμμ.»
«Λοιπόν, είσαι ‘μέσα’ ή προτιμάς να κάτσεις μέσα να δεις Netflix;»
«Θα είσαι φρόνιμος;»
«Χάρακας, που έλεγε και ο Φωτόπουλος.»
«Με λες Βασιλειάδου, Στέφανε;»
«Όχι, απάντησα αυτό που με ρώτησες. Λοιπόν, αποφάσισες;»
«Ωραία, μέσα. Πού προτείνεις;»
«Εξαρτάται! Πού μένεις; Αν μένεις νότια να μοιράσουμε την απόσταση, αν μένεις βόρεια κάπου από Ψυχικό και πάνω.»
«Σε βολεύει το Beer Academy στο Χαλάνδρι;»
«Ναι, μια χαρά. Τώρα είναι 20:00, να πούμε 22:00;»
«Μπορείς νωρίτερα; Να πούμε 21:00; Δε θέλω να το ξενυχτίσουμε.»
«Ναι, μπορώ. Λοιπόν, σε μία ώρα στο Beer Academy. Σε αφήνω!»
«Τα λέμε εκεί, ciao!» μου είπε και τερμάτισε την κλήση.
Το ντύσιμο δε μου πήρε και πολλή ώρα, φόρεσα ένα απλό πουκάμισο με ένα αμάνικο πουλόβερ και ένα τζιν. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και αποφάσισα να αφαιρέσω το πουλόβερ και απλά να φορέσω μπλούζα μέσα από το πουκάμισο, διάολε!, δε θα καθόμασταν και έξω δα για να ανησυχώ για το κρύο. Περίμενα να πάει 20:30 και όταν ήρθε η ώρα κατέβηκα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα για Χαλάνδρι. Δεν είχε ιδιαίτερη κίνηση στο δρόμο και έτσι έφτασα λίγο νωρίτερα από τη συμφωνημένη ώρα. Έστειλα μήνυμα στο Skype ότι έφτασα νωρίτερα οπότε θα μπω μέσα, πράγμα που έκανα.
Στο μαγαζί είχε αρκετό κόσμο αλλά υπήρχε ελεύθερο τραπέζι. Κρέμασα το μπουφάν στην καρέκλα και κάθισα και άρχισα να χαζεύω το τηλέφωνο μέχρι που ένοιωσα να με κοιτάνε. Τι περίεργο, είναι τόσο γνωστό φαινόμενο και όμως κανείς δεν έχει ασχοληθεί να το διερευνήσει στα σοβαρά. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα την Ευδοκία από κοντά πρώτη φορά. Το ύψος της πρέπει να ήταν λίγο παραπάνω 1,70, είχε μακριά καστανά μαλλιά και πολύ γλυκό, πολύ όμορφο, νεανικό πρόσωπο. Σε αντίθεση με το Skype εδώ δε φορούσε γυαλιά. Με τα ρούχα που φορούσε δε μπορούσα να διακρίνω το σώμα της, πρέπει να ήταν κανονική ή άντε το πολύ ελαφρώς γεματούλα. Σηκώθηκα και χαμογελώντας της έδωσα το χέρι μου. Μου έσφιξε το χέρι χαμογελώντας.
«Γεια σου και από κοντά Στέφανε!»
«Γεια σου και εσένα, Ευδοκία!»
Κάθισε απέναντί μου χαμογελώντας.
«Δηλαδή δεν το γλιτώνω το Ευδοκία, ε;»
«Όχι, δεν το γλιτώνεις!»
Ήρθε το γκαρσόν και παραγγείλαμε τις μπύρες μας καθώς και τα απαραίτητα ορεκτικά να τις συνοδέψουν.
Ευδοκία
Τον κοίταζα που έπινε τη μπύρα του. Ακόμα δεν μπορούσα να πιστέψω ότι μπροστά μου έχω τον Stefan Stolsberg. Τον Stefan Stolsberg της «καθόδου Stolsberg,» και του ομώνυμου θεωρήματος, που είχε ακούσει ό,τι κατάρα μπορούσα να φανταστώ όταν πάλευα με το μεταπτυχιακό μάθημα στο Λογισμό Μεταβολών. Δεν είχα ιδέα, ούτε ότι είναι μισός Έλληνας, ούτε ότι ήταν Ελλάδα. Καλά τα λένε, όσα φέρνει μια στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος.
Ομολογώ ότι ήταν γοητευτικός εμφανισιακά. Ψηλόλιγνος, με γκριζαρισμένο μαλλί και μούσι, είχε γαλάζια μάτια -πιθανότατα κληρονομημένα από τον πατέρα του- και ελαφρά μπάσα φωνή. Αυτά που έγραφε στο forum μου είχαν κινήσει την προσοχή σε σημείο που κάποια στιγμή κάθισα και διάβασα ό,τι είχε γράψει. Στο profile του έγραφε ‘Vanilla’, όπως εγώ, αλλά από τα γραφόμενά του είχα καταλάβει ότι έχει σχέση με το χώρο, ή -τουλάχιστον- πολύ περισσότερη από αυτή που έχω εγώ.
Κι εγώ ‘vanilla’ δήλωνα αλλά κυρίως επειδή δεν ήξερα τι ακριβώς είμαι. Δεν λέω, σαν κορίτσι έχω κι εγώ τις φαντασιώσεις μου αλλά όσο γοητευτική και αν βρίσκω την υποταγή σε φαντασιακό επίπεδο τόσο προβληματική μου φαίνεται επί του πρακτέου. Θα μου πεις ‘επί ποιου πρακτέου ρε Εύη, σάμπως και έχεις έστω και την παραμικρή ιδέα πώς είναι αυτό επί του πρακτέου;’
Still…
Όπως και να έχει ο άνδρας απέναντί μου ήταν ο λόγος για τον οποίο έγινα premium.
«Λοιπόν, Ευδοκία τι σε φέρνει σε αυτά τα μέρη;»
«Η πρόσκλησή σου για μπύρα,» του απάντησα βγάζοντας κοροϊδευτικά τη γλώσσα μου. Εκείνος χαμογέλασε.
«Βάζω στοίχημα ότι δεν το περίμενες.»
«Από εσένα; Ειλικρινά όχι, δεν το περίμενα. Με αιφνιδίασες.»
«Ευχάριστα, θέλω να ελπίζω.»
«Θα ήμουν ψεύτρα αν έλεγα ότι δεν ιντριγκαρίστικα όταν κατάλαβα ποιος είσαι. Θα ήμουν ωστόσο ακόμα περισσότερο ψεύτρα αν έλεγα ότι δε με είχες ιντριγκάρει ήδη, νομίζω στο είπα και την πρώτη φορά που μιλήσαμε,» του κοιτάζοντάς τον σταθερά στα μάτια. Ανταπέδωσε το βλέμμα μου.
«Ελεύθερη; Σε σχέση; Παντρεμένη;»
«Λες να έβγαινα με έναν άγνωστο άντρα αν ήμουν σε σχέση;»
«Αφενός δεν ξέρω τι θα έκανες, και αφετέρου, γιατί όχι; Σάμπως θα ήσουν η πρώτη ή η τελευταία, και εδώ που τα λέμε, τι σημασία έχει το αν είσαι ή δεν είσαι σε σχέση; Μια μπύρα βγήκαμε να πιούμε.»
«Έχει σημασία να ξέρεις τι είμαι;»
«Στην πραγματικότητα, όχι δεν έχει. Κουβέντα κάνουμε.»
«Εσύ τι είσαι;»
«Παντρεμένος, με δύο παιδιά.»
«Η γυναίκα σου το ξέρει ότι είσαι έξω και πίνεις μπύρα με μια άγνωστη;»
«Όχι και δεν την αφορά.»
«Τι εννοείς δεν την αφορά; Πώς είναι δυνατό να μην την αφορά;»
«Εννοώ αυτό που είπα. Αν κρίνω ότι κάτι την αφορά και εφόσον αποφασίσω ότι χρειάζεται να μάθει γι’ αυτό το κάτι θα την ενημερώσω.»
Έμεινα να τον κοιτάω σα χαζή.
«Η… η γυναίκα σου είναι σκλάβα σου;»
«Όχι. Η γυναίκα μου είναι ελεύθερος άνθρωπος που αναγνώρισε ότι αυτό που την γεμίζει είναι να με υπηρετεί.»
«Σκλάβα δε λέγεται αυτό;»
«Δε με ενδιαφέρουν οι ταμπέλες.»
«Την αγαπάς;»
«Φυσικά και την αγαπάω, δεν μένεις για χρόνια μαζί με έναν άνθρωπο για τον οποίο δε νιώθεις κάτι. Ή τουλάχιστον εγώ δε λειτουργώ έτσι.»
«Πόσα χρόνια είστε μαζί;»
«Είμαστε παντρεμένοι είκοσι χρόνια, είμαστε μαζί εικοσιπέντε.»
«Που τη γνώρισες;»
«Στη Βοστόνη, λίγο καιρό πριν πάρω το διδακτορικό μου. Η Κατερίνα ήταν πρωτοετής φοιτήτρια τότε.»
«Πόσων χρονών είναι τα παιδιά σας;»
«17 ο μεγάλος, 15 η μικρή.»
«Εχμ…Σε παρακαλώ μη το πάρεις στραβά που σου κάνω πολλές ερωτήσεις, δεν είναι ανάκριση!»
«Το ξέρω!»
«Πώς το ξέρεις, δηλαδή;»
«Έχεις απέναντί σου ένα ουσιαστικά σου άγνωστο, πώς θα μάθεις πράγματα γι’ αυτόν αν δεν ρωτήσεις;»
«Μα μόνο εγώ ρωτάω, μέχρι στιγμής.»
«Επιλογή σου ήταν, απέφυγες να απαντήσεις αυτό που σε ρώτησα.»
«Έχεις δίκιο. Ωραία λοιπόν, ελεύθερη είμαι, δεν έχω σχέση.»
«Ποιον είχες επιβλέπων στο διδακτορικό σου;»
«Τον Cohen.»
«Με τον Ralf έκανες το διδακτορικό σου;»
«Ναι, τον γνωρίζεις;»
«Φυσικά και τον γνωρίζω όπως γνωρίζω ότι είναι φοβερά εκλεκτικός, το οποίο σημαίνει ότι μάλλον είσαι κάτι πολύ περισσότερο από καλή στην αριθμητική.»
Σχεδόν κοκκίνησα από την ικανοποίηση. Εκείνος χαμογέλασε και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά από τη μπύρα του.
«Γιατί δηλώνεις vanilla;»
«Γιατί είναι ό,τι κοντινότερο στο ‘δεν ξέρω/δεν απαντώ’ και την εν λόγω ερώτηση δεν ενδιαφέρομαι να την απαντήσω. Όποια ενδιαφέρεται να μάθει την όποια σχέση μου με το BDSM, το μαθαίνει στην πράξη.»
«Έχεις… έχεις κι άλλες;» τον ρώτησα μασώντας λίγο τα λόγια μου.
«Όχι,» απάντησε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του.
«Αυτό τον καιρό όχι ή όχι γενικά;» τον ρώτησα εκ νέου. Είχα καταλάβει ότι δεν απαντούσε περισσότερα από αυτά που τον ρωτούσα, οπότε για ό,τι θα ήθελα να μάθω, θα έπρεπε να κάνω και ακριβείς ερωτήσεις.
«Αυτό τον καιρό.»
«Αν επιτρέπεται… πώς το είχε πάρει η γυναίκα σου;»
«Πώς θα μπορούσε να το πάρει; Δεν την αφορούσε.»
«Μα πώς είναι δυνατόν να λες ότι δεν την αφορούσε; Γυναίκα σου είναι!»
«Ναι, και; Γυναίκα μου έγινε πολύ καιρό αφού είχε αποδεχτεί ότι εγώ αποφασίζω τόσο για μένα όσο και για εκείνη.»
«Και δεν διαφωνεί ποτέ; Πώς είναι δυνατόν;»
«Δεν ισχυρίστηκα κάτι τέτοιο, Ευδοκία. Είπα ότι εγώ αποφασίζω, το οποίο σημαίνει, ότι είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί, τον τελικό λόγο τον έχω εγώ.»
«Δεν ξέρω αν θα μπορούσα ποτέ να αποδεχτώ κάτι τέτοιο…» απάντησα μιλώντας περισσότερο στον εαυτό μου παρά σε εκείνον.
«Πολύ πιθανό να μη μπορείς αλλά, όπως και να έχει, στην πραγματικότητα μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να το μάθεις· στην πράξη.»
«Γνωρίζω τον εαυτό μου. Δε θα μπορούσα να μπω σε αυτό το τρυπάκι, το ‘fake it till you make it’ δεν μου ταιριάζει.»
«Δεν λειτουργεί έτσι αυτό γιατί πολύ σωστά το ‘fake it till you make it’ δεν έχει θέση εδώ. Στην πραγματικότητα είναι ‘struggle until you either make it or abandon it’. Δεν ξεκινάς να υπακούς κάποιον επειδή πρέπει να τον υπακούσεις, όχι εδώ. Ξεκινάς να τον υπακούς γιατί μέσα σου δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.»
«Αν δε μπορείς να κάνεις αλλιώς τότε ποιο το νόημα της πάλης;»
«Μέχρι να πείσεις πραγματικά τον εαυτό σου… είτε ότι μπορείς, είτε ότι δεν μπορείς.»
Δεν απάντησα. Ήπια μια γουλιά από τη μπύρα μου και έφαγα λίγο λουκάνικο. Χωρίς να με ρωτήσει ο ίδιος άρχισα να μιλάω μόνη μου.
«Εγώ δηλώνω vanilla γιατί πραγματικά δεν ξέρω τι είμαι και αν ταιριάζω σε αυτό τον χώρο. Δεν το κρύβω, έχω κάποιες φαντασιώσεις υποταγής, αλλά μπαίνοντας και διαβάζοντας το υλικό στο forum δεν είμαι σίγουρη τελικά αν όντως θέλω αυτό που φαντασιώνομαι. Εννοώ… δεν επικρίνω κανέναν, απλά δε νομίζω… δε νομίζω ότι ταιριάζω σε αυτό το χώρο, όχι τουλάχιστον ως υποτακτική, ακόμα λιγότερο δε ως σκλάβα.»
Εκείνος δε μίλησε απλά με κοίταξε.
«Τα έχω αρκετά μπερδεμένα μέσα μου, όχι σε επίπεδο κατανόησης των όρων….»
«Αλλά στο τι πραγματικά θες;» μου είπε διακόπτοντάς με.
«Στο αν φαντασιακό μου και η πραγματικότητα μπορούν να ταιριάξουν. Καλές οι φαντασιώσεις αλλά η ζωή είναι πιο πολύπλοκη.»
«Douze points! Ποδήλατο με ένα τρόπο μαθαίνεις, καβαλώντας το. Βέβαια ποδήλατο μπορείς να βρεις παντού, το να σε βρει κάποιος που θα σου στερήσει όποια άλλη επιθυμία από τον να τον υπηρετείς με όποιον τρόπο επιθυμεί, είναι άλλη κουβέντα και το κυριότερο, δεν είναι στο χέρι σου.»
Κεφάλαιο 2 - Το θεώρημα Stolsberg
Στέφανος
«Είχα διαβάσει στο φόρουμ ότι οι υποτακτικές είναι αυτές που αιτούνται από κάποιον κυριαρχικό να τις αναλάβει,» μου είπε, πίνοντας μια γουλιά από τη μπύρα της.
«Και;»
«Δεν έρχεται σε αντίθεση με αυτό που είπες πριν λίγο;»
«Όχι.»
«Πώς όχι;»
«Για να το κάνει σημαίνει ότι έχει αναγνωρίσει ότι το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να τον υπηρετεί και του αιτείται να δεχθεί τις υπηρεσίες της. Ο άλλος δεν είναι υποχρεωμένος να τη δεχτεί.»
«Και άμα το κάνει αυτό για να εκπληρώσει τη φαντασίωσή της και μόνο; Αν προσπαθεί να κάνει πράξη το ‘fake it until you make it?’;»
«Αν και λένε ‘ποτέ μη λες ποτέ’ δε νομίζω ότι θα το καταφέρει, αυτό τελειώνει συνήθως με αποδέσμευση και δράματα. Το ίδιο φυσικά ισχύει και από την αντίστροφη πλευρά, αν και, μεταξύ μας, οι έμπειρες υποτακτικές συνήθως καταλαβαίνουν πολύ γρήγορα με ποιον έχουν να κάνουν, αν πραγματικά δεν είναι κυριαρχικός θα τον μασήσουν και θα φτύσουν και τα κουκούτσια, οπότε το πιθανό δράμα είναι από την άλλη μεριά.»
«Οι αποδεσμεύσεις γιατί γίνονται σε αυτές τις περιπτώσεις;»
«Για πολλούς λόγους. Στα γρήγορα -και αυτό είναι απλά παράδειγμα- ο Κ μπορεί να μην θέλει πλέον τις υπηρεσίες της υποτακτικής ή η ίδια η υποτακτική να μη γεμίζει πλέον από την ικανοποίηση του κυρίου της και μόνο.»
«Κάτσε, δηλαδή μπορεί κάποια στιγμή να πει ο κυρίαρχος ‘καλά ήταν ως εδώ, τώρα τα μπογαλάκια σου και αλλού;’.»
«Φυσικά και μπορεί, όπως μπορεί να συμβεί και το αντίστροφο.»
«Και τότε σε τι είναι καλύτερο από τις λεγόμενες vanilla σχέσεις;»
«Οι σχέσεις κυριαρχίας/υποταγής δεν είναι ούτε καλύτερες ούτε χειρότερες από της vanilla. Καθείς επιλέγει αυτό που του ταιριάζει. Δεν είναι τίτλος τιμής το ‘Κυριαρχικός’ όπως δεν είναι τίτλος τιμής το ‘υποτακτικός’. Είναι όροι που προσδιορίζουν θέση σε μια σχέση Κ/υ. Ο Κυρίαρχος είναι κυρίαρχος για τους υποτακτικούς του και ο υποτακτικός είναι υποτακτικός για τον κύριό του. No more, no less.»
«Δεν ξέρω Στέφανε… εννοώ έχω διαβάσει αρκετά πράγματα αλλά δε βλέπω να υπάρχει ένα γενικό consensus.»
«Δεν χρειάζεται. Συμπεθεριάζεις με όσους ταιριάζεις. Όπως και να έχει όλα αυτά τα μαθαίνεις στην πράξη, όπως λέει και ο λαός ‘όποιος είναι έξω απ' το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει.’.»
Η Ευδοκία δεν απάντησε, ήπιε μια γουλιά από τη μπύρα της και συνειδητοποιώντας ότι είχε γείρει έντονα προς τη μεριά μου κάθισε ίσια στη θέση της κοκκινίζοντας ελαφρά και χαμογελώντας αμήχανα. Το βρήκα εξαιρετικά χαριτωμένο και της χαμογέλασα με τη σειρά μου κοιτάζοντάς τη στα μάτια και κάνοντάς την να αποστρέψει το βλέμμα. Η Ευδοκία ήταν όμορφη κοπέλα και κάτω από το μαύρο φόρεμα που φορούσε διέκρινα πλούσιο ‘ψυχικό κόσμο’. Εξακολουθώντας να την κοιτάζω την έφερα με τα μάτια της φαντασίας μου γονατιστή μπροστά στα πόδια μου. Με έκοψε το τηλέφωνο, ήταν η Κατερίνα.
«Καλησπέρα αγάπη μου,» άκουσα από την άλλη μεριά του τηλεφώνου.
«Καλησπέρα Κατερινιώ μου. Τι κάνεις; Πώς ήταν η μέρα σήμερα;»
«Είμαι πτώμα αλλά δε μπορώ να κάτσω στο ξενοδοχείο. Θα μας βγάλουν έξω σήμερα καθότι η τελευταία μέρα.»
«Τώρα με βάζεις σε πειρασμό να σου πω να βάλεις τη σφήνα και να βγεις έξω,» της είπα πειραχτικά.
«Θα έχουμε τεχνικές δυσκολίες σε αυτό, δεν την πήρα μαζί μου.»
«Α, ναι ε;»
«Ooops!»
«Καλά, θα τα πούμε όταν επιστρέψεις. Αύριο μεσημέρι δεν έρχεσαι;»
«Ναι, λογικά το απόγευμα θα είμαι σπίτι.»
«Ωραία, θα αφήσουμε τον Tomas και τη Φανή μία μέρα παραπάνω στους γονείς σου γιατί η μαμά τους το βράδυ θα είναι απασχολημένη.»
«Θα γκρινιάζουν!»
«Μωρέ τα λυσσακά τους θα φάνε, αλλά από τη στιγμή που δεν είναι στο χέρι τους, ξυδάκι!»
«Χαχαχα. Εσύ που είσαι;»
«Έξω είμαι για μπύρα με μια από το φόρουμ.»
«Την ξέρω;»
«Όχι αλλά ενδεχομένως να τη γνωρίσεις. Θα δείξει.»
«Χμμμ….»
«Πονηρός ο βλάχος! Λοιπόν, άντε να ετοιμαστείς κι εσύ και εγώ δε φαντάζομαι να αργήσω.»
«Α-πα-πα-πα, θα είσαι κύριος με τη νεαρά; Χάλασες Stefan, χάλασες!»
«Σου είπα εγώ ηλικία;» τη ρώτησα πειρακτικά. «Allez, φιλάκια,» της είπα και έκλεισα το τηλέφωνο.
Η Ευδοκία έχοντας ακούσει μέρος του διαλόγου με κοίταζε με ανεξιχνίαστο βλέμμα αλλά όταν ύψωσα το βλέμμα μου πάνω της κατέβασε το δικό της.
«Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι, δεσποινίς;» τη ρώτησα.
«Επειδή φαντάζομαι ότι ήταν η γυναίκα σου στο τηλέφωνο τελικά της είπες ότι είσαι έξω με μια γυναίκα.»
«Γιατί να μη της το πω; Δεν υπήρχε λόγος να μη το μάθει.»
Απογοήτευση ήταν αυτό που διάβασα στιγμιαία στη ματιά της ή ήταν ιδέα μου;
Ευδοκία
«Τώρα τι εννοεί;» σκέφτηκα μέσα μου. Της το είπε επειδή τη σημερινή έξοδο τη βλέπει όπως θεωρητικά είναι, μια μπυρίτσα στο χαλαρό χωρίς καμία περαιτέρω προσδοκία ή για να την προετοιμάσει για κάτι; Και τι είναι αυτό το κάτι;
Θα ήμουν ψεύτρα αν έλεγα ότι δεν ήμουν γοητευμένη με τον γκριζομάλλη κύριο απέναντί μου. Ήταν ο αέρας του, ήταν ο τρόπος του, ήταν η εμφάνισή του; Που να φανταστώ, όταν πάλευα στο δεύτερο έτος του μεταπτυχιακού, ότι τέσσερα χρόνια αργότερα θα καθόμουν πίνοντας μπύρα με την πηγή των βασάνων μου, την μαθηματική ιδιοφυία που θαύμαζα και καταριόμουν για ένα ολόκληρο εξάμηνο;
Ουφ! Όπως έλεγε κάποιος γνωστός μου «τα όνειρα είναι δωρεάν, στο ξύπνημα έρχεται ο λογαριασμός.». Ομολογώ ότι αν και είχα βγει για μπύρα στο χαλαρό δεν ήμουν ιδιαίτερα σίγουρη ότι δε θα τον ακολουθούσα σα σκυλάκι έτσι και μου έλεγε να πάμε κάπου αλλού για να συνεχίσουμε τη βραδιά.
Ουφ!
Και ο κύριος καθόταν απέναντί μου πίνοντας τη μπύρα του σα να μην τρέχει τίποτα!
Που πολύ πιθανώς από τη μεριά του όντως να μην έτρεχε τίποτα.
Ουφ!
«Έχει βάσανα η ζωή, ε;» με ρώτησε χαμογελώντας.
«Ορίστε;» τον ρώτησα αφηρημένη.
«Τίποτα, σε βλέπω κάμποση ώρα να φυσάς και να ξεφυσάς.»
Ωραία! Μπράβο Εύη!
«Τίποτα… σκεφτόμουν… δεν ξέρω… ή μάλλον ξέρω… Μου φάνηκε… μου άρεσε πολύ αυτή η ειλικρίνεια που έχεις με τη γυναίκα σου. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να μπω ποτέ σε τέτοια σχέση… αλλά είναι απελευθερωτικό να μη χρειάζεται να κρύψεις κάτι, να μην… να μην έχεις ενοχές γι’ αυτά… γι’ αυτά που κάνεις. Εννοώ….»
«Η ειλικρίνεια και το openness δεν έχουν να κάνουν με το είδος της σχέσης, Ευδοκία, έχουν να κάνουν με τους ανθρώπους. Απλά -στη θεωρία τουλάχιστον- οι σχέσεις από θέση σου δίνουν λιγότερους λόγους να δρας χειριστικά.»
«Αλλά όπως λένε Στέφανε, η διαφορά της θεωρίας από την πράξη είναι μικρή στη θεωρία αλλά μεγάλη στην πράξη.»
«Yup, κάνουμε τις επιλογές μας και είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτές. Αν μας βγουν έχει καλώς. Αν δε μας βγουν υπάρχουν δύο δρόμοι: Είτε να γίνουμε σοφότεροι είτε να ξαναφάμε τα μούτρα μας με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, και όπως έλεγαν οι αρχαίοι ημών -κατά το ήμισυ- πρόγονοι: Το δεις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού.»
Δεν είπα κάτι, απλά ένευσα συγκαταβατικά κοιτώντας το ποτήρι της μπύρας που κρατούσα στο χέρι μου. Είχα ανάψει -δηλαδή τι ανάψει, πυρκαγιά είχα γίνει- και ένιωθα απίστευτα άβολα.
Με έβγαλε ο ίδιος από τη δύσκολη θέση.
«Έχει πάει 23:00 και είπες ότι δε θέλεις να το ξενυχτήσεις.»
Προσπάθησα να αστειευτώ.
«Με βαρέθηκες ήδη;»
«Σου υπενθύμισα τι μου είπες πριν βγούμε όταν ζήτησες να μεταθέσουμε το ραντεβού για τη μπύρα μια ώρα νωρίτερα.»
«Δε μου απάντησες αυτό που σε ρώτησα,» του είπα χαμογελώντας αμήχανα.
«Πού έχεις παρκάρει;» με ρώτησε.
«Δεν έχω παρκάρει, ήρθα με ταξί.»
Δεν απάντησε κάτι άλλο, φώναξε το γκαρσόν για να πληρώσουμε. Έκανα να βγάλω το πορτοφόλι μου από την τσάντα αλλά με έκοψε.
«Σήμερα εγώ. Την επόμενη φορά εσύ και αυτό νομίζω είναι καλή απάντηση στην ερώτηση που μου έκανες.»
Χαμογέλασα, αυτή τη φορά πραγματικά, γιατί ναι, ήταν απάντηση. Βέβαια δεν ξέρω τι θα έκανα ή καν αν θα έκανα κάτι περισσότερο μαζί του αλλά μου άρεσε που μου δήλωσε ότι θα υπάρξει επόμενη φορά. Πλήρωσε με την κάρτα του και σηκώθηκε. Σηκώθηκα κι εγώ και με βοήθησε να φορέσω το παλτό πάνω από το φόρεμά μου. Πρέπει να ήταν 10-15 πόντους πιο ψηλός από εμένα, δηλαδή πάνω από 1,85 ίσως και 1,90.
«Θα μου κάνεις παρέα μέχρι να έρθει το ταξί;»
«Δε θα καλέσεις ταξί. Θα πάμε μια βολτίτσα και μετά θα σε πάω εγώ στο σπίτι σου.»
Ώπα!
Άρχισαν να βαράνε διάφορα κουδούνια μέσα μου αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν όλα δυσάρεστα. Τον κοίταξα αμήχανη. Εκείνος αντί κουβέντας μου έδωσε το χέρι του και παίρνοντάς τον αγκαζέ βγήκαμε από το μαγαζί. «Ωραία,» είπα μέσα μου, «απαντήθηκε και η ερώτηση αν θα τον ακολουθούσα σα σκυλάκι. Γαβ!»
Ομολογώ ότι το τελευταίο πράγμα που περίμενα από αυτόν τον άνθρωπο είναι να οδηγεί station wagon. Χαμογέλασα.
«Soccer mom;» τον ρώτησα πειραχτικά.
«Τελείως!» μου απάντησε γελώντας.
Αν και είμαι σίγουρη ότι αυτό ήταν αγνό μητρικό ένστικτο η εκτίμησή μου για το Στέφανο ανέβηκε 10 σκαλιά παραπάνω.
«Που μένεις;» με ρώτησε.
«Άνω Χαλάνδρι, δεν είμαι μακριά. Αν ήταν μέρα θα πήγαινα και με τα πόδια.»
«Α, ωραία. Θα πάμε Χαλάνδρι μέσω Διονύσου!»
«Ορίστε;»
«Σου είπα ότι θα σε πάω βόλτα πριν. Βάλε τη ζώνη σου.»
«Μάλιστα,» του είπα τελείως φυσικά και μετά δαγκώθηκα. Εκείνος δεν είπε τίποτα, απλά ξεκίνησε. Στο ραδιόφωνο είχε βάλει Rock FM και εκείνη την ώρα έπαιζε μπαλάντες. Σε όλη τη διαδρομή μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων και ούτε κατάλαβα πότε φτάσαμε στη διασταύρωση για Διόνυσο και από εκεί στον Άγιο Πέτρο. Δεν πήγε δεξιά όμως, στο δρόμο πίσω από την Πεντέλη, αντιθέτως έστριψε αριστερά για Νέα Μάκρη.
«Ελπίζω να είναι υβριδικό το αυτοκίνητό σου,» του είπα πειρακτικά.
«Είναι,» μου είπε αλλά δεν προχωρήσαμε πολύ, σταμάτησε σε ένα άπλωμα που από κάτω έβλεπε τη Νέα Μάκρη και στο βάθος απέναντι την Εύβοια. Το φεγγάρι ήταν γεμάτο, ο ουρανός πεντακάθαρος και η θέα έκοβε την ανάσα. Σταμάτησε το αυτοκίνητο και βγήκε έξω. Μου ζήτησε να βγω κι εγώ, πράγμα που έκανα. Παρά το Φλεβαριάτικο κρύο ήταν πολύ όμορφα.
Τον είδα να στρίβει ένα τσιγάρο.
«Θα μου στρίψεις κι εμένα ένα σε παρακαλώ;»
«Καπνίζεις;»
«Socially.»
«Ok,» μου είπε και έστριψε και ένα δεύτερο τσιγάρο. Μου το έδωσε και αφού μου άναψε το δικό μου άναψε και το δικό του.
«Είναι πολύ όμορφα εδώ. « μου είπε.
«Ναι, είναι,» συμφώνησα προσθέτοντας «Κάνει κρύο ωστόσο.»
«Δε θα κάτσουμε πολλή ώρα, θα κάνουμε το τσιγάρο και θα σε γυρίσω σπίτι σου.»
«Και γιατί ήρθαμε ως εδώ;» τον ρώτησα.
«Γιατί μου αρέσει το μέρος και έρχομαι συχνά εδώ, ειδικά όταν θέλω να σκεφτώ. Με χαλαρώνει να βλέπω τη θάλασσα και τα φώτα της πόλης από κάτω και από τα χωριά απέναντι. Να σου πω κάτι που δεν το ξέρεις; Εδώ ήμουν όταν τελικά το υποσυνείδητό μου ολοκλήρωσε την απόδειξη του θεωρήματος ολικού ελαχίστου.»
Το ανέφερε σαν να μην τρέχει κάτι ενώ ήταν ένα από τα πιο σημαντικά θεωρήματα του Λογισμού Μεταβολών και της Μαθηματικής Φυσικής, ήταν πάνω από 30 χρόνια εικασία και ήταν και επώνυμο: Αρχικά ως εικασία Χαταγιάμα και μετά ως θεώρημα Stolsberg.
«ΧαΧαχαχα, δε θέλω να σε φανταστώ πως έτρεχες να βρεις χαρτί να το σημειώσεις.»
«Δε χρειάστηκε, είχα χαρτί μαζί μου. Ένιωθα ότι είμαι κοντά στην ολοκλήρωση της απόδειξης, είχα τη γενική ιδέα αλλά μου έλειπαν οι λεπτομέρειες, για την ακρίβεια κάποια βήματα στο λήμμα (δ).»
Αλλιώς γνωστό και ως ‘μικρό θεώρημα Stolsberg’ σκέφτηκα μέσα μου. Είχα ανατριχιάσει και όχι μόνο από το χειμωνιάτικο κρύο. Καθόμουν και έκανα τσιγάρο με τον Stefan Stolsberg. Τον Stefan Stolsberg.
«Βγάλε το παλτό σου σε παρακαλώ,» μου είπε.
Τον κοίταξα αμήχανη και αναποφάσιστη. Εκείνος απλά συνέχισε να με κοιτάει. Χαμήλωσα το βλέμμα και έβγαλα το παλτό μου. Άνοιξε την πίσω πόρτα και το έβαλε μέσα. Έβγαλε το τηλέφωνό του.
«Για έλα εδώ!» μου είπε και μου έδειξε που ήθελε να σταθώ. Στάθηκα εκεί, ακόμα αμήχανη ενώ εκείνος έκανε δέκα βήματα πίσω. «Χαμογέλα,» μου είπε. Προσπάθησα να χαμογελάσω και τότε άναψε το φλας. Με έβγαλε φωτογραφία! «Έλα να τη δεις,» μου είπε. Πλησίασα και είδα τη φωτογραφία στο κινητό του. Δε μου άρεσα.
«Μπορείς σε παρακαλώ να τραβήξεις άλλη;»
«Αν συνεχίσεις να είσαι σφιγμένη θα μας βρει εδώ το ξημέρωμα,» μου είπε. «Προσπάθησε να χαλαρώσεις.»
Μια κουβέντα ήταν αυτή. Τέλος πάντων μετά από 3-4 προσπάθειες η φωτογραφία μου άρεσε.
«Στην έστειλα στο Skype,» μου είπε και πράγματι λίγη ώρα αργότερα έλαβα ειδοποίηση στο κινητό.
«Γιατί με τράβηξες φωτογραφία;»
«Για να έχεις κάτι να θυμάσαι από αυτή τη βραδιά,» μου απάντησε απλά. «Έλα, μπες στο αυτοκίνητο να σε πάω σπίτι σου.»
Μπήκα στο αυτοκίνητο, μπήκε και εκείνος και πήρε το δρόμο πίσω από την Πεντέλη. 20 λεπτά αργότερα ήμασταν στη Νέα Πεντέλη και δέκα επιπλέον λεπτά αργότερα στο Χαλάνδρι. Όταν φτάσαμε κοντά στο σπίτι μου του είπα να σταματήσει. Γύρισα και τον κοίταξα.
«Σε ευχαριστώ για τη σημερινή βραδιά,» του είπα.
«Κι εγώ σε ευχαριστώ,» μου είπε και μου χάιδεψε απαλά το πρόσωπο σπρώχνοντας λίγο πίσω το μαλλί που είχε πέσει μπροστά στο πρόσωπό μου. Μου χαμογέλασε αλλά ενώ ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι θα με φιλήσει εκείνος τράβηξε το χέρι του πίσω. Παρά το γεγονός ότι ένιωθα αμήχανα και δεν ήμουν σίγουρη πως θα αντιδρούσα αν έκανε κίνηση να με φιλήσει δεν το κρύβω ότι ένιωσα μια μικρή απογοήτευση.
«Τα… τα λέμε στο φόρουμ,» του είπα ακόμα αμήχανη.
«Όχι, δεν θα τα λέμε μέσω του φόρουμ. Όταν ανέβεις πάνω θα μου στείλεις στο skype το κινητό σου.»
«Εεεε… ορίστε;»
«Έχεις κάνει διδακτορικό με το Ralf το οποίο σημαίνει ότι είσαι κάτι πολύ παραπάνω από απλά ευφυής άνθρωπος,» μου είπε χαμογελώντας. «Καλή σου νύχτα Ευδοκία, χάρηκα για την γνωριμία.».
«Κα… Καληνύχτα Στέφανε,» είπα και βγήκα από το αυτοκίνητο. Έβαλε μπρος και έφυγε και έμεινα να κοιτάζω το αυτοκίνητο μέχρι που έστριψε στη γωνία.
Δυο-τρία λεπτά αργότερα, όταν ανέβηκα σπίτι και πριν καν πάω να αλλάξω, του έστειλα το τηλέφωνό μου με μήνυμα στο Skype.
Κεφάλαιο 3 - Ο σκακιστής
Στέφανος
Το τηλέφωνό μου βούιξε. Είδα στο skype, η Ευδοκία μου είχε στείλει το κινητό της. Χαμογέλασα αλλά όταν έφτασα σπίτι και πριν προλάβω να απαντήσω, το τηλέφωνό μου βούιξε εκ νέου, αυτή τη φορά είχα SMS από την Κατερίνα:
«Έχω αποκτήσει θαυμαστή και είναι πολύ του γούστου μου. Μου επιτρέπεις;»
Χαμογέλασα ακόμα πιο πλατιά.
«Να τον κλάψει η μάνα του;» έγραψα και πάτησα το send
«Αν κρίνω από το φούσκωμα που βλέπω στο παντελόνι είτε είναι πραγματικό είτε είναι κάλτσα, μάλλον εγώ θα είμαι αυτή θα κλάψει, είτε από ευτυχία είτε από απογοήτευση!» ήταν το μήνυμα που έλαβα.
«Με τις ευχές μου και σε παρακαλώ προσπάθησε να βιντεοσκοπήσεις να έχουμε υλικό για αύριο. « της απάντησα.
«Ευχαριστώ :),» μου απάντησε χωρίς να απαντήσει στο άλλο. Δεν ήθελε να γράψει ότι θα το κάνει γιατί δεν ήταν ακριβώς στο χέρι της και η Κατερίνα ποτέ δεν έδινε υποσχέσεις που δεν μπορούσε να τηρήσει. Ξέρω ότι θα το προσπαθούσε.
Καύλωσα στη σκέψη.
Την Κατερίνα την είχα γνωρίσει στα 24 μου όταν εκείνη ήταν πρωτοετής φοιτήτρια στο Harvard και εγώ διδακτορικός φοιτητής στο MIT. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Χαμογελάω στην σκέψη του πως ξεκινήσαμε και που βρισκόμαστε 25 χρόνια αργότερα. Το BDSM το ανακαλύψαμε μαζί, πρώτα στην πράξη και πολύ αργότερα στη θεωρία. Ποτέ δεν με ενδιέφεραν οι ταμπέλες υπό την έννοια ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από λεκτικές σημάνσεις, κάτι που έβρισκα ιδιαίτερα αφοριστικό στα fine nuances που υπάρχουν στις ανθρώπινες σχέσεις. Θα μου πεις, αν δεν υπήρχαν αυτές οι σημάνσεις δε θα κατορθώναμε να συνεννοηθούμε ποτέ μεταξύ μας, και θα συμφωνήσω, αλλά ακόμα κι έτσι…
Εκείνο τον καιρό ήμουν αφοσιωμένος με όλη μου την ψυχή στην μέχρι τότε εικασία του Χαταγιάμα οπότε δεν είχα δώσει περισσότερη σημασία. Στην πραγματικότητα αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε πραγματικά ο ένας τη φύση του άλλου κάμποσα χρόνια αφού γίναμε ζευγάρι, όσο και αν αυτό φαίνεται περίεργο.
Όλα αυτά τα χρόνια είχα κάμποσες play partners αλλά όχι υποτακτικές. Η Κατερίνα από τη μεριά της είχε και εκείνη play partners, σε αυτό είχαμε ταιριάξει απόλυτα. Είχα ζοριστεί η αλήθεια είναι όταν μου ζήτησε την άδεια να ζητήσει σε κάποιον τρίτο να την αναλάβει ως υποτακτική αλλά δε το μετάνιωσα. Ο Harry ήξερε να κρατάει τα γκέμια και πόσο να τραβήξει και πόσο να αφήσει, πολύ περισσότερο από όσο ήξερα εγώ. Το αποτέλεσμα τελικά ήταν να κερδίσουμε ένα στενό φίλο και η Κατερίνα να λάβει εκπαίδευση που εγώ δε θα μπορούσα σε καμία περίπτωση να της δώσω.
Νονός της Φανής, μου έχει λείψει ο μπαγάσας και ας τον βλέπαμε κάθε καλοκαίρι που περνούσε εδώ και χρόνια ένα πενταήμερο μαζί μας.
Η Φανούλα μου είχε πάρει τα χνάρια του πατέρα της ενώ ο Tomas είχε μοιάσει στη μάνα του. Αγαπάω τα παιδιά μου το ίδιο αλλά η φανερή κλίση της Φανής προς τα μαθηματικά -και πραγματικά πιστεύω ότι έχει πιο γερό μαθηματικό μυαλό από το γέρο της- μου έκανε να της έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία.
Πήρα τηλέφωνο στα πεθερικά μου και το σήκωσε ο Tomas. Πόσο είχε βαρύνει η φωνή του.
«Γεια σου μπαμπά!»
«Γεια σου αγόρι μου, τι κάνετε;»
«Καλά είμαστε, εδώ βλέπαμε μια ταινία στο Netflix με τον παππού και τη γιαγιά.»
«Η Φανή;»
«Μην ανησυχείς, την ποτίζουμε και την βγάζουμε στον ήλιο! Από τα βιβλία της δεν μπορούμε να τη βγάλουμε!»
Έβαλα τα γέλια
«Ποια ταινία είδατε;»
«Άμα σου πω ότι δεν θυμάμαι καν τον τίτλο; Μια χαζοκωμωδία ήταν, πέρασε και δεν ακούμπησε. Η μαμά πότε έρχεται;»
«Αύριο αργά το βράδι οπότε θα κάτσετε άλλη μια μέρα με τους παππούδες σας.»
«Ουφ καλά!» είπε οπότε προς αρκετά μεγάλη μου έκπληξη δεν θα είχαμε δράματα.
«Φώναξε λίγο τη Φανή να της μιλήσω. Φιλιά αγόρι μου.»
«Γεια σου από μένα, μπαμπά, πάω να τη φωνάξω.»
Πράγματι μισό λεπτό αργότερα άκουσα την κόρη μου
«Γεια σου μπαμπουίνε μου!!!»
«Τι κάνεις κοριτσάρα μου;»
«Ε τα ξέρεις τώρα, πάρτι, γκόμενοι, ποτά, τσιγάρα… τα συνηθισμένα!»
«Με κοροϊδεύεις άθλιο μειράκιο;»
«Χιχιχι!»
«Βρε κορίτσι μου κι εμένα μ' αρέσει το διάβασμα αλλά κοινωνικοποιήσου και λίγο!»
«Σιγά που θα καθόμουν να δω ταινία με το Σάντλερ. Α, επίσης έχω και την απάντηση στο όριο που μου έβαλες να υπολογίσω. Η απάντηση είναι 3. Κάτσε να σου στείλω στο Viber την απόδειξη.»
«Μπράβο Φανούλα μου,» της είπα γεμάτος περηφάνια. Όταν λέω ότι η Φανή έχει πιο γερό μαθηματικό μυαλό από το γέρο της το εννοώ. Δεν έχει κλείσει καλά-καλά τα 15 και αμφιβάλλω αν το όριο που της έδωσα να υπολογίσει μπορεί να το κάνει παραπάνω από το 5% των προπτυχιακών μου φοιτητών στο μάθημα της πραγματικής ανάλυσης.
Για το τυπικό της υπόθεσης όταν κλείσαμε είδα την απόδειξή της και επιβεβαίωσα ότι ήταν σωστή, όχι ότι είχα πραγματική αμφιβολία.
Είχαμε περάσει μεγάλα δράματα στα 12 της όταν της ξέκοψα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να την αφήσω να διαγωνιστεί στην Ολυμπιάδα των μαθηματικών. Δεν είχα καμία αμφιβολία ότι μπορούσε να χτυπήσει ακόμα και το χρυσό ωστόσο η δική μου προσωπική εμπειρία με είχα κάνει να κοντέψω να μισήσω αυτό που αγαπούσα με τόσο πάθος. Ευτυχώς συμπαραστάτες είχα και την Κατερίνα και τον Harry, όχι φυσικά ως K της Κατερίνας, αυτό είχε συμβεί πριν καν γεννηθεί η Φανή, αλλά ως νονός της Φανής.
Το τηλέφωνό μου βούιξε: «Ο Γιόχαν ενθουσιάστηκε στην ιδέα να βιντεοσκοπήσω τις περιπτύξεις μας, ακόμα και όταν του ξεκαθάρισα ότι δεν πρόκειται να πάρει αντίγραφο.»
Τι το ήθελε; Με την αναδρομή στο παρελθόν είχα καταφέρει να ξεκαβλώσω και τώρα είχα καβλώσει και πάλι.
Και τότε θυμήθηκα την Ευδοκία.
Χμμμ…
«Μπορείς να κάνεις video chat ή έχεις πέσει για ύπνο;» έγραψα και πάτησα το send.
Λίγη ώρα αργότερα το τηλέφωνο μου βούιξε και χαμογέλασα βλέποντας την απάντηση.
Ευδοκία
Αφού έστειλα το μήνυμα στο Στέφανο πήγα και άλλαξα. Ακόμα δεν μπορούσα να το πιστέψω, μόλις είχα γυρίσει από έξοδο με τον Stefan Stolsberg, TON Stefan Stolsberg!
Την αρχή απροσδιοριστίας του Heisenberg την ξέρει πολύς κόσμος. Λιγότερος κόσμος ξέρει το θεώρημα της Noether και ακόμα λιγότερος κόσμος ξέρει το θεώρημα του Stolsberg που εξηγεί με αυστηρά μαθηματικό τρόπο την αρχή της απροσδιοριστίας του Heisenberg στα ζευγάρια των αναλλοίωτων που προβλέπει το θεώρημα της Noether, και με το οποίο κέρδισε την αθανασία, το Fields και φυσικά το 1.000.000$ του Clay Mathematics Institute.
Και με αυτόν τον άνθρωπο είχα βγει για μπύρα και πριν μερικά λεπτά του είχα στείλει το τηλέφωνό μου!
Το κεφάλι μου βούιζε ακόμα από την έξαψη όταν έπεσα να ξαπλώσω. Προσπάθησα να διαβάσω αλλά δε μπορούσα να συγκεντρωθώ, οπότε αρκέστηκα στην ταβανοθεραπεία.
Χαμογέλασα στη σκέψη ότι την τελευταία φορά που έκανα ταβανοθεραπεία ήταν με τον Κώστα το οποίο στάθηκε και η αφορμή για να το διαλύσουμε αυτή τη φορά οριστικά. Από τότε που κάνω σεξ ήμουν πάντα πρόθυμη είτε ενεργητικά είτε παθητικά να ικανοποιήσω τον παρτενέρ μου, αλλά είχα ανακαλύψει ότι το παθητικό δεν εκτιμάται ιδιαίτερα. Τι να κάνω; Είχε όρεξη ενώ εγώ δεν είχα, του άνοιξα υπάκουα τα πόδια μου για να με πάρει αλλά δεν μπορούσα να κάνω και σαν ξαναμμένη σκύλα!
Όπως δηλαδή ήμουν αυτή τη στιγμή. Μηχανικά στην αρχή, και με περισσότερο ενθουσιασμό στη συνέχεια, άρχισα να χαϊδεύομαι πλάθοντας φαντασίωση με τον Στέφανο. Τι να του άρεσε άραγε; Στη φαντασίωσή μου πάντως ήμουν καθισμένη στα τέσσερα και με έπαιρνε από πίσω, πότε βάζοντας τον στην μπρος πόρτα, πότε βάζοντάς τον στην πίσω! Φαντασίωση ήταν, ότι θέλω κάνω!
Άνοιξα το συρτάρι μου και έβγαλα από μέσα το dildo και αφού το έτριψα για λίγο στην κλειτορίδα μου, το έβαλα μέσα μου χωρίς να μπορέσω να συγκρατήσω το βογγητό μου. Αν και μένω με τους γονείς μου, δεν μένουμε στο ίδιο σπίτι, εκείνοι μένουν στο ρετιρέ κι εγώ μένω σε μια μικρή γκαρσονιέρα στον πρώτο η οποία είχε ξενοικιαστεί πρόσφατα και ζήτησα από τους γονείς μου να μη τη νοικιάσουν αλλά να πάω να μείνω εγώ εκεί. Έδωσα κάμποσα χρήματα από το καταπίστευμά μου για να το ανακαινίσω και επειδή όσο και αν οι δικοί μου δεν είχαν οικονομικό πρόβλημα εγώ αισθανόμουν άσχημα, έψαχνα απεγνωσμένα να βρω άκρη με κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα.
Τι πάει και φέρνει ο νους του ανθρώπου τις πιο άκυρες στιγμές. Η διάθεσή μου εξατμίστηκε μέσα σε μια στιγμή. Αναστέναξα και σηκώθηκα και πήγα και έπλυνα το dildo και έπεσα στο κρεββάτι να συνεχίσω την ταβανοθεραπεία.
Πάνω που είχα πάρει απόφαση ότι θα ξενυχτίσω κοιτώντας το ταβάνι, βούιξε το κινητό μου. Είχα μήνυμα από το Στέφανο, στο οποίο με ρωτούσε αν είχα όρεξη για βιντεοκλήση!
Αν είχα, λέει;
Κόντεψα να πατήσω άμεσα κλήση, ξεχνώντας ότι ήμουν γυμνή κάτω από τα σκεπάσματα. Του ζήτησα να μου δώσει λίγα λεπτά και πήγα και έβαλα τις πιτζάμες μου, κάνοντας το κάτω μέρος χάλια, γιατί ψεύτρα μην είμαι, μια υγρασία την είχε ακόμα.
«Και δύο,» μην πω.
«Είμαι έτοιμη,» του έστειλα σε SMS. Ούτε ένα λεπτό αργότερα ήρθε η βιντεοκλήση μέσα από το Skype.
«Καλησπέρα Ευδοκία, ελπίζω να σε ενοχλώ!»
«Ο-ορίστε;»
«Άμα δεν ήταν να σε κόψω από κάτι σημαντικό, τι αξία θα είχε η κλήση μου;»
«ΧαΧαχαχα, πραγματικά λυπάμαι που θα στο χαλάσω, αλλά η βιντεοκλήση αυτή ήταν το πιο σημαντικό πράγμα που συνέβη από την ώρα που ήρθα σπίτι!»
«Ό,τι και αν έκανες φαντάζομαι ότι δεν κοιμόσουν!»
«Ταβανοθεραπεία έκανα,» του είπα με μια γερή δόση ειλικρίνειας, εντάξει δεν χρειάζεται να μάθει και τα άλλα! «Εσύ τι κάνεις;»
«Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να στο περιγράψω οπότε θα στο πω ωμά: Κάθομαι καυλωμένος ενώ η γυναίκα μου πηδιέται με ένα νεαρό αυστριακό. Δηλαδή δεν ξέρω αν είναι αυστριακός, εικασία κάνω!»
Αν μου είχε πει πως εκείνη τη στιγμή έδινε γλωσσόφιλο σε θηλυκή κόμπρα, θα μου είχε προξενήσει μικρότερη εντύπωση!
«Ορίστε;» ήταν το μόνο που μπόρεσα να ψελλίσω, καθώς δεν ήμουν σίγουρη ότι άκουσα καλά!
«Φρικαλέα πράγματα… φρικαλέα πράγματα!»
«Κάτσε, γιατί δεν είμαι σίγουρη ότι άκουσα καλά. Είπες ότι η γυναίκα σου πηδιέται με κάποιον νεαρό που εικάζεις ότι είναι αυστριακός; Άκουσα καλά;»
«Δεν είμαι ΩΡΛ αλλά η ακοή σου μια χαρά μου φαίνεται,» μου είπε κοροϊδευτικά.
«ΟΚ…» είπα με αβέβαιη φωνή.
«Έλα μη μου μείνεις!»
«Όχι… εντάξει… Δεν ξέρω τι να σου πω….»
«Δεν χρειάζεται να μου πεις κάτι. Με ρώτησες τι κάνω και σου απάντησα,» είπε βγάζοντας κοροϊδευτικά τη γλώσσα του.
«Αναγνωρίζω ότι είναι μέχρι στιγμής η πιο πρωτότυπη απάντηση που έχω πάρει στην ερώτηση ‘τι κάνεις’.»
«Αμ! Τι νόμιζες, τσάμπα τα κουβαλάμε τα γαλόνια; Για πες μου τώρα, πώς πέρασες;»
«Όμορφα, ήταν πολύ όμορφα!» του απάντησα ειλικρινά.
«Θέλεις να επαναληφθεί;»
Εκεί δίστασα να απαντήσω. Σαφώς και ήθελα να τον ξαναδώ, αλλά δεν είχα ιδέα τι θα έκανα μαζί του και αυτό ήταν που με έκανε επιφυλακτική.
«Η σιωπή σου εις απάντησή μου;»
«Όχι, όχι… απλά με αιφνιδίασες λίγο!»
«Πώς είναι δυνατόν να θεωρείται αιφνιδιασμός η πρόταση να ξαναβγούμε ειδικά όταν αυτό γίνεται μετά την παραδοχή σου ότι την πρώτη φορά πέρασες όμορφα;»
Ένα δίκιο το είχε. Και στην τελική-τελική, ακόμα και αν δεν είχα ιδέα τι θα έκανα μαζί του ή αν καν θα ήθελα να κάνω κάτι μαζί του, ποιος ο λόγος να μην βγούμε ξανά, από τη στιγμή που την πρώτη φορά πέρασα τόσο καλά; «Μην κάνεις πολύπλοκα τα πράγματα Εύη,» μάλωσα τον εαυτό μου.
«Πες το κι έγινε,» είπε το άλλο μου μισό.
«Ένα δίκιο το έχεις.»
«Δε μου απάντησες την πρώτη ερώτηση ωστόσο. « μου είπε.
«Ναι, θα το ήθελα!» του απάντησα απλά.
«Θαυμάσια!» ήταν η απάντησή του.
«Στέφανε, αυτό που μου είπες για τη γυναίκα σου είναι αλήθεια ή το είπες….»
Κόμπιασα. Πώς να τον ρωτούσα αν έπαιζε κάποιο παιχνίδι μαζί μου; Όπως και να το διατύπωνα, θα ακούγοντας κάπως.
«Για ποιο λόγο να στο πω αν δεν ήταν αλήθεια;»
«Για ποιο λόγο ένιωσες την ανάγκη να μου το πεις;» τον ρώτησα στα ίσια βρίσκοντας τη σωστή διατύπωση.
«Γιατί ήθελα να κόψω αντίδραση πριν σου ζητήσω για δεύτερη φορά να βγούμε πάλι,» μου είπε με ωμή ειλικρίνεια.
«Και πώς την έκοψες;» τον ρώτησα, κάμποσο φουρκισμένη είναι η αλήθεια, αλλά η απάντησή του ήρθε κοφτή και απότομη σα γροθιά στη μούρη.
«Αναμενόμενη,» μου είπε λιτά.
«Παίζει μαζί μου,» ήταν η συνειδητοποίηση που με έκανε να νιώθω σα να έφαγα γροθιά στη μούρη. «Παίζει μαζί μου.».
Αυτό από τη μία με εξόργιζε και από την άλλη με γοήτευε.
«Παίζεις μαζί μου, Στέφανε;» τον ρώτησα ορθά-κοφτά.
«Εσύ, όχι;» με ρώτησε μειδιώντας.
«Εγώ δεν παίζω!» του είπα εκνευρισμένη.
«Φυσικά και παίζεις, Ευδοκία!» μου είπε εκνευρίζοντάς με ακόμα περισσότερο.
«Δεν παίζω!» του είπα ακόμα περισσότερο εκνευρισμένη.
Εκείνος δεν είπε τίποτα για λίγη ώρα.
«Χωρίς να σε θεωρώ ψεύτρα, δεν σε πιστεύω. Αυτό δε σημαίνει ωστόσο ότι δε θα το σεβαστώ οπότε θα σε ξαναρωτήσω: Θέλεις να ξαναβγούμε; Δε χρειάζεται να απαντήσεις τώρα, όποια και είναι η απάντησή σου πάρε όσο χρόνο θέλεις.»
«Οκ,» του απάντησα μη βρίσκοντας τι άλλο να του πω. Η ίδια του η ερώτηση ήταν κι αυτή μέρος του παιχνιδιού του αλλά έχω μάθει από μικρή να μην παίρνω βιαστικές αποφάσεις.
«Παίζεις σκάκι;» με ρώτησε.
«Ναι, παίζω,» του απάντησα.
«Τι ELO έχεις;»
«Σε κανονικό, σε bullet, σε rapid ή σε blitz;»
«Σε όλα,» μου απάντησε.
«Γύρω στο 2200, σύμφωνα με το chess.com σε κανονικό και rapid και λίγο ψηλότερο σε και bullet και blitz. Εσύ;»
«Κάπου εκεί γύρω κι εγώ. Έχεις όρεξη για μια παρτίδα rapid;»
«Ναι, γιατί όχι;»
«Ποιο είναι το handle σου;» με ρώτησε;
«Chessnut,» του απάντησα.
«Ωραία, κλείνω από εδώ να μπω στο laptop μου. Μπες κι εσύ και θα σου στείλω πρόσκληση για παιχνίδι.»
«Θέλω να σε βλέπω,» του είπα. «Δεν έχεις το Skype στο laptop σου;»
«Ναι το έχω. Τα λέμε σε λίγο από εκεί. « είπε και έκλεισε.
Έκλεισα κι εγώ το κινητό μου και άνοιξα στο laptop το Skype και το chess.com. Έλαβα εκ νέου κλήση στο Skype και αυτή τη φορά απάντησα από το laptop.
«Καλησπέρα και πάλι,» του είπα και συνέχισα «έχω ανοίξει το chess.com και περιμένω.»
«Καλησπέρα. Σου έστειλα πρόσκληση.»
Ο browser βούιξε, είχα ειδοποίηση ότι ο με προκαλούσε σε παρτίδα rapid o ‘Talomorph’ και χαμογέλασα με το λογοπαίγνιο. Μετά είδα το ELO του και μου κόπηκε το χαμόγελο: 2974 στο bullet, 2701 στο rapid
Μπορεί το ELO αυτό να ήταν του Chess.com και όχι της FIDE, αλλά απέναντί μου είχα άτομο που μπορούσε να δώσει σε επαγγελματία grand master a run for his money.
Αυτό δεν θα ήταν παιχνίδι, θα ήταν αιματοκύλισμα και το αίμα θα ήταν το δικό μου!
Κεφάλαιο 4 - Ματ σε τρεις κινήσεις
Στέφανος
Εδώ και 42 χρόνια, παίζω κάθε μέρα τουλάχιστον μια ώρα σκάκι. Κρίνοντας από το ELO της, η Ευδοκία δεν πρέπει να έπαιζε τόσο συχνά γιατί, by the Gods, έπαιζε σαν παίχτης 2500+. Εξαιρετική! Παίξαμε μία παρτίδα rapid και τρεις blitz, στην πρώτη έπεσε στην παγίδα μου, νομίζοντας ότι έκανα blunder, αφήνοντας εκτεθειμένους σε fork τους δυο μου πύργους, ενώ στην πραγματικότητα θυσίασα τον ένα για να ξεφορτωθώ τον dark square αξιωματικό της, που κρατούσε όλη την αριστερή της πτέρυγα μετά το μεγάλο ροκέ που είχε κάνει. Παραιτήθηκε λίγες κινήσεις αργότερα, όταν συνειδητοποίησε ότι το ματ απείχε πλέον πέντε κινήσεις.
Στις τρεις παρτίδες blitz που παίξαμε, κέρδισα τις δύο και της πρότεινα ισοπαλία -την οποία δέχτηκε- στην τρίτη. Συνολικό σκορ 3,5 - 0,5 αλλά αν συνεχίζαμε να έχουμε επαφές αργά ή γρήγορα -το πιθανότερο γρήγορα- θα έκλεινε την ψαλίδα.
«Δε θέλεις να παίξουμε άλλη παρτίδα;»
«Όχι, αρκετά με αιματοκύλισες για σήμερα!» μου απάντησε.
«Ευδοκία, παίζεις πολύ καλύτερα από το ELO σου.»
«Παρηγοριά στον άρρωστο ώσπου να βγει η ψυχή του. « μου είπε πειρακτικά.
«Όχι! Όχι! Υπάρχουν κάποια πράγματα με τα οποία δεν αστειεύομαι καθόλου και το σκάκι είναι ένα από αυτά. Πραγματικά παίζεις πολύ καλύτερα από το ELO σου και στο λέει αυτό ένας άνθρωπος με 40+ χρόνια εμπειρία στο σκάκι.»
«Δεν είμαι του επιπέδου σου. « μου απάντησε με μια δόση πίκρας.
«Η εμπειρία είναι που σου λείπει, όχι η ικανότητα,» ανταπάντησα.
“Be that as it may.”
«Νύσταξες;»
«Όχι.»
«Έχεις όρεξη για ένα παιχνίδι;»
«Τι παιχνίδι;»
«Θα σου κάνω τρεις ερωτήσεις και εσύ θα τις απαντήσεις. Μπορεί να σου φανεί χαζό αλλά είναι αξιοσημείωτα ακριβές.»
Γέλασε!
«Θα μου κάνεις ψυχολογικό τεστ;»
«Περίπου!» της είπα μειδιώντας.
«Ξέρεις τι θα απαντήσω;» με ρώτησε.
«Όχι… αλλά απ' όσο σε έχω κόψει, μπορώ να κάνω educated guess για τις δύο πρώτες απαντήσεις σου και higher risk guess για την τρίτη.»
«Μεγάλη ιδέα έχετε για τον εαυτό σας μεσιέ. Προλάβατε να με ψυχολογήσετε σε δύο ώρες μπύρας και μιας προσωπικής πανωλεθρίας στο σκάκι;»
«Ωραία, ας το κάνουμε ενδιαφέρον λοιπόν. Θα σου στείλω σε mail τις απαντήσεις που πιστεύω ότι θα δώσεις και όταν τελειώσουμε το test θα ανοίξεις το mail να διαβάσεις τις απαντήσεις μου.»
«Τι θα γίνει αν κερδίσω ή, για να είμαστε ακριβείς, αν χάσεις;»
«Πες μου εσύ!» της είπα.
«Θα μπεις να γράψεις στο φόρουμ, στο τι σκέφτεσαι τώρα ότι βρήκες το μάστορά σου ή για να το θέσω σωστά βρήκες τη μαστόρισσά σου.»
«Μεγάλες κουβέντες ειδικά από τη στιγμή που το να μην μαντέψω σωστά τι θα απαντήσεις, δε σημαίνει ότι βρήκα και το μάστορά μου!»
“Χαχαχα, you don't take the challenge?”
«I'll bite, challenge accepted, αν δεχτείς και εσύ το challenge που θα προτείνω αν μαντέψω σωστά.»
«Σ' ακούω.»
«Θα γδυθείς από πάνω μπροστά στην κάμερα, θα σε τραβήξω φωτογραφία -χωρίς να φαίνεται το πρόσωπό σου- και θα την ανεβάσω στο forum.»
“Όχι!”
“Take it or leave it!”
Δεν απάντησε.
«Ή μπορούμε να συνεχίσουμε χωρίς τίμημα αν κερδίσω ή χάσω. Βέβαια δεν θα έχει το ίδιο excitement αλλά αφού είσαι κοτάρα τι να σε κάνω;»
«Δεν είμαι κοτάρα! Αυτό από την άλλη δε σημαίνει ότι θα βάλω και το κεφάλι μου στον ντορβά!»
«Σε πειράζω,» της είπα χαμογελώντας.
«Συνεχίζεις να παίζεις μαζί μου!» μου είπε αλλά αυτή τη φορά δεν ακούστηκε εκνευρισμένη.
«Ποτέ δεν το αρνήθηκα αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι είχες δίκιο. Εσύ δεν παίζεις. Οι λόγοι αδιάφοροι και στο λέω αυτό για να μην το δεις πως σε τσιγκλάω μήπως τσιμπήσεις.»
«Δεν είμαι του επιπέδου σου και αυτό δεν αφορά μόνο στο σκάκι.»
«Αυτός δεν είναι λόγος να μην παίζεις… αλλά εσύ ξέρεις καλύτερα.»
Πάλευε με τον εαυτό της. Αποφάσισα να την τσιγκλήσω, συνεχίζοντας το παιχνίδι.
«Πάντως, for what it matters, όσο καλή και αν είσαι στο σκάκι, και πίστεψέ με, *είσαι*, μη δοκιμάσεις την τύχη σου στο πόκερ. Θα σου πάρουν τα σώβρακα ή στην περίπτωσή σου την κιλότα.»
«Δεν είμαι τόσο ανοιχτό βιβλίο όσο νομίζετε, μεσιέ!» μου είπε εκνευρισμένη.
«Δεν σε είδα να δέχεσαι το challenge.»
«Μη νομίζεις ότι δεν βλέπω τι κάνεις, Στέφανε!»
«Still,» της είπα βγάζοντας πειρακτικά τη γλώσσα μου.
«OK, I'll bite,» μου είπε μετά από λίγη ώρα.
“With or without the challenge?”
«With,» μου απάντησε μονολεκτικά και συνέχισε. «Στείλε μου σε mail τις απαντήσεις.»
«Πρώτα θα σου κάνω τις ερωτήσεις, θα γράψεις τις απαντήσεις σου σε ένα χαρτί και όταν μου πεις ότι είσαι έτοιμη και πριν φυσικά μου διαβάσεις τις απαντήσεις θα σου στείλω το mail.»
«Ωραία λοιπόν, shoot.»
«Η πρώτη ερώτηση είναι η εξής: Ποιο είναι το αγαπημένο σου ζώο; Θα χρησιμοποιήσεις *μόνο* επίθετα για να αιτιολογήσεις την απάντησή σου.»
«Δώσε μου μισό λεπτό να πάρω μια κόλλα χαρτί,» μου είπε και για μερικά λεπτά την έχασα από το πλάνο. «Επέστρεψα, ποια είναι η δεύτερη ερώτηση;»
«Το νερό έχει πολλές μορφές: Θάλασσα, βροχή, λίμνη κλπ. Ποια είναι η αγαπημένη σου μορφή; Πάλι θα πρέπει να αιτιολογήσεις την απάντησή σου με τρία-τέσσερα επίθετα.»
«Οκ, ποια είναι η τελευταία;»
«Ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα. Το ίδιο, με επίθετα. Αντιλαμβάνομαι ότι είναι ζόρικο but it is what it is. Αν το χάσω κάπου και με κράζει μετά το φόρουμ, εδώ είναι το πιθανότερο να το χάσω.»
«Πόση ώρα έχω;»
«Όση χρειαστείς,» της είπα.
Ευδοκία
Άρχισα να σημειώνω στο χαρτί. Στην αρχή σκέφτηκα να γράψω παλαβομάρες αλλά το παιχνίδι δεν έχει αξία αν κλέβεις, όση ικανοποίηση και αν μου έδινε να του το τρίψω στη μούρη.
Άλογο: αγέρωχο, πιστό, έξυπνο, χαδιάρικο, ατίθασο
Λίμνη: μυστηριακή, ήρεμη, πλανεύτρα, γαλήνια.
Μωβ: Μελαγχολικό μα ταυτόχρονα φωτεινό, δηλαδή αντικρουόμενο. Δεν μπορούσα να σκεφτώ άλλα επίθετα όσο και αν έστυβα το μυαλό μου.
«Τελείωσα,» του είπα «αλλά για το χρώμα βρήκα μόνο τρία επίθετα. Πειράζει;»
«Όχι, δεν πειράζει. Σου στέλνω το mail.»
Πράγματι λίγη ώρα αργότερα είχα ειδοποίηση από το Gmail.
«Πριν το ανοίξεις διάβασε μου τι έγραψες.».
«Η απάντηση στην πρώτη ερώτηση ήταν άλογο και τα επίθετα είναι πιστό, έξυπνο, χαδιάρικο, ατίθασο.». Κοίταξα το πρόσωπό του στην κάμερα προσπαθώντας να διαβάσω τις αντιδράσεις του, αλλά το βλέμμα του δεν μετέδιδε καμία απολύτως πληροφορία. Tell me about poker face! «Στη δεύτερη ερώτηση, η απάντηση είναι λίμνη επειδή είναι μυστηριακή, ήρεμη, πλανεύτρα και γαλήνια.»
«Μάλιστα!» μου είπε και συνέχισε «Η τρίτη;»
«Μωβ γιατί είναι αντικρουόμενο, από τη μία είναι μελαγχολικό μα ταυτόχρονα είναι και φωτεινό.»
«Άνοιξε το mail σου,» μου είπε απλά.
Κίνησα να πάω να ανοίξω το mail μου γεμάτη αγωνία, μια αγωνία που είχε πολύ περισσότερο ευχάριστες αποχρώσεις απ' όσο φοβόμουν και η παρατήρηση αυτή δε μου διέφυγε. Το ύφος του είχε παραμείνει το ίδιο.
«Schrödinger's mail,» του είπα. «Μέχρι να το ανοίξω είμαι ταυτόχρονα γυμνή από πάνω και ντυμένη. Και εσύ ρεζίλι του φόρουμ και εγώ ρεζίλι του φόρουμ!»
«Αφενός το να γράψω ότι βρήκα το μάστορά μου από εσένα, όσο και αν στην περίπτωση αυτή δεν είναι αληθές, δε θα με έκανε να νιώσω ρεζίλι και αφετέρου δε νομίζω να γίνεις ρεζίλι, μάλλον θα αποκτήσεις περισσότερους θαυμαστές!»
«Μια κουβέντα είναι αυτό,» του είπα μαγκωμένη.
«Ή ταν ή επί τας. Άνοιξε το mail σου.»
Άνοιξα το Gmail. Το mail είχε μόνο subject και όχι main body. Το subject ήταν «Άλογο, λίμνη, μωβ και δε σε χάλασε καθόλου :p.»
Ανάθεμά τον.
«Κέρδισες!» του είπα.
«Δεν είχα ουδεμία αμφιβολία,» μου είπε μειδιώντας και κάνοντάς με να θέλω να πάρω το laptop να το πετάξω στον τοίχο.
Δεν απάντησα.
«Γδύσου!» με διέταξε.
Αναστέναξα και κλείνοντας τα μάτια μου έβγαλα το πάνω μέρος της πιτζάμας μου. Δεν φορούσα σουτιέν. Παρά το άβολο της κατάστασης ή ίσως εξαιτίας αυτού οι ρώγες μου ήταν ερεθισμένες. Έχω αρκετά μεγάλο στήθος και η βαρύτητα είναι ανίκητη και αυτό ήταν πηγή μιας ελαφριάς ανασφάλειας στον συγκεκριμένο τομέα.
«Κοίταξέ με σε παρακαλώ,» μου είπε ευγενικά μεν, σε μορφή διαταγής δε.
Χρειάστηκε προσπάθεια για να ανοίξω τα μάτια μου.
«Έχεις πολύ όμορφο στήθος, όχι απλά δε θα γίνεις ρεζίλι, δε θα προλαβαίνεις να μαζέψεις τους θαυμαστές σου,» μου είπε.
Δεν απάντησα.
«Ωστόσο, τη φωτογραφία αυτή θα την ανεβάσω εγώ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.»
«Τι συνεπάγεται;» τον ρώτησα
Χασκογέλασε.
«Αυτό αφήνεται ως άσκηση στον αναγνώστη,» είπε και άκουσα τον ήχο που κάνει το Skype όταν σε τραβάνε φωτογραφία.
Κεφάλαιο 5 - O Lenin στη Βιέννη
Κατερίνα
Μπήκαμε στο δωμάτιό μου σχεδόν κουτρουβαλώντας. Ο Γιόχαν με έσφιξε πάνω του και με φίλησε βαθιά ενώ το χέρι του είχε περάσει μέσα από το ντεκολτέ μου και μου εξερευνούσε το στήθος. Μου τσίμπησε ελαφρά τις ρώγες και με βοήθησε να βγάλω το φόρεμά μου. Μετά μου αφαίρεσε πολύ επιδέξια το σουτιέν και έμεινα μόνο με τις γόβες και το κιλοτάκι μου. Του ξεκούμπωσα το πουκάμισο και τον βοήθησα να βγάλει το φανελάκι του. Δεν είχε ούτε μια τρίχα πάνω του, και η αλήθεια είναι ότι αυτό με ξενέρωσε λίγο, αλλά όταν το χέρι μου πέρασε πάνω από το παντελόνι του η όρεξή μου επέστρεψε with vengeance. Όχι, δεν ήταν κάλτσα.
«Θα σε κλάψει η μανούλα σου,» είπα από μέσα μου ενώ του ξεκούμπωνα το παντελόνι. Του κατέβασα και το μποξεράκι και ξεροκατάπια βλέποντας το θηρίο. «Μάλλον εμένα θα κλάψει η δικιά μου,» αποφάσισα και γονατίζοντας τον πήρα στο στόμα μου, με αρκετή δυσκολία είναι η αλήθεια. Μπορώ να τον παίρνω βαθιά αλλά πρώτη φορά αντίκριζα τέτοιο μέγεθος, πρέπει να ήταν πάνω από 20 εκατοστά. Τον πήρα όσο βαθιά μπορούσα στο στόμα μου ενώ με το χέρι μου άρχισα να τον παίζω. Ίσα που μπορούσα να τον πάρω όλο στη χούφτα μου.
Ο Γιόχαν με διέκοψε και με τη σειρά του μου κατέβασε το κιλοτάκι και με έβαλε να ξαπλώσω στο κρεββάτι. Άνοιξα τα πόδια μου και έπεσε ανάμεσά τους να με φάει. Ο πιτσιρικάς, δεν πρέπει να ήταν πάνω από 25, έκανε απίστευτο στοματικό, δε μου πήρε ώρα να αρχίσω να τραντάζομαι και τέλειωσα με ένα εντυπωσιακό squirting, κάτι που δε μου συμβαίνει και συχνά.
«Stop,» του είπα για λίγο και έβγαλα το κινητό μου και το τοποθέτησα στο τραπεζάκι του σαλονιού με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να βλέπει την πολυθρόνα. «Please, come here,» του είπα και τον έβαλα να κάτσει στην πολυθρόνα. Πάτησα το record και γονάτισα μπροστά στα πόδια του και άρχισα να τον τσιμπουκώνω. Η μυρωδιά του και η γεύση του με ξετρέλαναν, το γεγονός ότι το βιντεοσκοπούσα για τον Stefan με ξετρέλανε ακόμα περισσότερο και η σκέψη ότι σε λίγη ώρα θα τον είχα μέσα μου ήταν το αποτελείωμα. Τον τσιμπούκωσα με ενθουσιασμό και τον ένιωσα να φτάνει στο τέλος. Έκανε να με τραβήξει αλλά τον άρπαξα και τον πήρα ακόμα πιο βαθιά με κίνδυνο να πνιγώ όταν τέλειωσε βαθιά μέσα στο λαιμό μου, πλημμυρίζοντάς το με μια μεγάλη ποσότητα από καυτό χύσι. Κατάπινα και κατάπινα και τελειωμό δεν είχε. Στο τέλος γυρνώντας προς το τηλέφωνο τραβήχτηκα και άφησα λίγο χύσι να τρέξει από το στόμα μου στον πούτσο του που δεν έλεγε να πέσει. Ρούφηξα το χύσι που άφησα να πέσει στο κεφαλάκι -δηλαδή τι κεφαλάκι, αλλά τέλος πάντων- και τον έγλειψα μέχρι που γυάλισε.
Δεν είχε ξεκαυλώσει ακόμα ο Θεούλης!
Σηκώθηκε και με πήρε στα χέρια του και πήγε και με πέταξε κυριολεκτικά στο κρεββάτι. Με έβαλε να γυρίσω μπρούμητα και στην αρχή ομολογώ ότι τα χρειάστηκα φοβούμενη ότι θέλει να με πάρει από τον κώλο, κάτι που σε αυτό το μέγεθος θα ισοδυναμούσε με ανασκολοπισμό αλλά δεν κράτησε πολύ γιατί μπήκε μπροστά μου κάνοντάς με να χάσω τα μυαλά μου από την αίσθηση.
Τα αναφιλητά της ηδονής μου και η κοφτή του ανάσα όσο με έπαιρνε ήταν οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν. Κάποια στιγμή με γράπωσε από το στόμα κλείνοντάς το και καρφώθηκε όλος κάνοντάς με να δω αστράκια. Ο Γιόχαν με όλη τη νεανική σφριγηλότητα και αντοχή του μου πρόσφερε το γαμήσι της ζωής μου -όχι, δεν υπερβάλω- και με γαμούσε με τον ίδιο ρυθμό για πάνω από 25 λεπτά. Έχασα το λογαριασμό πόσες φορές τέλειωσα, δηλαδή τι λογαριασμό, τα αυγά και τα πασχάλια έχασα. Κάποια στιγμή τραβήχτηκε και με γύρισε. Είχε κάτσει στα γόνατα και τον έπαιζε, τσακίστηκα να σκύψω μπροστά του και να του βγάλω τη γλώσσα μου και πράγματι μερικές στιγμές μετά η γλώσσα μου, το στόμα μου και το υπόλοιπο πρόσωπό μου γέμισε με μια σεβαστή ποσότητα χυσιού που απορούσα πού στο καλό βρέθηκε μετά από αυτά που είχε βγάλει όταν του είχα πάρει νωρίτερα τσιμπούκι.
Ναι, ήταν το γαμήσι της ζωής μου και επαναλήφθηκε κάμποσες φορές εκείνη τη βραδιά. Μέχρι και κώλο του έδωσα με κίνδυνο να χρειαστώ πρωκτοραφή αλλά ευτυχώς ο Γιόχαν με πήρε πολύ προσεκτικά οπότε πέρα από το βίντεο θα έπαιρνα μαζί μου και λίγο από το σπέρμα του. Μετά θυμήθηκα ότι το είχα καταπιεί ήδη δύο φορές και γέλασα με τη σκέψη.
Πώς θα ήταν η ζωή μου αν δεν είχα γνωρίσει τον Stefan? Ούτε θέλω να το σκέφτομαι και αυτό δεν αφορά το σεξουαλικό τομέα μόνο. Ήμουν 18 όταν τον γνώρισα, πρωτοετής στο Harvard. Είχαμε συναντηθεί τυχαία σε ένα φοιτητικό πάρτι. Μέχρι που τον είδα για πρώτο φορά, πίστευα ότι ο κεραυνοβόλος έρωτας ήταν ρομαντικό παραμύθι but boy, was I wrong!!!
Στη φωτιά να μου ζητούσε να πηδήξω θα το έκανα χωρίς κανέναν απολύτως δισταγμό. Αν δεν υπήρχε αυτός ο άνθρωπος δεν θα πίστευα στην ύπαρξη του soul mate, θα το είχα απορρίψει και αυτό ως ένα ακόμα ρομαντικό παραμύθι. Ήμασταν και είμαστε αντίθετοι άνθρωποι αλλά αντίθετοι με την συμπληρωματική έννοια. Ακόμα και όταν ήμουν υποτακτική του Harry ήξερα -όπως το ήξερε και εκείνος- ότι ένα κομμάτι μου ήταν απρόσιτο, ήταν το κομμάτι μου που άνηκε και ανήκει στο Stefan.
Ξεκινήσαμε όπως κάθε απλό ζευγάρι. Το D/s μεταξύ μας προέκυψε αργά αλλά σταθερά στην πορεία χρόνων. Δεν θέλει να χρησιμοποιώ αυτές τις λέξεις, ταμπέλες τις λέει και τον εκνευρίζουν, όσο τέλος πάντων μπορεί να εκνευριστεί αυτός ο άνθρωπος.
Ο Κύριός μου, με όλους τους δυνατούς και αδύνατους τρόπους, που μπορούσε να φανταστεί κανείς.
Στέφανος
«Τι τίτλο θέλεις να βάλω στη φωτογραφία σου, Ευδοκία;»
«Μεγάλες …Ευδοκίες,» μου απάντησε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
«Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να φαίνεται το όνομά σου; Δεν είναι και πολύ συνηθισμένο!»
«Δε βαριέσαι… Αφού δε φαίνεται το πρόσωπό μου και δεν έχω κάποιο tattoo ή κάποιο άλλο αναγνωρίσιμο σημάδι, τι βρεγμένη, τι μούσκεμα. Αφού έχασα που έχασα, ας το κάνω τουλάχιστον με στυλ.»
«Είσαι υπέροχη,» της είπα χαμογελώντας και κάνοντάς την να κοκκινήσει. Έκανε να πάει να βάλει το πάνω μέρος της πιτζάμας της. «Μη φορέσεις το πάνω σε παρακαλώ.»
Δίστασε.
«Δεν είναι μόνο το μυαλό σου υπέροχο, Ευδοκία.»
Φύσηξε, ξεφύσησε αλλά δεν έβαλε το από πάνω.
«Και τι θα κάνουμε τώρα;» με ρώτησε.
«Τώρα θέλω να δω το μυαλουδάκι σου σε λειτουργία. Θα σου βάλω ένα πρόβλημα και θέλω να το λύσεις!»
«Δεν είναι ώρα για ανώτερα μαθηματικά,» μου είπε.
«Δεν είναι ανώτερα, είναι στοιχειώδης αριθμητική. Βέβαια το πρόβλημα είναι πολύ ζόρικο, της Φανής της πήρε μισή ώρα για να το αποδείξει.»
«Ποια είναι η Φανή;»
«Η κόρη μου.»
«Μου είχες πει ότι είναι 15 χρονών. Είναι τόσο καλή;»
«Ειλικρινά σου μιλάω, όχι επειδή είναι κόρη μου, αλλά η Φανή είναι έχει πιο γερό μαθηματικό μυαλό από τον πατέρα της.»
«Εντάξει, καταλαβαίνω ότι την αγαπάς αλλά κάπου ώπα!»
«Εμένα μου πήρε τρεις ώρες να το αποδείξω και ήμουν 20 όχι 14, Ευδοκία!» μου απάντησε και με άφησε παγωτό.
«Και περιμένεις εγώ να το κάνω αυτή την ώρα ντυμένη έτσι;»
- Όχι, απλά θέλω να ακούσω τη συλλογιστική σου. Με ποιο τρόπο θα επιτεθείς.»
Αναστέναξε.
«Σ' ακούω.»
«Αν το 1+α*β διαιρεί το (α² + β²) τότε να αποδειχτεί ότι το (α² + β²) / (1+α*β) είναι τέλειο τετράγωνο.
Πήρε ένα χαρτί και άρχισε να γράφει. Δεν μίλησα, την άκουγα που μουρμούραγε αλλά δεν καταλάβαινα τι έλεγε.
«Τι μουρμουράς, δεν σε ακούω.»
«Αν έχεις μια λύση τότε το ίδιο ζευγάρι με διαφορετική διάταξη είναι εξίσου λύση,» μου είπε χωρίς να σηκώσει τα μάτια της πάνω. Δάγκωσε λίγο το μολύβι της. «Επίσης παρατηρώ ότι όταν α=β^3 τότε το υπόλοιπο της διαίρεσης του (α² + β²) με το (1+α*β) είναι μηδέν,» συνέχισε.
«Και;» τη ρώτησα.
«Και τίποτα. Αυτό που ζητείται να αποδειχτεί είναι ότι η εν λόγω ποσότητα είναι τέλειο τετράγωνο και όχι ότι υπάρχουν άπειρες λύσεις.»
Χαμογέλασα. Δεν της το είπα και η ίδια δεν το αναγνώρισε αλλά αυτό το ερώτημα είναι θρυλικό, ήταν το πρόβλημα νο. 6 της μαθηματικής ολυμπιάδας του 1988 και έχει μείνει στην ιστορία ως ένα από τα πιο δύσκολα προβλήματα που είχαν μπει ποτέ στην ιστορία των μαθηματικών ολυμπιάδων. Ούτε ο Terence Tao, τότε στα δεκατρία του, δεν είχε καταφέρει να το λύσει. Δεν υπερβάλλω για το μαθηματικό ταλέντο της Φανής, της είχε πάρει μισή ώρα να το λύσει στα δεκατέσσερά της, όταν εμένα στα είκοσι μου μού είχε πάρει πάνω από τρεις ώρες.
Κοιτούσα την Ευδοκία που μασουλούσε το μολύβι της και μουρμούραγε χωρίς να την ενοχλώ παρακολουθώντας της γοητευμένος. Είχε ξεχάσει την άβολη θέση, είχε ξεχάσει ότι στεκόταν γυμνή από πάνω και είχε αφοσιωθεί με όλη την ψυχή της στο πρόβλημα που της είχα βάλει. Πρέπει να πέρασαν πάνω από 20 λεπτά.
Τότε το πρόσωπό της φωτίστηκε.
«Το βρήκα,» μου είπε.
«Ποια είναι η λύση σου;» τη ρώτησα.
«Εις άτοπο. Θα υποθέσουμε ότι υπάρχουν τιμές του (α² + β²) / (1+α*β) που δεν είναι τετράγωνα. Θα πάρουμε το minimum αυτών των τιμών και θα αποδείξουμε ότι υπάρχει και λύση μικρότερη από αυτό, πράγμα άτοπο!»
Της είχε πάρει 25-30 λεπτά.
Τέτοιου διαμετρήματος μυαλό και δεν έβρισκε δουλειά σε πανεπιστήμιο; Αλλά θα μου πεις, υπήρχε ποτέ περίπτωση ο Ralf να έχει διδακτορικό φοιτητή του οποίου να επιβλέψει ο ίδιος το διδακτορικό αν ο εν λόγω φοιτητής δεν ήταν μαθηματικός του δικού του διαμετρήματος;
«Στείλε μου το βιογραφικό σου σε παρακαλώ,» ήταν το μόνο που μπόρεσα να πω.
Ευδοκία
Όχι, αυτό δεν το περίμενα ποτέ των ποτών. Ο Stefan Stolsberg, *O* Stefan Stolsberg να ζητήσει από εμένα βιογραφικό;
Είχα μουδιάσει. Στεκόμουν γυμνή -έστω και μόνο από πάνω- απέναντι στην κάμερά του και αυτό που κάναμε ήταν να με βάλει να του λύσω ένα μαθηματικό πρόβλημα και μετά να μου ζητήσει να του στείλω βιογραφικό!
Και τότε άρχισαν να βαράνε ό,τι συναγερμοί υπήρχαν. Εκείνος σα να διάβασε τη σκέψη μου.
«No quid pro quo. Θεωρώ απαράδεκτο μυαλό τέτοιου διαμετρήματος να ψάχνει και να παρακαλεί αριστερά και δεξιά για να βρει μια θέση ως μέλος ΔΕΠ. Δεν θα σου κάνουν την τιμή να σε δεχτούνε Ευδοκία, εσύ θα τους κάνεις την τιμή να αποδεχτείς την όποια θέση. Στείλε μου σε παρακαλώ το βιογραφικό σου.»
Μουδιασμένη ακόμα του έστειλα το link στην προσωπική μου σελίδα που διατηρούσα ακόμα στο Stanford με το βιογραφικό μου και τις δημοσιεύσεις μου. Ο Στέφανος άρχισε να διαβάζει και σφύριξε.
«Έχεις κάνει δημοσιεύσεις με τον Cohen, με τον Tao και με τον Hirsch και αντί να σου παίρνουν τσιμπούκια και να σε παρακαλούνε να έρθεις σου κάνουν και τους δύσκολους;»
Πρώτη φορά τον είδα αγριεμένο, πραγματικά είχε αγριέψει!
«Ένα εξάμηνο είσαι Ελλάδα; Γιατί βρε κορίτσι μου άφησες το Stanford και ήρθες εδώ να φιλάς κατουρημένες ποδιές;»
«Δεν μου άρεσε στην Αμερική, Στέφανε. Πραγματικά δεν έβλεπα την ώρα και τη στιγμή να γυρίσω πίσω.»
«Έχεις βαθμό πτυχίου 9,75, έχεις διδακτορικό με υποτροφία από το Stanford, δημοσιεύσεις σε διαφορική τοπολογία, αλγεβρική τοπολογία, συνδυαστική και θεωρία αριθμών και κάθεσαι και παρακαλάς; Είσαι σοβαρή;»
Δεν είχε αγριέψει απλώς, τα είχε πάρει στο κρανίο. Με μάλωνε λες και έφταιγα εγώ και δε μπορούσα να αρθρώσω λέξη!
«Θα με πάρει ο διάβολος αν δε σου βρω θέση.»
Δεν ήξερα τι να πω.
«Σε… σε ευχαριστώ,» ψέλλισα.
«Ντύσου σε παρακαλώ. Έχεις όρεξη για μια πεντάδα blitz πριν πέσουμε για ύπνο;»
«Θέλεις να με διαλύσεις πάλι;» τον ρώτησα χωρίς να το καλοσκεφτώ και το μετάνιωσα αμέσως αλλά δεν μπορούσα να το πάρω πίσω.
«Νομίζεις ότι έχω ανάγκη να νιώσω ανώτερος, Ευδοκία;»
«Όχι! Όχι… Σου ζητώ συγνώμη… ήταν… ήταν άστοχο και απαράδεκτο αυτό που σου είπα.»
«Έχει καλώς,» μου είπε αλλά δε νομίζω ότι με είχε συγχωρέσει.
«Θες… θες να παίξουμε;»
«Όχι, μου έφυγε η όρεξη,» μου απάντησε και μου κόπηκαν τα γόνατα.
«Πόσο ηλίθια είσαι ρε Εύη,» μάλωσα τον εαυτό μου. «Πόσο πραγματικά απίστευτα ηλίθια είσαι;»
«Άκου…» μου είπε. «Τώρα δεν έχω διάθεση να συνεχίσω, θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή.»
«Στέφανε, ειλικρινά σου ζητάω συγνώμη. Δεν ξέρω τι άλλο να πω.»
«Τη δέχομαι, Ευδοκία, αλλά τώρα δεν είναι η ώρα. Θα σε καληνυχτίσω εδώ. Το πρωί να έχω στο mail μου το βιογραφικό σου.»
«Μα… μάλιστα,» του είπα.
«Καλή σου νύχτα,» μου είπε και έκλεισε πριν προλάβω να τον χαιρετήσω κι εγώ.
Ένιωθα τόσο χάλια που ήθελα να ουρλιάξω. Χίλιες φορές να με είχε μαστιγώσει μέχρι να μου κάνει την πλάτη κιμά παρά αυτό. Το βλέμμα του, η φωνή του, το πως με έκλεισε ήταν πολύ μεγαλύτερη τιμωρία από χίλια μαστιγώματα. Και είχε κυλήσει τόσο όμορφα η βραδιά, αν δεν το κατέστρεφα θα έσκαγα!
«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μετανιωμένη είμαι. Δεν ξέρω γιατί το κάνω αυτό ώρες-ώρες, δεν ξέρω γιατί γίνομαι τόσο αντιδραστική και με μια κίνηση χύνω την καρδάρα με το γάλα. Είμαι μετανιωμένη όμως, ειλικρινά σου ζητάω να με συγχωρέσεις,» του έγραψα σε μήνυμα και πάτησα send.
«Ωραία…» μονολόγησα. «Τώρα θα κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα να δω αν θα απαντήσει. Και αν απαντήσει πάει στο διάολο, αν δεν απαντήσει….».
Αναστέναξα.
Όπως στρώνει κανείς, κοιμάται. Και τότε βούιξε το κινητό μου.
«Το παρελθόν δεν αλλάζει, το μόνο που είναι του χεριού σου είναι το μέλλον. Πέσε τώρα να κοιμηθείς.»
Πιάστηκα από αυτό το μήνυμα με την απελπισία που ένας πνιγμένος πιάνεται από τα μαλλιά του. Θυμήθηκα μια ιστορία ενός από το forum στην οποία είχε αναφέρει την εκδοχή του για το μύθο του πιθαριού της Πανδώρας.
«Τι δουλειά είχε η Ελπίδα στο πιθάρι με όλα τα κακά;»
Έλα ντε;
Δε μπορούσα να κοιμηθώ οπότε αποφάσισα μέσα στη νύχτα να ξαναδιαβάσω και αν χρειαστεί να σουλουπώσω το βιογραφικό μου. Μια φορά το στέλνει κανείς σε έναν μαθηματικό του διαμετρήματος του Stolsberg.
Ο οποίος για μένα και μέχρι πριν λίγη ώρα είχε γίνει ένα απλό «Στέφανος.».
Και στο τέλος του την είπα και από πάνω!
Μπράβο, Εύη…
Κεφάλαιο 6 - I didn’t see this coming.
Κατερίνα
Προσπαθούσα να περπατήσω ίσια και δεν ήταν καθόλου εύκολο, ένιωθα τα μεριά μου να καίνε. Ο Γιόχαν χθες το βράδυ με έκανε να πω το δεσπότη Παναγιώτη. Ένιωσα τύψεις στη σκέψη ότι δε θα ήμουν σε θέση να ικανοποιήσω όπως επιθυμούσα τον Stefan στην κατάσταση που ήμουν. Είχε απογευματινό μάθημα στο πανεπιστήμιο και δεν μπορούσε να έρθει να με πάρει από το αεροδρόμιο, οπότε αναγκαστικά πήρα ταξί. Μπήκα στο σπίτι γύρω στις 19:00 και ήταν άδειο, μου είχαν λείψει τα παιδιά μου αλλά αν τους έπαιρνα να τους πω ότι είχα έρθει τώρα θα χαλούσαν τον κόσμο να έρθουν σπίτι και ο Stefan ήθελε χρόνο μαζί μου, όσο και αν στην κατάσταση που ήμουν, δεν ήμουν και για πολλά-πολλά.
Στο σπίτι είχε ζέστη, ο Stefan είχε σηκώσει το θερμοστάτη για μένα παρά το γεγονός ότι η ζέστη δεν είναι ιδιαίτερα του γούστου του. Χαμογέλασα και σούρνοντας άφησα τη βαλίτσα στο δωμάτιο, δεν είχα καν το κουράγιο να αδειάσω τα πράγματα. Πήγα στο μεγάλο μπάνιο και έβαλα τη μπανιέρα να γεμίζει καυτό νερό, χρειαζόμουν απελπισμένα να μπω και να μουλιάσω. Περίμενα υπομονετικά μέχρι να γεμίσει, έριξα τα άλατα και μπήκα μέσα.
Ούτε κι εγώ ήξερα πόση ώρα ήμουν χωμένη μέσα στο καυτό νερό με κλειστά τα μάτια όταν άκουσα την φωνή του Stefan
«Ήρθες κοριτσάρα μου;»
Του χαμογέλασα.
«Πώς τα πέρασες χθες;» με ρώτησε με παιχνιδιάρικο τόνο.
«Μπούτι δεν έκλεισα όλη νύχτα,» του απάντησα στον ίδιο τόνο.
«Πώς ήταν η Βιέννη;» είπε αλλάζοντας συζήτηση.
«Όπως πάντα υπέροχη. Όχι ότι είχα πολύ χρόνο στη διάθεσή μου να την εξερευνήσω.»
«Να εξερευνήσεις ή μάλλον να σε εξερευνήσουν νεαροί αυστριακοί, είχες το χρόνο, άτιμο γύναιο!» μου είπε πειρακτικά.
Του έβγαλα τη γλώσσα μου
«Άλογο μ' έκανε, στο βαθμό που έχω αρχίσει να το μετανιώνω.»
«Τι εννοείς;» με ρώτησε με ξαφνική ανησυχία
«Μην πάει ο νους σου στο κακό. Θυμάσαι που σου έλεγα ότι κρίνοντας από το φούσκωμα στο παντελόνι του κάποιον θα τον κλάψει η μανούλα του; Ε, εγώ ήμουν αυτός ο κάποιος.»
«Μεγάλος;»
«Το κτήνος του πολέμου. Μην είμαι ψεύτρα, το ευχαριστήθηκα αλλά σήμερα δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου!»
«Ωχ κατάλαβα, θα έχει αντίλαλο!»
Έβαλα τα γέλια.
«Θα έρθεις να μου κάνεις παρέα;»
«Εσύ είναι που πρέπει να εξαγνιστείς στη φωτιά όχι εγώ! Από μακριά κι αγαπημένοι.»
Αναστέναξα και έκανα να σηκωθώ.
«Μη σηκώνεσαι καρδούλα μου,» μου είπε. «Κάνε το μπανάκι σου, πάω να συνδέσω το κινητό σου στην τηλεόραση για να σε θαυμάσω.»
«Τι, σκοπεύεις να το δεις χωρίς εμένα;»
«…λέει αυτή που το έκανε χωρίς τον άνδρα της,» μου είπε πειρακτικά και γέλασα γιατί ήξερα ότι το έλεγε απλά πειρακτικά.
Του Stefan του άρεσε να με παίρνει μάτι καθώς με γαμάνε ή να βλέπει βίντεο με περιπτύξεις μου. Δε θα πω ψέματα, την πρώτη φορά που είχε γίνει αυτό, τότε στα 18 μου είχα σοκαριστεί, αρχικά από την πρότασή του να με πηδήξει με ένα φίλο του και έπειτα από τη δική μου αντίδραση τόσο πριν συμβεί αυτό όσο και αφού συνέβη.
Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη, 25 χρόνια πριν
Τον κοίταζα με ανοιχτό το στόμα ενώ τα αυτιά μου δεν πίστευαν σε αυτό που είχαν ακούσει.
«Σοβαρά μιλάς;»
«Με έχεις για άνθρωπο που θα αστειευόταν σε αυτά τα θέματα, Κατερίνα;»
«μα… μα…» προσπάθησα να ψελλίσω αλλά δε μου έβγαινε.
«Δεν θέλω μα μου, θέλω ναι ή όχι. « μου είπε ορθά-κοφτά.
«Μα πώς μπορείς να μου το ζητάς αυτό; Πώς μπορείς να μου ζητάς να κάτσω να με πηδήξετε μαζί με το Φρανκ;»
«Από ποιαν θα το ζητούσα ρε Κατερίνα αν όχι από εσένα; Δε θέλω να κάνω τρίο με μια άγνωστη, θέλω να κάνω τρίο με εσένα.»
Αν και ήμουν πολύ συγχυσμένη αναγνώρισα ότι είχε ένα σοβαρό point όμως εκείνη τη στιγμή το μυαλό μου δεν μπορούσε να πάρει στροφές. Από τη μία αυτή η σκέψη με εξόργιζε, όπως με εξόργιζε και η ίδια η στάση του Stefan αλλά από την άλλη …η αλήθεια ήταν ότι η ίδια η σκέψη με ερέθισε. Ομολογώ ότι μέρος του θυμού μου στρέφονταν κατά του ίδιου μου του εαυτού, ντρεπόμουν που υπήρχε μέρος μου που φτιαχνόταν.
«Δεν μπορώ να σου δώσω απάντηση τώρα Stefan.»
«Πάρε όσο χρόνο χρειάζεσαι.»
«Και τι θα συμβεί αν αρνηθώ;»
«Τότε δε θα γίνει.»
«Κι εσύ;»
«Αυτό είναι δικό μου θέμα.»
«Με εκβιάζεις;»
«Όχι βέβαια. Δικό σου θέμα είναι αν θα αρνηθείς, δικό μου θέμα είναι πως θα το διαχειριστώ.»
«Αυτό ακούγεται σαν απειλή,» του είπα φανερά εκνευρισμένη.
«Δεν καταλαβαίνω τι περιμένεις να σου πω Κατερίνα. Ο καθένας κάνει τις επιλογές του και ζει με αυτές.»
«Ή σας κάθομαι ή με χωρίζεις; Αυτό μου λες;»
«Αυτό είναι η ερμηνεία που επέλεξες να δώσεις εσύ Κατερίνα και είναι πολύ περισσότερο προσβλητική από την πρόταση για τρίο. Για την ακρίβεια η πρόταση για τρίο δεν είναι καν προσβλητική, όταν σου ζήτησα να μου δώσεις τον κώλο σου προσβλήθηκες;»
«Δεν είναι το ίδιο!»
«Ακριβώς το ίδιο είναι Κατερίνα. Σεξ, απλά σεξ. Εσύ από την άλλη με αντιμετωπίζεις σαν κάποιον που δεν δίνω δεκάρα τσακιστή για σένα στο σημείο που φοβάσαι πώς θα σε παρατήσω επειδή μου αρνήθηκες ένα χατίρι.»
Ένιωσα σα να έφαγα χαστούκι.
«Stefan…» πήγα να πω αλλά δε μου έδωσε περιθώρια.
«Όχι τώρα. Είμαι φοβερά εκνευρισμένος και δεν είμαι σε θέση να συνεχίσω τη συζήτηση. Θα τα πούμε αύριο. Καληνύχτα.»
Εκείνο το βράδυ αυτός ο διάλογος έπαιξε σε ατέρμονη λούπα, ξανά και ξανά και ξανά και ξανά… Ήταν το βράδυ που ο κόσμος μου άλλαξε.
Λάθος.
Άνοιξε!
Πέντε βράδια αργότερα ήμουν καθισμένη στα τέσσερα με την πούτσα του Frank στο στόμα και τον Stefan να οργώνει το κωλαράκι μου. Εκείνη την νύχτα είχα τους πρώτους πραγματικούς μου οργασμούς. Ξανά και ξανά και ξανά.
Σήμερα
Σηκώθηκα από το μπάνιο και στέγνωσα στα γρήγορα τα μαλλιά μου. Πήγα στο σαλόνι, ο Stefan είχε βάλει το βίντεο μου με τον Γιόχαν και το έβλεπε ενώ τον έπαιζε. Σήμερα είναι η αλήθεια ότι δεν ήμουν σε θέση να του δώσω το μουνί μου ή τον κώλο μου αλλά η χθεσινή λαρυγγοσκόπηση δεν μου είχαν αφήσει κουσούρι στο στόμα μου και ο Stefan λατρεύει τις πίπες.
Στέφανος
Άνοιξα το κινητό της και πήγα στα videos. Όταν βρήκα αυτό που έψαχνα άνοιξα την τηλεόραση και έβαλα το κινητό να αναπαράγει το βίντεο στην οθόνη της. Το βίντεο ξεκινούσε με την Κατερίνα να απομακρύνεται γυμνή από την κάμερα και να γονατίζει μπροστά στην πολυθρόνα που καθόταν ο νεαρός Αυστριακός.
Ωραίος άντρας!
Η Κατερίνα στο βίντεο γονάτισε και πήρε τον πούτσο του στο στόμα της ξεχειλώνοντάς το. Έβγαλα τον πούτσο μου έξω και άρχισα να τον παίζω ενώ στο βίντεο η Κατερίνα έκανε επίδειξη βαθιάς λαρυγγοσκόπησης. Ήμουν τόσο αφοσιωμένος που δεν την πήρα χαμπάρι ότι ήρθε μπροστά μου.
«Αποσκότησων με,» της είπα πειρακτικά και εκείνη αντί απάντησης έκανε κότσο το μαλλί της.
Oh boy, όταν το κάνει αυτό η Κατερίνα she means business!!!
Από τη μία το βίντεο που θα μπορούσε να διδάσκεται σε σεμινάρια deep throating από την άλλη η live επίδειξη αυτού του γνήσιου ταλέντου και σε λίγο εγώ και ο αυστριακός χύναμε στο ίδιο στόμα, έστω και με μια μικρή χρονοκαθυστέρηση από τη μεριά μου.
«Να με πνίξεις κόντεψες, να υποθέσω ότι δε σου έκατσε η πιτσιρίκα με την οποία βγήκες χθες;»
«Αφενός, ποιος σου είπε κυρία μου ότι είναι πιτσιρίκα, και αφετέρου δεν βγήκα για μπύρα μαζί της έχοντας στο πάνω κεφάλι πως το κάτω θα παρακάμψει το βρακί της!»
«Και γιατί βγήκες;»
«Γιατί με ιντριγκάρει. Η Ευδοκία είναι συνάδελφος.»
«Ψυχολόγος;»
«Όχι βρε, δική μου συνάδελφος. Διδάκτωρ παρακαλώ με επιβλέπων τον Ralph!»
«Άει στο διάολο. Πήρε ο γέρο-παράξενος διδακτορικό φοιτητή υπό τη σκέπη του;»
«Για να καταλάβεις για τι μυαλό μιλάμε, έχει δημοσιεύσεις με τον Ralph και τον Terence!»
«Αστέρι η μικρή!»
«Δε φαντάζεσαι. Και ξέρεις ποιο είναι το εξοργιστικό; Παρακάλαγε αριστερά και δεξιά μπας και βρει μια θέση ΔΕΠ, ενώ κανονικά θα έπρεπε να της παίρνουν τσιμπούκια και να της δίνουν κώλο για να την πείσουν να τους καταδεχτεί.»
«Στο Stanford;» με ρώτησε μην μπορώντας να κρύψει την έκπληξή της.
«Όχι βέβαια! Εδώ της κάνουν τους ζόρικους. Έστειλα mail το πρωί στον Ralph και μου απάντησε, είχε κοντέψει να πάθει αποπληξία όταν η Ευδοκία του ανακοίνωσε ότι θέλει να φύγει από το Stanford.»
«Και τι θα γίνει τώρα;»
«Τώρα το ανέλαβα εγώ. Εννοείται χωρίς quid pro quo.»
«Δεν περίμενα κάτι λιγότερο από εσένα Stefan.»
«Εδώ είναι τα ζόρικα. Αν και στο τέλος της βραδιάς κατόρθωσε και με έκανε να μου γυρίσει το μάτι πολύ την κάνω κέφι.»
«Για πήδημα;»
«Όχι. Για υποτακτική.»
Δεν είχα ποτέ στη ζωή μου υποτακτική, μόνο play partners. Τυπικά θα μπορούσε κανείς να ονομάσει την Κατερίνα υποτακτική μου, αλλά εγώ δεν την έβλεπα ως υποτακτική, την έβλεπα ως σύντροφο. Θα μου πεις δεν θα μπορούσε να είναι και υποτακτική και σύντροφος; Θα μπορούσε αλλά εγώ την βλέπω ως σύντροφο, τελεία.
«I admit, I didn't see this coming,» μου είπε η Κατερίνα γυρίζοντας στα αγγλικά.
“How does this make you feel?”
“Stefan, you may see it differently but for me it is as simple as it can get. YOU ARE MY MASTER in Every possible way. If this is your wish, then the only thing I can say is “How can I help you, Master?”
«Κατερίνα…» ξεκίνησε να λέει αλλά τον διέκοψα.
«Stefan, σε παρακαλώ άκουσέ με. Την έχουμε κάνει πολλάκις αυτή τη συζήτηση και ξέρω την οπτική σου. Όμως κατά βάθος το βλέπεις όπως κι εγώ, όπως ακριβώς είναι. Μπορεί να μη θέλεις να με λες σκλάβα σου, μπορεί να μη σ' αρέσουν οι ταμπέλες αλλά δεν αλλάζει την ουσία των πραγμάτων. Μου είπες ‘βάτραχος’, η απάντησή μου θα είναι ‘πόσο ψηλά θέλεις να πηδήξω;’”
«Το ξέρω καρδούλα μου,» της είπα. «Άλλωστε αυτό είπα και στην Ευδοκία όταν με ρώτησε αν είσαι σκλάβα μου. Της είπα ότι είσαι ελεύθερος άνθρωπος που αποφάσισες ότι αυτό που σε γεμίζει είναι να με υπηρετείς. Δεν είχα καμία αμφιβολία ότι θα έχω την ολόψυχη συμπαράστασή σου αλλά όταν σε ρώτησα πως σε κάνει να αισθάνεσαι αυτό δεν σε ρώτησα για να μου επιβεβαιώσεις ότι μου ανήκεις αλλά για να μάθω πως σε κάνει να αισθάνεσαι αυτό.»
«Εσύ πως ένωσες όταν σου ζήτησα την άδεια να ζητήσω από τον Harry να με αναλάβει;»
«Είχα ζοριστεί, το ξέρεις.»
«Άλλαξε κάτι;»
«Όχι. Ήξερα ότι ένα κομμάτι σου μου ανήκει. Αλλά θα ήμουν ψεύτης αν έλεγα ότι δεν τα χρειάστηκα, ειδικά στις αρχές.»
«Αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι εγώ δε νιώθω κανένα φόβο whatsoEver πιστεύεις πραγματικά ότι θα άλλαζε κάτι στο πως το βλέπω εγώ; Η διαφορά μας, Stefan, είναι πως δε νιώθω πως μου ανήκεις, εγώ νιώθω πως σου ανήκω. Αν θέλεις και δεύτερη και τρίτη και τέταρτη το μόνο που θα κάνω είναι να σε προσέχω μη μας μείνεις,» είπε παιχνιδιάρικα.
«Μήπως να ζητήσουμε τη συνδρομή του αυστριακού σου;» την ρώτησα.
«Να ξέρεις πάντως ότι κράτησα τα contact details του Γιόχαν. Έχοντας δώσει και κώλο μεταξύ άλλων στον εν λόγω κύριο, σε διαβεβαιώ ότι το σεξ από πίσω μαζί του σημειολογική μόνο διαφορά έχει από τον ανασκολοπισμό, οπότε μπορεί να χρησιμοποιηθεί και τιμωρητικά.»
«Έδωσες κώλο σ' αυτό το θηρίο ρε θηρίο; Πραγματικά δυσκολεύομαι να αποφασίσω ποιο θηρίο είναι μεγαλύτερο!»
«Αν συνεχίσεις το βίντεο θα δεις και άλλα ενδιαφέροντα πράγματα,» είπε και έκανε ξανά κότσο το μαλλί της…
Κεφάλαιο 7 - Tell me, Lie
Ευδοκία
Το πρωί όπως μου είχε ζητήσει του έστειλα σε mail το βιογραφικό μου. Είχα περάσει πολύ άσχημο βράδυ μετανιωμένη σκληρά για την απρέπειά μου και τα μάτια μου έτσουζαν ακόμα. Έφτιαξα τον καφέ μου και συνέχισα την ταβανοθεραπεία στο σαλονάκι ελπίζοντας μάταια να ακούσω το τηλέφωνό μου να βουίζει με μήνυμα από τον Στέφανο. Εγώ μετά το χθεσινό δεν τολμούσα καν να διανοηθώ να πάρω το τηλέφωνο ή να τον καλέσω στο Skype.
Πέρασαν τρεις μέρες έτσι και ψυχολογικά πήγαινα από το κακό στο χειρότερο. Είχα χάσει το λογαριασμό πόσα μηνύματα είχα γράψει και σβήσει χωρίς να έχω το κουράγιο να τα στείλω. Ήμουν πάλι στη φάση που έγραφα μήνυμα που ήξερα ότι δε θα στείλω όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου, ήταν ο Στέφανος.
«Πα… παρακαλώ;» είπα τρώγοντας τα λόγια μου.
«Καλημέρα Ευδοκία,» μου είπε χωρίς να μπορώ να διακρίνω χρώμα στη φωνή του. «Τι κάνεις;»
«Κα…καλά είμαι…» του είπα αλλά πριν προλάβει να απαντήσει με κάποιο τρόπο βρήκα το κουράγιο και του είπα την αλήθεια. «Ψέματα. Δεν είμαι καλά. Έχω… Ήταν πολύ… ήταν πολύ απρεπές αυτό που σου είπα προχθές. Ήμουν… ήμουν απαράδεκτη. Συγνώμη, ειλικρινά, συγνώμη!» συμπλήρωσα με σπασμένη φωνή.
«Και σου είπα από προχθές ότι έκανα δεκτή τη συγνώμη σου. Είσαι πολύ ευφυής άνθρωπος για να χρειάζεσαι να στα επαναλαμβάνω και ειλικρινά το θεωρώ ιδιαίτερα κουραστικό. Έκανες μια χοντράδα, την αναγνώρισες, ζήτησες συγνώμη, στην έδωσα, πάμε παρακάτω.»
«Έχεις… έχεις δίκιο,» είπα παίρνοντας βαθιά ανάσα. «Εσύ… εσύ τι κάνεις;»
«Καλά είμαι κι εγώ αλλά τα προσωπικά μας θα τα πούμε άλλη ώρα και με άλλο τρόπο, τώρα σε πήρα για άλλο πράγμα.»
Η καρδιά μου χοροπήδησε και παρόλο που ήξερα ότι ‘το άλλο πράγμα’ αφορούσε τον επαγγελματικό τομέα, στον οποίο απελπισμένα έψαχνα τρόπο να τακτοποιηθώ, το χοροπήδημα αφορούσε το πρώτο μέρος της πρότασης.
«Έστειλα προχθές mail στο Ralph, αποπληξία είχε πάθει όταν του ανακοίνωσες ότι θα φύγεις από το Stanford.»
«Εεε… εχμ… εεε…» προσπάθησα να μιλήσω αλλά δε μου βγήκε.
«Η ώρα τώρα είναι 10:00. Σε περιμένω στις 13:00 στο γραφείο μου, Πολυτεχνειούπολη, Κτήριο Ε, τρίτος όροφος γραφείο 3.5. Μην αργήσεις!»
«Όχι! Όχι, στις 13:00 ακριβώς θα είμαι εκεί!»
«Λοιπόν, σε αφήνω, έχω παράδοση μέχρι τις 12:00. Σε περιμένω.»
«Σε ευχαριστώ πολύ Στέφανε, πραγματικά! Στις 13:00 θα είμαι στο γραφείο σου.»
Κλείσαμε και το πρώτο πράγμα που έκανα, πέραν από το να χοροπηδάω σαν κατσίκι, ήταν να πάω να γεμίσω την μπανιέρα με καυτό νερό. Χώθηκα μέσα και έκατσα μέχρι που μούλιασα. Ντύθηκα με ένα από τα καλά μου τα ταγιέρ και επειδή το είχα άγχος μην αργήσω, τελικά έφτασα στην Πανεπιστημιούπολη στις 12:30 με αποτέλεσμα μισή ώρα να μην έχω τι να κάνω. Όπως και να έχει, ακριβώς στις 13:00 ήμουν έξω από το γραφείο του. Χτύπησα απαλά την πόρτα και άκουσα το Στέφανο από μέσα να λέει «Περάστε.».
Μπήκα μέσα στο γραφείο του, ήταν μόνος του.
«Καλημέρα Δρ. Πέτρου,» μου είπε.
«Καλημέρα Δρ. Stolsberg,» του απάντησα στον ίδιο τόνο. Σηκώθηκε από το γραφείο του και πήγε και κάθισε στο τραπέζι. Απέναντι ήταν ένας τεράστιος μαυροπίνακας που έπιανε όλο σχεδόν τον τοίχο. Μου έκανε νόημα να κάτσω κι εγώ, πράγμα που έκανα.
«Λοιπόν, Δρ. Πέτρου, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι είστε ένα από τα λαμπρότερα μυαλά της γενιά σας. Οι συστάσεις των Dr. Cohen και Dr. Tao μιλάνε από μόνες τους. Ο τομέας Τοπολογίας χρειάζεται ενίσχυση και εγώ, αλλά και ο πρόεδρος του τμήματος, θεωρούμε ότι είστε η καλύτερη δυνατή επιλογή. Βέβαια χρειάζεται να περάσουν τουλάχιστον δύο ακόμα έτη πριν μπορέσετε να θέσετε υποψηφιότητα για επίκουρος, καθώς στο Stanford και μετά το διδακτορικό σας, διδάξατε και/ή κάνατε μεταδιδακτορική έρευνα ένα μόλις χρόνο,» μου είπε και από τον τόνο του κατάλαβα ότι ήταν μπηχτή που σηκώθηκα και έφυγα από το Stanford.
Παίρνοντας θάρρος από τα λόγια του μίλησα κι εγώ με τη σειρά μου.
«Η διαφορική τοπολογία ήταν ο κύριος ερευνητικός μου τομέας αλλά στα ερευνητικά μου ενδιαφέρονται ανήκουν και η αλγεβρική τοπολογία αλλά και η συνδυαστική και η θεωρία αριθμών. Στη συνεργασία μου με τον Dr. Tao…» αλλά εκείνη τη στιγμή χτύπησε η πόρτα και μας διέκοψαν.
«Περάστε,» είπε ο Στέφανος και μέσα μπήκε ένας νεαρός με ατίθασο μαλλί και γυαλάκια. Το πρόσωπο του Στέφανου έλαμψε!
«Δρ. Αποστολίδη, περάστε παρακαλώ. Από εδώ η Δρ. Πέτρου, η οποία ελπίζουμε να μας ενισχύσει τον τομέα της Τοπολογίας όπως εσείς τον τομέα του Λογισμού Μεταβολών, όταν τελειώσετε το στρατιωτικό σας.»
Τότε μου έκανε κλικ, είχα ακούσει ξανά το όνομα του, όταν μου είχε πει για το συνέδριο στο Παρίσι. Σηκώθηκα και του έδωσα το χέρι μου.
«Χαίρω πολύ, Δρ. Αποστολίδη.»
«Τιμή μου που σας γνωρίζω Δρ. Πέτρου,» απάντησε κάνοντάς με να χάσω τα λόγια μου.
«Και τώρα που χαρήκαμε όλοι λέω να αφήσουμε τις τυπικότητες. Ευδοκία θέλεις καφέ; Νίκο;»
«Όχι, ευχαριστώ, έχω πιει ήδη καφέ το πρωί και δεν πίνω δεύτερο καφέ μέχρι το απόγευμα. Ένα φυσικό χυμό ευχαρίστως θα τον έπινα, αν υπάρχει αυτή η δυνατότητα,» είπα.
«Στέφανε, εγώ θα πιώ καφεδάκι.»
«Φρέντο το θέλεις το εσπρέσο σου ή ζεστό;» τον ρώτησε ο Στέφανος.
«Φρέντο.»
Ο Στέφανος πήρε τηλέφωνο και έδωσε την παραγγελία του. Η καρδιά μου χοροπηδούσε, ο Στέφανος… όχι… όχι ο Στέφανος, ο Δρ. Stolsberg… *Ο* Δρ. Stolsberg μου είχε δώσει επαγγελματική ευκαιρία και δεν υπήρχε ούτε μία στο εκατομμύριο να τον απογοητεύσω. Η συζήτηση που ακολούθησε ήταν σε πολύ χαλαρό επίπεδο και μέσα σε μία ώρα είχα κατασυμπαθήσει και τον Νίκο ο οποίος πέρα από θανατερά κοφτερό μυαλό διαθέτει και εκπληκτικό χιούμορ.
«Στέφανε, Ευδοκία, πρέπει να σας αφήσω, με περιμένουν! Αράχωβαααααααααααααααααα.»
«Ωχ παναΐαμ,» είπε ο Στέφανος.
«Χάρηκα που σε γνώρισα Νίκο, ελπίζω να τα ξαναπούμε σύντομα!». Όταν ο Νίκος έφυγε από το γραφείο ρώτησα τον Στέφανο «Για σκι πάει;»
«Για ξε-σκί…» και έβαλε τα γέλια με το βλέμμα μου. «Αν θεωρείς ότι ο Νίκος έχει χιούμορ, κάτσε να γνωρίσεις τον Πέτρο!»
«Ποιος είναι ο Πέτρος;» τον ρώτησα.
“Το αγόρι του!”
“Too much information,” του είπα!
«Δεν είναι κουτσομπολιό, ο Νίκος και ο Πέτρος για μένα είναι σχεδόν οικογένεια. Οι γονείς του δεν το πήραν με καλό μάτι όταν τους είπε ότι είναι gay, ο γέρος του δεν θέλει να τον βλέπει. Δεν μπορώ… δεν μπορώ να τους καταλάβω αυτούς τους ανθρώπους, πραγματικά. Ε, κάπως έτσι ουσιαστικά τους υιοθετήσαμε εγώ και η Κατερίνα.»
«Ούτε εγώ μπορώ να το καταλάβω αυτό το πράγμα, Στέφανε αλλά….»
«Δεν έχει αλλά! Εδώ δεν έχει αλλά!»
«Συμμερίζομαι πλήρως τη θέση σου αλλά είναι εύκολο όταν μιλάμε για τις αδερφές των άλλων.»
«Ο Tomas είναι gay,» μου είπε «και ούτε εγώ, ούτε η Κατερίνα, ούτε οι παππούδες του δίνουμε δεκάρα τσακιστή. Το παιδί μου με ενδιαφέρει να είναι ευτυχισμένο και πλήρες με τον τρόπο που το ίδιο ορίζει.»
Αν η εκτίμησή μου για τον Στέφανο έφτανε στο Έβερεστ, μετά από αυτό που είπε, πήγε στη στρατόσφαιρα.
ΤΟΝ ΛΑΤΡΕΨΑ!
«Είσαι υπέροχος άνθρωπος Στέφανε. Διόρθωση. Είστε υπέροχοι άνθρωποι κι εσύ, και η σύζυγός σου και οι γονείς της και οι γονείς σου. Δεν… Δεν βρίσκω λόγια, απλά είστε υπέροχοι άνθρωποι.»
«Σε ευχαριστούμε,» μου είπε απλά.
«Στέ… Στέφανε. Το ξέρω ότι γίνομαι κουραστική, αλλά για μια ακόμα φορά θα σου ζητήσω συγνώμη για τη συμπεριφορά μου τις προάλλες.»
«Ξεκόλλα λέμε!»
«Η επανάληψη είναι η μητέρα της μάθησης.»
«Let's put it to test,» είπε και για μια στιγμή τα έχασα όταν σηκώθηκε, αλλά το μόνο που έκανε ήταν να φέρει μια σκακιέρα. Αφού την έστησε, πήρε ένα άσπρο πιόνι και ένα μαύρο και τα έκρυψε στα χέρια του πίσω από την πλάτη. Μετά τα τέντωσε μπροστά μου ζητώντας να διαλέξω. Όταν διάλεξα άνοιξε το χέρι του. Θα έπαιζα με τα λευκά. Οργανωμένος, μέχρι και ρολόι είχε!
«English ε; Ενδιαφέρον!» μου είπε μετά την πρώτη μου κίνηση.
Αυτή τη φορά ήταν πραγματική μάχη και έδωσα τον καλύτερό μου εαυτό, αλλά αν είναι μια φορά καλός στο μέσο του παιχνιδιού στο endgame είναι θάνατος. Αργά και βασανιστικά με στρίμωξε μέχρι που αναγκάστηκα να παραιτηθώ.
«Όταν εγώ λέω ότι παίζεις καλύτερα από το ELO σου το εννοώ, Ευδοκία. Όπως το εννοώ ότι αν συνεχίσουμε να παίζουμε σκάκι δε θα αργήσει η ώρα που η πλάστιγγα θα γύρει προς τη μεριά σου. Εγώ δυστυχώς δεν μπορώ να βελτιωθώ, μόνο να χειροτερέψω. Καλώς ή κακώς, ο χρόνος είναι ανίκητος. Εσύ όμως, μπορείς.»
«Δε σε πήραν τα χρόνια, Στέφανε, μια χαρά είναι το μυαλό σου, κοφτερό σαν ξυράφι!»
«Δεν είμαι όπως στα 25 μου, Ευδοκία, δε θα μπορούσα να είμαι. Η εικασία του Χαταγιάμα ήταν ευχή και κατάρα. Ήταν η απόλυτη κορύφωση, το δικό μου ολικό μέγιστο. Μετά το ολικό μέγιστο δεν υπάρχει παρά μόνο μια πορεία, η φθίνουσα.»
Τον άκουγα και δεν πίστευα στ' αφτιά μου. Το 99.99% των μαθηματικών που πέρασαν από αυτόν τον πλανήτη θα πουλούσε την ψυχή του στο διάβολο να είναι στη θέση του.
«Δεν κλαίω τη μοίρα μου, Ευδοκία, ούτε καταριέμαι την τύχη μου. Ωστόσο… ωστόσο αυτό το ολικό μέγιστο, που όλοι μας κυνηγάμε και ελπίζουμε να πιάσουμε, είναι ευχή και κατάρα, γιατί αν το πιάσεις… αν το πιάσεις δεν μένει κάτι άλλο. Σαφώς και συνεχίζεις να αυξάνεις τη γνώση, σαφώς και συνεχίζεις να βάζεις λιθαράκια δεξιά και αριστερά αλλά… πώς να στο πω; Δεν ξέρω πως να στο πω… Εκείνο το πράγμα που βίωσα εκείνο το βράδυ στο βουνό… Μια αστραπή ήταν και πέρασε. Όχι, δεν τέλειωσε η ζωή μου, έχω δύο υπέροχα παιδιά, μια σύζυγο που με λατρεύει και τους αγαπάω όσο τίποτα στον κόσμο αλλά… τα μαθηματικά… τα μαθηματικά είναι άλλο πράγμα. Η εικασία του Χαταγιάμα… ήταν η δική μου Καπέλα Σιστίνα….»
Χωρίς να το καταλάβω είχα πιάσει το χέρι του στα χέρια μου και το χάιδευα. Έπαθα σοκ στην συνειδητοποίηση, αλλά ο Στέφανος απλά τα σήκωσε στα χείλη του και τα φίλησε.
Έτσι απλά.
Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει.
Μου χαμογέλασε και μου άφησε απαλά τα χέρια στο τραπέζι και από άβολα έπιασα τον εαυτό μου να αισθάνεται σαν ψάρι που το ξαναπέταξαν στο νερό.
«Έχεις όρεξη να με βοηθήσεις σε κάτι;»
«Ό,τι θέλεις!» του είπα.
Σηκώθηκε και άρχισε να γράφει στον μαυροπίνακα. Παρακολουθούσα μαγνητισμένη αυτή την φορά, όχι τον Στέφανο αλλά τα μαθηματικά του.
«Εδώ έχω κολλήσει,» μου είπε.
«Μου… μου επιτρέπεις;» τον ρώτησα.
«Φυσικά, το ρωτάς;»
Σηκώθηκα με τη σειρά μου, πήγα στο μαυροπίνακα και άρχισα να γράφω. Στην αρχή με παρακολουθούσε σκεπτικός και γούρλωσε τα μάτια του όταν κατάλαβε που το πήγαινα.
«Lie group??? Να με πάρει ο διάβολος!» είπε χαμογελώντας σαν κρετίνος!
Μέχρι τις 21:00 που τον πήρε η γυναίκα του ανήσυχη τηλέφωνο είχαμε γράψει και σβήσει δέκα φορές το μαυροπίνακα έχοντας γεμίσει ένα μπλοκ με σημειώσεις.
Μετά με πήρε με το ζόρι να πάμε σπίτι του για να φάμε και εκεί γνώρισα την Κατερίνα, τον Tomas και την Φανή.
Κεφάλαιο 8 - Πρόσκληση σε δείπνο… είπε η γάτα στο καναρίνι
Κατερίνα
Είχε πάει 21:00 και ο Stefan, που σύμφωνα με το πρόγραμμά του θα έπρεπε να είναι σπίτι από τις 18:00, δεν είχε δώσει σημεία ζωής, σε σημείο που με έκανε να ανησυχήσω. Μου είχε πει ότι σήμερα θα φώναζε την μικρή για να της πει ότι της εξασφάλισε θέση, αλλά όσο και να του είχε γυαλίσει, ο Stefan δεν είναι από τους ανθρώπους που θα εμπλέξει τα επαγγελματικά του με τα προσωπικά του. Τον πήρα τηλέφωνο.
«Κατερινιώ μου!» μου είπε με υστερική ευθυμία.
«Πού είσαι βρε Στέφανε;»
«Στο γραφείο! Θυμάσαι που είχα κολλήσει; Ε, η Ευδοκία με ξεκόλλησε! Απίστευτο… απίστευτο πως το είδε. Ούτε εγώ ούτε ο Νίκος το είχαμε δει και τώρα όπως μου το έδειξε είναι τόσο… τόσο απίστευτα ιδιοφυές! Μου ήρθε να την πάρω αγκαλιά και να τη φιλήσω μέχρι να λιποθυμήσει! Lie group! Να με πάρει ο διάβολος και να με σηκώσει, Lie group!!!»
«Δεν κατάλαβα τίποτα!»
«Εχμ… ωραία, μέσα στον ενθουσιασμό μου παρασύρθηκα και τώρα πραγματικά πάει να μου λιποθυμήσει!»
Έβαλα τα γέλια, ο Stefan έκανε σαν παιδάκι. Τι να πεις, αυτοί οι μαθηματικοί ώρες-ώρες λειτουργούν με τελείως εξωγήινο τρόπο.
«Έχετε φάει;» τον ρώτησα ξέροντας πολύ καλά την απάντηση. Και που θυμήθηκαν να αναπνέουν όλη τη μέρα ευχαριστημένη να είμαι.
«Εε… όχι!»
«Φέρε την Ευδοκία από εδώ να φάμε σαν άνθρωποι.»
«Αχ, γι’ αυτό σ' αγαπάω! Τι θαυμάσια ιδέα! Τι θα μας μαγειρέψεις;»
«Σιγά μη κάτσω να μαγειρέψω τέτοια ώρα. Θα παραγγείλουμε απ' έξω!»
«Εγώ σ' αγαπάω το ίδιο!»
«Αυτό θα σου έλειπε. Άντε ελάτε, ούτε ο Tomas και η Φανή έχουν φάει και έχει γυαλίσει το μάτι τους,» είπα γελώντας.
Πήγα και έκανα ένα ντους και μετά κατέβηκα στο κάτω μέρος του σπιτιού, στο σαλόνι. Ο Tomas και η Φανή έπαιζαν σκάκι, το αγαπούσαν με την ίδια ένταση όπως ο πατέρας τους. Η Φανή είναι πηγαίο μαθηματικό ταλέντο, αλλά στο σκάκι ο Tomas είναι το κάτι άλλο. Η Φανή δεν είναι στο επίπεδό του, και ίσως ποτέ να μην το φτάσει, αλλά του έδινε πραγματικά a run for his money.
«Παιδιά, σήμερα το βράδυ θα έρθει εδώ να φάει μαζί μας μια καινούρια συνάδερφος του πατέρα σας, η Δρ. Ευδοκία Πέτρου.»
«Να μην αργήσουν μόνο,» είπε ο Tomas.
«Έχουμε λυσσάξει,» συμπλήρωσε η Φανή.
Σαν το πατέρα τους και αυτά, παίζουν σκάκι από τις 18:00 και τώρα θυμήθηκαν ότι πεινάνε. Χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσα, ήταν ο Μάνθος, το αγόρι του Tomas.
«Καλησπέρα κυρία Stoslberg. Συγνώμη που σας παίρνω εδώ αλλά ο Tomas έχει κλειστό το κινητό του και δεν τον βρίσκω….»
«Παίζει σκάκι με την Φανή και μάλλον έχει ξεμείνει από μπαταρία αλλά τον ξέρεις….»
Αναστενάξαμε και οι δύο.
«Tomas, έλα στο τηλέφωνο! Σε ψάχνει ο Μάνθος!»
«Αμάν!» είπε και πετάχτηκε σαν ελατήριο.
Πήγε στο πάνω τηλέφωνο και χαμογέλασα καθώς τον άκουσα που προσπαθούσε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα στο Μάνθο.
Πήγα και κάθισα δίπλα στη Φανή.
«Μαμά, πώς σου φαίνεται αυτό;» με ρώτησε δείχνοντάς μου στο tablet της μια κοκκινομάλλα με καρέ.
«Θες να βάψεις το μαλλί σου;»
«Όχι! όχι, μου αρέσει το χρώμα μου.»
Η Φανή ήταν ξανθιά, με λαμπερά γαλάζια μάτια σαν τον παππού της τον Tomas, και από το σόι του Stefan είχε πάρει και το μπόι. Ήταν 15 χρονών και μόλις είχε σταματήσει να ψηλώνει, είχε φτάσει το 1.78. Εγώ δεν είμαι ψηλή, είμαι 1,65 και ο Tomas είχε πάρει και τα χρώματά μου, καστανός, και το ύψος, ήταν δεν ήταν 1,75. Η Φανή είχε αρχίσει να γίνεται γυναίκα… εντυπωσιακή γυναίκα… αλλά στα μυαλά ήταν ίδια ο πατέρας της. Πολύ κλειστός άνθρωπος, προτιμούσε να χώνεται με τις ώρες στα βιβλία της και παρέα έκανε μόνο με τον αδερφό της, τον Μάνθο, και την Μυρσίνη, την αδερφή του Μάνθου, άλλωστε μέσω της Μυρσίνης είχε γνωρίσει ο Tomas το αμόρε του. Πάντως, η μεγάλη της αδυναμία ήταν ο Πέτρος, το αγόρι του Νίκου. Παρά το γεγονός ότι ο Πέτρος ήταν gay, η Φανή το είχε γράψει στα παλαιότερα των υποδημάτων της και τον είχε ερωτευτεί μέχρι τα μπούνια, παρά το γεγονός ότι η ίδια προσπαθούσε να το κρύψει.
Χαμογέλασα στη σκέψη.
Εγώ έχω ερωτευτεί όλους και όλους δύο άνδρες στη ζωή μου, τον Stefan και τον Harry. Και είχα ευλογηθεί να έχω και τους δύο στη ζωή μου, εντάξει τον δεύτερο ως φίλο πλέον και νονό της Φανής.
Φίλοι φίλοι, καριοφίλι, και τις πέντε μέρες που ερχόταν κάθε χρόνο ο Harry την αφιερώναμε σε private σαδομαζοχιστικό όργιο. Ο Stefan δεν είναι ιδιαίτερα σαδιστής, αλλά ο Harry είναι!
«Μαμά, σου μιλάω!»
«Συγνώμη αγάπη μου…» της είπα.
«Σου αρέσει το σχήμα;»
«Εμένα μου αρέσουν τα μαλάκια σου όπως είναι, μακριά, αλλά αν σου αρέσει το γαλλικό καρέ δεν έχεις παρά να το δοκιμάσεις!»
«Και αν δε μ' αρέσει;»
«Τότε θα περιμένεις το μαλλί σου να μεγαλώσει και πάλι έχοντας βγει σοφότερη!»
«Χμμμμ,» είπε και απορροφήθηκε πάλι στο tablet.
Εκείνη την ώρα κατέβηκε και ο Tomas.
«Τι έγινε;»
«Τα άκουσα, αυτό έγινε!»
«Εμ κι εσύ!»
«Δεν είπα τίποτα! Guilty as charged.»
Εκείνη την ώρα ακούσαμε την πόρτα να ανοίγει και μπήκε μέσα ο Stefan, συνοδευόμενος από μια πολύ γλυκιά κοπέλα. Αν δεν μου είχε πει ο ίδιος ότι ήταν 27, δεν θα την έκανα πάνω από 20.
«Καλησπέρα! Να σας γνωρίσω την Δρ. Πέτρου, συνάδελφος στο Πολυτεχνείο!»
«Καλησπέρα,» είπε και είχε πολύ όμορφη φωνή. Μου έδωσε το χέρι της «Εύη,» μου είπε.
«Κατερίνα, χαίρω πολύ!» της είπα χαμογελώντας με την αμηχανία της.
Ο Tomas είναι ο τυπικός της οικογένειας.
«Χαίρω πολύ Δρ. Πέτρου. Tomas!»
«Εύη,» του είπε εκείνη χαμογελώντας.
«Κι εγώ είμαι η Φανή!» συστήθηκε η μικρή μόνη της.
«Κι εγώ είμαι η Εύη!» της είπε δίνοντάς της το πιο γλυκό χαμόγελο και κάνοντας τη Φανή να λιώσει.
Ήρθε και το φαγητό που είχα παραγγείλει, πριν κατέβω στο σαλόνι, και πήγαμε όλοι στην τραπεζαρία. Ο Stefan με βοήθησε να στρώσουμε το τραπέζι και σε λίγο ορμίσαμε όλοι μαζί στις πίτσες, τρώγοντας σα λύκοι και μιλώντας περί ανέμων και υδάτων.
Η Φανή την είχε ερωτευτεί την Ευδοκία… Εύη όπως ήθελε να τη φωνάζουμε, πράγμα που το έκαναν όλοι εκτός από τον ξεροκέφαλο Δρ. Stolsberg. Δεν ξεκολλούσε από δίπλα της και η Εύη της μιλούσε μαζί με τόση ζεστασιά και γνήσιο ενδιαφέρον που έκανε την καρδιά μου να λιώνει.
Έβλεπα κι εγώ αυτό που έβλεπε ο Stefan σε αυτή την κοπέλα.
Στέφανος
Βγήκα στο μπαλκόνι να κάνω ένα τσιγάρο. Δεν είχα καμία αμφιβολία για το μυαλό της Ευδοκίας, αλλά το σημερινό… ήταν οργασμικό! Purely οργασμικό. Μέσα σε δέκα λεπτά που της περιέγραφα το πρόβλημα είχε κάνει τη σύνδεση με τις ομάδες Lie με τρόπο που εκ των υστέρων ήταν τόσο προφανής που σε έκανε κυριολεκτικά να απορείς για την απλότητά της. Δεν ήταν απλά μεγαλοφυές… κι εγώ δεν ξέρω τι ήταν. Και ήταν μέσα και εξηγούσε με απίστευτα ανθρώπινο και απλό τρόπο τις διαφορίσιμες πολλαπλότητες στη Φανή, η οποία ήταν καταγοητευμένη μαζί της. Ακόμα και σε ένα παιδί με το γνήσιο μαθηματικό ταλέντο και την ωμή ιδιοφυία της Φανής, δεν ήμουν σίγουρος ότι εγώ θα μπορούσα να εξηγήσω τις πολύ αφηρημένες έννοιες που κρύβονται πίσω από τους όρους ‘ομάδες Lie’ και ‘διαφορίσιμες πολλαπλότητες’ και να, που η Ευδοκία το κατάφερνε με σχεδόν περιφρονητική ευκολία.
Η Κατερίνα βγήκε στο μπαλκόνι να μου κάνει παρέα.
«Ο Πέτρος βρήκε ανταγωνιστή στο πρόσωπο της Εύης!» μου είπε γελώντας.
Έβαλα κι εγώ τα γέλια, το crush της κόρης μου για τον Πέτρο δεν κρυβόταν με τίποτα!
«Πώς σου φάνηκε η Ευδοκία;»
«Γιατί επιμένεις και τη φωνάζεις Ευδοκία βρε ξεροκέφαλε; Αφού Εύη θέλει να τη φωνάζουμε!»
«Εσείς πείτε την και Θρασύβουλο αν σας κάνει κέφι! Εμένα μου αρέσει το Ευδοκία. Δε μου απάντησες όμως!»
«Δε θα σου απαντήσω αν εγκρίνω και ελπίζω να μη το ρωτάς, γιατί θα με προσβάλεις. Αν με ρωτάς ωστόσο αν βλέπω αυτό που βλέπεις, η απάντηση είναι καταφατική.»
Χαμογέλασα.
Η ώρα είχε πάει 23:00.
«Κατερίνα, πήγαινε σε παρακαλώ να διασώσεις την Ευδοκία γιατί βλέπω τη Φανή να την παίρνει μαζί της αγκαλιά να κοιμηθεί αντί του αρκούδου της.»
«Πάω και μετά θα σας αφήσω μόνους.»
«Κατερίνα….»
«Να μιλήσετε, Stefan, λες να μην το ξέρω;»
«Συγνώμη Κατερίνα μου. Σ' ευχαριστώ.»
Έστριψα και ένα δεύτερο τσιγάρο και η Κατερίνα κατόρθωσε να ξεκολλήσει την εντόνως διαμαρτυρόμενη Φανή από την Ευδοκία η οποία είχε την τύχη και την τιμή μετά τον Πέτρο να είναι ο δεύτερος, μέχρι πρότινος άγνωστός της Φανής, τον οποίο πήρε στην αγκαλιά της και δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Η Ευδοκία ήρθε και με βρήκε στο μπαλκόνι.
«Θέλεις να σου στρίψω και σένα ένα τσιγάρο;» τη ρώτησα.
«Ναι, θα ήθελα. Σε ευχαριστώ!»
Της έστριψα στα γρήγορα το τσιγάρο και της το έδωσα.
«Πώς σου φάνηκε η Φανή;»
«Δεν ξέρω αν είναι πιο γερό μαθηματικό μυαλό από το δικό σου, αλλά από το δικό μου είναι και δεν υπερβάλλω.»
«Είχα το προνόμιο και την τύχη, να γνωρίσω στη ζωή μου προσωπικά, και το κυριότερο να δω από κοντά το μυαλό τους να δουλεύει σε πλήρη λειτουργία, τρεις ανθρώπους Ευδοκία… Τρεις ανθρώπους των οποίων τα μυαλά είδα με τα ίδια μου τα μάτια ότι είναι πιο δυνατά από το δικό μου στα μαθηματικά.»
«Τους ξέρω;» με ρώτησε.
«Ναι, και τους τρεις. Ο πρώτος είναι ο Terence Tao.»
«Αυτός δεν είναι άνθρωπος, αυτός είναι εξωγήινος!» μου είπε.
«Ο δεύτερος είναι η κόρη μου. Ήμουν εκεί, δίπλα της… δεν είχε κλείσει καλά-καλά τα 14 όταν ανακάλυψε από μόνη της το άλμα του Βιέτ λύνοντας το ίδιο πρόβλημα που έλυσες κι εσύ προχθές.»
«Ο τρίτος ποιος είναι; ο Cohen;» με ρώτησε με ειλικρινή περιέργεια.
«Όχι Ευδοκία, δεν είναι ο Cohen. Εσύ είσαι.»
Κάτι προσπάθησε να ψελλίσει αλλά της το έκοψα.
«Δεν ακούω κουβέντα!» της είπα.
Επικράτησε νεκρική σιωπή για μερικά λεπτά.
«Δεν έχω λόγια…» μου είπε.
«Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι. Εξοργίζομαι, και μόνο στη σκέψη, να γυρνάς αριστερά και δεξιά, και να προσπαθείς να βρεις μια θέση σε ένα Πανεπιστήμιο, αντί να σκοτώνονται μεταξύ τους ποιο θα σε τραβήξει.»
«Δεν… δεν….»
«Σσσστ,» της είπα και της ακούμπησα το δάκτυλό μου στα χείλη της.
Καπνίσαμε τα τσιγάρα μας στη σιωπή.
«Στέφανε… Αυτό που μου είπες στο γραφείο με συγκλόνισε. Δεν… δεν το είχα σκεφτεί ποτέ με αυτόν τον τρόπο. Ωστόσο… μην ξεχάσεις, ποτέ σου μην ξεχάσεις ότι η κληρονομιά σου είναι μια Καπέλα Σιστίνα. Πόσοι… πόσοι θα μπορούσαν να καυχηθούν για ένα τέτοιο επίτευγμα; Όλοι στη ζωή μας κάποια στιγμή, είτε το αναγνωρίσουμε είτε, όχι πιάνουμε αυτό το ολικό μέγιστο. Πόσοι πραγματικά μπορούν να πιάσουν ένα τέτοιου ύψους; Γιατί το επίτευγμά σου δεν ήταν αποτέλεσμα συγκυριών, ήταν σκληρής δουλειάς και ωμής ιδιοφυΐας. Η παρακαταθήκη σου δεν ήταν απλά η απόδειξη της εικασίας του Χαταγιάμα. Σκέψου! Το άλμα του Βιέτ. Το διαγώνιο επιχείρημα του Cantor. Η κάθοδος Stolsberg. Η απόδειξη της εικασίας ήταν το λιγότερο… Η μέθοδός σου… Αυτή είναι η παρακαταθήκη σου. Το μικρό θεώρημα Stolsberg. Εσύ το ονόμασες απλά λήμμα (δ). Αλλά αυτό… αυτό είναι η κληρονομιά σου. Αυτή είναι η πραγματική Καπέλα Σιστίνα και κάτι παραπάνω….»
Την κοίταξα αμίλητος.
Μου έπιασε το χέρι και κοιτώντας με στα μάτια άρχισε να απαγγέλει.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις
«Σε ευχαριστώ…» της είπα έχοντας το χέρι μου μέσα στα χέρια της.
«Όχι Στέφανε, εγώ σε ευχαριστώ,» μου είπε.
«Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο,» της είπα.
«Και μπύρα. Έχεις μπύρα;»
«Ναι αμέ! Πάω να φέρω.»
Πράγματι πήγα μέσα στην κουζίνα. Εκεί βρήκα την Κατερίνα που έβαζε τα πιάτα στο πλυντήριο πιάτων.
«Κατερινιώ μου, έλα έξω να πιούμε τις μπυρίτσες μας!»
«Τα είπατε;»
«Για σήμερα ναι. Έλα, πάμε,» της είπα και σε λίγο είμασταν και οι τρεις καθισμένοι στο μπαλκόνι πίνοντας τις μπύρες μας.
Κεφάλαιο 9 - Μια στο καρφί και μια στο πέταλο
Ευδοκία
Έπινα την μπύρα μου αμίλητη, παρακολουθώντας Στέφανο και Κατερίνα να πειράζουν με αγάπη ο ένας τον άλλο. Η αγάπη στα μάτια του ενός και η λατρεία στα μάτια της άλλης δεν μπορούσε να κρυφτεί με τίποτα. Και όμως, όλη αυτή την ώρα ούτε μια στιγμή δεν ένιωσα παρείσακτη. Δεν ήταν απλά ο θαυμασμός του Στέφανου για τις μαθηματικές μου ικανότητες που με είχε κολακεύσει και έκανε το μυαλό μου να βουίζει ακόμα. Ήταν ο ίδιος ο τρόπος του… αγνός, άδολος. Ομολογώ ότι όταν του υπέδειξα τη σύνδεση με τις ομάδες Lie το έκανα με την ψυχή στη στόμα. Ο ανταγωνισμός σε αυτά τα επίπεδα είναι λυσσαλέος με τρόπο που είναι σχεδόν αδύνατο να περιγραφτεί. Η ιδιοφυία και το ωμό ταλέντο δεν σε κάνουν απαραίτητα καλό άνθρωπο. Ο τρόπος που είχε αντιδράσει όμως… Αυτή η λάμψη στα μάτια του όταν είδε τη σύνδεση… Το βλέμμα του έκρυβε θαυμασμό και κάτι παραπάνω. Δέος! Καμία ανταγωνιστική διάθεση! Κανένα μικρόψυχο συναίσθημα! Και το δέος αυτό μέσα σε μια στιγμή μετατράπηκε σε παιδιάστικη χαρά και ενθουσιασμό. Και μιλάμε για τον Stolsberg, του μικρού και μεγάλου θεωρήματος Stolsberg… της καθόδου Stolsberg, μιας μεθόδου τόσο απλής, μεγαλοφυούς και πρωτότυπης στη σύλληψή της, που είχε κερδίσει την ίδια θέση στην αθανασία με το διαγώνιο επιχείρημα του Cantor.
Τράβηξα μια γουλιά από τη μπύρα μου, εξακολουθώντας να τους παρακολουθώ. Ο Tomas είχε μοιάσει στη μάνα του και η Φανή στον πατέρα της. Ο Tomas είχε τα γλυκά χαρακτηριστικά της μητέρας του αλλά η Φανή ήταν πραγματικά εντυπωσιακή, αν δεν ήταν ερωτευμένοι μαζί της οι συμμαθητές της, και ίσως κάποιες συμμαθήτριές της, εμένα να μη με λέγαν Εύη. Και αυτή η εντυπωσιακή ομορφιά να συνοδεύεται από ένα πραγματικά υπέρλαμπρο μαθηματικό μυαλό. Όχι απλά είχε καταλάβει με την πρώτη τις διαφορίσιμες πολλαπλότητες και τις ομάδες Lie αλλά έκανε και παρατηρήσεις που έδειχναν πόσο βαθιά ήταν αυτή η κατανόηση και πόσο οξεία ήταν η ματιά της. Και μόλις είχε κλείσει τα 15 της, για όνομα του Θεού δηλαδή! Όχι, ο Στέφανος δεν υπέρβαλλε όταν μου είπε ότι η Φανή είχε πιο δυνατό μαθηματικό μυαλό από το δικό του ή for what it matters το δικό μου.
Το μυαλό μου ταξίδευε και δεν έδινα πολλή προσοχή σε αυτά που έλεγαν ωστόσο το τελευταίο που είπε η Κατερίνα το άκουσα και κοκάλωσα!
«Σοβαρά μωρέ Stefan; Της έβαλες της κοπέλας να σου λύσει άσκηση γυμνή μετά από τέσσερις παρτίδες σκάκι;»
«Το στοίχημα είναι στοίχημα, εσύ έχεις χάσει και χειρότερα!» απάντησε ο Στέφανος σαν να μην τρέχει τίποτα.
Εγώ τους κοιτούσα παγωμένη.
«Πάει, μας έμεινε!» είπε πειρακτικά η Κατερίνα.
«Που να την έβλεπες στο γραφείο όταν πάνω στον ενθουσιασμό μου σου είπα ότι με το ζόρι κρατήθηκα και δεν την φίλησα μέχρι να μου λιποθυμήσει. Ε, όταν στο είπα παραλίγο πραγματικά να συμβεί!»
«Εύη, ανάσα!» συνέχισε απτόητη η Κατερίνα
Θα ήμουν ψεύτρα αν έλεγα ότι δε μου είχε κοπεί η ανάσα εκείνη τη στιγμή. Πήρα δυνατή ανάσα, αλλά το στόμα μου εξακολουθούσε να μη μπορεί να βγάλει ήχο.
Η Κατερίνα έβαλε τα γέλια και το υπέροχο κελαρυστό γέλιο της με έκανε να νιώσω τη ζέστη που λαχταρούσα, ένιωθα σα να με έχουν περιλούσει με υγρό άζωτο!
«Και όχι τίποτε άλλο, αλλά τελικά δεν έμαθα τι συμβολίζει το ζώο, η μορφή του νερού και το χρώμα,» είπα, βρίσκοντας τελικά τη μιλιά μου, και αποφασίζοντας να κάνω χιούμορ.
«Να σου πει η κυρία ψυχολόγος από εδώ!» είπε μειδιώντας ο Στέφανος.
«Εσύ του τό ‘μαθες, Κατερίνα;» την ρώτησα με απορία.
«Όχι, σε πειράζει. Αλλά μπορώ να σε διαβεβαιώσω από τη μεριά μου ότι είναι αξιοσημείωτα ακριβές όπως μπορώ επίσης να σε διαβεβαιώσω ότι όσο καλή και αν είσαι στα μαθηματικά, μείνε μακριά από το πόκερ!»
«Αν δεν ταιριάζατε δε θα συμπεθεριάζατε!» της απάντησα παραιτημένη. Το ζεύγος με είχε κάνει του αλατιού!
«Ο Stefan δε μου έχει πει τι είχες απαντήσει, αλλά βλέποντάς σε, τουλάχιστον για την πρώτη ερώτηση, μπορώ να κάνω μια καλή μαντεψιά!»
«Δεν ξαναγδύνομαι,» τους είπα χωρίς να το καλοσκεφτώ και έβαλαν και οι δύο τα γέλια.
«Όχι, δε χρειάζεται…» είπε και μετά το συμπλήρωσε κάνοντας την επιλεκτική αλαλία μου να επιστρέψει δριμύτερη: «…τώρα!»
«Και μετά λες εμένα σαδιστή,» είπε ο Στέφανος. «Reboot κάνει πάλι!»
«Όπως παρατήρησε και η ίδια, αν δεν ταιριάζαμε δε θα συμπεθεριάζαμε, Αφέντη!» είπε τονίζοντας την τελευταία λέξη. Με τούτα και με κείνα είχα σχεδόν ξεχάσει ότι τον Στέφανο τον είχα γνωρίσει μέσω ενός BDSM forum.
Όχι απλά με είχαν κάνει του αλατιού, δεν επιδείκνυαν το παραμικρό έλεος!
«Λοιπόν, βάζω στοίχημα -pun intended- ότι η απάντηση στην πρώτη ερώτηση ήταν άλογο,» συνέχισε αμείλικτη. «Σωστά;» Έβαλε τα γέλια με τη μουγκαμάρα μου και συνέχισε «Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα σου μια φορά αν έχω μαντέψει σωστά, δύο αν έχω μαντέψει λάθος,» είπε συνεχίζοντας να με δουλεύει ψιλό γαζί.
«Σωστά μάντεψες. Άλογο είναι,» απάντησα βρίσκοντας επιτέλους τη μιλιά μου. «Κάτι σαν αυτό που με έχετε κάνει τώρα…» συνέχισα αυτοσαρκαζόμενη κάνοντας και τους δύο να βάλουν τα γέλια.
«Στο είπα, δεν στο είπα;» ρώτησε ο Στέφανος.
«Συμφωνώ απολύτως, είναι πραγματικά υπέροχη!»
«…ευχαριστώ;» είπα αβέβαιη.
«Ποιο είναι το nick στο forum, Εύη;» με ρώτησε η Κατερίνα.
«Είσαι κι εσύ γραμμένη στο φόρουμ;» τη ρώτησα με αδικαιολόγητη απορία.
«Γιατί να μην είμαι;»
«Ήταν χαζή ερώτηση, το παραδέχομαι…» της είπα.
«Δεν υπάρχουν χαζές ερωτήσεις,» απάντησε ο Στέφανος.
«Μάλιστα κύριε,» του είπα πειρακτικά εννοώντας κάτι τελείως διαφορετικό και το μυαλό μου ακολούθησε τη γλώσσα μου μερικές στιγμές αργότερα. «Εχμ… δεν ακούστηκε καλά αυτό,» συμπλήρωσα αμήχανα.
«Κάνετε λάθος δεσποινίς,» μου είπε ο Στέφανος και συνέχισε κοιτώντας με στα μάτια: «Ακούστηκε *ακριβώς* όπως έπρεπε,» είπε το ίδιο διφορούμενα.
«Ποιο είναι το nick σου;» ρώτησα την Κατερίνα προσπαθώντας να αλλάξω κουβέντα.
“Oh, no no no dear! Όπως στρώνει κανείς κοιμάται, δε θα σε σώσω.»
Εμένα το μυαλό μου πήγε αλλού, σε εκείνο το video chat και ένιωσα στιγμιαίο πανικό αλλά πανάθεμά τους και τους δύο με διάβαζαν σαν ανοιχτό βιβλίο.
«Δεν εννοώ τις μεγάλες Ευδοκίες, Εύη μου, αν και ομολογώ ότι είναι υπέροχα λαχταριστές.»
Μια στο καρφί και μια στο πέταλο!
Και όχι τίποτε άλλο δηλαδή, αλλά πάλι είχα μείνει με την απορία για το τι συμβόλιζε το άλογο, η λίμνη και το μωβ!
Κεφάλαιο 10 - Περί Ιθάκης
Κατερίνα
Αναστέναξα. Ο Stefan και η Εύη είχαν πιάσει πάλι τη μαθηματική συζήτηση και σημείωναν μανιωδώς σε ένα μπλοκ καθώς με αφετηρία το «ζώο,» που συμβολίζει το πως νομίζουμε ή θέλουμε να φαινόμαστε στον περίγυρό μας και από τη φιλία πήγαν στους φίλιους αριθμούς και από εκεί στη θεωρία αριθμών και στις ελλειπτικές συναρτήσεις, αν άκουσα δηλαδή καλά τον όρο, καθώς όπως είναι φυσικό τους είχα χάσει. Σαν παιδάκια ή για να είμαι πιο ακριβής σαν κοπάδι από γάτες.
Είχα νυστάξει και η ώρα είχε πάει 01:30 και κάποιος θα έπρεπε να πάει την Εύη σπίτι της, και αυτός ο κάποιος ήμουν εγώ, γιατί αν τους άφηνα στη φάση που ήταν τώρα, οι δυο τους ήταν ικανοί να σταματήσουν κάτω από το σπίτι της και να μείνουν εκεί μέχρι το ξημέρωμα κάνοντας μαθηματικά.
«Συγνώμη που διακόπτω το συνέδριο, αλλά η ώρα είναι 01:30!»
Ο Στέφανος ούτε που με άκουσε, συνέχισε να μουρμουράει σημειώνοντας στο χαρτί. Η Εύη από τη μεριά της κοκκίνησε.
«Έχεις δίκιο Κατερίνα, σου ζητώ χίλια συγνώμη, παρασύρθηκα και παράσυρα και τον Στέφανο!»
Δεν ήμουν σίγουρη ποιος είχε παρασύρει ποιον, καθώς τους είχα χάσει από τη στιγμή που τους έπιασε το μαθηματικό τους. Σηκώθηκε από το τραπέζι και άρχισε να ψάχνεται.
«Πού έχω αφήσει το κινητό μου;»
«Δεν σε θυμάμαι να το χρησιμοποιείς καθόλου από την ώρα που ήρθες, οπότε το πιθανότερο είναι να είναι στην τσάντα σου. Τι το θέλεις αυτή την ώρα;»
«Να βρω ταξί να πάω σπίτι μου!»
«Δεν υπάρχει περίπτωση,» της ξεκαθάρισα. «Θα σε πάω εγώ σπίτι σου, γιατί δε σ' εμπιστεύομαι να σε πάει ο Stefan και πριν μου πάθεις εγκεφαλικό, είναι ότι δε σας εμπιστεύομαι ότι δε θα σταματήσετε στη μέση του πουθενά να συνεχίσετε να κάνετε αυτό που κάνετε τώρα… ότι και αν είναι αυτό!»
Ο Στέφανος, που μέχρι εκείνη τη στιγμή μουρμούριζε μόνος του, σάμπως να ξύπνησε.
«Ποιος; Τι;»
«Η ώρα είναι 01:30 αφηρημένη κυβέρνηση!»
«Ωχ σοβαρά;»
Τρία πουλιά…
«Σοβαρότατα, πάστα Φλώρα,» είπα πειρακτικά και η Εύη έσκασε στα γέλια.
«Γιατί πουλάκι μου θέλεις να τρέχεις στους δρόμους νυχτιάτικα; Μπορεί να κοιμηθεί εδώ η Ευδοκία, στον ξενώνα,» παρατήρησε ο Στέφανος.
Τον κοίταξα λίγο σα χαζή, δεν το είχα σκεφτεί καν! Μπράβο Κατερίνα, ωραία οικοδέσποινα είσαι!
«Και μετά λες εμένα αφηρημένη κυβέρνηση….»
«Όχι καλέ! Μη… Τι λέτε; Δε χρειάζεται καν να με κατεβάσετε σπίτι μου, θα καλέσω ταξί.»
«Όταν έχει δίκιο, έχει δίκιο!» είπα. «Μην παίρνεις θάρρος Εύη, τον Stefan εννοώ. Δεν ακούω κουβέντα, θα πάω να σου ετοιμάσω τον ξενώνα. Η μάλλον, θα έρθεις μαζί μου να τον ετοιμάσουμε παρέα γιατί αν σας αφήσω μόνους θα το ρίξετε πάλι στα μαθηματικά και θα σας ανοίξω και των δυο το κεφάλι με την κουτάλα!»
«Επιτέλους, ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο;» αναρωτήθηκε αστειευόμενος ο Στέφανος.
«Η κοινή λογική η οποία εμφανώς απουσιάζει από αμφότερους!» απάντησα χωρίς περιστροφές.
«Μας μαλώνει τώρα!» είπε ο Στέφανος.
«Παρακαλώ μη με ανακατεύετε,» είπε η Εύη «γιατί όταν μαλώνουν τα βουβάλια την πληρώνουν τα βατράχια.»
Την κοιτάξαμε και οι δύο
«Κουάξ;» είπε με αβέβαιη φωνή και λυθήκαμε στα γέλια. Πραγματικά δάκρυσα.
«Αχ… σε καλό να μας βγει!» είπα.
«Κατερίνα μου… σε ευχαριστώ… μα… δεν έχω καν ρούχα….»
«Αυτό λύνεται. Η Φανή δεν είναι παρά μερικούς πόντους πιο ψηλή από εσένα, οι περσινές της πιτζάμες νομίζω ότι θα σου κάνουν μια χαρά!»
«Μ… μάλιστα,» είπε με τόσο φυσικό τρόπο που έκανε την κατά τα άλλα αφηρημένη κυβέρνηση να αστράψουν τα μάτια του.
Ο Στέφανος μάζεψε τα κουτάκια με τις μπύρες.
«Σας αφήνω τα κορίτσια μόνα σας. Ευδοκία το πρωί, είτε εγώ είτε η Κατερίνα θα σε κατεβάσουμε στο σπίτι σου. Το πιθανότερο είναι η Κατερίνα, καθώς αφενός το ιατρείο της είναι στο Χαλάνδρι, και αφετέρου γιατί εγώ στις 08:00 θα πρέπει να φύγω καθώς αύριο έχω πρωινό μάθημα.»
Με άρπαξε και με φίλησε στο στόμα. Μετά γύρισε την Εύη που μόλις είχε καταφέρει να ξεπαγώσει και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα κάνοντάς την πάλι άγαλμα.
Και μετά έφυγε σφυρίζοντας αφήνοντάς με μόνη μου με την ωραία παγωμένη.
«Έλα πάμε,» της είπα και με ακολούθησε φανερά μαγκωμένη.
«Κα…Κατερίνα μπορώ ακόμα να πάρω ταξί.»
«Μη λες ανοησίες,» τη μάλωσα. Πήγα στο αποθηκάκι κάτω από την κύρια σκάλα και άνοιξα το μπαούλο με τα παλιά ρούχα. Κάποια στιγμή θα πρέπει να τα δώσω για ανακύκλωση αλλά είμαι μια ανόητη αισθηματίας, δεν μου έκανε καρδιά να ξεφορτωθώ τα παλιά ρούχα των παιδιών και γέμιζε το αποθηκάκι, μέχρι που ο Stefan ξεπερνούσε το όριο ανοχής του και πήγαινε και τα έδινε ο ίδιος στην ανακύκλωση. Αν ήταν στο χέρι μου θα κρατούσα ακόμα και τα μωρουδιακά τους! Βρήκα την περσινή πιτζάμα της Φανής. «Για έλα εδώ σε παρακαλώ,» της είπα και με πλησίασε υπάκουα. Πρόβαλα την πιτζάμα της Φανής πάνω της, στο μήκος τουλάχιστον ήταν μια χαρά. Η Φανή έχει μεγαλύτερο στήθος από το δικό μου αλλά μικρότερο από αυτό της Εύης, όπως τουλάχιστον διαφαινόταν. «Πάμε στο δωμάτιο να τη δοκιμάσεις και αν σου πέφτει στενή στο στήθος να ψάξουμε να βρούμε κάτι άλλο.»
Με ακολούθησε, χωρίς να βγάλει άχνα, στον ξενώνα. Άνοιξα την ντουλάπα και έβγαλα από μέσα το πάπλωμα και η Εύη με βοήθησε να το στρώσουμε.
«Δοκίμασε την πιτζάμα σε παρακαλώ, θα είμαι απ' έξω,» της είπα και βγήκα από το δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα. Λίγη ώρα αργότερα μου άνοιξε την πόρτα, η πιτζάμα της ταίριαζε στο μήκος αλλά από τον τρόπο που τονιζόταν το στήθος της μάλλον της έπεφτε στενή. «Εύη, μήπως σε ενοχλεί; Θέλεις να ψάξουμε κάτι άλλο;»
«Όχι όχι Κατερίνα, μου είναι λίγο στενή αλλά όχι στο βαθμό που να γίνεται ενοχλητική.»
Εμένα μου λες, οι ρώγες της κόντευαν να πεταχτούν έξω.
«Οι …μεγάλες Ευδοκίες φαίνεται να διαφωνούν μαζί σου,» της είπα και έγινε σαν αστακός όταν κοιτάχτηκε και συνειδητοποίησε την κατάσταση που ήταν οι ρώγες της. «Επιστρέφω σε δύο λεπτά,» της είπα και πήγα στο δωμάτιο της Φανής που κοιμόταν του καλού καιρού. Εκεί βρήκα ένα μακρυμάνικο ελαφρύ φούτερ που το φορούσε πάνω από το αθλητικό της τοπ όταν πήγαινε για τρέξιμο. Η Εύη ήταν εκεί που την είχα αφήσει, ακόμα άγαλμα. «Για δοκίμασε αυτό σε παρακαλώ,» της είπα. Η Εύη το πήρε σα ρομπότ και πήγε μέσα.
«Καλύτερα έτσι,» σκέφτηκα μέσα μου όταν βγήκε στην πόρτα. Το μπλουζάκι ήταν πλατύ και παρά το γεγονός ότι οι ρώγες της ήταν κατά τα φαινόμενα ακόμα ερεθισμένες αυτό τουλάχιστον φαινόταν πιο άνετο.
«Είναι καλύτερα έτσι Εύη μου;» τη ρώτησα σε μητρικό τόνο.
«Ναι. Σε ευχαριστώ πολύ… Άκου… εγώ…» σταμάτησε.
Αναστέναξα και πέρασα μέσα στο δωμάτιο. Όχι, δεν το έκανα για να βοηθήσω την εκπλήρωση της επιθυμίας του Stefan -και ίδιος θα μου έκοβε τα χέρια σύριζα αν το είχα κάνει ιδίαν πρωτοβουλία- αλλά για να βοηθήσω την Εύη να συνειδητοποιήσει τη δική της.
Ευδοκία
Η Κατερίνα πέρασε μέσα και κάθισε στο κρεββάτι. Χτύπησε το χέρι της στο στρώμα κάνοντας μου νόημα να πάω να καθίσω δίπλα της. Αισθανόμουν απίστευτα άσχημα, ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Αναστέναξα και προσπάθησα να βρω το κουράγιο να κάτσω δίπλα της αλλά δεν ήξερα τι να της πω… προσπάθησα πάντως.
“Κατερίνα… εγώ… δεν….”
“Let the cat out of the bag. Γνωρίζω τον Stefan 25 χρόνια, Εύη. Μπορεί να νομίζεις ότι ζηλεύω ή νιώθω άσχημα που είσαι γοητευμένη μαζί του αλλά εγώ δεν είμαι από τους ανθρώπους που θα παίξουν θέατρο. Για την ακρίβεια αδυνατώ να καταλάβω πως η οποιαδήποτε γυναίκα θα μπορούσε να μην γοητευτεί. Για μένα το να γοητευτείς από την παρουσία του μου είναι τόσο φυσιολογικό όσο το να αναπνεύσεις δίπλα του. You can't help it. Δεν ζηλεύω, όσο και αν αδυνατείς να το πιστέψεις αυτή τη στιγμή, δεν ζηλεύω. Δεν μου ανήκει ο Stefan, Εύη, εγώ του ανήκω. Ποτέ δε ζήλεψα καμία από τις play partners του όπως ο ίδιος ποτέ δε ζήλεψε τους δικούς μου. Υπάρχει ωστόσο ένα πολύ λεπτό σημείο που κάνει τη διαφορά και αυτό δεν στο λέω για να λακίσεις αλλά για να ξέρεις με τι έχεις να κάνεις.»
Την κοιτούσα αμίλητη ενώ μέσα μου γινόταν πραγματική μάχη. Από την μία ήθελα να την ακούσω να μου μιλάει για το Στέφανο από την άλλη ήθελα να σηκωθώ και να φύγω τρέχοντας.
«Ήταν 21 χρόνια πριν, τότε μέναμε ακόμα στη Βοστώνη. Σε κάποιο BDSM party είχα γνωρίσει ένα τότε 35άρη Dom που ασκούσε πάνω μου ένα πρωτόγνωρο μαγνητισμό. Ο Stefan ήταν ο πρώτος μου και ήταν αυτός που μου είχε ανοίξει τα μάτια και είχε απενοχοποιήσει μέσα μου το σεξ. Είχα πολλούς play partners αλλά αυτό με τον Harry… δεν έχω λόγια να τον περιγράψω. Με μαγνήτιζε με μια τόσο γνώριμη και συνάμα τόσο διαφορετικής υφής ένταση από αυτή του Stefan. Αγαπούσα όσο τίποτα στον κόσμο τον Stefan αλλά συνάμα ήθελα να πέσω στα πόδια του Harry και να τον υπηρετήσω, όπως και όσο επιθυμούσε. Πήγα με την ψυχή στα δόντια και ζήτησα από τον Stefan την άδεια να αιτηθώ από τον Harry να γίνω υποτακτική του. Μου έδωσε την άδειά του και για ένα χρόνο ήμουν η υποτακτική του Harry. Έζησα μαζί του πράγματα που δεν είχα διανοηθεί καν ότι θα τα ζήσω και ήταν πράγματα που δε θα τα γνώριζα ποτέ με τον Stefan. Χρόνια μετά ο Harry -με τον οποίο όχι απλά διατηρούμε φιλικές σχέσεις, είναι μάλιστα και ο νονός της Φανής- μου είπε ότι ο Stefan είχε πάει και τον είχε βρει, πριν καν του ζητήσω την άδεια για να αιτηθώ στο Harry να με αναλάβει. «Harry,» του είχε πει, «η Κατερίνα είχε πολλούς play partners αλλά σε σένα βλέπει κάτι τελείως διαφορετικό. Πώς, δεν ξέρω, δεν γνωρίζω καν αν το έχει συνειδητοποιήσει η ίδια αλλά όχι σαν απλό play partner. Μπορεί να αποδειχτεί παιχνίδι με τη φωτιά και για εκείνη και για μένα. Δεν ξέρω πως θα καταλήξει αλλά ξέρω τούτο: Αν δεν ξεκινήσεις το ταξίδι δε θα βρεθεί καμιά Ιθάκη να σε περιμένει.»
Όχι απλά βούρκωσα, έβαλα τα κλάματα κανονικά και με το νόμο. Η Κατερίνα με πήρε στην αγκαλιά της και με χάιδευε μέχρι που οι λυγμοί μου σταμάτησαν, μέχρι που αυτό το απαίσιο συναίσθημα των καταπιεσμένων ενοχών έγινε φούσκα και διαλύθηκε στον αέρα.
«Είσαι μεγάλο κορίτσι, δε θα σου πω τι να κάνεις, αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το βρεις μόνη σου. Το μόνο που θα σου πω, είναι ότι ο Stefan δεν σε βλέπει σαν play partner.»
«Κατερίνα… Δεν… Δεν ξέρω τι να πω. Όλο αυτό το ροντέο που περνάω τις τελευταίες μέρες είναι πρωτόγνωρο. Δεν ξέρω… πραγματικά δεν ξέρω τι μου γίνεται. Ναι, είμαι γοητευμένη όσο δεν είχα υπάρξει ποτέ στη ζωή μου, αρκεί όμως αυτό; Και άλλωστε… Θεέ μου τι λέω και σε ποιαν τα λέω… είναι παντρεμένος μαζί σου, Κατερίνα! Έχετε παιδιά! Εγώ τι είμαι; Μια άγνωστη είμαι που εμφανίστηκε από το πουθενά.»
«Είσαι αυτό που είσαι, δεν έχει σημασία το τι. Αυτό που έχει σημασία είναι αυτό που είδε ο Stefan πάνω σου.»
Αναστέναξα
«And for what it matters, είναι αυτό που βλέπω κι εγώ,» συνέχισε.
«Πότε προλάβατε;» ρώτησα μετανιώνοντας την ίδια στιγμή για το προκλητικό μου ύφος. Η Κατερίνα ωστόσο δεν θύμωσε.
«Κάνεις την λάθος ερώτηση, Εύη, και αν κάνεις λάθος ερώτηση ακόμα και αν παρ’ ελπίδα πάρεις τη σωστή απάντηση, δεν θα το καταλάβεις.»
«Και ποια είναι η σωστή ερώτηση;»
«Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το βρεις εσύ. Εσύ θα κάνεις την ερώτηση, εσύ θα δώσεις και την απάντηση.»
«Αυτό που λες δεν έχει νόημα,» της είπα σκεπτικά. «Αν ξέρω την απάντηση γιατί να κάνω την ερώτηση;»
«Το πιάνεις ανάποδα Εύη μου. Πρώτα πρέπει να κάνεις τη σωστή ερώτηση και μετά θα κληθείς να δώσεις τη σωστή απάντηση.»
Κοκκίνησα από την ντροπή μου και είμαι μαθηματικός τρομάρα να μου 'ρθει!
«Έτσι που το λες….»
«Αχ εσείς τα πολύπλοκα μυαλά, είστε ικανοί να λύσετε το γόρδιο δεσμό χωρίς καν να ιδρώσετε και από την άλλη με την ίδια ευκολία να πνιγείτε σε μια κουταλιά νερό. Ώρες-ώρες νιώθω το μόνο φυσιολογικό ανθρώπινο πλάσμα σε αυτό το σπίτι. Και δεν είναι ένας, δεν είναι δύο, είναι τρεις ζωή να ‘χουν. Ο ένας είναι η μαθηματική μεγαλοφυΐα που γνωρίζεις και θαυμάζεις. Ο δεύτερος είναι η σκακιστική ιδιοφυία του σπιτιού και η τρίτη η εκκολαπτόμενη μαθηματική μεγαλοφυΐα η οποία σύμφωνα με τον πατέρα της έχει ακόμα μεγαλύτερο potential από τον ίδιο!»
«Ο Tomas είναι σκακιστής; Δεν είχα ιδέα!»
«Απλά σκακιστής; Ο Tomas μου είναι ο μόνος που μπορεί να κάνει τον πατέρα του να κλάψει, που λέει ο λόγος. Αν είχε ανταγωνιστικό πνεύμα -και όσο και αν σου φαίνεται απίστευτο για σκακιστή, δεν έχει δράμι από αυτό- θα μπορούσε να είναι grand master, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Stefan, τουλάχιστον. Παίζει μόνο για τη χαρά του παιχνιδιού αλλά είναι και αυτός με το δικό του τρόπο στην δική του κοσμάρα, όπως πατέρας του και η αδερφή του στη δική τους. Τουλάχιστον σε αντίθεση με την αδερφή του τον εμπιστεύομαι να φροντίσει τον εαυτό του γιατί η Φανούλα μου έχει κληρονομήσει την ευφυία του πατέρα της αλλά ούτε δράμι από τον πραγματισμό του.»
Αναστέναξε.
«Εσύ να τα βλέπεις αυτά που δεν άφησες τον Στέφανο να με πάει σπίτι!»
Έβαλε τα γέλια.
«Αστειευόμουν φυσικά, ο Στέφανος μπορεί ώρες-ώρες να είναι αφηρημένη κυβέρνηση αλλά σε καμία περίπτωση ανεύθυνος. Δε φοβόμουν ότι θα σταματήσετε στην άκρη του δρόμου, φοβόμουν ότι θα το συνεχίζατε κάτω από το σπίτι σου.»
Ήταν η σειρά μου να αναστενάξω.
«Εγώ φοβήθηκα ότι εννοούσες μην πάμε κάπου και βγάλουμε τα μάτια μας με όχι μαθηματικό τρόπο,» της είπα ειλικρινά αναρωτώμενη πού στο καλό βρήκα το κουράγιο να ξεστομίσει αυτό το πράγμα το στόμα μου.
«Δεν ξέρω με πόσους τρόπους να στο πω, Εύη, αυτό ουδόλως με απασχολεί αν εξαιρέσουμε ότι θα ήθελα να λάβω κι εγώ μέρος κάποια άλλη φορά, αν υποθέσουμε ότι πρώτα υπάρξει κάποια διαφορετική.»
«Σε πιστεύω, Κατερίνα. Δεν μπορώ να το καταλάβω, αλλά σε πιστεύω!» της απάντησα ειλικρινά.
«Εκεί που είσαι ήμουνα…» μου απάντησε και με καληνύχτισε φεύγοντας και κλείνοντας την πόρτα αφήνοντάς με μόνη με τις σκέψεις μου.
Το «εδώ που είμαι θά 'ρθεις,» δεν το είπε, το άφησε να εννοείται.
Έπεσα και ξάπλωσα, αλλά ο ύπνος δε με έπιανε. Πανάθεμά τον είχε δίκιο… είχε δίκιο!
Αν δεν ξεκινήσεις το ταξίδι δε θα βρεθεί καμιά Ιθάκη να σε περιμένει.
Κεφάλαιο 11 - The year of the fox
Κατερίνα
Βοστώνη, 20 χρόνια πριν
Στα πανεπιστημιακά συγγράμματα ανακάλυψα κάποιους όρους που δεν είχα ξαναδιαβάσει στη ζωή μου. Κι όμως! Είχαν κάτι τόσο γνώριμο… Sadism. Masochism. BDSM. Διάβασα πολύ πριν αποφασίσω να μοιραστώ τη γνώση μου με τον Stefan.
«Κατερινιώ, ξέρεις ότι δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από λεκτικές σημάνσεις και….»
«Το ξέρω Stefan αλλά μην μου πεις ότι δεν αναγνωρίζεις στοιχεία της σχέσης μας σε αυτές τις περιγραφές.»
“Ναι, αναγνωρίζω. Αλλά paraphilias; Oh, come on baby.”
Η Βοστώνη είχε μια αρκετά μεγάλη κοινότητα. Διοργάνωνε πολλά Events, με μεγάλη διακριτικότητα πάντα. Καταφέραμε να βρεθούμε σε αρκετά από αυτά. Διερευνητικές θα αποκαλούσα αυτές μας τις… επισκέψεις. Διασκεδάζαμε πολύ παρατηρώντας τον κόσμο. Και γνωρίσαμε και κάποιους πολύ ενδιαφέροντες play partners.
Σε μια τέτοια βεγγέρα γνώρισα τον Harry. Αγαπούσα το Stefan όσο τίποτα στον κόσμο. Δεν χρειάστηκε να ανταλλάξουμε παρά λίγες κουβέντες με τον Harry για να νιώσω μια ακατανίκητη επιθυμία να πέσω στα πόδια του και να τον υπηρετήσω όπως και για όσο επιθυμούσε.
Το γυαλιστερό εβένινο δέρμα του, το βλέμμα του τζάγκουαρ σε συνδυασμό με την πραότητα και τη σταθερότητα της φωνής του, με καθήλωσαν. Μου ασκούσε έναν πρωτόγνωρο μαγνητισμό.
One day, in the Year of the FoxCame a time remembered well,When the strong young man of the rising sunHeard the tolling of the great black bell.
One day in the Year of the Fox,When the bell began to ring,It meant the time had come for one to goto the temple of the king
O Harry δεν ήταν Stefan. Με μαγνήτιζε με μια τόσο γνώριμη και συνάμα τόσο διαφορετικής υφής ένταση από αυτή του Stefan.
Ήξερα μόνον ότι ήθελα να το ζήσω. Και ήξερα, βαθιά μέσα μου, ότι αυτό που θα ζούσα με το Harry, δεν θα μπορούσα ποτέ να το ζήσω με τον Stefan.
Με την ψυχή στα δόντια πήγα στο Stefan και του ζήτησα την άδεια να αιτηθώ στον Harry να με αναλάβει ως υποτακτική. Παρά το πρωτόγνωρο ταρακούνημα που έβλεπα ότι ένιωθε – και ας μην ήθελε να το παραδεχτεί, και ας προσπαθούσε να διατηρεί την γνώριμη ψύχραιμη και λογική στάση του – ήξερα ότι he had seen that coming. He had.
Μου έδωσε την έγκρισή του. Και έτσι πήγα στο Harry. Με μόνο όρο να μην με αναγκάσει να βγάλω το Stefan από τη ζωή μου. Κάτι το οποίο δέχτηκε.
“After you enter that door, it’s going to be my way or the highway my beautiful brunette.”
“Yes Sir….”
“You’ll ask for permission to ask any question you may have.”
“Yes Sir….”
“When I say ‘frog’ all you’re gonna ask is ‘how high do you want me to jump Master’.”
«Yes Sir… Yes Master!»
Πέρασα δίπλα του έναν ολόκληρο χρόνο. Ένα χρόνο που μου άλλαξε τη ζωή. Μου άλλαξε τον τρόπο θέασης των πραγμάτων. Ήμουν ερωτευμένη μαζί του. Όσο και με τον Stefan. Αλλά συνάμα με τόσο διαφορετικό τρόπο.
Ο Stefan ήταν συνοδοιπόρος μου. Ήταν σύντροφος ζωής. Ζούσαμε μαζί. Μεγαλώναμε μαζί. Ανακαλύπταμε μαζί. Στροβιλιζόμασταν σε ένα βαλς όπου η αλεγρία διαδεχόταν την μελαγχολία. Και ξανά. Και ξανά.
Αλλά ο Harry… Ο Harry ήταν ναός. Ήξερες ότι όπου και να πήγαινες, όπου και να στρεφόσουν, μπορούσες να γυρίσεις και να σε περιμένει εκεί. Εξίσου μεγαλόπρεπος. Εξίσου προστατευτικός. Επιβλητικός. Αμετακίνητος.
Ο Harry μου άνοιξε τις πύλες σε έναν θαυμαστό καινούριο κόσμο. Μου χάρισε επεξηγηματικά και ερμηνευτικά σχήματα για τον κόσμο.
Στον Stefan δεν άρεσαν οι ταμπέλες. Ούτε εμένα μου άρεσαν ως κουστούμια που έπρεπε να χωρέσεις τον εαυτό σου μέσα σε αυτά. Μου άρεσαν, όμως, οι ορισμοί. Τους χρειαζόμουν για να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου, τα συναισθήματα, τον κόσμο μου. Χρειαζόμουν τα ονόματα. Για τον ίδιο λόγο που ο βιβλικός Θεός έδωσε ονόματα στα ζώα.
Και ο Harry, εκτός από τους όρους, είχε τόσο ξεκάθαρους, τόσο διαυγείς ορισμούς.
Με τον Stefan στροβιλιζόμασταν σε ένα βαλς. Ο Harry, όμως… Ο Harry μου χάρισε το τανγκό της ζωής μου. Το lead που μου έδινε έκανε το σώμα και την ψυχή μου να τον ακολουθεί σε έναν απαρέγκλιτο ρυθμό.
Ένα από τα πράγματα που με δίδαξε ο Harry, ένα από τα πράγματα που απαιτούσε από μένα ήταν η ενσυναίσθηση. Αν ο Stefan είχε ένα IQ extraterrestrial, ο Harry είχε ένα EQ που δεν είχα συναντήσει, ούτε συνάντησα έκτοτε στη ζωή μου.
«Δεν θα συμπάσχεις. Η συν-πάθεια δεν βοηθά. Πάσχεις, υποφέρεις μαζί με τον άλλον. Θα συν-αισθάνεσαι. Θα κρατάς διαυγή τη ματιά σου, μπαίνοντας, όμως, στη θέση του άλλου για να καταλάβεις πώς αισθάνεται, γιατί αισθάνεται έτσι. Αλλά δεν θα λυγίζεις από το δικό του βάρος.»
Δεν μου πήρε πολύ καιρό να μάθω αυτό το μάθημα από το Harry. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, με θυμάμαι να συντονίζομαι συναισθηματικά με τους άλλους ανθρώπους. Σε αυτό που εκπαιδεύτηκα από το Harry ήταν να μην με τσακίζει αυτό.
Με την τάση που πάντα είχα και με την εκπαίδευση του Harry, έμπαινα στη θέση του Stefan. Και μήνα το μήνα που περνούσε ένιωθα ότι άνοιγε ένα χάσμα μεταξύ μας. Παρ’ ότι αναγνώριζε σαφώς όλα τα οφέλη που αποκόμιζα από τη σχέση μου με το Harry, παρ’ ότι έβλεπε όλα τα σημεία που και η δικιά μας σχέση βελτιωνόταν από όσα μάθαινα δίπλα στο Harry, έβλεπα ότι το χάσμα άνοιγε.
Στα συγγράμματα για την φαινομενολογία, που μελετούσα στη σχολή, είχα διαβάσει ότι το decide και το homicide έχουν κοινή ρίζα. Και ότι όταν παίρνεις μια απόφαση, δεν μπορείς παρά να «σκοτώσεις,» και κάτι. Είτε την άλλη επιλογή, είτε κάποιο μέρος του εαυτού σου. Δεν μπορείς όμως να ζεις μια ζωή καθισμένος πάνω στο φράκτη, τραμπαλίζοντας.
Το συζήτησα με τον Harry. Από την πρώτη μέρα γνώριζε ότι ένα κομμάτι μου ήταν απρόσιτο για εκείνον. Ήταν το κομμάτι που ανήκε στον Stefan. Ωστόσο, αυτό το χρόνο που πέρασα δίπλα του, ακόμη και το απρόσιτο βελτιώθηκε. Έμμεσα.
Ο Harry ήταν ναός. Και θα ήταν εκεί για πάντα.
The bond will nEver break my beautiful brunette. I’ll always be here when you reach out for me. Go to your real Master now. Save him from himself.
Ήταν ναός. Όμως εγώ ήθελα εστία. Και εστία μου ήταν ο Stefan.
Το release ήρθε τόσο φυσικά, όσο και ο δεσμός. Και ήξερα ότι είχα κερδίσει μια σχέση ζωής. Πήγα στον Stefan να του πω ότι είχα ζητήσει release από τον Harry.
Μπήκα τόσο φουριόζα στο δωμάτιο που ξέχασα να κλείσω την πόρτα. Μόλις του είπα ότι είχα ζητήσει release.
«Κλείσε την πόρτα.»
Έκλεισα στην πόρτα και τον κοιτούσα. Έβλεπα μέσα του. Και αυτό που συνέβαινε μέσα του ήταν μια πάλη λυσσαλέα.
«Με σένα έξω από αυτήν…» συνέχισε.
«Stefan, ξέρω τι σκέφτεσαι αλλά η απόφαση ήταν δική μου. Και μόνον.»
«Η απόφαση ήταν δική σου. Αλλά όχι απαλλαγμένη από συγκινησιακά βάρη. Ξέρω πώς νιώθεις για τον Harry. Και ξέρω ότι μια μέρα, αργά ή γρήγορα, θα το μετανιώσεις. Και τότε θα κατηγορήσεις εμένα για αυτό.»
Δεν με άφησε να πω τίποτα άλλο. Με έδιωξε. Κλείδωσε την πόρτα και με κλείδωσε έξω από τη ζωή του.
Για δυο εβδομάδες ένιωθα μια βαρύτατη θλίψη. Και όχι, δεν ήταν η θλίψη της απώλειας. Ήταν η θλίψη του μισοτελειωμένου. Ήταν η θλίψη της μοναξιάς, της υπαρξιακής μοναξιάς. Η αδελφή ψυχή μου σε αυτό το Σύμπαν δεν καταλάβαινε τίποτα από εμένα. Από την πραγματική Κατερίνα. Με έκρινε, έκρινε τις αποφάσεις μου, όπως θα έκρινε οποιονδήποτε άγνωστό.
Περπατούσα. Περπατούσα πολύ. Δεν είχα μετανιώσει ούτε μια στιγμή για την απόφασή μου να ζητήσω release από τον Harry. Δεν μπορούσα, όμως, να βρω από πού να ξεκινήσω για να λύσω αυτό το γόρδιο δεσμό με τον Stefan.
In this world of TPE, my beautiful brunette, there are no dead ends. Remember this king from the history of your country? Alexander the Great. Always have in mind what he taught humanity about… confusions and combs. If you can’t resolve it, then cut it off.
Την ώρα που σκεφτόμουν τα λόγια του Harry περνούσα από εκείνο το συνοικιακό μαγαζί που διατηρούσε η οικογένεια του συμφοιτητή μου από τη Βραζιλία, του Idorino. Στη βιτρίνα γυάλιζε το μαχαίρι για την picanha.
Το έχωσα στην τσέπη μου και κατευθύνθηκα για το σπίτι του Stefan. Του χτύπησα το κουδούνι μέχρι να μου ανοίξει.
“What are you doing here, Catherine;”
“Don’t you fucking dare Catherine me Stefan. Ξέρεις ότι το χειρότερό μου είναι να αφήνω ξέφτια. Η γαμημένη η υπερηφάνεια σου δεν σε αφήνει να δεις ότι εγώ, με σώας τας φρένας και απόλυτα καθαρό μυαλό διάλεξα εσένα αντί για τον Harry. Ακόμη και αν αποφάσισες όμως ότι εσύ δεν το θέλεις πια, πρέπει να τελειώνει οριστικά. Όχι τρεις τελείες σε αυτή την ιστορία. Τελεία και παύλα.»
Του άρπαξα το χέρι και του έχωσα τη λαβή του μαχαιριού στην παλάμη. Ήταν τόσο εμβρόντητος που δεν κατάφερε να κλείσει την παλάμη του αλλά ούτε και να αφήσει να του πέσει.
«Χαράκωσέ με ή σφάξε με. Αλλά αυτή η ιστορία θα τελειώσει οριστικά. Όχι τρεις τελείες. Τελεία και παύλα μόνο.»
Κάθε στιγμή και μια αιωνιότητα.
“Jesus fucking Christ. Jesus freaking fucking Christ.”
Δεν είχα ακούσει ποτέ τον Stefan να βλαστημάει. Έκλεισε τα μάτια και σήκωσε το κεφάλι του. Πήρε βαθιά ανάσα.
Τον ξέρω πέντε χρόνια, είχε πάρει την απόφασή του. Ο χρόνος πάγωσε. Χαμήλωσα το κεφάλι περιμένοντας τη μοίρα μου.
«Πάμε παρακάτω,» μου είπε απλά.
Τον κοίταξα αβέβαιη. Έτεινα το χέρι μου. Έβαλε μέσα το δικό του. Με έφερε κοντά του. Όχι πολύ. Όσο απέχει η ντάμα από τον καβαλιέρο της στο βαλς.
«Είχες δίκιο και είχα άδικο, Κατερίνα. Σου ζητώ συγνώμη.»
«Ξέρεις τι λέει ο πιο έξυπνος άνθρωπος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου Stefan; Λέει πάμε παρακάτω.»
Κεφάλαιο 12 - Στριπτήζ
Στέφανος
Είχαν περάσει δύο εβδομάδες. Ο ερχομός της Ευδοκίας δε μπορούσε να έρθει σε καταλληλότερη στιγμή. Η Δρ. Δράκου, μετά από επιπλοκές στην εγκυμοσύνη, είχε αναγκαστεί από τον 5ο της κιόλας μήνα να σταματήσει και έτσι ανέλαβε εκείνη την διδασκαλία τόσο του προπτυχιακού όσο και του μεταπτυχιακού μαθήματος της Διαφορικής Γεωμετρίας. Με την προσθήκη της Ευδοκίας θα μπορούσαμε πλέον εκτός από το να ενισχύσουμε την έρευνα σε τοπολογία χαμηλών διαστάσεων και θεωρίας κόμβων, να εντάξουμε τόσο τη διαφορική όσο και την αλγεβρική τοπολογία στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών.
Επίσης πλέον είμασταν έτοιμοι να προχωρήσουμε σε νέα δημοσίευση, καθώς η σύνδεση του προβλήματος με τις ομάδες Lie -όσο και αν εκ των υστέρων ήταν τόσο φανερή που σε έκαναν να αναρωτηθείς πώς στο διάολο κανείς δεν την είχε κάνει μέχρι τώρα- όχι απλά το έλυσε αλλά επιπλέον εμπλούτισε το διαθέσιμο οπλοστάσιο του Λογισμού Μεταβολών με τα όπλα της αφηρημένης Άλγεβρας.
Δέκα λεπτά της είχε πάρει να δει κάτι που δεν είχε δει κανένας άνθρωπος ενάμιση αιώνα! Χρειάστηκε να αγριέψω ώστε να ράψει το στοματάκι της και να δεχτεί το όνομά της πρώτο στη δημοσίευση παρά το γεγονός ότι στα χαρτιά εγώ ήμουν το μεγάλο όνομα.
Επίσης, υλοποιώντας δική της ιδέα, προχωρήσαμε στον προγραμματισμό διαλέξεων ειδικών θεμάτων θεωρητικών μαθηματικών, καθώς σε μια σχολή εφαρμοσμένων μαθηματικών και μαθηματικής φυσικής ήταν πολύ εύκολο να ξεχάσει κανείς ότι τα αφηρημένα μαθηματικά έχουν τη δική τους ομορφιά. Δεδομένου ότι η παρουσία στις διαλέξεις δεν ήταν υποχρεωτική και ούτε μέρος του curriculum, δεν περιμέναμε ιδιαίτερα μεγάλη συμμετοχή, η σχολή είναι ήδη εξαιρετικά δύσκολη από μόνη της και το πρόγραμμα των προπτυχιακών φοιτητών γεμάτο. Σήμερα ήταν η πρώτη διάλεξη της με αντικείμενο συνέχεια και διαφορισιμότητα. Κατέβηκα στο αμφιθέατρο, δεν ήταν μεν γεμάτο αλλά είχε περισσότερο κόσμο απ' ότι ήλπιζα!
Έκανε τον πρόλογό της για το σκοπό αυτών των διαλέξεων αλλά όταν μπήκε στο ζουμί ήταν που κέρδισε όλη την αίθουσα.
«Όλοι γνωρίζουμε ότι η συνέχεια μια συνάρτησης είναι αναγκαία συνθήκη παραγώγισης. Για πολλά χρόνια οι μαθηματικοί ακόμα και του μεγέθους του Carl Gauss πίστευαν χωρίς να φυσικά να έχουν αποδείξει ότι εκτός μεμονωμένου πλήθους ανώμαλων περιπτώσεων ήταν και ικανή. Το 1872 ο Karl Weierstrass παρουσίασε μια συνάρτηση που ήταν παντού συνεχής και πουθενά παραγωγίσιμη κλονίζοντας τον μαθηματικό κόσμο, κάνοντας τον Poincare να πει ότι ο Weierstrass είχε κατασκευάσει ένα τέρας που αψηφούσε την κοινή λογική και τον Hermite να το ονομάσει «θλιβερή μάστιγα.»«
Όλο το ακροατήριο την παρακολουθούσε μαγνητισμένο.
«Ωστόσο,» συνέχισε «η πραγματικότητα αποδείχτηκε πολύ χειρότερη. Οι παθολογικές συναρτήσεις όπως αυτή του Weierstrass δεν είναι η εξαίρεση. Στη σημερινή διάλεξη θα αποδείξουμε ότι το σύνολο των συνεχών συναρτήσεων που είναι και παραγωγίσιμες έστω και σε ένα σημείο είναι πουθενά πυκνό στο σύνολο των συνεχών συναρτήσεων. Με μια πιο ποιητική αναλογία αν ο νυχτερινός ουρανός είναι το σύνολο των συναρτήσεων που είναι συνεχείς, τα άστρα είναι οι παραγωγίσιμες έστω και σε ένα σημείο και το απέραντο σκοτάδι όλες οι υπόλοιπες. Όσο και αν το μυαλό μας αδυνατεί να δει σε εικόνα μια συνάρτηση που είναι παντού συνεχής και πουθενά παραγωγίσιμη, οι τελευταίες είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση!»
Η απόδειξη δεν ήταν περίπλοκη αλλά ωστόσο απαιτούσε εφόδια που δεν τα είχαν όλοι οι προπτυχιακοί. Η Ευδοκία ωστόσο πέρα από υπέρλαμπρο μυαλό ήταν μεταδοτική σαν… covid! Με την ίδια χαλαρή ευκολία με την οποία είχε εξηγήσει τις διαφορίσιμες πολλαπλότητες και τις ομάδες Lie σε ένα 15-χρονο, έστω και αν αυτό ήταν η Φανή, με την ίδια ευκολία είχε μεταδώσει τις ιδέες και έννοιες πραγματικής και συναρτησιακής ανάλυσης καθώς και τοπολογίας και είχε εξηγήσει με απλά λόγια το θεώρημα κατηγορίας του Baire πάνω στο οποίο στηρίζεται η απόδειξη.
Σταματούσε όπου χρειαζόταν, εξηγούσε την παραμικρή απορία και επαναλάμβανε με διαφορετικά λόγια όπου έβλεπε ότι με την αρχική διατύπωση δεν είχε γίνει κατανοητή στον φοιτητή που την είχε καταθέσει. Το αυθόρμητο standing ovation των φοιτητών μετά το τέλος της διάλεξης τα είπε όλα.
«Ρε συ Stefan, που ήταν κρυμμένος αυτός ο άνθρωπος;» με ρώτησε ο Λάμπρου, ο πρόεδρος της σχολής.
«Ξέρεις πόσες πόρτες είχε φάει, Θωμά; Δε θα το πιστέψεις!» είπα και έβαλε τα γέλια με το pun!
«Πώς μας έφυγε από το ραντάρ μας;»
«Δεν ήταν πολύ δύσκολο, Θωμά. Το τμήμα είναι εφαρμοσμένων και η Πέτρου -ούσα θεωρητικής κατεύθυνσης- δεν σκέφτηκε ότι ταίριαζε.»
«Ούτε εσύ ταίριαζες, Stefan.»
«Δεν είναι το ίδιο Θωμά και το ξέρεις το πολιτικό παιχνίδι. Το Fields μου ήταν που είχε γυαλίσει στους προηγούμενους και όχι ο τομέας μου.»
Δεν απάντησε, τι να απαντούσε;
«Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί έφυγες από το MIT, Stefan… ούτε γιατί προτίμησες εμάς από το ΕΚΠΑ.»
«Γιατί η σχολή είναι καινούρια και δεν κουβαλά τις παθογένειες των υπολοίπων ή έστω δεν τις κουβαλάει σε αυτό το βαθμό και ήθελα να βάλω και το δικό μου λιθαράκι στο να παραμείνει μακριά από αυτές, στο βαθμό του εφικτού. Όσον αφορά την άλλη σου ερώτηση, υπάρχουν αρκετοί λόγοι, κάμποσοι εκ των οποίων προσωπικοί, οπότε δε θα ήθελα να επεκταθώ.»
«Με εσένα, τον Αποστολίδη όταν επιστρέψει και την Πέτρου μας βλέπω στο τέλος να ξυρίζουμε και το μουστάκι και να γινόμαστε θεωρητικοί,» μου είπε πειρακτικά.
«Όχι, σε καμία περίπτωση! Αν βάλεις παραπάνω πιπέρι απ' όσο χρειάζεται θα χαλάσει η σούπα και η σούπα είναι μια χαρά!»
«Πότε είναι η δημοσίευση;»
«Θα τη στείλουμε για peer rEveew την ερχόμενη εβδομάδα και αν κρίνω από την δική μου αντίδραση είναι πολύς ο κόσμος που θα έχει «oh ugh,» moment όταν δει τον τρόπο με τον οποίο η Πέτρου έκανε τη σύνδεση με τις ομάδες Lie.»
«Να χαρείς ότι αγαπάς, μη μου μιλάς για άλγεβρα,» είπε ο Λάμπρου. «Φεύγω πριν με κολλήσεις!» συμπλήρωσε και έγινε μπουχός.
Εγώ από την άλλη πήγα στο γραφείο μου να μαζέψω τα πράγματά μου καθώς η ώρα είχε πάει 19:00. Είχα μόλις βάλει το laptop στην τσάντα μου όταν άκουσα χτύπημα στην πόρτα.
«Περάστε.»
Ήταν η Ευδοκία.
«Καλώς την!» της είπα πρόσχαρα.
«Ετοιμάζεσαι να φύγεις;» με ρώτησε βλέποντας με να μαζεύω τα πράγματά μου.
«Ναι, έχει πάει ήδη 19:00. Θέλεις κάτι;»
«Όχι όχι… δεν είναι κάτι σημαντικό, μη σε ενοχλώ.»
«Δεν ενοχλείς, πέρνα μέσα, δε θα χαθεί ο κόσμος και αν φύγω λίγο αργότερα.»
Στάθηκε αναποφάσιστη στην πόρτα.
«Χρειάζεται να το ξαναπώ, Ευδοκία;»
«Όχι, όχι…» είπε και πέρασε μέσα.
«Λοιπόν, σε ακούω,» της είπα.
«Πώς… πώς σου φάνηκε η διάλεξη;»
«Ήσουν καταπληκτική!» της είπα ειλικρινά. «Όχι απλά κέρδισες τον ενδιαφέρον τους, την ερχόμενη Τετάρτη, βάζω στοίχημα ότι δεν χωράμε στο αμφιθέατρο. Αλήθεια, ποιο είναι το θέμα της επόμενης διάλεξης;»
«Υπεραριθμήσιμα σύνολα και το διαγώνιο επιχείρημα του Cantor.»
«Χαχαχα, θέλεις να τους κάνεις θεωρητικούς;»
«Ειδικά θέματα αφηρημένων μαθηματικών είναι το αντικείμενο των διαλέξεων. Αλλά μην ανησυχείτε, αντικείμενο του μεθεπόμενου είναι το κεντρικό οριακό θεώρημα και θα έχω μαζί μου και Galton board!»
«Όπως είπε και ο Λάμπρου κατά τα φαινόμενα ο σκοπός μου είναι, με τη δική σου συνδρομή καθώς και αυτή του Νίκου, να τους ξυρίσω το μουστάκι,» κάνοντας την Ευδοκία να χαμογελάσει.
«Το καλύτερο να ξέρεις το έχω κρατήσει για την τελευταία,» μου είπε. «Το θεώρημα Noether, το θεώρημα Stolsberg και η αρχή απροσδιοριστίας του Heisenberg.»
«Χμμμ…» της είπα.
Εκείνη δεν απάντησε, απλά μου χάρισε το πιο γλυκό της χαμόγελο.
«Μη με κοιτάς με αθώο χαμόγελο, είναι πιο ένοχο και από την αμαρτία!» της είπα!
«Χιχιχιχι.»
«Και θα τιμωρηθείς γι’ αυτό,» είπα βγάζοντας από το συρτάρι της σκακιέρα.
«Πίστευα ότι δε θα το πρότεινες ποτέ αλλά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά μοσιού!»
«Μιλάς με γρίφους, νεαρά!»
«Εδώ και δύο εβδομάδες παίζω σκάκι με τον Tomas. Δεν λέω, με έχει κάνει άλογο, ούτε ισοπαλία δεν έχω καταφέρει να του αποσπάσω, αλλά κάποιος σοφός γέροντας είχε πει ‘η επανάληψη είναι η μητέρα της μάθησης’”
«Αυτό δεν το είχε πει κάποιος σοφός γέροντας αλλά κάποιο ραδιούργο μειράκιο, ονόματα δε λέμε, υπολείψεις δε θίγουμε!»
«Potatoe potato!»
«Για να σε δω!» της είπα και έκρυψα δύο πιόνια στα χέρια μου βάζοντας την να διαλέξει. Διάλεξε το μαύρο, οπότε ξεκίνησα εγώ!
«English opening, ε; Ενδιαφέρον, που λέει και ένας σοφός γέροντας!» μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάσω.
Παίξαμε πέντε παρτίδες και μπορεί στο τέλος να κέρδισα με 3,5 - 1,5 αλλά για πρώτη φορά κατόρθωσε και με νίκησε σε μια παρτίδα ενώ σε μια άλλη με τα χίλια ζόρια, και εξαιτίας δικής της απροσεξίας, κατόρθωσα να αποσπάσω ισοπαλία.
«Μπράβο Ευδοκία μου,» της είπα όταν τελειώσαμε. «Είδες που στο έλεγα, μόνο η εμπειρία σου λείπει, δε θα αργήσει ο καιρός που η πλάστιγγα θα γύρει από τη μεριά σου και την τιμή της οικογένειας θα την σώζει μόνο ο Tomas.»
«Ο Tomas γιατί δεν ασχολείται επαγγελματικά; Είδα τα παιχνίδια του με τον Νακαμούρα τον οποίο τον έχει κερδίσει μερικές φορές!»
«Γιατί δε θέλει. Το αγωνιστικό σκάκι είναι πολύ ανταγωνιστικό και ο Tomas δεν είναι καθόλου. Του αρέσει να παίζει απλά για τη χαρά του παιχνιδιού. Ό,τι τον γεμίζει και ό,τι τον κάνει ευτυχισμένο με τα δικά του κριτήρια, δε ζητώ τίποτα περισσότερο.»
«Είσαι υπέροχος άνθρωπος,» μου είπε απλά και μου έσφιξε αφηρημένη το χέρι στο τραπέζι. Το μυαλό της ακολούθησε μερικές στιγμές αργότερα και κοκκίνησε όταν το συνειδητοποίησε. Έκανε να τραβήξει το χέρι της μα της το κράτησα με τη σειρά μου και δεν το άφησα.
«Ευχαριστώ,» της είπα σφίγγοντάς της το χέρι με τη σειρά μου.
Ευδοκία
Με την καρδιά μου να χοροπηδάει στα στήθη μου, κοίταξα το χέρι μου που ο Στέφανος μου κρατούσε, αμίλητος, στα δικά του χέρια. Δεν είπαμε τίποτα, δε χρειάστηκε να πούμε τίποτα, απλά κάτσαμε εκεί, αμίλητοι, ο καθένας στις σκέψεις του. Μακάρι να ήξερα τι σκεφτόταν. Εκείνη τη βραδιά στον ξενώνα είχα βρει επιτέλους την σωστή ερώτηση αλλά δεν είχα βρει την απάντηση.
«Τι ήταν αυτό που είχε δει ο Στέφανος σε εμένα;» Και δεν το είχε δει μόνον εκείνος, το είχε δει και η Κατερίνα. Αλλά αυτό είχε με τη σειρά του γεννήσει και δεύτερη ερώτηση την οποία εξίσου έπρεπε να απαντήσω. «Τι θα έκανα γι’ αυτό;» Όσο και αν ήμουν γοητευμένη με τον Στέφανο, όσο και αν το φαντασιακό μου αρέσκονταν στην ιδέα της υποταγής και όσες διαβεβαιώσεις και αν μου έδινε η Κατερίνα ότι θα μου έδινε τις θερμότερες ευχές της, δεν ήμουν σίγουρη, ούτε ότι θέλω να πραγματοποιήσω τις όποιες φαντασιώσεις υποταγής, ούτε να είμαι μέρος κάποιου τριγώνου.
Ωστόσο μου άρεσε όπως ήμουν εκείνη τη στιγμή, με το χέρι μου φυλακισμένο στα χέρια του, ακόμα και αν αυτό δε σήμαινε τίποτα περισσότερο.
Τράβηξε τα χέρια του και πήρε τηλέφωνο. «Κατερίνα, θα αργήσω λίγο το βράδυ. Ναι. Ναι, σωστά κατάλαβες. Φιλιά.». Γύρισε και με κοίταξε. «Σήκω, πάμε στο Beer Academy για μια μπύρα. Α, έχεις και χαιρετίσματα από την Κατερίνα!»
«Εεεε,» ξεκίνησα να λέω.
«Έχεις κανονίσει κάτι;» με ρώτησε.
«Όχι… αλλά….»
«Εκτός και αν δε θέλεις.»
«Με… με αιφνιδίασες λίγο!» του απάντησα.
«Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, που λέει ο σοφός γέροντας. Έρχεσαι ή όχι;»
«Θα είσαι φρόνιμος;» τον ρώτησα προσπαθώντας να αστειευτώ.
«I plead the 5th. Άντε σήκω, τι περιμένεις;»
«Μα… μάλιστα,» απάντησα μηχανικά και χωρίς να το σκεφτώ.
«Τώρα μιλάς σωστά,» μου είπε πειράζοντάς με.
Σηκώθηκα και τον ακολούθησα αλλά όπως προχωρούσαμε ένιωσα υγρασία στα πόδια μου.
«Στέφανε, μισό λεπτό σε παρακαλώ.»
Πήγα τρέχοντας στην τουαλέτα, μου είχε έρθει περίοδος νωρίτερα από το αναμενόμενο. Καθαρίστηκα και έβαλα σερβιέτα αλλά είχα λερωθεί και δε μπορούσα να βγω έξω χωρίς να αλλάξω.
«Στέφανε… Μου… Μάλλον θα πρέπει να το αναβάλλουμε για σήμερα.»
«Για ποιο λόγο, αν επιτρέπεται;»
«Πρέπει… πρέπει να πάω σπίτι….»
«Συνέβη κάτι;» με ρώτησε ανήσυχος.
«Όχι… Απλά… Τι να σου πω μωρέ Στέφανε… Γυναικολογικά… πρέπει να πάω από το σπίτι.»
«Όταν έχεις περίοδο κλείνεσαι στο γυναικωνίτη;»
«Όχι αλλά… αλλά πρέπει να πάω σπίτι να αλλάξω.»
«Κοίτα, αν συνοδεύεται από πόνους τότε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, πάμε άλλη φορά έξω. Αν είναι ωστόσο μόνο για να αλλάξεις δεν βλέπω για πιο λόγο δεν μπορούμε μετά να πάμε για μπύρα.»
«Όχι… δεν έχω πόνους, είμαι τυχερή σε αυτό τον τομέα.»
«Εκτός και αν υπάρχει και άλλος λόγος,» μου είπε.
«Τι εννοείς;» τον ρώτησα
«Δεν εννοώ ότι μου λες ψέματα. Εννοώ αν έχεις και άλλο λόγο να μη θέλεις να πάμε για μπύρα, να μη γουστάρεις ρε αδερφέ!»
«Όχι, τι είναι αυτά που λες;»
«Τότε γιατί το κουράζουμε ρε συ Ευδοκία; Πήγαινε από το σπίτι σου να αλλάξεις και συναντιόμαστε στο beer academy.»
«Εχμ… έχω πάει το αυτοκίνητο στο συνεργείο σήμερα, θα πρέπει να πάρω ταξί.»
«Ανοησίες, θα σε πάω εγώ στο σπίτι σου και θα σε περιμένω από κάτω… αν όντως έχεις κι εσύ όρεξη να πάμε για μπύρα.»
«Έχω,» του είπα.
«Ωραία, πάμε.»
Όχι πολλή ώρα αργότερα ήμασταν στο Χαλάνδρι. Είμασταν τυχεροί και ο Στέφανος βρήκε να παρκάρει κάπου κοντά στο σπίτι μου.
«Άντε, πήγαινε και σε παρακαλώ μην αργήσεις.»
Δεν ξέρω που το βρήκα το κουράγιο αλλά το βρήκα!
«Στέφανε, αισθάνομαι άσχημα να σε έχω να περιμένεις στο αυτοκίνητο λες και είσαι ταξιτζής. Θέλεις να ανέβεις κι εσύ πάνω μέχρι να ετοιμαστώ;»
«Άντε βάσανο, πάμε,» Βγήκε από το αυτοκίνητο και βγήκα κι εγώ.
«Θες να πιείς κάτι;» τον ρώτησα όταν μπήκαμε στο σπίτι μου.
«Να πιώ πριν βγούμε έξω να πιούμε; Δεν το βρίσκω ιδιαίτερα καλή ιδέα!»
«Μπορώ να σου βάλω χυμό ή νερό αν θες.»
«Όχι, χυμό πίνω μόνο φυσικό και δε νιώθω δίψα τώρα.»
«Να σου στύψω μια πορτοκαλάδα στα γρήγορα τότε.»
«Πήγαινε να ετοιμαστείς βρε βάσανο και σταμάτα να προσφέρεσαι εθελοντικά για αγγαρείες!»
«Όχι και αγγαρεία ρε Στέφανε! Αν είναι δυνατόν! Μετά τα όσα έχεις κάνει για μένα! Είναι δυνατόν;» του είπα πραγματικά αγανακτισμένη.
«Ευδοκία, θα το πω μία φορά και δεν θα το επαναλάβω. Αν με κάνεις να το επαναλάβω θα σου μαυρίσω τον κώλο και είμαι σοβαρός σαν έμφραγμα. ΔΕ ΜΟΥ ΧΡΩΣΤΑΣ ΤΙΠΟΤΑ! Έγινα σαφής;»
«Μάλιστα,» του είπα, πάλι χωρίς να το σκεφτώ.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα διάθεση να βγω έξω αλλά από την άλλη -ψεύτρα μην είμαι- λάτρευα κάθε στιγμή που περνούσα μαζί του. Μαζεύοντας όλο το θάρρος μου του το μπουμπούνισα.
«Στέ… Στέφανε;»
Το ότι βρήκα το θάρρος δε σημαίνει ότι δεν ένιωθα τα πόδια μου να χτυπάνε.
«Ευδοκία;»
«Θε… Θες να κάτσουμε εδώ; Δεν έχω διάθεση να βγω έξω αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε θέλω την παρέα σου.»
«Είσαι σίγουρη;»
«Ναι, είμαι. Η μαγειρική δεν είναι το φόρτε μου αλλά μια μακαρονάδα μπορώ να τη φτιάξω.»
«Μήπως απλά να παραγγείλουμε;»
«Όχι.»
«Τελικά θα στον μαυρίσω τον κώλο μου φαίνεται.»
«Δεν το κάνω επειδή νιώθω ότι σου χρωστάω κάτι. Το θέλω η ίδια.»
«Εντάξει τότε.»
«Πάω!» είπα και κίνησα προς την κουζίνα.
«Και μετά λένε εμένα αφηρημένη κυβέρνηση,» τον άκουσα να μονολογεί. «Πήγαινε να αλλάξεις κοπέλα μου!»
Oooops!
«Όταν έχεις δίκιο έχεις δίκιο που λέει και η Κατερίνα,» του είπα.
«Ναι αλλά το είπε μισό,» μου ανταπάντησε.
«Τι εννοείς;» τον ρώτησα με ειλικρινή απορία.
«Η πλήρης πρόταση είναι ‘Όταν έχει δίκιο έχει δίκιο. Όταν έχει άδικο, έχει πάλι δίκιο’. Πήγαινε να αλλάξεις.»
«Μάλιστα,» του είπα χωρίς να το καλοσκεφτώ, ακόμα μία φορά.
Το τρις εξαμαρτείν ου γυναικός σοφής. Το υποσυνείδητο μάλλον είχε απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις χωρίς να μπει στον κόπο να ειδοποιήσει το συνειδητό.
Έπρεπε να πλυθώ πριν αλλάξω ωστόσο ευτυχώς το μπάνιο ήταν δίπλα από το δωμάτιο μου και δεν φαινόταν από το σαλόνι. Έκανα ένα γρήγορο ντους και φόρεσα μια φόρμα. Ο Στέφανος ήταν ακόμα με το σακάκι του αλλά γι’ αυτό δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Όταν πήγα στο σαλόνι τουλάχιστον είχε βγάλει σακάκι και γραβάτα.
«Στέφανε, θες κόκκινη ή άσπρη σάλτσα;» τον ρώτησα από την κουζίνα.
«Θέλω να έρθεις εδώ,» μου είπε από το σαλόνι.
Τι να κάνω, πήγα και τον βρήκα στο σαλόνι.
«Δε θέλω να φάμε το χρόνο μας ο ένας στο σαλόνι και η άλλη στην κουζίνα. Σου ζήτησα να βγούμε για μπύρα γιατί θέλω την παρέα σου και, παρά τις καλές προθέσεις σου, αυτή τη στιγμή μου τη στερείς.»
Ομολογώ ότι δεν το είχα σκεφτεί αυτό.
«Κάτσε σε παρακαλώ να τα πούμε σαν άνθρωποι. Υπάρχουν και άλλα πράγματα στη ζωή πέρα από τα μαθηματικά. Δεν βγάζω την ουρά μου απ' έξω κι εγώ είμαι ομοίως ένοχος άλλα άμα δεν κάτσεις τώρα κάτω θα βγάλω φουκαριάρα μου τη ζώνη και θα σου δώσω καλό λόγο να μην μπορείς να κάτσεις,» κάνοντάς με να χαμογελάσω.
«Να φέρω τουλάχιστον δυο μπίρες να μην τα λέμε ξεροσφύρι;»
«Ναι, φέρ' τες.»
Πράγματι πήγα στο ψυγείο και έβγαλα δύο κουτάκια μπύρες και δύο ποτήρια. Πήγα στο σαλόνι, άνοιξα το κουτάκι, του γέμισα το ποτήρι και του το έδωσα. Είχε κάτσει στην μία και μοναδική πολυθρόνα του σαλονιού οπότε αναγκαστικά πήγα να κάτσω στο καναπέ αλλά εκεί με έκοψε.
«Όχι εκεί. Πάρε το πουφ και έλα να κάτσεις εδώ,» μου υπέδειξε.
Ο τόνος της φωνής του δε σήκωνε αντιρρήσεις αλλά ούτε που μου πέρασε από το μυαλό να του φέρω. Έβαλα το πουφ μπροστά από την πολυθρόνα σε απόσταση μισού μέτρου και κάθισα οκλαδόν απέναντί του.
Ύψωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα.
«Τι θα ήθελες να πούμε;» τον ρώτησα.
«Για σένα,» μου είπε.
Και κάπως έτσι, για δεύτερη φορά, και με τελείως διαφορετικό τρόπο, γδύθηκα μπροστά του.
Και το γδύσιμο της ψυχής είναι απείρως πιο ζόρικο.
Κεφάλαιο 13 - Έγκλημα και τιμωρία
Στέφανος
«Θα χρειαστώ βοήθεια,» μου είπε θαρρετά. «Δεν ξέρω από που να ξεκινήσω.»
«Όταν είχαμε πρωτοσυναντηθεί, μου είχες πει επακριβώς «Προσπαθώ να ανέβω τη σκάλα που ανέβηκες εσύ πριν 25 χρόνια αλλά δεν είναι το ίδιο εύκολο, δεν έχουμε όλοι θεωρήματα που φέρουν το όνομά μας,» Αν όλα πάνε καλά σε δύο εβδομάδες θα εκδοθεί το paper και η σύνδεση με τις Ομάδες Lie είναι τόσο πρωτοποριακή που στο εγγυώμαι, θα αποκτήσεις κι εσύ θεώρημα που θα φέρει το δικό σου.»
«Αφενός είπες να μη μιλήσουμε για μαθηματικά και αφετέρου πώς είσαι σίγουρος ότι το θεώρημα θα φέρει το όνομά μου;» με ρώτησε διακόπτοντάς με.
«Γιατί πριν το στείλω για peer review το έχω στείλει ήδη σε κάποιους συναδέλφους που όχι απλά επιβεβαίωσαν ότι η συλλογιστική σου είναι ορθή αλλά αυτό τους άνοιξε δρόμους που κανείς δεν είχε φανταστεί. Παραφράζοντας τον Hilbert «Από τον παράδεισο που μας έβαλε η Πέτρου κανείς δε θα βρεθεί για να μας διώξει,» Αυτό που ονομάσαμε ως εσωτερικό αστείο λήμμα (δ) στο μέλλον θα γίνει γνωστό ως Θεώρημα Πέτρου, εδώ θα 'σαι, εδώ θα 'μαι. Αλλά με έκοψες όταν τελείωνα την εισαγωγή και δεν πρόλαβα να σε ρωτήσω αυτό που ήθελα.»
«Συγνώμη,» μου είπε χαμηλώνοντας το βλέμμα.
«Δε θέλω να μου ζητάς συγνώμη, Ευδοκία. Θέλω να μην κάνεις πράγματα για τα οποία μετά ζητάς συγνώμη.»
«Μάλιστα,» μου είπε έχοντας ακόμα χαμηλωμένο το βλέμμα.
«Εμένα κοιτάς.»
Με κάποια δυσκολία κατόρθωσε να υψώσει το βλέμμα της.
«Πώς σε κάνει να αισθάνεσαι αυτό;»
«Δεν ξέρω τι ζητάς από εμένα ή τι περιμένεις να ακούσεις Στέφανε. Άβολα αισθάνομαι.»
«Στο θεώρημα Πέτρου αναφερόμουν.»
«Συγνώμη,» είπε χαμηλώνοντας πάλι τα μάτια της.
«Πήγαινε φέρε ένα χάρακα,» της είπα.
«Τι να τον κάνεις;» με ρώτησε.
«Πάντως όχι να ζωγραφίσω γραμμές. Πήγαινε.»
Χωρίς άλλες διαμαρτυρίες, έστω και αβέβαιη για το τι είχα στο μυαλό μου σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιό της. Εκεί βρήκε ένα χάρακα και τον έφερε και μου τον έδωσε.
«Κάτσε όπως πριν,» της είπα
Κάθισε υπάκουα οκλαδόν στο πουφ.
«Δεξί ή αριστερό;»
«Τι… τι εννοείς;»
«Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ. Δεξί ή αριστερό;»
Διστακτικά, μου άπλωσε το αριστερό της χέρι. Της έδωσα μια γερή με το χάρακα, κάνοντάς την να δαγκωθεί.
«Την επόμενη φορά θα είναι περισσότερες.»
«Μάλιστα,» μου είπε χαμηλώνοντας πάλι το βλέμμα της.
«Πάμε πάλι και αυτή τη φορά ελπίζω να μην έχουμε τα ίδια. Πώς σε κάνει να αισθάνεσαι αυτό, Ευδοκία; Όχι σα μαθηματικό, σαν άνθρωπο.»
«Περίεργα. Προς Θεού δεν λέω ότι δε μου αρέσει ή ότι δε νιώθω περήφανη, αλλά …όλα έχουν γίνει τόσο ξαφνικά που δεν έχω προλάβει να τα επεξεργαστώ. Ροντέο, πραγματικό ροντέο! Ένα μήνα πριν, ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα δε θα μπορούσα να το φανταστώ αυτό που έχει συμβεί. Ειλικρινά, νιώθω όπως φαντάζομαι θα ένιωθε κάποιος που κέρδισε το λαχείο, από το πουθενά έγινε εκατομμυριούχος.»
«Υπάρχουν πολλοί που δεν μπόρεσαν να το διαχειριστούν σωστά αυτό Ευδοκία και μερικά χρόνια αργότερα βρέθηκαν πάλι αδέκαροι.»
«Το λαχείο το χρησιμοποίησα σαν αναλογία αλλά ως εκεί. Εννοώ, οι περιστάσεις είναι τελείως διαφορετικές, και η όποια διαχείριση είναι τελείως διαφορετικής φύσης.»
«Πώς σκοπεύεις να το διαχειριστείς εσύ αυτό, λοιπόν;»
«Θα μακαρίσω την τύχη μου και θα συνεχίσω να κάνω αυτό που έκανα όπως το έκανα. Μπορεί να είχα την τύχη να με προσέξει ένας Stolsberg αλλά οι συγκυρίες ευνοούν μόνο τους προετοιμασμένους, ακόμα και αν οι ίδιοι δεν είχαν ιδέα ότι ήταν.»
«Πραγματίστρια λοιπόν.»
«Σ' ευχαριστώ,» μου είπε.
«Δεν το είπα για να μ' ευχαριστήσεις, ήταν απλή παρατήρηση. Το αξίζεις;»
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς,» με ρώτησε.
«Εσύ σαν Ευδοκία, κάνοντας την αναδρομή στη ζωή σου, πιστεύεις ότι οι κόποι σου επιβραβεύτηκαν;»
«Επέλεξα αυτό που επέλεξα επειδή μου άρεσε Στέφανε. Δε θα παραπονεθώ για την ευλογία να είμαι καλή σε αυτό, αλλά ούτε πιστεύω ότι ο Θεός, το Σύμπαν, πες το όπως θες, μου χρωστούσαν κάτι. Υπάρχω εγώ που στάθηκα τυχερή, υπάρχουν και άλλοι, με ίσως μεγαλύτερες ικανότητες από τις δικές μου, οι οποίοι δεν στάθηκαν. Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κίνει έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι αλλά εγώ δεν πιστεύω σε θεϊκή παρέμβαση. Έκανα αυτό που μπορούσα να κάνω και η τύχη με ευνόησε να είμαι την κατάλληλη ώρα στο κατάλληλο σημείο, no more, no less.»
«Θυμάσαι που σου είχα πει τις προάλλες ότι δε μου χρωστάς τίποτα;»
«Το θυμάμαι.»
«Έδωσες η ίδια την απάντησή σου στο γιατί.»
«Δεν είναι ακριβώς έτσι Στέφανε.»
«Όχι Ευδοκία, ακριβώς έτσι είναι. Αν είναι να νιώσεις ευγνωμοσύνη για το οτιδήποτε αυτή πρέπει να στραφεί στην θεά Τύχη που σε έφερε στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή. No more, no less,»
Αναστέναξε.
«Δε θα κρύψω ωστόσο ότι από πίσω κρύβεται ιδιοτέλεια,» συνέχισα.
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ ότι με ελκύεις, Ευδοκία, με όλους τους δυνατούς και αδύνατους τρόπους που μπορεί να νιώσεις έλξη για έναν άνθρωπο. Ωστόσο δε θα κουνήσω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι να κάνω κάτι προς αυτή την κατεύθυνση, αν δεν είμαι απολύτως σίγουρος ότι η τυχούσα ανταπόκρισή σου, θα υπάρξει για τους σωστούς λόγους. Η ευγνωμοσύνη και η λανθασμένη αίσθηση υποχρέωσης που μπορεί να προκύψει από αυτήν, δεν είναι οι σωστοί λόγοι.»
Έμεινε να με κοιτάζει σαν άγαλμα.
«Δε θέλω να μου πεις κάτι γι’ αυτό, σου ξεκαθάρισα τη δική μου θέση.»
«Μάλιστα,» απάντησε και πάλι.
Μείναμε για λίγο σιωπηλοί. Ήπια μια γουλιά από τη μπύρα μου.
«Είχα πολλές play partners στη ζωή μου, Ευδοκία. Το να βρω ακόμα μία είναι το μόνο εύκολο.»
«Σε πιστεύω, Στέφανε, ειλικρινά. Αν… αν ήσουν ελεύθερος… δεν… εννοώ….»
«Είμαι αυτό που είμαι και η κατάστασή μου είναι αυτή που είναι. Δεν μπορείς να επιλέξεις, δεν υπάρχει τέτοια επιλογή.»
«Το ξέρω,» μου είπε κοιτάζοντας πάλι το πάτωμα.
«Το ξέρω πως το ξέρεις,» της είπα.
Σιωπή
«Μπορώ να ανάψω ένα τσιγάρο;»
«Το ρωτάς βρε Στέφανε;»
«Φυσικά και το ρωτάω. Είμαι στο σπίτι σου, όχι στο δικό μου.»
«Μου επιτρέπεις να σηκωθώ να σου φέρω ένα τασάκι;» με ρώτησε τόσο φυσιολογικά που ούτε καν η ίδια δεν συνειδητοποίησε τι είπε. Χωρίς συνειδητοποίηση δεν έχει αξία.
«Ναι, σου επιτρέπω να σηκωθείς να μου φέρεις ένα τασάκι.»
Εκεί ήρθε η συνειδητοποίηση.
Ευδοκία
Τα λόγια του Στέφανου με έκαναν να συνειδητοποιήσω τι είχα πει, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο, η ουσία ήταν η δεύτερη συνειδητοποίηση. Καθόμουν ακίνητη σαν άγαλμα με το μυαλό μου να δουλεύει στα κόκκινα. Κάτι μου είπε ο Στέφανος αλλά εκείνη την ώρα η CPU είχε χτυπήσει 100% και έχανα πακέτα. Με το μυαλό μου σε πλήρη λειτουργία τον κοίταξα με ένα βλέμμα που σήμαινε οτιδήποτε εκτός από αυτό.
Τον κοιτούσα σα χάνος.
«Δεξί ή αριστερό;»
Ξέροντας πολύ καλά τι σημαίνει αυτό του άπλωσα το δεξί μου χέρι, το αριστερό έτσουζε ακόμα. Μου έδωσε δυο δυνατές στο δεξί χέρι και με πολύ κόπο κρατήθηκα και δεν δάκρυσα. Δεν έχω αντοχές στον πόνο και δεν διαθέτω πάνω μου ίχνος αλγολαγνείας και ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους με έπιανε φρίκη με αυτά που διάβαζα και έβλεπα στο forum. Αναβάλλοντας την ενδοσκόπηση, γιατί δεν ήθελα οι δύο να γίνουν τρεις, τσακίστηκα να σηκωθώ και βγήκα στο μπαλκόνι και πήρα από το μικρό τραπεζάκι που είχε έξω το τασάκι. Δεν καπνίζω παρά μόνο socially και αυτό όχι ιδιαίτερα συχνά, το τασάκι το είχα για τις σπάνιες φορές που είχα επισκέψεις. Ποτέ δεν ήμουν ιδιαίτερα κοινωνική και η αλήθεια είναι ότι μετά από τέσσερα χρόνια στην Αμερική, είχα χάσει όλες μου τις επαφές, που εξ αρχής, δεν ήταν και πολλές.
Επέστρεψα με το τασάκι. Πήγα να του το δώσω αλλά με έκοψε.
«Έλα πιο κοντά μου, θα κρατάς εσύ το τασάκι στα χέρια σου και όταν θέλω να στάξω το τσιγάρο θα μου το δίνεις.»
«Μάλιστα,» του είπα και έφερα το πουφ ελαφρά πιο κοντά και κάθισα πάλι οκλαδόν.
Όσο κάπνιζε το τσιγάρο του δε μιλούσαμε κι εγώ είχα τα μάτια καρφωμένα στο τσιγάρο του ώστε να καταλάβω πότε θα χρειαστεί να το τινάξει. Το μυαλό μου από την άλλη προσπαθούσε πάλι έχοντας χτυπήσει κόκκινα να επεξεργαστεί όλη αυτή την κατάσταση. Κατά τα φαινόμενα το ασυνείδητο είχε πάρει τις αποφάσεις του χωρίς να μπει στον κόπο να ενημερώσει, αλλά στο συνειδητό μου γενικά δεν του αρέσουν αυτά τα πράγματα. Τουλάχιστον, όχι όταν αυτό δεν αφορά μαθηματική έμπνευση από το πουθενά, εκεί συνειδητό και ασυνείδητο λάτρευαν το ένα το άλλο.
Δε μου άρεσε ο πόνος. Οι όποιες φαντασιώσεις υποταγής μου είχαν να κάνουν αυστηρά με σεξουαλική χρήση και με τίποτα περισσότερο. Θα μου πεις και όταν έδινα τον κώλο μου, πόνος δεν ήταν κι αυτός; Όχι ότι είχα και πολλές σεξουαλικές εμπειρίες είναι η αλήθεια. Δεν είχα κάνει πολλές σχέσεις στη ζωή μου, τρεις όλες κι όλες.
Το τσιγάρο του τελείωνε, του πρότεινα το τασάκι και κρατώντας το σταθερό έσβησε το τσιγάρο του. Άφησα το τασάκι στο πλάι μου και τον κοίταξα.
«Δε μου έχεις μιλήσει καθόλου για την οικογένειά σου, το μόνο που έχεις πει, είναι ότι οι γονείς σου δεν έχουν οικονομικό πρόβλημα.»
«Είμαι μοναχοπαίδι και το χειρότερο είναι ότι και οι γονείς μου με τη σειρά τους ήταν μοναχοπαίδια. Ούτε αδέρφια, ούτε ξαδέρφια. Όχι το τελευταίο δεν είναι ακριβές, έχω κάτι δεύτερα ξαδέρφια αλλά δεν είχα ποτέ επαφές μαζί τους. Οι γονείς μου με έκαναν μεγάλοι, με τη μητέρα μου έχω 35 χρόνια διαφορά και με τον πατέρα μου 43. Είναι πλέον και οι δύο συνταξιούχοι. Τους έχω μοιάσει, είναι και του λόγου τους κλειστοί άνθρωποι χωρίς πολλές-πολλές κοινωνικές επαφές. Ο πατέρας μου ήταν ανώτατο τραπεζικό στέλεχος ενώ η μάνα μου ήταν καθηγήτρια Μαθηματικών. Αν δεν ήταν γείτονες δε νομίζω ότι θα είχαν γνωρίσει ο ένας τον άλλον, κινούνταν σε τελείως διαφορετικούς κόσμους. Η αλήθεια είναι ότι τον πατέρα μου δεν τον έβλεπα και πολύ όταν μεγάλωνα, δούλευε μέχρι αργά και συχνά-πυκνά ήταν σε επαγγελματικά ταξίδια. Η αλήθεια είναι ότι φρόντιζε όταν μπορούσε να μας πάρει μαζί του σε κάποια από αυτά, όπως καταλαβαίνεις, με τη θέση που είχε, το οικονομικό δεν ήταν πρόβλημα. Μόνο τα καλοκαίρια μπορούσε να ξεκλέψει δύο ή τρεις εβδομάδες άδειας και επειδή και στους δυο τους άρεσαν τα ταξίδια έχω ταξιδέψει και στις πέντε ηπείρους. Οι ίδιοι μετά τη σύνταξή τους ταξίδεψαν και στην έκτη, πήγαν κρουαζιέρα στην Ανταρκτική αλλά εγώ εκείνο τον καιρό πάλευα με το διδακτορικό μου και η αλήθεια είναι ότι να κλειστώ σε ένα καράβι με γέρους που ψάχνουν την περιπέτεια δεν ήταν του γούστου μου.»
«Από σχέσεις;» ήταν η επόμενη ερώτηση.
«Τρεις όλες κι όλες,» είπα αναστενάζοντας.
«Γιατί αναστενάζεις;»
«Γιατί η ζωή δεν είναι μόνο μαθηματικά, Στέφανε. Οι σχέσεις που έχω κάνει ήταν όλες μακρόχρονες και όχι επιπόλαιες αλλά και πάλι δε νομίζω ότι έδινα όσο μπορούσα.»
«Ίσως επειδή έδινες όσο έκρινες ότι χρειάζεται.»
«Ίσως, δεν ξέρω. Δε νομίζω ότι ερωτεύτηκα ποτέ μου. Δεν ήταν ότι δεν ένιωθα για τους τότε ερωτικούς μου συντρόφους αλλά δε νομίζω ότι ήταν έρωτας.»
«Πώς το ξέρεις; Αν, όπως ισχυρίζεσαι δεν έχεις ερωτευτεί ποτέ σου, πώς ξέρεις ότι αυτά που ένιωθες δεν ήταν έρωτας;»
«Δεν το ξέρω, το υποθέτω. Δεν… δεν ένιωσα ποτέ κάτι έντονα. Δε… δε μου έλειπαν όταν ήταν μακριά μου. Δε χτύπαγε η καρδιά μου από προσμονή μέχρι να τους ξαναδώ. Μπορεί να μη μου το έβγαζαν οι ίδιοι ή μπορεί η ίδια να είμαι ανίκανη να νιώσω αυτά τα συναισθήματα. Ίσως… ίσως αν έδινα το τέλος όταν έπρεπε, να είχαν μπει και άλλοι στη ζωή μου, ίσως κάποιος από αυτούς να μου το είχε βγάλει ώστε… ώστε να ξέρω… να μάθω αν… ότι δεν είμαι εγώ η προβληματική.»
«Από φίλους;»
«Όχι πολλά πράγματα. Τον κύκλο μου, που δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ευρύς, τον έχασα τέσσερα χρόνια στην Αμερική και φεύγοντας από εκεί έχασα και τον αρκετά μικρό κύκλο που είχα κάνει και στο Σαν Φρανσίσκο. Άνεργη ήμουν, αδέρφια/ξαδέρφια δεν έχω οπότε… Γνώρισα μερικά άτομα από το δίκτυο αλλά δεν έχω κάποιον που να τον θεωρώ κολλητό.»
«Από το φόρουμ έχεις γνωρίσει κανέναν;»
«Όχι. Δεν είχα γραφτεί εκεί για να κάνω γνωριμίες, μόνο γιατί με ενδιέφερε το θέμα.»
«Με ποιο τρόπο;»
«Σου είχα πει ότι έχω κάποιες φαντασιώσεις υποταγής.»
«Τι είδους φαντασιώσεις;»
«Όχι τίποτα τραβηγμένο, μη φανταστείς. Να… μου αρέσει η ιδέα… να…να… να με χρησιμοποιούν στο σεξ. Μου αρέσει να προσφέρω στον παρτενέρ μου, πάντα το έκανα ανεξάρτητα με το αν είχα διάθεση εκείνη τη στιγμή. Όχι πόνο όμως, σε καμία περίπτωση πόνο. Απλά… δεν ξέρω πως θα ακουστεί… μια στιβαρή αντρική παρουσία. Όχι για να μου λέει βάτραχος κι εγώ να πηδάω αλλά… αλλά να έχω… να νιώθω έναν άνθρωπο δίπλα μου… πιο δυνατό… Να με ορίζει αλλά όχι.. πώς να το πω; Να νιώσω ότι μπορώ να γείρω πάνω του….»
«Αυτό δεν είναι φαντασίωση υποταγής, Ευδοκία.»
«Δεν ξέρω,» ομολόγησα. «Μπορεί και να μην είναι. Δεν ξέρω Στέφανε… η φαντασίωση υποταγής μπορεί να μην είναι τίποτα περισσότερο από την βεβαιότητά μου ότι… ότι αν βρεθώ μπροστά σε αυτή την στιβαρή παρουσία θα θέλω να την υπακούσω… θα νιώσω ανάγκη να το κάνω. Δεν ξέρω… δεν ξέρω από που πηγάζει αυτή η βεβαιότητα ούτε… ούτε ξέρω αν πραγματικά συμβεί αυτό αν… αν βρεθεί αυτή η παρουσία.»
«Αριστερό ή δεξί;»
«Γιατί;» τον ρώτησα αποσβολωμένη.
«Γιατί μου λες ψέματα, Ευδοκία.»
Δεν άντεξα να τον κοιτάξω. Κατέβασα τα μάτια μου στο πάτωμα και άπλωσα και τα δυο μου χέρια.
Του είχα πει ψέματα και δέχτηκα αγόγγυστα την τιμωρία μου.
Κεφάλαιο 14 - Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας
Στέφανος
Δεν είμαι ιδιαίτερα σαδιστής αλλά δεν είχα καμία διάθεση να της χαριστώ, τα χτυπήματα με τον πλαστικό χάρακα ήταν δυνατά. Πέντε σε κάθε χέρι τα οποία δέχτηκε αγόγγυστα, παρά το γεγονός ότι δεν κατάφερε να συγκρατήσει κάποια δάκρυα. Της είχα πει την αλήθεια, είχα πολλές play partners αλλά μόνο η Κατερίνα είχε υπάρξει -και είναι ακόμα- αυτό που οι υπόλοιποι το λένε «υποτακτική.». Ωστόσο ακόμα και έτσι, αυτό ήταν κάτι που προέκυψε σε πορεία χρόνων, δεν ξεκινήσαμε έτσι, έτσι καταλήξαμε, και η αλήθεια είναι ότι δεν είχαμε θεωρητική ιδέα του τι ήταν αυτό και τον όρο BDSM τον έμαθα από εκείνην όταν τον συνάντησε στις σπουδές της. Ομολογώ ότι δεν είμαι σε θέση να καταλάβω τι είναι αυτό που κάνει την Κατερίνα -ή όλες τις Κατερίνες σαν κι εκείνη- να θέλει να υπακούσει. Ο δικός μου ψυχισμός αντιλαμβάνεται την υποταγή ως αντίδραση αλλά όχι ως επιθυμία.
Η Ευδοκία με γοήτευε σαν γυναίκα και εννοώ εμφανισιακά -για να μην μιλήσουμε για το απίθανο μυαλό της- αλλά δεν είχα ακριβώς προσδιορίσει μέσα μου γιατί δεν την έβλεπα ως απλή play partner, και αυτό μου προκαλούσε έντονο εσωτερικό εκνευρισμό. Όχι για το γεγονός ότι ήθελα να είναι ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου από αυτό που θα μπορούσε να είναι μια απλή παρτενέρ, αλλά γιατί δεν μπορούσα να προσδιορίσω το λόγο αυτής μου της επιθυμίας. Για τα δικά μου μέτρα, ήταν πρωτάρα και, το χειρότερο, πρωτάρα με αίσθηση ευγνωμοσύνης, το οποίο σημαίνει ότι βαδίζαμε σε πολύ επικίνδυνα μονοπάτια.
Την επιθυμούσα με την ίδιο τρόπο και την ίδια ένταση που επιθυμώ την Κατερίνα αλλά για να προχωρήσω δεν μου αρκούσε να βεβαιωθώ ότι η Ευδοκία ανταποκρίνεται για τους σωστούς λόγους, μου ήταν εξίσου αναγκαίο να καταλάβω και τις βαθύτερες αιτίες πίσω από τη δική μου επιθυμία.
Τα facts ήταν ότι με γοήτευε ως γυναικεία παρουσία και με γοήτευε ακόμα περισσότερο αυτό το υπέρλαμπρο μυαλό που έκρυβε το χαριτωμένο κεφαλάκι της. Έπρεπε να είμαι 1000%, 10000% σίγουρος ότι η επιθυμία μου να με υπηρετήσει δεν οφείλονταν σε κάποιο λανθάνον αίσθημα μαθηματικής κατωτερότητας.
Δεν τη φθονούσα και συνειδητά το μόνο που ένιωθα ήταν θαυμασμός με τον ίδιο τρόπο που ένιωθα θαυμασμό για την Φανή ή τον Tao και αναφέρω αυτούς τους τρεις όχι γιατί με θεωρώ τον τέταρτο καλύτερο εν ζωή μαθηματικό αλλά γιατί και τους τρεις τους τους είχα γνωρίσει προσωπικά και είχα το προνόμιο, ναι είναι η σωστή λέξη, το προνόμιο να δω αυτά τα μυαλά να δουλεύουν σε πλήρη λειτουργία.
Χθες η Φανή με είχε στείλει για άλλη μια φορά αδιάβαστο. Της είχα πει ότι η σημερινή διάλεξη της Ευδοκίας αφορούσε παραγωγισιμότητα και συνέχεια.
«Δε μου φαίνεται ιδιαίτερα ενδιαφέρον το θέμα, μπαμπά. « μου είχε πει.
«Και όμως,» της απάντησα. «Κάθε παραγωγίσιμη είναι και συνεχής, το αντίστροφο ισχύει;»
«Όχι φυσικά,» μου είχε απαντήσει. «Ένα πρόχειρο παράδειγμα είναι η συνάρτηση |x|.»
«Αν εξαιρέσουμε αυτά τα σημεία;»
«Η διαίσθησή μου μου λέει ότι όσα σημεία και να εξαιρέσεις πάντα θα υπάρχει αυτό το πρόβλημα. Να σου πω τι εννοώ…» μου είπε και μου ζωγράφισε κάτι σε ένα χαρτί. «Να, αυτό που μοιάζει σαν καρδιογράφημα είναι ένα παράδειγμα συνεχούς συνάρτησης με μεγάλο πλήθος σημείων στο οποίο δεν είναι παραγωγίσιμη. Δεν μπορώ να το ζωγραφίσω αλλά αν αρχίσουμε και μειώνουμε το μήκος των αποστάσεων μεταξύ των κορυφών ή των κοιλάδων τόσο θα αυξάνονται τα σημεία στο οποίο η συνάρτηση δε θα είναι παραγωγίσιμη. Αν συνεχίσουμε επ’ άπειρο αυτή τη διαδικασία, θα φτάσουμε σε συνάρτηση που είναι παντού συνεχής και πουθενά παραγωγίσιμη. Θα πρέπει να το ψάξω περισσότερο και ο ισχυρισμός μου σε καμία περίπτωση δεν είναι απόδειξη.»
Έμεινα να την κοιτάζω σα χάνος.
«Βλακεία είπα;» με ρώτησε παρεξηγώντας *ΤΕΛΕΙΩΣ* το λόγο για τον οποίο ένιωθα το μυαλό μου μουδιασμένο.
«Όχι… Βλακεία; Ούτε κατά διάνοια! Η διαίσθησή σου είναι ….»
Την πήρα αγκαλιά και την έσφιξα και σχεδόν με πήραν τα κλάματα από την υπερηφάνεια.
Επέστρεψα στο παρόν. Η Ευδοκία καθόταν οκλαδόν μπροστά μου με το κεφάλι χαμηλωμένο.
«Λοιπόν;» τη ρώτησα.
«Με συγχωρείς…» μουρμούρισε.
«Δε σε άκουσα.»
«Με συγχωρείς, Στέφανε.»
«Μου το δηλώνεις;»
«Όχι… Σου… Σου ζητάω συγγνώμη.»
«Για ποιο λόγο;»
«Γιατί… γιατί σου είπα ψέματα.»
«Ποιο ήταν το ψέμα που μου είπες;»
«Ότι… ότι… ότι δεν ξέρω… δεν ξέρω τι θα… τι θα συμβεί αν βρεθεί… αν βρεθεί αυτή η παρουσία.»
«Ξέρεις;»
Αναστέναξε.
«Ξέρω… ξέρω πως με κάνει να νιώθω. Δεν… όμως… δεν… δεν είμαστε έρμαια των επιθυμιών μας. Βλέπω… βλέπω τι μου προκαλεί αυτή η παρουσία… μην κρυβόμαστε… η παρουσία σου, Στέφανε. Αυτό που δεν ξέρω… αυτό που δεν ξέρω είναι αν θέλω… αν… αν αντέχω… να είμαι… να είμαι εδώ. Όλο μου το είναι… όλο μου το είναι ουρλιάζει να φύγω τρέχοντας και όμως… δεν ξέρω πως να στο πω… σα μια αόρατη δύναμη να με κρατάει βιδωμένη στο πάτωμα.»
«Θέλεις;»
«Θέλω και δε θέλω. Θα ήμουν ψεύτρα αν έλεγα ότι δεν λατρεύω την κάθε στιγμή που είμαι δίπλα σου. Αλλά… αλλά δεν είσαι δικός μου και ούτε θα γίνεις. Δεν… Δεν ξέρω. Πάντα… πάντα πίστευα ότι κάπου εκεί υπάρχει ένα άλλο μου μισό. Που θα μου ανήκει και θα του ανήκω. Η … η Κατερίνα μου είχε πει ότι δεν της ανήκεις, εκείνη σου ανήκει. Με γοητεύεις; Ναι, όσο δεν φαντάζεσαι. Η σκέψη… η σκέψη να σου ανήκω με τρομάζει. Δε θα πω ψέματα, με γοητεύει αλλά … αλλά περισσότερο με τρομάζει. Και ακόμα περισσότερο με τρομάζει ότι.. ότι τίποτα δικό σου… δε θα μου ανήκει. Δεν ξέρω αν μπορώ να … να λειτουργήσω έτσι και να τα έχω… να τα έχω καλά με τον εαυτό μου.»
Τόση ώρα με κοιτούσε στα μάτια. Όταν τέλειωσε τα χαμήλωσε.
«Άμα δεν μπορείς να λειτουργήσεις έτσι, δεν μπορείς να λειτουργήσεις έτσι. Δεν μπορώ να το απαντήσω εγώ για σένα Ευδοκία. Θα πρέπει να βρεις μόνη σου την απάντηση αλλά στο τέλος της ημέρας αν αυτό σε κάνει να μην τα έχεις καλά με τον εαυτό σου είναι ό,τι απάντηση μπορεί να σου χρειαστεί. Εγώ είμαι αυτός που είμαι και εσύ είσαι αυτή που είσαι. Αν το να σ' έχω σημαίνει να σε τρώει εσωτερικά το σαράκι τότε προτιμώ να μη σε έχω. Δεν αρκεί να νιώθεις ότι υπάρχει κάτι που σε σπρώχνει, θα πρέπει να μπορείς να πας εκεί που σε σπρώχνει γιατί το να κολυμπάς ενάντια στο ρεύμα ένα μόνο αποτέλεσμα μπορεί να έχει: Γρήγορα θα κουραστείς. Αν σ' αρέσει το μέρος που σε σπρώχνει το ρεύμα τότε άστο να σε πάει, αν όχι μην το πολεμάς. Απέφυγε το, απλά απέφυγε το.»
Η Ευδοκία έβαλε τα κλάματα.
«Δε…δε θέλω να σε χάσω… από… τη… από τη ζωή μου….»
«Και ούτε πρόκειται Ευδοκία. Μπορεί να μην είμαι όπως επιθυμώ ή όπως θα ήλπιζες αλλά αυτό δε σημαίνει δε μπορούμε να υπάρξουμε με άλλο τρόπο ο ένας στη ζωή του άλλου.»
Ήθελα να την πάρω αγκαλιά και να τη σφίξω πάνω μου αλλά αυτή τη στιγμή ήταν ευάλωτη και δεν είχα ιδέα πώς θα μπορούσε να αντιδράσει.
«Ευδοκία μου, κοίτα με σε παρακαλώ στα μάτια.»
Της πήρε λίγη ώρα να ηρεμίσει και να σηκώσει το βλέμμα της πάνω μου.
«Η σχέση μου με την Κατερίνα δεν ξεκίνησε εκεί που είναι, έφτασε. Δεν ξέραμε τότε, μαθαίναμε ο ένας τον άλλον και ο ένας με τον άλλον. Η διαφορά του τότε με το τώρα, είναι… πως τώρα ξέρω τον δρόμο που θέλω να ακολουθήσω και θέλω να είσαι κι εσύ μέρος αυτού του δρόμου. Δε θέλω να ξεκινήσω από το τέρμα αλλά θέλω να φτάσω αυτό το τέρμα. Βήμα-βήμα, μίλι-μίλι. Είχα πει κάποτε στο νονό της Φανής πως αν δεν ξεκινήσεις το ταξίδι δεν θα βρεθεί καμιά Ιθάκη να σε περιμένει.»
«Γιατί μου το λες αυτό Στέφανε;»
«Κανονικά εδώ θα πρέπει να σε ρωτήσω δεξί ή αριστερό.»
«Και γιατί δεν το κάνεις.»
«Γιατί έχεις ανάγκη να το ακούσεις. Δεν είναι το ταξίδι που σε σαγηνεύει Ευδοκία, είναι η Ιθάκη. Το ταξίδι είναι αυτό που σε τρομάζει.»
Ευδοκία
«Μπορείς σε παρακαλώ να μου στρίψεις ένα τσιγάρο;» τον ρώτησα.
«Βεβαίως,» είπε και πράγματι μου έστριψε ένα και μου το άναψε. Τράβηξα μια βαθιά ρουφηξιά και ένιωσα το λαιμό μου να καίει, το είχα ανάγκη αυτό το κάψιμο εκείνη τη στιγμή. Ο Στέφανος έστριψε κι αυτός ένα τσιγάρο και το άναψε.
Και εκεί, το ασυνείδητό μού επιβεβαίωσε ότι είχε πάρει τις αποφάσεις του. Χωρίς καν να το σκεφτώ σήκωσα το τασάκι και του το κράτησα όπως προηγουμένως.
Και δεν ήταν η νοικοκυροσύνη μου που με έβαλε να το κάνω.
Ο Στέφανος απλά χαμογέλασε χωρίς να πει τίποτα. Τράβηξα κι εγώ μια γερή ρουφηξιά.
«Ώρες-ώρες νιώθω σαν επιβάτης στον ίδιο μου τον εαυτό,» του εξομολογήθηκα.
«Cogito, ergo sum. Είμαστε σκεπτόμενα όντα Ευδοκία. Θέλουμε να γνωρίζουμε, θέλουμε να καταλαβαίνουμε. Ακόμα και η πίστη είναι νοητική διεργασία αλλά σε ανθρώπους σαν εμένα και σαν εσένα η πίστη δεν αρκεί. Θέλουμε, λαχταράμε να γνωρίσουμε τα πως και τα γιατί. Σε καταλαβαίνω απόλυτα, δεν είσαι η μόνη που αναρωτιέσαι για τα κίνητρά σου.»
«Εγώ το βρίσκω πολύ ενοχλητικό πάντως,» του δήλωσα.
«Εγώ αντιθέτως το βρίσκω πολύ χαριτωμένο. Λατρεύω τον τρόπο που αντιδράς όταν το συνειδητό επιτέλους ακολουθεί το ασυνείδητο.»
«Εμ, σαδιστής είσαι τι θα έλεγες;»
«Δεν είμαι σαδιστής, αλήθεια. Μου αρέσει να τσιγκλάω τον κόσμο αλλά αυτό δε γίνεται προς εκπλήρωση κάποιας σαδιστικής ευχαρίστησης.»
«Σε πειράζω. Το κατάλαβα στην πράξη αυτό.»
«Με ποιο τρόπο; Θέλω να σε ακούσω να το λες.»
«Δεν σου άρεσε όταν με χτύπησες στα χέρια με το χάρακα. Δεν το έκανες γιατί σε ευχαριστεί. Ήταν δήλωση, το μόνο που άλλαζε ήταν το μέσο.»
«Και;»
«Στα άπλωσα τα χέρια μου, δεν στα άπλωσα;»
«Τα άπλωσες.»
«Αυτή ήταν η δική μου δήλωση Στέφανε. Και ήταν συνειδητή.»
«Αν περιμένεις να σου πω κάτι δε θα στο πω. Δεν έχει αξία αν δεν το καταλάβεις η ίδια.»
«Τότε γιατί είπες αυτά που μου είπες;»
«Γιατί έχεις μία επιλογή και μία επιλογή μόνο, και ήθελα να είναι κατανοητό, πλήρως κατανοητό, ότι δεν θα υπάρξουν τιμωρητικές συνέπειες αν διαλέξεις να φύγεις από εκεί που σε σπρώχνει το ρεύμα. Αλλά το να αφεθείς εκεί που σε πάει, πρέπει να είναι συνειδητή επιλογή γιατί αυτή θα είναι η πρώτη και η τελευταία. Δε θα έχεις καμία άλλη πέραν του να αποφασίσεις κάποια στιγμή να ξεφύγεις από αυτό.»
«Choice is a bitch που θα έλεγαν Zermelo και Fraenkel,» είπα κάνοντάς τον να χαμογελάσει.
«Δε μου λες, κοριτσάρα μου, θα φάμε τίποτα; Έχει πάει 21:30.»
«Όταν έχεις δίκιο έχεις δίκιο και όταν έχεις άδικο έχεις δίκιο,» του είπα πειρακτικά. «Είσαι σίγουρος ότι δε θέλεις να σου φτιάξω μια μακαρονάδα;»
«Ναι, και σου εξήγησα το λόγο.»
«Ωραία,» είπα και άνοιξα στο κινητό μου το delivery app. «Τι θέλεις να φας;»
«Μακαρονάδα,» μου είπε βγάζοντας κοροϊδευτικά τη γλώσσα του κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
«Πώς τι θες; Έχει διάφορες εδώ.»
«Καρμπονάρα.»
Παράγγειλα από το app μια καρμπονάρα για εκείνον και μια μπολονέζ για μένα.
«Αλλά μια δεύτερη μπύρα θα την έπινα.»
«Βεβαίως,» είπα και σηκώθηκα και πήγα να φέρω ακόμα δύο μπύρες, είχε τελειώσει και η δική μου. Γύρισα και του γέμισα το ποτήρι του και τράβηξε δυο γερές γουλιές. «Και τώρα τι κάνουμε;» τον ρώτησα.
«Έχεις μια τράπουλα;»
«Θα ρίξουμε πασιέντζα;» τον ρώτησα πειρακτικά.
«Όχι, θα παίξουμε Στριπ πόκερ,» μου είπε.
«Χμμμ, θυμάμαι ότι με προειδοποίησες να μην παίξω πόκερ μαζί σου και μου λες να παίξουμε και Στριπ πόκερ;»
«Ακριβώς!»
«Μααα…» πήγα να του πω.
«Δεξί ή αριστερό;»
Και κάπως έτσι με κόκκινα χέρια πήγα και έφερα την τράπουλα.
Ξεκινήσαμε να παίζουμε και μερικές παρτίδες αργότερα δεν μου είχε μείνει θεωρητικό ρούχο να βγάλω.
«Θα μου χρωστάς,» είπε τρώγοντας μια μπουκιά από τα μακαρόνια του, καθώς στο μεταξύ η παραγγελία είχε έρθει, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
«Είσαι υπέροχος!» του είπα με πραγματική λατρεία.
«Ναι, είμαι,» μου απάντησε σοβαρά-σοβαρά και κόντεψα να πνιγώ.
Το υπόλοιπο της βραδιάς πέρασε χωρίς να το καταλάβω.
«Λοιπόν, έχει πάει 23:30 οπότε είναι ώρα να φεύγω!»
«Ουφ, καλά,» του είπα και σηκώθηκα από το πουφ.
«Καληνύχτα Ευδοκία,» μου είπε και έδωσε ένα φιλί στο χέρι του το οποίο αμέσως μετά έφερε απαλά στα χείλη μου.
«Θα μου χρωστάς,» του είπα χαμογελαστή.
Μου έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι και έφυγε, αφήνοντας με να κοιτάζω την κλειστή πόρτα όρθια, με την καρδιά μου να το έχει ρίξει στο ταμπούρλο.
Κεφάλαιο 15 - What trust is
Κατερίνα
«Μου ζήτησε την άδεια να σε πάρει τηλέφωνο και της έδωσα το τηλέφωνό σου,» μου είπε ο Stefan.
«Ξέρεις τι θέλει;» τον ρώτησα.
«Εσύ, δεν ξέρεις;» μου απάντησε.
«Μπορώ να φανταστώ,» του είπα.
«Έχει λερώσει τα βρακιά της,» μου είπε ωμά. «Μια χαρά ξέρει τι θέλει αλλά φοβάται να κάνει κάτι γι’ αυτό.»
«Ίσως,» του απάντησα διπλωματικά. «Μπορεί να είναι φόβος, όπως το λες, μπορεί να είναι και ενοχές. Τα ξεχνάς τα δικά μας;»
«Όχι, δεν το παραβλέπω αλλά δεν είναι οι ενοχές της ο κύριος λόγος. Οι ενοχές της είναι μια βολική εκλογίκευση. Οι ενοχές ξεπερνιόνται, Κατερίνα μου, αν έχεις τα κότσια να αντιμετωπίσεις τους φόβους σου. Το ξέρεις και το ξέρω γιατί δεν έχω ξεχάσει τα δικά μας.»
«Όταν έχεις δίκιο έχεις δίκιο…» ξεκίνησα να λέω αλλά με διέκοψε.
«Ξέρω ότι έχω δίκιο σε αυτό. Δεν έχω ούτε την εμπειρία σου ούτε τη θεωρητική σου γνώση αλλά το είδα με τα ίδια μου τα μάτια.»
«Δεν έχω αμφιβολία ότι η ματιά σου κόβει, απλά σου προσέφερα μια διαφορετική οπτική.»
«Μα δεν την απορρίπτω, απλά δεν θεωρώ ότι οι ενοχές της είναι το κυρίως πρόβλημα.»
«Τι θέλεις να κάνω;»
«Γιατί με ρωτάς, Κατερίνα;»
«Γιατί, αφέντη μου και κύρη μου, pun intended, δεν έχεις τη δική σου φωλιά καθαρή. Κι εσύ φοβάσαι.»
Αναστέναξε.
«Ναι,» παραδέχτηκε. «Ο δικός μου φόβος, βέβαια, είναι τελείως διαφορετικής υφής.»
«Άδικα φοβάσαι, Stefan.»
«Ξέρεις ποιος είναι ο φόβος μου;»
«Χέζουν οι αρκούδες στο δάσος, μωρό μου;»
«Τι ρωτάω….»
«Stefan, έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια πώς αντιδράς κάθε φορά που η Φανή κάνει τα δικά σου να βγουν έξω από τις κόγχες τους. Δεν ήμουν μπροστά στο γραφείο όταν η Εύη έκανε τη σύνδεση με τις ομάδες Lie, ό,τι στο διάολο και αν είναι αυτό, και προς Θεού μην πας να μου εξηγήσεις, ούτε με αφορά, ούτε μ’ ενδιαφέρει να μάθω. Αυτό που είμαι σίγουρη είναι ότι δεν ένιωσες ζήλεια. Θαυμασμό σίγουρα, και πιθανότατα δέος, αλλά όχι ζήλεια.»
Δεν είπε τίποτα.
«Τη θέλεις δίπλα σου, όπως θέλεις κι εμένα. Για άλλους λόγους, ίσως, αλλά όχι για να κατευνάσεις κάποια αίσθηση κατωτερότητας. Και δεν τη θέλεις απλά δίπλα σου, τη θέλεις δική σου. Να την ορίζεις. Να την έχεις όποτε τη ζητήσεις.»
«Νιώθω… νιώθω σα να διαπράττω Ύβρι, Κατερίνα.»
«Ύβρις θα ήταν να αποζητάς κάτι πάνω και πέρα από τις δυνάμεις σου. Δεν είναι ύβρις αυτό που ζητάς ούτε υπάρχει άτη που σε τυφλώνει.»
«Ίσως να είναι κι έτσι. Ωστόσο ό,τι είπα στην Ευδοκία ισχύει και για μένα, ακόμα περισσότερο για μένα. Πρέπει να είμαι ο ίδιος που θα το δει.»
«Το ξέρω και γι’ αυτό σε ρώτησα, τι θες να κάνω;»
«Ξέρω τι κάνεις, Κατερίνα.»
«Το ξέρω πως το ξέρεις.»
«Να της απαντήσεις. Να της μιλήσεις. Να την καθησυχάσεις αν χρειάζεται, αλλά να είσαι ουδέτερη.»
«Με προσβάλλεις Stefan.»
«Έχεις δίκιο Κατερίνα μου. Σου ζητώ συγνώμη.»
Πέρασαν δύο ακόμα μέρες μέχρι η Εύη να βρει το κουράγιο να με πάρει τηλέφωνο.
«Κα… καλησπέρα Κατερίνα.»
«Καλησπέρα, Εύη, τι κάνεις;»
«Καλά είμαι. Εσύ;»
«Καλά είμαι κι εγώ.»
Ακολούθησε σιωπή. Δεν έκανα τίποτα για να τη βοηθήσω, θα έπρεπε να το κάνει μόνη της.
«Άκου… Κατερίνα θα… θα σου ήταν εύκολο να … να πιούμε ένα καφεδάκι;»
«Πολύ ευχαρίστως. Πότε θέλεις;»
«Εχμ… εξαρτάται… εξαρτάται και από το πρόγραμμά σου.»
«Το Σάββατο το απόγευμα ο Tomas θα βγει με τον Μάνθο και ο Stefan θα πάει τη Φανή με την Μυρσίνη για bowling στο the mall και μετά να δουν μια ταινία. Αν μπορείς κι εσύ που θέλεις να συναντηθούμε;»
«Θέλεις να μοιράσουμε -τρόπος του λέγειν- την απόσταση και να βρεθούμε Κεφαλάρι ή Πολιτεία;»
«Αχ εσείς οι μαθηματικοί, αν δεν έβαζες το «τρόπος του λέγειν,» θα έσκαγες!»
«Guilty as charged.»
«Ωραία λοιπόν, Σάββατο στις 19:00 στο best friends.»
«Θαυμάσια. Τα λέμε εκεί και… Κατερίνα… σ' ευχαριστώ.»
«Ευχαρίστησή μου,» της είπα. «Καλή συνέχεια!»
«Γεια… τα λέμε το Σάββατο!» μου είπε και κλείσαμε.
Ευδοκία
Έκλεισα το τηλέφωνο.
Δεν ήξερα ούτε που βρήκα το κουράγιο να ζητήσω την άδεια από το Στέφανο να μιλήσω με την Κατερίνα, ούτε που βρήκα το κουράγιο να το κάνω. Αν δε βρέξεις κώλο ψάρι δεν τρως, λένε, αλλά πάλι δεν ήμουν σίγουρη κατά πόσον ήθελα να φάω αυτό το ψάρι πόσο μάλλον να βρέξω τον κώλο μου για να το καταφέρω. Μπορεί να ήμουν γοητευμένη και όχι ερωτευμένη αλλά αυτή η παρουσία δεν ήταν κάτι το αφηρημένο που έθρεφε τις φαντασιώσεις μου, ήταν εκεί, υπαρκτή. Πελώρια. Σαγηνευτική και τρομακτική. Ακόμα και αν ο ίδιος πίστευε ότι εγώ έχω πιο δυνατό μαθηματικό μυαλό, αυτό δε με εμπόδιζε να νιώθω τοσοδούλα δίπλα του… στη σκιά του. Το ρεύμα, που έλεγε ο ίδιος, ήταν εκεί. Ένιωθα τη δύναμή του. Ήθελα με την ίδια ένταση να αφεθώ να με παρασύρει, όσο και να απομακρυνθώ και να γλιτώσω. Μπορούσα να κρατηθώ στην επιφάνεια ή θα με πήγαινε στα σκοτεινά του βάθη να με πνίξει;
Ήθελα να είμαι δική του. Αλλά δε μου αρκούσε. Ήθελα να είναι δικός μου και ακόμα και αν δεν υπήρχε η οικογένειά του, το ξέρω ότι ποτέ δε θα μπορούσε να γίνει δικός μου. Δεν ξέρω. Πώς μπορεί να γίνει δική σου μια παρουσία, που και μόνο το να στέκεσαι πλάι της σε κάνει να βιδώνεσαι στο πάτωμα, όσο και αν υπάρχει ένα μέρος του μυαλού σου που ουρλιάζει μέσα σου, να σηκωθείς να φύγεις τρέχοντας;
Γιατί να φύγω τρέχοντας; Αυτό δε φαντασιωνόμουν; Γιατί… γιατί με τρόμαζε; Είχε δίκιο, δεν ήταν η Ιθάκη που με τρόμαζε αλλά το ταξίδι. Όμως… τι αξία θα είχε πραγματικά η Ιθάκη αν το ταξίδι δεν είχε τη δική του περιπέτεια; Είναι όμως πράγματι αναγκαίο να είναι περιπετειώδες το ταξίδι προς την Ιθάκη;
Όχι, λέει το ένα μου μισό, το ταξίδι είναι το μέσο να φτάσεις στην Ιθάκη όχι αυτοσκοπός.
Ναι, λέει το άλλο μου μισό, ταξίδι και Ιθάκη είναι ένα, το ένα συμπληρώνει το άλλο. Τι αξία έχει μια Ιθάκη χωρίς το ταξίδι και τι αξία έχει το ταξίδι χωρίς την Ιθάκη του;
Η αξία του κάθε πράγματος μετριέται με ένα και μόνο τρόπο, ποιο είναι το τίμημα που είσαι διατεθειμένη να πληρώσεις για να το αποκτήσεις.
Αλλά άντε ας πούμε ότι αυτό λύνεται. Ο Στέφανος είναι παντρεμένος, έχει παιδιά. Μπορεί να μην μ' έβλεπε σα μετρέσα αλλά τι πραγματικά παραπάνω θα ήμουν; Πώς… πώς θα αντίκριζα τον Tomas και τη Φανή; Δεν είχα μόνο με τον Tomas επικοινωνία μέσα από το σκάκι, είχα και με τη Φανή. Με έβλεπε σαν την αδερφή που δεν είχε. Μαζί μου δε μιλούσε μόνο για μαθηματικά, μιλούσε για τα πάντα που έβρισκε ενδιαφέροντα. Πώς θα τους αντίκριζα γνωρίζοντας ότι… ότι…
Δεν τολμούσα καν να το σκεφτώ.
Αναστέναξα και πήρα πάλι το βιβλίο στα χέρια μου και προσπάθησα απεγνωσμένα να διαβάσω, αλλά δε μπορούσα να συγκεντρωθώ. Απελπισμένη το άφησα κάτω και συνέχισα την ταβανοθεραπεία…
…
Το Σάββατο στις 19:00 ακριβώς ήμουν στην Πολιτεία. Δεν είδα κάπου την Κατερίνα αλλά το μέρος είναι αρκετά μεγάλο. Πριν μπω μέσα την πήρα τηλέφωνο.
«Κατερίνα, έχω φτάσει.»
«Μπες να κάτσεις και έρχομαι κι εγώ. Δεν είμαι μακριά, σε πέντε λεπτά το πολύ θα είμαι εκεί.»
Στην είσοδο με ρώτησαν αν έχω κλείσει τραπέζι. Απάντησα όχι. Με ρώτησαν πόσα άτομα περίμενα. Ένα απάντησα… αλλά τι ένα… αυτό το κράτησα για τον εαυτό μου. Κάθισα στο τραπέζι και σε λίγο ήρθε σερβιτόρος και μου άφησε μια κανάτα και ένα ποτήρι με νερό.
«Θέλετε να παραγγείλετε;»
«Ναι, θέλω ένα λάτε, μέτριο. Και σας παρακαλώ φέρτε ακόμα ένα ποτήρι.»
Πριν φτάσει ο καφές μου ήρθε η Κατερίνα. Σηκώθηκα και τη χαιρέτησα.
«Καλησπέρα… σε… σε ευχαριστώ που ήρθες.»
«Δεν έκανα καμιά θυσία για να με ευχαριστείς, χαρά μου να τα πούμε!»
«Έχω… έχω παραγγείλει… Κάτσε να πάω να πω να έρθουν….»
«Δε χρειάζεται Εύη μου. Όταν σου φέρει τα δικά σου, κάνω κι εγώ την παραγγελία μου.»
«Πώς τα περνάς;»
«Ήσυχα μπορώ να πω. Εσείς έμαθα ετοιμάζεστε για δημοσίευση.»
«Ναι… ναι… Ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα αυτό που ζω.»
«Και που είσαι ακόμα!» μου είπε χαμογελώντας με νόημα.
Οι προθέσεις της μπορεί να ήταν οι καλύτερες αλλά εγώ πάγωσα πάλι. Εκείνη χαμογέλασε.
«Και πήγες και έπαιξες Στριπ πόκερ… με ποιον? Με το Stefan….»
«Στο… στο είπε, ε;»
«Γιατί να μη μου το πει;»
«Δεν έβγαλα κανένα ρούχο πάντως,» της είπα αμυνόμενη.
«Εύη,» είπε διαβάζοντάς με σαν ανοιχτό βιβλίο «δεν χρειάζεται να αμύνεσαι μαζί μου. Αν θες τη γνώμη μου χαζομάρα έκανες που δε γδύθηκες εκείνη τη στιγμή, αν μη τι άλλο για να τον αποσυντονίσεις. Μπορεί να είναι αυτός που είναι αλλά ποιος άντρας θα αντιστέκονταν στις …μεγάλες Ευδοκίες;»
«….»
«Ή ακόμα και γυναίκα, for what it matters,» κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι.
«….»
«Όταν τελειώσει το reboot ελπίζω να κάνει ήχο για να το καταλάβω,» συνέχισε το ίδιο ανελέητα.
«Πώς… πώς…» προσπάθησα να ψελλίσω.
«Δεν ζηλεύω; Δεν υπάρχει λόγος να ζηλέψω Εύη. Δε θα στερηθώ τίποτα απ' αυτά που σκοπεύει να σου δώσει. Σε εμένα δίνει αυτά που θέλει να δώσει σε εμένα και σε σένα θα δώσει αυτά που θέλει να δώσει σε εσένα. Τι νόημα έχει η ζήλεια από τι στιγμή που αυτό που λαμβάνω δεν αλλάζει; Νομίζεις ότι θα άλλαζε κάτι ακόμα και αν δεν υπήρχα εγώ και τα παιδιά; Δε μπορείς να πάρεις από εκείνον αυτό που δεν είναι διατεθειμένος να σου δώσει. Ούτε εσύ, ούτε εγώ ούτε κανένας μας.»
«Το κάνεις να φαίνεται τόσο απλό…» κίνησα να πω αλλά με διέκοψε.
«Δεν το κάνω να φαίνεται απλό, είναι απλό.»
«Να αποτινάξεις από πάνω σου αντιλήψεις, προκαταλήψεις και ιδεοληψίες μιας ζωής;» τη ρώτησα πικρά.
«Δεν είπα ότι είναι εύκολο, είπα ότι είναι απλό!»
«Εσύ πώς το κατάφερες, Κατερίνα;»
«Με το μόνο πραγματικό τρόπο που μπορείς να μάθεις κολύμβηση, Εύη. Κολυμπώντας.»
«Δεν… δεν είναι ότι δε σε πιστεύω… Αλλά αυτό που είπες είναι to the point. Αν… αν δεν κολυμπήσεις….»
«Δεν έχεις παρά να κολυμπήσεις.»
«Αυτό είναι το μεγάλο μου πρόβλημα Κατερίνα. Δεν ξέρω αν θέλω να κολυμπήσω.»
«Αυτό είναι η μια οπτική Εύη. Η άλλη είναι ότι αν δεν το κάνεις ποτέ, δε θα μάθεις αν θα σ' άρεσε.»
«Και… ας πούμε ότι εσύ είσαι εντάξει…» πήγα να ξεκινήσω αλλά με έκοψε.
«Όχι ας πούμε, είμαι εντάξει!»
«Ωραία, εσύ είσαι εντάξει… αλλά ο Tomas… Η Φανή; Πώς… πώς θα τους αντικρύσω;»
«Με τον ίδιο τρόπο που κάνεις και τώρα, Εύη. Το τι κάνεις εσύ με τον πατέρα τους δεν τους αφορά. Η Φανή μου είπε ότι μιλάτε στο chat σχεδόν κάθε μέρα. Θα άλλαζε κάτι αν τη Φανή στην είχα γνωρίσει εγώ και όχι ο πατέρας της; Θα άλλαζαν οι ατελείωτες παρτίδες σκάκι που παίζεις με τον Tomas;»
«Όχι… όχι βέβαια!» είπα.
«Έχεις την απάντησή σου, λοιπόν.»
«Και… και εσύ;» τη ρώτησα;
«Εγώ τι;» μου ανταπάντησε.
«Εσύ… τι… τι γνώμη έχεις για μένα;»
«Δεν έχει σημασία, Εύη.»
«Έχει για μένα, Κατερίνα!»
«Δεν θα στην πω, θα σου πω μόνο αυτό: Έχω εμπιστοσύνη στην κρίση του Stefan.»
«Μα πώς… πώς μπορείς να ξέρεις ότι είναι σωστή;»
«Δεν μπορείς. Αυτό ακριβώς είναι η εμπιστοσύνη.»
Κεφάλαιο 16 - Ὅσοι τὸ χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αἰσθάνονται
Κατερίνα
Ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και διάβαζα όταν ο Στέφανος και η Φανή γύρισαν στις 00:30, ο Tomas δεν είχε γυρίσει ακόμα. Σηκώθηκα και κατέβηκα κάτω στο σαλόνι.
«Πώς ήταν η ταινία;»
«Την αγαπάω τη Μυρσίνη, είναι η καλύτερή μου φίλη, αλλά άμα ξαναπάω σε ταινία που προτείνει να μου τρυπήσεις τη μύτη!» δήλωσε η Φανή.
«Τόσο καλά;» Ρώτησα.
Ο Στέφανος χαμογέλασε.
«Αισθηματική κομεντί και… ε, την ξέρεις την κόρη σου.»
«Ε βέβαια, όταν αραδιάζει θεωρήματα είναι κόρη σου, όταν γκρινιάζει είναι κόρη μου!» του είπα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια. «Εσύ δεσποινίς μη με κοιτάς με κουταβίσιο ύφος!»
«Πάω να δω αν είναι online η Εύη να παίξω καμιά παρτίδα σκάκι αλλά την έχει καταστρέψει ο Tomas. Από τότε που άρχισε να παίζει μαζί του ούτε ισοπαλία δεν μπορώ να της αποσπάσω!» δήλωσε η Φανή.
«Την Εύη έχει καταστρέψει ή εσένα;» τη ρώτησε ο Στέφανος.
«Φρικαλέα πράγματα… φρικαλέα πράγματα!» είπε η Φανή και αφού μας έστειλε ένα άηχο φιλάκι ανέβηκε στο δωμάτιό της.
«Μην ξενυχτίσεις!» της φώναξα.
«Δες τη θετική μεριά του πράγματος…» μου είπε ο Στέφανος. «Δεν είναι προτιμότερο να της λες μην ξενυχτίσει παίζοντας σκάκι από το να μην ξενυχτίσει χαζολογώντας στο internet ή ακόμα χειρότερα να ξενυχτάει με κανένα γκόμενο;»
«Θα σου ’λεγα και σένα τίποτα!» του απάντησα.
«Μα γιατί;» με ρώτησε αθώα.
«Γιατί πρέπει να γίνει και αυτό Στέφανε όσο και αν η ξερή σου η κεφάλα ανατριχιάζει στη σκέψη κάποιος να απλώσει τις χερούκλες του στην κόρη σου. Όχι τώρα αλλά θα πρέπει να γίνει κι αυτό. Δεν είναι φυσιολογικό για την ηλικία της να την ενδιαφέρουν μόνο τα μαθηματικά της, τα βιβλία της και το σκάκι.»
«Φυσιολογικό… τι πάει να πει φυσιολογικό κυρά-Ψυχολόγα;» με ρώτησε.
«Όχι αυτό! Σας αγαπάω όσο τίποτα στον κόσμο και τους τρεις σας αλλά σε μια οικογένεια που ο διδάκτωρ ψυχολογίας με Fulbright scholarship και με IQ γύρω στο 160 είναι το καθυστερημένο μέλος της οικογένειας για ποια φυσιολογικότητα μιλάμε;»
“Catherine….”
“I love you so much that it hurts. You are my Master, in Every way possible. But I cannot stress it this enough, don't you dare Catherine me, now. You need to sit your hyper-intelligent ass down and hear me out!”
«I'm listening….»
«Και οι τρεις σας είστε στην κοσμάρα σας, αλλά τουλάχιστον εσένα και τον Tomas σας εμπιστεύομαι να φροντίσετε τον εαυτό σας. Η Φανή σε ένα χρόνο πρέπει να επιστρέψει Αμερική, Stefan, και πλέον η ζωή μας είναι εδώ. Είτε είναι στο MIT, είτε στο Princeton, είτε στο Stanford, είτε στο UCLA, δεν μπορεί να μείνει εδώ και το ξέρεις. Θα είναι 16 χρονών, χωρίς καμία κοινωνική δεξιότητα, που όταν απορροφάται ξεχνάει να φάει και να πιει… Τι θα κάνουμε;»
«Και θα πάει, Κατερίνα. Δε χρειάζεται να το κάνει στα 16 της.»
«Και τι θα κάνει εδώ, Stefan; Στα έχουν πει οι καθηγητές της όπως τα λένε και σε μένα, η Φανή είναι πέρα από τις δυνάμεις τους να τη διδάξουν. Το κυριότερο πράγμα το οποίο η Φανή χρειάζεται από το σχολείο είναι αυτό στο οποίο η κόρη μας είναι σκράπας. Μπορεί το Asperger της να μην την κάνει δυσλειτουργική αλλά it's nothing to sneer on.»
«Λες να μην το ξέρω;» μου απάντησε.
“Stefan, you cannot be serious if you think what I'm thinking.”
“But Ι do, Catherine.”
“This is hubris. This is really hubris!”
“Be that as it may.”
“Stefan….”
“You have to trust me on this, Catherine.”
“I do trust you Stefan… but… this is more than you and me. If this doesn't kill you it will most certainly kill Eve.”
“Don't be dramatic, Catherine. Neither one of us is going to be killed. You see exactly what I'm seeing.”
“I'm not this cold-blooded,” του απάντησα.
“I *do* care about Ευδοκία. Are you out of your mind?”
“Have you Ever thought of asking her?”
“I don't have to, Catherine. That's the whole point. I know it will be better for her to return to US and I will give her one more reason to do it. Trust Fani to her. She loves Fani, she is seeing her as her sister she nEver had.”
“What about you, Stefan?”
“What about me, Catherine?”
“You are falling for her.”
«And;»
«….»
«Κατερίνα μου,» είπε γυρίζοντας στα ελληνικά. «Ακόμα και αν αυτό με κατέστρεφε -που δε θα το κάνει- νομίζεις ότι δε θα θυσίαζα ευχαρίστως οτιδήποτε δικό μας για τον Tomas ή τη Φανή;»
«Η Εύη δεν είναι κάτι δικό μας.»
«Δεν θα την θυσιάσω, Κατερίνα. Θέλω να γίνει μέρος της ζωής μου και να παραμείνει. Ακόμα και αν το ότι υπάρχει μεταξύ μας τελειώσει θα μας δένει η Φανή.»
«Stefan… είναι ύβρις! Είναι ύβρις!»
«Είναι αυτό που είναι. Αλλά είναι αυτό που σε φοβίζει ή ότι θα περνάω το μισό μου χρόνο στην Αμερική;»
«Δεν… δεν το είχα σκεφτεί έτσι.»
«Ακριβώς έτσι το έχεις σκεφτεί.»
«Όχι… όχι Στέφανε. Την ξέρεις… την ξέρεις τόσο λίγο καιρό… πως… πώς είσαι σίγουρος;»
«Όπως ήμουν με εσένα. Μία εβδομάδα μου πήρε να καταλάβω ότι αυτή η χαριτωμένη πρωτοετής καστανούλα που συνάντησα στο πάρτι θα ήταν η γυναίκα της ζωής μου. Όταν σου είπα ότι δεν βλέπω την Εύη σαν απλή play partner μου είπες «I didn't see this coming.». Το είπες γιατί ήξερες τι ακριβώς σημαίνει αυτό που σου είπα.»
«Με ρώτησε σήμερα η Εύη πώς ξέρω ότι μπορώ να σε εμπιστευτώ. Της απάντησα πως δεν ξέρω και πως αυτό ακριβώς σημαίνει εμπιστοσύνη. Στέφανε, βλέπω για ποιο λόγο κάνεις αυτό που κάνεις. Δε θέλεις να μας ξεσηκώσεις όλους να επιστρέψουμε Αμερική λόγω της Φανής αλλά… αυτός ο τρόπος… Πώς… πώς μπορείς να είσαι τόσο δολοφονικός;»
«Δεν είμαι, Κατερίνα. Δεν είναι δολοφονικό ένστικτο αυτό. Είναι ότι πιο κοντά στο πίτα ολόκληρη και σκύλο χορτάτο μπορώ να έχω.»
«Τότε ποιος ο λόγος να φοβάσαι τα κίνητρά σου πίσω από την επιθυμία σου να την έχεις στα πόδια σου;»
«Ο ίδιος για τον οποίο θέλω η ευγνωμοσύνη της Εύης να μην είναι ο λόγος που θέλει να βρεθεί σε αυτή τη θέση. Αν γίνει για λάθος λόγους τότε δε θα κρατήσει και το διακύβευμα είναι το well being της Φανής και μπορεί να είμαι διατεθειμένος να ρισκάρω τα πάντα αλλά όχι τη Φανή και τον Tomas.
«Και αν το πλάνο σου δεν δουλέψει;»
«Τότε θα βρούμε κάτι άλλο, Κατερίνα.»
«Και θα την πετάξεις την Εύη στην άκρη έτσι απλά;»
«Ποιος σου είπε ότι θα την πετάξω στην άκρη, Κατερίνα; Σοβαρά τώρα, μετά από 25 χρόνια αυτή τη γνώμη έχεις για μένα;»
«Όχι… Απλά… ο τρόπος που σκέφτεσαι ώρες-ώρες με τρομάζει.»
«Αν για όποιους λόγους δεν πάει η Ευδοκία σε δύο χρόνια με τη Φανή στην Αμερική θα πας εσύ. Ή θα πάω εγώ. Η Φανή δεν είναι δυσλειτουργική, απλά για τα πρώτα χρόνια θα πρέπει να έχει κάποιον πλάι της. Ήταν δικό μας το λάθος, την βάλαμε σε ένα χρυσό κλουβί, εγώ από θαυμασμό και εσύ από φόβο. Αλλά αυτό είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει, Κατερίνα.»
«Η Φανή μας έχει γίνει σχεδόν γυναίκα, Stefan. Εντυπωσιακή γυναίκα που… που δεν ξέρει και δεν μπορεί να διαβάσει τους άλλους ανθρώπους ούτε να ελέγξει εύκολα τις συναισθηματικές της αντιδράσεις… όπου και όταν αυτές υπάρχουν. Φαντάσου… φαντάσου κάποιον άλλον εκτός από τον Πέτρο να της γεννούσε τέτοια αισθήματα.»
«Και τι θέλεις να κάνουμε Κατερίνα; Να την κλείσουμε σε μοναστήρι; Θα πρέπει να ζήσει τη ζωή της, θα πρέπει να μάθει από τις ήττες της, δεν θα είμαστε εδώ για πάντα. Δεν τη φοβάμαι τη Φανή, Κατερίνα. Θα τα βρει τα πατήματά της, μπορεί να της λείπει η εμπειρία αλλά είναι πιο έξυπνη και από τους τρεις μας μαζί. Η Ευδοκία είναι ακριβώς η επιρροή που θέλω να έχει στη ζωή της. Όσο και αν μου αρέσει σα γυναίκα, το μυαλό της είναι αυτό που με ελκύει περισσότερο και δεν αναφέρομαι στις μαθηματικές της ικανότητες. Η Ευδοκία είναι μια ενήλικη Φανή αν δεν το έχεις ήδη καταλάβει.»
«Το μυαλό σου δουλεύει σε στροφές που αδυνατώ να παρακολουθήσω Stefan. Αυτό είναι που με τρομάζει καμιά φορά. 160+ IQ και είμαι το καθυστερημένο μέλος της οικογένειας…» είπα με πίκρα.
«Κατερίνα, γδύσου και κάτσε στα τέσσερα.»
«Μάλιστα,» του είπα και έκανα αυτό ακριβώς.
«50 τις οποίες θα μετράς μία-μία. Και μην σε ξανακούσω να το πεις αυτό που είπες. Κατάλαβες;»
«Μάλιστα,» του απάντησα.
Ο Stefan δεν είναι σαδιστής και αυτό δεν ήταν παιχνίδι. Έσφιξα τα δόντια και τα χτυπήματα με τη ζώνη του άρχισαν να πέφτουν απανωτά…
Στέφανος
«Ντύσου!» της είπα όταν τελείωσα.
«Μάλιστα…» μου απάντησε.
«Πώς πήγε ο απογευματινός καφές;»
«Καλά πήγε. Είχες δίκιο όπως πάντα, οι ενοχές της δεν είναι παρά η δικαιολογία. Αν θες την γνώμη μου Στέφανε δεν πρέπει να ξεκινήσεις μαζί της από τα βαθιά.»
«Δεν σκοπεύω να το κάνω. Το γεγονός ότι ξέρω τον προορισμό δεν σημαίνει θα ξεκινήσω από τη μέση.»
«Ένας λόγος παραπάνω. Στέφανε… πότε… πότε κατάλαβες ότι η Εύη… πότε κατάλαβες ότι δεν την βλέπεις σαν απλή play partner;»
«Τη βραδιά που τη γνώρισα στο τέλος κατόρθωσε και με έκανε Τούρκο. Πέρασα όλο το βράδυ αναρωτώμενος γιατί με εξόργισε η αντίδρασή της, εννοώ ότι συνήθως δεν δίνω δεκάρα τι σκέφτονται οι υπόλοιποι. Δεν μπορώ να σου προσδιορίσω το πότε ακριβώς, αλλά είχα αυτό το …nagging feeling, εμφανίστηκε από την ώρα που κέρδισα το στοίχημα μαζί της. Την κοιτούσα μέσα από την οθόνη του laptop και ενώ είμαι λάτρης του γυναικείου στήθους, πόσο μάλλον όταν αυτό είναι εντυπωσιακό σαν της Ευδοκίας, δεν ένιωσα ούτε ίχνος σεξουαλικής διέγερσης. Ήταν κάτι στο πως χαμήλωσε το βλέμμα… κάπως στο πως στάθηκε γυμνή απέναντι στην κάμερα… Όχι μόνο τη στιγμή της φωτογραφίας αλλά και μετά. Η ανεξήγητη οργή που ένιωσα, μαζί με αυτό το nagging feeling, μου έλεγε ότι το ασυνείδητό μου κάτι έχει πιάσει και το επεξεργάζεται, και είμαι άνθρωπος που έχω μάθει εμπιστεύομαι τη διαίσθησή του. Δεν μπορώ να σου πω επακριβώς τη στιγμή που αυτό έγινε συνειδητή βεβαιότητα αλλά όταν σου είπα ότι την βλέπω όπως τη βλέπω, είχα αυτή τη βεβαιότητα, όσο και αν ακόμα δεν είχα πλήρως συνειδητοποιήσει τους λόγους. Η καθημερινή μας τριβή από τη στιγμή που ήρθε στο Πολυτεχνείο απλά την επιβεβαίωσε και ο μόνος μου φόβος ήταν τα κίνητρά μου και τα κίνητρά της.»
«Για τα πρώτα σου έχω απαντήσει,» μου είπε
«Για τα υπόλοιπα;»
«Δε θα πάψει ποτέ να νιώθει ευγνωμοσύνη, Stefan, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που θέλει να πέσει στα πόδια σου.»
«Δεν έχω ακόμα καταλάβει αν αυτό πραγματικά θέλει. « της είπα.
«Αυτό ακριβώς θέλει αλλά είναι άνθρωπος που έμαθε να ζει μόνος του και ανεξάρτητος. Φοβάται και τρέμει αυτό ακριβώς που επιθυμεί, όχι τη φύση του, αλλά τη διαδρομή προς την απόκτησή του.»
«Στην προκειμένη περίπτωση πρέπει να καταλάβει ότι η διαδρομή ξεκινάει με την συνειδητοποίηση της ελλείψεως εναλλακτικών, Κατερίνα.»
«Εμείς δεν το είχαμε συνειδητοποιήσει, Stefan.»
«Όχι, απλά οδηγούμασταν σχεδόν από ένστικτο. Όμως το ένστικτο έγινε γνώση, Κατερίνα. Και δεν λέω ότι το ένστικτο είναι άχρηστο αλλά ακόμα και την καλύτερη αίσθηση προσανατολισμού να έχεις, το GPS δεν είναι περιττό.»
«Όταν έχεις δίκιο έχεις δίκιο…» μου είπε.
«Τι άλλα είπατε;»
«Μου μίλησε για τη ζωή της αλλά φαντάζομαι ότι αυτό το έχει κάνει και με σένα. Και μετά φυσικά ρώτησε για τη δική μας σχέση. Αν δεν ταιριάζατε δε θα συμπεθεριάζατε, διασταύρωση έκανε.»
«Και πολύ καλά κάνει, από τη μεριά της. Η εμπιστοσύνη Κατερίνα μου είναι κάτι που πολύ δύσκολα αποκτιέται και πολύ εύκολα χάνεται.»
«Δεν ισχυρίζομαι το αντίθετο.»
«Γδύσου και κάτσε στα τέσσερα!» της είπα.
«Μάλιστα,» μου απάντησε και γδύθηκε πάλι και κάθισε στα τέσσερα.
«Ξέρεις γιατί είσαι στα τέσσερα;»
«Επειδή μου το ζήτησες.»
«Ακριβώς,» της είπα. «Πάρε με στο στόμα σου.»
Χαμογελώντας με πήρε στο στόμα της και με ρούφηξε βαθιά ενώ η γλώσσα της περιποιούνταν τον πούτσο μου. Ωστόσο δεν ήθελα αυτό, όχι τώρα. Την σταμάτησα και πήγα και έκατσα πίσω της. Τον ακούμπησα στην πίσω της τρυπούλα και με λίγο κόπο κατάφερα να μπω μέσα της. Είχα καιρό να την πάρω από τον κώλο και κατά τα φαινόμενα οι περιπέτειες στη Βιέννη δεν της άφησαν καμιά σοβαρή αβαρία.
Βοστώνη, Μασαχουσέτη. 25 χρόνια πριν
Είμασταν δεν είμασταν ένα μήνα μαζί. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος και αυτό ήταν για μένα πρωτόγνωρη αίσθηση. Την παρθενιά μου την είχα χάσει σχετικά μικρός, στα 15 και από τότε είχα πολλές παρτενέρ οπότε οι εμπειρίες δεν μου έλλειπαν. Δεν είχα ερωτευτεί όμως ποτέ μου. Η Κατερίνα ήταν παρθένα. Δεν… δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που με μαγνήτιζε στους τρόπους της, πάντα οι σεξουαλικές μου παρτενέρ ήταν πρόθυμες να ικανοποιήσουν με όποιο τρόπο θελήσω αλλιώς δεν έμεναν ούτε στιγμή σε αυτή τη θέση. Ελληνοαμερικάνα δεύτερης γενιάς, η Κατερίνα ήταν οτιδήποτε εκτός από αυτό. Μεγαλωμένη σε φιλελεύθερο περιβάλλον διέθετε ένα έμφυτο συντηρητισμό που αντί να με αποτρέψει με μαγνήτιζε να τον διαλύσω. Δεν ήταν απλά παρθένα, δεν είχε φιλήσει καν αγόρι. Και τώρα, ούτε καν ένα μήνα αργότερα από τη γνωριμία μας, καθόμουν αναπαυτικά στον καναπέ, με την Κατερίνα γονατισμένη μπροστά μου τσιμπουκώνοντάς με μέ ενθουσιασμό. Δεν είχε μάθει να με παίρνει όλο στο στόμα της αλλά το προσπαθούσε φιλότιμα.
Μου έκανε πίπα πρώτη φορά στο πρώτο μας σοβαρό χαμούρεμα. Δε χρειάστηκε να κάνω τίποτα περισσότερο από να την πιέσω ελαφριά και εκείνη κατέβηκε και με πήρε στο στόμα της. Έτσι απλά! Κατάπιε πρόθυμα και χωρίς να αιφνιδιαστεί. Με ικανοποιούσε πάντα όποτε ήθελα χωρίς να ζητάει ανταπόδοση. Την είχα ρωτήσει γιατί το κάνει αυτό. «Γιατί σου αρέσει Stefan. Γιατί αυτό το χαμόγελό σου είναι ότι ανταπόδοση χρειάζομαι.”
Δε συνηθίζω να μασάω τα λόγια μου αλλά ενώ ήθελα να της πάρω την παρθενιά του κώλου της, πριν αυτή του μουνιού της, δίσταζα να το ζητήσω. Αποφάσισα ότι μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει. Τη σταμάτησα. Με κοίταξε στα μάτια. «Κάνε με ό,τι θέλεις,» μου έλεγε το βλέμμα της. Ή μήπως έβλεπα αυτό που ήθελα απλά να δω;
«Κατερίνα…» της είπα.
«Δε το κάνω καλά ακόμα, Stefan αλλά….»
«Όχι… όχι δεν είναι αυτό.»
«Τότε;»
«Θέλω… θέλω κάτι άλλο.»
Σηκώθηκα και την έβαλα να σηκωθεί. Με ακολούθησε υπάκουα στο κρεββάτι. Ξαπλώσαμε και οι δύο και αρχίσαμε να φιλιόμαστε. Η Κατερίνα ήταν γυμνή από πάνω, το χέρι μου της χούφτωσε το δεξί της στήθος. Της τσίμπησα δυνατά τη ρώγα και μετά την πήρα στο στόμα μου. Συνεχίζοντας να τη φιλάω κατέβηκα πιο χαμηλά. Τράβηξα το κιλοτάκι της να κατέβει και ανασήκωσε τη λεκάνη της να με βοηθήσει. Κατέβηκα πιο χαμηλά και άρχισα να τη γλείφω ενώ τα χέρια μου μαλάζανε και τα δυο της στήθη. Μετά σταμάτησα και κάθισα ξάπλα στο μαξιλάρι. «Κάτσε στα τέσσερα και πάρε με στο στόμα σου,» της είπα. Γύρισε στο πλάι και με πήρε στο στόμα της. Της χούφτωσα τα κωλομέρια και την πίεσα ώστε να στρίψει λίγο προς τα εμένα. Μετά σάλιωσα το δάχτυλό μου, και χωρίς κανένα δισταγμό, το κάρφωσα όλο στο υπέροχο κωλαράκι της. Η Κατερίνα κοκκάλωσε για μια στιγμή. «Μη σταματάς,» της είπα και με λίγη δυσκολία συνέχισε να με τσιμπουκώνει ενώ εγώ τη γαμούσα με το δάχτυλο. Τη σταμάτησα μετά από λίγο, γιατί αν το συνέχιζα θα έχυνα όπως ήμουν και δεν ήθελα τώρα να χύσω στο στόμα της.
«Γύρνα προς τα εμένα και μείνε στα τέσσερα.”
Δεν απάντησε απλά με υπάκουσε. Ανασηκώθηκα και πήγα από πίσω της. Η Κατερίνα μπορεί να μην είχε μεγάλο στήθος, κάτι μεταξύ b-cup και c-cup αλλά ο κώλος της ήταν άλλο πράγμα. Και τώρα αυτός ο κώλος θα γινόταν δικός μου.
«Θέλω… θέλω το κωλαράκι σου,» της είπα.
«Δικό σου είναι…» μου είπε και δε χρειάστηκε να μου πει τίποτε άλλο. Παρά τον φυσικό πόνο που της προκάλεσε ο ενθουσιασμός μου δεν κουνήθηκε ρούπι, ούτε διαμαρτυρήθηκε ούτε μου ζήτησε να πάω πιο σιγά. Όχι ότι την παίδεψα και πολύ ώρα, ήμουν τόσο καυλωμένος από την πράξη, και ακόμα περισσότερο από τη στάση της, που ούτε δύο λεπτά δεν μου πήρε να χύσω.
Ρέα, σήμερα.
Καρφώθηκα για μια τελευταία φορά μέσα της τελειώνοντας με σπασμούς. Την άφησα και πήγα στο εσωτερικό WC του δωματίου μας και πλύθηκα. Όταν βγήκα η Κατερίνα, που περίμενε υπομονετικά απ' έξω, μπήκε με τη σειρά της. Ο κώλος της ήταν ακόμα κόκκινος από τη ζώνη, ούτε καν τον είχα προσέξει. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και σε λίγο ήρθε και εκείνη. Άνοιξα την αγκαλιά μου και χώθηκε μέσα της και ξεκίνησα αφηρημένος να χαϊδεύω τα μαλλιά της.
«Σ' ευχαριστώ,» μου είπε.
«Εγώ σ' ευχαριστώ,» της απάντησα.
«Λοιπόν… τι θα κάνεις με την Εύη;»
«Θα την κάνω να συνειδητοποιήσει ότι το πρόβλημα δεν είναι στο φόβο αλλά στο να του επιτρέψεις να σε παραλύσει.»
«Και πώς θα το καταφέρεις αυτό, Stefan;»
«Με τον τρόπο που γίνονται αυτά τα πράγματα, Κατερίνα. Όταν το καρότο δεν λειτουργεί ακολουθεί το μαστίγιο.»
Κεφάλαιο 17 - Το βαρύ ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας
Ευδοκία
Κάτι είχε αλλάξει. Από τη μέρα που βγήκα για καφέ με την Κατερίνα κάτι είχε αλλάξει. Έβλεπα τον Στέφανο κάθε μέρα στο γραφείο αλλά η συμπεριφορά του ήταν διαφορετική με τρόπο που ναι μεν έπιανε το ραντάρ μου αλλά αδυνατούσα να προσδιορίσω. Έσπαγα το κεφάλι μου και έστυβα το μυαλό μου αλλά δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι ήταν αυτό το διαφορετικό. Δεν ήταν ούτε ψυχρός μαζί μου, ούτε απόμακρος. Αλλά… κάτι …κάτι έλειπε.
Δεν μου είναι εύκολο να διαβάσω τα συναισθήματα των άλλων ανθρώπων, ποτέ δεν ήμουν καλή σ' αυτό. Εδώ καλά-καλά δεν μπορούσα να προσδιορίσω τα δικά μου. Ήμουν ερωτευμένη; Δεν ξέρω… δεν είχα υπάρξει ποτέ για να έχω με κάτι να το συγκρίνω αλλά η έλξη που μου ασκούσε αυτός ο άνθρωπος ήταν κάτι παντελώς πρωτόγνωρο. Η Κατερίνα μου είχε δώσει το πράσινο φως. Δεν… δεν μου ήταν εύκολο. Μιλούσα με τη Φανή κάθε μέρα, είχα αρχίσει να την αισθάνομαι σαν μικρή μου αδερφή. Μα… ντρεπόμουν… πόσο τη ντρεπόμουν. Πώς… πώς θα με έβλεπε αν ήξερε πως βλέπω τον πατέρα της;
Ήθελα τόσο πολύ να του ανήκω… τόσο πολύ! Δεν ζήλευα την Κατερίνα, πώς θα μπορούσα να το κάνω αυτό; Εγώ ήμουν η τρίτη, εγώ ήμουν η παρείσακτη. Ο Στέφανος ήταν τόσο δικός μου όσο ο αέρας που αναπνέω. Με περίβαλλε από παντού αλλά δεν μπορούσε ποτέ να μου ανήκει.
«Τι έχεις πάθει εσύ παιδάκι μου,» μου έγραψε η Φανή στο chat. «Εδώ και μερικές μέρες παίζεις σκάκι σαν πρωτάρα.»
«Μήπως είσαι εσύ που έχεις βελτιωθεί;» προσπάθησα να της πω αλλά η Φανή ήταν οτιδήποτε εκτός από χαζή.
«Εγώ το ίδιο παίζω. Τα blunders που κάνεις δεν δικαιολογούνται με τίποτα! Είτε το κάνεις επίτηδες για να με αφήσεις να σε κερδίσω είτε το μυαλό σου είναι αλλού.»
«Όχι Φανή μου, δεν το κάνω επίτηδες….»
«Αυτό θα σου έλειπε. Να με αφήσεις να σε κερδίσω δεν έχει καμιά απολύτως αξία.»
Προσπάθησα να αλλάξω θέμα.
«Πώς σου φάνηκε η παρουσίαση του Κεντρικού Οριακού Θεωρήματος;»
«Πολύ ενδιαφέρουσα! Αλλά αν θες την άποψή μου θα έπρεπε να ξεκινήσεις με το οριακό των De Moivre-Laplace και από εκεί να το χτίσεις. Άλλωστε η κανονική κατανομή εκεί οφείλει τη γέννησή της, από τη διωνυμική. Α, και χρειάζεται οπωσδήποτε και αντιπαράδειγμα με κατανομή χωρίς πεπερασμένη τυπική απόκλιση. Και Galton board! Έχεις Galton Board? Έχω εγώ αν θες να σου δανείσω! Να σου κάνω video κλήση;»
«Ναι, αγάπη μου, να μου κάνεις,» της είπα.
Τι παιδί ήταν αυτό; Και είχε και συνέχεια!
«Α, και έχω κατασκευάσει και μια συνάρτηση που είναι παντού συνεχής και πουθενά παραγωγίσιμη, θες να σου στείλω την απόδειξη;»
«Τι έκανε λέει;» Δεν πίστευα στ' αυτιά μου!
«Ναι, μου το είχε αναφέρει τις προάλλες ο μπαμπάς ότι ήταν το θέμα της πρώτης σου διάλεξης. Η διαίσθηση μου μού έλεγε ότι το αντίστροφο δεν ισχύει όχι απλά σαν εξαίρεση αλλά σαν γενικότητα. Άρχισα να ζωγραφίζω καρδιογραφήματα που μειώνονταν συνεχώς οι αποστάσεις μεταξύ των singularities οπότε πήρα μια γενική ιδέα του πως περίπου έπρεπε να είναι η συνάρτηση. Από εκεί και πέρα δεν πρωτοτύπησα, έκανα το ανάλογο της μεθόδου της εξάντλησης.»
«Πώς την έφτιαξες;»
«Ως σειρά.»
«Απέδειξες ότι συγκλίνει;»
«Φυσικά, τι ερώτηση είναι αυτή;»
«Για στείλε μου την απόδειξη.»
«Μισό λεπτάκι να τη σκανάρω, την έχω σε χειρόγραφο.»
Όταν είδα την απόδειξη το σαγόνι μου έπεσε στο πάτωμα. Ο Weierstrass είχε χρησιμοποιήσει την cos ενώ η Φανή την sin…
«Φανή, πες μου ειλικρινά. Το βρήκες στο δίκτυο αυτό;»
«Πφφφφ για ποια με πέρασες;»
«Δεν μου απάντησες.»
«Η ερώτησή σου με προσβάλλει, Εύη,» μου δήλωσε σοβαρή-σοβαρή κάνοντάς με να χαμογελάσω.
«Συγνώμη Φανούλα μου.». Της έριξα μια γρήγορη ματιά. «Σωστή μου φαίνεται αλλά θέλω λίγο χρόνο να τη δω με την ησυχία μου.»
«Να σου πω Εύη… Η διαίσθησή μου μου λέει ότι αυτό δεν είναι η εξαίρεση. Εννοώ οι λείες καμπύλες είναι απλές… Το να φτιάξεις καρδιογραφήματα είναι πολύ πιο πολύπλοκο.»
«Που το πας;»
«Δεν ξέρω πως να στο πω… Με κάποιο τρόπο πρέπει να είναι πολύ περισσότερες. Διαίσθηση είναι.»
«Η διαίσθησή σου είναι σωστή, Φανή.»
Το πρόσωπό της έλαμψε.
Και έτσι στο υπόλοιπο της βραδιάς της έκανα τη διάλεξη που είχα και στους προπτυχιακούς και τη ρούφηξε σα σφουγγάρι.
«Το ξερα! Το ξερα!» μου είπε!
Χρειάστηκε να «αγριέψω,» κάποια στιγμή για να συμμαζευτεί γιατί είχε πάει 23:30 και την άλλη μέρα είχε σχολείο αν και δεν ήμουν σίγουρος ποιος θα δίδασκε ποιον.
Γιατί είχαν έρθει Ελλάδα; Το εκπαιδευτικό σύστημα εδώ δεν είχε καμία πρόβλεψη για παιδιά-θαύματα όπως η Φανή. Στην Αμερική θα ήταν τουλάχιστον πρωτοετής σε οποιοδήποτε κορυφαίο πανεπιστήμιο με πλήρη υποτροφία, ακόμα και αν δεν είχε επίθετο Stolsberg. Και η Φανή όπως και ο Tomas είχαν γεννηθεί Αμερική και η Κατερίνα ήταν και αυτή Αμερικανίδα στην υπηκοότητα, άρα δεν ετίθετω θέμα βίζας. Όπως και με τη συμπεριφορά του Στέφανου κάτι μου διέφευγε αλλά δεν μπορούσα να το προσδιορίσω.
Την άλλη μέρα, πήγα κάποια στιγμή στο γραφείο του Στέφανου και του χτύπησα την πόρτα. «Περάστε,» άκουσα να λέει και μπήκα μέσα. Ήταν και ο Νίκος αλλά το ατίθασο μαλλί του ήταν παρελθόν.
«Βρε, καλώς την,» είπε πρόσχαρα ο Νίκος.
«Γεια σας, γεια σας,» είπα. «Βρε Νίκο, τι έγινε το μαλλί σου;»
«Έπαθε μαμά πατρίδα, σε μερικές μέρες παρουσιάζομαι οπότε μια ψυχή που ήταν να βγει, βγήκε.»
«Έχεις και αυτό….»
«Το ξερό του το κεφάλι έχει, αυτό έχει!» είπε ο Στέφανος νευριασμένος. Κάτι είχα χάσει.
«Εχμ… μήπως να σας αφήσω;»
«Παλουκώσου κάτω μπας και του βάλουμε μυαλό.»
Τσακίστηκα να κάτσω στην καρέκλα.
«Ο κύριος εδώ…» μου είπε και μου έδειξε το Νίκο «δε θέλει να του βάλω μέσο.»
«Στέφανε….»
«Σκασμός!» του είπε ο Στέφανος και τρόμαξα πραγματικά. Και ο ίδιος ο Νίκος μαγκώθηκε. «Ξέρω τι άνθρωπος είσαι και έχεις τον ειλικρινή μου θαυμασμό και αυτόν δεν τον δίνω εύκολα. Ωστόσο, δεν εννοώ να χάσεις ένα ολόκληρο χρόνο από τους πιο δημιουργικούς στη ζωή σου. Μου είναι τελείως αδιάφορο τι κάνουν οι υπόλοιποι, και η θέση που θα έχεις δε θα τη στερήσεις από κανένα φουκαριάρη φαντάρο, θα τη στερήσεις από κάποιο άλλο βύσμα που δεν αξίζει ούτε όσο το μικρό σου δαχτυλάκι. Έγινα σαφής;»
«Μάλιστα,» απάντησα εγώ.
«Εμένα ρωτάει, Εύη,» είπε ο Νίκος κάνοντάς με να γίνω κόκκινη σαν αστακός. Ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί.
I was saved by the bell, εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο του Νίκου.
«Έλα Πέτρο μου, στο Στέφανο είμαι. Ναι, φυσικά ισχύει. Ναι, καλή ιδέα, κάτσε να τους ρωτήσω,» είπε και γύρισε προς εμάς. «Στέφανε, Εύη θέλετε να πάμε για μπύρα το βράδυ με τον Πέτρο;»
«Εγώ δε μπορώ σήμερα Νίκο, έχουμε σε λίγες μέρες την έκδοση του βιβλίου της Κατερίνας και είμαστε σε τρεχάματα. Ευδοκία εσύ πήγαινε, θα τον λατρέψεις τον Πέτρο.»
Μου κόπηκαν τα πόδια που δε θα ερχόταν ο Στέφανος αλλά πάλι η εναλλακτική θα ήταν να κλειστώ ακόμα ένα βράδυ στο σπίτι μου. «Ναι, ευχαρίστως… τι ώρα και πού;» ρώτησα.
«Λέμε Ψυρρή, θα διαλέξουμε εκεί. Να πούμε κατά τις 21:00;»
«Ναι, γιατί όχι;» απάντησα.
«Έλα Πέτρο θα γνωρίσεις και την Εύη σήμερα… και ελπίζω να μην με πάρετε με τις πέτρες,» είπε και γέλασε αλλά ο Πέτρος δεν το έπιασε το αστείο «Α ναι… δεν ξέρεις το επίθετό της. Πέτρου εκείνη, Πέτρος εσύ… ναι χαχαχαχα.»
Έκλεισε το τηλέφωνο.
«Στέφανε….»
«Δεν σηκώνω κουβέντα, έγινα σαφής;»
Αυτή τη φορά κατάφερα να μην απαντήσω εγώ «Μάλιστα.»
«Είσαι ξεροκέφαλος!» τον κατηγόρησε.
«Τώρα το κατάλαβες;»
«Λοιπόν, πρέπει να φύγω,» είπε ο Νίκος. «Τα λέμε το βράδυ, Εύη. Καλή συνέχεια Στέφανε!» συνέχισε και βγήκε από το γραφείο αφήνοντάς με μόνη με το Στέφανο.
«Ωραία, τώρα που το λύσαμε αυτό, σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω δεσποινίς;»
«Η Φανή χθες το βράδυ μου έδειξε μια συνάρτηση που είχε κατασκευάσει.»
«Και;»
«Ήταν παντού συνεχής και πουθενά παραγωγίσιμη. Στέφανε… δεν μπορούσαν να πιστέψουν τα μάτια μου αυτό που έβλεπα. Τη ρώτησα αν την βρήκε κάπου στο δίκτυο.»
«Ωχ,» μου είπε ο Στέφανος. «Στα έχωσε;»
«Όχι, μου είπε ορθά-κοφτά ότι την προσβάλλω. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό… Η διαίσθησή της… Της έκανα τη διάλεξη που έκανα και στους προπτυχιακούς και δεν έκανε ούτε μία ερώτηση. Ούτε μία. Δεν χρειαζόταν….»
«Στα έλεγα εγώ, δεν στα έλεγα;»
«Στέφανε… αν… αν επιτρέπεται να ρωτήσω… Γιατί είναι εδώ; Γιατί είστε εδώ;»
«Αυτό είναι μεγάλη συζήτηση….»
«Δεν… δεν θέλω να σε πιέσω να μου πεις κάτι που δε θέλεις.»
«Για τη Φανή ήρθαμε Ελλάδα. Μπορεί το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας να μην έχει θέση για άτομα με τη νοημοσύνη της Φανής αλλά δεν είναι ζούγκλα. Η Φανή έχει Asperger's ελαφριάς μορφής μεν αλλά αρκετής για να δώσει στόχο. Το IQ της είναι off the charts αλλά….»
«Ο Tomas;»
«Ο Tomas είναι απλά εσωστρεφής αλλά δεν έχει δυσκολία στο να ερμηνεύσει τα αισθήματα των άλλων ούτε να ελέγξει τα δικά του. Η Φανή… η Φανή πολύ δύσκολα γίνεται συναισθηματική αλλά όταν γίνεται… δεν ξέρει… δεν ξέρει να το χειριστεί. Κάναμε λάθος με τη Φανή, το ομολογώ. Τη βάλαμε σε μια χρυσή γυάλα και δεν της δώσαμε την ευκαιρία να ωριμάσει συναισθηματικά… όσο μπορεί δηλαδή. Ευδοκία… πέραν από… πώς σε βλέπω… είσαι ό,τι καλύτερο έχει συμβεί στη Φανή τα τελευταία χρόνια. Σε βλέπει… σε βλέπει σαν αδερφή της. Θέλω… θέλω να γίνεις μέρος της ζωής μου αλλά θέλω να ξέρεις τι σημαίνει αυτό.»
Είχα παγώσει, δεν ήξερα τι να σκεφτώ.
«Δε μπορώ να είμαι μαζί σου και να κάνω σα να μη τρέχει τίποτα με τη Φανή. Την ντρέπομαι, Στέφανε, δεν το καταλαβαίνεις;»
«Αν δεν μπορείς, έχεις την απάντησή σου Ευδοκία. Το σέβομαι. Δε θα σε βάλω να διαλέξεις, θα ήταν απάνθρωπο, δεν είσαι παιχνίδι.»
«Στέφανε, από τη μέρα που βγήκα με την Κατερίνα υπάρχει μια αλλαγή στη συμπεριφορά σου που δεν μπορούσα να προσδιορίσω.»
«Από τις πρώτες ώρες που σε γνώρισα είχα πάψει να σε βλέπω ως πιθανή play partner. Μη ρωτάς γιατί, απλά δέξου το σα γεγονός. Αλλά δεν έχει αξία αν το θέλω απλά εγώ… πρέπει να το θέλεις κι εσύ. Σου είχα πει… υπάρχει μία και μόνον επιλογή. Πρέπει να την κάνεις μόνη σου. Έψαχνα να βρω τρόπο να σου πω αυτά που σου είπα προηγουμένως. Με βοήθησαν οι συγκυρίες να βρω τον τρόπο να σου δείξω όλα τα μπαγκάζια που κουβαλάω.»
«Στέφανε… τι θα γίνει αν αποφασίσω ότι αυτό είναι too much;»
«Τότε θα αποφασίσεις ότι είναι too much, Ευδοκία.»
«Δε… δε θέλω να σε χάσω από τη ζωή μου ούτε εσένα ούτε τη Φανούλα… αλλά… δεν μπορώ… δεν μπορώ να σας έχω και τους δύο.»
«Εγώ πάω πακέτο με τη Φανή, Ευδοκία. Μπορείς να επιλέξεις να κρατήσεις επαφές μόνο με τη Φανή… αλλά αν επιλέξεις εμένα, επιλέγεις και τη Φανή… δεν γίνεται αλλιώς, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.»
«Κι εσύ;»
«Εγώ, τι Ευδοκία; Δεν υπάρχει επιλογή μεταξύ του αν θα θυσιάσω τα δικά μου θέλω ή το παιδί μου.»
«Δεν μπορώ να σκεφτώ… δεν μπορώ να σκεφτώ…» του είπα.
«Το καταλαβαίνω. Δεν υπάρχει όμως επιλογή σε αυτό αλλά πρέπει να το καταλάβεις η ίδια. Πρέπει να καταλάβεις η ίδια του τι σημαίνει να είσαι μέρος της ζωής μου.»
«Δεν… δεν….»
«Δ δε σου ζητάω να πάρεις κάποια απόφαση εδώ και τώρα. Όπως στο πουφ γδύθηκες εντός εισαγωγικών μπροστά μου το ίδιο κάνω μπροστά σου.»
«Το… το καταλαβαίνω… αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ. Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να σκεφτώ.»
Κεφάλαιο 18 - Το θεώρημα Πέτρου
Ευδοκία
Πέρασε μια εβδομάδα έτσι. Μου έλειπε απίστευτα ο Στέφανος και δεν ήταν εκείνος που είχε απομακρυνθεί, εγώ ήμουν που το είχα κάνει. Φυσικά και τον έβλεπα κάθε μέρα αλλά προσπαθούσα να είμαι απόμακρη. Η καρδούλα μου το ξέρει. Ένιωθα αυτή την τιτάνια παρουσία και το μόνο που έκανα είναι να απομακρύνομαι τρέχοντας. Και όσο πιο μακριά του έφευγα τόσο πιο πολύ μου έλειπε η παρουσία του.
Κοντά του με συνέθλιβε η ίδια του η έλξη αλλά ταυτόχρονα ένιωθα ότι δεν μπορούσα να ξεφύγω. Σα να είχα πέσει στο βαρυτικό πεδίο μιας μαύρης τρύπας που αργά και σταθερά με παρέσερνε στον ορίζοντα γεγονότων της. Στην άχρονη μοναδικότητα, στο κέντρο του ίδιου του απείρου.
«Μην παλεύεις ενάντια στο ρεύμα, αν το κάνεις το μόνο που θα καταφέρεις είναι γρήγορα να κουραστείς. Οι μόνες επιλογές είναι είτε να αφεθείς είτε να βρεις τρόπο να ξεφύγεις από αυτό.»
Δε μπορούσα να ξεφύγω… και η πάλη με είχε εξουθενώσει.
Του Στέφανου ήταν σα να του είχε φύγει ένα βάρος από το στήθος. Είχε ξαναγίνει ο Στέφανος, ο φιλικός, πρόσχαρος, οξύνους Στέφανος που …λάτρευα.
Ναι, λάτρευα.
Πέρασε ακόμα μία εβδομάδα. Είχε μπει Μάρτης και το μόνο που γδερνόταν ήταν η ψυχή μου.
Χτύπησα την πόρτα του γραφείου του. Τα πόδια μου έτρεμαν. Δεν είχε επιστροφή, ή ταν ή επί τας. Αυτή ή πάνω σ' αυτή.
«Περάστε!»
Μπήκα μέσα και το χαμόγελό του φώτισε το χώρο.
«Μπορώ… μπορώ να σε απασχολήσω για λίγο;»
«Πριν το κάνεις αυτό, σου έχω μια έκπληξη,» μου είπε και το πρόσωπό του έλαμπε. «Για δες αυτό. Μου το έστειλε το Mathematical Journal για peer rEveew. Σελίδα τρία.»
Πήρα το χαρτί και άρχισα να διαβάζω στα όρθια μέχρι που έφτασα σε ένα σημείο και πάγωσα,» It is easy to show¹² that this satisfies the conditions of Petrou's theorem¹³ and thus there exists a corresponding Lie group that….»
Έτρεμαν τα πόδια μου, δε με βαστούσαν.
«Το θεώρημα της Πέτρου. Στα έλεγα, δε στα έλεγα; Είμαι τόσο περήφανος για σένα… τόσο περήφανος.»
Δεν ήταν απλά περήφανος. Τα μάτια του γυάλιζαν, ήταν υγρά. Εγώ από την άλλη σωριάστηκα στην καρέκλα και έβαλα τα κλάματα. «Το θεώρημα της Πέτρου… το θεώρημα της Πέτρου… το θεώρημα της Πέτρου…» Είχα κερδίσει τη δική μου θέση στη μαθηματική αθανασία.
«Πρέπει να το γιορτάσουμε,» μου είπε.
«Να… πρέπει να… Να το χωνέψω… Αν… Λαχείο… τι λαχείο… σα να έχω κερδίσει δεκαπλό τζακποτ στο Τζόκερ. Τι… τι δεκαπλό… εικοσαπλό… εκατονταπλό… Δεν… Δεν….»
«Και σου έχω ακόμα ένα δώρο.»
«Τι… δώρο; Τι δώρο;»
Μου άνοιξε το Laptop. Wikipedia «Evdokia Petrou.». Με τη φωτογραφία μου. Και το θεώρημα Πέτρου. Με παραπομπή σε ειδική σελίδα στην οποία σκιτσάριζε την απόδειξη. “…potentially tremendous impact on Calculus of Variations by enriching it with the arsenal of Abstract Algebra….”
«Εσύ το έγραψες αυτό;»
«Όχι Ευδοκία, δεν το έγραψα εγώ αυτό. Το βρήκα… δες την ημερομηνία. Δύο μέρες μετά τη δημοσίευση στο Mathematical Journal.»
«Δεν… δεν ξέρω τι να πω.»
«Πρέπει να δεις τη Φανή πως έκανε.»
«Το ξέρει;»
«Ναι, από εχθές.»
«Μα… δε… δε μου είπε τίποτα!»
«Δεν έχω σηκώσει ποτέ χέρι πάνω της αλλά την απείλησα ότι θα της κόψω τα χέρια σύριζα αν στο έλεγε πριν στο πω εγώ.»
«Στέφανε!!!!» είπα σοκαρισμένη.
«Και το ίδιο της είπε και η Κατερίνα. Ακόμα και αν δεν αποκτήσω ποτέ τίποτα δικό σου αυτή η στιγμή μου άνηκε.»
«Στέφανε….»
«Όχι τώρα, Ευδοκία. Ό,τι και αν σκέφτεσαι όχι τώρα που είσαι συναισθηματικά ευάλωτη… Όχι ότι εγώ είμαι καλύτερος… με το ζόρι… με το ζόρι κρατιέμαι.»
…
Είχα φύγει μουδιασμένη. Το μυαλό μου αρνούνταν να πάρει στροφές. Μα ένα πράγμα δε μου είχε διαφύγει… πόσο μου έλειπε ο Στέφανος. Καθόμουν στην ίδια πολυθρόνα που είχε κάτσει κι εκείνος έχοντας αγκαλιάσει τα πόδια μου. Ο Στέφανος. Το θεώρημα Πέτρου. Ο Στέφανος. Το θεώρημα Πέτρου. Ο Στέφανος. Το θεώρημα Πέτρου. Δε με χώραγε ο τόπος, σηκώθηκα και πήγα στους γονείς μου πάνω. Πρώτη φορά είδα τον πατέρα μου να κλαίει με την μάνα μου να τον ακολουθεί πρίμο σεκόντο. Σε λίγο ήμασταν και οι τρεις που κλαίγαμε, οι δύο πρώτοι από περηφάνια και εγώ… μακάρι και να ήξερα.
«Δεξί ή αριστερό;» άκουσα τη φωνή του Στέφανου στο μυαλό μου.
Το βράδυ βγήκαμε με τους γονείς μου έξω, ούτε ήξερα που με πήγανε και ο πατέρας μου άνοιξε σαμπάνια των 5000 ευρώ, με τον ζόρι τον κράτησε η μάνα μου και δεν κέρασε όλο το μαγαζί. Δε βαριέσαι, τα χρήματα δεν τους έλειπαν. Το βράδυ όταν γυρίσαμε σπίτι παραπάταγα, είχα παραπιεί. Είχα αφήσει το κινητό σπίτι. Η Φανή είχε σπάσει Viber, τηλέφωνο και Skype. Χαμογέλασα, ήταν ακόμα 23:30, δε γαμιέται, ας με μαλώσουν οι γονείς της.
Την πήρα video κλήση. Χοροπήδαγε σαν κατσίκι, μιλούσε ασταμάτητα και κόντευε να την πιάσει το στόμα της από το χαμόγελο. Ήταν αδύνατο να γνωρίσεις τη Φανή και να μην την αγαπήσεις.
«Εύη είναι υπέροχη η Άλγεβρα, υπέροχη. Τόσο όμορφες ιδέες!»
«Σου αρέσει Φανή μου;»
«Τη λατρεύω. Δεν της είχα δώσει σημασία μέχρι εκείνο το βράδυ που μου εξήγησες την έννοια της ομάδας.»
«Να σου πω ένα μυστικό, Φανούλα; Μπορεί ο τομέας μου να είναι η διαφορική τοπολογία αλλά η μεγάλη μου αγάπη είναι η αλγεβρική. Σου αρέσει η Ανάλυση, δε σου αρέσει!»
«Ναι, πολύ… αλλά η Άλγεβρα είναι… είναι το κάτι άλλο.»
«Περίμενε να γνωρίσεις τότε και την Τοπολογία. You 'll be in for a treat.”
«Θέλω θέλω θέλω μου είπε,» κάνοντάς με να χαμογελάσω σαν ηλίθια. Ήταν αδύνατο να μη γοητευτείς από τον ενθουσιασμό της.
«Ωραία, θα βάλουμε ένα πρόγραμμα. Δύο φορές την εβδομάδα, κατά προτίμηση γύρω στις 21:00 που θα έχεις τελειώσει με τις υπόλοιπες ασχολίες σου, αντί να παίζουμε σκάκι θα κάνουμε εισαγωγή στην Τοπολογία. Είσαι;»
«ΝΑΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!!!»
Με πολύ δυσκολία την κατάφερα να κλείσουμε για να πέσει να κοιμηθεί.
Την άλλη μέρα ήρθε στο γραφείο μου ο Στέφανος σα σίφωνας.
«Ώστε έτσι ε; Πας να μου αποπλανήσεις την κόρη με τοπολογία, κάθαρμα!» κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
«Στα είπε, ε;»
«Εμ έκανε και τίποτε άλλο όλο το πρωί; Δεν… δεν έχω λόγια Ευδοκία… Σ' ευχαριστώ… Σε ευχαριστώ!»
«Τι είναι αυτά που λες; Δική μου ευχαρίστηση… Δε μπορείς να μην το αγαπήσεις αυτό το πλάσμα, δεν μπορείς.»
«Καλά, έλα πες στα μου όταν αρχίσει να σε διορθώνει,» είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια και πάλι. «Και τώρα που τα είπα και τα έβγαλα από μέσα μου θα σε αφήσω να σε φάνε οι τύψεις που αποπλανείς τοπολογικά αθώα ανήλικα!»
Τι άλλο θέλεις να δεις μωρή ηλίθια; Τον λατρεύεις το Στέφανο και η Φανούλα μόνο βάρος δε σου είναι. Η Κατερίνα σου έχει δώσει την ευχή της. Από τότε που τον γνώρισες η ζωή σου έχει αλλάξει 1000 φορές προς το καλύτερο. Τι άλλο σημάδι θέλεις να σου δώσει το Σύμπαν;
Σήκωσα το τηλέφωνο.
«Καλησπέρα, Κατερίνα. Ενοχλώ;»
«Όχι, Εύη μου, δεν ενοχλείς. Που χάθηκες βρε ψυχή εσύ; Έτσι κάνουν οι φίλοι;»
«Κατερίνα….»
«Σου είπα, μην παίζεις πόκερ δεν το έχεις. Κανονικά θα έπρεπε να σου ανοίξω το κεφάλι αλλά έχεις ανάγκη να το ακούσεις.»
«Άκου… εγώ….»
«Όχι, εσύ άκου. Επιτέλους το όμορφο κεφαλάκι σου είδε αυτό που είχε δει ο Stefan σχεδόν από την πρώτη στιγμή. Μία λέξη έχω να σου πω μόνο. Καλωσήρθες.»
Έβαλα τα κλάματα, πολύ κλαψιάρα έχω γίνει τελευταία!
«Δεν ξέρω τι να πω….»
«Σε μένα δε χρειάζεται να πεις τίποτα.»
«Σ' ευχαριστώ Κατερίνα….»
Πήγα στο γραφείο του Στέφανου. Χτύπησα την πόρτα.
«Περάστε.»
Ήταν μόνος του στο γραφείο και βαθμολογούσε τα γραπτά της προόδου. Τη διόρθωση ασκήσεων την έδινε σε βοηθούς, τα γραπτά των προόδων ή των τελικών διαγωνισμάτων τα διόρθωνε πάντα ο ίδιος.
«Καλώς την. Καλά που ήρθες, θα με γλιτώσεις από φόνο.»
«Τόσο χάλια;»
«Δε θα σχολιάσω, απλά δε θα σχολιάσω.»
«Να έρθω κάποια στιγμή αργότερα;»
«Αν κουνηθείς έστω και ένα ρούπι και αυτό δεν είναι για να μπεις στο γραφείο δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει.»
«Έχεις όρεξη για μια παρτίδα σκάκι;»
“I thought that you'd nEver ask.”
Τελικά παίξαμε τρεις παρτίδες blitz, μία εγώ, μία εκείνος και μία ισοπαλία.
«Αχ σύντομα θα με βάζεις κάτω και θα με χτυπάς σα χταπόδι, όπως ο κανακάρης μου.»
«Ου γαρ έρχεται μόνον,» του είπα πειρακτικά.
«Ορίστε, με λέει και γέρο.”
«Στέφανε, θες το βράδυ να σου κάνω το τραπέζι;»
«Θες να βγούμε για φαγητό έξω;»
«Όχι, αλλά να σου κάνω αυτή τη ριμάδα τη μακαρονάδα. Με τι σάλτσα θέλεις, κόκκινη ή άσπρη;»
«Ημιαργία, Ευδοκία, ημιαργία; Δεν χρειάζεται να διαλέξω, και κόκκινη και άσπρη. « είπε κάνοντάς με να χαμογελάσω.
«Ωραία, θα σε περιμένω στις 21:00. Τώρα θα σε αφήσω να συνεχίσεις το Γολγοθά σου.»
«Αχ βαχ,» μου είπε.
Στις 18:00 με το που τέλειωσε η παράδοση του μεταπτυχιακού Διαφορικής Γεωμετρίας πήγα σπίτι. Δεν είχε ιδιαίτερη κίνηση και 18:30 ήμουν Χαλάνδρι. Πάρκαρα στο πάρκινγκ και ανέβηκα σχεδόν τρέχοντας στο διαμέρισμά μου. Έβαλα τη μπανιέρα να γεμίσει και χώθηκα μέσα, βγήκα από εκεί στις 19:30. Μετά σηκώθηκα και ετοιμάστηκα, έβγαλα από τη ντουλάπα το φόρεμα που είχα φορέσει και τη μέρα που τον είχα γνωρίσει. Φαινόταν σα μια αιωνιότητα πριν και όμως ήταν λίγο πάνω από μήνας. Μέχρι τις 20:40 είχε γίνει και το φαγητό με τις δύο σάλτσες που είχε ζητήσει, μία με ντομάτα, μανιτάρια και ελιές και μία με παρμεζάνα, κρέμα γάλακτος, bacon και mozzarella. Δεν βάφτηκα. Πήγα και φόρεσα το φόρεμά μου, έβαλα την κολόνια μου και κάθισα στο σαλόνι να τον περιμένω.
Στις 21:00 χτύπησε το κουδούνι μου, ο Στέφανος ήταν Άγγλος στα ραντεβού του.
«Έφερα κρασί!» μου είπε δίνοντάς μου το μπουκάλι. Δεν έκανε κίνηση να με αγκαλιάσει.
«Θέλεις να φάμε τώρα;» τον ρώτησα.
«Όχι, κάτσε να τα πούμε λίγο. Μου… μου έχει λείψει να μη μιλάμε για μαθηματικά. Μου έχεις λείψει, Ευδοκία.»
«Πάω να μας βάλω λίγο κρασί…» του είπα. Αν απογοητεύτηκε, δεν το έδειξε αλλά για τον Στέφανο δεν ήταν δύσκολο να σηκώσει αδιαπέραστο τείχος αν αυτό επιθυμούσε.
Πήγα στην κουζίνα και πήρα δυο ποτήρια.
Τα πόδια μου έτρεμαν.
Άφησα κάτω τα ποτήρια και το κρασί και γύρισα στο σαλόνι. Ο Στέφανος είχε κάτσει στην πολυθρόνα.
«Το κρασί;»
«Αργότερα…» του είπα.
Πλησίασα κοντά και γονάτισα μπροστά του. Μετά όπως καθόταν, έγειρα πάνω του αγκαλιάζοντας του τα πόδια. Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα χαμογελώντας, και εκείνος ανταπέδωσε.
«Πώς σε κάνει να αισθάνεσαι αυτό Ευδοκία;»
«Σαν ψάρι που βρέθηκε και πάλι στο νερό,» του είπα χαμογελώντας. Εκείνος απλά ακούμπησε το χέρι του και μου χάιδεψε τα μαλλιά.
Είχα βρει τη θέση μου και ήμουν ακριβώς εκεί.
«Και τώρα τι κάνουμε;» τον ρώτησα.
«Τώρα… ξεκινάει η εκπαίδευσή σου, Ευδοκία. Αλλά πρώτα θα φάμε την μακαρονάδα! Έχω λυσσάξει!» είπε και έβαλα τα γέλια.
«Μάλιστα,» του είπα. «Αμέσως!»
Κίνησα για την κουζίνα με το χαμόγελο να μη λέει να σβήσει από το πρόσωπό μου.
Κεφάλαιο 19 - Ψιτ, κύριος, στα μάτια να με κοιτάς!
Ευδοκία
Το διαμέρισμά μου είναι αυτό που στις παλιές ταινίες λέγανε γκαρσονιέρα, ένα μικρό τριάρι. Δεν υπήρχε χώρος στο σαλόνι για τραπεζαρία και έτσι φάγαμε στο τραπέζι στην κουζίνα, όχι ότι και αυτή έχει ιδιαίτερο χώρο. Ο Στέφανος έφαγε δύο πιάτα, δοκίμασε και τις δύο σάλτσες. Εμένα δεν κατέβαινε μπουκιά από την έξαψη, με το ζόρι έτρωγα. Όταν τελειώσαμε πήγαμε και πάλι στο σαλόνι.
«Πάρε το πουφ και έλα κάτσε κοντά μου,» μου είπε.
«Αμέσως,» του είπα και πήρα το πουφ και το τοποθέτησα μπροστά από την πολυθρόνα που καθόταν. Κάθισα πάλι οκλαδόν και τον κοίταξα χαμογελώντας. Πραγματικά ένιωθα σαν ψάρι μέσα στο νερό.
Ο Στέφανος σήκωσε τα πόδια του και έβγαλε τα παπούτσια του. Δεν είπα τίποτα αλλά μάλλον η Κατερίνα δεν τον είχε δει το πρωί να ντύνεται, οι κάλτσες του δεν ταίριαζαν με το παντελόνι του. Χαμογέλασα στη σκέψη.
«Χμμμ…» είπε. «Γιατί με κοιτάζεις έτσι;»
«Τίποτα… τίποτα…» είπα χαζοχαμογελώντας.
«Ναι ε; Για φέρε το χάρακα.»
Αναστέναξα και πήγα στο δωμάτιο και έφερα το χάρακα.
«Δεξί και αριστερό,» μου είπε.
«Μάλιστα,» του απάντησα υπάκουα προτάσσοντας και τα δυο μου χέρια με τις παλάμες προς τα πάνω.
«Μία γιατί δε μου απάντησες και άλλη μία γιατί αναστέναξες.»
«Μάλιστα. Συγνώμη Στέφανε.»
«Θέλω να εντυπωθεί πολύ καλά στο μυαλό σου αυτό που θα σου πω, Ευδοκία. Για να προχωρήσει αυτό το πράγμα δε θα πρέπει να μου κρύβεις το παραμικρό που σε απασχολεί και ακόμα λιγότερο αυτό που σε ρωτάω.»
«Κάθε αρχή και δύσκολη,» είπα αναστενάζοντας.
Δαγκώθηκα, και οι δύο που έπεσαν ήταν δυνατές.
«Πάμε πάλι, γιατί με κοίταζες έτσι;»
«Μου… μου επιτρέπεις;» τον ρώτησα. Με κοίταξε ερωτηματικά. Έφερα τα πόδια του πάνω μου και άρχισα να του τα χαϊδεύω κάνοντας απαλό μασάζ στις πατούσες του. Ο Στέφανος χαλάρωσε, του άρεσε φανερά αυτό που έκανα. «Στέφανε, οι κάλτσες σου δεν ταιριάζουν με το παντελόνι που φοράς. Δεν πρέπει να σε είδε η Κατερίνα το πρωί να ντύνεσαι.»
Έβαλε τα γέλια.
«Έχει παραιτηθεί από αυτό κρίνοντάς με ανεπίδεκτο μαθήσεως.»
Για λίγη ώρα δεν είπαμε τίποτα, ο Στέφανος χαλαρωμένος στην πολυθρόνα και με κλειστά μάτια να απολαμβάνει το μασάζ που του έκανα κι εγώ να απολαμβάνω τη στιγμή και την απίστευτη γαλήνη και αίσθηση πληρότητας που ένιωθα.
Και μια έντονη υγρασία, να τα λέμε αυτά!
«Στέφανε, να σου κάνω μια ερώτηση;»
«Όσες θέλεις.»
«Τι… τι περιλαμβάνει η εκπαίδευση;»
«Δεν φαντάζομαι να περιμένεις να σου καταστρώσω πρόγραμμα σπουδών, έ;» με ρώτησε.
«Όχι όχι… απλά έχω διαβάσει πολλά πράγματα στο φόρουμ αλλά κανένα που να λέει αναλυτικά τι περιλαμβάνει αυτή.»
«Η εκπαίδευση όσον αφορά εμένα έχει ένα και μόνο σκοπό: Να μάθεις να με υπηρετείς με τον τρόπο που επιθυμώ. Δεν ξέρω τι κάνουν οι υπόλοιποι και δε με ενδιαφέρει, αλλά φαντάζομαι όχι κάτι διαφορετικό. Δεδομένου ότι δεν είμαι σαδιστής, αυτή η εκπαίδευση δε θα περιλαμβάνει σωματική τιμωρία ως παιχνίδι οπότε η εξερεύνηση των αντοχών σου δεν είναι στα ζητούμενα. Οι τιμωρίες αφορούν μόνο παραπτώματα και είναι δύο ειδών, σωματική τιμωρία και στέρηση παρουσίας. Βέβαια δεδομένου ότι είμαστε συνάδερφοι αυτό δε σημαίνει ότι δε θα βλεπόμαστε αλλά σε διαβεβαιώ ότι θα είναι πολύ κατανοητό τι αυτό σημαίνει. Στέρηση δικής μου παρουσίας επ’ ουδενί δε σημαίνει διακοπή επικοινωνίας με τη Φανή και σε περίπτωση που αυτό συμβεί με εκδικητικό χαρακτήρα οι δρόμοι μας θα χωρίσουν την ίδια στιγμή. Είναι σαφές;»
«Με προσβάλλεις, Στέφανε. Ποτέ δε θα το έκανα αυτό στη Φανή!»
Το χαστούκι που μου άστραψε ήταν ξαφνικό αν και όχι ιδιαίτερα δυνατό.
«Μάλιστα, Στέφανε, είναι σαφές,» του είπα άχρωμα προσπαθώντας να κρύψω την αγανάκτησή μου.
«Δε θέλω νευράκια, Ευδοκία.»
Έκλεισα τα μάτια μου και πήρα βαθιά ανάσα.
«Νιώθεις ακόμα σαν ψάρι στο νερό;»
«Ναι,» του απάντησα χωρίς ίχνος δισταγμού.
«Ωραία. Λοιπόν, συνεχίζουμε. Δε χρειάζεται να ζητάς άδεια για πράγματα της καθημερινότητάς σου, ούτε χρειάζεται να συζητάς μαζί μου τέτοιου είδους μικροπροβλήματα. Σε περίπτωση που έχεις αμφιβολία, ρώτα με, καλύτερα να υπάρχει over-escalation στην αρχή παρά under. Δε θα σου ζητήσω ούτε κωδικούς του λογαριασμού σου στο forum, ούτε του προσωπικού σου e-mail. Έχεις την προκαταβολική μου άδεια να κάνεις συζήτηση με όποιον θέλεις από το forum. Σε περίπτωση που θες να βγεις έξω ωστόσο με τον οποιονδήποτε εκτός των γονέων σου θα μου ζητάς άδεια. Για έξοδο με τους γονείς σου απλά θα με ενημερώνεις.»
«Μάλιστα,» του απάντησα.
«Όταν απουσιάζω, για όποιο λόγο, θα μου στέλνεις ανά δύο ώρες αναφορά σε μήνυμα σχετικά με το που είσαι και τι κάνεις. Αυτό θα ισχύει ακόμα και όταν είσαι σε τιμωρία στέρησης παρουσίας, απλά σε αυτή την περίπτωση θα γνωρίζεις προκαταβολικά ότι δεν θα λάβεις καμία απάντηση.»
«Μάλιστα,» απάντησα και πάλι.
«Δεν θέλω κάτι περισσότερο προς το παρόν. Ψέματα, στο τέλος της βραδιάς θα ξεκινήσεις να γράψεις αναφορά σχετικά με τη σημερινή βραδιά.»
«Μάλιστα, ευχαρίστως.»
«Δεδομένου ότι είχες τρεις σχέσεις όλες και όλες στη ζωή σου, η τελευταία δεν πρέπει να είναι πλούσια σε σεξουαλικές εμπειρίες, σωστά;»
«Σωστά…» είπα αναστενάζοντας.
«Ούτε έχεις πάει με γυναίκα, σωστά;»
«Σωστά,» του είπα.
«Το έχεις φαντασιωθεί ποτέ σου;»
«Δεν το έχω ακριβώς φαντασιωθεί, έχω αναρωτηθεί κάμποσες φορές πώς θα είναι η εμπειρία. Δεν είχα ποτέ την έντονη επιθυμία να το δοκιμάσω, δεν είναι ότι με απωθεί αλλά ούτε με ελκύει σαν προοπτική. Αδιάφορη θα έλεγα.»
«Έχεις καταλάβει ότι αρέσεις στην Κατερίνα;»
«Είναι BI η Κατερίνα;» τον ρώτησα.
«Ναι. Η αλήθεια είναι το δύο γυναίκες ένας άντρας δεν είναι ιδιαίτερα του γούστου μου αλλά έχει και αυτό τη χάρη του. Μου αρέσει ωστόσο το δύο άντρες μία γυναίκα.” είπε κοιτάζοντάς με έντονα κάνοντάς με να κατεβάσω το κεφάλι μου. «Ευδοκία, κοίταξέ με!» με διέταξε.
Με κάμποση δυσκολία ύψωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα.
«Δεν έχω σκοπό να σε πάω σε ρυθμό που αδυνατείς να ακολουθήσεις αλλά αυτό που σου είπα θα συμβεί. Δεν σου δίνω επιλογή, θα συμβεί. Από εδώ και πέρα η μόνη επιλογή που έχεις είναι να αιτηθείς να φύγεις.»
«Μάλιστα,» του είπα.
«Ευδοκία;»
«Στέφανε, δεν έχω να σου πω κάτι. Είμαι εδώ που είμαι με τη θέλησή μου. Εμπιστεύομαι… Λάθος λέξη… Διαισθάνομαι… διαισθάνομαι ότι δεν θα το κάνεις αυτό πριν κρίνεις ότι είμαι έτοιμη να ανταποκριθώ.»
«That's my girl,» μου είπε χαμογελώντας. Τράβηξε τα πόδια του τα οποία τόση ώρα είχα στα χέρια μου. «Σήκω και έλα εδώ.»
«Εκεί που;»
Μου έδειξε να κάτσω στα πόδια του. Πήγα να κάτσω πάνω του. «Όχι έτσι, προς τα μένα, να με κοιτάς.»
«Στέφανε… το… το φόρεμά μου δεν μου επιτρέπει να κάνω τέτοια αεροπλανικά.»
«Ωραία, πήγαινε μέσα και φόρα τις πιτζάμες σου.»
Ο μισός μου εαυτός παρακάλαγε απλά να μου ζητήσει να βγάλω το φόρεμα εκεί όπως ήμασταν και ο άλλος μισός ένιωσε απίστευτη ανακούφιση. Πήγα μέσα, έβγαλα το φόρεμα. Το σκέφτηκα για λίγο και τελικά αποφάσισα να βγάλω και το σουτιέν και να μη το φορέσω μέσα από την πιτζάμα.
Γύρισα στο σαλόνι. Η πολυθρόνα ήταν ιδανική γι’ αυτή τη δουλειά, άνοιξα τα πόδια μου και κάθισα πάνω στα μπούτια του. Ήμουν λίγο πιο ψηλά από αυτόν και ήταν το μόνο πράγμα που δε μου άρεσε.
«Κάτι σου χρωστούσα,» μου είπε και έπιασε το κεφάλι μου και μου το έφερε κοντά του. Και με φίλησε.
Ανταπέδωσα με ενθουσιασμό με την καρδιά να χοροπηδάει μέσα μου. Ένιωσα να λιώνω, ήταν υπέροχο. Η ανάσα του είχε μια ελαφριά μυρωδιά κρασιού και δεν είχα φιλήσει ποτέ άνδρα με μουστάκι και μούσι. Πέρασα τα χέρια μου πίσω από το σβέρκο του αγκαλιάζοντάς τον. Τα χέρια του άρχισαν να με χαϊδεύουν, αρχικά στην πλάτη και μετά ήρθαν μπροστά. Πέρασε τα χέρια του ανάλαφρα πάνω από τα στήθη μου, κάνοντάς με να ανατριχιάσω. Μετά συνέχισε να με χαϊδεύει στη μέση και στα πλάγια και μετά ξαναέφερε τα χέρια του στα στήθη μου, γραπώνοντάς τα πάνω από την πιτζάμα. Τα άφησε και τα χέρια του κατέβηκαν προς τα κάτω για να μου βγάλουν το πάνω μέρος της πιτζάμας. Σήκωσα τα χέρια μου για να τον βοηθήσω και για πρώτη φορά σε φυσική παρουσία βρέθηκα γυμνή από πάνω μπροστά του. Τα χέρια του μου μάλαζαν και τα δύο στήθη και με έκανε να νιώθω σα να με διαπερνούν ηλεκτρικές εκκενώσεις. Ένιωσα το φούσκωμά του ανάμεσα στα πόδια μου παρά το γεγονός ότι μας χώριζαν το παντελόνι του, το παντελόνι της πιτζάμας μου και τα εσώρουχά μας. Σιγά-σιγά σταμάτησε το φιλί και το χάδι στα στήθη μου. Με έσπρωξε μαλακά και απομακρύνθηκα απρόθυμα.
Έπιασε το πρόσωπό μου στα δυο του χέρια και με κοίταξε στα μάτια.
«Τώρα είμαστε πάτσι,» μου είπε κλείνοντάς μου παιχνιδιάρικα το μάτι κάνοντάς με να χαμογελάσω.
«Τυπικά όχι, στο πόκερ το μόνο που είχε μείνει να βγάλω ήταν το δέρμα μου.».
«Ευτυχώς σταματήσαμε εκεί, δεν έχω φέρει και τα σύνεργά μου να σε ξετομαριάσω.»
Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στα στήθη μου.
«Ψιτ, κύριος, στα μάτια να με κοιτάς,» του είπα αστειευόμενη.
Ο Στέφανος μου πέρασε το δάχτυλό του ανάλαφρα από τη δεξιά μου ρώγα -διόρθωση, την δεξιά, πετρωμένη μου, ρώγα- κάνοντάς με ανατριχιάσω.
«Μου έμειναν μάτια; Μου τα έχουν βγάλει οι μεγάλες …Ευδοκίες. Τι μέγεθος είναι;» με ρώτησε ενώ ήμουν σίγουρη ότι γνώριζε πολύ καλά την απάντηση.
«D-Cup,» του είπα στενάζοντας.
«Γιατί παραπονιέσαι βρε, μια χαρά στέκονται!»
«Εμ, δεν τα κουβαλάς εσύ, γι’ αυτό το λες,» Αναστέναξα. «Και το μια χαρά σχετικό είναι…,» μια ανασφάλεια την κουβαλούσα είναι η αλήθεια.
«Αυτό που σου λέω εγώ, μικρή,» μου είπε σε παιχνιδιάρικα αυστηρό τόνο.
«Μάλιστα Κύριε,» του απάντησα παίζοντας παιχνιδιάρικα τα μάτια μου, αλλά σάμπως και τα έβλεπε; Ακόμα τα στήθη μου κοίταζε. «Στέφανε… πώς… πώς και δε με ζητάς να σε λέω Κύριο;»
«Γιατί έχω όνομα, Ευδοκία και στα δικά μου μάτια αν χρειάζεται η λέξη για να υπενθυμίζει τη θέση, βράσ’ τα κι άστα.»
«Θεωρείς ότι κακώς το χρησιμοποιούν ως όρο;»
«Όχι, καθόλου! Δεν λέω ότι εγώ έχω ανακαλύψει τη δια-συμπαντική αλήθεια, αν το θεωρούν χρήσιμο και/ή τους αρέσει να το χρησιμοποιούν ποιος είμαι εγώ για να τους κρίνω; Σου λέω απλά τη δική μου οπτική, αν και αναγνωρίζω ότι τόσο το Κύριε όσο και ο πληθυντικός έχουν τη δική τους γοητεία. That been said, not my cup of tea.»
«Εμένα μου αρέσει η λέξη και θα μου άρεσε να τη χρησιμοποιώ… ωστόσο… αυτό είναι δική σου απόφαση,» του είπα.
«Και μιας και το θυμήθηκα, θέλω να αλλάξεις nick στο forum. Γράψε σχετικά στο support.»
«Βεβαίως, ποιο nick θέλεις να έχω;»
«Prospera.»
«Θα το ζητήσω σε πρώτη ευκαιρία, ελπίζω να μην υπάρχει ήδη.»
«Αν υπάρχει, θα επιλέξω κάποιο άλλο.»
«Ελπίζω να μη χρειαστεί, μου αρέσει πολύ το Prospera.»
«Θέλω να μου πεις τον τίτλο ενός τραγουδιού που πιστεύεις ότι ταιριάζει με την περίσταση, όπως τη βλέπεις από τη δική σου οπτική.»
«Δεν χρειάζεται καν σκέψη! Aerosmith - Dream on,» του απάντησα.
«Αφού δε μου είπες AC/DC Highway to hell καλά είναι,» είπε πειρακτικά.
«Στέφανε… μου… μου επιτρέπεις;»
«Να σου επιτρέψω τι;»
«Να σου πω ή να σου δείξω;» τον ρώτησα.
«Δείξε μου.»
Έσκυψα πάνω του και τον φίλησα. Ανταπέδωσε το φιλί ενεργητικά. Με έπιασε πίσω από το κεφάλι και με κόλλησε πάνω του, όχι ότι είχα καμιά πρόθεση να τραβηχτώ, δεν αντάλλασσα αυτή τη θέση που ήμουν εκείνη τη στιγμή για τίποτα στον κόσμο. Η γλώσσα του εξερεύνησε το στόμα μου αλλά δεν άφησε τη δική μου να μπει στο δικό του. Δεν την αντιπάλεψα, αφέθηκα να με φιλάει με τον τρόπο που θέλει. Μετά με έσπρωξε προς τα πίσω οπότε απρόθυμα μεν, υπάκουα δε, απομακρύνθηκα. Το χέρι του κατέβηκε στο παντελόνι του και έλυσε τη ζώνη. Έκανα προς τα πίσω για να διευκολύνω.
«Συνέχισε εσύ,» με διέταξε.
Του ξεκούμπωσα το παντελόνι. Σηκώθηκα από τη θέση μου και τον βοήθησα να το κατεβάσει. Ο πούτσος του φούσκωνε μέσα στο μποξεράκι. Τον βοήθησα να βγάλει το παντελόνι και διπλώνοντάς το προσεκτικά το έβαλα στο χέρι του καναπέ. Όταν γύρισα είχε κατεβάσει και το μποξεράκι του. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα.
«Έλα εδώ!» μου είπε.
Τον πλησίασα.
Δε μου μίλησε, μου έβαλε το χέρι του στον ώμο και με πίεσε ελαφρά προς τα κάτω. I got the cue και γονάτισα μπροστά του. Ο πούτσος του απείχε μερικά εκατοστά από το πρόσωπό μου. Η αντρική του μυρωδιά με ξετρέλανε ακόμα περισσότερο, ήμουν που ήμουν… από υγρή είχα γίνει μούσκεμα. Ύψωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα. Μου ένευσε.
Άνοιξα το στόμα μου και τον πήρα μέσα μου. Έπαιξα απαλά το κεφαλάκι του με τη γλώσσα μου και μετά αργά αλλά σταθερά τον πήρα μέσα μου όσο βαθιά μπορούσα. Είτε αυτό ήταν αρκετό για τα κριτήριά του είτε δεν ήθελε να με ζορίσει από την πρώτη φορά, αλλά αυτό ήταν κάτι που θα μάθαινα. Τον αγκάλιασα από τη μέση και άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου μπρος-πίσω παίρνοντάς τον όσο βαθιά γινόταν χωρίς να πνιγώ. Η γεύση του ήταν υπέροχη. Είχα κλείσει τα μάτια και απολάμβανα με όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις το τσιμπούκι που του έκανα. Με το στόμα μου και τη γλώσσα μου τη γεύση του. Με τα αυτιά μου τις ανάσες του. Με την αφή τα χέρια του που με κρατούσαν από το κεφάλι έχοντας πάρει αυτά την πρωτοβουλία και δίνοντάς μου το ρυθμό.
Πάντα ήμουν πρόθυμη να προσφέρω ικανοποίηση στους ερωτικούς μου συντρόφους και η χρήση μου ως σεξουαλικό αντικείμενο ήταν στις φαντασιώσεις που είχα από έφηβη. Ωστόσο… ωστόσο αυτό που ζούσα εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να συγκριθεί με καμιά από τις -όχι και πολλές ομολογώ- παλαιότερες εμπειρίες μου.
Ο ρυθμός του είχε επιταχυνθεί, δεν του έκανα τσιμπούκι, μου γαμούσε το στόμα, φροντίζοντας πάντα να τον βάζει τόσο βαθιά όσο άντεχα να τον πάρω.
Πώς το ήξερε;
Ένιωσα τα προσπερματικά του υγρά. Σταμάτησε να μου γαμάει το στόμα και μου έδωσε πάλι την πρωτοβουλία. Ήθελα να του γλείψω τα αρχίδια αλλά από τις ανάσες του καταλάβαινα ότι είναι κοντά στο τέλος και δεν ήθελα με τίποτα να τον κόψω. Επιτάχυνα το ρυθμό μου χρησιμοποιώντας μόνο το στόμα μου, ενώ τα χέρια μου τα είχα ακουμπισμένα στους μηρούς του. Με έπιασε πάλι από το κεφάλι και καρφώθηκε βαθιά μέσα μου και κοκάλωσε. Ένιωσα τον πούτσο του να κάνει σπασμούς και το στόμα μου γεύτηκε το καυτό του σπέρμα, το οποίο εκτινάσσονταν σε πίδακες. Ήταν γλυκό, ήταν υπέροχο! Τα βογγητά της ηδονής του με ξετρέλαναν ενώ εγώ κατάπινα αχόρταγα ξανά και ξανά, μέχρι που σταμάτησε να κάνει σπασμούς στο στόμα μου, μην έχοντας κάτι άλλο να μου δώσει. Δεν σταμάτησα, τον σκούπισα προσεκτικά με τη γλώσσα μου φροντίζοντας να μην μείνει πάνω του ίχνος χυσιού ή σάλιου. Σχεδόν απρόθυμα τραβήχτηκα και όταν βγήκε όλος από το στόμα μου, σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα χαμογελαστή.
Χαμογελούσε και εκείνος. Έβαλε το μποξεράκι του και κάθισε πάλι στην πολυθρόνα. Γονάτισα μπροστά του και σταύρωσα τα χέρια μου πάνω στα πόδια του αγαλλιάζοντάς τα. Σήκωσα το κεφάλι και τον κοίταξα με λατρεία.
«Είσαι δική μου, Ευδοκία!» μου είπε.
«Είμαι δική σου, Στέφανε,» του είπα. «Δική σου!”
Δική Του.
Κεφάλαιο 20 - The shape of things to come
Στέφανος
Η Ευδοκία, γονατισμένη μπροστά στα πόδια μου, και έχοντας τα στην αγκαλιά της, με κοίταζε στα μάτια με λατρεία. Αυτή τη στιγμή περίμενα, αυτή τη στιγμή λαχταρούσα. Η δήλωσή της ότι νιώθει σαν ψάρι στο νερό δεν ήταν τίποτα παραπάνω από αυτό: μια δήλωση. Αυτό που έβλεπα ήταν η επιβεβαίωση. Είναι το βλέμμα που με κοίταξε για πρώτη φορά η Κατερίνα, 25 χρόνια πριν. Είναι το βλέμμα με το οποίο δε με είχε κοιτάξει καμιά από τις πολυάριθμες παρτενέρ μου, με εκείνες ήταν σεξ, μόνο σεξ. Δυσκολεύομαι να περιγράψω πόσο διαφορετικό είναι. Δεν είχε υπάρξει καμία παρτενέρ η οποία δεν ήταν πρόθυμη να με ικανοποιήσει σεξουαλικά όπως επιθυμούσα, αλλιώς δεν έμενε δευτερόλεπτο σε αυτή τη θέση. Όμως το να δίνεις το σώμα σου είναι ένα πράγμα και το να δίνεις ψυχή και σώμα είναι κάτι άλλο. Κάτι τελείως διαφορετικό. Δύο φορές το είχα επιθυμήσει, δύο φορές το είχα αποκτήσει.
«Είσαι δική μου, Ευδοκία!» της είπα.
«Είμαι δική σου, Στέφανε… δική σου.»
Τη χάιδεψα απαλά στα μαλλιά. Μια τούφα είχε πέσει μπροστά στο πρόσωπό της, την απομάκρυνα και τη χάιδεψα στο πρόσωπο με τ' ακροδάχτυλά μου. Η Ευδοκία έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στο χάδι μου απολαμβάνοντας τη στιγμή. Δεν ήταν εύκολος ο δρόμος στον οποίο με ακολουθούσε και ας ένιωθε εκείνη τη στιγμή παντοδύναμη.
«Ευδοκία;» της είπα.
Άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε.
«Πες μου,» μου είπε με όλη της τη δοτικότητα, με όλη της την υποταγή. Πόσες και πόσες φορές δεν είχα ακούσει αυτό το «πες μου,» αλλά δεν υπάρχουν λόγια που να μπορούν να περιγράψουν πόσο διαφορετικό είναι αυτό το «πες μου,» όπως το είπε πριν μερικές στιγμές η Ευδοκία.
«Το τηλέφωνο της Κατερίνας θέλω να το βάλεις στο speed dial. Έχεις το ελεύθερο… λάθος διατύπωση… Απαιτώ να συζητάς τα πάντα μαζί της, να τη ρωτάς ό,τι θέλεις για μένα και για εκείνη. Να τη συμβουλεύεσαι και να της δίνεις τις δικές σου συμβουλές, όταν χρειάζεται.»
«Εγώ να δώσω συμβουλές στην Κατερίνα; Μου φαίνεται αστείο… Εννοώ….»
«Ξέρω τι εννοείς,» τη διέκοψα. «Μην υποτιμάς τον εαυτό σου Ευδοκία και άλλωστε πάντα είναι χρήσιμη μια δεύτερη ματιά.»
«Ακόμα και αν δεν μου το είχες ζητήσει εσύ, Στέφανε, θα σου είχα ζητήσει η ίδια την άδεια να μπορέσω να το κάνω. Πριν… Φαντάζομαι ότι θα στο είπε η Κατερίνα ήδη, αλλά θα ήθελα να το ακούσεις και από εμένα. Πριν σε … Είχα… είχα πάρει την… την απόφασή μου… αλλά… πριν… πριν σε καλέσω εδώ σήμερα… μίλησα μαζί της. Δε με άφησε να μιλήσω, μου είπε μόνο «Καλωσήρθες.». Έβαλα τα κλάματα αλλά… δεν ήταν λύπη… ήταν χαρά και μαζί ανακούφιση….»
«Μου το είπε,» της είπα χαϊδεύοντάς της απαλά το πρόσωπο.
«Επίσης τώρα όπως είμαι εδώ επιτέλους κατάλαβα και κάτι άλλο.»
«Κατάλαβες;»
«Μέχρι… μέχρι πριν λίγες ώρες δεν ήταν παρά ένα abstraction… Εννοώ… Είναι άλλο πράγμα να το βλέπεις ψυχρά διανοητικά και άλλο πράγμα να το βιώνεις. Δεν… δεν ξέρω αν γίνομαι κατανοητή…»
«Δεν φαντάζεσαι πόσο,» της είπα χαμογελώντας. «Αλλά μη με κρατάς σε αγωνία, θα πάρω πέτρα!»
Χαμογέλασε
«Όταν είχαμε πάει για καφέ στην Πολιτεία της ζήτησα τη γνώμη της για εμένα. Φαντάζομαι ότι θα στο έχει πει η ίδια αλλά δε μου απάντησε, μου απάντησε μόνο ό,τι εμπιστεύεται την κρίση σου. Την ρώτησα πώς μπορεί να ξέρει ότι είναι σωστή και μου είπε ότι δεν μπορεί να το ξέρει και ότι ακριβώς αυτό είναι η εμπιστοσύνη. Δεν είμαι ούτε κατά διάνοια κοντά σε κάτι τέτοιο… όμως… ακόμα και έτσι… κατάλαβα… το βίωσα… δεν ξέρω πως να στο πω… Δεν έχει σημασία τίποτα περισσότερο από το τι ζητάς εσύ. Δεν ξέρω αν βγάζει νόημα.»
«Φυσικά και βγάζει. Αλλά αυτή τη στιγμή -και μη το πάρεις στραβά- μιλάει ο ενθουσιασμός σου. Θα υπάρξουν πολλές φορές που θα βρεθείς να παλεύεις ενάντια στον εαυτό σου. Αυτά που σου λέω Ευδοκία δεν είναι λόγια του αέρα, με την Κατερίνα τα μάθαμε με επίπονο τρόπο στην πράξη. Εγώ είμαι η μία όψη του νομίσματος η Κατερίνα και εσύ είστε η άλλη. Γι’ αυτό έχει τεράστια σημασία να μιλάς όχι μόνο μαζί μου αλλά και μαζί της.»
«Είναι αυτό που στο forum λένε Mentoring;» με ρώτησε.
«Όχι, δεν είναι mentoring αν και ο καθένας έχει τη δική του ιδέα τι είναι αυτό. Grooming είναι ακριβώς η σωστή λέξη που ψάχνεις.»
«Όπως και να έχει θα κάνω αυτό που ζητάς με μεγάλη μου χαρά.»
«Το ζητούμενο είναι να κάνεις αυτό που ζητάω με μεγάλη σου χαρά ακόμα και όταν διαφωνείς με αυτό, Ευδοκία. Εκεί είναι το δύσκολο.»
«Το φαντάζομαι,» είπε αναστενάζοντας. «Με τη βοήθειά σου και της Κατερίνας αν χρειαστεί θα το αντιμετωπίσω όταν και αν συμβεί… και δε θα πω κάτι περισσότερο, δε μου αρέσουν τα μεγάλα λόγια.»
«Μπράβο το κορίτσι μου,» της είπα. Με κοίταξε στα μάτια πεταρίζοντας παιχνιδιάρικα τα μάτια της κάνοντας με να βάλω τα γέλια.
«Είναι που όπως κάθεσαι δεν φαίνονται οι μεγάλες Ευδοκίες,» της είπα και αντί για απάντηση μου έβγαλε πειρακτικά τη γλώσσα της. Την έκανα πολύ χάζι. «Πήγαινε φέρε το laptop σου.»
«Αμέσως,» μου απάντησε και σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιο.
«Άνοιξέ το και πήγαινε στο forum. Στείλε μήνυμα στο support για την αλλαγή ονόματος.»
Κάθισε οκλαδόν στο πουφ με το laptop στα πόδια της. Το άνοιξε και μετά από λίγη ώρα άρχισε να πληκτρολογεί. Όταν τελείωσε γύρισε και με κοίταξε.
«Κάτι άλλο;»
«Ναι, ένα δωράκι από εμένα,» της είπα και χαμογέλασε. «Θα αλλάξεις από Vanilla σε submissive και στο custom title θα γράψεις απλά In training.»
«Μάλιστα, αμέσως,» είπε. Όταν τέλειωσε μου γύρισε το laptop για να δω. Το πήρα στα χέρια μου αλλά δεν έβλεπα ούτε από κοντά ούτε από μακριά.
«Φέρε μου τα γυαλιά μου από το σακάκι να δω ο πρεσβύωψ,» της είπα κάνοντας την να χαμογελάσει. Σηκώθηκε και πήγε στο σακάκι και βρήκε τα γυαλιά στην εσωτερική τους θέση. Μου τα έδωσε και τα φόρεσα και επιτέλους μπόρεσα να δω. «Μια χαρά,» της είπα και την έστειλα να επιστρέψει το laptop στο δωμάτιο. «Κάτσε στο πουφ τώρα,» της είπα όταν γύρισε.
«Θέλεις να φέρω μια μπύρα;»
«Όχι, δεν θέλω μπύρα αλλά θέλω να κάνω ένα τσιγάρο. Θέλεις να σου στρίψω κι εσένα ένα;»
«Ναι, θα το ήθελα.»
«Ωραία, πήγαινε φέρε το τασάκι μέχρι να στρίψω τα τσιγάρα,» Κίνησε προς το μπαλκόνι αφηρημένη. «Έτσι θα βγεις έξω;» τη ρώτησα και τότε συνειδητοποίησε ότι ήταν ακόμα γυμνή από πάνω.
«Ooops,» είπε και γύρισε να βάλει το πάνω μέρος της πιτζάμας της.
«Η αφηρημάδα πληρώνεται!» της είπα αρπάζοντας το πάνω μέρος της πιτζάμας που ήταν ακόμα στο χέρι της πολυθρόνας. «Allez!»
Ξεφύσησε αλλά βγήκε γυμνή από πάνω στο μπαλκόνι και έφερε το τασάκι.
«Ευτυχώς που δεν είναι καλοκαίρι,» μου είπε.
«Αυτοί χάνουν!» της είπα. Στο μεταξύ είχα στρίψει τα τσιγάρα καθώς τον καπνό τον είχα στην τσέπη του πουκαμίσου μου αλλά δεν είχα αναπτήρα. «Ευδοκία, πήγαινε σε παρακαλώ στην τσάντα μου και φέρε τον αναπτήρα,» της είπα, πράγμα που έκανε και όταν γύρισε μου άναψε το τσιγάρο. Μετά ανάβοντας και το δικό της κάθισε στο πουφ κρατώντας στο αριστερό της χέρι το τασάκι.
Καπνίσαμε τα τσιγάρα μας χωρίς να μιλάμε. Όταν τέλειωσα το έσβησα και μετά από λίγο το έσβησε και εκείνη.
«Δε θέλω να αρχίσεις το κάπνισμα οπότε τσιγάρο μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις. Θέλω ωστόσο να μάθεις να μου στρίβεις τσιγάρο.»
«Ευχαρίστως,» μου είπε χαμογελαστή. «Για το άλλο σε διαβεβαιώ ότι δεν τίθεται τέτοιο θέμα, όπως σου είχα πει καπνίζω στη χάση και στη φέξη socially.»
«Ναι, αλλά δεν είχες μέχρι τώρα πάρε δώσε με καπνιστή και δεν θέλω να πάρεις τον ολισθηρό δρόμο.»
«Έχεις δίκιο,» μου είπε «αλλά και αυτό λύνεται μόνο του. Άμα νιώσω για τον όποιο λόγο επιθυμία να κάνω ένα τσιγάρο θα ζητήσω την άδειά σου. Απλά πράγματα!»
«Good,» της είπα και συνέχισα «Σήκω τώρα και γδύσου τελείως.»
Η αμηχανία που ένιωσε ήταν τόσο έντονη που σχεδόν την ένιωσα κι εγώ κάνοντάς με να χαμογελάσω. Δεν είμαι σαδιστής αλλά θα ήμουν ψεύτης αν πω ότι δεν απολάμβανα τέτοιες στιγμές. Η Ευδοκία, αμήχανη ή όχι, σηκώθηκε και έβγαλε το κάτω μέρος της πιτζάμας της. Φορούσε ένα απλό μαύρο κιλοτάκι από μέσα. Μετά έβγαλε και το κιλοτάκι της και στάθηκε τελείως γυμνή μπροστά μου. Ήταν ξυρισμένη κάτω και το μουνάκι της ήταν υπέροχα λαχταριστό.
«Δε θέλω να ξυρίζεσαι τελείως κάτω. Θέλω να διατηρείς περιποιημένη τριχοφυΐα.»
«Μάλιστα,» μου είπε ακόμα αμήχανη.
«Πάμε στο δωμάτιό σου,» της είπα και ξεκίνησα και εκείνη με ακολούθησε.
«Ανέβα στο κρεββάτι και κάτσε στα τέσσερα, θέλω να δω πως στήνεσαι,» της είπα.
Ανέβηκε στο κρεββάτι και κάθισε, πολύ αισθησιακά οφείλω να ομολογήσω, στα τέσσερα.
«Μια χαρά,» της είπα και έκανα το γύρο του κρεβατιού για να τη δω απ' όλες τις γωνίες. Μπορεί ο κώλος της να μην ήταν όπως της Κατερίνας στα 18 της αλλά δεν ήταν λιγότερο λαχταριστός. Γλυκό πρόσωπο με όμορφο και φροντισμένο σώμα, ακριβώς αυτό που επιθυμώ σε μια γυναίκα.
Η Ευδοκία δεν είχε βγάλει άχνα. Ανέβηκα στο κρεβάτι και πήγα από πίσω της. Πέρασα το χέρι μου ανάμεσα από τα πόδια της, ήταν μούσκεμα. Της ξέφυγε ένα βογγητό.
«Χαϊδέψου, παίξε με τον εαυτό σου,» τη διέταξα. Διστακτικά στην αρχή και με περισσότερο ενθουσιασμό στη συνέχεια στηρίχτηκε στο δεξί της χέρι και με το αριστερό -είναι αριστερόχειρας- άρχισε να παίζει με το μουνάκι της. Καθόμουν και τη χάζευα, είχα καυλώσει και πάλι αλλά δεν τον πήρα στα χέρια μου να τον παίξω. Η Ευδοκία είχε εντείνει το ρυθμό της, την ένιωσα κοντά στο τέλος.
«Στοπ,» της είπα.
Αναστέναξε αλλά με υπάκουσε. Έφερε το χέρι της μπροστά και κάθισε και με τα δύο χέρια στα τέσσερα.
Ανέβηκα στο κρεββάτι και πήγα από πίσω της. Βούτηξα το δάχτυλό μου στο μουνί της που κυριολεκτικά έσταζε. Το έπαιξα για λίγο και μετά το τράβηξα και με μια κίνηση το έβαλα πίσω στον κώλο της. Όλο. Της έφυγε μια πνιχτή φωνή. Συνέχισα να βάζω το δάχτυλό μου μέσα έξω κάνοντας κυκλικές κινήσεις.
«Σ' αρέσει, Ευδοκία;»
«Ναι… πολύ,» μου είπε με πνιχτή φωνή από την καύλα.
«Πες μου τι θα ήθελες τώρα;»
«Να… να με πάρεις εσύ… όχι με το δάχτυλό σου….»
«Αλλά;»
«Με… με την πούτσα σου. Να την καρφώσεις μέσα μου… όπου θες… όπως θες….»
Σταμάτησα και τράβηξα το δάχτυλό μου. Πήγα και ξάπλωσα δίπλα της. Έβαλα το δάχτυλό μου στο στόμα της. Δεν δίστασε ούτε δευτερόλεπτο, το ρούφηξε και το πιπίλησε.
«Έλα στην αγκαλιά μου,» της είπα. Ξάπλωσε μέσα της ακουμπώντας το κεφάλι της στο στέρνο μου. Της χάιδεψα τα μαλλιά. «Πώς αισθάνεσαι;» τη ρώτησα.
«Υπέροχα… είναι υπέροχα!» μου είπε.
«Παρόλο που δεν στον κάρφωσα μέσα σου, όπου θέλω όπως θέλω;»
«Μακάρι να το είχες κάνει αλλά… δεν είναι δική μου απόφαση. Αν αυτό επιθυμείς δεν μου χρειάζεται τίποτα περισσότερο.»
«Έχεις dildo ή δονητή;» τη ρώτησα.
«Ναι, έχω.»
«Δεν σου επιτρέπω να χρησιμοποιήσεις ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Ούτε τα δάχτυλά σου, ούτε τίποτα.»
«Ουφ, μάλιστα,» μου απάντησε.
«Αντιρρησιάζει;»
«Όχι, όχι… Δε θα πω ότι δε… δε… δε θα ήθελα να… αλλά… αφού αυτό θέλεις….»
«Θέλω να έχεις οργασμούς μόνο όταν εγώ επιθυμώ. Μπορεί να σου φαίνεται αδύνατο αλλά θα έρθει κάποια στιγμή που θα χύνεις μόνο και μόνο επειδή στο ζητάω.»
«Το έχω διαβάσει αυτό, Στέφανε, αλλά ποτέ δεν το είχα πάρει στα σοβαρά… Με την έννοια… πώς να σου πω, μου φαίνεται απίστευτο.»
«Θα μάθεις στην πράξη ότι δεν είναι καθόλου απίστευτο.»
«Μέχρι να συμβεί αυτό θα βασιστώ στα λεγόμενά σου και αυτή η δήλωση δεν σημαίνει ότι δε σε πιστεύω!»
«Επίσης θα έχεις εδώ πάντα ένα κουτί προφυλακτικά, θα σου αφήσω για σήμερα το δικό μου.»
«Αν είναι απλά για αντισύλληψη παίρνω αντισυλληπτικά για ινομυώματα.».
«Σεξ δε θα κάνεις μόνο μαζί μου, Ευδοκία.»
«Είναι κι αυτό,» είπε άχρωμα.
«Να ξέρεις ότι αν σου γυαλίσει κάποιος και θέλεις να πηδηχτείς μαζί του, δεν έχεις παρά να μου ζητήσεις την άδεια, εμένα μου αρέσουν κάτι τέτοια!»
«Βρήκες άνθρωπο, Στέφανε…» μου απάντησε κάνοντάς με να χαμογελάσω.
«Που ξέρεις, μπορεί να ανοίξουν οι ορίζοντές σου. Όταν γνώρισα την Κατερίνα δεν ήταν απλά μόνο 18 και παρθένα, δεν είχε φιλήσει καν αγόρι. Είχε ένα έμφυτο συντηρητισμό που υπό Κ/Σ θα με έκαναν να μην ασχοληθώ καν μαζί της.»
«Κ/Σ;» με ρώτησε.
«Κανονικές συνθήκες.»
«Αχ ναι μωρέ! Πω-πω, έχω να ασχοληθώ με χημεία από τα 17 μου που έδινα πανελλήνιες!»
«Πόσο είχες γράψει;»
«20 Μαθηματικά…» άρχισε να λέει αλλά τη διέκοψα
«Imagine my surprise.»
«20 Φυσική, 18 χημεία και 16 έκθεση.»
«Γιατί 18 χημεία;»
«Έλα ντε; Ακόμα και τώρα δεν έχω καταλάβει γιατί μου έκοψαν δύο ολόκληρες μονάδες.»
«Σου έλεγα ωστόσο για την Κατερίνα και με αποσυντόνισες.»
«Ωχ συγνώμη,» μου είπε.
«Για κάτσε στα τέσσερα,» της είπα. Υπάκουσε. «Πέντε με τη ζώνη τις οποίες θα μετράς σταθερά. Αν χάσεις το μέτρημα το χτύπημα θα επαναληφθεί.»
«Μάλιστα,» μου είπε.
«Το παράπτωμα δεν είναι τόσο σοβαρό ώστε να χρειάζεται ζώνη ωστόσο….»
«Να ξέρω τι θα με περιμένει, ε;» μου είπε.
«Ακριβώς!» της απάντησα και πήγα μέσα στο σαλόνι. Το παντελόνι μου ήταν διπλωμένο προσεκτικά πάνω στο χέρι του καναπέ, μέχρι και τις τσακίσεις είχε προσέξει. Έβγαλα τη ζώνη και επέστρεψα στο δωμάτιο.
Έριξα την πρώτη.
«Μία,» μου είπε ξεφυσώντας.
Ευδοκία
Η δεύτερη ήταν πιο δυνατή.
«Δύο,» είπα με ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία. Και έπεσε και η Τρίτη, και έπεσε και η τέταρτη, και έπεσε και η πέμπτη.
«Πέντε,» είπα σφίγγοντας τα δόντια. Η ζώνη πονούσε σα διάολος και ο Στέφανος δε χαριζόταν.
«Έχε υπόψη σου ότι σε πραγματική τιμωρία και όχι demo, τα χτυπήματα θα είναι το λιγότερο 30.»
«Άουτς!» είπα.
«Εξακολουθείς να νιώθεις σαν ψάρι στο νερό, Ευδοκία;»
«Ναι, αλλά θα φροντίσω να αποφύγω τους καρχαρίες αν με εννοείς,» του είπα κάνοντάς τον να γελάσει.
«Τι να σου πω, σου το εύχομαι. Πάνε γύρω στις δύο εβδομάδες που έριξα 50 στην Κατερίνα.»
«Αν επιτρέπεται, για πιο λόγο;»
«Επειδή αισθάνθηκε μειονεκτικά αποκαλώντας τον εαυτό της «το καθυστερημένο μέλος της οικογένειας,» ενώ στην πραγματικότητα η ίδια είναι το raison d'être της ύπαρξης της οικογένειας.»
«Έλα στη θέση της,» του είπα. «Δεν… δεν πρέπει να είναι εύκολο με τους υπόλοιπους τρεις σας. Δεν είστε μια τυπική next door οικογένεια, Στέφανε, ο μπαμπάς η διακεκριμένη με Fields μαθηματική ιδιοφυΐα, ο μεγάλος γιος for all intends and purposes grand master στο σκάκι και μια κόρη που σε λίγα χρόνια -είμαι σίγουρη- θα μας κάνει να φαινόμαστε ομαδικώς κρετίνοι μπροστά της.»
«Την υπερασπίζεσαι!» της είπα.
«Ναι, και θα το κάνω ακόμα και αν είναι να φάω άλλες τριάντα, Στέφανε.»
«Δε θα σου πω ότι με στενοχωρεί η ζέση σου αλλά πρέπει να καταλάβεις το λάθος της. Η Κατερίνα είναι η αιτία ύπαρξης αυτής της οικογένειας, είναι ο συνδετικός της ιστός. Δεν θα επιτρέψω κανένα λανθάνον αίσθημα κατωτερότητας να δηλητηριάσει την ψυχή της. Νομίζεις ότι η εικασία του Χαταγιάμα ήταν το high point της ζωής μου, Ευδοκία; Μπορεί να ήταν η μαθηματική μου Καπέλα Σιστίνα αλλά η Κατερίνα είναι το πραγματικό μου αριστούργημα και ο Tomas και η Φανή η ανταμοιβή μου. Την έπλασα και με τον ίδιο τρόπο έπλασα και τον εαυτό μου. Δε θα ήμουν αυτό που είμαι χωρίς την Κατερίνα. Δεν θα είχε αξία η … γαμώ το, μου τη δίνει αυτή η λέξη, δε θα είχε αξία η υποταγή της αν δεν την ένιωθα ίση απέναντί μου.»
«Είσαι υπέροχος άνθρωπος Στέφανε… υπέροχος. Δεν… δεν έχω λόγια,» του είπα βάζοντας τα κλάματα.
«Κλαψιάρα,» μου είπε απίστευτα τρυφερά εντείνοντας το χάδι του.
«Είμαι και φαίνομαι,» του είπα ξεσπώντας σε πιο δυνατούς λυγμούς. Δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία ότι ο Στέφανος ήταν ό,τι καλύτερo είχε συμβεί στη ζωή μου. Μπορεί τα πόδια μου να έτρεμαν από το φόβο τους όταν γονάτισα μπροστά Του αλλά δεν οφειλόταν σε αμφιβολίες, το μόνο που έτρεμα ήταν η απόρριψή Του.
«Να σου πω ένα μυστικό;» με ρώτησε.
«Ναι! Ναι! Το ρωτάς;» είπα σκουπίζοντας βιαστικά τα μάτια μου και ρουφώντας τη μύτη μου.
Ο ερωτισμός θα με φάει!
«Σου έχω πει ότι από τις πρώτες ώρες που σε γνώρισα, ότι δεν σε έβλεπα σαν απλή ερωτική παρτενέρ. Το υποσυνείδητό μου το είχε πιάσει σχεδόν με την πρώτη αλλά όπως κι εσένα αυτό από μόνο του δε μου αρκούσε. Ήθελα να βεβαιωθώ 100%, 1000%, ότι ο τρόπος που σε επιθυμούσα στα πόδια μου δεν ήταν κάποιο εκδήλωση λανθάνουσας αίσθησης κατωτερότητας.»
«What;» είπα… δεν κρατήθηκα!
«Τι what? Νομίζεις ότι έχω ανοσία στις ανασφάλειες, Ευδοκία;»
«Στέφανε ειλικρινά νιώθω τοσοδούλα δίπλα σου και δεν νιώθω καθόλου μειωτικά, ούτε σταλιά.»
«Ο καθένας έχει τη δική του οπτική, Ευδοκία μου. Μετράει τα πράγματα από το δική του σκοπιά, τα φιλτράρει με τα δικά του φίλτρα. Η… ουφ, η υποταγή σου δε θα είχε αξία για μένα αν σε θεωρούσα κατώτερη και όφειλα να είμαι 1000% σίγουρος, ότι από τη δική μου οπτική δεν γινόταν για λόγους προσωπικής ματαιοδοξίας.»
«Μου άρεσε αυτό το «μου,» που ακολούθησε το Ευδοκία,» του είπα στρίβοντας ελαφρά το κεφάλι μου προς τα πάνω για να τον κοιτάξω χαμογελαστή. Μου χαμογέλασε και εκείνος.
«Κάνε μου λιγάκι μμμμμ,» μου είπε τραγουδιστά και έσκασα στα γέλια!
«Χαχαχα, είχε ανοίξει ένα τέτοιο topic στο forum πριν κανα-δυο μήνες,» του είπα.
«Δεν το έχω διαβάσει,» μου είπε «τι αφορά;»
«Αν η λέξη «μου,» στο Αφέντης μου/Κύριός μου δηλώνει κτητικότητα από την οπτική της υποτακτικής/σκλάβας.»
«Η δική σου θέση ποια είναι;» με ρώτησε.
«Η δική μου θέση είναι ότι δεν χρειάζεται να φοβόμαστε τις λέξεις. Το να σε σκέφτομαι στο μυαλό ως Κύριό μου δεν σημαίνει ότι σε βλέπω κτητικά, είναι απλά μια αναφορά σε ποιον ανήκω και τίποτα περισσότερο. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.»
«Ακριβώς, αλλά έχει αξία να δεις και την άλλη οπτική. Πάντα υπάρχει κάτι που κρύβεται πίσω από την χρήση των λέξεων.»
«Το δέχομαι ως ακόμα μία οπτική, Στέφανε. Στο τέλος της ημέρας το μόνο που έχει πλέον αξία για μένα είναι το πως το βλέπεις εσύ.»
«Προτιμώ να με αποκαλείς με το όνομά μου χωρίς να ακολουθεί το μου. Ωστόσο σου επιτρέπω, αν το φέρει ποτέ η συζήτηση στο φόρουμ και θέλεις να αναφερθείς σε κάτι που με αφορά, να χρησιμοποιήσεις το Κύριος με ή χωρίς «μου.». Αν πεις «ο Κύριος είπε,» χωρίς να βάλεις το «μου,» μπροστά, δε νομίζω ότι δεν θα καταλάβουν ότι αναφέρεσαι στον Κύριο στον οποίο ανήκεις, αλλά περί ορέξεως, που είπες κι εσύ.»
«Αυτό που καταλαβαίνω τελικά είναι ότι προτιμάς να μην γίνεται χρήση του «μου,» αλλά όχι στο βαθμό που να σε κάνει να αφιερώσεις έστω και μια δεύτερη σκέψη.»
«Τι σημαίνει αυτό για σένα, Ευδοκία;»
«Ότι στο συγκεκριμένο με αφήνεις ελεύθερη να το κάνω με τον τρόπο που προτιμώ εγώ, οπότε αν ποτέ χρειαστεί, και εκτός και αν μέχρι τότε έχεις αλλάξει γνώμη, θα το βάλω αυτό το «μου,» ακριβώς με τον τρόπο που ανέφερα.»
«Παρά το γεγονός ότι η δική μου προτίμηση είναι διαφορετική;»
«Αν σε ενδιέφερε πραγματικά το θέμα δε θα ήταν αντικείμενο συζήτησης. Το «κάνε αυτό που εσύ προτιμάς,» είναι στα δικά μου μάτια διαταγή, ειπωμένη ίσως με διαφορετικό τόνο, αλλά διαταγή nonetheless,» του είπα κοιτώντας Τον.
«Αν και ξαπλωμένη ορθά ομίλησες,» μου είπε. Με έπιασε ξαφνική φαγούρα στη μύτη και την έτριψα στο στήθος του ξύνοντάς την.
«Χμμμ, ελπίζω να μη σημαίνει ότι θα φάω ξύλο,» του είπα.
«Κάτι θα φας πάντως,» μου είπε κλείνοντάς μου συνωμοτικά το μάτι. «Πάρε με στο στόμα σου.»
Χαμήλωσα και του κατέβασα το μποξεράκι. Δεν ήταν καυλωμένος. Άρχισα να τον γλείφω χαμηλά στα αρχίδια, ενώ με το χέρι μου χάιδεψα τον πούτσο του, μέχρι που τον ένιωσα να γιγαντώνεται μέσα του. Ανέβηκα και τον πήρα βαθιά μέσα στο στόμα μου, όσο βαθιά μπορούσα. Η αίσθηση του πούτσου του στο στόμα μου με ξετρέλαινε αλλά πιο πολύ με ξετρέλαιναν οι αναστεναγμοί της απόλαυσή του. Είχα κλειστά και πάλι τα μάτια μου, απολαμβάνοντας το τσιμπούκι που του έκανα με τις υπόλοιπες αισθήσεις μου. Αγκάλιασα το κάτω μέρος του πούτσου του με τα χέρια μου και άρχισα να το μαλάζω κάνοντας περιστροφικές κινήσεις ενώ συγχρόνως τον έπαιρνα στο στόμα μου μέχρι να βρω στη γροθιά μου. Αυτή τη φορά είχε αφεθεί τελείως σε μένα, δε μου έδινε ρυθμό με το χέρι του.
«Σταμάτα,» με διέταξε και σταμάτησα και τον κοίταξα. «Έλα εδώ,» μου είπε και πήγα και ξάπλωσα δίπλα του. Με φίλησε στο στόμα και μετά κατέβηκε σιγά σιγά στο λαιμό και στα στήθη μου. Με το ένα του χέρι μάλαζε το δεξί στήθος ενώ με το στόμα του πιπιλούσε απαλά την αριστερή μου ρώγα. Μετά πήρε το χέρι του και μου χάιδεψε απαλά το μουνάκι μου, που έσταζε. Μετά έβαλε πρώτα ένα και μετά δεύτερο δάχτυλο μέσα του κάνοντάς με να νιώσω σα να με χτυπάει ρεύμα. Ασυναίσθητα τέντωσα τη λεκάνη μου, έπαιρνα κοφτές ανάσες, με το ζόρι ανέπνεα. Τον ήθελα, τον λαχταρούσα μέσα μου, να με κάνει δικιά του… τον ήθελα τόσο που πονούσε.
Δεν είπα τίποτα.
Του άνηκα, το ένιωθα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, ας με κάνει ότι θέλει ο ίδιος, ας με χρησιμοποιήσει όπως θέλει ο ίδιος. Το χέρι του με έπαιζε με μεγάλη τέχνη… ένιωθα το τέλος να έρχεται…
«Μην τελειώσεις, Ευδοκία. Αν τελειώσεις θα τιμωρηθείς.»
Δαγκώθηκα, έφερνα στο μυαλό μου ό,τι πιο άκυρο μπορούσα να φανταστώ. Προσπαθούσα να κρατηθώ να μην τελειώσω, είχε γίνει μαρτύριο, πραγματικό μαρτύριο. Πάλευα σκληρά… Πάλευα… Ενέτεινε τον ρυθμό του, δαγκώθηκα… Έμπηξα τα νύχια μου στα πλευρά μου, σχεδόν χαρακώθηκα… αλλά το κατάφερα… ήμουν… ήμουν ένα τσακ… Μαρτύριο, ήταν μαρτύριο.
«Και τώρα θα έχεις την ανταμοιβή σου, Ευδοκία. Μπορείς τα τελειώσεις όσες φορές θέλεις.»
Τράβηξε τα χέρια του αλλά πριν προλάβω να δω τι εννοούσε ένιωσα το βάρος του πάνω μου. Άνοιξα τα πόδια μου να τον υποδεχτώ. Τον ακούμπησε στα χείλη μου. Μούγκρισα από την προσμονή.
«Κοίταξέ με στα μάτια!» με διέταξε.
Άνοιξα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Πρέπει να τον κοίταζα σαν την τρελή.
Και τότε καρφώθηκε μέσα μου… δεν πρόλαβε να ξεκινήσει καν να κινείται πριν αρχίσω να έχω τον πρώτο μου έντονο οργασμό, οργασμό που έκανε το κορμί μου να τραντάζεται. Ήταν μέσα μου, με έκανε δική του… δεν είχα νιώσει ποτέ τόσο γεμάτη, ποτέ τόσο πλήρης στη ζωή μου.
Δεν είχα επιτρέψει ποτέ σε κανέναν να με πάρει χωρίς προφυλακτικό ούτε μπρος, ούτε πίσω. Δεν είχα ιδέα πως είναι να τελειώνει κανείς μέσα μου. Τον ένιωσα να δονείται βαθιά μέσα μου και τότε ένιωσα μια πρωτόγνωρη ζέστη βαθειά μου η οποία συνόδεψε ακόμα ένα οργασμό μου… είχα χάσει το μέτρημα…
«Σε ευχαριστώ… σε ευχαριστώ,» του είπα μέσα σε αναφιλητά που δεν ήταν κλάματος, ήταν ηδονής. Πληρότητας.
Τον κρατούσα σφιχτά στην αγκαλιά μου, ήταν ακόμα μέσα μου… δεν ήθελα να φύγει… δεν ήθελα να τελειώσει ποτέ αυτή η στιγμή.
Ήμουν δική του… με κάθε τρόπο που μπορούσα να ονειρευτώ.
Κεφάλαιο 21 - The chain
Ευδοκία
Ήταν Σάββατο βράδι, γύρω στις 22:30 όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν η Φανή.
«Καλησπέρα Φανούλα μου.»
«Εύη… μπορώ… μπορώ να σε απασχολήσω λίγο;»
Σπασμένη φωνή, υποψία κλάματος.
«Το ρωτάς; Τι σε απασχολεί; Πες μου!»
Κλάματα
«Φανούλα μου, τι συμβαίνει;»
«Δε θέλω… να… με λένε… έτσι,» μου είπε μέσα σε λυγμούς.
«Φανή, πού είσαι;»
«Σπίτι… σπίτι….»
«Που είναι ο μπαμπάς ή η μαμά;» της μιλούσα σαν σε παιδάκι, όλο μου το είναι ένιωθε ότι εκείνη τη στιγμή μιλούσε με παιδάκι και όχι με τη 15χρονη, ασύλληπτη, μαθηματική διάνοια.
«Έχουν πάει θέατρο,» μου είπε μέσα σε λυγμούς.
«Φανούλα μου έρχομαι από εκεί. Θα σε πάρω τηλέφωνο από κάτω για να ξέρεις ότι εγώ είμαι για να μου ανοίξεις, ναι;»
«Ναι!»
«Φιλάκια ματάκια μου, θα είμαι εκεί το συντομότερο δυνατό.»
Ντύθηκα στα γρήγορα και βγήκα στους δρόμους σαν την παλαβή. Δεν ξέρω αν αυτό που ένιωθα με το Στέφανο ήταν έρωτας αλλά για τη Φανή ήταν αγάπη, πραγματική αγάπη. Είμαι άτομο που δεν τρέχει και δεν βρίζει αλλά μέχρι να φτάσω στη Ρέα δεν ξέρω κι εγώ πόσα καντήλια είχα κατεβάσει. Το σπίτι τους ήταν μια διώροφη μονοκατοικία και την περιτριγύριζε ψηλή μάντρα. Στάθηκα κάτω από την κύρια είσοδο και πήρα τηλέφωνο τη Φανή.
«Εύη μου;»
«Είμαι από κάτω αγάπη μου, εγώ χτυπάω το κουδούνι,» της είπα και πάτησα το κουδούνι. Άκουσα το χαρακτηριστικό βουητό και άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Προχώρησα μερικά μέτρα και έφτασα στην εσωτερική είσοδο. Εκεί με περίμενε η Φανή και το πρόσωπό της ήταν φανερά κλαμένο.
«Πάμε να κάτσουμε Φανούλα μου,» της είπα και με ακολούθησε χωρίς να μιλήσει. Κάθισα στον καναπέ και της έκανα νόημα να κάτσει δίπλα μου.
«Θέλεις να μου πεις τι έγινε;»
«Με λένε παγοκολόνα… δε θέλω να με λένε παγοκολόνα,» είπε και έβαλε ξανά τα κλάματα. Την πήρα αγκαλιά και την έσφιξα πάνω μου.
«Ποιος σε λέει παγοκολόνα, μωρό μου;»
«Οι… οι… συ- συμμαθητές μου,» μου είπε μέσα σε λυγμούς που τους ένιωθα σαν μαχαιριές στην καρδιά μου.
Θυμήθηκα τα λόγια του Στέφανου: «η Φανή πολύ δύσκολα γίνεται συναισθηματική αλλά όταν γίνεται… δεν ξέρει… δεν ξέρει να το χειριστεί.»
«Ηρέμισε καρδούλα μου και πες μου τι συνέβη. Θέλεις να σου στύψω μια πορτοκαλάδα;»
Η Φανή ρούφηξε δυνατά τη μύτη της.
«Όχι, σ' ευχαριστώ.»
«Θέλεις να μου πεις τι έγινε;»
«Ναι… να, ένας συμμαθητής μου με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να βγούμε έξω.»
«Δεν είναι κακό αυτό, Φανούλα μου.»
«Με αιφνιδίασε, δεν ήξερα τι να του απαντήσω!»
«Τι του είπες;»
«Ότι δε θέλω να βγω μαζί του.»
«Έτσι του το είπες;»
«Έτσι είναι, πώς αλλιώς να του το πω;» με ρώτησε. Με πολύ δυσκολία κρατήθηκα και δεν αναστέναξα.
«Και μετά τι έγινε;»
«Μου είπε ότι είμαι μια παγοκολόνα και ότι καλά του το έλεγαν και καλά να πάθει που δεν τους άκουγε.»
«Δεν θα τον δικαιολογήσω σε καμία περίπτωση, Φανούλα μου, αλλά και αυτός από τη μεριά του πληγώθηκε με τον τρόπο που του μίλησες, και μάλλον γι’ αυτό αντέδρασε έτσι.»
«Δεν του είπα τίποτα κακό Εύη!»
«Φανούλα μου… υπάρχουν πολλοί τρόποι να πεις το ίδιο πράγμα χωρίς να πληγώσεις άθελά σου τον άλλον.»
«Εγώ φταίω;» με ρώτησε χωρίς ίχνος κατηγορίας προς το πρόσωπό μου.
«Όχι αγάπη μου. Εσύ είπες την αλήθεια όπως εσύ την αντιλαμβάνεσαι αλλά… πως να σου πω… πολλές φορές στους ανθρώπους δεν αρέσει η ψυχρή αλήθεια, τους κάνει να αισθάνονται άσχημα, μειονεκτικά.»
«Μα αφού είναι η αλήθεια!»
«Δεν υπάρχει μία απόλυτη αλήθεια, ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του εκδοχή της αλήθειας που προκύπτει από το δικό του τρόπο που βλέπει τον κόσμο!»
«Δεν έχει νόημα αυτό που λες, καθόλου!» μου δήλωσε.
Αναστέναξα.
«Και όμως Φανούλα μου, έχει, και κατά βάθος το ξέρεις και η ίδια. Αυτό ισχύει και στα ίδια τα μαθηματικά.»
«Δεν ξέρω κανένα τέτοιο πράγμα!» μου είπε.
«Ωραία, άσε με να σου δώσω παράδειγμα. Στο επίπεδο, από σημείο εκτός ευθείας μπορεί να αχθεί μόνο μία παράλληλη. Στο σαμάρι άπειρες ενώ πάνω στη σφαίρα καμία. Και οι τρεις αυτές προτάσεις είναι αληθείς, η κάθε μία στο δικό της σύστημα, στο δικό της πλαίσιο αναφοράς. Έτσι γίνεται και με τους ανθρώπους, καρδούλα μου, είναι η δική τους αλήθεια στο δικό τους σύστημα, δηλαδή στη δική τους οπτική του κόσμου.»
«Ναι, έτσι όπως το θέτεις έχεις δίκιο. Τι θα έπρεπε να κάνω; Γιατί είμαι τέτοια, γιατί δεν ξέρω να μιλήσω στους άλλους;» είπε και έβαλε πάλι τα κλάματα. Την έσφιξα στην αγκαλιά μου. «Δεν… είμαι… χαζή… το ξέρω… το ξέρω… ότι φύγαμε από το σπίτι… από το σπίτι μας… στη… στη Βοστώνη εξ αιτίας μου. Όλοι… όλοι… μέχρι και ο παππούς και η γιαγιά… όλοι… γιατί… γιατί….»
Οι λυγμοί της ήταν μαχαιριές.
«Φανούλα μου… έχεις ένα υπέροχο, ένα μοναδικό χάρισμα….»
«Μακάρι… μακάρι να μην… να μην το είχα… να …να ήμουν φυσιολογική….»
«Μη σε ακούσω να το ξαναπείς αυτό!» της είπα σε πολύ αυστηρό τόνο ξαφνιάζοντάς την. «Ποτέ να μην το ξαναπείς αυτό! Το γεγονός ότι κανείς δεν έχει το μυαλό σου, δεν σε κάνει μη φυσιολογική, σε κάνει χαρισματική. Είσαι μια υπέροχη νεαρή κοπέλα, κούκλα, πραγματική κούκλα, που το μυαλό σου δουλεύει σε στροφές που οι υπόλοιποι κοινοί θνητοί μόνο να ονειρευτούμε μπορούμε. Η συμπεριφορά, Φανούλα μου, και ο τρόπος να μπορείς να μιλάς στους άλλους έτσι ώστε να μη τους φέρνεις σε δύσκολη θέση και να μην νιώθουν ότι χρειάζεται να αμυνθούν ή να επιτεθούν, είναι κάτι που μαθαίνεται. Αυτό το μοναδικό, το ζηλευτό χάρισμα που σου έδωσε ο Θεός όχι· είναι δικό σου, αποκλειστικά δικό σου, κανενός άλλου.»
«Δεν πιστεύω στο Θεό!» μου δήλωσε φανερά πιο ήρεμη.
«Η φύση, η θεά τύχη, πες το όπως θέλεις. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι αυτό που έχεις πάνω σου είναι χάρισμα, μοναδικό χάρισμα. Όλα τα άλλα μαθαίνονται αγάπη μου.»
«Τι έπρεπε να του πω;»
«Εγώ στη θέση σου θα τον ευχαριστούσα για την πρότασή του αλλά θα του έλεγα πως δεν τον βλέπω με τον τρόπο που με βλέπει εκείνος. Δεν χρειάζεται να του πεις ούτε καν ένα ελαφρύ αθώο ψέμα ότι πχ έχεις άλλες υποχρεώσεις, γιατί είναι απάνθρωπο να τον αφήσεις με την ελπίδα. Δεν είναι ευχάριστο πράγμα να νιώθεις απόρριψη από κάποιον που σου αρέσει, αλλά έτσι είναι η φύση των πραγμάτων. Αν δεν ενδιαφέρεσαι το ξεκόβεις σταθερά αλλά ευγενικά.»
Δεν είπε τίποτα και χώθηκε πάλι στην αγκαλιά μου και την έσφιξα πάνω μου και την χάιδευα μέχρι που ηρέμισε τόσο που την πήρε ο ύπνος. Δεν τόλμησα να κουνηθώ ούτε ρούπι φοβούμενη μην την ξυπνήσω. Άκουσα την πόρτα να ανοίγει, ο Στέφανος με την Κατερίνα είχαν επιστρέψει. Ξαφνιάστηκαν όταν με είδαν αλλά τους έκανα νόημα με τα χέρια μου να μην κάνουν φασαρία. Χάιδεψα τη Φανή και την σκούντησα ελαφρά για να ξυπνήσει.
«Αγάπη μου ήρθε ο μπαμπάς και η μαμά. Θέλεις να ανέβεις στο κρεββάτι σου να κοιμηθείς;»
Άνοιξε τα μάτια της και χασμουρήθηκε. Είδε τους γονείς της και το πρόσωπό της φωτίστηκε! «Μαμά! Μπαμπουίνε μου!»
«Τι κάνετε, κορίτσια;» ρώτησε ο Στέφανος παίρνοντας εκείνος την πρωτοβουλία να μιλήσει.
«Εδώ, λέγαμε τα κοριτσίστικα μεταξύ μας,» του απάντησα.
«Τότε θα σας αφήσω και τα τρία κορίτσια μόνες σας και θα πάω να αλλάξω,» είπε και αφήνοντας την Κατερίνα κάτω ανέβηκε στο πάνω μέρος του σπιτιού.
«Θα μου πείτε κι εμένα τι λέγατε;» ρώτησε η Κατερίνα.
«Η κοριτσάρα μας εδώ προκαλεί έρωτες και είχαμε ένα μικρό δράμα από ένα πληγωμένο Ρωμαίο,» της είπα.
«Δηλαδή;»
«Φανούλα, θες να το πεις εσύ στη μαμά;»
«Με πήρε ένας συμμαθητής μου και μου ζήτησε να βγούμε. Του αρνήθηκα με τρόπο που τώρα καταλαβαίνω ότι τον πλήγωσε και με πλήγωσε και αυτός με τη σειρά του. Εσείς ήσασταν στο θέατρο και ο Tomas είναι με το Μάνθο οπότε πήρα τη Εύη… ντρεπόμουν να πάρω τον παππού και τη γιαγιά,» είπε η Φανή.
Η Κατερίνα με κοίταξε ερωτηματικά και της ένευσα ότι θα της εξηγούσα εγώ αργότερα.
«Εσύ είσαι καλύτερα τώρα;» την ρώτησε η Κατερίνα.
«Ναι….». Ξαφνικά με αγκάλιασε και μου έδωσε ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο «Σε ευχαριστώ Εύη μου! Α, έχω λύσει και τις ασκήσεις που μου έβαλες!». Βρήκα την ευκαιρία.
«Έλα, αν μας αφήνει η μαμά, πάμε πάνω να τις δω και μετά να πέσεις για ύπνο, εντάξει;»
«Η μαμά σας δίνει τις ολόθερμες ευχές της!» είπε η Κατερίνα και συνέχισε «Άντε, πάμε πάνω να πάω κι εγώ να αλλάξω.»
Την ώρα που ανεβαίναμε κατέβαινε ο Στέφανος.
«Ε, που πάτε, μόνο μου θα με αφήσετε;»
«Ο ψωριάρης χώρια!» του είπα κάνοντας τη Φανή να βάλει τα γέλια.
Ανεβήκαμε πάνω, η Κατερίνα πήγε στο δωμάτιό της κι εγώ στο δωμάτιο της Φανής. Φανατική τάξη και καθαριότητα και περιβάλλον που μου φάνηκε πολύ αποστειρωμένο. Κράτησα τις παρατηρήσεις για τον εαυτό μου, ωστόσο, και πήγα στο γραφείο της. Η Φανή ήταν εξαιρετικά καλλίγραφη και τα γραπτά της ήταν λες και είχαν βγει από εκτυπωτή και όχι χειρόγραφα. Οι ασκήσεις της ήταν όλες σωστές, δύο από αυτές ακολουθώντας τελείως διαφορετικά μονοπάτια από αυτά που είχα στο νου μου όταν τις έβαλα και έδειχναν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι ήταν έργο μιας αδιανόητης μαθηματικής ιδιοφυΐας, ενός μυαλού που έκανε άλματα που πολύ δύσκολα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε όλοι εμείς οι υπόλοιποι.
«Όλες είναι σωστές, μάλιστα οι λύσεις που έδωσες στις ασκήσεις δύο και πέντε είναι πολύ μαθηματικά κομψότερες από τη λύση που είχα στο μυαλό μου. Μπράβο σου Φανούλα μου!» της είπα και το πρόσωπό της έλαμψε.
«Είχες δίκιο Εύη! Η Τοπολογία είναι ακόμα πιο όμορφη από την Άλγεβρα και την Ανάλυση! Είναι δύο κόσμοι που παντρεύονται!»
«Όλα τα μαθηματικά έχουν τη δική τους ομορφιά αλλά ο κάθε κλάδος τους μιλάει ξεχωριστά στον καθένα μας.»
«Μια παρτίδα blitz και πέφτω για ύπνο,» μου είπε κοιτώντας με στα μάτια με κουταβίσιο βλέμμα που έκανε την καρδιά μου να λιώσει.
«Άντε, μαϊμού, βγάλε το σκάκι να παίξουμε μια παρτίδα,» της είπα τρυφερά.
Η Κατερίνα ήταν στην πόρτα και μας κοιτούσε χαμογελαστή. Μου έκανε νόημα ότι πάει κάτω.
Δεν είχα καμία διάθεση να της χαριστώ και η Φανή είναι πολύ έξυπνος άνθρωπος για να τον ξεγελάσεις οπότε έπαιξα το καλύτερο που μπορούσα αλλά το αποτέλεσμα ήταν στην 25η κίνηση να της δώσω το χέρι μου παραδεχόμενη την ήττα μου. Με πήρε αγκαλιά και με φίλησε και της το ανταπέδωσα.
«Καληνύχτα Φανούλα μου!»
«Καληνύχτα Εύη μου!»
Έκλεισα την πόρτα της και κατέβηκα στο σαλόνι όπου με περίμεναν Στέφανος και Κατερίνα.
«Σας… σας ζητώ συγνώμη για την … τον απροειδοποίητο ερχομό μου εδώ αλλά με πήρε η Φανούλα κλαίγοντας και…» αλλά δεν πρόλαβα να τελειώσω γιατί η Κατερίνα με πήρε αγκαλιά και με έσφιξε πάνω της μη μπορώντας να συγκρατήσει το κλάμα της
«Σ' ευχαριστώ… Σ' ευχαριστώ….»
Δεν ήξερα τι να κάνω, την έσφιξα πάνω μου. Ο Στέφανος δεν είπε τίποτα, μόνο με κοιτούσε κι αυτός με ύποπτα υγρό βλέμμα.
Όταν ηρέμισε η Κατερίνα τους διηγήθηκα τα καθέκαστα. Όσο μιλούσα μου κρατούσε το χέρι μου, σφίγγοντάς το κάποιες στιγμές.
«Ελπίζω… ελπίζω να έκανα το σωστό….».
«Δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία ότι θα πράξεις όπως έπραξες,» μου είπε ο Στέφανος. «Είσαι ό,τι καλύτερο έχει συμβεί στη Φανή τα τελευταία χρόνια, με ξέρεις Ευδοκία, ποτέ δεν λέω πράγματα που δεν τα εννοώ.»
Δεν ήξερα τι να πω, οπότε δεν είπα τίποτα.
«Στέφανε, μπορείς σε παρακαλώ να μου βάλεις ένα ποτήρι ουίσκι; Και σε παρακαλώ στρίψε μου ένα τσιγάρο,» είπε η Κατερίνα «πραγματικά το έχω ανάγκη αυτή τη στιγμή.»
«Εσύ Ευδοκία, θέλεις κάτι να πιείς;»
«Δε θα έλεγα όχι κι εγώ για ένα ποτήρι ουίσκι, σκέτο!»
«Έφτασέιιιιι,» είπε ο Στέφανος κάνοντάς μας να χαμογελάσουμε και πήγε προς τα μέσα.
«Πάμε έξω;» μου είπε η Κατερίνα.
«Ναι, πάμε,» της είπα και κινήσαμε για τη βεράντα. Φορέσαμε τα μπουφάν μας γιατί έκανε πολύ κρύο σήμερα και βγήκαμε έξω.
«Εύη, ζήτησα από τον Στέφανο να μας βάλει ποτά γιατί ήθελα να μιλήσουμε λίγο μόνες μας, πράγμα που το κατάλαβε και ο ίδιος.»
«Έκανα κάτι λάθος;» τη ρώτησα ανήσυχη.
«Όχι, έκανες ακριβώς αυτό που έπρεπε. Το ένστικτό σου είναι αλάνθαστο και όχι μόνο στα μαθηματικά. Της μίλησες ακριβώς όπως έπρεπε, και της είπες ακριβώς αυτά που έπρεπε, να ακούσει με ακριβώς τον τρόπο που έπρεπε.»
«Την αγαπάω τη Φανή, Κατερίνα. Την αγαπάω πραγματικά σαν τη μικρή αδερφή που πάντοτε λαχταρούσα αλλά ποτέ δεν είχα.»
«Πες μου, όσο μιλούσες μαζί της, σκέφτηκες ποτέ τη σχέση που έχεις με τον πατέρα της;»
«Όχι,» παραδέχτηκα. «Δεν μου πέρασε καν από το μυαλό.»
«Άρα έχεις την απάντησή σου στο ένα από τα δύο πράγματα που σε ταλάνιζαν.»
Χαμήλωσα τα μάτια μου.
«Ο Στέφανος έχει απόλυτο δίκιο, είσαι ό,τι καλύτερο έχει συμβεί στη Φανή τα τελευταία χρόνια. Ακόμα και αν ένιωθα αντιζηλία στην παρουσία σου -που δεν το κάνω- και ακόμα και αν δε σε συμπαθούσα καθόλου -και σε διαβεβαιώ ότι έχω αρχίσει και σε λατρεύω- αυτό από μόνο του θα αρκούσε για εμένα. Δεν μοιραζόμαστε το Στέφανο, Εύη, ο Στέφανος μοιράζεται το χρόνο του μαζί μας, με όποιον τρόπο ο ίδιος επιλέγει.»
Αναστέναξα.
«Άλλωστε,» μου είπε συνεχίζοντας σε τελείως διαφορετικό τόνο «μου αρέσεις… πολύ,» και με άρπαξε και με φίλησε στο στόμα.
Listen to the wind blow, down comes the night
Ανταπέδωσα, διστακτικά στην αρχή και με περισσότερο πάθος στη συνέχεια.
Run in the shadows, damn your love, damn your lies
Την άρπαξα και την έσφιξα πάνω μου και το φιλί μου έγινε επιθετικό, άγριο. Έβαλα τη γλώσσα μου μέσα της και την κράτησα ακίνητη.
Break the silence, damn the dark, damn the light!
Ανταπέδωσε με ακόμα περισσότερο ενθουσιασμό και αν δεν ακούγαμε την πόρτα του σαλονιού να ανοίγει -είχε επιστρέψει ο Tomas και ευτυχώς από το μπαλκόνι δε φαινόμασταν- ακόμα εκεί θα ήμασταν.
«Tomas, εδώ στο μπαλκόνι είμαστε,» του φώναξε η Κατερίνα.
Ο Tomas βγήκε έξω και το πρόσωπό του φωτίστηκε όταν με είδε.
«Βρε βρε, σαν τα χιόνια! Και έλεγα ότι μας έχεις ξεχάσει και με χρησιμοποιείς στυγνά για να κάνεις τον πατέρα μου να κλαίει όταν παίζεις μαζί του,» μου είπε πειρακτικά.
«Είδα φως και μπήκα,» του είπα εξίσου πειρακτικά. «Τι κάνει ο Μάνθος;»
«Καλά είναι, καλά είναι. Λοιπόν, σας αφήνω τώρα γιατί έχω αφήσει το βιβλίο μου στη μέση και καλή η παρέα σας κλπ κλπ.»
«Καληνύχτα Tomas, χάρηκα που σε είδα.»
«Byeeeeeeeee,» είπε κάνοντας σαν τον Καλιβωκά στο «μια τρελή-τρελή οικογένεια,» κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
«Εύη, κάτι τελευταίο. Θα σου φανεί παράξενο αυτό που θα σου πω, αλλά δε χρειάζεται να μου λες τα πάντα που σου εκμυστηρεύεται η Φανή παρά μόνο αν η ίδια το κρίνεις απολύτως αναγκαίο. Πρέπει να νιώθει ότι μπορεί να σε εμπιστευτεί και ότι δεν χρειάζεται να κρύψει τίποτα από εσένα. Δεν την βλέπεις μόνο εσύ σα μικρή σου αδερφή, και η ίδια σε βλέπει σαν τη μεγάλη της. Μετά από τον τρόπο που χειρίστηκες σήμερα την κατάσταση, μπορώ να σου πω ότι διέλυσες κάθε ίχνος αμφιβολίας ακόμα και αν δεν εμπιστευόμουν καθόλου το Στέφανο.»
«Δεν… δεν ξέρω τι να πω…» της είπα.
«Να μην πεις τίποτα, να συνεχίσεις να είσαι αυτή που είσαι. Δεν υπήρχε περίπτωση αυτός ο άνθρωπος να κάνει λάθος, απλά δεν υπήρχε.»
And if you don't love me now, you will nEver love me againI can still hear you saying you will nEver break the chain.
Ακόμα και αν τα πάντα μας χώριζαν -και δε μας χώριζε τίποτα- υπήρχαν δύο πράγματα που μας έδεναν σαν αλυσίδα. Δύο άνθρωποι που τους βάζαμε πάνω και πέρα από το οτιδήποτε δικό μας. Μια αλυσίδα που όσο πιο πολύ μας έσφιγγε τόσο πιο πολύ μας έκανε να νιώθουμε πλήρεις.
Chain, keep us together running in the shadows
Κεφάλαιο 22 - Per aspera ad astra
Στέφανος
«Πολύ μου αρέσει το φανελάκι σου!» της είπα.
Η Ευδοκία ασυναίσθητα κοίταξε το μπούστο της και μετά σήκωσε το κεφάλι της και μου χαμογέλασε.
«Ο σκοπός αυτών των ρούχων είναι να κάνουν τους άλλους να θέλουν να στα βγάλουν.»
«Παραδέχεσαι ότι προσπαθείς να με αποπλανήσεις ραδιούργο μειράκιο;»
«I’m pleading the 5th που λέει και ένας σοφός Κύριος,» μου απάντησε παιχνιδιάρικα.
Δεν είπα τίποτα, έβγαλα το κινητό μου που το είχα στην τσέπη.
«Κάτσε ακίνητη,» τη διέταξα και την τράβηξα φωτογραφία. Ήταν απίστευτα ερωτική φωτογραφία, από τη μία το γλυκό της πρόσωπο να με κοιτάει χαμογελαστό ενώ κάτω από το μωβ φανελάκι με τη δαντέλα διαγράφονταν τα στήθη της με τις ρώγες πετρωμένες.
«Να τη δω;» με ρώτησε.
«Θα τη δεις στο forum,» της είπα.
«Μάλιστα,» μου απάντησε απλά.
Πέρασαν μερικές στιγμές. Η Ευδοκία συνέχισε να μου τρίβει τις πατούσες χωρίς αυτή τη φορά να σχολιάσει τις κάλτσες μου, αλλά έχοντας ακούσει το πρωί την Κατερίνα να μου λέει «δε σε αντέχω,» όταν τις φόρεσα, ήμουν σίγουρος ότι πάλι κάτι είχα κάνει λάθος. Δε βαριέσαι, τουλάχιστον δεν τις φορούσα με πέδιλα, το οποίο σύμφωνα με την Κατερίνα ήταν αιτία release, διαζυγίου και συζυγοκτονίας και όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.
«Εννοείται ότι δεν θα φαίνεται το πρόσωπό σου,» της είπα.
«Το φαντάστηκα,» μου απάντησε. «Κοίτα Στέφανε, δεν είμαι ακόμα Κατερίνα και πολύ πιθανό να μου πάρει πολλά χρόνια, και ίσως ποτέ να μην το καταφέρω, αλλά δε θα ήμουν εδώ…» και εκεί την έκοψα.
«Αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορώ να αλλάξω γνώμη, ξέρεις,» της είπα.
«Αν αλλάξεις γνώμη, τότε άλλαξες γνώμη.»
«Δε θα σ' ενοχλήσει;»
«Δε θα μου άρεσε αν αυτό με ρωτάς.»
«Και;»
«Τι και; Έχω σοβαρότερα πράγματα που πραγματικά δεν ξέρω πώς θα τα χειριστώ όταν συμβούν για να με ανησυχεί μια φωτογραφία στο forum, στην οποία έστω και αν είμαι με φανελάκι και κιλοτάκι, δεν είμαι δα και γυμνή.»
«Όπως για παράδειγμα;»
«Το τρίο με άλλον άνδρα;»
«Με άλλη γυναίκα;»
«Δεν με ενοχλεί τόσο αυτή η σκέψη,» μου ομολόγησε.
«Γιατί, τι διαφορά έχει;»
«Ε πώς δεν έχει;»
«Το γεγονός ότι μια γυναίκα δεν διαθέτει πούτσο δε σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει διείσδυση,» της είπα.
«Μπορεί, αλλά εξακολουθώ να το βλέπω διαφορετικά.»
«Ναι, αλλά γιατί;»
«Δεν έχω καλύτερη απάντηση από το «γιατί έτσι.». Άλλωστε κι εσύ διαφορετικά το βλέπεις, έχεις πει ότι το δύο άνδρες μια γυναίκα είναι περισσότερο του γούστου σου από το ανάποδο.»
«Οι δικοί μου λόγοι είναι καθαρά logistics, το θεωρώ πιο κουραστικό με δύο γυναίκες. Τι θα γίνει όταν στο ζητήσω;»
«Αυτή τη στιγμή δεν έχω να σου δώσω άλλη απάντηση, πέραν του θα βασιστώ στην διαίσθησή μου ότι δε θα με βάλεις να κάνω κάτι το οποίο δεν είμαι έτοιμη.»
«Και αν εγώ κρίνω ότι είσαι έτοιμη ενώ εσύ διαφωνείς;»
«Θα το κάνω Στέφανε, θα σε υπακούσω. Για το μετά είναι που δεν έχω να σου δώσω απάντηση.»
«Γιατί θα με υπακούσεις;»
«Γιατί η επιλογή μου θα είναι να σε υπακούσω και να μείνω στη θέση μου ή να μη σε υπακούσω και να βγω από αυτήν, και όσο και αν δεν πετάω τη σκούφια μου στη σκέψη να πάω με κάποιον άλλον, θα επιλέξω το μη χείρον.»
«Αυτό που είπες Ευδοκία, αν το σκεφτείς προσεκτικά, θα δεις ότι δεν απαντάει μόνο το πριν, απαντάει και το μετά και όχι μόνο για το είδος της σχέσεως που έχουμε αλλά για κάθε είδος σχέσης. Πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν σταυροδρόμια στη ζωή μας που πρέπει να επιλέξουμε μεταξύ δύο επιλογών, που θα προτιμούσαμε να αποφύγουμε, ωστόσο είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε. Αν η μόνη επιλογή είναι το μη χείρον, τότε, πετώντας ή όχι τη σκούφια μας, την κάνουμε και προχωράμε παρακάτω.»
«Δε φοβάσαι μην αυτό με δηλητηριάσει;»
«Αν αυτό σε δηλητηριάσει… τότε πολύ απλά δεν κάνεις για μένα, Ευδοκία οπότε το καλύτερο που θα έχεις να κάνεις είναι το μη χείρον, να βάλεις τα πόδια στην πλάτη… και αν δεν το κάνεις εσύ θα το κάνω εγώ για σένα.»
«Γιατί το κάνεις αυτό, Στέφανε;»
«Ευδοκία; παρατήρησες ότι όση ώρα μιλάμε συνεχίζεις και μου κάνεις μασάζ στα πόδια; Δε σταμάτησες ούτε μια στιγμή, ούτε καν στην τελευταία μου πρόταση.»
«Δε μου απάντησες Στέφανε.»
«Δεν χρειάστηκε, απάντησες εσύ ακόμα και αν δεν το έχεις συνειδητοποιήσει. Sleep on it.»
«Αν εννοείς…» πήγε να πει αλλά την έκοψα.
«Σου είπα sleep on it και είναι η τελευταία φορά που θα το πω με αυτόν τον τρόπο.»
«Μάλιστα… συγνώμη.»
«Δε θέλω να μου ζητάς συγνώμη, Ευδοκία.»
«….»
«Πώς αισθάνεσαι αυτή τη στιγμή;»
«Μπερδεμένη. Δεν είμαι καθόλου καλή να διαβάζω τους άλλους ανθρώπους και εσύ είσαι a whole lEvel of complexity above.»
“Γιατί είσαι εδώ;”
“I'm not faking until I make it. I'm here and not for lack of trying to get away from you.”
«Γιατί μου μιλάς στα αγγλικά;»
«Δεν ξέρω, έτσι μου βγήκε. Δύο εβδομάδες… δύο εβδομάδες πάλευα με τον εαυτό μου πριν… πριν γονατίσω μπροστά σου. Δεν μπορώ και δε θέλω να είμαι αλλού.»
«Δεν μπορείς ή δε θέλεις;»
«Δεν θέλω και δεν μπορώ.»
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Ακόμα και αν ήθελα, δε νιώθω ότι μπορώ, και ακόμα και αν μπορούσα, δεν θα το ήθελα.»
Της έκανα νόημα να ανέβει στα πόδια μου. Το πρόσωπό της φωτίστηκε και σηκώθηκε και πάνω στον ενθουσιασμό της κάθισε με λίγη περισσότερη φόρα απ' όσο υπολόγιζα.
«Πας να με διαλύσεις ραδιούργο γύναιο;»
«Χιχιχι, όταν σου δίνουν σοκολάτα ή σου προσφέρουν να κάτσεις στην καλύτερη θέση του κόσμου ο ενθουσιασμός είναι αναπόφευκτος!»
«Σοκολάτα δεν έχω!»
«Θα κάνω πέτρα την καρδιά μου,» μου είπε χαμογελαστή.
«Τι θα σε κάνω μου λες;»
«Ό,τι θες εσύ Στέφανε. Ό,τι θες εσύ.»
Μόνο όσοι έχουν δει αυτό το βλέμμα μπορούν να καταλάβουν.
Ευδοκία
«Τι θα σε κάνω μου λες;» με ρώτησε παιχνιδιάρικα
«Ό,τι θες εσύ Στέφανε. Ό,τι θες εσύ.»
«Εγώ θέλω διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα αυτή τη στιγμή….»
«Μόνο παστίτσιο μη μου ζητήσεις να σου φτιάξω τώρα, θα υπάρξουν τεχνικές δυσκολίες!» του απάντησα κάνοντάς τον να χαμογελάσει.
«Όπως;»
«Για αρχή δεν ξέρω να φτιάχνω. Άλλα άντε και αυτό λύνεται με το internet. Μετά με τι μάτια θα αντικρύσω τη χήρα και τα ορφανά που θα αφήσεις πίσω σου;» ρώτησα, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
«Είναι και αυτό ένα πρόβλημα,» παραδέχτηκε.
«Έχω μια σατανική ιδέα!» του είπα.
«Για να σε ακούσω;»
«Πριν κάνουμε το τρίο θα σας ταΐσω παστίτσιο!»
Μου αρέσει να τον κάνω να γελάει γιατί το γέλιο του φωτίζει το σύμπαν αλλά αυτή τη φορά μάλλον το παράκανα γιατί τον έπιασε βήχας από τα γέλια.
«Μπα πανάθεμά σε θα με ξεκάνεις,» είπε σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάτια του.
«Να σου φέρω λίγο νεράκι;»
«Να σε κάψω Γιάννη να σ' αλείψω μέλι.»
«Μέλι δεν έχω, θέλεις να σε αλείψω σαντιγί και να σε φάω;» τον ρώτησα.
«Μπα, σαντιγί έχουμε;»
«Όχι, αλλά μ' αρέσει η ιδέα!»
«Εγώ διευθύνω εδώ μέσα Αρετή!» μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάσω.
«Και ήδη είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, είμαστε! Να τα λέμε αυτά.»
«Πήγαινε έξω να μου φέρεις το τασάκι!»
«Εμένα;» του είπα κάνοντας τα γλυκά μάτια.
«Και το χάρακα.»
Αυτή τη φορά καταφέρνοντας να μην πω «ουφ,» σηκώθηκα από πάνω του και βγήκα έξω στο μπαλκόνι στα γρήγορα και πήρα το τασάκι από το τραπεζάκι. Αν συνεχίσω να βγαίνω έτσι το καλοκαίρι με βλέπω να αποκτάω θαυμαστές. Έφερα το πουφ κοντά στην πολυθρόνα του και κάθισα οκλαδόν με το τασάκι στο αριστερό μου χέρι.
«Κάτι ξέχασες,» μου είπε.
Σηκώθηκα και πήγα μέσα στο δωμάτιο και έφερα το χάρακα.
«Δεξί, γιατί με το αριστερό κρατάς το τασάκι.»
«Μάλιστα,» του είπα.
«Μάλιστα, Κύριε,» μου είπε.
Ώπα;
«Μάλιστα Κύριε,» του είπα με περισσότερο ενθουσιασμό απ' ότι σήκωνε η περίσταση.
«Θα σοβαρευτείς να σε τιμωρήσω όπως πρέπει;»
Κλικ
«Μάλιστα Κύριε, σας ζητώ συγνώμη Κύριε.»
«Έλα να βλέπω περισσότερο πάθος!»
«Είμαι μια αμαρτωλή, μια τιποτένια!»
«Προς το παρόν είσαι τιποτένια, θα αμαρτάνεις προσεχώς!»
«Μάλιστα Κύριε, είμαι μια τιποτένια και προσεχώς αμαρτωλή,» είπα προσπαθώντας να πνίξω το γέλιο μου καταφέρνοντας ωστόσο να κάνω τον Στέφανο να πνιγεί στο δικό του.
«Αχ σε καλό να μας βγει,» είπε όταν βρήκε την ανάσα του.
Όπως και να έχει εγώ το δεξί χέρι το άπλωσα!
«Μπράβο, κράτα το χάρακα, πιάστηκε το χέρι μου,» μου είπε βγάζοντας τη γλώσσα του κοροϊδευτικά.
«Μα πως μπορείτε να είστε τόσο βάναυσος σε μια προσεχώς αμαρτωλή τιποτένια ύπαρξη;»
“You can't handle the truth!”
Άπλωσα το χέρι μου για να τινάξει το τσιγάρο του στο τασάκι αλλά εκείνος το έσβησε. Σηκώθηκε και κατέβασε παντελόνι και μποξεράκι και κάθισε στην πολυθρόνα.
«Πάρε με στο στόμα σου,» με διέταξε.
Σηκώθηκα από το πουφ που καθόμουν και γονάτισα μπροστά από τα πόδια του. Κάθισε αναπαυτικά και όταν τον πήρα στο στόμα μου ήταν ήδη καυλωμένος. Άρχισα να ανεβοκατεβάζω το κεφάλι μου με ενθουσιασμό παίρνοντας τον βαθιά μέσα στο στόμα μου αλλά με έπιασε από το μαλλί και μου επιβράδυνε το ρυθμό.
«Δε βιαζόμαστε,» μου είπε.
Με κλειστά τα μάτια και όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις οξυμένες αφέθηκα στο ρυθμό του. Οι ανάσες του μου έδιναν να καταλάβω πόσο πολύ το απολάμβανε και αυτό έκανε την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά μέσα στο στήθος μου. Το μυαλό μου είχε αδειάσει, έτσι απλά, το μόνο που είχε σημασία ήταν οι ανάσες του και η υπέροχη αίσθηση του γεμάτου από τον πούτσο του στόματός μου. Δεν ξέρω πόση ώρα συνεχίστηκε αυτό αλλά κάποια στιγμή με διέκοψε. Ήρθε πιο μπροστά στην πολυθρόνα.
«Βγάλε τη φανέλα σου,» με διέταξε πράγμα το οποίο έκανα. «Βγάλε τη γλώσσα σου έξω και κοίταζέ με στα μάτια.»
Τον κοίταξα στα μάτια και άνοιξα το στόμα μου βγάζοντας τη γλώσσα έξω. Ο Στέφανος ακουμπώντας το κεφαλάκι του στην άκρη της γλώσσας μου, άρχισε να τον παίζει για λίγα δευτερόλεπτα, και οι ανάσες του έγιναν πιο κοφτές και πιο κοφτές μέχρι που τελείωσε. Κάμποσο, πετάχτηκε μέσα στο στόμα μου, αλλά το υπόλοιπο πετάχτηκε στο πρόσωπό μου και το στήθος μου και η αλήθεια είναι ότι ήταν μια σεβαστή ποσότητα. Ευτυχώς δε μου μπήκε στα μάτια όπως την προηγούμενη φορά γιατί το στόμα μου μπορεί να έβρισκε υπέροχη τη γεύση του αλλά τα μάτια μου διαφωνούσαν εντόνως, έτσουζε σα διάολος!
«Κάτσε ακίνητη!» με διέταξε.
Και εκεί με έβγαλε και δεύτερη φωτογραφία.
«Αυτή θα αρέσει περισσότερο στο forum,» μου είπε. «Εσύ τι λες;»
«Δεν μπορώ να διαφωνήσω με τη λογική.»
Με το δάχτυλό του μου σκούπισε τα χύσια από το πρόσωπο και το στήθος και με έβαλε να το γλείψω.
«Έχεις να προτείνεις κάποιο τίτλο;» με ρώτησε.
Αναστέναξα. Του τον είπα.
«Το ξέρεις ότι δεν θα την ανεβάσω, έτσι;».
«Όχι, Στέφανε, δεν το ξέρω. Μπορώ να το υποθέσω αλλά δεν το ξέρω. Δεν έχει σημασία όμως. Είτε μια φωτογραφία τώρα, είτε ένα τρίο αργότερα, είτε κάτι άλλο που αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να φανταστώ, θα υπάρξει η στιγμή που θα μου ζητήσεις κάτι που εγώ δεν θέλω. Δε θέλω να λέω μεγάλες κουβέντες, δεν ξέρω αν θα το κάνω και θα με σκοτώσει ή θα το κάνω και θα συνεχίσω, ξέρω μόνο ότι ελπίζω με όλη μου την ψυχή για το δεύτερο. Αυτό σημαίνει ο τίτλος.”
Per aspera ad astra!
Κεφάλαιο 23 - Nine years worth of breakin' my back
Ευδοκία
«Ορίστε,» μου είπε και μου κρέμασε ένα ελαφρύ χρυσό αλυσιδάκι στο λαιμό.
«Σε ευχαριστώ πολύ,» του απάντησα με χαμόγελο που έφτανε μέχρι τα αυτιά.
«Είναι απλά ένα μικρό συμβολικό δωράκι για τις δύο εβδομάδες που είσαι εδώ που είσαι.»
«Να κάτι που δεν περίμενα!» του είπα με ειλικρίνεια.
«Αμ τι νόμιζες, έτσι, ξέφραγο αμπέλι;»
«Χιχιχι όχι όχι! Μη το κάνουμε εδώ αμέρικαν μπαρρρρρ. Θα μου πεις τι συμβολίζει;»
«Τι να συμβολίζουν άραγε οι αλυσίδες, it makes me wonder,» μου είπε πειρακτικά.
«Σαν κολάρο;»
«Με τον ίδιο συμβολισμό. Training collar το λένε.»
«Και τι θα γίνει όταν …αποφοιτήσω;»
«Τότε στην αλυσίδα θα περαστεί και ένα μικρό λουκετάκι. Αλλά μη βιάζεσαι, έχεις πολύ ψωμί ακόμα.»
«Σε κάθε περίπτωση σ' ευχαριστώ πολύ… Χμμμ… Κύριε.»
«Κεριά και λιβάνια. « μου είπε και δεν έκανε χιούμορ, κάνοντάς με να κατεβάσω τα μάτια.
«Συγνώμη,» του είπα νιώθοντας χάλια.
Αν δεν το χάλαγες, θα έσκαγες
«Σου έχω πει ότι δε θέλω συγνώμες, θέλω να μην κάνεις πράγματα για τα οποία νιώθεις την ανάγκη να ζητήσεις συγνώμη αργότερα.»
“Act first, ask for forgiveness later,” προσπάθησα να αστειευτώ.
«Με βλέπεις να γελάω, Ευδοκία;»
«Όχι,» του είπα με κομμένα πόδια.
Σηκώθηκε από την πολυθρόνα του. Εγώ καθισμένη οκλαδόν στο πουφ δεν τολμούσα να τον κοιτάξω.
«Κάτσε στα τέσσερα στην πολυθρόνα. Τα χέρια σου στο κεφάλι της πολυθρόνας.»
«Μάλιστα,» μουρμούρισα και σηκώθηκα.
«Δε σε άκουσα;»
«Μάλιστα, Στέφανε,» του είπα πιο δυνατά και πήγα και στήθηκα στην πολυθρόνα.
Τρεις μέρες πριν
Ο Στέφανος ήταν καθιστός στην πολυθρόνα του ενώ εγώ γονατισμένη μπροστά του και έχοντας τον στο στόμα μου. Ο Στέφανος λατρεύει το στοματικό και εγώ λατρεύω να του το προσφέρω. Είμαστε σχεδόν δύο εβδομάδες και μόνο μια φορά έχει μπει μέσα μου αλλά …ήταν καλύτερη απ' όλες μαζί τις φορές που έχω κάνει σεξ. Δεν είχα ζήσει ποτέ τόσο έντονους και τόσο πολλούς οργασμούς, κόντεψα να μείνω. Δε μου επιτρέπει να παίζω με τον εαυτό μου και είμαι διαρκώς ξαναμμένη αλλά δική του είμαι, όπως θέλει με χρησιμοποιεί.
Ναι και το τρίο ακριβώς αυτό είναι…χρήση μου όπως θέλει. Ομολογώ δεν το 'χω λύσει μέσα μου ακόμα.
Συνέχισα να τον τσιμπουκώνω με ενθουσιασμό και η αλήθεια είναι ότι τελικά λάτρεψα τη φωτογραφία όπως ανέβηκε στο forum. Δε φαινόταν το πρόσωπό μου, το είχε φροντίσει, φαινόταν από το σαγόνι και κάτω. Και αυτή ακριβώς τη στιγμή με τον πούτσο του στο στόμα μου και ακούγοντας τις ανάσες του και νιώθοντας τον πούτσο του να πάλλεται μέσα στο στόμα μου σκέφτομαι ότι δε θα μ' ένοιαζε ακόμα και αν φαινόταν το πρόσωπό μου.
Ο Στέφανος με σταμάτησε. Σήκωσα το κεφάλι και τον κοίταξα.
«Κάτσε στα τέσσερα, στην πολυθρόνα. Τα χέρια σου στο κεφάλι της πολυθρόνας.»
«Μάλιστα,» είπα και έκατσα όπως ακριβώς με διέταξε.
Μου κατέβασε το κιλοτάκι στα γόνατα. Μου έβαλε το δάχτυλο του στο στόμα και το έγλειψα. Το έτριψε απαλά πίσω μου και ανατρίχιασα και με μια απότομη αλλά σίγουρη κίνηση το έχωσε όσο πήγαινε μέσα στο κωλαράκι μου και άρχισε να με γαμάει με αυτό. Κώλο έχω δώσει και στους τρεις με τους οποίους είχα κάνει σχέση μέχρι τώρα. Η αλήθεια είναι ότι δεν πέταγα τη σκούφια μου για να μην αναφέρω ότι ο πόνος της διείσδυσης δεν ήταν καθόλου του γούστου μου αλλά η ίδια η ιδέα της χρήσης μου σαν σεξουαλικό αντικείμενο με άναβε.
Ο Στέφανος χωρίς να πει τίποτα, τράβηξε το δάχτυλό του και μου το έχωσε στο στόμα. Το έγλειψα χωρίς κανένα δισταγμό. Ήταν καθαρό ωστόσο ένιωσα την ίδια μου την αρμύρα. Ένιωσα το ένα χέρι του στο αριστερό μου κωλομέρι. Με το άλλο οδηγούσε τον πούτσο του στον κώλο μου. Τον ακούμπησε και σφάλισα τα μάτια στην αναμονή του αναπόφευκτου δυνατού πόνου. Ο Στέφανος τον έβαλε σιγά-σιγά μέσα μου. Ένιωσα να με σκίζει και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα μουγκρητό πόνου. Τον τραβάει και τον ξαναβάζει. Πονάει αλλά ταυτόχρονα με ερεθίζει. Ο Στέφανος με χρησιμοποιεί για την ηδονή του. Ο σφικτήρας μου σιγά-σιγά παραδίδεται και ο Στέφανος αρχίζει να κινείται πιο σταθερά, πιο εύκολα μέσα μου. Ο πόνος σιγά-σιγά υποχωρεί. Με πιάνει από το μαλλί και με τραβάει προς τα πίσω. Καρφώνεται όλος μέσα μου και ο πόνος επανέρχεται, αλλά μαζί του έρχεται και ηδονή. Ξανακαρφώνεται μέσα μου και αυτή τη φορά το βογκητό είναι περισσότερο απόλαυσης παρά πόνου.
«Σ' αρέσει πουτανίτσα;»
«Πολύ… πολύ….»
Με έχει πιάσει από τη μέση έχοντας επιταχύνει το ρυθμό του. Ο κώλος μου έχει ανοίξει για τα καλά και δεν του αντιστέκεται. Μου δίνει δυνατά χαστούκια και στα δύο κωλομάγουλα που ούτε καν καταλαβαίνω σαν πόνο. Νιώθω ηδονή, μόνο ηδονή.
«Τι σου αρέσει πουτανίτσα;» με ρωτάει δίνοντας ακόμα ένα δυνατό χαστούκι στα κωλομέρια μου.
«Που με γαμάς… που με σκίζεις.»
Μου ξεφεύγει ένα βογκητό ηδονής. Μου ρίχνει κι άλλες με το χέρι του, κάνοντας την ηδονή μου να πολλαπλασιαστεί.
«Ξέρεις τι χρειάζεται; Ένα πούτσο για να σου κλείσει το στόμα όσο σου σκίζω τον κωλαράκι.»
«Ό,τι θέλεις… ό,τι θέλεις φτάνει να μ' έχεις να με γαμάς… λατρεύω να με γαμάς.»
«Το ήξερα τι πουτανάκι είσαι.»
«Ναι είμαι… είμαι το πουτανάκι σου… είμαι ότι θέλεις να είμαι….»
Μετά σταμάτησα να μιλάω γιατί … μόνο να φωνάξω μπορούσα… ο οργασμός μου ήρθε από το πουθενά και με πήρε και με σήκωσε.
«Ααααχ αααχ χύνω… χύνω στο κωλαράκι σου.»
Δεν ήμουν σε θέση να απαντήσω με λόγια αλλά είμαι σίγουρη ότι τα γειτονικά διαμερίσματα με άκουσαν να κάνω το ίδιο τη στιγμή που ο Στέφανος καρφωνόταν για τελευταία φορά μέσα μου, με τον πούτσο του να κάνει σπασμούς, και να αδειάζει τα περιεχόμενά του βαθιά μέσα στον κώλο μου. Τραβιέται έξω και σφίγγομαι προσπαθώντας να κρατήσω το χύσι του μέσα μου όσο μπορέσω. Είναι δικό Του, δε θέλω να χαθεί…
Σήμερα
«30 με τη ζώνη. Θα τις μετράς καθαρά. Αν χάσεις κάποια, το χτύπημα θα επαναληφθεί.»
«Μάλιστα,» του λέω. Ξέρω ότι αυτό θα πονέσει… πολύ… πώς θα αντέξω 30; Εδώ με κόπο κρατήθηκα όταν μου είχε ρίξει πέντε.
Οι σκέψεις μου κόβονται μαχαίρι από το πρώτο χτύπημα. Σχεδόν μου κόβεται η ανάσα, ο Στέφανος δεν αστειεύεται. Τιμωρεί.
«Ένα,» λέω με τρεμάμενη φωνή.
Και μετά πέφτει και η 2η και η 3η… Δεν μπορώ να κάνω shutdown, πρέπει να μετράω.
«10…11…12…15…» τα χτυπήματα πέφτουν με ρυθμό, η ζώνη κάθε φορά πέφτει και σε διαφορετικό μέρος. «20…21…22,» τα μάτια μου καίνε από τα δάκρυα… πονάει σα διάολος… πονάει… «28…29…30.»
Νιώθω ότι έχουν ανάψει κάρβουνα πάνω στα κωλομέρια μου… τρεις μέρες πριν στην ίδια θέση είχα νιώσει ηδονή, τώρα πόνο.
Εγώ έφταιγα. Χάλασα τη βραδιά. Μου έδωσε το δώρο του και εγώ τι έκανα; Χαβαλέ…
«Κεριά και λιβάνια.»
Πόσο δίκιο είχε…
Ήταν ακόμα όρθιος με τη ζώνη στο χέρι όταν γύρισα και τον κοίταξα. Η ματιά του με αφάνισε.
«Μου… μου επιτρέπεις;» ρωτάω με σπασμένη φωνή.
Δεν απαντάει… Με δυσκολία… πολλή δυσκολία συγκρατιέμαι και δε βάζω τα κλάματα. Σηκώνει αδιάφορα τους ώμους του.
Νιώθω σα να μπήγουν μαχαίρι στην καρδιά μου. Δεν μπορώ να συγκρατηθώ άλλο, βάζω το κλάματα. Πέφτω στα πόδια του και τα αγκαλιάζω κλαίγοντας με λυγμούς.
«Συγχ….ώρε….σέ με Στέ…φανε, σε πα….ρακα…λώ συγχώ…ρεσέ με,» λέω κλαίγοντας με λυγμούς.
Χίλιες φορές να με τσάκιζε με τη ζώνη… παρά αυτό το αδιάφορο τίναγμα των ώμων του… Δέκα χιλιάδες φορές… εκατό χιλιάδες φορές.
Κλαίω με λυγμούς, εκεί, στα πόδια του.
Νιώθω ανάξια… τιποτένια…
Απομακρύνεται… μένω γονατισμένη μόνη μου και κλαίω… κλαίω…
«Αρκετά,» ακούω τη φωνή του.
«Με συγχωρείς… με συγχωρείς….»
«Κοίταξέ με Ευδοκία.»
Σηκώνω τα μάτια μου και τον κοιτάω. Δεν μπορώ να τον διαβάσω, μέσα μου παλεύει η ελπίδα με την απελπισία. Ρουφάω τη μύτη μου, σκουπίζω με τον πήχη μου τα μάτια μου. Παίρνω βαθιές ανάσες προσπαθώντας να καταπνίξω το κλάμα μου.
«Με συγχωρείς….»
Προσπαθώ να τον κοιτάξω στα μάτια όπως με διατάζει. Πριν ήταν η ζώνη Του τώρα είναι τα μάτια Του. Με θερίζει η ματιά Του, με αφανίζει. Είμαι από τους ανθρώπους που μπορούν να κοιτάξουν χωρίς να νιώσουν τίποτα τον άλλον στα μάτια. Όχι το Στέφανο… ούτε καν από τις πρώτες στιγμές που τον γνώρισα.
Κατεβάζω τα μάτια μου. Τα ξανασηκώνω, είναι σα να με καίει ο ήλιος με τις φλόγες του. Σχεδόν νιώθω φυσικό πόνο στα μάτια…
Πες μου κάτι, σε παρακαλώ πες μου κάτι… μίλα μου… μίλα μου… σε ικετεύω, μίλα μου.
«Μην το ξανακάνεις αυτό Ευδοκία.»
«Δε θα το ξανακάνω Στέφανε.»
Καλύτερα να πάω κολύμπι με κροκόδειλους του Νείλου.
«Πες μου τι σκέφτεσαι.»
Διστάζω…
«Ευδοκία;»
«Καλύτερα να πάω κολύμπι με κροκόδειλους του Νείλου παρά να το ξανακάνω,» του λέω.
«Αυτό σκέφτηκες;». Με κοιτάζει περίεργα. Τον κοιτάζω με απόγνωση και χαμηλώνω πάλι τα μάτια μου.
«Μπορεί να ήμουν απαράδεκτη προηγουμένως αλλά δε θα σου πω ψέματα. Ποτέ δε θα σου πω ψέματα.»
«Έχει καλώς,» μου λέει πνιχτά.
Και βάζει τα γέλια… Τον κοιτάζω σα χάνος που γελάει… Το γέλιο Του… το γέλιο Του φωτίζει τον κόσμου μου κι εγώ τον κοιτάζω σα χάνος.
«Κροκόδειλους του Νείλου… Τι πήγε και σκέφτηκε, ω Θεοί. Κροκόδειλους του Νείλου,» λέει πασχίζοντας να βρει την ανάσα του.
Τον κοιτάζω σα χαμένη.
«Έλα εδώ μωρή μαϊμού,» μου λέει γελαστός και όπως έχει κάτσει στην πολυθρόνα γονατίζω και του αγκαλιάζω τα πόδια και ξαφνικά νιώθω 10 τόνους να φεύγουν από πάνω μου.
Μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
«Στέφανε;»
«Ακούει.»
«Σε ευχαριστώ.»
«Για ποιο πράγμα;»
«Που με συγχώρησες.»
«Υπάρχει λόγος που λέγεται εκπαίδευση αυτό Ευδοκία.»
«Δεν είναι οι 30 με τη ζώνη που με πόνεσαν,» του είπα με ειλικρίνεια.
«Το ξέρω, γι’ αυτό σε συγχώρησα.»
Κεφάλαιο 24 - Είμαστε δυο…
Στέφανος
«Δεν είναι οι 30 με τη ζώνη που με πόνεσαν,» μου είπε.
«Το ξέρω, γι’ αυτό σε συγχώρησα. « της απάντησα.
«Νιώθω πολύ άσχημα,» μου εξομολογήθηκε.
«Φρόντισε λοιπόν να μην επαναληφθεί και πάμε παρακάτω.»
«Μάλιστα.»
«Έχεις αυτό το βλέμμα πάλι που με κάνει να υποψιάζομαι ζαβολιά. Που πετάει το μυαλουδάκι σου μαϊμού;»
«Θα σου πω αλλά σε παρακαλώ μη θυμώσεις … ή αν θυμώσεις … δε με νοιάζει πόσες θα μου ρίξεις… φτάνει… φτάνει….»
«Χμμμ. Για λέγε….»
Αναστέναξε
«Σου είχα κι εγώ μια έκπληξη και… πέρασε από το μυαλό μου πόσο… είναι ειρωνικό αλλά είναι αστείο….»
«Φέρε το χάρακα!»
«Μάλιστα, αμέσως,» είπε και σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιο. Γύρισε και μου τον έδωσε.
«Και τα δύο χέρια,» της είπα. Τα άπλωσε. Της έριξα τρεις δυνατές στο κάθε χέρι.
«Στη θέση του,» της είπα και συνέχισα «Και τώρα που τιμωρήθηκες προκαταβολικά, λέγε!»
«Μάλιστα!» μου είπε γονατίζοντας μπροστά στην πολυθρόνα μου αγκαλιάζοντάς μου τα πόδια. «Τώρα… μπορεί να ακουστεί ακόμα χειρότερο… Γαία πυρί μιχθήτω. Έφτιαξα… παστίτσιο.»
Δάκρυσα από τα γέλια, είχα να γελάσω τόσο πολύ από το «κουαξ;» που μας είχε πει στη βεράντα.
«Θες να με πεθάνεις;» της είπα όταν ηρέμισα λίγο
Χαμογέλασε ντροπαλά, χωρίς να πει τίποτα.
«Χμμμ…» πασχίζοντας να καταλάβω που το πήγαινε. Και τότε ένιωσα την αναλαμπή. Από τη μία μου ήρθε να την πλακώσω στις σφαλιάρες για το θράσος της αλλά από την άλλη… Δεν πήρε την απόφαση πάνω της, hint μου έδωσε. Αυτό ήταν το δικό της modus operandi όλα αυτά τα χρόνια, δεν είναι καλή να διαβάζει τους άλλους ούτε να εκφράζει τα συναισθήματά της. Το έκανε με τον μόνο τρόπο που είχε μάθει.
«Μίλα μου,» της είπα.
«Αν… αν έκανα κάτι λάθος… σου ζητώ συγνώμη.»
«Είναι δικιά σου απόφαση για να την πάρεις;»
«Όχι όχι… προς Θεού. Δεν είχα καμία τέτοια διάθεση… Απλά….»
«Δε θέλω hints, Ευδοκία. Πρέπει να καταλάβεις, πρέπει να το χωνέψει καλά το χαριτωμένο σου κεφαλάκι, ότι όταν έχω ανάγκη το feedback σου θα σου το ζητήσω με τρόπο που δε χωράει παρεξήγηση. Αν θεωρείς ότι πρέπει να μου πεις κάτι θα πρέπει να μου μιλάς ξεκάθαρα γι’ αυτό. Δεν θα σε τιμωρήσω γιατί καταλαβαίνω ότι σχεδόν σε όλη σου τη ζωή έτσι έμαθες να λειτουργείς. Δεν ξέρω αν αυτό μπορεί να αλλάξει αλλά δε θα το μάθουμε αν δεν προσπαθήσουμε. Σου ζητώ ωστόσο σε ότι έχει να κάνει με εμένα να μου λες ανοιχτά αυτό που θέλεις να μου πεις. Μην επαναπαύεσαι ότι πάντα θα μπορώ να καταλάβω τα cues. Θέλω να μου μιλάς.»
Αναστέναξε.
«Ευδοκία. Είσαι εδώ γιατί είσαι αυτή που είσαι. Θυμάσαι τι είπες στη Φανή; Κάποια πράγματα μαθαίνονται κάποια όμως είναι χαρίσματα, είναι δικά σου και κανενός άλλου.»
«Και αν δεν μαθαίνονται;» με ρώτησε με σπασμένη φωνή.
«Να το προσπαθήσουμε πρώτα;» της είπα.
«Είναι δική σου η τελική κρίση και απόφαση αλλά από τη μεριά μου νιώθω… νιώθω έτοιμη. Προχθές… όταν σε… όταν σε είχα στο στόμα μου σκεφτόμουν πόσο μου άρεσε να σε ικανοποιώ… ήμουν… ήμουν ξαναμμένη γιατί δεν μου επιτρέπεις να παίζω… να παίζω με τον εαυτό μου και σκεφτόμουν… δική του είμαι όπως θέλει με χρησιμοποιεί. Και τότε μου ήρθε μια άλλη σκέψη… ότι το τρίο… δεν είναι τίποτα παραπάνω… από αυτό. Να με χρησιμοποιείς όπως θέλεις. Μετά… όταν με έπαιρνες από πίσω και μου είπες ότι αυτό που χρειαζόταν ήταν… ήταν ένας πούτσος να μου κλείνει το στόμα όσο με γαμάς… Με… με… με καύλωσε ακόμα περισσότερο. Τρεις μέρες το σκεφτόμουν… Δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτό… με χρησιμοποιείς όπως εσύ θέλεις.»
«Τι ώρα είναι;» τη ρώτησα, το ρολόι μου είχε ξεμείνει από φόρτιση.
«19:30,» μου είπε.
«Θαυμάσια,» της είπα. “Let's put it to the test. Φέρε μου σε παρακαλώ το κινητό από το σακάκι μου.»
Σηκώθηκε και πήγε στον καλόγερο και βρήκε το κινητό στην εσωτερική τσέπη. Μου το έδωσε.
Πήρα τηλέφωνο.
«Έλα αγόρι μου, σήμερα θα κάτσετε στον παππού και τη γιαγιά. Ναι, έχουμε μια έξοδο με τη μητέρα σου και το είχα ξεχάσει και θα γυρίσουμε αργά, οπότε αφού είστε εκεί δεν υπάρχει λόγος να φύγετε. Ναι δώστη μου. Φανούλα μου… στο είπε ο Tomas ε; Ναι αγάπη μου αύριο θα σας πάει είτε ο παππούς είτε η γιαγιά στο σχολείο. Ναι μωρό μου… καληνύχτα.»
Γύρισα και την κοίταξα.
«Σήμερα θα το ξενυχτίσουμε,» της είπα. Κατέβασα στα γρήγορα παντελόνι και μποξεράκι. «Πάρε με στο στόμα σου,» της είπα και η Ευδοκία γονάτισε υπάκουα και με πήρε στο στόμα της. Ήταν πολύ καλή… Δε μπορούσε να με πάρει τόσο βαθιά στο στόμα της όπως η Κατερίνα, ωστόσο μάθαινε σιγά-σιγά, και εδώ που τα λέμε μπορούσε να με πάρει ικανοποιητικά βαθιά από την πρώτη φορά. Με το δεξί μου χέρι της έδινα ρυθμό και με το αριστερό προσπαθούσα να χειριστώ το κινητό. «Έλα αγάπη μου. Ναι, εδώ είμαι. Όχι όχι, θα αργήσω σήμερα. Όχι. Τι ώρα σχολάς εσύ; Θαυμάσια. Ναι, ακριβώς. Θα σου στείλω μήνυμα. Ναι,» της είπα με χαμόγελο μέχρι τ' αυτιά. Έκλεισα το τηλέφωνο και πήρα ένα άλλο. «Έλα, Τάσο. Τι κάνεις; Είσαι ελεύθερος σήμερα; Ναι, αυτό που είχαμε πει. Όχι… όχι δε χρειάζεται να φέρεις τη Μαρία, θα έχω εγώ εδώ τη δικιά μου. Όχι την Κατερίνα… όχι όχι, δεν την έχεις γνωρίσει. Ναι ναι, σήμερα… και από την καλή και από την ανάποδη. Χαχαχα. Ναι. Ωραία, στις 21:00. Ναι, στο γνωστό μέρος. Ναι. Ωραία, τα λέμε εκεί στις 21:00.».
Είχα καυλώσει τόσο πολύ στην ιδέα και -ψεύτης μην είμαι- ήταν τέτοια η τέχνη της Ευδοκίας που δε μου πήρε πολλή ώρα να χύσω. Συνέχισε να με γλείφει και να με ρουφάει και όταν ένιωσε ότι …τρίζει από καθαριότητα τραβήχτηκε και με κοίταξε με αυτό… δεν έχω τρόπο να το περιγράψω… με αυτό το χαμόγελο.
«Ετοιμάσου!» της είπα
«Τι… τι να φορέσω;»
«Καλά εσώρουχα, το υπόλοιπο ντύσιμο δε χρειάζεται να είναι εξεζητημένο. Δε θα μείνεις και πολύ με τα ρούχα σου, Ευδοκία.»
«Μάλιστα… να… μου επιτρέπεις να κάνω… να κάνω ένα ντουζάκι ακόμα;»
«Δεν έκανες όταν ήρθες;»
«Εχμ… υγρασία. « μου είπε χαμογελώντας ντροπαλά.
«Άντε, πήγαινε.»
Πήρα το κινητό μου και έστειλα μήνυμα. Αναρωτήθηκα αν αναδρομικά ήταν καλή ιδέα το τσιμπούκι αλλά πάλι θα μου πεις… άλλος θα έβγαζε σήμερα το φίδι από την τρύπα.
Παστίτσιο; Παστίτσιο! Χαλάω εγώ χατίρι;
Ευδοκία
Δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Δεν του είχα πει ψέματα ότι ένιωθα έτοιμη αλλά δεν το περίμενα ότι αυτό θα γινόταν δα και αμέσως. Μπήκα κάτω από το καυτό ντους και προσπάθησα να χαλαρώσω. Δεν υπήρχε γυρισμός. Φόρεσα ένα από τα καλύτερα σετ που διαθέτω, μωβ με δαντέλες. Από πάνω έβαλα το μωβ δαντελένιο φανελάκι που τόσο πολύ αρέσει στο Στέφανο και τέλος, κατόπιν σκέψεως, έβαλα ένα από τα καλά μου ταγιέρ. Μπορεί με το που έμπαινα εκεί που πηγαίναμε - φαντάζομαι σε κάποιο ξενοδοχείο- να τα πέταγα όλα αλλά δε θα επέτρεπα στον εαυτό μου να μην είμαι όσο πιο καλοντυμένη γίνεται συνοδεύοντας το Στέφανο. Βάφτηκα ελαφρά και πήρα και ένα κραγιόν μαζί μου. Στο Στέφανο δεν άρεσαν τα έντονα χρώματα και έτσι τα νύχια μου ήταν σε απλό γαλλικό. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη.
Γύρισα στο σαλόνι.
«Εντάξει είμαι;»
«Κούκλα! Αλλά σου είπα να ντυθείς απλά, δε χρειαζόταν όλο αυτό.»
«Και θα δεχτώ αδιαμαρτύρητα όποια τιμωρία, ωστόσο….»
«Ωστόσο;»
«Σε συνοδεύω Στέφανε. Ακόμα… ακόμα και αν… αν δεν προλάβουν να δουν τα ρούχα μου πριν τα βγάλω… δε θα μπορούσα… να μην… να μην είμαι όσο πιο… όσο καλύτερα ντυμένη μπορώ.»
Με κοίταξε αναποφάσιστος, είτε να με βάλει κάτω και να με πατήσει είτε να με πάρει αγκαλιά. Ήλπιζα με όλη την ψυχή μου να είναι το δεύτερο.
«Έλα δω μωρή μαϊμού,» μου είπε και πήγα και χώθηκα στην αγκαλιά Του.
«Δε θύμωσες, ε;» τον ρώτησα κοιτάζοντάς τον ή τέλος πάντων προσπαθώντας να τον κοιτάξω με κουταβίσιο βλέμμα.
«Δε σε διέταξα να ντυθείς απλά, σου είπα ότι δε χρειάζεται. Ευδοκία… δε χρειάζομαι τίποτα περισσότερο για να σε καμαρώσω. Σε καμαρώνω ακόμα και με τη πιτζάμα με τα αρκουδάκια βρε χαζούλα, δεν το καταλαβαίνεις;»
Τον κοίταξα με λατρεία.
«Λοιπόν, πάμε….»
«21:00 δεν είπαμε;»
«Δε θα πάμε όλοι μαζί, εμείς θα ανέβουμε πρώτοι.»
Στις 20:30 είμασταν στο Life gallery, στην Εκάλη. Ο Στέφανος πήγε στη ρεσεψιόν κι εγώ περίμενα λίγο παραπίσω. Η ρεσεψιονίστ του έδωσε τα κλειδιά και της έδωσε ένα χαρτάκι. Ανεβήκαμε στο δωμάτιο… δηλαδή δεν το λες δωμάτιο, σουίτα ήταν.
«Βγάλε τα ρούχα σου,» με διέταξε. Έβγαλα το σακάκι και τη φούστα αλλά εκεί με σταμάτησε. «Βγάλε μόνο το σουτιέν, μ' αρέσεις με φανελάκι και το κιλοτάκι σου.»
Του χαμογέλασα και έβγαλα το σουτιέν μου.
«Όταν θα χτυπήσουν την πόρτα θα πας να ανοίξεις εσύ.»
“Μα… μάλιστα.”
This is awkward.
«Αντιρισιάζεις μαϊμουζέλ;»
«Όχι όχι….»
Κάθισε στον καναπέ. Ξεκούμπωσε το παντελόνι του αλλά δεν το κατέβασε τελείως.
«Πάρε με στο στόμα σου!» με διέταξε.
Γονάτισα πάνω στο μαλακό χαλί μπροστά του και τον πήρα στο στόμα μου. Ξεκίνησα με ενθουσιασμό και όπως πάντα έχασα την αίσθηση του χρόνου. Με διέταξε να σταματήσω.
«Άνοιξε το στόμα σου,» μου είπε και τον υπάκουσα. Άρχισε να τον παίζει και σε λίγη ώρα τέλειωσε και ενώ το πιο πολύ πήγε στο στόμα μου κάποιο πήγε στο πρόσωπό μου. «Κατάπιε αλλά τα υπόλοιπα μη τα σκουπίσεις, θα ανοίξεις έτσι. Κατάλαβες;»
«Μάλιστα,» του είπα.
Τι βρεγμένη, τι μούσκεμα.
Ο Στέφανος άνοιξε το μπαρ και έβγαλε δύο μικρά μπουκαλάκια ουίσκι. Γέμισε ένα ποτήρι με το ένα αλλά το άλλο δεν το άνοιξε. Κάθισε στον καναπέ και ήπιε μια γουλιά. Η αλήθεια είναι ότι με την αμηχανία που ένιωθα αυτή τη στιγμή μάλλον θα χρειαζόμουν ένα βαρέλι του λόγου μου. Άκουσα το χτύπημα της πόρτας.
«Πήγαινε να ανοίξεις!» είπε.
Ξεροκατάπια και σηκώθηκα και πήγα και κοντοστάθηκα μπροστά από την πόρτα. Έκλεισα τα μάτια, πήρα βαθιά ανάσα και την άνοιξα…
Κατερίνα
«Επιτέλους,» είπε χαμογελώντας η Κατερίνα και έμεινα να την κοιτάζω σαν άγαλμα.
Από πίσω άκουσα το Στέφανο να γελάει.
«Χμμμ, βλέπω ξεκινήσατε ήδη,» είπε κλείνοντας την πόρτα πίσω της και με πλησίασε και πέρασε το δάχτυλό της από το πρόσωπό μου μαζεύοντας λίγο χύσι. Το πήρε στο στόμα της και το πιπίλησε. Μετά μάζεψε λίγο ακόμα και μου το πρόσφερε. Το πιπίλησα αχόρταγα. Μετά άρχισε να με γλείφει στο πρόσωπο, μαζεύοντας ότι είχε μείνει στη γλώσσα της. Με κοίταξε με τη γλώσσα έξω. Μετά την τράβηξε μέσα στο στόμα της, σαν πρό(σ)κληση. Την φίλησα στο στόμα και ανταπέδωσε με ενθουσιασμό. Το χέρι της κατέβηκε ανάμεσα στα πόδια μου, ψαχουλεύοντάς με. Μου έβαλε απαλά το δάχτυλό της μέσα. Σταμάτησε το φιλί και πιπίλισε το δάχτυλό της.
«Μμμμ… υπέροχη γεύση.»
Μετά με πήρε από το χέρι και σχεδόν με πέταξε στο κρεββάτι. Ξεκινήσαμε να φιλιόμαστε στο στόμα αλλά γρήγορα σταμάτησε και άρχισε να με φιλάει και να με γλείφει στο λαιμό και στα αφτιά. Το χέρι της το πέρασε από την πάνω μεριά της φανέλας και μου μάλαζε το στήθος. Ήταν… ήταν υπέροχο. Μου έκανε κίνηση να σηκωθώ και σηκώθηκα και άρχισε να μου τραβάει το φανελάκι. Σήκωσα τα χέρια μου για να τη βοηθήσω να με γδύσει.
Η Κατερίνα σταμάτησε αυτό που έκανε και γύρισε και κοίταξε προς τα πίσω το Στέφανο, που μας παρακολουθούσε από τον καναπέ, με το ποτήρι με το ουίσκι στο χέρι.
«Στέφανε μας επιτρέπεις να τελειώσουμε;»
«Όσες φορές θέλετε,» είπε και μας έκλεισε το μάτι.
«Επιτέλους… οι μεγάλες Ευδοκίες,» είπε η Κατερίνα και ρίχτηκε σχεδόν με λύσσα πάνω μου.
Κεφάλαιο 25 - Είμαστε τρεις…
Κατερίνα
Είχε πάει 19:30 όταν τέλειωσα με το τελευταίο μου ραντεβού. Τα παιδιά ήταν στους γονείς μου και ο Στέφανος ήταν με την Εύη. Αποφάσισα να πάω κι εγώ στους γονείς μου ώστε να μην τρέχουν νυχτιάτικα ο πατέρας μου ή η μάνα μου να φέρουν τα παιδιά στο σπίτι. Το κινητό μου χτύπησε την ώρα που το είχα πάρει στα χέρια μου για να πάρω τηλέφωνο στους γονείς μου. Ήταν ο Στέφανος.
«Καλησπέρα αγάπη μου,» είπα στο τηλέφωνο.
«Έλα αγάπη μου,» μου απάντησε.
«Στην Εύη δεν είσαι;»
«Ναι, εδώ είμαι.»
«Όχι ότι δε χαίρομαι που σε ακούω αλλά δεν το περίμενα. Συνέβη κάτι;»
«Όχι, όχι, θα αργήσω σήμερα.»
«Καλά, δεν πειράζει, θα πάω να πάρω εγώ τα παιδιά.»
«Όχι, τι ώρα σχολάς εσύ;»
«Μόλις σχόλασα.»
«Θαυμάσια,» μου απάντησε.
Χμμ, το έχω ξανακούσει αυτό το «Θαυμάσια.»!
«Σκέφτεσαι αυτό που σκέφτομαι, Stefan;»
“Ναι, ακριβώς!”
“You know how to make a woman happy, luve! Που θα βρεθούμε;»
«Θα σου στείλω μήνυμα.»
«Τρέχω πετώντας να προλάβω, έχω χρόνο έτσι;»
«Ναι,» μου απάντησε και το έκλεισε
Ωραία, δε μου είπε πόσο χρόνο έχω!
Σηκώθηκα στα γρήγορα να ετοιμαστώ αλλά τότε χτύπησε το τηλέφωνο του γραφείου. Η Ειρήνη, η γραμματέας μου, είχε σχολάσει νωρίτερα σήμερα γιατί κάτι της είχε συμβεί, οπότε σήκωσα εγώ το τηλέφωνο.
«Παρακαλώ;»
«Έλα, Τάσο. Τι κάνεις; Είσαι ελεύθερος σήμερα;» άκουσα στο τηλέφωνο το Στέφανο. Αχά! Της ετοιμάζει χουνέρι, μου τα κάνει κι εμένα αυτά από καιρό σε καιρό! «Ναι, αυτό που είχαμε πει. Όχι… όχι δε χρειάζεται να φέρεις τη Μαρία, θα έχω εγώ εδώ τη δικιά μου. Όχι την Κατερίνα… όχι όχι, δεν την έχεις γνωρίσει. Ναι ναι, σήμερα… και από την καλή και από την ανάποδη. Χαχαχα. Ναι. Ωραία, στις 21:00. Ναι, στο γνωστό μέρος. Ναι. Ωραία, τα λέμε εκεί στις 21:00.»
Ήταν ο τρόπος του για να μου πει την ώρα χωρίς να καρφωθεί στην Εύη. Welcome to the jungle, kiddo.
Σηκώθηκα να φύγω, δεν είχα πολλή ώρα, ήταν 19:35 και έπρεπε στις 21:00 να είμαι κι εγώ δεν ξέρω που. Ήλπιζα κάπου κοντά. Ήμουν στο αυτοκίνητο όταν έλαβα το μήνυμα αλλά φανάρι με έπιασε όταν κόντευα να φτάσω στην Κηφισιά. Διάβασα το μήνυμα «Στο life gallery, στην Εκάλη. Θα ειδοποιήσω στη reception να σου πει το δωμάτιο.». Έφτασα στο σπίτι γύρω στις 20:15 και πήγα τρέχοντας στο μπάνιο. Ευτυχώς το ξενοδοχείο ήταν πολύ κοντά αλλά αυτό θα το είχε υπολογίσει ο Στέφανος. Δε μου έδινε και πολύ χρόνο να ετοιμαστώ αλλά τι να κάνεις;
Έβαλα το αγαπημένο του Στέφανου ζευγάρι εσώρουχων και από πάνω ένα από τα μαύρα μου τα φορέματα. Η προσμονή μου είχε χτυπήσει κόκκινο, ήξερε πόσο μου άρεσε η Εύη και γνωρίζοντάς τον εκείνος θα καθόταν και θα μας παρακολουθούσε, το οποίο σημαίνει ότι η Εύη και οι …μεγάλες Ευδοκίες της -και όχι μόνο!- θα ήταν δικές μου!
Αναστέναξα. Λέει ότι δεν είναι σαδιστής αλλά δεν το έχει σε τίποτα να μας απαγορεύσει οργασμό και να μας αφήσει να βράσουμε στο ζουμί μας ή …να υποστούμε τις συνέπειες.
Στις 20:55 ήμουν στο ξενοδοχείο. Πήγα στη ρεσεψιόν
«Καλησπέρα, πρέπει να σας έχει αφήσει ένα σημείωμα για εμένα ο κ. Stolsberg.»
«Βεβαίως, ορίστε,» είπε και μου το έδωσε. Ήταν ο αριθμός δωματίου. Ανέβηκα πάνω και στάθηκα μπροστά από την πόρτα.
Μου έριξα μια τελευταία ματιά και χτύπησα την πόρτα.
Η καρδιά μου χοροπηδούσε από την προσμονή και μια υγρασία την είχε. Με την έννοια της υγρασίας που έχει ένα rainforest.
Την πόρτα την άνοιξε η Εύη. Είχε τα μάτια της κλειστά. Στο πρόσωπό της είχε χύσια. Φορούσε μια πολύ όμορφη μωβ φανέλα με δαντέλες που άφηναν να διαγραφούν οι μεγάλες Ευδοκίες. Την κοίταξα από την κορυφή ως τα νύχια, από κάτω φορούσε ένα μωβ κιλοτάκι. Ήταν κουκλί σκέτο. Και για σήμερα θα ήταν δικό μου! Ή τουλάχιστον αυτό ήλπιζα.
«Επιτέλους,» είπα χαμογελώντας και τότε οι Εύη άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε εμβρόντητη.
Στο βάθος ο Στέφανος έβαλε τα γέλια.
Πέρασα μέσα και έκλεισα την πόρτα. Γύρισα και την κοίταξα, ήταν ακόμα παγωμένη στο ίδιο σημείο.
«Βλέπω αρχίσατε ήδη,» της είπα παιχνιδιάρικα και πέρασα το δάχτυλο μου από ένα σημείο του προσώπου της που είχε χύσι. Το μάζεψα με το δάχτυλό μου και το έγλειψα. «Μμμμ…» της είπα.
Η Εύη με κοίταζε φανερά αμήχανη αλλά το μάτι της ωστόσο… άλλα έλεγε.
«Μου επιτρέπεις;» της είπα και έγλειψα τα χύσια από το πρόσωπό της μαζεύοντας τα στη γλώσσα μου. Της έδειξα τη γλώσσα μου και την τράβηξα προκλητικά στο στόμα μου. Αν θέλεις κι εσύ, ξέρεις τι να κάνεις.
Χωρίς να πει τίποτε άλλο αλλά καταλαβαίνοντας το υπονοούμενο έσκυψε διστακτικά να με φιλήσει. Ανταπέδωσα αλλά κράτησα τη γλώσσα μέσα μου. Πιάνοντας το νόημα, έβαλε τη γλώσσα της στη γλώσσα μου και έγλειψε τα χύσια. Μετά με περισσότερο ενθουσιασμό άρχισε να εξερευνά το στόμα μου, πράγμα που ανταπέδωσα και σε λίγο οι γλώσσες μας έπαιζαν μέσα στο στόμα πότε της μιας πότε της άλλης. Της χάιδεψα απαλά το στήθος και μετά τη χούφτωσα λίγο πιο γερά. D-cup, σφριγηλό, νεανικό στήθος.
Αν πριν ήμουν rainforest εκείνη τη στιγμή έγινα rainforest σε εποχή μουσώνων. Κατέβασα το χέρι μου και τη χάιδεψα στα χαμηλά. Της κόπηκε σχεδόν η ανάσα όταν πέρασα το χέρι μου σπρώχνοντας το κιλοτάκι της και άρχισα να παίζω με την κλειτορίδα της. Χα! Δεν ήμουν μόνο εγώ τροπικό δάσος σε εποχή κατακλυσμού. Έβαλα το δάχτυλό μου μέσα της και την έπαιξα λίγο. Διέκοψα για λίγο το φιλί και έφερα το δάχτυλό μου στο στόμα μου και τη γεύτηκα. Ήταν υπέροχη.
«Μμμμ,» είπα και την έπιασα από το χέρι. Γύρισα και κοίταξα το Στέφανο, μου έγνευσε και έτσι με την Εύη στο χέρι πήγαμε στο κρεββάτι. Την έβαλα αρχικά να κάτσει καθιστή και της ανέβασα τη φανέλα. Εκείνη σήκωσε τα χέρια της και είδα για πρώτη φορά διά ζώσης τις μεγάλες Ευδοκίες. Η ρουφιάνα είχε στήθος μοντέλου αν και ο Στέφανος μου είχε πει ότι στον εν λόγω τομέα είχε ανασφάλειες. Τι να πω δηλαδή εγώ, 42 χρονών με δύο παιδιά. Δεν είχα παράπονο με το στήθος μου αλλά σε καμία περίπτωση δε συγκρινόταν με εκείνο της Εύης. Έβγαλα τις γόβες μου και μετά το φόρεμά μου. Κάθισα μπροστά της, σήκωσε το βλέμμα της και με κοίταξε και μετά κατέβασε αργά και προσεκτικά το καλσόν μου.
Ανέβηκα στο κρεββάτι και ξάπλωσα κάνοντάς της νόημα να ξαπλώσει δίπλα μου, πράγμα που έκανε.
Ο Στέφανος από τον καναπέ είχε βγάλει παντελόνι και εσώρουχο και χάιδευε τον πούτσο του. Τον κοίταξα ερωτηματικά.
«Είστε ελεύθερες να τελειώσετε όσες φορές αντέχετε.»
Αυτό ήταν! Σχεδόν όρμισα στην Εύη και αρχίσαμε να φιλιόμαστε σα να μην υπάρχει αύριο. Δεν ψαχούλευαν μόνο τα χέρια μου, το ίδιο έκαναν και τα δικά της. Για πρωτάρα σε ότι αφορά συνεύρεση με γυναίκα πάντως δεν έδειξε να έχει κανένα είδος δισταγμού.
Μαθηματικοί, παιδί μου, τι περιμένεις. Θεωρία, θεωρία, θεωρία!
Κατέβηκα προς το λαιμό φιλώντας κάθε σημείο του λαιμού της αργά αργά προς τα υπέροχα βυζιά της. Πέρασα ανάλαφρα τη γλώσσα μου πάνω από την πετρωμένη ρώγα, της κάνοντάς την να ανατριχιάσει. Συνέχισα αυτό το γλυκό για την Εύη βασανιστήριο για λίγη ώρα και μετά την πήρα στο στόμα μου και την πιπίλησα δυνατά.
Μάλλον πιο δυνατά απ' ότι σκόπευα αλλά ο ενθουσιασμός μου με παρέσυρε. Χούφτωσα το άλλο της βυζί και σιγά σιγά, πότε δαγκώνοντάς την και πότε απλά γλείφοντάς την, έφτασα στα χαμηλά. Έκανα κίνηση να της κατεβάσω το κιλοτάκι και εκείνη ανασήκωσε πρόθυμα τη λεκάνη της για να με βοηθήσει. Υπέροχο μουνάκι με περιποιημένη, αν και κοντή, τριχοφυΐα, πριν γνωρίσει το Στέφανο μάλλον ξυριζόταν τελείως. Βούτηξα τη γλώσσα μου μέσα της και ανταμείφθηκα από το βογκητό ικανοποίησής της. Άπλωσα το ένα χέρι μου προς τα πάνω και χούφτωσα την αριστερή μεγάλη Ευδοκία. Ξεκίνησα να παίζω με την κλειτορίδα της πότε με τη γλώσσα μου, πότε με τα χείλη μου μέχρι που την ένιωσα να τραντάζεται…
«Αααααααααχ.»
…και το τροπικό δάσος έγινε Αμαζόνιος πιτσιλώντας με στο πρόσωπο.
Αργά και απαλά σταμάτησα και σήκωσα ελαφρά το κεφάλι μου για να απολαύσει το έργο της η Εύη. Με έπιασε και με τράβηξε προς τα πάνω και άρχισε να γλείφει τα υγρά της από το πρόσωπό μου, πότε καταπίνοντας τα και πότε προσφέροντας τα σε μένα. Μετά με τη σειρά της άρχισε να με γλείφει και να με δαγκώνει και, βοηθώντας με να βγάλω το σουτιέν, άρχισε να με πιπιλάει στις ρώγες οι οποίες ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό στο υγρό κάλεσμα. Μετά κατέβηκε σιγά-σιγά πιο χαμηλά. Ήταν πρωτάρα και φαινόταν αλλά η κατ' ιδίαν επίδειξη που της είχα βοήθησε, και το κορίτσι είναι από αυτά που τα παίρνει τα γράμματα… με κάθε δυνατό τρόπο.
Παίρνοντας πιο πολύ θάρρος από την ανταπόκρισή μου, συνέχισε το έργο της με ενθουσιασμό και δεν πήρε πολύ ώρα μέχρι τα πρώτα αποτελέσματα να ακουστούν.
Pump up the volume!
Όταν τέλειωσε της έκανα νόημα να ανέβει πάνω μου και, εκπληρώνοντας το πρώτο πράγμα που είχα φαντασιωθεί όταν ο Στέφανος μου έδειξε τη φωτογραφία από το Skype, κάθισε πάνω μου και σκύβοντας μπροστά μου και κουνώντας με απίστευτη τέχνη τη λεκάνη της άρχισε να τρίβει μουνί με μουνί ενώ με τα χέρια μου χούφτωνα και τσιμπούσα και χάιδευα σχεδόν μανιακά τις υπέροχες βυζάρες της.
Αυτό συνεχίστηκε για αρκετή ώρα -ή για λίγη, δεν κράτησα λογαριασμό, είχα χάσει τα μυαλά μου- όταν ο Στέφανος μας σταμάτησε.
«Καθίστε και οι δυο στα τέσσερα, στην άκρη του κρεβατιού και δώστε μου τους κώλους σας.»
Σηκωθήκαμε και οι δύο και πήγαμε και κάτσαμε όπως μας διέταξε. Έφερε τα χέρια του μπροστά μας και έβαλε ένα δάχτυλο στο στόμα μου και ένα στο στόμα της Εύης. Του τα πιπιλήσαμε για λίγη ώρα και μετά τα τράβηξε. Ένιωσα το δάχτυλό του στον κώλο μου και από το πρόσωπο της Εύης κατάλαβα ότι το είχε βάλει και στο δικό της.
«Φιληθείτε,» είπε και γυρνώντας τα κεφάλια μας η μία προς την άλλη αρχίσαμε να φιλιόμαστε και τότε έβαλε όλο το δάχτυλο στον κώλο μου και ένιωσα την Εύη να παγώνει λίγο καθώς το έβαλε και στον δικό της. Άρχισε να μας γαμάει με τα δάχτυλα.
Η Εύη κοκκάλωσε για λίγο και κατάλαβα ότι ο Στέφανος ξεκινούσε να βάζει τον πούτσο του μέσα της. Έκλεισε τα μάτια της κάνοντας ένα μορφασμό πόνου καθώς ο Στέφανος μπήκε μέσα της για τα καλά. Της ξέφυγε ένα μουγκρητό πόνου το οποίο επαναλήφθηκε κάμποσες φορές όταν ο Στέφανος της τον κάρφωσε όλο μέσα της. Ήταν απίστευτα ηδονικό το πρόσωπό της την ώρα που έδινε τον κώλο της στον Αφέντη της.
Ήταν ακόμα υπό εκπαίδευση και είχε πολύ ψωμί μπροστά της μέχρι να γίνει ψυχή και σώμα σκλάβα του Στέφανου, αλλά όσον αφορούσε το σεξ, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ποιος την γαμούσε εκείνη τη στιγμή. Δεν την γαμούσε ο άντρας που την είχε γοητεύσει, δεν την γαμούσε ο Κυρίαρχος που είχε αρχίσει να την εκπαιδεύει, τη γαμούσε ο Αφέντης της.
Το συνειδητό της είχε μπροστά του ένα μακρύ και επίπεδο ταξίδι αλλά το ασυνείδητό της είχε πάρει ήδη τις αποφάσεις του. Με κάθε μορφασμό του προσώπου της, με κάθε της ανάσα, το ούρλιαζε το σώμα της με κάθε της κίνηση: Είμαι δική σου Αφέντη μου, ψυχή και σώμα σου ανήκουν. Είμαι δική σου. Δική σου!
Ο Στέφανος τραβήχτηκε από την Εύη και έτριψε τον πούτσο του στον κώλο μου. Μπήκε μέσα μου, με λιγότερη δυσκολία απ' ότι με την Εύη, και άρχισε να με γαμάει με λύσσα. Ήταν σειρά μου να κλείσω τα μάτια για να απολαύσω με όλες μου τις υπόλοιπες αισθήσεις το γαμήσι του Αφέντη μου.
Τραβήχτηκε από πίσω μου.
«Σταματήσατε να φιλιέστε, σας είπα εγώ να σταματήσετε; 10 με τη ζώνη, η μία θα τιμωρήσει την άλλη.»
«Μάλιστα,» είπαμε και οι δύο.
Ξεροκατάπια, δε νομίζω ότι η Εύη το είχε ξανακάνει αυτό στη ζωή της. Δεν λέω, ο Στέφανος ήταν δίπλα αλλά και πάλι…
«Κατερίνα, ξεκινάς εσύ να ρίχνεις. Ευδοκία, θα μετράς καθαρά και δυνατά, κάθε μέτρημα που θα χάσεις το χτύπημα θα επαναληφθεί από εμένα. Κατανοητός;»
«Μάλιστα,» απαντήσαμε και οι δύο.
Η Εύη έσφιξε τα δόντια της. Πήρα τη ζώνη στα χέρια μου και της έριξα την πρώτη.
«Ένα,» είπε
Δεν είχα χτυπήσει δυνατά, δεν ήξερα τις αντοχές της.
«Δεν είναι παιχνίδι Κατερίνα. Είναι τιμωρία, έγινα κατανοητός;»
«Μάλιστα.»
«Πέντε επιπλέον με τη ζώνη μου στην Ευδοκία. Για κάθε χτύπημα που δεν κάνετε σωστά, η άλλη θα δέχεται πέντε χτυπήματα περισσότερα. Από εμένα.»
«Μάλιστα,» του είπα.
Δύο… τρεις… τέσσερις… Η Εύη βογκούσε, τα μάτια της είχαν δακρύσει αλλά δεν τολμούσα να ρίξω πιο σιγανές. Μου φάνηκε μια αιωνιότητα μέχρι να φτάσουμε στο δέκα.
Και τότε πήρε τη ζώνη από τα χέρια μου ο Στέφανος.
Όταν τέλειωσε η Εύη είχε σπάσει, έκλαιγε.
«Συγνώμη Εύη μου, συγνώμη,» της ζήτησα με την καρδιά μου να έχει ματώσει. «Συγνώμη αγάπη μου, συγνώμη… συγνώμη….»
Ο Στέφανος την πήρε στην αγκαλιά του και άρχισε να τη χαϊδεύει και να της μιλάει τρυφερά. Η Εύη, γυμνή, ψυχή και σώμα, είχε χωθεί στην αγκαλιά του και τον έσφιγγε πάνω της.
Τον Αφέντη της.
Κεφάλαιο 26 - Είμαστε χίλιοι δεκατρείς
Ευδοκία
Είχαν περάσει μερικές μέρες από τη συνεύρεσή μας στο ξενοδοχείο στην Εκάλη. Είδα κι έπαθα για να πείσω την Κατερίνα ότι δεν της κρατούσα κακία. Πώς μπορούσε να ξέρει όταν μου έδωσε το πρώτο -αδύναμο στα μάτια του Στέφανου- χτύπημα με τη ζώνη ότι ο Στέφανος θα αντιδρούσε όπως αντέδρασε;
Εικοσιπέντε χρόνια μαζί, ένα σωρό διαφορετικά …τρία και αυτό πρώτη φορά συνέβη. Από την άλλη τόσα χρόνια ήταν η Κατερίνα και οι άλλες. Τώρα ήταν η Κατερίνα και η Ευδοκία.
Μόλις είχα τελειώσει το μάθημα τοπολογίας με τη Φανή και ακόμα πάσχιζα να συνειδητοποιήσω τι συνέβη μπροστά στα ίδια μου τα μάτια.
«Λοιπόν, Φανή, σήμερα θα ασχοληθούμε με το θεώρημα του Tychonoff που είναι ίσως το πιο σημαντικό θεώρημα στην Τοπολογία.»
«Μισό λεπτάκι να κάνω record το session,» μου απαντάει η Φανή. «Έτοιμη!»
«Σημειώνεις έτσι;»
«Σοβαρά τώρα;»
Τι ρωτάω…
«Ωραία. Το καρτεσιανό γινόμενο κάθε συμπαγή χώρου είναι συμπαγής χώρος με την τοπολογία γινόμενο.»
«Το σημείωσα…Χμμμμ….»
«Τι μουρμουρίζεις;»
«Πρέπει οπωσδήποτε να δούμε την απόδειξη,» μου δηλώνει.
«Αυτό κάνουμε κάθε φορά!»
«Όχι εδώ έχει τεράστια σημασία. Κάτι δε μου πάει καλά.»
«Τι δε σου πάει καλά;»
Ομολογώ ότι δεν το είδα να έρχεται.
«Μα είναι προφανές!» μου είπε. «Κοίτα, η θεωρία συνόλων δεν είναι το φόρτε μου αλλά υπάρχει λόγος που το αξίωμα της επιλογής λέγεται αξίωμα και όχι θεώρημα!»
Εκείνη τη στιγμή μου έκανε κλικ και έμεινα να την κοιτάζω σα χάνος.
Πρέπει να το κόψω αυτό.
«Λογικά η απόδειξη πρέπει να χρησιμοποιεί το αξίωμα της επιλογής -ή έστω κάποια ισοδύναμη μορφή του- καθώς είναι προφανές ότι το αξίωμα της επιλογής προκύπτει ως πόρισμα.»
Το είδε μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα. Απίστευτο, απλά απίστευτο!
«Ναι… είναι ισοδύναμα. Δεχόμενοι το αξίωμα της επιλογής τότε η πρόταση του Tychonoff προκύπτει ως θεώρημα. Αν δεχτούμε αξιωματικά την ισχύ της πρότασης του Tychonoff τότε … είναι αυτό που είπες, το αξίωμα της επιλογής γίνεται θεώρημα.»
«Να σου πω τι σκέφτομαι…» είπε και ξεκίνησε να γράφει στο dashboard. «Προφανώς δεν είναι αυστηρή απόδειξη αλλά σχεδιάγραμμα, ωστόσο τα κύρια σημεία είναι τα εξής….»
Και μου σκιτσάρισε την συλλογιστική που ήταν βάση για την απόδειξη του Kelley. Όλα αυτά μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα. Το έχω νιώσει αυτό μια φορά στη ζωή μου, με τον Tao…
Δέος, είναι η σωστή λέξη
«Εύη;;;»
«Έλα αγάπη μου… ναι… σωστή είναι η σκέψη σου, ουσιαστικά αυτή είναι η απόδειξη σε αδρές γραμμές.»
«Μου αρέσει πολύ-πολύ η Τοπολογία!» μου δήλωσε.
…
Την επόμενη μέρα το πρωί πήγα στο γραφείο του Στέφανου και χτύπησα την πόρτα.
«Περάστε,» μου είπε και μπήκα μέσα φουριόζα.
«Καλημέρα,» του είπα ανταποδίδοντας το χαμόγελο.
«Καλημέρα και σε σένα,» μου είπε.
«Στέφανε… θέλω να σου δείξω κάτι….»
«Δεν μπορείς να μου πεις;»
«Μπορώ… αλλά πρέπει να το δεις με τα ίδια σου τα μάτια… εγώ δεν έχω λόγια.»
Και του έδειξα το recording του χθεσινού μαθήματος. Και το dashboard. Συνολικός χρόνος 1 λεπτό και 47 δευτερόλεπτα, από την αναφορά του θεωρήματος μέχρι το σκιτσάρισμα της απόδειξης του Kelley.
«Αν το στείλω αυτό στον Cohen θα στείλει άτομα να απαγάγουν τη Φανή και να τη φέρουν με το ζόρι στο Stanford,» του είπα κάνοντας το Στέφανο να βάλει τα γέλια.
«Στα έλεγα, δε στα έλεγα;»
«Στέφανε… δεν… δεν είναι αστείο. Συγνώμη… λάθος διατύπωση. Έχω αρχίσει και ζορίζομαι με τα μαθήματα που κάνω στη Φανή, όχι φυσικά γιατί μου είναι βάρος, αλλά γιατί πρέπει να της κάνω ταυτόχρονα και Συναρτησιακή Ανάλυση και Άλγεβρα και Θεωρία Συνόλων για να μπορέσω να καλύψω τις ανάγκες της στα μαθήματα Τοπολογίας που της κάνω… Δε μπορώ να φανταστώ πως αισθάνονται οι καθηγητές της στο σχολείο ή πόσο ανία νιώθει αυτό το μυαλό. Πάει σε τόσο βάθος το μυαλό της που πολλές φορές χρειάζεται να διαβάσω η ίδια πριν μπορέσω να της απαντήσω σε θέματα που δεν αφορούν αμιγώς Τοπολογία. Χρειάζεται γενική πανεπιστημιακού επιπέδου εκπαίδευση στα μαθηματικά.»
«Welcome to my world,» μου είπε. «Καλώς ή κακώς η Φανή είναι …ιδιάζουσα περίπτωση, δε μπορούσαμε να κάτσουμε Αμερική. Εγώ μεγάλωσα Σουηδία αλλά η Κατερίνα βίωσε στο πετσί της… Δεν μπορούσαμε να την πάμε εσώκλειστη….»
«Γιατί δεν επιστρέψατε Σουηδία;»
«Γιατί ο πατέρας μου όταν πήρε σύνταξη αποφάσισε ότι αρκετά έζησε στην υπερβορέα και κατέβηκαν με τη μητέρα μου στην Αθήνα. Οι γονείς της Κατερίνας ήταν στο Σαν Φρανσίσκο οπότε δεν υπήρχε επιλογή.»
«Και αυτοί δεν μένουν Ελλάδα;»
«Ναι, ήρθαν αργότερα. Σκόπευαν να πάνε Φλόριντα να περάσουν τα γεράματά τους αλλά… Τους στοίχησε η απώλεια του Γιώργου… και αποφάσισαν να έρθουν να ζήσουν κοντά στο άλλο παιδί τους.»
«Ποιος είναι ο Γιώργος;»
«Ήταν ο μεγάλος αδερφός της Κατερίνας. Καρκίνος….»
«Συγνώμη… δεν… δεν το ήξερα.»
«Προσπαθούσα όσο μπορώ να καλύψω εγώ την ανάγκη της… and then you happened. Δεν είσαι απλά μαθηματικός πρώτου μεγέθους, Ευδοκία, είσαι και χαρισματική ως δασκάλα.»
«….»
«Δεν σου λέω κάτι που δεν ξέρεις. Όταν ακολουθήσαμε την ιδέα σου δεν πιστεύαμε ότι θα έχει ανταπόκριση και τώρα σχεδόν δεν χωράμε στο αμφιθέατρο όταν κάνεις τις διαλέξεις σου των ειδικών θεμάτων. Εγώ δεν είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσα να μεταδώσω αυτές τις έννοιες σε ένα παιδί έστω και αν αυτό είναι άτομο με την νοημοσύνη της Φανής.»
«Στέφανε… δεν μπορώ εγώ κι εσύ, μόνοι μας, να καλύψουμε έτσι τις ανάγκες της Φανής στα μαθηματικά.»
«Και τι θες να κάνω Ευδοκία; Καλώς ή κακώς η ζωή μας είναι εδώ. Η Φανή δεν μπορεί να πάει μόνη της στην Αμερική, είναι 15 χρονών. Πρέπει να τη συνοδεύει νόμιμος κηδεμόνας και αυτό σημαίνει είτε εγώ είτε η Κατερίνα, τουλάχιστον μέχρι να κλείσει τα 18 της. Ο Tomas έχει ακόμα μία χρονιά σχολείο, δεν χρειάζεται μόνο η Φανή τη μάνα της και τον πατέρα της. Η Φανή δε θα χάσει κάτι αν μπει ένα χρόνο αργότερα στο Πανεπιστήμιο και δε θα της στοιχήσει, θα το ξεπετάξει με την ίδια περιφρονητική ευκολία που το κάνει τώρα με το σχολείο της.»
«Συγνώμη Στέφανε, δεν έχω δικαίωμα να ανακατεύομαι.»
«Ευδοκία, δε θυμώνω, καταλαβαίνω ότι αυτό που νιώθεις οφείλεται στην αγάπη που νιώθεις για τη Φανή και δεν ξέρω με πόσους διαφορετικούς τρόπους να το πω, είσαι ό,τι καλύτερο έχει συμβεί στη ζωή της από την εποχή που ήρθαμε Ελλάδα.»
Κοίταζα αμήχανη τα πόδια μου αλλά τον άκουσα.
«…και όχι μόνο για τη Φανή.»
Δεν τον κοίταξα σα χάνος, το στόμα μου έμεινε κλειστό ωστόσο το βλέμμα μου μάλλον είχε κάτι το αγελαδίσιο.
«Και για εμένα εννοώ βρε μπουμπούνα,» μου είπε.
Και τότε επιτέλους το μυαλό μου πήρε στροφές και ένιωσα να ζαλίζομαι.
«Μη μου μείνεις και σε περιμένουν το απόγευμα στο αμφιθέατρο.»
Δεν απάντησα, απλά τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν χωρίς κανένα έλεγχο. Ο ίδιος σηκώθηκε και μου έφερε ένα μαντίλι.
«Έλα κλαψιάρα, ηρέμισε. Σε λίγη ώρα σε περιμένουν και στο αμφιθέατρο, αλήθεια ποιο είναι το θέμα της σημερινής διάλεξης;»
«Η εικασία του Riemann,» είπα βρίσκοντας την ανάσα μου.
«Ωχ, θα τους κάψεις!»
«Στέφανε, να σου εκμυστηρευτώ κάτι;»
«Το ρωτάς;»
«Χθες το βράδι… όταν τέλειωσα το μάθημα με τη Φανή ακόμα είχα στ' αφτιά μου τη φωνή της: «Μου αρέσει πολύ-πολύ η Τοπολογία.». Και εκεί μου ήρθε η άκυρη σκέψη, κρίμα που δεν της αρέσει έτσι η θεωρία αριθμών. Εννοώ… πραγματικά το πιστεύω Στέφανε, αν υπάρχει κάποιος άνθρωπος στον πλανήτη, διαφορετικός από τον Tao, που να έχει πραγματικά ελπίδα να αποδείξει κάποτε στο μέλλον την εικασία του Riemann, αυτός ο κάποιος είναι η Φανή. Ένιωσα δέος, πραγματικό δέος.»
«Το έχω νιώσει και εγώ αυτό το δέος Ευδοκία αλλά είχα το προνόμιο να το δω τρεις φορές στη ζωή μου.»
Κοκκίνησα χωρίς να απαντήσω.
«Αυτό το θείο χάρισμα δεν μπορεί να πάει χαμένο Στέφανε, απλά δεν μπορεί να πάει χαμένο.»
«Και δεν θα πάει, Ευδοκία. Ακόμα και αν δεν είχε αυτό το μοναδικό χάρισμα δεν υπάρχει τίποτα στη ζωή μου που δε θα έκανα για τον Tomas ή τη Φανή. Δεν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι να τους βάλω πιο πάνω.»
Και εκεί οι κρουνοί άνοιξαν εκ νέου αλλά αυτή τη φορά συνοδεύτηκαν με λυγμούς
«Είσαι υπέροχος άνθρωπος. Υπέροχος. Είμαι τόσο τυχερή… τόσο τυχερή….»
«Ε, ναι λοιπόν, το παραδέχομαι. Είσαι!» δήλωσε με στόμφο, κάνοντάς με να γελάω και να κλαίω ταυτόχρονα.
Τον Λάτρευα, θεέ μου πόσο τον Λάτρευα.
Και τότε το μυαλό μου πήρε στροφές.
«…δεν υπάρχει τίποτα στη ζωή μου που δε θα έκανα για τον Tomas ή τη Φανή. Δεν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι να τους βάλω πιο πάνω.»
Η Κατερίνα ήταν η μητέρα της αλλά στην οικογένεια υπήρχε μόνο ένας μαθηματικός του διαμετρήματος της Φανής, μόνο ο Στέφανος θα μπορούσε να τη συνοδέψει. Κανείς άλλος.
«Εσύ θα είσαι… δεν μπορεί να είναι κάποιος άλλος. Εσύ θα πας στην Αμερική μαζί με τη Φανή.»
«Ναι,» μου είπε. «Εγώ θα είμαι.»
Ήμουν απίστευτα ήρεμη εκείνη τη στιγμή. Ο κόσμος χανόταν κάτω από τα πόδια μου και όμως ένιωθα σα να είμαι κάποιος τρίτος, ουδέτερος. Κάποιος μου είχε θερίσει τα σωθικά και το μυαλό είχε μουδιάσει, δεν είχε καν συνειδητοποιήσει τον πόνο.
Κεφάλαιο 27 - Ithaca airlines
Στέφανος
Η Ευδοκία γελούσε και έκλαιγε όταν ξαφνικά της ήρθε η συνειδητοποίηση. Ο κλαυσίγελος της κόπηκε μαχαίρι. Απ' όλες τις φορές που μπορούσε να έχει poker face δε θα μπορούσε να διαλέξει την πιο ακατάλληλη στιγμή να το πετύχει. Το έχω δει και στη Φανή αυτό, από το πρόσωπο να σβήνεται οποιαδήποτε έκφραση, να μένει τελείως ουδέτερο, ενώ το μυαλό προσπαθεί να επεξεργαστεί κάποιο έντονο συναίσθημα. Δεν κατέληγε καλά αυτό.
«Εσύ θα είσαι… δεν μπορεί να είναι κάποιος άλλος. Εσύ θα πας στην Αμερική μαζί με τη Φανή,» μου είπε πολύ ήρεμη, χωρίς ίχνος συναισθήματος σε φωνή και πρόσωπο.
«Ναι,» της είπα. «Εγώ θα είμαι.»
Και σε πέντε λεπτά είχε διάλεξη. Από timing σκίσαμε, δεν μπορώ να πω! Δεν μπορούσε να έχει άλλη κατάληξη αυτή η κουβέντα, δικό μου ήταν το λάθος και μόνο δικό μου!
«Ευδοκία, έχεις διάλεξη τώρα…» της είπα σε ουδέτερα αυστηρό τόνο.
«Ναι… Ναι, έχω διάλεξη.»
«Πήγαινε πάρε τα πράγματά σου από το γραφείο. Θα τα πούμε στο αμφιθέατρο. Όταν τελειώσεις θα έρθεις καρφί στο γραφείο μου.»
«Ναι… τα πράγματά μου….»
«Ευδοκία!» της είπα σε ποιο αυστηρό τόνο.
«Μάλιστα, τα πράγματά μου… όταν τελειώσω θα έρθω καρφί εδώ.»
Σηκώθηκε μηχανικά και βγήκε έξω. Ήλπιζα με όλη μου την ψυχή να ξυπνήσει το δασκαλίστικό της, ενώ το μυαλό της δούλευε στα κόκκινα, προσπαθώντας να επεξεργαστεί αυτό που συνέβη.
Στα μάτια μου δεν υπήρχε κανένα δράμα, τα πράγματα ήταν πολύ απλά. Η Κατερίνα είχε σοκαριστεί και ακριβώς το ίδιο είχε συμβεί και στην Ευδοκία, ωστόσο αυτό δεν άλλαζε την φύση της κατάστασης. Το απλό μπορεί να είναι από δύσκολο ως και ακατόρθωτο αλλά δεν παύει να είναι απλό. Η Κατερίνα το είδε, ακόμα και αν χρειάστηκε 50 με τη ζώνη.
Κατέβηκα στο αμφιθέατρο, ήταν γεμάτο.
«Καλώς τον!» μου είπε ο Θωμάς.
«Καλησπέρα Θωμά. Σήμερα παρά έχει κόσμο.»
«Εμένα λένε Θωμά, εσύ ήσουν ο άπιστος τελικά!»
«Ναι, ομολογώ ότι τέτοια ανταπόκριση δεν την περίμενα.»
«Οι μαθηματικοί είμαστε μαθηματικοί, Στέφανε. Εφαρμοσμένα ή καθαρά, δεν έχει σημασία.»
«Τις προάλλες έφυγες λες και είχα ψώρα!»
«Χαχαχα, το θεώρημα Πέτρου ε;»
Δεν πρόλαβα να απαντήσω γιατί στο αμφιθέατρο μπήκε η Ευδοκία. Κοίταξε το γεμάτο αμφιθέατρο και χαμογέλασε.
«Καλησπέρα. Το αντικείμενο της σημερινής μας διάλεξης είναι -χωρίς ίσως- το πιο σημαντικό αναπάντητο ερώτημα στην ιστορία των Μαθηματικών, γιατί σχετίζεται με την πιο βασική, την πιο θεμελιώδη ερώτηση για την ίδια τη φύση των αριθμών. Ο Ευκλείδης στα στοιχεία του απέδειξε ότι κάθε θετικός ακέραιος μπορεί να αναλυθεί στα πιο θεμελιώδη συστατικά του, σε γινόμενο πρώτων. Οι πρώτοι αριθμοί… τόσο απλοί στη φύση τους. Ένας αριθμός που διαιρείται μόνο από τον εαυτό του και το 1. 1,2,3,5,7,11,13,17,19,23,29… Οι πρώτοι αριθμοί, άπειροι στο πλήθος τους, είναι τα δομικά συστατικά όλων των αριθμών, είναι ο περιοδικός πίνακας της αριθμητικής.»
Το ακροατήριο την παρακολουθούσε μαγεμένο.
«Πώς κατανέμονται όμως; Ξέρουμε ότι όσο περισσότερο προχωράμε τόσο μεγαλύτερα κενά μπορούμε να βρούμε μεταξύ τους. Σύμφωνα με το θεμελιώδες θεώρημα της θεωρίας αριθμών, το πλήθος των πρώτων που είναι μικρότερα από ένα δοσμένο αριθμό x είναι της τάξης του x/lnx. Είναι τυχαία η κατανομή τους; Υπάρχει μια τάξη; Η εικασία του Riemann, που σε πρώτη ανάγνωση δεν φαίνεται να έχει καμία σχέση με τους πρώτους, είναι στην πραγματικότητα η πιο κρίσιμη ερώτηση που έχει γίνει για τη φύση τους. Είναι το ιερό γκράαλ των Μαθηματικών. Η διάλεξη, λόγω της φύσης αυτού του προβλήματος, θα γίνει σε δύο μέρη. Σήμερα θα μιλήσουμε για τους πρώτους με τη γλώσσα της θεωρίας αριθμών και στην επόμενη διάλεξη θα κάνουμε το ίδιο με τη γλώσσα της μιγαδικής ανάλυσης.»
Δεν είναι να απορείς που ο Ralph είχε πάθει αποπληξία όταν έφυγε από το Stanford η Ευδοκία.
Είχε πάψει να με εκπλήσσει το αυθόρμητο standing ovation των φοιτητών μετά από κάθε της διάλεξη σε θέματα αφηρημένων μαθηματικών. Πήγα στο γραφείο μου και την περίμενα.
«Περάστε,» είπα όταν χτύπησε η πόρτα.
«Καλώς την,» της είπα. Έκλεισε την πόρτα πίσω της και πέρασε μέσα. Κάθισε στην καρέκλα χωρίς να πει κάτι. «Ήσουν υπέροχη όπως πάντα,» της είπα, «οι φοιτητές σε έχουν λατρέψει.»
«Σε ευχαριστώ,» μου είπε χαμογελώντας μηχανικά και κοιτώντας το κενό.
Κροτάλισα τα δάχτυλά μου.
«Εδώ είμαι,» της είπα.
Σχεδόν άκουσα το νοητικό της snap
«Όχι για πολύ, όμως.»
«Δε σκοπεύω να εγκαταλείψω τα εγκόσμια και δόξα τω Θεώ οι εξετάσεις μου είναι μια χαρά.»
«ε;»
«Έξις και ξερός,» της είπα σε πολύ αυστηρό τόνο. Με κοίταξε χαμένη. Σηκώθηκα και πήγα και κλείδωσα την πόρτα. Γύρισα και στάθηκα μπροστά της. «Στη θέση σου.»
Σηκώθηκε από την καρέκλα της και με κοίταξε αβέβαιη. Συνέχισα να την κοιτάω με αυστηρό ύφος.
Γονάτισε στα πόδια μου. Την έπιασα απαλά από το σαγόνι και της σήκωσα το κεφάλι να με κοιτάξει.
«Έγινα κατανοητός;»
«Μα… μάλιστα.»
«Δε με πείθεις.»
Με κοίταξε σταθερά στα μάτια.
«Είσαι εδώ. Είμαι εδώ. Έγινες κατανοητός.»
«Εξακολουθείς να μη με πείθεις.»
«Πώς μπορώ να σε πείσω;»
«Με το να το καταλάβεις η ίδια.»
«Δεν ξέρω τι να κάνω,» μου είπε και χαμήλωσε τα μάτια της.
«Ξέρεις *ακριβώς* τι πρέπει να κάνεις,» της είπα.
«Αν εννοείς…» πήγε να πει αλλά την έκοψα με ένα χαστούκι.
«50 με τη ζώνη και μη διανοηθείς να το συνεχίσεις.»
«Μάλιστα,» μου είπε. Έκανε να σηκωθεί. Την άφησα. Με κοίταξε ερωτηματικά. Την κοίταξα με το καλύτερο poker face που διαθέτω. Ξεκούμπωσε το παντελόνι της και έκανε να πάει να το βγάλει. Τη σταμάτησα. «Όχι εδώ,» της είπα. Το κούμπωσε πάλι. Αυτή τη φορά χωρίς να με κοιτάξει γονάτισε μπροστά μου και τότε και μόνο τότε ύψωσε το βλέμμα της πάνω μου. «Τώρα αρχίζεις να καταλαβαίνεις,» της είπα.
«Συγνώμη,» μου είπε.
«Γιατί;»
«Γιατί αμφέβαλα.»
«Και δεν θα φύγω;»
«Όχι. Ακόμα και αν πας Αμερική, δε θα φύγεις.»
«Α-Κ-Ρ-Ι-Β-Ω-Σ. Πήγαινε στο γραφείο να πάρεις τα πράγματά σου. Το αυτοκίνητό σου θα το αφήσεις εδώ, θα φύγουμε με το δικό μου.»
«Μάλιστα,» μου είπε. Σηκώθηκε και πήγε στο γραφείο να πάρει τα πράγματά της.
Πήρα τηλέφωνο την Κατερίνα. Δεν απάντησε, ήταν μάλλον με πελάτη. Της έστειλα μήνυμα.
Μάζεψα τα πράγματά μου και την περίμενα. Στάθηκε στην πόρτα. Σηκώθηκα, κλείδωσα το γραφείο και ξεκινήσαμε. Σε 40 λεπτά ήμασταν σπίτι της. Ανεβήκαμε στο διαμέρισμά της.
«Πάρε θέση,» της είπα όταν μπήκαμε μέσα και κλείσαμε την πόρτα. Έβγαλα τη ζώνη μου από το παντελόνι. Η Ευδοκία έβγαλε τα παπούτσια της και μετά παντελόνι και κιλοτάκι και στήθηκε για την τιμωρία της στην πολυθρόνα. «You know the drill,» της είπα.
«Ένα,» μου είπε όταν έπεσε η πρώτη. Αυτή τη φορά κατάφερε να μη βγάλει άχνα πέραν του μετρήματος.
Κατέβασα το παντελόνι μου και έφτυσα το χέρι μου απλώνοντας σάλιο στον πούτσο μου. Τον έβαλα με δυσκολία στον κώλο της και την γαμούσα πολύ ώρα μέχρι να καταφέρω να χύσω. Τραβήχτηκα, είχα λερωθεί. Η Ευδοκία που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε βγάλει άχνα κοκκίνησε όταν κατάλαβε τι είχε συμβεί, το πρόσωπό της έγινε ασορτί με τον κώλο της.
«Θα τον γυαλίσεις!» της είπα.
«Μάλιστα,» μου απάντησε και σηκώθηκε χωρίς δισταγμό από την πολυθρόνα γονατίζοντας μπροστά μου.
«Τι πας να κάνεις;» τη ρώτησα βλέποντάς την ότι πήγαινε να με πάρει στο στόμα της.
«Να σε γυαλίσω, αυτό δε μου ζήτησες;»
«Στο μπάνιο, Ευδοκία μου, στο μπάνιο!!!»
«Χμμμμ,» μου είπε επιτέλους στροφάροντας.
«Ακόμα εδώ είσαι;» τη ρώτησα.
«Τσακίζομαι,» μου είπε χαμογελαστή και σηκώθηκε να πάει να ετοιμάσει το μπάνιο.
Ευδοκία
Πήγα στο μπάνιο και σκουπίστηκα, είχα λερωθεί κι εγώ είναι η αλήθεια. Έβγαλα μερικά μωρομάντηλα ακόμα και επέστρεψα στο σαλόνι.
«Δε νομίζω ότι θα καθαρίσει έτσι!» μου είπε.
«Θέλω να σε καθαρίσω λίγο πριν πάμε στο μπάνιο. Θα συνεχίσω με ζεστό νερό και αν και πολύ θα ήθελα να κάνουμε μαζί ένα ζεστό μπάνιο δεν χωράμε στην μπανιέρα μου, εσύ δηλαδή σίγουρα όχι.»
«Χμμμ… μου αρέσει η ιδέα σου.»
«Θα υπάρξουν σοβαρές τεχνικές δυσκολίες,» του είπα και γονάτισα και άρχισα να τον καθαρίζω προσεκτικά. Όταν τον καθάρισα όσο μπορούσα με τα μωρομάντηλα του ζήτησα να με ακολουθήσει στο μπάνιο. Γδύθηκα κι εγώ τελείως και τον βοήθησα να γδυθεί κι εκείνος. Άνοιξα το νερό και όταν έφτασε σε ικανοποιητική θερμοκρασία το γύρισα προς το Στέφανο για να τον πλύνω.
«ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΑΣΤΑΚΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕ ΒΡΑΣΕΙΣ!» μου είπε όταν έπεσε νερό πάνω του, κι ευτυχώς ξεκίνησα από τα πόδια.
Oooops
Χαμήλωσα λίγο το ζεστό και άνοιξα λίγο το κρύο. Το νερό για τα δικά μου μέτρα ήταν χλιαρό αλλά για το Στέφανο ήταν ανεκτά βραστό, τι να πεις; Τον έπλυνα προσεκτικά στην αρχή με νερό και μετά με σαπούνι και νερό. Μάλλον το παράκανα γιατί ο πούτσος του είχε θεριέψει πάλι.
«Μου… μου επιτρέπεις;» τον ρώτησα.
«Εξαρτάται, τι έχεις στο μυαλό σου;» με ρώτησε κάνοντας τον ανήξερο.
«Να πιστοποιήσουμε το βιολογικό καθαρισμό,» του είπα.
«Με ISO,» μου είπε;
«Με ίζο την τουτσού σου καθαρίζω,» του απάντησα.
«Θα κάνω πέτρα την καρδιά μου,» μου είπε.
«Κουράγιο Στέφανε… θα αντέξεις!» του είπα και γονάτισα και τον πήρα στο στόμα μου.
«Δε θα είμαι μόνος στη μιζέρια,» μου είπε και άνοιξε το τηλέφωνο με το χλιαρό, για τα μέτρα μου ,νερό.
«ααααχ,» είπα και ευτυχώς δεν του έκοψα κομμάτι… και τι κομμάτι!
«Λόγο θα βγάλεις;» με ρώτησε πειραχτικά.
Και με το νερό να πέφτει πάνω μου συνέχισα το τσιμπούκι. Δεδομένου ότι όπως πάντα είχα κλειστά τα μάτια μου το νερό -που ψέματα μη λέω, θα το προτιμούσα πιο ζεστό- ήταν added bonus όπως είχαν οξυνθεί οι υπόλοιπές μου αισθήσεις. Κουνούσα το κεφάλι μου μπρος πίσω, τον έπαιρνα σχεδόν μέχρι το λαιμό ενώ το νερό έπεφτε στο κεφάλι μου και στο πρόσωπό μου. Η αλήθεια είναι ότι με το νερό να πέφτει δεν τον άκουγα πολύ καλά οπότε προσπαθούσα να τον νιώσω με το στόμα μου, πράγμα που μεγάλωσε ακόμα περισσότερο την απόλαυσή μου.
Λάτρευα την αίσθηση του γεμάτου από τον πούτσο του στόματός μου και λάτρευα ακόμα περισσότερο το πόσο ικανοποίηση αντλούσε από αυτό. Συνέχισα με ενθουσιασμό και δεν μου πήρε πολύ να γευτώ τα αποτελέσματα, ο Στέφανος κρατώντας το κεφάλι μου ακίνητο τέλειωσε μέσα στο στόμα μου πλημμυρίζοντάς το με μια σεβαστή ποσότητα χυσιού, που αναρωτήθηκα φευγαλέα που βρέθηκε, δεν είχαν περάσει ούτε 10 λεπτά που είχε τελειώσει στον κώλο μου. Κατάπια και συνέχισα να τον γλείφω και να τον φιλάω. Μετά απομακρύνθηκα και τον ξέπλυνα με νερό.
Βγήκα έξω και του έφερα μια πετσέτα να σκουπιστεί. Βέβαια εγώ ήμουν μούσκεμα από την κορυφή ως τα νύχια γεμίζοντας το πάτωμα νερά.
«Πάω να ξαπλώσω στο κρεββάτι. Κάνε κι εσύ ντους με την ησυχία σου και έλα μέσα.»
«Μάλιστα,» του είπα και μπήκα πάλι στην μπανιέρα. Έκλεισα και πάλι την κουρτίνα, άνοιξα το ζεστό νερό και έκανα ένα γρήγορο λούσιμο, πέρασμα με σφουγγάρι και αφρόλουτρο. Όταν τελείωσα σκούπισα τα μαλλιά μου και μετά φορώντας το μπουρνούζι βγήκα έξω και σφουγγάρισα το πάτωμα. Στέγνωσα τα μαλλιά μου και άπλωσα λίγη ενυδατική στο πρόσωπο. Στο Στέφανο άρεσε πολύ η μυρωδιά της συγκεκριμένης ενυδατικής.
Όταν πήγα να τον βρω στο κρεββάτι ροχάλιζε του καλού καιρού. Τον άφησα να κοιμάται και πήγα στην κουζίνα να φτιάξω να φάμε. Η μαγειρική δεν είναι το φόρτε μου, αλλά αναγκάστηκα να μάθω όταν ήμουν στο Σαν Φρανσίσκο, γιατί ασιτεία και αβιταμίνωση δεν ήταν υψηλά στη λίστα προτεραιοτήτων μου.
Αναστέναξα. Δε μου άρεσε στην Αμερική και ο Στέφανος σε ένα χρόνο θα επέστρεφε εκεί με τη Φανούλα. Αλλά του είχα πει την αλήθεια. Ακόμα και αν ήταν Αμερική δε θα έφευγε. Από αυτή τη θέση μόνο ένας μπορούσε να φύγει και αυτή ήμουν εγώ. Και αυτό δε σήμαινε ότι θα έχανα το Στέφανο, θα έχανα και τη Φανούλα.
«Αν δεν ξεκινήσεις το ταξίδι δε θα βρεθεί καμιά Ιθάκη να σε περιμένει.»
Και εκείνη τη στιγμή άστραψε μια σκέψη στο μυαλό μου που με έκανε να παγώσω. Ήταν τόσο προφανές, τόσο απίστευτα προφανές.
Κι ἂν πτωχικὴ τὴν βρῇς, ἡ Ἰθάκη δὲν σὲ γέλασε.
Ἔτσι σοφὸς ποὺ ἔγινες, μὲ τόση πείρα,
ἤδη θὰ τὸ κατάλαβες ᾑ Ἰθάκες τί σημαίνουν.
Χαμογέλασα στην αρχή και μετά έβαλα τα γέλια, γέλαγα μέχρι που δάκρυσαν τα μάτια μου. Γιατί επιτέλους κατάλαβα.
Η δική μου Ιθάκη ήταν ξαπλωμένη στο κρεββάτι και ροχάλιζε του καλού καιρού.
Κεφάλαιο 28 - Ου γαρίδασι
Στέφανος
Ξύπνησα, με είχε πάρει ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω. Κοίταξα το ρολόι μου, δεν είχε περάσει ούτε μία ώρα από τη στιγμή που είχαμε έρθει στο σπίτι της Ευδοκίας. Δεν ήταν δίπλα μου. Σηκώθηκα και πήγα μέσα, τη βρήκα στην κουζίνα. Με είδε και μου χαμογέλασε.
«Ξύπνησες; Μαγείρευα!»
«Τι φτιάχνεις;»
«Γαριδομακαρονάδα,» μου απάντησε.
«Και γιατί κάθεσαι στην κουζίνα; Φοβάσαι μην αποδράσουν οι γαρίδες από την κατσαρόλα;»
«Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω και εδώ που τα λέμε έκανες και λίγη φασαρία.»
«Η αλήθεια είναι ότι ροχαλίζω ελαφρά!»
«Αυτό ήταν η ελαφριά έκδοση; Δηλαδή η βαριά πώς είναι;»
«Θα τη μάθεις το βράδυ,» της είπα.
Το χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της.
«Βελτιώνεσαι!» της είπα.
«Τι εννοείς; Υπήρχε περίπτωση να μη χαρώ;»
«Δεν εννοώ αυτό.»
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.»
«Πώς θα είχες νιώσει αν σου έλεγα ότι θα κοιμηθώ σπίτι σου πριν δύο εβδομάδες;»
«Πάλι θα χαιρόμουν, ειλικρινά, προσπαθώ να σε καταλάβω αλλά δεν βλέπω που το… χμμμ….»
«Μπουμπούνα!» της είπα
«Λίγο μόνο,» μου είπε χαμογελαστή. Έκλεισε το μάτι στην κατσαρόλα. «Η σάλτσα είναι έτοιμη όπως και τα μακαρόνια. Θέλεις να σερβίρω;»
«Όχι ακόμα, τώρα ξύπνησα. Πάμε μέσα,» της είπα και κίνησα για το δωμάτιο. Ξάπλωσα στο κρεββάτι και χώθηκα κάτω από το πάπλωμα. Η Ευδοκία ήταν ακόμα με το μπουρνούζι. Το έβγαλε και ξάπλωσε γυμνή δίπλα μου. Άνοιξα τα χέρια μου και χώθηκε στην αγκαλιά μου.
«Η δεύτερη πιο αγαπημένη μου θέση στον κόσμο,» μου δήλωσε.
«Όχι πάνω μου όταν κάθομαι στην πολυθρόνα;»
«Όχι, αυτή είναι η τρίτη.»
«Και ποια είναι η πρώτη;»
«Όταν είσαι καθισμένος στην πολυθρόνα κι εγώ γονατιστή στα πόδια σου και ακουμπώ το κεφάλι μου στα γόνατά σου.»
«Το λες αυτό γιατί από εκεί σου είναι εύκολο να τρυγήσεις το ώριμο κορμί μου!» της είπα και έβαλε τα γέλια.
«I’m pleading the fifth!»
«Άτιμα θηλυκά θέλετε να με ξεκάνετε!»
«Ε ναι λοιπόν, ανακάλυψες το σατανικό μας σχέδιο. Θα σε ξεκάνουμε και θα πάμε με την Κατερίνα να παντρευτούμε στην California.»
«Γιατί ειδικά στην California;»
«Αφενός γιατί εκεί επιτρέπονται οι γάμοι μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου και αφετέρου επειδή εκεί είναι Stanford, UCLA και Berkeley και θα έχουμε να φροντίσουμε και τη Φανή.»
«Εσύ να τα βλέπεις που έφυγες από εκεί.»
«Αν δεν είχα φύγει δε θα σε είχα γνωρίσει ποτέ Στέφανε. Οπότε ακόμα και αν το έκανα για χίλιους λάθος λόγους στο τέλος σε καλό μου βγήκε.»
«Στο τέλος ξουρίζουν το γαμπρό.»
«Ίσως να είναι κι έτσι. Δεν έχει σημασία, Στέφανε, κατάλαβα, ΚΑΤΑΛΑΒΑ, αυτό που μου έδειξες.»
«Τι σου έδειξα;»
«Ποια είναι η θέση μου.»
«Και;»
«Από τη θέση αυτή μπορώ να φύγω με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι να με διώξεις. Ο δεύτερος είναι να φύγω μόνη μου. Αυτό μου δήλωσες όταν στο γραφείο με διέταξες να κάτσω στη θέση μου. Αυτό μου δήλωσες όταν με τιμώρησες. Αυτό μου δήλωσες όταν αμέσως μετά με χρησιμοποίησες. Για εσένα δεν αλλάζει τίποτε, δεν άλλαξε τίποτα. Μου το είπες με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο.»
«Μπουμπούνα!»
«Δεν είμαι απλά μπουμπούνας, είμαι κάτι πολύ περισσότερο.»
«Δηλαδή;»
«Ο δικός σου μπουμπούνας!»
«Από περιέργεια, αν σου ζητούσα να διαλέξεις μεταξύ εμένα και της Φανής, τι θα διάλεγες;»
«Τι ερώτηση είναι αυτή;»
«Σε τρώει να φας και δεύτερη πενηντάρα;»
«Όχι αλλά δεν υπάρχει δίλημμα. Εσένα και τη Φανή ή μόνο τη Φανή, γιατί να έχω μόνο το ένα όταν μπορώ να έχω και τα δύο;»
«Ας πούμε ότι δεν γινόταν αλλιώς. Τι θα διάλεγες;»
«Δυσκολεύομαι να απαντήσω.»
«Θέλω να μου πεις την αλήθεια.»
«Τη Φανή, Στέφανε, για δύο εξίσου σημαντικούς λόγους. Ο πρώτος είναι ότι άσχετα πως μπορεί να καταλήξουμε οι δυο μας η Φανή δε φταίει σε τίποτα.»
«Και ο δεύτερος;»
«Γιατί αυτό θα ήθελες κι εσύ,» μου είπε. «Δε βάζεις τίποτα πάνω από τα παιδιά σου και δεν θα τολμούσα ούτε κατά διάνοια να σκεφτώ ότι αξίζω περισσότερο από αυτά. Είμαι εδώ που είμαι αλλά δεν έχω καμία ψευδαίσθηση όσον αφορά την ιεραρχία στον κόσμο σου. Tomas και Φανή πέρα απ’ όλους, μετά η Κατερίνα και μετά όλοι οι υπόλοιποι, εμού συμπεριλαμβανομένου.»
«Είσαι σημαντική για μένα, Ευδοκία, πολύ περισσότερο απ’ όσο μπορείς να φανταστείς.»
«Δεν αμφιβάλλω Στέφανε, σε παρακαλώ μην το δεις έτσι. Όπως και να έχει ωστόσο ξέρω ότι η ψηλότερη θέση η οποία θα μπορούσα να αποκτήσω στη δική σου αξιακή ιεραρχία είναι η τέταρτη. Δεν έχει παραπάνω οπότε δεν φιλοδοξώ για παραπάνω.»
«Είσαι αντιφατική ώρες-ώρες.»
«Μπορεί. Δεν είμαι ιδιαίτερα συναισθηματικός άνθρωπος, Στέφανε, στο βαθμό που είχα αναρωτηθεί αν είμαι ικανή ποτέ να ερωτευτώ. Ίσως να μην είμαι. Εννοώ ακόμα και αυτό που νιώθω για σένα, που δεν το έχω νιώσει για άλλο άνθρωπο, δεν ξέρω αν είναι έρωτας. Το μόνο που ξέρω είναι η επιρροή που ασκείς πάνω μου. Δε μου είναι εύκολο να νιώθω ευάλωτη, το σιχαίνομαι αυτό το πράγμα, αλλά στα πόδια σου δε με νοιάζει. Ποτέ δεν μπορούσα να εκφράσω καλά τα συναισθήματά μου αλλά μπροστά σου γίνεται τόσο απλό. Νιώθω τοσοδούλα αλλά ξέρω, ξέρω μέσα μου, ότι αυτός ο γίγαντας δε θα με πατήσει, θα με κλείσει προστατευτικά στη χούφτα του και δε θα αφήσει τίποτα να με πειράξει. Είναι… είναι σα να φορούσα μια ζωή ένα άβολο ρούχο και εσύ με ένα φύσημα το έκανες να φύγει. Νιώθω πιο δυνατή γυμνή, γονατισμένη στα πόδια σου παρά μόνη, όρθια με πανοπλία, ασπίδα και σπαθί στο χέρι.»
«Ο ενθουσιασμός είναι επικίνδυνο πράγμα, μπορεί να σε παρασύρει.»
«Μπορεί να είναι κι έτσι. Όμως αυτό νιώθω αυτή τη στιγμή. Όπως ξέρω, κατά κάποιο τρόπο, και την απάντηση στο άλλο ερώτημα που με απασχολεί.»
«Το οποίο είναι;»
«Τι θα κάνω σε ένα χρόνο που θα πας στην Αμερική;»
«Σάμπως να βιάζεσαι λιγάκι.»
«Μπορώ να σου εξηγήσω, αν μου επιτρέψεις.»
«Ευχαρίστως.»
«Το «κατά κάποιο τρόπο,» πάει στο ότι δεν ξέρω την απάντηση per se, γιατί δεν ξέρω το μέλλον. Ξέρω μόνο ένα πράγμα, αν σε ένα χρόνο είμαι ακόμα σε αυτή τη θέση, θα μάθω τι θα κάνω.»
«Πώς θα το μάθεις;»
«Θα μου το πεις εσύ.»
Ευδοκία
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνό του.
«Έλα αγάπη μου. Τι έγινε λέει; Που είσαι; Πήρες τη μητέρα σου; Έρχομαι αμέσως.»
«Στέφανε, τη συνέβη;» τον ρώτησα φανερά ανήσυχη.
«Ευτυχώς τίποτα σοβαρό. Η Φανή στραμπούλησε το πόδι της στο Αϊκίντο και η Κατερίνα έχει ακόμα πελάτη και μετά έχει να πάει σε μια παρουσίαση, θα αργήσει να επιστρέψει. Θα πρέπει να πάω να την πάρω από το dojo της και να πάμε ΚΑΤ.»
Ήθελα να τον ρωτήσω αν ήθελε να πάω μαζί του αλλά κρατήθηκα. Αν ήθελε θα μου το έλεγε ο ίδιος.
«Πόσο φαγητό έχει η κατσαρόλα;» με ρώτησε.
«Μαγείρεψα για τους δυο μας αλλά νομίζω ότι βγαίνουν 4 μερίδες. « απάντησα χωρίς να καταλαβαίνω που το πάει.
«Καλά, θα φάω κάτι άλλο εγώ. Τι με κοιτάς, ετοιμάσου!»
«Θέλεις… θέλεις να έρθω μαζί σας;» τον ρώτησα με ελπίδα.
«Τι ερώτηση είναι αυτή; Και να πάρεις και το φαγητό, η Φανή τρελαίνεται για γαριδομακαρονάδα με σάλτσα ντομάτας και φέτα. Έτσι δεν την έχεις φτιάξει;»
«Ναι ναι!» είπα με ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά και πετάχτηκα σαν τη σούστα να ετοιμαστώ.
«Πάρε επίσης τις πιτζάμες σου καθώς και τα ρούχα που θα θέλεις να φορέσεις αύριο στο γραφείο,» μου είπε. «Σήμερα θα κοιμηθείς σπίτι μας.»
Ετοιμάστηκα σε χρόνο ρεκόρ και άδειασα σε δύο τάπερ τα μακαρόνια και τη σάλτσα. Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και μιας και το dojo της Φανής ήταν στο Μαρούσι σε 15 λεπτά ήμασταν εκεί. Κατέβηκα να πάρω τη Φανή, δεν υπήρχε μέρος να παρκάρει ο Στέφανος και σταμάτησε στη μέση του δρόμου με τα alarms. Η Φανή ήταν καθισμένη σε μια καρέκλα και διάβαζε το tablet της. Δίπλα της καθόταν ο δάσκαλός της. Όταν με είδε χαμογέλασε και φωτίστηκε το πρόσωπό της.
«Πώς χτύπησες εσύ βρε μαϊμού;» τη ρώτησα.
«Στραβοπάτησα.»
«Μπορείς να περπατήσεις; Ο μπαμπάς έχει παρκάρει έξω.»
«Συγνώμη, εσείς ποια είστε;» με ρώτησε ο δάσκαλός της.
«Εύη Πέτρου, είμαι συνάδελφος του πατέρα της και έτυχε να είμαστε μαζί όταν τον ειδοποίησε η Φανή. Δεν μπορούσε να κατέβει γιατί έχει σταματήσει με τα alarms στη μέση του δρόμου αλλά αν πάτε στην πόρτα θα τον δείτε. Και σας παρακαλώ βοηθήστε με να την πάμε στο αυτοκίνητο γιατί βλέπω ότι δεν μπορεί να πατήσει το πόδι της.»
«Η Εύη μου κάνει Τοπολογία και Συναρτησιακή Ανάλυση,» είπε η Φανή, μη βοηθώντας ιδιαίτερα την κατάσταση, αν κρίνω από το βλέμμα με το οποίο μας κοίταξε ο δάσκαλός της.
Η Φανή είναι λίγο πιο ψηλή από εμένα αλλά με τη βοήθεια του δασκάλου της καταφέραμε να την πάμε σιγά-σιγά στο αυτοκίνητο. Άνοιξα την πίσω πόρτα του station wagon και με λίγη δυσκολία βάλαμε τη Φανή μέσα.
«Πώς είσαι;» τη ρώτησε ανήσυχος ο Στέφανος.
«Ακριβώς σα να έχω στραμπουλήσει το πόδι μου,» του απάντησε η Φανή.
«Με κοροϊδεύεις, νεαρή;»
«Λίγο μόνο,» του είπε.
Από πίσω κάποιος κόρναρε.
«Εγώ πάντως λέω να μη το λύσουμε εδώ,» τους είπα. Η Φανή είχε απλώσει το πόδι της στο κάθισμα και είχε γείρει πάνω μου. Ξεκινήσαμε και 10 λεπτά μετά ήμασταν στο ΚΑΤ. Στην είσοδο εξηγήσαμε ότι είχαμε τραυματία που δεν μπορεί να περπατήσει και άφησαν το Στέφανο να μπει μέσα με το αυτοκίνητο και πήγαμε στα επείγοντα. Επειδή το αυτοκίνητο δε μπορούσε να μείνει μέσα και επειδή εγώ δεν ήμουν σε θέση να οδηγήσω αυτή τη μαούνα, αναγκαστικά έμεινα εγώ με τη Φανή, μέχρι ο Στέφανος να πάει να βρει κάπου έξω να παρκάρει. Ζήτησα και μας έφεραν ένα αμαξίδιο και έβαλα τη Φανή να κάτσει και πήγα στην είσοδο και περίμενα το Στέφανο. Όταν ήρθε πήγε στην υποδοχή και έκανε τα απαραίτητα.
Αποδείχτηκε τελικά από τις ακτινογραφίες πως η Φανή είχε υποστεί ένα ελαφρύ διάστρεμμα. Της έδεσαν το πόδι με ένα επίδεσμο και παρακολούθησα και εγώ και ο Στέφανος τη διαδικασία, γιατί η Φανή ήταν από προπόνηση, θα έπρεπε να κάνει μπάνιο, και φυσικά αυτό δε μπορούσε να γίνει με τον επίδεσμο. Της είπαν να κάτσει σπίτι την επόμενη και για μερικές μέρες να μην το ζορίσει.
Βγάλαμε έξω τη Φανή με το αμαξίδιο και ο Στέφανος πήγε και έφερε ξανά το αυτοκίνητο μέσα. Τη βάλαμε και ξεκινήσαμε, ωστόσο δεν πήγαμε αμέσως σπίτι τους, πρώτα περάσαμε από τη Δροσιά, όπου είχε εφημερεύον φαρμακείο για να πάρουμε επίδεσμο. Δεν μας πήρε πολλή ώρα από εκεί να φτάσουμε στο σπίτι τους στη Ρέα. Ευτυχώς διαθέτουν υπόγειο πάρκινγκ και ασανσέρ, οπότε δεν είχαμε δυσκολία να μετακινήσουμε τη Φανή. Τα δύσκολα θα ήταν στο σπίτι γιατί η μεζονέτα δε διέθετε εσωτερικό ασανσέρ και τα δωμάτια και το μεγάλο μπάνιο είναι στο δεύτερο όροφο.
«Εύη μου; Θα με βοηθήσεις στο μπάνιο;» με ρώτησε η Φανή.
«Και το ρωτάς βρε μαϊμού; Λες να σε αφήσω να σε φάει η μπίχλα;»
«Έι, το πρωί έκανα μπάνιο! Δεν είμαι μπίχλα!»
«Στέφανε, πάμε τη Φανή πάνω και μετά θα μας αφήσεις τα κορίτσια μόνα μας!»
«Στις διαταγές σας!»
«Έτσι, να σέβεσαι!» του είπα βγάζοντας πειρακτικά τη γλώσσα. Η Φανή έβαλε τα γέλια.
Ανεβήκαμε στο δεύτερο όροφο. Πήγα τη Φανή σιγά-σιγά στο μπάνιο.
«Θα σου γεμίσω τη μπανιέρα με ζεστό νερό γιατί δεν κάνει να είσαι όρθια.»
«Έχουν να με κάνουν μπάνιο από τότε που ήμουν κοριτσάκι,» μου είπε.
«Ποιος τη χάρη σου. Πώς χτύπησες, δε μας είπες;»
«Μετά την προπόνηση, παραπάτησα πηγαίνοντας στα αποδυτήρια. Είδα αστεράκια Εύη.»
Η μπανιέρα είχε ξεκινήσει να γεμίζει.
«Πώς σου φαίνεται το νερό; Μπορείς να σκύψεις λίγο να δεις;»
«Λίγο πιο ζεστό το θέλω,» μου είπε.
«Πιο ζεστό από αυτό;» την κοίταξα με απορία, μέχρι κι εγώ το θεωρούσα ζεστό για τα δικά μου μέτρα.
«Ναι, λίγο ακόμα σε παρακαλώ.»
Όπως και να έχει κάποια στιγμή γέμισε η μπανιέρα.
«Έχεις εσύ ή η μαμά άλατα που βάζετε στο μπάνιο;»
«Η μαμά βάζει άλατα, εγώ να σου πω την αλήθεια προτιμώ το ντους. Το σαμπουάν και το αφρόλουτρό μου είναι εδώ,» μου έδειξε και τα έπιασα γιατί αν έμπαινε μέσα δε θα μπορούσε να σηκωθεί για να τα πιάσει. Έβγαλε τη μπλούζα της και το αθλητικό της φανελάκι. Τη βοήθησα να κατεβάσει τη φόρμα της και το εσώρουχό της.
Καλά το έλεγα εγώ, αυτό το κορίτσι θα κάψει καρδιές. Πανέμορφη στο πρόσωπο, με στήθος λίγο μικρότερο από το δικό μου, καλλίγραμμη σε βαθμό που θα έκανε αγάλματα να σκάσουν από τη ζήλεια τους, και με μυαλό που θα κάνει ακόμα και ένα ευφυή άνθρωπο να νιώσει μπροστά της κοινός κρετίνος, ήταν σα να είχε πάρει όλα τα χαρίσματα του Θεού.
Μπήκε στο μπάνιο και τη βοήθησα να κάτσει μέσα στη μπανιέρα. Έκλεισα τη συρόμενη πόρτα.
«Μη φύγεις σε παρακαλώ,» μου είπε από μέσα «κάτσε να μου κάνεις παρεούλα.»
«Δε φεύγω αγάπη μου, εδώ θα κάτσω,» της είπα και κάθισα στη λεκάνη έχοντας κατεβάσει το καπάκι.
Καθίσαμε και μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων και όταν τελείωσε τη βοήθησα να σηκωθεί και μετά από ένα τελευταίο ξέπλυμα που έκανε, της έφερα το μπουρνούζι της. Σκουπίστηκε και τη βοήθησα να πάει στο δωμάτιό της. Κάθισε στο κρεββάτι και της διάλεξα εσώρουχα αλλά μου είπε ότι το βράδυ δε φορούσε σουτιέν, οπότε φόρεσε ένα απλό φανελάκι και από πάνω την πιτζάμα της.
«Σου έχω και δύο εκπλήξεις,» της είπα.
«Πες μου! Πες μου!»
«Αν σου πω βρε μαϊμού πώς θα είναι εκπλήξεις;»
«Εύη;»
«Τι είναι Φανούλα μου;»
«Σ’ αγαπάω,» μου είπε κάνοντας την καρδιά μου να λιώσει. «Πολύ πολύ πολύ.»
«Κι εγώ σ’ αγαπάω πολύ πολύ πολύ.»
«Παρόλο που είμαι μια απρόσεκτη μαϊμού;»
«Παρόλο,» της είπα χαμογελώντας σαν ηλίθια.
Δε μπορούσες να γνωρίσεις αυτό το πλάσμα και να μην το αγαπήσεις, απλά δεν μπορούσες.
«Αν και θα χρειαστεί να αγγαρέψουμε τον πατέρα σου να μας βοηθήσει να κατεβούμε κάτω.»
«Α, Εύη μου, έτσι πάνε αυτά! Τα παιδιά φέρνουν υποχρεώσεις!» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
Βγήκα από το δωμάτιό της.
«Στέφανε;»
«Διατάξτε,» άκουσα και τον είδα να βγαίνει από το δωμάτιό του.
«Κάτι μου λέει πως θα το πληρώσω αυτό,» του είπα και εκείνος δεν απάντησε, απλά χαμογέλασε. «θα με βοηθήσεις να πάμε τη Φανή κάτω;»
«Τι ερώτηση είναι αυτή, βεβαίως!»
Το ζεστό μπάνιο είχε βοηθήσει τη Φανή και όταν της έβαλα, με την επιτήρηση του Στέφανου, τον επίδεσμο φάνηκε ότι μπορεί να πατήσει το πόδι της -όχι φυσικά με δύναμη- χωρίς να την ενοχλεί. Την κατεβάσαμε σιγά-σιγά κάτω. Εκείνη την ώρα μπήκε στο σπίτι και ο Tomas με ένα άλλο αγόρι το οποίο αναγνώρισα από τις φωτογραφίες που μου είχε δείξει ο Tomas, ήταν ο Μάνθος.
«Καλησπέρα. Τι έπαθε η Φανή;»
«Καλησπέρα σας,» είπε ο Μάνθος χαμογελώντας ντροπαλά.
«Καλησπέρα αγόρι μου,» του είπε ο Στέφανος χαμογελώντας του. Μετά γυρίζοντας στον Tomas «Στραβοπάτησε στην προπόνηση και η μαμά είχε πελάτη και μετά μια άλλη υποχρέωση, θα αργήσει να έρθει. Ήμουν στο γραφείο και φεύγοντας αγγάρεψα και την Ευδοκία που ήταν σπίτι της να μας βοηθήσει.»
«Ε όχι και αγγαρεία,» είπα, «Εύη,» συνέχισα, δίνοντας το χέρι στον Μάνθο που μου το έσφιξε χαμογελώντας.
«Χμμμ… και λέγαμε να παίξουμε Play Station,» είπε ο Tomas.
«Εμείς όχι οπότε δεν σας εμποδίζουμε,» είπε ο Στέφανος.
«Tomas, Μάνθο, έχετε φάει;» τους ρώτησα.
«Όχι,» μας είπαν και οι δύο.
«Ωραία, είχα φτιάξει σήμερα γαριδομαρονάδα αλλά ευτυχώς ο Στέφανος με πρόλαβε πριν γίνει παρελθόν ένα σεβαστό μέρος της.»
«Γαριδομακαρονάδα;» είπε η Φανή.
«Αυτή είναι η μία έκπληξη,» της είπα κλείνοντας της το μάτι.
Πήγα στην κουζίνα τους και ψάχνοντας βρήκα μια κατσαρόλα για τα μακαρόνια. Ευτυχώς δεν είχαν κρυώσει μέσα στο θερμικό τάπερ αλλά η σάλτσα ήθελε λίγο ζέσταμα. Εκεί ανακάλυψα ότι η σάλτσα έφτανε για τρεις μερίδες, δε βαριέσαι, εγώ με το Στέφανο θα βολευόμασταν αλλιώς.
Ο Στέφανος ήρθε μέσα και με βοήθησε να σερβίρουμε.
«Εσείς;» μας ρώτησε ο Tomas.
«Εμείς θα βολευτούμε με κανένα σουβλάκι εκτός και αν ενδιαφέρεστε να ανταλλάξουμε.»
«Όχι, ευχαριστώ,» είπε και ρίχτηκαν και οι τρεις στη μακαρονάδα τους σα να μην υπήρχε αύριο.
«Λοιπόν, πάμε να κάτσουμε στο σαλόνι. Όταν τρώνε οι κροκόδειλοι καλό είναι να κρατάμε αποστάσεις ασφαλείας. « είπε και χαμογέλασα.
Πήγαμε στο σαλόνι και καθίσαμε. Ο Στέφανος πήρε ένα τηλεκοντρόλ και άρχισε να παίζει μουσική.
«Σ’ ευχαριστώ,» μου είπε.
«Και μετά λες εμένα μπουμπούνα,» του είπα.
«Ορίστε, πάει και το μου, Αντωνάκη,» είπε.
«Θα το πληρώσω που θα το πληρώσω, ας το κάνω με στυλ.»
«Γι’ αυτό σ’ αγαπάω,» μου είπε.
Κεφάλαιο 29 - Έχω ένα μυστικό…
Ευδοκία
«Τι… τι είπες;»
«Νομίζω ότι άκουσες πολύ καλά! « μου απάντησε.
Το είχα ακούσει τρεις φορές αυτό στις τρεις προηγούμενες μου σχέσεις και κάπου εκεί ερχόταν η αρχή του τέλους, καθώς δεν ήμουν σε θέση να ανταποδώσω. Όχι ότι δεν ένιωθα τίποτα γι’ αυτούς αλλά σε καμία περίπτωση αυτό που ένιωθαν εκείνοι για εμένα. Όχι ότι δεν μπορώ να νιώσω αγάπη, τη Φανή για παράδειγμα την αγαπάω πραγματικά. Και μην είμαι ψεύτρα και την Κατερίνα, αν και όχι με την ίδια ένταση συναισθημάτων που έχω για τη Φανή.
…ή για τον ίδιο το Στέφανο.
Θέλω να είμαι όλη την ώρα μαζί του. Όταν είμαι μακριά του μου λείπει. Η σκέψη του κάνει την καρδιά μου να παίζει ταμπούρλο. Όταν με κάνει δικιά του χάνω τα αυγά και τα πασχάλια. Όταν του προσφέρω ικανοποίηση η καρδιά μου γεμίζει αγαλλίαση.
Με την αγαπημένη έκφραση των μαθηματικών: Είναι προφανές!
Ο Στέφανος με κοίταζε μειδιώντας
«Μπουμπούνα!» μου είπε με παιχνιδιάρικο αλλά συνάμα απίστευτα τρυφερό τόνο.
«Είμαι!» ομολόγησα.
«Λοιπόν, αργότερα, θα πας στο forum και θα αλλάξεις το «In Training,» σε «Ο Μπουμπούνας Του.»“
Χαμογέλασα σαν ηλίθια
«Μπορώ να το κάνω και από το κινητό!»
«Δεν χρειάζεται, το κάνεις αργότερα. « μου είπε.
«Ό,τι θες εσύ,» του είπα.
«Το βράδυ αφού πέσουν για ύπνο τα παιδιά…» είπε «και με παρέα,» συμπλήρωσε.
Ζέστη και υγρασία
«Δεν βλέπω την ώρα,» του απάντησα ειλικρινά. «In another topic,» συνέχισα «έχετε σκεφτεί σε ποιο Πανεπιστήμιο θα πάει η Φανή;»
«Κάτι μου λέει ότι θέλεις να προτείνεις.»
«Δική σας θα είναι η απόφαση απλά αν θέλατε τη γνώμη μου….»
«Γιατί να μη θέλουμε τη γνώμη σου;»
Τον κοίταξα λίγο σα χαμένη.
«Μπουμπούνα!»
«Ωραία…» είπα βρίσκοντας τα λόγια μου. «Stanford ή UCLA είναι η δική μου πρόταση, αν δηλαδή εξακολουθεί να θέλει να ασχοληθεί με τοπολογία ή πραγματική ανάλυση. Δεν λέω, χρειάζεται γενική εκπαίδευση πανεπιστημίου στους υπόλοιπους τομείς αλλά σε τοπολογία και πραγματική ανάλυση -μη σου πω και συναρτησιακή- είναι έτοιμη για μεταπτυχιακού επιπέδου εκπαίδευση. Της είπα ότι της έχω δύο εκπλήξεις, η πρώτη ήταν η γαριδομακαρονάδα αλλά η δεύτερη είναι αυτά…» είπα βγάζοντας δύο βιβλία από την τσάντα μου. “Topology & Geometry,” και “Differential Forms in Algebraic Topology,” από τη σειρά “Springer’s Graduate texts in mathematics.”“
«Οι Θεοί να σε βοηθήσουν έτσι και τα δει,» μου είπε αλλά το βλέμμα του κάθε άλλο παρά ανησυχία έδειχνε.
«Για να τα δει τα έφερα,» είπα, αλλά τότε Tomas και Μάνθος έφεραν τη Φανή στο σαλόνι.
«Ποιος να δει τι;» ρώτησε η Φανή.
«Εσύ αυτά!» της είπα δείχνοντας τα βιβλία. «Σιγά παιδί μου, θα γκρεμοτσακιστείς,» της είπα ανήσυχη καθώς η Φανή στον ενθουσιασμό της προσπάθησε να κάνει sprint ξεχνώντας το δεμένο πόδι της.
«Δεν καθόμαστε, τρέχουμε!» είπε η Φανή σε Tomas και Μάνθο κάνοντας το Στέφανο κι εμένα να βάλουμε τα γέλια. Οι ίδιοι δε διασκέδαζαν καθόλου.
Η Φανή κάθισε δίπλα μου και πήρε τα βιβλία και άρχισε να τα ξεφυλλίζει με ενθουσιασμό και αν την έβλεπε κανείς από μακριά, το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσε να σκεφτεί είναι ότι η Φανή ξεφύλλιζε μεταπτυχιακά κείμενα αλγεβρικής τοπολογίας.
«Σ’ ευχαριστώ, σ’ αγαπάω, σε λατρεύω!» μου είπε παίρνοντάς με αγκαλιά και η Φανή ήταν άνθρωπος που έπαιρνε αγκαλιά μόνο τον αρκούδο της το βράδυ. Ούτε καν τους γονείς της και τον αδερφό της!
Και τον Πέτρο!
Έχοντας γνωρίσει τον τελευταίο, δε μου προξένησε καμία έκπληξη. Εξαιρώντας αυτή του Στέφανου, της Φανής και της Κατερίνας ούτε εμένα μου αρέσουν οι αγκαλιές και το βράδυ που τον γνώρισα στου Ψυρρή σχεδόν προκάλεσα σκηνή στο τέλος!
«Εμείς θα πάμε να παίξουμε Play Station,» δήλωσε ο Tomas
«Εμείς θα πάμε να παίξουμε αλγεβρική τοπολογία,» είπε η Φανή
Ο Στέφανος δε μίλησε αλλά μάλλον θα πρέπει να σκέφτηκε «εγώ θα κάτσω να παίξω το πουλί μου.»
Τον κοίταξα και γέλασα και μου έκανε τη χαρακτηριστική χειρονομία κάνοντας χούφτα το χέρι του και δαγκώνοντας τον δείκτη.
Μας έσωσε η Κατερίνα η οποία ήρθε νωρίτερα σπίτι.
«Απαρτία βλέπω!» είπε
«Ευτυχώς που ήρθες, γιατί τα αγόρια από εδώ θα πάνε να παίξουμε play station, τα κορίτσια από εκεί θα πάνε να παίξουν τοπολογία, και για μένα, άντε μην ανοίξω το στόμα μου!» είπε ο Στέφανος κάνοντας μας όλους να σκάσουμε στα γέλια.
«Πώς είσαι εσύ νεαρή;» ρώτησε η Κατερίνα τη Φανή.
«Σα να έχω πάθει ελαφρύ διάστρεμμα, ακριβώς όμως!»
«Κάνεις πνεύμα, μαϊμουζέλ;»
«Χιχιχι. Καλά είμαι, με βοήθησε η Εύη να κάνω και μπανάκι -ακούς εκεί να με πει μπίχλα!- και μου έβαλε και επίδεσμο στο πόδι. Αύριο είπε ο γιατρός να κάτσω σπίτι και μετά τα γνωστά, όχι τρέξιμο, όχι περπάτημα, όχι πλαστικά και σκουπίδια σε θάλασσες και ακτές, ξέρεις τώρα!»
Η Φανή ήταν ενθουσιασμένη και δεν κρυβόταν.
«Φάγατε;» ρώτησε η Κατερίνα.
«Οι κροκόδειλοι έφαγαν γαριδομακαρονάδα και πιθανώς και τα πιάτα στα οποία τη σερβίραμε. Η μαγείρισσα και ο υποφαινόμενος είμαστε νηστικοί,» απάντησε ο Στέφανος.
«Γαρίδες δεν έχω αλλά μπορώ να φτιάξω μια απλή μακαρονάδα,» προθυμοποιήθηκε η Κατερίνα.
«Όχι, όχι! Δε θα με αφήσετε τον ψωριάρη χώρια όλοι σας. Θα παραγγείλουμε και να σου πω την αλήθεια σήμερα έχω όρεξη για κρέας. Σουβλάκια ίσως;»
«Γιατί όχι. Εσύ Εύη θα φας σουβλάκια;»
«Ναι αμέ. Δε θα έλεγα όχι για δυο-τρία καλαμάκια.»
«Δυο-τρία; Να φάμε λέμε όχι να κάνουμε πρόβα για απεργία πείνας,» είπε ο Στέφανος.
«Εγώ να σας πω την αλήθεια,» είπε ο Μάνθος «θα έτρωγα μερικά καλαμάκια, αμαρτία είναι να μην έχουν παρέα οι γαρίδες!»
Αν δεν ήξερα τον Στέφανο και την Κατερίνα θα μου είχε κάνει πραγματική εντύπωση πόσο ο Μάνθος ένιωθε σαν να βρίσκεται στο δικό του σπίτι. Τι υπέροχοι άνθρωποι… ήμουν πραγματικά τυχερή.
«Θα συμφωνήσω,» απάντησε ο Tomas.
«Εγώ είμαι μια χαρά,» είπε η Φανή.
«Εσύ και νηστική να ήσουν το ίδιο θα έλεγες,» της είπε η Κατερίνα.
«Όχι μαμά, πραγματικά είμαι μια χαρά.»
Η Κατερίνα ανέβηκε πάνω για να αλλάξει και μαζί ανεβήκαμε κι εγώ με το Στέφανο και τη Φανή, ο πρώτος για να μας βοηθήσει.
Η Φανή πήγε και κάθισε με τα βιβλία στο χέρι στο γραφείο της. Δεν είχε άλλη καρέκλα οπότε αναγκαστικά κάθισα στο κρεβάτι της.
«Φανή, αυτά τα βιβλία είναι μεταπτυχιακού επιπέδου και ίσως σε δυσκολέψουν λίγο. Θα πρότεινα να τα πάρεις από την αρχή, ακόμα και με έννοιες που γνωρίζεις ήδη και να λύνεις όλες τις ασκήσεις. Στα μαθήματα που κάνουμε θα μπορούμε να συζητήσουμε πράγματα που είτε σε δυσκόλεψαν, είτε χρειάζεσαι διευκρινήσεις.»
«Δε με πειράζει καθόλου!» μου είπε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της.
Κάτι βούιξε. Δεν είχα το κινητό μου.
«Φανή, κάτι βούιξε.»
«Το κινητό μου θα είναι.»
Κοίταξα αλλά δεν το είδα κάπου.
«Δεν το βλέπω κάπου!» της είπα.
«Στο σακίδιο είναι…» μου είπε.
«Θέλεις να στο φέρω;»
«Έχω σημαντικότερα πράγματα να ασχοληθώ τώρα!» μου δήλωσε.
«Φανή!» της είπα επαναφέροντάς την στην τάξη.
«Ουφ καλά. Μπορείς να μου το φέρεις σε παρακαλώ;»
Βρήκα το κινητό της στο σακίδιο και της το πήγα. Και τότε ξαφνικά το πρόσωπό της έγινε ουδέτερο.
Ωχ!
«Φανή; Τι συμβαίνει;»
«Μου έστειλε μήνυμα ο Josh.»
«Ποιος είναι ο Josh;»
«Αυτός που με είπε παγοκολόνα….»
«Και τι σου λέει;»
«Φανή, ήθελα να σου ζητήσω συγνώμη γι’ αυτό που σου είπα τις προάλλες. Ντρεπόμουν να έρθω να στο πω face to face και δεν ήξερα πως θα το πάρεις. Σου ζητώ συγνώμη, πραγματικά.»
«Αυτό είναι καλό Φανούλα μου. Κατάλαβε ότι ήταν απαράδεκτο αυτό που έκανε και σου ζητάει συγνώμη, οπότε το μόνο που μένει είναι αν τον έχεις συγχωρήσει.»
«Κι εγώ δεν ήμουν εντάξει μαζί του,» μου είπε. «Εννοώ ότι… αυτό που μου είπες, έπρεπε να μην του έχω μιλήσει τόσο απότομα. Με είχε ξαφνιάσει, δεν το περίμενα.»
«Γιατί δεν το περίμενες, αγάπη μου; Μια τόσο όμορφη και έξυπνη κοπέλα, λογικό δεν είναι να αρέσει στα αγόρια;»
«Γιατί… κι εμένα μου αρέσει ο Josh και… πάγωσα, δεν ήξερα τι να κάνω.»
«Μα αυτό είναι θαυμάσιο!» της είπα. «Γιατί δεν του μιλάς;»
«Τι να του πω;» με ρώτησε τρομαγμένη.
«Για αρχή ότι τον συγχωρείς και να του πεις κι εσύ αυτό που μου είπες.»
«Αποκλείεται! Αποκλείεται!»
«Καρδούλα μου δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα που δεν θέλεις η ίδια. Αλλά άμα σου αρέσει, όπως εσύ λες, ο Josh δεν υπάρχει κανένας λόγος να φοβάσαι.»
«Δεν ξέρω να μιλήσω, Εύη μου. Δεν είμαι σαν εσάς. Δεν ξέρω…» είπε φανερά δυστυχισμένη.
Σηκώθηκα από το κρεββάτι και πήγα και την αγκάλιασα όπως καθόταν στο γραφείο.
«Θέλεις να κάτσουμε στο κρεββάτι να τα πούμε;» τη ρώτησα.
«Ναι! Πολύ!» μου είπε και τη βοήθησα να πάμε στο κρεββάτι. Σήκωσα ψηλά τα μαξιλάρια και έκατσα καθιστή. Της άνοιξα την αγκαλιά μου και ήρθε και χώθηκε μέσα της.
«Ωραία, να το πάμε αλλιώς. Ας πούμε ότι δεν είχες αυτή τη δυσκολία να εκφραστείς. Θα μιλούσες με τον Josh? Θα ήθελες να βγείτε μαζί;»
«Ναι, θα το ήθελα.»
«Τότε τα πράγματα είναι πολύ απλά, αγάπη μου.»
«Δεν… δεν μου είναι καθόλου εύκολο, Εύη.»
«Σε καταλαβαίνω, μη νομίζεις. Δεν διαφέρουμε πολύ οι δυο μας, ξέρεις. Κι εγώ… κι εγώ έχω αυτή τη δυσκολία.»
«Εσύ; Αποκλείεται!»
«Και όμως Φανούλα μου, κι εγώ τις ίδιες δυσκολίες είχα.»
«Και πώς… πώς το έλυσες;»
«Με τον μόνο τρόπο που μαθαίνεις να κάνεις ποδήλατο όταν θέλεις να μάθεις να κάνεις ποδήλατο. Ανεβαίνεις πάνω του και κάνεις. Θα φας τις τούμπες σου, αλλά αν πραγματικά θέλεις να μάθεις, δεν υπάρχει άλλος τρόπος.»
«Τι να του πω;»
«Πρέπει να βρεις εσύ τι θέλεις να του πεις, αυτό δεν μπορώ να στο πω εγώ. Εσύ ξέρεις τι σου αρέσει σε αυτό το αγόρι, εκεί θα πρέπει να βασιστείς. Αλλά το πιο απλό πράγμα είναι να του πεις την αλήθεια, όπως αυτή είναι στα δικά σου μάτια.»
«Μου λες να βγω μαζί του;»
«Όχι αγάπη μου, δε σου λέω αυτό. Σου λέω να κάνεις αυτό που θέλεις εσύ να κάνεις.»
«Ντρέπομαι λίγο…» μου είπε.
«Δεν υπάρχει λόγος να ντρέπεσαι, μωρό μου. Είναι υπέροχο να ανακαλύπτεις τον εαυτό σου.»
«Τι θα πουν ο μπαμπάς και η μαμά;»
«Θα χαρούν βρε χαζούλα! Τους είδες να στεναχωριούνται καθόλου με τον Tomas και τον Μάνθο;»
«Όχι… έχεις δίκιο.»
«Θέλεις να μου πεις για τον Josh;»
«Αμέ. Είναι Αμερικάνος, ο πατέρας του δουλεύει στην Πρεσβεία. Είναι πολύ καλός μαθητής και καλός αθλητής, στίβο! Τρέχει σαν αέρας!»
«Εμφανισιακά;»
«Είναι λίγο πιο ψηλός από εμένα, σκουρόχρωμος με μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια και πολύ όμορφο χαμόγελο.»
«Χμμμ… κάποια ψυχή είναι ερωτοχτυπημένη!» της είπα.
«….»
«Όλοι νομίζαμε ότι είσαι με τον Πέτρο.»
«Τον Πέτρο; Ο Πέτρος είναι gay και επιπλέον είναι με το Νίκο. Τον αγαπάω πολύ-πολύ γιατί με κάνει να γελάω αλλά Asperger’s έχω, δεν είμαι ηλίθια!»
«Κανείς δεν είπε τέτοιο πράγμα!»
«Τι να κάνω;» με ρώτησε με τόση λαχτάρα που ένιωσα πάλι να λιώνω.
«Τι θέλεις να κάνεις Φανούλα μου; Εσύ πες μου.»
«Να τον πάρω τηλέφωνο;»
«Αν αυτό θέλεις να κάνεις, βεβαίως!»
«Όχι, θα του κάνω Skype!»
«Να τον ρωτήσεις πρώτα, Φανή! Είναι 22:00.»
«Ναι, έχεις δίκιο.»
Έκανα να σηκωθώ.
«Πού πας;»
«Δε θέλεις να σε αφήσω μόνη σου;»
«Όχι!!!!»
«Βρε, δεν θέλεις να μιλήσεις με τον Josh;»
«Ναι αλλά δε θέλω να φύγεις. Σε παρακαλώ μη φύγεις!»
«Ωραία, θα πάω να κάτσω στο γραφείο, εντάξει;»
«Εντάξει,» μου είπε.
Σηκώθηκα και πήγα στο γραφείο ενώ η Φανή προσπαθούσε να βρει το κουράγιο να γράψει μήνυμα. Της χαμογέλασα καθησυχαστικά. Η πόρτα ήταν ελαφρά ανοιχτή και στην άκρη της καθόταν η Κατερίνα και με κοιτούσε δακρυσμένη. Έφερε το χέρι της στο στήθος της και μου είπε άηχα «Σ’ ευχαριστώ.».
«Για να δούμε τι θα δούμε,» είπε η Φανή από το κρεββάτι της. Το τηλέφωνο δεν άργησε να βουίξει, πήρε την απάντησή της.
«Πώς είμαι;» με ρώτησε με αγωνία κάνοντάς με να χαμογελάσω.
«Κούκλα,» της είπα.
Το τηλέφωνό της βούιξε ξανά. Η Φανή το σήκωσε για να φαίνεται στην κάμερα το πρόσωπό της, ξεροκατάπιε και απάντησε
«Γεια σου Φανή,» ακούστηκε από μέσα
«Γεια σου Josh.»
«Φανή… ήθελα… ήθελα να σου ζητήσω συγνώμη γι’ αυτό που σου είπα. Ήμουν απαράδεκτος.»
«Josh… Ούτε… ούτε εγώ σου μίλησα καλά. Ήμουν… ήμουν πολύ απότομη. Αιφνιδιάστηκα και… και… σου ζητώ κι εγώ συγνώμη.»
Γύρισε και με κοίταξε ελαφρά και της έγνευσα ενθαρρυντικά.
«Το καταλαβαίνω να μη θέλεις να βγεις μαζί μου… Είμαι ξένος… Και… Ελπίζω μόνο να μην είναι το χρώμα μου.»
«Το χρώμα σου;» τον ρώτησε η Φανή με φανερή απορία.
«Δεν…» είπε ο Josh μη βρίσκοντας τα λόγια.
«Δεν είμαστε με τα καλά μας!» του δήλωσε η Φανή σοβαρά εκνευρισμένη όταν κατάλαβε σε τι αναφερόταν.
«Συγνώμη… δεν ήθελα να σε προσβάλλω Φανή. Στεναχωριέμαι που δε θέλεις να βγεις μαζί μου αλλά χαίρομαι…» αλλά εκεί τον έκοψε.
«Θέλω να βγω μαζί σου,» του είπε.
«Τι είπες;»
«Θέλω να βγω μαζί σου!»
Ο φουκαράς πρέπει να βραχυκύκλωσε τελείως, με δυσκολία έπνιξα ένα σιγανό γέλιο.
«Αυτό… Ε… Συγνώμη… κάνω reboot,» της είπε κάνοντας τη Φανή να βάλει τα γέλια. «Θες… θες το Σάββατο; Τι σ’ αρέσει;»
«Μου αρέσει το bowling!»
«Θέλεις… θέλεις να πάμε στο The Mall να παίξουμε bowling και μετά να πάμε για κανένα καφέ ή αν θες να δούμε καμιά ταινία;»
«Ναι, πολύ!»
«Ωραία… θα… θα τα πούμε αύριο στο σχολείο.»
«Όχι αύριο γιατί σήμερα γκρεμοτσακίστηκα στην προπόνηση και έχω πάθει διάστρεμμα.»
«Ωχ, περαστικά σου Φανή μου.»
«Σε ευχαριστώ. Μεθαύριο όμως θα έρθω σχολείο, θα τα πούμε εκεί!»
«Ναι, ναι! Δε μου λες… θα… θα ήθελες αύριο να μιλήσουμε στο Skype;»
«Αμέ, αλλά πριν τις 21:00 ή μετά τις 22:00 γιατί εκείνη την ώρα έχω μάθημα με την Εύη.»
«Ναι βεβαίως… θα σου στείλω μήνυμα. Χα… χάρηκα που τα είπαμε… Δηλαδή τι χάρηκα; Μου έρχεται να βγω έξω και να αρχίζω να χοροπηδάω!»
«Κοίτα μη στραμπουλήσεις κι εσύ το πόδι σου και μας πάνε και τους δύο με καροτσάκι!»
«Ωχ, αυτό δε το σκέφτηκα. Θα μπορέσεις να παίξεις bowling;»
«Αν δεν μπορέσω θα βρούμε κάτι άλλο να κάνουμε!»
«Σε παρακαλώ όχι μαθηματικά! Κι εμένα μ’ αρέσουν αλλά…» είπε και έκανε τη Φανή να σκάσει στα γέλια!
«Γι’ αυτό κοίτα μην γκρεμοτσακιστείς, μόλις σήμερα μου έκαναν δώρο δύο μεταπτυχιακά βιβλία Αλγεβρικής Τοπολογίας και Διαφορικής γεωμετρίας.»
«Δεν κατάλαβα τίποτα,» είπε γελώντας ο Josh
«Είναι που δεν έχεις κάνει μάθημα με την Εύη.»
«Ποια είναι η Εύη;»
«Συνάδελφος για τον μπαμπά, μεγάλη αδερφή για εμένα,» δήλωσε η Φανή κάνοντάς με να δακρύσω.
«Θα μου πεις για εκείνη το Σάββατο κατά προτίμηση χωρίς αναφορά στην αλγεβρική πώς την είπες!»
Κάπου εκεί έκλεισαν.
«Τα κατάφερα!» μου είπε θριαμβευτικά.
«Δεν είχα καμία αμφιβολία!» της είπα.
«Θέλω να το πω και στη μαμά!» μου είπε.
«Βεβαίως, πάω να τη φωνάξω,» είπα και πήγα πετώντας κάτω στο σαλόνι. Είχαν έρθει τα σουβλάκια. «Κατερίνα, προτείνω να αφήσουμε τα αγόρια να φάνε κάτω μόνα τους και τα κορίτσια θα πάμε να πούμε τα δικά μας!»
«Ναι, ναι!» είπε με τόσο έντονο χαμόγελο που παραλίγο να στραμπουλήσει το πρόσωπό της.
«Και εμείς που πιστεύαμε ότι είναι ερωτευμένη με τον Πέτρο!» είπε η Κατερίνα καθώς ανεβαίναμε τις σκάλες.
«Δεν ξέρω αν είναι ερωτευμένη, ερωτοχτυπημένη είναι σίγουρα και αν το καλοσκεφτείς βγάζει νόημα. Δεν την πείραξε η παγοκολόνα, αυτά η Φανούλα τα έχει γραμμένα στα παλαιότερα των υποδημάτων της. Το ότι της το είπε ο Ρωμαίος της ήταν που την έτσουξε!»
«Βγάλε τη σκούφια σου και βάρα την,» μου είπε.
Όταν έχει δίκιο, έχει δίκιο!
Κεφάλαιο 30 - Bolero
Κατερίνα
Η Φανή κελαηδούσε, δεν έβαζε γλώσσα μέσα της, είχε αναψοκοκκινίσει από τον ενθουσιασμό. Η Εύη την κοιτούσε χαμογελαστή κι εγώ με πολύ κόπο προσπαθούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Σχεδόν μουτζώθηκα, τον ήξερα 25 χρόνια, δεν υπήρχε περίπτωση αυτός ο άνθρωπος να κάνει λάθος, δεν υπήρχε.
Και μετά το έριξαν στα μαθηματικά. Αναστέναξα. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να απομακρυνθούν από τα μαθηματικά τους αλλά είναι αδύνατο τα μαθηματικά να απομακρυνθούν από την ψυχή τους.
“Relax,” said the night man, “we are programmed to receive.”
“You can check it any time you like, but you can never leave.”
«Φανούλα μου, έχει πάει 23:30,» της είπα. «Πρέπει να πέσεις για ύπνο.»
«Δεν έχω σχολείο αύριο, τραυματίας πολέμου!»
«Ναι αλλά και η Εύη κι εγώ δουλεύουμε αύριο.»
«Έχεις δίκιο μαμά. Ουφ, άντε να κοιμηθώ τώρα!»
«Άντε μαϊμού,» της είπε τρυφερά η Εύη «να σε αφήσουμε να κοιμηθείς και αύριο έχεις και τα βιβλία σου που σε περιμένουν. Και… εχμ, μην ξεχαστείς, έχεις να μιλήσεις με τον Josh!»
«Είπε ότι θα μου στείλει μήνυμα,» μου είπε.
«Κάνε του έκπληξη, στείλε εσύ πρώτα!» της είπε η Εύη.
«Χιχι… λέω να του στείλω ένα καληνύχτα… Πειράζει;» μας ρώτησε.
«Όχι, ίσα-ίσα… αν και μετά δεν ξέρω αν θα μπορεί να κοιμηθεί του λόγου του.»
«Θα τον απειλήσω με διαφορική τοπολογία,» δήλωσε η Φανή κάνοντάς μας να γελάσουμε. «Φιλάκιιιιιιιιιιιιι,» συνέχισε κοιτάζοντάς μας.
«Αχ, τι να σε κάνω που είσαι μια χαδιάρα μαϊμού,» της είπε απίστευτα τρυφερά η Εύη και την πήρε αγκαλιά και τη φίλησε με την Φανή να ανταποδίδει με ενθουσιασμό, αγκαλιά και φιλί.
Ποια; Η Φανή!
«Μαμουΐνε μου;»
«Θες αγκαλίτσα και φιλί; Θα λιποθυμήσω!» της είπα.
«Κάθε αρχή και δύσκολη,» μου είπε ανοίγοντας την αγκαλιά της. Την έσφιξα πάνω μου και τη φίλησα στο μέτωπο. Μου χάρισε ένα υπέροχο χαμόγελο και μου έσκασε ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο.
«Καληνύχτα,» μας είπε χαμογελαστή η Φανή και έκλεισα την πόρτα.
«Πάμε να φάμε, αν μας άφησαν δηλαδή τίποτα,» είπα στην Εύη. «Αν και να σου πω αυτή τη στιγμή νιώθω ότι δε θα κατέβει μπουκιά κάτω.»
«Κάθε αρχή και δύσκολη,» μου είπε πειρακτικά.
«Σε τρώει ο κώλος σου ε;» της είπα.
«I’m pleading the fifth,» μου απάντησε, χαμογελώντας με νόημα.
Στο σαλόνι ήταν ακόμα ο Tomas και τον Μάνθο που έπαιζαν στην τηλεόραση play station. Ο Stefan ήταν στην τραπεζαρία και μας περίμενε, δεν είχε ακουμπήσει το φαγητό του.
«Σας περίμενα,» μας είπε απλά.
«Σ’ ευχαριστούμε,» του απαντήσαμε και οι δύο σαν σε ηχώ.
«Λοιπόν, τι λέγατε τα κορίτσια πάνω;» μας ρώτησε.
«Stefan, κρατιέσαι καλά; Το Σάββατο η Φανούλα μας θα έχει το πρώτο της ραντεβού,» του είπα με σπασμένη φωνή από τη συγκίνηση.
“What… What???? I mean… how? What? How?”
“I’m not the only one that didn’t see this coming, am I?” του απάντησα.
“Not in a million years,” είπε. “What happened?”
«Εύη, happened,» του είπα παίρνοντάς την αγκαλιά και σφίγγοντάς την πάνω μου.
«Μολόγατα όλα!» της είπε.
«Να… ήμασταν με τη Φανή πάνω και ξεφύλλιζε τα βιβλία που της έφερα όταν της ήρθε μήνυμα στο τηλέφωνο. Ξαφνικά το πρόσωπό της έγινε απότομα ουδέτερο και δεν το κρύβω, τα χρειάστηκα κάμποσο. Μου εξήγησε ότι το μήνυμα ήταν από το αγόρι που την είχε πει παγοκολόνα και ξετυλίγοντας το κουβάρι, συνειδητοποίησα ότι δεν λέξη παγοκολόνα που την είχε τσούξει, αλλά το ποιος της την είχε πει. Η Φανούλα, βλέπετε, είναι ερωτοχτυπημένη και όχι με τον Πέτρο που όλοι νομίζαμε, αλλά με το συμμαθητή της τον Josh. Όταν της ζήτησε να βγουν έξω δεν ήξερε πως να αντιδράσει, η ενστικτώδης της αντίδραση ήταν να προσπαθήσει να απομακρυνθεί, και η Φανούλα μπορεί να γίνει πολύ απότομη. Δεν έκανα τίποτα παραπάνω από το να τη βοηθήσω να ξεπεράσει το φόβο της.»
«Σου θυμίζει κάποια;» τη ρώτησε ο Στέφανος.
«Είμαι μπουμπούνας αλλά όχι κι έτσι! Άλλωστε… αυτό που νομίζω ότι έδωσε περισσότερο θάρρος στη Φανή είναι ότι της εξήγησα ότι δεν διαφέρουμε και τόσο πολύ στο πως νιώθουμε. Της είχα πει ότι όλα τα υπόλοιπα μαθαίνονται και βλέποντας εμένα το κατάλαβε και η ίδια, ότι δεν της έλεγα παρηγορητικά λόγια του αέρα, αλλά ότι μιλούσα από προσωπική πείρα. Η Φανή είναι απίστευτα έξυπνο παιδί, όχι μόνο στα μαθηματικά. Δεν χρειάστηκε κάτι άλλο.»
«Στο είχε πει ο Στέφανος και εγώ πολλές φορές, δε θα κουραστώ να το πω ακόμα μία φορά: Είσαι ό,τι καλύτερο έχει συμβεί στη Φανή από τότε που ήρθαμε Ελλάδα,» της είπα σφίγγοντάς την πάνω μου.
«Το μόνο που με στενοχωρεί είναι ότι δε θα δω τη Φανούλα όταν ο Ρωμαίος της έρθει και της χτυπήσει το Σάββατο την πόρτα,» είπε η Εύη.
«Ε, είσαι μπουμπούνας,» της είπε ο Στέφανος
«Ε, ναι, είσαι μπουμπούνας! Μεγάλος μπουμπούνας! Τοπολογικός μπουμπούνας,» της είπα κάνοντάς την να βάλει τα γέλια.
«Σας… σας ευχαριστώ,» είπε δακρυσμένη.
«Αλγεβρικά διαφορικός τοπολογικά μπουμπούνας,» συμπλήρωσε ο Stefan και μετά φώναξε στα αγόρια: «Tomas, Μάνθο, έρχεστε λίγο εδώ;»
Ήρθαν και οι δυο τους.
«Καθίστε, γιατί αυτό που θα σας πω παίζει να προκαλέσει μερική παράλυση των κάτω άκρων και έχουμε ήδη ένα τραυματία στο σπίτι, δε χρειαζόμαστε και άλλους δύο,» είπε. Όταν κάθισαν συνέχισε «Λοιπόν, η Φανή το Σάββατο το απόγευμα θα βγει το πρώτο της ραντεβού με ένα συμμαθητή της.»
«Έλα, κόψε την πλάκα,» του είπε ο Tomas. Βλέποντας ότι δεν υπάρχει καμία αντίδραση μίλησε πάλι «Σοβαρά μιλάς; Η Φανή;»
«Σοβαρότατα. Θα σας παρακαλούσα ως μεγαλύτεροι να τους συνοδέψετε στο the mall. Προφανώς δε χρειάζεστε να είστε μαζί τους όλοι την ώρα αλλά θα σας παρακαλούσα να πάτε και να φύγετε μαζί.»
«Ευχαρίστως, το συζητάτε;» απάντησε ο Μάνθος.
«Συγνώμη, αλλά εγώ έχω κολλήσει,» απάντησε ο Tomas. «Πώς… πώς έγινε αυτό;»
«Να είναι καλά η κυρά-Προξενήτρα από εδώ,» έκανε δείχνοντας την Εύη.
«I’ll be damned! Και νόμιζα ότι το high point στη ζωή της ήταν το Θεώρημα Πέτρου ή άντε που μου πήρε προχθές τρεις συνεχόμενες παρτίδες!» είπε ο Tomas εντυπωσιασμένος.
«Τι έκανε λέει;» τον ρώτησε γουρλώνοντας τα μάτια του ο Στέφανος.
«Δεν στα είπε; Προχθές σε πέντε παρτίδες blitz με κέρδισε 4-1, μόνο δύο ισοπαλίες κατάφερα και της πήρα. Είχα να πάθω τέτοια πανωλεθρία από την τελευταία μου παρτίδα με τον Hikaru.»
Ωραία, αφήσαμε τα μαθηματικά για να πιάσουμε το σκάκι.
«Έλα στο θέμα μας,» είπα χτυπώντας παλαμάκια.
«Ναι… Να κάτι που δεν είχα φανταστεί ποτέ, να τη συνοδέψω σε έξοδο ως ο μεγάλος αδερφός. « είπε ο Tomas.
«Έχετε βγει οι τέσσερίς σας με τη Μυρσίνη,» του είπα.
«Αυτό είναι τελείως διαφορετικό!» μας απάντησε.
«Έχει πάει 23:45, Μάνθο έχεις κανονίσει να περάσει κάποιος να σε πάρει;»
«Όχι, θα φύγω με τα πόδια. Δεν μένω και μακριά,» είπε ο Μάνθος.
«Δεν είμαστε με τα καλά μας που θα σε αφήσουμε να φύγεις μόνος σου στις ερημιές μέσα στη μαύρη νύχτα. Θα σας πάω εγώ,» τους είπα.
«Σας ευχαριστώ κυρία Κατερίνα αλλά δε χρειάζεται!»
«Κεριά και λιβάνια, δεν ακούω λέξη,» του είπα.
«Σας… σας ευχαριστώ. Tomas θα έρθεις κι εσύ;»
«Φυσικά, τι ερώτηση είναι αυτή!»
Σηκωθήκαμε από το τραπέζι ενώ ο Στέφανος έστρεψε την προσοχή του στη φουκαριάρα την Εύη.
«Τι εννοεί ότι τον κέρδισες σε τρεις συνεχόμενες παρτίδες; Μίλα κάθαρμα!»
Κατεβήκαμε στο υπόγειο και μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Ο Μάνθος όντως έμενε κοντά και σε λίγη ώρα ήμασταν σπίτι του. Εκείνη την ώρα είχε κατέβει ο πατέρας του για να κατεβάσει τα σκουπίδια. Ο Tomas και ο Μάνθος βγήκαν έξω και ο πατέρας του, αφού τους χαιρέτησε, ήρθε σε εμένα και κατέβασα το παράθυρο.
«Καλησπέρα Γιώργο! Τι κάνεις; Τι κάνει η Μυρτώ; Η Μυρσίνη;»
«Καλησπέρα Κατερίνα μου, μια χαρά είναι όλοι τους. Ο Στέφανος; Η Φανή;»
«Πού να στα λέω. Η Φανή είναι ερωτοχτυπημένη με ένα συμμαθητή της!»
«Χαχαχα, τον Josh λες;»
«Πού το ξέρεις;» τον ρώτησα με φανερή απορία!
«Μου το είπε η Μυρσίνη. Μάλλον μόνο η Φανή δεν το είχε καταλάβει.»
Ο Tomas φιλιόταν τρυφερά με τον Μάνθο. Αναστενάξαμε και οι δύο.
«Ορίστε η σημερινή νεολαία,» μου είπε «όλο στους έρωτες έχει το νου της!»
«Αλίμονο σε μας,» του είπα.
«Ου γαρ έρχεται μόνον,» μου είπε φιλοσοφικά.
«Καλό βράδυ μωρό μου,» είπε ο Tomas στον Μάνθο. «Καληνύχτα κύριε Γιώργο.»
«Καληνύχτα αγόρι μου,» του είπε «Καληνύχτα Κατερίνα μου, να μεταφέρεις τους χαιρετισμούς μου στο Στέφανο και στην Φανούλα.»
«Καληνύχτα Γιώργο μου, να μου φιλήσεις τις γυναίκες σου.»
«Κάποιος πρέπει να το κάνει σ’ αυτή την οικογένεια,» μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι και κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. Ο Μάνθος τον χτύπησε πειραχτικά και κίνησαν και οι δυο τους γελώντας να ανέβουν πάνω.
Σε λίγη ώρα ήμασταν σπίτι. Ανεβήκαμε πάνω, ο Στέφανος με την Εύη είχαν βγει στο μπαλκόνι και ο Στέφανος κάπνιζε. Κάτι έπιασαν τ’ αφτιά μου για συμπάγεια και Alexandrov.
«Πάω πάνω,» είπε ο Tomas.
«Μην ξενυχτίσεις!» του είπα.
«Θα παίξω δυο-τρεις γρήγορες παρτίδες σκάκι και θα πέσω για ύπνο. Ακόμα το φυσάω και δεν κρυώνει το προχθεσινό.»
«Είναι τόσο καλή;» τον ρώτησα.
«Ω ναι… απορώ που ο μπαμπάς κατάφερε να σταυρώσει νίκη εναντίον της.»
«Μην το ξενυχτίσεις πάντως.»
«Όχι μανούλα,» είπε και μου έδωσε ένα φιλί. «Καληνύχτα,» είπε και ανέβηκε πάνω.
«Καληνύχτα αγόρι μου,» του είπα και βγήκα έξω.
Ακόμα για μαθηματικά μιλούσαν, είχαν σκύψει και οι δυο πάνω από ένα χαρτί και έγραφαν.
«Για συμμαζευτείτε οι δυο σας, άμαχος πληθυσμός!» τους είπα.
«Μα ποιος επιτέλους κυβερνάει αυτό τον τόπο,» είπε και καλά με αγανάκτηση ο Στέφανος.
«Κουάξ,» είπε η Εύη κάνοντάς μας να βάλουμε πάλι τα γέλια.
Στέφανος
Κάπνιζα σιωπηλός το τσιγάρο μου πίνοντας το ουίσκι μου ενώ Κατερίνα και Εύη κάνανε σχέδια για την ξενοδόχο που αυτή τη στιγμή ήταν στο δωμάτιό της και κοιμόταν του καλού καιρού.
Την είχα ρωτήσει αστειευόμενος σπίτι τι θα γινόταν αν είχε να επιλέξει μεταξύ εμού και της Φανής αλλά η ερώτηση ήταν σοβαρή και η απάντηση ήταν ακριβώς αυτή που ήλπιζα.
Πρώτα για τη Φανή και μετά για μένα. Είχε τεράστια σημασία αυτό, η Ευδοκία ένιωθε ήδη ότι μου ανήκει αλλά είχε υιοθετήσει την δική μου αξιακή ιεραρχία έχοντας αποδεχτεί τη θέση της σ’ αυτήν. Η παρατήρησή της είχε γίνει δίχως ίχνος παραπόνου ή κρυφής πίκρας. Αυτή είναι η φυσική τάξη των πραγμάτων, το είχε αποδεχτεί με τον ίδιο τρόπο που αποδεχόταν ένα φυσικό νόμο. It is what it is.
Η Κατερίνα είχε δει ό,τι είχα δει κι εγώ αλλά είχε τρομάξει με το scope. Είχε πει ότι είναι Ύβρις. Σάμπως κι εγώ έτσι δεν το είχα δει στην αρχή; Και όμως, όσο περνούσαν οι μέρες τόσο εξαφανιζόταν μέσα μου κάθε ίχνος αμφιβολίας. Είμαι άνθρωπος που εμπιστεύεται τη διαίσθηση του, όλοι οι μαθηματικοί είμαστε, αλλά όπως και στα μαθηματικά, αυτό δε μου αρκούσε.
Δεν είχα σε καμία περίπτωση σκοπό να θυσιάσω την Ευδοκία και αυτό ήταν που είχε τρομάξει την Κατερίνα. Της το είχα εξηγήσει με τρόπο που δεν σήκωνε παρεξήγηση: Ήταν ό,τι κοντινότερο μπορούσα να πετύχω για να έχω και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο.
Αυτό με είχε τρομάξει, η έπαρση είναι Ύβρις. Φοβόμουν μη με έχει τυφλώσει η άτις αλλά και αυτός ο φόβος έφυγε, πέταξε, σαν πούπουλο που το παίρνει το φύσημα του αγέρα. Γιατί δε μου αρκούσε η Ευδοκία να κάνει αυτό που ήθελα, ήθελα να το κάνει από μόνη της, για τους δικούς της λόγους.
Η απάντηση που μου είχε δώσει ήταν *ακριβώς* αυτή που ήλπιζα να μου δώσει. Ήταν ο αέρας που σκόρπισε τα όποια ίχνη αμφιβολιών είχα.
Αν αυτό είναι Ύβρις, είθε οι Θεοί να σπλαχνιστούν την ψυχή μου, αλλά δεν θα το μετανιώσω ακόμα και αν αυτό σημαίνει μια αιωνιότητα στα Τάρταρα.
Η Κατερίνα ήταν η δική μου Καπέλα Σιστίνα. Η Ευδοκία ήταν το δικό μου Bolero.
Σιγά-σιγά, απαλά… να ρέει με υπνωτικό ρυθμό και να αυξάνει την έντασή του, χωρίς να χάνει τίποτα από τη μελωδία του και να δυναμώνει… και να δυναμώνει… και να δυναμώνει… μέχρι το ξέφρενο τελικό κρεσέντο.
Κεφάλαιο 31 - The flight of the bumblebee
Ευδοκία
«Πώς είμαι;» ρώτησε η Φανή κάνοντας μια περιστροφή γύρω από τον εαυτό της. Φορούσε μια midi καρό φούστα, μια απλή μαύρη μπλούζα και μαύρα χαμηλά παπούτσια. Δεν ήταν απλά κουκλί, ήταν εκθαμβωτική.
«Είσαι κούκλα!» της είπα.
«Μαμά;» ρώτησε την Κατερίνα.
«Κούκλα, πραγματική κούκλα!»
«Ουφ, αισθάνομαι περίεργα τώρα!» μας δήλωσε.
«Ε, είναι φυσικό να αισθάνεσαι λίγο τρακ,» της είπε η Κατερίνα. «Όλα μια ιδέα είναι, θα δεις κι εσύ, η βραδιά θα κυλήσει σα νεράκι.»
«Φοβάμαι μην κάνω καμιά κοτσάνα πάλι.»
«Φανή, να είσαι ο εαυτός σου,» της είπε η Κατερίνα. «Αυτός αρέσει και στο Josh, αλλιώς δε θα σου είχε ζητήσει να βγείτε έξω. Να είσαι ο εαυτός σου και θα δεις όλα θα πάνε καλά.»
«Ωστόσο, καλό θα ήταν να μην τον αρχίσεις στην αλγεβρική τοπολογία,» της είπα χαμογελώντας.
«Και τι θα πούμε;» ρώτησε ανήσυχη.
«Ελπίζω όχι για αλγεβρική τοπολογία πάντως, θα είναι πολύ βαρετός μονόλογος,» είπε η Κατερίνα.
«Μην κάθεσαι να το σκέφτεσαι Φανούλα μου,» της είπα με τη σειρά μου. «Στο τηλέφωνο και στο Skype που έχετε μιλήσει το σκεφτόσουν αυτό καθόλου; Μια χαρά δε μιλήσατε;»
«Ναι… έχετε δίκιο. Ουφ….»
«Έλα, πάμε κάτω που έχουμε αφήσει τον καημένο τον πατέρα σου μόνο του.»
Κατεβήκαμε στο σαλόνι. Ο Στέφανος διάβαζε απορροφημένος ένα βιβλίο, χαμπάρι δε μας πήρε. Η Κατερίνα ξερόβηξε και ο αφηρημένος κύριος καθηγητής σήκωσε τα μάτια του και είδε την κόρη του. Δεν πρόλαβε να τον ρωτήσει η Φανή πως ήταν.
“My gods, there is a Valkyrie right into our living room!”
«Με μπλούζα και καρό φούστα!» του είπε η Φανή φανερά ικανοποιημένη.
«Ναι, δε θεωρώ καλή ιδέα άλογα στο σαλόνι,» της απάντησε πειράζοντάς την.
Χτύπησε η πόρτα και η Φανή χοροπήδησε.
«Φανούλα μου, νομίζω ότι πρέπει να ανοίξεις εσύ,» της είπε τρυφερά ο Στέφανος.
«Μια κουβέντα είναι αυτό,» είπε η Φανή βιδωμένη στο πάτωμα.
«Άντε, μαϊμού! Πήγαινε!» της είπα.
Δαγκώθηκε αλλά πήγε στην πόρτα και την άνοιξε. Μπροστά της στεκόταν ένας ομορφούλης νεαρός αφροαμερικάνος που βλέποντας τη Φανή του κόπηκε η μιλιά αλλά η αλήθεια είναι ότι ένα ανάλογο ταράκουλο έπαθε και η Φανή. Ο Josh πάντως, βρήκε γρήγορα τη δική του και της χαμογέλασε, και ναι, η Φανή είχε δίκιο, είχε υπέροχο χαμόγελο.
«Γεια σου Φανή,» της είπε ντροπαλά.
«Γεια σου Josh,» του απάντησε. «Πέρνα μέσα, ο Tomas με τον Μάνθο είναι ακόμα πάνω.»
«Ναι, μισό λεπτάκι. Να πάω να πω στη μητέρα μου να μας περιμένει, είπε ότι θα μας κατεβάσει εκείνη στο The Mall.»
«Και γιατί δεν της λες να έρθει μέσα;» τον ρώτησε απορημένη η Φανή.
«Να… μην σας βάζουμε σε φασαρία,» είπε ο Josh.
«Josh!» του είπε η Φανή επιτακτικά.
«Πάω πάω…» είπε και κίνησε βιαστικά προς την έξοδο.
«Αν δεν ήθελε να γίνει μαθηματικός θα μπορούσε να κάνει καριέρα σαν Drill Sergeant,» είπε ο Στέφανος και βάλαμε όλοι τα γέλια εκτός από τη Φανή που δε μας άκουσε.
Λίγη ώρα αργότερα μπήκε μέσα ο Josh με τη στρουμπουλή, χαμογελαστή μητέρα του.
“Sorry, my mom doesn’t speak Greek.”
“Hello, Mrs. Langton, I’m Cathreen,” είπε η Κατερίνα δίνοντας το χέρι της.
“Hello, please call me Marge,” είπε η μητέρα του Josh.
“This is my husband, Dr. Stefan Stolsberg,” συνέχισε η Κατερίνα “and this young lady,” είπε δείχνοντας εμένα “is a colleague of his and Fani’s tutor in graduate-lEvel mathematics, Dr. Eve Petrou.”
“Very nice to meet you Marge,” της είπα χαμογελαστή και γύρισα προς τον Josh. “And you are the fine young lad that Fani can't stop talking about!”
«Εύη!» είπε η Φανή κόκκινη!
“Sush! Am I lying, young lady? “ της είπα κλείνοντας της παιχνιδιάρικα το μάτι.
«Ι guess you aren't,” απάντησε, κάνοντας τον Josh να πάθε κράμπα από το χαμόγελο.
“Marge, Tomas and Mat will come also to the Mall, can you take them all in the car?” τη ρώτησε ο Στέφανος.
“Fear not, Stefan! I’m a soccer mum!”
Εκείνη τη στιγμή κατέβηκαν Tomas και Μάνθος και αφού έγιναν οι συστάσεις κίνησαν να φύγουν.
“Marge, we could drive them back home, if you have some other plans,” είπε η Κατερίνα.
“You could? I mean we had a gala tonight and both Andy -Josh’s father- and yours truly would be grateful.”
“No problem whatsoEver and thank you so much for getting them to The Mall.”
“Well, Fani is not the only one that couldn’t stop talking about her crush,” είπε κλείνοντας το μάτι στη Φανή, κάνοντας εκείνη να χαμογελάσει ντροπαλά και τον Josh να εύχεται να ανοίξει η γη να τον καταπιεί.
«Άντε, καλά να περάσετε,» τους ευχηθήκαμε και οι τρεις.
«Να κάτι που δεν περίμενα ότι θα δω τόσο σύντομα,» είπε ο Στέφανος όταν μείναμε μόνοι.
«Και;»
«Κυρά ψυχολόγα να χαρείς!»
«Αφού θα το ομολογήσεις που θα το ομολογήσεις, γιατί το κάνεις δύσκολο;» τον ρώτησε η Κατερίνα.
«Ευδοκία, βόηθα, μας την πέφτουν!»
«Η απάντησή μου είναι «κουάξ,» και είναι οριστική,» τους είπα κάνοντάς τους να βάλουν τα γέλια.
«Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο. Κατερίνα, θα μας βάλεις τρία ουίσκι;»
«Βεβαίως, Εύη θέλεις πάγο;»
«Ναι αμέ, θέλεις να σε βοηθήσω;»
«Όχι, αλλά μην τολμήσετε να αρχίσετε τα μαθηματικά βγαίνοντας στο μπαλκόνι, γιατί θα σας πάρει και θα σας σηκώσει και τους δύο. Εσύ μεσιέ μη με κοιτάς έτσι και εσύ μαϊμουζέλ νο2, ξέρω, κουάξ.»
«Όταν έχει δίκιο έχει δίκιο,» είπα γελώντας και κινήσαμε και οι δύο έξω. Είχε αρχίσει να μπαίνει για τα καλά η Άνοιξη και δεν έκανε κρύο.
«Για στρίψε μου ένα τσιγάρο να δω την τέχνη σου,» με διέταξε ο Στέφανος.
«Μου επιτρέπεις να στρίψω ένα και για μένα;»
«Όχι, εσύ και η Κατερίνα θα αρκεστείτε στο πούρο, σήμερα!» μου είπε κάνοντάς με να υγρανθώ απότομα.
Του έστριψα το τσιγάρο, του το έδωσα και του έδωσα και φωτιά και τράβηξε δυο-τρεις τζούρες ηδονικά. Είχα χαλάσει ένα πακέτο χαρτάκια μέχρι να μάθω να στρίβω τσιγάρο, αποδείχτηκε αξιοσημείωτα πιο δύσκολο απ’ όσο είχα φανταστεί. Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και η Κατερίνα με ένα δίσκο με τρία ποτήρια, ένα μπουκάλι ουίσκι και ένα δοχείο με παγάκια. Μας σέρβιρε η ίδια.
«Άντε, στην υγειά μας,» είπε ο Στέφανος.
«Στους πρώτους εφηβικούς έρωτες,» είπα εγώ.
«To our extended family,» είπε η Κατερίνα κάνοντας με να πνιγώ.
«Μπουμπούνα!» είπαν και οι δύο μαζί.
Ήπιαμε τα ποτά μας και ο Στέφανος κάπνισε το τσιγάρο του χωρίς να πούμε κάτι άλλο.
«Λοιπόν, κορίτσια πάμε πάνω;» είπε ο Στέφανος.
«Νόμιζα ότι δεν θα το πρότεινες ποτέ!» είπε η Κατερίνα.
«Ό,τι πει το αφεντικό!» είπα εγώ και σηκώθηκα.
Φανή
Ήταν πολύ όμορφα και η Εύη είχε δίκιο. Μιλούσαμε και γελούσαμε και πειραζόμασταν χωρίς να υπάρχει καμία στιγμή αμηχανίας. Ήταν υπέροχα. Κάποια στιγμή στο σινεμά, την ώρα που βλέπαμε ταινία, ένιωσα το χέρι του Josh να αγγίζει ντροπαλά το δικό μου. Σάστισα και με το ζόρι συγκράτησα τον εαυτό μου να μην τραβήξει το χέρι μου.
«Εσύ τι θες;» άκουσα τη φωνή της Εύης μέσα στο κεφάλι μου.
Του άγγιξα διστακτικά το χέρι. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Ο Josh παίρνοντας θάρρος από την αντίδρασή μου μου to χάιδεψε απαλά.
Μου άρεσε. Πολύ μου άρεσε!
Άνοιξα το χέρι μου και του το πρότεινα. Το πήρε στο χέρι του και έτσι κρατημένοι χέρι-χέρι είδαμε την υπόλοιπη ταινία.
Δεν μου άφησε το χέρι ούτε όταν τέλειωσε η ταινία, έτσι, κρατημένοι χέρι-χέρι, περπατούσαμε μέσα στον κόσμο περιμένοντας τον αδερφό μου και το Μάνθο.
«Φανούλα μου, σε ευχαριστώ για τη βραδιά,» μου είπε ο Josh χαμογελώντας.
«Κι εγώ πέρασα πολύ όμορφα!» του είπα.
«Θα… θα ήθελες να ξαναβγούμε το επόμενο Σάββατο;»
«Ναι, πολύ,» του είπα χαμογελώντας. «Josh, να σε ρωτήσω κάτι;»
«Βεβαίως, το συζητάς;»
«Εμείς οι δύο τα έχουμε, τώρα;» τον ρώτησα.
«Εεε… με πιάνεις απροετοίμαστο. Εννοώ… Θα… εσύ θα… Θα ήθελες να τα έχουμε;»
«Ναι, πολύ… Δεν… δεν είμαι καλή σε αυτά οπότε… αν σου πω ποτέ κάτι… κάτι απότομο… σε παρακαλώ μη με παρεξηγήσεις. Δεν το κάνω από κακία. Ίσως έχουν δίκιο, ίσως είμαι μια παγοκολόνα.»
«Όχι, η Φανή που έχω γνωρίσει εγώ δεν είναι παγοκολόνα και σου ζητάω ειλικρινά συγνώμη. Ήταν πολύ χοντρό αυτό, δε με νοιάζει τι λένε. Σε ζηλεύουν επειδή είσαι πιο όμορφη και πιο έξυπνη απ’ όλους. Εγώ… φοβήθηκα… επειδή… Δεν είναι εύκολο μερικές φορές… ξέρεις….»
«Μη μου το θυμίζεις, είχα γίνει έξαλλη όταν υπονόησες ότι είμαι ρατσίστρια!»
«Σου ζητώ συγνώμη Φανούλα… μου. Τα έχουμε έτσι;»
«Ναι, υποθέτω ότι τα έχουμε,» του είπα.
«Δεν ακούγεσαι ενθουσιώδης πάντως,» μου είπε.
«Όχι… Josh πραγματικά μου αρέσεις, αλλά σου είπα… έχω μια … μια δυσκολία να εκφραστώ. Γι’ αυτό και σε ρώτησα αν τα έχουμε, για να είμαι σίγουρη ότι δεν έχω κάνει πάλι καμιά βλακεία!»
«Εγώ τι να πω; Να δες,» είπε και έπιασε το άλλο μου χέρι και το έβαλε στο στέρνο του.
Του χαμογέλασα.
Με κοίταξε χαμογελώντας και μου χάιδεψε το πρόσωπο, απομακρύνοντας μια τούφα που είχε πέσει στο πρόσωπό μου. Το κεφάλι μου από μόνο του ακολούθησε το χάδι του, ένιωσα να ανατριχιάζω.
Με πλησίασε αργά και ξαφνικά η αμηχανία μου εξαφανίστηκε. Τα μάτια μου έκλεισαν ενστικτωδώς και ένιωσα τα χείλη του να ακουμπάνε απαλά τα δικά μου. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά μέσα στο στήθος μου. Το φιλί του ήταν απαλό και τρυφερό… και υπέροχο.
Δε με είχε απασχολήσει ποτέ αυτό το ζήτημα μέχρι τώρα αλλά τώρα που το ζούσα δε μου διέφυγε πόσο όμορφα με έκανε να νιώθω.
Τραβήχτηκε απαλά και άνοιξα τα μάτια μου. Είχε στα χέρια του και τα δυο μου χέρια και μου χαμογελούσε. Του ανταπέδωσα το χαμόγελο.
«Θα συμφωνήσω με την υπόθεσή σου,» μου είπε και έβαλα τα γέλια.
Κεφάλαιο 32 - Η μηλιά, το μήλο και η βαρύτητα του νόμου
Ευδοκία
Διάβαζα και ξαναδιάβαζα και ξαναδιάβαζα αποσβολωμένη τις ασκήσεις της Φανής. Ο συγγραφέας του βιβλίου είχε στο νου του να εξασφαλίσει ότι ο φοιτητής είχε κατανοήσει τους ορισμούς, βάζοντας μια θεωρητική άσκηση η οποία χρησιμοποιούσε μια μακριά αλυσίδα συλλογισμών, αλλά η Φανή είχε πάει με τελείως διαφορετικό τρόπο, αποδεικνύοντας στο ενδιάμεσο, με υπέροχα κομψό τρόπο, μια ειδική περίπτωση της εικασίας του Hoffman.
Διάβαζα και ξαναδιάβαζα και ξαναδιάβαζα χωρίς να μπορώ να βρω κάπου λάθος και αυτή ήταν η μεγαλύτερη πρόοδος που έχει γίνει από τότε που διατυπώθηκε η εικασία, πάνω από 50 χρόνια πριν.
Ακόμα και αν μου έριχνε και -με το δίκιο του- χίλιες με τη ζώνη του ο Στέφανος αυτό ήταν πολύ μεγαλύτερο από εκείνον και εμένα μαζί.
Έστειλα mail στον Cohen και του ζήτησα να κάνουμε μια συνάντηση μέσω teams. Λόγω της διαφοράς ώρας με το San Fransisco περίμενα μερικές ώρες μέχρι να απαντήσει και να ορίσουμε ώρα.
“Hello Dr. Cohen.”
“Don’t doctor me, young lady. I’m still mad at you.
“I will show you something that will compensate you in the tenfold.”
“Mad as I am, I’m also very proud of you. Petrou’s theorem, eh?”
“Thank you very much Ralf, but what I’m going to show you, it will really blow your mind.
Και του παρουσίασα την λύση της Φανής. Ο Cohen είχε γουρλώσει τα μάτια του και διάβαζε και ξαναδιάβαζε.
“I’ll be damned! Is this yours?”
“No, it’s not, it’s by an extremely talented and very young lady I’m tutoring in grad-lEvel mathematics, she is Dr. Stolsberg’s daughter. BeliEve it or not she is fifteen years old.”
“Are you messing with me?”
“Let me show you something, it’s a recorded session with Fani, the name of the young genius we are talking about. The dialog is in Greek, and I will translate to you if necessary but frankly, I don’t beliEve that you are going to need it.”
Παρακολουθούσε άφωνος, από τη διατύπωση του θεωρήματος του Tychonoff μέχρι την ολοκλήρωση του σχεδιαγράμματος της απόδειξης του Kelley για την ισοδυναμία του θεωρήματος Tychonoff με το αξίωμα της επιλογής, το οποίο της είχε πάρει 1 λεπτό και 47 δευτερόλεπτα.
“I need her here yesterday.”
“It’s not my decision to make, Ralph, but it would help if you spoke with Dr. Stolsberg.”
“First thing I’ll do after we finish here. I can’t see any fault in her arguments. You need to send it to more people, but it seems that this bright young lady really did it. By Gods publish it! It’s the first progress we made there in the last 50 years.”
“That’s what I was thinking.”
“And what about you, Eve? You know that there is a place here for you, don’t you?”
“I don’t want to make promises that I don’t know if I’m going to keep but there might be a chance of me returning to Stanford.”
“Well, this is the second-best thing that happened this morning. What’s the name of the young lady, again?”
“Fani, from TheoFania. The literal translation of her full name is “Epiphany,”“
“The Universe has a great sense of humor, doesn’t it?”
“Ralf… thank you very much for your time, it means the world for me.”
“Bring Fani here and you will be forgiven!”
“As I said it’s not my decision to make.”
“Oh… I will nag him until he sees the light!”
Κλείσαμε το teams και μαζεύοντας το κουράγιο μου πήγα στο γραφείο του Στέφανου και χτύπησα την πόρτα. «Περάστε,» είπε. Μπήκα μέσα και κλείδωσα την πόρτα.
«Γιατί κλείδωσες,» με ρώτησε αλλά δεν απάντησα. Πήγα στο γραφείο του και γονάτισα δίπλα του.
«Στέφανε έκανα κάτι χωρίς να σε ρωτήσω και είμαι έτοιμη να υποστώ την όποια τιμωρία κρίνεις ότι μου αξίζει, ακόμα και αν αυτή είναι να με πετάξεις έξω με τις κλωτσιές.»
«Και γιατί το έκανες;»
«Γιατί… αυτό είναι μεγαλύτερο από εσένα και από εμένα μαζί.»
«Σ’ ακούω,» είπε με ουδέτερο ύφος.
«Αφορά τη Φανή.»
«Μάλιστα. Τι έκανες;»
«Μίλησα στον Cohen, πριν λίγο κλείσαμε. Λογικά σε λίγο θα αρχίσει να σπάει τα τηλέφωνα για να σε βρει.»
«Και πώς αυτό αφορά τη Φανή;»
«Στέφανε… στις ασκήσεις που είχε μέσα το βιβλίο με τις διαφορικές μορφές είχε μέσα μια θεωρητική άσκηση που σκοπός της ήταν να βεβαιώσει ότι ο φοιτητής έχει καταλάβει τις έννοιες. Η μόνη απόδειξη που ήξερα, είναι αυτή του ίδιου του Alexandrov, η οποία είναι δύο σελίδες με χρήση των ανάλογων ορισμών. Η Φανή ακολούθησε τελείως διαφορετικό δρόμο, τελείως! Η απόδειξή της είναι καμιά 30αριά γραμμές, 10 εκ των οποίων αφιερώνονται στην απόδειξη μιας ειδικής περίπτωσης της εικασίας του Hofmann. Η Φανούλα δεν έχει ξεκινήσει καν το πανεπιστήμιο και μέσα σε μερικές γραμμές μας έβγαλε από τέλμα σχεδόν 50 χρόνων. Διάβασα και ξαναδιάβασα και ξαναδιάβασα, μάταια όλες τις φορές, την απόδειξη μην πιστεύοντας τα ίδια μου τα μάτια, ψάχνοντας να βρω τι μας έχει ξεφύγει. Την έδειξα στον Ralf που και αυτός με τη σειρά του δεν βρήκε κάποιο λάθος. Με συμβούλεψε να το στείλουμε να το δουν και άλλοι και να γίνει η δημοσίευση ASAP. Ο Ralf είπε και χρησιμοποιώ επ’ ακριβώς τα λόγια του «I need her here yesterday.»“
«Και δεν σου πέρασε καν από το μυαλό να με ρωτήσεις;»
«Δεν έχω καμία δικαιολογία, Στέφανε.»
«Πήγαινε ξεκλείδωσε την πόρτα και άνοιξέ την.»
Σηκώθηκα και πήγα στην πόρτα, την ξεκλείδωσα και την άνοιξα.
«Και τώρα κλείσ’ τη.»
Τον κοίταξα χωρίς να καταλαβαίνω και έκανα να κλείσω την πόρτα.
«Μ’ εσένα απ’ έξω,» μου είπε.
Μουδιασμένη έκλεισα την πόρτα και γύρισα στο γραφείο μου. Ένιωθα πάλι σα να με έχουν ξεκοιλιάσει και ήταν τόσο μεγάλο το σοκ που μούδιαζε ακόμα και τον ίδιο τον πόνο.
Έκλεισα την πόρτα του γραφείου μου και ακούμπησα πάνω της. Τα πόδια μου έτρεμαν.
ὕβρις, ἄτη, νέμεσις, τίσις.
Όταν πέρασε ένα δίωρο του έστειλα μήνυμα.
«Είμαι στο γραφείο ακόμα, μόλις τέλειωσα την παράδοση του μαθήματος και σε λίγο θα φύγω.»
Βούιξε το τηλέφωνό μου.
“You have forced my hand. I will send Fani’s proof for publication, Hirsch also confirmed that the proof is correct. You had a point, it’s bigger than you and me. You will continue tutoring Fani until I make my decision but for the time being and until I make my mind, I don’t want either hearing or seeing you unless it’s for strictly professional reasons.”
Νέμεσις
Με δάχτυλα που έτρεμαν απάντησα.
«Αυτό περιλαμβάνει και να σταματήσω να σου στέλνω κάθε δύο ώρες που είμαι και τι κάνω; Με την Κατερίνα επιτρέπεται να επικοινωνήσω;»
Το τηλέφωνό μου βούιξε εκ νέου.
«Αφού αποφάσισες ότι μπορείς να παίρνεις αποφάσεις μόνη σου, και ακόμα χειρότερα, αποφάσεις που αφορούν τα ίδια μου τα παιδιά, θα έχεις την ευκαιρία να ζήσεις αυτή σου την ανεξαρτησία. Με την Κατερίνα επιτρέπεται να επικοινωνήσεις μόνο για θέματα που έχουν να κάνουν με τη Φανή. Εννοείται ότι μπορείς να συνεχίζεις να παίζεις σκάκι με τον Tomas.»
Τίσις
Κεφάλαιο 33 - The four horsemen
Στέφανος
Όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, οι Θεοί γελούν.
Ὕβρις, ἄτη, νέμεσις, τίσις
Και οι Θεοί μου έδωσαν αυτό που ζήτησα: Έναν άνθρωπο να συνοδέψει τη Φανή, έναν άνθρωπο που τη νοιάζεται και την αγαπάει και ας μην τον δένουν μαζί της δεσμοί αίματος.
Δεν είχα καμία αμφιβολία.
Πήρα αυτό που ζήτησα, η Ευδοκία έκανε αυτό που ήθελα για δικούς της λόγους. Έβαλε πάνω απ’ όλους τη Φανή. Έκανε αυτό που μου είχε απαντήσει όταν της είχα βάλει δίκην αστεϊσμού το δίλλημα.
Ήμουν εξοργισμένος μαζί της και όμως δεν είχε κάνει τίποτα περισσότερο από αυτό που ο ίδιος επιθυμούσα. Η δική μου τίσι.
«Ό,τι πιο κοντά στο η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος.»
Ήταν αλαζονεία, ήταν έπαρση, ήταν ύβρις και οι θεοί μου υπενθύμισαν με τον πιο σκληρό τρόπο ότι είμαι θνητός.
Την πίτα ολόκληρη, σερβιρισμένη στα ίδια μου τα μούτρα, και το σκύλο χορτάτο.
Αν με είχε ρωτήσει…
Γιατί το έκανε αυτό; Γιατί δε με ρώτησε; Μήπως θα έκανα τίποτα διαφορετικό; Αλλά ακόμα και αν έκανα κάτι διαφορετικό με ποιο δικαίωμα πήρε πρωτοβουλία;
Θα μπορούσα ίσως να το συγχωρήσω αν το είχε κάνει αποκλειστικά και μόνο για τη Φανή, ωστόσο αυτό δεν ήταν το μόνο της κίνητρο. Mathematics is a hard mistress; she would do the same Even with her dying breath.
Οι Galois και οι Turing και οι Ramanujan αυτού του κόσμου.
Η δική μου ύβρις ήταν να πιστέψω ότι μπορώ να κάνω έναν άνθρωπο όπως η Ευδοκία να βάλει κάτι πάνω από τα Μαθηματικά.
«Εννοώ… πραγματικά το πιστεύω Στέφανε, αν υπάρχει κάποιος άνθρωπος στον πλανήτη διαφορετικός από τον Tao που να έχει πραγματικά ελπίδα να αποδείξει κάποτε στο μέλλον την εικασία του Riemann, αυτός ο κάποιος είναι η Φανή.»
«Αυτό το θείο χάρισμα δεν μπορεί να πάει χαμένο Στέφανε, απλά δεν μπορεί να πάει χαμένο.»
«Γιατί αυτό είναι μεγαλύτερο από εσένα και από εμένα μαζί.»
Ορίστε λοιπόν, διάλεξε. Οι θεοί σου έδωσαν αυτό που ήθελες. Την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Σκούπισε τα μούτρα σου και προχώρα με αυτή είτε κράτα τη θέση σου και προχώρα χωρίς αυτή.
And I heard a voice in the midst of the four beasts
And I looked, and behold, a pale horse
And his name, that sat on him, was Death
And Hell followed with him
Κεφάλαιο 34 - Αρμαγεδδών
Κατερίνα
Θεέ μου!
Η Φανούλα μου… το κοριτσάκι μου, ήταν ευτυχισμένο. Ευτυχισμένο όσο δεν είχε υπάρξει ποτέ στη ζωή της. Στα 15 της είχε κερδίσει τη θέση της στη μαθηματική αθανασία, μια θέση το ίδιο ψηλή με εκείνη του πατέρα της. Σε ένα χρόνο, με το που τέλειωνε ο Tomas την Τρίτη λυκείου ο πατέρας της θα την έπαιρνε και θα πήγαιναν στο Stanford για να συνεχίσει σε αυτό που αγαπούσε με τόσο πάθος. Και το μέλλον ήταν λαμπρό.
Και όμως αυτή η ευτυχία ήταν η αφορμή για τη δυστυχία δύο ανθρώπων που πάλευαν με νύχια και με δόντια να κρύψουν τις φωτιές της κόλασης που έκαιγε στα σωθικά τους. Ίσως αυτό το Asperger’s της Φανής στην πραγματικότητα, να μην ήταν η προσωπική της κατάρα, αλλά το δώρο ενός σπλαχνικού παντογνώστη Θεού.
Η Φανούλα ήταν ευτυχισμένη.
Κάθε Τρίτη και Πέμπτη βράδυ, η Εύη ερχόταν εδώ στο σπίτι και συνέχιζαν τα μαθήματα και κάθε Σάββατο, σαν ιεροτελεστία, είμασταν όλοι εδώ όταν η Φανή περίμενε το Ρωμαίο της να της χτυπήσει την πόρτα. Η Εύη ήταν η μεγάλη της αδερφή και τίποτα στον κόσμο δεν μπορούσε να της το αλλάξει.
Και όταν έκλεινε η πόρτα του σπιτιού άνοιγαν οι πόρτες της κολάσεως. Η Εύη μας χαιρετούσε ευγενικά και έφευγε. Ο Stefan δε μιλιόταν κι εγώ να μην έχω το δικαίωμα να ανακατευτώ.
Έξι ολόκληρες εβδομάδες. Είχα προσπαθήσει να του μιλήσω. Μου απαγόρευσε να ξαναμιλήσω για το ίδιο θέμα. Μου απαγόρευσε να μιλήσω με την Εύη για οτιδήποτε δεν αφορούσε τη Φανή άμεσα.
Τους καταλάβαινα και τους δυο. Ξέρω γιατί η Εύη έκανε αυτό που έκανε και ξέρω γιατί ο Στέφανος κάνει αυτό που κάνει. Δεν μπορείς να είσαι υπηρέτης δύο αφεντάδων.
Η Εύη είχε κάνει την επιλογή της και ο Στέφανος είχε κάνει τη δική του.
Ήθελα να ουρλιάξω, ήθελα να πάρω το κεφάλι του ενός και να το χτυπήσω στο κεφάλι του άλλου αλλά εγώ δεν ήμουν Εύη. Δεν ήξερα αν έπρεπε να τη ζηλεύω ή να την λυπάμαι.
Αχ, Stefan… γάτα είχες επιλέξει, τι περίμενες; Ήταν τρυφερή, ήταν υπάκουη σε έκανε να ξεχνάς ότι είναι γάτα και νόμιζες ότι την έκανες σκύλο. Και τιμωρήθηκες για την έπαρσή σου όταν η γάτα σε επανάφερε βίαια στην πραγματικότητα. Ήταν πρόθυμη να πέσει στη φωτιά για σένα αρκεί να μην την έφερνες να διαλέξει εσένα από τα Μαθηματικά της.
Πώς μπορείς να πεις σε μια πέτρα να μην πέσει αν την αφήσεις ελεύθερη; Πώς μπορεί το νερό να μην κυλήσει σαν χείμαρρος στη ρεματιά μετά από καταιγίδα;
Ο πόνος του είναι πόνος μου.
Ήταν ύβρις Stefan και η φωτιά που σου τρώει τα σωθικά είναι η άτις.
Ήταν Σάββατο μεσημέρι. Σε λίγες ώρες θα ερχόταν εδώ η Εύη για να συνεχιστεί το θέατρο με μαριονέτες τους ίδιους και μαριονετίστα κάποιο άσπλαχνο, σαδιστή Θεό.
Ο Stefan ήταν στο μπαλκόνι και κάπνιζε. Βγήκα κι εγώ έξω.
«Καλώς την, κάτσε να μου κάνεις παρέα.»
«Θα μου στρίψεις κι εμένα ένα σε παρακαλώ;» τον ρώτησα. Κάπνιζα πολύ-πολύ σπάνια και ενώ ήξερα να στρίβω ήθελα να τον απασχολήσω μαζεύοντας το κουράγιο μου να του μιλήσω.
«Ναι, ευχαρίστως,» είπε. Δεν του πήρε πολλή ώρα. «Ορίστε,» μου είπε δίνοντάς το μου χαμογελώντας. Χαμόγελο που κόπηκε όταν διάβασε το πρόσωπό μου. «Μην το σκέφτεσαι καν αυτό που σκέφτεσαι.»
«Stefan, άκουσέ με σε παρακαλώ. Όχι σαν Κατερίνα, όχι σαν σύντροφό σου, όχι σα σκλάβα σου. Προσπάθησε να με ακούσεις σα να είμαι κάποιος άγνωστος.»
«Σαν η γιαγιά μου να είχε ρουλεμάν, κόφ’το.»
«Stefan, γαμώ το. Παθαίνεις κατάθλιψη, δεν το καταλαβαίνεις;»
«50 με τη ζώνη!» μου είπε.
«Ρίξε μου χίλιες, ρίξε μου μέχρι να πέσω λιπόθυμη αλλά άκουσέ με. Άσε την Εύη στην άκρη, εσύ πόσο θα τιμωρείς τον εαυτό σου;»
«Όσο χρειαστεί.»
«Και τι θα καταλάβεις; Ορίστε κύριε μαθηματικέ μου, πες μου τι θα καταλάβεις; Κράτησες την υπερηφάνεια σου, μπράβο. Και; Το μόνο που κατάφερες τελικά είναι τη βάλεις πάνω από έναν άλλον άνθρωπο. Ναι, η Εύη έβαλε τα Μαθηματικά και τη Φανή πάνω από εσένα.»
«Το πρόβλημά μου δεν είναι η Φανή, η Φανή με τον Tomas είναι πάνω απ’ όλους μας.»
«Ναι, είναι. Είναι τα παιδιά μας, αίμα από το αίμα μας. Η διαφορά μας με την Εύη, είναι ότι εγώ βάζω τα παιδιά μας πάνω από όλους και μετά εσένα. Η Εύη πάνω απ’ όλους βάζει τα μαθηματικά της και τη Φανή. Κι εσύ… μετά τα παιδιά βάζεις πάνω απ’ όλους την υπερηφάνεια σου.»
«Βαδίζεις σε πολύ επικίνδυνο μονοπάτι, Κατερίνα.»
«Την Εύη έλεγες μπουμπούνα, εσύ είσαι ο μεγαλύτερος.»
Στέφανος
Έκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να κρατήσω την ψυχραιμία μου.
«Και τι θες να κάνω, Κατερίνα; Να προδώσω το ίδιο μου το είναι;»
«Όχι Stefan, δε σου ζητάω αυτό. Θυμάσαι τι μου είχες πει; Αποδέχτηκε τη θέση της χωρίς πίκρα, χωρίς παράπονο με την ίδιο τρόπο που αποδέχεσαι ένα φυσικό νόμο. Είναι αυτό που είναι. Αν το αποδεχόσουν κι εσύ από τη μεριά σου δεν θα κάναμε αυτή τη συζήτηση.»
«Στα λόγια όλα είναι εύκολα. Το μέτρο του ανδρός είναι τα δύσκολα, Κατερίνα.»
«Και αν σκότωνες τον εαυτό σου για ένα ιδανικό, για μια ιδέα, για τα ίδια τα γαμημένα τα μαθηματικά σου, αυτό θα ήταν κάτι που θα μπορούσα να αποδεχτώ. Αλλά να σκοτώσεις τον εαυτό σου λόγω της ίδιας της γαμημένης σου της περηφάνειας είναι πολύ βαρύτερη ύβρις Stefan. Πολύ βαρύτερη.»
«Δεν θυμάμαι από πότε έχεις να βωμολοχήσεις μιλώντας μαζί μου.»
«Από την ημέρα που αποφάσισα να ζητήσω Release από τον Harry.»
«Δεν είναι το ίδιο.»
«Το ίδιο ακριβώς είναι. Ένα χρόνο σε έτρωγε και το έκρυβες μέχρι που πήρα μόνη μου την απόφαση χωρίς να σε συμβουλευτώ. Δεν ήθελα να φύγω ούτε σε 1000 χρόνια από εκεί αλλά έπρεπε να κάνω την επιλογή μου και επέλεξα αυτό που είχα πάνω απ’ όλα ακόμα και αν ο ίδιος διαφωνούσες. Θυμάσαι τι έλεγες; Δε θέλεις να φτάσω να κατηγορώ εσένα για την επιλογή μου. Θα μισήσω τον εαυτό μου και εσένα μαζί. Δε μου μιλούσες για δύο εβδομάδες μέχρι που ήρθα στο διαμέρισμά σου και κόντεψε να έρθει η αστυνομία. Σου είχα δώσει το μαχαίρι στο ίδιο σου το χέρι, αν δε με θέλεις σφάξε με εκείνη τη στιγμή αλλιώς ό,τι είχα κάνει δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα. Και είκοσι χρόνια αργότερα είμαστε με δύο υπέροχα παιδιά. Μπορεί η ύβρις μας τότε να ήταν διαφορετικού τύπου αλλά ήταν ύβρις Stefan. Συγχωρήσαμε τους εαυτούς μας και προχωρήσαμε μπροστά.»
«Εσύ δεν είσαι η Ευδοκία και αυτό που έκανε ήταν ασυγχώρητο.»
«Δεν υπάρχουν ασυγχώρητα πράγματα στον κόσμο Stefan παρά μόνο αυτά που επιλέγουμε να μη συγχωρήσουμε ή δεν προλάβουμε να το κάνουμε. Τιμώρησέ την, τιμώρησέ την σκληρά. Τιμώρησέ την κι άλλο απ’ όσο τιμωρεί η ίδια τον εαυτό της. Μπορεί η Εύη να μην είναι η Κατερίνα αλλά μετράει για σένα, έχει αξία για σένα. Μέσα σου την έχεις συγχωρέσει, Stefan. Πες μου, πες μου την αλήθεια ότι δεν ισχύει αυτό που λέω και δεν θα ξαναμιλήσω γι’ αυτό το θέμα.»
«….»
«Stefan… τιμώρησες τον εαυτό σου αρκετά. Σε παρακαλώ προχώρησε παρακάτω. Ακόμα και αν αποφασίσεις ότι δεν θες να την κρατήσεις, τουλάχιστον δώσε της τη συγχώρεση που έχεις δώσει ήδη μέσα σου γιατί η ίδια δε θα μπορέσει ποτέ να το κάνει. Δώσε της το closure της, όποιο και αν είναι αυτό.»
Δεν απάντησα, άναψα ακόμα ένα τσιγάρο.
«Τι στο διάολο, μέλι έχει και την έχετε ερωτευτεί όλοι σας;» είπα νευριασμένος.
Η Κατερίνα δεν απάντησε.
«Stefan, είμαστε μαζί 25 χρόνια. Πόσες φορές σου έχω πει τι να κάνεις; Μία φορά, μία φορά και μόνη, όταν σου έσπρωξα ένα μαχαίρι στο χέρι σου. Η διαφορά είναι ότι αυτή τη φορά το μαχαίρι το κρατάς εσύ ο ίδιος. Κάρφωσέ το πάνω της να τελειώσει ή βρες τρόπο να αφήσεις την γαμημένη σου την υπερηφάνεια στην άκρη, για μια δεύτερη φορά στη ζωή σου. Χάραξέ την, μάτωσέ την αν χρειαστεί. Αλλιώς πάρε το μαχαίρι και μπήξε το στην καρδιά της.»
Ευδοκία
Έξι εβδομάδες. Έξι ολόκληρες εβδομάδες. Μακάρι να έβρισκα ένα δάκρυ να κυλήσει. Να κλάψω, να χτυπηθώ. Χίλιες φορές αυτό παρά αυτό το μούδιασμα. Να ξυπνάω σα ρομπότ, να κοιμάμαι σα ρομπότ, να σέρνω χωρίς σκοπό, χωρίς προορισμό το σαρκίο μου. Όλη η ζωή μου είχαν γίνει αυτά τα δύο βραδινά μαθήματα με τη Φανούλα και η προετοιμασία της το Σάββατο πριν βγει με το Josh. Ένιωθα μέσα μου κομμάτια μου να χάνονται, να διαλύονται και εγώ… να παρατηρώ ψυχρή και αμέτοχη την ίδια μου τη διάλυση.
Είχα βοηθήσει στη δημοσίευση που είχε πέσει σαν κεραυνός, με αφιερώματα από το Quantum Magazine και το Quora, μέχρι το Slashdot. Άρθρα επί άρθρων για την απίστευτη νεαρή ιδιοφυΐα που είχε ανοίξει το δρόμο για την απόδειξη της εικασίας του Hoffman. Δύο εβδομάδες αργότερα, εγώ με τον Hirsch συμπληρώσαμε την πλήρη απόδειξη, βασισμένη στα βήματα της Φανούλας. Από εικασία Hoffman είχε γίνει θεώρημα SPH: Stolsberg, Petrou & Hirsch.
Ο πατέρας μου είχε ανοίξει και δεύτερη σαμπάνια. Ο Στέφανος είχε πάρει την απόφασή του, η Φανή θα πήγαινε στο Stanford για να συνεχίσει τις σπουδές της. Θα ακολουθούσα κι εγώ, πρωτίστως για τη Φανή και δευτερευόντως γιατί μετά τη δημοσίευση του SPH αν έμενα εδώ ο Cohen θα έστελνε να με πάρουν σηκωτή και να με πάνε εκεί με το ζόρι.
Οι γονείς μου είχαν στεναχωρηθεί αλλά η απόφασή μου τους φαινόταν φυσιολογική. Οι ίδιοι δεν είχαν καταλάβει γιατί είχα γυρίσει Ελλάδα και γιατί επέμενα να παρακαλώ αριστερά και δεξιά να βρω μια θέση σε ένα πανεπιστήμιο.
Δε μου άρεσε η Αμερική αλλά πλέον αν εξαιρέσεις τη Φανή το ίδιο μου έκανε. Το σύμπαν μου που στα πόδια του Στέφανου διαγραφόταν ατελείωτο είχε καταρρεύσει και συρρικνωθεί σε ένα πρόσωπο. Ένιωθα ότι ζω από κεκτημένη ταχύτητα και αν έφευγε από τον κόσμο μου η Φανή δε θα είχα κάτι άλλο για να ζήσω.
Ακόμα πιο ειρωνικό ήταν το γεγονός ότι στο Σαν Φρανσίσκο τύχαινε να είναι και το πατρικό ενός ανώτερου διπλωματικού υπαλλήλου της πρεσβείας τον ΗΠΑ και πατέρα ενός νεαρού αθλητή με τον οποίο η Φανή ήταν ερωτευμένη μέχρι τα μπούνια. Ο Josh ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος από τη Φανή, αρκεί να έκαναν υπομονή ένα χρόνο και θα μπορούσε να έρθει να βρει την Ιουλιέττα του.
Το σύμπαν μας είχε δώσει τα πάντα στερώντας μας σαδιστικά τη δυνατότητα να τ’ απολαύσουμε.
Έκλεισα τα μάτια προσπαθώντας να πάρω κουράγιο και χτύπησα την πόρτα. Μου άνοιξε η Φανούλα ορμώντας πάνω μου
«Ευουλίνι μουυυυυυυυυυυυυυυυ.»
«Αγάπη μου,» της είπα και την έσφιξα στην αγκαλιά μου.
Για δύο ώρες θα ένιωθα ζωντανή. Δύο ώρες και μετά επιστροφή στο βασίλειο των σκιών.
Οι δύο ώρες πέρασαν σαν αστραπή. Η Φανούλα πήρε τον Josh αγκαζέ και έφυγαν γελαστοί να πάνε στο ραντεβού τους.
Δεν άντεχα τον τρόπο που με κοίταζε η Κατερίνα. Εγώ που μπορούσα να κοιτάξω τον οποιοδήποτε στα μάτια μέχρι ο ίδιος να νιώσει άβολα και να τα πάρει από πάνω μου είχα φτάσει να μην μπορώ να κοιτάξω κανέναν. Όπως και να με κοίταζαν το μόνο που έβλεπα σε κάθε ματιά ήταν οίκτος.
Και ακόμα περισσότερο μισούσα το πρόσωπο που έβλεπα στον καθρέφτη. Στον ενθουσιασμό μου είχα σκοτώσει ένα κομμάτι του ανθρώπου που λάτρευα. Του είχα στερήσει την ίδια του τη φύση. Ανόητη… ανόητη… χίλια θεωρήματα, χίλιες δημοσιεύσεις και δεν ήμουν τίποτα παραπάνω από ένας μπουμπούνας.
Και πλέον δεν ήμουν καν «του.».
Δεν είχα δάκρυα να κλάψω. Μια ατελείωτη ερημιά… Αυτή ήταν η τίσις μου.
Κεφάλαιο 35 - All along the watchtower
Ευδοκία
«Καλό απόγευμα, Κατερίνα. Θα τα πούμε την Τρίτη.»
«Καλό απόγευμα Εύη, καλό δρόμο.»
Αναστέναξα και άνοιξα την πόρτα.
«Ευδοκία;» άκουσα τη φωνή του Στέφανου.
«Μάλιστα;» είπα χωρίς να το σκεφτώ.
«Έλα σε παρακαλώ στο μπαλκόνι… αν έχεις χρόνο, φυσικά.»
«Όχι… ναι, έχω χρόνο,» είπα μασώντας τα λόγια μου.
Βγήκα στο μπαλκόνι, ο Στέφανος καθόταν και έπινε ουίσκι.
«Θες να πιείς κάτι;»
«Αν… αν είναι εύκολο;»
«Κατερίνα, βάλε σε παρακαλώ ένα ποτήρι ουίσκι και λίγα παγάκια.»
«Βεβαίως,» ακούστηκε η φωνής της από μέσα.
«Στέφανε, μπορώ να σου πάρω ένα τσιγάρο;»
«Όχι.»
«…»
«Δε θα ρωτήσεις γιατί;»
«Όχι.»
«Δεν ενδιαφέρεσαι να μάθεις;»
«Αν θελήσεις να μάθω, θα μου πεις.»
«Ευδοκία, που νομίζεις ότι βρίσκεσαι;»
«Εκεί ακριβώς που με άφησες, Στέφανε.»
«Αυτό νομίζεις;»
«Σου είχα πει… σου είχα πει ότι υπάρχουν δύο τρόποι να φύγω από τη θέση μου. Η μία είναι να με διώξεις, η άλλη είναι να φύγω εγώ. Έκανα λάθος, υπήρχε και τρίτος τρόπος και είναι αυτός ο οποίος επέλεξες. Έφυγες εσύ. Το αποδέχομαι, Στέφανε. Δεν μπορώ να σε κρατήσω. Όμως εγώ είμαι εδώ, δεν έφυγα. Μόνο ένας μπορεί να με διώξει. Εσύ.»
«Έχεις συνειδητοποιήσει τι έκανες;»
«Ναι. Πήρα κάτι δικό σου, κάτι που δε μου ανήκει, κάτι το οποίο δεν είχα κανένα δικαίωμα να πάρω.»
«Θεώρημα SPH.»
«Αυτό πιστεύεις για μένα Στέφανε; Ότι το έκανα για να καρπωθώ τη δόξα;»
«Όχι… όχι, δεν το πιστεύω αυτό. Το έκανες για τα ίδια τα μαθηματικά. Αλλιώς δε θα είχες βρει το κουράγιο να έρθεις να μου ζητήσεις την άδεια μερικές μέρες μετά να συνεχίσεις την ιδέα της Φανής. Εγώ σου έδωσα το οκ, για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Πρώτα για τη Φανή και μετά για τα μαθηματικά.»
«Στέφανε, το μόνο που σκέφτηκα ήταν η Φανή. Μόνο. Μπορεί να ζω για τα μαθηματικά, να αναπνέω για τα μαθηματικά αλλά το μόνο που σκέφτηκα ήταν η Φανή. Η άτη μου ήταν ο ενθουσιασμός μου όχι για την εικασία του Hoffman αλλά τι σήμαινε για μένα ο άνθρωπος που έλυσε το γόρδιο δεσμό. Στο ορκίζομαι στην αγάπη μου γι’ αυτό το κορίτσι. Μου είχες ζητήσει να κρατάω ημερολόγιο. Ποτέ δεν το διάβασες. Αν….»
«Δώσ’ το μου.»
Άνοιξα την τσάντα μου και έβγαλα το tablet. Άνοιξα το One Drive και βρήκα το αρχείο. Το άνοιξα και του έδωσα το tablet.
Η Κατερίνα εκείνη τη στιγμή μου έφερε το ουίσκι μου.
«Σ’ ευχαριστώ,» της είπα.
«Κατερίνα, άφησέ μας μόνους σε παρακαλώ,» είπε ο Στέφανος.
«Θα είμαι μέσα αν με χρειαστείτε κάτι.»
Ο Στέφανος διάβαζε αμίλητος το ημερολόγιο μου. Πρέπει να πέρασε πάνω από μία ώρα χωρίς να μου πει καμιά άλλη κουβέντα. Μόνο αραιά και που έστριβε και κάπνιζε τσιγάρο. Κάποια στιγμή άφησε το tablet κάτω. Μου έστριψε ένα τσιγάρο και μου το έδωσε.
«Σ’ ευχαριστώ,» του είπα και το άναψα. Του είχα πει την αλήθεια, ήμουν εκεί που με είχε αφήσει. Δεν είχα βάλει τσιγάρο στο στόμα μου για έξι εβδομάδες. Ακόμα και την απόφαση να πάω μαζί του στο San Fransisco δεν την είχα πάρει μόνη μου, απλά τον είχα ρωτήσει αν ήθελε να πάω κι εγώ για τη Φανή. Το έγραφα στο ημερολόγιό μου, έγραφα κάθε μου σκέψη.
«Μάλιστα,» είπε. «Πώς θα τιμωρούσες εσύ τον εαυτό σου;»
«Τιμωρούμαι ήδη, Στέφανε.»
«Ποιος σε τιμωρεί;»
«Εσύ. Έφυγες Στέφανε, με άφησες στη limbo. Αυτή είναι η τιμωρία μου. Είναι σα να κρατάς ένα μαχαίρι στραμμένο πάνω μου. Χαράκωσέ με ή σφάξε με αλλά μη με αφήσεις έτσι, σε παρακαλώ… σε ικετεύω μη με αφήσεις έτσι. Δεν υπάρχει πιο σκληρό πράγμα.»
«Κατερίνα,» φώναξε δυνατά ο Στέφανος. Η Κατερίνα ήρθε τρέχοντας.
«Τι συμβαίνει;»
«Έχετε μιλήσει οι δυο σας;»
«Όχι Στέφανε, πέραν από πράγματα που αφορούν τη Φανή δεν έχουμε πει κουβέντα.»
«Αποκλείεται!» είπε.
«Στέφανε, στο ορκίζομαι στην ψυχή του Γιώργου. Δεν έχουμε μιλήσει.»
Κοίταγα και τους δύο χωρίς να καταλαβαίνω τι έχει παιχτεί.
«Σου ζητώ συγνώμη, Κατερίνα,» της είπε.
«Θα μου πεις τι έγινε;»
«Ευδοκία, πες στην Κατερίνα τι μου είπες.»
«Ότι είμαι στη limbo έξι εβδομάδες;»
«Όχι αυτό, παρακάτω. « μου είπε
«Ότι είναι σαν να κρατάς ένα μαχαίρι στραμμένο πάνω μου;»
«Και;»
«Και… χαράκωσέ με μ’ αυτό ή σφάξε με μ’ αυτό. Μη μ’ αφήνεις έτσι.»
«Μάλιστα, κατάλαβα,» είπε η Κατερίνα.
«Μου είχες δώσει αυτή την αλυσίδα που φοράω, Στέφανε. Αν θες να μου τη βγάλεις, είναι δική σου. Μπορείς να τη τραβήξεις μέχρι να σπάσει ή ακόμα και να μου κόψεις τον ίδιο το λαιμό για να την πάρεις. Δε θα κουνηθώ, δεν θα αντιδράσω.»
«Τι θα κάνεις άμα την τραβήξω και τη σπάσω;»
«Τι μπορώ να κάνω, Στέφανε; Θα σφίξω τα δόντια και θα προσπαθήσω να σηκωθώ ξανά στα πόδια μου. Ακόμα και έτσι… ακόμα και έτσι που είμαστε τώρα, νιώθω ευγνωμοσύνη για τη Θεά Τύχη που μ’ έφερε στο δρόμο σου. Θα με πονέσει, θα με ρημάξει… αλλά θα χαμογελάσω Στέφανε, θα χαμογελάσω γιατί αλλιώς θα την ατίμαζα. Έτσι, χαμογελαστή θα αποχαιρετήσω την Αλεξάνδρεια που έχασα. Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει.»
“There must be some kind of way out of here.”
Said the joker to the thief
“There's too much confusion
I can't get no relief.”
Έσφιξα τα δόντια, σηκώθηκα από την καρέκλα και πήγα και γονάτισα μπροστά του. Σήκωσα το κεφάλι μου, τον κοίταξα χαμογελώντας, και του πρότεινα το λαιμό μου.
Κεφάλαιο 36 - Aerials
Ευδοκία
Η καρδιά μου έτρεμε αλλά κράτησα το χαμόγελό μου.
Life is a waterfall
We're one in the river
And one again after the fall
Η Κατερίνα έβαλε τα κλάματα.
«Πήγαινε μέσα,» της είπε ο Στέφανος
«Στέφανε….»
«Πήγαινε μέσα σε παρακαλώ,» της είπε.
«Μάλιστα,» είπε.
Εμένα το βλέμμα μου ήταν καρφωμένο πάνω του. Όταν άπλωσε το χέρι του έκλεισα τα μάτια. Δεν άντεχα…
Έπιασε με το χέρι του την αλυσίδα.
Όχι! Δε θα έφευγα με των δειλών τα παρακάλια! Άνοιξα τα μάτια και χαμογέλασα.
Swimming through the void
We hear the word
We lose ourselves
But we find it all?
«Έχεις να πεις κάτι τελευταίο, Ευδοκία;»
«Ναι. Ό,τι και αν κάνεις, ό,τι και αν αποφασίσεις, σ’ αγαπάω. Σ’ αγαπάω Στέφανε. Κοντά σου ή μακριά σου θα σ’ αγαπάω. Θα μακαρίζω την τύχη μου που σε συνάντησα. Θα καταριέμαι τον εαυτό μου που σ’ έχασα. Θα σ’ αγαπάω όμως. Δε με πλήγωσες εσύ, εγώ σε πλήγωσα. Και αυτή θα είναι η τιμωρία που μου αξίζει Στέφανε. Να σ’ αγαπάω και να μη σ’ έχω.»
«Και δεν είναι η limbo η τιμωρία σου;»
«Η limbo είναι η limbo, μεταξύ παράδεισου και κόλασης. Είναι μαρτύριο να βλέπεις τον παράδεισο που έχασες αλλά η τιμωρία, η πραγματική τιμωρία, αρχίζει όταν κριθείς. Είναι μέρος της τιμωρίας η limbo αλλά όχι η πραγματική τιμωρία. Δε σου ζητώ τίποτα παραπάνω, λύτρωσέ με ή στείλε με στα Καζάνια. Θα δεχτώ αγόγγυστα ό,τι αποφασίσεις, αλλά αυτό που θέλω να ξέρεις, θέλω να κρατήσεις, είναι ότι όποια και αν είναι αυτή η απόφαση, εγώ σ’ αγαπάω και θα σ’ αγαπάω.»
«Δεν αρκεί ο έρωτας για να κρατήσει μια τέτοια σχέση, Ευδοκία.»
«Ίσως να είναι κι έτσι. Δεν το λέω για να σε κρατήσω με τον έρωτά μου Στέφανε, ούτε σου ζητάω να με λυπηθείς. Δεν θ’ αποχαιρετήσω την Αλεξάνδρεια που χάνω με των δειλών τα παρακάλια, παρά με το χαμόγελο… απολαμβάνοντας τους εξαίσιους ήχους του μυστικού θιάσου. Σ’ αγαπάω.”
Cause we are the ones that want to play
Always want to go
But you never want to stay
And we are the ones that want to choose
Always want to play
But you never want to lose
«Σχεδόν είκοσι χρόνια πριν, σε ένα διαμέρισμα στην Βοστώνη, χτύπησε η πόρτα μου. Ήταν η Κατερίνα. Είχα να τη δω δύο εβδομάδες, είχε ζητήσει αποδέσμευση από το Harry γιατί δεν άντεχε αυτό που μου προκαλούσε και την είχα διώξει. Δε θέλω να το κάνεις για μένα, της είχα πει. Θα το μετανιώσεις και μετά θα μισήσεις τον εαυτό σου κι εμένα μαζί για την ίδια σου την επιλογή. The man in the high castle. Η υπερηφάνεια, η έπαρση… η Ύβρις. Η Κατερίνα μπήκε μέσα και μου έβαλε ένα μαχαίρι στο χέρι μου. Την κοίταξα σα χαζός. Τι είναι αυτό, τη ρώτησα. Χαράκωσέ με η κάρφωσέ το στο στήθος μου, μου είπε. Αλλιώς όλα όσα έγιναν, όλα όσα έκανα και έκανες θα είναι χωρίς νόημα. Δώσε ένα τέλος. Σκότωσέ με αν θες αλλά μην σκοτώνεις και τον εαυτό σου. Είκοσι χρόνια αργότερα, εσύ γονατισμένη μπροστά μου, κάνεις το ίδιο. Δεν είναι μαχαίρι στα χέρι μου αυτή τη φορά, είναι αλυσίδα στο λαιμό σου. Αλλά είναι το ίδιο, ακριβώς το ίδιο. Εγώ απέναντι στον εαυτό μου, χαμένος ό,τι και αν γίνει. Με τη ζωή μου λειψή, χωρίς εσάς ή με την υπερηφάνεια μου πληγωμένη με εσάς. Οι άνθρωποι που αγαπάς ή η εσωτερική σου συνέπεια. Αλλά… δεν είναι αστείο; Ποια είναι η γαμημένη η συνέπεια όταν διώχνεις αυτούς που αγαπάς όταν ο λόγος δεν είναι το καλό τους αλλά ο γαμημένος σου ο εγωισμός; Δεν έδιωξα την Κατερίνα γιατί πίστευα ότι θα είναι καλύτερα με το Harry παρά με μένα. Την έδιωξα γιατί δεν άντεχα να είμαι εγώ η δικαιολογία αν ερχόταν από τη μεριά της η ώρα της μετάνοιας. Και ξέρεις τι, Ευδοκία; Δεν το μετάνιωσα. Συγχωρήσαμε ο ένας τον άλλον και η ζωή προχώρησε. Πρώτα ο Tomas και μετά η Φανή. Την πρώτη φορά που είδα να τους κρατάει στα χέρια της η Κατερίνα… δεν ήταν απλά ευτυχία. Ήταν κάθαρση… Κάθαρση. Οι Θεοί μας είχαν συγχωρήσει… με είχαν συγχωρήσει για την αλαζονεία μου. Είχε δίκιο η Κατερίνα. Μου γύρισε το μάτι αλλά είχε δίκιο. Την Εύη λες μπουμπούνα αλλά εσύ είσαι ο μεγαλύτερος.»
Aerials in the sky
When you lose small mind
You free your life
Τράβηξε το χέρι του που μέχρι εκείνη τη στιγμή έπιανε την αλυσίδα. Μέσα μου πάλευε η ελπίδα με την απελπισία, σχεδόν δεν τολμούσα να πάρω ανάσα.
«Πάμε παρακάτω,» είπε απλά.
«Στέφανε… είμαι μπουμπούνας… δεν… δεν έχω καταλάβει….»
«Όχι, δεν είσαι.»
Αντίο Αλεξάνδρεια.
«Είσαι ο μπουμπούνας ΜΟΥ.»
Κεφάλαιο 37 - Cat People
Στέφανος
Η Ευδοκία έπεσε πάνω στα γόνατά μου και τα αγκάλιασε. Τα έσφιξε και σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε, ακόμα χαμογελαστή, όχι όμως αυτή τη φορά για να πάρει κουράγιο πριν τη θερίσει η λαιμητόμος. Ήταν χαμογελαστή γιατί ήταν στη θέση της. Είχε δίκιο, δεν την είχα διώξει. Εγώ σηκώθηκα κι έφυγα. Κι εκείνη έμεινε εκεί, στη θέση της, περιμένοντας εμένα είτε να επιστρέψω είτε να την κλωτσήσω πέρα.
Το ημερολόγιό της ήταν μαχαιριές. Μαχαιριές στον εγωισμό μου, μαχαιριές στην υπερηφάνεια μου. Είχε κάνει ό,τι είχε κάνει ακριβώς με αυτή τη σειρά: Για τη Φανή, για τα μαθηματικά και για τον Στέφανο. Είχε αποδεχτεί την θέση της στη φυσική τάξη του δικού μου κόσμου. Ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ.
Μου υπενθύμισε με σκληρό τρόπο τη θνητότητά μου. Με σκληρό τρόπο ότι ο άνθρωπος που γονάτισε μπροστά μου ήταν άνθρωπος, με τις αξίες του, με τα ιδανικά του. Γονάτισε όμως στον Καίσαρά του, όχι στο Θεό. Είναι βλασφημία, είναι ύβρις να βάζεις τον εαυτό σου στη θέση Του. Σε τυφλώνει και σε καταστρέφει. Από μικρός λάτρευα τη μυθολογία, όλες τις μυθολογίες. Αλλά αυτή των προγόνων από τη μεριά της μητέρας μου ήταν κάτι παραπάνω, ήταν φιλοσοφία, ήταν στάση ζωής.
Μηδέν άγαν. Μέτρον άριστον.
Μα πάνω απ’ όλα «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος.»
Χάιδεψα απαλά το πρόσωπό της. Πήρε τα χέρια μου στα χέρια της, τα έφερε στα χείλη της και τα φίλησε.
«Κατερίνα,» φώναξα.
«Έρχομαι,» είπε αλλά όταν βγήκε στη μπαλκονόπορτα και είδε τη σκηνή κοκκάλωσε. Μετά, δακρυσμένη, σήκωσε τα μάτια της πάνω μου και μου χαμογέλασε.
«Γύρισε στη θέση της,» είπε.
«Όχι, Κατερίνα. Εγώ γύρισα στη δική μου.»
«Μπουμπούνα!» μου είπε τρυφερά.
«Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς,» της απάντησα και έβαλαν και οι δύο τα γέλια. «Ευδοκία, σήκω σε παρακαλώ και κάτσε στην καρέκλα.»
«Μάλιστα,» μου απάντησε χαμογελαστή και κάθισε στην καρέκλα της.
«Τι ώρα έχουμε πει στη Φανή να γυρίσει;» ρώτησα
«12:00,» είπε η Κατερίνα.
«Αμέρικαν μπαρ το έχουμε κάνει,» είπα.
«Ναι, πες μας ότι έχεις και παράπονο,» απάντησε η Κατερίνα.
«Όχι, θα πέσει φωτιά να με κάψει.»
«Η Φανούλα μας είναι ευτυχισμένη Stefan. Ανακαλύπτει σιγά-σιγά τον εαυτό της. Βγαίνει από το καβούκι της. Ο Josh είναι καταπληκτικό παιδί. Σου είπε η κυρά-Προξενήτρα ότι του έκανε ιδιαίτερα; Δική της ιδέα ήταν. Όχι μαθηματικά φυσικά. Για τη Φανούλα. Κάποιος πρέπει να μιλήσει με τον Josh χωρίς να τον τρομάξει, μου είχε πει. Γιατί δεν το κάνεις εσύ, τη ρώτησα. Όχι, όχι… Κατερίνα, μου είπε. Είσαι η μητέρα της. Εσύ η αδερφή της, της απάντησα. Στα είπε αυτά;»
«Όχι… δεν μου τα είπε. Δεν της επέτρεπα να μου μιλήσει. Τα διάβασα όμως στο ημερολόγιό της, ημερολόγιο που εγώ την έβαλα να κρατάει. Tell me about investment! Εσύ όμως γιατί δεν μου είπες τίποτα;»
«Γιατί κάθε φορά που αναφερόταν το όνομά της ήταν σαν ένα μαχαίρι να στριφογύριζε στα σωθικά σου. Η Φανούλα μας ήταν ευτυχισμένη και εσείς οι δύο… Θεέ μου, ήθελα να πάρω το κεφάλι του ενός και να το χτυπήσω στο κεφάλι του άλλου. Αθροιστικά το IQ σας είναι πάνω από 400 αλλά… Τέλος πάντων. Πάμε παρακάτω… η αγαπημένη σου φράση.»
«Θέλω να σας βγάλω έξω και τις δύο. Κανονική, βραδινή έξοδο. Να φοράτε τα πιο όμορφα φορέματά σας και εγώ το καλύτερο μου κουστούμι. Θα πούμε τα παιδιά την ερχόμενη Παρασκευή να πάνε στους παππούδες του, αν δεν μπορούν οι δικοί σου θα το πω στους δικούς μου.»
«Υπέροχη ιδέα!» είπε η Κατερίνα. «Εσύ γιατί δε μιλάς μαϊμουζέλ, νο2; Σου πήρε η νεράιδα τη φωνή;»
«Τι να πω… Εγώ… ακόμα πασχίζω να συνειδητοποιήσω… Υπέροχη ιδέα, πραγματικά υπέροχη ιδέα αλλά ακόμα και αν δεν ήταν… τι σημασία θα είχε; Αυτό μας ζήτησε… αυτό θα του δώσουμε. Συγνώμη αλλά….»
«Κατερίνα, μπορείς σε παρακαλώ να μας αφήσεις λίγο μόνους;» μου είπε ο Στέφανος.
«Φυσικά. Έχω πάρει γαρίδες, λέω σήμερα να το γιορτάσουμε με μια μεταμεσονύχτια γαριδομακαρονάδα.»
Η Εύη με κοίταξε στα μάτια.
«Αν μου επιτρέψεις… μετά… θα ήταν μεγάλη μου χαρά….»
«Γιατί να μην στο επιτρέψω; Κατερίνα, σε παρακαλώ άφησε μας λίγο μόνους.»
«Θα είμαι μέσα αν με χρειαστείτε κάτι. « μας είπε και σηκώθηκε και μπήκε στο σπίτι. «Ευδοκία, θέλω να συνεχίσουμε από εκεί που είχαμε μείνει, όχι να το πάμε από την αρχή.»
«Συγνώμη Στέφανε… εννοώ….»
«Ξέρω τι εννοείς. Δεν έχει αλλάξει κάτι από αυτό που σου είχα πει στις αρχές. Δεν χρειάζεται να μου ζητάς άδεια για τα μικρά καθημερινά πράγματα.»
«Ήταν… δε θα πω ασυγχώρητο γιατί με συγχώρεσες… ήταν πολύ βαρύ αυτό που έκανα παρασυρόμενη από τον ενθουσιασμό μου. Το κατάλαβα την ίδια στιγμή που το έκανα. Act first and ask for forgiveness later. Σε είχε εξοργίσει αυτό με το δίκιο σου αλλά… είναι πολλά πράγματα που είχα μάθει να τα κάνω διαφορετικά αλλιώς… αλλιώς φοβόμουν ότι δε θα επιβιώσω. Έμαθα να είμαι σκληρή με τον εαυτό μου, να μη του επιτρέψω να δείξει την παραμικρή αδυναμία. Ήταν… είναι τόσο απελευθερωτικό στο πλάι σου. Να ανοίγομαι, να μπορώ να νιώσω ευάλωτη, να μη φοβάμαι τα όποια αισθήματα μπορώ να νιώσω. Να νιώσω ασφάλεια. Θυμάσαι που με έλεγες κλαψιάρα; Δεν είμαι Στέφανε… μόνο κοντά σου… μόνο στα πόδια σου δε με ένοιαζε. Δεν είχα ανάγκη αυτή τη μάσκα, είχα εσένα. Έξι εβδομάδες… μια ατελείωτη ερημιά. Όλη μου… όλη μου η ζωή ήταν οι δύο ώρες με τη Φανούλα μεσοβδόμαδα και… η τελετουργία της εξόδου της με το Ρωμαίο της. Μετά… πίσω στον Άδη, στο βασίλειο των σκιών. Στην ερημιά, την ατελείωτη παγωμένη ερημιά. Χωρίς να έχω να ρίξω ούτε ένα δάκρυ. Μια νύχτα που δεν την ακολουθούσε ξημέρωμα. Και έφταιγα εγώ και κανείς άλλος. Δεν… δεν είχα καταλάβει… δεν μου είναι εύκολο… δεν είχα καταλάβει πόσο είχες πονέσει. Το μόνο που έβλεπα… αυτό που έβλεπα στα μάτια σου δεν ήταν οργή, δεν ήταν πόνος. Ήταν απαξίωση Στέφανε. Αυτή ήταν η συντροφιά της απελπισίας μου μέσα στην ατέλειωτη παγωμένη ερημιά. Η απαξία σου. Ήταν η τιμωρία μου, η δίκαιη τιμωρία μου. H limbo… η limbo ήταν βασανιστήριο γιατί μέσα μου, βαθιά μέσα μου, τρεμόπαιζε μια φλογίτσα, μια μικρή αδύναμη φλογίτσα. Η ελπίδα… η ευχή και η κατάρα των χαμένων ψυχών. Η τιμωρία… τα καζάνια της κόλασης… Δεν ήταν φωτιές. Θα ήταν το οριστικό σβήσιμο αυτής της μικρής φλογίτσας που ήταν το μόνο πράγμα που μου ζέσταινε την ατελείωτη παγωμένη ερημιά. Το τράβηγμα… το βίαιο τράβηγμα της αλυσίδας, δε θα ήταν παρά το οριστικό πέσιμο της νύχτας χωρίς ξημέρωμα.»
«Ευδοκία μου, η δική μου άφεση δεν θα έχει νόημα αν δεν συγχωρήσεις η ίδια τον εαυτό σου.»
«Προσπαθώ Στέφανε. Προσπαθώ και θα το καταφέρω. Αλλιώς θα ατίμαζα την Αλεξάνδρεια που δεν έχασα.»
«Πόσες με τη ζώνη, Ευδοκία; Πες μου.»
«Μέχρι να κουραστείς ή να λιποθυμήσω. Και ξανά… και ξανά… και ξανά….»
“Do you see my point?”
Με κοίταξε χαμογελαστή. Δακρυσμένη αλλά χαμογελαστή.
See these eyes so red
Red like jungle burning bright
Those who feel me near
Pull the blinds and change their minds
It's been so long
«Είμαι ο μπουμπούνας σου.»
«Ναι, είσαι.»
«Σ΄ αγαπάω.»
«Κι εγώ. Και θα σε αγαπήσω ακόμα περισσότερο όταν επιτέλους καταφέρω να φάω αυτή τη ρημάδα τη γαριδομακαρονάδα.»
“Πάω! Πετάω!”
“That’s my girl!”
Ευδοκία
Η Κατερίνα καθόταν στον καναπέ και διάβαζε ένα βιβλίο. Μπήκα σαν σίφωνας μέσα.
«Πάμε να φτιάξουμε τη γαριδομακαρονάδα!»
«Χαλάρωσε παιδάκι μου, είναι ακόμα 20:00!»
«Έχεις δίκιο αλλά … αυτό το βάρος που έφυγε… είναι σα να έχω ελατήρια στα πόδια.»
«Ναι, ξέρω. Το έχω ζήσει κι εγώ αυτό. Άντε, πάμε να φτιάξουμε το φαγητό να τα πούμε κιόλας.»
Πήγαμε στην κουζίνα. Η Κατερίνα έβαλε νερό να βράζει ενώ εγώ ετοίμαζα τη σάλτσα.
«Ναι, το έχω ζήσει κι εγώ αυτό… Περνούσα υπέροχα με το Harry και μακάριζα την τύχη μου που είχα στη ζωή μου ένα άνθρωπο σα το Stefan. Είναι απίστευτα δυνατός άνθρωπος, μπορεί να σηκώσει ένα τείχος το οποίο να φαίνεται αδιαπέραστο. Όμως μέσα του τον έτρωγε. Δεν είχε αλλάξει σε τίποτα η συμπεριφορά του αλλά σιγά-σιγά, βασανιστικά αργά, αυτό διέρρεε από το απροσπέλαστο τείχος. Σκότωνε τον εαυτό του. Η καταραμένη του η υπερηφάνεια. Εγώ ήμουν αλλού γι’ αλλού… μου πήρε πολύ καιρό να καταλάβω τι πραγματικά γινόταν μέσα του. Κι εκεί κατάλαβα, μου ήρθε σαν κατραπακιά. Ήμουν στα πόδια του Harry αλλά η ψυχή μου δεν του ανήκε. Ανήκε στην ξεροκέφαλη μαθηματική ιδιοφυΐα που σκότωνε τον ίδιο της τον εαυτό. Ζήτησα αποδέσμευση από το Harry παρά το γεγονός ότι αυτό με πονούσε τρελά. You are free to go, Catherine. Free to go to your real Master. It took you long to understand and I will be always grateful to the Gods of Fate for having you all this time. But you don’t belong here, you nEver belonged here. Go. Run. Save him from himself. Αν αναρωτιέσαι πως μετά από όλα αυτά ο Harry έγινε στενός μας φίλος, τώρα ξέρεις τον λόγο.»
«Θέλω να τον γνωρίσω αυτόν τον άνθρωπο,» της είπα.
«Θα τον γνωρίσεις, έρχεται κάθε καλοκαίρι τουλάχιστον για πέντε μέρες στην Ελλάδα. Μην ξεχνάς ότι είναι και ο νονός της Φανούλας. Αν ήξερες τι δράμα περάσαμε στα 12 της όταν ο Stefan της ξέκοψε ότι δεν θα της επιτρέψει να συμμετάσχει στη μαθηματική ολυμπιάδα ούτε τότε ούτε ποτέ. Δεν υπήρχες εσύ τότε. Ο Harry σηκώθηκε μέσα στο καταχείμωνο και ήρθε στην Ελλάδα. Κάθισε εδώ δέκα ολόκληρες μέρες. Είναι υπέροχος άνθρωπος!»
«Δε μπορώ να φανταστώ πως είναι να μεγαλώνεις ένα παιδί σαν τη Φανούλα.»
«Μην υποτιμάς τον εαυτό σου, Εύη. Ξέρεις. Στους δύο μήνες που σε ξέρει έχει κάνει πιο πολλά βήματα απ’ ότι τα τελευταία 5 χρόνια. Ήταν λάθος μου και λάθος του. Τη βάλαμε σ’ ένα χρυσό κλουβί λες και θα μπορούσαμε να είμαστε πάντα δίπλα της. Και αν ο Stefan έχει μια φορά ευθύνη εγώ έχω δέκα, είμαι ψυχολόγος ανάθεμά με. Είσαι ευλογία, πραγματική ευλογία. Και όχι μόνο για τη Φανή, Εύη. Μέχρι και ο Tomas που ήταν πάντα στο καβούκι του, κοντά σου είναι άλλος άνθρωπος, ούτε ο Πέτρος δεν του το είχε βγάλει αυτό. Είστε μερικοί άνθρωποι… δεν ξέρω… απίστευτα χαρισματικοί.»
«Δεν είμαι πολύ διαφορετική από τη Φανή, Κατερίνα. Μπορεί να μην έχω το μαθηματικό της ταλέντο αλλά αν το αφήσεις αυτό στην άκρη… είμαι μια ενήλικη, lighter έκδοση της Φανής. Την αγαπάω τόσο που σχεδόν με πονάει. Θέλω… θέλω να την προστατέψω από όλα τα λάθη που έκανα, από όλες τις κατραπακιές που έφαγα και αυτό… αυτό μπορεί να γίνει μόνο με ένα τρόπο. Να είμαι δίπλα της και να της δώσω το χέρι μου όταν το χρειαστεί.»
«Έτσι ακριβώς είναι, Εύη. Γι’ αυτό μακαρίζω την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκες στο δρόμο μας. Θυμάσαι; Είναι σαν να έχουν περάσει αιώνες και όμως ήταν ενάμιση μήνα πριν. Η Φανή είχε βγει το πρώτο της ραντεβού και έκανα πρόποση to our extended family. Γιατί αυτό είναι. Και ας το κρατάμε κρυφό μεταξύ μας οι τρεις ενήλικες. Και ας μην το καταλαβαίνει κανείς σε αυτόν τον κόσμο. Ούτε καν τα ίδια μας τα παιδιά. Αλλά ο Stefan κι εγώ το ξέρουμε. Κατά κάποιο τρόπο το ήξερες κι εσύ. Θα ακολουθούσες τη Φανή και το Stefan στο μέρος που δεν πέταγες τη σκούφια σου να επιστρέψεις.»
«….»
«Τέλος πάντων, για να επιστρέψω σε αυτό που ξεκίνησα να σου λέω. Πήγα και είπα στο Στέφανο ότι ζήτησα release από το Harry και ότι εκείνος μου το έδωσε. Δεν είχα καν ιδέα ότι ένα ολόκληρο χρόνο πριν, πριν καν πάω η ίδια να αιτηθώ στο Harry να με αναλάβει είχε πάει και τον είχε βρει ο ίδιος ο Stefan, στο έχω πει αυτό. Μία φορά έχω τσακωθεί με τον Stean σε όλη μου τη ζωή. Δύο φορές έχω βωμολοχήσει μιλώντας του. Η πρώτη έγινε εκεί. Με έδιωξε. Δύο εβδομάδες δε μου μιλούσε, δεν απαντούσε στα τηλέφωνα και στα μηνύματα. Πήρα ένα μαχαίρι και πήγα και του χτύπαγα τα κουδούνια μέχρι να αναγκαστεί να μου ανοίξει. Του έβαλα το μαχαίρι στα χέρια του και του είπα χαράκωσέ με ή μπήξε το στην καρδιά μου. Μη σκοτώνεις όμως τον εαυτό σου αλλιώς όσα ζήσαμε… όσα κάναμε θα ήταν χωρίς νόημα. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά, βλαστήμησε, και τελικά είπε ένα απλό «πάμε παρακάτω.». Ένα μήνα μετά παντρευτήκαμε. Η δεύτερη φορά που βωμολόχησα ήταν πριν δυο ώρες, λίγο πριν έρθεις. Ο ίδιος, ο αιώνιος Stefan να σκοτώνει την ίδια του την ψυχή για μια άλλη Κατερίνα. Μια Κατερίνα που δεν είχε Harry αλλά μια Φανή και τα μαθηματικά της από τα οποία δε ζήτησε αποδέσμευση μα συνάμα δεν κουνήθηκε ρούπι από εκεί που την άφησε ο Stefan οργισμένος, δείχνοντας σκυλίσια πίστη και αφοσίωση σε κάτι ουσιαστικά για εκείνη χαμένο. Το επάγγελμά μου με βοήθησε να γνωρίσω πολλούς ανθρώπους στη ζωή μου, Εύη. Συγχώρεσέ μου την έκφραση αλλά είναι μετρημένοι στα δάχτυλα ενός ακρωτηριασμένου χεριού οι άνθρωποι που έχω γνωρίσει να έχουν αρχίδια τόσο βαριά όσο τα δικά σου. Ο Stefan δε θα καταδεχόταν να επιτρέψει να γονατίσει μπροστά του ένας άνθρωπος που τον θεωρούσε κατώτερό του.
Still this pulsing night
A plague I call a heartbeat
Just be still with me
Ya wouldn't believe what I've been through
Κεφάλαιο 38 - Then He Kissed Me
Φανή
Είχαμε κάτσει στο παγκάκι με τον Josh, περιμένοντας τον Tomas και τον Μάνθο. Ήταν μέσα Άνοιξης και είχε μια ελαφριά ψύχρα. Ο Josh με είχε σφίξει πάνω του. Είχα γείρει το κεφάλι μου στον ώμο του και εκείνος μου χάιδευε απαλά τα μαλλιά. Ήταν τόσο τρυφερός, τόσο γλυκός μαζί μου. Η σκέψη του και η παρουσία του έκανε την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Του χρόνου θα έφευγα, θα πήγαινα στο Stanford με τον μπαμπά και την Εύη. Θα μου έλειπε πολύ ο Josh αλλά ένας χρόνος ήταν, θα περνούσε.
«Τι σκέφτεσαι, Φανούλα μου;» με ρώτησε
«Θα μου λείψεις ένα χρόνο, Josh, όταν θα επιστρέψω Αμερική.»
«Κι εμένα θα μου λείψεις καρδούλα μου, πολύ. Ένας χρόνος είναι ωστόσο, θα περάσει. Φτάνει… φτάνει να με περιμένεις.»
«Ε, αυτό δεν είπαμε;» τον ρώτησα χωρίς να καταλαβαίνω τι εννοεί.
«Είσαι τόσο όμορφη… θα… σε περιτριγυρίζουν αγόρια.»
«Ναι, και;» τον ρώτησα εξακολουθώντας να μην καταλαβαίνω που το πηγαίνει.
Ο Josh έβαλε τα γέλια.
«Ωραία. Άστα τα αγόρια. Θα είσαι μέσα στα μαθηματικά σου, την τοπολογία σου και τη πως την είπες γεωμετρία σου. Μη με ξεχάσεις μόνο!»
«Αυτά είναι ένα πράγμα και εσύ είσαι ένα άλλο. Σας αγαπώ με διαφορετικούς τρόπους.»
«Τι πράγμα;;;;» με ρώτησε ξαφνιασμένος.
«Χμμ… Είπα κάποια κοτσάνα πάλι; Συγνώμη Josh μου!»
«Κοτσάνα;;;»
Σηκώθηκε από το παγκάκι και άρχισε να τρέχει πάνω-κάτω ουρλιάζοντας σαν λύκος. Ομολογώ ότι τα χρειάστηκα λίγο.
«Josh ?;» τον ρώτησα ανήσυχη.
«Το εννοείς αυτό που είπες Φανή;»
«Ποιο; Ότι σ’ αγαπάω με διαφορετικό τρόπο από τα μαθηματικά;»
«Το ξέρω ότι τα αγαπάς τα μαθηματικά! Δεν είχα ιδέα ότι αγαπάς κι εμένα!»
«Φυσικά και σ’ αγαπάω! Josh, ειλικρινά με μπερδεύεις. Εσύ δε μ’ αγαπάς;»
«Το ρωτάς βρε χαζούλα; Σ’ αγαπάω τόσο που θέλω να βγω και να το φωνάξω σε όλο τον κόσμο!»
«Good to know,» του είπα χαμογελαστή. «Γιατί αναστενάζεις;»
Δεν απάντησε, έγειρε και με φίλησε. Ομολογώ ότι όσο ομαλά είχε γίνει την πρώτη φορά, η δεύτερη με είχε ζορίσει. Όταν προσπάθησε να βάλει τη γλώσσα του στο στόμα μου γούρλωσα τα μάτια κοκκαλώνοντας. Ευτυχώς ο Josh δεν επέμεινε γιατί εκείνη τη στιγμή είχα παγώσει τόσο πολύ που δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Η μαμά και η Εύη μου είπαν ότι αυτός ο τρόπος υποδηλώνει πάθος και γνήσιο ενδιαφέρον από τη μεριά του άλλου. Κοίτα να δεις! Στην αρχή ομολογώ ότι το είχα βρει ελαφρά αηδιαστικό παρά τις διαβεβαιώσεις και της Μυρσίνης, όταν αργότερα μίλησα μαζί της, η οποία κατά δήλωσή της το λάτρευε. Βέβαια η ίδια είχε κάνει πράγματα που όταν μου τα είχε πει με σόκαραν. Ίσως τελικά να είμαι πράγματι παγοκολόνα παρά τις περί αντιθέτου διαβεβαιώσεις του Josh και της Εύης.
Το φιλί με τη γλώσσα αποδείχτηκε τελικά acquired taste. Όσο και αν με ζόρισε την πρώτη φορά -και τη δεύτερη, μην είμαι ψεύτρα- τελικά όχι απλά το συνήθισα αλλά άρχισε να μου αρέσει κι από πάνω.
Είχε καθίσει στο παγκάκι και πάλι και είχα γείρει στην αγκαλιά του και φιλιόμασταν. Σιγά-σιγά ο Josh τραβήχτηκε και άρχισε να με φιλάει στο λαιμό. Αυτό με έκανε να ανατριχιάζω, ούτε που μπορούσα να το φανταστώ πριν μου το κάνει για πρώτη φορά, δύο-τρεις εβδομάδες πριν, αλλά τουλάχιστον εκεί είχα αντιδράσει καλύτερα. Οι ανάσες μου είχαν αρχίσει να γίνονται πιο κοφτές και ένιωθα ένα περίεργο μυρμήγκιασμα καθώς ο Josh με φιλούσε και με χάιδευε με τη γλώσσα του στα αφτιά. Αν στο λαιμό ήταν μια φορά όμορφα, στο αυτί με ξετρέλαινε.
Και τότε κατέβασε το χέρι του πάνω στο στήθος μου και το χάιδεψε απαλά, κάνοντάς με να κοκκαλώσω και πάλι. Η αίσθηση… ήταν απίστευτη. Απίστευτη. Σχεδόν ξέχασα να πάρω ανάσα. O Josh χωρίς να καταλάβει τι γινόταν μέσα μου, ή ίσως έχοντας καταλάβει ακριβώς τι γινόταν μέσα μου, συνέχισε με πιο πολύ θάρρος. Το ανάλαφρο χάδι έγινε πιο έντονο μέχρι που στο τέλος πήρε το στήθος μου, ή έστω όσο χώραγε από αυτό, στη χούφτα του.
Ένιωσα περίεργα, πολύ περίεργα. Υπέροχα περίεργα. Ένα κάψιμο που απλώθηκε από το στήθος μου στην κοιλιά μου μέχρι… μέχρι ανάμεσα στα πόδια μου. Και το χέρι του Josh συνέχισε να χαϊδεύει και να μαλάζει πότε το ένα μου στήθος, πότε το άλλο.
Τον έσπρωξα πλάι και πετάχτηκα όρθια. Δεν μπορούσα σχεδόν να ανασάνω.
«Φανή; Φανούλα;»
«Όχι άλλο!»
«Συγνώμη Φανούλα μου, πραγματικά συγνώμη. Νόμιζα… νόμιζα ότι σου άρεσε… ότι έχω τη συγκατάθεσή σου. Θεέ μου… Συγνώμη.»
Βρήκα τις ανάσες μου και προσπάθησα να ηρεμίσω. Το μισώ αυτό που παθαίνω. Προσπάθησα να βρω τις λέξεις, ακολουθώντας τις συμβουλές της Εύης. Πίεσα τον εαυτό μου και κάθισα πάλι στο παγκάκι. Ο Josh με κοιτούσε με ανοιχτά μάτια, μέχρι κι εγώ μπορούσα να δω ότι είναι τρομοκρατημένος. Του έπιασα τα χέρια στα χέρια μου.
«Συγνώμη Josh, δεν ήθελα… δεν ήθελα να σε τρομάξω. Σε παρακαλώ… κάνε… δείξε υπομονή μαζί μου. Μερικές φορές… δεν μπορώ, δεν μπορώ να ελέγξω τις αντιδράσεις μου. Όταν… όταν μου χάιδευες το στήθος μου άρεσε, μου άρεσε πολύ. Είχες… είχες τη συγκατάθεσή μου αλλά… Σε παρακαλώ… να είσαι υπομονετικός μαζί μου.»
«Μωρό μου… δε χρειάζεται να πανικοβάλλεσαι. Αν… αν κάτι σε κάνει να αισθανθείς άβολα απλά πες το μου. Δε θα κάνω… δε θα κάνω ποτέ κάτι που δεν θέλεις κι εσύ. Όσο… όσο χρόνο θέλεις. Πασχίζω να καταλάβω τι σκέφτεσαι και τι νιώθεις αλλά το μυαλό σου δουλεύει σε διαφορετική ταχύτητα που δεν έχω ελπίδα να παρακολουθήσω. Απλά πες το μου.»
«Σ’ ευχαριστώ πολύ-πολύ,» του είπα χαμογελαστή.
«Είμαστε εντάξει; Είσαι καλά τώρα; Νιώθεις καλύτερα;»
«Ναι,» του είπα. Δεν έκανε καμία άλλη κίνηση. Είχε τρομάξει όντως, τελικά.
«Εσύ τι θέλεις;» άκουσα πάλι τη φωνή της Εύης στο κεφάλι μου.
«Να μάθω ποδήλατο,» ήταν η άηχη απάντηση που έδωσα στον εαυτό μου, και αυτή τη φορά ήμουν εγώ που ξεκίνησα να τον φιλάω. Είχα προετοιμάσει τον εαυτό μου -όσο μπορούσα δηλαδή- για να συνεχίσει να μου χαϊδεύει τα στήθη ο Josh αλλά αυτή τη φορά τα κράτησε στα πλευρά μου.
Την επόμενη φορά, ίσως.
And when he walked me home that night
All the stars were shining bright
And then he kissed me
Κατερίνα
Ήμουν ξαπλωμένη δίπλα στο Stefan, γυρισμένη στο πλάι και τους κοίταζα. Η Εύη μου είχε προσφέρει τον οργασμό μου κι εγώ το δικό της και τώρα ήταν η σειρά του Stefan. Η Εύη ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα με τα πόδια ανοιχτά και τα μάτια κλειστά ενώ ο Stefan την έκανε δικιά του. Οι ρώγες της ήταν πετρωμένες και το σώμα της στροβιλιζόταν στο ερωτικό βαλς με τον Αφέντη της. Χαμογέλασα, πρέπει να είχε τελειώσει ήδη δύο φορές και τώρα πήγαινε για την τρίτη.
Φαινόταν στο πρόσωπό της, φαινόταν στο σώμα της. Απορώ με τους άντρες που δεν μπορούν να καταλάβουν πότε μια γυναίκα προσποιείται. Ο οργασμός, ο πραγματικός οργασμός, είναι κάτι που δεν κρύβεται ακόμα και αν η γυναίκα δεν βγάλει άχνα. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν, ήταν οι ανάσες του Στέφανου και κάποια πνιχτά βογγητά, τα οποία γινόντουσαν αναφιλητά στους οργασμούς της. Να τη πάλι. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε τον Αφέντη της με λατρεία. Το σώμα της λες και είχε πλαστεί για εκείνον.
Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Ο Stefan έφτασε κοντά στο τέλος, τραβήχτηκε και ανέβηκε πάνω της. Της τον έφερε μπροστά της και η Εύη σήκωσε το κεφάλι της και τον πήρε αχόρταγα στο στόμα της. Ο Stefan είχε κλείσει τα μάτια του και είχε μείνει ακίνητος χύνοντας με σπασμούς μέσα στο στόμα της. Το στόμα της και οι μυς του λαιμού της έκαναν ανεπαίσθητες κινήσεις καθώς κατάπινε τους χυμούς του Αφέντη της. Ο Stefan τραβήχτηκε και Εύη ανασηκώθηκε προς εμένα χαμογελαστή. Άνοιξε το στόμα της και μου έδειξε το περιεχόμενό του. Είχε κρατήσει και για μένα! Την φίλησα και γεύτηκα μέσα από το στόμα της το υπέροχο γλυκό χύσι του Stefan. Οι γλώσσα μου καθάρισε το στόμα της μέχρι να μη μείνει ίχνος.
«Την Παρασκευή μετά την βραδινή μας έξοδο, στα λημέρια τα γνωστά,» είπε ο Stefan.
«Στο ξενοδοχείο στην Εκάλη;» τον ρώτησε η Εύη.
«Ποιος ο λόγος; Έχουμε σπίτι και τα παιδιά θα μείνουν στους παππούδες τους,» της απάντησε.
«Μια που λέμε για παιδιά, μήπως να ετοιμαζόμαστε σιγά-σιγά. Θα είναι τουλάχιστον awkward να μας βρουν έτσι,» είπα.
«Ναι, πάμε… κοντεύει 12:00,» είπε ο Στέφανος.
Κατεβήκαμε κάτω και πράγματι ούτε δέκα λεπτά αργότερα ο Tomas και η Φανή μπήκαν στο σπίτι.
«Ευούλα μουυυυυυυυυ,» είπε η Φανή και όρμισε στην Εύη και χώθηκε στην αγκαλιά της. Δεν έχω παράπονο, από τότε που η Εύη μπήκε στη ζωή της, αρχίσαμε να παίρνουμε το μετρικό μας στις αγκαλιές κι εγώ και ο Stefan αλλά σε καμία περίπτωση στο βαθμό της Εύης.
«Πώς και αυτό το ξαφνικό;» ρώτησε ο Tomas. «Όχι ότι δε χαίρομαι που σε βλέπω αν και ….και τώρα που το σκέφτομαι μετά το χθεσινό 0-5 δεν είμαι ιδιαίτερα σίγουρος.»
«Εγώ είπα τίποτα που μέχρι να γίνει το 0-5 είχε προηγηθεί ένα 11-3? Ε, είπα τίποτα;» του απάντησε η Εύη γελαστή.
«Πάει γέρασα,» είπε ο Stefan. Έχω ξεχάσει πόσο καιρό έχω να πάρω έστω και ισοπαλία από τον Tomas και αυτή η αχαρακτήριστη πάει και τον κερδίζει 5-0.»
«Έχετε φάει;» τους ρώτησα
«Ναι, εγώ κι ο Μάνθος φάγαμε σουβλάκια. Δε λες καλά που και στους δυο μας αρέσει το κρεμμύδι; Δε θα είχε πλάκα αλλιώς.»
«Εγώ έφαγα ένα burger στις 20:00,» είπε η Φανή
«Καλά, τότε θα φάμε μόνοι μας τη γαριδομακαρονάδα με τη σάλτσα που έφτιαξε η Εύη,» τους είπα.
«Το κρεμμύδι μου ανοίγει την όρεξη,» είπε ο Tomas.
«Αυτά τα burger τα φτιάχνουν πολύ μικρά,» δήλωσε η Φανή.
«Άιντε, πηγαίνετε στην τραπεζαρία να κάτσετε. « τους είπα. «Εύη, θα με βοηθήσεις;»
«Βεβαίως, το ρωτάς;» είπε και σηκώθηκε και με ακολούθησε στην κουζίνα.
«Άκου εκεί 5-0,» μονολογούσε ακόμα μόνος του ο Stefan.
Και έτσι, με γέλια και πειράγματα, η εκτεταμένη οικογένεια Stolsberg κάθισε στο εκτεταμένο οικογενειακό τραπέζι για να απολαύσει τη γαριδομακαρονάδα της.
Κεφάλαιο 39 - Have you Ever seen the rain?
Ευδοκία
Μπήκα στο σπίτι μου. Με είχε συγχωρέσει κάνοντάς με να νιώσω ξανά ζωντανή. Είχε πάρει την απόφαση που μόνο σε Εκείνον άνηκε. Είχα γονατίσει μπροστά Του χαμογελώντας για να τιμήσω όσα είχα ζήσει κοντά Του, περιμένοντας την ετυμηγορία που μόνο ο Στέφανος είχε δικαίωμα να δώσει. Ακόμα και αν αυτό ήταν να με θερίσει η λάμα της λαιμητόμου, θα πήγαινα χαμογελαστή. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν προσβολή σε Εκείνον και σε όσα πρόλαβα να ζήσω κοντά Του.
Κάθισα όπως κάθε βράδυ να γράψω στο ημερολόγιό μου, ακόμα και στις έξι εβδομάδες που περιπλανιόμουν μόνη και χαμένη στην ατελείωτη παγωμένη ερημιά ακολουθούσα τις εντολές που μου είχε δώσει. Δε με είχε διώξει, είχε φύγει, και μέχρι να επιστρέψει οι εντολές του ίσχυαν στο ακέραιο, εντείνοντας τον πόνο της απουσίας του, γιατί κάθε μου πράξη, κάθε μου κίνηση μου θύμιζαν το Στέφανο και τον παράδεισο από τον οποίο είχα εκπέσει.
Είχε επιστρέψει, με είχε κρατήσει στη θέση μου γονατισμένη στα πόδια του, δική του. Έξι εβδομάδες δεν είχα ρίξει ούτε ένα δάκρυ και με το που κάθισα να γράψω το ημερολόγιο άνοιξαν οι ουρανοί, δεν μπορούσα να σταματήσω το κλάμα με τίποτα. Αλλά το κλάμα αυτό ήταν γλυκό, ήταν λυτρωτικό. Του έστειλα μήνυμα να τον ρωτήσω αν μου επιτρέπει να συνεχίσω την επόμενη μέρα το ημερολόγιό μου γιατί εκείνη τη στιγμή δεν ήμουν σε θέση να γράψω.
Someone told me long agoThere's a calm before the stormI knowIt's been coming for some timeWhen it's over so they sayIt'll rain a sunny dayI knowShining down like water
«Σου ζητώ συγνώμη Στέφανε, δεν μπορώ να γράψω στο ημερολόγιο αυτή τη στιγμή, μου επιτρέπεις να το συνεχίσω αύριο;»
«Με ενδιαφέρει να γράφεις στο ημερολόγιό σου Ευδοκία και όχι τι ώρα θα το κάνεις. Τι συμβαίνει;»
«Δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω. Έξι εβδομάδες δεν υπήρχε ούτε ένα δάκρυ και τώρα δεν μπορώ να σταματήσω.»
«Είσαι μπουμπούνας αλλά είσαι ο μπουμπούνας μου.»
«Είμαι ο μπουμπούνας σου, είμαι ό,τι θέλεις να είμαι.»
«Το πρωί στις 09:00 ακριβώς θα είμαι στο σπίτι σου. Να μου έχεις έτοιμο τον καφέ μου.»
«Μάλιστα!»
«Προσπάθησε να κοιμηθείς τώρα και θα τα πούμε σε μερικές ώρες.»
«Μάλιστα, σ’ ευχαριστώ Στέφανε. Καληνύχτα.»
«Καληνύχτα μπουμπούνα!»
Ένιωθα 100 κιλά ελαφρύτερη. Έβαλα ξυπνητήρι στις 06:45 και έπεσα για ύπνο, ύπνος που ήρθε γρήγορα και ήταν ευλογημένος.
Στις 06:45 χτύπησε το ξυπνητήρι και πετάχτηκα σαν ελατήριο. Ήταν πρωί ακόμα για να ζεστάνει ο ηλιακός και έτσι πήγα και έβαλα θερμοσίφωνα. Χουζούρεψα μέχρι να πάει 07:30 και πήγα και γέμισα τη μπανιέρα ζεστό νερό. Όσο γέμιζε η μπανιέρα έκανα την πρωινή μου τουαλέτα και έβαλα άλατα και αφρόλουτρο και χώθηκα στο καυτό νερό, ήταν στα όριά μου, σχεδόν με πόνεσε το δέρμα μου, αλλά μετά τις έξι εβδομάδες παγωνιάς στην ψυχή μου η αίσθηση ήταν καλοδεχούμενη. Χαλάρωσα μέχρι τις 08:15 και μετά βγήκα και ετοιμάστηκα στα γρήγορα. Φόρεσα τη μωβ φανέλα και το μωβ κιλοτάκι που τόσο του αρέσουν, και έβαλα την ενυδατική μου το άρωμα της οποίας του αρέσει τόσο πολύ.
Στις 08:35 ήμουν έτοιμη, φόρεσα τη φόρμα μου και κατέβηκα να πάω να του πάρω τον καφέ του και τον καφέ μου. Στις 08:55 ήμουν σπίτι και στις 09:00 ακριβώς χτύπησε το κουδούνι μου. Το χαμόγελο δεν έλεγε να σβήσει από τα χείλη μου. Ανέβηκε και μου χτύπησε την πόρτα. Την άνοιξα χαμογελώντας και πέρασε μέσα. Έκλεισα την πόρτα και γονάτισα στα πόδια του.
«Καλημέρα Στέφανε,» του είπα χαμογελαστή.
«Καλημέρα μπουμπούνα,» μου είπε γελαστός και εκείνος. «Έχει καλή μέρα σήμερα, πάμε στο μπαλκόνι να πιούμε το καφεδάκι μας.»
«Ό,τι θέλεις εσύ,» του είπα. «Πάω να φέρω τους καφέδες.»
Το μπαλκόνι μου δεν είναι μεγάλο αλλά λόγω του ότι στο ισόγειο είναι κάποια μαγαζιά και η πολυκατοικία διαθέτει και ημιώροφο, είναι αρκετά πιο ψηλά απ’ ότι στα περισσότερα σπίτια. Εκείνη τη στιγμή ωστόσο δε θα μ’ ενδιέφερε ακόμα και αν το μπαλκόνι ήταν στο επίπεδο του δρόμου. Πήρα τον καφέ του και γονάτισα μπροστά του και τον πρόσφερα. Ομολογώ ότι θα ήταν ενδιαφέρον θέαμα από τα απέναντι μπαλκόνια αλλά δε με ένοιαζε καθόλου. Ο Στέφανος μου χάιδεψε παιχνιδιάρικα τα μαλλιά.
«Σήκω τώρα και φέρε και το δικό σου καφέ και έλα να κάτσεις στην καρέκλα.»
«Μάλιστα,» του είπα χαμογελαστή και σηκώθηκα και πήγα μέσα και έφερα τον καφέ μου, ένα μπουκάλι δροσερό νερό και δύο ποτήρια. Του γέμισα το ποτήρι του και μετά το δικό μου.
«Πώς κοιμήθηκες;»
«Σαν πουλάκι.»
«Ημερολόγιο όμως δεν έγραψες, ε;» με ρώτησε.
Έπαθα βραχυκύκλωμα.
«Σε πειράζω, μπουμπούνα!» μου είπε γελαστά.
«Μου είχε λείψει… πόσο μου είχε λείψει,» είπα ξεσπώντας πάλι σε λυτρωτικό κλάμα.
«Κλαψιάρα,» μου είπε τρυφερά.
«Είμαι ο κλαψιάρης μπουμπούνας σου και δεν το αλλάζω με τίποτα στον κόσμο!» είπα, το κλάμα είχε μετατραπεί σε κλαυσίγελο.
«Ωραία ιδέα! Λοιπόν, θα αλλάξεις στο forum την περιγραφή σου από το «ο μπουμπούνας Του,» σε «ο κλαψιάρης μπουμπούνας Του.»“
«Αμέσως,» του είπα και κίνησα να σηκωθώ.
«Κάτσε κάτω βρε διάολε, όχι τώρα!»
«Συγνώμη, ο ενθουσιασμός!» του είπα.
«Πώς αισθάνεσαι, Ευδοκία;»
«Ελεύθερη!» του είπα χωρίς δισταγμό.
«Που να σε είχα διώξει δηλαδή!»
«Όχι όχι… εννοώ…» πήγα να πω αλλά με έκοψε.
«Ξέρω τι εννοείς… μπουμπούνα!»
«Είμαι άνθρωπος που έμαθε να είναι σκληρός και απαιτητικός με τον εαυτό του, άνθρωπος που σιχαίνεται την αδυναμία. Καταλαβαίνω τη Φανούλα πώς ένιωσε όταν ο πληγωμένος Ρωμαίος της την είχε πει παγοκολόνα. Εμένα σε όλη τη διάρκεια του σχολείου με έλεγαν φύτουλα και σπασίκλα και δε με ένοιαζε καθόλου, είχα μάθει τον εαυτό μου να μη δίνει σημασία στο τι λένε και τι σκέφτονται οι άλλοι. Όταν άρχισαν να με αποκαλούν παγωτό, στην αρχή δεν είχα δώσει σημασία. Μέχρι που έμαθα πως βγήκε. Στο τέλος της πρώτης λυκείου παίζανε στην αυλή του σχολείου μπουγελοπόλεμο. Εγώ δεν είχα καμία όρεξη να ανακατευτώ αλλά σάμπως και με ρωτήσανε; Ήταν τέλη Μάη ή αρχές Ιούνη, δε θυμάμαι. Μου ρίξανε ένα κουβά κρύο νερό πάνω μου. Δε βαριέσαι, λέω, και έδωσα τόπο στην οργή. Πήγα σπίτι μου και άλλαξα και δεν έδωσα σημασία. Άρχισα να ακούω τη λέξη παγωτό, τρεις μέρες μετά, όταν άρχισαν οι εξετάσεις. «Βρε καλώς το παγωτό,» «σιγά μη και δε γράψει 20 το παγωτό,» «μόνο το παγωτό μπορούσε να λύσει τις ασκήσεις που μας έβαλε ο μαλάκας,» κλπ. Άρχισα να αναρωτιέμαι τι γίνεται. Μια συμμαθήτριά μου με λυπήθηκε και μου εξήγησε. Όταν με έβρεξαν δε φορούσα σουτιέν και δεν είχα πάρει χαμπάρι ότι τα στήθη μου φαινόντουσαν κάτω από τη βρεγμένη μπλούζα. Τα αγόρια ξετρελάθηκαν με το θέαμα. Είναι κρύα και για γλείψιμο. Αυτό σήμαινε το παγωτό. Το κλάμα ποτέ δεν το είχα εύκολο αλλά εκείνη την ώρα έσπασα. Έβαλα τα κλάματα και δεν μπορούσα να ηρεμίσω με τίποτα. Στο σχολείο ανησύχησαν, «εσείς και οι μαλακίες σας!» τους είπε η συμμαθήτριά μου. Έβλεπα στα βλέμματα οίκτο και μου γυρνούσαν τα άντερα. Ορκίστηκα στον εαυτό μου να μην ξαναδείξω ποτέ αδυναμία. Ήταν σα να άκουσα ένα κλικ, σα να κατέβηκε ένας διακόπτης. Δεν έκλαψα ούτε όταν πέθανε ο παππούς μου, ένα μήνα αργότερα. Το δάκρυ λες και είχε στερέψει. Η επόμενη φορά που έκλαψα ήταν όταν έμαθα το θάνατο της Maryam. Και η επόμενη σπίτι σου, τη βραδιά που γνώρισα την οικογένειά σου στην αγκαλιά της Κατερίνας όταν μου έλεγε την ιστορία σας. I was already under your spell.”
“I put a spell on you,” μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάσω.
«Αναρωτήθηκα πολλές φορές χαμένη μέσα στην παγωμένη μου ερημιά γιατί δεν είχα δάκρυα να κλάψω.»
«Βρήκες την απάντηση;»
«Ναι, τη βρήκα. Νομίζω ότι το ήξερες ήδη όταν μου πέρασες την αλυσιδίτσα αφού είχα γονάτισει μπροστά σου, έστω και χωρίς το λουκέτο.
Yesterday and days beforeSun is cold and rain is hardI knowBeen that way for all my time'Til forEver on it goesThrough the circle, fast and slowI knowIt can't stop, I wonder
«Τι έκανα;”
«Μου επιτρέπεις;» τον ρώτησα
«Ποιο πράγμα;» απάντησε.
«Να σου πω ή να σου δείξω;»
«Και τα δύο!» μου είπε.
Σηκώθηκα και γονάτισα πάλι μπροστά του. Του αγκάλιασα τα πόδια και σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα ήδη δακρυσμένη.
«Με την αλυσίδα που μου πέρασες μου χάρισες την ελευθερία μου,» του είπα με σπασμένη φωνή και εκεί άνοιξαν και πάλι οι ουρανοί.
I want to knowHave you Ever seen the rainI want to knowHave you Ever seen the rainComing down on a sunny day
Κεφάλαιο 40 - Οι τρεις καμπαλέρος
Στέφανος
Η Ευδοκία έκλαιγε με κατεβασμένο το κεφάλι, έχοντας σφιχτά στην αγκαλιά της τα γόνατά μου, εκεί γονατισμένη μπροστά στην καρέκλα μου, στο μπαλκόνι. Οι τέντες ήταν κατεβασμένες αλλά αν κάποιος έβγαινε από τα ακριβώς απέναντι μπαλκόνια θα έβλεπε ένα μάλλον ασυνήθιστο θέαμα. Τη χάιδευα τρυφερά στα μαλλιά αφήνοντάς την να ξεσπάσει.
Η ανάγνωση του ημερολογίου της ήταν εξόχως διαφωτιστική καίτοι επίπονη. Ένα λάθος δεν το διορθώνεις με ένα ακόμα μεγαλύτερο λάθος, είχα επαναλάβει ακριβώς το ίδιο που είχα κάνει με την Κατερίνα, εξοργισμένος είχα φύγει εγώ χωρίς να αναρωτηθώ τι αυτό σημαίνει για εκείνες που άφησα πίσω. Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού. Η Ευδοκία δεν ήταν Κατερίνα να έρθει με ένα μαχαίρι στο χέρι να μου πει «χάραξέ με ή σφάξε με,» αν δεν την είχα φωνάξει εγώ στο μπαλκόνι θα είχε συνεχίσει την κόλασή της, σκοτώνοντας σιγά-σιγά τον ίδιο της τον εαυτό. Ένας και μόνο ένας είχε το δικαίωμα να πάρει την απόφαση, είτε να της δώσει τη λύτρωση της συγχώρεσης είτε τη λάμα της λαιμητόμου και αυτός ήμουν εγώ… κι εγώ δεν ήμουν εκεί. Εκείνη ήταν και περίμενε καρτερικά.
Με την ανάγνωση του ημερολογίου είχα πάρει την απόφασή μου: Όλα θα εξαρτιόντουσαν από την αντίδρασή της όσο περίμενε γονατιστή την ετυμηγορία. Αν τα πίστευε αυτά που έγραφε, όσο και αν το λάθος της ήταν πολύ βαρύ, θα επέστρεφα καταπίνοντας τον εγωισμό μου, ακριβώς όπως είχα κάνει πριν 20 χρόνια. Γι’ αυτό έβαλα το χέρι μου στην αλυσίδα, γι’ αυτό τη ρώτησα αν είχε να πει κάτι τελευταίο.
Και τότε το συνειδητό επιτέλους δικαίωσε αυτό που το ασυνείδητο είχε δει σχεδόν από τις πρώτες ώρες. Αλλά δεν είχαμε τελειώσει, έμενε κάτι τελευταίο.
«Ευδοκία;»
«Πες μου,» μου είπε προσπαθώντας να βρει την αυτοκυριαρχία της και να ηρεμίσει.
«Σου είχα πει ότι πρέπει να συγχωρέσεις τον εαυτό σου.»
«Θα το κάνω, αν μη τι άλλο, γιατί μου το ζητάς εσύ. Θα μου πάρει ωστόσο κάποιο χρόνο, δε θέλω να σου πω ψέματα.»
«Δεν είναι ωστόσο ο εαυτός σου ο μόνος που πρέπει να συγχωρέσεις.»
«Τι εννοείς;» με ρώτησε.
«Πρέπει να συγχωρέσεις κι εμένα.»
«Πώς να το κάνω αυτό; Δεν υπάρχει τίποτα να σου συγχωρέσω Στέφανε!»
«Γιατί έφυγα.»
«Δεν είσαι δικός μου Στέφανε για να σε κρατήσω. Ήταν δική σου απόφαση και μόνο, και με σκότωνε ή όχι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα παρά το μόνο πράγμα που έκανα: Να σου ζητήσω να με βγάλεις από τη limbo, είτε χαρίζοντάς μου πάλι τον παράδεισο είτε εξορίζοντάς με οριστικά στην κόλαση.»
«Κι αν δεν το είχα κάνει;»
«Τότε δεν θα το είχες κάνει. Ίσως κάποια στιγμή προχωρούσα, αλλά ταυτόχρονα θα θεωρούσα εαυτόν ανάξιο. Η πραγματική τιμωρία θα ήταν να με διώξεις. Η limbo ήταν βασανιστήριο γιατί… γιατί ακόμα και αν προχωρούσα μπροστά… θα έβλεπα τον εαυτό μου ως ανάξιο ακόμα και τιμωρίας. Όπως και να έχει, δεν υπάρχει τίποτα να σου συγχωρήσω. Ακόμα και εκεί… εγώ σου ανήκα, όχι εσύ σε μένα.»
«Το βλέπεις ή όχι, το να σε αφήσω έτσι όπως σε άφησα, για μένα ήταν λάθος.»
«Τότε είσαι εσύ που θα πρέπει να συγχωρήσεις τον εαυτό σου.»
«Μου φέρνεις αντίρρηση, Ευδοκία;»
«Τι νόημα έχει να πω «Σε συγχωρώ Στέφανε,» αν δεν βρίσκω να υπάρχει κάτι να σου συγχωρέσω; Αν αυτό θέλεις να σου πω, θα στο πω αλλά θα το κάνω επειδή το ζητάς εσύ και όχι επειδή το νιώθω εγώ.»
«Δε θα σε πειράξει; Δε θα νιώθεις ότι μου κάνεις το καπρίτσιο;»
«Isn’t this part of the job description;» με ρώτησε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
«Τι θα σε κάνω, μου λες;» τη ρώτησα.
Δε μου απάντησε, απλά μου χαμογέλασε. Μου είχε λείψει. Έστριψα ένα τσιγάρο και το άναψα για να συνοδέψει τις τελευταίες γουλιές του καφέ.
«Στέφανε, θα μείνεις εδώ το μεσημέρι για να φάμε;»
«Θα μείνω μέχρι το βραδάκι.»
«Τι φαγητό θέλεις να σου φτιάξω;»
«Δε θέλω σήμερα να μαγειρέψεις, θα παραγγείλουμε κάτι απ’ έξω.»
«Τόσο χάλια ήταν η γαριδομακαρονάδα;» με ρώτησε πειράζοντάς με.
«Δε φάνηκε χθες; Με το ζόρι και με πολύ κόπο έφαγα το τρίτο πιάτο.»
«Δέκα με τη ζώνη,» μου είπε γελαστή.
«Ορίστε;» ρώτησα, ομολογώ ξαφνιασμένος.
«Επειδή σε παχαίνω!»
«Και άλλες δέκα από εμένα…» της είπα γελώντας, «για να μάθεις να προσβάλεις την μαγειρική τέχνη του μπουμπούνα μου!»
«Κι άλλες δέκα από μένα,» ξαναείπε.
«Γιατί;»
«Δεν ξέρω. Χρειάζεται λόγο;» ρώτησε κάνοντάς με να βάλω πάλι τα γέλια.
«Γίναμε αλγολάγνα, μαϊμουζέλ;»
«Όχι!»
«Τότε μη ζορίζεις την τύχη σου γιατί πλάκα-πλάκα τις τριάντα θα τις φας.»
«Μάλιστα! Zipping it!» μου απάντησε κάνοντάς με πάλι να γελάσω.
Μου είχε λείψει αυτό το ping-pong μαζί της. Μου είχε λείψει η Ευδοκία, τελεία.
«Σήκω, πάμε μέσα,» της είπα.
Πήγαμε στο σαλόνι και η Ευδοκία έβγαλε το πάνω και το κάτω μέρος της φόρμας της και μετά κατέβασε και το κιλοτάκι της. Κάθισε στην πολυθρόνα σε στάση τιμωρίας.
Τις τριάντα τις έφαγε, για λόγους αρχής, αλλά ήταν πολύ σιγανές, σχεδόν χάδι. Σηκώθηκε, γονάτισε μπροστά μου και μου φίλησε το χέρι και με κοίταξε χαμογελαστή.
«Και μετά τη σκληρή και βάναυση τιμωρία, χρειάζεται after care. Κοίτα μόνο μη με ζεματίσεις πάλι μόνο, τραυματισμένο ψυχικά άνθρωπο.»
«Τσακίζομαι η κακούργα!» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια και πάλι.
Κάθισα στην πολυθρόνα και την περίμενα. Δέκα λεπτά αργότερα ήρθε και μου είπε ότι το μπάνιο ήταν έτοιμο. Πήγαμε μέσα, πράγματι είχε γεμίσει τη μπανιέρα με νερό που ήταν ακριβώς στα γούστα μου. Η αλήθεια είναι ότι η μπανιέρα ήταν σχετικά μικρή για να μας χωρέσει και τους δύο οπότε, όσο και αν ήθελα παρέα, μπήκα μόνος μου. Ξάπλωσα μέσα στο νερό και αφέθηκα να χαλαρώσω για λίγη ώρα. Η Ευδοκία άνοιξε το νερό και μου έβρεξε το κεφάλι και μετά ξεκίνησε να με λούζει, κάνοντάς με να λιώσω. Μετά πήρε το σφουγγάρι και άρχισε να με τρίβει απαλά στην πλάτη, στους ώμους και στο στέρνο. Μου ζήτησε να ξαπλώσω όσο πίσω γινόταν και να απλώσω τα πόδια μου και με έτριψε και εκεί απαλά με το σφουγγάρι. Όταν τελείωσε ξαναχώθηκα -όσος δηλαδή χωρούσα- μέσα στο νερό και ξάπλωσα πίσω με κλειστά τα μάτια. Η Ευδοκία άρχισε να μου χαϊδεύει τον πούτσο και όταν πήρε την απαραίτητη ανταπόκριση, άρχισε να με παίζει απαλά και αισθησιακά.
«Άτιμο θηλυκό πάλι το πως θα τρυγήσεις το γινωμένο κορμί μου σκέφτεσαι!»
«I plead the fifth.»
Σηκώθηκα από το μπάνιο. Η Ευδοκία άνοιξε πάλι το νερό και, αφού βεβαιώθηκε ότι η θερμοκρασία ήταν η σωστή, με ξέπλυνε. Βγήκα από τη μπανιέρα και στάθηκα στο χαλάκι και με σκούπισε προσεκτικά από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
«Πάμε μέσα,» της είπα και πήγαμε στο δωμάτιό της. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και τη διέταξα να γδυθεί τελείως. Όταν το έκανε, της είπα να έρθει στην αγκαλιά μου. Άρχισα να τη χαϊδεύω και να τη χουφτώνω στο στήθος μέχρι που καύλωσα και πάλι. «Πάρε με στο στόμα σου,» τη διέταξα και κατέβηκε από την αγκαλιά μου και με πήρε στο στόμα της, αργά και αισθησιακά. Σαν από ένστικτο καταλάβαινε τι ήθελα εκείνη τη στιγμή. Μου είχε λείψει το στόμα της, όχι ότι είχα παράπονο από την Κατερίνα, αλλά το πραγματικά καλό τσιμπούκι είναι σαν το δαχτυλικό αποτύπωμα, κάθε γυναίκα το κάνει με δικό της τρόπο. Όσο με τσιμπούκωνε χούφτωνα το στήθος της και η αλήθεια είναι ότι αυτό η Κατερίνα δεν μπορούσε να το αντικαταστήσει, καθώς ούτε σε μέγεθος μπορούσε να ανταγωνιστεί αυτό της Ευδοκίας ούτε σε νεανική σφριγηλότητα.
Έχω πολύ καλό έλεγχο του οργασμού μου και το αργό, αισθησιακό τσιμπούκι που μου έκανε ήταν απολαυστικό, με τρόπο που μου είχε λείψει έξι εβδομάδες και χθες αφού τις άφησα να παίξουν μεταξύ τους, δεν ήθελα το στόμα της, ήθελα το μουνί της οπότε, παρά το γεγονός ότι τέλειωσα στο στόμα της, δεν την είχα βάλει να μου πάρει πίπα.
Τη σταμάτησα και την έφερα προς τα εμένα. Την έβαλα να ξαπλώσει και ανέβηκα πάνω της. Άνοιξε τα πόδια της να με υποδεχτεί κοιτάζοντάς με μέ λατρεία.
Μπήκα μέσα της και ήταν σα να γλιστρούσε καυτό μαχαίρι σε βούτυρο. Της ξέφυγε ένα ηδονικό βογγητό. Άρχισα να κουνιέμαι αργά και μετά πιο γρήγορα. Άρχισα να επιταχύνω αλλά ήμουν από πριν φοβερά καυλωμένος και όσο και αν έχω καλό έλεγχο του οργασμού μου, αν συνέχιζα έτσι θα τέλειωνα με συνοπτικές διαδικασίες και σήμερα ήθελα να το ευχαριστηθεί και η Ευδοκία, όσο γινόταν περισσότερο. Σταμάτησα και την έβαλα να κάτσει πάνω μου.
Άρχισε να κουνάει απίστευτα αισθησιακά τη λεκάνη της και αν και δεν είμαι λάτρης του lady on top, έχει τα πλεονεκτήματά του, στην περίπτωση της Ευδοκίας δύο μεγέθους D-cup, νεανικά σφριγηλά στήθη, τα οποία ήταν στις χούφτες μου όσο οι κινήσεις της λεκάνης έδιναν το δικό της ρυθμό. Δε μου αρέσει να μην έχω τον έλεγχο στο σεξ και αυτός είναι ο λόγος που ακόμα και με τα δύο αυτά υπέροχα πλεονεκτήματα πίστευα ότι δε θα υπήρχε πρόβλημα να κρατηθώ.
Αμ δε!
Ο οργασμός μου ήρθε από το πουθενά και εκεί που δεν το περίμενα. Όσο καλό έλεγχο να έχει ένας άντρας υπάρχει ένα σημείο που άπαξ και το ξεπεράσεις δεν υπάρχει επιστροφή, είναι αντανακλαστικό και μη ελεγχόμενο.
Το μόνο πράγμα που μπορούσα να κάνω ήταν να χουφτώσω δυνατά τα στήθη της ενώ τέλειωνα μέσα της με σπασμούς. Η Ευδοκία δεν τραβήχτηκε ακόμα και όταν τελείωσα. Άνοιξε τα μάτια της και μου χαμογέλασε.
«Μου έλειψες, μπουμπούνα!»
«Εμένα να δεις.»
«Δεν τελείωσες όμως,» της είπα.
«Δε μου είπες ότι μου επιτρέπεις να το κάνω,» μου είπε χαμογελαστή, δίχως ίχνος παραπόνου.
«Oops, την επόμενη φορά.»
«Ναι, την επόμενη φορά,» μου είπε με ακόμα πιο πλατύ χαμόγελο.
«Καθάρισέ με,» της είπα.
Κατέβηκε από πάνω μου και με πήρε στο στόμα της. Ομολογώ ότι έβαλε όλη της την τέχνη αλλά είμαι και 49 χρονών, το μεν πνεύμα πρόθυμο αλλά… Τη σταμάτησα.
Ευδοκία
Μου έκανε νόημα να έρθω στην αγκαλιά του και χώθηκα μέσα της. Πόσο μου είχε λείψει… πόσο…
«Ναι, ξέρω, η δεύτερη αγαπημένη σου θέση στον κόσμο!»
«Είναι σχεδόν τα πάντα διαφορετικά πλάι σου. Δεν ήμουν ποτέ της αγκαλιάς στις σχέσεις μου και μαζί σου δεν την χορταίνω.»
«Άσε μωρέ που δεν είσαι της αγκαλιάς, εδώ έχεις κάνει «αγκαλίτσα,» τη Φανή που οι μόνοι άνθρωποι που αγκάλιαζε ήταν ο Πέτρος και ο νονός της.»
«Η Φανούλα και ο Πέτρος είναι ειδικές περιπτώσεις, δεν πιάνονται. Ο Πέτρος απλά στο βγάζει με τη ζεστασιά του και το χιούμορ του αλλά η Φανούλα είναι το κάτι άλλο. Τη θυμάμαι στο σπίτι σου που μου συστήθηκε με αυτό το χαμόγελό της «Κι εγώ είμαι η Φανή,» που με έκανε να λιώσω. Love at first sight, σαν εκπλήρωση κάποιου άγνωστου κάρμα. Ωστόσο δεν εννοούσα αυτό, αναφερόμουνα στις τρεις σχέσεις μου.»
«Δεν είναι περίεργο ότι δεν μου έχεις πει τίποτα γι’ αυτές;»
«Δεν μου είχες ζητήσει να σου πω και φαντάστηκα ότι δε σε ενδιέφερε.»
«Δεν σε πείραξε;»
«Γιατί να με πειράξει;»
«Ως ένδειξη έλλειψης ενδιαφέροντος.»
«Μου είχες πει ότι με βλέπεις σαν κάτι περισσότερο από play partner. Δύο εβδομάδες πάλευα να απομακρυνθώ από εσένα, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι ο πραγματικός μου φόβος ήταν να αποφασίσεις τελικά ότι είμαι ακατάλληλη γι’ αυτό το κάτι περισσότερο, όχι η έλλειψη ενδιαφέροντος. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου, και μέχρι να μου περάσεις το λουκέτο, θα υπάρχει πάντα αυτός ο φόβος και φυσικά με αυτό που έκανα και που είχε συνέπεια τις έξι εβδομάδες μακριά σου δεν βοήθησα ιδιαίτερα την κατάσταση.»
«Δεκτόν. Για πες μου λοιπόν, σε ποιες ηλικίες έκανες τις σχέσεις σου και πόσο κράτησαν;»
«Την πρώτη μου σχέση την έκανα στα 17, στην Τρίτη λυκείου. Τον έλεγαν Δημήτρη και ήταν και ο πρώτος μου και η σχέση μας κράτησε δύο χρόνια. Τη δεύτερη σχέση την έκανα στα 21 μου, τον έλεγαν Λευτέρη και κράτησε και αυτή δύο χρόνια. Την τρίτη μου την έκανα στην Αμερική με ένα Έλληνα μεταπτυχιακό φοιτητή εκεί. Τον έλεγαν Κώστα και κράτησε ένα χρόνο.»
«Πώς τέλειωσαν οι σχέσεις σου;»
«Και τις τρεις φορές μου ανακοινώθηκε το ως εδώ.»
«Πώς το είχες πάρει;»
«Δεν είχα στεναχωρηθεί ιδιαίτερα, είναι η αλήθεια. Δεν είναι ότι δεν είχα συναισθήματα για εκείνους αλλά όχι στο βαθμό που είχαν οι ίδιοι για μένα. Μπορεί και να στάθηκα τυχερή, αν κάποιος από τους τρεις ήταν διαφορετικός και κρατούσε τη σχέση λόγω συνήθειας το πιο πιθανό ήταν ότι θα ήμουν ακόμα εκεί. Δεν είναι ότι δεν ήθελα να ερωτευτώ απλά μέχρι που σε γνώρισα δεν ήξερα καν αν είμαι ικανή. Στην πραγματικότητα και οι τρεις ήταν απλά good enough. Τους ικανοποιούσα πρόθυμα σεξουαλικά γιατί μου το έβγαζαν αλλά ως εκεί. Δεν έδειχνα ενθουσιασμό κατά τα λεγόμενά τους και η αλήθεια είναι ότι αυτό αδυνατούσα να το καταλάβω. Αφού με είχαν όπως ήθελαν τι ζητούσαν παραπάνω; Δεν επικαλέστηκα ποτέ πονοκέφαλο, πάντα τους έπαιρνα στο στόμα μου όταν μου το ζητούσαν, πάντα κατάπινα όταν τέλειωναν στο στόμα μου, ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκα όταν τέλειωναν στο πρόσωπό μου και στο στήθος μου και ο μόνος περιορισμός που έθετα ήταν χρήση προφυλακτικού, είτε κανονικά είτε από πίσω. Και στην τελική, ειδικά το από πίσω, δε μου άρεσε, πώς στο καλό περίμεναν να είμαι κι ενθουσιώδης από πάνω; Γιατί δεν τους αρκούσε που τους το έδινα;»
«Δεν έχω απάντηση να σου δώσω, ο κάθε άνθρωπος το βλέπει διαφορετικά. Η αλήθεια είναι ότι εμένα το μόνο που με ενδιέφερε από τις παρτενέρ μου ήταν να μου δίνουν αυτό που ζητάω, η προθυμία που το έκαναν δεν ήταν στα ζητούμενα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι με χάλαγε όταν αυτό συνέβαινε.»
«Ευτυχώς, γιατί εκεί θα είχαμε πρόβλημα,» του είπα χαμογελώντας. «Η αλήθεια είναι ότι απολαμβάνω κάθε φορά που σε ικανοποιώ σεξουαλικά και όχι μόνο. Φαντάζομαι ότι το διεκπαιρεωτικό ήταν που τους ξενέρωνε. Εννοώ… δεν είναι ότι το έκανα με το ζόρι, αλλά ποτέ δεν άντλησα ικανοποίηση με άνδρα, μέχρι που σε γνώρισα. Και δεν εννοώ οργασμό. Λατρεύω να σε παίρνω στο στόμα μου, χάνω τον κόσμο όταν με παίρνεις κανονικά και μου επιτρέπεις να έχω οργασμούς και παρόλο που δε μ’ αρέσει ο πόνος τον καλοδέχομαι όταν με παίρνεις από πίσω γιατί ξέρω ότι αυτό που μου κάνεις σου αρέσει. Δεν είχα καν φανταστεί ότι μπορώ να νιώσω οργασμό δίνοντας κώλο, μέχρι που με πήρες για πρώτη φορά πάνω στην πολυθρόνα. Και όχι τίποτε άλλο αλλά δε μου είχες δώσει και άδεια.»
«Και σου είπα ότι δεν πειράζει όταν μου το ανέφερες *ΔΥΟ ΛΕΠΤΑ* μετά και σου εξήγησα και το λόγο.»
«Ήταν δύσκολο δίλεπτο!» του είπα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια κάτι που έκανε πάντα την καρδούλα μου να χοροπηδάει ενθουσιωδώς.
«Σεξ πότε έκανες πρώτη φορά;»
«Με το Δημήτρη λίγο μετά τα 18.»
«Σε αυτούς τους καιρούς δείξατε τόση αυτοσυγκράτηση; Μπράβο σας!»
«Δεν τον είχα αφήσει παραπονεμένο, από τον πρώτο μήνα του έκανα πίπες. Δεν πίστευε στην τύχη του την πρώτη φορά που του το έκανα όταν με σταμάτησε και με ρώτησε που θέλω να τελειώσει και του απάντησα «όπου θες.». Ομολογώ πάντως ότι με τους άλλους δύο δεν πήρε και πολύ καιρό, δηλαδή τι καιρό, μετά τις πρώτες μια-δυο εξόδους μας σαν ζευγάρι κατέληξα ανάσκελα με τα πόδια ανοιχτά.»
«Από ενθουσιασμό άλλο τίποτα!»
«Ναι, τα είπαμε αυτά!»
«Με τούτα και με κείνα είχες δεν είχες με καύλωσες.»
«Κακούργος μπουμπούνας, τα είπαμε αυτά!»
«Πάρε με στο στόμα σου,» με διέταξε και χαμήλωσα πάλι και τον πήρα στο στόμα μου με ενθουσιασμό που θα έκανε τους τρεις πρώην καμπαλέρος μου να σκάσουν από τη ζήλεια τους.
Κεφάλαιο 41 - In the Imagicon
Στέφανος
Κατερίνα και Ευδοκία μέσα στα βραδινά τους φορέματα έλαμπαν σαν αστέρια στο νυχτερινό ουρανό. Με είχαν σχεδόν πετάξει με τις κλωτσιές έξω από το δωμάτιό μου και δεν τις είχα δει… μέχρι που το έκανα και μου κόπηκε η μιλιά. Η Κατερίνα φορούσε ένα υπέροχο μαύρο φόρεμα, αυτό που ήξερε ότι λατρεύω αλλά την Ευδοκία δεν την είχα δει ποτέ με αυτό που επίλεξε σήμερα. Μωβ, τι άλλο, στράπλες που τόνιζε με απίστευτα αισθησιακό και συνάμα διακριτικό τρόπο τα υπέροχα στήθη της.
«Εντάξει, το περάσαμε το τεστ,» είπε η Κατερίνα ενώ εγώ ακόμα τις κοιτούσα σαν υπνωτισμένος.
«Στέφανε,» είπε η Εύη σαν να είχε μια ξαφνική ιδέα «Σήκωσε σε παρακαλώ το παντελόνι σου.»
«Θεέ μου, δεν τον αντέχω,» είπε η Κατερίνα όταν το έκανα. «Ευδοκία, πήγαινε σε παρακαλώ και διάλεξέ του ένα ζευγάρι κάλτσες γιατί αυτή τη στιγμή το μόνο που θέλω να κάνω με τα χέρια μου είναι να τον στραγγαλίσω.»
«Σου ζητώ συγνώμη Στέφανε αλλά αυτή τη φορά δεν έχει κουάξ. Πάμε σε παρακαλώ.»
«Μα γιατί, τι έχουν;» είπα αθώα.
«Μμμμμμμμ,» μούγκρισε η Κατερίνα.
«Καλά, καλά, πάμε!» είπα παραδεχόμενος την ήττα μου.
Ανεβήκαμε στο δωμάτιο και κάθισα στο κρεββάτι. Πριν προλάβω καν να πάω να βγάλω τα παπούτσια μου η Ευδοκία γονάτισε μπροστά μου. Μου έβγαλε τα παπούτσια και με κόπο συγκράτησε το γέλιο της βλέποντας ξανά τις κάλτσες. Μετά μου έβγαλε τις κάλτσες και πήγε στο συρτάρι που έχω εσώρουχα και κάλτσες και μου διάλεξε ένα ζευγάρι.
Ομολογώ ότι ήταν καλύτερη επιλογή από τη δική μου. Γονάτισε πάλι μπροστά μου, πήρε το ένα πόδι μου στο χέρι της, το σήκωσε και το φίλησε. Μετά μου έβαλε τη μία κάλτσα. Επανέλαβε το ίδιο και με το άλλο πόδι. Μου έβαλε τα παπούτσια και μου τα έδεσε. Μετά με κοίταξε με αυτό το υπέροχο «ειδικό,» χαμόγελό της.
«Ορίστε, αν το έκανες εσύ κάθε πρωί αυτό δεν θα τα είχαμε αυτά!» είπα στην Κατερίνα που μας κοίταζε.
“You are treading a very fine line mister,” μου είπε.
«Κατάλαβες; Σηκώθηκαν τα πόδια να βαρέσουν το κεφάλι,» είπα και καλά με αγανάκτηση.
«Το ξερό σου το κεφάλι,» συνέχισε η Κατερίνα. «Δεν είμαι παιδάκι ρε Κατερίνα να με ντύνεις κάθε πρωί. Έτσι μου είπε ο κύριος και ιδού τα αποτελέσματα.»
«Λεπτομέρειες!»
Τότε χτύπησε το κουδούνι.
«Σας έχω έκπληξη, αχάριστα θηλυκά!» τους είπα.
«Εγώ τι έκανα πάλι;» διαμαρτυρήθηκε η Εύη.
«Παίζεις σκάκι σχεδόν σαν τον Tomas. Μη μου το θυμίζεις!»
«Θα τον πνίξω,» αποφάσισε η Κατερίνα.
Το κουδούνι ξαναχτύπησε.
«Κυρίες μου,» είπε και κατεβήκαμε κάτω. Άνοιξε την πόρτα στην οποία μας περίμενε ένας καλοντυμένος νεαρός άντρας.
«Μπορούμε να ξεκινήσουμε;»
«Βεβαίως κύριε Stolsberg.»
Είχα κλείσει λιμουζίνα για σήμερα. Χάζεψαν και οι δυο τους. Ο σοφέρ μας άνοιξε την πίσω πόρτα.
«Εγώ θα κάτσω στη μέση,» τους είπα. «Ευδοκία, πέρασε μέσα εσύ πρώτη, σε παρακαλώ.»
«Από εδώ, δεσποινίς,» της είπε ο σοφέρ, κάνοντας το γύρο και ανοίγοντάς της την άλλη πόρτα. Η Ευδοκία μπήκε μέσα και μετά μπήκα μέσα κι εγώ. Τελευταία μπήκε η Κατερίνα.
Ο σοφέρ μας έκανε επίδειξη των λειτουργιών και μας έδειξε που ήταν το ψυγείο με τη σαμπάνια και τα ποτήρια. Μας έδειξε επίσης ποια κουμπιά χειρίζονταν την ηλιοροφή καθώς και το διαχωριστικό του οδηγού.
«Θα πάμε κατευθείαν εκεί που μου είπατε;» ρώτησε. Το είχα πει το μέρος και ότι ήθελα να το φυλάξω για έκπληξη οπότε δεν είπε το όνομά του.
«Ναι, σε ευχαριστώ,» του είπα. Ανέβασα το διαχωριστικό.
Άνοιξα το ψυγείο και έβγαλα τη σαμπάνια. Την άνοιξα και γέμισα πρώτα τα ποτήρια τους και μετά το δικό μου.
«Στις χαρές μας,» τους είπα.
«Στις χαρές μας,» μου απάντησαν και οι δύο.
Είχε λίγη κίνηση αλλά μέσα στη λιμουζίνα ήμασταν απομονωμένοι σαν σε καμπίνα αεροπλάνου. Τα τζάμια ήταν φιμέ, δεν φαινόταν τίποτα από το εσωτερικό του αυτοκινήτου μέσα αλλά το έξω φαινόταν καθαρά. Very very exciting
Ξεκούμπωσα το παντελόνι μου.
«Κατερίνα, εσύ,» της είπα και έσκυψε και με πήρε στο στόμα της. Πριν περάσω το χέρι μου μέσα από το μπούστο της Ευδοκίας τη ρώτησα «Μπορώ να περάσω το χέρι ή θα κάνω καμιά ζημιά;» Με διαβεβαίωσε ότι δεν θα έκανα ζημιά και έτσι πέρασα το χέρι μου μέσα από το φόρεμά της. Φορούσε σουτιέν και εκεί φοβούμενος μην κάνω καμιά ζημιά με άγαρμπη κίνηση τη χούφτωσα πάνω από αυτό ενώ η Κατερίνα με τσιμπούκωνε με τον δέοντα ενθουσιασμό. Ο συνδυασμός της τέχνης της Κατερίνας, του στήθους της Ευδοκίας και η ιδέα του δημόσιου σεξ με έκαναν να μην μπορέσω να κρατηθώ πολύ. Χουφτώνοντας δυνατά την Ευδοκία και κρατώντας ακίνητο το κεφάλι της Κατερίνας, τέλειωσα με σπασμούς μέσα στο στόμα της. «Κατάπιε τα όλα μην έχουμε κανένα ατύχημα,» της είπα «η Ευδοκία θα πάρει το μερτικό της στο γυρισμό.»
Όταν με γυάλισε σηκώθηκε και με κοίταξε χαμογελαστή.
«Σ’ ευχαριστώ,» μου είπε.
«Εσύ να τα βλέπεις που με αφήνεις να φοράω λάθος κάλτσες.»
«Θα σε έπνιγα όπως είμαστε αλλά έχε χάρη που δε θέλω να ρίξω την Εύη. Μετά δεν υπόσχομαι τίποτα,» μου δήλωσε.
Κάποια στιγμή φτάσαμε. Ο σοφέρ βγήκε και άνοιξε την πόρτα από τη μεριά της Ευδοκίας. Βγήκε πρώτα εκείνη και μετά εγώ και τελευταία η Κατερίνα.
«Καταπληκτική ιδέα!» είπε η Κατερίνα όταν αναγνώρισε το μέρος.
Η Ευδοκία έβαλε ένα σιγανό γέλιο.
«Γιατί γελάς εσύ, μαδάμ;» τη ρώτησα.
«Εδώ μας έφερε ο πατέρας μου, πρώτα για να γιορτάσουμε το θεώρημα «Πέτρου,» και μετά…» αναστέναξε. «Και μετά για το SPH.».
«Είμαστε στο παρακάτω εδώ και μια εβδομάδα,» της υπενθύμισα.
«Ναι, είμαστε. Αλλά νομίζω ότι κάπου θα έχουν βαρεθεί να με βλέπουν εδώ,» είπε γελώντας.
Η βραδιά κυλούσε υπέροχα. Η υπέροχη θέα στη φωτισμένη Ακρόπολη, η εξαιρετική ποικιλία κρασιών και η πεντανόστιμη κουζίνα βοήθησαν να δημιουργηθεί μια πολύ όμορφη ατμόσφαιρα. Κατερίνα και Ευδοκία ήταν πραγματικά εκθαμβωτικές, συνέλαβα πολλά βλέμματα πάνω τους, πράγμα που μου έφτιαχνε ακόμα περισσότερο τη διάθεση, μέχρι να παρουσιάσω την πραγματική έκπληξη της βραδιάς.
«Κυρίες μου, την προσοχή σας παρακαλώ,» τους είπα. «Κατερίνα, 6-14 Ιουλίου θα καθαρίσεις το πρόγραμμά σου. Έχουμε ταξίδι στην Αγία Πετρούπολη.»
Η Ευδοκία νομίζω ότι κατάλαβε που το πήγαινα και πραγματικά πάγωσε. Η Κατερίνα δεν κατάλαβε.
«Οι τρεις μας;» ρώτησε.
«Οι δυο μας θα μπορούσαμε να μην πάμε, αλλά η ωραία παγωμένη από εδώ δεν γίνεται να απουσιάσει, ειδικά στις 6 Ιουλίου.»
«Τι είναι στις 6 Ιουλίου;» ρώτησε η Κατερίνα;
«Η τελετή απονομής των βραβείων Fields για το 2022. Τυπικά έχεις προταθεί από εμένα, και τον Cohen για το θεώρημα Πέτρου αλλά έχοντας υπόψη και το SPH είσαι η πιο σίγουρη για ένα από τα τέσσερα βραβεία.»
«Η… Η Φανούλα;» με ρώτησε η Εύη.
«Η Φανούλα έχει όλη τη ζωή μπροστά της, είναι ακόμα 15 χρονών. Ωστόσο κάτι μου λέει ότι το 2026 θα γίνει η τρίτη γυναίκα που θα το λάβει και έχω πειστεί μέσα μου ότι θα είναι για ακόμα σημαντικότερο επίτευγμα από το θεώρημα SPH.»
«Αυτό είναι υπέροχο, υπέροχο,» είπε η Κατερίνα δακρυσμένη. «Δεν είμαι μαθηματικός αλλά ξέρω… ξέρω τι σημαίνει αυτό το βραβείο.»
«Στέφανε, πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος;»
«Ξαναζωντάνεψες ένα ολόκληρο κλάδο, Ευδοκία, και ακόμα περισσότερο του πρόσθεσες στο οπλοστάσιο όπλα που δεν είχε φανταστεί κανείς εδώ και 1,5 αιώνα. Η απόδειξη της γενικευμένης εικασίας του Hoffman είναι τρομερά σημαντικό επίτευγμα αλλά δε συγκρίνεται με το θεώρημα Πέτρου. Με την ίδια βεβαιότητα που σου είχα πει ότι αυτό που είχαμε ονομάσει ως εσωτερικό αστείο «λήμμα δ’,» θα γίνει γνωστό ως Θεώρημα Πέτρου, με την ίδια βεβαιότητα σου λέω ότι στις 6 Ιούλη θα γίνεις η δεύτερη γυναίκα που θα λάβει το Fields.»
«Την είχα γνωρίσει τη Maryam, ξέρετε. Την είχα καθηγήτρια στο Stanford, 40 χρονών ήταν γαμώ το, 40 χρονών. Με συγχωρείτε,» είπε η Εύη με σπασμένη φωνή πασχίζοντας σκληρά να μη βάλει τα κλάματα.
«Η πρώτη γυναίκα στην οποία απονεμήθηκε το βραβείο Fields. Πέθανε από καρκίνο του μαστού στα 40 της,» είπα στην Κατερίνα.
«Οπότε οπλίσου ψυχικά γιατί μετά θα ξαναζήσουμε το μιντιακό τσίρκο που ζήσαμε με τη Φανή, εσένα και το SPH.»
«Πώπω, Εύη σε θυμάμαι που κόντεψες να ορμίσεις στο λαρύγγι αυτού του αχαρακτήριστου που προσπαθούσε να εκμαιεύσει συναισθηματική αντίδραση από τη Φανούλα, παρόλο που τους είχαμε προειδοποιήσει ότι πρέπει να της μιλήσουν με πολύ προσεκτικό τρόπο,» είπε η Κατερίνα
«Μη μου το θυμίζεις, αν δεν με είχαν κρατήσει θα τον είχα ξεκοιλιάσει με τα ίδια μου τα νύχια.». Αναστέναξε. «Και όχι τίποτε άλλο, θα μου χάλαγε και το γαλλικό,» συμπλήρωσε, κάνοντάς μας να βάλουμε τα γέλια.
«Τα έξοδά σου Εύη, εννοείται ότι θα τα αναλάβει το πολυτεχνείο. Τυπικά θα μπορούσα να ζητήσω να καλύψουν και τα δικά μου αλλά δε χρειάζεται, άλλωστε θα έρθει μαζί μας και η Κατερίνα.»
«Μπορώ να καλύψω κι εγώ τα δικά μου, το ξέρεις, οι γονείς μου δεν έχουν οικονομικό πρόβλημα, μη σου πω ότι θα του βγει πιο φτηνό του πατέρα μου από το να ανοίξει και τρίτη σαμπάνια εδώ,» είπε η Ευδοκία.
«Μπορεί να μην του τρέχουν από την τσέπη αλλά ο Λάμπρου θα προτιμούσε να λουστεί με βενζίνη και να πάει να κάτσει δίπλα στο τζάκι από το να μαθευτεί ότι δεν κάλυψε τα έξοδα της υποψήφιας για το βραβείο Fields. Δεν έχουμε και πολλούς τέτοιους στην Ελλάδα. « της είπα.
«Ο Λάμπρου… ο Λάμπρου ξέρει ότι θα φύγουμε και οι δύο του χρόνου;» ρώτησε η Εύη.
«Εγώ δε θα φύγω μόνιμα, τα είπαμε αυτά. Ένα εξάμηνο Ελλάδα, ένα εξάμηνο στο Stanford. Με εσένα φύσηξε, ξεφύσηξε αλλά τι μπορούσε να κάνει;»
«Είχε δεν είχε ο Cohen είναι ο μεγάλος κερδισμένος. I know that I forced your hand Stefan and I’m grateful that you were able to find forgiveness in your heart. But Stanford was indeed the best choice for Φανή.”
“I know, Evdokia.”
“Why are we speaking in English? “ ρώτησε η Κατερίνα.
«Κι εμείς το κάνουμε καμιά φορά, Κατερίνα μου.
“I didn’t see this coming…,” σου θυμίζει τίποτα;
«Τι λέτε;» ρώτησε η Ευδοκία.
«Τίποτα, κάτι δικά μου,» της είπα κλείνοντας το μάτι στην Κατερίνα που έβαλε τα γέλια.
«Νιώθω πάλι μπουμπούνας σου,» είπε η Ευδοκία.
«Ακριβώς! Μπουμπούνας μου!»
Ευδοκία
Η βραδιά ήταν υπέροχη αν και ομολογώ ότι μέσα μου ακόμα προσπαθούσα να επεξεργαστώ αυτό που μου ανακοίνωσε ο Στέφανος, με τη σιγουριά που τον χαρακτηρίζει. Fields… ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα αυτό που ζούσα. Και παραλίγο η ίδια να τα τινάξω όλα στον αέρα. Τι θα σήμαινε το Fields για μένα αν δεν ήμουν στα πόδια Του; Τίποτα, όπως τίποτα δεν θα είχε σημάνει το SHP αν δεν ήταν για τη Φανούλα. Μια ατελείωτη παγωμένη ερημιά, μια νύχτα δίχως ξημέρωμα που κανένα Fields δε θα μπορούσε να προσφέρει έστω και την παραμικρή ζεστασιά.
Γυρίζαμε σπίτι τους και παρατηρούσα τα φώτα και τη ζωή της βραδινής πόλης προσπαθώντας να καθαρίσω το μυαλό μου.
«Ευδοκία,» μου είπε ο Στέφανος
«Ορίστε;» είπα αφηρημένη. Με κοίταξε και μετά χαμήλωσε το βλέμμα του προς τα κάτω. Το ακολούθησα και είδα τι εννοούσε.
Έσκυψα και τον πήρα στο στόμα μου. Αργά άρχισα να ανεβάζω και να κατεβάζω το κεφάλι μου πάνω-κάτω, ενώ ταυτόχρονα η γλώσσα μου του χάιδευε ο κεφαλάκι. Δε με βόλευε πολύ η θέση, προτιμούσα να το κάνω γονατιστή μπροστά του ή ξαπλωμένη μπρούμητα στο κρεββάτι. Δε με πείραζε για μένα, καθόλου, απλά ήθελα να του προσφέρω όσο μεγαλύτερη απόλαυση μπορούσα. Επικεντρώθηκα στις υπόλοιπες αισθήσεις μου προσφέροντάς του ένα αργό, αισθησιακό τσιμπούκι.
Το μυαλό μου άδειασε τελείως, το μόνο που υπήρχε για μένα ήταν η αίσθηση στο γεμάτο στόμα μου και οι ρυθμικές του ανάσες. Τον έπαιρνα όλο μέσα, έφτανε μέχρι το λαιμό μου. Είχα μάθει, ο Στέφανος δε με είχε πιέσει, μου είχε επιτρέψει να πάω με το δικό μου το ρυθμό. Μπορούσα από την πρώτη φορά να τον πάρω ικανοποιητικά βαθιά αλλά σε καμία περίπτωση όσο μπορούσα τώρα. Η μόνη μου συντροφιά στις έξι εβδομάδες στην παγωμένη ερημιά ήταν αυτές οι αναμνήσεις. Μα δεν ήταν πια ανάμνηση, ούτε ονειροπόλημα μιας απελπισμένης ψυχής, ήταν η πραγματικότητα, η υπέροχη, ζεστή, πραγματικότητα.
Άρχισα σιγά-σιγά να επιταχύνω το ρυθμό μου. Κάποια στιγμή ένιωσα το χέρι του στο κεφάλι μου και πλέον ακολουθούσα το ρυθμό που μου έδινε. Ήταν τόσο όμορφα, ήμουν εκεί, στη θέση μου πάλι, τον υπηρετούσα, του πρόσφερα ικανοποίηση με όποιον τρόπο μου ζητούσε. Ένιωσα τους πρώτους σπασμούς μέσα στο στόμα μου και το χέρι του έσφιξε τα μαλλιά μου, κρατώντας με ακίνητη.
Οι σπασμοί του μέσα στο στόμα μου και το σιγανό βογγητό της ηδονικής του απόλαυσης, έκαναν την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, ενώ το στόμα μου πλημμυρισμένο από ζεστό, γλυκό σπέρμα, γευόταν τη γεύση του παραλίγο χαμένου μου παραδείσου. Κατάπια ξανά και ξανά, έκανα τους χυμούς του ένα με το σώμα μου, γινόμουν σάρκα από τη σάρκα του. Τον σκούπισα με τη γλώσσα μου και τον φίλησα απαλά πριν σηκωθώ πάλι.
«Σ’ ευχαριστώ Στέφανε,» του είπα.
«Σ’ ευχαριστώ Αφέντη μου,» εννοούσα.
Το αυτοκίνητο συνέχιζε το ταξίδι του μέσα στην φωτισμένη πόλη και με το μυαλό μου άδειο απολάμβανα με όλο μου το είναι την πληρότητα που ένιωθε η καρδιά μου.
Η παγωμένη ερημιά ήταν η κόλασή μου, μα ήταν και κάτι παραπάνω. Γιατί όπως έλεγε κλείνοντας, και από τις αγαπημένες μου ιστορίες επιστημονικής φαντασίας, «Τι θα ήταν ο ουρανός αν δεν είχες κάτι να τον συγκρίνεις; Δίχως μια γεύση κόλασης πώς θα μπορούσες να εκτιμήσεις τον παράδεισο;»
Κεφάλαιο 42 - Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία
Στέφανος
Πήγαμε την Ευδοκία και στο γυναικολόγο της Κατερίνας και της Φανής. Η απάντηση ήταν η ίδια, υστερεκτομή. Οι όποιες, ελάχιστες, ελπίδες είχε από μια δεύτερη γνώμη εξανεμίστηκαν. Η Φανή έκλαιγε στην αγκαλιά της Ευδοκίας, η κρίση πανικού της είχε γίνει πόνος και είχε μετουσιωθεί σε κλάμα. Χάιδευε την Φανή και της μιλούσε τρυφερά, ενώ ήταν η ίδια που δε θα μπορούσε να φέρει ποτέ στον κόσμο μια δική της Φανή.
Τι δύναμη είχε αυτή η γυναίκα; Είχε ακούσει την καταδίκη της χωρίς να βγάλε μιλιά, χωρίς να ρίξει ούτε ένα δάκρυ. Η Κατερίνα μου έσφιξε το χέρι.
«Πώς είσαι;» με ρώτησε.
«Λάθος άτομο ρωτάς,» της είπα με ξαφνική οργή.
«Όχι Stefan, ρωτάω το σωστό άτομο και το ξέρεις. Πώς είσαι;»
«Χρειάζεται… χρειάζεται να πάω μια βόλτα στο βουνό….»
«Να πας.»
«Δεν μπορώ να την αφήσω μόνη της, όχι τώρα!»
«Δεν είναι μόνη της Stefan. Αυτή τη στιγμή η Φανή είναι το καταλληλότερο άτομο στον κόσμο να είναι με την Ευδοκία. Πιο πολύ ακόμα και από εσένα τον ίδιο. Πήγαινε.»
«Δε μπορώ να φύγω, Κατερίνα, όχι τώρα.»
«Πόσες φορές στη ζωή μου έχω επιμείνει για κάτι που διαφωνείς;»
«Δύο.»
«Πόσες φορές είχα δίκιο;»
«Και τις δύο,» ομολόγησα.
«Είσαι άνθρωπος όχι Θεός. Πήγαινε. Ξέρω ότι θα γυρίσεις αυτός που χρειάζεται να είσαι. Ξέρω ότι μέσα σου ότι δε θέλεις να φύγεις χωρίς να της πεις κάτι αλλά δε χρειάζεται. Πραγματικά δε χρειάζεται.»
Αναστέναξα. Κοίταξα ξανά την Ευδοκία, καθισμένη στον καναπέ με την Φανή να έχει χωθεί στην αγκαλιά της και να τη σφίγγει και εκείνη να τη χαϊδεύει καθησυχαστικά μιλώντας της τρυφερά.
«Όχι,» της είπα. «Όχι.»
Με κοίταξε στα μάτια. Η Κατερίνα πάντα με διάβαζε.
«Έχεις δίκιο,» μου είπε. «Έχεις δίκιο. Θα πάω να πάρω τη Φανή.»
«Όχι,» της είπα. «Θα το κάνω εγώ.»
Πήγα στο καναπέ, σε σημείο που μπορούσε να με δει η Φανή όπως ήταν χωμένη στην αγκαλιά της Ευδοκίας.
«Φανούλα μου, πρέπει να πάω την Ευδοκία σπίτι της.»
«Να πάω κι εγώ μαζί της.»
«Έχω μια ιδέα. Τι θα λέγατε και οι δύο αντί να κάνετε αύριο το μάθημά σας εδώ, να σε πάω την Παρασκευή στην Ευδοκία να κάνετε εκεί το μάθημά σας και μετά girls night.»
«Ευδοκία, θέλεις;» τη ρώτησε η Φανή.
«Και το ρωτάς, ψυχή μου;» της είπε. «Φυσικά και θέλω. Κατερίνα, θέλεις να έρθεις κι εσύ;»
«Δεν μπορώ Εύη μου, θα είμαι Θεσσαλονίκη. Αυτή τη φορά φοβάμαι ότι θα παραδόσεις μόνη σου τη Φανή στο Josh το Σάββατο.»
«Εγώ λέω να την κρατήσω!» είπε η Ευδοκία
«Αμέ!» είπε η Φανή.
«Βρε μαϊμού! Τον φουκαρά τον Josh δεν τον σκέφτεσαι!» της είπε η Ευδοκία βρίσκοντας το γέλιο της.
«Oops!» είπε η Φανή και βάλαμε όλοι τα γέλια. Όπως και να έχει άφησε την Ευδοκία να σηκωθεί.
Κοίταξα την Κατερίνα. Δεν χρειάστηκε να της πω κάτι. Μου ένευσε.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Η Ευδοκία είχε πάρει πάλι ουδέτερο ύφος. Ήταν τόσο έντονη η συναισθηματική φόρτιση, που την είχε παγώσει.
«Ευδοκία, θα πρέπει να μιλήσεις με τους γονείς σου.»
«Το ξέρω,» μου απάντησε άχρωμα.
Δεν επέμεινα, δεν ήταν ούτε η ώρα ούτε το μέρος. Φτάσαμε στο Χαλάνδρι. Μπροστά από το σπίτι της δεν είχε θέση για παρκάρισμα οπότε συνέχισα να ψάχνω.
«Το περάσαμε το σπίτι!»
«Το ξέρω.»
«Πού πάμε;»
«Να βρω να παρκάρω.»
«Θα… θα μείνεις μαζί μου;»
«Ναι.»
Δεν απάντησε κάτι άλλο. Έκανα δυο κύκλους και τελικά βρήκα θέση και μάλιστα όχι μακριά. Κατεβήκαμε και πήγαμε σπίτι της.
«Πήγαινε να αλλάξεις,» της είπα.
«Εσύ;»
«Θα σε περιμένω.»
Κάθισα στο σαλόνι και άναψα το air condition. Είχε μπει Ιούνης και η μέρα ήταν ζεστή. Η Ευδοκία γύρισε φορώντας ένα απλό άσπρο φανελάκι και το εσώρουχό της. Γονάτισε μπροστά μου και μου αγκάλιασε τα πόδια.
«Πώς είσαι κοριτσάκι μου;» τη ρώτησα γλυκά.
«Πόσο μ’ αρέσει που με λες κοριτσάκι σου,» μου είπε χαμογελώντας.
Δεν είχε απαντήσει αλλά εκείνη τη στιγμή δεν επέμεινα. Ήξερα τι χρειάζεται.
«Στέφανε;»
«Πες μου.»
«Μπορώ να στρίψω ένα τσιγάρο;»
«Ναι, και σε παρακαλώ στρίψε ένα και για μένα.»
Σηκώθηκε και πήγε στην τσάντα μου. Την άνοιξε και πήρε την καπνοσακούλα και τον αναπτήρα. Γύρισε, έφερε το πουφ κοντά, κάθισε και έστριψε δύο τσιγάρα.
«Αν θες δε χρειάζεται να βγούμε έξω, μπορούμε να τα καπνίσουμε κι εδώ.»
«Όχι,» της είπα. «Πήγαινε φόρα κάτι από κάτω και πάμε έξω να καπνίσουμε.»
«Πάω,» μου είπε και πήγε μέσα.
«Ευδοκία, τι θες να σου παραγγείλω;»
Δεν απάντησε, πετάχτηκε από το δωμάτιό της προσπαθώντας να βάλει ένα σορτσάκι. Γκρεμοτσακίστηκε, κάνοντάς με να πεταχτώ σαν ελατήριο.
«Συγνώμη, κάτι είπες, δεν σε άκουσα,» μου είπε όντας ακόμα κάτω.
«Ευδοκία; Χτύπησες;»
«Όχι όχι…» είπε και κάθισε στα γόνατα. «Τι με ρώτησες;»
«Πόσες φορές σου έχω πει να προσέχεις και να μην γίνεσαι βιαστική;»
«Συγνώμη Στέφανε.»
«Σου έχω πει ότι δε θέλω να ζητάς συγνώμες.»
«Δεν έχω δικαιολογία,» μου απάντησε χαμηλώνοντας τα μάτια.
«30,» της είπα.
Δεν απάντησε, κατέβασε παντελόνι και εσώρουχο και κάθισε στην πολυθρόνα.
Έβγαλα τη ζώνη από το παντελόνι μου. Έριξα την πρώτη και τη δεύτερη και την τρίτη. Η Ευδοκία εκτός από το μέτρημα δεν έβγαλε άχνα. Τέταρτη, πέμπτη, έκτη, έβδομη. Δυνατές. Όγδοη, ένατη, δέκατη. Πιο δυνατές.
Η ζωή συνεχίζεται Ευδοκία. Όταν πέφτουμε ξανασηκωνόμαστε. Δεν μπορώ να διανοηθώ καν πώς μπορεί να νιώσει μια γυναίκα όταν το σύμπαν της αφαιρεί βίαια την ελπίδα να γίνει μητέρα. Είναι διαφορετικό να επιλέξεις να μην κάνεις παιδί και διαφορετικό να σου στερηθεί αυτή η δυνατότητα. Τα λόγια είναι φτώχια, πρέπει να το καταλάβει η ίδια. Η ζωή συνεχίζεται, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.
«30,» μου είπε όταν έπεσε και η τελευταία. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα και γονάτισε μπροστά μου. Μου φίλησε το χέρι και με κοίταξε στα μάτια.
«Με συγχωρείς, Στέφανε.»
«Ντύσου, πάμε έξω να κάνουμε το τσιγάρο μας.»
«Δε… δε μου είπες όμως τι με ρώτησες;»
«Τι θες να σου παραγγείλω;»
«Έχω πάρει γαρίδες,» μου είπε. «Σε παρακαλώ άσε με να σου μαγειρέψω.»
«Εντάξει,» της είπα. «Πάμε να κάνουμε το τσιγάρο μας και μαγειρεύεις αργότερα.»
Βγήκαμε έξω στην καλοκαιρινή ζέστη. Ήταν απομεσήμερο και η γειτονιά της ήσυχη. Δεν κυκλοφορούσε κόσμος. Μου άναψε το τσιγάρο και άναψε και το δικό της. Τράβηξε μια-δυο βαθιές ρουφηξιές.
«Πώς είσαι κοριτσάκι μου;»
«Δεν ξέρω. Ειλικρινά… δεν ξέρω. Δεν είχα ποτέ μου σκεφτεί ότι θα κάνω παιδί. Μέχρι….»
«Μέχρι;»
«Πάλευα να σβήσω τα θέλω μου. Τη ζήλεια μου. Ένιωθα κάλπικη με την αλυσίδα περασμένη στο λαιμό μου. Πόσο δίκιο είχες για τον ενθουσιασμό. Είδα βαθιά μέσα μου… και τρόμαξα Στέφανε, τρόμαξα πραγματικά. Ήθελα… ήθελα να γίνω… μια νέα Κατερίνα. Νύχτες αξημέρωτες μακριά σου. Ένιωθα τρίτη, παρείσακτη. Ήθελα εσένα, ήθελα τα παιδιά σου. Ήθελα μια δική μου Φανή.»
«Και;»
«Ήθελα πάνω απ’ όλα εσένα, να γίνω δική σου, στα πόδια σου, να με ορίσεις τώρα και για πάντα. Να εξαφανίσω τα θέλω μου. Το παράδοξο του Στέφανου. Αν εξαφανίσω όλα τα θέλω μου τότε θα εξαφανίσω και το θέλω να σε υπηρετήσω.»
«Και ποια είναι η λύση στο παράδοξο του Στέφανου;»
«Δεν υπάρχει θέλω. Υπάρχει δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Μια ζωή μαθαίνουμε δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δε θέλω και να εκεί… μπροστά στα πόδια σου, γονατιστή, παραδομένη… έπρεπε να ανατρέψω όσα είχα μάθει από παιδί, να γκρεμίσω όλα όσα είχα χτίσει, να γίνω πλαστελίνη στα χέρια σου. Γιατί… γιατί δεν μπορώ αλλιώς. Η ερώτηση δεν είναι αν ήθελα να κάνω παιδί αλλά αν ήθελες εσύ να γίνεις πατέρας του παιδιού μου.»
«Θέλω,» της είπα.
«Μα πλέον δεν μπορώ,» μου είπε σπάζοντας. «Δε μπορώ… δε μπορώ….»
«Πάμε μέσα,» της είπα.
Με ακολούθησε σα ρομπότ. Πήγαμε στο δωμάτιό της.
«Έλα σε μένα,» της είπα όταν κάθισα στο κρεβάτι ανοίγοντας την αγκαλιά μου. Ξάπλωσε μέσα της.
«Δεν μπορώ… δεν μπορώ…» είπε πάλι κι έσπασε αρχίζοντας να κλαίει με λυγμούς. «Δε μπορώ, δε μπορώ…» ήταν τα μόνα λόγια που επαναλάμβανε. Δεν της μιλούσα, απλά την έσφιγγα πάνω μου και τη χάιδευα. Τίποτα περισσότερο. Σιγά-σιγά το κλάμα της καταλάγιασε. Συνέχισa να τη χαϊδεύω.
Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;
«Πονάω, Στέφανε, πονάω.»
«Το ξέρω κοριτσάκι μου. Το ξέρω. Μαζί θα το περάσουμε κι αυτό.»
«Δεν ξέρω τι θα έκανα αν δεν υπήρχες στη ζωή μου, Στέφανε.»
«Δεν έχει σημασία. Είμαι εδώ. Θα σφίξουμε τα δόντια και θα προχωρήσουμε.»
«Λυπάμαι που δεν μπορώ να γίνω μητέρα του παιδιού σου.»
«Η αγάπη της μεγάλης αδερφής έχει κάτι από την αγάπη της μητέρας. Μπορεί να μην είναι το ίδιο, αλλά η αγάπη Ευδοκία δεν είναι φτηνή. Δεν είναι λιγότερο αγάπη επειδή ο τρόπος είναι διαφορετικός. Είσαι η μεγάλη αδερφή της Φανούλας και κάτι παραπάνω. Δεν είναι παιδί σου, το ξέρω, αλλά την αγαπάς λιγότερο απ’ όσο θα αγαπούσες το παιδί σου; Η ένταση είναι αυτό που μετράει, Ευδοκία μου, όχι ο τρόπος.»
«Πριν νόμιζα ότι μου έριξες τις 30 για να νιώσω σωματικό πόνο. Είμαι μπουμπούνας, μου αξίζουν τόσες κι άλλες τόσες κι άλλες τόσες.»
«Μου αρκεί που το κατάλαβες.»
Ρούφηξε τη μύτη της και έβαλε τα γέλια… όχι ακριβώς γέλιο, αλλά δεδομένων των περιστάσεων δεν είχα περισσότερες απαιτήσεις.
«Ο ερωτισμός θα με φάει,» είπε μέσα σε κλαυσίγελο.
«Ο ερωτισμός είναι κάτι από το οποίο ξεχειλίζεις, χαζούλα. Είτε στις πιτζάμες σου, είτε στο μωβ φόρεμά σου, είτε γυμνή, είτε ντυμένη, είτε ρουφάς τη μύτη σου είτε ρουφάς κάτι άλλο, δεν σταματάς ούτε στιγμή να είσαι ερωτική για μένα.»
«Στέφανε, μου επιτρέπεις να πάω να φτιάξω τη μακαρονάδα;»
«Ναι, θα έρθω να σου κάνω κι εγώ παρέα.»
Με κοίταξε και μου χαμογέλασε. Σηκωθήκαμε και όπως πέρασε από μπροστά μου, της έχωσα μια σφαλιάρα στο υπέροχο κωλαράκι της, κάνοντάς την να χοροπηδήσει χαχανίζοντας.
Επτά φορές να πέσεις, οκτώ φορές να σηκωθείς.
Κεφάλαιο 43 - Spanish Caravan
Ευδοκία
«Και φρόνιμα, ε;» είπε ο Στέφανος στη Φανή καθώς κατέβαινε από το αυτοκίνητο.
«Θα το λάβω σοβαρά υπόψη,» του είπε η Φανή.
«Μην ανησυχείς, είναι στα καλύτερα χέρια,» του είπα.
«Δεν ανησυχώ για τη Φανή! Μπουμπούνα!»
«Κανένας φόβος! Δεν υπάρχει τίποτα που να μη μπορεί να γιατρευτεί με ένα καλό show των strippers που έχω κλείσει.»
«Έχει καλώς. Θα τα πούμε αύριο οι δυο μας,» μου είπε, χαμογελώντας ωστόσο.
Το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε.
«Πάμε μαϊμού;» της είπα.
«Ναι, πάμε!» μου απάντησε.
Ανεβήκαμε στο διαμέρισμά μου.
«Όμορφο είναι το σπίτι σου,» μου είπε η Φανή.
«Κουκλίστικο,» της είπα.
«Σε πειράζει που είναι μικρό;» με ρώτησε
«Όχι αλλά παρόλο που είμαι σε ήσυχη γειτονιά, έχει αρκετή φασαρία σε σχέση, για παράδειγμα, με το σπίτι σας.»
«Έχει φασαρία;» με ρώτησε ξαφνικά ανήσυχη.
«Όχι, Φανούλα μου, απλά στο δικό σας σπίτι είναι πολύ πιο ήσυχα κι εγώ είμαι σαν κι εσένα, δε μου αρέσει η φασαρία.»
«Αν έχει φασαρία μπορούμε να πάρουμε το μπαμπά και να μας πάει σπίτι!»
«Άσε τον μπαμπά σήμερα, girls night δεν είπαμε;»
«Τον φαντάζεσαι με μάσκα;» μου είπε βάζοντας ξαφνικά τα γέλια και κάνοντας κι εμένα να γελάσω.
«Τον ρωτάμε αύριο,» της είπα.
«Σύμφωνοι!» μου είπε, η Φανούλα έχει την τάση μερικές φορές να παίρνει αυτά που της λέμε κυριολεκτικά.
«Λοιπόν, μαϊμού, τι θα κάνουμε απόψε;»
«Τοπολογία!» μου είπε. «Δεν κάναμε χθες!»
«Μετά το μάθημα βρε,» της είπα γελώντας. «Να παραγγείλουμε πίτσα και να δούμε καμιά ταινία;»
«Αμέ!»
«Έχω την κατάλληλη ταινία,» της είπα.
«Να χαρείς, μην είναι καμιά ρομαντική κωμωδία!»
«Θα δεις,» της είπα.
Κάναμε το μάθημά μας, αν και ομολογώ ότι η διαφορά μεταξύ του τραπεζιού της κουζίνας και του τεράστιου ηλεκτρονικού πίνακα που της είχε αγοράσει ο Στέφανος, και ο οποίος μπορούσε να βγάλει τα περιεχόμενα του σε PDF, ήταν δραματική. Τη Φανή δεν φάνηκε να την πειράζει καθόλου.
«Εύη, θα μπορέσω να κάνω ένα ντους, έτσι;» με ρώτησε με αγωνία. Η Φανή έκανε μπάνιο δύο φορές την ημέρα, ο κόσμος να χαλάσει.
«Θέλεις να σου γεμίσω τη μπανιέρα και να σου βάλω άλατα και αφρόλουτρο να χωθείς μέσα;»
«Μόνο αν κάτσεις να μου κάνεις παρέα.»
«Αν θέλεις παρεούλα πολύ ευχαρίστως!»
«Εσύ;» με ρώτησε.
«Εγώ θα κάνω ένα ντους μετά, εντάξει;»
«Θα μείνει νερό; Όταν η μαμά κάνει μπάνιο μετά ο μπαμπάς φωνάζει ότι δεν έχει νερό!»
«Εσείς δεν έχετε μπανιέρα, πισίνα έχετε! Εμένα η μπανιέρα είναι πιο μικρή, θα μείνει νερό μην ανησυχείς. Έτσι κι αλλιώς έχει καλοκαιριάσει, δε χρειάζομαι καυτό νερό.»
«Έχει όμως; Εγώ μόνο καυτό νερό θέλω!» μου είπε πάλι με ξαφνική ανησυχία.
«Έχει ματάκια μου, μη φοβάσαι. Όταν τελειώσεις το μπάνιο θα βάλουμε και μάσκα, μετά θα παραγγείλουμε πίτσα, θα κάτσουμε να δούμε την ταινία και θα τρομάξουμε τον ντελιβερά!»
«Πώς θα τον τρομάξουμε;»
«Είναι που δε με έχεις δει με μάσκα,» της είπα κάνοντάς την να γελάσει.
«Εσύ και με μάσκα θα είσαι πάντα όμορφη,» μου είπε η Φανή κάνοντάς με να λιώσω.
«Έχεις φέρει ρούχα να αλλάξεις, ναι;»
«Ναι έχω φέρει… Όχι σουτιέν όμως, δε θέλω σουτιέν το βράδυ.»
«Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, άλλωστε ούτε κι εγώ φοράω.»
«Ουφ,» μου είπε. «Βάσανο είναι αλλά αφού αρέσουν στον Josh κομμάτια να γίνει,» είπε, και ένα ξαφνικό μου ήρθε. Δηλαδή τι ξαφνικό, ντουβρουτζάς μου ήρθε, αλλά η Φανή δεν έδωσε σημασία. «Πάμε;»
Το μυαλό μου πάλι είχε κολλήσει όπως κάθε φορά που ξαφνιάζομαι συναισθηματικά.
«Θα τον πνίξω,» ήταν το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ. «Θα του πιώ το αίμα με το μπουρί της σόμπας. Θα τον γδάρω!»
«Εύη;»
«Ναι, ναι, πάμε…» είπα ενώ στο μυαλό μου έπλαθα σενάρια βίαιου και βασανιστικού θανάτου για τον Josh.
Γέμισα τη μπανιέρα με νερό που εγώ δεν θα το άντεχα, αλλά για τη Φανή ήταν το στοιχείο της. Έριξα άλατα και αφρόλουτρο.
«Για δες πώς είναι. Μου φαίνεται ότι παρά είναι ζεστό,» της είπα.
«Μια χαρά είναι,» είπε αφού έβαλε το χέρι της και το δοκίμασε. Έβγαλε τη φόρμα και το μπλουζάκι που φορούσε και τα εσώρουχά της. Πώς να μην άρεσαν στον μελλοθάνατο ή σε οποιοδήποτε άντρα; Η Φανή είναι θαρρείς σμιλεμένη σαν άγαλμα, μια Γαλάτεια πλασμένη από τα χέρια κάποιου ερωτευμένου με τη Μούσα του καλλιτέχνη. Ένα ζωντανό άγαλμα, avatar κάποιας απόκοσμης εξωγήινης διάνοιας. Μπήκε μέσα και ξάπλωσε και της ξέφυγε ένας στεναγμός ευχαρίστησης. «Αααχ, είναι υπέροχα!»
«Εγώ σε αυτό το νερό θα γινόμουν βραστό κοτόπουλο,» της είπα.
«Ωραία ιδέα!» μου είπε. «Άλλωστε λένε πως η γριά κότα έχει το ζουμί!» κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. Ωραία, σχεδόν στα 28 μου ενώ εκείνη ήταν 15 και μισό και ήμουν γριά.
«Με λες γριά βρε μαϊμού;»
«Όχι εγώ, ο χρόνος που κυλάει αδυσώπητα,» μου είπε βγάζοντας τη γλώσσα της
«Ορίστε, μου έγινε και φιλόσοφος!» είπα.
«Δεν έγινα, ήμουν! Ουδείς προφήτης στον τόπο του,» απάντησε κάνοντάς με να ξεκαρδιστώ πάλι.
Ακόμα και αν μπορούσα να φέρω στον κόσμο παιδί του Στέφανου, δεν μπορούσα εκείνη τη στιγμή να διανοηθώ ότι θα μπορούσα να το αγαπήσω περισσότερο από τη Φανούλα. Ίσως με διαφορετικό τρόπο αλλά όχι με λιγότερη ένταση. Δεν είναι περίεργο; Πώς μπορείς μέσα σε τόσο λίγο καιρό να βρεις να λατρεύεις έναν άνθρωπο και να αγαπάς έναν άλλον με τόση ένταση που σχεδόν σε πονάει; Άλλωστε… η Φανούλα ακόμα και αν δεν ήταν δικό μου παιδί, ήταν του Στέφανου. Σάρκα από τη σάρκα του.
Θυμήθηκα πόσο είχα δυσκολευτεί. Μαθημένη να αντιμετωπίζω τα συναισθήματά μου καταπνίγοντάς τα και μετά αναλύοντάς τα με κλινικό, αποστασιοποιημένο τρόπο, το ταξίδι μου προς την Ιθάκη με τη μορφή του Στέφανου ήταν ταξίδι ανακάλυψης.
Και αποκάλυψης.
Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,τὸν θυμωμένο Ποσειδῶνα μὴ φοβᾶσαι,τέτοια στὸν δρόμο σου ποτέ σου δὲν θὰ βρεῖς,ἂν μέν᾿ ἡ σκέψις σου ὑψηλή, ἂν ἐκλεκτὴσυγκίνησις τὸ πνεῦμα καὶ τὸ σῶμα σου ἀγγίζει.Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,τὸν ἄγριο Ποσειδώνα δὲν θὰ συναντήσεις,ἂν δὲν τοὺς κουβανεῖς μὲς στὴν ψυχή σου,ἂν ἡ ψυχή σου δὲν τοὺς στήνει ἐμπρός σου.
Δεν είχα ιδέα τι κουβαλούσε η ψυχή μου μέχρι που βρέθηκα αντιμέτωπη με τη δική μου γιουνγκική σκιά. Φόβος. Αμφιβολία. Αμφισβήτηση. Ζήλεια. Αμφιταλάντευση. Παράκρουση.
Προσπάθησα να συγκεντρωθώ στο παρόν και στο μέλλον.
«Για πες μου τώρα, τι ήταν αυτό το ξαφνικό που μου πέταξες ότι το στήθος σου αρέσει στο Josh;»
«Ε, αφού του αρέσει! Τι να πω, ότι δεν του αρέσει;»
«Και πού το έχει δει;»
«Σπίτι του.»
«Θα τον γδάρω! Θα τον ξεκοιλιάσω! Θα τον πνίξω! Δεν ξέρω με ποια σειρά! Αυτή που προκαλεί το ολικό μέγιστο στο suffering.»
«Τι άλλο έχετε κάνει;»
«Δεν σε καταλαβαίνω, τι εννοείς;» μου είπε.
«Πόσο… πόσο έχετε προχωρήσει;»
«Α, τώρα κατάλαβα τι εννοείς. Σιγά, μπροστά στη Μυρσίνη εγώ είμαι καλόγρια.»
«Δεν απαντάς και με ζορίζεις,» της είπα.
«Ντρέπομαι λίγο.»
«Εμένα;»
«Δεν είμαι καλή να διαβάζω τα συναισθήματα των άλλων αλλά όπως σε βλέπω νιώθω ότι θα κινδυνεύσει η σωματική μου ακεραιότητα.»
«Η δική σου όχι, αγάπη μου,» της είπα τρυφερά. «Του Josh, τώρα, είναι τελείως διαφορετική κουβέντα,» συμπλήρωσα κάνοντάς τη να βάλει τα γέλια.
«Μου έχει χαϊδέψει και μου έχει φιλήσει τα στήθη. Αλλά κι εγώ το ήθελα, μου αρέσει πολύ όταν το κάνει. Κακό είναι;»
«Όχι αγάπη μου δεν είναι κακό, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να βιάζεστε.»
«Δεν ξέρω. Εννοώ… Η Μυρσίνη έχει κάνει πολύ περισσότερα αλλά δεν ξέρω… δεν ξέρω ποια είναι η ταχύτητα. Εμπιστεύομαι το Josh. Όταν κάνει κάτι που… που νιώθω ότι δεν είμαι έτοιμη, το καταλαβαίνει και το σταματάει αμέσως. Ακόμα και την πρώτη φορά που με φίλησε με γλώσσα και με ξάφνιασε, σταμάτησε αμέσως. Την πρώτη φορά που με χάιδεψε στο στήθος δεν το περίμενα και πάγωσα, σχεδόν έκανα σκηνή. Όμως… Κατά κάποιο τρόπο, ήξερε ότι είμαι έτοιμη. Εννοώ ότι δεν το ξαναέκανε αλλά εγώ ήθελα να το συνεχίσει όταν άρχισα και πάλι να τον φιλάω. Εκείνος απλά με χάιδευε στη μέση και στην πλάτη κι εγώ ήθελα να συνεχίσει το χάδι του στα στήθη μου. Να φανταστείς ότι την επόμενη φορά εγώ ήμουν που πήρα το χέρι του και το έβαλα στο στήθος μου. Δεν είχα φανταστεί ποτέ… δε μου άρεσε η σωματική επαφή, με τρόμαζε, με απωθούσε. Μόνο το νονό μου και τον Πέτρο αγκάλιαζα. Μετά γνώρισα εσένα και δεν ξέρω… το μόνο που ήθελα είναι να με έχεις στην αγκαλιά σου. Νιώθω ζεστά, νιώθω ασφάλεια. Είναι φιλόξενη, τρυφερή. Σ’ αγαπάω πολύ πολύ πολύ Ευουλίνι μου.»
«Κι εγώ σ’ αγαπάω, πολύ πολύ πολύ ψυχή μου.»
«Παρόλο που είμαι μια άθλια μαϊμού;»
«Παρόλο,» της είπα.
«Έτσι νιώθω και στην αγκαλιά του Josh. Σχεδόν, δεν ξέρω… είναι διαφορετικό. Όχι σαν τη δική σου, διαφορετική αλλά και ταυτόχρονα τόσο οικεία. Μου θυμίζει το νονό μου και ώρες-ώρες το μπαμπά. Όμως σε αντίθεση με εκείνους, είναι πιο ζεστός, πιο τρυφερός. Θα μου λείψει πολύ όταν πάμε του χρόνου Αμερική.»
Μπαίναμε σε επικίνδυνα μονοπάτια. Η Φανούλα μου την είχε δαγκώσει πολύ γερά τη λαμαρίνα και, IQ 300 που λέει ο λόγος ή όχι, δεν έπαυε να είναι ένα δεκαπεντάχρονο κοριτσόπουλο. Ένα δεκαπεντάχρονο ερωτευμένο κοριτσόπουλο που μόλις είχε αρχίσει να έρχεται σε επαφή με τα αισθήματά της, μια προσφορά της yours truly κατά ομολογία Κατερίνας και Στέφανου.
Η Κατερίνα μου είχε πει ότι δεν χρειάζεται να της λέω όλα τα μυστικά που μου εκμυστηρεύεται η Φανή αλλά αυτό δεν γινόταν να μην το πω ούτε στην ίδια, ούτε πολύ περισσότερο στον Στέφανο, που ήταν εκείνος που έπαιρνε τελικά και τις αποφάσεις. Είχα μπροστά μου μια πολύ δύσκολη συζήτηση, πρώτα με το Στέφανο και αν το επέτρεπε και με την Κατερίνα.
Τέλειωσε το μπάνιο της, ντύθηκε και μετά μπήκα και έκανα κι εγώ ένα γρήγορο ντους. Με εξαίρεση το Στέφανο δε μου άρεσε η παρέα στο μπάνιο αλλά η Φανή θεωρούσε αυτονόητο ότι θα μου κάνει παρέα και δε μου έκανε καρδιά να τη διώξω.
«Είσαι πολύ όμορφη,» μου είπε. «Κρίμα που δεν έχεις τον δικό σου Josh να σε θαυμάσει,» μου είπε κάνοντάς με να δαγκωθώ αλλά ευτυχώς αυτό πέρασε απαρατήρητο. «Αχ, τα βάρη που κουβαλάμε,» είπε δείχνοντας το στήθος μου και κοιτώντας χαμηλά προς τη μπλούζα της με ύφος στωικού φιλόσοφου που ανακάλυψε το νόημα της ύπαρξης, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
Όταν τέλειωσα της έβαλα τη μάσκα της και έβαλα και τη δική μου.
«Τι θέλεις στην πίτσα;» τη ρώτησα.
«Απ’ όλα, δεν έχω πρόβλημα. Αν κάτι δε σου αρέσει, μην το βάλεις. Ανανά μόνο να μην έχει!»
«Αυτό θα έλειπε! Ωραία, θα παραγγείλω μια σπέσιαλ. Σου αρέσει η Φιλαδέλφεια στη ζύμη;»
«Αμέ! Πολύ!»
Κοιταχτήκαμε και οι δυο στον καθρέφτη και βάλαμε τα γέλια.
«Σαν πράσινα φαντάσματα είμαστε,» δήλωσε ακόμα γελαστή.
Η πίτσα ήρθε σχετικά γρήγορα και όταν άνοιξε την πόρτα και μας είδε και τις δύο να τον περιμένουμε με τη μάσκα στη μούρη ξαφνιάστηκε κάνοντας τη Φανή να βάλει τα γέλια. Του έδωσα ένα γερό πουρμπουάρ και πήγαμε και κάτσαμε αναπαυτικά στο κρεββάτι και τρώγοντας την πίτσα μας ξεκινήσαμε να βλέπουμε την ταινία.
«Δεν το περίμενα αυτό,» μου είπε κλαίγοντας στην αγκαλιά μου. «Ήταν υπέροχη, υπέροχη!»
Της είχα βάλει την Αμελί. Πού να φανταστώ όταν την είχα επιλέξει, η έρμη, ότι η ερωτοχτυπημένη μαϊμού θα αντιδρούσε έτσι;
Ηρέμισε γρήγορα πάντως και για της αποσπάσω την προσοχή το ρίξαμε στα μαθηματικά. Έψαξα να της βρω ένα δύσκολο πρόβλημα από τις μαθηματικές ολυμπιάδες αλλά τελικά αυτό αποδείχτηκε μεγαλύτερη πρόκληση για μένα παρά για τη Φανή, που στα 14 της έλυσε, το μέχρι πριν μερικά χρόνια δυσκολότερο πρόβλημα που είχε μπει ποτέ στην ιστορία των ολυμπιάδων και όλο αυτό σε χρόνο μισής ώρας, ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα από μόνη της το άλμα του Βιετά.
Επέλεξα το πρόβλημα 3 της μαθηματικής ολυμπιάδας του 2017, το πρόβλημα που είχε εκτοπίσει από τη θέση του πιο δύσκολου στην ιστορία το διαβόητο νο6 του 1988.
«Τελείωσα,» μου είπε μετά από 20 λεπτά. Ω Θεοί!
«Δώσε μου κι εμένα όμως χρόνο, έτσι;»
«Να φάω το κομμάτι που έχει μείνει;»
«Να το φας, αγάπη μου,» της είπα και αφοσιώθηκα με όλη μου τη συγκέντρωση στο πρόβλημα. Μου πήρε άλλα 20 λεπτά. «Η ώρα της αλήθειας,» της είπα. «Ποια είναι η απάντησή σου;»
«Δεν είναι εφικτό να το εξασφαλίσει ότι η απόσταση είναι το πολύ 100,» απάντησε. Αυτό ήταν και η δική μου απάντηση. Κοίταξα την απόδειξή της, ήταν η ίδια με τη δική μου, αν και κάποια ενδιάμεσα βήματα έλειπαν από τη δική της. Το μυαλό της έκανε άλματα που απλά ήταν αδύνατο να κάνουμε οι υπόλοιποι.
«Εύη μου, νύσταξα,» μου είπε.
«Κι εγώ ψυχή μου. Δώσε μου μισό λεπτάκι να πάω το κουτί της πίτσας και τα αναψυκτικά μέσα και έρχομαι.». Γύρισα πίσω. «Να πάρουμε ένα τηλέφωνο τη μαμά και το μπαμπά να τους πούμε καληνύχτα;»
«Αμέ!» μου είπε. Πήρα τηλέφωνο πρώτα την Κατερίνα. Μιλήσαμε για λίγο και της έδωσα τη Φανή που έκλεισε λίγο αργότερα στέλνοντας φιλάκια διά τηλεφώνου. Μετά πήρα το Στέφανο και του έδωσα τη Φανή. Τον καληνύχτισε στέλνοντας ένα δεύτερο γύρο φιλάκια και μου έδωσε το τηλέφωνο.
«Φανούλα, πάω λίγο μέσα που θέλει κάτι να μου πει ο μπαμπάς και έρχομαι, εντάξει!»
«Αμέ! Έτσι κι αλλιώς δεν κοιμάμαι χωρίς να πάρω αγκαλιά τον αρκούδο μου και σήμερα θα είσαι εσύ ο αρκούδος μου!»
«Ναι αγάπη μου, εγώ θα είμαι! Αρκούδι εγώ, μαϊμού εσύ, ζούγκλα θα το κάνουμε,» της είπα.
Πήγα στο μπαλκόνι.
«Πώς περάσατε;» με ρώτησε.
«Κάναμε τα μπάνια μας, βάλαμε τα μπιγκουτί μας, φάγαμε την πίτσα μας, είδαμε την ταινία μας, λύσαμε προβλήματα της μαθηματικής ολυμπιάδας με τη Φανή να μας κάνει να νιώσουμε κρετίνοι, μια χαρά!»
«Χαχαχαχα,» τον άκουσα να γελάει από το τηλέφωνο. «Βρήκες άνθρωπο να προκαλέσεις σε μαθηματικό challenge! Εγώ να δεις τι έχω τραβήξει όλα αυτά τα χρόνια, χαχαχαχαχα.»
«Στέφανε, μου επιτρέπεις να καπνίσω ένα τσιγάρο;»
«Πώς αυτό;»
«Θέλω να σου πω κάτι για τη Φανή. Δε θέλω να σε ανησυχήσω αλλά δεν μπορώ να μη στο πω.»
«Άντε, κάνε το,» μου είπε και σηκώθηκα και πήγα μέσα να βρω τον καπνό στον οποίο είχα μάθει να στρίβω. Είχε ξεραθεί αρκετά αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Έστριψα το τσιγάρο και το άναψα.
«Στέφανε, η Φανούλα έχει αρχίσει και ξεμυαλίζεται σοβαρά με τον Josh.»
«Δεν αρχίσαμε καλά!»
«Κοίτα… όσο και αν αυτή τη στιγμή θέλω να τον γδάρω και να τον τεμαχίσω, και όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά, είναι καλό παιδί. Ωστόσο είναι ταυτόχρονα και έφηβοι και δει ερωτοχτυπημένοι έφηβοι με ό,τι αυτό συνεπάγεται.»
«Τι της έκανε; Θα τον σκοτώσω!»
«Σε διαβεβαιώ τίποτα που να μην το λάτρεψε και η ίδια. Δεν έχουν προχωρήσει περισσότερο από ένα… μη μου πάθεις εγκεφαλικό… χαμούρεμα, αλλά προχωράνε με ταχύτητες που η Φανούλα ναι μεν μπορεί να ακολουθεί αλλά… εγώ προσωπικά… δεν ξέρω, ίσως δεν είμαι η κατάλληλη, η Κατερίνα σίγουρα είναι….»
«Πολύ μου το στριφογυρνάς.»
«Νομίζω ότι πρέπει να επισπεύσουμε το ταξίδι στην Αμερική. Απλά σου λέω την άποψή μου, ξέρω ότι η απόφαση είναι δική σου. Απλά στο λέω ως άνθρωπος που αγαπά τη Φανή σαν αδερφή και ακόμα παραπάνω.»
«Δεν έχω μόνο τη Φανή, έχω κι άλλο παιδί, Ευδοκία.»
«Το ξέρω Στέφανε. Απλά σου είπα τη γνώμη μου, δική σου είναι η απόφαση και κανενός άλλου. Μου είχες πει να σου πω αυτά που με απασχολούν και αυτό κάνω.»
«Δε σε μαλώνω μπουμπούνα! Το ξέρω ότι την αγαπάς τη Φανή πάνω απ’ όλους μας.»
«Όχι πάνω απ’ όλους σας! Το ίδιο με εσένα αλλά με διαφορετικό τρόπο.»
«Είσαι μπουμπούνας!»
«Ο μπουμπούνας σου!» του είπα.
«Τέλος πάντων, θα το συζητήσουμε και με την Κατερίνα και θα δούμε. Ωστόσο δεν είναι μόνο η Φανή. Εσύ;»
«Εγώ, τι;»
«Δεν είσαι ακόμα ιδιοκτησία μου Ευδοκία, αλλά ακόμα και αν ήσουν, η απόφαση να πάω στην Αμερική είναι κάτι που επηρεάζει και εσένα. Είναι κάτι το οποίο θα μπορούσε να σε κάνει να ζητήσεις εσύ να φύγεις.»
«Εσείς θα πάτε Αμερική κι εγώ θα σας ακολουθήσω, το είχαμε πει αυτό ακόμα και… και… τότε, που περιπλανιόμουν μόνη και χαμένη στην ατελείωτη παγωμένη ερημιά.»
«Λέγαμε για του χρόνου, όμως.»
«Δεν έχει σημασία.»
«Αν πάμε νωρίτερα θα ακολουθήσεις;»
«Εσάς τους δύο μέχρι το τέλος του κόσμου κι ακόμα παραπέρα.»
«Εντάξει λοιπόν. Θα το λάβω υπόψιν στην τελική απόφαση.»
«Σε ευχαριστώ Στέφανε.»
«Λοιπόν, πέστε για ύπνο και τα λέμε αύριο το πρωί που θα τη φέρεις. Φέρε και δικά σου ρούχα, το βράδυ θα μείνεις εδώ και η παρουσία σου είναι κομβική στο να μη γδάρω ζωντανό τον Josh αύριο που θα έρθει να παραλάβει τη Φανή για την έξοδό τους.»
«Φοβήθηκα ότι θα την κλείδωνες στο κάστρο και θα έβαζες να τη φυλάει ο δράκος!»
«Τη φυλάει κάποιος αλλά δεν τον λέω δράκο, μπουμπούνα τον λέω,» μου είπε κάνοντάς με να ξεσπάσω σε κλαυσίγελο. «Η Ιουλιέττα μου βρήκε τον πρώτο της Ρωμαίο και όσο και αν θέλω να βγάλω τα μάτια μου με κουτάλι, that’s the way of things.»
«Ξέρεις κάτι Στέφανε; Μέσα μου πιστεύω ότι ο πρώτος της Ρωμαίος θα πάρει σύνταξη στη θέση αυτή.»
«Κάτσε πρώτα να επιβιώσει της αυριανής μέρας!» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια και πάλι.
«Λοιπόν, θα σε αφήσω εδώ γιατί σήμερα έχω να εκτελέσω χρέη αρκούδου! Καληνύχτα Στέφανε.»
«Καληνύχτα κοριτσάκι μου.»
Πήγα μέσα στο δωμάτιο.
«Άντε, που ήσουν και με ξέχασες;»
«Έπλυνες τα δόντια σου, βρε μαϊμού;»
«Oops!»
«Πολύ ζορίζεις την τύχη σου σήμερα, νεαρή!» της είπα τρυφερά.
Πήγαμε και οι δυο γελώντας και πειράζοντας η μία την άλλη και πλύναμε τα δόντια μας. Μετά ξάπλωσα και χώθηκε στην αγκαλιά μου και ήταν σα να έπεσε ο γενικός.
Carry me, caravan, take me awayTake me to Portugal, take me to SpainAndalucia with fields full of grainI have to see you again and againTake me, Spanish caravan
“America it is,” είπα μέσα μου. Θα μου έλειπε ο Στέφανος το εξάμηνο που θα ήταν Ελλάδα αλλά θα είχα πάντα τη Φανούλα μου.
Αναστέναξα. Δε θα μπορούσα να κάνω δικό μου παιδί αλλά η ξανθιά, ερωτοχτυπημένη Βαλκυρία που κοιμόταν σαν άγγελος στην αγκαλιά μου, ήταν κατά κάποιο τρόπο δικό μου παιδί. Αίμα από το αίμα του, σάρκα από τη σάρκα του.
Trade winds find Galleons lost in the seaI know where treasure is waiting for meSilver and gold in the mountains of SpainI have to see you again and againTake me, Spanish caravan
«America America,» ήταν η τελευταία μου σκέψη πριν παραδοθώ με τη σειρά μου στην αγκαλιά του Μορφέα.
Κεφάλαιο 44 - Remember tomorrow
Στέφανος
Κλείνοντας με την Ευδοκία, ήμουν εγώ αυτός που τώρα χρειαζόταν τσιγάρο. Στο σαλόνι ήταν ο Tomas με το Μάνθο και έπαιζαν play station.
«Γεια σου μπαμπά,» είπε ο ένας.
«Γεια σας κύριε Στέφανε,» είπε ο άλλος.
«Θα σας γδάρω και τους δύο,» τους δήλωσα.
«Γιατί, τι κάναμε;» με ρώτησαν ντουέτο.
«Γι’ αυτά που δεν κάνατε!» τους απάντησα.
«Μπαμπά, δεν καταλαβαίνω…» μου δήλωσε ο Tomas.
«Έχετε φάει;»
«Ναι, φάγαμε στου Μάνθου.»
«Δηλαδή και κερατάς και δαρμένος!»
«Εξακολουθώ να μη σε καταλαβαίνω,» μου είπε ο Tomas.
«Θα παραγγείλω σουβλάκια,» είπα προσπαθώντας να ηρεμήσω. «Θέλετε;»
«Μας προσβάλετε κύριε Στέφανε! Δεν είμαι μαθηματικός σαν κι εσάς αλλά η ερώτηση που κάνατε έχει μόνο μία απάντηση: Αριθμό. « είπε ο Μάνθος κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
«Πόσα;» τον ρώτησα.
«Εγώ δύο πίτα γύρο απ’ όλα,» μου είπε.
«Κι εγώ, δεν είναι να τον αφήσω να φάει μόνος του κρεμμύδι,» μου είπε κοιτάζοντάς με πειρακτικά. Μάλλον είχε καταλάβει που αναφερόμουν πριν. Αχ θα τους γδάρω όλους μαζί!
«ΜΜΜΜΜ,» μούγκρισα και βγήκα έξω. Παιδί της μαμάς του, με όλους τους δυνατούς τρόπους, και οξύνους σε βαθμό …Φανής αλλά στο πιο γήινο, ώρες-ώρες η κόρη μου με έκανε να αναρωτιέμαι αν είναι πραγματικά παιδί μου ή κανενός γλεντζέ ηδονιστή εξωγήινου που είχε λάβει μέρος σε ένα από τα αμέτρητα όργια που είχαμε συμμετάσχει εγώ και η Κατερίνα. Έκανα στα γρήγορα μια παραγγελία στο κινητό και άναψα τσιγάρο.
«Έχεις τελειώσει;» έστειλα μήνυμα στην Κατερίνα.
«Ναι, πριν λίγο μπήκα στο ξενοδοχείο.»
«Σε παίρνω τηλέφωνο, μην μπεις ακόμα για μπάνιο.»
«Καλησπέρα αγάπη μου,» μου είπε απαντώντας στην κλήση.
«Καλησπέρα Κατερινιώ μου. Πώς ήταν η μέρα σου;»
«Ωραία ήταν αν και η αλήθεια είναι ότι από ένα σημείο και μετά κουρκούτιασα.»
«Πότε έρχεσαι;»
«Κυριακή απόγευμα.»
«Ωραία, θα έρθω να σε πάρω με τα παιδιά παίρνοντάς τα από τους γονείς μου.»
«Υπέροχα! Μου έχετε λείψει!»
«Και σε μας!»
«Κατά τα άλλα;»
«Εδώ ο Tomas με τον Μάνθο παίζουν play station και έχω παραγγείλει σουβλάκια για να φάμε. Η Ευδοκία girls night με την Φανή, πριν λίγο με πήραν για καληνύχτα κι εγώ εδώ στο μπαλκόνι, προσπαθώντας να βρω τρόπο να μην προκαλέσω αύριο διπλωματικό επεισόδιο με της ΗΠΑ, γιατί το να γδάρω ζωντανό το γιο ενός ανώτερου διπλωματικού υπαλλήλου, αποκλείεται να το πάρουν καλά.»
«Γιατί; Τι έγινε,» με ρώτησε η Κατερίνα φανερά ανήσυχη. «Η Φανή δε μου έχει δείξει ότι της έκανε κάτι που τη στεναχώρησε.»
«Αμ αν ήταν να είχε στεναχωρηθεί δε θα είχαμε αυτή την συζήτηση. Όχι απλά δε στεναχωρήθηκε, της καλάρεσε και από πάνω!»
«ΧαχαχαχαΧαχαχα, Stefan να είσαι καλά με έκανες και γέλασα,» είπε γελώντας. «Να υποθέσω ότι έχουν προχωρήσει περισσότερο από ένα φιλί;»
«Απορώ με την ψυχραιμία σου.»
«Έφηβοι που ανακαλύπτουν τον εαυτό τους είναι Stefan, τι περίμενες ότι θα κάνουν, θα παίξουν τις κουμπάρες; Τι έχουν κάνει;»
«Προσπαθώ με νύχια και με δόντια να μην το κάνω εικόνα αυτό που η Ευδοκία μου ανέφερε ως χαμούρεμα γιατί αν γίνει, θα τον φυτέψω στις τριανταφυλλιές!» είπα κάνοντας στην άλλη άκρη του τηλεφώνου την Κατερίνα να ξεκαρδιστεί εκ νέου.
«Καημενούλη μου, δε μπορώ να σε φανταστώ πως νιώθεις στη σκέψη να απλώνουν τις χερούκλες του στο μπουμπούκι σου!»
«ΘΑ ΣΑΣ ΓΔΑΡΩ ΟΛΟΥΣ,» της είπα προκαλώντας ακόμα ένα ξέσπασμα γέλιου από την Κατερίνα.
«Stefan, όσο και αν σε έχει πιάσει η ιερή αγανάκτηση το ξέρεις ότι αυτή είναι η φυσιολογική πορεία οπότε δεν είναι αυτό που σε τρώει. Τι συμβαίνει;»
«Η Ευδοκία ανησυχεί ότι η Φανή έχει πραγματικά αρχίσει να ξεμυαλίζεται. Αν μου το έλεγε οποιοσδήποτε άλλος δε θα έδινα σημασία αλλά… το λέω και ντρέπομαι ως γονιός, πιο πολύ εμπιστεύομαι την κρίση της για τη Φανή παρά τη δική μου ή τη δική σου. Και το λέω χωρίς καμία διάθεση να σε προσβάλλω.»
«Ούτε εγώ πετάω τη σκούφια μου και είμαι η πρώτη που μουτζώνω τον εαυτό μου, είμαι και ψυχολόγος τρομάρα να μου έρθει.»
«Η εν λόγω ευθύνη στο τέλος βαραίνει εμένα, Κατερίνα.»
«Κι εμένα Στέφανε, μπορεί εσύ να είσαι αυτός που αποφασίζει αλλά τα δεδομένα που σου έδινα ήταν στρεβλωμένα από τη γονική μου αγάπη και ανησυχία. Μπορεί να με πληγώνει σαν μητέρα που το ίδιο μου το αίμα προτιμάει μια ξένη αγκαλιά -όσο ξένη μπορεί να είναι αυτή της Εύης- από τη δική μου ή τη δική σου αλλά δεν βάζω τίποτα πάνω από το well being του παιδιού μου. Η Εύη, δεν ξέρω καν αν το έχει συνειδητοποιήσει η ίδια, βλέπει περισσότερο σαν κόρη της την Φανή παρά σαν αδερφή της. Η αγάπη της είναι βαθιά και ειλικρινής. Εσένα σε λατρεύει Stefan, αλλά κατά βάθος η κορυφή του κόσμου της είναι η Φανή. Μετά τα μαθηματικά της κι εσύ και από πολύ μεγάλη απόσταση όλοι εμείς οι υπόλοιποι, των γονιών της συμπεριλαμβανομένων.»
«Η Ευδοκία πιστεύει ότι πρέπει να πάμε νωρίτερα στην Αμερική.»
«Εσύ τι πιστεύεις;» με ρώτησε.
«Ότι έχει δίκιο. Αλλά δεν είναι μόνο η Φανή παιδί μου, είναι και ο Tomas. Κι έπειτα, είσαι κι εσύ!»
«Ο Tomas θα αντέξει ένα εξάμηνο χωρίς τον πατέρα του, τι τώρα τι του χρόνου. Θα μου λείψεις κι εσύ και η Φανή και μ’ αρέσει ή όχι η σκέψη να είμαστε μαζί μόνο το μισό χρόνο, πάνω από το well being των παιδιών μας δεν βάζω τίποτα. Του Tomas δε θα του στοιχήσει να φύγετε ένα χρόνο νωρίτερα, με τη Φανή δεν τολμάω να ρισκάρω. Η απόφαση όπως πάντα είναι δική σου αλλά τα δεδομένα όπως τα βλέπω είναι ξεκάθαρα.»
«Δεν είμαι μόνο εγώ και η Φανή, είναι και η Ευδοκία.»
«Η Ευδοκία θα σας ακολουθούσε και στην κόλαση, Stefan, ακόμα και αν δεν ήταν σκλάβα σου.»
«Δεν είναι ακόμα.»
«Από τη δική μου οπτική, η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη. Έχει αρχίσει και γαληνεύει Stefan και ξέρεις από εμένα την ίδια τι σημαίνει αυτό.»
«Ναι, το ξέρω.»
«Θα της κάνει καλό η αλλαγή. Θα επικεντρωθεί στη φροντίδα των δύο ανθρώπων που αγαπάει όσο τίποτα στον κόσμο και ο χρόνος θα γιατρέψει την πληγή της.»
«Η ζωή συνεχίζεται… Της το έδειξα.»
«Ναι, μου το είπες. Είχες δίκιο και είχα άδικο, όπως γίνεται σχεδόν κάθε φορά που διαφωνούμε.»
«Δύο φορές όμως είχες δίκιο. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα Κατερίνα.»
«Δεν χρειάζεται να τη φανταστείς. Είμαι μέρος της ζωής σου, είτε εδώ είτε στην Αμερική είμαι η σκλάβα σου που σου ανήκει ψυχή και σώμα. Και αν χρειάστηκε να σου δώσω ένα μαχαίρι στο χέρι για να το καταλάβεις, ας είναι.»
«Ένα μαχαίρι η μία, μια χρυσή αλυσίδα η άλλη. Οι Θεοί της τύχης με έχουν ευλογήσει.»
«Ναι, σε έχουν ευλογήσει αλλά όχι αυτοί της τύχης, Αφέντη μου.»
«Τέλος πάντων. Θα πρέπει να επικοινωνήσω και με το Stanford καθώς με εμένα, την Ευδοκία και την υποτροφία στη Φανή θα ανοίξει τρύπα στο budget τους που δεν το είχαν υπολογίσει.»
«Να είσαι σίγουρος ότι δε θα βάλουν τα κλάματα. Αν γίνουν όπως τα υπολογίζεις, το Σεπτέμβρη θα έχουν δύο νέους βραβευμένους με Fields ερευνητές με έναν εκ των δύο να είναι η δεύτερη γυναίκα με δαύτο. Δεν υπάρχει πανεπιστήμιο στην Αμερική που δε θα έδινε γη και ύδωρ -και κώλο αν χρειαζόταν- να έχει εσάς ως καθηγητές και τη Φανή, έναν άνθρωπο με ακόμα μεγαλύτερο potential από το δικό σας, ως φοιτήτρια.»
«Το Fields της Ευδοκίας είναι πιο σίγουρο και από πέναλτι στο γαύρο σε πέσιμο στη μεγάλη περιοχή!»
«Χαχαχα, από πότε σε απασχολεί το ποδόσφαιρο;»
«Εμένα καθόλου αλλά άκουσα το Μάνθο να το λέει στον Tomas και μου άρεσε!»
Άκουσα το κουδούνι.
«Πρέπει να ήρθαν τα σουβλάκια. Θα σε αφήσω εδώ γιατί αυτοί οι δύο μέσα είναι ικανοί να φάνε και τα δικά μου και εγώ να μείνω με τις ευχές τους και τις καλύτερες των αναμνήσεων!»
«Καληνύχτα αγάπη μου,» είπε η Κατερίνα γελώντας.
«Καληνύχτα μάτια μου,» της απάντησα και πήγα μέσα.
Αν υπάρχει καλύτερο πράγμα στον κόσμο από ένα σουβλάκι, αυτό είναι ένα δεύτερο σουβλάκι!
Ευδοκία
Ένιωσα ένα χέρι να με χαϊδεύει και να με σκουντάει απαλά. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα τη Φανούλα να μου χαμογελάει.
«Καλημέρα Ευουλίνι μου!» μου είπε χαρίζοντάς μου το πιο γλυκό της χαμόγελο.
«Καλημέρα αγάπη μου,» της είπα ανταποδίδοντάς το. Κοίταξα το ρολόι, η ώρα ήταν 09:30
«Εύη μου, ποιος διακόπτης είναι του θερμοσίφωνα; Πρέπει να κάνω το πρωινό μου ντους.»
«Έχω ηλιακό, Φανούλα μου. Πήγαινε να κάνεις ντουζάκι μέχρι να φτιάξω κι εγώ πρωινό να φάμε. Θέλεις να σου στύψω πορτοκαλάδα;
«Αμέ! Μπορείς να φτιάξεις και μια ομελέτα σε παρακαλώ πολύ πολύ;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με το κουταβίσιο βλέμμα της που με έκανε να λιώνω σα βούτυρο.
«Και το ρωτάς ψυχή μου; Θέλεις να την κάνω σκέτη ή να βάλω και bacon και πιπεριά και μανιτάρια και ντομάτα;»
«Ναι ναι! Όπως την είπες!»
«Λοιπόν, πήγαινε να κάνεις το ντουζάκι σου και θα ετοιμάσω κι εγώ να φάμε.»
«Την οδοντόβουρτσά μου την άφησα μέσα!» μου είπε.
«Ε, εδώ θα την κουβαλούσες;»
«Ευουλίνι μου;» μου είπε κοιτάζοντάς με πάλι με κουταβίσιο βλέμμα.
«Τι είναι αγάπη μου;»
«Θέλεις να το κάνουμε αυτό κάθε Παρασκευή; Εννοώ το μάθημα εδώ και μετά girls night και να είναι και η μαμά όσες φορές θέλει. Αλλά εγώ να κοιμάμαι εδώ! Μαζί σου!»
«Να ρωτήσουμε το μπαμπά και τη μαμά αλλά αν ρωτάς εμένα είναι η καλύτερη πρόταση που μου έχουν κάνει εδώ και δεν ξέρω πόσα χρόνια! Το θέλω όσο τίποτα στον κόσμο!»
«Ωραία! Θα το ζητήσω εγώ από το μπαμπά και τη μαμά! Και θα αφήσω εδώ την οδοντόβουρτσά μου και θα φέρω και ρούχα για να έχω αν δεν σε πειράζει. Χωράνε στη ντουλάπα σου; Δεν πιστεύω να σε ξεβολεύω, έτσι;» με ρώτησε ενθουσιασμένη σε ρυθμό οπλοπολυβόλου.
«Θα τα βρούμε αυτά, μη μου ανησυχείς! Άντε να ξεμπιχλιαστείς!»
«Δεν είμαι μπίχλα!» μου είπε αλλά έφυγε τρέχοντας να πάει να κάνει ντους. Τεντώθηκα και κάθισα για ένα δυο λεπτά στο κρεββάτι προσπαθώντας να boot-άρω. Ήθελα καφέ. Πριν πάω στην κουζίνα πέρασα από το μπάνιο όπου άκουσα μέσα το νερό να τρέχει και χτύπησα την πόρτα. «Φανούλα, θα παραγγείλω καφέ, θες να σου πάρω μια σοκολάτα;»
«Δε σ’ ακούω!» μου είπε. «Μπες μέσα παιδάκι μου και πες μου!»
Αναστέναξα και μπήκα μέσα στο χαμάμ. «Θα τσουρουφλιστείς βρε μαϊμού της είπα!»
«Μια χαρά είναι,» μου είπε γεμάτη σαπουνάδες από την κορυφή μέχρι τα νύχια. «Τι μου είπες;»
«Θα παραγγείλω καφέ, θες να σου πάρω κι εσένα μια κρύα σοκολάτα;»
«Αμέ, σ’ ευχαριστώ πολύ!» μου είπε και συνέχισε να τρίβεται λες και δεν είχε σηκωθεί από κρεββάτι αλλά από λάκκο γεμάτο λάσπες. «Να φέρω και το μπουρνούζι μου και το αφρόλουτρό μου και το σαμπουάν μου και….»
Την άφησα να μουρμουράει και να κάνει τη λίστα της και πήγα στην κουζίνα να ετοιμάσω το πρωινό. Πριν ξεκινήσω έκανα την παραγγελία, έστυψα πορτοκαλάδα και έφτιαξα και την ομελέτα. Ούτε για κατούρημα δεν είχα πάει ακόμα και υπάρχουν όρια στο πόσα πράγματα μπορούσα να κάνω με παρέα στο μπάνιο! Η Φανή ευτυχώς δεν άργησε.
«Βγήκα!» μου είπε.
«Ντύσου και έλα να ξεκινήσεις να τρως όσο να κάνω κι εγώ ένα ντουζάκι.»
«Θα σε περιμένω!»
Πήγα στο μπάνιο το οποίο ήταν ακόμα γεμάτο ατμούς. Η Φανή είχε σφουγγαρίσει το πάτωμα, δεν υπήρχε ίχνος νερού κάτω. Έκανα στα γρήγορα την τουαλέτα μου και μπήκα κι εγώ και έκανα ένα ανάλογης ταχύτητας ντους. Όταν πήγα στο δωμάτιο η Φανή στέγνωνε τα μαλλιά της με το πιστολάκι. Τελείωσε και μου το έδωσε και κάθισε στο κρεββάτι όσο ντυνόμουν. Μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων μέχρι να στεγνώσω κι εγώ τα μαλλιά μου. Στο μεταξύ χτύπησε το κουδούνι, είχε έρθει ο καφές μου και η σοκολάτα της Φανής.
«Πού θα πάτε σήμερα;» τη ρώτησα.
«Κεφαλάρι, θα είναι και η Μυρσίνη με τον Αντώνη.»
«Ποιος είναι ο Αντώνης;» τη ρώτησα.
«Το αγόρι της. Συμμαθητής του Tomas και του Μάνθου.»
«Και μετά;»
«Σπίτια μας, εκεί θα κάτσουμε;»
«Ο καθένας στα δικό του, ελπίζω!» της είπα.
«Εύη μου, κάναμε κάτι κακό;» με ρώτησε.
«Όχι αγάπη μου, σε πειράζω. Δεν χρειάζεστε να βιάζεστε Φανούλα μου, έχετε όλο τον καιρό μπροστά σας να ανακαλύψετε τους εαυτού σας και ο ένας τον άλλον. Το χάδι πάντως δεν είναι κακό.»
«Που να σου έλεγα δηλαδή τι έχει κάνει η Μυρσίνη στον Αντώνη!»
«Να χαρείς ό,τι αγαπάς, όχι!»
«Δεν θα είχα σκεφτεί ποτέ αυτό το πράγμα. Αηδιαστικό μου φάνηκε στην αρχή αλλά και με το φιλί με τη γλώσσα είχα αηδιάσει και τελικά μου άρεσε πολύ! Αν του αρέσει, γιατί όχι; Θα του αρέσει μάλλον, η Μυρσίνη είπε ότι αρέσει στον Αντώνη!» μονολόγησε.
«Σε παρακαλώ σταμάτα να μου γεννάς στο μυαλό εικόνες που θα βάλουν σε σοβαρό κίνδυνο τη σωματική υγεία του Josh.»
«Ουφ, καλά,» μου είπε και συνέχισε να τρώει την ομελέτα της.
«Και πώς τα λένε αυτά στο Στέφανο; Το πιο πιθανό είναι να θέλει να γδάρει ζωντανό τον Josh και μετά να μας αρπάξει από τα τσουλούφια και τις δύο και να μας πετάξει όπως είμαστε στο πρώτο διαθέσιμο αεροπλάνο για το Σαν Φρανσίσκο,» σκέφτηκα μέσα μου.
«Λοιπόν, μόλις τελειώσουμε και πιούμε το καφεδάκι μας πάμε supermarket να πάρουμε πράγματα να ταΐσουμε το μπαμπά και τον Tomas και πάμε σπίτι!»
«Αμέ! Αν θες θα σε βοηθήσω κι εγώ. Βοηθάω μερικές φορές και τη μαμά και το μπαμπά να μαγειρέψουν. Μου αρέσει, δεν είμαι σαν τον Tomas που η μόνη σχέση του με τη μαγειρική είναι το τηλέφωνο του ντελιβερά!» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
«Πολύ ευχαρίστως. Τι λες να τους φτιάξουμε σήμερα;»
«Του μπαμπά του αρέσουν πολύ τα σουτζουκάκια με πουρέ!»
«Δυστυχώς αγάπη μου η μαγειρική μου τέχνη δεν φτάνει ως εκεί,» είπα καταγράφοντας ωστόσο στο μυαλό μου ότι είχε έρθει η ώρα να τη βελτιώσω, ειδικά με την προοπτική να πάμε και οι τρεις Αμερική. Από την άλλη το είχα δέσει ότι θα μείνουμε στο ίδιο σπίτι, ο Στέφανος ποτέ δεν μου είχε πει ότι θα γίνει κάτι τέτοιο. Θα έπρεπε να τον ρωτήσω και ευχόμουν η απάντηση να είναι θετική. «Θέλεις να φτιάξουμε παστίτσιο;» τη ρώτησα. Μία φορά το είχα φτιάξει με την ψυχή στα δόντια αλλά ο Στέφανος κόντεψε να φάει και το ταψί, άρα μάλλον το είχα πετύχει.
«Αμέ!» μου απάντησε ενθουσιασμένη.
Τελειώσαμε, πήγαμε κάναμε τα ψώνια μας και ανεβήκαμε Ρέα. Η Φανή άνοιξε με τα κλειδιά της, το σαλόνι ήταν άδειο.
«Μπαμπά; Tomas;» φώναξε η Φανή.
«Στη βεράντα είμαι, ο Tomas έχει πάει για ποδόσφαιρο με τον Μάνθο,» μας απάντησε από τη βεράντα ο Στέφανος.
«Πήγαινε να βρεις το μπαμπά στην βεράντα να αφήσω εγώ τα ψώνια.»
«Τα αφήνω εγώ Εύη μου,» μου είπε και παίρνοντας τις σακούλες από τα χέρια μου πήγε στην κουζίνα. Βγήκα έξω στη βεράντα.
«Καλώς την,» μου είπε. «Η Φανή;»
«Πήγε να αφήσει τα ψώνια στην κουζίνα, σήμερα θα σας φτιάξουμε παστίτσιο!»
«Αχ, γι’ αυτό σ’ αγαπάω,» μου είπε και μου έκλεισε πονηρά το μάτι συμπληρώνοντας «μεταξύ άλλων.»«
«Μπαμπουίνε μουυυυυυυυ,» είπε η Φανή βγαίνοντας σαν σίφωνας στη βεράντα, αγκαλιάζοντάς τον και δίνοντάς του ένα ρουφηχτό φιλί, κάνοντάς τον να ξαφνιαστεί. Η Φανή δεν τους είχε συνηθίσει σε διαχυτικότητες! «Μπορούμε τα μαθήματα της Πέμπτης να τα κάνουμε Παρασκευή στο σπίτι της Εύης και μετά girls night? Ε; Τη ρώτησα την Εύη, της αρέσει η ιδέα! Θα παίρνουμε και τη μαμά όταν θέλει να έρχεται αλλά εγώ να κοιμάμαι εκεί!»
«Σιγά βρε τυφώνα,» της είπε γελώντας με την καρδιά του. «Αν θέλει και η Ευδοκία, γιατί όχι;» είπε και γύρισαν και με κοίταξαν και οι δύο, το ένα βλέμμα γεμάτο λαχτάρα.
«Όσο τίποτα στον κόσμο!» της είπα και η Φανή παράτησε τον Στέφανο στα κρύα του λουτρού και ήρθε φωνάζοντας ενθουσιασμένη να με πάρει αγκαλιά γεμίζοντάς με φιλιά!
«Πάω πάνω να διαβάσω και να βάλω μουσική,» μας ανακοίνωσε και έφυγε σα σίφωνας.
«Η Φανή να με παίρνει αγκαλιά και να με φιλάει. Πάει να βάλει μουσική! Θα λιποθυμήσω!» μου είπε γελώντας. «Σ’ ευχαριστώ, Ευδοκία, από τα βάθη της ψυχής μου.»
«Δεν υπάρχει κανένας λόγος να με ευχαριστείς, Στέφανε και δεν είμαι σίγουρη ότι θα θέλεις ακριβώς να ευχαριστήσεις τον άνθρωπο που την έκανε να αρχίσει να ακούει μουσική, μάλλον να τον γδάρεις θα θέλεις και να σου πω κι εμένα ήταν αυτό το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό!»
«Όσο και να θέλω να βγάλω τα μάτια μου με κουτάλι για να μην βλέπω και να καρφώσω πιρούνια στ’ αφτιά μου για να μην ακούω, αυτή είναι η φυσική ροή των πραγμάτων, Ευδοκία μου.»
«Δεν έχω αποφασίσει ποιος είναι η χειρότερη επιρροή σ’ αυτά, ο Josh ή η φίλη της η Μυρσίνη.»
«Τι εννοείς;»
«Αν κατάλαβα καλά από αυτά που μου είπε η Φανή η Μυρσίνη πρέπει να έχει αρχίσει να κάνει στοματικό στο αγόρι της, κάνοντας την μαϊμού να αρχίσει να το σκέφτεται και η ίδια χωρίς ο ξενοδόχος να έχει την παραμικρή ιδέα, όχι ότι θα τον χαλάσει! Αλλά πάλι… πόσο μεγαλύτερη ήμουν εγώ από τη Μυρσίνη όταν έκανα τα ίδια στο Δημήτρη; Η Φανή είναι μικρή για μένα για κάτι τέτοιο. Της είπα ότι το χάδι είναι μια χαρά αλλά ως εκεί αλλά έφηβοι είναι….»
«Το συζήτησα χθες και με την Κατερίνα και την πήρα την απόφασή μου. Έστειλα χθες το βράδυ mail στο Stanford και τους είπα in no uncertain terms ότι οι τρεις μας πάμε πακέτο. Απάντησαν τα ξημερώματα ώρα Ελλάδας. Μόνο τα εισιτήρια δε μας πλήρωσαν. Θεώρησα ότι θα ακολουθήσεις, όπως είχες πει.»
«Το ρωτάς; Φυσικά και θα ακολουθήσω.»
«Στους γονείς σου έχεις μιλήσει; Τους έχεις προετοιμάσει;»
«Όχι,» παραδέχτηκα.
«Για την εγχείρηση τους το είπες;»
«Ούτε,» κατεβάζοντας το κεφάλι μου.
«50 και 50 με τη λεπτή ζώνη όταν φύγουν τα παιδιά το απόγευμα.»
«Μάλιστα,» του απάντησα. «Δεν έχω καμία δικαιολογία.». Η λεπτή ζώνη πονούσε πολύ περισσότερο. «Στέφανε, να σε ρωτήσω κάτι;»
«Σ’ ακούω,» μου είπε.
«Θα… θα…» ξεκίνησα να λέω αλλά η γλώσσα μου είχε δεθεί κόμπος. «Θα… θα μείνουμε μαζί ή….»
«Τι ερώτηση είναι αυτή;» μου είπε.
«Εννοώ στο Σαν Φρανσίσκο….»
«Δε θα μείνουμε στον Σαν Φρανσίσκο, θα ψάξω σπίτι στο Στάνφορντ, υπάρχουν κάποια όρια με τη Φανή που δεν μπορούν να ξεπεραστούν. Και για να σου απαντήσω την άλλη ερώτηση, φυσικά και θα μείνουμε μαζί, απορώ πώς καν σου πέρασε από το μυαλό ότι θα μέναμε χώρια.»
«Δε μου είχε περάσει καν από το μυαλό, το θεωρούσα μέσα μου περίπου αυτονόητο όταν συνειδητοποίησα ότι δεν είχες αναφέρει τίποτα σχετικό και… και… δεν είμαι εγώ αυτή που παίρνει τις αποφάσεις. Αλλά Stanford? Είναι πανάκριβα εκεί!»
«Λες και είναι τίποτα φτηνό στο Σαν Φρανσίσκο. Μη σε απασχολεί το οικονομικό του σπιτιού, αυτό είναι δικός μου λογαριασμός. Πόσα έπαιρνες στο χρόνο που είχες κάτσει μετά το διδακτορικό σου;»
«100.000$,» του απάντησα.
«Ναι, θα ζητήσεις αύξηση,» μου είπε.
«Πόσα να ζητήσω 130.000$? 150.000;»
«250000$,» μου είπε κάνοντάς το σαγόνι μου να πέσει στο πάτωμα.
«Αυτό είναι μισθός καθηγητή!»
«Θεώρημα Πέτρου, SPH και Fields. Ως τι νομίζεις ότι θα πας, ως βοηθός;»
«Δεν έχω πάρει το Fields ακόμα!»
«Το ένα από τα τέσσερα είναι δικό σου, θα το πάρεις Ευδοκία και το ξέρουν. Σε παρακαλώ επικοινώνησε με τον οικογενειακό σας δικηγόρο για τα διαδικαστικά. Αν δεν έχετε κάποιο οικογενειακό δικηγόρο, θα σε φέρω επαφή με τον δικό μας. Θα επικοινωνήσουν μαζί σου από Δευτέρα. Δε θα δεχτείς ούτε ένα σεντς λιγότερο γιατί κι εγώ δεν ξέρω τι θα γίνει.»
«Μα… μάλιστα.»
«Καλό θα είναι μέσα στην εβδομάδα να αρχίσεις να μαζεύεις τα χαρτιά σου. Θα βοηθήσουν από τη μεριά τους για την επίσπευση της Visa και όσο και αν το αμερικάνικο δημόσιο δεν είναι σαν το ελληνικό, πάντα βοηθάει να έχεις γνωστό κάποιον ανώτερο υπάλληλο της πρεσβείας,» μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι.
«Ο Λάμπρου;»
«Θα κάνει πέτρα την καρδιά του.»
Η υπόλοιπη μέρα πέρασε γρήγορα, σαν αέρας.
«Επιτέλους μόνοι,» μου είπε. «Πάμε πάνω.»
«Μάλιστα.»
«Σήμερα λέω επιτέλους να κάνουμε αυτό το ρημάδι το μπάνιο μαζί,» μου είπε.
«Όχι ότι μπορώ να διαφωνήσω, αλλά και αν μπορούσα, για τρελούς ψάχνεις;» του είπα με χαμόγελο μέχρι τα αφτιά.
«Ναι, έχουμε πρώτα να κάνουμε κάτι άλλο.»
Έφαγα τις 50 μου χωρίς να βγάλω κιχ πέραν από το μέτρημα. Πονούσαν σα διάολος και μετά θα είχε και δεύτερο γύρο. Ας πρόσεχα.
«Αυτά προς το παρόν,» μου είπε και κατέβασε το παντελόνι του. «Πάρε με στο στόμα σου,» με διέταξε και κάθισε στην άκρη του κρεββατιού.
Με τον κώλο μου ακόμα να τσούζει, γονάτισα μπροστά του και τον πήρα στο στόμα μου, μάλλον με περισσότερο από τον προβλεπόμενο ενθουσιασμό, γιατί με έκοψε.
«Δε βιαζόμαστε,» μου είπε.
Επιβράδυνα το ρυθμό μου φροντίζοντας να τον παίρνω όλο μέσα μου. Ήμουν πάντα πρόθυμη να το κάνω αυτό και στους τρεις πρώτους μου παρτενέρ αλλά με το Στέφανο ήταν τελείως διαφορετικά. Το ότι το έκανα πρόθυμα δε σημαίνει ότι το έκανα και με ενθουσιασμό και εννοώ εσωτερικό. Τους ικανοποιούσα, κατάπινα όταν τέλειωναν στο στόμα μου, δεν διαμαρτυρόμουν αν τέλειωναν στο πρόσωπο μου ή στο στήθος μου ή ακόμα και στα μαλλιά μου, αλλά με το Στέφανο ήταν τελείως διαφορετικά, ακόμα και την πρώτη φορά. Όσο πιο πολύ τον ευχαριστούσα τόσο πιο πολύ το απολάμβανα, με τους άλλους προσπαθούσα να τους κάνω να τελειώσουν μια ώρα αρχύτερα, με το Στέφανο μου άρεσε να το κάνω μέχρι να πάθω κράμπα στο σαγόνι και το μόνο εμπόδιο ήταν ο ίδιος μου ο ενθουσιασμός που τον έκανε να τελειώνει σχετικά γρήγορα.
Είχα κλείσει τα μάτια μου και το απολάμβανα με όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις μου. Αργά, απολαυστικά και υπέροχα. Με είχε αφήσει να δώσω εγώ το ρυθμό και αυτό ακριβώς έκανα. Οι κοφτές του ανάσες. Η αίσθηση του πούτσου του στο στόμα μου. Η γεύση του. Η μυρωδιά του. Τα χέρια μου που ταυτόχρονα του χάιδευαν τους μηρούς. Σταμάτησα και τον έβγαλα έξω από το στόμα μου, τον έπιασα με το χέρι μου και άρχισα να τον γλείφω από το κεφάλι μέχρι κάτω. Τον έγλειψα στους όρχεις και μετά πάλι πάνω. Και ξανά. Και ξανά. Έσκυψα πάνω από το κεφαλάκι και το έγλειψα, κάνοντάς τον να ανατριχιάσει. Και μετά πάλι με τη γλώσσα πάνω-κάτω. Συνέχισα για λίγη ώρα και μετά τον ξαναπήρα μέχρι το λαιμό. Ένιωθα γεμάτη, πλήρης, με όλους τους δυνατούς τρόπους. Τον Λάτρευα. Θα τον ακολουθούσα μέχρι την άκρη της Γης και ακόμα παραπέρα. Ήμουν δική Του. Το μυαλό μου άδειασε οξύνοντας ακόμα περισσότερο τις αισθήσεις. Δεν ξέρω καν πόση ώρα είχε περάσει, Εκείνος το απολάμβανε και εγώ δε χρειαζόμουν τίποτα περισσότερο. Άρχισα σιγά-σιγά να επιταχύνω και το έκανα χωρίς βιασύνη.
Ο χώρος μου είχε γίνει η γεύση Του και η μυρωδιά Του και ο χρόνος μου οι ανάσες Του. Και ο χρόνος άρχισε να επιταχύνεται και ο χώρος να διαστέλλεται και όλο και πιο γρήγορα και όλο και πιο γρήγορα, μέχρι που ένιωσα τους σπασμούς Του μέσα στο στόμα μου, στόμα που πλημμύρισε από τους χυμούς του σε ποσότητα που δε μου είχε προσφέρει ξανά. Κατάπινα και κατάπινα την ουσία Του, την έκανα ένα με το σώμα μου, γινόμουν σάρκα από τη σάρκα Του, μέχρι που δεν είχε τίποτε άλλο να μου δώσει. Τραβήχτηκα απαλά, σκουπίζοντάς τον με τη γλώσσα μου και με το πρόσωπό μου πάνω στο οποίο τον έτριψα ανασαίνοντας τη μυρωδιά Του.
«Σε ευχαριστώ, Αφέντη μου,» του είπα σηκώνοντας το κεφάλι μου και κοιτάζοντάς τον στα μάτια και αυτή τη φορά δεν μου ξέφυγε, ήξερα τι είπα και τι βάρος είχε αυτός ο λόγος.
Μου χαμογέλασε και φωτίστηκε θαρρείς η πλάση.
«Άντε, μικρή. Πήγαινε να ετοιμάσεις το μπάνιο και μη νομίζεις ότι ξέχασα τις 50 που σου χρωστάω, αν και ομολογώ ότι όσο το έκανες κόντεψα να ξεχάσω το όνομά μου. Το καλύτερο τσιμπούκι που μου έχουν κάνει στα 34 χρόνια που είμαι σεξουαλικά ενεργός.»
Unchain the colors before my eyes
Yesterday's sorrows, tomorrow's white lies
Scan the horizon, the clouds take me higher
I shall return from out of the fire.
«Πάω αμέσως Αφέντη μου,» του είπα χαμογελαστή.
Κεφάλαιο 45 - Και έχω δρόμο να κάνω προτού κοιμηθώ…
Κατερίνα
Τα λόγια του Harry είχαν χαραχτεί βαθιά στην ψυχή μου: “Be empathetic, not sympathetic.” Ο Stefan είναι μεταξύ άρνησης και διαπραγμάτευσης και πιθανότατα το ίδιο ισχύει και για την Εύη. Κι εγώ… μεταξύ διαπραγμάτευσης και κατάθλιψης αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους.
Φορούσα τη μάσκα μου αλλά τα λόγια του Stefan ήταν μαχαιριά.
«…ντρέπομαι ως γονιός, μα πιο πολύ εμπιστεύομαι την κρίση της για τη Φανή παρά τη δική μου ή τη δική σου. Και το λέω χωρίς καμία διάθεση να σε προσβάλλω.»
Μέσα μου πάλευε η χαρά και η ανακούφιση για τη Φανή και η ζήλεια που ένιωθα για την αγάπη που έδειχνε στην Εύη. Για όλους ήταν η Εύη, μόνο για το Stefan ήταν η Ευδοκία. Ήταν η νέα της ταυτότητα, το όνομα του αγάλματος που σμίλευε ο Stefan. Δεν ζήλευα την Ευδοκία, δε θα μπορούσα να ζηλέψω την Ευδοκία. Την Εύη ζηλεύω.
Είχα ξεκινήσει με άρνηση. Τη βραδιά που γυρίσαμε σπίτι από το θέατρο και βρήκαμε εκεί την Εύη. Η Φανή κοιμόταν στην αγκαλιά της, η Φανή που δεν αγκάλιαζε ούτε την ίδια της τη μάνα και τον ίδιο της τον πατέρα, κοιμόταν στην αγκαλιά την Εύης. Ένιωσα θυμό και ζήλεια και οι τύψεις μου ήταν η τιμωρία μου. Την είχα πάρει αγκαλιά και την είχα φιλήσει στη βεράντα. Θεέ μου τι υποκρίτρια! Κι άλλες τύψεις.
Και η άρνηση έγινε θυμός, οργή. Όχι προς την Εύη, προς εμένα. Ντροπή και τύψεις, πώς είναι δυνατόν μια μάνα να ζηλεύει την ευτυχία του ίδιου της του παιδιού; Όλα πίσω από τη μάσκα, όλα κρυφά. Και μετά… μετά να βλέπω τον Stefan να σκοτώνει σιγά-σιγά τον εαυτό του κι εγώ να μην μπορώ να κάνω τίποτα. Ήθελα να κοπανίσω το κεφάλι του ενός στο κεφάλι του άλλου, μα πάνω απ’ όλα το δικό μου κεφάλι ήταν που ήθελα να σπάσω.
Δε βάζω τίποτα πάνω από τα παιδιά μου, τίποτα. Μα στην Αμερική δε θα πήγαιναν Stefan, Ευδοκία και Φανή, θα πήγαιναν πατέρας, μητέρα και κόρη. Και δε μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτό και δεν ήθελα να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Μόνο να παρατηρώ αμέτοχη το μαχαίρι να στριφογυρίζει στα σωθικά μου και εγώ να προσπαθώ να σφίξω τα δόντια για το καλό του παιδιού μου.
Διαπραγμάτευση. Εκεί ήμουν. Είχε πολύ δρόμο μπροστά μου μέχρι την αποδοχή, το δρόμο της θλίψης.
Το cardinal sin της σχέσης μου με το Stefan. Είχα φορέσει το προσωπείο και τον είχα αφήσει στο σκοτάδι. Και ο Stefan έκανε ό,τι εγώ με το Harry για σχεδόν ένα χρόνο, συνέχιζε, χωρίς να καταλαβαίνει ότι σκότωνα τον εαυτό μου. Και τώρα είχε να διαχειριστεί και αυτό. Πίστευα ότι έχω το χρόνο μπροστά μου αλλά ο χρόνος τέλειωσε και τώρα…
Η τελική μαχαιριά ήταν το ενθουσιώδες τηλεφώνημα της Φανής
«Μαμά, κάθε Παρασκευή θα κάνουμε girls night! Ήταν τόσο υπέροχα χθες! Έκανα το μπάνιο μου, βάλαμε μάσκες μέχρι και ρομαντική ταινία είδαμε! Φαντάσου ότι έβαλα τα κλάματα! Αλλά δεν ήταν στεναχώριας ήταν… δεν ξέρω πως να το πω! Ήταν πολύ γλυκό, σα να έφευγε ένα βάρος από πάνω μου! Και μετά βάλαμε και κάναμε ασκήσεις στα μαθηματικά! Δεν το είπα στην Εύη αλλά δε μου πήρε δεκαπέντε λεπτά να το λύσω, γύρω στα δέκα μου πήρε, αλλά την έβλεπα έτσι σκεπτική και φοβήθηκα ότι θα τη στεναχωρήσω. Αλλά δεν είναι καλό να λέμε ψέματα. Και δεν την είχε πειράξει, όταν το έλυσε κι εκείνη και της έδειξα τη λύση με αγκάλιασε και με φίλησε και μου είπε «τι πλάσμα είσαι εσύ!». Κι εσύ να έρχεσαι αλλά να μην κάνουμε μετά μαθηματικά, μετά την τοπολογία εννοώ! Ουφ, πρέπει να θύμωσε πολύ όταν της είπα ότι στο Josh αρέσει το στήθος μου αλλά δεν είχε θυμώσει με εμένα, με το Josh είχε θυμώσει. Που δηλαδή να είχα κάνει ό,τι η Μυρσίνη στον Αντώνη, χαχαχα. Δεν έχω κάνει κάτι κακό έτσι; Η Εύη λέει ότι δεν είναι κακό το χάδι, είναι μαμά;»
Emotionally, I was caught between the devil and the deep blue sea.
Προσπαθώ εδώ και μέρες να βρω το κουράγιο να μιλήσω στο Stefan. Οφείλει να το ξέρει, είναι δικό του να το διαχειριστεί κι εγώ του το στερώ. Αν το κάνω όμως, θα τον φέρω ακριβώς στην ίδια θέση που βρίσκομαι τώρα χωρίς να έχει επιλογή. Both the dEvel and the deep blue sea. Η ζήλεια μου, η ανασφάλειά μου και ο πόνος μου από τη μία και αυτό που έτυχε στην Εύη από την άλλη.
Θεέ μου, τι θα κάνω;
Χρειάζεται το χρόνο του, μου είπε τη φράση κλειδί «πρέπει να πάω στο βουνό.». Τον πίεσα κι εγώ να το κάνει αλλά τελικά είχε δίκιο, είχε δίκιο όπως πάντα.
«Όταν συμβεί κάποια απρόοπτη καταστροφή το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι να προσπαθήσεις να την περιορίσεις. Να την ελέγξεις στο βαθμό που είναι εφικτό. Όλα τα άλλα έπονται. Όσο η καταστροφή συμβαίνει δεν έχει τίποτε άλλο νόημα, πρώτα να φροντίσεις να σώσεις ό,τι μπορεί να σωθεί και μετά να θρηνήσεις για τα υπόλοιπα.»
“Alas, my little brunette, anything you are keeping from me is going to be forEver lost. It’s not yours to keep, it’s mine and this going to lead, inexorably, to one path and one path only.”
Δεν είναι δική σου απόφαση Κατερίνα. Μην κάνεις το ίδιο λάθος. Η αιτία είναι διαφορετική αλλά το λάθος είναι το ίδιο, του στερείς κάτι δικό του. Είναι το δικό Του πικρό ποτήρι που ορκίστηκε να πιει αν χρειαστεί όταν σου πέρασε το λουκέτο στην αλυσίδα Του και Του ορκίστηκες την υποταγή σου.
Between the devil and the deep blue sea. Κι εγώ, κι ο Stefan και όλοι μας.
Στέφανος
Δεν είχαμε μπει πολλή ώρα στο σπίτι γυρίζοντας από το αεροδρόμιο.
« Stefan, πρέπει να σου μιλήσω.»
«Πάμε στη βεράντα.»
«Σε παρακαλώ πάμε στο δωμάτιό μας,» μου είπε. Μάλιστα, κάτι πολύ σοβαρό.
«Πάμε,» της είπα και ανεβήκαμε στο δωμάτιο. Κάθισα στο κρεββάτι για να βγάλω τα παπούτσια μου και η Κατερίνα ήρθε και γονάτισε μπροστά μου. Με κοίταξε στα μάτια.
«Τι είναι κοριτσάκι μου;»
« Stefan… Αφέντη μου…» ξεκίνησε να λέει αλλά κόμπιασε γεμίζοντας την ψυχή μου παγωνιά.
«Τι συμβαίνει Κατερίνα;»
«Δεν είμαι καλά Stefan. Δεν είμαι καλά,» ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει πριν ξεσπάσει σε κλάματα, κάθε της λυγμός και μια μαχαιριά στην καρδιά μου. Δεν ήμασταν δύο, είμαστε ένα, ο πόνος της είναι και πόνος μου, η χαρά της είναι χαρά μου. Τη χάιδεψα απαλά στα μαλλιά.
«Μίλα μου κοριτσάκι μου. Σε εμένα ξέρεις ότι πρέπει να μου λες τα πάντα. Τι σου συμβαίνει;»
«Νιώθω ότι χάνω το παιδί μου Stefan. Βρίσκει σιγά-σιγά μια άλλη μητέρα και το μόνο που μπορώ να κάνω ενώ το μαχαίρι στριφογυρίζει στα σωθικά μου είναι να σφίγγω τα δόντια μου για να μην καταλάβει ότι μέσα μου πεθαίνω. Πονάω, Stefan… πονάω.»
Και τα τείχη γύρω μου κατέρρευσαν.
Συνέχισα να τη χαϊδεύω απαλά ενώ οι λυγμοί της μου ρήμαζαν την ψυχή. Είχε αναγνώσει λάθος την ιεραρχία μου, θα θυσίαζα τα πάντα για τα παιδιά μου χωρίς δεύτερη σκέψη αλλά η κορυφή χωρούσε μόνο έναν άνθρωπο. Και αυτός ο άνθρωπος ήταν γονατισμένος μπροστά μου και έκλαιγε.
«Κατερίνα μου, κοίταξέ με σε παρακαλώ,» της είπα. Το πρόσωπό της ακόμα μια μαχαιριά στην ψυχή μου. «Μαζί θα το περάσουμε.»
«Δεν μπορώ… με κάνει να νιώθω σα να σε βάζω να διαλέξεις… δεν μπορώ… δεν μπορώ….»
«Έχω διαλέξει εδώ και είκοσι χρόνια Κατερίνα.»
«Όχι, όχι! Δεν μπορείς να διαλέξεις εμένα από τα παιδιά μας.»
«Δεν διαλέγω εσένα από τα παιδιά μας. Διάλεξα να κάνω τα παιδιά μας μαζί σου. Δικό μου ήταν το λάθος με τη Φανή, δικό μου και μόνο δικό μου.»
«Όχι… εγώ σε οδήγησα λάθος.»
«Αν το GPS σε πάει λάθος, Κατερίνα, είναι δικό σου το λάθος όχι του GPS. Εκείνο σου παρέχει τα δεδομένα, είναι δική σου ευθύνη και μόνο να τα αξιολογήσεις. Εγώ είμαι ο Αφέντης, εγώ έχασα το δρόμο. Μαζί θα το περάσουμε. Θα είμαι εδώ για σένα. Δεν ορκίστηκες μόνο εσύ σε εμένα Κατερίνα, ορκίστηκα κι εγώ σε εσένα. Αυτό το λουκετάκι που κουβαλάς είναι ο όρκος που δώσαμε ο ένας στον άλλον. Εγώ θα οδηγώ, εσύ θα ακολουθείς αλλά θα πορευτούμε μαζί. Μαζί θα γελάσουμε, μαζί θα κλάψουμε, μαζί θα δρέψουμε τους θριάμβους, μαζί θα ξεπεράσουμε τις ήττες.»
«Νιώθω τιποτένια. Ζηλεύω… ζηλεύω την ευτυχία του ίδιου μου του παιδιού, της ίδιας μου της σάρκας… Δεν ζηλεύω την Ευδοκία, Stefan, την Εύη ζηλεύω. Ζηλεύω τον ίδιο τον άνθρωπο που ευγνωμονώ την ώρα και τη στιγμή που μπήκε στη ζωή μας. Στη ζωή της Φανούλας μας. Με σκοτώνει αυτό, με σκοτώνει…» είπε και ξέσπασε πάλι σε λυγμούς.»
Συνέχισα να τη χαϊδεύω τρυφερά. Ο κάθε άνθρωπος βιώνει τον πόνο του μονάχος. Η χαρά μπορεί να μοιραστεί, ο πόνος όχι. Ο πόνος μπορεί μόνο να απαλύνει. Προσπαθούσα να είμαι ήρεμος ενώ τα μέσα μου ούρλιαζαν. Ο βράχος στον οποίο σπάνε τα κύματα.
«Μαζί θα το περάσουμε κοριτσάκι μου. Ο πόνος θα απαλύνει, οι τύψεις θα φύγουν και θα χαθούν σαν ένα κακό όνειρο. Μαζί.»
Συνέχισα να τη χαϊδεύω μέχρι που σιγά-σιγά ηρέμισε.
«Και η Εύη;» μου είπε.
«Η Ευδοκία είναι η Ευδοκία και η Κατερίνα είναι η Κατερίνα. Ακόμα και αν η Ευδοκία βλέπει την Φανή σαν κόρη της, η Φανή τη βλέπει σαν αδερφή της. Ξέρεις τι μου είχε πει όταν μου ζήτησε να την αφήσω να κάνει το girls night? Να είναι μαζί και η μαμά. Και ξέρεις κάτι; Η Φανή δεν έχει ένστικτο μόνο για τα μαθηματικά. Girls nights είναι girls night for all the girls of our extended family. Δεν έχει μόνο η Φανή την ανάγκη της αδερφής, Κατερίνα μου, έχει και η Ευδοκία. Της αδερφής, της μαμάς-αδερφής και ας έχει μαμά. Και αν σα μητέρα πιστεύεις με όλη σου την ψυχή ότι δε θα μπορούσες να αφήσεις την κόρη σου σε καλύτερα χέρια από αυτά της Ευδοκίας, ο Αφέντης σου πιστεύει με όλη του την ψυχή ότι δε θα μπορούσα να εμπιστευτώ την Ευδοκία σε καλύτερα χέρια από τα δικά σου. Και όπως και η Ευδοκία, χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή, ακόμα και τότε που την είχα παρατήσει μόνη της στην ερημιά της, είχε πει ότι θα μας ακολουθήσει στην Αμερική, έτσι κι εγώ σου ζητώ να μη διστάσεις να της δώσεις την βοήθεια που χρειάζεται τώρα κι εγώ δεν μπορώ… δεν μπορώ να της δώσω. Εγώ μπορώ μόνο να είμαι εδώ, ο βράχος σας. Ό,τι είναι να ξεπεράσετε πρέπει να το κάνετε η κάθε μία μόνη της αλλά κρατώντας η μία το χέρι της άλλης και οι δύο το δικό μου.»
«Σ’ αγαπάω,» μου είπε και έβαλε ξανά τα κλάματα.
«Σ’ αγαπάω,» της είπα και συνέχισα να τη χαϊδεύω μέχρι που ηρέμησε. «Πάμε παρακάτω, Κατερίνα μου.»
«Ναι, Αφέντη μου. Πάμε παρακάτω.»
«Σε χρειάζομαι Κατερίνα. Θα κάνεις αυτό που σου είπα;»
«Με όλη μου την καρδιά Stefan.»
«Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις;»
«Ναι. Να μιλήσω στη μικρή μου αδερφή. Να μην κρύψω τίποτα, να μην κρατήσω τίποτα. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να έρθει μέσα μου η αποδοχή. Από τη συγχώρεσή της, ακόμα και αν η ίδια δεν είχε ιδέα ότι είχε κάτι να μου συγχωρέσει.»
«Θαυμάσια, κάνε της ένα τηλέφωνο αύριο. Μιλήστε.»
«Αυτά δεν γίνονται από τηλεφώνου, Stefan.»
«Δε χρειάζεται, πάρε την αύριο και κανονίστε.»
«Είπαμε να πάμε παρακάτω, Stefan. Το αύριο ξεκινάει από το τώρα. Μου επιτρέπεις;»
«Φυσικά.»
«Μπορεί να χρειαστεί να κάτσω εκεί το βράδυ.»
«Κανένα απολύτως πρόβλημα.»
«Εσύ τι θα κάνεις;»
«Θα πάω στο βουνό. Έχεις δίκιο, το αύριο ξεκινάει από το τώρα.»
Ευδοκία
Μόλις είχα κατέβει από τους γονείς μου, ένιωθα να πνίγομαι, να μη μπορώ να πάρω ανάσα. Πώς να πεις στους ανθρώπους που σε ανάστησαν ότι δεν θα μπορούσες να τους δώσεις ποτέ εγγόνι; Η μάνα μου έβαλε τα κλάματα και δε μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Δεν είχα δάκρυα. Με πόναγε, με ρήμαζε αλλά δεν είχα δάκρυα πέρα από αυτά που είχα ρίξει στα πόδια του Στέφανου. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα κάνω παιδί. Ακόμα και όταν γνώρισα το Στέφανο, το μόνο άνθρωπο στον κόσμο του οποίου θα ήθελα να φέρω στον κόσμο παιδί του, δε με είχε απασχολήσει ποτέ η σκέψη. Το κατάλαβα μόνο όταν έχασα κάθε ελπίδα γι’ αυτό.
Και δεν είχα ούτε ένα δάκρυ να χύσω.
Μετά από την πρώτη βόμβα, την Αμερική τη δέχτηκαν πιο εύκολα, σχεδόν στωικά. «Χρειάζομαι να αλλάξω περιβάλλον,» τους είπα ψέματα.
Και τώρα ήμουν μόνη μου στο δωμάτιο κάνοντας ταβανοθεραπεία. Είχα αποδεχτεί τη θέση μου όπως αποδέχεσαι ένα φυσικό νόμο, έτσι πίστευα. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να ζηλέψω… όχι… όχι να ζηλέψω, να φθονήσω. Η καταδίκη μου ήταν σαν θεία τιμωρία. Φυσικός νόμος ε; Φάε ένα φυσικό νόμο να έχεις: Όχι μήτρα => όχι παιδιά.
Παραδομένη στις σκέψεις μου σχεδόν δεν άκουσα το τηλέφωνο να χτυπάει. Είδα την κλήση, ήταν η Κατερίνα.
«Κατερίνα;»
«Καλησπέρα Εύη μου. Μπορώ να σε απασχολήσω;»
«Βεβαίως και το ρωτάς; Συμβαίνει κάτι;» ρώτησα ανήσυχη.
«Ναι, κάτι συμβαίνει.»
«Κατάλαβα, σου είπε ο Στέφανος για τη Φανή, ε;»
«Δεν είναι η Φανή που με απασχολεί.»
«Αλλά;»
«Η μητέρα της.»
«Κατερίνα, με κάνεις και ανησυχώ. Τι συμβαίνει;»
«Μπορώ να έρθω από εκεί να τα πούμε;»
«Φυσικά!»
«Στο σπίτι σου εννοώ.»
«Ναι, το κατάλαβα! Φυσικά και μπορείς, τι ερώτηση είναι αυτή;»
«Είναι 20:00 γι’ αυτό ρωτάω.»
«Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Θέλεις να σου παραγγείλω κάτι; Να φας; Να πιεις;»
«Όχι δεν πεινάω αλλά ένα ποτό θα το χρειαστώ, έχεις;»
«Μπύρες στο ψυγείο και ένα μπουκάλι ουίσκι, πίνω καμιά φορά.»
«Ωραία, τα λέμε σε μισή ώρα, δε φαντάζομαι να μου πάρει παραπάνω.»
«Σε περιμένω,» της είπα.
Ομολογώ ότι ένιωσα ξαφνικά ανησυχία. Δεν είναι ότι δε μιλούσα με την Κατερίνα, πάντα ήταν πρόθυμη να μου δώσει συμβουλές όταν τις χρειαζόμουν αλλά ήταν η πρώτη φορά που με είχε πάρει εκείνη να μου πει ότι χρειάζεται να μιλήσουμε.
Δε με χώραγε ο τόπος, πήρα τηλέφωνο το Στέφανο.
«Καλησπέρα κοριτσάκι μου.»
«Καλησπέρα, Στέφανε. Να σου πω… φαντάζομαι ότι ξέρεις ότι η Κατερίνα έρχεται εδώ.»
«Το ξέρω, Ευδοκία.»
«Δε θα σου πω ψέματα, με έχει ανησυχήσει.»
«Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Ξέρω γιατί έρχεται αλλά θα τα πείτε οι δυο σας.»
«Σε ευχαριστώ και συγνώμη αν σε διέκοψα από κάτι.»
«Δε με διέκοψες από κάτι και πολύ καλά έκανες που με πήρες. Αυτό που σου είχα πει πάντα ισχύει, αν έχεις αμφιβολία με ρωτάς.»
«Πώς είσαι εσύ;»
«Καλά είμαι κοριτσάκι μου, εδώ, ετοιμάζομαι να δω ταινία με τα παιδιά.»
«Να μου τους φιλήσεις!»
«Θα το κάνω. Καλή συνέχεια κοριτσάκι μου.»
«Καλή διασκέδαση, Στέφανε.»
Εικοσιπέντε λεπτά αργότερα χτύπησε το κουδούνι μου. Άνοιξα την πόρτα και η Κατερίνα μπήκε μέσα.
«Καλώς την, πέρνα στο σαλόνι. Θέλεις να σου βάλω κάτι να πιείς;»
«Καλησπέρα,» μου είπε χαμογελαστή. «Ναι, ένα ουίσκι θα το έπινα.»
«Πάω,» της είπα και πήγα στην κουζίνα να φέρω λίγο πάγο. Το ουίσκι και τα ποτήρια ήταν σε ένα μικρό μπουφέ στο σαλόνι. «Θέλεις πάγο, έτσι;»
«Ναι, τρία παγάκια.»
Της σέρβιρα το ουίσκι της και κάθισα δίπλα της στον καναπέ.
«Δεν ξέρω πως να αρχίσω οπότε θα μπω κατευθείαν στο ψητό,» μου είπε και παρά τις διαβεβαιώσεις του Στέφανου με έπιασε σφίξιμο. «Ήρθα εδώ να σου ζητήσω να με συγχωρέσεις,» συνέχισε, αφήνοντάς με άναυδη.
«Να… τι; Να σε συγχωρέσω για ποιο πράγμα;» της είπα χωρίς πραγματικά να καταλαβαίνω τι γίνεται.
«Θα έχεις βαρεθεί να το ακούς αλλά θα στο πω ακόμα μία φορά, είσαι ό,τι καλύτερο έχει συμβεί στη Φανή τα τελευταία χρόνια. Μέσα σε 4 μήνες που σε γνωρίζει έχει κάνει μεγαλύτερη πρόοδο απ’ ότι μέχρι τα 15 της.»
Δεν απάντησα κάτι, συνέχισα να την κοιτάω, προσπαθώντας να καταλάβω που το πηγαίνει.
«Και αυτό με σκοτώνει σα μητέρα. Να προτιμάει μια ξένη αγκαλιά, ακόμα και αν αυτή είναι η δική σου, από αυτή της μητέρας της. Να είμαι μητέρα και να εμπιστεύομαι περισσότερο τη δική σου κρίση όσον αφορά την ίδια μου την κόρη παρά τη δική μου. Ζήλευα… ζηλεύω… Όχι την Ευδοκία του Stefan, αλλά την Εύη της Φανής. Το πρώτο βήμα για να λύσεις ένα πρόβλημα είναι να αναγνωρίσεις την ύπαρξή του. Αυτό το είχα κάνει εδώ και καιρό αλλά δεν είχα κάνει το επόμενο βήμα. Το επόμενο βήμα είναι να λύσεις το ίδιο το πρόβλημα.»
Την κοίταζα με ανοιχτό το στόμα.
«Κι αυτό ξεκινάει με το να σου ζητήσω να με συγχωρέσεις.»
«Δεν… δεν είχα ιδέα. Θεέ μου, δεν είχα ιδέα. Δεν… Την… την αγαπάω τη Φανή όσο τίποτα στον κόσμο αλλά… αλλά… Θεέ μου! Νόμιζα ότι είχα αποδεχτεί τη θέση μου σα να ήταν φυσικός νόμος. Μετά… μετά άναψε μια σπίθα και η σπίθα έγινε φωτιά και η φωτιά πυρκαγιά που πυρπολούσε τα πάντα μέσα μου. Ήθελα το Στέφανο δικό μου. Να γίνω η Κατερίνα του. Να γίνω η μητέρα των παιδιών του. Να τα βάζω εγώ φιλώντας τα για ύπνο και να κοιμάμαι εγώ στη δική του αγκαλιά. Μα όσο και αν με έκαιγε η φωτιά, τον νόμο της φύσης δεν μπορείς να τον αλλάξεις. Δε μπορούσα να έχω εγώ το Στέφανο, δεν ήταν δικός μου. Εκείνος με θέλησε ακριβώς στη θέση που είμαι, χωρίς να μου δώσει καμία άλλη επιλογή. Πάλεψα να ξεφύγω… νύχτες αξημέρωτες μακριά του. Μα δεν μπορούσα. Δε μπορούσα να ξεφύγω. Και τότε… και τότε αυτή η θέση από δικό μου λάθος χάθηκε. Έμεινα μόνη και χαμένη να περιπλανιέμαι στον κόσμο των σκιών, στην ατέλειωτη παγωμένη ερημιά. Έχασα αυτό που είχα φθονώντας αυτό που δε θα μπορούσα να αποκτήσω. Και ο Στέφανος με συγχώρησε αλλά οι Θεοί όχι. Φθόνησα την Κατερίνα, την μητέρα των παιδιών του. Και οι Θεοί με τιμώρησαν… με τιμώρησαν…στερώντας μου… στερώντας….»
Κι εκεί έσπασα και άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Ούτε που κατάλαβα στην αρχή την αγκαλιά που με πήρε μέσα της. Ο πόνος με έσφαζε σα μαχαίρι και οι τύψεις με έκαιγαν σα φωτιά. Προσπάθησα να τραβηχτώ ντροπιασμένη αλλά με κράτησε σταθερά και με έσφιξε πάνω της ακόμα πιο πολύ. Παραδόθηκα σαν παιδούλα στην αγκαλιά της και έκλαιγα… κι έκλαιγα…
Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε μέχρι να ησυχάσω. Αποτραβήχτηκα μαλακά και ήπια μια γουλιά ουίσκι αποζητώντας απελπισμένα το γνώριμο του κάψιμο σε ουρανίσκο και λαιμό.
«Όταν ήμουν με το Harry μου είχε πει κάτι που χαράχτηκε βαθιά μέσα μου. Be empathetic, not sympathetic. Δύο masters, ένα διδακτορικό και ένα post doc στην ψυχολογία και σε κανένα μάθημα, σε κανένα σύγγραμμα, σε καμία αίθουσα δεν άκουσα κάτι τόσο ουσιαστικό, τόσο βαθύ. Να συναισθάνεσαι. Να κρατάς διαυγή τη ματιά σου, μπαίνοντας, όμως, στη θέση του άλλου για να καταλάβεις πώς αισθάνεται, γιατί αισθάνεται έτσι. Αλλά να μη λυγίζεις από το δικό του βάρος. Μόνο έτσι θα μπορέσεις να τον βοηθήσεις. Μα είναι μερικές φορές τόσο δύσκολο, είναι σα να ζητάς το υπεράνθρωπο. Ακόμα και έτσι, όμως, μου είναι αδύνατο να φανταστώ καν πόσο πολύ πονάς. Ο Stefan κάποτε μου είχε πει πως ο καθένας μας βιώνει τον πόνο του μονάχος. Δε μπορώ να φανταστώ τον πόνο σου Εύη μου, μπορώ να σου δώσω όμως το χέρι μου, να στο κρατήσω, να στο σφίξω, να κάνω τα πάντα να στον απαλύνω. Δεν είσαι μόνη σου, θέλω να το ξέρεις, δεν είσαι μόνη σου. Είσαι ευλογία, είσαι πραγματική ευλογία και το μόνο που σου ζητώ είναι να με συγχωρέσεις και να μου δώσεις το χέρι σου.»
Δεν απάντησα… απλά πήρα το χέρι της και το έσφιξα στο χέρι μου …και χώθηκα ξανά στην αγκαλιά της.
The woods are lovely, dark and deep,
But I have promises to keep,
And miles to go before I sleep,
And miles to go before I sleep.
«Πάμε παρακάτω,» της ψιθύρισα πριν ξεσπάσω ξανά σε κλάμα.
Κεφάλαιο 46 - The infernal fire of the Mountain King
Στέφανος
Αν δε φαντάζεσαι φωτιές με κάρβουνα μην παίζεις.
Οδηγώ σα διάολος. Όχι απρόσεκτα, όχι απερίσκεπτα, μα σα διάολος. Έχω ανάγκη να φτάσω στο βουνό μια ώρα αρχύτερα. Έχω ανάγκη να μείνω μόνος με τον εαυτό μου, να κάνω ένα reset, να βάλω τα πράγματα στη θέση τους. Όταν βρίσκεσαι μέσα σε μια κρίση δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Πρέπει να αποστασιοποιηθείς, να βγεις από τον εαυτό σου για να μπορέσεις να δεις τον εαυτό σου.
Με χάδια τρομαγμένα,
με διψασμένα χάδια
του νου μου τα σκοτάδια
απόψε ντύνομαι
Οδηγώ σα διάολος. Οδηγώ σα διάολος, για να ξεφύγω όσο το δυνατό γρηγορότερα απ’ αυτό που με πνίγει και που δεν επιτρέπεται κανείς να δει. Ούτε τα παιδιά μου, ούτε η Κατερίνα, ούτε η Ευδοκία. Γι’ αυτούς είμαι βράχος. Αν και δε χρειάζεται να κρυφτώ από την Κατερίνα, με διαβάζει πριν καν διαβάσω εγώ τον εαυτό μου. Αλλά και πάλι, δε μου επιτρέπω να με δει να καταρρέω. Γιατί καταρρέω. Και μόνο εδώ, μόνο στο βουνό μου μπορώ να ταξιδέψω στου μυαλού μου τα σκοτάδια. Μόνο εδώ μπορώ να ανασυνταχτώ και να γίνω ξανά ο βράχος τους.
Έφτασα. Τραβάω χειρόφρενο. Κοιτάζω έξω από το αυτοκίνητο.
Θρόισμα του αέρα. Οξυγόνο.
Ψηλά πράσινα δέντρα. Ελπίδα.
Δε βγαίνω, δεν μπορώ να βγω ακόμα. Εκεί που είχα μια κρίση να διαχειριστώ, ξαφνικά βρέθηκα με δύο καυτές πατάτες, με δύο κάρβουνα. Το ένα δε συγκρίνεται με το άλλο. Αλλά είναι δύο, ένα για κάθε μου χέρι. Μου καίνε το δέρμα, μου καίνε τις σάρκες, μου καίνε τα σωθικά.
Λευκό πανί υψώνω
και πάω όπου με πάει
αυτό που με σκορπάει,
σου παραδίνομαι
Βγαίνω έξω. Παίρνω ένα μονοπάτι, δεν ξέρω που βγάζει. Νομίζω πως περπατάω, αλλά στην πραγματικότητα σέρνω τα πόδια μου. Πώς να παραμείνω δυνατός όταν υποφέρει η δύναμή μου; Όταν πονάνε τα κορίτσια μου; Κάνω μια στάση και σηκώνω το κεφάλι μου ψηλά, ψάχνω να βρω τον ήλιο πίσω από τα φύλλα των δέντρων. Όσο ο αέρας το επιτρέπει, τον κοιτάω κατάματα.
«Χαράκωσέ με ή σφάξε με. Αλλά αυτή η ιστορία θα τελειώσει οριστικά. Όχι τρεις τελείες. Τελεία και παύλα, μόνο!»
Κατερίνα μου… Ανάσα βαθιά…
Fire, I’ll take you to burn.
“Δεν θ’ αποχαιρετήσω την Αλεξάνδρεια που χάνω με των δειλών τα παρακάλια παρά με το χαμόγελο… απολαμβάνοντας τους εξαίσιους ήχους του μυστικού θιάσου. Σ’ αγαπάω.»
Ευδοκία μου… Ανάσα βαθιά…
Fire, I’ll take you to learn.
Είχα φύγει. Είχα τρέξει. Δύο φορές τις είχα προδώσει. Μου είχαν δώσει την ψυχή τους και είχα βάλει πάνω από εκείνες τον εγωισμό μου. Δε μου αρέσουν οι ταμπέλες. Ποτέ δε βαυκαλίστηκα για το αφεντιλίκι μου. είμαι ο εαυτός μου, είμαι αυτό που είμαι. Ούτε ακολουθώ κάποια πεπατημένη, το ένστικτό μου ακολουθούσα πάντα. Το ένστικτο αυτό με οδήγησε στην Κατερίνα, το ένστικτο αυτό με οδήγησε στην Ευδοκία.
Ούρλιαξα.
Έπεσα στα γόνατά μου. Οι πέτρες μου τρυπούσαν τα πόδια και με πονούσαν.
Πόνος; Τι ιδέα έχω από πόνο;
«Το μαχαίρι στριφογυρίζει στα σωθικά μου είναι να σφίγγω τα δόντια μου για να μην καταλάβει ότι μέσα μου πεθαίνω. Πονάω, Στέφανε… πονάω.»
Κατερίνα μου!
Ουρλιαχτό.
«Δεν μπορώ… δεν μπορώ… Πονάω, Στέφανε… πονάω.»
Ευδοκία μου!
Ουρλιαχτό
Πόνος. Κλάψε, ούρλιαξε. Πονάς μαζί τους. Είναι δικές σου. Ψυχή από την ψυχή σου, σάρκα από τη σάρκα σου, αίμα από το αίμα σου.
Η Κατερίνα μου… Η Ευδοκία μου… Εκείνες έχουν εμένα για βράχο τους. Είναι δικές μου. Είναι η ευθύνη μου, η τεράστια ευθύνη μου. Είμαι υπεύθυνος για αυτά τα δύο πλάσματα που τόσο απλόχερα μου πρόσφεραν το είναι τους.
Ζόρικος κρεμανταλάς
ο καιρός που κουβαλάς
Η ζωή σου μια νταλίκα
με μπαγκάζια και με ΙΚΑ
Τώρα απόκτησες καβούκι
και αμάξι σπορ μοντέλο
Τώρα σκάλωσες στο λούκι
κι είσαι αλλιώτικο καπέλο.
Μπορεί να ακούγεται ζόρικο. Μπορεί να είναι φορτίο βαρύ. Αλλά είναι φορτίο που εγώ επέλεξα και όσες φορές και αν χρειαζόταν πάλι θα το επέλεγα. Γιατί είναι αυτές που είναι.
Το δάκρυ γίνεται λυγμός και ο λυγμός γίνεται ξανά ουρλιαχτό.
Η Κατερίνα έσπασε αλλά κατάλαβε. Δεν υπήρχε ποτέ θέμα επιλογής. Η επιλογή είχε γίνει εδώ και είκοσι χρόνια. Δεν υπάρχει Σκύλλα και Χάρυβδη, δεν υπάρχει διάβολος και βαθιά άγρια θάλασσα. Δεν θα επιλέξω το ένα για το άλλο, θα επιλέξω και το ένα και το άλλο. Πονάει αλλά θα το βρει το δρόμο της. Θα γιατρευτεί και η ζωή θα συνεχίσει. Εδώ, δίπλα μου. Μαζί. Δίνοντάς της το χέρι μου να κρατηθεί. Το κατάλαβε, αυτό το χέρι ποτέ δεν θα τραβηχτεί, ποτέ δεν θα την εγκαταλείψει. Είκοσι χρόνια πριν, σε μια φοιτητική γκαρσονιέρα. Μου ορκίστηκε την υποταγή της και της ορκίστηκα την προστασία μου. Το λουκέτο κλείδωσε. Για πάντα.
Αλλά η Ευδοκία;
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.
Σηκώνομαι με δυσκολία και προχωράω λίγο παρακάτω. Βρίσκω ένα βράχο να κάτσω. Στρίβω τσιγάρο, η πρώτη τζούρα βαθιά λιώνει τα πνευμόνια μου. Ο σωματικός πόνος δεν είναι τίποτα μπροστά στον ψυχικό. Και πώς να απαλύνεις έναν τέτοιο πόνο; Ακόμα και να μην ήθελε να κάνει παιδιά, τώρα θα θέλει γιατί οι συνθήκες της το απαγορεύουν. Η ύπαρξη είναι πόνος. Οι επιθυμίες είναι πόνος. Ακουμπάω το μέτωπό μου στην παλάμη μου. Θα κάνει ό,τι της πω. Αλλά τι λες σε μια εκ προοιμίου ματαιωμένη επιθυμία; Τι εντολή δίνεις; Πώς σταματάς το συναίσθημα;
Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα
Ήθελα να κάνω παιδί μαζί της. Ίσως όχι τώρα, ίσως αργότερα, αλλά ήθελα. Της το είπα γιατί έπρεπε να το ξέρει. Να ξέρει τι έχασε και τι έχασα. Το ανοιχτό μέλλον δεν είναι παρά μια αφαίρεση και η πληγή της ποτέ δεν θα έκλεινε αν το αφηρημένο δεν γινόταν απτό. Μαχαιριά στην καρδιά της και εγώ να είμαι αυτός που μπήγει το μαχαίρι γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Για να υπάρξει το closure πρέπει να συνειδητοποιήσεις την απώλεια. Έμπηξα το μαχαίρι στην καρδιά της και το μόνο που μπορούσα να κάνω είναι να της δώσω το χέρι μου.
«Μαζί θα το περάσουμε κι αυτό, κοριτσάκι μου. Είμαι εδώ. Θα σφίξουμε τα δόντια και θα προχωρήσουμε.»
Λιώνω το τσιγάρο με το παπούτσι μου. Συνεχίζω στο μονοπάτι που δεν ξέρω που οδηγεί. Στη φασαρία της φύσης μπαίνει ένας νέος ήχος. Νερό που κυλάει. Ρυάκι. Δε σταματάς το συναίσθημα. Του ανοίγεις δίοδο να βγει, να ξεχειλίσει, να σε γεμίσει. Και στο τέλος το αποδέχεσαι.
Άμα δεν νιώθεις, μη μιλάς… Σώπα και μη δικάζεις…
Χίλια κεφάλια πέφτουνε, όταν εσύ δειλιάζεις…
Επιστρέφω σιγά-σιγά στο αυτοκίνητο.
Άδειασα τη θλίψη και γέμισα με θυμό. Εφτά φορές θα πέσω οχτώ φορές θα σηκωθώ. Είμαι ο βράχος τους, πάνω μου θα σπάσουν όλα τα κύματα.
Ξέσπασε πάνω μου τη λύσσα σου καριόλη Ποσειδώνα αλλά άσε τα κορίτσια μου.
Εδώ, με εμένα. Άντρας με άντρα.
Fire, to destroy all you've done
Fire, to end all you've become
I'll feel you burn
Θα σε νικήσω.
Κεφάλαιο 47 - Venceremos
Στέφανος
Δύο μέρες πριν
Δεν το είχα κάνει ποτέ στη ζωή μου αυτό. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος και δε δίστασα ούτε στιγμή. Κάλεσα στο τηλέφωνο.
«Στέφανε, καλησπέρα.»
«Καλησπέρα.»
«Τι κάνεις;»
«Δεν έχω ώρα γι’ αυτά. Ήρθε η ώρα να εισπράξω.»
«Στέφανε… θα στα δώσω τα λεφτά που μου δάνεισες, σε παρακαλώ δώσε μου λίγο περισσότερο χρόνο.»
«Δε με ενδιαφέρουν τα χρήματα. Κράτα τα και μην τα επιστρέψεις ποτέ. Το ίδιο μου κάνει. Αύριο μπαίνει στο νοσοκομείο σου μια γνωστή μου για υστερεκτομή. Επέτρεψαν μόνο στη μητέρα της να είναι εκεί, ούτε καν στον ίδιο της τον πατέρα.»
«Ε τα ξέρεις, covid….»
«Μου είναι αδιάφορο. Θα βγάλεις 5 ακόμα καρτέλες επισκεπτών. Μία για τον πατέρα της και τέσσερεις για εμένα, την Κατερίνα, τον Tomas και τη Φανή.»
«Στέφανε αυτό δε γί….»
«Θα το κάνεις και δε θα ακούσω κουβέντα. Έγινα αντιληπτός; Θα έχουμε όλοι rapid, μοριακό και ό,τι άλλο σκατά χρειαστεί. Εγώ θα φροντίσω αυτά που με αφορούν και εσύ θα φροντίσεις αυτά που σε αφορούν.»
«Στέφανε….»
«Η απάντησή σου θα είναι «ό,τι πεις Στέφανε,» ή «ό,τι πεις Στέφανε.».”
«Τα χρήματα που σου χρωστάω….»
«Τα χρήματα μου είναι αδιάφορα. Θεώρησε ότι με πέντε πάσα ξεπλήρωσες το χρέος σου.»
«Θα κάνω ό,τι μπορώ.»
«Δεν με κατάλαβες οπότε θα στο επαναλάβω. Αύριο το πρωί θα έχω στα χέρια μου τα πέντε πάσα.»
- «Θα τα έχεις,» είπε αναστενάζοντας.
Επόμενο τηλέφωνο
«Καλησπέρα κοριτσάκι μου.»
«Καλησπέρα Στέφανε.»
«Πώς είσαι;»
«Όσο καλά γίνεται υπό αυτές τις συνθήκες.»
«Το βράδυ θα έρθω σπίτι σου.»
«Πολύ χαίρομαι. Τι θες να σου μαγειρέψω;»
«Σουτζουκάκια. Προλαβαίνεις;»
«Προλαβαίνω Αφέντη μου.»
«Ωραία, θα τα πούμε κατά τις 19:00. Α, μην το ξεχάσω, εξασφάλισα πάσο για τον πατέρα σου.»
«Σε ευχαριστώ… σε ευχαριστώ πολύ. Ε…εσείς;»
«Υπήρχε ποτέ περίπτωση να μην εξασφαλίσω και για εμάς; Ακόμα και αν δεν ήμουν εγώ θα με σούβλιζε ζωντανό η Φανούλα.»
«Πώς είναι;»
«Έχει κλειστεί πάλι. Όσο πλησιάζουν οι μέρες….»
«Ψυχή μου,» μου είπε με σπασμένη φωνή.
«Μαζί θα το περάσουμε κοριτσάκι μου.»
«Σ’ αγαπάω.»
«Κι εγώ σ’ αγαπάω κοριτσάκι μου. Θα σηκωθείς και θα γίνεις γερή και σε 15-20 μέρες έχουμε να σε βραβεύσουμε κιόλας.»
«Θα το αντάλλαζα….»
«Το ξέρω, κοριτσάκι μου.»
Σήμερα
Είμαστε κλεισμένοι σε ένα γραφείο, με πάσα ή χωρίς πρέπει κάπως να κρατηθούν τα προσχήματα. Η Φανή είναι σα θηρίο στο κλουβί, απείλησε Θεούς και δαίμονες για το τι θα γίνει αν δεν την αφήσουν να δει την Εύη της. Ο πατέρας της κοιτάζει στο παράθυρο, χαμένος στις σκέψεις του. Η Κατερίνα και ο Tomas προσπαθούν να ηρεμίσουν τη Φανή.
Χτυπάει η πόρτα. Πεταγόμαστε όλοι σαν ελατήρια. Οι σφυγμοί μου έχουν πάει γύρω στους 300.
«Όλα πήγαν καλά, την έχουμε πάει ήδη στο δωμάτιό της και εκεί είναι ήδη και η μητέρα της. Θα χρειαστεί δυο-τρεις ώρες να ξυπνήσει τελείως. Όπως καταλαβαίνετε δεν μπορείτε να τη δείτε τώρα και θα πρέπει να την επισκεφτείτε ένας-ένας.»
Η Φανή βάζει τα κλάματα, έχει πέσει στην αγκαλιά της μάνας της και κλαίνε ντουέτο. Ο Tomas διατηρεί την ψυχραιμία του. Ο πατέρας της είναι δακρυσμένος αλλά εμφανώς ανακουφισμένος. Μας γνωρίζει, δε γινόταν αλλιώς μετά τη δημοσιότητα που είχε λάβει το SPH και το μιντιακό τσίρκο που ακολούθησε.
«Κύριε Πέτρου,» λέει σε μια στιγμή η Φανή. «Μπορείτε να με αφήσετε να πάω να δω την Εύη πρώτη;»
«Φανή!» της λέει η Κατερίνα σκανδαλισμένη. «Ο κύριος Πέτρου είναι ο μπαμπάς της.»
«Να πας κοριτσάκι μου,» της είπε ο πατέρας της δακρυσμένος. «Δεν έχω λόγια να σε ευχαριστήσω Στέφανε για όσα έκανες, και η Εύη όλο για τη Φανή μας μιλάει, την αγαπάει σαν αδερφή.»
«Σας ευχαριστώ πολύ κύριε Πέτρου,» λέει η Φανή.
Οι επόμενες τρεις ώρες κυλούν βασανιστικά αργά. Χτυπάει ξανά η πόρτα μας.
«Μπορεί να περάσει ο πρώτος.»
Η Φανή φεύγει σα σίφωνας, σχεδόν πέρασε από πάνω μου.
Γύρισε πίσω, κλαμένη αλλά ήρεμη. Ο πατέρας της Ευδοκίας μπήκε με τη σειρά του.
Εγώ περίμενα υπομονετικά, και μπήκα τελευταίος.
Ήταν ξαπλωμένη στο κρεββάτι και μιλούσε με τη μητέρα της, που ήταν η μόνη η οποία μπορούσε να είναι μαζί της όλη την ώρα. Όταν με είδε, το πρόσωπό της φωτίστηκε και αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τη μάνα της.
«Ήρθες!» μου είπε.
«Φυσικά και ήρθα,» της είπα γελαστός. «Τι κάνεις Μαρία;» ρώτησα τη μητέρα της.
«Στέφανε, σε ευχαριστώ,» μου είπε. «Σε ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου.»
«Δεν υπάρχει τίποτα να με ευχαριστείς. Αυτό θα έλειπε να μη φροντίσω ένα δικό μου άνθρωπο,» της είπα κυριολεκτώντας και εφαρμόζοντας στην πράξη «τα έλεγα της πεθεράς για να τα ακούσει η νύφη,» νύφη η οποία χαμογέλασε ακόμα περισσότερο.
«Πώς κατάφερες και έβγαλες πάσο για τον Δημοσθένη και για εσάς;»
«Αν σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω,» της είπα σε εύθυμο τόνο.
«Να σου πω, κάτω τα χέρια από τη μαμά μου γιατί θα σου κάνω κουνγκ-φου… ωχ και δεν μπορώ να γελάσω,» είπε η Ευδοκία.
«Αφού επιβίωσες τον ξανθόασπρο σίφωνα, δε σε φοβάμαι!»
«Η ψυχούλα μου,» μου είπε και βούρκωσε. «Δε φαντάζεσαι τι μου είπε πριν, το σκέφτομαι και με παίρνουν τα ζουμιά!»
«Οπότε να μη σου πω τι έκανε στο φουκαρά τον Josh!»
«Τι του έκανε;»
«Του ξέκοψε ότι μέχρι να γίνει καλά το Ευουλίνι της να την ξεχάσει,» είπα κάνοντας την Ευδοκία να ξεσπάσει σε κλαυσίγελο.
«Καλά το λένε, ουδέν κακό αμιγές καλού.».
«30,» της είπα.
«Τι 30;» ρώτησε η μητέρα της.
«Τίποτα μαμά, είναι ένα εσωτερικό μας αστείο.»
«Δε μου το λέτε κι εμένα;» Ρώτησε, κοιτάζοντάς μας περίεργα.
«Δεν είναι κρατικό μυστικό,» της είπα ατάραχος σαν να μην τρέχει τίποτα. «Αν κάποιος από τους δυο μας πει μια χαζομάρα η τιμωρία είναι ο αριθμός των προς βαθμολόγηση γραπτών που θα πρέπει να φορτωθεί για εξιλεωθεί.»
«100 τότε! Τι 30;»
«Ό,τι είπε η μητέρα σου.»
«Μαμά, δεν πας σε παρακαλώ να δεις το μπαμπά γιατί άντε!» είπε μπαίνοντας στο πετσί του ρόλου της. «50 φοιτητές έχει στο μάθημά του, δε θα διορθώνω εγώ για 10 χρόνια!»
«Να μάθεις να μη λες χαζομάρες. Πάω στον πατέρα σου. Στέφανε, άλλες 30 από εμένα.»
«Μαμάαααα,» φώναξε η Ευδοκία και η μητέρα της βγήκε από το δωμάτιο.
“I’m really starting to like her,” της είπα.
«Δε θα της φάει αυτή! Ουφ!»
«Πώς είσαι κοριτσάκι μου;» τη ρώτησα τρυφερά πιάνοντάς της το χέρι.
«Θα πονάω για μερικές μέρες αλλά αναμενόμενο είναι αυτό. Από αύριο θα μπορώ να σηκωθώ και σε 4-5 μέρες θα μου βγάλουν και τα ράμματα. Σε δυο μέρες θα γυρίσω και στο σπίτι αλλά για καμιά εβδομάδα ακόμα δε θα είμαι για πολλά-πολλά. Η μάνα μου έχει και το ισχίο της, οπότε καταλαβαίνεις. Ήθελε να πάω πάνω γι’ αυτό το χρονικό διάστημα αλλά χρειάζομαι χρόνο μόνη μου και της το ξέκοψα.»
«Δεν υπάρχει περίπτωση!» της είπα.
«Όχι από εσένα Αφέντη μου.
«Ούτε από εμένα ούτε από τη μητέρα σου. Θα πας πάνω μαζί τους μέχρι να σου βγάλουν τα ράμματα.»
«Μάλιστα.»
Εκείνη τη στιγμή γύρισε και η Μαρία.
«Ο πατέρας σου πάει σπίτι αλλά θα έρθει αύριο το απόγευμα για να σε πάρουμε,» είπε στην Ευδοκία. «Εύη μου…» ξεκίνησε να λέει αλλά η Ευδοκία την έκοψε.
«Μαμά, άλλαξα γνώμη. Θα έρθω να μείνω πάνω αυτή την εβδομάδα.»
«Επιτέλους!» της είπε γεμάτη ανακούφιση και γύρισε και με κοίταξε πάλι εξεταστικά και έκανα ότι δεν το κατάλαβα.
«Λοιπόν, μικρή σε αφήνω τώρα στη μητέρα σου. Θα τα πούμε αν όλα πάνε καλά σε δέκα μέρες στο γραφείο. Καλή ανάρρωση, Ευουλίνι της,» της είπα κάνοντάς την να χαμογελάσει.
«Σας ευχαριστώ που ήρθατε να με δείτε,» είπε η Ευδοκία.
«Μαρία μου, καλή συνέχεια.»
«Στέφανε;»
«Ναι, πες μου.»
«Την Παρασκευή το girls night ισχύει, να πεις στη Φανούλα. Φαντάζομαι ότι μιας και θα έχουν περάσει 5 μέρες θα μου δώσει άδεια ο λοχαγός,» είπε κοιτώντας τη μητέρα της.
«Θα δούμε,» απάντησε εκείνη.
«Μαμά, εδώ η Φανή κόντεψε να τινάξει το νοσοκομείο στον αέρα. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα λυπηθεί την πολυκατοικία;» είπε κάνοντας τη μάνα της να γελάσει με τη σειρά της.
«Περαστικά σου Ευδοκία,» της είπα και ένευσα και προς τη μητέρα της και κίνησα για το γραφείο με τους υπόλοιπους εσώκλειστους.
Ευδοκία
Το δωμάτιό μου ήταν το ίδιο, σα να μην είχε αλλάξει από τότε που έφυγα για Αμερική πριν πέντε-πεντέμισι χρόνια.
Ξάπλωσα στο κρεββάτι.
«Εύη, ο γιατρός είπε να σηκώνεσαι και να περπατάς, θα σου κάνει καλό.»
«Το ξέρω μαμά αλλά τώρα αισθάνομαι κουρασμένη. Θα ξαπλώσω λίγο και θα έρθω αργότερα να σας βρω μέσα.»
«Πώς είσαι μάτια μου;»
«Πώς να είμαι… στέρφα είμαι. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ να κάνω δικό μου παιδί μέχρι που μου αφαιρέθηκε η ελπίδα κάποτε να μπορέσω.»
«Το ξέρω αγάπη μου. Το περίεργο θα ήταν να μη σε πονέσει αλλά θα περάσει κι αυτό, όλα περνάνε.»
«Δε θα μπορέσω να σας δώσω εγγονάκι,» είπα βάζοντας τα κλάματα. Η μητέρα μου ήρθε και με πήρε τρυφερά στην αγκαλιά της.
«Σημασία έχει εσύ να είσαι καλά, μωρό μου. Δεν πειράζει που δε θα μας δώσεις εγγονάκι, μας έδωσες για τρεις ζωές και άλλες τόσες. Είμαι τόσο περήφανη για σένα. Που να φανταστώ εκείνη τη στιγμή που το τετράχρονο σκατό με διόρθωσε στην αριθμητική ότι θα ερχόταν μια μέρα που θα γινόταν μια από τις κορυφαίες μαθηματικούς του κόσμου.»
«Αν νομίζεις ότι η κόρη σου είναι μία από τις κορυφαίες μαθηματικούς του κόσμου, έλα να δεις τον δεκαπεντάχρονο ξανθό σίφωνα την Παρασκευή που θα έχουμε girls night. Ώρες-ώρες δεν μπορούμε να την ακολουθήσουμε ούτε εγώ ούτε ο Στέφανος. Είναι θαύμα της φύσης, μαμά, θαύμα της φύσης. Μπορεί ο Θεός να μου στέρησε τη δυνατότητα να κάνω παιδί αλλά μου έδωσε μια αδερφούλα σαν τη Φανή. Και ας μην είναι αίμα μου.»
«Με συγκίνησε η άτιμη προχθές στο νοσοκομείο,» είπε η μάνα μου.
«Γι’ αυτό βγήκες έξω;» τη ρώτησα.
«Ναι, δεν ήθελα… δεν ήθελα να με δεις να κλαίω.»
Μέχρι που γνώρισα τον Αφέντη μου δεν ήμουν ιδιαίτερα συναισθηματική. Στα πόδια Του το σύμπαν μου άλλαξε. Μια αλυσίδα που μου χάρισε την ελευθερία μου.
Όχι-όχι.
Δε μου τη χάρισε. Μου έδειξε το δρόμο. Μου τον άνοιξε και μου άνοιξε τα μάτια με τρόπο που δεν μπορούσα καν να φανταστώ. Η ελευθερία δεν χαρίζεται, κερδίζεται. Με αίμα και δάκρυα. Δεν είναι για τους λιπόψυχους. Την Ιθάκη την ήξερα, το ταξίδι ήταν αυτό που φοβόμουν.
Γονάτισα μπροστά του και ήταν ένα μικρό-μικρό βήμα. Πάλεψα, έκλαψα, μάτωσα, έπεσα, σηκώθηκα, έπεσα πάλι, μάτωσα πάλι, έκλαψα πάλι και σηκώθηκα ξανά.
Είχα ακόμα δρόμο μπροστά μου. Πόσο υπέροχα ειρωνικό ήταν, ένα κλειδωμένο λουκέτο σε μια αλυσίδα που θα μ’ έδενε στα πόδια Του θα μου χάριζε την ελευθερία.
Η μητέρα μου με το ζόρι συγκρατιόταν. Ο άνθρωπος που με ανέστησε. Εγώ έχω το βράχο μου και για λίγο, έστω και για τοσοδούλι, θα γινόμουν εγώ ο δικός της.
Ξέρουμε πως είναι ψέμα
μα ας γίνουμε τα δυο μας ένα
δες θα φτιάχνουμε στιχάκια
να περπατάν σαν καβουράκια
πλάγια κι ακριβά τα χάδια
φως αχνό μες στα σκοτάδια
Μ’ ένα μου πήδο θα σε ξαναβρώ
στο μαγκανοπήγαδο της ήττας μου περνώ
«Ξέρεις τι μου λέει ο δεύτερος πιο έξυπνος άνθρωπος που έχω γνωρίσει, μαμά; Πάμε παρακάτω. Ναι, το ξέρω, μια κουβέντα είναι αλλά δεν υπάρχει κάτι άλλο. Θα σφίξω τα δόντια και θα πάω παρακάτω. Κι εγώ κι εσύ και όλοι μας.»
«Και ο πιο έξυπνος άνθρωπος που έχεις γνωρίσει τι σου λέει;»
«Ευουλίνιιιιιιιιιιι μουυυυυυυυυυυυυ,» της απάντησα και βάλαμε και οι δύο τα γέλια.
Venceremos
Κεφάλαιο 48 - Των αιώνων όργητες
Ευδοκία
Άκουσα το κλάμα του μωρού και η καρδιά μου πλημμύρισε με τόση αγάπη που δεν είχα νιώσει ποτέ στη ζωή μου.
«Κοριτσάκι,» μου είπε χαμογελαστή η νοσοκόμα. «Να σας ζήσει.»
«Κοριτσάκι μου, το κοριτσάκι μας,» είπε ο Στέφανος δακρυσμένος.
Η υστερεκτομή ήταν ένα κακό όνειρο.
«Μαμά! Μαμά! Μια μαργαρίτα!» μου είπε η κορούλα μου. «Μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά,» ξεκίνησε.
«Σ’ αγαπάει όσο τίποτα στον κόσμο!»
Εφιάλτης! Ήταν ένας μακρινός εφιάλτης.
Ο μπάρμπα Μπρίλιος, είχε ένα γάλο, πολύ μεγάλο, πολύ μεγάλο
Και τον ετάιζε, και τον ετάιζε, μέλι και ταχίνι για να τον παχύνει!
Την κοιτούσα γελαστή που τραγουδούσε. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από την ευτυχία.
Μα κάποια μέρα, με δίχως ήλιο, ο γάλος έφαγε το μπαρμπά-Μπρίλιο!
-”Μαμά, μαμά! Ξύπνα! Είπες θα με πας παιδική χαρά! Μαμά! Μαμά!»
Άνοιξα τα μάτια μου. Πού είναι η κόρη μου; Πετάχτηκα ανήσυχη και ένιωσα ένα δυνατό πόνο κάτω από την κοιλιά.
Και εκεί η πραγματικότητα με χτύπησε σαν ένας τόνος τούβλα.
Όνειρο ήταν.
Nightmare lying here in the dark
Scared like my dreams made their mark
I wonder
Dreamer always alone
Lost in a part of myself I can't find anymore
I wonder if it's gonna end tonight
Ο χαμένος μου πια παράδεισος. Νιώθω μαχαίρια να με κομματιάζουν, διαλύομαι σε μικρά-μικρά κομμάτια που ο πόνος τα μοιράζει στα αχόρταγα παιδιά του. Τους ταΐζει Εύη, τρώνε με λαιμαργία τα ματωμένα κομμάτια. Κι άλλο φωνάζουν! Θέλουμε κι άλλο. Κι άλλο!
Κι από τότε γύρισαν καταπάνω μου,
Των αιώνων όργητες ξεφωνίζοντας
«Ο που σ’ είδε, στο αίμα να ζει και στην πέτρα.»
Μακρινή μητέρα, ρόδο αμάραντο.
Στριφογυρίζω στο κρεββάτι μου, μου έχει φύγει ο ύπνος. Πονάω στο σώμα, πονάω και στην ψυχή. Δε θα μπορέσω να του δώσω του παιδί Του, δε θα μπορέσω να δώσω στους γονείς μου το εγγονάκι που ξέρω ότι λαχταρούσαν. Πονάω… πονάω…
This is the end, beautiful friend, the end.
This is the end, my only friend, the end
Of our elaborate plans the end.
Of Everything that stands, the end.
No safety or surprise, the end
I’ll never look into your eyes again.
Can you picture what would be so limitless and free?
Desperately in need of some stranger’s hand, in a desperate land.
“Μαζί θα το περάσουμε κι αυτό, κοριτσάκι μου. Είμαι εδώ. Θα σφίξουμε τα δόντια και θα προχωρήσουμε.»
Μα δεν είναι μαζί μου, είμαι μόνη μου. Ντρέπομαι και μόνο που το σκέφτομαι, είμαι στους γονείς μου τι θα μπορούσε να κάνει; Και δεν είμαι η μόνη που πονάω, έχει και την Κατερίνα και η αιτία είμαι εγώ. Θεέ μου…
«Είμαστε ανθρώπινα πλάσματα, Εύη μου, ατελείς. Φοβόμαστε, ζηλεύουμε, απαιτούμε… Δεν σε κατηγορώ που ζήλευες, πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Έμαθες από μικρό κορίτσι να καταπνίγεις τα αισθήματά σου, τη μοναξιά σου. Μεγάλωσες σε ένα κόσμο που λειτουργούσε δυο ταχύτητες παρακάτω από τη δική σου, σε ένα κόσμο που δε μπορούσε να σε καταλάβει γιατί το μυαλό σου έκανε άλματα που κανείς δεν μπορούσε να ακολουθήσει. Στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, σε θαύμαζαν και σε ζήλευαν και σε αποστρέφονταν, νιώθανε απειλή στην παρουσία σου. Δεν ένιωθες γιατί δεν επέτρεπες στον εαυτό σου να νιώσει, δεν επέτρεπες να είναι ευάλωτος, δεν επέτρεπες να νιώσει αδύναμος.»
«Και τότε γνώρισες αυτόν τον άνθρωπο που πέρασε τις άμυνές σου σα να μην υπήρχαν, πήρε αμπάριζα τα τείχη και τις οχυρώσεις. Ένα μυαλό που έκαιγε σα δεκάδες λαμπεροί ήλιοι, που μπορούσε να παρακολουθήσει τα άλματά σου, που αντί για φόβο ένιωθε θαυμασμό και αντί για απειλή ζεστασιά. Που κοίταζε στα μάτια σου και έβλεπε την ψυχή σου. Σε μαγνήτιζε όσο και σε τρόμαζε. Πάλεψες να φύγεις, να τρέξεις, αλλά η δίνη του ήταν πανίσχυρη, δε μπορούσες να ξεφύγεις. Το μόνο που μπορούσες να κάνεις ήταν να πέσεις στα πόδια του, να γονατίσεις μπροστά του και να του προσφέρεις τον εαυτό σου. Μα το γονάτισμα αυτό δεν είναι το τέλος, δεν είναι η παράδοση. Είναι η αρχή του ταξιδιού της αποδοχής. Να ξεμάθεις ότι είχες μάθει χρόνια. Δεν μπορούσες αλλιώς, δεν γινόταν αλλιώς. Αλλά ο φοίνικας για να γεννηθεί πρέπει να περάσει από τον πόνο της φωτιάς. Πρέπει να καεί, να ζήσει τη σάρκα του να λιώνει και του κόβεται η ανάσα από τα πνευμόνια του που καίγονται. Ένας μικρός θάνατος. Ο θάνατος της Εύης για τη γέννηση της Ευδοκίας. Μα και η γέννα έχει το δικό της πόνο. Απαιτεί αρετή και τόλμη η ελευθερία, δεν είναι για τους λιπόψυχους.»
«Δεν είναι παράλογο που δέθηκες τόσο πολύ με τη Φανή, έβλεπες πάνω της μια νεότερη εκδοχή του εαυτού σου, πιο απόμακρη μα συνάμα πιο ευάλωτη. Θέλησες να την προφυλάξεις από τα λάθη σου, την βοήθησες να αντιμετωπίσει τα αισθήματά της που εκείνη δεν μπορούσε. Της έδωσες το χέρι σου, της είπες «Εδώ θα είμαι για σένα Φανούλα μου, μαζί σου, δίπλα σου. Πιάσε το χέρι μου και περπάτησε. Εδώ είμαι θα σε κρατάω. Αν πέσεις, θα σε βοηθήσω να σηκωθείς, περπάτα, μη φοβάσαι. Ένα δειλό βήμα στην αρχή, μετά το δεύτερο και μετά το τρίτο και ούτε θα το καταλάβεις πόσο γρήγορα θα δεις τον εαυτό σου να τρέχει, να καλπάζει σαν άγριο άλογο….». Δε μπορούσα να μην είμαι ευτυχισμένη με το παιδί μου και ας ένιωθα τις μαχαιριές στην καρδιά μου. Ας ήταν η δική μου νεκρική πυρά που θα γεννούσε το Φοίνικα. Μα στην πυρά αυτή ανέβηκα ζωντανή, με την καρδιά να χτυπάει, τα μάτια να βλέπουν, και το δέρμα να αισθάνεται αυτόν τον φρικώδη πόνο της φωτιάς που το λιώνει. Κι εγώ να πρέπει να χαμογελάω, να κρατήσω το χαμόγελό μου, να μη δείξω τον πόνο μου. Γιατί το μόνο που είχε σημασία, το μόνο που μετρούσε, ήταν ο Φοίνικας να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει στους ουρανούς.»
«Ο καθένας μας βιώνει τον πόνο του μονάχος, ανεβαίνει το Γολγοθά του κρατώντας το δικό του Σταυρό. Τα καρφιά μπήγονται στα δικά του χέρια και το ακάνθινο στεφάνι τρυπάει το δικό του κεφάλι. Το μόνο που μπορεί να ελπίζει είναι να βρεθεί ένα χέρι να κρατήσει το δικό του. Να του πει «Μαζί θα το περάσουμε. Κράτα μου το χέρι, άσε τον πόνο σου να ρεύσει μέσα του,» Πόσο σοφοί οι στίχοι του Θεοδωράκη. Με τον καιρό, με την βροχή, το αίμα πήζει στην πληγή κι ο πόνος γίνεται η αρχή. Εκδικητής και λυτρωτής, είμαστε δυο, είμαστε τρεις… Εγώ το χέρι σου, εσύ το δικό μου και οι δυο μαζί το χέρι του Αφέντη μας.»
Κλαίω πνιχτά πάνω στο μαξιλάρι μου. Δε θέλω να με ακούσει η μητέρα μου που κοιμάται δίπλα μου.
Ζωγράφισε έναν ήλιο στο ταβάνι,
μίλησε με τ’ αγέρι της νυχτιάς
και χόρεψε μαζί με τη σκιά σου,
στους ήχους μιας αδύναμης καρδιάς.
Πάρε τηλέφωνο τη μοναξιά σου
ή βγες ξανά στον δρόμο της φωτιάς.
Πάρε τηλέφωνο τη μοναξιά σου
ή βγες ξανά στον δρόμο της φωτιάς.
«Μαζί θα το περάσουμε κι αυτό, κοριτσάκι μου. Είμαι εδώ. Θα σφίξουμε τα δόντια και θα προχωρήσουμε.»
Σου έχω δώσει το χέρι μου, Αφέντη μου. Το νιώθω που το σφίγγεις μέσα στο δικό σου. Θα προχωρήσω μαζί σου. Θα προχωρήσω.
Καβάλα πάμε στον καιρό,
Με τον καιρό, με τη βροχή,
το αίμα πήζει στην πληγή
κι ο πόνος γίνεται η αρχή.
Εκδικητής και λυτρωτής,
Είμαστε δυο, είμαστε τρεις…
Πονάω, Αφέντη μου, πονάω. Μα μου είπες τι θα κάνω και θα το κάνω.
Θα πάω παρακάτω.
Κεφάλαιο 49 - Transire suum pectus mundoque potiri
Ευδοκία
Ήμασταν μόνοι μας στη σουίτα του. Δυστυχώς η Κατερίνα δεν μπόρεσε να ταξιδεύσει Αγία Πετρούπολη και παραλίγο να μη μπορέσω ούτε εγώ κι ο Στέφανος καθώς κόλλησε covid-19. Καθόσον εμβολιασμένη τον πέρασε πολύ ελαφρά ωστόσο ο Στέφανος και τα παιδιά, αφού αποδείχτηκε ότι ήταν αρνητικοί, εξορίστηκαν από το σπίτι, τα παιδιά στους γονείς της Κατερίνας και ο Στέφανος στους δικούς του.
Καθισμένη στο κρεβάτι φορούσα ακόμα το φόρεμά μου, ούτε τα παπούτσια δεν είχα βγάλει. Στα χέρια μου έπαιζα μηχανικά το μετάλλιο, χρυσό, με την κεφαλή του Αρχιμήδη και την επιγραφή «TRANSIRE SUUM PECTUS MUNDOQUE POTIRI» στη μία όψη και αναπαράσταση του τύμβου του Αρχιμήδη με την αναπαράσταση του θεωρήματος «Περί Σφαίρας και Κυλίνδρου,» πίσω από ένα κλαδί ελιάς και την επιγραφή «CONGREGATI EX TOTO ORBE MATHEMATICI OB SCRIPTA INSIGNIA TRIBUERE.»
Και το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ είναι ότι ήλπιζα να μην είχα την τύχη της πρώτης κατόχου και ότι δεν είχαμε ξεκινήσει καλά. Τα ινομυώματά μου είχαν επιδεινωθεί και η φαρμακευτική αγωγή δεν μπορούσε να τα αντιμετωπίσει, μόνο χειρουργικά. Δεν ήταν καρκίνος αλλά η μόνη δυνατή θεραπεία στην περίπτωσή μου, ήταν ακόμα χειρότερη.
Ήταν ξημερώματα, 7ης Ιουλίου. Σε δύο εβδομάδες ακριβώς είχα τα γενέθλιά μου, θα έκλεινα τα 28, και μέχρι πριν ένα μήνα δε με είχε απασχολήσει ποτέ το ζήτημα. Είναι αλήθεια, μερικά πράγματα χρειάζεται να τα χάσεις για να εκτιμήσεις τι αξία είχαν για σένα.
Δε θα μπορούσα να φέρω στον κόσμο δικό μου παιδί. Last station, Petrou line ended here. Αν δεν είχα τον Στέφανο, την Κατερίνα, τη Φανή και τον Tomas δεν ήξερα αν θα κατάφερνα να το αντέξω. Κοίταζα το μετάλλιο στα χέρια μου, το ανομολόγητο όνειρό μου από τότε που είχα αποφασίσει ότι τα Μαθηματικά είναι το μέλλον μου. Θα το αντάλλαζα χωρίς δεύτερη σκέψη με αυτό που έχασα.
Αθήνα, αρχές Ιουνίου
Με τη συμβουλή των γιατρών δεν αφαιρέθηκαν οι ωοθήκες άλλωστε το πρόβλημα ήταν στη μήτρα, όχι στα υπόλοιπα όργανα. Όταν πέρασε τελείως η θολούρα της αναισθησίας και άνοιξα τα μάτια μου, ήταν μόνο η μητέρα μου στο δωμάτιο, καθισμένη σε μια καρέκλα. Μου χαμογέλασε.
«Πώς είσαι αγάπη μου;»
«Στέρφα,» της απάντησα πικρά. Μου χάιδεψε τα μαλλιά.
«Ο μπαμπάς;»
«Κάτω είναι. Δεν είναι ακόμα ώρα που επιτρέπονται επισκέψεις και είχαμε και ένα δράμα με μια νεαρή ξανθή αμαζόνα που απείλησε ότι θα τινάξει το νοσοκομείο στον αέρα αν δεν την αφήσουν να σε δει.»
«Η Φανούλα μου,» είπα και έβαλα τα κλάματα, κάποια από τη συγκίνηση για την αγάπη της αλλά κυρίως για τη μοίρα μου. «Είναι ακόμα κάτω;» τη ρώτησα όταν ηρέμισα.
«Ναι, κάτω είναι, μαζί με τη μητέρα της, τον πατέρα της και τον αδερφό της. Λες και σε έχουν υιοθετήσει. « είπε και με κοίταξε στα μάτια σαν να περίμενε κάτι να της πω. Δεν απάντησα και δεν έδωσε συνέχεια.
Όταν επιτράπηκε το επισκεπτήριο η Φανούλα μπήκε πρώτη μέσα σα σίφωνας. Ήταν φανερά κλαμένη.
«Εύη μου… Πώς… πώς είσαι;»
«Τώρα που σε βλέπω είμαι πολύ καλύτερα, ψυχή μου,» της είπα.
«Φοβήθηκα… πόσο φοβήθηκα…» είπε και σφίγγοντάς μου το χέρι έβαλε πάλι τα κλάματα.
«Είμαι καλά αγάπη μου. Μη μου στεναχωριέσαι, είμαι καλά. Σε δυο-τρεις μέρες θα σηκωθώ και όλα θα είναι όπως πριν.»
«Δεν…θα… είναι…» είπε κλαίγοντας με λυγμούς. «Θα τα αντάλλαζα όλα, όλα… και τα μαθηματικά και το Stanford και τα πάντα… τα πάντα… αρκεί… αρκεί να μπορούσες να πάρεις πίσω αυτό… αυτό…» κάνοντάς με να βάλω κι εγώ τα κλάματα από τη συγκίνηση.
Ξημερώματα 7ης Ιουλίου, Αγία Πετρούπολη
Σα να διάβαζε τις σκέψεις μου ο Στέφανος ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Με πήρε στην αγκαλιά του και μέσα εκεί τίποτα στον κόσμο δεν μπορούσε να με αγγίξει. Πέρασε αρκετή ώρα έτσι, χωρίς να μιλάμε, εγώ πνιγμένη στις σκέψεις μου αλλά δίπλα στην παρουσία που με προστάτευε και με παρηγορούσε και με καταπράυνε.
Μου πήρε από τα χέρια το μετάλλιο και το κοίταξε. Μετά κοίταξε εμένα χαμογελαστός.
«Welcome to the club.»
«Αν είναι κάθε γυναίκα που γίνεται μέρος αυτού του κλαμπ να συνοδεύεται και από μια κατάρα, θα προτιμούσα η Φανούλα να μείνει μακριά από δαύτο.»
«Έτσι όπως το θέτεις έχεις ένα δίκιο,» μου είπε. «Αλλά ξέρεις τι; Κάτι μέσα μου μου λέει ότι η Φανούλα όχι απλά θα γίνει η τρίτη που θα το κερδίσει αλλά θα είναι και εκείνη που θα ξορκίσει την κατάρα.»
«Μακάρι,» του είπα και συμπλήρωσα «αλλιώς από μακριά και αγαπημένοι.»
«Ήταν όμορφη η τελετή αν και ομολογώ ότι μου ήρθε να ρίξω κουτουλιά στον Ralph με το αυτάρεσκο ύφος του. I got her and your daughter too, topology rules the world! “ κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
«Σοβαρά μέσα μου πιστεύω ότι πρέπει να τη στρέψουμε στην θεωρία αριθμών αλλά όπως λέει και ένα σοφός Κύριος «ό,τι τη γεμίζει και ό,τι την κάνει ευτυχισμένη.». Κρίμα που η ηλικία του Hirsch και δε του επέτρεψε να έρθει και εκείνος. Ακόμα κόβει σαν ξουράφι το μυαλό του.»
«He had his last hooray, Ευδοκία. Και τι hooray, ε;»
«Θεέ μου, όσο σκέφτομαι το μιντιακό τσίρκο που θ’ ακολουθήσει μου έρχεται να πετάξω το μετάλλιο και να πάω να γίνω γιδοβοσκός στην βόρεια Μογγολία,» του είπα.
«Δες το αλλιώς. Δες το σαν ευκαιρία να διαφημίσεις τα Μαθηματικά και να στρέψεις προς αυτά περισσότερα αγόρια και κορίτσια. Δεν είναι καλύτερο, προτιμότερο και τελικά πιο ωφέλιμο να έχουν εσένα ως πρότυπο και όχι τον κάθε τυχάρπαστο και απαίδευτο influencer με άδειο κεφάλι και γνώμη για τους πάντες;»
«Πολύ φοβάμαι ότι θα μάζευα περισσότερο κόσμο αν ανέβαζα φωτογραφία με μπικίνι στο προφίλ μου παρά τη φωτογραφία του μεταλλίου.»
«Μπορεί να είναι κι έτσι αλλά στο τέλος της ημέρας, Ευδοκία, αυτό το μετάλλιο θα τραβήξει αυτούς που πραγματικά ενδιαφέρονται.»
«Μήπως να του περάσω κορδέλα και να το βγάλω φωτογραφία με μπικίνι;» του είπα αστειευόμενη.
«Δέκα γιατί είμαι στις καλές μου,» μου είπε.
«Μάλιστα… συγνώμη.»
«Είκοσι γιατί το συζητάς!»
Τσακίστηκα και σηκώθηκα, Έβγαλα τις γόβες μου, το φόρεμα και το καλσόν. Κατέβασα και το κιλοτάκι μου.
«Πού… που να κάτσω;» τον ρώτησα.
Την επόμενη φορά θα ταξιδέψω με την πολυθρόνα Του
«Δεν σε ρωτάω τι σκέφτεσαι γιατί δεν είναι η μέρα σήμερα για να γίνουν 50.»
«Σχετίζεται με την τιμωρία μου,» του είπα
«Άλλες δέκα,» μου είπε.
Ανέβηκα στο κρεββάτι και κάθισα στα τέσσερα με τον κώλο προς τα έξω σε σημείο που θα τον βόλευε.
«Ένα,» είπα όταν έπεσε η πρώτη. Πέρα από το μέτρημα δεν έβγαλα άχνα. «Δέκα… είκοσι… τριάντα….». Με τον κώλο κόκκινο, σηκώθηκα από τη θέση μου και γονάτισα μπροστά του. Πήρα το χέρι που κρατούσε ακόμα μέσα του τη ζώνη, το έφερα στο στόμα μου και το φίλησα. Μετά έπεσα στα τέσσερα και του φίλησα τα παπούτσια.
«Σου ζητώ συγνώμη,» του είπα κοιτώντας το πάτωμα. Όχι έτσι. Σήκωσα τα μάτια μου πάνω του. «Σου ζητώ συγνώμη.».
«Πάμε παρακάτω,» μου είπε. Πήγε και κάθισε στο κρεββάτι. Σηκώθηκα και πήγα και γονάτισα μπροστά του. Του αγκάλιασα τα πόδια και ξάπλωσα το κεφάλι μου πάνω τους. Ήμουν στη θέση μου, στην αγαπημένη μου θέση. «Για πες μου τώρα, τι σκέφτηκες;»
«Σκέφτηκα μέσα μου… την επόμενη να ταξιδέψω με την πολυθρόνα Του,» του είπα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
«Αχ τι θα σε κάνω βρε μπουμπούνα;»
«Ό,τι επιθυμείς Εσύ. Είμαι δική Σου Στέφανε και δεν είναι λόγια, το νιώθω με όλη μου την ψυχή, είμαι δική Σου. Ακόμα… ακόμα και όταν είχες φύγει, πάλι δική Σου ήμουν. Μόνο εσύ είχες δικαίωμα να με βγάλεις από τη limbo, κανείς άλλος. Ήταν μαρτύριο, πραγματικό μαρτύριο αλλά ήταν δίκαιη τιμωρία. Με τον ενθουσιασμό μου σου είχα στερήσει μια δική σου απόφαση και καλύτερα να ξερίζωνα τα σπλάχνα μου με τα ίδια μου τα χέρια παρά να το κάνω ξανά. Ήμουν εκεί και περίμενα να πάρεις την απόφασή σου, ακόμα και αν ήταν η τελευταία που θα με αφορούσε.»
«Κλείσε τα μάτια σου,» μου είπε.
Κεφάλαιο 50 - I see a rainbow rising
Ευδοκία
«Κλείσε τα μάτια σου,» μου είπε.
Έκλεισα τα μάτια μου.
«Άνοιξέ τα τώρα. « με διέταξε. Τα άνοιξα. Στο χέρι του κρατούσε ένα μικρό κόσμημα, ένα μικρό χρυσό, ανοιχτό λουκέτο.
Μου κόπηκε η ανάσα.
Το έφερε κοντά μου. Στο μπροστινό του μέρος ήταν χαραγμένο με μικρά γράμματα που ίσα μπορούσα να τα διαβάσω η φράση «Per aspera ad astra.». Το γύρισε από την άλλη μεριά. Είχε χαραγμένο με εξίσου μικρά γράμματα τη φράση «Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω.». Από την κάτω μεριά, εκεί που κανονικά θα έμπαινε το κλειδί υπήρχε χαραγμένο ένα μονόγραμμα «S.»
«Ευδοκία;»
«Πες μου,» του είπα με δάκρυα στα μάτια.
«Με αυτό το λουκέτο ορίζω ότι γίνεσαι δικιά μου. Το λουκέτο δεν έχει κλειδί, άπαξ και κλειδώσει δεν πρόκειται να ανοίξει. Με ένα τρόπο μόνο μπορεί να βγει, κόβοντας την αλυσίδα. Είναι η τελευταία απόφαση που μπορείς να πάρεις ως ελεύθερος άνθρωπος. Ορκίσου ότι θα με ακολουθείς και θα με υπακούς μέχρι να σπάσει η αλυσίδα ή να μας χωρίσει ο θάνατος, ό,τι έρθει πρώτο.»
«Στο ορκίζομαι, Στέφανε. Με όλη μου την καρδιά, με όλη μου την ψυχή. Στο ορκίζομαι Αφέντη μου,» του είπα με φωνή που μετά βίας μπορούσα να κρατήσω σταθερή.
«Στα καλά και στα άσχημα, στους θριάμβους και στις ήττες. Στο πικρό ποτήρι που θα πιώ αν χρειαστεί και στο γλυκό κρασί με το οποίο θα κάνω σπονδή στους Θεούς, σου ορκίζομαι ότι θα είμαι πάντα εδώ και θα σε προστατεύω, θα σε οδηγώ και θα σε ορίζω.»
Η καρδιά μου χτυπούσε, κόντευε να σπάσει. Τα μάτια έκαιγαν από τα δάκρυα της ευτυχίας που πλημμύριζε την ψυχή μου. Με μια απλή κίνηση το πέρασε στην αλυσίδα.
Και το κλείδωσε.
«Ἀνεῤῥίφθω κύβος. Είσαι δική μου.»
«Είμαι δική σου Στέφανε. Είμαι δική σου Αφέντη μου.»
Είχα διαβεί τον Ρουβικώνα μου. Δεν υπήρχε γυρισμός.
Yeah, I know nobody knows
Where it comes and where it goes
I know it's Everybody's sin
You got to lose to know how to win
«Στέφανε, να σε ρωτήσω κάτι;» του είπα όταν βρήκα τη φωνή μου.
«Πες μου.»
«Μου είπες ότι είναι η τελευταία μου απόφαση σαν ελεύθερος άνθρωπος.»
«Ναι.»
«Τώρα είμαι ελεύθερη,» του είπα και έπεσα στα τέσσερα και του φίλησα τα πόδια. Πήρα τα καλάμια του αγκαλιά. «Σ’ ευχαριστώ… σ’ ευχαριστώ,» είπα σπάζοντας τελείως.
Δική Του.
«Έλα κλαψιάρα, σήκω,» μου είπε τρυφερά. «Κάτσε δίπλα μου, έχουμε να κάνουμε κάτι τελευταίο.»
Σηκώθηκα και κάθισα δίπλα Του. Έβγαλε το κινητό του και έκανε κλήση στο Skype
«Καλησπέρα,» μας απάντησε χαμογελαστή στην οθόνη η Κατερίνα.
«Καλησπέρα κοριτσάκι μου. Πώς είσαι;»
«Εγώ μια χαρά είμαι, εσείς πείτε μου. Θεέ μου έχω σκάσει από την αγωνία. Το πήραμε;»
Δεν απάντησα, χαμογέλασα και της έδειξα το χρυσό μετάλλιο.
«Transire suum pectus mundoque potiri ,» είπε χαμογελαστή η Κατερίνα. «Τα θερμά μου συγχαρητήρια αγάπη μου. Το κατάφερες, το πήρες.»
«Και όχι μόνον αυτό,» της είπε ο Στέφανος. «Δείξε της Ευδοκία,» με διέταξε.
Έβγαλα την αλυσίδα μου, την τέντωσα και της έδειξα το λουκέτο.
«Με αυτό το λουκέτο ορίζω ότι γίνεσαι δικιά μου. Το λουκέτο δεν έχει κλειδί, άπαξ και κλειδώσει δεν πρόκειται να ανοίξει. Με ένα τρόπο μόνο μπορεί να βγει, κόβοντας την αλυσίδα. Είναι η τελευταία απόφαση που μπορείς να πάρεις ως ελεύθερος άνθρωπος. Ορκίσου ότι θα με ακολουθείς και θα με υπακούς μέχρι να σπάσει η αλυσίδα ή να μας χωρίσει ο θάνατος, ό,τι έρθει πρώτο,» είπε η Κατερίνα.
«Του ορκίστηκα,» της απάντησα με φωνή που ίσα μπορούσε να βγει και με τα δάκρυα της χαράς να μου καίνε πάλι τα μάτια.
«Στα καλά και στα άσχημα, στους θριάμβους και στις ήττες. Στο πικρό ποτήρι που θα πιώ αν χρειαστεί και στο γλυκό κρασί με το οποίο θα κάνω σπονδή στους Θεούς, σου ορκίζομαι ότι θα είμαι πάντα εδώ και θα σε προστατεύω, θα σε οδηγώ και θα σε ορίζω,» συνέχισε η Κατερίνα με σπασμένη φωνή.
«Της ορκίστηκα,» είπε ο Στέφανος χαμογελώντας. «Τώρα είστε και οι δύο δικές μου. Τα κορίτσια μου.”
I see a rainbow rising
Look there, on the horizon
And I'm coming home
Time is standing still
He gave back my will
Going home
I'm going home
My eyes are bleeding
And my heart is leaving
A place I know
But it's not home
Take me back
He gave me back my will
Going home
I'm going home
Ήμουν στην Ιθάκη. Και η ζωή μου ξεκινούσε ξανά. Μια νέα αρχή, ένα νέο ταξίδι μα όχι στο χώρο αλλά στο χρόνο. Η πρώτη μέρα της νέας μου ζωής. Τα όνειρα δεν τελειώνουν, το ταξίδι δε σταματά.
Κεφάλαιο 51 - Δῶς μοι πᾶ στῶ
Στέφανος
Η Ευδοκία κοιμόταν δίπλα μου. Χαμογέλασα, μέσα στον ύπνο της κρατούσε με το ένα χέρι της σφιχτά το λουκέτο. Ήθελα να την πάρω αλλά δεν γινόταν ακόμα, ο γιατρός είχε πει 4-6 εβδομάδες μετά την εγχείρηση, είχαμε ακόμα τουλάχιστον μία με τρεις εβδομάδες μπροστά μας. Η ίδια μου είπε ότι είχε αυξημένες ορέξεις και της επέτρεψα τη παρουσία μου να παίξει με τον εαυτό της, εννοείται μόνο με δάχτυλο. Όσο για μένα, να είναι καλά οι πίπες και φυσικά η Κατερίνα.
Το μεγαλύτερο κοριτσάκι μου είχε ήδη αρχίσει να γιατρεύεται. Δεν είμαι Harry, ούτε κατά διάνοια, αλλά όσο αν η εξομολόγησή της εκείνη την ώρα που έγινε μου ήρθε σαν κεραμίδα στο κεφάλι, βλέποντάς την με την εκ των υστέρων γνώση απορούσα με τον εαυτό μου πώς είναι δυνατό, αν όχι να χάσω τα σημάδια -η Κατερίνα και αν έχει poker face αν το θελήσει- να μην το σκεφτώ καν.
Αν ακόμα κι εγώ που δεν είμαι ιδιαίτερα συναισθηματικός ήθελα να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο με το πόσο λάθος είχαμε χειριστεί τη Φανούλα, πόσο χειρότερα θα ήταν για την ίδια της τη μητέρα που είναι φύσει συναισθηματικός άνθρωπος;
Η Κατερίνα βαθιά μέσα της φοβόταν ότι θα με έκανε να επιλέξω και ότι δεν θα ήταν η επιλογή μου, όχι γιατί την αγαπάω λιγότερο από την Ευδοκία αλλά γιατί θα έβαζα σε προτεραιότητα τη Φανή. Εννοείται ότι τα παιδιά μας έχουν την ύψιστη προτεραιότητα αλλά δεν υπήρχε ούτε μία στο τρισεκατομμύριο να την αφήσω πίσω μου.
Βοστόνη, 21 χρόνια πριν
“Harrison, we need to talk.”
“I see… OK, I’m listening.”
“Not over the phone.”
“How about meeting me at the club? Let's say around 20:00?”
“I will be there, thank you.”
Το είχα δει να έρχεται. Ο Harry για την Κατερίνα δεν ήταν play partner, είναι όλα όσα ήθελε να ζήσει και εγώ δεν μπορούσα να της δώσω. Old school BDSMER, εκεί που εγώ πήγαινα αποκλειστικά με το ένστικτο, και όσο και αν με ενοχλούσαν οι ορολογίες και η νομενκλατούρα του, περιέγραφε ένα τρόπο ζωής και πράξης που ταίριαζαν με αυτά που ζητούσα τόσα χρόνια, χωρίς να ξέρω και χωρίς να με έχει απασχολήσει τι αυτό ήταν. Αν δεν ήταν από την Κατερίνα δεν θα είχα ακούσει καν τον όρο.
Την Κατερίνα την είχα ερωτευτεί από την πρώτη ματιά. Ακόμα και τώρα, τέσσερα χρόνια αργότερα, εξακολουθούσα να είμαι ερωτευμένος. Σε ένα από τα πολυάριθμα Events που είχαμε αρχίσει να παίρνουμε μέρος είχε γίνει μια συζήτηση για το training. Εκεί είχαμε γνωρίσει τον Harry, ο οποίος είχε πει πως αν και είναι ασύνηθες, υπάρχουν περιπτώσεις που ένας Master μπορεί να εκπαιδεύσει μια σκλάβα για λογαριασμό άλλου Master.
Δεν υπήρχε περίπτωση να επιτρέψω κάποιον άλλον να εκπαιδεύσει σκλάβα για εμένα ωστόσο η ίδια η old school BDSMική εκπαίδευση είναι κάτι που η Κατερίνα λαχταρούσε, και το έβλεπα. Μου είχε δώσει την ψυχή της και το σώμα της. Δεν τη ζήλευα, το σεξ είναι απλά σεξ και αν φοβάσαι ότι με το σεξ θα χάσεις τον άλλον τότε δεν υπάρχει πραγματικός δεσμός. Όμως αυτό που έβλεπα να έρχεται ήταν κάτι που δεν θα μπορούσα ποτέ να της δώσω. Αυτό το ζήλευα, μα όσο και αν το ζήλευα αυτή θα ήταν η υπέρτατη, η τελική δοκιμασία. Όλα ή τίποτα.
“Hello Stefan.”
“Hello, Harrison, thanks for meeting me.”
“My friends call me Harry.”
“I’m not here as a friend.”
“I see. So, what can I do for you? What do you want to talk about?”
“I think you know, Harrison.”
“I do, but I need you to tell me.”
“I didn’t ask you to meet me here to talk about me, Harrison. Sooner or later, Catherine will come to me and ask me to let her come to you. And I would have to give an answer.”
“And?”
“I can deny her request. Catherine will accept it and our life will go forward.”
“It’s the way the things work. You are the Master.”
“No, I am not. One day I might be, but for the time being, I’m not.”
“I see.”
“Would you accept her, Harrison?”
“To train her for you?”
“No. Catherine doesn’t need training in abstract; she needs YOU to train her for YOU, to serve YOU as YOU please. No conditions from my part, none whatsoEver.”
“I really like her, Stefan, but I don't fancy risking your relationship.”
“If it breaks, it breaks. This is my risk and it is one I’m willing to take. She gave me her body and soul, no questions asked. It’s a part of her I cannot fill but I won’t allow myself this part to be left empty. I don’t know how this is going to end, Harrison, but I know this; if you don’t start the journey, there would be no Ithacas waiting for you.”
“I see. Do you care to know what I’m seeing in you?”
“Shoot.”
“A fierce intelligence. A mind that burns with the fires of a thousand suns. But intelligence alone is not enough, my dear Stefan. You need to let your emotions flow, accept them, embrace them.”
“I can handle my emotions.”
“That remains to be seen. I accept your request with no conditions from you. HowEver I will ask her conditions, if she had any, and I will accept her if and only if I find her hard limits agreeable. You are going to see my markings on her, Stefan, she will be mine as long as she wishes.”
“As I said, no conditions from my part.”
“Very well, iacta alea est.”
“Ceasar spoke in Greek according to Plutarch. Ἀνεῤῥίφθω κύβος.”
“Be that as it may.”
Αθήνα, 20 μέρες πριν
«Κατερίνα μου, τι γράφει το λουκέτο σου;»
«Ιacta alea est,» από τη μία μεριά.
«Τι συμβολίζει;»
«Ότι το λουκέτο είναι οριστική απόφαση. Είναι ο Ρουβικώνας, δεν υπάρχει επιστροφή αφού τον διασχίσω.»
«Η άλλη μεριά;»
«Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω.»
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Ότι δίπλα σου μπορώ να κάνω τα πάντα.»
«Δεν σημαίνει μόνο αυτό.»
«Τι εννοείς;» με ρώτησε αποσβολωμένη. Με το δίκιο της, 20 χρόνια ήταν το δικό μου μυστικό.
Όχι πια.
«Δώσε μου μέρος να σταθώ και θα κινήσω τη Γη. Ποιο νόμιζες είναι το μέρος πάνω στο οποίο στέκομαι εδώ και 20 χρόνια για να το κάνω, Κατερίνα;»
Κεφάλαιο 52 - Το βλέμμα της λεοπάρδαλης
Ευδοκία
Η Φανή ήταν σαν θηρίο στο κλουβί, αύριο ερχόταν ο νονός της για τις καθιερωμένες του διακοπές στην Ελλάδα. Ο Harry είχε ερωτευτεί την παραλία του νομού Λαρίσης και είχε αγοράσει δικό του εξοχικό λίγο μετά τη Βελίκα. Κάθε χρόνο απαρέγκλιτα σύσσωμη η οικογένεια Stolsberg περνούσε εκεί μία εβδομάδα. Λόγω covid πέρσι ο Harry δεν είχε καταφέρει να έρθει οπότε φέτος είχε αποφασίσει να κάτσει 15 ολόκληρες μέρες αντί τις 10 που καθόταν συνήθως.
Οπότε φέτος τις πρώτες 5 μέρες θα πηγαίνανε όλοι μαζί, μετά η Φανή θα πήγαινε στον πατέρα και τη μητέρα του Στέφανου που είχαν σπίτι στα Χανιά, τον τόπο καταγωγής της μητέρας του και όταν Στέφανος και Κατερίνα γύριζαν από τις δικές τους διακοπές θα επέστρεφε Αθήνα. Τόσα χρόνια περνούσε όλο το καλοκαίρι της στην Κρήτη αλλά φέτος είχαμε και ένα Josh με τον οποίον είμαστε ερωτευμένες μέχρι τα μπούνια, οπότε μην το παρακάνουμε κιόλας!
Ο Tomas με τον Μάνθο θα κάνανε φέτος πρώτη φορά μαζί διακοπές και ο Στέφανος είχε αποφασίσει ότι θα κάτσουν με το Harry και τις δεκαπέντε μέρες, κάτι φυσικά για το οποίο ο Harry δεν είχε καμία αντίρρηση.
Ήμασταν στο σπίτι μου, εκείνος στην πολυθρόνα του κι εγώ γονατιστή στα πόδια του.
«Ο Harry δεν μιλάει ελληνικά…» μου είπε και συνέχισε «επίσης για σένα είναι Sir και όχι Harry. Φυσικά το ίδιο ισχύει και για την Κατερίνα αλλά εκείνη το κάνει εδώ και 21 χρόνια. Θέλω να σου είναι απολύτως ξεκάθαρο, σε ό,τι σου ζητήσει η μόνη δεκτή απάντηση είναι.»Yes, sir.»“
«Μάλιστα,» του απάντησα.
«Εγώ δεν είμαι σαδιστής αλλά εκείνος είναι. Θα γνωρίσεις και το whip και το crop και το cane και ό,τι άλλα μπιχλιμπίδια κουβαλήσει και έχει όρεξη να χρησιμοποιήσει.»
Ξεροκατάπια.
«Μάλιστα,» του απάντησα.
«Δεν χρειάζεται να φοβάσαι, όχι ότι δε θα σε πονέσει αν το θελήσει, αλλά δεν έχω γνωρίσει άνθρωπο με υψηλότερο σωματικό IQ από τον Harry, θα καταλάβει πολύ γρήγορα πόσο αντέχεις και τι.»
«Μάλιστα,» του απάντησα ξανά.
«Δεν έχεις να πεις κάτι;»
«Όχι,» του είπα δείχνοντας το λουκέτο.
«Δε θα σου είναι εύκολο, Ευδοκία.»
«Δεν πετάω τη σκούφια μου, Στέφανε, αλλά εφόσον αυτό σε ευχαριστεί, αυτό θα σκέφτομαι όταν σφίγγω τα δόντια μου.»
«Ναι, θα έλεγα να μην το κάνεις, εννοώ να σφίξεις τα δόντια σου. Όχι ότι θα τα καταφέρεις, ειδικά με το whip….»
«Θα μου αφήσει σημάδια;»
«Όχι μόνιμα, αν αυτό με ρωτάς. Βέβαια εξαρτάται και από τις ορέξεις του, όχι στα σημάδια, για το αν θα ασχοληθεί με σένα, εννοώ. After all, υπάρχει και η Κατερίνα και δίνει ο ένας στον άλλον ακριβώς αυτό που θέλουν και οι δύο. Σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται να κάνει τίποτα μαζί σου πριν σου μιλήσει οπότε μην ανησυχείς προκαταβολικά. Θα έχεις όλο τον καιρό να το κάνεις αφού μιλήσετε,» μου είπε πειραχτικά.
«Ο κ. Harrison θα πάει κατευθείαν στο εξοχικό του;»
«Μεταξύ μας μπορείς να τον λες Harry και η απάντηση είναι όχι, θα κάτσει δυο μέρες εδώ και μετά θα πάει πάνω. Μας ζήτησε να πάμε 2-3 μέρες αργότερα αφού πάει κι εκείνος γιατί το σπίτι ήταν κλειστό δύο χρόνια οπότε καταλαβαίνεις.»
«Και τι ώρα έρχεται;»
«Αύριο κατά τις 19:00 και θα πάω να τον πάρω από το αεροδρόμιο με τη Φανή γιατί καταλαβαίνεις τι θα γίνει αλλιώς.»
“Χαχαχα, Fani is a harsh mistress!” του είπα γελώντας.
«Αύριο το βράδυ θα του κάνουμε το τραπέζι,» μου είπε.
«Να σου εξομολογηθώ κάτι, ζηλεύω λιγουλάκι,» το είπα με ειλικρίνεια.
«Ο ψωριάρης χώρια δε μου έλεγες; Όλα εδώ πληρώνονται μαδάμ!»
«Karma is a bitch,» του είπα φιλοσοφικά.
“Είσαι μπουμπούνας!”
“This is a well-established fact, Sir,” το είπα πειρακτικά.
«Σε τρώει ε;»
«Λιγουλάκι,» του είπα χαμογελαστή.
«Αργότερα λυσσάρα, από τότε που σου επέτρεψαν οι γιατροί να κάνεις σεξ έχω χάσει τρία κιλά!»
«Μόνο; Δεν θα προοδεύσουμε έτσι! Πρέπει να συνεχίσεις τη γυμναστική, όχι ότι έχω κανένα συμφέρον!» του είπα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
«Μην ανησυχείς και θα σε ξύσει μια χαρά και ο Harry, είναι αρκούντως προικισμένος.»
«….»
«Δεν σε άκουσα;» μου είπε.
«Του αρέσει το παστίτσιο;» τον ρώτησα κάνοντάς τον να ξεκαρδιστεί.
«Παστίτσιο θα μας φτιάξεις; Έλεγα να κάνεις αυτή την υπέροχη γαριδομακαρονάδα σου,» μου είπε και τον κοίταξα με λαχτάρα στα μάτια.
«Και γαριδομακαρονάδα θα κάνουμε και τα πιάτα θα πλύνουμε και το σφουγγαρόπανο θα στύψουμε και κωλοτούμπες θα κάνουμε κύριε Πετροχείλο μου!» του είπα με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά κάνοντάς τον να χαμογελάσει.
«Και το Σάββατο αφού φύγουν τα παιδιά θα κάνουμε το προζέσταμα.»
«Μάλιστα, σημειώνω παστίτσιο για το Σάββατο!»
«Ευδοκία σου μιλάω σοβαρά. Ο Harry δεν είναι για καυλάντισμα.»
«Συγνώμη Στέφανε. Θα γίνει αυτό που επιθυμείς. Έχω καταλάβει τι σημαίνει για εσάς ο Harry και εφόσον μου το ζητήσει θα του δοθώ με όλη μου την ψυχή, όχι διεκπαιρεωτικά. Είναι η προσφορά του Αφέντη μου προς ένα φίλο του, αυτό για εμένα αρκεί.»
Την επόμενη μέρα θα πήγαινα στο σπίτι τους κατά τις 18:00 για να ετοιμάσουμε το τραπέζι. Λόγω της επίσκεψης του Harry το αυριανό girls night θα αναβάλλονταν για την ερχόμενη εβδομάδα, αλλά με νονό ή χωρίς, η Φανή είχε δηλώσει ότι το σημερινό μάθημα θα γινόταν κανονικά ο κόσμος να χαλάσει, το οποίο με τη σειρά του σήμαινε ότι μέχρι και την Πέμπτη το βράδυ θα έπρεπε να τελειώσω την προετοιμασία μου γιατί στην Τοπολογία και Συναρτησιακή ανάλυση είχαν προστεθεί διαφορική γεωμετρία και άλγεβρα και τα μαθήματα που της έκανα ήταν μεταπτυχιακού επιπέδου και επειδή… duh, Φανή! ήταν εξαιρετικά απαιτητικά.
Ο Στέφανος έδειξε την σχετική κατανόηση και αρκέστηκε στο στόμα μου και με άφησε για να γυρίσει σπίτι του ώστε να έχω το χρόνο να προετοιμαστώ. Τέλειωσα κοντά στα μεσάνυχτα, τόσο εντατικό διάβασμα είχα να ρίξω από φοιτήτρια. Ποιος να μου το έλεγε όταν παιδευόμουν ως μεταπτυχιακή στο Stanford με το Λογισμό Μεταβολών ότι μερικά χρόνια αργότερα θα είχα τον άνθρωπο που καταριόμουν από το πρωί ως το βράδυ Αφέντη μου.
Χαμογέλασα, χάιδεψα το λουκετάκι και έπεσα ξερή για ύπνο.
Την επόμενη μέρα γύρω στις 18:00 ήμουν στο σπίτι τους
«Ευουλίνι μουυυυυυυυυυυ έρχεται ο νονός μου!» μου είχε πει ενθουσιασμένη η Φανή παίρνοντάς με αγκαλιά και δίνοντάς μου ενθουσιώδη ρουφηχτά φιλιά σε όλο το πρόσωπο!
«Σιγά βρε μαϊμού,» θα με ρίξεις κάτω της είπα γελώντας με τον ενθουσιασμό της.
«Ενθουσιώδης μαϊμού!» μου δήλωσε. «Η μαμά είπε ότι θα φτιάξεις γαριδομακαρονάδα σήμερα!»
«Ε, τι έτσι θα σε άφηνα;»
«Πολύ-πολύ ενθουσιώδης μαϊμού,» μου είπε και άρχισε πάλι να με φιλάει σε όλο το πρόσωπο.
«Ενθουσιώδη μαϊμού, θα έρθεις να πάμε να πάρουμε το νονό σου από το αεροδρόμιο ή προτιμάς να κάτσεις εδώ να κατσιάσεις την Ευδοκία;» τη ρώτησε ο πατέρας της.
«Ευουλίνι μου, σε γλίτωσε ο νονός!» μου είπε και μου έσκασε άλλο ένα φιλί και πήγε σχεδόν χοροπηδώντας προς το Στέφανο για να κατεβούν στο γκαράζ.
Πήγα στην κουζίνα όπου ήταν η Κατερίνα και έκοβε λαχανικά για σαλάτα.
«Καλώς την,» μου είπε και πήγα και τη φίλησα.
«Θέλεις βοήθεια;» τη ρώτησα.
«Όχι, Εύη μου.»
«Τι άλλο θα φτιάξουμε εκτός από γαριδομακαρονάδα;»
«Ο Harry τρελαίνεται για φρικασέ το οποίο γίνεται ήδη.»
«Ο Στέφανος μου είπε να τον αποκαλώ Sir αλλά αυτό ισχύει και μπροστά στα παιδιά;»
«Για όλους εκτός από το Stefan και τη Φανή ο Harry είναι Sir. Σου εγγυώμαι ότι όταν τον δεις από κοντά δε θα σου περάσει καν από το μυαλό να τον αποκαλέσεις διαφορετικά, ακόμα και αν ο Stefan σου είχε επιτρέψει να τον λες Harry ή Jay.»
«Jay;»
«Έτσι τον φωνάζει η Φανή, από το μεσαίο όνομά του, Jethro.»
«Sitting οn a park bench, eying little girls with bad intent,» ξεκίνησα να τραγουδάω κάνοντας την Κατερίνα να χαμογελάσει. «Είναι από κοντά τόσο όμορφος όσο δείχνει στις φωτογραφίες;»
«Δε φαντάζεσαι αλλά μην στέκεσαι στα λόγια μου, σε λίγες ώρες θα το διαπιστώσεις και η ίδια.»
«Κατερίνα, θα έλεγε κανείς ότι είσαι ακόμα ερωτευμένη!»
«Δεν σταμάτησα ποτέ να είμαι,» μου είπε η Κατερίνα. «Το να ζητήσω αποδέσμευση ήταν μακράν της δεύτερης η δυσκολότερη απόφαση που έχω πάρει στη ζωή μου. Έζησα ένα όνειρο στα πόδια του ένα χρόνο.»
«Το μετάνιωσες ποτέ;»
«Όχι. Μπορεί ο Harry να ήταν ο Ναός μου αλλά ο Stefan ήταν και είναι ο Βασιλιάς. Ο Harry είχε και έχει κάτι το υπερβατικό πάνω του… φοβάμαι ότι δεν μπορώ να το εξηγήσω με λόγια. Θαρρείς πως το cat people γράφτηκε ειδικά για εκείνον. Θα το καταλάβεις όταν τον δεις. Ο Stefan όσο και αν το IQ του αγγίζει το εξωγήινο είναι πιο ανθρώπινος.»
Συνεχίσαμε με την προετοιμασία του φαγητού χωρίς να μιλήσουμε άλλο για τον Harry. Η αλήθεια είναι ότι είχα ιντριγκαριστεί από τις διηγήσεις της Κατερίνας που με είχε διαβεβαιώσει ότι το πρώτο πράγμα που θα προσέξω ήταν ο τρόπος που κινείται και η ματιά του.
Είχαμε στρώσει το τραπέζι όταν γύρω στις 20:00 μπήκαν μέσα ο Στέφανος με τη Φανή και τον Harry. Μου έπεσε το σαγόνι στο πάτωμα, ο Harry ήταν συγκλονιστικά ωραίος άνδρας, κοντά στα 55 αλλά δεν θα τον έκανες πάνω από 40 άντε 45. Είχε απόλυτο δίκιο η Κατερίνα, το πρώτο πράγμα που πρόσεξα ήταν ο τρόπος που κινούνταν. Είχε τη χάρη της λεοπάρδαλης και οι κινήσεις τους είχαν το ρυθμό και την οικονομία αιλουροειδούς.
«Catherine, Tomas!» είπε και ο Tomas έτρεξε στην αγκαλιά του. Μπορεί να μην ήταν σαν την Φανή αλλά ούτε ο Tomas ήταν ιδιαίτερα διαχυτικός αλλά η χαρά με την οποία αγκάλιασε τον Harry δεν μπορούσε να κρυφτεί.
“How are you, my boy?”
“I am fine, Sir. I really missed you!”
“I missed you too Tomas. “ του είπε χαμογελώντας.
«My beautiful brunette,» είπε χαμογελώντας στην Κατερίνα που επίσης πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε σταυρωτά στα μάγουλα.
«We really missed you, Sir,» του είπε με μάτια δακρυσμένα η Κατερίνα.
“Jay, this is Eve, she is my math tutor but, more importantly, she is my big sister,” του είπε η Φανή.
Χαμογέλασα και άπλωσα το χέρι μου. Συνηθισμένη από την ικανότητά μου να μπορώ να κοιτάξω τον άλλον στα μάτια χωρίς να μου προκαλεί δυσφορία τον κοίταξα στα μάτια.
See these eyes so green
I can stare for a thousand years
Σα να κοίταζα λεοπάρδαλη. Δεν έχω δει ξανά τέτοια απόχρωση πράσινου σε ανθρώπινο πλάσμα. Το βλέμμα του ένιωσα ότι κοιτάζει μέσα στην ίδια μου την ψυχή. Προσπάθησα να κατεβάσω τα μάτια μου κάτω αλλά ήταν αδύνατο ακόμα και να κλείσω τα βλέφαρά μου. Ένιωσα την ψυχή μου να ρουφιέται. Ένιωσα δέος, σα να βλέπω κάποιο Θεό από έβενο και φωτιά.
Colder than the moon
It's been so long
“So, I finally meet the young genius mathematician that Stefan admires, and Fani adores.”
«Eve,» του είπα σχεδόν τρέμοντας, βρίσκοντας με μεγάλη δυσκολία τα λόγια μου. «My name is Eve, Sir.». Μου έσφιξε σταθερά το χέρι ενώ ένιωθα τη ματιά του να με διαπερνάει.
“Eve, that is.”
“Jay, in half an hour I have my class with Eve, please don’t be mad at me!” του είπε η Φανή με το κουταβίσιο βλέμμα της.
«I will nEver be mad at you, little monkey!» της είπε χαμογελώντας της και κάνοντας τη Φανή να λιώσει.
Η καρδιά μου χοροπηδούσε στο στήθος μου. Σε καμία περίπτωση ο Harry δεν ήταν ο τύπος που θα μπορούσα να ερωτευτώ αλλά από την άλλη σταμάτησα να έχω την απορία πως η Κατερίνα ήταν ακόμα ερωτευμένη μαζί του 20 χρόνια μετά. Δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Τελεία.
Στο μάθημα συγκεντρώθηκα με τρομερή δυσκολία, μέχρι και η Φανή το παρατήρησε και με ρώτησε αν αισθανόμουν καλά. Χρειάστηκα όλη μου την αυτοπειθαρχία για να μπορέσω να συνεχίσω το μάθημα, αυτή η ματιά του ενός δευτερολέπτου θαρρείς και μου είχε ρουφήξει την ψυχή.
Η Κατερίνα είχε δίκιο και σε αυτό, θαρρείς πως το cat people είχε γραφτεί ειδικά για τον Harry.
Κεφάλαιο 53 - Jupiter’s nymph
Κατερίνα
Παρά τις διαμαρτυρίες της Φανής γύρω στις 01:00 η Εύη πήγε σπίτι της. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ ήθελα να μείνει σήμερα γιατί δεν ήθελα να αφήσω το Stefan μόνο του. Κάθε πρώτη νύχτα του Harry ήμουν δική του και όσο και αν τον Stefan δεν τον πείραζε, εγώ ένιωθα μέσα μου τύψεις, τύψεις που δεν ένιωθα με κανέναν play partner.
«Πήγαινε,» μου είπε όταν βεβαιωθήκαμε ότι τα παιδιά είχαν πέσει για ύπνο.
«Στέφανε….»
«Πήγαινε Κατερίνα μου. Δύο χρόνια περιμένατε.»
«Εσύ;»
«Κατερίνα, αυτό που χρωστάμε στον Harry δεν θα μπορέσουμε να το ξεπληρώσουμε ούτε σε τρεις ζωές αλλά ξέρεις πως δεν το βλέπω σα χρέος. Είναι η προσφορά μου στον φίλο μου, η προσφορά μου στον Μέντορά μου. Την αξία του τη μετράω με την αξία του δώρου που προσφέρω και δεν υπάρχει στον κόσμο κάτι που να έχει μεγαλύτερη αξία για μένα από εσένα την ίδια.»
«Το ξέρω Στέφανε. Αισθάνομαι άσχημα γιατί… εγώ θα είμαι αλλού όλο το βράδυ κι εσύ θα είσαι εδώ μόνος σου. Γιατί δε ζήτησες στην Εύη να κάτσει;»
«Την ξέρεις την απάντηση, Κατερίνα. Τι έχεις κοριτσάκι μου, τι σε τρώει;»
«Ο τελευταίος μήνας ήταν δύσκολος για σένα Stefan.»
«Ήταν. Τα κορίτσια μου πονούσαν κι εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα πέραν να τους δώσω τα χέρια μου να κρατηθούν. Μην ανησυχείς για μένα, κοριτσάκι μου. Πήγαινε να λατρέψεις το Θεό σου. Πήγαινε.»
Τον κοίταξα στα μάτια. Μου χαμογέλασε, το βλέμμα του έλεγε «είμαι παρακάτω, τι κάνεις ακόμα εδώ;» Τον φίλησα τρυφερά στο στόμα και κίνησα να πάω κάτω, στον ξενώνα. Ήταν μια ζεστή Αυγουστιάτικη νύχτα και ήμουν ντυμένη με ένα ελαφρύ νυχτικό. Σε λίγο θα ήμουν ντυμένη μόνο με τον ιδρώτα μου. Ανατρίχιασα στη σκέψη. Χτύπησα δύο φορές την πόρτα του, έκανα παύση ενός ακριβώς δευτερολέπτου και χτύπησα άλλες τρεις. Μπήκα μέσα.
Ο Harry ήταν ξαπλωμένος στο κρεββάτι και διάβαζε. Με είδε και μου χαμογέλασε.
“My beautiful brunette.”
“This brunette has come to serve you as you please, Master.”
“Come here, lay down next to me.”
«Yes, Master.»
Πήγα και ξάπλωσα δίπλα του. Η ματιά μου χάιδεψε το γυμνό μυώδες στέρνο του. Ο Δίας είχε κατέβει στη Γη να γευτεί την Λήδα του, μεταμορφωμένος όχι σε κύκνο αλλά σε αιλουροειδές με ανθρώπινη μορφή. Σήμερα, όσο και αν μου έλειπε, δεν θα είχε S/m παιχνίδι αλλά το σώμα μου και η ψυχή μου έτρεμαν από την προσμονή.
“How are you now, Catherine?”
“I’m trying to get over the last months, Master.”
“And?”
“It’s getting easier and easier, Master.”
“I see. Yet, looking into your eyes I feel you are still in pain.”
“It will be difficult without Stefan and Fani, Master. I’m still feeling pangs of jealousy towards Eve and her bond with Fani and I hate myself for feeling so.”
“Yet, I see neither envy nor resentment in your eyes.”
“There are some people that are blessed by the Gods. Eve is one of them and I’m not talking only about her intelligence that is comparable to Fani’s. I felt resentment not for Stefan or Fani but for myself, Master, for not being this smart, for not being in the same league as my Master and his daughter. Stefan punished me and then I realized that I envied Eve, I envied the very same person that her coming has been a blessing for my own blood. And then reality hit me harder. Fani can no longer stay in Greece, here no one except Eve can teach her and Fani started falling hard for Josh and Even if she is the smartest person that walked on this planet, she still is a 15 year old girl, a 15 year old girl that hadn’t learned to deal with her feelings and falling hard in love with a young man having the psyche of her father and the appearance of her godfather. How she could not?”
“Tell me about him.”
“He is a top athlete and excellent student. He worships Fani not in the way me or Eve worship Stefan, but the way Stefan worships us. He is very young, but the dominant traits are obvious to anyone having the ability to see. Fani responds to it though she has no idea why.”
“And you think that separating them will do any good?”
“We are not trying to separate them, Master. We are putting distance between them, giving them time to mature and letting Fani focus her might on mathematics. She will be fifteen and a half in a university full of young men and women in their prime and you ‘ve seen her, most of the students are going to fall hard for her. Receiving Eve’s care and having the love for Josh in her mind and her mathematics to focus will ease the transition.”
“I see,” είπε. “This plan screams Stefan… but… it’s Eve’s, isn’t it?”
“Yes, Master.”
“What do you think?”
“It has its risks, but I don’t have anything better to offer. This ship sailed for me and Stefan, we didn’t listen to your warnings, Master. And yet Gods of fate blessed us with Eve.”
“It’s nEver too late my beautiful brunette. I’d have to talk with Eve, sense her, read her, but my instincts tell me she is right.”
Έβαλα τα γέλια.
“Judging by her look when she met you, she is going to pass out. Eve tends to freeze under heavy emotional load and having you looking into her very soul… She is most definitely going to pass out.”
“Take off your clothes, girl.”
«Yes Master,» του είπα και έβγαλα το ελαφρύ νυχτικό που φορούσα και το εσώρουχό μου. Ο Harry σηκώθηκε από το κρεββάτι, σαν ένα ζωντανό εβένινο τοτέμ. Γονάτισα στα πόδια του και έπεσα στα τέσσερα, τα χείλη μου φίλησαν τα δάχτυλα των ποδιών του. Με τη γλώσσα μου και τα χείλη μου λάτρεψα το κάτω μέρος των ποδιών του, ανεβαίνοντας σιγά-σιγά προς τα πάνω. Το κορμί μου έτρεμε λες και το διαπερνούσε ρεύμα. Ύψωσα το βλέμμα μου και χάθηκα μέσα στο γατίσιο βλέμμα του, ένιωσα την ψυχή μου να ρουφιέται.
“I missed you, my beautiful Catherine,” Είπε και μου έκανε νεύμα να σηκωθώ. Μου χάιδεψε απαλά το πρόσωπο και έσκυψε και με πήρε στα χέρια του. Με άφησε απαλά στο κρεββάτι και ένιωσα πάνω μου το βάρος του, κάνοντας σχεδόν το μυαλό μου να σαλέψει από την προσμονή. «You are allowed to climax once, so use it wisely,» μου είπε και μπήκε μέσα μου με μια απότομη κίνηση, ενώ το χέρι του μου έκλεισε το στόμα πνίγοντας την κραυγή της ηδονής.
Η Λήδα λάτρευε το Δία της και εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε τίποτε άλλο στον κόσμο.
Πόσο φτωχή είναι η γλώσσα για να μπορέσει να περιγράψει τέτοιες στιγμές. Με έκανε δικιά του και εγώ είχα βυθιστεί στη δίνη της ματιάς του. Ένιωσα ανάλαφρη σαν πούπουλο, ένιωσα την ψυχή μου να βγαίνει από το σώμα της και να πλανιέται στον αέρα όχι όμως σαν κάποιο οργισμένο φάντασμα αλλά έτοιμη να αναληφθεί στους ουρανούς και να γίνει ένα με το Δία που με την ανθρώπινή του αμφίεση έκανε το λίκνο της δικό του.
Ο Δίας είχε τιμωρήσει τη Σεμέλη με τη φωτιά του κεραυνού του όταν της ζήτησε να του αποκαλυφθεί με όλο του το μεγαλείο. Εμένα μου χαμογελούσε.
Οι κινήσεις του άρχισαν σιγά σιγά να γίνονται πιο γρήγορες, οι ανάσες του πιο κοφτές. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο στον κόσμο, οι ανάσες του, τα μάτια του και η πληρότητα ανάμεσα στα σκέλια μου. Συνειδητοποίησα τις κοφτές μου ανάσες, τα αναφιλητά της ηδονής μου. Ανέπνεα τόση ώρα; Ένιωθα να με καίνε οι φωτιές χιλιάδων άστρων αλλά αντί για πόνο, ένιωθα ηδονή και πληρότητα.
Και η έκρηξη έγινε μέσα μου με την ένταση που καμιά ανθρώπινη λέξη, καμίας ανθρώπινης γλώσσας δεν μπορεί να περιγράψει. Τον ένιωθα μέσα μου να δονείται και να συσπάται ενώ το χέρι του μου έκλεισε ξανά το στόμα, γιατί δε θα έμενε τζάμι όρθιο σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων.
Μου πήρε πολλή ώρα να βρω τις ανάσες μου και ακόμα περισσότερη τη μιλιά μου.
Δεν είχα μετανιώσει για την επιλογή μου. Ήμουν άνθρωπος και ο Harry ήταν ενσάρκωση του Δία, μπορούσα να πάρω όσο άντεχε η ψυχή μου να χωρέσει αλλά θα ήταν ύβρις να ζητήσω κάτι περισσότερο, αργά ή γρήγορα θα γινόμουν η Σεμέλη που θα καιγόταν από την θεϊκή του φωτιά.
Και εγώ ας γινόμουν στάχτη, ας χανόμουν με το πρώτο φύσημα του αγέρα αλλά βαθιά μέσα μου υπήρχε κάτι απρόσιτο ακόμα και από το νεφεληγερέτη Θεό μου.
“I’m here for you, my beautiful brunette. Come, lay in my arms. Let your emotions flow, let the wind carry away your pain.”
«Thank you, Master. Thank you,» του απάντησα και ξάπλωσα στο στέρνο του και έσπασα σε λυτρωτικό κλάμα, ενώ το χέρι του με χάιδευε απαλά και πότε-πότε μου σκούπιζε τα δάκρυα.
Η ψυχή μου ελάφρυνε, ένιωσα τα βάρη που κουβαλούσα να φεύγουν, να πετάνε. Η μαυρίλα που υπήρχε ακόμα ζάρωσε τρομαγμένη και ο κόσμος μου άρχισε πάλι να γεμίζει με όλα τα χρώματα της ίριδας.
Προσέφερα στο Δία σώμα και ψυχή και με αντάμειψε με Λύτρωση.
Κεφάλαιο 54 - Indian defense
Ευδοκία
Ομολογώ ότι ο Josh αντιμετώπιζε το βλέμμα του Harry πολύ πιο ψύχραιμα από εμένα. Τον κοίταξε σταθερά και του χαμογέλασε παρόλο που η εξεταστική ματιά του Harry ήταν το ψυχικό ισοδύναμο του μαγνητικού τομογράφου. 5 δευτερόλεπτα τον κοίταξε και είχε κοπεί η ανάσα όλων μας, ακόμα και του Στέφανου. Τότε χαμογέλασε κι εκείνος.
“Very nice to meet at last Fani’s boyfriend.”
«It’s an honor, Sir,» του απάντησε με σταθερό χαμόγελο ο Josh.
«I like him, I really do,» είπε χαμογελώντας στη Φανή o Harry κάνοντας τον Josh να χαμογελάσει ακόμα πλατύτερα.
«Thank you, Sir.»
«Take care of her, young man,» του είπε χαμογελαστά αλλά με τον τρόπο που ένας Θεός θα έδινε εντολή σε ένα θνητό.
“I will, Sir. I will not disappoint you.”
“Fani is the one you should nEver-Ever disappoint.”
“I wouldn’t dream of it, Sir.”
“Good. Now go, have fun,” τους είπε. Όταν έφυγαν γύρισε προς εμάς. “He is a fine young lad, but I very well see Eve’s point. Wise, very wise, indeed,» είπε και με κοίταξε με την ίδια εξεταστική ματιά, κάνοντας τα γόνατά μου να κοπούν. “Stefan, with your permission, I would like to have a one-on-one with this bright young lady.”
“Of course, Harry,” είπε ο Στέφανος. “She is to serve you in any way you wish.”
“Later maybe, for the time being I want to have some games of chess with her. Tomas told me that her game is on par with his,” είπε προς το Στέφανο αλλά κοιτάζοντας εμένα.
“Where do you wish to have this game? In my study or outside?”
“It’s a beautiful summer night, let’s go outside young lady.”
«As you wish, Sir,» του είπα και τον ακολούθησα έξω. Η Κατερίνα μας έφερε τη σκακιέρα και την άφησε στο τραπέζι.
“My intellect is quite different than yours, young lady, I’m expecting these games not to take too much time. I have only one request, looking me in the eye. Do not look at the chessboard, I will tell you my moves and you will tell me yours; I will move the pieces. And do play your best.”
“I will do as you command, Sir!” του είπα και δαγκώθηκα μέσα μου
«Choose,» μου είπε και μου πρότεινε το χέρι του. Του έδειξα χωρίς να τον αγγίξω το αριστερό του. Κοίταξα τα γατίσια μάτια του και ένιωσα πάλι την ψυχή μου να ρουφιέται στο απόκοσμο πράσινό τους. «I’m having the white.». «g4.»
«Nf6,» του απάντησα κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
«c4,» μου απάντησε.
«e5,» του είπα και τα μάτια του σπινθήρισαν.
«Interesting…» μου είπε.
Φτάσαμε στην 25η κίνηση, το ματ απείχε 5 κινήσεις.
“I’m not Tomas, yet I feel the end of this game is near.”
“It will be checkmate in five, Sir.”
Δεν είπε τίποτα, έκανε μια κίνηση και έριξε το Βασιλιά του.
Τον νίκησα εύκολα και στις πέντε παρτίδες που παίξαμε αλλά στην πραγματικότητα, χαμένη μέσα στο βλέμμα του, είχα συνειδητοποιήσει ότι εγώ είμαι το πιόνι κι εκείνος ο Σκακιστής.
«Excellent,» μου είπε κοιτάζοντας μέσα στην ψυχή μου.
“Playing with Tomas really made me better.”
“No, my sweet brunette, it’s not Tomas that made you a better player. Stefan did. I did need to see your mind working and mathematics at your lEvel is beyond me. But I have enough experience playing chess to get a feeling for the player, how they think, how they see the world. You plan ten moves ahead and you are aggressive, ruthless. I wouldn’t have a chance in hell of taming you without breaking you in the process, but Stefan did like it was the easiest thing in the world. You truly are made for him.”
“I nearly broke, Sir. I envied the mother of his children, and the Gods punished me by denying me the chance to have mine.”
“Gods don’t work this way, little one. It’s not a punishment. The first patient I lost on the operating table shocked me to my core. I knew that sooner or later it was going to happen, but you are nEver truly ready to accept a loss. You need to process it, get angry… griEve it. Then, and only then, will you be ready to continue.”
“I realized that Catherine was, is and will forEver be the top of his world. I felt a third wheel, a stranger, an invader to their world. I beliEved that I had accepted this as a fact, but reality couldn’t be further than that. I envied her, I wanted to replace her… It was hubris, Sir and while I don’t claim to fully know how Gods work, I know that hubris gets punished and gets punished hard.”
“Has Catherine forgiven you?”
“Yes, Sir.”
“Do you beliEve her?”
“Yes Sir, I do.”
“Then there is nothing else. You didn’t have a debt to Gods, you had a debt to each other. Have you forgiven her?”
“I have nothing to forgive her for. I accepted her apology, but the reality is I had nothing to forgive. I… I… was… I….”
“You bear His locket and yet you are still seeing yourself as the third wheel.”
“I have stopped envying Catherine, Sir, I really have, but sometimes it is so difficult… so damned difficult.”
“Have you talked with your Master about it?”
“Of course, Sir, I keep nothing from him.”
“And what was his response?”
«Είσαι μπουμπούνας,» του απάντησα στα ελληνικά. “That means knucklehead.”
“And Catherine? Have you talked with Catherine?”
“Of course. She gave the same response.”
«I see. This should be fun!» μου είπε και με κοίταξε με τον τρόπο που θα κοίταζε η γάτα το στριμωγμένο ποντίκι κάνοντάς με να ανατριχιάσω.
Σηκώθηκε και πήγε μέσα. Βγήκαν έξω με το Στέφανο.
“Stefan, I need your permission for this.”
“You don’t have to ask permission from me, anything mine is also yours, Harry, you know that.”
“Be that as it may, I still need your permission. Can I take her to my room?”
“Of course. My only request is no permanent markings.”
«Of course, Stefan,» είπε και γύρισε και με κοίταξε. «Come,» με διέταξε και ξεκίνησε.
Γύρισα και κοίταξα τον Στέφανο για να πάρω θάρρος. Μου χαμογέλασε.
Δεν χρειαζόμουν κάτι άλλο από το χαμόγελο του Αφέντη μου.
Κίνησα να πάω στο δωμάτιό του Harry.
Κεφάλαιο 55 - Mr. Mojo Rising
Κατερίνα
Η Ευδοκία ακολούθησε τον Harry στο δωμάτιό του και ένιωσα πάλι το τσίμπημα της ζήλειας. Πήρα βαθιά ανάσα. Ο Stefan ξέρει τι κάνει. Ο Harry ξέρει τι κάνει. Ο Αφέντης μου έδωσε την προσφορά του στο φίλο του, στον Μέντορά του. Στους Θεούς οι αρχαίοι θυσίαζαν τα καλύτερά τους ζώα, όχι ψοφίμια.
Ανάσα.
Όχι θυσία, προσφορά. Ο Στέφανος εικοσιένα χρόνια πριν θα μπορούσε να μου έχει αρνηθεί και δε θα μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Θα συνέχιζα τη ζωή μου πλάι του με αυτό το κενό. Πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή μας; Η εκπαίδευσή μου στο Harry δεν γέμισε απλά το κενό μέσα μου. Δεν ήμουν μόνο εγώ αυτή που εκπαιδεύτηκα.
“Catherine?”
“Yes, Master.”
“I want you to talk to Stefan. Keep nothing from him.”
“Stefan told me that he doesn’t need to know what you don’t want him to know.”
“I said frog, little one and yet your response was not “how high, Master?”“
“Sorry Sir.”
“I don’t want you to ask for forgiveness.”
“Yes Sir. May I say something?”
“I’m listening.”
“Stefan told me the same thing.”
“Good to know. No, go to the wall.”
«Yes, Master.»
Ο Stefan είχε ζοριστεί από την αρχή, το είχα δει. Είχα ξεμυαλιστεί με το Harry, ζούσα πρωτόγνωρες καταστάσεις, έκανε το σώμα μου και τις αντοχές μου να φτάνουν στα άκρα τους και εκεί διαπίστωνα ότι έχει κι άλλο… κι άλλο… κι άλλο. Το βλέμμα του σκοτείνιαζε κάθε φορά που έβλεπε τα σημάδια πάνω μου. Και τα έβλεπε κάθε φορά. Ο Harry φρόντιζε με χειρουργική ακρίβεια τα σημάδια να μην είναι ποτέ σε εμφανή σημεία, μπορούσε να τα δει μόνο όποιος μπορούσε να με δει γυμνή.
Πολλές φορές στεκόμουν μπροστά στον καθρέφτη και θαύμαζα το έργο του. Τα σημάδια από το whip, το μπλάβιασμα από τα paddles και το mop… Όσο πιο πολύ πονούσα, κι όσο πιο πολύ έφτανα στα άκρα μου τόσο πιο πολύ ήθελα να του δώσω… κι άλλο… κι άλλο…
Δεν έχω συναντήσει άνθρωπο με το EQ και το σωματικό IQ του Harry. Είχα στη ζωή μου πολλούς play partners αλλά ο Harry ήταν ο Bach του πόνου και το σώμα μου το όργανο στο οποίο συνέθετε τις φούγκες του.
Στη Rock με μύησε ο Stefan. Αν ο Harry ήταν ο Bach, ο Stefan ήταν ο Lizard king. Η μουσική του Στέφανου ήταν και είναι αυτή των Doors.
Riders on the storm
Riders on the storm
Into this house we’re born
Into this world we’re thrown
Like a dog without a bone
And actor out on loan
Riders on the storm
Η μελαγχολία του ανικανοποίητου. Ήταν 29 χρονών και ήδη διάσημος, τιμημένος με Fields, το θεώρημά του τού είχε χαρίσει τη μαθηματική αθανασία, αλλά αυτή η μελαγχολία μέσα του δεν έσβηνε.
Βοστόνη, 24 χρόνια πριν
«Κατερίνα;»
«Stefan μου τι κάνεις; Μου έχεις λείψει!»
«Είμαι στο βουνό, μάτια μου.»
«Είσαι καλά; Stefan, έφυγες σαν τον παλαβό για Ελλάδα, σου ομολογώ ότι έχω ανησυχήσει.»
«Χρειαζόμουν το χώρο μου, μάτια μου και η αλήθεια είναι ότι δίπλα σου ώρες-ώρες δεν μπορώ να συγκεντρωθώ.»
«Συγνώμη, μωρό μου.»
«Τι συγνώμη βρε χαζούλα; Που μου έχεις πάρει τα μυαλά;»
«Σ’ αγαπάω!»
«Κι εγώ μάτια μου, πολύ-πολύ. Επιστρέφω μεθαύριο.»
«Μου έχεις λείψει, δε φαντάζεσαι πόσο μου έχεις λείψει. Είναι η πρώτη φορά που είμαστε πάνω από μια εβδομάδα μακριά ο ένας από τον άλλον.»
«Είχες καμιά περιπετειούλα όσο ήμουν μακριά;»
«Όχι… Stefan….»
«Κατερίνα, θέλω να πας να πηδηχτείς με κάποιον σήμερα. Θέλω μεθαύριο να μου τα πεις όλα.»
«Stefan….»
«Δεν θέλω αντιρρήσεις Κατερίνα.»
«Μάλιστα. Θα το κάνω αφού μου το ζητάς, Stefan.»
«Όταν τελειώσεις θα με πάρεις τηλέφωνο και θα μου το πεις.»
«Μάλιστα.»
Ο Dean δεν πίστευε στην τύχη του. Πήγα στη φοιτητική του γκαρσονιέρα, ήταν μόνος του. Χωρίς πολλά-πολλά του όρμισα. Τον άφησα να με πάρει από παντού ωστόσο συμμετείχα παθητικά. Δεν φάνηκε να το πρόσεξε. Τον άφησα να τελειώσει στο στόμα μου αλλά δεν κατάπια, τα έφτυσα. Με πήρε και από μπροστά και από πίσω, δεν είχε καν προφυλακτικά, εγώ του έδωσα από τα δικά μου, από αυτά που ο Stefan με είχε διατάξει να έχω πάντα στην τσάντα μου.
«Stefan;»
«Σ’ ακούω.»
«Έκανα αυτό που μου ζήτησες.»
«Θαυμάσια.»
«Δεν κατάπια.»
«Δική σου απόφαση είναι αφού δεν ήμουν εγώ παρόν να σου πω τι θα κάνεις. Ωστόσο Κατερίνα μου, θα πρέπει να τα ξεπεράσεις αυτά τα κολλήματα.»
«Πάω επειδή μου το ζητάς, Stefan, όχι επειδή το θέλω.»
«Θέλω να το θέλεις. Βρες τον τρόπο να το κάνεις, Κατερίνα. Θέλω να το θέλεις, θέλω να το χαίρεσαι, να αφήνεσαι στην ηδονή. Όταν το κάνεις για μένα, θέλω να το κάνεις για εσένα, Κατερίνα.»
«Για εσένα το κάνω, Stefan.»
«Τότε θα πρέπει να το απολαύσεις, Κατερίνα.»
«Δεν ξέρω αν γίνεται αυτό που ζητάς.»
«Μόνο του σπανού τα γένια δε γίνονται.»
«Θα προσπαθήσω.»
«Δε θέλω να προσπαθήσεις, θέλω να το καταφέρεις. Αύριο πάλι με τον ίδιο.»
«Μάλιστα.»
«Έχει τεράστια σημασία για εμένα αύριο να το ευχαριστηθείς. Είσαι η προσφορά μου στους Θεούς, Κατερίνα, έστω και αν αυτοί είναι της ηδονής. Το βρήκα Κατερίνα μου, το βρήκα!»
Η καρδιά μου έφτασε με τη μία στους 200 παλμούς.
«Το κατάφερες;»
«Ναι μάτια μου. Βρήκα τα βήματα που έλειπαν.»
«Το ήξερα ότι θα το καταφέρεις! Το ήξερα!!!!» του είπα και έβαλα τα κλάματα από τη συγκίνηση και την υπερηφάνεια. «Τα κατάφερες μωρό μου!»
«Τα κατάφερα.»
«Stefan;»
«Πες μου.»
«Θα τον κλάψει η μάνα του αύριο!»
Κεφάλαιο 56 - The court of the Crimson King
Στέφανος
Η Ευδοκία ακολούθησε το Harry στον ξενώνα. Ένιωσα σχεδόν φυσικό πόνο στο στήθος μου, τον ίδιο πόνο που είχα νιώσει κι εχθές όταν έστειλα την Κατερίνα στο Harry.
Between the iron gates of fate
The seeds of time were sown
And watered by the deeds of those
Who know and who are known
Δεν είμαι μαζοχιστής μα στους Θεούς δεν προσφέρεις ψοφίμια. Ούτε η Ευδοκία, ούτε η Κατερίνα, ούτε καν ο ίδιος ο Harry δεν καταλάβαιναν τα κίνητρά μου. Ήταν φίλος μου, ήταν Μέντοράς μου, ήταν ο νονός της Φανής. Μα ταυτόχρονα ήταν και η Νέμεσίς μου. Ένα παιχνίδι γάτας και ποντικιού που οι ρόλοι εναλλάσσονταν μεταξύ μας. Μια παρτίδα σκάκι που παιζόταν εδώ και 21 χρόνια, μια παρτίδα χωρίς κανόνες. The winner takes it all.
Knowledge is a deadly friend
When no one sets the rules
The fate of all mankind, I see
Is in the hands of fools
Μα το σκάκι δεν ήταν μεταξύ εμένα και του Harry. Κατερίνα, Ευδοκία και ο ίδιος ο Harry δεν ήταν παρά τα πιόνια. Η προσφορά μου δεν είναι προς το Harry, είναι προς τους ίδιους τους Θεούς της Μοίρας.
Βοστώνη, 21 χρόνια πριν
«Stefan;»
«Σ’ ακούω.»
Πήρε βαθιά ανάσα προσπαθώντας να βρει το κουράγιο της.
«Κοίταζέ με στα μάτια,» της είπα. Γονατισμένη μπροστά μου, με πολύ μεγάλη δυσκολία κατάφερε να σηκώσει το βλέμμα της προς εμένα.
«Θέλω….»
«Θέλεις;» την έκοψα.
«Έχεις δίκιο. Δεν το ξεκίνησα καλά.»
«Ακούω.»
«Θα σου αιτηθώ κάτι. Δεν το έχω κάνει ποτέ μαζί σου και θα δεχτώ όποια απάντηση και αν μου δώσεις.»
«Σε ακούω.»
«Σε παρακαλώ να μου δώσεις την άδεια να υπηρετήσω το Harry.»
«Γιατί μου ζητάς άδεια;»
«Γιατί δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.»
«Δεν είσαι δική μου για να μου ζητήσεις αποδέσμευση, Κατερίνα.»
«Δε σου ζητάω αποδέσμευση Stefan, τι είναι αυτά που λες;»
«Και αν σου αρνηθώ;»
«Τότε μου αρνήθηκες.»
«Κι εσύ;»
«Εγώ τι, Stefan; Θα γίνει το θέλημά σου, δεν υπάρχει άλλος δρόμος για μένα από τότε που σε γνώρισα. Σου αρέσει ή όχι είσαι ο Αφέντης μου.»
«Και όμως θέλεις να υπηρετήσεις κάποιον άλλον. Πώς μπορείς να είσαι σκλάβα δύο Αφεντάδων;»
«Έχεις δίκιο, ήμουν απερίσκεπτη. Ενθουσιάστηκα, θα μου περάσει.»
«Δε θα σε φάει αυτό Κατερίνα;»
«Θα με φάει… Στο βαθμό που δε θα γίνει κάτι που επιθυμούσα αλλά οι δικές σου επιθυμίες Stefan είναι αυτές που έχουν αξία για μένα.»
«Σου επιτρέπω.»
«Ορίστε;»
«Σου επιτρέπω να πας να αιτηθείς στο Harry να τον υπηρετήσεις με όποιον τρόπο επιθυμεί.»
Έβγαλα μια χρυσή αλυσίδα από την τσέπη μου. Η Κατερίνα με κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα. Της πέρασα την αλυσίδα στο λαιμό και τον κούμπωσα.
«Σε ευχαριστώ Stefan!» μου είπε δακρυσμένη.
«Είσαι ελεύθερη να πας στον Harry χωρίς κανέναν όρο εκτός από έναν και μόνο έναν. Αν βγάλεις αυτή την αλυσίδα από το λαιμό, μη γυρίσεις.»
«Η αλυσίδα αυτή θα είναι το δικό μου αδιαπραγμάτευτο όριο, Stefan. Αν με δεχτεί με αυτήν έχει καλώς, αν όχι, όχι.»
“Καλώς.”
The rusted chains of prison moons
Are shattered by the sun.
I walk a road, horizons change
The tournament's begun.
The purple piper plays his tune,
The choir softly sing;
Three lullabies in an ancient tongue,
For the court of the crimson king.
Είχα δρέψει ο ίδιος τα οφέλη ένα χρόνο που η Κατερίνα τον υπηρετούσε. Κατερίνα που είχε έρθει τρεχάτη στο σπίτι για να μου πει ότι ζήτησε αποδέσμευση ενώ εγώ περίμενα ότι θα συμβεί το ακριβώς αντίθετο, πως θα έρθει να μου πει πως όλα τέλειωσαν μεταξύ μας.
Εξοργίστηκα νομίζοντας ότι η Κατερίνα με λυπήθηκε. Την πέταξα έξω με τις κλωτσιές γιατί αυτό μπορούσε να τελειώσει με ένα τρόπο και ένα τρόπο μόνο. Μα η Κατερίνα δεν με είχε λυπηθεί. Είχε κάνει την επιλογή της.
-.»Θα καιγόμουν κοντά του Stefan. Μα αν καιγόμουν θα καιγόταν μαζί του και το κομμάτι που δεν του ανήκε, ποτέ δεν του ανήκε. Τον υπηρετούσα ψυχή και σώμα αλλά, στο ορκίζομαι στην ψυχή του Γιώργου, εσύ ήσουν ο Αφέντης μου, ποτέ δεν έπαψες να είσαι. Μου έδωσες ένα δώρο που δεν θα μπορέσω να στο ξεπληρώσω ποτέ.»
«Δεν έχεις να μου ξεπληρώσεις τίποτα Κατερίνα. Δε μπορεί να σου χρωστάει κάποιος που σου ανήκει.»
Έβγαλα το λουκετάκι και της το έδειξα. Ξέσπασε σε λυγμούς.
Είχα στη ζωή μου όσα είχα επιθυμήσει. Την Κατερίνα μου, δύο υπέροχα παιδιά, φήμη, δόξα… Και οι Θεοί μου έστειλαν την Ευδοκία μου.
On soft grey mornings widows cry
The wise men share a joke;
I run to grasp divining signs
To satisfy the hoax.
The yellow jester does not play
But gently pulls the strings
And smiles as the puppets dance
In the court of the crimson king.
Κίνησα το πιόνι μου.
Άντρας με άντρα, άσε τα κορίτσια μου ήσυχα.
Your move.
Κεφάλαιο 57 - Of felines and dolphins
Ευδοκία
Μπήκαμε στο δωμάτιο. Ένιωθα τόσο άνετα, όσο θα ένιωθα αν με είχαν κλείσει στο κλουβί ενός πάνθηρα στο ζωολογικό κήπο, ακόμη και αν ήταν ομιλών πάνθηρας…
“Take off your clothes.”
Ξεροκατάπια. Κλείνοντας τα μάτια έφερα στο μυαλό μου το τελευταίο χαμόγελο που μου είχε χαρίσει ο Στέφανος και γδύθηκα. Παρ’ όλα αυτά ο Harry φαινόταν να μην μου δίνει κάποια ιδιαίτερη σημασία. Έβγαζε τελετουργικά τα ρούχα του και τα κρεμούσε στην κρεμάστρα. Σαν αιλουροειδές, κινούνταν ρυθμικά και τελετουργικά ακόμη και όταν ανέπνεε.
“Follow me to the bathroom,» μου είπε χωρίς να καταφέρνω να εντοπίσω στη φωνή του κανένα συναίσθημα ή να διαγνώσω καμία κίνηση μπροστά. Πολλώ δε μάλλον σε ποιες συντεταγμένες θα γινόταν το ματ.
“Yes Sir.”
Με έβαλε να καθίσω στο πάτωμα, ακουμπώντας το κεφάλι μου πάνω στην τουαλέτα. Μπήκε στο ντους και άνοιξε το νερό. Οι σταγόνες κύλησαν πάνω στην μυώδη πλάτη του. Στήριξε τα χέρια του στον τοίχο, έκλεισε τα μάτια του και έβαλε το πρόσωπό του κάτω από το νερό. Οι στάλες ακολουθούσαν τις γραμμώσεις του σώματός του. Ακόμη και τα φυσικά στοιχεία είχε καταφέρει να δαμάσει;
Ρέα, 20 ώρες πριν
Όταν ο μαύρος πάνθηρας τελείωσε το φαγητό του, σηκώθηκε αργά και τελετουργικά από το τραπέζι.
Πήγε στο στερεοφωνικό και μουσική πλημμύρισε το σαλόνι. Κοίταξε κατάματα τον Στέφανο κι αυτός έκανε νεύμα στην Κατερίνα η οποία σηκώθηκε και στάθηκε όρθια απέναντι από τον Harry.
J'ai vu sur ma route plein de paysages
Avec des mots je peins des images
Sortie de ma cage, montée d'un étage
Aujourd'hui je plane dans les nuagesO Harry πήγε και στάθηκε απέναντι από την Κατερίνα. Εκείνη σήκωσε τα χέρια σαν να ανέβαινε στο σταυρό. Ο Harry πλησίασε την Κατερίνα και χάιδεψε στο ρυθμό της μουσικής το εσωτερικό των χεριών της, φτάνοντας μέχρι τους γοφούς της.
Et je laisse la vie m'emporter
Je laisse ma plume me porter
C'est pas si facile de tourner la page
Quand le présent m'échappe et que le passé me traque
Je soupire pour dire, dommage
Je m'arrête un moment, juste pour une chansonΑΥΤΟ δεν το είχα ξαναδεί. Δεν το είχα φανταστεί ποτέ στη ζωή μου. Δεν την έπιασε από πουθενά, απλώς ακούμπησε τους αντίχειρές του στα κόκκαλα της λεκάνης της. Και λες και εκείνη τη στιγμή κάπως καλωδιώθηκαν και…
Όσο κινήθηκε το πόδι του Harry προς τα μπρος, κινήθηκε το πόδι της Κατερίνας προς τα πίσω. Και όσο κινήθηκε το πόδι του Harry προς τα δεξιά, κινήθηκε το πόδι της Κατερίνας προς τα αριστερά. Και όσο κινήθηκε πίσω το πόδι του Harry, κινήθηκε μπροστά το πόδι της Κατερίνας. Το σώμα του Harry ξεκίνησε να κάνει ένα κύμα, και λες και η Κατερίνα έγινε αφρός πάνω στο κύμα και τον ακολούθησε κυματίζοντας το δικό της σώμα.
Πρέπει να μου είχε φύγει το σαγόνι. Η Φανούλα που καθόταν δίπλα μου, ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο μου.
«Δεν είναι πολύ ωραίοι;» μου ψιθύρισε.»
«Μόνο ωραίοι; Πόσες φορές το έχουν κάνει πρόβα;»
«Καμία. Πρώτη φορά το χορεύουν.»
Ρέα, τώρα
“Stand up.” Η φωνή του Harry διέκοψε το ρεμβασμό μου.
Μπήκαμε στο δωμάτιο. Ο Harry στέγνωνε με απαλές τελετουργικές κινήσεις το σώμα του. Με χάρη αιλουροειδούς κινήθηκε προς το σακβουαγιάζ του. Έβγαλε ένα μαστίγιο και το πέταξε πάνω στο κρεβάτι, ακριβώς δίπλα εκεί που στεκόμουν. Μου έκανε ένα νεύμα με τα μάτια του να το πιάσω. Έσκυψα και το πήρα στα χέρια μου χωρίς να χάσω οπτική επαφή με το Harry.
“Feel Eve. Use your senses. Do you know how we call this?”
“Whip?”
“Yes, whip. How does it feel?”
“No one needs to know I was the one to win earlier on the chessboard. We can just say it was you.». Επανήλθα στα παλιά γνωστά μοτίβα μου, της απόπειρας χιούμορ. Ένιωθα όσο άνετα όσο θα ένιωθα αν με είχαν κλείσει στο κλουβί ενός πάνθηρα στο ζωολογικό κήπο, και έβλεπα τον πάνθηρα να με πλησιάζει.
Ο Harry ξέσπασε σε ένα δυνατό γέλιο. Με πλησίασε και με κοίταξε κατάματα. Και το γέλιο κόπηκε μαχαίρι. Ξεροκατάπια.
“What does your name mean;”.
“Eve? It’s the short name for…,” το μυαλό μου βούιζε. Δεν καταλάβαινα τι με ρωτούσε. Προσπαθούσα να ανταποκριθώ όπως ένας υπολογιστής σε μια εντολή.
«Your name is not Eve. It’ s Evdokia. And it means the one who thinks well, if I am correct.”
«Yes… Yes Sir… You are correct…» είπα ασυνάρτητα, προσπαθώντας να δω τις επόμενες κινήσεις στην παρτίδα. Μου ήταν αδύνατον.
“And Even this, you are trying to hide.”
“I am sorry Sir… I am trying to understand. Yet, I am not sure I can. I am so sorry.”
“Ι am saying Evdokia that you are trying to hide. Generally. Stefan sees you, yet you do not see yourself, your capabilities, your feelings. And you cannot offer something you do not have. Much as you wish to give your all to your Master. You need to have your all, to offer it.”
Είχα μείνει άφωνη. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Έψαχνα να βρω το Στέφανο στο μυαλό μου. Τι θα έλεγε, τι θα ήθελε να πω.
«Hands against the wall.». Η εντολή του Harry έκοψε και αυτή την προσπάθειά μου να βρω το μίτο της σκέψης μου.
Πήγα και στάθηκα στον τοίχο. Ο Harry ήρθε και κόλλησε πάνω μου. Με έπιασε από το μαλλί και μου τράβηξε το κεφάλι προς τα πίσω. Ο καβάλος του είχε φουσκώσει αλλά από ότι είχα προλάβει να δω πριν στο μπάνιο, όχι σε πλήρη… ανάπτυξη.
«How do I feel now Eve;» με ρώτησε, τονίζοντας το «Εύη,» μάλλον ειρωνικά.
“Well, you have a gun in your shorts, or you are happy to have me like this.” Δεύτερη απόπειρα αποτυχημένου χιούμορ. Στην τρίτη καίγομαι άραγε;
Ο Harry ξέσπασε και πάλι σε ένα γέλιο σαρδόνιο αλλά δυνατό. Λες και αντηχούσε το κοσμικό γέλιο του Σύμπαντος. Που πάλι κόπηκε απότομα. Μου έσφιξε ακόμη περισσότερο το μαλλί και με κόλλησε στον τοίχο τόσο που σχεδόν δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Ψιθύρισε στο αυτί μου και λες και δεν μιλούσε άνθρωπος αλλά άκουγα το χαμηλό βρυχηθμό ενός πεινασμένου αιλουροειδούς.
“You are the perfect meal. If I threw you in the woods right now, the carnivores would throw a party. They would smell your fear from miles away. And they would just come to sate their hunger. Just a meal. No joy. Nothing to enjoy. No thrill of hunting. Do you think your mind would save you?”
Δεν ήμουν απλά μια φοβισμένη βορά. Ήμουν ένας λαγός που έτρεχε ασθμαίνοντας να ξεφύγει από τον πάνθηρα και αντί να βρει τρύπα να κρυφτεί, πέρασε από το νυχτερινό δρόμο την ώρα που πλησίαζαν τα φώτα από τους προβολείς ενός φορτηγού. Και τότε ένιωσα το πρώτο τσούξιμο.
“One,” είπα.
“I did not ask you to count. Just feel.».
Η δεύτερη. Και η τρίτη… Στην πέμπτη άκουσα και πάλι τη φωνή του.
“How do you feel? What do you feel Eve?”
«Pain.»
Μου έριξε άλλες δυο. Πιο δυνατές σε ένταση. Ωστόσο δεν πόνεσα πιο πολύ.
“Try again Eve.”
“Fear?”
“Are you asking me?”
«…,» δεν ήξερα τι να πω. Δεν ήξερα τι ένιωθα. Και ο μαύρος πάνθηρας το καταλάβαινε.
“Try again Eve.”
“Ι don’t know. I don’t.”
“Watch your body Eve. What signs is it showing you?”
“I do not know… I do not.”
“I will help you. But only once. Your hands are tight. Your teeth also. You are tense. You are trying to decide whether you will strike back. Anger Eve. You feel anger. You feel rage.”
Άχρηστα, όλα άχρηστα. Μαθηματικά, ακαδημαϊκή διδασκαλία, το IQ μου ήταν στα όρια της κλινικής παθολογίας. Άχρηστα, αυτή τη στιγμή ήταν όλα άχρηστα.
Οργή.
Πλημμύρισα οργή. Θύμωσα. Θύμωσα με το Στέφανο, που με έβαλε σε αυτή τη θέση. Θύμωσα με το Harry που με πίεζε. Θύμωσα με την Κατερίνα που δεν με είχε προειδοποιήσει. Θύμωσα με μένα που δεν μπορούσα να αντέξω, ούτε για χάρη του Στέφανου. Και αυτή η οργή πήγαινε να βγει από το στόμα μου, σαν το μάγμα που ψάχνει τον κρατήρα να εκτονωθεί.
ΔΕΝ ΕΧΩ ΣΤΟΜΑ ΚΑΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΟΥΡΛΙΑΞΩ!!!
Ο Harry σταμάτησε. Ακριβώς τη στιγμή που νόμιζα ότι θα καταρρεύσω υπό την οργή μου. Με γύρισε και με κοίταξε στα μάτια. Μου έδωσε ένα dildo στο χέρι.
“Let’s say it’s Stefan that is here with you. What would you want to do right now?”
“Well, a part of Stefan?” Τρίτη και φαρμακερή η απόπειρα του χιούμορ. Θύμωσα με τον εαυτό μου. Ακόμη και τώρα;;; Ακόμη και τώρα;;;
“Don’t be mad at you Eve. You cannot get away from habits you’ve had since you were a little girl. Do not be mad. You are not offensive. You are defensive. And not against me. You are entering an energy saving mode. You are trying to save time, feelings, Even thoughts.”
Όχι απλά ματ. Σεισμός. Το χέρι του θεού πέρασε πάνω από την παρτίδα και σάρωσε όλα τα πιόνια. Μου έκανε νόημα να ξαπλώσω στο κρεβάτι. Ξάπλωσα. Άναψε το πορτατίφ και γύρισε όλο το φως πάνω μου. Σαν να με έβαζε σε ανάκριση. Πήγε και έκατσε σε μια πολυθρόνα στο σκοτάδι.
“Let’s say it’s a part of Stefan. The holy part. What would you like to do right now?”
Με τον φεγγαράνθρωπο στο σκοτάδι να με παρακολουθεί, άνοιξα τα πόδια και το γλίστρησα μέσα μου. Έφερα το Στέφανο στο μυαλό μου. Τον σκεφτόμουν. Όχι θυμωμένα. Τον ήθελα. Πόσο θα ήθελα να είναι κοντά μου τώρα. Πόσο θα ήθελα να ήταν εδώ. Πόσο θα με λύτρωνε. Κλιμάκωνα την ταχύτητα. Σκεφτόμουν το Στέφανο ακόμη πιο έντονα. Δευτερόλεπτα πριν εκραγώ, ο φεγγαράνθρωπος με πλησίασε και με κοίταξε μέσα στα μάτια.
“How do you feel now Eve?”
“I’m thinking about Stefan. I wish he was here. Ι wish he was here… I wish he… I wish….»… Και εξερράγην.
Ο μαύρος πάνθηρας με κοίταζε χωρίς ίχνος επιθυμίας. Ήμουν έτοιμη να καθίσω να με πάρει όσο και όπως επιθυμούσε. Ό,τι είχε πει ο Στέφανος. Ακριβώς. Κι όμως, δεν φαινόταν να θέλει κάτι τέτοιο. Ένιωσα αποτυχημένη. Ένιωσα ότι θα έπρεπε να κάνω το Harry να με επιθυμεί. Γιατί αυτό ήθελε ο Στέφανος από μένα.
Έβαλα τα κλάματα. Ο Harry χαμογέλασε. Γλυκόπικρα.
“You are crying and yet you are not letting yourself feel.”
“I’m sorry, Sir.”
“No, you are not.”
“I’m not good as Catherine, I would nEver be.”
“Catherine is Catherine and Evdokia is Evdokia. Your Master seeks different things from you. He doesn’t need two Catherines and he doesn’t need two Evdokias. You complete each other, he doesn’t want the parts, he wants the whole.”
Σηκώθηκε και έβγαλε κάτι που κροτάλιζε από το σακβουαγιάζ. Μου έδεσε τα χέρια. Και μετά τα πόδια με τις αλυσίδες. Και μετά τις αλυσίδες μεταξύ τους.
“This is how you’re going to sleep tonight. You decided you do not need your body. Ok, I’ll do you a favor and reliEve you from that.”
“What do you mean? I mean… I am sorry Sir, I disappointed you. I disappointed you and my Master. I was supposed to offer you whatEver you wished, yet…,” και ξαναξέσπασα σε κλάματα.
“You did not disappoint me. I do not have only one way of desiring. My moves are not in straight lines Eve. I just desired to see your curves. And I do not mean your body curves. I mean your emotions. We are not compatible, Eve, but not because something is wrong with you. I’m a feline and you are a dolphin. We perceive the world in an entirely different way. But I will say this, you are PERFECT for Stefan. PERFECT.»
Είχα μείνει άφωνη. Με ξάπλωσε στην άκρη του κρεβατιού. Ξάπλωσε και αυτός. Άνοιξε ένα βιβλίο και τα απόκοσμα μάτια του χάθηκαν μέσα στις γραμμές. Σιγά σιγά ηρέμησα.
«Thank you Sir,» ήταν το μόνο που κατάφερα να πω πριν βυθιστώ σε ένα βαθύ ύπνο.
Κεφάλαιο 58 - Kobayashi Maru
Στέφανος
Κόντευε να πάει 01:00, σε λίγο θα ερχόντουσαν τα παιδιά.
«Κατερίνα, πήγαινε σε παρακαλώ στον ξενώνα και υπενθύμισέ τους ότι time’s up.»
«Αμέσως,» μου είπε.
Ζηλεύει. Είδαμε και πάθαμε να αρχίσουμε να ξεπερνάμε τα δικά μας και τώρα έχουμε ζήλιες για το Harry. Αναστέναξα, ήξερα ότι ο Harry έχει ένα πολύ ειδικό μέρος στην καρδιά της, όπως η Φανή στην καρδιά της Ευδοκίας. Από την άλλη η Φανή ήταν αίμα μου, ο Harry όχι.
Αλλά πάλι, ο Harry ήταν Κύριος με όλη τη σημασία της λέξης. Ένα χρόνο είχε την Κατερίνα δική του, δεν προσπάθησε ποτέ να την ξελογιάσει και την έβαζε πάντα να μου πει με ακρίβεια τα καθέκαστα, όχι ότι ήθελα ιδιαίτερα να τα ακούσω. Δε γινόταν αλλιώς, ήταν ο δικός του όρος για να αναλάβει την Κατερίνα.
Ερωτευμένοι και οι δύο με την ίδια γυναίκα. Ο Harry ποτέ δεν το παραδέχτηκε ανοιχτά, αλλά στο βαθμό που αυτός ο άνθρωπος μπορούσε να ερωτευτεί το είχε κάνει. Κάθε χρόνο τα τελευταία είκοσι χρόνια είχε για μια εβδομάδα την Κατερίνα δικιά του. Ήταν το δώρο μου προς την Κατερίνα, το δώρο μου προς το Harry, μα πάνω από όλα το δώρο μου στους Θεούς της μοίρας. Να μην ξεχνάω, ποτέ να μην ξεχάσω τι σημαίνει αυτή η γυναίκα για μένα. Η Κατερίνα είχε κάνει την επιλογή της, ίσως γιατί κατά βάθος καταλάβαινε ότι ο έρωτας του Harry θα σκότωνε τη μαγεία. Ή ίσως να βαυκαλίζομαι.
Την επιθυμία δεν την κόβεις με την απαγόρευση· έτσι απλά την καταπνίγεις. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να αποφύγεις την πλημμύρα, να δώσεις διέξοδο στο νερό. Δε χτίζεις φράγμα ενός χιλιομέτρου, η πίεση του νερού και το ίδιο το βάρος του φράγματος θα προκαλέσουν αργά ή γρήγορα την κατάρρευσή του. Φτιάχνεις βαλβίδες διαφυγής και αφήνεις το νερό να τρέξει.
Τόσο απλά.
«Εσύ είσαι ο Αφέντης, εσύ αποφασίζεις. Γιατί το κάνεις αυτό;»
Γιατί θέλω να με υπηρετεί ένας γεμάτος άνθρωπος, όχι μια σκιά. Γιατί το μέτρο της δύναμης σου δεν μετριέται με τις αντοχές της αλυσίδας αλλά με την ελευθερία που αρνούνται να ζητήσουν. Μια απλή χρυσή αλυσίδα που μπορεί να κοπεί με ένα απλό τράβηγμα αλλά Κατερίνα και Ευδοκία θα προτιμούσαν να τους κοπεί ο λαιμός παρά να κόψουν την αδύναμη αλυσίδα.
Με την Ευδοκία ήταν διαφορετικό. Θα μπορούσα να τη στείλω στον οποιονδήποτε χωρίς καν να παίξει το βλέφαρό μου αλλά ο Harry δεν ήταν ο οποιοσδήποτε. Μπορεί να την τρόμαζε η παρουσία του αλλά σε καμία περίπτωση να τη γοητεύσει. Ωστόσο αναγνώριζα ότι ο Harry ήταν μάγος σε ό,τι έχει να κάνει με τα συναισθήματα, θα την άνοιγε σαν στρείδι, με το καλό ή χωρίς. Να ικανοποιήσουν ο ένας τον άλλον; Not so much.
Ο Harry θα την έβρισκε ψυχρή, διανοούμενη, χωρίς επαφή με τα αισθήματά της. Ο Harry ήταν Mozart, η Ευδοκία για εκείνον θα ήταν ξεκούρδιστο πιάνο. Η Ευδοκία θα τον έβρισκε τρομαχτικό και ενδεχομένως φιγουρατζή. Η Ευδοκία είναι ο Shannon, για εκείνη ο Harry θα ήταν κομμένο καλώδιο. Θα προσπαθούσε να τον ικανοποιήσει αλλά δεν πίστευα ότι θα τα καταφέρει. Θα προσπαθούσε να την πιέσει αλλά θα πρόσεχε πολύ μη τη σπάσει. Όχι από έγνοια για την ίδια την Ευδοκία, ο Harry δεν έδινε δεκάρα για κανέναν στον κόσμο εκτός τριών ανθρώπων: Την αδερφή του, την Κατερίνα και τη Φανή. Η Φανή αλλά κυρίως η Κατερίνα είναι το δικό του διακύβευμα.
Είχε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια, ο πατέρας του μπαινόβγαινε στη φυλακή, η μητέρα του τοξικομανής, τον μεγάλωσε ουσιαστικά η αδερφή του. Όμορφη σαν τον ίδιο, θα μπορούσε να είχε γίνει απλά μια trophy wife και να τα αφήσει όλα πίσω της. Όχι η Emily. Πουλούσε το σώμα της και την ψυχή της μαζεύοντας τα χρήματα για τον αδερφό της.
Εγώ το ξέρω το μυστικό του. Εμένα πήρε τηλέφωνο. Εγώ τον μάζεψα μέσα σε μια λίμνη αίματος. Τον έψαχνε δέκα χρόνια αυτόν που κακοποίησε σχεδόν μέχρι θανάτου την Emily και την παράτησε, νομίζοντάς την πεθαμένη. Δέκα ολόκληρα χρόνια.
Τον βρήκε.
Ήταν το δικό μου μυστικό που θα έπαιρνα στον τάφο μου. Δεν το είδα ποτέ σα βάρος. Αυτό που έδωσε στην Κατερίνα και εμμέσως σε εμένα δεν θα μπορέσω να του το ξεπληρώσω ούτε σε τρεις ζωές.
Ήρθαν και οι τρεις έξω. Ο Harry χαμογελαστός, Κατερίνα και Ευδοκία ουδέτερες. Σε λίγη ώρα γύρισαν και τα παιδιά και η Φανή δεν ήξερε ποια αγκαλιά να πρωτοδιαλέξει, του Ευουλινιού της ή του Jay της. Για τους γονείς της ούτε λόγος η παλιομαϊμού.
Τους άφησα και πήγα λίγο μέσα.
«Κατερίνα, έλα λίγο μέσα σε παρακαλώ,» της είπα.
«Πες μου.»
«Όταν κοιμηθούν τα παιδιά, είσαι του Harry.»
«Σε ευχαριστώ, Stefan. Σε ευχαριστώ.»
«Την ερχόμενη Κυριακή που θα κατεβάσω τη Φανή και θα έρθω να πάρω την Ευδοκία θα σας αφήσω δυο-τρεις μέρες μόνους σας, το χρειάζεστε και οι δύο. Τη απουσία μου ο Harry είναι ο Αφέντης σου, καταλαβαίνεις τι σου λέω;»
«Ναι, καταλαβαίνω,» μου απάντησε χαμογελαστή.
«Μία εβδομάδα το χρόνο του ανήκεις. Φέτος θα αναπληρώσουμε και την περσινή.»
«Σε ευχαριστώ, Αφέντη μου.»
«Θα σε μαυρίσει στο ξύλο που ζήλεψες, να ξέρεις.»
«Και θα έχει το δίκιο του. Μακάρι να ήμουν σαν εσένα.»
«Νομίζεις ότι πετάω τη σκούφια μου;»
«Όχι… όχι. Σου ζητώ συγνώμη.»
«Εγώ θα πάω στο σπίτι της Ευδοκίας απόψε. Το πρωί θα πεις στα παιδιά ότι κάτι έτυχε και έπρεπε να φύγω νωρίς. Θα έρθω πριν φύγει ο Harry, νομίζω το μεσημέρι.»
«Θα γίνει αυτό που θέλεις.»
«Πάμε έξω.»
Ο Tomas καληνύχτισε και πήγε πάνω. Η Φανή δεν έλεγε να ξεκολλήσει μέχρι που συνοφρυώθηκε η Ευδοκία και αφού μας χαιρέτησε έφυγε σα δαρμένο κουτάβι. Και φυσικά από πίσω τρέχοντας πήγε και η Ευδοκία γιατί «πού θα την αφήσω τη Φανούλα μου έτσι;»
Ο Harry έβαλε τα γέλια.
“That was a first! The drill sergeant nodded and the poor private jumped. A sucker for drill sergeant, but it is what it is!”
“We should have listened to you, Harry.”
“Water under the bridge, Stefan. Past cannot change, only future can.”
“As soon as Evdokia comes down, I leave Catherine to your hands. I need to do some damage control.”
“I didn’t damage her, Stefan, but I can very well see your point.”
“I know you do, Harry, I wouldn’t trust my girls to anyone else.”
“It’s an honor, Stefan.”
“Let’s stop sucking each other’s cocks, we have the girls for this!”
“Now, you’re talking brother!” είπε ο Harry βάζοντας τα γέλια.
Η Ευδοκία κατέβηκε είκοσι λεπτά αργότερα χαμογελαστή.
“She couldn’t stop talking about her Josh. She really does love him.”
“And we have you to blame for corrupting my daughter!”
“Once a knucklehead always a knucklehead,” απάντησε χαμογελαστή.
“Evdokia, I’m coming to your place, tonight.”
“Thank you, Master,” μου απάντησε.
“So, see you tomorrow. When do you plan to leave, Harry?”
“I’d say around 16:00, it’s a three hours journey give or take. Tomorrow I’m expecting the cleaning crew for the house and the pool.”
“I would have come by then. Enjoy yourselves,” τους είπα.
“That we are most definitely going to do, what do you say, my beautiful brunette?”
“Your wish is my command, Sir.”
Έβηξα.
“Your wishes, my commands, Master,” διόρθωσε.
Πήρα την Ευδοκία και φύγαμε.
Ευδοκία
Ούτε είκοσι λεπτά δεν μας πήρε να φτάσουμε στο σπίτι μου, οι δρόμοι ήταν άδειοι. Ανεβήκαμε πάνω και έκανα να ανοίξω το κλιματιστικό.
«Μην το ανάψεις, δεν κάνει τόση ζέστη,» μου είπε ο Στέφανος
«Ό,τι θες εσύ,» μου είπε.
«Πήγαινε να αλλάξεις. Το φανελάκι που μου αρέσει και από κάτω μόνο το εσώρουχό σου. Όχι σουτιέν.»
«Αμέσως,» του είπα και πήγα στο δωμάτιο. Η αλήθεια είναι ότι ένιωθα ότι χρειάζομαι ένα ντους. Βγήκα πάλι έξω.
«Στέφανε, μου επιτρέπεις να κάνω ένα γρήγορο ντους;»
«Ναι, αλλά μην αργήσεις.»
«Πέντε λεπτά, δε θα βρέξω καν τα μαλλιά μου. « του είπα και πράγματι δε μου πήρε περισσότερη ώρα. Ένιωσα πιο δροσερή. Σκουπίστηκα καλά και πήγα στο δωμάτιο γυμνή και φόρεσα αυτά που μου ζήτησε. Ο Στέφανος είχε καθίσει στην πολυθρόνα του και πήγα και γονάτισα μπροστά του.
«Για πες μου τώρα, πώς ήταν με το Harry;»
«Τρομαχτικά,» του ομολόγησα. «Στέφανε… δεν… δεν κατάφερα να τον ικανοποιήσω. Σου ζητώ συγνώμη.»
«Το φαντάστηκα….»
«Μου είπε ότι δεν είμαστε συμβατοί μεταξύ μας. Αλλά… η πρώτη φορά που μου ζήτησες να πάω με κάποιον άλλον… και όχι οποιονδήποτε άλλον. Τον φίλο σου, τον μέντορά σου. Με έβαλε να παίξω με μια dildo αλλά δεν ένιωσε ερωτική επιθυμία, λες και έβλεπε ντοκιμαντέρ. Δεν ξέρω, στην αρχή το βλέμμα του με είχε τρομάξει, εννοώ χθες, την πρώτη φορά που τον είδα. Σήμερα με έβαλε να παίξουμε σκάκι, κάτι σαν blindfold, απλά αντί να έχω δεμένα τα μάτια μου ζήτησε να τον κοιτάω. Είπε ότι ήθελε να εκτιμήσει πως παίζω αλλά πώς να το εκτιμήσει; Δεν είναι ιδιαίτερα δυνατός στο σκάκι, θα τον νικούσα ακόμα και στα δέκα μου.»
«Είχε λόγο που το έκανε αυτό Ευδοκία μου. Σε διαβεβαιώ ότι ο Harry είναι εξαιρετικός σκακιστής, όχι του επιπέδου μας, αλλά εξαιρετικός. Δεν τον ενδιέφερε το παιχνίδι του, τον ενδιέφεραν οι αντιδράσεις σου. Αυτά που εσύ τα έβλεπες ως blunders κάποιου χαμηλής ικανότητας παίχτη ήταν προσεκτικά υπολογισμένες κινήσεις. Όταν θα πάμε Βελίκα παίξτε μερικά παιχνίδια μαζί for the fun of it, θα διαπιστώσεις ότι να τον κερδίσεις θα είναι εξαιρετικά πιο δύσκολο απ’ ότι ήταν σήμερα.»
«Είναι αστείο… Ξέρεις… το ένιωσα κι εγώ, όσο εύκολα και αν τον κέρδισα, ένιωσα μέσα μου ότι εκείνος είναι ο σκακιστής κι εγώ το πιόνι. Γιατί με έστειλες στο Harry;»
«Θέλω εσύ να μου πεις.»
«Kobayashi Maru,» του απάντησα νιώθοντας τόσο σίγουρη όσο ποτέ στη ζωή μου.
«Ακριβώς.»
«Στέφανε;»
«Πες μου.»
«Δεν ήμουν εγώ αυτή που τέσταρες.»
«Το ξέρω.»
«Γιατί;»
«Γιατί Kobayiashi Maru δεν είσαι μόνο για το Harry, είσαι και για την Κατερίνα. Είναι ένα πρόβλημα που δεν μπορώ να το λύσω μόνος μου και θα πάρω βοήθεια από όπου χρειαστεί, ακόμα και από τον ίδιο το Διάβολο. Πόσο μάλλον από το φίλο μου και Μέντορά μου.»
«Είναι χειρουργός, Στέφανε, έχει ζήσει αμέτρητα Kobayiashi Maru στη ζωή του.»
«Όχι τέτοιου είδους. O Harry είχε πάντα όποια ήθελε, πάντα. Εκτός από μία.»
«Δεν μπορεί να εννοείς την Κατερίνα!»
«Αυτήν ακριβώς εννοώ. Ο Harry είχε αμέτρητες γυναίκες στη ζωή του, μόνο μία ερωτεύτηκε. Και δεν έκανε τίποτα για να την κερδίσει.»
«Εγωισμός;»
«Όχι. Ο Harry είναι ΚΥΡΙΟΣ, με όλα τα γράμματα κεφαλαία. Κύριος παλιάς κοπής, αυτός που ενώ θα μπορούσε να σωθεί θα πνιγόταν στον Τιτανικό για να μη στερήσει τη θέση από μια γυναίκα ή ένα παιδί. Έπρεπε να επιλέξει η ίδια μόνη της. Και επέλεξε.»
«Στέφανε….»
«Είναι δύο άνθρωποι που πλάστηκαν ο ένας για τον άλλον, Ευδοκία. Ο ένας για τον άλλον. Μα οι Θεοί της μοίρας την έστειλαν σε εμένα. Φόρεσε το δικό μου λουκέτο, έφερε στον κόσμο τα δικά μου παιδιά… Ένας τρόπος υπάρχει να μην ξεχνάω ποτέ τι έχω, ένας και μόνο. Μια εβδομάδα το χρόνο η Κατερίνα είναι δική του. Πέρσι τη χάσαμε τη χρονιά αλλά αυτό το χαμένο χρόνο θα τον αναπληρώσουμε φέτος.»
«Μου θυμίζεις… μου θυμίζεις μια ιστορία που έχω διαβάσει, το In the Imagicon. Η εβδομάδα σου αυτή είναι η παγωμένη κόλαση του Νεστρόντ. Μια γεύση κόλασης για να μην ξεχνάς ποτέ ποιος είναι ο παράδεισος. Όμως… μου φαίνεται σκληρό….»
«Είναι αυτό που είναι. Η Κατερίνα γεμίζει το κενό της και ο Harry παίρνει αυτό που το Σύμπαν αποφάσισε να του δώσει. Μακάρι να μπορούσα να τη μοιραστώ παραπάνω, δεν μπορώ. Αυτό είναι το όριό μου.»
Κατέβασα το κεφάλι μου. Στο μυαλό μου άκουγα ακόμα τη φωνή του Harry: “But I will say this, you are PERFECT for Stefan. PERFECT.»
Το δικό μου Kobayiashi Maru, αυτό που νόμιζα ότι είχα αποδεχτεί από την πρώτη στιγμή σα φυσικό νόμο και όμως στο βάθος ακόμα με έτρωγε, ακόμα με βασάνιζε. Όπως ο Harry, έτσι κι εγώ, έπρεπε να αρκεστώ σε αυτό που το Σύμπαν αποφάσισε να μου δώσει.
Κεφάλαιο 59 - Το μηδέν και το άπαν
Κατερίνα
Είχαν περάσει 8 ημέρες από εκείνο το Σάββατο. Δεν είχα πει εννοείται κουβέντα στο Harry για εκείνη τη νύχτα. Ούτε με το Stefan είχα επανέλθει.
Οι μέρες στη Βελίκα είχαν κυλήσει πολύ όμορφα. Η Φανή δεν εννοούσε να ξεκολλήσει από την αγκαλιά του νονού της για να φύγει με τον πατέρα της για Αθήνα και εν συνεχεία με τους παππούδες της για Κρήτη.
Τους κουνούσαμε το χέρι ενώ το αυτοκίνητο του Stefan απομακρυνόταν.
“Fancy an afternoon by the seaside?” με ρώτησε ο Harry.
«Certainly Master,» του αποκρίθηκα και ανέβηκα στο σπίτι για να ετοιμαστώ.
Δεν χάσαμε σχεδόν δευτερόλεπτο σωματικής επαφής, μέσα και έξω από το νερό. Απολάμβανα τις βουτιές στα νερά του Αιγαίου και την ωκεάνια γαλήνη των νερών του προσωπικού μου ωκεανού: του Harry.
Ήπιαμε ούζο, ο Harry αγαπούσε το ούζο τα καλοκαιρινά βράδια που περνούσε στην Ελλάδα, φάγαμε, μιλήσαμε για τόσα. Για εκείνο το βράδυ, όμως, κουβέντα. Με προτροπή του Harry ζήτησα το λογαριασμό.
“Catherine, look me in the eyes.”
Καθώς ούτως ή άλλως τον κοιτούσα στα μάτια ήξερα ακριβώς τι ερχόταν. I had seen this coming.
“How do you feel about last Saturday?”
«Kind of jealous Master,» ήταν παραπάνω από άσκοπο να προσπαθήσω να πω ψέματα στον Harry. Ακόμη και αν το ήθελα. “But I know Stefan and you, of course, know much better than me so I’m dealing with it, and I will get over it, I can promise you that.”
“Is there anything you need to ask me?”
“No Master.”
“Is there anything you need to tell me?”
“That I always wish – no wish, something more, something like night prayer – that you would not forget me. Even when countries and oceans away.”
“Remember the time I asked you, when I gave you the task to read my 10 favorite books?”
“Certainly Master.”
“Remember which one you chose to represent me?”
“The Magus, John Fowles. I chose Maurice Conchis.”
“And for you?”
“Margarita, from Master and Margarita.”
“Why? Why did you choose her?”
“Because she was strong, nothing could corrupt her, not Even the dEvel himself, nothing could draw her attention, distract her from the deep love she felt for the Master.”
“Anything else?”
“That the dEvel calls her ‘proud woman’ because she asks for nothing from the powerful ones.”
“Indeed, my lady, my beautiful brunette.”
Ανηφορίσαμε προς το σπίτι. Ο Harry έκλεισε την πόρτα πίσω του.
“Go to our room,” με διέταξε.
Ανέβηκα. Και ο Harry ακριβώς πίσω μου. Μου έδειξε το τραπεζάκι με τη σύνθεση κεριών. Ο Harry λάτρευε τα κεριά.
“Arrange them in a circle. A circle you can stand in the center of it. And light them up. No clothes.”
There in the middle of the circle he stands
Searching, seeking
With just one touch of his trembling hand
The answer will be found
Έφτιαξα τον κύκλο. Άναψα όλα τα κεριά. Μπήκα μέσα από την περίμετρο. Ο Harry έβαλε μουσική.
«Now dance for me.».
Χαμογέλασα. Σήκωσα τα μαλλιά μου. Τι μουσική. Τι μελωδίες. Τι θείος ρυθμός. Τι μαέστρος, πάνω από όλα! Ο Harry κάθισε στην αποικιοκρατικού στυλ πολυθρόνα του και με κοίταζε. Τα μάτια του – ω αυτά τα μάτια του- πετούσαν φλόγες. Μετά από λίγη ώρα κι ενώ βυθιζόμουν στο γνώριμο τρανς σηκώθηκε και με πλησίασε. Με τα χέρια του περιέγραψε το σώμα μου. Έγειρα πίσω ηδονικά το κεφάλι μου. Και τότε με δάγκωσε στο λαιμό δυνατά, βυθίζοντάς με στα τρίσβαθα του τρανς μου. Του τρανς του δηλαδή, ποτέ δεν θα υπήρχε τρανς χωρίς αυτόν. Ξεφύσησα. Εξέπνευσα πόνο, ηδονή, ανακούφιση.
Ο Harry… o Harry περιέγραψε, μεταφορικώς και ετυμολογικώς ακριβέστατα, τα όρια του κόσμου. Ήταν κάτι που το είχα ανάγκη όπως είχα ανάγκη τον αέρα που αναπνέω. Που χωρίς το Harry δεν θα το γνώριζα ποτέ. Το ουράνιο ύψος, το ανέσπερο βάθος.
Έκανε ένα βήμα πίσω χωρίς να σταματήσει να με κοιτά.
Ήμουν… ήμουν όλα!
Ήμουν ουρί του παραδείσου.
Ήμουν φυλακισμένη στο βαθύτερο μπουντρούμι της κολάσεως.
Ήμουν ο αγιότερος των αγγέλλων.
Ήμουν η πιο εκμαυλισμένη μάγισσα, που δεν μπορούσαν χίλιες πυρές να με εξαγνίσουν.
Ήμουν η Μαρία η Μαγδαληνή. Κουβαλούσα όλες τις αμαρτίες της Οικουμένης κι όμως έπλενα τα πόδια του πιο άσπιλου των Ανθρώπων. Και αυτό ήταν ο καθαρμός μου.
Ο Harry άρχισε να σηκώνει αργά και τελετουργικά τα κεριά και να τα χύνει επάνω μου. Καιγόμουν. Με φλόγιζε η επιθυμία. Με πονούσε η πύρινη ακόλαστη λαιμαργία του σώματος. Με εξάγνιζε.
Αφού τελείωσε με όλα τα κεριά πήρε στα χέρια του το crop. Έσπασε και το τελευταίο κομμάτι κεριού που είχε παγώσει κάνοντας κρούστα πάνω μου. Η φωτιά, το αλάτι. Πώς με πονούσαν. Το χέρι του. Πώς με ηρεμούσε.
Πήρε το whip. Μου χάιδεψε με το τσουχτερό του χάδι όλο το σώμα.
Με φίλησε μέχρι τα βάθη του λάρυγγά μου. Μέχρι τα βάθη της ψυχής μου.
Πέρασε το χέρι του στα μαλλιά μου και με τράβηξε στο κρεβάτι. Με έστησε με το πρόσωπο στον τοίχο. Έβαλε τα χέρια μου να πιάνουν τα σιδερένια κάγκελα του.
“You will not stop holding them. Not for a single moment.”
“Yes Master.”
“What will follow is for last Saturday. What were you thinking Catherine?”
Η πρώτη με το cane με έκανε να θέλω να ουρλιάξω.
«What were you thinking;»
Η δεύτερη με έκανε να τρέμω.
“How could you Ever doubt? Thousands of miles away, thousands of women in my life, you were always unique! Always! No one, no one can Ever be my Catherine. When will you finally realize? When Catherine? It’s been 20 years. How can you be so blind;»
Δεν ήταν θυμωμένος. Δεν είχα δει ποτέ το Harry θυμωμένο. Ήταν αυστηρός. Τα λόγια του έπεφταν λεπίδες πάνω μου. Κι όμως. Με κάθε κουβέντα, κάθε χτύπημα του cane η ψυχή μου αλάφρωνε. Δεν πονούσα. Δεν με πονούσε τίποτα πια. Και όχι στο σώμα. Την ψυχή μου, δεν την πονούσε τίποτα πια. Κάθε λέξη, κάθε χτύπημα και πιο κοντά στην ίαση.
«I am sorry Master,» μπόρεσα να ψελλίσω και άρχισαν τα μάτια μου να τρέχουν ποτάμι. Όχι θλίψη. Μόνον λύτρωση. Μόνον ανακούφιση. Μόνον χαρά.
«Eve is perfect for Stefan. And you will have to live with that for the rest of your life. Eve has a perfect love for Fani. And you will have to be grateful for that for the rest of your life. She is a gift from gods for you family.”
“She is,” παραδέχτηκα. Με κάθε ειλικρίνεια. Χωρίς ίχνος ζήλειας. Η Εύη… η Εύη μας, ήταν μέλος της οικογένειάς μας. Όπως ήταν και ο Harry. “She is family to us Master. As you are.”
“Ι am not only family to you my beautiful brunette.”
“Ι am part of you Master, I know,” προσπάθησα να πω αλλά με έκοψε.
“You don’t belong to me. You nEver belonged to me, Catherine.”
“Master….”
“It is what it is, my beautiful brunette.”
Ήρθε πίσω μου. Κόλλησε πάνω μου. Μπήκε όλος με μια κίνηση μέσα μου. Άρπαξε τα στήθη μου, με κόλλησε πάνω του και μπήκα στο ρυθμό του. Και οι δυο στον κοσμικό ρυθμό του Σύμπαντος. Πήρε το σώμα μου. Πήρε την ανάσα μου. Το είναι μου όλο. Άδειασε μέσα μου βγάζοντας έναν βρυχηθμό πάνθηρα την ώρα που λυγμοί ηδονής έβγαιναν από το στόμα μου.
It is what it is… μα αυτή τη στιγμή, σε αυτό το χώρο, σε αυτό το χρόνο ήμουν δική του, δική του και μόνο.
Ήμουν το μηδέν και το άπαν.
Κεφάλαιο 60 - The fifth horseman
Ευδοκία
Ο Στέφανος έφυγε την Κυριακή το πρωί και για μία εβδομάδα ήμουν μόνη μου στην Αθήνα. Οι γονείς μου είχαν φύγει για τις διακοπές τους, φέτος ξαναπήγαν Νότια Αφρική και η αλήθεια είναι ότι την πρώτη φορά που είχαμε πάει, κοντά στα 15 ήμουν, ήταν πολύ ωραία.
Σε ένα μήνα θα επέστρεφα Αμερική αλλά αυτή τη φορά δε θα ήμουν μόνη μου, θα είχα το Στέφανο και τη Φανούλα μου. Θα μου έλειπε το σπίτι μου, είμαι σπιτόγατα, ποτέ δεν το έκρυψα. Θα φεύγαμε αρχές Σεπτέμβρη, στο πήγαινε θα ερχόντουσαν μαζί μας και η Κατερίνα και ο Tomas αλλά εκείνοι θα επέστρεφαν Ελλάδα, όταν άνοιγαν τα σχολεία.
Η Φανούλα μου θα έπρεπε να κάνει και ένα δεύτερο aptitude test, πολύ πιο στοχευμένο, για να δούνε που θα την βάλουν, καθώς τα πρώτα τους μπέρδεψαν, σε κάποιους τομείς οι γνώσεις της ήταν μεταπτυχιακού επιπέδου ενώ σε κάποιους άλλους τομείς είχε βασικά κενά γιατί δύο άνθρωποι δεν μπορούν να δώσουν πλήρη πανεπιστημιακού επιπέδου εκπαίδευση σε ένα άνθρωπο, όσο ευφυής και αν είναι ο μαθητής και όσο καλοί και αν είναι οι δάσκαλοι.
Προσωπικά δε θεωρούσα ότι θα της έπαιρνε πάνω από τρία χρόνια να πάρει πτυχίο μαζί με το διδακτορικό της, αλλά όπως και να έχει, θα ήταν σε ένα καινούριο περιβάλλον με ό,τι αυτό συνεπάγεται για έναν άνθρωπο όπως η Φανούλα μου.
Είχα διαβεβαιώσει το Στέφανο ότι θα τους ακολουθούσα ακόμα και όταν με είχε αφήσει μόνη μου, ακόμα και αν αυτό με σκότωνε μέσα μου. Κατά κάποιο τρόπο το κρυφό μου όνειρο θα γινόταν πραγματικότητα, θα γινόμουν η μαμά της Φανής και η γυναίκα του Στέφανου, έστω και αν αυτό ήταν από Σεπτέμβρη μέχρι Γενάρη.
Ντράπηκα στη σκέψη, όπως ντρεπόμουν που ακόμα ένιωθα τσιμπήματα ζήλειας για την Κατερίνα. Μα αυτά δεν λύνονται με τη ζώνη, μακάρι να μπορούσαν και ας με χτύπαγε μέχρι λιποθυμίας. Ο Harry μου το είχε πει καθαρά, ήμουν perfect για το Στέφανο με τον ίδιο τρόπο που η Κατερίνα ήταν perfect για εκείνον, και ήταν το μόνο κοινό που είχα μαζί του: Tough luck, live with it.
Από την άλλη προσπαθούσα να μπω στα παπούτσια της Κατερίνας, όχι ότι μου είναι εύκολο, όλο το Q μου πήγε στο I και το E έμεινε κενό. Εγώ τουλάχιστον ήξερα τι με περίμενε και στη θεωρία το είχα αποδεχτεί αλλά αυτό με τη Φανή της είχε κάτσει βαρύ στο στομάχι και, δεν την αδικώ, πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς;
Πού να τα φανταστώ αρχές Φλεβάρη όταν του έκανα μια ερώτηση σε προσωπικό μήνυμα; Πού να φανταστώ πόσο ριζικά θα είχε αλλάξει η ζωή μου μέσα σε 7 μήνες;
«Αυτό επέλεξα, Ευδοκία. Να έχω δύο με ό,τι αυτό συνεπάγεται, η ζωή δεν είναι Άρλεκιν. Δε με ενδιαφέρει τι μπορεί να πει ο οποιοσδήποτε τρίτος ούτε με ενδιαφέρει αν τα κίνητρά μου είναι κατανοητά ή όχι. Το θέλω, το μπορώ και το κάνω.»
Η Φανή μας είχε παρακαλέσει να με δει πριν πάει με τους παππούδες της στην Κρήτη και ο Στέφανος δεν της είχε χαλάσει το χατίρι. Είχαν ξεκινήσει γύρω στις 12:00 να επιστρέψουν Αθήνα, το οποίο με τη σειρά του σήμαινε ότι λογικά σε λίγη ώρα θα έφταναν. Ούτε εκείνη, ούτε ο Tomas ήξεραν ότι την Τετάρτη θα ανέβαινα μαζί με το Στέφανο στη Βελίκα και ο Tomas δεν ήταν πρόβλημα, σχεδόν ποτέ δεν κάναμε βίντεο τσατ όταν παίζαμε σκάκι. Η Φανούλα ήταν καθώς πάντα μέσω βίντεο μιλούσαμε μαζί και το γνώριζε το σπίτι στη Βελίκα, θα καταλάβαινε με τη μία το background. Δεν ήθελα να της λέω ψέματα αλλά τι θα μπορούσα να κάνω;
Τελικά άδικα ανησυχούσα, τη λύση την έδωσε η ίδια η Φανή, μία ώρα αργότερα.
«Ευουλίνι μουυυυυυυυυυυ,» μου είπε και μου ρίχτηκε λες και είχε να με δει από πέρσι.
«Αγάπη μου,» της είπα και την έσφιξα πάνω μου, ενώ με κάτσιαζε στα φιλιά. Ο Στέφανος χαμογελούσε και ο Tomas είχε συνηθίσει τα antics της αδερφής του.
«Ευδοκία, θα κάτσεις να φας μαζί μας;» με ρώτησε ο Στέφανος.
«Αν με θέλετε γιατί όχι;» του είπα.
«Ωραία, ο Tomas θα παραγγείλει κάτι, αν και δεν ξέρω τι υπάρχει ανοιχτό αυτές τις μέρες. Σε μία ώρα θα πρέπει να πάω τη Φανή στους παππούδες της γιατί έχουν και ένα αεροπλάνο να προλάβουν.»
«Εγώ δε θα φάω μαζί σας; Νηστική θα με αφήσετε;» ρώτησε παραπονεμένα η Φανούλα.
«Εσύ μαϊμού θα φας με τον παππού και τη γιαγιά και μετά αεροδρόμιο. Η βαλίτσα σου είναι έτοιμη, δε χρειάζεται κάτι άλλο.»
«Πάω πάνω να πάρω τηλέφωνο το Josh,» μας δήλωσε και εξαφανίστηκε προς το δωμάτιό της.
«Ευδοκία, αν δεν έχει γυρίσει σε 15 λεπτά σε παρακαλώ να την κατεβάσεις, kicking and screaming ,αν χρειάζεται,» είπε ο Στέφανος.
«Πάω πάνω να ετοιμάσω τα δικά μου,» είπε ο Tomas. «Όχι δηλαδή ότι έχω να αλλάξω και πολλά από αυτά που πήρα στη Βελίκα.»
«Πάμε στη βεράντα;» με ρώτησε.
«Πάμε,» του απάντησα.
Καθίσαμε στη βεράντα και έστριψε ένα τσιγάρο.
«Γκάνιασα τρεις ώρες μέσα στο αυτοκίνητο.»
«Δηλαδή στο αεροπλάνο τι θα κάνεις;»
«Μη μου το θυμίζεις αυτό!»
Τελικά δε χρειάστηκε να πάω να κατεβάσω τη Φανή με το ζόρι, κατέβηκε μόνη της και ήρθε έξω, αλλά αντί να κάτσει σε καρέκλα ήρθε και θρονιάστηκε πάνω μου, κάνοντάς με να χαμογελάσω σαν το ζαβό.
«Θα μου λείψεις Ευουλίνι μου!»
«Σιγά βρε, 10 μέρες είναι! Σε ένα μήνα θα βαρεθείς να με βλέπεις!»
«Ναιιιιιιιιιι,» είπε ενθουσιώδης.
«Ενθουσιάζεσαι που θα με βαρεθείς;»
«Όχι! Θα σε έχω όλη μέρα δική μου!»
«Εσύ μαϊμού σε ένα μήνα θα έχεις τα μαθήματά σου να ασχολείσαι!»
«Win-win,» μου είπε χαρίζοντάς μου το πιο φωτεινό της χαμόγελο.
Λίγο μετά κατέβηκε και ο Tomas.
«Σουβλάκι;» ρώτησε.
«Και πέτρες αν έχει,» απάντησε ο Στέφανος.
«Εύη, εσύ πού θα πας διακοπές;» με ρώτησε η Φανή.
«Δεν έχω κανονίσει κάτι καρδούλα μου αλλά άδεια έχω, όλο και σε κάποια κοντινή παραλία θα εξορμήσω.»
«Γιατί δεν πας στη Βελίκα με τη μαμά, το μπαμπά και το Jay;» με ρώτησε.
«Καλή ερώτηση,» είπε ο Tomas κοιτάζοντάς με περίεργα.
«Ε τι, όλο στα πόδια σας θα με έχετε;» τους ρώτησα προσπαθώντας να αστειευτώ.
«Γιατί, παραπονέθηκε κανείς τους τελευταίους μήνες;» ξαναρώτησε ο Tomas κοιτάζοντας με εξεταστικά.
Τι συμβαίνει;
«Έχουν δίκιο τα παιδιά. Το σπίτι του Χάρι είναι μεγάλο, αν θέλεις μπορείς να έρθεις κι εσύ, δόξα τω Θεώ από χώρο άλλο τίποτα,» είπε ο Στέφανος.
«Να πας!» είπε η Φανή!
«Ε, με φέρνετε σε λίγο δύσκολη θέση… δε θέλω να γίνομαι βάρος!»
«Το Ευουλίνι μου δεν είναι βάρος σε κανέναν και όποιος το πει αυτό θα έχει να κάνει μαζί μου,» δήλωσε με στόμφο η Φανή.
«Καλά, δε χρειάζεται να το αποφασίσεις και τώρα δα,» είπε ο Στέφανος. «Έχεις μπροστά σου μέχρι αύριο που θα επιστρέψω Βελίκα. Λοιπόν, Φανή, σήκω! Έχουμε να κατέβουμε και Φιλοθέη.»
Η Φανή σηκώθηκε και αγκάλιασε τον Tomas προς μεγάλη έκπληξη του τελευταίου.
«Φιλάκια αδερφούλη,» του είπε και του έσκασε ένα ρουφηχτό φιλί.
«Φιλάκια μικρή μαϊμού,» της είπε και τη φίλησε και εκείνος.
«Ευουλίνι μουυυυυυυυυυυυ,» μου είπε και μου ρίχτηκε, κατσιάζοντάς με εκ νέου.
«Φανουλίνι μουυυυυυυυυυυυυυ,» της είπα ανταποδίδοντας στα ίσια και κάνοντάς την να βάλει τα γέλια.
«Α τουτ αλέρ!» μας είπε, και πήγε μέσα με τον Στέφανο για να κατέβουν στο αυτοκίνητο.
«Λοιπόν, βρήκα σουβλάκια. Καλαμάκια έτσι;»
«Για μένα ναι, τρία,» του απάντησα.
«Ωραία… δε μου λες, έχεις όρεξη για μια παρτίδα;»
«Αμέ!» του είπα.
Έφερε τη σκακιέρα και την έβαλε κάτω. Παίξαμε κλασσικό σκάκι το οποίο σήμαινε ότι ο καθένας μας είχε 90 λεπτά μέχρι τις πρώτες 40 κινήσεις και μετά 30 λεπτά επιπλέον με αύξηση 30 δευτερολέπτων για κάθε κίνηση.
«Τι ώρα θα φύγετε με το Μάνθο;»
«Στις 19:00 φεύγει το καράβι από τον Πειραιά, κατά τις 17:00 θα μας κατεβάσει ο κύριος Γιώργος στην Κηφισιά και από εκεί με το τραίνο.»
«Οι πρώτες σας διακοπές μόνοι, ε;»
«Ναι οι πρώτες,» είπε χαμογελώντας. «Χμμ…» συμπλήρωσε όταν έκανα την κίνησή μου πατώντας το ρολόι.
«Ελπίζω να είναι οι πρώτες από τις πολλές,» είπα και μετά από λίγο έκανε και αυτός την κίνησή του και χτύπησε το ρολόι.
Κίνησα τον αξιωματικό και ο ίππος μου είχε τριπλή κάλυψη. Πάτησα το ρολόι.
«Εσύ γιατί δεν πας στη Βελίκα;» με ρώτησε.
«Δεν είχαν καλέσει, τι ήθελες να κάνω, να αυτοπροσκληθώ;»
Δεν απάντησε κάτι, θυσίασε τον λευκοτετράγωνο αξιωματικό του, παίρνοντας τον ίππο. Πάτησε το ρολόι.
Μετακίνησα τον άλλο ίππο στη θέση αυτού που μου πήρε και πάτησα το ρολόι.
«I blundered,» μου είπε.
«That you did,» του απάντησα.
«Check mate in nine,» απάντησε κοιτάζοντας προσεκτικά τη σκακιέρα. Μου έδωσε το χέρι του.
«Σωζόταν ακόμα,» του είπα.
«Μόνο αν έκανες κι εσύ blunder.»
Με κοίταξε στα μάτια.
«Ξέρω,» μου είπε και μου κόπηκαν τα γόνατα.
«Ότι δε θα κάνω;» προσπάθησα να το παίξω τρελή, ελπίζοντας ότι δε μάσησα τα λόγια μου. Έβαλε το χέρι του πάνω στο χέρι μου.
«Εύη, ξέρω,» μου είπε και με κοίταξε.
«Τι… τι ξέρεις;»
«Για πόσο χαζό με περνάς;» μου απάντησε απλά.
Εκείνη την ώρα και με καθυστέρηση σχεδόν μιας ώρας ήρθαν τα σουβλάκια. Ο Tomas με άφησε και πήγε να πάρει τα σουβλάκια ενώ η καρδιά μου είχε φτάσει στους 200 παλμούς. Γύρισε σε πέντε λεπτά με πιάτα, πιρούνια και ποτήρια. Εκείνη την ώρα γύρισε και ο Στέφανος. Είδε το σκάκι στην άκρη.
«Ωραία ιδέα!» είπε.
«Μου πήρε το σκαλπ,» του απάντησε ο Tomas ενώ στην πραγματικότητα ήταν ο ίδιος που είχε πάρει το δικό μου.
«Afraid not, my son! Θα πάρω εγώ το είμαι της οικογένειας πίσω.»
«Good luck with that,» του είπε ο Tomas χαμογελαστά και πήρε ένα καλαμάκι και άρχισε να το τρώει.
«Εσύ γιατί δε λες τίποτα; Σου έφαγε η νεράιδα τη φωνή;» με ρώτησε ο Στέφανος.
«Γιατί δε λες στο μπαμπά αυτό που μου είπες πριν λίγο;» με ρώτησε ο Tomas.
«Ε… ποιο απ’ όλα;» ρώτησα σχεδόν πανικόβλητη και ο Στέφανος το έπιασε.
«Ότι θα πας Βελίκα αν σε θέλουν ακόμα.»
«Φυσικά και σε θέλουμε,» μου είπε. Είχε καταλάβει ότι κάτι είχε γίνει αλλά, χωρίς να έχει ιδέα τι είναι αυτό, ήταν casual.
«Αυτό της είπα κι εγώ. Φυσικά και σε θέλουμε. « κοιτάζοντάς με.
«Εσύ θα είσαι με το Μάνθο στην Φολέγανδρο,» του απάντησα.
«Κι εσύ με το μπαμπά, τη μαμά και το Harry στη Βελίκα. Φαντάζομαι ότι ο Harry δε θα έχει αντίρρηση να σε φιλοξενήσει. Όχι απλά το φαντάζομαι, είμαι σίγουρος,» μου είπε κοιτάζοντάς με σταθερά στα μάτια. Προσπάθησα να κρατήσω το βλέμμα μου σταθερό αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολο. Με έσωσε το τηλέφωνο, ήταν ο Μάνθος.
«Ναι, έτοιμος είμαι. Τρώμε και έρχομαι. Α ναι; Ναι φυσικά! Ναι, ναι. Όχι, μπορεί να με πετάξει ο μπαμπάς, κανένα πρόβλημα. Φιλάκια,» είπε και έκλεισε. «Μπαμπά, μπορείς να με πας τώρα στο Μάνθο; Η κυρία Μυρτώ με κάλεσε να φάμε εκεί πριν φύγουμε.»
«Φυσικά και μπορώ αγόρι μου, το ρωτάς;» του είπε και μετά γύρισε προς τα εμένα. «Περίμενέ με σε παρακαλώ, σε 5-10 λεπτά θα είμαι πίσω.»
«Ναι… βέβαια,» είπα.
Ο Tomas σηκώθηκε και πήγε μέσα να φέρει τη βαλίτσα του.
«Μπαμπά είμαι έτοιμος.»
Σηκώθηκα κι εγώ με πόδια που ένιωθα ότι χτυπάνε μεταξύ τους
«Καλά να περάσετε, Tomas μου.»
«Και εσείς,» μου είπε και με πήρε αγκαλιά. «Μη το μάθει η Φανή,» μου ψιθύρισε κάνοντας ότι με φιλάει.
Έφυγαν και σωριάστηκα σχεδόν στην καρέκλα. Δεν κούνησα σχεδόν ούτε βλέφαρο μέχρι να γυρίσει ο Στέφανος.
«Ευδοκία, τι συμβαίνει;» μου είπε.
«Ο … ο Tomas… ξέρει… Θεέ μου… ξέρει….»
«Μάλιστα,» μου είπε και κάθισε σε μια καρέκλα. «Και;»
«Μην το μάθει η Φανή μου είπε. Στέφανε… δεν του είπα ότι θα έρθω Βελίκα. Μόνος του είπε ότι το είπα.»
«Μάλιστα.»
«Στέφανε… τι θα κάνουμε;»
«Μου το είχε πει η Κατερίνα ότι ο Tomas έχει καταλάβει ότι κάτι γίνεται μεταξύ και των τριών μας. Νόμιζα ότι είναι ιδέα της αλλά είχε δίκιο. Μάλιστα. Η απάντηση στην ερώτηση που μου έκανες είναι «τίποτα,» τουλάχιστον όχι προς το παρόν.»
«Μα… πώς;»
«Ελέγχεις όσα είναι στο χέρι σου να ελέγχεις. Τα υπόλοιπα φροντίζεις να τα διαχειριστείς και αυτό ακριβώς θα κάνω αλλά τώρα δεν είναι η ώρα.»
«Στέφανε….»
«Ευδοκία, ο πανικός είναι κακός σύμβουλος. Σε παρακαλώ ηρέμισε.»
«Σκατά τα έχω κάνει,» του είπα και σηκώθηκε και μου έριξε ένα χαστούκι που έκανε το κεφάλι μου να γυρίσει δύο σβούρες.
«Μη το συνεχίσεις,» μου είπε.
Τότε συνειδητοποίησα τι είπα.
Έφερα το χέρι που με χαστούκισε στα χείλη μου και το φίλησα.
«Σου ζητώ συγνώμη Αφέντη. Δεν έχω καμία δικαιολογία.»
«Πόσες;» με ρώτησε.
«Μέχρι να χάσω τις αισθήσεις μου,» του είπα.
«Καλώς. Όταν πάμε στη Βελίκα.»
«Όπως διατάζεις.»
«Ευδοκία στο είπα, ο πανικός είναι κακός σύμβουλος. Και όχι, δεν θεωρώ ότι τα έχω κάνει σκατά. Οι αποφάσεις που έχω πάρει στη ζωή μου είναι πως ό,τι επιθυμώ θα το κάνω στα ίσια και όχι στη ζούλα. Η ερωτική μου ζωή είναι δική μου και όχι των παιδιών μου. Το τι κάνω εγώ με τη μητέρα τους, όταν κλείσει η πόρτα της κρεβατοκάμαρας, δεν τους αφορούσε και δεν τους αφορά. Ό,τι θεώρησα σωστό για εκείνα τους το έδωσα, σε ό,τι ζητήσουν στη ζωή τους θα τα στηρίξω, αλλά η ζωή μου ανήκει σε εμένα και σε κανέναν άλλον. Αφού ο Tomas το ξέρει τόσο το καλύτερο. Ίσως μια μέρα να το μάθει και η Φανή και ελπίζω να το καταλάβει. Ως γονιός υπήρξα όσο καλύτερος μου επέτρεψαν οι δυνάμεις μου. Ναι έκανα τα λάθη μου, ειδικά με τη Φανή. Ο πατέρας τους ο Στέφανος θα είναι εκεί για ό,τι χρειαστούν, όποτε το χρειαστούν. Ο υπόλοιπος Στέφανος, όχι.»
Έστριψε ένα τσιγάρο και το άναψε.
«Πήγαινε στον ξενώνα. Θα κάτσεις εκεί μέχρι να σε φωνάξω. Ανά μία ώρα θα μου στέλνεις μήνυμα. Κάτσε εκεί και σκέψου πολύ καλά τι μου είπες πριν.»
«Δεν έχω δικαιολογία, Στέφανε.»
«Δε θα ξαπλώσεις στο κρεββάτι. Θα κάτσεις καθιστή στο πάτωμα, στη γωνία. Μέχρι να έρθω να σε βρω θα είσαι εκεί, μόνο για να πας τουαλέτα σου επιτρέπω να σηκωθείς. Πάρε ένα μπουκάλι νερό από το ψυγείο για να έχεις μαζί σου. Χάσου από μπροστά μου.»
«Μάλιστα,» του είπα και σηκώθηκα τρέμοντας. Πήγα στο ψυγείο και πήρα ένα γεμάτο μπουκάλι νερό.
Μπήκα στο δωμάτιο και πήγα και κάθισα στη γωνία αγκαλιάζοντας τα γόνατά μου. Έκανε ζέστη. Έπιασα το λουκετάκι για να νιώσω καλύτερα και θαρρείς μου έκαψε το χέρι.
Το μαγάρισα.
Ήξερα ότι ο Στέφανος θα το κάνει αυτό που είπε. Θα με μαστίγωνε μέχρι να χάσω τις αισθήσεις μου. Και λίγο θα ήταν.
Χαμήλωσα το κεφάλι μου. Το σώμα μου ίδρωνε αλλά η ψυχή μου είχε επιστρέψει και πάλι στην παγωμένη κόλαση.
Κεφάλαιο 61 - Ο τετραγωνισμός του κύκλου
Στέφανος
Τράβηξα μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο και ο καπνός μου έκαψε το λαιμό. The cat was out of the bag, όσον τουλάχιστον αφορούσε τον Tomas. Από τη φύση του πολύ κλειστός άνθρωπος, είχε κατά κάποιο τρόπο και αυτός βρεθεί under the spell της Ευδοκίας. Τελείως διαφορετικός χαρακτήρας από τη Φανή αλλά με εξίσου κοφτερή νοημοσύνη, δεν έλαμπε σαν την αδερφή του γιατί πολύ απλά τα ενδιαφέροντα της τελευταίας ήταν σε τομέα που ακόμα και ένα παιδί μπορεί να αποδώσει σαν ενήλικος. Το extended wisc-v που είχαν κάνει ως παιδιά έδειχναν του λόγου το αληθές, 203 ο Tomas, 207 η Φανή. Πάνω, πολύ πάνω, και από τη μητέρα τους και τον πατέρα τους.
Κάπου εκεί έπαιζε και η Ευδοκία, κατά κάποιο τρόπο ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να συνδεθεί μαζί τους σε αυτά τα επίπεδα… ίσως γιατί δεν τους αντιμετώπισε με το δέος που τους αντιμετωπίζαμε εγώ και η Κατερίνα. Μας είχε προειδοποιήσει πολλές φορές ο Harry και ξέραμε ότι έχει δίκιο και παρόλα αυτά έπρεπε να έρθει μια Ευδοκία για να ξυπνήσουμε απότομα κι εγώ και η Κατερίνα.
Το μυαλό της Ευδοκίας ήταν αυτό που είχα ερωτευτεί πολύ πριν ερωτευτώ την ίδια. Ακόμα τη θυμάμαι, γυμνή από πάνω στην κάμερα, μασούλαγε το μολύβι της και μουρμούραγε. Το πρόσωπό της φωτίστηκε. «Το βρήκα, εις άτοπο!»
Το τηλέφωνο μου βούιξε, μου έστειλε το μήνυμά της.
«Είμαι καθισμένη στη γωνία. Θέλω να πιάσω το λουκετάκι για να πάρω δύναμη και το νιώθω σα να πιάνω πυρωμένο σίδερο. Ελπίζω να με συγχωρέσεις.»
Δεν είχα θυμώσει μαζί της ούτε είχα απογοητευτεί. Η Ευδοκία ήταν σαν τη Φανή, όταν ένιωθε έντονη συναισθηματική φόρτιση πάγωνε, πανικοβαλλόταν, γινόταν επιθετική. Δε μπορούσα να το αλλάξω, μπορούσα μόνο να το διαχειριστώ. Για τη Φανή ο τρόπος ήταν η ίδια η Ευδοκία. Για την Ευδοκία υπήρχα μόνο εγώ.
Πήρα το τηλέφωνο και κάλεσα.
«Μπαμπά;» μου απάντησε ο Tomas.
«Έρχομαι από εκεί, πες ότι κάτι ξέχασες και στο φέρνω.»
«Μπαμπά….»
«Tomas, σε παρακαλώ.»
«Ναι, μπαμπά. Σε περιμένω. Και, ξέρεις τι; Ξέχασα όντως τη φορητή μου σκακιέρα, ο Μάνθος ξέρει ότι πολλές φορές κάθομαι και παίζω μόνος μου. Είναι στο γραφείο μου.»
«Σε πέντε λεπτά είμαι εκεί.»
Πήρα τη σκακιέρα και κατέβηκα στο αυτοκίνητο. Έκανε ζέστη μέσα, άναψα το αιρκοντίσιον. Σε δύο λεπτά ήμουν στο σπίτι του Γιώργου και της Μυρτούς. Ο Tomas με περίμενε κάτω. Σταμάτησα χωρίς να σβήσω τη μηχανή και του έκανα νόημα να μπει μέσα.
«Tomas, τι ήταν αυτό που είπες στην Ευδοκία;»
«Μπαμπά… ξέρω. *Ξέρω*.»
«Τι ξέρεις;»
«Ότι κάτι τρέχει μεταξύ σας. Δεν θέλω να μάθω τι είναι αυτό, αλλά ξέρω ότι για 6 εβδομάδες και οι τρεις σας ήσασταν σα να σας πλάκωνε ένα βάρος. Ήταν 6 εβδομάδες, ξεκίνησε λίγο πριν γίνει το τσίρκο με το θεώρημα της Φανής. 6 εβδομάδες έβλεπα την Ευδοκία μόνο όταν ερχόταν να κάνει μάθημα στη Φανή και τα Σάββατα, όταν ερχόταν εδώ ο Josh για να την πάρει να βγούνε. Τα παιχνίδια μου με την Ευδοκία στο σκάκι πολλαπλασιάστηκαν, λες και όλη της η ζωή ήταν τα μαθήματα με τη Φανή, ο ερχομός του Josh το Σάββατο και τα παιχνίδια μαζί μου. Και ένα βράδυ γύρισα και τη βρήκα εκεί. Και ήταν σαν να είχε φύγει και από τους τρεις σας ένα βάρος. Ακόμα και από τη μαμά, που ξέρω πόσο ζορίζεται ώρες-ώρες με τη σχέση που έχει η Φανή με την Εύη. Δεν θέλω να μάθω τι είναι γιατί δε μου πέφτει λόγος. Εσύ και η μαμά είστε χαρούμενοι και η Φανή, που κατά τα άλλα είναι στον κόσμο της, έχει δύο μαμάδες.»
«Το μήλο κάτω από τη μηλιά.»
«Μπορεί να είναι κι έτσι. Ο δικός μου κόσμος είναι πιο απλός και πολύ λιγότερο ιψενικός. Εγώ και ο Μάνθος, ούτε τρίγωνα, ούτε τετράγωνα, αν γίνομαι κατανοητός. Δεν σας κρίνω. Θυμάμαι ακόμα εκείνο το βράδυ που με την ψυχή στα δόντια και παρά το γεγονός ότι σχεδόν είχατε υιοθετήσει το Νίκο, ήρθα και είπα σε εσένα και τη μαμά ότι είμαι gay και έχω αγόρι. Ακόμα θυμάμαι την απάντησή σου. «Gay σημαίνει χαρούμενος και είναι το μόνο που ενδιαφέρει εμένα και τη μητέρα σου. Πώς το λένε το αγόρι σου; Πες μας γι’ αυτόν.». Αυτό σημαίνει για μένα ο πατέρας Στέφανος και η μητέρα Κατερίνα. Από εκεί και πέρα το πως την βρίσκουν είναι δικό τους θέμα και μόνο.»
«Είμαι περήφανος για σένα, Tomas. Περήφανος. Μπορεί να μην το δείχνω καλά αλλά είμαι.»
«Το ξέρω μπαμπά. Μου έχει πει η μαμά την ιστορία με τη δεξίωση στην πρεσβεία στην Ουάσιγκτον για τους μεγάλους Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού. Ήμουν ενός χρόνου τότε και ο υπουργός εξωτερικών σε είχε ρωτήσει πώς αισθάνεσαι για το μεγαλύτερό σου επίτευγμα και εννοούσε το βραβείο σου. Και του απάντησες «απέραντη αγάπη,» και του έδειξες μια φωτογραφία μου και του είπες: «αυτό είναι το μεγαλύτερό μου επίτευγμα,» αφήνοντάς τον παγωτό.»
«Σ’ αγαπάω αγόρι μου. Πολύ πολύ πολύ.»
«Κι εγώ μπαμπά!»
«Λοιπόν, άντε στον καλό σου τώρα. Σε παρακαλώ κάθε βράδυ να μας παίρνετε ένα τηλέφωνο.»
«Εννοείται μπαμπά…» και μετά χαμογέλασε σαν κάτι να σκέφτηκε. «Και μετά σου λένε ότι ο κύκλος δεν τετραγωνίζεται.»
«Νεαρέ ζορίζεις την τύχη σου,» του είπα χαμογελώντας για τη μπηχτή.
«Χαμογέλασες, δε χαμογέλασες;» με ρώτησε.
«Καλά να περάσετε. Να μεταφέρεις του χαιρετισμούς μου σε Γιώργο, Μυρτώ και Μυρσίνη.»
«Φυσικά. Καλά να περάσετε κι εσείς,» μου είπε και βγήκε έξω.
Γύρισα στο σπίτι.
Κάθισα στο πιάνο και άρχισα να παίζω. Πόσο καιρό είχα να παίξω; Μικρότερος έπαιζα τουλάχιστον μια ώρα κάθε μέρα.
Το σαλόνι πλημμύρισε από τον ήχο του Heroic Polonaise
Έχασα κάμποσες νότες, το κομμάτι είναι δύσκολο και είχα πολύ καιρό να παίξω. Δε βαριέσαι, ποτέ δε μου άρεσαν τα εύκολα. Λάθη δεν κάνει μόνο όποιος δεν προσπαθεί.
Την τρίτη φορά έπαιξα σωστά όλο το κομμάτι. Χαμογέλασα και βγήκα στη βεράντα και άναψα ένα τσιγάρο. Λίγη ώρα αργότερα το τηλέφωνό μου βούιξε.
«Είμαι στη γωνία μου. Το λουκετάκι μού καίει τα χέρια μα δε με νοιάζει. Έσφαλα και θα τιμωρηθώ.»
Σηκώθηκα και πήγα στον ξενώνα. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Η Ευδοκία καθόταν στη γωνία δίπλα από το παράθυρο έχοντας αγκαλιά τα πόδια της και σφίγγοντας με το χέρι της το λουκέτο. Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού χωρίς να πω κάτι. Με κοίταξε στα μάτια και χαμήλωσε πάλι το βλέμμα της, σφίγγοντας ακόμα περισσότερο το λουκέτο.
«Τι συμβολίζει αυτό που σφίγγεις στο χέρι σου, Ευδοκία;»
«Ότι είμαι δική σου. Ότι εσύ με ορίζεις.»
«Εξακολουθείς να πιστεύεις ότι τα έχεις κάνει όλα σκατά;»
«Όχι. Όχι. Σκατά τα έκανα τη στιγμή που είπα αυτό το πράγμα.»
«Γιατί το είπες;»
«Δεν έχω δικαιολογία, Στέφανε. Καμία.»
«Δε σου ζήτησα να δικαιολογηθείς, σε ρώτησα γιατί το είπες.»
«Γιατί είμαι ανόητη. Γιατί η … όχι, δεν είναι ζήλεια. Δεν είναι ζήλεια. Δεν μπορώ να γίνω Κατερίνα και ποτέ δε θέλησες μια νέα Κατερίνα. Ευδοκία θέλησες. Ευδοκία έχεις. Δεν είμαι εγώ το soul mate σου. Έπεσα στα πόδια σου και σου είπα ότι το μόνο που θέλω να κάνω είναι να σε υπηρετήσω με όποιο τρόπο επιθυμείς. Μα δεν ήταν προσφορά, ποτέ δεν ήταν προσφορά. Γονάτισα όχι για να σου προσφέρω αλλά… γιατί δεν μου έμενε τίποτε άλλο να κάνω ελπίζοντας… ελπίζοντας να με δεις. Το πρωί που ήμουν μόνη μου στο σπίτι σκέφτηκα… σκέφτηκα ότι κατά κάποιο τρόπο το όνειρό μου θα εκπληρωνόταν, έστω και για μερικούς μήνες το χρόνο θα ήμουν η γυναίκα του Στέφανου και η μαμά της Φανής. Ένιωσα ταυτόχρονα χαρά και ντροπή. Και μετά… μετά από αυτό που μου είπε ο Tomas… ένιωσα σαν η σκέψη που έκανα να προκάλεσε τους Θεούς.»
«Δεν είναι παράλογο να ζηλεύεις ακόμα Ευδοκία, όπως δεν είναι παράλογο να κάνει το ίδιο η Κατερίνα. Δε σου ζητάω να το σταματήσεις διά μαγείας, δεν δουλεύει έτσι αυτό. Σου ζητάω να το διαχειριστείς. Αν πίστευα ότι δεν μπορείς να το κάνεις δεν θα σου είχα περάσει το λουκέτο όσο ερωτευμένος και αν είμαι μαζί σου. Έχω επαφή με τα συναισθήματά μου αλλά δεν αποφασίζω με βάση αυτά. Δύο φορές το έχω κάνει, δύο λάθη που δεν μπορώ να πάρω πίσω. Δε μου πέρασε ο θυμός, τον διαχειρίστηκα βάζοντας τον στη ζυγαριά με το διακύβευμα. Αυτό θα κάνεις κι εσύ, θα το διαχειριστείς.»
«Το κάνω Αφέντη μου. Δεν το έχω καταφέρει ακόμα αλλά το κάνω.»
«Κι εγώ είμαι εδώ για να σε βοηθήσω με όποιο τρόπο μπορώ.»
«Σε ευχαριστώ Αφέντη μου.»
«Έλα μαζί μου,» της είπα και σηκώθηκα και πήγα στο γραφείο μου.
Απέναντι από το γραφείο μου, δίπλα από τη βιβλιοθήκη είχα ένα ψηλό ράφι. Άνοιξα το κουτί που είχα στο ράφι και έβγαλα από μέσα του δύο βιδωτούς κρίκους με τη μακριά βάση. Σήκωσα το ράφι από τη θέση του και κούνησα το τραπεζάκι που ήταν από κάτω του αποκαλύπτοντας δύο τρύπες. Βίδωσα τους κρίκους χαμηλά κάτω και πήρα τους άλλους δύο κρίκους και τους βίδωσα στα στηρίγματα του ραφιού. Έβγαλα από το ράφι τα δερμάτινα βραχιόλια με τους κρίκους τους. Τέσσερεις, ένα για κάθε πόδι και για κάθε χέρι.
«Γδύσου,» τη διέταξα και όταν το έκανε της πέρασα τα δερμάτινα βραχιόλια στα χέρια και στα πόδια της. Πήρα τέσσερεις αλυσίδες και ένωσα τα κλιπ τους με αυτές στα χέρια και στα πόδια της και με αυτές του τοίχου με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σε σχήμα Χ σε απόσταση 30-40 εκατοστών από αυτόν.
Τελευταίο που βγήκε από το κουτί ήταν το whip το οποίο, παρά το γεγονός ότι το χρησιμοποιούσα σπάνια, ήξερα να το χειρίζομαι πολύ καλά.
Έβγαλα ένα γκαγκ. Δεν ήθελα να σφίξει τα δόντια της, μπορεί να πάθαινε καμιά ζημιά. Της το φόρεσα και το έσφιξα. «Δε θα μετράς,» της είπα.
Έριξα την πρώτη στην πλάτη της κάνοντάς την να μουγκρίσει. Την είχα δέσει πολύ γερά, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να μουγκρίζει.
Δεύτερη, τρίτη, τέταρτη.
Σταμάτησα να μετράω.
Όταν τέλειωσα η πλάτη της ήταν κόκκινη αλλά είχα φροντίσει να μην της προκαλέσω ανοιχτές πληγές. Της έλυσα το γκαγκ.
«Συγνώμη Αφέντη μου, συγνώμη… συγνώμη…» μου είπε κλαίγοντας.
Την έλυσα και την πήγα στο δωμάτιό μου. Την έβαλα να ξαπλώσει μπρούμητα και την περιποιήθηκα, απλώνοντας κρέμα στην πλάτη της. Η Ευδοκία είχε σταματήσει να κλαίει. «Μπορείς να σηκωθείς,» της είπα.
Σηκώθηκα όρθιος και ήρθε και γονάτισε μπροστά μου.
«Θυμάμαι το νήμα που έγινε η αφορμή για να γνωριστούμε,» μου είπε «Μου είχε φανεί τρελό αυτό που είχε πει εκείνη η κοπέλα και μου είχε κάνει εντύπωση…”Ο Αφέντης σου ξέρει,» της είχες γράψει «γι’ αυτό σου επέτρεψε να ανοίξεις το νήμα. Δεν το έκανε για να πάρεις τη βοήθεια του κοινού αλλά για να το καταλάβεις εσύ η ίδια, από μόνη σου.». Τόσους μήνες και σήμερα πρώτη φορά το κατάλαβα κι εγώ. Σε ευχαριστώ, Στέφανε,» είπε και πήρε πρώτα το ένα και μετά το άλλο μου χέρι και μου τα φίλησε.
«Για πιο πράγμα, Ευδοκία;»
«Γιατί ο πόνος του μαστίγιου υπενθυμίζει εμφατικά την αξία του λουκέτου.»
«Πάμε παρακάτω,» της είπα.
Κεφάλαιο 62 - Claire de Lune
Ευδοκία
Η πλάτη μου πονούσε αλλά ο Στέφανος με είχε συγχωρήσει, τίποτε άλλο δεν είχε σημασία. «Πάμε παρακάτω.». Δεν ήταν σύνθημα, ήταν εντολή. Δεν είμαι η Κατερίνα, δεν μπορώ να γίνω η Κατερίνα. Είμαι εκεί για να του δώσω αυτά που επιθυμεί να πάρει από εμένα και όχι αυτά που επιθυμώ η ίδια να δώσω. Αυτός ήταν ο φυσικός νόμος που πάλευα ακόμα να αποδεχτώ. Ο Στέφανος το ήξερε μα το λουκετάκι συμβόλιζε αυτό ακριβώς: «Μπορείς και θα το πράξεις.»
Ο Στέφανος που ήταν ξαπλωμένος πλάι μου γύρισε και με κοίταξε
«Ευδοκία;»
«Πες μου.»
«Μου έχει λείψει η Ευδοκία μου, το πειραχτήρι μου. Θέλω να γίνεις πάλι ο εαυτός σου κοριτσάκι μου, δε θέλω ένα φοβισμένο πλάσμα. Το λουκέτο είναι για να σε καθησυχάζει, όχι να σε φοβίζει. Ξέρω πόσο δύσκολοι ήταν οι τελευταίοι μήνες για σένα αλλά θέλω πίσω την Ευδοκία που ερωτεύτηκα. Το απαιτώ.»
«Δε με φοβίζει το λουκέτο, την ανυπαρξία του τρέμω.»
«Σκοπεύεις να το βγάλεις;»
«ΌΧΙ!!!!!»
«Σκοπεύεις να με κάνεις να το βγάλω;»
«ΟΧΙ!!!!!»
«Τότε έχεις την απάντησή σου!»
«Θέλεις να πάμε να παίξουμε σκάκι στη βεράντα;»
«Θα είσαι τρυφερή μαζί μου;»
«Όχι, έφαγα αρκετό ξύλο για σήμερα!»
«That’s my girl! Πάμε!»
Κατεβήκαμε κάτω στη βεράντα και στήσαμε τη σκακιέρα.
«Κλασσικό;» με ρώτησε.
«Ό,τι θες εσύ,» του απάντησα.
Δυόμιση ώρες αργότερα φτάσαμε στις 40 κινήσεις. Δέκα κινήσεις αργότερα και μετά από ένα take-take-take storm που περιλάμβανε queen exchange μπήκαμε στο end game. Πύργος και τρία πιόνια vs αξιωματικού, ίππου και δύο πιόνια. Ήταν πραγματική μάχη αλλά αργά και σταθερά και παίζοντας πολύ προσεκτικά κατάφερα συνδυάζοντας αξιωματικό και ίππο να φέρω πίσω στο παιχνίδι βασίλισσα.
«Κέρδισες,» μου είπε και μου έδωσε το βασιλιά του.
«Ήταν πολύ καλό παιχνίδι. Καλό το rapid και το blitz αλλά σαν το κλασσικό τίποτα.»
«Θέλεις να παίξουμε άλλο ένα;»
«Και το ρωτάς;» του είπα χαμογελαστή.
Στο παιχνίδι αυτό οι ρόλοι αντιστράφηκαν, μου έστησε μια πολύ περίτεχνη παγίδα και την πάτησα. Μπήκα στο end game με μειονέκτημα και το μόνο που μπορούσα να ελπίζω ήταν σε λάθος υπολογισμό του, μήπως καταφέρω και αποσπάσω ισοπαλία. Παραιτήθηκα όταν το mate απείχε 7 κινήσεις. Του έδωσα το βασιλιά μου.
«Εξαιρετική η παγίδα που μου έστησες,» του είπα με πραγματικό θαυμασμό.
«Δεν περίμενα ότι θα τσιμπήσεις,» μου απάντησε.
«Δεν το διάβασα καλά εκείνη τη στιγμή. Μου το είχες ξανακάνει αυτό με το fork και την πάτησα και πάλι. Πύργος για αξιωματικό αλλά νόμιζα ότι μπορούσε να με καλύψει ο άλλος αξιωματικός ενώ στην πραγματικότητα ήταν ο άλλος ακριβώς αυτός που ήθελες να ξεφορτωθείς. Υπέροχο, απλά υπέροχο!» του είπα χαμογελαστή.
«Μίλησα με τον Tomas,» μου είπε κάνοντάς με να ξεροκαταπιώ.
«…και;»
«Ουσιαστικά μου είπε ότι εγώ και η Κατερίνα κάναμε ό,τι πρέπει για τα παιδιά μας και το πώς την βρίσκουμε δεν τον αφορά. Και αυτό δεν αφορά μόνο εσένα, αφορά και το Harry κρίνοντας από τη σπόντα που μου πέταξε. Δεν μιλάει καθόλου αλλά μας διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο. Ήταν πάντα μοναχικό παιδί, ανεξάρτητο. Ποτέ δε ζήτησε βοήθεια σε οτιδήποτε.»
«Με τον Tomas μιλάμε αρκετά, δεν παίζουμε μόνο σκάκι. Μια από τις αγαπημένες μας ασχολίες είναι να βλέπουμε και οι δύο μια σειρά και να σχολιάζουμε στο chat. Άλλες φορές μου στέλνει να δω διάφορα βίντεο, συνήθως με μουσική και μετά με ρωτάει πώς με έκανε να νιώθω και μου έλεγε και ο ίδιος τι συναισθήματα του γεννούσε. Το μακράν αγαπημένο μου είναι όταν μου στέλνει memes. Τόσο καιρό μιλάμε και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το είπε αυτό σήμερα, Στέφανε.»
«Αν δεν μπορείς να καταλάβεις εσύ που είσαι στο επίπεδό τους, οι υπόλοιποι δεν έχουμε καμία ελπίδα.»
«Στέφανε….»
«Ευδοκία, σε παρακαλώ…» μου είπε μαλακά και δεν συνέχισα.
«Έπαιζες πιάνο το απόγευμα, το Heroic Polonaise. Τρεις φορές και την τρίτη φορά δεν έκανες κανένα λάθος.»
«Ώρες-ώρες ξεχνάω ότι παίζεις κι εσύ πιάνο.»
«Θέλεις να σου παίξω κάτι; Πάντα το αγαπούσα… τις 6 εβδομάδες… ανέβαινα στους γονείς μου… και έπαιζα… για….»
«Πολύ θα το ήθελα,» μου είπε.
Πήγαμε μέσα και κάθισα στο πιάνο. Τα χέρια μου άρχισαν να χαϊδεύουν τα πλήκτρα.
«Claire de Lune… θαυμάσια επιλογή,» μου είπε ο Στέφανος.
Το μυαλό μου άδειασε και μέσα μου έρεαν οι νότες και τα αισθήματα. Πόσο διαφορετικά ήταν σήμερα από τις 6 εβδομάδες μακριά Του.
Όταν τέλειωσα ένιωθα πολύ καλύτερα. Γύρισα και τον κοίταξα και μου χαμογελούσε.
Δε σήκωσα τα χέρια μου από το πιάνο. Του χαμογέλασα και ξεκίνησα πάλι.
«Tempest, 3rd movement.»
Το μυαλό μου άδειασε και πάλι. Μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια, τα αισθήματα με πλημμύρισαν. Ήμουν δική του, ήμουν εκεί που με ήθελε. Έπαιζα πιάνο για τον Αφέντη μου, τα χέρια μου χόρευαν στα πλήκτρα του πιάνου προσπαθώντας να εκφράσω τα αισθήματά μου, με το μόνο τρόπο που ήξερα μέχρι που τον γνώρισα.
«Για σένα,» του έλεγα ξανά και ξανά. «Για σένα… για σένα….»
Το επόμενο κομμάτι με έφερε στα όριά μου αλλά δε φοβόμουν τίποτα.
«Για σένα… για σένα….»
Το σαλόνι πλημμύρισε με τους ήχους της σονάτας του σεληνόφωτος.
«Για σένα… για σένα… για τον Αφέντη μου….»
Τα μάτια μου έκαιγαν. Η ψυχή μου πετούσε, ανάλαφρη σαν πούπουλο, στροβιλιζόταν σε ένα ξέφρενο βαλς με το καλοκαιρινό αεράκι και ο ξελογιάστης μπάτης την πήρε ψηλά και την έκανε ένα με τον καλοκαιρινό ουρανό.
Ο Στέφανος με κοιτούσε, τα μάτια του ήταν δακρυσμένα.
«Για εσένα Αφέντη μου. Μόνο για εσένα. « του είπα και έπεσα γονατιστή στα πόδια του και τα αγκάλιασα και σφίχτηκα πάνω τους. «Μόνο για σένα.»
Μου έδωσε το χέρι και με σήκωσε. Όταν σηκώθηκα μου πήρε τα δύο χέρια και τα έφερε στο στόμα του και τα φίλησε. Και τότε έκανε κάτι που δεν είχε ξανακάνει. Με σήκωσε, με πήρε στα χέρια του! Με πήρε στα χέρια του και ανέβηκε τις σκάλες. Με πήγε στο δωμάτιό του και με άφησε απαλά πάνω στο κρεβάτι. Μου τράβηξε το σορτσάκι που φορούσα και μου κατέβασε το εσώρουχο. Με σήκωσε απαλά και μου έβγαλε και το φανελάκι αφήνοντάς με τελείως γυμνή. Έβγαλε το μπλουζάκι του, το κορμί του ήταν ιδρωμένο. Έβγαλε τη φόρμα που φορούσε και το εσώρουχό του.
«Μπορείς να τελειώσεις όσες φορές θες,» μου είπε και ξάπλωσε δίπλα μου και με φίλησε βαθιά, άγρια, παθιασμένα… Το χέρι του μου χάιδευε και μου μάλαζε το στήθος και μετά κατέβηκε και το έβαλε μέσα μου. Τον ήθελα τόσο πολύ που πονούσα. Κατέβηκε και άρχισε να με φιλάει στο στήθος, κάνοντάς με να νιώσω σα να με διαπερνάει ρεύμα. Χαμήλωσε ακόμα πιο πολύ και βούτηξε τη γλώσσα του μέσα μου. Η γλώσσα του χόρευε μέσα μου όπως λίγη ώρα πριν τα χέρια μου χόρευαν πάνω στα πλήκτρα, κάνοντας το σώμα μου να τραντάζεται. Τα χέρια του ήταν και στα δυο μου στήθη και τα μάλαζαν δυνατά, τα πόναγαν μα ήταν υπέροχο… τόσο υπέροχο…
Σηκώθηκε και ήρθε πάνω μου. Τον κοίταξα στα μάτια με όλη μου την αγάπη, με όλη μου την υποταγή. Πάρε με Αφέντη μου, όπως θέλεις. Είμαι δική σου, είμαι δική σου… δική σου… δική σου… Μπήκε μέσα μου και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τη φωνή μου. Ήταν μέσα μου, με γέμιζε, με έκανε πλήρη με κάθε τρόπο που μπορούσε ένας άνθρωπος να νιώσει πληρότητα.
Οι ρυθμικές του κινήσεις μέσα μου… οι κοφτές του ανάσες… ο ιδρώτας στα σώματά μας… παραδομένοι και οι δύο, στο αρχέγονο βαλς του αρσενικού με το θηλυκό.
Επιτάχυνε το ρυθμό του. Ο οργασμός μας ήρθε ταυτόχρονα, ένιωσα μέσα μου την έκρηξή του ταυτόχρονα με δική μου, ένιωσα τη φωτιά μέσα μου βαθιά. Τον κοίταξα με λατρεία, ακόμα μέσα μου, προσπαθώντας να βρει τις ανάσες του. Έπεσε πάνω μου χωρίς να βγει από μέσα μου. Με φίλησε τρυφερά στο στόμα.
Τραβήχτηκε από μέσα μου και χαμήλωσα και τον πήρα στο στόμα μου και τον καθάρισα, γεύτηκα τους ανακατεμένους μας χυμούς.
Μου έκανε νόημα να έρθω στην αγκαλιά του. Ξάπλωσα και πέρασε το δεξί του χέρι πάνω από το ανάγλυφο που είχε αφήσει το μαστίγιο στην πλάτη μου.
Τον χάιδεψα απαλά στη κοιλιά και στη συνέχεια με τα ακροδάχτυλά μου στην μέση και μετά ανάμεσα στους μηρούς που είχα καταλάβει ότι το λατρεύει. Συνέχισα με τα ακροδάχτυλά μου και τα πέρασα απαλά από τα αρχίδια και τον πούτσο του.
«Χμμμ,» μου είπε.
«Θέλεις να σταματήσω;» του είπα παιχνιδιάρικα.
«Ορίστε… με καύλωσες πάλι,» μου είπε και καλά αυστηρά.
«Κι εγώ γιατί είμαι εδώ;» του είπα σκανταλιάρικα και κατέβηκα χαμηλά και τον ξαναπήρα στο στόμα μου.
Κεφάλαιο 63 - Der Ring des Nibelungen
Φανή
Χτύπησε το κουδούνι. Μου είχε λείψει ο Josh, είχα να τον δω από κοντά 10 μέρες. Μιλάμε βέβαια κάθε μέρα μέσω Skype αλλά δεν είναι το ίδιο.
«Θα τον αφήσεις να περιμένει έξω;» με ρώτησε η Εύη
«Όχι!» είπα και πήγα και άνοιξα την πόρτα. Ο Josh μου χαμογέλασε
«Josh μου!» φώναξα και τον πήρα αγκαλιά και τον φίλησα. Ο Josh είχε παγώσει και εκεί συνειδητοποίησα ότι τον φίλησα στο στόμα μπροστά σε όλους.
«What are you waiting young man;» άκουσα από πίσω τη φωνή του νονού μου. “Kiss your girlfriend, we will hold her father back,” είπε γελώντας. Ο Josh με φίλησε απαλά αλλά σταμάτησε.
«Let’s stop pushing my luck,» μου είπε στο αυτί.
Ooopsies
“Hello all,” είπε αμήχανα ο Josh. Ο μπαμπάς, η μαμά και ο Jay χαμογελούσαν, η Εύη αν κρίνω από το βλέμμα της μάλλον ήθελε να γδάρει τον Josh λες και έφταιγε εκείνος που τον άρπαξα εγώ!
“Tom and Mat?” ρώτησε ο Josh
“They are returning tonight from their vacations,” του απάντησε η μαμά.
“Ok, we should get going,” είπα.
«Δώδεκα η ώρα πίσω,» είπε ο μπαμπάς προς τον Josh.
«Βεβαίως κύριε Στέφανε,» του είπε ο Josh
Βγήκαμε έξω από το σπίτι. Περιμέναμε το ταξί που είχε καλέσει.
«Πού δες να πάμε, καρδούλα μου;» με ρώτησε.
«Best friends,» του είπα.
«Δε θέλεις να πάμε Κηφισιά;»
«Όχι, δε θέλω κόσμο.»
«Το best friends έχει κόσμο.»
«Το best friends είναι κοντά στο σπίτι σου. Josh, με κουράζεις,» του δήλωσα.
«Α, βλέπω ότι εσύ έχεις σχέδια!» είπε και έκανε μια μικρή παύση. «Οι θεοί να με λυπηθούν,» συμπλήρωσε αλλά χαμογελούσε. Το ταξί στο μεταξύ είχε έρθει. «Πολιτεία,» του είπε ο Josh και ξεκινήσαμε. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα είμασταν στο Best Friends. Είχε αρκετό κόσμο, πράγμα που δε μου άρεσε καθόλου, αλλά ευτυχώς βρήκαμε άδειο τραπέζι στην άκρη, σχετικά απομονωμένα.
Δώσαμε την παραγγελία μας, ο Josh πήρε καφέ αλλά εμένα δε μου αρέσει ο καφές. Παράγγειλα ένα φυσικό χυμό.
«Σε δέκα μέρες φεύγουμε.».
«Λες να μην το ξέρω;»
«Θα μου λείψεις Josh.»
«Κι εμένα θα μου λείψεις μωρό μου… πολύ.»
«Θα έρθεις του χρόνου, έτσι δε μου είπες;»
«Ναι θα έρθω αλλά εγώ θα ξεκινήσω από το πρώτο έτος όχι από μεταπτυχιακό!» μου είπε πειράζοντάς με.
«Θα κάνω και δεύτερο test για να μου προτείνουν μαθήματα. Νομίζω πάντως πως Τοπολογία, Πραγματική ανάλυση, Συναρτησιακή ανάλυση και ίσως άλγεβρα και διαφορική γεωμετρία θα παρακολουθήσω μεταπτυχιακά μαθήματα. Νομίζω επίσης πως άλγεβρα και διανυσματικό λογισμό θα πρέπει να παρακολουθήσω και προπτυχιακά, έχω κάποια κενά, μερικές φορές χρειάζεται να ρίξω πολύ διάβασμα αλλά ευτυχώς εκεί έχω την Εύη και το μπαμπά όπου χρειάζεται.»
«Δεν κατάλαβα τίποτα απ’ ότι είπες,» μου απάντησε γελαστά «αλλά σε καμαρώνω,» μου είπε και με φίλησε τρυφερά και ανταπέδωσα. Έπιασε τα χέρια μου στα χέρια του. «Να με περιμένεις μόνο, τίποτε άλλο δε σου ζητάω.»
«Το είπαμε αυτό!» του απάντησα.
«Θα γνωρίσεις καινούργιο κόσμο, θα σε τριγυρίζουν πολλά αγόρια… ζηλεύω, δεν το καταλαβαίνεις;»
«Ας με τριγυρίζουν. Αφενός έχω αγόρι και αφετέρου Αμερική πάω για να σπουδάσω Μαθηματικά, όχι για να το ρίξω στην τρελή, που λες κι εσύ.»
«Κι εγώ θα σε περιμένω!» μου είπε.
«Josh, γιατί επαναλαμβάνεσαι;» τον ρώτησα κάνοντάς τον να αναστενάξει.
«Θέλω… θέλω να σου δώσω κάτι,» μου είπε.
«Ναι; Τι;» τον ρώτησα περίεργη, κάνοντάς τον να αναστενάξει εκ νέου.
«Να… αυτό,» είπε και μου έδειξε ένα δαχτυλίδι. Δεν φοράω δαχτυλίδια αλλά ακόμα κι εγώ καταλάβαινα ότι δεν μπορούσα να του πω τέτοιο πράγμα. Το κοίταξα, ήταν πολύ όμορφο, δύο διπλές σπείρες που τέμνονταν χιαστή. Του χαμογέλασα.
«Είναι πολύ ωραίο! Σε ευχαριστώ!» είπα και του το πήρα από το χέρι. Τώρα σε ποιο δάχτυλο να το βάλω; Στο δείκτη όχι. Η μαμά φορούσε τη βέρα στο παράμεσο και δύο δαχτυλίδια στο μέσο. Η Εύη φορούσε δαχτυλίδι στον παράμεσο και στα δύο χέρια. Το πέρασα στο παράμεσο του δεξιού μου χεριού. Ήταν πολύ όμορφο! «Josh γιατί με κοιτάζεις έτσι, έκανα κάτι λάθος;»
«Ήθελα να στο φορέσω εγώ αλλά δεν πειράζει.».
«Μα δεν ήξερες που θα το έβαζες!»
«Θα μπορούσες να μου το πεις!» μου είπε.
«Συγνώμη Josh μου. Να, κάν’το εσύ,» του είπα και έβγαλα το δαχτυλίδι και του το έδωσα.
«Σε παρακαλώ μη το πάρεις στραβά… εννοώ ότι είναι ένα δωράκι από εμένα για να με θυμάσαι.»
«Γιατί να το πάρω στραβά; Και δεν χρειάζομαι κανένα δαχτυλίδι για να σε θυμάμαι, σε έχω εδώ,» του είπα και πήρα το χέρι του και το έβαλα στο στήθος μου, κάνοντάς τον να κοκκινήσει. Τράβηξε μαλακά το χέρι του.
«Πάλι κάποια γκάφα έκανα,» του είπα στεναχωρημένη.
«Εχμ… είμαστε σε κόσμο,» μου είπε. Δίκιο είχε, μερικές φορές το παρακάνω.
«Ooops! Σε ευχαριστώ πολύ-πολύ πάντως! Δε θα μου το φορέσεις;»
«Σ’ αγαπάω,» μου είπε και μου το πέρασε στο ίδιο δάχτυλο που το είχα βάλει κι εγώ αρχικά.
«Κι εγώ, πολύ-πολύ,» του απάντησα. «Αλλά τώρα αισθάνομαι λίγο άσχημα, εγώ δε σκέφτηκα να σου πάρω κάτι.»
«Δεν χρειάζεται, Φανούλα μου. Δεν στο έδωσα για να μου δώσεις κι εσύ κάτι, τα δώρα τα δίνεις χωρίς να περιμένεις ανταπόδοση, δεν έχουν αξία αλλιώς.»
Πέρασε γύρω στη μία ώρα, είχε πάει 20:00.
«Josh, θέλεις να πάμε σπίτι σου;»
«Όσο τίποτα αλλά….»
«Τι αλλά;»
«Δεν σου υπόσχομαι ότι θα είμαι φρόνιμος! Θα σου ορμίσω!»
«Αυτή είναι η ιδέα,» του απάντησα. «Θέλω να βρεθώ στην αγκαλιά σου. Μου έλειψες, αλήθεια!» συνέχισα.
Σηκωθήκαμε και βγήκαμε έξω. Καθώς περπατούσαμε περάσαμε μπροστά από μια παρέα με αγόρια.
«Κοίτα ρε ένα μούναρο που έχει ο αράπης,» είπε ένας από αυτούς και μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Ξέφυγα από την αγκαλιά του Josh και όπως είχαν προχωρήσει πήγα και τον έπιασα από τον ώμο.
«Για ξαναπές το αυτό,» του είπα. Ο Josh προσπάθησε να με τραβήξει πίσω.
«Γιατί, θα μας κάνεις ντα;» ρώτησε ένας από αυτούς.
«Και τους πέντε,» τους είπα και πήρα επιθετική στάση.
«Φανούλα…» με τράβηξε ο Josh. «Άστο, δεν αξίζει τον κόπο,» είπε προσπαθώντας να με τραβήξει. Ένας από αυτούς έκανε κίνηση και του έχωσα γυριστή κλωτσιά στο πρόσωπο. «Ζητήστε συγνώμη αμέσως στον Josh γιατί θα σας κλάψει η μάνα σας,» τους είπα εξοργισμένη. Μαζεύτηκε κόσμος. Αυτός που είχα κλωτσήσει προσπάθησε να σηκωθεί, είχε ασπρίσει. «Όποιος τολμάει ας ξαναπεί τον Josh αράπη.”
«Φανούλα, σε παρακαλώ. Σταμάτα το εδώ!» μου είπε ο Josh. Προσπάθησα να ηρεμίσω, οι σφυγμοί μου είχαν φτάσει στους 200. Γύρισε προς αυτόν που είχε φάει κλωτσιά. «Είσαι καλά;»
Οι άλλοι τέσσερεις είχαν λουφάξει.
«Καλά είμαι,» είπε.
«Φανή, ζήτα συγνώμη,» μου είπε ο Josh
«Josh! Σε είπε αράπη!»
«Φανή, ζήτα συγνώμη, δεν θα το ξαναπώ,» μου είπε με πολύ αυστηρό τόνο.
«Συγνώμη,» είπα.
«Όχι σε εμένα, στο παιδί που χτύπησες.»
«Συγνώμη,» του είπα με μισή καρδιά.
«Ζήτα συγνώμη στη Φανή γι’ αυτό που της είπες,» του είπε ο Josh.
«Josh! Εσένα…» ξεκίνησα να λέω αλλά είδα το ύφος του Josh και σταμάτησα απότομα.
«Συγνώμη,» μου είπε.
«Όλα καλά, μια παρεξήγηση ήταν,» είπε ο Josh στον κόσμο που είχε μαζευτεί. Με πήρε από το χέρι «Πάμε,» μου είπε. Μέχρι το σπίτι του δεν έβγαλε κουβέντα, είχα αρχίσει να αισθάνομαι πολύ άσχημα.
«Josh…» πήγα να του πω αλλά με έκοψε.
«Σε παρακαλώ Φανή, δε θα το συζητήσουμε εδώ.”
Χαιρετήσαμε το φύλακα και περάσαμε μέσα. Το σπίτι τους ήταν μια μονοκατοικία περιτριγυρισμένη από ψηλή μάντρα, με κήπο και πισίνα. Προχωρήσαμε λίγο και άνοιξε την πόρτα και περάσαμε στο κυρίως σπίτι. Σε αντίθεση με το δικό μας το σπίτι του Josh ήταν ισόγειο. Οι γονείς του δεν ήταν σπίτι. Πήγαμε στο δωμάτιό του. Μου έδειξε να κάτσω στην καρέκλα του γραφείου του και εκείνος κάθισε στο κρεβάτι.
«Φανή, αυτό δε θα το ξανακάνεις.»
«Σε είπαν αράπη!» του είπα αγανακτισμένη.
«Αν χρειαστεί να υπερασπιστώ τον εαυτό μου θα το κάνω Φανή και οπωσδήποτε χωρίς να βάλω εσένα σε κίνδυνο.»
«Πφφφ, σιγά τον κίνδυνο. « του είπα.
«You didn’t fucking know that,» ξέσπασε στα αγγλικά κάνοντάς με να παγώσω. Πήρε βαθιά ανάσα. «Συγνώμη Φανούλα μου,» μου είπε. Πήρε μερικές ανάσες ακόμα. «Και δεν είναι μόνο αυτό. Σκέψου να του έκανες καμιά ζημιά. Να τρέχαμε στις αστυνομίες. Σε 10 μέρες πρέπει να φύγεις Αμερική! Σκέφτεσαι τι θα μπορούσε να γίνει; Να βάλεις σε κίνδυνο το μέλλον σου για δυο μαλακισμένα; Σε παρακαλώ να μην το ξανακάνεις αυτό, ποτέ!»
«Συγνώμη Josh μου. Δε θα το ξανακάνω αυτό,» του είπα. Ένιωθα απαίσια. Δεν το είχα σκεφτεί καν, απλά μου είχαν γυρίσει τα μυαλά και τώρα ο Josh ήταν τρομαγμένος και στεναχωρημένος. «Συγνώμη,» μουρμούρισα ξανά μην τολμώντας καν να τον κοιτάξω. «Πάρε με αγκαλιά σε παρακαλώ,» του είπα.
«Αχ τι θα σε κάνω!» μου είπε γελαστός.
«Αγκαλιά!» του είπα
«Έλα εδώ ρε Μπρους Λι των μαθηματικών,» μου είπε και κυριολεκτικά πετάχτηκα και έπεσα πάνω του και πέσαμε και οι δύο στο κρεββάτι γελώντας.
«Ενθουσιώδης μαϊμού,» του δήλωσα με στόμφο και χώθηκα στην αγκαλιά του. Μου χάιδεψε τα μαλλιά και γύρισε και με φίλησε. Όσο με είχε δυσκολέψει αυτό στην αρχή, άλλο τόσο μου άρεσε πλέον. Ανταπέδωσα με ενθουσιασμό και φιλιόμασταν για αρκετή ώρα. Το χέρι του μου χάιδεψε απαλά τα στήθη, πρώτα το ένα και μετά το άλλο κάνοντάς με να ανατριχιάσω. Μου σήκωσε το μπλουζάκι και σηκώθηκα για να τον βοηθήσω. Μου ξεκούμπωσε το σουτιέν και φιλώντας με από το στόμα στο σαγόνι, από το σαγόνι στο λαιμό και από το λαιμό κατεβαίνοντας έφτασε στο στήθος μου.
«Δεν σε χορταίνω,» μου είπε και πήρε τη ρώγα μου απαλά στο στόμα του κάνοντας το σώμα μου να μυρμηγκιάσει.
Ένιωσα πάλι να με διαπερνάνε τα γνωστά ρίγη που είχα νιώσει πρώτη φορά μαζί μου. Το χέρι του κινήθηκε από το στήθος μου στη μέση και μετά στα πόδια…
Αυτό δεν το είχε ξανακάνει!
Έβαλε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου και μου χάιδεψε απαλά το αιδοίο. Η αίσθηση ήταν απίστευτη, μου ξέφυγε μια φωνούλα και το σώμα μου τεντώθηκε σαν τόξο. Ο Josh συνέχισε να με χαϊδεύει πιο δυνατά πάνω από το παντελόνι μου. Με κοίταξε στα μάτια και μου ξεκούμπωσε το παντελόνι. Δεν τον σταμάτησα. Πέρασε το χέρι του από μέσα από το παντελόνι και με χάιδεψε πάνω από το εσώρουχο, που είχε μουσκέψει. Τεντώθηκα πάλι και τράβηξε το χέρι του.
«Μη σταματάς,» του είπα.
«Είσαι σίγουρη;»
Αντί απάντησης του πήρα το χέρι και το έβαλα πάλι μέσα από το παντελόνι μου. Παίρνοντας θάρρος από την αντίδρασή μου το πέρασε μέσα από το κιλοτάκι που φορούσα και με τα δάχτυλα μου χάιδεψε την κλειτορίδα, κάνοντάς με να τεντωθώ πάλι σαν τόξο. Άρχισε να παίζει μαζί της, κάνοντας κυκλικές κινήσεις με έκανε να δω αστεράκια. Δεν είχα ξανανιώσει ποτέ τόσο… δεν ξέρω τι ήταν! Τόσο υπέροχα. Τρανταζόμουν λες και με διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα και τότε ένιωσα κάτι σαν έκρηξη. Δεν έχω λόγια να το περιγράψω, ήταν το ομορφότερο πράγμα που έχω νιώσει στη ζωή μου. Ήταν υπέροχο… ήταν… ήταν…
Η περιοχή έγινε πολύ ευαίσθητη, σαν κάψιμο… σχεδόν πονούσε.
«Josh, σταμάτα, όχι άλλο σε παρακαλώ,» του είπα ξέπνοη.
Σταμάτησε και με κοίταξε τρυφερά.
«Σου άρεσε Φανούλα μου;»
«Ήταν το εντονότερο πράγμα που έχω νιώσει στη ζωή μου! Ήταν… Σε ευχαριστώ! Σε ευχαριστώ!» του είπα πασχίζοντας ακόμα να βρω τις ανάσες μου.
Μου είχε πει η Μυρσίνη γι’ αυτό και πόσο της άρεσε, αλλά από την περιγραφή της δεν είχα καταλάβει πόσο δυνατό ήταν. Και μου είχε πάρει και δαχτυλίδι δώρο κι εγώ τίποτα, δεν το είχα σκεφτεί καν. Και τότε μου ήρθε η ιδέα. Κάτι μπορούσα να κάνω κι εγώ.
«Josh;» του είπα.
«Πες μου ματάκια μου.»
Δεν του είπα, κατέβασα το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια του. Δεν είχα ξαναπιάσει πέος αλλά αυτό που φούσκωνε δε μπορούσε να είναι τίποτε άλλο. Ο Josh κοκκάλωσε, νομίζω ότι δεν το περίμενε.
«Φανούλα μου δε χρειάζεται να….»
«Josh, με εκνευρίζεις,» του είπα, κάνοντάς τον να σωπάσει. Του ξεκούμπωσα το παντελόνι, έκλεισα τα μάτια μου, πήρα μια βαθιά ανάσα και έβαλα το χέρι μου μέσα στο εσώρουχό του. Τι κάνουμε τώρα; Προσπάθησα να θυμηθώ τις περιγραφές της Μυρσίνης. Τον χάιδεψα στην αρχή και μετά τον πήρα στη χούφτα μου. Ο Josh φυσούσε και ξεφυσούσε. Άρχισα να τον παίζω όπως μου είχε περιγράψει η Μυρσίνη αλλά το παντελόνι εμπόδιζε. Κατέβηκα προς τα κάτω και προσπάθησα να του το τραβήξω.
«Φανή!» μου είπε αλλά μέχρι κι εγώ κατάλαβα ότι δεν ήθελε να σταματήσω. Ανασήκωσε τη λεκάνη του και με βοήθησε να το κατεβάσω. Καλύτερα έτσι. Του κατέβασα το εσώρουχο και το όργανό του ελευθερώθηκε. Ξεροκατάπια στη σκέψη αυτό το πράγμα να μπει μέσα μου αλλά προς το παρόν δεν ανησυχούσα για κάτι τέτοιο. Άρχισα να το παίζω και ένιωσα πάλι να υγραίνομαι. Ο Josh είχε κλείσει τα μάτια του και το απολάμβανε αλλά κάποια στιγμή τα άνοιξε. «Φανή, σταμάτα λίγο, δεν έχω χαρτομάντηλα.»
«Δε θέλεις να τελειώσεις στο στόμα μου;» τον ρώτησα.
«Τι; Ποιος στα λέει αυτά;» με ρώτησε έκπληκτος.
«Η Μυρσίνη,» του είπα. «Βέβαια του κάνει και άλλα με το στόμα της αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρω τώρα δα και θέλω να το ευχαριστηθείς.»
«Φανούλα μου, δε χρειάζεται να το κάνεις επειδή το κάνει η Μυρσίνη στον Αντώνη. Πρέπει να το θέλεις κι εσύ.»
«Το θέλω,» του είπα και άρχισα πάλι να παίζω το όργανό του. «Πες μου μόνο πότε είσαι έτοιμος γιατί εγώ δε θα το καταλάβω,» συμπλήρωσα και συνέχισα με το χέρι μου.
Δύσκολο είναι τελικά, είχε αρχίσει να με κουράζει, αλλά δεν ήθελα να το σταματήσω ενώ προσπαθούσα να βρω το κουράγιο να τον πάρω στο στόμα μου. Μου είχε φανεί αηδία όταν μου το είχε πει η Μυρσίνη αλλά με είχε διαβεβαιώσει ότι κι εκείνη έτσι είχε νιώσει στην αρχή αλλά μετά της άρεσε και άρεσε ακόμα περισσότερο στον Αντώνη. Και με το φιλί με τη γλώσσα είχα αηδιάσει στην αρχή αλλά τώρα μου άρεσε. Βέβαια άλλο γλώσσα και άλλο πέος αλλά είχα δει και τη μαμά να το κάνει στο μπαμπά πριν λίγο καιρό, δεν είχε κλείσει καλά η πόρτα τους και δεν το είχαν πάρει χαμπάρι. Ήθελα να ρωτήσω την Ευδοκία αλλά είχε αγριέψει όταν της είχα πει για τη Μυρσίνη και τον Αντώνη. She would in be for a treat, today, σκέφτηκα και γέλασα στη σκέψη.
«Φανούλα μου,» είπε με κομμένη ανάσα ο Josh και χωρίς καθυστέρηση άνοιξα το στόμα μου και τον πήρα μέσα μου προσέχοντας να μην τον δαγκώσω. Huh, η μυρωδιά και η γεύση του πάντως δεν ήταν αηδιαστική. Τον αγκάλιασα με τα χείλη μου, η Μυρσίνη μου είχε πει να κουνάω το στόμα πάνω κάτω αλλά δεν πρόλαβα, τον ένιωσα να δονείται και τα υγρά του πλημμύρισαν το στόμα μου. Here goes nothing σκέφτηκα και κατάπια. Ήταν αλμυρούτσικο αλλά δεν είχε δυσάρεστη γεύση. Το όργανό του δονούνταν μέσα στο στόμα μου βγάζοντας μια σεβαστή ποσότητα υγρού την οποία κατάπια όλη, μέχρι που σταμάτησε να κάνει σπασμούς, έχοντας αδειάσει τελείως. Όπως μου είχε πει και η Μυρσίνη με σφιχτά τα χείλη τραβήχτηκα απαλά και τον κοίταξα.
«Σου άρεσε, Josh μου;»
«Τσίμπα με,» μου είπε και του πάτησα μια γερή τσιμπιά στο μηρό. «Άοουυυυυ! Γιατί με τσιμπάς;»
«Εσύ δε μου είπες να σε τσιμπήσω;» τον ρώτησα με απορία κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
«Εγώ στο είπα μωρό μου αλλά… εννοούσα να με τσιμπήσεις για να δω αν βλέπω κάποιο όνειρο.»
«Αυτά βλέπεις στα όνειρά σου;» τον ρώτησα.
«Ούτε καν να το ονειρευτώ δεν είχα τολμήσει!»
«Άρα σου άρεσε,» του είπα ευχαριστημένη με τον εαυτό μου.
«Αχ, τι θα σε κάνω;»
«Αγκαλίτσα;» του είπα και τον κοίταξα χαμογελαστή. Μου άνοιξε την αγκαλιά του και χώθηκα μέσα της. «Σ’ αγαπάω!» του είπα.
Ευδοκία
Στις 00:00 ακριβώς Φανή και Josh μπήκαν μέσα στο σπίτι. Ήμουν μόνη μου με το Στέφανο στη βεράντα, ο Harry με την Κατερίνα είχαν πάει να πάρουν Tomas, Μάνθο και κρέπες.
«Γεια σας,» είπε ο Josh.
«Γεια σου αγόρι μου,» είπε ο Στέφανος.
«Που είναι ο Jay και η μαμά;» ρώτησε η Φανή.
«Έχουν κατέβει να πάρουν τον αδερφό σου και τον Μάνθο από τον Πειραιά και θα φέρουν και κρέπες. Josh θα κάτσεις μαζί μας, έτσι; Είπαμε να φέρουν και για σένα.»
«Σας ευχαριστώ πολύ κύριε Στέφανε,» του είπε χαμογελώντας «αλλά με περιμένει το ταξί από κάτω.»
«Θα σε κατεβάσω εγώ φεύγοντας,» του είπα, «μην ανησυχείς. Διώξ’τον,» και ο Josh κατέβηκε κάτω για να διώξει το ταξί.
«Γιατί, πού θα πας εσύ;» με ρώτησε η Φανή.
«Σπίτι μου Φανούλα μου.»
«Είναι το τελευταίο βράδυ του Jay, μη φύγεις σε παρακαλώ!»
«Και που θα κοιμηθώ βρε μαϊμού;» τη ρώτησα. «Αφού ο Jay κοιμάται στον ξενώνα, θα με αφήσετε εδώ στο μπαλκόνι;»
«Θα κοιμηθείς μαζί μου! Κάτσε σε παρακαλώ πολύ-πολύ,» μου είπε.
«Βρε δεν έχω καν πιτζάμες!» της είπα!
«Θα σου δώσω δικά μου ρούχα, λίγο πιο ψηλή είμαι!»
«Αν συμφωνεί και ο μπαμπάς!» της είπα.
«Ο μπαμπάς δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα,» είπε ο Στέφανος. Εκείνη την ώρα επέστρεψε και ο Josh.
«Πώς τα περάσατε;» τους ρώτησα.
«Είχαμε μια μικρή περιπέτεια,» είπε ο Josh κοιτάζοντας έντονα τη Φανή. «Μην κάνεις το κορόιδο, δεσποινίς πες τι έκανες,» της είπε σε αυστηρό τόνο και η Φανή χαμήλωσε το κεφάλι της.
«Κάποιος στο δρόμο είπε τον Josh αράπη,» είπε κοιτάζοντας το πάτωμα. «Και εγώ πήγα και του ζήτησα το λόγο και μετά χειροδίκησα και μετά ο Josh με έβαλε να του ζητήσω συγνώμη και να μου ζητήσει κι εκείνος και μετά μου τα έψαλλε,» συνέχισε ακόμα κοιτάζοντας το πάτωμα.
«Τι έκανε λέει;» ρώτησε ο Στέφανος.
«Δε θα το ξανακάνεις αυτό, έτσι δεν είναι Φανή;» της είπε ο Josh.
«Αφού σου το υποσχέθηκα!» του απάντησε.
«Θα το πεις και στον πατέρα σου και στην Εύη και στη μαμά σου μετά και στο νονό σου. Σε όλους, και στον πάπα τον ίδιο αν χρειαστεί,» της είπε.
«Δε θα το ξανακάνω,» είπε κοιτάζοντάς μας με κουταβίσιο βλέμμα.
«Josh, τι συνέβη,» τον ρώτησε ο Στέφανος.
«Αυτό που σας είπε η Φανή. Προχωρούσαμε στο δρόμο και όταν περάσαμε μια αγοροπαρέα κάποιος από αυτούς είπε… Κοίτα… τέλος πάντων, μια πολύ άσχημη λέξη για τη Φανή. Κοίτα μ… που έχει ο αράπης. Ξέφυγε από την αγκαλιά που την είχα και πήγε και τον γύρισε και του κόλλησε το κεφάλι της στα μούτρα και του είπε «Για ξαναπές το αυτό.». Κάποιος από εκεί ανταπάντησε, προσπάθησα να την τραβήξω αλλά ένας από αυτούς έκανε απειλητική κίνηση και η Φανή τον κατέβασε κάτω με μια γυριστή κλωτσιά. Μαζεύτηκε και κόσμος και δεν ήθελα να αγριέψουν τα πράγματα. Ρώτησα αυτόν που έφαγε την κλωτσιά αν είναι καλά, είχε τρομάξει πολύ. Έβαλα τη Φανή να του ζητήσει συγνώμη και μετά έβαλα να ζητήσει συγνώμη κι αυτός και εκεί το λήξαμε. Και μετά της τα έψαλλα αλλά δεν αρκεί να της τα ψάλλω μόνο εγώ.»
«Σε ευχαριστώ πολύ αγόρι μου, το χειρίστηκες άψογα,» του είπε ο Στέφανος. «Εσύ δεσποινίς γρήγορα πάνω στο δωμάτιό σου, δεν έχει κρέπα απόψε. Συγνώμη που χάλασα τα σχέδια, θα σε κατεβάσω εγώ σπίτι σου αγόρι μου,» είπε στο Josh. «Ακόμα εδώ είσαι εσύ;» είπε στη Φανή.
«Συγνώμη μπαμπά. « του είπε η Φανή με ένα πρόσωπο μέχρι το πάτωμα.
«Θα τα πούμε αργότερα οι δυο μας. Χαιρέτησε τον Josh και πήγαινε πάνω. Είσαι grounded μέχρι να φύγουμε και επειδή ο Josh δε σου φταίει σε τίποτα, μπορεί να έρχεται να σε βλέπει εδώ αν θέλει.»
«Θέλεις;» του είπε η Φανή σχεδόν βουρκωμένη.
«Φυσικά και θέλω Φανούλα μου. Αλλά ο μπαμπάς σου έχει δίκιο, στο είπα κι εγώ, φέρθηκες πολύ απερίσκεπτα.»
«Συγνώμη,» είπε με σπασμένη φωνή. Φίλησε το Josh και πήγε πάνω και η καρδιά μου μάτωσε.
«Συγνώμη για την αναστάτωση κύριε Στέφανε αλλά δε μπορούσα να μη σας το πω.»
«Πολύ καλά έκανες αγόρι μου. Είχα καταλάβει πόσο καλό παιδί είσαι και δε με διέψευσες. Οι γονείς σου θα πρέπει να είναι υπερήφανοι για σένα. Ευδοκία…» είπε γυρίζοντας προς τα μένα, «επειδή σε βλέπω πως είσαι έτοιμη να πας πάνω τρέχοντας, μη το διανοηθείς, θα σου κόψω τα ποδάρια. Έγινα κατανοητός;»
«Μάλιστα,» του είπα.
«Πάμε αγόρι μου;»
«Ναι κύριε Στέφανε… συγνώμη και πάλι.»
«Εσύ ζητάς συγνώμη; Εγώ έπρεπε να σου ζητήσω συγνώμη που σε άφησα να βγεις με τον δημόσιο κίνδυνο.»
Ήθελα να τρέξω πάνω στη Φανούλα αλλά ο Στέφανος μου είχε δώσει αυστηρή εντολή, οπότε κάθισα να υποφέρω μόνη μου στα βουβά. Και όχι τίποτε άλλο αλλά δεν του είχα ζητήσει και άδεια για ένα τσιγάρο και τώρα το χρειαζόμουν απελπισμένα.
Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα, είχαν γυρίσει ο Harry με την Κατερίνα και τους δυο ερωτευμένους που είχαν γίνει αγνώριστοι από το μαύρισμα. Η Κατερίνα ήρθε έξω.
«Πού είναι ο Στέφανος;»
«Πήγε τον Josh σπίτι.»
«Η Φανή;»
«Είναι πάνω, τιμωρία από το Στέφανο.»
«Τι συνέβη;» με ρώτησε ανήσυχη.
«Κάποιος τους κόλλησε στο δρόμο, είπε τον Josh αράπη και η Φανή το πήρε πατριωτικά και τον τουλούμιασε. Την μάζεψε ο Josh πριν γίνουν τα χειρότερα, την έβαλε να ζητήσει συγνώμη σε αυτόν που χτύπησε και μετά της τα έψαλλε. Και μετά την έβαλε να τα πει και στο Στέφανο που όπως καταλαβαίνεις νευρίασε και την έστειλε τιμωρία στο δωμάτιό της και μου είπε ότι έτσι και πάω πάνω θα μου κόψει τα πόδια και φαντάζομαι ότι ο περιορισμός αυτός επεκτείνεται μέχρι και στο Harry.»
Πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Πάω μέσα στα παιδιά να τους πω να έρθουν έξω. Φαντάζομαι σε λίγο θα έρθει και ο Harry, πήγε στο δωμάτιό του να κάνει ένα ντους και να αλλάξει.»
Βγήκαν έξω μετά από λίγο.
«Μάνθο, θα πρέπει να σε πάω σπίτι σου αγόρι μου.»
«Τι συνέβη;» ρώτησε ο Tomas.
«Θα στα πω στο δρόμο, θα έρθεις κι εσύ, δε θα έρθεις;»
«Ναι… ναι, πάμε,» είπε και έφυγαν αφήνοντάς με πάλι μόνη.
Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και ο Harry.
“Where is Everybody?”
“Stefan took Josh and Catherine took Mat to their homes respectively. Fani is upstairs, grounded.”
“What happened?” ρώτησε με ανησυχία.
“From what I understood, Sir, some guys in the street said something not exactly pleasant about Fani and Josh, and Fani got enraged and hit one of them.”
“What?” με ρώτησε. “What could they possibly say to make Fani react like this?”
“I don’t know the exact wording Sir, from what I understood they said something along the lines “look the piece of ass this nigger is tapping.”
“Damn!”
“Indeed Sir. Josh made her apologize to the boy she hit and after that he scolded her and made sure that Fani would confess what happened to her father.”
Εκείνη την ώρα γύρισε ο Στέφανος.
“Hello, Harry. Did Evdokia tell you what Fani did?”
“Only just now.”
“Where is Catherine?” ρώτησε ο Στέφανος.
“She took Mat home; they should be back anytime now.”
“The things we do for love,” είπε ο Harry. “You were of course right grounding her.”
“Thank Gods for that boy. He really is something,” απάντησε ο Στέφανος.
«Master…» του είπα παρακλητικά. Αναστέναξε.
“Go.”
“Can I stay here as she asked?”
“You can. Please make sure that she understands the error of her ways. Harri is leaving tomorrow… Jesus fucking Christ. Go bring her here.”
«Thank you Master,» είπα και έφυγα τρέχοντας.
Χτύπησα την πόρτα και άνοιξα. Η Φανή ήταν ξαπλωμένη στο κρεββάτι. Με κοίταξε δυστυχισμένη. Με πολύ κόπο κρατήθηκα να μην ορμίσω πάνω της να την πάρω αγκαλιά. Πήρα την καρέκλα από το γραφείο της και κάθισα δίπλα στο κρεββάτι.
«Φανούλα μου, τι έγινε;»
«Έβρισαν τον Josh μου, τον είπαν αράπη,» μου είπε και έβαλε τα κλάματα.
«Ήταν πολύ άσχημο αυτό που είπαν, Φανούλα μου, αλλά αυτό δεν είναι λόγος να πας να σκοτώσεις τον άλλον.»
«Δεν τον σκότωσα, μια κλωτσιά του έριξα.»
«Αυτά σε έχει μάθει ο δάσκαλός σου στο αϊκίντο; Το αϊκίντο είναι για άμυνα Φανή, όχι για να κάνουμε νταϊλίκι στο δρόμο. Και καλά, τον εαυτό σου δεν τον σκέφτηκες, τον Josh που σε συνόδευε δεν τον σκέφτηκες;»
«Δε με πείραξε που με είπαν όπως με είπαν. Μου γύρισε το μυαλό όταν είπαν τον Josh αράπη. Ούτε το νυχάκι του δε φτάνουν.»
«Ακριβώς Φανή, ούτε το νυχάκι του δε φτάνουν.»
«Μετά με μάλωσε και ο Josh,» μου είπε.
«Και είχε απόλυτο δίκιο.»
«Ναι, είχε. Με έβαλε και ζήτησα συγνώμη από αυτόν που χτύπησα.»
«Και πολύ καλά έκανε. Σε 10 μέρες φεύγουμε για Αμερική Φανή, φαντάζεσαι να είχαμε τραβήγματα με την αστυνομία; Αυτά θα έχουμε στο Στάνφορντ;»
«Όχι-όχι. Το υποσχέθηκα στο Josh ότι δε θα το ξανακάνω. Και μετά μου είπε ότι πρέπει να το υποσχεθώ και στο μπαμπά και στη μαμά και στο Jay και σε εσένα.»
«Ξέχασες κάποιον,» της είπα. «Αυτόν τον πρόσβαλες περισσότερο Φανή, πρέπει αύριο κιόλας να τον πάρεις να του ζητήσεις συγνώμη.»
«Τον δάσκαλό μου.»
«Ακριβώς.»
«Ουφ. Ωραία χάλασα τη βραδιά.»
«Να μην το ξανακάνεις, Φανούλα. Δώσε μου την υπόσχεσή σου.»
«Συγνώμη Ευουλίνι μου, δε θα το ξανακάνω. Cross my heart and hope to die.”
«Τι είναι αυτό;» τη ρώτησα βλέποντας το δαχτυλίδι.
«Μου το έκανε δώρο ο Josh για να τον θυμάμαι. Λες και είχα ανάγκη το δαχτυλίδι για να τον θυμάμαι. Είναι ωραίο όμως, δεν είναι;» με ρώτησε χαμογελαστή.
«Πολύ-πολύ όμορφο,» της είπα, όντως το δαχτυλίδι ήταν υπέροχο, ο Josh είχε πολύ καλό γούστο.
«Λοιπόν, ήρθα να σε πάρω να κατέβουμε κάτω να ζητήσεις συγνώμη από το μπαμπά τη μαμά και το νονό, εντάξει;»
«Εντάξει… θα μείνεις εδώ, έτσι;»
«Θα ρωτήσουμε τον πατέρα σου και θα μας πει.»
«Θέλω να σου πω και κάτι άλλο… αλλά μετά.»
«Φανή;»
«Μετά,» μου είπε.
Κατεβήκαμε κάτω και βγήκαμε στη βεράντα.
“Hello again.”
“Fani, anything you have to say?” τη ρώτησε ο Στέφανος.
“Yes, dad. I am sorry for what I did, and I promise you that I will nEver do such a thing again. NEver Ever, cross my heart and hope to die. Mom, dad, Jay, Tomas. I am sorry, I really am.”
“And?” ρώτησα.
“I will call Master Tom tomorrow. I also embarrassed him, and his teachings and I must let him know.”
“You do that, young lady. I let you come downstairs because it’s Harry’s last night in Greece and he is not to pay for your fault. The same stands with Josh, you are still grounded but he is allowed to come here and keep you company.”
«Thank you dad,» απάντησε η Φανή. “Dad… can Eve stay here tonight?”
“Evdokia, do you want to stay tonight? Have you forgiven her?”
“I did Stefan and i will stay tonight, should you allow it.”
“I do.”
“Now, to lighten the mood a little. Fani, show what you got!”
Η Φανή ντροπαλά έδειξε το δαχτυλίδι.
“Josh gave it to me asking me to not forget him. As if!» είπε χαμογελαστή η Φανή. “Isn’t it beautiful? I felt bad because I didn’t Even think to give him a present, but he told me that the true meaning of giving a present is not expecting one back.”
“Josh is wise young man,” απάντησε ο Harry. “It’s a beautiful ring, incredibly beautiful. He is not only wise for his age; he has an exceptional taste also.”
“Fani, Even if Josh gave you a present not expecting something back, you should consider giving him also a present,” της είπε η Κατερίνα.
“I agree with your mother,” είπε ο Στέφανος.
“What should I get him? Eve, what do you think?”
“This is for you to decide. You know Josh better than us.”
“This is not fair,” μας δήλωσε.
“Yes, it is. It’s your gift to Josh, not ours,” της απάντησα.
“Could at least you and mom help me?”
«I ‘d love to,» της είπε η Κατερίνα.
«As would I,» της είπα κι εγώ.
Γύρω στις τρεις το διαλύσαμε γιατί ο Harry είχε πτήση στις 15:00 και έπρεπε να ξεκουραστεί και να ετοιμάσει τα πράγματά του. Ανεβήκαμε με τη Φανή στο δωμάτιό της. Το κρεββάτι ήταν ημίδιπλο, θα στριμωχνόμασταν λίγο αλλά δεν με πείραζε. Μου έδωσε ένα χαλαρό t-shirt και από κάτω μια πιτζάμα της.
«Εύη, θέλω να σου πω κάτι αλλά μην το πεις στη μαμά και στο μπαμπά.»
Το γεγονός ότι η Κατερίνα μου είχε πει ότι δεν χρειάζεται να τους λέω όλα τα μυστικά της Φανής και με το οποίο ο Στέφανος είχε συμφωνήσει, λέγοντας ότι εμπιστεύεται την κρίση μου, δε με έκανε να νιώσω καλύτερα.
«Πες μου,» της είπα.
«Το έκανα,» μου είπε και ένιωσα να παθαίνω έμφραγμα.
«Τι έκανες;» τη ρώτησα προσπαθώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία μου.
«Αυτό που κάνει και η Μυρσίνη στον Αντώνη. Καλά, όχι ακριβώς αυτό αλλά περίπου.»
«Φανή λυπήσου με και μίλα μου καθαρά.»
«Να… τον… ουφ… έπαιξα το όργανό του και τέλειωσε στο στόμα μου. Αυτό.»
«Θα τον σκοτώσω. Αυτό ήταν, θα τον σκοτώσω!»
«Εγώ το ξεκίνησα, Εύη. Πήγε… πήγε να με σταματήσει αλλά….»
Πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Αλλά;»
«Ήθελα κι εγώ να του δώσω κάτι να θυμάται.»
«Μπορούσες να του κάνεις ένα δώρο όπως κι εκείνος!»
«Όχι… Σήμερα… σήμερα για πρώτη φορά με χάιδεψε κάτω. Δεν… δεν είχα ξαναζήσει τέτοιο πράγμα, ήταν το ομορφότερο πράγμα που έχω νιώσει στη ζωή μου. Δεν… δεν είχα σε ποιον άλλον να το πω, δε θέλω να το πω αυτό στη Μυρσίνη, μόνο εσένα έχω. Μη μου θυμώσεις πάλι.»
«Τι να σε κάνω μωρή μαϊμού που σ’ αγαπάω,» της είπα και την πήρα αγκαλιά. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να βιάζεσαι ψυχή μου.»
«Δεν βιάστηκα, αλήθεια σου λέω. Εννοώ… Το σκεφτόμουν αρκετό καιρό. Τον αγαπάω τον Josh, πραγματικά τον αγαπάω.»
«Σε πιστεύω αγάπη μου αλλά θα υπάρξουν πολλοί Josh στη ζωή σου.»
«Όχι, δεν θα υπάρξουν,» μου δήλωσε.
«Φανούλα μου, καταλαβαίνω ότι είσαι ερωτευμένη και είναι υπέροχο αλλά είσαι ακόμα μικρούλα, έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου.»
«Εμένα η διαίσθησή μου άλλα μου λέει,» μου είπε. Η αλήθεια είναι ότι αυτή ήταν και η δική μου διαίσθηση, το είχα πει στο Στέφανο ότι ο Ρωμαίος της μάλλον θα έπαιρνε σύνταξη σε αυτή τη θέση, τουλάχιστον όσο αυτό αφορούσε τη Φανή, αλλά δεν ήθελα να σκέφτεται από τώρα έτσι.
«Η ζωή δεν είναι μόνο μαθηματικά, αγάπη μου.
«Σε παρακαλώ μη το πεις ούτε στη μαμά ούτε πολύ περισσότερο στο μπαμπά.»
Με έφερε σε φοβερά δύσκολη θέση. Ήταν ο Αφέντης μου και ήταν η κόρη του. Πώς μπορούσα να μην του το πω;
«Εμπιστεύομαι την κρίση σου Ευδοκία. Πρέπει η Φανή να έχει κάποιον που μπορεί να εμπιστευτεί απόλυτα, να μη θεωρεί ποτέ ότι πρέπει να σου κρύψει κάτι. Χίλιες φορές εσύ να είσαι αυτή η κάποια παρά κάποια συνομήλική της.»
«Πέσε για ύπνο τώρα,» της είπα.
«Καληνύχτα Εύη μου. Σ’ αγαπάω.»
«Κι εγώ σ’ αγαπάω ψυχή μου, πολύ-πολύ. Καληνυχτούδια.»
Η Φανή με πήρε αγκαλιά και έκλεισε τα μάτια της.
Αύριο θα προσπαθούσα να την πείσω τουλάχιστον να το πει στη μητέρα της και από εκεί και πέρα ο Θεός να μας βοηθήσει.
Ο ύπνος άργησε να με πάρει.
Κεφάλαιο 64 - Εξωτερικό γινόμενο
Στέφανος
Ξύπνησα και σηκώθηκα προσπαθώντας να μην ενοχλήσω την Κατερίνα που κοιμόταν δίπλα μου. Κατέβηκα κάτω, το σαλόνι ήταν άδειο. Η ώρα ήταν 08:00. Πήγα στην κουζίνα για να φτιάξω καφέ αλλά η κανάτα ήταν γεμάτη από ζεστό γαλλικό. Έβαλα σε ένα φλυτζάνι και πήγα στη βεράντα. Βρήκα εκεί τον Harry με την Ευδοκία απορροφημένους πάνω από μια σκακιέρα.
“Good morning!” τους είπα.
“Good morning, Stefan,” μου απάντησε ο Harry. Η Ευδοκία κοίταξε προς το σαλόνι και αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν άδειο σηκώθηκε και γονάτισε μπροστά μου. Αγκαλιάζοντας τα πόδια μου σήκωσε τα μάτια της και μου χαμογέλασε.
«Good morning, Master,» είπε και μου φίλησε το χέρι που ήταν ελεύθερο. Τη χάιδεψα απαλά στο πρόσωπο και της έκανα νόημα να επιστρέψει στη θέση της. Κοίταξα τη σκακιέρα. Είχαν μπει στο end game, ο Harry δεν είχε καμία ελπίδα εκτός και αν η Ευδοκία έκανε κάποιο τραγικό λάθος.
«Yup, this is hopeless,» είπε ο Harry και με μια κίνηση έριξε το βασιλιά του.
“Welcome to my Hell,” του απάντησα χαμογελαστά. “What’s up guys, it’s really early.”
“I woke up at 06:00 to pack my things, I was ready at 07:00. I went to make a coffee as Eve came down the stairs. I asked her if she wanted to make her coffee, oh you had to see the horror in her eyes. “With your permission I will make you coffee, Sir,” and so she did. Well, I tried to get back to her in chess, but I admit she is well beyond me. It was a good fight though; at least I think so.”
“You really did give a good fight, Sir,” του είπε χαμογελαστά.
«Liar!» είπε γελώντας ο Harry.
«Well, you were better than the games I played blindfolded,» του απάντησε χαρίζοντάς του ένα αστραφτερό χαμόγελο.
Λίγη ώρα αργότερα κατέβηκε και η Κατερίνα και μετά ήρθε τρέχοντας και ο ξανθός σίφωνας και χώθηκε στην αγκαλιά του νονού της. Ο Tomas κοιμόταν του καλού καιρού.
«Λοιπόν, εγώ θα πρέπει να σας αφήσω τώρα,» είπε η Ευδοκία «γιατί πρέπει κι εγώ κάποια στιγμή να αρχίσω να μαζεύω τα πράγματά μου.»
«Μη φύγεις!» της είπε η Φανή, κοιτάζοντάς την σαν κουτάβι.
«Δεν γίνεται Φανούλα μου,» της είπε η Ευδοκία.
«Ουφ, καλά,» απάντησε η Φανή και ξεκολλώντας για μισό λεπτό από την αγκαλιά του νονού της πήγε και πήρε αγκαλιά την Ευδοκία και την γέμισε φιλιά. Τη μάνα της και τον πατέρας της ούτε λόγος η μαϊμού!
«Θα σε συνοδέψω εγώ έξω,» της είπα.
Την κατέβασα μέχρι το αυτοκίνητό της.
«Στις 19:00 θα είσαι εδώ,» της είπα.
«Μάλιστα,» μου απάντησε.
«Θα φορέσεις ένα απλό καθημερινό φόρεμα, θα πάμε έξω για καφέ με ένα φίλο και η Κατερίνα θα πάει με τη Φανή στους γονείς της και θα κάτσουν μέχρι το βράδυ.»
«Στις 19:00 θα είμαι εδώ,» μου είπε χαμογελαστή και μπήκε στο αυτοκίνητό της.
Γύρισα στη βεράντα και θαύμα θαυμάτων η Φανή είχε πάει στην αγκαλιά της Κατερίνας. Ο Harry πρέπει να είχε επιστρέψει στο δωμάτιό του, ήταν μόνες τους.
«Γκρεμίστηκε κανένας φούρνος;»
«Θα μου λείψει ο μαμουΐνος μου,» είπε η Φανή και έσκασε ένα φιλί στην Κατερίνα που το χαμόγελο της είχε ξεπεράσει τα αφτιά.
«Κι εμένα θα μου λείψεις πολύ-πολύ ψυχή μου,» της είπε η Κατερίνα και την έσφιξε στην αγκαλιά της.
«Και ο ψωριάρης χώρια,» είπα αναστενάζοντας και πήγα και έκατσα στην καρέκλα.
Σε αντίθεση με τις προηγούμενες χρονιές φέτος δεν είχαμε δράματα από τη Φανή στην αποχώρηση του Harry, αφού φυσικά τον κατάφερε να της υποσχεθεί ότι μια φορά στο δίμηνο θα έρχεται να μας βλέπει στο San Francisco. Η Κατερίνα… θα της έπαιρνε μερικές μέρες ακόμα και ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν ήθελε να βγει μαζί μας έξω σήμερα.
Σήμερα έφυγε ο Harry και αν και σε 9 μέρες θα πηγαίναμε όλοι στην Αμερική, Κατερίνα και Tomas θα καθόντουσαν μόνο 10 μέρες και θα επέστρεφαν.
«Τι ώρα θα πάτε στους γονείς σου;»
«Κατά τις 18:00 θα φύγουμε,» μου είπε.
«Πώς είσαι κοριτσάκι μου;»
«Δε θα είναι εύκολοι οι επόμενοι μήνες. Το ξέρω ότι δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Θα μας λείψετε Stefan. Πολύ.»
«Το ξέρω κοριτσάκι μου, νομίζεις ότι εμάς δε θα μας λείψετε; Μακάρι να ήθελε να έρθει στο Stanford ο Tomas… αλλά θα μου πεις είναι και οι γονείς σου εδώ. Μια φορά το δίμηνο θα βρίσκω μια εβδομάδα για να έρχομαι Ελλάδα το εξάμηνο που θα λείπω, έστω και μόνος μου.»
«Ανησυχώ και για τη Φανή, Stefan….»
«Το ξέρω κοριτσάκι μου, μητέρα της είσαι, πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Που να μην είχαμε μαζί και την Ευδοκία, θα έπρεπε να μετακομίσουμε οικογενειακώς και θα είχαμε διαφορετικού τύπου δράματα.»
«Δεν θα μπορέσω ποτέ να σταματήσω να ζηλεύω την αγάπη που δείχνει στην Ευδοκία η Φανή. Ούτε με το Harry δεν κάνει έτσι.»
«Θα ήταν παράλογο οτιδήποτε διαφορετικό. Ωστόσο παρά τα όποια λάθη μας δεν είναι τιμωρία, Κατερίνα μου.»
«Όπως λες: είναι αυτό που είναι.»
Στις 18:00, που έφυγαν όλοι από το σπίτι, πήγα να ετοιμαστώ. Δε μου πήρε πολλή ώρα και μην έχοντας τι να κάνω κατέβηκα στο σαλόνι και έπαιξα πιάνο μέχρι που στις 19:00 ακριβώς χτύπησε το κουδούνι. Πήγα και άνοιξα και η Ευδοκία μπήκε μέσα χαμογελώντας. Φορούσε ένα απλό, όμορφο μάξι μαύρο φόρεμα.
Περάσαμε στη βεράντα και της ζήτησα να μου στρίψει ένα τσιγάρο.
«Κουκλί είσαι,» της είπα κάνοντάς τη να χαμογελάσει. «Βγάλε το σουτιέν σου, θα έρθεις χωρίς σουτιέν.»
«Μάλιστα,» μου είπε και έβγαλε το σουτιέν της.
«Φεύγοντας θα το αφήσεις στο αυτοκίνητό σου,» συνέχισα.
«Εντάξει,» μου απάντησε.
«Έλα μαζί μου,» της είπα, και την πήρα από το χέρι και την πήγα πάνω στο δωμάτιο. «Γδύσου,» τη διέταξα και κατέβασα το παντελόνι μου και το έβγαλα. Η Ευδοκία έβγαλε το φόρεμά της και έμεινε μόνο με το μαύρο κιλοτάκι. «Πάρε με στο στόμα σου,» της είπα και γονάτισε και με πήρε στο στόμα της. Έκλεισα τα μάτια απολαμβάνοντας την αίσθηση αλλά δεν ήθελα το στόμα της τώρα. Την σήκωσα και την έβαλα να σκύψει πάνω στο κρεββάτι.
Ο κώλος της, λαχταριστός και ανυπεράσπιστος, με έκανε να φουντώσω ακόμα περισσότερο απ’ όσο ήμουν. Τον έβαλα αργά και σταθερά πίσω της, σπρώχνοντας με δύναμη και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το βογγητό του πόνου. Συνέχισα αργά αλλά σταθερά να την ανοίγω και κάποια στιγμή μου παραδόθηκε. Σιγά-σιγά τα βογγητά πόνου της μετατράπηκαν σε βογγητά απόλαυσης. Την άρπαξα από τα μαλλιά και καρφώθηκα όλος πίσω της. Και ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Της τράβηξα μια σφαλιάρα στο ένα κωλομέρι και μετά μια δεύτερη στο άλλο. Άρχισα να κινούμαι πιο γρήγορα και πιο γρήγορα μέχρι που ένιωσα την έκρηξη να έρχεται και, τραβώντας την για τελευταία από τα μαλλιά, καρφώθηκα όλος μέσα της και στάθηκα ακίνητος ενώ άδειαζα μέσα της με σπασμούς. Τραβήχτηκα αργά.
«Μου είχε λείψει το κωλαράκι σου,» της είπα, η αλήθεια είναι ότι είχα πάνω από μία εβδομάδα να την πάρω έτσι.
«Κι εσύ είχες λείψει στο κωλαράκι μου,» μου είπε χαμογελαστή.
«Δε χρειάζεται να παραγνωριζόμαστε μαζί του. Θέλω να παραμείνει σφιχτό,» της είπα χαμογελαστά.
«Ό,τι αρέσει σε εσένα Αφέντη μου,» μου είπε και γονάτισε μπροστά μου και μου αγκάλιασε τα πόδια. Της χάιδεψα τα μαλλιά και την άφησα και πήγα στο μπάνιο και έκανα ένα γρήγορο πλύσιμο στα κάτω με σαπούνι. Όταν βγήκα πήγε και η Ευδοκία για να καθαριστεί.
Όταν τέλειωσε γύρισε στο δωμάτιο και ντύθηκε.
«Τι ώρα έχουμε ραντεβού;» με ρώτησε. Κοίταξα το ρολόι μου. «Σε 15 λεπτά,» της είπα.
«Στέφανε, σε παρακαλώ όχι αυτές τις κάλτσες,» μου είπε και πήγε στο συρτάρι και μου έφερε άλλες. Τι να πω, πρώτα σου φεύγει η ψυχή και μετά το χούι. Ντυθήκαμε και κατεβήκαμε, εγώ πήγα στο γκαράζ στο υπόγειο και η Ευδοκία να αφήσει το σουτιέν της στο αυτοκίνητο. Βγήκα από το πάρκινγκ, μπήκε μέσα και σε 15 λεπτά ήμασταν στην καφετέρια που είχαμε δώσει ραντεβού με το φίλο μου, είχα να τον δω από κοντά πάνω από πέντε μήνες, μόνο μέσω φόρουμ τα λέγαμε.
Δίπλα του καθόταν μια πολύ γλυκιά κοπελίτσα με καστανά σγουρά μαλλιά. Με είδε και χαμογέλασε. Σηκώθηκε και μου έσφιξε το χέρι.
«Γεια σου Μιλτιάδη,» του είπα χαμογελώντας και σφίγγοντάς του το χέρι. «Από εδώ η Ευδοκία, γνωστή αλλιώς και ως μπουμπούνας,» είπα και έδειξα την Ευδοκία που χαμογέλασε με το χαμόγελο της Colgate. Η κοπελίτσα έβαλε τα γέλια.
«Από εδώ η Μυρσίνη, γνωστή αλλιώς και ως Βρασίδω,» απάντησε χαμογελαστά ο Μιλτιάδης.
Κεφάλαιο 65 - Στα παραθύρια τα πλατιά
Ευδοκία
«Χαίρω πολύ,» είπα χαμογελώντας και δίνοντας το χέρι μου στο Μιλτιάδη και στην Μυρσίνη. Πολύ όμορφο ζευγάρι, η Μυρσίνη ήταν μια ζωγραφιά, χαμογελαστό πρόσωπο, με υπέροχα αμυγδαλωτά μαύρα μάτια και πλούσιο σγουρό μαλλί. Αν έπρεπε να μαντέψω την ηλικία της θα την έκανα γύρω στα 20, ίσως και λίγο παραπάνω. Ο Μιλτιάδης ήταν ωραίος άντρας, σκούρο καστανό μαλλί και γελαστά μάτια ίδιου χρώματος και επιμελώς ατημέλητο μουστάκι και μούσι.
«Χαίρω πολύ,» μου είπε γελαστή η Μυρσίνη. Δεν ξέρω τι δουλειά κάνει αλλά αν ήταν τηλεφωνήτρια, οι πελάτες θα ζητούσαν να μιλήσουν μόνο μαζί της.
«Καθίστε,» μας έκανε νόημα ο Μιλτιάδης και κάθισα δίπλα στο Στέφανο και συνέχισε «Χαθήκαμε βρε Στέφανε, έχουμε να τα πούμε από κοντά από τον Απρίλη.»
«Ναι η αλήθεια είναι ότι ήταν μια σχετικά δύσκολη περίοδος.»
«Κάπου σας έχω ξαναδεί εσάς,» είπε η Μυρσίνη. «Εννοώ και εσάς και την Ευδοκία.»
«Σε παρακαλώ να με λες Εύη,» της απάντησα χαμογελαστά. Το «Ευδοκία είναι reserved από τον Στέφανο.»
«Εμένα πάντως μπορείς να με λες Στέφανο ή Stefan,» της είπε ο Στέφανος κάνοντας τον Μιλτιάδη να βάλει τα γέλια.
«Good luck with that, εγώ το όνομά μου το ακούω σε εθνικές εορτές και επετείους. Βρασίδα με ανεβάζει, Βρασίδα με κατεβάζει!»
«Ναι, θα μου επιτρέψετε να σας αποκαλώ Κύριε, Κύριε,» είπε κοιτώντας το Στέφανο. «Αν και μου αρέσει το Ευδοκία, αφού θέλεις Εύη, Εύη!» απάντησε προς εμένα. «Αλλά ωστόσο έχω την εντύπωση ότι κάπου σας έχω δει.»
Ο Στέφανος κοίταξε το Μιλτιάδη, λες και συνεννοήθηκαν με τα μάτια.
«Πιθανώς να μας είχες δει τον Απρίλη στην τηλεόραση ή στο internet,» της απάντησε ο Στέφανος.
«Ναι!!! Ναι!!! Τώρα το θυμήθηκα! Τον Απρίλη μαζί με την Εύη και μια νεαρή κοπελίτσα φαινόμενο και τον Ιούλη με την Εύη για το βραβείο της!»
«Η νεαρή κοπελίτσα είναι η κόρη μου η Φανή,» απάντησε ο Στέφανος
«Αχ συγχαρητήρια σε όλους, θα πρέπει να είστε πολύ περήφανος για τα κορίτσια σας,» είπε στο Στέφανο χαρίζοντάς του ένα ζεστό χαμόγελο. «Ο Κ… συγνώμη, ο Βρασίδας με λέει παρλαπίπα, να σας ρωτήσω κάτι;»
«Ο τοίχος έχει πάει ήδη μισό πόντο μέσα,» της είπε ο Μιλτιάδης. «Κανόνισε!»
«Συγνώμη Βρασιδέστατε,» του είπε κοιτώντας τον σαν κουτάβι και κάνοντας εμένα και το Στέφανο να βάλουμε τα γέλια.
«Τι είναι αυτό το Βρασίδας;» ρώτησε ο Στέφανος ακόμα γελώντας.
«Κύριε-κύριε! Να πω;» ρώτησε η Μυρσίνη σηκώνοντας το χέρι κάνοντας μας και τους τρεις να ξεσπάσουμε σε νέα γέλια.
«Άντε βάσανο, πες!» της είπε ο Μιλτιάδης.
«Δε με αφήνει να τον λέω Κύριο και δεν μου πάει να τον φωνάζω με το όνομά του λες και είμαστε κολλητάρια! Οπότε τον λέω Βρασίδα εξ ου και το Βρασίδω στην περιγραφή μου στο forum.»
«Για πες τα δικά σου τα χαΐρια, μπουμπούνα!» είπε ο Στέφανος χαμογελώντας.
«Ούτε εμένα μου επέτρεπε να τον λέω Κύριο.»
Στέναξα
«Τις πρώτες μου σοβαρές 30 τις έφαγα γι’ αυτό το λόγο. Στέφανο μου ζήτησε να τον λέω, Στέφανο τον λέω αλλά Αφέντη εννοώ,» είπα προσπαθώντας να κοιτάξω κι εγώ σαν κουτάβι τον Στέφανο.
Ναι, δεν το έχω.
Ο Στέφανος πάντως χαμογέλασε και εγώ δε χρειαζόμουν κάτι άλλο.
«Να ρωτήσω αυτό που ήθελα;» είπε η Μυρσίνη.
«Να ρωτήσεις,» απάντησε ο Στέφανος.
«Το μπουμπούνας πώς προέκυψε; Με λέει και εμένα καμιά φορά ο …Βρασίδας μου έτσι, αλλά έχω καταλάβει ότι είναι περίπου σήμα κατατεθέν!»
«Γιατί ώρες-ώρες είναι μεγάλος μπουμπούνας,» απάντησε ο Στέφανος.
«Ό,τι είπε ο Αφέντης,» απάντησα χαμογελαστή και ακόμα κόκκινη.
«Λοιπόν, πώς τα περνάτε,» ρώτησε ο Μιλτιάδης.
«Εδώ, ετοιμάζουμε τα πράγματά μας. Νόμιζα ότι στο είχα πει σε μήνυμα, σε μερικές μέρες φεύγουμε στο Σαν Φρανσίσκο.»
«Ναι, μου το είχες πει, ξεκινάει εκεί το πανεπιστήμιο η Φανή ε;»
«Ναι, και επιπλέον εγώ ως επισκέπτης καθηγητής το χειμερινό εξάμηνο, ως μόνιμη καθηγήτρια η Ευδοκία.»
«Εχμ… συγνώμη, πόσων χρονών είναι η Φανή;» ρώτησε η Μυρσίνη.
«Το Γενάρη θα κλείσει τα 16,» απάντησε ο Στέφανος.
«Γκλουπ,» είπε η Μυρσίνη.
«Γκλουπ δε θα πει τίποτα…» απάντησα εγώ. «Ξέρετε τι μαθηματικό ξύλο έχουμε φάει εγώ κι ο Αφέντης από τη μαϊμού;»
«Εγώ δε λέω τίποτα, μια απλή φιλόλογος είμαι,» είπε η Μυρσίνη.
“The things we do for love,” είπε ο Στέφανος.
«Εμένα μου λέτε; Έχω αφήσει αποτύπωμα με την μύτη μου στον τοίχο του …Βρασίδα!»
«Ρωξάνη!» είπε ο Μιλτιάδης.
«Zipping it!» απάντησε μαγκωμένη η Μυρσίνη.
«Εσύ πως τα πας Μιλτιάδη;»
«Ετοιμαζόμαστε για το Νοέμβρη, Πανάθεμά τους με τις αμερικάνικες μόδες.»
«Ωχ κατάλαβα, πόσα έργα έχεις υπό επίβλεψη;»
«Άλεφ0. Και μιας και είστε και οι δύο μαθηματικοί, τι είναι αυτό το άλεφ0 ρε παιδιά; Πως το είχε πει ο μελιτζανοροζουλί καριόλης; Πληθάριθμο; Κλειδάριθμο;» κάνοντάς μας και τους δύο να βάλουμε τα γέλια.
«Πληθάριθμο,» του είπε ο Στέφανος.
«Α, μπράβο αυτό! Τέλος πάντων, πολύ πράγμα….»
«Και ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα με το άλεφ0;» τον ρώτησε ο Στέφανος;
«Τι, γίνεται χειρότερο;»
«Δε φαντάζεσαι, και 100 έργα να σου δώσουν ακόμα, πάλι άλεφ0 θα είναι!»
«Άρα καλά το είπα, γιατί όλο και κάτι ξεφυτρώνει την τελευταία στιγμή. Ε αυτό δικό σου είναι στο πρόγραμμά σου! Έχω μαζέψει για τρεις ζωές μέχρι το Νοέμβρη. Αλλά τέλος πάντων μην μιλάμε για δουλειά γιατί αν αρχίσετε κι εσείς θα αρχίσουμε να τρέχουμε μέχρι να πατήσουμε μαύρο χιόνι!»
«Και όχι τίποτε άλλο αλλά το ιγκλού δεν είναι μέρος για να ακουμπάω τη μυτούλα μου!» είπε η Μυρσίνη.
«Προσευχή και περισυλλογή για να αναλογίζεσαι τις αμαρτίες σου, αμαρτωλό γύναιο!»
«Εσείς Κύριε βάζετε την Εύη με την μύτη στον τοίχο;»
«Όχι,» είπε ο Στέφανος γελώντας. «Ο τοίχος δεν είναι η κατάλληλη τιμωρία για την Ευδοκία, άμα αμαρτάνει υπάρχει η ζώνη και αν το παρακάνει το whip!»
«Zipping it γιατί με βλέπω εντοιχισμένη!» είπε η Μυρσίνη κοιτώντας τον Μιλτιάδη σαν κουτάβι.
«Zipping it γιατί με βλέπω λωρίδες!» είπα κι εγώ προσπαθώντας να κοιτάξω κι εγώ τον Στέφανο σαν κουτάβι και κάνοντας και τους τρεις να βάλουν τα γέλια.
«Για πες μου τώρα αναλυτικά, πώς γνωριστήκατε;» ρώτησε ο Στέφανος τον Μιλτιάδη.
«Κάτσε να την κάνω unzip γιατί θα μου γίνει μωβ,» είπε ο Μιλτιάδης κοιτάζοντας την Μυρσίνη. Η τελευταία το έπιασε το υπονοούμενο και άρχισε να κελαηδάει.
«Μου είχε στείλει μήνυμα και μου την έλεγε αλλά εγώ δεν είχα μηνύματα και έτσι μιλήσαμε στο viber και στην αρχή νόμιζε ότι του έριξα χυλόπιτα αλλά εγώ είχα μάθημα το Σάββατο αλλά τελικά βγήκαμε το Σάββατο το απόγευμα και εκεί είπαμε Ες Μακεδόνας αλλά εκεί πήγαμε αργότερα και μετά την Κυριακή με πήγε έξω να φάμε με τις κοριτσάρες του και μετά ήθελε αγκαλίτσα αλλά εγώ έκανα χαζομάρα και πέρασα μισή ώρα διαλογισμού και μετά κόντεψα να τον ξεζουμίσω αλλά όταν πήγαμε για bowling μου πρότεινε να πάμε Πόζαρ και περάσαμε εκεί πέντε μέρες μαζί και ήταν υπέροχα αλλά όλο με γαργαλάει,» είπε η Μυρσίνη με μια ανάσα κάνοντας μας να λυθούμε στα γέλια και οι τρεις.
«Ανάθεμά με και αν κατάλαβα τίποτα,» είπε ο Στέφανος γελώντας ακόμα.
«Μα γιατί; Αφού έτσι έγινε,» είπε η Μυρσίνη.
«Δεν ξέρω αν έμπαινες τακτικά στο φόρουμ τότε αλλά ο κουτζγιουμπιλόβ σίφωνας από εδώ είχε μπει στο φόρουμ φουριόζα και μπορεί να έγραφε χαζομάρες αλλά την έκανα χάζι,» είπε ο Μιλτιάδης.
«Χρουμφ,» είπε η Μυρσίνη σουφρώνοντας τα χείλια της και σταυρώνοντας τα χέρια.
«Μου άρεσε ο τρόπος και το πάθος που υποστήριζε τις θέσεις της, χωρίς να επιτίθεται σε κανέναν, χωρίς να τσιμπάει στα αιχμηρά σχόλια επιδεικνύοντας ταυτόχρονα εξαιρετικό χειρισμό της γλώσσας. Μου έκανε εντύπωση και της έγραψα «πολύ σε κάνω χάζι,» και κάπου εκεί την τσίμπησε το μακρύ χέρι της δικαιοσύνης,» συνέχισε. «Και ας πάει στα κομμάτια, ας με λέει και Βρασίδα!»
«Δεν είστε ένας κοινός Βρασίδας, είστε ο Βρασιδέστερος Βρασίδας όλων των Βρασίδων!» είπε ο Μυρσίνη με πάθος τηλε-ευαγγελιστή!
«Βρασιδέστατος!» είπα εγώ.
«Αυτό ακριβώς!» μου είπε η Μυρσίνη χαρίζοντάς μου ένα αστραφτερό χαμόγελο.
«Μη σου μπαίνουν ιδέες μαϊμουζέλ,» μου είπε ο Στέφανος.
«Απαπαπα, εγώ τέτοιο πράγμα! Φωτιά να πέσει…» ξεκίνησα να λέω αλλά με έκοψε η Μυρσίνη
«Στο διαιτολόγο μου! Συγνώμη για τη διακοπή, αλλά οι κατάρες είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να ξοδεύονται ασκόπως!»
«Ο διαιτολόγος σου φταίει βρε απατεώνα που έπεσες δύο κιλά κάτω από το όριο που σου είχα βάλει;» τη ρώτησε ο Μιλτιάδης.
«Εσείς τώρα με ποιον είστε, με εμένα ή με το θεριό; Χρουμφ!» είπε σταυρώνοντας πάλι τα χέρια της.
Τους έκανα πολύ χάζι τους δυο τους, ήταν πολύ όμορφο ζευγάρι, πολύ ερωτευμένοι μεταξύ τους. Θα μου πεις κι εγώ ερωτευμένη είμαι αλλά ο Στέφανος είναι ριζικά διαφορετικός. Πιο απόμακρος, πιο intellectual, πιο μελαγχολικός, πιο ψυχρός. Πόσο διαφορετικοί είμαστε οι άνθρωποι… Του άρεσε να τον τσιγκλάω τον Στέφανο αλλά αν έκανα ό,τι η Μυρσίνη όχι άλεφ0… ούτε στις 2^άλεφ0 δε θα είχε σταματήσει το κοντέρ. Γέλασα στη σκέψη και με έσωσε ότι γέλασαν και οι υπόλοιποι με τα καμώματα της Μυρσίνης. Ήταν πραγματικά μια ζωγραφιά.
«Μου λες τι θα σε κάνω;» της είπε ο Μιλτιάδης.
«Πέρα από τις τρεις ώρες με τη μύτη στον τοίχο, τις 50 με τη βίτσα για κάθε κιλό, το γέμισμα 10 Α3 σελίδων, μπρος-πίσω με το «Είμαι ένας άθλιος απατεωνόσπορος,» με μικρά γράμματα, το «Brasidus Athlius Koyfiokefalous,» δύο μήνες στο φόρουμ, τις κίτρινες κάλτσες με την κοκκινοπορτοκαλί καρό φούστα και την πράσινη μπλούζα που με βάλατε να φοράω κάθε φορά στο σπίτι σας και τρεις ταινίες Αγγελόπουλου και αμέσως μετά από κάθε ταινία εκτενή αναφορά ενώ εσείς βλέπατε Battlestar Galactica και τις τρεις φορές που παραγγείλατε κοκορέτσι από το Σταύρο και εμένα με βάλατε να φάω βραστά λαχανικά και παραλίγο να χάσω κι άλλα κιλά…» και κάπου εκεί της τέλειωσε η ανάσα και κόπηκε η δική μας από τα γέλια.
Η βραδιά κύλισε υπέροχα και με πολύ γέλιο. Τα καλύτερα όμως ήταν yet to come.
Κεφάλαιο 66 - Τα κορίτσια ξενυχτάνε μόνα ή δυο-δυο
Στέφανος
Φτάσαμε έξω από το σπίτι. Η βραδιά ήταν πολύ όμορφη, είχα χαρεί που είχα δει τον Μιλτιάδη και δεν το κρύβω, η μικρή του με είχε γοητεύσει. Ήταν όπως μου την είχε περιγράψει, μια ζωγραφιά. Αν και παρά ήταν υπερκινητική για τα δικά μου γούστα ήταν δύσκολο να τη γνωρίσεις και να μην τη συμπαθήσεις.
«Πώς σου φάνηκε ο Μιλτιάδης και η Μυρσίνη;» ρώτησα την Ευδοκία.
«Πολύ όμορφο ζευγάρι,» του απάντησα και συμπλήρωσα «πολύ ερωτευμένοι μεταξύ τους.»
«Πολύ μου άρεσε η πιτσιρίκα,» της ομολόγησα.
«Και όχι μόνο σε σένα,» μου απάντησε παιχνιδιάρικα.
«Ο Μιλτιάδης πώς σου φάνηκε;»
«Πολύ γοητευτικός.»
«Ωραία. Θα τον ρωτήσω αν ενδιαφέρεται για παιχνίδι μεταξύ μας.»
«Στέφανε, δε μου φαίνεται ότι είναι από τους ανθρώπους που θα τον ενδιέφερε κάτι τέτοιο.»
«Και εδώ κάνεις λάθος. Έχει και δεύτερη, όχι ακριβώς υποτακτική, αλλά τακτική play partner.»
«Ναι αλλά φαντάζομαι ότι είναι διαφορετικό να μοιραστείς την υποτακτική σου με μια γυναίκα παρά με άλλον άντρα.»
«Για μένα όχι… αλλά έχεις δίκιο, ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός. Για αρχή θα τον ρωτήσω αν ενδιαφέρεται να μας προσφέρετε show τα δυο κορίτσια.»
Η Ευδοκία κοκκίνησε ελαφρώς αλλά δεν απάντησε. Είχε διαπιστώσει ότι και του λόγου της είναι bi, με την Κατερίνα τουλάχιστον μια χαρά το ευχαριστιόταν.
«Η Κατερίνα;» με ρώτησε.
«Η Κατερίνα…» ξεκίνησα… «Η Κατερίνα θα χρειαστεί μερικές μέρες ακόμα για να επανέλθει.»
«Κάθε φορά γίνεται αυτό;»
«It’s the price she pays.»
«Κι εσύ Στέφανε,» μου είπε.
«Αν δεν μετράει για σένα τότε δεν είναι προσφορά, Ευδοκία.»
«Στέφανε μου επιτρέπεις;»
«Να κάνεις τι;»
«Να… να μιλήσω με την Κατερίνα.»
«Σοβαρά τώρα; Ρε συ Ευδοκία, εννοείται ότι μπορείς οποιαδήποτε στιγμή να μιλήσεις με την Κατερίνα, πώς είναι δυνατόν να μου ζητάς άδεια;»
«Θέλω… θέλω να της πω να κατέβει μαζί μου… σπίτι… αν… αν θέλει και η ίδια.»
«Να της το πεις κοριτσάκι μου. Να της το πεις.»
Πήρε τηλέφωνο.
«Κατερίνα μου; Πώς… πώς είσαι… Να σου πω… είμαστε από κάτω… ναι, ετοιμάζομαι να γυρίσω σπίτι. Κατερίνα… θες… θες να βγούμε για ένα ποτό και μετά να κοιμηθούμε σπίτι μου; Ναι, τα κορίτσια, μοναχές μας. Ναι! Δεν έχω πρόβλημα να περιμένω. Όχι Κατερίνα μου, κανένα πρόβλημα. Ναι! Αμέ! Θα του το πω, βεβαίως. Ναι, ανεβαίνουμε.». Γύρισε προς τα εμένα «Μου είπε ότι θέλει να ετοιμαστεί αλλά το βρήκε θαυμάσια ιδέα. Ελπίζω… συγνώμη, είπα για το ποτό χωρίς να σκεφτώ… συγνώμη Στέφανε.»
«Τι ζητάς συγνώμη ρε μπουμπούνα; Σου έχω πει σε ό,τι αφορά εσένα και την Κατερίνα δε χρειάζεται άδειά μου. Και αν το σκέφτηκες μετά να πάτε για ποτό δεν πειράζει. Καλό θα της κάνει. Λες και το ήξερες και ήρθες με τόσο όμορφο φόρεμα!»
Έβαλα το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ και ανεβήκαμε πάνω με το εσωτερικό ασανσέρ. Κάτσαμε στο σαλόνι, τα παιδιά ήταν το καθένα στο δωμάτιό του.
«Θα ανέβω λίγο πάνω. Θα πω στη Φανή να κατέβει να σου κάνει παρέα.»
«Εντάξει,» μου είπε χαμογελαστή.
Ανέβηκα πάνω και χτύπησα την πόρτα της Φανής.
«Μιλάω με το Josh,» ακούστηκε από μέσα.
«Είναι η Ευδοκία κάτω,» της είπα. «Δε θα κάτσει πολλή ώρα.».
Ούτε λεπτό δεν πέρασε και βγήκε σα σίφωνας.
«Θα βγουν με τη μαμά girls night. Εσύ μη με κοιτάς έτσι, είσαι ακόμα τιμωρία,» της είπα και συμμαζεύτηκε πάνω που πήγαινε να με κοιτάξει με το κουταβίσιο βλέμμα της. Αναστέναξε και κατέβηκε κάτω. «Ευουλίνι μουυυυυυυυυυυυυυ,» φώναξε λες και είχε να τη δει κανένα αιώνα.
Πήγα στο μπάνιο. Δηλαδή τι μπάνιο, σάουνα το είχε κάνει. Μπήκα μέσα.
«Κατερινιώ μου,» της είπα και άνοιξα την καμπίνα και έβαλα το κεφάλι μου μέσα. «Χμμ… έτσι μου έρχεται να μπω κι εγώ μέσα… αλλά λυπάμαι τη φουκαριάρα την Ευδοκία…» της είπα.
«Δεν ντρέπεσαι, σάτυρε,» μου είπε πειρακτικά. «Βγαίνω σε λίγο,» συνέχισε.
Γύρισα στο δωμάτιο και κάθισα στο κρεββάτι. Πράγματι, πέντε λεπτά αργότερα ήρθε μέσα η Κατερίνα τυλιγμένη με την πετσέτα. Την άφησε να πέσει. Το σώμα της είχε ακόμα σημάδια από τα παιχνίδια της με το Harry. Όπως και η διάθεσή της έτσι και αυτά θα τους έπαιρνε μερικές μέρες να επουλωθούν τελείως. Η Κατερίνα είχε πολύ μεγάλες σωματικές αντοχές και ο Harry κάθε φορά την έφερνε στα όριά της. Φέτος μια και το διάστημα που μείναμε χωρίς τα παιδιά ήταν αρκετά μεγαλύτερο, είχε αναβιώσει το… έθιμο της μιας εβδομάδας 24x7 μαζί του. Εντάξει, μέναμε στο ίδιο σπίτι αλλά τόσο εγώ όσο και η Ευδοκία προσπαθούσαμε να μη μπλέκουμε στα πόδια τους.
Ακόμα και το διήμερο που πήγαμε εκδρομή στα λουτρά Ποζάρ κατόπιν έντονης παραινέσεως του Μιλτιάδη, είχαμε κλείσει δύο σουίτες, ο Harry με την Κατερίνα στη μία και εγώ με την Ευδοκία στην άλλη. Είχαμε περάσει πολύ όμορφα, τελικά ο Μιλτιάδης είχε δίκιο που είχε φαγωθεί με δαύτα.
«Πώς σου φαίνεται αυτό;» με ρώτησε δείχνοντας το φόρεμα που σκόπευε να φορέσει. Ήταν ένα απλό μάξι σκούρο μπλε φόρεμα. Η Κατερίνα θα ήταν εξίσου ερωτική ακόμα και αν φορούσε ένα σακί από πατάτες. Δεν… δεν είναι μόνο το σώμα της, είναι η ίδια της η αύρα. Μιλώντας αντικειμενικά, η Ευδοκία είναι πιο όμορφη ως γυναίκα αλλά η Κατερίνα είναι τάξεις μεγέθους πιο ερωτική.
«Είσαι υπέροχη. Θα τραβήξετε πάνω σας όλα τα αντρικά βλέμματα… και έχετε προκαταβολικά την άδειά μου να βγάλετε τα μάτια σας με όποιον επιλέξετε… οι δυο σας ή κατά μονάς.»
«Σήμερα θα είναι φάτε μάτια ψάρια…» μου δήλωσε. Δεν είχε όρεξη. «Βέβαια… δεν υπόσχομαι ότι θα καθίσω φρόνιμη με την Ευδοκία,» μου είπε γελώντας μου πονηρά.
«Θα μου κάνετε τέτοιο κακό; Αλλά τέτοιες είστε,» της είπα.
«Τέτοιες και χειρότερες,» μου είπε. «Δε μου λες, η Ευδοκία είναι μόνη της κάτω;»
«Όχι, κατέβηκε η Φανή και της κάνει παρέα.»
«Τότε μπορεί να περιμένει λίγο,» είπε και έκανε κότσο το μαλλί της
Oh boy!
Κατερίνα
Έκανα κότσο το μαλλί μου και άφησα προσεκτικά το φόρεμα πάνω στην καρέκλα. Πλησίασα το Stefan που καθόταν καθιστός στο κρεββάτι. Γονάτισα μπροστά του και του έβγαλα τα παπούτσια. Είτε τον είχε ντύσει η Ευδοκία το απόγευμα είτε κατά τύχη είχε βάλει κάλτσες που ταίριαζαν με το παντελόνι του. Σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα.
«Με έντυσε η άλλη μαμά,» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
Του έβγαλα τις κάλτσες και ανασηκώθηκε και με βοήθησε να του κατεβάσω το παντελόνι και το μποξεράκι. Πήρα στα χέρια μου το πόδι του και το έφερα στο στόμα μου. Πιπίλησα για λίγο τα δάχτυλά του και μετά φιλώντας και γλείφοντας ανέβηκα σιγά-σιγά προς τα πάνω. Ο πούτσος του είχε γίνει κατάρτι. Τον κράτησα στο χέρι μου και έγλειψα τη βάση του. Συνέχισα να τον γλείφω στη βάση και στα αρχίδια ενώ με το χέρι μου μάλαζα απαλά το πούτσο του. Επέστρεψα στη βάση του και τον έγλειψα σε όλο του το μήκος μέχρι που έφτασα στο κεφαλάκι.
Το πήρα στο στόμα μου και έπαιξα για λίγο με τη γλώσσα μου. Μετά αργά αλλά σταθερά τον πήρα όλο μέσα μου. Αργά σηκώνοντας το κεφάλι μου έφτασα μέχρι που είχα στο στόμα μου μόνο το κεφαλάκι του. Τον έπιασα με το χέρι απαλά στη βάση και άρχισα να τον παίζω κάνοντας απαλές κυκλικές κινήσεις ενώ έπαιρνα τον υπόλοιπο στο στόμα μου. Άρχισα σιγά-σιγά να ανεβάζω τον ρυθμό μου και ταυτόχρονα την ηδονή του Stefan, το καταλάβαινα από τις ανάσες του. Με άφησε να το πάω με τον δικό μου ρυθμό. Επιτάχυνα κι άλλο, ένιωσα το τέλος να έρχεται. Τον κατάλαβα από τις συσπάσεις που έκανε μέσα στο στόμα μου, από τις ανάσες και τα βογκητά του.
Τον πρώτο σπασμό τον ακολούθησε μια ριπή ζεστού σπέρματος και τον ακολούθησε και δεύτερη… και τρίτη. Με το χέρι μου συνέχιζα να παίζω το όργανό του που ακόμα πλημμύριζε το στόμα μου με σπέρμα. Κατάπια και συνέχισα να τον παίζω μέχρι που τον στράγγισα τελείως. Σκούπισα προσεκτικά με τα χείλη μου σάλιο και σπέρμα που είχαν μείνει πάνω του και όταν τον έβγαλα από το στόμα μου σχεδόν γυάλιζε. Τον κοίταξα χαμογελαστή.
«Μου είχες λείψει κοριτσάκι μου.»
«Κι εμένα Αφέντη μου.»
Και σε λίγες μέρες θα φεύγαμε για Αμερική. Θα μου έλειπε απίστευτα μέχρι το Φλεβάρη που θα επέστρεφε για να κάτσει μέχρι τον επόμενο Σεπτέμβρη.
Σηκώθηκα και ντύθηκα. Αποφάσισα να μη βάλω make up, μόνο λίγο κραγιόν στα χείλη μου. Όταν τέλειωσα ανοιγόκλεισα λίγο τα χείλη μου και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Έμεινα ικανοποιημένη με αυτό που είδα.
«Stefan, το βράδυ μπορώ να κοιμηθώ στην Εύη;»
«Ναι φυσικά.»
«Δε σου υπόσχομαι ότι θα κοιμηθούμε. Σου υπόσχομαι όμως ότι… θα έχεις υλικό αύριο. Μπορούμε να τελειώσουμε; Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε strap-on;»
«Ναι και ναι. Επίσης θέλω να τραβήξετε και φωτογραφίες και βίντεο.»
«Ό,τι θέλει ο Αφέντης μας,» του είπα.
Κατεβήκαμε κάτω, η Εύη με τη Φανή κάτι έβλεπαν στο τάμπλετ της Φανής και είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια. Ένιωσα αυτό το απίστευτα ενοχλητικό τσίμπημα της ζήλειας και πάλι αλλά ορκίστηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα το άφηνα να μας χαλάσει τη βραδιά.
Η Εύη με κοίταξε και μου χαμογέλασε. Αλλά… αλλά ήταν ο τρόπος που με κοίταξε… Με κοίταξε ερωτικά. Χαμογέλασα κι εγώ.
«Είσαι πολύ όμορφη!» μου είπε η Φανούλα. «Τι όμορφη!!!» Σηκώθηκε και με πήρε στην αγκαλιά της και με γέμισε φιλιά. Την γέμισα κι εγώ κοκκινάδια για να μάθει, στα τσακίδια το κραγιόν! Ο Stefan και η Εύη έβαλαν τα γέλια. «Πάω να τα δείξω στο Josh,» είπε γελαστή και έφυγε χοροπηδώντας σαν κατσίκι για να ανέβει στο δωμάτιό της.
«Πάμε;» ρώτησα.
«Πάμε,» είπε η Εύη και σηκώθηκε.
Φιλήσαμε χαχανίζοντας και οι δυο το Stefan, στο ένα μάγουλο η κάθε μία.
«Καλά να περάσετε κοριτσάρες μου. Δώστε του να καταλάβει!»
«Εσύ φρόνιμα μικρέ,» του είπα.
«Μάλιστα Κυρία, θα κάνω όπως διατάξατε,» μου είπε και μου έχωσε μια γερή στον κώλο. Μετά έχωσε μια γερή στον κώλο της Εύης κάνοντάς την να χοροπηδήσει.
«Τι έκανα πάλι;» ρώτησε
«Ήσουν έτοιμη να κάνεις κουάξ,» της είπε και βάλαμε εκ νέου τα γέλια.
Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητό της.
«Χμμμ… εδώ έχει πολλά φώτα,» μου είπε. «Όταν βγήκαμε για καφέ,» μου εξήγησε «με το Μιλτιάδη και τη Μυρσίνη ο Στέφανος μου είχε ζητήσει να βγάλω το σουτιέν μου. Πρέπει να σταματήσουμε κάπου για να το βάλω.»
«Μην το βάλεις,» της είπα. Με κοίταξε για λίγο και μετά χαμογέλασε σκανταλιάρικα.
«Μάλιστα Κυρία, όπως επιθυμείτε. Πού θέλετε να πάμε;»
«Chalet, είναι όμορφη βραδιά για έξω. Και μετά σπίτι σου μικρή.»
«Μάλιστα Κυρία,» είπε έχοντας μπει στο πετσί του ρόλου της. Είχα καυλώσει απίστευτα.
«Πώς ήταν η έξοδός σας;»
«Ήταν πολύ όμορφα. Ο Μιλτιάδης και η Μυρσίνη είναι πολύ όμορφο ζευγάρι. Η Μυρσίνη δε… τι να σας πω, μια ζωγραφιά. Την κατασυμπάθησα. Θα σας άρεσε πολύ. Δεν ξέρω αν ο Μιλτιάδης είναι του γούστου σας, η Μυρσίνη σίγουρα θα είναι.»
«Πώς είναι;»
«Στο ύψος σας. Σγουρά μαύρα μαλλιά και υπέροχα μαύρα αμυγδαλωτά μάτια. Πολύ όμορφη καμπανιστή φωνή και ακόμα πιο όμορφο γέλιο. Γελάει… γελάει και φωτίζεται ο κόσμος γύρω της, πρέπει να το δείτε για να το πιστέψετε. Κανονική στο σώμα, έχει αρκετά μεγάλα στήθη.»
«Μεγαλύτερα από τα δικά σου;»
«Ναι, μεγαλύτερα. Δεν σας το κρύβω… όταν την πήρα αγκαλιά όταν αποχαιρετιστήκαμε και ένιωσα τα στήθη της πάνω στα δικά μου καύλωσα. Ο Στέφανος και ο Μιλτιάδης μας ζήτησαν να φιληθούμε στο στόμα… με το ζόρι κρατήθηκα και δεν έκανα σκηνή, με την καλή έννοια. Μικρή ξε-μικρή είναι πολύ περπατημένη. Πολύ… πολύ θα ήθελα να παίξω μαζί της.»
«Σε χαλάσαμε, τελικά!» είπε η Κατερίνα.
«Ίσα-ίσα… μου ανοίξατε τα μάτια,» απάντησε σοβαρή.
Η Πολιτεία είναι κοντά, δεν μας πήρε ούτε δέκα λεπτά για να φτάσουμε στο Chalet. Είχε λίγο κόσμο, αλλά είχε κάμποσα τραπέζια άδεια. Δεν δυσκολευτήκαμε να βρούμε να κάτσουμε.
Εγώ παράγγειλα ένα black Russian ενώ η Εύη μια margarita. «Στρίψε μου ένα τσιγάρο σε παρακαλώ,» είπα στην Εύη
«Μάλιστα, αμέσως,» μου είπε. Αν και η ίδια κάπνιζε μόνο κατόπιν αδείας από το Stefan εγώ δεν είχα τέτοιους περιορισμούς. Μου έστριψε το τσιγάρο και μου το έδωσε. Το πήρα στο στόμα μου και μου το άναψε.
«Σε ευχαριστώ, Εύη μου.»
«Χαρά μου, Κυρία,» είπε συνεχίζοντας το παιχνίδι.
«Πώς σου φάνηκε ο Harry;» τη ρώτησα.
«Πολύ ωραίος και επιβλητικός άνδρας, but not my cup of tea. Αλλά εδώ που τα λέμε ούτε κι εγώ πρέπει να είμαι του γούστου του αν κρίνω… αν κρίνω από τον τρόπο που με κοίταζε όταν με έβαλε να παίξω με τον εαυτό μου. Σα να έβλεπε ντοκιμαντέρ του national geographic.»
«Σε διαβεβαιώ ότι του αρέσεις ως γυναίκα αλλά ναι, οι δυο σας δεν ταιριάζετε με τίποτα. Ξέρεις… μου έκαναν εντύπωση οι αντοχές σου στη Βελίκα όταν έπαιξε μαζί σου ο Harry με το whip. Πίστευα ότι θα φτάσεις να πεις το safeword πολύ γρήγορα και εσύ δεν το είπες καν.»
«Δε νομίζω ότι ήταν ο σκοπός του να με φτάσει να το πω, φαντάζομαι αν ήθελε θα μπορούσε να με κάνει να το πω ακόμα και με ένα μόνο χτύπημα. Δεν είμαι σαν… εσάς, Κυρία.»
«Ναι, δεν είχε αυτό το σκοπό αλλά σε διαβεβαιώ, δε σου χαρίστηκε.»
«Δεν με χτύπησε τόσο δυνατά όσο ο Στέφανος την Κυριακή πριν έρθουμε. Τότε μισολιποθύμισα.»
«Ναι, μου το είπε, όπως και είπε τι έκανες. Κοίτα, για το Harry το whip είναι παιχνίδι. Ο Stefan δεν είναι σαδιστής, όταν χρησιμοποιεί ζώνη ή whip το κάνει για να τιμωρήσει.»
«Εσάς σας έχει χτυπήσει ποτέ με το whip;»
«Όχι για τιμωρία. Το χρησιμοποιεί πολύ σπάνια και το κάνει μόνο για μένα.»
«Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, Κατερίνα. Ήταν… ήταν πολύ βαρύ αυτό που του είπα.»
«Ναι, ήταν. Από τη μεριά μου, σε καταλαβαίνω, είχες πανικοβληθεί. Καταλαβαίνω… καταλαβαίνω τι σημαίνει αυτό για σένα ή για τη Φανή. Εσύ γίνεσαι επιθετική, εκείνη παθαίνει κρίσεις πανικού.»
«Ναι… ξέρετε… ακόμα και με το λουκετάκι… Αν μου συμβεί κάτι ξαφνικό… Εκείνη τη στιγμή είχα πανικοβληθεί τόσο πολύ… μα ήταν του Αφέντη μας να το διαχειριστεί. Αυτό… αυτό ήταν το χειρότερο. Αντέδρασα… αντέδρασα σα να ήμουν μόνη μου. Μου άξιζε η τιμωρία, μου άξιζε χίλιες φορές.»
«Πέρασε αυτό Εύη μου, σταμάτα να το σκέφτεσαι. Το κατάλαβες και η ίδια, τιμωρήθηκες γι’ αυτό και όπως λέει ο Αφέντης μας «πάμε παρακάτω.». Κι εγώ… κι εγώ δεν είμαι αθώα. Στα είπα εκείνο το βράδυ. Δεν… δεν ήθελα να φορτωθώ στο Stefan αλλά… αλλά δεν ήταν δική μου η απόφαση. Οι αποφάσεις έχουν σταματήσει να είναι δικές μου από εκείνη τη βραδιά που μου πέρασε το λουκετάκι. Δεν ήταν εύκολο… μας πήρε πολλά χρόνια να γίνουμε αυτό που είμαστε Εύη. Του ανήκουμε, του ανήκουμε με όλους τους τρόπους που μπορεί να ανήκει ένας άνθρωπος σε έναν άλλον, αυτό κράτα.»
«Καμιά φορά… τσιμπιέμαι να δω αν ονειρεύομαι. Εννοώ… κάποιες φορές μου φαίνεται σαν ψέμα. Πού ήμουν το Γενάρη πού είμαι τώρα. Πώς να μη μου φαίνεται σαν ψέμα, είναι σα να έχω κερδίσει τον Τζόκερ μετά από αλλεπάλληλα jack pot. Το Γενάρη ήμουν άνεργη, ήμουν μόνη μου, χωρίς παρέες, χωρίς καμία προοπτική σχέσης. Και… εννιά μήνες… εννιά μήνες μετά είμαι η σκλάβα του Στέφανου, σε… σε μερικές μέρες θα επιστρέψω ως καθηγήτρια στο Stanford όντας η δεύτερη γυναίκα στην ιστορία που έχει κερδίσει το Fields… πώς… πώς να μη μου φαίνεται σαν ψέμα; Φοβάμαι… φοβάμαι ότι θα ξυπνήσω και όλα αυτά θα είναι ένα απίστευτα τρελό όνειρο.»
«Δεν είναι όμως όνειρο. Είναι η υπέροχη πραγματικότητα.»
«Θέλω να σας φιλήσω,» μου είπε.
«Και γιατί δεν το κάνεις;» τη ρώτησα.
Αντί για απάντηση, έγειρε πάνω μου και με φίλησε απαλά στα χείλη. Ένιωσα κάμποσα βλέμματα να καρφώνονται πάνω μας, αλλά δεν έδωσα δεκάρα. Ανταπέδωσα με ενθουσιασμό.
Ευδοκία
Η Κατερίνα ανταπέδωσε το φιλί μου. Στην αρχή ήταν τρυφερό αλλά στη συνέχεια έγινε πιο παθιασμένο. Οι γλώσσες μας είχαν αγκαλιαστεί μέσα στα στόματά μας. Πολύ μου άρεσε το παιχνίδι που παίζαμε εκείνη τη στιγμή, εκείνη η Κυρία και εγώ η υποτακτική της. Πάντα μου άρεσε να δίνομαι και αυτό έκανα και τώρα. Σταμάτησε το φιλί της και μου ψιθύρισε στο αυτί:
«Πήγαινε στην τουαλέτα και βγάλε το κιλοτάκι σου και φέρ’ το μου. Κουβαλάς τη σφήνα σου;»
«Μάλιστα Κυρία,» της απάντησα, επίσης ψιθυριστά.
«Θέλω να βάλεις τη μικρή σφήνα στο κωλαράκι σου.»
«Χωρίς το κιλοτάκι μου;»
«Χωρίς,» μου είπε.
«Μάλιστα,» της απάντησα και σηκώθηκα και πήγα στην τουαλέτα.
Ήμουν μούσκεμα. Έβγαλα τη σφήνα από το τσαντάκι μου και την έτριψα στο μουνί μου μουσκεύοντάς τη. Μετά την έβαλα σιγά-σιγά στον κώλο μου. Πόνεσε λιγάκι παρά το γεγονός ότι μόλις το απόγευμα ο Στέφανος με είχε πάρει από πίσω. Ένιωσα λίγο άβολα περπατώντας και φορώντας την καθώς προσπαθούσα να σφίξω τους μύες μου για να μην πέσει κάτω, καθώς δεν υπήρχε και το κιλοτάκι να την κρατήσει στη θέση του. Το μουνάκι μου σχεδόν έσταζε, είχα καυλώσει αφάνταστα.
Κάθισα στην καρέκλα και της έδωσα με τρόπο το κιλοτάκι μου. Το πήρε και το έβαλε στην τσάντα της. «Περίμενέ με,» μου είπε και σηκώθηκε και πήγε και εκείνη στην τουαλέτα. Γύρισε μετά από λίγο. «Το έτριψα στο πρόσωπό μου, δε βλέπω την ώρα και τη στιγμή που θα σε βάλω κάτω και θα σε πάρω με όλους τους τρόπους.»
«Ό,τι θέλετε εσείς Κυρία,» της είπα ενώ ένιωθα σα να με διαπερνάει ρεύμα.
«Ο Αφέντης μας μου επέτρεψε να χρησιμοποιήσω και strap-on. Θα σε πάρω από παντού,» μου δήλωσε κάνοντάς με να ανατριχιάσω από την προσμονή. Αν ήταν στο χέρι μου θα σηκωνόμασταν να φύγουμε εκείνη τη στιγμή αλλά η Κατερίνα είχε πάρει το lead και εγώ ακολουθούσα πρόθυμα.
«Δεν βλέπω την ώρα και τη στιγμή,» της είπα.
«Και θα σου κοκκινήσω και το κωλαράκι.»
«Μάλιστα,» της απάντησα. Οκ, αυτό δεν το περίμενα αλλά…
«Για πες μου τώρα, πώς ήταν το φιλί με τη Μυρσίνη;»
«Φιλάει πολύ όμορφα. Όπως σας είπα, είναι πολύ περπατημένη. Μόλις έκλεισε τα 24 της και έχει πάει με πάνω από 50 άνδρες και γυναίκες. Αμ το άλλο; Έχουμε την ίδια μέρα γενέθλια! 21 Ιουλίου! Ακριβώς τέσσερα χρόνια διαφορά! Ο Στέφανος είπε… είπε ότι θα κανονίσει με το Μιλτιάδη να παίξουμε μεταξύ μας. Νομίζω ότι του αρέσει η Μυρσίνη αλλά δεν ξέρω αν ο Μιλτιάδης είναι σαν τον ίδιο. Να σας πω… θα ήθελα να παίξω με τη Μυρσίνη αλλά θα προτιμούσα να μην παίξω με τον Μιλτιάδη. Όχι ότι είναι στο χέρι μου δηλαδή.»
«Δε σου αρέσει ο Μιλτιάδης;»
«Ίσα-ίσα, τον βρίσκω πολύ γοητευτικό. Αλλά… ξέρετε… δε μου είναι εύκολο. Φυσικά και θα το κάνω αν μου το ζητήσει ο Στέφανος αλλά μεταξύ μας θα προτιμούσα να μη μου το ζητήσει. Κατερίνα… είπα… είπα και στο Στέφανο… εννοώ… δεν σας ξέχασα….»
«Αγάπη μου,» μου είπε κοιτώντας με τρυφερά. «Δεν είμαι για τέτοια, Εύη μου… όχι ακόμα. Μην κοιτάς μαζί σου… μαζί σου είναι τελείως διαφορετικά.»
«Πολύ χαίρομαι που το ακούω,» της είπα χαμογελαστή. «Να σας εξομολογηθώ… μου έφυγε ένα βάρος από την καρδιά, αλήθεια σας λέω.»
«Σε πιστεύω, μπουμπούνα!»
«Είμαι και φαίνομαι,» της είπα χαμογελώντας από το ένα αυτί ως το άλλο.
Η Κατερίνα έκανε νόημα στη σερβιτόρα για να πληρώσουμε το λογαριασμό. Πλήρωσε εκείνη με την κάρτα της και μου έκανε νόημα να σηκωθώ. Σηκώθηκα κι εγώ και πήγαμε προς το αυτοκίνητο. Η σφήνα είχε αρχίσει να με ενοχλεί αλλά, αφού δε μου είπε να τη βγάλω, την άφησα μέσα μου. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο.
«Θέλω γλυκό. Θα κατέβουμε στο σταθμό να πάρουμε κρέπες,» μου δήλωσε.
«Μάλιστα, όπως θέλετε.»
Ξεκινήσαμε αλλά σε κάποιο σημείο με διέταξε να σταματήσω.
«Βάλε και την άλλη σφήνα στο μουνάκι σου και μετά φόρα το κιλοτάκι σου. Θα κατέβεις εσύ να πάρεις τις κρέπες, εγώ θα σε περιμένω στο αυτοκίνητο.»
«Μάλιστα,» της απάντησα. Η σφήνα σχεδόν γλίστρησε μέσα μου. Μου ξέφυγε ένα βογκητό ηδονής. Ανασηκώνοντας τη λεκάνη μου φόρεσα το κιλοτάκι μου, με κάποια δυσκολία ώστε να μη μου γλιστρήσουν οι σφήνες και πέσουν και κάθισα ξανά στο κάθισμα. Ένιωθα υπέροχα άβολα.
Ξεκίνησα και ούτε πέντε λεπτά αργότερα φτάσαμε στην κρεπερί, στην πιάτσα των ταξί.
«Τι κρέπα θέλετε;» τη ρώτησα.
«Πάρε μία σοκολάτα, μπανάνα, μπισκότο, θα τη μοιραστούμε.»
Κατέβηκα και προσπάθησα να σφίξω τους μύες μου γιατί ένιωθα τη σφήνα που είχα βάλει μπροστά να γλιστράει παρά το κιλοτάκι. Παράγγειλα την κρέπα προσπαθώντας ταυτόχρονα να σφιχτώ και να δείχνω ότι δε σφίγγομαι. Ένιωθα καύλα και ντροπή. Τι θα έκανα αν μου έπεφτε η σφήνα; Από πίσω είχε έρθει μια αντροπαρέα. Μάλλον θα κέρδιζα ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Πήρα την κρέπα, πλήρωσα και, με αρκετή δυσκολία, πήγα στο αυτοκίνητο. Ξεφύσησα με ανακούφιση όταν μπήκα μέσα.
«Έτσι όπως είχες σκύψει στο ταμείο, έπρεπε να δεις πως σε κοιτούσανε,» μου είπε η Κατερίνα. «Έχεις πολύ όμορφο κώλο, δεν ήταν μόνο τα αγοράκια τα οποία δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν το βλέμμα τους από πάνω του.»
«Και που να ήξεραν,» της είπα χαχανίζοντας.
Έβαλα μπρος και κάνοντας ελαφριά παρανομία ξαναβγήκα στην Κηφισίας. Δεν είχε κίνηση και ούτε καν δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν στο Χαλάνδρι. Έβαλα το αυτοκίνητο στην πυλωτή και ανεβήκαμε στο διαμέρισμά μου. Έκανε αρκετή ζέστη οπότε άνοιξα το κλιματιστικό.
«Γδύσου,» με διέταξε η Κατερίνα. «Και βγάλε τις σφήνες. Θα πάμε να κάτσουμε να φάμε στο μπαλκόνι.»
«Γυμνή να βγω στο μπαλκόνι;»
«Ναι,» μου είπε.
Αναστέναξα αλλά υπάκουσα. Έβγαλα το φόρεμα και το δίπλωσα προσεκτικά. Κατέβασα το κιλοτάκι μου και έβγαλα και τις δύο σφήνες και η αλήθεια είναι ότι ένιωσα απίστευτη ανακούφιση όταν έβγαλα αυτή που είχα στον κώλο μου.
Πήγα και τις άφησα στο νιπτήρα του μπάνιου μου για να τις πλύνω αργότερα. Έβγαλα και τις γόβες μου και γυμνή και ξυπόλητη πήγα στην κουζίνα και έβγαλα ένα πιάτο και μαχαιροπίρουνο. Το φως του σαλονιού ήταν κλειστό οπότε το μπαλκόνι δε φωτιζόταν. Και πάλι ένιωσα άβολα αλλά η αίσθηση του να είμαι γυμνή στο μπαλκόνι, στο δροσερό αυγουστιάτικο αεράκι ήταν πολύ όμορφη. Καθίσαμε στο τραπέζι και έκοψα την κρέπα σε κομματάκια. Τη φάγαμε χωρίς να μιλάμε. Όταν τελειώσαμε μου ζήτησε να της στρίψω ακόμα ένα τσιγάρο. Γύρισα στο χολ που είχα αφήσει την τσάντα μου και έβγαλα από μέσα καπνό και αναπτήρα. Γύρισα στο μπαλκόνι. Έκανα να κάτσω στην καρέκλα αλλά η Κατερίνα με σταμάτησε.
«Όχι έτσι. Γονατιστή,» μου ζήτησε.
Γονάτισα μπροστά της και έστριψα το τσιγάρο.
«Άναψέ το εσύ,» μου είπε. «Μπορείς να τραβήξεις μία τζούρα.». Έκανα ό,τι μου είπε και της έδωσα το τσιγάρο. «Τρίψε μου τα πόδια.». Της έβγαλα τις γόβες και άρχισα να τις κάνω απαλά μασάζ στις πατούσες. Η Κατερίνα είχε κλείσει τα μάτια απολαμβάνοντας αυτό που έκανα. Που και που έφερνε το τσιγάρο στο στόμα της και τραβούσε μια τζούρα. Χωρίς να μου το πει, πήρα το πόδι της και το έφερα στο στόμα μου και άρχισα να το γλείφω. Σε αντίθεση με εμένα που έβαφα τα νύχια μου σε απλό γαλλικό, η Κατερίνα τα είχε βάψει σε πολύ σκούρο κόκκινο. Είχε πολύ όμορφα δάχτυλα. Συνέχισα να της γλείφω τα δάχτυλα και μετά της έγλειψα την πατούσα και μετά την καμάρα και μετά άρχισα να ανεβαίνω σιγά-σιγά προς τα πάνω. Έσβησε το τσιγάρο.
«Πάμε μέσα,» μου είπε.
Πήγαμε στο δωμάτιό μου. Τη βοήθησα να γδυθεί. Στεκούμενη όρθια με διέταξε να τη γλείψω. Γονάτισα μπροστά της και πέρασα ανάλαφρα τη γλώσσα μου από την κλειτορίδα της. Ήταν και εκείνη μούσκεμα. Έτριψα την υγρασία της στο πρόσωπό μου και βούτηξα τη γλώσσα μου μέσα της γευόμενη την αλμύρα της. Με γράπωσε από το μαλλί. Συνέχισα να τη φιλάω και να τη γλείφω, πήρα την κλειτορίδα της στο στόμα μου και την πιπίλησα. Πιπιλώντας την ακόμα, άρχισα να την παίζω και με τη γλώσσα μου. Η Κατερίνα μου γράπωσε το μαλλί δυνατά κάνοντάς με να πονέσω. Συνέχισα αυτό που έκανα και ένιωσα το σώμα της να τρέμει. Με κράτησε ακίνητη και τεντώθηκε… και το πρόσωπό μου γέμισε με τα υγρά της. Σήκωσα τα μάτια μου και την κοίταξα χαμογελαστή. Στο ξενοδοχείο μου είχε προκαλέσει εμένα squirting, σήμερα της το ανταπέδωσα.
Με σήκωσε και με έγλειψε στο πρόσωπο ρουφώντας τα υγρά της. Με φίλησε βαθιά κάνοντάς με να τη γευτώ και πάλι.
Της Κατερίνας της άρεσε πολύ το στήθος μου. Ξάπλωσε στο κρεββάτι και με έβαλε να κάτσω πάνω της. Με χούφτωσε και άρχισε να μου μαλάζει δυνατά και τα δύο στήθη. Άρχισα να τρίβομαι πάνω της ενώ ένιωθα τα στήθη μου σα να είναι σε μέγγενη. Στην αρχή τριβόμουν απαλά αλλά κάπου εκεί το έχασα τελείως και άρχισα να κινούμαι με ταχύτητα. Η Κατερίνα με σταμάτησε. Με διέταξε να σηκωθώ από πάνω της. Σηκώθηκε και πήγε στην τσάντα της. Γύρισε φορώντας το strap on. Με διέταξε να κάτσω στα τέσσερα.
Μπήκε μέσα μου από μπροστά. Μου έχωσε μια σφαλιάρα στα κωλομέρια και καρφώθηκε μέσα μου κάνοντάς με να βογκήξω. Ήμουν τόσο καυλωμένη που ο οργασμός μου ήρθε σε λιγότερο από ένα λεπτό. Τραβήχτηκε από μπροστά μου και το βύθισε αργά και σταθερά στον κώλο μου κάνοντάς με να μουγκρίσω παρά το γεγονός ότι ο Στέφανος με είχε πάρει έτσι λίγες ώρες πριν και παρά το γεγονός ότι μέχρι πριν λίγη ώρα φορούσα σφήνα.
Η Κατερίνα συνέχισε να με γαμάει με το strap-on για κάμποση ώρα ρίχνοντάς μου που και που σφαλιάρες στον κώλο. Όπως μου είχε τάξει, όταν τελείωσε ο κώλος μου ήταν κατακόκκινος.
Ξαπλώσαμε και με πήρε αγκαλιά κουτάλα. Το χέρι της χάιδευε τρυφερά το στήθος μου και ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω.
Κεφάλαιο 67 - Κάτι κουρασμένα παλικάρια
Στέφανος
Πριν ξαπλώσω έστειλα μήνυμα και στις δύο
«Πώς τα περάσατε;»
Έλαβα μετά από λίγο απάντηση από την Κατερίνα.
«Θα γελάσεις αλλά μετά τον πρώτο γύρο μας πήρε ο ύπνος. Τώρα ξεκινάμε δεύτερο γύρο. Τελικά μου αρέσει ο ρόλος της Αφέντρας, από εδώ και πέρα τοίχο-τοίχο Stefan,» μου έγραψε και το διάβασα και χαμογέλασα.
Έπεσα για ύπνο αλλά κάμποση ώρα αργότερα ξύπνησα από ήχο στο κινητό. Άρχισαν να μου έρχονται φωτογραφίες. Οι δυο τους με τα στήθη τους να πιέζουν το ένα το άλλο. Η Ευδοκία να γλείφει την Κατερίνα. Η Κατερίνα να γλείφει την Ευδοκία. Πολύ μου άρεσε αυτή, η Ευδοκία ήταν όρθια και η Κατερίνα γονατισμένη μπροστά της αλλά από το POV της Ευδοκίας, η Κατερίνα φαινόταν μέσα από τις μεγάλες Ευδοκίες. Επόμενη φωτογραφία με την Κατερίνα να φοράει το strap on και να παίρνει την Ευδοκία από τον κώλο. Μετά η Ευδοκία να φοράει το strap on και να παίρνει την Κατερίνα από τον κώλο. Μετά και οι δύο καθισμένες στα τέσσερα, με τον κώλο προς τα μένα να χαϊδεύονται. Η προ-τελευταία φωτογραφία ήταν η Ευδοκία με κόκκινη πλάτη και κώλο. Κοίτα να δεις! Η τελευταία ήταν η καλύτερη, οι δυο τους σε 69, η Κατερίνα ξαπλωμένη με την πλάτη στο κρεββάτι και η Ευδοκία από πάνω της.
Ανέβασα όλες τις φωτογραφίες φροντίζοντας να κάνω θολά τα πρόσωπα, όπου φαινόντουσαν, με τίτλο «Τα κορίτσια ξενυχτάνε μόνα ή δυο-δυο.». Έπεσα για ύπνο, με δυσκολία είναι η αλήθεια καθώς μου είχε γίνει κάγκελο, αλλά με χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. Πραγματικά ένιωθα ευλογημένος από τους Θεούς της μοίρας. Ω, ναι… άξιζε και με το παραπάνω το αντίτιμο που πλήρωνα.
Ξύπνησα το πρωί και κατέβηκα να φτιάξω καφέ. Είχε ήδη, είχε φτιάξει ο Tomas. Βγήκα στη βεράντα, καθόντουσαν με τη Φανή και έπαιζαν σκάκι.
«Καλώς την ωραία κοιμωμένη,» μου είπε ο Tomas πειρακτικά.
«Μπαμπουίνε μουυυυυυυυυυ,» είπε η Φανή και σηκώθηκε και μου έσκασε δυο ρουφηχτά φιλιά. «Ναι, ξέρω, είμαι τιμωρία!» συμπλήρωσε βγάζοντας τη γλώσσα της.
«Χμμμ…» είπα κοιτάζοντας τη σκακιέρα. Η Φανή είχε στριμώξει πολύ άσχημα τον Tomas.
«Ορίστε οι ολέθριες συνέπειες να την αφήνεις να παίζει σκάκι με την Ευδοκία,» είπε και έριξε τον βασιλιά του παραδεχόμενος την ήττα του.
«Οι ολέθριες συνέπειες ξεκίνησαν όταν την άφησα να παίζει σκάκι μαζί σου, νεαρέ!» του απάντησα.
«Δε λες τίποτα. Μόνοι μας βγάλαμε τα μάτια μας, πατέρα!» μου είπε.
«Χα! 3,5 – 1,5,» είπε η Φανή λάμποντας.
«Αξιοπρεπής,» του είπα.
«Ναι; Για να σε δούμε εσένα!»
Στήσαμε το σκάκι και ξεκινήσαμε blitz με τη Φανή. Καμία αξιοπρέπεια, δύο ισοπαλίες κατάφερα να πάρω και ως εκεί. Σήμερα οι γυναίκες μας είχαν πάρει τα σώβρακα με όλους τους δυνατούς τρόπους.
«Και μετά λες για μένα,» είπε ο Tomas.
«Νεαρέ, πολύ ζορίζεις την τύχη σου!»
«Η μαμά που είναι;» ρώτησε ο Tomas
«Βγήκαν χθες με την Ευδοκία. Girls' night, κοιμήθηκαν εκεί. Τι έχει το πρόγραμμα σήμερα;»
«Θα πάω μπάνιο με το Μάνθο και τη Μυρσίνη. Έχει έρθει μια ξαδέρφη τους με το αγόρι της και εκείνος έχει αυτοκίνητο. Λέμε να πάμε προς Σούνιο.»
«Να πάτε!» του είπα.
«Μπαμπά,» είπε η Φανή, «μπορώ να πω στον Josh να έρθει να κάτσουμε εδώ;»
«Χμμ…» της είπα. Η Φανή ήταν τιμωρία αλλά, όπως είχα πει και προχθές, ο Josh δε μου έφταιγε σε τίποτα, αν μη τι άλλο δεν ξέρω τι θα είχε γίνει αν δεν επενέβαινε ο ίδιος τόσο ψύχραιμα και αποτελεσματικά. «Ναι, μπορεί να έρθει,» της είπα κάνοντάς τη να βγάλει μια τσιρίδα ενθουσιασμού.
Πήγαν πάνω, ο ένας για να ετοιμαστεί και η άλλη για να καλέσει τον Josh. Πήρα τηλέφωνο την Κατερίνα, κατά τα φαινόμενα οι κυρίες κοιμόντουσαν του καλού καιρού. Το σήκωσε η Κατερίνα και την έκοψα πριν καν μιλήσει.
«Πρόσεξε τι θα πεις, η κόρη σου με έκανε άλογο στο σκάκι.»
«Καλημέρα,» μου είπε γελώντας.
«Περάσατε καλά, θα υποθέσω….»
«Stefan, θέλεις να ανέβουμε να πάμε όλοι μαζί για μπάνιο;»
«Είπα στην Φανή ότι μπορεί να έρθει ο Josh εδώ και μπορεί να έχω αρχίσει να το αγαπάω πολύ αυτό το παιδί αλλά όχι στον βαθμό να τον αφήσω μόνο του με την κόρη μου στο σπίτι μου!»
«Ναι, αυτό περιμέναν,» μου είπε.
«Μη μου τα λες αυτά απότομα και είμαι γέρος άνθρωπος. Do I really need to know?”
«Nope,» μου είπε. «Δεν είσαι σε ηλικία για τέτοια.»
«Αχ θα τον γδάρω!»
«Να μπείτε στη σειρά. Πρώτη που θέλει να τον γδάρει είναι ο δράκος που κοιμάται δίπλα μου.»
«Ρε ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο;»
«Στα της Φανής ο δράκος και καλή μας κατάποση, μεσιέ. Σοβαρά τώρα Στέφανε… μπορούμε να τους αφήσουμε μόνους αλλά αν σε ενοχλεί αυτό πες τους να έρθουν και τα παιδιά μαζί μας.»
«Αυτό θα κάνω,» της είπα. «Λοιπόν, σας περιμένω. Θα παραγγείλω και καφεδάκια να σας περιμένουν, είχε φτιάξει γαλλικό ο Tomas αλλά τέλειωσε, και να σου πω, βαριέμαι να φτιάξω άλλον. Κρύους έτσι;»
«Ναι κρύους. Λοιπόν, θα ξυπνήσω την ωραία κοιμωμένη ή έστω τον Smaug και σε μισή ώρα θα είμαστε πάνω.».
Κίνησα να σηκωθώ να ανέβω στο δωμάτιο της Φανής αλλά ήταν η Φανή που κατέβηκε.
«Του είπα να έρθει. Σε καμιά ωρίτσα θα είναι εδώ.»
«Φανή, πες του να πάρει και μαγιό, η μητέρα σου θα έρθει με την Ευδοκία να πάμε όλοι μαζί για μπάνιο.»
«Δε μπορώ σήμερα μπαμπουίνε μου. Μου ήρθε περίοδος χθες το βράδυ και σήμερα πονάω.»
Ok, sex was out of the question… Ξεροκατάπια και έπαιξα τα δάχτυλά μου στο τραπέζι.
«Εντάξει. Καλώς, πες στον Josh να έρθει και θα δω τι θα κάνω με τη μαμά σου και την Ευδοκία. Μάλλον θα με γδάρουν ζωντανό που τις ξεσήκωσα.»
«Εγώ έχω περίοδο, όχι εσείς. Γιατί δεν πάτε για μπάνιο;»
«Και να σε αφήσω μόνη σου με τον Josh;»
«Γιατί, θα με φάει;»
«Δε φοβάμαι μη σε φάει αυτός, το ακριβώς αντίθετο θα έλεγα.»
«Δεν καταλαβαίνω τι μου λες.»
«Φανή, αυτό που έκανες προχθές… άκου να σηκώσεις χέρι σε άλλο άνθρωπο χωρίς να είσαι σε άμυνα. Δεν το περίμενα ποτέ από σένα τέτοιο πράγμα Φανή.»
«Μπαμπά, σου είπα, δε θα το ξανακάνω. Με μάλωσε ο Josh, με μάλωσε η Εύη, με μάλωσες εσύ, με μάλωσε ο νονός, με μάλωσε η μαμά και χθες με μάλωσε και ο Tomas με τον παππού και τη γιαγιά. Είμαι ήδη τιμωρία, τι άλλο θέλεις να κάνω;»
«Να μην το ξανακάνεις αυτό.»
«Δε θα το ξανακάνω μπαμπουίνε μου, στο υπόσχομαι. Άλλωστε… άλλωστε ποτέ δε θα έκανα τέτοιο πράγμα στον Josh.»
«Τέλος πάντων….»
«Θέλεις να παίξουμε άλλη μια παρτίδα blitz;» με ρώτησε.
«Όχι τώρα μωρό μου,» της είπα.
«Καλάααα,» μου είπε παραπονιάρικα. «Πάω πάνω να ακούσω μουσική μέχρι να έρθει ο Josh,» μου είπε, μου έσκασε ένα φιλάκι και έφυγε χοροπηδώντας.
Άνοιξα το φόρουμ και μου έπεσε το σαγόνι από τον αριθμό των likes στις φωτογραφίες. Κοίταξα τα σχόλια, κάποια ήταν έξυπνα, κάποια αδιάφορα και κάποια εμετικά, τουλάχιστον στη δική μου οπτική. Πάνω που έπαιζα με τη σκέψη να κάνω report τα χειρότερα από αυτά χτύπησε το τηλέφωνό μου, ήταν ο Μιλτιάδης.
«Καλημέρα Στέφανε!»
«Καλημέρα Μιλτιάδη, τι κάνεις;»
«Είμαστε εδώ με τη Μυρσίνη και θαυμάζουμε τις φωτογραφίες που ανέβασες. Η ακριβής διατύπωση είναι μας έχουν βγει τα μάτια και των δύο, ειδικά αυτή που τα στήθη τους ακουμπάνε το ένα το άλλο, το στοματικό από το POV -εικάζω- της Ευδοκίας και το 69. Τα κορίτσια σου είναι υπέροχα!»
«Και η μικρή σου είναι κουκλί. Διαβολάκι σκέτο. Ελπίζω να μην με παρεξηγήσεις αλλά ξέρεις πως δε μασάω τα λόγια μου. Πολύ θα ήθελα να παίξω μαζί της.»
«Ο λύκος και αν εγέρασε…» μου είπε. «Δεν το έχω κάνει αυτό ποτέ, όχι ότι δεν το έχω φαντασιωθεί αλλά ξέρεις… θεωρία και πράξη.»
«Μιλτιάδη, μη με παρεξηγήσεις, σου είπα απλά ότι θα μου άρεσε, όχι ντε και σώνει να κάνουμε τέτοιο πράγμα.»
«Πάντως να ξέρεις ότι η Ευδοκία άρεσε πολύ στη Μυρσίνη. Δεν λέω, σα γυναίκα κι εμένα μου αρέσει, αλλά η Μυρσίνη έκανε σα λυσσασμένη χθες, ειδικά μετά το φιλί. Τώρα είναι στον τοίχο, σε διαλογισμό, γιατί κάποια στιγμή μου τα έκανε τσουρέκια.»
Έβαλα τα γέλια.
«Ωραία, επειδή ανάλογη αντίδραση είχε και η Ευδοκία, θέλεις να κανονίσουμε αύριο να βρεθούμε όλοι μαζί; Ας τις αφήσουμε να παίξουνε μόνες τους αν δε θέλεις να το προχωρήσουμε περισσότερο. Αν μη τι άλλο… θα βγουν ωραίες φωτογραφίες.»
«The more the merrier… Αν φέρεις και τη γυναίκα σου -και ελπίζω να μην το πάω too far- ακόμα καλύτερα.»
«Η Κατερίνα… είναι στην απεξάρτηση από το Harry… ξέρεις….»
«Ναι… ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το κάνετε αυτό στον εαυτό σας… αλλά είναι κάτι που θέλει πολύ βαριά πεπόνια ρε φίλε και δεν μπορώ να μην το σεβαστώ.»
«Λοιπόν, θα κλείσω εγώ ξενοδοχείο για αύριο το βράδυ.»
«Μπορούμε και στο σπίτι μου!» είπε.
«Ναι, μπορούμε αλλά εκεί που έχω το μυαλό μου θα είναι πολύ πιο αναπαυτικά για τους δυο μας, trust me. Πηγαίνω συχνά με τα κορίτσια μου μόνο και μόνο για να μπορώ να κάθομαι να τις βλέπω από τον καναπέ πίνοντας ουίσκι.»
«Sold,» μου είπε. «Τι ώρα λες;»
«Λέω να βγούμε κατά τις 21:00, να πάμε κάπου πρώτα για ποτό και μετά αν συνεχίσουμε να έχουμε διάθεση πάμε στο ξενοδοχείο.»
«Sold εις το τετράγωνο,» μου απάντησε.
«Γεια σας Κύριε,» άκουσα μέσα από το τηλέφωνο τη φωνή της Μυρσίνης βάζοντας τα γέλια.
«Να υποθέσω τέλειωσε ο διαλογισμός;»
«ΘΑ ΤΗΝ ΕΝΤΟΙΧΙΣΩ!» μου δήλωσε κάνοντάς με να βάλω εκ νέου τα γέλια.
«Χαιρετισμούς να της δώσεις πριν το κάνεις….»
«Άσχετο… δεν καπνίζω αλλά μου έφερε ένας φίλος πούρα Αβάνας. Τι λες, να φέρω δύο αύριο μαζί μου;»
«Να φέρεις. Τα κορίτσια παιχνίδι και εμείς θα απολαύσουμε το θέαμα καπνίζοντας τις πουράκλες μας και πίνοντας τα ουισκάκια μας.»
«Deal!» μου είπε. «Λοιπόν, τα λέμε αύριο… Αλήθεια, πού θέλετε να πάμε για ποτό;»
«Στο Challet,» του απάντησα. «Θα κλείσω και τραπέζι αν είναι να φάμε κιόλας!»
«Α, δηλαδή να έρθουμε ντυμένοι με τα καλά μας!»
«Αμέ, δε σε έχω δει ποτέ με γραβάτα!»
«Οκ, επίσημο ένδυμα λοιπόν. Χμμμ… καλώς! Τα λέμε αύριο το βράδυ. Πάω να την ξεκολλήσω από τον τοίχο να πάμε για ψώνια!»
«Ρε συ… εντάξει, δε χρειάζεται….»
«Όχι-όχι… Μην ανησυχείς, win-win. Και θα της πάρω ένα φόρεμα που είχα δει και μου άρεσε και θα τη μαυρίσω στο ξύλο γιατί θα μου αρχίσει τα «δεν χρειάζεται Βρασίδα μου.»
«Έχει μείνει το Βρασίδας, ε;»
«Και να ήταν μόνο η Μυρσίνη… εδώ καμιά φορά το λέω εγώ,» είπε και μου διηγήθηκε τις δυο τρεις φορές που της είχε ορκιστεί πως αν δεν τη μαυρίσει δεν θα τον λέγαν Βρασίδα.
Κλείσαμε το τηλέφωνο και παράγγειλα καφέ. Βαρέθηκα να ανέβω πάνω και πήρα τηλέφωνο τη Φανή.
«Μαδάμ, για γκελ μπουρντάρ να πάρω το αίμα μου πίσω!»
«Κατεβαίνω μπαμπουΐνε μου.»
Μέχρι να έρθουν οι καφέδες είχαμε τελειώσει και την τελευταία παρτίδα blitz. Η Φανή ήταν σε φόρμα ή εγώ όχι, αν και αυτή τη φορά πήγα καλύτερα. 3-2 έχασα κατορθώνοντας να αποσπάσω μία νίκη και δύο ισοπαλίες.
Στο μεταξύ ήρθαν οι καφέδες και μετά από λίγο ήρθε και ο Josh παρά το γεγονός ότι αρχικά η Φανή είχε πει ότι θα του πάρει καμιά ώρα. Καθίσαμε όλοι στη βεράντα και περιμέναμε να έρθουν Κατερίνα και Ευδοκία.
Ευδοκία
Η Κατερίνα με ξύπνησε με πολύ… ενδιαφέρον τρόπο. Οργασμικό ξύπνημα, στην κυριολεξία! Ανταπέδωσα με ενθουσιασμό και το πιτσίλισμα στο τέλος έδειξε ότι δεν ήμουν η μόνη ενθουσιασμένη. Πήρα μια αλλαξιά ρούχα στην τσάντα και φόρεσα το μαγιό μου με ένα απλό παρεό. Πήρα και ένα μεγάλο ψάθινο καπέλο που φορούσα και με την Κατερίνα αγκαζέ κατεβήκαμε στην πυλωτή όπου είχα παρκαρισμένο το 500αράκι μου. Αναδίπλωσα την οροφή και βγήκαμε στο δρόμο.
«Σε ευχαριστώ πολύ Εύη μου για την υπέροχη βραδιά.»
«Εγώ να δεις,» της είπα. «Ξέρεις, σου πάει το κυριαρχικό!»
«Λες να του ξουρίσω τα μουστάκια;»
«You could try,» απάντησα χαμογελώντας.
«Ξέρεις, κάποιες φορές στις αρχές είχαμε δοκιμάσει να κάνουμε switch.»
«Σοβαρά;;; Να κάτι που δεν περίμενα,» ομολόγησα. «Πως πήγε;»
«Πώς να πάει. Δεν μας έμεινε άντερο από τα γέλια κάθε φορά που το προσπαθήσαμε. Με το Stefan δε μας βγαίνει με τίποτα. Κατά καιρούς το έχω δοκιμάσει με διάφορους παρτενέρ και ομολογώ ότι ώρες-ώρες έχει τη χάρη του αλλά δεν είναι και για χόρταση, τουλάχιστον όχι σε μένα.»
«Φαντάζομαι….»
«Ο Harry να δεις τι μου είχε κάνει μια φορά, τότε που ήμουν σκλάβα του στη Βοστώνη.»
«Τι σου είχε κάνει;»
«Κάτι είχα κάνει, πραγματικά δε θυμάμαι μετά από τόσα χρόνια… μια χαζομάρα, ήθελα να τον τσιγκλήσω για να με μαστιγώσει.»
«Και;»
«Και… μου έκανε ένα ολόκληρο 24ωρο το σούμπο. Εγκεφαλικό κόντεψα να πάθω όταν τον είδα να γονατίζει μπροστά μου και να μου λέει «M’ lady.»“
«Lesson learned,» της είπα χαμογελώντας στην ιδέα. Ακόμα και εμένα που δεν ήταν του γούστου μου ο Harry -και δεν εννοώ σαν άντρας, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχει straight ή bi γυναίκα στον πλανήτη που ο Harry δε θα ήταν του γούστου της σαν άντρας- δεν μπορούσα καν να τον διανοηθώ να κάνει τον sub… Εννοώ… αρκούσε να σε κοιτάξει έντονα με τα μάτια και τα πόδια άρχιζαν να τρέμουν μόνα τους, μόνο ο Josh, η Φανή και ο Στέφανος μπορούσαν να τον κοιτάξουν στα μάτια χωρίς να τους κόβονται τα γόνατα. Ακόμα και εγώ που μπορώ να κοιτάζω τον οποιονδήποτε στα μάτια ζοριζόμουν ακόμα και μετά από τόσες μέρες που πέρασα μαζί τους. Για την Κατερίνα δεν το συζητάμε…
«Εμένα μου λες; Με είχε μία μέρα και με ακολουθούσε σα σκυλάκι, δεν έχω ξανανιώσει τόσο άσχημα στη ζωή μου με το σαδίσταρο!»
«Εγώ να δεις πως ένιωσα όταν έπαιζα με το dildo και με κοίταζε λες και έβλεπε ντοκιμαντέρ για την ερωτική ζωή των μπαμπουίνων.»
«Μπορώ να φανταστώ αν και όπως κατάλαβες αργότερα είχε τους λόγους του. Σε διαβεβαιώ ότι του αρέσεις ως γυναίκα, σεξουαλικά μιλώντας δηλαδή.»
«Ίσως… πάντως εκείνη τη στιγμή ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί.»
«Αυτός ακριβώς ήταν ο σκοπός του, Εύη.»
«Το κατάλαβα… δηλαδή μου το εξήγησε ο ίδιος όταν τελειώσαμε but still… όχι από τις πιο ευχάριστες αναμνήσεις μου.»
«Στη Βελίκα πάντως, μια χαρά πίπα του πήρες και είδες ότι το ευχαριστήθηκε.»
«Η καρδούλα μου το ξέρει Κατερίνα. Έβαλα όση τέχνη δεν έχω βάλει στη ζωή μου, tell me about pressure!»
«Να σφίγγουν οι κώλοι που λέει και ο Αφέντης μας.»
«Κλύσμα με σιλικόνη ήταν, όχι απλό σφίξιμο,» της είπα κάνοντάς την βάλει τα γέλια.
Δεν αργήσαμε να φτάσουμε στη Ρέα. Η Κατερίνα μου είπε να βάλω το αυτοκίνητο στο υπόγειο πάρκινγκ τους για να μη χρειάζεται να ανεβάσω την αναδιπλούμενη οροφή. Μπήκα μέσα, το πάρκινγκ τους ήταν μεγάλο παρά τη μαούνα που είχαν για αυτοκίνητο. Ανεβήκαμε από το εσωτερικό ασανσέρ και βγήκαμε και οι δύο στη βεράντα όπου καθόταν ο Στέφανος με τη Φανή, τον Tomas και τον Josh.
«Καλώς τες,» είπε ο Στέφανος
Η Φανή όρμισε και μας πήρε και τις δύο αγκαλιά, λες και είχε να μας δει από πέρσι ξέρω ‘γω. Αφού μας έσκασε ένα φιλί και στις δύο, πήγε και κάθισε δίπλα στο Josh ο οποίος σηκώθηκε να μας χαιρετήσει.
«Λοιπόν, εγώ σας αφήνω,» είπε ο Tomas και πήρε την τσάντα του.
«Πού πας νεαρέ;» τον ρώτησε η Κατερίνα.
«Θα πάω για μπάνιο με το Μάνθο, μια ξαδέρφη τους, το αγόρι της και τη Μυρσίνη.»
«Με τα πόδια θα πας;»
«Θα είναι ένα πολύ δύσκολο χιλιόμετρο… πως θα αντέξω τέτοια συμφορά που με βρήκε;»
«Ορίστε, κάνε παιδιά σου λέει μετά.»
«Κατερίνα, δε μπας και εσύ να ετοιμαστείς;» είπε ο Στέφανος.
«Ναι, πάω… Δεσποινίς θα έρθεις;» ρώτησε τη Φανή η οποία δίστασε για μια στιγμή αλλά ακολούθησε την Κατερίνα μέσα. Κάτι είπαν, η Κατερίνα τη χάιδεψε απαλά και κάτι τη ρώτησε. Η Φανή κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και βγήκε ξανά πάλι έξω.
«Ευδοκία,» μου είπε ο Στέφανος. «Η κόρη μου με έχει κάνει άλογο σήμερα και εμένα και τον αδερφό της. Μόνο εσύ έχεις μείνει για να υπερασπιστείς την τιμή του ΕΜΠ.»
«Ο Tomas υπερασπιζόταν την τιμή του ΕΜΠ;» τον ρώτησα.
«Τον όρισα υπεργολάβο αλλά ήτο διασυρμός.»
«Άντε, μαϊμού, έλα να δούμε τι απίδια πιάνει το Stanford.»
«Και εσύ και ο μπαμπάς Stanford θα είστε!» μου δήλωσε.
«Από την 1η του Σεπτέμβρη. Σήμερα είμαστε ΕΜΠ.»
Η Φανούλα ήταν σε φόρμα. Εύκολα ή δύσκολα, συνήθως δύσκολα, μπορούσα να τη νικήσω, αλλά σήμερα δεν το κατάφερα, για την ακρίβεια πέντε παρτίδες πέντε ισοπαλίες. Αφού το Blitz μας βρήκε ισόπαλες παίξαμε Armageddon και εκεί το ΕΜΠ έδειξε ποιος είναι το αφεντικό! Χα!
Βέβαια η αλήθεια είναι ότι η τύχη με ευνόησε να έχω τα άσπρα στην παρτίδα του Armageddon οπότε πρότεινα στη Φανή να παίξουμε μια παρτίδα ακόμα και να έχει εκείνη τα άσπρα. Κατόρθωσα να αποσπάσω ισοπαλία οπότε η πρωινή τιτάνια αναμέτρηση ανέδειξε νικητή το ΕΜΠ.
Η Κατερίνα στο μεταξύ είχε κατέβει. Σηκωθήκανε και οι δύο από την καρέκλα τους και έκαναν νόημα και σε μένα να σηκωθώ. Φανή και Josh έμειναν καθιστοί αλλά πριν προλάβω να ρωτήσω ο Στέφανος μου κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
«Καλά να περάσετε,» μας είπε ο Josh.
«Φρόνιμα ε;» είπε ο Στέφανος κάνοντας τον Josh να κοκκινήσει ελαφρά. Έτσι, να σφίγγουν οι κώλοι αν και προσωπικά θα ένιωθα πολύ καλύτερα αν του είχαμε βάλει ανδρικό chastity cage. Well… it is what it is που λέει και ο Στέφανος.
Μπήκαμε στη μαούνα και πήγαμε κάπου στου διαόλου τη μάνα. Δεν ξέρω που ήμασταν, πάντως ήμασταν μόνοι μας με εξαίρεση άλλο ένα ζευγάρι στα πενήντα μέτρα.
«Topless και οι δύο σας,» μας διέταξε ο Στέφανος. «Να αλείψετε η μία την άλλη, παντού!» συνέχισε.
Ξεροκατάπια αλλά υπάκουσα και έμεινα μόνο με το μπικίνι. Το ίδιο έκανε και η Κατερίνα η οποία, αφού με ψέκασε μπρος πίσω, μου άπλωσε πολύ αισθησιακά το αντηλιακό. Βέβαια επειδή το αίμα νερό δε γίνεται με έτριψε στα στήθη πολύ παραπάνω απ’ όσο πραγματικά χρειαζόταν αλλά αυτές είναι οι μικρές χαρές που γεμίζουν με χρώμα τη ζωή.
Της το ανταπέδωσα απλώνοντας το αντηλιακό σε όλο της το σώμα… ακόμα και σε σημεία που δε θα έβλεπε ο ήλιος. Μία σου και μία μου, σκέφτηκα χαμογελαστή ενώ η Κατερίνα είχε λιώσει με το χάδι των χεριών μου. Συνέχισα μετά με το Στέφανο και του άπλωσα αντηλιακό και εκείνου παντού, αποφεύγοντας ωστόσο τα μέρη που δεν τα πιάνει ο ήλιος, όχι γιατί δεν το ήθελα αλλά γιατί δεν μου επέτρεψε εκείνος.
Μπήκαμε και οι τρεις στο νερό και ανοιχτήκαμε μέχρι τα βαθιά.
«Αύριο το βράδυ θα βγούμε με τον Μιλτιάδη και τη Μυρσίνη,» μας είπε κάνοντας με να χειροκροτήσω ενθουσιασμένη και να μας πιτσιλήσω όλους. «Κατερίνα… ο Μιλτιάδης πολύ θα ήθελε να έρθεις κι εσύ,» συμπλήρωσε.
«Στέφανε….»
«Του το είπα. Απλά στο λέω για το μέλλον.»
«Που θα πάμε;» ρώτησα.
«Αρχικά για ποτό και φαγητό στο Challet. Ευδοκία θα ντυθείς καλά, θα βάλεις από τα καλά σου φορέματα. Κατερίνα εσύ θα ντύσεις εμένα… ή έστω θα μου διαλέξεις κάλτσες, δεν είμαστε να γίνουμε ρεζίλι αύριο.»
«Θα βάλεις κουστούμι;»
«Και γραβάτα!»
«Με αυτή τη ζέστη χριστιανέ μου;»
«Είναι θέμα αρχής… και άλλωστε πότε είμαι χωρίς γραβάτα μωρέ Κατερίνα; Και στο πολυτεχνείο έτσι δεν πάω;»
«Καλά, δεν επιμένω.»
«Μετά,» είπε γυρίζοντας προς τα εμένα, «θα πάμε στο ξενοδοχείο στην Εκάλη να βγάλετε τα μάτια σας με τη Μυρσίνη. Την έχει βάλει δύο φορές τιμωρία από χθες ο Μιλτιάδης, σε έχει ερωτευτεί κανονικά η μικρή και του τα έκανε τσουρέκια.»
«Εσείς;» τον ρώτησα.
«Εμείς θα είμαστε κάτι κουρασμένα παλικάρια. Δεν ξέρω αν θα έχει άρτο, θεάματα πάντως θα έχει σίγουρα.»
«Ουφ ζηλεύω λίγο,» είπε η Κατερίνα.
«The more the merrier,» της απάντησε ο Στέφανος. «Δεν ξέρω για τη Μυρσίνη, αλλά να είσαι σίγουρη ότι ο Μιλτιάδης πραγματικά θα χαρεί να σε δει.»
«Με βάζεις σε πειρασμό, κακούργε.»
“I’m the worst,” της είπε.
«Fuck,» είπε η Κατερίνα. «Θέλω και δεν θέλω….»
«Κατερίνα μου, αν θέλεις έρχεσαι. Δε θα σε πιέσω.»
«Θα το σκεφτώ μέχρι το βράδυ και θα σου πω, εντάξει;»
«Εντάξει,» είπε ο Στέφανος χαμογελώντας.
Καθίσαμε μέχρι το απόγευμα. Πριν γυρίσουμε καν σπίτι η Κατερίνα είχε πάρει την απόφασή της.
«Στέφανε…» ξεκίνησε να λέει αλλά ο Στέφανος τη σταμάτησε.
«Δεν πειράζει κοριτσάκι μου, δε χρειάζεται να στεναχωριέσαι. Άλλη φορά, εντάξει;»
«Εντάξει,» του είπε χαμογελώντας.
Αν και μεταξύ μας θα προτιμούσα κι εγώ να είχε έρθει η Κατερίνα και να μην πάμε μόνοι μας, με είχε πιάσει μια πολύ ευχάριστη ταραχή. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα η αυριανή βραδιά!
Φανή
Έφυγαν ο μπαμπάς, η μαμά και η Εύη αφήνοντάς μας μόνους μας. Ο Josh δεν παίζει σκάκι, δηλαδή όχι ακριβώς. Παίζει, αλλά το παιχνίδι μαζί του δεν είναι ενδιαφέρον, τον κερδίζω πολύ εύκολα. Δεν είναι το γεγονός ότι τον ενοχλεί και ο ίδιος μου ζητάει να παίζουμε μήπως καλυτερεύσει αλλά μεταξύ μας σε αυτό τον τομέα υπάρχει μια άβυσσος που δεν μπορεί να διασχιστεί με τίποτα.
Ήθελα να με πάρει αγκαλιά. Μου αρέσει τόσο πολύ να είμαι στην αγκαλιά του. Είναι ίδια και συνάμα τόσο διαφορετική από αυτή της Εύης. Νιώθω ζεστασιά και ασφάλεια μέσα της αλλά με διαφορετικό τρόπο από αυτόν όταν είμαι στην αγκαλιά της. Ώρες-ώρες ο Josh μου θυμίζει τον πατέρα μου και τον Jay και διαολίζομαι που δεν μπορώ να προσδιορίσω τον τρόπο. Είναι πιο ζεστός, πιο τρυφερός και από τους δυο τους αλλά κάθε φορά που νομίζω ότι το έχω, αυτό μου ξεφεύγει από τις χούφτες όπως η πιο λεπτή άμμος.
«Josh, θέλεις να πάμε να παίξουμε play station ή να δούμε καμιά ταινία;»
«Ναι αμέ, γιατί όχι. Έχεις κάποια συγκεκριμένη στο μυαλό σου;»
«Ναι, η Εύη μου είχε πει να δω το Bridge to Terabithia αλλά μου είχε πει να μη τη δω μόνη μου.»
«Φανούλα μου… Είναι… είναι υπέροχη ταινία αλλά… μπορεί να σε κάνει… μπορεί να σε κάνει να νιώσεις πολύ άσχημα.»
«Όχι όσο θα με έχεις στην αγκαλιά σου. Θα με κρατάς στην αγκαλιά σου;»
«Θα σε κρατάω, καρδούλα μου. Φυσικά και θα σε κρατάω.»
“Πάμε του είπα.”
That was totally unexpected. Δεν ξέρω κι εγώ τι θα είχε γίνει αν είχα δει την ταινία μόνη μου. Αν κρίνω από το γεγονός ότι με έπιασε κρίση πανικού και μετά έκλαιγα στην αγκαλιά του Josh και μου πήρε πάνω από μια ώρα να ηρεμίσω, δε θα είχε πάει καθόλου καλά.
Όταν ηρέμισα με τα πολλά παραγγείλαμε για να φάμε. Καθίσαμε και χαζολογήσαμε στο YouTube, βλέποντας αστεία βίντεο μέχρι που μας έφεραν τις μακαρονάδες μας. Καρμπονάρα είχαμε πάρει και οι δύο, second best choice μετά την γαριδομακαρονάδα της Εύης.
Φάγαμε και ακούσαμε μουσική καμιά ώρα. Κάποια στιγμή ο Josh γύρισε και με κοίταξε.
«Φανή… θες να σε μάθω ταγκό;» με ρώτησε.
«Να… τι;»
«Να σε μάθω ταγκό!»
«Ξέρεις… ξέρεις να χορεύεις;»
«Αμέ!»
«Θέλω… αλλά… Josh μου εγώ είμαι ατσούμπαλη.»
«Καθόλου ατσούμπαλη δεν είσαι. Θα βάλουμε YouTube στη μεγάλη τηλεόραση στο σαλόνι και θα δούμε κάμποσα βίντεο με ταγκό. Μετά θα ξεκινήσουμε απλά.»
«Θέλω Josh μου αλλά φοβάμαι ότι θα είμαι σαν αρκούδα.»
«Ωραία. Άκου, θα ξεκινήσουμε με βαλς, το βαλς είναι πιο εύκολο. Θέλεις;»
«Πολύ,» του απάντησα ενθουσιασμένη. Ξέχασα και τον πόνο της περιόδου, τα ξέχασα όλα!
Έβαλε και είδαμε κάμποσα βίντεο με αργό βαλς. Μετά σηκώθηκε και πήρε το χέρι μου στο χέρι του και με σήκωσε. Βάλαμε ένα αργό βαλς να παίζει σε επανάληψη και ξεκινήσαμε.
Η καρδιά μου χοροπηδούσε μέσα στα στήθη μου αλλά κατάφερα να ακολουθήσω. Ήταν απλό και ο Josh με οδηγούσε λες και ήταν το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Χορεύαμε και χορεύαμε και χορεύαμε και δεν ήθελα να σταματήσουμε. Είχα δακρύσει από τη χαρά μου, ήταν… ήταν τόσο όμορφα. Ο Josh μου χαμογελούσε, ο κόσμος όλος είχε γίνει ένα τεράστιο χαμόγελο.
Και εκεί… εκεί ακούσαμε χειροκροτήματα. Ο μπαμπάς, η μαμά και η Εύη μας χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό, οι δύο τελευταίες δακρυσμένες. O Josh με κράτησε από το χέρι και κάναμε μια βαθιά υπόκλιση προς το κοινό μας, κοινό που μέχρι μερικές στιγμές πριν, δεν ξέραμε καν ότι έχουμε.
«Αύριο θα κάνουμε μαθήματα ταγκό,» τους δήλωσε ο Josh.
«Ξέρεις να χορεύεις ταγκό;» τον ρώτησε η μαμά.
“Μάλιστα κυρία Κατερίνα, ξέρω.”
“Let’s put it to the test. May I borrow your boyfriend, Fani;”
“Ναιιιιιιιι,” απάντησα ενθουσιασμένη.
“My good Sire, would you care for a dance?”
«Most certainly, my fair Lady,» της είπε ο Josh με ένα χαμόγελο από το ένα αυτί ως το άλλο.
Η μαμά διάλεξε τη μουσική στο YouTube και την έβαλε να παίξει. Έχω δει τη μαμά να χορεύει ταγκό με τον Jay, είναι υπέροχο ζευγάρι. Εδώ ένιωθα λίγο αβέβαιη, η μαμά χόρευε χρόνια αλλά τον Josh δεν το είχα δει να χορεύει, δεν ήθελα να νιώσει άσχημα και η μαμά είναι από τους ανθρώπους που δε χαρίζονται.
Μου έπεσε κυριολεκτικά το σαγόνι βλέποντάς τους. Ο μπαμπάς είχε καθίσει στον καναπέ και το απολάμβανε με την καρδιά του. Εγώ είχα πιάσει το χέρι της Εύης και τους κοιτούσαμε και οι δύο σα χαζές.
Όταν τελειώσαμε αυθόρμητα χειροκροτήσαμε και οι τρεις, ο μπαμπάς μάλιστα πετάχτηκε όρθιος!
«Πώς σου φάνηκε, Φανή;» με ρώτησε η μαμά. «Θα κάνεις αύριο μαθήματα ταγκό με τον Josh;»
«Γιατί να περιμένουμε μέχρι αύριο! Josh… θέλεις…;»
«Και το ρωτάς;» με ρώτησε με ακόμα μεγαλύτερο χαμόγελο.
«Εμείς θα πάμε έξω να σας αφήσουμε να κάνετε πρόβες με την ησυχία σας,» μας είπε ο μπαμπάς.
Ο Josh μου χαμογέλασε και μου έδωσε το χέρι του. Του έδωσα το δικό μου και ξεκινήσαμε.
Κεφάλαιο 68 - Girls
Κατερίνα
Όταν ανεβήκαμε στο σαλόνι, το τελευταίο πράγμα που περιμέναμε να δούμε ήταν η Φανή να χορεύει βαλς με τον Josh. Και χόρευαν υπέροχα, λες και το έκαναν χρόνια. Σταθήκαμε και οι τρεις και παρακολουθούσαμε με τα στόματα ανοιχτά, κινδυνεύοντας να καταπιούμε κάποια περαστική αυγουστιάτικη μύγα.
«Πείτε μου ότι δεν έχω παραισθήσεις,» ψιθύρισα.
«Αν αυτό είναι παραίσθηση τότε είναι ομαδική,» παρατήρησε, επίσης ψιθυριστά, ο Στέφανος.
«Τι όμορφα που χορεύουν!» είπε με θαυμασμό η Εύη.
Η μουσική σταμάτησε και ο Josh και η Φανή κοιτάχτηκαν χαμογελαστοί στα μάτια. Ήταν και οι δύο ιδρωμένοι αλλά χαμογελούσαν… Θεέ μου, το γνώριζα αυτό το χαμόγελο. Έτσι χαμογελούσα στο Stefan και στο Harry, έτσι χαμογελούσε η Εύη στο Stefan.
Ήταν το χαμόγελο των ερωτευμένων. Ο ένας χαμένος στα μάτια της άλλης. Δεν έκαναν κίνηση να φιληθούν όπως θα περίμενες από ξαναμμένους έφηβους, απλά κρατούσαν ο ένας τα χέρια του άλλου και κοιταζόντουσαν χαμογελαστοί.
Άρχισα να χειροκροτώ και ταυτόχρονα άρχισαν να χειροκροτούν τόσο ο Στέφανος όσο και η Εύη. Γύρισαν και μας κοίταξαν, ξαφνιασμένοι στην αρχή. Μετά μας έκαναν μια βαθιά υπόκλιση κερδίζοντας νέο γύρο από χειροκροτήματα.
«Αύριο θα κάνουμε και μαθήματα ταγκό,» μας δήλωσε ο Josh ξαφνιάζοντάς με.
«Ξέρεις να χορεύεις ταγκό;» τον ρώτησα.
«Μάλιστα κυρία Κατερίνα, ξέρω,» μου απάντησε δίχως ίχνος δισταγμού.
“Let’s put it to the test,” του είπα. “May I borrow your boyfriend for a dance, Fani;” ρώτησα την κόρη μου.
«Ναι!!!!» απάντησε ενθουσιασμένη η Φανή κάνοντας παλαμάκια.
Διάλεξα ένα κομμάτι στο YouTube και το έβαλα να παίζει. Γύρισα προς το Josh
“My good Sire;” τον ρώτησα.
«My fair Lady!» μου απάντησε χαμογελαστός από το ένα αφτί μέχρι το άλλο και με πήρε στα χέρια του.
Ο Josh ήξερε να χορεύει, όχι αστεία. Προσπάθησα να οδηγήσω λίγο εγώ στην αρχή αλλά χωρίς να πει κουβέντα, και με τις κινήσεις του, μου το ξέκοψε τελείως. Θεέ μου, ένιωσα σα να χορεύω με τον Harry, πώς είναι δυνατόν να μην ερωτευτεί αυτό το αγόρι μέχρι τα μπούνια η Φανή; Ήταν… ήταν υπέροχος. Φανή και Εύη ήταν κρατημένες χέρι-χέρι και μας κοιτούσαν ενώ ο Stefan καθισμένος αναπαυτικά στον καναπέ χαμογελούσε σαν κρετίνος.
Όταν τελειώσαμε δεχτήκαμε τα αυθόρμητα χειροκροτήματα και των τριών. Ο Stefan σηκώθηκε από τον καναπέ και χειροκροτούσε όρθιος.
Γύρισα προς τη Φανούλα μου.
«Πώς σου φάνηκε, Φανή;» τη ρώτησα. «Θα κάνεις αύριο μαθήματα ταγκό με τον Josh;»
«Γιατί να περιμένουμε μέχρι αύριο; Josh;» τον ρώτησε.
«Και το ρωτάς;» της απάντησε κοιτάζοντάς την με λατρεία στα μάτια.
Ένα ήταν σίγουρο. Πιτσιρικάς ή όχι, την αγαπούσε τη Φανή. Την αγαπούσε πραγματικά. Ο Stefan μας έκανε νόημα να πάμε στη βεράντα να τους αφήσουμε μόνους τους.
«Ευδοκία, μου στρίβεις σε παρακαλώ ένα τσιγάρο;» τη ρώτησε ο Stefan.
«Εύη, και σε μένα ένα, σε παρακαλώ,» της είπα. Η καρδιά μου χτυπούσε ακόμα δυνατά.
«Αν θέλεις κάνε κι εσύ ένα,» της είπε ο Στέφανος.
«Ευχαριστώ Στέφανε, δε θέλω τώρα,» είπε χαμογελαστή και μας έστριψε τα τσιγάρα. Μας τα άναψε και μας τα έδωσε.
«Να κάτι που δεν περίμενα ότι θα δω ποτέ,» είπα. «Και δεν είναι μόνο ο Josh καλός, είδατε με τη χάρη χόρευε η Φανή;»
«Η Φανούλα έχει όλα τα χαρίσματα του κόσμου πάνω της,» είπε η Εύη.
Αναστέναξα τραβώντας μια γερή τζούρα. Θα μου έλειπε απίστευτα και η Φανή και ο Stefan. Και όσο και αν ένιωθα κάποια τσιμπήματα ζήλειας, θα μου έλειπε και η Εύη. Από την ημέρα που είχαμε εξομολογηθεί η μία στην άλλη την αλήθεια, η σχέση μας -που ήταν ήδη πολύ καλή- είχε απογειωθεί. Και τα girls’ night με τη Φανή είχαν βοηθήσει να συσφιχθεί η σχέση μας ακόμα περισσότερο. Για τη Φανή ήμουν η μαμά και για την Εύη η μαμά/αδερφή.
Είχαμε τελειώσει και το δεύτερο γύρο παιχνιδιού όταν ξαπλώσαμε στο κρεββάτι της, αντικρυστά η μία στην άλλη. Την είχα χαρεί με όλους τους δυνατούς τρόπους και μου το είχε ανταποδώσει στον ίδιο βαθμό. Μου χαμογέλασε παιχνιδιάρικα και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα.
«Κατερίνα… θέλω να σου πω κάτι για τη Φανή,» μου είπε. Δεν απάντησα. «Μου είχες πει και εσύ και ο Στέφανος ότι δε θέλετε να σας λέω όσα μου εξομολογείται, αλλά αυτό που μου είπε τις προάλλες δεν μπορώ να μην το πω σε εσένα… και να δούμε πως το λέμε και στο Στέφανο….»
«Τι σου είπε;» τη ρώτησα αναστενάζοντας.
«Δεν είναι τι μου είπε αλλά τι έκανε… έκανε στοματικό στο Josh ή, για να είμαι ακριβής, τον έπαιξε η ίδια και όταν ο Josh της είπε να σταματήσει για να πιάσει ένα χαρτομάντιλο η Φανή του είπε να τελειώσει στο στόμα της. Μου είπε να μην το πω σε κανέναν αλλά… αλλά αυτό δε γίνεται να μη στο πω.»
«Εύη, αυτό θα μείνει μεταξύ μας. Δε χρειάζεται να μάθει αυτές τις λεπτομέρειες ο Stefan.»
«Μα… μα είναι ο Αφέντης μας… είναι η κόρη του!» μου είπε.
«Είναι ο ίδιος Αφέντης ο οποίος σου είπε ότι δε χρειάζεται να του αναφέρεις ό,τι σου εξομολογείται η Φανή και ότι πρέπει να υπάρχει ένας άνθρωπος που τον εμπιστεύεται απόλυτα. Δεν ξέρω πως θα αντιδράσει αν του το πούμε… εννοώ… εννοώ ακόμα και αν δεν πάθει εγκεφαλικό, θα υπάρξει αντίδραση και η Φανή είναι πιο έξυπνη και από τους τρεις μας μαζί, θα το καταλάβει. Και αυτό θα είναι ακόμα χειρότερο. Άκου Εύη, η Φανή σου μίλησε όπως θα μιλούσε στην αδερφή της. Πρέπει να το χειριστείς όπως θα το χειριζόταν η μεγάλη αδερφή. Πρέπει να μάθεις να το κάνεις, ειδικά τώρα που θα είστε με το Stefan στην Αμερική. Αν… αν χρειαστεί να μιλήσεις σε κάποιον, μίλα σε εμένα πριν μιλήσεις στο Stefan για κάτι που αφορά τη Φανή και ΔΕΝ είναι μαθηματικά.»
«Νιώθω άσχημα… είναι ο Αφέντης μας.»
«Είναι δικός μας Αφέντης, Εύη, όχι του Tomas και της Φανής. Αν τα παιδιά θέλουν να του πουν κάτι, θα του το πουν. Όπως έκανε ο Tomas, όταν είπε ότι έχει καταλάβει ότι κάτι τρέχει μεταξύ εμού, εσού και του Stefan.»
«Προσπαθώ να το ξεχάσω αυτό,» μου είπε με ουδέτερη φωνή.
«Αλλαγή συζήτησης, για πες μου τώρα λεπτομέρειες, πώς σου φάνηκε ο Μιλτιάδης και η Μυρσίνη;»
«Τον έχεις γνωρίσει το Μιλτιάδη εσύ;» με ρώτησε.
«Ναι τον έχω γνωρίσει, είναι από τους ελάχιστους που εκτιμά ο Στέφανος.»
«Είναι υπέροχο ζευγάρι, τρελά ερωτευμένοι μεταξύ τους. Τσιγκλάνε ο ένας τον άλλον όλη την ώρα και λες και χαμογελάει ο κόσμος γύρω τους. Τους ζήλεψα λιγάκι, αν και σε καμία περίπτωση δεν διαθέτω την τσαχπινιά της Μυρσίνης, και αν και του Στέφανου του αρέσει να τον τσιγκλάω, αν το έκανα στον ίδιο βαθμό που το κάνει η Μυρσίνη στον Μιλτιάδη, θα με είχε κάνει λωρίδες. Η Μυρσίνη… είναι μια ζωγραφιά. Κουκλί, πραγματικό κουκλί, τσαχπίνα, με υπέροχο χαμόγελο και γέλιο. Ακούς το γέλιο της και ανοίγει η καρδιά σου, δεν ξέρω πως να το πω. I have a major crush on her, δεν σου λέω τίποτα παραπάνω. Στο τέλος της βραδιάς μας έβαλαν να φιληθούμε μεταξύ μας και δεν ένιωσα αμηχανία ούτε στο παραμικρό. Με χίλια ζόρια ξεκολλήσαμε η μία από την άλλη και αυτό γιατί ήμασταν σε μέρος με κόσμο. Αν ήμασταν μόνες μας….»
Πήγα στην άκρη της βεράντας και κοίταξα διακριτικά προς τα μέσα. Έκανα νόημα και σε Stefan και Εύη θα έρθουν και εκείνοι. Έπιασα το χέρι της Εύης και κοιτούσαμε και οι δύο με το δάκρυ να τρέχει κορόμηλο στα μάτια μας. Ακόμα και ο Stefan είχε δακρύσει.
«Τι όμορφο ζευγάρι!» είπε η Εύη και πάλι και γυρίσαμε πίσω και κάτσαμε ξανά στις καρέκλες μας.
«Κορίτσια, τι θα φάμε; Καλά όλα αυτά αλλά με έχει θερίσει η πείνα,» δήλωσε ο Stefan.
«Έχω μια ιδέα,» είπα. «Να πάμε όλοι έξω, και οι πέντε μας.»
«Εχμ… πρέπει να κάνω ντους και δεν έχω τι να φορέσω,» δήλωσε η Ευδοκία.
«Ναι… θα πας σπίτι σου να ντυθείς και να αλλάξεις και θα επιστρέψεις. Θαυμάσια ιδέα Κατερίνα, θα πω και στους γονείς του Josh να έρθουν. Josh, Φανή!» φώναξε.
Η μουσική σταμάτησε και βγήκαν και οι δύο στο μπαλκόνι.
«Josh, Φανή… λέμε το βράδυ να πάμε έξω για φαγητό. Josh, θέλεις να πάρεις τηλέφωνο τον πατέρα σου και τη μητέρα σου να έρθουν και εκείνοι; Θα σε πετάξει η Ευδοκία σπίτι σου, έχει να κατέβει και εκείνη σπίτι της για να ετοιμαστεί. Αν δεν μπορούν οι γονείς σου δεν πειράζει, μπορείς να έρθεις μόνος σου, αν φυσικά σου επιτρέψουν.»
«Μπορώ να τους ρωτήσω κύριε Stefan,» είπε ο Josh χαμογελώντας λίγο αμήχανα. Του ήρθε λίγο ξαφνικό, θα έλεγα.
«Μπαμπουίνε μου!!!!!» είπε η Φανή και πήγε στον Stefan και τον πήρε αγκαλιά σκάζοντάς του ένα ρουφηχτό φιλί.
«Της μαμάς ήταν η ιδέα,» της είπε ο Stefan και η Φανή όρμησε πάνω μου αυτή τη φορά. Μετά η Φανή όρμησε στην Εύη, εγώ και ο Stefan μπορεί να μέναμε χωρίς αγκαλιά, η Εύη όχι!
Ο Josh, ο οποίος είχε πάει στην άκρη της βεράντας και μιλούσε στο κινητό με τους γονείς του, γύρισε πίσω.
«Ο πατέρας μου και η μητέρα μου σας ζητάνε συγνώμη αλλά σήμερα δεν μπορούν. Μου επιτρέπουν να έρθω ωστόσο μαζί σας. Επίσης ο πατέρας μου μου είπε να σας ρωτήσω αν μπορούμε να κανονίσουμε να πάμε όλοι μαζί να φάμε την Παρασκευή το βράδυ.»
«Κατερίνα; Εγώ και η Ευδοκία είμαστε ελεύθεροι την Παρασκευή. Εσύ;»
«Θα κανονίσω το πρόγραμμά μου ώστε να μπορώ. Josh πες στους γονείς σου ότι πολύ θα θέλαμε να βγούμε όλοι μαζί την Παρασκευή το βράδυ.»
Ο Josh χαμογέλασε και πήγε και συνέχισε τη συνομιλία με τους γονείς του. Γύρισε μετά από πέντε λεπτά.
«Άντε, πηγαίνετε μέσα να συνεχίσετε το μάθημα,» τους είπε ο Stefan και συνέχισε «Όταν η Ευδοκία ξεκινήσει θα φύγετε παρέα,» του είπε.
Ο Josh χαμογέλασε και πρότεινε το μπράτσο του προς τη Φανή. Η μαϊμού χαμογελώντας από το ένα αυτί μέχρι το άλλο τον πήρε αγκαζέ και πήγαν μέσα. Λίγες στιγμές αργότερα ακούσαμε και πάλι μουσική από το σαλόνι.
«Στέφανε, δε… δε θα είναι λίγο περίεργο να έρθω κι εγώ; Εννοώ… δε θα φανεί κάπως;»
«Εσύ είσαι η προξενήτρα,» απάντησα εγώ αντί του Stefan. «Μην γίνεσαι μπουμπούνας, σκέψου το και αλλιώς: Αν δεν ερχόσουν η Φανή θα μας έγδερνε ζωντανούς, και τον Josh μαζί! Άλλωστε… κάθε μα κάθε φορά που ο Josh ερχόταν με τη Marge εσύ ήσουν που παρέδιδες τη Φανή. Μην ανησυχείς κοριτσάκι μου, δε θα είναι καθόλου περίεργο.»
«Ό,τι είπε το αφεντικό,» είπε ο Stefan κάνοντας και τις δυο μας να χαχανίσουμε.
Φανή
Η Εύη είχε πάρει τον Josh και είχαν φύγει κάμποση ώρα. Μπήκα και έκανα ένα γρήγορο ντους. Πηγαίνοντας στο δωμάτιο είδα τη μαμά που ετοιμαζόταν να μπει στο μπάνιο.
«Μαμά, θα αργήσεις;» τη ρώτησα.
«Τώρα δε βγήκες;» με ρώτησε με τη σειρά της μπαίνοντας στο δωμάτιό μου.
«Θέλω να με βοηθήσεις να δω τι θα βάλω,» της είπα κάνοντάς την να χαμογελάσει.
«Διάλεξε δυο-τρία φορεματάκια που σου αρέσουν και θα έρθω κι εγώ για να σε βοηθήσω,» μου είπε.
«Φορέματα;» τη ρώτησα.
«Ναι, ξέρεις ότι στο μπαμπά αρέσουν αυτά. Πες και στον Josh να ντυθεί ανάλογα, δεν του το είπαμε του παιδιού.»
«Καλά που μου το είπες!» της είπα. «Κάτσε, θα τον πάρω τηλέφωνο!»
«Μήπως να ντυθείς πρώτα;» με ρώτησε. Γύρισα και κοιτάχτηκα, φορούσα μόνο το κάτω μου εσώρουχο, από πάνω ήμουν γυμνή. Όχι ότι θα έβλεπε κάτι που δεν είχε ξαναδεί αλλά προτίμησα να μην το πω αυτό στη μαμά παρόλο που της είχα πει ότι… ότι ο Josh και είχε δει και είχε φιλήσει τα στήθη μου. Είχαμε κάνει κι άλλα… το είχα πει στην Εύη αλλά ντρεπόμουν τη μαμά παρά το γεγονός ότι και η ίδια το έκανε στο μπαμπά. Κοκκίνησα λίγο στη σκέψη.
«Μαμά, να σου πω κάτι;» τη ρώτησα βάζοντας από πάνω μου μια μπλούζα.
Έκλεισε την πόρτα και πήγε και κάθισε στο κρεββάτι. Κάθισα κι εγώ δίπλα της και την κοίταξα αναποφάσιστη. Δεν είμαι καλή στο να διαβάζω τους άλλους αλλά μέχρι κι εγώ είχα καταλάβει ότι η Εύη παραλίγο να πάθει αποπληξία όταν της είπα τι έκανα στο Josh. Πήρα βαθιά ανάσα και της διηγήθηκα τι συνέβη στο σπίτι του Josh εκείνη την ημέρα. Η μαμά το πήρε πιο ψύχραιμα από την Εύη πάντως.
«Η Εύη… η Εύη μου είπε να μη βιάζομαι. Δε με μάλωσε… αλλά είχε κοκκινήσει, νόμιζα ότι θα εκραγεί. Δε με μάλωσε πάντως.»
«Η Εύη έχει δίκιο αγάπη μου. Δε χρειάζεται να βιάζεστε, έχετε όλο τον καιρό να ανακαλύψετε ο ένας τον άλλον.»
«Δεν έχουμε… σε μερικές μέρες φεύγουμε για Αμερική,» της είπα.
«Ναι αλλά θα εξακολουθήσετε να έχετε ο ένας τον άλλον. Όλη η ζωή ανοίγεται μπροστά σας. Δε θέλω να μου στεναχωριέσαι.»
«Δεν είναι μόνο ο Josh που θα μου λείψει. Κι εσύ θα μου λείψεις και ο Tomas θα μου λείψει. Μακάρι να μπορούσατε να έρθετε και εσείς.”
Η μαμά μου άνοιξε την αγκαλιά της και χώθηκα μέσα της. Με φίλησε τρυφερά στο κεφάλι και άρχισε να με χαϊδεύει.
«Κι εμάς θα μας λείψεις πολύ-πολύ Φανούλα μου. Αλλά πας για καλό εκεί. Θα έχεις το μπαμπά και την Εύη και θα είσαι σε ένα περιβάλλον που… θα σε λατρέψουν εκεί που θα πας Φανούλα μου. Θα έχεις δασκάλους που μπορούν να σε διδάξουν και συμφοιτητές που θα καταλαβαίνουν τι τους λες. Θα κάνω κι εγώ το πρόγραμμά μου ώστε να μπορέσω να έρθω να σας δω μια εβδομάδα στο δίμηνο, όπως θα κάνει και ο μπαμπάς για να έρχεται και να βλέπει εδώ εμένα και τον Tomas. Και το εαρινό εξάμηνο θα έρχομαι μαζί με τον μπαμπά μία φορά το δίμηνο να σας δούμε. Και μην ξεχνάς το ίδιο σου έχει πει και ο νονός σου. Θα μιλάμε μαζί κάθε βράδυ και το ίδιο θα μπορείς να κάνεις και με τον Josh. Μη μου στεναχωριέσαι μάτια μου.»
«Σ’ αγαπάω,» της είπα. «Πολύ-πολύ-πολύ.»
«Κι εγώ σ’ αγαπάω κοριτσάκι μου,» μου είπε τρυφερά και με φίλησε. «Άντε, πάρε τον Josh να του πεις να ντυθεί καλά να πάω κι εγώ να κάνω ένα ντουζάκι ώστε να έρθω μετά να διαλέξουμε φόρεμα.»
Όταν βγήκε από το δωμάτιο πήρα τηλέφωνο τον Josh.
«Josh; Το βράδυ σε παρακαλώ να ντυθείς καλά. Έχεις κουστούμι, δεν έχεις;»
«Σε gala θα πάμε;»
«Όχι, για φαγητό με το μπαμπά, τη μαμά και την Εύη. Απλά του μπαμπά του αρέσει να ντύνεται καλά, θέλει να μας πάει σε κάποιο καλό μέρος.»
«Μην ανησυχείς Φανούλα μου, έχω βρεθεί κάμποσες φορές σε δεξιώσεις.»
«Ωραία, σε αφήνω να ετοιμαστείς να ετοιμαστώ κι εγώ. Θα σε πάρω τηλέφωνο πριν ξεκινήσουμε!» του είπα.
«Μου είπε η Εύη ότι θα περάσει εκείνη να με πάρει επιστρέφοντας.»
«Α, δεν το ήξερα αυτό. Ακόμα καλύτερα τότε!» και έκλεισα το τηλέφωνο.
Χτύπησε μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. Ήταν ο Josh.
«Έτσι θα με κλείσεις;» μου είπε με παραπονεμένη φωνή κάνοντάς με να μουτζωθώ.
«Συγνώμη Josh μου. Σ’ αγαπώ πολύ-πολύ-πολύ,» του είπα και του έστειλα φιλάκια.
«Κι εγώ Φανούλα μου,» μου είπε στέλνοντάς μου με τη σειρά του φιλιά.
Έβαλα μουσική στον υπολογιστή μου και άνοιξα τη ντουλάπα μου. Δεν είχα και πολλά φορέματα είναι η αλήθεια, δεν είχα φανταστεί ότι θα τα χρειαστώ αλλά είχα πάρει ένα τέλη Ιούνη καθώς υπολογίζαμε ότι θα πηγαίναμε όλοι στη Αγία Πετρούπολη για την τελετή απονομής του Fields της Εύης. Τελικά η μαμά κόλλησε Covid και εγώ και ο Tomas κάτσαμε Ελλάδα. Δεν πειράζει, η Εύη μου πήρε το Fields έτσι κι αλλιώς, όταν μου έκανε κλήση στο Skype και την είδα με το μετάλλιο στα χέρια είχα κοντέψει να κατουρηθώ από τη χαρά μου.
Έβγαλα αυτό το φόρεμα και άλλα δύο παλιότερα, από κάτι γάμους που είχαμε πάει οικογενειακώς. Είχα ψηλώσει από τότε και το ένα φόρεμα που αρχικά μου έφτανε μέχρι τα γόνατα τώρα έφτανε μέχρι τη μέση των μηρών. Άπλωσα και τα τρία στο κρεββάτι προσπαθώντας να αποφασίσω. Δεν τα κατάφερα μέχρι που ήρθε η μαμά και με βρήκε.
«Εγώ λέω να βάλεις αυτό,» μου είπε και μου έδειξε το φόρεμα που είχα αγοράσει, αλλά δεν είχα καταφέρει να φορέσω, για την απονομή των Fields. Ήταν σκούρο μπλε και μακρύ, θα έπρεπε να φορέσω γόβες με αυτό και οι γόβες δεν ήταν του γούστου μου. Το ζευγάρι το οποίο μου το είχε διαλέξει η Εύη ήταν πολύ όμορφο αλλά δεν πέταγα και τη σκούφια μου να το φορέσω, προτιμώ τα χαμηλά υποδήματα και οι γόβες αυτές είχαν τακούνι.
«Θα το φορέσεις με αυτές τις γόβες;» μου είπε η μαμά δείχνοντάς μου αυτό που είχα στο μυαλό μου.
«Ναι, έτσι λέω.»
«Τότε θα κάνεις λίγο υπομονή να σου κάνω τα νύχια,» μου είπε. Αν και περιποιούμουν τα νύχια και των χεριών μου και των ποδιών μου, δεν τα έβαφα, το βαριόμουν. «Για κάτσε στο κρεββάτι,» μου είπε σε τόνο που δε σήκωνε και πολλές αντιρρήσεις. Μου διάλεξε ένα τόνο του μωβ που ταίριαζε με το φόρεμα αλλά και με τις γόβες. Μετά μου έβαλε βαμβάκι ανάμεσα στα δάχτυλα και άρχισε να τα βάφει. Όταν τέλειωσε με τα πόδια μου, μου ζήτησε και της έδωσα και τα χέρια μου. «Θα τα αφήσεις να στεγνώσουν δέκα λεπτά,» μου είπε. «Μη ντυθείς ακόμα!»
«Σε ευχαριστώ μαμά!» της είπα κοιτάζοντας τα πόδια μου. Τελικά μου άρεσε πολύ το χρώμα που είχε επιλέξει.
«Λοιπόν, πάω να ετοιμαστώ κι εγώ,» μου είπε και με φίλησε και βγήκε από το δωμάτιο. Μην έχοντας τι να κάνω κάθισα ακίνητη ακούγοντας μουσική.
Όταν στέγνωσε το βερνίκι και στα χέρια και στα πόδια σηκώθηκα και άρχισα να ντύνομαι. Οι τιράντες του φορέματος ήταν λεπτές οπότε θα έπρεπε να φορέσω στράπλες σουτιέν. Φόρεσα το φόρεμα και έκανα ένα κύκλο προσπαθώντας να δω αν φαινόταν το σουτιέν από πίσω. Μπροστά το φόρεμα τόνιζε το στήθος μου, αν ήταν να βγω μόνο με τον Josh θα μου άρεσε πολύ αλλά τώρα ένιωσα να ντρέπομαι λίγο.
Βγήκα από το δωμάτιό μου και πήγα στο δωμάτιο της μαμάς. Χτύπησα την πόρτα.
«Μαμά, μπορώ να μπω;» με ρώτησε.
«Ναι ψυχή μου, μπες,» είπε.
Ήταν καθισμένη στην τουαλέτα της και βαφόταν. Φορούσε ένα υπέροχο μαύρο φόρεμα, ήταν κούκλα. Γύρισε και μου χαμογέλασε.
«Φτου σου, φτου σου,» μου είπε γελαστή. «Είσαι το πιο όμορφο πλάσμα του κόσμου,» συνέχισε κάνοντάς με να χαμογελάσω.
«Μαμά, φαίνεται το σουτιέν;» τη ρώτησα γυρνώντας την πλάτη μου.
«Όχι ματάκια μου μια χαρά είναι,» μου είπε.
«Τονίζει πολύ το στήθος μου, μήπως να το βγάλω;» τη ρώτησα.
«Αυτή είναι η ιδέα του φορέματος, ψυχή μου,» μου είπε γελώντας. «Μια χαρά είναι, είσαι κουκλί σκέτο και το φόρεμά σου τονίζει το σώμα σου αλλά όχι με προκλητικό τρόπο.»
Εκείνη τη στιγμή μπήκε και ο μπαμπάς φουριόζος στο δωμάτιο και στάθηκε ασάλευτος σαν άγαλμα.
«Τι κορίτσαρους έχω εγώ;» μας ρώτησε και τις δυο και με έσφιξε στην αγκαλιά του.
«Σου αρέσει;» τον ρώτησα.
«Πολύ-πολύ. Πώπω, έχεις γίνει ολόκληρη γυναίκα! Φτου-φτου,» μου είπε.
Χαμογελώντας βγήκα έξω και γύρισα στο δωμάτιό μου. Μισή ώρα αργότερα ήρθε και η Εύη με τον Josh. Η Εύη φορούσε ένα υπέροχο μωβ φόρεμα, ήταν πανέμορφη. Αλλά ο Josh… φορούσε ένα καλοκαιρινό ανοιχτό γκρι σακάκι με πολύ ανοιχτό γαλάζιο πουκάμισο με μονόχρωμη σκούρα κόκκινη γραβάτα.
Με τον ίδιο τρόπο που τον κοιτούσα, σχεδόν με ανοιχτό το στόμα, με κοιτούσε και εκείνος.
«My God!» ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει. Χαμογέλασα και έκανα μια περιστροφή γύρω από τον εαυτό μου, κερδίζοντας ακόμα ένα «My God!»
«Εύη μου, σου αρέσει;» τη ρώτησα.
«Είσαι κούκλα!» μου είπε. «Κούκλα!»
«Κι εσύ!» της είπα και πήγα να την πάρω αγκαλιά αλλά με έκοψε.
«Τον Josh να πάρεις αγκαλιά,» μου είπε. «Τι όμορφο ζευγάρι που είστε, Θεέ μου. Για καθίστε να σας βγάλω μια φωτογραφία!»
Τελικά μας τράβηξε 5-6 φωτογραφίες. Δεν ήξερα ποια να πρωτοδιαλέξω.
«Θα σας τις στείλω όλες,» είπε «μη σκάτε προσπαθώντας να διαλέξετε.».
Σε λίγο κατέβηκαν και η μαμά και ο μπαμπάς. Ο μπαμπάς φορούσε και αυτός ανοιχτό γκρι κουστούμι αλλά η γραβάτα του ήταν σκούρα μπλε.
«Λοιπόν, πάμε. Ο Tomas θα κάτσει στους Καρδάμηδες, θα περάσουμε να τον πάρουμε όταν επιστρέφουμε,» είπε ο μπαμπάς.
«Που θα πάμε;» ρώτησα.
«Θα δεις,» απάντησε.
Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο, η μαμά κάθισε μπροστά και εγώ με τον Josh και την Εύη καθίσαμε πίσω. Ο Josh μου κρατούσε το χέρι και το χάιδευε.
Ευδοκία
Η βραδιά στο Πανόραμα πέρασε πολύ όμορφα. Παρά το γεγονός ότι νωρίτερα είχα ρωτήσει «ως τι θα έρθω την Παρασκευή,» η αλήθεια είναι ότι εδώ και αρκετό καιρό είχα σταματήσει να νιώθω παρείσακτη. Βέβαια η Φανή δεν είχε ιδέα για τη σχέση μου με τον πατέρα της, και πιθανότατα δε θα το μάθαινε ποτέ, αλλά ο Tomas μας είχε δώσει τις ευλογίες του.
Με την Κατερίνα είχαμε αρχίσει να ερχόμαστε πιο κοντά από εκείνη τη βραδιά της εξομολόγησης η μία στην άλλη. Βέβαια ακόμα που και που ένιωθα τσιμπήματα ζήλειας και ντρεπόμουν βαθιά γι’ αυτό. Δεν το είχα κρατήσει μέσα μου πάντως, το είχα αναφέρει και στο Στέφανο και στην Κατερίνα.
Πάντα περνούσαμε καλά στα girls’ night με τη Φανούλα αλλά προχθές που το κάναμε οι δυο μας ήταν ακόμα καλύτερο. Η Κατερίνα με έλκυε ερωτικά, αυτό το γνώριζα από την πρώτη φορά που παίξαμε μαζί, και είχε επαναληφθεί πολλές φορές, του Στέφανου του άρεσε να παίζουμε μεταξύ μας και να μας βλέπει.
Αλλά προχθές… προχθές ήταν το κάτι άλλο. Είχαμε δοθεί η μία στην άλλη με όλους τους δυνατούς τρόπους, έχασα το λογαριασμό πόσους οργασμούς είχα. Παρόλο που είχα αρχίσει να ανυπομονώ να πάμε Αμερική θα μου έλειπε η Κατερίνα, θα μου έλειπε πολύ.
Το βράδυ όταν γυρίσαμε, κατέβασα εγώ τον Josh στο σπίτι του και μετά κατέβηκα στο δικό μου. Δε μου άρεσε που ήμουν μόνη μου αλλά τι να κάνεις; Άλλαξα, ξεβάφτηκα και έπεσα να κοιμηθώ. Την επαύριον θα είχε παιχνίδι με την Μυρσίνη και δεν έβλεπα την ώρα και τη στιγμή. Μπορεί ο …Βρασίδας να την είχε εντοιχίσει αλλά το δικό μου crush δεν ήταν μικρότερο. Ήλπιζα να μην χρειαστεί να κάνω κάτι και με τον Μιλτιάδη παρόλο που εμφανισιακά μου άρεσε σαν άντρας. Βέβαια αν μου το ζητούσε ο Στέφανος θα το έκανα χωρίς δεύτερη κουβέντα δίνοντας μάλιστα και τον καλύτερό μου εαυτό αλλά θα προτιμούσα το μενού να έχει μόνο Μυρσίνη.
Ομολογώ ότι ποτέ δε μου είχε γυαλίσει γυναίκα σε τέτοιο βαθμό, ούτε καν η Κατερίνα. Δεν ήταν μόνο η εμφάνισή της -ήταν κουκλί σκέτο- αλλά ήταν και το σκέρτσο της, η τσαχπινιά της. Κάποια στιγμή οι Αφέντες μας μάς ζητήσανε να αλλάξουμε θέση για να πούνε κάτι μεταξύ τους, κι έτσι βρέθηκα δίπλα στη Μυρσίνη.
«Εύη, πόσο καιρό είστε με το κύριο Στέφανο;»
«Από το Φλεβάρη. Του έστειλα ένα μήνυμα γράφοντάς του ότι είναι «λίγο απόλυτος,» και δεν κατάλαβα από που μου ήρθε.»
«Το ίδιο έπαθα κι εγώ με τον Βρασίδα μου,» απάντησε.
«Έχει μείνει το Βρασίδας, ε;» τη ρώτησα χαμογελώντας.
«Ε, μου αρέσει να του κάνω γλυκουλινιές αλλά δε μου πάει να τον αποκαλώ και με το μικρό του. Εσύ μιλάς στον ενικό στον κύριο Στέφανο αλλά όσο και αν με εκνεύριζε όταν μου το ζητούσαν να τους μιλάω στον πληθυντικό στις πρώτες μέρες μου στο φόρουμ, δεν διανοούμαι καν να του μιλήσω στον ενικό. Δε μου βγαίνει, απλά δε μου βγαίνει. Αφού δε θέλει να τον λέω κύριο, τον λέω Βρασίδα. Αλλά, μεταξύ μας, όταν μου μιλάει σοβαρά συνήθως τον αποκαλώ Κύριο. Ο ίδιος λέει ότι έχουμε πολύ δρόμο ακόμα. Εγώ νιώθω ότι του ανήκω ψυχή και σώμα αλλά από την άλλη για να επιμένει, κάτι ξέρει παραπάνω.»
«Το ίδιο λέω κι εγώ στον εαυτό μου όταν διαφωνώ με κάτι που μου λέει ο Στέφανος. Δεν ήταν εύκολο στην αρχή, καθόλου. Ακόμα και τώρα… Ωστόσο πλέον του ανήκω, το αν συμφωνώ ή διαφωνώ δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Κάνω αυτό που μου λέει και αργά ή γρήγορα έρχομαι στα λόγια του. Αλλά δεν είναι fake it until you make it, καθόλου. Εννοώ ακόμα και όταν δεν το βλέπω, ξέρω… *ξέρω* μέσα μου ότι αργά η γρήγορα θα το καταλάβω. Το «κάτι ξέρει παραπάνω,» δεν είναι σχήμα λόγου.»
«Ούτε για μένα, είναι. Το πιστεύω. Την ξέρεις την Fahrenheit_451;»
«Όχι, ομολογώ ότι δεν μπαίνω συχνά στο forum.»
«Είναι play partner. Την πρώτη φορά που μου την ανέφερε μου ήρθε εγκεφαλικό. Όταν βγήκε μαζί της είχα κλειστεί σπίτι και έκλαιγα όλο το απόγευμα. Όταν μάλιστα μου είπε ότι… τέλος πάντων, ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Ωστόσο όταν του το ανέφερα δεν με τιμώρησε, δε μου μίλησε απότομα. Με πήρε στην αγκαλιά του και μου μίλησε. Μου είπε ότι η αντίδρασή μου ήταν φυσιολογική, μου είπε ότι με τον καιρό θα το ξεπεράσω αλλά όχι με την έννοια της ενόχλησης που τη συνηθίζεις. Θα το ξεπεράσω γιατί πραγματικά θα καταλάβω ότι η Fahrenheit_451 και η κάθε Fahrenheit δεν είναι απειλή για μένα και τη θέση μου. Αστείο δεν είναι; Δεν ζήλευα ερωτικά… ζήλευα το S/m παιχνίδι που έκανε μαζί της. Αλλά είχε δίκιο. Σιγά-σιγά έπαψε να με ενοχλεί.»
«Εγώ πέρασα τις δικές μου δυσκολίες. Ήμουν τελείως άπειρη, να φανταστείς μέχρι τα 27 μου είχα κάνει όλες κι όλες τρεις σχέσεις. Από την άλλη όσο και αν πάλευα να ξεφύγω, η έλξη Του ήταν συντριπτική. Όταν έπεσα στα πόδια Του και Του ζήτησα να γίνω υποτακτική Του ο μόνος μου φόβος ήταν η απόρριψή Του. Μου έλεγε να μη βιάζομαι, μου έλεγε ότι στην αρχή μιλούσε ο ενθουσιασμός μου και τελικά είχε δίκιο και το έμαθα με τον πολύ δύσκολο τρόπο. Το έμαθα ωστόσο. Δεν… δεν μου είναι εύκολο ούτε να καταλάβω τα αισθήματα των άλλων ούτε να ελέγξω… ούτε να ελέγξω κάποιες ενστικτώδεις αντιδράσεις μου. Ωστόσο… ωστόσο από τη στιγμή που κλείδωσε το λουκετάκι μου… δεν ξέρω πως να στο πω, ένιωσα ελεύθερη. Ό,τι… ό,τι και αν είχα μπροστά μου θα ήμουν δίπλα του να με καθοδηγήσει. Δεν ξέρω… δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς το Στέφανο… ειδικά….»
«Τι συνέβη;» με ρώτησε. Δίστασα να απαντήσω. Μου έπιασε το χέρι και μου το χάιδεψε. «Δε χρειάζεται να μου πεις αν δε θέλεις, δε θα το παρεξηγήσω,» και μου χαμογέλασε ζεστά. Αυτό το χαμόγελό της σχεδόν με έλιωσε. Δεν ξέρω γιατί ένιωθα τόσο ζεστά μαζί της αλλά ξέρω ότι ένιωθα και ως μαθηματικός είχα μάθει να εμπιστεύομαι τη διαίσθησή μου.
«Θα σου πω… δεν είναι κρατικό μυστικό. Είχα… είχα ινομυώματα τα οποία αντιμετώπιζα με φαρμακευτική αγωγή. Ωστόσο… υπήρξε χειροτέρευση. To cut a long story short χρειάστηκε να κάνω υστερεκτομή. Αν δεν είχα το Στέφανο… δεν ξέρω… πραγματικά δεν ξέρω τι θα έκανα. Και όχι μόνο το Στέφανο, όλη την οικογένεια. Και τη Φανή και την Κατερίνα και τον Tomas. Αλλά… αλλά ο Στέφανος ήταν ο βράχος μου.»
«Λυπάμαι, Εύη μου,» μου είπε σφίγγοντάς μου το χέρι. «Είσαι… είσαι καλύτερα, τώρα;»
«Όσο καλά μπορεί να είμαι… Είχα… και ακόμα έχω… βλέπω όνειρα… ότι έχω κάνει παιδί. Αυτά είναι που με τσακίζουν ψυχολογικά αλλά ο Στέφανος είναι πάντα εκεί. Σε παρακαλώ ας αλλάξουμε κουβέντα,» της είπα. «Εσύ πόσο καιρό είσαι με τον Μιλτιάδη;»
«Από τις αρχές Απρίλη. Είχα μπει στο φόρουμ νομίζω στα τέλη Μάρτη. Είχα μπει με φόρα, το παραδέχομαι, και οι περισσότεροι με είχαν πάρει στο ψιλό. Ένα απόγευμα ο Βρασίδας μου έστειλε ένα μήνυμα και μου είπε ότι με έκανε χάζι. Ήταν από τους ελάχιστους που καθόντουσαν και μου απαντούσαν χωρίς να με ειρωνευτούν. Όπως κι εσύ έτσι κι εγώ δεν κατάλαβα από πού μου ήρθε. Είμαι ερωτευμένη μαζί του από την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε. Είμαστε μαζί κοντά πέντε μήνες και… νιώθω όπως δεν έχω νιώσει ποτέ στη ζωή μου. Και δεν εννοώ το πόσο ερωτευμένη είμαι. Είχα… είχα αρκετές εμπειρίες πριν γνωρίσω τον Μιλτιάδη, πάνω από 50 άντρες ή γυναίκες. Ωστόσο σοβαρές σχέσεις είχα όλες κι όλες μόνο τρεις. Μα καμία τους… καμία τους δε συγκρίνεται με τη σχέση που έχω μαζί Του. Δεν ξέρω το μέλλον… αλλά αυτή τη στιγμή μόνο ένα μέρος υπάρχει στον κόσμο που θέλω να είμαι: Στα πόδια Του.»
Όλη η βραδιά είχε περάσει πολύ όμορφα. Στο τέλος της, Στέφανος και Μιλτιάδης μας διέταξαν να φιληθούμε. Είχα που είχα crush-άρει μαζί της, ήρθε το φιλί και απέγινα. Η Μυρσίνη είχε μεγαλύτερο στήθος από το δικό μου και όταν με αγκάλιασε και τα στήθη μας συνάντησαν το ένα το άλλο ένιωσα να γίνομαι μούσκεμα.
Αμάν αυτή η ώρα, είχε κολλήσει και δεν περνούσε με τίποτα. Πήρα τηλέφωνο την Κατερίνα σε μια απέλπιδα προσπάθεια να την πείσω να έρθει και εκείνη.
«Καλημέρα Εύη μου,» μου είπε στο τηλέφωνο.
«Καλημέρα Κατερίνα μου. Το ξέρω ότι είσαι στο γραφείο, ελπίζω να μη σε ενοχλώ.»
«Δεν ενοχλείς αγάπη μου.»
«Πήρα να σου πω άλλη μια φορά να το ξανασκεφτείς για το βράδυ. Θα τη λατρέψεις τη Μυρσίνη, στο εγγυώμαι!» της είπα κάνοντάς την να βάλει τα γέλια.
«Σε ευχαριστώ αγάπη μου αλλά… αλλά δεν είμαι ακόμα εκεί. Σε ευχαριστώ πολύ που με σκέφτεσαι όμως.»
Νωρίς το απόγευμα γέμισα τη μπανιέρα με καυτό νερό, που ίσα μπορούσα να αντέξω, και έριξα άλατα και κάθισα κοντά μια ώρα μέσα. Όταν τέλειωσα, άπλωσα ενυδατική σε πρόσωπο και σώμα –αυτή που αρέσει στο Στέφανο- και πήγα στο δωμάτιο για να ετοιμαστώ. Στέγνωσα τα μαλλιά μου και φόρεσα ένα ζευγάρι από τα καλύτερα εσώρουχα που διαθέτω καθώς και το καλύτερό μου μωβ ταγιέρ. Δεν έβαλα καλσόν. Το ντύσιμό μου συμπληρώθηκε με ανοιχτές μπροστά χαμηλές γόβες.
Κατέβηκα στο αυτοκίνητο και τριάντα λεπτά αργότερα ήμουν στο σπίτι του Στέφανου. Πάρκαρα απ’ έξω αλλά όπως μου είχε ζητήσει και ο ίδιος δεν ανέβηκα πάνω, τον πήρα στο τηλέφωνο.
«Έφτασες κοριτσάκι μου;»
«Ναι, από κάτω είμαι,» του είπα.
«Ωραία, κατεβαίνω,» μου είπε.
Κλείδωσα το αυτοκίνητο και κατέβηκα για να τον περιμένω. Δεν βγήκε όμως από το γκαράζ, όπως περίμενα, αλλά από την κύρια πόρτα. Φορούσε ένα σκούρο μπλε σακάκι με ανοιχτό ροζ πουκάμισο και σκούρα κόκκινη γραβάτα με μικρές άσπρες βούλες. Τι όμορφος άντρας, η καρδιά μου χτύπησε όπως κάθε φορά δυνατά μέσα στα στήθη μου.
«Θα πάρει η Κατερίνα το μεγάλο αυτοκίνητο σήμερα. Θα κατέβει με τα παιδιά στο The Mall και δε θα πάνε με το δικό της. Δώσε μου τα κλειδιά σου.»
Του έδωσα τα κλειδιά μου και άνοιξε το αυτοκίνητο και κάθισε στη θέση του οδηγού. Μπήκα στη θέση του συνοδηγού και η αλήθεια είναι ότι στην αρχή ένιωσα λίγο περίεργα. Από την άλλη ωστόσο, Στεφάνου παρόντος πάσα αρχή παυσάτω, οπότε… Ξεκινήσαμε και ούτε 10 λεπτά αργότερα πάρκαρε έξω από το Chalet. Στην είσοδο έδωσε το όνομά του και μας οδήγησαν στο τραπέζι μας. Ο Μιλτιάδης με την Μυρσίνη δεν είχαν έρθει ακόμα. Μας ρώτησαν αν θέλουμε να περιμένουμε ή να παραγγείλουμε και ο Στέφανος είπε ότι θα περιμένουμε.
Δεν πέρασαν πάνω από δύο-τρία λεπτά και ήρθε και ο Μιλτιάδης με τη Μυρσίνη. Ο Μιλτιάδης φορούσε ένα ανοιχτό γκρι σακάκι με άσπρο πουκάμισο και σκούρα μπλε γραβάτα. Ήταν πολύ ωραίος άντρας αλλά την παράσταση την έκλεψε η Μυρσίνη. Φορούσε ένα υπέροχο σκούρο κόκκινο ανοιχτό φόρεμα με πιέτες που έφτανε μέχρι το ύψος των γονάτων. Μα το δυνατό του σημείο ήταν το ντεκολτέ που τόνιζε απίστευτα αισθησιακά το στήθος της.
«Καλώς τους,» είπε ο Στέφανος και σηκωθήκαμε και οι δύο από τις θέσεις μας για να τους χαιρετήσουμε. Αγκάλιασα πρώτα την Μιλτιάδη και μετά τη Μυρσίνη και τους φίλησα και τους δύο. Ο Στέφανος έδωσε το χέρι του στο Μιλτιάδη και πήρε αγκαλιά τη Μυρσίνη και τη φίλησε στο μάγουλο. Καθίσαμε και οι τέσσερεις στο τραπέζι και μετά από λίγο ήρθε ο σερβιτόρος για να παραγγείλουμε. Στέφανος και Μιλτιάδης έπιασαν κουβέντα για το κρασί με το σερβιτόρο.
«Είσαι κουκλί,» είπα στη Μυρσίνη που μου χάρισε ένα αστραφτερό χαμόγελο.
«Εσύ δεν πας πίσω!» μου είπε.
Παράγγειλαν τα κρασιά και η ώρα κύλισε πολύ ευχάριστα. Κάποια στιγμή ήθελα να πάω τουαλέτα και ζήτησα από τη Μυρσίνη να με συνοδέψει. Ο Μιλτιάδης της έδωσε την έγκρισή του και πήγαμε και οι δύο στην τουαλέτα. Μπήκα εγώ πρώτη μέσα και όταν τελείωσα βγήκα και πήγα να πλύνω τα χέρια μου ενώ περίμενα τη Μυρσίνη που μπήκε μετά από εμένα.
Βγήκε και έπλυνε τα χέρια της.
«Ελπίζω να μην αργήσουν τα αγόρια,» μου είπε χωρίς πολλές-πολλές περιστροφές. «Μία ώρα στον τοίχο έφαγα προχθές.»
«Γιατί;» την ρώτησα ενώ ήξερα την απάντηση.
«Γιατί μου είπε ότι του τα έκανα τσουρέκια με την πάρτη σου,» μου είπε χαμογελώντας μου πονηρά.
«Μπορεί εγώ να μην έφαγα τοίχο ούτε χθες ούτε σήμερα αλλά σε διαβεβαιώ ότι δεν είσαι η μόνη που έχεις crush. Από προχθές με δυσκολία σε βγάζω από το μυαλό μου.»
Αντί άλλης απάντησης με τράβηξε προς το μέρος της. Ούσα πιο ψηλή έσκυψα και φιληθήκαμε με πάθος στο στόμα. Τραβηχτήκαμε με λίγη δυσκολία, το παραδέχομαι.
Γυρίσαμε και οι δύο στο τραπέζι μας ενώ Στέφανος και Μιλτιάδης είχαν πιάσει πολιτική συζήτηση. Όλα έδειχναν ότι η Ρωσία θα εισέβαλε στην Ουκρανία και το μέλλον δε διαγραφόταν ακριβώς ρόδινο.
Μυρσίνη
«Λοιπόν, τα λέμε στο life gallery,» είπε ο κύριος Στέφανος στον Βρασίδα μου.
«Λοιπόν σπόρε, πάμε;» μου είπε.
«Δεν τρέχουμε, πετάμε!» του είπα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
«Πώς αισθάνεσαι;» με ρώτησε.
«Υπέροχα. Να σας εξομολογηθώ κάτι;» του είπα κοιτάζοντάς τον με κουταβίσιο βλέμμα.
«Θα φας τοίχο;» με ρώτησε.
«Πιθανώς,» του απάντησα.
«Για λέγε!»
«Με την Εύη ξεκινήσαμε στην τουαλέτα που είχαμε πάει. Μη φανταστείτε, απλά φιληθήκαμε, αλλά αααααααχ,» είπα στενάζοντας.
«Ορίστε, με κερατώνει στα μούτρα μου!» είπε και καλά απελπισμένος.
«Καλέ όχι στα μούτρα σας! Αυτό θα γίνει στο life gallery!» του είπα βγάζοντας τη γλώσσα μου.
«Μικρή κάτσε καλά γιατί να ξέρεις ότι δεν αρέσεις μόνο στην Εύη, αρέσεις και στο Στέφανο.»
«Αν θέλετε να ικανοποιήσω τον κύριο Στέφανο, ξέρετε ότι θα το κάνω.»
«Ναι, το ξέρω. Εγώ δεν ξέρω αν θέλω να το κάνεις. Όμως η αλήθεια είναι ότι μου έχει γυαλίσει λίγο… δηλαδή πολύ… και η Εύη.»
«Θα σας δείρω στο σπίτι για να μη σας εκθέσω στον φίλο σας,» του δήλωσα και σταύρωσα τα χέρια μου.
«Είσαι λατρεία!» μου είπε κάνοντάς με να λιώσω και πάλι. «Μυρσίνη, στα σοβαρά τώρα. Δεν το έχουμε ξανακάνει αυτό με άνδρα. Δε θέλω εκπλήξεις, θέλω να ξέρω τι θα κάνεις αν σου ζητήσω να ικανοποιήσεις το Στέφανο.»
«Δεν αλλάζει η απάντησή μου Κύριε,» του είπα. «Θα δώσω τον καλύτερο εαυτό μου.»
«Εσύ τι θα κάνεις αν με δεις να παίζω με την Εύη;»
«Ό,τι κάνω και όταν σας βλέπω να παίζετε με τη Μαρία.»
«Και δε θα σε χαλάσει;»
«Όχι, Κύριε, δε θα με χαλάσει. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να δω εσάς ικανοποιημένο.»
«Έχει καλώς,» μου είπε.
«Άλλωστε, όπως σας είπα και προηγουμένως, Βρασιδέστατε, θα σας δείρω στο σπίτι!»
«Σε τρώει ο κώλος σου, σπόρε;» μου είπε γελαστός.
«Αφού έχετε να μου τον ξύσετε πάνω από δέκα μέρες!» του είπα σκανταλιάρικα. «Τι να κάνει, έχει και αυτός ανάγκες!» συμπλήρωσα, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
«Μωρέ αν δε φοβόμουν ότι θα παραγνωριστούμε θα στον έξυνα κάθε μέρα… ξέρεις πόσο μου αρέσει!»
«Αμ δεν το ξέρω; Στα Πόζαρ που μου ήρθε η περίοδος δυο μέρες νωρίτερα δεν κάναμε και κάτι άλλο. Δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου.»
«Ναι αλλά από την άλλη κέρδισες και 10.000 ευρώ στο ξυστό! Είδες, δεν πήγε χαμένη τόση κωλοφαρδία!»
«Αυτό να λέγεται,» του είπα χαμογελώντας μέχρι τα αφτιά. Τα 10.000 που είχαν έρθει από το πουθενά και μάλιστα σαν αστείο επειδή κατά τα λεγόμενά του «είναι κρίμα να πάει χαμένη τόση κωλοφαρδία,» μου είχαν κλείσει κάμποσες τρύπες, pun intended!
Μέχρι που είχα γνωρίσει τον Κύριο δεν είχα κάνει ούτε μια φορά σεξ από πίσω και μου το είχαν ζητήσει κάμποσοι. Με τον Κύριο ήταν τελείως διαφορετικά, μου ζήτησε να σκύψω και το έκανα χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ήταν διαφορετικός… τελείως διαφορετικός απ’ όλους.
Με τούτα και με κείνα φτάσαμε στο life gallery. Παρκάραμε απ’ έξω, στον πίσω δρόμο, και ο Κύριος έστειλε μήνυμα. Ελάχιστες στιγμές αργότερα το τηλέφωνό του βούιξε.
«Έχουν φτάσει ήδη,» μου δήλωσε. «Πάμε.»
Έλυσα τη ζώνη μου και κατέβηκα. Κλείδωσε το αυτοκίνητο και μπήκαμε μέσα. Πήγαμε στη ρεσεψιόν.
«Καλησπέρα σας. Ο κ. Stolsberg έχει αφήσει κάτι για μένα,» είπε στη ρεσεψιονίστ ο Κύριος. Εκείνη του έδωσε ένα χαρτάκι. Ο Κύριος κίνησε προς το ασανσέρ και τον ακολούθησα. Φτάσαμε στον τρίτο όροφο και πήγαμε στη σουίτα που είχε κλείσει ο κύριος Στέφανος. Χτυπήσαμε την πόρτα και μας άνοιξε χαμογελώντας η Εύη.
Γυμνή.
Ξεροκατάπια και περάσαμε μέσα. Ο κύριος Στέφανος ήταν καθισμένος στον καναπέ. Η Εύη πήγε και γονάτισε μπροστά του.
«Μυρσίνη, βγάλε σε παρακαλώ τα ρούχα σου,» με διέταξε ο Κύριος.
Έβγαλα και δίπλωσα προσεκτικά το φόρεμα. Μετά έβγαλα σουτιέν και κιλοτάκι και έμεινα κι εγώ τελείως γυμνή. Τα στήθη μου ήταν μεγαλύτερα από αυτά της Ευδοκίας και τα δικά της αψηφούσαν τη βαρύτητα με τρόπο που τα δικά μου ήταν αδύνατο να κάνουν. Μακάρι να είχα κι εγώ τόσο όμορφα στήθη. Που είχα μέχρι που κατόρθωσα να φτάσω τα 67 κιλά. Είχα πέσει στα 55 και είχα τιμωρηθεί από τον Κύριο που μου είχε βάλει όριο τα 57 αλλά πλέον, και όσον αφορά τα στήθη μου, ήταν αργά.
Ο Κύριος ήταν όρθιος. Στέφανος και Εύη χαμογελούσαν, τα μάτια της τελευταίας ήταν ύποπτα υγρά αλλά η έκφρασή της ήταν ξεκάθαρα χαρούμενη. Κάτι έχανα.
«Μυρσίνη γονάτισε,» με διέταξε ο Κύριος. Γονάτισα στα πόδια του. «Κοίταξέ με,» συνέχισε και σήκωσα το κεφάλι μου. «Είσαι έτοιμη,» μου είπε. Η καρδιά μου άρχισε να χοροπηδάει στο στήθος μου, πήγαινε να σπάσει. Έβγαλε από την τσέπη του ένα κουτάκι. Μέσα είχε μια χρυσή αλυσίδα στο κέντρο της οποίας υπήρχε ένας χρυσός κρίκος μεγαλύτερου μεγέθους. Τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν. Μου έδεσε την αλυσίδα στο λαιμό και την κούμπωσε. «Είσαι δική μου,» μου είπε απλά.
Κλαίγοντας από την ευτυχία του αγκάλιασα τα πόδια. Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα ήμουν εκεί γονατισμένη κλαίγοντας με λυγμούς αλλά αυτό ήταν το ομορφότερο κλάμα της ζωής μου. Ήμουν δική του! Δική του!
«Αφέντη μου,» του είπα σφίγγοντάς τον. «Σ’ ευχαριστώ… σ’ ευχαριστώ!»
Άκουσα τον ήχο της σαμπάνιας που άνοιγε. Σήκωσα τα μάτια μου. Ο κύριος Στέφανος χαμογελούσε. Η Εύη του έδωσε ένα-ένα τέσσερα ποτήρια που τα γέμισε. Έδωσε ένα ποτήρι στον… στον Αφέντη… Θεέ μου… στον Αφέντη και ένα σε μένα.
«Στις χαρές σας,» είπε ο κύριος Στέφανος και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας. Εγώ ήμουν ακόμα δακρυσμένη. Η Εύη μου είχε πιάσει το χέρι και μου το χάιδευε απαλά. Έλαμπε και εκείνη, ήταν τόσο απρόσμενο… τόσο υπέροχο.
«Στην έσκασα, σπόρε!» μου είπε με το υπέροχο χαμόγελό του ο Αφέντης… Ο Αφέντης!!!!
«Μου τη σκάσατε Αφέντη!» του είπα.
«Να σου πω, είδα και έπαθα να το συνηθίσω το Βρασίδας και τώρα μου αρέσει. Άντε μη σε εντοιχίσω,» μου είπε παιχνιδιάρικα.
«Ό,τι θέλει ο Βρασίδας μου! Ο Βρασιδέστερος Βρασίδας όλων των Βρασίδων,» είπα με κλαυσίγελο.
«Στέφανε, να τις αμολήσουμε;»
«Αέρα!» έδωσε το σύνθημα ο κύριος Στέφανος και η Εύη σχεδόν μου όρμισε. Με πήρε αγκαλιά και με φίλησε βαθιά, τα στήθη μας τρίφτηκαν πάλι. Ανατρίχιασα.
«Συγχαρητήρια,» μου ψιθύρισε στο αυτί.
«Το ήξερες;» τη ρώτησα.
«Όχι, μου το είπε ο Στέφανος όσο σας περιμέναμε. Δεν ήθελε να βάλω τα κλάματα, δίπλα του το έχω πολύ εύκολο,» μου ψιθύρισε. «Όχι ότι τα κατάφερα δηλαδή… χαίρομαι… χαίρομαι πολύ για σας,» συμπλήρωσε.
«Εκεί θα μείνετε;» ρώτησε ο …Βρασίδας.
«Όχι Βρασιδέστατε!» του είπα και πήρα την Εύη από το χέρι και πήγαμε στο κρεββάτι.
Ξάπλωσα και έκανα χώρο για να ξαπλώσει δίπλα μου η Εύη. Γυρίσαμε η μία προς την άλλη και αρχίσαμε να φιλιόμαστε και να χαϊδευόμαστε. Η ίδια είχε πει ότι πριν γνωρίσει τον κύριο Στέφανο δεν είχε πολλές εμπειρίες αλλά εδώ μαζί μου αυτό δεν φαινόταν καθόλου. Είχε σκύψει και είχε πάρει τη ρόγα του δεξιού μου στήθους στο στόμα της ενώ το χέρι της έπαιζε μαεστρικά το μουνάκι μου. Χαμήλωσε ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισε να με γλείφει κάνοντάς το σώμα μου να τεντωθεί άθελά του.
«Γύρισε προς τα εμένα,» της είπα και καταλαβαίνοντας τι εννοώ γύρισε και έφερε το μουνάκι της μπροστά από το κεφάλι μου.
Μύριζε υπέροχα! Η Εύη, σε αντίθεση με μένα που ξυριζόμουν τελείως, είχε περιποιημένη τριχοφυΐα. Το σώμα μου τεντώθηκε πάλι και αρπάζοντάς την βούτηξα τη γλώσσα μου μέσα της. Το γλειφομούνι είναι γλειφομούνι, δε λέω, αλλά ο τρόπος που μου το έκανε η Εύη ήταν top of the top. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ ώστε να της το ανταποδώσω, μα ήταν τόσο υπέροχος ο τρόπος που μου το έκανε που συχνά σταματούσα μόνο και μόνο γιατί μου κοβόταν η ανάσα.
Αν δεν με ακούσανε μέχρι την Κηφισιά να μη με λένε Μυρσίνη. Ο οργασμός μου ήταν από τους πιο έντονους της ζωής μου τόσο σε διάρκεια όσο και σε ένταση. Είχα κοκαλώσει, με δυσκολία μου έβγαινε ανάσα. Δεν σκουίρταρα συχνά αλλά σήμερα ήταν… Θεέ μου, την έκανα μούσκεμα. Η ίδια σηκώθηκε και γύρισε προς τα εμένα. Στο στόμα της είχε κάμποσα από τα υγρά μου. Οι γλώσσες μας αγκαλιαστήκανε μέσα στο στόμα της. Σταμάτησα το φιλί και την έβαλα να ξαπλώσει ανάσκελα. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην της το ανταποδώσω.
Κατέβηκα χαμηλά και όρμισα στο μουνάκι της ενώ ταυτόχρονα της έβαλα και δάχτυλο. Την έπαιζα με το στόμα μου και το χέρι μου. Κατάλαβα από το σώμα της ότι ο οργασμός της ήταν κοντά και ενέτεινα τις προσπάθειές μου. Τεντώθηκε και το σώμα της λες και παλλόταν, τράβηξα το χέρι μου από το μουνί της και μετά έβαλα τον αντίχειρα μέσα της αλλά τον δείκτη στον κώλο της και άρχισα να τη γαμάω με το χέρι, ενώ τα χείλη μου πιπιλούσαν την κλειτορίδα της.
Άκουσα τα αναφιλητά της και φωνάζοντας δυνατά τελείωσε ανταποδίδοντάς μου το πιτσίλισμα. Της είχε κοπεί σχεδόν η ανάσα.
«Σταμάτα… ααααχ… όχι… όχι άλλο…σε… σε παρακαλώ…» μου είπε ξέπνοη. Ανέβηκα πάνω και τη φίλησα.
«Σου άρεσε Εύη μου;»
«Είσαι… αχ αχ…. Δε μπορώ να ανασάνω… Θεούλη μου, τι ήταν αυτό;» είπε ακόμα ξέπνοη.
Μα η παράσταση δεν είχε τελειώσει. Όταν ηρεμίσαμε μετά πήραμε η μία την άλλη με strap-on και από μπροστά. Μετά οι Αφέντες μας μας ζήτησαν να κάτσουμε και οι δύο στα τέσσερα στην άκρη του κρεβατιού.
Ο Αφέντης μου ήρθε από πίσω μου ενώ ο κύριος Στέφανος πήγε πίσω από την Εύη.
«Φιληθείτε,» μας διέταξαν και γύρισα προς την Εύη και αρχίσαμε να φιλιόμαστε. Ο Αφέντης μπήκε για λίγο μπροστά μου και μετά τραβήχτηκε και άρχισε να τρίβει τον πούτσο του στον κώλο μου. Χωρίς να σταματήσω το φιλί σφάλισα τα μάτια ενώ βύθιζε τον πούτσο του σιγά-σιγά μέσα μου. Κρίνοντας από το στιγμιαίο πάγωμα της Εύης κατά τα φαινόμενα ο κύριος Στέφανος της έκανε το ίδιο.
Προσπαθούσαμε να κρατήσουμε το φιλί, δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολο, πότε-πότε σταματούσαμε και βογκούσαμε από καύλα είτε η μία είτε η άλλη. Έπεσε μια σφαλιάρα στα μεριά μου και ακολούθησε και δεύτερη και τρίτη. Το είχα χάσει τελείως, ο Αφέντης με τράβηξε από το μαλλί και καρφώθηκε όλος μέσα μου, εκεί αναγκαστικά σταμάτησα να φιλάω την Εύη και μου ξέφυγε ένα δυνατό βογγητό. Επιτάχυνε ακόμα περισσότερο κρατώντας με από το μαλλί και εκεί καρφώθηκε μια τελευταία φορά μέσα μου και κάθισε ακίνητος, ενώ ο πούτσος του άδειαζε βαθιά μέσα στον κώλο μου μια σεβαστή ποσότητα σπέρματος.
Λίγη ώρα αργότερα τέλειωσε και ο κύριος Στέφανος με την Εύη και χώνοντάς της μια σιγανή σφαλιάρα στον κώλο τραβήχτηκε. Μας διέταξαν να καθίσουμε ακίνητες ενώ μας τραβούσαν φωτογραφία τους κώλους μας.
Λίγο αργότερα, πρώτα ο κύριος Στέφανος και μετά ο Αφέντης, πήγαν ο καθένας με τη σειρά του στο μπάνιο και πλύθηκαν.
«Αντέχεις;» με ρώτησε η Εύη;
«Ναι, πήγαινε,» της είπα και έφυγε τρέχοντας για την τουαλέτα. Γύρισε μετά από λίγη ώρα και πήγε και γονάτισε μπροστά στον κύριο Στέφανο που είχε καθίσει στον καναπέ. Πήγα με τη σειρά μου στην τουαλέτα και όταν τελείωσα και σκουπίστηκα μπήκα στο ντους να καθαριστώ. Προφανώς την ίδια ιδέα είχαν και οι τρεις που είχαν προηγηθεί γιατί η μπανιέρα είχε ακόμα νερά. Τελείωσα και αφού σκουπίστηκα καλά γύρισα κι εγώ στο σαλόνι και γονάτισα μπροστά στον Αφέντη.
Αφέντη! Αφέντη! Αφέντη!
Δεν μπορούσα καλά-καλά να το πιστέψω.
Η βραδιά τελείωσε με εμένα να κάνω στοματικό στον κύριο Στέφανο και την Εύη στον Αφέντη. Έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου, το έκανα με την ίδια όρεξη που το έκανα στον Βρασίδα μου. Με άφησε να δώσω εγώ ρυθμό και του πρόσφερα ένα αργό και απολαυστικό τσιμπούκι. Κράτησε πολλή ώρα, ο Βρασίδας μου κρίνοντας από τους αναστεναγμούς του τέλειωσε νωρίτερα. Συνέχισα έχοντας επικεντρωθεί με όλο μου το είναι σε αυτό που έκανα και λίγη ώρα αργότερα γεύτηκα τους καρπούς των προσπαθειών μου, ο πούτσος του έκανε σπασμούς στο στόμα μου τινάζοντας ριπές γλυκού σπέρματος. Κοίτα να δεις, ο κύριος Στέφανος είχε πολύ ωραία γεύση. Βέβαια κανένας σαν του Βρασίδα μου but still… Κατάπια και τον έγλειψα μέχρι που τον γυάλισα. Τραβήχτηκα και του φίλησα το κεφαλάκι και ο κύριος Στέφανος χαμογελαστός με χάιδεψε στο πρόσωπο.
Όταν τέλειωσα και εγώ η κάθε μία μας πήγε και γονάτισε μπροστά από τον Αφέντη της. Είχαμε ξαπλώσει τα κεφάλια μας στα γόνατά τους και κοιτάζαμε χαμογελαστές η μία την άλλη ενώ οι Αφέντες μας συνέχισαν τη συζήτησή τους καπνίζοντας τα πούρα τους.
Κεφάλαιο 69 - The bittersweet blues of the Cosmic Balance
Κατερίνα
Το σπίτι ήταν άδειο όταν γύρισα. Ο Tomas μετά τα γερμανικά, τα ισπανικά, τα γαλλικά, τα ιταλικά και φυσικά αγγλικά και ελληνικά και σουηδικά είχε βάλει σκοπό να μάθει Φιλανδικά και Ρωσικά και είχαμε βρει κάποιο δάσκαλο και έκανε ιδιαίτερα, σήμερα νομίζω ήταν στα Φιλανδικά.
Ένιωθα πάλι το καθυστερημένο της οικογένειας. Ο Stefan μιλούσε ή μπορούσε να συνεννοηθεί ικανοποιητικά σε 7 γλώσσες και η Φανή σε 5, για να μην αναφέρουμε τα μαθηματικά τους.
Το σπίτι ήταν άδειο, μέχρι να γυρίσει ο Tomas θα παρέμενε άδειο. Δεν θα άκουγα το Stefan να μουρμουράει στο γραφείο του, δε θα άκουγα το ζουζούνισμα της Φανούλας μου, δε θα άκουγα τον ήχο του πιάνου, δε θα έβλεπα τη Φανούλα να κυνηγάει τον πατέρα της με ένα χαρτί στο χέρι, δε θα την βοηθούσα να ετοιμαστεί για να έρθει να την πάρει ο καλός της, δεν θα τους έφτιαχνα το πρωινό τους…
Ο Tomas είναι μοναχικό παιδί, κλειστό, δε θέλει πολλά-πολλά. Η Φανούλα μου μπορεί να απέφευγε τη σωματική επαφή αλλά ήταν πάντα εδώ γύρω να ζουζουνίζει. Ο Stefan να με παίρνει στην αγκαλιά του το βράδυ για να κοιμηθούμε, να μου γκρινιάζει παιχνιδιάρικα το πρωί που τον κυνηγούσα με τις κάλτσες, να μου φωνάζει ότι πάλι τέλειωσα το ζεστό νερό μετά από μπάνιο και μετά να έρχεται, να γονατίζω μπροστά του, να τον ικανοποιώ, να με κάνει δική του ξανά και ξανά…
Και στο πίσω μέρος του μυαλού μου η Εύη. Ο άνθρωπος που έκανε τη Φανή να αρχίζει να αποζητάει τη σωματική επαφή με τη μητέρα της και τον πατέρα της, που αγαπούσε το κοριτσάκι μου σαν κόρη και σαν αδερφή και λάτρευε τον Stefan και ας ήξερε ότι στη δική του κορυφή ήμουν εγώ. Τσιμπήματα ζήλειας ακόμα και μετά την τιμωρία από το Harry, ακόμα και μετά την αποκάλυψη του τι πραγματικά σήμαινε για τον Αφέντη μου αυτό το «Δῶς μοι πᾶ στῶ.»
Στο Stanford ήταν πατέρας, μητέρα και κόρη. Δεν ζήλευα την Ευδοκία, την Εύη ζήλευα. Ώρες-ώρες με στοίχειωναν οι τύψεις, με τρόμαζε το ύψος της ύβρεώς μου. Είχα ό,τι η Εύη δε θα μπορούσε ποτέ να αποκτήσει· την πρώτη θέση στην ψυχή του Stefan και δικό της παιδί. Και όμως ακόμα και έτσι, εκεί στο βάθος, ένιωθα ακόμα το τσίμπημα της ζήλειας.
«Ό,τι είναι στο χέρι μας το ελέγχουμε, ό,τι δεν είναι το διαχειριζόμαστε.»
Η ψυχολόγος ήθελε και εκείνη τον ψυχολόγο της αλλά πλέον την χώριζε από Εκείνον ένας ωκεανός. Οι δέκα μέρες στην Αμερική πέρασαν σαν αστραπή. Η Φανούλα μου δεν έφευγε από την αγκαλιά μου… «Σ’ αγαπάω μαμουΐνε μου… μη φύγεις…» και η καρδιά μου για να γίνεται θρύψαλα και να προσπαθώ να αστειευτώ… η εικόνα της στην αγκαλιά της Εύης να κλαίει καθώς τους χαιρετούσαμε στο αεροδρόμιο.
«Κατερίνα συμμαζέψου,» μάλωσα τον εαυτό μου.
Μα πως να το κάνω αυτό;
«Όπως το έκανες και όταν πήγες Λονδίνο ενώ ο Stefan είχε μείνει Βοστώνη. Σας χώριζε ένας ωκεανός αλλά ήσουν στη θέση σου, πάντα ήσουν στη θέση σου, ακόμα και όταν προσκυνούσες και λάτρευες τον εβένινο θεό σου.»
Αναστέναξα.
Ήμουν θαρρείς πλασμένη για το Harry και ο Harry για εμένα. Με τον ίδιο τρόπο που η Εύη ήταν πλασμένη για το Stefan και ο Stefan για εκείνη. Ο Stefan μας είχε και τις δύο ακριβώς εκεί που επιθυμούσε.
Stefan – Universe 2-0
Δε μπορούσα να διανοηθώ την ύπαρξή μου χωρίς τον Stefan, τόσο απλά. Ακόμα και όταν μου έδωσε το release ο Harry ήμουν μια εβδομάδα δική του. Ήταν η προσφορά του Stefan προς τους Θεούς της μοίρας. Ο Stefan έλεγε τον εαυτό του άθεο αλλά δεν είναι, όχι πραγματικά. Ο Έρλικ του Μελνιμπονέ που τον είχε διαβάσει μικρός τον είχε επηρεάσει βαθύτατα. Δεν πίστευε στο Θεό, πίστευε στην ύπαρξη μιας Κοσμικής Ζυγαριάς, ενός παντεπόπτη οφθαλμού που το μόνο που τον ενδιέφερε είναι να διατηρείται η κοσμική ισορροπία στην αέναη πάλη του Χάους με το Νόμο.
«Μπαμπά, αυτά είναι ανοησίες,» του έλεγε η Φανή. «Η φυσική και οι κοσμολογία είναι ξεκάθαρες.»
«Η φυσική ήταν ξεκάθαρη και στα τέλη του 19ου αιώνα όταν πίστευαν ότι το μόνο που τους είχε μείνει είναι να κάνουν πιο ακριβείς μετρήσεις. Η επιστήμη, Φανούλα μου, δεν είναι σαν τα μαθηματικά, δεν τελεσιδικεί, αν το κάνει παύει να είναι επιστήμη και γίνεται δόγμα. Ωστόσο αγάπη μου η θεώρηση μου δεν είναι επιστημονική, είναι καθαρά φιλοσοφική. Πρέπει να υπάρχει ισορροπία, το άμορφο χάος είναι το ίδιο άχρηστο με την απόλυτη ομοιομορφία. Μέτρον άριστον… Μηδέν άγαν… αυτές ήταν οι θεμελιώδης αρχές των Αρχαίων Ελλήνων.»
Η προσφορά του προς το Harry ήταν ο εξευμενισμός της κοσμικής ζυγαριάς, της πρόσφερε ό,τι πολυτιμότερο είχε.
Βοστόνη, 19 χρόνια πριν
Ένα μήνα μετά από εκείνη τη βραδιά που έβαλα το μαχαίρι στο χέρι του παντρευτήκαμε. Ωστόσο η γαμήλια τελετή ήταν απλά για την οικογένεια και τους φίλους, όσους δεν ήξεραν. Το λουκετάκι ήταν η πραγματική βέρα και όχι το δαχτυλίδι που φορούσαμε στα χέρια μας.
Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος. Είμαστε στο σπίτι μας. Έχει χαλαρώσει και απολαμβάνει το στόμα μου. Το χέρι του είναι πλεγμένο στα μαλλιά μου. Οι ανάσες του βαθιές. Το στόμα μου γεμάτο μα πιο γεμάτη η ψυχή μου. Προσπαθώ να πάρω ανάσα, δακρύζω αλλά δε σταματάω. Μέχρι το λαιμό, όσο θέλει, όπως θέλει. Ανάσα και ξανά πάλι μέσα μου… και ξανά… και ξανά… οι ηδονικοί του στεναγμοί αυξάνονται, πλησιάζει η κορύφωσή του. Δονείται, σπαρταράει μέσα μου, πλημμυρίζει το λαιμό μου με το νέκταρ του. Καταπίνω αχόρταγα το σπέρμα του, το λατρεύω… Τον λατρεύω. Τραβιέμαι απαλά, τον φιλάω, τον καθαρίζω. Σηκώνω τα μάτια μου πάνω Του. Μου χαμογελάει.
«Κατερίνα;»
«Πες μου Αφέντη μου.»
«Σου λείπει ο Harry;»
«Μου λείπει…» αναστέναξα. «Γιατί με ρωτάς Stefan αφού ξέρεις την απάντηση;»
«Γιατί δεν είμαι τυφλός, Κατερίνα. You were meant to be with him, and yet you are on your knees in front of me. You are carrying my locket, my sign, my collar. You are carrying my monogram tattooed on your hip. The Cosmic Balance does not like imbalances.”
“Why are you telling me that, Stefan?”
“I talked with Harry, Catherine.”
“Ok,” είπα αβέβαιη.
“From Sunday to Sunday you will be his. No conditions except the locket and your hard limits.”
“Stefan….”
“I know you are in love with him, Catherine, how stupid do you think I am? I know you long for him. I can’t give you pain; I don’t want to give you pain. But I won’t deny it from you.”
“Why are you doing this Stefan?”
“Because the Balance needs to be kept. You need to be balanced.”
“But I am yours, to serve you as you wish.”
“And this is my way of repaying my debt to Cosmic Balance. It could be much worse than your bliss, be that just for sEven days.”
“This hurts you, Stefan, I know it does.”
“It needs to hurt, Catherine. The offering to the Gods needs to be something valuable. I have nothing more valuable than you.”
“I will do as you command, Master.”
“You will give nothing less than the whole of yourself. You will serve him, as you are serving me. You will worship him, as you are worshiping me. Nothing less. And I need you to let yourself loose, to enjoy, to rEvere it. Because from now on, Every year for 7 days you will be his.”
«Yes, Master.»
Ρέα, σήμερα
Ήταν όμορφα στη Βελίκα. Ο Harry με είχε δική του αλλά ο Stefan είχε την Εύη. Για δέκα μέρες η κοσμική ζυγαριά είχε έρθει στα ίσια της, πριν αρχίσει πάλι σιγά-σιγά να γέρνει, μέχρι να έρθει η νέα χρονιά. Φυσικά δεν πίστευα, όπως δεν πίστευε και ο ίδιος στη φυσική ύπαρξη της κοσμικής ζυγαριάς, ήταν η προσωπική του φιλοσοφία, και όπως ήταν δική του έγινε και δική μου.
Πώς θα έγερνε η ζυγαριά τώρα που εγώ θα ήμουν χωρίς τον Stefan και τη Φανή;
Κεφάλαιο 70 - Once Upon a Time in America
Ευδοκία
Το σπίτι ήταν πολύ όμορφο, μεζονέτα με σαλόνι, study, κουζίνα και τραπεζαρία στο ισόγειο και τρία δωμάτια και μπάνιο με τζακούζι στον πρώτο. Στην πίσω μεριά είχε βεράντα και ψηλή περίφραξη, στο μπροστινό μέρος η περίφραξη απαγορευόταν από το HOA. Εκεί έβγαινε ο Στέφανος για να καπνίσει, γιατί στο πανεπιστήμιο ή μέσα στο σπίτι ούτε λόγος.
Η Φανή έκανε και δεύτερο γύρο aptitude tests τα οποία επιβεβαίωσαν τα πρώτα, συναρτησιακή ανάλυση, πραγματική ανάλυση και τοπολογία θα μπορούσε να παρακολουθήσει μεταπτυχιακά μαθήματα με προπτυχιακή υποστήριξη όπου χρειάζονταν σε θεωρία συνόλων και άλγεβρα. Αν και δεν ήταν απομονωμένη όπως στο σχολείο της το εξωφρενικό μαθηματικό της ταλέντο δε μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από κανέναν.
Ήταν πολύ όμορφα. Κάθε πρωί σηκωνόμουν πριν το Στέφανο και τη Φανή και πήγαινα και μας ετοίμαζα πρωινό. Μετά έκανα ένα γρήγορο ντους και ξυπνούσα πρώτα το Στέφανο ο οποίος έκανε με τη σειρά του ένα γρήγορο ντους και κατέβαινε στη βεράντα να πιει τον καφέ του κάνοντας το τσιγάρο του. Εγώ ξυπνούσα τη Φανή και μέχρι να ετοιμαστεί έκανα παρέα στο Στέφανο.
Τα σαββατοκύριακα με τη βοήθεια του Στέφανου και της Φανής έφτιαχνα το φαγητό της εβδομάδας και το βάζαμε σε τάπερ στην κατάψυξη. Κάθε πρωί έβγαζα τα τάπερ της ημέρας και τα έβαζα στο ψυγείο για να ξεπαγώσουν και όταν γυρνούσαμε και οι τρεις τα ζέσταινα στο φούρνο μικροκυμάτων και τρώγαμε λέγοντας ο καθένας μας πως πέρασε τη μέρα του.
Μετά η Φανή το έριχνε στο διάβασμα και εμείς στην προετοιμασία των επόμενων παραδόσεων. Όταν τελειώναμε καθόμασταν κάτω στο καθιστικό και συζητούσαμε ή βλέπαμε τηλεόραση ή ακούγαμε μουσική και σχεδόν κάθε μέρα κατά τις 22:00 η Φανή ανέβαινε στο δωμάτιό της για να κάνει Skype με το Josh. Γύρω στις 23:00 κάναμε Skype με Κατερίνα και Tomas και μετά η Φανή έπεφτε για ύπνο.
Και ήταν η ώρα που ο Στέφανος με είχε όλη δική του. Η Φανή είχε επιλέξει το τρίτο δωμάτιο καθώς είναι άνθρωπος που θέλει την απομόνωσή του. Ο Στέφανος είχε το κύριο υπνοδωμάτιο και εγώ το δίπλα ωστόσο δεν τολμούσαμε να κοιμηθούμε μαζί. Όσο και αν η Φανή είναι άνθρωπος που κοιμάται βαριά προσέχαμε ώστε να μην κάνουμε φασαρία όταν ο Στέφανος με ήθελε μαζί του.
Η Φανή είχε πιάσει φιλία με την Rachel, μια υπέροχη και ντροπαλή αφροαμερικάνα, κόρη συναδέλφου και είχαν ταιριάξει υπέροχα. Ο πατέρας της, ο Michael ήταν φυσικός και δίδασκε στο Stanford ενώ η μητέρα της η Maurice ήταν γιατρός. Καθότι εκτός από συνάδελφος ήταν και γείτονας τα sleepovers είτε της Rachel μαζί μας είτε της Φανής στους Barrows ήταν συχνά. Η Φανούλα μου είχε αρχίσει σιγά-σιγά να γίνεται πιο κοινωνική καθώς βρισκόταν σε ένα περιβάλλον που τραβούσε μεν το θαυμασμό αλλά δεν την αντιμετώπιζε σαν εξωγήινη.
Baby steps με την ενθάρρυνση τη δική μου και του Στέφανου. Την πρώτη φορά που πήγε σε κάποιο φοιτητικό πάρτι, πάντα με την Rachel καθώς είχαν γίνει αχώριστες, η αλήθεια είναι ότι και ο Στέφανος κι εγώ πρέπει να καπνίσαμε δύο πακέτα καπνό από την αγωνία μας. Όταν γύρισαν και οι δύο χαμογελαστές και άρχισαν να μας διηγούνται πόσο όμορφα πέρασαν η καρδιά μας επέστρεψε στη θέση της. Η Rachel αν και τρία χρόνια μόλις μεγαλύτερη από τη Φανή ήταν εξαιρετικά υπεύθυνο κορίτσι και την πρόσεχε σαν κέρβερος.
Η Φανή της το ανταπέδωσε κατά κάποιο τρόπο καθώς ήταν εκείνη που σύστησε τον Jonas, ένα σουηδό εικοσάχρονο συμφοιτητή της, στη Rachel.
Χαμογελάω στο πως γνώρισε τον Jonas η Φανούλα. Έκανε μια παρατήρηση η Φανή σε ένα μάθημα και του Jonas που καθόταν δίπλα της του ξέφυγε ένα «Θεέ μου, είσαι απίθανη,» στα σουηδικά στο οποίο η Φανή του απάντησε χαμογελώντας, επίσης στα σουηδικά «Σε ευχαριστώ πολύ αν και νομίζω ότι είναι προφανές.»
Βέβαια το τι είναι προφανές για τη Φανή και τι για τους υπόλοιπους ανθρώπους σηκώνει τεράστια συζήτηση, πάντως όπως και να έχει η Φανή απέκτησε ένα φανατικό θαυμαστή παρά το γεγονός ότι του ξεκαθάρισε -η αλήθεια είναι όχι και με τον καλύτερο τρόπο- ότι έχει αγόρι.
Και μετά του γνώρισε την Rachel και ο Jonas ξέχασε τα μαθηματικά, ξέχασε τη Φανή, ξέχασε και το όνομά του.
Σήμερα είχαν έξοδο και οι τρεις τους και μετά ο Jonas θα άφηνε Φανή και Rachel στους Barrows για sleepover.
Πήγα στο δωμάτιο της Φανής όπου ετοιμαζόταν με τη βοήθεια της Rachel, ο Στέφανος ήταν στο κοινό μας study και προσπαθούσε να τελειώσει την προετοιμασία του αυριανού μεταπτυχιακού μαθήματος.
«Hello there,» τους είπα χαμογελώντας.
«Ευουλίνι μουυυυυυυυυυ,» είπε η Φανή.
“Hey, don’t move, we will nEver finish,” είπε η Rachel προσπαθώντας να βάλει make-up στην Φανή
«Sorry,» είπε η Φανή χωρίς να το εννοεί.
“Sit tight or so help me God, I will nail you down,” την απείλησε η Rachel και μετά γύρισε προς εμένα και μου χαμογέλασε “Hello Eve, how are you?”
“Been there done that!” της είπα χαμογελώντας. Τα ίδια ζουζουνίσματα η Φανούλα τα έκανε και σε μένα και την Κατερίνα όταν την ετοιμάζαμε για να βγει με τον Josh.
“Almost finished,” είπε η Rachel
“So, where are you going tonight?”
“DNA lounge, it has an Event today,” είπε η Φανή.
“Are you going to a club? Seriously;» της είπα γεμάτη απορία. Στη Φανή δεν άρεσε ούτε η πολυκοσμία ούτε η φασαρία.
«The things we do for love,» απάντησε φιλοσοφικά η Φανή κάνοντας εμένα και τη Rachel να βάλουμε τα γέλια. “Well, after the first frat party I realized that it wasn’t this bad.”
“After having a panic attack,” την κατηγόρησε τρυφερά η Rachel.
«That I did but you had my back!» της είπε η Φανούλα χαρίζοντάς της το πιο γλυκό χαμόγελο. “It was like my first kiss, more or less. The first time I had a panic attack, the second time it became easier and by the third time I started liking it. And look where I got,” είπε χαμογελώντας μου.
“Don’t you remind me this, young lady, you gave me a heart attack.”
“For a kiss?” με ρώτησε η Rachel
“Not exactly,” της απάντησε η Φανή “but in a way you could call it a kiss,” είπε βγάζοντας τη γλώσσα της πειρακτικά. Η Rachel έβαλε τα γέλια όταν κατάλαβε το υπονοούμενο ενώ εμένα η πίεση ανέβηκε γύρω στο 30.
“This is it; you are grounded for the rest of your life!” της είπα.
«Ευουλίνι μουυυυυυυυυυυυυυυυυ,» μου είπε και πετάχτηκε και με πήρε στην αγκαλιά της φιλώντας με και γεμίζοντάς με κραγιόν.
Χτύπησε το κουδούνι, πρέπει να είχε έρθει ο Jonas.
“Are you finished?” τις ρώτησα.
«Almost,» είπε η Rachel και κάθισε μπροστά από τον καθρέφτη για να βάλει στον εαυτό της τις τελευταίες πινελιές.
«Ok, I ’ll let Jonas know,» της είπα και κατέβηκα κάτω. Ο Στέφανος είχε σηκωθεί για να πάει να ανοίξει αλλά του έκανα νόημα ότι θα άνοιγα εγώ, οπότε γύρισε στο γραφείο του.
Άνοιξα την πόρτα και ο Jonas με είδε και μου χαμογέλασε. Στα χέρια του κρατούσε τρία τριαντάφυλλα, ένα κόκκινο, ένα πορτοκαλί και ένα μωβ.
«My Lady,» μου είπε και μου έδωσε το μωβ τριαντάφυλλο κάνοντάς με να πάθω σχεδόν κράμπα από το χαμόγελο.
«Thank you, my good Sir,» του είπα και του έκανα νόημα να περάσει μέσα. «The girls are almost ready.»
«Thank you, ma’am,» είπε και πέρασε μέσα κάνοντάς με να αναστενάξω. «Ma’am.». Βέβαια τον καταλάβαινα, ήταν φοιτητής μου -από τους καλύτερους αν όχι ο καλύτερος- στο προπτυχιακό μου μάθημα της Τοπολογίας οπότε παρά τη φιλία του με τη Φανή και την Rachel προσπαθούσε να είναι όσο πιο τυπικός γίνεται μαζί μου.
“Do you want to have some tea or coffee while waiting the girls?” τον ρώτησα.
«Thank you, ma’am, I’m ok,» μου είπε χαμογελώντας ντροπαλά.
Εκείνη την ώρα κατέβηκαν Φανή και Rachel η οποία έτρεξε και τον πήρε αγκαλιά και τον φίλησε με πάθος στο στόμα. Ο φουκαράς κοκκάλωσε στην αρχή αλλά τελικά ανταπέδωσε δείχνοντας όχι λιγότερο πάθος.
«I miss Josh so much…» είπε η Φανή φορώντας το κουταβίσιο βλέμμα της.
“I know, sweety,” της είπα.
Ξερόβηξα για να συμμαζέψω Jonas & Rachel, ο Jonas έγινε κόκκινος.
“Have a wonderful time,” τους είπα ξεπροβοδίζοντάς τους.
“We will,” μου είπαν.
“Please text me as soon as you return to your house,” είπα στη Rachel.
“Of course, Eve,” είπε η Rachel. Μπήκαν στο αυτοκίνητο του Jonas και έφυγαν.
Έκλεισα την πόρτα και πήγα και βρήκα το Στέφανο
«Έφυγαν τα παιδιά,» του είπα.
«Τελειώνω και εγώ σε λίγο,» μου είπε. «Πήγαινε να ετοιμάσεις το μπάνιο.»
«Μάλιστα Αφέντη μου,» του είπα χαμογελαστή και πήγα να ετοιμάσω το τζακούζι. Το γέμισα με νερό στη θερμοκρασία που θέλει ο Στέφανος και έριξα και τα άλατα. Πήγα κάτω και έφερα ένα μπουκάλι κρασί και δύο ποτήρια και στο μεταξύ όπλισα και το συναγερμό, σε περίπτωση που επέστρεφαν ξαφνικά τα παιδιά θα είχαμε χρόνο να βγει τουλάχιστον ο ένας από τους δύο από το μπάνιο καθώς LCD με το status του, υπήρχε σε κάθε δωμάτιο, του μπάνιου συμπεριλαμβανομένου.
Πηγαίνοντας πάνω πέρασα από το study.
«Στέφανε, το μπάνιο είναι έτοιμο,» του είπα.
«Μπες μέσα και έρχομαι σε πέντε λεπτά. « μου είπε
«Αμέσως,» του είπα και πήγα πάνω. Άφησα το μπουκάλι με το κρασί και τα δύο ποτήρια, γδύθηκα και έβαλα αυτά που φορούσα στα άπλυτα. Μετά χώθηκα μέσα στο νερό που για τα γούστα μου ήταν χλιαρό αλλά Στέφανου παρόντος πάσα αρχή παυσάτω.
Έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας απλά την αίσθηση του νερού, θα περίμενα και το Στέφανο για να ανοίξω το μηχανισμό του τζακούζι. Δεν μετρούσα χρόνο αλλά δε μου φάνηκε να πέρασαν πάνω από 2-3 λεπτά πριν έρθει και ο Στέφανος. Γύρισα και του χαμογέλασα. Μου χαμογέλασε και εκείνος, γδύθηκε και μπήκε στο τζακούζι.
Πήρα τα ποτήρια και τα γέμισα με κρασί. Τσουγκρίσαμε και ήπιαμε μια γουλιά.
«Τελείωσες την προετοιμασία;» τον ρώτησα.
«Ναι, βασικά έκανα και την προετοιμασία και των μαθημάτων της Παρασκευής, αύριο το βράδυ λέω να βγάλω τα κορίτσια μου έξω. Έχω κάνει κράτηση στο Waterbar.»
«Θαυμάσια ιδέα,» του είπα, τις Πέμπτες τελειώναμε και οι τρεις μας νωρίς.
«Εσύ έχεις τελειώσει;»
«Ναι, έχω τελειώσει.»
«Α, δε σου είπα! Το άλλο ΣΚ θα έρθει ο Harry, το φιλάμε έκπληξη για τη Φανή.»
«Προτείνω να της πω ότι θα πάμε πάλι κάποια διήμερη εκδρομή εδώ γύρω για να μην κανονίσει κάτι!»
«Ναι, κάτι τέτοιο σκέφτομαι. Και Κυριακή λέω να διοργανώσουμε και BBQ και να καλέσουμε τους Barrows και τους Cohen.»
«Α, μια που είπες Cohen. Έχω μια ιδέα αλλά θέλω την έγκρισή σου.»
«Τι αφορά;»
«Τη Φανή,» του είπα.
«Για πες.»
«Αφού δεν την ενδιαφέρει η θεωρία αριθμών σκέφτηκα να πω στον Ralph να με βοηθήσει να στρίψουμε τη Φανή στην εικασία του Hodge. Το πιστεύω πραγματικά Στέφανε, αν υπάρχει άνθρωπος στον πλανήτη που να έχει ελπίδα να αποδείξει την ισχύ της ή να την καταρρίψει είναι η Φανή.»
«Γιατί με ρωτάς; Εσύ ξέρεις καλύτερα τις δυνατότητες της Φανής όσον αφορά Άλγεβρα και Τοπολογία και ξέρω πως αυτοί οι δύο τομείς είναι το κύριο ενδιαφέρον της.»
«Γιατί το κυνήγι της εικασίας του Hodge μπορεί κάλλιστα να αποδειχτεί χίμαιρα και η Φανή μέχρι στιγμής δεν έχει αντιμετωπίσει κάτι που είναι υπεράνω των δυνάμεών της. Από την άλλη αν είναι υπεράνω των δυνάμεων της Φανής… δεν έχουμε καμιά ελπίδα μέχρι να γεννηθεί μια νέα Φανή.»
«Ναι, καταλαβαίνω γιατί το λες… ωστόσο Ευδοκία η αποτυχία και η διαχείρισή της είναι κάτι που θα πρέπει να μάθει. Κι εγώ το πέρασα αυτό με την εικασία του Χαταγιάμα και δεν είχα δίπλα μου ένα μυαλό σαν το δικό σου ή του Ralf για να με βοηθήσει. Αν ενδιαφέρει την ίδια, by all means do it.»
«Θα τη βολιδοσκοπήσω. Περιττό να σου πω ότι ο Ralph έχει ερωτευτεί το μυαλό της Φανής, στο βαθμό που σταμάτησε να με δέρνει τρεις φορές την ημέρα που σηκώθηκα και έφυγα από το Stanford.»
«Χαχαχα, μη μου πεις, ακόμα σε μάλωνε;»
«Δε φαντάζεσαι! Μα δε θυμάσαι τι έγινε όταν του κάναμε και οι τρεις επίσκεψη;»
«It took you long enough young lady,» είπε ο Στέφανος προσπαθώντας να μιμηθεί το Ralph κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
«Όχι ότι η Φανή πάει πίσω. Έχει τους καλύτερους καθηγητές του κόσμου και είναι συνεχώς «Ο Dr. Cohen,» το ένα, ο «Dr. Cohen,» το άλλο.»
«Χαχαχα,» έβαλε τα γέλια ο Στέφανος. «Μη μου πεις ότι ζηλεύεις;»
«Ζηλεύω λίγο,» παραδέχτηκα. «Αν αρχίσει και της μαγειρεύει γαριδομακαρονάδα θα κάνω την Miranda χήρα, μα τω Θεώ,» του είπα κάνοντας τον να βάλει εκ νέου τα γέλια.
«Για βάλε τώρα το μαραφέτι να παίζει να κάνουμε καμιά μπουρμπουλήθρα,» μου είπε ο Στέφανος και άνοιξα το μηχανισμό του τζακούζι.
Έκλεισα τα μάτια και ξάπλωσα πίσω απολαμβάνοντας την αίσθηση του υδρομασάζ.
«Στέφανε, το νερό έχει αρχίσει να κρυώνει, μου επιτρέπεις σε παρακαλώ να βάλω λίγο ζεστό;»
«Άντε βάσανο, βάλε ζεστό και το κρίμα στο λαιμό σου αν με κάνεις βραστή γαρίδα!»
«Πού να δεις με τι νερό κάνει μπάνιο η Φανή, μέχρι και σε μένα φαίνεται καυτό.»
«Ναι, μερικά πράγματα δεν αλλάζουν.»
«Ποιος να μας το έλεγε πριν από δύο μήνες. Η Φανή σε κλαμπ. Ανθίζει σα λουλούδι, Στέφανε και ας της λείπει ο Josh της.»
«Ένας από τους λόγους που μπορώ και κοιμάμαι ήσυχος τα βράδια.»
«Η Φανή δεν ήταν άτομο που θα τα φόρτωνε στον κόκορα υπήρχε δεν υπήρχε Josh οπότε ο λόγος που κοιμάσαι ήσυχος τα βράδια είναι ότι ο Ρωμαίος της είναι σε άλλη ήπειρο.»
«Δεν είπα ότι δε βοηθάει.»
«Να σε δω του παραχρόνου,» του είπα.
«Μη μου το θυμίζεις,» μου είπε και έβαλα τα γέλια. Το νερό είχε επιτέλους αρχίσει να γίνεται πιο ζεστό.
«Τελικά είχαν δίκιο για τα βατράχια,» του είπα βγάζοντας τη γλώσσα μου πειραχτικά.
«Με βράζεις σιγά-σιγά άτιμο θηλυκό;»
«Λίγο μόνο,» του είπα ωστόσο έκλεισα το ζεστό νερό.
«Για έλα εδώ,» μου είπε και πήγα και κάθισα ανάμεσα στα πόδια του ακουμπώντας την πλάτη μου στο στέρνο του. Ένιωσα τον ερεθισμό του. Ο Στέφανος με έπιασε από τα στήθη και άρχισε να μου τα μαλάζει απαλά. Έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας την αίσθηση.
Σταμάτησε και σηκώθηκε και με σήκωσε και εμένα. Με φίλησε βαθιά και μετά με έβαλε και γύρισα, σπρώχνοντάς με προς τον τοίχο. Με τράβηξε από τη λεκάνη κάνοντάς με να τουρλώσω τον κώλο μου. Έτριψε τον πούτσο του στον κώλο μου και μετά σιγά-σιγά τον βύθισε μέσα μου. Είχε κάμποσο καιρό να με πάρει από πίσω και πόνεσα, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα βογγητό.
Τραβήχτηκε σχεδόν όλος έξω και μπήκε σιγά-σιγά και πάλι όλος μέσα μου. Και ξανά. Και ξανά. Με άρπαξε από τα στήθη και καρφώθηκε όλος μέσα μου κάνοντάς με να ουρλιάξω.
«Σε πονάω, Ευδοκία; Θέλεις να σταματήσω;»
«Όχι Αφέντη μου. Σε παρακαλώ μη σταματάς. Κάνε με δική σου με όποιο τρόπο θες.»
«Μμμ,» είπε «πόσο μου αρέσεις που είσαι σφιχτή.»
«Χαίρομαι που σ’ αρέσει Αφέντη μου,» του είπα ενώ ο πούτσος του μπαινόβγαινε μέσα στο κωλαράκι μου. Ο πόνος είχε αρχίσει σιγά-σιγά να υποχωρεί.
Ήταν υπέροχα. Ήμουν εκεί, δική του, για να με χρησιμοποιήσει με τον τρόπο που Εκείνος ήθελε. Δε χρειαζόμουν τίποτα περισσότερο, μόνο την ικανοποίησή Του.
Άρχισε να επιταχύνει τις κινήσεις του, ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν οι ανάσες του και το κλαπ-κλαπ που έκανε όταν έμπαινε όλος μέσα μου. Τα χέρια του έσφιγγαν δυνατά τα στήθη μου και με τα ακροδάχτυλα μου τσιμπούσε τις ρώγες. Μου τα έσφιξε τόσο δυνατά που πόνεσα και με μια τελευταία κίνηση καρφώθηκε μέσα μου και κάθισε ακίνητος ενώ ο πούτσος του έκανε σπασμούς βαθιά μέσα στον κώλο μου γεμίζοντάς τον.
Τραβήχτηκε απαλά. Τον ξέπλυνα με σαπούνι και νερό.
«Πάω στο δωμάτιο. Στέγνωσε και έλα μέσα,» με διέταξε.
«Μάλιστα Αφέντη μου,» του είπα
Ξεπλύθηκα στα γρήγορα και έβαλα το υδρομασάζ να αδειάσει. Σφουγγάρισα τα λίγα νερά που είχαν χυθεί στο πάτωμα και πήγα στο δωμάτιό μου και στέγνωσα τα μαλλιά μου. Μετά, ακόμα γυμνή, πήγα και τον βρήκα στο δωμάτιό του, είχε ξαπλώσει.
Με έκανε δική του ακόμα δύο φορές προσφέροντάς μου πολλαπλούς οργασμούς και μετά με πήρε στην αγκαλιά του.
Κουβεντιάσαμε για αρκετή ώρα και μετά είδαμε τηλεόραση πίνοντας το κρασί μας. Πριν κοιμηθούμε τον ικανοποίησα με το στόμα μου και όταν τελείωσε μου άνοιξε την αγκαλιά του και χώθηκα μέσα της.
Το πρωί θα τον ξυπνούσα με τον ίδιο τρόπο, ήταν από τα πράγματα που του άρεσαν και εγώ λάτρευα να τον ικανοποιώ. Κάθε φορά που η Φανή έκανε sleep over στη Rachel ήταν μια ιεροτελεστία, αρχικά το μπάνιο και μετά σεξ, κουβεντούλα ή τηλεόραση συνοδεία κρασιού ή διάβασμα.
Μα το πιο υπέροχο ήταν που το βράδυ κοιμόμουν και το πρωί ξυπνούσα στην αγκαλιά Του.
Κεφάλαιο 71 - Έχε Harry
Στέφανος
Κρίμα που δεν ήταν εδώ η Κατερίνα. Ο Harry είχε κολλήσει covid-19 και αν και είχε αναρρώσει θα έπρεπε να περιμένει 7 μέρες πριν επιστρέψει στο χειρουργείο. Του πρότεινα να έρθει να κάτσει μαζί μας για να μην είναι και μόνος του καθώς η Emily με τον άντρα της ζούσαν πλέον στον Καναδά. Όχι ότι ο Harry είχε πρόβλημα να βρει οποιαδήποτε παρέα αν το ήθελε αλλά ήταν κατά βάθος πολύ μοναχικός άνθρωπος και θεωρούσε ελάχιστους ανθρώπους ως δικούς του. Δέχτηκε, θα ερχόταν την Παρασκευή το απόγευμα. Εγώ είχα μάθημα μέχρι αργά αλλά η Ευδοκία τέλειωνε σχετικά νωρίς. Στη Φανή δεν είχαμε πει τίποτα.
Πράγματι, την Παρασκευή το απόγευμα γύρισα σπίτι. Η Φανή ήταν μόνη της στο σαλόνι και διάβαζε στο tablet της.
«Μπαμπουίνε μου!» μου είπε χαρίζοντάς μου ένα αστραφτερό χαμόγελο.
«Κοριτσάρα μου!» της είπα ανταποδίδοντας χαμόγελο.
«Η Εύη,» δεν είναι εδώ μου είπε.
«Ναι, το ξέρω. Είχε κάποια υποχρέωση μου είπε, θα κατέβει στο Σαν Φρανσίσκο.»
«Κρίμα που δεν την πρόλαβα, δε θα έλεγα όχι για μια βόλτα.»
«Δεν κατέβηκε για βόλτα, μαϊμού. Κάποια δουλειά έχει.»
«Ουφ, καλά,» μου είπε.
«Πάω να κάνω ένα ντους και να αλλάξω,» της είπα και ανέβηκα πάνω. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα κατέβηκα στο σαλόνι.
«Ελπίζω να μην αργήσει,» είπε η Φανή, «πεινάω.»
«Άμα πεινάς ζέστανε το φαγητό και φάε!»
«Δε θέλω να φάω μόνη μου.»
«Τότε θα κάνεις υπομονή… Με τι ασχολείσαι;» τη ρώτησα.
«Τώρα τίποτα συγκεκριμένο. Μου έβαλε ένα ενδιαφέρον αλγεβρικό πρόβλημα η Εύη το οποίο για να το λύσω χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω την εικασία του Hodge. Αλλά όπως καταλαβαίνεις είναι εικασία οπότε μάλλον θα υπάρχει και άλλη λύση που αυτή τη στιγμή που διαφεύγει.»
Χαμογέλασα μέσα μου, η Ευδοκία το είπε και το έκανε. Την τελευταία φορά που είχε βάλει μια ανάλογη άσκηση στη Φανή -όσο και αν αυτό δεν ήταν αρχικά ο σκοπός της- αυτό είχε καταλήξει στο θεώρημα SPH. Βασισμένοι στη μέθοδο της Φανής που για τους σκοπούς της άσκησης είχε αποδείξει μια ειδική μορφή της εικασίας του Hoffman η Ευδοκία με τον Hirch είχαν αποδείξει και τη γενική μορφή του απαντώντας σε ένα ερώτημα που ήταν ανοιχτό 50 χρόνια.
Ο συνδυασμός του παραπάνω με το θεώρημα Πέτρου είχαν χαρίσει στην Ευδοκία το ένα από τα τέσσερα Fields του 2022, κάνοντάς την τη δεύτερη γυναίκα στην ιστορία που το λάμβανε.
Ωστόσο με εξαίρεση τη Φανή, το SPH και η περίοδος που το ακολούθησε ήταν κάτι που όλοι προσπαθούσαμε να ξεχάσουμε. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε τέτοιο θέμα, η Ευδοκία είχε ζητήσει την άδειά μου και είχε πράξει με τις ευλογίες μου. Είχε συνεννοηθεί με το Ralf και της έβαζαν και άλλα προβλήματα που για να λυθούν βασίζονταν στην αποδοχή -χωρίς απόδειξη- του αληθούς της εικασίας του Hodge βάζοντας το μυαλό της Φανής στην πρίζα.
Το είχα συζητήσει ιδιωτικά με το Ralf ο οποίος ορθά-κοφτά μου είχε πει ότι αυτή τη στιγμή υπήρχαν δύο άτομα στον πλανήτη τα οποία είχαν ελπίδα να κόψουν το γόρδιο δεσμό, δασκάλα και μαθήτρια. Η δασκάλα είχε δηλώσει ότι αυτό ήταν υπεράνω των δυνάμεών της οπότε ο κλήρος είχε πέσει στην ανυποψίαστη Φανή. Ωστόσο δεν το θεωρούσα manipulation γιατί το μόνο που έκαναν ήταν απλά να της κεντρίσουν το ενδιαφέρον. Από εκεί και πέρα όλα τα υπόλοιπα ήταν στο χέρι της ή για να είμαι ακριβής στο μυαλό της.
Όπως ακριβώς είχε κάνει και ο Hallows με μένα και την εικασία του Χαταγιάμα.
Κάθισα δίπλα στη Φανή η οποία χάζευε κάτι στο Wikipedia. Μου χαμογέλασε και θαύμα θαυμάτων ήρθε και χώθηκε στη αγκαλιά μου σκάζοντάς μου ένα ρουφηχτό φιλί και φωνάζοντάς με «Μπαμπουίνε μουυυυυυυυ.».
Είχε κουρνιάσει σαν παιδάκι στην αγκαλιά μου και απολάμβανα αυτή την εξαιρετικά σπάνια στιγμή χαϊδεύοντάς της απαλά τα μαλλιά. Η κυρία βολεύτηκε και χαλάρωσε τόσο πολύ που την πήρε ο ύπνος και χαμογελώντας μέχρι και τα μουστάκια μου συνέχισα να τη χαϊδεύω προσπαθώντας να μην την ξυπνήσω. Πρέπει να πέρασε πάνω από μισή ώρα όταν άκουσα την πόρτα να ανοίγει και μπήκε μέσα ο Harry με την Ευδοκία. Τους χαμογέλασα και τους έκανα νόημα να κάνουν ησυχία. Ήρθαν και οι δύο νυχοπατώντας μπροστά από τον καναπέ.
«Hey little monkey,» της είπε τρυφερά ο Harry χαϊδεύοντας την τρυφερά στο χέρι. Η Φανή άνοιξε τα μάτια της στην αρχή χωρίς να μπορεί να πιστέψει αυτό που έβλεπε.
«Jayyyyyyyyyyyyyyyyyyyyy,» είπε και πετάχτηκε σα σούστα και χώθηκε στην αγκαλιά του νονού της ξεχνώντας ότι ήταν κοντά 16 χρονών και όχι 5. Ο Harry χωρίς να διαμαρτυρηθεί και με χαμόγελο μέχρι τα αυτιά την πήρε στην αγκαλιά του.
«Hello Stefan,» μου είπε και κάθισε δίπλα στον καναπέ έχοντας αγκαλιά τη Φανή σα να ήταν κοριτσάκι. Η Φανή είχε χώσει το κεφάλι της στους ώμους του και τον έσφιγγε με δύναμη που θα ζήλευε και ο πιο φιλόδοξος βόας.
“Hello Harry, very nice to see you again,” του είπα χαμογελώντας.
“Sir, I will put your things to my room, I will sleep with Fani while you are here.”
«You sure? I will stay for 9 more days,» είπε ο Harry κάνοντας τη Φανή να τσιρίξει από τη χαρά της.
«Win-Win,» είπε η Φανή! “I will have you here and I will sleep with Εύη,” μας δήλωσε λάμποντας από τη χαρά της.
Την άλλη μέρα η Φανή είχε να πάει σε ένα πάρτι με την Rachel και τον Jonas οπότε θα μέναμε σπίτι οι τρεις μας.
“So, Stefan,” είπε ο Harry, “Are you interested to be introduced to SF BDSM scene?”
“By Gods yes,” απάντησα.
“Ok, let make me some calls,” είπε.
“And we have to buy some things,” του είπα. “We will be back in one hour give or take,” συνέχισα. “Ευδοκία, πήγαινε φόρα κάτι πρόχειρο, έχουμε να πάμε για ψώνια,» της είπα. Ανέβηκε πάνω στο δωμάτιο που ήταν η Φανή και ετοιμαζόταν με την Rachel και κατέβηκε φορώντας ένα απλό μπλουζάκι, τζιν και αθλητικά παπούτσια.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και σε λίγη ώρα ήμασταν στο Burbank όπου ήταν το sex shop που ενδιαφερόμουν. Δεν ήθελα πολύπλοκα πράγματα, πήρα ένα δερμάτινο κολάρο και μια αλυσίδα για την Ευδοκία. Είδα και ένα υπέροχο βελούδινο choker, το πήρα και αυτό. Δεν σκόπευα να φορέσει κάτι εξεζητημένο και η Ευδοκία είχε τα κατάλληλα ρούχα.
«Σήμερα θα φορέσεις το δερμάτινο κοντό φόρεμα που έχεις, με δικτυωτό καλσόν και μποτάκια. Δε θα φορέσεις σουτιέν.»
«Μάλιστα Αφέντη μου,» μου απάντησε.
Γυρίσαμε σπίτι, δε μας πήρε πάνω από μία ώρα. Η Φανή με την Rachel είχαν τελειώσει το ντύσιμό τους και καθόντουσαν κάτω με το Harry με την τελευταία να μην μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω του. Το είχε αυτό ο Harry, μαγνήτιζε όλα τα γυναικεία βλέμματα. Ακόμα και η Ευδοκία, που κατά τα άλλα δεν τον έβρισκε του γούστου της, τον κοίταζε σαν κουτάβι.
Αν ζήλευα κάτι από το Harry ήταν ο τρόπος που μαγνήτιζε τον περίγυρό του. Άντρες και γυναίκες.
Λίγη ώρα αργότερα ήρθε ο Jonas του οποίου επίσης του κόπηκε η λαλιά όταν του συστήσαμε το Harry. Χαμογέλασα ενώ ο φουκαράς ο πιτσιρικάς ένιωθε σαν γαζέλα μπροστά σε λεοπάρδαλη. Ο μόνος που γνώριζα να μην επηρεάζεται από το Harry, εκτός από εμένα, ήταν το… γαμπρουδάκι μου, ο Josh ο οποίος είχε αντιμετωπίσει το Harry σα να μην τρέχει κάστανο κοιτώντας τον σταθερά στα μάτια. Εκτός από τη Φανή, εμένα, τον Josh και την Ευδοκία, όταν τον συνήθισε, δεν είχα δει άλλον άνθρωπο να αντέξει πάνω από ένα-δυο δευτερόλεπτα να κοιτάξει το Harry στα μάτια. Ούτε καν ο Tomas ο οποίος αν μη τι άλλο τον ξέρει από μωρό παιδί.
Του φουκαρά του Jonas έτρεμαν ακόμα τα πόδια του όταν πήρε τα κορίτσια και φύγανε. Είπαμε στη Φανή να κοιμηθεί σήμερα στης Rachel γιατί εμείς θα βγαίναμε έξω και θα γυρνούσαμε αργά. Όχι ότι δε θα μπορούσε να μείνει μόνη της η Φανή στο σπίτι αλλά η ίδια δεν ένιωθε ακόμα έτοιμη για τόσο μεγάλα βήματα. Όταν φύγαμε γύρισα στον Harry.
“Did you make your contact?”
“That I did,” είπε χαμογελώντας. “We are lucky, we have a private Event today.”
«Oh,» είπα και χαμογέλασα. Ήξερα τι σημαίνουν τα private Events στα οποία είχε πρόσβαση ο Harry.
Η Ευδοκία από την άλλη μας κοίταζε αμήχανη.
«Και δεν έχεις φτιάξει και παστίτσιο,» της είπα πειρακτικά κάνοντάς την να παγώσει ακόμα περισσότερο.
Don’t you love those little surprises?
Ευδοκία
Πήγα στο δωμάτιο και ντύθηκα όπως μου είχε ζητήσει ο Στέφανος. Όπως με είχε διατάξει πρωτύτερα δεν είχα βάλει σουτιέν. Το ντεκολτέ ήταν βαθύ και αποκαλυπτικό και η φούστα κοντή. Φόρεσα προσεκτικά το καλσόν και έβαλα τα μποτάκια μου. Βάφτηκα ελαφρά και έβαλα μωβ κραγιόν στα χείλη.
Κατέβηκα στο σαλόνι. Ο Στέφανος και ο Harry ήταν ντυμένοι και έτοιμοι.
“She really is a beauty,” είπε ο Harry στο Στέφανο.
«Come here,» είπε ο Στέφανος και πήγα και στάθηκα μπροστά του. «Kneel,» με διέταξε και έπεσα στα γόνατα. Μου φόρεσε το δερμάτινο κολάρο.
«Some basic rules,» είπε ο Harry. “You are not allowed to look any Master/Mistress into their eyes. You are not to speak unless spoken first and always using Sir or Madam to address them. You are going to see some pretty recognizable faces; you are not allowed to stare. Is that clear?”
“Yes Sir, absolutely.”
“Nice. Not that is going to happen but in the unlikely Event of someone harassing you, you are to report it directly to Stefan or me. We will take it from there.”
“Yes sir,” του απάντησα.
“Ok, if you both are ready it’s time to get going.”
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο αλλά δεν πήγαμε σε κάποιο club όπως είχα φανταστεί. Δεν έχω άλλο τρόπο να το περιγράψω από «μέγαρο,» το μέρος που πήγαμε. Ο Harry μίλησε με το security και στην είσοδο μας έκαναν ένα μικρό tattoo που μας διαβεβαίωσαν ότι σε μια μέρα το πολύ θα έσβηνε.
Ο Στέφανος είχε περάσει το λουρί στην αλυσίδα και προχωρούσε μπροστά ενώ εγώ τον ακολουθούσα από πίσω κρατώντας το βλέμμα μου χαμηλά όπως με είχε διατάξει. Όντως δεν είχε πολύ κόσμο.
Ήρθε και μας χαιρέτησε ο ίδιος ο διοργανωτής. Ψηλός και μυώδης ντυμένος στα δερμάτινα μου φάνηκε περισσότερο σαν biker παρά σαν ιδιοκτήτης αυτού του μεγάρου.
“Harrison, so nice to see you after this long!”
“Well, you know how things are. Nice to see you again Jeremy. May I introduce you, Stefan and his slave?”
Ο Jeremy έσφιξε εγκάρδια το χέρι του με τον Στέφανο. Ένιωσα το βλέμμα του πάνω μου αλλά όπως μου είχαν πει κράτησα τα μάτια μου χαμηλά και δεν μίλησα μέχρι που μου μίλησε εκείνος.
“Pretty girl you have, Stefan. What’s your name, girl;»
«Eve, Sir,» του είπα χωρίς να τον κοιτάξω. Γύρισε προς το Harry και το Στέφανο.
«I hope you enjoy this beautiful night,» τους είπε και μας άφησε μόνους.
Πήγαμε και καθίσαμε σε ένα τραπέζι που ήταν για όρθιους. Ήρθε ένα γκαρσόν και ζήτησε από τον Στέφανο και το Harry τι θα πάρουν. Ο Στέφανος παράγγειλε και για μένα. Τραβώντας μου την αλυσίδα προς τα κάτω μου έδωσε να καταλάβω ότι ήθελε να γονατίσω στα πόδια του, πράγμα που έκανα. Έβαλε το χέρι του στο κεφάλι μου και συνέχισε να μιλάει με το Harry.
Κάποια στιγμή άκουσα μια φωνή.
«Stefan??? I ‘ll be damned,» και σήκωσα τα μάτια μου και είδα έναν γκριζομάλλη ο οποίος κρατούσε από την αλυσίδα του μια νεαρή εντυπωσιακή ξανθιά γύρω στα 20-25.
“Morty??? How…??”
“Surprise surprise!” είπε ο Harry χαμογελώντας.
“We flew here yesterday; we came for the Event. We had no idea that you came back to the States,” είπε ο Morty.
“I’m here since September. I’m teaching at Stanford, same as the girl here,” είπε δείχνοντάς με.
«Isn’t she…» πήγε να ρωτήσει ο Morty αλλά σταμάτησε.
“Yes, she is.”
“I’ll be damned!” απάντησε.
Και τότε μου έκοψε. Ο Mortimer Petersen. Ξεροκατάπια. Η κοπελίτσα που είχε στο λουρί του με κοίταξε και μου χαμογέλασε. Της ανταπέδωσα το χαμόγελο ενώ οι Αφέντες μας μιλούσαν εγκάρδια μεταξύ τους.
Και τότε ήρθε η στιγμή που μου έπεσε το σαγόνι στο πάτωμα όταν μια ξανθή, εντυπωσιακή και πολύ διάσημη παρουσία ήρθε και *γονάτισε* μπροστά στο Harry.
«Master!» του είπε κοιτώντας το πάτωμα.
Εγώ και η σκλάβα του Morty κοιταχτήκαμε στα μάτια έχοντας, αναγνωρίσει ποια ήταν η ξανθιά.
«My beautiful blondie,» της είπε και φέρνοντας το δάχτυλό του κάτω από το σαγόνι της, τής σήκωσε το κεφάλι. Τον κοίταξε με Λατρεία, τον κοίταξε όπως τον κοίταζε η Κατερίνα.
Μόνο που ο Harry δεν την κοίταζε όπως κοίταζε ο ίδιος την Κατερίνα. Απλά της χαμογέλασε. Η κοπέλα έμεινε γονατισμένη στα πόδια του και πήρα το βλέμμα μου από πάνω της.
Ο Στέφανος μου έλυσε το λουρί και το ίδιο έκανε και ο Morty με την Elize. Η αλήθεια είναι ότι ένιωθα αρκετά αμήχανα στην αρχή, αλλά η Elize δεν ήταν πρωτάρα σε τέτοια Events, με πήρε αλαμπρατσέτα και αναμειχτήκαμε με τον κόσμο. Φορώντας και οι δύο κολάρα είχαμε πολύ ευγενική αντιμετώπιση και όποιος και αν μας μιλούσε το έκανε με σεβασμό. Γνώρισα κάμποσους Αφέντες και Αφέντρες και τους σκλάβους τους. Η Elize ήξερε κάποιους και ούσα πολύ εξωστρεφής το είχε εύκολο να πιάσει κουβέντα με τον οποιονδήποτε. Μάλλον σε εκείνη ο Morty δεν είχε δώσει περιορισμό να μη μιλάει αν δεν της μιλάνε οπότε κατά πάσα πιθανότητα αυτή η διαταγή ήταν αποκλειστικά και μόνο για μένα.
Αναστέναξα αλλά τι να κάνω; Είμαι αυτή που είμαι και, αν μη τι άλλο, ο Αφέντης μου με ήθελε ακριβώς γι’ αυτό.
Λίγη ώρα αργότερα είδα τον Στέφανο να μου κάνει νόημα να πάω προς τα εκεί. Πήγα και όταν έφτασα μπροστά του γονάτισα και μου πέρασε και πάλι την αλυσίδα. Σε λίγο ήρθε και μας βρήκε ο Harry που παρόλο που δεν της είχε περάσει αλυσίδα είχε τη starlet να τον ακολουθεί σα σκυλάκι, γονατίζοντας μπροστά του κάθε φορά που σταματούσε. Κοιταχτήκαμε για λίγο με τη starlet και μου χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο, κλείνοντάς μου παιχνιδιάρικα το μάτι.
Ήταν από τις συμπάθειές μου στο σινεμά και η συμπεριφορά της με έκανε να τη συμπαθήσω ακόμα περισσότερο. Ποιος να μου το έλεγε αυτό ούτε καν 10 μήνες πριν. Και όχι μόνο είχε πρόσχαρη συμπεριφορά, είχε και εξαιρετικό χιούμορ και δεν ήταν λίγες η φορές που με έκανε να βάλω τα γέλια. Είχα να νιώσω τέτοια ζέστη για άγνωστό μου άνθρωπο από τότε που είχα γνωρίσει το Μιλτιάδη και τη Μυρσίνη, στα τέλη του Αυγούστου.
Ήλπιζα μέσα μου με όλη μου την ψυχή να καταλήξουμε όπως εκείνο το αυγουστιάτικο βράδυ, στη δεύτερή μας έξοδο δυο μέρες μετά την πρώτη. Είχα χαρεί με την ψυχή μου τη Μυρσίνη και, αν και η αλήθεια είναι πως στην αρχή είχα νιώσει άβολα, κατάφερα να ικανοποιήσω και το Μιλτιάδη. Η Μυρσίνη δεν είχε τέτοια προβλήματα αν κρίνω το χαμόγελό της μετά το «κατ’ ιδίαν,» με το Στέφανο. Βέβαια πέραν του show που είχαμε χαρίσει με τη Μυρσίνη σε Στέφανο και Μιλτιάδη δεν κάναμε τίποτα περισσότερο από πίπες, η κάθε μία στον άλλον Αφέντη της άλλης, αλλά όπως και να έχει ήταν πολύ καλύτερα απ’ ότι με το Harry που με κοίταζε να παίζω με τον εαυτό μου λες και έβλεπε ντοκιμαντέρ του National Geographic.
Και η ευχή μου πραγματοποιήθηκε. Πριν γίνει αυτό ωστόσο είχε προηγηθεί ένα ιδιωτικό show με ελάχιστους συμμετέχοντες. Ο Harry ανέβασε τη starlet γυμνή στο σταυρό και παίρνοντας ένα whip άρχισε να ζωγραφίζει σχήματα στην πλάτη της. Ακόμα κι εγώ που δεν αντέχω τον πόνο και, παρά το ότι γνώρισα το whip σε πολύ χειρότερη περίσταση, είχα μαγνητιστεί. Ο Harry ήταν μάγος, κάθε σημείο που σημάδευε με το whip έκανε την starlet να βγάλει για διαφορετικό ήχο και ο Harry την έπαιζε με τον ίδιο τρόπο που εγώ και ο Στέφανος παίζαμε πιάνο.
Ήταν ΑΠΙΘΑΝΟ.
Βέβαια όταν βρέθηκα εγώ δεμένη γερά πάνω στο σταυρό ήρθε η ώρα της μετάνοιας. Ήταν η σειρά μου να δώσω performance μόνο που σε εμένα ήταν διαφορετικά. Είτε μου κοβόταν η ανάσα είτε ούρλιαζα από τον πόνο. Ο Harry δε με βάρεσε δυνατά, για τα δικά του μέτρα, αλλά για μένα το μόνο που είχε σημασία ήταν να μην πω το safeword που μου είχαν δώσει, να μην ντροπιάσω τον Αφέντη μου. Τίποτε άλλο δε με ένοιαζε.
Ευτυχώς ο Harry φρόντισε ώστε να μη με κάνει να ξεπεράσω τα όρια, όρια που δεν είχα καν ιδέα πως έχω. Η πρώτη φορά που είχα δοκιμάσει whip ήταν για τιμωρία και είχα μισολιποθυμήσει. Προηγουμένως ο Harry είχε παίξει μουσική με το whip, τώρα ζωγράφιζε με καμβά την ίδια μου την πλάτη. Ήρθε ο ίδιος και με έλυσε ψιθυρίζοντας μου τρυφερά στο αυτί.
“You did great little one. You made your Master proud. You made *me* proud,» μου είπε τονίζοντας το.»me,» και κάνοντάς με να χαμογελάσω παρά τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια μου.
Ο Στέφανος μου άλειψε απαλά την πλάτη με μια κρέμα ενώ στο σταυρό ανέβηκε η Elize. Έκλεινα τα μάτια μου σε κάθε χτύπημα ωστόσο τα άνοιγα ξανά, ο Harry έδινε παράσταση στην οποία ήταν καλεσμένοι ελάχιστοι θνητοί, θνητοί που δε θα τους έλεγες κοινούς με τίποτα. Πέρα από τη starlet είχα αναγνωρίσει τουλάχιστον άλλα τρία πασίγνωστα πρόσωπα. Η.»J,» δεν τολμώ να πω το όνομά της, μου χάιδευε τρυφερά το χέρι.
Όταν τελειώσαμε γυρίσαμε και οι τέσσερεις στο σπίτι μας στο Stanford. Ο Στέφανος πήρε την J. στο δωμάτιο. Εγώ πήγα στο δωμάτιο μου, που το είχα παραχωρήσει στο Harry. Ο Harry μου ζήτησε να του κάνω μασάζ, πράγμα το οποίο έκανα με πολλή ευχαρίστηση. Ήταν όμορφος και μυώδης και όσο τον έτριβα σε όλο του το σώμα δεν το κρύβω ότι ερεθίστηκα.
Αν δε με άκουσε όλο το Stanford λίγη ώρα αργότερα να μη με λένε Ευδοκία.
Και μετά μου μαύρισε και τον κώλο γιατί δεν μου είχε δώσει άδεια να τελειώσω αλλά από το ύφος του περισσότερο το διασκέδαζε παρά είχε θυμώσει παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν τελείωσε. Όπως και να έχει αυτή τη φορά ήταν ο κώλος μου που γνώρισε τη βίτσα του. Με πήρε από την αλυσίδα και πήγαμε στο δωμάτιο του Στέφανου με εμένα να τον ακολουθώ στα τέσσερα. Χτύπησε την πόρτα και ο Στέφανος είπε από μέσα «Come in.».
Καθόταν στην άκρη του κρεββατιού και η J. του έπαιρνε τσιμπούκι. Πρέπει να ήταν κοντά στο τέλος γιατί την κράτησε ακίνητη και αυτό ο Στέφανος το κάνει όταν τελειώνει μέσα στο στόμα μου. Η J. κατάπιε και τον κοίταξε χαμογελαστή.
«Go, play with her,» μου είπε ο Harry
Και όντως η ευχή μου πραγματοποιήθηκε. Το τέλος της βραδιάς με βρήκε με τη starlet να με γλείφει ενώ ο Στέφανος την έπαιρνε από τον κώλο με εμένα μπουκωμένη με τον πούτσο του Harry και οι δύο μας με κόκκινες πλάτες και κώλους από το μαστίγιο και τη βίτσα του Harry.
Κεφάλαιο 72 - Breakfast in America
Στέφανος
Ήταν πολύ δύσκολη η απόφαση να έρθουμε εδώ τη χρονιά που ο Tomas θα έμπαινε στην τρίτη λυκείου και όχι στο τέλος της. Ήταν ωστόσο αναγκαίο, όχι μόνο για τη Φανούλα αλλά και για την Ευδοκία. Η ίδια έδειχνε όπως πάντα στωική καρτερικότητα αλλά μέσα της υπέφερε. Η ίδια η Κατερίνα μου είπε ότι η Ευδοκία χρειαζόταν αλλαγή περιβάλλοντος.
«Το ξέρω ότι βάζεις τα παιδιά πάνω απ’ όλα, Stefan, αλλά ο Tomas θα αντέξει ένα εξάμηνο μακριά σου. Το να πάτε τώρα δε θα κάνει μόνο καλό στη Φανή, το χρειάζεται, πραγματικά το χρειάζεται και η ίδια η Ευδοκία. Θα στρέψει όλη την προσοχή της σε εσένα και τη Φανούλα… δεν είναι το ίδιο με αυτό που έχασε αλλά η φροντίδα των δύο ανθρώπων που λατρεύει και αγαπά όσο τίποτα σε αυτόν τον κόσμο… ίσως πάνω και από τα ίδια της τα μαθηματικά… θα τη βοηθήσει να το αφήσει… να το αφήσει πίσω της και ο χρόνος θα κάνει όλα τα υπόλοιπα.»
«Ο Tomas….»
«Δεν είναι μόνο η Φανή που βλέπει την Εύη σα μεγάλη αδερφή. Και έπειτα… αν το ένα μήλο έπεσε κάτω από τη μία μηλιά το άλλο έπεσε κάτω από την άλλη. Μπορεί να επέλεξε την Αθήνα αντί για το Harvard αλλά ξέρει τι θέλει να κάνει στη ζωή του και μπορεί να μην έχει την τυπική εκπαίδευση αλλά έχει την ίδια κοφτερή ματιά. Είναι απίστευτα έξυπνο παιδί Stefan. Νομίζω, είμαι σχεδόν σίγουρη, ότι έχει υποψιαστεί, αν όχι το είδος, τουλάχιστον την ύπαρξη της σχέση μας με την Εύη.»
«Τι λες;» τη ρώτησα αποσβολωμένος.
«Μπορεί να φοράς ένα προσωπείο Stefan, μπορεί αυτό το poker face να φαίνεται αδιαπέραστο αλλά δεν είναι. Όχι σε όποιον έχει τα μάτια να δει και την έμφυτη ικανότητα να αξιολογήσει τι βλέπει. Εκείνες τις εβδομάδες μπορεί να μην έβλεπε τόσο συχνά την Εύη αλλά μιλούσε μαζί της, έπαιζε μαζί της σκάκι. Όλη η ύπαρξη της Εύης μέχρι να γυρίσεις και είτε να της δώσεις τη λύτρωση του Παραδείσου είτε την τιμωρία της παγωμένης κόλασης, ήταν αυτά τα δίωρα με τη Φανή, η τελετουργία του Σαββάτου και τα παιχνίδια της με τον Tomas. Στα δικά σας επίπεδα η βελτίωση συνήθως είναι αργή, της Εύης ήταν σχεδόν μετεωρική. Ζούσε και ανέπνεε για τη Φανή και τα παιχνίδια της με τον Tomas, πιανόταν από τις ώρες που περνούσε μαζί τους με την ίδια απελπισία που ένας που πνίγεται πιάνεται από τα μαλλιά του. Ο Tomas παίζει σκάκι από τα 5 του, Stefan, αν είχε ο ίδιος τη διάθεση θα μπορούσε να είναι επαγγελματίας σκακιστής. Δεν μπορούσε να μην το προσέξει.»
Αναστέναξα.
«Και μετά… ακόμα και αν πριν φορούσατε προσωπείο και οι δυο σας, το βάρος που σας έφυγε ήταν τόσο φανερό που μέχρι και η Φανή θα μπορούσε να το είχε παρατηρήσει αν δεν της είχε πάρει τα μυαλά ο Josh ή τουλάχιστον όσα μυαλά δεν είναι αφιερωμένα στα μαθηματικά της.»
«Θα έχουμε δράματα λες το Σεπτέμβρη;»
«Από τη μεριά του Josh αρκετά πιθανό. Από τη μεριά της Φανούλας όχι. Θα της λείψει, μη νομίζεις, αλλά θα μπορεί να αφιερώσει όλο το χρόνο της στην υπέρτατη αγάπη και μάλιστα ευρισκόμενη σε ένα περιβάλλον στο οποίο δεν θα είναι υπεράνω των δυνάμεών του να τη διδάξει. Εμπιστεύομαι το ένστικτο της Εύης για να της βάλει το φρένο, όπου και όταν αυτό χρειαστεί. Η Εύη, Στέφανε, μπορεί να νομίζει η ίδια ότι βλέπει τη Φανούλα σα μεγάλη της αδερφή αλλά στην πραγματικότητα τη βλέπει σαν κόρη της. Ούτε η ίδια δεν το έχει συνειδητοποιήσει και ίσως να μην το συνειδητοποιήσει ποτέ της αλλά αυτό έχει ελάχιστη σημασία. Εγώ σαν μητέρα της Φανής δε θα μπορούσα να επιλέξω καταλληλότερο άνθρωπο να είναι μαζί της εφόσον δεν μπορώ να είμαι εγώ εκεί.»
Διάβαζα και ξαναδιάβαζα και ξαναδιάβαζα το American Journal of Mathematics. Δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Η Φανούλα μου… η Φανούλα μου μας είχε ξεπεράσει όλους. Είχε κλείσει πριν ένα μήνα τα 18της και σε τρία χρόνια δεν είχε απλά ξεπετάξει το πανεπιστήμιο με περιφρονητική ευκολία, Suma Com Lade, αλλά είχε λάβει και το διδακτορικό της και Θεέ μου, τι διδακτορικό! Ο παιδικός της έρωτας ήταν η πραγματική ανάλυση αλλά ο πραγματικός της ήταν η Τοπολογία και η Άλγεβρα. Με επόπτρια την Ευδοκία έλυσε ένα από τα 6 εναπομείναντα Millenium Problems. And then there were five.
On a projective non-singular algebraic variety over ℂ, any Hodge class is a rational linear combination of classes cl(Z) of algebraic cycles.
Η εικασία του Hodge. Το θεώρημα F. Stolsberg
Τέσσερις φορές έχω κλάψει στη ζωή μου. Την πρώτη φορά που η Κατερίνα κράτησε τα χέρια της τον Tomas. Την πρώτη φορά που η Κατερίνα κράτησε στα χέρια της τη Φανή. Μόνος μου μετά… μετά την ανακοίνωση των γιατρών ότι η μόνη θεραπεία που μπορούσε να λάβει η Ευδοκία σήμαινε ότι δε θα μπορούσε να κάνει δικά της παιδιά. Και τέλος, μετά το πέραν της υπεράσπιση της διδακτορικής διατριβής της Φανής, με την επιτροπή να της δίνει standing ovation.
Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία από κανέναν. Η Φανούλα μου, το κοριτσάκι μου, ήταν αν όχι ο μεγαλύτερος, σίγουρα ένας από τους μεγαλύτερους μαθηματικούς που περπάτησε πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη.
Ήμουν Αθήνα, ήταν Φλεβάρης. Ο Tomas ήταν ακόμα στο πανεπιστήμιο και η Κατερίνα στο γραφείο της. Μου έλειπε και η κόρη μου και η Ευδοκία. Δεν έφταναν μερικές μέρες κάθε δίμηνο για να τις χορτάσω, όπως δε μου έφταναν μερικές μέρες το δίμηνο να χορτάσω Tomas και Κατερίνα όταν βρισκόμουν στο Σαν Φρανσίσκο.
Είχα βγει στη βεράντα και κάπνιζα. Ευτυχώς τα οικονομικά μας μας είχαν επιτρέπει να νοικιάσω μονοκατοικία στο Stanford ακόμα και με αυτές τις τιμές. Δεν γινόταν αλλιώς με τη Φανή και όσο θετική επιρροή και αν είχαν στη ζωή της Ευδοκία και Josh υπήρχαν κάποια όρια που δεν μπορούσαν να ξεπεραστούν.
Χαμογέλασα, ο Ρωμαίος της ήταν στον δεύτερο χρόνο σπουδών του στις διεθνείς σχέσεις, ακόμα ένα μήλο κάτω από τη μηλιά του. Αν και το πατρικό του ήταν στο San Fransisco ουσιαστικά είχε μετακομίσει και έμενε μαζί μας.
Η Ευδοκία είχε γιατρευτεί. Πρώτα με τη φροντίδα της Φανής και της δικιάς μου, μετά με τους φοιτητές της και τώρα με την προσθήκη του Josh που με τη σειρά του την είχε λατρέψει σαν δεύτερη μητέρα. Ο πατέρας του εργαζόταν ακόμα στην πρεσβεία στην Αθήνα και δεν έδειχναν σημάδια ότι ήθελαν να πάνε σε καμιά άλλη χώρα ή ίσως να ήταν και ο τρόπος που λειτουργεί το σύστημά τους, η αλήθεια είναι ότι το θέμα δεν με είχε απασχολήσει ποτέ.
Αν δεν είχα το παράδειγμά μου με την Κατερίνα θα με τρόμαζε η προοπτική ο πρώτος μαθητικός έρωτας να είναι και ο τελευταίος. Η αλήθεια ήταν ότι η ανησυχία μου δεν ήταν η Φανούλα αλλά ο ίδιος ο Josh και η Φανή δεν ήταν Κατερίνα, ούτε κατά διάνοια. Προς το παρόν φαινόταν ότι ο Josh είχε μάτια μόνο για εκείνη αλλά «πολλά μεταξύ κύλικος και χειλέων άκρον πέλει,» που έλεγαν και οι αρχαίοι ημών, στην περίπτωσή μου κατά το ήμισυ, πρόγονοι.
Ευδοκία
Τρώγαμε το πρωινό μας με τη Φανή. Σε λίγο θα κατέβαινε και ο Josh ο οποίος εκείνη τη στιγμή ήταν στο μπάνιο.
«Τον αγαπάω τον Josh αλλά ώρες-ώρες θέλω να τον σκοτώσω.»
«Τι σου έκανε;» ρώτησα γελαστή.
«Ούτε τουαλέτα δεν έχω προλάβει να πάω ακόμα και ο κύριος ετοιμάζεται με το πάσο του.»
«Καλά, ξεκίνα να τρως το πρωινό σου και δε θα αργήσει. Το πολύ-πολύ να πάμε να σπάσουμε την πόρτα!»
«Δεν είμαι για πρωινό, νιώθω έντονη ανακατωσούρα.»
«Μάλλον το παράκανες χθες με τις γαρίδες.»
«Νομίζω ότι έχεις δίκιο. Αλλά έτσι όπως τις φτιάχνεις είναι σχεδόν αδύνατο να μην φας μέχρι λιποθυμίας.»
«Κανόνισε να σταματήσω να τις φτιάχνω.»
Η Φανή σηκώθηκε τρέχοντας και πήγε στο νεροχύτη και έκανε εμετό. Σηκώθηκα ανήσυχη και πήγα δίπλα της. Το στομάχι της έκανε σπασμούς και της πήρε λίγη ώρα να ησυχάσει.
«Θα σου φτιάξω ένα χαμομήλι αγάπη μου,» της είπα. «Μη φας τίποτε άλλο, μάλλον όντως σου έπεσαν βαριές οι γαρίδες. Σε πονάει καθόλου το στομαχάκι;»
«Όχι,» μου είπε.
Σηκώθηκα και της έφτιαξα το χαμομήλι της.
«Η ώρα της μετάνοιας,» είπα χαμογελώντας βλέποντας τον μορφασμό του προσώπου της.
«Εύη…» ξεκίνησε να λέει αλλά κόμπιασε.
«Τι είναι ψυχή μου; Πες μου.»
Πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Έχω καθυστέρηση και εγώ είχα πάντα τακτικό κύκλο.»
«ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ???;» είπα και πετάχτηκα σα σούστα.
«Έχουν περάσει τρεις εβδομάδες από τότε που κανονικά θα ερχόταν.»
«Φανή… δεν παίρνατε προφυλάξεις;»
Η Φανή με τον Josh άρχισαν να έχουν σεξουαλικές επαφές ένα εξάμηνο μετά τον ερχομό του Josh στο Σαν Φρανσίσκο. Είχα μιλήσει και στους δυο τους και ομολογώ ότι ήταν αρκετά awkward συζήτηση.
Δεν απάντησε, κατέβασε το κεφάλι της.
«Σήκω ντύσου, πάμε στο φαρμακείο.»
«Ο Josh;»
«Αυτή τη στιγμή δεσποινίς δεν είναι καλό να μου υπενθυμίζεις την ύπαρξή του. Μη με κοιτάς, τρέχα!» της είπα.
Χωρίς να πει τίποτα σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιό της να ντυθεί. Μετά από πέντε λεπτά επέστρεψε ντυμένη με μια φόρμα. Σηκώθηκα και πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου.
«Ε, που πάτε;» μας ρώτησε ο Josh.
«Εσύ θα κάτσεις εδώ και θα τα πούμε σε μισή ώρα,» του είπα με ματιά που έριχνε κεραυνούς.
«Έχω μάθημα, θα πρέπει να φύγω σε λίγο.»
«Το καλό που σου θέλω Josh, να είσαι εδώ όταν γυρίσουμε,» τον απείλησα.
Πήγαμε στο φαρμακείο και πήραμε το τεστ. Στο γυρισμό η Φανή διάβαζε τις οδηγίες και μόλις γυρίσαμε σπίτι πήγε τρέχοντας στο μπάνιο.
«Θα μου πείτε τι συμβαίνει;» μας ρώτησε ο Josh
«Δεν έχεις ένστικτο επιβίωσης;» τον ρώτησα κάνοντάς τον να το βουλώσει.
«Εύη,» με φώναξε η Φανή από το μπάνιο. Η καρδιά μου άρχιζε να χτυπάει, πήγαινε να σπάσει. Μπήκα μέσα. Η Φανή ήταν καθισμένη στη λεκάνη και κοίταζε ανέκφραστη το τεστ. Μου το έδωσε χωρίς να πει κάτι.
Δύο γραμμές.
«Φανούλα μου;» Δεν απάντησε. «Φανούλα, κοίταξέ με.»
«Συγνώμη,» μου είπε.
«Τι είναι αυτά που λες μωρό μου; Τι ζητάς συγνώμη;»
«Δε θύμωσες; Ήσουν πολύ θυμωμένη, αυτό κατάλαβα.»
«Θύμωσα που κάνατε του κεφαλιού σας αλλά… πώς θα μπορούσα να θυμώσω μ’ αυτό; Αλλά άσε με εμένα στην άκρη τώρα, εσύ πώς νιώθεις; Πώς είσαι;»
«Δεν ξέρω. Περίεργα. Δεν ξέρω, πραγματικά δεν ξέρω.»
«Δεν υπάρχει λόγος να πανικοβάλλεσαι αγάπη μου. Πρώτα-πρώτα θα πάμε στο γυναικολόγο και έπειτα ό,τι και αν είναι έχουμε πολύ χρόνο μπροστά μας για να αποφασίσεις τι θέλεις να κάνεις. Θα τη βρούμε την άκρη, μην ανησυχείς.»
«Να αποφασίσω ποιο πράγμα;» με ρώτησε με φανερή απορία.
«Πρώτα θα μας δει ο γιατρός και μετά θα το συζητήσουμε, εντάξει;»
«Εντάξει,» μου είπε. «Στο Josh τι θα πω;»
«Προς το παρόν τίποτα.»
Είχαμε κοινό γυναικολόγο που το practice του ήταν στην Santa-Clara, όχι μακριά. Πήρα τηλέφωνο και έκλεισα επείγον ραντεβού.
«Θα μου πείτε τι έγινε;»
«Αύριο το πρωί, πήγαινε στα μαθήματά σου!»
«Τότε τι με είχατε να περιμένω μια ώρα εδώ;»
«Josh, αυτή τη στιγμή ζορίζεις την τύχη σου σε βαθμό που δεν φαντάζεσαι.»
Σήκωσε ψηλά τα χέρια κάνοντας ότι παραδίδεται. Εμείς πήγαμε στο γιατρό. Πρώτα έπρεπε να επιβεβαιωθεί η εγκυμοσύνη, τα υπόλοιπα θα τα βρίσκαμε αργότερα. Τα αποτελέσματα θα έβγαιναν την επόμενη το πρωί.
Το επόμενο 24ωρο θαρρείς ότι κράτησε μια αιωνιότητα. Τα αποτελέσματα είχαν βγει και είχαν επιβεβαιώσει τα αποτελέσματα του τεστ εγκυμοσύνης.
Η Φανούλα… η Φανούλα μου ήταν έγκυος.
«Όπως είπαμε και χθες, δεν υπάρχει λόγος να πανικοβάλλεσαι. Έχουμε χρόνο μπροστά μας.»
«Από χρόνο άλλο τίποτα,» είπε η Φανή
«Έχεις αποφασίσει τι θέλεις να κάνεις;»
«Νομίζω ότι πρέπει να μιλήσω με τον Josh.»
«Φυσικά, αλλά η απόφαση είναι δική σου και μόνο δική σου.»
«Την έχω πάει την απόφασή μου, Εύη.»
«Μη βιάζεσαι, Φανή μου, δε χρειάζεται να το αποφασίσεις τώρα δα.»
«Την απόφασή μου την έχω πάρει από εχθές. Ακόμα και αν έγινε από λάθος… το θέλω. Πρώτα για μένα και έπειτα… δε θα μπορούσα σε αντικρύσω αν αποφάσιζα να μην το κρατήσω.»
«Αγάπη μου, εγώ θα είμαι εδώ δίπλα σου ό,τι και αν αποφασίσεις. Δε θα σ’ αγαπάω λιγότερο αν αποφασίσεις να μην το κρατήσεις. Δε θα έχεις κλείσει καν τα 19 σου… όταν… κανείς δε μπορεί να σου πει τίποτα, είναι απόφασή σου και μόνο, κανενός άλλου.»
«Εύη, είσαι κάτι πολύ περισσότερο από μεγάλη μου αδερφή. Είσαι δεύτερη μητέρα μου. Μετά από αυτό που σου…… που σου… Όχι. Θα το κρατήσω. Θα το κρατήσω για μένα αλλά και γιατί οτιδήποτε άλλο θα ήταν ύβρις προς εσένα.»
Είχα μείνει αποσβολωμένη.
«Θα με βοηθήσεις, έτσι;» με ρώτησε με ένα βλέμμα με τόση λαχτάρα που έκανε την καρδιά μου να λιώσει όπως δεν είχε λιώσει ποτέ.
«Και το ρωτάς, αγάπη μου; Και το ρωτάς,» της είπα και την πήρα στην αγκαλιά μου.
Δύο ανθρώπους αγαπούσα στη ζωή μου πάνω ακόμα και από τους ίδιους τους γονείς. Πατέρα και κόρη. Σε λίγο καιρό, αν όλα πήγαιναν καλά, θα προσθέτονταν κι ένας τρίτος.
Κεφάλαιο 73 - And then there were two
Ευδοκία
Ιούλιος 2026, Σεούλ
“Dr. TheoFania ‘Fani’ Stolsberg.”
Τα δάκρυά μου έτρεχαν κορόμηλα, όχι ότι Στέφανος, Κατερίνα, Tomas και Josh πήγαιναν πίσω. Η Φανούλα είχε γίνει τρίτη γυναίκα στην ιστορία που κέρδιζε το μετάλλιο με χαραγμένη την εικόνα του Αρχιμήδη.
Σε λίγες μέρες θα έμπαινε στον τελευταίο της μήνα. Η εγκυμοσύνη είχε προχωρήσει χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα, πέραν της ταλαιπωρίας που είχε προκαλέσει στη Φανή. Το κοριτσάκι που μεγάλωνε μέσα της ήταν υγιέστατο αν και η μητέρα της είχε ζοριστεί με την εγκυμοσύνη.
«Και να φανταστείς ότι μετά το πρώτο είχες όρεξη και για δεύτερο,» είπε η Φανή αναφερόμενη στην Κατερίνα η οποία είχε εξίσου δύσκολες για την ίδια εγκυμοσύνες.
«Ναι, αλλά κοίτα τι έκανα,» της είπε δείχνοντάς την δακρυσμένη.
«Ομολογώ ότι είναι σημαντική λεπτομέρεια,» είπε η Φανή και έπιασε την κοιλιά της «Κάτσε ακίνητη βρε, με έχεις τρελάνει στις κλωτσιές.»
«Μάλλον θα είδε το Fields και θα θέλει το δικό της,» της είπα γελαστή.
«Χαρούμενη και ευτυχισμένη να είναι και ας γίνει ακόμα και φυσικός, θα τη συγχωρήσω,» είπε γελώντας η Φανή. «Βρε, σταμάτα να κλωτσάς!» είπε χαϊδεύοντας τρυφερά την κοιλιά της.
«Α πα πα, ο Θεός να μας φιλάει από τέτοιο κακό,» είπε ο Tomas γελώντας. «Θεέ μου, πότε θα πάμε να τα βγάλουμε αυτά, με έχει τσακίσει η υγρασία!»
«Γιατί νεαρέ, στο ιατρείο σου με τη φόρμα νομίζεις ότι θα πηγαίνεις;» τον ρώτησε η Κατερίνα.
«Πάντως όχι με παπιγιόν. Ορίστε, ο μπαμπάς φοράει γραβάτα!»
«Να αφήσεις το μπαμπά απ’ έξω,» του είπε ο Στέφανος.
«Εύη, τελικά το αποφάσισες;» με ρώτησε η Φανή.
«Αμ τι νόμιζες μεγάλη μαϊμού; Θα σε άφηνα να μεγαλώσεις τη μικρή μαϊμού μόνη σου;»
«Ευουλίνι…. Ωχ ωχ,» είπε και τινάχτηκα όρθια μαζί με την Κατερίνα. «Ηρεμίστε… πάλι με κλώτσησε. Αν κρίνω από τον ενθουσιασμό η μικρή μαϊμού συμμερίζεται τον ενθουσιασμό της μεγάλης.»
Η αλήθεια είναι ότι δεν το είχα αποφασίσει μόνη μου. Η Φανή είχε αποφασίσει μετά το τέλος των σπουδών του Josh να γυρίσουν Ελλάδα γιατί το Αθήνα/Σαν Φρανσίσκο είχε κουράσει το Στέφανο και της ίδιας της είχε λείψει και η μητέρα της αλλά και οι παππούδες της. Με ρώτησε με την ψυχή στα δόντια αν θα την ακολουθούσα. Ήθελα να πω ναι αλλά εδώ και πολλά χρόνια οι αποφάσεις είχαν πάψει να είναι δικές μου.
«Θα έρθεις Ελλάδα. Αυτό δεν θέλεις και η ίδια;» με ρώτησε ο Στέφανος το ίδιο βράδυ.
«Φυσικά και το θέλω. Αφενός θέλω να είμαι κοντά στη Φανούλα και αφετέρου μακριά σου ο χρόνος δεν περνάει με τίποτα, σύγχρονη Περσεφόνη,» του είπα κάνοντας τον να βάλει τα γέλια.
“Ladies and Gentlemen, Dr Stefan ‘Persa’ Stolsberg,” είπε γελώντας. «Δεν ακούγεται καλά!»
«Κάθε αρχή και δύσκολη.»
«Θα μείνεις μαζί μας,» είπε ο Στέφανος, πιάνοντάς με απροετοίμαστη. Είχα μείνει παγωτό. «Αν και ο Tomas το έχει καταλάβει τι γίνεται μεταξύ μας καλώς ή κακώς θα πρέπει να κρατήσουμε κάποια προσχήματα. Με τον ερχομό του παιδιού της Φανής και αφού αποφάσισαν να γυρίσουν Ελλάδα, θα πουλήσουμε το σπίτι στη Ρέα, έχω βάλει ήδη αγγελία. Με τα χρήματα αυτά θα χτίσω ένα τριώροφο, το πρώτο θα έχει δύο διαμερίσματα και τα υπόλοιπα θα είναι οροφοδιαμερίσματα. Στο πρώτο θα μένουμε εμείς ενώ Φανή και Tomas θα πάρουν τον δεύτερο και τον τρίτο όροφο αντίστοιχα. Θα φροντίσω τα δύο διαμερίσματα του πρώτου ορόφου να έχουν και εσωτερική επικοινωνία μεταξύ τους. Στους γονείς σου θα πεις ότι το διαμέρισμα είναι δώρο από εμένα και την Κατερίνα και τη Φανή ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Πώς σου φαίνεται;»
Δεν απάντησα, του έδειξα το λουκετάκι κάνοντάς τον να χαμογελάσει.
Μαρούσι, 27 Αυγούστου 2026
Όσο την ταλαιπώρησε τη Φανή η εγκυμοσύνη άλλο τόσο εύκολη ήταν η γέννα της. Στο μονόκλινό της ήταν μόνο η Κατερίνα και ο Josh. Όταν επιτράπηκε το επισκεπτήριο ανεβήκαμε και οι υπόλοιποι, Στέφανος, Harry, Tomas, Μάνθος, Πέτρος, Νίκος και οι γονείς του Josh. Είμασταν πολλοί για να μπούμε όλοι, πρώτα πέρασε ο Στέφανος με τον Harry και τους γονείς του Josh ενώ εμείς περιμέναμε υπομονετικά τη σειρά μας. Είδαμε τη νοσοκόμα να φέρει με το καροτσάκι τη μπεμπούλα, ήταν ώρα να την ταΐσει η μαμά της. Μόνο ο Josh και η μητέρα του και η Κατερίνα κάθισαν μέσα, οι υπόλοιποι βγήκαν έξω.
«Εύη μου;» άκουσα τη Φανούλα που με φώναξε και μπήκα μέσα. Είχε πάρει την κόρη της στο στήθος και την θήλαζε. Η μπεμπούλα ήταν το πιο όμορφο πλάσμα του κόσμου.
«Κοίτα τι έκανα!» μου είπε δακρυσμένη.
«Είναι υπέροχη,» της απάντησα εξίσου δακρυσμένη. «Έχετε αποφασίσει πως θα την ονομάσετε,» τη ρώτησα.
«Ναι, έχουμε.»
«Μαργαρίτα ή Κατερίνα,» τη ρώτησα, τα ονόματα των γιαγιάδων της.
Η Φανή μου χαμογέλασε.
«Ευδοκία.»
No comments:
Post a Comment