1985
Τέλος εποχής
Επιτέλους έκλεισαν τα σχολεία! Η αλήθεια είναι ότι τις τελευταίες μέρες ζήλευα λίγο τον Μάριο. Τα γυμνάσια τελείωσαν τέλη Μαΐου, ενώ εμείς στο δημοτικό έπρεπε να καθίσουμε άλλα δέκα μέρες, που μου φάνηκαν αιώνας, ειδικά όταν έβλεπα τον Μάριο και τους φίλους του να αλωνίζουν όλη μέρα.
Καλά, όχι ότι έχει και μεγάλη σημασία. Από τη στιγμή που μπήκε για τα καλά η άνοιξη, κάθε απόγευμα ξεχυνόμαστε στους δρόμους σχεδόν μετά το μεσημεριανό και καθόμαστε μέχρι να πέσει η νύχτα ή μέχρι να μας τραβήξουν οι γονείς μας από τα τσουλούφια, ό,τι γίνει πρώτο.
Νιώθω περίεργα, ένα κράμα χαράς και λύπης, πασπαλισμένο με μια παράξενη, γλυκιά αγωνία. Μεγαλώνω. Έχω κλείσει τα δώδεκα από τα τέλη του Απρίλη και το Σεπτέμβρη θα πάω γυμνάσιο. Για φαντάσου, γυμνάσιο!
Το δημοτικό, ειδικά τα τρία πρώτα χρόνια με τις ποδιές, μου είχε φανεί ατελείωτο, σαν μια τεράστια διαδρομή που δεν έλεγε να τελειώσει. Και τώρα, ξαφνικά, βρέθηκα στο τέλος του—και στην αρχή μιας άλλης. Θα μου λείψει; Δεν ξέρω.
Ξέρω, όμως, ότι μου πήρε πολύ περισσότερο κόπο απ' όσο έπρεπε για να κερδίσω ξανά το δικαίωμά μου να παίζω μπάλα. Στην αρχή της πρώτης δημοτικού, είχα μάθει με τον δύσκολο τρόπο ότι άλλαζαν οι κανόνες.
Στη γειτονιά, με τον Μάριο και τους υπόλοιπους, τα πράγματα ήταν απλά, έπαιζα μαζί τους από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, οπότε δεν υπήρχε κανένα “τα κορίτσια δεν παίζουν μπάλα”.
Στο σχολείο, όμως, ήταν αλλιώς. Αρχικά ήταν οι ποδιές, άργησαν να καταργηθούν για τα κορίτσια και εγώ στα χαρτιά ήμουν κορίτσι. Τρία μίζερα χρόνια. Και όταν καταργήθηκαν οι ποδιές οι συμμαθητές μου δεν με άφηναν να παίξω μαζί τους και το σχολείο δεν ήταν γειτονιά για να το λύσουμε παίζοντας φάπες.
Τελικά το πρόβλημα λύθηκε με τη βοήθεια των ξένων γλωσσών, και δεν αστειεύομαι. Ένας από την Τετάρτη, ο Γιάννης, πήγαινε στο ίδιο φροντιστήριο αγγλικών με εμένα και το Μάριο, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι είμαι περίπου ο θηλυκός Πελέ. Δεν ήμουν βέβαια τόσο καλή, αλλά ήμουν πολύ γρήγορη και λυγερή και μπορεί να ήμουν κορίτσι, αλλά δεν το είχα σε τίποτα να βαρέσω στο ψαχνό.
Με την υποστήριξη του Γιάννη, και παρά το γεγονός ότι ήμουν ακόμα στην Τρίτη δημοτικού—και ακόμα χειρότερα κορίτσι—με άφησαν να παίξω μαζί τους δοκιμαστικά. Στην αρχή με πήραν στην πλάκα, μέχρι που με είδαν να τους περνάω σα σταματημένους μοιράζοντας σακούλες αριστερά και δεξιά. Και στην άμυνα, σκυλί μαύρο, τάκλιν, κλωτσίδια, αγκωνιές, δε μάσαγα μία.
Κάποια στιγμή κάνω ντρίμπλα στον Μάρκο αφήνοντάς τον να ψάχνει σακούλα για εμετό. Στην επόμενη φάση πάω να κάνω το ίδιο και με σηκώνει στον αέρα, παίζει να έκανα πραγματικά κωλοτούμπα, και σκάω κάτω σαν καρπούζι. Παγώνουν όλοι πιστεύοντας ότι θα βάλω τα κλάματα και θα έρθουν οι δάσκαλοι έξω να μας τιμωρήσουν.
Κυρία εγώ. Κοιτάω το Μάρκο με δολοφονικό βλέμμα, σηκώνομαι, τινάζομαι και συνεχίζω σα να μην τρέχει τίποτα. Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά όμως, και δυο-τρεις φάσεις μετά του κάνω τάκλιν και τον στέλνω στο γειτονικό ταχυδρομικό κωδικό. Κοιτάζει απορημένος καθώς δεν κατάλαβε από που του ήρθε και πάω δίπλα του και του δίνω το χέρι.
«Μπορούμε να παίξουμε μπάλα ή μπορούμε να παίξουμε kung-fu» του λέω. «Εμένα το ίδιο μου κάνει.»
Οι υπόλοιποι σκάνε στα γέλια καθώς είμαι περίπου η μισή από το Μάρκο.
«Κοίτα να δεις ο Χασάπης» λέει και βάζει τα γέλια, βγάζοντάς μου το παρατσούκλι που έμελλε να με ακολουθήσει στη μπάλα.
Του δίνω το χέρι και τον βοηθάω να σηκωθεί. Αυτό ήταν! Από εκείνη τη μέρα, ήμουν μέσα στο παιχνίδι. Δεν υπήρχε πια συζήτηση. Έπαιζα με τα αγόρια της μεγαλύτερης τάξης, κι ας μου ζητούσαν οι συμμαθητές μου να παίξω και μαζί τους. Πριτς! Είχα κερδίσει τη θέση μου, και δεν είχα καμία όρεξη να την αφήσω. Ανυπομονώ να ξαναβρώ τα παλιά μου φιλαράκια στο γυμνάσιο, και το ακόμα καλύτερο, θα πηγαίνω στο ίδιο σχολείο με τον κολλητό μου.
Όσο για το διάβασμα, δεν με διάβασαν ποτέ οι γονείς μου. Δε χρειάστηκε. Ο Μάριος ήταν η βασική μου πηγή γνώσης και—εκεί που με ήξεραν σαν αλητάκι με ματωμένα γόνατα—ξαφνικά έβλεπαν τη Μπίλι τους να κάθεται ήσυχη και να διαβάζει με τις ώρες.
Έμαθα να γράφω και να διαβάζω από πέντε χρονών, επειδή απλά κόλλησα στον Μάριο. Η μαμά του, η κυρία Χριστίνα, τον είχε μάθει να διαβάζει πριν πάει σχολείο. Και επειδή ήμουν η σκιά του, έμαθα κι εγώ. Όταν μπήκα στην πρώτη, ήμουν η μόνη που μπορούσε να διαβάζει και να γράφει σωστά.
Και ήμουν η μόνη αριστερόχειρας. Και φυσικά, έπεσα σε δασκάλα-κελεπούρι. Ήθελε ντε και καλά να με κάνει να γράφω με το δεξί. Στο σχολείο του Μάριου—μου το είχε πει ο ίδιος— στην πρώτη δημοτικού η δασκάλα μάθαινε στα παιδιά πως να γράφουν αν είναι δεξιόχειρες και πως αν είναι αριστερόχειρες. Μουλάρωσα. Εκείνη φώναξε τους γονείς μου.
Ο πατέρας μου με πήρε έξω από την τάξη και όταν ξαναμπήκε μέσα, έγινε το έλα να δεις. Δεν τον είχα ακούσει ποτέ να φωνάζει τόσο δυνατά. Όταν τελικά βγήκε, η δασκάλα έμοιαζε με δαρμένο σκυλί.
«Θα γράφεις όπως σου αρέσει καλύτερα, αγάπη μου,» μου λέει απλά ο πατέρας μου.
Τελικά, η δασκάλα μουλάρωσε κι εκείνη και προσπάθησε να μου κάνει—στην αρχή τουλάχιστον—τη ζωή δύσκολη, αλλά έπεσε στην περίπτωση. Ήμουν η καλύτερη μαθήτρια στην τάξη. Και όταν κάτι τέτοιο δεν μπορείς να το αλλάξεις, το αποδέχεσαι.
Κοντά στον Μάριο, αγάπησα το διάβασμα. Δεν ξέρω αν ήταν επειδή ήθελα να του μοιάσω ή επειδή απλά είχε ενδιαφέροντα βιβλία, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Οι γονείς μου δεν πίστευαν στα μάτια τους βλέποντας το αλητάκι τους να διαβάζει ήσυχα. Οι γονείς του Μάριου με λάτρευαν για τον ακριβώς αντίθετο λόγο. Εκείνοι έβλεπε το “καλό της παιδί” να βγαίνει έξω, να παίζει, να κοινωνικοποιείται.
Και κάπως έτσι, καταλήξαμε να είμαστε σχεδόν υιοθετημένοι—ο ένας από την οικογένεια του άλλου.
⇽∙∙∙⇾
Είναι μεσημεράκι όταν γυρνάω από την τελευταία μου μέρα στο δημοτικό. Ο ήλιος χτυπάει λοξά τα τζάμια των παραθύρων και ο αέρας έχει μια παράξενη γλύκα. Στα σκαλιά του σπιτιού μου κάθεται μόνος του ο Μάριος και με περιμένει.
Έχει τα χέρια χωμένα στις τσέπες του σορτς του και τα πόδια του τεντωμένα μπροστά. Το κεφάλι του είναι λίγο σκυφτό, αλλά μόλις με βλέπει, σηκώνει απότομα το βλέμμα και τα μάτια του φωτίζονται. Χαμογελάει πλατιά, σχεδόν αυτόματα.
«Γεια!» του κάνω και κάθομαι δίπλα του· δεν πάω καν μέσα να χαιρετήσω τη μαμά μου. Κάθομαι σταυροπόδι και το ένα πόδι μου κουνιέται ρυθμικά, τα δάχτυλά μου παίζουν νευρικά με την άκρη της μπλούζας μου.
«Καλώς τη!» μου λέει χαμογελώντας με ζεστό βλέμμα. Κουνάει το κεφάλι του λίγο προς τα πλάγια και το ένα χέρι του ξεμυτίζει από την τσέπη. «Πώς ήταν η τελευταία μέρα στο δημοτικό;» με ρωτάει με μια φωνή που προσπαθεί να ακουστεί αδιάφορη, αλλά δεν τα καταφέρνει και πολύ καλά.
«Όπως και η προτελευταία!» του λέω και του βγάζω κοροϊδευτικά τη γλώσσα. Τα χέρια μου στηρίζονται πίσω από την πλάτη μου και κουνάω τα πόδια μου ρυθμικά πέρα-δώθε.
«Χα χα χα, γελάσαμε!» μου λέει ειρωνικά, κυλώντας τα μάτια του προς τα πάνω και κάνοντας μια κίνηση με το χέρι του σαν να θέλει να με σπρώξει ελαφρά.
«Από το Σεπτέμβρη θα είμαστε μαζί στο σχολείο!» του λέω χαρούμενη, τα μάτια μου λάμπουν και τα χέρια μου χτυπάνε ελαφρά τα γόνατά μου από την ανυπομονησία. Γέρνω λίγο μπροστά προς το μέρος του, το χαμόγελό μου τόσο πλατύ που σχεδόν πονάω από την προσπάθεια να μη φαίνεται υπερβολικό.
«Ναι ρε!» μου κάνει και κουνάει το κεφάλι του αποφασιστικά. Τα χέρια του ξεθάβονται επιτέλους από τις τσέπες και τρίβει τα γόνατά του αφηρημένα. «Θα γνωρίσεις και την παρέα!» συνεχίζει μ’ ένα στραβό χαμόγελο και τα μάτια του στενεύουν παιχνιδιάρικα.
Κατεβάζω το βλέμμα μου για μια στιγμή, τα δάχτυλά μου στριφογυρίζουν τις άκρες από τα μανίκια μου και δαγκώνω ελαφρά το κάτω χείλι μου. «Θα με θέλουν;» τον ρωτάω αβέβαια, η φωνή μου χαμηλή και κάπως ανασφαλής.
Ο Μάριος κουνάει τα μάτια του σχεδόν ενοχλημένος, αναστενάζει υπερβολικά και τινάζει το κεφάλι του μ’ έναν τρόπο που κάνει τις μπούκλες του να χορεύουν.
«Σε θέλω εγώ,» μου λέει αποφασιστικά και το βλέμμα του είναι τόσο σταθερό που νιώθω τα μάγουλά μου να ζεσταίνονται. Χτυπάει ελαφρά τη γροθιά του στον ώμο μου και χαμογελάει πλατιά, τα μάτια του γελάνε πιο πολύ και από το στόμα του. «Σιγά που θα τους ρωτήσουμε κιόλας!» συμπληρώνει με μια φωνή που δεν σηκώνει αντίρρηση.
Το χαμόγελό μου πλαταίνει, τα μάτια μου λάμπουν και σπρώχνω ελαφρά τον ώμο του με τη γροθιά μου. «Σιγά ρε, μη σε πάρουν και τα ζουμιά!» του λέω πειρακτικά, αλλά η φωνή μου είναι πιο μαλακή απ’ όσο θα ήθελα.
Και εκείνος βάζει τα γέλια, πετάγεται πίσω από τα σκαλιά με έναν ελαφρύ πήδο και μου ρίχνει ένα βλέμμα που λέει «Σ’ έχω». Και κάπου εκεί, ανάμεσα στα γέλια και στα χαζά πειράγματα, καταλαβαίνω πως δεν έχει καμία σημασία αν με θέλουν οι άλλοι.
Ο Μάριος με θέλει. Και αυτό είναι αρκετό.
Αυτό που μας ενώνει
Πρώτη μέρα στο γυμνάσιο και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Ακούγεται βαρύγδουπο, σχεδόν σαν κάτι σπουδαίο, αλλά προς το παρόν το μόνο που νιώθω είναι ένα κράμα ενθουσιασμού και βαρεμάρας. Εντάξει, είμαι περίεργη για το πώς θα είναι, ποιοι θα είναι οι καθηγητές, πώς θα είναι το καινούργιο μου τμήμα, αλλά από την άλλη… σχολείο. Το ίδιο ξύπνημα, το ίδιο πρωινό τρέξιμο, οι ίδιες φωνές της μάνας μου. Σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Κάθομαι στην κουζίνα, πίνω το γάλα μου και περιμένω τον Μάριο να περάσει να με πάρει. Για πρώτη φορά θα πάμε στο σχολείο μαζί!
«Πιες το γάλα σου, θ’ αργήσεις!» μου γκρινιάζει η μάνα μου, βάζοντας τα χέρια στη μέση, σαν να δίνει δραματικό βάρος στην παρατήρησή της.
«Τώρα τελειώνω, μια γουλιά έμεινε!» της απαντάω βαριεστημένα, παρότι είναι η ίδια ιεροτελεστία κάθε χρόνο.
Δεν προλαβαίνω να χαρώ την προσωρινή μου νίκη, γιατί η επίθεση συνεχίζεται από άλλο μέτωπο.
«Δε μπορείς να βάλεις ένα φουστανάκι, πρώτη μέρα; Αγιασμός είναι!»
Πόσο προβλέψιμη… Την κοιτάζω πάνω από το ποτήρι μου, σηκώνοντας ελαφρώς το φρύδι.
«Γιατί, θα παρεξηγηθεί το Άγιο Πνεύμα άμα πάω με παντελόνι;»
«Μη μου πουλάς πνεύμα, Βασιλική!»
Ωχ, το βαρύ πυροβολικό. Το «Βασιλική» πέφτει πάντα στις στιγμές της μέγιστης μητρικής αγανάκτησης.
«Έλα, μωρέ μαμά, τώρα…» μουρμουρίζω, αλλά το βλέμμα της παραμένει καρφωμένο πάνω μου.
«Θεέ μου, κόρη έχω εγώ ή βάσανο;» αναστενάζει θεατρικά, κουνώντας το κεφάλι.
«Να μ’ έκανες γιο!» της απαντάω με θράσος.
Δεν απαντάει αμέσως. Χαμηλώνει το βλέμμα για μια στιγμή και έπειτα αναστενάζει αθόρυβα, με έναν τρόπο που κάνει το χαμόγελό μου να παγώσει λίγο.
«Δεν το ήθελε ο Θεός…» λέει σχεδόν ψιθυριστά και με χτυπάει σαν γροθιά στο στομάχι.
Δεν το λέει συχνά, αλλά ξέρω τι εννοεί. Ξέρω πως κάποτε περίμεναν αδερφάκι για μένα. Είχαν αρχίσει να με προετοιμάζουν. Ξέρω πως δεν ήρθε ποτέ. Ξέρω ότι μέχρι τότε δεν είχα δει ποτέ τη μητέρα μου να κλαίει. Ξέρω πως, όσο κι αν έχει περάσει καιρός, ορισμένες πληγές δεν κλείνουν. Δεν θέλω να τη βλέπω έτσι. Δεν θέλω να της το θυμίζω.
«Θα έλεγα τίποτα βαρύ και για δαύτον!» πετάω για να της αλλάξω τη διάθεση και με κοιτάζει σκανδαλισμένη, αλλά δεν αντέχει και σκάει ένα γέλιο. «Έκανε τη μαμά μου να κλάψει, σιγά που θα βάλω και φουστάνι! Άντε μην πάω με φόρμα!» συνεχίζω με ύφος αναρχικού που καταγγέλλει το σύστημα, και η μητέρα μου βάζει τα γέλια.
Σηκώνομαι και την αγκαλιάζω, δίνω ένα γρήγορο φιλί στο μάγουλό της. Τη νιώθω να παγώνει για μια στιγμή—δεν το συνηθίζω, είμαι πιο άγαρμπη σε αυτά—αλλά μετά με σφίγγει κι εκείνη.
«Σ’ αγαπάω πολύ-πολύ, μανούλα!» της λέω με ασυνήθιστη για μένα τρυφερότητα.
Με κοιτάζει απορημένη, σαν να προσπαθεί να καταλάβει αν μου έπεσε κανένα βαρύ αντικείμενο στο κεφάλι.
«Πάω να φορέσω φουστάνι!» συνεχίζω, με ένα υπερβολικά δραματικό ύφος, και την βλέπω να κοντεύει να πέσει από την καρέκλα.
«Να κάτσεις στ’ αυγά σου!» μου λέει, αλλά η φωνή της είναι γεμάτη τρυφερότητα. «Μπορεί να είσαι βάσανο, αλλά είσαι το πιο γλυκό βάσανο του κόσμου.»
Χτυπάει το κουδούνι. Ο Μάριος. Πίνω στα γρήγορα κάτω το υπόλοιπο γάλα, φιλάω τη μάνα μου και βγαίνω. Ο Μάριος στέκεται στην εξώπορτα, με το γνωστό του αυτάρεσκο χαμόγελο.
«Και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του!» μου λέει αντί για καλημέρα.
«Άντε, πάμε να μας αγιάσουν!» του απαντάω, και ξεκινάμε.
Στο σχολείο είναι ένα χάος. Φασαρία, παιδιά τρέχουν πάνω-κάτω, οι καθηγητές προσπαθούν να βάλουν τάξη, πιο πολύ πανδαιμόνιο θυμίζει παρά Αγιασμό. Δηλαδή κατάβρεγμα και βαρετές ομιλίες. Μέσα στη φασαρία, βλέπω τον Αλέκο, τον ξάδερφό μου. Είναι στην ίδια τάξη και στο ίδιο τμήμα με τον Μάριο. Τον πλησιάζω, του ρίχνω μια φιλική αγκωνιά.
«Βρε-βρε ο Αλέκος!» του κάνω.
«Ωχ, θα σε τρώω κι εδώ στη μάπα;» μου κάνει πειρακτικά. Καλά κρασιά, αυτός έτσι όπως είναι στην κοσμάρα του, παίζει και να μην είχε πάρει χαμπάρι ότι πλέον ήμαστε στο ίδιο σχολείο.
«Όχι που θα γλύτωνες!» του κάνω και εκεί σταματάω γιατί μας ζητάνε να μαζευτούμε.
Μετά το κατάβρεγμα, μας βάζουν σε γραμμές και αρχίζουν να ανακοινώνουν τα τμήματα.
Α3.
Ωραία. Τουλάχιστον βλέπω γνωστές φάτσες από το δημοτικό, αλλά και κάποιες άγνωστες. Οι μισοί έρχονται από το 1ο Δημοτικό και δεν ξέρω κανέναν. Ο Μάριος, όμως, μου κάνει τις συστάσεις με τους φίλους του, τον Νίκο και τον Βαγγέλη. Δεν δείχνουν ιδιαίτερα ενθουσιασμένοι που θα έχουν ένα κορίτσι στα πόδια τους, αλλά σιγά μη με πτοήσει αυτό. Σάμπως είναι η πρώτη φορά που βλέπω ξινισμένα αγορίστικα μούτρα;
Πάντως, το καλό είναι ότι βρήκα και πάλι τα φιλαράκια μου από την έκτη. Στα διαλείμματα το προαύλιο γινόταν το βασίλειό μου. Όχι πάντα, όχι σε κάθε διάλειμμα, αλλά όσο μπορούσα, έπαιζα. Οι παλιοί μου συμμαθητές μιλούσαν για μένα λες και ήμουν κανένας αστικός μύθος—η “Μπίλι o Βραζιλιάνος”, η “Μπίλι ο Χασάπης”.
(Άσχετο: πόσο γαμάτο θα ήταν το παρατσούκλι “Θεριστής”; Βαθιά ποιητικό. Δε μπορούσαν να με λένε έτσι αντί του πεζού “χασάπης”; Τέλος πάντων … Σημασία έχει ότι το εμπέδωσαν. Με την καλή, και όπου χρειάστηκε και με την ανάποδη. Όμορφη ξε-όμορφη, κορίτσι ξε-κορίτσι, ή η μπάλα θα περνούσε ή ο παίκτης. Τα δύο μαζί, ποτέ.)
Και κάπου εκεί, οι ψευδαισθήσεις μου άρχισαν να διαλύονται. Όχι γιατί δεν ήθελαν να παίζω μαζί τους—κάθε άλλο, τσακώνονταν για το ποια ομάδα θα με πρωτοπάρει. Αλλά γιατί σιγά-σιγά καταλάβαινα ότι δεν ήταν μόνο επειδή ήμουν καλή. Το ένιωθα στα βλέμματά τους. Στον τρόπο που με κοίταζαν μετά από ένα πετυχημένο τάκλιν. Στο πώς το ένα “ρε μαλάκα, τι έκανε πάλι αυτή;” είχε αρχίσει να αντικαθίσταται με ένα κάπως αλλιώτικο “ρε μαλάκα… τι έκανε πάλι αυτή.”
Αυτό το κάτι που δεν υπήρχε πριν. Δεν ήμουν απλά η Μπίλι που έπαιζε μπάλα και τσακωνόταν στα ίσα. Ήμουν η Μπίλι που μεγάλωνε. Και μαζί μου, μεγάλωνε και ο τρόπος που με έβλεπαν. Δε θα το έλεγα δυνατά ούτε στον εαυτό μου, αλλά με εκνεύριζε.
Κι όμως, ίσως γι’ αυτό—ακριβώς γι’ αυτό—ποτέ κανείς δεν με είπε φύτουλα. Και αν και έγινα η μαθήτρια με τους καλύτερους βαθμούς στο σχολείο—φάε τη σκόνη μου, Μάριε—ούτε κοροϊδευτικά, ούτε χλευαστικά, ούτε με το ύφος που έλεγαν άλλους “σπασίκλες”.
Καλά το λένε, ο φόβος φυλάει τα έρμα.
Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν ο μόνος λόγος. Τα κορίτσια δε μ’ έλεγαν έτσι μπροστά μου γιατί θα έπεφτε κουτουλίδι που θα μετρούσαν δόντια—εγώ δεν το είχα σε τίποτα να παίξω ξύλο με τον οποιονδήποτε, οπότε ναι, για αυτές ο φόβος φύλαγε τα έρμα.
Τα αγόρια ήταν άλλη ιστορία. Για εκείνα, στη μπάλα ήμουν ο χασάπης—ένας τίτλος που φορούσα με περηφάνια. Έξω από τη μπάλα όμως με κάποιο τρόπο έπαυα να είμαι ο χασάπης και γινόμουν η γκομενάρα, και αυτό ήταν και το πιο ευγενικό από άλλους επιθετικούς προσδιορισμούς σε -άρα… που άκουσα να λένε για μένα.
Πότε έγινε αυτό; Πότε σταμάτησα να είμαι απλά η Μπίλι και έγινα κάτι άλλο; Τι στο διάολο άλλαξε; Τα ίδια έκανα πάντα, τα ίδια ρούχα φορούσα, τα ίδια αγόρια κλώτσαγα! Αλλά κάτι είχε αλλάξει και το ένιωθα.
Σκατά.
⇽∙∙∙⇾
Και έγινε ακόμα χειρότερο όταν κάποιος μαλάκας—που πήγαινε και λύκειο κιόλας—μου έβαλε χέρι.
Είχαμε κενό, και κατέβηκα στο προαύλιο. Εκείνη την ώρα το τμήμα του Μάριου είχε γυμναστική, τους είχε βγάλει η Γαϊτάνου και έτρεχαν γύρω-γύρω. Πήγα προς τις βρύσες που είναι έξω από το κλειστό για να πιώ λίγο νερό. Σκοπός μου ήταν να κάτσω στο πεζούλι στην κλειστή είσοδο και να τους χαζέψω, μέχρι να τους αφήσουν, οπότε θα είχε μπάλα!
Στις βρύσες ήταν και πέντε άτομα από το λύκειο, που συστεγάζεται με το Γυμνάσιο. Είναι σε διαφορετικό κτήριο αλλά μοιράζονται το ίδιο προαύλιο. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία όταν πέρασα από μπροστά τους, μέχρι που ένιωσα ένα χέρι να μου χουφτώνει τον κώλο. Πάγωσα τελείως. Γυρίζω και βλέπω αυτόν που μου είχε βάλει χέρι να με κοιτάζει σαν ηλίθιος.
«Μουνάρα μου, εσύ! Τι απίστευτο κωλαράκι είναι αυτό που έχεις;» μου κάνει, και μαζί με τ’ άντερα μου γυρνάει και ο διακόπτης.
Ο κόσμος σχεδόν σκοτεινιάζει γύρω μου και χωρίς καν να το σκεφτώ του τραβάω μια κλωτσιά στα μούτρα. Το πόδι μου τον πετυχαίνει μ’ έναν υγρό ήχο και πέφτει πίσω ξερός, με σπασμένη μύτη και μερικά δόντια λιγότερα.
«Μωρή πουτάνα!» κάνει ένας και προσπαθεί να σηκωθεί, με τα μάτια του να γυαλίζουν από οργή. Δεν προλαβαίνει, χωρίς κανένα απολύτως δισταγμό του ρίχνω κλωτσιά στα πλευρά μ’ ένα μπάσο ήχο. Πέφτει ξερός με κομμένη την ανάσα και για μερικές στιγμές παλεύει να ανασάνει.
«Πουτάνα να πεις τη μάνα σου!» του κάνω ενώ αυτός είναι ακόμα κάτω και σπαρταράει με την ανάσα του κομμένη.
Οι άλλο τρεις με κοιτάζουν για μερικές στιγμές αποσβολωμένοι κι εγώ κάνω μερικά βήματα πίσω για να έχω χώρο περιμένοντας τα χειρότερα. Λίγες στιγμές μετά σηκώνονται και οι τρεις και έρχονται απειλητικά προς το μέρος μου.
Το αίμα μου βράζει και οι ανάσες μου βγαίνουν κοφτές, σαν να έχω τρέξει κατοστάρι. Ο χρόνος ξαφνικά κυλάει σαν σε αργή κίνηση. Βλέπω τις εκφράσεις τους, τα χέρια που σφίγγουν, τις γροθιές που σηκώνονται. Χώνω την πρώτη κλωτσιά σε κάποιο γόνατο και τον βλέπω να λυγίζει. Χωρίς να χάσω χρόνο του ορμάω με μπουνιές.
Το μάτι μου πιάνει τη Γαϊτάνου να έρχεται σχεδόν τρέχοντας προς το μέρος μας, τα χέρια της σηκωμένα και το στόμα της ανοιγοκλείνει χωρίς να ακούω λέξη. Το αίμα στα αυτιά μου βουίζει σαν τύμπανο. Αλλά την προλαβαίνουν Μάριος, Βαγγέλης και Νίκος και γινόμαστε ροντέο.
Ο Μάριος ορμάει πρώτος, τα μάτια του πετάνε σπίθες και τα χέρια του είχαν γίνει ήδη γροθιές. Ένας από τους τύπους πάει να τον σταματήσει, αλλά ο Μάριος τον πιάνει από το μπλουζάκι και του χώνει μια γερή μπουνιά στο στομάχι. Ο τύπος διπλώνει στα δύο, ανοιγοκλείνοντας το στόμα του σαν ψάρι έξω από το νερό.
Ο Βαγγέλης ορμάει κατευθείαν στον πιο ψηλό από αυτούς και τον ρίχνει κάτω με έναν ώμο στα πλευρά. Ο Νίκος, ο πιο μικροκαμωμένος απ’ όλους, με μια φλέβα να πετάει στο κούτελό του, ορμάει σε αυτόν στον οποίο έχω ορμίσει κι εγώ και παίζουμε μπουνίδια.
Τα πάντα έγιναν θολά, ένα μπέρδεμα από φωνές, βρισιές και γροθιές. Το προαύλιο γέμισε από σπρωξίματα και βογκητά πόνου, οι ανάσες μου βγαίναν κοφτές και βαριές και οι παλάμες μου έτσουζαν από τα χτυπήματα. Δεν υπήρχε χρόνος για σκέψη. Μόνο ένστικτο, μόνο οργή που έβραζε κάτω από το δέρμα μου και με έσπρωχνε να χτυπήσω ξανά και ξανά.
Μιλάμε ότι εκείνη την ημέρα στο προαύλιο έπεσε το ξύλο της αρκούδας, όχι μαλακίες, παραλίγο να χρειαστεί να φέρουν την αστυνομία να μας χωρίσουν. Μέσα στο χαμό νομίζω ότι έριξα και μια αδέσποτη στο Βαγγέλη. Η Γαϊτάνου προσπαθεί να μας χωρίσει. Κάποιος από τους συμμαθητές των παιδιών τρέχει προς το γραφείο των καθηγητών.
Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή, το σαγόνι μου πονούσε από την ένταση και το αίμα χτυπούσε στα αυτιά μου σαν τύμπανο. Τα πόδια μου δεν σταματούσαν να κινούνται, τα χέρια μου δεν κατέβαιναν και ο φόβος είχε γίνει ένα με την αδρεναλίνη, ένα καυτό κύμα που με έκανε να νιώθω πιο ζωντανή από ποτέ.
Πραγματικά από ένα σημείο και πέρα έχασα τι έγινε. Αυτός που μου έβαλε χέρι είναι ακόμα κάτω ξερός και ουρλιάζει από τους πόνους. Ο άλλος σπαρταράει σαν το ψάρι, προσπαθώντας ακόμα να βρει τις ανάσες του. Οι άλλοι τρεις, όπως και εμείς, είμαστε γεμάτοι μώλωπες και γδαρσίματα. Καταφέρνουν να μας χωρίσουν. Κάποιος καλεί ασθενοφόρο.
Δεν υπήρχαν διλήμματα, δεν υπήρχαν δεύτερες σκέψεις, μόνο ανελέητο βρομόξυλο γι’ αυτούς που τόλμησαν να μου επιτεθούν. Μα αυτό δεν ήταν σαν τα παιχνίδια στη γειτονιά που το ξυλίκι ήταν ένας εναντίον ενός. Μου την έπεσαν πέντε άτομα, και για πρώτη φορά ένιωσα πώς δεν είμαι μόνη μου. Όταν απειλήθηκα πραγματικά οι φίλοι μου έτρεξαν να με υπερασπιστούν.
Ο Μάριος; Δεν υπήρχε περίπτωση να σκεφτεί ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Δεν ήμουν απλά φίλη του. Ήμουν η Μπίλι του. Αν κάποιος τολμούσε να με αγγίξει με λάθος τρόπο, δεν υπήρχε διαπραγμάτευση. Μόνο φάπες. Ο Βαγγέλης και ο Νίκος; Αυτό ήταν. Αυτό ήταν η στιγμή της αποδοχής. Μέχρι τώρα, ήμουν η “γκομενάρα”, o “χασάπης”, η “τρελή” που έπαιζε σαν άντρας. Τώρα ήμουν κάτι άλλο. Κάτι πολύ πιο βαθύ. Ήμουν δική τους.
Είμαστε κλεισμένοι στο γραφείο των καθηγητών. Ο αέρας μέσα είναι βαρύς και μύριζε περίεργα από το ιώδιο και το αίμα. Οι καρέκλες είναι σκληρές και κάθε φορά που κουνιέμαι, νιώθω τα πλευρά μου να διαμαρτύρονται. Κάποιος πήρε αυτόν που του έσπασα τη μούρη και τον πάει στο νοσοκομείο. Δεν έχουν φωνάξει ασθενοφόρο, γιατί μάλλον δεν ήθελαν μπλεξίματα.
⇽∙∙∙⇾
«Ρε μαλάκα, μου έχωσες μία στην κοιλιά, με πήρε και με σήκωσε!» μου λέει ο Βαγγέλης, κρατώντας τα πλευρά του και προσπαθώντας να μην γελάσει. Το πρόσωπό του είναι ματωμένο και το ένα του μάτι αρχίζει ήδη να μελανιάζει. Βάζουμε και οι τρεις τα γέλια, αλλά μετά πονάμε ακόμα περισσότερο και ξινίζουμε τα μούτρα μας.
Σηκώνομαι από την άβολη καρέκλα, κρατώντας τα πλευρά μου με το ένα χέρι και το άλλο να τρέμει ελαφρά. Κοιτάζω και τους τρεις τους σχεδόν με λατρεία, τα μάτια μου τσούζουν. Οι ανάσες μου είναι κοφτές και η καρδιά μου χτυπάει ακόμα δυνατά.
«Σας ευχαριστώ,» τους λέω σχεδόν δακρυσμένη, και η φωνή μου βγαίνει βραχνή και σπασμένη.
Ο Μάριος σηκώνεται από την καρέκλα του σχεδόν απότομα, τα μάτια του είναι κόκκινα και τα μαλλιά του ανακατωμένα. Πριν καλά-καλά καταλάβω τι γίνεται, με τραβάει στην αγκαλιά του και με σφίγγει δυνατά. Το πηγούνι μου τρεμοπαίζει και οι ανάσες μου γίνονται κοφτές. Χωρίς να το συνειδητοποιήσω, χώνομαι ακόμα πιο βαθιά στην αγκαλιά του, τα δάχτυλά μου σφίγγουν την μπλούζα του σαν να είναι το μόνο που με κρατάει όρθια.
Οι ανάσες του είναι βαριές πάνω στο κεφάλι μου, και ο ρυθμικός χτύπος της καρδιάς του είναι σχεδόν νανουριστικός. Τα μάτια μου καίνε και τα βλέφαρά μου τρεμοπαίζουν. Με σφίγγει ακόμα πιο δυνατά και καταφέρνω να ηρεμίσω.
«Τι ευχαριστείς ρε μαλάκα;» μου λέει τρυφερά, χαμογελώντας μου, και η φωνή του έχει έναν τόνο που δεν τον έχω συνηθίσει.
«Άου…» κάνει ο Νίκος προσπαθώντας να βολευτεί στην καρέκλα, κρατώντας το πλάι του και μορφάζοντας κάθε φορά που κουνιέται. «Δε θα μπορώ να κάτσω για μια βδομάδα!»
«Ο άλλος ο μαλάκας θα τρώει με ορούς για κανένα μήνα,» του υπενθυμίζω και βάζουμε και οι τρεις τα γέλια, και «αχ!» και «ωχ!» καθώς τα πλευρά μας πονάνε ακόμα, και θα πονάνε για κάμποσες μέρες. Το γέλιο μας είναι τραχύ, ανακατεμένο με πόνο, αλλά τόσο αληθινό που σχεδόν το νιώθω να σκάει στα πλευρά μου.
Πρώτος καταφτάνει ο κύριος Σταύρος, ο πατέρας του Βαγγέλη, που είναι δικηγόρος. Η πόρτα ανοίγει απότομα και το βήμα του είναι βαρύ. Μπαίνει στο γραφείο και μας κοιτάζει και τους τέσσερις προσεκτικά. Τα μάτια του είναι παγωμένα και το βλέμμα του μας σκανάρει από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
«Τι έγινε;» είναι η μόνη ερώτηση που κάνει.
Για μερικά δευτερόλεπτα δεν απαντάει κανείς. Τα μάτια μου καρφώνονται στο πάτωμα, τα δάχτυλά μου στριφογυρίζουν ασυναίσθητα την άκρη της μπλούζας μου. Πρώτη μιλάω εγώ.
«Ένας από το λύκειο μου έβαλε χέρι στο προαύλιο,» του απαντάω και στην ανάμνηση της σκηνής με πιάνει και πάλι ρίγος. Κλείνω τα μάτια μου και παίρνω βαθιές ανάσες προσπαθώντας να ηρεμίσω, τα χέρια μου τρέμουν ελαφρά. «Του έχωσα κλωτσιά στη μούρη,» λέω τελικά.
«Μάλιστα,» μου λέει. Η φωνή του είναι ήρεμη αλλά τα μάτια του πετάνε σπίθες. «Μετά;»
«Μετά έστειλα και τον δεύτερο από τους πέντε στα πιτς,» του κάνω, χαμογελώντας με άσχημο τρόπο, τα χείλη μου είναι σφιγμένα και το βλέμμα μου σκοτεινό. Σηκώνω το βλέμμα μου ξανά προς τον πατέρα του Βαγγέλη. «Και μετά μου όρμισαν οι άλλοι τρεις.»
Ο κύρος Σταύρος αναστενάζει βαθιά και πιέζει τη γέφυρα της μύτης του με τα δάχτυλά του, σα να προσπαθεί να συγκρατηθεί.
Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο πατέρας μου. Τα μάτια του είναι ορθάνοιχτα και το πρόσωπό του χλωμό. Έρχεται κατά πάνω μου και το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να μ’ αγκαλιάσει. Τα χέρια του τυλίγονται γύρω μου με τόση δύναμη που για μια στιγμή δεν μπορώ να ανασάνω.
«Είσαι καλά;» είναι η πρώτη του ερώτηση.
«Όχι,» του κάνω σχεδόν τρέμοντας. Το σαγόνι μου τρέμει και τα μάτια μου καίνε. «Πονάω παντού,» συνεχίζω αυτή τη φορά με χαμόγελο, και αν και η ανησυχία του δεν εξαφανίζεται, η ανακούφισή στο βλέμμα του είναι εμφανής.
«Τι έγινε;» με ρωτάει.
«Ένας από το λύκειο μου έβαλε χέρι,» του λέω και νιώθω το σώμα του να σφίγγεται. Τα χέρια του με σφίγγουν ακόμα περισσότερο, τα δάχτυλά του τρέμουν ελαφρά στην πλάτη μου. «Του έχωσα κλωτσιά στη μούρη,» του κάνω ξερά. Τα μάτια μου καρφώνονται στα δικά του, γεμάτα οργή που ακόμα δεν έχει καταλαγιάσει. «Και μετά μου όρμισαν οι άλλοι τέσσερεις…» του κάνω και σταματάω για μερικά δευτερόλεπτα. «Και τότε ήρθαν Μάριος, Νίκος και Βαγγέλης και έπεσε το ξύλο της αρκούδας.»
Ο πατέρας μου αναστενάζει βαθιά, πιέζει τα βλέφαρά του με τα δάχτυλα και μετά με τραβάει ξανά στην αγκαλιά του.
«Καλά του έκανες,» λέει τελικά. Η φωνή του είναι χαμηλή αλλά τόσο σταθερή που σχεδόν μου κόβεται η ανάσα.
Και κάπου εκεί νιώθω τον κόμπο στο στομάχι μου να χαλαρώνει λίγο. Για πρώτη φορά από τότε που έγινε ό,τι έγινε, νιώθω ότι μπορώ να ανασάνω κανονικά.
Χωρίς να πει άλλη κουβέντα ο πατέρας μου πηγαίνει μπροστά στο Μάριο ο οποίος σηκώνεται με κάποια δυσκολία. Δεν προλαβαίνει να πει κουβέντα, ο Ηλίας τον παίρνει στην αγκαλιά του και τον σφίγγει δυνατά πάνω του. Με τα χίλια ζόρια καταφέρνω να πνίξω ένα γελάκι με το βλέμμα απορίας του Μάριου. Τον αφήνει και η σκηνή επαναλαμβάνεται με Νίκο και Βαγγέλη. Και μετά δίνει το χέρι του στον κύριο Σταύρο και το σφίγγει με θέρμη.
«Θέλετε να κάνετε μήνυση;» ρωτάει τον πατέρα μου ο κύριος Σταύρος, με τη φωνή του να ακούγεται σχεδόν επίσημη, αλλά τα μάτια του είναι καρφωμένα πάνω μου, γεμάτα ανησυχία.
Ο πατέρας μου στρέφει αργά το βλέμμα του πάνω μου, τα φρύδια του ελαφρώς τραβηγμένα προς τα πάνω, σαν να προσπαθεί να καταλάβει πώς νιώθω.
«Όχι,» κάνω κουνώντας το κεφάλι σταθερά. Τα δάχτυλά μου σφίγγουν τα μανίκια της μπλούζας μου, οι αρθρώσεις μου λευκές από την ένταση. «Όχι!» επαναλαμβάνω πιο δυνατά, σχεδόν φτύνοντας τη λέξη, και το βλέμμα μου καρφώνεται στο πάτωμα, τα μάτια μου καίνε.
Ο κύριος Σταύρος αναστενάζει βαθιά και τρίβει τη γέφυρα της μύτης του με δύο δάχτυλα. Τα χαρακτηριστικά του μαλακώνουν, η φωνή του γίνεται πιο ήρεμη, σχεδόν πατρική. «Ίσως θα έπρεπε,» λέει αργά, σαν να ζυγίζει τα λόγια του. «Οι καθηγητές έξω μου είπαν ότι αυτόν που σου… σου επιτέθηκε, τον πήγαν νοσοκομείο.» Σταματάει για λίγο, κοιτάζοντάς με από πάνω μέχρι κάτω με ένα βλέμμα ανάμεσα στο σοκ και την ανησυχία. «Και μάλλον θα πάνε και τον δεύτερο, φοβούνται μη του έχεις σπάσει κανένα πλευρό.»
Ο πατέρας μου με κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια. Τα χείλη του μένουν μισάνοιχτα και το βλέμμα του πηγαινοέρχεται από τον κύριο Σταύρο σε μένα, σαν να προσπαθεί να καταλάβει αν άκουσε καλά. Για κλάσματα του δευτερολέπτου δεν λέει τίποτα, και μετά, σχεδόν ασυναίσθητα, περνάει το χέρι του πάνω από το πρόσωπό του και τρίβει τα μάτια του.
Για κείνον ήμουν απλά το αλητάκι, το αγρίμι, δεν είχε ιδέα πόσο βίαιη μπορώ να γίνω αν χρειαστεί. Οι γροθιές μου σφίγγονται ασυναίσθητα και τα δάχτυλά μου τρέμουν ελαφρά, οι ανάσες μου είναι κοφτές και η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Παίζω ξύλο με τ’ αγόρια από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Μιας και δεν ήμουν η πιο δυνατή, έμαθα να είμαι η πιο βρώμικη, η πιο αποτελεσματική.
Τα μάτια μου στενεύουν και ο σαγόνι μου σφίγγεται τόσο που νιώθω τα δόντια μου να τρίζουν. Βέβαια μέχρι τώρα δεν είχα φτάσει ποτέ σε αυτό το σημείο, αλλά και πάλι δεν είχα ποτέ απειληθεί με αυτόν τον τρόπο.
«Ο δεύτερος με είπε πουτάνα,» του λέω ξερά, η φωνή μου βραχνή, χωρίς ίχνος τρέμουλου. Τα μάτια μου είναι καρφωμένα στα δικά του, και το βλέμμα μου είναι τόσο σκληρό που τον βλέπω να αναριγεί ανεπαίσθητα. «Έκανε να κουνηθεί και του έχωσα κλωτσιά στα πλευρά και έπεσε ξερός. Πουτάνα να πεις τη μάνα σου, του είπα,» συνεχίζω κοιτάζοντας τον πατέρα μου στα μάτια, χωρίς να αποστρέφω το βλέμμα μου ούτε για μια στιγμή. Η φωνή μου βγαίνει χαμηλή, σχεδόν απειλητική.
Ο πατέρας μου σφίγγει τα χείλη του και το σαγόνι του πετάγεται ελαφρά. Τα μάτια του σκοτεινιάζουν και τα χέρια του ενώνονται μπροστά του, οι αρθρώσεις του τεντωμένες.
«Ήταν πέντε, μπαμπά, και ήμουν μόνη μου.» Η φωνή μου τρέμει ελαφρά στο τέλος, αλλά καταφέρνω να την κρατήσω σταθερή. Τα μάτια μου καίνε και τα δόντια μου σφίγγονται με τόση δύναμη που σχεδόν πονάω. «Δεν… δεν είχα δει Μάριο, Νίκο και Βαγγέλη να έρχονται,» παραδέχομαι, και η φωνή μου σπάει ελάχιστα στο τέλος. Τα χέρια μου σφίγγουν τα μανίκια μου πιο δυνατά και το κεφάλι μου χαμηλώνει λίγο, οι ώμοι μου πέφτουν βαριά.
Ο πατέρας μου δεν λέει τίποτα για μερικά δευτερόλεπτα. Τα μάτια του είναι υγρά και το βλέμμα του μαλακώνει απότομα. Αναστενάζει βαθιά και κλείνει τα μάτια του για μια στιγμή, περνώντας το χέρι του αργά πάνω από το πρόσωπό του, σαν να προσπαθεί να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά. Με κοιτάζει και πάλι.
«Καλά τους έκανες,» μου απαντάει και νιώθω ένα βάρος να φεύγει από το στήθος μου.
⇽∙∙∙⇾
Μονοήμερη αποβολή εγώ, ο Μάριος, ο Βαγγέλης και ο Νίκος. Η λέξη “αποβολή” χτυπάει στα αυτιά μου σαν καμπάνα, αλλά δεν με νοιάζει. Οι ανάσες μου είναι ακόμα βαριές και το σαγόνι μου πονάει από την ένταση. Ο Μάριος κάθεται δίπλα μου στο πεζούλι με το ένα χέρι να κρατάει τα πλευρά του και να μορφάζει κάθε φορά που ανασαίνει βαθιά. Ο Βαγγέλης τρίβει το σαγόνι του, ενώ ο Νίκος προσπαθεί να ξεκολλήσει το ξεραμένο αίμα από το φρύδι του με τη γλώσσα του να βρίζει ψιθυριστά.
Πενταήμερη και δαρμένοι οι φίλοι του μαλάκα που μου έβαλε χέρι. Σχεδόν χαμογελάω στη σκέψη. Αν ήταν καλά, μπορεί να τους είχα λυπηθεί κιόλας. Μπορεί.
Αποβολή διά παντός από το σχολείο ο τελευταίος, με σπασμένη μύτη και μερικά δόντια λιγότερα. Τον θυμάμαι να σφαδάζει στο πάτωμα, το αίμα να στάζει από τη μούρη του και να βάφει το πλακάκι κόκκινο. Η ανάμνηση κάνει τα δάχτυλά μου να τρέμουν ακόμα, αλλά δεν μετανιώνω. Ούτε στο ελάχιστο. Στην αρχή παραλίγο να φάμε και εμείς πενταήμερη, και ποιος είδε Ηλία, Ανδρέα, τον κύριο Σταύρο και τον κύριο Θάνο—πατέρα του Νίκου—και δεν τους φοβήθηκε.
Ο Ηλίας με το βλέμμα του να πετάει σπίθες, τα χέρια του να χτυπάνε στο γραφείο τόσο δυνατά που νόμιζα ότι θα το σπάσει. Ο κύριος Ανδρέας, με το κύρος του καθηγητή του Πολυτεχνείου, να στέκεται δίπλα του με τα μπράτσα σταυρωμένα και τα μάτια του στενά, το σαγόνι του τεντωμένο. Ο κύριος Θάνος σιωπηλός, με σκοτεινό βλέμμα. Ο κύριος Σταύρος με το κοστούμι του να φαίνεται ακόμα πιο επιβλητικός, η φωνή του παγερή, κοφτή, σαν λεπίδα.
Ο τελευταίος, μάλιστα, τους υποσχέθηκε ότι αν είναι κάτι παραπάνω από μονοήμερη θα τους τρέξει μέχρι να πατήσουν μαύρο χιόνι. Η φράση του ακόμα ηχεί στα αυτιά μου. «Θα τους πάω στα δικαστήρια και δεν θα ξέρουν από πού τους ήρθε,» είχε πει, και το βλέμμα του δεν σήκωνε αμφιβολίες.
Ο Νίκος γελάει μέσα από τα δόντια του και φτύνει λίγο αίμα στο πεζούλι. «Ρε μαλάκες, καλά δεν τους κάναμε;» λέει με ένα μισοσπασμένο χαμόγελο. Ο Μάριος αναστενάζει και μορφάζει από τον πόνο, αλλά το χαμόγελό του είναι τόσο πλατύ που φαίνεται γελοίο με το σκισμένο χείλος του.
Όσο για τον Βαγγέλη και τον Νίκο; Δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος να μου δείξουν την αποδοχή τους. Μπορεί να με διαόλιζαν, μπορεί να με πείραζαν ασταμάτητα, και μια-δυο φορές στο τσακ γλίτωσαν το κουτουλίδι—αν και φυσικά για τελείως διαφορετικούς λόγους από τον μαλάκα που μου έβαλε χέρι—αλλά ήξερα ότι όταν τα πράγματα σοβάρευαν, όταν έφτανε η στιγμή που πραγματικά μετρούσε για μένα, ήταν εκεί.
Ο Βαγγέλης με χτυπάει φιλικά στην πλάτη και γελάει τραχιά, μορφάζοντας αμέσως από τον πόνο. Ο Νίκος τρίβει τον αυχένα του και με κοιτάζει με ένα βλέμμα μίξης απορίας και θαυμασμού. Ο Μάριος, από την άλλη, δεν λέει τίποτα. Απλά μου ρίχνει ένα βλέμμα που τα λέει όλα.
Δεν ήμουν απλά “η Μπίλι που έπαιζε σαν αγόρι”. Δεν ήμουν “η τύπισσα με τον απίθανο κώλο που τρέχει σαν σίφουνας.” Δεν ήμουν “η σπασίκλα που κανείς δεν τολμούσε να την πει έτσι”. Ήμουν μία από αυτούς.
Και αν υπήρχε έστω και μια πιθανότητα να το ξεχάσω, εκείνη τη μέρα μου το έκαναν ξεκάθαρο.
Ο Μάριος, με τα μάτια του να είναι ακόμα σκοτεινά από την οργή, περνάει το χέρι του γύρω από τους ώμους μου και με σφίγγει χωρίς να πει τίποτα. Ο Βαγγέλης ακουμπάει τον αγκώνα του στο γόνατό μου και μου ρίχνει ένα στραβό χαμόγελο. Ο Νίκος, με το μισό του πρόσωπο ακόμα κοκκινισμένο, αναστενάζει και ακουμπάει το κεφάλι του στον τοίχο.
Δεν ήμουν μόνη μου.
1987
Happy birthday to you
Σήμερα κλείνω τα δεκατέσσερα. Έχω αρχίσει και μεγαλώνω, αλλά όχι όπως θα ήθελα. Δεν ξέρω πώς ακριβώς θα ήθελα, αλλά σίγουρα όχι έτσι. Το σώμα μου έχει αρχίσει να κάνει του κεφαλιού του, σαν να μην είναι δικό μου. Το στήθος μου μεγαλώνει ανεξέλεγκτα—και δε μιλάμε για ανεπαίσθητες αλλαγές, αλλά για κάτι που φαίνεται και κάνει τους άλλους να το προσέχουν. Όσο για την περίοδο, ας μην το συζητήσουμε καλύτερα. Δώδεκα φορές τον χρόνο, υπενθύμιση πως η Μπίλι δεν είναι πια ο Μπίλι.
Θυμάμαι ακριβώς τη στιγμή που έγινε η μετάβαση. Ήμουν στο δωμάτιό μου, και τα αγόρια είχαν μαζευτεί για μπάλα. Βγαίνω στο παράθυρο και ακούω τον Κώστα να ρωτάει: «Να περιμένουμε τη Μπίλι ή να ξεκινήσουμε;»
Τη Μπίλι.
Ένιωσα ένα περίεργο σφίξιμο στο στομάχι. Όχι από χαρά, ούτε από ενόχληση—κάτι ανάμεσα σε απορία και σύγχυση. Μέχρι τότε, ακόμα και στους γονείς μου, τα παιδιά έλεγαν «Πού είναι ο Μπίλι;». Οι γονείς μου δεν έδιναν σημασία. Εγώ δεν έδινα σημασία. Και ξαφνικά, έτσι απλά, μια λέξη, μια μικρή αλλαγή στη σύνταξη, και κάτι μέσα μου έκανε κλικ. Μου πήρε καιρό να συνειδητοποιήσω ότι αυτή η μικρή αλλαγή δεν ήταν τυχαία. Ούτε προσωρινή. Και σίγουρα, δεν ήταν επιλογή μου.
Και δεν είναι μόνο ότι γίνομαι σιγά-σιγά γυναίκα—αρέσω κιόλας, τρομάρα να μου ‘ρθει. Εντάξει, δε λέω, πάντα μου έλεγαν ότι είμαι όμορφο κορίτσι, αλλά δεν έδινα σημασία. Όταν παίζεις μπάλα και πόλεμο, δεν έχει σημασία αν είσαι η Miss Υφήλιος ή ο Κουασιμόδος—κανένας δεν σου χαρίζεται. Ή έτσι νόμιζα, μέχρι που στην έκτη δημοτικού πήραν τ’ αφτιά μου πως ο λόγος που τα αγόρια τσακώνονταν για το ποιος θα με έχει στην ομάδα του δεν ήταν μόνο οι ποδοσφαιρικές μου ικανότητες.
Αυτό δεν πήγε καλά για κανέναν τους.
Από μικρή είχα μάθει να βαράω στο ψαχνό, και η ιδέα ότι με διάλεγαν όχι για το παιχνίδι μου, αλλά γιατί με έβλεπαν αλλιώς, με έκανε να εκραγώ. Αν ήθελαν τη Μπίλι για άλλο λόγο πέρα από την ταχύτητά της, το τάκλιν, και τις ντρίμπλες που προκαλούσαν εμετούς, θα την είχαν και από πάνω τους. Έχω σηκώσει στον αέρα κόσμο και κοσμάκη, έχω κάνει τάκλιν που έμειναν αξέχαστα, και το αποτέλεσμα; Η πρώτη φορά που μου κόλλησε στο δημοτικό το παρατσούκλι “Χασάπης” έμεινε.
Τερματοφύλακα δε με έβαλαν ποτέ να παίξω. Δηλαδή με έβαλαν, αλλά την πρώτη φορά που συνέβη αυτό, την είδα Σουμάχερ κάνοντας τον Λάμπρο Μπατιστόν—σε σημείο που του κόλλησε ως παρατσούκλι, ο Λάμπρος ο Μπατιστόν!—αποφάσισαν ότι για λόγους σωματικής τους ασφαλείας να μην κάτσω ποτέ ξανά τέρμα, και ει δυνατόν όχι άμυνα.
Είμαι πολύ γρήγορη—πιο γρήγορη απ’ όλα σχεδόν τα αγόρια, και, ακόμα περισσότερο, ευέλικτη. Όχι ότι θέλω να το παινευτώ, αλλά ντριμπλάρω σαν Βραζιλιάνος και, αν είναι να πέσω, θα πέσω μαχόμενη. Και όχι, δεν έχω σηκώσει μόνο εγώ κόσμο στον αέρα—έχω βρεθεί κι εγώ στο προαύλιο, ανάσκελα, με τη μπάλα να κυλάει παραπέρα και το μυαλό μου να αναρωτιέται από πού μου ήρθε.
Αλλά δε θα το άλλαζα με τίποτα στον κόσμο. Μπορεί να με ήθελαν για λάθος λόγους, αλλά όταν παίζαμε μπάλα, αυτά έμεναν στην άκρη. Εκεί δεν υπήρχε ωραίο κορίτσι, ούτε θηλυκές αντωνυμίες. Υπήρχε μόνο η Μπίλι. Και όποιος ζήσει, έζησε. Καλά όλα αυτά, αλλά επειδή η ζωή δεν είναι μόνο μπάλα, ο τρόπος που με βλέπουν πλέον τα αγόρια έχει αλλάξει. Μέχρι και ο Μάριος άλλαξε, γαμώ το.
Από μικρά παλεύαμε μεταξύ μας—όχι βίαια φυσικά, παιχνίδι ήταν, δοκιμές αντοχής και δύναμης, ένα δικό μας τελετουργικό. Εγώ προσπαθούσα να μάθω να του κάνω το αεροπλανικό που είχε κάνει και ο ίδιος σε έναν ψευτονταή που τον είχε πει Μαρία—και τον έστειλε αεροπορικώς σε άλλη γειτονιά. Το προσπάθησα άπειρες φορές, αλλά το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο: εγώ ανάσκελα, με τον Μάριο από πάνω μου, να γελάει και να περιμένει να παραδοθώ ή να φτύσω τα πνευμόνια μου από τα γέλια.
Ε, και αυτό κόπηκε.
Όλα άλλαξαν από τότε που άρχισαν να μεγαλώνουν τα ρημάδια τα στήθη μου. Μια μέρα, όπως με είχε ανάσκελα και πάλευα να του ξεφύγω, κατά λάθος με έπιασε από το στήθος. Και πάγωσε. Δεν λέω μεταφορικά, πραγματικά πάγωσε. Λες και τον χτύπησε ρεύμα, λες και είχε αγγίξει απαγορευμένο κουμπί. Άσπρισε, πετάχτηκε πίσω λες και έπιασε γυμνό καλώδιο, και άρχισε να μου ζητάει συγγνώμη. Ξανά και ξανά.
Στην αρχή, δεν κατάλαβα καν τι έγινε. Εγώ ήμουν ακόμα μες στη φάση της πάλης, και τον κοιτούσα σαν να ήταν χαζός. «Τι συγγνώμη, ρε;» Και μετά το συνειδητοποίησα. Α, αυτό ήταν. Τα στήθη μου. Τα στήθη μου άλλαξαν το παιχνίδι.
Ε, και με έπιασε μια τσαντίλα άλλο πράγμα. Βυζιά είναι, δε δαγκώνουν! Δεν είναι ότι μου έβαλε χέρι, κατά λάθος έγινε, γαμώ το κεφάλι μου! Αλλά όχι, ο κύριος είχε πάθει σοκ. Συνέχισε να ζητάει συγγνώμη, μέχρι που τελικά τον διαολόστειλα και ησύχασα, και όχι τίποτε άλλο αλλά, ήμουν εγώ αυτή που είχε πέσει κάτω. Το κακό όμως είχε γίνει.
Η πάλη κόπηκε μαχαίρι.
Δοκίμασα να την ξαναρχίσω, άπειρες φορές. Μόλις βρισκόμουν ανάσκελα, ο Μάριος σηκωνόταν. Στην αρχή έλεγε «έλα, άσ’ το τώρα», μετά δεν έλεγε τίποτα, απλά σταματούσε. Και τα γαργαλήματα; Ούτε λόγος. Όταν ήμασταν πιο μικροί, αν έκανα το λάθος να δείξω έστω ένα χιλιοστό εκτεθειμένης κοιλιάς, ο Μάριος έβρισκε την ευκαιρία να με πεθάνει στα γαργαλητά. Είχα καταλήξει να κοιμάμαι με σταυρωμένα τα χέρια από ένστικτο, μην τυχόν και ξεμείνω απροστάτευτη.
Τώρα; Τίποτα.
Ούτε παλεύουμε, ούτε γαργαλιόμαστε, ούτε καν αγγιζόμαστε όπως πριν. Τα χέρια του Μάριου έχουν πλέον ένα αόρατο όριο, μια no-touch zone, σαν να μην επιτρέπεται να με αγγίξει εκτός αν το πω εγώ. Και αυτό μου τη δίνει στα νεύρα.
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, αναγκάστηκα στο τέλος να κόψω και τα σορτσάκια που φοράω από μικρή. Δε μου έφτανε που κάθε φορά που έπαιζα μπάλα έπρεπε να βάζω σουτιέν τόσο σφιχτό που μ’ έκανε να νιώθω σα μούμια, είχα και προβλήματα του κώλου. Κυριολεκτικά.
Τους είχα πιάσει κάμποσες φορές να ρίχνουν κρυφές ματιές, και στην αρχή δεν είχα πάρει χαμπάρι τι παιζόταν. Ε, μέχρι που στρίμωξα τον Μάριο και τα ξέρασε όλα. Σύμφωνα με τ’ αγόρια, είχα απίθανο κώλο—Θεέ μου, τι λέω;—και δεν έχαναν ευκαιρία να τον θαυμάσουν. Αυτό το “όλα” ήταν που με εκνεύρισε περισσότερο. Διότι δεν είχα καν με ποιον να μιλήσω.
Με τον Μάριο είμαστε σαν αδέρφια, αλλά κάποια πράγματα δε λέγονται σε άλλο αγόρι, ρε παιδί μου. Και το να το κρατάω μέσα μου με έκανε να βράζω χειρότερα. Όχι μόνο γιατί με έβλεπαν αλλιώς, αλλά γιατί όσο κι αν εγώ έβλεπα τον εαυτό μου σαν αγόρι, έβλεπα και ότι δεν ένιωθα τον κόσμο όπως τον ένιωθαν τα υπόλοιπα αγόρια.
Τραίνα, αυτοκινητάκια, μηχανές, όλα αυτά τα λάτρευα, ακριβώς όπως και εκείνοι. Αλλά υπήρχαν και πράγματα που τους συγκινούσαν—όλους όμως—για τα οποία εγώ δεν έδινα δεκάρα. Και όχι τίποτε άλλο, τα κουβαλούσα και σαν κράχτη στο ίδιο μου το σώμα. Δύο βυζιά μπροστά, ένας κώλος πίσω.
Και κάπου εκεί, έγινε το θαύμα. Η Κατερίνα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, έκανα φίλη. Μέχρι που άρχισα να συνειδητοποιώ μέσα μου ότι παρόλο που έβλεπα τον εαυτό μου σαν αγόρι, τα ίδια τα αγόρια έβλεπαν τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο, δεν το είχα καν συνειδητοποιήσει πόση ανάγκη το είχα. Αλλά το είχα.
Μετακόμισε το καλοκαίρι του '86 από του Ζωγράφου, και κολλήσαμε από την πρώτη μέρα. Φοβερό τυπάκι, όσο και εγώ στο μπόι, καστανομάλλα, ελαφρά γεματούλα, και με χιούμορ που σκότωνε. Δεν ήμασταν απλά συμμαθήτριες, ήταν το πρώτο κορίτσι με το οποίο ένιωσα φιλικά συναισθήματα.
(Η ξαδέρφη μου, η συνονόματη, δεν μετράει.)
Και το καλύτερο; Έμενε δυο στενά παρακάτω από εμάς. Δεν έπαιζε μπάλα, αλλά στα ομαδικά παιχνίδια της γειτονιάς ήταν μέσα σε όλα. Κρυφτό, κυνηγητό, λάστιχο—ήταν σαν να ήταν εδώ από πάντα. Και επειδή κόλλησε απίστευτα και με τον Μάριο, κατέληξε να γίνουμε αυτοκόλλητοι και οι τρεις και εκεί μας κόλλησαν το παρατσούκλι που μας έμεινε μέχρι που τελειώσαμε το σχολείο: “το τρίο Stooges.”
Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που με ρώτησε αν παίζει κάτι με μένα και τον Μάριο. Την κοίταξα σαν να είχε φυτρώσει δεύτερο κεφάλι.
«Ρε συ, είναι πολύ όμορφο αγόρι!» μου λέει κοιτάζοντάς με στα μάτια, σα να προσπαθούσε να με διαβάσει.
«Ναι, και;» της κάνω σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους μου. «Σάμπως θα τον παντρευτώ;»
Με κοιτάζει για λίγο σκεπτική. «Μη θυμώσεις με αυτό που θα σου πω, αλλά... δε νομίζω ότι σε βλέπει απλά σαν φίλη.»
Βάζω τα γέλια. «Όχι, ρε, δεν παίζει κάτι τέτοιο!» απαντάω, χωρίς καν να το σκεφτώ. Και τότε μου έρχεται κατακούτελα: Ρε μήπως της αρέσει ο Μάριος και προσπαθεί να καταλάβει αν παίζει κάτι μεταξύ μας. Της το πετάω στα ίσια κοιτάζοντάς την με τη σειρά μου εξεταστικά: «Ρε μπας και σου έχει γυαλίσει;» τη ρωτάω και βάζω ένα γελάκι. «Εγώ κουμπάρα!»
Κι εκεί έγινε η αποκάλυψη του αιώνα. «Ο μαλάκας ο ξάδερφός σου μου έχει γυαλίσει!» μου ομολόγησε, και σκάω στα γέλια.
Ο Αλέκος. Η απόλυτη περιπτωσάρα. Ζεν, δεν τον νοιάζει τίποτα, δεν ανησυχεί για τίποτα, δεν τον αγγίζει τίποτα, δεν παίρνει χαμπάρι τίποτα, σε βαθμό που οι θείοι μου είχαν ανησυχήσει. Δεν είχε κανένα είδους νοητικής υστέρησης—είναι πανέξυπνος—απλά είναι ο χαρακτήρας του τέτοιος. Αφηρημένος, δε δίνει δεκάρα για το περιβάλλον του και εστιάζει μόνο σε αυτά που τον ενδιαφέρουν, για παράδειγμα αν παίξεις σκάκι μαζί του θα πας άκλαυτος. Αλλά πέρα από αυτό; Ο κόσμος μπορεί να καταρρεύσει κι εκείνος να μη γυρίσει καν το κεφάλι.
«Βρήκες κι εσύ αγόρι, ρε μαλάκα!» της λέω γελώντας ακόμα.
«Δε λες τίποτα...» μου απαντάει στενάζοντας τόσο δυνατά που φοβήθηκα πως θα πλευριτώσω. «Εσένα δε σ’ αρέσει κανείς;»
Την κοιτάζω με γνήσια απορία. «Από τ’ αγόρια;»
«Όχι, από τα ποδήλατα,» μου κάνει, και βάζω τα γέλια.
«Όχι,» της απαντάω, και το εννοώ. Γελάω στη σκέψη. «Ρε συ Κατερίνα, έχω μεγαλώσει μαζί τους!»
Κουνάει το κεφάλι της. «Και αυτά μαζί σου έχουν μεγαλώσει αλλά έχεις δει πως σε κοιτάνε;»
Αυτό ήταν. Από το γελάκι στην απόλυτη ξενέρα σε λιγότερο από δευτερόλεπτο. Γέρνω πίσω, σταυρώνω τα χέρια, και στενάζω τόσο δυνατά που μου επιστρέφει το βλέμμα της με μια υποψία ειρωνείας.
«Μη μου το θυμίζεις...»
Αλήθεια τώρα, τι να της πω; Ότι κάθε φορά που παίζω μπάλα νιώθω τα βλέμματα καρφωμένα πάνω μου—και δεν είναι για τις ντρίπλες μου; Ότι δεν μπορώ να κάνω τάκλιν χωρίς να αναρωτιέμαι αν η μπλούζα μου κολλάει λάθος πάνω μου; Ότι ξέχασα τα αμάνικα—και τώρα πρέπει να σκέφτομαι ακόμα και το άνοιγμα στα μανίκια;
Ότι τα σορτσάκια πέθαναν και πλέον ανησυχώ μήπως η φόρμα μου μπαίνει στον κώλο μου; Ότι μέχρι και ο Μάριος σταμάτησε να παλεύει μαζί μου, λες και ξαφνικά έγινα γυάλινο αγαλματάκι που φοβάται μη σπάσει; Σιχτίρ, δηλαδή. Όχι, δεν θέλω να το σκέφτομαι. Και δεν θέλω να μιλάω γι’ αυτό. Και έρχεται η Κατερίνα και μου το πετάει στα μούτρα. Κάνε φίλες σου λέει…
⇽∙∙∙⇾
Στο σπίτι μου έχουν μαζευτεί οι πάντες για να γιορτάσουμε τα γενέθλιά μου: ο Μάριος με την Κατερίνα, τον Νίκο και τον Βαγγέλη, ο Αλέκος με τη μικρή μου ξαδέρφη, τη Βασιλική και τους θείους μου, η νονά μου και ο νονός μου—που δεν έκαναν ποτέ παιδί, ο κύριος Ανδρέας και η κυρία Χριστίνα—οι γονείς του Μάριου—και φυσικά οι γονείς μου. Η τούρτα έχει πάνω δεκατέσσερα κεριά και μόλις τα ανάβω, ο Μάριος δεν χάνει την ευκαιρία να το ρίξει στο δούλεμα.
«Να ζήσεις Βασίλω και χρόνια πολλά…» ξεκινάει, και ένας Θεός ξέρει πως δεν τον διαβολοστέλνω επιτόπου. Το “Βασίλω” με διαολίζει.
«Μεγάλη να γίνεις, ν’ αφήσεις μαλλιά!»
«Αμήν και πότε,» πετάγεται η μάνα μου με τον καημό της για το μαλλί που δεν το αφήνω να μακρύνει, και όλοι ξεραίνονται στα γέλια, ακόμα κι εγώ.
«Παντού να σκορπίζεις της νιότης το φως, και όλοι να τρέχουν να γίνουν μπουχός!» συνεχίζει ο άθλιος και σκάμε ξανά στα γέλια.
ΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ! Με μία ανάσα, τα κεριά σβήνουν όλα.
«Χρόνια πολλά, αγάπη μου!» λέει η μάνα μου και με σφίγγει στην αγκαλιά της, δίνοντάς μου ένα φιλί. Σήμερα είναι στις έξτρα καλές της γιατί της έκανα το χατίρι και φόρεσα το ένα και μοναδικό φόρεμα που διαθέτω—το “φόρεμα για γάμους”.
«Χρόνια πολλά, βάσανο!» λέει ο πατέρας μου, με σηκώνει στον αέρα και με φιλάει τρυφερά στο μέτωπο. Σειρά παίρνουν οι υπόλοιποι, αν και ο Μάριος έχει extra περιποίηση για μένα: ένα ηχηρό ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ στο μάγουλο που με γεμίζει σάλια, το σίχαμα.
...
Ο πατέρας μου έχει στήσει υπερπαραγωγή στον κήπο: κοντοσούβλι, παϊδάκια—αρνί και κοτόπουλο—και λουκάνικα, γιατί ως γνωστόν αν δε φας του σκασμού, γιορτή δεν το λες. Ο καπνός από τα κάρβουνα σηκώνεται αργά στον αέρα και η μυρωδιά από το ψημένο κρέας μπλέκεται με τη δροσιά της ανοιξιάτικης βραδιάς. Κάθομαι σε μια από τις καρέκλες του κήπου, με τα πόδια απλωμένα και τα χέρια σταυρωμένα πίσω από το κεφάλι, απολαμβάνοντας την τσίκνα που πλανιέται γύρω μας.
Και κάπου εκεί και τελείως από το πουθενά,
η Κατερίνα αποφασίζει να ανοίξει συζήτηση για ζώδια. Κάνει μεταβολή απότομα και
με κοιτάζει σαν να ανακάλυψε τη μεγαλύτερη συνωμοσία του αιώνα.
«Τι ώρα γεννήθηκες;» με ρωτάει με ύφος
ανακριτή.
Σηκώνω το φρύδι μου και της ρίχνω ένα
βλέμμα που λέει “σοβαρά τώρα;” αλλά δεν μπορώ να κρατήσω το χαμόγελο που μου
ξεφεύγει. «Θα μου κάνεις φάκελο;» τη ρωτάω
χαχανίζοντας.
Η Κατερίνα μου ρίχνει ένα ελαφρύ χαστούκι
στο στέρνο, τόσο που πιο πολύ γαργαλάει παρά πονάει. Τα μάτια της είναι γεμάτα
σπίθες και το χαμόγελό της πλατύ. «Για να σου κάνω το ζωδιακό σου χάρτη!» μου
λέει χτυπώντας με στο στέρνο.
Εγώ από την άλλη, συνεχίζω το χαβαλέ: «Τι
πάθαμε;»
Σταυρώνω τα χέρια στο στήθος και την
κοιτάζω με προσποιητή σοβαρότητα, αλλά το ένα μου φρύδι σηκώνεται πονηρά. Ο
Μάριος που κάθεται δίπλα μου πνίγει ένα γελάκι και κουνάει το κεφάλι του.
«Λέγε, μωρή, τι ώρα γεννήθηκες και άσε τα
σάπια!» μου λέει κοιτώντας με μέ μισό μάτι.
Βάζω και πάλι τα γέλια, η πλάτη μου γέρνει
προς τα πίσω και το κεφάλι μου ακουμπάει στην πλάτη της καρέκλας. Τα μάγουλά
μου καίνε και σχεδόν δακρύζω από τα γέλια. «Στις πέντε το πρωί. Ακόμα μου γκρινιάζει η
Άννα, λες και έφταιγα εγώ!»
O Μάριος πετάγεται πριν καλά-καλά τελειώσω τη φράση μου. «Εσύ δε βγήκες
απ’ την κοιλιά της; Ποιος να φταίει δηλαδή;»
«Εγώ ή αυτός που με έχωσε με το έτσι θέλω
μέσα της;» πετάω τη σπόντα μου προς τον πατέρα μου που κάνει ότι δεν ακούει.
Ο πατέρας μου γυρίζει δήθεν αδιάφορα το
κρέας στη σχάρα, αλλά η άκρη των χειλιών του τραβιέται προς τα πάνω. Ο Μάριος
κρύβει το στόμα του με την παλάμη για να μη σκάσει στα γέλια και η Κατερίνα
σηκώνει τα μάτια στον ουρανό.
Μετά εξαφανίζεται μέσα στο σπίτι και
επιστρέφει με την τσάντα της και από μέσα βγάζει ένα βιβλίο. Το ξεφυλλίζει με
μανία, τα μάτια της καρφωμένα στις σελίδες και τα φρύδια της ενωμένα από τη
συγκέντρωση. Κάνει υπολογισμούς με το δάχτυλο να ακολουθεί τις γραμμές σαν
πυρηνικός επιστήμονας που απενεργοποιεί βόμβα.
«Ταύρος με ωροσκόπο Κριό στο τρίτο του
δεκαήμερο!» ανακοινώνει με ύφος δόκτορα που μόλις διέγνωσε σπάνιο φαινόμενο.
Κοιτάζω τον Μάριο που έχει ήδη αρχίσει να
βγάζει από το στόμα του ένα “Ωχ Παναγιά μου”, και βάζουμε και οι δύο τα γέλια.
Η Κατερίνα μου ρίχνει ένα βλέμμα που λέει “θα σου βγάλω τα μάτια”.
«Είναι σοβαρό, γιατρέ; Θα ζήσω;» δεν μπορώ
να κρατηθώ εγώ και σκάμε όλοι στα γέλια.
Η Κατερίνα αγριοκοιτάζει και τινάζει το
κεφάλι της προς τα πίσω, τα μαλλιά της ανεμίζουν επιδεικτικά. Ξεροκαταπίνει και
συνεχίζει. «Εσύ το κοροϊδεύεις αλλά είναι επιστήμη,»
ξεκινάει, αγνοώντας τα πνιχτά γέλια μας. «Ο Ήλιος σου είναι στον Ταύρο, που
σημαίνει ότι είσαι πεισματάρα, σταθερή και αποφασιστική, όταν βάλεις κάτι στο
μυαλό σου, ο Θεός ο ίδιος να κατέβει, δεν αλλάζεις γνώμη. Θες τη βολή σου, τα
ωραία σου φαγητά, και γενικά δε σηκώνεις πολλά-πολλά.»
«Η Μπίλι; Όχι δα!» λέει ειρωνικά ο Μάριος αλλά
η Κατερίνα δε του δίνει σημασία.
«Α, και επειδή είσαι στο τρίτο δεκαήμερο
του Κριού, αυτό σου δίνει έναν συνδυασμό τρέλας, επιμονής και τεράστιας
αντοχής. Είσαι το είδος του ανθρώπου που άμα του πει κάποιος ‘αποκλείεται να το
κάνεις’, το παίρνει προσωπικά και το κάνει από πείσμα,» συνεχίζει το χαβά της η
Κατερίνα
O Μάριος, από την άλλη, βρίσκει ευκαιρία να συνεχίσει το δούλεμα: «Όχι
ρε, έχετε δει ποτέ τη Μπίλι να πεισμώνει;» ρωτάει ειρωνικά, και ακολουθεί νέος
γύρος γέλιου.
«Και το καλύτερο,» συνεχίζει με έξαψη η
Κατερίνα, «έχεις και κάτι άλλο που σου δίνει αυτός ο ωροσκόπος. Κανείς δε σε
ξεγελάει εύκολα. Μπορεί να μη μιλάς, αλλά βλέπεις τα πάντα, καταλαβαίνεις πολύ
περισσότερα απ’ όσα αφήνεις να φανεί, και άπαξ και μυριστείς ότι κάποιος πάει
να σε κοροϊδέψει, του το γυρνάς μπούμερανγκ πριν προλάβει να πει ‘καλημέρα’.»
«Άρα, για να συνοψίσουμε,» λέει ο Μάριος,
παίρνοντας τάχα μου το ύφος του σοφού γέροντα. «Έχουμε ένα Ταύρο που κανονικά
θα έπρεπε να κάθεται ήσυχα και να απολαμβάνει τη ζωή του, αλλά επειδή έχει
ωροσκόπο Κριό, έχει αποφασίσει να τρέχει, να χτυπιέται, να πλακώνεται στο ξύλο
και να τσακώνεται από πείσμα. Και αν την πειράξεις, είτε βάζεις τα πόδια στην
πλάτη και τρέχεις μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι είτε το μετανιώνεις για το
υπόλοιπο της ζωής σου, δηλαδή για τα επόμενα πέντε λεπτά μέχρι να σε φυτέψει!»
«Ή να σε στείλει σε οδοντίατρο και
πλαστικό!» πετάει ο Νίκος υπενθυμίζοντας το συμβάν με το άγριο ξυλίκι στο
προαύλιο του σχολείου. Έχοντας περάσει δύο χρόνια πλέον μπορούμε και γελάμε μ’
αυτό.
«Και βαράει και δυνατά!» λέει ο Βαγγέλης
που πάνω στον πανικό—και όπως είχαμε γίνει κουβάρι—είχε φάει μια αδέσποτη που
προορίζονταν για έναν από τους μαλάκες που μου είχαν επιτεθεί.
«Ακόμα το θυμάσαι μωρέ;» τον πειράζω.
«Ξεχνιέται αυτό; Από το μπουνίδι που άρπαξα
εκείνη την ημέρα, αυτό μου έχει μείνει!»
«Ναι, αλλά ρίξαμε το περισσότερο!»
συμπληρώνει ο Νίκος με το Μάριο να χαμογελάει. Στον τελευταίο δεν του άρεσε να
τσακώνεται αλλά άμα το έκανε, το έκανε, δεν αστειευόταν.
«Με άλλα λόγια,» συνεχίζει η Κατερίνα,
«είσαι ο πιο μεγάλος συνδυασμός γκαζιού και φρένου ταυτόχρονα.»
«Επιστήμη παιδί μου!» την πειράζει ο Μάριος
αλλά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
«Για πες μου και τα δικά σου μεσιέ!»
«Εεε…»
«Έξις και ξερός!» του κάνει και σκάμε ξανά
στα γέλια όλοι. «Μολόγα!»
«7 Αυγούστου στις 11 το πρωί,» λέει και
μετά γυρίζει προς τα μένα. «Εγώ δεν είμαι σαν μερικές-μερικές, τουλάχιστον
άφησα τη μάνα μου να πιει το καφεδάκι της,» μου πετάει τη σπόντα του.
Η Κατερίνα τον κοιτάζει με σηκωμένο φρύδι,
ξεφυλλίζει ξανά το βιβλίο της με ύφος απόλυτης σοβαρότητας, και μετά από μερικά
δευτερόλεπτα ανασηκώνει το κεφάλι μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο ικανοποίησης. «Ωραία,
ωραία! Λοιπόν, κύριε Μάριε, εσείς είστε Λέων με ωροσκόπο Ζυγό στο τρίτο του
δεκαήμερο!» ανακοινώνει με στόμφο.
Ο Μάριος ανοιγοκλείνει τα μάτια. «Τι πάθαμε;»
«Φίλε μου, είσαι walking contradiction!» και συνεχίζει ακάθεκτη. «Λέων, ίσον
εγωισμός, περηφάνια, χρυσή καρδιά και καμάρι μέχρι αηδίας! Αν σε αφήσουμε, θα
πιστέψεις ότι ο ήλιος γυρίζει γύρω από σένα!»
«Ναι, τι; Δε γυρίζει;» ρωτάει με ύφος δήθεν
απορημένο κάνοντάς μας όλους να βάλουμε και πάλι τα γέλια.
Η Κατερίνα αγνοεί παντελώς το τρολάρισμα
και συνεχίζει. «Αλλά… ωροσκόπος Ζυγός!» χτυπάει με το δάχτυλο το βιβλίο της.
«Που σημαίνει ότι, ενώ φαίνεσαι αρχοντικός και όμορφος»—εδώ του ρίχνει
ένα επιδεικτικό βλέμμα—«κατά βάθος είσαι γατάκι που θέλει ισορροπία, αγάπη και
στοργή!»
«Νιάου! Νιάου βρε γατούλα, με τη ροζ
μυτούλα!» του κάνω εγώ μιμούμενη τη Βουγιούκλω.
«Τσα τσα τσα» απαντάει ο ίδιος με λεπτή
φωνή και εκεί μέχρι και ο πατέρας μου, που έκανε ότι δεν άκουγε, έβαλε τα γέλια.
Η Κατερίνα κάνει μια θεατρική κίνηση με το
χέρι. «Με λίγα λόγια, έχεις τον εγωισμό του Λέοντα αλλά την ανάγκη να αρέσεις
και να σε αγαπάνε του Ζυγού! Θες να είσαι το κέντρο του κόσμου αλλά ταυτόχρονα
δε θες και να τους κακοκαρδίζεις. Γι’ αυτό κάνεις τον άνετο, αλλά άμα κάποιος
σε στραβοκοιτάξει, τρώγεσαι μέσα σου!»
«Ο Μάριος; Άπαπαπαπα!» κάνει ο Βαγγέλης.
Η Κατερίνα, ωστόσο, δεν έχει τελειώσει.
«Και άκου τώρα το καλύτερο…»
Ο Μάριος τη στραβοκοιτάζει ακόμα πιο
έντονα. «Έχει κι άλλο;!»
«Αν έχει λέει;» απαντάει πανηγυρικά. «Το
τρίτο δεκαήμερο του Ζυγού βγάζει και λίγο κλασάτη αλητεία—εξ ου και το
νταηλίκι, αλλά με χαμόγελο!»
«Αυτό και αν έχει!» απαντάω εγώ σχεδόν
γοητευμένη.
«Ρε, καταλαβαίνετε ότι είστε ΤΑΥΡΟΣ ΜΕ
ΚΡΙΟ και ΛΕΩΝ ΜΕ ΖΥΓΟ;» μας λέει επιδεικτικά.
Ο Μάριος κι εγώ κοιταζόμαστε. «Ναι, και;»
ρωτάω εγώ.
Η Κατερίνα σηκώνει το ποτήρι της. «Και εγώ
κουμπάρα,» μας λέει και σκάμε όλοι στα γέλια αν και προς στιγμή μου φάνηκε πως
το γέλιο του Μάριου ήταν… πως να το πω; Επιτηδευμένο; Αμήχανο;
Μπα, ιδέα μου θα ‘ναι.
Dirty Dancing
Στο ΙΑ που πηγαίναμε, το γυμνάσιο και το λύκειο μοιράζονταν το ίδιο προαύλιο, ένα μεγάλο, ανοιχτό χώρο όπου οι μεγαλύτεροι κινούνταν με έναν αέρα υπεροχής, ενώ οι μικρότεροι προσπαθούσαν να βρουν τη θέση τους χωρίς να μπλέξουν σε ανεπιθύμητες καταστάσεις. Από τον Σεπτέμβρη, εγώ και η Κατερίνα είχαμε ήδη ξεκινήσει την τρίτη γυμνασίου, ενώ ο Μάριος, όπως και ο ξάδερφός μου, ο Αλέκος, είχε περάσει στο λύκειο.
Ο Μάριος με είχε επιβάλει στην παρέα του ήδη από την πρώτη γυμνασίου, λες και ήταν κάτι αυτονόητο—κάτι που κανείς δεν είχε δικαίωμα να αμφισβητήσει. Με τον ίδιο τρόπο επιβάλαμε κι εμείς την Κατερίνα. Δεν υπήρχε διαπραγμάτευση· όποιος είχε πρόβλημα, ας το κρατούσε για τον εαυτό του. Έτσι, οι τρεις μας κάναμε παρέα και στα διαλείμματα—όταν δηλαδή δεν έπαιζα μπάλα.
Εγώ και ο Μάριος, όμως, είχαμε κάτι ακόμα που μας έδενε πέρα από τη σχολική καθημερινότητα. Πηγαίναμε μαζί αγγλικά και γαλλικά από τότε που ήμουν στην τρίτη δημοτικού. Εκείνος είχε πει στους γονείς του ότι ήθελε να ξεκινήσει ξένες γλώσσες, κι εγώ, προφανώς, δεν υπήρχε περίπτωση να μείνω πίσω. Δεν ήθελα απλώς να κάνω ό,τι έκανε—ήθελα να το κάνω μαζί του.
Τότε, βέβαια, δεν ήταν συνηθισμένο να ξεκινάει κανείς ξένες γλώσσες από τόσο μικρή ηλικία, και οι γονείς μου είχαν κάποιους δισταγμούς. Φοβούνταν μήπως ήταν νωρίς, μήπως με ζόριζε, μήπως βαριόμουν, μήπως, μήπως, μήπως… Δεν χρειάστηκε καν να τους πείσω εγώ. Το έκαναν οι γονείς του Μάριου. Τους διαβεβαίωσαν ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, ότι ήμουν εξαιρετικά έξυπνο παιδί, ότι λόγω του Μάριου διάβαζα περισσότερο απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς για την ηλικία μου, και ότι όχι μόνο θα τα κατάφερνα, αλλά πιθανότατα θα με ωφελούσε.
Και έτσι κι έγινε.
Όσο για τον Μάριο, δεν τον είχε ενοχλήσει καθόλου που θα ήμασταν στις ίδιες τάξεις και στα αγγλικά και στα γαλλικά. Το αντίθετο· το είχε βρει απόλυτα φυσιολογικό, σχεδόν απαραίτητο. Του άρεσε που θα διαβάζαμε μαζί και για τις ξένες γλώσσες, και όταν λέω «διαβάζαμε», το εννοώ. Ο Μάριος ήταν άριστος μαθητής και δεν αστειευόταν.
Δεν ξέρω αν μου το είχε περάσει εκείνος ή αν ήταν κάτι που κουβαλούσα πάντα μέσα μου, αλλά όσο κι αν έπαιζα μπάλα, όσο κι αν έκανα τάκλιν και πλακωνόμουν σαν να μην υπήρχε αύριο, στο διάβασμα ήμουν το ίδιο αυστηρή με τον εαυτό μου και αυτό ήταν ακόμα ένα από τα πράγματα που μας έδεναν. Αν ήταν να διαβάσουμε, θα διαβάζαμε. Δεν υπήρχαν δικαιολογίες, δεν υπήρχαν μισές δουλειές. Δεν ήταν του στιλ του να χασομεράει, να πηγαίνει αδιάβαστος, να αφήνει πράγματα στην τύχη. Ήταν από εκείνους που, αν έπαιρναν εικοσάρι σε ένα διαγώνισμα, θα ήθελαν να ξέρουν αν υπήρχε τρόπος να πάρουν εικοσιένα.
Από την πρώτη γυμνασίου είχαμε ανοίξει ακόμα μια φιλική κόντρα, ποιος θα είναι ο καλύτερος μαθητής του σχολείου. Στην πρώτη και στη Δευτέρα γυμνασίου ήμουν εγώ, ενώ στην Τρίτη που έφαγα τη σκόνη της Μαρτίνου—ένα πρωτάκι που είχε έρθει στη μέση της χρονιάς—εκείνος ήταν πλέον λύκειο. Με το που πήγα στο λύκειο όμως η κόντρα ξεκίνησε εκ νέου, μια κόντρα που κράτησε μέχρι που ο Μάριος τέλειωσε το λύκειο και βρήκε και πάλι εμένα νικήτρια. Και μπράβο μου!
Από κόντρες οι δυο μας άλλο τίποτα. Στο ποδόσφαιρο λόγω του άγραφου κανόνα πάντα αντίπαλοι, στην πάλη—όσο δηλαδή κράτησε, μέχρι που άρχισαν να αναπτύσσονται τα ρημαδιασμένα τα στήθη μου και το έκοψε ο ίδιος μαχαίρι—το ίδιο, στα παιχνίδια, στις ξένες γλώσσες, όλα ήταν για μας κόντρα. Και όσο και αν φαίνεται περίεργο, η κόντρα αυτή μας έδεσε ακόμα περισσότερο.
⇽∙∙∙⇾
Είναι τέλη Νοεμβρίου και εδώ και λίγες μέρες έχει βγει στους κινηματογράφους το Dirty Dancing, μια από αυτές τις ρομαντικές σαχλαμάρες που συνήθως αποφεύγω όπως ο διάβολος το λιβάνι. Η Κατερίνα, όμως, έχει λυσσάξει να πάμε να το δούμε. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, τίποτα αυτή. Και σαν να μην έφτανε αυτό, έχω και τον Μάριο να με δουλεύει ψιλό γαζί.
«Έλα μωρέ, μην γίνεσαι τέτοια» λέει η Κατερίνα, σταυρώνοντας τα χέρια και κάνοντάς μου puppy eyes.
«Έλα μωρέ, μη γίνεσαι τέτοια» επαναλαμβάνει με το γνωστό του ύφος ο Μάριος, μιμούμενος τη φωνή της και κουνώντας ειρωνικά τους ώμους.
«Δε μας χέζεις;» του λέω αγανακτισμένη, με τη φωνή μου να βγαίνει πιο έντονη απ’ ό,τι σκόπευα. «Δεν είσαι εσύ που θα χάσεις δυο ώρες από τη ζωή σου!»
Ο Μάριος σηκώνει τα χέρια του δήθεν αθώα, αλλά το μισό χαμόγελό του τον προδίδει. «Χαλάρωσε, ρε Μπίλι, μια κουβέντα είπαμε!»
«Άσε μας, μωρέ» συνεχίζει ακάθεκτη η Κατερίνα. «Τι καλύτερο έχεις να κάνεις δηλαδή το Σάββατο;»
«Οτιδήποτε άλλο είναι καλύτερο!» επιμένω, τραβώντας το χέρι μου από το δικό της και σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά στο στήθος μου. «Και έπειτα, σιγά μη με αφήσουν ο Ηλίας και η Άννα να πάω μόνη μου σινεμά.»
«Αφενός δε θα πας μόνη σου και αφετέρου, τους ρώτησες;» επιμένει η Κατερίνα, σηκώνοντας το φρύδι και σταυρώνοντας τα χέρια της.
«Όχι, αλλά ξέρω τι θα απαντήσουν!» λέω με ύφος που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.
«Τι έχεις να χάσεις τότε;» επιμένει η Κατερίνα, γέρνοντας ελαφρά μπροστά με τα χέρια στη μέση. «Ρώτησέ τους!»
«Καλά, θα τους ρωτήσω» της λέω μόνο και μόνο για να την ξεφορτωθώ. Ξέρω πολύ καλά ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μου δώσουν άδεια, οπότε, το θέμα θα λήξει εκεί.
Είναι Πέμπτη βράδυ, και είμαστε με τον Μάριο στο σπίτι μου, διαβάζοντας τα μαθήματά μας. Ο Μάριος κάθεται ανάποδα στην καρέκλα ενώ εγώ είμαι κουλουριασμένη στη δική μου με το ένα πόδι πάνω της. Οι γονείς του σήμερα κάπου έχουν πάει, οπότε μετά το διάβασμα θα κάτσει να φάει μαζί μας για βράδυ. Όχι και τίποτα σπουδαίο, εδώ που τα λέμε—πόσες και πόσες φορές έχουμε φάει ο ένας στο σπίτι του άλλου.
Γύρω στις 20:30, η μητέρα μου εμφανίζεται στην πόρτα, σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά της. «Τελειώνετε να στρώσω;» ρωτάει με το γνωστό της ύφος που δεν αφήνει περιθώρια για αντίρρηση.
«Ναι, εγώ τελειώνω τώρα, κυρία Άννα,» απαντάει ο Μάριος με το χαμόγελο του καλού παιδιού, αυτό που χρησιμοποιεί πάντα όταν μιλάει στη μάνα μου.
«Ναι, κι εγώ τελειώνω» λέω κι εγώ και μαζεύω τα τετράδια μου με μια ταχύτητα που θα έκανε ακόμα και σπρίντερ να ντραπεί.
Λίγη ώρα αργότερα καθόμαστε όλοι στο τραπέζι, και η μυρωδιά από τα σουτζουκάκια με πνίγει ευχάριστα. Ο Μάριος αρπάζει αμέσως ένα κομμάτι ψωμί και το βουτάει στη σάλτσα, κι εγώ τον κλωτσάω κάτω από το τραπέζι.
«Α! Μπαμπά, μαμά, η Κατερίνα έχει φαγωθεί να πάμε σινεμά το Σάββατο, να δούμε το Dirty Dancing,» λέω όσο πιο αδιάφορα μπορώ, κοιτώντας το πιάτο μου σαν να είναι το πιο ενδιαφέρον πράγμα στον κόσμο.
«Τι είναι αυτό;» με ρωτάει ο πατέρας μου, σηκώνοντας το φρύδι.
«Μια ρομαντική σαχλαμάρα…» απαντάω αδιάφορα.
«Και θέλεις να το δεις;» ρωτάει δύσπιστα η μητέρα μου.
«Όχι ιδιαίτερα,» της απαντάω ανόρεκτα. «Η Κατερίνα είναι που έχει λυσσά-ξει να πάμε να το δούμε,» συνεχίζω ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους.
«Αν σας συνοδεύσει ο Μάριος ή ο Αλέκος, να πάτε» λέει ο πατέρας μου.
Να σου γαμήσω! Γυρνάω πανικόβλητη προς τον Μάριο και του κάνω νόημα να πει όχι, τα μάτια μου γουρλωμένα και τα χείλη μου να σχηματίζουν ένα σιωπηλό «ΜΗ».
Το κωλόπαιδο με κοιτάζει προκλητικά, με το ένα φρύδι σηκωμένο και χαμογελάει πλατιά, και πριν προλάβω να κάνω οτιδήποτε, ξεστομίζει τη φράση που φοβόμουν: «Πολύ ευχαρίστως, κύριε Ηλία.» Αν το βλέμμα μου μπορούσε να σκοτώσει, θα τον κλαίγαμε το μακαρίτη.
Και κάπως έτσι, το Σάββατο το απόγευμα, βρισκόμαστε στο Φοίβο. Κάθομαι στη μέση, με τον Μάριο αριστερά μου και την Κατερίνα δεξιά μου. Τα καθίσματα είναι μαλακά, αλλά εγώ είμαι πιασμένη σαν να έχω κοιμηθεί όρθια. Δεν είμαστε οι μόνοι από το σχολείο, μέσα βλέπω κάμποσους συμμαθητές και συμμαθήτριες. Το στομάχι μου δένεται κόμπος και κρύβομαι σχεδόν στο κάθισμα, βάζοντας το χέρι μπροστά στο πρόσωπό μου.
«Τι κρύβεσαι, ρε μαλάκα;» με ρωτάει ο Μάριος, ρίχνοντάς μου ένα στραβό χαμόγελο και χτυπώντας με τον αγκώνα του στα πλευρά.
«Χέσε με, ρε Μάριε, θα μου κρεμάσουν κουδούνια!» ψιθυρίζω, νιώθοντας τα μάγουλά μου να καίνε.
«Θα σου κλάσουν. Ξεκόλλα επιτέλους!» λέει και σηκώνει τα μάτια του στον ουρανό.
«Μα την Παναγία, αν μου πει κανείς στη μπάλα “Μπίλι, κάνε μας μια πιρουέτα”, εσείς θα την πληρώσετε!» τους προειδοποιώ με τα δόντια σφιγμένα.
«Κανείς δε θα στο πει!» με διαβεβαιώνει, κουνώντας το κεφάλι του σαν να μιλάει σε πεντάχρονο.
«Πώς το ξέρεις;» ρωτάω επιφυλακτικά, σηκώνοντας το φρύδι.
«Για να μην φάνε τάκλιν στην καρωτίδα!» μου λέει, και δεν κρατιέμαι—σκάω στα γέλια, κλείνοντας το στόμα με την παλάμη μου για να μην ακουστώ.
«Σιγά ρε μαλάκα, δεν είμαι και ο Σουμάχερ!» του λέω, αναφερόμενη στον τερματοφύλακα της Εθνικής Γερμανίας που στο Μουντιάλ του ’82, στον ημιτελικό με τη Γαλλία—ναι, το θυμάμαι!—είχε κάνει ένα δολοφονικό τάκλιν στον Μπατιστόν, στέλνοντάς τον στο νοσοκομείο με σπασμένα πλευρά και τρία δόντια λιγότερα.
«Μα τολμάει και κανείς να σε βάλει τερματοφύλακα;» ρωτάει γελώντας ο Μάριος, αναφερόμενος στο αξέχαστο περιστατικό της μίας και μοναδικής φοράς που με βάλανε τέρμα. Γελάω ακόμα πιο δυνατά.
Και κάπου εκεί, μέσα στις σαχλές ατάκες και τα πειράγματα, σχεδόν ξεχνάω το γεγονός ότι είμαι εδώ, εγκλωβισμένη σε μια κινηματογραφική αίθουσα, αναγκασμένη να δω έναν τύπο να σηκώνει μια κοπέλα στον αέρα, και το χειρότερο όλων—να πρέπει να το υπομείνω χωρίς να ρίξω φάπες σε κανέναν.
Αρνιόμουν για πολύ καιρό να το πω, αλλά τελικά η ταινία δεν ήταν τόσο χάλια όσο αρχικά φοβόμουν. Αυτό, ωστόσο, που αρνιόμουν να παραδεχτώ—ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό—ήταν πως η φαντασίωση του Μάριου στο ρόλο του Swayze, μ’ εμένα στη θέση της Grey, έκανε την καρδιά μου να χτυπάει λίγο πιο δυνατά.
Και δεν ήταν απλά η εικόνα. Ήταν ο τρόπος που με σήκωνε στα χέρια του στο παιχνίδι. Ο τρόπος που γελούσε όταν με έριχνε κάτω στην πάλη—πριν κόψει το παιχνίδι μαχαίρι, πριν τα ρημαδιασμένα τα στήθη μου αλλάξουν τους όρους. Ήταν η σιγουριά του, η αίσθηση πως, αν έπεφτα, θα με έπιανε. Όχι επειδή ήμουν αδύναμη. Αλλά επειδή έτσι έπρεπε.
Και όχι τίποτε άλλο, πώς το λέω αυτό στην Κατερίνα; Θα με πάρει με τα σάπια λάχανα! Αφού με έχει ρωτήσει επανειλημμένα αν είμαι τσιμπημένη με τον Μάριο και η απάντησή μου ήταν πάντα η ίδια: να την κοιτάζω σαν να είναι τρελή.
Μαλάκα μου, να δεις που στο τέλος η τρελή θα είμαι εγώ.
«Γιατί ρε μωρή δεν παραδέχεσαι ότι σου άρεσε η ταινία;» με ρωτάει κάποια στιγμή, εκνευρισμένη από το πείσμα μου.
«Γιατί δε μου άρεσε!» της απαντάω ξεροκέφαλα, αλλά μεταξύ μας, δεν είναι και ακριβώς αλήθεια.
Μπορεί να με πήρε ο ύπνος σε κάποια κομμάτια, γιατί όντως οι ρομαντικές σάχλες δεν είναι του γούστου μου, αλλά το τέλος μου άρεσε, και όσο και αν ντρέπομαι για τα χάλια μου, μου άρεσε πολύ. Ειδικά όταν με συνέλαβα επ’ αυτοφώρω να φαντασιώνομαι εμένα στη θέση της αχώνευτης και τον Μάριο στη θέση του Swayze.
«Μπίλι,» μου λέει με το βλέμμα “σε τα μας ρε μωρή;”, “τον Μάριο μπορεί να τον δουλεύεις, αλλά σε μένα δεν πιάνουν αυτά!»
«Τι λες μωρέ; Πότε τον δούλεψα;» τη ρωτάω με γνήσια αγανάκτηση.
«Κοίτα, μπορεί να είναι πανέξυπνος, αλλά είναι αγοράκι, και τα αγοράκια είναι μούσκαροι σε κάποια πράγματα!» λέει και βάζω τα γέλια.
Ήταν μία από τις πολλές διαφορές που σταδιακά ανακάλυψα—από τότε που άρχισα να μεγαλώνω—μεταξύ εμού και των υπόλοιπων αγοριών με τα οποία μεγάλωσα μαζί. Σε μερικά πράγματα. αδερφάκι μου, όντως δε νογάνε, είναι τα ζα μου αργά. Ακόμα και ο Μάριος.
«Καλά, εντάξει, αν και ο συγκεκριμένος είναι μούσκαρος παντός καιρού,» της λέω με τη σειρά μου, προσπαθώντας να κάνω χαβαλέ.
«Με το μισό σχολείο ερωτευμένο μαζί του. Όσες δηλαδή δεν είναι με τον Πολιτάκη!»
Ναι, τον ήξερα αυτόν, αρχικά από την Κατερίνα και τα κουτσομπολιά της για το ποια είναι καψούρα με ποιον—όχι ότι το θέμα με ενδιέφερε ιδιαίτερα—και μετά μου τον έδειξε κιόλας, και χέστηκε η Φατμέ στο Γενί τζαμί. Όντως ήταν εμφανισιακά πολύ όμορφος, αλλά για μένα στο συγκεκριμένο θέμα, από δω παν κι άλλοι.
«Και εσύ διάλεξες τον Αλέκο ρε μαλάκα! Τον Αλέκο!» της απαντάω, προσπαθώντας να αλλάξω την κουβέντα, αλλά η Κατερίνα είναι πανέξυπνη, δεν της ξεφεύγει το παραμικρό.
«Μη μου αλλάζεις κουβέντα, τώρα μιλάμε για τα δικά σου τα χαΐρια!»
«Ποια δικά μου, μωρή μαλάκω;» τη ρωτάω προσπαθώντας να το παίξω αδιάφορη.
«Ρε μαλάκα, μα τω Θεώ, μπορεί να είσαι άσος στα μαθηματικά, αλλά μην παίξεις ποτέ πόκερ, θα μείνεις χωρίς βρακί!»
«Τι θες να σου πω, ρε Κατερίνα;» τη ρωτάω έχοντας αρχίσει να φορτώνω.
«Την αλήθεια!» μου λέει με ύφος ανακριτή.
«Την αλήθεια σου λέω. Δεν τον βλέπω σαν κάτι διαφορετικό από φίλο…»
Δεν απαντάει. Με κοιτάζει σταθερά στα μάτια, και το βλέμμα της είναι σταθερό, αμετακίνητο. Το αντέχω για τρία δευτερόλεπτα. Μετά, το ρίχνω στο πάτωμα. Μπα που να σε πάρει!
«Οκ…» λέω ξεφυσώντας σαν δυστυχισμένος τυφώνας. Αν δε μιλήσω, δε θα σταματήσει. «Ομολογώ ότι καμιά φορά φέρνω τον εαυτό μου στη θέση αυτής της αχώνευτης στο Dirty Dancing και τον Μάριο στο ρόλο του Swayze…»
Η Κατερίνα ανασηκώνει το φρύδι της. «Και…;»
Μπα που να σε πάρει και να σε σηκώσει! «Ε… αυτό. Δεν έχει άλλο!»
«Τίποτε άλλο;» με ρωτάει καχύποπτα.
Δε μ’ αρέσει να λέω ψέματα, ούτε καν για να προστατέψω τον εαυτό μου. Αυτό είχα μάθει από μικρή. Πώς το λένε στο Αμέρικα; Truth will set you free…
«Η σκέψη αυτή μερικές φορές…» ξεκινάω και δαγκώνομαι. «Κάνει… κάνει την καρδιά μου να χτυπά λίγο πιο δυνατά,» λέω τελικά, ομολογώντας την αλήθεια που δεν τολμούσα να πω ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό.
Η Κατερίνα χαμογελάει. Όχι ειρωνικά. Όχι κοροϊδευτικά. Σχεδόν… ζεστά. «Είδες; Δεν ήταν τόσο δύσκολο τελικά,» μου λέει ήρεμα.
Έτσι νομίζεις;
1988
Το νησί της Αφροδίτης
Είναι λίγες μέρες μετά το τέλος της σχολικής χρονιάς, και σήμερα ανεβάζουμε επιτέλους το θεατρικό: Το Νησί της Αφροδίτης του Αλέξη Πάρνη. Από τον Γενάρη και μετά, κάναμε καθημερινές πρόβες, μια ρουτίνα που στην αρχή ήταν διασκεδαστική αλλά, όσο περνούσαν οι μήνες, κατέληξε να γίνεται καταναγκαστικό έργο.
Πέρσι, οι μαθητές της τρίτης γυμνασίου είχαν ανεβάσει την Αντιγόνη, με τον Μάριο—ποιον άλλον—στο ρόλο του Αίμωνος. Οι καθηγητές αποφάσισαν να συνεχιστεί και φέτος η παράδοση, και ύστερα από την επιμονή του Μάριου, αποφάσισα να συμμετάσχω κι εγώ. Στην αρχή, δεν ήμουν ενθουσιασμένη με την ιδέα. Δεν ήμουν από εκείνους που ονειρεύονταν να πατήσουν θεατρική σκηνή, δεν είχα καμία απολύτως φιλοδοξία προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά ο Μάριος είχε τον τρόπο του.
Το δοκιμαστικό δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο—μας έδωσαν ένα βιβλίο με ποιήματα και μας ζήτησαν να απαγγείλουμε. Δεν είχαμε καν ιδέα ποιο έργο θα ανεβάζαμε, το μάθαμε αργότερα, όταν μας μοίρασαν τους ρόλους. Όταν είδα το όνομά μου δίπλα από εκείνο της Κέιτ Πάτερσον, αρχικά δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία.
Μόλις όμως διάβασα το έργο, το μετάνιωσα, αλλά ήταν αργά για δάκρυα. Όχι απλά δε μου άρεσε ο χαρακτήρας που έπρεπε να υποδυθώ, τον αντιπάθησα σφοδρά. Αν εξαιρέσεις τον Ρίτσαρντ Κιτς, τον Ντέιβ, τη Βίκυ, τον Αναστάση και τη Λαμπρινή, όλους τους υπόλοιπους χαρακτήρες τούς βρήκα αφόρητους—και η Κέιτ δεν ήταν εξαίρεση. Αφελής, ρηχή, χειριστική, καμία σχέση με μένα, καμία σχέση με το πώς έβλεπα τον κόσμο. Ήταν σαν να με είχαν βάλει να φορέσω ένα ξένο, στενό κουστούμι που με έπνιγε.
Το μόνο που με παρηγορούσε ήταν ότι δεν ήμουν η μόνη που έπρεπε να παίξει ρόλο που δε μου ταίριαζε.
Και σα να μην είχα τον πόνο μου που έπρεπε να υποδυθώ την αχώνευτη, είχα και να τραγουδήσω στο τέλος το “Αν βουληθώ να σ’ αρνηθώ.” Δεν είχα τραγουδήσει ποτέ μπροστά σε κόσμο, ούτε είχα και καμιά κάψα. Η ιδέα και μόνο μου φαινόταν εφιάλτης. Αλλά ο σκηνοθέτης—που ήταν επαγγελματίας και θείος ενός συμμαθητή—είχε εντελώς διαφορετική άποψη. Με είχε ακούσει μια φορά να μουρμουρίζω τη μελωδία στη διάρκεια μιας πρόβας.
«Ποια το τραγουδούσε αυτό;» ρωτάει και όλοι κοιτάζουν εμένα.
«Εγώ,» απαντάω διστακτικά.
«Μάλιστα,» μου κάνει και ξύνει ελαφρά το αφτί του. «Για τραγούδησέ το ξανά. Την πρώτη στροφή!»
Ξεροκαταπίνω και αρχίζω να τραγουδάω την πρώτη στροφή και βλέπω το πρόσωπό του να φωτίζεται. Ξεροκαταπίνω και πάλι, γούστο θα έχει να μου ζητήσει να το τραγουδήσω.
Εμ δεν έπαιζα καλύτερα προ-πό;
«Πλούσιο, φυσικό βιμπράτο…» μουρμουρίζει και τον κοιτάω λοξά. Με βρίζει στα ιταλικά; Δεν είχα ιδέα τι είναι το βιμπράτο! «Υπέροχο χρώμα στη φωνή, γνήσιο συναίσθημα… χμμμ» εξακολουθεί να μονολογεί και ξύνει το κεφάλι του. «Κανονικά αυτό θα έπρεπε να το πει ο Αναστάσης…» συνεχίζει το μονόλογο. «Εσύ θα το τραγουδήσεις στο τέλος!» είναι η απόφαση του δικαστηρίου.
Δεν είχα ιδέα τι σημαίνει βιμπράτο, ούτε καταλάβαινα τι πάει να πει αυτό το “χρωματίζεις τη φωνή σου,” τότε το έμαθα. Και σα να μην έφτανε αυτό, έπρεπε να φοράω και φορέματα, για να μην αναφέρω ότι μιας και ο ρόλος το απαιτούσα θα έπρεπε να αφήσω και τα μαλλιά μου μακρύτερα. Μωρέ καλά το λένε, η τέχνη απαιτεί θυσίες.
Αχ, θα τον σκίσω, αυτός τα φταίει όλα που πήγα κι έμπλεξα. Αν δεν μου τα είχε κάνει νταούλια, τώρα θα ήμουν στο προαύλιο και θα έπαιζα μπάλα σαν άνθρωπος, όχι να τραγουδάω και να φοράω φουστάνια και ν’ αφήνω μαλλιά σα χίπης. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες, κι εγώ—πού μυαλό—χώθηκα με τα μούτρα στο κοτέτσι.
«Γιε μου… Παλληκάρι μου… Θαρρώ πώς πήρα σωστή απόφαση. Έτσι δεν είναι; Αχ! Όλη μου τη ζωή, κάθε μέρα, κάθε νύχτα, θα με βασανίζει τούτο το ρώτημα… Και πάντα θ' αποκραίνουμε… Έκανα σωστά… Έκανα αυτό που πρέπει… Όμως εσύ, γυιόκα μου, ξέρεις… Πολύ υποφέρουν σε τούτο τον κόσμο οι άνθρωποι που ξέρουν να κάνουν αυτό που πρέπει. Πολύ βασανίζονται, γυιόκα μου… Πολύ!»
Μόλις η φωνή της σβήνει, βγαίνουμε όλοι στη σκηνή. Έχω αλλάξει, φοράω ένα μαύρο φόρεμα και μια μαντίλα στα μαλλιά, όπως η Μάρθα. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Έχω πει αυτό το τραγούδι άπειρες φορές στις πρόβες, αλλά τώρα… τώρα νιώθω σαν να μην έχω φωνή. Τα πόδια μου τρέμουν. Μπροστά μας, το κοινό—οι συμμαθητές μας, οι καθηγητές, οι γονείς μας. Η μητέρα μου, ο πατέρας μου, είναι εκεί.
Αναζητώ τον Μάριο με το βλέμμα μου. Όταν τα μάτια μας συναντιούνται, μου χαμογελάει. Σαν να μου λέει "πάμε, μπορείς". Παίρνω βαθιά ανάσα. Ο Γιάννης, που έπαιζε τον Αναστάση, ακουμπάει τα δάχτυλά του στο μπουζούκι. Η πρώτη νότα δονεί την αίθουσα. Σχεδόν αμέσως, η Εύα—φοιτήτρια, ξαδέρφη ενός συμμαθητή—τον ακολουθεί με το σαντούρι της.
Η στιγμή είναι εδώ. Παίρνω ακόμα μία ανάσα. Και αρχίζω.
Αν βουληθώ να σ' αρνηθώ,
να σ' απολησμονήσω,
να μην εβρώ νερό να πιώ,
μη ρούχο να φορήσω.
Η φωνή μου γεμίζει τον χώρο. Ο χρόνος μοιάζει να σταματά.
Αν βουληθώ να σ' αρνηθώ,
να σ' απολησμονήσω,
να μη μπορώ φιλί να βρω,
μη δάκρυ να δακρύσω.
Μόλις το τραγούδι τελειώνει, για μια στιγμή επικρατεί απόλυτη σιγή. Και μετά, όλοι σηκώνονται όρθιοι. Το χειροκρότημα ξεσπάει σαν κύμα. Αποθέωση. Κρατιόμαστε από τα χέρια, κάνουμε μια βαθιά υπόκλιση. Τα χειροκροτήματα δυναμώνουν, το ξέρω, το νιώθω, αλλά δεν είναι αυτά που με ενδιαφέρουν.
Τα μάτια μου ψάχνουν τη μητέρα μου. Στέκεται στην πρώτη σειρά. Τα μάτια της δακρυσμένα.
Αλλά… δεν είναι η μόνη. Προσπάθησε να το κρύψει, αλλά δεν τα κατάφερε. Είδα καθαρά ότι είχε δακρύσει και ο Μάριος.
⇽∙∙∙⇾
Την επόμενη μέρα πηγαίνω για κούρεμα. Το μαλλί μου, σκούρο ξανθό, το είχα πάντα κοντό σε στυλ à la garçon. Αλλά η Κατερίνα είχε άλλη άποψη και τελικά με πείθει να δοκιμάσω το pixie cut, που πλέον μπορώ, αφού, λόγω του θεατρικού, το είχα αφήσει να μακρύνει λίγο τους τελευταίους μήνες.
…
«Θα πάω να κουρευτώ το Σάββατο,» της λέω και ξεφυσάω, περνώντας το χέρι μου νευρικά μέσα από τα μαλλιά μου. Τα νιώθω να με ενοχλούν, να μπλέκονται στον σβέρκο μου, και το μόνο που θέλω είναι να τα ξεφορτωθώ, δεν τ’ αντέχω άλλο!
«Τι;» πετάγεται η Κατερίνα με μάτια γουρλωμένα. «Όχι! Καλά είναι όπως είναι! ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ μακρύνανε λίγο!»
«Έλα, ρε Κατερίνα, μη μου γίνεσαι Άννα κι εσύ!» της κάνω κοιτάζοντάς την με φωνή γεμάτη απόγνωση. Μια ώρα τα ίδια μου έλεγε η μάνα μου χθες. «Δεν τα αντέχω άλλο. Πέφτουν όλη την ώρα στο πρόσωπό μου…» λέω και παίρνω βαθιά ανάσα. «Δεν τ’ αντέχω!»
«Ρε μωρή έχεις τόσο όμορφο πρόσωπο… του γαμάς τη μάνα που πας και κουρεύεσαι σα νεοσύλλεκτος,» μου λέει με δραματικό τόνο και μια γερή δόση υπερβολής, δεν τα κουρεύω δα και τόσο κοντά!
«Άσε με ρε Κατερίνα. Έχω μοιράσει ήδη πέντε χυλόπιτες,» της λέω με φωνή γεμάτη εκνευρισμό. «Το τελευταίο που θέλω είναι να μαζέψω κι άλλους θαυμαστές!»
«Και γουλί να κουρευτείς, πάλι όμορφη θα είσαι,» μου απαντάει με απόλυτη βεβαιότητα. «Και στο κάτω-κάτω της γραφής, ρε μωρή,» συμπληρώνει κάνοντας έντονες κινήσεις με τα χέρια της, «θα αλλάξεις εσύ γι’ αυτούς;» μου λέει χώνοντας μια κατακέφαλη στον εγωισμό μου.
«Δε θα αλλάξω,» της λέω πεισμωμένη κουνώντας έντονα το κεφάλι μου. «Θα γίνω πάλι αυτή που ήμουν!» και την κοιτάζω σχεδόν θριαμβευτικά.
«Ναι ε;» μου λέει με μάτια που γυαλίζουν. «Έχεις κόψει τα σορτσάκια, για να μην λένε για τον κώλο σου, και έχεις κόψει τα αμάνικα, για να μη φαίνονται τα μεμέ σου! Μια χαρά έχεις αλλάξει για δαύτους,» μου λέει και με ρουμπώνει χωρίς οίκτο.
Γαμώ το Δία μου γαμώ.
Σκύβω το κεφάλι μου και φυσάω και πάλι μια ενοχλητική τούφα που έχει πέσει στα μάτια μου.
Η φωνή της μαλακώνει. «Μπίλι, είσαι κορίτσι, και ακόμα καλύτερα, πολύ όμορφο κορίτσι,» μου κάνει χαμογελώντας. «Μαλάκα μου, τι λέω;» ρωτάει και βάζει τα γέλια. «Ούτε να στα έριχνα ρε μωρή!» μου λέει, και βάζω κι εγώ τα γέλια.
«Δεν τα μπορώ μωρέ Κατερίνα,» της κάνω. «Ασχέτως με αυτά που λες, μ’ ενοχλούν!»
«Ωραία, κουρέψου αλλά όχι πάλι αγορίστικα. Χμμμ…» μου κάνει και σταματάει να το σκεφτεί. «Μισό λεπτάκι,» λέει και τρέχει μέσα στο σαλόνι της, και επιστρέφει με ένα περιοδικό. «Κοίτα εδώ, να πώς πρέπει να το κάνεις!» λέει, δείχνοντάς μου με το δάχτυλο μια τύπισσα με ένα κοντό κούρεμα.
Ρίχνω μια ματιά χωρίς πολλή όρεξη, αλλά… οκ, όχι κι άσχημο. Το μαλλί της είναι κοντό αλλά όχι αγορίστικο, πιο πολύ σαν να έχει πει «ναι, είναι κοντά, αλλά μπορώ να σου ανοίξω και το σπίτι». Το πάνω μέρος είναι λίγο πιο μακρύ, με τούφες που πέφτουν ανάλαφρα προς το μέτωπο, χωρίς να μοιάζουν κολλημένες ή σαν να της τις έκαναν με χάρακα. Μια φράντζα ασύμμετρη, στο πλάι, που μάλλον αν φυσάει λίγο αέρας θα χώνει τούφες στα μάτια της.
Οι πλευρές είναι πιο κοντές αλλά δεν είναι σαν ξυρισμένες με την ψιλή, ευτυχώς. Σβήνουν σταδιακά προς τα κάτω, έτσι ώστε να φαίνεται πιο… καθαρό, να το πω; Όχι σαν να το κούρεψε με το μαχαίρι του ψωμιού.
Το πίσω μέρος έχει επίσης αυτό το σβήσιμο, πιο κοντό προς τον αυχένα, αλλά όχι ξυρισμένο – σαν να είπε στον κομμωτή «κόφ’ το, αλλά μη μου πάρεις και το σκαλπ».
«Ε, πώς σου φαίνεται;» με ρωτάει η Κατερίνα, τα μάτια της να γυαλίζουν.
Ξύνω το κεφάλι μου, κοιτάζω ξανά το περιοδικό. «Δεν είναι κι άσχημο,» μουρμουρίζω. «Δείχνει λίγο… ροκ.»
«Αυτό λέω κι εγώ, ρε μαλάκα!» κάνει, σχεδόν ανακουφισμένη. «Άσε τα αγορίστικα και κάν’το έτσι!»
«Θα το σκεφτώ,» της λέω, αλλά η αλήθεια είναι ότι το έχω σχεδόν αποφασίσει.
Γιατί μεταξύ μας, δείχνει όντως γαμάτο.
…
To αποτέλεσμα τη δικαίωσε. Το κούρεμα μου πηγαίνει υπέροχα, πιο όμορφο από ό,τι περίμενα, πιο εγώ από ό,τι νόμιζα. Και τελικά, μου αρέσει. Αλλά το καλύτερο; Η μητέρα μου, που είχε απογοητευτεί όταν της είπα ότι θα κουρευτώ, χαμογέλασε όταν με είδε.
Μ’ ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια.
Επιμερισμός
Πρώτη λυκείου. Το λέω και δεν το πιστεύω—πρώτη λυκείου! Πώς πέρασαν τα χρόνια χωρίς να το καταλάβω; Πότε πρόλαβα και τέλειωσα το δημοτικό και το γυμνάσιο; Προχθές είχαμε τον αγιασμό, χθες πήραμε τα βιβλία και σήμερα ξεκινάνε τα πρώτα μαθήματα.
Η μέρα αρχίζει με γεωμετρία. Ο καθηγητής, ο Κωνσταντόπουλος, αφού μας συστήνεται και του λέμε κι εμείς τα ονόματά μας, πιάνει κατευθείαν δουλειά.
«Θέλω να σας δείξω γιατί είναι απαραίτητη η θεμελίωση των μαθηματικών μέσα από ορισμούς και αξιώματα. Ας πάρουμε ένα απλό παράδειγμα: μπορείτε να αποδείξετε ότι η πρόσθεση είναι αντιμεταθετική, ότι δηλαδή για κάθε πραγματικό αριθμό α και β ισχύει πως α + β = β + α; Σας δίνω πέντε λεπτά να το σκεφτείτε.»
Οι περισσότεροι συμμαθητές μου βαριούνται τη ζωή τους, αλλά εμένα το πρόβλημα με ιντριγκάρει. Παίρνω το μολύβι και αρχίζω να γράφω στο τετράδιό μου. Η σκέψη μου τρέχει γρήγορα, και ξαφνικά μου έρχεται μια ιδέα. Χαμογελάω στον εαυτό μου—και μάλλον αυτό δεν περνάει απαρατήρητο, γιατί ο Κωνσταντόπουλος με βλέπει.
Σηκώνω το χέρι μου.
«Για πες μας…»
«Μαρκετάκη» απαντάω, υπενθυμίζοντάς του το όνομά μου. «Δεχόμαστε ότι η πρόσθεση είναι προσεταιρεστική και ότι ο πολλαπλασιασμός είναι επιμεριστικός προς αυτήν; Αν ναι, τότε μπορούμε να αποδείξουμε την αντιμεταθετική ιδιότητα. Αν όχι… όχι!»
Ο Κωνσταντόπουλος χαμογελάει, και είναι ένα χαμόγελο που αγγίζει μέχρι και τα μάτια του.
«Ας πούμε ότι το δεχόμαστε. Για σήκω στον πίνακα να μας το δείξεις.»
Δεν έχω κανένα θέμα να σηκωθώ στον πίνακα, είμαι μαθημένη. Από την πρώτη γυμνασίου και μετά ήμουν η καλύτερη του σχολείου—μόνο πέρσι μου έφαγε την πρωτιά ένα πρωτάκι. Παίρνω την κιμωλία στο χέρι και ξεκινάω.
«Αρχικά, χρησιμοποιούμε την υπόθεση πως ο πολλαπλασιασμός είναι επιμεριστικός ως προς την πρόσθεση.» Γράφω στον πίνακα:
2(α+β) = (1+1)(α+β) => 2α+2β = α+β+α+β => α+α+β+β = α+β+α+β
Γυρνάω προς την τάξη. «Εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι η πρόσθεση είναι προσεταιρεστική, προσθέτουμε από αριστερά το –α και από δεξιά το –β και στα δύο σκέλη της ισότητας.»
Γράφω:
-α+(α+α+β+β)-β = -α+(α+β+α+β)-β => (-α+α)+(α+β)+(β-β) = (-α+α)+(β+α) +(β-β) => α+β = β+α
Στρίβω το κεφάλι να δω τον Κωνσταντόπουλο, που χαμογελάει από αυτί σε αυτί.
«Εξαιρετικά» λέει, και σχεδόν μου φαίνεται ότι γελάνε μέχρι και τα μούσια του. «Ωστόσο, όταν θα πάτε στην τρίτη λυκείου—και όσοι ακολουθήσετε την πρώτη δέσμη—θα μάθετε τις έννοιες της ομάδας, του δακτυλίου, και του σώματος. Τότε θα δείτε ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η επιμεριστική ιδιότητα είναι πιο σύνθετη από την προσεταιρεστική και την αντιμεταθετική, καθώς συνδυάζει δύο πράξεις. Παρ’ όλα αυτά, ο συλλογισμός σου, Μαρκετάκη, ήταν εξαιρετικός. Μπορείς να καθίσεις.»
Επιστρέφω στη θέση μου με τα μάγουλα να καίνε—αλλά όχι από ντροπή, από ενθουσιασμό. Τα δάχτυλά μου στριφογυρίζουν ασυναίσθητα το στυλό, τα πόδια μου χτυπάνε ρυθμικά κάτω από το θρανίο. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από τα μαθηματικά να βγάζουν νόημα μπροστά στα μάτια σου.
Η Κατερίνα με σκουντάει με τον αγκώνα της, το χαμόγελό της πλατύ και γεμάτο νόημα. Τα μάτια της λαμπυρίζουν πονηρά, και πριν προλάβω να της ρίξω ένα βλέμμα που να λέει “τι θες τώρα”, σκύβει πιο κοντά μου.
«Ωραία, τώρα πρόσθεσες και καθηγητή στους θαυμαστές σου» μου ψιθυρίζει πονηρά, τα χείλη της να τραβιούνται σε ένα σατανικό χαμόγελο.
Κυλάω τα μάτια μου, αλλά το χαμόγελο που παλεύω να κρύψω κάνει τα μάγουλά μου να καίνε ακόμα πιο πολύ. Σηκώνω τους ώμους μου με προσποιητή αδιαφορία και της βγάζω τη γλώσσα.
«Ναι, το έχω αυτό» της λέω, και το βλέμμα μου γλιστράει ασυναίσθητα προς την έδρα, όπου ο Κωνσταντόπουλος γυρνάει προς τον πίνακα. Κουνάω τα πόδια μου πιο νευρικά και δαγκώνω το κάτω χείλος μου για να μη χαμογελάσω πιο πλατιά.
Η Κατερίνα κουνάει το κεφάλι της με ένα βλέμμα που λέει “Δεν παίζεσαι” και σκύβει ακόμα πιο κοντά μου, τα μάτια της να λάμπουν πονηρά.
«Και είναι και κούκλος!» μου ψιθυρίζει με ένα υφάκι που μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι.
Γυρίζω απότομα και τη στραβοκοιτάζω, τα μάτια μου να στενεύουν επικίνδυνα. Τα δάχτυλά μου σφίγγουν νευρικά το στυλό, και η φωνή μου βγαίνει χαμηλή και δηκτική.
«Μπα, τον ξεπέρασες τον Αλέκο;» την πειράζω, σηκώνοντας ένα φρύδι με νόημα.
Η Κατερίνα ανοίγει το στόμα της, τα μάγουλά της παίρνουν ένα απαλό ροζ και τα μάτια της γυαλίζουν από την έκπληξη και τον εκνευρισμό μαζί. Αλλά πριν προλάβει να απαντήσει, η φωνή του Κωνσταντόπουλου σκάει σαν κεραυνός πάνω από τα κεφάλια μας.
«Μαρκετάκη, τι λες; Να συνεχίσουμε το μάθημα;»
Ο τόνος του είναι αυστηρός, αλλά η άκρη των χειλιών του συσπάται ανεπαίσθητα, σαν να προσπαθεί να μην χαμογελάσει.
Γίνομαι κόκκινη σαν ινδιάνα, τα μάγουλά μου καίνε τόσο που νιώθω ότι θα πάθω εγκεφαλικό. Τα δάχτυλά μου παίζουν νευρικά με το στυλό, και το βλέμμα μου καρφώνεται στο τετράδιο μπροστά μου με τέτοια ένταση που νομίζω ότι θα ανοίξει τρύπα από μόνο του.
Ακούω την Κατερίνα δίπλα μου να καταπνίγει τα γέλια της, ο ώμος της να τρέμει ελαφρά καθώς καλύπτει το στόμα της με το χέρι της. Την κλωτσάω κάτω από το θρανίο με τρόπο που να φαίνεται τυχαίο, αλλά το βλέμμα της που αστράφτει από πείραγμα με κάνει να θέλω να την κλωτσήσω πιο δυνατά.
Μαζεύομαι στην καρέκλα μου και προσπαθώ να κάνω ότι γράφω σημειώσεις, αλλά το στυλό τρέμει στα χέρια μου και η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή.
⇽∙∙∙⇾
Αν και η πρώτη μέρα στο λύκειο ξεκίνησε όμορφα, η συνέχεια μου άφησε μια πικρή γεύση. Τα δάχτυλά μου παίζουν νευρικά με το λουρί της τσάντας μου, τα πόδια μου κινούνται βιαστικά στο πλακόστρωτο, αλλά το στομάχι μου είναι ήδη δεμένο κόμπος.
Κατά τη διάρκεια του διαλείμματος βίωσα για ακόμα μία φορά τη δυσάρεστη εμπειρία να ακούσω αγόρια να κάνουν σεξιστικά σχόλια για την εμφάνισή μου—όχι κρυφά, όχι ψιθυριστά, αλλά άνετα, με θράσος, λες και δεν ήμουν λίγα μέτρα μακριά.
Η φωνή τους διαπερνά το θόρυβο του προαυλίου σαν αγκάθι στο δέρμα. Σφίγγω τα δόντια μου και τα νύχια μου καρφώνονται στις παλάμες μου.
«Είχε δεν είχε, πάλι μας πέταξε τα μάτια έξω η Μαρκετάκη.»
«Ναι ρε μαλάκα, τι απίθανο κωλαράκι είναι αυτό που έχει η ρουφιάνα; Μπορεί να σηκώνεται κάθε μέρα στον πίνακα;»
«Ή έστω τις μέρες που έχουμε και γυμναστική και έρχεται με φόρμα.»
Γέλια. Ακούω τα γέλια τους και νιώθω το στομάχι μου να δένεται ακόμα πιο σφιχτά. Ο αέρας μου φαίνεται ξαφνικά πηχτός και βαριάς, σαν να προσπαθώ να αναπνεύσω μέσα από βαμβάκι. Κλείνω τα μάτια μου για μια στιγμή και παίρνω μια κοφτή ανάσα.
Οι φωνές τους συνεχίζουν και η θερμοκρασία του προσώπου μου ανεβαίνει επικίνδυνα. Η καρδιά μου χτυπάει στα αυτιά μου σαν τύμπανο πολέμου. Τα μάτια μου ανοίγουν απότομα και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, όλα κοκκινίζουν.
Αν ορμήσεις, δεν πρόκειται να σταματήσεις…
Ευτυχώς, προλαβαίνει ο πρώτος να αρχίσει να μιλάει, και κάπως καταφέρνω να ηρεμίσω πριν τους πάρει ο διάολος. Σφίγγω το σαγόνι μου τόσο που ακούω σχεδόν τα δόντια μου να τρίζουν. Τα πόδια μου καρφώνονται στο έδαφος και γέρνω ελαφρά προς τα μπρος, έτοιμη να φύγω τρέχοντας ή να ορμήσω, δεν έχω αποφασίσει ακόμα.
«Ρε μαλάκα, θα το λέμε και δε θα μας πιστεύει κανείς, η ωραιότερη γκόμενα στο σχολείο είναι φύτουλας, παίζει ποδόσφαιρο, τρέχει σαν σπρίντερ, ντριμπλάρει σαν Βραζιλιάνος και κλαδεύει σαν τσεκούρι!»
Οκ, το γκόμενα και το φύτουλας είναι σχεδόν βρισιές. Τα μάτια μου στενεύουν επικίνδυνα, και το χέρι μου κάνει μια κίνηση προς τα πίσω, σαν να ψάχνω κάτι που θα μπορούσα να τους πετάξω. Από την άλλη, ο τρόπος με τον οποίο μίλησε για τις ικανότητές μου στο ποδόσφαιρο και την ταχύτητά μου δείχνει πραγματικό θαυμασμό. Τα χέρια μου χαλαρώνουν ανεπαίσθητα και ο κόμπος στο στομάχι μου γίνεται λίγο πιο υποφερτός.
Και η συνέχεια; Κάτι ανάμεσα σε δέος και φόβο.
«Μην κάνεις καμιά μαλακία και της πετάξεις τίποτα τέτοιο, θα σε κλάψει η μανούλα σου! Στην πρώτη γυμνασίου είχε στείλει δυο τυπάδες από το λύκειο στο νοσοκομείο!»
«Λες να μην το ξέρω; Από το δημοτικό είμαστε μαζί…»
Η ανάσα μου επιτέλους σταθεροποιείται. Ανασηκώνω τους ώμους μου, σαν να προσπαθώ να ξεφορτωθώ το βάρος των λέξεών τους από πάνω μου. Κάνοντας πως δεν άκουσα, γυρίζω το κεφάλι μου από την άλλη, τα μάτια μου καρφώνονται στο σημείο που ξέρω ότι θα είναι ο Μάριος. Οι παλάμες μου όμως εξακολουθούν να είναι ιδρωμένες, και σφίγγω τα δόντια μου τόσο που νιώθω έναν αμυδρό πόνο στο σαγόνι.
Με γρήγορα, σταθερά βήματα, απομακρύνομαι και πάω να βρω το Μάριο, που κάθεται σε ένα παγκάκι με την Κλαίρη και τον Βαγγέλη. Το κεφάλι μου ψηλά, η πλάτη μου ίσια, αλλά τα χέρια μου ακόμα τρέμουν ελαφρά.
1989
Το party
Είναι Σάββατο και η Κλαίρη κάνει πάρτι και είναι το πρώτο μου, αφού υποκύπτω στην τριπλή πίεση του Μάριου, της Κατερίνας και της ίδιας της Κλαίρης. Η μάνα μου έχει συγκινηθεί που με βλέπει με φόρεμα, ο πατέρας μου βάζει τους δικούς του όρους.
«Στις δύο η ώρα να είσαι πίσω,» μου λέει και παραλίγο να γίνω μυγοχάφτης. Κυριολεκτικά! Δεν περίμενα ότι θα μ’ αφήσει μετά τα μεσάνυχτα.
«Θα είναι, κύριε Ηλία, θα τη γυρίσω εγώ ο ίδιος» τον διαβεβαιώνει ο Μάριος.
Βγαίνουμε από το σπίτι μου και πάμε να πάρουμε την Κατερίνα.
«Πώς και με φόρεμα;» με ρωτάει επιτέλους αυτό που τον έτρωγε με το που με είδε με δαύτο. «Δεν είχα ιδέα ότι έχεις και δεύτερο!»
«Καινούργιο είναι, αυτό που ξέρεις το είχα για βαφτίσεις, γάμους και τέτοιες μαλακίες,» του απαντάω μηχανικά.
«Και πήρες και δεύτερο;» επιμένει; «Πώς κι έτσι;»
«Να είναι καλά η μαλάκω η φιλενάδα μας,» του απαντάω ειλικρινά, με μια μικρή δόση εκνευρισμού.
«Η Κατερίνα; Τι σχέση έχει;» με ρωτάει με απορία.
«Εμ ποια άλλη, ρε Μάριε;» του απαντάω, γιατί όντως, η ερώτηση είναι τελείως κούκου. Ποια άλλη θα μπορούσε να είναι, η Μαρία η Πενταγιώτισσα; «Είχε πάει η μαλάκω τις προάλλες για ψώνια, το είδε, το ερωτεύτηκε και αποφάσισε ότι μου ταιριάζει,» ξεκινάω την εξιστόρηση. Γυρνάω και τον κοιτάω όπως περπατάμε. «Κι έκανε κόμμα με τη μάνα μου,» του λέω και βάζει τα γέλια. «Τι γελάς ρε μαλάκα; Τσουρέκια μου τα έκαναν όλη την εβδομάδα,» λέω στενάζοντας. «Για να τις ξεφορτωθώ πήγα χθες με τις δυο τους και το πήραμε, δεν είχα σκοπό να το φορέσω.»
«Το φόρεσες όμως!»
«Φέρε τον έλεγχο να σου βάλω άριστα!» του κάνω ειρωνικά. «Τι να κάνω ρε μαλάκα;» του λέω και μετά συνεχίζω πιο μαλακωμένη. «Τη λυπήθηκα την Άννα που κάθισε να το πλύνει και να το σιδερώσει, δε μου έκανε καρδιά μετά απ’ όλ’ αυτά να μην το φορέσω. Δε γαμιέται, μια φορά στο τόσο δε θα πάθω τίποτα, και θα γλιτώσω και τη μουρμούρα.»
«Σου πάει πολύ πάντως. Και οι γόβες σου πάνε, μ’ αρέσουν πολύ!» μου λέει, και ξαφνικά η καρδιά μου κάνει μια κωλοτούμπα. Νάτα και τα πιπεράτα…
«Γιατί δεν τις φοράς, περπάτα εσύ με δαύτες και έλα πες μου!», προσπαθώ να αστειευτώ.
«Μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος!»
«Ρε δε με χέζετε και οι τρεις σας;» του κάνω για να τον ξεφορτωθώ και αυτόν, και εμένα. Κυρίως εμένα. Μαλάκα, τι γίνεται εδώ;
⇽∙∙∙⇾
Η Κλαίρη έχει μεγάλο σπίτι και έχει καλέσει πολύ κόσμο. Ο Αλέκος είναι εδώ, και η Κατερίνα τον ακολουθεί σαν σκυλάκι. Της εύχομαι πολλή και καλή τύχη. Τον αγαπάω τον ξάδερφό μου, αλλά είναι στην κοσμάρα του. Αν δεν του ζητήσει η ίδια να τα φτιάξουν ή αν δεν μου πει να του μιλήσω, δεν πρόκειται να το πάρει χαμπάρι. Και να τα φτιάξουν, πόσο νομίζει ότι θα τον αντέξει; Τέλος πάντων, δικό της πρόβλημα.
Είμαι στο σαλόνι και διασκεδάζω με την Κατερίνα και τον Αλέκο, όταν έρχεται ένας συμμαθητής μου ο Κώστας ο Μελετίου και με χαιρετάει.
«Γεια!» μου κάνει κάπως αμήχανα. Η αλήθεια είναι πως αν και είμαστε στο ίδια τμήμα δεν έχουμε και πολλές-πολλές επαφές. «Δε σε είχα για party animal,» προσπαθεί να αστειευτεί.
Τον κοιτάζω για μερικές στιγμές και του απαντάω ειλικρινά. «Αν δεν ήταν για την Κατερίνα και την Κλαίρη δε θα ερχόμουν,» του λέω και σταματάω γιατί δε θέλω να φανώ ψηλομύτα. Του χαμογελάω ζεστά. «Τελικά έχει τη φάση του,» συμπληρώνω. «Εσύ είσαι party animal, να υποθέσω;» τον ρωτάω προσπαθώντας να κάνω χαβαλέ.
«Από τα λίγα!» μου λέει και βάζει τα γέλια, και παρασύρομαι κι εγώ.
Επικρατεί αμήχανη σιωπή για μερικές στιγμές. Δηλαδή υποθέτω ότι για εκείνον είναι αμήχανη, γιατί εκείνος ήρθε και μου μίλησε. Ξαφνικά νιώθω άσχημα για λογαριασμό του, και παίρνω εγώ την πρωτοβουλία να συνεχίσω την κουβέντα αλλά δεν ξέρω τι να πω. Την κατάσταση την σώζει—άθελά της, γιατί μεταξύ μας είναι μεγάλη μαλάκω—η Ποταμιάνου.
“All hail the queen,” του λέω ειρωνικά, με σιγανή φωνή, κερδίζοντας το γέλιο του.
«Ψωνάρα από τις λίγες,» μου λέει, κερδίζοντας και πάλι το γέλιο μου.
«Ναι, υπάρχει και αυτός ο κίνδυνος όταν τρέχουν όλοι από πίσω σου σαν κουτάβια,» του λέω χαχανίζοντας. «Όχι ότι τους αδικώ, είναι κούκλα!» συμπληρώνω για να μην παρανοήσει ότι τα λέω επειδή ζηλεύω.
«Εσύ είσαι ακόμα πιο όμορφη αλλά δεν έχεις τουπέ,» μου κάνει αφήνοντάς με κόκκαλο. Δεν είναι ότι δεν ξέρω ότι τα αγόρια με θεωρούν όμορφη, και μπορεί για μένα να είναι μόνιμη πηγή εκνευρισμού, αλλά δεν παύει να είναι και η ξερή πραγματικότητα.
«Δε βαριέσαι,» του κάνω λυγίζοντας τον καρπό μου. «Στην μπάλα δεν έχει σημασία αν είσαι η ωραία Ελένη ή ο Κουασιμόδος…»
“Per aspera ad astra,” μου λέει και τον κοιτάζω απορημένη. Χαμογελάει και μου εξηγεί: «Λατινική παραλλαγή του “τα αγαθά κόποις κτώνται.” Μέσα απ’ τις δυσκολίες, στ’ αστέρια.»
«Δεν το ήξερα!» του απαντάω χαμογελαστή, και ελαφρά εντυπωσιασμένη. «Όμορφη φράση,» λέω και την επαναλαμβάνω λόγω του πόσο μ’ αρέσει όπως ακούγεται: “Per aspera ad astra…”
«Έχω να φάω λατινικό που θα πω το δεσπότη Παναγιώτη,» μου κάνει και βάζω και πάλι τα γέλια. «Γαμώ τη δικηγορία μου μέσα!»
«Κι άλλος wannabe χασοδίκης,» τον πειράζω. «Και η Κατερίνα νομική θέλει να σπουδάσει!»
«Την επόμενη φορά που θα δείρεις κάποιον μη ζητήσεις υπεράσπιση,» μου λέει πειράζοντάς με και βάζω και πάλι τα γέλια.
«Έλα μωρέ, πότε έδειρα κάποιον!» του κάνω χαχανίζοντας. «Αυτό στην πρώτη γυμνασίου δε μετράει!» του λέω και σταματάω για λίγο. «Ήμουν… πώς το λέτε εσείς οι δικηγόροι; Σε νόμιμη άμυνα!»
Βάζει τα γέλια. «Το σωστό να λέγεται!» μου κάνει, και του χαρίζω ένα από τα πιο αστραφτερά μου χαμόγελα.
Ναι, δεν ξέρω τι έγινε, γιατί με το επόμενο που μου είπε, μου έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι.
«Μπίλι;» μου λέει διστακτικά και αρχίζουν να χτυπάνε καμπανάκια μέσα μου: έχω ξανακούσει αυτή την εισαγωγή.
Ελπίζοντας ότι δεν είναι αυτό που φοβάμαι, προσπαθώ να αστειευτώ: «Διατάξτε!» του λέω, και αντί να γελάσει σφίγγεται ακόμα περισσότερο.
DANGER WILL ROBINSON!
Φυσάει και ξεφυσάει, και το άγχος μου μεγαλώνει. «Μπίλι… μου… μου αρέσεις… πολύ»
ΩΧ!
Κοντοστέκεται για μερικές στιγμές και εγώ νιώθω σαν παγιδευμένο ζώο.
ΜΗ ΤΟ ΠΕΙΣ! ΜΗ ΤΟ ΠΕΙΣ! ΜΗ ΤΟ ΠΕΙΣ.
Ίσως επειδή το ξεκίνησε και δεν μπορεί να το πάρει πίσω, ή—πολύ πιθανότερο—επειδή δεν έχει καταλάβει τίποτα από τη στάση μου αυτές τις τελευταίες στιγμές, μου μπουμπουνάει αυτό που δεν ήθελα ν’ ακούσω.
«Θέλεις να τα φτιάξουμε;»
Τετέλεσται… Δεν τα καταλαβαίνω τ’ αγόρια, πραγματικά όμως. Από που και ως που ρε φίλε μου ζητάς να τα φτιάξουμε; Αυτά τα πέντε τελευταία λεπτά έχουμε μιλήσει περισσότερο απ’ όσο είχαμε μιλήσει όλη τη χρονιά, και να πεις ότι είμαι καμιά απλησίαστη ή ακατάδεκτη; Δηλαδή, ακόμα και αν όντως με ενδιέφεραν τα αγόρια, τι περίμενε να κάνω; Να τρέξω στην αγκαλιά του κλαίγοντας «Ρωμαίο, ω, Ρωμαίο, επιτέλους ήρθες;»
Δεν του έχω απαντήσει ακόμα, και αν δεν το έχει πάρει το μήνυμα καλά κρασιά. Που και να το πάρει, κάτι θα πρέπει να του πω γαμώ τα πάντα μου και τα κοάλα μου και ένα τζάμπο τζετ με αγίους και το Χριστό πιλότο. Με κοιτάζει και κατεβάζει τα μάτια του. Μίλα μωρή γαϊδάρα, πες κάτι.
«Κώστα…» του κάνω, προσπαθώντας να βρω τις λέξεις.
Και να πεις ότι δεν έχω εμπειρία; Είναι η δέκατη χυλόπιτα που ρίχνω. Κάθε φορά τα ίδια σκατά, να τους λέω όχι και μετά να με τρώνε οι τύψεις γιατί αυτή η γαμημένη η απόρριψη δεν τρώγεται με τίποτα. Μπορεί να είναι για τελείως διαφορετικούς λόγους, αλλά το έχω ζήσει στο γαμημένο το πετσί μου.
«Δεν…» ξεκινάω να του πω και κομπιάζω και πάλι. Το παίρνει επιτέλους το μήνυμα αλλά δε μου πάει να το αφήσω έτσι. «Συγνώμη ρε Κώστα…» “Τι συγνώμη μωρή μαλάκω;” μαλώνω τον εαυτό μου. «Δεν… δεν σε βλέπω έτσι,» του λέω τελικά και με τα χίλια ζόρια.
Κουνάει το κεφάλι του. «Δεν έχει νόημα να ζητάς συγνώμη ρε Μπίλι,» μου λέει και χαμογελάει πικρά. «Εννοώ… τι νόημα έχει; Τι μου φταις που δε με βλέπεις όπως εγώ;»
«Γιατί… Δεν…» λέω και σταματώ. «Στο δημοτικό… όταν με τα πολλά καταργήθηκαν οι ποδιές, τ’ αγόρια δεν ήθελαν να παίξω μαζί τους μπάλα. Μπορεί να μην είναι το ίδιο…»
Μου χαμογελάει, πιο ζεστά αυτή τη φορά. «Ο καθείς μας το δικό του Γολγοθά…» μου λέει και παρά το μελό του πράγματος, καταφέρνω να μην γελάσω και κάνω τα πράγματα ακόμα χειρότερα για εκείνον.
«Αυτό που ήθελα να σου πω…» πάω να του πω και με κόβει.
«Κατάλαβα, Μπίλι μου, κατάλαβα. For what it matters… σ’ ευχαριστώ.»
«Για ποιο πράγμα;» τον ρωτάω ειλικρινά απορημένη.
«Άστο, μαλακία πήγα να πω…» μου κάνει. Τον κοιτάζω ερωτηματικά. «Δεν είσαι από εκείνες που θα κορόιδευαν ρίχνοντας χυλόπιτα.»
«Όχι,» του κάνω κουνώντας έντονα το κεφάλι.
«Γι’ αυτό σου λέω…» μου κάνει και σταματάει. Μου χαμογελάει και πάλι, αλλά το βλέπω καθαρά, μέσα του έχει σκοτεινιάσει. «Τα λέμε…»
«Τα λέμε…» του απαντάω και τον βλέπω να απομακρύνεται, και μ’ αφήνει στις σκέψεις μου.
Από πέρσι που έγινε η αρχή με το Μάκη, σχεδόν μια φορά το μήνα επαναλαμβάνεται η ίδια ιστορία. Μήπως τελικά κάνω κάτι εγώ λάθος; Μήπως τελικά τα αγόρια παρεξηγούν την άνεση, τη χαλαρότητα και την οικειότητα που έχω μαζί τους και νομίζουν ότι τα γουστάρω; Αλλά πάλι, εδώ μου ζήτησε να τα φτιάξουμε ο Λάμπρος ο Μπατιστόν που μένει στη γειτονιά μου και με ξέρει από μωρό.
Η διάθεσή μου έχει βουλιάξει και πάλι. Αυτό που του είπα ισχύει στο ακέραιο, δεν είναι ωραίο συναίσθημα αυτό της απόρριψης. Τι να κάνω, γαμώτο; Με το ζόρι χαλβάς δε γίνεται, που λέει και ο πατέρας μου.
⇽∙∙∙⇾
Πηγαίνω στο μπαλκόνι να με χτυπήσει λίγο ο αέρας, να καθαρίσει το μυαλό μου. Κάθομαι στην άκρη, παρακολουθώ τις σκόρπιες φωτεινές κουκκίδες της πόλης και αφήνω το βλέμμα μου να χαθεί στο σκοτάδι. Λίγο μετά, δύο αγόρια βγαίνουν έξω να καπνίσουν.
Δεν με παίρνουν χαμπάρι, και εγώ δεν τους μιλάω. Δεν τους ξέρω παρά μόνο φατσικά, και ειλικρινά, το τελευταίο που έχω όρεξη αυτή τη στιγμή είναι να πιάσω κουβέντα με άσχετους. Άλλωστε, η Κατερίνα κάνει το κυνηγόσκυλο στον ξάδερφό μου, ενώ ο Μάριος είναι μέσα και κάνει δημόσιες σχέσεις με τις υπόλοιπες καρακάξες.
Πέρα από την Κατερίνα και την Κλαίρη δεν τρέφω καμία εκτίμηση στις υπόλοιπες συμμαθήτριές μου. Καμία. Και κάπως έτσι, με τον αέρα να μου μουδιάζει τα μάγουλα, κλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να χαλαρώσω.
Αν και τους ακούω δεν δίνω σημασία στη συζήτηση τους. Τυπικά αγόρια, μιλάνε για τα κορίτσια στο πάρτι, και οι μούσκαροι δεν έχουν καν πάρει χαμπάρι ότι είμαι δίπλα και μπορώ να τους ακούσω. Καπνίζουν αρειμανίως και σχολιάζουν με τον άγαρμπο τρόπο τους, υπενθυμίζοντάς μου, για ακόμα μια φορά, πώς όσο και αν είχα κοινά ενδιαφέροντα με τ' αγόρια, στο πως βλέπαμε τον κόσμο μας χώριζε η άβυσσος.
«Είδες την Ποταμιάνου;»
Η Ποταμιάνου είναι συνομήλικη του Μάριου, αν και στο Β4 σε αντίθεση με εκείνον που είναι στο Β3. Μπορεί να τη θεωρώ μεγάλη μαλάκω και ψωνάρα αλλά η αλήθεια είναι πως είναι πολύ όμορφη, εντυπωσιακή κοπέλα. Από την άλλη ωστόσο πάλι καλά που υπάρχει και δαύτη, όσο περισσότεροι τρέχουν από πίσω της σα σκυλάκια, τόση περισσότερη ησυχία έχω.
«Ποια Ποταμιάνου και τ’ αρχίδια μου κουνιούνται ρε μαλάκα; Εσύ τη Μαρκετάκη την είδες;»
Ώπα, εδώ έχει ψωμί. Χώνομαι μέσα για να μη με προσέξουν και στήνω αυτί σα νυχτερίδα. Τι το ήθελα ο μαλάκας;
«Ναι ρε φίλε, τι απίστευτο θεόμουνο είναι αυτό; Την είχες δει ποτέ ξανά με φόρεμα;»
«Ποτέ! Πέρα από τις παρελάσεις, και πέρσι στο θεατρικό, ούτε καν με φούστα δεν την είχα δει, μόνο με παντελόνι, φόρμα ή σορτσάκι. Δηλαδή όσο τα φορούσε, έχω να τη δω με σορτσάκι από το γυμνάσιο! Μαλάκα μου, τι απίστευτο κωλαράκι έχει η πουτάνα;»
Δεν ξέρω κι εγώ που βρίσκω τη δύναμη και κάθομαι και τους ακούω χωρίς να τους ορμίσω στα λαρύγγια. Δεν είμαι σίγουρη ότι θα κρατηθώ και δε θα τους πετάξω από το μπαλκόνι του πέμπτου που βρισκόμαστε.
«Ναι ρε μαλάκα… Τόσα αγέννητα παιδιά παίζει να μην έχουν σκοτώσει ούτε όλες οι γκόμενες του Playboy μαζί!»
«Μαλάκα, τις βυζάρες τις πρόσεξες;»
«Μόνο τώρα; Δε θυμάσαι πέρσι στα μπουγέλα την τελευταία μέρα που της είχε κολλήσει το μπλουζάκι πάνω της και δεν είχε πάρει χαμπάρι; Το μισό σχολείο παραλίγο να τα κατεβάσει και να αρχίσει να την παίζει για την πάρτη της!»
«Αν το θυμάμαι λέει; Κάλους είχα βγάλει το απόγευμα!»
«Κι εγώ! Παίζει να την έπαιξα και πέντε φορές για πάρτη της εκείνη τη μέρα. Χαλαρότατα η ωραιότερη γκόμενα που έχουν δει τα μάτια μου.»
«Γι’ αυτό σου λέω ρε μαλάκα, ποια Ποταμιάνου και τ’ αρχίδια μου κουνιούνται;»
Κλείνω τα μάτια μου. Τα νύχια μου καρφώνονται στο ύφασμα του φορέματός μου.
«Όντως, είναι τρελό θεόμουνο η ρουφιάνα. Πάντως, μαλάκα, μη τη βλέπεις έτσι γλυκούλα και ομορφούλα, τις προάλλες που παίζανε μπάλα σήκωσε τον Θεοδώρου στον αέρα!»
«Χαχαχα. Σοβαρά ρε μαλάκα; Αυτός είναι κτήνος!»
«Φίλε, τον απογείωσε, μιλάμε για δολοφόνο, τυχαία νομίζεις της έχει βγει το παρατσούκλι ‘ο Χασάπης’;»
«Και να ήταν μόνο στη μπάλα… Έχει μοιράσει χυλόπιτες στο μισό λύκειο!»
Εντάξει, το σύμπαν πρέπει να έχει γαμηθεί στα γέλια με την πάρτη μου. Ούτε επίτηδες να το έκαναν.
«Εγώ μαλάκα σου λέω ότι τα έχει με τον Μαλεβίτη, συνέχεια μαζί είναι!»
Νιώθω να με χτυπάει κεραυνός. WHAT?
«Δε νομίζω ρε μαλάκα, θα το κρατούσαν κρυφό; Τους έχεις απ’ αυτούς που ντρέπονται;»
«Σιγά μωρέ με το φύτουλα!»
Ούτε το μισό του δαχτυλάκι δε φτάνετε, μαλάκες.
«Φύτουλας ξε-φύτουλας, ξέρεις πόσες τον γουστάρουν και δε τους ρίχνει ούτε μια δεύτερη ματιά; Εγώ σου λέω ότι είναι καψουρεμένος με τη Μαρκετάκη και κάνει το σκυλάκι της.»
Το στομάχι μου σφίγγεται. Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ο Μάριος; Ο Μάριος που ξέρω από τα πέντε μου;
Γούστο θα 'χει!
Και τότε συνειδητοποιώ πως η καρδιά μου έχει αρχίσει να χτυπάει πιο γρήγορα. Δεν προλάβω να το επεξεργαστώ και ο ένας από τους δύο μαλάκες πετάει «Ρε λες να είναι λεσβία;» και μου γυρίζει το μάτι ανάποδα.
Αυτό ήταν, θα γίνει της πουτάνας. Κάνω ένα βήμα μπροστά, αλλά με προλαβαίνει ο Μάριος που βγαίνει εκείνη τη στιγμή στο μπαλκόνι.
«Ποια είναι λεσβία;» ρωτάει σα να ήταν μέρος της κουβέντας.
Πριν προλάβουν να του απαντήσουν βγαίνω από τα σκοτάδια, κοιτάζοντάς τους με σταυρωμένα χέρια. «Κατά τα φαινόμενα, εγώ. Για μένα λένε.»
Κοιτάζω τους δυο μαλάκες στα μάτια με το ύφος “εδώ θα γίνει ο τάφος σας” και επειδή ξέρουν ότι εγώ δεν το έχω σε τίποτα να πλακωθώ στο ξύλο με τον οποιονδήποτε και ότι έχω και βαρύ χέρι, παθαίνουν εγκεφαλικό. Ο ένας γουρλώνει τα μάτια, ο άλλος καταπίνει τόσο απότομα που σχεδόν πνίγεται. Η σιωπή πέφτει βαριά.
Ο Μάριος με κοιτάζει, σοβαρός για μισό δευτερόλεπτο και επειδή έχει πάρει χαμπάρι ότι είμαι στο mood “ΘΑ ΣΑΣ ΚΑΘΑΡΙΣΩ ΣΑΝ ΑΥΓΑ” προσπαθεί να αποκλιμακώσει την κατάσταση κάνοντας χαβαλέ.
«Κι εγώ γιατί το μαθαίνω πάλι τελευταίος ρε μαλάκα;» ρωτάει και προσποιείται το παράπονο.
«Δε μου λέτε,» λέω, με τη φωνή μου να στάζει απειλή, «θέλετε να πάρει ο διάολος και τους τρεις σας;»
«Όχι… όχι… συγνώμη ρε Μπίλι» λέει ο ένας με το κεφάλι σκυφτό.
«Συγνώμη» μουρμουρίζει και ο άλλος, χωρίς να με κοιτάζει στα μάτια.
Ο Μάριος, που δεν έχει ιδέα πώς βρέθηκε ξαφνικά μπλεγμένος, σηκώνει τα χέρια. «Εγώ τι φταίω;»
«Εσύ κι αν φταις!» του πετάω, χωρίς να του εξηγώ το γιατί, ενώ ο Μάριος γυρνώντας προς τους άλλους δύο τους δίνει το μήνυμα με τα μάτια.
“RUN”
Οι δυο τους κοιτάζονται για μερικές στιγμές αναποφάσιστοι. Ο Μάριος εξακολουθεί να τους κοιτάζει επίμονα, και επιτέλους λαμβάνουν το μήνυμα και γίνονται και οι δυο Λούηδες. Πιο ήσυχος, γυρίζει προς εμένα. «Εδώ έχει ψωμί! Τι παίχτηκε;» με ρωτάει, κοιτάζοντάς με προσεκτικά, λες και προσπαθούσε να με διαβάσει.
Του εξηγώ τα καθέκαστα—αν και φυσικά αποφεύγω να του αναφέρω τι έλεγαν για εκείνον και για μένα. Κι ο γάιδαρος τι κάνει; Βάζει τα γέλια.
«Καλός μαλάκας είσαι και του λόγου σου» του λέω, ακόμα φουρκισμένη.
«Εντάξει, αυτό που σε είπαν λεσβία ήταν μεγάλη μαλακία.»
«Ενώ ας πούμε τα υπόλοιπα, όχι;»
«Εντάξει ρε μαλάκα κι εσύ, δε σου έβρισαν και τη μάνα, απλά τα είπαν χύμα, αγόρια είναι!»
«Κι εσύ αγόρι είσαι, αλλά δε σ’ έχω ακούσει να μιλάς ποτέ έτσι για κάποιο κορίτσι!»
«Είναι που αγαπάω τη ζωούλα μου,» λέει με αφοπλιστικό χαμόγελο. «Ο φόβος φυλάει τα έρμα.»
Σκάω ένα χαμόγελο, αν και ακόμα η θερμοκρασία μου δεν έχει κατέβει. «Το καλό που σου θέλω, φουκαρά μου!»
«Τέλος πάντων, αν εξαιρέσεις το καφριλίκι, δεν είπαν κάτι περίεργο.» Με κοιτάζει χαμογελώντας, λες και του φαίνομαι αστεία που έχω γίνει έξαλλη. «Έλα ρε Μπίλι, κάνεις λες και δεν το ξέρεις. Πάντα ήσουν το πιο όμορφο κορίτσι όπου και αν βρισκόσουν και κουρευόσουν σαν αγόρι. Από πέρσι που άλλαξες κούρεμα, έχεις χαζέψει τον κόσμο.»
Τα μάγουλά μου παίρνουν φωτιά. «Τρομάρα μου…» μουρμουρίζω.
«Τρομάρα σου ξε-τρομάρα σου είναι η αλήθεια και το ξέρεις.»
«Τέλος πάντων,» λέω γρήγορα, για να ξεφύγω, «αν ξαναφορέσω φόρεμα, να μου τρυπήσετε τη μύτη.»
Ο Μάριος σκάει στα γέλια και εκείνη τη στιγμή, βγαίνει έξω η Κατερίνα.
«Σας τσάκωσα!»
«Φουκαριάρα μου, πρόσεξε τι θα πεις, εσύ θα τα πληρώσεις!»
Η Κατερίνα που μόλις έχει βγει στο μπαλκόνι πετάει μια ματιά προς το μέρος μου: «Τι έπαθε τούτη, μύγα την τσίμπησε;» ρωτάει τον Μάριο.
«Η κολλητή σου δολοφονεί αθώες νεανικές καρδιές και, κατά τα φαινόμενα, είναι και λεσβία και μας το έκρυβε» της λέει σοβαρός, αλλά τα μάτια του γυαλίζουν από συγκρατημένο γέλιο.
Η Κατερίνα τον κοιτάζει για μισό δευτερόλεπτο και μετά ξεσπάει. «Καλά το πρώτο το ξέραμε, αλλά το άλλο τώρα το μαθαίνω! Από πότε είσαι λεσβία, ρε μωρή;» με ρωτάει, κρατώντας το στομάχι της από τα γέλια.
«Κατά τα φαινόμενα εδώ και κανένα δεκάλεπτο,» της απαντάω ξινισμένα. «Κοίτα να δεις που στο τέλος θα μου βγει το όνομα, και λεσβία και χασάπης και δολοφόνος… Και όχι τίποτε άλλο, από timing σκίζουν. Ούτε μισή ώρα πριν μου τα έριξε ο Μελετίου.»
«Τι να κάνουμε ρε Μπίλι, το λέει η μοίρα σου. Και δολοφόνος, και λεσβία, και η απόλυτη καταστροφή των αρσενικών του σχολείου!» λέει η Κατερίνα κάνοντάς με να θέλω να τη στραγγαλίσω.
Και τότε παίρνει σειρά το άλλο το μαλακιστήρι. «Another one bites the dust! Πόσο πάει το κοντέρ, ρε δολοφόνε;» ρωτάει και συνεχίζει με σοβαρό ύφος: «Μάλλον πρέπει να σε φωνάζουμε Τζακ»
«Τζακ;» ρωτάει η Κατερίνα με απορία, ενώ προσπαθεί να σταματήσει τα γέλια της.
«Ο αντεροβγάλτης» της απαντάει και σκάει ένα θριαμβευτικό χαμόγελο, το μαλακισμένο.
Η Κατερίνα δεν αφήνει την ευκαιρία να πάει χαμένη. «Λες να είναι τυχαίο που το αγαπημένο της φαγητό είναι το κοκορέτσι;» λέει, ρίχνοντας λάδι στη φωτιά.
Ο Μάριος τραντάζεται από τα γέλια και στηρίζεται στο κάγκελο για να μη σωριαστεί. Η Κατερίνα κλαίει από τα γέλια και δεν μπορεί να μιλήσει.
«Τα δικά σου σπασμένα πληρώνω, μωρή μαλάκω!» της λέω διαολισμένη, αλλά τίποτα. Έχουν μπει σε loop. «Εσύ λύσσαξες να πάρω αυτό το φόρεμα!»
Η Κατερίνα με κοιτάζει, ακόμα προσπαθώντας να πάρει ανάσα. «Επειδή ο Αλέκος είναι ξάδερφός σου και δεν κινδυνεύω. Από τη στιγμή που είστε ξαδέρφια, δεν πα’ νά 'σαι και η μις Υφήλιος;»
«Ρε δεν πάτε στο διάολο και οι δυο σας;»
Στ’ αρχίδια τους τελείως. Ο ένας έχει πέσει πάνω στον άλλον, σχεδόν κλαίγοντας από τα γέλια. Τους αφήνω να γελάνε σαν ηλίθιοι και σηκώνομαι να πάω μέσα, και όχι τίποτε άλλο, αλλά είχα βγει και χωρίς το μπουφάν μου και τον έχω δαγκώσει. Αν αρρωστήσω, θα τους πάρει όλους ο διάολος.
When lights go out
Ακόμα διαολισμένη πάω και κάθομαι κάπου μόνη μου, και σαν από ένστικτο με αποφεύγουν όλοι. Τι το ήθελα το γαμημένο το φόρεμα; Και όχι τίποτε άλλο αλλά είναι και αποκαλυπτικό. Έχω… έχω αρκετά πλούσιο στήθος αλλά με τα ρούχα που φορούσα ποτέ δεν είχε φανεί. Και να που μετά τον κώλο μου και τα πόδια μου, έγιναν και αυτά αντικείμενα πόθου από τα μαλακισμένα.
Ναι, μαλάκα, το φόρεμα περίμεναν, δεν σε είχαν δει με τη βρεγμένη μπλούζα. Το είχα απωθήσει από τη μνήμη μου… Μου έρχονται απανωτά εγκεφαλικά και μόνο στην ανάμνηση.
Δεν είχα πάρει χαμπάρι τίποτα το ζώον, και αν δεν ήταν η Κλαίρη—η Κατερίνα δεν είχε προλάβει να με δει καθώς έτρεχε να γλιτώσει το μπουγέλο—θα είχα γίνει ακόμα μεγαλύτερο θέαμα. Με είδε και ήρθε και κόλλησε πάνω μου και με πήρε αγκαλιά, κάνοντας πως γελάει, και στην αρχή είχα μείνει μαλάκας, γιατί η Κλαίρη, όπως κι εγώ, δεν είναι ιδιαίτερα διαχυτική.
«Μπίλι, η μπλούζα σου,» μου ψιθυρίζει στ’ αυτί.
«Η μπλούζα μου τι;» τη ρωτάω απορημένη.
«Έχει βραχεί και έχει κολλήσει πάνω σου και δε φοράς σουτιέν,» μου εξηγεί και τότε επιτέλους στροφάρω.
«Ευχαριστώ!» της κάνω και όπως απομακρύνεται διακριτικά, τραβάω τη μπλούζα μου να ξεκολλήσει. Αυτό ήταν, μπουγέλα τέλος, έφυγα από το σχολείο σαν κυνηγημένη να πάω ν’ αλλάξω.
Και μετά το μυαλό μου πάει σε αυτό που είπαν για το Μάριο. Μπορεί τα αγόρια να είναι τα ζώα μου αργά σε κάποια πράγματα, αλλά η αλήθεια είναι ότι μεταξύ τους καταλαβαίνονται καλύτερα. Μήπως είχαν δει κάτι που ούτε εγώ, ούτε η Κατερίνα είχαμε δει στο Μάριο;
Είμαι τελείως μπερδεμένη. Από τη μία είναι αλήθεια, το Μάριο τον θυμάμαι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ποτέ δεν τον είχα δει διαφορετικά από αδερφικό φίλο. Ή τουλάχιστον, δεν τον είχα δει ποτέ έτσι μέχρι αυτή τη γαμημένη ταινία με τη μαλάκω και τον Swayze. Εκεί ήταν που συνέλαβα τον εαυτό μου για πρώτη φορά να με φαντασιώνομαι ως ζευγάρι με το Μάριο, και μου είχε έρθει τελείως απότομα.
Η Κατερίνα με κορόιδευε ότι τον γουστάρω και ότι απλά είμαι πολύ ξεροκέφαλη για να το παραδεχτώ. Κλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να πάρω μια βαθιά ανάσα. Όταν ο ένας από τους δύο μαλάκες ανέφερε σαν ενδεχόμενο ότι ο Μάριος είναι καψουρεμένος μαζί μου και τρέχει πίσω μου σα σκυλάκι, αντί να νευριάσω ή να γελάσω με τη μαλακία, η καρδιά μου χτύπησε για μερικές στιγμές πειράκια.
Και τότε μου έρχεται η συνειδητοποίηση. Όχι ότι θα ήθελα να τρέχει από πίσω μου σα σκυλάκι, εγώ δεν είμαι σαν την μαλάκω την Ποταμιάνου, αλλά θα ήθελα να είναι αλήθεια ότι είναι καψουρεμένος μαζί μου. Γιατί… γιατί αλλιώς θα είχα φάει φρίκη στην ίδια τη σκέψη ότι ο Μάριος μπορεί να με γουστάρει, ειδικά μετά από αυτό που έγινε με το Λάμπρο το Μπατιστόν.
Όταν μου είχε ζητήσει να τα φτιάξουμε μου είχε πέσει ο ουρανός στο κεφάλι, τον ξέρω από μωρό παιδί, και ήταν ένα από τα φιλαράκια μου. Και ο Μάριος δεν είναι Λάμπρος, σημαίνει πολλά περισσότερα για μένα. Άρα; Άρα η Κατερίνα έχει δίκιο.
Πίνω μηχανικά το αναψυκτικό μου προσπαθώντας να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου. Τι θα έκανα αν ο Μάριος ερχόταν και μου ζητούσε να τα φτιάξουμε; Το γεγονός ότι δεν παθαίνω εγκεφαλικό και μόνο στη σκέψη, είναι τελικά απάντηση. Από την άλλη, πάλι, μπορεί να είμαι τελείως άσχετη σε θέματα σχέσεων, αλλά από αυτές έρχονται και παρέρχονται, η φιλία είναι τελείως διαφορετικό πράγμα. Αν τα φτιάχναμε και μετά τα χαλάγαμε, θα μπορούσαμε να είμαστε οι ίδιοι όπως πριν;
Με κόβει κρύος ιδρώτας στη σκέψη, γιατί είναι μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Το ίδιο δε θα συνέβαινε αν του έριχνα χυλόπιτα—αν υποθέσουμε ότι όντως του έριχνα χυλόπιτα, πράγμα για το οποίο δεν είμαι καθόλου σίγουρη. Δεν έχω απάντηση, όλο αυτό μου είχε έρθει ξαφνικό. Αφενός γιατί τις όποιες στιγμιαίες φαντασιώσεις είχα πλάσει με το Μάριο ως Swayze τις απωθούσα σχεδόν αμέσως, και αφετέρου…
Δεν έχει αφετέρου. Τις απωθούσα ακριβώς γιατί δεν ήθελα να μπω στο τριπάκι να σκεφτώ τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Η Κατερίνα το είχε καταλάβει. Τι μαλάκας είσαι ρε Μπίλι, μαλώνω τον εαυτό μου. Δεν το έκανε για να σου σπάσει τα μεταφορικά σου αρχίδια, το έκανε για να σε βάλει να σκεφτείς, πρώτον: αν όντως συμβαίνει, και δεύτερον: τι μπορεί να σημαίνει αυτό.
Kαι κάπως έτσι βρέθηκα ξεβράκωτη στο λάκκο με τα κωλοδάχτυλα.
Κοιτάζω το ρολόι μου, κοντεύει έντεκα. Έχει πολύ ψωμί ακόμα, και τι ωραία που περνάω… Και τότε τα φώτα χαμηλώνουν και μπαίνουν τα slow. Ούτε μισό λεπτό αργότερα έρχεται ένας από τη Δευτέρα λυκείου, ούτε καν το όνομά του δεν ξέρω.
«Χορεύουμε;» με ρωτάει.
Το τελευταίο πράγμα που θέλω να κάνω τώρα είναι να χορέψω αγκαλιά με κάποιο αγόρι, αλλά δε θέλω να φανώ ακατάδεκτη. Μαζεύω το κουράγιο μου και σηκώνομαι όρθια. Του χαμογελάω. «Αμέ!»
Με παίρνει από το χέρι και πάμε προς το κέντρο του σαλονιού που ήδη έχουν αρχίσει και χορεύουν κάποια ζευγάρια. Δεν βλέπω πουθενά το Μάριο και την Κατερίνα. Με παίρνει σφιχτά αγκαλιά, και τον αγκαλιάζω κι εγώ, αρκετά πιο χαλαρά και αρχίζουμε και χορεύουμε.
When lights go down, I see no reason
For you to cry, we've been through this before
In every time, in every season
God knows I've tried,
So please don't ask for more
Ευτυχώς δε μου μιλάει όσο χορεύουμε. Βλέπω την Κατερίνα να φέρνει σχεδόν σούρνοντας τον Αλέκο στο σαλόνι, και με τα χίλια ζόρια συγκρατώ ένα χάχανο, γιατί τι να πεις και τι να εξηγήσεις. Στο σαλόνι έρχονται και ο Πολιτάκης με την Ποταμιάνου. The king and the queen of the prom, σκέφτομαι μέσα μου, και πνίγω και πάλι ένα χαχανητό. Γαμώτο, γιατί να μην είναι εδώ ο Μάριος να κάνουμε χαβαλέ;
Πού στο διάολο έχει εξαφανιστεί για να έχουμε καλό ρώτημα;
Το τραγούδι τελειώνει και τραβιέμαι. Ο καβαλιέρος μου, αρκετά απρόθυμα με αφήνει, αλλά δεν προλαβαίνω να κάνω ούτε ένα βήμα και τότε με πλησιάζει ο Μάρκος, αυτός που μου είχε βγάλει το παρατσούκλι χασάπης στο δημοτικό. Μεγάλος σαν αρκούδα και γαμώ τα παιδιά.
«Χορεύουμε;» μου κάνει ντροπαλά.
Του χαρίζω το πιο φωτεινό μου χαμόγελο, και αντί απάντησης τον αρπάζω εγώ αγκαλιά, και μάλλον αιφνιδιάζεται.
Καμία σχέση με τον προηγούμενο. Αν και κωλόγαυρος, και τρωγόμαστε σαν τα κοκόρια στα αθλητικά, έχει φοβερό χιούμορ. Χορεύουμε το τραγούδι και όταν τελειώνει και κάνει να τραβηχτεί, του κάνω «Στάσου, μύγδαλα» και αφού γαμιόμαστε και οι δύο στα γέλια συνεχίζουμε να χορεύουμε μαζί. Κάποια στιγμή, όμως, τελειώνει και αυτό, και με αφήνει. Το κέρατό μου μέσα, δεν προλαβαίνω βήμα να κάνω κι έρχεται πάλι ένας άσχετος και μου ζητάει να χορέψουμε.
Μέχρι τις δώδεκα που προφασίζομαι πως έχω κορακιάσει δε με έχω βρει ησυχία, με το που με αφήνει ο ένας μου ζητάει χορό ο άλλος, μιλάμε νουμεράδα κανονική, όχι μαλακίες. Γεμίζω ένα ποτήρι κόκα-κόλα, το πίνω μονορούφι, γεμίζω ξανά, και πάω να καθίσω στον καναπέ. Το πίνω αργά, πολύ αργά, ελπίζοντας να τελειώσει γρήγορα αυτό το μαρτύριο.
«Χορεύετε, δεσποινίς;» ακούω τη φωνή του Μάριου.
Σηκώνω το κεφάλι και τον βλέπω, χαμένη στη μιζέρια μου δεν τον είχα πάρει χαμπάρι. Μου χαμογελάει. Το επόμενο τραγούδι έχει ξεκινήσει ήδη και δε θα μπορούσε να είναι πιο ταιριαστό. Το “Chain” των Fleetwood Mac. Του χαρίζω το πιο γλυκό μου χαμόγελο και αφήνω το ποτήρι κάτω.
«Thought you’d never ask!» του λέω και χαχανίζει.
Μου δίνει το χέρι του και με σηκώνει. Τα δάχτυλά του είναι ζεστά, η λαβή του σίγουρη. Δεν είναι ο πρώτος που με κρατάει σφιχτά απόψε, το ίδιο έκαναν κι οι προηγούμενοι. Με εξαίρεση ωστόσο το Μάρκο είναι ο μόνος που τον αγκαλιάζω κι εγώ σφιχτά, σταυρώνοντας τα χέρια μου πίσω από το σβέρκο του. Αρχίζουμε και οι δυο να λικνιζόμαστε.
«Πού χάθηκες εσύ μια ώρα;» του παραπονιέμαι. «Μαλάκες με αφήσατε μόνη μου και με πήραν νουμεράδα!» του κάνω και βάζει τα γέλια.
«Θα σου πω!» μου απαντάει συνωμοτικά.
«Δε βιαζόμαστε… Για την ακρίβεια, αν κάνεις ότι φεύγεις, θα σου κόψω τον κώλο!» τον απειλώ.
«Δυστυχώς θα σας απογοητεύσουμε,» μου λέει και μου έρχεται να του ανοίξω το κεφάλι. «Με περιμένουν!» μου δηλώνει.
Τον κοιτάζω παραξενεμένη. «Ποιοι σε περιμένουν;»
Παίρνει μια ανάσα, σαν να προσπαθεί να χωνέψει κι ο ίδιος αυτό που πρόκειται να πει. «Λοιπόν… κρατήσου… Τα έφτιαξα με τη Βίκυ!»
Αν η ζωή μου ήταν κωμωδία τώρα θα άρχιζα να τραγουδάω «Το φεγγάρι, κάνει βόλτα, στης αγάπης μου την πόρτα» σαν τον Εξαρχάκο στη Γκαρσονιέρα για δέκα. Δεν είναι όμως, και όπως μου ήρθε κατακέφαλα το μόνο που καταφέρνω να πω είναι: “What?”
And if you don’t love me now, you will never love me again
I can still hear you saying, “You will never break the chain.”
«Γι’ αυτό δεν μπορώ να κάτσω να χορέψω μαζί σου…» Χαμογελάει χωρίς να έχει καταλάβει ότι μου ήρθε ντουβρουτζάς. «Απλά ήθελα να στο πω!»
And if you don’t love me now, you will never love me again
I can still hear you saying, “You will never break the chain.”
Το μυαλό μου δεν μπορεί να επεξεργαστεί αυτό που μόλις άκουσε. Μέχρι σήμερα, παρά το γεγονός ότι εμφανισιακά του άρεσαν κάμποσες, ποτέ δεν είχε δείξει πραγματικό ενδιαφέρον για κάποια. Ακόμα και κορίτσια που και του άρεσαν και ήξερε ότι τον γούσταραν, τα άφηνε να περνάνε. Και τώρα… η Βίκυ;
«Καλά, πώς… πώς έγινε;» ρωτάω, προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή.
Μου μιλάει για τη Βίκυ, αλλά δεν τον ακούω, είμαι τελείως αλλού. Πραγματικά νιώθω μουδιασμένη. Ο Μάριος είναι χαρούμενος, θα έπρεπε να χαρώ, θα έπρεπε να τον αρχίσω στο δούλεμα δείχνοντας την αγάπη μου όπως του την έδειχνα όλα αυτά τα χρόνια που πειράζαμε και τσιγκλάγαμε ανελέητα ο ένας τον άλλον. Συνεχίζει να μου μιλάει για τη Βίκυ με το πρόσωπό του να λάμπει, κι εγώ κουνάω το κεφάλι μου, του γνέφω, αλλά η φωνή μου έχει πάρει άδεια από τη σημαία. Και το μούδιασμα… το μούδιασμα.
Chain, keep us together, running in the shadows…
Chain, keep us together, running in the shadows…
Chain…
Το τραγούδι φτάνει στο τέλος του χωρίς να το καταλάβω. «Λοιπόν, σε αφήνω, πάω να χορέψω με το αμόρε» μου λέει και με αφήνει.
Τα χέρια του λύνονται από τη μέση μου και απομακρύνεται ενώ εγώ στέκομαι ακόμα σαν το μαλάκα στη μέση του σαλονιού, αποσβολωμένη, προσπαθώντας να χωνέψω τι έγινε. Και έτσι, μοιραία έρχεται και ο επόμενος να μου ζητήσει να χορέψουμε.
Είναι ο Ανδρέας Πολιτάκης. Πολύ όμορφο αγόρι και του λόγου του, όσες δεν ήταν ερωτευμένες με τον Μάριο ήταν με την αφεντιά του. Νιώθω τα βλέμματα όλων πάνω μου. Των αγοριών που θα ήθελαν να χορέψουν μαζί μου. Των κοριτσιών που με ζήλευαν και θα ήθελαν να είναι εκείνες με τις οποίες θα χορέψει μαζί τους ο Πολιτάκης. Αυτός δεν ήταν πριν με την Ποταμιάνου; αναρωτιέμαι στο τελείως άκυρο.
Every time I look in the mirror
All these lines in my face getting clear,
The past is gone
It went by like dusk to dawn
Isn't that the way?
Everybody's got their dues in life to pay
Τον αγκαλιάζω μηχανικά. Κινούμαι μηχανικά. Του χαμογελάω μηχανικά. Ο Μάριος έχει φτάσει ήδη στη Βίκυ. Τον παίρνει αγκαλιά, του χαμογελάει. Το πρόσωπό της λάμπει. Ο Ανδρέας λέει κάτι. Του απαντάω μηχανικά. Και τότε το βλέπω. Ο Μάριος σκύβει. Τη φιλάει. Η καρδιά μου βουλιάζει. Και ξαφνικά όλα βγάζουν νόημα. Η ταραχή μου έχει όνομα.
Λέγεται ζήλια.
«Μπίλι, είσαι εδώ;»
Η φωνή του Ανδρέα με φέρνει πίσω στο τώρα. Ούτε που έχω καταλάβει πόση ώρα έχω χαθεί στις σκέψεις μου.
«Ναι, εδώ είμαι.» του απαντάω σιγανά.
«Θα με βοηθήσεις;»
Σηκώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω. «Να κάνεις την Ποταμιάνου να ζηλέψει;» Το λέω ξερά, χωρίς να κρύψω τη δυσπιστία μου. «Γιατί το ζητάς από μένα;»
«Γιατί είσαι το πιο όμορφο κορίτσι στο σχολείο,» μου απαντάει ορθά-κοφτά, χωρίς καμία υπεκφυγή. «Δηλαδή ποιο σχολείο… Σε ολόκληρο το Περιστέρι, μη σου πω και την Αθήνα.»
«Έλα τώρα, ρε Ανδρέα…» του απαντάω σχεδόν ενοχλημένη.
«Είσαι όμως.» Τον κοιτάζω στα μάτια. Σηκώνει τους ώμους του. «Και στο λέω εγώ που είμαι καψουρεμένος με τη Σοφία. Γι’ αυτό θέλω τη βοήθειά σου.»
«Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω πού το πας,» του απαντάω ξερά. Και δεν ενδιαφέρομαι να μάθω, είναι αυτό που δεν του λέω. Τα ερωτικά του αυτή τη στιγμή είναι το τελευταία πράγμα που με απασχολεί.
«Το πάω στο ότι είσαι η μόνη που ξέρω ότι ζηλεύει.»
Έλα μουνί στον τόπο σου, όσο πάει γίνεται και καλύτερο. «Εμένα;» τον ρωτάω με ειλικρινή απορία. «Από πού και ως πού;»
«Ναι, εσένα. Και ο λόγος είναι αυτός που σου είπα,» μου λέει και σταματάει για λίγο. Τραβάω το κεφάλι μου ελαφρά προς τα πίσω κοιτάζοντάς ακόμα πιο μπερδεμένη. «Γιατί ρε Μπίλι, είσαι όμορφη με έναν τρόπο που εκείνη δεν είναι, και το ξέρει. Και σε ζηλεύει.»
Μαλάκα μου τι λέει; Η Ποταμιάνου, μαλάκω ή όχι, είναι κούκλα.
«Ρε Ανδρέα, τι λες; Τι σκατά ζηλεύει από μένα; Δεν έχουμε τίποτα κοινό οι δυο μας, έχουμε παντελώς διαφορετικά ενδιαφέρονται και παρέες, και στην τελική-τελική είναι πολύ όμορφη.»
«Γιατί εσύ... εσύ είσαι διαφορετική.» Σταματάει για μια στιγμή, σαν να αναζητά τις σωστές λέξεις. «Δεν μοιάζεις με καμία άλλη. Δεν ξέρω καν πώς να το εκφράσω, ρε Μπίλι...» Το βλέμμα του περιπλανιέται ψηλά, σαν να ψάχνει τη σωστή διατύπωση. «Δεν είναι κάτι συγκεκριμένο... Είναι τα μάτια σου, αυτό το γκρι χρώμα τους… Είναι σαν τα μάτια της γάτας, δεν ξέρω πώς αλλιώς να το περιγράψω… Έχουν… έχουν κάτι το μυστηριώδες, σχεδόν απόκοσμο. Και όχι μόνο τα μάτια σου… όλο σου το πρόσωπο, βασικά. Είναι λες και… δεν ξέρω, λες και δεν ανήκεις ακριβώς εδώ.»
Τον κοιτάζω, περιμένοντας να ολοκληρώσει, και για μια στιγμή πιστεύω πως δε θα το κάνει, πως θα σταματήσει εκεί, αμήχανος, μέχρι που ξαφνικά το βλέμμα του επιστρέφει σε μένα και τα χείλη του σχηματίζουν τις λέξεις που φαίνεται να βρήκε.
«Η Σοφία είναι όμορφη, πολύ όμορφη. Εσύ δεν… δεν είσαι απλά όμορφη…» μου λέει και σταματάει και πάλι. Τον κοιτάζω, δεν είμαι σίγουρη που το πάει και έχουν αρχίσει και πάλι να βαράνε μέσα μου καμπανάκια. Και τότε μου το μπουμπουνάει και με αφήνει τελείως μαλάκα: «Είσαι η βασίλισσα των ξωτικών.»
WHAT THE FLYING FUCK?
Νιώθω τα μάτια μου να γουρλώνουν σαν του βατράχου.
Και εκεί έρχεται η δεύτερη συνειδητοποίηση: Μου αρέσει. Όχι ο Πολιτάκης, αλλά αυτό που μου είπε. Για πρώτη φορά, κάποιος δεν στάθηκε απλώς στο ότι είμαι όμορφη. Δεν με παρομοίασε με κάτι κοινότοπο, με κάτι αναμενόμενο, με κάτι ανθρώπινο. Δεν είπε πως έχω ωραία μαλλιά, δεν είπε πως έχω όμορφο πρόσωπο, δεν είπε πως τα μάτια μου είναι εντυπωσιακά. Είπε πως μοιάζω με κάτι με κάτι υπερβατικό, με κάτι που δεν ανήκει σε τούτο τον κόσμο αλλά αυτού των παραμυθιών. Και δεν το είπε για να με κολακεύσει, το εννοούσε.
Ανασηκώνω ελαφρώς το πηγούνι, λες και θέλω να διώξω από πάνω μου τη στιγμή. «Έστω κι έτσι, δεν το καταλαβαίνω,» του λέω, και η φωνή μου ακούγεται στα αυτιά μου κάπως πιο κοφτή απ’ όσο ήθελα. «Γιατί το κάνεις αυτό, ρε Ανδρέα; Τι πραγματικά θα κερδίσεις;» Κοιτάζω κάπου αλλού, λες και αν αποφύγω το βλέμμα του, θα αποφύγω και την αλήθεια. «Αν δε σε θέλει, δε σε θέλει!»
«Δεν είναι ότι δε με θέλει…» ξεκινάει, και όταν τον κοιτάζω ξανά, μοιάζει να αναζητά τις σωστές λέξεις.
«Αλλά;» τον ρωτάω με ειλικρινή περιέργεια.
«Είναι μέρος του παιχνιδιού. Κάνει ότι δε με θέλει και κάνω ότι στρέφω το βλέμμα μου αλλού.»
«Πολύ παιδιάστικο μου φαίνεται αυτό,» του λέω με πλήρη ειλικρίνεια. «Αν κάποιος χρειάζεται να του κάνεις κόλπα για να σε προσέξει, στα δικά μου μάτια δεν αξίζει τον κόπο,» συνεχίζω αναστενάζοντας. «Τέλος πάντων, όχι ότι είμαι και καμιά ειδική στις σχέσεις.»
Μου χαμογελάει αμυδρά. «Μερικές φορές ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Έτσι παίζεται το παιχνίδι ρε Μπίλι, τι να κάνω; Δεν το έφτιαξα εγώ. Έχει τους δικούς του κανόνες, με πρώτο και βασικότερο το “αν δεν παίξεις χάνεις.”»
Δεν του το είχα. Η φωνή του είναι ήρεμη, κυνική, σαν να μιλάει για κάτι αυτονόητο. Δεν ξέρω τι με ξενίζει περισσότερο—ο κυνισμός του ή το ότι μπορεί στο παιχνίδι αυτό ο κυνισμός να είναι όντως τελικά απαραίτητος;
«Ωραία. Πες μου με ποιον τρόπο θέλεις να σε βοηθήσω και θα σου πω αν μπορώ.»
Χαμογελάει πιο πλατιά αυτή τη φορά. «Μπορείς. Δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα πέραν του να χορέψεις μαζί μου όσο παίζει slow.»
«ΟΚ,» του απαντάω μονολεκτικά.
Σάμπως έχω και τίποτα καλύτερο να κάνω; Αν σταματήσω να χορεύω μαζί του, τότε είτε θα πρέπει να υπομείνω τον επόμενο, και μετά τον επόμενο, και μετά τον επόμενο, μέχρι να αλλάξει το πρόγραμμα, είτε να το παίξω ακατάδεκτη, και αυτή τη στιγμή δεν είμαι σίγουρη ποιο είναι το χειρότερο.
Ο Ανδρέας με κρατάει σφιχτά και, χωρίς να το συνειδητοποιήσω στην αρχή, το ίδιο κάνω κι εγώ. Σαν δυο άνθρωποι που παλεύουν να κρατηθούν ο ένας από τον άλλον. Αλλά δεν είναι το ίδιο. Εκείνος, τουλάχιστον, μπορεί να ονειρεύεται. Εγώ…
Εγώ πληρώνομαι με το ίδιο νόμισμα με τ’ αγόρια που μου ζήτησαν να τα φτιάξουμε.
Κλείνω τα μάτια για μια στιγμή. Μπορεί να μην έφαγα χυλόπιτα, αλλά στην ουσία δεν αλλάζει κάτι. Όπως κι εκείνα, έτσι κι εγώ, θέλησα κάποιον που δεν μπορούσα να έχω.
Καθώς χορεύουμε αργά, γυρίζω ελαφρώς το κεφάλι μου. Το βλέμμα μου τον βρίσκει μέσα στο πλήθος. Ο Μάριος. Τα χέρια της Βίκυς περασμένα γύρω από το λαιμό του. Τα δικά του στη μέση της. Φιλιούνται πάλι και η καρδιά μου κάνει ένα οδυνηρό τίναγμα. Με πονάει.
Και μετά το επόμενο τραγούδι και μετά το επόμενο, μέχρι που κάποια στιγμή οι μπαλάντες τελειώνουν. Ο Ανδρέας με ευχαριστεί και με αφήνει από την αγκαλιά του. Το πάρτι συνεχίζεται αλλά η ώρα κοντεύει δύο, είναι το όριο που μου έχει βάλει ο πατέρας μου.
Exeunt omnes.
⇽∙∙∙⇾
Πηγαίνω να βρω το Μάριο και την Κατερίνα. Ο πρώτος είναι ακόμα με τη Βίκυ. Ο περιορισμός της ώρας είναι σε μένα, όχι σ’ εκείνη ή το Μάριο.
«Συγνώμη που σας διακόπτω, πιτσουνάκια μου,» προσπαθώ να αστειευτώ, «αλλά η ώρα κοντεύει δύο και αν αργήσω ο Ηλίας δεν πρόκειται να μ’ αφήσει να βγω ξανά έξω…»
«Βίκυ μου, υποσχέθηκα στον πατέρα της ότι θα τη γυρίσω ο ίδιος στο σπίτι της,» γυρνάει και της λέει.
«Μάριε, δε χρειάζεται…» του κάνω. Το τελευταίο πράγμα που έχω αυτή την ώρα όρεξη είναι να τον ακούω να μιλάει για τη Βίκυ, γιατί αυτό θα γίνει αν φύγουμε μαζί.
«Είπα στον Ηλία ότι θα σε γυρίσω εγώ σπίτι και όταν δίνω λόγο εγώ τον κρατάω,» λέει κόβοντάς με. Μετά γυρνάει στη Βίκυ «Θα με περιμένεις;» τη ρωτάει χαμογελώντας της, όπως δεν είχε χαμογελάσει ποτέ σε μένα.
«Πήγαινε,» του λέει η Βίκυ ανταποδίδοντάς του το χαμόγελο. «Θα σε περιμένω!»
«Σε δέκα λεπτάκια θα είμαι πίσω!» της λέει φιλώντας την απαλά.
«Μούδιασμα… Μια χαρά ήταν το μούδιασμα,» σκέφτομαι μέσα μου. «Τώρα είναι χίλιες φορές χειρότερο.»
Βρίσκουμε και την Κατερίνα και παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής. Ο Μάριος είναι στον έβδομο ουρανό κι εγώ προσπαθώ να μη δείξω ότι ο δικός μου μού έχει πέσει στο κεφάλι. Η Κατερίνα το καταλαβαίνει, δεν έχει σημασία που με ξέρει λιγότερα χρόνια απ’ ότι ο Μάριος, με κάποιο τρόπο μπορεί να με καταλάβει καλύτερα. Την αφήνουμε σπίτι της και δυο λεπτά αργότερα φτάνουμε στο δικό μου.
«Λοιπόν τα λέμε αύριο το πρωί,» μου κάνει. «Ή μεσημέρι!» συνεχίζει γελώντας σα χαζό. «Ό,τι ώρα ξυπνήσω, όπως καταλαβαίνεις θα κοιμηθώ λίγο πιο αργά.»
“Go Romeo, go!” του κάνω εγώ προσπαθώντας να διατηρήσω το ύφος που είχα όλα αυτά τα χρόνια μαζί του.
«Έφυγα!» μου κάνει και ξεκινάει βιαστικός να γυρίσει στο σπίτι της Κλαίρης όπου τον περιμένει η Βίκυ.
Μένω και τον κοιτάζω μέχρι που χάνεται στη στροφή.
Μπαίνω στο σπίτι. Στο σαλόνι είναι ο πατέρας μου και βλέπει τηλεόραση. Ή για την ακρίβεια, προσπαθούσε να δει τηλεόραση όσο περίμενε να γυρίσω, τώρα είναι στον τρίτο ύπνο. Ασυναίσθητα χαμογελάω τρυφερά και πηγαίνω από πάνω του και σκύβω και τον φιλάω.
«Μπαμπάκα, γύρισα!» του λέω τρυφερά χαϊδεύοντάς του το χέρι.
Ξυπνάει. «Τι ώρα είναι;» με ρωτάει νυσταγμένα.
«Λίγο πριν τις δύο,» του απαντάω και μετά σκύβω και τον φιλάω και πάλι. «Άντε, πήγαινε για ύπνο, γύρισε η άσωτη κόρη!»
Σηκώνεται από τον καναπέ με τα χίλια ζόρια και τεντώνεται. «Πώς τα περάσατε, κοριτσαρούδα μου;»
«Όμορφα,» του απαντάω χαμογελαστή, προσπαθώντας σκληρά να φανώ πειστική. Τυχερή είμαι, μέσα στη νύστα του δεν είναι για πολλά-πολλά.
Άλλωστε, τι να του έλεγα; Τι το ήθελα το γαμημένο το πάρτι; Μέσα σε ένα βράδι είχα φάει τόσες κατραπακιές μαζεμένες όσες δεν είχα να φάω χρόνια ολόκληρα. Και δεν είναι και τελείως ψέμα, κάποιοι από εμάς, δηλαδή η Κατερίνα—και ακόμα περισσότερο ο Μάριος—πέρασαν όμορφα.
«Μπαμπάκα, πάω για ύπνο! Κοίτα μη σε πάρει πάλι ο ύπνος στην πολυθρόνα!»
«Ναι μαμά!» μου κάνει και παρά την κακοκεφιά μου δε μπορώ να μη χαμογελάσω.
Πάω στο δωμάτιο και γδύνομαι. Διπλώνω προσεκτικά το φόρεμα, παρά το ότι θα θέλει και πάλι πλύσιμο. Το φόρεμα δεν πήγαινε με σουτιέν—ή πιο σωστά, δεν πήγαινε με τα σουτιέν που έχω—οπότε το φόρεσα χωρίς. Βάζω τις πιτζάμες μου και πέφτω στο κρεββάτι να κοιμηθώ αλλά που ύπνος; Το μυαλό μου είναι στο Μάριο που τώρα θα είναι με τη Βίκυ. Κοιτάζω το ταβάνι και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ ξανά και ξανά είναι το φιλί τους που μ’ έκοψε στα δύο. Οι στοίχοι του The Chain μου έχουν καρφωθεί στο μυαλό και δε λένε να φύγουν.
And if you don’t love me now, you will never love me again
I can still hear you saying “You will never break the chain”
Έτσι άραγε ένιωθαν τ’ αγόρια που μου ζητούσαν να τα φτιάξουμε και τους έριχνα χυλόπιτα; Από μικρό παιδί έχω φάει στο πετσί μου την απόρριψη, αλλά ήταν διαφορετική. Ήταν επειδή ήμουν κορίτσι και ήθελα να παίζω με τ’ αγόρια. Με ενοχλούσε και με διαόλιζε και έφερνα τον κόσμο ανάποδα μέχρι να καταφέρω το δικό μου. Αλλά δεν πονούσε.
Και τότε θυμάμαι το τελευταίο τραγούδι που χόρεψα με τον Αντρέα πριν αλλάξει το πρόγραμμα. How fitting…
I know it isn’t true. I know it isn’t true.
Love is just a lie, made to make you blue.
Love hurts.
Αν πονάει, λέει;
Συννεφιασμένη Κυριακή
Ο ύπνος δεν ήρθε, με τιμώρησε. Με άφησε να στριφογυρίζω με τις σκέψεις μου να με βασανίζουν. Και όταν παραδόθηκα στην κούραση, όταν τελικά τα μάτια μου έκλεισαν από μόνα τους, ο γιος του, ο Μορφέας, ήρθε να συνεχίσει το βασανιστήριο με ανήσυχα όνειρα. Δεν τα θυμάμαι καν αλλά ξέρω ότι ήταν εκεί, σαν κάτι που αφέθηκε μισοθαμμένο στο σκοτάδι.
Κι έτσι, παρά το ξενύχτι μου, παρά τον ύπνο που δεν ήταν ύπνος, τα μάτια μου άνοιξαν στις εννιά το πρωί, σαν κάποιος να μου τράβηξε τα βλέφαρα με το ζόρι. Δεν σηκώθηκα.
Έμεινα ξαπλωμένη, ακίνητη, με το βλέμμα στο ταβάνι, όπως ένας ναυαγός που κοιτάζει τον ουρανό από τα συντρίμμια του καραβιού του. Η αναπνοή μου βαριά, λες και έχω τρέξει μαραθώνιο, μόνο που δεν έχω κουνηθεί καν.
Χθες το βράδυ η πραγματικότητα με πέταξε ξεβράκωτη στο λάκκο με τα κωλοδάχτυλα, και με άφησε εκεί.. Και ποιος έφταιγε; Μόνο η ξερή μου η κεφάλα. Το είχα δει να έρχεται—όχι, δεν το είχα δει. Το είχα απωθήσει. Το είχα αρνηθεί. Το είχα θάψει.
Γυρίζω απότομα στο πλάι, χωρίς λόγο, απλά για να ξεφύγω από το ίδιο μου το σώμα. Το μαξιλάρι είναι ψυχρό από τη μια πλευρά και καυτό από την άλλη, σαν ούτε το ίδιο να μη με αντέχει και να προσπαθεί να με διώξει. Μισοκλείνω τα μάτια, σφίγγοντας τα χέρια μου κάτω από το πηγούνι, σαν να προσπαθώ να κρατηθώ από κάτι σταθερό, αλλά δεν υπάρχει τίποτα.
Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που με έσουραν να δω το γαμημένο Dirty Dancing. Από τότε… το μυαλό μου πήγε κάπου που δεν έπρεπε να πάει ποτέ. Κάθε φορά που μου ερχόταν η εικόνα να χορεύω με τον Μάριο, την έδιωχνα τρομαγμένη. Δεν ήταν σκέψη. Ήταν απειλή. Και να που κατάπια την ειρωνεία αμάσητη.
Με μια απότομη κίνηση, αρπάζω το μαξιλάρι και το κολλάω στο πρόσωπό μου, σαν να θέλω να με πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια. Γυρίζω μπρούμητα και το χώνω κάτω από το κεφάλι μου, πιέζοντας το μέτωπό μου πάνω του.
Όταν ο Λάμπρος—ο Λάμπρος ρε μαλάκα, που με ξέρει από τριών χρονών—μου ζήτησε να τα φτιάξουμε, μου έπεσε κεραμίδα στο κεφάλι. Είχαμε κυλιστεί στις λάσπες. Είχαμε τρέξει μαζί στους δρόμους και τις σκονισμένες αλάνες. Είχαμε φάει ξύλο από τους δικούς μας για τις αταξίες μας. Είχαμε παίξει ξύλο μεταξύ μας. Ήταν ο μόνιμος συνένοχός μου σε όλες μου τις διαολιές.
Σφίγγω τις γροθιές μου μέσα στα σκεπάσματα, ακόμα και τα δάχτυλά μου κουλουριάζονται, σαν να προσπαθούν να αποτυπώσουν στο σώμα μου την τρέλα της σκέψης αυτής. Πώς… πώς είναι δυνατόν; Πώς ήταν δυνατόν αυτός ο άνθρωπος ξαφνικά να με δει αλλιώς;
Κλείνω σφιχτά τα μάτια μου, λες και αν το κάνω θα σταματήσω να βλέπω την απίστευτη ειρωνεία. Αν ο Λάμπρος ήταν μια φορά παιδικός μου φίλος, ο Μάριος ήταν κάτι πολύ περισσότερο, ήταν σχεδόν αδερφός. Ο Μάριος, ο λογικός, ο ήσυχος, ο Μάριος που απέφευγε τις διαολιές και τις αταξίες.
Και όμως, εκείνος ήταν που με έστειλε αδιάβαστη.
Περπατούσα πάνω στις ράγες αγνοώντας τες, μέχρι που η πραγματικότητα με διέλυσε, περνώντας από πάνω μου σα φορτηγό τραίνο. Το αρχικό μου μούδιασμα, όταν μου ανακοίνωσε ότι τα έφτιαξε με τη Βίκυ, ήταν χάδι μπροστά στην ξανάστροφη που έφαγα όταν τον είδα να τη φιλάει.
Αφήνω μια κοφτή ανάσα, δυνατή, σαν να θέλω να ξεφορτωθώ κάτι από πάνω μου. Το ίδιο κεφάλι που απορούσε για το Λάμπρο, τώρα ήθελε να κοπανιστεί στον τοίχο.
Η Κατερίνα το είχε δει. Και εγώ εκεί, να το αρνιέμαι πεισματικά. Πώς ήταν δυνατό να νιώθω έτσι; Γυρίζω απότομα στο άλλο πλευρό, χωρίζοντας το κρεβάτι στα δύο, σαν να υπάρχει μια πλευρά πριν και μια μετά.
Με το Μάριο μεγαλώσαμε σαν αδέρφια!
Όταν είχα αρχίσει να κάνω παρέα με την Κατερίνα, τότε που νόμιζα ότι τον γούσταρε, όχι απλά δεν είχα ενοχληθεί—μου είχε αρέσει η ιδέα.
Ασυναίσθητα, σηκώνω το χέρι μου και τρίβω το μέτωπό μου.
Ή μήπως… δεν ήταν έτσι; Ή μήπως ασυνείδητα έσπρωχνα την Κατερίνα σ’ αυτή την κατεύθυνση για να μην το βρω μπροστά μου; Δεν ξέρω… Δεν ξέρω… Και ακόμα χειρότερα—δεν έδωσα ποτέ στον εαυτό μου την ευκαιρία να κάτσει να το σκεφτεί.
Σφίγγω τα δόντια μου.
Με το Μάριο; Πώς είναι δυνατόν να ζηλεύω; Πώς είναι δυνατόν να μη χαίρομαι που είναι με τη Βίκυ, που ήξερα ότι του αρέσει; Που η ίδια τον τσιγκλούσα και τον έλεγα κοτάρα που δίσταζε να κάνει το επόμενο βήμα; Πώς είναι δυνατόν να νιώθω σαν το Γαλάτη που του έχει πέσει ο ουρανός στο κεφάλι;
Το γέλιο μου βγαίνει από τη μύτη—ένα πνιχτό, αυτοσαρκαστικό χάχανο, άψυχο. Ο Μάριος με έλεγε γαλατικό χωριό και τελικά δικαιώθηκε.
Για τελείως λάθος λόγο.
Δεν σηκώνομαι παρά μόνο όταν άρχισα να νιώθω ότι θα κατουρηθώ πάνω μου. Με τα χίλια ζόρια σούρνομαι μέχρι το μπάνιο. Οι γονείς μου είναι στην κουζίνα, τους ακούω που πίνουν τον καφέ τους και κουβεντιάζουν. Τελειώνω, πλένω και τα δόντια μου και επιστρέφω στο δωμάτιο μου για να ντυθώ. Κοιτάζω το κρεββάτι με λαχτάρα, θέλω να πέσω και να κοιμηθώ και όταν ξυπνήσω όλα αυτά να είναι ένας μακρινός εφιάλτης. Ο στρουθοκαμηλισμός στα καλύτερά του. Πιέζω τον εαυτό μου και βγαίνω από τις πιτζάμες μου.
Παίρνω βαθιά ανάσα, δεν έχω ιδέα πως θα αντιμετωπίσω την Άννα. Μπορεί ο πατέρας μου να μην κατάλαβε τίποτα χθες το βράδυ, αλλά έτσι όπως είμαι η Άννα θα με διαβάσει σαν ανοιχτό βιβλίο, και τι να της πω, και τι να καταλάβει; Ατσαλώνω τον εαυτό μου, έχω μάθει να πειθαρχώ πάνω του από τότε που άρχισα να διαβάζω, με ποιον άλλον, το Μάριο.
Διαόλου κάλτσα από μικρή, ήμουν σα να είχα καταπιεί ελατήρια, δεν έβαζα κάτω κώλο με τίποτα. Ταρζάν με ανέβαζαν οι δικοί μου, Τσίτα με κατέβαζαν. Μπορεί ο Μάριος να ήταν ο καλύτερός μου φίλος, αλλά ο Λάμπρος ήταν ο μόνιμος σύντροφος μου στις αταξίες. Έχουμε φάει ένα δάσος ξύλο και οι δύο από τις ζημιές που έχουμε κάνει.
Το κέρατό μου μέσα, πάλι εκεί γυρίζει στο μυαλό μου. Στο Λάμπρο να μου ζητάει να τα φτιάξουμε και να τον κοιτάζω με γουρλωμένα μάτια σαν τον χάνο, αδυνατώντας να καταλάβω από που μού ‘ρθε. Το Μπατιστόν ρε μαλάκα, που τη μια και μόνη φορά που έκανα τον τερματοφύλακα παραλίγο να τον στείλω στο νοσοκομείο έτσι άτσαλα που έπεσα πάνω του. Έτσι του βγήκε το παρατσούκλι, ήταν πρόσφατο το μουντιάλ της Ισπανίας όταν συνέβη εκείνο το περιστατικό.
Με το Μάριο έμαθα πειθαρχεία. Όταν διάβαζε το εννοούσε, ήταν τελείως διαφορετικός από το Λάμπρο. Θέλοντας και μη, έμαθα να βάζω τον κώλο μου κάτω, μέχρι να τελειώσω αυτά που έπρεπε να τελειώσω, και όχι μόνο το διάβασμα. Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση που ήταν ο ίδιος που ταχτοποιούσε το δωμάτιό του και όχι η κυρία Χριστίνα.
Την πρώτη φορά που με είδε η Άννα να συμμαζεύω—ή έστω να κάνω φιλότιμη προσπάθεια να συμμαζέψω—το χάος που είχα δημιουργήσει, την έπιασα να σταυροκοπιέται λες και είχε δει κανένα φάντασμα. Δεν είναι να απορείς που οι γονείς μου τον λάτρευαν σα γιο! Αυτό που ούτε οι ίδιοι δεν είχαν καταφέρει—να συμμαζέψουν το αλητάκι τους—το κατάφερνε ο ίδιος χωρίς καν να προσπαθήσει.
Από την άλλη βέβαια, ενώ με το Λάμπρο έχουμε παίξει κλωτσομπουνίδια κάμποσες φορές που είχαμε τσακωθεί, με το Μάριο η πάλη μας ήταν πάντα παιχνιδιάρικη και τέλειωνε με εμένα από κάτω και τον ίδιο να μου ζητάει να παραδοθώ ή να με γαργαλήσει μέχρι να φτύσω το γάλα της μάνας μου. Με το Μάριο ποτέ δεν είχαμε τσακωθεί σοβαρά, είχε τον τρόπο του να με κάνει να ξεφουσκώνω, και μετά να του ζητάω και συγνώμη από πάνω!
Αν και με το Λάμπρο είχαμε αραιώσει πολύ από τότε που ξεκινήσαμε το γυμνάσιο, τον αγαπούσα και είχα στραβώσει άσχημα που ακόμα και ένα αγόρι που μεγαλώσαμε μαζί με είδε ξαφνικά αλλιώς. Και αν το να ρίξω χυλόπιτα, όπως—κακή ψυχρή και ανάποδη ώρα—χθες στον Μελετίου μου χαλούσε την ψυχολογία, με το Λάμπρο ήταν ακόμα χειρότερο.
Και να που ο μαλάκας κατάφερα και βρέθηκα στη θέση του. Ερωτευμένη; Δεν είχα ιδέα, σάμπως είχα ερωτευτεί και ποτέ; Καψουρεμένη; Η Κατερίνα που είναι εδώ και ένα χρόνο καψουρεμένη με τον Αλέκο—με τον Αλέκο ρε μαλάκα, δηλαδή ήμαρτον!—κάνει σα χαζοχαρούμενο, καμία σχέση δηλαδή. Από την άλλη δεν υπάρχει ανταγωνισμός για τα μάτια του!
Μου ξεφεύγει ένα χάχανο. Αν είμαι εγώ για τις κλωτσιές με το Μάριο, τι να πω για την Κατερίνα με τον καμένο τον ξάδερφό μου; Όσο για την ίδια… θα με πάει πινέλο, και θα έχει και τα δίκια της!
Αποφασίζω να κόψω την ενδοσκόπηση και να πάω να αντιμετωπίσω τη μοίρα μου σαν άντρας. Το κέρατό μου, χάθηκε ο κόσμος να είχα γεννηθεί αγόρι; Από την άλλη κάπως ήμουν σίγουρη πως αν είχα γεννηθεί αγόρι, ο Μάριος θα είχε γεννηθεί κορίτσι και θα είμασταν στα ίδια σκατά από την ανάποδη. Ή θα είχα φάει χυλόπιτα από την Κατερίνα.
Και γιατί όχι; Όμορφη είναι, έξυπνη είναι, χιούμορ έχει, τίποτα δε της λείπει, αν ξεκολλήσει από την ανασφάλεια για την εμφάνισή της. Ο Μάριος τη λέει μπαμπάτσικη, αλλά βασικά είναι το πολύ μεγάλο στήθος της που την κάνει να φαίνεται πιο γεμάτη απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα. «Δε μπορούσαν να ήταν σαν τα δικά σου;» είναι το μόνιμο παράπονό της. Καλά, ούτε τα δικά μου τα λες ακριβώς μικρά, αλλά μπροστά της καμία σχέση!
Βασικά όταν πηγαίνουμε για ψώνια αντιμετωπίζουμε το ίδιο δράμα, να βρούμε σουτιέν στα μέτρα μας. Εκείνη λόγω του μεγέθους της, κι εγώ επειδή το δικά μου ξεπέρασε το 75C στο οποίο ήλπιζα να σταματήσω, και τα παλιά μου είναι άβολα και το 75D, που είναι το επόμενο, μου φαίνεται χαλαρό. Και είμαι και κοντά στις μέρες μου, το κέρατό μου μέσα.
Πάω στην κουζίνα αποφασισμένη να κάνω την κουφή τυρόπιτα, και ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Ο Λιάγκουρας καθαρίζει πατάτες—όχι που δεν θα τον έχωνε ο λοχίας—ενώ η μάνα μου τις κόβει. Ωραία, πέσαμε σε λόχο αγγαρείας, όσο πάει γίνεται και καλύτερο.
«Καλημέρα!» τους λέω χαμογελώντας με το δυστυχισμένο ύφος του πατέρα μου και τεντώνομαι επιδεικτικά, σα να κουβαλάω στους ώμους μου τα βάσανα όλου του κόσμου.
«Ξύπνησες καμάρι μου;» μου κάνει ενώ παλεύει με την πατάτα, κρατώντας την στο αριστερό χέρι ενώ το δεξί, με το μαχαίρι, κάνει μια αδέξια απόπειρα να τη γδάρει χωρίς να του φύγει από τα χέρια.
«Όχι, βλέπεις παραισθήσεις,» του απαντάω χαχανίζοντας, στηριγμένη στο περβάζι της κουζίνας.
Πάω και σκάω ένα φιλάκι στην Άννα, ξαφνικά, ύπουλα, αιφνιδιάζοντάς την. Η κίνηση την κάνει να τιναχτεί ελαφρώς προς τα πίσω, ενώ με κοιτάζει με το μυαλό της να γυρίζει σε χίλιες στροφές. Δεν τους έχω συνηθίσει σε τέτοιες γλύκες. Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση!
«Καλημέρα μαμά!» της κάνω τραβώντας ελαφρώς το πρόσωπό μου προς τα πίσω, περιμένοντας την αντίδραση.
«Κάτι έχεις κάνει εσύ!» μου λέει, αλλά χαμογελαστή, σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά της.
«Ορίστε, δεν τη φιλάω μου γκρινιάζει! Τη φιλάω, με κατηγορεί ότι κάτι μαγειρεύω!» λέω στον πατέρα μου, ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια μου σε μια κίνηση θεατρικής αθωότητας. Και πάλι άμυνα, γιατί η Άννα με πήρε γραμμή, παρά ήμουν… επιθετική!
«Μη με ανακατεύεις εμένα!» μου λέει αφήνοντας την πατάτα κάτω στο ξύλο κοπής, ενώ αναστενάζει σα να του έπεσαν τα καράβια έξω. Πριν προλάβω να απαντήσω, πιάνει την επόμενη και συνεχίζει την αγγαρεία του, σαν να έχει πειστεί ότι εκεί βρίσκεται η αληθινή του μοίρα.
«Πώς περάσατε χθες;» με ρωτάει η μητέρα μου, κάνοντας πως ασχολείται με το κόψιμο των πατατών, αλλά στην πραγματικότητα περιμένει την απάντησή μου πιο προσεκτικά κι από δικαστής σε ανώτατο δικαστήριο. Όχι που δε θα ρωτούσε πώς ήταν το πρώτο πάρτι που πήγε η κόρη της.
Ανασηκώνω τους ώμους μου με προσποιητή αδιαφορία, σκύβοντας πάνω από το ξύλο κοπής για να κόψω ένα πορτοκάλι. Δε θέλω γάλα σήμερα.
«Καλά ήταν, ξέρω γω;» συνεχίζω σε αδιάφορο ύφος. «Σάμπως είχα ξαναπάει και ποτέ για να τα συγκρίνω;»
Η Άννα ωστόσο δε τσιμπάει. «Κάθισες σε μια γωνιά, δηλαδή;» ρωτάει και γυρίζει ελαφρώς προς το μέρος μου, με το ένα φρύδι σηκωμένο.
«Σάμπως και με άφησαν;» της κάνω αδιάφορα, χωρίς να σταματήσω να κόβω πορτοκάλια. «Νουμεράδα με πήραν όταν ξεκίνησαν τα slow.»
«Βασιλική, γλώσσα!» μου λέει η Άννα αυστηρά, αλλά δεν της ξεφεύγει το ελάχιστο σήκωμα της άκρης των χειλιών της—μια ελάχιστη, σχεδόν ανεπαίσθητη ένδειξη διασκέδασης.
Ο πατέρας μου, που μέχρι στιγμής καθάριζε πατάτες ατάραχος, πετάγεται σα να τον χτύπησε ρεύμα. «Τι έγινε λέει;» με ρωτάει, και αφήνει κάτω την πατάτα του με ένα ξερό παφ στον πάγκο.
Αντιστέκομαι στον πειρασμό να χαχανίσω γιατί θα καρφωθώ, τσίμπησε το δόλωμα σα χάνος. Αντί γι’ αυτό, συνεχίζω ατάραχη να κόβω το πορτοκάλι, αν και οι κινήσεις μου έχουν γίνει λίγο πιο νευρικές, πιο γρήγορες. Δε λες που τα έχω και αυτά και μπορώ να ξεσπάσω πάνω τους!
«Δε με άφησαν σε ησυχία,» εξηγώ σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους μου και συνεχίζοντας να κόβω. «Με το που τέλειωνε ο ένας ερχόταν και μου ζητούσε να χορέψουμε ο άλλος.»
«Και ο Μάριος που ήταν;» ρωτάει, και εκεί μου γυρίζει μπούμερανγκ γιατί το ύφος με το οποίο με ρωτάει μου ανάβει τα λαμπάκια.
Σφίγγω το χερούλι της κανάτας λίγο πιο δυνατά απ’ όσο χρειάζεται. «Αφενός ο Μάριος δεν είναι ο κηδεμόνας μου,» του λέω εκνευρισμένη στα σοβαρά, γυρίζοντας απότομα προς το μέρος του. «Και αφετέρου δεν πήγε στο πάρτι για να κάνει το φύλακα στη σίκαλη.»
Ο πατέρας μου, με το μαχαίρι ακόμα στο χέρι, με κοιτάζει με αυτό το γνωστό, πατρικό ύφος τού «εγώ κάτι δεν καταλαβαίνω εδώ».
«Βασιλική ηρέμισε!» μου λέει, κλείνοντας λίγο τα μάτια του, λες και προσπαθεί να κρατήσει το κεφάλι του στη θέση του μετά από ξαφνικό πονοκέφαλο.
«Τι να ηρεμίσω ρε μπαμπά;» σηκώνω τα χέρια μου αγανακτισμένη, κρατώντας ακόμα τον στίφτη στο ένα. «Ο Μάριος στο πάρτι πήγε για την πάρτη του, όχι για να κάνει το μπουλντόγκ στην κόρη σου. Κι έπειτα, τι περίμενες να κάνω; Να το παίξω αφ’ υψηλού και μη μου άπτου; Εγώ;»
«Καλά σου λέει, το παιδί,» επεμβαίνει εκεί η μητέρα μου, σηκώνοντας τα χέρια της σε μια κίνηση «μην το συνεχίζουμε τώρα» και τερματίζει τη συζήτηση.
Πού να του έλεγα δηλαδή τι άκουσα να λένε για μένα στο μπαλκόνι. Ή για τη χυλόπιτα που έριξα στο Μελετίου. Τον αγαπάω τον πατέρα μου αλλά ώρες-ώρες με βγάζει έξω από τα ρούχα μου, λες και είμαι κανένα παιδάκι. Πού να ήμουν δηλαδή και κάποια που τα γουστάρει κάτι τέτοια, άκλαυτος θα πήγαινε με την πέραση που έχω. Ξεσπάω τα νεύρα μου στα πορτοκάλια, με τελικό αποτέλεσμα η πορτοκαλάδα να γίνει πιο γρήγορα απ’ όσο υπολόγιζα.
Κάθομαι στο τραπέζι, φέρνω την καρέκλα λίγο πιο κοντά με μια απότομη κίνηση που τρίβεται στο πάτωμα και πίνω δυο-τρεις γουλιές από την πορτοκαλάδα μου. Η ξινή της γεύση δεν είναι αρκετή να με ξυπνήσει, αλλά βοηθάει λίγο στο να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη.
Απλώνω το χέρι μου και παίρνω κι εγώ μια πατάτα από το σωρό. Δεν ξέρω γιατί το κάνω—μάλλον γιατί η μιζέρια θέλει συντροφιά. Αρχίζω να την καθαρίζω αργά, περισσότερο παίζοντας παρά κάνοντας δουλειά.
«Γκρινιάρη!» του κάνω με ένα στραβό χαμόγελο και τον αγγίζω ελαφρά με τον αγκώνα μου.
Ο πατέρας μου σηκώνει το βλέμμα του και με κοιτάζει με μισό μάτι, σταματώντας για λίγο το καθάρισμα. Κουνάει αργά το κεφάλι του. «Είσαι εσύ μία!» μου λέει και ξανασκύβει στην πατάτα του.
«Εσύ φταις που δε μ’ έκανες “έναν” και τραβάμε αυτά που τραβάμε!» του λέω για να τον τσιγκλήσω. Ο πατέρας μου ήθελε κοριτσάκι, και του βγήκα εγώ! Και μετά αλλάζω συζήτηση. «Αλήθεια, γιατί καθαρίζουμε πατάτες;»
«Αρνάκι στο φούρνο!» μου απαντάει η μητέρα μου, και για λίγο ξεχνάω τα χαΐρια μου. Τρώω όλα τα φαγητά, αλλά το αρνάκι είναι η αδυναμία μου!
«Αχ!» κάνω με τόση χαρά, που βάζει τα γέλια.
«Σουσουράδα, ε σουσουράδα,» μου λέει χαμογελώντας μου τρυφερά. «Τι άλλο κάντε στο πάρτι;» ρωτάει, επιστρέφοντας στην επίθεση, γιατί σιγά που θα με άφηνε έτσι.
Ξαναπιάνω την πατάτα μου, την περιστρέφω στα χέρια μου και δίνω στεγνά την κολλητή μου. «Η Κατερίνα κυνηγούσε τον Αλέκο σα σκυλάκι!» της κάνω, συνεχίζοντας να καθαρίζω την πατάτα σα να μην τρέχει κάστανο. Ο πατέρας μου σηκώνει αδιάφορα τα φρύδια του, η μητέρα μου χαμογελάει. «Μέχρι που τον πήρε σούρνοντας στα slow,» συνεχίζω, και αυτή τη φορά οι δυο τους βάζουν τα γέλια.
«Καλά, εσένα δε σου αρέσει κανένας,» ρωτάει ύπουλα η Άννα. Εμένα λέει σουσουράδα, αλλά είναι και του λόγου της μία.
«Δεν τον λυπάσαι τον αντρούλη σου, που θα μας μείνει;» της λέω τάχα μου αθώα, κερδίζοντας ένα μουγκρητό από τον Λιάκο και το χάχανο της Άννας.
Παρά το χάχανο, η Άννα δεν τσιμπάει. Σκουπίζει τα χέρια της στην πετσέτα, με μια αργή, μεθοδική κίνηση, και σηκώνεται από τη θέση της. Πλησιάζει το τραπέζι, ακουμπάει τα χέρια της στην πλάτη της καρέκλας μου και γέρνει ελαφρώς προς το μέρος μου.
«Ρε δεν τ’ αφήνεις τα σάπια;» μου πετάει, και παραλίγο να πνιγώ με την πορτοκαλάδα.
Βήχω ελαφρώς, σκουπίζω το στόμα μου με την ανάστροφη του χεριού μου, και αποφασίζω να το ρίξω στην παλαβή. Σηκώνω το φρύδι και αρχίζει το θέατρο της Δευτέρας.
«Ε, ναι λοιπόν, το παραδέχομαι!» της λέω δραματικά. «Στο πάρτι ήταν και ο ήρωάς μου, με το άσπρο άλογο, την άσπρη πανοπλία, την άσπρη ασπίδα, τις άσπρες μπότες, τα άστρα σπιρούνια και τις άσπρες καυτές σέλες!» της κάνω, για να εισπράξω μια με το δάχτυλό της στη μύτη. «Τι βαράς καλέ;»
«Μη μου πουλάς εμένα πνεύμα, σπόρε!» με ψευτομαλλώνει!
«Αν είναι δυνατόν!» της κάνω με προσποιητή αγανάκτηση, και εκείνη τη στιγμή χτυπάει το κουδούνι.
«Περιμένουμε κανέναν;» ρωτάει ο πατέρας μου.
«Όχι,» απαντάει η μητέρα μου.
«Και ακάλεστος και θα μου φάει το αρνί; Βαστάτε τούρκοι τ’ άρματα!» κάνω, σηκώνομαι απότομα, τραβώντας την καρέκλα προς τα πίσω με μια απότομη κίνηση, και πάω να ανοίξω.
Τόμπολα! Η Κατερίνα! Με πήρε πρέφα χθες όταν φύγαμε από το πάρτι, αλλά με το Μάριο παρόν προφανώς και δε μπορούσαμε να μιλήσουμε. Δεν την γλιτώνω τελικά την ιερά εξέταση.
«Καλημέρα!» της κάνω, κοιτάζοντάς την δήθεν παραξενεμένη. «Στον ύπνο σου με είδες;»
«Ρε άσε τα σάπια,» μου κάνει, με ύφος που δε σηκώνει αντιρρήσεις. «Θα μου τα πεις με το νι και με το σίγμα!» μου λέει, χτυπώντας το δάχτυλό της στο στέρνο μου.
Παίρνω βαθιά ανάσα παραδεχόμενη την ήττα μου. «Πέρνα,» της κάνω και στρίβω για να της ανοίξω το δρόμο, και πάμε και οι δύο μέσα. Πρώτη στάση, κουζίνα.
«Καλημέρα!» τους λέει χαμογελώντας τους.
«Καλώς το κορίτσι!» της λέει η μητέρα μου ανταποδίδοντας το χαμόγελο. Μπορεί να τον αγαπάει το Μάριο σα γιο, αλλά το πόσο χαρεί όταν έμαθε ότι είχα κάνει την πρώτη μου φίλη, δεν περιγράφεται. «Τι κάνεις, αγάπη μου;»
«Μια χαρούλα είμαι κυρία Άννα, εσείς;»
«Καθαρίζουμε πατάτες,» της απαντάει ο πατέρας μου ξεφυσώντας σα τυφώνας σε μικρογραφία, κάνοντας την Κατερίνα να βάλει τα γέλια.
«Τα ύστερα του κόσμου,» του κάνει ως νέος Πατριαρχέας, κάνοντας τον Ηλία θέλοντας και μη να βάλει τα γέλια.
«Κατερίνα, θες πορτοκαλάδα;» τη ρωτάω. Εγώ δεν έχω πιει ακόμα τη δική μου και αισθάνομαι άσχημα εγώ να έχω κάτι να πιώ και εκείνη όχι.
Το σκέφτεται για μερικές στιγμές. «Αμέ, γιατί όχι;»
Πάω να στύψω την πορτοκαλάδα της και στο μεταξύ η Άννα, μη βγάζοντας άκρη μαζί μου, γυρεύει να πάρει πληροφορίες από την Κατερίνα. Και καλή της τύχη, η Κατερίνα θέλει να γίνει δικηγόρος αλλά αν με ρωτάτε, μπορούσε να πάει και από τώρα να γραφεί στο δικηγορικό σύλλογο.
«Πώς περάσατε χθες;»
«Αν βρουν τον ανιψιό σου σε κανένα χαντάκι, από τα χεράκια μου θα έχει πάει!» της κάνει και οι γονείς μου βάζουν και οι δυο τα γέλια. Όλος ο κόσμος ξέρει για την καψούρα της Κατερίνας, εκτός από τον ίδιο τον Αλέκο, που είναι στην κοσμάρα του και δε φεύγει από εκεί μήτε σουβλάκι να του τάξεις.
Όπως έχω γυρισμένη την πλάτη μου δε με βλέπουν. Η Κατερίνα, ξέροντας ότι η καψούρα της για τον Αλέκο είναι running joke—και μη δίνοντας δεκάρα γι’ αυτό—έστρεψε την προσοχή της Άννας αλλού, βγάζοντάς με από τη δύσκολη θέση. Μπορεί να είναι χαζοχαρούμενα τσιμπημένη με τον Αλέκο, αλλά το μυαλό της είναι κοφτερό σαν ξυράφι: σε πουλάει και σ’ αγοράζει χωρίς να το καταλάβεις. Προφανώς και είχε καταλάβει από πολύ πιο πριν ότι κάτι τρέχει με μένα και το Μάριο, και το γεγονός ότι με άφηνε όλο αυτό τον καιρό να το παίζω μαλάκας περισσότερο ήταν δική της επιλογή της, παρά η δική μου ικανότητα να ξεγλιστράω.
Με τη wannabe χασοδίκη δεν είχε τέτοια.
Τελειώνω την πορτοκαλάδα, έστυψα και λίγο παραπάνω για να γεμίσω και το δικό μου ποτήρι, και πάμε στο δωμάτιο, εγώ μπροστά και η Κατερίνα από πίσω σα το δεσμοφύλακα, λες και θα πηδούσα από το παράθυρο, ξέρω ‘γω. Ανεβαίνω πάνω στο κρεββάτι και ακουμπάω προς τον τοίχο, αγκαλιάζοντας τα γόνατά μου. Η Κατερίνα, με ύφος εφέτη-ανακριτή, παίρνει την καρέκλα, και τη βάζει δίπλα από το κρεββάτι. Βγάζει τα παπούτσια της και απλώνει και αυτή τα πόδια της.
«Λοιπόν, λέγε,» μου κάνει, με ύφος που μου θυμίζει ένα ανέκδοτο για την KGB.
Είχαν βρει και καλά ένα σκελετό προϊστορικού ανθρώπου και οι επιστήμονες δεν μπορούσαν να βγάλουν άκρη, είχε χαρακτηριστικά και Κρο-Μανιόν και ανθρώπου του Νεάντερταλ. Εκεί η KGB προτείνει να τους βοηθήσει. Επιστρέφει το σκελετό δυο μέρες μετά. «Νεάντερταλ είναι,» λένε στους επιστήμονες. «Καλά, πώς το καταλάβατε;» ρωτάνε με απορία για να λάβουν την απάντηση: «Το ομολόγησε ο ίδιος.»
Ε, κάπως έτσι θα έκανα κι εγώ με τον θηλυκό Ντε Τορκεμάδα.
«Στη συζήτηση που άκουσα στο μπαλκόνι ειπώθηκε και κάτι άλλο που δεν σας είπα,» της κάνω αναστενάζοντας.
Στρέφει ελαφρά το βλέμμα της, αλλά καταλαβαίνει ότι η εισαγωγή που κάνω δεν είναι “μπάλα-εξέδρα,” οπότε με αφήνει να συνεχίσω.
«Ένας από τους δυο μαλάκες πέταξε ότι εγώ και ο Μάριος μπορεί να τα έχουμε,» της λέω ξεσταυρώνοντας τα χέρια μου από τα γόνατά μου. Κάνει το κεφάλι της πίσω σα να μην πίστεψε αυτό που άκουσε κι εγώ της κάνω το νεύμα “αυτό είπε, τι θες να κάνω;”.
Ξύνει λίγο τη μύτη της. «Για συνέχισε.»
Αγκαλιάζω και πάλι τα γόνατά μου. «Ο άλλος δεν πείστηκε, και υποστήριξε ότι ο Μάριος είναι καψουρεμένος μαζί μου και με ακολουθεί σα σκυλάκι.»
Χαμογελάω στη σκέψη, αλλά όχι με την έννοια του ότι το βρίσκω αστείο. Το χαμόγελό μου είναι μείξη ειρωνείας και πίκρας. Δεν έχω ξεχάσει ποια έχω απέναντί μου, ξέρω ότι θα με διαβάσει, αλλά τι βρεγμένη, τι μούσκεμα. Θα τα ξεράσω που θα τα ξεράσω όλα, δε χρειάζεται να φοράω και τη μάσκα που φορούσα με τους γονείς μου. Χώνω για μερικές στιγμές το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και συνεχίζω.
«Τα αγόρια μπορεί να είναι μούσκαροι,» της κάνω γελώντας ειρωνικά, «αλλά μεταξύ τους καταλαβαίνονται καλύτερα,» λέω και γνέφει καταφατικά. «Μαλάκα, λες να βλέπουν κάτι που δε βλέπω; Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μου πέρασε από το μυαλό.»
«Αν δεν είχε φύγει χθες με τη Βίκυ, το ίδιο πίστευα κι εγώ,» μου λέει και με κοιτάζει έντονα στα μάτια. «Και στο είχα πει ρε μωρή!»
«Να που κάνατε λάθος και οι τρεις…» λέω και κάνω παύση. «Έστω οι δύο, ο άλλος ο μαλάκας νόμιζε ότι τα έχουμε κι από πάνω!»
Σηκώνομαι από τη θέση μου για να πιάσω το ποτήρι με την πορτοκαλάδα. Πίνω μια γουλιά, και το αφήνω. Αυτή τη φορά ακουμπάω την πλάτη μου στο προσκέφαλο του κρεββατιού μου.
«Ο Μάριος; Λέω μέσα μου. Είναι δυνατόν; Θυμάσαι τη φάση με το Λάμπρο;» τη ρωτάω.
«Ξεχνιέται! Με εγκεφαλικό μου είχες έρθει!» μου λέει στενάζοντας.
«Και εκεί μου έγινε το κλικ. Τόμπολα, φιλενάδα!» της κάνω γεμάτη πίκρα. «Ποιο Dirty dancing και ιστορίες για αγρίους…» της κάνω κουνώντας τα χέρια μου εμφατικά. «Το γεγονός και μόνο ότι δεν έπαθα απανωτά εγκεφαλικά στην πιθανότητα ο Μάριος να τρέφει για μένα τέτοιου είδους αισθήματα…» λέω και η σιωπή μετά είναι πιο εύγλωττη από το οτιδήποτε θα μπορούσα να πω. “You get the idea…” κάνω και, αποφεύγοντας να την κοιτάξω στα μάτια, πίνω άλλη μια γουλιά από την πορτοκαλάδα μου.
«Ψιτ, εδώ είμαι,» μου κάνει. Δεν αρκείται στη διήγηση, θέλει να την κοιτάζω και στα μάτια, π’ ανάθεμά τη. Υψώνω το βλέμμα της πάνω μου και μου κάνει νόημα να συνεχίσω.
«Και μετά πέταξαν αυτό το «ρε μπας και είναι λεσβία;» και είναι τυχεροί που εκείνη τη στιγμή βγήκε ο Μάριος από το μπαλκόνι, γιατί θα είχαν φύγει από τον πέμπτο!» της λέω προσπαθώντας να κάνω χαβαλέ. Μπα… Παίρνω βαθιά ανάσα. «Βάλε το πέσιμο που είχα φάει μισή ώρα νωρίτερα από το Μελετίου, βάλε τα νεύρα μου με τους δυο μαλάκες, βάλε και αυτό που πέταξαν με το Μάριο, βγήκες μετά κι εσύ και με αρχίσατε στο τρολάρισμα…» της κάνω και σταματάω. «Μαλάκα ήθελα να σας πνίξω και τους δύο!»
«Θα μου πεις άλλη ώρα για το Μελετίου,» μου κάνει και κουνάω το κεφάλι μου κάνοντας το νεύμα του θέλω να ξεράσω.
«Τέλος πάντων, είχα αρχίσει να κρυώνω κιόλας, είχα βγει με το φορεματάκι έξω…» της λέω και ξαφνικά σταματάω. «Μαλάκα θα σε γαμήσω!» της κάνω ενθυμούμενη και πάλι τους δυο μαλάκες και το “Μαλάκα, τις βυζάρες τις πρόσεξες;” Και σα να μην έφτανε κι αυτό, μου θύμισαν και το περσινό μπουγέλο που μην έχοντας φορέσει εκείνη τη μέρα σουτιέν είχα γίνει θέαμα με την βρεγμένη μπλούζα. Με γάμησες με το φόρεμα!»
Αντί απάντησης παίζει λίγο τα δάχτυλα στα γόνατά της. “Nice try,” μου κάνει. «Συνέχισε.»
Ξύνω λίγο το δεξί μου μηνίγγι και συνεχίζω. «Πήγα μέσα και κάθισα σε μια άκρη προσπαθώντας να γίνω αόρατη…» λέω και αναστενάζω. «Και τι καλά που πήγε αυτό…» Δαγκώνω το νύχι του δεξιού μου αντίχειρα. «Κι εκεί άρχισα να σκέφτομαι για πρώτη φορά στα σοβαρά πως θα αντιδρούσα αν αντί για το Μελετίου μου τα είχε ρίξει ο Μάριος,» της λέω και κλείνω τα μάτια μου.
Της ξεφεύγει ένα γελάκι. «Θα τα είχες φτιάξει μαζί του την ίδια στιγμή.»
«Χαίρω πολύ, Βασιλική Μαρκετάκη,» της λέω πικρά. «Μου πήρε λίγο καιρό να το καταλάβω…» της κάνω, εκπνέοντας από τη μύτη. «Τέλος πάντων, κάθισα στον καναπέ αρχίζοντας να κάνω όνειρα και τότε ξεκίνησαν τα slow.» Ξεφυσάω ακόμα πιο δυνατά. «Νουμεράδα. Νουμεράδα όμως!» της λέω και αυτή τη φορά βάζει τα γέλια.
Εκείνη τη στιγμή έρχεται η μάνα μου και μας κόβει. «Κατερίνα, σε θέλει η μάνα σου στο τηλέφωνο,» της λέει.
«Ευχαριστώ κυρία Άννα,» λέει και πετάγεται από την καρέκλα, ούτε καν τα παπούτσια της δε βάζει. «Επιστρέφω!» μου κάνει, και φεύγει να πάει να δει τι την θέλει η μητέρα της. Δυο λεπτά αργότερα γυρίζει σουφρωμένη. «Το κέρατό μου μέσα, είχαμε κανονίσει να πάμε στους παππούδες μου και το μαλακιστήρι έκανε πυρετό,» λέει αναφερόμενη στον αδερφό της. «Αν μ’ έχει κολλήσει θα τον στραγγαλίσω!» μου κάνει και βάζω τα γέλια.
«Ρε συ! Σήμερα έχουμε αρνί με πατάτες στο φούρνο, θες να φας εδώ;»
«Το κέρατό μου μέσα!» μου κάνει και πάλι, και φεύγει σίφωνας. Γελάω, αγόρασε, πάει να μιλήσει στη μητέρα της. Επιστρέφει πάλι δυο λεπτά πιο μετά. «Νομ νομ!» μου κάνει, και ξαναβάζω τα γέλια. «Που είχαμε μείνει;» με ρωτάει, λες και δεν ήξερε το καθίκι!
«Στη νουμεράδα,» της κάνω και χαχανίζει. «Γελάς μαλάκα, αλλά ήμουν να το ρίξω στα σκληρά! Κάποια στιγμή μου ζήτησε να χορέψουμε ο Μάρκος, και όταν πήγε να τραβηχτεί κόλλησα πάνω του σα βδέλλα!» της λέω και βάζει τα γέλια, ξέρει ότι ο Μάρκος είναι από τις μεγάλες μου συμπάθειες. «Για άτομο που έχει το μέγεθος αρκούδας, έχει αξιοσημείωτη ευελιξία,» συνεχίζω χαχανίζοντας. «Μου ξεγλίστρησε σα χέλι μετά το δεύτερο χορό!»
«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ,» κάνει βάζοντας ακόμα πιο δυνατά γέλια. «Να πέσεις μαλάκα στον έρωτά του και να μη σε θέλει! ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ»
«Γάμησέ τα!» της κάνω χαχανίζοντας. «Εσύ είχες σβερκώσει το μαλάκα τον ξάδερφό μου και ο άλλος ο μαλάκας είχε εξαφανιστεί,» της λέω, εννοώντας φυσικά το Μάριο, «και για μια ώρα έγινα φλιπεράκι, από τον έναν στον άλλον! Φλιπεράκι όμως!» της λέω αναστενάζοντας, κάνοντάς τη να βάλει και πάλι τα γέλια. «Γελάει ο μαλάκας!» της κάνω δείχνοντάς τη με το χέρι, αλλά γελάω κι εγώ με τη χθεσινή γκαντεμιά μου, δε με ήθελε με τίποτα!
«Τι να κάνω ρε μωρή; Ο καθένας μας το Γολγοθά του, εγώ τι να πω με τον μαλάκα τον Αλέκο; Μαλάκα μου, αν η αναπνοή δεν ήταν αντανακλαστική, ο μαλάκας ο ξάδερφός σου θα είχε πεθάνει δυο λεπτά μετά τη γέννα! Μα είναι δυνατόν;» μου λέει με απόγνωση, και αυτή τη φορά είμαι εγώ που βάζω τα γέλια.
«Μαλάκα, αυτό με το Γολγοθά μου το είπε και ο Μελετίου!» της λέω μ’ ένα πνιχτό γέλιο. Κουνάω το κεφάλι μου και σηκώνω ψηλά τα χέρια. «Τι διάολο, όλοι οι wannabe χασοδίκες το ίδιο λυσάρι έχετε;»
«Μελετίου αργότερα! Σκάσε και μίλα!» μου λέει και βάζω και πάλι τα γέλια.
«Κάποια στιγμή κοντά στα μεσάνυχτα, έγινα λούης προφασιζόμενη ότι έχω κορακιάσει,» συνεχίζω τη διήγηση. «Και τσουπ! Να σου και ο λεβέντης μας!»
Για μερικές στιγμές σκύβω μπροστά και χώνω το μέτωπό μου στις παλάμες μου, κλείνοντας τα μάτια μου. Γέρνω και πάλι πίσω, σταυρώνω τα χέρια μου πάνω στα στήθη μου—που να πέσουν να ξεραθούν τα γαμημένα, από την ώρα που άρχισαν να φουσκώνουν άρχισαν και τα προβλήματά μου.
«Και πάνω στο χορό μου το μπουμπούνισε για τη Βίκυ, και έγινε η κέντα!» της κάνω, κουνώντας το κεφάλι μου. Παίρνω βαθιά ανάσα. «Σουρεάλ, απολύτως σουρεάλ. Μαλάκα ήταν σα να σου έχουν ρίξει με μπαζούκας,» της λέω προσπαθώντας να βρω τις σωστές λέξεις. «Να βλέπεις την τρύπα στο στέρνο σου και να είναι τέτοιο το μούδιασμα που το μόνο που σκέφτεσαι “ρε που πήγαν τα βυζιά μου; Εδώ δεν ήταν πριν λίγο;”»
Η Κατερίνα αναστενάζει, ενθυμούμενη τα δικά της ευμεγέθη στήθη, και πηγή των ανασφαλειών της. «Μη με βάζεις σε πειρασμό…»
«Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα!» της λέω κουνώντας το κεφάλι μου. Η αλήθεια είναι ότι αυτό ταίριαζε σα γάντι στη νοητική μου κατάσταση μετά τη βόμβα του Μάριου. Ούτε που τον άκουγα τι μου έλεγε, μέσα μου σκεφτόμουν τελείως άκυρα πράγματα. «Όταν τέλειωσε το τραγούδι έμεινα στο κέντρο του σαλονιού σαν το μαλάκα. Και εκεί το σκηνικό έγινε ακόμα πιο σουρεαλιστικό!»
«Για τον Πολιτάκη, λες;» με ρωτάει με περιέργεια. Προφανώς και δεν της πέρασε απαρατήρητο μέχρι που τελικά άλλαξε το πρόγραμμα, και πάλι στα χορευτικά, δεν έφυγα από την αγκαλιά του.
«Ναι, για δαύτον,» της απαντάω ανόρεχτα.
«Μαλάκα, μη μου πεις ότι στα έριξε και αυτός;» μου κάνει με δυσπιστία.
«Ρε μαλάκα αν μου τα έριχνε και συνέχιζα να χορεύω όλο το βράδυ μαζί του θα καθόμασταν να μιλάμε για το Μάριο;» της λέω ξαφνικά εκνευρισμένη.
«Σωστό και αυτό,» μου κάνει και πίνει επιτέλους τις πρώτες γουλιές από την πορτοκαλάδα της, μούσια κόντευε να βγάλει. Μετά βάζει τα γέλια. «Ρε μωρή, έπρεπε να δεις την Ποταμιάνου πως σας κοίταζε, αν τα μάτια πετούσαν πραγματικά φλόγες θα είχες γίνει η Ρώμη του Νέρωνα!» συνεχίζει, γελώντας ακόμα.
«Ε, τότε έπιασε το κόλπο!» της κάνω αναστενάζοντας.
Γέρνει το κεφάλι πίσω απορημένη. «Ποιο κόλπο;»
Στενάζω και πάλι βαθιά. «Όταν άρχισε ο επόμενος χορός, στην αρχή ούτε που πρόσεχα τι μου έλεγε ο Πολιτάκης…» της κάνω.
Αγκαλιάζω και πάλι τα γόνατά μου και χώνω το κεφάλι μου ανάμεσα απ’ τα χέρια μου. Παίρνω βαθιές ανάσες και κάθομαι και πάλι λίγο πιο πίσω. Αφήνω τα πόδια μου και παίρνω αγκαλιά το μαξιλάρι.
«Τα μάτια μου ήταν πάνω στο Μάριο που χόρευε με τη Βίκυ, και όταν έσκυψε και τη φίλησε…»
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει. Λαλεί πουλί, κλέβει σπυρί, και η μάνα το ζηλεύει.
Κλείνω τα μάτια μου και κουνάω το κεφάλι μου. Ζηλεύει, είναι η λέξη κλειδί. Και η συνειδητοποίηση ότι αυτό που ένιωθα εκείνη τη στιγμή ήταν ζήλεια, ήταν το τραίνο που πέρασε από πάνω μου.
Σηκώνω το βλέμμα μου προς την Κατερίνα. «Εκεί συνειδητοποίησα ότι αυτό που ένιωθα έχει όνομα. Λέγεται ζήλεια…» της κάνω, και σηκώνω το μαξιλάρι και χώνω το κεφάλι μου μέσα του για μερικές στιγμές.
Δε μου απαντάει… Κι εδώ που τα λέμε τι να μου πει κι εκείνη.
«Και εκεί που έχει περάσει από πάνω μου τραίνο, να σου και ο Πολιτάκης που μου λέει ότι θέλει τη βοήθειά μου για να κάνει την Ποταμιάνου να ζηλέψει,» λέω και κουνάω το κεφάλι μου με δυσπιστία.
«Αν ήταν αυτός ο σκοπός του, το κατάφερε,» μου κάνει χαχανίζοντας. «Δεν την είχα ξαναδεί έτσι!»
«Χέστηκα,» της απαντάω τελείως ωμά. «Να μην του έκανε τη δύσκολη. Μαλάκα μου, δεν το καταλαβαίνω. Αφού γουστάρετε ο ένας τον άλλον, τι μαλακίες είναι αυτές; Να δεις που θα το φάει το κεφάλι του ο μαλάκας, η Ποταμιάνου κόβω το μουνί μου ότι είναι ελέφαντας, δε θα το ξεχάσει αυτό. Εδώ θα ‘σαι και εδώ θα ‘μαι.»
«Ευτυχώς που θυμήθηκες ότι έχεις και από αυτό,» μου πετάει την ταβανόπροκά της η Κατερίνα.
ΦΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΠ!
Χώνω και πάλι το κεφάλι μου στο μαξιλάρι, μαλάκα μου αυτό και αν ήταν ξανάστροφή. Είναι έκφραση που η Κατερίνα τη χρησιμοποιούσε συχνά, εγώ δεν το είχα κάνει ποτέ… ποτέ μέχρι σήμερα. Αφήνω κάτω το μαξιλάρι και δαγκώνω και πάλι τα δάχτυλά μου. Γελάω ειρωνικά.
«Αυτή που ζηλεύει η Ποταμιάνου…» λέω κουνώντας το κεφάλι μου με πίκρα. «Για ένα ολόκληρο γαμημένο σχολείο αυτό είμαι…»
«Ρε Μπίλι…» πάει να μου πει και την κόβω.
«Ξέρεις τι μου πέταξε κάποια στιγμή ο Πολιτάκης; Ότι η Ποταμιάνου μπορεί να είναι πολύ όμορφη αλλά εγώ είμαι η βασίλισσα των ξωτικών…»
“Woah!” είναι η απάντησή που παίρνω.
«Και κολακεύτηκα μαλάκα. Κολακεύτηκα.» Γελάω και πάλι πικρά. «Για τα αγόρια είμαι η γκομενάρα… και όλα τα άλλα σε εις -άρα. Και για το μόνο αγόρι που θα ήθελα να με δει ως γυναίκα, είμαι… είμαι ο Μπίλι…»
Ξημέρωσε. Η τελευταία μας μέρα στο νησί, και η αίσθηση του αναπόφευκτου με βαραίνει σαν πέτρα στο στήθος. Κάθομαι στην άκρη της πισίνας, τα χέρια σφιγμένα, το βλέμμα καρφωμένο στο νερό που αντανακλά τον ήλιο. Ξέρω ότι έρχονται οι τελευταίες ώρες, το ξέρει κι εκείνος, και το στομάχι μου έχει δεθεί κόμπος. Μα πώς διάολο τα καταφέρνω πάντα και διαλέγω αυτούς που δεν μπορώ να έχω; Karma is a bitch, που λένε οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι. Ίσως, σκέφτομαι πικρά, κάπως έτσι ξεπληρώνω όλες τις χυλόπιτες που είχα ρίξει.
Ή, ακόμα χειρότερα, τη χυλόπιτα που δεν έριξα.
Πριν προλάβω να χαθώ περισσότερο στις σκέψεις μου, μια σκιά πέφτει πάνω μου και ξέρω ήδη ποιος είναι πριν σηκώσω το βλέμμα. Ο Jean-Claude στέκεται μπροστά μου, με το γνώριμο φωτεινό του χαμόγελο, αυτό που πάντα τον κάνει να μοιάζει λες και δεν ανήκει σ’ αυτόν τον κόσμο.
«Γεια σου, ξανθούλα μου» λέει με τη γνώριμη τρυφερότητα, και πριν προλάβω να απαντήσω, σκύβει και μου δίνει ένα απαλό φιλί.
«Πού το βρίσκεις το κέφι, μωρέ Jean-Claude;» του λέω, προσπαθώντας να κρύψω τη θλίψη που μου καίει το στήθος.
«Γιατί είμαι με το πιο όμορφο κορίτσι σε όλο το νησί» μου απαντάει και με κοιτάζει σαν να θέλει να αποτυπώσει κάθε λεπτομέρεια του προσώπου μου.
«Για λίγες ώρες ακόμα» του απαντώ πικρά, και ο Jean-Claude χαμηλώνει ελαφρά το κεφάλι.
«Έτσι είναι αυτά, ξανθούλα μου» λέει με εκείνη την ήρεμη, σχεδόν φιλοσοφημένη φωνή του. «Όλα τα καλά κάποτε τελειώνουν.»
Κλείνω τα μάτια, προσπαθώντας να μη νιώσω το τράβηγμα στον λαιμό μου από την ανάγκη να κλάψω. «Και μετά;» ρωτάω χαμηλόφωνα.
«Και μετά… μετά μας μένουν οι όμορφες αναμνήσεις» απαντάει και χαμογελά, σαν να μου λέει κάτι αυτονόητο. «Κράτησέ τις, Μπίλι μου, και αντί να λυπάσαι γι’ αυτό που πέρασε και χάθηκε, χαμογέλα στη σκέψη του πόσο όμορφο ήταν αυτό που ζήσαμε.»
«Μια κουβέντα είναι αυτή…» ψελλίζω, με το βλέμμα μου χαμηλωμένο.
«Ίσως, αλλά δεν αλλάζει την αλήθεια της» λέει απλά. «Είναι ο τρόπος που βλέπω τη ζωή, ξανθούλα μου. Να απολαμβάνω ό,τι όμορφο μου δίνει, όσο αυτό διαρκέσει, και όταν τελειώσει, να θυμάμαι πόσο ευτυχισμένο με έκανε όσο το είχα, αντί να θρηνώ που τελείωσε. Δες το κι έτσι: αν αυτό που σου μένει είναι η πίκρα γι’ αυτό που έχασες, δεν είναι σαν να το μετάνιωσες;»
Μένω σιωπηλή, γιατί ξέρω πως δεν έχω απάντηση.
«Όλα τα πράγματα στη ζωή είναι εφήμερα» συνεχίζει, και η φωνή του έχει αυτή την ήρεμη βεβαιότητα που τόσο θαυμάζω. «Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν από τη ζωή μας, αυτή είναι η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, και κάθε ένας αφήνει το δικό του σημάδι. Εγώ θα σε κρατήσω στην καρδιά μου σαν μια όμορφη, μια υπέροχη ανάμνηση, σαν ένα γλυκό ανοιξιάτικο όνειρο.»
Η φωνή μου σπάει καθώς ψιθυρίζω, «Είσαι υπέροχος.» Εκείνος χαμογελά και με αγκαλιάζει, και για μια στιγμή, καθώς μένω ακίνητη μέσα στα χέρια του, εύχομαι να μπορούσε να σταματήσει ο χρόνος. Όμως δε σταματά. Η μέρα κυλάει σαν άμμος μέσα από τα δάχτυλά μου και πριν το καταλάβω, η στιγμή που φοβόμουν έχει φτάσει.
Το απόγευμα μας φωνάζουν για την επιβίβαση στα πούλμαν. Ο Jean-Claude με κρατάει σφιχτά, σαν να προσπαθεί να παρατείνει το αναπόφευκτο, και τα δάκρυα που πάλεψα να κρατήσω όλη τη μέρα απειλούν να ξεφύγουν.
«Αντίο, Μπίλι μου» λέει, σκουπίζοντας ένα δάκρυ από το μάγουλό μου. «Θα σ’ έχω για πάντα στην καρδιά μου.»
Δαγκώνω τα χείλη μου και σφίγγω τα δάχτυλά μου γύρω από το χαρτί που κρατώ. Μου είχε ζητήσει επίμονα να του δώσω τα στοιχεία μου, για να μπορούμε τουλάχιστον να αλληλογραφούμε, και στην αρχή το αρνήθηκα, ήξερα θα πονέσω που δεν θα τον ξαναέβλεπα ποτέ, οπότε γιατί να το έκανα ακόμα πιο σκληρό απ’ όσο ήταν; Το σκεφτόμουν όλο το πρωί. Ακόμα θυμάμαι τα λόγια της Κατερίνας:
«Αν δεν του τη δώσεις πριν χωριστείτε δε θα μπορέσεις ποτέ να το πάρεις πίσω» μου είπε, και ήταν αυτό που μ’ έκανε να πάρω την απόφασή μου.
«Έχω κάτι τελευταίο για σένα» του λέω και του δίνω ένα μικρό, διπλωμένο χαρτάκι. Το κοιτάζει και το χαμόγελό του φωτίζει ολόκληρο το πρόσωπό του. Το διπλώνει προσεκτικά και το βάζει στην τσέπη του.
«Αντίο Μπίλι μου,» μου λέει δίνοντάς μου το τελευταίο μας φιλί.
«Αντίο Jean-Claude μου» του κάνω όταν τελικά—και με μεγάλη δυσκολία—τα χείλη μας απομακρύνονται, και φεύγω για να πάω να πάρω τα πράγματά μου για να τα πάω στο πούλμαν. Πιο δυνατή από το μυθικό Ορφέα, βρίσκω τη δύναμη να μη γυρίσω να κοιτάξω πίσω μου. Όταν βγαίνω από το bungalow με τα πράγματά μου ο Jean-Claude έχει πια φύγει.
Κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
Σε όλο το ταξίδι της επιστροφής είμαι αμίλητη, απλά κάθομαι και κοιτάζω τις φωτογραφίες που είχαμε τραβήξει στο club. Τα πρώτα δάκρυα δεν αργούν καθώς μέσα στ’ αφτιά μου ακούω ξανά και ξανά τον Jean-Claude να μου τραγουδάει.
Elle a des yeux qui voient la mer
A travers la pluie qui descend
Elle fait des rêves où elle se perd
Entre les grands nuages blancs
Elle ne sait plus le jour ni l'heure
Elle a des larmes au fond du cœur
Qui lui font peur
⇽∙∙∙⇾
Πόνεσε το ρημάδι, πόνεσε πολύ, και για δυο-τρεις εβδομάδες δε μιλιόμουν. Δεν το μετάνιωσα, όμως. Ήταν ακριβώς όπως το είπε ο Jean-Claude—ένα όμορφο ανοιξιάτικο όνειρο που χάθηκε στο πρώτο φως της αυγής, αλλά με άφησε με το χαμόγελο στα χείλη, κι ας ήταν πικρό το ξύπνημα. Τι αξία θα είχε άλλωστε κάτι που έχασες, αν δεν το πένθησες έστω και λίγο;
Στο Μάριο είπα όλη την ιστορία. Ή σχεδόν όλη. Υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν τα μοιράζεσαι με ένα αγόρι, πόσο μάλλον όταν είναι το αγόρι που αγαπάς. Πέρα από το ότι ήμουν ερωτευμένη μαζί του και τον πραγματικό λόγο που τα είχα φτιάξει με τον Δημήτρη, δεν του έκρυψα τίποτε άλλο—δεν είχαμε μυστικά μεταξύ μας. Δεν ήξερα τι περίμενα να δω στο βλέμμα του καθώς μιλούσα, αλλά σίγουρα δεν περίμενα αυτό. Όσο κι αν ήταν ξεκάθαρο πως ο Jean-Claude με είχε μαγέψει, ο Μάριος δεν έδειξε ούτε να ζηλεύει ούτε να θυμώνει. Ούτε καν όταν του εξομολογήθηκα ότι πόζαρα για εκείνον γυμνόστηθη. Το μόνο που έκανε ήταν να με τραβήξει κοντά του και να με κρατήσει σφιχτά στην αγκαλιά του, σα να ήθελε να με προστατέψει από κάτι που είχε ήδη περάσει.
«Δε σε αδικώ που ξεμυαλίστηκες» παραδέχτηκε, όταν του έδειξα τη φωτογραφία του Jean-Claude. «Είναι πολύ όμορφος άντρας.» Έπειτα, με κοίταξε με τρόπο που δεν κατάλαβα. «Όσο για το άλλο που σου είπε, τον πιστεύω. Δεν είναι ο μόνος που δεν έχει γνωρίσει στη ζωή του πιο όμορφη κοπέλα από σένα…»
Δεν είχε κρύψει ποτέ του πόσο όμορφη με θεωρούσε, οπότε δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Αλλά όταν με έσφιξε ακόμα περισσότερο πάνω του, όταν με άφησε να κλάψω μέσα στην αγκαλιά του, χωρίς να ρωτήσει τίποτα, χωρίς να απαιτήσει εξηγήσεις, η άμυνά μου κατέρρευσε. Μπορεί να μην με αγαπούσε όπως τον αγαπούσα εγώ, αλλά αυτή η αγκαλιά θα ήταν πάντα εκεί για μένα, σταθερή, ανοιχτή, χωρίς προϋποθέσεις. Και κάπως έτσι, θρηνώντας την απώλεια του Jean-Claude στην αγκαλιά του Μάριου, κατέληξα να τον ερωτευτώ ακόμα περισσότερο.
Μπράβο μου, όχι, μπράβο μου…
03:06
Ήταν πολύ δύσκολη χρονιά γεμάτη διάβασμα, φροντιστήρια και ατελείωτες ώρες μπροστά σε βιβλία. Κι αν το βάρος της προετοιμασίας ήταν ήδη αρκετό, η απουσία του Μάριου έκανε τα πάντα να μοιάζουν λίγο πιο μοναχικά. Όχι πως χαθήκαμε—είχαμε ακόμα τα γαλλικά, τα καφέ τα Σαββατοκύριακα, τις σποραδικές φορές που διαβάζαμε μαζί και μετά βλέπαμε ταινίες. Αλλά δεν ήταν το ίδιο. Μου έλειπε. Μου έλειπε το να τον έχω κοντά μου χωρίς τα όρια που ξαφνικά είχε θέσει η ζωή.
Όταν είχε περάσει πρώτος στο Πολυτεχνείο, με 6.370 μόρια, τον έγραψαν μέχρι και οι εφημερίδες. Δεν του το είχα πει, αλλά τις είχα αγοράσει όλες και είχα κρατήσει τα αποκόμματα σαν θησαυρό, φυλαγμένα σε ένα μικρό κουτάκι, σαν κάτι ιερό που μόνο εγώ είχα το δικαίωμα να αγγίξω.
Κι αν ο χρόνος δεν περίμενε κανέναν, το τέλος αυτής της διαδρομής ήρθε ξαφνικά, χωρίς να προλάβω να το συνειδητοποιήσω.
⇽∙∙∙⇾
Τέλη Ιουλίου. Ο ήλιος καίει ήδη από το πρωί και νιώθω τις σταγόνες του ιδρώτα να κυλάνε αργά στη ραχοκοκαλιά μου, μα δεν είναι η ζέστη που κάνει τον ιδρώτα μου κρύο. Σήμερα το πρωί ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των Πανελληνίων. Η Κατερίνα έχει σπάσει τα τηλέφωνα. Ο Μάριος, που μόλις γύρισε από μια εκδρομή με τους συμφοιτητές του, με έχει κάνει Χριστό να πάμε να τα δούμε. Πήγε μεσημέρι μέχρι να βρω το κουράγιο.
Ήταν η χρονιά της μεγάλης σφαγής των Μαθηματικών, και οι βάσεις αναμένονταν να κάνουν βουτιά. Είμαι σίγουρη ότι έχω γράψει πολύ καλά, αν όχι άριστα, σε όλα εκτός από την έκθεση, που ποτέ δεν ήξερα πώς θα μου βγει. Αλλά μέχρι να δω τους βαθμούς, τίποτα δεν ήταν σίγουρο. Νιώθω τα χέρια μου παγωμένα, παρά τη ζέστη, και τα δάχτυλά μου παίζουν νευρικά με το στρίφωμα της μπλούζας μου.
Φτάνουμε στο σχολείο. Άδειο. Οι σόλες των αθλητικών μας κάνουν ελαφρύ θόρυβο στο τσιμέντο και ο ήχος αντιλαλεί λίγο στην άδεια αυλή. Κοιτάζω την είσοδο σαν να είναι η πύλη για την κόλαση.
«Άντε, κούνα τον κώλο σου,» λέει ο Μάριος, χτυπώντας ελαφρά τον ώμο μου με τον αγκώνα του.
«Μάριε… φοβάμαι,» μουρμουρίζω, η φωνή μου πιο εύθραυστη απ’ όσο θα ήθελα. Τα δάχτυλά μου σφίγγουν το λουράκι της τσάντας μου, λες και από αυτό εξαρτάται η ζωή μου.
Εκείνος κοντοστέκεται, με κοιτάζει για μια στιγμή και μετά βάζει τα χέρια στις τσέπες του. Κάνει ένα βήμα πιο κοντά, τα μάτια του γελάνε, αλλά η φωνή του είναι μαλακή.
«Έλα ρε μαλάκα που φοβάσαι, θα δεις ότι έχεις γράψει άριστα.»
«Δεν μπορώ…» Η φωνή μου ακούγεται ψιθυριστή, σχεδόν αδύναμη.
«Μπίλι, ξεκόλλα!» κάνει και σηκώνει τα χέρια σαν να παραδίνεται, αλλά τα μάτια του είναι τρυφερά.
«Πήγαινε εσύ και πες μου,» τον εκλιπαρώ, κατεβάζοντας το βλέμμα και παίζοντας νευρικά με την άκρη του σορτς μου.
Με κοιτάζει για μια στιγμή, αναστενάζει θεατρικά και τελικά προχωράει προς τον πίνακα με τα αποτελέσματα, τα βήματά του αργά και αποφασιστικά.
«Για να δούμε… Μανουσάκης… Μαντάκα… Μαρκετάκη! Σε βρήκα!» φωνάζει τελικά με μια έξαψη στη φωνή του.
Η καρδιά μου πάει να σπάσει, νιώθω τα χέρια μου να τρέμουν ελαφρά και τα γόνατά μου να μαλακώνουν.
«160 Μαθηματικά. 160 Φυσική. 160 Χημεία. 153 Έκθεση.» Με κοιτάζει με χαμόγελο μέχρι τα αφτιά, τα μάτια του λάμπουν. «Μαλάκα, έχεις πιάσει 6.330 μόρια. Όχι απλά πέρασες. Παίζει να είσαι κι εσύ πρώτη των πρώτων.»
Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα και νιώθω την ανάσα μου να κολλάει στον λαιμό μου.
«Μη μου κάνεις πλάκα!» καταφέρνω να ψελλίσω, τα μάγουλά μου καίνε και η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά που είμαι σίγουρη ότι την ακούει.
«Να μη σε χαρώ, Μπίλι μου.» Η φωνή του είναι μαλακή, τρυφερή.
Δεν έχω υπάρξει ποτέ ιδιαίτερα κλαψιάρα. Αλλά η ένταση, η ανακούφιση, η χαρά—όλα ξεσπούν ταυτόχρονα. Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα πριν το καταλάβω και φέρνω τα χέρια μου στο πρόσωπό μου, ξεσπώντας σε λυγμούς χωρίς να με νοιάζει ποιος με βλέπει.
Ο Μάριος κάνει δύο βήματα και με σφίγγει πάνω του, τα χέρια του τυλίγονται γύρω μου και το πηγούνι του ακουμπάει στο κεφάλι μου. Εγώ χώνομαι στην αγκαλιά του, αφήνοντας τα δάκρυα να τρέξουν χωρίς ντροπή, νιώθοντας το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει αργά και σταθερά.
«Μην κλαις από τώρα ρε μαλάκα. Περίμενε την πρώτη εξεταστική του Γενάρη και θα κλάψεις με περισσότερη όρεξη,» με πειράζει, και το κλάμα μου γίνεται κλαυσίγελος.
«Πέρασα!» ψελλίζω ανάμεσα σε λυγμούς και γέλια, με τη φωνή μου να σπάει.
«Μόνο πέρασες ρε μαλάκα; Αν δεν έχεις περάσει πρώτη, θα φάω τις κοτσίδες μου.»
«Ποιες κοτσίδες βρε παπάρα;» του κάνω και του ρίχνω μια αδύναμη μπουνιά στον ώμο, ενώ γελάω ακόμα με δάκρυα στα μάτια.
«Λέμε τώρα! Ορίστε, είχα δεν είχα, πάλι θα σε φορτωθώ.» λέει και κάνει πως αναστενάζει δραματικά.
«Και ένα χρόνο που σε άφησα λάσκα, πολύ ήταν!» του απαντάω και σκουπίζω πρόχειρα τα μάτια μου με την ανάστροφη του χεριού μου.
«Πω-πω! Ρε μαλάκα, από τον Σεπτέμβρη θα είμαστε συμφοιτητές, μόνο στο δημοτικό δεν ήμασταν μαζί! Μου είχες λείψει πολύ όλη τη χρονιά ρε Μπίλι… κοίτα να δεις που στο τέλος θα βάλω κι εγώ τα κλάματα.»
«Άχου το μωρέ!» τον πειράζω, αλλά η φωνή μου βγαίνει πιο μαλακή απ’ ό,τι θα ήθελα. Το χαμόγελό μου είναι ακόμα τρεμάμενο και τα μάτια μου καίνε από τα δάκρυα.
Εμένα να δεις πόσο μου είχες λείψει, π’ ανάθεμά σε…
Παίρνω μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να ισιώσω το χαμόγελό μου πριν γίνει εντελώς χαζοχαρούμενο, αλλά είναι δύσκολο όταν νιώθω το στήθος μου να πάλλεται από τη χαρά και την ανακούφιση. Τα μάγουλά μου καίνε ακόμα, και προσπαθώ μάταια να σκουπίσω τα μάτια μου με την ανάστροφη του χεριού μου. Ο Μάριος με κοιτάζει χαμογελώντας, με εκείνο το βλέμμα που λέει «το ήξερα».
«Ουφ, κάτσε να με θαυμάσω κι εγώ και μετά πάμε να δούμε τι έκανε και η Κατερίνα!» του λέω, κάνοντας τάχα μου τη σνομπ.
Πηγαίνουμε μαζί προς τον πίνακα, εγώ κοιτάζω ακόμα τα χαρτιά με δυσπιστία, λες και φοβάμαι πως θ’ αλλάξουν ξαφνικά οι βαθμοί μου.
«Πού είναι αυτή;» με ρωτάει, ενώ εγώ ακόμα χωνεύω τους βαθμούς μου.
«Διακοπές με τους δικούς της. Αν δεν της τα πω όταν με ξαναπάρει, θα με γαμήσει, έχει σπάσει τα τηλέφωνα από το πρωί!»
«Για να δούμε… Μιχαλοπούλου… 160 Αρχαία, 155 Λατινικά, 150 Έκθεση, 150 Ιστορία. Εντάξει, 6150 μόρια έπιασε ο χασοδίκης!» ανακοινώνει με ύφος ξερόλα, δείχνοντας το όνομα με το δάχτυλό του.
«Πέρασε!!!!!» φωνάζω ενθουσιασμένη και αρχίζω να χοροπηδάω επιτόπου, τα χέρια μου σφίγγονται σε γροθιές και τα μάτια μου λάμπουν.
Ο Μάριος με κοιτάζει σχεδόν με δυσπιστία, αλλά το χαμόγελό του δεν κρύβεται. «Απλά πέρασε; Μαλάκα, κι αυτή παίζει να είναι πρώτη! Τι σκατά λίπασμα σας βάλανε φέτος;»
«Λέει ο αρχιφύτουλας με τα 6370 μόρια.» του πετάω γελώντας και τον σπρώχνω ελαφρά στον ώμο.
«Το αντιπαρέρχομαι!» μου λέει σουφρώνοντας το στόμα του και μου γυρίζει θεατρικά την πλάτη. Μετά γυρνάει και πάλι προς το μέρος μου με έξαψη που δεν κρύβεται: «Λοιπόν μαλάκα, το βράδυ πάμε έξω να γίνουμε κάλτσες και μη μου πεις για Ηλία και Άννα, έχεις ενηλικιωθεί από τα τέλη Απρίλη. Χώρια δηλαδή που με τους βαθμούς που πήρες, τι θα σου πουν;»
«Δεν έχεις να βγεις με την Ελένη;» τον ρωτάω, τάχα αδιάφορα, αλλά η ψυχούλα μου το ξέρεις.
Εκείνος σηκώνει τους ώμους και σουφρώνει τα χείλη. «Πάει αυτή» μου λέει απλά, και η καρδιά μου κάνει μια τούμπα.
«Πότε πρόλαβες ρε μαλάκα;» ρωτάω και προσπαθώ να ακουστώ ανέμελη, αλλά μάλλον δεν το καταφέρνω και πολύ καλά γιατί με κοιτάζει με ένα μικρό στραβό χαμόγελο.
«Εγώ; Αυτή με σούταρε!» μου λέει και γελάει ειρωνικά «Γαμώ τες εκδρομές πέρασα!»
«Πάλι;» κάνω, τάχα απορημένη, και κατεβάζω το βλέμμα στις μύτες των αθλητικών μου, σφίγγοντας τα χέρια μου στις τσέπες.
«Τι να πω, φαίνεται έχω γυναικοδιώχτη,» μου απαντάει σηκώνοντας τους ώμους. «Δε με αντέχει καμιά.»
«Ναι, αλλά γιατί;» τον ρωτάω, προσπαθώντας να ακουστώ αδιάφορη αλλά μάλλον το φαλτσάρω λίγο.
Εκείνος σηκώνει τα μάτια προς τον ουρανό και κουνάει το κεφάλι. «Γιατί προφανώς κάτι κάνω λάθος.»
«Ναι, αλλά τι;» τον ρωτάω μαζεμένα.
Με κοιτάζει για μια στιγμή, λες και θέλει κάτι να μου πει αλλά γρήγορα το μετανιώνει. «Τώρα θα το λύσουμε αυτό; Άντε, πάμε να τα πεις στους δικούς σου και να πάρεις τηλέφωνο και την Κατερίνα.»
Δεν επιμένω. Νιώθω τα μάγουλά μου να καίνε και το στομάχι μου να σφίγγεται με έναν τρόπο που δεν εξηγείται.
Γυρνάμε σπίτια μας, και μπαίνω μέσα πάνω που χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνω βιαστικά, σχεδόν παραπατώντας.
«Παρακαλώ;»
«Αν δεν έχεις πάει ακόμα θα σε στραγγαλίσω με τα ίδια σου τα άντερα!» Η φωνή της Κατερίνας τσιρίζει τόσο δυνατά που σχεδόν τραβιέμαι πίσω.
«Αφενός κι εγώ σ’ αγαπάω και αφετέρου θα μου κλάσεις, χασοδίκη!» της λέω και χαχανίζω, και την ακούω να τσιρίζει σαν σειρήνα. «Σωστά καταλάβατε δεσποινίς Μιχαλοπούλου, περάσατε με τα τσαρούχια.»
«Πώς το ξέρεις ότι πέρασα;;;;» Η φωνή της τρέμει από αγωνία.
«160 Αρχαία, 155 Λατινικά, 150 Έκθεση και 150 Ιστορία. Μαλάκα, έχεις πιάσει 6150 μόρια!» ανακοινώνω και σχεδόν την ακούω να σκάει από την άλλη γραμμή.
«Πέρασα! Πέρασα!» την ακούω έτοιμη να βάλει τα κλάματα στο τηλέφωνο, και χαμογελάω τόσο πολύ που πονάνε τα μάγουλά μου. «Εσύ;» με ρωτάει με αγωνία.
«Κι εγώ έσκισα, κοριτσάρα μου! 6330 μόρια, όχι απλά έχω περάσει στη σχολή, αλλά ο Μάριος πιστεύει ότι θα είμαι και εγώ πρώτη των πρώτων, όπως η αφεντιά του πέρσι. Και εδώ που λέμε, κι εσύ παίζει να πέρασες πρώτη στη Νομική.»
«Μωρέ και τελευταία να περνούσα και πάλι πάρτι θα έκανα, σοβαρά τώρα;»
«Ναι, αλλά δες το κι έτσι, ακόμα και αν δεν είσαι πρώτη, δε θα έχεις το άγχος μέχρι να βγουν οι βάσεις!»
«Από άγχος άλλο τίποτα φέτος. Ευχαριστώ Θεούλη μου, τελειώσαμε με δαύτο!» λέει, και από την άλλη γραμμή ακούω τον ήχο από κάτι που μοιάζει με μπουρμπουλήθρες—λογικά έχει βουτήξει στο νερό και πανηγυρίζει.
Μιλάμε για λίγη ώρα ακόμα και την αφήνω να πάει να τα πει στους δικούς της. Εγώ μένω καθισμένη στο κρεβάτι μου με το τηλέφωνο ακόμα να καίει στο χέρι μου, τα δάχτυλά μου να τρέμουν ελαφρά, και την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή. Χαζεύω το ταβάνι, τα πόδια μου κρέμονται και κουνιούνται ρυθμικά σαν παιδάκι που περιμένει το παγωτό του.
Το χαμόγελό μου είναι τόσο πλατύ που πονάνε τα μάγουλά μου. «Πολυτεχνείο σου έρχομαι!» λέω μέσα μου και δεν μπορώ καλά-καλά να το πιστέψω.
Η φωνή μου ακούγεται παράξενα ξένη, σαν να μην ανήκει σε μένα. Τα μάτια μου καίνε ελαφρά και προσπαθώ να πνίξω έναν χαζό λυγμό που απειλεί να ξεφύγει. Όλοι οι κόποι μου, όλο το διάβασμα, όλη η κούραση αυτή τη χρονιά, ανταμείφθηκαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Γελάω μόνη μου, μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι και φέρνω το μαξιλάρι στην αγκαλιά μου, το σφίγγω τόσο δυνατά που αν είχε φωνή θα τσίριζε. Γελάω στη σκέψη ότι θα έχω τους γονείς του Μάριου—τους δεύτερους δικούς μου γονείς—καθηγητές. Και το Μάριο συμφοιτητή! Θα είμαστε και πάλι όλη τη μέρα μαζί, και αν και η αίσθηση είναι γλυκόπικρη, αυτή τη στιγμή δε με νοιάζει τίποτα!
Ακούω την πόρτα να ανοίγει, ένας θόρυβος τόσο καθημερινός και γνώριμος που για μια στιγμή δεν το επεξεργάζομαι. Όταν όμως συνειδητοποιώ ότι γύρισαν ο πατέρας μου και η μητέρα μου, πετάγομαι από το κρεβάτι σαν ελατήριο. Τρέχω στο διάδρομο, σχεδόν γλιστράω με τις κάλτσες μου στα πλακάκια, τα χέρια μου ήδη σηκωμένα ψηλά.
«Τάξτε μου!» τους λέω και το χαμόγελό μου είναι τόσο δυνατό που κάνει σχεδόν το πρόσωπό μου να πονάει. Τα μάτια μου λάμπουν, η φωνή μου τρέμει από τον ενθουσιασμό.
Η μητέρα μου φέρνει το χέρι της στο στόμα της, τα μάτια της γουρλωμένα από την αγωνία και την ελπίδα. Ο πατέρας μου παγώνει για μια στιγμή, τα κλειδιά ακόμα στο χέρι του, και με κοιτάζει λες και δεν το πιστεύει.
«Έγραψες καλά;» ρωτάει η μητέρα μου, η φωνή της σχεδόν ψιθυριστή.
«160 Μαθηματικά,» ξεκινάω, και μαζί με το πρώτο χαμόγελο, η μάνα μου πνίγει έναν λυγμό και το χέρι της τρέμει ελαφρά. «160 Φυσική,» συνεχίζω, και ο πατέρας μου αφήνει τα κλειδιά να πέσουν κάπου στο έπιπλο, χωρίς να τα προσέξει καν. Το πρόσωπό του αρχίζει να σπάει, τα μάτια του να υγραίνονται. «160 Χημεία!» συνεχίζω, και αυτή τη φορά η φωνή μου σπάει, και χωρίς να το καταλάβω τα μάτια μου έχουν αρχίσει και τσούζουν. «Εντάξει, στην έκθεση πάτωσα,» τους λέω και γελάω με τον στιγμιαίο πανικό τους. «Μόλις 153!» συνεχίζω χαχανίζοντας.
«Κοριτσάρα μου!» ουρλιάζει σχεδόν ο πατέρας μου και με αρπάζει πριν προλάβω να κάνω οτιδήποτε. Με σηκώνει από το έδαφος σαν να είμαι πέντε χρονών, με σφίγγει στην αγκαλιά του τόσο δυνατά που νιώθω τον αέρα να φεύγει από τα πνευμόνια μου. Με κατσιάζει στα φιλιά και τα γένια του με τσιμπάνε, αλλά δε με νοιάζει καθόλου, γελάω τόσο πολύ που ξεκαρδίζομαι.
Μετά σειρά έχει η μάνα μου, που είναι λίγο κλαψιάρα, να τα λέμε αυτά. Με σφίγγει πάνω της με τόση δύναμη που θα έκανε αγκάλιασμα πύθωνα να μοιάζει με κρύα χειραψία.
«Αέρα!» της κάνω και καλά σα να μου έχει κοπεί η ανάσα, αλλά τρίβω το πρόσωπό μου πάνω της σαν μικρό παιδί που ζητάει κι άλλη αγκαλιά.
Καθόμαστε στο σαλόνι, εγώ ανάμεσα τους, οι δικοί μου με μάτια κόκκινα και περήφανα και τα δικά μου να καίνε ακόμα. Το χαμόγελό μου δεν λέει να σβήσει, και πού να σβήσει δηλαδή.
«Ο Μάριος πιστεύει ότι θα είμαι κι εγώ πρώτη των πρώτων,» τους λέω γεμάτη περηφάνεια.
Ο πατέρας μου σφυρίζει χαμηλά, κουνώντας το κεφάλι του λες και ακόμα δεν το πιστεύει. «Κοίτα την κόρη μας!» μουρμουρίζει, με τη φωνή του να τρέμει από την περηφάνια.
Και κάπως έτσι με συνοπτικές διαδικασίες πάρθηκε η απόφαση το βράδυ να βγούμε έξω με το Μάριο και τους γονείς του να το γιορτάσουμε. Το στομάχι μου κάνει τούμπες από τη χαρά και έχω τόσο όμορφη διάθεση που, εντελώς ασυνείδητα, βγάζω από την ντουλάπα το φόρεμα που μου είχε διαλέξει η Κατερίνα.
Όταν εμφανίστηκα έτοιμη, η μαμά μου κοντοστάθηκε στην πόρτα με ένα ύφος σαν να προσπαθούσε να επεξεργαστεί το γεγονός. Τα μάτια της γούρλωσαν ελαφρά και το χέρι της έμεινε μετέωρο στη μέση της κίνησης.
«Να πάω να ανάψω ένα κερί;» ψέλλισε τελικά, το βλέμμα της γεμάτο μείγμα δέους και καμάρι.
«Αν θες, ανάψ’ το και βάλε και τάμα» της απαντάω, πετώντας τα μαλλιά μου πίσω επιδεικτικά, με ύφος δήθεν σταρ του Χόλυγουντ.
Η μητέρα μου γελάει—το γάργαρο, αληθινό γέλιο που σπάνια βγαίνει έτσι εύκολα—και έρχεται και με φιλάει στο μάγουλο, τα χέρια της να τρέμουν ελαφρά.
Και εγώ, με το φόρεμα που μου είχε διαλέξει η Κατερίνα και τα μάτια που λάμπουν ακόμα από τα δάκρυα, σκέφτομαι ότι δεν θα άλλαζα αυτή τη στιγμή με τίποτα.
…
Κατά τη διάρκεια του δείπνου, η κυρία Χριστίνα με κοιτούσε με ένα βλέμμα γεμάτο περηφάνια και συγκίνηση.
«Πού να το φανταζόμουν όταν μου ζήτησες να σε μάθω να διαβάζεις και να γράφεις, πως θα ερχόταν η μέρα που θα σ’ είχα φοιτήτρια» είπε χαμηλόφωνα, και η φωνή της έτρεμε ελαφρώς. «Μπράβο, Βασιλικούλα μου, χίλια μπράβο. Δεν έκανες μόνο τους δικούς σου περήφανους, έκανες κι εμάς!»
«Κι εσείς δικοί μου είστε» της απαντάω εξίσου συγκινημένη.
Ο πατέρας μου καθάρισε τον λαιμό του, και όταν μίλησε, η φωνή του βγήκε πιο βραχνή απ’ ό,τι περίμενα.
«Ποιος κερατάς καθαρίζει κρεμμύδια;»
Όλοι, εκτός από τη μάνα μου, που φαινόταν να έχει επηρεαστεί εξίσου από τα αόρατα κρεμμύδια, έβαλαν τα γέλια.
Ο κύριος Ανδρέας, ο πατέρας του Μάριου, έγειρε λίγο προς το μέρος μου. «Να ξέρεις πάντως, Βασιλική, πως οι πανελλήνιες ήταν το εύκολο κομμάτι.»
Δεν πρόλαβα να απαντήσω, γιατί ο Μάριος μίλησε πρώτος: «Εγώ της το είπα το απόγευμα που έβαλε τα κλάματα όταν είδε τους βαθμούς. “Μην κλαις από τώρα, περίμενε την πρώτη εξεταστική του Γενάρη και θα κλάψεις με όρεξη.”»
Αυτή τη φορά γέλασε όλο το τραπέζι.
Το δείπνο κύλησε όμορφα, με τους γονείς μου σε μεγάλα κέφια. Η ατμόσφαιρα ήταν ανάλαφρη, χαρούμενη, με το κρασί να ρέει και τα αστεία να δίνουν και να παίρνουν. Όταν γυρίσαμε σπίτι, ωστόσο, είχα μια αγωνία για το αν θα με άφηναν να βγω τέτοια ώρα.
«Μπαμπά, μαμά, λέμε να βγούμε με την παρέα για κανένα ποτάκι. Δεν πέρασα μόνο εγώ, γράψαμε όλοι καλά. Κρίμα μόνο που δεν είναι εδώ και η Κατερίνα, την άλλη εβδομάδα γυρίζει.»
Η μητέρα μου δεν απάντησε αμέσως, μελέτησε λίγο το πρόσωπό μου πριν χαμογελάσει. «Να βγείτε, αγάπη μου, το κερδίσατε με την αξία σας.»
Στην τρίτη λυκείου οι γονείς μου, επιτέλους ακούγοντας τους γονείς του Μάριου, είχαν χαλαρώσει αρκετά τα λουριά. Μου είχαν δώσει τον αέρα που χρειαζόμουν για να ξεφεύγω λίγο από τα διαβάσματα. Καθημερινές δεν έβγαινα, αλλά Παρασκευή και Σάββατο με άφηναν να κάτσω μέχρι τις τρεις. Αν και η αλήθεια είναι ότι δεν έκανα ούτε μία φορά χρήση του προνομίου—συνήθως γύρω στις δύο ήμουν ήδη σπίτι.
«Μέχρι τις τρεις θα είμαι πίσω» τους λέω, αλλά αυτή τη φορά δεν ένιωσα την ανάγκη να τους διαβεβαιώσω.
Ο πατέρας μου, αντί να συμφωνήσει ή να ορίσει κάποιον περιορισμό, έγειρε λίγο προς τα πίσω και με κοίταξε με ένα ύφος που δεν μπορούσα να αποκρυπτογραφήσω.
«Είσαι ενήλικη πλέον.»
Περίμενα να πει κάτι άλλο, να προσθέσει ένα «αλλά», να βάλει έναν όρο, όμως δεν συνέχισε.
Έκανε μια παύση και ύστερα πρόσθεσε: «Μπορείς να κάτσεις μέχρι τις τρεις και πέντε.»
Γελάω.
«Βασιλική, σοβαρά τώρα» συνεχίζει. «Από εδώ και πέρα, δεν θα έχεις περιορισμό στην ώρα, αλλά απαιτούμε από εσένα δύο πράγματα: να ξέρουμε πού και με ποιους είσαι και να τηρείς την ώρα που έχεις πει ότι θα γυρίσεις.»
Το μυαλό μου σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα. «Θα το κάνω, μπαμπά. Στο υπόσχομαι.»
Η μητέρα μου με κοίταξε τρυφερά. «Άντε, πήγαινε να ετοιμαστείς. Να περάσετε όμορφα.»
«Έτοιμη είμαι!» χαμογελάω. «Θα περάσω να πάρω τον Μάριο και θα πάμε να βρούμε τους υπόλοιπους στον Άγιο Αντώνη.»
Η μαμά μου με κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω. «Θα βγεις με φόρεμα;»
«Λόγω της ημέρας, μην παίρνεις θάρρος!» της λέω και πετάω ένα φιλί στον αέρα. «Λοιπόν, πάω κι εγώ! 03:06 θα είμαι πίσω.»
Ο πατέρας μου αναστενάζει. «Τη γλώσσα της να κόψει, όχι τα μαλλιά της.»
⇽∙∙∙⇾
Κλαίρη, Βαγγέλης και Νίκος είχαν δώσει για δεύτερη φορά φέτος. Εγώ και η Κατερίνα είμασταν σίγουρες στις πρώτες μας επιλογές και σχεδόν σίγουροι ήταν Βαγγέλης και Κλαίρη, έστω και στις δεύτερες. Ο Νίκος, που φέτος είχε δώσει μόνο φυσική και έκθεση, κρατώντας τους εξαιρετικούς βαθμούς που είχε πάρει πέρσι σε μαθηματικά και χημεία, ήλπιζε βάσιμα σε πτώση των βάσεων για να περάσει στην πρώτη του επιλογή και όπως έδειχναν τα πράγματα μάλλον θα στέκονταν τυχερός· με τη σφαγή που είχε γίνει τον Ιούνη στα μαθηματικά της πρώτης δέσμης οι βάσεις αναμένονταν να κάνουν εντυπωσιακή βουτιά.
Δυο τρία τηλέφωνα αργότερα δίνουμε ραντεβού στον Άγιο Αντώνη, και από εκεί θα δούμε που θα πάμε.
Το μεγάλο μυστικό μου
Μετά από πρόταση του Βαγγέλη, αποφασίζουμε να πάμε σε καραόκε. Γαμώτο, κρίμα που λείπει η Κατερίνα, θα ρίξουμε το γέλιο της αρκούδας.
«Και πού θα βρούμε καραόκε;» ρωτάει ο Μάριος.
«Ξέρω ένα στον Άγιο Στέφανο» απαντάει ο Βαγγέλης.
«Και πώς θα πάμε εκεί;» ρωτάω εγώ απορημένη.
«Με αυτοκίνητο, τι ερώτηση είναι αυτή ρε Μπίλι; Πέντε ήμαστε, χωράμε!» απαντάει ο Μάριος. «Θα πάμε με των δικών μου, δεν έχουν να πάνε πουθενά.»
«Ο Θεός να μας λυπηθεί!» λέω κάνοντας χαβαλέ.
«Αν τραγουδήσουμε εμείς, σίγουρα!» απαντάει η Κλαίρη γελώντας. «Για σένα, και αν κρίνω από το θεατρικό, μάλλον θα έχει standing ovation!»
«Μη μου το θυμίζετε…»
«Γιατί ρε μαλάκα, το είχες πει πολύ καλά» απαντάει ο Μάριος.
«Ο ψυχούλα μου το ξέρει!»
«Δες το θετικά, σήμερα ό,τι και αν αποφασίσουμε να τραγουδήσουμε δε θα έχουμε από κάτω ολόκληρο το σχολείο. Όσο κόσμο και αν έχει, πού τους είδαμε πού τους ξέρουμε.»
Χωρίς άλλα, γυρνάμε όλοι μαζί από τον Άγιο Αντώνη που είχαμε δώσει αρχικά ραντεβού στη γειτονιά μας για να πάρουμε το αυτοκίνητο. Ο Μάριος ανεβαίνει στο σπίτι του και μερικά λεπτά αργότερα κατεβαίνει με τα κλειδιά. Ο Βαγγέλης είναι πιο ψηλός αλλά μιας και είναι μαζί και η Κλαίρη κάθεται πίσω μαζί μας ενώ μπροστά περνάει ο Νίκος.
«Βαγγέλη, ξέρεις που είναι το μπαρ ή θα πάμε ψάχνοντας;»
«Ξέρω ότι είναι κοντά στο σταθμό. Ρωτάμε εκεί και μας λένε, δεν μπορεί, κάποιος θα το ξέρει.»
Ξεκινάμε και ούτε μισή ώρα αργότερα βρισκόμαστε σε μια πλατεία λίγο πάνω από το σταθμό του Αγίου Στεφάνου. Ο Νίκος κατεβαίνει και πηγαίνει σε ένα περίπτερο που έχει εκεί να ρωτήσει που είναι το καραόκε.
«Μάριε, πάρκαρε όπου βρεις εδώ» του λέει. «Είναι πολύ κοντά.»
Πράγματι, αφού παρκάρει στην πλατεία κατεβαίνουμε και πέντε λεπτά αργότερα μπαίνουμε στο μπαρ. Η αισθητική του είναι πολύ seventies, για την ακρίβεια θυμίζει ντισκοτέκ. Παρά το γεγονός ότι είναι σχεδόν τέλη Ιούλη και βρίσκεται και στου διαόλου το κέρατο, έχει αρκετό κόσμο. Καθόμαστε σε ένα τραπέζι και παραγγέλνουμε τα ποτά μας.
Έχει όντως πολλή πλάκα, το τι γέλιο ρίχνουμε με αυτούς που τραγουδάνε δε λέγεται, κάποιοι είναι παντελώς ατάλαντοι, αλλά εντάξει, δεν είναι και το «Να η ευκαιρία», για να διασκεδάσει έχει έρθει ο κόσμος. Δεν ξέρω τι είδους κόσμο μαζεύει το μπαρ, αλλά μέχρι στιγμής όλα τα τραγούδια που έχουμε ακούσει, ελληνικά και ξένα, είναι πραγματικές δολοφονίες.
«Λοιπόν, κοτάρες, πάω εγώ πρώτος!» λέει ο Νίκος που είναι ο πιο χαβαλές της παρέας καμιά ώρα μετά.
«Τι θα μας πεις;» τον ρωτάει ο Μάριος.
«Θα το ακούσετε!»
«Αυτό φοβάμαι!» απαντάω εγώ και βάζουμε τα γέλια.
Κάθομαι δίπλα στο Μάριο και καθώς είμαι στο τρίτο white Russian—και όπως είμαι και αμάθητη—έχω αρχίσει να γίνομαι κουδούνι και οι αναστολές μου έχουν αρχίσει να πηγαίνουν περίπατο. Τον αγγίζω, τον σπρώχνω, γέρνω κοντά του και ναι μεν αποκρίνεται, αλλά όχι με τον τρόπο που επιθυμώ πραγματικά.
Π’ ανάθεμά τον.
Ο Νίκος έχει επιλέξει να τραγουδήσει το Blaze of Glory, αν και όπως το τραγούδησε το Blaze of shame θα ταίριαζε περισσότερο. Σειρά λίγη ώρα αργότερα παίρνουν μαζί Βαγγέλης και Κλαίρη που προσπαθούν να πουν το “Something’s Gotten Hold Of My Heart” και ενώ η Κλαίρη είναι αξιοπρεπής, ο Βαγγέλης είναι χειρότερος ακόμα και από τον Νίκο, πράγμα αξιοσημείωτο.
«Εσύ θα πεις κάτι;» με ρωτάει ο Μάριος.
«Αν έχει αυτό που θέλω, ναι, αλλιώς θα μείνετε με την όρεξη!»
«Τι θα πεις;»
«Θα δείτε,» τους απαντάω και πάω να ζητήσω το τραγούδι στο DJ. Αν δεν είχα πιει τόσο δεν υπήρχε ούτε μία στο εκατομμύριο να το πω, αφενός ως τραγούδι είναι εξαιρετικά δύσκολο, και αφετέρου αν δεν το έπιανε και τώρα το υπονοούμενο, καλά κρασιά. Πλησιάζω τον DJ, που με κοιτάει από την κορυφή ως τα νύχια με τρόπο που αν δεν ήμουν στην κατάσταση που είμαι, θα μου έκανε το μάτι να γυρίσει ανάποδα. «Έχετε το μεγάλο μυστικό μου;» τον ρωτάω και γουρλώνει τα μάτια του.
«Της Δενάρδου;»
«Ναι!»
«Ναι… ναι το έχω. Θα πρέπει να περιμένεις ωστόσο να γυρίσουμε στα ελληνικά, έχει κάμποσα ξένα ακόμα. Well… this should be interesting» μου απαντάει και επιστρέφω στο τραπέζι μας.
«Το έχει αυτό που θέλεις;» με ρωτάει ο Μάριος.
«Ναι, αλλά θα πρέπει να περιμένουμε να γυρίσει στα ελληνικά!»
«Τότε να πάω να ζητήσω κι εγώ που θέλω, ξένο είναι!» μου λέει και πηγαίνει στο DJ. Επιστρέφει μετά από λίγο. «Είμαι ο επόμενος, wish me luck!»
“Break a leg!” του απαντάω.
«Μισό, περίμενε να βρούμε πιρούνια!» του λέει ο Νίκος.
«Τι να τα κάνετε;» ρωτάει ο Μάριος.
«Να τα καρφώσουμε στ’ αφτιά μας!» απαντάει ο άλλος και βάζουμε όλοι τα γέλια.
«Ρε σάλτα fuck!» του λέει και ο Μάριος γελώντας και πηγαίνει στο stand. Λίγη ώρα αργότερα ξεκινάει η εισαγωγή. Χειροκροτώ ενθουσιασμένη, το τραγούδι που έχει επιλέξει είναι από τα αγαπημένα μου και το ξέρει. Είναι το “Everything is coming up roses” του Black.
You don't believe me
I can tell it by your eyes
There's a kind of magic to be had from your lies
I used to say that today is like tomorrow
Don't sell it short for truth
I should have known
I should have known
Should have known how
I should have known
I should have known by now
But now
Everything is coming up roses
Everything is coming up roses
Το λέει όμορφα πάντως και τον ακούω σα μαγεμένη. Είναι καλός, είναι πολύ καλός, είμαι κι εγώ ερωτευμένη μέχρι τα μπούνια, μέχρι και η Κλαίρη μου λέει κάποια στιγμή «Κλείσε το στόμα σου, θα χάψεις καμιά μύγα.»
Είναι και ο πρώτος στη βραδιά, τουλάχιστον όσο είμαστε εμείς εκεί, που κερδίζει κάτι περισσότερο από ένα ζεστό χειροκρότημα. Κάθεται δίπλα μου χαμογελαστός και αναψοκοκκινισμένος.
«Πώς σας φάνηκα;» μας ρωτάει.
«Άξιος! Άξιος!» απαντάει ο Νίκος, με τους υπόλοιπους τρεις να συμφωνούμε με ενθουσιασμό.
«Άντε, μόνο εσύ έμεινες» λέει ο Μάριος.
«Θα έρθει και η σειρά μου» του απαντάω εγώ και μιας και έχει τελειώσει το ποτό μου παραγγέλνω και τέταρτο, και εδώ που τα λέμε, το χρειάζομαι για να πάρω και θάρρος.
«Σιγά, θα γίνεις ντέφι!» μου λέει ο Μάριος.
«Το ‘χω» τον διαβεβαιώνω.
Λίγη ώρα αργότερα αλλάζει το πρόγραμμα και ξεκινάνε τα ελληνικά. Το τραγούδι που έχω επιλέξει είναι μπαλάντα οπότε με τα λαϊκά που παίζει τώρα δεν κολλάει ιδιαίτερα, οπότε κάνω υπομονή. Δυο-τρεις δολοφονίες αργότερα, ο DJ μου κάνει νόημα. Πίνω μια γερή γουλιά από το ποτό μου και σηκώνομαι.
“Break a leg!” μου ανταποδίδει το πείραγμα ο Μάριος.
Αν δεν το πιάσει και τώρα το υπονοούμενο το πιο πιθανό πράγμα να σπάσει είναι το κεφάλι του και όχι το πόδι μου.
Σηκώνομαι και πηγαίνω στο stand. Οι πρώτες νότες πέφτουν και από κάτω ακούγεται ένα “Woa!”—κάποιοι μάλλον το ξέρουν το τραγούδι. Στην αρχή σκόπευα να τον κοιτάζω όσο τραγουδούσα αλλά πάνω στο stand χάνω το θάρρος μου. Ξεκινάω κοιτάζοντας στο πουθενά.
Το μεγάλο μυστικό μου
φύλαξέ το λίγο ακόμα
λυπημένη μου καρδιά.
Φύλαξέ το άλλη μια μέρα,
κράτα το άλλη μια βραδιά.
Φύλαξέ το μην το μάθει,
κράτησέ το μην το πεις.
Μια κι αυτός δε μ' αγαπάει
τι που εγώ τον αγαπώ.
Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά που νιώθω πως θα σπάσει. Δεν απλώς ερμηνεύω το τραγούδι—το ζω, το αφήνω να ξεχειλίσει από μέσα μου. Και οι θαμώνες το καταλαβαίνουν. Πέρα από τη μουσική και τη φωνή μου, δεν ακούγεται ούτε ψίθυρος.
Το μεγάλο μυστικό μου,
τον κρυφό, πικρό μου πόνο,
την κρυφή μου τη φωτιά.
Τρέμω μήπως το προδώσουν
μια μου λέξη ή μια ματιά.
Να τα πω εγώ δεν ξέρω,
ούτε λόγο, ούτε σκοπό.
Μια κι αυτός δε μ' αγαπάει
τι που εγώ τον αγαπώ.
Το τραγούδι τελειώνει αλλά αυτό που συνέβη δεν το περίμενα. Αν ο Μάριος είχε κερδίσει ζεστό χειροκρότημα, μ’ εμένα τα πράγματα κυλάνε αρκετά διαφορετικά. Σηκώνονται και με χειροκροτούν όρθιοι, και το ίδιο κάνει και η παρέα μου. Το βλέμμα του Μάριου είναι ανεξιχνίαστο, αυτό που μπορώ ωστόσο να καταλάβω είναι το πάθος με το οποίο χειροκροτάει.
Κάνω μια βαθιά υπόκλιση κερδίζοντας ακόμα πιο δυνατά χειροκροτήματα, και χαμογελαστή και συγκινημένη επιστρέφω στο τραπέζι μας, με το χειροκρότημα να μην έχει σταματήσει ακόμα.
«ΜΑΛΑΚΑ ΜΟΥ ΤΙ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ;» λέει ο Νίκος χωρίς να μπορεί να κρύψει το θαυμασμό του.
“I did my best!” τους απαντάω.
«Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός που δε σ’ αγαπάει, αλλά αν δεν σε έχουν ερωτευτεί όλοι οι θαμώνες να μη με λένε Βαγγέλη!» λέει ο Βαγγέλης.
Προσπαθώ να μην κοιτάξω το Μάριο για να μην καρφωθώ αλλά αν δεν τον κοιτάξω θα καρφωθώ. Δεν έχω επιλογή.
«Δεν έχω λόγια» μου ψιθυρίζει όταν κάθομαι.
«Σου άρεσε;» τον ρωτάω κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Βλέπω το βλέμμα του, βλέπω τη λαχτάρα του. Μίλα βρε χριστιανέ μου, γιατί δε μιλάς;
«Όσο τίποτα,» μου απαντάει, αλλά δεν κάνει καμία άλλη κίνηση.
Δεν θέλω να τον φέρω σε πιο δύσκολη θέση οπότε δεν το συνεχίζω. Ό,τι μπορούσα να κάνω από τη μεριά μου το έκανα, αν με θέλει και εκείνος, θα πρέπει να κάνει ο ίδιος το βήμα. Αν δεν το κάνει… είναι και αυτό μια απάντηση, υποθέτω.
⇽∙∙∙⇾
Η «χειραφέτηση» μου δεν περιορίστηκε στην ώρα που θα γυρίζω σπίτι από τις εξόδους μου, για πρώτη φορά φέτος μου επέτρεψαν να πάω και διακοπές μόνη μου. Καλά, όχι ακριβώς μόνη μου, με την παρέα ή τέλος πάντων με όσους είχαμε απομείνει σε αυτή, καθώς άρχισε να σπάει πέρσι με το που οι μεγαλύτεροι τέλειωσαν το λύκειο.
Έχουμε πια απομείνει έξι από τους αρχικούς δέκα plus, και είπαμε να πάμε Σκιάθο όπου είχε σπίτι η Κλαίρη. Θα είμαι εγώ, ο Μάριος, η Κατερίνα, η Κλαίρη, ο Νίκος και ο Βαγγέλης, που εδώ και έξι μήνες τα έχει με την Κλαίρη. Περίεργο πράγμα όμως, συμμαθητές σε όλο το σχολείο και τα έφτιαξαν αφού το τελείωσαν.
Κάτω απ' την Αυγουστιάτικη πανσέληνο
Είμαστε πρώτη μέρα στη Σκιάθο και το βράδυ έχουμε πάει σε κλαμπ. Κοντεύει να πάει μία και απ’ όλη την παρέα έχουμε μείνει μόνο εγώ και ο Μάριος. Βαγγέλης και Κλαίρη θέλανε να ξεμοναχιαστούν και έχουν φύγει λίγο μετά τα μεσάνυχτα ενώ Κατερίνα και Νίκος έφυγαν πριν λίγη ώρα για να πάνε να φάνε κρέπες, αν και μας είπαν ότι θα γυρίσουν πιο μετά.
Είμαστε στην πίστα και χορεύουμε όταν ένας εμφανώς μεθυσμένος τουρίστας με αρπάζει αγκαλιά και προσπαθεί να με φιλήσει. Δεν παλεύω, δεν προσπαθώ να του ξεφύγω, του ρίχνω κουτουλιά στη μούρη, και με το που κάνει πίσω ζαλισμένος του χώνω ένα γερό κλωτσίδι στο στομάχι που τον κάνει να διπλωθεί στα δύο. Ο Μάριος με κρατάει πριν του χώσω κλωτσιά στη μούρη, και με την οργή που είχα, μπορεί να τον άφηνα στον τόπο και να είχαμε άλλα.
Η μουσική σταματάει. Γύρω μου έχει ανοίξει ένας κύκλος και ο μόνος που είναι μέσα είναι ο Μάριος. Όποιος άλλος μπει θα τον κλάψει η μάνα του. Εκείνος, μωβ κι ο ίδιος από τα νεύρα, απλά στέκεται δίπλα μου, έτοιμος να χιμήξει στο λαρύγγι του οποιονδήποτε κάνει απειλητική κίνηση αλλά τελικά δε χρειάζεται.
“Peace!” λέει ένας κάποιος από την παρέα του μεθυσμένου. Τον βοηθάνε να σηκωθεί με το πρόσωπο γεμάτο αίματα και μερικά δόντια λιγότερα. Ανεβαίνει και ο μπράβος του μαγαζιού και αφού μιλάει με τον DJ και ιδιοκτήτη, έρχεται δίπλα μας και κάνει νόημα στους τουρίστες να την κάνουν. Παίρνουν τον φίλο τους και αποχωρούν σιγά-σιγά. Ο DJ—και ιδιοκτήτης του κλαμπ—έρχεται και μου ζητάει συγνώμη και προτείνει να μας κεράσει ποτά. Ο Μάριος του γνέφει καταφατικά και με παίρνει να πάμε προς το μπαρ. Σε λίγο η μουσική ξεκινάει και πάλι και ο κόσμος αρχίζει να χορεύει.
«Είσαι καλά;» με ρωτάει με βλέμμα γεμάτο ανησυχία.
«Θα κάνω καρούμπαλο…» του απαντάω και το πρόσωπό του χαλαρώνει μέσα σε μια στιγμή. Βάζει τα γέλια. «Τι γελάς ρε μαλάκα;» τον ρωτάω αλλά με πιάνουν κι εμένα τα γέλια.
«Α, ρε Μπίλι, είσαι Θεός, ήλιος καλοκαιρινός. Βρήκε ο μαλάκας άτομο να την πέσει!» μου λέει γελώντας ακόμα πιο δυνατά.
«Μάριε, λέω να μην το πούμε στους υπόλοιπους, δεν υπάρχει λόγος να τους ταράξουμε,» του κάνω αυτή τη φορά στα σοβαρά.
«Εντάξει,» αποκρίνεται χαμογελώντας και κλείνοντάς μου συνωμοτικά το μάτι. «Θα είναι το μυστικό μας!»
Πίνουμε το ποτό μας και η ταχυπαλμία πέφτει λίγο αλλά αποφασίζουμε να μην κάτσουμε άλλο. Πάμε στην κρεπερί όπου βρίσκουμε το Νίκο και την Κατερίνα. Αυτοί θέλουν να συνεχίσουν σε άλλο κλαμπ αλλά ούτε εγώ, ούτε ο Μάριος έχουμε όρεξη, θέλουμε και οι δύο αέρα. Τους αφήνουμε να πάνε μόνοι τους και περπατάμε προς τα κάτω μέχρι που φτάνουμε στο Μπούρτζι. Έχει κόσμο και φασαρία οπότε φεύγουμε και πάμε προς τις Πλάκες που εκείνη τη στιγμή είναι ερημιά.
Πάμε πάνω από τα βράχια μέχρι που φτάνουμε στην άκρη. Η πάνω μεριά τους είναι λεία, ξαπλώνουμε και οι δύο βάζοντας τα χέρια μας ως μαξιλάρια και χαζεύουμε τον ουρανό, εδώ δεν είναι Αθήνα και ο νυχτερινός ουρανός, ακόμα και με το ολόγιομο φεγγάρι, είναι γεμάτος άστρα που λαμπυρίζουν σαν διαμάντια.
«Τι όμορφα που είναι!» λέω στενάζοντας με φωνή γεμάτη θαυμασμό. Τ’ αστέρια μοιάζουν με διαμάντια κεντημένα σε βελούδινο πέπλο,» του κάνω και γυρίζω το κεφάλι μου και τον κοιτάζω σχεδόν ονειροπαρμένα.
«Αν θέλεις να με ρίξεις, πιο ρομαντικό πράγμα από την κουτουλιά που έριξες στη μούρη αυτού του μαλάκα δεν υπάρχει!» μου λέει κάνοντας χαβαλέ.
«Έλα ρε μαλάκα, μη το γαμάς» του λέω με παράπονο και τον σκουντάω στον ώμο για να συμμαζευτεί.
Δεν απαντάει. Γυρνάει προς το πλάι και με κοιτάζει χωρίς να μιλήσει. Το βλέμμα του… Κάτι έχει το βλέμμα του… Δεν μπορώ να το προσδιορίσω αλλά κάνει την καρδιά μου να χοροπηδήσει μέσα στα στήθη μου. Λαχτάρα είναι; Τι είναι; Γυρίζω κι εγώ στο πλάι, ξαπλώνω στον αγκώνα μου και τον κοιτάζω στα μάτια όπως τον λούζει το φως του ολόγιομου φεγγαριού.
«Μια πεντάρα για τη σκέψη σου» προσπαθώ να τον πειράξω αλλά η φωνή μου βγαίνει περισσότερο τρυφερή παρά παιχνιδιάρικη.
Στέκεται και με κοιτάζει αναποφάσιστος, σα να ψάχνει να βρει το κουράγιο του. Η καρδιά μου αρχίζει και χτυπάει δυνατά.
«Θυμάσαι που με ρώτησες τι κάνω λάθος;» Η φωνή του είναι χαμηλή, σχεδόν σβησμένη.
«Ναι…;» τον ρωτάω και δεν τολμώ ούτε το βλέφαρο να παίξω, δεν θέλω να τον κόψω.
«Δεν κάνω κάποιο λάθος ρε Μπίλι… απλά… απλά δεν αισθάνομαι τίποτα.» Το λέει απότομα, σχεδόν σαν να τον πνίγει η αλήθεια.
«Τι εννοείς;» τον ρωτάω και νιώθω την καρδιά μου να χάνει έναν χτύπο.
Mένει για λίγο σιωπηλός. «Εννοώ… ότι… ρε μαλάκα…» λέει και σταματάει και πάλι. Παίρνει μια βαθιά ανάσα. «Πώς να στο πω και να μη με πάρεις με τις πέτρες;»
«Δε θα σε πάρω, στο υπόσχομαι,» του απαντάω σοβαρά.
Δεν τον έχω ξαναδεί έτσι. Όχι τον Μάριο. Όχι τον Μάριο μου.
Σηκώνει τα μάτια του, και σφίγγει για μια στιγμή τα χείλη του. Με κοιτάζει και πάλι. «Δεν κάνουν… δεν κάνουν την καρδιά μου να χτυπήσει.»
Τον κοιτάω για μερικές στιγμές αφήνοντας τον εαυτό μου να νιώσει το βάρος της απάντησής του. Τον κοιτάζω ερωτηματικά στα μάτια. «Τότε γιατί ήσουν με τις πλερέζες όταν σε χώρισε η Βίκυ;»
Γελάει πικρά και κουνάει το κεφάλι του μπρος-πίσω. «Γιατί… γιατί μου είπε κάτι που μ’ έτσουξε,» μου λέει και στενάζει.
«Τι σου είπε;» τον ρωτάω ήρεμα προσπαθώντας να κρύψω την ταραχή μου.
Σκύβει το κεφάλι και ξύνει αμήχανα το αυτί του. «Μου είπε… απλά… μου είπε κάτι, και συνειδητοποίησα ότι είχε δίκιο.»
«Τι σου είπε ρε μαλάκα, θα με σκάσεις!» του λέω χωρίς να μπορώ να κρατηθώ.
Ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, αλλά σταματάει. Σκύβει το κεφάλι, σηκώνει το χέρι του να τρίψει τον σβέρκο του, αφήνει μια βαθιά, βαριά ανάσα να φύγει από μέσα του. Όταν ξαναμιλάει, η φωνή του είναι σπασμένη.
«Όταν τη ρώτησα γιατί μου ζήτησε να χωρίσουμε… μου είπε…» Κλείνει τα μάτια του, σαν να προσπαθεί να ανακαλέσει τα ακριβή λόγια. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και λέει τις λέξεις που θα μου αλλάξουν τη ζωή: «Γιατί δε θέλεις εμένα, όχι πραγματικά. Άργησα, μα το κατάλαβα,» μου λέει και σταματάει για μερικές στιγμές. «Δε θα δεχτώ να γίνω αντικαταστάτρια, Μάριε, κανείς που σέβεται τον εαυτό του δε θα δεχόταν τέτοιο πράγμα.» Σταματάει και πάλι και με κοιτάζει στα μάτια. Παίρνει βαθιά ανάσα. «Καμία δεν είναι σαν τη Μπίλι σου.»
Παγώνω. Η ανάσα μου κόβεται. ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ! ΑΚΟΥΣΑ ΚΑΛΑ;;;;;;;;
«Αυτή είναι η αλήθεια, Μπίλι,» μου λέει και η φωνή του είναι θαρρείς και βγαίνει κατευθείαν από την ψυχή του. «Δε στεριώνω με καμία… γιατί καμία δεν είναι εσύ.»
Με κοιτάζει στα μάτια αβέβαια και χαμογελάει πικρά. Εμένα πάλι το μυαλό μου έχει κολλήσει, αρνείται να πάρει στροφές.
«Ψάχνω… κι εγώ δεν ξέρω τι ψάχνω…» μου λέει και γέρνει το κεφάλι του ελαφρά. «Αλλά αυτή που λαχταράω… είσαι εσύ…» Με κοιτάζει για λίγο και αμέσως παίρνει τα μάτια το από πάνω μου, σα να ντρέπεται.
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΣΤΑΜΑΤΑΕΙ. ΚΑΛΑ ΑΚΟΥΣΑ!!!!!!!!
«Μπίλι… συγγνώμη.» Η φωνή του είναι σπασμένη, σχεδόν τρέμει. «Δεν… δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση. Δεν ξέρω ρε Μπίλι, δεν ξέρω.» Αφήνει μια βαριά ανάσα, λες και κουβαλάει έναν ολόκληρο κόσμο στην πλάτη του. «Από… από εκείνη τη βραδιά στο καραόκε δε μπορούσα να σε βγάλω από το μυαλό μου.»
Σταματάει, σαν να παλεύει με τον ίδιο του τον εαυτό. Σαν να φοβάται αυτό που πάει να πει.
«Ήλπιζα με όλη μου την ψυχή να εννοείς εμένα.» Με κοιτάζει στα μάτια και νιώθω τη βαρύτητα αυτών των λέξεων να πέφτει πάνω μου σαν κεραυνός. «Μακάρι… μακάρι να το ήξερα… ώστε να σε πιάσω… να σου πω ‘Κάνεις λάθος. Σε αγαπάει.’» Τα μάτια του καίνε. Δεν έχω ξαναδεί τόση ένταση στον Μάριο μου. «Γιατί… γιατί για μένα δεν υπάρχει άλλη.»
Η καρδιά μου πάει να σπάσει. «Γιατί δε μου μίλησες ποτέ γι’ αυτό;» τον ρωτάω με φωνή που τρέμει.
Γελάει πικρά, κοιτάζει αλλού, σαν να μην αντέχει να με κοιτάξει όταν μιλάει. «Γιατί είμαστε φίλοι από τότε που θυμόμαστε τους εαυτούς μας… και δεν ήθελα να το ρισκάρω.» Γυρνάει ξανά προς το μέρος μου. «Φοβόμουν ότι αν… αν δεν ένιωθες το ίδιο, θα σε έχανα.»
Θα με έχανε. Ο Μάριος, ο Μάριος μου, είχε προτιμήσει να ζήσει με αυτό το βάρος, με αυτό το απύθμενο γαμημένο κενό, παρά να ρισκάρει να με χάσει.
Παίρνει βαθιά ανάσα, σαν να μαζεύει όλο το κουράγιο του. «Truth will set you free, που λένε οι Αμερικάνοι. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πρέπει κάπως να προχωρήσω…» Αφήνει μια βαθιά, βαριά ανάσα να φύγει από μέσα του. «Απλά δε θέλω να σε χάσω.»
Μου χαμογελάει. Τα μάτια του είναι υγρά.
«Δε θα με χάσεις!» του απαντάω σιγανά. Η φωνή μου σπάει. Δεν αντέχω άλλο, δεν μπορώ να το κρατήσω μέσα μου άλλο! «Σ’ αγαπάω, βρε μπούφο!»
Παγώνει. Με κοιτάζει, τα μάτια του γεμάτα έκπληξη, γεμάτα φόβο, γεμάτα κάτι άλλο, κάτι που δεν έχω ξαναδεί.
«Μ’ αγαπάς, το ξέρω.» Η φωνή του είναι σχεδόν ψίθυρος. «Αλλά… αλλά δεν ξέρω αν μ’ αγαπάς με τον τρόπο που σ’ αγαπάω εγώ.»
Ώρες-ώρες αυτό το παιδί γίνεται τελείως Αλέκος! Ανασηκώνομαι στα γόνατα, τον πιάνω από το πρόσωπο, τον τραβάω προς το μέρος μου, αναγκάζω τα μάτια του να κοιτάξουν τα δικά μου!
«ΕΙΣΑΙ ΗΛΙΘΙΟΣ, ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ; ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΡΟΠΟ Σ’ ΑΓΑΠΑΩ!!!» του λέγω αργά και εμφατικά, λες και μιλάω σε καθυστερημένο.
Ανοιγοκλείνει τα μάτια του. Δεν μιλάει. Ανασαίνει βαριά. «Νιώθεις… νιώθεις το ίδιο;» Η φωνή του τρέμει, λες και ακόμα δε μπορεί να το πιστέψει.
Θεέ μου, θα τον πνίξω! Θα τον πνίξω και θα μείνω με την όρεξη!
«ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΡΑ, ΒΡΕ ΟΡΓΙΟ!!!» του φωνάζω και κάνω την κίνηση ότι τραβάω τα μαλλιά μου από την απελπισία.
Σηκώνει το χέρι του, το φέρνει στο μάγουλό μου. «Μπίλι…» Η φωνή του σπάει. «Θέλω… θέλω να σε φιλήσω.»
Η καρδιά μου σταματάει. «Δεν θα σε κουτουλήσω, στο λόγο της τιμής μου!»
Γελάμε και είναι το πιο όμορφο γέλιο που έχω κάνει σε όλη μου τη ζωή. Όλη η ένταση σπάει σαν σαπουνόφουσκα. Χαμογελάει—όχι με το γνωστό του χαμόγελο, αλλά μ’ ένα άλλο. Κάτι άλλο υπάρχει στο βλέμμα του τώρα. Κάτι καινούργιο.
«Α, ρε Μπίλι.» Το λέει γελώντας, κλείνοντας τα μάτια του για μια στιγμή, σαν να μην το πιστεύει. «Τι θα σε κάνω;»
«Θα με φιλήσεις,» του απαντάω κοφτά. Διστάζει για μερικές στιγμές. «Άντε βρε χριστιανέ μου, τι περιμένεις;» του λέω και γέρνω το κεφάλι μου μπροστά, πλησιάζοντάς τον.
Γέρνει προς το μέρος μου, και τότε συμβαίνει. Τα μάτια μου κλείνουν από μόνα τους καθώς τα χείλη μας συναντώνται σε ένα απαλό, διστακτικό στην αρχή, φιλί, και ο χρόνος σταματάει. Αλήθεια συμβαίνει αυτό; Ο Μάριος μου με φιλάει. Ο Μάριος μου! Και τότε κάτι μέσα μου σπάει—ή μήπως ενώνονται όλα; Τον τραβάω πάνω μου, ανοίγω το στόμα μου στο δικό του, τον νιώθω, τον πίνω, τον απομνημονεύω, λες και προσπαθώ να χαράξω αυτή τη στιγμή στη μνήμη μου για πάντα. Δεν είναι όνειρο. Δεν είναι λάθος. Δεν είναι παιχνίδι. Είναι το τέλος κάθε αναμονής, είναι μια νέα αρχή.
Μέσα στη νύχτα, κάτω από την Αυγουστιάτικη πανσέληνο, μια νέα μέρα ξημέρωσε για μένα και τον Μάριο. Τον Μάριο μου.
ΜΟΥ.
Μόλις εξομολογηθήκαμε ο ένας στον άλλον τον έρωτά μας και φιλιόμαστε, φιλιόμαστε σαν εραστές. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά μέσα στα στήθη μου, και, όπως και εκείνη τη φορά που παίζαμε Πυθία, θέλω ο χρόνος να σταματήσει, να μείνουμε εδώ, να μείνουμε εμείς. Το φιλί μας μου ρουφάει την ψυχή, τη νιώθω να πετάει μέσα από τα χείλη μου, σαν να διαλύεται στον αέρα και να ξαναγυρνάει σε μένα, ανανεωμένη, διαφορετική. Αυτή τη φορά δεν υπάρχει κανείς να μας διακόψει, δεν υπάρχει τίποτα να μας χωρίσει…
Αυτή τη φορά βρισκόμαστε ακριβώς εκεί που ανήκουμε.
Η ένταση του φιλιού έχει αυξηθεί, έχει γίνει πιο άγριο, πιο παθιασμένο. Με ξαπλώνει και γέρνοντας πάνω μου αρχίζουμε και φιλιόμαστε με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Το χέρι του με χαϊδεύει στα πλευρά και μετά κινείται διστακτικά το χέρι του προς το αριστερό μου στήθος προσπαθώντας να καταλάβει την αντίδρασή μου. Του πιάνω το χέρι και το πιέζω πάνω στο στήθος μου. Παίρνει το μήνυμα και αρχίζει να με χουφτώνει και να με μαλάζει απαλά, κάνοντάς με να ριγήσω.
Η αίσθηση, αν και δεν είναι πρωτόγνωρη καθώς και ο Jean-Claude είχε χαϊδέψει και φιλήσει τα στήθη μου, είναι πολύ πιο έντονη αυτή τη φορά, το σώμα μου τρεμουλιάζει και νιώθω μια γλυκιά ζέστη να απλώνεται στα λαγόνια μου. Σταματάει το φιλί και ξεκινάει να με φιλάει στο λαιμό και μετά πάει στο αυτί μου και η αίσθηση είναι τόσο υπέροχη που νιώθω ότι θα εκραγώ.
Δεν έχει σταματήσει ούτε στιγμή να μαλάζει πότε το ένα και πότε το άλλο μου στήθος. Περνάει διστακτικά το χέρι του κάτω από τη μπλούζα μου, η οποία το παραδέχομαι, έχει αρκετά αποκαλυπτικό ντεκολτέ—για την ακρίβεια είναι η ίδια μπλούζα που φορούσα τη βραδιά που γνώρισα τον Jean-Claude, γουρλίδικη είναι τελικά!—και τον αφήνω. Όπως και τότε δεν φοράω σουτιέν και η αίσθηση κάτω από το ύφασμα είναι ακόμα πιο δυνατή.
Οι ανάσες μου γίνονται κοφτές, σχεδόν σαν αναφιλητά. Μου μαλάζει απαλά το στήθος, οι ρώγες μου έχουν πετρώσει. Κάνει να μου ανεβάσει τη μπλούζα και διστάζει προς στιγμή. Το σώμα μου τον θέλει και του το δείχνει με κάθε τρόπο, αλλά ο Μάριος δεν έχει την εμπειρία του Jean-Claude.
«Μη σταματάς» του ψιθυρίζω.
Μου την ανεβάζει τελείως, μέχρι το ύψος του λαιμού. Τα στήθη μου είναι γυμνά για δεύτερη φορά μπροστά σε κάποιο αγόρι και το νυχτερινό αεράκι τα χαϊδεύει σαν εραστής, κάνοντας με να ανατριχιάσω ακόμα περισσότερο. Σκύβει από πάνω τους και τρυφερά, πολύ τρυφερά, αρχίζει και πιπιλάει τη ρώγα του δεξιού μου στήθους ενώ με το άλλο του χέρι μαλάζει απαλά το αριστερό.
Η ζέστη που είχε απλωθεί στα λαγόνια μου έχει γίνει πυρκαγιά. Νιώθω τόσο όμορφα που είναι σχεδόν αβάσταχτο, ενώ τα χείλη και η γλώσσα του παίζουν με τις ρώγες μου που έχουν πετρώσει τόσο πολύ που σχεδόν πονάνε… αλλά… αλλά αυτός δεν είναι πόνος… δεν ξέρω τι ακριβώς είναι, το μόνο που ξέρω είναι πως κοντεύω να χάσω τα μυαλά μου. Αν σ’ ένα δωμάτιο στη Ρόδο είχα χάσει μια φορά τα μυαλά μου, αυτό που ζω αυτή τη στιγμή δεν έχω λόγια να το περιγράψω, είναι πέραν κάθε σύγκρισης.
Συνεχίζει πολλή ώρα έτσι, πότε πιπιλώντας το ένα στήθος και πότε το άλλο. Κάποια στιγμή σταματάει, μου φιλάει απαλά τη ρόγα και μου ανεβάζει ξανά τη μπλούζα, καλύπτοντάς και πάλι τα στήθη μου. Μου δίνει ένα τρυφερό φιλί, γέρνει στο πλάι μου, με κοιτάζει που ξαπλωμένη ανάσκελα μοιάζω να κοιτάω το άπειρο και βάζει ένα γελάκι.
«Σ’ αγαπάω» μου λέει απλά. Δυο λέξεις, δυο απλές λεξούλες που για μένα σημαίνουν τα πάντα. Γιατί δεν είναι οι λέξεις, είναι αυτός που της λέει. Ο Μάριος. Ο Μάριός μου. Το αγόρι με το οποίο μεγαλώσαμε μαζί, ο αχώριστος σύντροφός μου σε όλες τις ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου. Και τώρα αυτό. Τα μάτια μου δακρύζουν, καίνε, αλλά δε με νοιάζει καθόλου. Δίπλα του μπορώ να σπάσω, μπορώ να διαλυθώ, γιατί ξέρω πως θα με ενώσει πάλι κομμάτι-κομμάτι. Απλά και μόνο γιατί υπάρχει.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω,» του λέω με τα μάτια μου να τρέχουν. «Σ’ αγαπάω όσο δε φαντάζεσαι, και άλλο τόσο και άλλο τόσο… και άλλο τόσο.»
«Κλαψιάρα,» μου λέει πειράζοντάς με τρυφερά.
«Καλά κάνω» του λέω και τον τραβάω ξανά πάνω μου.
Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα φιλιόμαστε, και αυτή τη φορά δεν έχει χάδια, είναι μόνο φιλί. Βαθύ, ατέλειωτο, ερωτικό φιλί. Νιώθω ξανά την ψυχή μου σχεδόν να ρουφιέται από τα χείλη μου και να φεύγει… να πετάει…
Τραβιέται απαλά και τον αφήνω απρόθυμα. Γυρνάει στο πλάι και το ίδιο κάνω κι εγώ. «Θα τους πέσει κεραμίδα στο κεφάλι» μου λέει αναφερόμενος στην υπόλοιπη παρέα.
«Θα το ξεπεράσουν» του απαντάω, προσπαθώντας ακόμα να βρω τις ανάσες μου.
«Κερνάω κρέπα!» μου λέει, το νου του στο φαγητό ο κροκόδειλος.
Αμ δε! Τόσα χρόνια περίμενα γι’ αυτό. «Κρέπες αργότερα» του απαντάω και τον τραβάω ξανά πάνω μου.»
Χάνουμε και πάλι την αίσθηση του χρόνου αλλά αυτή τη φορά είμαι εγώ που τερματίζω απαλά το φιλί. Σηκώνομαι όρθια και σηκώνεται κι εκείνος.
«Σ’ ΑΓΑΠΑΩ! Σ’ ΑΓΑΠΑΩ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ, Σ’ ΑΓΑΠΑΩ!» φωνάζω με όλη τη δύναμη της φωνής μου μέσα στη νύχτα, χωρίς να μπορώ να το συγκρατήσω άλλο.
Πριν προλάβει να μου απαντήσει, μια φωνή ακούγεται από το πουθενά: «Κι εμείς τι σου φταίμε, ρε κοπελιά; Δεν μπορείς ν’ αγαπάς τον μαλάκα σου πιο σιγά;»
Μένουμε αποσβολωμένοι για μερικά δευτερόλεπτο και μετά καταρρέουμε από τα γέλια. Κυριολεκτικά. Ο Μάριος ακουμπάει το μέτωπό του στον ώμο μου, τρέμοντας από τα γέλια, κι εγώ δεν μπορώ να πάρω ανάσα.
«Τομπούλογλου!» καταφέρνει να ψελλίσει και σαν παιδάκια που έκαναν σκανταλιά, τρέχουμε μέσα στη νύχτα, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον και γελώντας μέχρι που δεν αντέχουμε άλλο.
Φτάνουμε ξανά στο κέντρο και σταματάμε στην κρεπερί. Μοιραζόμαστε μια γλυκιά κρέπα και, φυσικά, γινόμαστε χάλια από μερέντα. Σκουπίζουμε ο ένας τον άλλον με φιλιά, χαχανίζοντας, με μια χαρά που δεν μπορεί να χωρέσει πουθενά. Αχ, Έρωτα! Και ας μην ήταν κάτω από την ανθισμένη την πορτοκαλιά του Λόρκα. Ήταν κάτω από την Αυγουστιάτικη πανσέληνο της Σκιάθου.
«Από πότε είσαι ερωτευμένη μαζί μου;» με ρωτάει, η φωνή του απαλή, γεμάτη περιέργεια.
«Δεν το είχα συνειδητοποιήσει μέχρι που μου είπες ότι τα έφτιαξες με τη Βίκυ. Μου ήρθε κατακούτελα!» του απαντάω σφίγγοντας τα χείλη μου.
«Χαχαχα, κοίτα να δεις που στο τέλος θα πρέπει να της πάμε και γλυκά!» μου λέει γελώντας.
«Έλα ντε! Εσύ… εσύ πότε κατάλαβες ότι είσαι ερωτευμένος μαζί μου;» τον ρωτάω χαμογελώντας σα χαζή.
«Από εκείνη την ημέρα που ήρθα και σε σήκωσα με το ζόρι για να βγούμε έξω να παίξουμε κρυφτό!» μου απαντάει χαμογελώντας μου ντροπαλά. «Από δώδεκα χρονών,» μου κάνει και κουνάει το κεφάλι του χαχανίζοντας αμήχανα.
«Είχαμε μια διαφορά φάσης…» του λέω χαμογελώντας εξίσου αμήχανα. «Βασικά…» του λέω και ξύνω ελαφρά το μάγουλό μου. «Η πρώτη φορά που ένιωσα τσίμπημα στην καρδιά μου ήταν…» λέω και σταματάω. «Μαλάκα, έτσι και γελάσεις στο ορκίζομαι θα με κάνω χήρα επιτόπου!» του λέω με έμφαση κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
“Cross my heart and hope to die!” μου απαντάει στα αγγλικά, χαχανίζοντας.
«Γέλα και η ευχή σου θα πραγματοποιηθεί!» του κάνω ψευτοαπειλητικά κουνώντας το δάχτυλό μου μπροστά στη μύτη του. «Λοιπόν… ήταν μετά το Dirty Dancing!» του λέω κάνοντάς τον να νιώσει σαν το στρατιώτη μπροστά στον Πιλάτο στη σκηνή του Bigus Dicus.
Προσπαθεί με το ζόρι να συγκρατηθεί ενώ εγώ τον πλησιάζω και αρχίζω και του κάνω μορφασμούς. Αντέχει για μερικά δευτερόλεπτα και μετά καταρρέει πλήρως, και τι να κάνω, βάζω κι εγώ τα γέλια, ξεχνώντας τις περί χηρείας απειλές μου.
“Now, I’ve had the time of my life” μου λέει τραγουδιστά και του χώνω μια παιχνιδιάρικη φάπα για να τον συμμαζέψω.
«Τέλος πάντων, τουλάχιστον εγώ δε σε ζόρισα!» του λέω και τον χτυπάω με το δάχτυλο στο κούτελο. «Τέσσερα χρόνια μου έψησες το ψάρι στα χείλη, π’ ανάθεμά σε!»
«Ε όχι και δε με ζόρισες!» μου λέει και είναι σειρά του να με χτυπήσει με το δάχτυλο στο κούτελο. «Με τον Jean-Claude ειδικά μού ‘δωσες και κατάλαβα, δεν ήξερα από που μου ήρθε!» μου λέει και αναστενάζει. «Με είχε πάρει και με είχε σηκώσει…» μου λέει στενάζοντας βαριά.
«Ξέρεις ποιο είναι το περίεργο;» του κάνω χαμογελώντας. «Μετά τον Jean-Claude σε ερωτεύτηκα ακόμα περισσότερο,» συνεχίζω χαϊδεύοντάς τον στο πρόσωπο.
Πιάνει το χέρι μου που του χαϊδεύει το πρόσωπο και το φιλάει τρυφερά. «Αυτό που θυμάμαι εγώ ήταν πως ήσουν τρελή και παλαβή μαζί του,» μου λέει στενάζοντας. «Αίμα με είχε πάει…»
«Ήμουν, είχα ξεμυαλιστεί τελείως μαζί του, ίσως γιατί ήξερα ότι δεν υπάρχει κανένα μέλλον. Άφησα τον εαυτό μου να το ζήσει και ήταν πολύ όμορφο, αλλά όταν τελείωσε έτσουξε πολύ… πολύ όμως. Αλλά και πάλι ήσουν εκεί, Μάριε.»
«Η ψυχούλα μου το ξέρει,» μου λέει κουνώντας το κεφάλι του.
«Σημασία έχει ότι πραγματική παρηγοριά βρήκα μόνο στην αγκαλιά του παιδικού μου φίλου, παρόλο που νόμιζα ότι δε με θέλει όπως τον ήθελα εγώ,» του λέω χαϊδεύοντάς τον τρυφερά.
Η φωνή μου χαμηλώνει.
«Ακόμα και έτσι όμως, συνειδητοποίησα ότι αυτή η αγκαλιά ήταν ανοιχτή για μένα, και ήταν εκείνη τη στιγμή που την είχα περισσότερο ανάγκη από κάθε τι.»
Αφήνει κάτω την κρέπα και χώνομαι στην αγκαλιά του. Με κρατάει σφιχτά, είναι το λιμάνι μου. Υψώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω στα μάτια.
«Έκλαιγα μέσα της, και εσύ το μόνο που έκανες ήταν να με κρατάς ακόμα πιο σφιχτά. Εκεί… εκεί σε ερωτεύτηκα ακόμα περισσότερο.»
Χανόμαστε και πάλι για μερικά λεπτά σ’ ένα βαθύ, ατελείωτο φιλί.
«Και σου χρωστάω ακόμα κάτι,» του λέω αφού τραβιόμαστε. Ένα χρόνο τώρα μ’ έτρωγε μέσα μου που δεν μπορούσα να του το πω.
«Τι μου χρωστάς;» με ρωτάει παραξενεμένος.
«Να σου πω όλη την αλήθεια για το Δημήτρη.» Δε μου απαντάει, απλά με κοιτάει περιμένοντας να συνεχίσω. «Σου είπα ένα ψέμα γιατί δε μπορούσα να σου πω την αλήθεια, και με τρώει ρε Μάριε, με τρώει.»
«Τι ψέμα μου είπες;»
«Ο πραγματικός λόγος δεν ήταν ότι είχα βαρεθεί να είμαι το μπακούρι. Ζήλεψα Μάριε, ζήλεψα που ήσουν με την Αναστασία και όχι μαζί μου,» του λέω με σπασμένη φωνή. «Με το Δημήτρη δεν τα έφτιαξα προσπαθώντας να πάω παρακάτω. Τα έφτιαξα μαζί του για να σε κάνω να ζηλέψεις. Πρόδωσα εν γνώση μου έναν άνθρωπο που εκτιμούσα. Δεν το έκανα ελπίζοντας να ξεχάσω, το έκανα υπολογίζοντας να κερδίσω.» Χαμογελάω πικρά. «Πήγα να παίξω κι εγώ το παιχνίδι, γιατί μου είχε καρφωθεί αυτό που μου είχε πει ο Πολιτάκης: Αν δεν παίξεις, χάνεις. Ωστόσο αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι ακόμα και αν κερδίσεις—και δεν κέρδισα—αν το τίμημα είναι να χάσεις τον εαυτό σου, δεν αξίζει. Δεν αξίζει το γαμημένο.»
Ο Μάριος κλείνει τα μάτια του και γελάει σιγανά, αλλά όχι κοροϊδευτικά. Σα να προσπαθεί να μη βρίσει. «Αχ βρε Μπίλι… αχ!»
«Δεν κάνω συχνά μαλακίες» του λέω σιγανά, «αλλά όταν κάνω είναι επικού μεγέθους. Ήταν ασυγχώρητο αυτό που έκανα. Ακόμα με στοιχειώνει αυτό που μου είπε.»
«Τι σου είπε;»
Κλείνω τα μάτια μου για μια στιγμή προσπαθώντας να μαζέψω το κουράγιο μου. «Αν υπήρχε ένα κορίτσι που θα έβαζα το χέρι μου στη φωτιά ότι δεν είναι σαν τις άλλες, ήσουν εσύ. Όλες ίδιες είστε τελικά. Όλες.»
«Μάλιστα…» μου απαντάει απλά.
Χαμηλώνω τα μάτια μου, δεν έχω το κουράγιο να τον κοιτάξω στα μάτια. Νιώθω το χέρι του στο πιγούνι μου, με σπρώχνει απαλά προς τα πάνω. Αντιστέκομαι, φοβάμαι να τον κοιτάξω, τρέμω τι θα δω στα μάτια του.
«Κοίταξέ με!» μου λέει και η φωνή του είναι ζεστή, τρυφερή, όχι παγωμένη. Ακόμα κι έτσι με τρομερή δυσκολία υψώνω το βλέμμα μου πάνω του. Το δικό του του δείχνει στεναχώρια, δεν είναι επικριτικό. «Αν είχα τ’ αρχίδια να σου μιλήσω θα σε είχα γλιτώσει απ’ όλα αυτά,» μου λέει σιγανά.
Σιωπή. Μια μικρή, βαριά σιωπή, γεμάτη όλα όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ.
«Πώς χάσαμε τόσα χρόνια ρε Μπίλι;»
Ανασαίνω. Χαμογελάω αβέβαια. «Κάλιο αργά παρά ποτέ.»
«Κάλιο αργά παρά ποτέ…» επαναλαμβάνει, μηχανικά στην αρχή, αλλά μετά σα να συνειδητοποιεί τι σημαίνει αυτό, και το πρόσωπό του φωτίζεται. «Κάλιο αργά παρά ποτέ!» μου λέει και πάλι, αυτή τη φορά χαμογελώντας, διαλύοντας τα σύννεφα που είχαν μαζευτεί.
Μου χαμογελάει με αυτό το χαμόγελο που αγαπώ περισσότερο από κάθε τι. Θεέ μου, είναι τόσο όμορφος, τόσο υπέροχος. Και είναι… είναι δικός μου κι εγώ δική του.
«Δε μου λες, πάμε να βρούμε τον Νίκο και την Κατερίνα;» τον ρωτάω με το που τελειώνουμε την κρέπα μας.
«Ναι, πάμε,» μου απαντάει ο Μάριος, και μετά χαμογελάει στραβά. «Πω-πω, θα μας μείνει η Κατερίνα!»
«Από τη χαρά της. Το ξέρει ότι ήμουν ερωτευμένη μαζί σου πολλά χρόνια.»
Ο Μάριος παγώνει. «Γιατί δε μου είπε τίποτα; Γιατί ρε γαμώτο, τόσος καιρός χαμένος άδικα!»
«Γιατί, βρε μπουμπούνα, η Κατερίνα είναι φίλη και των δυο μας. Όπως εσύ δε μπορούσες να ρισκάρεις να με χάσεις, όπως εγώ δε μπορούσα να ρισκάρω να σε χάσω, έτσι κι εκείνη δε μπορούσε να χάσει κανέναν από τους δυο μας.» Παύση. «Αν της είχες μιλήσει εσύ για σένα, ίσως και να στο έλεγε. Αλλά έλα στη θέση της. Είμαστε το τρίο Stooges!»
Ο Μάριος χαμογελάει, αλλά τα μάτια του έχουν ακόμα μια σκιά. «Έχεις δίκιο, μωρέ, Μπίλι,» μου λέει και σταματάει για λίγο. Μετά, το βλέμμα του φωτίζεται ξανά, κι ένα πλατύ, ολοκληρωτικά δικό του χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό του. «Έχεις δίκιο, Μπίλι ΜΟΥ!»
«Μπίλι ΣΟΥ» του απαντάω, και πριν προλάβω να πω οτιδήποτε άλλο, με τραβάει πάνω του και φιλιόμαστε στη μέση του δρόμου, κερδίζοντας πειρακτικά σφυρίγματα από κάποιους περαστικούς.
Ο Μάριος απομακρύνεται, στρέφεται προς αυτούς και κάνει μια βαθιά θεατρική υπόκλιση. «Ευχαριστούμε, ευχαριστούμε!»
Σκάω στα γέλια. Πηγαίνουμε στο κλαμπ που μας είχαν πει και τους βρίσκουμε.
«Μπα, αλλάξατε γνώμη, πουλάκια μου;» μας ρωτάει η Κατερίνα, πίνοντας μια γουλιά από το ποτό της. «Πού γυρνάγατε;»
«Είχαμε πάει για φρέσκα,» της απαντάει ο Μάριος με το πιο αθώο ύφος του κόσμου.
«Φρέσκα τα λέμε τώρα;» τον πειράζει η Κατερίνα.
Ο Μάριος γέρνει ελαφρώς μπροστά, χαμογελώντας αινιγματικά. «Πιο φρέσκα δεν έχει.»
Η Κατερίνα γυρνάει και με κοιτάζει. Μας κοιτάζει και τους δυο. Εγώ δεν μιλάω. Αντί άλλης απάντησης, απλώνω το χέρι, πιάνω τον Μάριο από τον γιακά και τον φιλάω βαθιά, χωρίς να νοιάζομαι ποιος βλέπει, χωρίς να με ενδιαφέρει τίποτα άλλο στον κόσμο.
Όταν σταματάμε, η Κατερίνα έχει φέρει το χέρι της μπροστά στο στόμα της, σαν να προσπαθεί να πνίξει μια κραυγή. Μας κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια. Ο Μάριος με παίρνει ξανά στην αγκαλιά του και, για λίγες στιγμές, νιώθω και πάλι τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια μου.
«ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!» ακούγεται η φωνή του Νίκου. «ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!»
Η Κατερίνα αφήνει ένα ενθουσιώδες τσιριχτό και μας παίρνει και τους δυο στην αγκαλιά, κατσιάζοντάς μας στα φιλιά. Είναι δακρυσμένη.
«Κι εγώ κουμπάρα,» μας λέει συνωμοτικά, κάνοντάς μας να βάλουμε τα γέλια.
«Τι, εγώ στο πηγάδι κατούρησα;» ρωτάει ο Νίκος.
«Καλά, κι εσύ κουμπάρος!» του λέει η Κατερίνα.
«Ναι, αλλά δε σου κάθομαι!» της απαντάει ο Νίκος. «Ξέρεις, ο κουμπάρος την κουμπάρα… και τα ρέστα!»
Η Κατερίνα σηκώνει το ποτήρι της, τον κοιτάζει και με μια τέλεια, αριστοτεχνική κίνηση του κάνει ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ! κατευθείαν στα μούτρα, γεμίζοντάς τον σάλια, με εμένα και τον Μάριο να καμπουριάζουμε από τα γέλια, κλαίγοντας σχεδόν.
«Μπα π’ ανάθεμά σε, λούτσα μ’ έκανες!»
«Να μάθεις να μη μου κάθεσαι!» τον πειράζει, και ξαναβάζουμε τα γέλια.
⇽∙∙∙⇾
Δυο μέρες αργότερα αποφασίσαμε να πάμε στον μικρό Ασέληνο αλλά όταν φτάσαμε και οι υπόλοιποι είδαν ότι θέλει πρώτα κατάβαση και μετά ορειβασία, γκρίνιαξαν να πάμε στον μεγάλο, που είναι και οργανωμένη και τελικά πήγαμε εκεί. Την επόμενη μέρα νοικιάσαμε γουρούνα και πήγαμε μόνοι μας οι δυο μας στο μικρό Ασέληνο, όχι που θα κάτσουμε να σκάσουμε! Κάτω είναι ερημιά, ζήτημα αν είναι εκεί δυο-τρεις παρέες. Ο μικρός Ασέληνος είναι μια υπέροχη μινιόν παραλία σε ένα μικρό όρμο, με άμμο και βαθιά, πεντακάθαρα νερά. Αριστερά, αφού περάσεις τα βράχια, έχει ακόμα έναν μικρότερο κολπίσκο, και αυτός με άμμο, οπότε αποφασίζουμε να πάμε εκεί ώστε να είμαστε τελείως μόνοι.
«Μπίλι;» μου λέει ο Μάριος όταν στρώσαμε
τις πετσέτες. «Βγάλε το πάνω σου, είμαστε μόνοι». Δεν θα δει κάτι που δεν είχε
δει χθες και προχθές, έστω και στο φως του φεγγαριού, αλλά η αλήθεια είναι ότι
διστάζω λίγο. «Έλα βρε Μπίλι, έχεις τόσο όμορφο στήθος,» μου λέει και με κοιτάζει
παρακλητικά. «Την ομορφιά τη δείχνουμε, δεν την κρύβουμε!» μου κάνει χαμογελώντας
σκανταλιάρικα.
«Θα είσαι φρόνιμος μετά;» τον ρωτάω
παιχνιδιάρικα, και βάζει τα γέλια.
«Για μαλάκες ψάχνεις;» κάνοντάς μου με τα χέρια
λες και μου έστριψε η βίδα.
«Όχι, έναν που έχω μου φτάνει!» τον πειράζω
και του χώνω μια απαλή με το δάχτυλο στη μύτη, αλλά του κάνω το χατίρι και
βγάζω το πάνω μέρος του μαγιό μου.
Με κοιτάει σα λιγούρης για μερικές στιγμές και
μετά χαμογελάει πονηρά. «Έλα τώρα να βάλουμε και λαδάκι!»
«Κάπως ήμουν σίγουρη» του λέω πειρακτικά
αλλά αφήνομαι να με αλείψει λάδι.
Ξεκινάει από την πλάτη μου και μετά συνεχίζει
στα στήθη μου αφιερώνοντας πολύ περισσότερη ώρα απ’ όσο πραγματικά χρειάζεται. Όπως
κάθεται πίσω μου και με χουφτώνει κανονικά και με το νόμο παριστάνοντας ότι μου
απλώνει λάδι, νιώθω τον ερεθισμό του και βάζω τα γέλια.
«Λάδι είπαμε να βάλεις,
μη μας γαμήσεις κιόλας!» του λέω πειρακτικά.
«Ε, κάποια στιγμή θα πρέπει να σταματήσω να
είμαι μαλάκας, δε νομίζεις;» με ρωτάει πονηρά.
Του χώνω μια στα χέρια του που με χουφτώνουν
χαχανίζοντας. «Και να αφήσεις πίσω σου τέτοια καριέρα; Ποτέ!»
Τελειώνει, και παρά το ότι με έχει κάνει πύραυλο με τα
χάδια του στα στήθη μου, είμαι πολύ χαλαρωμένη. Φυσάει ελαφρό αεράκι και η
αίσθηση του πάνω στα γυμνά μου στήθη είναι υπέροχη. Λίγη ώρα μετά μπαίνουμε στα
καθάρια νερά και κολυμπάμε, και παίζουμε, κάνουμε πατητές, κάνουμε μακροβούτια
και είναι τόσο όμορφα, όλα είναι τόσο όμορφα!
Βγαίνουμε έξω και ξαπλώνουμε στις πετσέτες και σε λίγο, αδιαφορώντας πλήρως για το ότι μπορεί να έρθει κανείς από εδώ και να μας δει, ξεκινάμε να φιλιόμαστε και πολύ γρήγορα καταλήγουμε να χαμουρευόμαστε. Το χάδι της γλώσσας του στα στήθη μου κόβει και πάλι την ανάσα και όταν κατεβάζει το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου δεν τον σταματάω αλλά εκείνος δεν προχωράει περισσότερο πέρα από ένα απαλό χάδι πάνω από το μαγιό.
«Μια πεντάρα για τη σκέψη σου» του λέω τρυφερά όταν σταματήσαμε, έτσι είχαμε ξεκινήσει προχθές καταλήγοντας στο τέλος της βραδιάς ζευγάρι. Καταλήγοντας εκεί που οι καρδιές μας βρισκόντουσαν εδώ και πολλά χρόνια.
Γυρίζουμε ο ένας αντίκρυ στον άλλον. Με κοιτάζει και το σμαραγδένιο των ματιών του σχεδόν επισκιάζει το φως του ήλιου.
«Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου!»
«Και κανείς δεν είναι σαν τον Μάριο μου!» του απαντάω απλά. Ποτέ κανείς δεν ήταν, ποτέ κανείς δε θα γίνει.
«Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει χαϊδεύοντάς με τρυφερά στο πρόσωπο.
«Να θυμηθούμε να πάρουμε γλυκά στη Βίκυ!» του απαντάω και βάζουμε και πάλι τα δυνατά γέλια, μέχρι που δακρύζουμε, μέχρι που μας πιάνουν οι κοιλιές μας.
Μωρό σου;
Είναι πρωί κι έχω πάει στο σπίτι του για να πιούμε καφέ. Στους δικούς μας δεν έχουμε πει ακόμα τίποτα, και προσέχουμε πολύ να μη μας πάρουν χαμπάρι. Οι βάσεις είχαν βγει από τα τέλη Αυγούστου και, όπως κι εκείνος πέρσι, έτσι κι εγώ φέτος, πέρασα πρώτη των πρώτων. Κάπως έτσι, ο Μάριος κατάφερε να διατηρήσει ανέπαφες τις μεταφορικές του κοτσίδες.
Ο Ιούλης με το 160 στα Μαθηματικά και το 6330 συνολικά, τη χρονιά της μεγάλης σφαγής, με είχε βάλει κι εμένα στις εφημερίδες, και όπως φάνηκε, είχαν λυσσάξει όταν κατάλαβαν ότι οι πρώτοι των πρώτων, περσινός και φετινή, είναι γείτονες και φίλοι από μικρά παιδιά. Και όχι μόνο αυτό, αλλά πως η πρώτη στη Νομική, και πέμπτη συνολικά, είναι και κολλητή τους, και κάπως έτσι το τρίο Stooges έγινε γνωστό και στο πανελλήνιο.
Αυτή τη φορά δεν ήμουν εγώ που μάζεψα τα αποκόμματα. Το έκανε εκείνος. Κι όταν μου τα έδειξε, πήγα και άνοιξα το κουτί και του έδειξα αυτά που είχα κρατήσει εγώ. Δεν είχα ανάγκη πια να το κρατάω μυστικό. Και δεν ήταν μόνο αυτό που είχε αλλάξει από εκείνη την όμορφη αυγουστιάτικη βραδιά. Είχε επιστρέψει μετά από χρόνια ξανά στη ζωή μας η πάλη, αν και πλέον ως καθαρά ερωτικό παιχνίδι.
Δεν είχαμε προχωρήσει περισσότερο από το χαμούρεμα στο στήθος και φευγαλέα χάδια κάτω, αλλά δε μας πήρε και πολύ να παραδεχτούμε ο ένας στον άλλον το πόσο μας ερέθιζε να με βάζει κάτω και να με ακινητοποιεί. Ο Μάριος μου εξομολογήθηκε ότι αυτός ήταν και ο λόγος που ο ίδιος είχε αρχικά σταματήσει να παλεύει μαζί μου, και εγώ του εξομολογήθηκα ότι την τελευταία φορά που είχε γίνει αυτό παρακαλούσα από μέσα μου να με φιλήσει.
Με το χέρι του να παίζει με το ποτήρι με ρωτάει
«Τι θα κάνουμε το βράδυ;» Θέλεις να πάμε σινεμά;»
«Ναι αμέ!» του απαντάω ενθουσιασμένη. «Σε
θερινό, έτσι;» τον ρωτάω με λαχτάρα, είχαμε πολύ καιρό να πάμε σε θερινό κινηματογράφο!
«Εννοείται!» μου απαντάει με μάτια που αστράφτουν.
«Σ’ αγαπάω!» του λέω και πετάγομαι ενθουσιασμένη
και τον αγκαλιάζω ανακατεύοντάς του παιχνιδιάρικα το μαλλί. Δε χορταίνω να του
το λέω, δε χορταίνω να τον ακούω να μου το λέει.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω, Μπίλι μου,» μου λέει τρυφερά
και παίρνει το χέρι μου στο χέρι του και του δίνει ένα φιλάκι.
«Λοιπόν, πάω να πάρω τα παιδιά να το
κανονίσουμε,» του λέω και κάνω να σηκωθώ από την πολυθρόνα.
«Θέλω να βγούμε μόνοι μας,» μου λέει σχεδόν
ντροπαλά.
Χαμογελάω καθώς το πρόσωπό του έχει κοκκινήσει
ελαφρά. «Εντάξει» του απαντάω και του ανακατεύω και πάλι το μαλλί. «Πού θα
πάμε;»
«Δεν έχω ιδέα!» μου λέει και σηκώνεται από την
θέση του. «Κάτσε να πάω να βρω τη χθεσινή εφημερίδα,» μου λέει και ανοίγει την εφημερίδα
που ήταν πάνω στο τραπεζάκι. «Τρίτη είναι σήμερα, δεν αλλάζουν πρόγραμμα,» μονολογεί
και τότε χτυπάει την εφημερίδα. «Ρε συ, έχει τη Σιωπή των Αμνών που το
χάσαμε το χειμώνα,» μου λέει με ενθουσιασμό!
«Αμέ!» του απαντάω εξίσου ενθουσιασμένη. «Πού
το παίζει;» τον ρωτάω με περιέργεια.
«Στη Μπομπονιέρα στην Κηφισιά,» μου απαντάει
αφήνοντας κάτω την εφημερίδα.
«Με τραινάκι θα πάμε, έτσι;» τον ρωτάω ξύνοντας
αφηρημένα το μάγουλό μου.
«Ναι μωρέ,» μου απαντάει κουνώντας το κεφάλι
του. «Δυο ώρες είναι, δε θα μας πάρει η νύχτα.»
«Θα είσαι φρόνιμος στο τραίνο;» τον ρωτάω χαχανίζοντας,
«ή θα με κάνεις και πάλι ρεζίλι;»
Μου κάνει ένα νεύμα και καλά ότι η ερώτησή μου
τον πρόσβαλε και πάει προς το μπάνιο. Εκεί ξυπνάει μέσα μου το διαβολάκι και πάω
και κρύβομαι στο δωμάτιό του, προσπαθώντας να κρατήσω τα γέλια μου. Λίγη ώρα
αργότερα ακούω το καζανάκι και το νερό να τρέχει στο νιπτήρα. Βγαίνει από το
μπάνιο και πάει στο σαλόνι.
«Μπίλι;» φωνάζει, αλλά δεν απαντάω. «Πού
στο διάολο πήγε;» τον ακούω να μουρμουράει. Κοντοστέκεται για λίγο και πηγαίνει
στην κουζίνα. «Δεν είμαστε με τα καλά μας» συνεχίζει να μουρμουράει, αυτή τη
φορά χαμηλόφωνα. «Ρε Μπίλι;» φωνάζει ξανά, αυτή τη φορά με πιο σταθερή φωνή.
Έρχεται προς το δωμάτιό του, το βλέπω από
τη χαραμάδα της ντουλάπας που έχω κρυφτεί. Διστάζει λίγο στην πόρτα, έπειτα
μπαίνει μέσα, κοιτάζει γύρω, αλλά δε με βλέπει. Απορεί. Μένει για
λίγα δευτερόλεπτα ακίνητος, τα μάτια του ψάχνουν για σημάδια μου, τα φρύδια του
ελαφρώς ενωμένα σε μια σκιά αμφιβολίας. Είναι η στιγμή. Πετάγομαι έξω
και του ορμάω από πίσω, σκαρφαλώνω στην πλάτη του ξαφνιάζοντάς τον.
«Ρε μαλάκα, μου έκοψες το αίμα!» μου λέει,
ενώ εγώ από πίσω προσπαθώ απελπισμένα να τον κάνω να χάσει την ισορροπία του. «Έτσι
είσαι;» Γέρνει ξαφνικά μπροστά και χάνω την ισορροπία μου και προσπαθώ να κρατηθώ.
«Θα σου δείξω πόσα απίδια χωράει ο σάκος» μου λέει γελώντας, ενώ εγώ, γελώντας
και τσιρίζοντας—ναι, μου ξεφεύγουν καμιά φορά—προσπαθώντας να κρατηθώ σφιχτά πάνω
του.
Πάει και στέκεται στα πόδια του κρεβατιού του. Γέρνει
προς τα πίσω και πέφτουμε και οι δύο με δύναμη πάνω στο στρώμα—εγώ από κάτω,
εκείνος από πάνω μου. Στριφογυρίζει και η ανάσα μου κόβεται για μια στιγμή, το
στήθος μου να κολλάει στο δικό του. Κάποτε τα στήθη μου ήταν η αιτία που είχε κοπεί
το παιχνίδι… πλέον είναι στόχος.
Με ακινητοποιεί, τα χέρια του κλείνουν γύρω απ’ τους καρπούς μου, το βλέμμα του είναι παιχνιδιάρικο αλλά… αλλά και κάτι άλλο. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή… και όχι από την ένταση της πάλης.
Το νιώθω. Το βάρος του, τη δύναμή του, την αμετακίνητη βεβαιότητα πως, όσο και να αντισταθώ, εκείνος θα με νικήσει. Και δεν με τρομάζει—με συναρπάζει. Μια βαθιά, πρωτόγονη αίσθηση με διαπερνά, μια γνώση θαρρείς αρχέγονη, χαραγμένη στο είναι μου, μη συνειδητή. Δεν είναι φόβος, δεν είναι αδυναμία. Είναι η παράδοση που δε ζητείται. Είναι αυτή που κερδίζεται.
«Παραδίνομαι» του λέω χωρίς να μου το ζητήσει, και νιώθω το κορμί μου να λιώνει κάτω από το δικό του.
Τον πιάνω και τον τραβάω πάνω μου, και τα χείλη μας συναντιούνται ξανά σε φιλιά που δεν έχουν καμία σχέση με πριν. Είναι πιο άγρια, πιο βαθιά, πιο απαιτητικά. Νιώθω το σώμα του να πιέζεται πάνω μου, το λεπτό ύφασμα του σορτς του να γίνεται ένα με το δέρμα μου, και δεν χρειάζεται να σκεφτώ για να καταλάβω πόσο ερεθισμένος είναι. Η ανάσα του μπερδεύεται με τη δική μου, και οι γλώσσες μας μπλέκονται σε ένα παιχνίδι που δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το πού οδηγούμαστε.
Το χέρι του ανεβαίνει αργά, σταθερά, χαϊδεύοντας τα πλευρά μου, και όταν φτάνει στο στήθος μου το χουφτώνει με τέτοια δύναμη που με κάνει να βογκήξω σιγανά. Ο ήχος τον κάνει να σταματήσει για μια στιγμή, να με κοιτάξει μέσα στα μάτια, λες και περιμένει να δει αν θα τον σταματήσω. Δεν το κάνω. Του δίνω το πράσινο φως χωρίς να πω κουβέντα, μόνο με τον τρόπο που κολλάω το κορμί μου πάνω στο δικό του, με τον τρόπο που δαγκώνω το κάτω χείλος μου όταν τα χείλη του κατεβαίνουν στον λαιμό μου, όταν γλιστρούν πιο κάτω, αφήνοντας καυτά, υγρά φιλιά πάνω στο δέρμα μου.
Με μια κίνηση, η μπλούζα μου βρίσκεται στο πάτωμα. Δεν έχω ιδέα πώς το έκανε τόσο γρήγορα. Το βλέμμα του σαρώνει το γυμνό μου στήθος, και για μια στιγμή νιώθω ότι ο χρόνος σταματάει. Τον νιώθω να με κοιτάζει σαν κάτι ιερό, σαν κάτι που του κόβει την ανάσα. Μετά, χωρίς άλλη σκέψη, κλείνει τα χείλη του γύρω από τη ρώγα μου και το μυαλό μου γίνεται θολό. Τα δάχτυλά μου χωμένα στα μαλλιά του, τον τραβάνε πιο κοντά, πιο δυνατά, πιο πολύ.
Όταν ανεβαίνει ξανά προς το πρόσωπό μου, ο τρόπος που με φιλάει είναι σχεδόν λυσσασμένος, σαν να προσπαθεί να αποτυπώσει τη στιγμή πάνω μου, μέσα μου. Το χέρι του γλιστράει ξανά προς τα κάτω, χαϊδεύει το στομάχι μου, τις καμπύλες των γοφών μου, σταματάει για μια στιγμή στο λάστιχο του σορτς μου. Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά που νομίζω ότι θα τη νιώσει μέσα από το δέρμα μου.
Στέκεται για μια στιγμή. Περιμένει.
Δεν τον σταματάω.
Το χέρι του γλιστράει διστακτικά κάτω από το σορτς μου, χαϊδεύοντας απαλά το ύφασμα του εσωρούχου μου. Ο τρόπος που με αγγίζει, η προσοχή του στις αντιδράσεις μου, η αργή, βασανιστική του κίνηση, με κάνουν να λιώνω από μέσα προς τα έξω. Και μετά, τα δάχτυλά του γλιστρούν κάτω από το ύφασμα, και το πρώτο άγγιγμα πάνω μου με κάνει να τιναχτώ. Κρατάω την ανάσα μου, και για μια στιγμή νομίζω ότι θα σταματήσει. Κάνω την κίνηση πριν από εκείνον—του πιάνω το χέρι, το κρατάω εκεί. Του δείχνω ότι το θέλω.
Το άγγιγμά του είναι εξαιρετικά αργό, βασανιστικά στοχευμένο. Ξέρει πού να πιέσει, πώς να κινήσει τα δάχτυλά του, πόση δύναμη να βάλει. Ένα κύμα ζεστασιάς απλώνεται σε ολόκληρο το σώμα μου, και οι ήχοι που ξεφεύγουν από τα χείλη μου είναι ακούσιοι, ανεξέλεγκτοι. Όσο περισσότερο με αγγίζει, όσο περισσότερο νιώθω την ανάσα του να καίει το λαιμό μου, τόσο πιο πολύ βυθίζομαι σε αυτή τη θολούρα της ηδονής που με κάνει να μη σκέφτομαι τίποτα άλλο εκτός από το πόσο πολύ τον θέλω. Τον θέλω. Όχι απλά να με χαϊδεύει. Όχι απλά να με αγγίζει.
Τον θέλω μέσα μου.
Με πιάνει ξαφνικά πανικός και αυτό σημαίνει ένα πράγμα και μόνο: παρά την φωτιά που έχει απλωθεί μέσα μου, παρά την ανάγκη μου, δεν είμαι έτοιμη να του δοθώ.
«Όχι άλλο,» του λέω με φωνή που ίσα που βγαίνει. Η φωνή μου είναι χαμηλή και λίγο τρεμάμενη, και σχεδόν φοβάμαι την αντίδρασή του, δεν θέλω να ξενερώσει.
Ο Μάριος σταματάει αμέσως. Τα χέρια του αποτραβιούνται αργά, με προσοχή, σαν να φοβάται μήπως με πληγώσει κατά λάθος. Τα μάτια του καρφώνονται στα δικά μου, ήρεμα, βαθιά, με εκείνο το ζεστό βλέμμα που με κάνει πάντα να νιώθω ασφαλής.
Δεν ρωτάει τίποτα. Δεν μου λέει «γιατί». Δεν προσπαθεί να με πείσει. Απλά απομακρύνει το χέρι του και το φέρνει απαλά στο πρόσωπό μου, τα δάχτυλά του χαϊδεύουν αργά το μάγουλό μου με μια στοργή που σχεδόν πονάει.
Με κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια, και η αναπνοή μου είναι ακόμα ασταθής. Δεν είναι απογοήτευση, δεν είναι θυμός. Είναι αγάπη. Είναι κατανόηση. Μου χαμογελάει, και οι άκρες των χειλιών του σηκώνονται απαλά, σαν να θέλει να μου πει πως όλα είναι εντάξει.
«Εντάξει, Μπίλι μου.» Αυτό, τίποτε άλλο. Μικρές λέξεις, αλλά το βάρος τους μου γεμίζει το στήθος με μια απέραντη ευγνωμοσύνη. Για μένα, αυτό σημαίνει τα πάντα.
Σηκώνεται αργά και μου δίνει τη μπλούζα μου, το βλέμμα του ήρεμο και γλυκό, χωρίς ίχνος πίεσης ή ενόχλησης. Εγώ ανεβάζω εσώρουχο και σορτσάκι που είχαν βρεθεί στους μηρούς μου, τα χέρια μου τρέμουν ελαφρά από την ένταση που δεν έχει φύγει ακόμα. Τα μάτια του με παρακολουθούν διακριτικά, προσπαθώντας να καταλάβουν αν είμαι εντάξει.
Στέκομαι στην άκρη του κρεβατιού και με κοιτάζει, το ένα του χέρι μπλεγμένο στα μαλλιά του και το άλλο να κρέμεται χαλαρά στο πλάι. Είναι ακόμα γελαστός αλλά στα μάτια του υπάρχει μια σκιά ανησυχίας.
«Δε σου άρεσε;» ρωτάει διστακτικά, με μια αδιόρατη νευρικότητα στη φωνή του, σαν να φοβάται την απάντηση.
«Το πρόβλημα ήταν ότι μου παρά-άρεσε!» του απαντάω, και τα μάγουλά μου κοκκινίζουν ανεπαίσθητα. Η ανακούφιση στο πρόσωπό του είναι σχεδόν αστεία—τα μάτια του φωτίζονται και το στήθος του φαίνεται να ξεφουσκώνει από την ένταση.
Με χαϊδεύει τρυφερά στο πρόσωπο, τα δάχτυλά του ζεστά και απαλά. «Έλα, πάμε μέσα να συνεχίσουμε το καφεδάκι μας,» μου λέει και μου δίνει το χέρι του, η φωνή του χαμηλή και καθησυχαστική.
Του χαμογελάω και βάζω το χέρι μου μέσα στο δικό του. Τα δάχτυλά μας μπλέκονται και η ζεστασιά του με ηρεμεί. Επιστρέφουμε στο σαλόνι, εκείνος πρώτος και εγώ από πίσω του, με μια αίσθηση γαλήνης να απλώνεται στο στήθος μου.
«Μάριε, να σε ρωτήσω κάτι;» του κάνω διστακτικά, τα δάχτυλά μου παίζουν ασυναίσθητα με την άκρη της μπλούζας μου. Το βλέμμα μου είναι καρφωμένο στο πάτωμα και το στομάχι μου έχει δεθεί κόμπος.
Εκείνος γέρνει λίγο προς το μέρος μου, στηρίζοντας τον αγκώνα του στο γόνατό του και το πηγούνι του στην παλάμη του. Τα μάτια του είναι ήρεμα, ζεστά. «Να με ρωτήσεις κάτι,» μου λέει χαμογελώντας, και η φωνή του είναι απαλή, χωρίς το συνηθισμένο του χαβαλέ. Συνήθως θα μου απαντούσε «δε ρώτησες μόλις τώρα;» αλλά αυτή τη φορά δεν κάνει πλάκα.
«Το έχεις ξανακάνει αυτό, έτσι; Εννοώ με άλλα κορίτσια.» ρωτάω, η φωνή μου λίγο πιο αδύναμη απ’ ό,τι θα ήθελα. Ακουμπάω τις παλάμες μου στα γόνατά μου για να μην τρέμουν.
Εκείνος με κοιτάζει για μια στιγμή χωρίς να μιλήσει, σαν να θέλει να καταλάβει αν πραγματικά θέλω να μάθω. «Ναι, το έχω ξανακάνει» μου απαντάει τελικά, με μια ηρεμία σχεδόν αφοπλιστική. Το βλέμμα του δεν φεύγει από τα μάτια μου ούτε για μια στιγμή, σαν να μου λέει ότι δεν έχει τίποτα να κρύψει.
Παίζω νευρικά με την άκρη της μπλούζας μου, το βλέμμα μου κατεβαίνει στα χέρια μου. «Έχεις κάνει έρωτα;» τον ρωτάω ακόμα πιο διστακτικά, και η φωνή μου είναι τόσο χαμηλή που σχεδόν δεν την ακούω ούτε εγώ.
Μπορεί να λέγαμε σχεδόν τα πάντα ο ένας στον άλλον, να γινόμαστε κάφροι στις περιγραφές που δε μας αφορούν, μέχρι και τσόντες έχουμε δει μαζί, αλλά υπάρχουν κάποια πράγματα που δε λεγόντουσαν. Ούτε τον είχα ρωτήσει, ούτε μου είχε πει ο ίδιος τι έκανε και τι δεν έκανε με τις προηγούμενες σχέσεις του. Ακόμα κι εγώ που του είχα πει στα ίσια ότι είχα ποζάρει γυμνόστηθη στον Jean-Claude, δεν του είχα δώσει περισσότερες λεπτομέρειες, και ούτε είχε γυρέψει να τις μάθει. Κάποια πράγματα ήταν μόνο μεταξύ εμού και της Κατερίνας.
Εκείνος χαμηλώνει το βλέμμα του για μια στιγμή, σαν να σκέφτεται πώς να απαντήσει, και μετά ξανασηκώνει τα μάτια του στα δικά μου. «Όχι, αυτό δεν το έχω κάνει ακόμα,» μου λέει και σταματάει για μερικά δευτερόλεπτα. Το χαμόγελό του είναι απαλό και το βλέμμα του σταθερό, γεμάτο μια αφοπλιστική ειλικρίνεια. «Άλλωστε πότε να προλάβω μωρέ Μπίλι, σάμπως στέριωνα και με καμιά;»
Γελάω νευρικά και σηκώνω το βλέμμα μου, παίζοντας ακόμα με την άκρη της μπλούζας μου. «Είναι κι αυτό…» του απαντάω.
Με κοιτάζει και πάλι, σαν κάτι να σκέφτηκε. Τα μάτια του σοβαρεύουν για μια στιγμή και το χαμόγελό του σβήνει ελαφρά. «Δεν πρόκειται ποτέ να σε πιέσω.» Τα χέρια του είναι ακίνητα, αλλά τα δάχτυλά του σφίγγονται ασυναίσθητα πάνω στο γόνατό του, σαν να θέλει να με διαβεβαιώσει ότι το εννοεί.
Νιώθω ένα κύμα ανακούφισης να πλημμυρίζει το στήθος μου. Τα χείλη μου ανοίγουν πριν το σκεφτώ. «Το ξέρω μωρό μου» του απαντάω αυθόρμητα, χωρίς να το σκεφτώ. Και με το που το λέω, παγώνει. Τα μάτια του πετάνε σπίθες και το στόμα του ανοίγει διάπλατα από την έκπληξη.
«Γιατί με κοιτάς έτσι;» τον ρωτάω απορημένη.
«Με είπες μωρό σου!» μου λέει και βάζει τα γέλια, και το γέλιο του είναι τόσο δυνατό και αυθόρμητο που δεν μπορώ να μην γελάσω κι εγώ. «Με είπες μωρό σου!!!!» επαναλαμβάνει ακόμα πιο ενθουσιασμένος και πριν προλάβω να κάνω κάτι, σηκώνεται και έρχεται και με αρπάζει στην αγκαλιά του. Τα χέρια του είναι σφιχτά γύρω από τη μέση μου και τα χείλη του βρίσκουν τα δικά μου σε ένα φιλί ζεστό και γεμάτο αγάπη. «Σ’ αγαπάω!!!» μου λέει με φωνή που σχεδόν τραγουδάει και εγώ γελάω μέσα στο φιλί.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω, πολύ-πολύ» του απαντάω, χαμογελώντας με τον ενθουσιασμό του. Το γέλιο μου σβήνει μέσα στο δικό του και νιώθω τα μάγουλά μου να καίνε ακόμα περισσότερο. «Αλήθεια σε είπα μωρό μου;» τον ρωτάω, δεν είμαι ακόμα σίγουρη ότι δε με δουλεύει.
Με κοιτάει με το ύφος “Σοβαρά τώρα;” και μου απαντάει «Ναι… μωρό μου,» μου απαντάει χαχανίζοντας. «Αλήθεια με είπες μωρό σου!»
Δεν του απαντάω κάτι, απλά χαμογελάω ντροπαλά και συνειδητοποιώ ότι έχω κοκκινήσει. Μαλάκα μου δεν είμαστε με τα καλά μας, δεκαοκτώ χρονών γαϊδάρα και κάνω σαν ντροπαλή πιτσιρίκα. Ο λεβέντης μου από την άλλη με κοιτάει και τα μάτια του γυαλίζουν σαν παιδάκι που είναι έτοιμο να κάνει διαολιά.
«Ρε συ, ξέρεις τι μου ήρθε τώρα;» μου λέει με πονηρό ύφος.
«Τι;» τον ρωτάω υποψιασμένη, βλέποντάς το να μου ‘ρχεται.
«Ότι απαντήθηκε και η απορία του Νίκου!» Τα μάτια του λαμπυρίζουν και το χαμόγελό του γίνεται όλο και πιο πονηρό.
Ναι, το ότι το είδα να μου έρχεται δε σημαίνει ότι είχα καταλάβει ακριβώς τι μου έρχεται!
«Ε;» τον ρωτάω, κοιτάζοντάς τον σα χαζή, ή—για να είμαι ακριβής—με το σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδας.
«Είσαι ξανθιά και κάτω!» μου λέει χαρίζοντάς μου ένα χαμόγελο γεμάτο σημασία και παίζοντας πονηρά τα βλέφαρά του.
Τα μάτια μου ασυναίσθητα κοιτάνε χαμηλά, παρά το γεγονός ότι φοράω το σορτσάκι μου. Σηκώνω το βλέμμα μου προς τα πάνω του και βάζω τα γέλια με το παντελώς άκυρο του πράγματος. «Και τι περίμενες βρε μαλάκα;» τον ρωτάω. «Μωβ φτερά;»
Και κάπως έτσι επιστρέφουμε στις εργοστασιακές μας ρυθμίσεις.
Μ' όποιον δάσκαλο καθίσεις
Εδώ και λίγες μέρες έχουν ξεκινήσει τα μαθήματα στη σχολή. Έχουμε διαφορετικά προγράμματα ωστόσο καταφέρνουμε να τα κανονίσουμε με τέτοιο τρόπο ώστε να πηγαίνουμε και να φεύγουμε μαζί. Όταν επιστρέφουμε, φροντίζουμε κάθε μέρα να κάτσουμε τουλάχιστον μία ώρα να κάνουμε ο καθένας επανάληψη τα μαθήματα που κάναμε στη μέρα, διαβάζαμε σπίτι του ή σπίτι μου, και οι γονείς μας -που δεν τους το είχαμε πει- συνέχισαν να μην υποψιάζονται τίποτα, όσο τους αφορούσε, και με διακοπή ενός χρόνου, ήταν και πάλι business as usual, διαβάζαμε μαζί από μικρά παιδιά και με τους βαθμούς μας, και ο ένας, και ο άλλος, τους είχαμε αποδείξει ότι όντως διαβάζαμε, δεν το ρίχναμε στην παλαβή.
Όταν ανακοινώσαμε στην παρέα ότι ήμασταν ζευγάρι, μόνο η Κατερίνα είχε πέσει από τα σύννεφα, οι άλλοι τρεις είχαν πει «Επιτέλους, Ανάσταση!» κάνοντάς μας αμφότερες να νιώσουμε ελαφρώς μαλάκες, πώς δεν είχαμε πάρει χαμπάρι ότι ο Μάριος έτρεφε ακριβώς του ίδιου τύπου αισθήματα με μένα; Δε βαριέσαι, κάλιο αργά παρά ποτέ. Από εκείνη τη βραδιά και μετά περίμενα την κάθε νέα μέρα με ανυπομονησία, να βρεθούμε και πάλι κοντά, να τον δω, να με πάρει στην αγκαλιά του, να φιληθούμε, να χαϊδευτούμε, να πειράξουμε ο ένας τον άλλον, να γελάσουμε, ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της μέχρι τότε μου ζωής.
Βαγγέλης και Κλαίρη πέρασαν στις δεύτερές τους επιλογές -και οι δύο Αθήνα- αλλά η πτώση των βάσεων στην πρώτη δέσμη βοήθησε το Νίκο να περάσει στην πρώτη δική του, και από τα μέσα του Σεπτέμβρη είχε κατέβει Ηράκλειο, στη σχολή Επιστήμης Υπολογιστών. Σήμερα η Κατερίνα μας είπε ότι θα ερχόταν μαζί και ο Θανάσης, συμφοιτητής της, πρωτοετής και αυτός στη Νομική. Μου είχε πει ότι τη φλέρταρε, και επειδή κι εκείνης της άρεσε πολύ, τον κάλεσε να βγούμε μαζί, να γνωρίσει και την παρέα.
⇽∙∙∙⇾
Αποφασίζουμε να ανέβουμε Νέο Ψυχικό, εκεί που έμενε ο Θανάσης, και να τον βρούμε εκεί. Στριμωχνώμαστε και οι πέντε στο αυτοκίνητο του πατέρα του Μάριου και ξεκινάμε και αυτή τη φορά είμαι εγώ που κάθομαι μπροστά και όχι ο Βαγγέλης. Στη διαδρομή το ρίχνουμε στο χαβαλέ, πειράζοντας ανενελέητα την Κατερίνα που δεν την χωράει ο τόπος από την προσμονή.
Γνωρίζουμε και το Θανάση, που μας φαίνεται και στους τέσσερις πολύ συμπαθητικός, και όταν γυρνάμε, η Κατερίνα μας λέει πως στο τέλος της βραδιάς της ζήτησε να βγουν οι δυο τους. Τις δίνουμε τις ευχές μας και αφού αφήνουμε Βαγγέλη και Κλαίρη στον Άγιο Αντώνη και την Κατερίνα στο σπίτι της, και έχοντας και οι δυο ορεξούλες, αντί να επιστρέψουμε στα σπίτια μας, πάμε στα εργοστάσια απέναντι από το 26ο, στην αρχή της Φιλικών και σταματάμε σ' ένα απόμερο σημείο.
Βγαίνουμε για λίγο από το αυτοκίνητο και τραβάμε τα μπροστινά καθίσματα μπροστά για περάσουμε στο πίσω. Κλειδώνουμε τις πόρτες, ο Μάριος με τραβάει προς το μέρος του, και αρχίζουμε να φιλιόμαστε. Κάθε φορά κάνουμε τα ίδια πράγματα με την ίδια σειρά μα κάθε φορά είναι σα να είναι η πρώτη.
Φιλιόμαστε και με χουφτώνει στα στήθη και μετά με γλείφει στα αφτιά και στο λαιμό, και μετά με γδύνει από πάνω και παίζει τα στήθη μου με το στόμα του για πολλή ώρα. Μετά ανεβαίνει και πάλι και με φιλάει, μου ξεκουμπώνει το παντελόνι, αν φοράω κάποιο με κουμπιά η φερμουάρ, ή περνάει το χέρι του από κάτω, αν φοράω κάτι πιο ελαστικό, και με παίζει.
Έχω πιεί λίγο παραπάνω από το συνηθισμένο μου και είμαι αρκετά χαλαρωμένη, απολαμβάνω όπως κάθε φορά το χάδι των χεριών του στην κλειτορίδα και τον κόλπο μου, μα σήμερα το νιώθω ακόμα πιο έντονα. Ο Μάριος παίρνει θάρρος και μου κατεβάζει το παντελόνι και το κιλοτάκι μου και εγώ τον αφήνω. Με ρωτάει αν του επιτρέπω να μου τα βγάλει και με πιάνει ένας στιγμιαίος πανικός. «Τι θέλεις να κάνεις;» τον ρωτάω αλλά η ματιά του με καθησυχάζει. «Θα δεις» μου απαντάει εξίσου καθησυχαστικά.
Μένω τελείως γυμνή και με βάζει να ξαπλώσω στο κάθισμα, σκύβει προς το μέρος μου και, ανοίγοντάς μου ελαφρά τα πόδια, χώνει το κεφάλι του ανάμεσα τους. Μου ξεφεύγει ένας δυνατός αναστεναγμός όταν παίρνει απαλά την κλειτορίδα μου στα χείλη του και αρχίζει να την πιπιλάει. Μετά ακολουθεί η γλώσσα του, και το πάνω-κάτω της στην κλειτορίδα κάνει το σώμα μου να τεντωθεί.
Ο οργασμός δεν μου ήταν κάτι πρωτόγνωρο από τότε που άρχισα να παίζω με τον εαυτό μου, αλλά αυτόν που μου προσφέρει με το στόμα του δεν έχω λόγια να τον περιγράψω. Το σώμα μου τραντάζεται σαν να το διαπερνούν χιλιάδες βολτ, οι αναστεναγμοί μου γίνονται αναφιλητά και στην κορύφωση τεντώνομαι τόσο πολύ που νιώθω ότι θα σπάσω. Είναι τόσο δυνατό που γίνεται σχεδόν αφόρητο, μα έχει κι άλλο, μου κόβεται σχεδόν η ανάσα. Τραβιέται απαλά, η ένταση καταλαγιάζει σιγά-σιγά και κλείνω τα μάτια προσπαθώντας βρω τις ανάσες μου. Με βοηθάει να φορέσω και πάλι εσώρουχο και παντελόνι.
«Σ’ άρεσε;» με ρωτάει με τρυφερή φωνή.
«Δεν το κατάλαβες;» του απαντάω γελαστή, έχοντας βρει με τα χίλια ζόρια τη φωνή μου. Θεούλη μου, τι ήταν αυτό;
«Είσαι… είσαι η πρώτη που το κάνω αυτό…» μου λέει διστακτικά.
Τον κοιτάζω στα μάτια—όχι για να δω αν μου λέει αλήθεια, ο Μάριος δε θα μου έλεγε ποτέ ψέματα—απλά και μόνο γιατί νιώθω τόσο τρυφερά που δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.
«Ήταν υπέροχο,» του λέω χαϊδεύοντάς τον στα μάγουλα. «Αστεράκια και πεταλουδίτσες είδα!» συμπληρώνω και γελάει. Χαμογελάω κι εγώ και επειδή είμαι με το Μάριο μου, ξεκινάει και πάλι το δούλεμα. «Άλλωστε τόσες τσόντες που έχεις δει…»
Του έρχεται λίγο ξαφνική η αλλαγή του τόνου αλλά βάζει τα γέλια. «Τι μαλάκας είσαι ρε Μπίλι!»
«Εσύ έβλεπες τις τσόντες, εγώ είμαι ο μαλάκας;» τον ρωτάω, συνεχίζοντας το πείραγμα και κάνοντάς τον να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.
«Όσο έβλεπα τις τσόντες δεν ήμουν μαλάκας…» μου απαντάει αμέσως και βάζω τα γέλια, όχι γι’ αυτό που είπε, αλλά γι’ αυτό που άφησε να εννοηθεί.
«Αλήθεια, εσένα στο έχουν κάνει ποτέ αυτό;» τον ρωτάω μετά από λίγο.
“Nope” μου απαντάει μονολεκτικά. «Να σου πω… θέλω να πάμε κάπου ένα διήμερο οι δυο μας, τι θα έλεγες για Ναύπλιο;» με ρώτησε αλλάζοντας κουβέντα.
«Μέσα!!!!» του απαντάω χαμογελαστή. Θα είχα και την ευκαιρία μου να πραγματοποιήσω ένα από τα όνειρα που έκανα, να κοιμηθώ στην αγκαλιά του και να ξυπνήσω στην αγκαλιά του. «Σ’ αγαπάω.»
«Κι εγώ σ’ αγαπάω Μπίλι μου» μου λέει και με χαϊδεύει τρυφερά στο πρόσωπο.
Δεν ξέρω τι θα κάνω αλλά δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση μετά απ’ όλο αυτό να τον αφήσω έτσι. Καμία απολύτως. Γέρνω προς το μέρος του και αρχίζουμε και φιλιόμαστε και πάλι, αλλά αυτή τη φορά αναλαμβάνω εγώ την πρωτοβουλία. Τον τραβάω πάνω μου και παίρνω το χέρι του και το πιέζω πάνω στο στήθος μου. Φιλιόμαστε και πάλι ενώ με το χέρι του να μου σφίγγει δυνατά το στήθος.
Σταματάω το φιλί και του βγάζω τη μπλούζα και είμαι εγώ αυτή τη φορά που σκύβω και του πιπιλάω τις ρόγες. Σηκώνομαι ξανά προς τα πάνω και τον φιλάω στο λαιμό, το χέρι μου τον χαϊδεύει στα πλευρά και μετά κατεβαίνει στα μπούτια του. Του χαϊδεύω το όργανο πάνω από το παντελόνι, δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνω, αλλά σήμερα προχωράω παρακάτω.
Του το ξεκουμπώνω χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματήσω να τον πιπιλάω στο λαιμό. Περνώ το χέρι μου πάνω από το εσώρουχό του και τον αγγίζω πάνω από το ύφασμα. Η ανάσα του γίνεται πιο βαριά και τότε περνάω το χέρι μου κάτω από το εσώρουχό του και πιάνω για πρώτη φορά στα γυμνά μου χέρια το όργανό του. Σταματάω για λίγο και το κοιτάζω. Αυτό που κάποτε με χώριζε από τ’ αγόρια χωρίς να κάνει καμία διαφορά. Αυτό που πλέον κάνει όλη τη διαφορά του κόσμου.
Το χαϊδεύω και ενστικτωδώς το αγκαλιάζω με τη χούφτα μου και αρχίζω να το παίζω αργά αλλά η στάση δε με βολεύει. Τον βοηθάω να κατεβάσει παντελόνι και εσώρουχο, και το παίρνω στο χέρι μου. Ο Μάριος έχει ξαπλώσει στην πλάτη του καθίσματος με κλειστά μάτια και δείχνει να το απολαμβάνει. Δεν είχε δει μόνο εκείνος τσόντες, κι εγώ είχα δει, για την ακρίβεια κάμποσες τις είχαμε δει παλιότερα μαζί στη ζούλα, κάνοντας χαβαλέ και σχολιάζοντας σα γνήσιοι κάφροι.
Μπορεί να τα έχουμε μόλις από τα τέλη Αυγούστου αλλά είμαι ερωτευμένη μαζί του πολλά χρόνια, και ας χρειάστηκε να τον δω να φιλιέται με τη Βίκυ στο πάρτι για να το καταλάβω. Πριν λίγο δεν ήξερα τι θα κάνω, ήξερα μόνο πως δεν ήθελα να τον αφήσω έτσι. Ξαφνικά ξέρω. Παλιότερα η ίδια η σκέψη με αναγούλιαζε, αλλά μαζί του είναι τελείως διαφορετικά. Θα γίνω η πρώτη που θα του κάνει στοματικό και ο Θεός βοηθός.
Χωρίς να σταματήσω να τον παίζω αργά και ρυθμικά, χαμηλώνω το κεφάλι μου πάνω από το όργανό του και τον παίρνω, διστακτικά στην αρχή στο στόμα μου. «Μπίλι;» με ρωτάει έκδηλη έκπληξη στη φωνή του. «Σσσσς» του κάνω και τον ξαναπαίρνω στο στόμα μου. Η μυρωδιά του και η γεύση του με κάνουν να υγρανθώ από το πουθενά είναι υπέροχες… είναι… δεν ξέρω κι εγώ τι είναι. Όχι απλά δε νιώθω αηδία, το απολαμβάνω κι από πάνω.
Κοίτα να δεις!
Προσπαθώ να θυμηθώ τι έκαναν στις τσόντες. Σφίγγω απαλά τα χείλη μου γύρω από το όργανό του και τον παίρνω στο στόμα μου κάπως απρόσεκτα και φτάνει στο σημείο που μου προκαλεί το gag reflex. Πνίγομαι ξαφνικά και σταματάω για λίγο. Αρχίζω και πάλι, αυτή τη φορά αρκετά πιο προσεκτικά, ώστε να μην πνιγώ και πάλι. Δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος—νομίζω δηλαδή, σάμπως έχω πρότερες εμπειρίες; Πρέπει να είναι γύρω στους 15 πόντους και καταφέρνω να τον πάρω σχεδόν μέχρι τη μέση χωρίς να πνιγώ.
Μένω ακίνητη για μερικές στιγμές, και ξεκινάω να ανεβοκατεβάζω ρυθμικά το κεφάλι μου, προσέχοντας να μην τον ακουμπήσω με τα δόντια, και μετά θυμάμαι τις τσόντες. Τον αγκαλιάζω με τη χούφτα μου από τη βάση και αρχίζω να τον παίζω κάνοντας κυκλικές κινήσεις. Μου παίρνει λίγο να καταφέρω να συντονίσω τις κινήσεις χεριών και κεφαλιού, αλλά γρήγορα βρίσκω το ρυθμό μου.
Αν κρίνω από τις ανάσες του που έχουν γίνει κοφτές, και από τους μικρούς στεναγμούς και βογγητά που του ξεφεύγουν το πάω καλά. Σταματάω για μερικές στιγμές και τον κοιτάζω· με τα μάτια του κλειστά έχει ξαπλώσει στην πλάτη του καθίσματος, γέρνοντας το κεφάλι προς τα πίσω. Αρχίζω και πάλι να κινούμαι έχοντας βρει το ρυθμό μου και λίγες στιγμές αργότερα αρχίζω να επιταχύνω, προκαλώντας αύξηση τόσο στην ένταση όσο και στη συχνότητα των βογγητών του.
Νιώθω το χέρι να πλέκεται μέσα στα μαλλιά μου στην πίσω μεριά του κεφαλιού μου. Για μερικές στιγμές το κρατάει ακίνητο εκεί, και μετά έχοντας με γραπωμένη από τα μαλλιά μου δίνει το ρυθμό που θέλει εκείνος. Το χάνω για λίγο στην αρχή, αλλά καταφέρω να συντονίσω τις ωθήσεις του με τις κινήσεις μου, και τα βογγητά του γίνονται ακόμα πιο δυνατά.
Και εκεί με σταματάει. «Μπίλι…αν συνεχίσουμε έτσι θα τελειώσω.»
Παίρνω στιγμιαία την απόφασή μου. Δεν ξέρω τι θα κάνω αφού τελειώσει αλλά για το πού ούτε λόγος. Είτε καταπιώ είτε όχι, δεν πρόκειται να τον κόψω πάνω στο καλύτερο. Σηκώνω το βλέμμα μου πάνω του.
«Αυτή είναι η ιδέα…» του απαντάω απλά και τον ξαναπαίρνω στο στόμα.
«Είσαι σίγουρη;»
«Μχ» του κάνω καταφατικά χωρίς να σταματήσω ούτε στιγμή.
Με γραπώνει και πάλι και μου δίνει πιο γρήγορο ρυθμό, κι όπως είμαι και άπειρη, ζορίζομαι λίγο, αλλά καταφέρνω να τον ακολουθήσω. Παρόλο που έχει αρχίσει να κουράζεται το στόμα μου, η αλήθεια είναι ότι μου αρέσει αυτό που του κάνω, και όχι μόνο λόγω του πόσο το απολαμβάνει, μου αρέσει η ίδια η πράξη. Συνεχίζουμε έτσι για λίγη ώρα ακόμα και τα βογγητά του γίνονται ακόμα πιο δυνατά. Νιώθω το όργανό του να αναδεύεται στο στόμα μου.
Με κρατάει ακίνητη, βογκάει ακόμα πιο δυνατά, και το όργανό του αρχίζει να κάνει σπασμούς μέσα του, με κάθε σπασμό να τον συνοδεύει και μια ριπή σπέρματος. Το στόμα μου γεμίζει και—στιγμιαία και πάλι—παίρνω και την επόμενη απόφαση. Καταπίνω. Γλυκούτσικο είναι, δεν έχει δυσάρεστη γεύση. Οι σπασμοί του σταματάνε, έχοντας αδειάσει ό,τι ήταν να αδειάσει. Καταπίνω ό,τι έχει μείνει και τραβιέμαι απαλά.
«Κάτσε, σου φέρνω χαρτομάντηλο από μπροστά,» μου κάνει και με κοιτάει λες και δεν ήμουν εγώ εκείνη που δεν τον άφησε να τραβηχτεί.
«Τι να το κάνω;» ρωτάω σηκώνοντας το φρύδι πονηρά.
«Κατάπιες;» με ρωτάει με γουρλωμένα μάτια.
«Εσύ τι λες, να τα κράτησα για γαργάρες;» του απαντάω, γυρνώντας το και πάλι στην καφρίλα, και εκείνος σκάει στα γέλια τόσο δυνατά που σκύβει μπροστά, κρατώντας την κοιλιά του.
«Είσαι μεγάλος μαλάκας!» μου λέει ακόμα γελώντας, τα μάτια του να λάμπουν.
«Μαθήτευσα κοντά στον καλύτερο!» του λέω πειρακτικά, κλείνοντάς του το μάτι και κάνοντας μια ψευτο-υπόκλιση. «Με όποιο δάσκαλο καθίσεις!»
«Χαχαχα, αυτό ξαναπές το.» κάνει προσπαθώντας να σταματήσει το γέλιο.
«Με όποιο δάσκαλο καθίσεις!» επαναλαμβάνω, βγάζοντάς του γλώσσα και κάνοντας μια δραματική κίνηση με το χέρι σαν ηθοποιός σε σαπουνόπερα.
«Χαχαχα, είσαι όργιο!» μου κάνει και κουνάει το κεφάλι του, αλλά το χαμόγελο δεν λέει να φύγει από τα χείλη του.
Όπως είμαστε στο πίσω κάθισμα το ρίχνει στα ζογκλερικά για να βάλει ξανά εσώρουχο και παντελόνι. Εγώ πιο άνετη φοράω το σουτιέν μου, το οποίο είχα προνοήσει να είναι από αυτά που έχουν κούμπωμα μπροστά, και φοράω και τη μπλούζα μου.
Ίσα που προλαβαίνω, με αρπάζει στην αγκαλιά του και με σφίγγει πάνω του. Ανασηκώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω στα μάτια πονηρά, δαγκώνοντας ελαφρά το κάτω χείλι μου για να μη χαμογελάσω.
«Εγώ όργιο κι εσύ πρώην μαλάκας,» του λέω, και αυτή τη φορά τον πιάνει βήχας από τα γέλιο. «Καλά, μη μου μείνεις κιόλας!» κάνω δήθεν ανήσυχη, χτυπώντας του ελαφρά την πλάτη σαν να τον συνεφέρω.
«Και με καριέρα δεκαεννιά ολόκληρων χρόνων,» μου απαντάει όταν με τα πολλά βρίσκει τις ανάσες του. Εγώ του κάνω ένα πειρακτικό νεύμα τύπου “άστο, δεν το ’χεις”, σηκώνοντας τα φρύδια μου με εκείνο το ύφος της θειας στο χωριό που σχολιάζει.
Με κοιτάζει, σαν κάτι να θέλει να με ρωτήσει αλλά διστάζει, το βλέμμα του πηγαίνει από τα μάτια μου στα χείλη μου και πάλι πίσω.
«Γλυκό!» του απαντάω γελώντας πονηρά στην ερώτηση που δεν έκανε.
Με τραβάει πάνω του και χανόμαστε και πάλι σε ένα βαθύ, ατελείωτο φιλί, τα δάχτυλά του γλιστρούν απαλά στην πλάτη μου.
1992
Η πρώτη μας νύχτα
«5…4…3…2…1… Χρόνια πολλά, ευτυχισμένο το 1992!!!!!»
Κόβουμε τη βασιλόπιτα. Του σπιτιού, του Χριστού, του μπαμπά, της μαμάς, της μεγάλης Βασιλικής, μόνο οι φίλοι και τα ξαδέρφια μου με φωνάζουν Μπίλι, του θείου του Κώστα, της θείας της Αρετής, του Αλέκου και της μικρής Βασιλικής. Το φλουρί πέφτει στη θεία την Αρετή και χειροκροτούμε όλοι χαρούμενοι. Το πραγματικό φλουρί σε μένα έπεσε εκείνη την όμορφη Αυγουστιάτικη βραδιά στη Σκιάθο.
Θέλοντας χρονιάρα μέρα να κάνω το χατίρι της μητέρας που το έχει καημό, άλλωστε σήμερα είναι και η ονομαστική μου γιορτή, φόρεσα το ένα από τα δύο μου φορέματα, αυτό που έχω για όταν είναι να πάμε σε κανένα γάμο ή βάφτιση. Δεν είναι ότι δεν φοράω ποτέ μου φουστάνι, εξακολουθώ ωστόσο να προτιμώ τα unisex ρούχα γιατί τα έχω συνηθίσει τόσα χρόνια και μου φαίνονται πιο βολικά. Η αλήθεια είναι πάντως ότι μου πάει το φόρεμα και αυτό που βλέπω στον καθρέφτη μου αρέσει.
⇽∙∙∙⇾
Στην πρώτη δημοτικού, το μακρινό 1979, ήταν ακόμα υποχρεωτικές οι ποδιές. Πρώτα καταργήθηκαν για τ’ αγόρια—φυσικά, γιατί ποιος νοιάζεται αν αυτά φοράνε μπλε παντελόνια ή τζιν—και δυόμιση χρόνια αργότερα, το Φλεβάρη του 1982, τις ξήλωσαν και από τα κορίτσια. Μεγάλη χαρά, υποτίθεται. Αλλά για μένα, ήταν ήδη αργά.
Για δυόμιση ολόκληρα χρόνια, η ποδιά δεν ήταν απλώς ρούχο. Ήταν φραγμός. Ήταν σαν να μου φόρεσαν ένα σύνορο, να μου έβαλαν ένα αόρατο αλλά απόλυτο όριο ανάμεσα σε μένα και στα αγόρια που έτρεχαν στο προαύλιο, κυνηγούσαν μια μπάλα, σκονίζονταν, έπεφταν, σηκώνονταν και ξανά από την αρχή. Για δυόμιση χρόνια, ήμουν η Μπίλι, αλλά έπρεπε να είμαι ένα κορίτσι με ποδιά. Και δε μπορούσα να παίξω ποδόσφαιρο, γιατί “τα κορίτσια με ποδιές δεν παίζουν μπάλα.”
Τις πρώτες φορές δοκίμασα να το κάνω έτσι κι αλλιώς, αλλά δεν άργησα να καταλάβω πως δεν ήταν μόνο θέμα πρακτικότητας—πώς να τρέξεις όταν η ποδιά ανεμίζει σαν πανί καραβιού;—ήταν θέμα αντίληψης. Μπορεί να με είχαν μάθει ως Μπίλι, αλλά τώρα υπήρχε κάτι που τους υπενθύμιζε ότι ήμουν κάτι διαφορετικό.
Και δεν έφτανε αυτό, αλλά στο 35ο δημοτικό, που πήγαινα, δεν ήξερα και κανέναν. Όλα τα παιδιά της γειτονιάς πήγαιναν στο 26ο. Δεν καταλάβαινα γιατί με έστειλαν αλλού, αλλά όταν οι γονείς μου το εξήγησαν, μου φάνηκε λογικό—απλώς τότε δεν καταλάβαινα τη σημασία. Αν πήγαινα στο 26ο, μετά θα έπρεπε να πάω στο 12ο γυμνάσιο, το οποίο δεν είχε λύκειο, και μετά να καταλήξω στο Λόφο ή στο ΙΑ. Από το 35ο όμως, θα πήγαινα κατευθείαν στο ΙΑ για γυμνάσιο και λύκειο, χωρίς να χάσω όσες παρέες είχα κάνει στο δημοτικό.
Στα χαρτιά, ήταν έξυπνος προγραμματισμός. Στην πράξη; Όταν με τα πολλά μπόρεσα να παίξω μπάλα, τ’ αγόρια της τάξης μου είχαν φτιάξει τις ομάδες τους και, μιας και δε με ήξερε κανείς από τη γειτονιά, δεν μ’ άφηναν να παίξω μαζί τους. Ας είναι καλά ο Γιάννης από τ’ αγγλικά. Είδες; Καλά το λένε, οι ξένες γλώσσες βοηθάνε!
⇽∙∙∙⇾
Καθόμαστε περίπου μέχρι τη 01:00 και μετά ο καθένας από τα παιδιά έχει να βγει με την παρέα του. Τα μάτια μου πηγαίνουν από το ρολόι στον καθρέφτη και πάλι πίσω, τα δάχτυλά μου στρίβουν ασυναίσθητα το κορδόνι από το παλτό μου. Αποφασίζω τελικά να μην αλλάξω και ας είναι ανοιξιάτικο το φόρεμα—φοράω παλτό από πάνω, και στην τελική, με αυτοκίνητο θα πάμε εκεί που έχουμε κανονίσει. Στρίβω λίγο το κεφάλι μου, τα μαλλιά μου πέφτουν στους ώμους μου, και πιάνω τον εαυτό μου να χαμογελάει ελαφρά, κάτι ανάμεσα σε αμηχανία και ενθουσιασμό.
Ο Αλέκος και η Βασιλική έχουν φύγει και εγώ κάθομαι περιμένοντας τον Μάριο να περάσει να με πάρει. Σφίγγω το παλτό λίγο πιο πολύ γύρω μου, τα πόδια μου κινούνται νευρικά πάνω στο χαλί. Ο ήχος από το ρολόι στο σαλόνι μοιάζει πιο δυνατός από ποτέ. Χτυπάει το κουδούνι, του ανοίγω και περνάει μέσα.
«Χρόνια πολλά! Ευτυχισμένος ο καινούργιος
χρόνος!» λέει σε όλους και με αγκαλιάζει, ενώ φιλιόμαστε στα μάγουλα—καθώς
ακόμα δεν έχουμε πει τίποτα στους δικούς μου. «Είσαι κούκλα,» μου λέει
ψιθυριστά.
Η φωνή του είναι απαλή και σχεδόν ντροπαλή.
Τα μάτια του με κοιτάνε κατευθείαν και το χαμόγελό του είναι πλατύ και αληθινό.
Μια αμυδρή ανατριχίλα διατρέχει τη σπονδυλική μου στήλη. Κάνω πως ισιώνω το
παλτό μου για να κρύψω το πώς τα χέρια μου τρέμουν ελαφρά.
Χαιρετάει και τους γονείς μου και τους
θείους μου, και κατεβαίνουμε κάτω. Τα βήματά μας αντηχούν στην είσοδο, και για
μια στιγμή τα χέρια μας ακουμπούν φευγαλέα, σαν από ατύχημα. Η καρδιά μου
χτυπάει πιο δυνατά.
Θα περάσουμε να πάρουμε την Κατερίνα και θα
πάμε στο Παλένκε, εκεί θα μας βρει ο Θανάσης, που από τον Οκτώβρη είναι το
αγόρι της. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα ανέβηκε και ο
Νίκος με την κοπέλα του, τη Ντίνα—συμφοιτήτριά του στη σχολή, που μένει επίσης
Αθήνα—και θα έρθουν μαζί με τον Βαγγέλη και την Κλαίρη.
«Πώς και με φόρεμα;» με ρωτάει γεμάτη περιέργεια
η Κατερίνα όταν με βλέπει.
Τα μάτια της με περιεργάζονται από την
κορυφή ως τα νύχια μ’ έναν τρόπο πειρακτικό, και τα χείλη της στριφογυρίζουν
για να μην της ξεφύγει ένα χαμόγελο. Σταυρώνει τα χέρια της στο στήθος και το
φρύδι της σηκώνεται πονηρά.
«Καλά έκανε, είναι κούκλα!» υπερθεματίζει ο
Μάριος και τα μάτια του αστράφτουν, κάνοντάς με να κοκκινήσω ελαφρά.
«Δεν είμαι εγώ που πρέπει να πειστεί ότι της
πηγαίνουν τα φορέματα,» του ανταπαντάει και με κοιτάει με μισό μάτι.
«Λόγω της ημέρας,» τους λέω με προσποιητή αδιαφορία, «Μη σας
ανοίγει όρεξη.»
«Τώρα πάει, πέταξε το πουλί, πάει στη
στεριά την αντικρινή!» με πειράζει ο Μάριος. Η φωνή του είναι γεμάτη χάρη και
το βλέμμα του παιχνιδιάρικο. Ανασηκώνει τα φρύδια του και το χαμόγελό του είναι
ένα μείγμα πειράγματος και αληθινής χαράς.
«ΜΜΜΜΜΜ» του κάνω, βγάζοντας τη γλώσσα μου.
Σταυρώνω τα χέρια μου μπροστά στο στήθος
και σηκώνω πεισματικά το κεφάλι μου, αλλά τα μάτια μου χαμογελάνε πριν προλάβω
να το κρύψω.
«Είστε όργια,» λέει γελώντας η Κατερίνα από
πίσω.
Κάνω πως αναστενάζω, αλλά το χαμόγελό μου
είναι φωτεινό και δεν μπορώ να κρύψω τη ζεστασιά που ανεβαίνει στα μάγουλά μου.
Τα μάτια του Μάριου μαλακώνουν στιγμιαία και η ματιά του κρατάει λίγο παραπάνω
από το συνηθισμένο, πριν χαμογελάσει πλατιά.
Τα φώτα της πόλης έξω από το παράθυρο
περνούν σαν θολές γραμμές και το αμάξι γεμίζει από τις ανάσα μας και την απαλή
μουσική που παίζει στο ραδιόφωνο. Ο Μάριος έχει το ένα χέρι του στο τιμόνι και το
άλλο στις ταχύτητες και οδηγάει προσεκτικά, συμμετέχοντας ωστόσο στην πάρλα με εμένα
και την Κατερίνα.
Το Παλένκε είναι γεμάτο κόσμο. Τα τραπέζια
είναι στριμωγμένα και οι φωνές πλέκονται με τη μουσική, δημιουργώντας έναν
ζεστό, σχεδόν μεθυστικό θόρυβο. Οι φλόγες από τα κεριά και τα μικρά φαναράκια
στα τραπέζια τρεμοπαίζουν, καθώς ο αέρας μεταφέρει τις νότες της μουσικής από
τη μία άκρη του χώρου στην άλλη.
Ο καπνός των τσιγάρων αιωρείται σαν διάφανο
πέπλο, και το φως του χώρου έχει αυτή τη χαρακτηριστική χρυσαφένια απόχρωση που
κάνει τα πάντα να μοιάζουν λίγο πιο απαλά, λίγο πιο όμορφα. Τα δάχτυλά μου
παίζουν ασυναίσθητα με την άκρη του τραπεζομάντιλου, και το βλέμμα μου
περιπλανιέται ανάμεσα στα πρόσωπα που γελάνε, στα ποτήρια που τσουγκρίζουν,
στους χορευτές που περιστρέφονται στην πίστα.
Η μουσική είναι κυρίως λάτιν, αλλά βάζουν
και disco και
rock’n’roll, και όταν οι κιθάρες
και τα κρουστά πιάνουν ρυθμό, σηκωνόμαστε όλοι να χορέψουμε. Το φόρεμά μου
στροβιλίζεται γύρω από τα πόδια μου, και τα χέρια του Μάριου είναι σταθερά στη
μέση μου. Τα μάτια του είναι φωτεινά και το χαμόγελό του πλατύ, και κάθε φορά που
με στριφογυρίζει, γελάω χωρίς να το θέλω.
Κάποια στιγμή, τα φώτα χαμηλώνουν λίγο, και
η μπάντα ξεκινά ένα ταγκό. Οι πρώτες νότες είναι βαριές, σχεδόν τελετουργικές,
και κάτι στην ατμόσφαιρα αλλάζει. Στην πίστα ανεβαίνουν δυο-τρία ζευγάρια, τα
βήματά τους κοφτά και ακριβή, οι κινήσεις τους σαν να σκίζουν τον αέρα. Ο
Μάριος με τραβάει λίγο πιο κοντά, και χωρίς να το συνειδητοποιήσω, γέρνω στην
αγκαλιά του. Τα δάχτυλά του κάνουν μικρούς κύκλους στην πλάτη μου, και οι
ανάσες μας μπερδεύονται καθώς παρακολουθούμε.
«Ουφ, ζηλεύω,» του λέω αναστενάζοντας με τα
μάτια μου καρφωμένα στα ζευγάρια που χορεύουν και περιστρέφονται αβίαστα, με χάρη,
σαν να μην πατάνε στο πάτωμα αλλά στον αέρα.
Ο Μάριος χαμογελάει. «Είναι υπέροχος
χορός,» μου κάνει συμφωνώντας, «αλλά προτιμώ τη Μπίλι μου, που με χορεύει στο
ταψί,» συνεχίζει με ζεστή, παιχνιδιάρικη φωνή, και με σφίγγει ακόμα πιο δυνατά πάνω
του.
«Εγώ σε χορεύω στο ταψί, βρε αθεόφοβε;» τον
ρωτάω κοιτάζοντάς τον με υποτιθέμενη αγανάκτηση και σκουντώντας το πόδι του κάτω
από το τραπέζι.
«Που λέει ο λόγος, βρε μωρό μου!» μου λέει σκανταλιάρικα.
«Άχου το, με είπε μωρό μου πάλι!» τον πειράζω,
αλλά το χαμόγελό μου είναι πλατύ και τα μάτια μου λάμπουν.
«Τι μαλάκας είσαι,» μου λέει γελώντας και ανακατεύοντάς
μου το μαλλί, και επιστρέφουμε γελώντας στις εργοστασιακές μας ρυθμίσεις.
«Ο ρομαντισμός θα μας φάει!» του λέω
χαχανίζοντας.
«Στο λαιμό να του κάτσουμε! Καμιά δεν είναι
σαν τη Μπίλι μου,» μου λέει και με χαϊδεύει τρυφερά.
«Και κανείς σαν το Μάριο μου,» του απαντάω,
κοιτάζοντάς στον στα μάτια.
Τα δάχτυλά του περνάνε αργά από το μάγουλό
μου και κατεβαίνουν προς τον ώμο μου, ζεστά και απαλά. Νιώθω τη θερμότητα να
ανεβαίνει από το σημείο που με αγγίζει και να φτάνει μέχρι τα αυτιά μου. Τα
μάτια μου καρφώνονται στα δικά του και ο κόσμος γύρω μας χάνεται, η μουσική
γίνεται ένας μακρινός απόηχος και υπάρχει μόνο εκείνος.
Μόνο το βλέμμα του, ζεστό και βαθύ, και η ανάσα του
που μπλέκεται με τη δική μου. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή και το χέρι του
σφίγγει το δικό μου λίγο παραπάνω. Για μια στιγμή, δεν υπάρχουν ούτε καπνοί
ούτε φώτα ούτε μουσική. Υπάρχουν μόνο δυο μάτια—τα δικά του, και χάνομαι μέσα
τους.
⇽∙∙∙⇾
Το ΠΣΚ έχουμε κανονίσει όλα τα ζευγάρια ομαδική εκδρομή στο Πήλιο. Θα πάμε με δύο αυτοκίνητα: εγώ, ο Μάριος, η Κατερίνα και ο Θανάσης με το αυτοκίνητο του Μάριου—οι γονείς του πήραν καινούργιο και του άφησαν το παλιό, μια δίπορτη Jetta του ’85—και ο Νίκος, η Ντίνα, ο Βαγγέλης και η Κλαίρη με το αυτοκίνητο της Ντίνας.
Είναι η πρώτη φορά που θα κοιμηθούμε μαζί.
Η σκέψη αυτή είναι εκεί—δεν φεύγει, δεν με αφήνει. Τις πρώτες μέρες ήταν απλά ένας γλυκός ενθουσιασμός. Επιτέλους, χωρίς να μετράμε τον χρόνο, χωρίς να χωριζόμαστε στο τέλος της βραδιάς. Χωρίς να χρειάζεται να σταματήσουμε.
Γιατί δεν είναι απλά ότι θα κοιμηθούμε στο ίδιο δωμάτιο. Ξέρω τι σημαίνει αυτή η εκδρομή. Ξέρω τι σημαίνει για μένα.
Έχω πάρει την απόφασή μου. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θέλω να του δοθώ, είμαι έτοιμη να του δοθώ. Και μόνο η σκέψη με κάνει να νιώθω μια γλυκιά ανυπομονησία, ένα σφίξιμο που δεν είναι φόβος, ούτε δισταγμός—αλλά κάτι που δεν μπορώ να περιγράψω.
Θα είναι η πρώτη μου φορά.
Δεν έχω μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτό, ούτε καν στην Κατερίνα. Το ξέρει, φυσικά. Όπως ξέρω κι εγώ για εκείνη και τον Θανάση. Αλλά άλλο να ξέρεις και άλλο να το λες. Ούτε στον Μάριο το έχω πει ξεκάθαρα, αλλά το ξέρει. Το νιώθει. Δεν μου έχει ζητήσει ποτέ τίποτα. Δεν με έχει πιέσει ποτέ για τίποτα. Δεν χρειάστηκε.
Και το ότι ξέρω πως θα το καταλάβει, πως δεν θα βιαστεί, πως δεν θα κάνει τίποτα που δεν θα είμαι απόλυτα έτοιμη να του δώσω, είναι που κάνει αυτή τη σκέψη τόσο γλυκιά, τόσο δυνατή—και τόσο δική μου. Όσο το σκέφτομαι, με πιάνω να χαμογελάω. Η Παρασκευή είναι κοντά.
Και για πρώτη φορά στη ζωή μου, δεν με νοιάζει καθόλου αν δεν κοιμηθώ.
⇽∙∙∙⇾
Δεν έχουμε προχωρήσει περισσότερο από όσο πήγαμε εκείνη τη βραδιά πίσω από τα εργοστάσια. Και παρόλο που νιώθω πλέον έτοιμη για το επόμενο βήμα, δε μας έχει δοθεί ακόμα η ευκαιρία. Ουσιαστικά, ο μόνος λόγος που δεν το έχουμε κάνει ακόμα είναι επειδή ούτε ο Μάριος, ούτε κι εγώ, θέλουμε να γίνει στο αυτοκίνητο ή σε κάποιο φτηνό ξενοδοχείο της μιας βραδιάς—«γαμηστρώνα», που λέει και ο ίδιος με την απόλυτη φυσικότητα που μπορεί να πετάξει τις πιο ακατάλληλες ατάκες στις πιο ακατάλληλες στιγμές.
Θα μου πεις, τα σπίτια τι τα έχουμε;
Από εκείνη την ημέρα που παραλίγο να με τσακώσει η μητέρα μου γονατισμένη—και προφανώς όχι για να προσευχηθώ στον Μάριο—τα πιο προχωρημένα μας παιχνίδια γίνονται μόνο στις βραδινές μας εξόδους τις Παρασκευές ή τα Σάββατα. Και πάντα στο αυτοκίνητο, εκεί στα εργοστάσια της Τσαλαβούτα. Δεν είναι το πιο βολικό μέρος, αλλά better safe than sorry.
Σπίτι; Μόνο χαμούρεμα. Και αυτό πάντα με όλα μας τα ρούχα. Καλά το λένε: όποιος καεί στον χυλό, φυσάει και το γιαούρτι.
Τώρα που το σκέφτομαι, αυτό δεν είναι ακριβώς αλήθεια Στα τέλη του Νοέμβρη, σε ένα πάρτι που είχε διοργανώσει ένας συμφοιτητής, του είχα κάνει στοματικό στην τουαλέτα.
⇽∙∙∙⇾
Τα φώτα χαμηλώνουν και οι νότες της πρώτης μπαλάντας γεμίζουν το χώρο. Κάποιοι από αυτούς που χόρευαν φεύγουν από το κέντρο του σαλονιού και στη θέση τους έρχονται μερικά ζευγάρια. Ένα από αυτά είμαστε εγώ και ο Μάριος, ο οποίος με πήρε από το χέρι. Με πιάνει σφιχτά αγκαλιά από τη μέση, πλέκω τα χέρια μου πίσω από το σβέρκο του και αρχίζουμε και λικνιζόμαστε απαλά στη μουσική.
I guess this time you’re really leaving
I heard your suitcase say goodbye
Well, as my broken heart lies bleeding
You say true love, it’s suicide
Σκύβει και με φιλάει. Οι γλώσσες μας παίζουν στις άκρες των χειλιών μας ενώ το χέρι μου του χαϊδεύει απαλά το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Τα χέρια του που στην αρχή ήταν στη μέση, κατεβαίνουν λίγο πιο χαμηλά και το χάδι του στους γλουτούς μου κάνει το σώμα μου να μυρμηγκιάσει.
I'll be there for you
These five words I swear to you
When you breathe, I wanna be the air for you
I'll be there for you
Είμαι στη δεύτερη μέρα της περιόδου μου και οι ορμόνες μου έχουν βαρέσει κόκκινα, έχω απίστευτη διέγερση. Νιώθω να λιώνω σε αυτό το φιλί, και ενώ το ένα του χέρι είναι ακόμα στους γλουτούς μου, το άλλου του γίνεται ακόμα πιο τολμηρό. Φεύγει από τους γλουτούς μου και ταξιδεύοντας στη μέση μου και στα πλευρά μου, φτάνει στο στήθος μου. Το μαλάζει απαλά και μου κόβεται η ανάσα.
Λόγω της περιόδου τα στήθη μου είναι πιο ευαίσθητα και, όταν αρχίζει να μαλάζει το αριστερό μου πιο δυνατά, η ανατριχίλα μου γίνεται ακόμα πιο έντονη. Είναι αυτή η ανατριχίλα ανάμεσα στα λαγόνια μου, που με εντελώς ξενέρωτο τρόπο μου υπενθυμίζει ότι κατουριέμαι.
Τραβιέμαι από το φιλί. «Μωρό μου, πρέπει να πάω στο μπάνιο,» του κάνω.
Λύνω τα χέρια μου από το σβέρκο του, με αφήνει και εκείνος, και πηγαίνω προς το μπάνιο. Στο διάδρομο είμαι μόνη μου. Η πόρτα του μπάνιου είναι ελαφρώς ανοιχτή και μέσα έχει σκοτάδι. Παίζω για λίγο με τους διακόπτες, και τελικά βρίσκω αυτόν του μπάνιου. Νιώθω ένα χέρι στα οπίσθιά μου, που για μια στιγμή—και μέχρι να καταλάβω ότι είναι του Μάριου—χτυπάει στο μυαλό μου συναγερμό.
«Μπες μέσα,» μου κάνει με προστακτικό τόνο, και η στιγμιαία διέγερση με κάνει να ξεχάσω ότι κατουριέμαι!
Μπαίνω μέσα και με ακολουθεί. Κλείνει την πόρτα και με στριμώχνει πάνω της. Αρχίζει και με φιλάει στο λαιμό και μου κατεβάζει σχεδόν βίαια το φόρεμα. Μου ξεκουμπώνει το σουτιέν και χουφτώνει δυνατά και τα δυο μου στήθη, κόβοντάς μου σχεδόν και πάλι την ανάσα.
Με πιάνει από το χέρι, με κάνει να γυρίσω και με αγκαλιάζει από πίσω. Ακουμπάει εκείνος στην πόρτα, και με δαγκώνει απαλά μεταξύ του λαιμού και των ώμων μου, χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματήσει να μαλάζει δυνατά και τα δυο μου στήθη. Κατεβάζω το χέρι μου και τον χαϊδεύω πάνω από το παντελόνι, είναι τέρμα ερεθισμένος.
Πάντα με το ένα χέρι, με κάποιο τρόπο καταφέρνω να του λύσω τη ζώνη, να του ξεκουμπώσω το κουμπί, και να του κατεβάσω και το φερμουάρ. Το χέρι μου περνάει μέσα, και αγγίζω το όργανό του πάνω από το μποξεράκι του. Με σταματάει και με γυρίζει προς το μέρος του. Με κοιτάζει με βλέμμα που με κάνει να ανατριχιάσω από την προσμονή, και μετά πιέζει σταθερά τους ώμους μου προς τα κάτω, δείχνοντάς μου ότι θέλει να γονατίσω.
Ήταν η πρώτη φορά που μου το ζήτησε ενεργητικά, μέχρι τότε εγώ έπαιρνα την πρωτοβουλία να τον πάρω στο στόμα μου και οι καύλες μου όχι απλά χτύπησαν ταβάνι, το τρύπησαν! Γονατίζω υπάκουα και απελευθερώνω το μέλος του από την φυλακή του. Τον ανασαίνω για λίγο και η μυρωδιά του ανδρισμού του με μεθάει.
Για μερικές στιγμές παίζω με το κεφαλάκι του, κάνοντας τον Μάριο να ανατριχιάσει. Τον γλείφω αισθησιακά σε όλο του το μήκος, από τη βάλανο μέχρι τη βάση του, και μόλις φτάνω και πάλι στο κεφαλάκι, με μια γρήγορη κίνηση τον παίρνω στο στόμα μου. Όλο. Μου πήρε κάμποσο καιρό να το καταφέρω, αλλά όπως λένε η επανάληψη είναι η μητέρα της μάθησης.
Αγοράκι είναι, λατρεύει τις πίπες, και το εν λόγω κοριτσάκι λατρεύει να κάνει το εν λόγω αγοράκι να χάνει τα μυαλά του. Με πιάνει από τα μαλλιά και με κρατάει για μερικές στιγμές ακίνητη. Του αρέσει πολύ αυτό, να με κρατάει ακίνητη και να μου γαμάει το στόμα. Δε μου είναι ιδιαίτερα εύκολο έτσι, η αίσθηση του πνιγμού είναι έντονη αν δεν ελέγχω εγώ το ρυθμό, αλλά δεν φέρνω κόντρα. Έτσι με θέλει; Έτσι θα μ’ έχει.
Το χέρι μου ασυναίσθητα κατεβαίνει ανάμεσα στα πόδια μου, και παρόλο που έχω περίοδο αρχίζω και χαϊδεύομαι, ενώ το όργανό του μπαινοβγαίνει στο στόμα μου. Σταματάω να χαϊδεύομαι γιατί αποσυντονίζομαι και χάνω τις ανάσες μου, και με το Μάριο να έχει εντείνει το ρυθμό του, δε μου το κάνει εύκολο.
Τραβιέται έξω και σταματάει για μερικές στιγμές, δίνοντάς μου χρόνο να βρω τις ανάσες μου. Αγκαλιάζω με το χέρι μου τη βάση του οργάνου του και αρχίζω να το παίζω με κυκλικές κινήσεις, και σε λίγο ακολουθεί και το στόμα μου. Συντονίζω κινήσεις χεριού με κεφάλι, και τα βογγητά του Μάριου γίνονται ακόμα πιο έντονα από πριν.
Νιώθω στο στόμα μου τα προσπερματικά υγρά του και πλέον έχω μάθει πως ο οργασμός του είναι κοντά. Εντείνω ακόμα περισσότερο το ρυθμό μου, και το όργανό του αρχίζει να τρεμουλιάζει. Τα χέρια του επιστρέφουν στα μαλλιά μου, με αρπάζει και με κρατάει ακίνητη. Το τρεμούλιασμα στο μέλος του μετατρέπεται σε σπασμούς.
Αφήνει ένα ακόμα δυνατό βογγητό και το στόμα μου πλημμυρίζει από διαδοχικές ριπές. Το χέρι μου εξακολουθεί να τον μαλάζει στη βάση του, και καταπίνω την πρώτη ριπή. Και μετά δεύτερη, και μετά τρίτη. Κάθε σπασμός και μια ριπή, κάθε ριπή και ένα ακόμα δυνατό βογγητό.
Καταπίνω για τελευταία φορά και με τη γλώσσα μου τον σκουπίζω προσεκτικά από το κεφαλάκι μέχρι τη βάση. Σηκώνω τα μάτια μου προς το Μάριο. Έχει γείρει ακουμπώντας το πίσω μέρος του κεφαλιού του στην πόρτα και τα μάτια του είναι κλειστά. Χαμογελάω, δίνω ένα τελευταίο φιλάκι στο κεφαλάκι του, και σηκώνομαι.
Και κάπου εκεί θυμάμαι ότι κοντεύω να τα κάνω πάνω μου, και τον πετάω έξω με συνοπτικές διαδικασίες.
⇽∙∙∙⇾
Και μόνο που το θυμάμαι, με πιάνει ένα μικρό—ανεπαίσθητο—κοκκίνισμα. Όχι γιατί το μετανιώνω. Κάθε άλλο. Αλλά γιατί ακόμα δεν έχω συνηθίσει τη σκέψη ότι είμαι τέτοιος άνθρωπος.
…
Το μέρος που είχαμε κλείσει δεν ήταν ακριβώς ξενοδοχείο. Ήταν ένας μεγάλος, πέτρινος ξενώνας, χωμένος μέσα στη φύση, με τον αέρα να φέρνει τη μυρωδιά του ξύλου και του τζακιού. Στο ισόγειο είχε μια μεγάλη σάλα με βαριές πολυθρόνες, ένα ξύλινο μπαρ και ένα τζάκι που σιγόκαιγε, κάνοντας τις σκιές να παίζουν στους τοίχους. Μια κεντρική σκάλα οδηγούσε στον επάνω όροφο, όπου υπήρχαν οχτώ μεγάλα δωμάτια, το καθένα με το δικό του τζάκι, ιδιωτικό μπάνιο και ένα μικρό μπαλκόνι. Ήταν ψηλά στο βουνό και από κάτω έβλεπες, σαν σε πιάτο, το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου.
Αύριο το πρωί θα πηγαίναμε στις Μηλιές και το απόγευμα θα κατεβαίναμε στον Βόλο, αλλά σήμερα, πρώτη μέρα, θα μέναμε εκεί.
Εδώ και έναν μήνα έχω αρχίσει κι εγώ τα μαθήματα για να βγάλω δίπλωμα, αλλά ο Μάριος το είχε κάνει από πέρσι και ήταν ήδη καλός οδηγός. Παρά το γεγονός ότι το αυτοκίνητό τους ήταν πειραγμένο—σιγά μη το άφηνε ο κύριος Ανδρέας έτσι—ο Μάριος δεν ήταν ούτε νευρικός ούτε έτρεχε. Σε όλο το ταξίδι μια φορά το άνοιξε για να μας δείξει ότι πάει μέχρι 170 και μετά έκοψε, δεν πήγε πάνω από 120.
Οι άλλοι, μάθαμε αργότερα, το έκαναν σερί. Εμείς, αντιθέτως, πήγαμε με την ησυχία μας, κάνοντας στάση για καφεδάκι στον Άγιο Κωνσταντίνο, στο ίδιο μέρος που είχαμε πιει και τους καφέδες μας πριν επιβιβαστούμε στο καράβι για Σκιάθο, πέρσι τον Αύγουστο.
Όταν φτάσαμε αργά το απόγευμα, βρήκαμε τους άλλους τέσσερις στη σάλα, μπροστά από το τζάκι. Ήταν από εκείνες τις σκηνές που σου μένουν στο μυαλό, με το φως από τις φλόγες να φωτίζει χαλαρά τα πρόσωπά τους και την κουβέντα να κυλάει ήρεμα.
Καθίσαμε κι εμείς μαζί τους, ήπιαμε τους καφέδες μας και μετά φάγαμε κιόλας, αφού στον ξενώνα σερβίριζαν και τα τρία γεύματα. Κάποια στιγμή, τα ζευγάρια άρχισαν να ανεβαίνουν στα δωμάτιά τους. Ανεβήκαμε και εμείς και το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να ανάψουμε το τζάκι, περισσότερο για την ατμόσφαιρα, παρά για ό,τι άλλο, ήταν ζεστά στο δωμάτιο.
Μπαίνω πρώτη στο μπάνιο για ένα ντουζάκι και όταν βγαίνω, ακολουθεί και ο Μάριος. Φοράω ένα απλό φανελάκι από πάνω και το αγαπημένο μου μποξεράκι. Τα λατρεύω τα μποξεράκια, γιατί έχουν ταυτόχρονα τον ρόλο κοντού σορτς και εσώρουχου, αλλά κυρίως γιατί τονίζουν τα οπίσθιά μου και ο Μάριος λατρεύει το θέαμα.
Πάω και κάθομαι μπροστά από το αναμμένο τζάκι και χαζεύω για μερικά λεπτά τη φλόγα . Ακούω το νερό από το ντους, ακούω τα ξύλα που σιγοκαίνε στο τζάκι. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά από την προσμονή. Φεύγω από το τζάκι και πάω να στεγνώσω τα μαλλιά μου.
«Μου αρέσει που τα έχεις αφήσει να μακρύνουν λίγο παραπάνω» μου λέει βγαίνοντας από το μπάνιο και βλέποντάς με να τα στεγνώνω. Τα κουρεύω ακόμα σε στυλ pixie και στα δικά μου μάτια έχουν παραμακρύνει.
«Να τα αφήσω κι άλλο, λες;»
«Αν θέλεις… αλλά εμένα μου αρέσουν πολύ στο μήκος που είναι τώρα!»
«Χμμμ…» λέω και κοιτάζομαι στον καθρέφτη σκεπτική, φυσώντας ένα τσουλούφι που πέφτει στο πρόσωπό μου.
«Και μπορώ να σε γραπώνω και καλύτερα από το μαλλί, αυτό που το πας;»
Τον κοιτάζω από τον καθρέφτη με ανασηκωμένο φρύδι. «Δικέ μου την πάτησες, ε; Έκλεισες τάφο ρε; Εμένα ένας που είπε ότι θα με γραπώσει τον έκανα αφίσα, ακόμα τον ξεκολλάνε απ' τον τοίχο» του λέω αντιγράφοντας τον Μίκη από το The Kopanoi. Το είχαμε δει πριν κανένα μήνα στο βίντεο και δε μας είχε μείνει άντερο.
«Μη μου λες τέτοια και φρικάρω! Να μάθεις να μη λες στον άλλο πως θα κουρεύεται η έτσι του! Ποιος είσαι ρε και κάνεις υποδείξεις, ο Ροκαβλόν;» μου απαντάει αντιγράφοντας με τη σειρά του τον Γκόγκο, και βάζουμε και οι δύο τα γέλια.
Τον βλέπω να πλησιάζει με εκείνο το μισό χαμόγελο που ξέρει πως με ρίχνει κάθε φορά. Οι κινήσεις του χαλαρές, αλλά το βλέμμα του έχει μια σπίθα πειράγματος. Καθώς τον παρακολουθώ να έρχεται πίσω μου, νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει λίγο πιο δυνατά, αλλά προσποιούμαι ότι δεν με πειράζει. Ξέρω τι έχει στο νου του και λιώνω στη σκέψη του επερχόμενου μασάζ.
Ακουμπάει τα χέρια του στους ώμους μου, τα δάχτυλά του πιέζουν απαλά αλλά σταθερά, και κλείνω τα μάτια πριν προλάβω να το συνειδητοποιήσω. Η ζεστασιά τους περνάει μέσα από το μπλουζάκι μου, και κάθε κύκλος που κάνει με τους αντίχειρές του μοιάζει να λιώνει έναν κόμπο έντασης. Ο Μάριος κάνει καταπληκτικό μασάζ, και κάθε φορά που το κάνει νιώθω κυριολεκτικά πως θα χυθώ.
«ΜΜΜΜ» κάνω και σηκώνω τους ώμους μου κλείνοντας τα μάτια, το κεφάλι μου γέρνει ελαφρά μπροστά, σαν να προσκαλώ τα χέρια του να συνεχίσουν. Τα χείλη μου μισανοίγουν και η φωνή μου βγαίνει πιο χαλαρή, σχεδόν βραχνή. Δεν είχα καταλάβει πόση ένταση κουβαλούσα στους ώμους μου μέχρι που αρχίζει να τη διώχνει.
«Μήπως να αλλάξεις καριέρα;» τον ρωτάω με μια φωνή που έχει αρχίσει να βγαίνει πιο βαθιά και νυσταγμένη. «Θα γλιτώσεις και την εξεταστική του Γενάρη.»
Τα χέρια του συνεχίζουν να κινούνται αργά και μεθοδικά, και νιώθω τις άκρες των δαχτύλων του να κατεβαίνουν προς τις ωμοπλάτες μου, το άγγιγμά του ζεστό και σταθερό. Κλείνω ξανά τα μάτια, αλλά ο Μάριος σκύβει προς το αυτί μου, η ανάσα του γαργαλάει τον λαιμό μου και ανατριχιάζω σύγκορμη.
«Α, ναι;» με ρωτάει με τη σειρά του, η φωνή του γεμάτη παιχνιδιάρικη πρόκληση. «Θέλεις να με δεις να κάνω μασάζ και σε άλλες;»
Σταματάω απότομα να χαλαρώνω, τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα και οι ώμοι μου σφίγγονται ενστικτωδώς. Γυρίζω το κεφάλι μου προς το μέρος του και τον κοιτάζω με τα φρύδια μου συνοφρυωμένα.
«Εχμ! Αυτό ομολογώ ότι δεν το είχα σκεφτεί!» κάνω και βγάζω έναν ήχο ανάμεσα σε πνιχτό γέλιο και επιφύλαξη.
Ο Μάριος κλείνει το μάτι με έναν αέρα που μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι. «Αλλά τώρα που το λες…» προσθέτει, και δεν κρατιέμαι.
Τραβιέμαι αμέσως μπροστά και τον κοιτάζω ψεύτικα στραβωμένη, τα χείλη μου σφιγμένα αλλά τα μάτια μου να πετάνε σπίθες. «Δε τη λυπάσαι τη μανούλα σου που θα σε κλάψει;» του λέω με τόνο απειλητικό αλλά και γεμάτο πείραγμα.
«Ζηλιάρα!» γελάει και το βλέμμα του είναι τόσο ζεστό που νιώθω τα μάγουλά μου να καίνε.
«Καλά κάνω!» τον προκαλώ, σηκώνοντας το πιγούνι μου με πείσμα. «Άντε μη σε δείρω καλά-καλά δεν ήρθαμε!»
«Κοίτα μη σου φύγει κανένας πόντος!» μου πετάει και το ύφος του είναι τόσο αυτάρεσκο που σκάω.
«Έχω προνοήσει, γι’ αυτό δε φοράω ποτέ καλτσόν!» του λέω και το βλέμμα μου τον προκαλεί.
«Ψεύτρα! Φορούσες προχθές με το φόρεμα!» Η φωνή του είναι γεμάτη ικανοποίηση και τα μάτια του στενεύουν παιχνιδιάρικα.
«Τι πας και θυμάσαι κι εσύ…» κάνω και γυρίζω τα μάτια μου, αλλά η αλήθεια είναι πως το να θυμάται τέτοιες λεπτομέρειες μου αφήνει ένα χαζό χαμόγελο.
«Ξεχνιέσαι εσύ, Μπίλι μου;» με ρωτάει με τόση γλύκα στη φωνή του που θέλω να του ορμήξω.
Μου χαμογελάει με το βλέμμα που με κάνει πάντα να λιώνω. «Εσύ να τα βλέπεις που θέλεις να κάνεις μασάζ σε άλλες!» κάνω τάχα θυμωμένα, αλλά τα μάγουλά μου είναι κόκκινα και το χαμόγελό μου σκάει πριν προλάβω να το κρύψω.
«Εγώ ρε μαλάκα; Εσύ μου το πρότεινες, και θα γλιτώσω και την εξεταστική, αυτό που το πας;» λέει και γελάει, και το γέλιο του είναι τόσο ζεστό που με κάνει να χαμογελάσω κι εγώ παρά τη μουρμούρα μου.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, του ορμάω με ένα πνιχτό γέλιο και τα χέρια μου προσπαθούν να τον σπρώξουν πίσω. «Αυτό ήταν, θα σε δείρω τώρα!» φωνάζω γελώντας. Και όπως κάθε φορά που παλεύουμε, η κατάληξη είναι η ίδια. Έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα ανατροπών και χαχανητών, βρίσκομαι ανάσκελα στην παχιά φλοκάτη, με τον Μάριο από πάνω μου.
Τα χέρια του έχουν φυλακίσει τα δικά μου στο πάτωμα και το πρόσωπό του είναι τόσο κοντά που νιώθω την ανάσα του να χαϊδεύει τα χείλη μου. Η καρδιά μου έχει αρχίσει να χτυπάει πιο δυνατά—και αυτή τη φορά, δεν είναι επειδή γελάω. Είμαι παραδομένη στα χέρια του και η αίσθηση αυτή και πάλι ξυπνάει μέσα μου κάτι πρωτόγονο, κάτι ενστικτώδες.
Δεν χρειάζεται να παλέψουμε για να νιώσω δική του, είμαι δική του—και ας μου πήρε χρόνια ολόκληρα να το καταλάβω—από τότε που θυμάμαι τον ίδιο μου τον εαυτό. Και όμως από τότε που αρχίσαμε και πάλι να παλεύουμε, αυτή η πάλη είχε αλλάξει. Όταν ήμασταν μικρά ήταν παιχνίδι… Και τώρα παιχνίδι ήταν… άλλου είδους.
Τα μάτια του έχουν μια περίεργη λάμψη, που κάνει να νιώθω φωτιά στα λαγόνια μου. Το βλέμμα του πέφτει στα χείλη μου για μια στιγμή, πριν επιστρέψει στα μάτια μου. Τα δάχτυλά του χαλαρώνουν ελαφρά, αλλά δεν με αφήνουν. Το χαμόγελό του πλατύ και λίγο πονηρό.
«Παραδίνεσαι;» ρωτάει με φωνή χαμηλή και ζεστή, και το βλέμμα του γλιστράει από τα μάτια μου στα χείλη μου και πάλι πίσω.
«Μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι» του λέω, παλεύοντας να ξεφύγω, αλλά τα χέρια του με κρατούν σφιχτά.
«Είσαι στο έλεός μου, μουαχαχαχα» κάνει γελώντας σατανικά και το κωλόπαιδο μου στρίβει τις ρόγες, κάνοντάς με να τσιρίξω.
Ο γάιδαρος βάζει τα γέλια χωρίς ούτε στιγμή να πάψει να με κρατάει βιδωμένη στην απαλή φλοκάτη. Σταματάει και μου βάζει τα χέρια πίσω, σκύβει πάνω μου και με φιλάει παθιασμένα. Το σώμα μου παίρνει φωτιά στη στιγμή.
Κρατώντας με ακίνητη, αρχίζει και με φιλάει και με δαγκώνει στο σαγόνι, μετά στο λαιμό, και συνεχίζει δαγκώνοντας τα στήθη μου πάνω από το φανελάκι. Ξεφωνίζω—και δεν είναι γιατί πονάω. Που πονάω δηλαδή, αλλά το ξεφωνητό δεν είναι πόνου. Ή, για να είμαι ακριβής, δεν είναι μόνο πόνου.
Μου σηκώνει τη φανέλα προς τα πάνω και αρχίζει να με φιλάει στην κοιλιά. Τα χέρια του αφήνουν τα δικά μου ελεύθερα, αλλά δε σκέφτομαι καν να κινηθώ. Νιώθω τα δάχτυλά του να χαϊδεύουν τα στήθη μου, να μαλάζουν τις ρόγες μου, ενώ η ανάσα του καίει το δέρμα μου πιο χαμηλά.
Με αγγίζει εκεί. Το κάνει πάνω από το ύφασμα, αργά, σαν να χαϊδεύει κάτι ιερό. Μια φλόγα εκρήγνυται μέσα μου και αφήνω έναν ήχο που δεν είμαι σίγουρη αν τον έχω βγάλει ποτέ ξανά στη ζωή μου. Και τότε σταματάει.
Τα μάτια μου ανοίγουν απότομα.
«Μη σταματάς» του λέω με κομμένη την ανάσα. «Μη σταματάς, σε παρακαλώ.»
«Δεν σκοπεύω» μου λέει χαμογελαστός και προς στιγμή μπερδεύομαι. Σηκώνεται και με βοηθάει να σηκωθώ κι εγώ. «Όχι στη φλοκάτη, όμως!»
Ο τρόπος που το λέει, ο τρόπος που με κοιτάζει, με κάνει να νιώσω ξανά εκείνη τη φλόγα μέσα μου. Ξαπλώνω στο κρεββάτι και έρχεται από πάνω μου, το βάρος του κορμιού του πάνω στο δικό μου με ξετρελαίνει, τον αρπάζω και τον τραβάω πάνω μου και φιλιόμαστε παθιασμένα, οι γλώσσες μας σχεδόν παλεύουν στις άκρες των χειλιών μας.
Με ανασηκώνει και σηκώνω κι εγώ τα χέρια μου, βοηθώντας τον να μου βγάλει το φανελάκι. Σταματάει για λίγο, κλείνει το φως του δωματίου και ανάβει το πορτατίφ. Από πάνω είναι γυμνός και από κάτω φοράει το μποξεράκι με τον Taz που του έκανα δώρο μια μέρα που είχα πάει ψώνια με την Κατερίνα, το ερωτεύτηκα με το που το είδα!
Αρχίζει και με φιλάει στο λαιμό και στα αυτιά και χαμηλώνει και πάλι προς τα στήθη μου αλλά αυτή τη φορά είναι πιο τρυφερός, το δάγκωμά του είναι πιο απαλό, το χάδι της γλώσσας του πιο γλυκό. Πιπιλάει για λίγη ώρα τη ρόγα του ενός μου στήθους και μετά κάνει το ίδιο και στο άλλο, και όταν τελειώνει ξεκινάει να κατεβαίνει προς τα κάτω γλείφοντας και πιπιλώντας με στην κοιλιά.
Φτάνει λίγο πάνω από το μποξεράκι μου, κοντοστέκεται για μερικές στιγμές και πάει να το κατεβάσει. Ανασηκώνω τη λεκάνη μου για να τον βοηθήσω και λίγες στιγμές αργότερα βρίσκομαι τελείως γυμνή μπροστά του. Με γλείφει στην κορυφή της ήβης και κατεβαίνει πιο χαμηλά αλλά δεν πηγαίνει εκεί που λαχταρώ, αντιθέτως πιπιλώντας στο σημείο που ενώνεται ο κορμός με τα πόδια, κατεβαίνει σιγά σιγά, πότε φιλώντας και πότε δαγκώνοντας, στο εσωτερικό των μηρών, και μετά πιο κάτω, μέχρι που φτάνει σχεδόν στα πόδια μου.
Μου σηκώνει το πόδι και μου φιλάει τρυφερά την πατούσα και μου ξεφεύγει ένα γελάκι. Μου γελάει και εκείνος και μετά παίρνει το άλλο πόδι στο χέρι του και κάνει το ίδιο, και ακολουθώντας ανάποδη φορά φτάνει ξανά ανάμεσα στα πόδια μου. Νιώθω τη γλώσσα του πάνω στα χείλη μου και μου ξεφεύγει ένας δυνατός στεναγμός, στεναγμός που γίνεται ακόμα πιο δυνατός, όταν αρχίζει να παίζει την κλειτορίδα μου με τη γλώσσα.
Φέρνω τα χέρια μου στο κεφάλι του και του σφίγγω τα μαλλιά, κάνοντας τον να κολλήσει το πρόσωπό του πάνω μου. Με χουχουλιάζει και η καυτή του ανάσα στα χαμηλά μου κάνει το σώμα μου να τεντωθεί άθελά μου σαν τόξο. Τον θέλω! Τον θέλω μέσα μου! Είμαι η Μπίλι του, είναι ο Μάριος μου, θέλω να είναι ο πρώτος μου, ο πρώτος που θα περάσει το άβατο των άβατων.
«Σε θέλω… σε θέλω μωρό μου… σε θέλω μέσα…
μέσα μου,» του λέω και τον σφίγγω πάνω μου θέλοντας να νιώσω το βάρος του κορμιού
του πάνω στο δικό μου.
Σκύβει και με φιλάει με πάθος. Σταματάει και
με χαϊδεύει στο πρόσωπο. Τα μάτια του λάμπουν από έρωτα κάνοντάς μου την καρδιά
μου να χοροπηδήσει μέσα στα στήθη μου.
«Κι εγώ σε θέλω Μπίλι μου,» μου λέει συνεχίζοντας
να με χαϊδεύει. «Σ’ αγαπάω.»
«Η Μπίλι σου…» του κάνω με φωνή γεμάτη πάθος.
«Κάνε με δική σου, μωρό μου… δική σου… μόνο δική σου.»
Σηκώνεται για λίγο και πάει στην τσάντα του
και βγάζει ένα κουτί προφυλακτικά και το ανοίγει. Σαν κάτι να σκέφτεται και
πηγαίνει προς το μπάνιο και γυρίζει με μια πετσέτα.
«Σήκω λίγο μωρό μου να τη βάλουμε από κάτω»
μου λέει και επιτέλους στροφάρω, είμαι παρθένα και δε θέλουμε να λερώσουμε
νυχτιάτικα τα σεντόνια.
Κάνω λίγο στο πλάι και μου στρώνει την
πετσέτα και γυρίζω ξανά ξαπλώνοντας πάνω της. Αφήνει το κουτί με τα
προφυλακτικά στο κομοδίνο, και γυρίζοντας στο κρεββάτι ξαπλώνει δίπλα μου και
με φιλάει. Γδύνεται τελείως, φοράει προσεκτικά το προφυλακτικό και ανεβαίνει
πάνω μου ενώ ανοίγω τα πόδια μου για να τον υποδεχτώ.
Ξέρω ότι θα πονέσω, αλλά από μικρή έχω
μάθει να αντέχω, ο πόνος ποτέ δε με φόβισε. Δεν χρειάζομαι κανένα άλλο
προκαταρκτικό, είμαι έτοιμη να του δοθώ, έτοιμη να γίνω δική του. Οδηγεί το
όργανό του στα χείλη μου αλλά διστάζει, φοβάται μη με πονέσει. Με κοιτάζει στα
μάτια.
«Είμαι έτοιμη…» του λέω απλά κοιτάζοντάς τον
στα μάτια. «Σε θέλω…» του λέω ξανά με φωνή σχεδόν ψιθυριστή από τον αβάσταχτο πόθο
που νιώθω.
Αρχίζει και σπρώχνει προσπαθώντας να μπει
μέσα μου και νιώθω οξύ πόνο καθώς ο παρθενικός μου υμένας του παραδίνεται. Μου
ξεφεύγει μια φωνούλα, αλλά ο πόνος δεν είναι παρά μια ιδέα, μπροστά στην
πληρότητα που νιώθω εκείνη τη στιγμή, τίποτα… τίποτα δεν έχει σημασία.
Ξεκινάει να κινείται με αργές, ρυθμικές
κινήσεις και είναι τόσο όμορφο που το τσούξιμο δεν είναι παρά μια μικρή,
ασήμαντη ενόχληση. Νιώθω πολύ όμορφα, πολύ τρυφερά, οι ηδονικοί στεναγμοί του
κάνουν την ψυχή μου να πετάει και παρά το τσούξιμο, η αίσθηση του μέσα μου
είναι…δεν ξέρω… δεν είναι τόσο έντονη όσο όταν με παίζει με τη γλώσσα του και
το δάχτυλό του αλλά είναι πιο βαθιά, δεν ξέρω πως να το πω αλλιώς.
Οι ανάσες του γίνονται κοφτές, αρχίζει να
επιταχύνει και οι στεναγμοί μου συνοδεύουν τους δικούς του, και κινείται ακόμα
πιο γρήγορα, και ακόμα πιο γρήγορα, μέχρι που μια στιγμή τεντώνεται και μένει
ακίνητος με τα μάτια κλειστά και νιώθω το όργανό του να κάνει σπασμούς μέσα μου.
Του ξεφεύγει ένα παρατεταμένο «ΑΑΑΑΑΑΑΧ», σα να έχει
κρατήσει την αναπνοή του, σα να έχει ξεχάσει πως εκπνέουν. Δεν τραβιέται,
ανοίγει τα μάτια του και σα να βυθίζεται στα δικά μου.
Του χαϊδεύω το ιδρωμένο του πρόσωπο.
«Είμαι η Μπίλι σου»
«Είμαι ο Μάριος σου»
Είναι 3 του Γενάρη του 1992. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτή τη μέρα όσο ζω.
You better come home Speedy Gonzalez
Είναι 27 Απρίλη, Δευτέρα του Πάσχα, και έχω τα γενέθλιά μου, σήμερα κλείνω τα 19. Στο σπίτι μου έχουν έρθει τα ξαδέρφια μου και έχει μαζευτεί και όλη η παρέα, ακόμα και ο Νίκος με τη Ντίνα, που λόγω Πάσχα έχουν ανέβει Αθήνα.
«Να ζήσεις ρε Μπίλι και χρόνια πολλά μεγάλη να γίνεις με άσπρα μαλλιά, παντού να σκορπίζεις της γνώσης το φως και όλοι να λένε να μία σοφός»
«ΦΦΦΦΦΦ» κάνω και σβήνω τα δύο κεριά που σχηματίζουν τον αριθμό 19 και όλοι χειροκροτούν ενθουσιασμένοι.
Τρώμε την τούρτα και βγαίνουμε όλοι μαζί, πάμε στην Κηφισιά για bowling. Είμαστε όλοι τελείως άσχετοι και το γέλιο που ρίχνουμε δεν λέγεται, και το κλου της βραδιάς είναι όταν ο φουκαράς ο Αλέκος κάποια στιγμή φεύγει μαζί με τη μπάλα. Τρέχω προς το μέρος του, ανήσυχη μεν, μην μπορώντας να συγκρατήσω τα γέλια μου δε.
«Είσαι καλά ξαδερφούλη;»
«Δε βαριέσαι» λέει με το αιώνιο ατάραχο του ύφος. «Έχω πάθει και πολύ χειρότερα!»
Ήμασταν δώδεκα χρονών εγώ, δέκα η Βασιλική και δεκατρία εκείνος, είχαμε σκαρφαλώσει σε ένα δέντρο όταν ακούστηκε ένα δυνατό «κρακ» και ο Αλέκος βρέθηκε στο χώμα, και τα είχα χρειαστεί πολύ άσχημα. Κατέβηκα σχεδόν κουτρουβαλώντας αλλά ο Αλέκος είχε σηκωθεί και τιναζόταν σαν να μην είχε γίνει τίποτα. «Είσαι καλά;» «Εντάξει μωρέ, καλά είμαι. Μπορεί να χρειαστεί να αλλάξω σώβρακο, αλλά εντάξει, ευτυχώς δεν πάθαμε και τίποτα»
«Έχεις φέρει σώβρακο ν' αλλάξεις;» τον ρωτάω γελώντας ακόμα.
«Όχι, αλλά φοράω καφέ παντελόνι» απαντάει σα να ήταν το πιο φυσικό πράγμα, και ρίχνω τέτοιο γέλιο που νομίζω ότι πρέπει στο τέλος να έφτυσα το συκώτι μου και ίσως και λίγη σπλήνα.
Αφού πίνουμε και τα ποτά μας, τους αφήνουμε Κηφισιά και φεύγουμε, για σήμερα ο Μάριος έχει σπέσιαλ πρόγραμμα, θα πάμε σε δωμάτιο με τζακούζι. Από τότε που κάναμε για πρώτη φορά έρωτα, εκεί στο Πήλιο, είχαμε γίνει αν όχι τακτικοί, τουλάχιστον συχνοί πελάτες σε διάφορα «πονηρά» ξενοδοχεία στην Αθήνα.
Σπίτια μας ακόμα δεν τολμούσαμε, εκείνο το μεσημέρι που γύρισε η μητέρα μου χωρίς να την περιμένουμε, και παραλίγο να με πιάσει στα πράσα την ώρα που του έκανα πίπα, μας είχε σημαδέψει! Ο Μάριος δεν είχε προλάβει καν να φορέσει το παντελόνι του, είχε χωθεί κάτω από το γραφείο κάνοντας ότι διαβάζει, κι εγώ είχα κάτσει αριστερά του, σκύβοντας πάνω από το γραφείο, προσπαθώντας να τον καλύψω. Αν η μητέρα μου είχε μπει μέσα στο δωμάτιο αντί να μας ρωτήσει από την πόρτα αν θα καθόταν ο Μάριος να φάει μαζί μας, θα μας είχε πιάσει με τα παντελόνια κατεβασμένα! Κυριολεκτικά!
Εκείνο το βράδυ στο Πήλιο είχαμε κάνει και άλλες τρεις φορές έρωτα και σταματήσαμε μόνο όταν ξεμείναμε από προφυλακτικά. Αναπληρώσαμε την επόμενη που κατεβήκαμε Βόλο και την Κυριακή το πρωί δε μπορούσαμε να πάρουμε τα πόδια μας! Ήταν πολύ όμορφα και μετά από αυτό άντε βολέψου στο αυτοκίνητο!
Καλά, όχι ότι δεν το είχαμε κάνει κι αυτό, ψεύτρα μην είμαι, αλλά το κρεββάτι είναι πιο βολικό και άσε τους άλλους να λένε. Και το Jetta του αν και δίπορτο, δεν το λες και μικρό, πώς στο διάολο τα βολεύουν η Κατερίνα με τον Θανάση στο Autobianchi του;
Πάντως ομολογώ πως οι γαμιστρώνες έχουν την πλάκα τους, ειδικά όταν έχει αναμονή, κάμποσες φορές έχουμε φάει σχεδόν το μισό χρόνο μας στο δωμάτιο σχολιάζοντας τα ζευγάρια που είδαμε κάτω. Το καλύτερο πάντως ήταν μια φορά που στο διπλανό δωμάτιο ήταν δύο ζευγάρια μαζί, αντί να βγάλουμε τα μάτια μας είχαμε στήσει αυτί και μετά ο Μάριος μου έκανε αναπαράσταση από Γερμανικές τσόντες και στο τέλος ξεχάσαμε γιατί είχαμε πάει εκεί εξ αρχής.
Δε βαριέσαι, είναι από τις ιστορίες που θα λες στα εγγόνια σου. Ναι… δεν θα λες ακριβώς στα εγγόνια σου, αλλά νομίζω ότι καταλαβαινόμαστε.
Ανεβαίνουμε στο δωμάτιο, το οποίο έχει ένα μεγάλο στρογγυλό τζακούζι στη μέση. Μέχρι να γεμίσει νερό, ξεκινάμε τον πρώτο γύρο και έχουμε τέτοιες ορέξεις που το πρώτο γκολ μπαίνει σχεδόν με την έναρξη και ο Μάριος γίνεται κόκκινος σαν παντζάρι.
“Well, this
is awkward” λέει κόκκινος σαν παντζάρι και βγάζει προσεκτικά
το προφυλακτικό που δεν είχε φορέσει ούτε καν μισό λεπτό πριν.
Είναι σκέτος γλύκας και δεν μπορώ να μην τον
τσιγκλήσω. “You better come home, Speedy Gonzales” αρχίζω και του τραγουδάω
και ξεχνάει την κασκαρίκα του και βάζει τα γέλια.
«Τι μαλάκας είσαι ρε αδερφάκι μου» λέει
προσπαθώντας ακόμα να βρει τις ανάσες του.
«Είναι που έχω μαθητεύσει κοντά στον
καλύτερο!» του κάνω χαρίζοντάς του το πιο αστραφτερό μου χαμόγελο.
«Μωρέ θα σε τουλουμιάσω!» μου λέει και μου
ορμάει και προσπαθεί να με γυρίσει ανάποδα, ενώ εγώ παλεύω γελώντας, και που
και που, τσιρίζοντας. Δε μου αρέσει να τσιρίζω αλλά μερικές φορές απλά δε μπορώ
να το ελέγξω το ρημάδι. Καταφέρνει να με γυρίσει μπρούμητα και μου σκάει μια
στον κώλο που με κάνει να χοροπηδήσω, πράγμα αξιοσημείωτο όπως είμαι ξαπλωμένη
στα γόνατά του.
«Θα σε σκίσω!» του φωνάζω, όχι πολύ
πειστικά, το παραδέχομαι.
«Καλά, γύρνα πρώτα!» μου λέει και μου χώνει
και δεύτερη και με αφήνει και εκεί συνειδητοποιώ ότι ΔΕΝ θέλω να μ’ αφήσει.
«Έκλεισες τάφο ρε;» του λέω τσιγκλώντας τον
και καταπίνει το δόλωμα αμάσητο.
Με ακινητοποιεί ξανά και μου ρίχνει μερικές
ακόμα και ο αφιλότιμος τις ρίχνει δυνατές! Έλα όμως που μ’ αρέσει! Πώς είναι
δυνατόν να μου αρέσει; Σ’ εμένα! Σ’ εμένα που όποιος άπλωνε το ξερό του πάνω
μου του το έκοβα σύριζα. Σ’ εμένα που έχω στείλει δυο μαντράχαλους που πήγαν να
μου βάλουν χέρι στον οδοντογιατρό για εμφυτεύματα. Τα ύστερα του κόσμου!
Αμ εκείνος πάει πίσω; Του έχει γίνει
κατάρτι. Με αφήνει να σηκωθώ και τον αιφνιδιάζω πετώντας τον στο κρεββάτι, και
του ορμάω και τον παίρνω στο στόμα μου με τέτοια μανία, που λίγη ώρα αργότερα
μπαίνει και το δεύτερο γκολ, και πότε στο διάολο πρόλαβε να μαζευτεί τόσο
πράγμα;
Δε λέει τίποτα αλλά το όλο σκηνικό δεν του
έχει διαφύγει. Τα μάτια του με παρακολουθούν με εκείνο το γνώριμο ύφος—σαν να
προσπαθεί να μαντέψει τι σκέφτομαι χωρίς να ρωτήσει. Ανασηκώνω το φρύδι μου
προκλητικά, αλλά εκείνος κάνει πως δεν καταλαβαίνει και γυρίζει προς το
τζακούζι, ακουμπώντας τα χέρια του στα πλαϊνά.
Το τζακούζι έχει γεμίσει και το νερό
αχνίζει, οι φυσαλίδες στροβιλίζονται στην επιφάνεια. Μπαίνουμε μέσα και νιώθω
τη ζεστασιά να χαλαρώνει τους μυς μου σχεδόν αμέσως. Τα χέρια μου ακουμπούν στα
πλαϊνά, και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Δεν ξέρω τι περίμενα, αλλά τελικά το
τζακούζι μου φάνηκε πολύ κακό για το τίποτα. Το ζεστό νερό είναι ωραίο, δε λέω,
αλλά δεν είναι και η κορύφωση της απόλαυσης που νόμιζα.
Του ρίχνω μια λοξή ματιά. Τα μάτια του
είναι μισόκλειστα και έχει γύρει το κεφάλι προς τα πίσω, σαν να είναι στην
απόλυτη νιρβάνα. Χαμογελάω ανεπαίσθητα. Αφού του αρέσει τόσο, δε θέλω να του το
χαλάσω.
Στρίβει το κεφάλι του προς τα μένα, ένα
πλατύ χαμόγελο απλώνεται στα χείλη του. «Θέλω να δοκιμάσουμε κάτι μετά,» λέει,
και το βλέμμα του γυαλίζει μ’ έναν τρόπο που με κάνει να δαγκώσω το χείλος μου
ασυναίσθητα.
Κάνω ότι το σκέφτομαι για μισό δευτερόλεπτο
πριν απαντήσω. «Μήπως να με μαστιγώσεις;» του λέω κάνοντας χαβαλέ και ανασηκώνω
το φρύδι μου παιχνιδιάρικα.
Στραβώνει το στόμα του και μορφάζει. «Σε
πείραξε; Νόμιζα ότι σου άρεσε! Ρε συ Μπίλι…» πάει να πει, αλλά τον κόβω πριν
προλάβει να ολοκληρώσει.
«Σε πειράζω ρε ούφο!» του κάνω και του
ρίχνω λίγο νερό στη μούρη γελώντας. «Αμάν αδερφάκι μου, ώρες-ώρες είσαι τελείως
Αλέκος!»
Η μάτια του σκοτεινιάζει για λίγο. «Ρε
μαλάκα, μερικά πράγματα δεν είναι αστεία!» μου λέει, ξεφυσώντας με ανακούφιση.
«Εντάξει, εντάξει, συγνώμη!» κάνω
σηκώνοντας τα χέρια μου υποχωρητικά αλλά το χαμόγελό μου δεν λέει να σβήσει.
«Όχι απλά δε με πείραξε, σου πέταξα το δόλωμα και το κατάπιες σα χάνος!» του
εξομολογούμαι μ’ ένα χαχανητό που δεν μπορώ να κρατήσω.
Ανοιγοκλείνει τα μάτια του για μια στιγμή
και με κοιτάζει με απορία. «Τι εννοείς;» ρωτάει και γέρνει λίγο μπροστά, τα
χέρια του να πιέζουν τις άκρες του τζακούζι.
Κάνω ότι μελετάω τα νύχια μου και απαντάω
ανέμελα: «Το “έκλεισες τάφο ρε;”»
Τα μάτια του πετάγονται διάπλατα και το
στόμα του μένει ανοιχτό για μερικά δευτερόλεπτα πριν ξεσπάσει σε γέλια.
«Πουλάκι μου!!!!» μου λέει, χτυπώντας το χέρι του στο νερό, οι φυσαλίδες να
πετάγονται γύρω μας.
“I have the right
to remain silent,” του πετάω αγγλιστί και του κάνω ένα ψεύτικο αθώο χαμόγελο, γέρνοντας
το κεφάλι μου στο πλάι.
Αναστενάζει θεατρικά και φέρνει το χέρι του
στο μέτωπο, κάνοντας τον δραματικό. «Μωρή Μεσσαλίνα! Μωρή Λουκρητία Βοργία!»
φωνάζει με το μάτι του να αστράφτει παιχνιδιάρικα.
«Τι να πω, είμαι γεμάτη εκπλήξεις!» τον
πειράζω και σηκώνω τους ώμους μου με προσποιητή αθωότητα. «Για πες τώρα, τι
θέλεις να δοκιμάσουμε;»
Το χαμόγελό του γίνεται ακόμα πιο πονηρό
και γέρνει προς το μέρος μου, τα χείλη του σχεδόν να ακουμπάνε το αυτί μου. «Θα
δεις!» μου λέει και γελάει. «Ή μάλλον δε θα δεις!»
Γουρλώνω τα μάτια μου και κάνω πίσω. «Ε;»
του κάνω μην καταλαβαίνοντας, και τον κοιτάζω με το κεφάλι γερμένο στο πλάι σαν
κουτάβι που προσπαθεί να καταλάβει.
«Όλα εν καιρώ, σήμερα θα πληρώσεις όλες σου
τις αμαρτίες!» λέει με φωνή που προσπαθεί να ακουστεί απειλητική αλλά το
χαμόγελό του τον προδίδει. Ανασηκώνει με νόημα δυο φορές τα φρύδια του, και
βάζω και πάλι τα γέλια.
«Κατούρα και λίγο ρε!» του κάνω γελώντας
και τον σπρώχνω ελαφρά στον ώμο. Με κοιτάει με νόημα! «ΟΧΙ ΕΔΩ!» με μάτια
ορθάνοιχτα. Η έκφραση φρίκης που τον κάνει να βάλει τα γέλια τόσο δυνατά που η
ανάσα του κόβεται.
«Θα σε πνίξω!» του λέω και βάζω κι εγώ τα
γέλια και όπως τρανταζόμαστε και οι δύο κάνουμε το νερό στο τζακούζι να κυματίσει.
Το βλέμμα του μαλακώνει και τα μάτια του χαμογελάνε. Μου ρίχνει μια τελευταία
πειραχτική ματιά και σηκωνόμαστε και οι δύο.
Βγαίνουμε από το τζακούζι με τα μαλλιά μου
να κολλάνε στο πρόσωπο και τις πετσέτες τυλιγμένες πρόχειρα γύρω μας. Αλλά το
βλέμμα του δεν έχει φύγει στιγμή από πάνω μου. Κι εγώ… εγώ δεν μπορώ να
σταματήσω να χαμογελάω. Σκουπιζόμαστε πάμε και ξαπλώνουμε γυμνοί κάτω από τα
σκεπάσματα και ξεκινάμε το μπαλαμούτι αλλά σταματάει και σηκώνεται από το
κρεββάτι.
«Πού πας;» τον ρωτάω απορημένη αλλά αντί να
μου απαντήσει, γυρνάει με τη μπλούζα του στο χέρι. Την τυλίγει και έρχεται και
μου τη δένει πάνω από τα μάτια κλείνοντάς τα. Με γυρίζει μπρούμητα, μου βάζει
τα χέρια μπροστά, σκύβει από πάνω μου και αρχίζει να με δαγκώνει απαλά στην
πλάτη κάνοντάς με τούρμπο, αλλά αυτό δεν είναι παρά μόνο η αρχή.
Κατεβαίνει πιο κάτω, μέχρι που φτάνει στους
γλουτούς μου, εκεί τους δαγκώνει πιο δυνατά και μετά… και μετά… μετά νιώθω τη
γλώσσα του πίσω μου και μου ξεφεύγει ένα επιφώνημα, κράμα καύλας και έκπληξης,
η αίσθηση είναι απίστευτη!
Σταματάει να με γλείφει, περνάει το χέρι
του από κάτω μου, βυθίζει το μεσαίο του δάχτυλο μέσα και ξεκινάει να με παίζει.
Με γυρνάει ανάσκελα και αφού παίζει για λίγο την κλειτορίδα μου με τη γλώσσα
του, μου βυθίζει μέσα πρώτα τον αντίχειρα και στη συνέχεια το μέσο κάνοντάς με
να νιώσω σα να με περνάει ρεύμα… μα αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που
έγινε στη συνέχεια.
Κρατώντας τον αντίχειρά του μέσα στον κόλπο
μου, βάζει το δείκτη του πίσω μου και εκεί δεν μπορώ να συγκρατήσω ένα δυνατό
ηδονικό στεναγμό, και αρχίζει να τα βάζει μέσα έξω και ο οργασμός μου έρχεται
από το πουθενά και είναι …εκκωφαντικός! Με αφήνει να βρω τις ανάσες μου αλλά
ούτε μια στιγμή δε βγάζει το δάχτυλό του από πίσω μου.
«Σ’ αρέσει;»
«Πολύ!» του απαντάω σχεδόν ξεψυχισμένα.
«Μπίλι… θέλεις… θέλεις να δοκιμάσουμε
αλλιώς;»
«Θέλω!» του απαντάω χωρίς κανένα απολύτως
δισταγμό.
«Εννοώ…» πάει να πει αλλά τον κόβω.
«Κατάλαβα τι εννοείς. Ναι, θέλω» του λέω
ξανά.
Μην είμαι ψεύτρα, από τότε που κάναμε για
πρώτη φορά έρωτα, είχα κάνει αυτή την ερώτηση στον εαυτό μου, τι θα έκανα αν
μου ζητούσε να με πάρει από πίσω; Ήξερα ότι του άρεσαν πολύ τα οπίσθιά μου, δεν
έχανε ευκαιρία να μου το λέει. Από κανονικά το είχαμε κάνει με όλους τους
δυνατούς τρόπους, το κλασσικό, στα πλάγια, στα τέσσερα, ξαπλωμένη μπρούμητα,
από πάνω του με πρόσωπο προς αυτόν, από πάνω του με γυρισμένη την πλάτη, μέχρι
και ανάσκελα ξαπλωμένη πάνω του!
Στο μεταξύ το τελευταίο αποδείχτηκε αξιοσημείωτα
δύσκολο, του έβγαινε συνεχώς έξω οπότε το παρατήσαμε. Κάνοντας σεξ δεν είχα
νιώσει ακόμα οργασμό αλλά δε με πείραζε, αφενός η πράξη μου άρεσε, έστω και
χωρίς οργασμό, και αφετέρου ο Μάριος ποτέ δε με άφηνε χωρίς να με ικανοποιήσει,
πριν ή μετά, με το στόμα του.
Και αν είχα κάνει την ερώτηση στον εαυτό
μου, είχα δώσει και την απάντηση. Αντιδραστική ή όχι, αγύριστο κεφάλι ή όχι, ο
Μάριος ήταν ο μόνος άνθρωπος στον οποίο δε μπορούσα να πω όχι, το είχε κερδίσει
με το σπαθί του από τότε που ήμουν έντεκα χρονών κοριτσάκι, από τότε που είπε
ότι προτιμάει να κάτσει μαζί μου και να μου κάνει παρέα, από το να βγει έξω με
τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς.
Από τότε που είπε ότι δεν είχε σημασία που
ήμουν κορίτσι γιατί ήμουν καλύτερη απ’ όλα τ’ αγόρια μαζί. Ήταν ο Μάριος, ο
Μάριος μου, αυτός που μέχρι τα δεκαεννιά του δεν μπορούσε να στεριώσει σε καμιά
σχέση, γιατί δεν του έκανε καμιά κοπέλα την καρδιά του να χτυπήσει γιατί καμιά
δεν ήταν σαν τη Μπίλι του.
Με βάζει να ξαπλώσω μπρούμητα, μου βάζει
ένα μαξιλάρι κάτω από την κοιλιά, και ξεκινάει να με γλείφει και πάλι από πίσω.
Ανεβαίνει από πάνω μου και βυθίζει το όργανό του μπροστά μου. Δε φοράει
προφυλακτικό αλλά δεν έχει σημασία, εκεί που θα μπει μετά δεν κινδυνεύουμε από
ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη.
«Σ’ αγαπάω» μου λέει.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω μωρό μου. Σ’ αγαπάω τόσο
που σχεδόν με πονάει.»
«Καλομελέτα κι έρχεται» μου λέει, κάνοντας
ακόμα και εκεί χαβαλέ ο αθεόφοβος. Πώς να μην είμαι ερωτευμένη μαζί του;
Νιώθω το όργανό του πίσω μου, προσπαθεί να
με ανοίξει σιγά, προσπαθεί να με πονέσει όσο λιγότερο γίνεται. Κλείνω τα μάτια
και σφίγγω τα δόντια, με πιέζει πιο έντονα, ο πόνος αυξάνεται απότομα και
ξαφνικά ο σφικτήρας μου υποχωρεί και δεν μπορώ να πνίξω ένα βογγητό.
«Μη
σταματάς» του λέω ψιθυριστά, δε θέλω να φοβηθεί και να σταματήσει, θέλω να του
δώσω αυτό που ζητάει.
Αρχίζει με σιγανές ρυθμικές κινήσεις και ο
πόνος σταδιακά υποχωρεί, χάνεται στο βάθος, γίνεται μια απλή ενόχληση. Αρχίζει
να κινείται πιο γρήγορα, νιώθω την ανάσα του καυτή στο σβέρκο μου και η
ενόχληση γίνεται ευχαρίστηση και η ευχαρίστηση γίνεται ηδονή, τα βογγητά μου
παύουν να είναι βογγητά πόνου, γίνονται απόλαυσης. Σταματάει και τραβιέται από
μέσα μου και μου ζητάει να κάτσω στα τέσσερα.
Αν και θα το κάνουμε για πρώτη φορά από
πίσω, το στα τέσσερα είναι η αγαπημένη του στάση, του αρέσει να με βλέπει
τουρλωμένη και με καμπυλωμένη μέση. Κάνω αυτό που μου ζητάει και τον ξαναβάζει
μέσα μου κάνοντας τον πόνο να επιστρέψει για μερικές στιγμές.
Αρχίζει και κινείται πάλι αργά και μου
ξεφεύγει ένας στεναγμός πόνου κι ευχαρίστησης. Με γραπώνει από τους γλουτούς
και τον βυθίζει μέσα μου όσο πάει και δεν μπορώ να πνίξω μια μικρή κραυγή
πόνου.
«Μη σταματάς» του λέω και αρχίζει και
κινείται και πάλι.
Αφήνει τους γλουτούς μου και με πιάνει από
τη μέση και αρχίζει να επιταχύνει και το αίσθημα ηδονής επιστρέφει και πάλι.
Μου ρίχνει μια δυνατή σφαλιάρα στον αριστερό γλουτό και το «ΜΜΜ» που μου
βγαίνει είναι απόλαυσης.
Ρίχνει μερικές ακόμα και σταματάει, με
γραπώνει από τους ώμους και καρφώνεται ξανά όσο πάει μέσα μου, κάθεται ακίνητος
μερικές στιγμές και ξεκινάει και πάλι επιταχύνοντας το ρυθμό του. Δεν το
περίμενα ποτέ ότι θα συμβεί με αυτό τον τρόπο αλλά έχω ερεθιστεί όσο δεν πάει,
όσο αυξάνει το ρυθμό του και τη δύναμη με την οποία μπαινοβγαίνει μέσα μου,
τόσο αυξάνεται και η ένταση των δικών μου στεναγμών.
Ο ρυθμός του έχει γίνει φρενήρης και πάνω
στο κρεσέντο κοκκαλώνει μέσα μου και τελειώνει βογκώντας δυνατά. Τραβιέται από
μέσα μου και μου ρίχνει μια τελευταία σιγανή στον αριστερό γλουτό. Ξαπλώνει
δίπλα μου και κάνει να μ’ αγκαλιάσει.
«Εχμ, μισό λεπτάκι, με ειδοποιούν απ’ το control…» του λέω και
φεύγω σίφωνας για το μπάνιο.
Δε λέω, ωραίο ήταν, αλλά στο τέλος ένιωσα
σα να μου κάνουν κλύσμα. Γελάω στη σκέψη, δεν απέχει και πολύ από την
πραγματικότητα. Αφού τελειώνω κάνω ένα γρήγορο ντουζ και επιστρέφω στο κρεββάτι
τυλιγμένη σε μια πετσέτα, και έχουμε αλλαγή βάρδιας, κάνει και αυτός το
ντουζάκι του και επιστρέφει.
«Να σου εξομολογηθώ κάτι;» με ρωτάει, η
φωνή του χαμηλή και ζεστή. Τα μάτια του έχουν εκείνη τη λάμψη που με κάνει
πάντα να θέλω να τον πειράξω, να τον κάνω να χαμογελάσει ακόμα πιο πλατιά.
Ακουμπάω τον αγκώνα μου στο στήθος του και
τον κοιτάζω με τα φρύδια ανασηκωμένα. «Θα σε δείρω;» τον ρωτάω πειρακτικά.
Κάνει ένα προσποιητό μορφασμό και κουνάει
το κεφάλι του, τα χέρια του να πιέζουν απαλά τη μέση μου. «Μπορείς να
προσπαθήσεις!» μου απαντάει στο ίδιο ύφος, τα μάτια του να γυαλίζουν από το
πείραγμα. «Αυτό… αυτό που κάναμε,» συνεχίζει, και ο τόνος του γίνεται κάπως πιο
σοβαρός, πιο βαθύς. Νιώθω τα χέρια του να σφίγγουν λίγο παραπάνω τη μέση μου.
«Το φαντασιώνομαι εδώ και πολλά χρόνια!» λέει τελικά, και το βλέμμα του δεν
ξεκολλάει από πάνω μου.
Γέρνω το κεφάλι μου στο πλάι και τον
κοιτάζω δήθεν απορημένη, τα χέρια μου να παίζουν νευρικά με την άκρη του
μπλουζάκι του. «Κάπως δεν εκπλήσσομαι καθόλου,» του λέω τραβώντας τη φράση, και
οι λέξεις βγαίνουν σχεδόν σαν γουργουρητό. «Καλά σε είχα κόψει για μεγάλο
μαλάκα!»
Πετάει το κεφάλι του πίσω και σκάει στα
γέλια, το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει και η ανάσα του να κόβεται από τα
χαχανητά. Τα μάτια του αστράφτουν και τα χέρια του γλιστράνε από τη μέση μου
στους γοφούς μου, τραβώντας με λίγο πιο κοντά του.
«Είσαι απίθανη ρε Μπίλι,» μου λέει ακόμα
γελαστός, τα μάτια του μισόκλειστα από τα γέλια και το χαμόγελό του τόσο πλατύ
που νιώθω το στομάχι μου να κάνει μια τούμπα.
Σηκώνω το κεφάλι μου και του κλείνω το
μάτι. «Γι’ αυτό μ’ αγαπάς!» του πετάω με τη φωνή μου να γλυκαίνει ασυναίσθητα
στο τέλος, και νιώθω το πρόσωπό μου να ζεσταίνεται.
Φέρνει το χέρι του στο πρόσωπό μου και τα
δάχτυλά του χαϊδεύουν απαλά το μάγουλό μου, ο αντίχειράς του να περνάει
ανεπαίσθητα πάνω από το κόκαλο κάτω από τα μάτια μου.
«Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου,» μου λέει
με τρυφερή φωνή.
Για μια στιγμή, το δωμάτιο είναι ήσυχο, τα
πάντα παγώνουν, και το μόνο που ακούω είναι η ανάσα του και ο χτύπος της
καρδιάς μου, τόσο δυνατός που είμαι σίγουρη ότι τον ακούει κι εκείνος. Δεν ξέρω
τι να πω, δεν μπορώ να πω τίποτα. Το μόνο που καταφέρνω είναι να γείρω ελαφρά
προς το μέρος του, σαν να θέλω να χωθώ ολόκληρη στην αγκαλιά του και να μη βγω
ποτέ ξανά.
Και εκείνος, σαν να το καταλαβαίνει, φέρνει
τα χέρια του και με τραβάει κοντά του, το μέτωπό του να ακουμπάει το δικό μου.
Κλείνω τα μάτια και αφήνω την ανάσα μου να βγει αργά. Αν μπορούσα να παγώσω το
χρόνο, θα το έκανα τώρα. Ακριβώς τώρα. Μου ανοίγει την αγκαλιά του και χώνομαι μέσα
της και είναι η πιο υπέροχη αγκαλιά του κόσμου, γιατί κανείς δεν είναι σαν τον
Μάριο μου.
Είναι δικός μου και είμαι δική του.
Είναι ο Μάριος μου και είμαι η Μπίλι του.
Στη μάνα σου τό πες;
Είναι Μάης και επιτέλους αποφασίζουμε να κάνουμε αυτή τη ρημάδα την εκδρομή στο Ναύπλιο που λέγαμε από πέρσι, και έχοντας διαθέσιμο εδώ και καιρό το αυτοκίνητο του Μάριου, δε θα μας φάνε και τα ΚΤΕΛ. Εδώ και ένα μήνα, λίγο πριν τα γενέθλιά μου, πήρα κι εγώ δίπλωμα οδήγησης, και αν και στις εξόδους μας σχεδόν πάντα οδηγεί ο Μάριος, κάποιες φορές το δίνει και σε μένα ‘για να ξεψαρώσεις’ όπως ισχυρίζεται.
Η αλήθεια είναι ότι μου αρέσει το περπάτημα και ακόμα και τώρα που μπορώ να πάρω το αυτοκίνητο των δικών μου, προτιμώ να πηγαίνω με τα πόδια όταν με παίρνει. Στη σχολή πηγαίνουμε με το αυτοκίνητο του Μάριου οπότε οι ευκαιρίες μου που μου δίνονται να οδηγήσω δεν είναι και πολλές.
Είμαστε στο δωμάτιό μου και καθόμαστε, ενώ μέσα η μάνα μου μαγειρεύει. Ο μπαμπάς δεν έχει επιστρέψει ακόμα από τη δουλειά του. Είμαι ξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεββάτι μου, με τα χέρια μου πίσω από το κεφάλι μου. Ο Μάριος κάθεται στην άκρη του κρεββατιού μου με τα πόδια σταυροπόδι. Η μυρωδιά από το φαγητό τρυπώνει μέσα από την πόρτα και μας σπάει τις μύτες.
Εμένα η σκέψη μου πετάει στα χθεσινά. Είχαμε επιστρέψει από την έξοδό μας και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί για καληνύχτα—στη γειτονιά ήμασταν πάντα προσεκτικοί μη μας δει κανένα μάτι—και σχεδόν εκείνη τη στιγμή βγήκε έξω ο πατέρας μου να πετάξει τα σκουπίδια.
«Μαλάκα μου, παραλίγο να μας κάνει τσακωτούς ο πατέρας μου χθες το βράδυ, στο τσακ τη γλιτώσαμε!» λέω ανατριχιάζοντας σχεδόν στη σκέψη και κουνάει το κεφάλι του καταφατικά.
«Δε λες τίποτα» μου απαντάει κουνώντας το κεφάλι του με μια σκιά φόβου να ζωγραφίζεται πάνω του.
«Τουλάχιστον φορούσαμε τα ρούχα μας. Θυμάσαι τι πάθαμε τη φορά που γύρισε η μητέρα μου;» του είπα ενθυμούμενη το περιστατικό που παραλίγο να μας τσακώσει να του κάνω στοματικό. «Στο τσακ πρόλαβες και χώθηκες κάτω από το γραφείο, αν είχε μπει μέσα…»
«Καλά, εκεί δε θα μας έσωζε τίποτα,» μου λέει ροχαλίζοντας.
«Γάμησέ τα,» του απαντάω συμφωνώντας και ανακατεύω αμήχανα τα μαλλιά μου.
Ο Μάριος αλλάζει πόδι και τα χέρια του να κρέμονται χαλαρά στα γόνατά του. «Ρε συ, μήπως να τους το πούμε ότι τα έχουμε; Πόσο θα το κρατάμε ακόμα κρυφό;»
Στη σκέψη και μόνο νιώθω ένα τσίμπημα στην καρδιά μου και τα χέρια μου σφίγγουν το σεντόνι.
«Δεν ξέρω ρε Μάριε. Αφενός θα πάθουν ταράκουλο, αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Ηλίας και Άννα θεωρούν ότι μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι όταν είμαι μαζί σου.»
«Και η τύχη τους δουλεύει…» απαντάει κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. Ο Μάριος ανασηκώνει τους ώμους του με εκείνο το αυθάδικο ύφος που με τρελαίνει.
«Ρε συ νομίζουν ότι βλέπουμε ο ένας τον άλλον σαν αδέλφια!» του λέω και πάλι ανακατεύοντας αμήχανα τα μαλλιά μου.
«Γιατί, οι δικοί μου τι νομίζεις ότι κάνουν;» με ρωτάει ανασηκώνοντας τους ώμους του και αλλάζοντας και πάλι πόδι.
«Μήπως να περιμένουμε;» αναρωτιέμαι και το κάτω χείλος μου πιάνεται ανάμεσα στα δόντια μου. «Όχι τίποτε άλλο αλλά έχουμε και το Ναύπλιο το ΣΚ.»
Ο Μάριος κυλάει τα μάτια του. «Ε, και; Το Γενάρη είχαμε πάει τριήμερο στο Πήλιο!»
«Ναι αλλά είχαμε πάει όλη η παρέα. Τώρα ξέρουν ότι θα πάμε οι δυο μας, και αν τους πούμε ότι είμαστε και ζευγάρι θα τους έρθει κόλπος,» του λέω και δεν μπορώ να πνίξω ένα γελάκι.
«Έλα μωρέ Μπίλι τώρα…» μου κάνοντας μια αδιάφορη κίνηση με το χέρι του. «Δε φαντάζομαι οι δικοί σου να πιστεύουν ότι φιλάς την παρθενιά σου για το γάμο!» μου λέει χαμογελώντας μου πονηρά.
«Καλά, μη παίρνεις και όρκο ότι δεν το πιστεύουν!» του απαντάω θεατρικά και βάζει τα γέλια. «Με διέφθειρες και να δούμε τώρα τι σεντόνι θα απλώσω,» συνεχίζω και καλά με δραματικό ύφος αλλά και πάλι δεν μπορώ να πνίξω ένα χαχανητό.
«Καλά, θα σου βρω εγώ ένα κόκορα άλλο πράγμα!» μου πετάει, κάνοντάς με να βάλω εγώ τα γέλια αυτή τη φορά.
«Δε μου λες, πώς το φαντάζεσαι;» τον ρωτάω με περιέργεια.
«Κρασάτο με μακαρονάδα, μην πάει χαμένη η θυσία του!» μου απαντάει χαχανίζοντας.
«Πως θα το πούμε στους δικούς μας βρε όργιο!» του λέω γελώντας και του πετάω το μαξιλάρι στα μούτρα.
«Ε, πώς τα λένε αυτά τα πράγματα ρε Μπίλι;» με ρωτάει σηκώνοντας τα μάτια του ψηλά, και πετώντας μου το μαξιλάρι πίσω.
«Και που θες να ξέρω βρε μαλάκα, μήπως το έχω ξανακάνει;» τον ρωτάω χαχανίζοντας ακόμα, και ανακάθομαι στο κεφάλι του κρεβατιού και παίρνω αγκαλιά το μαξιλάρι.
«Όχι και μπράβο σου που φυλούσες τον εαυτό σου για μένα, κάποιου γαλλοκαναδού εξαιρουμένου!» μου λέει και του πετάω και πάλι το μαξιλάρι στα μούτρα γελώντας.
«Ξέχνα τον αυτόν, ηράσθειν σφόδρα!» του απαντάω χαχανίζοντας ακόμα.
«Δηλαδή;» με ρωτάει με ενδιαφέρον.
«Ξέρεις ότι είναι ερασιτέχνης ζωγράφος—» ξεκινάω την εισαγωγή από την εποχή των δεινοσαύρων.
«Και όχι μόνο!» με κόβει και μου ρίχνει μια με το μαξιλάρι, Ήξερε, καθώς του το είχα πει, ότι στον Jean-Claude είχα ποζάρει γυμνόστηθη.
«Μην με κόβεις και μην αλλάζεις κουβέντα!» του λέω χαζογελώντας για τη ζήλεια του. «Λοιπόν, ο μεσιέ μου τα έγραψε χαρτί και καλαμάρι στο τελευταίο του γράμμα,» του λέω με έμφαση. «Ερωτεύτηκε μια κοπελίτσα που πόζαρε για μοντέλο, τη Michele, και είναι με τα μυαλά στο mixer,» συνεχίζω χαμογελώντας πλατιά.
Γέρνω αριστερά και ανοίγω το συρτάρι του κομοδίνου μου και βγάζω ένα φάκελο. Τον ανοίγω προσεκτικά και βγάζω από μέσα το γράμμα του.
«Λοιπόν, κάτσε να σου διαβάσω το σχετικό απόσπασμα!» του λέω χτυπώντας ελαφρά το χαρτί, και ξεκινάω το διάβασμα. Μιας και ο Μάριος ξέρει και αυτός καλά γαλλικά δε χρειάζεται μετάφραση.
“Ma blondinette, je suis follement amoureux ! Pour être honnête, ça m’a pris un peu plus de temps. Mais vois les choses autrement : avant Michelle—c’est ainsi qu’elle s’appelle—il y avait toi. Comment pourrais-je t’oublier, toi ? Alors, Michelle est d’origine irlandaise, elle a le même âge que moi et travaille comme mannequin. C’est comme ça que je l’ai rencontrée : elle posait pour moi. Je t’ai envoyé une photo d’elle, et quand tu la verras, tu comprendras pourquoi mon cœur a recommencé à bondir…”
«Ξανθούλα μου, ε;» μου κάνει και σηκώνεται από την καρέκλα και έρχεται και μου χώνει μια απαλή φάπα στο πάνω μέρος του κεφαλιού μου.
«Ζηλιάρη!» του κάνω βάζοντας τα γέλια. Είναι γλύκας όταν μου κάνει αυτές τις μικρές ζήλειες. Αρχικά γιατί δεν το κάνει στα σοβαρά—ο Μάριος μπορεί να είναι κτητικός αλλά δεν είναι ζηλιάρης. Κι έπειτα… ε… Μ’ αρέσει όταν μου το κάνει αυτό! Sue me!
Του δείχνω και τη φωτογραφία, είναι από αυτές που τραβιούνται σε κάποιο αυτόματο booth. Κάθονται αγκαλιά και χαμογελάνε. Κοιτάξω ξανά τη φωτογραφία και η καρδιά μου χάνει μερικούς χτύπους. Δεν ξέρω πως τα είχα καταφέρει αλλά ενώ ήμουν ερωτευμένη από τα δεκαπέντε μου με το Μάριο, κατάφερα να ερωτευτώ και τον Jean-Claude, γιατί fling ή όχι, είχα δαγκώσει τη λαμαρίνα μέχρι τα μπούνια, και όχι απλά επειδή είναι ο πιο όμορφος άνδρας έχω που δει στη ζωή μου. Ήταν το τρόπος του, ο αέρας του, η αύρα του, που μου είχαν κάνει τα μυαλά πουρέ· τόσο που όταν μου ζήτησε να του ποζάρω γυμνόστηθη τα πέταξα και του πόζαρα χωρίς καν να το σκεφτώ.
«Όπως και να έχει η Μπίλι-Α κάθισε σε σένα!» του λέω χαμογελαστή, και γνέφοντας με ενθουσιασμό μου δίνει ένα πεταχτό φιλί στη ζούλα. «Λοιπόν, άντε, θα τους το πω σήμερα και ό,τι βρέξει ας κατεβάσει!» του κάνω αναστενάζοντας ελαφρά.
«Θα το κάνω κι εγώ. Λοιπόν, την κάνω τώρα και τα λέμε το βραδάκι!» μου λέει και μου στέλνει ένα πεταχτό φιλί.
«Αν με αφήσουν να ξαναβγώ από την πόρτα!» του απαντάω με δραματικό ύφος.
«Σιγά ρε Βιολάντη!» μου κάνει χαχανίζοντας και φεύγει.
⇽∙∙∙⇾
Μετά από πολλή σκέψη, αποφασίζω να μην τους το πω ούτε πριν ούτε μετά το φαγητό. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή και τα δάχτυλά μου παίζουν νευρικά με το στρίφωμα της μπλούζας μου. Το στομάχι μου είναι δεμένο κόμπος, και κάθε φορά που σκέφτομαι τι πρόκειται να τους πω, νιώθω τα γόνατά μου να κόβονται. Αποφασίζω ότι θα τους το πω το απόγευμα, όταν θα κάθονται στο σαλόνι να δουν τηλεόραση.
Όταν έρχεται η ώρα, παίρνω μερικές βαθιές ανάσες, τα μάγουλά μου καίνε και οι παλάμες μου ιδρώνουν. Ξεροκαταπίνω και πηγαίνω προς το σαλόνι με βήματα που μοιάζουν πιο βαριά από ποτέ. Ο πατέρας μου έχει απλωθεί στον καναπέ με το ένα χέρι να κρατάει το τηλεκοντρόλ και η μητέρα μου κάθεται στην πολυθρόνα, με τα πόδια σταυρωμένα και τα μάτια καρφωμένα στην οθόνη.
«Μαμά, μπαμπά, θέλω να σας πω κάτι!» λέω, και η φωνή μου βγαίνει λίγο πιο τσιριχτή απ’ ό,τι ήθελα. Τα χέρια μου σφίγγονται μεταξύ τους, σαν να προσπαθώ να πάρω κουράγιο.
Ο πατέρας μου πατάει mute και γυρίζει προς το μέρος μου με το φρύδι ελαφρώς ανασηκωμένο. «Ορίστε, πες μας.»
Η μητέρα μου γέρνει ελαφρώς μπροστά, τα μάτια της μελετητικά και το βλέμμα της ζεστό, αλλά και λίγο ανήσυχο.
Αχ, και πώς το λένε αυτό;
Τα πόδια μου μοιάζουν να έχουν κολλήσει στο πάτωμα, και το στομάχι μου έχει γεμίσει πεταλούδες. Παίρνω βαθιά ανάσα, τα χέρια μου τρέμουν ελαφρά και το κεφάλι μου γέρνει ελαφρώς προς τα κάτω, σαν να προσπαθώ να βρω το κουράγιο να τους κοιτάξω στα μάτια.
«Δεν ξέρω πώς να σας το πω αλλιώς, οπότε θα σας το πω όσο πιο απλά γίνεται,» ξεκινάω τη δραματική εισαγωγή. Ξεροκαταπίνω. «Με τον Μάριο από τον Αύγουστο δεν είμαστε απλά φίλοι.»
Η φωνή μου τρέμει ελαφρά στο τέλος, και τα δάχτυλά μου σφίγγουν νευρικά το ύφασμα της μπλούζας μου.
Νεκρική σιγή.
Οι γονείς μου μένουν με το στόμα μισάνοιχτο, τα μάτια τους ελαφρώς γουρλωμένα από την έκπληξη. Ο πατέρας μου χαϊδεύει αμήχανα τον αυχένα του, και η μητέρα μου φέρνει το χέρι στο στήθος της, τα χείλη της ανοίγουν αλλά δεν βγαίνει ήχος.
«Είμαστε ερωτευμένοι μεταξύ μας …αρκετά χρόνια, αλλά δεν είχαμε βρει το θάρρος να εξομολογηθούμε ο ένας στον άλλον,» τους λέω χαμογελώντας αμήχανα. «Ε, πέρσι στη Σκιάθο… το βρήκαμε!» συνεχίζω κοιτάζοντας το πάτωμα. Χαμογελάω και πάλι αμήχανα. «Μας πήρε λίγο καιρό, αλλά τι είναι μερικά χρόνια μπροστά στην αιωνιότητα;» τους κάνω προσπαθώντας να αστειευτώ, αλλά η φωνή μου βγαίνει πνιχτή και τα μάγουλά μου καίνε.
Οι γονείς μου κοιτάζονται μεταξύ τους μην ξέροντας από που τους ήρθε. Ο πατέρας μου ξύνει αμήχανα το πηγούνι του, και η μητέρα μου δαγκώνει ελαφρώς το κάτω χείλος της, τα δάχτυλά της σφίγγουν το μπράτσο της πολυθρόνας.
«Συνελόντι ειπείν τα έχουμε!» συνεχίζω, προσπαθώντας να κάνω χαβαλέ μιμούμενη το Μιχαλακόπουλο από τον ένα ιππότη για τη Βασούλα, αν και η αλήθεια είναι ότι η σιωπή τους έχει αρχίσει και με ταράζει. Το στομάχι μου δένεται ακόμα πιο σφιχτά και η ανάσα μου βγαίνει κοφτή.
Τελικά, τη σιωπή τη σπάει ο πατέρας μου. Ξύνει το πηγούνι του και αναστενάζει βαθιά.
«Να πω ότι περίμενα ποτέ κάτι τέτοιο, θα είμαι ψεύτης,» λέει με ήρεμη φωνή μεν, με μια γερή δόση σοκ, δε. «Τόσα χρόνια που είστε φίλοι… σχεδόν αδέρφια… έτσι νόμιζα ότι βλέπετε ο ένας τον άλλον.»
«Ναι, το καταλαβαίνω,» του απαντάω σιγανά, το κεφάλι μου κατεβασμένο, και το βλέμμα μου καρφωμένο στο πάτωμα.
«Βασιλική μου είστε μεγάλα παιδιά,» συνεχίζει προσεκτικά, αυτή τη φορά η μητέρα μου. «Δε θα σας πούμε εμείς τι να κάνετε αλλά… να προσέχετε καρδούλα μου.» Η φωνή της είναι ήπια και τα μάτια της γυαλίζουν ελαφρά. «Είναι άλλο πράγμα η φιλία, άλλο πράγμα οι έρωτες. Είστε φίλοι από πέντε χρονών παιδιά, κάνετε μαζί τα πάντα. Μη μας ρωτάς αν εγκρίνουμε το Μάριο, για μας είναι σα γιος και το ξέρετε και οι δύο,» λέει και σταματάει και πάλι. «Μη… μη ρισκάρετε τη φιλία σας, θα είναι αμαρτία από το Θεό, αγάπη μου. Αυτό μόνο, δεν έχω να πω κάτι παραπάνω.»
Εκεί μιλάει και πάλι ο πατέρας μου. «Ό,τι είπε η μάνα σου. Απ’ όλους τους γαμπρούς που θα μπορούσες να μας κουβαλήσεις—»
«Ε, καλά, δεν τού ‘ταξα και γάμο!» του λέω με προσποιητή αγανάκτηση και σηκώνω τα χέρια μου με ένα μικρό γελάκι που δεν μπορώ να συγκρατήσω.
«Άλλο θέλω να πω,» μου λέει ο πατέρας μου χαμογελώντας. «Μεγάλωσες, έχεις γίνει γυναίκα, λογικό ήταν να ερωτευτείς κι εσύ κάποια στιγμή,» λέει και σταματάει γελώντας παιχνιδιάρικα. «Αν και να περίμενες δυο-τρεις αιώνες, δε θα έλεγα όχι!» μου λέει κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
«ΜΜΜΜ» του κάνω πειρακτικά.
Σοβαρεύει και πάλι «Ξέρεις κάτι όμως;» ρωτάει περισσότερο τον εαυτό του παρά εμένα. «Δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερη επιλογή από το Μάριο, δεν υπάρχει άλλο αγόρι που θα μας έκανε να κοιμόμαστε πιο ήσυχοι γνωρίζοντας ότι είσαι μαζί του.»
«Εγκρίνετε;» τους λέω σχεδόν δακρυσμένη και ο πατέρας μου γελάει.
«Έχει σημασία, αγάπη μου;»
«Ναι, για μένα έχει!» τους λέω.
«Τότε την έχεις την απάντησή σου και η ευχή μου είναι να μη συμβεί ποτέ κάτι που θα χαλάσει τη φιλία σας. Καταλαβαίνω ότι τα μυαλά και των δυο σας είναι αλλού, αλλά κανείς έρωτας δεν αξίζει όσο μια τέτοια φιλία.»
«Εκτός κι αν συνδυάζεται!» επιμένω εγώ με φωνή που βγαίνει πεισματικά αλλά και λίγο σπασμένη.
Ο πατέρας μου γελάει τελικά, ένα βαθύ, ζεστό γέλιο που γεμίζει το δωμάτιο και λύνει λίγο τον κόμπο στο στομάχι μου. «Έστω,» μου λέει χαμογελαστός.
Και πριν προλάβουν να αντιδράσουν, πετάγομαι από την πολυθρόνα και όπως κάθονται στον καναπέ, σκύβω πάνω τους και τους παίρνω αγκαλιά και τους δυο μαζί. Τα μάτια μου είναι ήδη θολά, τα δάκρυα τρέχουν καυτά στα μάγουλά μου, και η ανάσα μου βγαίνει κοφτή. Τους φιλάω στα μάγουλα και τα χέρια μου τους σφίγγουν με όλη μου τη δύναμη.
«Σας αγαπάω! Σας αγαπάω!» τους λέω κατσιάζοντάς τους στα φιλιά.
⇽∙∙∙⇾
Το βράδυ που βγαίνουμε με τον Μάριο, με το που μπαίνουμε στο αυτοκίνητο, δεν κρατιέμαι. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή και το χαμόγελό μου απλώνεται από αυτί σε αυτί.
«Τα είπα στους δικούς μου!» του λέω σχεδόν θριαμβευτικά, τα μάτια μου γυαλίζουν από ενθουσιασμό.
Ο Μάριος γυρνάει απότομα το κεφάλι του προς το μέρος μου, τα μάτια του ανοιχτά διάπλατα. «Και;» με ρωτάει με αγωνία και τα δάχτυλά του σφίγγουν στιγμιαία το τιμόνι.
«Η απάντηση του μπαμπά ήταν ‘Απ’ όλους τους γαμπρούς που θα μπορούσες να μας κουβαλήσεις δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερη επιλογή από το Μάριο, δεν υπάρχει άλλο αγόρι που θα μας έκανε να κοιμόμαστε πιο ήσυχοι γνωρίζοντας ότι είσαι μαζί του.’» λέω και δεν μπορώ να συγκρατήσω ένα πνιχτό γελάκι.
Ο Μάριος με κοιτάει για μια στιγμή με το στόμα ανοιχτό και μετά ξεσπάει σε γέλια. «Μας πάντρεψε κιόλας;» ρωτάει γελώντας ακόμα.
«Τα λέει για να σφίγγουν οι κώλοι!» τον πειράζω και του ρίχνω ένα παιχνιδιάρικο χτύπημα στο μπράτσο, και του κλείνω το μάτι με νόημα. «Εσύ;» τον ρωτάω με αγωνία και τα χέρια μου σφίγγουν νευρικά το τσαντάκι μου.
«Κι εγώ τα είπα, τους ήρθε ντουβρουτζάς!» Ο τόνος του είναι γεμάτος χιούμορ αλλά και μια δόση ανακούφισης που δεν μπορεί να κρύψει.
«Καλά, μη νομίζεις, και στους δικούς μου κεραμίδα τους είπε όταν τους το μπουμπούνισα, νόμιζα ότι θα μου μείνουν. Όπως και να έχει, το μόνο που μου είπαν είναι να προσέχουμε να μη χαλάσουμε τη φιλία μας» του λέω χαμογελώντας ακόμα στην ανάμνηση της κουβέντας, τα μάτια μου λάμπουν.
Ο Μάριος μου ρίχνει ένα βλέμμα όλο τρυφερότητα και μου χαμογελάει πλατιά, η ζεστασιά στο βλέμμα του με κάνει να κοκκινίζω ελαφρά. «Ε, τα ίδια ακριβώς μου είπαν Ανδρέας και Χριστίνα. Λοιπόν, οδηγάς εσύ;»
Το ύφος του είναι πειρακτικό, αλλά η φωνή του βγαίνει πιο απαλή από ό,τι συνήθως.
«Ναι αμέ!» του λέω χαρούμενη, το χαμόγελό μου φτάνει μέχρι τα μάτια και τα μάγουλά μου καίνε. Βγαίνουμε και οι δυο από το αυτοκίνητο για ν’ αλλάξουμε θέσεις. Κάθομαι στη θέση του οδηγού και φτιάχνω το κάθισμα με χέρια που τρέμουν από τον ενθουσιασμό.
Περνάμε από την Κατερίνα να την πάρουμε και μετά θα ανέβουμε Χαλάνδρι όπου θα μας περιμένει και ο Θανάσης. Μόλις μπαίνει στο αυτοκίνητο και κάθεται στο πίσω κάθισμα, στρίβω το κεφάλι και της ρίχνω ένα πονηρό χαμόγελο, τα φρύδια μου να σηκώνονται παιχνιδιάρικα.
«Τάξε μου!» της λέω με το που βολεύεται και ανασηκώνει το φρύδι της, το βλέμμα της γεμάτο περιέργεια.
«Χμμμ…» μας κάνει κοιτάζοντάς μας εξεταστικά, με το βλέμμα της να ταξιδεύει πρώτα σ’ εμένα και μετά στον Μάριο.
«Το είπαμε στους δικούς μας!» της λέω θριαμβευτικά.
Η Κατερίνα μένει για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου με το στόμα ανοιχτό και μετά τινάζεται από το κάθισμα σαν ελατήριο. «Ώπα-ώπα! Εδώ έχει ψωμί, τι έγινε; Πώς το πήραν;» Τα μάτια της πετάνε σπίθες και τα χέρια της χτυπάνε ενθουσιασμένα το προσκέφαλο του καθίσματος.
«Ένα σου λέω, και ους Ηλίας-Άννα-Ανδρέας-Χριστίνα συνέζευξαν Μάριο-Βασιλική μη χωριζέτο! Μόνο στην εκκλησία με το ζόρι δε μας τράβηξαν!» λέω προσπαθώντας να μην ξεσπάσω στα γέλια.
«Καλά, όχι ότι δεν παίζει να το σκέφτηκαν!» λέει χαχανίζοντας ο Μάριος κάνοντας και τις δυο μας να βάλουμε τα γέλια.
Βάζω την πρώτη και ξεκινάω, τα χέρια μου σφίγγουν το τιμόνι αλλά οι ώμοι μου είναι πιο χαλαροί από ποτέ. Η μέρα είχε ξεκινήσει πολύ όμορφα και συνέχιζε ακόμα καλύτερα. Ο Μάριος δίπλα μου, η Κατερίνα πίσω να γελάει, και η καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, όχι από άγχος αυτή τη φορά, αλλά από μια γλυκιά, ζεστή ευτυχία που με πλημμυρίζει ολόκληρη.
⇽∙∙∙⇾
Είναι Παρασκευή απόγευμα και έχω ήδη μαζέψει τα πράγματά μου. Ο σάκος είναι παραγεμισμένος και τον έχω ακουμπήσει δίπλα στην πόρτα, έτοιμη να φύγω. Τα πόδια μου κινούνται νευρικά, και τα δάχτυλά μου παίζουν με το κορδόνι της μπλούζας μου καθώς περιμένω τον Μάριο. Μην έχοντας τι να κάνω, κάθομαι στο σαλόνι με τους γονείς μου. Η μητέρα μου βλέπει τηλεόραση με τα πόδια μαζεμένα στον καναπέ, ενώ ο πατέρας μου έχει απλωθεί στην πολυθρόνα του με την εφημερίδα ανοιχτή μπροστά του.
«Έτοιμη κι εγώ!» τους λέω και αφήνω τον σάκο μ’ έναν μικρό γδούπο στο πάτωμα. Το βλέμμα της μητέρας μου μετακινείται από την τηλεόραση σε μένα, και ο πατέρας μου κατεβάζει την εφημερίδα.
«Πήρες μαγιό;» με ρωτάει η μητέρα μου, κοιτάζοντάς το σάκο λες και μπορεί να δει μέσα του.
«Πήρα, αλλά όσο καλό καιρό και αν έχει, δεν ξέρω αν θα κάνουμε μπάνιο, η θάλασσα θα είναι μπούζι ακόμα! Στην πενταήμερη νόμιζα ότι βούτηξα μέσα στα παγόβουνα!» κάνω και τρίβω ελαφρά τα μπράτσα μου στην ανάμνηση, λες και προσπαθώ να ζεσταθώ.
Η μητέρα μου γελάει απαλά και ανασηκώνει ελαφρώς τους ώμους της. «Ε, καλά, τότε ήταν και τέλη Μάρτη αν θυμάμαι.»
«Ένα δίκιο το έχεις…» της απαντάω. «Τέλος πάντων, καλού-κακού το πήρα μαζί μου, καλύτερα να το έχω και να μη το χρειάζομαι παρά να το χρειάζομαι και να μην το έχω!» συνεχίζω, κουνώντας το κεφάλι μου με σοβαρότητα.
Ο πατέρας μου αφήνει την εφημερίδα στο πλάι και σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος. «Να πάτε και Μυκήνες!» μου λέει και το βλέμμα του γίνεται πιο ζεστό.
«Είχαμε πάει στην ολοήμερη πρόπερσι!» του υπενθυμίζω σουφρώνοντας τα χείλη μου.
Η μητέρα μου ανασηκώνει το φρύδι της. «Πού θα μείνετε;» με ρωτάει αθώα, αλλά τα μάτια της με περνάνε από ακτίνες Χ.
«Δεν έχω ιδέα πού έχει κλείσει δωμάτιο ο Μάριος,» κάνω αδιάφορα, σηκώνοντας τους ώμους μου. Προσπαθώ να κρατήσω τη φωνή μου ήρεμη, αλλά το βλέμμα της μητέρας μου με κάνει να νιώθω σαν να είμαι στο ανακριτικό τραπέζι.
«Δωμάτιο;» ρωτάει αυτή τη φορά ο πατέρας μου, κοιτάζοντάς με μέ μισό μάτι. «Δύο κρεββάτια, ε;» ρωτάει και με πιάνει νευρικό γέλιο.
«Με ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα και τάφρο με κροκόδειλους στο κενό ανάμεσά τους,» του απαντάω χαχανίζοντας και κοιτάζοντάς τον με το βλέμμα “σοβαρά τώρα ρε μπαμπά;”.
«Δε με λυπάσαι γέρο άνθρωπο;» μουρμουρίζει ο πατέρας μου μέσα από τα δόντια του και ξεφυσώντας σαν τυφώνας σε μικρογραφία.
«Πού δηλαδή να μην ενέκρινες κιόλας!» συνεχίζω το δούλεμα. «Πού να τα είχα φτιάξει με τον Λάμπρο, δηλαδή!» του απαντάω.
«Τι έγινε λέει;» με ρωτάει γουρλώνοντας τα μάτια του.
«Ναι, αυτό είχα πάθει κι εγώ όταν μου ζήτησε να τα φτιάξουμε,» του απαντάω αναστενάζοντας στην ανάμνηση.
Παρόλο που είχαμε αρχίσει να απομακρυνόμαστε από τότε που ξεκίνησα γυμνάσιο, αυτή η χυλόπιτα είχε βάλει και το τελευταίο καρφί στη μεταξύ μας σχέση. Μου είχε στοιχήσει πολύ αυτό· μπορεί με το Μάριο να ήμασταν σαν αδέρφια αλλά όλες μου τις διαολιές τις έκανα με το Λάμπρο.
«Μου είχε έρθει ο ουρανός στο κεφάλι…» συμπληρώνω, αναστενάζοντας και πάλι με το πρόσωπό μου να μη μπορεί να κρύψει τη στεναχώρια μου αυτή παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει τόσα χρόνια από εκείνο το συμβάν. «Τέλος πάντων, ό,τι έγινε, έγινε,» συνεχίζω και παίρνω και πάλι πονηρό χαμόγελο. «Το ενέκρινες το γαμπρουδάκι σου,» τον τσιγκλάω, «τώρα είναι αργά για δάκρυα!»
«Κάνε παιδιά να δεις καλό!» μουρμουρίζει ο πατέρας μου κουνώντας το κεφάλι του και η μάνα μου βάζει τα γέλια. «Ε, βέβαια, μάνα και κόρη έκαναν κόμμα πάλι, και άντε βρες το δίκιο σου φουκαρά Ηλία!» συνεχίζει τη μουρμούρα, αλλά το βλέμμα του είναι χαμογελαστό. Γυρνάει δαγκώνει τη χούφτα του με το βλέμμα “τι θα σε κάνω!”
Χαμογελαστή πάω και του σκάω ένα φιλάκι στο μάγουλο και του λέω τραγουδιστά:
The phone rings in the middle of the night
my father yells what you gonna do with your life
oh daddy dear you know you're still number one
but girls, they want to have fun
oh girls just want to have fun
Ο πατέρας μου γελάει, το κεφάλι του γέρνει προς τα πίσω και τα μάτια του σπινθηροβολούν από τη διασκέδαση. «Πας να με τουμπάρεις άθλιο θηλυκό! Ίδια η μάνα σου!» μου λέει και μου τσιμπάει τη μύτη παιχνιδιάρικα.
«Μόνο στην εμφάνιση, κατά τα άλλα είμαι αγοράκι!» του λέω πειρακτικά και σταυρώνω τα χέρια στο στήθος με δήθεν αυστηρότητα.
Ο πατέρας μου ξεσπάει σε γέλια, το κεφάλι του κουνιέται πέρα-δώθε. «Γιατί γελάς;» τον ρωτάω απορημένη, τα μάτια μου στενεύουν ελαφρώς από περιέργεια.
«Γιατί για γιο, σε λες και gay!» με πειράζει και βάζουμε και οι τρεις τα γέλια, τα μάγουλά μου καίνε αλλά γελάω τόσο δυνατά που σχεδόν δακρύζω.
Η μητέρα μου σκουπίζει τα μάτια της, ο πατέρας μου γελάει ακόμα και το γέλιο του είναι βαθύ και γεμάτο.
Τους λατρεύω. Μπορεί να μην είχα τις ελευθερίες που είχαν άλλες κοπέλες, μπορεί μέχρι τα δεκαοχτώ μου να μου επέτρεπαν να γυρίσω μετά τα μεσάνυχτα μόνο όταν συνοδευόμουν από τον Μάριο ή τον Αλέκο και—παρά τη γκρίνια της μάνας μου για να φοράω καμιά φούστα—ποτέ δεν ένιωσα φυλακισμένη.
Παρά τη θηλυκή μου εμφάνιση ήμουν πάντα περισσότερο αγόρι παρά κορίτσι, και οι γονείς μου με αγαπούσαν ακριβώς γι’ αυτό που ήμουν. Από μικρό παιδί.
Και οι γονείς μου, και οι θείοι μου, και οι νονοί μου. Από τη στιγμή που κατάλαβαν ότι τα παιχνίδια που μου άρεσαν ήταν τα αγορίστικα, ποτέ δε μου πήραν κάτι που δε θα το διάλεγα και η ίδια.
Τραινάκια. Αυτοκινητάκια. Μηχανές. Αεροπλανάκια. Να παίζω μπάλα, να παίζω πόλεμο, να γυρνάω με ματωμένα γόνατα και αγκώνες, και η μόνη τους έγνοια να είναι «πού τσακίστηκες πάλι βρε αλητάκι; Δε μπορείς να μην είσαι διάολος; Δες το φίλο σου το Μάριο πόσο ήσυχο παιδί είναι!» Αυτό! Τίποτα περισσότερο. Μια γονική γκρίνια, πάντα γεμάτη από αγάπη και κατανόηση. Μπορεί να χρειάστηκε να δώσω αγώνες για να με αποδεχτούν οι υπόλοιποι, αλλά ποτέ η οικογένειά μου.
Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το κουδούνι, οπότε αγκαλιάζω και φιλάω τους γονείς μου, και μετά τα δεκαπέντε ‘να προσέχετε’, ‘να μην πίνετε,’—and good luck with that—και τα ‘καλά να περάσετε,’ παίρνω τα πράγματά μου και κατεβαίνω κάτω.
Ναύπλιο σου ερχόμαστε!
Μιγαδικός αριθμός εραστών
«Μωρουλίνι μου!» του λέω ενθουσιασμένη—και τελείως out of character—και τον βλέπω να παγώνει στη θέση του, με τα μάτια γουρλωμένα. Τα χέρια του, που μέχρι πριν λίγο ήταν χαλαρά στις τσέπες του, μένουν μετέωρα για μια στιγμή. «Ωχ, μού’ μεινε αυτός!» συνεχίζω γελώντας, προσπαθώντας να πνίξω το γέλιο μου με το χέρι μου αλλά δεν τα καταφέρνω και πολύ καλά.
Ανοιγοκλείνει δυο-τρεις φορές τα μάτια του και μετά σκάει στα γέλια. «Ρε μαλάκα, μη μου τα κάνεις απότομα αυτά!» μου λέει, αλλά το χαμόγελο του τον προδίδει. Τα μάτια του λάμπουν και το βλέμμα του είναι τόσο ζεστό που νιώθω τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν.
Στριφογυρίζω μια τούφα από τα μαλλιά μου και τον κοιτάζω με μάτια που πετάνε σπίθες. «Είσαι το μωρουλίνι μου, και να σκάσεις!» επιμένω, κάνοντας ασυνήθιστες γλυκουλινιές. Είμαι ενθουσιασμένη και δεν κρύβεται.
Αναστενάζει θεατρικά, και μου χαμογελάει. «Και μπράβο μου!» μου κάνει μειδιώντας. Με αρπάζει από τη μέση και με τραβάει πάνω του, τα χέρια του να με τυλίγουν σφιχτά, και τα χείλη του βρίσκουν τα δικά μου σε ένα φιλί τόσο παθιασμένο που σχεδόν ξεχνάω να ανασάνω.
Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή στο στήθος μου και τα χέρια μου κλείνουν σφιχτά αγκαλιάζοντας το σβέρκο του. Ορίστε, έχει και τα καλά της η… αποντουλαποποίησή μας, δε χρειάζεται να φιλιόμαστε στη ζούλα όταν είμαστε στη γειτονιά!
Τραβιέμαι λιγάκι, τα μάτια μου λάμπουν και το χαμόγελο δεν φεύγει από τα χείλη μου. «Να οδηγήσω εγώ; Θέλω να οδηγήσω!» του λέω παρακαλεστικά, και ανοιγοκλείνοντας παιχνιδιάρικα τα μάτια μου.
Κουνάει το κεφάλι του χαμογελώντας. «Να οδηγήσεις… μωρουλίνι μου,» λέει ανταποδίδοντας τις γλυκουλινιές. Πάει, τον χάλασα!
Κουνάω τα χέρια μου ενθουσιασμένη και τον σπρώχνω ελαφρά προς το αυτοκίνητο. «Λοιπόν, move your magnificent ass in και πάμε!» λέω και του ρίχνω μια παιχνιδιάρικη ξυλιά στον πισινό, κάνοντάς τον να γελάσει.
Κουνάω τα χέρια μου ενθουσιασμένη και τον σπρώχνω ελαφρά προς το αυτοκίνητο. «Λοιπόν, move your magnificent ass in και πάμε!» λέω και του ρίχνω μια παιχνιδιάρικη ξυλιά στον πισινό, κάνοντάς τον να γελάσει.
Μορφάζει θεατρικά, αλλά το χαμόγελο του προδίδει πόσο το διασκεδάζει. «Αν ο δικός μου κώλος είναι magnificent, ο δικός σου τι είναι, οut of this world?» με ρωτάει χαμογελώντας μου πονηρά. Κοιτάζει προσεκτικά αν είναι κανείς γύρω, και μου ρίχνει μια στα πισινά με το χέρι του μένει κολλημένο στους γλουτούς μου για μερικά δευτερόλεπτα.
Ξεφυσάω, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος. «Και να έμενες μόνο στο να βγάζεις λόγους για δαύτον…» τον πειράζω κερδίζοντας ένα πνιχτό γελάκι.
«Είμαι μακαρονάς, τι να κάνω;» μου λέει κοιτάζοντάς με τάχα μου αθώα.
«Εσύ είσαι ο μακαρονάς, ο δικός μου κώλος έχει γίνει χωνί!» του λέω με ψεύτικη απελπισία κάνοντάς τον να βάλει για τα καλά τα γέλια. «Και όχι τίποτε άλλο αλλά τσούζει Θανάση μου,» του κάνω με ψεύτικο παράπονο.
«Πονάν μωρέ τα παλικάρια;» μου δίνει πληρωμένη απάντηση και με ύφος γεμάτο πρόκληση. Κουνάω το κεφάλι μου αποδοκιμαστικά, αλλά δεν μπορώ να κρατήσω τα γέλια μου. «Μην ανησυχεί πάντως, Μπίλι μου, με μια φορά δε γίνεσαι πούστης!» συνεχίζει και με κοιτάζει με ύφος τόσο σοβαρό που δεν μπορώ να μη γελάσω.
«Και πού το ξέρεις εσύ, για νά 'χουμε καλό ρώτημα;» τον ρωτάω με ύφος ανακριτή που βρήκε αντίφαση σε μαρτυρία.
Ο Μάριος κουνάει το κεφάλι του και κάνει μια χειρονομία προς το τιμόνι. «Ξεκίνα ρε κέρατο!» λέει γελώντας.
Βάζω πρώτη και ξεκινάω, τα χέρια μου σφιγμένα στο τιμόνι αλλά τα χείλη μου δεν σταματούν να χαμογελάνε. «Σύμφωνα με τον πατέρα μου, πάντως, για γιο με λες και gay!» του πετάω, και ξεσπάει ξανά σε γέλια.
«ΠΟΣΑ ΤΟΥΣ ΕΙΠΕΣ ΚΙ ΕΣΥ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ;» με ρωτάει με ψεύτικο πανικό, και σταματάω πριν καν ξεκινήσω, γιατί με πιάνουν πάλι ασταμάτητα γέλια.
...
Πέντε λεπτά αργότερα βγαίνουμε στην Καβάλας. Έχω τα χέρια μου σταθερά στο τιμόνι, που πλέον έχω μάθει και κρατάω χαλαρά· στις αρχές οι αρθρώσεις των δαχτύλων μου άσπριζαν από το σφίξιμο. Ο Μάριος κάθεται χαλαρός, με τα πόδια απλωμένα και τον κορμό του να κινείται απαλά στο ρυθμό της μουσικής.
Μέχρι το ύψος του Χαϊδαρίου είναι καλά, αλλά από εκεί και πέρα—και μέχρι το Σκαραμαγκά—είναι άσκηση υπομονής. Καλά, όχι ότι μας νοιάζει και ιδιαίτερα. Έχουμε βάλει μια κασέτα με δυνατή ροκ να παίζει και το ρίχνουμε και στην πάρλα. Ο Μάριος τραγουδάει επίτηδες φάλτσα κάνοντας χαβαλέ.
Τελικά, ούτε καταλάβαμε για πότε φτάσαμε στα διόδια της Ελευσίνας. Από εκεί και πέρα ο δρόμος άνοιξε για τα καλά και περνώντας από τον Ισθμό αποφασίσαμε να κάνουμε στάση. Κατεβαίνουμε από το αυτοκίνητο, ο Μάριος τεντώνεται σαν γάτος, σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά, και εγώ στρίβω τα μάτια μου αλλά δεν μπορώ να μη χαζέψω την πλάτη του.
Περπατάμε τη γέφυρα, ο αέρας σηκώνει ελαφρά τα μαλλιά μου και μου δροσίζει τα μάγουλα. Ο Μάριος ακουμπάει τους αγκώνες του στο κάγκελο και σκύβει ελαφρά μπροστά για να κοιτάξει κάτω. Στέκομαι δίπλα του, και νιώθω το στομάχι μου να σφίγγεται κοιτάζοντας κάτω.
«Πω-πω, αν πέσεις από εδώ δε θα βρουν ούτε κοκαλάκι» μου λέει και κάνει έναν ψεύτικο μορφασμό φόβου.
«Μφφφ,» του κάνω ειρωνικά, σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος. «Είσαι και μηχανικός τρομάρα σου. Ούτε καν την τερματική ταχύτητα δε θα φτάσεις» συνεχίζω, κάνοντας κάποιους γρήγορους υπολογισμούς στο μυαλό μου.
Τα δάχτυλά μου χτυπάνε ρυθμικά στο κάγκελο και το βλέμμα μου μένει κολλημένο στο κενό από κάτω.
«Με κάπου κοντά στα 120 χιλιόμετρα ανά ώρα θα σκάσεις αν πηδήξεις από εδώ,» του λέω και τον κοιτάζω σκεφτική. «Αν θυμάμαι καλά το ύψος της γέφυρας είναι γύρω στα εξήντα μέτρα.» Χαχανίζω ελαφρά. «Καλά, όχι ότι θα ζήσεις αν δεν σκάσεις με τα πόδια, και πολύ πιθανό να τα σπάσεις κιόλας κατά την πρόσκρουση στο νερό,» συνεχίζω, προσπαθώντας να ακουστώ σοβαρή αλλά η φωνή μου βγαίνει πιο πειρακτική απ’ ό,τι σκόπευα.
Ο Μάριος αναστενάζει θεατρικά, κυλάει τα μάτια του τόσο έντονα που σχεδόν φοβάμαι ότι θα του μείνουν εκεί πάνω. «Που λέει ο λόγος ρε μαλάκα!» μου απαντάει, επιστρέφοντας στις εργοστασιακές μας ρυθμίσεις, ξεχνώντας τις προηγούμενές μας γλυκουλινιές.
Σηκώνω τα χέρια μου και τον κοιτάζω πειρακτικά. «Να σου υπενθυμίσω, μεσιέ, ότι άλλος έχτισε ολόκληρη καριέρα ως μαλάκας!»
Ο Μάριος ανασηκώνει τους ώμους και χτυπάει το στήθος του με το χέρι του σαν να παραδέχεται την κατηγορία. «Και έρχεται μια Μπίλι, και πάει περίπατο η ένδοξη καριέρα! Sic transit gloria mundi,» μου απαντάει στο ίδιο ύφος.
Βάζω τα γέλια και του χτυπάω παιχνιδιάρικα το μπράτσο. «Μωρουλίνι μου, αν σε καταπιέζω σεξουαλικά, πες το μου και ξαναγίνεσαι μαλάκας σε dt!» του λέω και του ρίχνω ένα βλέμμα γεμάτο νόημα.
Χαχανίζοντας μου απαντάει «Βασικά χρειάζεται μερικά λεπτά, δεν είμαι και ο Speedy Gonzalez—» και εκεί παγώνει και δαγκώνεται. Δυο-τρεις εβδομάδες πριν, στο ξενοδοχείο, του ήρθε οργασμός με το που μπήκε μέσα μου, και το δούλεμα είχε πάει σύννεφο.
Ανασηκώνω τα φρύδια μου και σταυρώνω τα χέρια μου στο στήθος. «Τι έλεγες;» τον ρωτάω αθώα προσπαθώντας να πνίξω το γέλιο μου.
«ΓΚΡΡΡΡΡΡΡΡ!» γρυλίζει και σκύβει ελαφρά προς το μέρος μου και με τα μάτια του να πετάνε σπίθες.
Γελάω και του τσιμπάω παιχνιδιάρικα τη μύτη. «Αγροίκε μου εσύ!» του κάω και του σκάω ένα φιλάκι στη μύτη, κάνοντάς τον να χαχανίσει και πάλι.
«Πάμε βάσανο!» μου λέει τραβώντας με από τη μέση προς την κατεύθυνση του αυτοκινήτου, τα χέρια του ζεστά και σταθερά.
«Βάσανο εγώ; Η Μπίλι σου;» του κάνω αθώα, κουνώντας τις βλεφαρίδες μου θεατρικά.
«Προχώρα ρε βάσανο!» μου λέει και μου σκάει μια γερή στα πισινά που με κάνει να χοροπηδήσω γελώντας. «Επίσης τώρα θα οδηγήσει ο άντρας του σπιτιού, άντε που το κάναμε εδώ ισοπέδωμα το κάναμε! Σουφραζέτα!»
«Τεχνικά μιλώντας αυτό δεν είναι suffrage!» τον πειράζω. «Πάμε άντρα του σπιτιού, πάμε κολώνα μου!»
«ΡΟΑΡΡΡΡΡ!» μου κάνει σα λιοντάρι που του πάτησαν την ουρά, και βάζω τα γέλια. Αχ, πως να είμαι τρελά και παλαβά ερωτευμένη μαζί του;
Γύρω στις οχτώ φτάνουμε στο Ναύπλιο και παρκάρουμε στο λιμάνι. Τα πράγματά μας δεν είναι πολλά και σύμφωνα με τον Μάριο το δωμάτιο που έχει νοικιάσει είναι αρκετά κοντά, οπότε κατεβαίνουμε και το παίρνουμε ποδαράτο. Πράγματι, ούτε πέντε λεπτά αργότερα φτάνουμε εκεί που έχει κλείσει, και αφού παίρνουμε τα κλειδιά από τη ρεσεψιόν ανεβαίνουμε στο δωμάτιο.
Δεν έχω παράπονο, στα καλύτερα με έφερε. Μεγάλο δωμάτιο με σαλονάκι, και που διαθέτει ένα πραγματικά τεράστιο υπέρδιπλο κρεββάτι που πάνω του χωράνε πέντε άτομα να πούμε. Φωτεινό, με μεγάλα παράθυρα, διαθέτει και ένα μικρό μπαλκόνι το οποίο βλέπει στο δρόμο, αλλά είναι μικρό, ίσα για να σταθείς και να πάρεις αέρα, τίποτα το αξιομνημόνευτο δηλαδή.
«Έλα να δεις!» μου κάνει, και τραβώντας με από το χέρι με πάει στο μπάνιο.
Οκ, αυτό ήταν αξιομνημόνευτο. Η μπανιέρα είναι τεράστια και επιπλέον είναι και τζακούζι. Καλά, όχι ότι είχα εντυπωσιαστεί από αυτό που είχαμε δοκιμάσει στα 3Χ, αλλά του Μάριο του άρεσε πολύ, και δε μπορούσα να μη χαμογελάσω με τον παιδιάστικο σχεδόν ενθουσιασμό του.
«Δε μου λες, θες να κάνουμε ένα ντουζάκι πριν κατέβουμε;» με ρωτάει με βλέμμα γεμάτο υπαινιγμούς.
«Ντουζάκι το λέμε τώρα;» τον ρωτάω κοιτάζοντάς τον δήθεν αυστηρά.
«Και ντουζάκι!» μου λέει και μου κλείνει πονηρά το μάτι.
Η αλήθεια είναι ότι έκανε ζέστη και είχαμε ιδρώσει, οπότε ένα ντουζάκι—μετά συνοδευτικών ή άνευ—δεν το έλεγες και κακή ιδέα. Μείναμε σε χρόνο ρεκόρ με την αδαμιαία περιβολή μας και μπήκαμε στο μπάνιο. Τον άφησα να φτιάξει εκείνος το νερό, γιατί αν το διάλεγα εγώ στη θερμοκρασία που πραγματικά προτιμάω, θα μου γινόταν βραστό κοτόπουλο, και όχι τίποτε άλλο, δεν είναι και γέρος για να έχει και ζουμί!
Πάντως, παρά τις απειλές του ότι δε θα κάτσει φρόνιμος, έκατσε τελικά. Μάλλον τον είχε κόψει η πείνα—και ψεύτρα μην είμαι, το ίδιο είχε κόψει και μένα—οπότε αφήσαμε τα τσιλιμπουρδίσματα για αργότερα. Τον βλέπω να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, να τρίβει την κοιλιά του σαν να μην έφαγε εδώ και μια βδομάδα, και κουνάω το κεφάλι μου χαμογελώντας.
Φοράω στα γρήγορα ένα αμάνικο και τζιν, αλλά καλού-κακού, παίρνω μαζί μου και ένα ελαφρύ τζιν μπουφάν. Βάζω το ένα πόδι στο παντελόνι και παραπατάω για μια στιγμή, ακούγοντας τον Μάριο να πνίγει ένα γελάκι. Του ρίχνω μια φονική ματιά από τον καθρέφτη που με κοιτάει δήθεν αθώα.
«Μωρό μου, όχι ότι με χαλάει, αλλά δεν φοράς σουτιέν και φαίνεται το στήθος σου!» μου κάνει και το βλέμμα του κατεβαίνει με νόημα, τα μάτια του να χαμηλώνουν για λίγο και να ξανασηκώνονται πονηρά.
«Χμμμ…» κάνω και τα μάγουλά μου κοκκινίζουν ελαφρά.
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελα να φορέσω σουτιέν, αλλά πάλι δεν ήθελα να γίνω και ατραξιόν για το φιλοθεάμον κοινό, από σεξιστικά σχόλια για το σώμα μου είχα μπουχτίσει από δεκατεσσάρων χρονών κοριτσάκι. Δαγκώνω το κάτω χείλος μου αναποφάσιστη, και ο Μάριος το πιάνει αμέσως.
«Μπίλι μου, δε στο λέω γιατί ζηλεύω,» συνεχίζει, σηκώνει τα χέρια του αμυντικά, αλλά το χαμόγελό του προδίδει ότι κάθε άλλο παρά αθώος είναι. «Τη θεωρία μου την ξέρεις, το καλό πράγμα πρέπει να φαίνεται! Για σένα το λέω, για να μη νιώσεις άσχημα!»
«Μωρέ δεν πάνε να γαμηθούν όλοι,» του απαντάω και σταυρώνω τα χέρια μου στο στήθος με πείσμα, τα μάτια μου να αστράφτουν. «Ας φάνε τα μάτια ψάρια, ο περίδρομος είναι για σένα και μόνο!» του λέω και του ρίχνω ένα βλέμμα όλο νόημα.
«Τώρα μιλάς σωστά!» μου λέει και, πριν προλάβω να πω τίποτα άλλο, με αρπάζει από τη μέση και με τραβάει πάνω του. Νιώθω τα χέρια του ζεστά ακόμα και πάνω από το ύφασμα, και τα χείλη μας κολλάνε σε ένα βαθύ ερωτικό φιλί.
«Λοιπόν, πάμε κοριτσάρα μου;» μου λέει όταν επιτέλους ξεκολλάμε. Μου χαμογελάει και μου φτιάχνει μια ατίθαση φράντζα που πέφτει στο πρόσωπό μου.
«Κοριτσάρα σου; Ορίστε, έζησα να το ακούσω κι αυτό!» του απαντάω πειρακτικά αλλά μέσα μου απλώνεται μια γλυκιά ζέστη.
«Αν θες σε λέω και αγορίνα μου, δεν έχω προκαταλήψεις!» μου απαντάει και βάζω τα γέλια και του κάνω ένα όρσε.
«Πάμε!» του κάνω τελικά και παίρνω το χέρι του στο δικό μου. Τα δάχτυλά μας μπλέκονται και σφίγγει τα δικά ελαφρά χαμογελώντας από τη μια μεριά του προσώπου του μέχρι την άλλη.
Κατεβαίνουμε τα σκαλιά και από εκεί, ακόμα πιασμένοι χεράκι-χεράκι, κατηφορίζουμε για το λιμάνι. Το αεράκι είναι ζεστό αλλά όχι ενοχλητικό.
«Δε μου λες, θες να πάμε πρώτα για ένα καφέ ή πάμε κατευθείαν για μάσα;»
«Δε θέλω άλλο καφέ» του απαντάω. «Πάμε να φάμε, και μετά πάμε να πιούμε καμιά μπυρίτσα και να περπατήσουμε στο λιμάνι!» λέω και του ρίχνω ένα πλάγιο βλέμμα, τα χείλη μου να τραβιούνται σε ένα μικρό χαμόγελο.
«Αμέ!» μου κάνει και κατεβαίνουμε στο λιμάνι και αρχίζουμε το σουλάτσο ψάχνοντας να βρούμε που θα φάμε. Το βλέμμα του τρέχει από τα μαγαζιά σε μένα και πάλι πίσω, το χέρι του δεν λέει να αφήσει το δικό μου.
«Πώς σου φαίνεται εδώ;» με ρωτάει, δείχνοντάς μου ένα όμορφο μαγαζί με θαλασσινά. Η φωνή του προσεκτική, σαν να προσπαθεί να μαντέψει τη σκέψη μου.
«Μωρέ καλό είναι,» λέω και στραβώνω λίγο τη μύτη μου, το βλέμμα μου να γλιστράει στις τιμές. «Αλλά τις τιμές τις είδες; Δε θα μας πιάσουν απλά τον κώλο, θα μας βάλουν και δάχτυλο!» λέω και ο Μάριος σκάει στα γέλια, τα μάτια του να γυαλίζουν από το πείραγμα.
«Ου φροντίς!» μου κάνει κλείνοντάς μου το μάτι.
«Καλά, αλλά μη μου λες μετά “Τσούζει Θανάση μου!”» του πετάω και τον κοιτάζω προκλητικά.
«Δε θα το πω εγώ, εσύ θα το πεις στο τέλος της βραδιάς» μου πετάει τη σπόντα και τα μάγουλά μου ανάβουν αυτόματα.
Καλά κρασιά!
Καλά, όχι ότι δεν μας έπιασαν τελικά τον κώλο, δηλαδή του Μάριου—γιατί εκείνος πλήρωσε αγριοκοιτάζοντάς με όταν έκανα να βγάλω το πορτοφόλι μου, γιατί ‘εγώ σε έφερα εδώ, εγώ πληρώνω, και άντε γιατί άντε’—αλλά άξιζε, το φαγητό ήταν υπέροχο, παρόλο που μετά νιώθαμε και οι δύο σαν κροκόδειλοι που έχουν φάει νεροβούβαλο.
Τι δεν πήραμε! Καλαμαράκια, χταποδάκι με λαδορίγανη, αχνιστά μύδια, γαύρο—που κακό χρόνο να χουν—ξιδάτο, αθερίνα, μελιτζανοσαλάτα, παντζάρια, πατάτες τηγανητές, βάλε και τη μια μπύρα ο καθένας μας, απορώ πως δεν γίναμε η σκηνή από το meaning of life.
Μετά κόπων και βασάνων σηκωθήκαμε να περπατήσουμε για να κατέβει και λίγο το φαγητό, αν και μεταξύ μας αμφέβαλα αν θα προλάβαινε να κατέβει ακόμα και αν το κόβαμε ποδαράτο μέχρι την Καλαμάτα. Βρήκαμε την ευκαιρία και σταματήσαμε σε ένα θάλαμο να πάρουμε τηλέφωνο τους δικούς μας να τους πούμε πως φτάσαμε, και μετά κάναμε μια βόλτα μέχρι το τέλος του λιμανιού, και αφού γυρίσαμε, φτάσαμε μέχρι το φάρο και κάτσαμε εκεί, και ο Μάριος δεν έχασε την ευκαιρία να το παίξει γιαπωνέζος τουρίστας, βγάζοντάς με ένα σκασμό φωτογραφίες.
Και όχι τίποτε άλλο, αλλά όταν γυρίσαμε δεν αμαρτάναμε κακό χρόνο να ‘χει. Πήγα στο μπάνιο αλλά όταν βγήκα έξω γυμνή και με ορέξεις, τον κύριο τον είχε πάρει ο ύπνος, είχε αρχίζει να ροχαλίζει κιόλας. Τον κοίταξα που κοιμόταν και ένιωσα την καρδιά μου να χοροπηδάει και πάλι στα στήθη μου, ένιωθα τόσο γλυκά, τόσο ζεστά…
Δηλαδή τι ζεστά, είχα ανάψει τόσο πολύ που θα έκανα σουπερνόβα να μοιάζει με δροσούλα, αλλά τι να τον κάνω το μούργο; Μπήκα κι εγώ κάτω από τα σκεπάσματα και χώθηκα ετσιθελικά στην αγκαλιά του. Μουρμούρισε κάτι στον ύπνο του και χωρίς να ξυπνήσει με έσφιξε πάνω του. Ακουμπισμένη με το κεφάλι μου πάνω στο σημείο που ενώνεται ώμος με στέρνο, έκλεισα τα μάτια μου και έπεσε η παροχή χωρίς να το καταλάβω.
Όταν ανοίγω τα μάτια μου έχει ξημερώσει για τα καλά. Χαμογελάω, είμαι ακόμα στην αγκαλιά του, και αν υπάρχει κάτι καλύτερο από το να κοιμάσαι στην αγκαλιά του αγαπημένου σου, είναι να ξυπνάς σε αυτήν. Κοιτάζω το ρολόι μου, λέει 09:02. Δεν κοιμηθήκαμε απλά, σβήσαμε, μας βγήκε όλη η συσσωρευμένη κούραση των διαβασμάτων της σχολής. Γυρνάω προς τη μεριά του και τον φιλάω απαλά για να τον ξυπνήσω.
«Καλημέρα!» μου κάνει χαρίζοντάς μου ένα νυσταγμένο χαμόγελο, τα μάτια του ακόμα μισόκλειστα και τα μαλλιά του ανακατεμένα από τον ύπνο να πέφτουν στο μέτωπό του. Τεντώνεται και χασμουριέται και όπως σηκώνει τα χέρια του το σεντόνι γλιστράει ελαφρά, αποκαλύπτοντας το γυμνό του στέρνο.
«Καλημέρα υπναρά!» τον πειράζω και του κάνω δίνοντάς του ένα μικρό χτύπημα με το δάχτυλο στη μύτη, λες κι εγώ ήμουν καλύτερη να πούμε. «Είναι λίγο μετά τις εννιά!»
«Τι ώρα είναι;» λέει ξανά και πετάγεται σαν να τον τσίμπησε σφήκα. Τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα και χάνει για λίγο την ισορροπία του, στηριζόμενος στον αγκώνα του. «Ρε συ, πόση ώρα κοιμόμασταν; Ούτε δέκα δεν ήταν όταν γυρίσαμε!» συνεχίζει, ξύνοντας το κεφάλι του με φανερή απορία.
«Εμένα μου λες, γάιδαρε;» του απαντάω, τα χέρια μου να ακουμπούν στη μέση μου και το βλέμμα μου να τον καρφώνει με αγανάκτηση. «Που σε άφησα πέντε λεπτά να πάω να ετοιμαστώ για να σου έρθω όμορφη κι εσύ ροχάλιζες του καλού καιρού και έμεινα με την όρεξη!» του λέω, και βάζει τα γέλια. «Ωραία, γελάει ο αναίσθητος!» λέω, αλλά χασκογελάω και του λόγου μου.
«Συγνώμη, κοριτσάρα μου!» μου λέει κάνοντάς μου τα γλυκά μάτια και σκύβει να μου δώσει ένα πεταχτό φιλί.
«Τι να σε κάνω βρε μούργο που σ’ αγαπάω;» του απαντάω, ανασηκώνοντας τους ώμους μου και χτυπώντας τον παιχνιδιάρικα στον ώμο.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω αλλά αν δεν πάω για κατούρημα θα σκάσω.» λέει, αναστενάζοντας και κλείνοντας τα μάτια του για μια στιγμή σαν να πονάει.
«Ναι;» του λέω και χωρίς καν να το σκεφτώ τον χουφτώνω μέσα από το μποξεράκι κοιτάζοντάς τον προκλητικά. Του γίνεται με τη μία κάγκελο ενώ τα μάτια του γουρλώνουν για μερικά δευτερόλεπτα, και το πρόσωπό του κοκκινίζει.
«Καλό κατούρημα μωρό μου!» του λέω κόβοντάς τον πάνω στο καλύτερο και του σκάω ένα φιλί και πετάγομαι από το κρεβάτι γελώντας.
«Θα σε λιανίσω, άτιμο γύναιο!» γρυλίζει, κάνει ένα βήμα μπροστά με τα μάτια του να πετάνε σπίθες, αλλά πριν προλάβει να με πιάσει, του βγάζω τη γλώσσα.
«Νια-νια-νια-νια-νια-νια!» του κάνω και ξεκινάμε το κυνηγητό μέσα στο δωμάτιο, γελάμε και σκοντάφτουμε πάνω σε καρέκλες και σεντόνια που πέφτουν στο πάτωμα.
«Ωχ, θα σκάσω!» μου ξανακάνει, σταματώντας απότομα με το ένα χέρι στην κοιλιά του και το άλλο να κρατάει το μέτωπό του. «Πώς θα κατουρήσω, μωρή κακούργα, τώρα;» μου λέει με απελπισμένη φωνή.
«Άρχισε να τραγουδάς ‘ήταν ένα σύννεφο-σύννεφο-σύννεφο’!» του λέω, χαχανίζοντας και κλείνοντας το μάτι.
«Αχ, θα τη μαυρίσω!» φωνάζει, σηκώνοντας απειλητικά το χέρι του, αλλά το χαμόγελό του τον προδίδει.
«Καλά, κάτσε να πάω εγώ πρώτη που μπορώ, και για σένα… έχει ο Θεός!» του λέω και του στέλνω ένα φιλάκι στον αέρα πριν τρυπώσω στο μπάνιο, το γέλιο μου να αντηχεί πίσω από την πόρτα.
Βγαίνω λίγη ώρα αργότερα και τον βρίσκω διπλωμένο στα δύο, με τα χέρια στα γόνατα και να δαγκώνει το δάχτυλό του σαν να προσπαθεί να κρατηθεί. Δαγκώνοντάς το δάχτυλό του και απειλώντας ότι θα με σκίσει, μπαίνει τρέχοντας στο μπάνιο και, με τον ερεθισμό που έχει, θα του πάρει λίγη ώρα.
Να μάθει να κοιμάται και να μ’ αφήνει στα κρύα του λουτρού, ο γάιδαρος!
Η αλήθεια είναι ότι του πήρε λίγη ώρα ακόμα, και αν και θέλω να πλύνω τα δόντια μου, τον αφήνω στην ησυχία του γιατί εντάξει, το πείραγμα έχει και κάποιο μέτρο, μη μου πάθει και καμιά ζημιά, είχαν περάσει σχεδόν έντεκα ώρες από την τελευταία φορά που είχε πάει στο μπάνιο.
«Ξαλάφρωσες, μωρό μου;» τον ρωτάω μ’ ένα πονηρό χαμόγελο όταν βγαίνει με τα πολλά.
«Νιώθω άλλος άνθρωπος!» μου απαντάει ανακουφισμένος.
«Λοιπόν, πάμε να πλύνουμε δοντάκια και μετά καφεδάκι ν’ ανοίξει το μάτι!» του λέω, πιάνω το χέρι του και τον τραβάω προς το μπάνιο, τα δάχτυλά μου να μπλέκονται στα δικά του.
«Δε θα πάμε για μπάνιο;»
«Και είναι ανάγκη να πάμε από τώρα βρε χριστιανέ μου;» τον ρωτάω με κουρασμένη φωνή. «Να πιούμε και κανένα καφεδάκι πρώτα!»
«Δίκιο έχεις μωρέ!» μου λέει και αναστενάζει παραδεχόμενος το δίκιο μου. Περνάει το χέρι του γύρω από τη μέση μου και ακουμπάει το πιγούνι του στον ώμο μου και περνάει το ένα του χέρι από πίσω και με χαϊδεύει τρυφερά στην πλάτη. «Τι θα βάλεις;»
«Το γκούτσι φόρεμά μου!» του κάνω γελώντας και του ανακατεύω το μαλλί παιχνιδιάρικα.
«Άλλο λέω βρε παπάρα!» μου κάνει. «Να βάλουμε μαγιό από τώρα;»
«Δε βρίσκω το λόγο! Πέντε λεπτά είναι το λιμάνι, μετά τον καφέ ερχόμαστε και αλλάζουμε!»
«Είναι και αυτό» μου κάνει.
Μπαίνουμε παρέα στο μπάνιο και πλένουμε τα δόντια μας και γυρνάμε για να αλλάξουμε. Δηλαδή να ντυθώ, γιατί ακόμα τσίτσιδη ήμουν από εχθές το βράδυ, ενώ ο Μάριος φορούσε τουλάχιστον το μποξεράκι του. Φοράω το εσώρουχό μου και βάζω ένα από τα σορτς μου που ξέρω ότι του αρέσουν, και τρώω μια …επιβεβαιωτική στα μεριά που με κάνει να χαχανίσω. Ούτε τώρα θέλω να φορέσω σουτιέν, οπότε φοράω απλά ένα κοντομάνικο.
«Ορεξούλες;» μου λέει, το βλέμμα του να κατεβαίνει πονηρά προς το στήθος μου, όπου οι ρώγες μου διακρίνονται καθαρά κάτω από το ύφασμα. Τα μάτια του αστράφτουν και με κοιτάζει με πονηρό χαμόγελο.
«Ορεξάρες,» του απαντάω κοιτάζοντάς όπως η αλεπού ένα θρεμμένο κοκόρι. «Αλλά πρώτα καφέ και μετά κοκό!» συνεχίζω, κλείνοντάς του πονηρά το μάτι. «Εκτός και αν το εννοούσες ότι θέλεις να γυρίσεις στην προηγούμενή σου καριέρα!»
«Δεκαεννιά χρόνια μαλάκας!» μου κάνει, αναστενάζοντας δραματικά. «Ολόκληρη καριέρα!»
«Περήφανος μαλάκας!» τον τσιγκλάω, το χαμόγελό μου πλατύ και τα χέρια μου να ακουμπούν στους γοφούς μου, η μία γωνία του στόματός μου να τραβιέται ελαφρά προς τα πάνω.
«Μωρέ, αν πετύχει…» μου απαντάει, κάνει μια αόριστη κίνηση με το χέρι του σαν να αφήνει κάτι στη μοίρα. Τα μάτια του στενεύουν ελαφρά από το πείραγμα και το χαμόγελό του γίνεται ακόμα πιο πλατύ.
«Ναι, δε λέω, καλή η μαλακία…» ξεκινάω και του ρίχνω ένα βλέμμα όλο νόημα, «αλλά με το σεξ γνωρίζεις και κόσμο!» συνεχίζω κάνοντάς τον να βάλει και πάλι τα γέλια.
«Μπίλι μου,» μου λέει ακόμα γελώντας, σκουπίζοντας την άκρη των ματιών του με τον αντίχειρά του, «πριν τα φτιάξουμε δεν ήμουν μαλάκας, απλά έκανα μιγαδικό σεξ!»
«Ε;» του κάνω και σηκώνω το φρύδι μου, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος μου και χτυπώντας το πόδι μου ελαφρά στο πάτωμα.
Ο Μάριος φοράει σοβαρό ύφος και μου το πετάει: «Αν το καλοσκεφτείς, τι είναι η μαλακία; Δεν είναι παρά σεξ με μιγαδικό αριθμό εραστών, με τον τύπο 1+ni, όπου n οι φανταστικοί extra!» μου λέει και αυτή τη φορά είμαι εγώ εκείνη που βάζω τα γέλια.
Τον κερατά, που το σκέφτηκε αυτό;
Κατεβαίνουμε στο λιμάνι, και αφού κάνουμε μια καλή βολτίτσα, αποφασίζουμε πριν πιούμε καφέ να φάμε πρωινό. Καλά, αν δεν πάρω δέκα κιλά μέσα σε δυο μέρες να με φωνάζουν Βασίλω. Όποιος ντρέπεται μένει νηστικός, και επειδή αν μη τι άλλο δεν είμαι από εκείνες που ντρέπονται, δεν άφησα το Μάριο να φάει μόνος του του σκασμού, έφαγα κι εγώ.
Όταν τελειώσαμε, κάναμε άλλη μια μεγάλη βόλτα στο λιμάνι για να κάτσει το πρωινό, και επειδή λύσσαξε μπήκαμε σε ένα μαγαζί και πήραμε ψάθινα καπέλα. Δε βαριέσαι, όχι ότι θα μου χάλαγε το μαλλί, το pixie cut που κάνω αδιαλείπτως από τα 15 μου, το λες και αναρχοαυτόνομο για στυλ μαλλιού. Δεν είναι το αγορίστικα κοντό pixie cut, τα μαλλιά μου είναι λίγο πιο μακριά, αλλά το στυλ μου δεν το αλλάζω από την πρώτη φορά που το δοκίμασα.
Καθόμαστε για να πιούμε τα καφεδάκια μας χαζολογώντας και μιλώντας κυρίως για τη σχολή. Η αλήθεια είναι ότι το πολυτεχνείο είναι αρκετά πιο ζόρικο από το σχολείο. Δεν είναι ότι δεν μου τα είχε πει και ο ίδιος όταν ξεκίνησε τη σχολή, αλλά άλλο πράγμα να στο λένε και άλλο πράγμα να το ζεις. Στο δεύτερο εξάμηνό μου εγώ, στο τέταρτο ο Μάριος, είχαμε ακόμα πολλά ψωμιά μπροστά μας.
Από την άλλη από μικρά είχαμε μάθει να διαβάζουμε μαζί, και επειδή τα διαβάσματα ήταν ένα από τα ελάχιστα πράγματα με τα οποία δεν έκανε χαβαλέ, συμπαρέσυρε και μένα, γιατί ο Μάριος μπορεί να είναι το κλασσικό nerd, αλλά εγώ ήμουν ανέκαθεν το δυναμικό αλητάκι με τους ματωμένους αγκώνες και τα γόνατα. Στη γειτονιά τον φωνάζαμε «ο ατσαλάκωτος» αλλά ήταν περισσότερο επειδή πρόσεχε πάντα την εμφάνισή του, παρά για τη συμμετοχή του στα παιχνίδια, αν και πόλεμο δεν έπαιζε ποτέ με εμάς τους υπόλοιπους.
«Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει κάποια στιγμή.
«Ότι είμαστε η Λαίδη και ο αλήτης, από την ανάποδη!» του απαντάω.
«Λεβέντη μου και αλήτη μου, δεν πάω απόψε σπίτι μου, μαζί σου θα τα σπάσω!» μου λέει τραγουδιστά, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
«Βουγιούκλω μου, εσύ!» του κάνω, και εκεί αρχίζει δεύτερος γύρος.
«Έχω ένα μυστικό κρυμμένο στις καρδιάς τα βάθη» αρχίζει και μου τραγουδάει με λεπτή φωνή και δε μου μένει άντερο, γινόμαστε πραγματικό θέαμα.
Ατσαλάκωτος ή όχι, ήταν ελάχιστα πράγματα τα οποία τα έπαιρνε πραγματικά στα σοβαρά. Είχα χάσει το μέτρημα το πόσες φορές στο τραίνο μας έκανε την Αλίκη πηγαίνοντας από στύλο σε στύλο και τραγουδώντας, πότε το έχω ένα μυστικό, πότε το γλάρο, κάνοντας όλους τους επιβάτες να βάζουν τα γέλια με τα καμώματά του.
«Σ’ αγαπάω!» του λέω με μάτια που λάμπουν.
«Το μάθαμε κυρία μου το μεγάλο μυστικό σου!» μου απαντάει πειρακτικά, αλλά το πρόσωπό του φωτίζεται ολόκληρο.
«Το ακόμα μεγαλύτερο μυστικό είναι πως κρατήθηκα και δε σου άνοιξα το κεφάλι εκείνο το βράδυ!» του λέω σταυρώνοντας τα χέρια μου. Παρά το γεγονός ότι γελάει, κατά το ήμισυ το εννοώ! Πραγματικά ήθελα να του ανοίξω το κεφάλι, του γαϊδάρου!
«Ξέρεις κάτι όμως;» μου λέει και παίρνει τα χέρια μου που ήταν σταυρωμένα στο στήθος μου και μου τα κρατάει και με τα δυο του χέρια. «Εκείνο το τραγούδι ήταν που με έκανε να βρω τελικά το θάρρος να σου εξομολογηθώ ότι ήμουν ερωτευμένος μαζί σου,» μου εξομολογείται και σηκώνει τα χέρια μου και τους δίνει ένα φιλί.
«Και ένα μήνα σχεδόν με άφησες να βράζω στο ζουμί μου!» του λέω κοιτάζοντάς τον και καλά με μισό μάτι. «Γάιδαρε!»
«Το καλό πράγμα αργεί να γίνει… λεβέντη μου!» μου λέει και με τουμπάρει, δε μπορώ να συγκρατήσω το χάχανό μου.
«Τι να σε κάνω βρε μούργο που σ’ αγαπάω;» του λέω κουνώντας ελαφρά το κεφάλι μου.
«Να μου δώσεις ένα φιλάκι, κατά προτίμηση χωρίς κουτουλιά!» μου λέει και τον αρπάζω, τον φέρνω προς το μέρος μου, και κολλάω τα χείλη μου στα δικά του. Έχοντας πάρει τη δόση μας τον αφήνω μερικές στιγμές αργότερα, γιατί εντάξει, έχει και κόσμο με παιδιά.
Be all my sins remember'd
Τελικά καθόμαστε μέχρι τις 12:30 και κάπου εκεί αποφασίζουμε να πάμε να δοκιμάσουμε την τύχη μας στη θάλασσα. Βοηθάει και η μέρα, για μέσα Μάη έχει ασυνήθιστη ζέστη, οπότε πηγαίνουμε ελπίζοντας ότι δε θα γίνουμε ανθρώπινα παγάκια. Το μαγιό που έχω φέρει μαζί μου είναι και αυτό με το οποίο είχε προκαλέσει τα σχόλια του Νίκου—που αν του συγχώρησα τα παντελώς άξεστα σεξιστικά σχόλια που είχα ακούσει στην τουαλέτα είναι γιατί δεν το έκανε επίτηδες, είναι φύσει κάφρος—και αυτό με το οποίο είχε θαυμάσει το φιλοθεάμον κοινό στην πενταήμερη.
Από τότε που άρχισαν να αναπτύσσονται τα στήθη μου, εκεί γύρω στα έντεκα, και μέχρι που γνώρισα και την Κατερίνα, φορούσα πάντα ολόσωμα μαγιό, γιατί η αλήθεια είναι ότι ήμουν αρκετά αναπτυγμένη και ντρεπόμουν. Δεν είμαι ιδιαίτερα ψηλή, το ύψος μου είναι 1,67, και αν και οι αναλογίες μου είναι κανονικές, το στήθος μου είναι ελαφρά μεγαλύτερο για το μπόι μου, είναι αυτό που Αμερικάνοι λένε d-cup. Για την ακρίβεια είμαι μεταξύ του c-cup και του d-cup και μερικές φορές βρίσκω το διάολο μου σε σουτιέν και μαγιό, γιατί τα μεν c-cup με τείνουν να με πιέζουν ενώ τα d-cup τα νιώθω αρκετά χαλαρά.
Όπως και να έχει, το μαγιό με πήγε σούρνοντας να το πάρω όταν της είχα δείξει το ολόσωμο που είχα μέχρι τότε, και μιας και από τα 15 δεν αναπτύχθηκα άλλο, δεν έκανα τον κόπο να εμπλουτίσω την γκαρνταρόμπα μου, σε μαγιό τουλάχιστον. Βρίσκω που βρίσκω το διάολο μου να βρω τα σωστά σουτιέν, δεν ήθελα να έχω ακόμα ένα πονοκέφαλο. Ο Μάριος λατρεύει τα στήθη μου, και αν τον ρωτούσες δε θα ήθελε να φοράω καθόλου το από πάνω μέρος, τουλάχιστον. Στη Σκιάθο πέρσι, μια-δυο φορές που πήγαμε μόνοι μας για μπάνιο πάντως, μου ζήτησε να το βγάλω, και τη δεύτερη φορά δεν ήμασταν και τελείως μόνοι, είχε και άλλο κόσμο. Οφείλω να ομολογήσω πάντως ότι η αίσθηση μέσα στο νερό χωρίς το πάνω μέρος είναι πολύ καλύτερη, και χαλάλι να γίνει το θέαμα που προσφέρω.
Πέντε λεπτά αργότερα είμαστε πίσω στο δωμάτιο, όπου απλά αλλάζω το εσώρουχο με μαγιό και φοράω και το πάνω μέρος του μπικίνι. Κάνει ζέστη, οπότε αποφασίζω να μη φορέσω από πάνω μπλούζα και από κάτω ένα ελαφρύ παρεό αντί για σορτσάκι. Ψάθες, πετσέτες και τα ρέστα, τα έχουμε αφήσει στο αυτοκίνητο, οπότε αφού κάναμε στάση στο περίπτερο να πάρουμε δύο μεγάλα μπουκάλια νερό, κινήσαμε να πάμε στην παραλία που είχε ο Μάριος στο μυαλό του.
Όταν φτάσαμε στο Κονδύλι, χάζεψα λίγο, να τα λέμε αυτά. Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα και το στόμα μου σχημάτισε ένα σιωπηλό «ουάου» καθώς κοίταζα τα γαλαζοπράσινα νερά και το λεπτό βότσαλο που απλωνόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι.
Η αύρα από τη θάλασσα μύριζε αλάτι, και το ελαφρύ αεράκι μου ανακάτευε τα μαλλιά, κάνοντάς τα να πετάνε. Προτιμώ το βότσαλο από την άμμο, πάντα. Δεν κολλάει παντού, δεν μένεις να τρίβεσαι μέχρι το βράδυ. Και το Κονδύλι, με τη μεγάλη του παραλία και την άπλα, ήταν ιδανικό.
«Είδες;» με ρωτάει ο Μάριος, το βλέμμα του γεμάτο περηφάνια. Μου ρίχνει ένα πονηρό χαμόγελο, τα μάτια του να αστράφτουν παιχνιδιάρικα. «Στα καλύτερα σε φέρνω!»
«Είδα το φως το αληθινό!» του λέω και τα χέρια μου ανοίγουν διάπλατα σε μια κωμικά δραματική κίνηση, κάνοντας τον Μάριο να σκάσει στα γέλια.
“So, who da boss?” μου λέει και σηκώνει τα φρύδια του με ύφος αυτάρεσκο, το βλέμμα του να με καρφώνει με έναν τρόπο που με κάνει να δαγκώσω το κάτω χείλος μου για να μην χαμογελάσω σαν χαζή.
“You da boss, λαίδη μου!” τον πειράζω, και υποκλίνομαι θεατρικά, ενώ εκείνος μου πετάει ένα δήθεν αυστηρό βλέμμα, τα χείλη του όμως να τραβιούνται ανεπαίσθητα σε ένα χαμόγελο.
«Ωραία, βγάλε τώρα και το πάνω σου να κάνουμε μπάνιο σαν άνθρωποι!» μου κάνει και τα μάτια του κατεβαίνουν αστραπιαία στο στήθος μου, τόσο φανερά που τον στραβοκοιτάζω.
«Και οφθλαλμόλουτρο η υπόλοιπη παραλία» μουρμουρίζω, σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος ενστικτωδώς.
«Τι να κάνουμε, δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα δικά μας. Allez, βγάλτα!» λέει και μου κάνει ένα νεύμα με το κεφάλι, το βλέμμα του γεμάτο προσμονή και ανυπομονησία.
«Σας μισώ, απαίσια στρουμφάκια!» του κάνω και ξεροκαταπίνω, τα δάχτυλά μου τρέμουν λίγο καθώς πιάνω το πάνω μέρος του μαγιό μου. Τελικά, παίρνω μια βαθιά ανάσα και το βγάζω.
Νιώθω εξαιρετικά ευάλωτη—και το απεχθάνομαι αυτό—αλλά κάνω το κορόιδο. Κοιτάζω γύρω μου νευρικά να δω αν με κοιτάζουν αλλά δεν βλέπω κάποιον να καρφώνεται, στα φανερά τουλάχιστον. Ο λεβέντης μου, πάντως, με κοιτάει λες και με βλέπει πρώτη φορά, και παρόλη την αμηχανία μου δε μπορώ να μη χαμογελάσω με το ύφος του.
«Κλείσε το στόμα σου βρε λιγούρη. Εσύ με τη βερμούδα θα μείνεις;» τον πειράζω και σηκώνω το φρύδι μου, προσπαθώντας να δείχνω πιο χαλαρή απ' ό,τι νιώθω.
«Εχμ, έχουμε τεχνικές δυσκολίες» μου λέει και κοκκινίζει ελαφρά, ξύνοντας τον σβέρκο του αμήχανα, και δεν κρατιέμαι—σκάω στα γέλια.
«Όοοοχι, καργιόλη, εδώ θα υποφέρεις μαζί μου!» του λέω χωρίς κανένα έλεος. «Εγώ τα πέταξα για σένα, η σειρά σου να πληρώσεις τις συνέπειες!»
«Ρε μαλάκα θα γίνω θέαμα!» μου κάνει και κάνει μια κίνηση προς τα πίσω, σαν να θέλει να κρυφτεί, αλλά το κόκκινο στα μάγουλά του τον προδίδει.
«Ενώ εγώ ας πούμε δεν έχω γίνει;» του απαντάω και σταυρώνω τα χέρια μου στο στήθος με πείσμα.
«Εσύ είσαι θέαμα που αγαπάει όλος ο κόσμος! Εγώ θα γίνω άλλου είδους θέαμα!» λέει και το βλέμμα του πέφτει στο έδαφος, το πόδι του να σκάβει αμήχανα το βότσαλο.
«Η τέχνη απαιτεί θυσίες. Βγάλε τη βερμούδα σου κερατά γιατί την επόμενη φορά που θα πάμε για μπάνιο θα φοράω μπούργκα!» του κάνω και σηκώνω το πηγούνι μου ψηλά, τα μάτια μου να αστράφτουν από αποφασιστικότητα.
«Έγινα κερατάς κιόλας;» μου κάνει, και τα χείλη του να τραβιούνται σε ένα πονηρό χαμόγελο.
«Όχι αλλά αν συνεχίσεις θα γίνει κι αυτό!» τον πειράζω και του βγάζω τη γλώσσα, κάνοντάς τον να σκάσει στα γέλια.
«Άπιστο γύναιο! Θα σε σφάξω στο γόνατο!» λέει και σηκώνει το χέρι του δραματικά, σαν να κρατάει σπαθί, αλλά τα μάτια του γελάνε.
«Κατούρα και λίγο!» του κάνω και του ρίχνω ένα βλέμμα όλο νόημα.
«Σάμπως και μπορώ έτσι όπως είμαι!» μου κάνει και κοκκινίζει ακόμα πιο πολύ, το χέρι του να ανεβοκατεβαίνει στον αέρα αμήχανα.
«Δεν βλέπω κίνηση!» του λέω, και κάνω έναν δραματικό μορφασμό δήθεν απογοήτευσης.
Και τι να κάνει ο φουκαράς, αναστενάζει βαθιά, ρίχνει μια κλεφτή ματιά γύρω του και βγάζει τη βερμούδα διστακτικά. Με το που τον βλέπω, το χέρι μου πετάγεται αυτόματα μπροστά στο στόμα μου για να πνίξω το γέλιο, αλλά είναι αδύνατο. Σηκώνω ψηλά τα χέρια μου και με κοιτάει με απορία.
«Τι, δεν είναι όπλο;» τον πειράζω ξανά, πνίγοντας ένα χαχανητό.
«Τι μαλάκας είσαι…» μου απαντάει, και βάζει τα γέλια.
Περάσαμε υπέροχα, καθίσαμε σχεδόν μέχρι τις 18:00 το απόγευμα στην παραλία. Είχαμε και τα αντηλιακά μας, φορούσαμε και τα καπέλα μας, και έτσι κατορθώσαμε να μη νταλακιάσουμε από τον ήλιο, και αν δε μας είχε κόψει η λόρδα, μπορεί να καθόμασταν ακόμα παραπάνω. Αποφασίσαμε να μη γυρίσουμε σπίτι, να πάμε να φάμε και μετά να πάμε στην Ακροναυπλία, αν και όχι από τα σκαλοπάτια, μετά από τόσες ώρες στην παραλία δεν ήμασταν για τέτοια.
Με τούτα και με κείνα, γυρίσαμε στο δωμάτιο γύρω στις 22:00, δηλαδή την ίδια ώρα που χθες είχαμε ξεραθεί. Η ιδέα ήταν να κάνουμε ένα γρήγορο ντουζάκι, να ντυθούμε και μετά να κατέβουμε για ποτό, έχοντας φάει σχετικά αργά δεν πεινούσαμε ιδιαίτερα, στη χειρότερη τρώγαμε κανένα σουβλάκι μετά και όλα εντάξει.
Στο μπάνιο αυτή τη φορά δεν περιοριζόμαστε στο ντουζ. Τόσο ο Μάριος όσο κι εγώ έχουμε φοβερές ορέξεις οπότε λίγη ώρα αργότερα βρίσκομαι γονατισμένη και με το στόμα γεμάτο. Δίνω τον καλύτερό μου εαυτό και απορώ που καταφέρνει να συγκρατηθεί, δε με αφήνει να ολοκληρώσω το έργο μου, και λίγες στιγμές αργότερα βρίσκεται εκείνος γονατισμένος και εγώ να έχω πιάσει κουβέντα με το Θεό. Σταματάει μετά από λίγη ώρα και φοράει προφυλακτικό, και αν δεν ακουστήκαμε μέχρι το Τολό να μη με λένε Billy, να με λένε Θρασύβουλα, ξέρω-γω!
Θεούλη μου, τι ήταν αυτό;
«Να δεις τι σού χω για μετά!» μου υπόσχεται κάνοντάς με να ανατριχιάσω σύγκορμη. Αν ζήσω έζησα, και ώχου και δε με νοιάζει!
Και κοίτα να δεις ποιον πετύχαμε στο Ναύπλιο! Με το που τους είδαμε από μακριά, το στομάχι μου δέθηκε κόμπος. Ένιωσα τα χέρια μου να κρυώνουν ξαφνικά και η καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, σαν να είχα κάνει σπριντ. Ο Μάριος, από την άλλη, σήκωσε το χέρι του σε ένα χαλαρό χαιρετισμό, το χαμόγελό του πλατύ και άνετο, σαν να μην τρέχει τίποτα.
Ο Δημήτρης με την Ειρήνη. Ο Δημήτρης, που πέρα από μια τυπική και ψυχρή καλημέρα και καλησπέρα, δε μου μιλούσε—όχι ότι τον αδικώ. Ένιωσα το πρόσωπό μου να ζεσταίνεται, τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν, και έπιασα το χέρι του Μάριου ασυναίσθητα, σφίγγοντάς το ελαφρά.
«Βουνό με βουνό δε σμίγει!» λέει ο Μάριος και σκάει στα γέλια, χτυπώντας τον Δημήτρη φιλικά στον ώμο.
«Καλώς τους!» λέει η Ειρήνη, το βλέμμα της να ταξιδεύει από τον Μάριο σε μένα και πάλι πίσω. Το χαμόγελό της είναι ευγενικό, αλλά το βλέμμα της είναι λίγο πιο ψυχρό απ' ό,τι το θυμάμαι.
Λογικά πρέπει να της έχει πει ο Δημήτρης τι παίχτηκε μεταξύ μας.
«Μα τι διάολο, πουθενά δε μπορώ να απαλλαγώ από τις φάτσες σας;» μας πείραξε ο Δημήτρης και το φρύδι του ανασηκώθηκε παιχνιδιάρικα. «Από την Τετάρτη Δημοτικού μέχρι και την Τρίτη Λυκείου σας έφαγα στη μάπα!»
«Πού να πηγαίναμε και στο ίδιο σχολείο, καπαγαμημένε!» τον πείραξε με τη σειρά του ο Μάριος, και του έδωσε μια ελαφριά σπρωξιά στον ώμο. Το χαμόγελό του ήταν πλατύ, τα μάτια του να γυαλίζουν από το πείραγμα.
Η έχθρα μεταξύ του ΙΑ που πηγαίναμε εμείς και του ΚΓ που πήγαινε ο Δημήτρης, ήταν θρυλική.
«Εγώ με τους γιωταλήτες και μάλιστα βάζελους; ΟΥΣΤ!» έκανε ο Δημήτρης και τα χέρια του πετάχτηκαν στον αέρα σε μια κωμικά αποδοκιμαστική κίνηση.
«Αχ, μίλα μου πρόστυχα χανούμα μου! Κούνα μου την κοιλίτσα σου!» συνέχισε το ping-pong ο Μάριος κάνοντας ότι χορεύει τσιφτετέλι.
Εγώ από την άλλη έκανα το μαλάκα γιατί αισθανόμουν παντελώς άβολα. Κοιτούσα μια τα παπούτσια μου, μια τον Μάριο και τα δάχτυλά μου έπαιζαν νευρικά με την άκρη του σορτς μου. Το βλέμμα της Ειρήνης ένιωθα να με τρυπάει, κι ας έκανε πως κοιτάζει αλλού.
«Τι στέκετε όρθιοι ρε βαζέλια; Δε θα ψηλώσετε άλλο!» είναι η πρόσκληση του Δημήτρη για να κάτσουμε μαζί τους.
Δεν μπορούσα να αρνηθώ την πρόσκληση, αν και το στομάχι μου είναι δεμένο κόμπος. Αφενός θα καρφωνόμουν και αφετέρου, μπορεί εγώ να τα είχα κάνει σκατά, αλλά ο Μάριος δε μου έφταιγε σε τίποτα. Κάθομαι τελικά στην καρέκλα, σφίγγοντας νευρικά την άκρη της τσάντας μου.
Παραγγέλνουμε και εμείς τα ποτά μας. Αν τον Δημήτρη τον πείραξε που μας είδε μαζί δεν το έδειξε καθόλου. Ίσως πλέον να το είχε ξεπεράσει και πραγματικά να μην τον πείραζε, και ήλπιζα με όλη μου την καρδιά να ισχύει το δεύτερο. Νιώθω πολύ άβολα, και παρόλο που προσπαθώ να συμμετέχω στην κουβέντα νιώθω σα να κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα. Κάποια στιγμή επιτέλους βρίσκω το θάρρος.
«Δημήτρη, μπορώ να σου πω λίγο;» τον ρωτάω, με χαμηλή και ελαφρώς τρεμάμενη φωνή. Τα δάχτυλά μου σφίγγουν το λουρί της τσάντας μου τόσο που νιώθω τις αρθρώσεις μου να πονάνε.
Ο Δημήτρης σηκώνει το βλέμμα του αργά. Κοιτάζει τον Μάριο, κοιτάζει εμένα, κοιτάζει και την Ειρήνη. Τα μάτια του στενεύουν ελαφρά, αλλά τελικά μου γνέφει. Σηκωνόμαστε και πάμε λίγο στην άκρη. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει σαν σφυρί, τα πόδια μου βαριά σαν να είναι φτιαγμένα από μολύβι.
Δε μιλάει, απλά σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος και μου κάνει νόημα να μιλήσω. Παίρνω βαθιά ανάσα και ξεκινάω. Η φωνή μου είναι αδύναμη, σχεδόν ψιθυριστή.
«Δημήτρη, ξέρω ότι αυτό που έκανα είναι ασυγχώρητο.» Κλείνω τα μάτια για μια στιγμή και στενάζω. Το βλέμμα μου κολλημένο στο έδαφος, οι παλάμες μου ιδρωμένες. «Αν μη τι άλλο σου οφείλω μια εξήγηση.»
«Δε μου οφείλεις τίποτα,» μου απαντάει ξερά. Η φωνή του είναι κοφτή και τα μάτια με καρφώνουν, κάνοντάς με να κατεβάσω το βλέμμα μου.
«Όχι,» του κάνω, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου, χωρίς ωστόσο να έχω βρει ακόμα το κουράγιο να τον κοιτάξω στα μάτια.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και συνεχίζω. Σφίγγω τα δάχτυλά μου σε γροθιά, και με μεγάλη δυσκολία σηκώνω τα μάτια μου πάνω του.
«Ακόμα και αν θεωρείς ότι δε σου οφείλω εξήγηση, τουλάχιστον σου οφείλω μια μεγάλη συγνώμη,» του λέω στενάζοντας ελαφρά και κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
Κλείνει τα μάτια του και κουνάει λίγο αριστερά και δεξιά το κεφάλι του. Παίρνει μια βαθιά ανάσα, οι ώμοι του πέφτουν λίγο λες και κάτι βαρύ τον πιέζει.
«Μου ράγισες την καρδιά ρε Μπίλι...» μου λέει και στενάζει. «Με τσάκισες,» συμπληρώνει, χωρίς καμιά προσποίηση, χωρίς καμία προσπάθεια να μη δείξει αδυναμία. Η φωνή του είναι χαμηλή, σπασμένη. Νιώθω το βάρος της να με πλακώνει.
«Το ξέρω, Δημήτρη,» του απαντάω χωρίς περιστροφές. Η φωνή μου χαμηλώνει και τρέμει ανεπαίσθητα. «Μακάρι να μπορούσα το πάρω πίσω. Μακάρι να μπορούσα να ξεκάνω τη μαλακία που έκανα,» του λέω και σταματάω για λίγο. Το βλέμμα μου πέφτει στα παπούτσια μου, τα πόδια μου καρφωμένα στο έδαφος.
«Δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από τη σπασμένη στάμνα» μου λέει, αλλά η πίκρα στη φωνή του δείχνει άλλα.
«Μπορεί το κλάμα μπορεί να μην έχει νόημα…» του λέω κοιτάζοντας στο πουθενά, «…η αναγνώριση του σφάλματος, όμως, έχει.» Η φωνή μου βγαίνει πνιχτή. Υψώνω και πάλι το βλέμμα πάνω του και συνεχίζω. «Και ακόμα περισσότερο να ζητήσεις μια συγνώμη…»
Δε μου απαντάει, μου γνέφει με τα χέρια να συνεχίσω. Η σιωπή του βαραίνει τον αέρα, τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου, άκαμπτα.
«Ακόμα και αν δεν λάβεις τη συγχώρεση ποτέ…» του λέω στενάζοντας και κοιτάζοντας και πάλι το πάτωμα. Παίρνω βαθιά ανάσα και υψώνω ξανά το βλέμμα μου πάνω του. «Πλήγωσα έναν από τους ελάχιστους ανθρώπους που εκτιμούσα και θεωρούσα φίλους.»
Κουνάει το κεφάλι του παραμένοντας σιωπηλός.
«Και δεν ήταν ότι δε μου άρεσες ρε Δημήτρη…» ξεκινάω και η φωνή μου γίνεται πιο διστακτική. «Μετά… μετά το Μάριο ήσουν ο πρώτος που μου έκανε κάποιο κλικ…»
«Δεν έφτανε όμως…» μου λέει κόβοντάς με, με ξερό, σχεδόν κλινικό τρόπο.
«Όχι, δεν έφτανε» ομολογώ αναστενάζοντας βαθιά. Χαμηλώνω και πάλι το βλέμμα μου για μερικές στιγμές και μετά το σηκώνω πάνω του και πάλι. «For what it matters, δεν υπάρχει κάποιο πράγμα που να έχω κάνει στη ζωή μου και να το έχω μετανιώσει περισσότερο.» Σταματάω και τον κοιτάζω σχεδόν ικετευτικά: «Συγνώμη Δημήτρη, πραγματικά. Ακόμα και αν δε με συγχωρέσεις ποτέ, σου ζητώ ειλικρινά συγνώμη.»
Το πρόσωπό του χαμογελάει. «Το μόνο πραγματικά ασυγχώρητο είναι ότι είσαι βάζελος» μου κάνει και χαμογελώ κι εγώ αβέβαια. «Δε γαμιέται, μια ζωή την έχουμε…» μου κάνει κοιτάζοντάς με στα μάτια.
Κουνάει το κεφάλι του χαμογελώντας, και αυτή τη φορά το χαμόγελο είναι και πάλι πικρό.
«Όλα περαστικά είναι ρε Μπίλι,» μου λέει ως διαπίστωση και συνεχίζει: «και όσο και αν ένιωσα ότι με μαχαίρωσες κατάστηθα, τουλάχιστον βγήκα σοφότερος,» συνεχίζει χαμογελώντας πικρά. Κάνει μια σύντομη παύση, σαν να σκέφτηκε κάτι και ρουθουνίζει. «Καλοί οι έρωτες, αλλά, χωρίς μια γερή δόση κυνισμού, είναι συνταγή για καταστροφή,» μου λέει κουνώντας το κεφάλι του με νόημα.
Παρά το αρχικό του αστείο η συνέχεια με χτυπάει σα γροθιά. Δεν το κάνει για να πάρει το αίμα του πίσω, είναι απλά ωμά ειλικρινής. Ο κυνισμός που αναφέρει είναι δικό μου δημιούργημα. Δικό μου και μόνο.
«Τότε δεν έγινες σοφότερος ρε Δημήτρη» του λέω με ραγισμένη φωνή.
«Κι όμως, έγινα. Στο τέλος της ημέρας, πρέπει πάντα να κρατάμε κάτι για τον εαυτό μας, αν μη τι άλλο είναι ο μόνος με τον οποίο ισχύει εγγυημένα το ‘till death do us part.’»
Σηκώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω για μια στιγμή, αλλά το κατεβάζω αμέσως, δεν αντέχω να τον δω κατάματα. Σηκώνω και πάλι το κεφάλι μου, τα μάτια μου είναι υγρά αλλά αυτό δε λέγεται με κατεβασμένο κεφάλι.
«Συγνώμη» του μουρμουρίζω με τα μάτια μου ακόμα πιο υγρά.
«Έλα, όχι κι έτσι» μου λέει με απαλή φωνή. «Συγχωρεμένη και sin no more!»
«Το εννοείς;» τον ρωτάω με μάτια που καίνε και φωνή που τρέμει.
«Το εννοώ!» μου απαντάει, και μου πιάνει τα χέρια απαλά. «Το εννοώ,» λέει και πάλι κοιτάζοντάς με στα μάτια.
Η καρδιά μου ξεσφίγγεται λίγο, και επιτέλους ανασαίνω βαθιά. Σκουπίζω διακριτικά ένα δάκρυ από την άκρη του ματιού μου και του χαμογελάω αχνά.
«Ευχαριστώ…» του ψιθυρίζω, και νιώθω επιτέλους το βάρος ν’ αρχίσει να φεύγει από το στήθος μου.
Παίρνει μια βαθιά ανάσα, σαν να αφήνει κάτι πίσω του. Κοιτάζει για μια στιγμή τον ουρανό, σαν να σκέφτεται αν πρέπει να πει κάτι ακόμα. Τελικά, χαμογελάει—όχι με εκείνο το παλιό, πικρό χαμόγελο, αλλά αληθινά. Όπως… όπως μου χαμογελούσε παλιά. Η φωνή του, όταν μιλάει ξανά, είναι ελαφριά. Μετά, το βλέμμα του αλλάζει, γυρνώντας ξανά στο γνώριμο, άνετο ύφος του.
«Και τώρα πάμε πίσω στους δικούς μας, μη νομίζουν ότι το ρίξαμε στην τρελή και με σφάξει η Ειρήνη στο γόνατο. Είναι και λίγο ζηλιάρα…» Κάνει μια παύση και με κοιτάζει με νόημα. «Είσαι κι εσύ… αυτή που είσαι.» Άλλη μια μικρή παύση, λες και συνειδητοποιεί τι πάει να πει. «Τέλος πάντων, μη φάω ξύλο χωρίς λόγο!» συνεχίζει πιο ανάλαφρα, κάνοντας να διαλυθεί τελείως και η δική μου ένταση και μετά από πολλή ώρα χαμογελάω κι εγώ πραγματικά.
«Δέρνει;» τον ρωτάω πειρακτικά.
«Και δέρνει!» μου απαντάει και βάζουμε και οι δύο τα γέλια και γυρνάμε πίσω, εγώ εμφανώς πιο ξαλαφρωμένη.
Δεν είχαμε δράματα με την Ειρήνη, με το Μάριο δεν ετίθετο τέτοιο θέμα, χώρια που κατάλαβε χωρίς να του πω γιατί ζήτησα να μιλήσω για λίγο μόνη μου με το Δημήτρη. Καθίσαμε εκεί μέχρι τις 02:00 και τα κοπανίσαμε μέχρι που γίναμε και οι τέσσερις κουδούνια. Από ένα σημείο και μετά, οι συζητήσεις σταμάτησαν να βγάζουν νόημα, τα γέλια έγιναν ανεξέλεγκτα, και το μόνο που είχε μείνει ήταν το αίσθημα ότι όλα ήταν—επιτέλους—εντάξει.
Με πρόταση της Ειρήνης πήγαμε όλοι μαζί για σουβλάκια, και στα δικά μου κιτάπια η μόνη απάντηση στην ερώτηση «θέλετε να πάμε για σουβλάκια;» είναι αριθμός, και όχι άρνηση ή κατάφαση. Εγώ και ο Μάριος πάντως, πήραμε από δύο ο καθένας με τα ούλα τους, και κρεμμύδι και τζατζίκι, και τα παπούτσια μέσα άμα λάχει!
Τι να πω, από ρομαντισμό σκίζουμε και οι δύο! Μωρέ αν δεν ταιριάζαμε, δε θα συμπεθεριάζαμε, αυτό ξέρω!
Μετά τα σουβλάκια αποφασίζουμε να επιστρέψουμε στο δωμάτιο, ο Μάριος θέλει να κάτσουμε στο τζακούζι και μου λέει ότι μου έχει και έκπληξη. Δεν καταλαβαίνω τι του βρίσκει, αλλά δε θέλω να του χαλάσω το χατίρι, και αμ έπος αμ έργο, πέντε λεπτά αργότερα έχουμε επιστρέψει. Με πετάει με τις κλωτσιές από το μπάνιο αλλά του γκρινιάζω ότι κοντεύω να σκάσω, και έτσι μου επιτρέπει να μπω. Καλοσύνη του!
Εμ, δεν κράτησε και πολύ, καλά-καλά δεν πρόλαβα να σκουπιστώ, και μπήκε μέσα και με έτζασε με συνοπτικές διαδικασίες, ούτε το παντελόνι μου δε με άφησε να ανεβάσω, πιγκουινάτο επέστρεψα στο δωμάτιο. Ρε τι πάθαμε στα καλά καθούμενα! Τι να κάνω η έρμη, και, αφού θα μπω που θα μπω στο μπάνιο, γδύνομαι τελείως και χώνομαι κάτω από τα σκεπάσματα· έχει και δροσούλα και—αν και δεν θα το παραδεχτώ ποτέ ανοιχτά—είμαι αρκετά κρυουλιάρα, και τι καλά που είχε πάει αυτό το μεσημέρι στην παραλία, προς μεγάλη χαρά του φιλοθεάμονος κοινού να προσθέσω, καθώς οι ρώγες μου είχαν γίνει πέτρα.
Καμιά δεκαριά λεπτά αργότερα, και πάνω που έχω αρχίσει να γλαρώνω και τον βλέπω να μένει με την όρεξη, με φωνάζει να πάω μέσα. Η αλήθεια είναι πως αυτή τη στιγμή το τελευταίο πράγμα που έχω όρεξη είναι να ξεχουχουλιαστώ, αλλά τι να τον κάνω; Σηκώνομαι και πηγαίνω μέσα. Η μπανιέρα είναι γεμάτη και ο κύριος μου έχει στρογγυλοκάτσει σαν πασάς στα Γιάννενα. Εντωμεταξύ δεν ξέρω τι έχει κάνει, αλλά έχει τόσο αφρό πάνω στο νερό, που μόνο που δεν άρχισα να του τραγουδάω “The party gets groovy and everyone here loses control, yeah!”
«Μαντάμ, για γκελ μπουρντά!» μου κάνει. Μπαίνω μέσα και κάθομαι από την αντίθετη πλευρά. “Are you ready to rock?” με ρωτάει, και χωρίς να περιμένει απάντηση ανοίγει το μηχανισμό, και γίνεται της μπουρμπουλήθρας το κάγκελο.
«Μόνο ο ελέφαντας λείπει!» τον πειράζω, αλλά η αίσθηση του ρεύματος του ζεστού νερού σε διάφορα σημεία του σώματός μου μού αρέσει. Καμία σχέση με το τζακούζι του 3Χ. «Αχ!» πετάγομαι, καθώς νιώθω από το πουθενά ένα μπαμπέσικο ρεύμα νερού σε πολύ άβολο σημείο της ανατομίας μου.
«Χα!» μου κάνει ο γάιδαρος, και μετά μου αρπάζει τα πόδια με το έτσι θέλω και αρχίζει να μου τρίβει τις πατούσες. Εντάξει, τό σωσε! «Τα βρήκατε να υποθέσω με το Δημήτρη;»
«Τα βρήκαμε» του απαντάω στενάζοντας. Μπορεί ο Δημήτρης να με είχε συγχωρήσει ωστόσο εγώ δεν είχα συγχωρήσει ακόμα τον εαυτό μου, είχα μπροστά μου δρόμο…
«Τότε γιατί μου κάνεις σα δυστυχισμένος τυφώνας;»
«Τι γιατί ρε Μάριε; Το γεγονός ότι με συγχώρησε δεν αναιρεί το πόσο τον πλήγωσα τότε, ούτε διώχνει τις τύψεις μου. Ξέρεις τι μου είπε; Ότι βγήκε σοφότερος και πιο κυνικός. Δικό μου έργο.»
«Δε στο λέω για να σε παρηγορήσω, αλλά αν δεν ήσουν εσύ θα ήταν κάποια άλλη. Καλώς ή κακώς Μπίλι μου, όλους κάποιος μας κάνει σοφότερους και όλοι μας κάνουμε κάποιους σοφότερους. Σάμπως εγώ με τη Βίκυ ήμουν καλύτερος;»
«Δεν είναι το ίδιο, Μάριε.» Τα δάχτυλά μου βυθίζονται στο νερό, χαράζοντας σχήματα που διαλύονται αμέσως. «Εσύ δεν τα έφτιαξες με τη Βίκυ για να με κάνεις να ζηλέψω. Τα έφτιαξες μαζί της γιατί το ήθελες—ή τουλάχιστον, πίστευες ότι το ήθελες. Δεν την κορόιδεψες, ούτε κορόιδεψες τον εαυτό σου, ακόμα και αν ήταν εκείνη που σε έκανε τελικά να συνειδητοποιήσεις ότι αυτή που πραγματικά θέλεις είμαι εγώ. Εγώ, από την άλλη, έκανα κάτι ασυγχώρητο. Τον χρησιμοποίησα, και το ήξερα.»
Η απάντησή του έρχεται τραγουδιστά, με τη φωνή του χαμηλή, σχεδόν παιχνιδιάρικη:
“Sweet dreams are made of this
And who am I to disagree?
I travelled the world and the seven seas
And everybody is looking for something”
Κλείνω για μια στιγμή τα μάτια.
«Δεν αλλάζει κάτι αυτό…» του απαντάω χαμηλώνοντας το κεφάλι.
«Μπίλι, σε συγχώρησε;»
«Ναι, έτσι μου είπε.» Παύση. Μια ανάσα. «Και ξέρεις κάτι; Τον πιστεύω.»
«Μπίλι μου, η συγχώρεσή του δε θα έχει καμιά αξία αν δεν συγχωρήσεις και η ίδια τον εαυτό σου. Αν μπόρεσε να σε συγχωρέσει ο Δημήτρης, το ίδιο μπορείς να κάνεις κι εσύ.»
Κοιτάζω τη φουσκωμένη επιφάνεια του νερού, σαν να ψάχνω να βρω κάτι εκεί μέσα.
«Θα μου πάρει λίγο χρόνο.» Στενάζω, το κεφάλι μου γέρνει στιγμιαία προς το μέρος του.
«Εμένα μου πήρε τρία χρόνια να κάνω το ίδιο λάθος ξανά και ξανά, Μπίλι.» Η φωνή του είναι ήρεμη, αλλά ακούω κάτω από την επιφάνεια ένα βάρος που δεν είχε πριν. «Γιατί από εκείνη τη βραδιά που με χώρισε η Βίκυ, ήξερα τι ήθελα. Και αντί να ψάξω μέσα μου να βρω το κουράγιο να έρθω να στα πω στα ίσια, και ό,τι έβρεχε ας κατέβαζε, τι έκανα; Προσπαθούσα ξανά και ξανά και ξανά. Ξέρεις ποιος είναι ο ορισμός της παράνοιας; Να κάνεις κάθε φορά το ίδιο και να ελπίζεις το αποτέλεσμα να είναι διαφορετικό.»
«Δεν είναι το ίδιο, μωρό μου.» Σηκώνω το βλέμμα μου, θέλω να το καταλάβει. «Δεν είχες μόνο τον φόβο της απόρριψης, είχες και τον φόβο του τι επίπτωση μπορεί να είχε αυτή η απόρριψη από κάποιον άνθρωπο που τον θυμάσαι από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου. Δεν χρησιμοποίησες καμία από τις κοπέλες με τις οποίες ήσουν. Προσπάθησες να κάνεις το επόμενο βήμα, με το χαμηλότερο δυνατό ρίσκο. Προσπάθησες να πας παρακάτω.»
Ο Μάριος χαμογελάει πικρά. «Δεν το κάνει λιγότερο λάθος, μωρό μου.» Με κοιτάζει στα μάτια, αλλά η φωνή του είναι σχεδόν ψιθυριστή. «Στο τέλος της ημέρας, το αποτέλεσμα μετράει. The road to hell is paved with good intentions, λένε, και υπάρχει λόγος. Μπορεί ο σκοπός μου να ήταν λιγότερο κυνικός από τον δικό σου, αλλά το αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Έκανα όλες μου τις σχέσεις σοφότερες, με τον έναν τρόπο ή τον άλλο.»
Αναστενάζω. «Η πρόθεση εξακολουθεί να μετράει.»
«Μπορεί.» Παύση. «Αλλά, Μπίλι μου, ασχέτως των προθέσεων, μετράει και το αποτέλεσμα. Κανείς δεν είναι αλάνθαστος. Το μόνο που έχει αξία είναι να μην κάνουμε ξανά τα ίδια λάθη.»
Το στομάχι μου σφίγγεται. Η φωνή μου βγαίνει σχεδόν σιγανή, αλλά απόλυτα ειλικρινής.
«Καλύτερα να μου κοπεί το χέρι.»
Ο Μάριος με κοιτάζει για λίγο σιωπηλός. Μετά, χαμογελάει—εκείνο το ζεστό, βαθύ χαμόγελο που πάντα με κάνει να νιώθω ότι όλος ο κόσμος συρρικνώνεται σε μια στιγμή.
“Alors, ton cœur est exactement là où il doit être.” Η προφορά των γαλλικών του είναι τέλεια, και ο τρόπος που το λέει… είναι σαν να κάνει δήλωση, σαν να μου λέει ότι είμαι σωστή, όπως είμαι.
«Το ίδιο και η δική μου.» Μου γνέφει να πλησιάσω. Πλησιάζω.
Χώνομαι στην αγκαλιά του και ξεσπάω με λυγμούς. Η αγκαλιά του είναι το μόνο μέρος στον κόσμο όπου μπορώ να διαλυθώ χωρίς να φοβάμαι. Εκεί, μέσα στα χέρια του, καμία από τις άμυνες που έχω μάθει να χτίζω από παιδί δεν έχει σημασία. Δε μου μιλάει, δε μου λέει λόγια παρηγοριάς, δε μου ψιθυρίζει πως όλα θα πάνε καλά. Δεν προσπαθεί να με φτιάξει, απλά με κρατάει. Και αυτό είναι το μόνο που χρειάζομαι.
Θα έπεφτα και στη φωτιά για εκείνον αν μου το ζητούσε. Ο Μάριος είναι το κέντρο της ύπαρξής μου. Και αυτή η συνειδητοποίηση… όχι απλά δε με τρομάζει—με γαληνεύει. Γιατί είμαι εκεί που θέλω να είμαι. Ανήκω εκεί που θέλω να ανήκω.
Τι παράξενο… Θέλω να ανήκω.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, έκανα του κεφαλιού μου. Έκανα αυτό που πραγματικά ήθελα και στον διάολο όλα. Γιατί… γιατί δεν άνηκα πουθενά. Ήμουν κορίτσι αλλά ήθελα να είμαι αγόρι. Ήμουν εκείνη που έπρεπε πάντα να κερδίζει με το σπαθί της το πιο βασικό ανθρώπινο δικαίωμα: να ανήκω κάπου. Να μη νιώθω ότι είμαι πάντα η εξαίρεση στον κανόνα.
Ο Μάριος… Ο Μάριος με είχε αποδεχτεί από έξι χρονών παιδί. Με είχε αποδεχτεί χωρίς ερωτήσεις, χωρίς αστερίσκους, χωρίς «ναι, αλλά…». Για εκείνον ήμουν απλά εγώ.
Ποτέ δεν τον ένοιαξε αν ήμουν όμορφη.
Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν αν ήμουν καλή στη μπάλα και αν ήμουν καλή στα μαθήματα. Το μόνο που μετρούσε για εκείνον ήταν αυτό που είχα κερδίσει με το δικό μου κόπο—και όχι αυτό που μου είχε χαρίσει η φύση.
Ξέρω ότι με θεωρεί όμορφη. Πάντα μου το έλεγε, σχεδόν μηχανικά, ότι ήμουν το πιο όμορφο κορίτσι που είχε δει ποτέ του. Αλλά το έλεγε όπως λες «ο ουρανός είναι μπλε.»
Η αληθινή ζεστασιά στη φωνή του ερχόταν όταν του έκανα ντρίπλα. Όταν τον έκοβα. Όταν έλυνα το πρόβλημα πριν από εκείνον. Το πρώτο ήταν απλά μια διαπίστωση. Το δεύτερο ήταν θαυμασμός.
Πάντα.
«Σ’ αγαπάω! Σ’ αγαπάω!» του λέω κλαίγοντας ακόμα πιο δυνατά.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω Μπίλι μου.»
Ούτε αγάπη μου, ούτε λατρεία μου, ούτε καμένη μπαταρία μου. Μπίλι μου. Δεν ήμουν μια αφαίρεση. Δεν ήμουν απλώς «η κοπέλα του». Για τον Μάριο αυτή η λεξούλα, το όνομά μου, το παρατσούκλι που μου είχαν κολλήσει τα αγόρια από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, σήμαινε τα πάντα.
Μπίλι του.
«Ναι, μωρό μου» του απαντάω, ακόμα κλαίγοντας. «Η Μπίλι σου. Δική σου. Και μόνο δική σου.»
«Δική μου. Και μόνο δική μου.»
Η φωνή του χαμηλώνει, ζεστή και απόλυτη, και με σφίγγει ακόμα πιο δυνατά στην αγκαλιά του. Δεν χρειάζεται να πει τίποτα άλλο. Δεν χρειάζεται να πω τίποτα άλλο. Απλά μένουμε εκεί. Μέχρι που, σιγά-σιγά, καταφέρνω να ηρεμήσω.
Σηκώνομαι από το νερό και του δίνω το χέρι μου. Τον θέλω. Τον έχω ανάγκη. Θέλω να νιώσω το βάρος του πάνω μου. Θέλω να νιώσω τη ζέστα του κορμιού του πάνω στο δικό μου. Τον θέλω, τον θέλω μέσα μου. Όχι για να με κάνει δική του, είμαι ήδη δική του—πάντα ήμουν. Θέλω να γίνουμε ένα. Ποτέ δεν είχα νιώσει μεγαλύτερη ανάγκη απ' ότι αυτή τη στιγμή. Σκουπιζόμαστε στα γρήγορα και πάμε και ξαπλώνουμε στο κρεβάτι. Ξεκινάει να με χαϊδεύει αλλά τον σταματάω. Καταλαβαίνει.
Χάνομαι στα μάτια του καθώς τα σώματα μας γίνονται ένα…
Ένα… Όπως οι ψυχές μας.
When all are one and one is all.
To be a rock and not to roll…
Σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι
Είναι κανένας μήνας που είπαμε επιτέλους στους γονείς μας ότι είμαστε ζευγάρι και ένας νταμπλάς τους ήρθε, να τα λέμε αυτά. Αν τους έλεγες ότι βρήκαν εξωγήινους στο Περιστέρι, λιγότερο θα τους ξάφνιαζε. H αλήθεια είναι πως ήμασταν τόσα χρόνια φίλοι που οι γονείς και των δυο μας πίστευαν ότι βλέπουμε ο ένας τον άλλον σαν αδέρφια. Ναι, καμία σχέση.
Τουλάχιστον δεν μας έβαλαν σε καμιά καραντίνα ούτε μας πέρασαν από ανάκριση τρίτου βαθμού. Το μόνο που μας είπαν ήταν να προσέχουμε μη συμβεί κάτι και χαλάσει η φιλί μας—και μεταξύ μας—δεν είχαν και άδικο.
Έχουμε τελειώσει με την εξεταστική μας, και οι δύο με εξαιρετικούς βαθμούς—ο Μάριος μέχρι στιγμής έχει πάνω από 9,7 μέσο όρο, ενώ εγώ είμαι λίγο παρακάτω, στο 9,5. Σαν να μην έφτανε το άγχος των εξετάσεων, είχαμε και την οικογενειακή «επιτήρηση». Όπως είχε προβλέψει, στα μαθήματα που δίδασκαν οι γονείς του μας πήγαν πίπα-κώλο, και αν τολμούσαμε ας μην παίρναμε αμφότεροι δεκάρια. Όλα καλά, καμία πίεση!
Αλλά όσο περίμενα την κυρία Χριστίνα να αναρτήσει τη βαθμολογία στη «Μηχανική Α»—και ούτε για αστείο να πάω να τη ρωτήσω, κι ας μένει στο διπλανό σπίτι, και ας την βλέπω σχεδόν κάθε μέρα—είχα χεστεί πάνω μου. Σχεδόν ένιωθα το ίδιο άγχος με πέρσι τον Ιούλη που περίμενα τη βαθμολογία των πανελληνίων.
«Το τσίμπησες το δεκαράκι σου» μου λέει ο Μάριος, ξαφνιάζοντάς με καθώς θαυμάζω τον πίνακα των αποτελεσμάτων. Μόνο εγώ έχω δεκάρι και οι υπόλοιποι—όσοι δηλαδή το έχουν περάσει—έχουν από οχτώ και κάτω. Η κυρία Χριστίνα δεν αστειεύεται.
«Ας έκανα κι αλλιώς!»
«Εμένα μου λες; Εμένα παραλίγο να μου κόψει μονάδα ο πατέρας μου επειδή έκανα ορθογραφικό λάθος στη Μηχανική Ρευστών. Ξέρεις τι άκουσα;»
«Σκληρός καργιόλης!» του λέω αυθόρμητα, μη γνωρίζοντας ότι εκείνη τη στιγμή γεννιόταν η φράση-μύθος.
«Ναι, αλλά μη του το πεις!» μου λέει γελώντας.
«Για τρελούς ψάχνεις; Ωραία, τελειώσαμε με τον έναν πεθερό, one to go.»
«Καλά θα περάσεις» με προειδοποιεί.
“Don’t I know that?” του λέω ξεφυσώντας. «Του χρόνου αυτά. Επιτέλους διακοπές!»
«Δεν είναι γαμάτο να μην έχεις να δώσεις κανένα μάθημα το Σεπτέμβρη;»
«Γι’ αυτό μας έγινε η σούφρα να!» του απαντάω.
«Ε, σε βοήθησα κι εγώ λίγο σ’ αυτό!» με πειράζει.
«Ρε άντε στο διάολο!» του λέω και βάζω τα γέλια.
Από εκείνη την ημέρα στο γαμηστρώνα, αν και όχι συχνά, είχε προστεθεί και το παρά φύσιν στο ερωτικό μας ρεπερτόριο, αλλά υπήρξαν και οι φορές που ξεκινήσαμε αλλά το σταματήσαμε γιατί δεν άντεχα τον πόνο. Δεν ξέρω… Κάποιες φορές με ξετρελαίνει η πράξη, άλλες φορές είναι meh και το κάνω μόνο και μόνο επειδή αρέσει στο Μάριο, αλλά είναι μερικές φορές, αδερφάκι μου, που δεν αντέχεται με τίποτα.
Την πρώτη φορά που συνέβη αυτό, δεν είχα πει τίποτα, αλλά ο Μάριος το κατάλαβε και άκουσα τον εξάψαλμο. Από τότε του υποσχέθηκα ότι όποτε νιώθω ότι δεν αντέχω θα του το λέω ώστε να σταματήσει αμέσως. Οκ, το παραδέχομαι, μια-δυο φορές, μη θέλοντας να του το χαλάσω, έκανα την πάπια. Αλλά γενικά, όταν νιώθω ότι… δεν, απλά του το λέω και σταματάει.
Και ποτέ μα ποτέ δεν παραπονέθηκε, ούτε έδειξε να δυσανασχετεί. Αν είναι κάτι που έχω μάθει από το Μάριο, είναι ότι η απόλαυση πρέπει να είναι αμοιβαία. Αν δεν είναι, απλά δε γίνεται.
«Δε μου λες, μαμαζέλ, μιας και ανέφερες τις διακοπές, έχεις καμιά καλή ιδέα για φέτος;»
«Αμέ! Αλλά θα ήθελα να πάμε οι δυο μας, όπως το Μάη που πήγαμε Ναύπλιο.»
«Θα συμφωνήσω μαζί σου. Καλή η παρέα, αλλά ρε παιδί μου, το να μην έχεις ανάγκη κανέναν για να κάνεις το πρόγραμμά σου είναι ακόμα καλύτερο. Για πες, για πού λες;»
«Σαντορίνη έλεγα!»
«Χμμμ, εξαιρετική ιδέα!»
«Ωραία, να το κανονίσουμε ωστόσο από τώρα, γιατί αν τρέχουμε τελευταία στιγμή, θα τα εισπράξουμε!»
«Ναι, γιατί όχι; Ωραία, αύριο το πρωί με τον καφέ να κάνουμε τα τηλεφωνήματά μας!»
«Το βράδυ τι θα κάνουμε; Να πάρω κανένα τηλέφωνο την Κατερίνα;»
«Ναι αμέ, πες της άμα είναι πως θα πάμε να πάρουμε εμείς το Θανάση από το Νέο Ψυχικό. Έλεγα να πάμε για καμιά μπυρίτσα στο Χαλάνδρι.»
«Ωραία, θα την πάρω με το που γυρίσουμε σπίτι.»
Γυρνάμε στα σπίτια μας και παίρνω την Κατερίνα για να συνεννοηθούμε. Το βραδάκι βγαίνουμε οι τέσσερίς μας για ποτό στο Χαλάνδρι, αλλά γύρω στα μεσάνυχτα το διαλάμε. Το πρωί μου ήρθε περίοδος, και την πρώτη μέρα οι ενοχλήσεις είναι πιο έντονες, παρόλο που σε σχέση με αυτό που περνάνε άλλα κορίτσια—όπως η ίδια η Κατερίνα—εγώ το περνάω βόλτα στο πάρκο.
Ο Μάριος έχει ορεξούλες, το βλέπω, το νιώθω, αλλά εγώ δεν έχω ιδιαίτερη διάθεση. Έτσι, πάμε σπίτια μας, εκείνος χωρίς να πει τίποτα, εγώ με ένα βάρος μέσα μου. Ουφ, δε μου αρέσει να τον αφήνω έτσι. Με κάνει να αισθάνομαι άσχημα, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ποτέ δεν παραπονέθηκε. Δεν ξέρω… ή μάλλον ξέρω. Ο Μάριος είναι ο μόνος άνθρωπος του οποίου τα θέλω είναι πέρα και πάνω από οτιδήποτε δικό μου. Αλλά καμιά φορά, όσο και αν το πνεύμα είναι πρόθυμο, δεν αρκεί… Και μετά, κάθομαι και βράζω μονάχη στο ζουμί μου.
Το πρωί ξυπνάω γύρω στις 11:00 και πάω στο σπίτι του. Κοιμόταν ακόμα, και άργησε να απαντήσει το κουδούνι. Όταν ανοίγει, μου εμφανίζεται μισοκοιμισμένος, μόνο με ένα μποξεράκι, τα μαλλιά του σαν να πέρασε ανεμοστρόβιλος, το βλέμμα του χαμένο στην ομίχλη του ύπνου.
«Καλημέρα μωρό μου» του λέω, και μου δίνει ένα πεταχτό φιλάκι στο στόμα πριν καν προλάβει να ξυπνήσει εντελώς.
«Καλημέρα Μπίλι μου» μου απαντάει με φωνή αγουροξυπνημένη.
Τον στέλνω κατευθείαν στο μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του και να πλύνει τα δόντια του, ενώ εγώ πάω να μας φτιάξω καφέ. Τόσα χρόνια έχουμε τόση οικειότητα με τα σπίτια μας, που δε νιώθω καμία διαφορά αν είμαι στο δικό του ή στο δικό μου.
Μέχρι να τελειώσει με την πρωινή του τουαλέτα, έχω ήδη ετοιμάσει τους φραπέδες μας—ίδια γεύση στη ζάχαρη, αλλά εκείνος τον προτιμάει με λίγο περισσότερο γάλα. Τον περιμένω στο σαλόνι, τα πόδια μου μαζεμένα στον καναπέ, και σκέφτομαι τη χθεσινή βραδιά.
Ναι, ήταν μια από αυτές τις μέρες που δεν είχα διάθεση. Και ο Μάριος, όπως πάντα, δεν είπε τίποτα. Δεν έκανε μορφασμό, δεν με πίεσε, δεν άλλαξε ούτε η χροιά της φωνής του. Κι όμως, εγώ έπεσα για ύπνο με ένα κόμπο μέσα μου.
Ο Μάριος έρχεται και κάθεται δίπλα μου, παίρνει τον καφέ του και πίνουμε χαλαρά, φλυαρώντας. Μερικά τηλεφωνήματα αργότερα έχουμε και τα τηλέφωνα διάφορων καταλυμάτων στη Σαντορίνη, αλλά και πρακτορείων. Ο Μάριος ξεκινάει τα τηλεφωνήματα, κι εγώ… εγώ παίρνω μια απόφαση.
Θα του κάνω έκπληξη. Θα του δώσω σήμερα αυτό που δεν είχα διάθεση να του δώσω χθες. Δεν το κουράζω. Απλά κάθομαι αναπαυτικά στον καναπέ, τον κοιτάζω που μιλάει, τον βλέπω τόσο ήρεμο, τόσο δικό μου—και το αποφασίζω.
Έχω ξεπεράσει πλέον τη φοβία μας μήπως μας πιάσουν στα πράσα, τουλάχιστον στο σπίτι του. Μέχρι και έρωτα έχουμε κάνει εδώ μέσα, οπότε η πίπα μπορείς να την πεις και business as usual. Αλλά αυτή τη φορά, ο Μάριος δεν το περιμένει με τίποτα.
Πόσο μάλλον την ώρα που μιλάει στο τηλέφωνο.
Σηκώνομαι ήρεμα από τον καναπέ και γονατίζω μπροστά του. Τα μάτια του καρφώνονται πάνω μου, το τηλέφωνο ακόμα στο αυτί του, αλλά το στόμα του έχει μείνει ανοιχτό.
«Τι κάνεις εκεί;» με ρωτάει με μια δόση πανικού, σκεπάζοντας το ακουστικό.
Η έκφρασή του είναι priceless.
«Εσύ τι λες ότι κάνω;» του απαντάω πειρακτικά και τον παίρνω στο στόμα μου και για μερικές στιγμές τον αφήνω μαλάκα. Βέβαια, τυπικά μιλώντας, μαλάκα θα τον άφηνα αν το σταματούσα εκεί, αλλά δεν έχω καμία τέτοια πρόθεση. Ο Μάριος ακόμα με κοιτάει καλά-καλά έχοντας σκεπασμένο το ακουστικό, οπότε σταματάω. «Εσύ τη δουλειά σου» του λέω και τον παίρνω και πάλι στο στόμα.
Ναι, αν και η αλήθεια είναι ότι στην αρχή μια δυσκολία στη συνεννόηση την είχε, δεν τον χάλασε καθόλου τον κύριο, αυτό θα του έλειπε. Είχα μάθει με τα πολλά να τον παίρνω όλο στο στόμα μου και η περιποίηση που του πρόσφερα σήμερα ήταν έξτρα σπέσιαλ, τον ξετρέλαινε όταν τον έγλειφα με τη γλώσσα από τη βάση μέχρι το κεφαλάκι, και σήμερα τον έκανα να πει το δεσπότη Παναγιώτη.
Τελικά δεν άντεξε, με γράπωσε από τα μαλλιά και με πίεσε με τόση ένταση που κόντεψε να μου φτάσει μέχρι το στομάχι, αλλά κυρία εγώ, αφού κατάφερα να μην πνιγώ—και το κυριότερο να μην του κόψω κανένα κομμάτι—συνέχισα το θεάρεστο έργο μου ενώ ο Μάριος προσπαθούσε να διαπραγματευτεί τις τιμές.
Εδώ και καιρό είχα αρχίσει να καταλαβαίνω πότε κοντεύει να φτάσει σε κορύφωση και δε διαψεύστηκα, έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο και έπιασε το κεφάλι μου και με τα δυο του χέρια, και ευτυχώς που είναι πρωί και οι από πάνω έλειπαν, γιατί δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα βογγητά του καθώς τελείωνε στο στόμα μου, και όχι τίποτε άλλο, είχαμε να αμαρτάνουμε κάμποσες μέρες και κόντεψε να με πνίξει.
«Θα με τρελάνεις εσύ!» μου λέει προσπαθώντας ακόμα να βρει τις ανάσες του. Το βλέμμα του είναι μια μείξη απόλαυσης και απόλυτης παράδοσης.
«Έχεις χάσει τη φόρμα σου» του πετάω. «Που πήγε ο μαλάκας που αγάπησα; Να με πνίξεις κόντεψες!»
Βάζει τα γέλια, αλλά στα μάτια του υπάρχει κάτι άλλο—εκείνη η λάμψη που με κάνει να νιώθω πως του ανήκω απόλυτα.
«Σ’ αγαπάω!» μου λέει, και η φωνή του έχει ακόμα εκείνο το χρώμα της ζεστής, απόλυτης αφοσίωσης.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω, μωρό μου, πολύ-πολύ» του λέω, και μετά τον κοιτάζω με μισό χαμόγελο. «Και ο Θεός να με κάψει αν παραπονεθώ, αλλά τράβα και καμιά παχιά ρε αδερφάκι μου, τι τα μαζεύεις;»
Ξαναβάζει τα γέλια. «Για να μου λες όπως τις προάλλες ότι ήταν ύποπτα λίγα;»
«Εμ, δεν το κλείνω κι εγώ το ρημάδι μου,» του απαντάω με ψεύτικη απελπισία, πράγματι του το είχα πει τις προάλλες.
«Αυτή είναι η ιδέα, μωρό μου» με πειράζει, το χαμόγελό του πιο παιχνιδιάρικο από ποτέ.
Κάθομαι πάνω του, γέρνω πίσω και τεντώνομαι. Τον βλέπω να με κοιτάζει έτσι όπως είμαι και καταλαβαίνω ότι το μυαλό του αρχίζει να πηγαίνει αλλού.
«Δε μου λες, πέτυχες καμιά καλή τιμή ή θα πονέσουν τα κωλαράκια μας;»
Ο Μάριος ανασηκώνει ένα φρύδι και χαμογελάει με τον γνωστό του τρόπο—εκείνον τον χαμόγελο που υπόσχεται μπελάδες.
«Το δικό σου θα πονέσει για άλλους λόγους» μου πετάει με σατανικό βλέμμα.
«Ωχ, μού’ ρθε η ταχυπαλμία» του απαντάω δραματικά, αλλά πριν προλάβω να συνεχίσω, σοβαρεύει.
«Δεν ήταν ιδιαίτερα φτηνό αυτό που έκλεισα, αλλά μην ανησυχείς γι’ αυτό. Όσα έχεις στο budget σου, τα υπόλοιπα τα καλύπτω εγώ.»
Τον κοιτάζω και ένα πειραχτικό χαμόγελο ανεβαίνει στα χείλη μου.
«Κατάλαβα…» του λέω αργά, παίζοντας με τη λαιμόκοψη της μπλούζας μου. «Τα υπόλοιπα σε είδος!»
Βάζει τα γέλια και πετάει το κεφάλι πίσω. «Γαμώτο, με πήρε πρέφα!»
«Γι’ αυτό μου λες ότι θα πονέσει το κωλαράκι μου, μωρή λινάτσα;»
«I’m pleading the fifth» μου πετάει με το πιο θεατρικό ύφος και κάνει ότι σφυρίζει αδιάφορα.
Δεν προλαβαίνει να πάρει ανάσα.
Του ορμάω, τον πιάνω από τους ώμους και τον γκρεμίζω κάτω. Πέφτω από πάνω του και παλεύουμε σαν δύο παιδιά που δεν έχουν μεγαλώσει ούτε στο ελάχιστο. Προσπαθώ να τον γαργαλήσω, αλλά όπως πάντα, λίγες στιγμές αργότερα βρίσκομαι στο πάτωμα, με τον Μάριο από πάνω μου.
«Παραδίνεσαι;»
Τα χείλη του είναι τόσο κοντά στα δικά μου που με δυσκολία συγκρατούμαι.
«Ποτέ!» του κάνω, κουνώντας τους γοφούς μου για να του ξεφύγω, αλλά ξέρω πως είναι μάταιο.
Αρχίζει και με γαργαλάει μέχρι που κόντεψα να κατουρηθώ πάνω μου.
«Παραδίνομαι! Παραδίνομαι!» φωνάζω ξέπνοη, γελώντας σαν τρελή.
Σταματάει, αλλά το βλέμμα του έχει αλλάξει. Με κοιτάζει με εκείνο το βλέμμα.
«Βρε καυλοράπανο;» τον ρωτάω νιώθοντας τον ερεθισμό του να πιέζεται πάνω μου.
«Guilty as charged» μου λέει, και πριν προλάβω να πω το οτιδήποτε άλλο, με τραβάει πάνω του και ξεκινάμε να φιλιόμαστε σα να μην υπάρχει αύριο.
Δεν υπάρχει λογική, δεν υπάρχει χρόνος. Μόνο εμείς. Λίγες στιγμές αργότερα, με σηκώνει στα χέρια του και με πηγαίνει στο δωμάτιό του. Το βλέμμα του δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Με γυρνάει έτσι ώστε να του έχω πλάτη και με χουφτώνει δυνατά στα στήθη, ενώ ταυτόχρονα τα χείλη του καίνε το σβέρκο μου.
Το μυαλό μου αδειάζει.
Μου βγάζει τη μπλούζα, τη ρίχνει κάπου πίσω μας, και μετά κατεβάζει τελείως το σορτσάκι και το εσώρουχό μου. Και τότε το συνειδητοποιώ.
«Έχω περίοδο!» του λέω βιαστικά, σαν να προσγειώνομαι απότομα στην πραγματικότητα.
Το χέρι του σταματάει για ένα δευτερόλεπτο. Και τότε σκύβει στο αυτί μου και ψιθυρίζει με εκείνη τη φωνή που με διαλύει: «Don’t care.»
Με βάζει να σκύψω πάνω στο γραφεί του, με πιάνει από τη μέση και χωρίς πολλά-πολλά μπαίνει μέσα μου κάνοντάς με να ξεφωνίσω από την ηδονή, και όπως είναι και η δεύτερη μέρα της περιόδου μου που τα πονάκια υποχωρούν και με πιάνουν τρελές ορέξεις, την ακούω στέρεο. Δεν φοράει προφυλακτικό, καθώς δεν κινδυνεύουμε για τις επόμενες μέρες από ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, και η αίσθηση του οργάνου του χωρίς αυτό μέσα στον κόλπο μου μού κόβει σχεδόν την ανάσα.
Έχοντας προηγηθεί πίπα έχει μεγάλη αντοχή και παρόλο που έχει επιταχύνει το ρυθμό του, έχουμε ακόμα δρόμο μπροστά μας, και φωτιά να πέσει να με κάψει αν παραπονεθώ. Που και που μου ρίχνει και μερικές δυνατές ξυλιές στο κωλαράκι. Μου άρεσε πολύ όταν το έκανε αυτό, και από εκείνη τη βραδιά στο γαμηστρώνα, την ημέρα των γενεθλίων μου, είχε μπει στο παιχνίδι, καθώς όσο μου άρεσε εμένα να τις τρώω, άλλο τόσο του άρεσε κι εκείνου να μου τις ρίχνει.
Σταματάει λίγο, ίσα για να ανοίξει το air-condition, γιατί όπως έχουμε κλειστά τα παράθυρα για να μην ακουστούμε στο δρόμο θα σκάσουμε, και ξαναμπαίνει μέσα μου αυξάνοντας ακόμα περισσότερο το ρυθμό του. Κάποια στιγμή με γραπώνει από τα μαλλιά και με τραβάει προς τα πίσω και κάπου εκεί αρχίζω να πιάνω γραμμή με Βαλχάλα και ο οργασμός μου δεν αργεί να έρθει. Μπορεί να μην κλιμακώνω συχνά με διείσδυση αλλά τις φορές που συμβαίνει, του δίνω και καταλαβαίνει.
Λίγες στιγμές αργότερα καρφώνεται και εκείνος για τελευταία φορά μέσα μου και κοκαλώνει τελειώνοντας λίαν θορυβωδώς. Κάθεται ακίνητος μέχρι να αδειάσει τελείως και μετά, ρίχνοντάς μου μια αποχαιρετιστήρια στο δεξί κωλομέρι, τραβιέται από μέσα μου. Με γυρίζει προς το μέρος του και κολλώντας με πάνω του με φιλάει παθιασμένα.
«Εχμ, πάω να πλυθώ!» μου λέει όταν σταματάμε το φιλί, η αλήθεια είναι ότι το όργανό του είναι κατακόκκινο.
«Άντε, πήγαινε» του λέω. «Πάω κι εγώ σπίτι να κάνω ένα ντουζάκι και ν’ αλλάξω σερβιέτα, και μέχρι να τελειώσεις θα έχω επιστρέψει.»
«Εντάξει μωρό μου» μου λέει και πάει προς το μπάνιο.
Αναστενάζω, μαζεύω από κάτω τα πεταμένα ρούχα μου, ντύνομαι στα γρήγορα και πάω σπίτι μου για να κάνω αυτά που είπα. Όταν φτάνω σπίτι διαπιστώνω ότι στη σερβιέτα έχει τρέξει και σπέρμα, καλά έχει πάει αυτό. Κάνω το ντουζάκι μου και αλλάζοντας και εσώρουχο, ντύνομαι και επιστρέφω στο σπίτι του, όπου περνάμε όλο το υπόλοιπό μας πρωινό ακούγοντας μουσική και συζητώντας περί ανέμων και υδάτων.
⇽∙∙∙⇾
Έχει έρθει Αύγουστος, ο ήλιος καίει, το λιμάνι βουίζει από κόσμο, και ο Μάριος έχει απίθανα κέφια. Από τη στιγμή που ανεβήκαμε στον ηλεκτρικό, μέχρι και τώρα που ετοιμαζόμαστε να επιβιβαστούμε στο πλοίο, του έχει κολλήσει το «Κρουαζιέρα θα σε πάω» και μου έχει πάρει τ’ αυτιά.
Αααα, κρουαζιέρα θα σε πάω
Αααα, γιατί σε νοιάζομαι και σ’ αγαπάω
Αααα, Μύκονο και Σαντορίνη
Αααα, σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι
«Να σου κατεβάσω το παντελόνι να πάμε πιγκουϊνάτο;»
Τον κοιτάζω με μισόκλειστα μάτια.
«Αν θέλεις να σε κλάψει η μανούλα σου, γιατί δεν προτιμάς κάτι πιο απλό, π.χ. στρυχνίνη;»
«Τι πλάκα θα είχε έτσι;» μου λέει, χαμογελώντας σαν διαολάκι, και πριν προλάβω να αντιδράσω, μου σκάει μέσα στον κόσμο μια σφαλιάρα στον κώλο.
Γυρνάω απότομα. «Βρε κάτσε ήσυχα, είμαστε σε κόσμο!» του λέω, αλλά η αλήθεια είναι ότι μέσα μου χαμογελάνε ακόμα και τα μεταφορικά μου μουστάκια.
«Ποτέ! Οι άλλοι μπορούν να θαυμάζουν το κωλαράκι σου από μακριά, εγώ όχι!»
Kαι πριν προλάβω να ανοίξω το στόμα μου, μου σκάει άλλη μια, ακόμα πιο δυνατή, κάνοντας με σχεδόν να χοροπηδήσω..
«Μάριε!!!!» φωνάζω, ενώ ο κόσμος γυρνάει να δει τι συμβαίνει.
Ο άτιμος γελάει—γελάει από την ψυχή του, γελάει όπως μόνο αυτός μπορεί να γελάσει, με εκείνο το χαμόγελο που λιώνει τα πάντα γύρω του.
«Μια ζωή την έχουμε και αν δεν την γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντίσουμε;» αρχίζει να τραγουδάει και πάλι, εντελώς ξεδιάντροπα.
Τον κοιτάζω με ένα μισό-εκνευρισμένο, μισό-ερωτευμένο βλέμμα.
«Ρε, τι έχεις πιει; Θέλω κι εγώ!»
«Πάω διακοπές στη Σαντορίνη με το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου που το αγαπάω από μικρό παιδί! Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου! Τίποτα δεν έχω πιει, είμαι πολύ-πολύ-πολύ happy!»
Με κοιτάζει λες και είμαι ό,τι καλύτερο του έχει συμβεί ποτέ.
Λιώνω.
«Σ’ αγαπάω!» του λέω, και το νιώθω παντού—στα κόκκαλά μου, στις αναμνήσεις μου, σε κάθε βήμα που έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου.
«Εγώ να δεις!» μου κάνει και μου ρίχνει άλλη μία σφαλιάρα στο κωλαράκι, ο άτιμος!
Τώρα γελάω κι εγώ, δεν το παλεύω άλλο. Νομίζω περιττεύει να πω πώς καταφέραμε και γίναμε θέαμα, αλλά δε βαριέσαι—σάμπως μας ξέρανε ή τους ξέραμε; Για δέκα μέρες θα ήμασταν μαζί όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα.
Και, το κυριότερο, θα μπορούσαμε να κοιμηθούμε αγκαλιά. Μετά το Πήλιο, αυτό δεν θα το αντάλλασσα ούτε για όλους τους θησαυρούς του κόσμου.
Μπορεί να είμαι ακόμα δεκαεννιά και κάτι, αλλά δε μπορώ να διανοηθώ τη ζωή μου χωρίς την παρουσία του. Τον θυμάμαι σχεδόν από τότε που άρχισα να θυμάμαι τον ίδιο μου τον εαυτό.
Δεν αστειεύομαι. Έχω ελάχιστες μνήμες πριν τα πέντε μου, και τον Μάριο τον γνώρισα πέντε χρονών και κάτι, ένα απόγευμα που ήρθε ο πατέρας μου και με πήρε από τον παιδικό σταθμό, και τον είδα να κάθεται στα σκαλιά του σπιτιού μας, να βλέπει τα υπόλοιπα αγόρια να παίζουν μπάλα.
Και από εκείνη τη στιγμή, όλα τα άλλα ήρθαν μόνα τους. Μας πήρε λίγο παραπάνω, να τα λέμε αυτά, αλλά δε βαριέσαι; Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
⇽∙∙∙⇾
«Μάριε, πόσα έδωσες;» τον ρωτάω μόλις περνάμε το κατώφλι του δωματίου.
Δηλαδή, τι δωμάτιο; Δυάρι κανονικό! Ξεχωριστό υπνοδωμάτιο, ένα τεράστιο σαλόνι με άνετους καναπέδες, μια μπανιέρα μεγαλύτερη απ’ το μπάνιο μου, και το απόλυτο κερασάκι στην τούρτα: infinity pool με θέα που κόβει την ανάσα. Σταματάω στο κατώφλι της βεράντας. Δεν έχω λόγια. Ολόκληρη η Καλντέρα απλώνεται μπροστά μας, τα άσπρα σπιτάκια της Οίας μοιάζουν να κρέμονται από τα βράχια, με τα μπλε τρούλους να λαμπυρίζουν στον ήλιο.
Το φως του απογεύματος λούζει τη θάλασσα σε χρυσές και μπλε αντανακλάσεις, ενώ παρακάτω ένα ιστιοφόρο κόβει το νερό με μια χάρη που μοιάζει σχεδόν κινηματογραφική. Ο ορίζοντας μοιάζει να εκτείνεται για πάντα. Γυρνάω και τον κοιτάζω. Ούτε τύψεις, ούτε ενοχές, ούτε τίποτα. Αυτός απλά καμαρώνει το δωμάτιο σαν βασιλιάς που ετοιμάζεται να εγκατασταθεί στο παλάτι του.
«Να μη σε νοιάζει!» μου απαντάει τελείως άνετος. «Είναι οι πρώτες μας πραγματικές διακοπές που πάμε μόνοι,» μου λέει χαμογελώντας. «Τις διήμερες εκδρομές δεν τις λογαριάζω. Θέλω να μας μείνουν αξέχαστες.»
Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να του πω τίποτα. Πάντα έτσι ήταν. Δεν κάνει τίποτα απλά. Ή το κάνει με την ψυχή του, ή δεν το κάνει καθόλου.
«Δε λέω βρε μωρό μου, αλλά μην ξεπαραδιαστούμε κιόλας!» του λέω, αν και ήδη έχω παραδοθεί.
«Ου φροντίς!» μου κάνει. Δεν του καίγεται καρφί. Και λογικό. Η οικογένειά του είναι άνετη οικονομικά. «Και άλλωστε, είπαμε…» συνεχίζει, πλησιάζοντάς με. «Θα το ξεπληρώσεις σε είδος!» μου λέει παιχνιδιάρικα, με αυτό το χαμόγελο που ξέρει ακριβώς τι μου κάνει.
Σφίγγω τα χείλη μου να μην του χαμογελάσω πίσω. Δε θα του δώσω τη νίκη τόσο εύκολα.
«Θα σου έλεγα τίποτα βαρύ τώρα…»
«Αλλά…;»
«Αλλά… έχω ορεξούλες!» του λέω και του ορμάω.
Δεν προλαβαίνουμε καν να φτάσουμε στο κρεβάτι. Κάνουμε έρωτα στο πάτωμα, με τη θέα της Καλντέρας να απλώνεται μπροστά μας, σαν σκηνικό σε ταινία που κανένας σκηνοθέτης δε θα μπορούσε να φτιάξει καλύτερα.
⇽∙∙∙⇾
Οι δέκα μέρες που περάσαμε στη Σαντορίνη ήταν παραμυθένιες. Γυρίσαμε όλο το νησί, περπατήσαμε στα καλντερίμια της Οίας, χαθήκαμε στα στενά των Φηρών, απολαύσαμε ηλιοβασιλέματα που έμοιαζαν ψεύτικα.
Ξενυχτούσαμε κάθε βράδυ σε διαφορετικό κλαμπ, πίναμε τα καφεδάκια μας αγκαλιά στην ιδιωτική μας πισίνα, κάναμε έρωτα σχεδόν παντού. Και μία νύχτα… το παρακάναμε.
Είναι η τρίτη μας νύχτα στο νησί και έχουμε γίνει ντίρλα από τα ποτά.
Γυρνάμε στο δωμάτιο παραπατώντας από τα γέλια, αγκαλιά, με τη μουσική της πόλης να ακούγεται ακόμα μακρινή πίσω μας. Το δέρμα μας καίει από τη ζέστη και το αλκοόλ, και με το που κλείνουμε την πόρτα πίσω μας, τα πετάμε και οι δυο χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο Μάριος είναι ήδη γυμνός.
Τον ακολουθώ χαμογελώντας πονηρά, και πριν καλά-καλά προλάβω να συνειδητοποιήσω τι κάνουμε, χωρίς λόγια, χωρίς σκέψη, βουτάμε ολόγυμνοι στην infinity pool. Το νερό είναι ζεστό, μεταξένιο, απαλό στο δέρμα μας.
Και γύρω μας, η Καλντέρα, φωτισμένη μόνο από τα φώτα της Οίας και τη λάμψη της θάλασσας. Δεν είναι η πρώτη φορά που κολυμπάμε γυμνοί.
Φέτος, κατόπιν επιμονής του Μάριου, έχω αρχίσει να κάνω μπάνιο τόπλες, κάτι που στην αρχή με ενοχλούσε. Τα βλέμματα, τα ύπουλα χαμόγελα των αγνώστων, το πώς με κοιτούσαν όταν περπατούσα με το μαγιό μου στο χέρι… Αλλά εκείνος με κοιτούσε σαν να ήμουν η ωραιότερη γυναίκα στον κόσμο. Και όταν με κοιτάζει έτσι, όλα τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία.
Όπως και τώρα.
Το νερό γλιστράει στο δέρμα μου, οι σταγόνες λάμπουν πάνω του σαν διαμάντια στο φως του φεγγαριού.
Χωρίς καν να το σκεφτώ, τον βάζω να κάτσει στο πεζούλι με τα πόδια μέσα στην πισίνα και τον παίρνω στο στόμα μου. Παρά το γεγονός ότι έχουμε κλείσει τα φώτα η σκέψη του ότι αυτό γίνεται δημοσίως μας έχει κάνει και τους δύο πύραυλους.
Ξεκινάω με σκοπό να τον κάνω να τελειώσει στο στόμα μου αλλά ο Μάριος έχει άλλες ιδέες. Με σταματάει και βουτάει και εκείνος στην πισίνα και με παίρνει και στεκόμαστε στην άλλη άκρη της πισίνας, που βλέπει στο γκρεμό. Με γυρίζει να του έχω πλάτη και χουφτώνοντάς μου τα στήθη αρχίζει να μου τα μαλάζει δυνατά, φιλώντας με ταυτόχρονα στο σβέρκο.
«Σε θέλω» του λέω έχοντας χάσει τα αυτά και τα πασχάλια. «Σε θέλω μέσα μου!» Αντί απάντησης οδηγεί προσεκτικά το όργανό του μέσα στον κόλπο μου και αρχίζει να κινείται. Μπορεί να είμαι ντίρλα αλλά δεν είμαι τόσο ντίρλα! «Μωρό μου δεν έχεις φορέσει προφυλακτικό.»
“Guess why!” μου ψιθυρίζει χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματήσει να μπαινοβγαίνει, και το πιάνω το υπονοούμενο. «Θέλω το κωλαράκι σου» μου ψιθυρίζει, κάνοντάς με να ανατριχιάσω.
Ξέρει ότι αν του πω να μην το κάνει, δε θα το κάνει. Ξέρω πως αν του πω να σταματήσει, θα σταματήσει. Δεν του απαντάω, και αυτό είναι από μόνο του απάντηση.
Ο Μάριος τραβιέται από μπροστά μου και τον ακουμπάει πίσω μου και σφίγγω τα δόντια στην αναμονή του αναπόφευκτου πόνου, πάντα με πονάει στην αρχή ακόμα και όταν μετά το ευχαριστιέμαι. Μου κλείνει το στόμα και τον βυθίζει σιγά-σιγά μέσα μου, ο σφικτήρας μου του παραδίνεται κάνοντάς με σχεδόν να βελάξω, πονάει, πονάει πολύ, αλλά δε με φέρνει στα όριά μου, οπότε δεν τον σταματάω. Δεν θέλω να τον σταματήσω.
Ο Μάριος δεν έχει καταλάβει πόσο με πονάει και έτσι όπως είναι και τέρμα ερεθισμένος, σχεδόν καρφώνεται μέσα μου στην κάθε του κίνηση. Κάποια στιγμή ο πόνος αρχίζει να υποχωρεί και μπορεί σήμερα να μην είναι από τις φορές που το ευχαριστιέμαι κι εγώ, ωστόσο το ευχαριστιέται εκείνος και αυτό είναι αρκετό για μένα.
Κλείνω τα μάτια μου και αφήνομαι μόνο στην αίσθηση της αφής και της ακοής, έτσι όπως με κρατάει αυτή τη στιγμή από τα στήθη μπαινοβγαίνοντας μέσα μου, και όπως ακούω τις κοφτές του ανάσες και τους στεναγμούς της ηδονής του. Επιταχύνει κι άλλο το ρυθμό του, τα χέρια του σφίγγουν τα στήθη μου ακόμα πιο δυνατά, και ξαφνικά καρφώνεται όλος μέσα μου και μένει ακίνητος και με ένα δυνατό βογγητό τελειώνει βαθιά μέσα μου.
Καθόμαστε για μερικές στιγμές τελείως ακίνητοι και νιώθω τις δονήσεις του οργάνου του, μέχρι που τελικά σταματάει. Με φιλάει τρυφερά στο σβέρκο και τραβιέται απαλά από μέσα μου.
«Σου άρεσε μωρό μου;» τον ρωτάω.
«Πολύ!» μου απαντάει σχεδόν ξέπνοος.
«Αξέχαστες διακοπές ήθελε ο Μάριος μου, αξέχαστες διακοπές θα έχει» του λέω και με τραβάει πάνω του και φιλιόμαστε σα να μην υπάρχει αύριο.
Βγαίνω από την πισίνα και πάω στο μπάνιο, και μου δίνει το χρόνο μου, πριν με ακολουθήσει κι εκείνος για να καθαριστεί.
«Ντουζάκι;» τον ρωτάω.
«Όχι μωρό μου, πάμε στην πισίνα να κάτσουμε.»
«Ό,τι θέλει ο Μάριος μου,» του λέω χαμογελώντας του και φιλώντας τον τρυφερά στα χείλη.
Ναι, δεν είχα ακριβώς στο νου μου ότι θα με βάλει στην ξαπλώστρα, θα γονατίσει ανάμεσα στα πόδια μου και θα με κάνει να δω περισσότερα αστεράκια απ’ ότι είχε ο ουρανός. Δεν είμαι μόνο εγώ που είχα μάθει να κάνω καλό στοματικό, το ίδιο είχε μάθει κι εκείνος.
Και όχι τίποτε άλλο, αλλά ήμασταν και έξω και δε μπορούσα να φωνάξω. Καλά πήγε αυτό…
⇽∙∙∙⇾
Το απόγευμα της τελευταίας μέρας μας στο νησί μοιάζει με καρτ ποστάλ αλλιώτικη απ’ τις άλλες. Ο ήλιος, που μέχρι χθες έλουζε τα πάντα με χρυσό, κρύβεται πίσω από βαριά, γκρίζα σύννεφα, και η θάλασσα παίρνει μια απόκοσμη, ασημένια λάμψη. Το χρώμα του νερού αλλάζει, όπως αλλάζει και η διάθεσή μου.
Μελαγχολία.
Όχι βαριά, όχι πνιγηρή—αλλά αυτή η γλυκιά, σχεδόν ποιητική μελαγχολία που έρχεται κάθε φορά που κάτι όμορφο τελειώνει. Σκέφτομαι πως σε λίγες ώρες, δε θα είμαστε πια εδώ. Δε θα ξυπνήσουμε μαζί σε αυτό το δωμάτιο, δε θα βουτήξουμε στην πισίνα με το πρώτο φως της μέρας, δε θα περπατήσουμε ξυπόλητοι στην άμμο, χέρι-χέρι, χωρίς τίποτα να μας νοιάζει.
Ο Μάριος με κοιτάζει. Ξέρει. Ξέρει τι σκέφτομαι, το βλέπει στα μάτια μου. Μου ζητάει να με βγάλει μια φωτογραφία. Εκεί, στην παραλία. Στέκομαι μπροστά του, ο άνεμος παίζει με τα μαλλιά μου, και προσπαθώ να χαμογελάσω, να μη χαλάσω τη δική του διάθεση.
Αλλά δεν ξέρω αν τα κατάφερα. Το βλέμμα του είναι απαλό, γεμάτο αγάπη. Το μέλλον είναι δικό μας, σκέφτομαι, και το χαμόγελό μου γίνεται αληθινό. Ακόμα κι αν η φωτογραφία δεν βγήκε τέλεια, ακόμα κι αν φαίνεται η θλίψη στα μάτια μου, δεν πειράζει.
Εμείς να είμαστε καλά…
1993
Λεβέντης Εροβόλαγε
Επιτέλους τέλος με την εξεταστική και φέτος είχα τη χαρά και την τιμή στο τέταρτο εξάμηνο να έχω τον έτερο πεθερό ως καθηγητή. Καλά το έλεγα, σκληρός καργιόλης ο κύριος Ανδρέας. Όπως και πέρσι με την κυρία Χριστίνα, έτσι και φέτος, το μεγαλύτερο μου άγχος ήταν το μάθημα μαζί του παρά όλα τα υπόλοιπα. Βέβαια στη διόρθωση των γραπτών γλίτωσα το άγχος γιατί ένα απόγευμα, και σε εξαιρετικά κακή διάθεση—μάλλον είχε δει τα αίσχη—μου ανακοίνωσε ότι αν δεν είχε κι εμένα σα φοιτήτρια, θα πήγαινε να γίνει γιδοβοσκός, γιατί τα πραγματικά γίδια θα ήταν καλύτερα στη μηχανική ρευστών από τους φοιτητές του.
Δέκα εγώ—και τρέμω στη σκέψη να έγραφα καν 9.999—και ο επόμενος με 7.5. Και μπράβο μου, αλλά η ψυχούλα μου το ξέρει. Ο Μάριος εξακολουθούσε να έχει μέσο όρο 9,7 και εμένα είχε ανέβει λίγο ακόμα, στο 9.6. Στο σχολείο έτρωγε τη σκόνη μου αλλά στη σχολή τα πράγματα είχαν έρθει τούμπα. Καλά, όχι ότι με ένοιαζε ιδιαίτερα, αυτό θα έλειπε να παραπονιέμαι με 9.6.
Κάπως έτσι και μετά από ένα μήνα που μας είχε πάει αίμα στο διάβασμα, βγήκαμε το πρώτο καφεδάκι χωρίς άγχος με Κατερίνα, Θανάση, Βαγγέλη και Κλαίρη. Ο Νίκος είχε μείνει Κρήτη, μαλάκας ήταν να ανέβει Αθήνα ντάλα καλοκαίρι; Κάποια στιγμή θα έπρεπε να μαζέψουμε τους κώλους μας και να κατέβουμε να τον δούμε και δαύτον.
⇽∙∙∙⇾
Είναι Σάββατο πρωί και έχουμε κανονίσει να πάμε για ψώνια με την Κατερίνα. Βασικά εγώ ένα τζιν παντελόνι θέλω και μια-δυο μπλούζες. Δηλαδή αυτός ήταν ο αρχικός σκοπός, γιατί ο θηλυκός Μακιαβέλλι έχει και άλλα πράγματα στο νου του. Πώς την πατάω έτσι σαν πρωτάρα, λες και δεν την ξέρω; Βέβαια, να είμαστε και ειλικρινής μεταξύ μας, παραδέχομαι ότι το γούστο της στα ρούχα είναι πολύ καλύτερο από το δικό μου.
«Αυτή!» μου λέει και μου δείχνει μια κοντή πλισέ φούστα, που φτάνει μέχρι τη μέση των μηρών μου.
«Ναι, τι;» τη ρωτάω η αφελής.
«Την παίρνεις και πάμε να τη δοκιμάσεις!»
«Δε θέλω φούστα!»
«Θέλεις και δεν το ξέρεις,» μου κάνει με θράσος χιλίων πιθήκων.
«Άσε με στην ησυχία μου ρε βάσανο!»
«Μπίλι, μη μου τα σκοτίζεις. Αφού το ξέρεις ότι στο τέλος θα την πάρεις και θα πεις και ένα τραγούδι!»
«Καλή ιδέα,» της λέω προσπαθώντας να αλλάξω κουβέντα. «Μιας και είχες χάσει το υπερθέαμα πέρσι, ψήνεσαι να τους πούμε να πάμε καραόκε; Έχει πολύ γέλιο, ειδικά αν τραγουδήσει ο Βαγγέλης. Είναι απίθανος, γάιδαρος που του πατάνε την ουρά είναι Παβαρότι μπροστά του! Λόγο!» της κάνω και βάζει τα γέλια.
«Ωραία, λύσαμε το πρόβλημα του τραγουδιού, τώρα πάρε τη φούστα και μη μου αλλάζεις κουβέντα, σε μέλλουσα δικηγορίνα μιλάς!»
«Άσε με στην ησυχία μου ρε wannabe χασοδίκη!»
«ΠΑΡΕ ΤΗ ΦΟΥΣΤΑ ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΝΑ ΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΕΙΣ!» μου κάνει σε τόνο που θα ζήλευε και ο λοχίας στο full medal jacket. Ορίστε, τι το θυμήθηκα το ρημάδι, στα χάπια κόντεψα να το ρίξω μετά την ταινία.
Φυσάω και ξεφυσάω αλλά η μάχη είναι χαμένη, και offside ή όχι το γκολ μετράει, γαμώ τη διαιτησία μου μέσα. Μπαίνουμε και οι δυο μαζί στο δοκιμαστήριο και κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του λοχία βγάζω το παντελόνι που φορούσα και βάζω τη φούστα.
«Μωρή τι είναι αυτό που φοράς;» με ρωτάει με το που με βλέπει με το εσώρουχο. «Η γιαγιά σου είσαι;»
«Ρε χέσε με πρωινιάτικα, σιγά μη φορέσω και string για να βγω για ψώνια!»
«Γιατί, έχεις;» με ρωτάει με καχύποπτο ύφος.
«Να συστηθούμε;»
«Οκ, μετά θα πάμε και για εσώρουχα!»
«Μωρή εγώ δεν έχω τα λεφτά του Μάριου και έχεις και ακριβά γούστα!»
“You pay peanuts you buy monkeys!”
«Ρε ουστ! Αφενός δεν θέλω εσώρουχα και αφετέρου με τι θα τους πληρώσω μωρή, σε είδος; Οι πωλήτριες δεν εντυπωσιάζονται από τα κάλλη μου!» της κάνω ειρωνικά.
«Ένα ζευγάρι εσώρουχα της προκοπής θα τα πάρεις, και μη το συζητάμε!» Ρε μπελά που βρήκαμε! «Λοιπόν, μια χαρά είναι η φούστα, κατοχυρώθηκε.»
«Τι καλή!» της κάνω ειρωνικά και αφού τη βγάλω βάζω και πάλι το παντελόνι μου.
Νόμιζα ότι είχα ξεμπερδέψει, αλλά φευ. Με πάει σούρνοντας στις μπλούζες για να διαλέξουμε—πληθυντικός της μεγαλοπρέπειας γιατί όπως καταλάβατε δε μου πέφτει λόγος—και το από πάνω. Επιλέγει δυο τρία crop tops—και με τραβάει, και πάλι σούρνοντας, στο δοκιμαστήριο. Τσιτσιδώνομαι από πάνω χωρίς πολλά-πολλά, άλλωστε τόσα χρόνια φίλες η Κατερίνα—αν και για τελείως διαφορετικούς λόγους—είναι ο μόνος άνθρωπος εκτός του Μάριου μπροστά στον οποίο μπορώ να γδυθώ χωρίς καν δεύτερη σκέψη.
Η αλήθεια είναι ότι το γαλάζιο πλεκτό μου αρέσει. Ανοιχτό ντεκολτέ που σταυρώνει μπροστά μισή παλάμη πάνω από τον αφαλό αφήνοντας τη μισή κοιλιά έξω. Αρκετά προκλητικό για το μέγεθος του στήθους που έχω αλλά όχι τελείως φόρα παρτίδα—δε θα φορούσα ποτέ κάτι τέτοιο και η Κατερίνα το ξέρει. Η λαιμόκοψη κολάρο που έχει ισορροπεί το υπόλοιπο σύνολο και το δένει όμορφα.
«Αυτό της κάνω!»
«Ωραία, πάει και με τη φούστα, δε θα χρειαστεί να τρέχουμε και για δεύτερη.»
Yay!
Εντωμεταξύ το εννοούσε ότι θα με πάρει για εσώρουχα, και έτσι το κάναμε και αυτό. Εντωμεταξύ το στήθος μου που είναι μεταξύ c-cup και d-cup, κάνει την αναζήτηση σουτιέν που να μου ταιριάζει σε κάτι από σαφάρι, αλλά η Κατερίνα είχε επιμονή απλήρωτου πιστωτή, και από εδώ το πήγε, από εκεί το έφερε, τελικά μου βρήκε ένα μαύρο σετ με δαντέλα που και αρκετά σέξι είναι, και θα μπορούσε να το δει στο πλυντήριο η Άννα χωρίς να πάθει αποπληξία. Τώρα, για το πόσο βολικό θα είναι… θα το μάθουμε το βράδυ, αν προλάβω δηλαδή να τα πλύνω και να τα στεγνώσω.
Όταν γυρίσαμε σπίτι πέρασα και ταξιαρχική επιθεώρηση από την Άννα, που όταν της είπα ότι πήρα φούστα άρχισε να σταυροκοπιέται λες και είδε μπροστά της τον άγιο Ονούφριο να πούμε. Της άρεσε και η μπλούζα και η φούστα, και αν και ψιλοδαγκώθηκε με το σετ των εσώρουχων, μου υποσχέθηκε ότι θα κάνει τα κουμάντα της ώστε να μπορώ να τα φορέσω το βράδυ, όπως άλλωστε φούστα και τοπ.
«Γιατί ξεφυσάς;» με ρωτάει η μάνα μου.
«Δεν είναι πολύ προκλητικό, έτσι;» τη ρωτάω αβέβαιη κοιτάζοντας το στήθος μου μέσα από το τοπ.
«Μια χαρά είναι, δείχνει τόσο όσο. Δεν είμαστε στα 1800!»
«Να τα πεις εσύ στον Ηλία που θα με δει και θα του έρθει κόλπος!»
«Μωρέ τα λυσσιακά του να φάει!» μου απαντάει και βάζουμε και οι δυο τα γέλια.
«Λοιπόν, πάω να αλλάξω και έρχομαι να σε βοηθήσω!» της κάνω. «Αλήθεια, που αλητεύει ο άντρας σου; Πολύ λάσκα τον έχεις!»
«Κάπου έχει πάει με τον πεθερό σου!»
Ορίστε, μας πάντρεψαν κιόλας… Αλλά θα μου πεις κι εγώ πεθερό δεν τον λέω, έστω και στην πλάκα;
⇽∙∙∙⇾
Απόγευμα της ίδιας μέρας. Είμαι έτοιμη και περιμένω τον Μάριο να έρθει να με πάρει. Ο πατέρας μου είναι στον καναπέ, με το ένα πόδι πάνω στο τραπεζάκι, και η μητέρα μου—που υπό κανονικές συνθήκες θα του έκοβε τον κώλο γι’ αυτό—διασκεδάζει με τον “πόνο” του. Εγώ, εν τω μεταξύ, προσπαθώ να αγνοήσω τη διαπεραστική ματιά του Ηλία, που από τη στιγμή που με είδε με την κοντή φούστα και το αποκαλυπτικό τοπ, έχει πάρει ύφος οργισμένου πατριάρχη που σκέφτεται να καλέσει συμβούλιο γερόντων.
Δεν προλαβαίνω να τον ειρωνευτώ—το κουδούνι χτυπάει. Ανοίγω την πόρτα και ο Μάριος μένει κάγκελο. Ξεροκαταπίνει. Τα μάτια του ταξιδεύουν πάνω μου από πάνω μέχρι κάτω—και ξανά πάνω. Τρία δευτερόλεπτα απόλυτης σιγής.
«Κλείσε το στόμα σου, κυκλοφορούν μύγες!» τον πειράζω.
«Εγώ φταίω που δε σε κλείδωσα σε μπουντρούμια!» πετάγεται ο Ηλίας.
Εγώ και ο Μάριος, σοφά ποιώντας, κάνουμε τις πάπιες και αφήνουμε την Άννα να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά.
«Σιγά ρε Παναγή Βιολάντη!» του κάνει, και μου ξεφεύγει ένα πνιχτό χάχανο.
«Ε, βέβαια! Μάνα και κόρη, τα γνωστά!» κάνει με ψεύτικη απελπισία, και πάνω εκεί και του σκάω ένα φιλάκι για να τον καλοπιάσω! «Θα σε αφαλοκόψω, άτιμο θηλυκό!» μου κάνει. «Και έτσι όπως τον έχεις και έξω, ούτε δυο λεπτά δε θα μου πάρει!»
«Κόναν μου εσύ!» του κάνω και του σκάω άλλο ένα φιλάκι. «Λοιπόν, εμείς την κάνουμε σιγά-σιγά. Έχω τάξει στην Κατερίνα ότι θα ψήσω την παρέα να πάμε για καραόκε, λογικά μέχρι τις 04:00 θα έχουμε γυρίσει.»
«Ποιος θα οδηγάει;» ρωτάει ο πατέρας μου.
«Εγώ, κύριε Ηλία!»
Ο πατέρας μου γυρίζει και κοιτάζει τον …μελλοθάνατο. «Εσύ νεαρέ, έτσι όπως έχει ντυθεί, καλό θα ήταν να μη μου θυμίζεις την ύπαρξή σου!»
Μιας και μιλάμε για το Μάριο, ωστόσο, που έχουμε μεγαλώσει μαζί και για τους γονείς μου είναι σα γιος, δε χάνει ευκαιρία να τρολλάρει. Με βαρύ και ασήκωτο ύφος που θα ζήλευε και ο Καζαντζίδης αρχίζει την καντάδα στον πατέρα μου.
Υπάρχω, κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω
Σκλάβα τη ζωή σου θα χω
Κι ας βαδίζουμε σε δρόμους χωριστούς.
Εντάξει, εγώ και η Άννα κοντέψαμε να χάσουμε τα νεφρά μας από το γέλιο, ενώ το γούρλωμα των ματιών του πατέρα μου θα το ζήλευε και ο πιο φιλόδοξος βάτραχος του πιο trendy βάλτου. Του περνάει γρήγορα πάντως, ο Ηλίας δεν είναι από αυτούς που ξαφνιάζονται εύκολα ή που αφήνουν τις προκλήσεις αναπάντητες. Καντάδα εσύ; Καντάδα κι εγώ. Καζαντζίδη εσύ; Δημητριάδη εγώ!
Ποιος κατεβαίνει σήμερα στον Άδη;
Ποιον κουβεντιάζει η γειτονιά κι ανανταριάζει;
Γιατί βουβά είναι τα βουνά και οι κάμποι;
Λεβέντης εροβόλαγε
Πάει και το άλλο νεφρό!
⇽∙∙∙⇾
Γύρω στις 20:00 έχουμε όλοι μαζευτεί σε μια καφετέρια στο Μπουρνάζι, και πριν τους πω καν για το καράοκε τους πετάω ιδέα: «Πάμε αύριο για μπάνιο;» ρωτάω, και λαμβάνω πέντε ενθουσιώδη Yay!
«Γουστάρετε Λιμανάκια;» προτείνει ο Βαγγέλης; «Να κάνουμε και καμιά βουτιά, πλάκα θα έχει!»
«Κατάλαβα, επανάληψη του καραόκε, θα γελάνε με τα χάλια μας.» πετάω εγώ τη σπόντα μου, και καταπίνουν το δόλωμα αμάσητο.
«Λέει αυτή για την οποία είχαν σηκωθεί όλοι και χειροκροτούσαν όρθιοι!»
Φυσικά όλοι ήξεραν την ιστορία, και ο μόνος που δεν είχε καταλάβει ποιο ήταν το μεγάλο μυστικό μου ήταν—ποιος άλλος—ο καλός μου. Το κράξιμο που είχε φάει στη Σκιάθο όταν τους είπαμε ότι τα φτιάξαμε είχε πάει σύννεφο, όχι τόσο πολύ για μένα, όσο για το Μάριο. Μετά τα «επιτέλους ρε μαλάκες, επιτέλους», ξεκίνησαν τα «η κοτούλα κο-κο-κο». Καμία υπεράσπιση, ένα μήνα με είχε αφήσει να βράζω στο ζουμί μου, καλά να πάθει ο αχαΐρευτος.
«Ορίστε, τα καλύτερα έχω χάσει!» λέει η Κατερίνα.
«Ε, πάμε σήμερα!» πετάει ο Μάριος, κι αυτός στο κόλπο.
«Δε γαμιέται, πάμε,» λένε πάνω-κάτω και οι υπόλοιποι τρεις.
Βέβαια έξι δε χωρούσαμε στη Zetta αλλά αυτό λυνόταν καθώς ο Θανάσης, που είχε κατέβει Περιστέρι, ήταν φυσικά με αυτοκίνητο. Θα έπαιρνε την Κατερίνα, τον Βαγγέλη και την Κλαίρη που ήξεραν που είναι το μαγαζί, και θα πήγαινα εγώ με τον Μάριο.
«Ωραία, κλείστηκε αυτό. Διακοπές;» ρωτάει ο Μάριος.
Και εκεί πετάει την ιδέα ο Θανάσης. «Γουστάρετε Πεταλίδι;»
«Πεταλίδι; Πού είναι αυτό;» ρωτάω εγώ.
«Λίγο πιο κάτω από την Καλαμάτα. Έχουμε εξοχικό εκεί!» μας απαντάει και μετά πιάνει δουλειά ο …συνήγορος/χασοδίκης της παρέας.
«Μου έχει δείξει φωτογραφίες, μαλάκες ήμουν σαν τα cartoon, μου έπεσε το σαγόνι στο πεζοδρόμιο. Πράσινα νερά, άμμος, βράχια, δέντρα μέχρι σχεδόν το νερό, μιλάμε θα πάθετε ζημιά!»
«Βέβαια τα βράδια είναι νέκρα,» μας λέει ο Θανάσης, «αλλά δε βαριέσαι, τόσο η Καλαμάτα όσο και η Κορώνη είναι δίπλα. Και αν έχουμε και αυτοκίνητο…»
«Θα έχουμε,» τον διακόπτει ο Μάριος.
«Ακόμα καλύτερα!» συνεχίζει ο Θανάσης. «Μπορούμε να πάμε και τις εκδρομές μας, η Πελοπόννησος είναι πανέμορφη και έχει απίθανες παραλίες.»
«Μονεμβάσια;» ρωτάει ο Μάριος.
«Είναι λίγο μακριά, καμιά διακοσαριά χιλιόμετρα. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο η απόσταση όσο η ποιότητα των δρόμων. Υπολόγιζε ότι θα πάρει πάνω από τρίωρο.»
«Το πήγαινε-έλα;» ρωτάω αφελώς και βάζει τα γέλια.
«Μόνο το πήγαινε. Οπότε εκτός και αν φύγουμε μέσα στη μαύρη νύχτα και γυρίσουμε μέσα στη μαύρη νύχτα, το προτιμότερο θα ήταν αν τελικά πούμε να πάμε εκεί, να κάτσουμε και ένα βράδυ.»
«Αυτό κανονίζεται!» λέει ο Μάριος. «Ωραία, αγόρασα!» συνεχίζει, και γνέφουμε όλοι καταφατικά.
Τη σειρά παίρνει η Κατερίνα: «Θα πρέπει να πάμε ωστόσο το πολύ αρχές Αυγούστου, μετά τον δεκαπενταύγουστο οι γονείς του Θανάση παίρνουν άδεια.»
«Αν με ρωτήσετε, η καλύτερη περίοδος είναι η τελευταία εβδομάδα του Ιούλη με την πρώτη του Αυγούστου, που έχει και σχετικά λιγότερο κόσμο,» λέει ο Θανάσης.
«Ωραία,» λέει ο Μάριος. «Να βρούμε ένα ημερολόγιο να το κανονίσουμε. Τι λέτε οι υπόλοιποι;»
«Ό,τι πει η ομάδα!» απαντάω εγώ, αυτό που με ενδιέφερε ήταν το που και με ποιους, το πότε δε με απασχολούσε ιδιαίτερα. Ούτε εγώ ούτε ο Μάριος είχαμε αφήσει μαθήματα για Σεπτέμβρη, οπότε και τότε να πηγαίναμε διακοπές το ίδιο μου έκανε.
Fata Morgana
Είναι ακόμα 20:00 και το καραόκε ανοίγει στις 23:00, οπότε, αφού πίνουμε τους καφέδες μας, την κάνουμε γύρω στις 22:00 και πάμε να φάμε burgers στα Wendys, γιατί καλά τα Goody’s και ελληνικά, αλλά το μπιφτέκι των πρώτων απλά δεν υπήρχε. Φάγαμε του σκασμού—ήμασταν ανέκαθεν φαγανό παρεάκι—και μετά το ρίξαμε στο περπάτημα για να μας κάτσει το φαγητό κάτω, καθότι ως γνωστό οι αμαρτίες πληρώνονται.
Γύρω στις 23:00 χωριστήκαμε και δώσαμε ραντεβού στον Άγιο Στέφανο. Βάλε το ότι ο Θανάσης έχει Autobianchi και ήταν τέσσερα άτομα, βάλε το ότι ο Μάριος είχε το κωλοπειραγμένο Zetta, δεν είναι να απορείς που φτάσαμε πρώτοι στον Άγιο Στέφανο. Το bar δεν είχε αρχίσει να μαζεύει ακόμα κόσμο, οπότε βρήκαμε και καλό τραπέζι. Πήραμε τα ποτά μας, White Russian εγώ—δεν το αλλάζω με τίποτα—και βότκα πορτοκάλι ο Μάριος και το ρίξαμε στη χαζοκουβέντα.
«Αύριο να είσαι έτοιμη να προσφέρεις θέαμα!» μου λέει κάποια στιγμή. «Βουτιές και με το μπικίνι…»
«Καλά θα πάει αυτό…» λέω εγώ αναστενάζοντας.
«Κοίτα, όσο και αν μ’ αρέσει να κάνεις μπάνιο τόπλες, δε θα έλεγα ότι να κάνεις βουτιά από το βατήρα των τριών μέτρων χωρίς το πάνω σου είναι καλή ιδέα. Απλά, πριν βγεις από το νερό, ρίξε και καμιά ματιά!»
«Ναι, άλλη όρεξη δεν είχα, να τα πετάξω μπροστά σε όλους!»
«Θα το κάνεις έτσι κι αλλιώς στο Πεταλίδι!» μου λέει με μια σιγουριά που με διαολίζει.
«Μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι!» του απαντάω.
“Famous last words!” μου λέει. «Αφού σ’ αρέσει η αίσθηση, γιατί το ζορίζεις βρε μωρό μου;»
«Η αίσθηση μου αρέσει, το πώς με κοιτάνε δε μ’ αρέσει!»
«Αρέσει όμως σ’ εμένα!» μου λέει χαμογελώντας μου σα διαφημιστικό οδοντόκρεμας και μου έρχεται να τον πνίξω, γιατί έχει πάντα τον τρόπο του να με τουμπάρει το κάθαρμα.
«Μη φας, έχουμε γλάρο!» επιμένω εγώ και δεν απαντάει, απλά μου κλείνει το μάτι και μου χαμογελάει με το ύφος ‘εδώ θα σαι κι εδώ θα ‘μαι,» κάνοντάς με να βγάλω καπνούς, και ανάβω κι εύκολα. Μέχρι και οι συμφοιτητές μου στο πολυτεχνείο με είχαν πάρει χαμπάρι, χαρίζοντάς μου το παρατσούκλι ‘κοντό φυτίλι.’
Πριν προλάβουμε να γίνουμε γαλατικό χωριό, δηλαδή να πλακώνομαι μόνη μου και μετά να του ζητάω συγνώμη που του έβαλα τις φωνές, έρχονται και οι υπόλοιποι, οπότε προς το παρόν αναβάλλεται η συζήτηση. Μπορεί να καπνίζω από μέσα μου αλλά κάπως είμαι σίγουρη ότι στο τέλος θα κάνω αυτό που μου λέει και θα πω κι ένα τραγούδι. Τα ίδια δεν είχαν γίνει σε Ναύπλιο και Σαντορίνη; Χρουμφ!
Η Κατερίνα βάζει τα γέλια με το που με βλέπει. «Τι της έκανες;» Ο Μάριος την κοιτάζει με αθώο βλέμμα και σηκώνει τους ώμους του σα να λέει ‘Απ’ αυτές είναι που χρειάζονται ειδική πρόσκληση για να γίνουν μπουρλότο, λες και δε την ξέρεις!» αλλά η Κατερίνα δεν πείθεται και γυρνάει προς τα μένα. «Να τον δείρω;»
«Γιατί, εγώ χεράκια ποδαράκια δεν έχω;» της απαντάω, και βάζουν όλοι τα γέλια.
Ο Μάριος με παίρνει αγκαλιά και μου σκάει ένα τρυφερό φιλάκι στη μύτη. «Γαλατικό χωριό μου εσύ!» και οποία έκπληξη, με τουμπάρει και πάλι. Είναι να το ‘χει η κούτρα σου, καλά το λένε.
Το πρόγραμμα έχει αρχίσει με ξένη μουσική, και κάποιοι θαρραλέοι έχουν ξεκινήσει, αν και οι πρώτοι τρεις το μόνο που έχουν είναι θάρρος, γιατί από φωνή και ρυθμό, κλάφ’ τα Χαράλαμπε. Παίρνω απόφαση σήμερα να είμαι εγώ η πρώτη που θα τραγουδήσει, οπότε πάω στο DJ και τον ρωτάω αν έχει το τραγούδι που θέλω.
«Κάπου σ’ έχω ματαξαναδεί,» μου λέει με βεβαιότητα.
«Σε κάποιο καραόκε μπαρ στον Άγιο Στέφανο, το δίχως άλλο,» του απαντάω κάνοντας χαβαλέ, καθώς έχει καταφέρει να μην με κοιτάξει στο ντεκολτέ. Θα μου πεις, τι το φοράς Χριστιανή μου αν δε θέλεις να σε βλέπουν; Εμ, δεν το φοράω για δαύτους, για το Μάριο το φοράω.
«Θα το βρω, που θα μου πάει!» μου κάνει.
«Σού ‘χω απόλυτη εμπιστοσύνη!» τον διαβεβαιώνω, συνεχίζοντας να τον τρολλάρω.
«Είσαι η μεθεπόμενη,» μου λέει αναστενάζοντας και γυρίζω στο τραπέζι μας.
«Είμαι η μεθεπόμενη!» τους λέω. «Αυτόγραφα στο τέλος της παράστασης, θα τηρηθεί αυστηρή σειρά προτεραιότητας!»
Κανονικά εδώ θα έπρεπε να μου πουν «κατούρα και λίγο ρε φιλαράκι,» αλλά όταν είχα πει το ‘μεγάλο μυστικό μου’ τους είχα αφήσει μαλάκες, οπότε το κράτησαν κλειστό και μπράβο τους. Ο τυπάς που έχει πει είναι καλός, λέει το “You really got me,” και όταν τελειώσει κερδίζει το θερμό χειροκρότημα όλου του μαγαζιού.
“Break a leg,” μου λέει ο Μάριος καθώς ετοιμάζομαι να πάω στο stand.
«Το κεφάλι θα σου σπάσω!» του λέω με όλη μου την αγάπη και την τρυφερότητα, και πηγαίνω στο stand.
Ακούγονται οι πρώτες νότες και όσοι δεν έχουν πέσει σήμερα από τον Άρη, αναγνωρίζουν το τραγούδι και πέφτει προκαταβολικό χειροκρότημα.
A goddess on a mountain top
Was burning like a silver flame
The summit of beauty and love
And Venus was her name
…
Αυτή τη φορά μπορεί να μην είχε standing ovation, δεν είναι κάθε μέρα του Άη Γιαννιού, αλλά πάντως το χειροκρότημα που κέρδισα είναι το πιο δυνατό μέχρι στιγμής, και μπράβο μου! Κάνω μια βαθιά υπόκλιση, κερδίζοντας και πάλι δυνατό χειροκρότημα, και γυρίζω στο τραπέζι όπου ο Μάριος με παίρνει αγκαλιά και μου κάνει λαρυγγοσκόπηση.
Εντωμεταξύ η ψωνάρα μέσα μου έχει ξυπνήσει για τα καλά, οπότε τους δηλώνω ότι θα πω κι άλλο τραγούδι. «Είναι η πρώτη από τις δύο αφιερώσεις,» κάνω στο Μάριο.
«Θα έχει και δεύτερη;»
«Αν έχει το τραγούδι που θέλω…» του κάνω.
«Έχεις κι άλλο μεγάλο μυστικό;» με πειράζει η Κλαίρη.
«Όχι, η δεύτερη αφιέρωση θα είναι πολύ φανερή!» της απαντάω, και σηκώνομαι και ξαναπηγαίνω στον DJ. «Χαθήκαμε,» του κάνω, και βάζει τα γέλια. Του ζητάω το τραγούδι που θέλω, και αφού με διαβεβαιώνει ότι θα είμαι η επόμενη από αυτόν που μας παίρνει τ’ αφτιά, επιστρέφω στο τραπέζι.
«Ετοιμαστείτε να με δοξάσετε εκ νέου!» τους κάνω, και με το που τελειώνει ο δολοφόνος του “I’ll be there for you,” ανεβαίνω στη σκηνή. Πριν ξεκινήσει το τραγούδι, πιάνω το μικρόφωνο: «Εξαιρετικά αφιερωμένο στο αγόρι μου!» λέω και δείχνω το Μάριο που καμαρώνει σα γύφτικο σκεπάρνι.
Πέφτουν οι πρώτες νότες, και μιας και το τραγούδι είναι αρκετά γνωστό πέφτει νεκρική σιγή.
Billy Ray was the preacher's son
And when his daddy would visit he'd come along
When they gathered 'round and started talkin'
That's when Billy would take me walkin'
Out through the back yard we'd go walkin'
Then he'd look into my eyes
Lord knows, to my surprise
The only one who could ever reach me
Was the son of a preacher man
The only boy who could ever teach me
Was the son of a preacher man
Yes, he was, he was, ooh, yes, he was
…
Πρέπει να το λέω πολύ καλά, γιατί αν κρίνω από τις αντιδράσεις του κόσμου, φαίνεται να το καταδιασκεδάζει. Ο Μάριος μου χαμογελάει και πιάνει το στήθος του, στέλνοντάς μου και ένα φιλάκι. Κάνω ότι το πιάνω στον αέρα, και ακουμπώ κι εγώ το στήθος μου, κερδίζοντας ένα δυνατό “AWWW” από κάτω.
How well I remember
The look that was in his eyes
Stealin' kisses from me on the sly
Takin' time to make time
Tellin' me that he's all mine
Learnin' from each other's knowin'
Lookin' to see how much we've grown
The only one who could ever reach me
Was the son of a preacher man
The only boy who could ever teach me
Was the son of a preacher man
Yes, he was, he was, oh, yes, he was
…
Το τραγούδι τελειώνει και το χειροκρότημα αυτή τη φορά είναι ακόμα πιο δυνατό από το Venus. Κάνω και πάλι μια βαθιά υπόκλιση και στέλνω φιλάκια στους νεοαποκτηθέντες θαυμαστές, και επιστρέφω στο τραπέζι, αρχικά για μια δεύτερη λαρυγγοσκόπηση από το Μάριο, και έπειτα για τα συχαρίκια.
«Μωρό μου, θέλεις να πούμε ένα μαζί;» τον ρωτάω σιγανά, γιατί αν ακουστεί να τον λέω ‘μωρό μου’ θα με τρολλάρουν μέχρι να πεθάνει ο Highlander.
«Αμέ!» μου λέει χαμογελαστά. «Ποιο;»
«Το “The Chain,”» του απαντάω και φυσικά το πιάνει, έχουμε συζητήσει εκτεταμένα στο παρελθόν αυτή τη σκηνή στο πάρτι.
«Θέλουμε και τρίτο,» μου λέει, δίκιο έχει.
«Κατερίνα, θα πούμε το chain,» της λέω.
«Προς τι το πρώτο πληθυντικό;»
«Γιατί θα το πούμε οι τρεις μας!» της απαντάω.
«Ωχ Παναγία μου!» κάνει, αλλά δεν αρνιέται, η Κατερίνα δεν είναι από αυτές που αφήνουν challenges αναπάντητα. «Και πώς θα το πούμε;»
«Προτείνω εγώ με το Μάριο να λέμε τους στοίχους κι εσύ να κάνεις τις επαναλήψεις, και στο τέλος όλοι μαζί. Εγώ θα λέω το “and if you don’t love me now you will never love me again,” και εσύ θα επαναλαμβάνεις το “never break the chain”. Στο τέλος οι δυο μας θα λέμε μαζί το “chain keep us together” και ο Μάριος θα λέει το “running in the shadows.”»
«Μωρή θα μας πετάξουν σάπια λάχανα!»
«Ενώ ας πούμε τώρα τραγουδάνε οι Bangles» της λέω, καθώς μια κοριτσοπαρέα δολοφονεί το “Walk like an Egyptian.”
Πάω να το ζητήσω,» μας λέει ο Μάριος και επιστρέφει μετά από δύο λεπτά. «Το έχει, είμαστε οι επόμενοι.»
Οι Wannabe Bangles τελειώνουν με χειροκρότημα, γιατί μπορεί από φωνή να μην το είχαν, αλλά κάνανε και χορευτικό και είχαν απίστευτη φάση.
«Θα σας θυμόμαστε με αγάπη,» μας τρολλάρει η υπόλοιπη παρέα. «Ή, και όχι!» συμπληρώνουν. Κάνε φίλους, σου λέει!
Ανεβαίνουμε και οι τρεις στη σκηνή και πέφτουν οι πρώτες νότες, κερδίζοντας ένα παρατεταμένο “AWWWW” από κάτω, καθώς το τραγούδι είναι και πασίγνωστο και δύσκολο. Δύσκολο όχι γιατί απαιτεί φοβερά φωνητικά, αλλά γιατί χρειάζεται πολύ καλό συγχρονισμό. Και ο Μάριος και η Κατερίνα διαθέτουν εξαιρετικές φωνές, αν και του Μάριου είναι λίγο πιο μπάσα απ’ ότι απαιτεί το τραγούδι. Αν τα καταφέρουμε στο συγχρονισμό έχουμε ελπίδες να μη γίνουμε τελείως ρόμπες.
Καλά, χεστήκαμε κιόλας, εδώ που τα λέμε. Είμαι ήδη στο τρίτο White Russian, κι εγώ δε θέλω και πολλά-πολλά για να γίνω κουδούνι. Και άλλωστε για το χαβαλέ μας ήρθαμε εδώ, όχι για να κάνουμε δοκιμαστικό με τη Sony, να πούμε.
Ξεκινάμε μαζί με το Μάριο.
Listen to the wind blow, watch the sun rise.
Run in the shadows, damn your love, damn your lies.
Μετά συνεχίζω μόνη μου.
And if you don’t love me know, you will never love me again
I can still hear you sayin’ “You will never break the chain”
Και μπαίνει και η Κατερίνα
You will never break the chain
And if you don’t love me know, you will never love me again
I can still hear you sayin’ “You will never break the chain”
Never break the chain.
…
Σκίσαμε, αυτό έχω να πω, κάποιοι από τους θαμώνες μάλιστα σηκώθηκαν και χειροκροτούσαν όρθιοι, και παρόλο το τρολάρισμα, το ίδιο έκαναν και ο Βαγγέλης και η Κλαίρη και ο Θανάσης.
Ξέρετε ποιος με άφησε μαλάκα; Ο Θανάσης. Ζήτησε και τραγούδησε το Μαχαίρι, και το είπε τόσο καλά που θα χειροκροτούσε όρθιος μέχρι και ο Παπακωνσταντίνου. Εκεί αποφασίζω ότι πριν κάνω τη δεύτερη αφιέρωση στο Μάριο, θέλω να τραγουδήσω, αν τα έχει, το αγαπημένο τραγούδι της μητέρας μου και το αγαπημένο τραγούδι του πατέρα μου.
Πάω και πάλι στο DJ. «Σαν τα χιόνια,!» μου κάνει χαβαλέ.
«Ναι, χαθήκαμε! Θέλω να πω τρία τραγούδια, αν τα έχεις.»
«Ελληνικά;»
«Ναι Ελληνικά. Το τρίτο δεν ταιριάζει ακριβώς για βραδιά καραόκε, είναι τρολάρισμα στο αγόρι μου που θα τον σφάξει στο γόνατο ο πατέρας μου που του αποπλάνησε την κόρη.»
O DJ με κοιτάζει από την κορυφή μέχρι τα νύχια, και αυτή τη φορά στέκεται στο μπούστο μου πολύ παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε.
«Αλλά μπορεί να συμπεριλάβω και εσένα στην αφιέρωση,» του κάνω μισό-αστεία, μισό-σοβαρά, «μόνο που εσύ θα έχεις την τιμή να πας από τα δικά μου χεράκια, αν συνεχίσεις να με κοιτάς έτσι,» και βάζει τα γέλια σηκώνοντας τα χέρια ψηλά.
«Έχεις τη Fata Morgana?»
«Το έχω!» μου λέει ψάχνοντας τα κιτάπια του.
«Πρώτο αυτό. Μετά θέλω το βρέχει πάλι απόψε, το έχεις;»
«Το έχω και αυτό!» μου απαντάει μετά από λίγη ώρα.
«Και το τρίτο, η αφιέρωση, είναι ο Λεβέντης!»
«Ο Λεβέντης;» με ρωτάει με γουρλωμένα μάτια.
«Όχι αυτός του καναλιού 67,» του λέω κάνοντας χαβαλέ. «Του Θεοδωράκη, το είχε τραγουδήσει η Δημητριάδη!»
«Ναι, κατάλαβα ποιο λες. Τι να σου πω ρε παιδάκι μου, δώσε μου να ψάξω, δε νομίζω να το έχω, πάντως. Ποιος τραγουδάει Θεοδωράκη σε καραόκε;»
«Εγώ!» τον διαβεβαιώνω και χαχανίζει για μερικές στιγμές. Ψάχνει τα κιτάπια του, και προς δική μου χαρά—και δική του έκπληξη—το έχει και αυτό.
«Κοίτα να δεις…» μουρμουράει μόνος του.
«Ωραία, μην τα ξεκινήσεις αμέσως, θέλω πριν να κάνω και τις αφιερώσεις μου!»
«Εντάξει,» μου απαντάει. «Ωραία, έχω άλλους δύο που έχουν σειρά, μετά είσαι εσύ,» μου λέει και μετά συνεχίζει να μουρμουράει μόνος του. «Άκου Θεοδωράκης σε καραόκε, έζησα να το δω κι αυτό…»
Επιστρέφω στην παρέα μου και γυρίζω προς το Μάριο: «Θα την έχεις και τη δεύτερη αφιέρωσή σου, ποιος τη χάρη σου!»
Τρίτη λαρυγγοσκόπηση. Πάμε παρακάτω.
Περιμένω υπομονετικά να έρθει η σειρά μου και ανεβαίνω και πάλι στο stand, και αυτή τη φορά τα χειροκροτήματα πέφτουν πριν καν ξεκινήσει η μουσική.
«Το πρώτο είναι για τη μαμά μου!» κάνω, και κερδίζω ακόμα ένα AWWW, ενώ πέφτουν και οι πρώτες νότες. Αρχίζω να τραγουδάω.
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
Στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου,
Σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο, Αλγερινό,
Που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Πουθ’ έρχεσαι; Από τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του Κυκλώνα;
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς την λεν; Fata Morgana.
…
Δίνω τον καλύτερό μου εαυτό. Είναι δύσκολο κομμάτι, όχι μόνο γιατί έχει ψηλές νότες, αλλά γιατί χρειάζεται πραγματικό συναίσθημα για να το αποδώσεις, αλλά ως το αγαπημένο τραγούδι της Άννας για μένα δεν ήταν δύσκολο το συναίσθημα. Και πάλι έπεσε δυνατό χειροκρότημα, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που με απασχολούσε. Ο Μάριος είχε δακρύσει ακούγοντάς με, και ήταν και το μόνο που πραγματικά μετρούσε για μένα.
«Και τώρα για τον πατέρα μου» κάνω, και λίγη ώρα αρχίζω να τραγουδάω και πάλι με όλο μου το σκέρτσο, προσπαθώντας να μιμηθώ τη Μαβίλη. Το τραγούδι αυτό δεν είναι απλά το αγαπημένο του πατέρα μου, από πίσω του έκρυβε ολόκληρη ιστορία. Η μητέρα μου ήταν—και ακόμα δηλαδή είναι—πολύ όμορφη γυναίκα, στα νιάτα της να φανταστείτε ότι την αποκαλούσαν “η Πενταγιώτισσα.” Την είχε ερωτευτεί κόσμος και κοσμάκης αλλά ο Ηλίας ήταν αυτός που την κέρδισε.
Από κάτω ακούω σφυρίγματα και επιδοκιμασίες, και όπως έχω γίνει και κουδούνι από τα ποτά, είναι σχεδόν Νιρβάνα!
Βρέχει πάλι απόψε στα σπιτάκια τα φτωχά
Κι όμως στη δική σου τη γωνιά είναι ζεστά
Έχεις λησμονήσει την αγάπη τη παλιά
Βρέχει πάλι απόψε στη μικρή τη γειτονιά
Κάποιος περνάει απ' το σπίτι σου μπροστά
Στέκει και κλαίει στη γωνιά
Έχει στο στήθος, της αγάπης τη φωτιά
Στα χείλη του τη παγωνιά
Η τρίτη στροφή ήταν λες και ήταν γραμμένη για τη μητέρα μου. Την Άννα που έκαιγε ανδρικές καρδιές και που ερωτεύτηκε τον Ηλία και από τότε δεν είχε μάτια για κανέναν άλλον.
Έλαμπες σαν άστρο στη μικρή σου την αυλή
Κι ήσουν για τ' αγόρια μια ολόγλυκια πληγή
Τώρα το σκοτάδι πέφτει αργά στη γειτονιά
Έχεις λησμονήσει την αγάπη τη παλιά
Κάποιος περνάει απ' το σπίτι σου μπροστά
Στέκει και κλαίει στη γωνιά
Έχει στο στήθος της αγάπης τη φωτιά
Στα χείλη του τη παγωνιά
Το χειροκρότημα είναι ακόμα πιο δυνατό αυτή τη φορά και βρίσκομαι να πετάω στον ουρανό.
«Το επόμενο τραγούδι είναι λίγο ασυνήθιστο, για βραδιά καραόκε, αλλά please bear with me. Εξαιρετικά αφιερωμένο στο αγόρι μου» λέω και δείχνω θεατρικά το Μάριο «που θα τον αφαλοκόψει ο πατέρας μου που του διέφθειρε την κόρη, την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη...» Όλοι σκάνε στα γέλια, και μετά πέφτουν και οι πρώτες νότες και τα γέλια γίνονται ακόμα πιο δυνατά. “Avanti Maestro” λέω στο μικρόφωνο, κερδίζοντας ακόμα ένα γύρο δυνατού γέλιου.
Σαν τον αετό φτερούγαγε στη στράτα
Τον καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια
Με χαμηλά τα πράσινα τα μάτια
Λεβέντης εροβόλαγε
«Μαύρα λέει το τραγούδι!» μου λέει κάποιος από κάτω, και ακούγονται δυνατά γέλια.
«Είναι πρασινομάτης, τι να τον κάνω;» απαντάω κάνοντας τα γέλια που ακούγονται ακόμα πιο δυνατά. Θεοδωράκης ξε-Θεοδωράκης από κάτω γίνεται της μουρλής από τα γέλια όταν φτάνω στην επίμαχη στροφή:
Ποιος κατεβαίνει, σήμερα στον Άδη
Ποιον κουβεντιάζει η γειτονιά κι ανανταριάζει;
Γιατί βουβά είναι τα βουνά και οι κάμποι;
Λεβέντης εροβόλαγε.
Εντάξει, από κάτω γίνεται της πουτάνας, πραγματικός πανζουρλισμός, χειροκροτάνε και γελάνε. Θα έχουν να το λένε, Θεοδωράκης σε καραόκε. Μετά την τέταρτη λαρυγγοσκόπηση, παίρνει σειρά η Κλαίρη και μας τραγουδάει τη μεθυσμένη πολιτεία. Το λέει πάρα πολύ όμορφα, κερδίζοντας και εκείνη ένα δυνατό χειροκρότημα. Μετά ανεβαίνει ο Βαγγέλης και το ρίχνει στο χαβαλέ.
«Διαθήκες κάνατε;» ρωτάει και από κάτω βάζουν τα γέλια, που γίνονται ακόμα πιο δυνατά όταν αρχίσει να τραγουδάει—διόρθωση, να δολοφονεί φρικιαστικά με τρόπο που θα έκανε τον Jason Voorhees να μοιάζει με αδαή ερασιτέχνη—το “Η ζωή εδώ τελειώνει!”
Η ζωή συνεχίστηκε, πάντως, έστω και χωρίς ακοή!
Ρώσικη ρουλέτα …with a twist
Τελικά κατά τις μιάμιση το διαλάμε, κατά πως φαίνεται εγώ και ο Μάριος δεν είμαστε οι μόνοι που θέλουμε να ξεμοναχιαστούμε. Δίνουμε ραντεβού την άλλη μέρα το πρωί στα Λιμανάκια, ο Βαγγέλης θα πάει με δικό του αυτοκίνητο με την Κλαίρη γιατί το απόγευμα κάπου έχουν να πάνε οι δυο τους, οπότε θέλουν να μπορούν να φύγουν νωρίτερα. Το τρίο Stooges θα πάει μαζί στα Λιμανάκια και εκεί θα μας βρει και ο Θανάσης. Αντί να βγούμε Εθνική από Κρυονέρι, ο Μάριος στρίβει πιο πριν.
«Πού με πας, σάτυρε;» τον ρωτάω.
«Σε αυτό δεν έχουμε ξαναπάει!» μου λέει εννοώντας ένα 3X που είχαμε δει στον παράδρομο της Εθνικής καθώς ανεβαίναμε Άγιο Στέφανο.
Η αλήθεια είναι ότι οι “γαμιστρώνες”, όπως τους λέει ο Μάριος, έχουν το χαβαλέ τους, και σίγουρα είναι απείρως πιο βολικοί από το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Κάφροι και οι δυο μας, πολλές φορές αντί να κάνουμε αυτό για το οποίο πήγαμε, αναλώναμε το χρόνο μας να σχολιάζουμε ζευγάρια που βλέπαμε στην αναμονή, και μετά τρεχάτε ποδαράκια μου.
Αποτέλεσμα, «επειδή βιαζόμαστε» να με κοπανάει, συνήθως στα τέσσερα, στα χταπόδι για να μαλακώσω, πού σε πονεί και πού σε σφάζει, δηλαδή. Από την άλλη, έχοντας ανακαλύψει ότι μας αρέσει το …ας το πούμε άγριο σεξ, δεν το κάνουμε και θέμα. Μέχρι και σύνεργα πήγαμε και πήραμε, μαζί με τον τρίτο κάφρο της παρέας, την Κατερίνα.
Εντάξει, στο sex shop που είχαμε πάει κοντά στην ομόνοια, δε μας έμειναν νεφρά από τα γέλια με αυτά που είδαμε. Εκεί ανακάλυψα μάλιστα ότι τα προφυλακτικά βγαίνουν και σε γεύσεις, μόνο τζατζίκι δεν είχε να πούμε. Βέβαια στο χαβαλέ όλα αυτά καθώς προφυλακτικό χρησιμοποιούσαμε μόνο για σεξ, στοματικό του έκανα χωρίς. Πάντως και αυτό βοηθάει, γιατί αν έχουμε …πτώση ενώ το έχει φορέσει, ε προτιμότερο είναι η γεύση φράουλα ή κεράσι από το …καμένο λάστιχο.
Κάποια στιγμή η Κατερίνα βλέπει ένα θεόρατο μαύρο dildo. «Α! Αυτό είναι σαν του Θανάση!» μας κάνει, και ο άλλος κάφρος δεν χάνει ευκαιρία.
«Τόσο μαύρο;» τη ρωτάει με deadpan ύφος αλλά η Κατερίνα είναι εξίσου ετοιμόλογη.
“Once you go black, you never go back!” του απαντάει σαν να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. «Με ζόρισε στις αρχές-αρχές…»¨
«Αλλά τώρα ανοιχτοί ορίζοντες!» πετάει ο Μάριος κάνοντάς μας και τις δύο να πνιγούμε στα γέλια.
«Α, εμένα το μωρουλίνι μου—η Κατερίνα είναι η μόνη μπροστά στην οποία κάνω ανοιχτά γλυκουλινιές στο Μάριο—δε με ζόρισε καθόλου!»
Και αρχίζω το τρολάρισμα κάνοντας το Μάριο κόκκινο.
«Είναι μικρή και τριανταφυλλένια! Μικρή, τριανταφυλλένια» του λέω τραγουδιστά, και η Κατερίνα, παρόλο που μεταξύ μας τα λέμε όλα, άρα ξέρει για τον κολλητό της ανατομικές λεπτομέρειες που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα γνώριζε, βάζει τα γέλια.
«Άχου το μωρέ, γούτσου-γούτσου!» του κάνει, ενώ ο Μάριος, ακόμα πιο κόκκινος, παρακαλεί μέσα του να ανοίξει η γη να τον καταπιεί!
Απλή ωμή καφρίλα και δε θα το άλλαζα για τίποτα στον κόσμο. Και να λέω πάλι καλά, γιατί έτσι όπως του αρέσει το από πίσω, αν ήταν σαν του Θανάση, θα μου είχε κάνει το κωλαράκι μου σπηλιά του Αλή Μπαμπά με τους σαράντα κλέφτες και δυο τρεις διμοιρίες των ΜΑΤ, μαζί με τις κλούβες τους.
Στο ξενοδοχείο γίνεται της μουρλής. Σαββατόβραδο σήμερα, λογικό είναι να έχει πελατεία. Περιμένουμε σε ένα σαλονάκι υπομονετικά τη σειρά μας, και μιας και έχουμε ζητήσει το extra special, με το τζακούζι—λύσσα κακιά που τον έχει πιάσει με δαύτο—θα περιμένουμε λιγότερο. Στο μπαρ/σαλονάκι παίζει σκυλάδικα του κερατά, από αυτά που σε κάνουν να λες Βαγγέλης και πάλι Βαγγέλης, τουλάχιστον με δαύτον μουδιάζουν και οι αισθήσεις για αυτοπροστασία.
Εντωμεταξύ είναι ένας τυπάς με δύο κοπέλες και χαριεντίζονται και οι τρεις μεταξύ τους και πιάνω το Μάριο να τους κοιτάζει καλά-καλά.
«Μη γλείφεσαι, θα σου σπάσω το κεφάλι!» του κάνω και γυρίζει και με κοιτάζει πανικόβλητος. «Και μη μου αρχίσεις τα αγάπη μου δεν είναι αυτό που νομίζεις! Όχι απλά είναι αυτό που νομίζω, αλλά μάλλον έχει και άλλα που ούτε καν τα έχω σκεφτεί!»
«Όχι εγώ…»
«Οχιά δημούτσουνη!» του κάνω με όλη μου την τρυφερότητα.
«Μα για την επιστήμη αναρωτιέμαι!» προσπαθεί να δικαιολογηθεί.
«Επιστήμη θέλεις πουλάκι μου; Πώς σου φαίνεται η μέτρηση ζαχάρου τη στιγμή που θα στον κόβω με νυχοκόπτη;» τον ρωτάω και ξεροκαταπίνει, δεν είναι σίγουρος ότι αστειεύομαι και—μεταξύ μας—καλά κάνει.
Saved by the bell, μας φωνάζουν ότι είναι η σειρά μας και αφού παίρνουμε το κλειδί και πάμε πάνω. Κοντεύει δύο, και παρόλο που το δωμάτιο μπορούμε να το κρατήσουμε τρεις ώρες, στον Ηλία του είχα πει το πολύ μέχρι τις τέσσερις και φροντίζω πάντα να είμαι ακριβής στην ώρα που τους έχω πει ότι θα επιστρέψω. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα σκεφτεί το ενδεχόμενο της …ενδιάμεσης στάσης, αλλιώς θα του είχα πει πιο αργά.
Μπαίνουμε στο δωμάτιο και το πρώτο πράγμα που πάει να κάνει είναι να ανοίξει το τζακούζι να γεμίσει, και μιας και αυτό θα πάρει λίγη ώρα ξεκινάμε τα προκαταρκτικά. Γυρίζει και με παίρνει αγκαλιά σφιχτά και με φιλάει βαθιά. Πλέκω το χέρι μου στα μαλλιά του, πίσω από το κεφάλι του και σχεδόν λιώνω στην αγκαλιά του. Σταματάει το φιλί και με γυρνάει αργά να του έχω πλάτη και μετά τα χέρια του αρχίζουν και ταξιδεύουν πάνω στο κορμί μου ενώ ταυτόχρονα με φιλάει στο σβέρκο, κάνοντάς με να ανατριχιάσω ολόκληρη.
Τα χέρια με χαϊδεύουν πρώτα στους ώμους μου, μετά στα πλευρά μου, και μετά τα φέρνει μπροστά μου και μου χαϊδεύει το στομάχι που είναι γυμνό κάτω από το top. Στέκεται εκεί για μερικές στιγμές, και ανεβάζει τα χέρια του προς τα πάνω αγκαλιάζοντας και τα δυο μου στήθη πάνω από τη μπλούζα. Παρόλο που το πρωί αγόρασα σετ εσώρουχων, και παρόλο που το σουτιέν δεν ήταν άβολο, φαινόταν αρκετά με το εν λόγω τοπ, οπότε το φόρεσα χωρίς σουτιέν. Μου σηκώνει τη μπλούζα και σηκώνω ψηλά τα χέρια μου για να τον βοηθήσω να μου τη βγάλει.
Σκύβει και πάλι και με πιπιλάει και με δαγκώνει ανάλαφρα στο σβέρκο ενώ και με τα δυο του χέρια μου μαλάζει τα στήθη, πότε-πότε τσιμπώντας απαλά τις ρώγες μου που έχουν πετρώσει από τον ερεθισμό μου. Το νιώθω, είμαι μούσκεμα κάτω. Με σφίγγει λίγο πιο δυνατά και μου ξεφεύγει ένα “Αχ”, μείξη πόνου και καύλας. Πού να το είχα φανταστεί ποτέ ότι ήμουν παθητική αλγολάγνος; Με το Μάριο το ανακάλυψα, και μιας και αυτός είναι από τη μεριά του ενεργητικός, κουμπώσαμε τέλεια.
⇽∙∙∙⇾
Στο sex shop είχαμε πάει ακριβώς για να αγοράσουμε τέτοια παιχνίδια, για την ακρίβεια paddle και βίτσα. Ειρωνικό δεν είναι; Στο δημοτικό είχαμε ένα δάσκαλο που βάραγε με το χάρακα στα χέρια για τιμωρία, η μόνη στην οποία δεν τόλμησε να το κάνει ποτέ αυτό ήταν σε μένα. Αφενός ούσα η καλύτερη μαθήτρια δεν έδινα αφορμές στο μάθημα, και αφετέρου την πρώτη φορά που πήγε να γίνει αυτό, του είπα στην ψύχρα πως αν το κάνει αυτό, ο πατέρας μου θα τον φυτέψει. Γούρλωσε τα μάτια του, ωστόσο δεν με χτύπησε με το χάρακα. Φώναξε αντιθέτως τους γονείς μου να τους παραπονεθεί ότι αντιμιλάω, κι εκεί έγινε το έλα να δεις.
«Δεν σας αντιμίλησα, σας εξήγησα πως αν με χτυπήσετε με το χάρακα, θα το πω στον πατέρα μου και στην καλύτερη θα σας κόψει το χέρι σύριζα.»
Ο πατέρας μου με κοιτάει γουρλώνοντας τα μάτια. «Τι πράγμα;»
«Είδατε πως μιλάει;» τον ρωτάει ο δάσκαλος.
«Εσένα ρώτησα!» του λέει στην ψύχρα ο πατέρας μου, κόβοντας τον πληθυντικό. «Απείλησες την κόρη μου ότι θα σηκώσεις χέρι ΠΑΝΩ ΤΗΣ;» τον ρωτάει, τονίζοντας τις δύο τελευταίες λέξεις, και ο άλλος χάνει το χρώμα του.
«Μα…» πάει να πει αλλά ο πατέρας μου δε σηκώνει κουβέντα.
«Βάλ’τη να γράψει 1000 φορές τη φράση “δε θα είμαι άτακτη”. Αλλά χέρι που θα σηκωθεί πάνω της, θα το κόψω σύριζα, έγινα κατανοητός;»
Έγινε. Και δεν γλίτωσα μόνο εγώ, γλίτωσαν και οι υπόλοιποι. Ψεύτρα μην είμαι, μεγαλώσαμε σε διαφορετική εποχή, με διαφορετική αντίληψη περί τιμωρίας. Έχω φάει σκαμπίλι και ξυλιές στον κώλο και από τον πατέρα μου και από τη μητέρα μου—δεν ήμουν και το υπόδειγμα ήσυχου παιδιού, Ταρζάν με ανέβαζαν, Τσίτα με κατέβαζαν. Αυτό ωστόσο ήταν ένα, και το να σηκώσει κάποιος ξένος—ακόμα και δάσκαλος—χέρι πάνω μου ήταν άλλο· εκεί ποιος τους έβλεπε και δεν τους φοβόταν.
Και να που ανακάλυψα ότι με το Μάριο μου άρεσε να τις τρώω στα μεριά μου, με το χέρι, με paddle, με βίτσα, μέχρι και με ζώνη! Φυσικά η μόνη εκτός του Μάριου που τα ήξερε όλα αυτά ήταν η Κατερίνα, που όταν της είχα πει για την πρώτη φορά που έγινε spanking με είχε κοιτάξει σαν εξωγήινη. Βέβαια από εκεί και πέρα έγινε η γνωστή Κατερίνα.
«Σ’ αρέσει παιδάκι μου;»
«Ναι, τι λέμε!»
«Ε, τότε τι κάνεις σαν να σε πιάσαμε στα πράσα με το χέρι στο βάζο με τα μπισκότα;»
Ένα δίκιο το είχε.
⇽∙∙∙⇾
Επιστρέφω στο παρόν έχοντας μείνει μόνο με το κάτω εσώρουχο και το Μάριο να έχει σκύψει από πίσω μου και να μου έχει χουφτώσει και τους δυο μου γλουτούς, κάνοντάς τους ερωτική εξομολόγηση με τέτοια ευγλωττία που με πιάνουν τα γέλια· και είναι και φοβερός γλωσσοπλάστης τρομάρα του! Που πάει και τα σκέφτεται;
«Μα δεν είναι κώλος αυτό, είναι ποίηση, είναι η απόδειξη ότι υπάρχει Κάλλος στο σύμπαν!»
«Στο κεφάλι σου έχεις κάλους!» του απαντάω εγώ, αλλά αυτός συνεχίζει απτόητος. «Ακούς εκεί να γλείφεσαι στο σαλόνι!»
«Μα σου εξήγησα, για την επιστήμη!»
«Ναι, τότε για την επιστήμη κι εγώ έπρεπε να αφήσω τον DJ να θαυμάζει το μπούστο μου!» του λέω και ξυπνάει!
«Τι έκανε λέει;»
«Ζηλεύουμε;»
«Κοίταζε στο μπούστο σου, ο τοξοκρόταλος; Ο γύπας; Ο αιδιολάγνος;» μου λέει και αρχίζω και τραντάζομαι από τα γέλια. «Κοίταζε τα βυζιά σου, ο παπαλούτσαρδος, ο ηλιθιόσαυρος, ο μουνοκαρτέρης, ο μοναχογαμιάς, ο λαχταρομούνης, κι εσύ τον άφησες;»
«Για την επιστήμη μωρό μου, για την επιστήμη!» κατορθώνω με τα πολλά να του απαντήσω, καθώς νόμιζα ότι θα κατουρηθώ από τα γέλια.
«Άτιμη, θα σε σφάξω!»
«Δε θα με σουβλίσεις;» του πετάω τη σπόντα.
«Σε τρώει το φαντασμαγορικό κωλαράκι σου μωρό μου;» με ρωτάει και αντί απάντησης του τον κουνάω προκλητικά, και χάφτει το δόλωμα σα χάνος. Η πρώτη πέφτει αλλά είναι αρκετά σιγανή.
«Πού να ήσουν και νηστικός!» τον τσιγκλάω και η δεύτερη είναι αρκετά πιο δυνατή.
Ήταν να μην το πάρω απόφαση ότι μ’ αρέσει, από τη στιγμή που το πήρα, μισές δουλειές θα κάνουμε; Βέβαια αύριο έχει και μπάνιο με τους άλλους και επειδή δεν είμαστε να γίνουμε θέαμα, φροντίζει απλά να πάει μέχρι έντονο κοκκίνισμα, παρά που μεταξύ μας εγώ το ήθελα πιο δυνατό. Και μετά θυμάμαι το τζακούζι και μουτζώνομαι, το είχα ξεχάσει αυτό! Η αίσθηση του πολύ ζεστού νερού μετά το spanking, δεν το λες και nirvana.
«Άτιμο γύναιο! Μεσσαλίνα! Λουκριτία Βοργία,» το χαβά του αυτός. «Ζήτα ταπεινά γονατιστή συγνώμη!»
«Για τη συγνώμη θες να γονατίσω,» τον πειράζω και τρώω ακόμα μία στα μεριά που με κάνει και χαχανίζω.
«Και για τη συγνώμη!»
Τυπικό αγοράκι, κάν’του πίπα και παρ’του την ψυχή. Όχι ότι με αφήνει μετά παραπονεμένη, φωτιά θα πέσει να με κάψει, γραμματόσημο θα με κάνει ο καλός μου! Και, όχι τίποτε άλλο, αλλά εσχάτως έχει ξυπνήσει για τα καλά μέσα του ο ποδολάγνος και όταν λέμε από την κορυφή μέχρι τα νύχια, το εννοούμε.
Όπως και να έχει γονατίζω και τον παίρνω στο στόμα μου, και με τα πολλά έχω μάθει να τον παίρνω όλο μέσα, κάνοντας το Μάριο να ζει τη Νιρβάνα του. Καλά το λένε, τελικά το μέγεθος μετράει. Στη σκέψη βάζω ένα γελάκι και πνίγομαι και σταματάω, και με κοιτάζει καχύποπτα.
«Έχει και τα καλά του να είναι μικρή και τριανταφυλλένια!» του λέω ζορίζοντας την τύχη μου.
«Ορίστε, στο τέλος θα μου προκαλέσει κόμπλεξ!» μου γκρινιάζει.
«Όχι μωρό μου, μια χαρά είναι! Νομίζω δηλαδή, σάμπως έχω δει και άλλον;» τον πειράζω και τον ξαναπαίρνω στο στόμα μου.
«Θέλεις να πειραματιστούμε, μωρό μου;» με ρωτάει και σταματάω.
«Θεωρείς ότι είναι καλή ιδέα να μου τα λες αυτά την ώρα που τον έχω στο στόμα μου;» του λέω και σκάει στα γέλια.
«Έχω μια καταπληκτική ιδέα,» μου λέει και βάζει τα γέλια μοναχός του, ενώ εγώ, γονατιστή ακόμα σταματάω και τον κοιτάω καχύποπτα.
«Τι είδους ιδέα;» τον ρωτάω σε τόνο “πρόσεξε τι θα πεις, είσαι μια δαγκωνιά μακριά από το να μην γνωρίσεις ποτέ απογόνους.”
«Παραλλαγή της ρωσικής ρουλέτας! Glory holes, σαν αυτά που βλέπαμε στις τσόντες, αλλά πίσω από μία από αυτές κρύβεται κανίβαλος!»
Εντάξει, πρέπει να έβαλα τα κλάματα από τα γέλια αφήνοντας την πίπα στη μέση. Πραγματικά, μ’ έπιασαν τα πλευρά μου. Όταν με τα πολλά κατάφερα να βρω τις ανάσες μου με πήρε από το χέρι και αφού τσιτσιδωθήκαμε τελείως, μπήκαμε στο τζακούζι, το οποίο ήταν μεγάλο και στρογγυλό. Ο Μάριος κάθισε σαν πασάς στα Γιάννενα και κάνοντάς μου νόημα, πήγα και κάθισα ανάμεσα στα ανοιχτά του πόδια, ξαπλώνοντας προς τα πίσω.
«Δεν πιστεύω να πήρες στα σοβαρά ότι θέλω να πειραματιστώ με άλλες, έτσι;» με ρωτάει, αυτή τη φορά είναι σοβαρός.
«Όχι, μωρό μου, χαβαλέ έκανα κι εγώ. Και όσο για το άλλο που σε δουλεύω, μια χαρά είναι στο μέγεθος ο μικρός Μάριος!»
«Ορίστε, πάλι μικρό τον είπε!» μου λέει, και βάζω τα γέλια με τη γκάφα μου.
«Δε σε αλλάζω με κανέναν,» τον διαβεβαιώνω. «Κι έπειτα, σ’ αγαπάω, σ’ εκτιμάω, αλλά αν είχες μαρτζαφλάρι σαν κι αυτό που είδαμε στο sex shop, θα συνέχιζες να κάνεις λαμπρή καριέρα ως μαλάκας!»
«Η Κατερίνα άλλα λέει!»
«Ναι, αλλά η Κατερίνα δεν κάνει στο Θανάση τα κόλπα που σου κάνω εγώ!»
«Ναι, καλά, λες και είναι η Αγνή του Θεού να πούμε! Ρε, αυτή σε καφρίλα μέχρι και στο Νίκο ρίχνει στ’ αφτιά!»
«Μπορεί, αλλά στο συγκεκριμένο έχει ακόμα ψωμιά, και με το μέγεθος που έχει ο Θανάσης, δεν την αδικώ. Οπότε μια χαρά είσαι, ούτε του παππά!»
Αν και τα μεριά μου καίνε και το σχεδόν καυτό νερό στο τζακούζι δε βοηθάει ιδιαίτερα, χαλαρώνω στην αγκαλιά του κλείνοντας τα μάτια μου. Ο Μάριος με κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά του, και παρόλο που νιώθω τον ερεθισμό του—πίσω μου σ’ έχω Σατανά—το χάδι του είναι απαλό, τρυφερό. Αυτή τη φορά δε με χουφτώνει, όπως είναι η αγαπημένη του συνήθεια όταν καθόμαστε έτσι, απλά με χαϊδεύει αφηρημένα, με τα δάχτυλά του να διαγράφουν γραμμές πάνω στα στήθη μου και την κοιλιά μου.
Με κοιτάζει διστακτικά, το βλέμμα του αβέβαιο, σχεδόν νευρικό. Τα χέρια του κινούνται ανεπαίσθητα κάτω από το νερό, σαν να προσπαθεί να βρει κάτι να πιάσει για να στηριχτεί, αλλά τελικά απλώς σφίγγει τις παλάμες του.
«Μπίλι, να σε ρωτήσω κάτι;» λέει σιγανά, λες και φοβάται την ίδια την ερώτηση.
Γέρνω ελαφρά το κεφάλι, τον κοιτάζω με περιέργεια. «Να με ρωτήσεις, μωρό μου.»
Τον βλέπω να διστάζει για μερικές στιγμές και να δαγκώνει τα χείλη του νευρικά, προτού συνεχίσει: «Μη θυμώσεις όμως.»
Σηκώνω το φρύδι μου. «Δε βοηθάς, έτσι όπως το θέτεις.» Ξεγλιστρώ απαλά από την αγκαλιά του, αφήνοντας τη ζεστασιά του για να καθίσω απέναντί του μέσα στο τζακούζι, θέλοντας να τον δω καθαρά. Τυλίγω τα χέρια μου γύρω από τα γόνατά μου και τον κοιτάζω εξεταστικά.
«Μην πάει ο νους σου στο κακό… απλά με τρώει κάτι,» λέει σχεδόν αμήχανα, αποφεύγοντας για λίγο το βλέμμα μου.
«Τι;»
Αναστενάζει και τρίβει τον σβέρκο του, σα να μαζεύει θάρρος. «Θα σου φανεί ανόητο…»
«Τότε γιατί να θυμώσω;» του απαντώ, γέρνοντας ελαφρά μπροστά.
«Γιατί είναι κατά βάση αδιακρισία!» λέει, κάνοντας μια αόριστη χειρονομία με το χέρι.
Σκάω ένα μικρό χαμόγελο. «Δε θα θυμώσω, αλλά δε θα σου απαντήσω για την Κατερίνα!» του απαντάω σταυρώνοντας τα χέρια μου.
Με κοιτάζει για μερικές στιγμές απορημένος και μετά στροφάρει. «Εσένα αφορά!» συνεχίζει με έντονο ύφος. «Ρε Μπίλι…» μου κάνει κουνώντας το κεφάλι του. «Για όνομα!»
«Συγνώμη μωρό μου,» λέω βιαστικά, συνειδητοποιώντας την πατάτα μου. Το πρόσωπό του χαλαρώνει. «Αν αφορά εμένα ρε Μάριε, τι αδιακρισίες και αηδίες είναι αυτά που μου λες;» του λέω, χαμογελώντας καθησυχαστικά. «Λες κι έχουμε μυστικά ο ένας από τον άλλον.»
Αναστενάζει και χαμηλώνει το βλέμμα για μια στιγμή. «Δεν είναι μυστικό μωρέ… Ουφ, θα σε ρωτήσω, κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει.» Σηκώνει το βλέμμα του και με κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια. «Με… με τον Jean-Claude, πόσο είχατε προχωρήσει;»
Αυτή τη φορά είμαι εγώ που ξεφυσάω ανακουφισμένη. «Έλα μωρέ Μάριε, αυτό ήταν και ανησύχησα;» του λέω και τον πιτσιλάω παιχνιδιάρικα.
Χαμογελάω και επιστρέφω στην αγκαλιά του, κουρνιάζοντας πάνω του, τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του. Νιώθω τους μυς του να χαλαρώνουν αμέσως κάτω από το νερό, σαν να περίμενε με αγωνία την απάντησή μου.
«Όχι μακριά,» του λέω χαμηλόφωνα, με το στόμα μου να ακουμπάει σχεδόν στο αυτί του. «Χαμούρεμα από πάνω και από κάτω χάδι, πάνω από το εσώρουχο, ως εκεί.»
Ξεροκαταπίνει, και μετά από μια μικρή παύση, με ρωτάει σχεδόν ψιθυριστά. «Πώς… πώς ήταν;»
Η φωνή του είναι αβέβαιη, σχεδόν τρέμει, σαν να φοβάται την απάντηση που ο ίδιος ζήτησε. Γυρνάω προς το μέρος του και σηκώνω το βλέμμα μου, ψάχνοντας τα μάτια του. Το νερό του τζακούζι χαϊδεύει το δέρμα μας, οι φυσαλίδες ανεβαίνουν στην επιφάνεια σαν να προσπαθούν να καλύψουν τη σιωπή που απλώνεται ανάμεσά μας.
«Φοβερά έμπειρος,» του απαντάω ειλικρινά, χωρίς περιστροφές. Το βλέμμα του σκοτεινιάζει ανεπαίσθητα, όχι από θυμό—ο Μάριος δεν είναι τέτοιος—αλλά από μια ζήλια που δεν μπορεί να κρύψει. Ξέρω τι σκέφτεται, ξέρω πού τρέχει το μυαλό του, και πριν προλάβει να αφήσει τη φαντασία του να καλπάσει, συνεχίζω:
«Θυμάσαι που μερικές φορές έπαιρνα το χέρι σου και το έβαζα πάνω μου; Καταλάβαινα τι ήθελες να κάνεις, το σώμα μου στο έδειχνε με τις αντιδράσεις του, αλλά δεν τις καταλάβαινες. Στο τέλος έπαιρνα εγώ την πρωτοβουλία να σου δείξω ότι μ’ αρέσει αυτό που κάνεις.»
Τα δάχτυλά μου χαϊδεύουν μηχανικά τον καρπό του. Νιώθω τους παλμούς του να ανεβαίνουν.
«Με το Jean-Claude… ήταν διαφορετικά. Ήξερε, μπορούσε να διαβάσει μέχρι ποιο βαθμό το απολάμβανα και σε ποιο σημείο άρχιζα να αισθάνομαι άβολα, και σταματούσε αμέσως.»
Ο Μάριος ανασαίνει βαριά, το βλέμμα του καρφώνεται στα χείλη μου, αλλά δεν μιλάει αμέσως. Μελετάει τα λόγια μου, τα γυροφέρνει στο κεφάλι του, προσπαθεί να τα καταπιεί.
«Σαν… σαν εμπειρία;»
Ο τόνος του είναι σχεδόν σιγανός, σαν να φοβάται ότι αν το πει δυνατά, η απάντησή μου θα αλλάξει.
«Όμορφη, πολύ όμορφη, δε με είχε αγγίξει ποτέ άνδρας με τέτοιο τρόπο.»
Βλέπω τα χείλη του να σφίγγονται. Βάζω το χέρι μου στο μάγουλό του και τον αναγκάζω να με κοιτάξει.
«Όχι γιατί δεν υπήρχε, άντε μη σου σπάσω το κεφάλι!» του λέω και ένα αμήχανο χαμόγελο σπάει στο πρόσωπό του, έστω και για μια στιγμή. «Δεν συγκρίνεται μαζί σου, όμως.»
Ανασηκώνει ελαφρώς τα φρύδια του. Είναι έτοιμος να με ρωτήσει “Γιατί;” αλλά τον προλαβαίνω.
«Θυμάμαι… θυμάμαι το πρώτο μας βράδυ στις πλάκες… τη γλώσσα σου στα στήθη μου και να έχω αρπάξει φωτιά ολόκληρη, να τρέμω. Ναι, ήταν όμορφο με τον Jean-Claude, αλλά όσο και αν μου είχε κάνει τα μυαλά πουρέ, δεν ήσουν εσύ. Το δικό σου φιλί, το δικό σου χάδι, το δικό σου άγγιγμα, δε συγκρίνεται με κανενός μωρό μου. Κανενός απολύτως.»
Τα μάτια του γυαλίζουν. «Δε θύμωσες, έτσι;»
«Όχι, δε θύμωσα χαζούλη,» του λέω τρυφερά, σφίγγοντας την παλάμη του μέσα στη δική μου. «Αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να ζηλεύεις, ούτε τον Jean-Claude ούτε κανέναν άλλον. Για ποιον νομίζεις βρε μπούφο ότι έχω αφήσει μακρύτερα τα μαλλιά μου; Για ποιον νομίζεις ότι φόρεσα τη φούστα και το τοπ και το άβολο εσώρουχο; Νομίζεις ότι δεν μπορώ να δαγκώσω την Κατερίνα αν με πιέσει να κάνω κάτι που δε θέλω;»
Τα δάχτυλά του χαϊδεύουν μηχανικά το μηρό μου κάτω από το νερό. «Για μένα το κάνεις;» με ρωτάει με σπασμένη φωνή.
«Εμ για ποιον, για το γείτονα;» του απαντάω χωρίς να σπάσω το βλέμμα μου από πάνω του. «Άκου Μάριε, η εμφάνισή μου είναι το τελευταίο πράγμα που με απασχολεί, και το ξέρεις. Δε θέλω να αναφέρονται σε μένα ως η όμορφη…»
Τα δάχτυλά του ανεβαίνουν στο πρόσωπό μου και χαϊδεύουν το μάγουλό μου. «Το ξέρω μωρό μου,» μου λέει χαμηλόφωνα, διακόπτοντάς με.
«Όμως όταν είμαι μαζί σου το πράγμα αλλάζει. Θέλω να είμαι η όμορφη. Θέλω να είμαι η εντυπωσιακή. Όχι γιατί ζηλεύω μη δεις καμιά άλλη—που παρεμπιπτόντως αν το κάνεις θα σου κόψω τον κώλο, και όχι μόνο…» του λέω και βάζει τα γέλια, «αλλά γιατί θέλω να είμαι όμορφη για σένα.»
Ακουμπάει το μέτωπό του πάνω στο δικό μου. «Και σακί με πατάτες να φορέσεις, δεν υπάρχει πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο από σένα, μωρό μου.»
Νιώθω τα χέρια του να με σφίγγουν ακόμα πιο κοντά του.
«Θυμάσαι τότε που σου είχε πει ο Jean-Claude ότι είσαι η πιο όμορφη κοπέλα που είχε δει στη ζωή του; Θυμάσαι τι σου είχα απαντήσει; Δεν ήταν ο μόνος. Αλλά δε με νοιάζει, Μπίλι.»
Η φωνή του χαμηλώνει, σχεδόν ψιθυρίζει.
«Για μένα θα ήσουν το πιο όμορφο κορίτσι στον κόσμο ακόμα και αν ήσουν η Βασιλειάδου. Ποτέ δε λογάριασα την εμφάνισή σου, δεν ερωτεύτηκα το ξωτικό, που έλεγε και ο Πολιτάκης. Το αλητάκι μου ερωτεύτηκα, τη Μπίλι που τρέχει σαν αέρας, που ντριμπλάρει σαν Βραζιλιάνος και που θερίζει σαν το Χάρο. Τη Μπίλι, που αυτόν που πήγε να τη χουφτώσει του έκοψε το χέρι σύριζα. Τη Μπίλι, που έχωσε κουτουλιά σε αυτόν που πήγε να την αγκαλιάσει με το ζόρι. Τη Μπίλι μου, που τη θυμάμαι σχεδόν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.»
Η φωνή του τρέμει ελαφρώς, και τα δάχτυλά του σφίγγουν τα δικά μου σαν να φοβάται μην τον αφήσω. Γλιστράω πιο κοντά του, και χωρίς να του πω τίποτα, τον φιλάω αργά, με όλη τη σιγουριά που φαίνεται πως χρειάζεται.
«Κανείς δεν είναι σαν το Μάριο μου,» του λέω και τον βάζω να κάτσει στο πεζούλι. Κάθομαι γονατιστή μπροστά του και τον κοιτάζω στα μάτια. «Κανείς απολύτως» ψιθυρίζω, και τον παίρνω και πάλι στο στόμα μου.
Και αυτή τη φορά δε σταματάω.
Splash and Flash
Σοφά ποιώντας είχαμε δώσει ραντεβού για να κατεβούμε στα Λιμανάκια γύρω στις 13:00, να προλάβουμε να κοιμηθούμε κιόλας, γιατί η προηγούμενη νύχτα… ας πούμε ότι είχε αρκετή ένταση. Όπως είχα πει και στους γονείς μου, σπίτι γύρισα λίγο πριν τις 04:00, και ακόμα ένιωθα το σώμα μου σαν να αιωρείται κάπου ανάμεσα στην εξάντληση και την ικανοποίηση.
Ο Μάριος, έχοντας ρωτήσει και μάθει αυτό που τον έτρωγε, και κυρίως συνειδητοποιώντας πως αδίκως τον έτρωγε όλο αυτό τον καιρό, ήταν σα να είχε φύγει από πάνω του ένα βάρος που δεν ήξερε καν ότι το κουβαλάει. Στα μάτια του, στα χέρια του, στον τρόπο που με κοίταζε, υπήρχε μια ηρεμία, μια απελευθέρωση που δεν είχα ξαναδεί.
Όταν βγήκαμε από το τζακούζι, με ξάπλωσε στο κρεβάτι και μου ανταπέδωσε το στοματικό, και το ρημάδι το δωμάτιο δεν είχε και καλή μόνωση. Ακούγαμε εμείς τους δίπλα, οπότε, λογικά θα ακουστήκαμε κι εμείς. Δε μου αρέσει να “ακούγομαι”, αλλά χθες το βράδυ δεν είχα και επιλογή. Ο Μάριος ήταν αποφασισμένος να με διαλύσει, πρώτα με το στοματικό, και έπειτα πηδώντας με σα να προσπαθούσε να αναπληρώσει κάθε χαμένο δευτερόλεπτο που είχε σπαταλήσει σε άχρηστες ανασφάλειες.
Και μπορεί το εγώ στα τέσσερα και ο Μάριος από πίσω να με κάνει χταποδάκι ριγανάτο να είναι περίπου συνηθισμένο—και μεταξύ μας, η αγαπημένη μου στάση—αλλά με το που τελειώνει και τραβιέται έξω, παθαίνουμε αμφότεροι το εγκεφαλικό της χρονιάς.
“Huston, we have a problem” μου λέει και μου δείχνει το προφυλακτικό. Κοιταζόμαστε. Η σιωπή που απλώνεται είναι τόσο εκκωφαντική, που θα μπορούσε να σταματήσει την κίνηση στο Σύνταγμα.
«Να σου γαμήσω!» λέω γεμάτη απελπισία.
Εντάξει, δε λέω, υπάρχει και το χάπι της επόμενης μέρας, δεν ήμαστε στην εποχή των σπηλαίων, αλλά μετά σου κάνει τον κύκλο μαντάρα. Παθόντες και μαθόντες από εκείνη τη φορά που πάνω στη λύσσα μου και με τα μυαλά στο μίξερ του ζήτησα να τελειώσει μέσα μου και ο Μάριος—καλός μαλάκας και του λόγου του—με άκουσε. Τρεις μήνες μου πήρε να ξαναέρθει ο κύκλος μου στα ίσια του και δεν ήμουν για τέτοια.
Ο Μάριος πετάγεται και τρέχει στη βρύση με το προφυλακτικό στο χέρι. Εγώ μένω στο κρεββάτι, ξαπλωμένη ανάσκελα, με τα πόδια μου ακόμα να τρέμουν, και τα μέσα μου να προσπαθούν να επιστρέψουν στις κανονικές τους θέσεις μετά το κοπάνισμα. Τελικά το τεστ της βρύσης δείχνει ότι το προφυλακτικό δεν ήταν σπασμένο, τα υγρά αυτά δεν ήταν δικά του και έρχεται και πέφτει και αυτός στο κρεβάτι με ένα βογκητό που μοιάζει κάπου ανάμεσα σε ανακούφιση και μετατραυματικό σοκ.
⇽∙∙∙⇾
Ξυπνάω γύρω στις 12:00, με το κορμί μου να διαμαρτύρεται και το μυαλό μου να προσπαθεί ακόμα να βρει σήμα. Παραπατώντας ακόμα, πηγαίνω στην κουζίνα για να φτιάξω καφέ, γιατί αν δε ρέει καφεΐνη στις φλέβες μου, δεν υφίσταμαι ως άνθρωπος. Στο σαλόνι, οι γονείς μου είναι στις συνηθισμένες τους θέσεις—η μάνα μου βυθισμένη σε ένα βιβλίο, ο πατέρας μου πίσω από την εφημερίδα του.
«Μπα, ξύπνησες, καμάρι μου;» μου λέει ο πατέρας μου, κατεβάζοντας λίγο την εφημερίδα του και ρίχνοντάς μου μια ματιά πάνω από τα γυαλιά του.
«Δεν είμαι σίγουρη ότι έχω ξυπνήσει ακόμα,» μουρμουρίζω, και σαν να θέλω να το αποδείξω, του χαρίζω ένα χασμουρητό όλο δικό του.
«Σιγά, θα μας πλευριτώσεις,» με πειράζει η μητέρα μου, χωρίς να σηκώσει καν το βλέμμα της από το βιβλίο.
«Τι ώρα γυρίσατε;» συνεχίζει ο πατέρας μου, ανασηκώνοντας τα φρύδια του.
«Αυτή που σας είχα πει, λίγο πριν τις τέσσερις.» Βυθίζομαι στον καναπέ απέναντί τους, αφήνοντας το σώμα μου να χαλαρώσει τελείως.
«Πώς τα περάσατε;» ρωτάει η μάνα μου, χαμηλώνοντας επιτέλους το βιβλίο.
«Όμορφα, πολύ όμορφα,» απαντάω και δεν μπορώ να συγκρατήσω το χαμόγελό μου. «Χθες του έδωσα και κατάλαβε, έξι τραγούδια είπα,» τους λέω και σταματάω για λίγο, απολαμβάνοντας την προσμονή στα βλέμματά τους. «Και μάλιστα δύο από τα τραγούδια ήταν αφιερώσεις σε εσάς!» συνεχίζω χαμογελώντας ντροπαλά, αλλά και με μια δόση περηφάνειας.
Ο πατέρας μου αφήνει εντελώς κάτω την εφημερίδα και η μάνα μου κλείνει το βιβλίο, δίνοντάς μου όλη τους την προσοχή. «Μπα;» κάνει εκείνος, χωρίς να μπορεί να κρύψει ένα μεγάλο χαμόγελο. «Τι τραγούδησες;»
«Για τη μαμά είπα το ‘Fata Morgana’ και για σένα το ‘Βρέχει πάλι απόψε,’» απαντάω, και βλέπω τη μητέρα μου να γέρνει λίγο προς τα πίσω, το χαμόγελό της να μαλακώνει, ενώ ο πατέρας μου σφίγγει ελαφρά τα χείλη του, λες και προσπαθεί να μην αφήσει καμία συγκίνηση να φανεί. «Μη μου κάνεις το σκληρό αντράκι εμένα, Ηλία!» του λέω παιχνιδιάρικα. «Σε βλέπω που πας να χυθείς από την πολυθρόνα!»
Δε μου απαντάει, κάτι μουρμουράει από μέσα του και επιστρέφει στην εφημερίδα, κάνοντάς με να γελάσω.
«Για το Μάριο δεν τραγούδησες τίποτα;» με ρωτάει, δήθεν αδιάφορα, πίσω από την εφημερίδα.
«Αμέ! Για τον μελλοθάνατο, τραγούδησα το ‘Λεβέντη’» τους μπουμπουνάω και βάζουν και οι δυο τα γέλια.
⇽∙∙∙⇾
Γύρω στις 12:30 πηγαίνω στο δωμάτιό μου και βάζω το μαγιό μου και παρόλο που παίρνω μαζί μου ένα φανελάκι δεν το φοράω, φοράω μόνο ένα παρεό και τα σανδάλια μου. Παίρνω και τα αντηλιακά μου γιατί είμαι και ανοιχτόχρωμη και έχω την τάση να με βαράει ο ήλιος, παίρνω το ψάθινο καπέλο που είχε αγοράσει ο Μάριος από το Ναύπλιο, φοράω και τα γυαλιά ηλίου, και μετά την ταξιαρχική επιθεώρηση «έτσι θα βγεις έξω;» του πατέρα μου και «σιγά μη φορέσει και κελεμπία, μια χαρά είναι» της μητέρας μου, πάω και χτυπάω στο Μάριο.
«Η Μπίλι είμαι,» λέω στο θυροτηλέφωνο.
«Περίμενε, κατεβαίνω!» τον ακούω, και πράγματι, δυο λεπτά αργότερα μου κατεβαίνει κουνιστός και λυγιστός. «Καλημέρα κοριτσάρα μου!» μου λέει και με σηκώνει και με φέρνει σβούρες τρεις, και μετά μου δίνει ένα τρυφερό φιλάκι, ενώ εμένα ο κόσμος μου ακόμα γυρίζει.
«Σιγά κανίβαλε, θα με διαλύσεις!»
«Αφού άντεξες το χθεσινό, δε σε φοβάμαι!» μου λέει συνωμοτικά, για να αρπάξει μια στη μύτη με τα δάχτυλα όλη δική του. «Όχι βία στα γήπεδα!» μου κάνει.
«Μωρέ θα σε πατήσω χάμω!» του κάνω, κερδίζοντας ακόμα ένα ενθουσιώδες φιλάκι.
«Τσαούσα μου εσύ!»
«Λοιπόν, πάμε να πάρουμε και τον έτερο Καπαδόκη;»
«Ναι, πάμε!» μου κάνει και μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και πηγαίνουμε να πάρουμε την Κατερίνα. Κατεβαίνω και της χτυπάω το κουδούνι, και δυο λεπτά αργότερα, να σου και η κυρία.
«Καλώς τη μου» της κάνω και της ανοίγω να περάσει πίσω. Κάθομαι κι εγώ μέσα και ξεκινάμε. «Τι ώρα μαζευτήκατε εσείς;»
«Γύρω στις 04:00, νομίζω δηλαδή. Αφού θυμάμαι τ’ όνομά μου, πάλι καλά να λες,» μας λέει ο κάφρος υπονοώντας—δηλαδή τι υπονοώντας, λέγοντάς μας μέσ’ στα μούτρα μας—ότι έβγαλε τα μάτια της. «Εσείς;»
«Μια από τα ίδια, αν και ένα έμφραγμα το πάθαμε!» της απαντάω.
«Γιατί;» ρωτάει με ξαφνική ανησυχία.
«Γιατί νομίζαμε ότι έσπασε η καπότα, και έτσι όπως με κοπανούσε ο δικός σου δεν ήθελε και πολύ!» της κάνω και βάζει τα γέλια.
«Αχ, το έχω πάθει κι εγώ!» μας απαντάει. «Δεν είχε καθόλου πλάκα!»
«Εμένα μου λες;» της απαντάω με τη σειρά μου. «Τέλος πάντων, τέλος καλό, όλα καλά.»
⇽∙∙∙⇾
Όταν φτάνουμε στα Λιμανάκια, ο ήλιος έχει αρχίσει να καίει για τα καλά και το απαλό αεράκι κάνει τα νερά από κάτω να γυαλίζουν εκτυφλωτικά. Πλησιάζουμε στον βατήρα και βλέπουμε τον Θανάση να έχει πιάσει άπλα σε κάτι βραχάκια, με το γνωστό ύφος του ανθρώπου που έχει ιδανική θέα και σκοπεύει να μη σηκωθεί από εκεί μέχρι να δύσει ο ήλιος.
«Καλημέρα, μωρό μου!» του κάνει η Κατερίνα, δίνοντάς του ένα τρυφερό φιλί στο στόμα.
«Καλώς τη μου,» της απαντάει, τραβώντας την κοντά του, πριν γυρίσει προς εμάς. «Καλώς τους!»
«Έχεις ώρα εδώ;» ρωτάει ο Μάριος, αφού τον χαιρετάμε και οι δύο.
«Μπα, κανένα δεκάλεπτο. Και ήμαστε και τυχεροί, εδώ καθόταν μια παρέα που έφυγε με το που ήρθα. Ήθελα να βουτήξω, να σας πω την αλήθεια, αλλά σας περίμενα μη μας φάει κανείς την καβάτζα.»
«Ας τολμήσει κανείς!» λέω εγώ, αναλαμβάνοντας επάξια τον ρόλο του τραμπούκου της παρέας. «Δε μου λέτε, θα βουτήξουμε ή θα περιμένουμε και τον Βαγγέλη με την Κλαίρη;»
«Με τις ευχές μου όποιος θέλει να βουτήξει. Εγώ θα κάνω πρώτα λίγο ηλιοθεραπεία,» δηλώνει η Κατερίνα, τραβώντας το παρεό της και ξαπλώνοντας επιδεικτικά.
«Εγώ πάντως μια βουτιά θα την έριχνα,» λέει ο Μάριος, και βιάζομαι να συμφωνήσω μαζί του.
Πλακωνόμαστε στις κρέμες, γιατί αλλιώς το βλέπω να γυρνάμε σαν καβουρδισμένα αμύγδαλα, και μετά πηγαίνουμε προς τον βατήρα. Ο Θανάσης, εντελώς ακομπλεξάριστος, παίρνει φόρα και κάνει μια εντυπωσιακή βουτιά με το κεφάλι, προσθέτοντας και μια στροφή έτσι, για το εφέ. Ο Μάριος κι εγώ κοιταζόμαστε για λίγο, πριν πάρουμε τη σοφή απόφαση να βουτήξουμε με τα πόδια.
Όμως, την ώρα που στέκομαι στην άκρη του βατήρα, το στομάχι μου κάνει μια κωλοτούμπα. Δεν είναι και κανένας γκρεμός, τρία μέτρα περίπου, αλλά το νερό από κάτω δείχνει αλλιώτικο από εδώ πάνω. Δεν έχει τίποτα από τη γαλάζια ηρεμία που βλέπεις όταν είσαι ήδη μέσα. Από εδώ, είναι απλά κενό. Το μυαλό μου έχει ήδη αρχίσει να κάνει κάτι σενάρια τύπου «κι αν πέσεις στραβά; κι αν είναι πιο ρηχό απ’ όσο φαίνεται;» και κάπου εκεί αποφασίζω να βουτήξω πριν προλάβω να το σκεφτώ παραπάνω. Παίρνω φόρα και πηδάω, και αν ζήσω έζησα.
Το πρώτο δευτερόλεπτο, δεν ακούω τίποτα, δεν νιώθω τίποτα. Μόνο αέρα και το σώμα μου να εκτοξεύεται προς τα κάτω. Και μετά—κρααααπ!—το νερό με καταπίνει, τυλίγοντας κάθε μου κύτταρο σε μια παγωμένη έκρηξη. Ανοίγω τα μάτια αμέσως και βλέπω τις φυσαλίδες να ανεβαίνουν σαν λευκές φλόγες προς την επιφάνεια, καθώς το σώμα μου επιβραδύνει και αρχίζει να ανεβαίνει φυσικά προς τα πάνω.
Όταν βγαίνω στην επιφάνεια, φυσάω το νερό από το πρόσωπό μου, σπρώχνω τα μαλλιά μου πίσω και ακολουθώντας το Μάριο κατευθύνομαι για να βγω έξω. Με το που κάνω να βγω κι εγώ βλέπω το βλέμμα του. Δεν κοιτάζει το πρόσωπό μου. Δεν κοιτάζει καν εμένα στα μάτια. Κοιτάζει… πιο χαμηλά. Τον ακολουθώ με το βλέμμα μου και συνειδητοποιώ πως το πάνω μέρος του μαγιό δεν είναι στη θέση του και πως τα στήθη μου είναι ακάλυπτα. Δεν έχει ανέβει λίγο, έχει ανέβει όλο!
«Θα σε πνίξω!» του λέω και βυθίζομαι κατευθείαν κάτω από το νερό, τραβώντας υστερικά το ύφασμα στη θέση του.
«Εγώ σου είπα να προσέχεις πως θα βγεις!» μου λέει αμυντικά, σηκώνοντας τα χέρια.
«ΚΑΙ ΔΕΝ ΣΚΕΦΤΗΚΕΣ ΝΑ ΜΟΥ ΤΟ ΠΕΙΣ;»
«Τι πλάκα θα είχε έτσι;» μου λέει παίζοντας με τη φωτιά.
Η Κατερίνα έχει σκάσει στα γέλια και ο Θανάσης σφυρίζει αδιάφορα. Όσο για τον φιλοθεάμων αντρικό πληθυσμό, που προφανώς είδε περισσότερα απ’ όσα έπρεπε, ας πρόσεχα.
Φυσώντας και ξεφυσώντας πήγαμε για το δεύτερο γύρο. Όπως και πριν, έτσι και τώρα, βούτηξα και πάλι με τα πόδια, και βγήκα έξω μόνο όταν—και προς μεγάλη απογοήτευση του φιλοθεάμονος κοινού—σιγούρεψα απ’ όλες τις μπάντες ότι το πάνω μέρος του μαγιό μου ήταν στη θέση του. Όσοι είδαν, είδαν, όπως κι εγώ, ας είχαν και εκείνοι το νου τους!
Λίγη ώρα αργότερα, εμφανίζονται επιτέλους ο Βαγγέλης με την Κλαίρη, με τον πρώτο να παραπονιέται ότι έπεσε σε κίνηση και τη δεύτερη να τον δουλεύει ότι αν δεν έψαχνε δεκαπέντε λεπτά για πάρκινγκ με σκιά, θα είχαν έρθει νωρίτερα. Όπως και να ‘χει, σηκώνουμε με τα χίλια ζόρια την Κατερίνα—που είχε ήδη απλώσει τις ρίζες της πάνω στα βράχια σαν καλογυαλισμένη φώκια—και το ρίχνουμε ομαδικώς στις βουτιές.
Τις πρώτες φορές, ο Μάριος κι εγώ επιμέναμε στις ασφαλείς βουτιές με τα πόδια, γιατί το να σκάσεις με την πλάτη στο νερό δεν είναι εμπειρία που θέλει κανείς να ζήσει ξανά. Αλλά όσο περνούσε η ώρα και η αδρεναλίνη ανέβαινε, αρχίσαμε να παίρνουμε θάρρος. Στο τέλος, το τόλμησα—βουτιά με το κεφάλι, χωρίς να σκάσω σαν άπλυτο τζιν στον πάτο του νεροχύτη.
Εντάξει, κωλοτούμπες και εντυπωσιακά σπιναρίσματα όπως του Θανάση δεν κάναμε, αλλά από την άλλη, δε σκάσαμε και με την πλάτη να κλαίει η μάνα του Πελέ, το λες και επιτυχία.
Η Κλαίρη και η Κατερίνα, πιο έμπειρες ή απλά πιο προνοητικές, είχαν διαλέξει ολόσωμα μαγιό και δεν είχαν τον παραμικρό λόγο ανησυχίας. Σε αντίθεση με εμένα, που με το μπικίνι μου είχα ήδη χαρίσει ένα θέαμα στην πρώτη μου βουτιά, επανέλαβα τον άθλο και στην πρώτη μου βουτιά με το κεφάλι. Πάνω στη χαρά μου που δεν έσκασα σαν καρπούζι ξέχασα να ελέγξω το μαγιό, χαρίζοντας απλόχερα θέαμα και σε αυτούς που είχαν χάσει το prequel.
Τη δεύτερη φορά πάντως αντέδρασα πιο ψύχραιμα, και αντί να βουτήξω πανικόβλητη στο νερό, απλά σήκωσα το μαγιό στη θέση του, ρίχνοντας κεραυνούς με τα μάτια μου στο Μάριο, που από τη μια ήθελε να σκάσει στα γέλια, και από την άλλη—σοφά ποιώντας—δεν ήθελε να ρισκάρει τη σωματική του ακεραιότητα.
“Niiiice,” ήταν το μόνο κομπλιμέντο που άκουσα από τον άλλο κάφρο, το Βαγγέλη, για να φάει μια με την πετσέτα στη μούρη από την Κλαίρη, όλη δική του.
“Niiice,” απάντησα με τη σειρά μου κάνοντας high-five μαζί της, με Μάριο, Κατερίνα και Θανάση να έχουν κατουρηθεί από τα γέλια.
Λίγο πριν τις έξι, η Κλαίρη με τον Βαγγέλη την κάνουν, ενώ εμείς συνεχίζουμε μέχρι σχεδόν το σούρουπο, με το δέρμα μας να έχει πάρει εκείνη την κοκκινωπή απόχρωση του ‘σε λίγο θα τσούζει’. Ευτυχώς, είχαμε νερά σε ψυγειάκι—και μπράβο στο Θανάση που το σκέφτηκε και το κουβάλησε—οπότε δεν κορακιάσαμε.
Κάπου εκεί το διαλύσαμε, και όπως μας είχε νταλακιάσει ο ήλιος δεν ήμασταν για πολλά-πολλά, οπότε ο Θανάσης έφυγε μόνος του και το τρίο Stooges επέστρεψε μαζί στο Περιστέρι. Έχοντας λυσσάξει στην πείνα και οι τρεις κάναμε επιδρομή στα Wendys, και αν στα Λιμανάκια είχα γίνει θέαμα για το μαγιό που είχε κατέβει, εκεί έγινα θέαμα για τα μουστάκια από μαγιονέζα και κέτσαπ.
Δε βαριέσαι, αν είναι να γίνεις ρόμπα, be a legend!
Ο χορός ως εξισώσεις Kerr-Shcild
Κανονίσαμε στο Πεταλίδι να πάμε Δευτέρα 26 Ιουλίου και Αθήνα να γυρίσουμε τη Δευτέρα στις 9 Αυγούστου, το οποίο σημαίνει ότι τα γενέθλια του Μάριου, στις 7 Αυγούστου, και της Κλαίρης, στις 29 Ιουλίου θα τα γιορτάζαμε όντας σε διακοπές, το οποίο σημαίνει ότι θα γινόμασταν και πάλι κάλτσες. Καλά, εγώ δε θέλω και πολύ για να γίνω ντίρλα, ωστόσο οι υπόλοιποι έχουν σοβαρά μεγαλύτερες αντοχές από εμένα στο ποτό.
Δεδομένου ότι δε χωράμε και οι έξι σε ένα αυτοκίνητο, και δεδομένου ότι ο Θανάσης θα κάτσει εκεί περιμένοντας τους δικούς του, αποφασίσαμε ότι το ζεύγος θα φύγει δυο μέρες νωρίτερα με το ΚΤΕΛ, και η υπόλοιπη τετράς με το αυτοκίνητο του Μάριου και στην επιστροφή θα πάρουμε και την Κατερίνα.
Εμείς από την άλλη αποφασίσαμε να κάνουμε και οι τέσσερεις το διήμερό μας στο Ναύπλιο, και μετά να κατέβουμε στο Πεταλίδι. Κάπως έτσι, η Παρασκευή απόγευμα με βρίσκει στο χολ με τα συμπράγκαλά μου για τις επόμενες δύο και κάτι εβδομάδες. Ούσα “οικονομική” ο καλός μου δε με απείλησε «κοίτα μην πάρεις μαζί σου και το πιάνο,» κάτι που φρόντισε να τονίσει στην Κλαίρη, που στη Σκιάθο είχε πάρει τόσα πράγματα λες και θα μετακόμιζε μόνιμα στο νησί.
Εγώ είχα απλά ένα μεγάλο σάκο, ένα μικρό σακίδιο και το τσαντάκι ζώνης. Η Άννα, που με βοηθάει να τακτοποιήσω τα πράγματα, γιατί είμαι και κομμάτι ατσούμπαλη, παθαίνει ένα ντιριντάχτα βλέποντάς με να πακετάρω εκτός από το τοπ και τη φούστα μου, γόβες και το ανοιξιάτικο/καλοκαιρινό μου φόρεμα, αυτό που είχαν κάνει κόμμα με την Κατερίνα για να το πάρω.
«Δε θα μείνει φούρνος για φούρνος!» μου λέει, αλλά το χαμόγελό της την προδίδει, χαμογελάει από τη μία άκρη ως την άλλη.
“The things we do for love…” της απαντάω αφηρημένα, και μιας και η μητέρα μου δεν ξέρει αγγλικά με κοιτάζει ερωτηματικά. «Για το γαμπρουδάκι σου το πήρα,» της εξηγώ και βάζει τα γέλια.
«Καλά θα πάει αυτό με τον πατέρα σου!»
“Ignorance is a bliss,” της λέω πάλι στα αγγλικά, αλλά αυτή τη φορά έχω το νου μου και το συμπληρώνω: «Η άγνοια κάποιες φορές είναι ευλογία!» της εξηγώ και της κλείνω πονηρά το μάτι, και η Άννα βάζει και πάλι τα γέλια.
«Είσαι εσύ μία…» μου λέει, κουνώντας το κεφάλι της, αλλά η ματιά της μαλακώνει καθώς ανοίγει τα χέρια της και με τραβάει σε μια αγκαλιά. Μένουμε έτσι για λίγο, και μετά, όταν απομακρύνεται, το χαμόγελό της παίρνει μια πιο νοσταλγική χροιά. «Θυμάμαι που ήσουν μικρή και μας χτυπούσαν τα κουδούνια και μας έλεγαν “Πού είναι ο Μπίλι…”» συνεχίζει χαμογελώντας γλυκά, με μια σπίθα συγκίνησης στα μάτια.
Χαμογελάω κι εγώ. «Την πρώτη φορά που τους άκουσα από το παράθυρο να λένε “Να περιμένουμε ΤΗ Μπίλι ή ξεκινάμε,” μου είχε έρθει απότομα,» της εξομολογούμαι, ακουμπώντας τον ώμο μου στην κάσα της πόρτας.
Η Άννα γελάει και κουνάει το κεφάλι της. «Και να που έγινες ολόκληρη γυναίκα!» λέει με καμάρι, ακουμπώντας τα χέρια της στη μέση της.
Σηκώνω το ένα φρύδι, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος. «Αν εξαιρέσεις το Μάριο, πολύ που θα με χαλούσε αν γινόμουν ολόκληρος άνδρας,» λέω με προσποιητή σοβαρότητα.
Η μάνα μου σκάει στα γέλια, αλλά δεν αφήνει την ευκαιρία να πάει χαμένη. «Τα καλύτερα θα έχανες,» μου πετάει, χωρίς να χάσει beat.
«Και θα είχε και λιγότερους πονοκέφαλους ο Ηλίας,» συνεχίζω το χαβαλέ και η μάνα μου γελάει και πάλι και μετά αναστενάζει απαλά.
«Εντωμεταξύ ο πατέρας σου ήθελε κορίτσι λυσσωδώς, όταν γεννήθηκες είχε τρελαθεί από τη χαρά του,» λέει και το βλέμμα της γλυκαίνει από την ανάμνηση.
Ναι, την ήξερα την ιστορία, την είχα ακούσει χιλιάδες φορές. «Και του βγήκα εγώ!» της απαντάω και βάζει και πάλι τα γέλια.
«Ο καλύτερος δυνατός συνδυασμός!» μου λέει με περηφάνια και μου ισιώσει λίγο τα μαλλιά.
«Τότε γιατί με σκότιζες να φοράω φούστες;» την τσιγκλάω.
Η απάντηση έρχεται αβίαστα, χωρίς καμία απολογία. «Για να σου δώσω να καταλάβεις, μπούφο, ότι μπορούσες να είσαι και ο εαυτός σου ό,τι και αν φορούσες. Και επειδή, όσο και αν η ξερή σου κεφάλα αρνείται να το δει, σου πάνε.»
Στρίβω λίγο το κεφάλι, προσπαθώντας να επεξεργαστώ την απάντηση, αλλά δεν κρατιέμαι και ξαναχαμογελάω. «Η εμφάνισή μου είναι κάτι που δε με απασχολούσε ποτέ,» της απαντάω κλείνοντας το σάκο μου.
Η Άννα όμως δεν κάνει πίσω. «Ναι αλλά την είχες.» Με κοιτάζει έντονα, ακουμπώντας τα χέρια της στη μέση της. «Είμαι περήφανη για σένα που ποτέ δε βασίστηκες σε δαύτη, που ποτέ δε τη χρησιμοποίησες για να κερδίσεις κάτι, αλλά δεν είναι και εμπόδιο, αγάπη μου. Είναι κάτι δικό σου, που απλά στο έδωσε η φύση αντί να το κερδίσεις. Αλλά είναι εκεί, δεν υπήρχε ποτέ λόγος να το κρύβεις.»
Μένω να την κοιτάζω για λίγο, σιωπηλά. Και μετά, με ένα μικρό χαμόγελο, κλείνω το σακίδιό μου. “The things we do for love,” επαναλαμβάνω, και αυτή τη φορά δε χρειάζεται να της το εξηγήσω, το καταλαβαίνω στο χαμόγελό της.
⇽∙∙∙⇾
Και όπως πέρσι και πρόπερσι, πριν φύγω, με αγκάλιασαν και οι δύο λες και θα μπάρκαρα σε γκαζάδικο και θα έκαναν να με δουν κανένα χρόνο, ξέρω γω. Και μετά, φυσικά, άρχισαν τα γνωστά: «Να προσέχετε, να μην πίνετε, να μην τρέχετε…»
«Να αναπνέουμε;» τους πειράζω και ο Ηλίας μου χώνει μια στη μύτη με το δάχτυλο, με την ακρίβεια βετεράνου sniper.
«Γλωσσού!» μου κάνει και μου ανακατεύει τα μαλλιά κάνοντάς τα μαντάρα. Καλά, όχι ότι μου χάλασε την κόμμωση—έχει τα καλά του το pixie cut, λίγη αταξία του πάει γάντι.
«Μπαμπακουλίνο μου εσύ!» του λέω, με ασυνήθιστη για μένα γλυκύτητα, και παγώνει λες και τον χτύπησε κεραυνός. «Μη μου μείνεις!» συνεχίζω το πείραγμα, χτυπώντας ελαφρά το στήθος του με την παλάμη μου, κι εκείνος αντιδρά ακαριαία—μια απαλή κλωτσιά στον κώλο όλη δική μου.
«Ρε άει πάγαινε, σκατό!» μου λέει, δήθεν αγανακτισμένος, αλλά γελάνε μέχρι και τα μουστάκια του.
Γυρνάω στη μάνα μου και την αγκαλιάζω σφιχτά, τρίβοντας το μάγουλό μου πάνω στο δικό της, σε μια έξαρση συναισθηματικής επίθεσης, πράγμα εξίσου ασυνήθιστο. Η Άννα, όμως—γνήσια Ελληνίδα μάνα—δεν καταλαβαίνει από τέτοια κόλπα. Με τα δάχτυλά της πιάνει απαλά το πρόσωπό μου και το χαϊδεύει, προτού απλώσει το χέρι της στα μαλλιά μου σε μια μάταιη προσπάθεια να ισιώσει το χάος που είχε δημιουργήσει ο Ηλίας.
«Μη μου κάνεις εμένα γλύκες για να με καλοπιάσεις! Σουσουράδα, ε, σουσουράδα!»
«Αν είναι ποτέ δυνατόν!» της απαντάω, χαρίζοντάς της το πιο αθώο μου χαμόγελο. Και επειδή όπως λέγανε και οι αρχαίοι “Έστι δίκης οφθαλμός ος τα πανθ’ ορά,” τρώω άλλη μια στα καπούλια, προσφορά του Ηλία.
«Φύγε πριν το μετανιώσω και σε κλείσω στο κάστρο και αναγκαστείς ν’ αφήσεις μακρύ το μαλλί σου!» με απειλεί γελώντας, και αυτή τη φορά ξεσπάω κι εγώ σε γέλια.
«Έπρεπε να το είχες σκεφτεί νωρίτερα! Μακρύ μαλλί δεν αφήνω για κανέναν!» του απαντάω, κάνοντάς του μουσουδίτσα.
Ο πατέρας μου μισοκλείνει τα μάτια, κουνώντας αργά το κεφάλι, ενώ το βλέμμα του γίνεται ύποπτα πονηρό. «Ναι, καλά…» μου λέει. «Να δεις πως το είπες… Α, ναι! The things we do for love!»
Μου κλείνει το μάτι, και εγώ γυρίζω στη μάνα μου με ψεύτικη αγανάκτηση. «Με έδωσες, έτσι;»
«Στεγνά,» μου απαντάει χωρίς ίχνος ενοχής, και βάζω ξανά τα γέλια.
«Άντε, σουσουράδα, πήγαινε και να προσέχετε!» προσθέτει ο πατέρας μου, αυτή τη φορά με λίγο περισσότερη σοβαρότητα στη φωνή.
Τους παίρνω ακόμα μια αγκαλιά, σκάω ένα φιλάκι σε κάθε μάγουλο, ζαλώνομαι τα πράγματά μου και ξεκινάω να πάω να χτυπήσω στο Μάριο.
⇽∙∙∙⇾
Με το που βγαίνω έξω με τα συμπράγκαλά μου, το πρώτο πράγμα που βλέπω είναι ο Μάριος στο δρόμο, να τακτοποιεί τα πράγματά του στο αυτοκίνητο με τη μεθοδικότητα ανθρώπου που μόλις τελείωσε Tetris expert mode. Μόλις με βλέπει, φωτίζεται το πρόσωπό του και μου χαρίζει το πιο γλυκό του χαμόγελο.
«Καλησπέρα,» μου λέει, και όταν τον πλησιάζω, μου δίνει ένα πεταχτό φιλάκι, απ’ αυτά τα βιαστικά, τα σχεδόν παιχνιδιάρικα, που όμως έχουν πάντα μέσα τους κάτι τρυφερό.
«Καλησπέρα, μωρό μου,» του απαντάω με την ίδια γλύκα και του δίνω τον μεγάλο σάκο, τον οποίο πιάνει χωρίς δεύτερη κουβέντα και τον τακτοποιεί στο πορτμπαγκάζ πολύ προσεκτικά, λες και είναι γεμάτο TNT, να πούμε.
«Το σακίδιο λέω να το πάρω μπροστά, χωράει στα πόδια μου,» του κάνω, δείχνοντάς του το με μια μικρή κίνηση του χεριού.
Ο Μάριος, χωρίς να σταματήσει να φορτώνει, σηκώνει το βλέμμα και με κοιτάζει ερωτηματικά. «Έχεις κάτι μέσα που θα το χρειαστείς αν κάνουμε στάση;»
Το σκέφτομαι για μερικές στιγμές, ζυγίζοντας τα πράγματά μου στο μυαλό μου. «Μπα, όχι!» απαντάω τελικά, ανασηκώνοντας ελαφρά τους ώμους.
«Ε, τότε φέρ’ το μου να το βάλω πίσω,» μου λέει με τον κλασικό του πρακτικό τόνο, και χωρίς να επιμένω, του το δίνω. Το τοποθετεί και αυτό προσεκτικά, κλείνει το πορτμπαγκάζ και στέκεται για λίγο, επιθεωρώντας το έργο του σαν μάστορας που ελέγχει αν όλα είναι όπως πρέπει.
«Εντάξει είμαστε νομίζω,» λέει τελικά, αλλά μετά σηκώνει ένα φρύδι με υπερβολική σοβαρότητα. «Εκτός και αν η Κλαίρη κουβαλήσει κανένα πιάνο πάλι!»
Γελάω και του χαϊδεύω απαλά την κορυφή των μαλλιών. «Έλα βρε υπερβολικέ!» τον πειράζω κοιτάζοντάς τον τρυφερά. «Λοιπόν, πάμε;»
«Ναι, πάμε!» συμφωνεί και, ανοίγοντας την πόρτα του οδηγού, με κοιτάζει ξανά. «Έχω συνεννοηθεί με τα παιδιά, θα μας περιμένουν στο σπίτι της Κλαίρης.»
«Τέλεια,» λέω, κουμπώνοντας τη ζώνη μου.
Ο Μάριος κοντοστέκεται για λίγο και μετά με κοιτάζει πλάγια. «Θα πρέπει να κατέβεις να τους χτυπήσεις το κουδούνι.»
«Ναι, κανένα πρόβλημα,» του απαντάω, χαϊδεύοντάς του τρυφερά το χέρι.
Μπαίνει στο αυτοκίνητο, ελέγχει για μια στιγμή τους καθρέφτες, κι έπειτα, με ένα χαμόγελο που μαρτυρά την ανυπομονησία του, βάζει μπροστά.
“Let the good times roll!” μου λέει, και ξεκινάμε.
Πέντε λεπτά αργότερα, σταματάμε μπροστά από το σπίτι της Κλαίρης. Ο Μάριος παρκάρει και βγαίνουμε και οι δύο από το αυτοκίνητο—εκείνος κατευθύνεται προς το πορτμπαγκάζ, κι εγώ προς το θυροτηλέφωνο.
Πιέζω το κουμπί και πλησιάζω το στόμα μου στο μικρόφωνο. «Η Μπίλι είμαι,» ανακοινώνω με τη χαρακτηριστική μου σιγουριά. «Κατεβείτε!»
«Ερχόμαστε!» ακούγεται η φωνή της Κλαίρης, και πράγματι, δυο-τρία λεπτά αργότερα, κατεβαίνει κουνιστό και λυγιστό το ζεύγος.
Ο Μάριος, που ήδη στέκεται με τα χέρια στις τσέπες, τους σκανάρει για μερικά δευτερόλεπτα—βλέποντας ότι, προς μεγάλη του ανακούφιση, αυτή τη φορά η Κλαίρη δεν έχει κάνει μετακόμιση.
Του ρίχνω μια πλάγια ματιά και του ψιθυρίζω χαμογελώντας: «Και χωρίς πιάνο!»
Ο Μάριος πνίγει ένα γέλιο, αλλά η Κλαίρη—που προφανώς το άκουσε—βάζει τα χέρια στη μέση της. «Θες να πεις κάτι, μεσιέ;»
«Όχι, τίποτα!» κάνει εκείνος, σηκώνοντας τα χέρια ψηλά.
Εκείνη τον κοιτάζει με μισό μάτι για μερικές στιγμές. «Έλεγα…» του κάνει με ύφος νονού της νύχτας έτοιμο να σε στείλει για βουτιά στο λιμάνι με τσιμεντένια βατραχοπέδιλα.
«Η κοτούλα κο-κο-κο…» του λέω τραγουδιστά, κάνοντας όλη την παρέα να βάλει τα γέλια.
«Είναι να την έχεις σκίσει τη γάτα!» του κάνει ο Βαγγέλης, που του παίρνει μερικές στιγμές να καταλάβει το μέγεθος της γκάφας του.
«Να ζήσουμε να σε θυμόμαστε!» του κάνω εγώ χαχανίζοντας, ενώ η Κλαίρη του ρίχνει μια τρυφερή σφαλιάρα στο σβέρκο.
«Θα σε δείρω όταν μείνουμε μόνοι στο ξενοδοχείο, καθότι πολιτισμένη,» του κάνει, κερδίζοντας ακόμα ένα γύρο γέλιου.
Σε αντίθεση με την προηγούμενη φορά που είχαμε πάει Ναύπλιο, αυτή τη φορά δεν κάναμε στάση στον Ισθμό—πήγαμε κατευθείαν. Το πρώτο κομμάτι της διαδρομής, μέχρι να περάσουμε το Σκαραμαγκά, ήταν αργό, βαρετό και με την καθιερωμένη νεύρα της κίνησης. Ο Μάριος, ωστόσο, το είχε πάρει απόφαση και απλά τύλιξε τα δάχτυλα γύρω από το τιμόνι, χτυπώντας ρυθμικά το δείκτη του πάνω στο δέρμα του τιμονιού. Μόλις περάσαμε το Σκαραμαγκά ωστόσο, ο δρόμος άνοιξε.
Και φυσικά, πέρα από το χαβαλέ και τα πειράγματα, είχαμε και τη μουσική για το δρόμο, mix tapes που είχε φτιάξει ο Μάριος ειδικά για μεγάλα ταξίδια με το αυτοκίνητο. Κάποια στιγμή παίζει το Sweet child of mine, και όλοι ξεσαλώνουμε, ειδικά στο σημείο του “where do we go.”
Where do we go? Where do we go now?
Where do we go? Ooh, where do we go?
Where do we go now? Oh, where do we go now?
Where do we go? (Sweet child) Ooh, where do we go now?
Ay, ay, ay, ay, ay, ay, ay, ay
Where do we go now? Ah-ah-ah-ah-ah, wow
Από ένα σημείο και μετά Μάριος και Βαγγέλης σταματάνε γιατί απλά δεν μπορούν να πιάσουν τις ψηλές οκτάβες, αφήνοντας εμένα και την Κλαίρη να βγάλουμε τα κάστανα απ’ τη φωτιά.
Where do we go? Oh, where do we go now?
Oh, where do we go? Where do we go now?
Where do we go? Ooh, where do we go now?
Now, now, now, now, now, now, now
Sweet child, sweet child o' mine
«Αμάν αδερφάκι μου, τραγουδάς σαν γάιδαρος που του πατήσαν την ουρά,» λέω στο Βαγγέλη και βάζουν και οι τρεις τα γέλια και η Κλαίρη δε χάνει ευκαιρία να τον πειράξει κι εκείνη.
«Το ‘σαν’ τι το βάζεις, για να γεμίσεις την πρόταση;» πετάει το καρφί της. Δηλαδή τι καρφί, σαρανταπεντάρα πρόκα ήταν!
«Κλαψ, λυγμ!» κάνει με ψεύτικη στεναχώρια ο Βαγγέλης και βάζουμε ξανά τα γέλια, ενώ η Κλαίρη τον αγκαλιάζει τρυφερά και του δίνει ένα φιλάκι. «Κακοφωνίξ μου εσύ!»
Όταν φτάνουμε Ναύπλιο έχει νυχτώσει για τα καλά. Βγαίνουμε από το αυτοκίνητο και τεντωνόμαστε για να ξεπιαστούμε από τη διαδρομή. Έχει ζέστη και υγρασία και ο αέρας μυρίζει θάλασσα.
«Λοιπόν, πάμε να ταχτοποιηθούμε, και να κατέβουμε για φαγητό,» λέει ο Μάριος και όλοι βιαζόμαστε να συμφωνήσουμε, μια πείνα την κάνει. Και δύο, μην πω.
Χωρίς άλλες κουβέντες παίρνουμε τα σακίδιά μας από το πορτμπαγκάζ και ανηφορίζουμε προς τα δωμάτια που έχουμε κλείσει. Είναι το ίδιο μέρος με αυτό που είχαμε κλείσει πέρσι, και το selling point σε Κλαίρη και Βαγγέλη ήταν ότι έχει τζακούζι! Αμάν λύσσα κακιά με δαύτο!
⇽∙∙∙⇾
Αφού τρώμε του σκασμού—είπαμε, φαγανό παρεάκι—περπατάμε πάνω-κάτω στο λιμάνι για να μας κάτσει το φαγητό. Ο αέρας μυρίζει αλάτι και γιασεμί από τις γλάστρες των παραλιακών καφέ, ενώ η θάλασσα απλώνεται δίπλα μας, γυαλιστερή και ήρεμη κάτω από τα φώτα. Πετυχαίνουμε ένα τύπο με σαξόφωνο λίγο πιο πέρα, και με το που αρχίζει να παίζει το “Careless Whisper” ο Μάριος γυρίζει και με κοιτάζει με αυτό το ύφος που με λιώνει:
«Χορεύουμε;» μου λέει κοιτάζοντας με παιχνιδιάρικα, και μου δίνει το χέρι του.
Δε μιλάω, απλά του γνέφω χαμογελαστή και του δίνω το χέρι μου. Το πιάνει και με φέρνει στην αγκαλιά του και αρχίζουμε να χορεύουμε μέσα στον κόσμο. Κάποιοι γελάνε και κάποιοι χειροκροτάνε, ενώ η Κλαίρη κοιτάζει το Βαγγέλη, που έστω και αργά το πιάνει το μήνυμα, και την παίρνει στην αγκαλιά του και αρχίζουν και χορεύουν και αυτοί.
Τι όμορφα που είναι! Ο Μάριος σκύβει και με φιλάει βαθιά και ο χρόνος σταματάει. Το σύμπαν μου συστέλλεται, και μέσα σε μια στιγμή από άπειρο γίνεται απειροελάχιστο, σημειακό. Οι νόμοι του να καταρρέουν σε μια άχρονη μοναδικότητα. Ο χωροχρόνος μου έχει καμπυλώσει γύρω από την τροχιά μας τόσο, που ούτε το ίδιο το φως δεν μπορεί να ξεφύγει.
Ο χώρος γύρω μας έχει γίνει ο ορίζοντας των γεγονότων που πέρασα ανίκανη να αντισταθώ. Και στο κέντρο του, σ’ αυτή τη μοναδικότητα που ύλη και ενέργεια συναντούν το πραγματικό, το απόλυτο άπειρο, και που η ίδια ή ύπαρξη χάνει το νόημά της, βρίσκομαι εγώ και ο Μάριός μου.
Τραβιέται απαλά και το σύμπαν μου επιστρέφει στο φυσιολογικό του μέγεθος και ο χρόνος αρχίζει να κυλάει και πάλι. «Σ’ αγαπάω» μου λέει με το βλέμμα του. «Σ’ αγαπάω,» του απαντάω με το δικό μου. Ο Μάριος είναι τόσο χαρούμενος που αφήνει ολόκληρο πεντοχίλιαρο στον σαξοφωνίστα, που το κοιτάζει και δεν πιστεύει στα μάτια του.
Γυρνάμε στο δωμάτιο ίσα για να ντυθούμε λίγο καλύτερα για το βράδυ, αν και για να είμαι ειλικρινής, το μόνο που άλλαξα ήταν το σανδάλι με πέδιλο. Βάζω ένα αρκετά προκλητικό φανελάκι και τα σέξι μου εσώρουχα, δηλαδή αυτά τα οποία με έσουρε η Κατερίνα. Ο Μάριος με βλεφαριάζει καλά-καλά και μου χαμογελάει, κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι.
Από μπαρ, δόξα τω Θεώ, έχουμε τις άπειρες επιλογές. Αποφεύγουμε τους τουριστομαγνήτες με τα φωτάκια και τα cocktails που σερβίρονται σε ανανάδες και τελικά καταλήγουμε στο ίδιο μπαράκι που πέρσι είχαμε πετύχει Δημήτρη και Ειρήνη. Όμορφη μουσική, χαμηλός φωτισμός και χαλαρή διάθεση, είναι ό,τι πρέπει.
Το πρώτο ποτό το πίνουμε αργά, συνοδεύοντάς το με ψιλή κουβέντα. Το δεύτερο κατεβαίνει ακόμα πιο εύκολα, και το τρίτο έρχεται σαν φυσική συνέχεια του προηγούμενου. Κάπου εκεί η συζήτηση αρχίζει να γίνεται “ό,τι θυμάμαι χαίρομαι,” με τον καθένα μας να λέει το μακρύ του και το κοντό του.
«Λέω να γράψω βιβλίο,» δηλώνω εγώ.
«Τίτλος;» ρώτησε η Κλαίρη, ανακατεύοντας αφηρημένα το ποτό της.
«Ο χορός ως εξισώσεις Kerr-Schild» απαντάω σοβαρά, και με κοιτάνε και οι τρεις με γουρλωμένα μάτια.
“What the actual fuck?” ρωτάει για όλους ο Βαγγέλης, και άντε να τους εξηγήσεις τώρα τι ένιωσα όταν χόρευα με το Μάριο στο λιμάνι.
Κάπου μετά το τρίτο ή το τέταρτο ποτό η συζήτηση έπαψε να βγάζει νόημα, οι λέξεις είχαν αρχίσει να παρασύρονται από τα γέλια, τη μουσική, τη ζάλη του αλκοόλ. Τα φώτα του μπαρ μοιάζουν λίγο πιο απαλά, οι φωνές γύρω μας λίγο πιο μακρινές, και η ώρα είχε πάει σχεδόν τρεις χωρίς να το καταλάβουμε. Κάπου εκεί αποφασίζουμε να επιστρέψουμε στα δωμάτιά μας—αφενός για να μην ξυπνήσουμε μεθαύριο, και αφετέρου γιατί ο barman έχει αρχίσει και μας αγριοκοιτάζει.
Αποχωριζόμαστε με τα παιδιά πάνω στα δωμάτια, καθώς είχαμε κλείσει διπλανά και τα δύο ζευγάρια. Με το που μπαίνουμε μέσα, πετάω τα ρούχα μου σε χρόνο ρεκόρ, μένοντας μόνο με τα εσώρουχα—αυτά τα σέξι τα οποία είχα πληρώσει χρυσά πριν ένα μήνα, με δαντέλες που φώναζαν «κοίτα με». Και ο γάιδαρος δεν μου ρίχνει ούτε μια δεύτερη ματιά. Τίποτα. Nada. Zero. Απλά πάει κατευθείαν να ετοιμάσει το τζακούζι αφήνοντάς με να βράζω στο ζουμί μου..
ΘΑ ΤΟΝ ΠΝΙΞΩ.
«Θα έρθεις μέσα;» ακούω το μελλοθάνατο να με φωνάζει από το μπάνιο.
Τι να τον κάνω, πάω μέσα και ο κύριος έχει στρογγυλοκαθίσει και με κοιτάζει χαμογελώντας μου σα διαφημιστικό οδοντόκρεμας. Εγώ από την άλλη θέλω να τον πνίξω—λέμε τώρα—οπότε μπαίνω κι εγώ στο μπάνιο και του κάνω τη μουτρωμένη.
«Ρε γάιδαρε,» ξεκινάω την εισαγωγή μου «πήγα και αγόρασα προκλητικά εσώρουχα και εσύ…» Εκεί με κόβει ανασηκωνόμενος ελαφρώς και δείχνοντάς μου τη …σημαία, οπότε αλλάζω τροπάριο. «Βρε μουνοκαρτέρη, λαχταρομούνη, μουνείλωτα! Βρε τοξοκρόταλε αιδοιολάγνε…»
Και κάπου εκεί σηκώθηκε ...και ο υπόλοιπος, και μου έκλεισε το στόμα… Και άντε να μιλήσεις μπουκωμένη!
Βυζάκια έξω λοιπόν
Να πω ότι κοιμηθήκαμε, θα ήταν ποιητική υπερβολή. Με τις ορέξεις που είχαμε και οι δύο, μπούτι δεν έκλεισα όλη νύχτα. Μία πίπα στο μπάνιο—μέχρι τέλους, έτσι; Άλλη μία πισωκολλητό, και είχε ξεχάσει και τα προφυλακτικά και έτρεξε στο δωμάτιο με την τσουτσού έξω να τα φέρει, γεμίζοντας το σύμπαν νερά. Μία ορθόδοξο ιεραποστολικό και στο τέλος και μια οθωμανικό, μη μείνει καμία θρησκεία παραπονεμένη.
Κάπως έτσι, και με το …φαντασμαγορικό κωλαράκι μου να τσούζει ελαφρώς, έγειρα στην αγκαλιά του και έπεσε ο γενικός. Πρέπει να είχε πάει κοντά στις μία, όταν ξύπνησα ακούγοντας την πόρτα να χτυπάει. Μου πήρε λίγη ώρα να θυμηθώ ποια είμαι και που βρίσκομαι. Σκεπάζω το Μάριο που είναι τσίτσιδος, ντύνομαι πρόχειρα στα γρήγορα και πάω να ανοίξω την πόρτα, είναι η Κλαίρη.
«Αμάν παιδάκι μου, σε καταληψία πέσατε;» με ρωτάει με το που της ανοίγω την πόρτα.
«Σε κάτι άλλο έπεσα,» της λέω και βάζει τα γέλια. Μπορεί μαζί της να μην είμαι τόσο χύμα όσο με την Κατερίνα, αλλά και του λόγου της ένα καφριλίκι το κουβαλάει, δε θα έκανε χωριό με το Βαγγέλη αλλιώς. «Μπούτι δεν έκλεισα!»
«Φουκαριάρα μου τι τραβάς κι εσύ!» μου κάνει με προσποιητή συμπάθεια.
«Ενώ εσύ μωρή, καλόγρια!» της λέω, αμ δεν ήμασταν οι μόνοι που είχαμε ακουστεί τη νύχτα. Ή έστω το ξημέρωμα!
«Ακουστήκαμε ε;» με ρωτάει χαχανίζοντας.
«Κομμάτι!» της κάνω.
«Βγάλ’ τη σκούφια σου και βάρα με!» μου απαντάει.
«Το φαντάστηκα,» της λέω φιλοσοφημένα. Το οθωμανικό είχε τσούξει λίγο παραπάνω απ’ ότι συνήθως.
«Εγώ λέω να κατέβουμε από το μπαλκόνι, πάντως!» μου πετάει και μπήζω τα γέλια.
«Γιατί μωρή, τους ξέρουμε και μας ξέρουν;»
«Δεν μας ήξεραν πριν, το βράδυ μας έμαθαν!» μου πετάει με deadpan ύφος.
«Δε γαμιέται,» λέω χαχανίζοντας.
«Το πρόβλημα ήταν ακριβώς το αντίθετο!» μου κάνει, με το ίδιο ύφος, και αυτή τη φορά γελάω ακόμα πιο δυνατά. «Λοιπόν, ξύπνα τον αχαΐρευτο να πάμε για κανένα μπανάκι.»
«Εντάξει, ντυνόμαστε και σας χτυπάμε,» της κάνω και επιστρέφω μέσα και τρέχω σίφωνας στο μπάνιο γιατί κόντευα να κατουρηθώ.
Κατεβαίνουμε στο λιμάνι και πιάνουμε θέση σε μια καφετέρια για πρωινό και καφέ, μπας και λειτουργήσει το σύστημα. Έχει ζέστη σήμερα, περισσότερη από χθες, αλλά είναι εκείνη η ευπρόσδεκτη, καλοκαιρινή ζέστη. Αυτή του «αχ να μπω στη θάλασσα» και όχι αυτή του να εύχεσαι να ήσουν πιγκουΐνος στο σταθμό McMurdo στην Ανταρκτική.
Έχω ήδη φορέσει το μαγιό μου, καλυμμένο μόνο από ένα παρεό—κάτι ανάμεσα σε beach chic και “δεν βαριέσαι, διακοπές είμαστε.” Η Κλαίρη έχει επιλέξει πιο συντηρητική εμφάνιση, ενώ τα αγόρια ακολουθούν τον αιώνιο συνδυασμό παντελονιού-μαγιό με t-shirt.
Το δικό μου μαγιό, παρά το αρκετά πλούσιο μπούστο μου, δεν το λες και προκλητικό—τουλάχιστον το πάνω μέρος του. Εδώ που τα λέμε, ούτε το κάτω είναι ιδιαίτερα προκλητικό, αλλά όπως γίνεται συνήθως με τα μαγιό, το πάνω κάνει καλύτερη δουλειά στο θέμα της κάλυψης. Εξ ου και το παρεό γιατί φαντασμαγορικό ή όχι—που λέει και ο Μάριος μου—το ποπουδάκι μου είναι ΙΧ.
Τρώμε σα γνήσιοι κροκόδειλοι και πίνουμε και τις καφεδάρες μας, και μέχρι να έρθουμε στα ίσια μας έχει κοντεύει να πάει δυόμιση. Μιας και ήμασταν όλοι με τα μαγιό και τα πράγματα για τη θάλασσα ήταν ήδη στο αυτοκίνητο, πήγαμε κατευθείαν στην παραλία να γίνουμε λιαστές ντομάτες.
Εγώ δηλαδή, που είμαι αρκετά ανοιχτόχρωμη και αρπάζω εύκολα, οι άλλοι δεν έχουν τα ίδια προβλήματα. Αυτή τη φορά ο Μάριος δε με πιέζει να βγάλω το πάνω μέρος του μαγιό μου. Νομίζω περισσότερο ανησυχεί για τη σωματική ακεραιότητα του Βαγγέλη, αν τον συλλάβει η Κλαίρη να με κοιτάζει με λάθος τρόπο, παρά ότι ζηλεύει.
Είναι κτητικός, πολύ, αλλά δε ζηλεύει. Το ίδιο είμαι κι εγώ, και αυτό είναι ένα από τα πολλά πράγματα που μας δένουν. Δεν υπάρχουν χαζές ανασφάλειες· εμπιστευόμαστε τυφλά ο ένας τον άλλον. Ο Μάριος είχε μια και μόνο ανασφάλεια σε σχέση με τον Jean-Claude. Και δεν ήταν καν ανασφάλεια, ήταν κάτι χειρότερο: αμφιβολία αν ο ίδιος είναι αρκετά καλός.
Του είχα μιλήσει στα ίσια, χωρίς φιοριτούρες, χωρίς να προσπαθήσω να του το απαλύνω, και ο Μάριος αυτό το είχε εκτιμήσει πάνω απ’ όλα. Ο Jean-Claude ήταν απλά πιο έμπειρος, ήξερε να διαβάζει καλύτερα το σώμα μου. Αλλά η αίσθηση με τον Μάριο; Καμία σύγκριση. Ο πρώτος ήταν ένα κεφάλαιο στη ζωή μου, ο Μάριος είναι το ίδιο το βιβλίο.
Κλαίρη και Βαγγέλης έχουν βγει έξω, μέσα στο νερό έχω μείνει μόνη μου με τον Μάριο. Έχουμε ανοιχτεί λίγο παραπάνω, και ήμαστε μόνοι. Χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα, βγάζω το πάνω μέρος του μαγιό μου και νιώθω τη νιρβάνα του στήθους μου γυμνού μέσα στο νερό. Εκείνος μου χαμογελάει, χωρίς να το σχολιάσει. Το κάνω εγώ.
«Π’ ανάθεμά σε!» του λέω γεμάτη αγάπη και βάζει τα γέλια.
«Δάγκωσες το μήλο, ε;» μου λέει και του πετάω νερό στα μούτρα. «Μπίλι, πλάκα σου έκανα,» συνεχίζει πιο σοβαρός. «Δε θα σου ζητήσω ποτέ να τα πετάξεις μπροστά σε γνωστούς.»
«Το ξέρω, μωρό μου,» του λέω χαμογελώντας του.
«Αυτό που ήθελα είναι να σε κάνω να νιώθεις άνετα. Μ’ αρέσει να σε βλέπω έτσι, μ’ αρέσει να σε θαυμάζουν, όσο και αν αυτό σε διαολίζει!»
«Με διαολίζει…» του επαναλαμβάνω μηχανικά. «Ξέρεις τι μου είπε η Άννα προχθές που με βοηθούσε να μαζέψω;»
«Τι;»
«Ότι δε με έπρηζε να φοράω φουστάνια για να μου κάνει πόλεμο νεύρων, αλλά για να με κάνει να καταλάβω ότι μια εμφάνιση που μου πάει…» του λέω και σταματάω για λίγο. «Τουλάχιστον, σύμφωνα με τα δικά της αισθητικά κριτήρια…»
«Και όχι μόνο, ματάκια μου,» μου λέει τρυφερά.
«Έστω,» του χαμογελάω. «Αυτό που ήθελε να πει είναι ότι δεν κάνουν τα ρούχα που φοράω τη Μπίλι… Δεν είχε σημασία αν είναι φόρμα και παπούτσια με τάπες, ή φόρεμα και γόβες. Η Μπίλι είμαι εγώ η ίδια, όχι τα ρούχα που φοράω.»
«Χμμμ… έχει και δίκιο και άδικο,» μου λέει. «Το ντύσιμο είναι και αυτός ένας τρόπος έκφρασης, και, εφόσον δεν είσαι κάποιο ψώνιο που σούρνεται από τη μόδα, είναι αυστηρά προσωπικός,» συμπληρώνει, και το σκέφτομαι για μερικές στιγμές.
«Σου αρέσει να με βλέπεις ντυμένη πιο γυναικεία, όμως!» του λέω.
«Ναι, μου αρέσει, γιατί στα δικά μου μάτια αυτό το ντύσιμο σου πάει ακόμα περισσότερο…» μου κάνει και κάνει παύση για μερικές στιγμές. «Στο ξαναείπα, όμως, δε θα μ’ ένοιαζε ακόμα και αν φορούσες ένα σακί από πατάτες.»
“The things we do for love…” του λέω τρυφερά και στην προσπάθειά του να με φιλήσει, πίνουμε και λίγο νερό.
Oh, well…
⇽∙∙∙⇾
Καθίσαμε στην παραλία μέχρι σχεδόν τις οκτώ, και μετά, λυσσασμένοι στην πείνα, επιστρέψαμε στο Ναύπλιο να φορτίσουμε. Κλαίρη και Βαγγέλης ήθελαν θαλασσινά, και έτσι πήγαμε στην ίδια ψαροταβέρνα που είχαμε πάει πέρσι με τον Μάριο, για να φάμε τα θαλασσινά μας, και να μας πιάσουν και τους κώλους. Δε βαριέσαι, ούτε η Κλαίρη ούτε ο Βαγγέλης είναι από αυτούς που έχουν οικονομικό πρόβλημα, ο μόνος κώλος που έτσουξε στο τέλος ήταν και πάλι ο δικός μου, και αυτή τη φορά όχι με καλό τρόπο όπως χθες.
Και κοίτα που βγαίνοντας ξανατρακάραμε στο Δημήτρη και την Ειρήνη.
«Μπα πανάθεμά σας σκατοβάζελοι,» μας λέει γεμάτος αγάπη, κάνοντάς μας να χαχανίσουμε. Πέρσι τα είχαμε βρει, με είχε συγχωρέσει, και έτσι το απρόοπτο πλέον ήταν ευχάριστο.
«Τι θα γίνει ρε μαλάκα με την πάρτη σου;» του λέει ο Μάριος συνεχίζοντας το χαβαλέ. «Κάθε φορά που ερχόμαστε στο Ναύπλιο θα βλέπουμε τη σκατόφατσά σου!»
Εγώ, πιο πρακτική κάνω τις συστάσεις. «Από εδώ ο Δημήτρης και η Ειρήνη, συμφοιτητές μας στα γαλλικά από τότε που πηγαίναμε τρίτη δημοτικού. Καλά παιδιά, αν εξαιρέσεις τον καπαγαμημένο αεκτζή μαλακοπίτουρα!» τους κάνω δείχνοντας το Δημήτρη, που μου χώνει μια με το δάχτυλο στη μύτη για να μην ξεχνιόμαστε. Χαχανίζοντας συνεχίζω τις συστάσεις: «Από εδώ Βαγγέλης και Κλαίρη, συμμαθητές του Μάριου, κάνουμε παρέα από το γυμνάσιο.»
Και η Κλαίρη και ο Βαγγέλης ήξεραν την ιστορία μου για το Δημήτρη αλλά δεν τον είχαν δει ποτέ. Οκ, μπορούν να φύγουν από τον μάταιο τούτο κόσμο ήσυχοι.
«Αλήθεια, πώς από δω;» ρωτάει ο Δημήτρης.
«Ήρθαμε χθες και θα φύγουμε αύριο το πρωί, θα πάμε Πεταλίδι. Είναι εκεί η Κατερίνα και ο φίλος της, ο Θανάσης» του εξηγώ. «Εσείς;»
«Εγώ έχω καταγωγή από το Ναύπλιο ρε ούφο!» μου υπενθυμίζει, το είχα ξεχάσει τελείως.
«Δε μου λέτε, έχετε κανονίσει τίποτα για το βράδυ;» ρωτάει αυτή τη φορά ο Μάριος.
«Όχι μωρέ,» απαντάει αυτή τη φορά η Ειρήνη. «Για ποτάκι στο χαλαρό βγήκαμε.»
«Ωραία, εμείς μόλις γυρίσαμε από την παραλία, θα πάμε να κάνουμε ένα ντουζάκι και θα κατέβουμε για ποτό, που θα βόσκετε;»
«Λέγαμε να πάμε στο Deuce,» απαντάει ο Δημήτρης, ήταν το μπαρ που είχαμε κάτσει και χθες.
«Ωραία, πιάστε τραπέζι αν βρείτε και θα έρθουμε και ‘μεις!» του λέει ο Μάριος.
«Ποιος σου είπε ότι θέλω να ξαναδώ τη σκατόφατσά ρε κωλοβάζελε;» του απαντάει πειρακτικά ο Δημήτρης.
«Για την Ειρήνη θα έρθουμε,» του κάνει ο Μάριος χωρίς να χάσει beat. «Άντε, και για σένα αν μας κουνήσεις την κοιλίτσα σου, χανούμα μου» του κάνει και του χαϊδεύει τη μπάκα, που έχει μεγαλώσει από πέρσι.
Ο Δημήτρης από την άλλη κοιτάζει την κοιλιά του, και ξεφυσάει. «Μη μου τη θυμίζεις!»
⇽∙∙∙⇾
Όταν λέμε γίναμε ντίρλα, γίναμε ντίρλα. Με κάποιο τρόπο, δεν έχω ιδέα πως, καταφέραμε να βρούμε το δρόμο προς τα δωμάτια που είχαμε νοικιάσει. Και εκεί τα πράγματα άρχισαν να γίνονται ενδιαφέροντα.
Με το κεφάλι μου ακόμα να γυρίζει προσπαθώ να καταλάβω τι έχει γίνει. Η Κλαίρη είναι κουρνιασμένη στην αγκαλιά μου και κοιμάται του καλού καιρού. Αριστερά μου είναι ο Μάριος. Ακόμα πιο αριστερά είναι ο Βαγγέλης. Κλείνω τα μάτια μου και τα ξανανοίγω. Είμαστε και οι τέσσερεις στο ίδιο κρεββάτι. Με τα ρούχα. Μάριος και Βαγγέλης, που κοιμούνται τετ-α-τετ, δεν έχουν βγάλει καν τα παπούτσια τους.
Μαλάκα πόσο ήπιαμε; Δε θυμάμαι παρά σκόρπιες εικόνες.
«Μωρή,» της κάνω σκουντώντας την. Ανοίγει με δυσκολία τα μάτια της, προσπαθώντας να εστιάσει. Ή ίσως να θυμηθεί πώς την λένε. Το booting ολοκληρώνεται. Συνειδητοποιεί ότι είναι στην αγκαλιά μου και τα μάτια της ανοίγουν σαν του βατράχου.
«Πώς βρέθηκα εδώ;» με ρωτάει.
«Δεν έχω ιδέα, αλλά ελπίζω να ήσουν τρυφερή μαζί μου,» της κάνω και παρά το σουρεαλιστικό της κατάστασης, της ξεφεύγει ένα χάχανο. «Έλα να δεις τα πιτσουνάκια,» της λέω ψιθυριστά.
Σηκώνεται και βλέπει το Μάριο με τον Βαγγέλη να είναι σε αισθαντικό τετ-α-τετ και μου κάνει νόημα να κάνω σιωπή. Σηκώνεται σαν τη γάτα και πάει στην τσάντα της. Την ψαχουλεύει για λίγη ώρα, και βρίσκει τα κλειδιά.
«Έρχομαι, μην τους ξυπνήσεις!» μου ψιθυρίζει και βγαίνει από το δωμάτιο. Επιστρέφει δυο-τρία λεπτά αργότερα με τη φωτογραφική της. Τραβάει την πρώτη φωτογραφία, και προσπαθώ να κρατηθώ μη βάλω δυνατά γέλια και τους ξυπνήσω. «Βάλε το χέρι του Μάριου πάνω στο Βαγγέλη,» μου λέει ψιθυριστά, και πάλι με δυσκολία πνίγω το γέλιο μου.
Παίρνω το χέρι του Μάριου απαλά και το ακουμπάω πάνω στο Βαγγέλη. Ο Μάριος μουρμουρίζει κάτι στον ύπνο του και παγώνω, αλλά ευτυχώς δεν ξυπνάει. Η Κλαίρη έρχεται και βγάζει και δεύτερη φωτογραφία. Λίγη ώρα μετά αλλάζει θέση και βγάζει και τρίτη, ενώ εγώ προσπαθώ να μην κατουρηθώ πάνω μου, και κατουριέμαι κιόλας!
«Βάλε το χέρι του Βαγγέλη πάνω σε αυτό του Μάριου!» μου ψιθυρίζει.
Μάριος και Βαγγέλης κοιμούνται σαν πιτσουνάκια, όταν βγουν οι φωτογραφίες δε θα έχουν που να κρυφτούν!
«Μην τους ξυπνήσεις ακόμα!» της λέω και πάω στην τουαλέτα.
Γυρίζω ανακουφισμένη δυο λεπτά αργότερα. Με τον αφρό ξυρίσματος του Μάριου στο χέρι. Η Κλαίρη μουγκρίζει σχεδόν προσπαθώντας να πνίξει το γέλιο της. Πάω από πάνω τους και βάζοντας απαλά αφρό στο χέρι μου αρχίζω και το απλώνω στα καμάρια μας, με την Κλαίρη να έχει βγει από το δωμάτιο για να μπορέσει να γελάσει χωρίς να τους ξυπνήσει. Κι άλλη φωτογραφία. Και μετά κι άλλη.
Κάπου εκεί, με φωνή που θυμίζει νευριασμένο λοχία, η Κλαίρη ξυπνάει το πιτσουνάκι της: «Ώστε έτσι ε; Κοιμάσαι αγκαλιά με άλλον;» του λέει ταρακουνώντας τον, και ξυπνάνε και οι δύο, σχεδόν αγκαλίτσα. Πετάγονται πανικόβλητοι πίσω, ενώ εγώ και η Κλαίρη κρατάμε τις κοιλιές μας από τα γέλια. Οι φωτογραφίες θα είναι ΕΠΟΣ!
⇽∙∙∙⇾
Εντάξει, το τρολάρισμα που έπεσε εκείνο το πρωί, δηλαδή μεσημέρι-προς-απόγευμα, ήταν έπος. Το ακόμα καλύτερο είναι ότι Μάριος και Βαγγέλης μπήκαν στο πετσί του ρόλου, και άρχισαν να λένε ο ένας τον άλλον «μωρό μου», με αποτέλεσμα να μη μας μείνει άντερο. Έχουμε πάει να πιούμε τους καφέδες μας και έρχεται η σερβιτόρα να πάρει παραγγελία.
«Φαντάζομαι δεν σερβίρετε πρωινό, ε;» τη ρωτάει αθώα ο Μάριος και η γκαρσόνα τον κοιτάζει με απόγνωση.
«Είναι τέσσερεις το απόγευμα!» του λέει.
«Μωρό μου, παρακοιμηθήκαμε,» κάνει ο Μάριος χαϊδεύοντας το πρόσωπο του Βαγγέλη που καθόταν απέναντι, και μου ξεφεύγει ακόμα ένα ροχαλητό.
«Σάμπως και με άφησες να κοιμηθώ, βάναυσε σατράπη;» του κάνει ο Βαγγέλης με λεπτή φωνή, και το χάνουμε τελείως, με τη γκαρσόνα να μας κοιτάζει και τους τέσσερεις σαν ηλίθια.
«Αδερφάρες! Ανώμαλοι!» κάνω εγώ με προσποιητή αγανάκτηση και σηκώνομαι από τη θέση μου και δίνω ένα πεταχτό φιλί στο στόμα στην Κλαίρη, που μπαίνει στο πετσί του ρόλου και το ανταποδίδει.
Πρέπει να πόνεσε η κοιλιά μας από τα γέλια, και για να γλυκάνουμε την γκαρσόνα που άθελά της έπεσε θύμα της μαλακίας που μας είχε πιάσει, ο Μάριος της έδωσε ένα χιλιάρικο και της είπε τα ρέστα δικά της. Αφού ήπιαμε τις καφεδάρες μας, και μιας και είχαμε κατέβει και πάλι με τα μαγιό μας, μπήκαμε στο αυτοκίνητο να πάμε να παίξουμε το «Λιαστές ντομάτες vol.2, Η επιστροφή.»
Και σήμερα για πρώτη φορά με είδαν ανοιχτά γυμνόστηθη και οι φίλοι μας. Και ήταν αποτέλεσμα αγνής, γνήσιας αφηρημάδας από μέρους μου, και διάθεσης τρολλαρίσματος από το Μάριο. Όπως και χθες, όταν ανοιχτήκαμε έβγαλα το πάνω μέρος και το έδεσα στο χέρι μου για να μην το χάσω. Σε αντίθεση με χθες, ωστόσο, βγαίνοντας το ξέχασα, και έκανα ένα φλασάρισμα στην παραλία όλο δικό μου.
Το παίρνω χαμπάρι μόνο όταν ακούω το Μάριο να γελάει ενώ Κλαίρη και τον Βαγγέλη με κοιτάνε με ανοιχτό στόμα—αν και εικάζω ο καθένας τους για διαφορετικούς λόγους. Ρε δε γαμιέστε όλοι, λέω ξαφνικά φουρκισμένη από μέσα μου, και ΔΕΝ το φοράω, μένω έτσι. Ο Βαγγέλης έχοντας ανεπτυγμένο αίσθημα αυτοσυντήρησης σταμάτησε να κοιτάζει σα χάνος. Η Κλαίρη από την άλλη, τι να πει;
Πήρα την ικανοποίησή μου από την αντίδραση του Μάριου, που αλλιώς το περίμενε και αλλιώς του ήρθε. Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, μεσιέ! Πάρε φόρα και έλα με την όπισθεν!
⇽∙∙∙⇾
Μιας και αύριο το πρωί θα κατεβούμε Πεταλίδι, το βράδυ μαζευόμαστε σχετικά νωρίς. Ο Μάριος πάει να ετοιμάσει και πάλι το τζακούζι και τα πετάω κι εγώ στα γρήγορα και πάω μέσα μαζί του. Ο ίδιος είναι επίσης γυμνός και όπως έχει σκύψει για να δει τη θερμοκρασία του νερού, του χώνω μια γερή στα καπούλια για να έχει να πορεύεται.
«Άουτς!» μου κάνει, και τρώει και δεύτερη.
«Έλα να βλέπω πάθος!» του κάνω χαχανίζοντας!
«Θα σε σουρομαδήσω, άτιμο γύναιο!» μου λέει ακόμα σκυμμένος, και για να με τιζάρει μου κουνάει προκλητικά τον κώλο του.
«Κάτσε καλά νεαρέ και είσαι ήδη με την όπισθεν!» του πετάω και βάζει τα γέλια.
Τον αφήνω για μερικές στιγμές στην ησυχία του και πάω να πλύνω τα δόντια μου. Κοιτάζομαι για μερικές στιγμές στον καθρέφτη. Πάρα έχουν μακρύνει τα μαλλιά μου, αποφασίζω. Μετά την επιστροφή από διακοπές θα πρέπει να πάω για κούρεμα. Όπως πλένω τα δόντια μου, έρχεται ο καλός σου και κολλάει από πίσω μου, και όχι τίποτε άλλο, αλλά έχει έρθει και οπλισμένος.
Τουλάχιστον με άφησε να ξεπλύνω το στόμα μου πρώτα, τι καλός! Με το που γυρίζω με πιέζει πίσω στο νιπτήρα. Τον αγκαλιάζω και φιλιόμαστε για λίγο με πάθος. Μετά τραβιέται και με πιέζει προς τα κάτω. Οι διαμαρτυρίες μου πάνε χαμένες!
«Μόλις έπλυνα τα δόντια μου βρε αθεόφοβε!»
«Και από τότε που άλλαξες οδοντόκρεμα, κοίτα τον! Λάμπει!» μου κάνει ο αθεόφοβος και βάζω τα γέλια.
Γονατίζω και τον παίρνω στο στόμα, αλλά με σταματάει μετά από λίγη ώρα, πάνω που είχα πάρει φόρα. Κατάλαβες ο κύριος;
Με παίρνει από το χέρι και μπαίνουμε και οι δύο στη γεμάτη πια μπανιέρα. Κάθεται στη μία άκρη και μου γνέφει να πάω προς το μέρος του. Ανοίγει τα πόδια του και κάθομαι ανάμεσά τους, και γέρνω στον κορμό του. Αν και τον νιώθω ότι είναι …ορεξάτος, δεν πάει στο ψητό. Με φιλάει στα μαλλιά και με σφίγγει πάνω του.
«Να σου εξομολογηθώ, κάτι;» με ρωτάει.
«Αμέ!»
«Στη θάλασσα… που ξεχάστηκες…» μου λέει διστακτικά.
«Ναι;» του λέω ενθαρρυντικά.
«Ο Βαγγέλης σε κοίταζε με το στόμα ανοιχτό!» μου λέει και του ξεφεύγει ένα γελάκι. «Καλά που είχε μείνει και η Κλαίρη μαλάκας, γιατί θα τον είχε φυτέψει στην άμμο!»
«Θύμωσες;» του λέω γέρνοντας λίγο στο πλάι και στρέφοντας το κεφάλι μου για να μπορώ να τον κοιτάζω.
«Όχι…» μου λέει. «Βασικά… βασικά αυτό ήθελα να σου εξομολογηθώ.»
«Ποιο; Ότι δε θύμωσες;» τον ρωτάω προσπαθώντας να καταλάβω που το πάει.
«Όχι απλά δε θύμωσα… μου άρεσε που σε κοίταζε σα λιγούρης,» μου μπουμπουνάει.
«Σου άρεσε;» τον ρωτάω έκπληκτη.
«Ναι,» μου απαντάει με αφοπλιστική ειλικρίνεια. «Κάτι σαν επιδειξιμανία!»
“What?” του λέω τελείως αιφνιδιασμένη.
«Μη θυμώσεις… Δεν ξέρω πως να το πω αλλιώς, με εξιτάρει να σε βλέπουν, ξέροντας ότι μόνο εγώ μπορώ να σε αγγίξω,» μου λέει, και κάνει την καρδιά μου να επιστρέψει, τρόπον τινά, στη θέση της.
«Ρε μαλάκα με άγχωσες για μερικές στιγμές,» του λέω. «Φοβήθηκα προς στιγμή μήπως έχεις αρχίσει να φαντασιώνεσαι παρτούζες!»
“What?” μου κάνει με τη σειρά του. «Όχι ρε μαλάκα, καμία σχέση. Και μόνο στη σκέψη να σε ακουμπήσει κάποιος άλλος θολώνει το μυαλό μου!»
“Ok,” του απαντάω μονολεκτικά. «Καλά και τότε…» ξεκινάω και με κόβει.
«Δεν έχω ιδέα,» μου λέει και τον νιώθω να ανασηκώνει ασυναίσθητα τους ώμους του. «Απλά με εξιτάρει η ιδέα του φάτε μάτια ψάρια, ξέροντας ότι ο περίδρομος είναι δικός μου. Είσαι δική μου, μόνο δική μου!» μου λέει και με σφίγγει πάνω του κτητικά.
«Δική σου είμαι μωρό μου, μόνο δική σου,» του απαντάω.
Τον νιώθω στην πλάτη μου, έχει γίνει τούρμπο. «Μπίλι, πάρε με στο στόμα σου,» μου ζητάει σχεδόν επιτακτικά, και γίνομαι κι εγώ τούρμπο.
Κι όχι από τα νεύρα.
Κάθεται στο περβάζι και γονατίζω ανάμεσα στα πόδια του. Τον παίρνω βαθιά στο στόμα μου και αρχίζω να κουνάω το κεφάλι μου πάνω κάτω. Το χέρι του είναι στο κεφάλι μου αλλά δε μου δίνει ακόμα ρυθμό. Στις αρχές είχα αναρωτηθεί γιατί με φτιάχνει τόσο πολύ όταν μου επιβάλλεται στην πάλη, ή όταν μου ζητάει κάτι ενεργητικά, πχ να με πιέζει να γονατίσω, να με γυρνάει και να με βάζει να σκύψω και τα ρέστα.
Λογικό δεν είναι; Από μικρή ήμουν τσαμπουκαλού και αγύριστο κεφάλι, και το να με πιέσει ο οποιοσδήποτε ήταν αιτία να του επιτεθώ στο λαρύγγι. Με το Μάριο ήταν τελείως διαφορετικά. Θα μου πεις ποτέ δε μου είχε ζητήσει να κάνω το οτιδήποτε δεν ήθελα η ίδια, αλλά και πάλι… Δεν ξέρω. Βάλε και ότι μου άρεσε να μου τις βρέχει στον κώλο, ήρθε και έδεσε.
Τελικά αποφάσισα να μείνω στα λόγια της Κατερίνας. «Σου αρέσει χριστιανή μου; Αν ναι σταμάτα να το κουράζεις, λογαριασμό δεν έχεις να δώσεις σε κανέναν.»
Αφήνω το μυαλό μου να καθαρίσει και επικεντρώνομαι στο να κάνω το Μάριό μου να μιλήσει με το Θεό. Νόμιζα ότι ήθελε πίπα, οπότε απορώ που με σταματάει. Μου δίνει το χέρι του και σηκώνομαι από το νερό. Βγαίνει για μια στιγμή από τη μπανιέρα, ίσα για να φέρει το κουτί με τα προφυλακτικά. Μετά έρχεται η σειρά του να γονατίσει μπροστά μου…
«Σε θέλω!» του λέω σπρώχνοντας ενστικτωδώς το κεφάλι του πάνω μου.
Σηκώνεται και ανοίγει το κουτί. «Φράουλα!» μου κάνει και το φοράει. Χαχανίζοντας γονατίζω και τον παίρνω και πάλι στο στόμα μου, όχι ότι χρειαζόταν, αλλά μην πάει χαμένη η γεύση, αμαρτία είναι!
Με σηκώνει όρθια. Με φιλάει στο σβέρκο κάνοντάς με να ανατριχιάσω ολόκληρη. Περνάει τα χέρια του μπροστά και χουφτώνει δυνατά και τα δυο μου στήθη και τα μαλάζει για λίγη ώρα, κάνοντάς με να μου ξεφύγουν σιγανά βογγητά ηδονής. Τον θέλω μέσα μου σαν τρελή! Κουνάω τους γλουτούς, τρίβοντάς τους πάνω του προκλητικά.
«Βιάζεσαι μωρό μου;» μου ψιθυρίζει στο αυτί.
«Σε θέλω,» του λέω ξεψυχισμένα.
«Με θέλεις πολύ;» μου ψιθυρίζει.
«Πολύ!» του απαντάω κι εγώ ψιθυριστά.
Παίρνει το ένα χέρι του από το στήθος μου και το κατεβάζει ανάμεσα στα πόδια μου. Με δαγκώνει απαλά στο σβέρκο και αρχίζει να με παίζει. Τα βογγητά και οι αναστεναγμοί μου γίνονται ακόμα πιο δυνατή, και η ανάγκη μου ακόμα μεγαλύτερη.
«Σε θέλω,» του λέω ξανά, αλλά με αγνοεί. «Σε θέλω! Σε θέλω!»
«Παρακάλεσε με,» μου λέει, και εκεί χάνω και τα αυγά και τα πασχάλια, και γενικά τα πάντα όλα και τα κοάλα τίποτα. Αντί θυμού, νιώθω ένα περίεργο και απίστευτα ηδονικό μείγμα εξευτελισμού και ταπείνωσης, όχι γιατί μου το ζητάει, αλλά γιατί τα μέσα μου ουρλιάζουν τι να του απαντήσω.
«Σε παρακαλώ,» του κάνω βραχνά.
«Με παρακαλείς να κάνω τι;» μου λέει, εντείνοντας ακόμα περισσότερο το παιχνίδι του. Το σώμα μου τρέμει, η ανάγκη μου να τον νιώσω μέσα μου, βαθιά μέσα μου, κάνει τα μάτια μου να θολώνουν.
«Ναι μπεις… να μπεις μέσα μου,» του κάνω. Δεν απαντάει, δεν είναι η απάντηση που θέλει να ακούσει. «Να με γαμήσεις!» του λέω ξεψυχισμένα. «Να με γαμήσεις, να μου πετάξεις τα μάτια έξω…»
«Πες το όλο μαζί,» μου κάνει και τραβάει το δάχτυλό του από μέσα μου, και μου το καρφώνει πίσω μου. Η ταπείνωση και ο εξευτελισμός που νιώθω, δεκαπλασιάζονται, και το ίδιο και η ανάγκη μου να… να με γαμήσει. Να με σκίσει. Να μου πετάξει τα μάτια έξω.
«Σε παρακαλώ… γάμησέ με… είμαι δική σου… δική σου…»
Τρίβει το όργανό του στα χείλη μου και σχεδόν κοκαλώνω από την προσμονή. Με βασανίζει για μερικά δευτερόλεπτα, και μετά τον καρφώνει όλο μέσα του, κάνοντάς με να ουρλιάξω σχεδόν από την αβάσταχτη ηδονή. Ο πρώτος μου οργασμός έρχεται ενώ καλά-καλά δεν έχει αρχίσει να κινείται. Και εκεί που νόμιζα ότι τα έχω δει όλα, πέφτει και η πρώτη σφαλιάρα στα βρεγμένα κωλομέρια μου.
Η αίσθηση είναι απίστευτη, επιταχύνει και τα χτυπήματά του γίνονται ακόμα πιο δυνατά. Νιώθω το σώμα μου να μυρμηγκιάζει και πάλι. Εντείνει τις κινήσεις του και ο δεύτερος οργασμός μου είναι ακόμα πιο εκκωφαντικός. Δε δίνω δεκάρα, δε με νοιάζει τίποτα. Και τρίτος. Κοντεύει να μου κοπεί η ανάσα, δεν μπορούσα να πιστέψω πως υπάρχει τόσο δυνατή ηδονή.
Σταματάει και τραβιέται. «Γονάτισε,» με διατάζει. Τσακίζομαι να τον υπακούσω. «Άνοιξε το στόμα σου,» μου κάνει και το ανοίγω κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Τον παίζει για μερικές στιγμές και τελειώνει στο πρόσωπο και στο στόμα μου. Με τα δάχτυλά του σκουπίζει το πρόσωπό μου και με βάζει να του το γλείψω. Το πιπιλάω χωρίς να το σκεφτώ.
Τρίβει το όργανό του στο πρόσωπό μου και μου το βάζει στο στόμα. Με γραπώνει από τα μαλλιά, και κρατώντας με ακίνητη αρχίζει στην κυριολεξία να μου γαμάει το στόμα. Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται αυτό, έχει γίνει ξανά σε κάποιο πάρτι. Δεν είχαμε χρόνο, με έβαλε να γονατίσω και του έκανα πίπα με αυτό τον τρόπο. Παρόλο που έχω πια μάθει να τον παίρνω όλο στο στόμα μου, αυτός ο τρόπος με ζορίζει.
Δεν το πάει μέχρι τέλους, σταματάει και τραβιέται. Ακόμα γονατιστή, σηκώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω. Μου χαμογελάει και με βοηθάει να σηκωθώ. Με σφίγγει πάνω του και με φιλάει βαθιά, κάνοντάς με να λιώσω και πάλι στην αγκαλιά του.
«Σ’ αγαπάω,» μου λέει χαϊδεύοντας τα βρεγμένα μου μαλλιά.
«Πολύ-πολύ;» τον ρωτάω παιχνιδιάρικα.
«Μέχρι την άκρη του ουράνιου τόξου,» μου απαντάει με ένα γελάκι.
«Μόνο;» του κάνω με ψεύτικο παράπονο.
«Τόσο, κι άλλο τόσο, κι άλλο τόσο!» μου λέει και φιλιόμαστε και πάλι.
Σκουπιζόμαστε και πηγαίνει μέσα στο δωμάτιο να με περιμένει να στεγνώσω τα μαλλιά μου. Λίγη ώρα αργότερα επιστρέφω κι εγώ στο κρεββάτι και χώνομαι στην ανοιχτή του αγκαλιά. Το χέρι μου χαϊδεύει αφηρημένα το στέρνο του ενώ το δικό του μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
«Σου άρεσε;» με ρωτάει και ανασηκώνω το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω στα μάτια.
«Με ξετρέλανες!» του απαντάω και το σώμα μου ανατριχιάζει από την ευχαρίστηση και μόνο που θυμάμαι τις στιγμές στο μπάνιο. «Καλά που φεύγουμε αύριο,» του λέω προσπαθώντας να κάνω χαβαλέ, «γιατί θα μας πετούσαν με τις κλωτσιές.»
«Ναι, φώναξες λίγο παραπάνω σήμερα,» μου λέει σκανταλιάρικα.
«Πώς σου ήρθε όλο αυτό;» τον ρωτάω με περιέργεια.
«Δεν ξέρω…» πάει να μου πει αλλά μετά αλλάζει ρότα. «Ή, μάλλον, ξέρω. Με… με φτιάχνει απίστευτα ο τρόπος που μου δίνεσαι!»
«Τι εννοείς;» τον ρωτάω με περιέργεια. Γυρνάω και ξαπλώνω μπρούμητα πάνω στο στέρνο του, βάζοντας τα χέρια μου πάνω του και ακουμπώντας σε αυτά το σαγόνι μου.
«Χμμμ,» κάνει σουφρώνοντας ταυτόχρονα τα χείλη του. «Είσαι δυναμική, τσαμπουκαλού και δε σηκώνεις μύγα στο σπαθί σου…»
«Χαρήκαμε!» του λέω ειρωνικά, και τρώω μια στη μύτη! Άουτς!
«Μη με κόβεις ρε μαλάκα, έχασα τον ειρμό μου!» μου λέει. «Θες να σου πω ή δε θες;»
«Θέλω!» του απαντάω. «Συγνώμη μωρό μου!»
«Θα σε δείρω αργότερα!» μου κάνει και του βγάζω τη γλώσσα μου και του κάνω «ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» κερδίζοντας το γέλιο του. «Χμμμ, το βρήκα! Είναι σαν την πάλη!» μου λέει, και μου κάνει κλικ, αρχίζω να καταλαβαίνω που το πάει. «Όταν παλεύουμε οι δυο μας και καταφέρνω να σε βάλω κάτω, μας φτιάχνει και τους δύο. Αλλά δεν είναι πραγματική πάλη!»
«Νομίζεις!» του κάνω χαχανίζοντας, αλλά καταλαβαίνω τι εννοεί.
«Είναι ερωτική, γιατί είμαστε οι δυο μας. Σε έχω δει να πλακώνεσαι, μην το ξεχνάς! Δε χαρίζεις κάστανα, βαράς δυνατά, και παίζεις βρώμικα!» μου λέει, για να κερδίσει και πάλι ένα χαχανητό μου. «Αλλά είναι μεταξύ μας και έτσι, ενώ δε μου χαρίζεσαι, δεν είσαι επιθετική. Σου αρέσει να σε κολλάω στο πάτωμα, επειδή είμαι εγώ.»
Του χαμογελάω. «Ναι, καταλαβαίνω που το πας.»
«Γονατίζεις υπάκουα, στήνεσαι υπάκουα, και γενικά, παρότι είσαι αυτή που είσαι, όταν η σκηνή είναι ερωτική απλά υπακούς. Έξω από εκεί, είσαι η Μπίλι που γνώρισα από τα έξι μου, η Μπίλι που καμιά δεν είναι σαν εκείνη. Ούτε σε μένα τον ίδιο δε χαρίζεις κάστανα, πόσες και πόσες φορές δε μου τα έχεις χώσει σα να μην υπάρχει αύριο;»
«Γαλατικό χωριό, αφού!» του κάνω και βάζει τα γέλια.
«Ακριβώς!» μου λέει χτυπώντας μου ελαφρά τη μύτη μου με το δάχτυλο.
Γελάω και φεύγω από την αγκαλιά του ξαπλώνοντας ανάσκελα. Ο Μάριος γυρίζει προς εμένα, και το αριστερό του χέρι αρχίσει να ταξιδεύει πάνω στο κορμί μου. Με χαϊδεύει με τα ακροδάχτυλά του και κλείνω τα μάτια μου και απολαμβάνω την αίσθηση. Όπως περνάει το χέρι του από την άκρη της ήβης μου, το σώμα μου μυρμηγκιάζει και πάλι, και μου ξεφεύγει ένας ηδονικός στεναγμός.
Ανεβάζει το χέρι του προς τα πάνω, και βάζει το δάχτυλό του στον αφαλό που ξέρει ότι με διαολίζει, αλλά αυτή τη φορά απλά χαχανίζω. Το χέρι του ανεβαίνει ακόμα πιο ψηλά, και χαϊδεύει τη βάση του δεξιού μου στήθους. Ανατριχιάζω ολόκληρη καθώς με τις άκρες των δαχτύλων του χαϊδεύει φευγαλέα τη ρώγα μου που πετρώνει μέσα σε μερικές στιγμές. Οι ανάσες μου έχουν γίνει κοφτές, νιώθω και πάλι την ανάγκη μου να φουντώνει.
Έχω υγρανθεί και πάλι, νιώθω μια σιγανή φωτιά να απλώνεται στα λαγόνια μου, και επιλέγει εκείνη τη στιγμή για να περάσει φευγαλέα τη γλώσσα του πάνω από τη ρώγα του αριστερού μου στήθος. Μου ξεφεύγει ακόμα ένας ηδονικός στεναγμός, και νιώθω τη ρόγα μου ανάμεσα στα χείλη του. Το χέρι του σταματάει το χάδι, και χουφτώνοντάς το δεξί μου στήθος αρχίζει να μου το μαλάζει απαλά.
Ξαφνικά σταματάει. Ανεβαίνει πάνω μου και τα πόδια μου λυγίζουν και ανοίγουν σαν από μόνα τους. Μπαίνει μέσα μου και αρχίζει να κινείται. Τα πόδια μου κλείνουν και τον αγκαλιάζουν, τον σφίγγουν προς το μέρος μου, να μπει μέσα μου. Να μπει μέσα μου όσο πιο βαθιά γίνεται. Η αίσθηση κάνει το σώμα μου να μουδιάσει και πάλι, και εκεί συνειδητοποιώ ότι παρά είναι καλή. Δεν έχει φορέσει προφυλακτικό!
«Μάριε,» του λέω με φωνή που ίσα βγαίνει. «Δεν έχεις φορέσει προφυλακτικό… δεν…» λέω και σταματάω καθώς καρφώνεται και πάλι μέσα μου, κάνοντάς με να ξεφωνίσω. Δαγκώνω τη ράχη του χεριού μου για να μην ακουστώ και πάλι.
«Σσσστ,» μου κάνει και παρά το γεγονός ότι θα αναγκαστώ να πάρω και πάλι το χάπι της επόμενης μέρας—που θα μου κάνει τον κύκλο μαντάρα—η αίσθηση είναι τόσο… τόσο… που σταματάω τις διαμαρτυρίες.
Τραβιέται και κατεβαίνει από πάνω μου. Προσπαθεί να με γυρίσει και τότε καταλαβαίνω τι έχει στο μυαλό του, θέλει να με πάρει από πίσω. Παίρνει το μαξιλάρι και μου το βάζει κάτω από το στομάχι, σχεδόν στο σημείο που ενώνονται τα πόδια με τον κορμό. Κάθεται στο πλάι μου γονατιστός, και βουτάει το δάχτυλό του στην υγρασία μου. Με παίζει για λίγη ώρα και μετά σκύβει. Λίγες στιγμές αργότερα νιώθω τη γλώσσα του πίσω μου, και μου ξεφεύγει ακόμα ένας ηδονικός στεναγμός, με ξετρελαίνει αυτό.
Λίγη ώρα ακολουθεί και το δάχτυλό του. Παρόλο που είναι ηδονικό, είναι ταυτόχρονα και αρκετά ενοχλητικό στην αρχή. Δεν υπάρχει πόνος με το δάχτυλο, ο πόνος έρχεται μετά, και μερικές φορές είναι τόσο δυνατός που απλά δεν αντέχω, οπότε το σταματάμε. Δεν θέλω να τον κόψω, θέλω να του δώσω αυτό που θέλει. Παρακαλάω από μέσα μου αυτή τη φορά ο αρχικός πόνος να είναι αυτός που αντέχω.
Τραβάει το δάχτυλό του και έρχεται από πίσω μου. Μου ανοίγει ελαφρά τα πόδια, και ανασηκώνω κι εγώ τη λεκάνη μου για να τον βοηθήσω. Δεν ξέρω αν θα μου ζητήσει μετά να κάτσω στα τέσσερα, άλλες φορές το κάνει, άλλες όχι. Τρίβει το όργανό του πίσω μου και δαγκώνω το μαξιλάρι. Αρχίζει και με σπρώχνει αλλά δεν κάνει βιαστικές κινήσεις. Μπαίνει λίγο μέσα μου. Δεν έχει γίνει ακόμα πόνος, ακόμα απολαμβάνω την αίσθηση.
Σπρώχνει πιο δυνατά. Αρχίζει και με πονάει, και σπρώχνει ακόμα πιο δυνατά, αλλά κρατιέται, δεν μπαίνει μέσα. Ο πόνος σταδιακά υποχωρεί. Κάνει μικρές κινήσεις μπρος πίσω, και μετά αρχίζει και σπρώχνει. Νιώθω ένα μικρό στιγμιαίο πόνο καθώς κερδίζει μερικούς πόντους μέσα μου. Τραβιέται και πάλι πίσω, και μετά σπρώχνει και πάλι.
Δαγκώνω δυνατά το μαξιλάρι και μου ξεφεύγει ένα πνιγμένο βογγητό, καθώς το όργανό του κερδίζει ακόμα ένα-δύο πόντους. Ο πόνος υπάρχει, αλλά δεν είναι δυνατός. Δε θα του το χαλάσω σήμερα, και στη σκέψη η καρδιά μου χτυπάει λίγο πιο δυνατά. Σπρώχνει κι άλλο, ο πόνος εμφανίζεται και πάλι, και τότε ο σφικτήρας μου του παραδίδεται. Αρχίζει και κινείται προσεκτικά μέσα-έξω και ο πόνος μου σταδιακά υποχωρεί.
Πέφτει πάνω μου και βάζει το χέρι του μπροστά από το στόμα μου. Μένει ακίνητος. Σκύβει προς τα μένα και νιώθω την ανάσα του καυτή στο σβέρκο μου, και ανατριχιάζω και πάλι ολόκληρη.
«Πες το μου,» μου ψιθυρίζει… «Θέλω να το ακούσω…»
«Γάμα με… Σε παρακαλώ… γάμα με μωρό μου… σκίσε μου το κωλαράκι… γάμα με… σε παρακαλώ… σε παρακαλώ…»
Αρχίζει και κινείται και πάλι. Μπαίνει όλος μέσα μου και καρφώνεται, ενώ το χέρι του μου κλείνει το στόμα και πνίγει το βογγητό μου. Και δεν είναι πόνου, είναι ηδονής. Επιταχύνει το ρυθμό του. Το κωλαράκι μου του έχει παραδοθεί πλήρως. Του έχω παραδοθεί πλήρως. Και μ’ αρέσει… μ’ αρέσει… Θεέ μου πόσο μου αρέσει.
Σταματάει και σκύβει ξανά πάνω από πάνω μου. Το στόμα του είναι κοντά στο αυτί μου και μου ψιθυρίζει. «Θέλω να σε βγάλω φωτογραφία,» μου κάνει. «Γυμνή! Θέλω να σε φωτογραφίσω γυμνή!»
«Τι;» του κάνω και τότε καρφώνεται μέσα μου, και μου ξεφεύγει ακόμα ένα ηδονικό βογγητό. Το μυαλό μου είναι σούπα. Να με φωτογραφίσει; Γυμνή;
Καρφώνεται και πάλι μέσα μου και αρχίζει να με γαμάει δυνατά. Καρφώνεται μέσα μου όσο πάει και μετά τραβιέται πίσω και ξανά το ίδιο. Ο Jean-Claude με είχε ζωγραφίσει γυμνόστηθη… Καρφώνεται ξανά μέσα μου. Δεν… δεν είναι το ίδιο… Επιταχύνει και πάλι. Φωτογραφία;
«Θέλω να σε φωτογραφίσω γυμνή,» μου ψιθυρίζει μέσα σε κοφτές ανάσες. «Θέλω να κρατήσω κάποιες στιγμές για πάντα!» μου κάνει και καρφώνεται και πάλι. «Είσαι δική μου, ακούς;» μου λέει με κοφτή φωνή και αρχίζει και πάλι να μπαινοβγαίνει μέσα μου.
«Δική σου… δική σου…» είναι το μόνο που λέω… «Ό,τι θες… ό,τι θες»
Ο ρυθμός του γίνεται φρενήρης, το κρεββάτι τρίζει, του έχω παραδοθεί πλήρως. Τα βογγητά μου—βογγητά ηδονής και μόνο—πολλαπλασιάζονται, γίνονται ακόμα πιο δυνατά… και πιο δυνατά… και πιο δυνατά.
Καρφώνεται μέσα μου για τελευταία φορά και τα βογγητά του συνοδεύουν τα δικά μου, καθώς κοκκαλώνει μέσα μου. Το όργανό του κάνει σπασμούς, και η αίσθηση των υγρών του που ξεχύνονται βαθιά μέσα κάνει το σώμα μου να μουδιάσει και πάλι…
⇽∙∙∙⇾
Και όπως είπε το έκανε. Στο Πεταλίδι κάποια στιγμή με ξεμονάχιασε και πήγαμε σε ένα απόμερο μέρος που ήμασταν μόνοι μας και μου ζήτησε να βγάλω το πάνω μέρος του μαγιό μου.
«Πώς θες να κάτσω;»
«Γονατιστή με ανοιχτά τα πόδια. Θέλω να γύρεις ελαφρά το σώμα σου προς τα πίσω και να στηριχτείς στα χέρια σου.»
Κάνω αυτό που μου ζητάει και προσπαθώ να χαμογελάσω, γιατί η αλήθεια είναι πως νιώθω έντονη αμηχανία. Φυσικά και τον εμπιστεύομαι τυφλά, αλλά και πάλι, δεν είναι εύκολο. Και άλλωστε σάμπως θα ήταν και η πρώτη φορά; Και ο Jean-Claude κάπως έτσι με είχε ζωγραφίσει.
«Δε θα φαίνεται το πρόσωπό σου, μωρό μου,» μου απαντάει. «Να είσαι φυσική!»
«ΜΜΜΜΜΜ» του κάνω και του βγάζω τη γλώσσα προσπαθώντας να διώξω την αμηχανία μου με χαβαλέ.
«Καμιά δεν είναι σα την Μπίλι μου,» μου λέει και ακούω το κλικ.
No comments:
Post a Comment