Search This Blog

Friday, December 8, 2023

Toccata and Fugue



1. Μια μέρα σαν κι αυτή

Ήταν Κυριακή μεσημέρι την πρώτη φορά που μου μίλησε. Μου άρεσε ο τρόπος που έγραφε αν και διαφωνούσα με τις θέσεις του. Από μικρή είχα μαζοχιστικές φαντασιώσεις και ψάχνοντας στο internet είχα πέσει τυχαία στο φόρουμ. Για πολλά χρόνια διάβαζα το φόρουμ σαν επισκέπτρια μέχρι που κάποια στιγμή αποφάσισα να γραφτώ κι εγώ μέλος για να μπορώ να λαμβάνω ειδοποιήσεις σε θέματα που με ενδιέφεραν, αν και πέρα από το introduction δεν είχα γράψει τίποτα.

Μπορεί να διαφωνούσα με τις  θέσεις του, σε ιδεολογικό επίπεδο, καθώς κάποιες από αυτές μου φαινόντουσαν ακραίες, ωστόσο λάτρευα το φλεγματικό του χιούμορ με τη συγκεκαλυμμένη ειρωνεία, είχε τον τρόπο να βαράει στο δοξαπατρί χωρίς να δίνει κανένα πάτημα, δεν λάμβανε μέρος σε δικτυακούς τσακωμούς, και οι ατάκες του, ακόμα και οι δηλητηριώδεις, ήταν ξεκαρδιστικές. Δήλωνε σαδιστής και η απάθεια με την οποία απαντούσε σε σχετικά νήματα τεχνικών, με τελείως διαφορετικό τρόπο από αυτό που είχε φανταστεί αυτός που έθεσε την ερώτηση, μου είχε προκαλέσει κάμποσες φορές να μου βγει ο καφές από τη μύτη, σε σημείο που είχα σταματήσει πλέον να πίνω καφέ ενώ τον διαβάζω, αν και δυστυχώς, πλέον δεν έγραφε και πολύ συχνά.

Έπιασα και διάβασα όλες τις δημοσιεύσεις που είχε κάνει κατά καιρούς, προσπαθώντας να καταλάβω τι είδους άνθρωπος είναι. Σίγουρα είχε εξαιρετικό χιούμορ με έντονα στοιχεία αυτοσαρκασμού και γενικά έδειχνε άνθρωπος που έπαιρνε ελάχιστα πράγματα στα σοβαρά. Η γραφή του, στα θέματα με τα οποία καταπιανόταν, με είχε γοητεύσει παρά το γεγονός ότι συνολικά απόπνεε μια ακαθόριστη αίσθηση κινδύνου ή, για να είμαι ακριβής, επικινδυνότητας.

Πριν μερικές μέρες είχα κλείσει τα 25 μου και εδώ και ένα χρόνο ήμουν μόνη, έχοντας χωρίσει από μια σχέση τριών ετών. Μου είχε στοιχήσει πολύ, το παραδέχομαι, και αν και σε καμία περίπτωση δεν είμαι από τους ανθρώπους που κλείνονται στο καβούκι τους, εκείνο τον καιρό δεν είχα διάθεση για σοβαρή σχέση. Καλά το λένε, όσα φέρνει μια στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος, εκείνη την ημέρα μη έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνω, αποφάσισα να παίξω στο topic. «Αν ήμουν.»

«Αν ήμουν κλασσική μουσική;»

Ούτε καν ένα λεπτό αργότερα μου απάντησε εκείνος.

«Θα ήσουν η “Τοκάτα και Φούγκα” του Μπαχ. Αν ήμουν τραγούδι;»

Προσπάθησα να σκεφτώ ποιο τραγούδι θα του ταίριαζε. Μου πέρασαν διάφορα από το κεφάλι, κυρίως rock, αλλά αποφάσισα να του κάνω χαβαλέ.

«Θα ήσουν το “Αποστόλη βάλ’ την όλη. Αν ήμουν ταινία;»

Πήρα την απάντηση που περίμενα λίγα λεπτά αργότερα.

«Θα ήσουν το “Γκαρσονιέρα για δέκα”. Αν ήμουν ρόλος σε ταινία;»

Κάθισα και το σκέφτηκα για λίγο και του απάντησα μισό-αστεία, μισό-σοβαρά.

«Θα ήσουν ο Hannibal Lector. Αν ήμουν φαγητό;»

Το παιχνίδι συνεχίστηκε κάμποση ώρα και η αλήθεια είναι ότι είχα αρχίσει να το διασκεδάζω με την ψυχή μου, για να μην αναφέρω πως με είχε κολακεύσει το ότι ασχολούνταν μαζί μου, ούτε καν μου πέρασε από το μυαλό το ότι εκείνη την ώρα, όπως και του λόγου μου, δεν είχε να κάνει τίποτα καλύτερο.

Κάποια στιγμή δεν απάντησε και σκέφτηκα με απογοήτευση, που δεν μου πέρασε απαρατήρητη, πως ως εδώ ήταν. Αναστέναξα και κοίταξα το laptop για μερικές στιγμές προσπαθώντας να βρω το κουράγιο να το κλείσω και να πάω να μαγειρέψω τίποτα να φάω, τις τελευταίες μέρες το είχα παρακάνει με το delivery και παρόλη την προαγωγή μου από τις αρχές του φθινοπώρου, τα οικονομικά μου δεν μου επέτρεπαν και πολλά-πολλά.

Φαντάσου να είχα να πληρώσω και νοίκι, δηλαδή. Αν και από κεφαλλονίτες γονείς, ήμουν γέννημα θρέμμα Χαλανδριώτισα και ζούσα μόνη μου στο πατρικό μου, σε μια ήσυχη γειτονιά στο κάτω Χαλάνδρι. Δεν είχα αδέρφια και οι γονείς μου είχαν γυρίσει εδώ και μερικά χρόνια στο Αργοστόλι. Είχα σπουδάσει κοινωνιολογία στην Πάντειο και δούλευα ως υπάλληλος στο τηλεφωνικό κέντρο μιας μεγάλης εταιρίας λιανικής. Είχα ξεκινήσει ως part-time ώστε να μπορώ να βγάλω το χαρτζιλίκι μου αλλά από τις αρχές του Σεπτέμβρη έφτασα να γίνω team leader, ωστόσο, ακόμα και έτσι, είχα αρκετά σφιχτό budget και τις τελευταίες μέρες, γυρνώντας κουρασμένη, το είχα παρακάνει με το delivery.

Δεν δούλευα τις Κυριακές αλλά αναλόγως τις βάρδιες μπορούσα να δουλεύω μέχρι αργά το Σάββατο και χθες ήταν μια από αυτές τις φορές, μόλις είχα προλάβει να πεταχτώ απέναντι στο σούπερ μάρκετ και επειδή το πρόλαβα λίγο πριν κλείσει δεν είχα πάρει όσα πραγματικά χρειαζόμουν, είχα πάρει ωστόσο αρκετά ώστε να μην έχω δικαιολογίες στον εαυτό μου. Δεν ήμουν για πολλά-πολλά, οπότε αποφάσισα να φτιάξω μια απλή μακαρονάδα.

Έκλεισα το φόρουμ και άνοιξα από συνήθεια το outlook για να δω τα e-mail μου, όταν έλαβα ειδοποίηση στο προσωπικό μου mail ότι είχα μήνυμα στο forum. Από αυτά άλλο τίποτα, ειδικά στις αρχές, αν και συνήθως δεν απαντούσα. Αυτή τη φορά ωστόσο δεν ήταν ένα απλό μήνυμα, ήταν από εκείνον. Τσακίστηκα να μπω μέσα και άνοιξα να το διαβάσω.

Καλημέρα,
Σε ευχαριστώ για την παρέα, αν και εξαιρετικά σπάνια γράφω στο Fun & Games, ομολογώ ότι το καταδιασκέδασα.
Αριστοτέλης ή, για τους φίλους, Αρίστος.
Με χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο κάθισα και του έγραψα απάντηση.
Καλημέρα και σε σένα,
Κι εγώ σε ευχαριστώ για την παρέα και ομολογώ ότι αιφνιδιάστηκα όταν είδα ποιος μου απαντάει.
Μαρία-Ελισσάβετ ή, για τους φίλους, Μαριλίζα
ΥΓ: Λέω να φτιάξω μακαρονάδα, λευκή σάλτσα ή κόκκινη;

Περίμενα μερικά λεπτά ελπίζοντας να απαντήσει και δε με απογοήτευσε.

Χαίρω πολύ Μαριλίζα (ωραίο όνομα!!!!)
Είναι αλήθεια ότι δεν συμμετέχω στα παιχνίδια αλλά είχε την πλάκα του, δηλαδή τι πλάκα, μου βγήκε ο καφές από τη μύτη με το “Αποστόλη βάλ’ την όλη”, ομολογώ ότι ήταν κάτι που δεν περίμενα.
Άσπρη σάλτσα και να βάλεις και bacon και όσα περισσότερα τυριά έχεις, αφού θα την κάνεις που θα την κάνεις την παρασπονδία, be a legend!

Το χαμόγελο στο πρόσωπό μου έγινε ακόμα εντονότερο και εκεί συνειδητοποίησα πως είχα ένα μήνυμα ακόμα και μετά γιοκ. Αν και γενικά δεν είμαι ιδιαίτερα εξωστρεφής, ίσα-ίσα, είμαι από τους ανθρώπους που δεν περιμένουν το βουνό να έρθει προς αυτούς οπότε χωρίς πολλά-πολλά αποφάσισα να κάνω εγώ την πρώτη κίνηση και να του δώσω το skype μου. Αν ήθελε είχε καλώς, αν όχι, πάλι είχε καλώς, μπορεί να μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον αλλά το μοναστήρι να είναι καλά, που λένε και στο χωριό μου.

Άσπρη λοιπόν, it will be legendary. Δεν έχω άλλο μήνυμα για σήμερα, ωστόσο αν έχεις κι εσύ όρεξη θα ήθελα να συνεχίσουμε το chit-chat. Το skype μου είναι αυτό.

Ούτε μισό λεπτό αργότερα ήρθε notification στο skype. Όπως κι εγώ, έτσι κι εκείνος δεν είχε φωτογραφία στο profile του.  Το avatar του ωστόσο με έκανε να χαμογελάσω, ήταν ο ένας από τους δύο γέρους του Muppet Show, γαμώτο όλο ξεχνάω τα ονόματά τους. Μου έκανε nudge και του έγραψα εγώ πρώτη, ξεκινώντας με χαβαλέ

«Καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα»
«Ο κήπος είναι ανθηρός» ήταν η απάντησή του και μου ξαναέφυγε ο καφές από τη μύτη, καλά το λένε, το δις εξαμαρτείν…
«Μπα σε καλό σου, πήγες να με πνίξεις 😂😂😂»
«Ε δε μπορεί να μου ζωγραφίζεις στόχο και έχεις την απαίτηση να μη βαρέσω στο δοξαπατρί!»
«Αλλοίμονο! 😋 Πολύ μου αρέσει το avatar σου 🤩»
«Ο Waldorf είναι λατρεία!»

Συνεχίσαμε το chit-chat για κάμποση ώρα και η αλήθεια είναι ότι με έτρωγε η περιέργεια να δω το πραγματικό πρόσωπο πίσω από το avatar, οπότε ήμουν εγώ που του ζήτησα να κάνουμε βιντεοκλήση. Η εικόνα που είχε πλάσει το μυαλό μου για εκείνον δεν μπορούσε να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα. Γκρίζο μαλλί, περιποιημένο μουστάκι με κοντό goatee, πρόσωπο με μόνιμα ζωγραφισμένο ένα αδιόρατο smirk και γελαστά μάτια. Αν δε μου είχε πει ότι ήταν πενηντάρης δεν θα τον έκανα για πάνω από 40 με 45. Η φωνή του δεν ήταν ούτε μπάσα ούτε λεπτή, δεν ξέρω στα μάτια της φαντασίας μου, και παρά το φανερό του χιούμορ, τον είχα πλάσει πιο βλοσυρό και αυστηρό και με βαριά μπάσα φωνή, στην πραγματικότητα ήταν πολύ γλυκούλης.

«Εντάξει, τις πέρασα τις εξετάσεις;» με ρώτησε κοροϊδευτικά.
«Ομολογώ ότι στα μάτια της φαντασίας μου σε είχα πλάσει τελείως διαφορετικό, πιο βλοσυρό, κάπως σαν αυστηρό καθηγητή.»
«Τι να πω, είμαι γεμάτος εκπλήξεις!» απάντησε συνεχίζοντας το δούλεμα.
Τουλάχιστον φαίνεται να το διασκεδάζει
«Είσαι πράγματι, όπως σου έγραψα και στο μήνυμα, το τελευταίο πράγμα που περίμενα από σένα ήταν να συμμετάσχεις στο αν ήμουν.»
«Την σφιχτοκωλίαση την έχω ξεπεράσει από τα παιδικάτα μου, έτσουξε Θανάση μου, ειδικά στην αρχή, αλλά πολύ το διασκέδασα!»
«Είσαι gay?» τον ρώτησα μην μπορώντας να κρύψω μια ελαφριά απογοήτευση στη φωνή μου. Στο profile του δεν είχε δηλώσει orientation.
«Λαχταρούσες να τρυγήσεις το άγουρο κορμί μου, Μαριλίζα;» με ρώτησε συνεχίζοντας ακάθεκτος το δούλεμα.
«Άγουρο ήταν όταν ήσουν σφιχτοκώλης» τον πείραξα από τη μεριά μου κάνοντάς τον να γελάσει.
«Touché, αλλά δεν απάντησες.»
«Όχι, εντάξει. Περί ορέξεως…»
«Όσον αφορά τα γούστα του καθενός, σίγουρα! Τούτου λεχθέντος, πάλι δεν απάντησες.»
«Δεν είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου να σε ξεζουμίσω, αν αυτό με ρωτάς.»
«Τότε προς τι η απογοήτευση;»
«Ουφ, δύσκολα μου βάζεις. Τι θέλεις να σου πω;»
«Τα ίδια λένε και οι φοιτητές μου. Τέλος πάντων, θα σε βγάλω από τη δύσκολη θέση… ή ίσως σε βάλω σε ακόμα πιο δύσκολη» είπε, μειδιώντας και πάλι, και συνέχισε: «Δεν είμαι gay αλλά μου αρέσει να πειραματίζομαι, η απολεσμένη μου σφιχτοκωλίαση αποτέλεσμα πειραματισμού ήταν. Δε θα το έλεγα άσχημη εμπειρία, και η αλήθεια είναι ότι το επανέλαβα δυο-τρεις φορές ακόμα και επιβεβαίωσα δύο πράγματα, πρώτον, προτιμώ να τον δίνω από το να τον παίρνω και δεύτερον, προτιμώ τα κοριτσάκια από τα αγοράκια.»
«Καθηγητής είσαι;»
«Μεταξύ άλλων είμαι και αυτό. Εσύ με τι βιοπορίζεσαι, αν επιτρέπεται;»
«Σε τηλεφωνικό κέντρο, υποστήριξη πελατών.»
«Έχεις ρεπό σήμερα;»
«Όχι, δεν δουλεύω Κυριακές.»
«Και με μια μακαρονάδα θα τη βγάλεις;»
«Δεν έχω και υλικά για κάτι άλλο. Αμέλησα να πάω για ψώνια τις προηγούμενες μέρες, είναι η αλήθεια,  και χθες ίσα που πρόλαβα ανοιχτό το super market.»
«Γιατί δεν παραγγέλνεις τίποτε απ’ έξω;»
«Γιατί το έχω παρακάνει τις τελευταίες μέρες με το delivery και δεν ήθελα και σήμερα. Αλήθεια, εσύ τι θα φας;»
«Delivery, έχω να βαθμολογήσω γραπτά και δεν είμαι για πολύπλοκες μαγειρικές.»
«Μαγειρεύεις;»
«Μεταξύ άλλων!» μου απάντησε με αυτό το αιώνιο smirk.
«Και τι λες να φας;»
«Σκόπευα να φάω καμιά σαλάτα αλλά ζήλεψα που είπες για μακαρονάδα οπότε θα φάω κι εγώ.»
«Τι να πω, είμαι μοιραία γυναίκα, δεν είσαι ο πρώτος άνδρας που παρασέρνω» θέλησα να τον πειράξω.
«Μ’ αρέσεις! Όπως έλεγε και ο Oscar Wilde “Οι γυναίκες πρέπει να έχουν παρελθόν και οι άντρες μέλλον”.»
«Σεξιστικό!»
“Be that as it may…”
«Αλήθεια, δε μου είπες, τι καθηγητής είσαι;»
«Καλός, θέλω να πιστεύω!»
«Έλα, μη με πειράζεις!»
«Θεωρία αυτομάτων.»
«Ρομποτική;»
«Όχι τέτοιου είδους αυτόματα, τα αυτόματα στα οποία αναφέρομαι είναι μαθηματικά αντικείμενα ή, αν θες, θεωρητικές μηχανές.»
«Μαθηματικός είσαι;»
«Όχι, απλά η θεωρία υπολογισμού είναι τομέας και των μαθηματικών και της επιστήμης υπολογιστών, τα μαθήματα που διδάσκω είναι αλγόριθμοι, υπολογισιμότητα και πολυπλοκότητα.»
«Τρία μαθήματα;»
«Δυο, το πρώτο είναι αλγόριθμοι και πολυπλοκότητα και το δεύτερο υπολογισιμότητα και πολυπλοκότητα. Το πρώτο είναι πιο τεχνικό και, στο προπτυχιακό τουλάχιστον μάθημα, δίνει βάρος κυρίως σε θέματα επιστήμης υπολογιστών. Το δεύτερο είναι πιο θεωρητικό.»
«Και τι έχεις να διορθώσεις;»
«Την πρόοδο στους αλγορίθμους.»
«Δεν κάνουν τις διορθώσεις οι βοηθοί σου;»
«Όχι στα μαθήματα που διδάσκω, εκτός και αν μου συμβεί κάτι απρόοπτο και δεν είμαι σε θέση. Εσύ έχεις σπουδάσει;»
«Ναι, κοινωνιολογία.»
«Και πώς βρέθηκες σε call center?»
«Part time ξεκίνησα, για να βγάζω τα έξοδά μου, αλλά τελικά μου άρεσε η δουλειά και συνέχισα και μετά το πτυχίο και η εταιρία στην οποία εργάζομαι εκτίμησε τις ικανότητές μου και τώρα είμαι team leader. Δε μιλάω πλέον πολύ συχνά με πελάτες παρά μόνο σε ζόρικες περιπτώσεις και η αλήθεια είναι ότι μου λείπει ώρες-ώρες.»
«Φέρε μου τον υπεύθυνό σου, κι έτσι;»
«Ναι, κάπως έτσι. Μου έχουν πει ότι έχω soothing voice και η αλήθεια είναι ότι είμαι αρκετά σκληρόπετση και μπορώ να μείνω ψύχραιμη ακόμα και όταν ο άλλος κατεβάζει χριστούς και παναγίες.»
«Για το δεύτερο δεν ξέρω αλλά όντως έχεις όμορφη φωνή.»
«Σ’ ευχαριστώ» του απάντησα χαρίζοντάς του το χαμόγελο της Colgate.
«Λοιπόν, χάρηκα πολύ που μιλήσαμε αλλά πρέπει να κάνω την ανάγκη φιλοτιμία και να ξεκινήσω τη διόρθωση των γραπτών.»
«Καλό κουράγιο και μην ξεχαστείς και μείνεις νηστικός!»
«Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Αν φάω θα βαρύνω και αν είμαι νηστικός… δε θα πάει καλά για τους φοιτητές» μου είπε χαμογελώντας. «Μπορεί να φάω κανένα τοστάκι και να παραγγείλω όταν τελειώνω, δεν ξέρω!»
«Κι εγώ χάρηκα που μιλήσαμε. Και αν το απόγευμα δεν έχεις να κάνεις τίποτα, ρίξε καμιά φωνή» του πέταξα.
“Sure, why not?” μου είπε χαμογελώντας και πάλι αδιόρατα. “See you later alligator.”
«Ορίστε;»
“You are supposed to answer after ‘while crocodile.”
“After ‘while crocodile” του απάντησα κι εγώ χαμογελαστή και κάπου εκεί κλείσαμε.

Κοίταξα το ρολόι μου και σφύριξα, με την πάρλα είχε πάει μεσημέρι. Έκλεισα το laptop και πήγα να ετοιμάσω τη μακαρονάδα. Άσπρη σάλτσα μου είχε προτείνει, άσπρη σάλτσα έκανα, με κρέμα γάλακτος, bacon, μανιτάρια και τέσσερα τριμμένα τυριά και rigatoni αντί spaghetti. Όταν τελείωσα το φαγητό πήγα στο καθιστικό και άναψα την τηλεόραση για να χαζέψω και εκεί με πήρε ο ύπνος. Σηκώθηκα δύο ολόκληρες ώρες αργότερα προσπαθώντας να καταλάβω ποια είμαι, που είμαι και γιατί είμαι. Σήμερα είχε λιακάδα οπότε μιας και δε χρειαζόταν να περιμένω το νερό να ζεστάνει, πήγα να κάνω ένα γρήγορο ντουζ για να ξυπνήσω.

Πριν δύο εβδομάδες μου είχε έρθει και είχα κόψει κοντά τα μαλλιά μου, που τότε έφταναν μέχρι τους ώμους μου, και η αλήθεια είναι ότι μου πήγαινε πολύ. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και έδωσα ακόμα μια φορά στον εαυτό μου συγχαρητήρια για την επιλογή μου. Μου αρέσει η εμφάνισή μου, αν και θα προτιμούσα να μην υπήρχε το ελαφρύ μου κιλουμπίνι και όσο και αν -και με εξαίρεση τις τελευταίες μέρες- πρόσεχα και τη διατροφή μου και έκανα και γυμναστική, δεν έλεγε να εξαφανιστεί. Τι τα θες, δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα δικά μας. Κατά τα άλλα είμαι μινιόν, 1,54 για την ακρίβεια, καστανομάλλα και καστανομάτα, με κανονικές αναλογίες και ελαφρώς μεγαλούτσικο για το μπόι μου στήθος. Έτριψα και πάλι το κιλουμπίνι μου και σφίγγοντας τα δόντια πήγα να ζυγιστώ, κάτι που είχα αποφύγει επιμελώς τις τελευταίες μέρες. Σε αντίθεση με τους φόβους μου, η ζυγαριά με έδειξε 48, οι κραιπάλες μου μού είχαν στοιχήσει μόλις ένα κιλό.

Ούτε του παππά!

Άνοιξα το νερό και, όταν πήρε τη θερμοκρασία που επιθυμούσα, χώθηκα κάτω από το ντους και το άφησα να τρέξει καυτό πάνω μου για πάνω από ένα δεκάλεπτο, πριν ξεκινήσω πρώτα το λούσιμο και μετά το υπόλοιπο σώμα. Όταν τελείωσα πήγα στο σαλόνι να κάτσω αλλά δεν είχα όρεξη για τηλεόραση οπότε άνοιξα το Spotify στο tablet μου και αφού το έβαλα να παίζει μουσική, πήρα να συνεχίσω το βιβλίο που είχα ξεκινήσει εδώ και μερικές μέρες. Από βιβλία άλλο τίποτα, μου αρέσει πολύ το διάβασμα και, από την παιδική μου ηλικία κιόλας, δε θυμάμαι περίοδο στη ζωή μου που να μην είχα τουλάχιστον ένα βιβλίο που να διαβάζω έχοντας στην ουρά και το επόμενο.

Παρά το γεγονός ότι η κατεύθυνση που είχα ακολουθήσει ήταν η εγκληματολογία δε μου άρεσαν τα αστυνομικά, προτιμούσα κλασσική λογοτεχνία και αυτό τον καιρό είχα ξεκινήσει το Asian saga του Clavel, ξεκινώντας με το Shōgun, το οποίο ομολογώ με είχε συνεπάρει. Μ’ αρέσει που θεωρούν το Game of Thrones τίγκα στην ίντριγκα και στη μηχανορραφία, μπροστά στο Shōgun μοιάζει με φτηνό φωτορομάντζο. Και ναι, τα έχω διαβάσει και τα πέντε βιβλία της σειράς, αν και η αλήθεια είναι ότι κάπου παραιτήθηκα να περιμένω το έκτο, για να μην αναφέρω το έβδομο.

Είχα απορροφηθεί στη ανάγνωση του βιβλίου όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου, ήταν ο Μιχάλης, φίλος, crush, και περιστασιακό fuck buddy, μπορεί να μη μου είχε έρθει καλά ο χωρισμός μου πριν ένα χρόνο αλλά δεν είχα αποφασίσει να το κλείσω το μαγαζί στα 25 μου. Τον είχα γνωρίσει στο FetLife, είχα γραφτεί περίπου τον ίδιο καιρό που είχα γραφτεί και στο forum και μου άρεσε πολύ ο τρόπος που με είχε προσεγγίσει. Σαραντάρης του λόγου του, φοβερά εξωστρεφής, πηδούσε ό,τι κινούνταν και είχε και φοβερά εξοπλισμένο playroom. Είχα κρασάρει μαζί του με τον που τον γνώρισα, μου άρεσε γιατί ήταν εξαιρετικά ντόμπρος και ήταν τόσο έξω καρδιά που δεν μπορούσες να τον γνωρίσεις και να μην τον συμπαθήσεις.

«Πού χάθηκες εσύ νεαρά;»
«Μπα μπα, με θυμήθηκες μεσιέ; Σου έλειψα;»
«Με όλους τους δυνατούς τρόπους αλλά δε σε πήρα για κοκό. Γουστάρεις το βράδυ να περάσω να σε πάρω να πιούμε καμιά μπυρίτσα;»
«Χμμμ… μου αρέσεις όταν μου κάνεις ανήθικες προτάσεις!»
«Προς το παρόν είναι ηθική, ηθικότατη! Τώρα βέβαια αν αργότερα έχουμε ορεξούλες… σου είπα, μου έχεις λείψει με όλους τους τρόπους!»
«Κατά τι ώρα λες;»
«Γύρω στις 21:00.»
«Και πού θα με πας;»
«Όπου λαχταρά η ψυχάρα σου.»
«Δεν έχω διάθεση για βαβούρα, πάμε κάπου ήσυχα. Δε μου λες, αντιπρόταση, έχεις όρεξη να έρθεις να κάτσουμε εδώ και να δούμε καμιά ταινία;»
«Netflix and chill, μικρή;»
«Μικρό είναι το μάτι σου!»
«Μόνο το μάτι μου» με τσίγκλησε με τη σειρά του. Είναι αρκούντως προικισμένος και ώρες-ώρες με ζόριζε, ειδικά όταν είχε όρεξη και με κοπάναγε σα να μην υπάρχει αύριο. «Δε μου λες, έχεις να φάμε τίποτα ή ξεροσφύρι;»
«Έφτιαξα μακαρόνια το μεσημέρι, μη μου ανησυχείς, δε θα σε αφήσω νηστικό!»
«Sold! Μπύρες έχεις ή να φέρω;»
«Όχι, η τελευταία πήγε υπέρ πίστεως το μεσημέρι.»
«Νema problema! Θα φέρω εγώ.»
«Το 21:00 εξακολουθεί να ισχύει;»
«Στις 20:00 θα βάλω τη μικρή στο ΚΤΕΛ, οπότε… ναι κάπου εκεί». Μικρή ήταν μια ημι-μόνιμη πιτσιρίκα που είχε, Πατρινιά, και του λόγου του την είχε δαγκώσει γερά τη λαμαρίνα, οπότε σπάνια τον έβρισκες ΣΚ ελεύθερο.
«Καλά έλα όποτε σε βολεύει, έτσι κι αλλιώς σπίτι θα είμαι.»
«Οκ μαγδάλω μου, τα λέμε το βραδάκι.»

Δεν ήμουν σίγουρη ότι είχα διάθεση να βγάλω τα μάτια μου σήμερα αλλά βλέποντας και κάνοντας. Την τελευταία φορά που είχαμε βρεθεί είχα πάει σπίτι του και το πρωί δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου, μου είχε δώσει και το είχα καταλάβει, πονούσα σε όλο μου το σώμα. Ψεύτρα μην είμαι, το είχα ευχαριστηθεί αλλά ώρες-ώρες δεν ήταν πήδημα αυτό, ανασκολοπισμός ήταν. Ή έστω κάτι σε ανασκολοπισμό, μικροκαμωμένη εγώ, μεγαλόσωμος και προικισμένος του λόγου του, κωλαράκι μόνο με δάχτυλο όσο τον αφορούσε. Ουφ και αυτό μου είχε λείψει, το παραδέχομαι, αλλά όχι με το Μιχάλη, οπωσδήποτε όχι με το Μιχάλη!

Γύρω στις 19:00 έλαβα μήνυμα στο Skype, ήταν από τον Αριστοτέλη. Αρίστο, διόρθωσα τον εαυτό μου.

«Καλησπέρα, τι κάνεις; Έχεις όρεξη για πάρλα;»
«Αμέ, γιατί όχι;» του απάντησα και αμ έπος αμ έργο, σχεδόν αμέσως μετά έλαβα βιντεοκλήση.
«Καλώς τον» του είπα. «Πώς πήγε η διόρθωση;»
«Παραδόξως καλά, δεν διάβασα πολλές κοτσάνες!»
«Έφαγες;»
«Ναι, εδώ και ώρα. Είχα βγάλει βόλτα και το κορίτσι μου γιατί η αλήθεια είναι ότι τις δυο τελευταίες μέρες δεν την είχα βγάλει έξω και μου γκρίνιαζε. Πριν προλάβω να ρωτήσω τα τι και πως εμφανίστηκε δίπλα του ένα το κεφάλι ενός σκυλιού που άρχισε να τον γλείφει στο πρόσωπο. «Sadie, άσε το μπαμπά ήσυχο, μιλάει στο τηλέφωνο» τη μάλωσε τρυφερά κάνοντάς με να χαμογελάσω.
«Κούκλα είναι, μπορείς να μου τη δείξεις όλη;»
«Αμέ!» μου είπε και γύρισε την κάμερα και είδα για πρώτη φορά τη Sadie σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Ήταν τεράστια!
«Καλέ, τι σκυλί είναι αυτό;»
«Καυκάσια! Πού να δεις τον αδερφό της, το Μπαρτ! Αυτός και αν είναι γίγαντας, ο Κώστας, ο φίλος που μου έδωσε τη Sadie, είπε ότι έχει φτάσει 110 κιλά!»
«Ο χριστός και η παναγία! Η Sadie πόσο είναι;»
«Ενενήντα, ζωή να έχει το τερατάκι μου.»
«Ο χριστός και η παναγία, δις!»
«Ναι, είναι κομμάτι μεγαλόσωμη ράτσα! Sadie, άσε κάτω τα παπούτσια του μπαμπά!» τη μάλωσε και πάλι.
«Σου τρώει τα παπούτσια;» τον ρώτησα γελώντας.
«Όταν ήταν κουτάβι δε μου είχε αφήσει παπούτσι για παπούτσι και παντόφλα για παντόφλα. Τώρα όχι δεν τα τρώει, αλλά μου τα γεμίζει σάλια το σίχαμα!  Sadie, τι είπα εγώ; Α, ναι και οι έτεροι καππαδόκηδες» είπε και στην οθόνη εμφανίστηκε μια γάτα που άρχισε να του τρίβεται στο πρόσωπο.
«Έχεις και γάτες;»
«Ναι, δύο αδερφάκια, τη Sunny και τον Charlie. Η Sunny είναι αυτή που με παρενοχλεί και ο Charlie αυτή τη στιγμή προσπαθεί να πιάσει την ουρά της Sadie.»
«Και τα πάνε καλά ο σκύλος με τις γάτες;»
«Ναι, έχουν μεγαλώσει άλλωστε μαζί. Είχα δεν είχα ένα μήνα τη Sadie, και την πήρα 45 ημερών, όταν τα βρήκα τα φουκαριάρικα παρατημένα στο δρόμο. Δε μου έκανε καρδιά να τα αφήσω εκεί, οπότε τα περιμάζεψα. Τι τα θες, μαγκούφης είμαι, έχω και την παρέα τους.»
«Μόνος σου ζεις;»
«Αν εξαιρέσεις την, όχι ακριβώς, αγία τριάδα, ναι.»
«Γιατί μαγκούφης, αν επιτρέπεται;»
«Από επιλογή» είπε χωρίς να δώσει συνέχεια και δεν επέμεινα.
«Και τώρα που γύρισες από τη βόλτα σου τι θα κάνεις;»
«Περιμένω να έρθει ένα φιλικό μου ζευγάρι με την κόρη τους για barbeque.»
«Και μακαρονάδα και barbeque, βρε αθεόφοβε;»
«Τελικά δεν έφαγα μακαρονάδα, αρκέστηκα στα τοστ. Τι έχει το δικό σου πρόγραμμα;»
«Περιμένω ένα φίλο να έρθει γύρω στις 21:00, λέμε να δούμε καμιά ταινία. Έχεις να προτείνεις κάποια;»
«Πολλές, τι είδος θα προτιμούσατε;»
«Κάτι χαλαρό μωρέ, Κυριακή βράδυ είναι.»
«Χμμμ, σε αυτή την περίπτωση δείτε καμιά κωμωδία ή κάτι τέτοιο.»
«Έχεις να προτείνεις καμία;»
«Έχω, αν και δεν είναι ακριβώς κωμωδία. Βλέπεται πολύ ευχάριστα, πάντως, εμένα με είχε αφήσει με το χαμόγελο στα χείλη.»
«Την έχει το Netflix?»
«Δε νομίζω, εγώ στο Streamio την είχα δει. The quartet είναι ο τίτλος της.»
«Τι είναι το Streamio?»
«Google it, τεμπελχανού!»
«Ουφ!»
«Αν δώσεις σε κάποιον ψάρι θα τον ταΐσεις μια μέρα, αν τον μάθεις να ψαρεύει θα τον ταΐσεις για μια ζωή!»

Η κουβεντούλα ήταν τόσο όμορφη που ούτε που κατάλαβα πότε πήγε οχτώ, και ούτε που θα το είχα καταλάβει αν δε την διέκοπτε ο ίδιος καθότι είχαν έρθει οι μουσαφιραίοι του. Τον έκλεισα με βαριά καρδιά αλλά σάμπως θα μπορούσα να κάνω κι αλλιώς; Παρόλο που δεν είχαμε πει τίποτα το ουσιαστικό, η όλη του παρουσία με είχε γοητεύσει, μου άρεσε να ακούω τη φωνή του και να βλέπω το χαμογελαστό του πρόσωπο. Σε αντίθεση με τη φαινομενική σκληράδα των γραπτών του στο φόρουμ, η πατρική τρυφερότητα με την οποία συμπεριφερόταν στα κατοικίδιά του με είχε κάνει να λιώσω, για να μην αναφέρω το απίθανο χιούμορ του.

Ο Μιχάλης ήταν πιο αλέγκρο τύπος και αν και διέθετε και του λόγου του εξαιρετικό χιούμορ, ήταν διαφορετικής υφής. Το χιούμορ του Μιχάλη ήταν πιο slapstick, του Αρίστου ήταν πιο υπόγειο, πιο ειρωνικό, πιο κοφτερό. Θα έπρεπε να γνωρίσω τον ένα στον άλλο, με κάποιο τρόπο, ήμουν σίγουρη ότι μεταξύ τους θα είχαν απίθανη χημεία. Αναστέναξα και σηκώθηκα να πάω να αλλάξω εσώρουχα, μπορεί να μην είχα αποφασίσει ακόμα αν θέλω σεξ ή όχι αλλά των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.

Γύρισα στο σαλόνι και άνοιξα το laptop για να ψάξω για το Streamio. Το κατέβασα και το εγκατέστησα και έψαξα να βρω την ταινία. Τη βρήκα μεν αλλά δεν είχα τρόπο να την παίξω, κάτι πρέπει να έλειπε. Δεν ήθελα να τον διακόψω που είχαν έρθει οι φίλοι του αλλά δεν ήξερα και τι να ψάξω, οπότε του έστειλα ερώτηση.

«Συγνώμη που ενοχλώ. Έβαλα το πρόγραμμα και βρήκα την ταινία αλλά δεν μου βγάζει πηγές.»

Πήρα απάντηση μερικά λεπτά αργότερα.

«Ψάξε να βρεις το torrentio, google it, δε θα το βρεις με αναζήτηση μέσα από το streamio.»
«Το βρήκα, σε ευχαριστώ πολύ!»
«Δεν κάνει τίποτα, καλά να περάσετε!»

Έκανα αυτό που είπε και πράγματι, μετά την εγκατάσταση του add-on βρήκα διαθέσιμες πηγές.

Λίγο μετά τις 20:30, και μισή ώρα νωρίτερα από την αναμενόμενη ώρα, ήρθε και ο Μιχάλης. Του άνοιξα την πόρτα και όταν πέρασε μέσα και την έκλεισα με έσφιξε πάνω του και με φίλησε απαλά στα χείλη και του ανταπέδωσα με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό!

«Σιγά λυσσάρα!»
«Είμαι και φαίνομαι!»
«Είσαι αλλά δε φαίνεσαι!»
«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ! Τι κάνει η Αντιγόνη;»
«Καλά είναι, έχεις τα χαιρετίσματά της.»

Η Αντιγόνη ήξερε για μένα, όπως και για τα υπόλοιπα «ξενοπηδήματα» του, άλλωστε κι εκείνη έτσι είχε ξεκινήσει. Ο ίδιος δεν έκρυβε τίποτα από καμία, σε όποιαν άρεσε. Φανατικός εργένης μεν, είχε δαγκώσει γερά τη λαμαρίνα με την Αντιγόνη δε, Αντιγόνη η οποία μόλις είχε κλείσει τα 20. Τι να πεις, το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται. Και μεταξύ μας, δεν το λες και πουλί, το ανακόντα ταιριάζει περισσότερο σαν περιγραφή.

«Θες να φάμε πρώτα ή να ξεκινήσω την ταινία;»
«Κάτσε μωρή τον κώλο σου κάτω να πούμε καμιά κουβέντα!»
«Ουφ, εντάξει. Πάω να φέρω ποτήρια!» του είπα.
«Άντε να δούμε!» μου είπε και του έβγαλα τη γλώσσα. «Ακόμα εδώ είσαι μωρή μαγδάλω;» ρώτησε και μου έχωσε μια γερή στα καπούλια με τη χερούκλα του που μ’ έκανε να χοροπηδήσω… και όχι μόνο!
«Πάω, πετάω!» του είπα χαχανίζοντας και πήγα στην κουζίνα για να βάλω τις υπόλοιπες μπύρες στο ψυγείο και φυσικά για να πάρω ποτήρια.
«Πώς ήταν η μέρα σου;» με ρώτησε όταν γύρισα και αφού γέμισα τα ποτήρια.
«Αρκετά ενδιαφέρουσα. Σου είχα πει για τον τυπά στο φόρουμ που λατρεύω τα γραπτά του. Ε, σήμερα τον γνώρισα!»
«Ώπα, εδώ έχει ψωμί! Για λέγε, για λέγε!»
«Καλά, μη φανταστείς, δικτυακά. Το πρωί με τον καφέ που βαριόμουν τη ζωή μου μπήκα στο φόρουμ να χαζολογήσω και εκεί υπάρχει ένα topic-παιχνίδι, το “αν ήμουν”. Μην έχοντας τι να κάνω, έγραψα κάτι και απάντησε εκείνος! Παίξαμε για λίγη ώρα, μου βγήκε ο καφές από τη μύτη μια-δυο φορές, του το ανταπέδωσα και μου έστειλε μήνυμα λίγη ώρα αργότερα. Μιας και εγώ δεν έχω πολλά μηνύματα του είπα να μιλήσουμε μέσω Skype και… ναι, μιλήσαμε. Καμία σχέση με αυτό που φανταζόμουν!»
«Δηλαδή;»
«Στο είχα πει μωρέ, τον φανταζόμουν σαν αυστηρό καθηγητή. Που εδώ που τα λέμε είναι καθηγητής αλλά καμία σχέση. Γλυκούλης, μικροδείχνει και γενικά πέρασε πολύ ευχάριστα η ώρα. Και μιλήσαμε και γύρω στις 19:00 και πάλι πέρασε μια ώρα χωρίς να το καταλάβω!»
«Μωρή, εσύ την έχεις δαγκώσει τη λαμαρίνα!»
«Χαχαχα, λίγο μόνο. Ομολογώ ότι με είχε γοητεύσει ο τρόπος που γράφει και τώρα που τον είδα, έστω και σε βίντεο, ηράσθειν, που λες κι εσύ!»
«Θα αρχίσω να ζηλεύω τώρα!»
«Έτσι, για να δεις τη γλύκα!»
«Ζηλεύεις μωρή μαγδάλω;»
«Μόνο αν λες και άλλες έτσι!»
«Όχι βέβαια! Μόνο εσύ είσαι η μικρή μου μαγδάλω!»
«Να κοιμάμαι ήσυχη, δηλαδή!»
«Και η τύχη σου να εργάζεται υπερωρίες!»
«Σκεφτόμουν όταν κλείσαμε με τον Αρίστο, έτσι τον λένε, ότι οι δυο σας θα είχατε φοβερή χημεία!»
«Ορίστε, ακόμα δεν τον γνώρισε παρτούζες ονειρεύεται!»
«Ου να μου χαθείς, εκεί πήγε το μυαλό σου έκφυλε;»
«Τι να πεις, έχω οργιαστική φαντασία!»
«Μόνο φαντασία; Όργιο είσαι από μόνος σου. Και του λόγου του όργιο είναι, αν και με διαφορετικό τρόπο. Είμαι σίγουρη πως αν γνωριστείτε θα συμπαθήσετε αμέσως ο ένας τον άλλον. Είσαι και σχεδόν συνομήλικοι» τον πείραξα, «πενηντάρης είναι του λόγου του.»
«Θα σου μαυρίσω τον κώλο, γύναιο! Άκου συνομήλικοι! Μωρή το κοντέρ μου γράφει ακόμα 3 μπροστά!»
«Για μια εβδομάδα ακόμα, ή νομίζεις ότι ξέχασα ότι οσονούπω σαρανταρίζεις μεσιέ; Και άλλωστε, τι 30, τι 40 τι 50!»
«Θα σε δείρω μετά, τώρα πεινάω και νηστικός δε δέρνω!»
«Γορίλλα μου εσύ!» του είπα και δίνοντάς του ένα πεταχτό φιλάκι πήγα στην κουζίνα για να ζεστάνω το φαγητό. Πριν έρθει στο σπίτι ο Μιχάλης δεν ήμουν σίγουρη αν ήθελα αταξίες, τώρα μου ήρθαν ορεξούλες!

Φάγαμε και πιάσαμε να δούμε την ταινία η οποία αποδείχτηκε ότι ήταν εξαιρετική! Όχι, μπράβο του, να τα λέμε αυτά. Είχα γείρει στην αγκαλιά του Μιχάλη ο οποίος πότε-πότε αφηρημένα μου χάιδευε τα μαλλιά. Όταν τελείωσε η ταινία χαμογελούσαμε και οι δύο σαν κρετίνοι, η ταινία ήταν ευχάριστα συγκινητική.

Και εκεί του όρμισα και ο τσούλος μου κάθισε και, παρά το γεγονός ότι πηδιόταν όλο το Σαββατοκύριακο, είχε ακόμα δυνάμεις! Πήγαμε στο δωμάτιο και αφού γδυθήκαμε και χωρίς πολλά-πολλά γονάτισα και τον πήρα στο στόμα μου, κινδυνεύοντας για ακόμα μία φορά να πάθω κράμπα στο σαγόνι, ίσα που χωρούσε στο στόμα μου. Με σταμάτησε γρήγορα, με πήρε αγκαλιά και με πήγε στο κρεββάτι και αφού με ξάπλωσε, μου άνοιξε τα πόδια και μου ανταπέδωσε τη στοματική περιποίηση και, να τα λέμε αυτά, είναι μάστορας από τους λίγους στο είδος. Όταν με έκανε τελείως πύραυλο, έσκυψα ξανά για λίγο να τον πάρω στο στόμα μου, φόρεσε το προφυλακτικό του, με γύρισε να κάτσω στα τέσσερα και που σε πονεί και που σε σφάζει!

Και όχι και τίποτε άλλο αλλά είχε και αντοχές, π’ ανάθεμά τον, πρέπει να με κοπανούσε κανένα εικοσάλεπτο πισωκολλητά πριν με γυρίσει ανάσκελα, μου σηκώσει τα πόδια, και συνεχίσει να με κοπανάει ορθόδοξα και ιεραποστολικά και παρόλο που μετά δε θα μπορούσα και πάλι να πάρω τα πόδια μου, το διασκέδασα, ψεύτρα μην είμαι! Το κοπάνισμα συνεχίστηκε για ένα δεκάλεπτο ακόμα και όταν πήρε χαμπάρι ότι δεν πρόκειται να τελειώσω έτσι, μου ζήτησε το δονητή μου για να με παίξει, πράγμα που έγινε και μου έδωσε και κατάλαβα και πάλι, μωρέ αστεράκια είδα και αυτή τη φορά συνοδεύτηκαν από πολύ έντονο οργασμό.

Δεν ήθελα να τον αφήσω έτσι οπότε αφού έβγαλε το προφυλακτικό και πλύθηκε για να φύγει η μυρωδιά του …καμένου πλαστικού, τον πήρα στο στόμα μου και ήμουν τόσο ενθουσιασμένη εκείνη τη μέρα που κατάπια και από πάνω!

«Θα λιποθυμήσω!» μου είπε όταν συνειδητοποίησε ότι αυτή τη φορά δε θα χρειαζόταν να μου πει «Τι τα φτύνεις μωρή, κουκούτσια έχουν;»
«Με πέτυχες στις καλές μου, τι να πω!»
«Ε, πες το μου έτσι μωρή μαγδάλω! Κοίτα να δεις που θ’ αρχίσω να τραγουδάω “Λεβεντόπαιδο Αρίστο”. Μπράβο του, όχι, μπράβο του!»
«Α, εσύ το πήγες πολύ μακριά μεσιέ!»
«Είναι που δεν πιστεύω στις συμπτώσεις!»
«Σήμερα θα εκτελέσεις χρέη αρκούδου.»
«Μωρή άσε με να πάω σπίτι μου και έχω να ξυπνήσω πρωινιάτικα!»
«Αν φύγεις εσύ θα χάσεις σούπερ πρωινό ξύπνημα!»
«Χμμμ, είναι αυτό που νομίζω;»
«Κάτσε και θα το διαπιστώσεις. Και, άλλωστε, δες το και αλλιώς, σάμπως θα είναι το πρώτο σου walk of shame;»
«Συνήθως το προσφέρω, δε μου το σερβίρουν!»
«O tempora o mores! Σκάσε τώρα και πάρε με αγκαλίτσα!»
Και εκεί μέσα στην αρκουδίσια αγκαλιά του Μιχάλη με πήρε ο ύπνος με το μυαλό μου στον Αρίστο. 
Και το πρωί… ξανακατάπια, τον λόγο μου εγώ τον κρατάω! 

2. Ιστορία μου, αμαρτία μου

Καλά το λένε, αργία μήτηρ πάσης κακίας. Την Τετάρτη είχα την πρωινή βάρδια και γύρισα νωρίς. Έχοντας μαγειρέψει από την προηγούμενη μέρα δεν είχα και πολλά πράγματα να κάνω καθώς το φαγητό θα με έφτανε και για αύριο. Την Τρίτη, εκτός από το μαγείρεμα, με είχε πιάσει και η προκοπή μου και έκανα και γενική φασίνα, και κάπως έτσι βρέθηκα γύρω στις 18:00 να μην έχω τι να κάνω, καθώς βαριόμουν και να διαβάσω. Δεν είμαι, και ποτέ δεν ήμουν, ιδιαίτερα κοινωνική και η παρέα που είχα κάνει στο πανεπιστήμιο είχε σκορπίσει καθώς η Νάντια, που ήταν η κολλητή μου, είχε επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη ενώ ο Γρηγόρης, ο άλλος μου κολλητός, είχε πάει να συνεχίσει τις σπουδές του στο εξωτερικό.

Οι παρέες του Κώστα, του πρώην μου, είχαν γίνει και δικές μου παρέες, οπότε, όταν με χώρισε πριν ένα χρόνο, τις έχασα κι αυτές και, μεταξύ μας, ήταν και ένας από τους λόγους που μου είχε στοιχίσει τόσο πολύ ο χωρισμός μας. Ο κύριος, βέβαια, ήταν ότι ήμουν ερωτευμένη μαζί του ακόμα και μετά από τρία χρόνια σχέσης και το «Δεν πάει άλλο» μου ήρθε σαν κεραμίδα στο κεφάλι, κεφάλι που είχε αρχίσει να πλάθει σχέδια για το, όπως αποδείχτηκε, ανύπαρκτο κοινό μας μέλλον.

Όπως λέει και ο πατέρας μου «είναι μην σου λάχει, αν σου λάχει έλα χέσου». Τέλος πάντων, πέραν του Μιχάλη και κάποιων συναδέλφων, δεν είχα εκείνο τον καιρό κάποιον άλλον να βγω για καμιά μπύρα. Του λόγου του κάπου τσιλημπούρδιζε πάλι καθώς δε μου απάντησε στο μήνυμα που του έστειλα. Μίλησα λίγο με Νάντια στο messenger αλλά αυτό που ήθελα στην πραγματικότητα ήταν να βγω έξω.

Παίρνοντας απόφαση ότι για σήμερα θα έκανα τη Στέλλα Βιολάντη, άνοιξα το laptop και μπήκα στο community. Νέκρα. Μπήκα μετά και στο FetLife όπου και πάλι είχα νέα μηνύματα και αιτήματα φιλίας, που σχεδόν πάντα αγνοώ και όπως άρχισα να σβήνω, παραλίγο να σβήσω και το αίτημα φιλίας που μου είχε κάνει κατά τα φαινόμενα ο Αρίστος, και λέω κατά τα φαινόμενα, γιατί έλαβα μήνυμα από nickname που ήταν ίδιο με εκείνο που είχε στο community. Άνοιξα το προφίλ του, είχε μερικές φωτογραφίες από S/m μπιχλιμπίδια και κυρίως, καλλιτεχνικά άψογα οφείλω να ομολογήσω, γυναικεία γυμνά.

«Αρίστο, εσύ είσαι;» 
«Ναι, εγώ είμαι»

Έκανα accept και λίγη ώρα αργότερα μου ήρθε και νέο μήνυμα

«Και δεν ντρέπεσαι να παρενοχλείς ανυποψίαστες κορασίδες;»
«Αρχικά, δεν παρενοχλώ. Κατά δεύτερο, δεν σε έκοψα για ανυποψίαστη κορασίδα και, κατά τρίτον, με έχεις κόψει να είμαι από αυτούς που ντρέπονται;»
«Θες να μιλήσουμε στο Skype? Βαριέμαι να γράφω!»
«Ευχαρίστως αλλά δώσε μου μερικά λεπτά, μόλις βγήκα από το ντους.»
«Αυτά κάνεις; Στέλνεις αιτήματα φιλίας από το ντους;» πήγα να τον πειράξω.
«Το αίτημα στο έστειλα χθες το βράδυ»

Ένιωσα ξαφνικά άσχημα. «Παραπήρες θάρρος μαζί του» μάλωσα τον εαυτό μου. Αναστέναξα και κάθισα στον καναπέ φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας, περιμένοντας να μου στείλει νέο μήνυμα, αλλά μερικά λεπτά αργότερα απλά χτύπησε το Skype στο κινητό μου και τσακίστηκα να το σηκώσω για να του απαντήσω.

«Καλησπέρα…» ξεκίνησε να πει αλλά τον διέκοψα.
«Συγνώμη αν σε πείραξε αυτό που σου είπα» του είπα, ακόμα ταραγμένη. Ο φουκαράς, μην ξέροντας τι γινόταν μέσα στην ταραγμένη μου κεφάλα, με κοίταξε με απορία.
«Ποιος ήρθε;»
«Συγνώμη!»
«Για ποιο πράγμα βρε κορίτσι μου;»
«Που σου είπα ότι στέλνεις μηνύματα από το ντους.»
«Έλα Χριστέ και Παναγία. Σοβαρά τώρα;»
«Δεν… δεν σε πείραξε;»
«Για όνομα… Ρε συ, προχθές μου έλεγες άλλα και άλλα, αυτό θα με πείραζε;»
«Ουφ, εντάξει. Μη με συνερίζεσαι μωρέ, είναι λίγο περίεργη η μέρα.»
«Συνέβη κάτι; Θες να μου μιλήσεις;»
«Όχι, δε θέλω να σε κουράζω με τα δικά μου!»
«Δεν το βλέπω καθόλου έτσι, μου αρέσει να ακούω, γενικά το προτιμάω από το να μιλάω.»
«Σ’ ευχαριστώ! Δεν συνέβη κάτι μωρέ, απλά έχω τις κλειστές μου. Ή μάλλον έχω τις ανοιχτές μου, θέλω να βγω έξω και δεν έχω κανέναν» του είπα και συνέχισα εξηγώντας του αυτά που σκεφτόμουν πριν λίγη ώρα.
«Ναι, I can relate to that, το ξέχασες; Σε μαγκούφη μιλάς!»
«Κατ’ επιλογή, όμως, έτσι είπες προχθές.»
«Επέλεξα να είμαι και να ζω μόνος, όχι να γίνω αρσενική Στέλα Βιολάντη» μου είπε και έβαλα τα γέλια. «Γιατί γελάς;»
«Γιατί αυτό σκεφτόμουν πριν λίγη ώρα, ότι σήμερα θα κάνω τη Στέλα Βιολάντη.»
«Τότε έχω εναλλακτική, έχεις όρεξη να βγούμε για ποτό;» με ρώτησε και παραλίγο να πεταχτώ και να αρχίσω να χορεύω σαν Ινδιάνα. Αν ήθελα λέει;
«Αμέ, πολύ! Πού λες να πάμε;»
«Εξαρτάται, πού μένεις αν επιτρέπεται;»
«Κάτω Χαλάνδρι.»
«Ωραία, μπορώ να έρθω Χαλάνδρι, ξέρω ένα ωραίο μπαράκι χαμηλά στην Αγίου Γεωργίου.»
«Ναι, γιατί όχι; Δεν μένω μακριά από εκεί. Να δώσουμε ραντεβού στον Άγιο Νικόλα;»
«Να δώσουμε. Να πούμε γύρω στις 21:00;»
«Μπορείς νωρίτερα; Πρέπει να ξυπνάω από τις 07:00 αυτές τις μέρες.»
«Ωραία, να πούμε στις 20:00 τότε.»
«Μια χαρά.»
«Θα πρέπει να σε αφήσω τότε για να προλάβω, έχω να βγάλω βόλτα και τη Sadie.»
«Εντάξει, τα λέμε λοιπόν στις 20:00! Καλή βόλτα!»
«Χαχαχα, ευχαριστώ» μου είπε και κλείσαμε το τηλέφωνο.

Πετάχτηκα από τον καναπέ, στον οποίο είχα στρογγυλοκάτσει, και πήγα και γέμισα τη μπανιέρα με νερό για να κάνω ένα ζεστό μπάνιο, παρά το γεγονός ότι είχα κάνει ντους με το που είχα μπει σπίτι. Χώθηκα μέσα στο σχεδόν καυτό νερό και ένιωσα να λιώνω. Είχα πολλή ώρα στη διάθεσή μου και το κέντρο του Χαλανδρίου δεν είναι ούτε καν πέντε-δέκα λεπτά περπάτημα από το σπίτι μου, οπότε έκανα το μπάνιο μου και ετοιμάστηκα με την ησυχία μου. Προβληματίστηκα λιγάκι στο τι θα φορέσω, από τη μία ήθελα να του αρέσω αλλά από την άλλη δεν ήθελα να ντυθώ και προκλητικά. Αποφάσισα τελικά να φορέσω μια μακρυμάνικη λεπτή μπλούζα και υφασμάτινο παντελόνι που τόνιζαν με διακριτικό τρόπο τις καμπύλες μου.

Έφυγα από το σπίτι στις 19:50 και λίγο πριν τις 20:00 ήμουν στον Άγιο Νικόλα. Η αλήθεια είναι ότι ένιωθα πεταλουδίτσες στο στομάχι. «Μην κάνεις σαν ερωτοχτυπημένη δεκαπεντάχρονη» μάλωσα τον εαυτό μου. Δε μου αρέσει να καλλιεργώ προσδοκίες γιατί έχω πολλάκις διαπιστώσει ότι το γκρέμισμά τους είναι …ηχηρό, αλλά μερικές φορές είναι απλά αδύνατο να μη γεννηθούν από μόνες τους οι ριμάδες. Είδα κάποιον να με πλησιάζει και τον αναγνώρισα και, το παραδέχομαι, η καρδιά μου έκανε κάμποσες κωλοτούμπες. Από κοντά ήταν ακόμα πιο γλυκούλης απ’ ότι φαινόταν στο Skype.

«Καλησπέρα» μου είπε χαμογελαστός και μου έδωσε το χέρι του.
«Καλησπέρα και σε σένα» του απάντησα χαρίζοντάς του ένα από τα πιο λαμπερά μου χαμόγελα και σφίγγοντας του το χέρι.
«Λοιπόν, πάμε;» μου είπε προτείνοντάς μου το χέρι του για να με πάρει αγκαζέ, και για τρελούς ψάχνετε; Πρέπει να χαμογελούσα σαν βλαμμένο σε όλη τη διαδρομή, ο ίδιος δεν το σχολίασε αλλά ήταν φανερό ότι η αντίδρασή μου τον διασκέδαζε. «Ωραία» είπα μέσα μου, «καλά που δεν ήθελες να καρφωθείς, όργιο, ε όργιο!»
«Πώς ήταν η μέρα σου;»
«Ήσυχη σε γενικές γραμμές, η δική σου;»
«Μέχρι και πριν λίγες ώρες τίποτα το αξιοσημείωτο, το απόγευμα ωστόσο υπήρξε σαφής βελτίωση.»
«Με κάνεις και κοκκινίζω!»
«Πού να δεις στις καλές μου» μου πέταξε τη σπόντα και εκεί κοκκίνισα στ’ αλήθεια.

Το μπαράκι που έλεγε ήταν πολύ κοντά, κοίτα να δεις υπήρχε κάτι τέτοιο στη γειτονιά μου και δεν το ήξερα! Ρουστίκ αισθητική, κήπος και ροκ μουσική, διαμαντάκι σκέτο. Ο καιρός ήταν αρκετά ζεστός για Γενάρη οπότε αποφασίσαμε να κάτσουμε έξω και εδώ που τα λέμε, είχε και τις σόμπες. Διαλέξαμε τραπέζι με καναπέ και κάτσαμε δίπλα ο ένας στον άλλον.

«Για πες» ξεκίνησα αφού παραγγείλαμε τα ποτά μας, «πώς τα περάσατε προχθές; Ψήσατε;»
«Ναι, ψήσαμε» μου απάντησε χαμογελαστός. «Ψήσαμε, φάγαμε, ήπιαμε λίγο κρασάκι, η μικρή τους ξετρελάθηκε με τη Sadie και τα γατιά, all-in-all, μια ήσυχη, χαλαρή βραδιά. Εσείς πως τα περάσατε με τον φίλο σου προχθές; Είδατε την ταινία που σου πρότεινα;»
«Ναι, αυτή είδαμε, ήταν υπέροχη, δεν έχω λόγια να σ’ ευχαριστήσω!»
«Έλα βρε, σιγά. Χαίρομαι που σας άρεσε, ξέρεις δεν στην πρότεινα τυχαία. Τρυφερή, ευχάριστη, αισιόδοξη, με όμορφο τέλος, ό,τι πρέπει για ένα χαλαρό βράδυ με το φίλο ή τη φίλη σου.»
«Εχμ… ο Μιχάλης είναι φίλος μου, όχι ο φίλος μου» του εξήγησα καθώς δεν ήθελα να νομίζει ότι έχω σχέση και ο Αρίστος με κοίταξε εξεταστικά στα μάτια, και, δεν ξέρω γιατί, άρχισα να του λέω περισσότερα απ’ όσα σκόπευα. «Δηλαδή… όχι ακριβώς φίλος… ή μάλλον… φίλος και περιστασιακός fuck buddy» συνέχισα, χωρίς να ξέρω και εγώ η ίδια γιατί του το είπα.
«Μάλιστα» μου είπε μην μπορώντας να πνίξει ένα σιγανό γελάκι ενώ εγώ παρακαλούσα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. «Netflix and chill, φάση;» ρώτησε χωρίς να μπορέσει να πνίξει ακόμα ένα σιγανό γελάκι.
«Ναι, κάπως έτσι…» κατόρθωσα να ψελλίσω.
«Μάλιστα, μάλιστα» συνέχισε μειδιώντας ενώ εγώ και πάλι ήμουν σε φάση “άνοιξε πέτρα να κλειστώ”. «Έχεις πλάκα, πάντως, έχεις γίνει σαν παντζάρι!»
«Ε, βέβαια, σαδιστής είσαι, δε θα το διασκέδαζες;»
«Οι σαδιστές το διασκεδάζουν πολύ περισσότερο όταν προκαλούν οι ίδιοι το όποιου είδους discomfort, αλλά ομολογώ ότι να βλέπεις κάποιον να βράζει στο ζουμί του, έχοντας μάλιστα ανάψει ο ίδιος το μάτι, έχει την πλάκα του!»

Κοίταζα αμήχανη τα μπούτια μου ενώ παράλληλα ένιωθα το βλέμμα του να με διαπερνά. Και, πάει στο διάολο, το να του πω ότι ο Μιχάλης είναι απλά φίλος έχει μια βάση, γοητευμένη είμαι, ήθελα να του δείξω ότι είμαι διαθέσιμη. Το άλλο γιατί του το είπα; Για να του δείξω ότι είμαι περιπετειώδης; Απλά του το είχα ξεφουρνίσει χωρίς καν να το σκεφτώ και τώρα το λουζόμουν.

«Για πες μου λοιπόν για τον εντός εισαγωγικών φίλο σου.»
«Τι θες να σου πω;»
«Ό,τι θες. Πόσο καιρό γνωρίζεστε, πως γνωριστήκατε, τι άλλα πράγματα κάνετε εκτός από Netflix and chill… ό,τι θες». Με τα πολλά κατόρθωσα να υψώσω το βλέμμα μου και να τον κοιτάξω και εκείνος μου χαμογέλασε ενθαρρυντικά.
«Τον Μιχάλη τον γνώρισα στο FetLife. Ήταν περίπου κανένα τρίμηνο που είχα χωρίσει με τον Κώστα, θα σου πω μετά γι’ αυτόν, και μου την έδωσα και γράφτηκα. Η αλήθεια είναι ότι το forum το ξέρω κάμποσα χρόνια αλλά δεν ήθελα να γραφτώ, το παρακολουθούσα σαν επισκέπτρια, κυρίως τα νήματα με τις ιστορίες. Άρχισα να διαβάζω περισσότερο και γράφτηκα για να μπορώ να λαμβάνω alerts στα νήματα που με ενδιέφεραν. Το FetLife  το είχα ακουστά κι αυτό αλλά ήθελε εγγραφή οπότε δεν είχα μπει στον κόπο. Τέλος πάντων, όταν γράφτηκα στο ένα, γράφτηκα και στο άλλο. Δέχτηκα καταιγισμό από μηνύματα και αιτήματα φιλίας, βλέπεις είχα την ατυχή έμπνευση να ανεβάσω μια αρκετά προκλητική φωτογραφία, την οποία έσπευσα να κατεβάσω, αλλά ήταν αργά. Όπως και να έχει, ο Μιχάλης ήταν ένας από εκείνους που μου είχαν στείλει μήνυμα αλλά ήταν από τους ελάχιστους στους οποίους απάντησα. Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που με προσέγγισε και αρχίσαμε να μιλάμε στο Skype. Μου εξήγησε διάφορα πράγματα για το S/m, μου έδειξε φωτογραφίες και βίντεο από το play room του και όλα αυτά χωρίς ούτε μία φορά να μου κάνει νύξη να μπει στα βρακιά μου. Μεγάλος μπερμπάντης, χαβαλές και ντόμπρος, με γοήτευσε μέχρι που του ζήτησα εγώ να βγούμε να γνωριστούμε και από τότε κάνουμε πολλή παρέα, όταν δεν είναι χαμένος να κυνηγάει μικρούλες, τους έχει αδυναμία. Έχω γνωρίσει κάμποσες από αυτές, όλες ξέρουν για όλες, ο ίδιος έχει δηλώσει αμετανόητος εργένης, αν και η αλήθεια είναι ότι μια πιτσιρίκα από την Πάτρα, η Αντιγόνη, του έχει πάρει τα μυαλά εσχάτως. Ε, ένα βραδάκι που τα είχαμε τσούξει, αρκετά ώστε να λυθούν οι αναστολές μου αλλά σε καμία περίπτωση σε σημείο που δεν είχα έλεγχο του τι κάνω, του ρίχτηκα and the rest is history. Ο ίδιος είχε ξεκαθαρίσει ότι δε θέλει σχέσεις και εγώ ήμουν μετά το χωρισμό μου από τον Κώστα και με παρόμοια διάθεση, αλλά το κορίτσι θέλει και παιχνίδι» του είπα χαμογελώντας ντροπαλά.
«Αν επιτρέπεται, κάνετε μόνο σεξ ή έχετε δοκιμάσει και S/m παιχνίδι;»
«Κυρίως το πρώτο αλλά έχουμε παίξει και μαζί, όχι δηλαδή τίποτα τραβηγμένο, απαλό παιχνίδι με paddle, βίτσα, cane, flogger και κεριά. Έχει και whip αλλά δεν είχα ιδιαίτερη περιέργεια να το δοκιμάσω οπότε δεν το έχω δοκιμάσει. Έχουμε παίξει και με διάφορες παρτενέρ του αλλά συνήθως η συμμετοχή μου περιοριζόταν σε αυτή του θεατή, του αρέσει να δίνει παράσταση και εμένα μου αρέσει να βλέπω.»
«Θέλεις να μου πεις για τον Κώστα;»
«Ιστορία… ναι, γιατί όχι; Τον Κώστα τον γνώρισα περίπου πριν τέσσερα χρόνια, ήταν λίγο μετά τα 21 μου. Γνωριστήκαμε μέσω ενός κοινού γνωστού, δηλαδή σε μένα ήταν γνωστός, εκείνου ήταν οικογενειακός φίλος. Ο Κώστας τότε ήταν 30 και τον ερωτεύτηκα μέχρι τα μπούνια, σε σημείο που τρία χρόνια αργότερα είχα αρχίσει να πλάθω στο μυαλό μου σχέδια για το μέλλον. Όταν μου ανακοίνωσε -γιατί δε μου το ζήτησε- ότι θέλει να χωρίσουμε μου ήρθε κεραμίδα στο κεφάλι. Εννοώ πώς ήταν δυνατόν να μην είχα πάρει χαμπάρι τίποτα; Δεν σου έρχεται να χωρίσεις από τη μία μέρα στην άλλη μετά από τρία χρόνια σχέση, θα έπρεπε να έχω δει σημάδια αλλά ακόμα και τώρα, πραγματικά δεν είχα καταλάβει… ή ίσως δεν ήθελα να καταλάβω. Πόνεσε Αρίστο, πόνεσε πολύ, αλλά τι μπορούσα να κάνω; Από τη στιγμή που ο άλλος έχει αποφασίσει να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς εσένα το μόνο που έχει νόημα είναι να μαζέψεις τα κομμάτια σου και να προχωρήσεις μπροστά. Μια κουβέντα είναι, το ξέρω, η αυτολύπηση είναι σαν Σειρήνα που σε παρασέρνει στα βράχια μόνο που δεν είναι εκείνη που σε τρώει, όχι πραγματικά, τρως μόνη σου τις ίδιες σου τις σάρκες.»
«Μου άρεσε η αναλογία σου!»
«Σ’ ευχαριστώ!»
«Από τότε είσαι μόνη;»
«Ναι, σχεδόν ένα χρόνο. Στην αρχή όπως καταλαβαίνεις δεν είχα διάθεση για τίποτα, από το καβούκι μου άρχισα να βγαίνω αφού γνώρισα τον Μιχάλη και του το οφείλω σε μεγάλο βαθμό. Θέλω να πω ακόμα και αν ήμουν εγώ που έπρεπε να κάνω τα βήματα εκείνος ήταν εκεί να με κρατήσει.»
«Δεν ξέρω αν το έχεις καταλάβει αλλά μιλάς σαν ερωτευμένη» μου είπε και ένιωσα και πάλι το βλέμμα του να με διαπερνά.
«Ίσως να είμαι λίγο» ομολόγησα. «Δεν είναι friendzone πάντως, δεν ξέρω πως να το πω, δε με ενοχλεί στο παραμικρό που πηγαίνει με τη μία και με την άλλη και εδώ που τα λέμε, τσιμπημένη ή όχι, δεν είναι ακριβώς η ιδέα του συντρόφου που έχω στο μυαλό μου.»
«Μικρή δεν είσαι για να ψάχνεις για σύντροφο;»
«Μικρή… εικοσιπέντε είμαι. Ακόμα και αν τώρα δεν το έχω στην άμεση οπτική μου, θέλω κάποια στιγμή να κάνω οικογένεια, να έχω τον άνθρωπό μου.»
«Οι άνθρωποι δε μας ανήκουν» απάντησε ξερά. «Η βασική συνειδητοποίηση που όλοι πρέπει να κάνουμε κάποια στιγμή στη ζωή μας είναι ότι ο μόνος που πραγματικά μας ανήκει, ο μόνος με τον οποίον εγγυημένα θα μας χωρίσει ο θάνατος, είναι ο εαυτός μας. Όλοι οι υπόλοιποι μοιράζονται το χρόνο τους μαζί μας, ο χρόνος τους όμως δε μας ανήκει, είναι δικός τους, οι ίδιοι επιλέγουν πόσο θα μας δώσουν. Ο χρόνος είναι στην πραγματικότητα το μόνο συνάλλαγμα που έχουμε και έχει την ιδιαιτερότητα ότι ούτε ξέρεις πόσο σου μένει, ούτε μπορείς να το αυγατίσεις.»
«Και το D/s;»
«Το D/s τι;»
«Εννοώ η σκλάβα δεν ανήκει στον Αφέντη της;»
«Στην οπτική των μελών του συσχετισμού, ναι. Στη δική μου, όχι.»
«Τι εννοείς;»
«Το εν λόγω ανήκειν δεν έχει νομική υπόσταση. Ο Αφέντης έχει υφαρπάξει το χρόνο του σκλαβιού του.»
«Το έχει υφαρπάξει;»
«Δεν εννοώ ότι το έχει σφετεριστεί, το έχει πάρει με την ικανότητά του, το έχει επιβάλει με τρόπο που το σκλαβί δε μπορεί αλλιώς γιατί δε θέλει αλλιώς. Ωστόσο από τη στιγμή που ο καθένας έχει το δικαίωμα να περάσει την πόρτα της εξόδου, όσο εύκολο ή δύσκολο και αν είναι αυτό, καταλήγουμε στο αρχικό, ο χρόνος που παίρνεται από το σκλαβί ανήκει στο ίδιο, ασχέτως του πως αυτός ο χρόνος χρησιμοποιείται από τον Αφέντη/Αφέντρα για να τον εξυπηρετήσει με τον τρόπο που ο ίδιος/ίδια επιλέγει.»
«Δεν ξέρω» ομολόγησα. «Από τη μία μου κάνει νόημα αυτό που λες αλλά από την άλλη η Κυριαρχία αυτό δεν είναι; Η επιβολή της θέλησης του ενός έναντι στον άλλον;»
«Σαφώς αλλά η επιβολή αυτή δεν γίνεται με το πιστόλι στον κρόταφο. Ας στο θέσω αλλιώς, ποιο είναι το αγαπημένο σου φαγητό και ποιο αυτό που δεν τρως με τίποτα;»
«Γενικά τρώω όλα τα φαγητά αλλά ας πούμε δεν πετάω τη σκούφια μου για κουκιά.»
«Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι από τη μία έχεις μια λαχταριστή μακαρονάδα και από την άλλη νερόβραστα κουκιά. Κατά πόσον είναι πραγματικά επιλογή η μακαρονάδα;»
«Είναι!»
«Σαφώς, αλλού είναι η ουσία, ότι η επιλογή της μακαρονάδας πρακτικά είναι μονόδρομος. Ναι, έχεις την επιλογή να φας και κουκιά αλλά κατά πόσον είσαι διατεθειμένη να την κάνεις;»
«Ναι, καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις.»
«Με τον Μιχάλη τα έχετε συζητήσει ποτέ αυτά;»
«Όχι πιο βαθιά από την επεξήγηση όρων. Εκείνος δεν ενδιαφέρεται για D/s, όπως λέει ο ίδιος είναι Servicing Top.»
«Ξέρεις τι είναι αυτό;»
«Ναι, ξέρω, μου είχε εξηγήσει τους όρους.»
«Εσύ που θα κατέτασσες τον εαυτό σου;»
«Αυτό που δηλώνω και στο profile μου, bottom. Βασικά είμαι people pleaser, με κάνει και αισθάνομαι άβολα όταν δεν μπορώ να δώσω αυτό που μου ζητάνε, μου αρέσει να δίνομαι και επιβεβαίωσα ότι είμαι μαζοχίστρια σε ένα μικρό βαθμό.»
«Μαζοχίστρια ή παθητική αλγολάγνα; Δεν είναι το ίδιο.»
«Ναι, τα έχω διαβάσει τα εν λόγω νήματα. Παθητική αλγολάγνα θα έλεγα, είπα το μαζοχίστρια από συνήθεια. Εσύ είσαι σαδιστής;»
«Όχι με την έννοια του Σαδικού, που λένε στο forum. Πιο πολύ μου ταιριάζει το ενεργητικός αλγολάγνος.»
«Και γιατί δηλώνεις σαδιστής;»
«Γιατί το ενεργητικός αλγολάγνος δεν υπάρχει σαν status, οπότε επέλεξα την πιο κοντινή περιγραφή… σχεδόν δηλαδή.»
«Τι εννοείς;»
«Είμαι κάμποσο μαζοχιστής και όχι με την έννοια του παθητικού αλγολάγνου» μου εξομολογήθηκε αφήνοντάς με μέ το στόμα ανοιχτό.
«Ναι, αυτό δεν το καταλαβαίνω ακριβώς…» ομολόγησα με τη σειρά μου.
«Είναι μεγάλη κουβέντα, ίσως κάποια άλλη στιγμή» μου είπε και κατάλαβα ότι δεν ήθελε να ανοιχτεί περισσότερο επί του θέματος, οπότε δεν επέμεινα.
«Να σε ρωτήσω κάτι;»
«Είσαι ελεύθερη να ρωτήσεις ότι θέλεις αλλά επιφυλάσσομαι για το αν θα σου απαντήσω.»
«Δεκτό! Χαρακτήρισες τον εαυτό σου ως μαγκούφη…» είπα και το άφησα εκεί. Με κοίταξε χωρίς να μου απαντήσει και άφησα την πρόταση να αιωρείται για λίγο μέχρι που κατάλαβα ότι δεν πάτησε τη μπανανόφλουδα. «Είπες ότι ήταν επιλογή.»
«Ναι, το είπα.»
«Δική σου;» τον ρώτησα κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
«Όχι ακριβώς. Υπήρξα κάποτε παντρεμένος αλλά η πρώην σύζυγος ήθελε παιδιά και εγώ… δεν.»
«Κατάλαβα, δεν ήθελες, ε;»
«Ήθελα αλλά δεν μπορούσα, ούτε μπορώ. Είμαι στείρος.»
«Δεν…» ξεκίνησα να λέω και κόμπιασα. «Εννοώ…» προσπάθησα πάλι να ξεκινήσω αλλά σταμάτησα και πάλι.
«Προσπαθήσαμε, Μαριλίζα, δεν είναι ότι δεν προσπαθήσαμε. Πήγα σε γιατρούς, έκανα αγωγές, κάναμε σπερματέγχυση… τίποτα. Ήμουν γύρω στα σαράντα τότε ενώ η Χριστίνα ήταν στην ηλικία σου. Δεν ήθελε να υιοθετήσουμε, ούτε να πάμε σε τράπεζα σπέρματος, ήθελε να γεννήσει το δικό μου παιδί. Παραιτήθηκε, ή μάλλον προσπάθησε να παραιτηθεί, από το όνειρό της να γίνει μητέρα. Δεν την άφησα. Την αγαπούσα πολύ για να την αφήσω να κάνει αυτή τη θυσία για μένα. Μου στοίχησε… αλλά ξέρεις τι; Τώρα ζει ευτυχισμένη με το δεύτερο σύζυγό της και τις δυο της κορούλες και όσο και αν πόνεσα -και πόνεσα πολύ- ήταν η σωστή επιλογή. Από τότε έκανα περιστασιακές σχέσεις αλλά μέχρι τώρα δε βρέθηκε καμία να έχει αυτό το κάτι που είχε το Χριστινιώ μου.»
«Την αγαπάς ακόμα, ε;»
«Ποτέ δε σταμάτησα να την αγαπάω.»
Ασυναίσθητα το χέρι μου πήγε στο δικό του και τον χάιδεψα τρυφερά πριν καλά-καλά καταλάβω τι έκανα. Με κοίταξε χαμογελαστός και έσφιξε το χέρι μου, μου το χάιδεψε με τη σειρά του και στη συνέχεια το τράβηξε απαλά.
«Συγνώμη» του είπα κοιτάζοντας το πάτωμα.
«Γιατί ζητάς συγνώμη;»
«Έγινα αδιάκριτη.»
«Δεν έγινες αδιάκριτη και ούτε θύμωσα που έδειξες τρυφερότητα και συμπόνια, ίσα-ίσα.»
«Δεν ξέρω μωρέ Αρίστο, μου φαίνεσαι πολύ διαφορετικός από κοντά.»
«Με ποιο τρόπο;»
«Τα γραπτά σου βγάζουν μια σκληράδα… μια αυστηρότητα… δεν ξέρω πως να το πω. Από κοντά φαίνεσαι πιο ευαίσθητος… πιο ευάλωτος…»
«Πιο ανθρώπινος, είναι η λέξη που ψάχνεις. Μπορεί να είναι και έτσι, να μου βγαίνει το αυστηρό και το δασκαλίστικο όταν βρίσκομαι πίσω από μια οθόνη. Ούτε είμαι, ούτε το έπαιξα ποτέ, ο σούπερ γαμάω, δεν ψάχνω επιβεβαίωση της εικόνας μου στα μάτια τρίτων, πόσο μάλλον ανθρώπων που πολύ πιθανό δε θα με δουν ποτέ τους από κοντά. Είμαι αυτός που είμαι.»
«Δεν ήθελα να σε προσβάλω!»
«Και ούτε το έκανες. Παιδάκι μου σταμάτα να φοβάσαι και να ανησυχείς ότι με φέρνεις σε δύσκολη θέση.»
«Ναι, το κάνω αυτό, ώρες-ώρες πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό. Σου είπα, είμαι people pleaser και ανησυχώ συνεχώς πως μπορεί να μην κάνω κάτι καλά ή μπορεί να φέρω τον άλλο σε δύσκολη θέση.»
«Μου είπες ότι είσαι team leader σε call center, σωστά;»
«Σωστά.»
«Εκεί δεν μπορεί να μην σπας αυγά, αφενός φαντάζομαι θα υπάρχουν οι περιπτώσεις πελατών που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δε θα μπορούν να εξυπηρετηθούν άμεσα ή ακόμα και καθόλου, και από την άλλη είσαι και υπεύθυνη να διαχειριστείς μια ομάδα ανθρώπων. Τι κάνεις εκεί;»
«Η δουλειά είναι δουλειά, τη διαχωρίζω από την προσωπική μου ζωή και, αν εξαιρέσεις την κούραση της ημέρας, δεν την κουβαλώ μαζί μου στο σπίτι. Ξέρεις γιατί μου αρέσει η δουλειά μου; Γιατί έχει μετρήσιμους στόχους το οποίο ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία μου.»
«Υπάρχουν και μη μετρήσιμοι στόχοι;»
«Δεν υπάρχουν;»
«Αν δεν είναι μετρήσιμος, είναι στόχος ή κατεύθυνση;»
«Χμμμ, ένα δίκιο το έχεις.»
«Και η προσωπική ζωή; Εκεί χαιρετάνε οι στόχοι;»
«Είναι διαφορετικής φύσης.»
«Οι στόχοι είναι στόχοι, Μαριλίζα.»
«Έστω. Ωραία, όπως το έθεσες, εκεί προσπαθώ να ακολουθώ τις κατευθύνσεις που μου βάζω. Μπορεί να γίνει και στόχος, μπορεί να μείνει κατεύθυνση την οποία ακολουθώ. Αυτό δεν κάνουμε όλοι μας;»
«Όχι, για παράδειγμα στο D/s ένας είναι που βάζεις κατευθύνσεις και στόχους, ο άλλος ακολουθεί.»
«Ναι, είναι και αυτό.»
«Εσύ έχεις σκεφτεί τον εαυτό σου ως μέλος τέτοιου συσχετισμού;»
«Όχι, ή για να είμαι ακριβής, όχι στα σοβαρά. Είμαι δοτική και μου αρέσει να προσφέρω αλλά το D/s, όπως τουλάχιστον έχω καταλάβει, είναι άλλο πράγμα. Γιατί χαμογελάς;»
«Διαπιστώνω ότι είσαι φοβερά συγκροτημένη και μου αρέσουν οι άνθρωποι που ξέρουν τι θέλουν.»
«Σ’ ευχαριστώ» του απάντησα χαμογελαστή και συνέχισα. «Ναι, είμαι συγκροτημένη αλλά υπάρχουν και οι στιγμές που νιώθω ότι πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό.»
«Δε βαριέσαι, σε όλους μας υπάρχουν τέτοιες στιγμές. Άνθρωποι είμαστε, όχι Θεοί.»
«Δεν το λες και σε μερικούς στο φόρουμ;» του είπα και έβαλε τα γέλια.
«Άλλη όρεξη δεν είχα! Όπως έχεις δει αποφεύγω να μπλέκομαι σε συζητήσεις που δεν τραβάνε πουθενά και, στην τελική-τελική, όποιος νομίζει ότι είναι Θεός καλά κάνει και το νομίζει, ποιος είμαι εγώ που θα του πω αν κάνει καλά ή όχι; Καθένας πορεύεται σύμφωνα με τα περιεχόμενα του κεφαλιού του.»
«Αυτό ξαναπές το. Άσχετο, να πιούμε και δεύτερο ποτό;»
«Ναι, γιατί όχι» είπε και έκανε νόημα στη σερβιτόρα. «Τα ίδια;» με ρώτησε και όταν του έγνεψα καταφατικά παράγγειλε ξανά τα ίδια ποτά που είχαμε παραγγείλει όταν ήρθαμε.
«Λοιπόν, πολύ μου αρέσει αυτό το μπαράκι. Κοίτα να δεις που το είχα στα πόδια μου και δεν το γνώριζα. Αλήθεια, εσύ που μένεις αν επιτρέπεται;»
«Μακριά» μου απάντησε μονολεκτικά.
«Μακριά είναι και η Θεσσαλονίκη αλλά δε νομίζω να μένεις εκεί!»
«Όχι, η αλήθεια είναι ότι μένω αρκετά νοτιότερα.»
«Θα μου πεις ή θα με σκάσεις;»
«Μπα λύσσα κακιά!» είπε γελώντας. «Στην Ιπποκράτειο Πολιτεία μένω.»
«Αχ τι όμορφα! Είσαι κοντά στη λίμνη;»
«Κοντά είμαι.»
«Δεν έχω πάει ποτέ, την έχω δει σε φωτογραφίες αλλά δεν έχω πάει!»
«Αν δεν έχεις κανονίσει κάτι για το Σάββατο το μεσημέρι, έλα να σου κάνω το τραπέζι και θα δεις και τη λίμνη» μου πέταξε αφήνοντάς με πάλι εμβρόντητη.
«Σοβαρά μιλάς;» τον ρώτησα προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο ενώ το μυαλό μου δούλευε με χίλιες στροφές. Από τη μία ήθελα σαν τρελή να πάω και από την άλλη πού τον ήξερα για να πάω σπίτι του κιόλας;
«Για να σε γλυκάνω ακόμα περισσότερο, πέραν από το barbeque -και είμαι πολύ καλός ψήστης- θα γνωρίσεις και τη Sadie και τον Charlie και την Sunny. Α! και έχω και τηλεκατευθυνόμενα για να παίξουμε στη λίμνη!» μου είπε με σχεδόν παιδιάστικο ενθουσιασμό που μ’ έκανε να λιώσω.
«Ε, ποια θα μπορούσε να αρνηθεί τέτοια πρόταση;» του απάντησα χαρίζοντας του ένα αστραφτερό χαμόγελο.
«Ωραία, έκλεισε τότε! Δε μου λες, έχεις κάποια προτίμηση σε κρέας;»
«Όχι» του απάντησα διασκεδάζοντας αφάνταστα με τον ενθουσιασμό του. «Ό,τι αποφασίσει ο σεφ!»
«Ο σεφ τρώει τη μοσχαρίσια στο αίμα της.»
«Τρώγεται και αλλιώς η μοσχαρίσια;»
«Όσο πας ανεβαίνεις και πιο πολύ στην εκτίμησή μου!»
«Πολύ χαίρομαι» του απάντησα, αν μη τι άλλο, ειλικρινά!
«Θα σου στείλω και την πινέζα για να το βάλεις στο navigator του αυτοκινήτου σου.»
«Ναι, το φιατάκι μου δεν έχει τέτοια κόλπα, με το κινητό!»
«Δεν πιστεύω να οδηγάς με το κινητό στο χέρι;»
«Όχι-όχι, έχω ειδική βάση για το κινητό, απλά το αυτοκίνητό μου είναι παλιό για να έχει τέτοιου είδους κόλπα.»
«Δε βαριέσαι, και το δικό μου παλιό είναι.»
«Τι αυτοκίνητο έχεις;»
«Μια M5, μοντέλο του 1985. Την έκανα restore με τα ίδια μου τα χέρια αλλά δε βαριέσαι, παιδιά σκυλιά δεν έχω… ή τουλάχιστον δεν είχα όταν ασχολήθηκα μαζί της!»
«M5 τι;»
«BMW, M5. Την αγόρασα από ένα πρώην γείτονα που την είχε παρατημένη να σκουριάζει και την έβλεπα και μάτωνε η καρδιά μου. Φτιάχνοντας τη μπέμπα μου ξεπέρασα το χωρισμό μου με τη Χριστίνα οπότε όπως καταλαβαίνεις είμαι συναισθηματικά δεμένος μαζί της. Για τις καθημερινές μου μετακινήσεις έχω το C3 μου.»
«Παλιά BMW από παλιό Fiat έχουν μια διαφορά.»
«Πάντως σε διαβεβαιώ πως ούτε η μπέμπα μου είχε navigator!»
«Έχει όμως ένα κομμάτι της ψυχή σου. Εγώ από την άλλη δεν είμαι συναισθηματικά δεμένη με το σαραβαλάκι μου.»
«Δε βαριέσαι, ο καθένας έχει τις δικές του αδυναμίες!»
«Πάντως κατάλαβα ότι πιάνουν τα χέρια σου.»
«Ναι, δόξα τω Θεώ. Μ’ αρέσει να φτιάχνω πράγματα με τα ίδια μου τα χέρια, με ξεκουράζει και με χαλαρώνει.»
«Τι φτιάχνεις;»
«Διάφορα, κυρίως έπιπλα. Τη βιβλιοθήκη που έχω τώρα, για παράδειγμα, την έφτιαξα εγώ. Γενικά ανάλογα με τη διάθεση και τον ελεύθερο μου χρόνο, τώρα για να καταλάβεις τελειώνω το καινούργιο τραπέζι/πάγκο του κήπου και το έχω αρχίσει εδώ και μερικούς μήνες.»
«Θα το προλάβω;»
«Αυτό το Σάββατο όχι αλλά μην απελπίζεσαι, εμείς να είμαστε καλά!» μου είπε και μου έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι.

Συνεχίσαμε την κουβέντα μέχρι που πήγε έντεκα. Υπήρχε καλή χημεία μεταξύ μας και από το διακριτικό του φλερτ και τη γλώσσα του σώματος του, και είμαι πολύ καλή στο να τη διαβάζω -και αυτός είναι και ένας από τους λόγους που πραγματικά μου είχε έρθει κεραμίδα στο κεφάλι με τον Κώστα, ότι δεν είχα καταλάβει τίποτα!- κατάλαβα ότι του άρεσα και η αλήθεια είναι ότι μου άρεσε και εκείνος. Πολύ!

«Αρίστο, μην το εκλάβεις ότι δεν περνάω όμορφα, αλλά είναι περασμένες έντεκα και έχω πρωινό ξύπνημα!»
«Πήγε έντεκα;» ρώτησε απορημένος, κοίταξε το ρολόι του και σφύριξε. «Κοίτα να δεις! Ναι, ναι… αν έχεις πρωινό ξύπνημα να την κάνουμε σιγά-σιγά» Φώναξε τη γκαρσόνα για να την πληρώσουμε αλλά με έκοψε όταν πήγα να βγάλω την κάρτα μου. «Δικά μου!»
«Εσύ θα μου μαγειρέψεις το Σάββατο, το ξέχασες;»
«Έτερον εκάτερον. Εσύ την επόμενη φορά» μου δήλωσε.
Ναι, ήταν δήλωση.
«Εντάξει» του είπα υποχωρώντας χαμογελαστή.
«Δε μου λες, θέλεις να σε πάω σπίτι σου;»
«Μένω πολύ κοντά, δε χρειάζεται να σε βάζω σε φασαρία!»
«Σιγά τη φασαρία ρε Μαριλίζα, δε θα σε κουβαλήσω και στην πλάτη!»
«Άσχετο, πεινάς;»
«Ναι, η αλήθεια είναι ότι μια πείνα την κάνει!»
«Λίγο πιο κάτω, στην αρχή της Πεντέλης, είναι η Βελανιδιά, έχει πολύ καλά σφολιατοειδή.»
«Εξαιρετική ιδέα!»
«Κερνάω εγώ όμως!» του δήλωσα.
«Λύσσαξες! Εντάξει, κερνάς εσύ!» μου είπε και σηκωθήκαμε και κατηφορίσαμε την Αγίου Γεωργίου μέχρι την αρχή της. Εκείνος πήρε ένα πεϊνιρλί κι εγώ μια πίτσα και καθίσαμε έξω και αρχίσαμε να μασουλάμε.
«Πραγματικά δε χρειάζεται να με πας σπίτι, σχεδόν μια ευθεία είμαι από εδώ!» του είπα δείχνοντάς του τι εννοώ.
«Επειδή ξέρω από Χαλάνδρι, έχω παρκάρει από την απέναντι μεριά, θυμάσαι που ήταν παλιά το Κουκλάκι;»
«Α στο καλό, εκεί κοντά μένω!»
«Ε, οπότε σταμάτα να διαμαρτύρεσαι!»
«Δε διαμαρτυρήθηκα! Ουφ, καλά!» του είπα και έβαλε τα γέλια. «Γιατί γελάς;»
«Τίποτα, σε κάνω χάζι» μου είπε κάνοντάς με να κατουρηθώ για ακόμα μια φορά πάνω μου.

Με συνόδεψε μέχρι το σπίτι μου, αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε σταυρωτά και περίμενε απ’ έξω μέχρι που έκλεισα την εξώπορτα. Με χαιρέτησε απ’ έξω και κίνησε να πάει στο αυτοκίνητό του, το οποίο ήταν στο παραπάνω στενό. Πήρα το ασανσέρ και ανέβηκα στον τρίτο, που έμενα, και μπήκα μέσα. Το πρώτο πράγμα που έκανα, πριν καν αλλάξω, ήταν να πάρω τηλέφωνο τον Μιχάλη και αυτή τη φορά απάντησε.

«Τι θα γίνει με σένα μωρή μαγδάλω, θα μ’ αφήσεις να πηδήξω σήμερα;»
«Σ’ έκοψα; Καλά σου έκανα!»
«Σε τρώει ο κώλος σου πάλι;»
«Μόλις γύρισα, είχα βγει με τον Αρίστο!»
«Δε θα πηδήξουμε σήμερα, κατάλαβα!»
«Πάλι το κορμί μου λαχταράς βρε αχρείε; Προχθές κόντεψες να μου γκρεμίσεις το κρεββάτι!»
«Όχι εσένα μωρή μαγδάλω, άλλη έχει το μενού σήμερα.»
«Εγώ έχω προτεραιότητα!»
«Μπα, από πότε;»
«Δύο φορές κατάπια βρε αχάριστε!»
«Και το Ευάκι καταπίνει!»
«Μπα, πρόλαβε κιόλας;»
«Ρε άσε την πάρλα και μπες στο ψητό. Πώς ήταν;»
«Πολύ όμορφα, αχ Μιχάλη μου είναι πολύ γλυκούλης! Και θα μου κάνει το τραπέζι και το Σάββατο!»
«Τα καλά σου βρακιά να φοράς!»
«Δεν πάω να με γαμήσει!»
«Κι εμένα για ταινία με έφερες την Κυριακή και με άφησες μισό!»
«Πες μου ότι σου κακόπεσα κιόλας!»
«Μαριλίζα, σοβαρά τώρα, να προσέχεις. Δεν ξέρεις τι κουβαλάει ο καθένας στην κεφάλα του.»
«Θα προσέχω Μιχαλιό μου και πέρα από την πλάκα, με ξέρεις, διαβάζω καλά τους ανθρώπους.»
«Κώστας» μου απάντησε μονολεκτικά χτυπώντας κάτω από τη ζώνη.
“Touché” ομολόγησα.
«Δε θέλω να σου χαλάσω τη διάθεση… θέλω απλά να προσέχεις. Είσαι η μαγδάλω μου, μην το ξεχνάς!»
«Και εσύ το γοριλλάκι μου!»
«Το γοριλλάκι σου θα φάει τίποτα βαρύ στο κεφάλι από το Ευάκι του αν συνεχίσω να σου μιλάω στο τηλέφωνο.»
«Ουφ καλά! Καληνύχτα και… καλό βόλι…»
«Άντε να δούμε…» είπε και έκλεισε. Πήγα και άλλαξα και ξεβάφτηκα, όχι ότι είχα βαφτεί και πολύ εδώ που τα λέμε, και αφού έπλυνα και τα δόντια μου, πήγα ντουγρού στο κρεββάτι για να πέσω να ξεραθώ. Είχε αρχίσει να με παίρνει ο ύπνος όταν βούιξε το κινητό μου. Το άνοιξα, ήταν μήνυμα από τον Αρίστο.
«Σε ευχαριστώ για την υπέροχη βραδιά. Ανυπομονώ να τα πούμε το Σάββατο το μεσημέρι. Καλή σου νύχτα!»

Χαμογελώντας του απάντησα κι εγώ με τη σειρά μου.

«Κι εγώ σε ευχαριστώ, πέρασα πολύ όμορφα σήμερα και ανυπομονώ κι εγώ να τα πούμε το Σάββατο. Όνειρα γλυκά 😚» 

3. Rondo alla Tourka

Κοιμήθηκα σαν κούτσουρο και ξύπνησα σαν πουλάκι, αυτό έχω να πω! Το πρωί που χτύπησε το ξυπνητήρι σηκώθηκα με εξαιρετική διάθεση και η αλήθεια είναι ότι η μέρα στη δουλειά βοήθησε στο να διατηρηθεί. Γύρισα γύρω στις 17:30 στο σπίτι και έκανα ένα γρήγορο ντουζ. Η χθεσινή βραδιά είχε κυλήσει πολύ όμορφα και μετά από σχεδόν ένα χρόνο ένιωθα έτοιμη να κάνω το επόμενο βήμα, όχι φιλία με ξεπέτες. Η αλήθεια είναι ότι είχα καταγοητευτεί από τον Αρίστο αλλά ήθελα πραγματικά να είναι αυτός ο επόμενος; Έχει νόημα να κάνεις το επόμενο βήμα με κάποιον με τον οποίο απουσιάζει έστω και στο μακρινό ορίζοντα η προοπτική για οικογένεια αν αυτό συμπεριλαμβάνεται στα μελλοντικά σου σχέδια;

Και, εδώ που τα λέμε, λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο. Του άρεσα, γι’ αυτό δεν είχα αμφιβολία, αλλά είχα αυτό το κάτι που θα του έκανε το κλικ; Αλλά ακόμα και αν του έκανα αυτό το κλικ, τι προοπτικές θα είχα μαζί του; Μου αρέσουν οι μεγαλύτεροι άνδρες αλλά είχα τη μισή του ηλικία, πόσο μακριά θα μπορούσε να πάει; Δεν ξέρω, αυτό που ξέρω είναι ότι πλέον ένιωθα έτοιμη να αφήσω οριστικά τον Κώστα πίσω μου, να πάω παρακάτω και ακόμα και αν δεν ήξερα πόσο θα με πήγαινε αυτό το παρακάτω. Πώς το είχε γράψει ένας σε μια ιστορία στο φόρουμ; Αν δεν ξεκινήσεις το ταξίδι τότε δεν θα υπάρξει καμία Ιθάκη να σε περιμένει.

Αφού έφαγα, πήγα στο καθιστικό, έβαλα μουσική και έπιασα να συνεχίσω το βιβλίο που είχα ξεκινήσει και απορροφήθηκα τόσο πολύ στην ανάγνωσή του, που η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβω, άφησα το βιβλίο κάτω μόνο όταν βούιξε το κινητό μου, τρεις ώρες είχαν περάσει χωρίς να πάρω χαμπάρι! Το μήνυμα ήταν από τον Αρίστο.

«Καλησπέρα, τι κάνεις; Μόλις γύρισα από τη βόλτα που είχα βγάλει τη Sadie και θα μπω να κάνω ένα ντουζάκι.»
«Καλησπέρα 😊. Μια χαρά είμαι, εδώ στο σαλόνι ακούω μουσική και διαβάζω. Θέλεις μόλις τελειώσεις να μου κάνεις video κλήση;»
«Πολύ ευχαρίστως! Τα λέμε σε λίγη ώρα!»
«Σε περιμένω 😚.»

Άφησα κάτω το βιβλίο και πήγα και γέμισα ένα ποτήρι κρασί και κάθισα στον καναπέ περιμένοντάς τον. Δεν άργησε, δέκα λεπτά αργότερα με κάλεσε στο Skype.

«Καλησπέρα» μου είπε χαμογελώντας.
«Καλησπέρα» του απάντησα εξίσου χαμογελαστή.
«Τι κάνεις; Πώς ήταν η μέρα σου;»
«Καλή ήταν, ήσυχη. Έχω γυρίσει από τις 17:30 και είχα κάτσει στο σαλόνι και διάβαζα.»
«Τι διάβαζες;»
«Το Shōgun, του Clavel.»
«Εξαιρετική επιλογή!»
«Το έχεις διαβάσει;»
«Έχω διαβάσει όλο τον ασιατικό κύκλο και το Shōgun είναι το αγαπημένο μου. Το είχα δει και μικρός στην τηλεόραση και νομίζω ότι σε λίγο καιρό θα βγει σε remake!»
«Ναι, το ξέρω! Δεν έχω δει ούτε την παλιά σειρά, ούτε την καινούργια, μπορεί να το κάνω όταν τελειώσω το βιβλίο.»
«Δεν ξέρω για το remake αλλά η παλιά μίνι-σειρά ήταν πολύ καλή, αν και φυσικά το βιβλίο είναι ακόμα καλύτερο!»
«Ποιος ήταν ο αγαπημένος σου χαρακτήρας;»
«Ο Toranaga, ποιος άλλος;»
«Ήμουν σίγουρη ότι αυτό θα απαντήσεις!»
«Που έχεις φτάσει;»
«Είμαι κοντά στο ένα τρίτο.»
«Τότε να τολμήσω κι εγώ να κάνω μια μαντεψιά για τον αγαπημένο σου χαρακτήρα;»
«Αμέ!»
«Από άνδρες ο Anjin και από γυναίκες η Lady Fujiko.»
«Όχι η Lady Mariko;» τον ρώτησα εντυπωσιασμένη καθώς η Mariko θα ήταν η προφανής επιλογή.
«Αν σε έχω κόψει σωστά, όχι.»
«Well… έπεσες μέσα και στα δύο!»
«Και μπράβο μου!»
«Και μπράβο σου. Εσύ πώς πέρασες σήμερα;»
«Ήσυχα, είναι ακόμα και θα συνεχίσει μέχρι τα τέλη του μήνα που ξεκινάει η εξεταστική του Γενάρη και μετά τα μαθήματα.»
«Κάτσε, εσύ δεν είπες ότι διόρθωνες πρόοδο;»
«Ναι, είχε τρεις προόδους και τα εργαστήρια. Η συμμετοχή στις προόδους δεν είναι υποχρεωτική, ωστόσο όποιος έχει πάει καλά και στις τρεις δεν χρειάζεται να δώσει το Γενάρη, εκτός και αν θέλει να βελτιώσει το βαθμό του.»
«Και αν γράψει χειρότερα;»
«Δεν θα τιμωρηθεί, ο τελικός βαθμός θα είναι το maximum αλλά δε φαντάζομαι τώρα δα να θέλεις να σου κάνω μαθηματικά!»
«Όχι, ευχαριστώ δε θα πάρω!» του απάντησα. «Αλήθεια, το Σάββατο τι ώρα να έρθω;»
«Ό,τι ώρα θέλεις αρκεί να είναι μετά τις 12:00, να έχω προλάβει να κατέβω να κάνω και τα ψώνια μου, τα καταστήματα δεν τα έχω ακριβώς στα πόδια μου.»
«Ωραία, αν δε σε πειράζει τότε θα έρθω κατά τις 12:00 και θα φέρω και καφεδάκια. Αλήθεια, τι καφέ πίνεις;»
«Σε ευχαριστώ αλλά δε χρειάζεται να φέρεις καφέ, έχω καφετιέρα, μπορούμε να φτιάξουμε ό,τι καφέ θέλεις και αν προτιμάς γαλλικό έχουμε και απ’ αυτόν.»
«Αμερικάνο σκέτο πίνω αλλά δε μου πολυαρέσουν οι κάψουλες!»
«Δεν είναι με κάψουλες, είναι κανονική καφετιέρα με αλεσμένο καφέ.»
«Εντάξει ψήθηκα!»
«Ψήσιμο αργότερα! Να σου πω, δεν πιστεύω να φοβάσαι τα σκυλιά, έτσι;»
«Όχι, καθόλου. Είναι επιθετική η Sadie;»
«Όχι μωρέ, ωστόσο είναι μεγάλη σα γαϊδούρι και αν δεν έχεις ξαναδεί ποτέ σου καυκάσιο…, ε είναι κάπως εκφοβιστική η εμφάνισή της.»
«Μου την έδειξες στο video!»
«Ναι, το video και οι φωτογραφίες την αδικούν, the real thing is something entirely different!»
«Μην ανησυχείς, το ‘χω. Δε μου λες, θέλεις να φέρω τίποτα;»
«Τον εαυτό σου!»
«Έλα μωρέ Αρίστο, δε θέλω να έρθω με άδεια χέρια!»
«Καλή διάθεση είναι το μόνο που απαιτείται, όλα τα άλλα θα τα βρούμε!»
«Από αυτό άλλο τίποτα, δεν βλέπω την ώρα!» του εξομολογήθηκα.
«Δε μου λες, έχεις όρεξη για κανένα δικτυακό παιχνίδι;»
«Όπως;»
«Σκάκι, τάβλι, uno…»

Ο Κώστας ήταν φανατικός με το σκάκι, έτρωγε αμέτρητες ώρες να παίζει και να βλέπει κανάλια όπως του Agadmator. Είχε προσπαθήσει να μου μεταλαμπαδεύσει την αγάπη προς το σκάκι χωρίς αποτέλεσμα, το θεωρούσα και το θεωρώ βαρετό.

«Θα προτιμούσα όχι σκάκι» του είπα τελικά.
«Όχι σκάκι τότε. Ξέρεις uno?»
«Ναι αμέ!»
«Ωραία, κάτσε να πάω να στήσω ένα παιχνίδι και θα σου στείλω το link.»
«Εντάξει!» του απάντησα χαμογελαστή. Πράγματι λίγη ώρα αργότερα μου έστειλε ένα link. «Nα κλείσω και να σε πάρω από το laptop?»
«Ναι, βεβαίως και εδώ που τα λέμε από το laptop είναι πιο βολικό, θα το ανοίξω κι εγώ.»
«Στο ίδιο link?»
«Όχι αν βγω θα κλείσει, θα σου στείλω άλλο όταν σε καλέσω.»
«Μόνο δώσε μου δυο λεπτά να το ανοίξω!»
«Ναι, πήγαινε.»

Πράγματι, δυο-τρία λεπτά αργότερα έλαβα κλήση την οποία απάντησα στο laptop. Παίξαμε δυο σετ, κέρδισε στο πρώτο και κέρδισα στο δεύτερο, αλλά πραγματικά είχε πολλή πλάκα όπως πειραζόμασταν καθώς παίζαμε και πέρασε άλλη μία ώρα χωρίς να το καταλάβουμε, ούτε εγώ, ούτε εκείνος.

«Πω-πω, 22:30 πήγε!» είπε κάποια στιγμή «και όχι τίποτε άλλο, όλη μέρα σήμερα ήμουν μπροστά από μια οθόνη.»
«Μια από τα ίδια» απάντησα αναστενάζοντας, μάλλον είχε κουραστεί και ήθελε να κλείσουμε.
«Ρε συ τώρα μου ήρθε, εσύ δουλεύεις και τα Σάββατα!»
«Όχι αυτό το Σάββατο, δούλευα το προηγούμενο» του υπενθύμισα.
«Αύριο είσαι πάλι πρωινή;»
«Δεν χρειάζεται να πάω για ύπνο από τώρα, αν αυτό με ρωτάς» του είπα σκανδαλιάρικα και τον έκανα να χαμογελάσει.
«Εγώ όμως χρειάζεται να ξεκουράσω τα γέρικα ματάκια μου.»
«Δεν είσαι γέρος!»
«Καλά, μη με δείρεις κιόλας!» μου απάντησε πειρακτικά.
«Θα το έχω υπόψη αλλά μην επαναληφθεί» του είπα και προσπάθησα να τον κοιτάξω και καλά αυστηρά. «Μεσήλικας, ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω!» συμπλήρωσα κερδίζοντας ακόμα ένα πλατύ χαμόγελο.
«Τσουτσούριασα, τώρα!» μου απάντησε εξίσου πειρακτικά και έβαλα τα γέλια, την ίδια έκφραση χρησιμοποιεί και ο Μιχάλης όταν και καλά τον απειλώ. Ο Αρίστος με κοίταξε ερωτηματικά και όσο και αν δεν ήθελα να του αναφέρω το Μιχάλη, δεν ήθελα να πω και ψέματα.
«Να μωρέ… το ίδιο μου λέει μερικές φορές και ο Μιχάλης» είπα μουτζώνοντας τον εαυτό μου, μωρέ δίκιο είχε, σαν ερωτευμένη έκανα.
«Είπα κι εγώ!» απάντησε χωρίς να δείχνει να τον πειράζει.

Οκ, αυτό τώρα είναι καλό ή κακό;

«Αύριο θα πας γραφείο;» τον ρώτησα προσπαθώντας να αλλάξω κουβέντα.
«Όχι, αύριο έχει home office και το απογευματάκι με έχει καλέσει μια φίλη για καφέ. Εσένα τι έχει το αυριανό πρόγραμμα; Πέραν της δουλειάς εννοώ.»
«Δεν έχω κανονίσει κάτι.»
«Αν θες τη γνώμη μου να κανονίσεις, τέλος της εβδομάδας είναι μωρέ, βγες λίγο έξω τώρα που είσαι νέα!»
«Χαχαχα, εντάξει, θα προσπαθήσω να το κανονίσω!»
«Και πολύ καλά θα κάνεις. Λοιπόν, χάρηκα πολύ που μιλήσαμε αλλά ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα, που λέμε και οι παλιοί. Σ’ ευχαριστώ για την παρέα!»
«Κι εγώ σ’ ευχαριστώ» του απάντησα χαρίζοντάς του το πιο λαμπερό μου χαμόγελο. «Καληνύχτα Αρίστο!»
«Καληνύχτα Μαριλίζα, όνειρα… χμμμ.. γλυκά; Αλμυρά; Όπως τα προτιμάς! See you later alligator!»
“After ‘while crocodile” του απάντησα κερδίζοντας ένα πλατύ χαμόγελο και ένα παιχνιδιάρικο κλείσιμο του ματιού πριν τερματίσει την κλήση.

Κοίταξα το ρολόι μου, να πάρω τον Μιχάλη ή να μην τον πάρω; Ο Αρίστος με είχε διαβάσει καλά, στην πραγματικότητα ήμουν γερά κρασαρισμένη με τον Μιχάλη και μου είχε κάνει εντύπωση που δεν ένιωθα μαζί του ούτε ζήλια, ούτε κτητικότητα. Ίσως ήταν επειδή είχαμε ξεκινήσει στο φιλικό πριν διαπιστώσω ότι έχω σεξουαλική χημεία μαζί του; Ίσως επειδή ο happy-go-lucky τρόπος δεν μου ταίριαζε για ερωτική σχέση; Είχα αναρωτηθεί κάμποσες φορές και δεν είχα βρει ικανοποιητική απάντηση. «Δε γαμιέται…» είπα μέσα μου, «ας τον πάρω, το πολύ-πολύ να μη μου απαντήσει αν είναι με καμιά μικρούλα.»

«Βρε βρε βρε… και έλεγα που έχει χαθεί αυτή η μαγδάλω, σαν τα χιόνια στα Ιμαλάια!»
«Αυτή η μαγδάλω; Έχεις και άλλες μαγδάλες βρε αχρείε;»
«Όχι, Μαριλίζα, μοναδική μου μαγδάλω!»
«Χμμμ… πολύ σε “Φιόνα, μοναδική μου αγάπη” φέρνει αυτό!»
«Άπαπα, να πέσει φωτιά να με κάψει!»
«Σε βλέπω στα κάρβουνα μεσιέ!»
«Κι εγώ, αλλά όχι σ’ αυτή τη ζωή.»
«Δε μου λες, τι κάνεις αύριο; Έρχεται η Αντιγόνη εδώ; Θα πας εσύ εκεί;»
«Sadly no, έχει να πάει σε κάποιο γάμο και μετά έχει τραπέζι.»
«Σου έφεξε, αύριο το βράδι είμαι ελεύθερη!»
«Αύριο το βράδυ έλεγα να βγω με την Μάνια.»
«Να μην έλεγες!»
«Σκέτη καταπίεση είσαι!»
«Καλά σου κάνω!»
«Κάτσε μωρή, εσύ δεν έχεις να πας στον καλό σου το Σάββατο;»
«Αφενός δεν είναι ακόμα καλός μου και αφετέρου τι σχέση έχει το ένα με το άλλο; Για αύριο σου είπα, όχι για το Σάββατο!»
«Και η Μάνια;»
«Θα μείνει με τις καλύτερες αναμνήσεις της τελευταίας φοράς που βρεθήκατε!»
«Τέτοια είσαι. Και τι λες να κάνουμε;»
«Για κρασοκατάνυξη μετά εκλεκτών μεζέδων έλεγα και μετά… αν είσαι καλό παιδάκι, ποιος ξέρει...» του είπα αινιγματικά.
«Σκελετό θα με καταντήσετε, λυσσάρες!»
«Καλά θα σου κάνουμε και δε θα πάθεις τίποτα να χάσεις και κανένα κιλό!»
«Με λες χοντρό μωρή μαγδάλω;»
«Όχι γοριλλάκι μου, δεν είσαι χοντρός… εύσωμος είσαι!»
«Θα σου μαυρίσω τον κώλο!»
«Αν είσαι καλό παιδί!» του είπα χαχανίζοντας.
«Μωρή είσαι ύποπτα εύθυμη, μπας και μπουμπούνισες κανένα μπάφο;»
«Όχι αλλά αν έχεις αύριο, θα με υποχρεώσεις. Με τον Αρίστο μίλαγα. Θα στα πω και αύριο από κοντά αλλά Μιχάλη νομίζω ότι πλέον είμαι έτοιμη να κάνω το επόμενο βήμα!»
«Επιτέλους, και πολύ χρόνο έφαγες κολλημένη με το μαλάκα! Χαχαχα, δε μου λες, ο Αρίστος το ξέρει;»
«Δεν ξέρω αν θα είναι με τον Αρίστο και με ξέρεις, δεν κάνω λογαριασμούς χωρίς τον ξενοδόχο. Απλά νιώθω έτοιμη!»
«Κι εμένα μωρή μαγδάλω που θα με παρατήσεις;»
«Γι’ αυτό κοίτα να φτιάχνεις αναμνήσεις όσο προλαβαίνεις, που θες να τρέχεις με Μάνιες!»
«Οι Μάνιες δε με παρατάνε!»
«Ούτε εγώ θα σε παρατήσω, γοριλλάκι μου! Απλά δε θα σου κάθομαι!»
«Εσύ θα χάσεις!»
«Θα ζήσω! Λοιπόν, τι ώρα να πούμε αύριο και πού;»
«Θες να περάσω να σε πάρω από το σπίτι σου να κατέβουμε προς Ψυρρή;»
«Θα περάσω εγώ άμα είναι, με το δικό μου θα βρούμε πιο εύκολα να παρκάρουμε». Ο Μιχάλης έμενε Νέο Ηράκλειο, οπότε τυπικά θα βόλευε να έρθει εκείνος να με πάρει αλλά από την άλλη είχε και SUV, πιο εύκολα θα βρίσκαμε να παρκάρουμε με το δικό μου και άλλωστε… αν είχε συνέχεια η βραδιά, θα προτιμούσα στο σπίτι του και θα ήθελα να μπορώ να φύγω χωρίς να χρειάζεται να με τρέχει ο ίδιος.
«Εντάξει, κατά τι ώρα λες;»
«Γύρω στις 20:00, ε δε θα φάμε καμιά ώρα μέχρι να κατέβουμε;»
«Για πες τώρα, τι κάνατε σήμερα;»
«Θα στα πω αύριο!»
«Και τώρα τι, έτσι θα μ’ αφήσεις;»
«Απαπα, αφήνω εγώ έτσι το γοριλλάκι μου;» του είπα και συνεχίσαμε την πάρλα περί ανέμων και υδάτων για κανένα μισάωρο ακόμα. Όταν κλείσαμε, λίγο μετά τις 23:00, πήγα και πήρα από το σαλόνι το βιβλίο και συνέχισα το διάβασμα για λίγη ώρα μέχρι που τα μάτια μου άρχισαν να κλείνουν οπότε το άφησα στην άκρη και ξεράθηκα.

Η Παρασκευή κύλησε και αυτή ήρεμα στη δουλειά και όταν γύρισα, και αφού τσίμπησα κάτι ελαφρύ, έπεσα για ύπνο καμιά ωρίτσα. Μετά έκανα ένα ζεστό μπανάκι με την ησυχία μου και γύρω στις 19:40 ήμουν έτοιμη. Ντύθηκα απλά με τζιν και πουλόβερ και τα σνίκερς μου και λίγη ώρα αργότερα ξεκίνησα να πάω να πάρω τον Μιχάλη από το σπίτι του, όπου έφτασα λίγο μετά τις 20:00, και τον πήρα τηλέφωνο για να κατέβει. Είχε πλάκα όπως στριμωχνόταν ο φουκαράς για να μπει στο αυτοκίνητο.

«Όχι, να δεις τι θυσίες κάνω για σένα μωρή μαγδάλω που με βάζεις ολόκληρο μαντράχαλο να στριμώχνομαι στο παιδικό κάθισμα!»
«Καλησπέρα και σε σένα» του είπα χαμογελαστή και του έδωσα ένα πεταχτό φιλί στο στόμα. «Πού λες να πάμε;»
«Δεν είπαμε στου Ψυρρή;»
«Ναι βρε, σε ρωτάω αν έχεις κάποιο μεζεδοπωλείο υπόψη;»
«Όχι, πάμε και όπου βρούμε!»

Είχε αρκετή κίνηση στο δρόμο και μας πήρε κοντά στα 40 λεπτά να φτάσουμε στου Ψυρρή αλλά ευτυχώς εκεί η τύχη μας βοήθησε και βρήκα να παρκάρω σχεδόν αμέσως. Αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε την τύχη μας στην Ψύρρα για ρακόμελο και κρητικούς μεζέδες και ήταν πραγματικά υπέροχα, μόνο που κατάφερα στο τέλος να γίνω κουδούνι. Ο Μιχάλης, κρητικός στην καταγωγή, είχε περισσότερες αντοχές και έτσι στην επιστροφή οδήγησε εκείνος.

«Αναγκαστικά και μη θα έρθεις πάνω» μου δήλωσε.
«Δεν πάω σπίτι μου απόψε!»
«Μωρή έχεις να πας στον καλό σου αύριο, έτσι θα πας;»
«Γιατί τι έχω;»
«Ξα σου, εγώ αύριο έχω δουλειές να κάνω, στις 09:00 θα έχει στρατιωτικό ξύπνημα!»
«Στις 06:00 δεν ξυπνάνε στο στρατό;»
«Δεν εννοώ την ώρα, εννοώ ότι θα σε πετάξω από το κρεββάτι αν μου κάνεις μα-μου!»
«Αν σου κάνω μμμ μμμ;» του είπα προσπαθώντας να μιμηθώ τα βογγητά μου στο σεξ.
«Αυτό θα το κάνεις απόψε!» μου είπε.
«Όλο υποσχέσεις είσαι!»
«Εγώ μωρή τον λόγο μου τον κρατάω!»

Ανεβήκαμε στο διαμέρισμά του και με το που μπήκαμε μας υποδέχτηκε ο Ρίτσι, ο υπέροχος κατάμαυρος γατούλης του.

«Αγόρι μου εσύ!» του είπα και έκανε ένα άλμα και σκαρφάλωσε πάνω μου.
«Βρε προδόταρε!» τον κατηγόρησε ο Μιχάλης και ο Ritchie του έκανε μια χαρούμενη τρίλια. «Είσαι εσύ ένας!»

Καθίσαμε στο καθιστικό του και άνοιξε το ραδιόφωνο, ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα και ο Galaxy, τον οποίο είχε επιλέξει, έπαιζε απαλή μουσική. Όπως με κρατούσε στην αρκουδοαγκαλιά του έγειρε και με φίλησε και ανταπέδωσα με ενθουσιασμό, το ένα χέρι του με κρατούσε αγκαλιά και το άλλο άρχισε να ταξιδεύει στο κορμί μου, μέχρι που στάθηκε στο στήθος μου, του Μιχάλη του άρεσε πολύ. Μου ξέφυγε ένα μικρό βογγητό ικανοποίησης όπως άρχισε να μου μαλάζει το δεξί στήθος και δε με άφησε πολύ ώρα με τα πάνω μου, μου έβγαλε πουλόβερ και σουτιέν με συνοπτικές διαδικασίες και άρχισε να χαϊδεύει πότε το ένα και πότε το άλλο μου στήθος χωρίς να διακόψει ούτε για μια στιγμή το φιλί.

Του ξεκούμπωσα με λίγη δυσκολία το παντελόνι και πέρασα το χέρι μου από μέσα και χάιδεψα το θηρίο που είχε ορθωθεί. Χωρίς πολλά-πολλά τον βοήθησα να κατεβάσει το παντελόνι του, έβγαλα το δικό μου, και γονάτισα μπροστά του και τον πήρα στο στόμα μου. Ήθελα να κάνουμε σεξ αλλά από τα βογγητά του και από τον τρόπο που με κρατούσε κατάλαβα ότι απολάμβανε πολύ την πίπα που του έκανα και well, doh! People’s pleaser! οπότε συνέχισα να τον παίρνω όσο μπορούσα στο στόμα μου ενώ ταυτόχρονα το χέρι μου είχε αγκαλιάσει τη βάση του θηρίου και τον έπαιζα.

Τελικά έλαβα την ανταμοιβή των κόπων μου πάνω που νόμιζα ότι θα πάθω κράμπα στο σαγόνι, μου έσφιξε τα μαλλιά και με κράτησε ακίνητη ενώ το όργανό του παλλόταν μέσα στο στόμα μου πλημμυρίζοντάς το, και για τρίτη φορά με τον Μιχάλη κατάπια χωρίς να το πολυσκεφτώ. Δε μου άρεσε να καταπίνω, εδώ καλά-καλά δε μου άρεσε να τελειώνουν στο στόμα μου, και ακόμα και με τον Κώστα, που ήταν ο πρώτος τον οποίο άφησα να τελειώσει στο στόμα μου, πολύ σπάνια κατάπινα.

«Τρίτη φορά σε μια βδομάδα, θα λιποθυμήσω!» με πείραξε όταν σηκώθηκα.
«Τι να σε κάνω που σ’ αγαπάω;»
«Τόσο καιρό που τα έφτυνες, μωρή, δε μ’ αγαπούσες;»
«Ε, την τελευταία εβδομάδα σ’ αγαπάω περισσότερο!» του είπα και συμπλήρωσα πειρακτικά «Είναι που με διαβεβαίωσες πως είμαι η μοναδική σου μαγδάλω!»
«Είσαι, είσαι. Για πάμε τώρα στα ενδότερα να στο ανταποδώσω!»
«Δε χρειάζεται Μιχαλιό μου, πάμε να κάνουμε νανάκια.»
«Τι, έτσι θα σε αφήσω;»
«Όχι, θα με πάρεις αγκαλίτσα. Α, και βάλε σε παρακαλώ το ξυπνητήρι στις 08:00, στις 12:00 του έχω πει ότι θα είμαι εκεί και είναι στου διαόλου το κέρατο.»
«Πού μένει;»
«Στην Ιπποκράτειο πολιτεία.»
«Εντάξει» είπε μετά από λίγη ώρα. «Το έβαλα!»
«Αγκαλίτσα!» του είπα και άνοιξε τις χερούκλες του και χώθηκα μέσα της.
«Καληνύχτα γοριλλάκι μου!»
«Καληνύχτα μαγδάλω μου!»

Είναι περίεργο, παρόλο που ήμουν με τον Μιχάλη και παρά το γεγονός ότι το ευχαριστήθηκα πολύ που το ευχαριστήθηκε, ο νους μου πήγε και πάλι στον Αρίστο και αναρωτήθηκα πως θα ήταν να κάνω σ’ εκείνον όσα έκανα με το Μιχάλη. Η αλήθεια είναι ότι μου άρεσε πολύ η παρέα του Μιχάλη και σε αντίθεση με αυτά που του είπα για να κρατήσει αναμνήσεις, δε θα ήθελα να σταματήσω να βρίσκομαι μαζί του, ερωτικά εννοώ, για φιλικά το θεωρούσα αυτονόητο. Με τον Κώστα θα ήταν αδύνατο να συμβεί κάτι τέτοιο, άραγε ο Αρίστος πώς θα το αντιμετώπιζε; Και για να έχουμε καλό ρώτημα, πως θα αντιμετώπιζα εγώ αν ήθελε κι άλλες στην υποθετική περίπτωση που κατέληγα να κάνω σχέση μαζί του;

Δεν είχα ξανανιώσει τέτοιο γλυκό μπέρδεμα στη ζωή μου. Από τη μία ήμουν σε κάποιο βαθμό ερωτευμένη με το Μιχάλη, όχι στο βαθμό που ήμουν με τον Κώστα, αλλά ερωτευμένη nonetheless και από την άλλη ο Αρίστος με είχε καταγοητεύσει και ήμουν σίγουρη ότι αν συνεχίζαμε θα τον ερωτευόμουν με τα μπούνια. Ήμουν αρκετά ζαλισμένη για να συνεχίσω αυτού του είδους τις σκέψεις και ο ύπνος με βρήκε γυμνή στην αγκαλιά του Μιχάλη. Σε αντίθεση με τη χθεσινοβραδινή του απειλή, με ξύπνησε γύρω στις 08:00 έχοντας έτοιμο και καφεδάκι που είχε παραγγείλει, το γοριλλάκι μου!

«Αχ είσαι γλύκας!» του είπα.
«Είμαι! Για σήκω τώρα μαδάμ, να πιείς το καφεδάκι σου και να πας να ετοιμαστείς και για τον καλό σου!»
«Βιάζεσαι να με ξεφορτωθείς γοριλλάκι; Πάλι καμιά μικρούλα έχεις κανονίσει να φέρεις στο άντρο των οργίων;»
«Έχω να πάω να πάρω τη μάνα μου από το αεροδρόμιο, έρχεται στις 14:00 από το Ηράκλειο και πρέπει να συμμαζέψω το playroom.»
«Αμάν, είναι και αυτό! Καλά το σταυρό και το pillory και τους κρίκους τι θα τα κάνεις;»
«Θα τα ξεμοντάρω και θα τα κατεβάσω στην αποθήκη, μαζί με τα υπόλοιπα σύνεργα!»
«Ωραία, κάτσε να πιούμε το καφεδάκι μας να σε βοηθήσω!»
«Δε χρειάζεται μαγδάλω μου, πραγματικά. Πιες το καφεδάκι σου με την ησυχία σου για να πας μετά σπίτι σου και να ετοιμαστείς!»
«Σίγουρα Μιχαλιό μου;»
«Ναι βρε!»
«Πόσο θα κάτσει εδώ η μανούλα σου;»
«Μια εβδομάδα, θα φύγει Παρασκευή βράδυ.»
«Άντε, με το καλό να τη δεχτείς!»
«Να σου πω, όταν θα είσαι με τον Αρίστο, είμαι ένα τηλέφωνο μακριά, να το θυμάσαι!»
«Σ’ ευχαριστώ γοριλλάκι μου αλλά δε νομίζω ότι θα χρειαστεί!»
«Κι εγώ ελπίζω να μη χρειαστεί αλλά better safe than sorry!»
«Θα σου στείλω και το pin στο maps, μη μου ανησυχείς. Θα σε πάρω τηλέφωνο όταν γυρίσω σπίτι, ναι;»
«Εντάξει!»

Γύρω στις 09:00 και αφού ήπιαμε τα καφεδάκια μας φλυαρώντας κατέβηκα στο αυτοκίνητο και κίνησα για το σπίτι, το οποίο ήταν σχεδόν μια ευθεία… σχεδόν! Δεν είχε κίνηση και δέκα λεπτά αργότερα ήμουν σπίτι μου. Αν και έχω ηλιακό ήταν ακόμα πρωί και χειμώνας οπότε καλού-κακού άνοιξα το θερμοσίφωνα. Όσο περίμενα έστειλα μήνυμα στον Αρίστο.

«Καλημέρα 😘, σε λίγο θα ξεκινήσω να ετοιμάζομαι. Θα μου στείλεις το στίγμα του σπιτιού σου;»
«Καλημέρα και σε σένα!» μου είπε και στο επόμενο μήνυμα είχε το pin από τα google maps.
«Πώς τα πέρασες χθες;»
«Όμορφα ήταν! Εσύ βγήκες που σου είχα πει ή κάθισες μέσα;»
«Βγήκα και τα έτσουξα και λίγο!»
«Και πολύ καλά έκανες. Λοιπόν, θα σε αφήσω, πάω να κατέβω να κάνω τα ψώνια μου, σε περιμένω γύρω στις 12:00.»
«Θα είμαι εκεί! 😘» του απάντησα και άνοιξα το google για να δω που ήταν.

Μου άρεσε που είπε ότι ήταν κοντά στη λίμνη… απέναντι ήταν, ένας δρόμος τον χώριζε. Είχα που είχα εξαιρετική διάθεση λόγω της χθεσινής βραδιάς και στην προσμονή της σημερινής μέρας που θα περνούσα με τον Αρίστο, ήρθε και η τοποθεσία του σπιτιού του και μ’ έκανε να πετάξω στα σύννεφα. Δεν ξέρω τι λένε αλλά πραγματικά μερικές φορές η ζωή είναι ωραία! Πολύ ωραία!

Σήμερα το καυτό μπάνιο το ακολούθησε πλήρη περιποίηση σώματος και αν και αυτό που είχα πει στο Μιχάλη, δηλαδή πως δε θα πήγαινα εκεί για να πηδηχτώ, ήταν αλήθεια, ήθελα να είμαι όσο πιο φρέσκια και περιποιημένη γίνεται. Ευτυχώς έχω πολύ αραιή τριχοφυΐα οπότε μασχάλες και πόδια δε με ταλαιπωρούν. Κάτω προτιμούσα να έχω περιποιημένη ήβη, δε μου άρεσε να είμαι τελείως ξυρισμένη, το έκανα όσο ήμουν με τον Κώστα γιατί του άρεσε, αλλά όταν με χώρισε επανήλθα στις εργοστασιακές ρυθμίσεις.

Γύρω στις 11:00 ήμουν έτοιμη να ντυθώ. Κατόπιν σκέψεως αποφάσισα να βάλω ένα ζευγάρι σέξι εσώρουχα, δεν είναι και πολύ βολικά τα ρημάδια, αλλά δε βαριέσαι; Σε αντίθεση με τη χθεσινή έξοδο και αυτή της Τετάρτης, αποφάσισα να μη φορέσω παντελόνι και μπλούζα ή πουλόβερ, αλλά ένα απλό καθημερινό κλος  φόρεμα που τόνιζε τις καμπύλες μου χωρίς ωστόσο να είναι κάτι τραβηγμένο, το οποίο το συνόδευσα με τα άσπρα μου σνίκερς.

Το πρωί είχε λίγη κίνηση στους δρόμους οπότε το google με προέτρεψε να πάω από Αττική οδό, η διαδρομή ήταν περίπου μισή ώρα. Μιας και είχα ένα εξαιρετικό ζαχαροπλαστείο απέναντι από το σπίτι, δε χρειαζόταν να πάω μακριά για να πάρω γλυκά οπότε γύρω στις 11:30, αφού πήρα τα γλυκά, μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα. Πράγματι, μισή ώρα αργότερα ήμουν έξω από το σπίτι του, το οποίο ήταν μέσα σε ένα μεγάλο οικόπεδο. Σταμάτησα στην άκρη και τον κάλεσα στο Skype

«Καλημέρα, έφτασα, είμαι απ’ έξω.»
«Κάτσε να σου ανοίξω την πόρτα, βάλε το αυτοκίνητό σου μέσα!» μου είπε και πράγματι, η γκαραζόπορτα άρχισε να μετακινείται στο πλάι.

Μπήκα μέσα και προχώρησα κάμποσα μέτρα. Ήταν πολύ όμορφα, τεράστιος περιποιημένος κήπος με πολλά δέντρα, μεγάλη πισίνα και το σπίτι του αν και δεν ήταν πολύ μεγάλο, ήταν όμορφο, δίπατο με κεραμοσκεπή και βαμμένο σε υπέροχες ανοιχτές αποχρώσεις του γκρι. Ο Αρίστος ήταν έξω και με περίμενε χαμογελαστός.

«Καλώς τη» μου είπε και με πλησίασε και με πήρε αγκαλιά.
«Καλώς σε βρήκα» του απάντησα χαμογελαστή αφού φιληθήκαμε σταυρωτά. «Ελπίζω να σου αρέσουν τα ταρτάκια!»
«Μέσα στο μυαλό μου είσαι, τα λατρεύω!»
«Αχ, αυτή είναι η μπέμπα σου;» τον ρώτησα ρητορικά, ήταν προφανές ποιο ήταν αυτό το υπέροχο μαύρο ματ αυτοκίνητο.
«Ναι, αυτή είναι» μου απάντησε με παιδιάστικο ενθουσιασμό. «Αν σου δείξω πως ήταν όταν την αγόρασα, δεν θα την αναγνωρίσεις. Δεν τον καταλάβαινα αυτό τον άνθρωπο, είχε ένα από τα πιο εικονικά μοντέλα της δεκαετίας και το είχε παρατήσει να το τρώει η σκουριά, δεν υπερβάλω ότι την έβλεπα και μάτωνε η καρδιά μου!»
«Είναι κουκλί» παραδέχτηκα.
«Και που να τη δεις στο δρόμο, δεν την αποκατέστησα απλά, την πείραξα κιόλας, από τη μαμά της έβγαζε 286 άλογα και τώρα βγάζει 337.»
«Δεν καίει πολύ βενζίνη;»
«Δε βαριέσαι βρε Μαριλίζα, σάμπως μαζί μου θα τα πάρω;»
«Θα ήθελα να με πας μια βόλτα με τη μπέμπα σου» του εξομολογήθηκα με ονειροπόλο βλέμμα.
«Ό,τι θέλει το κορίτσι. Αν θέλεις το απόγευμα, αφού φάμε, πεταγόμαστε για καφέ στην Χαλκίδα… εννοώ αν δεν έχεις κανονίσει κάτι το απόγευμα!»
«Υπέροχη ιδέα, όχι δεν έχω κανονίσει τίποτα για το απόγευμα, ούτε και το βράδυ» του είπα χωρίς να το πολυσκεφτώ.
«Ούτε εγώ, όλη η μέρα είναι δική μας!»
«Η Sadie που είναι;»
«Μέσα είναι, κάνει κουρά ομορφιάς.»
«Τι πράγμα;»
«Έχει έρθει μια κοπελίτσα που κάνει μπάνιο τη Sadie, τη χτενίζει και της κόβει τα νύχια όποτε χρειάζεται. Παλιότερα την πήγαινα εγώ στο σπίτι της αλλά πλέον η Sadie δε χωράει στη μπανιέρα που έχει η κοπελίτσα, οπότε…»
«Χαχαχα, κατάλαβα.»
«Έλα, μη στεκόμαστε εδώ, πάμε μέσα!» μου είπε και ξεκίνησε και τον ακολούθησα. Με το που μπήκαμε μέσα ήρθαν να μας υποδεχτούν τα γατιά του.
«Ναι και οι αδερφοί Κατσάμπα. Το πορτοκαλί τέρας είναι ο Charlie και το γκριζόξανθο τέρας είναι η Sunny» μου είπε δείχνοντάς τα. Ήταν κουκλιά και τα δύο και ο Charlie ήταν αρκετά μεγάλος για γάτα, σίγουρα πολύ μεγαλύτερος από τον Ritchie του Μιχάλη. Η Sunny ήταν πιο μικροκαμωμένη. Αμφότερα πρέπει να ήταν συνηθισμένα σε ανθρώπους γιατί δεν έδειξαν φόβο και αφού τρίφτηκαν στον Αρίστο ήρθαν και τρίφτηκαν και στα δικά μου πόδια, αφού με μύρισαν βεβαίως-βεβαίως.
«Τελειώσαμε κι εμείς! Α, καλημέρα!» άκουσα μια νεανική φωνή και γύρισα και αντίκρυσα μια πολύ γλυκιά κοπελίτσα, συνοδευόμενη από το μεγαλύτερο σκυλί που έχω δει στη ζωή μου. Ήταν σα γαϊδούρι, ο Αρίστος δεν υπέρβαλε καθόλου, το βίντεο και η φωτογραφίες την αδικούσαν.
«Ο χριστός και η παναγία» κατάφερα να ψελλίσω ενώ η Sadie ήρθε προς τα μένα κουνιστή και λυγιστή κουνώντας την ουρά της.
«Δώσε το χέρι σου να στο μυρίσει» μου είπε ο Αρίστος και μια κουβέντα ήταν αυτή, θα μπορούσε να με κάνει κυριολεκτικά μια χαψιά, το κεφάλι της έφτανε σχεδόν στο στήθος μου. Άπλωσα διστακτικά το χέρι μου και η Sadie αφού το μύρισε του τράβηξε ένα γλείψιμο εντείνοντας το κούνημα της ουράς της και μη βλέποντας να κάνω κίνηση να τη χαϊδέψω μου γαύγισε παιχνιδιάρικα.
«Τι αρκούδι είσαι εσύ!» ήταν το μόνο που μπόρεσα να πω χαϊδεύοντας της το κεφάλι και η Sadie μου έσπρωξε το χέρι προς τα πάνω δείχνοντας ότι ήθελε κι άλλο χάδι.
«Κύριε Σαμιωτάκη εμείς τελειώσαμε για σήμερα, της έκοψα και τα νύχια!»
«Σ’ ευχαριστώ Λενιώ μου. Θέλεις να κάτσεις για καφεδάκι;»
«Δυστυχώς δεν μπορώ, έχω και άλλο ραντεβού!»
«Εντάξει, έλα να σε πάω έξω» της είπε και με άφησε μόνη μου με τα τρία θηρία.
«Sadie μου δε θα με φας, έτσι;»
«Γουφ» μου απάντησε παιχνιδιάρικα και με έσπρωξε δείχνοντάς μου ότι ήθελε και άλλα χάδια. Και όταν λέμε με έσπρωξε, με έσπρωξε, έκανα δυο βήματα πίσω! Συνέχισα να τη χαϊδεύω για λίγη ώρα μέχρι που επέστρεψε και ο Αρίστος.
«Sadie, άσε τώρα την Μαριλίζα ήσυχη. Αμερικάνο είπες ότι θέλεις;»
«Ναι, σκέτο, αλλά κάτσε να έρθω να σου κάνω παρέα!»
«Αμέ!» μου είπε και κίνησε προς την κουζίνα. Το σπίτι του ήταν μεζονέτα, που κατά τα φαινόμενα κάτω ήταν κουζίνα, καθιστικό και γραφείο ενώ  το ή τα υπνοδωμάτια μάλλον ήταν πάνω. Η κουζίνα του ήταν μεγάλη με μια νησίδα στο κέντρο της. Η καφετιέρα που είχε ήταν επαγγελματική, το όλο σκηνικό έδειχνε ότι ο Αρίστος το φυσούσε το χρήμα. Ξεκίνησε να φτιάχνει τους καφέδες φλυαρώντας.
«Αύριο θα έρθει εδώ ο Κώστας που έχει το Μπαρτ, ο οποίος είτε το πιστεύεις είτε όχι είναι ακόμα μεγαλύτερος από τη Sadie. Μαζί του θα έρθει και η συμπεθέρα και ένας φίλος της, που θα φέρει και εκείνος το σκύλο του, για τον οποίο ψάχνει νύφη.»
«Ποια συμπεθέρα;» τον ρώτησα χωρίς να καταλαβαίνω.
«Χαχαχα, δίκιο έχεις. Η συμπεθέρα είναι η ιδιοκτήτρια της Τρίσια με την οποία ζευγάρωσε τον Μπαρτ. Τον φίλο της δεν τον ξέρω, ξέρω μόνο ότι ο σκύλος που έχουν είναι από την πρώτη γέννα της Τρίσια και αν και ο μπαμπάς του είναι ελληνικός ποιμενικός, αυτός έχει πάρει το μέγεθος της μαμάς του, για την ακρίβεια, σύμφωνα με όσα μου έχει πει, έχει μέγεθος πάνω κάτω ίδιο με του Μπαρτ και θέλει να τον ζευγαρώσει αλλά δεν είναι εύκολο να βρεις σκύλο τέτοιου μεγέθους, οπότε θέλουν να μας κάνουν προξενιό!»
«Θέλεις να ζευγαρώσεις την Sadie;»
«Ναι, μωρέ, δε θέλω να τη στειρώσω πριν γίνει έστω και μια φορά μανούλα. Είναι κοντά δύο χρονών.»
«Και τι θα τα κάνεις τα κουτάβια;»
«Τέσσερα μάνι-μάνι θα πάρει ο φίλος της συμπεθέρας του Κώστα. Δύο θα δώσω στις αδερφές μου και αν μείνει κάποιο θα το κρατήσω εγώ.»
«Έχεις αδερφές;»
«Ναι, δύο αδερφές στην Κρήτη, από κει κατάγομαι κι εγώ!»
«Από που;»
«Ηράκλειο.»
Κοίτα να δεις που στο τέλος θα βγουν συγγενείς με το Μιχάλη!!!!
«Οπότε αύριο έχει τα προξενιά;» τον ρώτησα πειρακτικά.
«Χαχαχα, ναι, ναι!»
«Δε φοβάσαι μην πλακωθεί ο Μπαρτ με τον σκύλο που θα φέρει ο άλλος;»
«Δεν θα τον φέρει το Μπαρτ βρε, απλά επειδή εγώ δεν γνωρίζω ούτε τη συμπεθέρα, ούτε πολύ περισσότερο τον φίλο της, θα έρθει και ο Κώστας. Βασικά καφεδάκι, μπάρμπεκιου, τα γνωστά. Δε μου λες, θέλεις να έρθεις κι εσύ;» με ρώτησε κάνοντας με να χοροπηδήσω από μέσα μου!
«Πάει η δίαιτα» του είπα αποδεχόμενη -για τρελούς ψάχνετε;- την πρόσκληση
«Δεν έχεις ανάγκη, μια χαρά είσαι! Α, έτοιμος και ο καφές σου!» είπε και μου τον έδωσε. «Σκέτο θα τον πιείς;»
«Ναι, δε βάζω ούτε γάλα ούτε ζάχαρη.»
«Κάτσε να φτιάξω αφρόγαλα για τον δικό μου και πάμε να κάτσουμε μέσα!»
«Με την ησυχία σου» του είπα τραβώντας δοκιμαστικά μια γουλιά. Ναι, ήταν σαν καλής καφετέριας, καμία σχέση με κάψουλες. «Αααχ» έκανα απολαυστικά, «υπέροχος είναι!»
«Αμέ, τι νόμιζες;» με ρώτησε χαμογελαστός. Λίγη ώρα αργότερα ήταν έτοιμος και ο δικός του καφές οπότε επιστρέψαμε στο καθιστικό, και τότε πρόσεξα το πιάνο.
«Παίζεις πιάνο;»
«Ναι, το κάνω κι αυτό. Εσύ, ασχολείσαι καθόλου με μουσική;»
«Αμέ! Μιλάτε με φλαουτίστρια κύριέ μου!»
«Α, θαυμάσια! Θα ήθελα να σε ακούσω να παίζεις!»
«Έχω καιρό να ασχοληθώ… το πήρε η μπάλα με ό,τι έγινε με τον Κώστα, οπότε έχω σκουριάσει λίγο.»
«Κακώς και εδώ που τα λέμε θα περίμενε κανείς να αναζητήσεις μια διέξοδο παίζοντας μουσική, εγώ τουλάχιστον στα μεγάλα ζόρια δεν ξεκολλάω από το πιάνο!»
«Και ο Κώστας φλαουτίστας ήταν, οπότε δεν είχα διάθεση μετά τα όσα έγιναν.»
«Εντάξει, δεκτό, αλλά δεν είναι καλό να μένεις πίσω!»
«Μωρέ δίκιο έχεις. Και ξέρεις τι, τρώγοντας έρχεται η όρεξη.»
«Τώρα μιλάς σωστά! Και όπως σου είπα θα ήθελα να σ’ ακούσω!»
«Κι εγώ εσένα.»
«Το μόνο εύκολο» μου είπε και άφησε τον καφέ του στο τραπεζάκι και πήγε και κάθισε στο πιάνο. «Έχετε κάποια προτίμηση, δεσποινίς;»
«Χμμμ… Θέλω εσύ να επιλέξεις!»

Μου χαμογέλασε και άρχισε να παίζει, αναγνώρισα αμέσως το κομμάτι, ήταν το Rondo alla Turka του Mozart. Έσκυψα ακουμπώντας στο πιάνο και έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας τη μουσική, νιώθοντας τις νότες να ρέουν μέσα μου. Που και που άνοιγα τα μάτια μου και τον έβλεπα να με κοιτάζει χαμογελαστός, τι όμορφα που ήταν! Όταν τελείωσε το πρώτο κομμάτι δε σταμάτησε, συνέχισε με το “The Entertainer” του Scott Joplin, κάνοντάς με να χειροκροτήσω αυθόρμητα και προκαλώντας του γέλιο, χωρίς ωστόσο ούτε μια στιγμή να χάσει το ρυθμό του.

«Είσαι υπέροχος!» του είπα και το εννοούσα!
«Είμαι!» μου απάντησε σοβαρός-σοβαρός και ξεραθήκαμε και οι δύο στα γέλια.

4. Μ’ ένα μικρό βήμα

Ο Αρίστος σηκώθηκε από το πιάνο και, ακόμα χαμογελαστός, έκανε βαθιά υπόκλιση, ενώ εγώ χειροκροτούσα ενθουσιασμένη.

«Επιφυλάσσομαι να μου το ανταποδώσεις παίζοντάς μου φλάουτο!»
«Από αύριο κιόλας… εχμμ… άκυρο, από μεθαύριο κιόλας θα ξεκινήσω και πάλι πρόβες!» τον διαβεβαίωσα.
«Και πολύ καλά θα κάνεις! Έλα, πάμε να κάτσουμε στο καθιστικό!»

Στο κέντρο του σαλονιού του είχε ένα τεράστιο ανοιχτό τζάκι το οποίο ήταν αναμμένο. Το σπίτι του, δηλαδή όσο είχα δει, ήταν πολύ όμορφο και επιπλωμένο με πολύ γούστο. Τον ένα τοίχο του σαλονιού τον έπιανε μια τεράστια, μοντέρνα, και εξίσου γουστόζικη βιβλιοθήκη, φορτωμένη από πάνω μέχρι κάτω με βιβλία.

«Αυτή είναι η βιβλιοθήκη που έφτιαξες;» τον ρώτησα φανερά εντυπωσιασμένη.
«Ναι, την ξεκίνησα μόλις τέλειωσα τη μπέμπα μου, παλιότερα είχα άλλη. Και έχω φτιάξει, το είχα ξεχάσει, και το έπιπλο της τηλεόρασης και το μικρό τραπεζάκι καθώς και διάφορα ντουλάπια που έχω πάνω». Όπως η βιβλιοθήκη, έτσι και το έπιπλο και το τραπεζάκι, ούτε σε χίλια χρόνια δε θα μάντευα ότι τα έχει φτιάξει κάποιος χομπίστας, θα ορκιζόμουν ότι τα έχει φτιάξει επαγγελματίας ξυλουργός και μάλιστα καλός, πραγματικά έπιαναν τα χέρια του!
«Και το τραπέζι του κήπου!» συμπλήρωσα. «Ναι… και όχι μόνο» είπε σκανδαλιάρικα.
«Τι εννοείς;»
«Χμμμ… και μεγάλο μέρος του εξοπλισμού του playroom φτιαγμένο από τα χεράκια μου είναι» μου εξήγησε χαμογελαστός.
«Θέλεις να μου το δείξεις;» Με κοίταξε λιγάκι σα να το σκεφτόταν.
«Είσαι σίγουρη; Είναι στο υπόγειο και δε θέλω να νιώσεις περίεργα.»
«Τώρα είναι που θέλω να το δω!» τον διαβεβαίωσα.
«Δε μου λες, έχεις πει σε κανένα γνωστό σου που θα είσαι;»
«Εχμ… γιατί ρωτάς;» τον ρώτησα κομμάτι ανήσυχη.
«Αν δεν το έχεις κάνει, σε παρακαλώ να το κάνεις αμέσως τώρα. Θέλω να νιώσεις 1000% σιγουριά.»
«Είχα πει στον Μιχάλη ότι…»
«Να του στείλεις το στίγμα και το ονοματεπώνυμό μου. Απαράβατος όρος για να κατέβεις κάτω, έστω και για να στο δείξω!»
«Εντάξει» του είπα. «Μου επιτρέπεις;»
«Φυσικά!»

Πήγα λίγο πιο έξω και πήρα τηλέφωνο το Μιχάλη.

«Είσαι καλά;» ήταν το πρώτο πράγμα που με ρώτησε.
«Ναι Μιχαλιό μου, μια χαρά είμαι. Για την ακρίβεια ο Αρίστος επέμεινε να σε πάρω τηλέφωνο και να σου πω το ονοματεπώνυμό του και να σου στείλω και το στίγμα του σπιτιού του!»
«Σοβαρά;»
«Σοβαρότατα. Φτιάχνει δικά του έπιπλα και μου είπε ότι έχει φτιάξει και διάφορα παιχνίδια στο playroom του και ήθελα να τα δω. Μου είπε ότι τα έχει στο υπόγειο και είναι απαράβατος όρος να πω σε κάποιον που είμαι πριν μου τα δείξει, θέλει να αισθάνομαι ασφάλεια. Τον λένε Αριστοτέλη Σαμιωτάκη, το στίγμα του σπιτιού του μόλις στο έστειλα.»
«Και μπράβο του! Άκου, αν δεν μου στείλεις μήνυμα σε 30 λεπτά ότι όλα είναι ΟΚ θα μπω μέσα με τανκ!»
«Δε θα στο συνιστούσα, αν δεις το σκύλο του θα σου κοπούν τα γόνατα, στο ορκίζομαι, το κεφάλι του φτάνει στο στήθος μου! Σε ευχαριστώ πάντως και θα σε πάρω σε μισή ωρίτσα το πολύ, εντάξει;»
«Εντάξει μαγδάλω μου, να προσέχεις!»
«Θα προσέχω γοριλλάκι μου» τον διαβεβαίωσα και έκλεισα το τηλέφωνο.
«Όλα εντάξει;» με ρώτησε ο Αρίστος όταν γύρισα μέσα.
«Ναι, τον πήρα τηλέφωνο, του είπα το ονοματεπώνυμό σου και του έστειλα και το στίγμα και τον διαβεβαίωσα ότι θα τον πάρω σε μισή ώρα τηλέφωνο αλλιώς θα έρθει επελαύνοντας σαν τυφλός ρινόκερος!»
«Χαχαχα, καλά θα του πάει αυτό με τη Sadie, αλλά μπράβο του. Λοιπόν, αν είσαι έτοιμη, έλα να σου δείξω τον Ιεροεξεταστή!»
«Ποιον;»
«Έτσι έχω ονομάσει το playroom! Λοιπόν, πάμε!» μου είπε και κίνησε σε μια πόρτα όπου από πίσω υπήρχαν σκαλιά. Κατεβήκαμε κάτω και χάζεψα και πάλι. Ο κύριος χώρος είχε ένα τραπέζι του μπιλιάρδου και κάμποσα ηλεκτρονικά παιχνίδια, σαν αυτά που είχαν τα παλιά ουφάδικα!
“Woah!” είπα εντυπωσιασμένη.
«Ναι, το restoration παλιών arcade coin op μηχανών είναι και αυτό χόμπι μου!»
«Καλά, πού βρίσκεις το χρόνο;»
«Εμ, γιατί νόμιζες ότι παλεύω δύο μήνες για ένα τραπέζι;»
«Δουλεύουν κανονικά;»
«Αμέ, όλα! Έχω Mrs. Pacman, Bubble Bobble, Q*Bert, Tetris, Outrun, Galaga & Donkey Kong και στο εργαστήρι, είπε και μου έδειξε μια πόρτα, έχω για επισκευή Ghosts 'n Goblins & Tehkan World Cup.»

Ε, ο “Ιεροεξεταστής” ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακός. Επενδυμένος με μαλακή μόνωση είχε μέσα ό,τι μπορούσες να φανταστείς, σταυρό, pillory, σέλα, μέχρι και τροχό είχε, αν και αυτόν μου είπε πως τον είχε φτιάξει ως proof of concept. Στο ταβάνι είχε κρεμασμένους κρίκους από τους οποίους κρέμονταν αλυσίδες με δερμάτινη χειροπέδες και κάτω είχε αντίστοιχα για τα πόδια, φαντάζομαι ότι ήταν για μαστίγωμα. Από μαστίγια, floggers, βίτσες, paddles και τα ρέστα άλλο τίποτα!

«Όλα αυτά τα έφτιαξες μόνος σου;»
«Εμ τι, με παρέα; Εννοώ τα έπιπλα, έτσι; Τα μαστίγια και τα υπόλοιπα τα έχω αγοράσει από διάφορους.»

Συνέχισε την περιήγηση, μου έδειξε και το εργαστήριό του με τα ηλεκτρονικά, το εργαστήριο ξυλουργικής ήταν πίσω από το σπίτι σε εξωτερικό χτίσμα. Όταν ανεβήκαμε πάνω πήρα τηλέφωνο τον Μιχάλη για να μην ανησυχεί και μετά επιστρέψαμε στο καθιστικό για να συνεχίσουμε τον καφέ μας.

«Μήπως έχει κρυώσει; Να στον ζεστάνω;»
«Όχι, μια χαρά είναι. Εγώ τον καφέ μου μπορεί να τον τραβάω ώρες, δε με πειράζει αν κρυώνει.»
«Κάτσε να βάλω μουσική να μην καθόμαστε στα μουγκά» είπε και πήρε το κινητό του στο χέρι, και πράγματι μετά από λίγο ο χώρος πλημμύρισε με απαλή τζαζ. Το τζάκι έβγαζε μια υπέροχη ζέστη, παρόλο που η μέρα δεν ήταν ιδιαίτερα κρύα, για Γενάρη θα την έλεγες και ζεστή! Η Sadie έδωσε ένα σάλτο και ξάπλωσε στον καναπέ ακουμπώντας το θεόρατο κεφάλι της στα πόδια του Αρίστου που άρχισε να τη χαϊδεύει αφηρημένα ενώ τα γατιά ήρθαν και τα δύο πάνω μου βγάζοντας σιγανές τρίλιες. «Σε συμπάθησαν!»
«Είναι κουκλιά!» του είπα χαμογελαστή προσπαθώντας να χαϊδέψω και τα δύο. Λίγη ώρα μετά ο Charlie έδωσε ένα σάλτο και πήγε και ανέβηκε στο γατόδεντρό του ενώ η Sunny συνέχισε να κάθεται στα πόδια μου χουρχουρίζοντας και βγάζοντας πότε-πότε σιγανές χαρούμενες τρίλιες.
«Για πες μου τώρα για τον Κώστα και μετά για το Μιχάλη» μου είπε σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση.
«Ο Κώστας…» ξεκίνησα αναστενάζοντας. «Τον γνώρισα μέσω ενός κοινού γνωστού μας πριν τέσσερα χρόνια. Η αλήθεια είναι πως ήμουν κρυφά ερωτευμένη με τον κοινό γνωστό μας… δηλαδή… τι κοινός γνωστός μας, ο κύριος Μανώλης ήταν δάσκαλός μου στο ωδείο. Τέλος πάντων, από εκείνον γνώρισα τον Κώστα, ήταν και αυτός φλαουτίστας, παλιότερος μαθητής του Μανώλη, εγώ τότε ήμουν ένα μήνα πριν κλείσω τα 21, τέλη Νοέμβρη του ’19 ήταν και εκείνος τον Οκτώβρη είχε κλείσει τα 30. Είχαμε πολλά κοινά, με έκανε να γελάω, μου άρεσε και σαν άνδρας, ε, τα φτιάξαμε και δεν μου πήρε και πολύ να τον ερωτευτώ μέχρι τα μπούνια. Εκείνο το Μάρτη κολλήσαμε και οι δύο covid, στο πρώτο κύμα της πανδημίας, και φροντίσαμε ο ένας τον άλλον, αν και πέρα από δυνατούς πυρετούς, αγευσίες και γενική αδυναμία δε μας άφησε άλλο κουσούρι και δέσαμε ακόμα περισσότερο. Θεωρώ ότι είμαι πολύ καλή στο να διαβάζω τους άλλους ανθρώπους και πραγματικά μου ήρθε κεραμίδα στο κεφάλι όταν πέρσι τέτοιο καιρό μου δήλωσε ότι θέλει να χωρίσουμε. Δεν είχα πάρει χαμπάρι τίποτα, είχα μάλιστα αρχίσει να κάνω και όνειρα για το πως θα είναι η ζωή μαζί του. Δεν ξέρω ρε Αρίστο, περάσαμε όμορφα τρία χρόνια, πραγματικά δεν ξέρω τι έγινε.»
«Μήπως υπήρξε καμιά άλλη;»
«Αυτό σκέφτηκα κι εγώ στις αρχές but it was not the case, ο κύριος Μανώλης μου το είπε, και ο κύριος Μανώλης δεν θα τον κάλυπτε, με συμπαθούσε και με συμπαθεί, το πιο πιθανό θα ήταν να του έκοβε και την καλημέρα. Τι να πω, δεν ξέρω. Εννοώ δεν χωρίζεις έτσι από τη μια μέρα στην άλλη, θα έπρεπε να έχω δει κάποια σημάδια. Πολλές φορές προσπαθώ να θυμηθώ τη συμπεριφορά του, αν κάτι είχε αλλάξει, και ακόμα και τώρα δεν το βρίσκω.»
«Τι να πεις, καμιά φορά οι άνθρωποι είναι απρόβλεπτοι.»
«Θα το δεχόμουν από κάποιο άγνωστο ρε Αρίστο αλλά ο Κώστας δεν είχε δείξει τίποτα τέτοιο, ήταν άνθρωπος της συνήθειας και που δεν του άρεσαν οι αλλαγές.»
«Δεν ξέρω τι να σου πω βρε κορίτσι μου, μπορεί μέσα του κάτι να επαναστάτησε και η μόνη διέξοδος που έβρισκε ήταν να το κάνει Κούγκι.»
«Τι να σου πω, ίσως να είναι κι έτσι. Το θέμα είναι ότι έπαθα αυτό που φοβόντουσαν οι Γαλάτες, μου έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι και είμαι που είμαι introvert, κλείστηκα τελείως στο καβούκι μου.»
«Introvert? Δε σου φαίνεται!»
«Και όμως, είμαι αρκετά κλειστή και ντροπαλή… και εδώ έρχεται ο Μιχάλης» του είπα και ήξερα ότι παίρνω ρίσκο αλλά…
«Για πες μου για το Μιχάλη.»
«Άλλη ιστορία και αυτός. Και αυτουνού η σκούφια του από το Ηράκλειο είναι, και είναι και συνάδελφός σου, καθηγητής, αν και εκείνος είναι στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, το πρώην ΤΕΙ Πειραιά. Τέλος πάντων, σου είχα πει ότι διάβαζα σαν επισκέπτρια το community αλλά δεν είχα γραφτεί. Το FetLife  το ήξερα κι εκείνο αλλά ήθελε εγγραφή και δεν είχα μπει στον κόπο. Μην έχοντας τι να κάνω, γράφτηκα στο community για να παίρνω και alerts όταν γινόντουσαν posts σε topics που με ενδιέφεραν και μου την έδωσε και γράφτηκα και στο FetLife. Εκεί μάλιστα έκανα, την λανθασμένη, όπως τελικά αποδείχτηκε, κίνηση να ανεβάσω και μια προκλητική φωτογραφία που με είχε τραβήξει ο Κώστας. Την κατέβασα μερικές μέρες αργότερα έχοντας λάβει κατακλυσμό μηνυμάτων και αιτημάτων φιλίας αλλά η ζημιά είχε γίνει.»
«Τώρα μου εξάπτεις την περιέργεια, θα ήθελα να δω αυτή τη φωτογραφία!»
«Καλά μη φανταστείς τίποτα τρομερό, με εσώρουχα ήμουν!»
“Be that as it may!”

Τον κοίταξα για λίγο αναποφάσιστη. Να του τη δείξω ή όχι; Ήθελα να προχωρήσω μαζί του ή όχι; «Μαριλίζα, κόψε τις παπαριές, αν δεν ήθελες δε θα ήσουν εδώ με την καρδιά σου να έχει χτυπήσει 200άρια» μάλωσα τον εαυτό μου. Ο Αρίστος συνέχισε να με κοιτάζει και μ’ έπιασε πάλι το people’s pleaser. Έκανα να ανοίξω το κινητό μου αλλά εκεί με σταμάτησε.

«Όχι τώρα, άλλη στιγμή. Συνέχισε σε παρακαλώ» μου είπε και ομολογώ ότι ένιωσα ανακούφιση.
«Τι έλεγα; Ναι, είχα καταιγισμό από μηνύματα και ένα από αυτά ήταν του Μιχάλη. Μου άρεσε ο τρόπος με τον οποίο με προσέγγισε και, να πω την αμαρτία μου, με κέντρισε και το προφίλ του, οπότε ήταν ένας από τους ελάχιστους στους οποίους απάντησα. Μιλούσαμε για αρκετό καιρό μόνο από μηνύματα στο FetLife  και λάτρευα το χαβαλέ του. Του έδωσα messenger και Skype και αρχίσαμε να μιλάμε και εκεί και τελικά μια μέρα ήμουν εγώ που του ζήτησα να κάνουμε βιντεοκλήση. Είναι μεγαλόσωμος και γλυκούλης σαν μπάσο αρκούδι. Φοβερά χαβαλετζής και έξω καρδιά, ταυτόχρονα είναι πολύ πράος, δεν τον έχω ακούσει να σηκώνει φωνή ακόμα και σε περιπτώσεις που εγώ στη θέση του θα άνοιγα κάποιο κεφάλι. Αρχίσαμε να κάνουμε πολλή παρέα και με τη βοήθειά του άρχισα να βγαίνω από το καβούκι μου. Γυναικάς από τους λίγους, που τον χάνεις, που τον βρίσκεις, πίσω από καμιά μικρούλα θα τριγυρίζει. Ταυτόχρονα, ωστόσο, είναι ντόμπρος, δεν κρύβει τίποτα από καμία, και δηλώνει εξ αρχής ότι δεν ψάχνει τίποτα περισσότερο από το να περνάει καλά. Σε όλο αυτό το διάστημα που βγαίναμε, πέραν από τα πιπεράτα υπονοούμενα, που πολλές φορές με έκαναν να δακρύζω από  τα γέλια, δεν έκανε καμία κίνηση να μπει στα βρακιά μου. Εγώ ήμουν εκείνη που έκανα την πρώτη κίνηση και έτσι από φίλος πήρε προβιβασμό σε fuck buddy.»
«Μόνο fuck buddy? Προχθές σου είπα ότι μιλούσες σαν ερωτευμένη αλλά εσύ είσαι πραγματικά ερωτευμένη μαζί του.»
«Ναι, είμαι λίγο» παραδέχτηκα, ούτε ήθελα να του πω ψέματα και ούτε είχε νόημα. «Ίσως και παραπάνω από λίγο. Όχι όσο ήμουν με τον Κώστα αλλά είμαι… και… δεν ξέρω… είναι τελείως διαφορετικής φύσης. Για αρχή δε ζηλεύω ούτε νιώθω κτητικότητα. Καλά, ανέκαθεν δεν ήμουν ιδιαίτερα ζηλιάρα αλλά κτητικότητα ένιωθα και παρόλο που τον λέω “γοριλλάκι μου” αυτό το “μου” είναι τρυφερό, γλυκό, δεν είναι κτητικό.»

Χαμήλωσα το βλέμμα μου νιώθοντας το δικό του πάνω μου και με μεγάλη δυσκολία -και την ψυχή στα δόντια- σήκωσα τα μάτια μου να τον κοιτάξω. Η ματιά του δεν έδειχνε απογοήτευση και δεν μπορούσα εκείνη τη στιγμή να το ερμηνεύσω, αν ήταν δηλαδή καλό η κακό.

«Τη δική μου θέση στην είπα, οι άνθρωποι δεν ανήκουμε ο ένας στον άλλον, μοιράζουμε το χρόνο μας, το μόνο μας πραγματικό συνάλλαγμα, με αυτούς που επιλέγουμε στο βαθμό που επιλέγουμε για τους λόγους που επιλέγουμε. Αν το χωνεύαμε όλοι καλά μέσα μας τότε όλα θα γινόντουσαν απλούστερα. Σου φτάνει ο χρόνος που μοιράζεται ο άλλος μαζί σου; Είναι ποιοτικός σύμφωνα με τα δικά σου κριτήρια; Λαμπρά, κάθεσαι εκεί που είσαι για όσο αυτό κρατήσει. Δεν είσαι; Είτε προσπαθείς να το κερδίσεις -να το κερδίσεις, όχι να το αλλάξεις- είτε πας για άλλα. Έχεις κερδίσει το χρόνο του Μιχάλη και αντιστοίχως έχει κερδίσει και εκείνος τον δικό σου. Μπράβο σου και μπράβο του!»
«Εκτιμώ αφάνταστα και το χρόνο που μου αφιερώνεις» του δήλωσα ορθά-κοφτά.
«Κι εγώ τον δικό σου και σε διαβεβαιώ είναι ποιοτικός με όλα τα προσωπικά μου κριτήρια.»
«Πολύ χαίρομαι που το ακούω» του είπα χαμογελαστή.
«Ξέρεις κάτι; Θα ήθελα να τον γνωρίσω το Μιχάλη!»
«Κι εγώ θέλω να γνωριστείτε, νομίζω ότι θα κολλάγατε εξαιρετικά οι δυο σας!»
«Στο χέρι σου είναι» μου είπε.
“Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find!”
«Που έλεγε και ο Μαθιός.»
«Ποιος;» τον ρώτησα.
«Για το παραπάνω απόσπασμα λέω, είναι από το κατά Ματθαίο.»
«Να σου πω δεν έχω ιδέα, απλά μου αρέσει η φράση. Κάτσε μισό λεπτό να δω… δίκιο έχεις!»
«Το ξέρω!» μου απάντησε χαμογελαστός. Κοίταξε το ρολόι του. «Δε μου λες, κοντεύει 13:30 θες να πάμε να ετοιμάσουμε τα φαγητά; Έχω πάρει δυο υπέροχες σπαλομπριζόλες και λέω να τις συνοδέψουμε με οφτές πατάτες και σαλάτα.»
«Οφτές;»
«Ναι, θα τις τυλίξω σε αλουμινόχαρτο και θα τις βάλω στη χόβολη, με τη φλούδα τους!»
«Αμέ, γιατί όχι;»

Πήγαμε στην κουζίνα και έβγαλε από το ψυγείο τις σπαλομπριζόλες που, όπως μου εξήγησε, τις είχε αφήσει να μαρινάρονται από την Πέμπτη το απόγευμα. Πήρε τρεις-τέσσερις πατάτες και αφού τις έπλυνε καλά, τις τύλιξε σε αλουμινόχαρτο και τις έχωσε στην καυτή στάχτη στο τζάκι. Αφού τελείωσε με αυτό, πήγαμε έξω στον κήπο όπου ήταν το ΒΒQ και εκεί είδα μια περίεργη κατασκευή, με οριζόντιες και κάθετες βέργες σαν κλουβί χωρίς σκέπασμα που στη μέση είχε χώρο για φωτιά.

«Τι είναι αυτό;»
«Για οφτό αρνί. Μπορεί να το έχεις ακουστά σαν αντικριστό. Έτσι ψήνουμε εμείς το αρνί, όχι σε σούβλα.»
«Άρα αυτό που φάγαμε χθες με τον Μιχάλη δεν πρέπει να ήταν πραγματικό αντικριστό!»
«Δεν ξέρω που φάγατε αλλά πιθανότατα όχι.»
«Στην Ψύρρα, στου Ψυρρή.»
«Δεν κατέχω» μου είπε με κρητική προφορά κάνοντας με να βάλω τα γέλια, ακούστηκε περισσότερο σαν «hεν κατhεω». «Γιάντα με θωρείς;» με ρώτησε εκ νέου, το οποίο ακούστηκε περισσότερο σαν «zhhάντα με θωρείsh;»
«Τίποτα, μ’ αρέσει που κάνεις τον Κρητίκαρο!» του είπα και δεν απάντησε, απλά μου χάρισε ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο.
«Μου θύμισες ένα ανέκδοτο. Είναι ένας κρητίκαρος με το κοπέλι του και τον ρωτάει ο μικρός:. «Μπαμπά, ίντα ‘ναι σωβινιστής;» για να πάρει την απάντηση. «Σωβινιστής, Σηφαλιό μου, είναι ο ξένος που πιστεύει ότι η πατρίδα του είναι ομορφότερη από τση Κρήτη μας!» μου είπε με προφορά, κάνοντας με και πάλι να ξεραθώ στα γέλια. «Τι προτιμάς, γκάζι ή ξύλο, το μαγαζί διαθέτει και τα δύο αλλά σε προειδοποιώ ότι το ξύλο θα πάρει αρκετά περισσότερη ώρα!»
«Μου έχεις τάξει τηλεκατευθυνόμενο στη λίμνη και βόλτα στη Χαλκίδα!» του υπενθύμισα.
«Γκάζι λοιπόν» είπε και πήγε και έβγαλε την κουκούλα στην ψησταριά του. «Μωρέ, ξεροσφύρι θα τα ψήσουμε; Πάω να φέρω καμιά μπύρα, θες;»
«Ναι! Μπύρα! Μπύρα!» συμφώνησα ενθουσιασμένη.
«Κάτσε να το ανάψω να κάψει λίγο και πάω να φέρω τις μπύρες!» μου είπε και αυτό έκανε. Πράγματι, δυο λεπτά αργότερα γύρισε με δυο μπουκάλια μπύρα, χωρίς ποτήρι. Μου έδωσε το ένα μπουκάλι και με τσούγκρισε. «Σκουτελοβαρίσκω σου!»
«Τι απαντάμε;»
«Τσε αντιστέκομαί σου.»
«Τσε αντιστέκομαί σου, λοιπόν!»
«Λοιπόν, τώρα τις μπριζόλες» είπε και τις πέταξε στη σχάρα. «Στο αίμα τους, έτσι;»
«Εννοείται!» του απάντησα.
Το ψήσιμο δεν κράτησε πολλή ώρα, πήρε σε μια πιατέλα τις μπριζόλες και τις κοιτούσα και μου έτρεχαν τα σάλια! Πήγαμε μέσα και κίνησε να κόψει σαλάτα αλλά δεν τον άφησα, προσφέρθηκα εγώ να την κόψω. Μου έδωσε δύο τομάτες, ένα μεγάλο κρεμμύδι, μια πιπεριά, αγγούρι, ελιές και κάπαρη.
«Φέτα;» τον ρώτησα.
«Δε χρειάζεται, έχω κάτι καλύτερο!» είπε. Έκοψε μερικές φέτες ψωμί και αφού τις άλειψε με λάδι και ρίγανη τις πήγε και αυτές και τις έβαλε σε μια σχάρα στο τζάκι. «Δε μου λες, έχει καλό καιρό σήμερα, θες να φάμε στον κήπο, στο αίθριο;»
«Ναι αμέ!» του απάντησα ενθουσιασμένη.
«Επιφυλάσσομαι κάποια από τις επόμενες φορές», ναι είπε επόμενες!!!!, «να είναι με το καινούργιο τραπέζι!»
«Δε βιαζόμαστε» του είπα με χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο.
«Λοιπόν, πάρε τη σαλάτα και την πιατέλα με το κρέας και φέρω εγώ το ψωμί, τις οφτές πατάτες και τις δύο εκπλήξεις που σου έλεγα!»
«Τις μπύρες;»
«Ναι, είναι κι αυτές. Έρχομαι μαζί σου και θα γυρίσω να φέρω τις μπύρες και τις εκπλήξεις!»
Βγήκαμε στον κήπο και πήγαμε στο υπέροχο αίθριο που ήταν στη μία άκρη της πισίνας. Δεν είχε απλά τραπέζι και πάγκους, κανονικό μπαρ ήταν! Σκούπισε προσεκτικά το ξύλινο τραπέζι και ακουμπήσαμε τα πιάτα με το κρέας και τις πατάτες καθώς και ένα μπολ με το ψημένο ψωμί. Ο Αρίστος πετάχτηκε μέσα και γύρισε με ένα δίσκο στον οποίο είχε τα μπουκάλια και δυο μπολ.
«Αυτό είναι ξύγαλο!» μου είπε και μου έδειξε το περιεχόμενο του πρώτου μπολ. «Φέτα και αηδίες… Το άλλο… το άλλο είναι στάκα! Σπιτική. Μου την έφτιαξε η θεια μου η Μαριγώ, αδερφή του συγχωρεμένου του πατέρα μου.»
Δεν έχω λόγια να περιγράψω την πανδαισία των γεύσεων, καλά το έλεγε, φέτες και αηδίες. Το ξύγαλο είχε αδιόρατη γεύση γιαουρτιού και η στάκα… Θεέ μου η στάκα!
«Μην την κοιτάς έτσι που φαίνεται αθώα! Τρως μια κουταλιά 10 γραμμαρίων και ζυγίζεσαι και έχεις πάρει κιλό!» μου είπε γελώντας.
«Ωχ παναγία μου» είπα έχοντας ξεπαστρέψει το μισό μπολ.

Αφού δε φάγαμε και τα πιάτα, πάλι καλά να λέω. Νόμιζα ότι θα μου βγει από τη μύτη αλλά ήταν αδύνατο να σταματήσω, έφαγα όλη τη μπριζόλα μου και δεν έμεινε ούτε καν ένα μπαλάκι κάπαρη αλλά σάμπως ο Αρίστος πήγε πίσω; Βάλε και τις μπύρες, δεν είναι να απορείς που όταν τελειώσαμε νιώθαμε και οι δύο σας βόες. Η Sadie που είχε κάτσει στα πόδια μας ήσυχη όλη αυτή την ώρα σηκώθηκε και μας κοίταξε με παρακλητικό βλέμμα. Κρέας μπορεί να μην είχε μείνει, αλλά είχαν μείνει τα κόκκαλα.

«Δώσε τα της εσύ» με παρακίνησε ο Αρίστος και πράγματι, πήρα το ένα κόκκαλο για να της το δώσω. Η Sadie ήρθε και το μύρισε αλλά δεν έκανε κίνηση να το πάρει, μόνο κοίταξε τον Αρίστο. «Καλή Μαριλίζα!» είπε και η Sadie άρχισε να κουνάει σαν μανιακή την ουρά της κοιτάζοντάς με παρακλητικά. Της πρότεινα εκ νέου το κόκκαλο και αυτή τη φορά το πήρε προσεκτικά από το χέρι μου και το έκανε μια χαψιά. Κυριολεκτικά! «Με αυτό που είπα προστέθηκες στη λίστα των ατόμων τα οποία επιτρέπεται να τις δώσουν φαγητό. Δεν είναι μόνο παρέα, είναι και φύλακας, και είναι καλά εκπαιδευμένη.»
«Εσύ την εκπαίδευσες;»
«Όχι, τα ταλέντα μου δεν φτάνουν εκεί. Την πήγα σε εκπαιδευτή και απλά εγώ φροντίζω να  διατηρώ την εκπαίδευσή της φρέσκια.»
«Έλα εδώ κορίτσι μου» είπα στη Sadie που ήρθε πάλι κουνώντας την ουρά της σα μαστίγιο. Της πρότεινα και το άλλο κόκκαλο, το οποίο πήρε και πάλι προσεκτικά από το χέρι μου και το εξαφάνισε. «Είσαι καλό κορίτσι; Ε; Ε; Είσαι καλό κορίτσι εσύ;» τη ρώτησα παιχνιδιάρικα και βρήκε την ευκαιρία και με έγλειψε στη μύτη. «Βρε σίχαμα!» της είπα γελώντας και η Sadie γαύγισε παιχνιδιάρικα.
«Σε συμπάθησε!» μου είπε ο Αρίστος. «Γενικά είναι ήρεμη αλλά δεν είναι ιδιαίτερα διαχυτική, ειδικά προς άτομα που βλέπει πρώτη φορά. Κάποιο κλικ της έκανες στη σκυλίσια κεφάλα της!»
«Ναι; Ναι το κορίτσι μου;» της είπα με χαδιάρικη φωνή και η Sadie βρήκε την ευκαιρία και με έγλειψε ξανά στη μύτη και αμέσως μετά ξάπλωσε φαρδιά πλατιά αναστενάζοντας, σα να της είχαν πέσει έξω τα καράβια.
Ο Αρίστος ψάρεψε από την τσέπη του ένα πακέτο καπνό και ένα αναπτήρα. Δεν τον είχα δει να καπνίζει και τον κοίταξα με απορία.
«Καπνίζεις;»
«Το έχω κόψει εδώ και πολλά χρόνια αλλά καπνίζω socially μια στη χάση και στη φέξη, ειδικά μετά από ένα καλό φαγητό με εκλεκτή παρέα!»
«Τότε στρίψε μου κι εμένα ένα σε παρακαλώ. Εγώ ποτέ δεν το άρχισα αλλά όπως κι εσύ, μια στη χάση και στη φέξη, καπνίζω κανένα τσιγάρο.»
«Χμμμ, έχω φιλτράκια με μέντα, δεν ξέρω αν θα σ’ αρέσει. Μήπως να στο κάνω χωρίς φίλτρο;»
«Μέντα; Δεν έχω δοκιμάσει ποτέ! Όχι, μη μου το κάνεις σκέτο, βάλε και στο δικό μου φιλτράκι.»

Η αλήθεια είναι ότι στην πρώτη τζούρα κόντεψα να πνιγώ, η γεύση της μέντας έκανε ακόμα πιο οξεία την αίσθηση στο λαιμό. Παίρνοντας το μάθημά μου, η δεύτερη ρουφηξιά ήταν πιο προσεκτική. Δεν είμαι καπνίστρια και δε μου λείπει το τσιγάρο αλλά τη γεύση δεν θα την έλεγα άσχημη και πήγαινε πολύ και με την παγωμένη μπύρα. Αφού κάναμε τα τσιγάρα μας, τον βοήθησα να μαζέψει το τραπέζι και πήγαμε τα πιάτα στην κουζίνα. Η ιδέα ήταν να ξεπλύνω τα πιάτα και τα ποτήρια για να τα βάλει στο πλυντήριο πιάτων αλλά ο Σκωτσέζος μέσα μου επαναστάτησε.

«Τι κάνεις εκεί;» με ρώτησε όταν είδε ότι αντί να ξεπλύνω τα πιάτα άρχισα να τα πλένω.
«Πλένω τα πιάτα, αμαρτία είναι να βάλεις πλυντήριο για δυο πιάτα, δυο ποτήρια και δυο μπολ.»
«Ξα σου» μου απάντησε, μη δίνοντας συνέχεια. «Θες ένα δεύτερο καφεδάκι;»
«Τρίτο θα είναι, ήπια και ένα το πρωί, αλλά αν δεν πιώ λίγο καφέ με βλέπω να πέφτω για ύπνο!»
«Θα φτιάξω γαλλικό που είναι πιο ελαφρύς. Δε μου λες, σ’ αρέσει η γεύση φουντούκι;»
«Ναι, γιατί όχι;» του απάντησα και ξεκίνησε να φτιάχνει τον καφέ. «Σε πέντε-δέκα λεπτάκια θα είναι έτοιμος, λοιπόν, πάμε να διαλέξεις πιο καραβάκι θέλεις για μετά!»

Είχα χάσει το μπούσουλα πόσες φορές βρέθηκα με το σαγόνι στο πάτωμα εκείνη την ημέρα. Δεν ήταν απλά τηλεκατευθυνόμενα αυτά που είχε, το μοντέλο του S/S France ήταν σχεδόν ενάμιση μέτρο, και να ήταν μόνο αυτό; Είχε μοντέλο του Τιτανικού, είχε μοντέλο του Bismarck και του Scharnhorst,  είχε μοντέλο του Prince of Whales και του Hood, μέχρι και υποβρύχιο είχε ο αθεόφοβος, για να μην αναφέρουμε τα μοντέλα ταχύπλοων. Φυσικά και με εξαίρεση τον Τιτανικό δεν είχα αναγνωρίσει τα υπόλοιπα, εκείνος μου είπε ποιο είναι τι.

«Εσύ τα έχεις φτιάξει κι αυτά;»
«Όχι» απάντησε χαμογελαστός. «Τα έχω αγοράσει, δεν είναι του εμπορίου, τα έχω αγοράσει από ένα φίλο στη Γερμανία που ειδικεύεται στο μοντελισμό.»
«Και επιπλέουν κανονικά;»
«Κανονικότατα αλλά πιο πολύ τα έχω για να τα χαζεύω εδώ στις βιτρίνες τους. Είναι μανούρα η μετακίνησή τους, δεν είναι ακριβώς βολικού μεγέθους και θέλει δύο άτομα και για να μπουν και για να βγουν από το νερό.»
«Κρίμα, πολύ θα ήθελα να τα δω στη λίμνη.»
«Ίσως κάποια άλλη φορά. Μπορούμε ωστόσο να πάρουμε το υποβρύχιο μαζί μας, έχει και κάμερα αν θες να εξερευνήσουμε το βυθό της λίμνης!»
«Τα ταχύπλοα;»
«Από αυτά όποιο θέλεις και, αν δεν έχει κόσμο, θα του δώσουμε να καταλάβει!»
«Ταχύπλοα τότε!» του είπα. «Αυτό θέλω!» έκανα και του έδειξα αυτό που μ’ άρεσε.
«Ό,τι θέλει το κορίτσι! Λοιπόν, πάμε τώρα να πιούμε το καφεδάκι μας και επιστρέφουμε αργότερα για να πάμε να παίξουμε στη λίμνη!»
Το καφεδάκι είχε γίνει οπότε κάτσαμε και πάλι στο καθιστικό για να το πιούμε. Άνοιξε τη μουσική και το σαλόνι πλημμύρισε αυτή τη φορά με acid jazz.
«Για πες, πώς τα πέρασες χθες;»
«Όμορφα ήταν αν και το παράκανα με το ρακόμελο και στο τέλος έγινα κουδούνι!»
«Εσύ οδηγούσες;»
«Στο πήγαινε ναι, στο γυρισμό το πήρε ο Μιχάλης ο οποίος έχει σαφώς μεγαλύτερες αντοχές από εμένα στο ποτό.»
«Και είχατε πάει σε αυτό που μου είπες;»
«Ναι, και ακόμα και αν το αντικριστό δεν ήταν πραγματικό αντικριστό, είχε πολύ νόστιμους μεζέδες, κρητική κουζίνα κυρίως. Και ρακόμελο, υπέροχο ρακόμελο!»
«Εγώ προτιμώ τη ρακή σκέτη, αλλά περί ορέξεως!»
«Και ο Μιχάλης σκέτη την πίνει, εγώ ήπια ρακόμελο» είπα και φασκέλωσα τον εαυτό μου, πάλι στον Μιχάλη αναφέρθηκα αλλά ο Αρίστος δεν έδειξε να ταράζεται. «Εσύ τι έκανες;»
«Με είχε καλέσει μια φίλη για καφεδάκι αλλά το ένα έφερε το άλλο και τελικά έφυγα κοντά στα μεσάνυχτα!» μου είπε και, το παραδέχομαι, ένιωσα ένα ελαφρό τσίμπημα.
«Δε βαριέσαι, όστις αναμάρτητος που λένε!»
«Αχά!» μου έκανε χαμογελώντας πονηρά.
“Guilty as charged!” απάντησα ανταποδίδοντας ύφος και χαμόγελο.
«Μωρέ καλά έκανες! Μάρω-Μάρω μια φορά είν’ τα νιάτα.»
«Κάπου το έχω ακούσει αυτό!»
«Ναι, είναι ένα παλιό τραγούδι. Μάρω-Μάρω μια φορά είν’ τα νιάτα. Μάρω-Μάρω τις ντροπές παράτα. Του φιλιού την πρώτη γλύκα μην την ε-φυλάς για προίκα, μη με διώχνεις τώρα που σε βρήκα!» μου είπε τραγουδιστά και έχει και όμορφη φωνή ο μπαγάσας. Κάτι έκανε κλικ μέσα μου, δεν του έδωσα καν να το καλοσκεφτώ.
«Για τρελές ψάχνεις;» απάντησα και τον άρπαξα και τον φίλησα. Στην αρχή έδειξε να αιφνιδιάζεται αλλά γρήγορα, πολύ γρήγορα, ανταπέδωσε με παρόμοιο ενθουσιασμό και οι γλώσσες μας βρέθηκαν μπλεγμένες. Το φιλί μας κράτησε πάνω από πέντε λεπτά, εγώ τον είχα αρπάξει κανονικά και τον έσφιγγα πάνω μου ενώ εκείνος με χάιδευε απαλά στην πλάτη και τα μαλλιά. Τραβήχτηκε σιγά-σιγά και τον άφησα απρόθυμα.
«Ωραία, τώρα που το λύσαμε αυτό» με πείραξε «πάμε να ξεσαλώσουμε στη λίμνη;»
«Ναι, πάμε!» του είπα ενώ η καρδιά μου έπαιζε σαν ταμπούρλο.
Μωρέ του δώσαμε και κατάλαβε, παρά την όμορφη μέρα δεν είχε πολύ κόσμο, βάλαμε μέσα τα τηλεκατευθυνόμενα και κάναμε και οι δύο σαν παιδάκια. Όταν γυρίσαμε σπίτι του κόντευε να πάει πέντε, πρέπει να ήμασταν πάνω από δύο-δυόμιση ώρες στη λίμνη παίζοντας. Στο καθιστικό του ανταλλάξαμε το δεύτερο φιλί μας και αυτή τη φορά ήταν ο Αρίστος που έκανε την κίνηση. Ένιωθα να λιώνω στα χέρια του, το κάθε του χάδι ήταν σα να με περνούσε ρεύμα και παρόλο που τα χέρια του έμειναν σε πλάτη και κεφάλι, κάτω είχα γίνει μούσκεμα αλλά εκείνος, και προς μεγάλη μου απογοήτευση, δεν έδειξε διάθεση να το τραβήξει περισσότερο.
«Δε μου λες για να έχουμε καλό ρώτημα, έχεις φέρει κανένα μπουφάν;»
«Ναι έχω φέρει, το ξέχασα στο αυτοκίνητο!»
«Εντάξει, γιατί έτσι ντυμένη δεν είσαι για Χαλκίδα τέτοια ώρα… θέλεις ακόμα να πάμε, έτσι;»
«Πολύ!»
«Ωραία, πάμε στο αυτοκίνητο σου να πάρεις το μπουφάν σου και ξεκινάμε. Δε χρειάζεται να το βάλεις στη μπέμπα, μετά θα το χρειαστείς!»

Πράγματι, πήρα το μπουφάν μου από το αυτοκίνητο και κίνησα προς τη μπέμπα. Ο Αρίστος με περίμενε χαμογελαστός και μου άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού για να περάσω. Είχε δερμάτινα καθίσματα και ξύλινο ταμπλό και ακόμα και ένα μικρό tablet -το οποίο προφανώς δεν συμπεριλαμβανόταν στον αρχικό εξοπλισμό- το είχε ενσωματώσει με τρόπο που ταίριαζε με το υπόλοιπο εσωτερικό. Βάλαμε και οι δύο τις ζώνες μας και ξεκινήσαμε, η γκαραζόπορτα άνοιξε μόνη της όταν πλησιάσαμε και έκλεισε και μόνη της. Κατεβήκαμε μέχρι το Καπανδρίτι, δεν την ήξερα την περιοχή, ο Αρίστος μου εξηγούσε, και από εκεί βγήκαμε στην Εθνική και εκεί το άνοιξε.

«Μη μου ανησυχείς, θα κόψω αλλά ξέρεις… αγοράκια… αυτοκίνητα… Bragging rights!» μου είπε σκανταλιάρικα και εγώ, αν και τα είχα χρειαστεί βλέποντας το 220 στο κοντέρ, αρκέστηκα στο να του χαμογελάσω αλλά το λόγο του τον κράτησε, έκοψε και μέχρι τη Χαλκίδα δεν ξεπέρασε τα 130. «Αν και δεν το συνιστώ, θέλεις να σταματήσουμε κοντά στη νέα γέφυρα;»
«Γιατί δεν το συνιστάς;»
«Γιατί βραδιάζει και μεταξύ μας δεν είναι και ιδιαίτερα καθαρά εκεί, εγώ τουλάχιστον την πρώτη φορά που πήγα έφαγα μεγάλη απογοήτευση.»
«Δεν είχα ιδιαίτερη κάψα, να σου πω την αλήθεια, και με αυτά που λες…»
«Δε χάνεις τίποτα, πραγματικά. Λοιπόν, πάνω στην παλιά γέφυρα έχει μια καφετέρια και αν είμαστε τυχεροί μπορεί να βρούμε να κάτσουμε στην άκρη, εκεί είναι πολύ όμορφα. Εναλλακτικά κάνουμε μια βόλτα στο λιμάνι και καθόμαστε σε κάποια από τις καφετέριες.»
«Πάμε εκεί που λες και αν δε βρούμε, πάμε αλλού!»

Το παρκάρισμα εκεί ήταν Παναγιά βοήθα και τελικά βρήκε να παρκάρει σε parking κοντά στο στρατόπεδο. Εκεί με πήρε αγκαζέ και κατεβήκαμε από τα υπέροχα στενά σοκάκια μέχρι που φτάσαμε στη θάλασσα. Από μακριά μου έδειξε που σκόπευε να πάμε και ήλπιζα με όλη μου την καρδιά να βρούμε να κάτσουμε, η θέση της καφετέριας ήταν πολλά υποσχόμενη.

Πώς το έλεγε ο Μαθιός, που λέει και ο Αρίστος; “Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find!” Σταθήκαμε εξαιρετικά τυχεροί, ένα ζευγάρι έφευγε ακριβώς την ώρα που φτάσαμε εμείς και βρήκαμε αμέσως να κάτσουμε. Μωρέ καλά το λένε, η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται… και από το προηγούμενο βράδι, θα συμπλήρωνα!

«Και τώρα ανάκριση» μου δήλωσε αφού κάτσαμε και παραγγείλαμε τα ποτά μας. Δηλαδή τι ποτά, χυμούς παραγγείλαμε και οι δύο καθώς είχαμε πιει αρκετούς καφέδες για μια μέρα, χώρια τις μπύρες το μεσημέρι.
«Τι έτσι; Χωρίς λάμπα στα μάτια; Χωρίς δέσιμο σε καρέκλα;»
«Άλλη ώρα αυτά» μου απάντησε κοροϊδευτικά. «Για λέγε τώρα!»
«Τι θέλεις να σου πω;»
«Μου είπες για τον Κώστα και τον Μιχάλη. Πες μου για σένα, για τους γονείς σου… ό,τι θες.»
«Χμμμ… Γεννήθηκα Αθήνα δυο μέρες μετά τα Χριστούγεννα του 1998 και μεγάλωσα στο κάτω Χαλάνδρι, εκεί που μένω. Οι γονείς μου έχουν καταγωγή από την Κεφαλλονιά και εδώ και μερικά χρόνια έχουν επιστρέψει και μένουν μόνιμα λίγο έξω από το Αργοστόλι, στο πατρικό της μαμάς.»
«Το 1998 ε; Εγώ τότε τέλειωνα το διδακτορικό μου στο Berkeley.»
«Αμερική σπούδασες;»
«Μετσόβιο, στο Berkeley έκανα το διδακτορικό μου και κάθισα κάμποσα χρόνια εκεί, Ελλάδα γύρισα το 2007.»
«Γιατί γύρισες, αν επιτρέπεται;»
«Γιατί μου έλειπε η Ελλάδα και, μεταξύ μας, το οικονομικό μου το είχα λύσει.»
«Και γιατί γύρισες εδώ και όχι στην Κρήτη;»
«Δεν ήθελα να κάθομαι και έτυχε να βρω θέση στο Πολυτεχνείο, όχι για κανένα άλλο λόγο. Στο Ηράκλειο έχει το τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών, θα μπορούσα μια χαρά να είμαι και εκεί, αλλά έτυχε να βρω εδώ πρώτα και η αλήθεια είναι ότι εδώ έκανα και ένα κύκλο τα πέντε χρόνια που ήμουν φοιτητής.»
«Και στην Αμερική, κι εκεί καθηγητής;»
«Αρχικά αυτό ήθελα αλλά μετά μια εταιρία που τότε ήταν startup μου έκανε μια προσφορά που ήταν αδύνατο να την αρνηθώ.»
«Ποια εταιρία; Την ξέρω;»
«Την ξέρεις… η Google.»
“Oh…” είπα εντυπωσιασμένη. “Oh!” επανέλαβα μηχανικά.
«Χμμμ, από εδώ το πήγες, από εκεί το έφερες και μιλάμε για μένα! Για σένα λέγαμε!»
«Α, όλα κι όλα, εσύ άρχισες να λες για το Berkeley.»
«Δίκιο έχεις. Λοιπόν, συνέχισε!»
«Όπως έλεγα γεννήθηκα στα τέλη του 1998 και μεγάλωσα στο Χαλάνδρι. Εκεί πήγα γυμνάσιο και λύκειο. Γύρω στα 12 άρχισα και τα μαθήματα στο φλάουτο. Πέρασα με την πρώτη στη σχολή που ήθελα, Κοινωνιολογία, πήρα την κατεύθυνση που ήθελα, Εγκληματολογία, αλλά κάπου με κούρασε, ουσιαστικά τελείωσα τη σχολή γιατί δε μου αρέσει να αφήνω πράγματα στη μέση, είχε πάψει πολύ καιρό να μου ασκεί γοητεία. Όταν ήμουν ακόμα φοιτήτρια είχα βρει part time εργασία στο τηλεφωνικό κέντρο της εταιρίας που εργάζομαι και όταν τελείωσα με ρώτησαν αν ενδιαφέρομαι να γίνω full time και κάπως έτσι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.»
«Από σχέσεις;»
«Ναι, αυτό είναι μεγάλη ιστορία.»
«Είμαι όλος αφτιά.»
«Ουφ… εξ αρχής μου αρέσαν οι μεγαλύτεροι…»
«Χμμμ…» έκανε σκεπτικός.
«Στα 15 μου ερωτεύτηκα ένα 45άρη και ακόμα χειρότερα 45άρη και παντρεμένο. Εγώ δεν είχα πει τίποτα σε κανέναν αλλά νομίζω πως μας πήρανε χαμπάρι και τρόμαξε και εξαφανίστηκε. Μέχρι και που τελείωσα το λύκειο δεν έκανα άλλες σχέσεις, είχα πληγωθεί πολύ από αυτή την ιστορία, και σε ποιον να τα πω και ποιος να με ακούσει; Σχέση ξανά έκανα στο πανεπιστήμιο με ένα συμφοιτητή μου αλλά δεν κράτησε πολύ, κανένα τρίμηνο; Ο Κώστας ήταν η πρώτη μου σοβαρή σχέση, μέχρι τότε μόνο σχέσεις που δεν περπατούσαν και ενίοτε ξεπέτες. Όπως σου είπα είμαι κλειστός άνθρωπος και, παρόλο που δεν έχω πρόβλημα να κάνω εγώ την πρώτη κίνηση αν κάποιος μου γυαλίσει, αρκετά συνεσταλμένη. Δεν είχα πολλές παρέες στην εφηβική μου ηλικία, ήμουν ανέκαθεν μοναχικό παιδί, να φανταστείς τους πρώτους κολλητούς μου φίλους τους έκανα στο πανεπιστήμιο.»

Όση ώρα μιλούσα ο Αρίστος μου είχε πιάσει το χέρι και με χάιδευε τρυφερά. Σταμάτησα να πιώ μια ρουφηξιά από τον φρουτοχυμό μου αλλά μετά δε συνέχισα την αναδρομή στο παρελθόν, άλλωστε μέσες-άκρες τα υπόλοιπα του τα είχα πει. Καθίσαμε αμίλητοι απολαμβάνοντας ο ένας την παρουσία του άλλου ενώ το χέρι του δε σταμάτησε ούτε στιγμή να με χαϊδεύει. Η εικόνα που είχα σχηματίσει από τα γραπτά του ήταν πέρα για πέρα λάθος, δίπλα μου ήταν ένας πολύ γλυκός, πολύ τρυφερός και πιθανότατα πολύ ευαίσθητος άνθρωπος που αγαπούσε τη ζωή και δεν άφηνε στιγμή να πάει χαμένη.

Παρά την επίσκεψή μου στον «Ιεροεξεταστή», και αφού άρχισα να τον γνωρίζω καλύτερα, αδυνατούσα να συνδυάσω την εικόνα του με την εικόνα ενός σαδιστή. Διόρθωση, αλγολάγνου! Ο ίδιος μου είχε πει ότι ήταν μαζοχιστής και όχι με την έννοια του παθητικού αλγολάγνου και δεν είχα λόγο να μην το πιστέψω, οπότε πρέπει να το έκρυβε πολύ καλά. Γενικά φαινόταν σαν να είχε περικυκλώσει τον εαυτό του με τείχη, και πίσω από κάθε τείχος υπήρχε ακόμα ένα και ακόμα ένα και ακόμα ένα.

Μου είχε πει ότι προτιμούσε να ακούει παρά να μιλάει αλλά ίσως αυτό να οφείλονταν στο ότι δεν έβρισκε ευήκοα ώτα ή -ίσως- ήταν εξαιρετικά επιλεκτικός σε τι ώτα θα μιλούσε. Πέρα από τη φαινομενική σκληράδα των γραπτών του, έδινε την εικόνα μεγάλου χαβαλετζή, και παρόλο που είχε χιούμορ, από κοντά ήταν πιο μετρημένος, καμία σχέση με τον Μιχάλη που είναι ο ίδιος παντού. Και μιας και λέμε Μιχάλης, ορίστε, του εξομολογήθηκα τον κρυφό μου έρωτα για εκείνον και, σε αντίθεση με μένα που ένιωσα ένα τσιμπηματάκι ζήλειας για τα χθεσινά του -κατά τα φαινόμενα- τσιλιμπουρδίσματα εκείνος δεν φάνηκε να πειράχτηκε καθόλου για τα αντίστοιχα δικά μου, ίσα-ίσα φάνηκε να το διασκεδάζει.

Εκείνη τη στιγμή ο Αρίστος με έσφιξε στην αγκαλιά του και όταν έγειρα πάνω του άρχισε να με χαϊδεύει τρυφερά στο κεφάλι. Παρά τις όποιες μου αμφιβολίες για το μέλλον, ένα πράγμα μου είχε γίνει ξεκάθαρο, ασχέτως της όποιας κατάληξης, μια νέα σχέση είχε ξεκινήσει. Με ένα μικρό βήμα αρχίζει ακόμα και ένα ταξίδι χιλίων μιλίων, είχε πει ο Lao Tzu, και είχα κάνει αυτό ακριβώς, το πρώτο μικρό διστακτικό βήμα…

…και όπου έβγαζε!

5. Αυτό που μετράει

Στην καφετέρια καθίσαμε μέχρι περίπου τις 19:30 και μετά σηκωθήκαμε και κάναμε ένα μεγάλο περίπατο στο λιμάνι, και αυτή τη φορά δεν περπατούσαμε αγκαζέ, κρατιόμασταν άλλοτε αγκαλιά και άλλοτε χεράκι-χεράκι. Περπατούσαμε αργά, χωρίς βιάση, απολαμβάνοντας τη βόλτα και φλυαρώντας περί ανέμων και υδάτων, με τον Αρίστο αρκετά πιο λυμένο να κάνει χαβαλέ, και ο τρόπος του μπορεί να ήταν πιο υπόγειος και λιγότερο slapstick από αυτόν του Μιχάλη, αλλά ήταν εξίσου ξεκαρδιστικός. Πρέπει να ήταν περασμένες εννιά όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

Έχοντας κάνει το πρώτο βήμα, το επόμενο που έπρεπε να καθοριστεί ήταν ο ρυθμός. Από τα δεκαπέντε μου, και την τραυματική μου εμπειρία με τον Διονύση, είχα αποφασίσει ότι το λεγόμενο «βουρ και στον πατσά» ήταν συνταγή για καταστροφή, εκτός και αν δεν ενδιαφερόμουν για τίποτα παραπάνω από μια ξεπέτα. Μπορεί να ακούγεται οξύμωρο αλλά παρότι ντροπαλή δεν είμαι από αυτές που ντρέπονται, αν πραγματικά θέλω κάτι προσπαθώ να το αποκτήσω, γιατί, όπως λέει και ο μπαμπάς μου, «όποιος ντρέπεται μένει νηστικός». Με εξαίρεση το Διονύση -και τις ξεπέτες- σε όλες τις σχέσεις μου πήγαινα αργά, αν δεν του έκανε του άλλου ο ρυθμός μου, αντίο κι ευχαριστώ για τα ψάρια.

Με τον Αρίστο, αν και ήμουν εγώ που είχα κάνει πρώτη το βήμα,  δεν ήμουν σίγουρη, κάτι μέσα μου μου έλεγε ότι τον όποιο ρυθμό δε θα ήμουν εγώ αυτή που θα τον δώσει, είτε θα ακολουθούσα το δικό του, είτε θα χαιρετούσα. Δεν ξέρω, ίσως με είχε επηρεάσει το γεγονός ότι τον γνώρισα μέσω ενός BDSM forum αν και ο ίδιος απ’ ότι είχα καταλάβει δεν ενδιαφερόταν για τίποτα περισσότερο από σαδομαζοχιστικά παιχνίδια. Ο Μιχάλης ήταν servicing top, του άρεσε να κάνει τα γούστα των bottoms από τη μεριά του Top, αν κάτι δεν άρεσε στην παρτενέρ του πολύ απλά ήταν out of the question όσο τον αφορούσε. Παρά τα σεξουαλικά υπονοούμενα που μου πετούσε πριν πάρει προβιβασμό σε fuck buddy, δεν είχε κάνει καμία άλλη κίνηση, και ο Μιχάλης δεν είναι από αυτούς που ντρέπονται ή φοβούνται μη φάνε χυλόπιτα, το μοναστήρι να είναι καλά!

Δεν κάναμε πάντα σεξ όταν βρισκόμαστε, ίσα-ίσα, τις περισσότερες φορές απλά βγαίναμε για ποτό ή φαγητό και κουβέντα και τις φορές που καταλήγαμε να βγάλουμε τα μάτια μας, συνήθως ήμουν εγώ που έπαιρνα την πρωτοβουλία. Με τον Αρίστο είχα κάνει εγώ την πρώτη κίνηση -και ούτε καν πρόλαβα να το σκεφτώ πριν του …ορμίσω- και αν και έδειξε να αιφνιδιάζεται στην αρχή, δεν έδειξε δυσαρέσκεια. Για την ακρίβεια αυτό το «και τώρα που το λύσαμε αυτό…» που είπε αμέσως μετά το πρώτο μας φιλί εγώ σαν ανακούφιση το εξέλαβα.

«Μια δεκάρα για τη σκέψη σου» μου είπε, επαναφέροντάς με.
«Τίποτα… σκεφτόμουν!»
«Ναι, κάτι κατάλαβα. Για προχώρα στο παρασύνθημα τώρα!»
«Σκεφτόμουν αυτό που μου είπες όταν σταματήσαμε να φιλιόμαστε την πρώτη φορά.»
«Ναι…» είπε και γύρισε για πολύ λίγο το κεφάλι του, χαμογελαστός, προς εμένα.
«Είπες “και τώρα που το λύσαμε αυτό πάμε, πάμε να ξεσαλώσουμε στη λίμνη”.»
«Θυμάμαι τι είπα…»
«Γιατί το είπες;»
«Γιατί να μην το πω, αυτό δεν έγινε;»
«Τι έγινε;»
«Δεν ξέρεις τι έγινε;»
«Από τη δική μου σκοπιά ξέρω, τη δική σου πασχίζω να καταλάβω.»
«Και γιατί το στριφογυρίζεις και δεν το ρωτάς στα ίσια;»
«Φιληθήκαμε.»
«…και συνεχίζει» μου είπε πειρακτικά.
«Ωραία, δεν σε βλέπω όπως το Μιχάλη.»
«Ναι, θα ήταν παράλογο να είσαι ερωτευμένη μαζί μου μέσα σε δυο-τρεις μέρες!»
«Δεν εννοώ αυτό!»
«Το ξέρω, σε πειράζω!»
«…»
“Would it be stairway to heaven, or would it be highway to hell, I don’t know; we just took the first step.”
“That we did!” του απάντησα κι εγώ στα αγγλικά χαμογελώντας, τουλάχιστον είχαμε κοινή κατανόηση στο που είμαστε και τι κάνουμε.
«Και τώρα που το λύσαμε και αυτό, έχω να σου κάνω ακόμα μια ανήθικη πρόταση!»
«Χμμμ… Για πες;»
«Πριν γυρίσεις σπίτι σου να με συνοδέψεις στη βόλτα που θα κάνω τη Sadie!»
«Ευχαρίστως, αρκεί να μη χρειαστεί να την κρατάω εγώ!» του απάντησα νιώθοντας ταυτόχρονα ανακούφιση και απογοήτευση.
«Δε χρειάζεται να την κρατάμε, είναι εκπαιδευμένη. Το λουρί, αν πραγματικά ήθελε να φύγει, δε θα έκανε και τίποτα, ούτε και οι δυο μας μαζί δε θα μπορούσαμε να τη συγκρατήσουμε.»
«Για αύριο ισχύει, έτσι;»
«Φυσικά και ισχύει!»
«Τι ώρα να έρθω;»
«Όσο πιο νωρίς γίνεται!» μου είπε χαμογελαστός.
«Πρωινό σερβίρετε;»
«Ακριβώς αυτή είναι η ιδέα, θα φτιάξω pancakes!»
«Δέκα είναι καλά;»
«Μια χαρά και μη με ρωτήσεις για καφέδες!»
«Κάπως το εμπέδωσα αυτό σήμερα!»

Δε μας πήρε πάνω από μισή ώρα να φτάσουμε στο σπίτι του και ευτυχώς που είχα επιλέξει να φορέσω τα σνίκερς μου γιατί η βόλτα που κάναμε τη Sadie ήταν αρκετά μεγάλη, περπατήσαμε γύρω στη μια ώρα παρά το γεγονός ότι είχαμε περπατήσει άλλη τόση -ίσως και περισσότερη- στη Χαλκίδα. Όταν τελειώσαμε και τη βόλτα είχε πάει έντεκα παρά. Δε μπήκα στο σπίτι του, με πήρε αγκαλιά και με φίλησε έξω από το αυτοκίνητό μου και με περίμενε μέχρι που βγήκα έξω και πήρα το δρόμο του γυρισμού.

Από τη μία ένιωθα ανακούφιση γιατί δεν ήμουν σίγουρη ότι ήθελα να προχωρήσω παραπάνω από τώρα και από την άλλη ένιωσα απογοήτευση για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Η αγκαλιά του και τα φιλιά του με ηλέκτριζαν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από αυτό του Μιχάλη… τι λέω, σε μεγαλύτερο βαθμό ακόμα και με τον Κώστα. Ο Διονύσης… άλλη ιστορία, ήμουν και μικρούλα π’ ανάθεμά τον και κείνον, π’ ανάθεμά με και μένα. Αν και μου άφησε τραύμα ήμουν τυχερή που δε μου άφησε και κανένα κουσούρι, δεκαπέντε χρονών ήμουνα, τα μυαλά μου ήταν στο μίξερ.

Η αλήθεια είναι πάντως πως ό,τι και αν έγινε μετά, ο Διονύσης ήταν πολύ τρυφερός, πολύ προσεκτικός και η πρώτη μου φορά ήταν όμορφη, πολύ όμορφη. Θα μπορούσε να με κάνει ό,τι θέλει, αν μου ζητούσε να γίνω χαλί στα πόδια του θα το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη, ωστόσο εκείνος ποτέ δεν ζήτησε το κάτι παραπάνω, ούτε καν να τελειώσει στο στόμα μου, κάτι το οποίο το είχαν ζητήσει όλοι οι υπόλοιποι με τους οποίους είχα κάνει σεξ. Και ήξερα και τι απάντηση θα έδινα στον Αρίστο αν μου έκανε αυτή την ερώτηση: «Όπου θέλεις» και το ήξερα χωρίς να έχω ξεκαθαρίσει μέσα μου το γιατί. Γιατί έτσι! Με το που μπήκα σπίτι πήρα τηλέφωνο τον Αρίστο. Τηλέφωνο, όχι Skype!

«Έλα μου» μου απάντησε. «Έφτασες καλά;»
«Ναι, μια χαρά» του απάντησα χαμογελαστή. «Τι κάνεις εσύ;»
«Αμαρτάνω, έχω πέσει στις τάρτες που μου έφερες, έχω φάει ήδη δύο!»
«Μα γι’ αυτό στις πήρα βρε Αρίστο, για να τις φας!»
«Να τις φάω, όχι να με φάνε!»
«Κουράγιο, θα αντέξεις!»
«Το μεν πνεύμα πρόθυμο… Θεέ μου!!!! Αυτή η κρέμα τους…»
«Να σου πω και το καλύτερο;»
«Έχει και καλύτερο;»
«Αμέ; Το ζαχαροπλαστείο από το οποίο της πήρα είναι ακριβώς απέναντι από το σπίτι μου!»
«Stairway to heaven, τότε» μου απάντησε κάνοντας την καρδιά μου να ρίξει άλλες δυο κωλοτούμπες.
«Τι θα κάνεις τώρα;»
«Τώρα λέω να πάω στο terra vibe για το rave party, όσο για το after, κάτι θα σκεφτώ!»
«Ζακέτα να βάλεις!» του είπα εξίσου πειραχτικά
«Ναι μαμά!»
«Λοιπόν μικρέ, αύριο 10:00 θα είμαι εκεί και μου έχεις τάξει πρωινό!»
«Α, δεν καταλάβατε μαδάμ! Πρωινό σας έταξα αλλά θα το φτιάξουμε παρέα, να μαθαίνεις κι εσύ την τέχνη, θα σου χρειαστεί.»
«Αυτό τώρα τι είναι, απειλή;»
«Όχι κοριτσάρα μου, δεν είναι απειλή. Υπόσχεση είναι!»
ΚΟΡΙΤΣΑΡΑ ΜΟΥ!!!!!!!!!
«Και τι κοριτσάρα ε; Ένα μέτρο και ένα μίλκο» είπα αυσαρκαζόμενη.
«Όχι και ένα!» μου είπε με προσποιητή αγανάκτηση. «Μισό, άντε τρία τέταρτα» συνέχισε κάνοντας με να βάλω τα γέλια.
«Του μίλκο, θέλω να ελπίζω!»
“I’m pleading the fifth” απάντησε συνεχίζοντας να με δουλεύει ψιλό γαζί.

Συνεχίσαμε το ping pong για κανένα δεκάλεπτο ακόμα και όταν κλείσαμε έπεσα στον καναπέ, με το ηλίθιο χαμόγελο που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό μου να μη λέει να σβήσει. «Το Μιχάλη, πρέπει να πάρω το Μιχάλη» σκέφτηκα. Το ειρωνικό της κατάστασης δε μου διέφυγε, αλλά δεν είχα και κανέναν άλλον να μοιραστώ τη χαρά μου. Πήγα να τον πάρω τηλέφωνο και τότε θυμήθηκα ότι είχε έρθει η μητέρα του.

«Πες μου ότι είσαι σπίτι και μπορείς να μιλήσεις!!!»
«Εσύ τι λες, να έχω βγάλει μπαρότσαρκα τη μάνα μου; Συνέβη κάτι; Που είσαι; Να πάρω το τανκ;»
«Χαχαχα, σπίτι μου είμαι και αυτή τη στιγμή κάθομαι στον καναπέ χαμογελώντας σα βλαμμένο!»
«Ουφ, θα με σκάσεις τώρα. Δώσε μου πέντε, θα σε πάρω!»
Πράγματι, πέντε λεπτά αργότερα βούιξε το messenger μου με τον ήχο της κλήσης.
«Γοριλλάκι μου!!!!!» του είπα όταν μου απάντησε.
«Μαγδάλω …μου;»
«Πάντα θα είμαι η μαγδάλω σου! I took the first step, *we* took the first step!»
«Τα βρακιά σου τα φοράς μωρή ή τα ξέχασες εκεί;»
«Ούτε καν τα κατέβασα… οκ, τα κατέβασα για να κατουρήσω αλλά ως εκεί!»
«Τι έγινε;»
«Αν ήμουν στο σχολείο θα σου έλεγα τα φτιάξαμε.»
«Και τώρα που δεν είσαι στο σχολείο;»
«Θα στο πω με δικά του λόγια “Would it be stairway to heaven or would it be highway to hell, I don’t know; we just took the first step”» και συνέχισα εξηγώντας του τη συζήτηση που είχαμε στο αυτοκίνητο. «Και αύριο το πρωί με κάλεσε για να φάμε μαζί πρωινό και το μεσημέρι θα έρθει και ο φίλος του που του έδωσε τη Sadie με κάποιους γνωστούς του» και συνέχισα εξηγώντας του το προξενιό. Και μετά του είπα αναλυτικά όλα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της ημέρας και φυσικά ότι ο Αρίστος ήθελε να τον γνωρίσει.
«Αμέ, να μας γνωρίσεις!»

Συνεχίσαμε τη φλυαρία αρκετή ώρα, είχα υπέροχη διάθεση και του Μιχάλη δεν του έκανε καρδιά να με διακόψει, και τελικά τον άφησα ελεύθερο πάνω από μία ώρα αργότερα. Ούτε για κατούρημα δεν είχα πάει και ένιωθα ότι θα σκάσω, με το που έκλεισα το τηλέφωνο έφυγα σφαίρα προς το μπάνιο. Όταν τέλειωσα και με το πλύσιμο των δοντιών κόντευε μεσάνυχτα, οπότε έβαλα ξυπνητήρι στις 07:30 για να ξυπνήσω να βάλω θερμοσίφωνα και δεύτερο ξυπνητήρι στις 08:30 για να σηκωθώ να κάνω μπάνιο, 10:00 έπρεπε να είμαι εκεί οπότε ήθελα να ετοιμαστώ με την ησυχία μου. Έπεσα στο κρεββάτι και η υπερένταση δε με άφηνε να χαλαρώσω αλλά τελικά κάποια στιγμή η κούραση με νίκησε και κατέβηκε ο γενικός.

Στις 07:30 χτύπησε το ξυπνητήρι αλλά ο ύπνος με πήρε σχεδόν αμέσως με το που γύρισα στο κρεββάτι. Στις 08:30 σηκώθηκα και αφού έβγαλα τις πιτζάμες μου πήγα στο μπάνιο με το εσώρουχο το οποίο πέταξα στα άπλυτα και αφού έκανα την πρωινή μου τουαλέτα άνοιξα το νερό και το άφησα να τρέχει μέχρι να έρθει το ζεστό, και όταν πήρε τη θερμοκρασία που ήθελα χώθηκα στο ντουζ.

Χθες είχα πάει με φόρεμα, σήμερα επέλεξα να ντυθώ πιο απλά, τζινάκι με κρουαζέ μπλούζα γιατί είχα πονηρούς σκοπούς, αφενός τόνιζε διακριτικά το στήθος μου και αφετέρου, αν το έφερνε, θα ήθελα μπορεί να περάσει το χέρι του μέσα από το ντεκολτέ. Ανέβηκα στη ζυγαριά και εκεί με περίμενε άλλη μια ευχάριστη έκπληξη, παρά το γεγονός ότι χθες το μεσημέρι, καθώς και την Παρασκευή, είχα φάει του σκασμού, η ζυγαριά έδειξε 47,2, σχεδόν ένα κιλό κάτω από την προηγούμενη Κυριακή. Είναι μετά να μη βγω χοροπηδώντας και φωνάζοντας la vita è bella?

Στις 09:30 μπήκα στο σαραβαλάκι μου αλλά δεν ήθελα να πληρώσω και πάλι Αττική οδό και μιας και δεν είχε κίνηση πήγα από την άλλη διαδρομή που πρότεινε το google maps και γύρω στις 10:00 ήμουν απ’ έξω. Τον πήρα στο τηλέφωνο και μου άνοιξε και, όπως και χθες, με περίμενε κάτω.

«Καλώς το μου» μου είπε χαρίζοντάς μου ένα πλατύ χαμόγελο και ανοίγοντάς μου την αγκαλιά του στην οποία έτρεξα σχεδόν να χωθώ.
«Καλημερούδια» του είπα όταν σταματήσαμε να φιλιόμαστε.
«Λοιπόν πάμε μέσα, σου έχω έτοιμο και καφεδάκι!»
«Αχ είσαι γλύκας!»
«Είμαι, να τα λέμε αυτά!» μου απάντησε παιχνιδιάρικα.

Στα ενδότερα με περίμενε η Sadie που όπως και εχθές ήρθε και με έσπρωξε με τη μουσούδα της να τη χαϊδέψω. Τα γατιά από την άλλη ήταν στο γατόδεντρό τους και ίσα που μου έριξαν μια ματιά πριν συνεχίσουν τον ύπνο του δικαίου.

«Έχω μερέντα, μαρμελάδα φράουλα, μαρμελάδα βερίκοκο, και μέλι, οι μαρμελάδες είναι σπιτικές, προσφορά της θειας Μαριγούς και το μέλι είναι από ένα φίλο εδώ, μελισσοκόμο, δεν είναι του εμπορίου». Όλως παραδόξως και παρόλο που λατρεύω την πραλίνα, με νίκησε η περιέργεια να δοκιμάσω τις σπιτικές μαρμελάδες και το μέλι.
«Μ’ αρέσει η πραλίνα αλλά μερέντα παίρνω και στο σπίτι, μαρμελάδα από τα χεράκια της θειας Μαριγούς δεν τρως κάθε μέρα!»
«Μ’ αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι. Πιες το καφεδάκι με την ησυχία σου και πάμε να ετοιμάσουμε τα pancakes!»
«Τον καφέ μπορώ να τον πάρω και μαζί μου!»
«Πεινάς κροκοδειλάκι;»
«Κροκοδειλάκι;;; Να κάτι που δεν είχα ξανακούσει!»
«Για όλα υπάρχει η πρώτη φορά. Άντε, πάμε!»
Τελικά η βοήθεια μου ήταν όλη και όλη να βγάλω τις μαρμελάδες από το ψυγείο αλλά βοήθησα στην κατανάλωση, να τα λέμε αυτά. Οι μαρμελάδες ήταν υπέροχες, αλλά σάμπως η στάκα που είχα λιανίσει χθες πήγαινε πίσω; Χρυσοχέρα η θεια Μαριγώ!
«Τι ώρα θα έρθουν οι φίλοι σου» τον ρώτησα μασουλώντας.
«Μετά τις 13:00 μου είπε ο Κώστας.»
«Ο φίλος της φίλης του φίλου θα φέρει και το σκύλο του;»
«Ναι, έτσι μου είπε.»
«Και οι γάτες;»
«Αφενός δεν σκοπεύω να τον βάλω μέσα στο σπίτι και αφετέρου απ’ ότι μου είπε ο Κώστας και ο φίλος της φίλης του έχει γάτες και ο σκύλος του τα πάει μια χαρά με αυτές.»
«Σήμερα θα τα βάλετε να ζευγαρώσουν;»
«Όχι βέβαια! Αφενός η Sadie δεν έχει οίστρο και αφετέρου να δω κι εγώ το γαμπρουδάκι μου, τι έτσι; Γουρούνι στο σακί;»
«Έτσι όπως το θέτεις έχεις ένα δίκιο.»
Τελειώσαμε το φαγητό και αυτή τη φορά τον άφησα να βάλει αδιαμαρτύρητα τα πιάτα στο πλυντήριο και πήγαμε στο καθιστικό να συνεχίσουμε τα καφεδάκια μας.
«Έχεις όρεξη για Wiiiiiiiiiii» με ρώτησε
«Τι πράγμα;»
Ούτε που κατάλαβα πως πέρασαν δυο ώρες, πραγματικά όμως. Παίξαμε από bowling μέχρι ξιφομαχία και από golf μέχρι και τένις και ρίξαμε το γέλιο της αρκούδας. Όταν τελειώσαμε ήμουν τελείως αναψοκοκκινισμένη, το ρημάδι είναι πιο κουραστικό απ’ ότι του φαίνεται!
«Σ’ άρεσε;» με ρώτησε όταν σωριαστήκαμε στον καναπέ.
«Ήταν απίθανο!» του απάντησα ειλικρινά. «Σοβαρά τώρα, πήγε κιόλας 12:30;»
«Είδες; Είσαι γλύκα έτσι όπως είσαι αναψοκοκκινισμένη» μου δήλωσε και εγώ χαμογέλασα σαν το χαζό. Έγειρε στην άκρη του καναπέ και μου έκανε νόημα και κατάλαβα ότι ήθελε να γείρω με την πλάτη πάνω του. Όταν το έκανε μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο κεφάλι και μετά με έβαλε να κάτσω σε πιο όρθια στάση και άρχισε να μου κάνει απαλό μασάζ στο σβέρκο και στους ώμους κάνοντάς με να λιώσω τελείως. Σταμάτησε λίγη ώρα και μου έδειξε πως ήθελε να γυρίσω προς το μέρος του. «Μαριλίζα, θέλω να ξεκαθαρίσουμε κάτι τώρα που είναι αρχή» και η αλήθεια είναι ότι ένιωσα ένα κόμπο.
«Για πες.»
«Ήμουν, είμαι και θα είμαι πολυγαμικός.»
«Μάλιστα» του απάντησα
«Οπότε αν για σένα αυτό είναι no-go όπως ξεκινήσαμε έτσι θα σταματήσουμε. Την θεώρησή μου την ξέρεις, δεν ανήκουμε σε κανέναν εκτός από τον εαυτό μας, μοιραζόμαστε το χρόνο μας με αυτούς που επιλέγουμε στην ποσότητα που επιλέγουμε.»
«Αν είμαι κι εγώ πολυγαμική;»
«Είσαι;»
«Για χάρη της συζήτησης ας πούμε ότι είμαι. Για σένα είναι go ή no-go?»
«Ό,τι ισχύει για μένα, ισχύει και για σένα. Υπάρχουν δύο βασικοί όροι, που παρομοίως ισχύουν και για τους δυο μας: Υποχρεωτική χρήση προφυλακτικού και όχι στα κρυφά ακόμα και αν η ενημέρωση γίνει εκ των υστέρων.»
«Δεν ξέρω» του απάντησα ειλικρινά. «Θα είμαι ειλικρινής, δε θα ήθελα να σταματήσω να βλέπω τον Μιχάλη αλλά αν μου ζητούσες να σταματήσω τα τσιλιμπουρδίσματα μαζί του, θα το έκανα.»
«Δε θα σου ζητήσω ποτέ κάτι τέτοιο. Μαριλίζα μου οι άνθρωποι είμαστε κάτι περισσότερο από ατομικές μονάδες, είμαστε και το περιβάλλον μας. Η Μαριλίζα με την οποία είμαι τώρα μαζί, η Μαριλίζα την οποία γουστάρω και πάω με χίλια, είναι η Μαριλίζα που έχει τον Μιχάλη στη ζωή της σα φίλο και είναι η Μαριλίζα που τσιλημπουρδίζει με το fuck buddy της. Ο φίλος σου ο Μιχάλης με τον οποίο είσαι ερωτευμένη, πολύ ή λίγο δεν έχει σημασία, είναι ο Μιχάλης που κυνηγάει τις μικρούλες του, είμαστε μονάδες αλλά ολοκληρωνόμαστε στο περιβάλλον μας. Δε θα σου ζητήσω ποτέ να σταματήσεις τα τσιλιμπουρδίσματα σου, αρκεί να πληρούνται οι όροι, αν το κάνεις ποτέ αυτό θα πρέπει να είναι δική σου επιλογή και χωρίς να απαιτεί ανάλογο αντάλλαγμα.»
«Δεν έχω ξανακάνει τέτοιου είδους σχέση, ο Μιχάλης δε μετράει, τον Μιχάλη δεν το βλέπω…» είπα και σταμάτησα μη ξέροντας πως να προχωρήσω.
«Ως boyfriend?»
«Έτσι σε βλέπω» του είπα χωρίς να έχω το κουράγιο να τον κοιτάξω στα μάτια.
«Κι εγώ ομοίως σε βλέπω σαν girlfriend, Μαριλίζα. Αυτό ήταν το first step, δε σε βλέπω όπως τη φίλη μου με την οποία σουρτούκευα την Παρασκευή. I will never promise you a rose garden που λέει και το τραγούδι, δεν ξέρω αν θα είναι stairway to heaven or highway to hell, αλλά ξέρω τούτο: Αν δεν κάνεις το πρώτο βήμα, δε θα υπάρξει δεύτερο, και αν δεν κάνεις το δεύτερο δε θα υπάρξει τρίτο. Το πρώτο βήμα το κάναμε, το αν θα κάνουμε και το δεύτερο εξαρτάται από το τι θα απαντήσεις σε αυτό που σε ρώτησα: η πολυγαμία μου είναι για σένα go ή no go?»
«Δεν ξέρω, χρειάζομαι χρόνο να το σκεφτώ.»
«Πάρε όσο χρόνο χρειάζεσαι, δε μας βιάζει κανείς.»
«Θα… θα επικοινωνούμε;»
«Αν και λέω πάντα στους φοιτητές μου ότι δεν υπάρχουν χαζές ερωτήσεις, τι ερώτηση είναι αυτή ρε Μαριλίζα; Μέχρι να μου πεις “no go” you’re my girl.»
«Είμαι;»
«Είσαι!»
«Φίλα με! Σε παρακαλώ φίλα με» του είπα σχεδόν ικετευτικά. Αντί απάντησης έγειρε προς το μέρος του και με φίλησε απαλά στο στόμα και μετά με έσφιξε πάνω του και το φιλί μας έγινε πιο έντονο, πιο παθιασμένο αλλά πάνω στο καλύτερο χτύπησε το τηλέφωνό του.
«Έλα Κώστα. Απ’ έξω είστε; Ναι, πες τους να το βάλουν μέσα, χώρο δόξα τω Θεώ έχουμε. Ναι, ερχόμαστε και εμείς. Ναι, πρώτο πληθυντικό» είπε και μου έκλεισε πονηρά το μάτι, χαμογελώντας. «Όχι, δεν εννοώ τη Sadie. Θα δεις!» είπε και το έκλεισε. «Λοιπόν, πάμε;»
«Πάμε» είπα κι εγώ ελαφρά αμήχανη.
«Sadie, πάμε» διέταξε τη Sadie που έκανε τη φλοκάτη αριστερά από το τζάκι και πετάχτηκε αμέσως πάνω. «Κάτσε!» της είπε όταν βγήκαμε έξω από το σπίτι.

Είχαν παρκάρει δύο αυτοκίνητα, και τα δύο SUV. Δεδομένου ότι μέσα στο δεύτερο υπήρχε ένας τεράστιος σκύλος, υπέθεσα ότι ο άνδρας που βγήκε από το πρώτο SUV ήταν ο φίλος του ο Κώστας και η γυναίκα η φίλη του Κώστα. Ο πρώτος θα πρέπει να ήταν συνομήλικος του Αρίστου ενώ η ηλικία της γυναίκας θα πρέπει να ήταν γύρω στα 35. Στο δεύτερο αυτοκίνητο με περίμενε μια έκπληξη που με έκανε να ξεροκαταπιώ, τον άνδρα που βγήκε, συνοδευόμενος από μια νεαρή και πολύ όμορφη κοπέλα γύρω στα είκοσι, η οποία υπέθεσα ότι ήταν η κόρη του, τον ήξερα. Ήταν ο Στεργίου, ο δεύτερος στην ιεραρχία στην εταιρία που εργάζομαι. Εκείνος δεν έδειξε να με αναγνωρίζει, άλλωστε δεν κινούμαστε ακριβώς στους ίδιους κύκλους. Τον σκύλο τον άφησαν προς το παρόν μέσα στο SUV

«Καλωσορίσατε» είπε ο Αρίστος.
«Καλώς σε βρήκαμε» του απάντησε εγκάρδια ο Κώστας. «Να σας συστήσω, από εδώ είναι η κυρά-συμπεθέρα, η Κλέλια. Ο …συμπέθερος είναι ο Αντώνης και η νεαρή δεσποινίς είναι η Αναστασία.»
«Χαίρω πολύ» είπε ο Αρίστος και έδωσε το χέρι του σε όλους. «Από εδώ η φίλη μου η Μαριλίζα» είπε δείχνοντάς με και εκεί ακολούθησε δεύτερος γύρος χειραψίας. Ο Στεργίου εξακολούθησε να μη δείχνει σημάδι ότι μ’ αναγνώρισε κάπου.
«Κλέλια, Αναστασία, Αντώνη καλωσήρθατε. Και από εδώ είναι η νύφη» είπε και έδειξε την Sadie.
«Αχ κούκλα είναι» είπε η Αναστασία χτυπώντας ενθουσιασμένη παλαμάκια και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα σιγανό γελάκι.
«Να σας γνωρίσουμε και το γαμπρό, τότε» είπε χαμογελώντας ο Αντώνης και άνοιξε την πόρτα. «Ράντι, δεύρο έξω» είπε και από το πίσω κάθισμα πήδησε κάτω ένας σκύλαρος που είτε το πιστεύετε είτε όχι ήταν ακόμα μεγαλύτερος από τη Sadie. Σε αντίθεση με τη Sadie, που το τρίχωμά της ήταν γκρίζο, μαύρο και μπεζ, ο Ράντι ήταν ανοιχτός καστανός, σχεδόν ξανθός και με πιο κοντό τρίχωμα. Μόλις πήρε χαμπάρι τη Sadie κοκκάλωσε για λίγο και μετά άρχισε να κουνάει την ουρά του χαρούμενος. Η Sadie ήταν ακόμα καθισμένη εκεί που της είχε πει ο Αρίστος.
«Sadie, έλα εδώ» της είπε και η Sadie πλησίασε επιφυλακτικά.
«Ράντι, στη θέση σου εσύ» του είπε ο Στεργίου και ο Ράντι κάθισε κάτω, κουνώντας ωστόσο ακόμα την ουρά του. «Γουφ» έκανε παιχνιδιάρικα στη Sadie που τον πλησίασε ακόμα πιο επιφυλακτικά. Ο Ράντι σηκώθηκε όρθιος αλλά δεν κουνήθηκε, περίμενε τη Sadie κουνώντας της την ουρά, η οποία τον πλησίασε αργά και αρχίσανε να μυρίζονται. Κρίνοντας από τον ενθουσιασμό με τον οποίο άρχισε να κουνάει και εκείνη την ουρά της μερικές στιγμές αργότερα, μάλλον της άρεσε ο γαμπρός.
«Ελεύθερη» της είπε ο Αρίστος και η Sadie άρχισε να χοροπηδάει χαρούμενη ενώ ο Ράντι κλαψούρισε ανυπόμονος.
«Άντε, πήγαινε κι εσύ» του είπε και ο Στεργίου και ο Ράντι πήγε προς το Sadie και αφού μυριστήκανε εκ νέου κουνώντας τις ουρές τους άρχισαν να τρέχουν σαν τα παλαβά κυνηγώντας ο ένας τον άλλον.
«Εδώ υπάρχει ένας έρωτας μεγάλος» είπε τραγουδιστά ο Κώστας.
«Κοίτα να δεις» είπε εντυπωσιασμένος ο Αρίστος. «Η Sadie δεν είναι επιθετική αλλά ποτέ δεν την έχω δει να κάνει έτσι με άλλο σκύλο πέραν του Bart, αλλά ο Bart είναι και αδερφός της!»
«Ἔρως ἀνίκατε μάχαν, Ἔρως, ὃς ἐν κτήνεσι πίπτεις, ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις, φοιτᾷς δ᾽ ὑπερπόντιος ἔν τ᾽ἀγρονόμοις αὐλαῖς·» ξεκίνησε η Αναστασία και τέσσερα άτομα γυρίσαμε και την κοιτάξαμε καλά-καλά. Ο Στεργίου κατά τα φαινόμενα ήταν συνηθισμένος στα antics της και δεν έδειξε να εντυπωσιάζεται. Στην αρχή νόμιζα ότι η κοπελίτσα ήταν κόρη του, παρατηρώντας τους ωστόσο προσεκτικά άρχισα να έχω αμφιβολίες.
«Λοιπόν, πάμε μέσα» είπε ο Αρίστος. «Θέλετε καφεδάκι;»
«Ευχαριστούμε, εμείς ήπιαμε όσο περιμέναμε Κώστα και Κλέλια να έλθουν να μας βρουν στο Αντλιοστάσιο», είπε ο Στεργίου. «Από την άλλη αν έχεις κανένα φυσικό χυμό, δε θα έλεγα όχι. Αναστασία;»
«Κι εγώ χυμό, αν δηλαδή έχετε!»
«Έχουμε. Τι θέλετε, μήλο-καρότο-πορτοκάλι ή ροδάκινο.»
«Το πρώτο» είπε ο Στεργίου και το ίδιο ζήτησε και η Αναστασία.
«Κώστα, Κλέλια;»
«Εμείς ήπιαμε το καφεδάκι στο σπίτι του συμπεθέρου αλλά ένα νεράκι θα το έπινα.»
«Κώστα;»
«Δε θέλω κάτι αγορίνα μου, ευχαριστώ.»

Πήγα μαζί με τον Αρίστο και φέραμε σε Αναστασία και Στεργίου το χυμό τους και στην Κλέλια το νερό της.

«Ο Μπαρτ θα γίνει μπαμπάς σε λίγες μέρες» είπε ο Κώστας.
«Η Τρίσια θα γίνει δεύτερη φορά μαμά, ο Ράντι είναι παιδί της» μας εξήγησε η Κλέλια.
«Πόσο είναι ο Ράντι;» ρώτησε ο Αρίστος.
«Σχεδόν δύο» απάντησε ο Στεργίου.
«Αλήθεια, πόσα κουτάβια θα κάνει;» ξαναρώτησε ο Αρίστος.
«Έξι» απάντησε η Κλέλια. «Ευτυχώς αυτή τη φορά έχω περισσότερους ενδιαφερόμενους από κουτάβια. Ο Κώστας θα πάρει δύο, ένα θα πάρει η αδερφή μου και ένα έχω υποσχεθεί στον Αντώνη για μια φίλη του. Τα άλλα δύο όποιος προλάβει τον Κύριοι οίδε.»
«Θα πάρετε και δεύτερο;» ρώτησα τον Στεργίου και δαγκώθηκα καθότι μου ξέφυγε ο πληθυντικός. Ο Αρίστος μου είχε πει ότι αν ζευγάρωνε το Ράντι με την Sadie θα έδινε τα τέσσερα, τι διάολο, συλλογή θα τα έκανε;
«Δεν είναι για εμένα, είναι για μια φίλη στην Κρήτη.»
«Η Φοίβη, έτσι λένε την φίλη, όσο ήταν φοιτήτρια στο Ηράκλειο...»
«Φοίβη; Ηράκλειο;» ρώτησε ο Αρίστος ξαφνιασμένος, διακόπτοντας την Αναστασία. 
«Ναι!» είπε ο Αναστασία κοιτάζοντάς τον ερωτηματικά.
«Είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο;»
«Ναι, είναι» απάντησε ακόμα πιο παραξενεμένη.
«Και μήπως το επίθετό της είναι Μαρτίνου;»
«Ναι, Μαρτίνου τη λένε» απάντησε αυτή τη φορά ο Στεργίου, εξίσου έκπληκτος. «Τη γνωρίζεις;»
«Αν την γνωρίζω λέει; Εδώ και σχεδόν 25 χρόνια» απάντησε ο Αρίστος χαμογελώντας και συνέχισε. «Έχουμε κάνει και τρεις δημοσιεύσεις μαζί, η τελευταία ούτε καν τρία χρόνια πριν. Κοίτα να δεις!»
«Καλά το λένε, μικρός που είναι ο κόσμος!» είπε ο Στεργίου
«Μικρός δε θα πει τίποτα!» συμφώνησε ο Αρίστος και τότε έβαλε ένα σιγανό γελάκι. «Μην μιλήσετε σας παρακαλώ!» είπε και σήκωσε το τηλέφωνό του και πήρε ένα νούμερο και το κάλεσε σε ανοιχτή ακρόαση.
«Κύριε Σαμιωτάκη, γυρίσατεεεεεεεεεεεεεεεε;» απάντησε μια γυναικεία φωνή στο τηλέφωνο και με δυσκολία κατορθώσαμε να συγκρατηθούμε και να μη βάλουμε τα γέλια.
«Χαχαχα, μια ζωή τρελοκομείο ήσουν, στα γεροντάματα θ’ άλλαζες;» την πείραξε ο Αρίστος.
«Γεροντάματα; Δικέ μου την πάτησες, ε; Έκλεισες τάφο ρε; Γιατί εμένα ένας άλλος που με είπε γριά τον έκανα αφίσα, ακόμα τον ξεκολλάνε απ’ τον τοίχο!» είπε η γυναικεία φωνή από το τηλέφωνο και αυτή τη φορά δεν κατορθώσαμε να πνίξουμε τα γέλια μας ενώ ο Αρίστος μας έκανε απελπισμένος νόημα να κάνουμε ησυχία.
«Τι κάνεις Φοίβη; Τι κάνει ο Ανδρέας και τα παιδιά;»
«Μια χαρά είναι όλοι Αρίστο. Εσύ καλά είσαι; Χαθήκαμε ρε άνθρωπε, από την εκδήλωση για την Πέτρου έχουμε να τα πούμε! Πώς και αυτό το ξαφνικό;»
«Ξαφνικό αλλά ευχάριστο, θέλω να πιστεύω. Άκου, δε μπορείς να φανταστείς ποιοι είναι εδώ μαζί μου. Take a wild guess!»
«Χμμμ… δεν πάει κάπου το μυαλό μου, να το πάρει το ποτάμι.»
«Περιμένεις ένα αρκουδοκούταβο σε κανένα μήνα, σωστά;»
«Πού το ξέρεις εσύ;» τον ρώτησε έκπληκτη.
«Έχω εδώ τους ιδιοκτήτες του μπαμπά του και της μαμάς του, τον Κώστα και την Κλέλια και όχι μόνο… Μαζί τους είναι και ο …συμπέθερος!»
«Ποιος συμπέθερος;»
«Μάλλον δεν στο είχα πει πέρσι, ωστόσο εδώ και δύο χρόνια έχω ένα θηλυκό καυκάσιο, για την ακρίβεια την αδερφή του Bart, και επειδή θέλω να τη ζευγαρώσω σήμερα γνώρισα το γαμπρουδάκι μου, τον Ράντι, και τον ιδιοκτήτη του, τον Αντώνη!»
«Α στο διάολο!!!!!»
«Γεια σου Φοίβη» είπε ο Στεργίου.
«Ε ρε φίλε μικρός που είναι ο κόσμος! Γεια σου Αντώνη! Τι κάνεις;»
«Γεια σου Φοίβη» είπε με τη σειρά της και η Αναστασία.
«Απαρτία δηλαδή! Τι κάνεις κούκλα μου;»

Το τηλεφώνημα κράτησε κάμποση ώρα, για την ακρίβεια λίγη ώρα αργότερα ο Αρίστος της έκανε κλήση στην… τηλεόραση και κάπως έτσι γνώρισα και εγώ τη Φοίβη που έμελλε να γνωρίσω ακόμα πιο …στενά στο μέλλον, αλλά μην προτρέχω. Όταν κλείσαμε ήμασταν όλοι με χαμόγελα, καλά την είχε πει τρελοκομείο, στην πραγματικότητα, και αν εξαιρούσες τις μπερμπαντιές του, η Φοίβη θύμιζε έντονα θηλυκή εκδοχή του Μιχάλη. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι.

«Πρέπει να ήρθαν οι μεζέδες που παράγγειλα» είπε ο Αρίστος.
«Μεζέδες;» τον ρώτησε ο Κώστας. «Ρε απατεώνα μου έταξες παϊδάκια!»
«Ξεροσφύρι θα τα ψήσουμε καημένε;»
“Now you’re talking!”
«Εσύ να τα βλέπεις άπιστε Θωμά!»
Εκτός από μεζέδες είχε παραγγείλει και σαλάτες για αργότερα οπότε αυτές τις βάλαμε στο ψυγείο. Μεζέδες και μπύρες μεταφέρθηκαν έξω, εκεί που θα ψήναμε.
«Δε βιαζόμαστε, έτσι;» ρώτησε ο Αρίστος; «Καλό το υγραέριο αλλά σαν το ξύλο τίποτα! Βρε καλώς τους» είπε σε Sadie και Ράντι που τους μύρισε φαγητό και ήρθαν να δηλώσουν παρόντες.
«Κάτσε κάτω βρε ζήτουλα» ψευτομάλλωσε ο Στεργίου το Ράντι, «έτσι θα το ρίξεις το κομενάκι;»
«Ναι, γιατί του λόγου της είναι καλύτερη νομίζεις;» είπε γελώντας ο Αρίστος. «Μωρέ κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.

Η Αναστασία πήγε προς τα δύο σκυλιά και εκείνα άρχισαν να τις κάνουν χαρές και να τη γλείφουν ντουέτο. Όπως είχε κάτσει στα γόνατα, αμφότερα της έριχναν σε ύψος, μα δεν ήταν σκυλιά αυτά, γάιδαροι ήταν, δεν υπερβάλω ότι το κεφάλι της Sadie έφτανε μέχρι σχεδόν το στήθος μου και ο Ράντι ήταν ακόμα μεγαλύτερος. Εκείνη δεν έδειξε να τη νοιάζει παρόλο που στο τέλος την κάνανε σύχρηστη, καθώς αμφότερα προσπαθούσαν να της τραβήξουν την προσοχή για να τους κάνει χάδια. Καλά το είπε ο Αρίστος, κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.

Η Κλέλια είχε πιάσει κουβέντα με τον Στεργίου και τον Κώστα και με την Αναστασία να ασχολείται με τα σκυλιά και τον Αρίστο να ψήνει, έμεινα μόνη μου να τους παρατηρώ. Ο Κώστας ήταν γύρω στα 50 με ψαρά μαλλιά και αδρά χαρακτηριστικά. Η Κλέλια ήταν κοντούλα και στρουμπουλή και με νεανικό πρόσωπο, την έκανα γύρω στα 35-40 αλλά στην πραγματικότητα ήταν συνομήλικη του Στεργίου ο οποίος ήταν 45. Κάπου είχα ακούσει ότι είχε χηρέψει πριν δυο χρόνια αλλά δεν είχα ιδέα ότι είχε κόρη. Και εδώ που τα λέμε όσο περισσότερο τους παρατηρούσα τόσο περισσότερο αμφέβαλλα, είμαι πολύ καλή στο να διαβάζω τους άλλους και ο Στεργίου με την Αναστασία συμπεριφέρονταν περισσότερο σα ζευγάρι παρά σαν πατέρας με κόρη. Σκατά, αυτό έχω να πω!

«Μαριλίζα, μπορείς να έρθεις λίγο μαζί μου;» με ρώτησε ο Αρίστος και μετά γύρισε προς τον Κώστα. «Έχε σε παρακαλώ το νου σου, επιστρέφουμε σε δυο λεπτά!»
«Ναι, βεβαίως» του απάντησα και πήγαμε προς τα μέσα.
«Tι τρέχει;» με ρώτησε όταν βρεθήκαμε μόνοι μας. «Έχεις καταπιεί τη γλώσσα σου και κάνεις σα να είδες φάντασμα.»
«Ουφ… ο Στεργίου… ο Αντώνης δηλαδή, είναι ο CFO στην εταιρία που εργάζομαι. Δε με αναγνώρισε και λογικό είναι, πρώτη φορά τον βλέπω κι εγώ από κοντά.»
«Για όνομα του θεού, ρε Μαριλίζα, αυτό είναι όλο και με κοψοχόλιασες;»
«Δεν είναι αυτό το πρόβλημα.»
«Τότε ποιο είναι;»
«Δε νομίζω πως η Αναστασία είναι κόρη του.»
«Και ούτε τη σύστησε ως κόρη του, ποιο είναι το πρόβλημά σου;»
«Ποιο να είναι το πρόβλημα μου βρε Αρίστο; Είναι ο δεύτερος στην εταιρία μετά το Γιαννακουδάκη και αν η πιτσιρίκα είναι φιλενάδα του, δε νομίζω πως είναι κάτι που θα το διαφημίζει.»
«Το τι του είναι και τι δεν του είναι η μικρή, δε σε αφορά» μου είπε αυστηρά. «Και ακόμα και έτσι, τι θα σου κάνει δηλαδή; Θα σ’ απολύσει; Και στην τελική-τελική, αν ήθελε να κρατήσει κάτι κρυφό από τους πάντες δεν θα την έφερνε μαζί του, και εμείς μπορεί να του είμαστε άγνωστοι αλλά μην ξεχνάς ότι η Κλέλια είναι παιδική του φίλη. Και επιπλέον την μικρή την ξέρει και η Μαρτίνου, δεν είδες πως της μίλησε; Ό,τι και αν έχουν μεταξύ τους δεν είναι κρατικό μυστικό. Λοιπόν, συγκεντρώσου και πάμε έξω.»
«Μάλιστα» του απάντησα χωρίς να το σκεφτώ και κινήσαμε ξανά προς τα έξω.

Ομολογώ ότι παρά τις όποιες επιφυλάξεις μου μέχρι το τέλος της ημέρας ο Αντώνης -κατάφερα τελικά να τον δω ως Αντώνη και όχι σαν τον CFO της εταιρίας- και πολύ περισσότερο η Αναστασία, κατόρθωσαν να με κερδίσουν. Μικρή ή όχι, σε εγκυκλοπαιδικές γνώσεις συναγωνιζόταν τον Αρίστο, εδώ και αν κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι, μας τρέλαναν στα trivia. Ναι, ούτε μία στο εκατομμύριο δεν ήταν απλά η νοικάρισσα του διαμερίσματός του, αν τους παρακολουθούσες προσεκτικά πως κοίταζαν ο ένας τον άλλον, θα έπρεπε να είσαι στραβός για να μην διακρίνεις το βλέμμα των ερωτευμένων.

Τελικά το διαλύσαμε σχετικά αργά το απόγευμα με το Ράντι να διαμαρτύρεται εντόνως και την Sadie να πέφτει μετά σε βαθιά περισυλλογή και μιας και κατά τα φαινόμενα θα συμπεθεριάζανε, ο Αρίστος τους κάλεσε εκ νέου την επόμενη Κυριακή για play date με τα σκυλιά και όχι απλά τους κάλεσε, τους έταξε και αντικριστό! Βασίλης και Κλέλια, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, δεν μπορούσαν να είναι εδώ την ερχόμενη Κυριακή και στο μεταξύ το ίδιο θα έπρεπε να αποφασίσω κι εγώ.

«Δε φαντάζομαι να φύγεις από τώρα, έτσι;» με ρώτησε ο Αρίστος βγάζοντάς με από την περισυλλογή στην οποία είχα πέσει. «Είναι μόλις 18:00.»
«Όχι» του απάντησα αφηρημένη.
«Τι σκέφτεσαι;»
«Έχω να πάρω μια απόφαση.»
«Δεν χρειάζεται να την πάρεις τώρα δα, σου είπα, έχεις όσο χρόνο χρειάζεσαι.»
«Δεν μπορώ να λειτουργήσω έτσι, Αρίστο. Δε μ’ αρέσει να αφήνω μπροστά μου εκκρεμότητες, και δη τόσο σημαντικές.»
«Άκου Μαριλίζα μου, δεν ξέρω κατά πόσο θα σε βοηθήσει αυτό που θα σου πω αλλά τα πράγματα είναι πολύ απλά. Σου αρέσω; Σου αρέσει αυτό που είμαι;»
«Το ρωτάς μωρέ Αρίστο;»
«Η πολυγαμία μου έχει πλάσει μέρος αυτού που σου αρέσει. Ας στο θέσω αλλιώς, ο υποθετικός μονογαμικός Αρίστος μπορεί να μη σου άρεσε. Το αυτό ισχύει και για σένα.»
«Εγώ δεν έχω υπάρξει πολυγαμική.»
«Μπορεί, αλλά υπάρχει ένα κομμάτι σου που λέει Μιχάλης. Χωρίς αυτό το κομμάτι σου πιθανώς να μην ήσουν η Μαριλίζα που μου αρέσει. Δε θέλω να το χάσεις, δε θέλω να το στερηθείς. Δεν ξέρω πως αλλιώς να στο πω. Δε δέχομαι θυσίες, δέχομαι μόνο προσφορές. Προσφορές, όχι θυσίες, δεν είναι το ίδιο πράγμα.»
«Δε θα ήταν θυσία, τι είναι αυτά που λες;»
«Θυσία θα ήταν, Μαριλίζα. Θα θυσίαζες ένα κομμάτι σου προσδοκώντας κάτι άλλο. Η θυσία είναι ανταλλαγή, η προσφορά όχι.»
«Σαν τι ανταλλαγή;»
«Θυσιάζεις κάτι για χάρη κάτι άλλου. Ανταλλάζεις. Όταν προσφέρεις δεν περιμένεις αντάλλαγμα, το κάνεις για την χαρά της ίδιας της πράξης. Θυμάσαι που μιλούσαμε για D/s? Οι σκλάβες δεν θυσιάζουν την ελευθερία τους σε κάποιον Αφέντη, η πλήρωση έρχεται με την ίδια την υποταγή τους σ’ εκείνον. Δεν κάνουν παροχή υπηρεσιών, προσφέρουν.»
«Δεν αγοράζω Αρίστο, όλες οι ανθρώπινες σχέσεις είναι πάρε-δώσε. Δίνεις κάτι, παίρνεις κάτι.»
«Ωραία, ας στο θέσω αλλιώς. Εσύ τι κερδίζεις ως bottom? Τι κερδίζεις ως people’s pleaser? Δεν ανταλλάζεις κάτι, κορίτσι μου, προσφέρεις γιατί σε γεμίζει η ίδια η προσφορά προς τους τυχερούς στους οποίους προσφέρεις. Δεν το προσφέρεις στον καθένα, επιλέγεις η ίδια που θα το κάνεις γιατί διαφορετικά αυτή σου η προσφορά δε θα σε γέμιζε. Το πραγματικό πάρε-δώσε, αν το καλοσκεφτείς, είναι με τον εαυτό σου, και στο τέλος της ημέρας είναι και ο μόνος στον οποίο έχεις να δώσεις λόγο.»

Κάτι μέσα μου έκανε κλικ, ξαφνικά ένιωσα τόσο σίγουρη όσο λίγες φορές στη ζωή μου. Δεν ήξερα ποια Ιθάκη θα με περίμενε, δεν ήξερα καν αν θα υπάρξει κάποια Ιθάκη να με περιμένει, ήξερα ωστόσο ότι αυτό που έχει πραγματικά αξία, αυτό που πραγματικά μετράει, είναι το ίδιο το ταξίδι.

…και όπου μας έβγαζε.

6. Blitzkrieg

Και όπως είχα πάρει την απόφασή μου, το μυαλό μου πλημμύρισε και πάλι με αμφιβολίες. Δεν είμαι από αυτές που βάζουν το κεφάλι τους στον ντορβά αλλά υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας που πρέπει να ρίξεις τη ζαριά. Και στην τελική δεν έχουμε συμβόλαιο με τη μοίρα, κάτι που μπορεί να ξεκινήσει αβέβαιο μπορεί να καταλήξει υπέροχο και -όπως διαπίστωσα δις- κάτι να ξεκινήσει υπέροχα και να τελειώσει με μένα στα βράχια. Δεν είχα σκεφτεί πότε μου τον εαυτό μου ως πολυγαμικό, στις σχέσεις μου ήμουν πάντα πιστή, το θεωρούσα αυτονόητο ότι όταν είμαι με κάποιον είμαι μαζί του και μόνο μαζί του και αντιστρόφως.

Μπορεί να ήμουν μια από τις πολυάριθμες ερωμένες του Μιχάλη αλλά ποτέ δε ζήλεψα το χρόνο του με κάποιαν άλλη αλλά, truth to be told, και ακόμα και με το σεξ στο μενού, ποτέ δεν τον είδα ως κάτι περισσότερο από φίλο. Παρόλο που προχθές είχα σουρτουκέψει και η ίδια, ομολογώ ότι ένα μικρό τσίμπημα το ένιωσα όταν κατάλαβα ότι ο Αρίστος είχε πράξει ανάλογα. Υποκρισία το ξέρω, αλλά αυτό δεν αλλάζει το πως ένιωσα.

Αργά ή γρήγορα θα το έβρισκα ξανά μπροστά μου και πολύ πιθανό να έτρωγα και πάλι τα μούτρα μου με φόρα, και όσο περισσότερο προχωρούσαν τα πράγματα, τόσο περισσότερο θα πονούσε καθώς δεν ήταν απλά ενθουσιασμός και γοητεία. Η σκέψη του Αρίστου έκανε την καρδιά μου να χτυπάει, λαχταρούσα την παρουσία του, κοντολογίς είχα αρχίσει να τον ερωτεύομαι, κάτι υπέροχο και συνάμα τρομαχτικό, τόσο γρήγορα είχα ερωτευτεί μόνο το Διονύση, και τι καλά που πήγε αυτό…

Το μόνο σίγουρο ήταν πως αν έπρεπε να ρίξω τη ζαριά θα έπρεπε να το κάνω τώρα. Αν το άφηνα την ήξερα την κατάληξη, ο φόβος μου θα με υπερνικούσε και θα κλεινόμουν και πάλι στο καβούκι μου και μετά… και μετά θα περνούσα την υπόλοιπη ζωή μου αναρωτώμενη, γιατί αν είναι μια φορά άσχημο το να μετανιώσεις κάτι που έκανες, το να μετανιώσεις για κάτι που δεν έκανες είναι δέκα φορές χειρότερο. Η σιγουριά που είχα νιώσει πριν λίγο μπορεί να είχε πάει περίπατο αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έπρεπε να πάρω την απόφαση τώρα, ή forever hold my peace. Ή ταν ή επί τας.

«Αρίστο;»
«Μαριλίζα;»
«Αν δεν κάνω το δεύτερο βήμα, τότε δε θα υπάρξει τρίτο. Και θέλω να το κάνω. Το θέλω.»
«Πάρε το χρόνο σου Μαριλίζα μου.»
«Δε χρειάζομαι άλλο χρόνο. Αν το μετανιώσω, το μετάνιωσα μα ξέρεις τι; Αν δεν κάνω το δεύτερο βήμα, το να μετανιώσω γι’ αυτό θα είναι δέκα φορές χειρότερο.»
«Μερικές φορές από εμάς η ζωή απαιτεί να ρίξουμε τα ζάρια.»
«Ακριβώς αυτό σκεφτόμουν!!!!»
«Τα μεγάλα πνεύματα συναντιούνται.»
«Μεγάλο αρχαίο πνεύμα, θα με πάρεις αγκαλίτσα;»
«Αρχαίο; Υπαινίσσεσαι κάτι για την ηλικία μου νεαρά;»
«Δεν είναι υπαινιγμός.»
«Έλα αγκαλίτσα» μου είπε και πήγα και χώθηκα στην αγκαλιά του. Με έσφιξε πάνω του και άρχισε να με χαϊδεύει.
«Τι ήταν αυτό σήμερα; Στο τέλος παραλίγο να βγούμε όλοι συγγενείς ένα πράγμα!»
«Έλα ντε!»
«Αλήθεια, εσύ τη Φοίβη από που τη γνωρίζεις;»
«Η Φοίβη είναι συνάδελφος.»
«Ναι, αυτό το κατάλαβα όταν είπες ότι έχετε κάνει δημοσιεύσεις.»
«Ναι, η θεωρία πολυπλοκότητας είναι το ερευνητικό της αντικείμενο. Περίπου τρεις-τέσσερις μήνες μετά τη δημοσίευση του διδακτορικού μου επικοινώνησε μαζί μου με e-mail. Τότε, αν δεν με απατά η μνήμη μου, ήταν στο πρώτο ή το δεύτερο έτος του μεταπτυχιακού της και είχε αναλάβει να κάνει μια εργασία που βασιζόταν στο thesis μου και χρειαζόταν κάποιες διευκρινήσεις. Της απάντησα στο e-mail και έτσι αρχίσαμε να αλληλογραφούμε τακτικά. Το 2002 ή το 2003, δεν θυμάμαι ακριβώς, ήρθαν Καλιφόρνια για να επισκεφτούνε με τον Ανδρέα, το σύζυγό της, την κουμπάρα τους· και εκείνη στο Berkeley έχει κάνει διδακτορικό, και έτσι τους γνώρισα και από κοντά. Αν και τα τελευταία χρόνια ψιλοχαθήκαμε, παλιότερα επικοινωνούσαμε αρκετά τακτικά, έχω πάει και στο σπίτι τους στο Ηράκλειο, όπως έχουν έρθει και εκείνοι εδώ, και φυσικά έχουμε συνεργαστεί και σε τρία papers. Μη τη βλέπεις έτσι μουρλοκομείο, το μυαλό της κόβει σαν ξυράφι· είναι από τους πιο έξυπνους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου και, πίστεψέ με, έχω γνωρίσει πολλούς έξυπνους ανθρώπους. Φαντάσου ότι οι δομές και βάσεις δεδομένων είναι απλά χόμπι της και ότι μια σχετική εφαρμογή που ξεκίνησε ως φοιτήτρια, τώρα χρησιμοποιείται μέχρι και στα smart watches και μέχρι σήμερα είναι ακόμα η κύρια προγραμματίστρια! Αν τη συμπάθησες βλέποντάς την για δέκα-δεκαπέντε λεπτά στο Skype δε μπορείς να φανταστείς πως είναι από κοντά!»
«Τώρα είναι η σειρά μου να σου πω ότι μιλάς σαν ερωτευμένος!»
«Ξέρεις κάτι; Για μερικούς ανθρώπους -και η αφεντιά μου ανήκει σε αυτό το σύνολο- είναι φύσει αδύνατο να γνωρίσουν τη Φοίβη και να μην την ερωτευτούν έστω και λίγο.»
«Να ‘τα και τα πιπεράτα, που λες κι εσύ συχνά στο forum!»
«Μάντεψε ποια μου κόλλησε αυτή τη φράση!»
«Ξέρεις, αυτό σκέφτηκα κάποια στιγμή, αν εξαιρέσεις τις μπερμπαντιές του, η Φοίβη μοιάζει σα να είναι η αρσενική εκδοχή του Μιχάλη. Γιατί γελάς;»
«Γιατί, Μαριλίζα μου, όταν εγώ ή ο Μιχάλης ακόμα πηγαίναμε, η Φοίβη γυρνούσε για δέκατη φορά. Δε διανοείσαι τι έχει κάνει στη ζωή της αυτή η γυναίκα με θερμό συμπαραστάτη τον ίδιο τον άντρα!»
«Αν δεν το ρωτήσω θα σκάσω… πόσο κοντά έχεις βρεθεί με τη Φοίβη;»
«Ποιο κοντά δεν υπάρχει»
«Και ο Ανδρέας;»
«Ήταν απασχολημένος με τη Χριστίνα» μου απάντησε με το αιώνιό του deadpan ύφος στέλνοντας για ακόμα μια φορά το σαγόνι μου στο πάτωμα. «Γιατί με κοιτάζεις έτσι, πολυγαμικός ήμουν και πριν την γνωρίσω και ό,τι είπα σε εσένα είχα πει και σ’ εκείνη.»
«Δίκιο έχεις. Δεν ξέρω, είναι πολλά πράγματα που χρειάζεται να κάνω process. Είμαι σε σχέση μαζί σου και όχι απλά δε σε πειράζει που είμαι ψιλοερωτευμένη με κάποιον άλλον, απαιτείς κι από πάνω να συνεχίσω να βρίσκομαι μαζί του!»
«Δεν το απαιτώ» με διέκοψε. «Αυτό που απαιτώ να μην το διακόψεις επειδή είσαι σε σχέση μαζί μου ή, αν το κάνεις, να είναι καθαρά επειδή δε σε γεμίζει πλέον, και χωρίς να περιμένεις ανάλογο αντάλλαγμα.»
«Έστω. Είμαι λοιπόν σε σχέση μαζί σου και εσύ όχι απλά δεν ενοχλείσαι στην προοπτική να βγάζω τα μάτια μου με άλλους, το ενθαρρύνεις κιόλας, τουλάχιστον το ενθαρρύνεις όσον αφορά το Μιχάλη.»
«Συνέχισε…»
«Και φυσικά απαιτείς το ίδιο πράγμα, αν όχι ενθάρρυνση τουλάχιστον ανοχή.»
«Ναι, δεν κατάλαβες καλά. Δεν απαιτώ την ανοχή σου, Μαριλίζα, αν είναι απλά ανοχή το μόνο που θα καταφέρεις είναι να φας τα μούτρα σου. Θα πρέπει να καταλάβεις, θα πρέπει να συνειδητοποιήσεις και να αποδεχτείς, ότι ο μόνος χρόνος μου που σου ανήκει είναι αυτός ο οποίος μοιράζομαι μαζί σου. Στο χέρι σου είναι να κερδίσεις ακόμα περισσότερο, να κερδίσεις όμως, όχι να απαιτήσεις. Το χρόνο που σου έχω αφιερώσει όλο το τελευταίο διάστημα τον έχεις κερδίσει, με έχεις κάνει με τον τρόπο σου να θέλω να στον δώσω και μου αρέσει που το κάνω.»
«Please bear with me, προσπαθώ να καταλάβω.»
«Δεν θύμωσα, απλά σου εξηγώ.»
«Υπάρχει ή θα υπάρξει απαίτηση να συμμετάσχω σε… ξέρεις…»
«Όχι εφόσον δεν το θέλεις. Θα υπάρξει όμως απαίτηση να σε δω να πηγαίνεις με άλλον άνδρα, είναι βίτσιο μου.»
«Ο-ορίστε;»
«Αυτό που άκουσες, το ποιος θα είναι θα το επιλέγεις πάντα εσύ, ωστόσο υπάρχει περίπτωση -δηλαδή είναι σχεδόν σίγουρο- ότι κάποιες φορές θα σου ζητήσω να πας με κάποιον επειδή το θέλω εγώ.»
«Κι αν δε θέλω;»
«Τότε δεν μπορούμε να συνεχίσουμε μαζί.»
«Υπάρχει κάτι άλλο το οποίο είναι εκ των ων ουκ άνευ για σένα που δε μου έχεις πει;»
«Ναι, υπάρχει. Είμαι αλγολάγνος, θεωρώ το S/m παιχνίδι δεδομένο. Θα εξερευνήσω τις αντοχές σου αλλά δεν θα σε σπρώξω πέρα από εκεί που μπορείς και ούτε θα δοκιμάσω πράγματα που εσύ δεν θέλεις/δεν αντέχεις, μπορώ να τα βρω και αλλού αυτά. Επίσης θεωρώ αυτονόητο πως όταν επιλέξω να τελειώσω στο στόμα σου θα καταπιείς, όπως θεωρώ αυτονόητο ότι θα σε πάρω και από πίσω, και όχι once off. Τέλος, θέλω να κάνεις τακτικά εξετάσεις για αφροδίσια, το ίδιο κάνω κι εγώ, και όσο για την εχεμύθεια δε χρειάζεται να ανησυχείς, έχω δικούς μου γνωστούς.»
«Μάλιστα» απάντησα ελαφρώς παγωμένη.
«Κοίτα Μαριλίζα, δε θα σε βάλω κάτω να σε χτυπάω με το single tail μέχρι να βγάλεις αίμα, και ούτε θα σε βάλω στο pillory για να σε βιάσω παρά φύσιν. Όλα θα γίνουν με το ρυθμό τους. Μέχρι τώρα έχεις υπάρξει πολύ ειλικρινής και θέλω να συνεχίσεις να είσαι, αν κάτι σε απασχολεί θα πρέπει να μου το πεις *αμέσως*, δε θέλω να κρατάς μέσα σου πράγματα. Δε θα το απαιτήσω, αλλά θα ήθελα -από σήμερα κιόλας- στο τέλος της ημέρας να κάθεσαι να γράφεις ημερολόγιο και στο οποίο θα έχω κι εγώ πρόσβαση.»
«Αναφορά;»
«Όχι, όχι αναφορά. Όλα αυτά που σου λέω μπορεί να σου ακούγονται κάπως αλλά δεν είναι D/s, ούτε το επιθυμώ, ούτε το επιζητώ. Θέλω να είσαι ανεξάρτητη, θέλω να έχεις τη ζωή σου, θέλω να συνεχίζεις να παίρνεις μόνη σου τις αποφάσεις, απλά σου ζητώ να τα μοιράζεσαι μαζί μου ακόμα και με τη μορφή ημερολογίου. Το ημερολόγιο δεν είναι απαίτηση, είναι επιθυμία μου, το αν θα το κάνεις ή όχι είναι επιλογή σου και το εννοώ, δε θα υπάρξουν από τη μεριά μου αντίποινα εντός ή εκτός εισαγωγικών.»
«Θα σε χαλάσει όμως!»
«Θα με χαλάσει… Θα προτιμούσα να το κάνεις, βρίσκω εξόχως γοητευτική τη γυναικεία θεώρηση των πραγμάτων, πόσο μάλλον από τη γυναίκα με την οποία έχω σχέση, αλλά δεν είναι απαράβατος όρος, είναι δική σου απόφαση και μόνο.»
«Αρίστο, δεν ξέρω πραγματικά, ωστόσο θα επανέλθω στα του χρόνου γιατί εντόπισα ακριβώς αυτό που με τριβελίζει. Αν δεν δίνουμε προτεραιότητα ο ένας στον άλλον, τότε σε τι πραγματικά θα διαφέρει το μεταξύ μας σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους που υπάρχουν στη ζωή μας;»
«Βρε χαζούλα, ποιος σου είπε ότι δεν την έχεις ήδη αυτή τη στιγμή; Φυσικά και την έχεις, και την έχεις γιατί την έχεις κερδίσει. Είναι ωστόσο άλλο πράγμα η προτεραιότητα και άλλο πράγμα η αποκλειστικότητα.»
«Αν έχεις δηλαδή κανονίσει κάτι με μια φίλη σου και εγώ που δεν το ξέρω σου ζητήσω να κάνουμε κάτι μαζί, τι θα κάνεις;»
«Φαντάζομαι το ίδιο που θα έκανες κι εσύ, θα προσπαθούσα να αναβάλλω το άλλο. Ωστόσο αν σου πω ότι την τάδε μέρα θα βγω με τη φίλη μου, περιμένω να το σεβαστείς και -εκτός και αν συμβεί κάτι απρόοπτο- να μη μου ζητήσεις να το αλλάξω.»
«Και αν αυτό τη χάλαγε τη φίλη σου;»
«Υγεία και ζουμί από λάχανο.»
«Αρίστο, έχω πάθει λίγο overload. Θα ήθελα ένα ποτό, κάτι πέρα από μπύρα.»
«Έχω κρασί, έχω ουίσκι, έχω βότκα, έχω ρούμι… και φυσικά έχω και ρακή. Θέλεις να σου φτιάξω ρακόμελο που σ’ αρέσει; Το μέλι που έχω είναι πευκόμελο, ότι πρέπει!»
«Θα πιείς εσύ;»
«Ρακόμελο όχι, προτιμώ τη ρακή σκέτη, αλλά θα πιώ μαζί σου.»
«Εντάξει!»
«Λοιπόν, πάω να το φτιάξω, θα μου πάρει κανένα δεκάλεπτο.»
«Θες βοήθεια;»
«Βοήθεια όχι, παρέα ναι!»

Πήγαμε στην κουζίνα και πήρε ένα πλαστικό δοχείο-μετρητή και βγάζοντας το μπουκάλι με τη ρακή από το ψυγείο γέμισε 100 ml. Έβαλε τη ρακή σε χαμηλή φωτιά και όταν ζεστάθηκε πρόσθεσε μιάμιση κουταλιά της σούπας μέλι, ένα ξυλάκι κανέλας και λίγο γαρύφαλλο και άρχισε να το ανακατεύει μέχρι που έλιωσε το μέλι. Όταν τελείωσε την έβαλε σε μια μικρή καράφα και από το ντουλάπι πήρε δύο μικρά ποτήρια.

«Έτοιμη, δεν την έκανα πολύ γλυκιά.»
«Καλά έκανες, δε τη θέλω να είναι και σα γλυκό του κουταλιού.»

Πήραμε την καράφα, τα δυο ποτήρια και το μπουκάλι με την υπόλοιπη ρακή και επιστρέψαμε στο σαλόνι. Πριν κάτσουμε έριξε ένα μεγάλο κούτσουρο στο τζάκι και επέστρεψε στον καναπέ. Μου γέμισε το ποτήρι με ρακόμελο και γέμισε και το δικό του με σκέτη ρακή.

«Σκουτελοβαρίσκω σε!»
«Τσε αντιστέκομαί σε!» του απάντησα κάνοντάς τον να χαμογελάσει πλατιά και αφού τσουγκρίσαμε ήπιαμε μια μικρή γουλιά ο καθένας μας. Την είχε κάνει πολύ καλή, ακριβώς τόσο γλυκιά όσο χρειαζόταν, καλύτερη από αυτή του μαγαζιού. «Αχ, είναι υπέροχη» του είπα νιώθοντας την γλυκιά κάψα να απλώνεται στο λαιμό μου και το στομάχι μου.
«Με το μαλακό, βαράει κατακέφαλα» με συμβούλεψε όταν ήπια σχεδόν αμέσως και δεύτερη γουλιά.
«Αμ δεν το ξέρω; Πώς νομίζεις ότι έγινα ντίρλα προχθές;»
«Τι κάνατε προχθές;» με ρώτησε στα ίσια.
«Ε… εννοείς…»
«Εννοώ.»
«Αυτό σηκώνει ακόμα μια γερή γουλιά» του είπα και κατέβασα το ποτήρι μονοκοπανιά και ένιωσα και πάλι το γνωστό κάψιμο να απλώνεται μέσα μου. «Η αλήθεια είναι ότι δεν κάναμε σεξ. Δηλαδή στην αρχή ήθελα να κάνουμε σεξ αλλά στα προκαταρκτικά ένιωσα να απολαμβάνει τόσο πολύ το στοματικό που του έκανα που δε μου έκανε καρδιά να το σταματήσω. Μετά θέλησε να μου το ανταποδώσει αλλά βάλε και την κούραση, βάλε και το ποτό, δεν ήμουν για πολλά-πολλά, οπότε απλά πέσαμε για ύπνο.»
«Που τελείωσε;»
«Στο… στο στόμα μου.»
«Κατάπιες;»
«Ν-ναι.»
«Καταπίνεις πάντα;»
«Ούτε καν. Συνήθως δεν τους αφήνω καν να τελειώσουν στο στόμα μου, να φανταστείς ότι ο Κώστας ήταν ο πρώτος και ακόμα και εκεί σπάνια κατάπινα. Με τον Μιχάλη συνήθως ήταν προκαταρκτικό αλλά την πρώτη φορά που με έκανε και μίλησα με το Θεό ήθελα απλά να του το ανταποδώσω και του έσπρωξα το χέρι όταν πήγε να με σπρώξει. Δεν κατάπια τότε, τα έφτυσα και άρχισε το δούλεμα, κάθε φορά μου έλεγε. «να προσέχεις τα κουκούτσια» το κωλόπαιδο. Γελάς ε; Ε, για πρώτη φορά κατάπια την προηγούμενη Κυριακή… και το χρωστάει σε σένα!»
«Σε μένα;» ρώτησε έκπληκτος.
«Ναι… είχα εξαιρετική διάθεση και… μάντεψε ποιος μου την είχε προκαλέσει. Τέλος πάντων, για να τον τυλίξω και να κοιμηθεί σπίτι μου του έταξα και δεύτερη πίπα το πρωί και εγώ το λόγο μου τον κρατάω, αν και του Μιχάλη δεν είναι ακριβώς βολικού μεγέθους, κάθε φορά νομίζω ότι θα πάθω κράμπα στο στόμα!»
«Τι άλλο έχετε κάνει;»
«Όπως σου είπα και τις προάλλες διάφορα light S/m παιχνίδια. Και μη νομίζεις, τις περισσότερες φορές που βγαίνουμε έξω δεν καταλήγουμε να βγάλουμε τα μάτια μας, συνήθως μένουμε στο ποτό ή στο φαγητό.»
«Από πίσω;»
«Με το Μιχάλη; Θεός φυλάξοι, αυτό δε θα είναι σεξ, ανασκολοπισμός θα είναι.»
«Με άλλους;»
«Με το Διονύση και με τον Κώστα. Σειρά σου, εσύ τι έκανες την Παρασκευή.»
«Όπως σου είχα πει αρχικά είχα πάει για καφέ αλλά το ένα πράγμα έφερε το άλλο και τελικά κάθισα μέχρι τα μεσάνυχτα σχεδόν.»
«Τι κάνατε δηλαδή;»
«Φάγαμε παστίτσιο» μου είπε σκάζοντας στα γέλια. «Και μετά γαλακτομπούρεκο. Και μετά είδαμε ταινία.»
«Δεν έβγαλες τα μάτια σου;»
«Όχι, σταμάτησα το παστίτσιο πριν μου πεταχτούν έξω και αυτό επειδή υπήρχε και γαλακτομπούρεκο!»
«Βρε αχρείε!» του είπα ενώ ο Αρίστος είχε δακρύσει από τα γέλια. «Θα σε φτιάξω εγώ» του είπα και του όρμισα προσπαθώντας να τον γαργαλήσω και όπως αποδείχτηκε είναι γαργαλιάρης.
«Μηηη» φώναζε γελώντας, «θα με πεθάνεις γέρο άνθρωπο!»
«Μεσήλικα, μην τα λέμε πάλι» του είπα συνεχίζοντας να τον γαργαλάω ανελέητα.
«Έτσι είσαι;» μου είπε και με έβαλε κάτω και άρχισε να με γαργαλάει με τη σειρά του και… εγώ και αν είμαι γαργαλιάρα.

Και εκεί σταμάτησε να με γαργαλάει και έπεσε πάνω μου και με φίλησε, σχεδόν μου έκοψε την ανάσα. Τον άρπαξα από το σβέρκο και τον κόλλησα πάνω μου, δείχνοντας ανάλογο ενθουσιασμό και αυτή τη φορά τα χέρια του δεν έμειναν στην πλάτη και στα μαλλιά, με χούφτωσε στην αρχή πάνω από τη μπλούζα και μετά πέρασε το χέρι του μέσα, έκανε πέρα το σουτιέν και με χούφτωσε κάτω από αυτό κάνοντάς με να νιώθω πάλι ότι με διαπερνάει ρεύμα. Με ανασήκωσε και μου έβγαλε μπλούζα και σουτιέν και για πρώτη φορά έμεινα γυμνή από πάνω μπροστά του. Συνέχισε να με φιλάει στο στόμα ενώ το χέρι του πότε χούφτωνε απαλά και πότε μάλαζε το δεξί μου στήθος και μετά άρχισε να με φιλάει στο λαιμό και μετά συνέχισε προς τα κάτω μέχρι που πήρε τη ρόγα του αριστερού μου στήθους στο στόμα του και άρχισε να την πιπιλάει απαλά.

Ανασηκώθηκα και τον βοήθησα να βγάλει πουκάμισο και τη φανέλα που φορούσε από κάτω και άρχισα με τη σειρά μου να τον φιλώ στο στέρνο και στο στήθος. Μου άρεσε που δεν ήταν ιδιαίτερα τριχωτός! Όσο το έκανα αυτό εκείνος πέρασε το χέρι του και το έβαλε ανάμεσα στα πόδια μου, πάνω από το παντελόνι, κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένα σιγανό βογγητό.

«Θες να πάμε πάνω;» με ρώτησε και αντί απάντησης απλά του κούνησα καταφατικά το κεφάλι και έτσι, για πρώτη φορά, ανέβηκα στο δεύτερο όροφο που ήταν η κρεβατοκάμαρά του.

Το κρεββάτι του ήταν υπέρδιπλο και στρωμένο. Σήκωσε το πάπλωμα και χωθήκαμε από κάτω φορώντας ακόμα τα παντελόνια μας. Με ξάπλωσε και μου κατέβασε το παντελόνι και με χούφτωσε πάνω από το κιλοτάκι και άρχισε να με χαϊδεύει. Αν και είχα γίνει μούσκεμα, εκείνη την ώρα δεν ήθελα να κάνω σεξ. Χαζομάρα θα μου πείτε αλλά ο Αρίστος δεν ήτανε ξεπέτα και με όσα μου είχε πει το δεύτερο βήμα ήταν ακόμα μετέωρο, παρά τη λαχτάρα μου να πάω και στο τρίτο. Τον σταμάτησα και τον ξάπλωσα ανάσκελα και άρχισα και πάλι να τον φιλάω και να τον πιπιλάω στο στέρνο και μετά συνέχισα προς το στομάχι του και εκεί τον βοήθησα να κατεβάσει το παντελόνι και το μποξεράκι του. Το όργανό του είναι ΥΠΕΡΟΧΟ, δεν ξέρω πως να το πω αλλιώς, ΥΠΕΡΟΧΟ. Το έπαιξα για λίγο με το χέρι μου και μετά ακολούθησε το στόμα μου.

Ξεκίνησα με τη γλώσσα μου, από το κεφαλάκι μέχρι τη βάση του και πάλι πάνω ενώ ταυτόχρονα εξακολουθούσα να τον κρατάω από την άλλη μεριά στο χέρι μου. Όταν έφτασα ξανά στο κεφαλάκι και αφού το έπαιξα λίγο με την γλώσσα μου, τον πήρα στο στόμα μου μέχρι σχεδόν τη βάση του και του Αρίστου του ξέφυγε ένα ελαφρύ ηδονικό βογγητό. Συνέχισα να κάνω το ίδιο και τα βογγητά του πολλαπλασιάστηκαν και εκεί άλλαξα τακτική. Τον έπιασα από τη βάση και άρχισα να τον παίζω κάνοντας απαλές κυκλικές κινήσεις ενώ συνέχισα να τον παίρνω στο στόμα μου μέχρι που συναντούσα το χέρι μου. Τα σιγανά βογγητά του και οι κοφτές του ανάσες με ξετρέλαιναν και συνέχισα με ακόμα μεγαλύτερη όρεξη.

Κάποια στιγμή ένιωσα το χέρι του στο κεφάλι μου, ήθελε να μου δώσει ρυθμό και τον ακολούθησα υπάκουα και, δυο-τρία λεπτά αργότερα, γεύτηκα τους καρπούς των κόπων μου, καθώς με κράτησε ακίνητη ενώ το όργανό του δονούνταν μέσα στο στόμα μου, πλημμυρίζοντάς το. Το σπέρμα του ήταν πικρούτσικο αλλά ούτε στιγμή δε διανοήθηκα να το φτύσω, το κατάπια όλο και συνέχισα να τον γλείφω και να τον φιλάω μέχρι που τον έκανα λαμπίκο. Πήρε το χέρι του από το κεφάλι μου και δίνοντας ένα τελευταίο φιλάκι στο κεφαλάκι, σήκωσα το βλέμμα μου και κοίταξα τον Αρίστο χαμογελαστή που μου έκανε νόημα να έρθω πάνω του.

Ξάπλωσα στην αγκαλιά του και τράβηξε το πάπλωμα και μας σκέπασε καθώς εκείνος ήταν τελείως γυμνός ενώ εγώ ήμουν μόνο με το κιλοτάκι μου. Οι ανάσες του που ήταν γρήγορες στην αρχή, ηρέμισαν σιγά σιγά. Γύρισα στο πλάι και τον κοίταξα, το βλέμμα του ήταν ακόμα στο ταβάνι, κοιτούσε χωρίς να εστιάζει. I guess I passed the test, όσον τουλάχιστον αφορούσε το στοματικό. Μου είχε πει ότι θεωρούσε αυτονόητο ότι θα καταπιώ αν τελειώσει στο στόμα μου και η αλήθεια είναι ότι, τουλάχιστον μαζί του, το ίδιο έκανα κι εγώ. Γιατί έτσι, αυτό δεν σκεφτόμουν χθες; Όλα όσα μου είχε πει με είχαν ζορίσει, το παραδέχομαι, αλλά από την άλλη έβλεπα τις άμυνές μου, άμυνες που είχα χτίσει μετά την κασκαρίκα μου με το Διονύση, να καταρρέουν η μία μετά την άλλη σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.

Γιατί ένιωθα να με μαγνητίζει τόσο έντονα αυτός ο άνθρωπος; «Τι σημασία έχει ρε Μαριλίζα;» μάλωσα τον εαυτό μου. «Τώρα τι κάνεις είναι το ερώτημα». Μπορεί να ξεκινήσεις κάτι και δεν είναι σίγουρο ότι θα το τελειώσεις, είναι όμως σίγουρο ότι δεν πρόκειται να τελειώσεις κάτι που δεν ξεκίνησες. Το ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτα είναι fair assessment αλλά είναι fair μόνο αν ξέρεις τι γλίτωσες. Εδώ είχα απλά το φόβο του αγνώστου με ένα άνθρωπο που δε μασούσε τα λόγια του, ήξερε τι ήθελε και είτε πήγαινες με τα νερά του, είτε χαιρετούσες. Και δεν είναι ότι αυτά που έλεγε δεν είχαν νόημα, ίσα-ίσα, αλλά, ακόμα κι έτσι, το να βάλεις στην άκρη ιδεοληψίες μιας ζωής δεν το λες και εύκολο, πόσο μάλλον όταν μέχρι τώρα αυτές τις ιδεοληψίες τις θεωρούσες περίπου αυτονόητες.

Τι θα έλεγε ο Μιχάλης γι’ αυτό; Χαζή ερώτηση, το πιθανότερο ήταν ότι θα συμφωνούσε με ενθουσιασμό. Βέβαια από την άλλη το πρώτο πράγμα που θα με ρωτούσε θα ήταν. «Αυτό που έχει σημασία τελικά είναι πως το βλέπεις εσύ, όχι πως το βλέπω εγώ. Εγώ είμαι αυτός που είμαι, what you see is what you get. Are you ok with it? Go get it. Are you not? Then goodbye and thank for all the fish» Μην είμαι άδικη, ο Κώστας παρά το πως καταλήξαμε είχε θετική επιρροή στη ζωή μου, για παράδειγμα αν δεν τον είχα γνωρίσει δε θα ήξερα αυτή τη φράση: Αντίο κι’ ευχαριστώ για τα ψάρια.

Και μιας και λέμε για ψάρια, άλλη μια αγαπημένη φράση του πατέρα μου είναι το «αν δεν βρέξεις κώλο ψάρι δεν τρως». Χαμογέλασα στη σκέψη, το ψάρι Αρίστος δεν απαιτούσε απλά βρέξιμο του κώλου. Δεν ήταν μεγάλος αλλά στην αρχή θα με ζόριζε και, αν και μου είχε λείψει, τόσο του Διονύση όσο και του Κώστα, ήταν μικρότερα από αυτό του Αρίστου. Και μικρότερα και λιγότερο όμορφα, του Αρίστου ήταν… αριστούργημα! Χαμογέλασα και πάλι στη σκέψη, fitting, very fitting.

«Χμμμ, προς τι το πονηρό χαμόγελο νεαρή;»
«Τίποτα» χαχάνισα. «Να… το όργανό σου είναι υπέροχο.»
“Er… thanks, I guess?”
«Του Αρίστου είναι …αριστούργημα!» του είπα χαχανίζοντας και πάλι.
«Έχει το όνομα, έχει και τη χάρη!»
«Μ’ αρέσεις που δεν είσαι τριχωτός!»
«Αν ήμουν θα με χώριζες;»
«Όχι βέβαια, θα σε ξύριζα» του είπα κι έβαλε τα γέλια.
«Αφού δε θα μου τις τραβούσες με κερί καλά να λέω δηλαδή!»
«Όχι, να δείτε τι τραβάμε εμείς τα κοριτσάκια!»
«Μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος.»
«Καλά, ας έκανες εσύ κερί και θα σου έλεγα εγώ.»
«Τι είμαι για να κάνω κερί, μέλισσα;» με πείραξε και πάλι. «Το ξέρεις ότι είσαι κουκλί;»
«Είμαι;» τον ρώτησα κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
«Δεν το ξέρεις;»
«Δεν απάντησες!»
«Είσαι. Πολύ-πολύ γλυκιά και όμορφη χαμογελαστή φατσούλα με όμορφα αμυγδαλωτά μάτια, υπέροχη μυτούλα και αισθησιακά χείλη… υπέροχα χείλη… τόσο όσο!» μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάω σα χαζό. «Μ’ αρέσει το στήθος σου, μ’ αρέσουν οι υπέροχες ρώγες σου αλλά ξέρεις τι μ’ αρέσει περισσότερο;»
«Τι;»
«Αυτό εδώ» είπε και μου τσίμπησε απαλά το κιλουμπίνι μου. «Κατά πάσα πιθανότητα μπορεί να διαφωνείς αλλά πίστεψέ με, είναι υπέροχο, σε κάνει πιο αληθινή, πιο γήινη.»
«Κοίτα να δεις κι εγώ προσπαθώ να το ξεφορτωθώ και αυτό εκεί!»
«Μη διανοηθείς!» μου είπε και ήταν πολύ σοβαρός. «Είσαι γυναίκα Μαριλίζα, αληθινή γυναίκα, δεν είσαι πλαστική κούκλα. Οι μικρές μας ατέλειες είναι που μας κάνουν ανθρώπινους. Το στήθος σου που βαραίνει ελαφρά. Το κιλουμπίνι σου. Η μικρή ελιά στη βάση του λαιμού σου. Είσαι υπέροχη, κοριτσάκι μου.»
«Μ’ αρέσει που με λες κοριτσάκι σου!»
«Θέλω να παίξω λίγο πιάνο, έχεις όρεξη να μ’ ακούσεις;»
«Και το ρωτάς;» του απάντησα χαμογελαστή.
«Ωραία, ντύσου να κατέβουμε.»
«Εχμ, το πάνω μέρος είναι κάτω!» του υπενθύμισα.
«Χαχαχα, δεν πειράζει» είπε και σηκωθήκαμε. Το παντελόνι μου είχε πέσει κάτω και έτσι όπως έσκυψα να το πιάσω μου τράβηξε μια δυνατή σφαλιάρα στο κωλομέρι.
«Άουυυυυ» διαμαρτυρήθηκα.
«Να μάθεις να μη σκύβεις προκλητικά μπροστά μου!»
«Δεν έσκυψα προκλητικά, το παντελόνι μου πήγα να πιάσω!»
«Εγώ ακόμα κάτω το βλέπω!»
«Μα πήγα να το πιάσω και μου έριξες σφαλιάρα!»
«Ακριβώς, γιατί έσκυψες προκλητικά! Μη μου ζωγραφίζεις στόχο, βαράω στο δοξαπατρί!»
«Ουφ!» είπα και αυτή τη φορά αντί να σκύψω χαμήλωσα ολόκληρη και πήρα από κάτω το παντελόνι. Με το που σηκώθηκα ωστόσο ακολούθησε νέα σφαλιάρα στα κωλομέρια!
«Άουυυυυ! Τώρα γιατί βαράς;»
«Γιατί μπορώ!» μου είπε και μου έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι.
«Διαμαρτύρομαι εντόνως!»
“Dully noted” μου απάντησε κοροϊδευτικά.

Όταν κατεβήκαμε κάτω βρήκα τη μία γάτα πάνω στο σουτιέν μου και την άλλη γάτα πάνω στη μπλούζα μου και όχι μόνο αυτό αλλά δεν έκαναν καν την κίνηση να σηκωθούν όταν πήγα να τα μαζέψω με αποτέλεσμα να τις σηκώσω και να μου νιαουρίσουν αποδοκιμαστικά και τα δύο.

«Μωρ’ τι μας λες» είπα στον Charlie που μου νιαούριζε ακόμα κάνοντας τον Αρίστο να βάλει και πάλι τα γέλια!
«Είσαι ζωγραφιά!» μου είπε και πήγε προς το πιάνο. Εγώ γέμισα ξανά το ποτήρι μου με ρακόμελο και τον ακολούθησα. Ο Αρίστος κάθισε μπροστά στο πιάνο και τέντωσε μπροστά τα χέρια του σπάζοντας τα δάχτυλά του. Μετά σηκώθηκε και πάλι και πήγε στη βιβλιοθήκη. «Χρειάζομαι την παρτιτούρα, έχω πολύ καιρό να το παίξω.» Γύρισε με την παρτιτούρα που έψαχνε και αφού την άνοιξε κάθισε και πάλι και ξεκίνησε.

Οι πρώτες νότες έπεσαν και το αναγνώρισα αμέσως, ήταν η Ουγγρική Ραψωδία νο2. Έκλεισα τα μάτια μου αφήνοντας και πάλι τη μελωδία να ρεύσει μέσα μου.  Έπαιζε πολύ όμορφα, κάποιοι άνθρωποι είναι πραγματικά προικισμένοι. Τα ίδια χέρια που ώρες-ώρες χόρευαν στο πιάνο, τα ίδια χέρια δίναν σχήμα, δίναν σάρκα και οστά στα έπιπλα που έφτιαχνε, στα ηλεκτρονικά που επισκεύαζε, στα λουλούδια που φρόντιζε.

«Καλά το πήγα» είπε όταν τελείωσε. «Έκανα μερικά λαθάκια πάντως.»
«Αν το ξαναπαίξεις είμαι σίγουρη ότι δε θα κάνεις κανένα.»
«Το ελπίζω. Λοιπόν, θα παίξω κάτι πιο απαιτητικό από μνήμης οπότε… bear with me.»
«Ξέρεις κάτι Αρίστο; Λάθη δεν κάνει μόνο όποιος δεν προσπαθεί!»
«Δεν είναι για πιάνο και είναι εξαιρετικά δύσκολο… hear goes nothing» είπε και ξεκίνησε να παίζει την καλοκαιρινή καταιγίδα από τις τέσσερις εποχές του Vivaldi. Έκανε και εδώ κάποια λαθάκια αλλά all-in-all ήταν πολύ όμορφο και εντάξει, για βιολί έχει γραφτεί, όχι για πιάνο. Όταν τέλειωσε χειροκρότησα ενθουσιασμένη και σηκώθηκε και μου έκανε υπόκλιση.
«Τι, αυτό ήταν;»
«Εσύ τι θα ήθελες να σου παίξω;»
«Σονάτα του σεληνόφωτος, το τρίτο μέρος.»
«Κάτι πιο δύσκολο δε μπορούσες να μου πεις;»
«Μισές δουλειές θα κάνουμε;»
«Άντε να δούμε» είπε και ξεκίνησε να παίζει πάλι από μνήμης και έκλεισα και πάλι τα μάτια μου απολαμβάνοντας την υπέροχη μελωδία. Παρά τους φόβους του το έπαιξε σωστά, δηλαδή εντάξει, έκανε δυο-τρία λαθάκια αλλά δεν έδινε και κονσέρτο. Όταν τελείωσε χειροκρότησα και πάλι ενθουσιασμένη. «Δε μου λες, θέλεις να δούμε καμιά ταινία ή καμιά σειρά;»
«Αμέ, πολύ!!!»
«Θέλεις να φτιάξουμε ποπκόρν?»
«Λάθος ερώτηση! Η σωστή ερώτηση είναι πόσο ποπκόρν θέλεις να φτιάξουμε.»
«Κροκοδειλάκι!»
«Αλιγατοράκι που συνάδει και με το χαιρετισμό, το κροκοδειλάκι είσαι εσύ!»
«Χαχαχα, έστω. Σήκω τσούπρα, πάμε!»

Πήγαμε στην κουζίνα, είχε και μηχανή για ποπκόρν αλλά εντάξει, εδώ είχε επαγγελματική καφετιέρα, μηχανή του ποπκόρν, και μάλιστα την ίδια, είχα κι εγώ αν και η δική μου απλά αράχνιαζε στο ντουλάπι. Όταν ετοιμάσαμε το ποπκόρν γυρίσαμε στο σαλόνι.

«Δε μου λες, το Τσερνόμπιλ το έχεις δει;»
«Όχι, αλλά έχω ακούσει τα καλύτερα αλλά που θα τη δούμε; Δεν την έχει το Netflix, την έχει;»
«Όχι, την έχει ο πειρατής της γειτονιάς μας. Stremio αγάπη μου!» Καθίσαμε και ξεκινήσαμε να βλέπουμε το πρώτο επεισόδιο.
«Αρίστο μου, μπορείς να βάλεις υπότιτλους; Δεν είμαι αμερικανοθρεμμένη σαν εσένα, μπορώ να παρακολουθήσω αλλά με κουράζει.»
«Φυσικά κοριτσάκι μου, το ρωτάς;»
«Με είπες πάλι κοριτσάκι σου» του είπα γλυκουλινιάρικα.
«Βρε θα συγκεντρωθείς να δούμε τη σειρά ή θα σου ορμίσω;»
«Να δούμε τι σειρά και να μου ορμίσεις!» του είπα.
«Ναι, δε θα δούμε σειρά έτσι, το μυαλό μου θα είναι στο πότε θα τελειώσει το ρημάδι να σου ορμίσω!»
«Σε αυτή την περίπτωση, φρόνιμα Τζακ!»
«Υποτίθεται ότι αυτός που καταπιέζει είμαι εγώ!»
«Αφενός μου είπες ότι το D/s δεν είναι του γούστου σου και αφετέρου ξύπνησαν οι σκλάβοι Αντωνάκη!»
«Και πάει και το μου» απάντησε και βάλαμε και οι δύο τα γέλια.
Συνεχίσαμε το επεισόδιο και όντως όσα είχα ακούσει για αυτή αποδείχτηκαν πραγματικότητα, η σειρά είναι ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ. Το πρώτο επεισόδιο το ακολούθησε στο καπάκι και το δεύτερο και όταν τελείωσε και εκεί αποφασίσαμε να σταματήσουμε για σήμερα.
«Έχεις φέρει μπουφάν;»
«Εχμ… ναι, στο αυτοκίνητο το έχω αφήσει, γιατί;»
«Γιατί είναι ώρα να βγάλουμε τη Sadie τη βόλτα της».

Όχι, δε μου διέφυγε το πρώτο πληθυντικό, τα βρακιά μου λέρωσα. Βγήκαμε έξω στην βραδινή σιγαλιά και αυτή τη φορά περπατήσαμε για περισσότερη από μια ώρα ενώ η Sadie τριγύριζε αριστερά και δεξιά χωρίς ωστόσο να απομακρυνθεί από εμάς για περισσότερο από 5-10 μέτρα. Στο δρόμο συναντήσαμε άλλον έναν γείτονα που είχε βγάλει το σκύλο του ο οποίος γαύγισε τη Sadie που δεν καταδέχτηκε να του ρίξει ούτε δεύτερη ματιά, πάντως για καλό και για κακό ο Αρίστος την είχε πιάσει από τη λαβή που έχει το σαμάρι της. Όταν γυρίσαμε κόντευε 22:30.

«Τι ώρα δουλεύεις αύριο;»
«Αύριο και για την υπόλοιπη εβδομάδα θα είμαι 12:00 – 20:00 τις καθημερινές και 10:00 – 18:00 το Σάββατο με ενδιάμεσο ρεπό την Τετάρτη.»
«Δύσκολο πράγμα οι βάρδιες.»
«Δε βαριέσαι, το έχω συνηθίσει και τουλάχιστον οι Κυριακές μου είναι πάντα ελεύθερες. Αρίστο να σου πω… θέλεις την Τετάρτη να σου κάνω εγώ το τραπέζι ή έχεις κανονίσει;»
«Ακόμα και αν είχα κανονίσει θα ξεκανόνιζα… και ελπίζω αυτό να σου απαντάει την ερώτησή σου για τις προτεραιότητες. Τι θα φτιάξεις;»
«Κεφαλλονίτικο φαγητό, κουνέλι λαγωτό με τηγανιτές πατάτες, ρύζι ή μακαρόνια, ότι προτιμάς, και ριγανάδα.»
«Τι είναι το λαγωτό;»
«Σαν το στιφάδο αλλά δεν έχει κρεμμύδια και μαγειρεύεται με διαφορετικό τρόπο. Η ριγανάδα είναι περίπου σαν το ντάκο, με κεφαλλονίτικη φέτα, δεν είναι όλες οι φέτες ίδιες!»
“Sold!” μου απάντησε μονολεκτικά.
«Α, και φυσικά φρέσκες τάρτες από το ζαχαροπλαστείο απέναντι. Αλήθεια, έμεινε καμιά τάρτα;»
«Ναι αλλά μέχρι την Τετάρτη θα έχουν τελειώσει οπότε θα χρειαστεί refill!»
«Χαχαχα, εντάξει.»
«Κοκκινιστό είναι το λαγότο;»
«Ναι, γιατί ρωτάς.»
«Λογικά ταιριάζει με κόκκινο ξηρό.»
«Σωστά!»
«Ωραία, θα φέρω εγώ κρασί!»
«Εντάξει» του απάντησα χαμογελαστή.
«Δε μου λες, την Παρασκευή το βράδυ τι κάνεις; Δε θα το ξενυχτήσουμε μιας και στις 10:00 δουλεύεις το Σάββατο αλλά έλεγα να πάμε κάπου έξω και ξέρεις τι; Αν θες πες και του Μιχάλη να έρθει!»
«Πολύ ευχαρίστως. Θα του το πω αλλά το πιο πιθανό είναι με το που πάει τη μάνα του στο αεροδρόμιο, τη φιλοξενεί εδώ αυτή την εβδομάδα, να πάει καρφί Πάτρα να βρει την πιτσιρίκα του ή θα έρθει εκείνη εδώ.»
«Ας φέρει και την πιτσιρίκα του μαζί, όλοι οι καλοί χωράνε.»
«Εντάξει, θα του το πω. Έχεις κάτι συγκεκριμένο στο νου;»
«Ξέρω ένα πολύ καλό κρητικό μεζεδοπωλείο στην Ηλιούπολη και μιας και είναι κρητικός και ο Μιχάλης θα το εκτιμήσει, αν δηλαδή δεν το ξέρει ήδη!»
«Θα του το πω!» τον διαβεβαίωσα και πήρα τα πράγματά μου και με συνόδεψε στο αυτοκίνητο. «Όταν μπεις θα με πάρεις τηλέφωνο, ναι;»
«Θα σε πάρω Αρίστο μου.»

Με πήρε αγκαλιά και αφού φιληθήκαμε μπήκα στο αυτοκίνητο και πήρα το δρόμο της επιστροφής και ούτε καν μισή ώρα αργότερα μπήκα στο σπίτι μου. Πήγα μια γρήγορη στο μπάνιο και πριν καν αλλάξω τον πήρα τηλέφωνο.

«Έφτασες καλά;»
«Ναι Αρίστο μου, μια χαρά!»
«Δε νομίζω ότι χρειάζεται να στο πω πόσο όμορφα πέρασα σήμερα.»
«Όχι ότι με χαλάει να το ακούω» του απάντησα χαμογελαστή. «Κι εγώ πέρασα πολύ-πολύ όμορφα!»
«Τι θα κάνεις τώρα;»
«Αρχικά θα βάλω τις πιτζαμούλες μου και μετά θα δω, το πιο πιθανό πάντως είναι να κάτσω να διαβάσω μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Εσύ τι θα κάνεις;»
«Ένα ζεστό μπανάκι και μετά θα ξαπλώσω κι εγώ, είτε θα διαβάσω είτε θα χαζολογήσω με το tablet μέχρι να με πάρει ο ύπνος.»
«Εντάξει Αρίστο μου. Καλή σου νύχτα, όνειρα γλυκά!»
«Τα αλμυρά είναι πιο ενδιαφέροντα» μου είπε σκανταλιάρικα. «Όνειρα γλυκά!»
“Later alligator!”
“After ‘while crocodile!”

Πήγα και άλλαξα και έστειλα μήνυμα στον Μιχάλη ο οποίος ωστόσο δε μου απάντησε. Γαμώτο, ήθελα να του πω για τη μέρα μου, για όλα όσα έγιναν. Και εκεί θυμήθηκα αυτό που μου είχε προτείνει ο Αρίστος, να γράψω ημερολόγιο. Δε βαριέσαι, αφού δεν έχω κάποιον να τα πω, θα τα πω στον εαυτό μου.

Σήκωσα το ένα μαξιλάρι για να μου στηρίζει την πλάτη και αφού κάθισα καθιστή στο κρεββάτι, πήρα το δεύτερο μαξιλάρι και ακούμπησα πάνω του το laptop και το άναψα. Μερικές στιγμές αργότερα άνοιξα το Word και ξεκίνησα να γράφω.

Alligator’s diaries
Κυριακή 14/1
Σήμερα ήταν υπέροχη μέρα.

Έγραφα σχεδόν μέχρι τις 01:30.

7. Happy birthday to you

Κόντευε 21:00 όταν μπήκα σπίτι μου το βράδυ της Δευτέρας και με το κεφάλι μου κουδούνι, σε αντίθεση με Πέμπτη και Παρασκευή σήμερα τα πράγματα ήταν ζόρικα. Δεν είχα ιδιαίτερη διάθεση να μαγειρέψω αλλά δεν ήθελα να παραγγείλω πάλι, οπότε αποφάσισα να φτιάξω μια από τις έτοιμες σούπες. Αμφιταλαντεύτηκα μεταξύ τοματόσουπας και μανιταρόσουπας και τελικά αποφάσισα το δεύτερο. Έβαλα σε ένα κατσαρολάκι 750 ml νερό και μιας και σήμερα είχε συννεφιά, πριν πάω στο δωμάτιό μου να ξεντυθώ άναψα και το θερμοσίφωνα. Έβγαλα το σουτιέν και φόρεσα πιτζάμες και γύρισα στην κουζίνα να περιμένω το νερό να βράσει. Όταν έβρασε χαμήλωσα το μάτι και έριξα τα περιεχόμενα της έτοιμης σούπας στο κατσαρολάκι και το ανακάτεψα για μερικά λεπτά. Έκλεισα το μάτι, έβγαλα από το ντουλάπι ένα μπολ για σούπα και αφού το γέμισα, το άφησα στον πάγκο για να κρυώσει λίγο και πήγα στο σαλόνι και πήρα τον Αρίστο τηλέφωνο.

«Καλησπέρα κοριτσάρα μου!»
«Καλησπέρα Αρίστο μου, τι κάνεις;»
«Καλά είμαι, ετοιμαζόμουν να βγάλω βόλτα τη Sadie. Εσύ τι κάνεις;»
«Πριν από λίγο μπήκα σπίτι και είμαι ψόφια, ήταν δύσκολη μέρα. Έφτιαξα λίγη σουπίτσα και σε πήρα να σε ακούσω για λίγο περιμένοντάς τη να κρυώσει!»
«Και πολύ καλά έκανες. Όπως πολύ καλά έκανες που ξεκίνησες το ημερολόγιο.»
«Το διάβασες;»
«Φυσικά και το διάβασα!»
«Να δω με τι κουράγιο θα γράψω σήμερα…»
«Το ξέρω ότι μπορεί να σου φαίνεται βουνό τώρα, αλλά αφιέρωσε του μισή ώρα, in the long run θα με θυμηθείς.»
«Εντάξει Αρίστο μου, θα το κάνω.»
«Λοιπόν πήγαινε τώρα να φας, να πάω κι εγώ τη Sadie βόλτα, και όταν γυρίσω θα σε καλέσω στο Skype να σε δω κιόλας, ναι;»
«Θα σε περιμένω, γλυκούλη!» του απάντησα.
«Γλυκούλη, ε;»
«Ε, αφού είσαι, τι να σε κάνω;»
«Χαχαχα, εντάξει. Λοιπόν τα λέμε σε καμιά ωρίτσα. Φιλάκια του.»
«Φιλάκια του, να προσέχεις!»
«Θα προσέχω μαμά!»
«Και ζακέτα να βάλεις!»
«Χαχαχα, θα βάλω, later alligator!»
“After ‘while crocodile!”

Πήγα στην κουζίνα και δοκίμασα λίγο τη σούπα. Ήταν καυτή ακόμα αλλά πεινούσα, οπότε κάθισα στο τραπέζι, πήρα και δυο μικρά παξιμάδια και ξεκίνησα να τρώω. Ίσα που είχα προλάβει να πλύνω μπολ και κουτάλι όταν χτύπησε το κινητό μου και από τον ήχο κατάλαβα ότι ήταν κλήση στο messenger, ποιος άλλος, ο Μιχάλης!

«Γοριλλάκι μου!» του απάντησα ενθουσιασμένη!
«Μαγδάλω μου!»
«Τι κάνεις Μιχαλιό; Πώς τα περνάς με τη μανούλα;»
«Τα ίδια όπως κάθε φορά, μου γκρινιάζει πότε θα της κάνω εγγόνι!»
«Χαχαχα, τα έπιασε τα λεφτά της!»
«Δε βαριέσαι, συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια.»
«Πού γυρνούσες βρε ρεμάλι χθες;»
«Ναι, την είδα την κλήση αλλά όταν γυρίσαμε είχε πάει μεσάνυχτα και δεν ήθελα να σε ενοχλήσω. Σε κάτι συγγενείς είχαμε πάει… τις φλέβες μου φέτες ήθελα να κόψω αλλά τι να κάνω που την αγαπάω;»
«Και πολύ καλά κάνεις, μάνα είναι μόνο μία!»
«Εσύ τι κάνεις; Πώς τα πέρασε χθες;»
«Χιχιχι, θα στα πω αναλυτικά αλλά πριν ξεκινήσω με τις χθεσινές μου πομπές…»
«Πομπές;» με διέκοψε.
«Εχμ… ναι!»
«Ε, μ’ αυτές ξεκίνα!»
«Υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός. Την Παρασκευή μου πρότεινε ο Αρίστος να πάμε σε μια κρητική ταβέρνα που ξέρει, στην Ηλιούπολη.»
«Στο Ραχάτι;»
«Δεν έχω ιδέα πως το λένε το μαγαζί αλλά δεν σε ήθελα γι’ αυτό. Μου είπε να σε καλέσω κι εσένα να έρθεις αν θες. Ξέρω ότι την Παρασκευή φεύγει η μάνα σου αλλά δεν ήξερα ώρα και δεν ξέρω κιόλας αν έχεις κανονίσει να πας Πάτρα ή να έρθει η Πάτρα σε σένα!»
«Παρασκευή πρωί φεύγει η κυρά-Λένη. Θα έρθει η Πάτρα, αλλά θα έρθει Σάββατο πρωί με τη δροσούλα.»
«Οπότε αν δεν κανόνισες κάτι με καμιά άλλη μικρούλα, έλα μαζί μας!»
«Και τι θα κάνω, θα κρατάω το φανάρι;»
«Γιατί βρε αχάριστε, σου παραπονέθηκα εγώ ποτέ όταν βγαίναμε παρέα και ήσουν με το χαρέμι σου;»
«Καλά καλά, θα έρθω. Και τώρα προχώρα στο παρασύνθημα!» μου είπε και του εξιστορήθηκα με το νι και με το σίγμα τι έγινε χθες. «Εμ βέβαια, μόνο τα δικά μου έχουν κουκούτσια!» με πείραξε όταν φτάσαμε στο επίμαχο σημείο.
«Νομίζω ότι δε έμεινες παραπονεμένος τις τρεις τελευταίες φορές!»
«Ορθά νομίζεις, μαγδάλω μου εσύ!»
«Και ξέρεις τι αγώνα δίνω, κράμπες στο σαγόνι παθαίνω κάθε φορά!»
«Τι να κάνουμε, είμαι προικισμένο αγόρι.»
«Είσαι π’ ανάθεμά σε, είσαι!»
«Τέλος πάντων και τι έγινε μετά;»
«Μετά κατεβήκαμε κάτω και μου έπαιξε πιάνο και μετά ξεκινήσαμε το Τσερνόμπιλ που είχες λυσσάξει, και είχες απόλυτο δίκιο και μπράβο σου, μετά πήγαμε τον τριχωτό δεινόσαυρο βόλτα και μετά γύρισα σπίτι. Α, πριν γυρίσω σπίτι τον κάλεσα την Τετάρτη για φαγητό.»
«Φαγητό το λέμε τώρα;»
«Ε θα φάμε κιόλας!»
«Ναι, με πολλούς τρόπους!»
«Το ελπίζω γιατί περιμένω να μου έρθει και περίοδος και δε θα έχει καθόλου πλάκα να μου σκάσει Τετάρτη!»
«Μπορεί να έχεις περίοδο αλλά έχεις κι άλλη δίοδο και απ’ όσο μου είπες σκοπεύει να στον κάνει χωνί, λες και εμάς δε μας έκανε μανούλα!»
«Εσύ δε θα μου τον έκανες χωνί, κόρνα θα μου τον έκανες!»
«Γιατί τι έχει η κόρνα; Μια χαρά όργανο είναι!»
«Το όργανο μπορεί, το να αποκτήσω αντίλαλο στο κωλαράκι μου δεν είναι καθόλου μια χαρά!»
«Κοτάρα!»
«Είμαι και φαίνομαι. Τέλος πάντων, εσύ τι λες για όλα αυτά;»
«Τι να πω; Συμφωνώ με τον Αρίστο αλλά το θέμα δεν είναι τι λέω εγώ ή εκείνος.»
«Το ξέρω μωρέ Μιχαλιό μου αλλά τι να πω κι εγώ η έρμη, σάμπως και το έχω ξανακάνει;»
«Αν θες την γνώμη μου έπραξες σωστά που δε λάκισες.»
«Και αν όντως δε μπορέσω στο τέλος;»
«Τουλάχιστον θα το ξέρεις μετά βεβαιότητας. Άκου Μαριλίζα, στη ζωή δεν υπάρχουν εγγυήσεις και όσο και ταχτοποιημένα να τα θέλεις τα πράγματα έρχονται οι φορές που πρέπει να τη ρίξεις αυτή τη ρημάδα τη ζαριά.»
«Αυτό σκέφτηκα κι εγώ.»
«Ωστόσο θέλω να είμαι απόλυτα ξεκάθαρος σε κάτι. Αν σε στείλει ο καλός σου να πηδηχτείς μαζί μου γιατί του ήρθε πάνω στην τρέλα του, δε θα το κάνω αν δεν το θέλεις 1000% και η ίδια, και πίστεψέ με θα το καταλάβω και θα σε πάρει και θα σε σηκώσει, αντιλαβού;»
«Ναι Μιχαλιό μου, μην ανησυχείς.»
«Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι. Κατά τα άλλα όποτε έχεις ορεξούλες για Μιχάλη, εγώ είμαι εδώ, λαμβάνοντας πάντα υπόψη το φορτωμένο μου πρόγραμμα!»
«Χαχαχα, είσαι όργιο. ΙΙΙΙ!!!!!!, παραλίγο να το ξεχάσω, αύριο μπαίνεις στα τελευταία σου -άντα!»
«Τελευταία; Εγώ σκοπεύω να πάω από βόλι απατημένου συζύγου μετά τα 130!!!»
«Φιλόδοξος, μ’ αρέσεις. Για πες, πώς θα τα γιορτάσεις;»
«Με γκρίνια από την κυρά-Λένη!»
«Ε κάνε της κι εσύ κανένα εγγόνι, τόσες μικρούλες έχεις!»
«Δεν φιλοδοξώ να ανοίξω βρεφονηπιακό σταθμό!»
«Ε, τότε κάτσε και άκου τη γκρίνια!»
«Πέρα από την πλάκα αύριο κατά τις 22:00 έχω ραντεβού με το Μηνά και το Σταύρο στο Local Pub, στη γειτονιά σου. Πέρνα καμιά βόλτα!»
«Και η μανούλα;»
«Θα συνεχίσει τη γκρίνια την Τετάρτη.»
«Ναι, γιατί όχι; Άλλωστε Τετάρτη έχω και ρεπό!»
«Τώρα μιλάς σωστά!»
«Ωραία, στη Local Pub είπες; Που είναι δαύτη;»
«Στη Χαϊμαντά, στην ουσία είναι ευθεία από το σπίτι σου!»
«Ωραία, μια χαρά τότε. Και ξέρεις τι; Έλα να πάμε παρέα, να βάλεις και τη νταλίκα σου στο parking μου, θα βρω εγώ κάπου να χώσω το φιατάκι.»
«Αχ, γι’ αυτό σ’ αγαπάω μωρή μαγδάλω!»
«Ρε, έτσι και μάθω ότι έχεις καμιά άλλη μικρούλα που τη λες μαγδάλω, τα δεύτερά σου -άντα θα είναι και τα τελευταία σου!»
«Όχι μαγδάλω μου, που να μου μαραθεί ο Διαμαντής!»
«Έχει καλώς! Λοιπόν, τα λέμε αύριο, σε περιμένω!»
«Χωρίστρα να κάνεις!»
«Ρε ά στο διάολο» του είπα και τον έκλεισα γελώντας.

Μάλλον για τον Μιχάλη ισχύει αυτό που μου είπε χθες και ο Αρίστος για τη Φοίβη, για κάποιες σαν εμένα είναι αδύνατο να μην τον ερωτευτούν έστω και λίγο. Σηκώθηκα και αφού έκλεισα το θερμοσίφωνα έκανα ένα γρήγορο ντουζ και μετά επέστρεψα στο σαλόνι και έβαλα μουσική περιμένοντας τον Αρίστο να επιστρέψει και χωρίς να το καταλάβω με πήρε ο ύπνος. Ξύπνησα αλαφιασμένη από τον ήχο της κλίσης.

«Έλα Αρίστο μου!»
«Σε πήρα στο Skype πρώτα αλλά δεν απαντούσες» μου δήλωσε και διέκρινα κάποιο εκνευρισμό στη φωνή του.
«Με είχε πάρει ο ύπνος, δεν το άκουσα να χτυπάει. Συγνώμη Αρίστο μου.»
«Τέλος πάντων, σε καλώ» μου είπε και σιγουρεύτηκα ότι είχε εκνευριστεί. Λίγες στιγμές αργότερα χτύπησε το Skype αλλά όταν πήγα να απαντήσω κράσαρε. Βλαστήμησα και χωρίς χρονοτριβή του έγραψα σε SMS ότι κράσαρε το Skype και ότι θα τον πάρω εγώ αμέσως πίσω. Άνοιξα ξανά το Skype και πάτησα το εικονίδιο της κλήσης video και αυτή τη φορά άκουσα το χαρακτηριστικό ήχο της κλήσης.
«Έλα Αρίστο μου, χίλια συγνώμη, πήγα να σου απαντήσω και κράσαρε.»
«Ναι, το διάβασα το μήνυμά σου. Τέλος πάντων» είπε και πήρε μια-δυο βαθιές ανάσες. Σοβαρά τώρα; Εκνευρίστηκε έτσι για ψύλλου πήδημα; Ξαφνικά αισθάνθηκα πολύ άσχημα.
«Πώς ήταν η βόλτα;»
«Ήσυχα ήταν, δεν πετύχαμε ψυχή στο δρόμο. Εσύ τι έκανες;»
«Έφαγα και στα καπάκια με πήρε ο Μιχάλης τηλέφωνο, α, του είπα για την Παρασκευή και είπε πολύ ευχαρίστως αλλά θα έρθει μοναχός του, η Αντιγόνη θα έρθει το Σάββατο το πρωί από την Πάτρα. Αλήθεια, με ρώτησε αν εννοούσες… πως το είπε…»
«Στο Ραχάτι έλεγα να πάμε!»
«Ναι!!! Αυτό με ρώτησε, αν εννοείς το Ραχάτι, το ξέρει μάλλον.»
«Ε, τότε ακόμα καλύτερα!»
«Α, και αύριο έχει τα γενέθλια του, μπαίνει στα σαράντα, και το βράδυ θα βγει με δυο φίλους του εδώ σε μια μπυραρία και με κάλεσε κι εμένα, στις 22:00 θα περάσει να με πάρει από το σπίτι και θα πάμε με τα πόδια, πέντε λεπτά περπάτημα είναι!»
«Να τον χαίρεσαι. Τι δώρο θα του πάρεις;»
«Έλα ντε, είμαι τελείως γαϊδάρα, το θυμήθηκα όταν με πήρε και αύριο ίσα που θα προλάβω να κάνω ένα μπανάκι πριν να έρθει να με πάρει.»
«Ε, μιας και δουλεύεις στις 12:00, ξύπνα λίγο πιο νωρίς αύριο και πετάξου στο κέντρο στο Χαλάνδρι, δίπλα σου είναι άλλωστε.»
«Κάτι τέτοιο σκεφτόμουν!»
«Και όταν γυρίσετε να του κάνεις ένα πολύ σπέσιαλ στοματικό!» μου πέταξε και έμεινα παγωτό. «Γενέθλια έχει ο φίλος σου, δεν του αξίζει μια πιο special περιποίηση;»
«Μα…» ξεκίνησα να λέω και σταμάτησα. Ξεροκατάπια, είχα μπλοκάρει τελείως.
«Μαριλίζα, αυτό που σου είπα χθες ισχύει στο ακέραιο. Δε θέλω να σταματήσεις να τσιλημπουρδίζεις μαζί του εκτός και αν εσένα σταματήσει για τους όποιους λόγους να σου κάνει κούκου.»
«Ναι οκ… το είπες. Κοίτα, όταν μίλησα στον Μιχάλη του είπα για την κουβέντα που κάναμε χθες και μου είπε δεν έχει καμιά αντίρρηση να βγάλει μαζί μου τα μάτια του αν μου ζητήσεις να βγάλω τα μάτια μου με κάποιον ωστόσο έθεσε ως απαράβατο όρο ότι θα το κάνει *μόνο* αν το θέλω εγώ αλλιώς θα μου κόψει τα ποδάρια, και με διαβεβαίωσε -και τον πιστεύω- ότι θα καταλάβει αν πραγματικά το θέλω ή όχι.»
«Η ιδέα είναι να το θέλεις, θα κάνει τα πράγματα εξαιρετικά πιο απλά!»
«Ναι αλλά δεν είχα στο μυαλό μου αύριο να κάνω κάτι τέτοιο!»
«Ναι, μόνο που για αύριο δε στο ζήτησα, στο πρότεινα. Και γενικά όταν στο ζητήσω δε θα στο ζητήσω σήμερα για σήμερα ή σήμερα για αύριο, θα σου δώσω το χρόνο σου.»
“Nice to know” του απάντησα ξερά.
“It’s take it or leave it” μου απάντησε στον ίδιο τόνο και ξαφνικά μου γύρισε το μάτι. «Πίπα θες να του κάνω, πουλάκι μου; Γενηθήτω το θέλημά σου.»
«Οκ, θα τον κάνω να ξεχάσει τ’ όνομά του αύριο το βράδυ.»
«Έτσι σε θέλω!» μου απάντησε και φωτίστηκε το πρόσωπό του κάνοντας την τσαντίλα μου να διαλυθεί σα σαπουνόφουσκα. «Έτσι σε θέλω!» επανέλαβε. «Δε μου λες, θέλεις να συνεχίσουμε το Τσερνόμπιλ;»
«Θέλω, αλλά πώς;»
«Κλείσε και κάλεσε με από το laptop σου.»
«Εντάξει, σε παίρνω σε λίγο» του είπα και πήγα να πάρω το laptop το οποίο είχα αφήσει στο δωμάτιό μου. Εκεί το σκέφτηκα λίγο παραπάνω και αποφάσισα να κάνω ό,τι και χθες, έβαλα το ένα μαξιλάρι πίσω από την πλάτη και το άλλο στα μπούτια μου και ακούμπησα το laptop πάνω του και μόλις ταχτοποιήθηκα άνοιξα το skype και τον κάλεσα.
«Έλα μου» μου απάντησε. «Βλέπεις την οθόνη μου;»
«Ναι!»
«Ωραία ξεκινάω» είπε και πράγματι ξεκίνησε το τρίτο επεισόδιο.
«Αρίστο, δεν ακούω ήχο!»
«Αμάν, έχεις δίκιο. Κάτσε!» Η εικόνα σταμάτησε για λίγο και μετά ξεκίνησε εκ νέου και ναι, αυτή τη φορά είχε ήχο. «Ακούς τώρα;»
«Αμέ, κανονικότατα» και αφοσιώθηκα στην παρακολούθηση. Το τέλος του επεισοδίου με βρήκε να κλαίω του καλού καιρού. «Οκ, όχι άλλο για σήμερα» μου είπε.
«Ναι, Αρίστο μου, όχι άλλο!»
«Λοιπόν, να σε αφήσω να γράψεις το ημερολόγιο σου και να πέσεις να κοιμηθείς, έχεις να ξυπνήσεις και πιο νωρίς αύριο.»
«Εντάξει Αρίστο μου, θα το κάνω. Όνειρα γλυκά να έχεις!»
«Κι εσύ κοριτσάρα μου. Later alligator!»
“After ‘while crocodile.”

Άνοιξα το κομοδίνο μου και έβγαλα ένα πακέτο χαρτομάντηλα, σκούπισα τα δάκρυά μου και φύσηξα και τη μύτη μου. Μετά έβαλα πάλι το laptop στο μαξιλάρι και ξεκίνησα να γράφω.

Alligator’s diaries
Δευτέρα 15/1
Σήμερα ήταν δύσκολη μέρα… δύσκολη και περίεργη.

Το πρωί το ξυπνητήρι χτύπησε στις 09:00. Σηκώθηκα και αφού έκανα την πρωινή μου τουαλέτα και έπλυνα τα δόντια μου, ντύθηκα πρόχειρα για να κατέβω στο κέντρο στο Χαλάνδρι. Προβληματίστηκα στην αρχή τι θα του πάρω αλλά όπως κατέβαινα την Αγίου Γεωργίου το μάτι μου έπεσε στο Hobby Planet και τα πράγματα έγιναν απλούστερα. Μηχανολόγος ο Μιχάλης, του άρεσαν πολύ οι κατασκευές και ο μοντελισμός και επειδή είχε λυσσάξει με το The Mandalorian του πήρα το «Razor Crest» και έτσουξε λιγάκι, είπαμε το budget μου είναι περιορισμένο, αλλά ένα γοριλλάκι το έχω. Μου το τύλιξαν για δώρο και με τη σακούλα ανά χείρας επέστρεψα σπίτι για να ετοιμαστώ για τη δουλειά. Πριν ξεκινήσω να πάω στη δουλειά πήγα να πάρω το κουνέλι από το χασάπη, το λαγωτό πρέπει να το αφήσεις όλο το βράδυ μαριναρισμένο με ξύδι και όταν θα γυρνούσα δεν θα προλάβαινα ανοιχτό το χασάπη.

Επέστρεψα στο σπίτι λίγο πριν τις 21:00 και πήγα τρέχοντας να ανάψω το θερμοσίφωνα. Εντάξει, σπίτι μου θα τον περίμενα, αν καθυστερούσα και λίγο δε θα έτρεχε κάτι, θα ανέβαινε και θα με περίμενε. Το αυτοκίνητό μου το είχα ξεπαρκάρει από την πυλωτή το πρωί που γύρισα -και που είχε και διαθέσιμες θέσεις γύρω- και ο Μιχάλης ήξερε ποια θέση είναι η δική μου. Ελπίζοντας ότι είχε μείνει και κάτι από τη λιακάδα της ημέρας γύρω στα 20 λεπτά αργότερα έκλεισα το θερμοσίφωνα και μπήκα για ένα γρήγορο ντουζ. Όταν τέλειωσα και τυλιγμένη ακόμα με το μπουρνούζι πήγα για να μαρινάρω το κουνέλι και αφού το έβαλα στο ψυγείο, πήρα στα γρήγορα τηλέφωνο τον Αρίστο.

«Καλώς το μου.»
«Καλησπέρα Αρίστο μου, μόλις τώρα τέλειωσα το ντουζ και πάω να ετοιμαστώ.»
«Στις 22:00 δεν είπες ότι θα περάσει να σε πάρει;»
«Ναι, στις 22:00.»
«Δεν έχεις και πολλή ώρα, άντε, πήγαινε να ετοιμαστείς.»
«Να σου πω, επειδή θα γυρίσω σχετικά αργά, το ημερολόγιο θα το γράψω αύριο το πρωί, αφού τελειώσω με τα ψώνια, δεν σε πειράζει, έτσι;»
«Κανένα πρόβλημα κοριτσάκι μου, στο είπα άλλωστε, δεν ήταν διαταγή, επιθυμία μου ήταν.»
«People’s pleaser, να συστηθούμε;» του είπα κάνοντάς τον να γελάσει.
«Τι ώρα θα γυρίσετε;»
«Λογικά μία, μιάμιση… δε νομίζω να πάει παραπάνω.»
«Όταν γυρίσεις σπίτι σε παρακαλώ να μου στείλεις μήνυμα!»
«Εχμ… δε θα γυρίσω μόνη μου.»
«Α ναι… το δώρο!»
«Το δεύτερο δώρο, το πρωί του πήρα και ένα σετ μοντελισμού.»
«Εξαιρετική επιλογή! Εντάξει, στείλε μήνυμα όταν φύγει ή πριν πέσετε για ύπνο, τέλος πάντων, να ξέρω ότι γύρισες και είσαι σπίτι.»
«Εντάξει, θα σου στείλω μήνυμα!»
«Να περάσετε όμορφα!»
«Σ’ ευχαριστώ!»
“Later alligator.”
“After ‘while crocodile!”

Η αλήθεια είναι ότι πριν μιλήσω με τον Αρίστο χθες, δεν είχα κατά νου να κάνω έξτρα δώρο στον Μιχάλη αλλά τώρα είχα πεισμώσει, θα τον έβαζα κάτω και θα τον ξεζούμιζα, και αυτός ήταν και ο λόγος που έβαλα καλά σέξι εσώρουχα και ντύθηκα με τρόπο που τόνιζε -όχι πολύ διακριτικά, είναι η αλήθεια- τις καμπύλες μου. Και στήθος έχω και πεταχτό, τσουπωτό, κωλαράκι, αμέ! «Ε, ρε κράξιμο που έχω να φάω στο γυμναστήριο, κοντά δυο βδομάδες έχουν να με δουν» σκέφτηκα μέσα μου. Λίγο μετά τις 22:00, και πάνω που τέλειωνα με το άπλωμα του κραγιόν, χτύπησε και το κουδούνι.

«Ανέβα λίγο πάνω, δεν έχω τελειώσει ακόμα!»
«Μας περιμένουν μωρή μαγδάλω!»
«Να περιμένουν! Ανέβα» του είπα και πήγα να τελειώσω. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, μου άρεσε πολύ το αποτέλεσμα. Λίγες στιγμές αργότερα χτύπησε το κουδούνι μου και πήγα να του ανοίξω.
«Καλώς το γοριλλάκι μου» του είπα και παρά τα τακούνια ανασηκώθηκα για να τον αγκαλιάσω και να τον φιλήσω, στο στόμα εννοείται! «Χρόνια πολλά Μιχαλιό μου.»
«Φτου σου, φτου σου! Κουκλί ζωγραφιστό είσαι! Ευχαριστώ Μαριλίζα μου» μου είπε σφίγγοντάς με πάνω του σαν αρκούδα.
«Αμέ, τι έτσι θα σε συνόδευα; Μια φορά το χρόνο έχει γενέθλια το γοριλλάκι μου!»
«Μωρό μου εσύ!» μου είπε γλυκά. «Είσαι έτοιμη;»
«Ναι, αλλά πρώτα το δωράκι σου!»
«Μου πήρες και δωράκι! Θα λιποθυμήσω!»
«Να δεις τι σου ‘χω για μετά» του είπα προκλητικά.
«Ώπα, ανεβάζεις πολύ ψηλά τον πήχη!»
«Εγώ μεσιέ τις κρατάω τις υποσχέσεις μου!»
«Γιατί μωρή μαγδάλω, εγώ δεν τις κρατάω;»
«Προς Θεού γοριλλάκι μου, δεν υπονόησα το αντίθετο. Για κλείσε τα μάτια σου τώρα.»
«Ουφ, θα με σκάσεις» είπε αλλά ήξερα ότι το καταδιασκέδαζε. Πήγα και του έφερα το δώρο του.
«Μπορείς να το ανοίξεις!»
«Χμμμ… τι είναι αυτό;»
«Άνοιξέ το και θα δεις!» του είπα και άνοιξε προσεκτικά, χωρίς να σκίσει, το περιτύλιγμα. Όταν είδε το περιεχόμενο το χαμόγελό του έφτασε από το ένα αφτί στο άλλο.
«Γι’ αυτό σ’ αγαπάω μωρή μαγδάλω! Που ‘σαι, αν σε παρατήσει ο καλός σου, να ξέρεις ότι πάντα θα έχεις περίοπτη θέση στο χαρέμι!»
«Μονοψήφια;»
«Εννοείται!»
«Πρώτη, δεύτερη;»
«Ε, μη ζορίζεις την τύχη σου» μου είπε και βάλαμε τα γέλια. «Λοιπόν, πάμε;»
«Πάμε!» του είπα και κατεβήκαμε κάτω και πήγαμε περπατώντας μέχρι τη Χαϊμαντά, πραγματικά ήταν μια ευθεία από το σπίτι.

Στη μπυραρία μας περίμεναν Μηνάς και Σταύρος που σε καφριλίκι συναγωνίζονταν στα ίσια τον Μιχάλη αν και στα υπόλοιπα δεν τον έφταναν ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι. Αν και με είχαν ξαναδεί, σήμερα με έτρωγαν και οι δύο με τα μάτια τους, και φρόντισα να μην τους κάνω τη ζωή εύκολη, οπότε σε αντίποινα το καφριλίκι, που ήταν ήδη σε υψηλά επίπεδα, έφτασε στρατόσφαιρα.

Δε βαριέσαι, όπως έχω πει μπορώ να γίνω εξαιρετικά χοντρόπετση όταν το απαιτούν οι περιστάσεις και η αλήθεια είναι ότι τελικά πέρασα πολύ όμορφα. Βάλε και το ότι η μπυραρία είχε ό,τι απίθανη μπύρα μπορούσες να φανταστείς και έχοντας φάει κάτι πρόχειρο στη δουλειά, γιατί ήξερα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να προλάβω να φάω σπίτι, όταν τελικά φύγαμε γύρω στις 01:30 είχα γίνει πάλι κουδούνι. Όταν ανεβήκαμε σπίτι μου τον έβαλα να κάτσει αναπαυτικά στον καναπέ και του είπα να περιμένει.

«Και τώρα το δεύτερο μέρος!» του είπα αινιγματικά. Άνοιξα το καλό Bluetooth ηχείο που είχα, και που το είχα κερδίσει στη χριστουγεννιάτικη κλήρωση στη δουλειά, και πήγα στο tablet και επέλεξα το κομμάτι που ήθελα και, αφού βεβαιώθηκα ότι θα έπαιζε στη σωστή έξοδο, πάτησα το play. Έπεσαν οι πρώτες νότες και ο Μιχάλης που κατάλαβε που το πήγαινα, άρχισε να σφυρίζει.

Άρχισα να χορεύω αισθησιακά -και μου έχουν πει ότι είμαι πολύ καλή- μπροστά του. Τα ρούχα μου άρχισαν να φεύγουν ένα-ένα.

Watching her
Strolling in the night so white
Wondering why
It's only after dark

Πρώτα κατέβασα το φόρεμά μου.
In her eyes
A distant fire light burns bright
Wondering why
It's only after dark

Ακολούθησε το δικτυωτό καλτσόν.
find myself in her room.
Feel the fever of my doom.
Falling falling
Through the floor
I'm knocking on the devil's door yeah!

Μετά ξεκούμπωσα το σουτιέν μου αλλά το κράτησα με το χέρι μου, συνεχίζοντας τον αισθησιακό χορό.

In the dawn
I wake up to find her gone
And the note
Says "only after dark"

Άφησα το σουτιέν να πέσει κάτω και μετά γυρίζοντάς του πλάτη άρχισα, χωρίς να σταματήσω ούτε μια στιγμή να χορεύω προκλητικά, να κατεβάζω το κιλοτάκι μου

Burning burning in the flame
Now I know her secret name
You can tear her temple down
But she'll be back and rule again yeah

Γύρισα προς το μέρος του και τον πλησίασα. Άπλωσε τα χέρια του και με τράβηξε προς το μέρος του χαϊδεύοντάς με. Τον άφησα για λίγο και τραβήχτηκα δυο βήματα πίσω. Σηκώθηκε και με ακολούθησε.

In my heart a deep and dark
And lonely part
Wants her and waits for
After dark
After dark
After dark
After dark

Γονάτισα μπροστά του και του ξεκούμπωσα τη ζώνη. Δεν τον άφησα να βοηθήσει, τον έκανα πέρα. Μετά του ξεκούμπωσα το παντελόνι και αφού το κατέβασα και τον βοήθησα να το βγάλει, πλησίασα το …ανακόντα που είχε θεριέψει μέσα στο μποξεράκι του. Το φίλησα πάνω από το ύφασμα και σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα που κοίταζε χωρίς να βλέπει, έχοντας πιάσει συνομιλία με το πάνθεο.

Του κατέβασα το μποξεράκι και το θηρίο πετάχτηκε ελεύθερο από τη φυλακή του. Το αγκάλιασα με τη χούφτα μου -και δε μπορούσε να κλείσει καλά-καλά γύρω του- και άρχισα να τον παίζω ενώ του έγλειφα το κεφαλάκι… δηλαδή τι κεφαλάκι, τέλος πάντων! Θα πάθαινα πάλι κράμπα στο σαγόνι αλλά χαλάλι του. Τον αγκάλιασα από τα κωλομέρια και ανοίγοντας το στόμα μου όσο μπορούσα άρχισα να τον παίρνω μέσα μου, δηλαδή όσο χωρούσε.

Του Μιχάλη του ξέφυγε ένα δυνατό βογγητό, είναι και φωνακλάς π’ ανάθεμά τον,  ωστόσο έδειχνε πόσο πολύ το ευχαριστιόταν και αυτό μου έδωσε φτερά. Γενικά δεν είμαι φαν της πίπας αλλά σήμερα, όπως και την Κυριακή, πραγματικά την απολάμβανα. Δεν έβαλα τα χέρια μου, τον κρατούσα σφιχτά από πίσω, χρησιμοποιούσα μόνο τα χείλη και τη γλώσσα μου. Ο Μιχάλης κατέβασε το χέρι του στο κεφάλι μου και, παρά το γεγονός ότι είχε πιάσει γραμμή με Βαλχάλα, πρόσεχε πόσο θα με σπρώξει και τι ρυθμό θα μου δώσει.

Παρά το τέρας που γέμιζε το στόμα μου φτάνοντας μέχρι σχεδόν το λαρύγγι, κατάφερε να μη με κάνει να νιώθω ότι πνίγομαι περισσότερο απ’ όσο μπορούσα να αντέξω. Δεν είναι και εύκολο, τα μάτια δακρύζουν αντανακλαστικά και η μύτη βουλώνει και με το τέρας στο στόμα δεν έχεις και κάτι άλλο για να ανασάνεις, από τους πόρους είχα διαπιστώσει πως δεν αρκούσε.

Κάποιες στιγμές που ένιωθα ότι δεν αντέχω τραβιόμουν μέχρι να βγει και το κεφαλάκι απ’ έξω, έπαιρνα μερικές ανάσες, και συνέχιζα. Τα βογγητά του είχαν αρχίσει να εντείνονται και πίεσα τον εαυτό μου να μην κόψει και να ακολουθήσει το ρυθμό που μου έδινε και τελικά, κι εγώ δεν ξέρω πως, στο τέλος τα κατάφερα και κρατώντας με ακίνητη και βογκώντας δυνατά -και εδώ μάλλον θα ακούστηκε και έξω από το σπίτι- τέλειωσε με σπασμούς μέσα στο στόμα μου πλημμυρίζοντάς το με μια πολύ σεβαστή ποσότητα σπέρματος. Στην αρχή ήθελα να τα μαζέψω στο στόμα μου και να του τα δείξω πριν καταπιώ αλλά όπως λένε κανένα σχέδιο δεν επιβιώνει της πραγματικής μάχης, η ποσότητα ήταν τέτοια που άρχισα να καταπίνω γιατί αλλιώς θα έτρεχαν απ’ έξω και δεν ήμουν για τέτοια.

Όπως και να έχει στο τέλος κατάφερα να κρατήσω αρκετό μέσα στο στόμα μου για να του δείξω αυτό που ήθελα. Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα και άνοιξα το στόμα μου για να του δείξω τα περιεχόμενά του. Ο Μιχάλης που μέχρι εκείνη τη στιγμή κοίταζε το υπερπέραν, κατέβασε το κεφάλι προς τα κάτω και με κοίταξε. Κατάπια επιδεικτικά για τελευταία φορά και μετά χαμογελώντας έγλειψα προκλητικά τα χείλη μου. Τελειώνοντας του έδωσα ένα φιλάκι στη …βοϊδοκεφάλα του Διαμαντή και σηκώθηκα όρθια. Ο Μιχάλης με έσφιξε πάνω του και χαμηλώνοντας -γιατί μια υψομετρική διαφορά την έχουμε και με τόκο- με φίλησε στο στόμα, δηλαδή τι φιλί, δεύτερη σερί λαρυγγοσκόπηση ήταν!

«Χρόνια πολλά αρκούδε μου!»
«Πήρα προαγωγή από γοριλλάκι;»
«Είναι που μου έταξες ότι θα είμαι στην πρώτη δεκάδα!» του απάντησα παιχνιδιάρικα.
«Πάμε μέσα!» μου είπε.
«Δεν χρειάζεται Μιχαλιό μου» πήγα να πω αλλά μου έσκασε μια γερή στα κωλομέρια, που όπως ήταν και γυμνά, με έκανε να χοροπηδήσω.
«Προχώρα, δεν ακούω κουβέντα!»

Πήγαμε στο κρεββάτι μου και αφού σήκωσε το πάπλωμα με έβαλε να ξαπλώσω. Ήξερε τι παιχνίδια έχω και που τα βάζω, και σήμερα επέλεξε το μικρό δονητή. Ξάπλωσε προσεκτικά -και χωρίς να με πλακώνει- πάνω μου και άρχισε να με φιλά στην αρχή στο στόμα και μετά στο λαιμό και από εκεί στα στήθη μου όπου έμεινε πολλή ώρα γλείφοντάς τα, πιπιλώντας τα, χαϊδεύοντάς τα και  μαλάζοντάς τα.

Μετά κατέβηκε με τη γλώσσα του σιγά-σιγά προς τα κάτω, μέχρι την κορυφή της ήβης μου και εκεί περνώντας από το σημείο που ενώνεται ο κορμός με τα πόδια, προσπέρασε το ενδιάμεσο, και κατέβηκε μέχρι κάτω, μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών. Μετά ανέβηκε σιγά σιγά προς τα πάνω, ξαναπέρασε πάνω από την αρχή της ήβης, και ακολουθώντας την αντίστοιχη διαδρομή έφτασε μέχρι τα δάχτυλα του άλλου ποδιού και αυτή τη φορά ήμουν εγώ που είχα πιάσει γραμμή με Όλυμπο. Ή Βαλχάλα. Ή κι εγώ δεν ξέρω τι!

Ο κερατάς είναι άσσος στην αιδοιολειχία αλλά το όλο προκαταρκτικό παιχνίδι με είχε ήδη ξετρελάνει και όταν άρχισε να μου γλείφει απαλά την κλειτορίδα, ήμουν που ήμουν, αποτρελάθηκα. Μα να ήταν μόνο αυτό; Εκείνη τη στιγμή άνοιξε το μικρό δονητή στην τρίτη σκάλα και άρχισε να μου πιέζει απαλά την κλειτορίδα προς τα πάνω ενώ η γλώσσα του έπαιζε με τα χείλη μου, πότε πότε μπαίνοντας μέσα.

Μετά έβαλε μέσα μου το δονητή παίρνοντάς με απαλά ενώ τα χείλη και η γλώσσα του έπαιζαν με την κλειτορίδα μου. Αν και είμαι αρκετά βραδύκαυστη ανάθεμα και αν χρειάστηκαν παραπάνω από 3-4 λεπτά με αυτό το παιχνίδι μέχρι ν’ αρχίσω να τραντάζομαι νιώθοντας ότι θα διαλυθώ! Αυτός δεν ήταν οργασμός, ήταν τα ύστερα του κόσμου! Ακόμα και αν δεν είχε ακουστεί πριν λίγο ο Μιχάλης, δεν υπήρχε περίπτωση να μην ακούστηκα, όχι απλά στα διπλανά διαμερίσματα αλλά σε ολόκληρη η γειτονιά!

«Μη, όχι άλλο… όχι άλλο…» του είπα ανασαίνοντας με το ζόρι, ήταν τόσο δυνατός ο οργασμός που πραγματικά νόμιζα ότι θα μείνω στον τόπο, δεν είχα ποτέ μέχρι τότε ζήσει κάτι τόσο έντονο. Μου έδωσε ένα τελευταίο φιλάκι στα χαμηλά και ανέβηκε προς τα πάνω και χώθηκα στην αγκαλιά του.
«Με ξετρέλανες σήμερα» μου εξομολογήθηκε. «Δε στο είχα!»
«Όχι ότι δεν το ανταπέδωσες» του απάντησα χαμογελαστή. «Όσο για το άλλο… τι να πω, είμαι γεμάτη εκπλήξεις!»
«Είσαι π’ ανάθεμά σε, είσαι. Ντε λόγο, αν αυτό που μου έκανες δεν ήταν η πίπα της ζωής μου, να μου πέσει και να μου ξεραθεί» μου εξομολογήθηκε και η αλήθεια είναι ότι ξαφνιάστηκα.
«Έλα τώρα…!»
«Αλήθεια σου λέω, είδα το Χριστό φαντάρο!»
«Όχι ότι δε μου το ανταπέδωσες, πραγματικά Μιχαλιό μου σε κάποια φάση νόμιζα ότι θα μου έρθει ντουβρουτζάς!»
«Ναι… ακούστηκες λίγο παραπάνω απ’ ότι συνήθως!»
«Να δω με τι μούτρα θα αντικρύσω τους γείτονες!»
«Με χαμογελαστά, ελπίζω.»
«Από χαμόγελο άλλο τίποτα» είπα και το εννοούσα, ακόμα δεν έλεγε να σβηστεί από το πρόσωπό μου.
«Ουφ, ποιος σηκώνεται τώρα;»
«Κοιμήσου εδώ γοριλλάκι μου, μην βγαίνεις στους δρόμους νυχτιάτικα!»
«Για να γκρινιάζει ακόμα περισσότερο η κυρά-Λένη αύριο; Ευχαριστώ δε θα πάρω!»
«Άχου το μωρέ φοβάται πως θα το μαλώσει η μαμά του!»
«Ορίστε, κάνε φίλους σου λένε!»
«Φίλοι-φίλοι, καρυοφύλλι!» του είπα χαχανίζοντας.
«Αλήθεια μωρή, εσένα τι σ’ έπιασε σήμερα; Όχι ότι παραπονιέμαι δηλαδή, φωτιά θα πέσει να με κάψει!»
«Θα σου πω αλλά μη μου θυμώσεις.»
«Ο Αρίστος σε έβαλε;»
«Όχι. Θα στο είχα πει αυτό Μιχάλη, αν ποτέ μου ζητήσει κάτι τέτοιο θα στο πω. Δε θέλω ποτέ να νομίζεις ότι σε χρησιμοποιώ!»
«Μωρέ αν είναι να με χρησιμοποιείς έτσι…» ξεκίνησε να αστειευτεί αλλά τον έκοψα.
«Μιλάω σοβαρά τώρα, όπως εσύ μου είπες ότι το να το θέλω εγώ είναι απαραίτητη προϋπόθεση, το ίδιο ισχύει και για σένα.»
«Εντάξει.»
«Δε μου το ζήτησε ο Αρίστος, μου το πρότεινε ωστόσο.»
«Τι γλυκά του αρέσουν; Θα του πάρω ένα ψυγείο την Παρασκευή.»
«Χαχαχα, και δε χρειάζεται να πας και μακριά, τάρτες από απέναντι! Κοίτα, ομολογώ ότι αρχικά δεν ήταν στις προθέσεις μου μέχρι που το πρότεινε και μετά μου είπε κάτι που μου γύρισε το μάτι και πείσμωσα.»
«Χμμμ…»
«Και μεταξύ μας… ήθελα να δω αν μπορώ να λειτουργήσω κι εγώ έτσι.»
«Να πας με κάποιον επειδή στο πρότεινε/ζήτησε;»
«Όχι, να πάω με κάποιον που γουστάρω ούσα μέσα σε σχέση.»
“You’ve passed with flying colors!”
“Not yet” του είπα και ανασηκώθηκα και τον φίλησα.

Ανταπέδωσε το φιλί και χωρίς να σταματήσουμε αρχίσαμε να χαϊδευόμαστε και πάλι. Όταν έφτασα να γίνω ξανά μούσκεμα, κατέβηκα φιλώντας τον και τον ξαναπήρα στο στόμα μου. Σταμάτησα για λίγο και του είπα «στο κομοδίνο» και κατάλαβε. Ψάρεψε από μέσα ένα προφυλακτικό και όταν του τον έκανα και πάλι κατάρτι, σταμάτησα και τον άφησα να το φορέσει. Του αρέσει πολύ το lady on top και στις αρχές είχα βρει το διάολό μου με δαύτο.

Ανέβηκα από πάνω του, έπιασα το θηρίο και το οδήγησα προσεκτικά μέσα μου και άρχισα να κινούμαι απαλά. Είχα κλείσει τα μάτια και είχα γείρει το κεφάλι μου προς τα πίσω ενώ ο Μιχάλης με χούφτωνε και μου μάλαζε και τα δυο μου στήθη. Συνεχίσαμε με αυτό το ρυθμό για αρκετή ώρα και όταν άρχισα να κουράζομαι, έσκυψα προς τα πάνω του και αυτή τη φορά το ρυθμό τον έδωσε εκείνος.

Δηλαδή τι ρυθμό, μωρέ μου έδωσε και κατάλαβα, πάλι δε θα μπορούσα να πάρω τα πόδια μου την επόμενη, αλλά χαλάλι του. Μπορεί να μην τέλειωσα, η αλήθεια είναι ότι εξαιρετικά δύσκολα τελειώνω μόνο με διείσδυση, αλλά παρά το κοπάνημα θα ήμουν ψεύτρα αν έλεγα ότι δεν μου άρεσε, πόσο μάλλον βλέποντας πόσο το ευχαριστιόταν ο Μιχάλης, του οποίου τα βογγητά είχαν αρχίσει και πάλι να πολλαπλασιάζονται, ακριβώς όπως και οι φωνούλες που έβγαζα καθώς μπαινόβγαινε μέσα μου σαν έμβολο. Με κράτησε ακίνητη και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα δυνατό. «ΑΑΑΑΧ» καθώς τελείωνε, όπως κι εγώ ένα απολαυστικό. «ΜΜΜΜΜ» καθώς τον ένιωθα να συσπάται βαθιά μέσα μου.

Με άφησε και κατέβηκα προσεκτικά από πάνω του και έβγαλε το προφυλακτικό και σηκώθηκε για να το πετάξει στο καλαθάκι στην τουαλέτα και να ξεπλύνει και το Διαμαντή. Γύρισε μετά από λίγο αλλά δεν έπιασε να ντυθεί, ξάπλωσε και πάλι δίπλα μου και κατάλαβα ότι θα κοιμόταν μαζί μου το βράδυ.

«Και η μαμά που θα γκρινιάζει;»
«Μαθημένα τα βουνά στα χιόνια!»
«Τι ώρα θα ξυπνήσεις;»
«Αύριο δε χρειάζεται να κατέβω Ελαιώνα οπότε δε χρειάζεται να μοιράσω και το γάλα!»
«Δε θα ανησυχήσει η κυρά-Λένη;»
«Όχι, θα της στείλω μήνυμα.»
«Τώρα που το λες, κι εγώ έχω να στείλω μήνυμα στον Αρίστο.»
“You do that.”
«Τι ώρα να βάλω ξυπνητήρι;»
«Τι ώρα σκόπευες να σηκωθείς;»
«Γύρω στις 09:00, να πιώ τον καφέ μου και μετά να πάω χασάπη και σούπερ μάρκετ.»
«Μια χαρά!»
«Έχουμε γυρίσει σπίτι και τώρα θα πέσουμε για ύπνο. Καλή σου νύχτα» ήταν το μήνυμα που έστειλα στον Αρίστο. 
«Μιχάλη, θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι» του είπα αφού έβαλα το ξυπνητήρι μου στις 08:45 και χώθηκα στην αγκαλιά του.
«Ωχ!»
«Δε βοηθάς!»
«Έλα, χαζούλα, σε πειράζω. Λοιπόν, άνοιξε την ψυχή σου τέκνο μου!»
«Είμαι κομμάτι ερωτευμένη μαζί σου» του μπουμπούνισα!
«Σώωωωπα!»
«Βρε αχρείε το είχες καταλάβει και δεν έλεγες τίποτα;»
«Χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει! Άλλωστε, τι να σου έλεγα;»
«Είναι κι αυτό… δε σε πειράζει;»
«Γιατί να με πειράξει βρε όργιο; Αλήθεια, εσύ δεν το έχεις καταλάβει ότι ανάλογα αισθήματα έχω κι εγώ; Έχω πολλές μαγδάλες νομίζεις;» μου ξεφούρνισε αφήνοντάς με παγωτό.
«Και ο Αρίστος;»
«Εσένα σε πειράζει που υπάρχει η Αντιγόνη, η Μάνια, η Εύη, η Χρύσα, η Μαρίνα, η Νίτσα…» ξεκίνησε να κάνει κατάλογο αλλά τον έκοψα.
«Όχι… και μου έκανε φοβερή εντύπωση!»
«Ε, έτσι κι εγώ. Όχι απλά δε με πειράζει, χαίρομαι που επιτέλους αποφάσισες να κάνεις το επόμενο βήμα και να ξεκολλήσεις από το μαλάκα!»
«Και αν μου βγει και ο άλλος μαλάκας;»
«Εδώ θα είμαι εγώ, κοριτσάρα μου. Εδώ θα είμαι εγώ μέχρι να ξεκινήσεις ξανά.»
«Θα βάλω τα κλάματα τώρα!» του είπα και όπως το είπα το έκανα.
«Μη, κλαις και φάλτσα!» με πείραξε, έχοντας εμπειρία από ταινίες που έχουμε δει μαζί, και το κλάμα έγινε κλαυσίγελος. Με χάιδεψε και μου σκούπισε τα δάκρυα. «Έλα, φύσα τη μυτούλα τώρα και πάμε για ύπνο.»
«Είσαι υπέροχος!»
«Γιατί, εσύ τι νομίζεις ότι είσαι;»

Φύσηξα τη μύτη μου και επέστρεψα στην αγκαλιά του άρτι προβιβασμένου από γοριλλάκι σε αρκούδο Μιχάλη, και η ζέστη και η ασφάλεια που ένιωθα εκείνη τη στιγμή νίκησαν την υπερέντασή μου και ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω.

8. Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου

Το πρωί με το που χτύπησε το ξυπνητήρι πετάχτηκα όρθια και το έκλεισα αμέσως προκειμένου να αφήσω τον Μιχάλη να κοιμηθεί λίγο παραπάνω. Έκανα την πρωινή μου τουαλέτα και αφού έπλυνα και τα δόντια μου, φόρεσα μια φόρμα και πετάχτηκα στα γρήγορα απέναντι για να πάρω καφέδες, καθώς και στο φούρνο για να του πάρω την τετράγωνη πίτσα που φτιάχνει, και που ξέρω ότι τη λατρεύει και, πείτε με ανόητη, αλλά επέστρεψα και πάλι στο ζαχαροπλαστείο και του πήρα μια σοκολατίνα, που επίσης λατρεύει, και ένα κεράκι. Ανέβηκα πάνω και πήγα και τον ξύπνησα χαϊδεύοντάς τον τρυφερά.

«Μιχαλιό μου;»
«Μμμ… καλημέρα μαγδάλω μου!»
«Καλημέρα αρκούδι μου! Ξύπνα, σου έχω φέρει καφεδάκι και την τετράγωνη πίτσα που σ’ αρέσει!»
«Αχ, γι’ αυτό σ’ αγαπάω!»
«Και που με βάζεις;»
«Στην πρώτη δεκάδα αχάριστη!» μου είπε και έβαλα τα γέλια. «Τι ώρα είναι;»
«Εννιά παρά πέντε, έλα, σήκω να ντυθείς να πιούμε τα καφεδάκια μας.»

Τον άφησα να ντυθεί και να κάνει την πρωινή του τουαλέτα και στο μεταξύ πήγα τους καφέδες και την πάστα στο σαλόνι, έβαλα το κερί και τον περίμενα. Με το που ήρθε άναψα το κερί και άρχισα να του τραγουδάω.

Να ζήσεις Μιχάλη και χρόνια πολλά
Και πάντα να έχεις κορίτσια τρελά
Παντού να σκορπίζεις της βίτσας το φως
Και όλες να λένε πονάει ο πωπός!

Εντάξει, αυτοσχεδίασα πάνω στη στιγμή, αλλά το αποτέλεσμα με δικαίωσε, ο Μιχάλης στην αρχή έβαλε τα γέλια και μετά συνέχισε να χαμογελά σαν κρετίνος, με τα μάτια του ύποπτα υγρά, και ένιωσα και πάλι να λιώνω.

«ΦΦΦΦΦ» είπε και φύσηξε σαν τυφώνας σε μικρογραφία.
«Χρόνια πολλά Μιχαλιό μου, να είσαι πάντα γερός και δυνατός, ό,τι ποθείς να το αποκτάς και ότι αποκτάς να το χαίρεσαι!» του είπα αγκαλιάζοντάς τον.
«Σ’ ευχαριστώ κοριτσάρα μου. Δεν… δεν έχω λόγια! Σ’ ευχαριστώ!»
«Έλα εδώ αρκούδε να βγάλουμε selfie!»
«Θα τη βγάλω εγώ, φίλα με στο μάγουλο» μου είπε και έτσι και έκανα. Τράβηξε τη φωτογραφία, ήταν πολύ τρυφερή και αστεία.
«Είναι πολύ τυχερός ο Αρίστος σου και αν σου κάνει το παραμικρό θα τον επάρει και θα τον εσηκώσει, είπα και ελάλησα και αμαρτία ουκ έχω!»
«Εχμ… η ιδέα είναι να μου κάνει» του είπα και του έκλεισα το μάτι! «Σαδίσταρος είναι και του λόγου του!»
«Άλλο αυτό! Αυτό να στο κάνει, και μπράβο του!»
«Αν κάνω εγώ μαλακία και τον χάσω;»
«Τότε θα φας το ξύλο σου από τα ίδια μου τα χεράκια αλλά θα είμαι πάντα εδώ, ακούς; Πάντα!»
«Θα με κάνεις να βάλω τα κλάματα πάλι» του είπα και… ε, τα έβαλα, sue me!
«Έλα κλάψα σταμάτα! Ωχ, και ποιος παίρνει τηλέφωνο τώρα την κυρά-Λένη!» κλαψούρισε και το κλάμα μου μετατράπηκε πάλι σε κλαυσίγελο.
«Πάρε τη μαμά σου να φας το ξύλο σου σαν άντρας» του είπα ρουφώντας τη μύτη μου.

Αφού άκουσε τον εξάψαλμο από την κυρά-Λένη, έφαγε την πίτσα και την πάστα και μετά καθίσαμε και ήπιαμε τα καφεδάκια μας χαζολογώντας μέχρι περίπου τις 10:00. Πήρε το δώρο του και τον κατέβασα μέχρι το αυτοκίνητο και αφού μου έκανε ένα bear hug συνοδευόμενο από νέα λαρυγγοσκόπηση, μπήκε στο …τριαξονικό του και ξεκίνησε για να γυρίσει σπίτι του, όπου πιθανότατα θα ακολουθούσε και νέος εξάψαλμος, τι να πεις, κυρά-Λένη is a harsh mistress. Εγώ από την άλλη κατέβηκα στο super μάρκετ στην Σοφοκλή Βενιζέλου για να κάνω τα απαραίτητα ψώνια για το βράδυ.

Όλα έδειχναν ότι όσο αφορούσε την περίοδο που περίμενα θα ήταν touch and go, απλά ήλπιζα να μου έρθει αύριο το πρωί αντί για σήμερα το βράδυ, ωστόσο την έβλεπα να έρχεται κατά πάνω μου σαν τυφλός ρινόκερος. Αναστέναξα και γύρισα σπίτι για να γράψω το ημερολόγιό μου. Πώς θα έπαιρνε άραγε ο Αρίστος όσα συνέβησαν; I guess we would find out, πριν ξεκινήσω να γράφω ωστόσο, τον έκανα βιντεοκλήση στο Skype.

«Καλημέρα κοριτσάκι μου» μου είπε χαρίζοντάς μου το πιο γλυκό του χαμόγελο και είναι που είναι γλύκας… ένιωσα και πάλι να λιώνω.
«Καλημέρα Αρίστο μου, τι κάνεις;»
«Εδώ, διαβάζω ένα mail που μου έστειλε η Φοίβη, θέλει να κάνει προδημοσίευση αλλά πριν από αυτό θέλει να το δω κι εγώ.»
«Θα το κάνεις;»
«Δεν της έχω απαντήσει ακόμα, αλλά ναι, φυσικά και θα το κάνω, πέρα από τις κοινές μας δημοσιεύσεις, κάνουμε κατά καιρούς τα αρχικά peer review ο ένας στον άλλον. Φυσικά θα περάσει και από άλλους αλλά ναι, είναι τιμή μου και χαρά μου. Για πες μου τώρα, εσύ τι κάνεις;»
«Μόλις γύρισα από το σούπερ μάρκετ. Αλήθεια, τι ώρα θα έρθεις;»
«Εσύ με κάλεσες Μαριλίζα μου, εσύ θα μου πεις τι ώρα με θέλεις εκεί!»
«Τώρα!» τον προκάλεσα και τον άκουσα να γελά.
«Παραδέξου ότι με θέλεις για να σου καθαρίσω τα κρεμμύδια!»
«Το λαγωτό δεν έχει κρεμμύδια.»
«Δυστυχώς δεν μπορώ πριν τις τρεις, μακάρι να μπορούσα.»
«Ουφ, εντάξει!»
«Για πες τώρα, πώς τα πέρασες χθες;»
«Όμορφα, πολύ όμορφα!»
«Έκανες αυτό που σου πρότεινα;»
«Και όχι μόνον αυτό!»
«Και;»
«Τι και;»
«Το μετάνιωσες;»
«Όχι… όχι… θα έπεφτε φωτιά να με κάψει.»
«Εσύ να τα βλέπεις αυτά που είχες αρχίσει τα καλέ μη, καλέ μη, καλέ σταμάτα!» μου είπε κάνοντας τα τελευταία με λεπτή φωνή κάνοντάς με να χαμογελάσω.
«Εμ, σάμπως το είχα ξανακάνει η δόλια;»
«Για όλα υπάρχει η πρώτη φορά! Δε θέλω να μου πεις λεπτομέρειες, θέλω να τις διαβάσω αναλυτικά στο ημερολόγιό σου.»
«Ναι, αυτό θα κάτσω να κάνω πριν αρχίσω να ετοιμάζω το φαγητό!»
«Λοιπόν, ξεκίνα το γράψιμο… αλήθεια, τι ώρα θέλεις να έρθω;»
«Σου είπα αλλά μου κάνεις το δύσκολο, τέτοιος είσαι!»
«Χαχαχα εντάξει, θα έρθω το νωρίτερα δυνατό, λογικά κοντά στις τέσσερις, εντάξει;»
«Εντάξει» του απάντησα χαμογελαστή.
“Later alligator!”
“After ‘while crocodile!”

Έκλεισα το τηλέφωνο, πήγα και πήρα το laptop και κάθισα στην τραπεζαρία και, αφού το άνοιξα, ξεκίνησα να γράφω.

Alligator’s diaries
Τρίτη 16/1
Σήμερα ήταν και πάλι περίεργη μέρα. Περίεργη αλλά υπέροχη!

Τελικά έγραφα μέχρι που πήγε σχεδόν 12:00 και αν και το λαγωτό χρειάζεται λίγο πάνω από ένα δίωρο, δεν ανησυχούσα, είχα ακόμα πολύ χρόνο μπροστά μου. Κάνοντας και κάποιες άλλες δουλειές στο σπίτι η ώρα πέρασε πολύ γρήγορα. Γύρω στις 14:30 το κουνέλι ήταν έτοιμο, οπότε καθάρισα και έκοψα μερικές πατάτες για να τις έχω και αυτές έτοιμες για το τηγάνισμα, αλλά αυτό θα το έκανα αφού έρθει εδώ ο Αρίστος για να τις έχουμε φρέσκες. Ομοίως και η ριγανάδα δεν έχει ιδιαίτερη προετοιμασία, θα την έφτιαχνα όσο θα τηγανίζονταν οι πατάτες.

Γέμισα πάλι τη μπανιέρα και κάθισα μέσα να λιώσω στο καυτό νερό. Η αλήθεια είναι ότι πονούσα και λίγο κάτω, μια όχι και τόσο ευγενική προσφορά του Διαμαντή, που κάθε φορά που συναντιόμασταν μου άλλαζε τα φώτα. Τι να κάνω, είναι προικισμένο αγόρι ο Μιχάλης. Όσο έγραφα το ημερολόγιο σκεφτόμουν περισσότερο αυτά που εξομολογήσαμε ο ένας στον άλλο παρά τα όσα κάναμε, σάμπως -και αν εξαιρέσεις το στριπτήζ- ήταν  η πρώτη φορά; Ή η τελευταία; Το δεύτερο η αλήθεια είναι ότι ακόμα με προβλημάτιζε, κάπου ένιωθα τύψεις που το είχα ευχαριστηθεί τόσο πολύ. Όλα αυτά τα είχα καταγράψει αναλυτικά στο ημερολόγιο, άντε να δούμε τι θα βγει από αυτό όταν το διάβαζε και ο Αρίστος, Αρίστος ο οποίος τελικά με πήρε τηλέφωνο λίγο μετά τις τέσσερις.

«Έλα κοριτσάκι μου, ψάχνω να παρκάρω και έρχομαι.»
«Χθες είχα βγάλει το αυτοκίνητό μου από την πυλωτή να παρκάρει ο Μιχάλης το δικό του καθώς είναι μεγάλο σα νταλίκα οπότε η θέση μου είναι ακόμα άδεια. Έλα να το αφήσεις εδώ, θα κατέβω να σου δείξω!»
«Εντάξει, απέναντι από το ζαχαροπλαστείο δεν είσαι;»
«Ναι, βάλε το στην πυλωτή με alarm και κατεβαίνω!»
«Σε περιμένω» μου είπε.

Ντυμένη και έτοιμη ήμουν, οπότε κατέβηκα στα γρήγορα. Είχε έρθει με τη μπέμπα του. Τον πλησίασα και κατέβασε το παράθυρο και έσκυψα και του έδωσα ένα φιλάκι.

«Καλώς τον μου, εδώ αριστερά είναι η θέση μου» του είπα και του έδειξα που να αφήσει το αυτοκίνητό του. 

Κατέβηκε με μια χάρτινη σακούλα στο χέρι, στην οποία υπέθεσα ότι είχε το κρασί. Σε αντίθεση με τις άλλες μέρες που είχε ντυθεί πιο σπορ, σήμερα φορούσε σκούρο μπλε κουστούμι και από μέσα λιλά πουκάμισο με κόκκινη πλουμιστή γραβάτα. Ήταν κούκλος και συγχάρηκα τον εαυτό μου που είχα την πρόνοια να φορέσω ένα από τα καλά μου φορέματα.

«Είσαι κούκλα» μου είπε κοιτάζοντάς με από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
«Εσύ να δεις!» του είπα και παρόλο που το πρωί στο ίδιο σημείο με είχε φιλήσει ο Μιχάλης, χώθηκα στην αγκαλιά του και τον φίλησα με πάθος, πάθος το οποίο ανταπέδωσε. «Πώς και δεν ήρθες με το άλλο;» τον ρώτησα προχωρώντας αγκαζέ προς την είσοδο.
«Σήμερα είπα να βάλω τα καλά μου» μου είπε παιχνιδιάρικα.
«Δε σε είχα ξαναδεί με κουστούμι, είσαι κούκλος! Ξερολούκουμο!»
«Ε όχι και ξερό, ζουμερός-ζουμερός είμαι!» μου είπε και έτριψε την κοιλιά του.
«Είναι και αυτό μέρος της γοητείας σου!». Ήταν γεματούλης, αν και σε αναλογίες, καθότι πιο κοντός, ήταν λιγότερο από το Μιχάλη, αλλά αυτό για μένα δεν ήταν πρόβλημα, το ακριβώς αντίθετο θα έλεγα· μου αρέσουν οι ζουμπουρλούδοι!

Ανεβήκαμε πάνω και πέρασε μέσα και τον πήγα προς την τραπεζαρία, στο σαλόνι.

«Δεν έχω βάλει ακόμα τις πατάτες, τώρα θα τις τηγάνιζα, για να τις φάμε φρέσκες και στο μεταξύ θα φτιάξω και την ριγανάδα.»
«Θέλεις βοήθεια;»
«Όπως λέει και ένας γνωστός μου, όνομα και μη χωριό, βοήθεια όχι, παρέα ναι!»
«Πάμε, τσούπρα!»
«Πάμε …τσούπρε!»

Άναψα τη φριτέζα και όταν ζεστάθηκε το λάδι έριξα μέσα προσεκτικά τις πατάτες και μέχρι να γίνουν έφτιαξα και τη ριγανάδα. Όταν τελείωσα, έβγαλα δυο καλά πιάτα και μοίρασα τις πατάτες και από πάνω τους  σέρβιρα το λαγωτό, το οποίο είχα φροντίσει κατεβάζοντάς το σε πολύ χαμηλή φωτιά να είναι ζεστό. Έκοψα και μερικές φέτες ψωμί και ο Αρίστος με βοήθησε να τα μεταφέρουμε στην τραπεζαρία, την οποία είχα στρώσει από πριν. Γύρισα στην κουζίνα και επέστρεψα με δυο ποτήρια του κρασιού.

Ο Αρίστος πήρε την πετσέτα που ήταν δίπλα από το πιάτο του και την έβαλε στα πόδια του και το ίδιο έκανα κι εγώ. Γέμισε το ποτήρι μου και το ποτήρι του με κρασί και μου έκανε νόημα να τσουγκρίσουμε.

«Καλώς ήρθες» του είπα χαμογελαστή.
«Καλώς σε βρήκα!»

Όχι μπράβο μου, είχα βάλει όλη μου την τέχνη και το φαγητό ήταν αντάξιό της, Αρίστος έφαγε και δεύτερη μερίδα!

«Μμμ, είναι υπέροχο» μου είπε κάποια στιγμή με την απόλαυση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και απλά χαμογέλασα σα χαζή.

Όταν τελειώσαμε το φαγητό με βοήθησε να μαζέψω το τραπέζι και επιστρέψαμε και πάλι στο σαλόνι.

«Θέλεις να σου στρίψω ένα τσιγάρο; Αλήθεια, πού μπορώ να βγω να καπνίσω;»
«Έχω το μπαλκόνι, αλλά δε χρειάζεται να βγεις έξω Αρίστο μου και εδώ που τα λέμε, δεν το έχω καθαρίσει.»
«Δε θέλω να γεμίσουμε το σαλόνι με καπνό.»
«Για μια φορά δεν πειράζει, θα ανοίξω και το παράθυρο αν είναι, και σου υπόσχομαι ότι όταν ξαναέρθεις θα έχω και το μπαλκόνι καθαρό, αν θελήσεις να βγεις για τσιγάρο.»
«Εντάξει, θα το πάμε έτσι σήμερα, but I’ll hold you to that, μπορεί να καπνίζω πολύ σπάνια αλλά δε θέλω να το κάνω σε κλειστό χώρο!»
«Σου δίνω το λόγο μου» τον διαβεβαίωσα.
«Εσύ θέλεις;»
«Όχι, σ’ ευχαριστώ.»

Έστριψε ένα τσιγάρο και το άναψε και τον παρακολούθησα να απολαμβάνει το τσιγάρο του. Με έτρωγε η περιέργεια να μάθω αν είχε διαβάσει το ημερολόγιο μου και αν ναι τι είχε νιώσει διαβάζοντάς το. Αν και έδειχνε απόμακρος, αυτό δεν ήταν παρά ένα από τα πολλαπλά τείχη που είχε χτίσει γύρω του, ήταν άνθρωπος που φαινόταν πως είχε επαφή με τα συναισθήματά του. Δεν ήθελα να τον κόψω αλλά με νίκησε η περιέργειά μου ή -για να είμαι πιο ακριβής- η αγωνία μου. 

«Αρίστο, διάβασες το ημερολόγιό μου.»
«Το διάβασα, ναι» μου είπε τραβώντας μια τζούρα. Τον κοίταξα προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω την έκφρασή του αλλά φορούσε poker face. «Παίζει! Παίζει μαζί μου!» συνειδητοποίησα.
«Το διασκεδάζεις, ε;»
«Πολύ» μου απάντησε και στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε ένα πλατύ χαμόγελο. Τον κοίταξα για μερικές στιγμές αναποφάσιστη και πήρε και πάλι το poker face, δεν είχε πρόθεση να μου το κάνει εύκολο. Μετά χαμογέλασε και πάλι. «Γιατί δε με ρωτάς αυτό που θέλεις, Μαριλίζα;»
«Πώς… πώς σου φάνηκε;»
«Πιπεράτη διήγηση, μ’ αρέσεις» μου είπε παιχνιδιάρικα και μετά σοβάρεψε και ένιωσα το βλέμμα του να με διαπερνάει. «Γιατί δε με ρωτάς αυτό που πραγματικά θέλεις;»
«Ωραία, παραδίνομαι. Τι ένιωσες;»
«Εξεπλάγην ευχάριστα» μου είπε και τον κοίταξα με τη σειρά μου προσεκτικά, ναι, απ’ όσο μπορούσα να καταλάβω ήταν ειλικρινής. «Μαριλίζα, δε χρειάζεται να προσπαθείς να με διαβάσεις, αν θέλεις κάτι να με ρωτήσεις, θέλω να το κάνεις ευθέως.»
«Τι… τι σε εξέπληξε;»
«Το όλο σκηνικό, δεν το έκανες απλά για να το κάνεις, το έκανες με στυλ!»
«Δεν σε πειράζει που τα αισθήματα προς τον Μιχάλη δεν είναι μονόπαντα;»
«Όχι, με ξαφνιάζει που δεν το είχες καταλάβει, είσαι πολύ οξυδερκής για να σου ξεφύγει κάτι τόσο σημαντικό και τείνω να πιστέψω πως δεν σου είχε ξεφύγει, έκανες ότι δεν το έβλεπες.»
«Πραγματικά ξαφνιάστηκα, Αρίστο, δεν το είδα να έρχεται.»
«Ή έκανες ότι δεν το έβλεπες. Για σκέψου…»
«Για ποιο λόγο;»
«Για τον ίδιο λόγο που διστάζεις να με ρωτήσεις ευθέως, για τον ίδιο λόγο που προσπαθείς να μαντέψεις, να εκμαιεύσεις τα κίνητρα των άλλων. Γιατί το να συγχωρήσεις τον εαυτό σου, αν θεωρήσεις ότι κάτι δε διάβασες σωστά, σου είναι πιο εύκολο από το αναζητήσεις στα ίσια αυτό που θέλεις. Στην περίπτωσή του Μιχάλη, έκανες ότι δεν το βλέπεις γιατί αν τα αισθήματά σου είχαν ανταπόδοση τότε τι έκανες μαζί του; Γιατί δε διεκδικούσες αυτό που θεωρείς ότι σου αναλογεί;»

Τα λόγια του μου προξένησαν ταραχή. Ήταν δυνατό να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Μήπως αυτό είχε συμβεί και με τον Κώστα, μήπως έκανα ότι δεν το έβλεπα γιατί μου ήταν πιο εύκολο να συγχωρήσω τον εαυτό μου που δεν το είδα να έρχεται από το να δράσω επ’ αυτού; Μήπως αυτό είχε συμβεί και με το Μιχάλη, έκανα ότι δεν βλέπω ότι είχε ανάλογα αισθήματα για μένα αλλιώς θα όφειλα στον εαυτό μου να τον διεκδικήσω ακόμα και αν γνώριζα προκαταβολικά ότι θα φάω τα μούτρα μου;

«Παίξε μου σε παρακαλώ κάτι στο φλάουτο» μου είπε βγάζοντάς με από τις σκέψεις μου.

Ουφ, μια κουβέντα ήταν αυτή.

«Έχω… έχω να παίξω πολύ καιρό.»
«Δεν πειράζει, δεν δίνεις εξετάσεις. Παίξε κάτι για μένα!» 

Του ένευσα καταφατικά και σηκώθηκα να πάω στο δωμάτιό μου να φέρω το φλάουτο, το οποίο είχα καταχωνιασμένο σχεδόν ένα χρόνο τώρα. Άνοιξα τη ντουλάπα και έβγαλα βαλιτσάκι με το φλάουτο καθώς και το αναλόγιο, που το είχα ξεμοντάρει. Αυτό το κομμάτι κάποτε το έπαιζα με κλειστά τα μάτια, τώρα χρειαζόμουν την παρτιτούρα. Γύρισα στο σαλόνι και τα έστησα. Έβγαλα το φλάουτο και το έφερα προς στο στόμα μου παίζοντας δοκιμαστικά μερικές νότες. Γύρισα πίσω στη βιβλιοθήκη στο μικρό δωμάτιο, δηλαδή αυτό που κάποτε ήταν το δικό μου, και σκαλίζοντας βρήκα αυτό που έψαχνα. Γύρισα πίσω και άνοιξα την παρτιτούρα.

“Here goes nothing” είπα και ξεκίνησα να παίζω.
«Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου» είπε και έβαλε τα γέλια. «Είσαι απίθανη, αυτό ακριβώς που σου είπα πριν, δεν κάνεις κάτι απλά, το κάνεις με στυλ!» Χρειαζόμουν απελπισμένα εξάσκηση, έχοντας να παίξω πάνω από χρόνο, φτάνοντας προς το τέλος, μπράτσα και ώμοι είχαν πιαστεί. «Σ’ ευχαριστώ κοριτσάκι μου, ήσουν υπέροχη». Έβαλα το φλάουτο προσεκτικά στη βαλιτσάκι του και πήγα και κάθισα δίπλα του στον καναπέ. «Έλα αγκαλίτσα» μου είπε και έγειρα πάνω του και με έσφιξε φιλώντας με απαλά στο κεφάλι.
«Γιατί νιώθω ακόμα τύψεις;» τον ρώτησα.
«Γιατί είσαι χαζούλα» μου απάντησε φιλώντας με ξανά στο κεφάλι. «Μαριλίζα μου, δε μου στέρησες κάτι με το να περάσεις όμορφα χθες το βράδυ. Για σκέψου. Θα είχες το ίδιο κέφι σήμερα το πρωί; Θα είχες την ίδια ενέργεια; Θα είχες ξυπνήσει το ίδιο γεμάτη, το ίδιο χαρούμενη;;»
«Όχι» ομολόγησα διστακτικά και ανασηκώθηκα και κάθισα δίπλα του για να μπορέσω να τον βλέπω.
«Πέρασες όμορφα χθες και ένα κομμάτι αυτής της ενέργειας θα το μοιραστείς μαζί μου, θα γευτώ κι εγώ τους καρπούς, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που την προηγούμενη Κυριακή γεύτηκε ο Μιχάλης τους καρπούς της καλής διάθεσης που σου είχα προκαλέσει εγώ. Η ζήλεια είναι ποταπό συναίσθημα, σε δηλητηριάζει. Ο καθένας μας προκαλεί διαφορετικό άγγιγμα στους άλλους ανθρώπους, αλλιώς σε αγγίζω εγώ, αλλιώς σε αγγίζει ο Μιχάλης, αλλιώς σε άγγιξαν κάποτε Διονύσης και Κώστας. Τι νόημα θα είχε να ζηλεύω το αποτύπωμα του Μιχάλη όταν γεύομαι ο ίδιος τους καρπούς του;»
«Δεν ξέρω…»
«Ο χρόνος μας είναι δικός μας, στο ξαναείπα, εμείς επιλέγουμε πως θα τον μοιραστούμε με τους άλλους.»
«Δεν είναι μόνο ο χρόνος, είναι και η ποιότητα.»
«Ισχύει, ωστόσο δεν αλλάζει κάτι. Αν δεν σου κάνει ο χρόνος ή η ποιότητα προσπαθείς να το αλλάξεις ο ίδιος, δεν έχει νόημα ούτε να το ζητάς, ούτε περισσότερο να το απαιτείς. Δεν χρωστάμε ο ένας στον άλλον, Μαριλίζα. Δίνεις επειδή θέλεις να δώσεις και λαμβάνεις γιατί θέλουν να σου δώσουν.»
«Δίνεις για να λάβεις όμως.»
«Αν δεν σου αρκεί αυτό που λαμβάνεις προσπαθείς να κερδίσεις περισσότερο.»
«Και αν δεν παίρνω πίσω αυτό που δίνω;»
«Αν δίνεις με σκοπό να λάβεις πίσω, τότε κάνεις λάθος. Μαριλίζα μου, μόνο ένα είδους δόσιμο μπορεί να μας γεμίσει, αυτό που δίνουμε για τη χαρά της ίδιας της προσφοράς.»
«Δεν αρκεί από μόνο του, πρέπει να λαμβάνεις κιόλας.»
«Φυσικά, δεν είπα το αντίθετο, άλλο προσπαθώ να σου πω: Δεν δίνεις προσδοκώντας να λάβεις, προσφέρεις για τη χαρά της ίδιας της προσφοράς και προσδοκώντας να σε γεμίσει αυτό που σου προσφέρεται, που και πάλι είναι για τη χαρά της ίδιας της προσφοράς. Αν δεν σου κάνει κοιτάζεις να το αλλάξεις και αν δεν μπορείς να το αλλάξεις τότε πρέπει να αποφασίσεις πως θα συνεχίσεις, ωστόσο αυτό που δεν μπορείς να κάνεις είναι να απαιτήσεις από τον άλλο. Δε σου χρωστάνε επειδή έδωσες, Μαριλίζα, ούτε χρωστάς επειδή σου έδωσαν, δεν είναι εμπορική συναλλαγή.»
«Πολύ εξιδανικευμένο μου ακούγεται!»
«Στο είπα ξανά, το πραγματικό αλισβερίσι είναι με τον εαυτό σου, μπορεί να δίνεις εκατό και να λαμβάνεις δέκα, αυτό που πραγματικά πρέπει να αξιολογήσεις είναι αν αυτά τα δέκα σε γεμίζουν, και αν όχι, τι μπορείς να κάνεις για να αυξηθούν, όχι όμως επειδή ο άλλος σου χρωστάει επειδή του δίνεις εκατό. Αν δεν σου κάνουν, αν δεν μπορείς να το αλλάξεις, πας για άλλα. Αν απαιτήσεις, ακόμα και αν τελικά σου δοθεί, αργά ή γρήγορα αυτό θα προκαλέσει έλλειμα στον άλλον, που το πιο πιθανό είναι πως δε θα μπορέσεις να του το αναπληρώσεις ακόμα και αν τα εκατό τα κάνεις διακόσια και τρακόσια. Ή τουλάχιστον, έτσι το βλέπω εγώ.»
«Δεν μπορείς να μην έχεις κάποια minimum στο τι θα λάβεις. Για παράδειγμα εσύ ο ίδιος μου είπες ότι απαιτείς πώς όταν τελειώσεις στο στόμα μου θα καταπιώ.»
«Δεν το απαίτησα, Μαριλίζα, το θεώρησα αυτονόητο.»
«Τι διαφορά έχει;»
«Μεγάλη. Αν δε θέλεις να καταπίνεις τότε πολύ απλά δεν κάνω για σένα, αν το κάνεις ως θυσία, όπως σου είπα και πριν, αργά ή γρήγορα αυτό θα προκαλέσει ένα έλλειμα και μοιραία θα έρθει και ο καιρός που αυτό το έλλειμα θα πρέπει να πληρωθεί. Αν το κάνεις ωστόσο γιατί αρέσει στην ίδια να το κάνεις, αν σε γεμίζει ο τρόπος που το απολαμβάνω, τότε τα πράγματα θα είναι τελείως διαφορετικά. Ομοίως και το παρά φύσιν, ομοίως και τα σαδομαζοχιστικά παιχνίδια, πρέπει να σε γεμίζουν, αν τα κάνεις για να μη με χάσεις, αργά ή γρήγορα θα φτάσουμε εκεί και όχι με ευχάριστο τρόπο. Να στο θέσω διαφορετικά, ο Μιχάλης σε ζορίζει λόγο μεγέθους ακόμα και στο στοματικό, και όμως εξακολουθείς να το κάνεις γιατί σε γεμίζει η ίδια η πράξη, γιατί σου αρέσει που το απολαμβάνει. Σκέψου τώρα να απαιτούσε να σε πάρει από πίσω.»
«Δε θα το έκανε ποτέ αυτό.»
«Σε πιστεύω αλλά, για χάρη της συζήτησης, σκέψου να το απαιτούσε. Ακόμα και αν κατάφερνες να το κάνεις, πόσο καιρό θα το συνέχιζες μέχρι να σου γυρίσει το μάτι ανάποδα; Από την άλλη αν το κάνεις επειδή για δικούς σου λόγους θέλεις να του το δώσεις, έστω και μια φορά, πόσο διαφορετικό δε θα είναι; Αν σου είχε ξεκαθαρίσει εξαρχής ότι το θεωρεί αυτονόητο ότι το κωλαράκι σου θα πρέπει να του είναι διαθέσιμο, όταν το ζητήσει, δε θα είχες κόψει με τη μία ρόδα μυρωμένα;»
«Ναι, έχεις δίκιο» ομολόγησα.
«Με ρώτησες ποια είναι τα δικά μου sine qua non και σου απάντησα, μένει να απαντήσεις κι εσύ στον εαυτό σου αν είσαι εντάξει με αυτά, όχι ωστόσο σαν εμπορική συναλλαγή, αλλά για να δεις αν αυτός ο άνθρωπος που είναι απέναντί σου σου ταιριάζει για σχέση. Για σχέση, Μαριλίζα, όχι για εμπορική συναλλαγή.»
«Εσύ όμως δε ρώτησες ποια είναι τα δικά μου.»
«Όχι, δεν το έκανα.»
«Γιατί;»
«Γιατί θεωρώ αυτονόητο ότι θα μου τα πεις, ότι δε θα περιμένεις να τα μαντέψω με κάποιο μαγικό τρόπο. Σου είπα τα δικά μου και εφόσον έκανες το επόμενο βήμα χωρίς να μου τα αναφέρεις, θεώρησα ότι είτε δεν έχεις, είτε θεωρείς ότι τα πληρώ.»
«Υπήρχαν κάποια πράγματα που θεωρούσα αυτονόητα που τώρα με κάνουν και αμφιβάλλω κατά πόσον πραγματικά είναι, για παράδειγμα η αποκλειστικότητα. Ομολογώ ότι ακόμα αισθάνομαι άβολα και ας είμαι εγώ που μέχρι στιγμής έχω κάνει την όποια …ατασθαλία. Ωστόσο Αρίστο έκανα το επόμενο βήμα γιατί… γιατί έριξα τη ζαριά, ελπίζοντας ότι… ότι δε θα φάω τα μούτρα μου.»
«Μερικές φορές χρειάζεται και αυτό αλλά θέλω να είναι απόλυτα ξεκάθαρο, το βλέποντας και κάνοντας είναι ένα πράγμα και το fake it until you make it είναι άλλο.»
«Ναι, το ξέρω. Όχι… όχι, δεν κάνω το δεύτερο, στο πρώτο είμαι!»
«Το δεύτερο συνήθως δε δουλεύει καλά.»
«Μιλάς εκ πείρας;»
«Ναι, εκ πείρας» είπε αναστενάζοντας.
Θεέ μου, είναι τόσο γλυκούλης!
«Τι σκέφτεσαι βρε τέρας;» με ρώτησε παιχνιδιάρικα.
«Ότι είσαι τόσο γλυκούλης… είσαι υπέροχος!» είπα προκαλώντας του ακόμα ένα σιγανό γελάκι. «Άκου τέρας!» συμπλήρωσα με προσποιητή αγανάκτηση.

Αντί για απάντηση πλησίασε προς το μέρος μου και έγειρε το κεφάλι του. Έκλεισα τα μάτια μου και παραδόθηκα στο φιλί του ενώ σήκωσα το δεξί μου χέρι και, φέρνοντάς το στο μάγουλο και στο σαγόνι του, τον κράτησα από εκεί. Πέρασε το χέρι από κάτω και άρχισε να μου χαϊδεύει, και στη συνέχεια να μου χουφτώνει και να μου μαλάζει απαλά πάνω από το φόρεμα, το αριστερό μου στήθος.

Το φιλί έγινε ακόμα πιο έντονο και το χάδι του στο στήθος μου έκανε τις ανάσες μου να βγαίνουν κοφτές. Σταμάτησα το φιλί και αφού του χαλάρωσα τη γραβάτα, τον βοήθησα να τη βγάλει και μετά του ξεκούμπωσα το πουκάμισο, περνώντας το χέρι μου από μέσα του, και άρχισα να του χαϊδεύω κι εγώ το στέρνο πάνω από το φανελάκι, ενώ τα στόματά μας ξαναβρέθηκαν ενωμένα.

Σταμάτησα το φιλί και σηκώθηκα όρθια και του έδωσα το χέρι μου. Το πήρε και με ακολούθησε στο δωμάτιό μου. Σταματήσαμε δίπλα από το κρεββάτι και με τράβηξε πάνω του και αρχίσαμε και πάλι να φιλιόμαστε με μένα να έχω σταυρώσει τα χέρια μου πίσω από το σβέρκο του. Σταμάτησε το φιλί και με γύρισε με την πλάτη προς το μέρος του και με έσφιξε και πάλι πάνω του. Γύρισα και γύρεψα το στόμα του και οι γλώσσες μας συναντήθηκαν και πάλι στις άκρες των χειλιών μας. Μου σήκωσε τα χέρια ψηλά και άρχισε να με χαϊδεύει στα μπράτσα και μετά συνέχισε χαϊδεύοντας με στα πλευρά, κάνοντάς με να ανατριχιάσω.

Έφερε τα χέρια του μπροστά μου και άρχισε να μου μαλάζει αισθησιακά και τα δυο μου στήθη, και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τους στεναγμούς μου. Αυτό σα να του έδωσε περισσότερο θάρρος και άφησε τα στήθη μου, πιάνοντάς με μέ το ένα χέρι από τη μέση, ενώ το άλλο άρχισε να ταξιδεύει στα πλευρά μου, στο κιλουμπίνι μου και τη μέση μου, και μετά πήγε ακόμα πιο χαμηλά μέχρι που βρέθηκε εκεί που λαχταρούσα, κάνοντας να μου ξεφύγει και νέο σιγανό βογγητό. Πολύ προσεκτικά μου σήκωσε το φόρεμα και με βοήθησε να το βγάλω.

«Από μπροστά» του υπέδειξα ψιθυριστά για το πως ξεκούμπωνε το σουτιέν μου. Το άνοιξε και με χούφτωσε και πάλι από τα δυο στήθη ενώ ταυτόχρονα με φιλούσε και με πιπιλούσε στο σβέρκο. Έσφιξε ελαφρά τις ρώγες μου που είχαν πετρώσει και μετά κατέβασε το χέρι του και άρχισε να με χαϊδεύει, πάνω από το εσώρουχο, ανάμεσα στα πόδια κάνοντας το σώμα μου να μυρμηγκιάσει. Μετά πέρασε το χέρι του κάτω από το κιλοτάκι μου και άρχισε να με παίζει απαλά κάνοντάς μου να μου ξεφύγει ένα «αααχ μωρό μου». Εκείνος δεν έδειξε να πειράζεται με το «μωρό μου», αν μη τι άλλο, συνέχισε με περισσότερο ενθουσιασμό.

Παρόλο που λάτρευα αυτό που κάναμε τον ήθελα μέσα μου. Τον σταμάτησα απαλά και γύρισα προς το μέρος του. Τον βοήθησα να βγάλει το πουκάμισο και το φανελάκι του, και του χάιδεψα για λίγη ώρα το στέρνο. Κατέβασα τα χέρια μου προς τα κάτω και του ξεκούμπωσα τη ζώνη και μετά το παντελόνι. Τον βοήθησα να το βγάλει και γονάτισα και του έβγαλα και τις κάλτσες. Πήρα το παντελόνι και το δίπλωσα προσεκτικά στην καρέκλα δίπλα από την τουαλέτα μου και επιστρέφοντας γονάτισα μπροστά του.

 Του κατέβασα το μποξεράκι και αφού τον χάιδεψα στη μέση, έκλεισα τα μάτια μου και πήρα το ορθωμένο του όργανο βαθιά στο στόμα μου. Κατέβασε τα χέρια του και σταυρώνοντάς τα στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου με έσπρωξε προς το μέρος του και με κράτησε ακίνητη για λίγη ώρα εκεί. Με άφησε να τραβηχτώ μέχρι το κεφαλάκι και μετά επανέλαβε την κίνηση και μπήκα στο νόημα και άρχισα να το κάνω από μόνη μου.

Θα προτιμούσα να μπει μέσα μου αλλά αφού ήθελε πίπα… πίπα, πίπα που όπως και χθες την απολάμβανα, για την ακρίβεια την απολάμβανα περισσότερο από χθες γιατί σήμερα -και σε αντίθεση με χθες- δε χρειαζόταν να κάνω γυμναστική για να χωρέσει στο στόμα μου. Με κράτησε ακίνητη από το κεφάλι και άρχισε να κουνιέται εκείνος και οι κοφτές του ανάσες και τα βογγητά του πολλαπλασιάστηκαν και εγώ συνέχισα πρόθυμα και υπάκουα να τον ικανοποιώ με το στόμα και τη γλώσσα μου, περιμένοντάς τον να τελειώσει. Δηλαδή αυτό νόμιζα ότι ήθελε να κάνει, αλλά με διέψευσε.

Σταμάτησε και με βοήθησε να σηκωθώ και πάλι όρθια και με έβαλε να σκύψω πάνω στο κρεββάτι και μου κατέβασε και μου έβγαλε το κιλοτάκι. Μετά γονάτισε από πίσω μου και άρχισε να με φιλάει στους γλουτούς ενώ ταυτόχρονα πέρασε το χέρι του ανάμεσα από τα πόδια μου αρχίζοντας και πάλι να με παίζει απαλά. Ένιωσα τη γλώσσα του στην πίσω μου τρυπούλα και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ακόμα ένα ηδονικό βογγητό, δεν το ήξερα, το είχα ανακαλύψει με τον Μιχάλη ότι λάτρευα να μου τρώνε το κωλαράκι και ο Αρίστος αποδείχτηκε εξίσου αριστοτέχνης και όχι τίποτε άλλο αλλά έδειξε να το απολαμβάνει, το έκανε για πολλή ώρα. Κάποια στιγμή σταμάτησε και βούτηξε το μεσαίο του δάχτυλό στο μουνάκι μου και αφού με έπαιξε για λίγη ώρα, το τράβηξε από μπροστά και το βύθισε αργά και προσεκτικά στο κωλαράκι μου.

Είχα πολύ καιρό να το κάνω από πίσω και η αλήθεια είναι ότι παρά την προετοιμασία, σωματική και ψυχική, που είχα κάνει πριν έρθει σπίτι μου, ένιωσα ενόχληση και πόνο, στην αρχή τουλάχιστον. Ο Αρίστος συνέχισε να βάζει και να βγάζει το δάχτυλό του μέσα μου κάνοντας απαλές κυκλικές κινήσεις και η αρχική ενόχληση άρχισε σιγά-σιγά να καταλαγιάζει και να αντικαθίσταται από απόλαυση. Δεν είχα ψευδαισθήσεις ότι δε θα πονέσω όταν θα ακολουθούσε το όργανό του, πάντα πονούσε στην αρχή, αλλά μου άρεσε, το λάτρευα να προσφέρω το σώμα μου για την ικανοποίηση του παρτενέρ μου, και ήταν και ο τρόπος με τον οποίο τελικά το απολάμβανα.

«Έχεις λιπαντικό;»
«Ναι Αρίστο μου… στο… στο κομοδίνο, στο συρτάρι» του είπα. Σταμάτησε για λίγο και άνοιξε το συρτάρι.
«Αχά!» είπε. «Μ’ αρέσεις!» Έβαλε λιπαντικό στο δάχτυλό του και το έβαλε ξανά αργά και προσεκτικά από πίσω μου συνεχίζοντας αυτό που έκανε πριν. Σταμάτησε μετά από λίγο και πήγε να βγει από το δωμάτιο.
«Έχω προφυλακτικά στο συρτάρι» του είπα.
«Ναι, το είδα, αλλά θα φέρω τα δικά μου… είμαι λίγο ιδιότροπος!» Γύρισε μετά από λίγο και με σήκωσε -είχα μείνει ακόμα σκυμμένη στο κρεββάτι να τον περιμένω- και με έβαλε να γονατίσω μπροστά του, επαναλαμβάνοντας αυτό που είχαμε κάνει πριν λίγη ώρα. Όταν του σηκώθηκε και πάλι, άνοιξε το προφυλακτικό και το φόρεσε. Άπλωσε πάνω του λιπαντικό και με έβαλε να σκύψω και πάλι πάνω από το κρεββάτι. Άπλωσε λιπαντικό στην τρυπούλα μου και μετά με έπιασε από τη λεκάνη και με τράβηξε προς το μέρος του. «Ναι, έτσι είσαι όπως πρέπει» μου δήλωσε και ακούμπησε το όργανό του πίσω μου.

Έκλεισα τα μάτια στην αναμονή του αναπόφευκτου πόνου και παρόλο που ο Αρίστος μπήκε πίσω μου πολύ αργά και πολύ προσεκτικά, δεν μπόρεσα να πνίξω ένα βογγητό. Εκείνος συνέχισε να σπρώχνει μέχρι που το κεφαλάκι μπήκε μέσα μου και εκεί μου ξέφυγε και δεύτερο βογγητό. Τραβήχτηκε ελάχιστα και το ξαναέβαλε και επανέλαβε την κίνηση δυο-τρεις φορές ακόμα αλλά την τέταρτη άρχισε να σπρώχνει, κάνοντάς με και πάλι να βογκήξω από το δυνατό πόνο. Τραβήχτηκε και επανέλαβε τις ίδιες κινήσεις πάλι δυο-τρεις φορές αλλά την τέταρτη μπήκε ακόμα πιο βαθιά. Μου ξέφυγε άλλη μια φωνούλα πόνου αλλά ο Αρίστος αυτή τη φορά συνέχισε να με πιέζει σταθερά μέχρι που ο σφικτήρας μου του παραδόθηκε, κάνοντάς μου να ξεφύγει ένα ακόμα πιο δυνατό βογγητό.

Άρχισε να κινείται σιγά-σιγά και αν και ο πόνος και του τσούξιμο δεν εξαφανίστηκαν, τουλάχιστον άρχισαν να καταλαγιάζουν. Μου έχωσε μια δυνατούτσικη σφαλιάρα στα μεριά η οποία οφείλω να ομολογήσω ότι βελτίωσε σημαντικά τη διάθεσή μου, τι να πεις, είναι να το ‘χει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες. Μετά έριξε και δεύτερη και άρχισε να επιταχύνει το ρυθμό του και οι κοφτές του ανάσες με έφτιαξαν ακόμα περισσότερο.

Μιας και τα μαλλιά ήταν αρκούντως κοντά για να μπορέσει να με πιάσει από εκεί, ακολούθησε άλλη τακτική, με έπιασε από τα στήθη και με ανασήκωσε προς το μέρος του και αυτό και αν έτσουξε, Θανάση μου, και όχι τίποτε άλλο, αλλά όπως έσφιγγε δυνατά και τα στήθη μου, που ήταν ευαίσθητα λόγω της επερχόμενης περιόδου, ο πόνος έγινε Dolby Surround! Από την άλλη, και κρίνοντας από τις ανάσες του και τα βογγητά του, έδειξε να το απολαμβάνει ακόμα περισσότερο οπότε αφέθηκα τελείως και, παρόλο τον πόνο, μέσα μου ένιωθα πολύ όμορφα.

Επιτάχυνε και άλλο το ρυθμό του και τα βογγητά του πόνου μου είχαν πλέον αντικατασταθεί από βογγητά ικανοποίησης, αφενός γιατί ο πόνος είχε αρχίσει να καταλαγιάζει και αφετέρου γιατί πραγματικά απολάμβανα που το απολάμβανε. Ναι, είχα ζοριστεί, πάντα ζοριζόμουν στην αρχή και φυσικά δεν μπορούσα να κορυφώσω έτσι, αλλά υπήρχε λόγος που μου είχε λείψει το από πίσω, υπήρχε λόγος που το απολάμβανα με την ψυχή μου παρά τη σωματική δυσφορία που μου προκαλούσε.

Εκεί ήρθαν και κούμπωσαν τα λόγια του, προσέφερα το σώμα μου, δεν το αντάλλαζα. Το έκανα για τη χαρά της ίδιας της προσφοράς, για την πλήρωση που ένιωθα προσφέροντας τον εαυτό μου στον παρτενέρ μου. Σφίγγοντάς με δυνατά από τα στήθη καρφώθηκε μέσα για τελευταία φορά και του ξέφυγε ακόμα ένα πνιχτό βογγητό όπως έμεινε ακίνητος μέσα μου. Όταν τελείωσε, τραβήχτηκε προσεχτικά και μου έριξε μια σιγανή, παιχνιδιάρικη ξυλιά στο δεξί κωλομέρι.

«Ξάπλωσε σε παρακαλώ, πάω να πλυθώ και επιστρέφω» μου είπε και αυτό έκανα. Ξάπλωσα στο κρεββάτι και χώθηκα κάτω από το πάπλωμα. Το κωλαράκι μου έτσουζε αλλά δε με ένοιαζε καθόλου, ένιωθα υπέροχα. Γύρισε μετά από λίγο και πήγε ξανά προς το συρτάρι και έβγαλε το μικρό δονητή. Πάτησε τους διακόπτες μέχρι να βρει αυτό που ήθελε και σήκωσε το πάπλωμα και έσκυψε ανάμεσα στα πόδια μου, προφανώς είχε την ίδια ιδέα που είχε χθες και ο Μιχάλης μετά την πίπα αλλά σε αντίθεση με τον τρόπο που το έκανε ο Μιχάλης, ο Αρίστος πήγε κατευθείαν στο ψητό.

Ομολογώ ότι στην αιδοιολειχία είχε αντίστοιχο ταλέντο, γρήγορα ένιωσα το σώμα μου να μουδιάζει και ταυτόχρονα να ηλεκτρίζεται, ο τρόπος που το έκανε ήταν τόσο ίδιος και συνάμα τόσο διαφορετικός! Χρησιμοποιούσε με εξαιρετική τέχνη και τη γλώσσα του και τα χείλη του, παίζοντας την κλειτορίδα μου σαν αριστοτέχνης και όταν ακολούθησε και ο δονητής μέσα μου έχασα τα αυγά και τα πασχάλια.

Αυτή τη φορά η βραδυφλεγία μου δούλεψε υπέρ μου, ήταν τόσο υπέροχο που δεν ήθελα να τελειώσει, και ας μην έσωνα να είχα κορύφωση αλλά ένιωθα το τέλος να έρχεται, όλο και πιο κοντά, όλο και πιο κοντά και ο Αρίστος το κατάλαβε και σταμάτησε για λίγο και ο οργασμός άρχισε να απομακρύνεται αλλά μετά ξεκίνησε και πάλι με μεγαλύτερη ένταση και αν χθες ένιωσα ότι έρχονται τα ύστερα του κόσμου, το σημερινό δεν είχα λόγια να το περιγράψω και όχι τίποτε άλλο, ήταν και πάλι ακατάλληλη ώρα για να ακουστώ μέχρι και το Μαρούσι…

«Όχι άλλο… όχι…»  προσπάθησα να πω ξεψυχισμένα αλλά ο Αρίστος δεν μου έκανε το χατίρι, συνέχισε μέχρι που πραγματικά πίστεψα ότι θα του μείνω στα χέρια. «Όχι… άλλο…» του είπα ακόμα πιο ξεψυχισμένα, είχα τεντώσει τόσο πολύ το σώμα μου που ένιωθα ότι θα σπάσει, θα γίνει χίλια κομμάτια. Αυτή τη φορά με άκουσε και σταμάτησε και με άφησε να βρω τις ανάσες μου, και μου πήρε πολύ ώρα να το καταφέρω. Ανέβηκε προς τα πάνω και ξάπλωσα στην αγκαλιά του γυρίζοντας ώστε να μπορώ να τον βλέπω.
«Θέλω να κάνεις τις εξετάσεις που σου είπα, θέλω να μπορούμε να το κάνουμε χωρίς προφυλακτικό και, αν μη τι άλλο, μαζί μου δεν κινδυνεύεις και από ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη.»
«Θα το κάνω Αρίστο μου, στο υπόσχομαι» του είπα όταν κατάφερα να βρω τις ανάσες μου.
«Το ίδιο θα πρέπει να κάνει και ο Μιχάλης» μου είπε. «Ναι, μου το είπες ότι χρησιμοποιείς πάντα προφυλακτικό μαζί του but still…»
«Δε χρειάζεται να του το πω, κάνει και αυτός τακτικές εξετάσεις και φοράει πάντα προφυλακτικό.»
«Ακόμα καλύτερα τότε. Αν δεν έχεις κάποιο δικό σου γιατρό, θα σε συστήσω στο δικό μου.»
«Ναι, η αλήθεια είναι ότι δεν έχω, μέχρι τώρα ήμουν -και εδώ που τα λέμε θα συνεχίσω να είμαι- λιγότερο περιπετειώδης από τους δυο σας!»
«Ξα σου αρκεί να μην απαιτείς ανταπόδοση.»
«Ναι, το έχω εμπεδώσει αυτό. Κοίτα, με τον Μιχάλη ποτέ δε ζήλεψα και μου είχε κάνει και εντύπωση. Για σένα… θα δείξει, αν και μάλλον θα ζοριστώ λιγάκι, τουλάχιστον στην αρχή.»
«Θέλω να συνεχίσεις να είσαι ειλικρινής. Κοίτα, αν συνεχίσεις να ζορίζεσαι και δεν περνάει, αυτό είναι σημάδι ότι δεν είμαι κατάλληλος για σένα, αν το δεις ως θυσία, στο υπογράφω, δε θα πάει καλά μακροπρόθεσμα.»
«Well, for the time being the jury is still out. Βλέποντας και κάνοντας, Αρίστο, βλέποντας και κάνοντας.»
«Έτσουξε Θανάση μου;» με ρώτησε σκανδαλιάρικα.
«Έτσουξε Θανάση μου. Μου άρεσε ωστόσο… μου αρέσει να προσφέρω το σώμα μου για να το απολαύσει ο σύντροφός μου… με γεμίζει.»
«That’s the idea! Δε μου λες, τι θα κάνουμε τώρα;»
Αντί απάντησης του χαμογέλασα σκανταλιάρικα και χαμήλωσα προς τα κάτω. Πήρα το όργανό του στο χέρι μου και χαμήλωσα το κεφάλι μου και το πήρα μη ερεθισμένο στο στόμα μου και άρχισα να το γλείφω και να το ρουφάω, κάνοντάς το στην αρχή να σκιρτήσει και μετά να φουσκώσει μέσα στο στόμα μου.
«Σκοπεύεις να με ξεζουμίσεις;» με ρώτησε παιχνιδιάρικα.
«That’s the idea” του είπα και τον ξαναπήρα στο στόμα μου.

9. The inner light

Έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου και παρά το γεγονός ότι δεν είχε περάσει και πολλή ώρα που είχε τελειώσει, δε μου πήρε ούτε 5-10 λεπτά να δρέψω τους καρπούς των κόπων μου. Με το χέρι του, που εδώ και λίγη ώρα μου έδινε ρυθμό, με κράτησε ακίνητη και τέλειωσε στο στόμα μου. Ήταν και πάλι πικρούτσικος και παρόλο που με έκανε να νιώσω άσχημα δεν μπόρεσα να μην το συγκρίνω με τη γεύση του Μιχάλη, η οποία ήταν αρκετά καλύτερη. Κατάπια, του έδωσα ένα μικρό φιλάκι στο κεφαλάκι και ανέβηκα ξανά στην αγκαλιά του και εκεί, μοιραία, ήρθε και ακόμα μία σύγκριση, ο Μιχάλης με φιλούσε πάντα μετά το στοματικό, ο Αρίστος δεν το έκανε ούτε την Κυριακή, ούτε σήμερα.

Και μεταξύ μας; Παρά το γεγονός ότι κάθισα υπάκουα να με πάρει από πίσω, δε μου άρεσε το γεγονός που την πρώτη φορά που κάναμε σεξ ήταν μ’ αυτό τον τρόπο. Μπορεί να μου είχε λείψει το από πίσω, μπορεί να μου άρεσε που του άρεσε αλλά, ρε γαμώ το, ας γινόταν μετά αυτό. Βέβαια με το κοπάνισμα που είχα φάει χθες το βράδυ από το Μιχάλη, ούτε το από μπροστά θα το απολάμβανα ιδιαίτερα -σωματικά μιλώντας- but still. Και τι έκανα; Το κατέπνιξα και προσπάθησα να βρω ενθουσιασμό παίρνοντάς τον στο στόμα μου και ούτε ένα φιλί, έτσι για το γαμώτο.

«Μαριλίζα;»
«Πες μου» του είπα προσπαθώντας να καθαρίσω το κεφάλι μου από τις κακές σκέψεις.
«Σα να έπεσε ξαφνικά η διάθεσή σου.»
«Δεν είναι τίποτα.»
«Σου είπα πριν ότι δε θέλω να προσπαθείς να με αποκρυπτογραφήσεις, αν είναι κάτι που θέλεις να μάθεις να με ρωτάς ευθέως» μου είπε και απλά τον κοίταξα. «Το ίδιο ισχύει και για μένα, οπότε θα σε ρωτήσω ξανά, πες μου τι συμβαίνει or forever hold your peace.»
«Θα προτιμούσα να με είχε πάρει κανονικά την πρώτη φορά. Και… και θα μου άρεσε να μου δείχνεις πόσο σου άρεσε το… το στοματικό.»
«Νομίζω πως το ειδικά το τελευταίο δε σηκώνει παρερμηνεία οπότε το πρόβλημά σου δεν είναι ότι δεν είναι φανερό το πόσο μου άρεσε.» μου απάντησε και χαμήλωσα το βλέμμα μου. «Κοίτα με» με διέταξε και σήκωσα πάλι το βλέμμα μου για να το ξανακατεβάσω την ίδια στιγμή. Σήκωσα και πάλι το βλέμμα μου και ένιωσα τη ματιά του να με διαπερνά. «Δεν είναι ότι δε μ’ αρέσει η τρυφερότητα αλλά δε μου είναι εύκολο μόλις έχω τελειώσει και αν το έκανα θα το καταλάβαινες ότι είναι κάλπικο και θα ήταν ακόμα χειρότερο. Χρειάζομαι το χρόνο μου.»
«Εντάξει Αρίστο μου» είπα νιώθοντας ένα μικρό βάρος να φεύγει από τα στήθη μου, μπορεί να μη μου άρεσε το γεγονός καθαυτό αλλά ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός.
«Όσο για το άλλο… Well… ομολογώ ότι παρασύρθηκα. Όταν σε έβαλα να σκύψεις μου γύρισε λίγο το μάτι, τι να σε κάνω που έχεις αυτό το απίστευτο κωλαράκι; Δεν συνηθίζω να γλείφω κωλαράκια αλλά σε σένα παραλίγο να κάνω …λεύκανση» μου είπε και δεν ήξερα αν πρέπει να θυμώσω ή να χαρώ. Εντάξει, σε ποιον άνθρωπο δεν αρέσει να τον εκθειάζουν αλλά και πάλι… «Και ακόμα περισσότερο μου άρεσε που ήσουν υπάκουη».
Εμ πες το έτσι!
«Πού και να ήταν του γούστου σου το D/s» είπα προσπαθώντας να τον πειράξω.
«Δεν ήταν D/s αυτό. Κοίτα, ψεύτης μην είμαι, στο κρεββάτι μόνο έτσι μπορώ να λειτουργήσω, αλλά το όποιο D περιορίζεται αυστηρά εκεί, και όταν λέω κρεββάτι εννοώ και τα σαδομαζοχιστικά παιχνίδια. Δεν είναι ωστόσο D/s στη δική μου οπτική, θα έλεγα ότι είναι ιδιαίτερα απαιτητικό T/b. Μου αρέσει να νιώθω ότι επιβάλλομαι και με ερεθίζει η υπακοή, πάντα αυστηρά στα πλαίσια της κρεβατοκάμαρας και του playroom.»
«Το ξέρω Αρίστο μου, μου τα είχες πει και την περασμένη Τετάρτη. Και δεν είναι ότι χαλάστηκα…»
«Αυτό έδειξες, πάντως.»
«Δεν χαλάστηκα ακριβώς. Μου άρεσε που το απόλαυσες, κι έπειτα σε ποιον άνθρωπο θα του έλεγες ότι τον ξετρέλανες και θα τον χαλούσε, ωστόσο… δεν ξέρω…»
«Σου χαλάει το ρομαντισμό;»
«Δε χρειάζεται να γίνεσαι κυνικός» του απάντησα ξερά.
«Δεν είναι κυνισμός. Τι έχει για σένα σημασία, το πως κάνεις για πρώτη φορά σεξ σε μια σχέση ή η σχέση καθ’ αυτή; Το “Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός” σημαίνει τελείως διαφορετικό πράγμα, και το ξέρεις!»
«Μια κοπέλα στο forum είχε γράψει ένα απόφθεγμα του Oscar Wilde, το οποίο είχα βρει εξαιρετικά αστείο. Κυνικό αλλά αστείο.
«Τι είχε γράψει;»
“Everything in this world is about sex. Except sex. Sex is about power.”
“…Και;”
«Λαμβάνοντας υπόψη όσα μου έχεις πει, δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ αν γι’ αυτό που έγινε η βαθύτερη αιτία δεν ήταν ότι σε ξεμυάλισε το κωλαράκι μου.»
«Αλλά;»
«Αλλά ότι δεν ήταν παρά μια επίδειξη ισχύος από τη μεριά σου.»
«Ας υποθέσουμε για χάρη της συζήτησης ότι συνέβη αυτό.»
«Οκ…;»
«Ποιος χρειαζόταν την επιβεβαίωση, εγώ ή εσύ;» με ρώτησε, και η αλήθεια είναι ότι στούκαρα.
«Εεεε… δεν ξέρω… εσύ;» απάντησα διστακτικά.
«Για να πείσω τον εαυτό μου ή για να πείσω εσένα;»
«Δεν… δεν ξέρω.»
«Μάλιστα» απάντησε μονολεκτικά και ξαφνικά ένιωσα απαίσια.
«Αρίστο μου, συγνώμη… δεν… δεν ξέρω τι μ’ έπιασε.»
«Συγνώμη γιατί; Έστω και με σπρώξιμο, τελικά έγινε αυτό που σου είχα εξαρχής ζητήσει, αν κάτι να σε τρώει να μου το λες.»
«Χαλάστηκες όμως… και…»
«Όχι βρε, δε χαλάστηκα, απλά σταμάτησα για λίγο προσπαθώντας να σκεφτώ πως να απαντήσω καλύτερα.»
«Σίγουρα;» τον ρώτησα αβέβαιη.
«Σίγουρα, χαζούλα» μου είπε και όπως είχα γυρίσει στην αγκαλιά του για να μπορώ να τον κοιτάζω όσο μιλάμε, με χάιδεψε τρυφερά. «Λοιπόν… η ισχύς στις ανθρώπινες σχέσεις δεν μετριέται σε Watt. Μπορεί να τον βαριέμαι το Martin αλλά ο διάλογος μεταξύ Varys και Tyrion είναι αριστούργημα.
«Ναι, κατάλαβα σε τι αναφέρεσαι, έχω διαβάσει όλα τα βιβλία της σειράς, όσα δηλαδή έχουν βγει μέχρι τώρα.»
«Power resides where men believe it resides. No more and no less. Τι θέλω να πω με αυτό; Η όποια ισχύς νομίζεις ότι έχω πάνω σου, είναι αυτή ακριβώς που νομίζεις ότι έχω πάνω σου, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.»
«Έστω.»
«Πιστεύεις ότι χρειαζόμουν το κωλαράκι σου για να δω πάνω σου αυτό που ήθελα να δω; Ή, ακόμα χειρότερα, πιστεύεις ότι πίστευα πως χρειάζεσαι επίδειξη ισχύος; Με αδικείς και ακόμα χειρότερα, αδικείς τον ίδιο σου τον εαυτό.»
«Συγνώμη» μουρμούρισα νιώθοντας ακόμα χειρότερα.
«Δεν σε έχω για άνθρωπο με ανασφάλειες, ή μάλλον, σε έχω κόψει για άνθρωπο που μπορεί να τις διαχειριστεί. Τι σου συμβαίνει, ματάκια μου;» με ρώτησε εξαιρετικά τρυφερά.
“PTSD” του απάντησα ειλικρινά. «Μετά τη χλαπάτσα που έφαγα στα 15 μου με το Διονύση έχτισα πολύ γερές άμυνες, πολύ γερές, μα τις διαπερνάς σα να είναι από χαρτί και αυτό ταυτόχρονα με εξιτάρει και με τρομάζει, σα να στέκομαι στην άκρη ενός θεόρατου γκρεμού και να κοιτάζω προς τα κάτω τα βράχια και… και αν κάνω το παραμικρό λάθος θα πέσω και θα γίνω χίλια κομμάτια.»
“Battle not with monsters, lest ye become a monster, and if you gaze into the abyss, the abyss gazes also into you.”
«Δε νομίζω ότι εδώ κολλάει ο Νίτσε!»
«Το πρώτο μέρος όχι, έχεις δίκιο, το δεύτερο περιγράφει αυτό ακριβώς που νιώθεις, σαγήνη και η σαγήνη μπορεί να είναι τρομακτική. Δεν σου γκρεμίζω εγώ τα τείχη, Μαριλίζα μου, εσύ τα γκρεμίζεις και αυτό είναι που σε τρομάζει πάνω απ’ όλα. Οι επιλογές μας πάνε χέρι-χέρι όχι μόνο με τα πιθανά οφέλη αλλά και με τις συνέπειες. Δεν μπορείς να έχεις και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο, δεν μπορείς να απολαμβάνεις τα οφέλη χωρίς να παίρνεις τα ρίσκα των συνεπειών. Θυμάσαι τι λέγαμε; Υπάρχουν μερικές φορές που πρέπει να ρίξεις το ζάρι, μόνο που αυτό δεν έχει μόνο εξάρες, υπάρχουν και τα ντόρτια και αν δεν μπορείς να αντέξεις τις συνέπειες του δεύτερου, τότε μη το ρίξεις το ρημάδι.»
«Το έριξα, όμως.»
«Αν φοβάσαι τα ντόρτια τότε μπορείς ακόμα να αποχωρίσεις.»
«Όχι!» απάντησα ταραγμένη. «Όχι!»
«Τότε έχεις την απάντησή σου. You’re here for the ride, enjoy!»
“I will.”
“Awesome, because I *really* love your ass and I plan to enjoy it, hopefully without the existential crisis at the end!”
«Τσούζει Θανάση μου!» προσπάθησα να αστειευτώ.
«Don’t I know that? Υπενθυμίζω, πρώην σφιχτοκώλης!» μου είπε και τα γέλια διέλυσαν την όποια ένταση μου είχε απομείνει.
«Τι θέλεις να κάνουμε;»
«Χμμμ, δεν είναι ακριβώς αυθόρμητο, θέλω να δούμε ένα επεισόδιο από το Star Trek Next Generation.»
«Μη το πάρεις στραβά αλλά είχα προσπαθήσει να δω με τον Κώστα και δε μου άρεσε. Η αγάπη μου για την επιστημονική φαντασία εξαντλήθηκε στο γυρίστε το γαλαξία με ωτοστόπ.»
«Είμαι σίγουρος ότι αυτό το επεισόδιο θα το λατρέψεις. Και να έχεις και χαρτομάντηλα πρόχειρα, όχι τίποτε άλλο είσαι και κλαψιάρα, αν κρίνω από το Τσερνόμπιλ.»
«Είμαι» ομολόγησα. «Δεν το έχω και πολύ δύσκολο.»
«Οπότε φέρε το laptop σου και φέρε και χαρτομάντηλα, θα τα χρειαστείς». Σηκώθηκα και πήγα μέσα και έφερα το laptop και το άνοιξα.
«Υποθέτω ότι θα το δούμε στο Streamio, ε;»
«Όχι, το έχει το Netflix.»
«Εχμ, δεν έχω βάλει Netflix στο laptop, βλέπω κατευθείαν στην τηλεόραση» είπα και έκλεισα το laptop και άνοιξα την τηλεόραση, που μπορεί να μην ήταν τέρας σαν του Αρίστου αλλά ήταν αξιοπρεπέστατη, για δωμάτιο δηλαδή. Άνοιξα το Netflix και μετά έδωσα του έδωσα το τηλεχειριστήριο για να βρει το επεισόδιο που ήθελε να δούμε παρέα. Ήταν το προτελευταίο επεισόδιο του πέμπτου κύκλου και είχε τίτλο “The Inner Light.”
«Ξέρεις ποιος είναι ποιος;» με ρώτησε πατώντας pause.
«Ναι, έχω μια ιδέα, είχα δει μερικά επεισόδια με τον Κώστα.»
«Οκ, συνεχίζουμε τότε.»

Τα χρειάστηκα τελικά τα χαρτομάντηλα, το τέλος του επεισοδίου με βρήκε να κλαίω με λυγμούς, έχοντας μου προξενήσει έντονο αίσθημα απώλειας και αβάσταχτης μελαγχολίας. Ο Αρίστος με χάιδευε τρυφερά κι εγώ έκλαιγα του καλού καιρού και πάνω που πήγαινα να ηρεμίσω, έβαζα τα κλάματα και πάλι, το κεφάλι μου είχε γίνει αχταρμάς, από ένα σημείο και πέρα δεν ήξερα γιατί έκλαιγα. Ή μάλλον ήξερα… θρηνούσα και πάλι την απώλεια του Διονύση και του Κώστα αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν σαν τότε, ήταν καθαρτικό.

Ο Αρίστος απλά με άφησε να κλάψω με την ησυχία μου, δε μου είπε ούτε μια φορά «σώπα», με άφησε να το βγάλω από μέσα μου, να ξεσπάσω και το μόνο που έκανε ήταν να μου λέει με το χάδι του «είμαι εδώ» και στη συνειδητοποίηση ακολούθησε και νέος γύρος κλάματος.

«Θέλω να μάθεις να παίζεις στο φλάουτο το Inner Light» μου είπε όταν ηρέμισα κάποια στιγμή, αρκετή ώρα αργότερα.
«Θα το κάνω, Αρίστο μου» του υποσχέθηκα ρουφώντας τη μύτη μου. «Συγνώμη για το ξέσπασμα, ήταν υπέροχο το επεισόδιο.»
«Μη ζητάς συγνώμη, χαζούλα! Εντάξει, το ομολογώ, δεν περίμενα ότι θα ρίξεις τόσο κλάμα, ο σκοπός μου ήταν, με όχημα το γλυκά μελαγχολικό επεισόδιο, να επισκεφτείς το παρελθόν σου όχι με την αίσθηση της πίκρας που σου προκάλεσε ο πόνος, αλλά με τη αίσθηση της νοσταλγίας για τις όμορφες στιγμές που έζησες. Να τον αφήσεις στην άκρη και να κρατήσεις τα όσα όμορφα έζησες χωρίς ωστόσο να ξεχάσεις τα μαθήματα που πήρες. Είμαστε όλα όσα έχουμε ζήσει, Μαριλίζα μου, και τα όμορφα και τα άσχημα.»
«Ξέρεις γιατί έκλαιγα;»
«Γιατί είσαι κλαψιάρα!» με πείραξε αλλά μετά σοβάρεψε. «Ναι, έχω μια ιδέα… και μιλάω εκ πείρας.»
«Έβαλες κι εσύ τα κλάματα;»
«Την πρώτη φορά που το είδα όχι, απλά ήταν ένα όμορφο μελαγχολικό, γλυκόπικρο επεισόδιο. Τη δεύτερη φορά που το ξαναείδα, πολλά χρόνια αργότερα, άνοιξαν οι βρύσες και δεν έκλειναν. Όπως, εικάζω, εσύ, έτσι κι εγώ, θρήνησα τις δικές μου απώλειες αλλά στο τέλος αυτό που έμεινε ήταν αυτή η αίσθηση της νοσταλγίας για τις όμορφες στιγμές και της γλυκιάς μελαγχολίας των όμορφων πραγμάτων που έχουν παρέλθει» είπε και αναστέναξε. «Δεν είσαι η μόνη που έστησες τείχη, Μαριλίζα μου.»
«Το ξέρω» τον διαβεβαίωσα. «Το ξέρω Αρίστο μου» είπα ξανά και τον χάιδεψα τρυφερά στο πρόσωπο.
«Δεν είναι ότι έχω ανοσία στη ζήλεια και ούτε έχω κάνει εμβόλιο κατά των όποιων ανασφαλειών μου» μου εξομολογήθηκε.
«Αρίστο αν ζηλεύεις…» πήγα να ξεκινήσω και με έκοψε.
«Μην το πεις αυτό που πήγες να πεις.»
“Ok, zipping it.”
«Και ούτε να διανοηθείς να σταματήσεις με τον Μιχάλη αν είναι αυτός ο λόγος.»
«Μα πώς να το κάνω αυτό, με ποια όρεξη να το κάνω όταν ξέρω πως θα σε κάνει να νιώσεις άσχημα;»
«Γιατί αφενός δεν νιώθω άσχημα, η ζήλεια αν τη διαχειριστείς σωστά γίνεται αλατοπίπερο και νοστιμίζει αντί να πικραίνει, και αφετέρου γιατί δρέπω κι εγώ τους καρπούς του να περνάς όμορφα. Και επιπλέον, έχω και μια δόση μαζοχισμού μέσα μου και χρειάζεται και αυτός το φαγάκι του.»
«Το ξέρω ότι σε κουράζει -και ίσως να σε εκνευρίζει κιόλας- να επανέρχομαι στα ίδια και στα ίδια, αλλά please bear with me, όλα αυτά για μένα είναι πρωτόγνωρα.»
«Και είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν εκνευρίζομαι, και πίστεψέ με, δε μου είναι και δύσκολο.»
«Ναι, το κατάλαβα αυτό τη Δευτέρα με το Skype και η αλήθεια είναι ότι μου έκανε εντύπωση. Εννοώ φτιάχνεις πράγματα με τα χέρια σου, επισκευάζεις ηλεκτρονικά, φροντίζεις τα λουλούδια σου, έχεις σκύλο και γατιά, δε γίνεται να μη σ’ έχουν μάθει να είσαι υπομονετικός!»
«Είμαι υπομονετικός εκεί που απαιτείται υπομονή. Σε πράγματα που δεν απαιτείται, εκνευρίζομαι όταν… απαιτηθεί! Δε μου αρέσει να μου ανατρέπεται το πρόγραμμα, δε μου αρέσουν οι εκπλήξεις, δε μου αρέσει όταν δεν λειτουργούν τα απλά πράγματα και ναι, εκνευρίζομαι. Παλεύω πολλά χρόνια να καταφέρω να το διαχειριστώ αλλά ακόμα στις προσπάθειες είμαι, οπότε ναι, μπορώ από τη μια στιγμή στην άλλη αν κάτι μου πάει στραβά να εκνευριστώ και να γίνω ψυχρός και απότομος ή ακόμα και να βάλω και τις φωνές για πράγματα ουσιαστικά ασήμαντα. That’s a cross you have to bear.»
«Εγώ;»
«Κι εσύ και όλοι όσοι είναι στη ζωή μου, την υπομονή που ώρες-ώρες αδυνατώ να δείξω εγώ πέφτει ο κλήρος να τη δείξουν οι υπόλοιποι γιατί αν δεν… δεν πάει καλά. Ωστόσο, για να σε καθησυχάσω, τα S/m παιχνίδια ανήκουν στην κατηγορία των πραγμάτων που χρειάζονται υπομονή και επιπλέον ποτέ μα ποτέ δεν κάνω session όταν είμαι, για τον όποιο λόγο, ταραγμένος.»
«Χμμμ.»
«Είναι ο λόγος που κάμποσες φορές δεν έχω κάνει session ενώ αρχικά ήθελα, κάτι με χάλασε, κάτι με εκνεύρισε, και μείναμε αμφότεροι με την όρεξη. Δηλαδή οι άλλοι, εμένα μου ήδη είχε φύγει!»
«Δεν πήγε καλά, ε;»
«Αν είχε ξεκινήσει θα πήγαινε ακόμα χειρότερα!»
«Είναι κι αυτό.»
«Είναι σαν το ποτό» μου εξήγησε. «Αν δεν προσέξεις αντί να το πιείς εσύ θα σε πιεί αυτό, το S/m παιχνίδι είναι για την καύλα που προσφέρει και όχι για να ξεσπάσεις τα νεύρα σου ή -από την ανάποδη- για να χορτάσεις το μαζοχισμό σου!»
«Κάτσε, εσύ αυτό δεν κάνεις;»
«Τον ταΐζω, δεν τον χορταίνω. Δεν χορταίνει Μαριλίζα μου ή τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ.»
«Θα πονέσει αυτό» προσπάθησα να αστειευτώ και πάλι.
«Ναι, αυτή είναι η ιδέα και θα εξερευνήσουμε μαζί και τις αντοχές σου. Τούτου λεχθέντος ωστόσο σε καμία περίπτωση δε θα σε σπρώξω πέρα από τα όριά σου και ούτε θα δοκιμάζω μαζί σου πράγματα που δε θέλεις.»
«Τότε τι διαφορά έχει το δικό σου topping από αυτό ενός servicing?»
«Στο ότι θα κάνουμε τα δικά μου παιχνίδια, στο ότι δε θα κατευθύνεις τη σκηνή και φυσικά θα φτάνει κοντά στα όριά του τι αντέχεις ξεπερνώντας τα όρια του μέχρι πόσο το βρίσκεις απολαυστικό. Για παράδειγμα -και είναι απλό παράδειγμα, έτσι;- εσύ μπορεί μέχρι τις 30 με το paddle να νιώθεις ηδονή αλλά δε θα σταματήσω στις 30, θα το πάω μέχρι το σημείο που είσαι κοντά στα όρια του πόσο αντέχεις.»
«Κάθε φορά θα είναι μέχρι το safeword, δηλαδή;»
«Κοίτα, στην αρχή, όσο σε μαθαίνω και με μαθαίνεις, η χρήση του θα είναι μάλλον συχνή. Όσο σε μαθαίνω ωστόσο, τόσο λιγότερο θα γίνεται απαραίτητο και εννοώ ότι θα έχω αρχίσει να μαθαίνω το πόσο μας παίρνει. Πάντα θα υπάρχει αλλά όπως θα διαπιστώσεις από ένα σημείο και πέρα εξαιρετικά σπάνια θα χρειάζεται.»
«Αρίστο, όχι βελόνες σε παρακαλώ.»
«Δεν είναι του γούστου μου έτσι και αλλιώς. Τι άλλο δεν έχεις δοκιμάσει και τι δε θα ήθελες καν να δοκιμάσεις;»
«Δεν έχω δοκιμάσει whip και να σου πω την αλήθεια -και χωρίς να το απορρίπτω κατηγορηματικά- δεν καίγομαι ιδιαίτερα να το δοκιμάσω.»
«Ας το πάμε αλλιώς, τι σου αρέσει;»
«Τι μου αρέσει… χμμμ… με το χέρι, με ζώνη, με paddle, μου αρέσει με το flogger στο στήθος, ως ένα σημείο δηλαδή και χμμμ… δε μου πολυαρέσει η βίτσα… μου αρέσει το κερί… όταν με είχε ρωτήσει ο Μιχάλης είχα γουρλώσει τα μάτια μου αλλά όταν με έδεσε στο σταυρό και μου έριξε κερί… αχ… ήταν ωραία.»
«Το δοκίμασες όμως!»
«Ναι, το δοκίμασα και διαπίστωσα ότι μου άρεσε αλλά στην αρχή δεν είχα τι να σκεφτώ, μου είχε προκαλέσει απλά έκπληξη. Φαντάζομαι ότι μαζί σου θα δοκιμάσω και το whip, αν και εκεί έχω μια ιδέα του τι με περιμένει και κατά πάσα πιθανότητα δε θα μ’ αρέσει.»
«Το έχεις δοκιμάσει;»
«Όχι.»
«Τότε πως έχεις μια ιδέα;»
«Γιατί φαντάζομαι ότι προκαλεί οξύ πόνο, πιο οξύ από της βίτσας, την οποία έχω δοκιμάσει.»
«Ναι, είναι πιο οξύς.»
«Δεν έχω μεγάλες αντοχές» ομολόγησα χαμηλώνοντας το βλέμμα. «Έχω… έχω παρακολουθήσει τον Μιχάλη να παίζει με άλλες κοπέλες και κάποιες φορές τις έφτανε να ματώνουν στην πλάτη με το μαστίγιο…»
«Όμως με τον Μιχάλη το ζητούμενο ήταν να πάτε μέχρι όσο εσένα σε ερεθίζει σαν παιχνίδι, σωστά;»
«Σωστά» είπα ξεφυσώντας.
«Γιατί ξεφυσάς, Μαριλίζα μου; Δεν το επικρίνω, απλά έχω διαφορετικά ζητούμενα, αλλά, όπως σου είπα και πριν, αν και θέλω να εξερευνήσω τις αντοχές σου δε σκοπεύω ούτε να σε τεντώσω ούτε να σε φέρνω κάθε φορά στα όριά σου. Θα στο θέσω και αλλιώς, αν το σημείο μέχρι το οποίο είναι απολαυστικό για σένα μου είναι και για μένα, δε θα συνεχίσω παραπάνω. Αν το σημείο που χρειάζομαι να φτάσω είναι κοντά στις αντοχές σου, ωστόσο, θα το πάω μέχρι εκεί. Αν τις ξεπερνάει, απλά δε θα το κάνω αυτό μαζί σου, δόξα τω Θεώ, υπάρχουν κάμποσες play partners που τα thresholds τους μου φτάνουν και μου περισσεύουν.»
«Θέλω να σου δώσω ό,τι μου ζητάς!»
«Δεν αρκεί η θέληση, πρέπει και να το μπορείς. Ωστόσο μην υποτιμάς το πόσο το εκτιμώ ότι το θέλεις, ακόμα και αν τελικά δεν το μπορέσεις.»
«Δε θα χαλαστείς;»
«Θα μου προσφέρεις τον εαυτό σου ως εκεί που αντέχεις Μαριλίζα και αυτό μου αρκεί. Δε θέλω να θυσιάσεις για μένα, θέλω να προσφέρεις επειδή σε γεμίζει αυτή η προσφορά για όσο σε γεμίζει αυτή η προσφορά.»
«Θέλεις καφεδάκι;» τον ρώτησα αλλάζοντας κουβέντα. «Δεν έχω καφετιέρα σαν τη δική σου οπότε θα παραγγείλουμε!»
«Ναι, ένα καφεδάκι θα το έπινα τώρα» απάντησε και, καταλαβαίνοντας ότι δεν ήθελα να συζητήσω περισσότερο, δεν το συνέχισε.
«Ωραία, θα το παραγγείλω και θα κατέβω να τα πάρω. Και τις τάρτες! Ξέχασα τις τάρτες! Φτου!» είπα δεν μπόρεσε να πνίξει ένα χαχανητό.
«Αν δε σε πειράζει να κατέβω κι εγώ κάτω στο αυτοκίνητο να πάρω κάποια πραγματάκια από το πορτμπαγκάζ. Δηλαδή πιο άνετα ρούχα, τα έφερα καλού-κακού, για να μην είμαι όλη την ώρα με το κουστούμι!»
«Θα κάτσεις μαζί μου σήμερα;» τον ρώτησα με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά κάνοντάς τον να χαμογελάσει.
«Αν με θέλεις, θα το ήθελα. Γιατί νομίζεις ότι τα κουβάλησα;»
«Αχ υπέροχα!» είπα και σηκώθηκα και του τράβηξα ένα ρουφηχτό φιλί. «Και να σου πω, δε χρειάζεται να ντύνεσαι και να γδύνεσαι, τώρα που θα κατέβω να πάρω τους καφέδες, θα σου φέρω εγώ τα πράγματά σου από το αυτοκίνητο.»
«Ναι, γιατί όχι;» μου είπε. «Άντε, κάνε τα κουμάντα σου!»
«Αμέσως!» του είπα χαμογελαστή και πήρα τηλέφωνο στο ζαχαροπλαστείο. «Καλησπέρα, θέλω ένα διπλό americano σκέτο και ένα καπουτσίνο μέτριο με μαύρη ζάχαρη, και τα δύο ζεστά. Ναι, η Μαριλίζα είμαι. Σε πόση ώρα; Α, να κατέβω τώρα; Εντάξει, ευχαριστώ» είπα και έκλεισα το τηλέφωνο και μετά γύρισα προς τον Αρίστο. «Πάω να τους πάρω!»
«Κάτσε να σηκωθώ να σου δώσω και τα κλειδιά μου» μου είπε και αφού έβαλα τη φόρμα μου, πήγαμε προς το σαλόνι που είχε αφήσει το σακάκι του, ψάρεψε από μέσα τα κλειδιά του και μου τα έδωσε.
«Έρχομαι αμέσως» του είπα και έφυγα σχεδόν πετώντας από τη χαρά μου.

Είχα ελπίσει να θέλει να κοιμηθούμε μαζί το βράδυ αλλά δεν ήθελα να του το ζητήσω και δε χρειάστηκε καν, το ήθελε και ο ίδιος τόσο που είχε έρθει προετοιμασμένος. Πήγα να και πήρα τους καφέδες -και τάρτες, εννοείται!- και μετά πέρασα από το αυτοκίνητό του να πάρω τα πράγματά του. Δεν είχε κάτι στο πίσω κάθισα οπότε άνοιξα το πορτμπαγκάζ που και πήρα από μέσα ένα μικρό σακβουαγιάζ. Και εκεί ένιωσα κάτι υγρό ανάμεσα στα πόδια μου, μου είχε έρθει περίοδος. Γαμώ το! Γαμώ το, δηλαδή! Δε μπορούσε να περιμένει μια μέρα η ρημάδα; Ανέβηκα πάνω με τα μούτρα ελαφρά ξινισμένα και ο Αρίστος το έπιασε αμέσως.

«Τι έπαθες εσύ βρε;»
«Υδραυλικά… βρήκε τη μέρα!» του είπα με το παράπονο να με πνίγει.
«Εντάξει ματάκια μου, και τι έγινε; Έλα εδώ χαζούλα!» μου είπε και άνοιξε την αγκαλιά του και χώθηκα μέσα της.
«Γιατί σήμερα, γιατί;» ρώτησα το σύμπαν και εκεί με πήραν και πάλι τα ζουμιά, το έχω εύκολο, τι να κάνω; Ο Αρίστος με έσφιξε πάνω του και με χάιδεψε τρυφερά. «Είμαι κλαψιάρα» μουρμούρισα ρουφώντας ελαφρά τη μύτη μου.
«Είσαι γλύκα σκέτη!» μου είπε και μου σκούπισε τα μάτια. «Και μου πήρες και τάρτες!»
«Εμ τι, έτσι θα σ’ άφηνα;» τον ρώτησα χαμογελαστή. «Αρίστο μου, πρέπει να αλλάξω και…»
«Ναι, ναι, πήγαινε» μου είπε διακόπτοντάς με. «Εχμ… τα ρούχα μου θα φορέσεις;» με ρώτησε καθώς αφηρημένη πήρα το σακβουαγιάζ του μαζί μου.
“Ooops!” είπα χαμογελαστή και γύρισα να του το δώσω. «Φιλάκι;»
«Φιλάκι!» μου είπε και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα.

Πήγα στο μπάνιο να αλλάξω και να κάνω ένα γρήγορο ντουζ. Ευτυχώς είμαι από τις γυναίκες τις οποίες η περίοδος δεν ταλαιπωρεί ιδιαίτερα, εντάξει έχω φούσκωμα και αυξημένη ευαισθησία στα στήθη αλλά όχι ιδιαίτερους πόνους. Βέβαια με τις ορμόνες αχταρμά γίνομαι λίγο πιο κλαψιάρα απ’ ότι συνήθως αλλά δε βαριέσαι, υπάρχουν και πολύ χειρότερα. Όταν γύρισα στο σαλόνι ο Αρίστος ήταν και αυτός ντυμένος με μια φόρμα και μέχρι και παντόφλες φορούσε.

«Να σου πω, δεν πιστεύω να σε πειράζει να τα αφήσω αυτά εδώ αύριο φεύγοντας, έτσι;»
«Άκου τι ρωτάει! Φυσικά και δεν με πειράζει Αρίστο μου!!!!»
«Το Σάββατο που θα έρθεις…»
«Κυριακή δεν έχεις κανονίσει με το Στεργίου;» τον διέκοψα.
«Το Σάββατο που θα έρθεις, ξαναλέω, θα φέρεις κι εσύ ρούχα για να έχεις στο σπίτι μου.»
«Νομίζω ότι το έπιασα το υπονοούμενο» του είπα χαμογελώντας σα χαζή.
«Την Κυριακή το πρωί που θα ξυπνήσουμε για να φτιάξουμε το αντικριστό δε θα χαμογελάς τόσο πολύ» με πείραξε.
«Χα! Νομίζεις!»

Θα ξυπνήσουμε! Θα φτιάξουμε αντικριστό! Θα βγάλουμε βόλτα την Sadie! Μαζί! Το μυαλό μου πάσχιζε ακόμα να συνειδητοποιήσει ότι μετά από ένα χρόνο βρισκόμουν και πάλι σε σχέση με κάποιον. Βέβαια ήταν σχέση αρκετά διαφορετική από όλες όσες είχα μέχρι τώρα, αλλά, όσο και αν αυτό κάπου με τσίνιζε, είχε και τα καλά του, θα συνέχιζα να έχω στη ζωή μου τον Μιχάλη με τον τρόπο που τον είχα και τώρα, θα συνεχίζαμε να κάνουμε παρέα και, κατά τα φαινόμενα, θα συνεχίζαμε να βγάζουμε τα μάτια μας όποτε είχαμε κέφι, και όλα αυτά έχοντας κανονική σχέση με τον Αρίστο. Μακάρι να γινόταν αυτό που πραγματικά πίστευα, να συμπαθούσαν ο ένας τον άλλον! Και ξαφνικά ένωσα ανήσυχη για την Παρασκευή, τι θα γινόταν αν δεν τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους; «Όχι, όχι, δε θα σκέφτεσαι έτσι» μάλωσα τον εαυτό μου.

«Τελείωσε η διάσκεψη την ολομέλειας;» με ρώτησε ο Αρίστος με αυτό το αιώνιο smirk του.
«Είμαστε σε σχέση!» μονολόγησα
«Γαμώτο, όλα τελευταίος τα μαθαίνω» μου απάντησε συνεχίζοντας το δούλεμα.
«Και τώρα ανάκριση!» του δήλωσα. «Κατσ’ κατ!»
«Να ‘τα και τα πιπεράτα!»
«Αμέ, τι νόμιζες; Λοιπόν, Αρίστο!»
«Διατάξτε!» συνέχισε ακάθεκτος το δούλεμα.
«Για come to δώθε!» του είπα και φορώντας ακόμα το smirk του ήρθε και κάθισε δίπλα μου στον καναπέ. «Πόσες φορές έχεις ερωτευτεί;»
«Τρεις» μου απάντησε χωρίς να το σκεφτεί. «Τη Μυρτώ, τη Φοίβη και τη Χριστίνα!»
«Τη Φοίβη; Τη γνωστή Φοίβη; Και ποια είναι η Μυρτώ;»
«Ναι, στη Μαρτίνου αναφέρομαι. Όσον αφορά τη Μυρτώ, she was my first love, στο πολυτεχνείο, είμασταν μαζί τρία χρόνια.»
«Οκ, θα μου πεις μετά για τη Μυρτώ!»
«Μάλιστα κύριε λοχαγέ!»
«Το αντιπαρέρχομαι αυτό! Με τη Φοίβη πώς; Δεν ήταν με τον Ανδρέα;»
«Με τον ίδιο τρόπο που ερωτεύτηκες και εσύ το Μιχάλη, I guess. Σου είπα, για κάποιους σαν εμένα είναι αδύνατο να μην την ερωτευτούν. Ομολογώ ότι ενδεχομένως να μη δάγκωσα τόσο δυνατά τη λαμαρίνα όσο εσύ με τον Μιχάλη αλλά έτσι ή γιουβέτσι την ερωτεύτηκα, και ακόμα είμαι λίγο, το ομολογώ!»
«Η Μυρτώ;»
«Η Μυρτώ ήταν συμφοιτήτριά μου στο πολυτεχνείο, πρωτοετής εκείνη, τριτοετής κι εγώ. Γνωριστήκαμε σε ένα φοιτητικό πάρτι και κολλήσαμε αμέσως. Όπως εκείνης έτσι κι εγώ, ήμασταν οι πρώτοι πραγματικοί έρωτες και ήταν πολύ έντονο. Με εκείνη έκανα τα πρώτα μου S/m παιχνίδια.»
«Τι έγινε;»
«Τι να γίνει, οι πρώτοι έρωτες όσο δυνατοί και αν είναι, σπάνια είναι οι τελευταίοι. Ναι, υπάρχουν και εξαιρέσεις στον κανόνα όπως η Φοίβη με τον Ανδρέα και τη Χριστιάνα.»
«Την ποια;»
«Ναι… Την κουμπάρα τους εννοώ. Μεγάλη ιστορία αυτή η γυναίκα, Μαριλίζα δεν αστειεύομαι όταν σου λέω πως όταν εγώ πήγαινα εκείνη γύριζε για δέκατη φορά. Τέλος πάντων, η Φοίβη τα είχε στην αρχή με τον Ανδρέα και μετά έγιναν τρίο με τη Χριστιάνα και η σχέση τους κράτησε πολλά χρόνια και δε νομίζω ότι σταμάτησαν ποτέ να είναι ερωτευμένες η μία με την άλλη.»
«Και ο Ανδρέας;»
«Ο Ανδρέας τι; Τη νιρβάνα του ζούσε, τη Φοίβη την έχεις δει έτσι; Που να δεις τη Χριστιάνα. Ποιο αγοράκι θα είχε δύο κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά να τον ξεμυαλίζουν και θα χαλιόταν; Βέβαια η Χριστιάνα είναι λεσβία οπότε τα παιχνίδια της με τον Ανδρέα ήταν περιορισμένου εύρους αλλά, συναισθηματικά μιλώντας, αγαπούσαν ο ένας τον άλλον, ίσως όχι στον ίδιο βαθμό που αγαπούσαν τη Φοίβη, αλλά αγαπιόντουσαν nonetheless.»
«Και όλα αυτά στα μέσα του ’90;»
«Ω ναι! Μυθιστόρημα σκέτο. Τέλος πάντων.»
«Με τη Χριστίνα πότε γνωριστήκατε;»
«Το 2007, όταν γύρισα από Αμερική. Στο forum τη γνώρισα, αν και έχει πάψει να μπαίνει εδώ και χρόνια. Χωρίσαμε το 2013, το γιατί στο έχω πει.»
«Μου το έχεις πει, μωρό μου» του είπα χαϊδεύοντάς τον τρυφερά και τότε συνειδητοποίησα ότι τον είπα «μωρό μου». Εκείνος πάλι δεν έδειξε ούτε να πειράζεται, ούτε να χαλιέται, αν μη τι άλλο ανοίχτηκε ακόμα περισσότερο.
«Είχε πονέσει πολύ αυτό, Μαριλίζα μου. Πολύ. Ήταν η πιο δύσκολη απόφαση που έχω πάρει ποτέ στη ζωή μου, η Χριστίνα να χτυπιέται και να κλαίει και να μου λέει πως μ’ αγαπάει, πως δε θέλει να με αφήσει, πως αφού ο Θεός δεν ήθελε να μπορέσει να κάνει δικό της παιδί ας μην έκανε κι εγώ… κι εγώ με τα μέσα μου να ουρλιάζουν, με τα σωθικά μου να καίγονται, να προσπαθώ να φανώ σκληρός και για τους δυο μας… το μόνο… το μόνο που ήθελα ήταν να την πάρω στην αγκαλιά μου…» είπε και σκούπισε βιαστικά ένα δάκρυ. «Ξέρεις κάτι;», συνέχισε, «ήταν η σωστή απόφαση. Γνώρισε το Νικήτα, έκανε δυο υπέροχα κοριτσάκια και ζει ευτυχισμένη. Εγώ… εγώ έμεινα πίσω. Έκανα σχέσεις που δε φτουρούσαν, η Χριστίνα ήταν το μέτρο σύγκρισης για το τι αποζητώ από μια σύντροφο και ο έρωτάς μου για τη Μυρτώ, τη Φοίβη και φυσικά για τη Χριστίνα, το μέτρο της έντασης των συναισθημάτων μου.»
«Είναι άδικο αυτό για όλες όσες ακολούθησαν» του είπα καθότι κι εγώ προς το παρόν σε αυτή την κατηγορία άνηκα.
«Άδικο γιατί; Είμαστε όλα όσα έχουμε ζήσει, Μαριλίζα, αλλά και κάτι παραπάνω, είμαστε και αυτά που θέλαμε να ζήσουμε, και απλά καμία από Χριστίνα και μετά δεν το είχε. Με κάποιες από αυτές κρατήσαμε επαφές, γίναμε play partners και με κάποιες ακόμα είμαστε, αλλά καμία δεν είχε αυτό το κάτι. It is what it is, η ζωή δεν έχει εγγυήσεις. Μπορείς να ξεκινήσεις κάτι και να μην περπατήσει αλλά σίγουρα αποκλείεται να περπατήσει αυτό που δεν έχεις ξεκινήσει.»
«Ισχύει. Que sera, sera, whatever will be will be, που λέει και το τραγούδι!»
«Το ξέρεις;» με ρώτησε έκπληκτος
«Ε, μπορεί να είμαι το ’98 αλλά δεν έπεσα με αλεξίπτωτο από τον Άρη βρε Αρίστο! Το συγκεκριμένο άρεσε πολύ στη μακαρίτισσα τη γιαγιά, τη μαμά της μαμάς μου.»
«Έχω μια ιδέα» μου είπε. «Έχεις Spotify; Ή μάλλον άστο, έχεις κάποιο Bluetooth ηχείο;»
«Ναι, έχω… εχμ» είπα και σταμάτησα και με κοίταξε ερωτηματικά. «Ουφ… με… ουφ…»
«Παιδί μου τι έπαθες;»
«Με… με αυτό έκανα χθες στριπτήζ»
«Σοβαρά τώρα;» με ρώτησε και προς στιγμή κοκάλωσα. «Φέρε το ηχείο βρε διάολε… δεν είμαστε με τα καλά μας» συνέχισε να μουρμουράει.
«Στο… δεν…»
«Ρε πήγαινε φέρε το ηχείο και άσε το μελόδραμα!» μου είπε και τι να κάνω, σηκώθηκα και πήγα και το έφερα. «Α, είναι και καλό!» μου είπε όταν το είδε.
«Μου το έφερε ο Άγιος Βασίλης» του είπα παιχνιδιάρικα. «Το κέρδισα στη Χριστουγεννιάτικη κλήρωση.»
«Να είσαι πάντα καλότυχη.»
«Σ’ ευχαριστώ. Κάτσε να ανοίξω το Bluetooth να το συνδέσεις και αν έχεις όρεξη κατέβασε και την εφαρμογή της JBL, νομίζω ότι με αυτήν μπορείς να κάνεις παραπάνω πράγματα!»
«Δε χρειάζεται κοριτσάκι μου, να παίξω απλά μουσική θέλω. Ωραία, συνδέθηκα» μου είπε και ψαχούλεψε το κινητό του και μετά σηκώθηκε και γύρισε προς το μέρος του. «Θα μου χαρίσετε αυτό το χορό ωραία μου δεσποινίς;»
«Πολύ ευχαρίστως καλέ μου κύριε» του είπα και μου έδωσε το χέρι του και με βοήθησε να σηκωθώ. Πάτησε να ξεκινήσει η μουσική και αφού άφησε το κινητό με έπιασε και με έσφιξε πάνω του. Δεν το ήξερα το τραγούδι.
Are you going to Scarborough Fair?
Parsley, sage, rosemary, and thyme
Remember me to one who lives there
She once was a true love of mine

Το τραγούδι, όμορφο και μελαγχολικό είχε ένα μεσαιωνικό vibe και, όπως και το επεισόδιο του Star Trek που είδαμε, μου γέννησε μια αίσθηση μελαγχολίας και νοσταλγίας χωρίς ωστόσο να μου γεννήσει την αίσθηση της απώλειας. Συνεχίσαμε να το χορεύουμε αλλά όταν πλησίαζε προς το τέλος ήθελα να του βάλω κι εγώ ένα τραγούδι.

«Αρίστο μου, μπορώ να διαλέξω εγώ το επόμενο;»
«Αμέ!» μου είπε χαμογελαστός και μου έδωσε το κινητό του. «Μη μου πεις ποιο είναι, βάλ’το απλά να το ακούσουμε, αρκεί να είναι μπαλάντα!»
«Μπαλάντα είναι» του είπα βρίσκοντας το τραγούδι. Πάτησα να ξεκινήσει να παίζει και γύρισα στην αγκαλιά του.
What would I do without your smart mouth?
Drawing me in, and you kicking me out
You've got my head spinning, no kidding, I can't pin you down
What's going on in that beautiful mind?
I'm on your magical mystery ride
And I'm so dizzy, don't know what hit me, but I'll be alright
«Δεν το ήξερα, όμορφο ήταν!» μου είπε όταν το τραγούδι έφτανε στο τέλος του. «Το επόμενο δικό μου» είπε και έπιασε το κινητό στο χέρι και διάλεξε τραγούδι. «Αυτό είναι για το παρελθόν, εσύ μετά θέλω να διαλέξεις ένα για το μέλλον.»
«Αμέ» του είπα και σταμάτησα καθώς άρχισαν να πέφτουν οι νότες. Αυτό το ήξερα, το είχα συναντήσει σε μια ιστορία στο φόρουμ!
Where the Nile flows
And the moon glows
On the silent sand
Of an ancient land

When a dream dies
And the heart cries
Shadharoba
Is the word they whisper low

Τον είχα αγκαλιάσει σφιχτά και είχα δακρύσει, θυμήθηκα την ιστορία στην οποία το είχα συναντήσει για πρώτη φορά, μια γλυκόπικρη, μελαγχολική ιστορία που το τέλος της με είχε αφήσει με κόμπο στο στομάχι, να κλαίω του καλού καιρού. Το τραγούδι ήταν υπέροχο αλλά εγώ ήθελα να επιλέξω κάτι λιγότερο μελαγχολικό και είχα λατρέψει και την ταινία και μεταξύ μας, για το μέλλον δε μου ζήτησε; Ε, ποιο αισιόδοξο δεν έχει!

Now I've had the time of my life
No, I never felt like this before
Yes I swear, it's the truth
And I owe it all to you
'Cause I've had the time of my life
And I owe it all to you

Και εκεί με περίμενε μια έκπληξη. Μια τεράστια, υπέροχη έκπληξη! Όταν το τραγούδι άρχισε να γίνεται πιο γρήγορο ο Αρίστος σταμάτησε να με έχει αγκαλιά και άρχισε με χορεύει πιο γρήγορα και εντάξει, μπορεί να μην το κάναμε Dirty Dancing, but boy, I had the time of my life χορεύοντάς το μαζί του!!!!

«Αχ, κάτσε να κάτσουμε λίγο γιατί δεν είμαι για τέτοια στην ηλικία μου και έχω ξεμάθει» είπε λαχανιασμένος.
«Πού έμαθες εσύ να χορεύεις έτσι;» τον ρώτησα εντυπωσιασμένη.
«Με τη Χριστίνα, της άρεσε πολύ ο χορός. Και… το ομολογώ, ένας από τους λόγους ήταν και η Φοίβη.»
«Η Φοίβη;» τον ρώτησα με απορία.
«Ναι, ήθελα να …να την εντυπωσιάσω, το παραδέχομαι. Σου είπα την είχα δαγκώσει πολύ γερά τη λαμαρίνα με την πάρτη της.»
«Πριν γνωρίσεις τη Χριστίνα;»
«Ναι, το 2002 ή 2003, δε θυμάμαι, που την είχα γνωρίσει από κοντά όταν ήρθαν Αμερική. Είχαμε βγει οι πέντε μας…»
«Ποιοι πέντε;» τον διέκοψα
«Εγώ, προφανώς, η Φοίβη με τον Ανδρέα και η Χριστιάνα με τη σύζυγό της, δε θυμάμαι πως τη λένε, και είχαμε πάει για χορό και τους είδα και έπαθα ντιριντάχτα. Φοίβη και Χριστιάνα ήταν μια κατηγορία μόνες τους αλλά ο Ανδρέας ήταν και εκείνος εξαιρετικός στο χορό… και το ομολογώ, τους ζήλεψα. Όταν γνώρισα τη Χριστίνα το είδα σαν ευκαιρία να μάθω κι εγώ να χορεύω και… κάπως έτσι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Σου άρεσε;»
«Δεν το περίμενα, ήταν πολύ πολύ πολύ ευχάριστη έκπληξη γιατί… κι εμένα μ’ αρέσει να χορεύω… και μου έχει λείψει… πήγε και ο χορός σαν το φλάουτο…»
«Ε πες το μου αυτό κοριτσάρα μου! Θέλεις να ξεκινήσουμε ξανά; Μαζί;»
Δεν του απάντησα, απλά του όρμισα και… νομίζω ότι το έπιασε το υπονοούμενο!


10. Το αμαρτωλό τεφτέρι

Αν και αυτό που ήθελα πάνω απ’ όλα ήταν να κάνουμε σεξ, τελικά αρκέστηκα στην ικανοποίηση που άντλησα ικανοποιώντας τον ξανά με το στόμα μου, και αυτή τη φορά με ζόρισε κάμποσο, με την έννοια ότι του πήρε αρκετή ώρα να τελειώσει. Τουλάχιστον, και κρίνοντας από τις ανάσες του και τα σιγανά βογγητά του, το απόλαυσε. Όπως και τις προηγούμενες φορές, αφού κατάπια, τραβήχτηκα απαλά, του έδωσα ένα φιλάκι στο κεφαλάκι και σηκώθηκα προς τα πάνω. Φιλάκι μπορεί να μην είχε, πάλι, αλλά αυτή τη φορά με κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του. Κοίταξα το ρολόι μου, κόντευε να πάει 20:00.

«Δε μου λες κοριτσάρα μου, έχεις όρεξη να πάμε καμιά βόλτα;»
«Βόλτα; Πού;»
«Όπου θέλεις, και δεν εννοώ απαραίτητα να πάμε να κάτσουμε κάπου, απλή βόλτα με το αυτοκίνητο.»
«Ναι αμέ, γιατί όχι; Δώσε μου λίγο να αλλάξω!»
«Γιατί, τι έχεις; Κι εγώ με τη φόρμα θα κατέβω!»
«Εντάξει τότε. Θα βγούμε έξω από το αυτοκίνητο, να πάρω μπουφάν;»
«Χμμμ… μπορεί, αν και εγώ δεν έχω αλλά μην ανησυχείς, το πάνω μέρος της φόρμας μου είναι χοντρό και από μέσα έχει γούνα… δηλαδή όχι ακριβώς γούνα… κατάλαβες!»

Πήρα το μπουφάν μου, φόρεσε και εκείνος το πάνω μέρος της φόρμας του και κατεβήκαμε προς το αυτοκίνητο και, αφού δεθήκαμε, βγήκε προς τα έξω και ξεκινήσαμε. Ο Αρίστος πήρε την κατεύθυνση προς την Αγία Παρασκευή και όταν βγήκαμε στη Μεσογείων έστριψε αριστερά.

«Λέω να πάμε μια μεγάλη βόλτα μέχρι Νέα Μάκρη και μετά να ανέβουμε την Πεντέλη και να πάμε από την πίσω πλευρά. Έχεις πάει;»
«Νέα Μάκρη ναι, από την πίσω μεριά της Πεντέλης όχι!»
«Είναι όμορφη διαδρομή!»
«Είμαι σίγουρη» του είπα χαμογελαστή. «Αν θέλεις να πάμε από Πεντέλη, πάμε από Πεντέλη, αν θέλεις να πάμε μέσω Λαμίας, πάμε μέσω Λαμίας.»
«Μια άλλη φορά αυτό» μου είπε χαμογελαστός. «Φτου, τα φανάρια μου μέσα, θα φάμε πολύ φανάρι!»
«Δεν πειράζει!» του είπα και το εννοούσα, ήταν υπέροχα που ήμουν μαζί του, ας πηγαίναμε και σα χελώνες. Στο ραδιόφωνο έπαιζε μουσική από το Rock FM και έπαιζε και κάποια αποσπάσματα από μια πρωινή εκπομπή που είχαν πολύ πλάκα και έκανα νοερή σημείωση για να την ακούσω και κάποια στιγμή ζωντανά. Η Μεσογείων είχε όντως κίνηση αλλά δεν πήγαινε σημειωτόν οπότε δεν μας πήρε και πολλή ώρα μέχρι να φτάσουμε Ραφήνα.
«Αλήθεια» με ρώτησε κάποια στιγμή, «που πήγες διακοπές φέτος;»
«Φέτος Κεφαλονιά στους δικούς μου. Με τον Κώστα έχουμε πάει σε διάφορα νησιά, Πάρο, Νάξο, Σποράδες, Σαντορίνη, Μύκονο και Μήλο. Επίσης είχαμε κάνει και εκδρομές και Πελοπόννησο και Πήλιο και έχουμε πάει μαζί και Κεφαλονιά. Μικρή με τους γονείς μου έχουμε γυρίσει σχεδόν όλη την ηπειρωτική Ελλάδα.»
«Κρήτη έχεις πάει;»
«Όχι δεν έχω πάει και θα ήθελα πολύ!»
«Καλά να είμαστε και θα πάμε Κρήτη, έχω να κατέβω Ηράκλειο από το καλοκαίρι, ε, έχω και τις αδερφές μου και τη θεία μου.»
«Οι γονείς σου;»
«Έχουν πεθάνει και οι δύο.»
«Αλήθεια, το πατρικό σου πού είναι;»
«Ηράκλειο, δεν στο έχω πει;»
«Μέσα-μέσα ή κανένα χωριό.»
«Μέσα, κοντά στην πλατεία Κορνάρου. Ξέρεις από Ηράκλειο;»
«Όχι, καθόλου.»
«Ε, θα το δεις όταν κατέβουμε. Έχω αγοράσει και ένα στούντιο στη μικρή Έβανς το οποίο το δίνω μέσω του Airbnb, όταν πάμε εκεί θα μείνουμε» μου δήλωσε κάνοντάς με να λερώσω ακόμα μία φορά τα βρακιά μου, όχι απλά έκανε σχέδια για το μέλλον αλλά με συμπεριλάμβανε κιόλας μέσα σε αυτά σα να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Δεν απάντησα, απλά του χαμογέλασα τρίβοντάς του το χέρι που είχε πάνω στο λεβιέ των ταχυτήτων.
«Οι αδερφές σου;»
«Η Κατερίνα, η μεγαλύτερη, ζει στο πατρικό μας. Η μικρή, η Βασιλική, μένει κοντά στον Εσταυρωμένο. Η θεία η Μαριγώ μένει πάνω από την Κατερίνα.»
«Έχουν παιδιά;»
«Ναι, δύο η κάθε μία. Η Κατερίνα έχει το Μαθιό και την Ελένη, και η Βασιλική το Μηνά και τη Μαρία. Ελένη λέγαν τη συγχωρεμένη τη μητέρα μας και Μηνά τον συγχωρεμένο τον πατέρα μας. Τους δικούς σου γονείς πως τους λένε;»
«Γιώργο λένε τον πατέρα μου και Χαριτίνη τη μητέρα μου, όσο για τις γιαγιάδες μου, φαντάζομαι να το κατάλαβες από το όνομα, Μαρία τη μητέρα του πατέρα μου και Ελισσάβετ την άλλη μου γιαγιά.»
«Η μητέρα σου έχει υπέροχο όνομα!»
«Σ’ ευχαριστώ» του απάντησα χαμογελαστή. Με τούτα και με κείνα περάσαμε και τη Νέα Μάκρη και στρίψαμε αριστερά για Διόνυσο και πήραμε να ανεβαίνουμε την Πεντέλη, μέχρι που κάποια στιγμή έβγαλε alarms και πήγε πολύ προσεκτικά στην άκρη, σε ένα μεγάλο πλάτωμα.
«Βάλε το μπουφάν σου, είμαστε κοντά στο Πανόραμα, το σημείο έχει υπέροχη θέα» μου είπε. Φόρεσα το μπουφάν μου και βγήκα έξω, έκανε πολλή ψύχρα.
«Δεν κρυώνεις Αρίστο μου;»
«Μωρέ τον έχω δαγκώσει αλλά μερικά λεπτά θα αντέξω. Έλα να δεις!» μου είπε και πήγαμε προς το παρατηρητήριο.

Είχε δίκιο, η θέα ήταν υπέροχη, η Νέα Μάκρη ολοφώτιστη και απέναντί μας τα φώτα της Εύβοιας. Με έσφιξε πάνω του και άρχισα να τον τρίβω για να τον κρατήσω ζεστό. Λίγη ώρα αργότερα μπήκαμε και πάλι στο αυτοκίνητο και πήραμε την πίσω μεριά της Πεντέλης και γύρω στις 21:30 ήμασταν και πάλι σπίτι.

«Αρίστο μου, μήπως πείνασες; Θέλεις να σου βάλω να φας;»
«Πεινάω λίγο αλλά θα μου πέσει βαρύ το λαγωτό τέτοια ώρα.»
«Θέλεις να σου φτιάξω τοστάκια; Θα σου βάλω σε τάπερ το λαγωτό για να πάρεις μαζί σου αύριο, αν σου άρεσε.»
«Αν μου άρεσε λέει… μα δεν είδες πόσο βασανίστηκα το μεσημέρι να φάω το δεύτερο πιάτο; Μαρτύριο σκέτο ήταν… και μετά λες εμένα σαδιστή» με πείραξε.
«Πάω να φτιάξω τα τοστάκια.»
«Έρχομαι να σου κάνω παρεούλα.»
«Θέλεις ντομάτα;»
«Αν κόψεις και για σένα, γιατί όχι;»
Ετοίμασα στα γρήγορα τα τρία τοστ και, αφού τα έλειψα από πάνω με λίγο βούτυρο, τα έβαλα να ψήνονται.
«Τι ώρα να του πω του Μιχάλη την Παρασκευή;»
«Εξαρτάται, τι ώρα θα είσαι έτοιμη για να περάσω να σε πάρω;»
«Σχολάω στις 20:00 και μου παίρνει από σαράντα λεπτά ως μία ώρα να έρθω σπίτι, οπότε λογικά γύρω στις 21:30 θα είμαι έτοιμη.»
«Ωραία, τότε πες του στις 22:00, θα πάρω αύριο να κλείσω και τραπέζι.»
«Ωραία!» είπα κι εγώ με τη σειρά μου. «Αλήθεια, το Σάββατο τι ώρα να έρθω;»
«Σφαίρα με το που σχολάσεις. Πάρε ό,τι ρούχα χρειάζεσαι και για το Σάββατο και για την Κυριακή.»
«Έτσι θα έρθω; Χωρίς να κάνω ένα ντουζάκι;»
«Ντουζ έχω και στο σπίτι μου, δύο για την ακρίβεια. Σφαίρα, ακούς;»
«Στας διαταγάς σας!» τον πείραξα αλλά μέσα μου χαμογελούσαν και τα ανύπαρκτα μουστάκια μου. «Θα πάμε πουθενά το Σάββατο το βράδυ; Ρωτάω για να δω τι ρούχα να φέρω.»
«Δεν είχα στο μυαλό μου κάτι συγκεκριμένο, να κάτσουμε στο τζάκι, να χαλαρώσουμε και να δούμε καμιά ταινία αλλά αν θέλεις να βγούμε έξω, πολύ ευχαρίστως.»
«Προτιμώ τζάκι και ταινία. Και ρακόμελο!»
«Ρακόμελο θέλει το κορίτσι; Ρακόμελο θα πιεί!»

Στο μεταξύ είχαν γίνει και τα τοστ και τα μασουλήσαμε συνεχίζοντας την περί ανέμων και υδάτων κουβέντα. Αφού φάγαμε τα τοστ πήγαμε στο δωμάτιο και ξαπλώσαμε στο κρεββάτι ανοίγοντας την τηλεόραση. Ο Αρίστος μου πρότεινε να ξεκινήσουμε μια κωμωδία με τον Michael Duglas και τον Alan Arkin με τίτλο “The Kominsky method” και ήταν πραγματικά υπέροχη και έτσι όπως ήταν και μικρά τα επεισόδια, παραλίγο να κάνουμε binge watch όλη την πρώτη σαιζόν, αλλά μετά το τέταρτο μου ζήτησε να σταματήσουμε.

«Είναι απίθανοι οι δυο τους!» του είπα.
«Ναι, έχουν εξαιρετική χημεία, είχε δίκιο η φίλη μου η Ναντίν που μου την πρότεινε.»
«Και μπράβο της!» υπερθεμάτισα. «Τι ώρα θέλεις να βάλω το ξυπνητήρι;»
«Και αύριο από το σπίτι θα δουλέψω οπότε δε χρειάζεται να ξυπνήσουμε με τα κοκόρια. Να πούμε γύρω στις 09:00.»
«Μια χαρά, κι εγώ εκείνη την ώρα ξυπνάω όταν δουλεύω στις 12:00» του είπα.

Άναψα ένα μικρό φωτάκι ώστε να μπορεί να βλέπει ο Αρίστος το βράδυ αν χρειαζόταν να πάει στο μπάνιο και μετά έκλεισα τα φώτα και χώθηκα στην αγκαλιά του, αν ήμουν γάτα θα χουρχούριζα, και εκεί θυμήθηκα ότι το προηγούμενο βράδυ είχα κοιμηθεί στο ίδιο κρεββάτι στην αγκαλιά ενός άλλου άνδρα, άνδρα με τον οποίο ήμουν ερωτευμένη κι από πάνω. «Ναι, λες και δεν έχεις αρχίσει να ερωτεύεσαι και τον Αρίστο» μου υπενθύμισε η φωνούλα μέσα μου και …ήταν αλήθεια, είχα αρχίσει να τη δαγκώνω τη λαμαρίνα και παρ’ όλους τους προβληματισμούς μου υπήρχε και το προφανές, «απ΄ την Κική και την Κοκό» δε θα χρειαζόταν να διαλέξω καμία, both and more!

More… λέμε τώρα.

«Καληνύχτα κοριτσάρα μου» μου είπε δίνοντάς μου ένα τρυφερό φιλί.
«Καληνύχτα Αρίστο μου» του είπα και στριμώχτηκα ακόμα πιο πολύ πάνω του. Ένιωθα και πάλι ζεστασιά και ασφάλεια και λίγη ώρα αργότερα διαπίστωσα πως σε αντίθεση με το Μιχάλη, ο Αρίστος δε ροχάλιζε, τι άλλο να ζητήσει κανείς;

Κοιμήθηκα σαν πουλάκι και το πρωί που χτύπησε το ξυπνητήρι σηκώθηκα από το κρεβάτι ξεκούραστη και με υπέροχη διάθεση. Άφησα τον Αρίστο να κοιμάται και πήγα στο μπάνιο να κάνω την πρωινή μου τουαλέτα και να αλλάξω και σερβιέτα. Αφού έπλυνα τα δόντια μου, άναψα και το θερμοσίφωνα καθότι έξω είχε συννεφιά και βάζοντας τη φόρμα μου κατέβηκα κάτω για να πάρω καφεδάκια. Σκέφτηκα προς στιγμή να πάρω και σ’ εκείνον μια πίτσα αλλά τελικά είχα καλύτερη ιδέα, θα του έφτιαχνα μια στραπατσάδα. Πήρα τους καφέδες και επέστρεψα στο διαμέρισμά μου, ο Αρίστος ακόμα κοιμόταν, οπότε άφησα τους καφέδες στο σαλόνι και πήγα να τον ξυπνήσω.

«Καλημέρα Αρίστο μου» του είπα τρυφερά χαϊδεύοντάς τον. Άνοιξε τα μάτια του και του πήρε λίγη ώρα να κάνει boot, αλλά όταν τo κατάφερε μου χαμογέλασε.
«Καλημέρα κουκλί μου.»
«Σήκω να ετοιμαστείς, σου έχω πάρει καφεδάκι, είναι στο σαλόνι, και πάω να μας φτιάξω πρωινό. Σ’ αρέσει η στραπατσάδα;»
«Τη λατρεύω» μου απάντησε χαρίζοντάς μου ένα φωτεινό χαμόγελο.
«Then you ‘re in for a treat” του υποσχέθηκα. «Άντε, πήγαινε να ετοιμαστείς. Θέλεις πορτοκαλάδα;»
«Ναι, γιατί όχι. Λοιπόν πάω να ετοιμαστώ και έρχομαι μέσα να σε βρω.»
Πήγα μέσα και έβγαλα δυο ώριμες ντομάτες, μια πιπεριά και ένα μέτριου μεγέθους κρεμμύδι και τα ψιλόκοψα και μετά πέταξα στο τηγάνι τις τομάτες και τις άφησα, ανακατεύοντας που και που, μέχρι να πιούν όλο το ζουμί τους. Στο μεταξύ είχε έρθει και ο Αρίστος και κάθισε δίπλα μου παρακολουθώντας τη διαδικασία. Πρόσθεσα λάδι και έριξα την πιπεριά και το κρεμμύδι και πρόσθεσα και αλατοπίπερο.
«Θέλεις να με βοηθήσεις;» τον ρώτησα.
«Αμέ! Τι θες να κάνω;»
«Βγάλε τέσσερα αυγά από το ψυγείο και χτύπησε τα ελαφρά, στο μπολ που έχω αφήσει στον πάγκο.»
«Αμέσως.»
«Ωραία, σ’ ευχαριστώ» του είπα όταν μου έδωσε τα αυγά. Χαμήλωσα τελείως τη φωτιά και πέταξα μέσα τα αυγά και άρχισα να ανακατεύω. «Αρίστο μου, ανακάτευε που και που μέχρι να στύψω την πορτοκαλάδα.»
«Θα τη στύψω εγώ» μου είπε και πήγε στο ψυγείο και έβγαλε πορτοκάλια. «Να σου πω, να βάλω και λίγα μανταρίνια;»
«Αμέ!»
«Δώσε μου μόνο το λεμονοστύφτη!»

Άφησα για λίγο το τηγάνι και πήγα και του βρήκα τον λεμονοστύφτη. Όσο εγώ ανακάτευα τη στραπατσάδα εκείνος έστυψε και την πορτοκαλάδα μας. Η στραπατσάδα είχε γίνει αλλά έμενε κάτι ακόμα. Τη σέρβιρα σε ένα μπολ και στο τηγάνι πέταξα τέσσερεις φέτες ψωμί του τοστ, αφού τις άλειψα με βούτυρο, και ανεβάζοντας τη φωτιά τις άφησα μέσα μέχρι να πάρουν χρυσαφί χρώμα. Έκλεισα το μάτι και πήρα τις φέτες με το ψωμί και τις άφησα σε ένα πιάτο. Μετά έβγαλα και τυρί κρέμα από το ψυγείο και την άπλωσα προσεκτικά πάνω στη στραπατσάδα.

«Καλή μας όρεξη!»
«Καλή μας όρεξη, Αρίστο μου.»
«Αμάν… είναι υπέροχη!» μου είπε και με έκανε και πάλι να λερώσω τα βρακιά μου. Όταν αποφάγαμε κάθισε και μου έκανε παρέα όσο έπλενα τα πιάτα, τα ποτήρια και το τηγάνι και μετά πήγαμε στο σαλόνι για να πιούμε τον καφέ μας.

Η μέρα είχε ξεκινήσει υπέροχα!

Γύρω στις 10:00 έφυγε με το ταπεράκι του και πήγα κι εγώ να κάνω ένα ντουζ και να αρχίσω να ετοιμάζομαι για τη δουλειά, δουλειά στην οποία τελικά έφτασα με δέκα λεπτά καθυστέρηση γιατί από τη μία γινόταν της μουρλής στους δρόμους και από την άλλη δεν έβρισκα και να παρκάρω. Η μέρα ήταν αρκετά κουραστική και όταν γύρισα σπίτι απλά ξεράθηκα στον καναπέ για δέκα-δεκαπέντε λεπτά με κλειστά τα φώτα για να καθαρίσει το κεφάλι μου και μετά πήρα τηλέφωνο τον Αρίστο.

«Καλώς τη μου, γύρισες;»
«Ναι, πριν λίγη ώρα γύρισα και ξεράθηκα στον καναπέ με κλειστά φώτα να καθαρίσει λίγο το κεφάλι μου.»
«Δύσκολη μέρα;»
«Όχι, απλά ήταν κουραστική. Εσύ τι κάνεις;»
«Ετοιμάζομαι να βγάλω τη Sadie βόλτα και μιας και χθες δεν την έβγαλα θα πρέπει να αναπληρώσω.»
«Εντάξει Αρίστο μου, όταν γυρίσεις πάρε με.»
«Εννοείται. Λοιπόν, τα λέμε σε μια-μιάμιση ώρα!»

Πήγα στο δωμάτιο για να αλλάξω και να βάλω τις πιτζάμες μου και στο μεταξύ άναψα και το θερμοσίφωνα. Ζέστανα το λαγωτό και στο μεταξύ έκοψα και λίγη σαλάτα για να μην το φάω σκέτο. Όταν έφαγα πήγα και έκανα ένα ζεστό μπάνιο για να χαλαρώσω και όταν τελείωσα ξαναέβαλα τις πιτζάμες μου και επέστρεψα στο σαλόνι και πήρα τηλέφωνο τους γονείς μου με τους οποίους είχα να μιλήσω από την Δευτέρα. Όταν τέλειωσα και μ’ αυτό και μην έχοντας τι άλλο να κάνω, πήρα να γράψω, και πάλι με καθυστέρηση μιας μέρας το ημερολόγιό μου.

Alligator’s diaries
Τετάρτη 17/1
Σήμερα ήταν υπέροχη μέρα! Υπέροχη!

Απορροφημένη δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα μέχρι που με κάλεσε ο Αρίστος.

«Καλώς τον μου.»
«Τι κάνεις εσύ κοριτσάρα μου;»
«Έγραφα στο ημερολόγιό μου αν και έχω μια καλή ιδέα ότι ξέρεις τι έκανα χθες!»
«Ξέρω από την οπτική μου, η αξία του ημερολογίου είναι να βλέπω τα πράγματα από τη δική σου οπτική.»
«Το ξέρω Αρίστο μου, σε πειράζω!»
«Πειράζεις τον παλιό χωρίς καμιά ντροπή; Δέκα με τη βίτσα!»
«Άουτς!»
«Ακόμα δεν άρχισα!»
«Προθερμαίνομαι» του είπα και έβαλε τα γέλια. «Πώς πήγε η βόλτα;»
«Με ξεθέωσε η άτιμη. Άλλες δέκα με τη βίτσα!»
«Γιατί;;;»
«Γιατί έτσι!»
«Ουφ, αυτό είναι καταπίεση!»
«Αν δε σε καταπιέσω εγώ ποιος θα σε καταπιέσει;»
«Έλα μου ντε;»
«Άλλες δέκα με τη βίτσα για αντίσταση κατά της αρχής!»
«Μα δεν αντιστάθηκα!»
«Και άλλες δέκα με τη βίτσα γιατί… γιατί μπορώ!»
«Μήπως να αρχίσω να τις σημειώνω; Έτσι όπως μοιράζεις τις δεκάρες στο τέλος θα χάσουμε το λογαριασμό!»
«Εξαιρετική ιδέα! Θα πάρεις ένα τετράδιο και θα το ονομάσεις “Αμαρτωλό τεφτέρι” και θα τις καταγράφεις εκεί και άλλες δέκα γιατί μ’ αρέσεις!»
«Ε, αυτές να τις κάνουμε είκοσι τότε» του είπα και του έστειλα ένα φιλάκι.
«Χαλάω εγώ χατίρι; Πού είμαστε τώρα;»
«Εγώ στο σπίτι μου και εσύ στο δικό σου και άλλες δέκα με τη βίτσα γιατί σε δουλεύω!»
«Εσύ θα πας μπροστά! Για λέγε!»
«Λοιπόν, έχουμε και λέμε, δέκα γιατί πειράζω τον παλιό, δέκα γιατί έτσι, δέκα για κατά φαντασίαν αντίσταση κατά της αρχής, δέκα γιατί μπορείς, είκοσι γιατί σ’ αρέσω, άλλες δέκα γιατί σε δουλεύω, και, φαντάζομαι, άλλες δέκα για το «κατά φαντασίαν»,  όλες με τη βίτσα!»
«Ορθά φαντάζεσαι και μπράβο σου!»
«Άμα δεν μπορώ να κάτσω να δω πως θα ψήσουμε το αντικριστό.»
«Αφενός δεν είναι οβελίας να κάθεσαι να το γυρίζεις και αφετέρου ακόμα και αν ήταν, ποιο το πρόβλημα; Θα καθόσουν με πονεμένο κώλο, win-win στα κιτάπια μου.»
«Εμ βέβαια, τι θα έλεγες;»
«Είπες στον Μιχάλη για αύριο;» με ρώτησε αλλάζοντας θέμα.
«Αμάν, το ξέχασα. Του είχα πει για την έξοδο και μου είπε ότι θα έρθει αλλά ξεχάστηκα και δεν του είπα ώρα… ναι, ξέρω… άλλες δέκα με τη βίτσα.»
«Χαχαχα, σωστά. Στείλε του ένα μήνυμα τώρα.»
«Θα του στείλω αργότερα, μπορεί να το δει και να τον πιάσει όρεξη για πάρλα και θα γράψει και άλλο το κοντέρ!»
«Στείλε μήνυμα βρε βάσανο, δε μου αρέσει να μένουν εκκρεμότητες!»
«Καταπίεση, αυτό έχω να πω. Και… sent!»
Μιλήσαμε για λίγη ώρα ακόμα αλλά ήταν κουρασμένος και ήθελε να πάει να κάνει μπάνιο και να ξαπλώσει να χαλαρώσει, οπότε κλείσαμε και είπε ότι θα με πάρει για καληνύχτα πριν πέσει να κοιμηθεί. Στο μεταξύ απάντησε και ο Μιχάλης με thumbs up και επειδή ψιλοβαριόμουν του έκανα κλήση στο messenger.
«Μαγδάλω μου!»
«Αρκούδε μου!»
«Τι κάνεις εσύ νεαρά;»
«Μέχρι στιγμής την S/m μου προίκα, έχω μαζέψει… κάτσε να μετρήσω… 90 με τη βίτσα για διάφορους λόγους!»
«Σκληρός καριόλης!»
«Δε λες τίποτα! Άσχετο, ξέρεις που είναι η μικρή Έβανς και η πλατεία Κορνάρου;»
«Κοντά στο κέντρο, γιατί;»
«Στην πλατεία Κορνάρου είναι το πατρικό του, και μου είπε ότι έχει αγοράσει και ένα στούντιο στη μικρή Έβανς, και πως όταν θα πάμε εκεί θα μείνουμε στο στούντιο, και ήταν εκείνος που χρησιμοποίησε το πρώτο πληθυντικό!»
«Μια χαρά, ούτε καν αυτοκίνητο δε θα χρειαστείτε για να βολτάρετε στο κέντρο.»
«Το δικό σου πατρικό που είναι;»
«Μασταμπά.»
«Φέξε μου και γλίστρησα!»
«Ε αφού δεν ξέρεις από Ηράκλειο μωρή σουραύλω, τι ρωτάς;»
«Πήρα προαγωγή;»
«Ε, έτσι θα σε άφηνα;» με πείραξε. «Για λέγε, πώς τα περάσατε;»
«Έτσουξε Θανάση μου» του είπα και του διηγήθηκα τα καθέκαστα.
«Ορίστε, εγώ σε έχω στα ώπα-ώπα και πας και δίνεις το κωλαράκι σου αλλού!»
«Εμ, άμα στο δώσω θα πάψει να είναι κωλαράκι, θα γίνει η σπηλιά του Αλή Μπαμπά!»
«Υπερβολές… και στο κάτω-κάτω οι σαράντα κλέφτες τι θα γίνουν… κλέφτες;»
«Λύσσα κακιά με το κωλαρίνι μου!»
«Λίγο μόνο!»
«Θα σας ειδοποιήσουμε!»
«Κατάλαβα, στο χέρι θα πλύνουμε και πάλι!»
«Εγώ φταίω βρε αχάριστε που φροντίζω να κάνεις γερά μπράτσα! Λοιπόν, τέρμα η συζήτηση του …κώλου, τι έκανες σήμερα;»
«Προσευχή και περισυλλογή, φεύγει η κυρά-Λένη αύριο το πρωί και είπα να κάνω τον καλό γιο και κάθισα σπίτι!»
«Χθες δεν κάθισες;»
«Χθες είχε Μάνια το πρόγραμμα.»
«Βρε λυσσάρη, προχθές βγάλαμε τα μάτια μας!»
«Η Μάνια δε μου κάνει τη δύσκολη με το κωλαράκι της» με πείραξε.
«Λύσσαξες!»
«Είμαι μακαρονάς, τι να κάνω;»
«Και άφησες τη μανούλα μόνη για δεύτερη σερί μέρα βρε αχρείε;»
«Όχι, το βράδυ γύρισα σπίτι, δεν άντεχα δεύτερο γύρο γκρίνιας!»
«Χαχαχα, εσύ να τα βλέπεις αυτά που ξενοκοιμάσαι!»
«Θα σου έλεγα τίποτα βαρύ αλλά έχε χάρη που το πρωί μου έφτιαξες τη διάθεση!»
«Μα δεν είμαι υπέροχη;»
«Είσαι, είσαι… αλλά ώρες-ώρες γίνεσαι πολύ σφιχτόκωλη βρε αδερφάκι μου.»
«Και εννοώ να παραμείνω.»
«Καλά, κάνε όνειρα!»
«Εγώ ή εσύ;»
«Εσύ μαγδάλω μου, εσύ. One way or another, που λέει και το τραγούδι…»
«Βρε ουστ! Λοιπόν αύριο στις 22:00, ξέρεις που είναι το Ραχάτι;»
«Ξέρω κοριτσάρα μου, θα τα πούμε εκεί!»
«Εντάξει γοριλλάκι μου!»
«Θα πάθω διχασμό, αποφάσισε μωρή σουραυλωμαγδάλω, γοριλλάκι ή αρκούδος;»
“Both and more, Μιχαλιό μου, both and more!”

Αφού καληνυχτιστήκαμε πήγα κι εγώ και ξάπλωσα στο κρεββάτι. Αν και πολύ θα ήθελα να συνεχίσω το Kominsky Method, πήρα να συνεχίσω -χωρίς ιδιαίτερη όρεξη είναι η αλήθεια- το Shogun και τελικά κατάφερα να απορροφηθώ μέχρι που με πήρε τηλέφωνο ο Αρίστος για καληνύχτα.

«Α, μου απάντησε και ο Μιχάλης, πριν λίγο κλείσαμε, θα είναι στην ώρα που είπαμε.»
«Θαυμάσια!»
«Πού είναι ο Μασταμπάς;»
«Που να σου εξηγώ τώρα… θα σου δείξω αύριο στο χάρτη. Γιατί ρωτάς;»
«Από περιέργεια, εκεί μου είπε ο Μιχάλης ότι είναι το πατρικό του.»
«Τι να σου πω, είναι αρκετά μεγάλη περιοχή, σου είπε αν είναι κοντά στο Ναό κοιμήσεως της Θεοτόκου;»
«Όχι, δεν τον ρώτησα λεπτομέρειες, καλά, δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία.»
«Λοιπόν, κοριτσάρα μου, κλείνουν τα μάτια μου. Τέλειωσες το ημερολόγιό σου;»
«Χμμμ… άλλες δέκα γιατί ξεχάστηκα και το άφησα εκεί που είχα μείνει;»
«Πόσες έχουμε φτάσει;»
«Με αυτές τις δέκα, εκατό μέχρι τώρα!»
«Εντάξει, δέκα τότε για να μείνει στρογγυλό το νούμερο και σε παρακαλώ να πας να το τελειώσεις!»
«Θα το κάνω Αρίστο μου.»

Καληνυχτιστήκαμε και έπιασα και πάλι το ημερολόγιο και με έπιασε η προκοπή και έγραψα και για τη σημερινή μέρα, άλλωστε δεν είναι ότι είχα να ξυπνήσω και πρωί-πρωί. Γύρω στις 01:00 τέλειωσα και με το ημερολόγιο οπότε έκλεισα το laptop και έπεσα για ύπνο. Η Παρασκευή ήταν και αυτή αρκετά κουραστική στη δουλειά αλλά η προοπτική της βραδινής μας εξόδου διατήρησε τη διάθεσή μου σε υψηλά επίπεδα. Και, ομολογώ, το ίδιο συνέβη και με το άγχος μου για το αν θα πάει καλά, δεν ήθελα καν να σκεφτώ το ενδεχόμενο Αρίστος και Μιχάλης να μην τα βρουν μεταξύ τους.

Γύρισα στο σπίτι και πήγα αμέσως να ετοιμαστώ καθώς στις 21:30 θα περνούσε να με πάρει ο Αρίστος και ντύθηκα αρκετά απλά. Όταν τελείωσα γύρισα στο σαλόνι και έβαλα ν’ ακούσω μουσική όσο τον περίμενα. Κοντά στις 21:30 χτύπησε το τηλέφωνό μου.

«Έλα κοριτσάκι μου, είμαι από κάτω και σε περιμένω.»
«Κατεβαίνω αμέσως!»

Δεν είχε έρθει με τη μπέμπα οπότε στην αρχή σκάλωσα για λίγο. Με τα πολλά πήγα στο αυτοκίνητό του, μπήκα μέσα και φιληθήκαμε.

«Καλώς τη μου, δέσε σε παρακαλώ τη ζώνη σου να ξεκινήσουμε.»
«Έτοιμη» του είπα και ξεκίνησε. «Πώς ήταν η μέρα σου;»
«Σήμερα είχα κατέβει Ζωγράφου και έφαγα κίνηση και στο πήγαινε και στο έλα.»
«Φαντάζομαι, εδώ τρώω εγώ σχεδόν μια ώρα από Χαλάνδρι σε Ψυχικό που είναι και δίπλα.»
«Δε βαριέσαι. Πώς ήταν η δική σου;»
«Κουραστική όπως και η χθεσινή και δουλεύω και αύριο!»
«Δε θα το ξενυχτίσουμε, μη μου ανησυχείς!»

Λίγο πριν τις 22:00 ήμασταν στο Ραχάτι το οποίο ήταν γεμάτο αλλά ο Αρίστος είχε κλείσει τραπέζι. Ο Μιχάλης δεν είχε έρθει ακόμα οπότε όταν καθίσαμε και είπαμε στο παιδί που ήρθε να μας πάρει την παραγγελία ότι περιμένουμε παρέα και να έρθει λίγο αργότερα. Κοίταξα τον κατάλογο από περιέργεια και, όπως ήμουν και νηστική, άρχισαν να μου τρέχουν τα σάλια. Πάνω που είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι που βόσκαγε το ρεμάλι, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα με μια σακούλα στο χέρι και κοίταξε αριστερά-δεξιά μέχρι να μας βρει. Χαμογέλασε όταν με είδε και ήρθε προς το μέρος μας και σηκωθήκαμε και οι δύο όρθιοι.

«Να σας συστήσω!»
«Δε χρειαζόμαστε συστάσεις, χωριό που φαίνεται» είπε ο Μιχάλης και έδωσε το χέρι του στον Αρίστο. «Μιχάλης!»
«Αρίστος, χαίρω πολύ!» του είπε και σφίξανε εγκάρδια τα χέρια τους. «Έχω ακούσει τα χειρότερα από τη μικρή, εδώ!» είπε χαμογελαστός
«Έλα εδώ μωρή μαγδάλω!» μου είπε και με έσφιξε στην αρκουδοαγκαλιά του φιλώντας με στο κεφάλι. «Διασύρεις το όνομά μου;»
«Λίγο μόνο!» του είπα χαμογελαστή, ανταποδίδοντας το σφίξιμο. Κάθισε απέναντί μας και ξεκίνησε εκείνος την κουβέντα.
«Πατριωτάκι λοιπόν, όπως με έχουν πληροφορήσει οι ρουφιάνοι μου!»
«Ναι, μου τα πρόλαβαν κι εμένα οι δικοί μου!»
«Κοίτα να δεις κάτι συμπτώσεις» είπε σαρκαστικά ο Μιχάλης ενώ ο …ρουφιάνος χαμογελούσε σαν το χαζό.

Τελικά άδικα ανησυχούσα, έστω και στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Όπως είχα υποθέσει αρχικά, οι δυο τους είχαν εξαιρετική χημεία και έχοντας εμένα και ως …στόχο, δε με άφησαν σε χλωρό κλαρί με τα πειράγματά τους όλο το βράδυ, ειδικά αφού ο Μιχάλης έδωσε τη σακούλα στον Αρίστο… και ναι, ήταν μια μεγάλη οικογενειακή τάρτα φράουλα.

«Βέβαια δεν είναι από το ζαχαροπλαστείο απέναντί της αλλά δεν προλάβαινα!»
«Χαχαχα, σε ευχαριστώ!» είπε ο Αρίστος χωρίς να ζητήσει περισσότερες εξηγήσεις, άλλωστε τα είχα γράψει με το νι και με το σίγμα στο ημερολόγιο.

Και μετά, με αφορμή το …πρώτο δωράκι που έκανα στον Μιχάλη, πιάσανε συζήτηση για το star wars και κάπου εκεί τους έχασα αλλά δε με πείραζε καθόλου, το φαγητό ήταν υπέροχο, το ρακόμελο ακόμα καλύτερο, και οι δυο μου …άντρες μιλούσαν και γελούσαν σα να ήταν παλιά φιλαράκια. Παρόλο που στο βάθος είχα ακόμα αυτό το κάτι που μ’ έτρωγε, ένιωθα πραγματικά ευτυχισμένη. Ξαναξύπνησα όταν η συζήτηση, δεν ξέρω κι εγώ πώς, έφτασε στα σαδομαζοχιστικά paraphernalia και άρχισαν να περιγράφουν ο ένας στον άλλον τι είχαν στα play rooms τους.

«Τροχό; Σοβαρά μιλάς;» τον ρώτησε ο Μιχάλης.
«Proof of concept, εννοείται ότι δεν το έχω δοκιμάσει.»
“Now I have to see this!”
«Σε αυτή την περίπτωση, πάρε τη μικρή σου και ελάτε κι εσείς την Κυριακή, θα φτιάξω αντικριστό και έχω καλέσει το …συμπέθερο, στα είπε νομίζω η Μαριλίζα.»
«Εντάξει, τώρα με γονάτισες!» του απάντησε ο Μιχάλης. «Ναι, θα της το πω, δε νομίζω να έχει αντίρρηση. Α, θα ήθελα να δω και τα μοντέλα σου!»
«Εννοείται!» του απάντησε με ενθουσιασμό ο Αρίστος και αν είχε και ανάλογα γούστα ο Στεργίου, μάλλον θα την περνούσα με τις πιτσιρίκες και τα σκυλιά την Κυριακή… oh well…
Τελικά καθίσαμε μέχρι περίπου τις 00:30 όπου ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την Κυριακή και κοντά στις 01:00 είμασταν κάτω από το σπίτι μου.
«Θα κατέβεις;»
«Βρε έχεις πρωινό ξύπνημα αύριο, δε θες να κοιμηθείς;»
«Αγκαλίτσα κοιμάμαι καλύτερα!»
«Αγκαλίτσα θέλει το κορίτσι;»
«Πολύ πολύ!» του είπα παίζοντας τα βλέφαρα.
«Θα μου γκρινιάζει η Sadie αύριο που την άφησα πάλι έξω!»
«Προτιμάει να κοιμάται μέσα;»
«Όχι, προτιμάει γενικά το έξω αλλά γκρινιάζει για λόγους αρχής!»
«Κατά μάνα κατά κύρη και αισίως πάμε στις 110!» τον πείραξα.
«Βρε, πότε γκρίνιαξα εγώ; Και όχι δε θα πάμε στις 110, θα τις φας σήμερα με τη ζώνη!»
«Εχμ…» πήγα να πω γιατί το ξανασκέφτηκα αλλά το ύφος με το οποίο με κοίταξε με έκανε να το βουλώσω.
«Και δε θα είναι μόνο δέκα! Ωραία, κάτσε να βρούμε να παρκάρουμε!»
«Κλείσε εμένα» του είπα. «Από πίσω δεν παρκάρει κανείς για να μη με κλείνει αλλά με το δικό σου δεν έχουμε θέμα.»

Αν και είχα ψιλοδαγκωθεί με το ύφος που με κοίταξε λίγο πριν, τελικά αποδείχτηκε ότι απλά με ψάρωσε για χαβαλέ, πράγμα που αποδείχτηκε όταν έσκυψα γυμνή μπροστά του και αντί να μου ρίξει με τη ζώνη άρχισε να μου χαϊδεύει και να μου χουφτώνει απαλά τους γλουτούς, εκθειάζοντας το κωλαράκι με ευγλωττία που θα ζήλευαν και οι πιο φιλόδοξοι λεξιπλάστες, ούτε που θυμάμαι τι έλεγε, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι κόντεψα να μείνω από τα γέλια, σταμάτησε μόνο όταν με έπιασε βήχας.

Αν και πολύ θα ήθελα να κοιμηθώ γυμνή στην αγκαλιά του για τεχνικούς λόγους ήταν αδύνατο, οπότε περιορίστηκα στο next best thing, κουλουριάστηκα μέσα της φορώντας μόνο το κάτω μου εσώρουχο. Μιας και την επόμενη έπιανα δουλειά στις 10:00 έβαλα το ξυπνητήρι στις 07:30 για να σηκωθώ να ανοίξω το θερμοσίφωνα και να πάρω και τα καφεδάκια μας. Αν και κοιμήθηκα καλά, ένιωθα ακόμα κουρασμένη, με δυσκολία σηκώθηκα να ανάψω το θερμοσίφωνα και φλέρταρα να γυρίσω στο κρεββάτι, αλλά μισή ώρα παραπάνω δε θα με έσωζε, οπότε κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία κατέβηκα και πήρα τους καφέδες μας και όταν ανέβηκα πάνω έβαλα να φτιάξω και δύο τοστ, ένα για τον καθένα μας, για πρωινό.

«Αρίστο μου» του είπα και τον φίλησα για να τον ξυπνήσω.
«Καλημέρα κοριτσάρα μου» μου είπε και τεντώθηκε. «Τι ώρα είναι;»
«07:45, έχω πάρει καφεδάκια και σου έχω φτιάξει και ένα τοστάκι, δεν προλάβαινα να φτιάξω πάλι στραπατσάδα!»
«Δεν πειράζει Μαριλίζα μου» μου είπε και σηκώθηκε να πάει στο μπάνιο. Ήρθε και με βρήκε στην κουζίνα και φάγαμε χωρίς να μιλάμε τα τοστάκια μας και μετά πήγαμε να κάτσουμε στο σαλόνι. «Το απόγευμα όπως είπαμε, θα έρθεις καρφί από τη δουλειά στο σπίτι μου». Βασικά δεν είπαμε, είπε, αλλά D/s ή όχι, what Aristos wants is what Aristos gets, και, μεταξύ μας, όλο αυτό το σκηνικό πολύ μου άρεσε! Βέβαια θα μου πεις ότι δε μου είχε ζητήσει και τίποτα που θα έκανε το μάτι μου να γυρίσει, but still, τον έφτιαχνε η υπακοή και, πάλι μεταξύ μας, ομοίως έφτιαχνε και μένα.

Έφυγε όταν τελείωσε τον καφέ του και εγώ, αφού έκανα ένα μπανάκι στα γρήγορα, μάζεψα σε μια βαλίτσα τα πράγματα που θα έπαιρνα μαζί μου, τόσο για αυτά που θα φορούσα σήμερα και αύριο, όσο και πράγματα που θα άφηνα στο σπίτι του. Ήθελα να πάω σούπερ μάρκετ να πάρω και διάφορα άλλα πράγματα όπως σαμπουάν, αφρόλουτρο και οδοντόβουρτσα αλλά θα καθυστερούσα, οπότε τα άφησα για το απόγευμα που θα έφευγα από τη δουλειά, δόξα τω Θεώ, είχε τα πάντα γύρω-γύρω.

 Πήγα στο γραφείο και αν και η μέρα ήταν εύκολη, δεν πέρναγε με τίποτα η ρημάδα! Στις 18:00 ακριβώς, έκλεισα laptop και αφού πετάχτηκα να κάνω τα ψώνια που ήθελα, μπήκα στο αυτοκίνητο και ανηφόρησα προς τον Αρίστο και ήμουν τόσο χαρούμενη που ούτε η απίστευτη κίνηση που είχε δε στάθηκε ικανή να μου χαλάσει τη διάθεση.

Όταν έφτασα σπίτι του σταμάτησα και τον πήρα τηλέφωνο και μου άνοιξε την γκαραζόπορτα και πέρασα μέσα όπου με περίμενε συνοδεία της Sadie, η οποία μου έκανε τέτοιες χαρές που με συγκίνησε το τριχωτό δεινοσαυράκι. Βέβαια λόγω ενθουσιασμού προσπάθησε να σκαρφαλώσει πάνω μου και επειδή είχε σχεδόν τα διπλά κιλά μου, για να μην αναφέρω ότι μου έριχνε καμιά τριανταριά πόντους στο μπόι, βρέθηκα κάτω φαρδιά πλατιά και με τον Αρίστο από τη μία να προσπαθεί να μαλώσει τη Sadie, και από την άλλη να συγκρατήσει τα γέλια του.

«Συγνώμη κοριτσάκι μου» είπε γελώντας ακόμα. «σε έχει λατρέψει, η Sadie δε συνηθίζει να κάνει τέτοιες χαρές και με αιφνιδίασε!»
«Γουφ» έκανε συμφωνώντας ο τριχωτός δεινόσαυρος.
«Γουφ στα μούτρα σου» την ψευτομάλωσα κάνοντας τον Αρίστο να βάλει και πάλι τα γέλια και τη Sadie να έρθει να με γλείψει στη μούρη. «Βρε κερατόσκυλο!» την μάλωσα και πάλι, για να εισπράξω ένα νέο. «Γουφ!» Ο Αρίστος πήρε τη βαλίτσα μου και ανεβήκαμε πάνω.
«Θέλεις να κάνεις ένα ντουζάκι πρώτα; Ταχτοποιείς τα πράγματά σου αργότερα.»
«Ναι, η αλήθεια είναι ότι ένα ντουζ θα το χρειαζόμουν.»
«Ωραία» είπε και άρχισε να γδύνεται. «Τι με κοιτάς, στο πηγάδι κατούρησα;»
«Θα είσαι φρόνιμος;» προσπάθησα να αστειευτώ γιατί η αλήθεια είναι ότι μια αμηχανία την ένιωσα, ανάθεμά με και αν ξέρω το γιατί.
«Με αυτό το πλευρό να κοιμάσαι!» μου ξεκαθάρισε. Μάλλον θα έτσουζε και πάλι, Θανάση μου. Αναστέναξα και έμεινα με τα εσώρουχα.
«Αρίστο μου, να μπω εγώ πρώτη; Ξέρεις…»
«Όχι, δεν ξέρω και δεν θέλω να μάθω κιόλας. Προχώρα!» μου είπε και πήγαμε στο μπάνιο του. Ναι, δεν ήταν απλά μπάνιο αυτό το πράγμα, ήταν μεγάλο σαν το σαλόνι μου και τη μία γωνία έπιανε μια θεόρατη καμπίνα υδρομασάζ. «Θέλω άπλα!» μου εξήγησε και με πήρε από το χέρι και μπήκαμε μέσα. «Το καλό είναι πως ούσα βαθιά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σα μπανιέρα.»
«Μπανιέρα; Απλωτές μπορώ να κάνω εδώ!»
«Είπαμε, θέλω την άπλα μου». Άνοιξε το τηλέφωνο και άφησε το νερό να τρέχει και όταν έφτασε στη θερμοκρασία που ήθελε μου έκανε νόημα. «Δοκίμασέ το, στα κοριτσάκια ξέρω ότι αρέσει το ζεστό αλλά εγώ ως εδώ αντέχω!»
«Μια χαρά είναι» τον διαβεβαίωσα.

Η αλήθεια είναι ότι θα το προτιμούσα πιο ζεστό ακόμα, αλλά θα βολευόμουν και με δαύτο. Γύρισε ένα διακόπτη και το νερό άρχισε να πέφτει από το ταβάνι λες και ήταν καταρράκτης ένα πράγμα. Χωθήκαμε και οι δύο από κάτω και αφήσαμε το ζεστό νερό να πέφτει πάνω μας. Ο Αρίστος κάτι έκανε και από καταρράκτης έγινε και πάλι ντουζ. Κάτω από το ζεστό νερό με γύρισε να μ’ έχει με την πλάτη και φιλώντας με στο σβέρκο και στ’ αφτιά χούφτωσε και με τα δυο του χέρια τα στήθη μου και άρχισε να τα μαλάζει και ένιωσα το όργανό του να φουσκώνει. Με γύρισε προς το μέρος του και πιέζοντάς μου τους ώμους μου έδωσε να καταλάβω ότι ήθελε να γονατίσω.

Αυτή τη φορά δε με άφησε να πάρω την πρωτοβουλία, με άρπαξε -προσεκτικά είναι η αλήθεια- από το μαλλί στο πάνω μέρος του κεφαλιού και, κρατώντας με ακίνητη, άρχισε να μπαινοβγαίνει στο στόμα μου. Το νερό που έπεφτε από πάνω δε βοηθούσε και κάμποσες φορές βρέθηκα να πνίγομαι και να μη μπορώ να πάρω ανάσα. Εκείνος σα να το καταλάβαινε, χαλάρωνε το ρυθμό του και μου έδινε το χρόνο να βρω τις ανάσες μου και μετά άρχιζε και πάλι. Η σκέψη ότι με χρησιμοποιούσε σαν fuck toy σε συνδυασμό με τους ήχους της απόλαυσής του και την αυξημένη μου λίμπιντο με είχαν κάνει κι εμένα πύραυλο, και παρότι ο ρόλος μου αυτή τη φορά ήταν παθητικός, έδωσα τον καλύτερό μου εαυτό, και μιας και τα χέρια μου ήταν ελεύθερα, κατέβασα το ένα ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισα να χαϊδεύομαι και εκεί ο Αρίστος έκλεισε το νερό και με σταμάτησε.

«Σου έδωσα εγώ άδεια να χαϊδευτείς;» με ρώτησε αυστηρά.
«Ο… όχι» απάντησα αιφνιδιασμένη.
«Κανόνας νούμερο ένα, δε θα παίζεις με τον εαυτό σου αν δε σου δώσω εγώ την άδεια.»
«Σε περίπτωση που παραβείς τον κανόνα θα τιμωρηθείς. Κατανοητό;»
«Μάλιστα» του απάντησα και πάλι.

Δεν είπε κάτι άλλο, άνοιξε και πάλι το νερό να τρέχει και τον έβαλε και πάλι στο στόμα μου και συνέχισε από εκεί που είχαμε μείνει. Παρά το αρχικό μου ξάφνιασμα, αν ήμουν μία φορά καυλωμένη πριν, τώρα είχα γίνει δέκα, αλλά σάμπως ήμουν η μόνη; Η ένταση του mouth fuck πολλαπλασιάστηκε, και ευτυχώς δεν του πήρε πολλή ώρα να τελειώσει, γιατί με κάρφωνε τόσο βαθιά που παρά το ότι μπορούσα να τον πάρω όλο στο στόμα μου, είχα αρχίσει να ζορίζομαι πολύ.

Με κράτησε ακίνητη και ένιωσα το όργανό του στην αρχή να αναδεύεται και μετά σχεδόν να τραντάζεται, πλημμυρίζοντάς με, και τον είχα σχεδόν όλο μέσα μου, ένας θεός ξέρει πως κατάφερα και δεν πνίγηκα, ουσιαστικά έχυσε σχεδόν στο φάρυγγά μου και το να καταπιώ, με το στόμα μου γεμάτο από το όργανό του, δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα. Τα βογγητά του από την άλλη -αν και όχι τόσο δυνατά όσο του Μιχάλη, γαμώτο, πρέπει να σταματήσω να το κάνω αυτό!- ήταν έντασης που εγώ τουλάχιστον δεν τον είχα ξαναζήσει, το οποίο σήμαινε ότι το ευχαριστήθηκε πολύ, κατά τα φαινόμενα πολύ περισσότερο από τις προηγούμενες φορές.

Τραβήχτηκε αργά και επιτέλους μπόρεσα να πάρω καλύτερες ανάσες, νόμιζα ότι θα γίνω μωβ. Ύψωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα στα μάτια έχοντας ακόμα το κεφαλάκι του στο στόμα μου. Είχα κρατήσει -ένας θεός ξέρει πως- λίγο στο στόμα μου και το άνοιξα και του το έδειξα και κατάπια επιδεικτικά γλείφοντας προκλητικά τα χείλη μου. Μου χαμογέλασε και με βοήθησε να σηκωθώ όρθια.

«Ήσουν υπέροχη» μου είπε.
“I live to serve” προσπάθησα να τον πειράξω.
«Όχι κοριτσάρα μου, δεν υπηρετείς. Προσφέρεις… και αυτό είναι που μετράει πάνω απ’ όλα για μένα… προσφέρεις» μου είπε και με τράβηξε προς το μέρος του και για πρώτη φορά μετά από πίπα με φίλησε στο στόμα…και το εννοούσε!


11. Τι βρεγμένη, τι μούσκεμα

Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά καθώς ο Αρίστος με έσφιγγε στην αγκαλιά του και με φιλούσε χωρίς αύριο κάνοντάς με να λιώσω. Πρώτη φορά με φιλούσε μετά από πίπα και δε με πείραζε που δεν είχε ίχνος τρυφερότητας, αναπληρωνόταν και με το παραπάνω από το πάθος. Το χέρι του κατέβηκε ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισε να με παίζει και στην αρχή αιφνιδιάστηκα και έκανα να τραβηχτώ, είχα ακόμα περίοδο, αλλά εκείνος με κράτησε ακίνητη και συνέχισε να με παίζει, κάνοντάς με να το χάσω τελείως. Ήθελα να του φωνάξω. «Πάρε με» αλλά το στόμα του έφραζε το δικό μου.

«Σε θέλω» μου ψιθύρισε διακόπτοντας το φιλί. «Σε θέλω» επανέλαβε.
«Κι εγώ σε θέλω… πολύ» του απάντησα με κομμένη σχεδόν την ανάσα. Με έσπρωξε στο τοίχωμα της καμπίνας και με γύρισε με πλάτη προς εκείνον. Δε με ένοιαζε που θα μπει, μπροστά ή πίσω, δε με ένοιαζε καθόλου, ήθελα απλά να μπει μέσα μου, να με πάρει με όποιο τρόπο του έκανε κέφι.

Άρχισε να με φιλάει και πάλι στο σβέρκο ενώ με τα χέρια του μου χούφτωσε και τα δυο μου στήθη, μαλάζοντάς τα δυνατά και όπως ήταν και ευαίσθητα πονούσαν αλλά ο πόνος αυτός ήταν σχεδόν υπέροχος. Οι ανάσες μου έγιναν κοφτές, οι καυτές δικές του πάνω στο σβέρκο μου με ξετρέλαιναν, και το ένα χέρι του είχε κατέβει και πάλι ανάμεσα στα πόδια μου και μ’ έπαιζε με μαεστρία. Μου ξέφυγε ένα βογγητό στην αρχή και μετά δεύτερο και μετά τρίτο.

«Σε θέλω… σε θέλω μέσα μου» του φώναξα και εκείνος έφερε το άλλο του χέρι μπροστά και μου έκλεισε το στόμα.

Ένιωθα το όργανό του να φουσκώνει και να θεριεύει και με γύρισε απότομα προς το μέρος του και γονάτισα αμέσως και τον πήρα όλο μέσα στο στόμα μου και αρπάζοντάς τον από τους γοφούς άρχισα να κουνάω πάνω κάτω το κεφάλι μου, παίρνοντάς τον μέχρι το λαιμό. Με σταμάτησε μετά από λίγο και με σήκωσε και πάλι όρθια και με κόλλησε ξανά στο τοίχωμα της καμπίνας και τραβώντας με από τη λεκάνη με έκανε να του τουρλώσω το κωλαράκι μου. Σταμάτησε για λίγο για να φορέσει προφυλακτικό και έσφιξα τα δόντια στην αναμονή του αναπόφευκτου πόνου αλλά ο Αρίστος δεν είχε στο νου του το κωλαράκι μου, μπήκε μπροστά μου κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένα δυνατό βογγητό ηδονής.

Κάθισε για λίγο ακίνητος και μετά άρχισε να κινείται, βασανιστικά, σαδιστικά αργά, ήθελα να καρφωθεί μέσα μου και να με κοπανήσει δίχως αύριο, αλλά εκείνος συνέχισε τον αργό, νωχελικό του ρυθμό, κάνοντάς με να χάσω τα μυαλά μου από την προσμονή. Σταμάτησε και πάλι και αρπάζοντάς με από τα στήθη με έφερε προς το μέρος του και καρφώθηκε όλος μέσα μου κάνοντάς με να μου ξεφύγει ακόμα ένα δυνατό βογγητό. Επανέλαβε αυτή την κίνηση μερικές φορές ακόμα και μετά άρχισε να επιταχύνει το ρυθμό του.

«Ναι!!!! Ναι!!!!» φώναζα ξανά και ξανά. «Ναι… πιο δυνατά… αααχ! Πιο δυνατά!!!»
«Σ’ αρέσει καυλιάρα μου;» με ρώτησε σχεδόν αγκομαχώντας.
«Με τρελαίνεις… Με τρελαίνεις!!!!» του απάντησα, επίσης αγκομαχώντας.

Είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού οι φορές που έχω καταφέρει να τελειώσω με διείσδυση και ο οργασμός μου που ήρθε από το πουθενά, καθώς ο Αρίστος μπαινόβγαινε μέσα μου σαν έμβολο, μου έκοψε την ανάσα, μπορεί να μην ήταν τόσο δυνατός όσο ο προχθεσινός αλλά ήταν αναπάντεχος και μου έκανε το μυαλό πουρέ, με την καλή έννοια, και όταν βρήκα και πάλι τις ανάσες μου, βρέθηκα να φωνάζω σαν ξαναμμένη σκύλα και τα ουρλιαχτά της ηδονής μου τα συνόδεψαν μετά από λίγη ώρα και τα δικά του βογγητά, καθώς κοκάλωσε και το ένιωσα μέσα μου να κάνει σπασμούς. Τραβήχτηκε προσεκτικά και έβγαλε το προφυλακτικό και με γύρισε προς τη μεριά του.

«Καθάρισέ τον» μου είπε και γονάτισα και τον πήρα στο στόμα μου αχόρταγα, ρουφώντας και γλείφοντας ό,τι είχε μείνει και αφού σχεδόν του τον γυάλισα, του έδωσα ένα φιλάκι στο κεφαλάκι και ακουμπώντας τα χέρια μου στα μπούτια του σήκωσα το βλέμμα μου για να τον κοιτάξω και… έλιωσα και πάλι βλέποντας τα γελαστά του μάτια να λάμπουν. «Είσαι υπέροχη μωρό μου» μου είπε χαϊδεύοντάς με τρυφερά στο πρόσωπο και αφού δε χύθηκα μαζί με το νερό, πάλι καλά να λέω.

Μωρό μου!!!! Με είπε μωρό μου!!!!

«Που ήθελες να κάνεις ντουζ μόνη σου» μου είπε πειρακτικά βοηθώντας με να σηκωθώ
«Τριάντα με τη βίτσα!» του απάντησα χωρίς να το σκεφτώ κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
«Έφερες το αμαρτωλό τεφτέρι να το σημειώσεις;»
«Ναι, είναι στην τσάντα μου» του απάντησα.
«Λοιπόν, έλα να τελειώσουμε το ντουζάκι μας και πάμε κάτω, σου έχω μαγειρέψει» μου είπε χαμογελαστός και εκεί ένιωσα τόση ευτυχία που με πήραν και πάλι τα ζουμιά. «Κλαψιάρα μου εσύ» μου είπε πειρακτικά αλλά ταυτόχρονα με έσφιξε πάνω του και με χάιδεψε τρυφερά.
«Είμαι και φαίνομαι!» του είπα ρουφώντας τη μύτη μου, ο ρομαντισμός θα με φάει!
«Αν ανέβεις σε σκαμπό κάτι γίνεται» με πείραξε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
«Είσαι υπέροχος! Υπέροχος!» του είπα κοιτάζοντάς τον σαν κουτάβι.
“It takes two to tango!”

Συνεχίσαμε το ντουζάκι μας και εκεί με περίμενε ακόμα μια έκπληξη, με έλουσε και αυτό δεν ήταν απλά λούσιμο, κανονικό μασάζ στο κεφάλι ήταν, κάνοντάς με να βιώσω και πάλι τη Νιρβάνα. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσω έτσι, όταν ξεπλυθήκαμε, έβαλα αφρόλουτρο στο σφουγγάρι και τον έκανα από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Μου έδωσε ένα άλλο σφουγγάρι και έκανα και εγώ το σώμα μου και όταν ξεπλυθήκαμε τελείως βγήκε και φόρεσε το μπουρνούζι του και εκεί είχε ακόμα μια έκπληξη, ένα υπέροχο κοράλ μπουρνούζι που είχε πάρει για μένα.

«Αλλά μη μου βάλεις τα κλάματα πάλι!» με πείραξε τρυφερά.
«Θα προσπαθήσω!» του απάντησα και η αλήθεια είναι ότι ζορίστηκα λίγο για να το καταφέρω, σας το’ πα, είμαι κλαψιάρα!

Φόρεσα μια λεπτή φόρμα που είχα πάρει μαζί μου για να αφήσω εκεί και ο Αρίστος βρήκε την ευκαιρία να μου χώσει μια δυνατή στο κωλαράκι μου.

«Τι έκανα πάλι;»
«Τίποτα, ήταν για λόγους αρχής, δεν μπορώ να έχω τέτοιο κωλαράκι διαθέσιμο και να μη του ρίξω τη σφαλιάρα του!» μου δήλωσε κάνοντάς με να χαχανίσω. Κατεβήκαμε στο σαλόνι και τα γατιά του όρμισαν στα πόδια μας και άρχισαν να μας τρίβονται.
«Τι πάθανε τούτα; Άουτς, μη δαγκώνεις μωρή!»
«Μας μαρκάρουν… θέλουν να έχουμε πάνω μας τη μυρωδιά τους!»
«Μας μαρκάρουν;»
«Δεν είχες ποτέ γάτα, ε;»
«Όχι αλλά έχω φίλους με γάτες.»
«Δεν υιοθετείς γάτα, η γάτα υιοθετεί εσένα, αυτή είναι η μεγάλη τους διαφορά με τα σκυλιά. Είναι σημάδι, τελικά!»
«Ποιο;»
«Η συμπάθεια που σου δείχνει, όλη η τριάδα! Δεν την έχω ξαναδεί τη Sadie να κάνει τέτοιες χαρές, σε κανέναν! Ομοίως και οι αδερφοί Κατσάμπα!» μου είπε και λέρωσα και πάλι τα βρακιά μου.
«Αλήθεια, που είναι ο τριχωτός δεινόσαυρος;» τον ρώτησα και έβαλε τα γέλια.
«Έξω, όταν θέλει να μπει μέσα μου χτυπάει το τζάμι» μου είπε και μου έδειξε την μπαλκονόπορτα. «Αφού φάμε έχουμε να την πάμε και τη βόλτα της.»
«Αμέ! Είπες όμως τη μαγική λέξη τώρα, τι θα φάμε;»
«Πεινάς αλιγατοράκι;»
«Μία πείνα την κάνει είναι η αλήθεια!»
«Μου είχες πει ότι σ’ αρέσουν τα πικάντικα!»
«Τα λατρεύω!!!! Τι έχεις φτιάξει; Θα με σκάσεις!»
«Μου έστειλε τις προάλλες η Βασιλική σκιουφιχτά, τα έφτιαξε με τα χεράκια της.»
«Τι είναι τα σκιουφιχτά;»
«Τα σκιουφιχτά μακαρόνια είναι παραδοσιακά κρητικά ζυμαρικά. Τα έκανα με πικάντικο καυτερό λουκάνικο. Έχω πάρει και φέτα, Κεφαλονιάς εννοείται» μου είπε και μου έκλεισε το μάτι. «αλλά εγώ θα σου πρότεινα αντί για τριμμένη φέτα να βάλεις ξύγαλο.»
“You know how to make a woman happy!”

Εντάξει, δεν υπήρχε αυτό που έφαγα και μιας και δεν είμαι από αυτές που ντρέπονται, έφαγα και δεύτερο πιάτο και παραλίγο να φάω και τρίτο με κίνδυνο να αρχίσουν να μου βγαίνουν από τη μύτη.

«Ναι αλλά μη μου φας και το χέρι!»
«Θα σας ειδοποιήσουμε»
«Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο» μου δήλωσε. «Θα έρθεις να μου κάνεις παρέα;»
«Δέκα με τη βίτσα γιατί κάνεις χαζές ερωτήσεις!»
«Εχμ…»
«Καλά, θα τις φάει ο υπεργολάβος σου» του είπα και έβαλε τα γέλια. «Θα μου στρίψεις κι εμένα ένα;»
«Θα σου στρίψω. Βάλε το μπουφάν σου όμως, έχει δροσούλα!»

Βγήκαμε έξω να κάνουμε το τσιγάρο μας και εκεί εμφανίστηκε και η Sadie και έτσι όπως ήταν σκοτάδια στην αρχή μου κόπηκαν τα ύπατα, προς στιγμή νόμιζα ότι μας την έπεσε αρκούδα.

«Με κοψοχόλιασε το σκασμένο, νόμιζα ότι μας την έπεσε αρκούδα! Αλήθεια, έχει αρκούδες η Πάρνηθα;»
«Παλιά είχε, τώρα δεν ξέρω. Έχει λύκους πάντως!»
«Δε φοβάσαι τα βράδια που τη βγάζεις βόλτα;»
«Αφενός οι λύκοι δεν κατεβαίνουν τόσο χαμηλά και αφετέρου δεν είναι αυτοκτονικοί,  τα καυκάσια μπορούν να σκοτώσουν και αρκούδα, μη με κοιτάς έτσι, they were breed this way!»
«Άσχετο, τι ώρα θα σηκωθούμε το πρωί;»
«Νωρίς, το αντικριστό χρειάζεται δυνατή και σταθερή φωτιά και το ψήσιμό του είναι τρεις με τέσσερις ώρες, χώρια το πέρασμα στη σούβλα που και αυτό παίρνει ώρα. Δε μου λες, σου είπε ο Μιχάλης αν θα έρθουν τελικά;»
«Όχι, δεν έχουμε μιλήσει από χθες και είναι και με την Αντιγόνη και δεν θέλω να τον ενοχλήσω.»
«Κατανοητό αλλά στείλε σε παρακαλώ ένα μήνυμα, πρέπει να ξέρω πόσο αρνί θα ψήσω.»
«Του στέλνω τώρα» του είπα και έτσι και έκανα. Αν και δεν περίμενα να απαντήσει, τουλάχιστον όχι αμέσως, ο Μιχάλης με εξέπληξε απαντώντας σχεδόν αμέσως και  επιβεβαιώνοντας ότι θα έρθουν και ρώτησε κιόλας την ώρα και αν θέλαμε να βοηθήσει. «Θα έρθουν» μου έγραψε. «και με ρωτά τι ώρα να έρθει και αν θέλουμε να βοηθήσει.»
«Να τον ευχαριστήσεις εκ μέρους μου αλλά αν είναι να βοηθήσει θα πρέπει να έρθουν πολύ νωρίς. Πάντως όσο νωρίτερα μπορεί τόσο το καλύτερο, έχω και σπιτική ρακή!»
«Βαριέμαι να τα γράφω, μπορώ να τον πάρω τηλέφωνο;»
«Ρε συ Μαριλίζα μου ζητάς άδεια; Σοβαρά τώρα;»
«Όχι μωρέ Αρίστο μου… αλλά…»
«Ρε άσε την πάρλα και πάρε τον άνθρωπο τηλέφωνο!»
«Ουφ, καλά!» του είπα και έκανα κλήση στο messenger
«Μαγδάλω μου!» μου απάντησε ο Μιχάλης και με ζόρισε λιγάκι γιατί δεν ήθελα να του κάνω γλυκουλινιές παρουσία του Αρίστου… fuck!
«Γοριλλάκι μου εσύ. Τι κάνετε;» του απάντησα τελικά και αποδείχτηκε για ακόμα μία φορά ότι άδικα ανησυχούσα, κρίνοντας από το χαχανητό του Αρίστου.
«Είμαστε στο ένα τσιγάρο μετά… για πέμπτη φορά, σκελετό με έκανε!»
«Αφενός δεν καπνίζεις και αφετέρου καλά σου κάνει, να χάσεις και κανένα κιλό!»
«Πάλι με λες χοντρό αλλά δεν έχω το κουράγιο να σε δείρω τώρα, επιφυλάσσομαι πάντως!»
«Ναι, μη χάσεις… Να σου πω, ο Αρίστος λέει σε ευχαριστεί αλλά δε χρειάζεται να έρθετε και από τα χαράματα, ωστόσο είπε πως όσο νωρίτερα τόσο το καλύτερο και πως έχει και σπιτική ρακή!»
«Now you ‘re talking! Κατά τις 12:00 είναι καλά;» με ρώτησε και μετέφερα την ερώτηση προς τον Αρίστο που απάντησε καταφατικά. «Ναι, μια χαρά!»
«Ωραία, τα λέμε αύριο στις 12:00… δε μου λες, την τάρτα την έφαγε;»
«Πότε να προλάβει βρε χριστιανέ μου, χθες του την έδωσες και είναι για ένα λόχο!»
«Αμάν η γκρίνια σου… καλά, κάτι θα σκαρφιστώ! Λοιπόν φιλάκια και τα λέμε αύριο και κοίτα μην τον κάνεις και δε μπορεί να πάρει τα πόδια του ή έστω κάνε τον αύριο αφού φάμε!»
«Φιλάκια» του είπα γελώντας ακόμα και μετά γύρισα προς τον Αρίστο που με κοίταξε ερωτηματικά. «Μου είπε να μη σε ρέψω σήμερα αλλά να περιμένω αύριο αφού φάμε!»
«Χαχαχα, έχεις κακούς σκοπούς προς το άτομό μου;»
«Τους χειρότερους!» τον διαβεβαίωσα.

Τελειώσαμε το τσιγάρο μας και μιας και ήμασταν ήδη έξω, πήραμε τη Sadie και ξεκινήσαμε τη βόλτα η οποία τελικά διήρκησε πάνω από μια ώρα. Γυρίσαμε και αφού έβαλε σε Sadie και γατιά να φάνε, πήγαμε στην κουζίνα για να μου φτιάξει ρακόμελο, μου το είχε τάξει άλλωστε. Επιστρέψαμε στο σαλόνι, με το ρακόμελό μου εγώ και με το κρασί του εκείνος, και αφού έριξε ένα τεράστιο κούτσουρο στο τζάκι, γύρισε στον καναπέ.

«Ταινία θέλεις ή σειρά;»
«Σειρά, αλλά όχι το Τσερνόμπιλ!»
«Δε σου άρεσε;»
«Πολύ αλλά θα μου χαλάσει τη διάθεση!»
«Εντάξει… μπορούμε να συνεχίσουμε το Kominsky method αλλά αν θέλεις μου πρότεινε και μια σειρά η Φοίβη… η ρουφιάνα είναι απίστευτη.»
«Τι εννοείς;»
«Της απάντησα ότι θα κάνω review το paper της αλλά να μου δώσει μια εβδομάδα πριν ξεκινήσω, και μου πρότεινε να δω τη σειρά “Why women kill”, είναι σπονδυλωτή μαύρη κωμωδία, και φυσικά το έπιασα το υπονοούμενο και της υποσχέθηκα ότι θα ξεκινήσω αμέσως!»

Ένα έχω να πω, μπορεί να μην την είχα γνωρίσει ακόμα τη γυναίκα, αλλά είχα αρχίσει να τη συμπαθώ, αν και η αλήθεια είναι ότι τη ζήλευα και λίγο, ο Αρίστος είχε παραδεχτεί ότι τον είχε ξεμυαλίσει και… ε, κι εγώ ήθελα το ίδιο πράγμα. Το ανομολόγητο μυστικό μου ήταν πώς αυτό που πραγματικά επιθυμούσα ήταν να τον κάνω να μην έχει μάτια για άλλη και ήταν υποκρισία του κερατά γιατί …γιατί ήθελα να έχω και τον Μιχάλη στη ζωή μου. Χώρια που εδώ που τα λέμε ούτε καν με τη Χριστίνα δεν είχε αλλάξει.

Η σειρά ήταν όντως πολύ ωραία και αν και δεν προκαλούσε αβίαστο γέλιο όπως το Kominsky method, σε άφηνε -παρά το θέμα της που ήταν απατημένες σύζυγοι- με το χαμόγελο στα χείλη, και παρά το γεγονός ότι τα επεισόδια ήταν σαράντα λεπτά το καθένα, είδαμε τρία σερί.

«Αααχ αυτή η Daddario, θεέ μου τι γυναικάρα είναι!» είπε εννοώντας την κοπέλα του τρίο, από το τρίτο ζευγάρι. «Και που να τη δεις στην πρώτη σαιζόν του true detective τα πετάει όλα.»
«Με είχε φάει ο Κώστας να δούμε αυτή τη σειρά και δεν το έψηνα, δεν μου αρέσουν ιδιαίτερα τα αστυνομικά και έχοντας δει και το The Wire… τι να μου πουν οι υπόλοιπες.»
«Το έχεις δει;» με ρώτησε έκπληκτος.
«Το έχω δει Αρίστο μου, προς τι η έκπληξη; Μην ξεχνάς ότι έχω σπουδάσει εγκληματολογία και το The Wire είναι κάτι πολύ παραπάνω από σειρά, είναι κοινωνιολογική μελέτη. Κάθε σαιζόν του εξετάζει και μια διαφορετική πτυχή της αμερικανικής κοινωνίας ή, για να είμαι ακριβής, αυτού που αποκαλούμε σύστημα. Όχι απλά  έχω δει το The Wire, ήταν και το αντικείμενο της πτυχιακής μου!»
«Οκ, θέλω να τη διαβάσω. Οπωσδήποτε θέλω να τη διαβάσω!»
«Θα στη στείλω Αρίστο μου» του είπα ενθουσιασμένη.
«Όπως και να έχει, οφείλω να σου πω πως είχε δίκιο ο Κώστας, μπορεί οι επόμενες σαιζόν να μην ήταν αντάξιες, αλλά η πρώτη ήταν αριστούργημα και σε ρεαλισμό δεν υπολείπεται του The Wire… εντάξει, βλασφημία, σε ρεαλισμό δεν υπολείπεται και πολύ του The Wire. Δε μου λες» είπε αλλάζοντας κουβέντα. «δεν πάμε να την πέσουμε γιατί έχει πάρει αργάμιση και αύριο έχει πρωινή έγερση;»
«Ναι, πάμε.»

Ανεβήκαμε πάνω και χωθήκαμε κάτω από το πάπλωμα αλλά παρά τα λεγόμενά του ότι είχαμε πρωινό ξύπνημα είχε ορεξούλες. Στην αρχή απλά με φίλησε αλλά μετά άρχισε να μου χουφτώνει και να μου μαλάζει τα στήθη και το έπιασα το υπονοούμενο και η αλήθεια είναι ότι από ορεξούλες δεν πήγαινα πίσω. Η μπλούζα μου βρέθηκε στο πάτωμα και λίγες στιγμές αργότερα την ακολούθησε και το κάτω μέρος της φόρμας μένοντας με το εσώρουχο. Ο Αρίστος από την άλλη έμεινε τελείως γυμνός και ανέβηκα πάνω του και άρχισα να τον φιλάω στο λαιμό και μετά στο στέρνο και σιγά-σιγά κατέβηκα προς τα κάτω και τον πήρα στο στόμα μου.

Νόμιζα ότι ήθελε απλά πίπα και έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου, με τον Αρίστο πραγματικά είχα αρχίσει να το απολαμβάνω, είχε και υπέροχο όργανο που… δεν ξέρω, ένιωθα ότι θα μπορούσα να το ρουφάω με τις ώρες και παρόλο που το μέγεθός του ήταν άνω του μετρίου, μπορούσα να το χειριστώ χωρίς να με ζορίζει, ή τουλάχιστον να μη με ζορίζει όσο δε γινόταν mouthfuck. Πάνω που είχα αρχίσει να επιταχύνω με σταμάτησε και αφού με γύρισε μπρούμητα, μου κατέβασε το εσώρουχο.

«Βάλε ένα μαξιλάρι κάτω από το στομάχι σου» μου είπε και έτσι έκανα.

Εκείνος καθισμένος γονατιστός φόρεσε το προφυλακτικό του και μετά άπλωσε λιπαντικό στο κωλαράκι μου. Αυτή τη φορά δεν είχε δάχτυλο, σκόπευε να με ανοίξει με το όργανό του, κάτι που κατάλαβα όταν άρχισε να τον τρίβει πίσω μου. Ξεκίνησε να σπρώχνει δυνατά και ένιωθα να με ξεσκίζει όπως έμπαινε μέσα μου και δε μπόρεσα να συγκρατήσω ένα δυνατό μουγκρητό, πόνεσε, πόνεσε πολύ και ο Αρίστος δε σταμάτησε μέχρι που μπήκε όλος μέσα.

Έσφιξα τα δόντια μου και άρχισε να κινείται και αν και ξεκίνησε αργά εξακολουθούσε να πονάει σαν τρελό, τόσο που παραλίγο να του ζητήσω να σταματήσει. Από την άλλη ωστόσο φοβόμουν πως αυτό θα τον χαλούσε και το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να χαλαστεί, οπότε έσφιξα ακόμα περισσότερο τα δόντια, αν και ήταν φανερό από τα μουγκρητά μου ότι πονούσα.

Πέρασε τα χέρια του από κάτω και μου έσφιξε τα στήθη συνεχίζοντας να με σφυροκοπάει και η σκέψη ότι με χρησιμοποιεί για την καύλα του ήταν αυτή που το έκανε ανεκτό και είναι περίεργο, η σκέψη αυτή ταυτόχρονα με καύλωνε και μου προκαλούσε ντροπή και όσο μεγάλωνε η ντροπή τόσο αυξανόταν και η καύλα. Καύλα, τέλος πάντων, η όρεξή μου να τον ικανοποιήσω με τον τρόπο που επιθυμούσε. Παρόλο που ο πόνος είχε υποχωρήσει αισθητά η ενόχληση ήταν αρκούντως έντονη για να το ευχαριστηθώ και σωματικά, οπότε βρήκα παρηγοριά στα δικά του βογγητά, στις δικές του κοφτές ανάσες, στη δική του ηδονή που αντλούσε χρησιμοποιώντας το κορμί μου.

Μου έσφιξε τα στήθη δυνατά και αφού καρφώθηκε, βογκώντας, για τελευταία φορά μέσα μου, έμεινε ακίνητος και ένιωσα το όργανό του να κάνει σπασμούς καθώς τελείωνε. Τραβήχτηκε σιγά και ένιωσα απέραντη ανακούφιση όταν βγήκε τελείως έξω. Σηκώθηκε να πάει να πετάξει το χρησιμοποιημένο προφυλακτικό και όταν γύρισε με βρήκε ακριβώς στην ίδια θέση που με είχε αφήσει.

«Μαριλίζα;»
«Αρίστο μου… σε παρακαλώ την επόμενη φορά πιο σιγά.»
«Γιατί δε μου το είπες ότι σε πόνεσα;»
«Πάντα πονάει το από πίσω, Αρίστο μου… και… και δεν ήθελα να σε κόψω.»
«Ακριβώς επειδή το ξέρω ότι πονάει, γιατί δε μου είπες ότι δεν αντέχεις και να πάω πιο σιγά;»
«Γιατί… γιατί σου άρεσε και… και δεν ήθελα να σε κόψω. Και μ’ αρέσει να σε ικανοποιώ, θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να το καταφέρω… αλλά σε παρακαλώ πιο σιγά την επόμενη φορά.»
«Αχ βρε κορίτσι μου» μου είπε και με έσφιξε στην αγκαλιά του. «Την επόμενη φορά που νιώθεις ότι δεν αντέχεις, θέλω να μου το πεις.»
«Δεν είναι ότι ξεπέρασες τις αντοχές μου… απλά… απλά σήμερα έφτασα στα όριά μου και… και ξέρω… ξέρω ότι σου αρέσει να με παίρνεις έτσι και… και… και δε θέλω να σταματήσεις… και… και δε θέλω να γίνει κάτι και να ξενερώσεις και…» είπα με σπασμένη φωνή και καθώς τα μέσα μου είχαν γίνει και πάλι αχταρμάς, με χίλια ζόρια κρατιόμουν να μη βάλω τα κλάματα.
«Μαριλίζα, κοίτα με στα μάτια» με διέταξε και με δυσκολία ύψωσα το βλέμμα μου να τον κοιτάξω. «Αν είχαμε σχέση D/s τώρα θα σε έβαζα τιμωρία και μη με κοιτάζεις έτσι, μιλάω πολύ σοβαρά.»
«Γιατί μωρέ Αρίστο;» τον ρώτησα βάζοντας τα κλάματα. «Γιατί;»
«Γιατί βρε χαζούλα δε θέλω να νιώθεις έτσι! Δε θέλω να ζεις διαρκώς στο φόβο ότι θα κάνεις κάτι και θα με απογοητεύσεις. Δε θέλω να ζεις διαρκώς στο φόβο ότι θα με ξενερώσεις. Δε θέλω να ζεις στο φόβο, τελεία. Θέλω να απολαμβάνεις κάθε στιγμή, κάθε λεπτό, θέλω να μην υπάρχει κάτι που το δηλητηριάζει. Θέλω να μου μιλάς, θέλω να μου λες τι σκέφτεσαι, τι φοβάσαι, τι σε θυμώνει, τι σε πληγώνει. Θέλω… θέλω να με βλέπεις σα φίλο σου, τον άνθρωπο στον οποίο μπορείς να πεις τα πάντα. Τα πάντα! Το ξέρω… αυτό δε γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη… αλλά μπορεί να ξεκινήσει με τα απλά πράγματα, αν κάτι σε ενοχλεί, αν κάτι δε σ’ αρέσει, αν κάτι σε ζορίζει, θέλω να το ξέρω τη στιγμή που γίνεται, όχι μετά. Αν μου είχες ζητήσει να πάω πιο σιγά, θα το είχα κάνει βρε κουτορνίθι, δε θα είχα ξενερώσει. Μου προσφέρεις το σώμα σου, μου το προσφέρεις, πώς θα μπορούσα να ξενερώσω επειδή μου ζήτησες να πάω πιο σιγά;»
«Συγνώμη» του είπα κλαίγοντας με λυγμούς και με έσφιξε πάνω του δυνατά.
«Μη ζητάς από εμένα συγνώμη, Μαριλίζα, από τον εαυτό σου να ζητήσεις, αυτόν αδίκησες πρώτον απ’ όλους.»
«Κι εσένα αδίκησα» είπα με λυγμούς που με ξέσκιζαν γιατί αυτό με πονούσε ακόμα περισσότερο.
«Τον εαυτό σου αδίκησες, εμένα μόλις έχεις αρχίσει να με μαθαίνεις, λάθη όσο μαθαίνεις έναν άνθρωπο θα συμβούν και εδώ θα είμαστε να τα διορθώσουμε, αλλά το πρώτο και κύριο, το θεμελιώδες, είναι να είσαι καλά με τον εαυτό σου, αν όχι, δεν θα είσαι καλά με κανέναν… με κανέναν.»
«Είσαι υπέροχος» του είπα όπως μ’ έσφιγγε πάνω του όταν καταλάγιασαν οι λυγμοί.
«Είμαι και σε παρακαλώ να κρατήσεις καλά μέσα σου αυτό που σου είπα, γιατί αν έχουμε υπαρξιακά δράματα κάθε φορά που παίρνω το κωλαράκι σου θα έχουμε μεγάλο πρόβλημα, το λατρεύω και σκοπεύω να του δώσω να καταλάβει» μου είπε κάνοντάς με να γελάσω.
«Κάτι έχω καταλάβει… και Αρίστο μου… πραγματικά… πραγματικά θέλω να σου δώσω ό,τι ζητάς!»
«Το ξέρω Μαριλίζα μου, και θέλω να το βάλεις καλά στο ξεροκέφαλό σου ότι στο δικό μου αξιακό σύστημα, η προθυμία είναι που βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας.»
«Να σου πω κάτι, αλλά μη θυμώσεις… δηλαδή το πιθανότερο είναι να βάλεις τα γέλια…»
«Γιατί να θυμώσω;»
«Έχει να κάνει με το Μιχάλη.»
«Και γιατί να θυμώσω που έχει να κάνει με το Μιχάλη;»
«Εχμ…» είπα και σκάλωσα και πάλι. «Ε… δεν είναι ωραίο να λες στο… στον δικό σου για κάποιον άλλον άνδρα.»
«Σε μένα θέλω να λες τα πάντα, ακούς; Τα πάντα!»
«Εντάξει… λοιπόν… έτσι και του πω τι έγινε σήμερα θα αρχίσει πάλι τη γκρίνια... που εδώ που τα λέμε δεν είναι γκρίνια, περισσότερο αφορμή είναι για να με τσιγκλάει, του αρέσει πολύ να με τσιγκλάει.»
«Δεν είμαι σίγουρος ότι σ’ έχω…»
«Να μωρέ, με τσιγκλάει που δεν του κάθομαι να με πάρει από πίσω, όπως με τσίγκλαγε που δεν κατάπινα. Γιατί μωρή μαγδάλω, μου λέει, εμένα μανούλα δε μ’ έκανε; Εγώ δε θα δοκιμάσω το κωλαράκι σου; Του είπα ότι αν το δοκιμάσει θα πάψει να είναι κωλαράκι και θα γίνει η σπηλιά του Αλή μπαμπά και τι μου λέει ο κερατάς;  Και οι σαράντα κλέφτες τι θα γίνουν, κλέφτες;»
«Κι εσύ γιατί δεν του το δίνεις να του φύγει και το γινάτι;»
«Γιατί αυτό δε θα είναι σεξ, ανασκολοπισμός θα είναι, είναι… είναι πολύ προικισμένος!»
«Τι να σου πω, εσύ ξέρεις καλύτερα, πάντως με …σάλιο και υπομονή όλα γίνονται!»
«Αν μετά έχει αντίλαλο μη μου ζητάς τα ρέστα!» του είπα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
“Cross my heart and hope to die.”
«Προς το παρόν θα αρκεστεί στη χαρά της κατάποσης… και δεν είναι και εύκολο τρομάρα του, κράμπα στο σαγόνι παθαίνω κάθε φορά με το θηρίο!»
«Εντάξει, θα με κάνεις να αρχίσω να ζηλεύω!»
«Καθόλου να μη ζηλεύεις… το δικό σου είναι το υπεροχοτεροτερότερο όργανο που έχω δει στη ζωή μου!»
«Και, αν επιτρέπεται, πόσα έχεις δει ως τώρα;»
«Το παραδέχομαι δεν είναι πολλά… Ουσιαστικά μετά το Διονύση, σεξ άρχισα να κάνω και πάλι μετά τα 19, αλλά χμμμ… πέραν από τις σχέσεις που έκανα, έκανα και τις ξεπέτες μου.»
«Ξεπέτες ε;»
«Ναι, το έχω κάνει και αυτό… όποιος ντρέπεται μένει νηστικός λέει ο μπάρμπα-Γιώργος και το ασπάζομαι πλήρως. Εντάξει, δεν είμαι και η Samantha από το Sex and the city, αλλά δεν είμαι και από εκείνες που ντρέπονται ή που κάνουν σεξ μόνο σε σχέση. Το σεξ είναι σεξ…»
«Είσαι αρκούντως αντιφατική». Δηλώνεις introvert αλλά δε σου φαίνεται καθόλου, δηλώνεις συνεσταλμένη αλλά όποιος ντρέπεται μένει νηστικός!»
«Τι να πω, είμαι γρίφος μέσα σε ένα αίνιγμα τυλιγμένο σε μυστήριο.»
«Που έλεγε και ο μπάρμπα-Ουίνστων» συμπλήρωσε.
«Δεν τον ξέρω τον κύριο οπότε αποκλείω να το είπε για μένα, μπορεί να είμαι σουραύλω, που λέει και ο Μιχάλης, αλλά θυμάμαι με ποιους έχω πάει!» του είπα και έβαλε τα γέλια.
«Ναι, θα ήταν λίγο δύσκολο να το πει για σένα εκτός και αν είχε μασήσει τίποτα φύλα δάφνης και το έπαιζε Πυθία, πρόλαβε να τα τινάξει πολλά-πολλά χρόνια πριν γεννηθείς!»
«Τι να πω, αυτός έχασε!»
«Το μόνο σίγουρο, Μαριλίζα μου, το μόνο σίγουρο» είπε εξακολουθώντας να γελάει. «Λοιπόν, έλα τώρα να πέσουμε για ύπνο, έχω βάλει το ξυπνητήρι στις 08:00.»
«Εντάξει μωρουλίνι μου» του απάντησα γλυκουλινιάρικα.
«Πήρα προαγωγή από μεσήλικας;»
«Ναι, live with it!»
«Χαχαχα, καληνύχτα κοριτσάρα μου!»
«Καληνύχτα Αρίστο μου… Δε μου λες, μήπως να αλλάξεις όνομα;»
«Γιατί; Τι έχει το Αρίστος;»
«Μωρέ μια χαρά είναι αλλά τώρα θα προτιμούσα να σε λένε Γιάγκο!»
«Και γιατί αυτό;»
«Για να μπορώ να σε λέω Γιαγκούκο!» του είπα βάζοντας τα γέλια.
«Το εν λόγω παραμύθι δεν έχει …Δράκους, pun intended! Άντε, τσούπρα, πέσε για ύπνο!»
«Τι έτσι; Χωρίς φιλάκι;»
«Έλα εδώ βρε βάσανο» μου είπε και με τράβηξε πάνω του και με φίλησε. «Καληνύχτα κοριτσάρα μου!»
«Καληνύχτα …όχι Γιαγκούκο μου» του είπα και τον έκανα και πάλι να βάλει τα γέλια, Θεέ μου, πόσο το λάτρευα το γέλιο του. Χταποδιάστικα πάνω του και έκλεισα τα μάτια μου και ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω.

Το πρωί που ξύπνησα ήμουν μόνη στο κρεββάτι. Πού ήταν ο Αρίστος; Κοίταξα το ρολόι μου, έλεγε 08:47. Πετάχτηκα και έβαλα τη μπλούζα και τη φόρμα μου και κατέβηκα κάτω.

«Αρίστο;»
«Στην κουζίνα είμαι Μαριλίζα μου, μας έφτιαχνα πρωινό.»
«Γιατί δε με ξύπνη…» πήγα να πω αλλά σταμάτησα όταν είδα τι έκανε.
«Ήθελα να σου κάνω έκπληξη» μου είπε χαμογελαστός. Έφτιαχνε pancakes και στον πάγκο είχε ένα δίσκο με μια κανάτα χυμό, δυο ποτήρια, δύο κούπες καφέ, και δύο μπολ με τις μαρμελάδες της θειας Μαριγούς.
 “Breakfast in bed μωρουλίνι μου;”
 “Now you’ll never know!” με πείραξε.
«Πάω να ξανακοιμηθώ!»
«Χαχαχα, πήγαινε να ρίξεις λίγο νερό στο πρόσωπό σου.»
«Ουφ καλά» είπα και πήγα πάνω. Από τη μία ένιωθα υπέροχα για την έκπληξη που ήθελε να μου κάνει και από την άλλη χάλια που τη του χάλασα. Κατέβηκα μετά από λίγη ώρα, είχε καθίσει στον πάγκο και με περίμενε.
«Έλα να φάμε το πρωινό μας γιατί πρέπει να πάμε να ανάψουμε τη φωτιά και έχω να περάσω και το αρνί στις σούβλες.»
«Αλήθεια, που είναι το αρνί;»
«Στο μεγάλο ψυγείο που έχω έξω, μου το έκοψε ο χασάπης όπως το ήθελα, μένει μόνο να το περάσουμε στις σούβλες και να το αλατίσουμε.»
«Τι ώρα ξύπνησες;»
«Γύρω στις 07:00.»
«Γιατί δε με ξύπνησες και μένα;»
«Αφενός γιατί ήθελα να σε αφήσω να κοιμηθείς λίγο παραπάνω και αφετέρου, ήθελα να σου σερβίρω πρωινό στο κρεββάτι.»
«Ουφ… στο χάλασα!»
«Δεν πειράζει Μαριλίζα μου. Έλα, ξεκίνα να τρως, τα καφεδάκια μας θα τα πάρουμε έξω.»

Ξεκινήσαμε να μασουλάμε και μου εξηγούσε πως γίνεται το αντικριστό, περνάς το κρέας στις σούβλες περιμετρικά της φωτιάς, σε αυτό που στην αρχή είχα περάσει για κλουβί, και το αφήνεις να ψηθεί για περίπου δυόμιση με τρεις ώρες και όταν ροδίσει το γυρνάς ώστε η εξωτερική μεριά να βλέπει προς τη φωτιά και το αφήνεις για άλλη μισή με μία ώρα. Το πιο δύσκολο κομμάτι είναι το πέρασμα στις σούβλες, είναι σχεδόν κέντημα. Μετά χρειάζεται καλό αλάτισμα, μόνο αλάτι, τίποτε άλλο, και μετά το μόνο που χρειάζεται είναι να τροφοδοτείς τη φωτιά με ξύλα καθώς απαιτείται δυνατή και σταθερή φωτιά.

Όταν τελειώσαμε πήγαμε έξω και πριν αρχίζει να ετοιμάζει το κρέας πήγε και άναψε τη φωτιά, μου εξήγησε ότι το καλύτερο ξύλο για αυτή τη δουλειά είναι η ελιά γιατί καίγεται αργά και βγάζει δυνατή φωτιά, ωστόσο ακριβώς επειδή είναι βραδύκαυστο, χρειάζεται αρκετή ώρα για να κάνει τη δυνατή θράκα που απαιτείται. Όταν τέλειωσε με αυτό, γύρισε προς το υπόστεγο και άνοιξε το ψυγείο και έβγαλε τα κομμάτια του αρνιού για να τα περάσει στη σούβλα, και ναι, είναι αρκετά μεγάλο μανίκι. Μετά άρχισε να ρίχνει αλάτι σε μεγάλη ποσότητα.

«Αρίστο μου, σα να ρίχνεις πολύ αλάτι!»
«Το αντικριστό χρειάζεται πολύ αλάτι, το μεγαλύτερο μέρος του θα λιώσει μαζί με τα λίπη.»

Δεν επέμεινα, άλλωστε τι ήξερα εγώ από αντικριστό; Ήπιαμε το καφεδάκι μας και μόλις έκρινε ότι η θράκα είχε τη θερμοκρασία που χρειαζόταν, στερέωσε προσεκτικά τις σούβλες περιμετρικά στο πλέγμα που σχημάτιζε το κλουβί, με το εσωτερικό του αρνιού προς τη φωτιά. Όταν τέλειωσε κόντευε να πάει 10:00.

«Τι ώρα θα πρέπει να το γυρίσουμε;»
«Γύρω στις 13:00 για κανένα μισάωρο ως σαράντα λεπτά. Λογικά κατά τις 14:00 θα ξεκινήσουμε να τρώμε.»
«Αλήθεια, με τι μεζέδες θα συνοδέψουμε τη ρακή;»
«Το ιδανικό είναι άγρια αγκινάρα αλλά άντε βρες τη. Οφτές πατάτες, ελιές, μανούρι και μήλο σκεφτόμουν και κανένα παξιμάδι. Πάει και με στραπατσάδα αλλά είναι πολύ φασαρία, ίσως να βράσουμε δυο-τρία αυγά και ως εκεί.»
«Σιγά τη φασαρία! Εσύ βάλε τις πατάτες όταν χρειαστεί και όλα τα υπόλοιπα θα τα αναλάβω εγώ.»
«Σ’ ευχαριστώ κοριτσάρα μου! Δεν… δεν ήθελα…»
«Δέκα με τη βίτσα!» του είπα και έβαλε τα γέλια.
«Εντάξει, παραδίνομαι!»
«Και μπράβο σου γιατί έχω μαζέψει ήδη αρκετές.»
«Είδες για να έχω καλό υπεργολάβο;»
«Τον καλύτερο!» τον διαβεβαίωσα και πρώτα μου έδωσε ένα φιλάκι και μετά μια γερή στα κωλομέρια, προφανώς για να μην ξεχνιόμαστε.

Το αντικριστό, πέραν από το να συντηρείς όποτε χρειάζεται τη φωτιά, δε θέλει ιδιαίτερη παρακολούθηση και στην καρδιά του χειμώνα δε χρειαζόταν να ανησυχείς για σπίθες, οπότε ήρθε μαζί μου στην κουζίνα και ο Αρίστος για να με βοηθήσει στην προετοιμασία των μεζέδων. Όσο έφτιαχνα τη στραπατσάδα εκείνος τύλιξε τέσσερις-πέντε πατάτες σε αλουμινόχαρτο και βγήκε να πάει να τις θάψει στη θράκα. Οι ελιές, το μήλο και το μανούρι δε χρειάζονταν προετοιμασία, οπότε θα τα βγάζαμε έξω όταν ήταν να τα σερβίρουμε.

«Αλήθεια, ο Μιχάλης ξέρει να έρθει εδώ;»
«Ξέχασες ότι το προηγούμενο Σάββατο έβαλες ως όρο να του στείλω το στίγμα του σπιτιού για να με ξεναγήσεις στον Ιεροεξεταστή;»
«Ου γαρ έρχεται μόνον!»
«Θα με πεθάνεις εσύ… άλλες δέκα με τη βίτσα» είπα στενάζοντας αλλά το γέλιο του έκανε την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.
«Πόσες έχουμε φτάσει μέχρι τώρα;»
«Ήμασταν στις 100… για να δούμε… 30 προσφορά της yours truly γιατί ήθελα να κάνω ντους μόνη μου, άλλες δέκα υπεργολαβία γιατί έκανες χαζή ερώτηση, άλλες δέκα, επίσης υπεργολαβία, γιατί δεν ήθελες να σε βοηθήσω στην προετοιμασία και τέλος άλλες δέκα, και αυτές υπεργολαβία, γιατί σε είπες γέρο. Αρίστο μου, για συμμαζέψου λίγο, γιατί ο υπεργολάβος σου στο τέλος δε θα μπορεί να κάτσει το κωλαράκι του κάτω για κάνα μήνα!»
«Και άλλες δέκα επειδή μου λες να συμμαζευτώ!»
«Τι βρεγμένη, τι μούσκεμα!»
«Μαριλίζα;»
«Ναι;»
«Είσαι λατρεία!» μου είπε και η καρδιά μου έκανε άλλες δέκα τούμπες.
Ω ναι, είχα αρχίσει να τον ερωτεύομαι για τα καλά!


12. Disclosures

Καθόμασταν αντίκρυ στη θράκα και γελούσαμε, πειράζοντας ο ένας τον άλλον, και ήταν τόσο όμορφα, τόσο απίστευτα όμορφα. Δεν έτρεφα ψευδαισθήσεις ότι δε θα υπήρχαν και οι δύσκολες στιγμές, ότι δε θα ζοριζόμουν, και δεν είχαμε αρχίσει καν τα S/m παιχνίδια που για τον Αρίστο είναι εκ των ων ουκ άνευ, και παρόλες τις φαντασιώσεις μου, είχα διαπιστώσει με τον Μιχάλη ότι δεν έχω ιδιαίτερες αντοχές στον πόνο, και ο Αρίστος «φώναζε» ότι δεν αστειευόταν.

Στο σεξ μαζί του απουσίαζε τελείως η παιχνιδιάρικη τρυφερότητα του Μιχάλη που, δεν το κρύβω, ήταν ένας από τους λόγους για τον οποίο είχα δαγκώσει τη λαμαρίνα μαζί του. Ο Αρίστος μου είχε δηλώσει ορθά-κοφτά ότι δεν τον ενδιέφερε να με σπρώξει πέρα από τα όριά μου, μπορούσε να βρει αυτό που ήθελε κι αλλού.

Χωρίς να βρίσκω καθόλου παράλογη τη φιλοσοφική θεώρηση του Αρίστου ότι σε κάθε άνθρωπο δίνεις και από κάθε άνθρωπο παίρνεις διαφορετικά πράγματα, ότι εσύ και μόνο εσύ είσαι που κρίνεις πόσο θα δώσεις και αν σου κάνουν τα όσα θα λάβεις, ότι μπορείς να διεκδικήσεις, μπορείς να παλέψεις για να κερδίσεις αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχεις δικαίωμα να απαιτήσεις, κατά βάθος με ζόριζε.

Μέχρι τότε θεωρούσα αυτονόητο πως όταν κάνεις μια σχέση αφοσιώνεσαι πλήρως στον άνθρωπο που σχετίζεσαι και πως μια σχέση μπορεί να στεριώσει μόνο όταν αμφότεροι είναι ικανοποιημένοι και μπορούν να αρκεστούν στα όσα μπορεί να δώσει ο ένας στον άλλον και πως το «υπάρχουν και αλλού πορτοκαλιές» ήταν πριν… ή μετά… σε καμία περίπτωση ωστόσο κατά τη διάρκεια.

Μου είχε δείξει με χίλιους τρόπους ότι δεν τον ζόριζε στο παραμικρό η ύπαρξη του Μιχάλη, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν απλά fuck buddy, ήμουν και ερωτευμένη μαζί του από πάνω. Προχθές το βράδυ τους παρακολουθούσα προσεκτικά προσπαθώντας να ερμηνεύσω τη γλώσσα του σώματος και του ενός και του άλλου. Όπως είχα υποθέσει και στην αρχή, οι δυο τους είχαν εξαιρετική χημεία και ήμουν σίγουρη ότι υπό διαφορετικές προϋποθέσεις θα μπορούσαν να είναι κολλητάρια. Με εμένα στη μέση θα μπορούσε να συμβεί; Αυτό πάσχιζα να καταλάβω προχθές και είχα διστακτικά -αν και με απέραντη ανακούφιση- διαπιστώσει πως η ύπαρξή μου δεν έβαζε κανένα εμπόδιο, ίσα-ίσα, έγινα ο στόχος των καλόκαρδων πειραγμάτων τους και το καταδιασκέδαζαν… όπως κι εγώ.

Θα μπορούσε να δουλέψει αυτό; Η ψυχρή λογική έλεγε ότι αυτή η εσωτερική μου αντιφατικότητα, από τη μία να με φτιάχνει να με χρησιμοποιούν χωρίς να δίνουν δεκάρα για το πως νιώθω εγώ και από την άλλη να έχω ανάγκη να νιώσω τρυφερότητα στο σεξ, μπορούσε μια χαρά να ικανοποιηθεί, δίνοντας αυτό που αποζητούσε ο καθένας τους και παίρνοντας από τον καθένα τους αυτό που αποζητούσα εγώ. Μα όσο και αν φαινόταν λογικό, για μένα, που δεν είχα τις παραστάσεις ούτε του ενός ούτε του άλλου, απαιτούσε ένα paradigm shift το οποίο ούτε τετριμμένο είναι, ούτε απλό.

«Πού ταξιδεύεις πάλι;» με ρώτησε επαναφέροντάς με.
«Σκεφτόμουν…»
«Αυτό είναι εμφανές αλλά, μιας και οι τηλεπαθητικές μου ικανότητες είναι μηδαμινές, θα βοηθούσε να μου πεις τι σκέφτεσαι, γιατί δείχνεις σαν πάλι κάτι να σε τρώει.»
«Δεν με τρώει ακριβώς. Μου είπες ότι δεν έχεις σκοπό να με τεντώσεις πέρα από τα όριά μου καθώς αν χρειάζεσαι το κάτι παραπάνω μπορείς να το βρεις και αλλού. Το… το ίδιο -φαντάζομαι- ότι ισχύει και για μένα.»
«Δεν χρειάζεται να το φαντάζεσαι, στο επιβεβαιώνω.»
«Από τη σκοπιά της ψυχρής λογικής makes sense αλλά…»
«Αλλά;»
«Αυτό… το να είσαι σε ερωτική σχέση με έναν άνθρωπο αλλά να παίρνεις και να δίνεις και σε άλλους, και εννοώ στον ερωτικό τομέα, απαιτεί ένα major paradigm shift που ούτε τετριμμένο είναι, ούτε απλό. Δεν έχω τις παραστάσεις σου Αρίστο!»
«Ωραία, ας το δούμε αλλιώς, όταν κάνεις μια ερωτική σχέση με έναν άνθρωπο, είναι απαραίτητη προϋπόθεση το εκτός από εραστής να είναι και φίλος σου;»
«Προφανώς, δεν αρκεί μόνο το να ταιριάζεις ερωτικά!»
«Λαμπρά. Το γεγονός αυτό σε εμποδίζει από το να έχεις άλλους φίλους; Να βγαίνεις να διασκεδάζεις μαζί τους, να μιλάς μαζί τους, να τους εκμυστηρευτείς τα μυστικά σου και να σου εκμυστηρευτούν τα δικά σου; Να τους αγαπάς και να σ’ αγαπάνε; Να θέλεις το καλό τους και να θέλουν το καλό σου; Να τους βοηθάς και να τους στηρίζεις και να σε βοηθάνε και να σε στηρίζουν;»
«Όχι, φυσικά όχι.»
«Ακριβώς. Μπορεί από διαφορετικούς φίλους να αναζητάς διαφορετικά πράγματα, κάποιος να σου αρέσει γιατί είναι χαβαλετζής, κάποιος να σου αρέσει γιατί είναι περιπετειώδης, κάποιος να σου αρέσει γιατί είναι μετρημένος και τα λοιπά. Γιατί αυτό να περιορίζεται; Γιατί να μην επεκτείνεται και στο ερωτικό; Μπορεί για παράδειγμα να σου αρέσει η αιδοιολειχία αλλά στο φίλο σου να μη του αρέσει να το κάνει, ωστόσο να σου κάνει άλλα πράγματα που σου αρέσουν. Γιατί να το θυσιάσεις και να μην το ζητήσεις από αλλού; Αντιστοίχως, του φίλου σου μπορεί να του αρέσει να πηδάει κωλαράκια αλλά εσύ να μη θέλεις να το κάνεις από εκεί, γιατί να του το στερήσεις; Γιατί να περιορίζει ο ένας τον άλλον όταν κάλλιστα μπορούν να βρουν και αλλού το κάτι το διαφορετικό που επιζητούν; Γιατί ντε και σώνει αυτό πρέπει να έχει αρνητική επίπτωση;»
«Στο είπα και η ίδια, από τη μεριά της ψυχρής λογικής makes sense. Ωστόσο δεν είμαστε computers να δουλεύουμε με μηδενικά και άσσους, είμαστε άνθρωποι, έχουμε αισθήματα, ένστικτα, έχουμε τις δικές μας οπτικές, τις δικές μας προκαταλήψεις, τα δικά μας θέλω, τα δικά μας δε θέλω. Ναι, με βάση την ψυχρή λογική όλα αυτά που είπες έχουν νόημα αλλά δεν αρκεί, χρειάζεται αυτό το paradigm shift και δεν είναι εύκολο το ρημάδι.»
«Το ξέρω κοριτσάκι μου. Μπορεί να είναι δύσκολο αλλά δεν παύει να είναι απλό.»
«Τα απλά, τα προφανή, μερικές φορές είναι και τα πιο δύσκολα.»
«Το ξέρω αλλά ξέρεις κάτι; Το μόνο που απαιτείται είναι θέληση, θέληση να κάνεις το πρώτο βήμα, θέληση να κάνεις το δεύτερο βήμα και το τρίτο και το τέταρτο.»
«Δεν αρκεί να θέλεις, πρέπει και να μπορείς, εσύ το είπες!»
«Ισχύει, αλλά η βασική, η βασικότερη, προϋπόθεση είναι να το θέλεις. Μπορεί να το προσπαθήσεις και να μην το καταφέρεις, το σίγουρο είναι, ωστόσο, πως αποκλείεται να το καταφέρεις αν δεν θέλεις καν να το προσπαθήσεις.»
«Η ύπαρξη του Μιχάλη ή -ακόμα χειρότερα- το γεγονός ότι είμαι ερωτευμένη και μαζί του δείχνει να μη σε ζορίζει καθόλου.»
«Θα ήταν παράλογο να με ζορίζει, Μαριλίζα, ο Μιχάλης προϋπήρχε της αφεντιάς μου. Κοίτα, στο είπα και τις προάλλες, δεν γεννήθηκα με φυσική ανοσία στη ζήλεια, εμβολίασα ωστόσο τον εαυτό μου και δεν την αφήνω να με ορίσει. Η ζήλεια μπορεί να γίνει αλατοπίπερο αλλά μπορεί να γίνει και δηλητήριο, it’s up to you.»
«Αλατοπίπερο… απλά δεν βλέπω το πως, και στο λέω εγώ που δεν είμαι ζηλιάρα.»
«Η βασική πηγή της ζήλειας, τουλάχιστον όπως το βλέπω εγώ, είναι οι ανασφάλειες. Αν μπορείς να τις διαχειριστείς, μπορείς και να την διαχειριστείς.»
«Δεν ξέρω αν είναι τόσο απλό. Μπορεί να μην έχεις ανασφάλειες αλλά να σου προκαλεί ο άλλος ανασφάλειες.»
«Τότε γιατί κάθεσαι μαζί του; Κοίτα, Μαριλίζα μου, το να πηδάς και να πηδιέσαι αριστερά και δεξιά δεν είναι πρόβλημα υπό μία βασική προϋπόθεση, να είσαι καλά με όποιον/όποιους είσαι. Να καλύπτεσαι συναισθηματικά, αν αυτό το έχεις ανάγκη.»
«Δεν το έχουμε όλοι μας;»
«Όχι, δεν το έχουμε όλοι μας. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν τους ενδιαφέρει η συναισθηματική κάλυψη, δεν επενδύουν στο συναίσθημα και δεν το χρειάζονται, αν εσύ το έχεις ανάγκη απλά θα πρέπει να αποφύγεις να μπλέξεις μαζί τους ή τουλάχιστον να μην επενδύσεις συναισθηματικά πάνω τους.»
«Αρίστο, να σε ρωτήσω κάτι στα ίσια;»
«Πάντα θέλω να με ρωτάς στα ίσια.»
«Έχω προοπτικές;»
«Τι εννοείς;»
«Μου είπες ότι εδώ και δέκα χρόνια έκανες διάφορες απόπειρες για σχέση αλλά καμία δεν είχε αυτό το κάτι που απαιτούνταν. Θα στο πω ξερά και ας το μετανιώσω, έχω αρχίσει να σε ερωτεύομαι και αν δεν έχω αυτό το κάτι, και όσο και αν με πονέσει -και θα με πονέσει πολύ- θα πρέπει να το σταματήσω τώρα που είναι νωρίς γιατί δε… δε θα αντέξω για τρίτη φορά να χάσω τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου.»

Ο χρόνος σταμάτησε.

«Δεν είσαι η μόνη!» μου απάντησε απλά. «Μπούφο, ε μπούφο!» συμπλήρωσε τρυφερά και ο χρόνος άρχισε να κυλάει και πάλι.
«Είμαι και φαίνομαι» του είπα όπως με πήρε στην αγκαλιά του, τον έσφιξα δυνατά και οι βρύσες ανοίξανε εκ νέου. Είχα ρίξει τη ζαριά και είχαν έρθει εξάρες, όχι ντόρτια.
«Εχμ, Μαριλίζα; Αφενός χρειάζεται να αναπνεύσω και αφετέρου πρέπει να ρίξω ξύλα στη θράκα!»
«Η ανάσα είναι υπερτιμημένη!» του είπα σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάτια μου.
«Βρίσκεις; Χθες το βράδυ στο μπάνιο άλλα έδειχνες» με πείραξε.
«Ρίξε ξύλο στη φωτιά!» του είπα. «Τώρα!»

Μόλις το έκανε, τον πήρα από το χέρι και πήγαμε μέσα και όταν φτάσαμε στο σαλόνι σχεδόν τον πέταξα στον καναπέ. Γονάτισα και του τράβηξα φόρμα και μποξεράκι και τον πήρα στο στόμα μου και τον έκανα να μιλήσει με το Θεό, δεν χρειάστηκε καν να με πιάσει από το κεφάλι να μου δώσει ρυθμό, κάτι που μου είχε πει ότι για εκείνον ήταν περίπου απαραίτητο για να τελειώσει σε πίπα.

Ούτε μερικά λεπτά δεν μου πήρε να τον κάνω να σπαρταράει μέσα στο στόμα μου πλημμυρίζοντάς το, και ήταν σεβαστή η ποσότητα, πώς διάολο μαζεύτηκε τόσο πολύ σε ένα βράδυ; Κατάπια -και ήταν και πάλι πικρό τρομάρα του- και αφού τραβήχτηκα απαλά, του έδωσα όπως πάντα ένα φιλάκι στο κεφαλάκι και σήκωσα το βλέμμα μου προς εκείνον που εκείνη τη στιγμή ατένιζε το άπειρο, all-in-all a job very well done! Και τι job, blowjob!

«Που θα μου πεις για τις ανάσες μου!»
«Ποιος; Τι;» ρώτησε ακόμα χαμένος.
«Αριστοτέλης Σαμιωτάκης» του είπα. «Στο υπενθυμίζω πως λέγεσαι σε περίπτωση που σ’ έκανα να το ξεχάσεις!»
«Ποιος είναι πάλι τούτος;» με ρώτησε με προσποιητή απορία και σκάσαμε και οι δύο στα γέλια.
«Όπως λες κι εσύ καλά να είμαστε και δεν πειράζει, θα είμαι εγώ να σου θυμίζω ποιος είσαι!»
«Αφού πρώτα με κάνεις να το ξεχάσω!»
“My pleasure my good Sire!”
«Εμένα να δεις!» μου είπε με πρόσωπο που έλαμπε. Αχ, είναι γλύκας! «Καλά, όπως είσαι τώρα εσύ και τον Κουασιμόδο γλύκα θα τον έβρισκες, πόσο μάλλον τον Αρίστο που είναι από μόνος του μια γλύκα σκέτη» είπα στον εαυτό μου
«Γλυκούλη!»
«Έτσι και το μάθουν στο φόρουμ θα μου κρεμάσουν κουδούνια!»
«Μια χαρά, θα ξέρω κάθε στιγμή που βρίσκεσαι χωρίς να σε ψάχνω… ναι ξέρω, άλλες δέκα, σε μάθαμε κύριε!»
«Είσαι λατρεία!» μου είπε γελώντας.
Επιστρέψαμε έξω και μάλιστα πάνω στην ώρα, καθώς εκείνη τη στιγμή άρχισε να βουίζει το κινητό μου.
«Αρκούδο μου!»
«Κατά τα φαινόμενα εδώ που μ’ έφερες δεν θα είμαι ο μόνος!»
«Δεν υπάρχουν αρκούδες, τις έφαγαν οι λύκοι!»
«Ε, πες μου έτσι ησυχάσω! Φτάσαμε… δηλαδή νομίζω!»
«Θα σου ανοίξει ο Αρίστος την γκαραζόπορτα, βάλε το τανκ μέσα!» του είπα και μετά γύρισα στον Αρίστο. «Μωρό μου, ήρθαν τα παιδιά, κάνε τα ταχυδακτυλουργικά σου!»
«Αμέσως …μωρό μου» μου απάντησε πειρακτικά αλλά κρατήθηκα και δεν φόρτωσα τον υπεργολάβο του με άλλες δέκα γιατί πλάκα στην πλάκα είχα μαζέψει ήδη αρκετές.
«Καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα!» είπα σε Μιχάλη και Αντιγόνη όταν κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και -μεταξύ μας- δεν απείχε και πολύ από την πραγματικότητα, και οι δυο τους ήταν γεματούληδες και ο Μιχάλης λόγω μεγέθους έφερνε λιγάκι σε αρκούδο. Εκείνη τη στιγμή έκανε την εμφάνισή της η έτερη αρκούδα και σε αντίθεση με την Αντιγόνη, ο αρκούδος μου μια αλλαγή πάνας τη χρειάστηκε.
«Sadie, κάτσε κάτω» τη διέταξε ο Αρίστος
«Ο Χριστός και ο Παναγίας και καμιά διακοσαριά άγιοι! Ίντα’ ν’ τούτο;» είπε ο Μιχάλης προσπαθώντας να μαζέψει το σαγόνι του από το πάτωμα.
«Που να δεις το γαμπρό ή τον αδερφό της, είναι ακόμα μεγαλύτερα» του είπα καθόλου καθησυχαστικά.
«Τι κουκλί είσαι εσύ!!!!» ξεφώνισε η Αντιγόνη που μάλλον είχε μεγαλύτερη εμπειρία με σκυλιά. Πλησίασε προσεκτικά αλλά θαρρετά τη Sadie γεμίζοντάς την γλυκόλογα και της πρότεινε το χέρι της για να το μυρίσει. «Μπορώ να τη χαϊδέψω;» μας ρώτησε.
«Ναι αλλά μην παραπονιέσαι μετά που δε θα ξεκολλάει από σένα!» της είπε ο Αρίστος.
«Ναι κοριτσάρα μου; Θα γίνουμε κολλητές;» της είπε και άρχισε να τη χαϊδεύει τρυφερά κάνοντας τη Sadie να λερώσει τα ανύπαρκτα βρακιά της.
«Γουφ» της είπε ενώ η ουρά της παραλίγο να ξεκολλήσει το γκαζόν.
«Θεέ μου!!! Θεέ μου!!! Είναι υπέροχη, υπέροχη!!!!» είπε η Αντιγόνη που κατά τα φαινόμενα ερωτεύτηκε σφόδρα τη Sadie, κάνοντας μας όλους να χαμογελάμε σαν κρετίνοι.
«Ομολογώ ότι έχω δει και μικρότερες αρκούδες» είπε ο Μιχάλης.
«Ποιος να συγκριθεί μαζί σου;» τον πείραξα και έβαλε τα γέλια χαλαρώνοντας.
«Αν με φάει το κρίμα στο λαιμό σας!»
«Μιχαλιό μου, αν θες να αλλάξεις σώβρακο, η τουαλέτα είναι μέσα» συνέχισα να τον τσιγκλάω.
«Λέγε εσύ λέγε… γράφει το κοντέρ!»
«Ορίστε, στο τέλος θα βρεθώ να κρατάω διπλά βιβλία και άντε να πείσω την εφορία ότι δεν είμαι ελέφαντας» δήλωσα σοβαρή-σοβαρή και του Αρίστου, που είχε εκείνη τη στιγμή την ατυχή έμπνευση να πιει μια γουλιά, του βγήκε ο καφές από τη μύτη.
«Θα με πνίξεις» είπε όταν κατάφερε να βρει τις ανάσες του ενώ εγώ απλά έκανα σα να φύσαγα την κάννη ενός πιστολιού. «Μιχάλη, θα πιες ρακή;»
«Με τόσες αρκούδες που έχουν μαζευτεί εδώ δε σε συμφέρει να ρωτήσεις τι κάνουν στο δάσος!» είπε προκαλώντας ένα νέο γύρο γέλιου. «Πολύ γελάτε οι δυο σας» παρατήρησε. «Αν ήπιατε τίποτα περίεργο δώσε και μένα μπάρμπα!»

Πήγαμε μέσα και ετοίμασα στα γρήγορα τους υπόλοιπους μεζέδες και επιστρέψαμε έξω, εγώ με το δίσκο με τους μεζέδες και ο Αρίστος με τη ρακή και τα ρακοπότηρα.

«Δεν περιμένουμε κι άλλους;» ρώτησε ο Μιχάλης
«Ας ερχόντουσαν και εκείνοι νωρίς!» του απάντησε ο Αρίστος.
«Α, ξέχασα!» είπε ο Μιχάλης και πήγε στο αυτοκίνητό του και επέστρεψε με μια σακούλα με ένα κουτί. «Δεν είναι τάρτες, είναι κάτι καλύτερο, καλτσούνια από τα χεράκια της κυρά-Λένης.»
«Θα τσούξει Θανάση μου» μου είπε συνωμοτικά στο αυτί ο Αρίστος και το έπιασα αμέσως το υπονοούμενο. Άουτς! Εκείνος θα έτρωγε τα καλτσούνια το δικό μου κωλαράκι θα πήγαινε υπέρ πίστεως και πατρίδας …και Μιχάλη.
«Ποιος ήρθε;» ρώτησε ο Μιχάλης που δεν κατάλαβε τι έγινε.
«Τίποτα Μιχαλιό μου, εσύ κοιμάσαι και η τύχη σου δουλεύει» του είπα εγώ μοιρολατρικά. Ωχ Παναγία μου
«Και μπράβο της» υπερθεμάτισε χωρίς να είσαι σίγουρος τι είχε παιχτεί αλλά… δεν έσκαγε ο Μιχάλης από τέτοια.
«Α-Αρίστο;» τον ρώτησε η Αντιγόνη.
«Διατάξτε!» την πείραξε ο Αρίστος και η μικρή σκάλωσε για λίγο.
«Θα… θα την ζευγαρώσετε;»
«Αυτός ήταν ο σκοπός των προξενιών την προηγούμενη Κυριακή και του σημερινού play date!»
«Αν… θα τα δώσετε όλα;»
«Ο συμπέθερος έχει ζητήσει τέσσερα και η αλήθεια είναι ότι ένα θα ήθελα να κρατήσω κι εγώ. Μου έχουν ζητήσει και οι αδερφές μου αλλά μόνο η Βασιλική έχει το χώρο που απαιτεί ένα σκυλί τέτοιου μεγέθους» της απάντησε ο Αρίστος.
«Αν… αν μείνει κάποιο πολύ θα ήθελα ένα παιδί της. Είχα κι εγώ… μεγάλωσα με τον Ρούμπι μου… και μου λείπει… τον… τον είχα σαν αδερφό μου… σαν αδερφό μου» είπε δακρυσμένη και η αλήθεια είναι ότι δάκρυσα κι εγώ.
«Τι ράτσα ήταν ο Ρούμπι;» την ρώτησε ο Αρίστος.
«Λεονμπέργκερ» είπε και ο Αρίστος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Εγώ δεν είχα ιδέα ότι υπάρχει τέτοια ράτσα.
«Άρα ξέρεις από μεγάλα σκυλιά!»
«Ναι, ξέρω. Και έχω και το χώρο, δε ζω σε διαμέρισμα!»
«Εντάξει Αντιγόνη μου… αν κάνει πάνω από πέντε το ένα είναι δικό σου!»
«Σε… σ’ ευχαριστώ πολύ» του είπε δακρυσμένη και γονάτισε μπροστά από τη Sadie και την πήρε αγκαλιά κρύβοντας το πρόσωπό της μέσα στη γούνα της. Η Sadie, σα να κατάλαβε τη συναισθηματική φόρτιση της Αντιγόνης, την έτριψε απαλά με τη μουσούδα της και μετά την έγλειψε τρυφερά στο πρόσωπο. Ήταν απίστευτα συγκινητική εικόνα και όπως είμαι και κλαψιάρα… well sue me!
«Τι ώρα είπες στον Στεργίου;» ρώτησα τον Αρίστο όταν ηρέμισα.
«Δεν του είχα πει συγκεκριμένη ώρα, απλά του έστειλα ένα μήνυμα προχθές για να επιβεβαιώσω ότι θα έρθουν και μου απάντησε καταφατικά.»

Δεν έπαιζα καλύτερα έξι νούμερα στο Τζόκερ; Πάνω στην ώρα χτύπησε το τηλέφωνο του Αρίστου, ήταν ο Στεργίου που τον ειδοποιούσε ότι είχε έρθει και ήταν απ’ έξω. Ο Αρίστος του είπε και εκείνου να βάλει το αυτοκίνητό του μέσα, και πράγματι μερικές στιγμές αργότερα σταμάτησε και εκείνος πίσω από το τέρας του Μιχάλη. Το άλλο τέρας, μη μου κάνετε τους ξύπνιους. Η Sadie που πήρε χαμπάρι ότι είχε έρθει το κομενάκι, αν και δεν έφυγε από την αγκαλιά της Αντιγόνης, σηκώθηκε και άρχισε να κουνάει χαρούμενη την ουρά της.

«Γεια σας!» είπε ο Στεργίου βγαίνοντας από το αυτοκίνητο ενώ ταυτόχρονα βγήκε και η Αναστασία από την άλλη. «Σας φέραμε το γαμπρό!»
«Μιχαλιό μου, το νου σου, ο Ράντι είναι ακόμα μεγαλύτερος» τον πείραξα.
«Τουλάχιστον θα το φορέσω εύκολα, κίτρινο μπροστά, καφέ πίσω!»
«Σίχαμα!» τον πείραξα γελώντας ενώ ο Αντώνης άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω ο έτερος Καπαδόκης.
«ΑΑΑΑΧ!!!! Κι άλλος κούκλος» είπε η Αντιγόνη λερώνοντας για διαφορετικό λόγο και τα δικά της βρακιά!
«Ο Χριστός και η Παναγία, δις!» μονολόγησε ο Μιχάλης συνειδητοποιώντας το μέγεθος του Ράντι. Η Sadie κλαψούρισε και ο Αρίστος της έδωσε το οκ. Πλησίασε το Ράντι κουνώντας την ουρά της, όχι ότι εκείνος πήγαινε πίσω, και αφού μυριστήκανε εκ νέου, ξεκίνησαν και πάλι να τρέχουν σαν παλαβά κυνηγώντας ο ένας τον άλλον.

Κάναμε τις συστάσεις και δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω πως χαλάρωσαν αμφότεροι Στεργίου και Αναστασία όταν κατάλαβαν ότι η Αντιγόνη ήταν η κοπελιά του Μιχάλη, και εκεί σιγουρεύτηκα ότι κάτι έπαιζε μεταξύ τους. Ήταν φανερό ότι απέναντί τους είχαν ζευγάρια με μεγάλη διαφορά ηλικίας και αυτό ταυτόχρονα ήταν και πρόβλημα, γιατί εγώ γνώριζα ποιος είναι ο Στεργίου ενώ εκείνος πίστευε ότι έχει απέναντί του ουσιαστικά άγνωστούς του. Τράβηξα διακριτικά στην άκρη Αρίστο και Μιχάλη.

«Guys… είμαι 1000% σίγουρη ότι η Αναστασία δεν είναι απλά νοικάρισσα του Στεργίου.»
«Δε σε αφορά» μου είπε ξερά ο Αρίστος και ο Μιχάλης συμφώνησε μαζί του.
«Ξεκαβαλήστε λίγο και οι δυο σας…» τους είπα αυστηρά κερδίζοντας γουρλωμένα βλέμματα εις διπλούν και συνέχισα «…και ελάτε λίγο στη θέση του. Είναι ο δεύτερος στην ιεραρχία σε μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες στην Ελλάδα και έχει σχέση με μια κοπελίτσα που με το ζόρι είναι ενήλικη και εγώ δουλεύω στην ίδια εταιρία και ο άνθρωπος δεν έχει ιδέα. Έχουν απέναντί τους δυο ζευγάρια με φανερή διαφορά ηλικίας μεταξύ τους και καθώς από την οπτική τους τούς είμαστε άγνωστοι μπορεί να ανοιχτούν. Αν τους κρύψω ότι τον γνωρίζω θα τους έχω στερήσει την επιλογή να το κρατήσουν κρυφό!»
«Έχεις δίκιο» ομολόγησε ο Αρίστος.
«Αν ήταν να μην τους ξαναδούμε δεν θα το έκανα θέμα, Αρίστο, αλλά όπως δείχνουν τα πράγματα θα συμπεθερέψετε και ας είναι και εντός εισαγωγικών.»
“When she’s right, she’s right” είπε από τη μεριά του ο Μιχάλης. «Νομίζω ότι πρέπει να του το πεις και μετά ας κάνει ό,τι τον φωτίσει.»
«Awkward, αλλά συμφωνώ» είπε και ο Αρίστος.
«Την τύχη μου μέσα» βλαστήμησα καθώς ήταν προφανές ότι σ’ εμένα θα έπεφτε ο κλήρος. Προφανώς και δε φοβόμουν για τη δουλειά μου αλλά από την άλλη ήταν γαμημένα awkward. “Wish me luck.”
“Break a leg” απάντησαν μαζί και οι δύο. Ξεροκατάπια και πήγα προς τον Στεργίου ενώ Αρίστος και Μιχάλης γύρισαν προς τη φωτιά, ο ένας ρίχνοντας κι άλλα ξύλα και ο άλλος ανακατεύοντας. Αναστασία και Αντιγόνη έπαιζαν με τα σκυλιά στο γρασίδι και ο Αντώνης είχε μείνει μόνος του. Τώρα ή ποτέ.
«Αντώνη, να σου πω λίγο;»
«Βεβαίως, πώς μπορώ να βοηθήσω;»
«Δεν ξέρω πως να το πω…»
«Ποιο;»
«Αντώνη… κύριε Στεργίου… εργαζόμαστε στην ίδια εταιρία» του είπα ξεροκαταπίνοντας. Του το αναγνωρίζω, δεν έδειξε καμία απολύτως ταραχή, δεν έπαιξε καν το βλέφαρό του, και αυτό ήταν που στα δικά μου μάτια τον κάρφωσε, το αναμενόμενο, αν μη τι άλλο, θα ήταν να δείξει έστω και μια μικρή έκπληξη.
«Σοβαρά; Σε ποιο τμήμα;»
«Στο τηλεφωνικό κέντρο» του απάντησα σε ουδέτερο τόνο. Με κοίταξε και η αλήθεια είναι ότι ανατρίχιασα για μερικές στιγμές· δε με κοίταζε απλά, με μετρούσε, με το μυαλό του να δουλεύει στις δέκα χιλιάδες στροφές προσπαθώντας να καταλάβει που το πήγαινα. Πήρα βαθιά ανάσα και συνέχισα. «Ακούστε… έχετε απέναντί σας δυο ζευγάρια με μεγάλη διαφορά ηλικίας και χωρίς να υπονοώ ότι συμβαίνει κάτι μεταξύ υμών και της Αναστασίας, αν πράγματι συμβαίνει, δε θα ήθελα να… να ανοιχτείτε νομίζοντας ότι έχετε απέναντί σας αγνώστους, έστω και αν σκοπεύετε να συμπεθερέψετε εντός εισαγωγικών με τον Αρίστο.»
“Well, this is awkward…” μονολόγησε.
«Κύριε Στεργίου, αν…»
«Αντώνης» μου είπε τελικά. «Μαριλίζα, ξέρεις τι; Πολύ σπάνια συναντάς ανθρώπους με ακεραιότητα σαν τη δική σου, πολύ σπάνια!»
«Σας… σας ευχαριστώ!»
«So, the cat is out of the bag… Τόσο πολύ φαινόμαστε;»
«Όχι, όχι… Από την άλλη μερικά πράγματα δεν μπορούν να κρυφτούν σε κάποιον που έχει τα μάτια να δει.»
«Και εσύ ανήκεις κατά τα φαινόμενα στους παραπάνω.»
“That I do” του απάντησα νιώθοντας ακόμα πιο αμήχανα.
«Well, δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό.»
«Και ούτε χρειάζεται να κάνετε» του είπα βρίσκοντας το κουράγιο, κι εγώ δεν ξέρω από που, να τον κοιτάξω στα μάτια.
«Ο Αρίστος; Ο Μιχάλης;»
«Σας μοιάζουν για άνθρωποι που θα κατέκριναν μια σχέση με μεγάλη διαφορά ηλικίας; Τόσο εγώ όσο και η Αντιγόνη έχουμε τα μισά τους χρόνια!»
«Αλήθεια, εσύ πόσο είσαι αν επιτρέπεται; Δε σε κόβω για πάνω από 21-22.»
“Can you keep a secret?” τον ρώτησα συνωμοτικά προσφέροντάς του και τη διέξοδο που έψαχνε.
“I surely can” με διαβεβαίωσε, πιάνοντας το υπονοούμενο.
“So do I” του ανταπάντησα “and don’t call me Shirley” συμπλήρωσα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
«Δε μου απάντησες» με ρώτησε ακόμα χαμογελαστός
«Εικοσιπέντε είμαι!» του είπα, και μετά, φέρνοντας το δάχτυλό μου μπροστά από τη μύτη του έκανα την παντομίμα της σιωπής, κάνοντάς τον να χαμογελάσει ακόμα περισσότερο.
«Μαριλίζα;»
«Πείτε μου.»
«Σταμάτα σε παρακαλώ τον πληθυντικό, δεν είμαστε στο γραφείο. Εδώ είμαι ο Αντώνης.»
«Θα… θα προσπαθήσω.»
«Δε μου λες, ρακή είναι αυτό που πίνετε;»
«Ναι, ρακή. Αμάν, δεν έχει ποτήρια, πάω να φέρω» του είπα και πετάχτηκα μέσα και έφερα δύο ακόμα ρακοπότηρα. Γέμισε το δικό του.
«Στην υγειά σου και… σ’ ευχαριστώ!»
«Για ποιο πράγμα;» του είπα και του έκλεισα συνωμοτικά το μάτι.

Οι σφυγμοί μου είχαν φτάσει τους 200, θα άφηνα τον Μιχάλη να πάει να αλλάξει τα βρακιά του και μετά θα πήγαινα να αλλάξω κι εγώ τα δικά μου. Και μετά… θα είχα όλο το χρόνο να πάθω έμφραγμα με την ησυχία μου και, αν μη τι άλλο, θα με έβρισκαν με καθαρά βρακιά. Λίγη ώρα αργότερα ο Αντώνης αιφνιδίασε ευχάριστα την Αναστασία, παίρνοντάς την αγκαλιά από τη μέση και αν και στην αρχή αιφνιδιάστηκε, αμέσως έπιασε το υπονοούμενο, και έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του.

That cat was indeed out of the bag!

«Να υποθέσω ότι του έδωσες την επιλογή και την έκανε;» με ρώτησε ο Αρίστος πιάνοντάς με αγκαλιά από πίσω και φιλώντας με τρυφερά στο κεφάλι.
«Σωστά υποθέτεις!» του απάντησα χαμογελαστή.
«Είναι όμορφο ζευγάρι!» παρατήρησε και δε μπορούσα παρά να συμφωνήσω, ο Αντώνης είναι αντικειμενικά ωραίος άντρας με το άσπρο του μαλλί περισσότερο να ενισχύει παρά να μειώνει τη γοητεία του όσο για την Αναστασία… πολύ όμορφη αλλά με κοριτσίστικα γλυκό τρόπο, είναι μια κατηγορία μόνη της.
«Κι εμείς είμαστε! Και ας έχουμε τα κοιλουμπίνια μας! Και ας έχω ελιά στο λαιμό! Και ας φτιάχνεις αεροδιάδρομο στη σοφή σου κεφάλα.»
«Μπορεί να έχω λιγότερο μαλλί να χτενίζω αλλά θα έχω περισσότερο πρόσωπο να πλένω» απάντησε αυτοσαρκαζόμενος ο γλυκούλης μου.
«Οι τρίχες είναι υπερτιμημένες! Δεν βλέπεις τι τραβάμε κάποια κοριτσάκια για να απαλλαγούμε από δαύτες;»
«Ξέρεις τι μ’ αρέσει σε σένα, μικρή;»
«Τι μεγάλε και σοφέ;»
«Ότι αποφεύγεις τις γενικεύσεις.»
«Δε σου τριβελίζει το μαθηματικό σου κεφάλι;»
«Ορίστε, με λέει μαθηματικό η αχρεία!»
«Δέκα με τη βίτσα;» τον ρώτησα πειρακτικά.
«Και λίγες είναι… αλλά τι να σε κάνω που είσαι λατρεία;»
«Εχμ… να μου σβήσεις τις ποινές;»
“Don’t push your luck!”

Well, you can’t blame a girl for trying!

Δεν ξέρω πώς τα κατάφεραν, αλλά λίγη ώρα αργότερα οι τρεις τους αρχίσανε να μιλάνε πάλι για επιστημονική φαντασία. Για όνομα του Θεού! Απελπισμένη τους παράτησα και πήγα στα κορίτσια που είχαν επιστρέψει και έπαιζαν με τα σκυλιά.

«Με θέλετε στην παρέα σας; Χίλιες φορές να με γλείφουν και τα δυο κοπρόσκυλα στη μούρη παρά να τους ακούω να μιλάνε για επιστημονική φαντασία!»
«Τι συζητάνε;» με ρώτησε η Αναστασία.
«Ανάθεμά με και αν κατάλαβα. Κάτι για Cylons? Cyclons ? Cyclops?»
«Για BSG συζητάνε;;; Έφυγα!» είπε και μας παράτησε σύξυλες.
«Cometh pussy to your place που λέει κι ένας στο forum» είπα στην Αντιγόνη.
«Ποιο forum?»
«Το greekbdsmcommunity.»
«Α, ναι… είχα γραφτεί κι εγώ παλιά αλλά με πετάξανε με τις κλωτσιές.»
«Γιατί;»
«Κάποιος τους σφύριξε ότι είμαι ανήλικη, που ήμουν τότε, εδώ που τα λέμε…»
«Πώς σου φαίνεται ο γαμπρός;»
«Κούκλος, τα κουτάβια τους θα είναι υπέροχα!!!!» είπε και ο Ράντι, ένας Θεός ξέρει πώς, σάμπως να κατάλαβε ότι μιλάμε για κείνον και τράβηξε ένα μεγαλοπρεπέστατο γλωσσόφιλο στην Αντιγόνη.
«Βρε σιχαμένε!» τον ψευτομάλλωσε η Αντιγόνη για να εισπράξει ένα ακόμα μεγαλοπρεπέστατο γλείψιμο στη μύτη από το Ράντι και μετά από τη Sadie, γιατί τι; στο πηγάδι κατούρησε το κορίτσι;
«Αντιγόνη, λέω να αφήσουμε τα σκυλιά γιατί στο τέλος βλέπω να το καίνε το αρνί!»
«Ναι, πάμε!» είπε και σηκώθηκε από το γκαζόν, προς μεγάλη απογοήτευση αμφότερων των τεράτων.
«Άμαχος πληθυσμός» τους προειδοποίησα όταν πλησιάσαμε.
“Party pooper!” με κατηγόρησε ο Μιχάλης.

Όπως και να έχει, σταμάτησαν να συζητάνε για ότι συζητούσανε και καθίσαμε όλοι στο τραπέζι πίνοντας ρακή και τσιμπολογώντας τους μεζέδες, κουβεντιάζοντας περί ανέμων και υδάτων. Που και που ο Αρίστος τροφοδοτούσε τη φωτιά με ξύλο και γύρω στη μία και κάτι, γύρισε όλες τις σούβλες περιμετρικά της φωτιάς ώστε να ψηθεί και η άλλη μεριά. Η μυρωδιά του κρέατος μας είχε σπάσει τις μύτες αλλά χρειαζόταν ακόμα 30-40 λεπτά.

«Αρίστο, πάω μέσα να κόψω καμιά πατάτα και τη σαλάτα.»
«Μιχάλη, πρόσεχε σε παρακαλώ τη φωτιά για λίγο» του είπε ο Αρίστος.
«Ναι, βέβαια!»
«Αμάν! Αναστασία τα γλυκά ξεχάσαμε!» φώναξε με απελπισία ο Αντώνης.
«Παγωτά ήταν;» τον ρώτησε ο Αρίστος
«Όχι, όχι… η Κλέλια μου είπε ότι της είπε ο Κώστας ότι σ’ αρέσει το γαλακτομπούρεκο και σου φέραμε… από το Βάρσο!»
«Μωρέ αν δεν ταιριάζαμε δε θα συμπεθεριάζαμε!»
«Κάτσε να συμπεθεριάσουμε πρώτα, γιατί δεν βλέπω το καμάρι μου να κάνει κίνηση, πολύ μπλα-μπλα και από κοκό τίποτα!»
«Ε μα κι εσύ ρε Αντώνη, έτσι τον έφερες; Δεν του είπες τίποτα για τις μελισσούλες και τα λουλουδάκια;» τον πείραξε ο Μιχάλης.
«Πάω να τα φέρω» είπε η Αναστασία και κίνησε προς το SUV του Αντώνη.
«Μαριλίζα, έλα λίγο μέσα μαζί μου» μου είπε ο Αρίστος και τον ακολούθησα μέσα στο σπίτι. «Μαριλίζα μου… σ’ ευχαριστώ πολύ… και πραγματικά εκτιμώ…» πήγε να πει και τον έκοψα.
«Μη το πεις αυτό που πας να πεις. Από τη στιγμή που είμαστε μαζί, όσο είμαστε μαζί, όταν είμαστε στο σπίτι σου και είμαι κι εγώ εδώ, οι καλεσμένοι σου είναι και δικοί μου καλεσμένοι. Deal with it!» του δήλωσα ορθά-κοφτά και τον άφησα σύξυλο και πήγα στην κουζίνα για να καθαρίσω και να κόψω πατάτες. Με ακολούθησε μετά από λίγο.
«Είσαι υπέροχη» μου είπε και με φίλησε τρυφερά στο σβέρκο. «Σ’ ευχαριστώ!»
«Αρίστο;»
«Πες μου!»
«Η ευχαρίστηση είναι όλη δική μου. Δεν είναι αγγαρεία, είναι χαρά μου!»
«Χαρά σου ξε-χαρά σου δε θα καθαρίσεις μονάχη τις πατάτες. Δώσε και σώσε!»
«Δε χρειάζεται Αρίστο μου, πραγματικά. Πήγαινε έξω με τα παιδιά, δε θα αργήσω.»

Με κοίταξε διστακτικός για μερικά δευτερόλεπτα και του έκανα ξανά νόημα να πάει έξω. Έφυγε μουρμουρίζοντας ότι είμαι ξεροκέφαλη και ότι θα μου δείξει αυτός, θα δω τι θα πάθω! Χαμογελώντας ακόμα έπιασα να καθαρίσω και να κόψω τις πατάτες και τις άφησα σε μια λεκάνη με νερό και θα τις έβαζα να τηγανίζονται όσο ο Αρίστος θα έκοβε το αρνί σε μερίδες και τότε θα έκοβα και τη σαλάτα για να τη φάμε φρέσκια. Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα και η Αναστασία έχοντας μια σακούλα στο χέρι.

«Πού να το αφήσω αυτό;»
«Φέρε να το βάλω στο ψυγείο γιατί έχουμε και τους τρακαδόρους εδώ!»
«Τους ποιους;»
«Κατά φωνή!» είπα καθώς τα δύο γατιά αποφάσισαν να μας κάνουν την τιμή και η Αναστασία σχεδόν χοροπήδησε από τη χαρά της.
«Καλέ τι κουκλιά είναι αυτά;» είπε και κάθισε σκαμνάκι κάνοντάς τους τρίλιες και τα γατιά πήγαν τρέχοντας προς το μέρος της και άρχισαν να τις τρίβονται λες και ήταν παλιοί γνωστοί. «Έχουμε κι εμείς γάτες…δηλαδή και εγώ και ο Αντώνης! Πώς τα λένε;»
«Το τερατάκι δεξιά σου είναι ο Charlie και η κιουρία αριστερά σου είναι η Sunny!»
«Υποθέτω ότι τα πάνε καλά με την Sadie, ε;»
«Ναι, μεγαλώσανε άλλωστε μαζί, όπως μου έχει πει ο Αρίστος.»
«Το ίδιο καλά τα πάει ο Ράντι με τα δικά μας και φαντάσου ότι ήταν ενάμιση έτους όταν τα είδε για πρώτη φορά. Είναι υπέροχο σκυλί.»
«Είμαι σίγουρη» της είπα χαμογελαστή.
«Δε μου λες, θέλεις βοήθεια;» με ρώτησε αφήνοντας τα γατιά.
«Όχι αγάπη μου, να τελειώνω σε λίγο.»
«Σίγουρα;»
«Σιγουρότατα» τη διαβεβαίωσα.
Αφού έφυγε η Αναστασία έβαλα το γαλακτομπούρεκο στο ψυγείο και τελειώνοντας με το καθάρισμα και το κόψιμο των πατατών βγήκα έξω να βρω και τους άλλους.
«Τι κάνει το ζεύγος;»
«Παίζει τις κουμπάρες!» απάντησε ο Αρίστος. «Δεν πρόκειται να ζευγαρώσουν αν δεν της έρθει οίστρος, τώρα είμαστε ακόμα στο αζμπέτε!»
«Και πώς θα καταλάβεις ότι της ήρθε;» τον ρώτησα
«Το μόνο εύκολο, θα γίνεται απ’ έξω διαδήλωση. Κοντεύει τα δύο και μέχρι στιγμής δεν της έχει έρθει, ωστόσο την περιμένω, ο γιατρός μου είχε πει ότι είναι φυσιολογική αυτή η καθυστέρηση για γιγαντόσωμες ράτσες.»
«Και τι θα γίνει τότε;»
«Θα πρέπει ο Αντώνης να φέρει το Ράντι εδώ και να τον αφήσει και μετά… η φύση θα ακολουθήσει το δρόμο της!»
«Ο ρους των γεγονότων!» είπε η Αναστασία και Αρίστος, Μιχάλης και Αντώνης, που προφανώς έπιασαν την αναφορά, χαχάνισαν. Εγώ πάλι, όπως και η Αντιγόνη, δεν καταλάβαμε σε τι αναφέρονται.
«Ο Θόδωρος και το δίκαννο» προσπάθησε να μας δώσει hint o Μιχάλης.
«Κι έχει και ένα περίεργο σχήμα η μύτη σου απόψε!» του είπε ο Αντώνης και βάλανε και πάλι τα γέλια οι τέσσερίς τους.

Στις δύο παρά ο Αρίστος ανακοίνωσε ότι το αρνί ήταν έτοιμο οπότε Μιχάλης και Αντώνης τον βοήθησαν να βγάλει το κρέας από τη φωτιά. Πήγαμε μέσα με τον Αρίστο, εκείνος για να φέρει μαχαίρια για να κόψει το κρέας και εγώ για να βάλω τις πατάτες να τηγανίζονται. Στο μεταξύ έκοψα και τη σαλάτα οπότε όλα ήταν έτοιμα. Μιας και είχε λιακάδα και ήταν και ακόμα μεσημέρι αποφασίσαμε ομόφωνα, όπως και την προηγούμενη Κυριακή, να φάμε στο αίθριο.

Εντάξει, δεν έχω φάει νοστιμότερο αρνί στη ζωή μου. Όταν άκουσα πρώτη φορά για το αντικριστό, την προηγούμενη εβδομάδα, κάθισα και το έψαξα στο internet, αλλά όσους διθύραμβους και αν είχα διαβάσει δεν ήταν αρκετοί για να με προετοιμάσουν, πραγματικά λυπάμαι όποιον άνθρωπο δεν έχει δοκιμάσει αρνί αντικριστό. Δεν υπάρχουν λόγια, απλά δεν υπάρχουν. Το κρέας ήταν ζουμερό, ήταν τρυφερό, ήταν πεντανόστιμο, ήταν Α-Π-Ι-Θ-Α-Ν-Ο και δεν είχε χρειαστεί τίποτα περισσότερο από καλό αλάτισμα και δυνατή φωτιά. Αντώνης, Αναστασία και Αντιγόνη δοκίμασαν για πρώτη φορά ξύγαλο και σπιτική στάκα και βάλε και τις μπύρες, δεν είναι να απορείς που στο τέλος όλοι νιώθαμε σα βόες.

Αντώνης και Αναστασία καθίσανε περίπου μέχρι τις 17:00 και εκεί, και προς μεγάλη απογοήτευση της κατά τα φαινόμενα ερωτοχτυπημένης Sadie, πήραν το Ράντι και έφυγαν. Έχοντας ήδη μαζέψει το τραπέζι και επειδή άρχισε να κάνει και ψύχρα, γυρίσαμε στο σπίτι και ο Αρίστος έφτιαξε καφεδάκια και για τους τέσσερεις και πιάσαμε την κουβέντα η οποία με αφορμή κάτι που είχε γραφτεί στο forum γύρισε στο BDSM.

«Κάτι μου είχες τάξει να μου δείξεις!» είπε ο Μιχάλης στον Αρίστο.
«Ευχαρίστως» απάντησε εκείνος και γελούσαν και τα μουστάκια του»
«Από εδώ παρακαλώ» είπε και σηκώθηκε για να μας οδηγήσει στα ενδότερα αλλά πριν καν μπούμε στο κυρίως πιάτο, ο Μιχάλης είδε το τραπέζι του μπιλιάρδου και τα επισκευασμένα arcades και έπαθε ντιριντάχτα.
«Μιχάλη, συγκεντρώσου» του είπα για να τον επαναφέρω καθώς πήγαινε από arcade σε arcade και τα χάιδευε λες και ήταν καμιά από τις μικρούλες του.
«Ναι, καλή τύχη» μου είπε η Αντιγόνη.
Και να ήταν μόνο ο Μιχάλης; Ο ενθουσιασμός του είχε ξεσηκώσει και τον Αρίστο και ολόκληροι μαντράχαλοι κάναν και οι δύο σαν παιδάκια, είδαμε και πάθαμε για να τους ξεκολλήσουμε. Ο Αρίστος άνοιξε τελετουργικά την πόρτα του Ιεροεξεταστή. Ο Μιχάλης κοίταξε μέσα για μερικές στιγμές και μετά γύρισε προς τον Αρίστο.
“Louis, I think this is the beginning of a beautiful friendship!”

Εμένα μου λες; Το κωλαράκι μου το ξέρει!


13. Be all my sins remember’d

Ο Μιχάλης με την Αντιγόνη έφυγαν γύρω στις 20:00 για να πάνε να την αφήσει στα ΚΤΕΛ αλλά εγώ δε βιαζόμουν να φύγω από το σπίτι του Αρίστου, παρά το πρωινό ξύπνημα που είχα για αύριο. Αν και μια συνάδελφος θα έλειπε με άδεια γάμου, είχε και τα καλά του το πρόγραμμα της εβδομάδας, τουλάχιστον το επόμενο Σάββατο, που ήταν και ο γάμος, θα είχα ρεπό.

«Ποιο είναι το πρόγραμμά σου αυτή την εβδομάδα;» με ρώτησε ο Αρίστος, σα να διάβασε τη σκέψη μου.
«Οχτώ με πέντε οπότε έχω πρωινά ξυπνήματα αλλά το καλό είναι ότι το Σάββατο θα έχω ρεπό.»
«Μπορείς να πάρεις άδεια;»
«Γιατί;»
«Έχει ένα συνέδριο στο Δουβλίνο αυτή την εβδομάδα, Τετάρτη με Παρασκευή. Αν μπορείς να πάρεις άδεια, θα ήθελα να έρθεις κι εσύ, τα απογεύματα θα είμαι ελεύθερος.»
«Δυστυχώς δεν γίνεται Αρίστο μου. Αφενός δεν με παίρνει οικονομικά…»
«Μη σε απασχολεί αυτό» με διέκοψε.
«Και αφετέρου αυτή την εβδομάδα η Μάχη έχει άδεια γάμου οπότε δεν μπορώ να λείψω ταυτόχρονα κι εγώ.»
«Ποια είναι η Μάχη;»
«Συνάδελφος, team leader κι εκείνη, δε μπορούμε να λείπουμε ταυτόχρονα.»
«Κρίμα.»
«Το Σάββατο θα έχεις γυρίσει;»
«Ναι, θα φύγω Τρίτη βραδάκι και θα γυρίσω Σάββατο ξημερώματα, γιατί;»
«Θα ήθελες να με συνοδέψεις στο γάμο της Μάχης; Θα έχει και τραπέζι μετά!»
«Πολύ ευχαρίστως!» μου είπε χαμογελώντας.
«Τι ώρα πετάς την Τρίτη και τι ώρα έρχεσαι το Σάββατο;»
«Στις 21:00 την Τρίτη και θα είμαι πίσω στις 02:00 τα ξημερώματα του Σαββάτου, αν δηλαδή δεν υπάρξει κάποια καθυστέρηση!»
«Έχω μια ιδέα. Αν θέλεις κι εσύ, Τρίτη απόγευμα έλα στο σπίτι μου. Θα αφήσεις το αυτοκίνητό σου στο parking μου και θα σε πάω εγώ αεροδρόμιο και το Σάββατο θα έρθω και να σε πάρω.»
«Σ’ ευχαριστώ Μαριλίζα μου αλλά δεν…»
«Δεν ακούω κουβέντα ακόμα και αν γράψει άλλες εκατό το τεφτέρι!»
«Εντάξει, παραδίνομαι» μου απάντησε χαμογελαστός.
«Έτσι! Σούζα!» του είπα και του έβγαλα πειραχτικά τη γλώσσα. «Χμμμ, δέκα;»
«Είκοσι!»
«Γιατί;;;;»
«Γιατί μπορώ!»
«Καταπίεση!»
«Καλά σου κάνω! Δε μου λες, έχεις όρεξη να κάνουμε παρέα ντουζάκι ή θες να πας να κοιμηθείς νωρίς;»
«Θα τσούξει, Θανάση μου;»
«Μπορεί ναι, μπορεί όχι, τι να πω, είμαι απρόβλεπτος!»
«Δε βοηθάς!»
«Έτσι, να σφίγγουν οι κώλοι!»
«Αν μου ζητήσεις να δώσω το κωλαράκι μου στο Μιχάλη, τσάμπα θα πάει το σφίξιμο!»
«Τι να πω, τα καλτσούνια της κυρα-Λένης απαιτούν θυσίες!»
«Να είναι καλά ο υπεργολάβος σου!»
«Δες το από τη θετική πλευρά!»
«Η οποία είναι;»
«Με τόση κωλοφαρδία θα αυξηθούν οι πιθανότητές σου να πιάσεις τον Τζόκερ» μου είπε με το αιώνιο deadpan ύφος του και δεν μπόρεσα να μη βάλω τα γέλια. «Λοιπόν, πάμε να ξεπλύνουμε τα κορμιά μας από την τσίκνα;»
«Και να λερώσουμε τις ψυχές μας;»
«Θα σε μαστιγώσω μετά για να εξαγνιστείς!»
«Solo θα αμαρτάνω;»
«Όχι, παρέα θα αμαρτάνουμε.»
«Εσύ δε θα χρειαστείς εξαγνισμό;»
«Εννοείται, αλλά ευτυχώς έχω υπεργολάβο!»
«Ωχ Παναγία μου!»
«That’s the spirit! Σήκω!»
Ανεβήκαμε πάνω και πήγαμε στο μεγάλο μπάνιο.
«Θες να βάλω την τάπα να γεμίσουμε τη μπανιέρα;»
«Όχι ακόμα Αρίστο μου.»
«Ωχ ναι… εντάξει, την επόμενη φορά. Δε μου λες, καλό είναι το νερό;»
«Αντέχεις λίγο πιο ζεστό;»
«Τώρα;» με ρώτησε ανοίγοντας περισσότερο το ζεστό.
«Καλό είναι. Εσύ θα το αντέξεις;»
«Οριακά ναι… έλα, μπες» μου είπε και πήγα και χώθηκα κάτω από τον καταρράκτη. Εντάξει, εγώ θα το ήθελα ακόμα πιο ζεστό αλλά ο Αρίστος δεν θα το άντεχε, ακόμα και τώρα τον είδα που δαγκώθηκε.
«Θέλεις να το χαμηλώσεις λίγο;»
«Όχι εντάξει, θα το αντέξω. Αφού άντεξα στο Πόζαρ, θα το αντέξω και αυτό.»
«Να κάπου που δεν έχω πάει!»
«Έκλεισε, στο επόμενο Σ/Κ που δεν δουλεύεις και δεν έχεις γάμους. Αν, και να σου πω, πάρε και άδεια Παρασκευή και Δευτέρα μην είμαστε με την ψυχή στο στόμα.»
«Σοβαρά;;;» τον ρώτησα ενθουσιασμένη.
«Σοβαρά!» μου απάντησε χαμογελαστός.

Παρά τις εντός εισαγωγικών απειλές του δεν κάναμε αταξίες στο ντουζ οπότε δεν αργήσαμε να τελειώσουμε. Κάθισα τυλιγμένη με το μπουρνούζι μέσα στο μπάνιο για να στεγνώσω το μαλλί μου και άφησα τον Αρίστο να πάει στο δωμάτιο και να ντυθεί αλλά όταν τελείωσα και γύρισα στο δωμάτιό του για να ντυθώ κι εγώ τον είδα ξαπλωμένο κάτω από το πάπλωμα και χτυπώντας το χέρι του στο κρεββάτι μου έκανε νόημα να πάω κι εγώ εκεί.

Χαμογελώντας έβγαλα με αισθησιακές κινήσεις το μπουρνούζι μου και το άφησα να πέσει στο πάτωμα και μετά σκαρφάλωσα πάνω στο κρεββάτι και πήγα στα τέσσερα προς το μέρος του. Τον ξεσκέπασα και, ακόμα στα τέσσερα, άρχισα να τον φιλάω στο στέρνο και φιλώντας τον και πιπιλώντας τον κατέβηκα μέχρι κάτω και πήρα το ορθωμένο του όργανο στο στόμα μου.

Ήταν πρωτόγνωρο για μένα αλλά πραγματικά είχα αρχίσει να απολαμβάνω να του κάνω πίπα, και δεν ήταν ότι πριν δεν έκανα, απλά το έκανα μόνο και μόνο γιατί άρεσε στον παρτενέρ μου. Με τον Αρίστο ωστόσο η απόλαυσή μου δεν περιοριζόταν στο να απολαμβάνω την απόλαυσή του, απολάμβανα και την ίδια την πράξη παρά το γεγονός ότι δε μου άρεσε η γεύση του στο τέλος. Τι να κάνουμε, δε μπορούμε να τα έχουμε όλα δικά μας. Όλοι με όσους είχα πάει, μετά το Διονύση, μου είχαν ζητήσει να τελειώσουν στο στόμα μου αλλά ο Κώστας ήταν ο πρώτος τον οποίο άφησα να το κάνει και ακόμα και μαζί του πολύ σπάνια κατάπινα, συνήθως τα έφτυνα.

Τον Μιχάλη τον άφηνα πάντα να τελειώνει στο στόμα μου, ακόμα και την πρώτη φορά που πήγε να με σπρώξει λίγο πριν τελειώσει, εγώ ήμουν που του έκανα πέρα τα χέρια, αλλά όταν τα έφτυσα άρχισε το ψιλό γαζί, «τι το φτύνεις μωρή, κουκούτσια έχει;» Δε με πείραζε, ο Μιχάλης πάντα έκανε χαβαλέ και ήξερα ότι το πείραγμά του ήταν καλόκαρδο και όχι έμμεση πίεση για να καταπιώ, που και αυτό το ξεκίνησα εκείνη την Κυριακή, παρά το γεγονός ότι κάπου μέσα μου ήξερα πως από εκεί δεν θα υπήρχε επιστροφή. Ήξερα πως ο Μιχάλης δεν θα το έκανε ποτέ θέμα αλλά επίσης ήξερα ότι κατά βάθος θα τον χαλούσε και ο Μιχάλης ήταν ο ένας από τους δύο ανθρώπους που η ικανοποίησή τους μετρούσε για μένα περισσότερο από τη δική μου.

Ο άλλος ήταν ο κύριος που χαλαρωμένος είχε παραδοθεί στην περιποίηση που του πρόσφερα με τα χείλη και τη γλώσσα μου. Αν και θα ήθελα να με βάλει κάτω και να με κάνει να πω το δεσπότη Παναγιώτη, άρχισα να επιταχύνω έχοντας πάρει απόφαση ότι ο Αρίστος απλά ήθελε πίπα, και αυτό που ήθελε ο Αρίστος αυτό θα έπαιρνε, αλλά τελικά είχε άλλα σχέδια και ακόμα καλύτερα, σχέδια που δεν περιλάμβαναν το κωλαράκι μου. Με σταμάτησε, και αφού φόρεσε το προφυλακτικό του, με γύρισε ανάσκελα, μου άνοιξε τα πόδια και χωρίς πολλά-πολλά μπήκε μέσα μου, κάνοντάς με να μου φύγει ένα ηδονικό βογγητό.

Σταύρωσα τα χέρια μου στην πλάτη του και έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας την αίσθηση πληρότητας ανάμεσα στα σκέλια μου, το βάρος του κορμιού του πάνω στο δικό μου και ρουφώντας τις κοφτές του ανάσες στο πρόσωπό μου. Που και που μου ξέφευγαν και μένα σιγανά βογγητά ηδονής και, παρόλο που πολύ σπάνια τελείωνα με αυτό τον τρόπο, το απολάμβανα, πραγματικά το απολάμβανα. Για μένα ο οργασμός ήταν απλά το κερασάκι, δεν ήταν περιττός αλλά δεν ήταν και απολύτως αναγκαίος.

«Έλα εσύ από πάνω» μου είπε ο Αρίστος σταματώντας και ξαπλώνοντας ανάσκελα.
«Πώς με θέλεις μωρό μου;» τον ρώτησα βραχνά. «Πρόσωπο η πλάτη;»
«Πρόσωπο.»

Σκαρφάλωσα πάνω του και οδήγησα προσεκτικά το όργανό του μέσα μου και άρχισα να κουνάω τη λεκάνη μου μπρος πίσω, ενώ εκείνος κρατώντας με από στήθη άρχισε να τα μαλάζει δυνατά, τσιμπώντας που και που τις ρώγες. Μου άρεσε πολύ αυτή η στάση, μου άρεσε να δίνω εγώ το ρυθμό, απολάμβανα το πόσο βαθιά έμπαινε το όργανο μέσα μου και φυσικά το ότι είχε τα χέρια του ελεύθερα για να παίζει με τα στήθη μου. Έκανα χρόνια χορό οπότε είχα και την ευλυγισία και την αντοχή, αν και όπως διαπίστωσα η δεύτερη πήγε περίπατο με τόση αποχή, αλλά όπως φαίνεται ήμουν πλέον σε καλό δρόμο να ξαναβρώ τη φόρμα μου.

Κάποια στιγμή με σταμάτησε και φέρνοντάς με να σκύψω πάνω του, πήρε εκείνος την πρωτοβουλία και μπορούσε να κινηθεί πιο γρήγορα απ’ ότι εγώ. Τα βογγητά μου πολλαπλασιάστηκαν συνοδεύοντας τα δικά του και όλο και ανέβαζε το ρυθμό του, μπαινόβγαινε μέσα μου σαν έμβολο, μέχρι που κάποια στιγμή με κράτησε ακίνητη και τεντώθηκε και ένιωσα το όργανό του να σπαρταράει μέσα μου και ήταν τόσο όμορφο!

Είχε ιδρώσει και ήταν λαχανιασμένος, κατέβηκα προσεκτικά από πάνω του και του έβγαλα το προφυλακτικό και πήρα το όργανό του στο στόμα μου και του το καθάρισα με τα χείλη και τη γλώσσα. Αφήνοντάς τον να βρει τις ανάσες του, σηκώθηκα και πήγα και πέταξα το προφυλακτικό και όταν γύρισα μου έκανε νόημα να χωθώ στην αγκαλιά του.

«Και τώρα πρέπει να ξανακάνουμε ντουζ» παρατήρησε.
«Ναι, η αλήθεια είναι ότι ιδρώσαμε λιγάκι!»
«Δε μου λες, τι ώρα είπαμε ότι πρέπει να είσαι γραφείο;»
«Στις οχτώ το πρωί.»
«Και τι ώρα ξυπνάς;»
«Στις 06:45. Την ώρα που πηγαίνω δεν έχει πολλή κίνηση. Τώρα το χειμώνα βάζω δύο ξυπνητήρια, το ένα στις 06:15 για να ανάψω το θερμοσίφωνα και το δεύτερο στις 06:45 όπου σηκώνομαι, κάνω ντουζάκι και μετά ετοιμάζομαι. Δεν είναι μακριά και όπως σου είπα τόσο πρωί δεν έχει κίνηση, ο λόγος που πηγαίνω νωρίτερα είναι ότι το παρκάρισμα εκεί που είναι το call center είναι θέμα, οπότε μπορεί να φάω κάμποση ώρα ψάχνοντας.»
«Parking δεν έχει εκεί κοντά;»
«Έχει, πως δεν έχει, αλλά δε μου φτάνουν τα μισθά!»
«Και δε μου λες, αντί να βάζεις δυο ξυπνητήρια, έχεις σκεφτεί να βάλεις κάποιον έξυπνο διακόπτη;»
«Και εγώ έξυπνη είμαι!» του είπα κάνοντάς τον να χαμογελάσει.
«Δεν αμφιβάλλω, στο συγκεκριμένο ωστόσο είσαι μπούφος αλλά αυτό λύνεται!»
«Θα με ξεμπουφέψεις;»
«Κατά κάποιο τρόπο ναι. Την Τρίτη θα σου βάλω έξυπνο διακόπτη στον πίνακα ώστε να μπορείς να ανάβεις και να σβήνεις το θερμοσίφωνα και από τη δουλειά αν χρειάζεται, και εννοείται να τον προγραμματίζεις να ανάβει όποτε θέλεις και να σβήνει όποτε θέλεις!»
«Αχ, σ’ ευχαριστώ μωρό μου!!!! Αλλά κάτσε, δε χρειάζεται ηλεκτρολόγο;»
«Κι εγώ τι είμαι, βατραχάνθρωπος;»
«Σωστό και αυτό!»
«Έχεις ρούχα για να φορέσεις αύριο; Σε ρωτάω γιατί κι εγώ πρέπει να κατέβω Ζωγράφου και θα μπορούσα και να σε πάω το πρωί και να σε φέρω γυρίζοντας… αν θέλεις δηλαδή.»
«Από τόσο πρωί θα κατέβεις;»
«Όταν έχω μαθήματα τι ώρα νομίζεις ότι πηγαίνω;»
«Ουφ… θέλω πώς δε θέλω… αλλά δεν έχω ρούχα μαζί μου, αυτά που έφερα για να αφήσω εδώ είναι πρόχειρα! Δεν είχα φανταστεί…»
«Δεν πειράζει. Θα σου πάρει πολλή ώρα να ετοιμαστείς;»
«Όχι, απλά θα βάλω τα ρούχα μου, δεν είναι ότι φτιασιδώνομαι ιδιαίτερα για να πάω γραφείο. Δεκάλεπτο και πολύ σου λέω.»
«Ωραία, τότε θα σε κατεβάσω εγώ το πρωί κάτω και όσο ετοιμάζεσαι θα μας πάρω και καφεδάκια. Θέλεις;»
«Και το ρωτάς μωρέ Αρίστο; Άντε μην αρχίζω να χοροπηδάω σαν την Ινδιάνα!»
«Ναι, μόνο που θα ξυπνήσουμε πρωί-πρωί γιατί έχουμε να κάνουμε και ταξίδι!»
«Don’t care!!!!»
«Ωραία, σήκω ντύσου να πάμε μια βολτίτσα την Sadie και όταν γυρίσουμε να δούμε καμιά σειρά και να πέσουμε για ύπνο!»
«Τρέχω! Πετάω!»

Βγάλαμε τη Sadie τη βόλτα της και όταν γυρίσαμε ήταν ακόμα 22:00. Κάναμε ένα γρήγορο ντουζ και μετά ο Αρίστος έφτιαξε και για τους δυο μας ζεστή σοκολάτα, και αγκαλίτσα στον καναπέ είδαμε άλλα δύο επεισόδια του “Why Women Kill” και γύρω στις 23:30 ανεβήκαμε πάνω και πέσαμε για ύπνο. Είχε βάλει ξυπνητήρι στις 06:30 αλλά του την έσκασα, έβαλα το ξυπνητήρι του ρολογιού μου στις 06:25 και τον ξύπνησα …οργασμικά. Για την ακρίβεια bootαρε κοντά στη μέση της πίπας και καταπίνοντας αναρωτήθηκα και πάλι, φιλοσοφικά, πότε πρόλαβε και μαζεύτηκε τόσο πράγμα. Δε βαριέσαι, το πρωινό είναι το πιο σημαντικό γεύμα της ημέρας και από πρωτεΐνη άλλο τίποτα, ούτε body builder στον όγκο, που λέει ο λόγος.

Στις 07:15 ήμασταν μπροστά από το σπίτι μου και ανέβηκα πάνω σα σίφωνας για να ετοιμαστώ και όπως τον είχα διαβεβαιώσει και χθες μου πήρε γύρω στο δεκάλεπτο, εντάξει δεκαπεντάλεπτο. Ο γλυκούλης μου πήρε και καφεδάκια και έτσι δε χρειάστηκε να πάρω στο γραφείο και όχι τίποτε άλλο αλλά ο απέναντι φτιάχνει και καλύτερο καφέ απ’ ότι οι καφετέριες της περιοχής που είναι το Call Center.

Είχα υπέροχη διάθεση, αυτό θα έλειπε, να μην είχα, και η μέρα που ήταν εύκολη τη βοήθησε να διατηρηθεί. Ο Αρίστος με ειδοποίησε ότι θα καθυστερούσε λόγω κίνησης οπότε με το που σχόλασα βρήκα την ευκαιρία να πεταχτώ στο σούπερ μάρκετ να πάρω μαϊντανό που μου είχε τελειώσει, γαρίδες και μικρά ψωμάκια μαργαρίτα, για να του φτιάξω γαριδομακαρονάδα που μου είχε πει ότι του αρέσει.

«Μαριλίζα μου, μπορείς να γυρίσεις με λεωφορείο αύριο από δουλειά;» με ρώτησε στο δρόμο για το σπίτι μου.
«Μπορώ αλλά γιατί;»
«Γιατί το αυτοκίνητό σου είναι σπίτι μου!»
«Αμάν ναι!»
«Σκεφτόμουν λοιπόν, να κάτσουμε μαζί σήμερα, το πρωί να σε κατεβάσω και πάλι στη δουλειά σου και μετά να ανέβω σπίτι. Το απόγευμα αντί να κατέβω με το δικό μου, θα κατέβω με το δικό σου και πάμε αεροδρόμιο και γυρίζεις σπίτι σου.»
«Στις 21:00 δεν πετάς; Θα πρέπει να είμαστε εκεί στις 20:00 οπότε θα πρέπει να φύγουμε από το Χαλάνδρι το αργότερο στις 19:15… ναι, βγαίνει…»
«Τι ώρα θα γυρίσεις σπίτι σου;»
«Λογικά γύρω στις 18:00 θα έχω γυρίσει.»
«Ωραία, εμένα δε θα μου πάρει πολλή ώρα να σου τοποθετήσω το διακόπτη, οπότε μια χαρά.»
«Εντάξει Αρίστο μου, θα το κάνουμε έτσι.»
«Δώσε μου σε παρακαλώ τα κλειδιά του αυτοκινήτου σου τώρα μην τα ξεχάσουμε, είμαι και μιας άλφα ηλικίας!»
«Σου έχω απαγορεύσει να σε λες γέρο, γιατί συνεχίζεις να είσαι ατάσθαλος;» τον πείραξα βγάζοντας το κλειδί του αυτοκινήτου μου από το μπρελόκ και δίνοντάς του το.
«Συγνώμη κυρία δε θα επαναληφθεί, και άλλες δέκα!»
«Κεριά και λιβάνια… και ναι… ξέρω… άλλες δέκα!»
«Τις έχεις σημειώσει ή τσάμπα τις μοιράζω;»
«Αμέ! Όταν πάμε σπίτι που θα τις γράψω στο τεφτέρι θα τις δεις… αλλά έτσι όπως πάμε, στο τέλος με βλέπω να χρειάζομαι excel.»
«Μια χαρά, θα μπορείς να κάνεις και projections και να τρέχεις what-if σενάρια. Επίσης θα μπορείς να κάνεις pivots για να μετράς ανά κατηγορία εργαλείου, παραπτώματος και πολλά άλλα!» μου είπε συνεχίζοντας το δούλεμα. «Τι έχει η σακούλα;»
«Έκπληξη! Και θα παραμείνει έκπληξη, αν χρειαστεί θα σε κλειδώσω στο δωμάτιο!»
«Σου έχω πει ότι δε μου αρέσουν οι εκπλήξεις!»
«Αυτή θα σου αρέσει!» τον διαβεβαίωσα.

Φτάσαμε στο σπίτι γύρω λίγο μετά τις 18:00 και τον άφησα να κάτσει στην τραπεζαρία στο σαλόνι με το laptop του κι εγώ πήγα στην κουζίνα για να μαγειρέψω. Σκόπευα να την κάνω με φέτα και ούζο, είναι εύκολο, νόστιμο και γρήγορο φαγητό, δε χρειάζεται πάνω από μισή ώρα. Όταν τελείωσε τη σέρβιρα σε δυο πιάτα, πασπάλισα από πάνω και λίγο μαϊντανό και αυτό ήταν.

«Αρίστο, έτοιμο το φαγητό» του είπα.
«Ναι, κλείνω το laptop!»
«Κλείσε και τα μάτια σου!»
«Θα με σκάσεις εσύ!»
«Έλα, κλείσε τα μάτια σου σε παρακαλώ!»
«Εντάξει, τα έκλεισα!» μου είπε και γύρισα στην κουζίνα και έφερα τα πιάτα και το ψωμί και τα σέρβιρα.
«Μπορείς να τα ανοίξεις τώρα!»
«Μου έφτιαξες γαριδομακαρονάδα;;;;» είπε ανοίγοντας τα μάτια του.
«Ε ναι λοιπόν Γιάγκο, σου έφτιαξα γαριδομακαρονάδα! Ορίστε, χάθηκε να σε λένε Γιάγκο;»
«Είσαι όργιο» μου είπε και καθίσαμε να φάμε και έφαγε και του άρεσε τόσο πολύ που έφαγε και δεύτερο πιάτο.
«Θέλεις να σου βάλω κι άλλο; Έφτιαξα αρκετή, θα μείνει και για αύριο… αν και θα πρέπει να αρκεστείς σε κανονική μερίδα!»
«Όχι κοριτσάρα μου, εντάξει είμαι, ήταν υπέροχη!»
«Τα καλύτερα για τον όχι Γιαγκούκο μου!»

Αφού τελειώσαμε το φαγητό μάζεψα τα πιάτα και τα πήγα μέσα και επέστρεψα στο σαλόνι όπου καθόταν και με περίμενε. Καθίσαμε για κανένα μισάωρο ακούγοντας μουσική ενώ εγώ του έλεγα για τη μέρα μου και μετά πήγαμε να κάνουμε ντουζ. Ξαπλώσαμε στο κρεββάτι, και εκείνος πήρε το tablet του και εγώ το βιβλίο μου και το ρίξαμε και οι δύο στο διάβασμα μέχρι περίπου τις 21:30 οπότε βάλαμε να δούμε το “Why women kill” μου με κάποιο τρόπο κατάφερε και το πρόβαλε από το tablet του στην τηλεόρασή μου και είδαμε δύο συνεχόμενα επεισόδια.

«Θέλεις να βάλουμε και τρίτο;» τον ρώτησα.
«Όχι, είμαι αρκετά κουρασμένος και ξυπνήσαμε και πρωινιάτικα.»
«Εντάξει Αρίστο μου, θες να κοιμηθείς;»
«Αφού με χαλαρώσεις πρώτα» μου είπε και το έπιασα το υπονοούμενο. Χαμήλωσα υπάκουα και του κατέβασα τη φόρμα του και το μποξεράκι του και τον πήρα στο στόμα μου. «Δε βιαζόμαστε» μου είπε, οπότε έκοψα με τη μία ρυθμό γιατί η αλήθεια είναι ότι ξεκίνησα κομμάτι επιθετικά.

Στην αρχή χρησιμοποιούσα μόνο χείλη και γλώσσα αλλά κάποια στιγμή μου ζήτησε να χρησιμοποιήσω και το χέρι μου, οπότε αγκάλιασα το όργανό του από τη βάση και άρχισα να το παίζω συντονίζοντας την κίνηση του χεριού μου με αυτή του κεφαλιού μου. Συνέχισα έτσι για κάμποση ώρα αλλά με σταμάτησε και με γύρισε στο πλάι και κρατώντας με από το κεφάλι άρχισε να μου κάνει mouthfuck, και αν και με ζόρισε έτσι όπως καρφωνόταν σχεδόν μέχρι το λαρύγγι, κατάφερα να τον ικανοποιήσω με τον τρόπο που ήθελε, και κρίνοντας από τα βογγητά του και τις ανάσες του, το κατάφερα καλά!

Όπως με είχε γραπώσει από τα μαλλιά κόντεψε να μου τα ξεριζώσει την ώρα που καρφώθηκε για τελευταία φορά μέσα μου αδειάζοντας με σπασμούς και όλως περιέργως σήμερα δεν ήταν πικρό, ήταν αλμυρό, όχι είχε σημασία εδώ που τα λέμε, του Αρίστου θα το κατάπινα ακόμα και αν είχε γεύση μουρουνέλαιου· δεν έχω δοκιμάσει αλλά με έχουν διαβεβαιώσει ότι είναι απαίσια. Τραβήχτηκε από το στόμα μου και σηκώθηκα κι εγώ για να ξαπλώσω στη θέση μου. Φιλάκι αυτή τη φορά δεν είχε, αρκέστηκα στο να χωθώ στην αγκαλιά του και στο χάδι του χεριού του στα μαλλιά μου, αυτά που παραλίγο να μου ξεριζώσει πριν λίγη ώρα.

Κατάλαβα ότι τον πήρε ο ύπνος αλλά εγώ δε νύσταζα ακόμα. Φλέρταρα για λίγη ώρα με την ιδέα να κάτσω να διαβάσω για λίγο αλλά ένιωθα τόσο όμορφα και ζεστά στην αγκαλιά του που δε μου έκανε καρδιά να κουνηθώ. Ένιωθα και πάλι να ερωτεύομαι και μου είχε λείψει τόσο πολύ αυτό το συναίσθημα. Θα μου πεις και με τον Μιχάλη ερωτευμένη δεν ήμουν; Ήμουν αλλά με τελείως διαφορετικό τρόπο, με τον Μιχάλη ήταν περισσότερο καψούρα παρά έρωτας, αυτό που οι Αμερικάνοι λένε crush, και συν τοις άλλοις ακόμα κι έτσι, ο Μιχάλης ήταν πρώτα και κύρια φίλος μου.

Ίσως εξαιτίας της ήττα που έφαγα από το Διονύση μου έγινε δύσκολο να ερωτευτώ και οι σχέσεις που είχα κάνει μετά τα 19 μου δε φτουρούσαν για αυτό το λόγο. Η πρώτη τράβηξε ένα τρίμηνο μέχρι να το πάρω απόφαση ότι δεν έχει προοπτικές και επειδή ο Ανέστης με είχε ερωτευτεί και είχαμε δράματα, οπότε πήρα την απόφαση πως αν στο μήνα …δεν, θα το διέλυα με συνοπτικές διαδικασίες, και μέχρι και που τα έφτιαξα με τον Κώστα αυτό συνέβαινε. Δεν ξέρω, ίσως αυτή η εσωτερική μου σκληράδα να ήταν αυτή που μου επέτρεπε τις ξεπέτες αλλά το σεξ από μόνο του δεν έφτανε παρόλο που κάποιοι από τους εφήμερους παρτενέρ μου με είχαν κάνει να πιάσω γραμμή με Βαλχάλα.

Και αυτό που είχα βρει στον Αρίστο ήταν και αυτό ακριβώς που με τρόμαζε, ούτε τον Διονύση δεν είχα αρχίσει να ερωτεύομαι τόσο γρήγορα και στα 15 μου δεν είχα προλάβει να χτίσω καμιά άμυνα. Δεν ξέρω αν ήταν ο Αρίστος που διαπερνούσε τα τείχη που είχα υψώσει σα να μην υπήρχαν ή αν τα γκρέμιζα με τα ίδια μου τα χέρια αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο, τον ερωτευόμουν. Παρά τα τείχη μου, παρά τη διαφορά στην ηλικία, παρά το γεγονός ότι κάποια στιγμή στο μέλλον ήθελα να κάνω παιδιά, απλά I couldn’t’ help it που λένε και οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι.

Και να ήταν μόνο αυτό; Η πολυγαμία του ακόμα με τριβέλιζε, και μπορεί να μου επέτρεπε να μείνει ο Μιχάλης και ως περιστασιακός εραστής στη ζωή μου, ωστόσο μια χαρά θα ήμουν και έχοντας τον απλά ως φίλο. Αυτή ήταν η διαφορά μου με τον Αρίστο, για εμένα η πολυγαμία είναι πολυτέλεια ενώ για εκείνον ανάγκη. Το ίδιο ίσχυε και για το S/m, το προφανές πλεονέκτημα ήταν ότι ο Αρίστος μπορούσε να αναζητήσει αλλού αυτά που δε θα μπορούσε να πάρει από εμένα, λόγω αντοχών και όχι μόνο, αλλά ακόμα και έτσι, πάλι με ενοχλούσε, αν με καλορωτούσες θα έλεγα ότι προτιμούσα να έχω με κάποιο μαγικό τρόπο τη δυνατότητα να του τα δώσω εγώ από να τα βρει αλλού.

Με αυτές τις ευχάριστες σκέψεις με πήρε ο ύπνος και δεν κοιμήθηκα καλά, είχα ανήσυχα όνειρα, παρόλο που το πρωί δε θυμόμουν τι ακριβώς είχα δει στον ύπνο μου. Ο Αρίστος ήταν ευδιάθετος και κάπως κατάφερε να μου φτιάξει τη διάθεση και έτσι η μέρα μου στη δουλειά ξεκίνησε ανεκτά. Επειδή φοβήθηκα μην αργήσω για κάποιο λόγο το απόγευμα, το πρωί του είχα δώσει ένα δεύτερο ζευγάρι κλειδιών που είχα για να μπορεί να ανέβει σπίτι αν φτάσει και δεν έχω έρθει και να μη με περιμένει στο αυτοκίνητο. Στις 17:00 τον πήρα τηλέφωνο και του είπα ότι ξεκινάω και με πληροφόρησε ότι και εκείνος ήταν στο δρόμο. Αποφάσισα τελικά να πάρω ταξί και όχι λεωφορείο αλλά ακόμα και έτσι όταν έφτασα σπίτι, ο Αρίστος ήταν ήδη εκεί.

«Καλώς το κορίτσι μου!» μου είπε χαμογελαστός ενώ κάτι πάλευε στον πίνακα.
«Συγνώμη που άργησα Αρίστο μου, έχεις ώρα που ήρθες;»
«Όχι, μην ανησυχείς, πριν δέκα λεπτά ήρθα. Α, σου πήρα και καφεδάκι από κάτω.»
«Αχ γι’ αυτό σ’ αγαπάω!» του είπα χωρίς να το καλοσκεφτώ.
«Μα είμαι πραγματικά αξιαγάπητος!» μου είπε πειράζοντάς με.
«Είσαι! Πάω να ζεστάνω το φαγητό, δεν έχεις φάει φαντάζομαι, ε;»
«Όχι ότι δε με έκοψε μαύρη πείνα, αλλά έδειξα χαρακτήρα για να μη μας μείνει και η γαριδομακαρονάδα!»
«Είσαι μια σύγχρονη Ιφιγένεια με μούσια» τον πείραξα.
«Και λιγότερο μαλλί» είπε αναστενάζοντας.
«Αλλά περισσότερο πρόσωπο!» τον πείραξα με τη σειρά μου. «Αλήθεια, τη Sadie και τα γατιά ποιος θα τα ταΐζει; Θες να ανεβαίνω εγώ τα απογεύματα;»
«Όχι μάτια μου, δε χρειάζεται, το έχω κανονίσει με την Ελένη που μένει και σχετικά κοντά. Τη θυμάσαι; Είναι η πιτσιρίκα που κάνει κουρά ομορφιάς σε Sadie και στους αδερφούς Κατσάμπα!»
«Εντάξει τότε. Βόλτα όμως ποιος θα το βγάζει το κορίτσι; Η Ελένη είναι η μισή από τη Sadie!»
«Το κορίτσι θα κάνει υπομονή και ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός!»
«Ουφ, δε θα είναι το μόνο! Θα μου λείψεις!»
«Τρεις μέρες θα λείπω βρε, δε θα φύγω μετανάστης!»
«Τρεις μέρες είναι τρεις μέρες too many!»
«Βρε πήγαινε ζέστανε το φαγητό και έχω λυσσάξει!»
«Κροκόδειλε!» τον πείραξα αλλά σταμάτησα την πάρλα και πήγα μέσα να ετοιμάσω το φαγητό. Μέχρι να ετοιμαστεί είχε τελειώσει και ο Αρίστος και ήρθε μέσα και μου έδωσε ένα χαρτάκι.
«Σκάναρε σε παρακαλώ το QR Code για να κατεβάσεις την εφαρμογή!»
«Ποια εφαρμογή;»
«Αυτή που χειρίζεται το διακόπτη. Σου είπα, μπορείς να τον ανοιγοκλείνεις από το κινητό, είτε είσαι εδώ στο σπίτι είτε εκτός. Μπορείς επίσης να τον προγραμματίσεις πότε να ανάβει και πότε να σβήνει, οπότε από εδώ και πέρα δε χρειάζεται να βάζεις δύο ξυπνητήρια!»
«Αχ σ’ ευχαριστώ μωρό μου.»
«Και τι μωρό ε; Με γκρίζα αραιωμένα μαλλιά και περίεργες ορέξεις!»
«Πρρρρρ» του είπα βγάζοντας τη γλώσσα μου και κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια. «Έτοιμο το φαγητό» είπα και σέρβιρα να φάμε στην κουζίνα.

Φάγαμε πειράζοντας ο ένας τον άλλον αλλά όσο περνούσε η ώρα και πλησίαζε εκείνη που θα έπρεπε να φύγουμε, η διάθεσή μου άρχισε να βουλιάζει. Θα μου πεις τρεις μέρες ήταν όλες κι όλες αλλά δεν ήταν το χρονικό διάστημα το πρόβλημα, θα μπορούσε να συμβεί λόγω φόρτου εργασίας και με τους δυο στην Αθήνα, ήταν η ιδέα της απόστασης, δε θα μπορούσαμε αν μας την έδινε να πάρουμε το αυτοκίνητο και σε μισή ώρα να είμαστε μαζί. Δεν είχα απλά δαγκώσει τη λαμαρίνα μαζί του, τσιχλόφουσκες την είχα κάνει.

«Τι είναι Μαριλίζα μου;» με ρώτησε βγάζοντάς με από τις σκέψεις μου.
«Θα μου λείψεις Αρίστο μου» του απάντησα ειλικρινά.
«Κι εμένα θα μου λείψεις κοριτσάκι μου. Τρεις μέρες είναι ωστόσο, θα περάσουν γρήγορα.»
«Θα μιλάμε τα βράδια στο Skype?»
«Και το ρωτάς βρε χαζούλα; Έλα εδώ, αγκαλίτσα!»
«Ναι!!! Αγκαλίτσα!» του είπα και του χίμηξα όπως καθόταν στον καναπέ.

Αρχίσαμε να φιλιόμαστε και ο Αρίστος άρχισε να με πασπατεύει και λίγη ώρα αργότερα βρέθηκα να κάθομαι στα πόδια του, γυμνή από τη μέση και πάνω, με τον Αρίστο να με κρατάει δυνατά με το ένα χέρι από το σβέρκο ενώ το άλλο του χέρι μου μάλαζε το δεξί μου στήθος. Είχα γίνει πύραυλος και όπως καθόμουν πάνω του τον ένιωθα ότι είχε γίνει κι εκείνος.

 Σηκώθηκα και γονάτισα μπροστά του και κατεβάζοντας παντελόνι και εσώρουχο, τον πήρα στο στόμα μου αλλά λίγα λεπτά αργότερα με σταμάτησε. Μου ζήτησε να του φέρω ένα προφυλακτικό από το τσαντάκι του και όταν το φόρεσε μου ζήτησε να κάτσω πάνω του με την πλάτη προς εκείνον.

Δεν το είχα ξανακάνει έτσι, όχι τουλάχιστον σε καναπέ, οπότε μου πήρε λίγη ώρα να συντονιστώ μαζί του αλλά η αίσθηση το αποζημίωσε. Άρχισα να κουνιέμαι πάνω κάτω ενώ ο Αρίστος, που με κρατούσε από τη μέση, άλλοτε μου έδειχνε πότε να επιταχύνω το ρυθμό και άλλοτε πότε να τον κόψω. Κάποια στιγμή με σταμάτησε και με έβαλε να γείρω πάνω του και αρπάζοντάς με από τα στήθη άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα μου κουνώντας τη λεκάνη του και εκεί τα βογγητά μου πολλαπλασιάστηκαν αλλά αυτός ο έντονος ρυθμός τον κούρασε, οπότε με σταμάτησε και μου ζήτησε να κατέβω.

«Θες να με πάρεις από πίσω;» τον ρώτησα, δεν ήθελα να τον αφήσω χωρίς να τελειώσει, και ας έτσουζε Θανάση μου.
«Το μεν πνεύμα πρόθυμο…» μου είπε λαχανιασμένος.
«Δε θέλω να σ’ αφήσω έτσι» του είπα και έκανα να του βγάλω το προφυλακτικό για να τον πάρω στο στόμα μου.
«Δεν χρειάζεται κοριτσάρα μου» μου είπε σταματώντας με.
«Σίγουρα;» τον ρώτησα αβέβαιη.
«Σίγουρα μάτια μου» μου είπε. Ανέβηκα στον καναπέ και με τράβηξε πάνω του. «Δεν χρειάζεται να χύσω για να πω ότι το έχω ευχαριστηθεί, δε θέλω να αισθάνεσαι άσχημα Μαριλίζα μου, το ευχαριστήθηκα, το ευχαριστήθηκα πολύ!»
«Όπως λέω κι εγώ χωρίς να είναι περιττό δεν είναι και απολύτως αναγκαίο.»
«Με μένα αυτό γενικά δεν ισχύει.»
«Τότε γιατί δε θέλεις να σε κάνω να τελειώσεις;»
«Γιατί εσύ δεν είσαι ούτε fuck buddy ούτε ξεπέτα. Μπούφο!»
«Είμαι!» του είπα και με πήραν πάλι τα ζουμιά. «Κλαψιάρης μπούφος!»
«Κάτι έχω καταλάβει» μου είπε και βρέθηκα να γελάω και να κλαίω ταυτόχρονα. «Λοιπόν, πάμε να κάνουμε ένα γρήγορο ντουζάκι να φρεσκαριστούμε γιατί σε λίγο θα πρέπει να φύγουμε.»
«Να κλάψω λίγο ακόμα;» τον πείραξα.
«Ναι αλλά μην το παρακάνεις γιατί αλλιώς θα σε κάνω να κλαις με περισσότερη όρεξη!» με πείραξε με τη σειρά του. «Το κατέβασες το app?»
«Ναι, το κατέβασα.»
«Ωραία, για άνοιξέ το»

Με καθοδήγησε να κάνω register τον διακόπτη, και αφού το έκανα μου έδειξε πως να τον ανοιγοκλείνω και πώς να τον προγραμματίσω να ανάβει και να σβήνει είτε ad-hoc είτε σε σταθερή βάση. Ομολογώ πως ενώ είχα ακούσει για έξυπνους διακόπτες, άλλωστε τέτοιους είχε στο σπίτι του και ο Μιχάλης μέχρι και για τις λάμπες, δεν είχα καν σκεφτεί να βάλω κάτι τέτοιο στο σπίτι μου, παρά τα προφανή πλεονεκτήματα. Βέβαια από την άλλη, έχω ηλιακό, οπότε τις περισσότερες μέρες το χρόνο δε το χρειαζόμουν αλλά όπως λένε καλύτερα να έχεις κάτι και να μην το χρειάζεσαι παρά να το χρειαστείς και να μην το έχεις. Σε κάθε περίπτωση, έτσι ή γιουβέτσι, μπήκα κι εγώ στην εποχή του Smart Home.

«Λοιπόν, και τώρα που σε ξεβλάχεψα, πάμε να καθαρίσουμε τις κορμάρες μας!»
«Με ξεβλάχεψε λέει! Ω Θεοί, τι ακούνε τα τρυφερά μου αυτάκια!»
«Προχώρα βρε και άσε τις περιττές διαμαρτυρίες!»
«Άσχετο, τι ομάδα είσαι;» τον ρώτησα καθώς κάναμε το ντουζ μας.
«Άλλο πάλι τούτο» είπε και σταμάτησε για λίγο να λούζεται.» Δεν με απασχολεί ιδιαίτερα το θέμα.»
«Πιο μικρός;»
«Ούτε πιο μικρό με απασχολούσε. Άντε να πω ότι λόγω εντοπιότητας είχα μια συμπάθεια σε ΟΦΗ και Εργοτέλη αλλά ως εκεί» είπε και συνέχισε το λούσιμο. «Πώς σου ήρθε τώρα αυτό;»
«Από περιέργεια. Δεν υπάρχει κάποιο παιχνίδι που να σου αρέσει;»
«Ο αθλητισμός δεν είναι το φόρτε μου, και δε νομίζω ότι το αγωνιστικό σκάκι ανήκει στην κατηγορία.»
«Αγωνιστικό σκάκι;»
«Ναι, δε στο έχω πει; Έχω υπάρξει και πρωταθλητής Κρήτης στην εφηβεία μου.»
«Δεν είχα ιδέα! Είσαι τόσο καλός;»
«Έτσι νόμιζα μέχρι που έπαιξα σκάκι με την Φοίβη…»
«Είναι καλή;»
«You have no idea, με τσάκισε! Very humbling experience, ακόμα τσούζει ο κώλος μου! Αν ασχολούνταν επαγγελματικά με αυτό θα ήταν grand master εδώ και πολλά χρόνια, δεν αστειεύομαι. Το ξέρεις ότι έχει νικήσει τον Kramnic?»
«Κάτι μου θυμίζει το όνομα». Ο Κώστας ήταν φανατικός με το σκάκι και έβλεπε με τις ώρες το κανάλι του Agadmator, κάπου νομίζω ότι το είχα ακούσει το όνομα. «Ποιος είναι;»
«Μόνο αυτός που εκθρόνισε τον Kasparov το 2000 και ήταν παγκόσμιος πρωταθλητής για εφτά συνεχόμενα χρόνια.»
«Τόσο καλή είναι;» τον ρώτησα εντυπωσιασμένη.
«Και που να γνωρίσεις και την κόρη της…»
«Έφαγες κι απ’ αυτή ξύλο;»
«Απ’ αυτή και αν έφαγα, και η πιτσιρίκα τότε μόλις είχε κλείσει τα δώδεκα. Με πήρε και με σήκωσε!»
«Καημενούλη μου» του είπα τρυφερά. «Δεν ξέρω μωρέ Αρίστο, δε μου αρέσει το σκάκι. Δεν είναι πως το αντιπαθώ, απλά δε με ενδιαφέρει.»
«Περί ορέξεως. Πάντως αν αλλάξεις ποτέ γνώμη, εδώ είμαι εγώ.»
«Δε νομίζω. Μη το πάρεις στραβά, αλλά και ο Κώστας ήταν φανατικός με το σκάκι και είχε προσπαθήσει κι εκείνος να με κάνει να το αγαπήσω. Και μετά έγινε ό,τι έγινε… οπότε καταλαβαίνεις…»
«Εντάξει, δεν επιμένω.»
«Αλλαγή θέματος, είδες το paper της Φοίβης;»
«Δεν το έχω τελειώσει ακόμα και το ρημάδι είναι πολύ απαιτητικό, σε κάποια σημεία ζορίζομαι πολύ να το ακολουθήσω.»
«Εσύ;» τον ρώτησα με έκπληξη.
«Ναι εγώ, δεν είμαι δα και ο Einstein και τα μαθηματικά της είναι εξαιρετικά ζόρικα. Εξετάζει ένα πρόβλημα βελτιστοποίησης χρησιμοποιώντας πολύ εφευρετικά το θεώρημα Πέτρου που μέχρι τώρα απλά το είχα ακουστά και …πολλή άλγεβρα για τα γούστα μου.»
«Πέτρου; Δεν είναι αυτή που πήρε πέρσι ένα σημαντικό βραβείο;»
«Αυτή ακριβώς, και το θεώρημά της ήταν ο λόγος που πήρε το βραβείο, και δεν είναι απλά σημαντικό, είναι το πιο σημαντικό βραβείο στον κόσμο των μαθηματικών και έγινε μόλις η δεύτερη γυναίκα που το κερδίζει.»
«Την έχεις γνωρίσει;»
«Ναι και είχαμε παίξει και σκάκι σε αγώνα επίδειξης και μου πήρε και εκείνη τα σώβρακα αλλά στη Φοίβη και την κόρη της βρήκε το δάσκαλό της.»
«Σ’ έκαναν του αλατιού, ε;»
«Του αλατιού δε θα πει τίποτα, μωρέ τέτοιο ξύλο είχα να φάω από το πανελλήνιο πρωτάθλημα στα 15 μου!»

Τελειώσαμε, και αφού ντυθήκαμε επιστρέψαμε στο σαλόνι και καθίσαμε αγκαλίτσα στον καναπέ χωρίς να μιλάμε, μέχρι που ήρθε η ώρα να φύγουμε. Η διάθεσή μου είχε βουλιάξει και πάλι αλλά προσπάθησα να μη το δείξω, ο Αρίστος ανυπομονούσε να πάει στο Δουβλίνο, το περίμενε καιρό εκείνο το συνέδριο, και δεν ήθελα να του χαλάσω την διάθεση. Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και παρόλο που θα πηγαίναμε με το δικό μου, κάθισε εκείνος στη θέση του οδηγού και δεν μου πέρασε καν από το νου να του φέρω αντίρρηση. Είχε κίνηση και στην Κηφισίας και στην Αττική οδό αλλά ακόμα και έτσι, λίγο πριν τις 20:00 ήμασταν στο αεροδρόμιο.

«Θες να κατέβεις να μου κάνεις παρεούλα μέχρι να επιβιβαστώ;»
«Το ρωτάς; Δεν πρέπει να κάνεις check-in?»
«Έχω κάνει ήδη οπότε θα πάω κατευθείαν στην επιβίβαση που δε νομίζω να είναι πριν τις 20:30 ακόμα και αν δεν υπάρχει κάποια έκτακτη καθυστέρηση.»

Έβαλε το αυτοκίνητο στο μικρής διάρκειας και πήγαμε με τα πόδια μέχρι τις αναχωρήσεις, πέρα από την τσάντα με το laptop του και το προσωπικό του τσαντάκι, όλη και όλη είχε μια μικρή βαλίτσα με ρόδες και μιας και είχαμε ακόμα ώρα μπροστά μας μέχρι να περάσει τον έλεγχο εισιτηρίων, βολτάραμε χαζεύοντας τα μαγαζιά στην περιοχή ελεύθερης πρόσβασης. Όσο περνούσε η ώρα τόσο περισσότερο βούλιαζε η διάθεσή μου και παρά τις προσπάθειές μου να το κρατήσω μέσα μου, με κατάλαβε.

«Οι μέρες θα περάσουν πολύ γρήγορα, κοριτσάκι μου, θα δεις!»
«Θα μου λείψεις Αρίστο μου» του είπα σχεδόν βουρκωμένη.
«Κι εσύ θα μου λείψεις, αλιγατοράκι μου» μου είπε τρυφερά και με το ζόρι κρατήθηκα και δεν άνοιξαν οι βρύσες.

Πήγαμε μαζί μέχρι τον έλεγχο εισιτηρίων και εκεί άφησε κάτω τη τσάντα του laptop και με πήρε στην αγκαλιά του και με φίλησε τρυφερά. Τον άρπαξα από το σβέρκο και κόλλησα τα χείλη μου στα δικά του, με μεγάλη δυσκολία το σταμάτησα.

«Θα σου στείλω μήνυμα όταν φτάσω!»
«Όχι! Να με πάρεις τηλέφωνο!»
«Θα είναι αργά, Μαριλίζα μου, θα κοιμάσαι!»
«Δε με νοιάζει! Πάρε με σε παρακαλώ τηλέφωνο!»
«Εντάξει κοριτσάκι μου, θα το κάνω.»
«Καλό ταξίδι» του είπα κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
«Ευχαριστώ ματάκια μου» μου είπε και τον άφησα απρόθυμα να περάσει προς τον έλεγχο εισιτηρίων και κάθισα και τον παρακολουθούσα αμίλητη με τα μάτια μου να τρέχουν, μέχρι που τον έχασα από τα μάτια μου.

Πήρα μερικές βαθιές ανάσες προσπαθώντας να βρω την αυτοκυριαρχία μου και πήρα το δρόμο να γυρίσω στο parking και με το μυαλό μου αλλού σχεδόν τράκαρα πάνω σε ένα ζευγάρι που ήταν με το μωράκι τους. Ο άντρας φορούσε μάρσιππο αγκαλιάζοντάς το προστατευτικά με το ένα του χέρι, χέρι στο οποίο φορούσε βέρα. Με το ελεύθερο χέρι του κρατούσε μια γυναίκα.

«Συγνώμη» πήγα να πω αλλά όταν σήκωσα το βλέμμα μου και τους είδα πάγωσα. Ο άντρας με τη γυναίκα και το παιδί ήταν ο Κώστας.


14. The ghost of the Christmas past

«Κώστα;» τον ρώτησα εμβρόντητη με το μυαλό μου να αρνείται να πάρει στροφές. Ομοίως εμβρόντητος ήταν και ο Κώστας αλλά αυτός κατάφερε να ανακτήσει την ψυχραιμία του αρκετά πιο γρήγορα.
«Μαριλίζα;!;!»
«Μαριλίζα;» ρώτησε η γυναίκα που κατά τα φαινόμενα το όνομα μου της έκανε κλικ.
«Από εδώ η σύζυγός μου η Ζωή» είπε ο Κώστας.
Η σύζυγός του. Το παιδί του. Ξαφνικά ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί.
«Χαίρω πολύ» της είπα βρίσκοντας, ένας θεός ξέρει πως, την αυτοκυριαρχία μου. «Χίλια συγνώμη, ήμουν απρόσεκτη!»
«Δεν πειράζει» είπε ουδέτερα η Ζωή… η σύζυγός του Κώστα… του Κώστα που ένα μόλις χρόνο πριν με είχε χωρίσει χωρίς καμία εξήγηση. Του Κώστα που στο μάρσιπο  που φορούσε είχε ένα μωράκι.
«Πάτε ταξίδι;» τους ρώτησα τελείως άκυρα, τι να έλεγα, τι μπορούσα να πω;
«Ναι… πάμε στην Θεσσαλονίκη, στους παππούδες.»
«Καλό ταξίδι να έχετε. Συγνώμη αλλά έχω αφήσει έξω το αυτοκίνητο και πρέπει να πάω να το πάρω πριν περάσει το δεκάλεπτο» τους είπα ψέματα.
«Ναι ναι… πήγαινε» είπε αρκετά ανακουφισμένος ο Κώστας.

Έφυγα από το αεροδρόμιο σα να με κυνηγάνε όλοι οι δαίμονες της κόλασης. Μπήκα στο αυτοκίνητο και έπεσα πάνω στο τιμόνι, ξαφνικά με είχε πιάσει δύσπνοια, με δυσκολία έπαιρνα ανάσες. Πήρα τηλέφωνο τον Αρίστο αλλά ήταν κλειστό, μάλλον το είχε σε λειτουργία πτήσης από πριν επιβιβαστεί. Πήρα τηλέφωνο το Μιχάλη, με κάποιον έπρεπε να μιλήσω, δεν άντεχα… νόμιζα ότι θα πνιγώ.

«Έχεις ένα απίθανο timing μωρή μαγδάλω, θα νομίζει η Εύη ότι το κάνεις επίτηδες!»
«Μιχάλη μου» του είπα με σπασμένη φωνή και έβαλα τα κλάματα.
«Μαριλίζα; Μαριλίζα τι συμβαίνει» με ρώτησε ανήσυχος. «Αν σου έκανε τίποτα ο Αρίστος, στο ορκίζομαι στα κόκκαλα του πατέρα μου θα τον φυτέψω στον ίδιο του τον κήπο!»
«Είδα τον Κώστα…» του είπα σε λυγμούς. «Ήταν με τη γυναίκα του και το παιδί του… το παιδί του!»
«Ηρέμισε κοριτσάκι μου; Πού είσαι; Πού είναι ο Αρίστος;»
«Στο αεροδρόμιο, είχα φέρει τον Αρίστο που αυτή τη στιγμή πετάει για Δουβλίνο. Είχε παιδί ρε Μιχάλη, παιδί! Ούτε καν ένας χρόνος δεν έχει περάσει.»
«Παίρνω ταξί και έρχομαι, μην κουνηθείς από εκεί που είσαι, ακούς;»
«Και η Εύη;»
«ΜΗΝ ΚΟΥΝΗΘΕΙΣ. ΕΡΧΟΜΑΙ!»
«Έχω αυτοκίνητο.»
«ΚΑΤΣΕ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΣΕ ΚΑΝΩ ΜΑΥΡΗ! ΕΡΧΟΜΑΙ!»

Έπεσα ξανά πάνω στο τιμόνι και ένιωθα σα να έχουν μπήξει μαχαίρι στην καρδιά μου και να το στριφογυρίζουν με μανία. Οι λυγμοί μού έκοβαν την ανάσα, γιατί; Γιατί μου το είχε κάνει αυτό; Τι είχα κάνει γαμώτο πέρα από το να του δώσω την ίδια μου την ψυχή;

Χαλάνδρι, Γενάρης 2023

Είχα γυρίσει από τη δουλειά αρκετά κουρασμένη, αλλά η διάθεσή μου είχε φτιάξει καθώς ο Κώστας με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι θα περάσει από το σπίτι το βράδυ, αφού σχολάσει. Είχα να τον δω δυο μέρες, μου είχε λείψει. Ήμασταν μαζί κάτι παραπάνω από τρία χρόνια και αν και ο καθένας είχε το δικό του σπίτι, τα πιο πολλά βράδια τα περνούσαμε μαζί, είτε στο σπίτι μου, είτε στο δικό του. Τον τελευταίο καιρό περνούσε μεγάλα ζόρια στη δουλειά οπότε του είχα δώσει το χώρο του. Προσπαθούσε να μην κουβαλάει τη δουλειά στο σπίτι αλλά δεν τα κατάφερνε πάντα.

Τα Χριστούγεννα είχαμε πάει για διακοπές στο πατρικό του, στη Θεσσαλονίκη, και ο φουκαράς είχε περάσει σχεδόν όλο του το χρόνο πάνω από το laptop. Μου είχε ζητήσει να κάθομαι δίπλα του για να νιώθει την παρουσία μου, οπότε με εξαίρεση μια-δυο φορές που βγήκαμε για καφέ με τη Νάντια, περάσαμε σχεδόν όλες τις μέρες μας στο σαλόνι και στο δωμάτιό του.

«Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα!»
«Θα έβλεπες σκάκι από το πρωί μέχρι το βράδυ!» τον πείραξα.

Με είχε πάρει στα χέρια του και αφού με πήγε στο κρεβάτι κάναμε έρωτα  ξανά και ξανά, και με τους γονείς του στο σαλόνι, προσπαθούσαμε να μην κάνουμε φασαρία. Ήταν τόσο όμορφα, κάναμε σαν ερωτευμένοι έφηβοι. Μετά το Διονύση και την ήττα που είχα φάει στα δεκαπέντε μου, ο Κώστας ήταν ο πρώτος που με έκανε να ερωτευτώ και πάλι, και τρία χρόνια μετά ήμουν ακόμη το ίδιο ερωτευμένη.

Δεν είχα ποτέ κάτσει να σκεφτώ το μέλλον μου στα σοβαρά, ήθελα κάποια στιγμή να κάνω οικογένεια, αλλά ως εκεί. Μετά από τρία χρόνια μαζί, για πρώτη φορά άρχισα να κάνω όνειρα για το μέλλον μας. Λες να σκεφτόταν το ίδιο πράγμα; Χμμμ… για αρχή θα έπρεπε να συγκατοικήσουμε αλλά εκεί δεν πίστευα ότι θα έχουμε πρόβλημα. Βέβαια άλλο το να περνάς κάποιες ώρες μαζί και άλλο να είστε στο ίδιο σπίτι αλλά αν το καλοσκεφτείς τι θα άλλαζε; Εκείνος ήταν πάντα πρωινός και με το πρόγραμμά μου, υπήρχαν μέρες που τον έβλεπα μόνο αργά το απόγευμα ή το βράδυ. Ο Κώστας, όπως κι εγώ, ήταν άνθρωπος που του άρεσε η καθαριότητα και η τάξη, πολλές φορές βοηθούσαμε ο ένας τον άλλον με τις δουλειές, είτε στο σπίτι του, είτε στο δικό μου, οπότε ούτε εκεί θα υπήρχε πρόβλημα.

«Μαριλίζα, συμμαζέψου» μάλωσα τον εαυτό μου. Πήγα και έκανα το ντουζάκι μου και μετά φόρεσα ένα σέξι νεγκλιζέ που του άρεσε πολύ, η περίοδός μου είχε τελειώσει πριν δυο μέρες και είχα πολλές ορέξεις, μωρέ θα τον ξεζούμιζα. Είχε κλειδιά του σπιτιού μου όπως είχα κι εγώ του δικού του, αλλά δε με παραξένεψε όταν μου χτύπησε το κουδούνι, ο Κώστας ήταν πολύ αφηρημένος και πολύ συχνά το ξεχνούσε.

Του άνοιξα χαρούμενη και γεμάτη προσμονή την πόρτα και τον πήρα αγκαλιά να τον φιλήσω. Κατάλαβα ότι δεν είχε καλή διάθεση οπότε, όσο και αν σκόπευα να του τη φτιάξω αργότερα, προς το παρόν θα τον άφηνα στην ησυχία του.

«Καλώς το μου. Έχεις φάει αγάπη;»
«Ναι, τσίμπησα στο γραφείο, τώρα πριν λίγο έφυγα κι εγώ.»
«Δύσκολη μέρα, ε;»
«Έχω ξεχάσει πως είναι οι εύκολες» μου είπε αναστενάζοντας.
«Έλα να σε χαλαρώσω» του είπα και τον πήρα από το χέρι για να τον πάω στο σαλόνι. Έκανα κότσο το μαλλί μου και γονάτισα μπροστά του, νομίζω ότι θα το έπιανε το υπονοούμενο.
«Όχι τώρα Μαριλίζα μου.»
«Θα καταπιώ!» του είπα ναζιάρικα και έκανα να τον ξεκουμπώσω αλλά με σταμάτησε.
«Όχι τώρα σε παρακαλώ.»
«Εντάξει αγάπη μου» του είπα ελαφρώς απογοητευμένη. «Τι θες να κάνουμε;»
Με κοίταξε για μερικές στιγμές με απλανές βλέμμα αλλά το μυαλό μου δεν πήγε στο κακό, ήταν προφανώς μία από αυτές τις μέρες που έφερε τη δουλειά στο σπίτι.
«Τι είναι Κώστα μου, τι συμβαίνει»;
Δεν μου απάντησε για μερικές στιγμές, μόνο έμεινε να με κοιτάει σαν να προσπαθούσε να βρει το θάρρος να μου πει αυτό που θέλει. Εκεί, για πρώτη φορά άρχισα να νιώθω ένα μικρό τσίμπημα φόβου.
«Κώστα;» τον ρώτησα ξανά.
«Μαριλίζα… θέλω να χωρίσουμε.»

Αεροδρόμιο, Γενάρης 2024

Το τηλέφωνο που χτύπησε με επανάφερε στο παρόν. Κοίταξα το ρολόι, είχαν περάσει σαράντα λεπτά από τη στιγμή που ο Μιχάλης μου είπε ότι έρχεται, πότε πέρασαν σαράντα λεπτά;

«Μιχαλιό μου;»
«Πού είσαι;»
«Στο parking μικρής διάρκειας.»
«Βγες από το αυτοκίνητο να σε δω!»
«Να… να έρθω στην έξοδο;»
«ΜΗΝ ΚΟΥΝΗΘΕΙΣ ΡΟΥΠΙ. Απλά βγες από το αυτοκίνητο για να σε δω.»

Άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου και βγήκα έξω και λίγη ώρα αργότερα με είδε ο Μιχάλης που ήρθε σχεδόν τρέχοντας προς το μέρος μου.

«Μιχάλη μου» του είπα και με πήρε στην αγκαλιά του και άρχισα να κλαίω και πάλι με λυγμούς.
«Εδώ είμαι κοριτσάκι μου. Εδώ είμαι καρδούλα μου. Εδώ είμαι» μου είπε σφίγγοντάς με στην αγκαλιά του. Δε με σταμάτησε, με άφησε να κλαίω με λυγμούς που με ξέσκιζαν και το μόνο που έκανε ήταν να με κρατάει σφιχτά πάνω του και να μου λέει ξανά και ξανά «εδώ είμαι.»
«Σ’ ευχαριστώ» του είπα όταν ηρέμισα κάπως. «Σ’ ευχαριστώ Μιχαλιό μου.»
«Τι με ευχαριστείς βρε χαζούλα; Υπήρχε περίπτωση να αφήσω έτσι τη μαγδάλω μου; Τη μαγδάλω μου;»
«Και η Εύη;»
«Θα ζήσω και χωρίς αυτήν!»
«Τι εννοείς;»
«Δεν το πήρε καλά που έφυγα στη μέση… αντί να με ευχαριστεί η αχάριστη που δεν την άφησα δεμένη στο σταυρό» μου είπε και κατάφερε να με κάνει να γελάσω. «Έτσι μπράβο, έτσι να σε βλέπω να γελάς.»
«Συγνώμη μωρέ Μιχάλη που σου έκανα χαλάστρα!»
«Ανοησίες, γι’ αυτό είναι οι φίλοι! Αν με παρατήσει η Αντιγόνη, δε θα έρθεις να με κρατήσεις στα στιβαρά σου μπράτσα και να με παρηγορήσεις;»
«Και το ρωτάς, αρκούδε μου; Και θα ανέβω και μια θέση στην κλίμακα, αυτό που το πας;» τον ρώτησα προσπαθώντας απεγνωσμένα να αστειευτώ.
«Λοιπόν, έλα να σε πάω σπίτι. Έχεις σοκολάτα να πιούμε;»
«Ναι Μιχαλιό μου έχω!»
«Ωραία, έμπα… εχμ, για που το έβαλες;» μου είπε όταν είδε ότι έκανα να μπω στη θέση του οδηγού. «Θα οδηγήσω εγώ το go-cart». Ο φουκαράς δε χωρούσε καλά-καλά στο φιατάκι μου, έκανε το κάθισμα όσο γινόταν πιο πίσω και ακόμα κι έτσι δυσκολευόταν.
Σε όλη τη διαδρομή δεν αναφερθήκαμε ούτε στιγμή στο τι είχε συμβεί λίγη ώρα πριν, ο Μιχάλης προσπαθούσε να τραβήξει τη συζήτηση από εκεί, ρωτώντας για το ταξίδι του Αρίστου, για το πως περάσαμε την Κυριακή, για το τι έκανε του λόγου του χθες και σήμερα, και γενικά για οτιδήποτε άλλο εκτός από το γεγονός που τον έκανε να τρέχει σαν τον τρελό νυχτιάτικα για να έρθει να με μαζέψει από το αεροδρόμιο. Φτάσαμε στο σπίτι μου 30-40 λεπτά αργότερα και ανεβήκαμε πάνω.
«Πήγαινε να αλλάξεις και έλα στο σαλόνι, πάω να φτιάξω σοκολάτες.»
«Μιχαλιό μου δεν…» πήγα να του πω αλλά με αγριοκοίταξε και με την ουρά στα σκέλια πήγα στο δωμάτιό μου για να αλλάξω.

Χαλάνδρι, Γενάρης 2023

«Τι;» τον ρώτησα αποσβολωμένη και χωρίς να είμαι σίγουρη ότι άκουσα καλά.
«Θέλω να χωρίσουμε» μου επανέλαβε. Τον κοίταξα σαν χαζή, το μυαλό μου αρνιόταν να λειτουργήσει. Δε μπορεί! Δε μπορεί να μου το είπε αυτό!
«Γιατί;» τον ρώτησα χωρίς ακόμα να έχω χωνέψει τι μου είπε. Ήμουν σε άρνηση, τι συζητούσαμε;
«Δεν μπορώ άλλο Μαριλίζα, απλά δεν μπορώ.»
«Κώστα…» ξεκίνησα να λέω αλλά σταμάτησα, είχε κολλήσει το μυαλό μου. «Γιατί; Τι έγινε;»
«Δεν έγινε κάτι… απλά δε μπορώ άλλο!»
«Τι λες ρε Κώστα; Πριν μερικές μέρες μου έλεγες ότι δεν ξέρεις τι θα έκανες χωρίς εμένα, τι σ’ έπιασε στα καλά καθούμενα; Τι σου έκανα;»
«Δεν μου έκανες τίποτα Μαριλίζα. Νιώθω άδειος, απλά νιώθω άδειος.»
«Έτσι; Στα καλά καθούμενα;»
«Τι θέλεις να σου πω τώρα ρε Μαριλίζα;»
«Είμαστε τρία χρόνια μαζί ρε Κώστα! Τρία χρόνια! Και έρχεσαι από το πουθενά και μου πετάς αυτή τη βόμβα και περιμένεις τι, ακριβώς; Να πω δεν πειράζει, shit happens, ευτυχώς δεν πάθαμε και τίποτα;»
«Ακριβώς Μαριλίζα, είμαστε τρία χρόνια και για μένα δεν έχει άλλο, δεν πάει άλλο. It’s the end of line… Λυπάμαι…»
«Αν εσύ λυπάσαι εγώ τι να κάνω ρε Κώστα; Εγώ τι να κάνω;» φώναξα ξεσπώντας.
«Πάω να μαζέψω τα πράγματά μου… και… θα κατέβω να σου φέρω και τα δικά σου, τα έχω φέρει μαζί μου.»
«Καλοσύνη σου» του απάντησα γεμάτη πίκρα.

Είχα μουδιάσει ολόκληρη, μάζεψε τα πράγματά του και έφερε τα δικά μου, και εγώ εκεί, παγωμένη, να κάθομαι στον καναπέ και να κοιτάζω το άπειρο, νιώθοντας σα ζω ένα σουρεαλιστικό εφιάλτη από τον οποίο δεν μπορώ να ξυπνήσω.

«Σου… σου εύχομαι να βρεις κάποιον που σου αξίζει… είσαι υπέροχος άνθρωπος Μαριλίζα μου…»
«Όπως φαίνεται δεν ήταν αρκετό.»
«Συγνώμη….  Συγνώμη… Αντίο Μαριλίζα.»

Δεν του απάντησα.

Χαλάνδρι, Γενάρης 2024

Επέστρεψα στο σαλόνι σα ρομπότ με το μυαλό μου ακόμα μουδιασμένο. Όπως και πριν ένα χρόνο που με χώρισε, έτσι και σήμερα, απλά μπήκα σε άρνηση, πέρσι μη μπορώντας να πιστέψω τι άκουσαν τ’ αφτιά μου και σήμερα μη μπορώντας να πιστέψω τι είδαν τα μάτια μου. Είχε παιδί! Μέσα στην ταραχή μου δεν πρόσεξα πόσο ήταν. Γι’ αυτό με είχε χωρίσει; Με είχε απατήσει και είχε αφήσει την άλλη έγκυο; Ο κύριος Μανώλης με είχε διαβεβαιώσει πως όποιος και αν ήταν ο λόγος που με είχε χωρίσει, δεν ήταν επειδή είχε βρει κάποια άλλη.

Να μου είχε πει ψέματα; Ο κύριος Μανώλης; Ο κόσμος μου είχε γκρεμιστεί, δεν ήξερα ποια είναι η αλήθεια και ποιο το ψέμα. Αλλά ακόμα και αν την είχε γνωρίσει και την είχε αφήσει έγκυο αφού με χώρισε, πώς; Πότε; Ο Κώστας σύμφωνα με τα λεγόμενά του δεν ήταν έτοιμος για παιδιά και δε με είχε πειράξει, άλλωστε ούτε εγώ ήμουν. Πώς; Γιατί; Γιατί γαμώ το Χριστό μου;

Ο Μιχάλης ήρθε, και αφού άφησε τις σοκολάτες στο τραπεζάκι, κάθισε δίπλα μου χωρίς να μιλήσει. Έγειρα πάνω του και με έσφιξε στην αγκαλιά του. Μείναμε στη σιωπή, έτσι καθισμένοι για λίγη ώρα, εκείνος περιμένοντας υπομονετικά να μιλήσω, κι εγώ ψάχνοντας απεγνωσμένα να βρω τα λόγια.

«Κάθισα εκεί στον έλεγχο εισιτηρίων κοιτάζοντας τον Αρίστο μέχρι που τον έχασα. Με είχε ρωτήσει αν μπορώ να πάρω άδεια για να πάω κι εγώ μαζί του αλλά δε μπορούσα. Δεν είχαν περάσει ούτε μερικά λεπτά που αποχωριστήκαμε και ένιωθα να μου λείπει φριχτά. Κίνησα να γυρίσω χωρίς να βλέπω που πηγαίνω και σχεδόν τράκαρα πάνω σε ένα ζευγάρι. Ο άντρας φορούσε μάρσιππο και το αγκάλιαζε προστατευτικά με το ένα του χέρι, χέρι στο οποίο φορούσε βέρα. Δίπλα, κρατώντας το άλλο του χέρι, περπατούσε μια γυναίκα. Πήγα να ζητήσω συγνώμη και όταν σήκωσα το βλέμμα μου συνειδητοποίησα ότι ο άντρας με το παιδί και τη γυναίκα του ήταν ο Κώστας. Πάγωσα για μερικές στιγμές και το μόνο που μπόρεσα να πω ήταν «Κώστα;» Απάντησε εξίσου κεραυνοβολημένος «Μαριλίζα;» και μετά η γυναίκα του είπε ερωτηματικά «Μαριλίζα;» σα να γνώριζε ποια είμαι. Είχε κολλήσει το μυαλό μου και τους ρώτησα τελείως άκυρα αν πηγαίνουν ταξίδι. Μου απάντησε ο Κώστας ότι πήγαιναν Θεσσαλονίκη, στους παππούδες. Ψέλλισα μια δικαιολογία και έφυγα σαν κυνηγημένη. Έφτασα, ούτε κι εγώ ξέρω πως, στο αυτοκίνητο. Ένιωθα να πνίγομαι, να μη μπορώ να ανασάνω. Πήρα τηλέφωνο τον Αρίστο αλλά ήταν κλειστό. Πήρα εσένα, ούτε κι εγώ ξέρω τι θα έκανα αν δεν είχες απαντήσει. Είχα ανάγκη κάποιον… κάποιον… Δε μπορούσα να ανασάνω. Δε… δε μπορούσα…»
Έσπασα και έβαλα και πάλι τα κλάματα και ο Μιχάλης με έσφιξε ακόμα πιο δυνατά πάνω του και με κράτησε μέχρι που ηρέμισα. Ήπια μια γουλιά σοκολάτα προσπαθώντας να ταχτοποιήσω τις σκέψεις μου. «Γιατί σοκολάτα;» αναρωτήθηκα τελείως στο ξεκούδουνο. «Γιατί δε θέλει να γίνεις λιάρδα» απάντησα στον εαυτό μου. Ήπια μηχανικά ακόμα μια γουλιά και άφησα κάτω την κούπα.
«Όσο σε περίμενα να έρθεις έπαιζε σε replay στο μυαλό μου, και με εκπληκτική διαύγεια, η σκηνή του χωρισμού μας. Πώς είχε εξατμιστεί η κούραση μου όταν με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι θα ερχόταν από το σπίτι. Πώς πήγα να ετοιμαστώ φορώντας ένα σέξι νεγκλιζέ για να του φτιάξω τη διάθεση. Πώς λίγη ώρα πριν έρθει σκεφτόμουν το μέλλον μας και πόσο εύκολο θα ήταν να συγκατοικήσουμε. Θυμήθηκα τις διακοπές των Χριστούγεννων στο πατρικό του που τις είχα περάσει καθισμένη δίπλα του, για να του κάνω παρέα, ενώ εκείνος δούλευε σχεδόν όλη μέρα. Που μου είχε πει ότι δεν ήξερε τι θα έκανε χωρίς εμένα, που με είχε σηκώσει στην αγκαλιά του και με είχε πάει στο κρεββάτι και κάναμε έρωτα ενώ οι δικοί του ήταν στο σαλόνι, σαν έφηβοι που δεν μπορούσαν να κρατηθούν.»

Σηκώθηκα από τον καναπέ και πήγα και κοίταξα έξω από τη μπαλκονόπορτα. Ο Μιχάλης ήπιε μια γουλιά από τη σοκολάτα του και την άφησε κάτω χωρίς να μιλήσει. Επέστρεψα στον καναπέ και κάθισα αντικριστά του.

«Σκεφτόμουν καμιά φορά… έβλεπα στις ειδήσεις θανάτους σε δυστυχήματα και αναρωτιόμουν τι να σκεφτόντουσαν αυτοί οι άνθρωποι το πρωί που είχαν ξυπνήσει, μην έχοντας ιδέα ότι η μέρα που τους ξημέρωσε θα ήταν και η τελευταία. Τι σκεφτόντουσαν ότι θα κάνουν το απόγευμα; Το βράδυ; Την άλλη μέρα; Σε μια εβδομάδα; Έτσι κι εγώ… είχε ξημερώσει η τελευταία μου μέρα με τον Κώστα κι εγώ έκανα σχέδια και όνειρα δίχως να έχω ιδέα ότι η μέρα αυτή ήταν η τελευταία μου μαζί του…» Αναστέναξα και έχασα τον ειρμό μου. «Μιχάλη, γιατί έφτιαξες σοκολάτα;»
«Γιατί δεν θέλω να πιείς αλκοόλ» μου απάντησε ειλικρινά, χωρίς να αιφνιδιάζεται από την παντελώς άκυρη ερώτηση και επιβεβαιώνοντας την υποψία μου. «Στα 15 μου είχα ερωτευτεί σφόδρα μια συμμαθήτριά μου, την Κατερίνα. Μιλάμε για καψούρα, έτσι; Ήμουν πολύ ντροπαλός και δεν έβρισκα το κουράγιο να της μιλήσω.»
«Εσύ; Ντροπαλός;»
«Ναι, εγώ. Με τα χίλια ζόρια πήγα και της εξομολογήθηκα τον έρωτά μου και ξέρεις τι έκανε; Γέλασε στα μούτρα μου. Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Πιτσιρικάς ήμουν, έκανα ένα σωρό δραματικές σκέψεις. Ο συγχωρεμένος ο μπάρμπα-Σήφης κατάλαβε ότι κάτι έτρεχε και με έβαλε κάτω μέχρι που τελικά ομολόγησα. Περίμενα ότι θα αρχίσει να μου λέει να μην κάνω έτσι, πως οι άντρες δεν κλαίνε, πώς πρέπει να δείξω δύναμη και γενικά όλες αυτές τις κλισεδιάρικες σαχλαμάρες. Μιχαλιό, μου είπε. Έλα μαζί μου. Πού θα πάμε; τον ρώτησα. Να πιούμε, μου είπε. Περίμενα ότι θα με ποτίσει ρακή αλλά ξέρεις τι έκανε; Ο Σήφακας, που περπατούσε και έτριζαν τα πεζοδρόμια, με πήγε στην Ουτοπία, στη Χάνδακος, για να πιούμε μαζί σοκολάτα! Σοκολάτα! Ήταν τόσο σουρεαλιστικό που είχα χάσει τη μιλιά μου. Μιχαλιό μου, πονάει ο έρωτας. Αν δεν πονούσε δε θα είχε αξία. Αν γέλασε αυτή μαζί σου, γέλα εσύ καλύτερα. Γέλα τελευταίος. Και αν δε σε θέλει το Κατερινιώ θα υπάρξουν χίλιες άλλες Κατερίνες που θα σε θέλουν. Κάποιες θα σε πληγώσουν, κάποιες θα τις πληγώσεις εσύ. Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι.»
«Σοφός ο μπάρμπα-Σήφης…»
«Δύο πράγματα με έμαθε. Πρώτον ότι ο έρωτας με έρωτα περνάει και δεύτερον την αξία μιας καλής σοκολάτας. Όταν με το καλό κατεβείτε με τον καλό σου Ηράκλειο, ζήτα του να σε πάει για σοκολάτα στην Ουτοπία. Θα με θυμηθείς!» μου είπε κάνοντάς με μετά από πολύ ώρα να βάλω τα γέλια.
«Α ρε Μιχάλη, τι θα έκανα χωρίς εσένα;»
«Χαρούμενη την Εύη but that’s water under the bridge» μου είπε και ξαναέβαλα τα γέλια.
«Συγνώμη βρε Μιχαλιό μου!»
«Μη ζητάς συγνώμη μαγδάλω μου, άντε με την αχάριστη!»
«Μα και αυτή να μην εκτιμήσει το ότι δεν την άφησες πάνω στο σταυρό;»
«Μα είδες; Γι’ αυτό σου λέω, μη ζητάς συγνώμη!»
«Αυτή χάνει!»
«Σε μένα το λες;»

Με σαφώς βελτιωμένη διάθεση έγειρα και πάλι στην αγκαλιά του και συνέχισα την ανασκόπηση στο πρόσφατο παρελθόν μου. Την είχε ξανακούσει την ιστορία αλλά δε με διέκοψε, με άφησε να την ξαναπώ κρατώντας με σφιχτά στην αρκουδίσια αγκαλιά του.

Χαλάνδρι, Γενάρης 2023

Κόντευε να πάει δέκα κι εγώ ήμουν ακόμα καθισμένη στην ίδια θέση με το μυαλό μου να αρνείται να πάρει στροφές. «Δεν μπορεί! Δεν μπορεί!» έλεγα μέσα μου ξανά και ξανά.  Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν η μητέρα μου. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να της μιλήσω, θα καταλάβαινε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά είχαμε να τα πούμε από προχθές και δεν ήθελα να την ανησυχήσω.

«Καλησπέρα μανουλίτσα μου!»
«Καλησπέρα Μαριλίτσα μου, τι κάνεις ψυχή μου;»
«Καλά είμαι μανούλα μου, εδώ, κάθομαι στο σαλόνι.»
«Μόνη σου είσαι; Πού είναι ο Κωστής, δουλεύει πάλι;»

Ένιωθα να πέφτουν απανωτές μαχαιριές στην καρδιά μου και να θέλω να ουρλιάξω και να μη μπορώ! Να μη μπορώ… Τι να της έλεγα νυχτιάτικα; Θα με ρωτούσε τι έγινε και τι να της πω; Σάμπως ήξερα; Σάμπως είχα καταλάβει;

«Ναι, δούλευε μέχρι αργά και πήγε σπίτι του.»
«Εσύ είσαι πρωινή αύριο;»
«Όχι, αύριο είμαι 12:00 – 20:00.»
«Είσαι καλά μωρό μου; Δεν μου ακούγεσαι καλά!»
«Κουρασμένη είμαι μανουλίτσα μου. Τι κάνει ο μπαμπάς;»
«Καλά είναι. Κάτσε να στον φωνάξω να του μιλήσεις. Γιώργο; Γιώργο! Έλα στο τηλέφωνο, μιλάω με το παιδί. Καληνύχτα αγάπη μου.»
«Καληνύχτα μανούλα!»
«Καλησπέρα γιαβρί μου, τι κάνεις; Τι κάνει ο Κωστής σου;»
«Καλά είμαι μπαμπάκα μου, εδώ κάθομαι στο σαλόνι και ξεκουράζομαι. Εσύ πώς είσαι;»
«Εδώ, με τη μάνα σου που μου έφαγε τα νιάτα!»
«Αλλά τι κορίτσαρο σου έδωσε, ε;»
«Γι’ αυτό την κρατάω ακόμα!»
«Να σου κάνει και δεύτερο κορίτσαρο;»
«Αφού ο πρώτος έχει ρίξει μαύρη πέτρα και δεν έρχεται να δει τους γονείς του» μου ψευτογκρίνιαξε.
«Αφού δουλεύω βρε μπαμπά.»
«Δούλευες και τα Χριστούγεννα;»
«Αφού το έχουμε πει, Χριστούγεννα πάνω, Πάσχα σε εσάς, γιατί γκρινιάζεις πάλι;»
«Καλά σου κάνω!»
«Είσαι γλύκας όταν μου κάνεις το στριμμένο άντερο!»
«Άκου τι λέει για τον πατέρα της το ίδιο του το σπλάχνο!»
«Σ’ αγαπάω πολύ πολύ πολύ πολύ μπαμπούλη μου!»
«Κι εγώ σ’ αγαπάω γιαβρί μου. Άντε, καληνύχτα σου και να δώσεις τα φιλιά μας στον Κωστή, πες του να σκύψει σ’ αυτό της μάνας σου μπας και το γλυτώσει!»
«Χαχαχα, εντάξει μπαμπούλη μου, καληνύχτα.»

Έκλεισα το τηλέφωνο και έπεσε μαζί με το χέρι μου στον καναπέ. Πώς θα τους το έλεγα; Τι θα τους έλεγα; Ήρθε απλά και μου ανακοίνωσε ότι χωρίζουμε. Τι του έκανα; Τι του έκανα γαμώ τα πάντα μου όλα; Τι δεν του έδωσα; Τι μου ζήτησε και δεν το πήρε; Έχωσα τα χέρια μου στα μαλλιά μου και άρχισα να τα ανακατεύω. Ήθελα να μιλήσω σε κάποιον αλλά δεν είχα κανένα. Η Νάντια ήταν στη Θεσσαλονίκη και ο Γρηγόρης στο Παρίσι. Οι φίλοι του Κώστα έγιναν και δικοί μου, δεν είχα δικό μου κύκλο, δεν είχα κανέναν. Κανέναν! Γιατί; Γιατί;

Χαλάνδρι, Γενάρης 2024

Με είχαν πιάσει και πάλι τα κλάματα, σα να είχε γίνει κάποιο reset και η ψυχή μου είχε γυρίσει ένα χρόνο πριν. Ο Κώστας είχε παιδί. Ήταν παντρεμένος και είχε παιδί. Πότε πρόλαβε να τη γνωρίσει, πότε πρόλαβε να την παντρευτεί, πότε πρόλαβε να φέρει στον κόσμο το παιδί του; Μόλις ένα χρόνος είχε περάσει που με είχε παρατήσει σύξυλη να μην ξέρω από που μού ‘ρθε. Προσπάθησα να θυμηθώ πόσο ήταν το μωράκι αλλά στην ταραχή μου δεν το είχα προσέξει. Αλλά και νεογέννητο να ήταν, σημαίνει ότι την είχε αφήσει έγκυο τρεις μήνες αφού με παράτησε. Ο Κώστας όσο ήμασταν μαζί δεν σκεφτόταν καν το γάμο, την παντρεύτηκε άραγε επειδή την άφησε έγκυο;

Βασάνιζα το μυαλό μου με ερωτήσεις που δεν μπορούσαν να απαντηθούν και ακόμα και αν είχαν απαντηθεί ποιο θα ήταν το νόημα; Το παρελθόν δεν αλλάζει αλλά υπήρχε αυτό το τεράστιο γιατί που στριφογύριζε και δε με άφηνε σε ησυχία από εκείνη την νύχτα. Γιατί; Γιατί με χώρισε; Τι έκανα λάθος; Ο Διονύσης είχε εξαφανιστεί από τη ζωή μου, χωρίς να απαντάει ούτε καν σε μηνύματα αλλά τουλάχιστον εκεί ήξερα το λόγο. Θα τον πήγαιναν μέσα σηκωτό και είχε δυο παιδιά. Με είχε ρημάξει το πόσο απότομα εξαφανίστηκε χωρίς να καν μια κουβέντα, αλλά τουλάχιστον κατάλαβα το λόγο λίγες μέρες μετά, όταν με ρώτησε μια φίλη στη σχολή χορού αν έτρεχε κάτι μεταξύ μας.

Είχα προσπαθήσει να μιλήσω με τον Κώστα, είχα προσπαθήσει να μάθω το γιατί αλλά απάντηση δεν είχα πάρει. Τις πρώτες φορές μου απαντούσε στο τηλέφωνο αλλά η μόνη απάντηση που έπαιρνα όσο και αν τον πίεζα ήταν η ίδια, «είμαι άδειος». Τον ρώτησα αν με είχε αφήσει για κάποια άλλη, αν είχε κάποια παράλληλη σχέση και το είχε αρνηθεί κατηγορηματικά. Κάποια στιγμή σταμάτησε να μου απαντάει αλλά εγώ επέμενα μέχρι που μου έστειλε ένα μήνυμα που έλεγε. «Σε παρακαλώ μη με ξαναενοχλήσεις. Δέξου ό,τι συνέβη και προχώρα τη ζωή σου».

Ακόμα μια μαχαιριά, μια τελευταία μαχαιριά, στην καρδιά μου. Δεν τον ξαναενόχλησα, βυθίστηκα στο βουβό μου πόνο. Δυο-τρεις μήνες μετά προσπάθησα να κάνω νέο ξεκίνημα, και χωρίς να περιμένω ότι θα βγει κάτι, γράφτηκα στο community και στο FetLife. Και γνώρισα το Μιχάλη, τον αρκούδο μου, που παράτησε την μικρούλα του σύξυλη και ήρθε τρέχοντας να με μαζέψει, τον Μιχάλη μου που με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του την ώρα που έκλαιγα, την ώρα που είχα ανάγκη όσο τίποτα μια τρυφερή ανθρώπινη επαφή.

«Σ’ ευχαριστώ Μιχαλιό μου, σ’ ευχαριστώ για όλα» του είπα ακόμα δακρυσμένη.
«Πήγαινε να βάλεις τη φόρμα σου, πάμε στη Βελανιδιά να τη σηκώσουμε!»
«Δεν πεινάω Μιχαλιό μου!»
«Πεινάω εγώ όμως! Έλα, κούνα το απίθανο κωλαράκι σου και πάμε να σε χτυπήσει και λίγο αέρας.»
«Είχες δεν είχες, πάλι το κωλαράκι μου λιγουρεύεσαι» τον πείραξα αλλά σοβάρεψα απότομα φοβούμενη μην το πάρει αλλιώς «Μιχάλη, πλάκα κάνω!»
«Το ξέρω μαγδάλω μου» μου είπε τρυφερά.
«Μιχάλη μου;»
«Μαριλίζα μου;»
«Θα κάτσεις μαζί μου σήμερα;»
«Έτσι όπως σκοπεύω να φάω, σάμπως θα μπορώ μετά να πάρω τα πόδια μου;» μου απάντησε πειρακτικά.
«Αχ!!! Υπέροχα!!! Και να σου πω, δε χρειάζεται να ξυπνήσεις νωρίς όπως εγώ, ξύπνα ό,τι ώρα θέλεις!»
«Δε θα φύγω καν, work from home, τσάμπα νομίζεις ότι κουβαλούσα το σακίδιο στην πλάτη;»
«Έχεις φέρει το laptop σου;» τον ρώτησα μην μπορώντας να πιστέψω στ’ αφτιά μου από την ξαφνική μου χαρά.
«Αμ τι, έτσι θα άφηνα τη μαγδάλω μου; Και αύριο το απόγευμα που θα έρθεις θα σου έχω παραγγείλει με τα ίδια μου τα χεράκια, και ξέρεις τι αστέρι είμαι στις παραγγελίες!»
«Αν με σουτάρει ο Αρίστος θα σου κάτσω στο σβέρκο, να το ξέρεις!»
«Αν σε σουτάρει ο Αρίστος θα σε βάλω εκεί με τα ίδια μου τα χέρια!»
«Awwww.»
«Ναι, θα το πάμε εξακάβαλο και όσο αντέξω!»
«Θα είμαι και στην πρώτη πεντάδα; Θα λιποθυμήσω!»
«Αμέ, τι νόμιζες; Άντε, κούνα το κωλαράκι σου μην σε κάνω να το κουνήσεις με όρεξη!»
«Γορίλλα μου εσύ!» του είπα και του έσκασα ένα φιλάκι στη μύτη. «Επιστρέφω Δημήτρια!»
«Αποφάσισε μωρή, αρκούδος ή γορίλλας; Άμα δεν πάθω διχασμό να μου τρυπήσεις τη μύτη.»

Τον άφησα να μουρμουράει μόνος του και πήγα στο δωμάτιο να βγάλω τις πιτζάμες μου και να βάλω τη φόρμα μου. Και, μεταξύ μας, μια πίτσα θα τη χτυπούσα. Πήγα στο μπάνιο να ρίξω λίγο νερό στα μούτρα μου και ανέβηκα στη ζυγαριά που έγραψε 47,2, βγάλε μισό κιλό φόρμα και μπλούζα, πώς στο διάολο έπεσα στα 46,7, την Κυριακή κόντεψα να αφήσω τα κόκαλά μου στο τραπέζι με την ποσότητα που έφαγα. Well, σιγά μην καθόμουν να σκάσω, θα έτρωγα και την πίτσα χωρίς τύψεις.

«Έτοιμη!» φώναξα επιστρέφοντας στο σαλόνι
«Άντε, πάμε και έχω λυσσάξει στην πείνα!»
«Μήπως θέλεις αντί να πάμε Βελανιδιά να σου φτιάξω τη μακαρονάδα που σ’ αρέσει; Έχω όλα τα υλικά, δε θα μου πάρει πάνω από μισή ώρα.»
«Όχι. Σήμερα θα φάμε στη Βελανιδιά και αύριο θα γυρίσεις και θα βρεις το τραπέζι στρωμένο.»
«Σίγουρα;» τον ρώτησα. Ήθελα κάτι να κάνω αποκλειστικά γι’ αυτόν, να του δείξω με κάποιο τρόπο την ευγνωμοσύνη μου.
«Σιγουρότατα. Δε θέλω να κάνεις τίποτα, δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα. ΤΙ-ΠΟ-ΤΑ! ήμουν ξεκάθαρος;» με ρώτησε πολύ σοβαρός, λες και διάβασε τις σκέψεις μου.
«Θέλω εγώ όμως!» του απάντησα εξίσου σοβαρή.
«Θέλε! Λοιπόν, πάμε γιατί θα σε κάνω μαύρη, φουκαριάρα μου!»
«Χρουμφ!»
«Χρουμφ στα μούτρα σου!»
«Ουφ, αυτό λέγεται καταπίεση!»
«Καλά σου κάνω! Κουνήσου μωρή μαγδάλω και έχω λυσσάξει!»
«Κουνιέμαι εντόνως διαμαρτυρόμενη!»
«Προχώρα βάσανο!»

Ξεκινήσαμε να πάμε προς τη Βελανιδιά και ο κρύος αέρας ήταν πραγματικά ευλογία. Του είχα πιάσει το χέρι αγκαζέ και έτσι όπως είναι και ψηλός με μεγάλο διασκελισμό, η βόλτα είχε κάτι από τεστ κοπώσεως.

«Γιατί τρέχουμε;» τον ρώτησα λαχανιασμένη.
«Γιατί πεινάω!» μου απάντησε. «Και δεν τρέχουμε, κανονικά πάω!»
«Και το γρήγορο δηλαδή πώς είναι;» έκανα το λάθος να τον ρωτήσω.

Ας πρόσεχα, όταν φτάσαμε στη Βελανιδιά η γλώσσα μου είχε βγει έξω. Ναι, πρέπει να επιστρέψω στο γυμναστήριο, τρεις εβδομάδες έλειψα και γύρισα στις εργοστασιακές ρυθμίσεις. Το καλό με το τεστ κοπώσεως που μου έκανε ο Μιχάλης είναι ότι έκανε το μυαλό μου να αδειάσει, να μην έχω χρόνο να σκεφτώ τι είχε γίνει πριν δυο ώρες. Χμμμ, μάλλον αυτός ήταν ο λόγος που με πήγε σα να του έχουν βάλει νέφτι.

«Είσαι γλύκας» του είπα ακόμα ξέπνοη.
«Είμαι!» απάντησε χωρίς να είναι σίγουρος προς τι το κομπλιμέντο αλλά δεν το συνέχισα.
«Τι θα πάρουμε;»
«Εγώ θα πάρω δύο πίτσες και ένα πεϊνιρλί.»
«Δικά μου» του είπα. «Σπέσιαλ ή απλή; Και ποιο πεϊνιρλί;»
«Το σπέσιαλ! Και να σου πω, πάρε κι ένα δεύτερο να έχω για αύριο το πρωί!»
«Αύριο το πρωί θα σου φτιάξω ομελέτα και μην πεις κουβέντα, σ’ έφαγα!»
«Μωρή εσύ θα ξυπνήσεις με τα κοκόρια, δε με λυπάσαι;»
«Καθόλου!» του είπα και γύρισα προς τον ταμεία που μας κοίταζε. «Τρεις πίτσες σπέσιαλ και ένα πεϊνιρλί, σπέσιαλ κι’ αυτό. Και δυο zero!»
«Zero;» ρώτησε με απελπισία ο Μιχάλης.
«Ναι, είπαμε όχι αλκοόλ σήμερα!»
«Όι όι όι, ίντα ‘παθα στα γεράματα.»
«Κάνε κουράγιο Άννα!»
«Θα τρίζουν τα κόκκαλα του Σήφη!»
«Του Σήφη που πήγε το φαρμακωμένο του κοπέλι για σοκολάτα;»
«Σας μισώ απαίσια στρουμφάκια!»

Πήραμε τα φαγητά μας και γυρίσαμε στο σπίτι και όταν φτάσαμε, μου είχε βγει και πάλι η γλώσσα έξω, παίζει να είχα κάψει την πίτσα πριν καν την φάω. Του πρότεινα να φάμε στο κρεββάτι ώστε να μπορέσουμε να δούμε και τηλεόραση και ο Μιχάλης δεν είχε αντίρρηση.

«Θέλεις να δούμε καμιά ταινία;»
«Έχει πάει 23:00, δεν έχεις πρωινό ξύπνημα;»
«Περιμένω έτσι κι αλλιώς τον Αρίστο να με πάρει τηλέφωνο όταν φτάσει.»
«Μαριλίζα, όσο και αν δεν θέλω να το ξαναζήσεις και πάλι, θα πρέπει να του πεις τι έγινε.»
«Το ξέρω μωρέ Μιχάλη, όσο και αν δεν θέλω να τον ταράξω νυχτιάτικα.»
«It’s part of the game, Μαριλίζα μου.”
“Don’t I know that?”  τον ρώτησα αναστενάζοντας. «Λοιπόν, θες να δούμε ταινία;»
«Γιατί όχι. Έχω ακούσει πολύ καλά λόγια για το Grand Budapest Hotel, ψήνεσαι;»
«Κωμωδία θέλω!»
«Κωμωδία είναι και έχει και φοβερό cast. Πρωταγωνιστεί ο Ralph Fiennes και εμφανίζονται ένα σωρό άλλοι γνωστοί ηθοποιοί, Abraham, Swindon, Norton, Keitel, Law, Murrey, Dafoe, Goldblum.»
«Εντάξει, αγόρασα!»

Η ταινία ήταν πολύ περίεργη, ιστορία μέσα σε  ιστορία μέσα σε ιστορία, αλλά έβγαζε αβίαστο γέλιο και ήταν slapstick με τρόπο που θύμιζε παλιές ασπρόμαυρες κωμωδίες του προηγούμενου αιώνα. Το τέλος της όμως ήταν απροσδόκητα μελαγχολικό και αυτό οδήγησε μοιραία στο να θυμηθώ και πάλι τι είχε γίνει το βράδι, και να βάλω και πάλι τα κλάματα.

«Γιατί ρε Μιχάλη; Γιατί; Γιατί;»
«Δεν έχω να σου δώσω απάντηση, κοριτσάκι μου και στο τέλος-τέλος τι σημασία έχει;»
«Έχει ρε Μιχάλη, έχει για μένα. Τρία χρόνια ήμασταν μαζί, τρία χρόνια. Τι έκανα πέραν από το να του δώσω ό,τι ζητούσε; Τι έκανα πέρα από το να τον στηρίξω όποτε με είχε ανάγκη; Τι έκανα πέραν από το να του δώσω την καρδιά μου; Έχει παιδί ρε Μιχάλη, παιδί. Τι βρήκε σ’ εκείνη που δεν το έβρισκε σε μένα;»
«Μη μπαίνεις σ’ αυτό το τριπάκι, Μαριλίζα μου. Προχώρησες, έχεις κάνει το νέο σου ξεκίνημα με τον Αρίστο σου, μην το δηλητηριάσεις επιστρέφοντας σε ένα παρελθόν που έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να αλλάξει. Θέλεις να τον εκδικηθείς; Γίνε ευτυχισμένη και θάψ’ τον, ξέχασέ τον, να φτάσει να μην αξίζει να του αφιερώσεις ούτε μια δεύτερη σκέψη. Όχι θυμό, όχι. Αδιαφορία, και αυτή με ένα τρόπο κερδίζεται, γίνε ευτυχισμένη με κάποιον άλλον, νιώσε την πληρότητα που θα σου δώσει η ύπαρξη του στη ζωή σου.»

Δεν απάντησα, έγειρα και πάλι στην αγκαλιά του και με κράτησε σφιχτά, έκλεισα τα μάτια μου και αφήνοντας το μυαλό μου ν’ αδειάσει ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω. Ξύπνησα κάποια στιγμή αργότερα, τον Μιχάλη και παρά την άβολη θέση, τον είχε πάρει ο ύπνος και ροχάλιζε του καλού καιρού, αλλά ακόμα και μέσα στον ύπνο του με κρατούσε σφιχτά. Τον χάιδεψα τρυφερά για να τον ξυπνήσω.

«Μιχαλιό μου, έλα να ξαπλώσεις καλύτερα!»
«Μμμμ τι ώρα είναι;»
«Μία» του είπα κοιτάζοντας το ρολόι μου. «Έλα αρκούδι μου, ξάπλωσε να μην πιαστείς.»
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν ο Αρίστος.
«Αρίστο μου; Έφτασες;»
«Ναι κοριτσάρα μου, τώρα ετοιμάζομαι να βγω να πάρω ταξί για να πάω στο ξενοδοχείο. Με πήρες τηλέφωνο; Η μαλακία είχε κάνει reboot και δεν το πήρα χαμπάρι μέχρι να μπω στο αεροπλάνο και να πάω να το βάλω σε λειτουργία πτήσης.»
«Ναι…» είπα και πήρα βαθιά ανάσα. «Ναι, σε πήρα… φεύγοντας… φεύγοντας έπεσα πάνω στον Κώστα… και ήταν… και ήταν με τη γυναίκα του… με τη γυναίκα του και το παιδί του… το παιδί του. Σε πήρα τηλέφωνο… ήταν κλειστό…»
«Ωχ μάτια μου… λυπάμαι… γαμώτο μου μέσα… Γιατί… γιατί δεν πήγες να ζητήσεις να με φωνάξουν;»
«Δεν είχα μυαλό να σκεφτώ Αρίστο και έπειτα… και έπειτα είχες το ταξίδι σου!»
«Σοβαρά τώρα μωρέ Μαριλίζα; Να πάει να γαμηθεί το Δουβλίνο, είναι δυνατόν;»
«Δε χρειάζεται Αρίστο μου… πραγματικά δε χρειάζεται. Πήρα… πήρα τον Μιχάλη και ήρθε και με μάζεψε από το αεροδρόμιο, δε με άφησε καν να οδηγήσω.»
«Πολύ καλά έκανες! Σε παρακαλώ ζήτα του να κάτσει μαζί σου αύριο, θα… θα κοιτάξω να πάρω… Πρέπει να βρω πτήσεις…»
«Αρίστο, όχι! Όχι! Δε θα τον αφήσω να σου γαμήσει το ταξίδι που τόσο περίμενες. Με γάμησε μια φορά, με γάμησε και δεύτερη, δε θα τον αφήσω να μας γαμήσει και τρίτη.»
«Είναι ακόμα εκεί ο Μιχάλης;»
«Ναι, εδώ είναι.»
«Μπορείς σε παρακαλώ να μου τον δώσεις να του μιλήσω;»
«Ναι, μισό λεπτό να του το πω» απάντησα στον Αρίστο και γύρισα προς το Μιχάλη. «Μιχαλιό μου, θέλει να σου μιλήσει ο Αρίστος, μπορείς;»
«Ναι, δώσ’ τον μου» είπε και πήρε το τηλέφωνο και σηκώθηκε όρθιος. «Έλα Αρίστο. Ναι, καλύτερα είναι. Ναι… Όχι, δεν σκοπεύω να το κουνήσω από εδώ σήμερα και έλεγα να κάτσω και μέχρι αύριο το βράδυ… Εννοείται, θα την προσέχω σαν τα μάτια μου. Μη μ’ ευχαριστείς… είναι και δική μου φίλη, έτσι θα την άφηνα; Όχι… συμφωνώ μαζί της, μην τον αφήσετε τον πούστη να σας γαμήσει κι’ άλλο, αρκετά. Εντάξει… ναι, ναι, στην δίνω. Καληνύχτα.»
«Έλα μωρό μου» του είπα παίρνοντας το τηλέφωνο και σηκώθηκα με τη σειρά μου από το κρεββάτι.
«Το μπαγάσα, τον συμπάθησα ακόμα περισσότερο!»
«Ξέρεις κάτι Αρίστο μου; Θα κρατήσω αυτό, ό,τι και αν έγινε τελικά στάθηκε αφορμή για να γνωρίσω πρώτα τον Μιχάλη και μετά εσένα. Να πάει να γαμηθεί, δεν φτάνει ούτε το μικρό σας νυχάκι. Πήγαινε στο ξενοδοχείο μωρό μου να ξεκουραστείς και όταν με το καλό ξυπνήσεις το πρωί, πάρε με τηλέφωνο, δεν πειράζει που θα είμαι στη δουλειά, πολύ σπάνια κάνω ακουστικό.»
«Εντάξει αλιγατοράκι μου. Πέσε κι εσύ να κοιμηθείς με …τον αρκούδο σου και θα τα πούμε αύριο το πρωί. Και το μεσημέρι. Και το απόγευμα. Και το βράδι!» μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάσω και πάλι.
«Καληνύχτα Αρίστο μου… σε σκέφτομαι και μου λείπεις!»
«Σάμπως εγώ είμαι καλύτερος νομίζεις; Later alligator, καλή σου νύχτα.»
«After ‘while crocodile. Καληνυχτούδια!»
Έκλεισα το τηλέφωνο και γύρισα στο κρεβάτι, ο Μιχάλης ήταν είδη ξαπλωμένος.
«Αγκαλίτσα;» του έκανα αγαπουλινιάρικα.
«Άκου λέει!» μου είπε και μου άνοιξε την αγκαλιά του και έκανα σχεδόν μακροβούτι μέσα της.
«Καληνύχτα Μιχαλιό μου και… σ’ ευχαριστώ… σ’ ευχαριστώ για όλα!»
«Μην το συζητάμε πάλι αυτό» μου είπε και καλά αυστηρά. «Καληνύχτα μαγδάλω μου!»

Έκλεισα τα μάτια μου, και παρά τα όσα είχαν συμβεί απόψε, κοιμήθηκα σαν πουλάκι.


15. Ghostbusters

Παρά το γεγονός ότι πλέον είχα αυτόματα ρυθμισμένο το πότε θα ανάβει ο θερμοσίφωνας, έβαλα το ξυπνητήρι μου πάλι στις 06:30 για να έχω το χρόνο να φτιάξω την ομελέτα που έταξα στο Μιχάλη. Ήθελα απελπισμένα καφέ αλλά το ζαχαροπλαστείο απέναντι άνοιγε στις 07:00 οπότε θα έπρεπε να κάνω υπομονή. Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο και όταν τελείωσα πήγα στην κουζίνα για να ετοιμάσω την ομελέτα. Κατά τα φαινόμενα η μυρωδιά του bacon και του λουκάνικου ξύπνησαν τον Μιχάλη που ήρθε και με βρήκε στην κουζίνα.

«Καλημέρα μαγδάλω μου!»
«Καλημέρα αρκούδο μου!»
«Τι φτιαν’ς εκεί;»
«Την ομελέτα που σου έταξα!»
«Καφέεεεεε.»
«Το ζαχαροπλαστείο ανοίγει στις 07:00, κάνε κουράγιο Άννα.»
«Δε μου λες, σκοπεύεις να μου βγάλεις τ’ όνομα; Άκου Άννα!»
«Έλα μωρέ Μιχάλη, από το τραγούδι των Κατσιμιχαίων και του Νταλάρα.»
«Ούτε που το ‘χω ματαξανακούσει! Οι μόνες Άννες που ξέρω είναι αυτές που είναι στα χιόνια, τους δίνεις κοχύλια απ΄ το Αιγαίο και έχουν χαρακωμένο βλέμμα!»
«Όλα μαζί τα κάνουν;»
«Τι να πεις, οι γυναίκες είστε καλύτερες στο multitasking! Τι έχεις βάλει στην ομελέτα;»
«Τι δεν έχω βάλει; bacon, λουκάνικο, gouda, mozzarella, ντομάτα, πιπεριά, μανιτάρια και ελιές. Θέλεις να βάλω και κρεμμύδι; Έχω.»
«Κρεμμύδι πρωινιάτικα;»
«Λέει αυτός που σηκώθηκε τις προάλλες και έφαγε το γύρο που του είχε μείνει από την προηγούμενη και μετά με κυνηγούσε στο σπίτι του για γλωσσόφιλα!»
«Τι πας και θυμάσαι κι εσύ…»
«Μα είδες; Λοιπόν, θες κρεμμύδι ή όχι, πες το τώρα που γυρίζει!»
«Δε γαμιέται, βάλε, χαμένο δε θα πάει!»
«Κάπως ήμουν σίγουρη. Πόσα αυγά, τέσσερα;»
«Δίαιτα μου κάνεις;»
«Βρε θα πάθεις… μπα, κακό σκυλί ψόφο δεν έχει» τον πείραξα και πήγα και πήγα να κόψω ένα μικρό κρεμμύδι. «Μπα π’ ανάθεμά σε» είπα όταν το καθάρισα, σκουπίζοντας τα δάκρυά μου με το πίσω μέρος του χεριού μου. Πέταξα και τα υπόλοιπα υλικά στο τηγάνι να τσιγαρίζονται και πήρα ένα μπολ και έσπασα μέσα έξι αυγά και μετά τα πέταξα στο τηγάνι και λίγη ώρα αργότερα η ομελέτα ήταν έτοιμη. Πήρα και τη σέρβιρα σε μια πιατέλα, μήπως χώραγε σε πιάτο; και του την έδωσα.
«Εσύ δε θα φας;»
«Όχι Μιχαλιό μου, για σένα την έφτιαξα. Κάτσε να τη φας να πάω να κάνω κι εγώ το ντουζάκι μου και να ετοιμαστώ.»
«Πόση ώρα θα σου πάρει παιδάκι μου; 08:00 δεν πιάνεις δουλειά;»
«Έχω και το πρωινό σαφάρι του να βρω να παρκάρω.»
«Δε χρειάζεται, θα σε πάω εγώ και το απόγευμα θα έρθω να σε πάρω, οπότε κάτσε τον κώλο σου κάτω να μου κάνεις παρέα.»
«Όχι μωρέ Μιχαλιό μου, δε φτάνει όσα έκανες, να σε κάνω και ταρίφα;»
«Ρε κάτσε τον κώλο σου κάτω μην αγριέψω!»
«Τσουτσούριασα τώρα!» του είπα αλλά κάθισα κι εγώ στο τραπέζι. «Δε μου λες, τι έγινε με την Εύη;»
«Τι να γίνει;» μου είπε μασουλώντας. «Γαμάει η ομελέτα!»
«Σ’ ευχαριστώ αλλά μην αλλάζεις θέμα!»
«Ε, τι να γίνει; Την είχα δεμένη στο σταυρό και της έριχνα κερί όταν με πήρες τηλέφωνο. Το πήρε πολύ άσχημα που απάντησα και ακόμα χειρότερα που με άκουσε να σου λέω ότι παίρνω ταξί κι έρχομαι. Βρε καλή μου βρε χρυσή μου, έκτακτο περιστατικό αλλά μου είπε να πάω να γαμηθώ κι εγώ και ο γρύλος μου.»
«Δεν της είπες ότι θα έκανες το ίδιο και για εκείνη;»
«Δε θα το έκανα… εννοώ θα της έλεγα να έρθει να με βρει αλλά δε θα παρατούσα session στη μέση… Μαριλίζα, δεν είσαι το ίδιο» μου είπε και άνοιξαν και πάλι οι βρύσες. «Μωρή σταμάτα να κλαις γιατί την επόμενη φορά θα σε αφήσω να έρθεις ποδαράτο!»
«Είχα αυτοκίνητο!»
«Σιγά μη σου επέτρεπα να οδηγήσεις σε αυτή την κατάσταση!»
«Μπα; Μωρ’ τι μας λες, και σιγά που θα σε υπάκουα!» πήγα να τον πειράξω.
«Θα το έκανες, και το ξέρεις! Και το ξέρω πως το ξέρεις» είπε και με κοίταξε σταθερά στα μάτια αναγκάζοντάς με να κατεβάσω το βλέμμα μου.
«Με εκνευρίζεις όταν έχεις δίκιο.»
«Ξυδάκι!»
«Ο Αρίστος το λέει “υγεία και ζουμί από λάχανο”.»
«Αλήθεια, τι σου είπε το βράδυ;»
«Παραλίγο να αρχίσει να ψάχνει να βρει πτήσεις για να γυρίσει πίσω, ικανό τον είχα να πήγαινε και μέσω Καπερναούμ! Με το ζόρι τον σταμάτησα, δεν άκουσες;»
«Χα! Δεν είσαι η μόνη που έχεις κάνει τσιχλόφουσκα τη λαμαρίνα!»
«Λες;» τον ρώτησα γεμάτη ελπίδα.
«Χωριό που φαίνεται… Πότε πρόλαβες και τον τύλιξες μωρή;»
«Τι να πω, είμαι υπέροχη!»
«Εσύ να τα βλέπεις που καθόσουν χθες και κλαψούριζες για το μαλάκα!»
«Ε μου ήρθε απότομο ρε Μιχάλη.»
«Απότομο; Εσύ ήσουν να κόψεις τις φλέβες σου φέτες!»
«Το ξέρω… ήταν σα να γύρισα ένα χρόνο πριν, τη μέρα που με παράτησε. Αυτό είναι το γιατί που με τριβελίζει ρε Μιχάλη, με χώρισε και δεν κατάλαβα το γιατί. Τρία χρόνια ήμασταν μαζί, τρία χρόνια του πήρε να καταλάβει ότι δεν του κάνω; Τρία χρόνια; Τουλάχιστον με το Διονύση ήξερα το λόγο.»
«Και τι θα άλλαζε Μαριλίζα; Έστω ότι σου έλεγε ότι σε χώρισε για αυτό και αυτό το λόγο, τι θα άλλαζε;»
«Θα είχα το closure μου, Μιχάλη, ακόμα και αν οι λόγοι ήταν ηλίθιοι ή ακόμα και αν οι λόγοι ήταν τόσο σοβαροί που θα έμπηγαν ακόμα μια μαχαιριά στην καρδιά μου.»
«Το έλαβες χθες το closure σου. Έκανες τα πρώτα σου βήματα και είδες με τα ίδια σου τα μάτια ότι ο Κώστας τα έχει κάνει εδώ και καιρό. Τι έχει μείνει ανοιχτό για να κλείσει;»
«Δεν ξέρω… Μιχάλη, πρέπει να πάω να κάνω ένα ντουζάκι. Θα κατέβεις σε παρακαλώ να πάρεις καφέ;»
«Ναι, πήγαινε, θα κατέβω.»

Χαλάνδρι, Γενάρης 20203

Πήγα στο μπάνιο και άνοιξα το νερό στο πιο καυτό που άντεχε το δέρμα μου και χώθηκα από κάτω και το άφησα να τρέξει πάνω μου. Η αίσθηση ήταν δυσάρεστη, το νερό ήταν οριακά ανεκτό και στο δέρμα μου πήρε κάμποση ώρα να το συνηθίσει. Το μυαλό μου ακόμα και δυο ώρες αργότερα, αρνούνταν να πάρει στροφές. Κάποιες στιγμές ξεχνιόμουν και ερχόντουσαν στο μυαλό μου σκέψεις της καθημερινότητας και μαζί τους ερχόταν και ο Κώστας και ο Κώστας δεν ήταν πια εδώ.

Ήμουν μόνη μου και πάλι. Έφυγε, με παράτησε, ήμουν μόνη μου. Χωρίς να ξέρω, χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί. Γιατί; Τι του έκανα; Τι του έλειψε; Τι δεν του έδωσα; Τι άδειαζε μέσα του και δεν του το γέμιζα; Τι έκανα από το να είμαι πάντα εκεί όταν με χρειαζόταν, από το να τον βάζω πάντα πρώτο, από το να είναι η πρώτη μου σκέψη κάθε πρωί και η τελευταία κάθε βράδι; Δεν έχω μάθει να κρατάω για τον εαυτό μου, όταν τα έδινα, τα έδινα όλα. Όλα! Γιατί; Γιατί;

Κουλουριάστηκα στη μπανιέρα και ο πρώτος λυγμός ήρθε ξαφνικά, σα μαχαιριά, σαν ακόμα μία μαχαιριά. Και μετά δεύτερος, και μετά τρίτος και έμεινα εκεί, στο πάτωμα της μπανιέρας, να κλαίω με λυγμούς που μου έκοβαν την ανάσα. Το αρχικό μούδιασμα είχε περάσει και το ακολούθησε ο πόνος. Ο αβάσταχτος πόνος; Γιατί; Γιατί; Κάθε μου λυγμός και ένα γιατί και κάθε γιατί και λυγμός. Και έκλαιγα… και έκλαιγα… μέχρι που το νερό άρχισε να γίνεται λιγότερο ζεστό και όλο λιγότερο ζεστό μέχρι που έγινε κρύο, παγωμένο, σαν την παγωνιά που ένιωθα στην ψυχή μου. Γιατί; Γιατί; Γιατί;

Χαλάνδρι, Γενάρης 2024

Σήμερα, μιας και είχα το χρόνο, αποφάσισα να περιποιηθώ τον εαυτό μου λίγο παραπάνω και στο πνεύμα αυτό, ντύθηκα και καλύτερα απ’ ότι απαιτούνταν, μέχρι και τα χείλη μου έβαψα σε απαλό τόνο του κόκκινου. Μου έριξα μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη και ικανοποιημένη από αυτό που είδα, έκανα να επιστρέψω στην κουζίνα αλλά ο Μιχάλης ήταν στο σαλόνι, έχοντας ανοίξει το laptop του.

«Πώς σου φαίνομαι;» τον ρώτησα κάνοντας μια στροφή. Είχα επιλέξει μια όμορφη κρουαζέ μπλούζα με διακριτικό ντεκολτέ που τη συνόδευε μια φούστα μέχρι τα γόνατα, μαύρο καλτσόν και χαμηλά μποτάκια στιλέτο.
«Στη δουλειά θα πας ή στη δεξίωση του πρέσβη; Κούκλα είσαι!»
«Αν θέλεις να κάνεις κι εσύ ένα ντουζάκι έχει νερό… Μισό, έχεις να αλλάξεις;»
«Προνόησα, δεν θα έπαιρνα το μεγάλο σακίδιο αν ήταν να κουβαλήσω μόνο το laptop!»
«Θαυμάσια! Σου άρεσε η ομελέτα Μιχαλιό μου;»
«Ήταν απαίσια, απαίσια λέμε, αλλά επειδή σ’ αγαπάω έκανα τη θυσία να τη φάω όλη για να μην αναγκαστείς κι εσύ να ζήσεις το δράμα που πέρασα!»
«Αχ, καημενούλη μου!» του είπα γελώντας. «Το απόγευμα τι θες να σου φτιάξω;»
«Το απόγευμα θα βρεις το τραπέζι στρωμένο, τα είπαμε αυτά!»
«Αφού θα έρθεις να με πάρεις!»
«Λεπτομέρειες! Θα παραγγείλω είπαμε, μην τα ξαναλέμε!»
«Έλα μωρέ Μιχάλη, όλο απ’ έξω τρως, ήρθε μια εβδομάδα η μανούλα σου κι έφαγες σαν άνθρωπος. Δεν ακούω κουβέντα, τι θες να σου μαγειρέψω;»
«Μωρή μουρλέγκω, σχολάς στις 17:00 και μέχρι να γυρίσουμε θα πάει 18:00, μέχρι να μαγειρέψεις θα έχω αφήσει τα κόκαλά μου από την ασιτία!»
«Δε θα πάθεις τίποτα… έχεις μαζέψει απόθεμα, θα ζήσεις!»
«Με λες χοντρό μωρή μαγδάλω;»
«Όχι αρκούδε μου, εύσωμο σε λέω» τον πείραξα.
«Θα σε μαυρίσω στο ξύλο κάποια στιγμή!»
«Πολύ μπλα-μπλα και από κοκό τίποτα» τον πείραξα.
«Καλά… λοιπόν, πάρε τα πράγματά σου και τον καφέ σου και πάμε!»
«Βιάζεσαι να με ξεφορτωθείς γοριλλάκι μου;»
«Αν είναι δυνατόν…»

Με τον Μιχάλη να με πειράζει και να με τσιγκλάει σε όλη τη διαδρομή είχα σχεδόν ξεχάσει τα χθεσινοβραδινά και όταν έφτασα στη δουλειά η διάθεσή μου ήταν εξαιρετική και έγινε ακόμα καλύτερη γύρω στις 09:30 που με πήρε τηλέφωνο ο Αρίστος

«Καλημερούδια!» του είπα κεφάτη.
«Καλημέρα Μαριλίζα μου, πώς είσαι;»
«Καλά είμαι Αρίστο μου, εδώ, στον αγώνα για το παντεσπάνι!»
«Κεφάτη σε ακούω, πολύ χαίρομαι!»
«Τώρα που σε άκουσα έγινα ακόμα πιο κεφάτη!»
«Ε, τότε χαίρομαι ακόμα περισσότερο!»
«Εσύ που είσαι μεσιέ;»
«Κατέβηκα για πρωινό, είναι 07:30 τοπική ώρα!»
«Τι ώρα ξεκινάει το συνέδριο;»
«Στις 09:00 αλλά γίνεται στο ξενοδοχείο που μένω, γι’ αυτό το επέλεξα, οπότε έχω όλο το χρόνο.»
«Ουφ, μακάρι να μπορούσα να είχα έρθει κι εγώ.»
«Δεν πειράζει κοριτσάρα μου, εμείς να είμαστε καλά.»

Συνεχίσαμε την κουβεντούλα για λίγη ώρα ακόμα και μετά κλείσαμε, εκείνος για να πάει να ετοιμαστεί και εγώ για να επιστρέψω στη δουλειά μου. Γύρω στις 12:00 με πήρε ξανά τηλέφωνο ο Αρίστος.

«Μαριλίζα μου, μικρή αλλαγή σχεδίων. Σου είχα πει ότι θα μιλήσουμε το απόγευμα και το βράδι στο Skype αλλά στο συνέδριο ήρθε και ο Sergey και το βράδυ θα βγάλει όλους όσους έχουν έρθει από τη Google και με κάλεσε κι εμένα, να θυμηθούμε λέει τα παλιά.»
«Ποιος Sergey?»
«Ο Brin.»
«Κάπου το έχω ακούσει αυτό το όνομα!»
«Είναι ο ένας από τους δύο ιδρυτές της Google, ο άλλος είναι ο Larry.»
«Γκλουπ!»
«Γιατί ξεροκαταπίνεις;»
«Γιατί μιλάς γι’ αυτούς σα να είστε παλιά φιλαράκια.»
«Εχμ, και με τους δύο είμαστε παλιά φιλαράκια, Μαριλίζα μου, ήμουν από τους πρώτους στη Google, από την εποχή του Lucky Building, πριν πάμε στο Googleplex, μαζί το χτίσαμε το μαγαζί.»
«Και τα παράτησες όλα αυτά για να γυρίσεις στην Ψωροκώσταινα;»
«Όσο και αν τα αναπολώ με νοσταλγία, δεν ήταν εύκολα τα πρώτα χρόνια εκεί, ένιωσα ότι έκαψα κομμάτι της ψυχής μου. Όσο και αν ωφελήθηκα οικονομικά, και ακόμα ωφελούμαι εδώ που τα λέμε, από την κατεύθυνση που είχε αρχίσει να παίρνει η εταιρία,  τα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα ήταν διαφορετικά. Το οικονομικό μου πρόβλημα το είχα λυμένο μέχρι τα τρισέγγονά μου, μου έλειπε η Κρήτη και ο ερευνητικός μου τομέας δεν απαιτεί hi-tech εξοπλισμό, οπότε γιατί να κάτσω;»
«Δεν γύρισες Κρήτη όμως!»
«Κρήτη επέστρεψα αρχικά, απλά έτυχε να βρω πρώτα θέση στο ΕΜΠ, βάλε και ότι είχα αρχίσει να τα ψήνω και με τη Χριστίνα, οπότε μετακόμισα Αθήνα. Έτσι και αλλιώς σκεφτόμουν πως όποτε μου τη βίδωνε, δυο ώρες μακριά ήταν το Ηράκλειο.»
«Εντάξει Αρίστο μου, έτσι κι αλλιώς το απόγευμα έλεγα να μαγειρέψω στον Μιχάλη οπότε μη νιώθεις άσχημα!»
«Μόνο θα μαγειρέψεις;» με πείραξε ο Αρίστος.
«Και δε φαντάζεσαι τη γκρίνια που έφαγα, ακόμα και γι’ αυτό! Ακόμα και αν ήθελα να του κάτσω…»
«Δε θέλεις;»
«Με τον Μιχάλη δεν είναι όπως με σένα που θέλω όλη την ώρα! Είναι ανάλογα τα φεγγάρια μας, και του ενός και του άλλου, έχω φάει κάμποσες φορές χυλόπιτα! Τέλος πάντων, ακόμα και αν μου έρθει η όρεξη, αφενός θα πρέπει να έχει και εκείνος, και αφετέρου θα θέλει να είναι σίγουρος ότι δεν το κάνω από ευγνωμοσύνη, θα με αφαλοκόψει!»
«Λαχταράς να τρυγάς το μεσήλικο κορμί μου, αφορισμένη;»
«Τι να σε κάνω που είσαι ζουμπουρλούδος και γλύκας και υπέροχος;»
«Θα σου πω τα ξημερώματα του Σαββάτου» μου υποσχέθηκε. «Λοιπόν, πρέπει να σε κλείσω, θα σε πάρω κάποια στιγμή το απόγευμα!»
«Εντάξει Αρίστο μου, φιλάκια!»
“Later alligator!”
“After ‘while crocodile.”

Ήταν ήσυχη μέρα σήμερα και παρά το γεγονός ότι είχα αρκετή δουλειά, βρήκα το χρόνο για να ψάξω να βρω κάποια Κρητική παραδοσιακή συνταγή, αλλά είτε δεν είχα τα υλικά, είτε θα έπαιρνε πολύ ώρα το μαγείρεμα. Πήρα απόφαση πάντως ότι θα μάθαινα να φτιάχνω μόνη μου σκιουφιχτά και θα ζητούσα και από τον Αρίστο να μου φέρει σπιτική στάκα και θα έκανα και στους δυο τους το τραπέζι. Αχ η στάκα… βέβαια με τον ένα στα 50 και τον άλλον στα 40, ήθελε προσοχή γιατί μετά τη κατανάλωση στάκας χρειάζεσαι τουμποφλό για τις αρτηρίες αλλά… τι να σας πω, όποιος δεν έχει φάει στάκα δεν μπορεί να καταλάβει. Τι να του μαγείρευα χωρίς να μας πάρει η νύχτα; Κάτι κατά προτίμηση χωρίς αυγά, μη μου πάθαινε και καμιά αναφυλαξία. Μου είχε πει ότι του άρεσε το ιμάμ μπαϊλντί και είναι εύκολο αλλά θέλει και κοντά στη μιάμιση ώρα, θα άντεχε τόσο; Αποφάσισα τελικά να τον πάρω τηλέφωνο.

«Μαγδάλω μου;»
«Αρκούδε μου εσύ! Τι κάνεις;»
«Αμαρτάνω, ήθελα κάτι γλυκό και πήγα απέναντι και τσάκισα λίγο γαλακτομπούρεκο, ρε συ, τι είναι τούτο;»
«Ναι, είναι πολύ καλός ο απέναντι. Χμμμ… έλεγα να φτιάξω ιμάμ μπαϊλντί που σ’ αρέσει και πήρα να σε ρωτήσω αν θα άντεχες αλλά τελικά άλλαξα γνώμη!»
«Ναι μωρέ, δε χρειάζεται να μπεις σε φασαρία, θα παραγγείλουμε κάτι!»
«Δεν με κατάλαβες μικρέ! Η αλλαγή γνώμης αφορά στο ότι δε θα σε ρωτήσω, θα φτιάξω ιμάμ και θα περιμένεις όσο χρειάζεται για να γίνει, θα σε κρατήσει το γαλακτομπούρεκο!»
«Μα…» πήγε να διαμαρτυρηθεί.
«Μαμούνια! Το απόγευμα που θα έρθεις δώσε μου 10 λεπτάκια να πεταχτώ απέναντι στο σούπερ μάρκετ να πάρω μελιτζάνες, όλα τα άλλα τα έχω!»
«Με στεναχώρησες τώρα, θα πνίξω τον πόνο μου στο άλλο κομμάτι!»
«Πόσο πήρες βρε αθεόφοβε;»
«Ένα ταψάκι!»
«Το καλό που σου θέλω είναι να βρω πως θα λείπουν μόνο δύο κομμάτια!»
«Εχμ… πειράζει αν το άλλο κομμάτι που θα λείπει θα είναι τα υπόλοιπα τρία τέταρτα;»
«Με βλέπεις να γελάω, Μιχάλη;»
«Κάτσε μωρή, ποιος καταπιέζει ποιον;»
«Σήμερα; Εγώ εσένα! Λοιπόν, κλείνω να κάνω και καμιά δουλειά και το νου σου ρεμάλι!»
“Party pooper!”

Είναι απίθανος ο κερατάς, τον είχα συμπαθήσει από τα πρώτα του μηνύματα στο FetLife, και δεν το μετάνιωσα ούτε στιγμή. Γλυκούλης, αλέγκρο, κιμπάρης και μεγάλος χωρατατζής, δεν ήταν να απορείς που είχε χαρέμι, παρά το γεγονός ότι ξεκαθάριζε με όλους τους δυνατούς τρόπους ότι δεν ήταν για σχέσεις. Ήξερα ότι μου έχει αδυναμία, αλλά πίστευα πραγματικά πως αυτό που έκανε χθες για μένα θα το έκανε για όλες του τις μικρούλες, και να που διαψεύστηκα, κι εγώ δεν ήμουν καν μέρος του χαρεμιού του, είχα φάει δυο-τρεις φορές πόρτα ενώ είχα ορεξούλες και ο Μιχάλης δεν είναι από αυτούς που χαρίζουν κάστανα στα ραντεβού του, άμα βρει μπαίνει!

Ίσχυε απόλυτα αυτό που είχα πει στον Αρίστο, το crush μου με τον Μιχάλη ήταν τελείως διαφορετικής φύσης, με τον Αρίστο είχα διάθεση για σεξ κάθε φορά που βρισκόμασταν, κάτι που δεν ίσχυε με τον Μιχάλη. Το κοινό που είχαν ωστόσο οι δυο τους ήταν πως έβαζα την ικανοποίησή τους πολύ πιο ψηλά από τη δική μου, κάτι που είχα κάνει μόνο με το Διονύση και τον Κώστα, π’ ανάθεμά τον κι αυτόν. Όχι, δεν θα τον άφηνα να μου χαλάσει τη διάθεση, να πάει να γαμηθεί. Από την άλλη πάλι ξαφνικά ήθελα να μιλήσω με το κύριο Μανώλη, ήθελα να τον ρωτήσω αν ήξερε για όλα αυτά.

Μαρούσι, Γενάρης 2023

Ήμουν σε μια από τις καφετέριες στο σταθμό του ΗΣΑΠ στο Μαρούσι και περίμενα τον κύριο Μανώλη. Δάσκαλός μου στο ωδείο, υπήρξα πολλά χρόνια τσιμπημένη μαζί του, ωστόσο ήταν εκείνος που με είχε συστήσει στον Κώστα. Τον Κώστα που με παράτησε στα κρύα του λουτρού χωρίς καν να μου πει το γιατί. Ήταν Κυριακή, είχαν περάσει τρεις μέρες και ήμουν ακόμα κατατονική, ακόμα σε άρνηση, υπήρχαν φορές που ξεχνιόμουν τελείως και έβλεπα κάτι, και το πρώτο που μου ερχόταν στο μυαλό ήταν να το δείξω στον Κώστα και τότε η πραγματικότητα επέστρεφε σαν σωρός από τούβλα στο κεφάλι μου. Αφηρημένη, δεν τον είδα που ερχόταν.

«Μαριλίζα;»
«Γεια σας κύριε Μανώλη», ακόμα και τώρα του μιλούσα στον πληθυντικό και τον αποκαλούσα κύριο.
«Τι κάνεις; Πώς είσαι;»
«Πώς να είμαι κύριε Μανώλη, εδώ, προσπαθώ.»
«Λυπάμαι μωρέ κορίτσι μου, πραγματικά. Ήσασταν τόσο όμορφο, τόσο ταιριαστό ζευγάρι. Τι έγινε;»
«Δεν σας είπε ο Κώστας;»
«Μου είπε και δεν μου είπε.»
«Πιάστε κόκκινο» του είπα πικρά.
«Ένα ελληνικό, μέτριο» είπε στο γκαρσόνι που ήρθε να πάρει την παραγγελία του. «Λοιπόν, θα μου πεις;»
«Μήπως ξέρω και τι να σας πω; Ήρθε από τη δουλειά τη Τετάρτη το βράδυ και μου ανακοίνωσε ότι χωρίζουμε. Έτσι απλά. Άδειασα, είπε. Τον ρώτησα ξανά και ξανά αλλά κάθε φορά μου έδινε την ίδια απάντηση. Μου ορκίζεται ότι δεν με παράτησε για κάποια άλλη αλλά ειλικρινά δεν ξέρω τι να πιστέψω. Χθες μου έστειλε μήνυμα να μην τον ξαναενοχλήσω, λες και είμαι κάποια παρείσακτη, κάποια ενοχλητική. Απλά να μάθω ήθελα κύριε Μανώλη, ούτε του κλάφτηκα, ούτε τον παρακάλεσα. Να μου απαντήσει απλά, να μου απαντήσει αυτό το τεράστιο γιατί που τριβελίζει το μυαλό μου. Γιατί ρε Κώστα; Γιατί; Τι μου ζήτησες και δεν στο έδωσα;»
«Δεν… δεν ξέρω τι να σου πω. Κι εμένα δε μου έδωσε περισσότερες εξηγήσεις, μου είπε απλά ότι δεν πήγαινε άλλο και αν το συνέχιζε το μόνο που θα κέρδιζε ήταν ακόμα περισσότερος χαμένος χρόνος, δικός του και δικός σου.»
«Και να μου λέει τα Χριστούγεννα πως δεν ήξερε τι θα έκανε χωρίς εμένα; Τρία ολόκληρα χρόνια μαζί και του πήρε δυο εβδομάδες να καταλάβει ότι δεν πήγαινε άλλο;»
«Δεν έχω απάντηση να σου δώσω Μαριλίζα μου. Μπορεί να το έλεγε προσπαθώντας… ξέρω ‘γω; Να το πιστέψει ο ίδιος;»
«Από τη Τετάρτη το βράδυ και μετά σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ αν είχε αλλάξει κάτι, οτιδήποτε, στη συμπεριφορά του. Ήξερα ότι περνούσε μεγάλα ζόρια στη δουλειά αλλά σ’ εμένα τουλάχιστον -και αν εξαιρέσεις την κούραση- ήταν ο ίδιος όπως τις πρώτες μέρες. Ήταν τρυφερός, μου έλεγε αστεία, γελούσε με τα δικά μου, μιλούσαμε, με έπαιρνε αγκαλιά και με κρατούσε… σας λέω, μου ήρθε κεραμίδα στο κεφάλι, εγώ είχα αρχίσει να κάνω όνειρα για το μέλλον μας κι εκείνος…»
«Δεν ξέρω Μαριλίζα μου, δεν ξέρω.»
«Τον ρώτησα αν είχε κάποια άλλη… Θα με σκότωνε αλλά… δεν ξέρω, θα μου έδινε closure και ας με σκότωνε.»
«Δεν έχει άλλη.»
«Πώς είστε τόσο σίγουρος;»
«Τον ρώτησα κι ο ίδιος, Μαριλίζα. Το ξέρεις πως τον ξέρω από παιδάκι, πως ο πατέρας του είναι αδελφικός μου φίλος, και πως ακόμα και τώρα με αποκαλεί θείο. Τον κοιτούσα στα μάτια όταν τον ρώτησα, αν είχε βρει άλλη θα τον είχε πάρει και θα τον είχε σηκώσει και όχι μόνο από μένα. Ο Χρήστος και η Βαγγελιώ σε αγαπάνε σαν κόρη, και αν και δεν σας το έλεγαν, ανυπομονούσαν πότε θα τους χαρίσετε ένα εγγόνι. Και σ’ εκείνους τους έπεσε σαν κεραμίδα στο κεφάλι.»
«Δεν ξέρω τι να πιστέψω κύριε Μανώλη.»
«Όχι… όχι… όποιος και αν ήταν ο λόγος, δεν ήταν άλλη γυναίκα, γι’ αυτό είμαι σίγουρος. Άλλωστε, δεν το είπες και η ίδια ότι δεν είχε αλλάξει κάτι στη συμπεριφορά του; Δεν περνούσε το χρόνο του μαζί σου;»
«Όχι πάντα τον τελευταίο καιρό, εννοώ ότι υπήρχαν και φορές που κάναμε και δυο και τρεις μέρες να βρεθούμε, δε βοηθούσε και το πρόγραμμά μου. Όταν βρισκόμασταν πάντως, και αν εξαιρέσεις την κούραση του, δεν είχε αλλάξει η συμπεριφορά του ή, τουλάχιστον, δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι που ήταν εκτός χαρακτήρα.»
«Δεν ξέρω τι να πω, λυπάμαι πολύ βρε κορίτσι μου.»

Νέο Ψυχικό, Γενάρης 2024

Δε μπορούσα να τον πάρω τηλέφωνο αυτή τη στιγμή και ούτε θα το έκανα το απόγευμα, βάζοντας σε ρίσκο να δηλητηριάσω τη βραδιά μου με το Μιχάλη. Θα έκανα υπομονή και θα τον έπαιρνα τηλέφωνο αύριο το απόγευμα. Ήθελα να μάθω, χρειαζόμουν να μάθω αν αυτή τη γυναίκα τη γνώρισε μετά από εμένα ή όσο ήμασταν μαζί. Μπορεί να με έπαιρνε και να με σήκωνε, και πάλι, αλλά όφειλα στον εαυτό μου να το μάθω. Έπεσα ξανά με τα μούτρα στη δουλειά και κατά τις 16:00 πήρα τηλέφωνο το Μιχάλη.

«Έλα μαγδάλω μου!»
«Σου υπενθυμίζω να έρθεις δέκα λεπτά αργότερα ώστε να προλάβω να πάω στο σούπερ μάρκετ.»
«Αλλαγή σχεδίων. Θα είμαι εκεί στις 17:00 και θα είμαι με το δικό μου, οπότε έτσι και αργήσεις έστω και ένα λεπτό θα σε πάρει και θα σε σηκώσει!»
«Με το δικό σου; Πήγες σπίτι σου;»
«Ναι, πήγα και γύρισα.»
«Και τι σατανικό έχεις σχεδιάσει;»
«Θα δεις!»
«Χμμμ…»
«Χμούξις! Τα λέμε σε μια ώρα!»
Τι σχεδίαζε πάλι; Έστειλα μήνυμα στον Αρίστο να τον ρωτήσω τι κάνει και λίγο αργότερα με πήρε με κάμερα στο Skype.
«Κροκοδειλάκι μου!» του έκανα γλυκουλινιάρικα κάνοντάς τον να γελάσει.
«Να τα και τα πιπεράτα! Τι κάνεις, κοριτσάρα μου;»
«Καλά είμαι Αρίστο μου, εδώ σε μια ώρα σχολάω και ο έτερος κρητικός Μακιαβέλλι μου ανέτρεψε τα σχέδια, κάτι σατανικό ετοιμάζει!»
«Έτερος;»
«Μη μου παριστάνεις εμένα τον αθώο, κι εσύ Μακιαβέλλι είσαι!»
«Αν είναι ποτέ δυνατόν! Με έχεις για τέτοιο;»
«Και χειρότερο!»
«Είναι να μου σου βγει το όνομα!»
«Πώς τα περνάτε εις τας Ιρλανδίας;»
«Καλά είναι, ενδιαφέρον έχει και δεν φαντάζεσαι ποιος άλλος είναι εδώ!»
«Χμμμ… ο Bill Gates?»
«Χαχαχα, όχι, δεν είναι διασημότητα. Δηλαδή είναι, αλλά στους κύκλους μας. Δεν είχα ιδέα ότι είναι εδώ!»
«Χμμμ… για να το λες έτσι… μήπως είναι ο έρωτάς σου από το ’98 και δώθε;»
«Είδες τι δυνατή που είσαι στο σταυρόλεξο; Ναι, στουκάραμε ο ένας πάνω στον άλλον και κόντεψε να κάνει σκηνή, άρχισε να χοροπηδάει σαν κατσίκι και να χτυπάει παλαμάκια.»
«Χαχαχα, θα ήθελα να το δω αυτό!»
«Όλο και κάποια security camera θα μας έχει πιάσει!»
«Είναι μαζί και ο άντρας της;»
«Όχι, ήρθε σόλο.»
«Κάτσε, πώς και δεν την πέτυχες στο αεροπλάνο;»
«Είχε έρθει από προχθές. Το Σάββατο το βράδυ θα έρθει και ο Ανδρέας με την κόρη τους και θα κάτσουν όλη την ερχόμενη εβδομάδα εδώ.»
«Δεν ξέρω τι θα κάνεις αλλά φουκαρά μου έτσι και δεν μπορείς να πάρεις τα πόδια σου το Σάββατο το πρωί, θα σε φυτέψω στον κήπο σου!» του δήλωσα. «Εχμ… δέκα;?»
«Γκούχου γκούχου!»
«Είκοσι; Δεν πάω ούτε μία παραπάνω από τριάντα, στις σαράντα τραβάω γραμμή! Καλά, πενήντα!» του είπα και έβαλε τα γέλια.
«Είσαι λατρεία αλλά άδικα τις μάζεψες, η Φοίβη δεν κάνει τίποτα χωρίς τον Ανδρέα!»
«Κι εσύ το ήξερες, δεν είπες κουβέντα, πήρα και άλλες πενήντα και μετά απορείς που σε λέω Μακιαβέλλι;»
«Τι να πεις, πρώτα σου φεύγει η ψυχή και μετά το χούι!»
«Μου λείπεις πολύ πολύ πολύ!»
«Κι εμένα μου λείπεις κοριτσάρα μου. Λοιπόν, πρέπει να σε αφήσω τώρα γιατί έχω βγει στα μουλωχτά γιατί ήθελα να σου μιλήσω.»
«Εντάξει μωρό μου! Αχ, πολύ χάρηκα που με πήρες στο Skype, είσαι υπέροχος!!!»
«Κι εγώ χάρηκα που σε είδα, μούτρο! Later alligator.»
“After ‘while crocodile.”

Άντε μετά από όλα αυτά να συγκεντρωθείς στη δουλειά και όχι τίποτε άλλο αλλά είχα σχεδόν μια ώρα ακόμα. Από τη μία ο Μιχάλης μου ετοίμαζε έκπληξη και ο Μιχάλης δεν αστειεύεται, οι εκπλήξεις του είναι επικές, και από την άλλη ο Αρίστος που μου έδειχνε με κάθε τρόπο ότι τα αισθήματα που είχα αρχίσει να τρέφω ήταν αμοιβαία, πώς να μην πετάω στα σύννεφα; Εντάξει, έφαγα και ένα κεραυνό στο ενδιάμεσο, αλλά all-in-all η ζωή μου είχε αρχίσει να γίνεται και πάλι όμορφη. Είχε δίκιο τελικά ο Μιχάλης, τι είχε μείνει που να χρειαζόταν κλείσιμο; Αποφάσισα τελικά να μην πάρω τηλέφωνο τον Μανώλη, κλείνοντας οριστικά και για πάντα το κεφάλαιο Κώστας.

Στις 17:00 μάζεψα τα πράγματά μου γρήγορα και κατέβηκα κάτω που ο Μιχάλης με περίμενε με το τανκ του, ένα Hummer A3 του 2007 που είχε αγοράσει στη Γερμανία που είχε κάνει το διδακτορικό του. Δεν ήταν μόνο ο Αρίστος που δεν ήξερε τι είχε, μόνο εγώ ήμουν μπατίρω και, σε αντίθεση με το τι μπορεί να πίστευε ο κόσμος, αυτό με έκανε να νιώθω άσχημα, μπορούσαν να έχουν μια ζωή που δε θα μπορούσα να την ακολουθήσω με ιδίες δυνάμεις και δεν ένιωθα καλά όταν ο άλλος πλήρωνε για μένα.

Ο Αρίστος μου είχε εξομολογηθεί ότι το σπίτι του στην Ιπποκράτειο πολιτεία το είχε αγοράσει χωρίς δάνειο, και μπορεί να μη μου είχε πει πόσα είχε δώσει, αλλά όπως το έβλεπα, δε θα μπορούσε να είναι λιγότερο από εκατομμύριο, και λίγα λέω! Ομοίως και ο Μιχάλης είναι μοναχοπαίδι πολύ πλούσιας οικογένειας. Πέραν των κτημάτων που είχαν, μου είχε πει ότι το 2000 ένα συγκρότημα ξενοδοχείων είχε αγοράσει μια παραθαλάσσια έκταση που είχαν για ενάμιση δις, ποσό εξωφρενικό ακόμα και σε δραχμές, και σα να μην έφτανε αυτό, ένα χρόνο αργότερα αγόρασαν ένα μικρό κομμάτι που είχε κρατήσει ο Σήφης για να φτιάξει εξοχικό άλλο ένα δις, ώστε να έχουν από το ξενοδοχείο αποκλειστική πρόσβαση στην μικρή παραλία.

Είχα αναρωτηθεί μήπως ο λόγος που και οι δυο τους ήταν διστακτικοί με τις σχέσεις ήταν ο φόβος του να μην τους βλέπει η οποιαδήποτε σαν πορτοφόλια. Τον Αρίστο τώρα άρχιζα να τον μαθαίνω, αλλά ο Μιχάλης, πέρα από το hummer και τα gadget τελευταίας τεχνολογίας που είχε στο σπίτι του, δεν ζούσε εξεζητημένη ζωή, δεν σκορπούσε λεφτά στις εξόδους του και γενικά αν δεν τον ήξερες, δε θα τον έκανες για κάτι παραπάνω από κάποιον που έχει απλά οικονομική άνεση.

Βέβαια, έχει κάνει και τα παλαβά του, πχ το καλοκαίρι πήγε με την Αντιγόνη κρουαζιέρα στην Καραϊβική, εμένα με είχε πάει τριήμερο στο Παρίσι και στη Euro Disney, με τη Μάνια μου είχε πει ότι είχαν πάει πέρσι τα Χριστούγεννα Φινλανδία, στο χωριό του άγιου Βασίλη, και άλλα τέτοια, δεν αστειευόμουν όταν έλεγα ότι οι εκπλήξεις του ήταν επικές. Δεν ξέρω τι σχεδίαζε σήμερα αλλά για ένα ήμουν σίγουρη, θα περνούσα αξέχαστα!

«Τι μου ετοιμάζεις μακιαβελικέ αρκούδε;» τον ρώτησα όταν ξεκινήσαμε.
«Θα δεις!» μου είπε χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες. «Τώρα θα πάμε σπίτι σου να αλλάξεις και να αλλάξω και θα φύγουμε κατά τις 20:00.»
«Δε θα φάμε;»
«Όχι, θα φάμε εκεί που θα πάμε.»
«Τι ώρα θα γυρίσουμε;»
«Λογικά μετά τα μεσάνυχτα, αναλόγως…»
«Θα είμαι σαν βραστό χταπόδι αύριο στο γραφείο!»
«Θα ζήσεις! Σιωπή, μην ομιλείτε στον οδηγό!»

Είχε απίστευτη κίνηση και τελικά καταφέραμε να φτάσουμε σπίτι στις έξι παρά. Πάρκαρε πίσω από το δικό μου, κλείνοντάς με, και όταν βγήκαμε είδα ότι κουβαλούσε μια μικρή βαλίτσα. Τι σχεδίαζε π’ ανάθεμά τον, ταξίδι δεν ήταν αφού θα επιστρέφαμε σπίτι έστω και μετά τα μεσάνυχτα, γιατί κουβαλούσε μαζί του τη βαλίτσα;

«Γιατί κουβαλάς βαλίτσα;»
«Πολλά ρωτάς. Πήγαινε να κάνεις ντουζάκι, θα σε περιμένω.»
«Να τσιμπήσω τουλάχιστον κάτι; Με δυο καφέδες είμαι από το πρωί!»
«Εντάξει, ένα τοστάκι μπορείς να το φας. Άντε, κουνήσου!»
«Ουφ, εντάξει!» του είπα και πήγα στο δωμάτιο να βγάλω τα ρούχα μου και αφού άλλαξα πήγα και έφαγα ένα τοστάκι και μετά έφυγα σφαίρα για το ντουζ και μόλις είχα ξεκινήσει όταν μου χτύπησε την πόρτα.
«Μαριλίζα, με την ησυχία σου, δε βιαζόμαστε. Θα πάμε κάπου καλά έξω οπότε θέλω να ετοιμαστείς ανάλογα!»
«Εντάξει Μιχαλιό μου» του είπα και τελικά αντί για γρήγορο ντουζ, χώθηκα μέσα στη μπανιέρα να λιώσω και έκανα πλήρη περιποίηση.
Σχεδόν μια αργότερα τελείωσα και πήγα στο δωμάτιο για να ετοιμαστώ. Τι να φορούσα; Πήγα με το μπουρνούζι στο σαλόνι που καθόταν και διάβαζε κάτι στο κινητό του.
«Τι να φορέσω;»
«Το πιο καλό σου βραδινό φόρεμα, αυτό που είχες πάρει μαζί σου και στο Παρίσι.»
«Που θα με πας βρε;»
«Θα δεις. Allez, έχω κι εγώ να ετοιμαστώ. Μπάνιο έκανα σπίτι, μόνο να αλλάξω χρειάζεται. Άντε, πήγαινε!»
«Λύσσαξες!» του είπα αλλά χαμογελούσανε ακόμα και τα ανύπαρκτά μου μουστάκια.

Το φόρεμα στο οποίο αναφερόταν ήταν ένα μαύρο αμπιγέ strapless, διακοσμημένο με στρας στη μέση, το οποίο είχα συνδυάσει με ψηλό πέδιλο με λουριά. Ευτυχώς με είχε πιάσει προκοπή την προηγούμενη εβδομάδα και είχα κάνει νύχια σε χέρια και πόδια αλλιώς δε θα φεύγαμε με την καμία στις 20:00. Όταν τέλειωσα και γύρισα στο σαλόνι ήταν και αυτός ντυμένος με κουστούμι και παπιγιόν. Μια φορά τον είχα ξαναδεί έτσι, στο Παρίσι!

«Είσαι κούκλος! Που θα πάμε, θα μου πεις;»
«Στο Regency Καζίνο στο Mont Parnes» μου είπε και μου έπεσε το σαγόνι στο πάτωμα. «Ποιο είναι το ποσό που αντέχεις να χάσεις; Μην κάνεις τσιγκουνιές αλλά μην το παρακάνεις κιόλας, το ποσό που θα πάρεις μαζί σου θα το πάρεις με την προοπτική να το χάσεις, παίζοντας και διασκεδάζοντας!»
«Χμμμ… διακόσα ευρώ;» είπα μαγκωμένη. Εντάξει θα άντεχα και τα διπλάσια, αλλά δεν ήθελα να ζοριστώ.
«Μια χαρά.»
«Θα χρειαστεί να πάμε σε ATM.»
«Όχι, σε καλύπτω εγώ, έχω πάνω μου μετρητά.»
«Δεν υπάρχει περίπτωση!» του είπα και το εννοούσα.
«Ωραία, μετέφερε τα μου με e-banking, αν αυτό σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, σε κάθε περίπτωση δεν θα πάμε από ATM.»

Ξεκινήσαμε γύρω στις 20:00 και κοντά μια ώρα αργότερα ήμασταν στο Τελεφερίκ. Δεν είχα μπει ποτέ στο συγκεκριμένο και η αλήθεια είναι ότι χάζευα απ’ έξω σε όλη τη διαδρομή, για να μην αναφέρω την αδρεναλίνη καθώς μια υψοφοβία την έχω. All in all, η βραδιά είχε ξεκινήσει πολύ όμορφα. Δεν είχα πάει ποτέ σε καζίνο, δεν ήξερα τι να περιμένω. Φάγαμε το φαγητό μας, ήπιαμε τα ποτά μας και ένιωθα σα να βρίσκομαι σε παραμύθι.

«Λοιπόν, μαγδάλω μου, πώς σου φαίνεται;»
«Είναι υπέροχα, σαν παραμύθι!»
«Μόνο τα καλύτερα για τη μαγδάλω μου» μου είπε χαμογελαστός. «Λοιπόν, πάμε να παίξουμε!»
«Ναι, πάμε!»

Μπορεί να έμεινα με είκοσι ευρώ στο τέλος αλλά ήταν απίθανα, γαμώτο, μακάρι να είχα θυσιάσει άλλα διακόσια ευρώ, και ας ζοριζόμουν. Δε με είχε πιάσει η μέθη του τζόγου, δεν περίμενα ότι θα κερδίσω, αλλά ήταν τόσο όμορφα! Παίξαμε ρουλέτα, παίξαμε μπλακ τζακ, παίξαμε κουλοχέρηδες, ήταν απίθανα.

«Το τελευταίο μου χιλιάρικο» είπε, είχε πάρει μαζί του πέντε. «Πάμε να παίξουμε πόκερ!»
«Έχω μείνει με είκοσι ευρώ, θα σκάσουν στα γέλια αν έρθω να παίξω. Πάμε και όταν σου πάρουν τα σώβρακα, πάμε να τα χάσω στον κουλοχέρη και φεύγουμε!»

Ο Μιχάλης είναι πολύ δυνατός στο πόκερ, μια ώρα μετά είχε ρεφάρει την αρχική του χασούρα και δεν έδειχνε ότι θα τελειώσει γρήγορα και άρχισα να βαριέμαι.

«Πάω να πιώ ένα ποτάκι και να καταθέσω τις τελευταίες μου ευρώπουλα!»
«Βαρέθηκες ε; Εντάξει, πήγαινε και θα σταματήσω κι εγώ και θα έρθω να σε βρω.»
«Μιχάλη μου δεν πειράζει, παίξε εσύ!»
«Αυτό που σου είπα. Πήγαινε να πιείς το ποτό σου και θα έρθω να σε βρω σε λίγο.»
«Εντάξει Μιχαλιό μου.»
Πήγα στο μπαρ και καθώς έπινα το ποτό μου έκανα video κλήση μέσω Skype στον Αρίστο
«Καλώς το μου!»
«Δε φαντάζεσαι που με έφερε ο Μιχάλης!»
«Πού;»
«Στο καζίνο στην Πάρνηθα!»
«Damn, that’s fucking brilliant! Για κάνε λίγο την κάμερα να σε δω!» μου είπε και έκανα αυτό που μου ζήτησε. «OH MY FUCKING GODS!»
«Εγκρίνεις;» τον ρώτησα νιώθοντας ότι θα σκάσω από τη χαρά μου.
«Το καλό που σου θέλω, το Σάββατο στο γάμο θα φοράς αυτό ή κάτι ανάλογο, δε δίνω δεκάρα τσακιστή αν κλέψεις την παράσταση από τη νύφη!»
«Χαχαχα, εντάξει Αρίστο μου.»
«Ο Μιχάλης που είναι;»
«Ξεπαραδιάζει το καζίνο, τους έχει πάρει τα σώβρακα στο πόκερ. Εντάξει, υπερβάλλω λίγο, μέχρι πριν από λίγο είχε ρεφάρει την αρχική του χασούρα στα άλλα παιχνίδια. Τον άφησα γιατί βαρέθηκα αλλά μου είπε να πιώ το ποτό μου και θα έρθει να με βρει.»
«Εσύ;»
«Μου έχουν μείνει δύο δεκάρικα όλα κι όλα, θα πάω να τα χάσω κι αυτά και θα σφυρίξω λήξη. Εσύ πώς τα περνάς εκεί;»
«Εδώ, μας έχει πιάσε και θυμόμαστε τα παλιά.»
«Άντε, σ’ αφήνω με το κολλητάρι σου το Sergey και πάω να χάσω και τα τελευταία μου ευρώπουλα.»
«Να πας κοριτσάρα μου! Later alligator!»
“After ‘while crocodile.”

Επέστρεψα στους κουλοχέρηδες και έχωσα το προτελευταίο δεκάρικο στη σχισμή και τράβηξα το μοχλό αλλά εκείνη τη στιγμή ήρθε ο Μιχάλης και γύρισα να τον δω.

«Άλλο ένα και τελειώνω του είπα» και εκείνη τη στιγμή άκουσα σειρήνες και κουδούνια και ταράχτηκα. Ο Μιχάλης είχε γουρλώσει τα μάτια του. «Μιχάλη τι έγινε;» ρώτησα κοιτάζοντας ανήσυχη αριστερά και δεξιά. Χωρίς να μιλήσει με έπιασε από το κεφάλι και μου το γύρισε προς τον κουλοχέρη και για μερικές στιγμές κοκκάλωσα.

Η σειρήνα ήταν από το μηχανάκι που έπαιζα, είχα κερδίσει στο τζακπότ 93.550 ευρώ!


16. Αν έχεις τύχη διάβαινε

Γύρω-γύρω άρχισε να μαζεύεται κόσμος ενώ εγώ πάσχιζα να συνειδητοποιήσω τι είχε γίνει. 93.550 ευρώ; Ένιωσα να ζαλίζομαι και αν δεν ήταν ο Μιχάλης να με κρατήσει, θα σωριαζόμουν στο πάτωμα. 93.550 ευρώ; Το μυαλό μου αρνούνταν να πάρει στροφές.

«Συγχαρητήρια! Συγχαρητήρια!» άκουγα τις φωνές δίπλα μου ενώ το μυαλό μου ακόμα πάσχιζε να επεξεργαστεί το τι είχε μόλις συμβεί.
«Μιχάλη; Μιχάλη κέρδισα; Κέρδισα;»
«Ναι μαγδάλω μου, κέρδισες! Κέρδισες!» είπε κι εκείνος μόλις έχοντας αρχίσει να το χωνεύει. Πετάχτηκα σα σούστα και χώθηκα στην αγκαλιά του και με σήκωσε σαν κοριτσάκι και με έφερε τρεις γυροβολιές. «Κέρδισες! Κέρδισες!»

Τον άρπαξα και τον φίλησα σα να μην υπάρχει αύριο ενώ δίπλα μας ακούγαμε χαρούμενες φωνές, σφυρίγματα και χειροκροτήματα. Φωτογραφίες, φλας να αστράφτουν κι εγώ να πασχίζω να χωνέψω αυτό το απίστευτο γύρισμα της τύχης. Για τον Αρίστο και τον Μιχάλη τα 93.550 μπορεί να ήταν ρέστα από το περίπτερο, που λέει ο λόγος, αλλά για μένα το ποσό ήταν απίστευτο. Εντάξει, δε θα έλυνα το οικονομικό μου μέχρι τα γεράματα αλλά ένα σωρό πράγματα που ήθελα να κάνω και δεν μπορούσα, τα κάλυπταν και με το παραπάνω.

Να κάνω την ανακαίνιση που ήθελα στο σπίτι. Να αγοράσω επιτέλους καινούργιο αυτοκίνητο. Να ξεχρεώσω μεγάλο μέρος του επισκευαστικού που είχαν πάρει οι γονείς μου για να ανακαινίσουν το πατρικό της μητέρας μου στο Αργοστόλι. Ο φόρος ήταν είκοσι τις εκατό, αλλά ακόμα και έτσι, είχα από το πουθενά στο χέρι εβδομηνταπέντε ολόκληρα χιλιάρικα. Από εκείνη τη στιγμή φύγαμε μέχρι που φτάσαμε και στο σπίτι όλα είχαν μια ονειρική χροιά, μπήκαμε σπίτι γύρω λίγο μετά τις 02:00 και ακόμα τσιμπιόμουν.

«Μιχάλη… πες μου ότι δεν ονειρεύομαι!»
«Δεν ονειρεύεσαι, Μαριλίζα μου, αύριο το πρωί θα τα δεις και στο λογαριασμό σου!»
«Πρέπει να πάρω τηλέφωνο τον Αρίστο! Πρέπει να πάρω τηλέφωνο τους δικούς μου!»
«Να το κάνεις! Πάω στο μπάνιο, κοντεύω να σκάσω!»
«Μη φύγεις σε παρακαλώ, μη φύγεις!»
«Δεν σκόπευα!» μου είπε και δίνοντάς μου ένα φιλάκι έφυγε σφαίρα για το μπάνιο. Τα χέρια μου έτρεμαν, με τα χίλια ζόρια κατάφερα να ανοίξω το skype και να κάνω κλήση στον Αρίστο.
«Καλώς το μου! Γυρίσατε κιόλας;» είπε αναγνωρίζοντας ότι ήμουν σπίτι.
«Αρίστο κρατήσου! Κρατήσου!»
«Τι έγινε;» με ρώτησε ξαφνικά ανήσυχος.
«Κέρδισα στον κουλοχέρη 93.550 ευρώ! 93.550 ευρώ! Το λέω και δεν το πιστεύω!»
«Μου κάνεις πλάκα, έτσι;» με ρώτησε δύσπιστος.
«Στο ορκίζομαι Αρίστο μου, ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω καλά-καλά η ίδια!»
«Μπράβο Μαριλίζα μου, μπράβο! Γαμώ την Ιρλανδία μου μέσα, τα καλύτερα χάνω! Μπράβο κοριτσάρα μου!» μου είπε χαμογελώντας σα χαζός. «Το είπες στους δικούς σου;»
«Όχι όχι… μόλις μπήκαμε σπίτι, εσένα πήρα πρώτα!»
«Εμένα;»
«Ε, ποιον θα έπαιρνα, τον γείτονα;»
«Τους γονείς σου βρε!»
«Θα τους πάρω μόλις κλείσουμε… ουφ, θα φάνε ταραχή στην αρχή!»
«Θα αποζημιωθούν και με το παραπάνω!»
«Χαχαχα ναι, ισχύει!»
«Και Μαριλίζα… να το γιορτάσετε!»
«Εννοείς…;»
«Εννοώ!  Η αλήθεια είναι πως θα προτιμούσα να το γιορτάσεις μαζί μου but it would be unfair για τον Μιχάλη και δεν μπορώ καν να πω μακάρι να ήμουν εκεί, αν δεν είχα φύγει δε θα είχε συμβεί αυτό.»
«Δεν πειράζει Αρίστο μου, θα σε περιμένω να το γιορτάσουμε παρέα.»
«Όχι. Όχι. Αν έχετε όρεξη, κάψτε το, κάντε το Κούγκι!»
«Δεν ξέρω… Δεν… δεν είναι ότι δε θα ήθελα να το γιορτάσω αλλά…»
«Δεν έχει αλλά!»
«Μωρέ Αρίστο μου θα νιώθω λίγο άσχημα, ειδικά με αυτό που είπες!»
«Να μη νιώθεις κοριτσάκι μου, αν δεν το κάψεις σήμερα πότε θα το κάψεις;»
«Ξημερώματα Σαββάτου;»
«Δες το σημερινό σαν προθέρμανση» μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι. «Δεν ξέρω πως, I will have to top that!»
«Χαχαχα, δε χρειάζεται Αρίστο μου!»
«Ρωξάνη, εγώ ομιλώ Ρωξάνη… Χμμμ, ξέχασα, δεν έχεις δει το Θόδωρο και το δίκαννο, εντάξει, διορθώνεται αυτό!»
«Και θα με βοηθήσεις να διαλέξω αυτοκίνητο! Θεέ μου, το λέω και δεν το πιστεύω, θα μπορέσω να πάρω αυτοκίνητο!»
«Ευχαρίστως κοριτσάρα μου και αν θέλεις στο κάνω και τούρμπο!»
«Χαχαχα, όχι-όχι, ότι έχει από τη μαμά!»
«Λοιπόν, άντε πήγαινε να το πεις στους δικούς σου πριν πάει ακόμα πιο αργά. Πολύ χάρηκα κοριτσάκι μου, να είσαι πάντα καλότυχη! Και όπως σου είπα… Κούγκι!»
«Σ’ ευχαριστώ μωρό μου!» και ήμουν τόσο χαρούμενη που παραλίγο και να του πετάξω «σ’ αγαπάω» αλλά πρόλαβα και κρατήθηκα.
“Later alligator.”
“After ‘while crocodile.”
Εντωμεταξύ που είχε χαθεί ο Μιχάλης; Πήγα και του χτύπησα την πόρτα στο μπάνιο.
«Μιχάλη, είσαι καλά;»
“Danger Will Robinson!” μου είπε από μέσα και έβαλα τα γέλια. «Πρόσεχε και είσαι και σαραντάρης, γεράκος δηλαδή, και ξέρεις τι λένε για τους γέρους!»
«Φύγε φουκαριάρα μου γιατί θα ανοίξω την πόρτα και θα σε φέρω μέσα και δε θα ξέρεις από που σου ήρθε!»
«Μωρέ ακριβώς επειδή θα ξέρω λέω να εξαφανιστώ για λίγο! Πάω ν’ αλλάξω!»
«Φύγε, βάσανο, άσε με στον πόνο μου!»

Γελώντας σα βλαμμένο πήγα στο δωμάτιο και ξεντύθηκα. Ήθελα και να ξεβαφτώ αλλά μου είχαν τελειώσει οι αντιασφυξιογόνες οπότε φρονίμως ποιούσα είπα να το αναβάλλω για αργότερα. Πολύ αργότερα. Ίσως μετά την ανακαίνιση! Ανακαίνιση! Θα μπορούσα να κάνω ανακαίνιση! Θεέ μου, εβδομηνταπέντε ολόκληρα χιλιάρικα στο χέρι. Η αλήθεια είναι ότι ήθελα να το γιορτάσω μαζί με τον Μιχάλη και όχι μόνο σαν ένα απλό ευχαριστώ. Από την άλλη, ακόμα και υπό αυτές τις απίθανες συνθήκες, δεν ήθελα να υπάρχει ούτε καν η παραμικρή πιθανότητα ο Αρίστος στο πίσω μέρος του μυαλού του να σκεφτεί πως τρεις μέρες έλειψε κι εγώ πήγα και έβγαλα τα μάτια μου με άλλον, ακόμα και αν αυτός δεν ήταν ο πρώτος τυχόντας ή, ακόμα χειρότερα, επειδή ακριβώς δεν ήταν ο πρώτος τυχόντας.

Και ο Αρίστος όχι απλά μου έδωσε τις ευλογίες του, ήταν ο ίδιος που το πρότεινε αλλά όταν μου είπε ότι θα προτιμούσε να το γιορτάσει αυτό μαζί μου, με χάλασε πάλι. Εννοώ ότι από τη μία δεν ήθελα να τον στεναχωρήσω αλλά από την άλλη ήθελα να το κάνω αυτό με το Μιχάλη, και όχι γιατί θα ήταν απλά άδικο, που είπε ο Αρίστος. Ο Μιχάλης, ειδικά σήμερα, δε θα έκανε σε καμία περίπτωση την πρώτη κίνηση, οπότε αν ήταν να γίνει κάτι, θα έπρεπε την πρώτη κίνηση να την κάνω εγώ. Ήθελα; Φυσικά και ήθελα. Και ο Αρίστος; «Σταμάτα να το σκέφτεσαι, εκείνος στο πρότεινε».

Πήρα την απόφασή μου, φόρεσα το πιο προκλητικό νεγκλιζέ που είχα, ένα μαύρο ημιδιάφανο με δαντέλα και κρόσσια, με μαύρο στρινγκ και χωρίς σουτιέν. Αν και δεν κρύωνα, φόρεσα από πάνω και μια ρόμπα και κίνησα για το σαλόνι. Περνώντας ξανά έξω από το μπάνιο, χτύπησα την πόρτα στο Μιχάλη.

«Όταν με το καλό τελειώσεις πήγαινε στο δωμάτιο να αλλάξεις και έλα να με βρεις στο σαλόνι.»
«Δε μου λες έχει νερό; Θέλω να κάνω ντουζ.»
«Έχει Μιχαλιό μου, είχε λιακάδα σήμερα και δεν το έφαγα όλο το νερό το απόγευμα, αλλά καλού-κακού θα σου ανάψω και θερμοσίφωνα, δώς’ του ένα δεκάλεπτο για να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο.»
«Ναι, άναψέ τον σε παρακαλώ!»
«Θα το κάνω, πάω να πάρω τους γονείς μου!» του είπα και όπως πήγαινα άναψα το διακόπτη από το κινητό, τελικά ήταν χρήσιμο το μπιχλιμπίδι. Πήρα τηλέφωνο τη μητέρα μου και το άφησα να χτυπάει κάμποση ώρα. Το σήκωσε και όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν ανήσυχη.
«Μαριλίτσα μου;»
«Μαμουλίνι μου εσύ!» της είπα ενθουσιασμένη. «Μη μου ανησυχείς, για την ακρίβεια σας έχω υπέροχα νέα, τόσο υπέροχα που δεν άντεχα να περιμένω μέχρι το πρωί! Ξύπνα το μπαμπά!»
«Τι είδους νέα;» με ρώτησε καχύποπτη, γούστο θα έχει να νομίζει ότι τους σκάρωνα κανένα εγγόνι!
«Όχι από αυτά που κάνουν ουά-ουά!» τη διαβεβαίωσα.
«Αχ θα με τρελάνει αυτό το κορίτσι!»
«Ξύπνα το μπαμπά και βάλε ανοιχτή ακρόαση! Σε παρακαλώ μανουλίτσα μου!»
«Γιώργο; Γιώργο; Μη μου μουγκανίζεις εμένα, δεν την καταλαβαίνω τη μητρική σου» την άκουσα να λέει και έβαλα τα γέλια.
Λάτρευα πως τους άρεσε να πειράζουν ο ένας τον άλλον, ήταν και οι δυο τους μεγάλα τρολ και δεν είχα καταλάβει πως κατάφερα και βγήκα έτσι εσωστρεφής. Έχω φάει δούλεμα από παιδί μέχρι την εφηβεία… δηλαδή ακόμα τρώω, αλλά τους αγαπάω, τους λατρεύω. Με τα πολλά κατάφερε να ξυπνήσει και τον πατέρα μου.
«Λοιπόν… σήμερα ο Μιχάλης με πήγε στο καζίνο στην Πάρνηθα!»
«Τι έγινε λέει;» ρώτησε ο πατέρας μου.
«Μεγάλη ιστορία, θα σας την πω αύριο με την ησυχία μας. Αυτό που έχει σημασία είναι… κρατηθείτε… κέρδισα 93.550 ευρώ στον κουλοχέρη!»

Νεκρική σιγή.

«Δεν σας κάνω πλάκα, δεν είμαι μεθυσμένη, ακόμα και αν ακούγομαι. Κέρδισα 93,5 χιλιάρικα σε κλιμακούμενο τζακπότ. Εντάξει, στο χέρι θα πάρω τα εβδομηνταπέντε γιατί έχει και είκοσι τα εκατό φορολογία… αλλά ναι!!!!»
«Δεν κάνεις πλάκα, έτσι;» με ρώτησε η μητέρα μου πασχίζοντας ακόμα να χωνέψει τι τους είπα.
«Ακόμα τσιμπιέμαι, δεν το έχω πιστέψει καλά-καλά η ίδια! Θα μπορέσω επιτέλους να πάρω αυτοκίνητο! Να κάνω ανακαίνιση στο σπίτι! Να σας βοηθήσω να ξεπληρώσετε μέρος τους στεγαστικού!!!!»
«Γιαβρί μου αυτά είναι υπέροχα νέα! Πω-πω!!! Μακάρι να είσαι πάντα καλότυχη Μαριλίτσα μου» μου είπε ο πατέρας μου ενώ η μητέρα μου, σ’ αυτό της είχα μοιάσει, έβαλε τα κλάματα από τη χαρά της.
«Αγάπη μου να είσαι πάντα τυχερή» κατάφερε να μου πει όταν ηρέμισε.
«Μαριλίτσα μου, να κάνεις όλα αυτά που θέλεις αλλά άσε το στεγαστικό. Όσα σου μείνουν να τα βάλεις στην άκρη!»
«Μπαμπούλη μου, θέλω να βοηθήσω κι εγώ, εσείς έχετε κάνει τόσα για μένα, θέλω να κάνω κι εγώ για εσάς.»
«Το μόνο που θέλουμε από εσένα είναι να είσαι ευτυχισμένη και να έρχεσαι πιο συχνά να μας βλέπεις. Γιαβρί μου, είναι μεγάλη υπόθεση να έχεις ένα ποσό στην άκρη για μια ώρα ανάγκης, καλύτερα θα είμαστε γνωρίζοντας ότι υπάρχουν αν τα χρειαστείς, το βολεύουμε το άλλο, μη σε απασχολεί!»
«Αυτό που σου είπε ο πατέρας σου. Να πάρεις καινούργιο αυτοκίνητο και μετά την ανακαίνιση!»
«Εντάξει μανουλίτσα!»
«Αλήθεια, πώς βρέθηκες εσύ στο καζίνο;»
«Θα σας τα πω αναλυτικά αύριο το απόγευμα που θα γυρίσω από το γραφείο, μεγάλη ιστορία! Και κάποια στιγμή το Φλεβάρη, σας το υπόσχομαι, θα πάρω δυο μέρες άδεια και θα έρθω τετραήμερο να σας δω!»
«Ναι, να το κάνεις, μαύρα μάτια έχουμε κάνει να σε δούμε!» γκρίνιαξε ο πατέρας μου.
«Είσαι γλύκας όταν γκρινιάζεις!»
«Σαν τα μούτρα σου την έχεις κάνει, την ακούς;» κατηγόρησε τη μάνα μου.
«Δεν λες πάλι καλά, αν την είχα κάνει σαν τα δικά σου θα έτρωγε όλα της τα λεφτά σε πλαστικές!» του απάντησε.
«Χαχαχα, σας αγαπάω, σας λατρεύω! Καληνυχτούδια σας και θα τα πούμε αύριο!»
«Καληνύχτα αγάπη μου» μου είπαν και οι δύο και κλείσαμε.

Άκουσα το νερό στο μπάνιο να τρέχει, ο Μιχάλης έκανε το ντουζ του. Δε μπορούσα να κάθομαι έτσι, πήγα και έβαλα δύο ποτήρια κρασί, από το λευκό ξηρό που του αρέσει και κάθισα στον καναπέ προσπαθώντας να κάνω μια λίστα με τα πράγματα που θα έκανα. Πρώτα θα έπαιρνα αυτοκίνητο, είχε καταντήσει κάθε επίσκεψη στο συνεργείο να μου πάει και τρακοσάρι και τρακόσια καλά-καλά δεν άξιζε ολόκληρο το φιατάκι. Τι να έπαιρνα; Ονειρευόμουν το 500αράκι το κάμπριο ή το AYGO αλλά μέχρι και πριν μερικές ώρες δεν ήταν τίποτα παραπάνω από αυτό, όνειρο. Χαμένη στα σχέδια που έκανα δεν πήρα χαμπάρι τον Μιχάλη που είχε τελειώσει το μπάνιο και ήρθε να με βρει στο σαλόνι.

«Χμμμ» μου είπε όταν είδε τι φορούσα. Μέσα στην έξαψή μου είχα βγάλει τη ρόμπα και ήμουν μόνο με το νεγκλιζέ. Εκείνος φορούσε τη φόρμα του και από πάνω μια μπλούζα.
«Ετοιμάσου να συναντήσεις τους προγόνους σου!» του δήλωσα.
«Γίνεται να το καθυστερήσουμε λίγο; Όχι πολύ, καμιά εκατοστή χρόνια!»
«It’s up to you και δεν σε ρωτάω αν θα μου κάτσεις. Θα μου κάτσεις. Αν ζήσεις, έζησες!»
«Μαναράκι μου, δεν σκόπευα να μη σου κάτσω, αλλά θα προτιμούσα να μη στερήσουμε από το γυναικείο πληθυσμό που δε μ’ έχει γνωρίσει την ευκαιρία του να το κάνει!»
«Τότε κοίτα να ζήσεις!»
«Μ’ αρέσεις όταν μου μιλάς πρόστυχα!»
«Έχω βάλει κρασάκι, έλα κάτσε να πιούμε. Ρε Μιχάλη μα τω Θεώ, νομίζω ότι βλέπω όνειρο και θα ξυπνήσω απότομα πάλι μπατίρω!»
«Έλα όμως που δεν είναι όνειρο!»
«Σκουτελοβαρίσκω σε!» του είπα και του έκλεισα το μάτι.
«Τσε αντιστέκομαί σε!» μου απάντησε. «Μωρή, κι αυτό το έμαθες;»
«Έχω καλούς δασκάλους!»
«Έχεις και μπράβο σου.»
«Να σου εξομολογηθώ κάτι;»
«Θα σε δείρω πολύ ή λίγο;»
«Χρειάζεσαι δικαιολογία, αρκούδε μου;»
«Όχι, αλλά έχει πιο πολλή πλάκα έτσι! Για λέγε!»
«Το πρωί σκεφτόμουν κάποια στιγμή να πάρω το Μανώλη να τον ρωτήσω αν ο Κώστας την γυναίκα του την είχε γνωρίσει πριν από εμένα ή μετά. Μη με διακόψεις, άκουσέ με. Μία ώρα μετά, έμαθα ότι μου ετοιμάζεις έκπληξη -και οι δικές σου εκπλήξεις είναι έπη- και μετά μίλησα και με τον Αρίστο και ήμουν τόσο χαρούμενη και ξέρεις κάτι; Αν δεν με είχε χωρίσει ο Κώστας δεν θα είχα γνωρίσει ούτε εσένα, ούτε τον Αρίστο. Προχώρησε τη ζωή του και όσο και αν με πόνεσε που το έκανε χωρίς εμένα και χωρίς καν να καταλάβω το γιατί, δεν έμεινε κάτι ανοιχτό για να κλείσει. Για τον Κώστα το κεφάλαιο Μαριλίζα έκλεισε πριν ένα χρόνο, τι νόημα είχε να βασανίζομαι κρατώντας το ανοιχτό από τη μεριά μου; Δεν θα τον πάρω το Μανώλη τηλέφωνο, το κεφάλαιο Κώστας έκλεισε οριστικά.»
«Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι, είδες επιτέλους το φως το αληθινό!»
«Το είδα Μιχαλιό μου, το είδα!»

Με πήρε αγκαλιά και με έσφιξε πάνω του και έτσι καθισμένοι ήπιαμε το κρασάκι μας χωρίς να μιλάμε. Ήταν όμορφη αυτή η σιωπή, δεν ήταν σαν χθες. Δεν ένιωθα ευγνωμοσύνη για το Μιχάλη, ένιωθα ευγνωμοσύνη στο σύμπαν που τον έφερε στο δρόμο μου. Ήταν πάντα εκεί δίπλα μου όταν τον χρειάστηκα, πάντα. Φίλος και εραστής και, παρά το crush μου, δεν έδινα δεκάρα που τσιλημπούρδιζε αριστερά και δεξιά γιατί το μόνο που είχε πραγματικά σημασία ήταν πως όποτε τον χρειάστηκα ήταν εδώ. Είχα αρχίσει να ερωτεύομαι τον Αρίστο αλλά τα συναισθήματά μου προς το Μιχάλη, αν και διαφορετικής φύσης, δεν είχαν ατονήσει, ίσα-ίσα γινόντουσαν ακόμα πιο δυνατά.

Η παλιά Μαριλίζα θα είχε πάθει κοκομπλόκο, η καινούργια σκόπευε να το απολαύσει. Η παλιά Μαριλίζα ήταν δημιούργημα του Διονύση και του Κώστα, η καινούργια ήταν του Μιχάλη, κυρίως του Μιχάλη, και σιγά-σιγά θα γινόταν και του Αρίστου. Παραλίγο να μου ξεφύγει το «αγάπη μου» προς τον Αρίστο αλλά για τον Μιχάλη δεν έτρεφα καμιά αμφιβολία. Τον αγαπούσα. Τον αγαπούσα και σαν άνθρωπο, και σα φίλο και σαν εραστή. Τον αγαπούσα και δεν του το είχα πει ποτέ, παρά μόνο κάνοντας χαβαλέ.

«Μιχάλη;» του είπα και ανασηκώθηκα να τον κοιτάξω στα μάτια.
«Μαριλίζα;» με ρώτησε στον ίδιο ακριβώς τόνο πειράζοντάς με.
«Μιχάλη σ’ αγαπάω. Σ’ αγαπάω. Σε παρακαλώ μη φρικάρεις αλλά σ’ αγαπάω. Σ’ αγαπάω γι’ αυτό που είσαι, μην αλλάξεις, ποτέ σου μην αλλάξεις.»
«Γιατί να φρικάρω βρε όργιο, εγώ νομίζεις ό,τι δε σ’ αγαπάω;»
«Μου το έχεις δείξει με όλους τους δυνατούς τρόπους, δε χρειαζόταν να μου το πεις.»
«Μαγδάλω μου, θυμάμαι το Νοέμβρη που έπαθα covid εσένα να έχεις κατασκηνώσει σπίτι μου μια εβδομάδα και να μην κουνιέσαι ρούπι από το πλάι μου. Θυμάμαι πως ο μόνος χρόνος που έλειψες ήταν είτε για να πας φαρμακείο είτε για να πας για ψώνια ώστε να μπορείς να μου μαγειρέψεις γιατί “σιγά που θα σε ταΐσω άρρωστο άνθρωπο από το e-food, για ποια με πέρασες;” Νομίζεις ότι εσύ δε μου το έχεις δείξει με όλους τους δυνατούς τρόπους ότι μ’ αγαπάς; Πίστευες ότι για οποιαδήποτε εκτός από την Αντιγόνη, εσένα και τη Μάνια θα παράταγα session στη μέση για να τρέχω νυχτιάτικα στο αεροδρόμιο; Πίστευες ότι για οποιαδήποτε εκτός από την Αντιγόνη, εσένα και τη Μάνια θα καθόμουν δίπλα της σα σκυλάκι μέχρι να βεβαιωθώ ότι είναι καλά; Αν πίστευες τέτοιο πράγμα, είσαι μεγάλος μπούφος, αδερφάκι μου!»

Δεν απάντησα γιατί είχα αρχίσει και πάλι να κλαίω του καλού καιρού. Ο Μιχάλης γέλασε σιγανά, κούνησε το κεφάλι του, και με πήρε αγκαλιά και μ’ έσφιξε, κρατώντας με μέχρι να σταματήσω να κλαίω.

«Και το εξακάβαλο που μού ‘ταξες;» προσπάθησα να αστειευτώ, ακόμα δακρυσμένη.
«Ε, κάπου θα βρούμε και άλλες δύο!»

Ανασηκώθηκα και τον φίλησα, τον φίλησα σαν εραστή, όχι σαν περιστασιακό fuck buddy. Σήμερα δε θα έκανα σεξ μαζί του, σήμερα θα έκανα έρωτα. Ο Μιχάλης με σήκωσε στα χέρια του και με πήγε στο δωμάτιο, κάνοντας την καρδιά μου να χτυπάει σαν ταμπούρλο. Με απίθωσε απαλά στο κρεβάτι και έκανα πιο μέσα για να ξαπλώσει δίπλα μου. Ξάπλωσε στο πλάι και έγειρε το κεφάλι του και παραδοθήκαμε και οι δύο σε ένα ατέλειωτο, ερωτικό, παθιασμένο και συνάμα τρυφερό φιλί. Έφερε το δεξί του χέρι στο στήθος μου και άρχισε να μου το μαλάζει απαλά και μετά σέρνοντας το δάχτυλο πάνω στο κορμί μου το κατέβασε πιο χαμηλά, και πιο χαμηλά, μέχρι που το χέρι του βρέθηκε ανάμεσα στα πόδια μου.

Έκανε πέρα το στρινγκάκι και άρχισε να με χαϊδεύει κάνοντας το κορμί μου να τεντωθεί. Σταμάτησε, με σήκωσε απίστευτα τρυφερά και με βοήθησε να γδυθώ τελείως. Με φίλησε και πάλι και μετά άφησε το στόμα μου και ξεκίνησε να με φιλάει και να με γλείφει, αρχικά στο λαιμό και μετά στο στήθος και φέρνοντας το χέρι του στο άλλο μου στήθος, άρχισε και πάλι να το μαλάζει τρυφερά, τσιμπώντας απαλά που και που τη ρώγα, ενώ η άλλη ρώγα είχε παραδοθεί στο χάδι των χειλιών του και της γλώσσας του. Κατέβασε το χέρι του προς τα κάτω και άρχισε να με παίζει με τα δάχτυλά του, κάνοντας το κορμί μου να τεντωθεί και πάλι. Δε χρειαζόμουν άλλα προκαταρκτικά, ήμουν έτοιμη για εκείνον, ήμουν έτοιμη από τη στιγμή που μ’ έκανε να βάλω τα κλάματα από τη συγκίνηση και τη χαρά στο σαλόνι.

Τον σταμάτησα και τον βοήθησα κι εκείνον να γδυθεί με τη σειρά του. Ο Μιχάλης ήταν ήδη ερεθισμένος αλλά αυτό δε με εμπόδισε από το να κατέβω χαμηλά και να τον πάρω στο στόμα μου, ίσα-ίσα! Στην αρχή τον πιπίλησα στο κεφαλάκι και μετά με τη γλώσσα μου τον έγλειψα από την κορυφή μέχρι τη βάση. Χαμήλωσα ακόμα περισσότερο και άρχισα να γλείφω διαδοχικά τα μπαλάκια του ενώ με το χέρι μου έπαιζα σιγανά το θεριεμένο Διαμαντή. Ανασηκώθηκα και τον πήρα ξανά μέσα στο στόμα μου όσο χωρούσε, τον πήρα μέχρι που δάκρυσαν τα μάτια μου. Άρχισα να ανεβοκατεβάζω το κεφάλι μου και τα πνιχτά του βογγητά ήταν η ανταμοιβή μου. Ήθελα να κάνουμε έρωτα αλλά αν δε με σταματούσε θα το πήγαινα μέχρι τέλους, ο Μιχάλης ήταν ο ένας από τους δύο άνδρες των οποίων την ικανοποίηση έβαζα πάνω από οτιδήποτε δικό μου.

Δε σταμάτησα εγώ αλλά με σταμάτησε εκείνος. Έγειρε προς το κομοδίνο μου και έβγαλε ένα προφυλακτικό και το φόρεσε. Με γύρισε ανάσκελα και στηριζόμενος προσεκτικά με το ένα χέρι, οδήγησε με το άλλο το όργανό του μέσα μου και η αίσθηση με έκανε και έχασα τα μυαλά μου, μη μπορώντας να συγκρατήσω ένα δυνατό βογγητό. Αλλά αν έχασα τα μυαλά μου όταν μπήκε, δεν έχω λόγια να περιγράψω τι ένιωσα όταν άρχισε να κινείται και δεν έδινα δεκάρα ακόμα και αν με ακούγανε μέχρι το κέντρο της Αθήνας. Άρχισε να επιταχύνει αλλά όχι με το συνήθη φρενήρη του ρυθμό, κάνοντάς με να χάσω τα αυγά και τα πασχάλια.

Δεν έχω λόγια, δε βρίσκω τα λόγια. Μπορεί να θεωρούσα τον οργασμό ως κερασάκι στην τούρτα, όχι περιττό αλλά και όχι απολύτως αναγκαίο, αλλά όταν με κερνούσαν αυτό το κερασάκι, το έτρωγα και έλεγα κι ευχαριστώ. Και το κερασάκι είναι λέξη που αδικεί αυτό που ένιωσα, κήπος με κερασιές θα ήταν πιο ακριβής περιγραφή. Ο Μιχάλης δεν είχε τελειώσει ακόμα και παρά το γεγονός ότι από ένα σημείο και μετά έγινε ενοχλητικό, δεν διανοήθηκα ούτε μια στιγμή να το σταματήσω. Σταμάτησε ο ίδιος αλλά δεν υπήρχε ούτε μία στο εκατομμύριο να τον αφήσω έτσι.

«Μη βγάλεις το προφυλακτικό» του είπα, έχοντας πάρει την απόφασή μου. Άνοιξα το συρτάρι και έβγαλα από μέσα το λιπαντικό και του το έδωσα.
«Μαριλίζα;»
«Σιγά-σιγά σε παρακαλώ.»
«Μαριλίζα είσαι σίγουρη;»
«Σιγά-σιγά σε παρακαλώ» του επανέλαβα και βάζοντας ένα μαξιλάρι κάτω από την κοιλιά μου ξάπλωσα μπρούμητα. That would hurt… a lot… αλλά δε με ένοιαζε. Ο Μιχάλης γούσταρε το κωλαράκι μου, ο Μιχάλης θα έπαιρνε το κωλαράκι μου, και ας γινόταν έστω και για μια νύχτα η σπηλιά του Αλή Μπαμπά, των σαράντα κλεφτών και πιθανώς μιας διμοιρίας των ΜΑΤ μαζί με την κλούβα τους.

Έβαλε λιπαντικό στο δάχτυλό του και πολύ σιγά, πολύ προσεκτικά, το βύθισε στο κωλαράκι μου. Έκλεισα τα μάτια μου, η αίσθηση ήταν ευχάριστα-δυσάρεστη αλλά όταν ακολουθούσε ο Διαμαντής η αίσθηση θα γινόταν δυσάρεστη. Πολύ! Με έπαιξε αρκετή ώρα κάνοντας κυκλικές κινήσεις, προσπαθώντας να με ανοίξει όσο γινόταν. Μετά άπλωσε μια σεβαστή ποσότητα λιπαντικού στην τρυπούλα μου και γύρω-γύρω και έβαλε και άπλωσε και πάνω στο προφυλακτικό.

«Είσαι σίγουρη;» με ξαναρώτησε.
«Οι σαράντα κλέφτες τι θα γίνουν, κλέφτες θα γίνουν;» του είπα επαναλαμβάνοντας την ατάκα του όταν με πείραζε που δεν του έδινα κωλαράκι. Αν Αντιγόνη και Μάνια μπορούσαν να του το δώσουν, θα το μπορούσα κι εγώ.

Τον έτριψε πίσω μου και δάγκωσα το μαξιλάρι στην αναμονή του αναπόφευκτου πόνου, αν είχα πονέσει με τον Αρίστο, εδώ θα με έπαιρνε και θα με σήκωνε. Άρχισε να σπρώχνει προσπαθώντας να μπει και νομίζω ότι πρέπει να έκοψα κομμάτι από το μαξιλάρι και ακόμα και έτσι δεν μπόρεσα να αποφύγω ένα πνιχτό βογγητό. Ο Μιχάλης σταμάτησε αλλά δεν είχα σκοπό να τον αφήσω έτσι.

«Μη σταματάς!» του είπα και δάγκωσα ξανά το μαξιλάρι.

Πονούσα τόσο πολύ που δάκρυσα αλλά ο Μιχάλης ήταν και έμπειρος και προσεκτικός, δεν μπήκε παραπάνω απ’ όσο χρειαζόταν ο ίδιος και οι κινήσεις του ήταν απαλές. Άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα μου και παρόλο που στην αρχή ένιωθα σα να ανοίγω στα δύο, τελικά άνοιξα τόσο, όσο ο πόνος να πέσει σε υποφερτά επίπεδα, να εξαφανιστεί ούτε λόγος. Πώς διάολο τα κατάφερναν Αντιγόνη και Μάνια και το έκαναν και το ξαναέκαναν; Την απάντησή μου την πήρα μετά από λίγο καθώς παρά το γεγονός ότι ο Μιχάλης άρχισε να επιταχύνει, ο πόνος μειώθηκε και άλλο, έγινε ακόμα πιο υποφερτός. Ίσως αυτό να είναι το μυστικό, να μπορέσεις να αντέξεις μαζί του τα απίστευτα επώδυνα πρώτα λεπτά. Τα βογγητά του Μιχάλη αυξήθηκαν σε ένταση, μέχρι που κάποια στιγμή κοκάλωσε και με ένα ακόμα πιο δυνατό βογγητό, τελείωσε μέσα μου.

Τραβήχτηκε σιγά-σιγά και παρά το τσούξιμο, αισθάνθηκα ανακούφιση όσο λίγες φορές στη ζωή μου. Γύρισα προσεκτικά ανάσκελα γιατί ο κώλος μου πονούσε και αυτό που είδα ήταν η ανταμοιβή μου, ο Μιχάλης καθισμένος γονατιστός, προσπαθώντας να βρει τις ανάσες του, με το βλέμμα του να κοιτάζει το άπειρο. Δεν ξέρω αν θα κατάφερνα να του δώσω ποτέ ξανά το κωλαράκι μου, αλλά έστω και μία, το είχα κάνει. Ναι, ήταν η προσφορά μου στον Μιχάλη αλλά ήταν και κάτι παραπάνω, δεν ήταν προσφορά για τη χαρά της πράξης, ήταν προσφορά για τη χαρά της ίδιας της προσφοράς.

«Μιχαλιό μου, πάω στο μπάνιο.»
«Ναι… ναι, πήγαινε»

Δεν πέρασα καλά στο μπάνιο, το ομολογώ. Κάθισα κάμποση ώρα μέσα νιώθοντας το κωλαράκι μου να έχει πιάσει φωτιά. «Καλά που είχα κόψει τις jalapenos δηλαδή», χαχάνισα από μέσα μου και ένιωσα ακόμα καλύτερα. Κάποια στιγμή ο Μιχάλης ανησύχησε και μου χτύπησε την πόρτα.

«Μαριλίζα, είσαι καλά;»
«Καλά είμαι αλλά λέω να αποφύγω τα καυτερά για μερικές μέρες… δυο, τρεις χιλιάδες, δε νομίζω ότι θα μου πάρει παραπάνω!» του είπα αστειευόμενη.
«Τα καυτερά είναι υπερτιμημένα» μου είπε χαλαρωμένος.
«Πήγαινε να ξαπλώσεις κι έρχομαι!»
«Θες να σου φτιάξω σοκολάτα;»
«Όχι Μιχαλιό μου, πρέπει να κοιμηθούμε και κάποια στιγμή, κοντεύει 03:00.»

Βγήκα μετά από λίγη ώρα, τουλάχιστον δεν δυσκολευόμουν να περπατήσω γιατί αν το είχα κι αυτό, πώς θα πήγαινα στη δουλειά; Πήγα στο δωμάτιο, ήμουν ακόμα τσίτσιδη ενώ ο Μιχάλης είχε ντυθεί ξανά.

«Γδύσου!» τον διέταξα.
«Ορίστε;» με ρώτησε εμφανώς απορημένος.
«Θέλω να νιώσω σάρκα σε σάρκα!»
«Κι αν ζήσω, έζησα;»
«Κάπως έτσι» του είπα χαμογελαστή. Χώθηκα κάτω από το πάπλωμα και κουλουριάστηκα πάνω του. «Σου άρεσε;»
«Πολύ, αλλά δε θα ξαναγίνει αυτό, δεν το αντέχεις.»
«Ακόμα και αν δεν ξαναγίνει, δεν το μετανιώνω, σε παρακαλώ μη νιώθεις άσχημα.»
«Δε μου χρωστάς τίποτα, Μαριλίζα.»
«Φυσικά και σου χρωστάω, αλλά δεν το έκανα γι’ αυτό. Με λες μπούφο αλλά δεν είσαι καλύτερος. Δεν το έκανα γιατί σου χρωστάω, το έκανα γιατί ήθελα να στο προσφέρω, έστω και αν ήταν για μία και μόνη φορά.»
«Η αίσθηση ευγνωμοσύνης σου είναι λανθασμένη.»
«Όχι Μιχάλη, δεν είναι. Δεν το έκανα από ευγνωμοσύνη σε σένα. Το έκανα γιατί νιώθω ευγνωμοσύνη στο σύμπαν που σ’ έφερε στο δρόμο μου. Δεν το έκανα γιατί στο χρωστούσα, το έκανα γιατί το χρωστούσα στον εαυτό μου. Ξέρεις; Είσαι ο ένας από τους δύο των οποίων την ικανοποίηση βάζω πάνω και πέρα από οτιδήποτε δικό μου.»
«Για μένα υπάρχει ένας και μόνο τρόπος να μου δείξεις ευγνωμοσύνη, να περνάς όμορφα μαζί μου, δεν χρειάζομαι τίποτα περισσότερο.»
«Για μένα υπάρχει ένας και μόνο τρόπος να δείξω την αγάπη μου. Να δίνω.»
«Και έδωσες, και το ευχαριστήθηκα… το ευχαριστήθηκα πολύ!»
«Χμμμ…» είπα νιώθοντας το Διαμαντή ύποπτα ξεσηκωμένο. «Βρε καβλοράπανο!;»
«Αφού σου λέω, το ευχαριστήθηκα!»

Και τότε έκανα μια σκέψη και έσκασα στα γέλια, μιλάμε μ’ έπιασε η κοιλιά μου και ο Μιχάλης που με κοιτούσε απορημένος με έκανε να γελάω ακόμα περισσότερο.

«Τι σ’ έπιασε μωρή μαγδάλω, αυγά σου καθαρίζουν; Θα μου πεις να γελάσω κι εγώ;;»
«Να… σκέφτηκα…» του είπα και σταμάτησα γιατί με έπιασαν και πάλι τα γέλια. «Σκέφτηκα ότι πρώτα… πρώτα κέρδισα το τζακπότ στον κουλοχέρη και μετά… και μετά έγινα κωλόφαρδη!» κατάφερα με τα πολλά να του πω, κάνοντάς τον να σκάσει και εκείνος με τη σειρά του στα γέλια.
«Αααχ…σε καλό να μας βγει» μου είπε όταν ηρεμίσαμε. «Θα γίνουμε διάσημοι, από αύριο κιόλας θα αρχίσω να γράφω paper, εδώ έχουμε ξεκάθαρη παραβίαση αιτιότητας!»
«Επιτέλους θα γίνω διάσημη!»
«Είσαι σίγουρη ότι θα ήθελες να μάθουν οι γονείς σου το λόγο της αναπάντεχής σου διασημότητας;»
«Ωχ! Αυτό δεν το είχα σκεφτεί!»
«Αλλαγή θέματος, τι θα κάνεις με τα λεφτά που κέρδισες;»
«Αρχικά θα πάρω αυτοκίνητο, έχει καταντήσει κάθε επίσκεψη στο συνεργείο να πηγαίνει και τρακοσάρι και τρακόσια δεν κάνει καλά-καλά ολόκληρο. Μετά θα κάνω και ανακαίνιση στο σπίτι, είναι όπως μου του άφησαν οι γονείς μου. Όχι τρομερά πράγματα, βασικά βάψιμο σε νέα χρώματα, να αλλάξω αυτά τα απαίσια πλακάκια στο μπάνιο και ίσως να αλλάξω τη μπανιέρα σε μεγαλύτερη, χώρο έχει. Η κουζίνα είναι σχετικά καινούργια, ένα λουστράρισμα θα χρειαστεί και να αλλάξω και αυτή την παλιατζούρα βιτρίνα στο σαλόνι. Σκέφτομαι επιπλέον να κάνω θερμοπρόσοψη και να αλλάξω και αλουμίνια. Το σπίτι έχει καλή θέρμανση και είναι κρίμα να έχω απώλειες.»
«Τι αυτοκίνητο θα πάρεις;»
«Ονειρευόμουν το 500άρακι το κάμπριο ή το AYGO αλλά μέχρι χθες ήταν απλά όνειρο, τώρα μπορώ!»
«Μια χαρά αυτοκίνητα αν είναι για δεύτερα. Εγώ θα σου πρότεινα να πας μια κατηγορία πιο πάνω, που θα μπορείς να κάνεις και ένα αξιοπρεπές ταξίδι με δαύτο. Πχ Yaris ή C3, σαν του Αρίστου, γενικά η κατηγορία είναι πιο πλούσια από τα super mini.»
«Ε καλά, δεν είπα ότι θα πάω αύριο κιόλας να το αγοράσω, εννοείται ότι θα το ψάξω πρώτα.»

Πέσαμε να κοιμηθούμε αγκαλίτσα και παρόλο που το πρωί αρχικά είχα σκοπό να τον αφήσω να κοιμηθεί, τον ξύπνησα για να βεβαιωθώ ότι τα χθεσινοβραδινά δεν ήταν όνειρο. Ο Μιχάλης απείλησε ότι θα με τουλουμιάσει αλλά όταν άρχισα να του χαϊδεύω το Διαμαντή είπε κομμάτια να γίνει. Τελικά, μιας και θα φεύγαμε και οι δύο μαζί, μπήκαμε παρέα να κάνουμε ντουζ και ο Διαμαντής που είχε σηκωθεί δεν έλεγε να παλουκωθεί κάτω!

«Τι θα γίνει με την πάρτη σας, μεσιέ;»
«Είναι ξεροκέφαλος, το παραδέχομαι!»
«Τι θα σε κάνω βρε καυλοράπανο;»

Ρητορική ερώτηση, παρά την δήθεν γκρίνια μου, είχα πολύ καλή ιδέα τι ήθελα να τον κάνω. Γονάτισα μπροστά του και τον πήρα στο στόμα μου με τέτοιο ζήλο που έκανε τον Μιχάλη να σαστίσει. Τι να πεις, τρώγοντας έρχεται η όρεξη, και την πρωινή πίπα που του έκανα την απόλαυσα, πραγματικά την απόλαυσα. Βέβαια όταν τελείωσε ένιωθα πάλι ότι θα πάθω κράμπα στο σαγόνι αλλά είχε και τη θετική του πλευρά, με τόση πρωτεΐνη δε θα χρειαζόμουν άλλο πρωινό. Κατάπια για τελευταία φορά και σηκώνοντας το βλέμμα μου του έκλεισα πονηρά το μάτι.

«Αυτό θα πει η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται» μου είπε βοηθώντας με να σηκωθώ για να με φιλήσει, πάντα με φιλούσε μετά από πίπα.
«Ούτε bodybuilder στον όγκο με τόση πρωτεΐνη τις τελευταίες εβδομάδες!»
«Εσύ να τα βλέπεις που τα έφτυνες λες και είχαν κουκούτσια!» με πείραξε.
«Ποτέ ξανά Μιχαλιό μου, είδα επιτέλους το φως το αληθινό.»
«Εσύ το είδες εγώ το έχασα, μωρή εσύ έχεις γίνει πολύ καλή!»
«Είδες τι κάνει η συχνή εξάσκηση;»

Τελειώσαμε το ντουζ μας και στις 07:10 κατεβήκαμε να πάρουμε τα καφεδάκια μας και να φύγουμε και μεταξύ μας, με χάλασε λίγο που θα περνούσα το απόγευμα και το βράδυ μονάχη. Ήλπιζα ο Αρίστος να μην έχει κανονίσει τίποτα σήμερα, να μπορέσω τουλάχιστον να τον δω. Έφτασα στο γραφείο λίγο πριν τις 08:00 και από περιέργεια άνοιξα το e-banking application… και είδα το υπόλοιπο… 80294,7! Δεν ήταν όνειρο! ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΟΝΕΙΡΟ! Με χίλια ζόρια και οικονομίες χρόνων είχα καταφέρει να μαζέψω σχεδόν πεντέμισι χιλιάρικα, και ένα απλό τράβηγμα του μοχλού μου έδωσε μέσα σε μια στιγμή άλλα εβδομηνταπέντε!

Αν δεν είχα πετύχει τον Κώστα στο αεροδρόμιο, αν δεν είχα πάθει τόσο δυνατό ταράκουλο ώστε να κάνει τον Μιχάλη να έρθει να με μαζέψει βραδιάτικα, αν δεν είχα νιώσει τόσο χάλια που έκανε τον Μιχάλη να σκεφτεί κάτι πρωτότυπο να μου φτιάξει τη διάθεση, δε θα είχε συμβεί αυτό. Αυτό ναι, αυτό ήταν πραγματικό closure.

«Μπορεί να μου γάμησες τη ζωή αλλά άθελά σου έγινες η αιτία να γνωρίσω τον Μιχάλη και τον Αρίστο και από πάνω να βρεθώ και με εξήντα χιλιάρικα από το πουθενά. Αντίο Κώστα!»

Ακόμα χαμογελαστή ξεκίνησα τη δουλειά της ημέρας.


17. Αν σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω!

Πέμπτη και Παρασκευή κύλισαν αργά. Ο Αρίστος είχε κανονίσει την Πέμπτη το βράδυ να βγει με τη Φοίβη και την Παρασκευή το βράδυ πετούσε. Ο Μιχάλης είχε περάσει την Πέμπτη με τη Μάνια και Παρασκευή απόγευμα έφυγε για να πάει Πάτρα να πάρει την Αντιγόνη και μετά να πάνε για το σαββατοκύριακο στη Μονεμβάσια. Την Πέμπτη, όπως είχα υποσχεθεί και στους δικούς μου, τους πήρα τηλέφωνο και τους είπα πως βρέθηκα στο καζίνο.

Για τον Μιχάλη ήξεραν ότι είναι φίλος, αν και όχι πόσο …στενός, αλλά για τον Αρίστο δίσταζα ακόμα να τους μιλήσω, είχε τα διπλά μου χρόνια και δεν ήξερα πως θα το πάρουν οι δικοί μου. Δηλαδή τι δεν ήξερα, μια χαρά ήξερα, εδώ μου είχαν γκρινιάξει στις αρχές που ο Κώστας ήταν τριαντάρης ενώ εγώ δεν είχα κλείσει καλά-καλά τα εικοσιένα. Οι γονείς μου με είχαν κάνει μεγάλοι, στα τριανταπέντε η μητέρα μου, στα σαραντατρία ο πατέρας μου, οπότε ο Αρίστος δεν ήταν ακριβώς συνομήλικός τους but still…

Δε βαριέσαι, τουλάχιστον αφού έκλεισα με τους γονείς μου κάθισα να γράψω το ημερολόγιό μου στο οποίο είχα να γράψω από τη Δευτέρα το βράδυ και είχε πολύ πράγμα. Μετά ενημέρωσα το αμαρτωλό τεφτέρι με την νέα πενηντάρα και κάθισα και τα μέτρησα και ξεροκατάπια, αισίως είχαμε φτάσει τις 260 και οι 60 από αυτές ήταν προσφορά μου. Πλάκα στην πλάκα, θα χρειαζόμουν τελικά excel όπως πήγαινα. Γέλασα μέσα μου και πήγα και έφερα το laptop, laptop το οποίο είχε αρχίσει να δείχνει την ηλικία του, το είχα από τα 18 μου, δώρο από τους γονείς μου γιατί είχα περάσει τρίτη στη σχολή.

Είχα βέβαια και το εταιρικό αλλά εκείνο ήταν κλειδωμένο και φυσικά δεν είχα σκοπό να το χρησιμοποιήσω για την ηλεκτρονική έκδοση του αμαρτωλού τεφτεριού. Μου έβγαλε λίγο την ψυχή, για browsing και για να δω καμιά ταινία ήταν μια χαρά, αλλά στα υπόλοιπα -και ειδικά σε σύγκριση με το εταιρικό που ήταν και καινούργιο, μόλις το Σεπτέμβρη μου το είχαν δώσει σε αντικατάσταση του παλαιότερου- ήταν δράμα. Θα μου πεις ότι εβδομηνταπέντε ολόκληρα χιλιάρικα μου ήρθαν από το πουθενά, αλλά κι έτσι δε μου έκανε καρδιά, είμαι κατά βάθος λίγο Σκωτσέζα, τι να κάνω; Από μικρή δε μου άρεσε να χαλάω χρήματα εκτός και αν υπήρχε πραγματική ανάγκη και είχα μάθει σε μετρημένη ζωή, βάζοντας στην άκρη όσο και όταν μπορούσα.

Όταν τελείωσα και με το excel πήγα στο δωμάτιό μου και έβγαλα από τη ντουλάπα το φλάουτο και το αναλόγιο, και μετά από ένα χρόνο, άρχισα να παίζω και πάλι. Μπορεί να κουράστηκα σχετικά γρήγορα αλλά αυτό θα βελτιωνόταν όσο το σώμα μου και τα χέρια μου θα άρχιζαν να συνηθίζουν εκ νέου. Πώς το είχα αφήσει στην άκρη ένα ολόκληρο χρόνο; Πώς είχα αφήσει τον Κώστα να με χαράξει τόσο βαθιά; Όταν τελείωσα η διάθεσή μου είχε ανέβει και πάλι, και όταν τα μάζεψα δεν τα καταχώνιασα και πάλι στη ντουλάπα. Θα έμεναν εκεί που ήταν η θέση τους.

Η Παρασκευή κύλησε ομοίως αργά αλλά το απόγευμα όταν γύρισα σπίτι μου άλλαξα στα γρήγορα και μετά από τρεις εβδομάδες πήγα ξανά γυμναστήριο. Ξεκίνησα χαλαρά αλλά με μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα ότι κατάφερα να βγάλω όλο το πρόγραμμα χωρίς να νιώθω ότι θα πάθω έμφραγμα. Όταν γύρισα έφτιαξα τονοσαλάτα και έφαγα. Η αλήθεια είναι ότι λιγουρευόμουν πίτσα αλλά μετά το γυμναστήριο μου φαινόταν λίγο άκυρο. Well, στην τελική αφού έπαιρνα τον Αρίστο από το αεροδρόμιο, μπορούσαμε να περάσουμε και από τη Βελανιδιά που είναι ανοιχτή όλο το εικοσιτετράωρο.

Σειρά είχε ένα καλό ζεστό μπάνιο και ειδικά μετά το γυμναστήριο ήταν σκέτη απόλαυση. Όταν τελείωσα ήταν ακόμα 21:00 και ο Αρίστος θα ερχόταν γύρω στις 01:00 με 01:30. Έπιασα και πάλι το φλάουτο και έπαιξα για κανένα μισάωρο και μετά ξάπλωσα στο κρεβάτι για να χαζέψω στο χαζοκούτι. Μιας και το έχω εύκολο να με πάρει ο ύπνος στην τηλεόραση έβαλα καλού-κακού το ξυπνητήρι ακριβώς στα μεσάνυχτα. Τελικά δεν το χρειάστηκα, έκλεισα την τηλεόραση και πήρα το tablet και άρχισα να ψάχνω για αυτοκίνητα. Εξακολουθούσα να θέλω πάνω απ’ όλα το πεντακοσαράκι αλλά έψαξα όλες τις μάρκες που μπορούσα να θυμηθώ και τελικά έφτιαξα τη shortlist μου.

Η ανυπομονησία μου είχε χτυπήσει κόκκινο, δε με χωρούσε ο τόπος, μου είχε λείψει πολύ ο Αρίστος. «Τι θα γίνει αν θέλει το κωλαράκι σου, Μαριλίζα;» Ναι, εκεί θα είχαμε θέμα, δεν είχα ακόμα ανακάμψει. Το είχα γράψει βέβαια στο ημερολόγιό μου και ήξερα ότι το έχει διαβάσει και ήλπιζα με όλη μου την ψυχή να μου δώσει το χρόνο μου. Δεν έτρεφα αυταπάτες με τον εαυτό μου, αν μου ζητούσε να κάτσω στα τέσσερα θα το έκανα χωρίς δεύτερη κουβέντα, αλλά δεν ήμουν σίγουρη ότι θα καταφέρω να το αντέξω και δεν ήθελα να τον ξενερώσω. Θα του το έλεγα και από κοντά, θα του ζητούσα να κάνει λίγες μέρες υπομονή και ο θεός βοηθός. «Κούγκι» δε μου είχε πει να το κάνω; Ε, ο Μιχάλης μου τον είχε ανατινάξει!

«Ναι, καλό θα ήταν να μη το πεις αυτό» μάλωσα τον εαυτό μου. Δεν ξέρω γαμώτο, αυτό το «θα προτιμούσα να το γιορτάζαμε μαζί πρώτα» με είχε διχάσει γιατί το είχα παρακάνει με το συγκεκριμένο εορτασμό. Δεν είχα μετανιώσει ούτε μια στιγμή που έδωσα στον Μιχάλη αυτό που λαχταρούσε αλλά από την άλλη αυτό με εμπόδιζε να το γιορτάσω και με τον Αρίστο, αν δηλαδή επιθυμούσε να το γιορτάσει με παρόμοιο τρόπο. Καλό το both and more αλλά θέλει και ρέγουλα κι εγώ ήμουν αρχάρια σε καταστάσεις τέτοιου είδους, ο πρώτος polyamorous που είχα γνωρίσει ήταν ο Μιχάλης.

Χαλάνδρι, Μάρτης 2023

Message from SirSpanksAlot

“I felt a great disturbance in the Force... as if millions of voices suddenly cried out in awe and were suddenly silenced, probably fapping to death.”

Ναι, δεν έπρεπε να ανεβάσω αυτή τη φωτογραφία, με τσακίσανε στα μηνύματα αλλά πού και πού λάμβανα και μερικά έξυπνα. Η ατάκα κάτι μου θύμιζε, οπότε έβαλα να την ψάξω στο google. Μάλιστα, Star Wars, δεν είμαι ακριβώς fan της επιστημονικής φαντασίας αλλά τα star wars τα είχα δει. Άνοιξα το profile του, είχε ένα σκασμό φωτογραφίες, κυρίως με νεαρές κοπέλες αλλά και από το κατά πως φαίνεται πλήρως εξοπλισμένο play room του. Woah, ο τύπος πρέπει να είχε πολύ ελεύθερο χρόνο. Είχα πάρει το μάθημά μου και δεν απαντούσα πλέον τα μηνύματα,  ακόμα και τα έξυπνα, ειδικά μετά το ανέβασμα της φωτογραφίας, καθώς όλοι το έριχναν με τη μία στο σεξουαλικό. Θα μου πεις, στο FetLife βρισκόμουν, όχι σε λέσχη φιλοτελισμού, but still. Αποφασίζω να του απαντήσω.

«Εμένα περίμεναν όλα αυτά τα εκατομμύρια για να την κάνουν λάστιχο; Είχα την εντύπωση ότι αυτό είναι το modus operandi όλων των αγοριών, από 15 ως 115.»

Μάλλον είχε ανοιχτό τον υπολογιστή γιατί μου απάντησε σχεδόν αμέσως.

«Είναι αυτό που λένε, αν πετύχει η μαλακία τύφλα να ‘χει το γαμήσι. Δεν το κρύβω, έχω ρίξει μερικές πολύ πετυχημένες, αλλά με το σεξ γνωρίζεις και κόσμο!»

Έβαλα τα γέλια με την απάντησή του, παρά το γεγονός ότι το είχε ρίξει με τη μία στο σεξουαλικό, το έκανε πολύ έξυπνα. Η αλήθεια είναι ότι είχα αρχίσει να πιάνω αράχνες, είχα να κάνω σεξ από τα Χριστούγεννα στο πατρικό του Κώστα, π’ ανάθεμά τον και αυτόν. Αν και ντροπαλή δεν είμαι από αυτές που ντρέπονται, έχω γράψει κάμποσες ξεπέτες στο κοντέρ μου, και ένα καλό ξαράχνιασμα το χρειαζόμουν. Αποφάσισα να συνεχίσω την κουβέντα μαζί του.

«Κρίνοντας από το nickname σου να υποθέσω ότι έχεις γνωρίσει πολύ κόσμο;»
«Μπόλικο, δεν έχω παράπονο. Τι να πεις, ο καθένας έχει τα χόμπι του!»
«Δε θα το έλεγα χόμπι!»
“Don’t be a party pooper!”
«Οι φωτογραφίες που έχεις ανεβάσει είναι δικές σου;»
«Όχι, είναι των κοριτσιών που μου έκαναν την τιμή 😋»
«😠»
«Λιτή, δωρική, απέριττη!»
«Ε, αφού σε ρωτάω και με δουλεύεις! Χρουμφ! 😠»
«Γκρίνια! Πώς σε λένε;»
«Αν σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω!»
«Χαίρω πολύ “αν σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω!”, εμένα με λένε Μιχάλη» 

Έβαλα τα γέλια, είχε απίστευτη πλάκα τούτος!

«😂»
«Και δε μου λες “αν σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω!”, πόσων χρονών είσαι;»
«Δύο πράγματα δε ρωτάνε ποτέ μια κυρία, την ηλικία της και τα κιλά της!»
«Καλά που μου το θύμισες, πόσα κιλά είσαι “αν σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω!"; Μου αρέσουν οι ζουμπουρλούδες, αν είσαι αδύνατη θα έχει άμεση παχυντική δίαιτα!»
«Μωρ’ τι μας λες;» 
«Αμέ, τι νόμιζες;
«Μεγάλη ιδέα έχετε για τον εαυτό σας, μεσιέ!»
«Είσαι αντιβενιζελική; Έχεις κάτι με τις μεγάλες ιδέες;»
«Και τι κοινό έχετε μεσιέ με το φίλο μας το Λευτεράκη;»
«Πολλά, καταρχήν έχω καταγωγή από την Κρήτη.»
«Τι άλλα κοινά έχετε;»
«Είμαστε και οι δυο από τα Χανιά εκτός από εμένα που είμαι από το Ηράκλειο» μου έγραψε και στην αρχή σκάλωσα, το παραδέχομαι, αλλά όταν το έπιασα έβαλα τα γέλια.
«Είσαι όργιο! 😂😂😂😂😂.»
«Δεν έχεις ιδέα, “αν σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω!”, δεν έχεις ιδέα!»
«Λύσσαξες! Μαριλίζα με λένε!»
«Τόση ώρα με κορόιδευες; Τέτοια είσαι;»
«Και χειρότερη!»
«Και με τι ασχολείσαι Μαριλίζα;»
«Αν σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω!»
«Μυστικός πράκτορας;»
«Τηλεφωνικός!»
«Ελπίζω όχι σε εισπρακτική, αλλιώς θα σε σκοτώσω εγώ!»
«Κατάλαβα, μπαταχτσής!»
«Όχι, αλλά τους αντιπαθώ για λόγους αρχής!»
«Πάντως, για να σε καθησυχάσω, δεν δουλεύω σε εισπρακτική, καμιά χριστοπαναγία μπορεί να εισπράξουμε αλλά ως εκεί!»
«Κατάλαβα, υποστήριξη πελατών;»
«Είδες τι δυνατός που είσαι στο σταυρόλεξο;»
«Είμαι τελείως τσιριμπίμ-τσιριμπόμ»
«Χαχαχα, είσαι, είσαι! Εσύ με τι ασχολείσαι;»
«Αυτή τη στιγμή μιλάω μαζί σου 😋»
«Χρουμφ! 😠»
«Αμάν ζοχάδα! Καθηγητής είμαι!»
«Αχά! Πες σε ποιο λύκειο είσαι να στείλω αμέσως τους γονείς με δικράνια!»
«Ατυχήσατε, σε πανεπιστήμιο διδάσκω!»

Χαλάνδρι, Γενάρης 2024

Κάπως έτσι είχε μπει στη ζωή μου ο Μιχάλης. Στην αρχή επικοινωνούσαμε μόνο μέσω μηνυμάτων,  αλλά τον έκανα τόσο πολύ κέφι που του έδωσα το messenger και το Skype μου και στο τέλος ήμουν εγώ που του ζήτησα για πρώτη φορά να κάνουμε video κλήση και έτσι η εικόνα πίσω από το πληκτρολόγιο, πήρε σάρκα και οστά. Ψηλός, πάνω από 1,90, και γεματούλης, με ελαφρά μπάσα φωνή και γλυκό χαμογελαστό πρόσωπο, ήταν σαν αρκούδος.

Γρήγορα κατάλαβα ότι οι σπόντες που πετούσε δεν ήταν τίποτα περισσότερο από χαβαλέ, ούτε μια στιγμή δεν προσπάθησε να μπει στα βρακιά μου, παρά το γεγονός ότι είχα κρασάρει άσχημα μαζί του, και δεν το έκρυβα. Για σχέση δεν ήταν, το είχε ξεκαθαρίσει με όλους τους δυνατούς τρόπους, και άλλωστε, όσο -και παρά το crush μου- και αν δεν έδινα δεκάρα που γυρνούσε με τη μια και με την άλλη, ένας τέτοιος άνδρας δεν ήταν ακριβώς αυτό που ζητούσα σε μια σχέση.

Εγώ ήμουν τελικά εκείνη που του ζήτησα να βγούμε. Την πρώτη φορά βρεθήκαμε για καφέ σε μια από τις καφετέριες στο σταθμό του Αμαρουσίου, τη δεύτερη φορά βρεθήκαμε σε μια καφετέρια στο Χαλάνδρι, και την τρίτη φορά, ήρθε και με πήρε και κατεβήκαμε Βάρκιζα. Κάθε μα κάθε φορά που βγαίναμε περνούσα υπέροχα και η εβδομαδιαία έξοδός μας είχε γίνει για μένα το highlight κάθε εβδομάδας και εκτός από αυτό τα λέγαμε και τηλεφωνικώς τουλάχιστον μια-δυο φορές την εβδομάδα, πέραν φυσικά των μηνυμάτων στο messenger το οποίο γενικά προτιμούσε από το Skype. Με γνώρισε με κάμποσες από τις πιτσιρίκες του… πιτσιρίκες, λες κι εγώ ήμουν καμιά γριά να πούμε, τέλος πάντων. Κάποια στιγμή με κάλεσε και σε ιδιωτικό session με τη Μάνια, του είχα εκφράσει την περιέργεια να δω -και μεταξύ μας με έτρωγε και να δοκιμάσω- αλλά κώλωνα.

Νέο Ηράκλειο, Μάης 2023

Η Μάνια είναι κουκλί, δεκαεννιά χρονών, αθλήτρια του βόλεϊ, ψηλή, μαυρομάλλα και με σώμα που σκοτώνει. Και αντοχές, μεγάλες αντοχές. Ο Μιχάλης είναι γεννημένος performer και εκείνο το βράδυ έδωσε παράσταση. Η Μάνια τσιτσιδώθηκε σα να μην τρέχει τίποτα και ο Μιχάλης αρχικά την έβαλε στο pillory. Ξεκίνησε με το χέρι του και μετά έπιασε το paddle μέχρι που ο κώλος της Μάνιας είχε γίνει κατακόκκινος. Που και που σταματούσε και της έπαιζε το μουνάκι, και μετά ξεκινούσε και πάλι.

Την έβγαλε από το pillory και αφού την έβαλε και του πήρε πίπα -ο Μιχάλης με είχε προειδοποιήσει ότι το μενού περιλαμβάνει σεξ- την έδεσε πάνω στο σταυρό και της έβαλε clamps στις ρώγες και ξεκίνησε να χτυπάει απαλά τα clamps με μια βίτσα. Μετά της έβγαλε τα clamps και πήρε το flogger και άρχισε να της κάνει τα στήθη και την κοιλιά και αν η Μάνια δεν έχυσε κουβάδες να μη με λένε Μαριλίζα.

Είχα γίνει πύραυλος, είχα καυλώσει όσο δεν πήγαινε, αν μου έλεγε «κάτσε στο pillory να σε γαμήσω» θα τσακιζόμουν να του κάτσω… κανονικά, αυτό το πράγμα δεν υπήρχε περίπτωση να το αφήσω να μπει στο κωλαράκι μου, θα με άνοιγε στα δύο. Αυτό κατά πως φαίνεται δεν ήταν πρόβλημα για τη Μάνια, η οποία όταν την έλυσε γονάτισε και τον πήρε στο στόμα της και όταν του τον έκανε και πάλι κατάρτι, φόρεσε το προφυλακτικό του και αφού την πασάλειψε καλά-καλά με λιπαντικό, την πήρε από πίσω και δεν λέω, έχω δώσει κι εγώ το κωλαράκι μου και παρά τον πόνο το απολάμβανα, αλλά να έχω οργασμό με αυτό τον τρόπο, ούτε λόγος. Η Μάνια κατά τα φαινόμενα δεν είχε τέτοιους περιορισμούς σε σημείο που με έκανε να αναρωτηθώ αν η ηχομόνωση του Playroom θα ήταν αρκετή.

Το βράδυ που γύρισα σπίτι πήρα το μεγάλο μου δονητή και μου έδωσα και κατάλαβα, επιβεβαιώνοντας το ρητό περί πετυχημένης μαλακίας. Από την άλλη ωστόσο, ψεύτρα μην είμαι, μου είχε λείψει απίστευτα η επαφή σάρκας με σάρκα, το βάρος του άλλου πάνω στο κορμί μου, οι καυτές του ανάσες στο πρόσωπό μου, τα βογγητά της ηδονής του… Ο Μιχάλης πέρα από τις σπόντες του δεν είχε κάνει καμία κίνηση να μου την πέσει, αν και ήταν ολοφάνερο ότι με γούσταρε με τα χίλια. Μάλλον θα χρειαζόταν τελικά να κάνω εγώ την πρώτη κίνηση, και σας το είπα, δεν είμαι από αυτές που ντρέπονται…

Χαλάνδρι, Γενάρης 2024

Ένιωσα ξαφνικά τύψεις, πως στο διάολο κατάφερα ενώ περιμένω τον Αρίστο να σκέφτομαι το Μιχάλη; «Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που κάποιες φορές που είσαι με το Μιχάλη, σκέφτεσαι τον Αρίστο» μου έδωσε απάντηση ο εαυτός μου. Όσο και αν τα συναισθήματά μου προς τον έναν και τον άλλον ήταν διαφορετικής υφής, δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι θα μπορούσα να έχω αρχίσει να ερωτεύομαι έναν άντρα ενώ είμαι τρελά καψουρεμένη με άλλον, πώς στο διάολο το είχα καταφέρει; Πώς το λένε οι κινέζοι; «Είθε να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς και να γνωρίσεις ενδιαφέροντες ανθρώπους» και δόξα τω Θεώ, τους τελευταίους μήνες δεν είχα παράπονο.

Κοίταξα το ρολόι, με τούτα και με κείνα είχε πάει 00:30, οπότε σηκώθηκα και ντύθηκα και κίνησα για το αεροδρόμιο, στο οποίο έφτασα γύρω στις 01:00. Άφησα το αυτοκίνητο στο μικρής διάρκειας και πήγα στις αφίξεις, το αεροδρόμιο δεν κοιμάται ποτέ και παρά την ώρα είχε αρκετό κόσμο. Κοίταξα τον πίνακα ψάχνοντας την πτήση του Αρίστου, είχε καθυστέρηση μισής ώρας, η νέα ώρα άφιξης ήταν 01:30. Μην έχοντας τι να κάνω, πήγα έξω να πάρω μια σοκολάτα και κάθισα χαζεύοντας τον κόσμο που είτε περίμενε να ταξιδέψει είτε περίμενε, όπως εγώ, κάποιον δικό του να επιστρέψει. Κάπου στις 01:30 χτύπησε το τηλέφωνό μου, ήταν ο Αρίστος.

«Μωρουλίνι μου!!!!!» φώναξα ενθουσιασμένη.
«Κοριτσάρα μου!» απάντησε όχι λιγότερο ενθουσιασμένος. «Έφτασα στα πατρώα εδάφη!»
«Εδώ είμαι σε περιμένω! Κατέβηκες;»
«Ακόμα τροχοδρομεί το αεροπλάνο, νομίζω ότι θα μας πάνε κατευθείαν σε terminal και όχι σε shuttle bus.»
«Πες τους καν κάνουν πιο γρήγορα!»
«Να αρχίσω να φωνάζω τρέχα-τρέχα οδηγέ στα γεροντάματα;»
«Έχω μαζέψει ήδη 260 οπότε δε θα σχολιάσω!»
«Χαχαχα» τον άκουσα να γελάει. «Χμμμ, παρκάραμε. Λοιπόν σε κλείνω και τα λέμε σε λίγο!»
«Φιλάκια του!» είπα και με τα χίλια ζόρια δεν μπήκα ξανά μέσα τρέχοντας.

Τον είδα να βγαίνει και η καρδιά μου άρχισε πάλι τα χοροπηδητά, θεούλη μου ήταν γλύκας. Φορούσε σακάκι, χωρίς γραβάτα, είχε στην πλάτη του το σακίδιό του και με το άλλο χέρι έσερνε την βαλίτσα. Άρχισα να τρέχω προς το μέρος του ενθουσιασμένη ενώ εκείνος έβγαλε την τσάντα από τον ώμο του και χαμογελώντας από το ένα αυτί μέχρι το άλλο, μου άνοιξε την αγκαλιά του και σχεδόν χοροπήδησα μέσα της.

«Μωρουλίνι μουυυυυυυυυυυυ» φώναξα ενθουσιασμένη και φιληθήκαμε σαν να μην υπάρχει αύριο. «Μου έλειψες, μου έλειψες πολύ!»
«Κι εσύ μου έλειψες κοριτσάρα μου!»
«Πολύ-πολύ σου έλειψα;»
«Πολύ-πολύ» με διαβεβαίωσε γελαστός.
«Έχω παρκάρει στο μικρής διάρκειας. Θέλεις να κρατήσω κάτι;»
«Όχι Μαριλίζα μου, πάμε» μου είπε και αφού φόρεσε το σακίδιο ξανά στην πλάτη, πήρε το ένα χέρι μου στο δικό του ενώ με το άλλο έσερνε το βαλιτσάκι του.
«Πώς πέρασες;»
«Καλά ήταν. Πέρα από το συνέδριο που ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον είδα και παλιούς γνωστούς από τις πρώτες μέρες στη Google και φυσικά είδα και τη Φοίβη.»
«Ήσουν φρόνιμος;» τον ψευτομάλωσα αλλά η αλήθεια είναι ότι ένα τσίμπημα το είχα νιώσει όταν μου είπε ότι θα βγει μαζί της.
«Βγάλε τη σκούφια σου και βάρα με …Αλή μπαμπά!» μου απάντησε κάνοντάς με κόκκινη.
«Hey, αυτό ήταν χτύπημα κάτω απ’ τη ζώνη!»
«Και να ήταν το μόνο πράγμα κάτω από τη ζώνη…» συνέχισε το δούλεμα.
“Touché” απάντησα μη νιώθοντας ιδιαίτερα καλά. Δεν ξέρω, παρά το ανάλαφρο ύφος του έδειχνε σα να έχει πειραχτεί. Ήλπιζα να είναι ιδέα μου.
«Όπως και να έχει, στο είπα και προχθές, η Φοίβη δεν κάνει αταξίες χωρίς τον Ανδρέα, ούτε εκείνος χωρίς τη Φοίβη. Πολύ περιοριστικό, αν θες τη γνώμη μου, αλλά αφού τα έχουν βρει έτσι, ποιος είμαι εγώ να κρίνω;»
«Και πώς ήταν μετά από τρία χρόνια;»
«Δεν ήταν ακριβώς τρία, την είχα δει πέρσι σε μια εκδήλωση που έκανε το Πανεπιστήμιο Κρήτης προς τιμήν της Πέτρου -δε σου είχα πει ότι είχαμε παίξει σκάκι και σε αγώνα επίδειξης;- αλλά είχα καθίσει μόνο δυο μέρες οπότε δεν προλάβαμε να τα πούμε. Κάναμε catch-up, είχαν ανέβει και μια εβδομάδα Αθήνα προς τα τέλη Νοέμβρη αλλά ήμουν εξωτερικό οπότε δεν μπορέσαμε να βρεθούμε.»
«Αλήθεια, τη ρώτησες από που ξέρει τον Στεργίου;»
«Τι να τη ρωτήσω, αφού μας το είχε πει όταν την είχα καλέσει στο Skype, σε μια μάζωξη που είχε κάνει ένας παλιός συμφοιτητής της και κοινός γνωστός με τον Στεργίου.»
«Ναι μωρέ, δίκιο έχεις.»
«Της είπα ότι έχω ξεκινήσει να διαβάζω το paper της και ότι μου έχει βγει την ψυχή ανάποδα και μου είπε ότι μου το χρωστούσε από το τελευταίο που της είχα στείλει εγώ. Επίσης με απείλησε ότι την επόμενη φορά που θα κατέβω Ηράκλειο και δε θα την πάρω τηλέφωνο, να φύγω μετανάστης στη Μογγολία!»
«Χαχαχα, σκληρή!»
«Και που να τη δεις να παίζει σκάκι…»
«Αλλαγή θέματος, τι μου έφερες; Ε; ε; ε;»
«Θα δεις!» μου απάντησε χαμογελώντας μυστηριωδώς
«Βρε, σε πειράζω!» του είπα μαγκωμένη.
«Εγώ όχι!» μου απάντησε και μου έκλεισε συνωμοτικά το μάτι.
«Ουφ, σου πάει να με αφήσεις να βράσω στο ζουμί μου;»
«Εχμ, να συστηθούμε;»
«Τι ρωτάω κι εγώ…»
«Λοιπόν πολλά λες, πάμε σπίτι σου τώρα και αύριο το πρωί που θα ανέβουμε πάνω σε παρακαλώ να ετοιμάσεις να πάρεις μαζί σου ό,τι χρειαστεί για το γάμο το βράδυ. Αλήθεια, έχεις πάρει δώρο;»
«Όχι, έλεγα να της δώσω χρήματα.»
«Απρόσωπο αλλά χρήσιμο.»
«Ε, δεν είμαστε και κολλητές, συνάδελφος είναι και να σου πω, από το να πάρω κάτι που ίσως δεν τους αρέσει και να πεταχτεί σε μια άκρη ή να γίνει δώρο σε κάποιο άλλο γάμο, καλύτερα χρήματα να πάρουν ό,τι θέλουν.»
«Εντάξει, δεν επιμένω. Για πες μου, τι θα κάνεις τώρα με τα λεφτά που κέρδισες;»
«Αυτοκίνητο, ανακαίνιση και ίσως… ίσως πάρω και καινούργιο laptop και τα υπόλοιπα στην άκρη.»
«Θα μου τα πεις πιο αναλυτικά στο σπίτι!»

Όταν φτάσαμε σπίτι μου είπε ότι θέλει να κάνει ένα ντουζάκι και με παρακάλεσε να του φτιάξω και μια ζεστή σοκολάτα. Πήγα στην κουζίνα και έφτιαξα μια και για μένα και μετά επέστρεψα στο σαλόνι έβαλα χαμηλά μουσική, περιμένοντάς τον και όταν τελείωσε ήρθε και με βρήκε.

«Έπαιξες φλάουτο;»
«Ναι, και δε θα επιστρέψει στη ντουλάπα!»
«Επιτέλους!» μου είπε χαμογελαστός. «Και τώρα τα δωράκια σου. Το πρώτο είναι αυτό!» μου είπε και μου έδωσε μια υπέροχη μάλλινη γκρι ζακέτα με φερμουάρ και κουκούλα.
«Αχ είναι  υπέροχο, σ’ ευχαριστώ πολύ!!!!» του είπα ενθουσιασμένη και τον άρπαξα στην αγκαλιά μου και τον φίλησα.
«Δεν τελειώσαμε!» μου είπε και μου έβγαλε ένα μικρό μακρόστενο κουτί.
«Τι είναι αυτό;»
«Άνοιξέ το και θα δεις!» Μέσα στο κουτί είχε μια υπέροχη μαύρη, ιρλανδική παραδοσιακή, φλογέρα από ορείχαλκο. «Νομίζω ότι θα την καταφέρεις εύκολα!»

Χαμογελώντας σα χαζή την πήρα στα χέρια μου και την περιεργάστηκα, ήταν στο ντο και κουρδιζόμενη. Την έφερα δοκιμαστικά στα χείλη μου και έπαιξα μερικές νότες.

«Και φυσικά μαζί και ένα βιβλίο με παραδοσιακή ιρλανδική μουσική για φλογέρα!» μου είπε και έβγαλε από τη βαλίτσα και μου έδωσε το βιβλίο.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ Αρίστο μου, είναι υπέροχη. Είχα πολύ-πολύ καιρό να παίξω φλογέρα» του είπα χαμογελώντας ακόμα σα χαζή.
«Για έλα εδώ τώρα!» μου είπε και μου άνοιξε την αγκαλιά του. Έβαλα τη φλογέρα στη θήκη της και ξάπλωσα στην αγκαλιά του. «Τι ώρα είναι ο γάμος;»
«Στις 19:00, ο γάμος γίνεται στην Μυρτιδιώτισσα στον Άλιμο και μετά έχει και τραπέζι, στο Moorings, στη Βουλιαγμένη.»
«Τι θα φορέσεις;
«Θες να σου δείξω;»
«Αμέ!»
Πήγα μέσα στο δωμάτιο και έβγαλα από τη ντουλάπα το φόρεμα που είχα κατά νου, ένα όμορφο μάξι μωβ φόρεμα με μανίκια και ανοιχτό V και θα το συνδύαζα με μαύρες σατέν ψηλοτάκουνες γόβες. Φόρεσα το φόρεμα στα γρήγορα και πήγα στο σαλόνι.
«Πώς σου φαίνομαι;»
«Είσαι κουκλί!!! Κάνε μια στροφή να σε δω» μου είπε και το έκανα. «Κοριτσάρα μου εσύ!»
«Σ’ αρέσει;»
«Πολύ… όπως μου άρεσε και αυτό που φορούσες προχθές!»
«Αυτό είναι καλοκαιρινό φόρεμα Αρίστο μου και προχθές ήμασταν σε κλειστό χώρο» του είπα ελαφρά μαγκωμένη.
«Be that as it may, ήταν πολύ όμορφο!»
«Θέλεις να φορέσω εκείνο αντί γι’ αυτό;»
«Όχι βρε, απλά σου είπα ότι μου άρεσε πολύ. Πήγαινε να αλλάξεις και έλα να πιούμε τη σοκολάτα μας.»
«Ναι πάω!» του είπα και πήγα στο δωμάτιο και έβγαλα το φόρεμα και το έβαλα ξανά στη σακούλα του και το κρέμασα, μόνο που αντί για πιτζάμες, έβαλα ένα σέξι μαύρο ημιδιάφανο babydoll. «Κλείσε τα μάτια σου!» του είπα πριν μπω στο σαλόνι.
«Χμμμ… τα έκλεισα» μου είπε και πήγα και στάθηκα μπροστά του.
«Μπορείς να τα ανοίξεις.»
«Αχ, θα με πεθάνεις εσύ!» μου είπε χαμογελαστός.
«Είπαμε να το γιορτάσουμε, μισές δουλειές θα κάνουμε;» τον πείραξα και όπως καθόταν στον καναπέ πήγα και γονάτισα μπροστά του.

Του κατέβασα τη φόρμα και το μποξεράκι και χωρίς να χρονοτριβήσω πήρα το κεφαλάκι στο στόμα μου και άρχισα να το πιπιλάω και να το παίζω με τη γλώσσα. Ο Αρίστος έβαλε το χέρι του στο κεφάλι μου και με πίεσε προς τα κάτω και τον πήρα όλο στο στόμα μου, κερδίζοντας ένα ηδονικό βογγητό του. Κρατώντας με απαλά από το μαλλί μου έδωσε ρυθμό από τον οποίο κατάλαβα ότι ήθελε να τελειώσει στο στόμα μου. Απογοητεύτηκα λίγο καθώς τον ήθελα μέσα μου, αλλά έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου ακολουθώντας υπάκουα το ρυθμό του μέχρι που κοκκάλωσε μέσα μου και τελείωσε με ένα δυνατό και μακρόσυρτο βογγητό.

Αν είχα την οποιαδήποτε αμφιβολία ότι είχε κάτσει φρόνιμος όσο ήταν στο Δουβλίνο, αυτή διαλύθηκε κρίνοντας από το πόσο γρήγορα τελείωσε και κυρίως από την ποσότητα που πλημμύρισε το στόμα μου, να με πνίξει κόντεψε. Τουλάχιστον σήμερα ήταν απλά αλμυρούτσικο, ήταν κι αυτό μια μικρή παρηγοριά. Τον καθάρισα τελείως με τη γλώσσα και τα χείλη μου και δίνοντας του ένα τελευταίο φιλάκι στο κεφαλάκι, σήκωσα το βλέμμα μου προς εκείνον και στο δικό του πήρα την ανταμοιβή μου. «Εντάξει, του άρεσε!»

«Μη σταματάς, συνέχισε» μου είπε και μου πίεσε ξανά το κεφάλι. «Και δεύτερη στο καπάκι;» αναρωτήθηκα παίρνοντάς τον ξανά στο στόμα μου. Αυτή τη φορά δε μου έδωσε ρυθμό, με άφησε να το κάνω μόνη μου. Ξεκίνησα αργά, τον έβγαλα από το στόμα μου και κρατώντας τον με το χέρι μου άρχισα να διατρέχω όλο το μήκος του με τη γλώσσα μου, από το κεφαλάκι μέχρι τη βάση του. Μετά χαμήλωσα ακόμα πιο κάτω και άρχισα να του γλείφω τα μπαλάκια και μάλλον του άρεσε πολύ γιατί με πίεσε προς το μέρος τους και αυτό που ήθελε ο Αρίστος, αυτό θα του έδινα.

Πήρε το χέρι του από το κεφάλι μου και άρχισα να τον γλείφω με την ανάποδη φορά και όταν έφτασα ξανά στο κεφαλάκι, τον πήρα όλο μέσα στο στόμα μου και μετά τραβήχτηκα και πάλι απαλά, και άρχισα να ανεβοκατεβάζω το κεφάλι μου παίρνοντάς τον κάθε φορά όλο μέσα μου. Αυτό συνεχίστηκε για κανένα δεκάλεπτο και τότε με σταμάτησε.

Με σήκωσε και με έβαλε να κάτσω με τα τέσσερα στον καναπέ και αφού μου έβγαλε το εσώρουχο, γονάτισε από πίσω μου και άρχισε να με γλείφει πρώτα στο μουνάκι και μετά στο κωλαράκι. Μάλλον ήθελε το κωλαράκι μου και παρά τα όσα σκεφτόμουν το απόγευμα, δεν είπα τίποτα. Θα πονούσε σα διάολος, αλλά αν ήθελε κωλαράκι, θα έπαιρνε κωλαράκι.

Δεν ξέρω, αυτή η σπόντα που μου είχε πετάξει με τον «Αλή μπαμπά» ένιωθα μέσα μου ότι ήταν κάτι παραπάνω από ένα απλό πείραγμα, είχε ζηλέψει και αυτό με έκανε ταυτόχρονα να χαίρομαι, να στεναχωριέμαι και να θυμώνω, στην τελική εκείνος μου είχε πει να το κάνουμε Κούγκι και εκείνος που μου είχε πει «θα τσούξει Θανάση μου» όταν ο Μιχάλης του έφερε τα καλτσούνια. Ο Αρίστος σταμάτησε και πήγε να φορέσει το προφυλακτικό του. Με τράβηξε προς το μέρος του κάνοντάς με να τουρλωθώ και έκλεισα τα μάτια μου περιμένοντας το αναπόφευκτο.

Τελικά άδικα ανησυχούσα, ο Αρίστος τον έτριψε στα χείλη μου και μπήκε μέσα μου από μπροστά και Θεέ μου! Θεέ μου! Μου είχε λείψει, πόσο μου είχε λείψει. Κρατώντας με από τους γλουτούς άρχισε να κινείται πιο γρήγορα και κάθε κίνηση μέσα μου συνοδευόταν και από βογγητό μου. Που και που μου έριχνε σφαλιάρες στα κωλομέρια, κάνοντάς με ακόμα περισσότερο πύραυλο. Τελικά η πίπα που του είχα κάνει πριν τον βοήθησε να κρατηθεί για πολύ ώρα και αν και σήμερα δεν είχε κερασάκι το απολάμβανα στο έπακρο. Τα βογγητά του έγιναν πιο συχνά μέχρι που καρφώθηκε για τελευταία φορά μέσα μου και με ένα τελευταίο δυνατό βογγητό τελείωσε. Τραβήχτηκε προσεκτικά και μου έχωσε μια τελευταία παιχνιδιάρικη σφαλιάρα στα κωλομέρια.

«Μου έλειψες Μαριλίζα μου!»
«Κι εμένα μου έλειψες Αρίστο μου» του είπα ξαπλώνοντας στην αγκαλιά του. «Θες να πάμε να ξαπλώσουμε στο πάπλωμα να χουχουλιάσουμε;»
«Και οι σοκολάτες;»
«Δε θα παρεξηγηθούν αν τις πιούμε μέσα!» του απάντησα χαμογελαστή και τις πήραμε και πήγαμε μέσα. «Μη φορέσεις τη φόρμα σου σε παρακαλώ, έλα να ξαπλώσουμε αγκαλίτσα γυμνοί!»
«Ό,τι θέλει το κορίτσι» μου είπε και χώθηκα γυμνή στην αγκαλιά του κάτω από το πάπλωμα νιώθοντας πάνω μου τη ζέστη του κορμιού του. «Έχεις σκεφτεί τι αυτοκίνητο θα πάρεις;»
«Έχω φτιάξει και λίστα αλλά θέλω να τη δούμε μαζί, δεν έχω ιδέα από αυτοκίνητα. Βασικά το όνειρό μου ήταν το 500αράκι το κάμπριο και… μέχρι προχθές ήταν αυτό, όνειρο!»
«Είναι κουκλί το ρημάδι αλλά είναι πόλης. Εγώ θα σε συμβούλευα να πας σε μεγαλύτερη κατηγορία» μου είπε, και εδώ που τα λέμε αυτό μου είχε πει και ο Μιχάλης.
«Εσύ τι θα πρότεινες;»
«Αν θέλεις fiat θα πρότεινα να πας σε Panda. Από εκεί και πέρα, Yaris από Toyota, C3 σαν το δικό μου, Picanto από KIA και I20 από Hyundai.»
«Αυτά έχω βάλει και στη λίστα μου. Είχα και Fiesta και Ibiza και Twingo.»
“Not fan” μου είπε και συμπλήρωσε «δεν είναι κακά αυτοκίνητα, απλά όχι του γούστου μου.»
«Το C3 σου ποιο είναι;»
«Το C-Series, με αυτόματο κιβώτιο το οποίο στο προτείνω θερμά. Έχει ελαφρά μεγαλύτερη κατανάλωση αλλά για μέσα στην πόλη είναι ό,τι πρέπει. Ιδέα, το πρωί που θα πάμε σπίτι, πάμε να το βγάλεις μια βόλτα να δεις πως είναι. Πρέπει να κατέβω για ψώνια οπότε θα μου κάνεις τη σοφερίνα!»
«Δηλαδή σκοπεύεις να με χρησιμοποιήσεις στο έπακρο!»
«Μα είδες τι παλιάνθρωπος είμαι;»
«Βλέπω και φρίττω!» του είπα του έβγαλα τη γλώσσα.
«Όπως λέει και μια γνωστή μου, ΠΡΡΡΡΡ» μου έκανε και έσκασα στα γέλια παρά το γεγονός ότι με γέμισε σάλια.
«Σίχαμα!» τον πείραξα τρυφερά. «Τι ώρα να βάλω αύριο το ξυπνητήρι, γλυκούλη;»
«Δε χρειάζεται να βάλεις ξυπνητήρι, σπάνια ξυπνάω μετά τις 09:30, οπότε θα μας ξυπνήσω εγώ. Για πες μου τώρα, στο σπίτι τι ανακαίνιση θα κάνεις;»
«Χμμμ, όχι τρομερά πράγματα. Αρχικά θερμοπρόσοψη και αλλαγή αλουμινίων, το σπίτι έχει πολύ καλή θέρμανση και είναι κρίμα να μην έχει τόσο καλή μόνωση.»
«Θα συμφωνήσω μαζί σου. Τι άλλο;»
«Το μπάνιο, θα αλλάξω τα πλακάκια -μα τι σκεφτόντουσαν όταν πήραν αυτά τα αίσχη;- και λέω και να αλλάξω μπανιέρα, χωράει μεγαλύτερη, τι να το κάνω τόσο πεζούλι; Τέλος θέλω να ξεφορτωθώ αυτή τη βιτρίνα στο σαλόνι, τους αγαπάω τους γονείς μου αλλά το γούστο τους, Θεέ μου. Η κουζίνα θέλει ένα απλό λουστράρισμα.»
«Την κουζίνα και τη νέα βιτρίνα θα στα κάνω εγώ! Έχεις κάποιο σχέδιο κατά νου; Αν όχι, να σου κάνω εγώ μερικά να σου δείξω!»
«Μιλάς σοβαρά;» τον ρώτησα χωρίς να πιστεύω στ’ αφτιά μου!
«Εμ τι, λες να σου κάνω πλάκα; Και αν θες να πάρεις το χαζοκούτι από εδώ και να το πας στο σαλόνι, θα σου κάνω και μια όμορφη σύνθεση!»
«Μ’ αρέσει να χαλαρώνω στο κρεββάτι βλέποντας τηλεόραση, με νανουρίζει να σου πω!»
«Ό,τι θέλει το κορίτσι!» είπε και άδειασε τη σοκολάτα του. «Και τώρα ύπνο γιατί είμαι από το πρωί στο πόδι και με το ζόρι κρατάω ανοιχτά τα μάτια μου. Όνειρα γλυκά κοριτσάρα μου» μου είπε και με φίλησε τρυφερά.
«Καληνυχτούδια μωρό μου» του απάντησα και χταποδιάστηκα πάνω του. Την πρώτη φορά που τον είχα πει «μωρό μου» μου είχε ξεφύγει αλλά τσάμπα ανησυχούσα, τον Αρίστο δεν τον πείραζαν οι εκδηλώσεις τρυφερότητας, ίσα-ίσα, τις απολάμβανε. Έκλεισα κι εγώ τα μάτια μου, μέσα στην αγκαλιά του ένιωθα ζέστη και ασφάλεια και ο ύπνος δεν άργησε να με πάρει.

Το πρωί που ξύπνησα ήμουν μόνη στο κρεββάτι. Να, αυτά δε μου αρέσουν! Σηκώθηκα και έβαλα τις πιτζάμες μου και πήγα μέσα. Χτύπησα την πόρτα του μπάνιου αλλά ο Αρίστος δεν ήταν μέσα. Ούτε στην κουζίνα ήταν, ούτε στο σαλόνι! Δε μπορεί να ήταν όνειρο, στο σαλόνι ήταν ακόμα η βαλίτσα του. Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα κρατώντας δυο ποτήρια στο χέρι.

«Καλημέρα κοριτσάρα μου, πετάχτηκα απέναντι να πάρω καφεδάκια» μου είπε και σάστισε όπως όρμισα να τον αγκαλιάσω. «Απέναντι πήγα βρε, όχι μετανάστης!»
«Έλα μωρέ Αρίστο, μη μου τα κάνεις αυτά!» του είπα παραπονεμένη σφίγγοντάς τον πάνω μου.
«Ποια βρε βάσανο; Καφεδάκι πήγα και πήρα!»
«Γιατί δε με ξύπνησες;»
«Δε μου έκανε καρδιά έτσι γλυκά που κοιμόσουν!»
«Άντεεεεεε» του έκανα παραπονιάρικα.
«Είσαι μια γλύκα!»

Καθίσαμε και ήπιαμε τα καφεδάκια μας και είχα κολλήσει σα στρείδι στην αγκαλιά του, μου είχε λείψει πολύ ο γλυκούλης μου. Κάποια στιγμή πήγε να σηκωθεί και του έκανα. «ΓΚΡΡΡΡΡΡ» και βάζοντας τα γέλια κάθισε και πάλι στη θέση του.

«Ποιος κυβερνάει επιτέλους αυτόν τον τόπο, που έλεγε και ο μεγάλος;»
«Δε βαριέσαι, ένα απέραντο φρενοκομείο είναι, σύμφωνα με το …μεγάλο.»
«Εσύ θα πας μπροστά!»
«Αμέ! Και δε σου είπα και το άλλο, πέρασα το αμαρτωλό τεφτέρι σε excel!»
«Πόσες έχεις μαζέψει;»
«260, εκ των οποίων οι 30 είναι προσφορά της yours truly και άλλες 30 υπεργολαβία!»
«Και άλλες 40 οι τόκοι, τριακόσια! Μια χαρά!»
«Αυτό είναι καθαρή τοκογλυφία!» διαμαρτυρήθηκα.
«Μπορούν να γίνουν και 140, το τετρακόσια είναι εξίσου στρογγυλό!»
«Με βρήκες μικρή και με καταπιέζεις!»
«Αν δεν σε καταπιέσω εγώ, ποιος θα σε καταπιέσει;»
«Καθόλου καταπίεση, μπα ε;»
«Ε, τι πλάκα θα είχε έτσι;»
«Ε βέβαια, τι θα έλεγες; Σάμπως εσύ θα τις φας; Εγώ θα τις φάω!»
«Αυτή ήταν η ιδέα εξαρχής κοριτσάρα μου, με αλγολάγνο έμπλεξες, όχι με πρόσκοπο!»
«Και με πρόσκοπο που έμπλεξα είδα τι καλά που πήγε!»
«Τι εννοείς;»
«Ο Κώστας ήταν πρόσκοπος στα παιδικάτα του.»
«Θα μπορούσε να είναι χειρότερα, πχ σαδιστής πρόσκοπος!»
«Ο Κώστας; Ούτε καν, εδώ μια φορά του είπα να μου ρίξει μια στον κώλο και κόντεψε να μου μείνει, πιο vanilla βάζεις ένα κουτάλι και κάνεις το υποβρύχιο!»
«Αλήθεια, εσύ πως κατάλαβες ότι σε έλκει το συγκεκριμένο;»
«Άρεσε στο Διονύση το spanking.  Δε μου το είχε ζητήσει ο ίδιος, η αλήθεια είναι πως ήταν πολύ τρυφερός μαζί μου. Μου έχωνε καμιά φορά παιχνιδιάρικες στον κώλο -σιγανές, μη φανταστείς- και διαπίστωσα ότι μου άρεσαν. Μια μέρα κάναμε roll play, αυτό μωρέ της αδιάβαστης μαθήτριας, η αρχική ιδέα ήταν να του πω να με πάρει από πίσω, αλλά αντιθέτως του είπα να με δείρει στο κωλαράκι. Σάστισε για λίγο αλλά ήταν φανερό ότι του άρεσε, ειδικά όταν του είπα ότι δε θα πάθω τίποτα να ρίξει και καμιά πιο δυνατή. Ε, δεν έγινα μόνο εγώ πύραυλος, έγινε και εκείνος και μετά… μετά διαπίστωσα ότι το από πίσω μου άρεσε πολύ περισσότερο αν πρώτα είχα φάει ξυλιές… ε, και κάπως έτσι κύλισα στο βούρκο!»
«Το έχεις κάνει με άλλους;»
«Το spanking ή το άλλο;»
«Και τα δύο.»
«Spanking μόνο με Διονύση και μετά με το Μιχάλη, σαν προθέρμανση και φυσικά αυτές που μου έχεις ρίξει εσύ.»
«Το άλλο;»
«Με… με τέσσερις. Το Διονύση, τον Κώστα, εσένα και… και προχθές με το Μιχάλη» είπα και ξαφνικά ένιωσα και πάλι άσχημα. «Αν και με τον Μιχάλη θα είναι και η τελευταία.»
«Γιατί;»
«Γιατί πόνεσε πολύ, πολύ όμως! Και ο ίδιος ο Μιχάλης μου είπε ότι αυτό δεν πρόκειται να ξαναγίνει.»
«Δεν του άρεσε;»
«Μωρέ η πράξη μια χαρά του άρεσε. Το πόσο ζορίστηκα και πόνεσα δεν του άρεσε.»
«Γιατί δε σταμάτησε;»
«Προσπάθησε δύο φορές» του ομολόγησα. «Εγώ του ζήτησα να συνεχίσει.»
«Γιατί;»
«Δεν ήταν θυσία, αν με ρωτάς αυτό Αρίστο. Ήταν προσφορά, όχι για τη χαρά της πράξης, για τη χαρά της ίδιας της προσφοράς. Ναι πόνεσε, ναι, ακόμα δεν μπορώ να κάτσω καλά-καλά, που λέει ο λόγος, αλλά δε το μετάνιωσα. Ήθελα να του δώσω και του έδωσα, το έκανα με όλη μου την ψυχή. Με μάλωσε μετά, μου είπε ότι μόνο με ένα τρόπο μπορώ να του δείξω ευγνωμοσύνη, με το να περνάω όμορφα όταν είμαι μαζί του.»
«Σ’ αγαπάει, ε;»
«Ναι μ’ αγαπάει. Αρίστο… κι εγώ τον αγαπάω.»
«Δεν έπεσα από τον Άρη με αλεξίπτωτο, Μαριλίζα μου, είναι προφανές ότι τον αγαπάς.»
«Δεν σε πειράζει;»
«Αυτά που νιώθεις για τον Μιχάλη εμποδίζουν αυτά που νιώθεις για μένα;»
«Όχι» του απάντησα με σιγουριά.
«Τότε έχεις την απάντησή σου… μπούφο!»
«Είμαι και φαίνομαι!» του απάντησα και χώθηκα ξανά στην αγκαλιά του.

Ίσως τελικά να ήταν ιδέα μου και αυτό που είδα σαν μπηχτή να μην ήταν τίποτα περισσότερο από ένα απλό πείραγμα. Μακάρι να ήταν όντως έτσι. Ναι, αν μου ζητούσε να σταματήσω τα πάρε δώσε με τον Μιχάλη θα το έκανα… αλλά πλέον δε θα μου άρεσε… δε θα μου άρεσε καθόλου.


18. Η δε γυνή ίνα φοβείται τον άνδρα

Πήγα στο δωμάτιο και πήρα το φόρεμα και το παλτό με τις κρεμάστρες τους καθώς και τις γόβες που θα φορούσα το βράδυ και φυσικά και το ταξιδιωτικό μου νεσεσέρ. Προσπάθησα να σκεφτώ αν χρειάζομαι κάτι άλλο αλλά δε μου ερχόταν, οπότε με τα πράγματα ανά χείρας γύρισα στο σαλόνι που με περίμενε υπομονετικά ο Αρίστος.

«Θα πρέπει να σταματήσουμε και σε κάποιο ATM να τραβήξω χρήματα και μετά σε κάποιο βιβλιοπωλείο να πάρω ένα καλό φάκελο.»
«Για το δεύτερο δε χρειάζεται, έχω στο σπίτι φακέλους.»
«Μωρέ σκεφτόμουν κάποιο πιο φαντεζί και αστείο.»
«Εντάξει, θα σταματήσουμε και από βιβλιοπωλείο. Έτσι κι αλλιώς εσύ θα οδηγάς!»
«ΠΡΡΡΡΡΡΡ»
«Χαχαχα, είσαι γλύκα. Λοιπόν, τα έχεις μαζέψει όλα;»
«Ναι, νομίζω καλά είμαι!»
«Ωραία, πάμε!»

Περίπου σαράντα λεπτά αργότερα ήμασταν στο σπίτι του, ο Αρίστος έκανε κάτι με το κινητό του και άνοιξε η γκαραζόπορτα και μπήκαμε μέσα όπου μας περίμενε κλαίγοντας από τη χαρά της η Sadie, έκανε λες και είχε να δει τον Αρίστο τρεις αιώνες. Όχι ότι δεν πήρα το μετρικό μου, σύχρηστη έγινα, αλλά ήταν τόσο χαρούμενη που δε μου έκανε καρδιά να τη μαλώσω. Όταν μπήκαμε στο σπίτι, μαζί με τη Sadie που είχε πάρει στο κατόπι τον Αρίστο και δεν τον άφηνε να απομακρυνθεί ούτε μισό μέτρο, ακολούθησε νέος γύρος πανηγυρικών από Charlie και Sunny που, σε αντίθεση με τη Sadie, ήταν μαζί μου αρκετά πιο μετρημένοι.

Αφήσαμε τα πράγματα στο δωμάτιό του και αφού ταΐσαμε τα ζωντανά, κατεβήκαμε για να βγούμε να κάνουμε τα ψώνια που ήθελε ο Αρίστος, τα οποία συμπεριλάμβαναν τα υλικά για τη μακαρονάδα που είχα φάει τη μέρα που μιλήσαμε για πρώτη φορά και που μου είχε δηλώσει πως ήθελε δοκιμάσει. Δεν είχα οδηγήσει ποτέ ξανά στη ζωή μου αυτόματο και το πόδι μου στην αρχή έψαχνε συνεχώς το συμπλέκτη, αλλά τα λίγα χιλιόμετρα που κάναμε μέχρι να φτάσουμε στο μεγάλο Βασιλόπουλο της Εθνικής ήταν αρκετά για να με πείσουν για τη βολή του. Έβγαλα τα χρήματα που σκόπευα να κάνω δώρο από το ATM και μετά περάσαμε από ένα βιβλιοπωλείο και με λίγο ψάξιμο, βρήκα αυτό που ήθελα. Όταν επιστρέψαμε, και μιας και το βράδυ δε θα ήμασταν εκεί, βγάλαμε και τη Sadie τη βόλτα της και γυρίσαμε πήγαμε στην κουζίνα, εγώ για να φτιάξω τη μακαρονάδα και ο Αρίστος για να μου κάνει παρέα.

«Λοιπόν πώς σου φάνηκε το αυτόματο;»
«Αγόρασα, είναι απίστευτα βολικό!»
«Είναι, ειδικά για όταν κυκλοφορείς μέσα στην πόλη. Αλήθεια, πέρα από το πεντακοσαράκι, ποιο σ’ αρέσει περισσότερο;»
«Το τρίπορτο το YARIS αλλά είναι τρελοί οι γιαπωνέζοι, άκου 50.000.»
«Εχμ, φαντάζομαι ότι αναφέρεσαι στο GR. Ναι, δεν κάνει 50.000 γιατί είναι τρίπορτο και σίγουρα δε βγαίνει σε αυτόματο!»
«Ε, εμένα αυτό μ’ αρέσει πιο πολύ απ’ όλα.»
«Κοίτα το Σουμάχερ!» με πείραξε.
«Ούτε καν, απλά μου αρέσει οπτικά. Γενικά τα Yaris μου αρέσουν οπτικά πιο πολύ απ’ όλα, να φανταστείς χθες που έπαιζα διαμόρφωσα ένα που μου άρεσε, αν και μου βγήκε κομματάκι ακριβούτσικο, πάνω από 23 μαζί με το χρώμα και τα διακοσμητικά. Το πρόβλημα με το αυτόματο είναι ότι είναι διαθέσιμο μόνο για το υβριδικό μοντέλο και που θα το φορτίζω;»
«Είναι αυτοφορτιζόμενο, Μαριλίζα μου, φορτίζει με την κίνηση και το φρενάρισμα. Ο ηλεκτροκινητήρας αναλαμβάνει μέσα στην πόλη και σε χαμηλές ταχύτητες, όταν το γκαζώσεις χρησιμοποιεί τον βενζινοκινητήρα του.»
«Huh, είμαι τελείως άσχετη από αυτά.»
«Δεν πειράζει, γι’ αυτό είμαι εγώ. Λοιπόν, πάω να φέρω το tablet μου, έχω μια ιδέα για μια σύνθεση που θα ταίριαζε στο σαλόνι σου.»
«Σ’ ευχαριστώ πολύ μωρουλίνι μου» του είπα χαρούμενη.

Έβαλα την κατσαρόλα στην κεραμική εστία για να βράσω το νερό για τα μακαρόνια και ο Αρίστος πήγε να πάρει το tablet του. Είχαμε το ίδιο μοντέλο, μόνο που εγώ είχα πάρει το μικρότερο από τα τρία σε μέγεθος ενώ εκείνος είχε πάρει το μεγαλύτερο, ήταν μεγάλο σα laptop. Επίσης, σε αντίθεση με μένα, ο Αρίστος χρησιμοποιούσε πολύ τη γραφίδα, ενώ εγώ στο δικό μου την είχα βγάλει και την είχα φυλάξει στο κουτί του για να μη τη χάσω. Ο Αρίστος ζωγράφιζε και μουρμούριζε μόνος του, ήταν μια γλύκα, και έτσι όπως τον χάζευα παραλίγο να ξεχαστώ!

«Θέλεις να βάλω τη σάλτσα ξεχωριστά ή να την ανακατέψω με τα μακαρόνια;»
«Ανακάτεψέ την!» μου είπε χωρίς να σηκώσει καν το κεφάλι, είχε αφοσιωθεί πλήρως στο σχέδιο που ζωγράφιζε… για μένα! Και θα μου την έφτιαχνε και με τα ίδια του τα χέρια. Είναι ν’ απορείς που η καρδιά μου χοροπηδούσε; Έριξα τη σάλτσα στα μακαρόνια και την ανακάτεψα καλά.
«Μωρό μου, το φαγητό είναι έτοιμο. Θες να σερβίρω;»
«Δώσε μου πέντε λεπτάκια ακόμα… εεεπ… μην κλέβεις, θα το δεις όταν τελειώσω!» Τουλάχιστον δεν έγραψε κι άλλο το κοντέρ, κάτι είναι κι αυτό!

Αν αυτό που μου έδειξε ήταν κάτι πρόχειρο, πώς θα ήταν το καλό; Εντάξει, όταν ο Θεός μοίραζε ταλέντα στον Αρίστο πρέπει να του έφυγε το καπάκι, δεν εξηγείται! Μέχρι και τους δύο καναπέδες είχε ζωγραφίσει για να μου δείξει πως θα ταίριαζε η νέα σύνθεση με τα υπάρχοντα έπιπλα.

«Είναι υπέροχο!»
«Το τραπεζάκι αν πρόσεξες δεν είναι το ίδιο με αυτό που έχετε, θα σου φτιάξω εγώ καινούργιο που να ταιριάζει μαζί τους.»
«Ούτε το τραπεζάκι ταιριάζει ούτε αυτό το φρικτό έπιπλο, βλέπεις τους καναπέδες τους διάλεξα εγώ με αυτή την ελπίδα, να ξεφορτωθούμε τη σαβούρα αλλά οι γονείς μου ήταν ανένδοτοι και το γούστο τους το διαπίστωσες φαντάζομαι!»
«Η κουζίνα πώς τους ξέφυγε;»
«Και την κουζίνα εγώ τη διάλεξα, και το τραπέζι της κουζίνας και τις καρέκλες.»
«Κόβει το μάτι σου πάντως, και μπράβο σου. Λοιπόν, σ’ αρέσει;»
«Είναι τέλειο!!!!»
«Είσαι σίγουρη ότι δε θες να βγάλεις το χαζοκούτι από την κρεβατοκάμαρα;»
«Σίγουρη, προτιμώ να βλέπω τηλεόραση χουχουλιασμένη και με νανουρίζει. Άλλωστε και το καλοκαίρι, μόνο στο υπνοδωμάτιο έχω air condition.»
«Εχμ… και γιατί δε βάζεις και στο σαλόνι;»
«Γιατί μέχρι προχθές δε μου έφταναν!»
«Έλα μωρέ που δε σου έφταναν, πόσο κάνει ένα 12άρι κλιματιστικό;»
«Τι μισθό νομίζεις ότι παίρνω;»
«Κανένα χιλιοπεντακοσάρι;» με  ρώτησε και έβαλα τα γέλια. «Όχι;»
«Τι χιλιοπεντακοσάρι μωρό μου; 970 στο χέρι παίρνω και αυτά από τον Σεπτέμβρη και μετά που έγινα team leader, μέχρι τότε έπαιρνα το βασικό. Έχω το πλυντήριο, το στεγνωτήριο, την τηλεόραση και το tablet μου σε δόσεις, βάλε ΔΕΗ, Cosmote, υγραέριο και κοινόχρηστα, βάλε ΕΝΦΙΑ, βάλε τη βενζίνη στο σαραβαλάκι, βάλε το σούπερ μάρκετ, βάλε γυμναστήριο, βάλε και τα υπόλοιπα μικροέξοδα, πόσα νομίζεις ότι μου έμεναν στο τέλος κάθε μήνα; Ευτυχώς μαζί με την αύξηση πήρα και 130 το μήνα σε κάρτα σούπερ μάρκετ καθώς και εταιρικό κινητό και μπόρεσα και πάλι να αρχίσω να βάζω ξανά στην άκρη.»
“Ooh…” έκανε ο Αρίστος μαγκωμένος.
«Μπορεί για σένα τα εβδομηνταπέντε χιλιάρικα να είναι ρέστα από το περίπτερο αλλά για μένα είναι πολύ μεγάλο ποσό.»
«Εντάξει, δεν επιμένω.»
«Σ’ αρέσει η μακαρονάδα;» ρώτησα αλλάζοντας θέμα καθώς είδα ότι δεν αισθανόταν άνετα.
«Αν κάνετε delivery θα σας προτιμήσω!» αστειεύτηκε.
«Αμέ, κάνουμε!»
«Αμάν! Πρέπει να πάμε τη μπέμπα για πλύσιμο, το ξέχασα τελείως!»
«Γιατί; Καθαρή είναι!» τον ρώτησα ελαφρά απορημένη.
«Θέλω σήμερα που θα πάμε στο γάμο τα κορίτσια μου να λάμπουν!» είπε κάνοντάς με να λερώσω τα βρακιά μου.
«Να, τέτοια μου κάνεις και με λιώνεις!» απάντησα κάνοντάς του μια παιχνιδιάρικη γκριμάτσα.

Τελειώσαμε και κατεβήκαμε, με δύο αυτοκίνητα, στο βενζινάδικο που προτιμάει ο Αρίστος όταν θέλει να τα πάει για πλύσιμο. Το παιδί μας είπε ότι το αυτοκίνητο θα ήταν έτοιμο γύρω στις τέσσερις, είχε ήδη κάμποσα αυτοκίνητα που προηγούνταν. Ο Αρίστος είχε επιλέξει το συγκεκριμένο βενζινάδικο γιατί πλύσιμο και κέρωμα το κάνουν στο χέρι και όχι με μηχανήματα, οπότε αναγκαστικά θα έπρεπε να κάνουμε υπομονή, αλλά ευτυχώς το 16:00 δε μας πέταγε έξω το πρόγραμμα, καθώς θα φεύγαμε από το σπίτι του κατά τις 18:00. Όταν γυρίσαμε σπίτι του, πήγαμε και κάτσαμε στο σαλόνι βάζοντας μουσική.

«Μαριλίζα μου, σου είχα τάξει Πόζαρ το ερχόμενο Σαββατοκύριακο αλλά θα πρέπει να κατέβουμε Κρήτη, έχω το γάμο μιας πρώτης μου ξαδέρφης και το είχα ξεχάσει!» μου είπε και αν είχα λερώσει μια φορά τα βρακιά μου πριν, η χρήση του πρώτου πληθυντικού με έκανε να τα λερώσω δέκα.
«Χαχαχα, μου είχες τάξει Πόζαρ το πρώτο Σαββατοκύριακο που δε θα είχα γάμο. Ε, θα έχω, οπότε δεν αλλάζει κάτι. Αλήθεια, μιας και το είχες ξεχάσει, θα το έχεις το σπίτι;»
«Ναι, το έχω φροντίσει εδώ και καιρό, απλά το είχα ξεχάσει όταν σου είπα για Πόζαρ. Μπορείς να πάρεις τέσσερις μέρες άδεια; Λέω να πάμε στο Ηράκλειο Πέμπτη πρωί και να φύγουμε Τρίτη βράδυ.»
«Θα μπορέσω, έχω και τέσσερις μέρες υπόλοιπο από την περσινή άδεια και ήδη γκρινιάζουν να την πάρω.»
«Και η συνάδελφος σου που παντρεύεται σήμερα, δε θα πάει γαμήλιο ταξίδι;»
«Θα πάει αλλά στα μέσα του Φλεβάρη, την Τρίτη θα είναι γραφείο οπότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Αλήθεια, δεν πρέπει να κλείσουμε εισιτήρια;»
«Δεν θα κλείσουμε, θα κλείσω, και μη με κοιτάζεις έτσι!»
«Αρίστο μου…»
«Γράψε άλλες τριάντα για αντίσταση κατά της αρχής!»
«Σοβαρά τώρα…» πήγα να πω αλλά με διέκοψε
«Και άλλες είκοσι.»
«Ουφ» είπα και σηκώθηκα να πάω να πάρω το αμαρτωλό τεφτέρι για να τις γράψω. «Οι άλλες είκοσι;»
«Γιατί είσαι ξεροκέφαλη!»
«Και αισίως φτάσαμε τις 350» είπα αφού έγραψα στο τεφτέρι. «Θα σε πιάσει το χέρι σου!»
«Μην ανησυχείς γι’ αυτό, έχω αντοχές…»
«Δεν ανησυχώ για τις αντοχές σου, για τις δικές μου ανησυχώ» είπα ξερά κάνοντάς τον να γελάσει.
«Έτσι, να σφίγγουν και οι κώλοι που …χαλάρωσαν» μου είπε κοροϊδευτικά κάνοντάς με πάλι να νιώσω ότι ήταν περισσότερο μπηχτή παρά δούλεμα.
«Αρίστο, σοβαρά τώρα, σε πείραξε που το έκανα αυτό με το Μιχάλη;» τον ρώτησα κοιτάζοντάς τον κατάματα.
«Δεν το έπιασα αυτό…» μου είπε εμφανώς τσαντισμένος.
«Συγνώμη Αρίστο μου, δε θέλω να σε νευριάσω… αλλά…»
«Αλλά, τι;»
«Νιώθω από προχθές σα να μου πετάς μπηχτές!»
«Σε πειράζω με τον ίδιο τρόπο που σε πειράζω κι άλλες φορές. Όχι Μαριλίζα, δε σου πετάω μπηχτές αλλά αναρωτιέμαι, μήπως είσαι εσύ που έχεις μετανιώσει και παίρνεις το πείραγμά μου αλλιώς;»
«Δεν το έχω μετανιώσει αλλά… αλλά νιώθω μπερδεμένη. Εννοώ… δεν είμαι σαν εσένα, δεν έχω τέτοιες εμπειρίες… νιώθω…νιώθω ενοχές.»
«Μάλιστα… Κοίτα Μαριλίζα, αυτό δεν μπορώ να σε κάνω εγώ να το ξεπεράσεις, θα πρέπει να το ξεπεράσεις μόνη σου. Αν δε μπορείς και θέλεις να το σταματήσεις, κάν’το απλά μην περιμένεις να κάνω κάτι αντίστοιχο.»
«Δε θέλω να το σταματήσω Αρίστο, αυτό είναι το πρόβλημά μου. Δε θέλω να το σταματήσω!»
«Ούτε εγώ θέλω να το σταματήσεις. Πώς να σου δώσω να καταλάβεις ότι ΔΕ θέλω να σταματάς να κάνεις πράγματα που σε γεμίζουν; Λαμβάνω κι εγώ μέρος αυτής της ενέργειας βρε χαζούλα.»
«Και τι θα γίνει στην υποθετική περίπτωση που αυτό που γεμίζει εμένα αδειάζει ταυτόχρονα εσένα;»
«Αυτό είναι που φοβάσαι Μαριλίζα ή το αντίστροφο;»
«Δεν το έχω ξανακάνει αυτό ρε Αρίστο και φοβάμαι. Ναι, δε θα έπρεπε, αλλά φοβάμαι.»
«Έλα εδώ!» μου έκανε και μου άνοιξε την αγκαλιά του και με έσφιξε δυνατά. «Μπούφο!»
«Είμαι!»
«Λοιπόν, έχουμε να πάμε σε γάμο σήμερα, δε θέλω κακές σκέψεις. Μπορείς σε παρακαλώ να μου φέρεις το tablet μου από το γραφείο;»
«Ναι μωρό μου, πάω να στο φέρω» του είπα και πήγα στο γραφείο του και του έφερα το tablet. «Τι θα κάνουμε;»
«Αρχικά θα κλείσω τα εισιτήρια για Ηράκλειο και να νοικιάσω και αυτοκίνητο… Λοιπόν, έχει την Πέμπτη το πρωί στις 08:00 και επιστροφή στην Αθήνα την Τρίτη στις 22:00 το βράδυ. Πώς σου φαίνεται;»
«Νωρίς δεν είναι;»
«Θέλω να έχουμε όλη τη μέρα διαθέσιμη!»
«Εντάξει μωρό μου.»
«Ωραία… πάμε παρακάτω… Δε μου λες, “Mihalitsianos” με h ή με “ch”; Πώς το έχεις στην ταυτότητά σου;»
«Εγώ με “ch” το γράφω αλλά να σου πω, δεν είμαι σίγουρη.»
«Πήγαινε σε παρακαλώ να μου τη φέρεις, πρέπει να γράψω το ονοματεπώνυμό σου ακριβώς όπως είναι στην ταυτότητα» μου είπε και πήγα και του την έφερα. «Το Gmail σου είναι αυτό που έχεις στο Skype?» με ρώτησε και του έγνεψα καταφατικά. «Ωραία… Τα νεύρα μου… Εντάξει, το βρήκα το κινητό σου… ΟΚ, χμμμ έχει διαθέσιμο Renegade… sold» μουρμούρισε μόνος του. «Εντάξει… ωραία, μου ήρθε η ειδοποίηση… ναι εγώ είμαι… ναι αποδέχομαι… ουφ… finished, σε λίγο θα σου έρθει και e-mail.»
«Μου ήρθε!» είπα ακούγοντας το ping του κινητού μου που είχα στο τραπεζάκι. «Να το ανοίξω;»
«Αν θες άνοιξέ το, να επιβεβαιώσουμε ότι είναι όντως το εισιτήριό σου»

Πήρα το κινητό μου και είδα τις ειδοποιήσεις και αφού επιβεβαίωσα ότι όντως μου είχε έρθει το mail με το εισιτήριο, ξάπλωσα στην αγκαλιά του και κάτσαμε έτσι ακούγοντας μουσική μέχρι λίγο πριν τις 16:00 όπου κατεβήκαμε να πάμε να πάρουμε τη μπέμπα. Όταν επιστρέψαμε ανεβήκαμε πάνω για να ξεκινήσουμε να ετοιμαζόμαστε. Αυτή τη φορά δε μπήκαμε μαζί στο μπάνιο, με άφησε να μπω μόνη μου και βρήκα ευκαιρία να κάτσω να λιώσω κάτω από το υδρομασάζ έχοντας επιλέξει θερμοκρασία που δε θα την άντεχε ο Αρίστος. Τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον αυτός ήταν ο λόγος που με άφησε να μπω μόνη μου. Δε χρειαζόταν να κάνω μασχάλες, πόδια και μπικίνι, τα είχα κάνει την Τετάρτη και ένιωσα και πάλι τύψεις γιατί όλα αυτά τα είχα κάνει πριν μου δώσει ο Αρίστος τις ευλογίες του να το κάνω Κούγκι με το Μιχάλη. «Θα πρέπει να σταματήσεις να το κάνεις αυτό», μάλωσα για ακόμα μια φορά τον εαυτό μου.

Πώς στο διάολο τα είχα καταφέρει και τους είχα και τους δυο συνεχώς στο μυαλό μου; Τελικά το both and more ήταν πιο ζόρι απ’ όσο το είχα φανταστεί. Και εδώ που τα λέμε, σάμπως και το είχα φανταστεί και ποτέ μου; Μέχρι που γνώρισα τον Μιχάλη σεξ έκανα μόνο μέσα σε σχέση ή σε ξεπέτες. Είχα ακούσει φυσικά τον όρο friends with benefits αλλά για μένα η ξεπέτα ήταν αυτό, wham bam thank you ma’am, so long and thank for all the fish, αν ήθελες κάτι πιο μόνιμο έκανες σχέση ή έμενες με την όρεξη.

Νέο Ηράκλειο, Μάιος 2023

Ήταν δυο εβδομάδες μετά το session που είχε γίνει με τη Μάνια όταν ξαναβρεθήκαμε σπίτι του για νέο session, ξανά με την ίδια, αλλά εκείνη την ημέρα μας έκατσε στραβή, η Μάνια τραυματίστηκε ελαφρά στην προπόνηση οπότε θα έπρεπε να το αναβάλουμε. Αποφασίσαμε να μην κάτσουμε μέσα και πήγαμε και κάτσαμε να τα πιούμε σε ένα κοντινό μπαράκι και ο Μιχάλης, παρά τη στραβή, δεν είχε χάσει καθόλου τη διάθεσή του, παρασέρνοντας έτσι κι εμένα.

«Δουλεύεις αύριο;»
«Όχι, είναι το Σάββατο που έχω ρεπό, γιατί;»
«Για να πιούμε!»
«Και πώς θα πάω σπίτι μου;»
«Δε θα πας!» μου είπε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι. Μου την έπεφτε; Ήθελα σαν τρελή να πηδηχτώ μαζί του, και όχι μόνο να πηδηχτώ, αλλά δίσταζα. Ο Μιχάλης δεν ήθελε σχέση κι εγώ δεν ήθελα να χάσουμε αυτό που είχαμε μεταξύ μας. Οι ξεπέτες για μένα ήταν ξεπέτες, πηδιόσουνα – εξαφανιζόσουνα.
«Καλά, θα δούμε!» είπα προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο.

Όταν γυρίσαμε σπίτι του είχα κάνει κεφάλι για τα καλά. Μέσα μου είχα το άγχος τι θα έκανα αν μου την έπεφτε αλλά τελικά παρά τα πειράγματά του δεν έγινε τίποτα. Ή μάλλον έγινε, του την έπεσα τελικά εγώ. Είχα απίστευτες καύλες και το ποτό μου είχε λύσει τις αναστολές.

«Γιατί με κοιτάζεις έτσι;» με ρώτησε και αντί για απάντηση του ρίχτηκα και πήγαν να τον φιλήσω. «Ώπα-ώπα…» μου είπε και με σταμάτησε απαλά.
«Κατάλαβα… καλοφάγωτη» είπα με την ουρά στα σκέλια θεωρώντας ότι έφαγα χυλόπιτα και όχι τίποτε άλλο αλλά δεν ήμουν και σε θέση να οδηγήσω, τρομάρα μου!
«Μαριλίζα, δε σου ρίχνω χυλόπιτα.»
«Και τι κάνεις;»
«Έχεις πιεί και σε σταματάω πριν κάνεις κάτι που θα το μετανιώσεις.»
«Μιχάλη, το μόνο που έκανε το ποτό ήταν να με λύσει. Έχω πλήρη επίγνωση του που είμαι και τι κάνω, οπότε αν δε μου ρίχνεις χυλόπιτα, σκάσε και φίλα με!»

Το έκανε, με φίλησε με τόσο πάθος που μου έκοψε την ανάσα, κάνοντάς με να λιώσω. Με το ένα χέρι άρχισε να με χαϊδεύει πρώτα στα πλάγια και μετά στο στήθος, πάνω από τη μπλούζα. Σταμάτησε για λίγο το φιλί και μου σήκωσε τη μπλούζα βοηθώντας με να τη βγάλω και λίγες στιγμές αργότερα ακολούθησε και το σουτιέν. Ξεκίνησε να με φιλάει και πάλι αλλά λίγες στιγμές αργότερα ρίχτηκε στα στήθη μου, αρχικά με τα χέρια του και στη συνέχεια με το στόμα του. Ανέβηκε ξανά προς τα πάνω και φιλώντας με στο στόμα, κατέβασε το χέρι του πιο χαμηλά, και περνώντας το μέσα από το παντελόνι μου και κάτω από το εσώρουχό μου, άρχισε να με παίζει, κερδίζοντας ένα δυνατό μου αναστεναγμό και κάνοντάς με να τεντωθώ. 

Έγειρα στην πλάτη του καναπέ και με κάποιο τρόπο κατάφερα να περάσω το χέρι μου από κάτω, να του ξεκουμπώσω το παντελόνι και να πιάσω το όργανό του στα χέρια μου. Το είχα δει πριν δύο εβδομάδες από μακριά και λίγες στιγμές αργότερα το είδα και από κοντά, από πολύ κοντά. Η μυρωδιά του και η γεύση του με ξετρέλαναν και παρά το γεγονός ότι γενικά δεν είμαι φαν της πίπας, βρέθηκα να την κάνω με τόση όρεξη που απόρησα με τον εαυτό μου.

Ο Μιχάλης ωστόσο εκείνη τη στιγμή δεν ήθελε πίπα. Με σταμάτησε και πήγαμε στο δωμάτιο του και με έβαλε κάτω και με έκανε να μιλήσω με το Θεό, μπορεί να μην ήταν η πρώτη φορά που μου έκαναν στοματικό αλλά ήταν μακράν η καλύτερη, νομίζω ότι κάποια στιγμή πρέπει να μου γύρισαν τα μάτια μου ανάποδα, έχασα πραγματικά τα αυγά και τα πασχάλια. Δεν υπήρχε περίπτωση να μη του το ανταποδώσω, όταν κατάφερα να βρω και πάλι τις ανάσες μου, χαμήλωσα και τον πήρα ξανά στο στόμα και έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου.

Του είχα πει παλιότερα ότι δε μου αρέσει να τελειώνουν στο στόμα μου οπότε, νιώθοντας την κορύφωση να έρχεται, προσπάθησε να με σπρώξει. Του έκανα τα χέρια στην άκρη και λίγες στιγμές αργότερα τέλειωσε στο στόμα μου. Ήταν μεγάλη ποσότητα για να τη μαζέψω και επειδή δεν ήθελα να καταπιώ, την άφησα να τρέξει από το στόμα μου κάνοντάς τον χάλια. Και επειδή ο Μιχάλης είναι ο Μιχάλης, στα καπάκια ξεκίνησε το δούλεμα.

«Τι φτύνεις μωρή, κουκούτσια έχει;»
«Ρε άει στο διάολο» του είπα γελώντας.
«Αντί να πάω εγώ στο διάολο δεν πας εσύ μέχρι το μπάνιο να μου φέρεις λίγο χαρτί;» Έκανα αυτό που μου ζήτησε ωστόσο δεν τον άφησα να σκουπιστεί.
“My mess” του είπα και τον καθάρισα προσεκτικά. Μετά έσκυψα και ξαναπήρα το κεφαλάκι του στο στόμα μου και το έγλειψα μέχρι που γυάλισε.
«Δεν είχαν μείνει κουκούτσια;» με πείραξε.
«Κάτι είχε μείνει, αλλά είδες; Δεν το έκανα θέμα! Αχάριστε!» είπα και του έδωσα ένα φιλάκι στο κεφαλάκι… δηλαδή τι κεφαλάκι, βοϊδοκεφάλα ήταν με τέτοιο μέγεθος.
«Παράπονο εγώ; Φωτιά να πέσει να με κάψει!»
«Σε βλέπω κάρβουνο φουκαρά μου!» τον πείραξα.

Λίγη ώρα αργότερα ακολούθησε και δεύτερος γύρος, και όχι τίποτε άλλο, αλλά με την πίπα που είχε προηγηθεί είχε και μεγάλη διάρκεια, μωρέ με έβαλε στα τέσσερα και με κοπάνισε σα χταπόδι, κάνοντάς μου ταυτόχρονα με τις χερούκλες του το κωλαράκι κόκκινο, μου έδωσε και κατάλαβα! Και μετά είχε και τρίτο γύρο, και πόσο μου είχε λείψει να νιώθω το βάρος ενός ανδρικού κορμιού πάνω μου και την ανάσα του καυτή στο πρόσωπό μου. Ομοίως μου είχε λείψει και το on top και πήγαμε να το δοκιμάσουμε αλλά με το μέγεθος του Μιχάλη είχε κάτι από παλούκωμα, βάλε και το ότι με είχε κάνει του αλατιού με το πισωκολλητό, οπότε γρήγορα το  ξαναγυρίσαμε στο ορθόδοξο. Όταν τελείωσε ένιωθα ότι δε θα μπορώ να πάρω τα πόδια μου.

«Αυτό ήταν, δε θα μπορώ να περπατήσω αύριο!» του είπα όταν τραβήχτηκε και ξάπλωσε δίπλα μου.
«Και ποδήλατο αν έχεις να κάνεις καιρό μετά πονάει ο κώλος σου από τη σέλα.»
«Δε φταίει η σέλα που δε θα μπορώ να κάτσω αύριο, SirSpanksAlot όνομα και πράγμα!» τον πείραξα.
«Έχω και το όνομα και τη χάρη!» μου είπε και σηκώθηκε να πάει να βγάλει το προφυλακτικό του.
«Μιχάλη» του είπα γυρνώντας προς το μέρος του. «Δε θέλω να χαλάσει η φιλία μας!»
«Ίσα-ίσα, μαγδάλω μου, τώρα θα φτιάξει ακόμα περισσότερο!»
«Μαγδάλω;»
«Προτιμάς το σουραύλω;»
«Κάτι πιο γλυκό, δεν;»
«Γαλακτομπούρεκο;» με ρώτησε και έσκασα στα γέλια.
«Θα προτιμήσω το μαγδάλω!»
«Κατοχυρώθηκε!»
«Αλήθεια, αύριο το πρωί τι ώρα έχει αλλαγή φρουράς;» τον πείραξα αναφερόμενη στο ότι περίμενε την Αντιγόνη.
«Δε χρειάζεται αλλαγή φρουράς, both and more!»
«Η αλεπού κοκοράκια ονειρεύεται! Βρε καλά εμένα, την Αντιγόνη τη ρωτάς;»
«Και τι το κάναμε εδώ, δημοκρατία; Μήπως θα συνδικαλιστείτε κιόλας;»
«Τόσες που είμαστε χαλαρά κάνουμε σωματείο!»
«ΠΡΡΡΡΡΡΡ» μου έκανε κάνοντάς με χάλια.

Ιπποκράτειος Πολιτεία, Γενάρης 2024

Και κάπως έτσι έγινα μαγδάλω και μπήκαν στη ζωή μου το «ΠΡΡΡΡΡ» και το “both and more” . Ορίστε, είχα δεν είχα, πάλι τον Μιχάλη σκεφτόμουν ενώ ο Αρίστος με περίμενε στο δωμάτιο. Αναστέναξα και βγήκα από την καμπίνα και φόρεσα το μπουρνούζι μου και σκούπισα με μια πετσέτα καλά τα μαλλιά μου. Βγήκα από το μπάνιο και πήγα στο δωμάτιο όπου βρήκα τον Αρίστο να κοιμάται του καλού καιρού. Χαμογελώντας σκανταλιάρικα, γδύθηκα τελείως και χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα. Του κατέβασα το εσώρουχο και τον πήρα στο στόμα μου, και όπως και τις προάλλες, catch-up έκανε προς τη μέση της πίπας. Σήκωσε το πάπλωμα και με κοίταξε και χαμογελώντας του σκανταλιάρικα ρίχτηκα και πάλι επί το έργο και με τη συνδρομή του χεριού μου δε μου πήρε ούτε μερικά λεπτά να τον νιώθω να τρεμουλιάζει και να αναδεύεται μέσα στο στόμα μου πλημμυρίζοντάς το λίγες στιγμές αργότερα. Όταν τελείωσα, του έδωσα το καθιερωμένο φιλάκι στο κεφαλάκι και ανέβηκα προς τα πάνω, και μπορεί να μην είχε φιλάκι αλλά είχε σφιχτή αγκαλίτσα παρά το γεγονός ότι ακόμα πάλευε να βρει τις ανάσες του.

«Αυτό θα πει κοιμάσαι και η τύχη σου δουλεύει!» τον πείραξα.
«Δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης, ο πλαστουργός της νιας ζωής…»
«Μη μου πεις ότι ήσουν κνίτης στα νιάτα σου!»
«Μπα, μπα; Ξέρουμε τον Οδηγητή;»
«Αναντάμ παπαντάμ. Προπάππους αντάρτης στον ΕΛΑΣ, παππούς με φυλακίσεις και εξορίες, μπαμπάς στο Πολυτεχνείο… κατά μάνα κατά κύρη, που λένε!»
«Ο παππούς μου ο Αριστοτέλης ήταν αντάρτης, σκοτώθηκε προς τα τέλη του εμφυλίου. Ζήτησαν από το μπάρμπα-Μηνά που τότε ήταν 20 χρονών παλικάρι να υπογράψει και τους έφτυσε στα μούτρα. Δεν ήμουν και ούτε υπήρξα ποτέ κνίτης, και παρόλο που έχω κάμποσες ιδεολογικές διαφωνίες, το αίμα νερό δε γίνεται.»
«Αλλαγή θέματος, δεν πας να κάνεις το ντουζάκι σου να αρχίσουμε να ετοιμαζόμαστε, πέντε και τέταρτο έχει πάει.»
«Ναι, πηγαίνω.»

Το φόρεμα που είχα επιλέξει, λόγω του πολύ ανοιχτού V και της διαφάνειας στην πλάτη, δε φοριόταν με σουτιέν και αν δεν είχα τη βοήθεια της μαμάς φύσης, η οποία με είχε προικίσει με όμορφα και γεμάτα στήθη, δεν θα το είχα αγοράσει ποτέ. Βέβαια, δεν ήμουν όπως στα δεκαοχτώ μου και παρά τη γυμναστική είχαν αρχίσει να βαραίνουν λίγο, αν και στέκονταν ακόμα αξιοπρεπώς και χωρίς μηχανική υποστήριξη· το για πόσο ακόμα θα έδειχνε, για σήμερα πάντως δεν ανησυχούσα. Φόρεσα τις παντόφλες μου και πήγα στο μπάνιο για να στεγνώσω το μαλλί μου και να βαφτώ.

«Κουκλί μου, εσύ!» είπε βγαίνοντας από την καμπίνα, κάνοντάς με να χαμογελάσω.
«Θα με αφήσεις να σου δέσω εγώ τη γραβάτα;»
«Ό,τι θέλει το κορίτσι!» μου είπε και δίνοντάς μου ένα φιλάκι στον αέρα βγήκε για να πάει να ντυθεί και όταν τελείωσα με το βάψιμο, επέστρεψα κι εγώ στο δωμάτιο. Είχε επιλέξει ένα υπέροχο μπλε νουάρ κοστούμι με γιλέκο, άσπρο πουκάμισο και φωτεινή κόκκινη γραβάτα. «Εγκρίνεις;»
«Είσαι κούκλος. Για κάτσε τώρα ακίνητος» του είπα και πήρα τη γραβάτα που είχε επιλέξει, ήταν σχετικά στενή οπότε αποφάσισα να τη δέσω με κόμπο Half Windsor. Πού ήξερα από γραβάτες; Από τον Κώστα, ποιον άλλον; Όταν τελείωσα με το δέσιμο, του την έσφιξα και τον άφησα να κοιταχτεί στον καθρέφτη.
«Πρέπει να με μάθεις κι εμένα!» μου είπε. «Εγώ ξέρω μόνο τον απλό!»
«Πολύ ευχαρίστως μωρό μου. Για φόρα τώρα το γιλέκο σου και το σακάκι σου… Αχ είσαι κούκλος, φτου φτου!»
«Αλλά τι κορίτσαρο συνοδεύω, ε;»
«Δείγμα κορίτσαρου!» του είπα κάνοντάς τον να γελάσει.
«Κορίτσαρου nonetheless!» επέμεινε. «Το φάκελο να μην ξεχάσεις!»
«Το έχω στο τσαντάκι μου μωρό μου, μην ανησυχείς!»

Η μπέμπα έλαμπε, και απ’ έξω την είχα δει όταν πήγαμε να την πάρουμε, δεν την είχα δει όμως μέσα και κάποιο αρωματικό πρέπει να έβαλαν γιατί μύριζε αδιόρατα πεύκο. Ξεκινήσαμε γύρω στις 18:00 και ο Αρίστος γκάζωσε και λίγο, οπότε φτάσαμε σε 45 λεπτά αντί για σχεδόν μια ώρα που έλεγαν οι χάρτες των …πρώην συναδέλφων του. Είχε αρχίσει να μαζεύεται αρκετός κόσμος και ομολογώ ότι ήταν λίγο περίεργο καθώς η διαφορά ηλικίας μεταξύ του Αρίστου και της yours truly είναι ολοφάνερη. Αν στο τραπέζι με βάλουν να κάτσω με συνομήλικους ο φουκαράς θα είναι σαν το θείο που τον έχουν στείλει λόγω έλλειψης χώρου στο τραπέζι με τα παιδιά.

«Γιατί γελάς εσύ, μικρή;»
«Στο τραπέζι θα είσαι σαν το θείο που τον βάλανε στο τραπέζι με τα μικρά!»
«Ορίστε, με λέει γέρο! Δεν πειράζει, παππούς ο σέξι και όποιος αντέξει!»
«Μεσήλικας είπαμε!» τον μάλωσα.

Μεσήλικας ξε-μεσήλικας, ο Αρίστος είναι γοητευτικός άνδρας με αριστοκρατική αύρα, οπότε δεν είναι να απορείς που τραβούσε πάνω του γυναικείες ματιές απ’ όλο το ηλικιακό φάσμα και ψεύτρα μην είμαι, λίγο πάνω μου το πήρα. Λίγο μετά τις 19:00 ακούσαμε τα κορναρίσματα και πέντε-δέκα λεπτά αργότερα εμφανίστηκε και η Μάχη που ήταν σαν άγγελος μέσα στο νυφικό της, κάνοντας το Γιάννη που περίμενε στα σκαλιά, στην αρχή να χαμογελάει σαν κρετίνος και μετά να σκουπίσει με μια γρήγορη κίνηση τα δάκρυά του. Ο πατέρας της Μάχης, δηλαδή δεν ήταν ακριβώς πατέρας της, πατριός της ήταν απλά τη μεγάλωσε από κοριτσάκι, την παρέδωσε στο γαμπρό και μπήκαμε μέσα.

«Ψιτ, μη σου μπαίνουν ιδέες» με πείραξε ο Αρίστος την ώρα που ο παπάς έψελνε «οἱ καθ᾿ ἕνα ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς ἑαυτόν, ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα.»
«Με τόσες που έχω μαζέψει για να σε πατήσω είμαι» του είπα χαχανίζοντας σιγά.
«Θα πέσει το ταβάνι να μας πλακώσει, αμαρτωλή!» συνέχισε το δούλεμα.
«Είμαι μια αμαρτωλή, μια τιποτένια!» του είπα κάνοντάς τον να χαχανίσει κι εκείνον με τη σειρά του και ευτυχώς ήμασταν πίσω-πίσω και δε μας γκρίνιαξε κανείς.

Όταν ήρθαν τα παρανυφάκια και μας έφεραν ρύζι, για καλό και για κακό βγήκαμε έξω όπου και καθίσαμε μέχρι και το τέλος της γαμήλιας τελετής, και αφού ευχηθήκαμε και στο ζευγάρι, μπήκαμε στο αυτοκίνητο για να κατέβουμε στο Moorings. Όταν μας πήγαν στο τραπέζι μας δεν είχε έρθει κανείς ακόμα.

«Ξέρεις με ποιους μας έχουν βάλει;» με ρώτησε.
«Δεν έχω ιδέα αλλά φαντάζομαι με άτομα από την ομάδα μου.»
«Πιτσιρίκια;»
«Οι περισσότεροι ναι, είναι μικρότεροι από εμένα.»
«Καλά θα πάει αυτό…» είπε αλλά τελικά άδικα ανησυχούσαμε, στο τραπέζι μας ήταν και άλλοι team leaders και στην ομάδα αυτή είμαι η μικρότερη, οι υπόλοιποι είναι από τριάντα και πάνω.

Ούσα αρκετά εσωστρεφής δεν είμαι από τους ανθρώπους που μιλάνε πολύ, ειδικά όταν βρίσκομαι με κόσμο, οπότε την περισσότερη ώρα αρκέστηκα στο να πιώ το ποτό μου παρακολουθώντας τη συζήτηση.

«Αλήθεια, με τι ασχολείσαι Αρίστο» τον ρώτησε ο Νίκος, ο σύζυγος της Εύας.
«Καθηγητής στο Πολυτεχνείο.»
«Σε ποια σχολή;»
«Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών.»
«Κι εγώ εκεί σπούδασα!» του απάντησε ο Νίκος ενθουσιασμένος. «Αποφοίτησα το 2006.»
«Αν είχες κάτσει ένα χρόνο παραπάνω θα με προλάβαινες καθηγητή!»
«Τι διδάσκεις;»
«Από τα προπτυχιακά αλγόριθμους και πολυπλοκότητα καθώς και υπολογισιμότητα και πολυπλοκότητα. Από τα μεταπτυχιακά υπολογιστική πολυπλοκότητα το χειμερινό εξάμηνο και φέτος θα έχω και προσεγγιστικούς αλγόριθμους και πολυπλοκότητα το εαρινό.»
«Ναι, είχα πάρει αλγόριθμους ως επιλογής στη ροή Λ, αν και η κατεύθυνσή μου ήταν ηλεκτρονικής και συστημάτων. Αλήθεια, πού έκανες διδακτορικό;»
«Στο Berkeley.»
«Ήσουν στο Berkeley; Πότε.»
«Τέλειωσα το διδακτορικό μου στα τέλη του ‘98.»
«Χαχαχα, πρόλαβες και τη Google στα ξεκινήματα, ε; Διδακτορικοί φοιτητές εκεί δεν ήταν οι δημιουργοί του;»
«Ήταν αλλά το παράτησαν… και δεν τους πήγε και άσχημα εδώ που τα λέμε!»
«Αυτό ξαναπές το. Τους γνώρισες;» τον ρώτησε και εκεί μου ξέφυγε ένα χαχανητό και ο Νίκος με κοίταξε παραξενεμένος. «Γιατί γελάς εσύ;»
«Μαριλίζα» μου έκανε συνοφρυωμένος ο Αρίστος και συμμαζεύτηκα αμέσως. «Μετά το διδακτορικό μου πήγα στη Google, οπότε ναι, τους έχω γνωρίσει.»

Νεκρική σιγή στο τραπέζι.

«Στη Google;»
«Ναι, ήμουν εκεί μέχρι το 2007 όπου επέστρεψα στα πάτρια εδάφη.»
«Γιατί;» ρώτησε απορημένος ο Νίκος.
«Γιατί… Γιατί τα πρώτα χρόνια δεν ήταν εύκολα και κάηκα. Έπειτα η εταιρία είχε πάρει μια κατεύθυνση που δε μου άρεσε κι εγώ δεν είμαι ο Don Drapper. Το οικονομικό μου το είχα λύσει, μου είχε λείψει και η οικογένειά μου αλλά και Κρήτη -από εκεί είμαι- οπότε γύρισα.»
«Και πώς και στο Μετσόβιο;» τον ρώτησε ο Νίκος.
“Cherchez la femme!” του απάντησε αφοπλιστικά ο Αρίστος.

Εκείνη την ώρα μας ειδοποίησαν ότι ήταν σειρά του τραπεζιού μας να σερβιριστεί, οπότε σηκωθήκαμε και πήγαμε στο μπουφέ. Εκεί ζορίστηκα λίγο, να τα λέμε αυτά, είχε τόση μεγάλη ποικιλία που δεν ήξερα τι να πρωτοδιαλέξω. Τελικά παίρνοντας παράδειγμα από τον Αρίστο, γέμισα και το δικό μου πιάτο και επιστρέψαμε στο τραπέζι να φάμε.

«Πάμε έξω να μου κάνεις παρέα στο τσιγάρο;» με ρώτησε όταν αποφάγαμε.
«Βεβαίως» του είπα και σηκώθηκα και φόρεσα το παλτό μου, είχε ψύχρα. «Θα μου στρίψεις κι εμένα ένα σε παρακαλώ;» τον ρώτησα όταν βρεθήκαμε μόνοι μας.
«Αμέ!» μου είπε και μου έστριψε το τσιγάρο και μου το έδωσε.
«Αρίστο μου, συγνώμη για πριν… απλά… ενθουσιάστηκα…»
«Ναι, σε παρακαλώ μη το ξανακάνεις αυτό, δε μου αρέσει να μιλάω για εκείνη την περίοδο.»
«Τόσο χάλια ήταν;»
«Όχι βρε, απλά δε θέλω να νομίζει ο κόσμος ότι πάω να το παίξω κάποιος!»
«Δεν πας να το παίξεις κάποιος, είσαι κάποιος!»
«Μαριλίζα, σε παρακαλώ…»
«Εντάξει Αρίστο μου… σου ζητώ συγνώμη.»
«Δε χρειάζεται να ζητάς συγνώμη αλλά θα σε παρακαλέσω να μην το ξανακάνεις.»
«Δεν θα το ξανακάνω, θα σε καμαρώνω στα κρυφά, ορίστε!» του είπα κερδίζοντας το χαμόγελό του.
«Έλα εδώ βρε μούτρο» μου είπε και με έσφιξε πάνω του και με φίλησε τρυφερά.

Επιστρέψαμε μέσα και καθίσαμε περιμένοντας τους νεόνυμφους να έρθουν στο τραπέζι μας για να τσουγκρίσουμε και να τους ευχηθούμε και φυσικά για να τους δώσω και το δώρο τους. Πριν έρθουμε στο γάμο φοβόμουν ότι ο Αρίστος θα βαρεθεί αλλά that was not the case, το πουλάκι μου είχε πολύ κέφι και έκανε χαβαλέ. Επιπλέον στο πρόσωπο του Στέλιου, του φίλου της Αρετής, βρήκε και άλλο ένθερμο σκακιστή, ο οποίος λέρωσε τα βρακιά του όταν ο Αρίστος του είπε για την παρτίδες με την Πέτρου, τη  Φοίβη και την κόρη της.

«Δεν ήξερα ότι παίζει και σκάκι η Πέτρου!»
«Αν παίζει λέει; Άλογο μ’ έκανε, δεν ήξερα από που μου ήρθε. Βέβαια με τη Μαρτίνου και την κόρη της βρήκε τις δασκάλες της. Η Μαρτίνου να φανταστείς στα 18 της κέρδισε τον Kramnic» είπε στον Στέλιο που βρέθηκε με το σαγόνι στο πάτωμα. «Εντάξει, αγώνας επίδειξης ήταν αλλά πόσοι μπορούν να περηφανευθούν για κάτι τέτοιο, έστω και σε αγώνα επίδειξης; Ε, η κόρη της είναι ακόμα πιο δυνατή. Το 2014 ήμουν Ηράκλειο και με είχαν καλέσει σπίτι τους και το νιάνιαρο, 12 χρονών τότε, μου ζήτησε να παίξουμε σκάκι. Φίλε τέτοιο ξύλο, ούτε τερμίτης να ήμουν. Ούτε τερμίτης! Με λιάνισε, η πιτσιρίκα.»

Ναι, όπως έχω πει το σκάκι δεν είναι ακριβώς στα ενδιαφέροντά μου αλλά περνούσε τόσο όμορφα που δεν ήθελα να τον διακόψω, οπότε κάθισα σιωπηλή στη γωνίτσα μου και τον άφησα να δώσει την παράστασή του. Ευτυχώς για τους υπόλοιπους η Αρετή, που όπως κι εγώ, δε συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του Στέλιου και του Αρίστου για το σκάκι, τους μάζεψε με τρόπο, αλλάζοντας πολύ έντεχνα τη συζήτηση και με βάση μια ερώτηση που έκανε ο Νίκος, φτάσαμε να μιλάμε για ζητήματα δουλειάς.

«Δεν ξέρω πως τα καταφέρνει, πραγματικά όμως!» είπε για μένα η Αρετή, αναφερόμενη στο ότι κατόρθωνα να ηρεμίσω πελάτες που μέχρι πριν λίγο κατέβαζαν καντήλια.
«Ο νευριασμένος πελάτης δεν βρίζει εκείνη τη στιγμή εμένα, την εταιρία βρίζει. Τους αφήνω να ξεθυμάνουν και τους μιλάω με τρόπο που δεν τους κάνει να νιώθουν ότι προσπαθώ να τους πατρονάρω.»
«Είσαι το αστέρι μας» είπε η Εύα, κάνοντάς με να κοκκινήσω. «Αν συνεχίσεις έτσι σε βλέπω προϊσταμένη σε δυο-τρία χρόνια, μη σου πω και νωρίτερα!»
«Ε, όχι δα!» πήγα να πω αλλά με διέκοψε.
«Σους εσύ, αυτό που σου λέω!»
«Χαχαχα, κάν’το τώρα που μπορείς» την πείραξε ο Αρίστος σφίγγοντάς με, έτσι όπως είχα γείρει πάνω του.
«Εμ, αυτό κάνω!» του είπε βάζοντας με τη σειρά της τα γέλια.
Τελικά καθίσαμε εκεί μέχρι περίπου τις 02:00 όπου οι υπόλοιποι του τραπεζιού άρχισαν να φεύγουν σιγά-σιγά.
«Πάμε κι εμείς;»
«Ναι Αρίστο μου, πάμε» του είπα και αφού περάσαμε από το τραπέζι των νεόνυμφων για να τους χαιρετήσουμε, πήραμε το δρόμο της επιστροφής, και μιας και οι δρόμοι ήταν άδειοι ο Αρίστος το γκάζωσε λίγο παραπάνω και  περίπου μισή ώρα πιο μετά ήμασταν στο σπίτι του και μία ώρα αργότερα στον Ιεροεξεταστή.

Ω ναι, το γιορτάσαμε!


19. The cost of doing business

Όταν παρκάραμε μας προϋποδέχθηκε η Sadie κουνώντας την ουρά της σαν παλαβή και ο Αρίστος τη συμμάζεψε ώστε να μην πηδήσει πάνω μας, με τα ρούχα που φορούσαμε δε θα πήγαινε καλά αυτό! Τα χαδάκια της τα πήρε πάντως, όπως και το μεζέ της, ένα μεγάλο κόκαλο από αυτά που τ’ αγοράζει με τους τόνους ο Αρίστος, καθώς στο στόμα της Sadie το προσδόκιμο ζωής τους μετριέται σε λεπτά. Ανεβήκαμε πάνω και ο Αρίστος πήγε στο δωμάτιο ενώ εγώ πήγα στο μπάνιο γιατί κόντευα να σκάσω.

«Δε θα αλλάξεις;» τον ρώτησα όταν επέστρεψα από το μπάνιο.
«Όχι, ακόμα. Γδύσου τελείως σε παρακαλώ» μου είπε και υπάκουσα. «Για έλα εδώ» μου είπε σε πιο επιτακτικό τόνο. Τον πλησίασα και στάθηκα γυμνή μπροστά του. «Γονάτισε» με διέταξε και γονάτισα κοιτάζοντας χαμηλά. «Σήκωσε τα μάτια σου προς εμένα. Μέχρι να σου πω αλλιώς θα με αποκαλείς κύριο και θα μου μιλάς στον πληθυντικό, κατανοητό;»
«Μάλιστα κύριε» του απάντησα καυλώνοντας μέσα σε μια στιγμή, πολύ μου άρεσε αυτό το παιχνίδι!
«Πήγαινε να καθαρίσεις το πρόσωπό σου από το make-up και γύρνα εδώ». Όταν τελείωσα επέστρεψα και, χωρίς να μου το ζητήσει, γονάτισα και πάλι μπροστά του. Μου φόρεσε ένα κολάρο στο λαιμό και έδεσε πάνω του μια λεπτή αλυσίδα. «Σήκω» δε διέταξε και σηκώθηκα όρθια και τον ακολούθησα. «Στα τέσσερα» με διέταξε και πάλι, όταν κατεβήκαμε από τη σκάλα, και τσακίστηκα να τον υπακούσω. Πήγε προς τον καναπέ με εμένα να τον ακολουθώ σα σκυλίτσα. «Βγάλε μου τα παπούτσια και τρίψε μου τα πόδια» με διέταξε και κάθισε στον καναπέ. Γονάτισα μπροστά του και του έβγαλα τα παπούτσια και άρχισα να του κάνω μασάζ τρίβοντάς του διαδοχικά τις πατούσες. Ο Αρίστος είχε γείρει στον καναπέ, είχε κλείσει τα μάτια του και είχε αφεθεί στα χέρια μου και ήταν φανερό ότι το απολάμβανε, ήταν τόσο όμορφα. «Βγάλε μου τις κάλτσες και γλείψε μου τα πόδια». Αυτό δεν το είχα κάνει ποτέ και σε κανέναν, ωστόσο δε δίστασα ούτε δευτερόλεπτο, έσκυψα, του έβγαλα τις κάλτσες και άρχισα να πιπιλάω και να γλείφω διαδοχικά τα δάχτυλά του και όταν τελείωσα με το ένα πόδι έπιασα το άλλο. Λίγη ώρα αργότερα με σταμάτησε, μου έλυσε την αλυσίδα, χωρίς να μου βγάλει το κολάρο, και μου ζήτησε να κάτσω πλάι του. «Κρυώνεις;»
«Όχι κύριε, μια χαρά είμαι.»
«Για πες μου τώρα μικρή, γιατί χαλάστηκες τόσο πολύ όταν είδες τον Κώστα;»
«Γιατί δεν ήταν μόνος του κύριε, ήταν με τη γυναίκα του και το παιδί του. Καλά, καλά δεν είχε περάσει ένας χρόνος που με χώρισε και βρέθηκε παντρεμένος και με παιδί.»
«Πότε έγινε αυτό;»
«Πέρσι το Γενάρη, στις 11 του μήνα.»
«Δεν ξεκίνησε καλά το ’23, ε;»
«Καθόλου. Μέχρι και σήμερα δεν έχω καταλάβει τι έγινε, τα Χριστούγεννα, μερικές μέρες πριν, μου έλεγε πως δεν ήξερε τι θα έκανε χωρίς εμένα.»
«Μπορεί να το έλεγε προσπαθώντας να το πιστέψει και ο ίδιος.»
«Ίσως, δεν ξέρω τι να σας πω.»
«Πιστεύεις ότι την είχε γνωρίσει από πριν;»
«Δεν ξέρω τι να πιστέψω κύριε. Ο ίδιος ορκιζόταν ότι δεν υπήρχε κάποια άλλη και ο κύριος Μανώλης, αυτός που μας γνώρισε, με διαβεβαίωσε το ίδιο.»
«Και του λόγου του πώς το ήξερε;»
«Ο κύριος Μανώλης είναι παιδικός φίλος με τον πατέρα του Κώστα και τον ξέρει από μωρό, ο Κώστας τον αποκαλούσε, και φαντάζομαι ότι συνεχίζει να τον αποκαλεί, θείο. Μου είπε ότι τον ρώτησε το ίδιο ακριβώς πράγμα κοιτάζοντάς τον στα μάτια.»
«Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο οι χωρισμοί μετά τις γιορτές, μπορεί όντως να είναι αλήθεια. Μπορεί κάλλιστα να τη γνώρισε αργότερα και να την άφησε έγκυο.»
«Η γυναίκα του πάντως έδειξε ότι αναγνώρισε το όνομά μου. «Μαριλίζα;» ρώτησε όταν ο Κώστας είπε έκπληκτος το όνομά μου.»
«Ούτε αυτό σημαίνει κάτι, κάλλιστα μπορεί να της μίλησε και για σένα.»
«Μπορεί» απάντησα διπλωματικά. «Μπορεί να είναι κι έτσι. Την επόμενη μέρα η αλήθεια ήταν ότι φλέρταρα με τη σκέψη να πάρω τον κύριο Μανώλη να τον ρωτήσω σχετικά αλλά τελικά το μετάνιωσα. Είχα πει στον Μιχάλη ότι ήθελα να πάρω το closure μου και μου είπε ότι τον είδα με το παιδί του, τι άλλο έμενε ανοιχτό για να κλείσει;»
«Δίκιο είχε.»
«Το ξέρω» ομολόγησα. «Το ξέρω, και γι’ αυτό αποφάσισα τελικά να μην το κάνω.»
«Και το βράδυ το σύμπαν σε αντάμειψε, τρόπον τινά!»
«Δεν το βλέπω έτσι, κύριε. Δεν πιστεύω ότι το σύμπαν μας χρωστάει κάτι, ούτε μας τιμωρεί όταν κάτι μας πάει στραβά, ούτε μας επιβραβεύει όταν κάτι μας πάει καλά! Ήμουν απλά τυχερή, η τύχη είναι τυφλή.»
«Αν επέλεγε δε θα ήταν τύχη» μου είπε συμφωνώντας. «Βέβαια θα μου πεις ότι θα μπορούσε κάλλιστα να επιλέγει και να είναι η δική μας αδυναμία πρόβλεψης που το κάνει τυχαίο αλλά πάει πολύ στο μεταφυσικό.»
«Είστε άθεος;»
«Αγνωστικιστής άθεος. Εσύ;»
«Το ακριβώς αντίθετο από εσάς. Πιστεύω ότι υπάρχει Θεός αλλά δεν πιστεύω πως η ύπαρξή του μπορεί να μας γίνει γνωστή με κάποιο τρόπο. Όχι ο Θεός που περιγράφουν οι θρησκείες, απλά κάποια ανώτερη δύναμη, το avatar του ζώντος σύμπαντος, αν θέλετε, που έχει συναίσθηση της ολότητάς του αλλά όχι των επιμέρους συστατικών του, με τον ίδιο τρόπο που εμείς δεν έχουμε συναίσθηση του κάθε κυττάρου.»
«Ενδιαφέρουσα προσέγγιση!»
«Σας ευχαριστώ κύριε.»
«Την τελευταία πενηντάρα θυμάσαι γιατί την έφαγες;»
«Το θυμάμαι κύριε.»
«Humor me, πες μου γιατί την έφαγες.»
«Γιατί σας είπα, με αφορμή τη δική σας τυχαία συνάντηση με τη Φοίβη, πως αν δεν μπορείτε να πάρετε το Σάββατο τα πόδια σας, θα σας φυτέψω στον κήπο. Αστείο ήταν, κύριε.»
«Ήταν;»
«Ήταν κύριε… εννοώ ότι αν μπορούσατε να κάνετε κάτι μαζί της και επιλέγατε να το κάνετε, δε θα μπορούσα να σας εμποδίσω.»
«Να το εμποδίσεις, σίγουρα δε θα μπορούσες, θα μπορούσες ωστόσο να επιλέξεις να μην το υποστείς ξανά.»
«Δε θέλω να σας χάσω από τη ζωή μου κύριε, όχι τουλάχιστον χωρίς να προσπαθήσω να το διαχειριστώ. Σας το είπα, δεν έχω την εμπειρία σας, αυτού του είδους οι σχέσεις μέχρι τώρα ήταν κάτι τελείως ξένο για μένα.»
«Εσύ από την άλλη μου στέρησες κάτι.»
«Νιώθω πολύ άσχημα που σας το στέρησα κύριε αλλά δεν το μετανιώνω.»
«Έχετε υπέροχη σχέση μεταξύ σας, ώρες-ώρες τη ζηλεύω.»
«Τη ζηλεύετε;» τον ρώτησα ξαφνιασμένη.
«Είστε φίλοι αλλά ταυτόχρονα δεν είστε απλά fuck buddies, είστε και εραστές, έχετε βαθιά συναισθήματα ο ένας για τον άλλον. Μπορεί να είσαι ερωτευμένη με διαφορετικό τρόπο με τον καθένα μας, όπως ο Μιχάλης είναι ερωτευμένος με διαφορετικό τρόπο με εσένα και τις υπόλοιπες του χαρεμιού, αλλά είστε. Εγώ… δεν ξέρω… δεν μπορώ να το κάνω αυτό.»
«Και όμως το έχετε κάνει με κάποιο τρόπο. Με τη γυναίκα σας ήσασταν ερωτευμένος αλλά σύμφωνα με εσάς τον ίδιο, είστε ακόμα ερωτευμένος με τη Φοίβη. Ίσως με διαφορετικό τρόπο με την κάθε μία αλλά…»
«Δεν είναι ακριβώς το ίδιο» με διέκοψε. «Τα αισθήματά μου προς τη Φοίβη ποτέ δεν ήταν το ίδιο δυνατά με αυτά προς τη Μυρτώ ή τη Χριστίνα. Τα δικά σας, εσένα και του Μιχάλη, διαφορετικής υφής ή όχι, είναι δυνατά. Μαριλίζα, σου είπα δεν έχω ανοσία και έχουν υπάρξει στιγμές που έχω ζοριστεί λίγο, αλλά η εναλλακτική δε μου αρέσει. Ναι, μου είπες ότι αν σου ζητούσα να διακόψεις μαζί του θα το έκανες -και σε πιστεύω- αλλά in the long run θα σε έχανα. Υπάρχει λόγος που δε ζητάω θυσίες.»
«Θέλετε να μου πείτε;»
«Σου είχα πει πως με τη Μυρτώ έκανα τα πρώτα S/m παιχνίδια. Της Μυρτούς ωστόσο δεν της άρεσαν, τα υπέμενε μόνο και μόνο γιατί ήταν ερωτευμένη μαζί μου και δεν ήθελε να μου τα στερήσει. Ξέρεις τι έγινε; Σταδιακά την κούρασαν και την έφθειραν, μέχρι που δεν άντεχε να είναι άλλο μαζί μου. Η θυσία είναι αντάλλαγμα, Μαριλίζα, και αργά ή γρήγορα έρχεται η στιγμή που το αντάλλαγμα γίνεται πιο βαρύ από το κέρδος.»
«Και αυτό που κάνετε δεν είναι θυσία;»
«Όχι Μαριλίζα μου δεν είναι θυσία, it’s the cost of doing business.»

Σηκώθηκε, έβαλε ξανά τις κάλτσες και τα παπούτσια του και μου πέρασε και πάλι το λουρί στο κολάρο. Μου έκανε νόημα να σηκωθώ, και κρατώντας με από το λουρί, κατεβήκαμε στο υπόγειο και εκεί είχε δροσούλα αλλά όταν μπήκαμε στον Ιεροεξεταστή η θερμοκρασία ήταν όπως του σαλονιού.

«Η λέξη είναι πορτοκάλι» μου είπε δένοντάς με γερά στο σταυρό με κώλο και πλάτη προς τα έξω και βγάζοντας την αλυσίδα από το κολάρο. «Επανέλαβε.»
«Η λέξη είναι πορτοκάλι, κύριε» του είπα έχοντας γίνει και πάλι μούσκεμα. Πήρε τη βίτσα και άρχισε να με χαϊδεύει αισθησιακά στα πόδια και στους γλουτούς.
«Θα μετράς δυνατά και καθαρά. Για κάθε μέτρημα που χάνεις το χτύπημα θα επαναλαμβάνεται στη διπλάσια ένταση.»
«Μάλιστα κύριε» του απάντησα.
«Το έχεις ξανακάνει αυτό;»
«Μάλιστα κύριε αν και όχι στο σταυρό, με είχε βάλει στο pillory.»
«Μάλιστα…» είπε και συνέχισε να με χαϊδεύει με τη βίτσα. Η πρώτη έπεσε απότομα, και αν και δεν ήταν ιδιαίτερα δυνατή, με ξάφνιασε
«Ένα». Η δεύτερη ήταν λίγο πιο δυνατή. «Δύο».

Μέχρι τις πρώτες δέκα δεν ήταν ιδιαίτερα δυνατές, με την εντέκατη μου έδωσε και κατάλαβα. «Έντεκα» είπα πνιχτά. Οι επόμενες ήταν και πάλι σιγανές, αλλά η εικοστή ήταν ακόμα πιο δυνατή από την εντέκατη. «Είκοσι» του είπα με μεγάλη δυσκολία, ούτε καν ήθελα να φανταστώ πως θα ήταν η διπλάσιας έντασης. Οι πρώτες με είχαν καυλώσει αλλά από τις είκοσι και πάνω είχα αρχίσει να ζορίζομαι πολύ. Δεν είχε ούτε σταθερό ρυθμό, ούτε σταθερή ένταση, και αν και πρόσεχε να μην πέφτουν απανωτές στο ίδιο σημείο, από την τριακοστή και μετά με το ζόρι κρατιόμουν και δεν έλεγα το safe word.

«Μαριλίζα, γιατί δεν λες τη λέξη;» με ρώτησε ο Αρίστος σταματώντας μετά την τριακοστή πέμπτη. Δεν του απάντησα και ήρθε και με έλυσε και με γύρισε προς το μέρος του. «Δεν έχεις να μου αποδείξεις τίποτα» μου είπε και με έσφιξε στην αγκαλιά του ενώ εγώ ξέσπασα κλαίγοντας του καλού καιρού.

Με άφησε να ηρεμίσω, μην κάνοντας τίποτε άλλο από το να με κρατάει σφιχτά και που και που να με φιλάει τρυφερά στο κεφάλι. Με άφησε και γύρισε να θαυμάσει το έργο του στους γλουτούς μου.

«Πού έχεις το κινητό σου;»
«Πάνω είναι κύριε, μέσα στο τσαντάκι μου. Αν επιτρέπετε, τι το θέλετε;»
«Να σε τραβήξω φωτογραφία.»
«Γιατί δεν το κάνετε με το δικό σας;»
«Καλώς, θα τις τραβήξω με το δικό μου και θα στις στείλω» είπε και έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του, που ακόμα φορούσε, το κινητό του. Με έβαλε να ποζάρω σε διάφορες θέσεις, τραβώντας κάμποσες φωτογραφίες. Μετά με έβαλε στα τέσσερα στο pillory και συνέχισε να με τραβάει φωτογραφίες. «Θα τις δούμε αργότερα.»
«Ό,τι θέλετε εσείς κύριε.»
«Ωραία, ωραία… θέλω να δοκιμάσουμε κάτι άλλο τώρα, εσύ θέλεις;»
«Ναι κύριε θέλω.»

Με έδεσε και πάλι πάνω στο σταυρό αλλά αυτή τη φορά με το πρόσωπο προς εκείνον. Μετά έγειρε λίγο το σταυρό στο πλάι, γέρνοντάς τον προς τα πίσω μερικές μοίρες. Μου έδεσε τα μάτια σφιχτά και απομακρύνθηκε. Δεν είχα ιδέα τι είχε στο νου του, μέχρι που ένιωσα την πρώτη σταγόνα του λιωμένου κεριού πάνω μου, κάνοντάς με να τιναχτώ. Την πρώτη φορά που μου είχε πει για κερί ο Μιχάλης τον είχα κοιτάξει σα χαζή αλλά γρήγορα διαπίστωσα ότι μου άρεσε, μου άρεσε πολύ!

Δεν ξέρω τι διαφορά είχαν τα κεριά τους, αλλά του Αρίστου ήταν πιο καυτό, έδινε πιο έντονη αίσθηση, και ήταν πιο έμπειρος από το Μιχάλη, τόσο στο που να ρίξει το κερί, όσο και στην ποσότητα, σε κάποια σημεία ήταν μια δυο σταγόνες, σε κάποια άλλα γινότανε καυτό ποτάμι. Σταμάτησε, αλλά δε με κατέβασε από το σταυρό, και όπως τα μάτια μου ήταν δεμένα, δεν ήξερα που ήταν και τι έκανε.

Γύρισε μετά από λίγες στιγμές και άρχισε να με χαϊδεύει, αρχικά με το χέρι του και στη συνέχεια με flogger, δε μπορούσε να είναι κάτι άλλο. Όπως έσερνε πάνω στα στήθη μου τις λωρίδες του flogger κατέβασε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισε να με παίζει, κάνοντάς με να σπαρταράω από την καύλα, έτσι όπως ήμουν σφιχτά δεμένη. Σταμάτησε και μου έριξε μια σιγανή σφαλιάρα στο μουνάκι, και μετά άρχισε να ρίχνει πιο δυνατές, και κόντεψα να χάσω τα μυαλά μου, δε μπορούσα να φανταστώ τόσο αβάσταχτα γλυκό πόνο, μα σάμπως μπορούσα να φανταστώ ότι θα κλιμάκωνα έτσι; Και δεν κλιμάκωσα απλά, με πήρε και με σήκωσε, σπαρταρούσα σαν το ψάρι και ένιωθα σα να με διαπερνάνε χιλιάδες βολτ, και αυτή η γλυκιά φωτιά που ξεκίνησε από τα λαγόνια μου, εξαπλώθηκε σε όλο μου το σώμα, μέχρι που έγινε αβάσταχτη, αλλά εκείνος δε σταματούσε, συνέχισε μέχρι που κόντεψε να μου κοπεί η ανάσα και εκεί ξαφνικά σταμάτησε.

«Ωχ Θεούλη μου» είπα σχεδόν ξέπνοη.
«Σου άρεσε πουτανίτσα;»
«Ήταν υπέροχο κύριε!». Δεν απάντησε, άρχισε να με χαϊδεύει και πάλι με το flogger του, μέχρι που οι ανάσες μου ηρέμισαν και έγιναν κανονικές.
«Και τώρα θα καθαρίσουμε το κερί» μου είπε, και φέρνοντας το σταυρό ξανά σε κάθετη θέση, ξεκίνησε να μου ρίχνει με τις άκρες του flogger, κάνοντάς με να χάσω και πάλι τα μυαλά μου, από τον υπέροχο κάψιμο που ένιωθα, κάθε φορά που οι άκρες των λωρίδων του σερνόντουσαν στιγμιαία πάνω στα στήθη μου, καθώς εκεί είχε στάξει και τη μεγαλύτερη ποσότητα κεριού.

Οι ρώγες μου είχαν πετρώσει και πονούσαν, αλλά πάνω που έφτανα στα όριά μου, σταματούσε για λίγη ώρα και μετά συνέχιζε κάτω από τα στήθη μου, και μετά ακόμα πιο χαμηλά. Επέστρεφε ξαφνικά και πάλι στα στήθη, κάνοντάς με να βογκάω δυνατά από τον πόνο, πόνος που είχε πάψει να είναι ηδονικός, αλλά προσπαθούσα να αντέξω, δεν ήθελα να πω τη λέξη… μέχρι που τελικά δεν άντεξα.

«Πορτοκάλι!» φώναξα και σταμάτησε αμέσως.

Ένιωθα το πάνω μέρος του κορμιού μου σα να έχει πιάσει φωτιά. Μου έλυσε τα μάτια και στάθηκε για λίγο ώστε να επιθεωρήσει το έργο του. Χαμήλωσα το βλέμμα μου προς τα κάτω και κοίταξα τα στήθη μου, ήταν κατακόκκινα. Ο Αρίστος χωρίς να μου μιλήσει, άρχισε και πάλι να με τραβάει φωτογραφίες υπό διάφορες γωνίες και όταν τελείωσε, με έλυσε από το σταυρό. Χωρίς να μου το ζητήσει, γονάτισα μπροστά του και τον αγκάλιασα σφίγγοντας τα χέρια μου πίσω από τα πόδια του.

Σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα, μου χαμογελούσε. Το κορμί μου πονούσε, έκαιγε, αλλά εκεί, γονατισμένη μπροστά του, γυμνή και ανίσχυρη, ένιωσα πληρότητα, δεν ξέρω πως αλλιώς να το περιγράψω. Δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά κάτι τέτοιο στη ζωή μου, με τον Μιχάλη ήταν παιχνίδι για την καύλα του παιχνιδιού, αυτό ήταν κάτι… ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Έγειρα το κεφάλι μου πάνω του και με χάιδεψε, κάνοντάς με να τριφτώ σα γάτα.

«Έλα μούτρο, σήκω να πάμε πάνω» μου είπε τρυφερά.
«Κύριε; Σας ευχαριστώ! Σας ευχαριστώ πολύ» του είπα ακόμα γονατισμένη κοιτάζοντάς τον στα μάτια.

Όταν πήγαμε πάνω μου έβγαλε το κολάρο και έβγαλε τα ρούχα του, κρέμασε σακάκι, γιλέκο και παντελόνι στη ντουλάπα, μένοντας μόνο με το φανελάκι που φορούσε από μέσα και το εσώρουχο του. Κάθισε στο κρεββάτι και μου έκανε νόημα να τον πλησιάσω και με γύρισε να του έχω πλάτη. Άνοιξε το κομοδίνο του και έβγαλε μια κρέμα και μου την άπλωσε στους γλουτούς και με έτριψε απαλά μέχρι η κρέμα να απορροφηθεί τελείως. Με γύρισε να τον κοιτάζω και επανέλαβε τις κινήσεις στα στήθη μου και την κοιλιά μου ενώ εγώ είχα κλείσει τα μάτια μου απολαμβάνοντας το χάδι του.

«Πήγαινε φέρε το κινητό σου σε παρακαλώ.»
«Μάλιστα, πάω» του είπα χωρίς καν να σκεφτώ αυτό το «μάλιστα». Επέστρεψα μετά από λίγο πάνω και στο χέρι του κρατούσε ένα μικρό κουτάκι.
«Δεν σε έχω δει να φοράς κοσμήματα, πέρα από τα δυο σου δαχτυλίδια, αλλά αυτό θα ήθελα να το φοράς» μου είπε και μου έδωσε το κουτάκι. «Είναι μια απλή αλυσίδα ποδιού, μη μου πάθεις έμφραγμα» με πείραξε, βλέποντας με να έχω χάσει τη μιλιά μου. Άνοιξα το κουτί, μέσα είχε μια υπέροχη χρυσή αλυσίδα, λεπτή και διακριτική. «Έλα να στη φορέσω» μου είπε και μου την πέρασε στο αριστερό πόδι, λίγο πάνω από τον αστράγαλο.
«Είναι πολύ όμορφη Αρίστο μου! Σ’ ευχαριστώ! Σ’ ευχαριστώ πολύ!» του είπα βρίσκοντας επιτέλους τη μιλιά μου.
«Σου έστειλα τις φωτογραφίες, θέλω να διαλέξεις μερικές από αυτές και να τις ανεβάσεις. Έχω φροντίσει το πρόσωπό σου να μη φαίνεται πουθενά.»
«Να τις ανεβάσω;» ρώτησα μαγκωμένη.
«Ναι, θα το ήθελα.»
«Εντάξει Αρίστο μου, θα το κάνω για σένα. Μόνο… μια χάρη.»
«Πες μου.»
«Θέλω να αναφέρω το φωτογράφο.»
«Εντάξει» μου είπε χαμογελώντας. «Να τον αναφέρεις.»
«Στο forum ή στο FetLife?»
«Και στα δύο, αλλά διαφορετικές φωτογραφίες στο καθένα.»
«Θα με ταράξουν στα μηνύματα.»
“The cost of doing business…” είπε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι.

Δεν ξέρω πως μου ήρθε, αλλά όπως ήταν καθισμένος στο κρεββάτι, γονάτισα μπροστά του και ξάπλωσα το κεφάλι μου στα πόδια του. Δεν ήταν D/s, δεν γονάτισα σα σκλάβα μπροστά στον αφέντη της, αλλά και πάλι με πλημμύρισε μια αίσθηση πληρότητας, κάτι τόσο πρωτόγνωρο που δυσκολευόμουν να βρω τις λέξεις. Εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε κανένας άλλος στον κόσμο, ένιωθα δική του, δική του και μόνο. Ο Αρίστος είχε ακουμπήσει το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου και μου χάιδευε τα μαλλιά με τις άκρες των δαχτύλων του, αν ήμουν γάτα θα χουρχούριζα! Έπλεξα τα χέρια μου πάνω στα πόδια του και ακούμπησα πάνω τους το σαγόνι μου, κοιτάζοντάς τον.

«Τι σκέφτεσαι, μούτρο;» με ρώτησε χτυπώντας με παιχνιδιάρικα με το δάχτυλο στη μύτη.
«Πόσο όμορφα νιώθω τούτη τη στιγμή» του απάντησα χαμογελαστή.
«Τι νιώθεις;»
«Δική σου!» του απάντησα ειλικρινά.
«Μούτρο, τι έχουμε πει;»
«Όχι με την έννοια πως σου ανήκω… Δεν ξέρω πως να το πω, ένιωσα την εξουσία σου και ας ήταν απλά παιχνίδι. Έπαιξες μαζί μου με τον τρόπο που ήθελες, έκανες αυτά που ήθελες, με έκανες να τελειώσω από τον απίστευτα ηδονικό πόνο, και μετά… και μετά με έφερες στα όριά μου, και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν μακάρι να είχα και άλλο να σου δώσω. Είμαι εδώ, γονατισμένη μπροστά σου, όχι σαν σκλάβα σου, όχι σαν υποτακτική σου αλλά σα Μαριλίζα… και… και νιώθω γεμάτη!»
«Πάρε με στο στόμα σου.»

Ανασηκώθηκα και τον βοήθησα να κατεβάσει το εσώρουχό του. Ήταν τέρμα καυλωμένος. Τον πήρα στο στόμα μου και σιγά-σιγά κατέβασα το κεφάλι μου μέχρι που το όργανό του έφτασε μέχρι το λαιμό. Τραβήχτηκα σιγά, μέχρι που βγήκε σχεδόν όλος από το στόμα μου. Έπαιξα για λίγο με το κεφαλάκι και τον ξαναπήρα βαθιά στο στόμα μου, αρχίζοντας να επιταχύνω σταδιακά τις κινήσεις μου. Που και που έριχνα κλεφτές ματιές, ρουφώντας με τα μάτια μου την εικόνα του, είχε κλείσει τα μάτια του, είχε γείρει το κεφάλι του προς τα πίσω και στηριζόταν στα δυο του χέρια. Έκλεισα τα μάτια μου και επικεντρώθηκα στην αφή, τη γεύση και την ακοή, οδηγός μου ήταν οι σιγανοί αναστεναγμοί του και τα ελαφρά τινάγματα του οργάνου του. Αύξησα ακόμα πιο πολύ το ρυθμό μου, και οι ανάσες του έγιναν πιο κοφτές, πιο γρήγορες, οι στεναγμοί του πιο συχνοί, πιο δυνατοί.

Τον ήθελα μέσα μου, ήθελα να με πάρει από πίσω, να με πονέσει, να με χρησιμοποιήσει για την ηδονή του, και ο Αρίστος σα να διάβασε τη σκέψη μου, με σταμάτησε και μου ζήτησε να ανέβω στο κρεβάτι και να κάτσω στα τέσσερα. Έσκυψε πίσω μου και με έγλειψε στο μουνάκι και στο κωλαράκι, κάνοντάς με να τρέμω από την προσμονή. Σταμάτησε ίσα για να πιάσει το λιπαντικό και μου το άπλωσε στο κωλαράκι. Φόρεσε το προφυλακτικό του και ήρθε και τον ακούμπησε πίσω μου. Θα με πονούσε μα ήθελα να με πονέσει! Τον οδήγησε πίσω μου και άρχισε να προσπαθεί να μπει με μικρές απαλές κινήσεις, μέχρι που κατάφερε να βάλει μέσα το κεφαλάκι, και πόνεσα και ήθελα να με πονέσει κι άλλο. Άρχισε να με σπρώχνει, και ο πόνος έγινε πιο δυνατός, πιο οξύς, και μου ξέφυγε ένα δυνατό βογγητό και ο πόνος έγινε σχεδόν αβάσταχτος, καθώς ο σφικτήρας μου του παραδινόταν, και το. «ΜΜΜΜΜ» έγινε. «ΑΑΑΑΑΑΧ»… και τότε άρχισε να κινείται. «Πόνα με! Πόνα με! Δική σου! Δική σου!»

Με τράβηξε από τους ώμους και καρφώθηκε πάλι μέσα μου, κερδίζοντας ένα ακόμα πιο δυνατό και πονεμένο «ΑΑΑΑΑΧ» και κάθισε ακίνητος για μερικές στιγμές.  Ο πόνος άρχισε να καταλαγιάζει, και όταν άρχισε να πρώτα να κινείται, και μετά να επιταχύνει, απέκτησε ηδονική χροιά, τα βογγητά μου πολλαπλασιάστηκαν και έγιναν βογγητά απόλαυσης.

Αύξησε και άλλο το ρυθμό του και ο πόνος έγινε ακόμα πιο ηδονικός, οι αναστεναγμοί μου ακόμα πιο έντονοι και όλο και επιτάχυνε, μέχρι που καρφώθηκε μέσα μου για τελευταία φορά, και το «ΑΑΑΑΧ» του συνοδεύτηκε από το δικό μου. Δεν ήταν οργασμός, ωστόσο ήταν ό,τι πιο κοντινό σε οργασμό έχω νιώσει έχοντας γαμηθεί από το κωλαράκι.

Σηκώθηκε και πήγε να πετάξει το προφυλακτικό ενώ εγώ ξάπλωσα στο κρεββάτι. Οι ρώγες μου ήταν ευαίσθητες και πονούσαν αλλά το κάψιμο που ένιωθα στο στήθος και στα μεριά μου είχε αρχίσει να καταλαγιάζει. Βέβαια στα παραπάνω είχε προστεθεί το τσούξιμο στο κωλαράκι μου αλλά ακόμα κι έτσι δεν είχε καμία σχέση με αυτό της Τετάρτης. Ο Αρίστος γύρισε μετά από λίγο, έβγαλε και το φανελάκι του και ήρθε και ξάπλωσε γυμνός δίπλα μου και κούρνιασα στην αγκαλιά του, νιώθοντας τη σάρκα του καυτή πάνω στη δική μου.

«Πώς είσαι, πονάς;»
«Πονάω λιγάκι… αλλά όπως λες κι εσύ, it’s the cost of doing business… δηλαδή ο πόνος μετά, ο πόνος κατά τη διάρκεια είναι…»
«The business itself” μου είπε διακόπτοντας με.
«Χαχαχα, ακριβώς. Αυτό που μου έκανες στο σταυρό… my Gods… ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα μπορούσα να τελειώσω με σφαλιάρες στο μουνάκι. Παραλίγο να πάω για πορτοκάλια, μου είχε κοπεί η ανάσα!»
«Δε στάθηκες στο ύψος σου, εύγε νέα μου!»
«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡ» του έκανα και έβαλε τα γέλια. «Και ευτυχώς να λες, θα έχανα το …κέρωμα!»
«Το είπα, δεν το είπα; Και τα δύο κορίτσια μου θα λάμπουν… απλά έκανα outsource το κέρωμα στο πρώτο!»
«Και στο σκούπισμα του κεριού με έστειλες για πορτοκάλια!» τον πείραξα. «Αλήθεια, πως σου ήρθε το πορτοκάλι;»
«Θα μπορούσε να είναι και μούσμουλο, η ιδέα είναι το safeword να είναι μια εύκολη λέξη που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συνδεθεί με το context της σκηνής. Εσύ τι θα διάλεγες;»
«Unabhängigkeitserklärungen» του είπα κάνοντάς τον να βάλει ξανά τα γέλια.
«Μα γιατί, συνάδει και με το context, σημαίνει διακήρυξη ανεξαρτησίας!»
«Είσαι λατρεία ρε μούτρο! Λατρεία!»
«Παρόλο που είμαι ένα μέτρο και ένα μίλκο;»
«Υπερβολές… σιγά μην είσαι και ένα ολόκληρο μίλκο, μισό και πολύ σου πάει!» με πείραξε κάνοντάς με να βάλω με τη σειρά μου τα γέλια. Και εκεί τον έπιασε ο διάολος και άρχισε να με γαργαλάει. «Δε σταματάω αν δε μου πεις una…. πως στο διάολο το είπες!»
«Μηηηηηη έλεος! Έλεος!!! UnabhαΧαχαχαΧαχαχα μηηηηηηηη πορτοκάλι! Πορτοκάλι!»
«Μωρέ θα πεις το δεσπότη Παναγιώτη» είπε μη δείχνοντας κανένα έλεος.
«ΠαΧαχαχα ΠαναΧαχαχαΧαχαχα.»
«Παναχαϊκή;»
«Μηηηηη Χαχαχαχαχα μηηηηηηηηηηη ΠαναΧαχαχα ΠαναγιώΧαχαχαχα Παναγιώτης!»
«Unamatata or it never happened.»
«Χαχαχα unaΧαχαχαχα unamatata! Unamatata!» κατάφερα να του πω με τα πολλά,  και με ένα μεγαλοπρεπέστατο «ΠΡΡΡΡΡΡ» που με γέμισε σάλια, με άφησε να βρω τις ανάσες μου.
“Who da boss?”
“You da boss!!! You da boss!!!” του είπα ακόμα λαχανιασμένη.
«Λοιπόν, ύπνο τώρα!» μου δήλωσε και με φίλησε τρυφερά. «Καληνύχτα μούτρο!»
«Καληνύχτα μωρό μου» του είπα και χταποδιάστηκα ξανά πάνω του.
«Α, που σε, αν αύριο το πρωί σηκωθείς και δε με βρεις στο κρεβάτι, μην πας Νικολούλη, έτσι; Κάπου εδώ θα τριγυρνάω!»
«ΠΡΡΡΡΡ» του έκανα στο γυμνό του στήθος και σφίχτηκα πάνω του.
«Είσαι λατρεία!»

Τον Αρίστο ο ύπνος τον πήρε σχεδόν αμέσως αλλά η γλυκιά υπερένταση που ένιωθα δε με άφηνε να κάνω το ίδιο. «Το πρώτο μας session» σκέφτηκα μέσα μου. Με τον Μιχάλη είχε γίνει τελείως διαφορετικά, είχαμε ορεξούλες, και όταν άρχισε το μπαλαμούτι, πέταξα την ιδέα να κάνουμε session.

Νέο Ηράκλειο, Ιούνης 2023

Δούλευα εκείνο το Σάββατο και μόλις είχα μπει στο σπίτι κουρασμένη με σκοπό να σωριαστώ και να χαζέψω στην τηλεόραση όταν χτύπησε το messenger.

«Βρε βρε, ο κύριος Γερωνυμάκης! Πώς και μας θυμηθήκατε;»
«Πότε προλάβαμε να ξεχαστούμε δεσποινίς Μιχαλιτσιάνου; Προχθές μιλήσαμε!»
«Ρε άσε τα σάπια, πάλι με κάποια μικρούλα τριγύριζες!»
«Εμ με ποια θα τριγύριζα, με τη θεια της; Και άλλωστε, αν θέλω πουρό, ένα τηλέφωνο μακριά είσαι!»
«Βρε άντε στο διάολο που θα με πεις πουρό, 24 χρονών μπουμπούκι!»
«Γκούχου-γκούχου!»
«Μη μου κάνεις εμένα το φθισικό! Άντε, σχεδόν 24 μισό!»
«Όπως σου είχα πει και προχθές, η Αντιγόνη έχει διάβασμα, γράφει τη Δευτέρα.»
«Μπα, και σου τελείωσαν οι μικρούλες;»
«Τι να πω, σήμερα είμαι σε milf mode!»
«Ρε άντε στο διάολο, δις!!» του είπα σκασμένη και πάλι στα γέλια.
«Θα πάμε κι εκεί, σε καμιά εκατοστή χρόνια!»
«Φιλόδοξος!»
«Είμαι, ωστόσο σκεφτόμουν κάτι πιο βραχυπρόθεσμο, και που να ταιριάζει και με την ηλικία σου, έλεγα να σε πάω ντισκοτέκ σήμερα! Back to ‘70s babe!»
«Και αυτό ταιριάζει με την ηλικία μου, ρε γάιδαρε;»
«Έχω το δικαίωμα να μη μιλήσω! Λοιπόν, άσε τα πολλά, ο χρόνος είναι χρήμα και είσαι και μεγάλη γυναίκα!»
«Ρε άντε στο διάολο, τρις! Τι ώρα θα περάσεις;»
«Κατά τις έντεκα λέω, να έχεις πιει και το χαμομήλι σου!»

Είχαμε περάσει πολύ όμορφα, μέχρι και στην πίστα είχα καταφέρει να τον φέρω και πήρα το αίμα μου πίσω, χορεύει σαν ξεκούρδιστος, αλλά ο Μιχάλης δε δίνει δεκάρα για κάτι τέτοια, δέχεται το δούλεμα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το κάνει. Φύγαμε κατά τις 04:00 το πρωί και αμφότεροι είχαμε τέτοιες καύλες που αρχίσαμε το μπαλαμούτι από το πρώτο φανάρι!

«Εκεί που έχετε βάλει το χέρι σας μεσιέ δεν είναι η 5η!»
«Τι να πω, μου γλίστρησε» άρχισε το δούλεμα έχοντας νιώσει μια ελαφρά υγρασία στο χέρι του. Δηλαδή rainforest σε εποχή μουσώνων ήταν, αλλά λέμε τώρα! «Σπίτι μου ή σπίτι σου;»
«Σπίτι σου, είσαι φωνακλάς!»
«Ενώ εσύ είσαι η Μαρία της σιωπής να πούμε!»
«Τώρα μιλάμε για τα δικά σου χαΐρια, ανεπρόκοπε!»

Αρχίσαμε να πετάμε τα ρούχα μας σχεδόν από την είσοδο, μέχρι να πάμε στο κρεββάτι είχαμε μείνει τσίτσιδοι. Τον πήρα για λίγο στο στόμα μου, με έγλειψε κι εκείνος λίγο, φόρεσε το προφυλακτικό, με έβαλε να κάτσω στα τέσσερα και μου έριξε μια γερή στα μεριά, και εκεί μου ήρθε η ιδέα.

«Stop! Θέλεις να πάμε μέσα να παίξουμε;»
«Ξεκινάμε με δέκα στο κωλαράκι γιατί μου το είπες αφού φόρεσα το προφυλακτικό!»
«Σκληρός καριόλης, μ’ αρέσεις!»
«Στην περίπτωσή μας, σκληρός γαμιόλης, σου έχω κάτσει!»
«Σωστό και αυτό!» του είπα και σηκωθήκαμε και πήγαμε στο play room.
«Μαντάμ, για γκελ μπουρντά!» μου είπε δείχνοντάς μου το pillory και έκατσα στα τέσσερα περνώντας κεφάλι και χέρια από τις τρύπες του. Το έκλεισε από πάνω και πήγε από πίσω μου. «Paddle ή βίτσα;»
«Paddle για αρχή και βλέπουμε.»
«Λοιπόν, το safeword είναι η λέξη Unabhängigkeitserklärungen» μου είπε και έσκασα στα γέλια. «Τι γελάς μωρή, υπάρχουν και μεγαλύτερες λέξεις!»
«Διακήρυξη ανεξαρτησίας;»
«Αμ, το είχα ξεχάσει ότι μου είσαι και γερμανομαθής!»
«Οι Γερμανοί είναι φίλοι μας!»
«Λοιπόν, στα σοβαρά τώρα, αν δεις ότι δεν αντέχεις θα πεις STOP.»
«Εντάξει Μιχαλιό μου.»
Άρχισε να μου ρίχνει με το χέρι του, ξεκινώντας από σιγανές και κλιμακώνοντας σταδιακά την ένταση. «Θέλω να μετράς» μου είπε και μου έριξε την πρώτη με το paddle. Έτσουξε λίγο παραπάνω απ’ ότι το χέρι, αλλά ήταν ακόμα πιο καυλωτικό. «Ένα» του είπα, και μετά έπεσε και δεύτερη, και τρίτη, φτάσαμε στις 30 και ένιωθα το κωλαράκι μου να πετάει φωτιές, για να μην πω τις απίστευτες καύλες που ένιωθα.
«Θέλεις βίτσα;»
«Εσένα θέλω!» του είπα. «Από μπροστά!!!» βιάστηκα να διευκρινίσω μην έχουμε καμιά δυσάρεστη έκπληξη.
«Κοτάρα!»
«Είμαι και δε φιλοδοξώ να κάνω αυγά στρουθοκάμηλου!»

Έτριψε το Διαμαντή στο μουνάκι μου, ναι είχα μάθει πως τον έλεγε από τις πρώτες συζητήσεις που είχα κάνει μαζί του, και μπήκε μέσα μου κάνοντάς με να ξεφωνίσω από την καύλα. Συνήθως όταν με παίρνει στα τέσσερα με κοπανάει σα χταπόδι, αυτή τη φορά οι κινήσεις του ήταν πιο αργές, είχε γίνει και του λόγου του πύρκαυλος, το πουλάκι μου, και δεν ένιωθε ότι θα αντέξει αν με πηδούσε με τo συνήθη φρενήρη του ρυθμό.

Όπως και να έχει σε λίγο ουρλιάζαμε και οι δύο σαν ξαναμμένα σκυλιά, και αυτή τη φορά δεν είχε απλά κερασάκι, κερασιά ολόκληρη είχε, και όταν κατάλαβε ότι τελείωσα άρχισε να κινείται ακόμα πιο γρήγορα και μέχρι να τελειώσει ήμουν έτοιμη για σερβίρισμα με λαδορίγανη και ουζάκι.

«Μπα π’ ανάθεμά σε, θα με διαλύσεις!»
«Γι’ αυτό προτιμάω τις μικρούλες που έχουν αντοχές και όχι αρθριτικά!»
«Ρε άντε στο διάολο» του είπα κοντεύοντας να πνιγώ από τα γέλια!
«Δε μου λες, θες να δοκιμάσουμε κερί;» με ρώτησε βοηθώντας με να σηκωθώ από το pillory.
«Κερί;» τον ρώτησα με γουρλωμένα μάτια.
«Ναι ρε, και έχω πάρει και κάτι καινούργια χρωματιστά, θα σε κάνω άντρα!»
«This ought to be interesting. Πώς θα γίνει;»
«Θα τα ανάψω και θα τα στάξω πάνω σου, πώς αλλιώς θα γινόταν;»
«Άλλο ρωτάω βρε, που να κάτσω;»
«Στο σταυρό. Για γκελ μπουρντά!»

Με έδεσε πάνω στο σταυρό και τον έγειρε λίγο στο πλάι. Με άφησε και πήγε και πήρε τέσσερα διαφορετικού χρώματος κεριά και τα άναψε, αφήνοντάς τα να κάψουν. Μετά ήρθε και μου έδεσε τα μάτια ώστε να μην ξέρω πότε θα στάξει το κερί πάνω. Η πρώτη καυτή στάλα που έπεσε πάνω μου με έκανε σχεδόν να χοροπηδήσω, η αίσθηση ήταν υπέροχα δυσάρεστη.

 Άρχισε να μου στάζει σε διάφορα σημεία του στήθους μου, κοντά και δίπλα από τις ρώγες, αν και όχι πάνω τους, και μετά στην κοιλιά, με μετά στα μπούτια και στην περιοχή γύρω από το μουνάκι. Είχα καυλώσει και πάλι απίστευτα, και ας με έκανε μετά και ξιδάτη από το κοπάνισμα.

Ναι, ο μεσιέ είχε άλλα σχέδια, ξάπλωσε τελείως το σταυρό και γονάτισε και άρχισε να με παίζει με τη γλώσσα του, το οποίο συνοδευόταν και από στάξιμο κεριού, στο στήθος μου κυρίως, και δε μου χρειάστηκαν ούτε μερικά λεπτά για να πω τα κεράσια μούσμουλα, μωρέ ευτυχώς που δεν είχαμε πάει σπίτι μου, θα ερχόντουσαν οι υπόλοιποι ένοικοι με δικράνια και θα μας καίγαν ζωντανούς!

Μου έλυσε τα μάτια και στάθηκε δίπλα μου όρθιος, και έχοντας με ακόμα δεμένη στα χέρια και στα πόδια, με κράτησε από το κεφάλι και άρχισε να μου γαμάει το στόμα για κάμποση ώρα. Όταν ένιωσε το τέλος να έρχεται, μου ζήτησε να κλείσω τα μάτια και έχυσε στο πρόσωπό μου.

«Πού πας βρε αχρείε, δε θα με σκουπίσεις;»
«Χαρτί πάω να φέρω μωρή παλαβή, με τι να σε σκουπίσω, με τα χέρια;»
«Θα μπορούσες να με λύσεις πρώτα!»
«Και τι πλάκα θα είχε έτσι;»

Θα τον πνίξω!!!!

Οκ, θα χρειαζόμουν σκάλα!

Ιπποκράτειος Πολιτεία, Γενάρης 2024

Πόσο διαφορετικό ήταν αυτό που είχε γίνει σήμερα! Ξεκίνησε με προσομοίωση τυπολατρικού του D/s, να του μιλάω στον πληθυντικό και να του λέω μάλιστα, και εξεπλάγην από το πόσο καλά δούλεψε, ακόμα και σ’ εμένα, που το D/s είναι one step too far. Με έκανε να νιώσω δική του, με έκανε να νιώσω κτήμα του, και δε χρειάστηκε τίποτα περισσότερο από το να μου περάσει ένα κολάρο στο λαιμό και να μου υπαγορεύσει το πως θα έπρεπε να συμπεριφερθώ.

Επιπλέον, και σε αντίθεση με τον Μιχάλη που πάντα παίζαμε όσο αυτό με καύλωνε, και που πάντα σταματούσε αμέσως με το που άρχιζα να ζορίζομαι, ο Αρίστος συνέχισε, μέχρι που πήρε αυτό που ήθελε τις δύο πρώτες φορές και φτάνοντάς με να πω το safeword, την τρίτη.

Σε αυτό που έμοιαζαν και οι δύο πάντως ήταν στο after care, αν και ο καθένας με το δικό του τρόπο, ο Μιχάλης κάνοντας χαβαλέ και ο Αρίστος με τρυφερότητα. Μέχρι χθες το βράδυ σκεφτόμουν να του πω αν γίνεται να μη με πάρει από πίσω, αλλά με τον που το αντίκρυσα στο αεροδρόμιο αυτή η σκέψη έγινε καπνός, και όταν μου ζήτησε να κάτσω στα τέσσερα, υπάκουσα χωρίς να ξέρω ότι είχε κάτι άλλο στο μυαλό του.

Όσο για σήμερα… ήταν σα να διάβασε την επιθυμία μου. Με τον Μιχάλη ήταν τελείως διαφορετικό, και όχι επειδή χρειάστηκαν μεγαλύτερες αντοχές. Στον Μιχάλη πρόσφερα το σώμα μου με τον τρόπο που επιθυμούσε. Στον Αρίστο δεν πρόσφερα το σώμα μου, ένιωθα δική του, επιθυμούσα να με χρησιμοποιήσει ως δική του, να πάρει από εμένα, όχι να του δώσω.

Θα μου πεις ρε Μαριλίζα, παίρνει αυτό που είσαι διατεθειμένη να δώσεις, αλλά δεν αλλάζει κάτι. Μπορεί να θεωρώ το D/s one step too far αλλά δεν πέφτω στο λογικό σφάλμα να αφορίσω τις έννοιες «κατίσχυση», «κυριαρχία», «υποταγή» και «επιβολή» επειδή δεν έχουν την ίδια ακριβώς σημασία με τον εκτός BDSM κόσμο. Και είναι λογικό σφάλμα, ακριβώς της ίδιας φύσης με αυτό του να επικρίνεις τα ήθη των παλαιότερων κοινωνιών. Να κρίνεις ναι, να επικρίνεις όχι.

Κατά τα φαινόμενα δεν ήμουν η μόνη που ζοριζόταν με την ύπαρξη και άλλων στην ερωτική μας ζωή. Και για μένα ήταν απλά σε θεωρητικό επίπεδο, ο Αρίστος δεν είχε βρεθεί μέχρι στιγμής με κάποιαν από τις play partners του. Για εκείνον ωστόσο δεν ήταν καθόλου θεωρία, εν ολίγοις μου ομολόγησε πως ώρες-ώρες ζοριζόταν με το Μιχάλη. Δεν ήθελα να σταματήσω τις αταξίες μαζί του, και θα το έκανα αν μου το ζητούσε, ωστόσο είχε δίκιο, αν το έκοβα θα μου στοίχιζε.

Εδώ και πολύ καιρό η αξία της σχέσης μου με τον Μιχάλη ήταν ακριβώς αυτή η ιδιοτυπία, φίλοι αλλά και εραστές, χωρίς άλλες δεσμεύσεις. Δε θα ήταν το ίδιο αν μέναμε απλά φίλοι και δε θα μπορούσαμε να υπάρξουμε μόνο ως εραστές ή, τουλάχιστον, δε θα μπορούσα εγώ, και ούτε και ούτε το ήθελα, εδώ που τα λέμε. Ο Αρίστος ήθελε εμένα όπως είμαι, χωρίς να κάνω παραχωρήσεις σε αυτό που είμαι, και ας υπήρχαν και στιγμές που ζοριζόταν.

Με τον Μιχάλη δε με ζόριζε καθόλου που γύρναγε με τη μια και με την άλλη, και ας ήμουν καψουρεμένη μέχρι τα μπούνια με την πάρτη του. Με τον Αρίστο η σκέψη με ζόριζε αλλά δεν είχα περιθώρια, I should either take it or leave it, το είχε ξεκαθαρίσει in no uncertain terms από τις αρχές. Γιατί; Γιατί άλλο πράγμα η καψούρα και άλλο πράγμα ο έρωτας. 

Τον Αρίστο δεν είχα απλά αρχίσει να τον ερωτεύομαι, τον είχα ερωτευτεί, και η αλήθεια που αρνιόμουν να ομολογήσω στον εαυτό μου είναι πως τον είχα ερωτευτεί από τις πρώτες σχεδόν μέρες. «Επιτέλους το ομολόγησες. Μαριλίζα, μπορείς να ζοριστείς με τον Αρίστο και μπορείς να ζοριστείς και χωρίς τον Αρίστο, διάλεξε πιο ζόρι είναι το μικρότερο». Δεν υπήρχε επιλογή, όχι πραγματικά, ας ζοριζόμουν…

Όπως λέει και ο ίδιος, it's just the cost of doing business!

20. Best laid plans

Άνοιξα τα μάτια μου και τεντώθηκα. Ο Αρίστος δεν ήταν στο κρεββάτι. Αναστέναξα και κοίταξα το ρολόι μου, είχε πάει 11:30. Εμ βέβαια, κοιμηθήκαμε που κοιμηθήκαμε αργά, το έριξα κι εγώ στην ενδοσκόπηση, δεν είναι να απορείς που κοιμόμουν μέχρι αυτή την ώρα. Όταν τέλειωσα και με το πλύσιμο των δοντιών κατέβηκα στο σαλόνι και τον βρήκα τον να σφουγγαρίζει και παραξενεύτηκα, είχε ρομποτάκια για σκούπισμα και σφουγγάρισμα και επιπλέον έφερνε και μια κυρία μια φορά ανά δύο εβδομάδες για γενική καθαριότητα.

«Καλημέρα μωρό μου!»
«Καλημέρα κοριτσάρα μου.»
«Έγινε επανάσταση των μηχανών;»
«Όχι, ήρθαν οι Ρώσσοι στη Sadie. Θα πρέπει να πάρω τηλέφωνο τον Αντώνη να φέρει εδώ τον Ράντι.»
«Η Sadie που είναι;»
«Έξω την έχω και έχει αρχίσει ήδη να γίνεται διαδήλωση, που δηλαδή να ήταν και με κάγκελα η γκαραζόπορτα. Καλά, όχι ότι μπορούν να μπουν μέσα…»
«Και πού τους είδες εσύ, βγήκες έξω;»
«Από την κάμερα βρε Μαριλίζα!»
«Πάρε τηλέφωνο τον Στεργίου, θα τα μαζέψω εγώ.»
«Δε χρειάζεται κορίτσι μου, τελειώνω σε λίγο.»
«Βρε άσε τις κουβέντες και δώσε μου τη σφουγγαρίστρα μην αγριέψω!»
«Τσουτσούριασα τώρα!» μου είπε κοροϊδευτικά αλλά την σφουγγαρίστρα μου την έδωσε. «Κάτσε να σου φτιάξω τουλάχιστον το καφεδάκι σου, δε θα χαλάσει ο κόσμος να πάρω δέκα λεπτά αργότερα!»
«Σ’ ευχαριστώ μωρουλίνι μου!»
«Μωρουλίνι» κάγχασε αλλά γελούσαν και τα μούσια του, του άρεσε πολύ  να του μιλάω τρυφερά.

Έπιασα την σφουγγαρίστρα και ομολογώ ότι είχε κάνει καλή δουλειά. Πάνω που τελείωνα πρόσεξα ότι είχε λερωθεί και ο ένας καναπές και ευτυχώς που δεν είχε ανέβει πάνω του, η Sadie θεωρούσε τους καναπέδες περίπου ιδιοκτησία της.

«Αρίστο, φέρε μου σε παρακαλώ το μπουκάλι με το υγρό των πιάτων και λίγη μαγειρική σόδα. Επίσης φέρε και λίγο οξυζενέ και μια πετσέτα.»
«Τι τα θέλεις» με ρώτησε παραξενεμένος.
«Έχει λερωθεί λίγο ο καναπές, σε παρακαλώ κάνε γρήγορα, πριν ποτίσει. Άσε τον καφέ, μου τον φτιάχνεις μετά!»

Ήρθε και μου έφερε αυτά που του είχα ζητήσει. Το οξυζενέ μπορεί να προκαλέσει αποχρωματισμό οπότε θα έπρεπε να το δοκιμάσω πριν ρίξω πάνω στο λεκέ. Έκανα ένα γύρω του καναπέ προσπαθώντας να βρω το κατάλληλο σημείο, και τελικά τράβηξα τον διπλό με τον οποίο έκανε γωνία στην άκρη, και σχεδόν ξαπλώνοντας στο πάτωμα έριξα σε ένα σημείο που δε θα φαινόταν και περίμενα για μερικά λεπτά. Δεν έγινε αποχρωματισμός, οπότε σηκώθηκα και πήγα και έριξα μερικές σταγόνες πάνω στο σημείο που είχε λεκιαστεί. Το άφησα για λίγα λεπτά και άρχισα να το ταμπονάρω απαλά με την πετσέτα. Όταν τελείωσα, έριξα λίγο υγρό πιάτων, και αφού το άπλωσα, έριξα και λίγη μαγειρική σόδα.

«Έχεις άλλη οδοντόβουρτσα;»
«Έχω μία που δεν την έχω ανοίξει ακόμα, να στη φέρω;»
«Όχι, φέρε μου την παλιά σου» του είπα και όταν μου την έφερε άρχισα να τρίβω απαλά τον καναπέ και τα ίχνη του λεκέ λίγη ώρα μετά εξαφανίστηκαν τελείως. «Μια χαρά, σαν καινούργιος!»
«Έχεις κάνει μαύρη χήρα;»
«Όχι, έχω κάνει κοριτσάκι που κάποιες φορές του έχει έρθει οι Ρώσσοι νωρίτερα!»
«Σ’ ευχαριστώ κοριτσάρα μου!»
«Τι μ’ ευχαριστείς βρε; Σιγά το κατόρθωμα!»
«Κάτσε να σου φέρω και το καφεδάκι σου!»
«Πάω να αδειάσω κι εγώ τον κουβά!»

Όταν επέστρεψα ο Αρίστος καθόταν στον άρτι αποκατεστημένο καναπέ και ο καφές μου ήταν στο τραπεζάκι. Μου έκανε νόημα να κάτσω στα πόδια του αλλά όταν πήγα να κάτσω μου έδειξε ότι ήθελε να το κάνω αντικρίζοντάς τον. Δε βαριέσαι, εγώ τον πίνω και κρύο τον καφέ, ο Αρίστος μου ήθελε αγκαλίτσες και σιγά μη του χάλαγα το χατίρι. Κάθισα πάνω του και διαπίστωσα ότι είχε ορεξούλες.

«Δεν οπλοφορείς, έτσι;»
«Όχι, χάρηκα που σε είδα!» μου είπε χαϊδεύοντάς με ανάλαφρα στο στήθος. Μου έβγαλε τη μπλούζα και φέρνοντας με προς το μέρος του άρχισε να μου πιπιλάει τις ρώγες, οι οποίες ήταν και ευαίσθητες από το χθεσινό ξύλο που είχαν φάει.
«Αχ… σιγά μωρό μου… είναι ευαίσθητες!»
«Ε, πες το μου έτσι!» μου είπε και τους ρίχτηκε ακόμα πιο δυνατά κάνοντάς με να βελάξω. Εμ, με σαδιστή είχα μπλέξει, τι περίμενα; «Πάρε με στο στόμα σου» με διέταξε.

Αφού σηκώθηκα, σηκώθηκε κι εκείνος, κατέβασε το παντελόνι και το μποξεράκι του, και κάθισε ξανά στον καναπέ ξαπλώνοντας στην πλάτη. Γονάτισα και τον πήρα στο στόμα μου ενώ ο Αρίστος με το χέρι του στο κεφάλι μου άρχισε να μου δίνει ρυθμό. Χωρίς να σταματήσει, πήρε το τηλέφωνό του και έκανε κλήση στο Στεργίου.

«Καλημέρα Αντώνη, τι κάνεις; Καλά; Να σου πω, συγνώμη για το απρόοπτο, έχετε κανονίσει τίποτα για σήμερα; Ναι, ήρθε οίστρος στην Sadie οπότε θα πρέπει τουλάχιστον να φέρεις τον Ράντι εδώ και να τον αφήσεις. Α, δεν έχετε κανονίσει; Ακόμα καλύτερα, ελάτε να φάμε κιόλας. Όχι, δε χρειάζεται, έχω κι εγώ μεγάλη ποτίστρα. Τετάρτη βράδυ, Πέμπτη πρωί πετάμε Ηράκλειο; Τι; Κι εσείς; Ααα, στα μέσα του μήνα! Θα μου τα πεις όταν έρθετε. Ναι, μια χαρά είναι στις 13:00. Προβατίνα; Τώρα μιλάς σωστά! Θαυμάσια, σας περιμένουμε!»

Το γεγονός ότι εκείνος μιλούσε στο τηλέφωνο ενώ εγώ είχα το στόμα μου γεμάτο, με είχε κάνει πύραυλο, μα τι διάβολο, διάβαζε τις σκέψεις μου; Αυτά σκεφτόμουν χθες που είχα πέσει σε περισυλλογή, πόσο μου είχε αρέσει το γεγονός ότι δεν ήμουν εγώ που έδινα αλλά εκείνος αυτός που έπαιρνε. Όση ώρα μιλούσε στο τηλέφωνο είχε καταφέρει να κρατήσει σταθερή τη φωνή του, αλλά με το που έκλεισε αφέθηκε, μέχρι και το χέρι του πήρε από το κεφάλι μου, και οι στεναγμοί της απόλαυσής του με έκαναν να συνεχίσω με ακόμα περισσότερη όρεξη.

Έβαλα το χέρι μου στη βάση του και άρχισα να τον παίζω, συντονίζοντας κεφάλι με χέρι για λίγη ώρα, μέχρι που τον ένιωσα να τρεμουλιάζει μέσα στο στόμα μου. Χωρίς να σταματήσω να τον παίζω με το χέρι μου, κράτησα το κεφάλι μου ακίνητο, και το τρεμούλιασμα μετατράπηκε σε σπασμούς και οι στεναγμοί και οι κοφτές του ανάσες σε δυνατά βογγητά, καθώς έχυνε στο στόμα μου.

Τραβήχτηκα και τον βοήθησα να βάλει το εσώρουχό του και το παντελόνι του αλλά όταν πήγα να φορέσω τη μπλούζα μου δε με άφησε. Το σπίτι του είναι ζεστό έτσι και αλλιώς, είχε ανάψει και το τζάκι, οπότε δεν κρύωνα. Μου έδωσε ένα μαξιλάρι και το έπιασα το υπονοούμενο, το σπίτι του έχει ενδοδαπέδια οπότε δεν έχει χαλιά, το μαξιλάρι μου το έδωσε για να κάτσω γονατιστή.

«Θα έρθουν στις 13:00 με το Ράντι και θα τον αφήσουν εδώ μέχρι την Τετάρτη το βράδυ. Ε, πιστεύω μέχρι τότε να τα έχει καταφέρει, τι διάολο!»
«Άντε, θα γίνεις και παππούς!» τον πείραξα.
«Ενώ τώρα είμαι τζόβενο, να πούμε!»
«Ψιτ, μη τα ξαναλέμε αυτά! Μεσήλικας!»
«Να σου πω, υποτίθεται ότι εγώ είμαι ο καταπιεστής εδώ πέρα!»
«Να μην έμπλεκες με αναρχοκομμουνίστρια!»
«Σιγά ρε Κροπότκιν!»
«Διαβασμένος είσαι πουλάκι μου!»
«Χαχαχα, μέχρι εκεί ξέρω, δεν έχω εμβαθύνει περισσότερο!»
«Έχεις εμβαθύνει αρκετά ώστε να με αποκαλέσεις Κροπότκιν και όχι Μπακούνιν!»
«Τα έκανες στη σχολή αυτά φαντάζομαι, ε;»
«Κομμάτι…» είπα αναστενάζοντας.

Η κοινωνιολογία ήταν η πρώτη μου επιλογή, η πολιτικών επιστημών δεν με τράβαγε, και εδώ που τα λέμε, ούτε η εγκληματολογία κατάφερε να με τραβήξει, παρά το ότι ήταν η αιτία για την οποία είχα επιλέξει κοινωνιολογία. Αν και με  καθυστέρηση, καθώς στο μεταξύ είχα πιάσει δουλειά, πήρα το πτυχίο μου, και με καλό βαθμό μάλιστα, μόνο και μόνο γιατί έχω σχεδόν αυτιστική προσήλωση στους στόχους μου, ακόμα και όταν αυτοί πάψουν να έχουν πραγματικά σημασία. Δε βαριέσαι, πρώτα σου βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι, είμαι αυτή που είμαι. Βέβαια αυτή η προσήλωση με έχει βοηθήσει στα επαγγελματικά μου, μέσα σε δυόμιση χρόνια είχα γίνει team leader και η Εύα με έβλεπε να γίνομαι γρήγορα και προϊσταμένη.

Νέο Ψυχικό, Ιούνης 2023

«Μαριλίζα, δεν είσαι απλά καλή, είσαι εξαιρετική, δεν είναι τυχαίο που όλες τις δύσκολες περιπτώσεις τις στέλνουμε σε σένα. Επίσης παίρνεις πρωτοβουλίες, είσαι εξαιρετικά οργανωτική, πάντα είσαι εκεί όταν κάποιος συνάδελφος ζητήσει βοήθεια, και η Εύα μου είπε ότι ουσιαστικά τρέχεις εσύ την ομάδα σας» μου είπε η προϊστάμενη του τμήματος στην συνέντευξη αξιολόγησης.
«Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Ναταλία» της είπα χαμογελώντας μέχρι τ’ αφτιά.
«Το ξέρεις ότι κάνουμε εσωτερική αναδιοργάνωση, έτσι;»
«Ναι, φυσικά.»
«Η Εύα μου πρότεινε, κι εγώ συμφωνώ πλήρως μαζί της, να γίνεις team leader και να αναλάβεις τους καινούργιους part time. Έχουμε μεγάλο turnover rate και όσο και αν είναι αναμενόμενο για Call Center και ειδικά για part time, θέλουμε να το μειώσουμε, και αυτός θα είναι και ο κύριος στόχος σου, να τους εκπαιδεύεις, να τους μαθαίνεις πως να συμπεριφέρονται, και να τους κρατάς όσο το δυνατόν περισσότερο.»
«Κυρία Ναταλία, αν μου επιτρέπετε, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι πως για τους περισσότερους part time αυτή η δουλειά δεν είναι παρά stepping stone, κάτι προσωρινό μέχρι να βρουν κάτι που για εκείνους θα έχει περισσότερες προοπτικές.»
«Το ξέρω Μαριλίζα, δεν περιμένουμε να γίνουν θαύματα, αλλά εσύ είσαι κάποια που μπορείς να δώσεις προοπτικές σε όποιους ενδιαφέρονται, κι εσύ part time ξεκίνησες και έγινες full time, και ούτε δύο χρόνια αργότερα η Εταιρία θέλει να σε κάνει team leader. Και δεν θα πάρεις απλά τον τίτλο για να τον έχεις, έχω συμφωνήσει με το HR για μεγάλη αύξηση. Από 660 καθαρά θα πας στα 970 και επιπλέον θα πάρεις και 130 ευρώ σε κάρτα ticket restaurant, που μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις και στο super market. Τέλος θα λάβεις και εταιρικό κινητό με επιδότηση 650 ευρώ για τη συσκευή που θα επιλέξεις. Θα σου δώσω μια εβδομάδα να το σκεφτείς, επιστρέφεις και μου λες.»
«Δε χρειάζεται η εβδομάδα» της είπα με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή από την έξαψη. «Δέχομαι!»

Πολιτεία, Γενάρης 2024

«Τι με θωρείς ακίνητη, που τρέχει ο λογισμός σου;»
«Τίποτα… πέταγε το μυαλό μου. Αρχικά σκεφτόμουν το πανεπιστήμιο, τελείωσα τη σχολή γιατί δε μου αρέσει να αφήνω πράγματα στη μέση, και μετά ότι αυτή η αυτιστική μου προσήλωση στο στόχο με βοήθησε και επαγγελματικά.»
«Με τι βαθμό πήρες το πτυχίο;»
«Οχτώ και κάτι, αλλά τέλειωσα στα πεντέμισι χρόνια και όχι στα τέσσερα, είχα πιάσει και τη δουλειά και παρόλο που ήταν part time δεν είχα λόγο να βιάζομαι. Τα γάλατα άρχισαν να σφίγγουν όταν ο πατέρας μου πήρε σύνταξη. Ήθελαν να γυρίσουν Κεφαλονιά και η μητέρα μου ζήτησε και πήρε μετάθεση, οπότε γύρισαν στο Αργοστόλι. Εκεί πιέστηκα να τελειώσω γρήγορα καθώς ο μισθός του part time δεν έφτανε ούτε για ζήτω και δεν ήθελα να τους είμαι άλλο φόρτωμα, πόσο μάλλον όταν πήραν και το δάνειο των 50.000 για να κάνουν επισκευές στο πατρικό της μαμάς.»
«Δημόσιοι είναι οι δικοί σου;»
«Η μαμά μου είναι καθηγήτρια δευτεροβάθμιας, φιλόλογος. Ο μπαμπάς όχι, ήταν λογιστής. Μη το πεις πουθενά, ακόμα μου φτιάχνει τις δηλώσεις!»
«Τεμπελχανού!»
«Χαχαχα, το ίδιο μου λέει και ο μπάρμπα-Γιώργος αλλά κατά βάθος του αρέσει, απλά είναι γκρινιάρης, γι’ αυτό τον αγαπάω!»
«Λοιπόν, και για να επιστρέψουμε στα αρχικά, θα έρθουν γύρω στις 13:00 και ο Αντώνης είπε ότι θα φέρει και παϊδάκια προβατίνας για να ψήσουμε.»
«Τι ώρα έχει πάει τώρα;»
«Κοντεύει δώδεκα.»
«Σε ξύλα θα ψήσουμε;»¨
«Λέω ναι, μισή ώρα θα χρειαστεί η θράκα. Μόνο που θα πρέπει να φάμε μέσα, έχει κρύο σήμερα. Α, μιας και είπα κρύο, φόρεμα θα φορέσεις στο γάμο;»
«Έτσι έλεγα, γιατί;»
«Ο γάμος γίνεται στα Ανώγια, είναι ψηλά εκεί και έχει κρύο.»
«Έχω κι άλλα χειμωνιάτικα φορέματα Αρίστο μου, θα φορέσω και χοντρό καλτσόν, μην ανησυχείς.»
«Μια χαρά, κάτσε να πάρω και ένα τηλέφωνο τη μουρλέγκω, μου έταξε ότι θα με γδάρει αν πάω Ηράκλειο και δεν βρεθούμε!»
«Ιρλανδία δεν είναι; Εκεί θα είναι ακόμα 10:00.»
«Αν κοιμάται θα ξυπνήσει, έτσι για να σφίγγουν και οι κώλοι. Και μιας και λέμε για Φοίβη… της αρέσεις πολύ!»
«Που με ξέρει μωρέ;»
«Αφενός σε είχε δει όταν της κάναμε την κλήση, τότε που ήμασταν όλοι μαζί, και αφετέρου της έδειξα και το Facebook σου, και δεν έχεις ανεβάσει και λίγες.»
«Πρέπει να σταματήσω να το κάνω αυτό…»
«Δε βαριέσαι, τώρα έγινε η ζημιά, της γυάλισες!»
«Ωχ Παναγία μου!»
«Έλα τώρα, δε μου είπες ότι είχες παίξει με τη Μάνια και σου άρεσε;»
«Εχμ… guilty as charged!»
«Ε, αν είναι όπως μου την έχεις περιγράψει θα σ’ αρέσει και η Φοίβη, έχει τον ίδιο σωματότυπο και μη γελιέσαι που είναι 50άρα, από κοντά δεν την κάνεις πάνω από 35. Και θα σ’ αρέσει και ο Ανδρέας» μου είπε και μου έκλεισε πονηρά το μάτι.
«Πώς το ξέρεις μωρέ;»
«Γιατί σου αρέσουν οι άντρες αυτού του τύπου. Για δες εδώ» μου είπε και μου άνοιξε το Facebook του και πήγε στις φωτογραφίες. «Αυτή είναι περσινή» μου είπε και μου τον έδειξε και μου έπεσε το σαγόνι στο πάτωμα, ο Ανδρέας είναι ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΑ ωραίος άντρας. «Κλείσε το στόμα σου, έχει λίμνη κοντά και κυκλοφορούν ζουζούνια.»
«Το παραδέχομαι, είναι κούκλος.»
«Έμπαινες;»
«Εγώ να μπω ή αυτός;» τον πείραξα.
«Και είναι και πολύ έμπειρος, έκανε τη Χριστίνα να πει το δεσπότη Παναγιώτη!»
«Πώς είχε γίνει το σκηνικό μεταξύ σας;»
«Ε, πώς γίνονται αυτά; Είχαν ανέβει Αθήνα αρχές Σεπτέμβρη του 2009 για να πάρουν τα παιδιά τους από τους παππούδες τους και είχαμε βγει για ποτό και η Χριστίνα έπαθε ντιριντάχτα με τον Ανδρέα. Του αρέσουν οι μικρούλες και η Χριστίνα μόλις είχε κλείσει τα είκοσι.»
«Κάτσε, εσύ στα δεκαοχτώ της τη γνώρισες;»
«Δεν αρέσουν μόνο στον Μιχάλη σου και στον Ανδρέα οι μικρούλες, κι εμένα μανούλα μ’ έκανε!»
«Τέλος πάντων, για λέγε, για λέγε!»
«Μπα, μπα; Σε τρώει η περιέργεια.»
«Χρουμφ!» του έκανα σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος μου.
«Είσαι λατρεία! Όπως σου είπα, τους ξέρω πολλά χρόνια και αν και δεν είχαμε κάνει κάτι μαζί, ήξερα από τις ιστορίες που είχαν διηγηθεί πως είναι, let’s say, περιπετειώδεις. Είχα κι εγώ το χρόνιο crush μου με τη Φοίβη, ήξεραν ότι είμαι σαδιστής, τους είπα και για τον Ιεροεξεταστή που είχα αρχίσει να φτιάχνω τότε, κι έγινε εδώ το Ελ Αλαμέιν.»
«Είναι του χώρου;»
«Όχι ακριβώς. Η αλήθεια είναι ότι η Φοίβη έχει κυριαρχικές τάσεις αλλά η σχέση μεταξύ τους είναι vanilla. Στο S/m ο πανωχεράς είναι ο Ανδρέας αλλά δεν πάει παραπάνω από τη βίτσα ή άντε το paddle. Η Φοίβη από την άλλη είναι περισσότερο αλγολάγνα απ’ όσο είναι διατεθειμένος ο Ανδρέας να την πονέσει, οπότε κατά καιρούς κάνουν παιχνίδια με D/s ή T/b ζευγάρια. Πάντα μαζί,  δεν κάνουν τίποτα ο ένας χωρίς τον άλλο.»
«Και τι κάνατε;»
«Πολλά!» μου είπε αινιγματικά
«Έλα, μη γίνεσαι τέτοιος, πες μου!»
«Κερί, whip, clamps, flogger και cane, δηλαδή εγώ και η Φοίβη. Ο Ανδρέας περιορίστηκε στη βίτσα με τη Χριστίνα στο pillory.»
«Από σεξ;»
«Τα πάντα, κι εγώ πήρα τη Φοίβη από παντού, και ο Ανδρέας τη Χριστίνα από παντού.»
«Χριστίνα και Φοίβη;»
«Ξεκίνησαν αλλά το έκοψε η Φοίβη όταν πήρε χαμπάρι -και το πήρε πολύ γρήγορα- πως η Χριστίνα δε γούσταρε και απλά το έκανε για να μη μας χαλάσει το χατίρι. Για πες μου τώρα κι εσύ τη δική σου εμπειρία με τη Μάνια, θέλω να μου τα διηγηθείς αναλυτικά.»
«Να πιώ λίγο καφέ πρώτα;»
«Γιατί, δε μπορείς να πιείς καφέ και να μου πεις την ιστορία;»
«Να ντυθώ τουλάχιστον;»
«Όχι!»
«Μάλιστα» του απάντησα, πολύ φυσικά, και ξεκίνησα να διηγούμαι.

Νέο Ηράκλειο, Μάιος 2023

Η αλήθεια είναι πως αν και δεν το είχα δοκιμάσει, είχα την περιέργεια να δω πως θα είναι να πάω με άλλη γυναίκα, και με τον Μιχάλη είχα τις ευκαιρίες μου, κάμποσες από τις μικρούλες του είναι bi, αν και αυτές που γούσταραν τρίο ήταν λιγότερες. Το όλο πράγμα θα έμενε σε θεωρητικό επίπεδο αν η Μάνια, που ανήκε και στις δύο παραπάνω κατηγορίες, δεν είχε εκδηλώσει το ενδιαφέρον της να παίξει μαζί μου.

«Η Μάνια είναι bi, γιατί απορείς;» με ρώτησε ο Μιχάλης.
«Ναι, μου το είχες πει… Δεν ξέρω… μου ήρθε λίγο απότομο, δεν το είχα σκεφτεί ποτέ στα σοβαρά. Καλά, πώς της ήρθε έτσι;»
«Όταν έφυγες μετά το session που είχες παρακολουθήσει μου είπε ότι ήταν κρίμα που έφυγες και τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.»
«Huh… Και γιατί δε μου το είχες πει;»
«Γιατί δεν είχαμε κάνει καλά-καλά σεξ οι δυο μας, θα σου πρότεινα και τρίο;»
«Και… και πως θα γίνει;»
«Όπως είχε γίνει με το session που είχες παρακολουθήσει. Θα βγούμε, θα πιούμε τις ποτάρες μας, θα πούμε τις μαλακίες μας, ο βασικός σκοπός μαγδάλω μου είναι να περάσουμε όμορφα το βράδυ είτε γίνει κάτι είδε δε γίνει. Αν έχουμε διάθεση το συνεχίζουμε σπίτι μου, αν όχι, τουλάχιστον έχουμε περάσει ένα όμορφο βράδυ.»

Και κάπως έτσι μερικές μέρες αργότερα βγήκαμε και οι τρεις μας. Μας έβαλε να καθίσουμε δίπλα η μία στην άλλη και κάθισε απέναντί μας. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή της βραδιάς ήμουν αρκετά αμήχανη, αλλά βάλε το ποτό, βάλε το απίθανο κέφι που είχε ο Μιχάλης κάνοντας και τις δυο μας να κατουρηθούμε στα γέλια, βάλε και τις πικάντικες ιστορίες που διηγηθήκαμε και οι τρεις μας, κάνοντάς με να καυλώσω, στο τέλος της είχα λυθεί τελείως.

«Θέλετε να παίξουμε το never have I ever?» ρώτησε η Μάνια
«Τι είναι αυτό;» ρώτησα εγώ καθώς δεν ήξερα το εν λόγω παιχνίδι.
«Καθένας με τη σειρά του λέει κάτι που έχει ή δεν έχει κάνει, ξεκινώντας με την πρόταση “Never have I ever”, για παράδειγμα “Never have I ever went to Paris”. Αν κάποιος έχει πάει στο Παρίσι τότε πίνει μια γουλιά από το ποτό του. Βέβαια αυτό παίζεται καλύτερα με σφηνάκια αλλά έτσι μπορεί να γίνεις ντέφι χωρίς να το καταλάβεις» εξήγησε η Μάνια
«Αν είναι να κάνουμε κάτι τέτοιο καλύτερα σπίτι» είπε ο Μιχάλης δίνοντας το σύνθημα. «Ψήνεστε;»
«Μέσα!» είπα εγώ αμέσως και το ίδιο απάντησε και η Μάνια και κάπως έτσι μισή ώρα αργότερα ήμασταν σπίτι του.

Για να μη γίνουμε κουδούνια αποφασίσαμε να μην το κάνουμε στην παραλλαγή με τα σφηνάκια, απλά πήραμε ένα μπουκάλι μπύρας ο καθένας και ξεκινήσαμε.

“Never have I ever went to Paris” είπε ο Μιχάλης και ήπιανε και οι δύο μια γουλιά από το μπουκάλι τους. Εγώ δεν είχα πάει ποτέ στο Παρίσι οπότε κάθισα στα αυγά μου.
“Never have I ever smoked a joint” είπε η Μάνια και αυτή τη φορά ήπιαμε εγώ και ο Μιχάλης.
«Δεν έχεις κάνει ποτέ μπάφο;» τη ρώτησα απορημένη
“Nope, never. Σειρά σου” μου είπε η Μάνια
«Never have I ever fucked two different people the same day και δεν εννοώ τρίο» είπα και ήπια μια γουλιά και το ίδιο έκαναν και οι άλλοι δύο.
«Never have I ever French kissed a girl» είπε ο Μιχάλης και ήπιε μια γουλιά από το ποτό του και η Μάνια τον ακολούθησε.
«Ποτέ;» με ρώτησε η Μάνια.
“Nope, never, που λέει και μια ψυχή» της απάντησα.
«Αυτό διορθώνεται» είπε η Μάνια πλησιάζοντάς με και κοιτώντας με σταθερά στα μάτια. Well, μια ψυχή που ήταν να βγει, ας έβγαινε.

Έφερε το στόμα της σε απόσταση αναπνοής από το δικό μου. Έκλεισα τα μάτια, δίνοντάς της το σινιάλο που περίμενε, και λίγες στιγμές αργότερα ένιωσα τα χείλη της πάνω στα δικά μου. Ξεκινήσαμε τρυφερά μέχρι που έφερα το χέρι μου πίσω από το κεφάλι της και την τράβηξα προς τα μένα. Η ανάσα της μύριζε ελαφρά μπύρα και τα χείλη της ήταν απαλά και αφού παίξαμε η μία με τα χείλη της άλλης, οι γλώσσες μας συναντήθηκαν για πρώτη φορά στην άκρη των χειλιών μας και το φιλί έγινε πιο παθιασμένο καθώς οι γλώσσες μας αγκαλιάζονταν πότε στο στόμα της μίας, πότε της άλλης, και πότε στην άκρη των χειλιών μας.

Η Μάνια με χάιδεψε τρυφερά στο στήθος, πάνω από το φόρεμά μου, και μετά πέρασε το χέρι της από μέσα, και έτσι όπως δε φορούσα και σουτιέν, η αίσθηση με έκανε να ανατριχιάσω από την καύλα. Παίρνοντας θάρρος από το θάρρος της, πέρασα κι εγώ το χέρι μου κάτω από το τοπ της, και για πρώτη φορά έπιασα στα χέρια μου γυναικείο στήθος διαφορετικό από το δικό μου. Ούτε η Μάνια φορούσε σουτιέν, και ούτε και το χρειαζόταν εδώ που τα λέμε, είχε πολύ όμορφα στήθη, στητά, στρογγυλά και γεμάτα. Η αίσθηση τους στα χέρια μου ήταν πρωτόγνωρη και οι καύλες μου έγιναν ακόμα μεγαλύτερες και κάπως έτσι, μερικές στιγμές αργότερα, βρεθήκαμε και οι δυο μόνο με τα κιλοτάκια μας, να χουφτωνόμαστε και να γλειφόμαστε σαν να μην υπάρχει αύριο.

«Εμένα θα με παίξετε;»

«Έλα εδώ βρε παραπονιάρη» του είπα και τον βάλαμε να κάτσει ανάμεσά μας.

Κάθισα γονατιστή πάνω στον καναπέ και άρχισα να τον φιλάω ενώ η Μάνια γονάτισε μπροστά του και του ξεκούμπωσε το παντελόνι. Σταματήσαμε το φιλί ίσα-ίσα για ανασηκωθεί και να κατεβάσει παντελόνι και εσώρουχο, και αρχίσαμε να φιλιόμαστε και πάλι, ενώ η Μάνια τον πήρε στο στόμα της και άρχισε να τον τσιμπουκώνει. Λίγη ώρα μετά αλλάξαμε θέσεις, η Μάνια κάθισε στον καναπέ και εγώ συνέχισα την πίπα από εκεί που την είχε αφήσει η Μάνια, μέχρι που μας σταμάτησε ο Μιχάλης και μας είπε να ανέβουμε και οι δύο στον καναπέ.

Με τον Μιχάλη στη μέση κάτσαμε και οι δύο στα τέσσερα και αρχίσαμε να φιλιόμαστε πάνω από το Διαμαντή ενώ ο Μιχάλης άπλωσε τις χερούκλες του από κάτω και άρχισε να παίζει με τα μουνάκια μας. Σταματήσαμε να φιλιόμαστε, και σα να συνεννοηθήκαμε με τα μάτια, σκύψαμε και οι δύο προς το όργανό του και οι γλώσσες μας συναντήθηκαν και πάλι πάνω στη βοϊδοκεφάλα του Διαμαντή και αρχίσαμε να τον τσιμπουκώνουμε εναλλάξ για λίγη ώρα, μέχρι που ο Μιχάλης μας πρότεινε να συνεχίσουμε στο δωμάτιό του.

Εκεί είχε αλλαγή σκηνικού, ξάπλωσα μαζί με τη Μάνια και αρχίσαμε να φιλιόμαστε και να χουφτωνόμαστε, μέχρι που η Μάνια διέκοψε το φιλί, και ξεκίνησε να με γλείφει πρώτα στο λαιμό και μετά στα στήθη, και αφού έπαιξε μαζί τους για λίγη ώρα, κατέβηκε πιο χαμηλά, και άρχισε να παίζει το μουνάκι μου με το στόμα της, κάνοντας τα μάτια μου σχεδόν να γυρίσουν στις κόχες τους, το κορίτσι ήταν αστέρι, όχι αστεία. Την άρπαξα από τα μαλλιά και πίεσα το κεφάλι της πάνω στο μουνάκι μου ενώ ο Μιχάλης ήρθε δίπλα μου και μου τον έχωσε στο στόμα. Εντάξει, εκεί το έχασα τελείως, με αποτέλεσμα να μη χρειαστούν ούτε μερικά λεπτά για το πρώτο κερασάκι της βραδιάς.

Όταν βρήκα τις ανάσες μου, έβαλα την Μάνια να ξαπλώσει, και ήμουν εγώ αυτή τη φορά που έφαγα μουνάκι, και μπορεί να το έκανα για πρώτη φορά στη ζωή μου, αλλά ως κοριτσάκι είχα μια πολύ καλή ιδέα του τι θα της άρεσε, και δικαιώθηκα, και αν και δεν έχω σκουιρτάρει ποτέ στη ζωή μου, τουλάχιστον το πρόσφερα εκείνη τη βραδιά, αλλά η αλήθεια είναι ότι σάστισα όταν ένιωσα τις πιτσιλιές στο πρόσωπό μου. Από πρωτιές άλλο τίποτα εκείνη την ημέρα, αυτό έχω να πω!

Μετά ακολούθησε Ρωσική ρουλέτα με το Διαμαντή, καθώς σηκώθηκε όρθιος και οι δυο μας γονατιστές τον τσιμπουκώναμε εναλλάξ. Αν ήταν πραγματική Ρωσική ρουλέτα θα μ’ έκλαιγαν οι δικοί μου εκείνη την ημέρα, καθώς ήταν στο δικό μου στόμα στο οποίο τελείωσε ο Μιχάλης, και εγώ μπορεί να μην κατάπινα αλλά η Μάνια το έκανε, οπότε αν και άφησα κάμποσο να τρέξει από το στόμα μου, όλο το υπόλοιπο το άδειασα στο στόμα της φιλώντας την. Βέβαια κάποια κουκούτσια έμειναν αλλά δε βαριέσαι, δε θα μου τρυπούσε και το στομάχι.

Και μετά ακολούθησε και δεύτερος γύρος, εγώ κάθισα ανάποδα στο πρόσωπο του Μιχάλη και αντικρυστά μου η Μάνια τον καβάλησε και ξεκινήσαμε το ροντέο, εγώ με τη γλώσσα του και η Μάνια με το Διαμαντή. Ο Μιχάλης με κρατούσε από τους γλουτούς ελαφρά ανασηκωμένη κάνοντάς με να γείρω μπροστά ενώ η Μάνια ανεβοκατέβαινε πάνω στο όργανό του ακουμπώντας τα χέρια της στη λεκάνη του. Η γλώσσα του Μιχάλη και τα στήθη της Μάνιας που χοροπηδούσαν ακολουθώντας τις κινήσεις της πάνω στο Διαμαντή με έκαναν και πάλι να χάσω τα αυγά και τα πασχάλια, κερδίζοντας το δεύτερο κερασάκι.

Μα η βραδιά δεν είχε τελειώσει ακόμα, είχε και τρίτο γύρο λίγη ώρα αργότερα, και αυτή τη φορά αλλάξαμε θέσεις με τη Μάνια. Ο Μιχάλης με έβαλε και τον καβάλησα με πλάτη προς εκείνον ενώ η Μάνια κάθισε πάνω του, όπως είχα καθίσει εγώ στον προηγούμενο γύρο. Η Μάνια ωστόσο ούσα πιο ψηλή με έφτανε, και με χούφτωσε από πίσω και μου μάλαζε τα στήθη ενώ κοπανιόμουν πάνω στο Διαμαντή νιώθοντας τον να φτάνει σχεδόν μέχρι …τα πνευμόνια! Και ναι, αν και πολύ δύσκολα τελειώνω με διείσδυση, εκεί είχε και τρίτο κερασάκι, miss Pacman έγινα εκείνο το βράδυ!

Μια βδομάδα αργότερα, και με αφορμή την ανακοίνωση της προαγωγής μου από την πρώτη του Σεπτέμβρη, ο Μιχάλης με πήγε τριήμερο στο Παρίσι.

Ιπποκράτειος Πολιτεία, Γενάρης 2024

«Δεν ήταν η μόνη φορά που κάναμε τρίο με τη Μάνια, έκτοτε το επαναλάβαμε κάμποσες φορές.»
«Πότε ήταν η τελευταία φορά;»
«Λίγο πριν τα Χριστούγεννα.»
«Και γιατί δε μου το είχες πει; Το ότι επαναλήφθηκε εννοώ» με ρώτησε κάνοντάς με να αισθανθώ άσχημα. Δεν ήταν ότι το έκρυβα, απλά δεν το είχα καν σκεφτεί, και του το είπα.
«Δεν το σκέφτηκα Αρίστο μου, δεν είναι ότι ήθελα να σου κρύψω κάτι.»
«Δε σε μαλώνω βρε, το ξέρω ότι δεν το έκανες επίτηδες, αλλιώς δε θα μου είχες πει και για εκείνη τη μέρα που με άλλον πήγες το πρωί, άλλον το βράδυ, αλλά τα λένε αυτά, ξέρεις πως τα λατρεύω κάτι τέτοια!»
«Τεχνικά με τον πρώτο ήμουν από το προηγούμενο βράδυ, απλά κάναμε σεξ και το πρωί!»
«Στέναξε η Βαρκελώνη!» με πείραξε ο Αρίστος.
«Μωρέ μπούτι δεν έκλεισα πέντε μέρες, κάθε μέρα και διαφορετικός, απλά με τον Χόρχε το μενού περιλάμβανε και πρωινό.»
«Χαχαχα, σεξοτουρισμός!»
«Τελείως όμως, αλλά αυτή ήταν εξαρχής η ιδέα αυτού του πενταήμερου που πήγαμε με τη Νάντια!»
«Ξελυσσάξατε;»
«Παράπονο δεν είχαμε, θα έπεφτε φωτιά να μας κάψει!»
«Λοιπόν, κάτσε να κάνουμε και μια κλήση στη Φοίβη.»
«Εχμ, να ντυθώ πρώτα;»
«Γιατί, μια χαρά είσαι» είπε προκαλώντας μου ένα μίνι έμφραγμα. «Βρε μπούφο τηλέφωνο θα την πάρω» συνέχισε και μου έκανε νόημα να σηκωθώ και να κάτσω δίπλα του. «Καλημέρα Δρ. Μαρτίνου, τι κάνετε; Αν σας είδα στον ύπνο μου; Είναι δέκα τοπική ώρα, ακόμα κοιμάστε; Χαχαχα, ναι καλά είμαι. Άκου, την Πέμπτη το πρωί θα κατεβούμε Ηράκλειο, έχουμε ένα γάμο το Σάββατο, και θα κάτσουμε μέχρι και την Τρίτη το βράδυ. Τι ποιοι θα κατεβούμε, εγώ και η Μαριλίζα. Εσείς πότε γυρνάτε; Α δε θα κάτσετε όλη την εβδομάδα; Ε, αυτό είχα καταλάβει. Εντάξει, άρα οποιαδήποτε στιγμή από Πέμπτη και μετά θα μπορούμε να τα πούμε; Όχι, όχι δε θα είμαστε στο πατρικό μου. Όχι ρε, τι ξενοδοχείο; Δε στο είχα πει ότι έχω αγοράσει εδώ και δυο χρόνια ένα τριώροφο στη μικρή Έβανς; Α, δε στο είχα πει; Ε, τώρα το ξέρεις. Ναι, μωρέ βολεύει, είναι όλα κοντά. Εντάξει Φοίβη μου, να δώσεις πολλούς χαιρετισμούς στον Ανδρέα και στα παιδιά. Εντάξει, τα λέμε στο εξωτικό Ηράκλειο» είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
«Πότε γυρνάνε;» τον ρώτησα
«Αύριο, για τριήμερο πήγαν Ανδρέας και Χριστιάνα και όχι για εβδομάδα που νόμιζα.»
«Δε μου λες, τι ώρα έχει πάει;» ρώτησα αλλάζοντας κουβέντα.
«Κοντεύει 12:30» μου είπε αφού συμβουλεύτηκε το ρολόι του. «Λοιπόν μούτρο, πήγαινε πάνω να αλλάξεις, να πάω κι εγώ να ετοιμάσω την ψησταριά, και έλα να με βρεις έξω.»
«Θέλω να κάνω ένα ντουζάκι πρώτα, μωρό μου, νιώθω να έχω ακόμα κεριά πάνω μου!»
«Εντάξει Μαριλίζα μου.»

Ανέβηκα στο μπάνιο, και αφού μπήκα στην καμπίνα, άφησα το νερό να τρέξει μέχρι να γίνει χλιαρό, ένιωθα το δέρμα μου ελαφρά ερεθισμένο και δεν ήθελα το συνηθισμένο μου καυτό. Όταν πήρε τη θερμοκρασία που ήθελα, χώθηκα κάτω από τον καταρράκτη, και ανοίγοντας και τα πλαϊνά σε μορφή ψεκασμού, έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας την αίσθηση του νερού πάνω στο σώμα μου. Όπως ήμουν χαλαρωμένη ξαφνιάστηκα όταν άκουσα την πόρτα της καμπίνας να ανοίγει.

«Κι εμένα μανούλα μ’ έκανε» μου είπε χαμογελώντας. «Χμμμ, σήμερα δε θα γίνω και βραστό κοτόπουλο, μ’ αρέσεις!» μου είπε και ήρθε από πίσω μου αγκαλιάζοντάς με από τη μέση.
«Πάλι οπλισμένος ήρθες;» τον πείραξα.
«Τι να πεις; Είναι ευγενής, βλέπει κυρία και σηκώνεται!» μου είπε ενώ ταυτόχρονα με χούφτωσε από τα στήθη και άρχισε να μου τα μαλάζει.
«Μμμ…» του έκανα απολαμβάνοντας το στο έπακρο και για να τον πειράξω έτριψα το κωλαράκι μου πάνω του. «Σε θέλω μωρό μου» του είπα. «Σε θέλω.»
«Ευτυχώς έχω προνοήσει» μου είπε και άνοιξε το εσωτερικό ντουλάπι της καμπίνας, έβγαλε ένα προφυλακτικό και το φόρεσε.

Ήρθε και πάλι από πίσω μου, και κρατώντας με όπως προηγουμένως, βύθισε το όργανό του στο μουνάκι μου, κάνοντάς με να βογκήξω ηδονικά. Κάθισε για λίγο ακίνητος μέσα μου απολαμβάνοντας την αίσθηση, και χουφτώνοντάς με δυνατά από τα στήθη άρχισε να με γαμάει δυνατά, κάνοντάς με να ξεφωνίσω. «Αχ ναι, γάμα με… πιο δυνατά μωρό μου… πιο δυνατά» του φώναξα και εκεί άρχισε το πραγματικό σφυροκόπημα και ήταν τόσο όμορφο που πραγματικά, μερικές φορές, ποιος το γαμάει το κερασάκι. Καρφώθηκε μέσα μου για τελευταία φορά, έμεινε ακίνητος, και τελείωσε με ένα δυνατό βογκητό, σφίγγοντάς μου τα στήθη τόσο δυνατά, και ήταν και ερεθισμένα από εχθές, που δάκρυσα. Τραβήχτηκε από μέσα μου και με γύρισε προς το μέρος του, πιέζοντάς με να γονατίσω. Του έβγαλα το προφυλακτικό και τον πήρα στο στόμα μου, καθαρίζοντάς τον απ’ ότι είχε μείνει.

«Έφτιαξες την ψησταριά;» τον ρώτησα αφού με βοήθησε να σηκωθώ.
«Αυτό είχα σκοπό να κάνω αλλά ξέρεις τι λένε, best laid plans…»
«Σου χάλασα τα σχέδια, η αμαρτωλή;»
«Ε, τι, να άφηνα το κορίτσι να ξεπλυθεί από την αμαρτία μοναχούλα;»
«Ξέρεις τι; Χαντακώθηκες που γεννήθηκες τον 20ο αιώνα, αν είχες γεννηθεί στο Μεσαίωνα θα σε είχε γράψει η ιστορία!»
«Ναι, ε; Και γιατί θα με είχε γράψει η ιστορία;»
«Γιατί τα συγχωροχάρτια σου γαμάνε!» του είπα αντιγράφοντας το φλεγματικό του ύφος και κάνοντάς να πνιγεί από τα γέλια.

21. Με τα κέρατα μωρό μου, με τα κέρατα!

Βγήκαμε από το μπάνιο λίγο πριν τις 13:00 και πήγαμε να ετοιμαστούμε στα γρήγορα καθότι από στιγμή σε στιγμή περιμέναμε το Στεργίου. Ευτυχώς στο σπίτι του Αρίστου δεν είχα πάει μόνο φόρμα και πιτζάμες, και μπορεί να μην ήμουν για δεξίωση, αλλά για ένα χαλαρό Κυριακάτικο μεσημέρι τα ρούχα που είχα αφήσει εδώ ήταν μια χαρά. Φόρεσα και τη ζακέτα που μου είχε φέρει από την Ιρλανδία και κατέβηκα κι εγώ για να τον βοηθήσω.

 Ο Αρίστος πήγε να φέρει κλαδιά και ξύλα ενώ εγώ έπλυνα τη σχάρα. Είχε συννεφιά και φαινόταν ότι θα το πάει για βροχή αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα, η ψησταριά είχε ρόδες, οπότε αν χρειαζόταν μπορούσαμε να τη μεταφέρουμε εύκολα κάτω από το υπόστεγο. Πάνω που τελειώσαμε τις προετοιμασίες χτύπησε το τηλέφωνο του, κατά τα φαινόμενα είχε έρθει ο γαμπρός.

«Καλημέρα, ήρθατε; Ναι, το ξέρω ότι έχει μαζευτεί λαός απ’ έξω. Έρχομαι στην πόρτα να σας ανοίξω, μη μου μπει κανένας μούργος μέσα και άντε μάζεψέ τον» είπε και έκλεισε το τηλέφωνο και γύρισε προς εμένα. «Ήρθε ο γαμπρός, πάω να τους ανοίξω και να κάνω τον τερματοφύλακα μη μπει κανένα κοπρόσκυλο μέσα». «Sadie, κάτσε κάτω» είπε στη Sadie που προσπάθησε να τον ακολουθήσει και η φουκαριάρα ξάπλωσε στο γκαζόν αναστενάζοντας.
«Καλημέρα» είπα σε Στεργίου και Αναστασία όταν βγήκαν από το αυτοκίνητο.
«Καλημέρα» μου είπε η Αναστασία ενώ ο Στεργίου άνοιξε την πίσω πόρτα και ο Ράντι πήδηξε έξω και πήγε με τη μία προς το Sadie η οποία είχε σηκωθεί και κουνούσε την ουρά της σαν τρελή.
«Ελεύθερη» της είπε ο Αρίστος ερχόμενος
«Σιγά βρε Ούννε, βγάλ’ το για ένα καφέ το κορίτσι πρώτα!» ψευτομάλλωσε ο Στεργίου τον Ράντι που πήγε κατευθείαν στη Sadie και της μύρισε τον κώλο. «Καλημέρα Μαριλίζα!»
«Καλημέρα, καλημέρα!» του απάντησα χαμογελαστή.
«Έχετε πιεί καφεδάκι;» τους ρώτησε ο Αρίστος
«Έχουμε πιεί αλλά ευχαρίστως θα έπινα ένα δεύτερο αν δεν σας είναι φασαρία» του είπε ντροπαλά η Αναστασία.
«Σιγά τη φασαρία!» της απάντησα. «Αρίστο, Αντώνη, θέλετε καφέ;» τους ρώτησα.
«Δεν θα έλεγα όχι» είπε και ο Στεργίου με τη σειρά του. «Α, μισό λεπτάκι να φέρω και τα παϊδάκια!» είπε και πήγε προς το αυτοκίνητο. «Μη τα βάλετε στο ψυγείο, πρέπει να είναι σε θερμοκρασία δωματίου.»
«Ωραία, πάμε μέσα να τ’ αφήσουμε και μόνα τους» είπα εγώ.
«Ναι, τα έφαγαν οι ντροπές τα καημένα!» είπε ο Αντώνης. «Σιγά βρε Ούννε!» μάλωσε και πάλι τον Ράντι που είχε πάρει στο κατόπι τη Sadie.
«Λοιπόν, κατεβαίνετε Κρήτη;» μας ρώτησε ο Αντώνης όταν κάτσαμε να πιούμε τα καφεδάκια μας.
«Ναι, παντρεύεται μια πρώτη μου ξαδέρφη το Σάββατο οπότε ευκαιρία ήταν, είχα να κατέβω από το καλοκαίρι.»
«Θα πάμε κι εμείς προς τα τέλη του μήνα, έχουμε να δώσουμε και στη Φοίβη τον κούταβο της. Δεν ξέρω αν στο είπαν, γέννησε η Τρίσια!»
«Ναι, μου το είπε ο Κώστας. Τα είδατε;»
«Μπορούσα να κάνω και αλλιώς;» είπε γελώντας ο Αντώνης. «Θα μ’ έγδερναν ζωντανό Αναστασία και Φοίβη!»
«Για την Αναστασία δεν ξέρω αλλά για τη Φοίβη σε πιστεύω» απάντησε γελώντας με τη σειρά του ο Αρίστος.
«Διαλέξατε κουτάβι;» ρώτησα εγώ.
«Διαλέξανε!» με διόρθωσε ο Αντώνης. «Τυχερός ο Σίμπα, μέχρι και κατσίκια θα έχει να κάνει το βοσκό!»
«Κατσίκια;» τον ρώτησα απορημένη. «Έχουν και κατσίκια;»
«Από το Πάσχα» είπε γελώντας ο Αντώνης. «Είχε πάρει δυο κατσικάκια ο κουμπάρος τους για το Πάσχα και η κουμπάρα με τους γιους της τα φυγάδευσαν στη Φοίβη. Καθίστε, έχω και βίντεο να σας δείξω!»
«Περίμενε να ανοίξω την τηλεόραση να το δούμε εκεί!» είπε ο Αρίστος. «Κάνε cast!»
«Αναστασία, για κάνε τα μαγικά σου» είπε ο Αντώνης δίνοντάς της το τηλέφωνο του.
«Το XR-77A95L είναι η τηλεόραση;» ρώτησε η Αναστασία και έλαβε καταφατική απάντηση από τον Αρίστο και σε λίγο το βίντεο άρχισε να παίζει στην τηλεόραση.

Εντάξει, εγώ και ο Αρίστος που δεν το είχαμε ξαναδεί, σκάσαμε στα γέλια. Στο βίντεο δύο κατσίκια είχαν ανέβει πάνω στον ουρανό ενός αυτοκινήτου και κοιτούσαν απαθέστατα έναν άντρα, ο Ανδρέας θα πρέπει να ήταν, που τραβούσε τα μαλλιά του απειλώντας τα ότι αν δεν κατέβουν θα τα σουβλίσει επιτόπου. Ακουγόταν δυνατό γυναικείο γέλιο και η εικόνα χοροπηδούσε, καθώς η Φοίβη, που από το γέλιο εικάζω πως ήταν εκείνη που τραβούσε το βίντεο, δε μπορούσε να την κρατήσει σταθερή. Στο κάδρο, επίσης ξεκαρδισμένη, ήταν μια πολύ όμορφη νεαρή κοπέλα που υπέθεσα ότι ήταν η κόρη τους.

«Ρε το φουκαρά τον Ανδρέα» είπε ακόμα γελώντας ο Αρίστος. «Και οι άλλες οι γαϊδάρες, μάνα και κόρη, στην καραπουτσακλάρα τους!»
«Καλά μη νομίζεις, τραβάτε με κι ας κλαίω είναι και του λόγου του. Βάλε και το άλλο βίντεο» είπε στην Αναστασία και εδώ μας έπιασε η κοιλιά μας από τα γέλια.

Στο βίντεο ο Ανδρέας είχε βγει στον κήπο με ένα πιάτο με καρπούζι στο χέρι και τα κατσίκια τον είχαν πάρει στο κατόπι και δεν τον άφηναν σε ησυχία. «Με τα κέρατα μωρό μου, με τα κέρατα!» ακούστηκε ξεκαρδισμένη η φωνή της Φοίβης. «Θα σου ‘λεγα τίποτα τώρα» είπε ο Ανδρέας προσπαθώντας να απομακρύνει τα κατσίκια που τον ακολουθούσαν σαν σκυλάκια. «Φύγετε ρε βάσανα!» τους φώναξε και τον γράψανε εκεί που δεν πιάνει μελάνι. Παίρνοντας απόφαση ότι τα κατσίκια δε θα τον αφήσουν σε ησυχία, και απειλώντας τα ότι θα τα κάνει στο φούρνο, κάθισε σε μια καρέκλα και τους μοίρασε το καρπούζι. «Ίδια η μάνα σας είστε ρε κερατάδες!» τους είπε ενώ η εικόνα άρχισε να χοροπηδάει καθώς τα γέλια έπιασαν εκ νέου τη Φοίβη.

«Αχ Παναγία μου, θα αφήσω τα κόκαλά μου» είπε ο Αρίστος σκουπίζοντας τα δάκρυά του.
«Κάτσε να σας δείξω και το τρίτο» είπε η Αναστασία.

Στο τρίτο βίντεο ο Ανδρέας καθόταν στον κήπο με τα δυο κατσίκια να τριγυρίζουν στα πόδια του, του είχαν αδυναμία φαίνεται, αλλά αποφάσισαν ότι ήθελαν παιχνίδι και άρχισαν να τον σπρώχνουν με τα κεφάλια τους. «Καθίστε ήσυχα ρε κέρατα! Πάτε στη μαμά σας» τα μάλωσε και εκείνα τον αγνόησαν επιδεικτικά. «Ρε θα μ’ αφήσετε να διαβάσω;». «Γιατί δε τους διαβάζεις κάτι εσύ μωρό μου;» τον ρώτησε η Φοίβη. «Να σας διαβάσω  θέλετε πουλάκια μου; Ορίστε, σε ένα ταψί αλατίζουμε καλά το αρνί με αρκετό αλάτι, και περιχύνουμε την μαρινάδα, αλείφοντας με τα χέρια μας και προσέχοντας ώστε να πάει παντού» ξεκίνησε ο Ανδρέας και η εικόνα άρχισε και πάλι να χοροπηδάει καθώς τα κατσίκια σταμάτησαν να τον σπρώχνουν, κοιτάζοντάς τον με προσήλωση.

«Κοίτα να δεις προσήλωση» είπα μη μπορώντας να συγκρατήσω τα γέλια μου.
«Μωρέ τραβάτε με και ας κλαίω είναι, καλά το είπες» είπε στον Αντώνη ο Αρίστος όταν σταμάτησε να γελάει. «Τους ξέρω πάνω από 20 χρόνια, τα antics τους δεν έχουν αλλάξει στο παραμικρό!»
«Πώς γνωριστήκατε;» ρώτησε η Αναστασία.
«Λίγο καιρό μετά τη δημοσίευση του διδακτορικού μου, η Φοίβη που τότε έκανε μεταπτυχιακό, μου έστειλε ένα mail ζητώντας κάποιες διευκρινήσεις και αρχίσαμε να αλληλογραφούμε τακτικά. Το 2002 ή το 2003, δε θυμάμαι, τους γνώρισα και από κοντά. Δεν ξέρω αν την ξέρετε αλλά η κουμπάρα τους έκανε διδακτορικό στο ίδιο πανεπιστήμιο με μένα και παντρεύτηκε εκεί, οπότε με την ευκαιρία που ήρθαν να τη δουν, τους γνώρισα κι εγώ.»
«Κι εσύ στο Berkley ήσουν;» ρώτησε ο Αντώνης.
«Όχι, μετά το διδακτορικό μου έπιασα δουλειά αλλού» είπε ο Αρίστος χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες.
«Αν επιτρέπεται, γιατί έφυγες από την Αμερική;» τον ρώτησε ο Αντώνης.
«Γιατί τα πρώτα χρόνια ήταν αρκετά ζόρικα και μου είχε λείψει και η Κρήτη.»
«Ορίστε» είπε η Αναστασία. «Ο ένας έφυγε από την Αμερική ενώ ήταν εκεί, ο άλλος κάθε φορά που πάει ταξίδι εκεί βλαστημάει την ώρα και τη στιγμή, με τι κουράγιο θα πάω εκεί για μεταπτυχιακά;»
«Αλήθεια, τι σπουδάζεις;» ρώτησα εγώ.
«Οικονομικές επιστήμες.»
«Αν δε σ’ αρέσει η Αμερική και θέλεις top σχολή υπάρχει και το London School of Economics, και η αδερφή του Ανδρέα εκεί έκανε μεταπτυχιακά» της είπε ο Αρίστος.
«Κι εγώ εκεί έκανα το μεταπτυχιακό μου» είπε ο Αντώνης.
«Καλό είναι αλλά Wharton δεν είναι» απάντησε πεισμωμένη η Αναστασία.
«Φιλόδοξη!» είπε ο Αρίστος με θαυμασμό. «Well, στο εύχομαι από καρδιάς!»
«Ευχαριστώ!» του απάντησε χαμογελώντας ντροπαλά.
«Άσχετο τελείως με το θέμα, αλλά ρε συ Αρίστο ήθελα να σε ρωτήσω για το αυτοκίνητό σου και όλο ξεχνούσα, η πεντάρα είναι η μπέμπα σου;»
«Ναι, Μ5 του 1985, η τριαμισάρα.»
«Κούκλα είναι!»
«Με τα ίδια μου τα χέρια μου την αποκατέστησα» είπε ο Αρίστος. «Την είχε παρατημένη και σάπιζε ένας εδώ πιο πάνω, την έβλεπα και μ’ έπιανε η ψυχή μου. Όταν την αγόρασα δεν έπαιρνε καν μπρος!»
«Ω, ρε φίλε!»
«Ω, δε θα πει τίποτα. Μιλάμε για ένα από τα πιο εικονικά αυτοκίνητα της δεκαετίας του ’80. Ευτυχώς η μηχανή ήταν σε σχετικά καλή κατάσταση και έχω και αστέρι μηχανικό και την αποκαταστήσαμε σε όλη της τη δόξα. Την πειράξαμε κιόλας, από τη μαμά της έβγαζε 286 άλογα, την πήγαμε στα 337. Καίει λίγο παραπάνω αλλά η αίσθηση να την οδηγάς δεν ανταλλάσσεται με τίποτα!»
«Μπορεί η αίσθηση να μην ανταλλάσσεται αλλά πάνα σε κάνει εύκολα να αλλάξεις» προσπάθησα να αστειευτώ.
«Γυναίκες…» είπε ο Αρίστος και τον κοιτάξαμε καλά-καλά κι εγώ και η Αναστασία.
“You’re alone on this” του είπε ο Αντώνης.
“Et tu, Brute?”
«Και Βρούτος και Popeye και Bugs Bunny, του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ!» είπε ο Αντώνης κάνοντάς μας να βάλουμε τα γέλια.
«Θα σε δείρω όταν φύγουν τα παιδιά, καθότι πολιτισμένη!» είπα στον Αρίστο.
«Μη μου μπρατάρεις εμένα, σουφραζέτα!» μου είπε χρησιμοποιώντας χωρίς να σκεφτεί τον όρο «μπρατάρισμα.»
«Τεχνικά μιλώντας αυτό δεν είναι suffrage» είπε η Αναστασία προς υπεράσπισή μου. «Μπρατάρισμα είναι σίγουρα!» συνέχισε χαμογελώντας σκανταλιάρικα.
«Παλιά μου τέχνη κόσκινο» την πείραξε ο Αντώνης.
Οκ, τι γίνεται εδώ; Με την απορία έμεινα γιατί ο Αρίστος βιάστηκε να αλλάξει κουβέντα.
«Λοιπόν, πάω έξω να ανάψω τη φωτιά για να ξεκινήσουμε να ψήνουμε, δεν ξέρω για εσάς αλλά μια πείνα την κάνει!»
«Θα έρθω κι εγώ να σου κάνω παρέα» είπε ο Αντώνης. «Σιτεμένα 9 μέρες και μαλακωμένα με κρεμμύδι. Μόνο αλατοπίπερο, ρίγανη και δυνατή φωτιά χρειάζονται.»
«Τι προτιμάτε, χωριάτικη ή ντάκο με ξύγαλο;» ρώτησα εγώ που από τότε που δοκίμασα ξύγαλο δεν το άλλαζα με τίποτα.
«Ξύγαλο; Τι είπες τώρα;» ρώτησε ο Αντώνης και κάπως έτσι πάρθηκε η απόφαση.
«Αναστασία, θα έρθεις να μου κάνεις παρέα ή θα πας με τ’ αγόρια;»
«Αγόρια…» κάγχασε αυτή τη φορά ο Αντώνης που τα μαλλιά του ήταν πιο άσπρα και από το κινέζου δάσκαλου της Uma Therman στο Kill Bill. 
«Θα έρθω μαζί σου, μη με κολλήσουν και τίποτα χρόνια!» είπε η Αναστασία, κάνοντάς εμένα να γελάσω, και τον Αντώνη να κάνει παντομίμα ότι δέχτηκε πιστολιά κατάστηθα.

Πήγαμε στην κουζίνα και η αλήθεια είναι ότι με έτρωγε ελαφρά να μάθω αν η Αναστασία ήξερε τον όρο μπρατάρισμα η απλά είχε κάνει τη σύνδεση με τη λέξη brat αλλά δεν ήξερα πως να τη ρωτήσω με τρόπο χωρίς να καρφωθώ. Την κοίταξα σα να την έβλεπα για πρώτη φορά. Καμιά δεκαριά πόντους πιο ψηλή από μένα, καστανομάτα, με μακρύ μαλλί ίδιου χρώματος, είναι πολύ όμορφη κοπέλα, με γλυκιά, κοριτσίστικη ομορφιά.

«Με χαρά διαπιστώνω ότι δεν είμαι η μόνη που μπρατάρει» την πείραξα και καλά για την ατάκα που είπε πριν.
«Χαχαχα, του αρέσει να τον τσιγκλάω, τον κάνω να γελάει και… και του είχε λείψει το γέλιο.»
«Τον αγαπάς πολύ, ε;» τη ρώτησα αλλά κόμπιασε. «Αναστασία μου, με τον Αρίστο έχουμε 25 χρόνια διαφορά, δεν πρόκειται να σας κατακρίνω.»
«Εμείς έχουμε 27 χρόνια και τρεις μέρες» είπε και γέλασε στη σκέψη. «Δεν… δεν είναι εύκολο και μερικές φορές τον τρώει, το ξέρω ότι τον τρώει. Δεν είναι μόνο η διαφορά ηλικίας.»
«Αλλά;»
«Με ξέρει από τότε που ήμουν δεκατριών χρονών, ερχόντουσαν στην Κέρκυρα με τη συγχωρεμένη τη γυναίκα του και νοικιάζανε το ακριβώς διπλανό σπίτι από αυτό που μένουν οι παππούδες μου. Η… η Αγγελική με έβλεπε σαν κόρη της. Κι εγώ την αγαπούσα, την αγαπούσα πολύ, παρόλο που ήμουν τσιμπημένη με τον Αντώνη από την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισα. Ο ίδιος ήταν πιο απόμακρος, αλλά ποτέ δε με αντιμετώπισε σαν κάποιο ενοχλητικό νιάνιαρο που του φορτωνόταν, απλά είχε καταλάβει ότι είχα κρασάρει μαζί του και κρατούσε αποστάσεις. Με την Αγγελική ακούγαμε μουσική, ζωγραφίζαμε, παίζαμε… με τον Αντώνη απλά μιλούσαμε, μου άρεσε να τον ακούω και ποτέ δε με αντιμετώπισε στις συζητήσεις σαν παιδί, συζητούσε μαζί μου σα να μιλούσε σε ενήλικη. Ήρθε τον Αύγουστο στην Κέρκυρα. Είχα να τον δω δύο χρόνια, τρόμαξα να τον γνωρίσω στην αρχή, είχε μείνει ο μισός και είχε ασπρίσει σα γέρος. Ό,τι… ό,τι έγινε μεταξύ μας εγώ το ξεκίνησα, όταν ήταν να φύγει μάζεψα όλο το θάρρος μου και τον αγκάλιασα και τον φίλησα στο στόμα. Με έκανε μαλακά πέρα και το έβαλα στα πόδια. Συγνώμη που σε ζαλίζω…»
«Δε με ζαλίζεις Αναστασία μου, τι είναι αυτά που λες;»
«Δεν ξέρω βρε Μαριλίζα, ώρες-ώρες νιώθω ότι τον τρώνε οι τύψεις, τύψεις για την Αγγελική, τύψεις για μένα επειδή με ξέρει από κοριτσάκι αλλά και τύψεις για τους γονείς μου, που φυσικά δεν έχουν ιδέα. Μου δίνει την εντύπωση ότι από τη μία θέλει να με σφίξει πάνω του και από την άλλη θέλει να με σπρώξει μακριά του. Δεν… δεν είναι ότι έχω παράπονο μαζί του αλλά είναι… είναι ελάχιστοι αυτοί στους οποίους μπορούμε να ανοιχτούμε.»
«Ναι, το καταλαβαίνω αυτό. Δεν ξέρω αν στο είπε, αλλά εργαζόμαστε στην ίδια εταιρία.»
«Ναι, μου το είπε και να ξέρεις πως το εκτίμησε πολύ που του το είπες. Πάντως… αλήθεια, εσύ τη Φοίβη και τον Ανδρέα τους έχεις γνωρίσει;»
«Από Skype μόνο αλλά φαντάζομαι ότι θα τους δούμε τώρα που θα κατέβουμε Κρήτη.»
«Ήθελα να πω πως άρχισε να αισθάνεται πιο άνετα από τη μέρα που τους γνώρισε. Μου ομολόγησε ότι και η Φοίβη και ο Ανδρέας, που έχουν κόρη λίγο μεγαλύτερη από εμένα, τον διαβεβαίωσαν ότι οι ίδιοι θα προτιμούσαν η Χριστιάνα, η  κόρη τους, να γνωρίσει τον έρωτα με κάποιον σαν τον Αντώνη, παρά με συνομήλικό της, και δεν το λένε έτσι, η Χριστιάνα είναι 22 χρονών και ο φίλος της είναι 35.»
«Μακάρι να ήταν και οι δικοί μου οι γονείς έτσι…» είπα με μια δόση πίκρας.
«Δεν τους το έχεις πει; Ρε συ Μαριλίζα, δώσε μου τις πατάτες, θα τις κόψω εγώ!»
«Δε θα πάει καλά αυτό, εννοώ με τους γονείς μου, όχι με τις πατάτες» της είπα και χαμογέλασε. «Ο πρώην μου, ο Κώστας, ήταν 30 όταν τα φτιάξαμε και εγώ λίγο πριν κλείσω τα 21 και τους είχε έρθει ντουβρουτζάς. Δε μπορώ να φανταστώ πως θα αντιδράσουν αν τους πω ότι ο Αρίστος είναι πενηντάρης.»
«Ξέρεις κάτι; Θα χρησιμοποιήσω τα λόγια του Ανδρέα προς τον Αρίστο όταν του είπε ότι ο φίλος της Χριστιάνας είναι 35 χρονών. Τους δώσανε την αγάπη τους, την καθοδήγησή τους και τη στήριξή τους και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι τα παιδιά τους να είναι ευτυχισμένα ακολουθώντας το μονοπάτι που επέλεξαν τα ίδια.»
«Μωρέ μια χαρά τα λέει και έτσι θα έπρεπε να είναι, αλλά δεν είναι όλοι οι γονείς ανοιχτόμυαλοι σαν τον Ανδρέα και τη Φοίβη.»
«Ναι, δε διαφωνώ, δε θέλω καν να διανοηθώ τι έχει να γίνει έτσι και μάθουν οι δικοί μου ότι τα έχω με τον Αντώνη. Τέλος πάντων…»
«Ξέρεις κάτι; Αν δεν ήξερα ότι είσαι 18,5 χρονών θα σε έκανα τουλάχιστον συνομήλική μου, και δεν εννοώ εμφανισιακά.»
«Be that as it may, appearances *do* matter, ειδικά για ανθρώπους με τη θέση του Αντώνη. Δε μου λες, καλές είναι σε αυτό το πάχος;»
«Ναι, μια χαρά είναι, ορίστε πάρε και την τελευταία» της είπα και της έδωσα την πατάτα, και πήγα να ετοιμάσω το ντάκο.
«Εσύ έχεις σπουδάσει κοινωνιολογία, έτσι;»
«Ναι, με κατεύθυνση την εγκληματολογία… αλλά η αλήθεια είναι ότι με κούρασε. Τελείωσα τη σχολή γιατί δε μου αρέσει να αφήνω πράγματα στη μέση αλλά από τη στιγμή που πήρα το πτυχίο δεν ασχολήθηκα ξανά μαζί της.»
«Έχεις σκεφτεί να κάνεις κανένα MBA?»
«Το έχω σκεφτεί, αλλά μέχρι πρότινος δε μου έβγαιναν τα κουκιά και δεν ήθελα να φορτωθώ στους γονείς μου εικοσιπέντε χρονών γαϊδάρα.»
«Εγώ πάντως σου λέω αν μπορείς να το κάνεις και θα σου πρότεινα να επιλέξεις αυτό του Οικονομικού Πανεπιστημίου. Τι βαθμό πτυχίου έχεις;»
«Λίγο πάνω από 8, αν θυμάμαι καλά 8,07. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο το οικονομικό, έχω να πιάσω βιβλίο και δύο χρόνια και δουλεύω και full time και σε βάρδιες, δε θα είναι εύκολο.»
«Μη είναι βασιλικήν ατραπόν επί Γεωμετρίαν που έλεγε και ο μπάρμπα-Ευκλείδης.»
«Μη μου κάνεις εμένα το wikiquote» την πείραξα αστειευόμενη.
«Τι να πω, μ’ αρέσει το διάβασμα!» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους της.
«Κι εμένα! Η μαμά μου με έμαθε να διαβάζω πριν καν πάω σχολείο, και από τότε δεν έχει υπάρξει περίοδος που δεν διάβαζα κάποιο βιβλίο, αν και τον τελευταίο καιρό το έχω ρίξει λίγο στην παλαβή!»
«Σε πιστεύω, κι εγώ με τον Αντώνη τον πρώτο καιρό έτσι ήμουν, πού μυαλό για διάβασμα;»
«Εχμ, εσύ δεν έχεις και τη σχολή;»
«Α όχι, εννοούσα το διάβασμα για ψυχαγωγία, όχι για τη σχολή. Απλά όταν τελείωνα τη μελέτη, δεν είχα μυαλά ούτε για διάβασμα, ούτε για ζωγραφική, ούτε για μουσική.»
«Ε, μουσική φαντάζομαι ότι μπορείς να ακούς και όταν διαβάζεις!»
«Να παίξω εννοώ. Παίζω keyboards. Ξεκίνησα με πιάνο, βασικά, αλλά με κέρδισαν τα keyboards… αλλά όπως σου είπα πού μυαλά…»
«Αυτό που έχει σημασία είναι να περνάς καλά.»
«Από αυτό δόξα τω Θεώ.»
«Λοιπόν, έτοιμος και ο ντάκος» της είπα. «Πάμε στους μπαρμπάδες μας;»
«Χαχαχα, ναι, πάμε!» μου είπε γελώντας.

Πήγαμε έξω, Αρίστος και Αντώνης έπιναν μπύρα όρθιοι περιμένοντας τη φωτιά να πέσει  για να βάλουν τα παϊδάκια. Sadie και Ράντι -πολύ μου αρέσει που κάνουν ομοιοκαταληξία- είχαν ξαπλώσει στα πόδια τους και κάναν τα χαλιά.

«Άμα το ρίξεις έτσι το κομενάκι  να μου τρυπήσεις τη μύτη» είπα στο Ράντι.
«Χαχαχα, τώρα είναι και οι δύο στη φάση του τσιγάρο μετά!» είπε ο Αρίστος. «Μωρή δεν ντράπηκες να βγάλεις τα μάτια σου μπροστά στα μάτια του μπαμπά;» μάλωσε τρυφερά τη Sadie που κούνησε την ουρά της κάνοντας ένα «ΑΟΥΥΥΥΥΓΚΜΜΜ.»

Πήγα να πω «Κάνε κόρη να δεις καλό» αλλά θυμήθηκα αυτά που μου είπε προηγουμένως η Αναστασία και το βούλωσα, καθώς κατά τα φαινόμενα το θέμα ήταν «τζιζ βαβά» για τον Στεργίου και δεν ήθελα άθελά μου να γίνω η αφορμή να του χαλάσει η διάθεση. «Γαμώτο, Αντώνη εδώ, όχι Στεργίου!» μάλωσα τον εαυτό μου.

«Έχουμε κόψει το ντάκο και οι πατάτες είναι έτοιμες για τηγάνισμα» είπα αλλάζοντας κουβέντα.
«Ωραία» είπε ο Αρίστος. «Νομίζω σε δυο-τρία λεπτά θα μπορέσουμε να βάλουμε και τα παϊδάκια.»
«Πόσο θέλουν;» ρώτησα εγώ για να υπολογίζω πότε θα έβαζα να τηγανίσω τις πατάτες.
«Αρχικά δύο λεπτά ανά πλευρά» είπε ο Αντώνης. «Μετά τα γυρίζουμε πάλι και αυτή τη φορά τα αφήνουμε για 6-8 λεπτά ανά πλευρά».
«Ωραία, όταν τα γυρίσετε για δεύτερη φορά, θα πάω να βάλω και τις πατάτες να τηγανίζονται, θέλει 15 λεπτά στο air frier. Μήπως θέλετε να τις κάνουμε σε λάδι;» ρώτησα αλλά κανείς δεν ήθελε και κρίμα, γιατί μια παρασπονδία την ήθελα σήμερα.

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο της Αναστασίας που κατάλαβε από τον ήχο ποιος την καλεί γιατί είπε, μάλλον προς τον Αντώνη, «ο Στέφανος είναι» ο οποίος της έγνεψε καταφατικά, και αφού μας ζήτησε συγνώμη, πήγε λίγο πιο μακριά για να μιλήσει. Του ζήτησε άδεια με τα μάτια ή ήταν ιδέα μου; Κοίταξα τον Αρίστο που με κοίταξε κι εκείνος, και σα να συνεννοηθήκαμε με τις ματιές μας, δεν ήταν ιδέα μου. Προηγουμένως είχα προσπαθήσει να καταλάβω από που γνωρίζει η Αναστασία τον όρο μπρατάρισμα αλλά η κουβέντα πήγε αλλού. Δεν ήταν από νοσηρή περιέργεια, ούτε από αδιακρισία, ήθελα να μπορούν να είναι άνετα μαζί μας, όποια και αν ήταν η σχέση τους.

«Άσχετο» είπε ο Αντώνης, «Αρίστο, έχεις να μας προτείνεις κάποιο καλό ξενοδοχείο στο Ηράκλειο, κατά προτίμηση κέντρο;»
«Έχω Airbnb στη μικρή Έβανς, ακριβώς στο κέντρο, αν ενδιαφέρεστε, άλλωστε εκεί θα μείνουμε κι εγώ με τη Μαριλίζα. Αν κατεβείτε με αυτοκίνητο ή νοικιάσετε εκεί, έχει και parking πολύ κοντά, ούτε εκατό μέτρα.»
«Χμμμ… δεν είναι άσχημη ιδέα» είπε ο Αντώνης.
«Πότε σκοπεύετε να πάτε; Ρωτάω για να ξέρω ώστε να μην το δώσω, όχι να το παινευτώ αλλά έχει πολύ μεγάλη ζήτηση.»
«Στα τέλη Φλεβάρη για μια εβδομάδα, βασικά περιμένουμε να απογαλακτιστεί ο Σίμπα, ώστε να τον πάρουμε και να τον πάμε και στη Φοίβη και τον Ανδρέα.»
«Ωραία, έκλεισε τότε. Δε θα απογοητευτείτε, να φανταστείτε ότι αυτό που θα σας δώσω το είχα φτιάξει πρωτίστως για μένα, όπως σας είπα εκεί μένω όταν κατεβαίνω Ηράκλειο.»
«Ωραία, στείλε μου το IBAN σου να το κλείσουμε από τώρα!»
«Σιγά μην πάρω χρήματα από το συμπέθερο!»
«Βρε Αρίστο…» έκανε να πει ο Στεργίου αλλά τον έκοψε.
«Δεν ακούω κουβέντα, έλα ρε Αντώνη τώρα!»
«Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ» είπε χαμογελαστός ο Στεργίου.
«Επίσης όταν θα πάτε, ρωτήστε τη Φοίβη να σας πει εστιατόρια για να πάτε να φάτε. Εγώ θα σας προτείνω τον Έργανο και το «Ό,τι θες». Α! Και αν αποφασίσετε να φάτε πιτόγυρα -ή γυρόπιτες όπως τις λένε στο Ηράκλειο- προσέξτε να πάρετε *ΜΙΑ* για τον καθένα, αλλιώς θα σας μείνουν, στο Ηράκλειο δεν αστειεύονται με τις μερίδες!»
«Χαχαχα εντάξει, καλά που μας το είπες, γιατί -μεταξύ μας- μια φορά την εβδομάδα δυο σουβλάκια ο καθένας μας τα τσακίζουμε!» είπε η Αναστασία.
«Α, και προσοχή με τη στάκα!» τους είπα εγώ. «Αν ξεκινήσεις δεν σταματάς και, όχι τίποτε άλλο, μετά χρειάζεσαι τουμποφλό για τις αρτηρίες. Όπως λέει και ο Αρίστος, δέκα γραμμάρια τρως, ένα κιλό γράφει η ζυγαριά!»
«Λοιπόν, νομίζω ότι η φωτιά είναι καλή. Αντώνη, τα βάζουμε για ψήσιμο;»
«Ναι, πάμε!»
«Πάω κι εγώ να τηγανίσω τις πατάτες» τους είπα.
«Έρχομαι να σου κάνω παρέα» είπε η Αναστασία και με ακολούθησε μέσα. «Μαριλίζα, θα ήθελες να πάμε μια μέρα για καφέ οι δυο μας;» με ρώτησε όταν μείναμε μόνες, και η αλήθεια είναι ότι αιφνιδιάστηκα λιγάκι, όχι δυσάρεστα πάντως.
«Πολύ ευχαρίστως, αν και όχι αυτή την εβδομάδα, μέχρι Τετάρτη έχω την απογευματινή βάρδια και την Πέμπτη, όπως σας είπε και ο Αρίστος, θα πάμε Ηράκλειο» της είπα και έβαλα τις πατάτες να τηγανίζονται.
«Ναι, κανένα πρόβλημα. Εχμ, να θέλεις κι εσύ, έτσι; Δε θέλω να γίνομαι φορτική…» ξεκίνησε να λέει αλλά την έκοψα.
«Δεν γίνεσαι βρε, μη φοβάσαι. Κι εγώ πέρα από τον Αρίστο και τον Μιχάλη δεν έχω άλλους φίλους, είμαι κλειστός άνθρωπος, καλό θα μου κάνει να κοινωνικοποιηθώ και λίγο!»
«Εσύ;» με ρώτησε με γνήσια απορία κάνοντάς με να χαμογελάσω.
«Κι όμως… παρά την φαινόμενη εξωστρέφειά μου, στην πραγματικότητα, είμαι πολύ κλειστός άνθρωπος.»
«Εγώ είμαι το αντίθετο» μου είπε αναστενάζοντας. «Είμαι μαζεμένη όταν είμαι με ανθρώπους που δε γνωρίζω αλλά όταν νιώθω άνετα γίνομαι αρκετά εξωστρεφής. Κι πέρα από τον Αντώνη και το φίλο μου το Στέφανο, αυτόν που με πήρε τηλέφωνο, δεν έχω άλλους φίλους. Παρέες ναι, φίλους όχι. Δεν τα πάω καλά με τους συνομήλικούς μου, ποτέ δεν τα πήγαινα…»
“I can relate to that” της είπα αναστενάζοντας με τη σειρά μου.
«Από το Σεπτέμβρη που κατέβηκα Αθήνα έχασα και την Τίνα, που ήταν η κολλητή μου σε όλο το λύκειο. Δε λέω, μιλάμε στο Skype, αλλά δεν είναι το ίδιο. Και εδώ που τα λέμε, δεν ξέρει και για τον Αντώνη, και πέρα από το Στέφανο δεν έχω να μιλήσω και με κανέναν για τα προσωπικά μου και …δεν είναι ακριβώς και το πιο εύκολο, ε, και υπάρχουν και μερικά πράγματα που δεν μπορώ να τα μοιραστώ με άνδρα… καταλαβαίνεις…»
«I can relate to that, also. Κι εγώ έχασα την κολλητή μου, όταν τέλειωσε τη σχολή επέστρεψε Θεσσαλονίκη, από εκεί είναι. Πέρσι όταν… όταν ο πρώην μου ζήτησε να χωρίσουμε, έμεινα τελείως μόνη, οι παρέες που είχα ήταν οι δικές του. Μέχρι… μέχρι που γνώρισα τον Μιχάλη -και με εξαίρεση δουλειά και γυμναστήριο- είχα κλειστεί μέσα σε τέσσερις τοίχους, not exactly the healthiest thing to do…»
«Αν επιτρέπεται πόσο καιρό μαζί ήσουν με τον πρώην;»
«Τρία χρόνια και κάτι.»
«Ναι, δεν έχω τέτοιες παραστάσεις, πότε να προλάβω άλλωστε, 18,5 είμαι. Μέχρι τον Αντώνη είχα κάνει δύο σχέσεις όλες κι όλες, με συνομήλικους ή περίπου συνομήλικους.»
«Ο Αντώνης ήταν ο πρώτος σου;»
«Αν εννοείς ο πρώτος με τον οποίο έκανα σεξ, όχι, αυτό έγινε όταν πήγαινα πρώτη λυκείου. Η αλήθεια είναι πάντως πως ούτε με τον Χάρη, τον πρώτο, ούτε με το Νίκο υπήρξα ποτέ ερωτευμένη, πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ήταν ο Αντώνης και ας ήξερα ότι δεν είχα καμιά ελπίδα μαζί του. Δεν ξέρω ρε Μαριλίζα, όσο ευτυχισμένη και αν είμαι τώρα, μακάρι να ζούσε η Αγγελική και ας έμενα αιώνια με την καψούρα… εννοώ δε μπορεί, κάποια στιγμή θα τον ξεπερνούσα.»
«Δυστυχώς ή ευτυχώς το Σύμπαν δεν δίνει δεκάρα τι θέλουμε και τι δε θέλουμε. Ο Αντώνης δεν είναι ο μόνος που νιώθει τύψεις, ε;»
«Όχι, δεν είναι.»
«Survivor’s guilt λέγεται αυτό που νιώθετε.»
«Ναι, το ξέρω, αλλά με το να ονομάζεις κάτι δεν το εξαφανίζεις.»
«Όχι, δεν το εξαφανίζεις, το διαχειρίζεσαι, έχοντας την γνώση πως ούτε ο ένας ούτε ο άλλος ευθύνεστε για το χαμό της Αγγελικής.»

Με την πάρλα πέρασε η ώρα και οι πατάτες έγιναν. Η Αναστασία με βοήθησε να στρώσουμε την τραπεζαρία και αφού τελειώσαμε, πήρα ένα μεγάλο οβάλ δίσκο και βγήκαμε έξω για να βάλουμε τα κρέατα, που και εκείνα μόλις είχαν ψηθεί, και η τσίκνα έκανε τα σάλια μας να τρέχουν. Μιας και ο Αρίστος με τον Αντώνη έπιναν ήδη μπύρα, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε όλοι με μπύρα.

«Καλώς ήρθατε και άντε με το καλό να γίνουμε και παππούδες!» είπε ο Αρίστος.
«Κάποιοι από εμάς έχουν ξεκινήσει νωρίτερα… λέω εγώ τώρα!» τους πείραξα εγώ και βάλανε όλοι τα γέλια.
«Καλώς σας βρήκαμε!» απάντησε με τη σειρά του ο Αντώνης.
«Λοιπόν, όπως λέει και ο πατέρας μου, όποιος ντρέπεται μένει νηστικός!»
«Σοφός ο πατέρας σου!» απάντησε ο Αντώνης.
«Στην υγειά μας!» είπε ο Αρίστος και αφού τσουγκρίσαμε, πέσαμε στο φαγητό σα να μην υπήρχε αύριο και μπορεί τα αγόρια μας να ήταν κομμάτι …παραγινωμένα αλλά ξέρουν να ψήνουν, δεν λέω τίποτε άλλο!
«Αλήθεια» είπε κάποια στιγμή η Αναστασία εκεί που τρώγαμε, «πώς γνωριστήκατε;»
«Σε ένα δικτυακό forum» απάντησε ο Αρίστος χωρίς να διστάσει.
«Ναι; Σε ποιο;» ξαναρώτησε η Αναστασία.
«Ειδικής θεματολογίας, μπορεί να μην το γνωρίζετε, το greekbdsmcommunity» απάντησε πάλι χωρίς κανένα δισταγμό ο Αρίστος και η Αναστασία με τον Αντώνη κοιταχτήκανε, κάνοντάς μας προφανές ότι το γνωρίζουν και οι ίδιοι.
«Το γνωρίζουμε» είπε τελικά ο Αντώνης και μετά χαμογέλασε. «Είστε του χώρου;»
«Εγώ ναι, εδώ και πολλά χρόνια. Η νεαρή δεσποινίς που έχει γίνει κόκκινη», είπε δείχνοντας εμένα, «είναι καινούργια, φέτος γράφτηκε.»
«Η νεαρή δεσποινίς παρακολουθεί το φόρουμ εδώ και κάμποσα χρόνια απλά φέτος αποφάσισε να γίνει μέλος.»
«Εγώ δεν ήμουν μέλος, η συγχωρεμένη η Αγγελική ήταν, από εκείνη έμαθα για το χώρο» είπε ο Αντώνης. «Μεταξύ μας, μέχρι που τη γνώρισα δεν ήξερα καν τι είναι το BDSM.»
«Συμμετέχετε στο φόρουμ;» ρώτησε ο Αρίστος.
«Όχι, πού και πού μπαίνουμε για να διαβάσουμε καμιά ιστορία από το Art & Literature ή τις εμπειρίες. Εσείς;»
«Παλιότερα συμμετείχα πιο τακτικά αλλά πλέον δεν υπάρχουν θέματα που να με ενδιαφέρουν και να μην έχουν συζητηθεί ad nauseum, οπότε περισσότερο για το χαβαλέ μπαίνω, μια στη χάση και στη φέξη.»
«Εσύ, Μαριλίζα;»
«Εγώ κυρίως γράφτηκα για να μπορώ να παρακολουθήσω θέματα που με ενδιαφέρουν, κυρίως ιστορίες από το literature, ούτε κι εγώ συμμετέχω» τους απάντησα.
«Αν επιτρέπεται» συνέχισε η Αναστασία «εσείς είστε ζευγάρι Dom/sub;»
«Όχι» της απάντησε ο Αρίστος χαμογελαστός. «Δεν είναι του γούστου μας τέτοιου είδους συσχετισμοί, αν πρέπει ντε και σώνει να το περιγράψουμε με BDSM-ικούς όρους εγώ είναι Top και η Μαριλίζα bottom.»
«Έχετε πάει σε κανένα event;» ρώτησε ξανά η Αναστασία.
«Αν εννοείς μαζώξεις, είχα πάει σε κάποιες όταν επέστρεψα Ελλάδα, αλλά από τότε που έπαψα να είμαι ιδιαίτερα ενεργός, σταμάτησα και να πηγαίνω» της απάντησε ο Αρίστος.
Ο Στεργίου φαινόταν να μην αισθάνεται ιδιαίτερα άνετα, οπότε ούτε εγώ ούτε ο Αρίστος τους ρωτήσαμε κάτι σχετικό. Η Αναστασία από την άλλη φαινόταν να έχει περιέργεια να μάθει και άλλα, οπότε ήταν εκείνη που συνέχισε τις ερωτήσεις.
«Αν επιτρέπεται, τι είδους Top/bottom είστε;»
«Αναστασία!» πήγε να τη συμμαζέψει ο Αντώνης.
«Δεν πειράζει» τον καθησύχασε ο Αρίστος, «αν και δεν είμαι σίγουρος ότι κατάλαβα τι ρωτάς…»
«Σαδιστής/Μαζοχίστρια;»
«Με την φιλοσοφική έννοια του Σαδιστής/Μαζοχίστρια όχι. Εγώ είμαι ενεργητικός αλγολάγνος και η Μαριλίζα παθητική.»
«Τι διαφορά έχει το ένα από το άλλο;»
«Η αλγολαγνεία έχει να κάνει καθαρά με τη σεξουαλική ικανοποίηση ενώ ο σαδισμός και ο μαζοχισμός πάνε πιο βαθιά.»
«Χμμμ…» μουρμούρισε.
«Κι εγώ τις ίδιες απορίες είχα, μη νομίζεις» της είπα με τη σειρά μου. «Χρειάστηκε να διαβάσω αρκετά νήματα για να αρχίσω κι εγώ να καταλαβαίνω τη διαφορά μεταξύ αυτών των όρων.»
«Η σχέση σας είναι μονογαμική;» ρώτησε και πάλι, και αυτή τη φορά τον είδα τον Αντώνη να δαγκώνεται.
«Όχι» της απάντησε ο Αρίστος ενώ εγώ κοκκίνησα άθελά μου και η μικρή το πρόσεξε.
«Αν επιτρέπεται» επέμεινε η Αναστασία, «πώς το ισορροπείτε;»
«Θα στο πω, όπως το είχα πει και στην Μαριλίζα που στις αρχές είχε τις ίδιες ακριβώς απορίες. Για να συσχετιστείς ερωτικά με κάποιον, και δεν εννοώ για κάποιο one night stand, είναι για σένα απαραίτητο εκτός από εραστής να είναι και φίλος σου;»
«Ναι, φυσικά!» απάντησε η Αναστασία.
«Θαυμάσια. Το γεγονός λοιπόν ότι αυτός ο άνθρωπος, εκτός από εραστής, είναι και φίλος σου, σε εμποδίζει από το να έχεις άλλους φίλους;»
«Όχι, γιατί να μ’ εμποδίσει;»
«Ακριβώς, και αυτή είναι και απάντησή στην αρχική σου ερώτηση. Αφού λοιπόν μπορείς να έχεις περισσότερους από έναν φίλους, που βγαίνεις μαζί τους, που μιλάς, που τους λες τα μυστικά σου και σου λένε τα δικά τους, γιατί να μη μπορείς να έχεις και περισσότερους από ένα εραστές;»
«Χμμμ» είπε η Αναστασία σκεπτική προσπαθώντας να το επεξεργαστεί.
«Ας το δούμε και διαφορετικά, από διαφορετικούς σου φίλους παίρνεις διαφορετικά πράγματα, για παράδειγμα κάποιος μπορεί να σου αρέσει γιατί είναι χαβαλετζής, με κάποιον άλλον να σ’ αρέσει να βγαίνεις να διασκεδάσεις, με κάποιον άλλο να προτιμάς να πηγαίνετε για ένα χαλαρό καφεδάκι κλπ. Το ίδιο ακριβώς μπορεί να συμβεί και με τους διαφορετικούς εραστές, ο καθένας να σε ικανοποιεί με διαφορετικό τρόπο. Για παράδειγμα μπορεί να σου αρέσει η αιδοιολειχία αλλά με αυτόν που είσαι μαζί να μην του αρέσει, ωστόσο να σου κάνει άλλα που σ’ αρέσουν. Ομοίως και εκείνος μπορεί να θέλει κάποια πράγματα που εσύ δε θέλεις να τα κάνεις. Γιατί να τα στερηθείτε ή να πιέσετε τους εαυτούς σας να τα κάνουν με το ζόρι, όταν κάλλιστα μπορείτε να τα βρείτε αυτά αλλού, με τρόπο που κανείς δε θα στερείται, αλλά ούτε και θα καταπιέζεται;»
«Και αν σε κάποιον άλλον εραστή βρουν κάτι καλύτερο;»
«Γιατί, αυτό δεν μπορεί να συμβεί και σε μονογαμική σχέση; Δεν μπορεί ο άλλος να σε βαρεθεί; Κοίτα Αναστασία μου, όπως λένε και οι Αμερικάνοι, τα μόνα σίγουρα πράγματα στη ζωή είναι ο θάνατος και οι φόροι. Όσο ρομαντικό και αν ακούγεται αυτό το “till death do us part” ο μόνος με τον οποίο είναι κατηγορηματικά βέβαιο ότι αυτό θα συμβεί, είναι ο εαυτός μας. Οι άνθρωποι δεν ανήκουμε ο ένας στον άλλον, μοιραζόμαστε το χρόνο μας, με αυτούς που επιλέγουμε, στο βαθμό που επιλέγουμε και για το χρονικό διάστημα που επιλέγουμε. Μπορείς να διεκδικήσεις τον χρόνο κάποιου άλλου ανθρώπου, αλλά δεν μπορείς να τον απαιτήσεις, δεν σου ανήκει.»
«Μια κουβέντα είναι αυτό…» μονολόγησε. «Όχι πως είναι παράλογα αυτά που λες, ίσα-ίσα…»
«Δεν είναι εύκολο να αλλάξεις ιδεοληψίες μιας ζωής» είπε ο Αντώνης «αλλά δεν είναι και αδύνατο, και το λέω μετά λόγου γνώσης.»
«Το ξέρω μωρό μου» του είπε η Αναστασία.
«Ναι, δεν είναι εύκολο» συμφώνησε ο Αρίστος. «Όπως είχα πει και στη Μαριλίζα, δεν γεννήθηκα με φυσική ανοσία στη ζήλεια, εμβολίασα ωστόσο τον εαυτό μου και δεν την αφήνω να με ορίσει. Η ζήλεια μπορεί να γίνει αλατοπίπερο αλλά μπορεί να γίνει και δηλητήριο, από εμάς εξαρτάται το να μην την αφήσουμε να μας δηλητηριάσει.»
«Συγνώμη αν έγινα αδιάκριτη» είπε η Αναστασία.
«Δεν έγινες» την καθησύχασα. «Μη νομίζεις, κι εγώ τα ίδια σκεφτόμουν στην αρχή, και είναι ειρωνικό, γιατί στη σχέση μου με τον Αρίστο, μόνο εγώ έχω υπάρξει μέχρι στιγμής πολυγαμική.»
«Μεσσαλίνα!» με πείραξε ο Αρίστος.
«Είμαι μακαρονού, τι να κάνω;» τον πείραξα με τη σειρά μου.
«Να μη μου γκρινιάζεις αν φάω κι εγώ μακαρονάδα!»
“Cross my heart and hope to die!”
«Ναι, θα το προτιμούσα με λιγότερο δράμα.»
«Καλά, cross my heart and hope to string you!» του είπα βγάζοντας τη γλώσσα μου και κάνοντας Αντώνη και Αναστασία να βάλουν τα γέλια.
«Ρωξάνη, μην μπρατάρεις Ρωξάνη!»
«Μάλιστα πολυχρονεμένε μου Αφέντη!» του είπα και ακολούθησε νέος γύρος γέλιου.
«Όπως καταλαβαίνετε δεν βρίσκουμε και συχνά ευκαιρίες να συζητήσουμε τέτοια πράγματα με άλλους» μας είπε ο Αντώνης.
«Ναι, το καταλαβαίνω, μη νομίζεις, και με εμάς το ίδιο ισχύει» τον διαβεβαίωσε ο Αρίστος. «Μαζί μας πάντως μπορείτε να είστε όσο άνετοι θέλετε. Καλά το λένε, αν δεν ταιριάζαμε δε θα συμπεθεριάζαμε!»
«Αυτό ξαναπές το» είπε ο Αντώνης και σήκωσε το ποτήρι με τη μπύρα. «Άντε στην υγειά μας, να καούν τα βίντεο των οχθρών μας!»
“Hear hear!” είπε ο Αρίστος και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας.

Τα παιδιά κάθισαν μέχρι αργά το απόγευμα, και ένα δράμα το είχαμε όταν έφυγαν χωρίς το Ράντι, ο οποίος γκρίνιαξε για λίγο, μέχρι δηλαδή που του κούνησε το κωλαράκι της η Sadie, κάνοντάς τον να τα ξεχάσει όλα! Τελικά όλα τα αγοράκια, κάθε είδους, τα ίδια είναι, με το που τους κουνηθεί το κομενάκι παύει να λειτουργεί το πάνω κεφάλι. Το βράδυ γύρισα κι εγώ στο Χαλάνδρι γιατί, όσο και αν ήθελα να περάσω το βράδυ με τον Αρίστο, είχα και πρωινό ξύπνημα, δυστυχώς είχα ξεχάσει ότι λόγω του γάμου θα είχα δεύτερη σερί εβδομάδα πρωινή βάρδια. Γύρω στις δέκα, ξάπλωσα στο κρεββάτι αλλά αντί για τηλεόραση προτίμησα να συνεχίσω το Shogun από εκεί που το είχα αφήσει. Δηλαδή αυτό είχα σκοπό να κάνω αλλά με πήρε τηλέφωνο ο Μιχάλης που είχε διάθεση για πάρλα.

«Μαγδάλω μου!» μου είπε πριν προλάβω καν να απαντήσω.
«Αρκούδε μου! Τι κάνεις, γυρίσατε από την εκδρομή;»
«Ναι, πριν λίγη ώρα μπήκα σπίτι, άφησα τη μικρή στην Πάτρα και ήρθα σπίτι να αναπληρώσω δυνάμεις!»
«Εσύ να τα βλέπεις που κυνηγάς πιτσιρίκες! Οι μικρούλες έχουν αντοχές καημένε, δεν είναι γεροντάκια σαν και σένα!»
«Σε τρώει ακόμα το κωλαράκι σου, μαγδάλω μου; Δεν στο έξυσα επαρκώς;»
«Όχι, από αυτό δεν έχω παράπονο, είσαι το φάρμακο κατά της δυσκοιλιότητας!»
«Έτσι, για να δεις τι έχανες τόσο καιρό!»
«Ρε ουστ! Εγώ παρά είμαι μικρούλα για τέτοιες ταρζανιές!»
«Κοτάρα!»
«Που για λίγες μέρες μπορούσε να γεννήσει αυγό τυρανόσαυρου!»
«Μ’ αρέσεις! Από εδώ και πέρα θα λέω ότι στον έκανα Jurassic Park!»
«Κεφάκια βλέπω!»
«Από αυτά άλλο τίποτα! Εσύ πως τα πέρασες το Σ/Κ;»
«Ωραία ήταν, το Σάββατο πήγαμε με τον Αρίστο στο γάμο μιας συναδέλφου και μετά στο τραπέζι. Σήμερα είχαν έρθει οι συμπέθεροι με το γαμπρουδάκι μας, και μάλλον έχει περισσότερες αντοχές από εσένα!»
«Ζευγάρωσαν με την πρώτη τα θηρία;»
«Με την πρώτη δε θα πει τίποτα, η Sadie αποδείχτηκε νυμφομανές γύναιο και τον έκανε τον Ράντι Μιχαλάκη, δε μπορούσε να πάρει τα πόδια του!»
«Υπερβολές, εγώ μια χαρά μπορώ να πάρω τα πόδια μου, ο Διαμαντής είναι που δεν είναι συνεργάσιμος, ο προδόταρος!»
«Άστον μωρέ και αυτόν τον φουκαρά να κάνει λίγη αγρανάπαυση!»
«Θα σας ειδοποιήσουμε!»
«Αυτή την εβδομάδα το μενού δεν έχει Μαγδάλω, αρκούδε μου, θα πάμε Κρήτη!»
«Δεν ήταν να πάτε Πόζαρ;»
«Ήταν αλλά θυμήθηκε ότι είναι καλεσμένος στο γάμο μιας ξαδέρφης του το επόμενο Σαββατοκύριακο, οπότε αλλάξανε οι προτεραιότητες. Θα φύγουμε νωρίς την Πέμπτη και θα επιστρέψουμε Τρίτη βράδυ!»
«Μωρή κοίτα να ντυθείς καλά, θα τον δαγκώσεις εκεί!»
«Ναι, μου το είπε και ο Αρίστος αυτό. Ου φροντίς, ξέρω τι θα φορέσω!»
«Οπότε θα κάνετε και τις χειμερινές σας διακοπούλες, μια χαρά!»
«Μόνο που αντί για σκι το πρόγραμμα έχει ξε-σκι.»
«Γιατί, χθες και σήμερα παίζατε τις κουμπάρες;»
«Ναι, αλλά μεταξύ μας, απ’ όσο κατάλαβα το πρόγραμμα θα έχει πάρτι!»
«Ωωωω! Να τα και τα πιπεράτα! Ποτς γένεν ατό;»
«Θυμάσαι που σου είχα πει για τη Φοίβη, τη συνάδελφο του Αρίστου; Ε, το κορίτσι και ο άνδρας της είναι περιπετειώδεις. Θα στο θέσω όπως μου το έθεσε ο Αρίστος: “Όταν εγώ ή ο φίλος σου ο Μιχάλης πηγαίναμε, η Φοίβη επέστρεφε για δέκατη φορά!”»
«Τσουτσούριασα!» μου είπε κοροϊδευτικά.
«Καλά, κορόιδευε εσύ, αλλά η Φοίβη με τον Ανδρέα το 1993 είχαν κανονική πολυγαμική σχέση με μια συμφοιτήτριά τους, η οποία αργότερα έγινε και κουμπάρα τους. Το 1993 Μιχαλάκη μου, που εσύ δεν είχες καν αρχίσει να παίζεις το πουλάκι σου!»
«Α, μιλφάρα είναι;»
«Αν και φαντάζομαι ότι η κόρη τους είναι πιο πολύ του γούστου σου, εικοσιδύο γαρ, σε διαβεβαιώ ότι η μαμά της, αν και πενηντάρα, δεν μοιάζει για πάνω από 35.»
«Too old for my taste. Στο έχω πει μωρή, στη ζωή μου όλη κι όλη μια φορά έχω πάθει ντιριντάχτα με κάποια που έχει περάσει τα τριάντα.»
«Συλλαμβάνεσαι επ’ αυτοφώρω να έχεις μπερδέψει τι έχεις πει και σε ποια!»
«Μαγδάλω μου δεν είναι αυτό που νομίζεις…»
«Όχι απλά είναι ακριβώς αυτό που νομίζω αλλά πιθανότατα είναι και άλλο τόσο που δεν είχα καν φανταστεί!»
«Γαμώτο, θα πρέπει να αρχίσω να κρατάω σημειώσεις!»
«Ου γαρ έρχεται μόνον, άσε τις πιτσιρίκες και πήγαινε στην κλάση σου!»
«Ρε ουστ!» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
«Για λέγε τώρα, πού, πώς με ποια και γιατί!»
«Χαχαχα, ήταν το 2007, και μόλις είχα επιστρέψει από Γερμανία…»
«Κάτσε, εσύ τότε δεν τον το ξεκίνησες το διδακτορικό σου; Πότε πρόλαβες να το τελειώσεις;»
«Το είχα ξεκινήσει πριν μερικούς μήνες αλλά είχα επιστρέψει εδώ και είχα κάτσει όλο το καλοκαίρι.»
«Και γιατί δεν είχες γυρίσει Κρήτη;»
«Για να έχω την ησυχία μου από την κυρά-Λένη»
«Σκληρή καργιόλα!»
«Εμένα μου λες; Το σπίτι το είχα αγοράσει το 2005, μην ξεχνάς ότι στο Πολυτεχνείο σπούδασα κι εγώ.»
«Ξέρεις, αν ήσουν μερικά χρόνια μικρότερος θα είχες προλάβει τον Αρίστο καθηγητή σου!»
«Ο Αρίστος είναι στους Ηλεκτρολόγους, καμάρι μου, εγώ έχω σπουδάσει Μηχανολόγος.»
«Ωχ, ναι!»
«Και μετά κατηγορεί εμένα ότι μπερδεύω τι λέω σε ποιαν, κατάλαβες η Μεσσαλίνα;»
«Τώρα μιλάμε για τις δικές σου πομπές!»
«Τέλος πάντων, λοιπόν ναι, είχα επιστρέψει, και το ακριβώς από κάτω μου το είχε νοικιάσει κάποιος που είχε επιστρέψει στην αρχή της χρονιάς από την Αμερική με την κόρη του. Αυτός ναι, θα μπορούσε να ήταν καθηγητής μου, μόλις εκείνο το εξάμηνο είχε αρχίσει να διδάσκει στη σχολή μου, στο ΕΜΠ. Άκου να δεις ιστορία, αυτός λοιπόν, πριν φύγει για Αμερική τα είχε με μια κοπέλα, ήταν μαζί από το σχολείο.»
«Κάτσε ρε μεγάλε, πού το ξέρεις;»
«Μου τα είπαν ένα βράδυ που με κάλεσαν κάτω για φαγητό»
«Στα είπαν ποιοι;»
«Κάτσε ντε, θα σου πω. Λοιπόν, αυτός είχε χωρίσει με την κοπέλα του στα τέλη του 1996, καθώς είχε κερδίσει υποτροφία στο MIT. Ε, τρακάρανε ο ένας πάνω στον άλλον τυχαία σε ένα σούπερ μάρκετ και επανασυνδέθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, όπως κατάλαβα δεν είχαν ξεπεράσει ο ένας τον άλλον ακόμα και μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια!»
«Θα έλεγα woah, αλλά η Φοίβη, που σου είπα, είναι με τον Ανδρέα από τα δεκαοκτώ της.»
«Ναι, αλλά αυτοί ήταν συνέχεια μαζί, δεν είχαν χωρίσει. Τέλος πάντων, την πρώτη φορά που την είχα δει, πραγματικά μου είχε πέσει το σαγόνι στο πάτωμα με την πάρτη της. Σκούρο ξανθό μαλλί κομμένο σε στυλ pixie, με πρόσωπο και σώμα που σκότωνε, η Μπίλι πρέπει να είναι από τις πιο όμορφες γυναίκες που έχω δει στη ζωή μου, δεν κάνω πλάκα, δεν μπορώ να φανταστώ πως θα ήταν στα είκοσι της.»
«Μπίλι;» τον ρώτησα παραξενεμένη.
«Ναι» είπε χαμογελώντας. «Μικρή ήταν αγοροκόριτσο, Βασιλική έχει βαφτιστεί αλλά όπως μου είπε οι φίλοι της την φωνάζουν Μπίλι από τότε που θυμάται τον εαυτό της!»
«Και τι απέγιναν;»
«Προς τα τέλη της χρονιάς αποφάσισαν να μείνουν μαζί και έφυγε από το νέο Ηράκλειο, γιατί είχε και η Μπίλι μια κόρη από τον πρώτο της γάμο, και το διαμέρισμα που νοίκιαζε ο Μάριος, έτσι τον έλεγαν, ήταν μικρό για τετραμελή οικογένεια.»
«Όμορφη ιστορία» του είπα συγκινημένη.
«Είναι, πράγματι, ακόμα και για ένα κυνικό σαν του λόγου μου. Δεν ξέρω μωρέ Μαγδάλω μου, αν υπάρχουν κάποια εξαιρετικά σπάνια ζευγάρια που λες και φτιάχτηκαν ο ένας για τον άλλον, ο Μάριος με τη Μπίλι είναι σίγουρα ένα από αυτά.»
«Το ίδιο και η Φοίβη με τον Ανδρέα, απ’ όσο έχω καταλάβει…»
«Για να επιστρέψουμε και στις δικές σου πομπές, μου είχες πει ότι η Φοίβη είναι παλιά καψούρα του Αρίστου, θα την παλέψεις;»
«Κοίτα, Μιχάλη, μου είχε θέσει  ως απαράβατο όρο την αποδοχή της πολυγαμικότητάς του, και εδώ που τα λέμε, μέχρι τώρα, η μόνη που έχει υπάρξει πολυγαμική σε αυτή τη σχέση είμαι εγώ, και ο ίδιος το έχει αποδεχτεί, παρά το γεγονός ότι παραδέχτηκε κάπως διστακτικά πως μερικές φορές τον ζορίζει. Τέλος πάντων, όπως και να έχει, στην περίπτωση της Φοίβης, υπάρχει και ένα added bonus!»
«Το οποίο είναι;»
«Ο Ανδρέας. Μιχάλη μου, είναι ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΑ ωραίος άνδρας, πολύ έμπειρος, και όπως και του λόγου σας, έτσι και εκείνου, του αρέσουν οι μικρούλες!»
«Χαχαχα, κατάλαβα… μπούτι δε θα κλείσεις!»
“I most certainly hope so” του είπα και βάλαμε και οι δύο τα γέλια.

22. Καλωσήρθατε στο δημοκρατικό Ηράκλειο

Οι δυο-τρεις  τελευταίες μέρες περάσαν με την ταχύτητα παραπληγικού σαλιγκαριού με κρίση ισχιαλγίας, ο χρόνος δεν περνούσε με τίποτα, αλλά επιτέλους ήρθε το ευλογημένο απόγευμα της Τετάρτης, όπου μάζεψα τα μπογαλάκια μου από το γραφείο και έφυγα σφαίρα για το σπίτι του Αρίστου, καθώς τα πράγματα που θα έπαιρνα στο ταξίδι τα είχα μαζέψει από χθες και τα είχα φορτώσει από το πρωί στο αυτοκίνητο. Μου είχε λείψει πολύ ο γλυκούλης μου, χθες και σήμερα είχαμε μιλήσει μόνο από το Skype, καθώς γύριζα πολύ κουρασμένη από το γραφείο και, ούσα πρωινή, δε με έπαιρνε να πάω στο σπίτι του αλλά ούτε κι εκείνος μπορούσε να φύγει, καθώς φιλοξενούσε το γαμπρό.

Για να μην αργήσω -δεν έβλεπα την ώρα και τη στιγμή να βρεθώ ξανά μαζί του- αποφάσισα να πάω από την Αττική οδό, και καλά να πάθω. Δεν ξέρω τι τους είχε πιάσει σήμερα, αλλά πρέπει να έφαγα πάνω από είκοσι λεπτά για να βγω στην έξοδο της Εθνικής και άλλα είκοσι για να φτάσω στο ύψος της Κηφισιάς, και ως added bonus άλλα δέκα για να βγω την έξοδο του Αγίου Στεφάνου, για να μην πληρώνω ξανά διόδια. Καλά πήγε αυτό.

Πήρα τηλέφωνο τον Αρίστο να μου ανοίξει την πόρτα και όταν πάρκαρα το αυτοκίνητο με υποδέχτηκαν με χαρές και πανηγύρια αμφότερα τα τριχωτά τέρατα, κάνοντάς με σύχρηστη ενώ η αφεντιά του είχε κάτσει στην πόρτα και γελούσε με το θέαμα, κατάλαβες ο σαδίσταρος;

«Διασκεδάζετε μεσιέ;» τον ρώτησα νιώθοντας σα γραμματόσημο.
«Πολύ!»
«Χρουμφ!»
«Έλα γκρινιάρα, προχώρα!» μου είχε χαμογελαστός και όταν τον πλησίασα με πήρε στην αγκαλιά του και με φίλησε τρυφερά. «Καλύτερα τώρα;»
«Τι, με ένα φιλάκι θα τη βγάλεις;» τον πείραξα.
«Με πολλά φιλάκια και σκιουφιχτά που σ’ αρέσουν!» μου είπε κάνοντάς με να λιώσω!
«Αχ, τέτοια μου κάνεις και με σκλαβώνεις!»
«Που δηλαδή να μη με γνώριζες σε BDSM forum!»
«ΜΜΜΜΜ» τον πείραξα βγάζοντάς του τη γλώσσα, κάνοντάς τον να χαμογελάσει.
«Προχώρα τσούπρα!» μου είπε και μου έριξε μια γερή στα κωλομέρια κάνοντάς με να χοροπηδήσω.
«ΙΙΙΙΚ, δεν έχεις τσίπα απάνω σου;»
«Μα καθόλου όμως!» μου είπε ρίχνοντάς μου άλλη μία. «Προχώρα, βάσανο!»
“Aye-aye Sir!” του έκανα χαιρετώντας τον στρατιωτικά και τρώγοντας ακόμα μία -καθόλου στρατιωτική, να τονιστεί αυτό παρακαλώ- σφαλιάρα στα κωλομέρια.
Στο δρόμο προς τα ενδότερα ήρθαν και οι δύο γάτες, που συνήθως -και σε αντίθεση με την πρώτη φορά που με είδαν- με γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους, για να μου τριφτούν. Και μιλάμε για διαμαρτυρία που τόλμησα να μην ασχοληθώ μαζί τους με τη μία, όχι αστεία!
«Σιγά βρε γκρίνιες!» τους είπα και κάθισα στον καναπέ και ανέβηκαν πάνω μου αμφότερες, κάνοντας τα τρακτέρ.
«Σάλιο και υπομονή, κοριτσάρα μου!» με πείραξε ο Αρίστος.
«Εντωμεταξύ τι μύγα τα τσίμπησε σήμερα, συνήθως με γράφουν εκεί που δεν πιάνει μελάνι. Εντάξει, ο κόσμος μου έχει καταρρεύσει τις τρεις τελευταίες μέρες, από τη μία ο Μιχάλης μου είπε ότι κάποτε είχε κρασάρει με μια πάνω από τριάντα και σήμερα οι γάτες σου μόνο χαλί δε μου στρώσανε!»
«Χαχαχα, σοβαρά; Τον βρήκε τέτοιο κακό;»
«Και να ήταν μόνο αυτό; Όταν του είπα ότι θα συναντήσουμε τη Φοίβη και ενδέχεται να …χμμμ… αμαρτάνουμε, τόλμησε να μου πει “σου έχω πει μωρή ότι εγώ μια φορά όλη και όλη στη ζωή μου έχω πάθει ταράκουλο με κάποια μεγαλύτερη από τριάντα”, κατάλαβες ο κύριος;»
«Η αλήθεια είναι ότι δεν κατάλαβα!» μου είπε ο Αρίστος.
«ΔΕΝ ΤΟ ΕΙΧΕ ΠΕΙ ΣΕ ΜΕΝΑ!» είπα τονίζοντάς κάθε λέξη, κάνοντάς τον να βάλει ξανά τα γέλια.
«Αμάν, δεν τον ξεπλένουν ούτε ο Νείλος, με τον Αμαζόνιο, το Μισισιπή, το Δούναβη και το Βόλγα μαζί. Επίσης, δεν ενδέχεται, ΘΑ αμαρτάνουμε»
«Μπα λύσσα κακιά! Τα παιδιά μωρέ τα ρώτησες;»
«Μα τα “παιδιά” είναι που έχουν λυσσάξει, δεν σε βρίσκει μόνο η Φοίβη του γούστου της!» μου είπε κάνοντάς με να κοκκινήσω ελαφρά.
«Ενώ εσύ ας πούμε, σε έχει φάει η δυστυχία!»
«Μα δε με βλέπεις πως υποφέρω;»
«Σε βλέπω και ματώνει η καρδούλα μου»
«Δε μου λες, ο Μιχάλης ζει ή τον φύτεψες σε κανένα παρτέρι;»
«Ζει ο αχαΐρευτος! Βέβαια, μεταξύ μας, του είπα, όταν μου διηγούνταν την ιστορία με την τριαντάρα, ότι αν ήταν λίγο μεγαλύτερος θα σε είχε προλάβει ως καθηγητή.»
«Κάτσε, μηχανολόγος δεν είναι του λόγου του;»
«Εχμ ναι, και γι’ αυτό ζει ακόμα!»
«Χαχαχα, έχεις πλάκα!»
«Τέλος πάντων, για να μη στα πολυλογώ μου είπε ότι όταν είχε επιστρέψει το 2007 στην Αθήνα για διακοπές -είχε ξεκινήσει τότε το διδακτορικό του στο Άαχεν-…»
«Στην Αθήνα βρήκε να κάνει διακοπές κι’ αυτός ο χριστιανός;» με ρώτησε ο Αρίστος, διακόπτοντάς με.
«Για να μη φάει ξύλο από τη μάνα του που τριγύριζε με τη μία και με την άλλη, δεν αστειεύεται η κυρά-Λένη!»
«Χαχαχα, σκληρή καργιόλα!»
«Ναι! Αυτό του είπα κι εγώ! Τέλος πάντων, για να συνεχίσω, στον κάτω όροφο από αυτόν έμενε ένας που είχε έρθει από Αμερική στις αρχές της χρονιάς, και αυτός όντως θα μπορούσε να είναι καθηγητής του αν ο Μιχάλης ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος, καθότι ήταν καθηγητής στο Μηχανολόγων-Μηχανικών. Άκου ιστορία, αυτός, μου είπε, ότι το 1997 έφυγε από Ελλάδα γιατί είχε κερδίσει υποτροφία για διδακτορικό στο ΜΙΤ, και είχε χωρίσει με την κοπέλα του με την οποία τα είχαν από το σχολείο. Τρακάρανε τυχαία ο ένας πάνω στον άλλον σε ένα σούπερ μάρκετ μετά από έντεκα χρόνια και, καθότι χωρισμένοι πια και οι δύο, επανασυνδέθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες.»
«Κάτσε, γιατί θα έχουμε εγκεφαλικά τώρα» μου είπε διακόπτοντάς με.
«Γιατί;»
«Νέο Ηράκλειο δε μένει ο Μιχάλης;»
«Ναι» του απάντησα εξακολουθώντας να μην καταλαβαίνω.
«Να σου πω, μήπως την γυναίκα την έλεγαν Μπίλι και τον άνδρα Μάριο;» με ρώτησε αφήνοντάς με τελείως μαλάκα, αλλά μιλάμε για τελείως, όμως!
«Πού το ξέρεις;» τον ρώτησα με τέτοιο γούρλωμα στα μάτια που θα το ζήλευε και ο πιο φιλόδοξος βάτραχος.
«Χαχαχα, εντάξει, δεν υπάρχει αυτό! Ο Μάριος και η Μπίλι ήταν συμμαθητές του Ανδρέα και της Φοίβης, πήγαιναν στο ίδιο σχολείο!»
«Α, στο διάολο!»
«Μικρός που είναι ο κόσμος, ε;»
«Καλά, κι εσύ που το ξέρεις;»
«Μου το έχουν πει τα παιδιά, όπως μου είπαν και την ιστορία αυτών των δύο. Τους έχω γνωρίσει κιόλας, σε κοινή έξοδο με Ανδρέα και Φοίβη, είχαν έρθει Αθήνα για δυο μέρες και μας είχαν δει όλους μαζί.»
«Εντάξει, απίστευτο… Πραγματικά, μικρός που είναι ο κόσμος!»
«Δε λες τίποτα, κοριτσάρα μου!»
«Και δε μου λες, η Μπίλι είναι τόσο όμορφη όσο την περιέγραψε ο Μιχάλης;»
«Δε φαντάζεσαι…» μου είπε αναστενάζοντας, και η αλήθεια είναι ότι ένα τσίμπημα ζήλειας το ένιωσα, άκου να στενάξει κι από πάνω!
«Ουφ, θα ζηλέψω τώρα! Πες μου ότι βγάλατε και τα μάτια σας κιόλας!»
«Όχι, ούτε καν, Μάριος και Μπίλι είναι πολύ συμβατικό ζευγάρι. Και να μην ζηλεύεις, κι εσύ είσαι ένα κουκλί!»
«Είμαι;» τον ρώτησα παραπονιάρικα.
«Είσαι η καλυτεροτερότερη που υπάρχει, ειδικά όταν μου κάνεις γλυκουλινιάρικες ζήλιες!»
«Άντεεεε…» του ξαναέκανα παραπονιάρικα, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
«Έλα εδώ βρε βάσανο!» μου είπε ανοίγοντας την αγκαλιά του. Στις γάτες δεν άρεσε καθόλου αυτό πάντως, μωρ’ τι μας λέτε; Χώθηκα στην αγκαλιά του Αρίστου που με φίλησε τρυφερά, σφίγγοντάς με πάνω του. «Λοιπόν, τσαπερδόνα, αντέχεις να περιμένουμε ή θες να φας τώρα;»
«Δεν έχεις φάει;»
«Όχι βέβαια, περίμενα την καλή μου!» 
«Μωρό μου εσύ!» φώναξα ενθουσιασμένη, σφίγγοντάς τον σα βόας και κατσιάζοντάς τον σε όλο το πρόσωπο.
«Να αναπνεύσω ή μπα;» μου είπε με κάποια δυσκολία.
«Θα σας ειδοποιήσουμε!» του είπα συνεχίζοντας το κάτσιασμα, αλλά χαλαρώνοντας λίγο το σφίξιμο. Μωρέ γελούσαν μέχρι και τα μούσια του όταν τον άφησα.
«Λοιπόν, θες να φάμε τώρα ή αντέχεις; Μου είπε ο Αντώνης πως όταν σχολάσει θα περάσει να πάρει το Ράντι και του πρότεινα να φάμε μαζί.»
«Μπορώ να περιμένω, μωρό μου!»
«Μωρό μου…» είπε σαρκαστικά.
«Είσαι και δε θέλω αντιρρήσεις γιατί αρκετές έχω μαζέψει, υπεργολάβος άνθρωπος!»
«Χαχαχα, είσαι όργιο!»
«Αμέ! Πώς ήταν η μέρα σου;»
«Τέλειωσα με το review της εργασίας της Φοίβης!»
«Χαχαχα, φοβόσουν να την αντικρύσεις διαφορετικά, ε; Παραδέξου το!»
«Ε, τώρα, δεν το λες και φόβο…» μου απάντησε σοβαρός, μάλλον το παράκανα με το πείραγμα και προσπάθησα να συμμαζευτώ. «Τρόμος και βάλε!» συμπλήρωσε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια ανακουφισμένη.
«Θες να με πεθάνεις, κακούργε;» του είπα όταν ηρέμισα.
«Σου πήγε τρεις-μία, ε;» με ρώτησε με το αιώνιο smirk του.
«Κομμάτι!» παραδέχτηκα.
«Γιατί βρε χαζούλα; Αφού το ξέρεις ότι μ’ αρέσει να με πειράζεις!»
«Το ξέρω μωρέ Αρίστο μου αλλά φοβήθηκα μήπως το παράκανα, ένεκα της καλής διάθεσης.»
«Είσαι μπούφος! Αυτό θα έλειπε, να χαλαστώ από το πείραγμα, ειδικά όταν έχεις τόσο όμορφη διάθεση που λάμπεις.»
«Είμαι!» του είπα χαρίζοντάς του το χαμόγελο της Colgate.
«Λάμπεις, Μπάμπη μου!» μου είπε και τον κοίταξα λίγο χαμένη. «Α, δεν το ξέρεις το ανέκδοτο; Άκου, είναι λοιπόν στο κέντρο που τραγουδάει ο Λιβιεράτος… τον ξέρεις τον Λιβιεράτο;»
«Ναι, τον ξέρω»
«Ωραία, είναι λοιπόν πρώτο τραπέζι ένας τύπος που πάνω στο τσακίρ κέφι, αρχίζει και φωνάζει "Μπράβο ρε Μπάμπη, είσαι φοβερός ρε Μπάμπη". Δυο-τρεις φορές, πάει ο Λιβιεράτος και το λέει "Λάμπης, κύριε…" και του απαντάει και ο άλλος "Κι εσύ λάμπεις… κι εσύ λάμπεις, Μπάμπη μου!".»
«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ» έκανα σκάζοντας στα γέλια. «Να σου πω ένα καμένο που άκουσα σήμερα στη δουλειά;»
«Αμέ!»
«Μια λεπτή γραμμή χωρίζει τον αριθμητή από τον παρανομαστή και μόνο ένα κλάσμα των ανθρώπων θα το βρει αστείο.»
«ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ» έκανε ο Αρίστος βάζοντας τα γέλια. «Όχι και καμένο, αυτό είναι έπος! Σαν το άλλο, υπάρχουν 10 είδη ανθρώπων, αυτοί που καταλαβαίνουν το δυαδικό σύστημα και αυτοί που δεν το καταλαβαίνουν!»
«Εχμ… εγώ είμαι στο δεύτερο, δεν κατάλαβα τι είπες!»
«Ο αριθμός δύο, στο δυαδικό σύστημα γράφεται ως 10»
«Τι διαφορά έχει ο Μπαμπαστρούμφ από τον Σόιμπλε;»
«Να το πάρει το ποτάμι.»
«Ο Σόιμπλε δεν έχει Μπαμπαστρούμφ αλλά ο Μπαμαστρούμφ έχει σόι μπλε!» του είπα και του πήρε λίγο μέχρι να το καταλάβει.
«ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΕΠΟΣ!!! 
«Ταξί-Ταξί; Ελεύθερος; Ναι! Χορεύουμε;»
«ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ»
«Δε μου λες ρε φίλε, θα αγοράσεις κανένα ψάρι ή θα μου σπάσεις τ’ αρχίδια; Κατ’ αρχήν δεν μ’ αρέσει ο τόνος σου!»
«ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ, θα με πνίξεις κακούργα»
«Στο μανάβη: Γεια σας, έχετε ώριμες ντομάτες; Μπα, όλο μαλακίες κάνουν!»
«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ» έσκασε και πάλι στα γέλια και αυτή τη φορά τον άφησα να ηρεμίσει. «Ξέρεις και άλλα τέτοια;»
«Ουυυυ, στη δουλειά έχουμε ένα ολόκληρο κανάλι στο Teams αφιερωμένο σε καμένα ανέκδοτα, δεν το ήξερα ότι σ’ αρέσουν!»
«Τα λατρεύω!» μου είπε.
«Κι εγώ!» του απάντησα ενθουσιασμένη. «Και ένα σκακιστικό: Παίζουν δυο αναρχικοί σκάκι. Ματ λέει ο ένας. Ματ; Ντουυυυυυυυυ!»
«ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ»
«Αλήθεια, τι ώρα θα έρθει ο Αντώνης να πάρει το Ράντι;»
«Μου είπε όταν σχολάσει, τι να σου πω; Συνάδελφός σου είναι, πάρε και ρώτα τον»
«Και ένας στρατηγός με ένα λοχία συνάδελφοι είναι αν το καλοσκεφτείς!» του απάντησα σαρκαστικά.
«Ε, όχι και λοχίας ο Αντώνης!» μου είπε πειρακτικά, είχε και ο γλυκούλης μου κέφια σήμερα! «Λοιπόν, σουσουράδα, πήγαινε να κάνεις ένα ντουζάκι, να μην είσαι μέσα στη μπίχλα…»
«ΙΙΙΙΙΙΚ, εγώ μπίχλα;» τον ρώτησα και καλά προσβεβλημένη. «Πώς το έλεγε η Φοίβη; Έκλεισες τάφο ρε;»
«ΧΑΧΑΧΑ, θα με δείρει κιόλας!»
«Viva la révolution! Εμπρός της γης οι κολασμένοι!»
«Άντε, σουφραζέτα, πήγαινε να φρεσκαριστείς!»
«Θα είσαι φρόνιμος;»
«Με προσβάλεις τώρα! Φυσικά και δε θα είμαι!»
«Ε, πες το τόση ώρα!» του είπα με το χαμόγελο της Colgate και σηκώθηκα από τον καναπέ, και εκεί μου έχωσε και άλλη μία στα κωλομέρια για να έχω να πορεύομαι.

Χαχανίζοντας και οι δύο ανεβήκαμε στο πάνω μπάνιο και πετάξαμε τα ρούχα μας με συνοπτικές διαδικασίες και αφού το νερό πήρε τη θερμοκρασία που θέλαμε, ο Αρίστος γύρισε το διακόπτη στην επιλογή του καταρράκτη και …ααααχ, ήταν βάλσαμο. Καθίσαμε για πάνω από 4-5 λεπτά αφήνοντας το νερό να πέφτει με δύναμη πάνω μας. Έκλεισε το νερό και έβαλε τα χέρια του στους ώμους μου, και νομίζοντας ότι ήθελε να του πάρω πίπα, πήγα να γονατίσω αλλά με σταμάτησε.

«Σήκω πάνω μωρή λυσσάρα, να σου κάνω μασάζ ήθελα!»
«Πρώτα σου βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι!»

Εντάξει, έλιωσα στα χέρια του, άλογο με έκανε ο γλυκούλης μου. Μετά με γύρισε και αρχίσαμε να φιλιόμαστε για κάμποση ώρα και όταν σταματήσαμε, με γύρισε να του έχω πλάτη και άρχισε να με φιλάει στο σβέρκο και στο λαιμό ενώ τα χέρια του μάλαζαν απαλά και τα δυο μου στήθη, κάνοντάς με τούρμπο. Με έβαλε να σκύψω και αφού έβαλε προφυλακτικό, άνοιξε και πάλι τον καταρράκτη. Αργά, ηδονικά αργά, μπήκε σιγά-σιγά μέσα μου, από μπροστά, κάνοντας να μου ξεφύγει ένας στεναγμός ηδονής.

Ήθελα απελπισμένα να αρχίσει να με κοπανάει σα χταπόδι αλλά ο σαδίσταρος συνέχισε με αυτό τον αργό, υπνωτικό ρυθμό για αρκετή ώρα, αλλά όταν αποφάσισε να επιταχύνει, αδερφάκι μου, μου έδωσε και κατάλαβα, και όπως μου είχε βάλει και λαδάκι για το μασάζ, μόνο η ρίγανη έλειπε για να κάνω το μεζέ. Όχι ότι παραπονιέμαι δηλαδή, είχε και πάλι ένα καφάσι κεράσια, κοίτα να δεις που ο οργασμός μου με διείσδυση είχε αρχίσει να γίνεται συχνότερος, κάτι έκανα λάθος παλιότερα.

«Αμ δεν έκανες εσύ το λάθος, οι πρώην σου το έκαναν» σκέφτηκα μέσα μου και χαμογέλασα.
“I take you liked it” μου είπε ο Αρίστος με ύφος χορτασμένου γάτου.
«Μπα, απαίσιο ήταν, δεν με άκουσες πως ούρλιαζα από αγανάκτηση;»
«Τι τραβάς κι εσύ φουκαριάρα μου!» είπε συνεχίζοντας το πείραγμα.

Βγάλσιμο ματιών, done, αν και τυπικά δεν είχαμε έρθει εδώ γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, αλλά αυτά είναι ασήμαντες λεπτομέρειες. Κάναμε το υπόλοιπο ντουζάκι μας πιο φρόνιμοι και μετά γονάτισα και τον πήρα στο στόμα μου, προσπαθώντας να τον παρασύρω ξανά στο βόρβορο, αλλά λίγο μετά με σταμάτησε.

«Μα γιατί;;;;» τον ρώτησα με παραπονεμένη φωνή.
«Για να έχω δυνάμεις για αργότερα!» μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι. «Είμαι και μιας άλφα ηλικίας!»
«Εγκρίνονται οι υπερωρίες σου!» του είπα και έβαλε τα γέλια.
«Κάπως ήμουν σίγουρος!»

Βγήκαμε έξω από το μπάνιο και αλλάξαμε και κατεβήκαμε στο σαλόνι χαζεύοντας τηλεόραση μέχρι να έρθει ο Στεργίου… ο Αντώνης, να πάρει το γαμπρουδάκι μας. Η αλήθεια είναι ότι μας είχε κόψει και η πείνα αλλά ευτυχώς δεν άργησε πολύ, κανένα μισάωρο αργότερα χτύπησε το τηλέφωνο του Αρίστου, και βγήκαμε έξω και οι δύο για να τον υποδεχτούμε. Μαζί του είχε έρθει και η Αναστασία. Ο Ράντι, που είχε να τους δει τρεις μέρες, έκανε σαν παλαβός από τη χαρά του, έκλαιγε και χοροπηδούσε σαν κατσίκι. Δηλαδή τι κατσίκι, μέγεθος θρεμμένου γαϊδάρου είχε, αλλά τέλος πάντων. Καλά, όχι ότι Αντώνης και Αναστασία έκαναν λιγότερες χαρές, να τα λέμε αυτά!

«Καλώς τους!» τους είπε ο Αρίστος χαμογελώντας, όταν ο Ράντι αποφάσισε ότι αρκετά, έχουμε και γυναίκα να μας περιμένει!
«Γεια σας!» είπε ο Αντώνης χαμογελώντας ενώ η Αναστασία δε μας χαιρέτησε απλά, ήρθε και με πήρε αγκαλιά και με φίλησε!

 Αφήσαμε τα σκυλιά έξω και μπήκαμε στο σπίτι, και εκεί είχε και νέα επίθεση αγάπης από τις γάτες, που για κάποιο λόγο σήμερα τους είχε πιάσει το δημοσιοσχεσίτικό τους, ο ένας ανέβηκε στον Αντώνη και η άλλη στην Αναστασία και άρχισαν να γουργουρίζουν σα χαλασμένα τρακτέρ.

Τα παιδιά κάθισαν μέχρι περίπου τις 22:00, και μετά πήραν τον εντόνως διαμαρτυρόμενο Ράντι από την εξίσου διαμαρτυρόμενη Sadie και γύρισαν σπίτι τους, ενώ εμείς ανεβήκαμε πάνω για ξάπλα καθώς θα είχε πρωινό ξύπνημα. Ή τουλάχιστον αυτόν ήταν ο αρχικός σκοπός, μέχρι που θυμηθήκαμε τις προεγκεκριμένες υπερωρίες του Αρίστου και, Εργάνη είναι αυτή, τις δούλεψε και μπράβο του. Στο τέλος της βραδιάς χώθηκα στην αγκαλιά του και έπεσε ο γενικός.

Δεδομένου ότι η πτήση ήταν στις 08:00, έπρεπε να είμαστε στο αεροδρόμιο στις 07:00 οπότε βάλαμε ξυπνητήρι στις 05:30 και τι καλά που πήγε όσο με αφορά, ο Αρίστος μου ορκίζεται ότι τον έφερα στο τσακ από το να αδειάσει πάνω μου κανάτα με παγωμένο νερό! Τα πράγματά μας ήταν ήδη μαζεμένα από χθες και ο γλυκούλης μου είχε φτιάξει και καφέ. Γύρω στις 06:15 φορτώσαμε το Citroen και πήραμε το δρόμο για το αεροδρόμιο, παρκάραμε στο μακράς διάρκειας και στις 07:00 ήμασταν στις αναχωρήσεις. Δεδομένου ότι αμφότεροι είχαμε κάνει check-in ηλεκτρονικά, και έχοντας ο καθένας μας μόνο μια φορητή χειραποσκευή και μια τσάντα/σακίδιο πλάτης, πήγαμε και ήπιαμε ένα δεύτερο καφεδάκι, γιατί μια νύστα την έκανε, και δύο μην πω.

«Πώς αισθάνεσαι, τσαπερδόνα;»
«Ανυπομονώ!» του απάντησα χαμογελαστή. «Μόλις πριν μια εβδομάδα πριν, πίστευα ότι η λέξη αεροδρόμιο θα μου προκαλεί PTSD, και τώρα όχι απλά δε δίνω δεκάρα, δεν βλέπω την ώρα και τη στιγμή που θα πετάξουμε στα πατρώα εδάφη σου!»
«Θα σ’ αρέσει πολύ η Λεβεντογέννα, σε τρεις-τέσσερις μέρες δε θα προλάβουμε να δούμε και πολλά πράγματα, αλλά ένα σου λέω: Καλά να είμαστε και το καλοκαίρι θα πρέπει να πάρεις άδεια τρεις εβδομάδες!»
«Ναιιιιιι!!!» απάντησα ενθουσιασμένη.
«Εχμ… δεν το είχα σκεφτεί αλλά λόγω του γάμου θα πρέπει να σε γνωρίσω στις αδερφές μου και τη θεια-Μαριγώ, δεν πιστεύω να έχεις πρόβλημα, έτσι;»
«Όχι Αρίστο μου, γιατί να έχω πρόβλημα; Εσύ… εσύ μην έχεις!»
«Εγώ θα έχω μαζί μου ένα κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά, τι πρόβλημα να έχω;»
«Επειδή… είμαι μικρή… εννοώ…»
«Η Χριστίνα ήταν 19 χρονών όταν τους τη γνώρισα, μην ανησυχείς, δεν έχουν πρόβλημα με τη διαφορά ηλικίας.»
«Εντάξει τότε!»
«Δε μου λες κοριτσάρα μου, θέλεις παράθυρο ή διάδρομο;»
«Παράθυρο, αν γίνεται!»
«Φυσικά και γίνεται!»
«Ουφ, αργεί να περάσει η ώρα! Κάνε κάτι!»
«Αν κάνω αυτό που σκέφτομαι αυτή τη στιγμή θα γίνουμε θέαμα και αντί για Κρήτη θα βρεθούμε αυτόφωρο!»
«Χιχιχι»
«Να βουτήξω το αεροπλάνο εννοούσα, έκφυλη! Πού πήγε το μυαλό σου;»
«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» του έκανα και έβαλε τα γέλια.

Παρά τη δήθεν γκρίνια μου η ώρα πέρασε γρήγορα, και ακόμα πιο γρήγορα η πτήση προς το Ηράκλειο, στο οποίο προσγειωθήκαμε στις 09:00 ακριβώς. Μην περιμένοντας πράγματα, πήγαμε κατευθείαν στην Hertz, όπου ο Αρίστος έκανε μια πρόσθετη ασφάλεια, και μετά περάσαμε απέναντι για να πάρουμε το αυτοκίνητο.

«Κανονικά θα πηγαίναμε από Εθνική και Κνωσσού αλλά σήμερα λέω να πάμε από Λιμάνι, να δεις και λίγο Ηράκλειο» μου είπε ξεκινώντας το αυτοκίνητο.
«Αμέ!» του είχα ενθουσιασμένη. Λόγω της ώρας είχε αρκετή κίνηση στο δρόμο αλλά δε με ενδιέφερε καθόλου, κοιτούσα έξω από το παράθυρο ρουφώντας τις εικόνες.
«Εδώ είναι το λιμάνι, το καλοκαίρι που θα έρθουμε με το αυτοκίνητο, εδώ θα βγούμε. Παλιά υπήρχε και ταμπέλα που έλεγε “Καλωσήρθατε στο δημοκρατικό Ηράκλειο” αλλά πάνε χρόνια που έχω να τη δω!»
«Μόνο το Ηράκλειο ήταν δημοκρατικό, στο Ρέθυμνο να πούμε είχαν χούντα;»
«Τι να πεις, καθένας με την τρέλα του». Συνεχίσαμε το δρόμο και μου έδειξε το παλιό ενετικό λιμάνι. «Μια από αυτές τις μέρες να έρθουμε βολτίτσα εδώ, είναι πολύ όμορφα και μπορείς να περπατήσεις μέχρι την άκρη του λιμενοβραχίονα. Από εδώ» έκανε και μου έδειξε «είναι η 25ης Αυγούστου, που ανεβαίνει στα Λιοντάρια, παλιά από εδώ ανέβαινα για το σπίτι, αλλά έχει γίνει πεζόδρομος οπότε αναγκαστικά θα κάνουμε τον κύκλο.»
«Αλήθεια, το σπίτι σου είναι κέντρο;»
«Τελείως!»
«Και που θα παρκάρουμε;»
«Εκεί που είχα πει και στον Αντώνη, έχω κάνει ήδη κράτηση. Είναι πολύ κοντά, για την ακρίβεια η μικρή Έβανς είναι το μεθεπόμενο στενό από την είσοδο του γκαράζ»
«Υπάρχει και μεγάλη Έβανς;»
«Τυπικά όλος ο δρόμος από τη Δικαιοσύνης μέχρι και την Καινούργια πόρτα λέγεται Έβανς, απλά η “μικρή” εδώ και μερικά χρόνια είναι πεζόδρομος, όπως άλλωστε και η Δικαιοσύνης. Στην αρχή είχα γκρινιάξει αλλά η αλήθεια είναι ότι το κέντρο, όπως έχει πεζοδρομηθεί, έχει γίνει πολύ όμορφο. Να καταλάβεις, το αυτοκίνητο θα το χρησιμοποιήσουμε μόνο για να πάμε καμιά βόλτα προς τα έξω. Στον τάφο του Καζαντζάκη και στο «Ό,τι θες» θα πάμε με τα πόδια και ας είναι λίγο περπάτημα παραπάνω.»
«Κανένα απολύτως πρόβλημα, έχω φέρει και τα αθλητικά μου παπούτσια γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο!»
«Α, να! Εδώ είναι η πλατεία Κορνάρου» μου είπε και μου έδειξε δεξιά. «Μέσα εκεί είναι το πατρικό μου, εμείς όπως θα πάμε αριστερά για να παρκάρουμε!»
Πράγματι πήγαμε και αφήσαμε το αυτοκίνητο στο parking και μετά το πήραμε ποδαράτο μέχρι το σπίτι που θα μέναμε, ήταν όπως το είχε πει, ούτε εκατό μέτρα, πέντε λεπτά αργότερα ήμασταν εκεί.
«Δεν έχει ασανσέρ και είναι στον τέταρτο, θα έχει λίγο σκάλα!»
«Εγώ είμαι οργισμένο νιάτο» του είπα πειρακτικά.
«Άμα σου κάνω τον κώλο κόκκινο θα οργιστείς με περισσότερη όρεξη!»
«Αχνε!» του είπα συνεχίζοντας το πείραγμα!
«Προχώρα βάσανο!» μου είπε ανοίγοντας την πόρτα. 

Η αλήθεια είναι ότι μέχρι να φτάσουμε πάνω μου βγήκε λίγο η γλώσσα αλλά το έραψα γιατί αλλιώς θα πήγαινε το δούλεμα σύννεφο. Το διαμέρισμα ήταν Α-Π-Ι-Θ-Α-Ν-Ο, σαλόνι με κουζίνα με πτυσσόμενο διαχωριστικό από το δωμάτιο, στο οποίο δέσποζε ένα τεράστιο υπέρδιπλο κρεββάτι. Στη μεριά του δωματίου, στα παράθυρα υπήρχε ένα τεράστιο περβάζι, που αν ήθελες μπορούσες να στρώσεις slipping bag και να κοιμηθείς, ενώ από το σαλόνι μπορούσες να βγεις και σε ένα μικρό μπαλκόνι. Το μπάνιο είχε ντουζιέρα αλλά ο χώρος ήταν μεγάλος, μέσα χωρούσαν και τέσσερα άτομα!

«Λοιπόν, πώς σου φαίνεται;»
«Αχ είναι πολύ όμορφο!!!!»
«Και περιζήτητο, μόλις χθες έφυγαν οι προηγούμενοι και με το που θα φύγουμε θα έρθουν οι επόμενοι!»
«Αλήθεια, η Φοίβη με τον Ανδρέα που μένουν;»
«Ψηλά, πάνω από το παλιό πανεπιστήμιο, Κνωσσό σχεδόν! Και καλά που μου το θύμησες, να την πάρω και ένα τηλέφωνο, αφού πάρω τις αδερφές μου και τη θεια»
«Πάω να κάνω ένα ντουζάκι να φρεσκαριστώ. Έχει ηλιακό ή να βάλω θερμοσίφωνα;»
«Έχει δικό του ηλιακό. Ωραία, πήγαινε να κάνεις το ντουζάκι σου μέχρι να πάρω τηλέφωνο τις αδερφές μου και αν προλάβω θα έρθω να σε βρω μέσα.»
«Ε, τότε να το κάνω με την ησυχία μου!»
«Μ’ αρέσεις όταν μου μιλάς πρόστυχα!»

Πριν μπω για το ντουζάκι, άδειασα τις βαλίτσες μας και τις τακτοποίησα στη ντουλάπα που είχε στο υπνοδωμάτιο. Μετά έβγαλα δυο ειδικές πλαστικές σακουλίτσες που θα τις χρησιμοποιούσαμε για να βάζουμε τα άπλυτά μας, και έβαλα στη δική μου τα εσώρουχα, αφήνοντας πάνω στο κρεββάτι αυτά που θα φορούσα μετά το ντουζ.

Άφησα το νερό να τρέχει και όταν πήρε τη θερμοκρασία που ήθελα, χώθηκα από κάτω και το άφησα να τρέχει πάνω μου. Ο Αρίστος μπήκε μέσα και με βρήκε μόλις είχα τελειώσει το λούσιμο. Μου έδωσε ένα φιλάκι στη μύτη και έκανε να πάει να ξεκινήσει κι εκείνος αλλά τον σταμάτησα.

«Εγώ θα σε λούσω, εγώ θα σε τρίψω! Εσύ σούζα!»
«Σούζα είμαι!» μου είπε γελώντας πονηρά.
«Βρε ερωτύλε!» τον ψευτομάλωσα!
“Guilty as charged”
«Τώρα θα δεις τι θα πάθεις!»

Τι να πεις, υπέφερε πολύ ο καημενούλης μου, το τι δυστυχία ένιωσε όταν γονάτισα και τον πήρα στο στόμα μου, δεν περιγράφεται. Χθες στο μπάνιο, δε με είχε αφήσει να ολοκληρώσω το θεάρεστο έργο μου αλλά σήμερα δεν είχε καμιά τέτοια πρόθεση, και όχι τίποτε άλλο αλλά είχε και αντοχές, πρέπει να τον ρούφαγα πάνω από εικοσάλεπτο μέχρι που ένιωσα τα γνώριμα τινάγματα πριν πλημμυρίσει το στόμα μου. Κατάπια σαν καλό και υπάκουο κοριτσάκι που είμαι, λαμπίκο του τον έκανα! Με βοήθησε να σηκωθώ και αφού με κόλλησε πάνω του μου έκανε λαρυγγοσκόπηση, ή για να είμαι ακριβής, δεύτερη συνεχόμενη λαρυγγοσκόπηση, αυτή τη φορά με τη γλώσσα του.

«Εξαιρετική και μπράβο σου, δέκα για την τεχνική σου και δέκα για τον ενθουσιασμό!» μου είπε πειρακτικά.
«Όχι, παίζουμε!»

Πώς είχα αλλάξει έτσι μέσα σε ένα μήνα; Όχι απλά κατάπινα και στον Αρίστο και στο Μιχάλη, αλλά είχα αρχίσει να λατρεύω και την ίδια την πίπα, και μιλάμε για την ίδια την πράξη, και όχι απλά για το πόσο άρεσε και στους δύο το αποτέλεσμά της. Η αλήθεια είναι ότι αν και η γεύση όταν τελείωνε left things to be desired, προτιμούσα να κάνω στοματικό στον Αρίστο, καθώς ο Μιχάλης λόγω μεγέθους δε με βόλευε, but still. Όχι ότι δεν έκανα στοματικό και πριν, απλά το έκανα μόνο και μόνο γιατί άρεσε στον παρτενέρ μου, και ακόμα και με τον Κώστα εξαιρετικά σπάνια κατάπινα. Well, τι θέλω και τον μελετάω το μαλάκα; Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς.

«Λοιπόν, στέγνωσε τα μαλλάκια σου και ντύσου, να κατεβούμε μια βόλτα στο κέντρο.»
«Τις αδερφές σου τις πήρες;»
«Εννοείται, το βραδάκι θα φάμε όλοι στην Κατερίνα, και θα είναι και η Βασιλική με το Μανώλη και τα παιδιά τους, και φυσικά θα είναι και η θεια-Μαριγώ, η οποία να ξέρεις ότι έχει φτιάξει νέα παρτίδα στάκας, ειδικά για την περίσταση!»
«Ωχ κατάλαβα, διπλοί θα γυρίσουμε!»
«Διπλοί μόνο με εντατική γυμναστική, αλλιώς τριπλοί και βάλε!»
«Τη Φοίβη την πήρες;»
«Αμάν! Καλά που μου το θύμησες! Κάτσε, θα την πάρω από το tablet στο Skype» μου είπε και πήγαμε και καθίσαμε στο σαλονάκι.
«Καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα!» μας είπε η Φοίβη όταν εμφανίστηκε στην οθόνη.
«Hello, baby!» της έκανε ο Αρίστος.
«Ο κήπος είναι ανθηρός!» απάντησε η Φοίβη και βάλαμε τα γέλια και οι τρεις. «Ήρθατε πουλάκια μου;»
«Άρτι αφιχθείς και φρεσκοπλυμένοι!» της απάντησε πειρακτικά ο Αρίστος.
«Χωρίστρα να κάνεις! Πώς ήταν το ταξίδι σας;»
«Μια χαρά ήταν, ήσυχο. Ο Ανδρέας που είναι;»
«Σήμερα έχει πάει στο γραφείο και εδώ που τα λέμε θα πάω κι εγώ σε λίγο. Πότε θα έρθετε από το σπίτι να μας δείτε, να φας και λίγο ξύλο από τη Χριστιάνα που έχει καιρό να σε δείρει σκακιστικώς και μου παραπονιέται;»
«Χαχαχα, όποτε θέλετε. Τι κάνει η μικρή; Τι κάνει ο γιόκας σας;»
«Μια χαρά είναι και τα δυο τα καμάρια μας. Δε μου λέτε, για αύριο το μεσημέρι έχετε κανονίσει τίποτα;»
«Όχι, προς το παρόν κανονισμένο είναι μόνο σήμερα το βράδυ που θα φάμε στην Κατερίνα, και φυσικά ο γάμος στα Ανώγια το Σάββατο!»
«Ωραία, αύριο πάρτε day off, το μεσημέρι για φαγητό σπίτι και το βραδάκι για κανένα ποτάκι!»
«Έκλεισε! Λοιπόν, κοριτσάρα μου σε αφήνουμε τώρα να κατέβουμε και λίγο στο κέντρο να χαζολογήσουμε, το κορίτσι δεν έχει έρθει ποτέ Ηράκλειο. Δε μου λες, γουστάρετε αύριο το βράδυ πριν τα ποτά, να πάμε για μεξικάνικο στο Azteca’s?»
«Χμμμ… δυστυχώς σου έχω δυσάρεστα νέα, έκλεισε στις αρχές του φθινοπώρου.»
«Τι; Γιατί;»
«Δεν έχω ιδέα μωρέ Αρίστο, άστα να πάνε. Από το 1993 ρε φίλε, για τριάντα ολόκληρα χρόνια, μια φορά στις δύο εβδομάδες τρώγαμε εκεί, ντουβρουτζάς μας ήρθε!»
«Μα αυτό ήταν πάντα γεμάτο, σχεδόν ποτέ δεν έβρισκες να κάτσεις, γιατί έκλεισε;»
«Δεν ξέρω βρε Αρίστο, τι να σου πω…»
«Πες μου τουλάχιστον ότι η Ουτοπία είναι στη θέση της!»
«Ναι, η Ουτοπία είναι όπως την άφησες!»
«Ουφ, πάλι καλά!»
«Αρίστο, καλή η παρέα σου αλλά πολύ μιλάς και έχουμε και δουλειές!»
«Χαχαχα, εντάξει. Τι ώρα να έρθουμε αύριο;»
«Κατά τις 14:30 και κοίτα να έχεις κάνει χωρίστρα!»
«Σκοπεύεις να τρυγήσεις το παραγινωμένο μου κορμί;»
«Όχι, σκοπεύει να σε ανασκολοπίσει σκακιστικώς η Χριστιάνα, αρκετό ξύλο τρώω εγώ και ο θείος Vasily, σειρά σου τώρα!»
«Μωρή τρελή αν σας κάνει άλογα εσένα και το Vasily, τι ελπίδα έχω εγώ;»
«Καμία, θα φας το ξύλο σου σαν άντρας και θα γλιτώσουμε το ξύλο εμείς.»
«Χαχαχα, εντάξει! Να μου τους φιλήσεις όλους!»
«Μπορείς να το κάνεις κι εσύ αύριο δια ζώσης! Byeeeeeeeeeeee» μας είπε σαν τον Καλλιβωκά στο μια τρελή-τρελή οικογένεια και μας το έκλεισε στη μούρη, είναι απίθανη π’ ανάθεμά τη.
Με το που κλείσαμε και έχοντας ντυθεί και οι δύο, κατεβήκαμε για βολτίτσα, κατηφορίζοντας προς το κέντρο.
«Αυτή είναι η Δικαιοσύνης» μου είπε ο Αρίστος όταν φτάσαμε στο τέλος της Έβανς. «Πάμε δεξιά μέχρι την πλατεία Ελευθερίας και μετά θα κατέβουμε στα Λιοντάρια από τη Δαιδάλου ή την Κοραή.»
Περπατήσαμε μέχρι που φτάσαμε σε μια μεγάλη πλατεία, η οποία υπέθεσα ότι ήταν η πλατεία Ελευθερίας που μου είχε αναφέρει πριν. Πήγαμε στην πλατεία και στρίψαμε αριστερά, μπαίνοντας στη Δαιδάλου, την οποία κατεβήκαμε μέχρι τέρμα.
«Εδώ είναι η κρήνη Μοροζίνι, και η πλατεία για προφανείς λόγους είναι γνωστή ως Λιοντάρια». Σταθήκαμε μπροστά από την κρήνη και ο Αρίστος μας τράβηξε μια selfie.
«Πολύ όμορφα είναι!» είπα ενθουσιασμένη.
Προχωρήσαμε προς την Ενετική Λότζια και μετά πήγαμε στον Άγιο Τίτο, όπου τραβήξαμε κι άλλες selfies.
«Δε μου λες, θέλεις να πιούμε σοκολάτα;»
«Αμέ!» του είπα κάνοντας χάζι τον ενθουσιασμό του. «Πού θα πάμε;»
«Στην Ουτοπία, στη Χάνδακος.»

Ουτοπία; Το είχε αναφέρει και πιο πριν το όνομα και κάτι μου θύμιζε, αλλά με το που ανέφερε τη σοκολάτα μου έκανε αμέσως κλικ, ήταν εκεί που είχε πάει ο Σήφης το ερωτοχτυπημένο κοπέλι του. Ανεβήκαμε την 25ης Αυγούστου και όταν φτάσαμε στα Λιοντάρια, αυτή τη φορά στρίψαμε δεξιά και λίγη ώρα αργότερα φτάσαμε μπροστά από το κλειστό πλέον Azteca’s και το πρόσωπο του Αρίστου σκοτείνιασε. Όπως κρατιόμασταν χέρι-χέρι τον χάιδεψα τρυφερά, και γύρισε και μου χαμογέλασε.

“Sic transit gloria mundi…» είπε στενάζοντας και προχωρήσαμε λίγο παρακάτω. Καθίσαμε στην Ουτοπία και όταν το γκαρσόν μας έφερε τον κατάλογο, χάζεψα με το πλήθος των ροφημάτων, ούτε καν είχα φανταστεί ότι μπορεί να υπάρχουν τόσα πολλά ήδη σοκολάτας.
«Αφού σ’ αρέσει η πραλίνα, δοκίμασε αυτή!» μου είπε και μου έδειξε. «Κι εγώ αυτή θα πάρω. Πίστεψέ με, δεν έχεις πιει τέτοια σοκολάτα στη ζωή σου» με διαβεβαίωσε.

Ναι, that was an understatement, η αλήθεια είναι ότι παρά τον ενθουσιασμό του δεν είχα ιδιαίτερες προσδοκίες, οπότε όταν τράβηξα την πρώτη ρουφηξιά τα μάτια μου γούρλωσαν, καλέ τι ήταν τούτο; Δεν είχα πιει πιο νόστιμη σοκολάτα στη ζωή μου, πραγματικά όμως! Παρά το γεγονός ότι ήταν καυτή, δε μπορούσα να συγκρατηθώ, άδειασα την κούπα -διόρθωση: την τεράστια κούπα- μέσα σε μερικά λεπτά.

«Κι άλλο! Κι άλλο!» είπα κάνοντας σαν παιδάκι, με τον Αρίστο να βάζει τα γέλια με την αντίδρασή μου. Μωρέ ήξερε τι έκανε ο Σήφης, αν είχα πιει τέτοια σοκολάτα όταν με χώρισε ο Κώστας, θα τον είχα ξεπεράσει μέσα στο επόμενο δεκάλεπτο! «Θες να σου πω μια ιστορία;» ρώτησα τον Αρίστο όταν μου έφεραν τη δεύτερη σοκολάτα. «Αφορά το Μιχάλη, δε σε πειράζει, έτσι;»
«Όχι, δε με πειράζει» μου είπε. «Πες την!»
«Λοιπόν, ο Μιχάλης, όσο απίστευτο και αν σου φαίνεται, μικρός ήταν πολύ ντροπαλός με τα κορίτσια. Ήταν 15-16 χρονών και είχε ερωτευτεί μια συμμαθήτριά του, Κατερίνα την έλεγαν, αλλά όταν με τα πολλά βρήκε το θάρρος να της το εξομολογηθεί, εκείνη γέλασε στα μούτρα του, κάνοντάς τον να θέλει να ανοίξει η γη να τον καταπιεί…»
«Ωχ…»
«Ο πατέρας του, ο μπάρμπα-Σήφης, πήρε χαμπάρι ότι κάτι έτρεχε, οπότε τον πίεσε μέχρι που τελικά έκανε το Μιχάλη να του πει τα καθέκαστα. Ο φουκαράς περίμενε πως ο Σήφης θα του κάνει κήρυγμα ότι οι άντρες δεν κλαίνε και τα ρέστα, αλλά εκείνος είπε “Σήκω Μιχαλιό μου, πάμε να πιούμε”. Ο Μιχάλης νόμιζε ότι ο Σήφης θα τον πάει για ρακή ωστόσο ο Σήφης, που περπατούσε και έτριζαν τα τσιμέντα, πήρε το φαρμακωμένο του κοπέλι και το έφερε εδώ για σοκολάτα! Αφού ήπιαν τις σοκολάτες τους, ο Σήφης κάθισε και μίλησε στο Μιχάλη και τον έκανε να καταλάβει ότι αυτά έχουν οι έρωτες, και αν κάποια δε σε θέλει, θα υπάρχουν άλλες δέκα που θα σε θέλουν, και πως είναι γραφτό μέσα στη ζωή, και να πληγώσει και να πληγωθεί, γιατί μερικές φορές έτσι είναι το παιχνίδι του έρωτα!»
«Σοφός ο μπάρμπα-Σήφης!» είπε ο Αρίστος εντυπωσιασμένος.
«Αν ήξερε τι τέρας θα δημιουργούσε, μπορεί τελικά να αποφάσιζε να τον πάει για ρακές!» του είπα και έβαλε τα γέλια.
«Κάτσε να σε τραβήξω μια φωτογραφία που πίνεις σοκολάτα να τον κάνεις να ζηλέψει!»
«Ε, βέβαια, εσύ θα φας το ξύλο;»
«Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους κώλους, μούτρο!»
«Όχι άλλη επιδεξιότητα εκεί!» φώναξα με απελπισία, κάνοντας τον να κατουρηθεί από τα γέλια.

Με τράβηξε φωτογραφία και μου την έστειλε, και με τη σειρά μου την έστειλα στο Μιχάλη γράφοντάς του “ζήλεια-ψώρα 😋” για να λάβω μετά από μερικά δευτερόλεπτα την παρακάτω απάντηση:

🤬😭

«Κοριτσάρα μου, πρέπει να κάνω ένα τηλεφώνημα» μου είπε ο Αρίστος κοιτάζοντας το κινητό του.
«Συνέβη κάτι;» τον ρώτησα ανήσυχη.
«Όχι Μαριλίζα μου, μην ανησυχείς. Η γραμματεία της σχολής είναι, κάποιο μπλέξιμο έχει γίνει με τις βαθμολογήσεις που τους έστειλα.»
«Εντάξει Αρίστο μου» του είπα και εκείνος σηκώθηκε και προχώρησε λίγο προς τα πάνω. Εγώ βρήκα ευκαιρία και πήρα το Μιχάλη τηλέφωνο.
«Μωρή Μαγδάλω, θα σε σουρομαδήσω όταν επιστρέψεις!» μου είπε στο τηλέφωνο αντί για καλημέρα.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω!»
«Πώς φτάσατε; Πώς είναι ο καιρός στο δημοκρατικό Ηράκλειο;»
«Μια χαρά, έχει λιακάδα και ζέστη, υπέροχη μέρα. Το σπίτι του Αρίστου είναι πραγματικά στο κέντρο, κάναμε μια μικρή βόλτα μέχρι την πλατεία Ελευθερίας και μετά κατεβήκαμε στα Λιοντάρια και γενικά κάναμε μια μικρή γύρα της περιοχής! Αχ, είναι πολύ όμορφο το κέντρο όπως το έχουν πεζοδρομήσει!»
«Ναι, μας βγάλανε την ψυχή ανάποδα και είχε πέσει πολύ γκρίνια, αλλά τελικά άξιζε τον κόπο, έχει γίνει πολύ πιο ανθρώπινο. Για πείτε τι θα κάνετε σήμερα;»
«Το βράδυ θα πάμε να φάμε στην μεγάλη του αδερφή και θα γνωρίσω και τα σόγια!»
«Παραδέξου το μωρή, λέρωσες τα βρακιά σου, και δεν εννοώ από φόβο!»
«Το παραδέχομαι, τι να πω…»
«Εσύ να τα βλέπεις που είχες ανασφάλειες!»
«Μωρέ όποιος καεί με το χυλό φυσάει και το γιαούρτι. Άσχετο, Μιχάλη, κάθεσαι;»
«Ωχ!»
«Όχι ρε δεν είναι κάτι δυσάρεστο, αλλά θα σου φύγει η ούγια. Λοιπόν, ο πουροέρωτάς σου… η Μπίλι…»
«Ναι…;»
«Πήγαινε στο ίδιο σχολείο με τη Φοίβη και τον Ανδρέα, και όχι μόνο αυτό, αλλά από το 2008 και μετά έχουν τακτικές επαφές με τους πρώην γείτονές σου!»
«Α στο διάολο!»
«Ναι ρε φίλε, και το ακόμα καλύτερο είναι ότι και ο Αρίστος τους έχει γνωρίσει, και μεταξύ μας, μου ήρθε να του ανοίξω λίγο το κεφάλι, αλλά σε συμμερίζεται πλήρως. Να φανταστείς όταν τον ρώτησα αν αυτή η Μπίλι είναι τόσο ωραία όσο μου την περιέγραψες μου απάντησε “Δε φαντάζεσαι” και αναστέναξε.»
«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ θα ήθελα να είμαι μυγάκι στον τοίχο, μόνο και μόνο για να δω τη φάτσα σου εκείνη τη στιγμή!»
«Ρε άει στο διάολο!»
«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ» συνέχισε να γελάει στο τηλέφωνο ο γάιδαρος. Κάνε φίλους σου λέει...
«Τέτοιος είσαι!»
«Και χειρότερος! Για πες τώρα, πότε θα οργιάσετε με τα πουρά;»
«Καταρχάς ποιον είπες πουρό ρε, ο Αρίστος είναι συνομήλικός τους, και έπειτα βρε αθεόφοβε, δέκα χρόνια μεγαλύτεροί σου είναι και οι δυο τους!»
«Έχουν περάσει τα 30!»
«Εσύ έχεις περάσει τα 40!»
«Ναι, αλλά εγώ δεν πάω με μένα!»
«Χαχαχα, είσαι όργιο. Καλά, κάτσε να σου στείλω δυο πρόσφατες φωτογραφίες του Ανδρέα και της Φοίβης και έλα να μου πεις» του είπα και του έστειλα τις δύο φωτογραφίες.
«Καλά κρατιούνται!»
«Έμπαινες;»
«Τα αγοράκια δεν είναι του γούστου μου αλλά οφείλω να παραδεχτώ πως πενηντάρα ξε-πενηντάρα, στη Φοίβη έμπαινα άνετα!» μου είπε κάνοντάς με να αρχίσω να του τραγουδάω κοροϊδευτικά.

Αλλάξανε τα γούστα σου
Και μπέρδεψες τα μπούτια σου
Και σκέφτεσαι αλλόκοτα
Και παρατάς τον Κόκοτα!

«Χαχαχα, είσαι όργιο μωρή!»
«Είμαι! Α, έρχεται ο Αρίστος, σε κλείνω στη μούρη!»
«Το σημειώνω εγώ αυτό! Φιλιά!
«Φιλάκια αρκούδε μου» του είπα και μετά γύρισα στον Αρίστο που μόλις έκατσε. «Εντάξει όλα;»
«Ναι κοριτσάρα μου, μια χαρά, για κάποιο λόγο το mail είχε κολλήσει στο outbox μου, το έστειλα και αυτή τη φορά έφυγε. Εσύ τι έκανες;»
«Μίλησα για λίγο με το Μιχάλη, βασικά πήρα να του πω ότι οι πρώην γείτονές του είναι γνωστοί με τη Φοίβη και τον Ανδρέα, και να του γκρινιάξω που αναστέναξες όταν σε ρώτησα αν αυτή η Μπίλι ήταν τόσο ωραία όσο μου την είχε περιγράψει.»
«Χαχαχα, ζηλιάρα!»
«Και του έστειλα και μια φωτογραφία του Ανδρέα και της Φοίβης για να ζηλέψει, χα!»
Ήπιαμε τις σοκολάτες μας μιλώντας περί ανέμων και υδάτων μέχρι που πήγε 14:00 και μια πείνα με έκοψε.
«Αρίστο μου, έχει αρχίσει να κάνει πείνα!»
«Τώρα που το λες… Λοιπόν, πάμε Λιοντάρια να χτυπήσουμε καμιά γυρόπιτα να έρθουμε στα ίσια μας!»
«Θα μας κρατήσει μέχρι το βράδυ;» τον ρώτησα αβέβαιη.
«Μαριλίζα μου, αν καταφέρεις να φας όλη τη γυρόπιτα, θα σου κάτσω να με πάρεις με strap on!»
«Θα σε τσούξει Θανάση μου!»
«Ούτε καν!»
“Your ass is mine!”
“Famous last words.”

Αποδείχτηκε ότι είχε δίκιο, δεν κατάφερα να φάω ολόκληρο το πιτόγυρο που παράγγειλα, δηλαδή ποιο ολόκληρο, λίγο παραπάνω από το μισό χρειάστηκε για να βγω knock out. Δίκιο είχε, στο δημοκρατικό Ηράκλειο δεν αστειεύονται με τις μερίδες!


23. Guess who is coming for dinner

Καθώς είχαμε φάει σα βόες, κάναμε ένα περίπατο για να χωνέψουμε, και με το περπάτημα γύρω στα είκοσι λεπτά αργότερα φτάσαμε μέχρι τον τάφο του Καζαντζάκη και μετά κάτσαμε στην άκρη των τειχών, όπου τράβηξα ακόμα περισσότερες φωτογραφίες. Είχε λιακάδα και ζέστη, αρκετή ζέστη, ήταν υπέροχα.

«Αυτό εδώ που βλέπεις» μου είπε δείχνοντάς μου «είναι ρομποτικό parking. Πας, αφήνεις το αυτοκίνητο στην ειδική ράμπα, και όταν γυρίσεις, πληρώνεις και στο φέρνει πίσω.»
“Woah!” είπα εντυπωσιασμένη. «Και πόσο χρεώνουν;»
«Αυτό είναι το αστείο, είναι πιο φτηνό από οποιοδήποτε parking στην Αθήνα, για δύο ώρες είναι 3 ευρώ! Και επειδή όπως είδες το κέντρο είναι πολύ κοντά, αν δεν έχεις να κουβαλήσεις πράγματα, βολεύει μια χαρά, και ούτε άγχος, ούτε τίποτα!»
«Μόνο 3 ευρώ;» ρώτησα δύσπιστη.
«Κι όμως!»
«Δε μπορούσαν να φτιάξουν κανένα τέτοιο στο Ψυχικό; Ξέρεις πόσα ζητάνε το μήνα;»
«Φαντάζομαι…»
«Ουφ… και όχι τίποτε άλλο αλλά τώρα που θα πάρω και καινούργιο αυτοκίνητο, ε δεν είναι όπως το παλιό που δε μ’ ένοιαζε ιδιαίτερα» του είπα σκεπτική.
«Τελικά, έχεις καταλήξει τι θα πάρεις;»
«Το πεντακοσαράκι εξακολουθεί να είναι ο έρωτάς μου αλλά ναι, αυτά είναι για όσους μπορούν να έχουν παραπάνω από ένα αυτοκίνητα. Βασικά είμαι μεταξύ του Yaris, αν και θα το προτιμούσα δίπορτο, του δικού σου και του I20, ενώ αν πάω σε ελαφρώς μικρότερο, μεταξύ Aygo και I10. Στην αρχή προτιμούσα το Yaris, είχα παίξει και με τον configurator και είχα καταλήξει σε ένα που μου άρεσε, αλλά μετά ξανακοίταξα το I20 και έχω αρχίσει να το σκέφτομαι πολύ σοβαρά, ακόμα και η premium έκδοσή του είναι μόλις ένα χιλιάρικο πάνω από την απλή του Yaris»
«Το I20 είναι εξαιρετική επιλογή, και στα δικά μου μάτια είναι πιο όμορφο από το Yaris, και έχει και μεγαλύτερους χώρους. Και μεταξύ μας, μπορεί τα Toyοta να είναι σκυλιά μαύρα, αλλά το ίδιο είναι και τα Hyundai.»
«Όταν ανέβουμε Αθήνα, πάμε παρέα να το δούμε από κοντά;»
«Εννοείται κοριτσάρα μου. Λοιπόν, τι θες να κάνουμε τώρα, θέλεις να συνεχίσουμε τη βόλτα ή να γυρίσουμε σπίτι;»
«Να γυρίσουμε σπίτι Αρίστο μου, ξυπνήσαμε και πρωινιάτικα και έναν ύπνο θα τον έριχνα.»
«Άντε, σήκω τότε και θα πάμε από άλλο δρόμο»
Κατεβήκαμε και στρίψαμε δεξιά και μετά από λίγη ώρα φτάσαμε πίσω από μια μεγάλη καμάρα, που ο Αρίστος μου εξήγησε ότι είναι η Καινούργια Πόρτα.
«Ο δρόμος αυτός είναι η Evans, το πάνω μέρος της δηλαδή!» μου εξήγησε και κατεβήκαμε την Evans και λίγη ώρα αργότερα ήμασταν στο σπίτι.

Δεν ήμουν απλά νυσταγμένη, με το που ξαπλώσαμε στο κρεββάτι και χώθηκα στην αγκαλιά του, κυριολεκτικά κατέβασα παροχή. Όταν άνοιξα τα μάτια μου κοίταξα το ρολόι μου, κόντευε να πάει 19:00, κοιμόμασταν πάνω από τρεις ώρες. Ο Αρίστος δεν είχε ξυπνήσει αν κρίνω από το σιγανό ροχαλητό του. Ήθελα απελπισμένα καφέ αλλά δεν ήξερα τις καφετέριες εδώ κοντά. Τελικά μου έκοψε και άνοιξα το e-food και παράγγειλα ένα καφέ για μένα και ένα για τον Αρίστο από το Coffee Island, που ήταν λίγο πριν την Καινούργια Πόρτα. Άφησα τον Αρίστο να κοιμάται, και πήγα και χαμήλωσα το κλιματιστικό, όταν γυρίσαμε, όντας και οι δύο τύφλα στη νύστα, θέλαμε ζέστη, αλλά μάλλον το παρακάναμε, κόντευα να σκάσω.

Ήθελα να αφήσω τον Αρίστο να κοιμηθεί, οπότε έβαλα στα σχόλια της παραγγελίας να με πάρουν τηλέφωνο αντί να χτυπήσουν κουδούνι, κι έτσι κι έγινε. Ανεβοκατέβηκα αδιαμαρτύρητα τους τέσσερις ορόφους, καθώς είχα πιει τρεις σοκολάτες το πρωί και μετά είχα φάει λίγο παραπάνω από μισό πιτόγυρο, και ήταν πραγματικό τέρας, καμία σχέση με αυτά της Αθήνας. Όταν ανέβηκα πάνω τράβηξα τις κουρτίνες και, βάζοντας ένα μαξιλάρι πίσω, έκατσα καθιστή στο περβάζι και χαζολόγησα στο tablet. Γύρω στις 19:30 ξύπνησε και ο Αρίστος, που έχοντας πέσει σε καταληψία, του πήρε μερικές στιγμές να καταλάβει ποιος είναι, που είναι, και γιατί.

«Κοιμήθηκες καλά, μωρό μου;» τον ρώτησα τρυφερά.
«Δεν κοιμήθηκα απλά, έσβησα!» μου είπε και τεντώθηκε. «Τι ώρα είναι;»
«Έχει πάει 19:30»
«Ο Χριστός και η μάνα του, τέσσερις ώρες κοιμήθηκα;»
«Σχεδόν! Μη νομίζεις, κι εγώ πριν κανένα μισάωρο ξύπνησα. Α, σου έχω πάρει καφεδάκι, κάτσε να στο φέρω!» είπα και έκανα να σηκωθώ.
«Κάτσε εκεί που κάθεσαι βρε διαόλι, χεράκια ποδαράκια έχω!» με μάλωσε τρυφερά και πήγε και πήρε τον καφέ του. «Αμάν, θα σκάσω!» είπε και έφυγε τρέχοντας προς το μπάνιο. «Κατούρα-κατούρα-κατούρα» τον άκουσα να λέει από μέσα και έβαλα τα γέλια.
«Ήταν ένα σύννεφο, σύννεφο, σύννεφο» άρχισα να του τραγουδάω και, κρίνοντας από το γέλιο του, το άκουσε. Άκουσα το καζανάκι και μετά από λίγο τον ήχο του νερού στο νιπτήρα. «Ξαλάφρωσες μωρό μου;» τον ρώτησα πειρακτικά όταν βγήκε.
«Νιώθω άλλος άνθρωπος!» μου είπε με χαμόγελο που θα ζήλευε και η πιο φιλόδοξη διαφήμιση οδοντόκρεμας.
«Τι ώρα έχεις πει στις αδερφές σου;»
«Γύρω στις 20:30, οπότε να αρχίσουμε να ετοιμαζόμαστε σιγά-σιγά!»
«Αν θα είσαι φρόνιμος στο ντουζ, μπορεί και να τα καταφέρουμε!»
«Μωρέ τι μας λες, δε θα μας περιμένουν δα και στο δρόμο!» μου απάντησε χαμογελώντας μου πονηρά!
«Τι να πω, πέφτω από τα σύννεφα!»
«Αυτά που μου τραγουδούσες πριν;»
«Μπα, αυτά άδειασαν!» του είπα και του έστειλα ένα φιλάκι.
«Γεια έλα εδώ!» μου είπε ξαπλώνοντας καθιστός στο κρεββάτι, με την πλάτη του στον τοίχο. Πήγα και κάθισα ανάμεσα στα πόδια του και έγειρα με την πλάτη πάνω του και ο γέρο-σάτυρος δεν έχασε ευκαιρία, με τη μία μου χούφτωσε και τα δυο στήθη.
«Δεν οπλοφορείς, έτσι;» τον πείραξα νιώθοντας τον ερεθισμό του.
«Όχι, απλά χαίρομαι που σε βλέπω» είπε και μου τσίμπησε δυνατά και τις δύο ρώγες, κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένα βογγητό. «Πονάν μωρέ τα παλικάρια;»
«Να σας υπενθυμίσω, μεσιέ, ότι δεν είμαι παλικάρι!»
«Χμμμ ιδέα!» μου είπε και σταμάτησε να με χουφτώνει. «Για σήκω νεαρή και βάλε πάνω σου μια ζακέτα!»

Σηκώθηκα και έβαλα τη ζακέτα που μου είπε, ενώ εκείνος πήρε τους καφέδες μας και πήγε στο μπαλκόνι, αφού πέρασε από την τσάντα του και ψάρεψε το πακέτο με τον καπνό. «Έλα εδώ» μου είπε αλλά όταν έκανα να σηκωθώ συμπλήρωσε «στα τέσσερα!»

Χμμμ.

Υπακούγοντάς τον, έπεσα στα τέσσερα και πήγα μπουσουλώντας προς το μπαλκόνι. Ο Αρίστος είχε στρίψει ένα τσιγάρο και το πήρε και το άναψε. «Πάρε με στο στόμα σου» μου είπε, και η αλήθεια είναι ότι ένας μίνι κόλπος μου ήρθε. Το τοίχωμα του μπαλκονιού ήταν ψηλό και τα κτήρια αριστερά και δεξιά ήταν πιο χαμηλά, οπότε δε φαινόμουν, but still… Όπως και να έχει, του κατέβασα τη φόρμα και το μποξεράκι και τον πήρα στο στόμα μου, ενώ και η ίδια, το παραδέχομαι, είχα γίνει μούσκεμα. Το πουλάκι μου! Το είχε προσχεδιασμένο το έγκλημα, είπα κι εγώ, πόση ώρα τα έπλενε αυτά τα χέρια του;

Ο Αρίστος με το ένα χέρι να κρατάει το τσιγάρο, καπνίζοντας αρειμανίως, με άρπαξε από τα μαλλιά με το άλλο, και άρχισε να μου δίνει ρυθμό. Με ζόρισε λίγο, να τα λέμε αυτά, καθώς πιέζοντάς με προς τα κάτω έκανε το όργανό του να μου φτάνει μέχρι το λαρύγγι, αλλά κρίνοντας από τα σιγανά βογγητά του το απολάμβανε πολύ, οπότε έδωσα τον καλύτερό μου εαυτό, όχι δηλαδή ότι δε  θα το έκανα έτσι κι αλλιώς. Λάτρευα την αίσθηση του οργάνου του στο στόμα μου, και το όργανό του ήταν πραγματικό ποίημα, αν το σπέρμα του είχε καλύτερη γεύση θα στον είχα κάνει Μαμ-Ρα, πραγματικά λάτρευα να τον τσιμπουκώνω.

Όπως κάθε φορά είχα κλείσει τα μάτια μου και είχα επικεντρωθεί στις υπόλοιπές μου αισθήσεις, γεύση, αφή και ακοή. Τραβήχτηκα για λίγο και άρχισα να τον γλείφω από την κορυφή μέχρι τη βάση του, τον ξετρέλαινε αυτό και με τη σειρά μου ξετρελαινόμουν από τις αντιδράσεις του, αυτά τα κοφτά του βογγητά, όπως και τα μικρά τινάγματα του οργάνου του όταν έφτανα στο κεφαλάκι. Το έκανα για λίγη ώρα και μετά τον ξαναπήρα στο στόμα μου όλο και εκεί με έπιασε και πάλι από το μαλλί και με έκανε να επιταχύνω τις κινήσεις μου και τελικά λίγη ώρα αργότερα ήρθε η κορύφωσή του με τη μορφή δυνατών σπασμών, καλέ πότε πρόλαβε πάλι και μαζεύτηκε αυτό το πράγμα; Μόλις το πρωί τον είχα ξεζουμίσει.

Μωρέ καλά το λένε, η γριά κότα έχει το ζουμί, και από ζουμί ο γραίος κότος μου, άλλο τίποτα, να με πνίξει κόντεψε. Αυτή τη φορά ήταν γλυκούτσικο, δεν έχει σταθερή γεύση, but all-in-all, την απογευματινή σήμερα δεν την έλεγες και άσχημη. Όπως και το πρωί του τον έκανα λαμπίκο, και μόνο τότε με άφησε να σηκωθώ.

«Για το καλό σου το έκανα, όχι από συμφέρον, για να σε αφήσω να κάνεις ντουζάκι με την ησυχία σου!»
«Τι να πω μπροστά σε τέτοια αυταπάρνηση, είσαι μια σύγχρονη Ιφιγένεια!» του είπα και σηκώθηκα, και εκεί διαπίστωσα ότι στο απέναντι μπαλκόνι καθόταν ένας τυπάς που έπινε τον καφέ του. Μπορεί να μη με είδε να κάνω πίπα, αλλά σίγουρα με είδε να σηκώνομαι, κάνοντάς με να αλλάξω μερικά χρώματα, ειδικά όταν μου έκλεισε πονηρά το μάτι. «Ορίστε, ο απέναντι μας πήρε πρέφα!» του είπα και ο Αρίστος, αντί απάντησης σήκωσε τον καφέ του και έκανε πρόποση στον απέναντι, κάνοντάς τον να χαχανίσει. «Βρε σάτυρε!»
«Έλα μωρέ, σάμπως τον ξέρουμε και μας ξέρει;»
«Ουφ!» έκανα ξεφυσώντας.

Ήπιαμε τα καφεδάκια μας και μετά πήγα να κάνω ένα ντουζάκι να φρεσκαριστώ και το γραίο μωρουλίνι μου τον κράτησε τον λόγο του, δεν ήρθε να με παρενοχλήσει, προς μεγάλη μου απογοήτευση θα ήθελα να δηλώσω. Έλουσα και το μαλλί, οπότε όταν βγήκα έξω για να το στεγνώσω, μπήκε ο Αρίστος να κάνει και αυτός ένα ντουζάκι με τη σειρά του. Επέλεξα να φορέσω ένα μαύρο midi πλεκτό φόρεμα, με ασορτί καλσόν και μποτάκια.

«Πώς σου φαίνομαι;» τον ρώτησα όταν βγήκε έξω.
«Φτου-φτου σου, κουκλί μου!» μου είπε κάνοντάς με να χαζογελάσω.

Ο ίδιος επίλεξε να φορέσει το ένα από τα δύο κοστούμια που είχε φέρει μαζί του και σε λίγη ώρα ήταν και του λόγου του έτοιμος.

Πήγαμε με τα πόδια στην Κατερίνα, ήταν πολύ κοντά. Το πατρικό του ήταν διώροφο, στο πρώτο, μου εξήγησε, έμενε η θεια-Μαριγώ και στο δεύτερο η Κατερίνα με τον σύζυγό της το Γιώργο και τα δυο τους παιδιά, τον Μαθιό και την Ελένη. Η μικρότερη, η Βασιλική, έμενε στον Εσταυρωμένο, κι αυτή με το σύζυγό της το Μανώλη και τα δυο τους παιδιά, τον Μηνά και τη Μαρία. Η θεια Μαριγώ, αδερφή του συγχωρεμένου του πατέρα του, δεν είχε κάνει παιδιά και ήταν χήρα πολλά χρόνια. Η αλήθεια είναι ότι μια νευρικότητα την είχα, σε βαθμό που ο Αρίστος το πρόσεξε, παρά το γεγονός ότι προσπαθούσα φιλότιμα να το κρύψω.

«Δε θα σε φάνε βρε, μη φοβάσαι!» μου είπε όταν φτάσαμε έξω από την είσοδο.
«Ουφ, μια κουβέντα είναι αυτή!»
«Έλα, χαζούλα, μη φοβάσαι!» μου είπε και χτύπησε το κουδούνι. Μιας και θα τρώγαμε στης Κατερίνας, ανεβήκαμε μέχρι το δεύτερο. Στην πόρτα μας περίμενε η ίδια.
«Αρίστο μου!!!!» του είπε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της κατσιάζοντάς τον. Ήταν γύρω στα 45, καστανομάλλα, πολύ γλυκιά στο πρόσωπο, και ελαφρά γεματούλα.
«Κατερινιώ μου!» της είπε ο Αρίστος όταν την άφησε από την αγκαλιά του. «Από εδώ η Μαριλίζα, η κοπέλα μου!»
«Καλώς τη!» μου είπε η Κατερίνα με τόσο γνήσιο ενθουσιασμό που μ’ έκανε εμένα να λιώσω και την αμηχανία μου να εξαφανιστεί.
«Καλώς σε βρήκα» έκανα και πήγα να της δώσω το χέρι, αλλά η Κατερίνα με άρπαξε στην αγκαλιά της και μ’ έσφιξε πάνω της λες και με γνώριζε χρόνια.
«Περάστε, περάστε!» είπε και με το που περάσαμε, ήταν σειρά της Βασιλικής να πάρει τον Αρίστο στην αγκαλιά της και να τον σφίξει πάνω της κατσιάζοντάς τον στα φιλιά. Αν και ο Αρίστος μου είχε πει ότι ήταν 40 χρονών, δεν θα την έκανες πάνω από 35, ήταν και αυτή καστανή και δεν ήταν απλώς γλυκιά, ήταν όμορφη. Ο Αρίστος έκανε ξανά τις συστάσεις, και η Βασιλική με έσφιξε ακόμα πιο σφιχτά στην αγκαλιά της.
«Αγόρι μου!» ήρθε η θεια-Μαριγώ, που 70άρα ή όχι, μια χαρά κρατιόταν, ούτε 60 δεν την έκανες, και τον έσφιξε και αυτή στην αγκαλιά της. Μετά με κοίταξε από την κορυφή μέχρι τα νύχια, και η αλήθεια είναι ότι τα χρειάστηκα λίγο, αλλά τελικά μου χάρισε ένα φωτεινό χαμόγελο. «Κι εσύ είσαι η Μαριλίζα, καλωσήρθες κόρη μου!» μου είπε και εκεί είχε και τρίτη αγκαλιά, ακόμα πιο σφιχτή. Κοίτα να δεις!

Μετά ο Αρίστος με γνώρισε και στην υπόλοιπη οικογένεια και όταν τελείωσαν οι συστάσεις πήγαμε μέσα στην τραπεζαρία και ένα έχω να πω, πώς στο καλό θα τρώγαμε όλα αυτά τα πράγματα;

Άδικα ανησυχούσα, οι κρητίκαροι ξέρουν να τρώνε, όχι ότι εγώ πήγα πίσω, κάποια στιγμή νόμιζα ότι θ’ αρχίσει να μου βγαίνει από τα αφτιά, και τι να πω για τη στάκα της θειας-Μαριγούς, αν από τα 46 δεν έφτανα τα 56 μέσα σε μια βραδιά, με τόσο που έφαγα, να μη με λένε Μαριλίζα, να με λένε, ξέρω ‘γω; Θρασύβουλα!

Παρά τη φανερή διαφορά ηλικίας μεταξύ μας κανείς δεν το έκανε θέμα, και ο τρόπος που με αγκάλιασαν οικογενειακώς πραγματικά έκανε την καρδιά μου να λιώσει. Και όχι μόνο αυτό, αλλά η Βασιλική είχε αγοράσει προβληματική συσκευή, από την εταιρία στην οποία εργάζομαι, και της υποσχέθηκα ότι αύριο το πρωί θα έπαιρνα τηλέφωνο στο γραφείο και θα το ταχτοποιούσα, και μα το Θεώ, αν δεν έβγαζα άκρη, θα έπαιρνα τηλέφωνο τον ίδιο τον Στεργίου, και όποιος τολμούσε ας του έκανε το βαρύ πεπόνι.

Τελικά καθίσαμε μέχρι τις 02:00, και μιας και αύριο είχαμε κανονίσει και το Σάββατο είχε το γάμο, η Βασιλική με το Μανώλη, μας κάλεσαν την Κυριακή να πάμε να φάμε, πάλι όλοι μαζί, στο σπίτι τους. Όταν φύγαμε και παρά το προχωρημένο της ώρας, κάναμε μια μεγάλη βόλτα, μπας και καταφέρουμε να χωνέψουμε τίποτα, πραγματικά νιώθαμε και οι δύο σα βόες. Αν και μποτάκια δεν ήταν και ό,τι καλύτερο για περπάτημα, έκανα την ανάγκη φιλοτιμία και τελικά γυρίσαμε σπίτι λίγο μετά τις 03:00.

«Λοιπόν, πώς σου φάνηκε;» με ρώτησε όταν χώθηκα γυμνή στην αγκαλιά του, και ο ίδιος άλλωστε τα είχε πετάξει όλα.
«Ήταν πολύ όμορφα μωρό μου, με συγκίνησαν πολύ οι δικοί σου, δεν περίμενα να με αγκαλιάσουν τόσο ζεστά!»
«Στο έλεγα βρε χαζούλι!»
«Ναι μωρό μου, μου το έλεγες. Να σου εξομολογηθώ κάτι; Στην αρχή που η θεια-Μαριγώ με κοίταξε από την κορυφή μέχρι τα νύχια τα χρειάστηκα!»
«Χαχαχα, σε πήγε τρεις-μία, ε;»
«Τρεις-μία δε θα πει τίποτα! Και μετά στο τραπέζι που μου ξέφυγε και τη φώναξα “θεια-Μαριγώ” χωρίς καλά-καλά να το σκεφτώ, τα έκανα και πάλι πάνω μου!»
«Τα βρακιά της λέρωσε, δεν την είδες πώς έκανε;»
«Τότε γύρισε η καρδιά μου στη θέση της, προς στιγμή νόμιζα ότι θα πάθω αποπληξία!»
«Γιατί είσαι μια χαζούλα κοτάρα. Τέλος πάντων… Δε μου λες, τι θα έλεγες αύριο το πρωί, αφού πιούμε το καφεδάκι μας, να πάμε Cretaquarium?»
«Ναι!!!!!» απάντησα με ενθουσιασμό.
«Και τώρα νάνι!» μου είπε και με φίλησε τρυφερά.
«Καληνύχτα γραίε κότε μου!» του είπα, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
«Καληνύχτα μούτρο!» μου είπε και έτσι όπως ήμουν χωμένη στην ζεστή του αγκαλιά, έκλεισα τα μάτια μου και έπεσε ο γενικός.

Το πρωί είναι αλήθεια ότι μας πλάκωσαν ελαφρά τα παπλώματα, αλλά διακοπές ήμασταν, σιγά μην καθόμασταν να σκάσουμε. Ο Αρίστος ξύπνησε πρώτος, σηκώθηκε αφήνοντάς με να κοιμηθώ παραπάνω, και όταν ξύπνησα κι εγώ, είχε βάλει το laptop στο περβάζι και διάβαζε κάτι στο internet, πίνοντας το καφεδάκι του.

«Καλημέρα!» του είπα με νυσταγμένη φωνή.
«Καλημερούδια του» μου είπε χαμογελώντας. «Πήγαινε να ρίξεις λίγο νεράκι να ξυπνήσεις, σου έχω πάρει και καφεδάκι!»
«Αχ, σ’ ευχαριστώ μωρό μου!» του είπα και πήγα στο μπάνιο. Την ώρα που έπλενα τα δόντια μου, κάτι μου είπε που δεν άκουσα, οπότε άνοιξα την πόρτα. «Τι είπες μωρό μου;»
«Δε μίλησα σε σένα κοριτσάρα μου, μονολογούσα με κάτι που διάβαζα στο internet»

Αφού τελείωσα, και μιας και είχα ξαπλώσει τελείως τσίτσιδη, ντύθηκα φορώντας μια φόρμα. Δεν έφερα καρέκλα, είμαι και μινιόν και δεν πιάνω και πολύ χώρο, οπότε έβαλα πάλι ένα μαξιλάρι πάνω στο περβάζι και σκαρφάλωσα πάνω, ξαπλώνοντας με την πλάτη στο μαξιλάρι. Ο Αρίστος μου έδωσε τον καφέ μου και τράβηξα μια γερή γουλιά, αχ ήταν βάλσαμο!

«Πιες το καφεδάκι σου για να πηγαίνουμε σιγά-σιγά»
«Θα προλάβουμε; Έχει πάει 11:00»
«Ξέρεις τι; Δίκιο έχεις. Δε μου λες, θες να κάτσουμε το υπόλοιπο πρωινό εδώ και να πάμε αύριο με την ησυχία μας στο Cretaquarium? Για τ’ Ανώγια θα ξεκινήσουμε γύρω στις 19:00, οπότε ακόμα και αν πάμε στις 11:00 το πρωί, θα προλάβουμε να το ευχαριστηθείς!»
«Αμέ!» του απάντησα ενθουσιασμένη. «Τόσο αργά θα πάμε Ανώγια, δεν είναι μακριά;»
«Όχι, ούτε καν σαράντα χιλιόμετρα δεν είναι, καμιά ώρα δρόμος.»
«Μια ώρα για σαράντα χιλιόμετρα;» τον ρώτησα με απορία.
«Ναι, δεν είναι ακριβώς Εθνική Αθηνών-Λαμίας. Πήρες παλτό μαζί σου, έτσι; Τα Ανώγια είναι στο βουνό, δεν είναι Ηράκλειο, κάνει κρύο εκεί.»
«Μην ανησυχείς Αρίστο μου, έχω πάρει όλα τα απαραίτητα!»
«Δε μου λες, τι θες να κάνουμε; Θες να κάτσουμε εδώ ή να πάμε καμιά βολτίτσα στο κέντρο;»
«Ό,τι θες εσύ Αρίστο μου, αλλά πρώτα να πάρω ένα τηλέφωνο στη δουλειά να κανονίσω την παραγγελία της Βασιλικής»

Τελικά δε χρειάστηκε να καταφύγω στα μεγάλα μέσα, η αντικατάσταση κανονίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες, την Τρίτη το πρωί θα ερχόντουσαν να πάρουν το χαλασμένο πλυντήριο πιάτων και θα έφερναν το καινούργιο.

«Αρίστο μου, ειδοποίησε σε παρακαλώ τη Βασιλική ότι θα περάσουν να πάρουν το παλιό και να της φέρουν το καινούργιο την Τρίτη το πρωί. Αν δεν το έχει αποσυνδέσει, δεν πειράζει, θα το αποσυνδέσει και θα το συνδέσει ξανά το πλήρωμα του φορτηγού»
«Μπράβο βρε Μαριλίζα μου, κάτσε θα την πάρω να της το πω!»
«Θέλω σοκολάτα!» του δήλωσα όταν τελείωσε με το τηλέφωνο.
«Ό,τι θέλει το κορίτσι!» μου είπε και αμ έπος, αμ έργο, κατηφορίσαμε στην Ουτοπία, και μέχρι τις δύο παρά που φύγαμε ήπια δύο σοκολάτες, εντάξει, θα πάθαινα χοντρό στερητικό όταν επιστρέφαμε Αθήνα.

Σε αντίθεση με χθες το βράδυ που φόρεσα φόρεμα, για την επίσκεψη στη Φοίβη και τον Ανδρέα, επέλεξα πιο casual ντύσιμο, μπλουζίτσα με τζινάκι και τα snickers μου, και ανάλογα ντύθηκε και ο Αρίστος. Πήγαμε στο πάρκινγκ αφού πήραμε το αυτοκίνητο, κινήσαμε προς Κνωσσό, όπως μου είπε. Σταμάτησε σε μια κάβα πάνω στην Κνωσσού και πήραμε δύο μπουκάλια Αγιωργίτικο Νεμέας, και από το ζαχαροπλαστείο δίπλα πήραμε και ένα ταψί γαλακτομπούρεκο.

«Εντάξει, δεν είναι σαν το γαλακτομπούρεκο που φτιάχνουν οι δικοί σου, αλλά είναι αξιοπρεπέστατο και ο Ανδρέας το λατρεύει» μου εξήγησε ο Αρίστος. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε και πάλι, δεν είχα ιδέα που βρισκόμασταν, και κάποια στιγμή έκανε αριστερά και τα σπίτια άρχισαν να αραιώνουν και εκεί πήρε τηλέφωνο.
«Καλησπέρα Αρίστο!» ακούσαμε μια ανδρική φωνή.
«Καλησπέρα Ανδρέα, ερχόμαστε, σε δυο λεπτά θα είμαστε στο σπίτι!»
«Έρχομαι να σας ανοίξω, μη μου βγουν πάλι έξω τα κατσίκια, το διάολό μας τραβήξαμε να τα μαζέψουμε τα βλαμμένα τις προάλλες» μας εξήγησε και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το γέλιο μου ενθυμούμενη τα βίντεο.
Εντάξει, είχα πει ότι ο Ανδρέας είναι συγκλονιστικά ωραίος άντρας αλλά, αδερφάκι μου, άλλο να τον βλέπεις φωτογραφία και άλλο από κοντά!
«Κλείσε το στόμα σου, θα χάψεις καμιά μύγα!» με πείραξε ο Αρίστος, χωρίς ωστόσο να δείχνει ότι τον πείραξε.

Βγήκαμε από το αυτοκίνητο και ο Ανδρέας με τον Αρίστο δεν αρκέστηκαν σε χειραψία, αγκαλιάστηκαν κανονικά. Μετά ο Ανδρέας γύρισε και με κοίταξε, και σας το ορκίζομαι, ένιωσα τα πόδια μου να τρέμουν.

«Κι εσύ πρέπει να είσαι η Μαριλίζα!» μου είπε χαρίζοντάς μου ένα αστραφτερό χαμόγελο.
«Αυτοπροσώπως!» του είπα χαμογελώντας του σαν ερωτοχτυπημένη πιτσιρίκα και δίνοντάς του το χέρι, το οποίο μου το έσφιξε ζεστά.

Η Φοίβη βέβαια ήταν τελείως διαφορετική ιστορία, σαν τις αδερφές του Αρίστου και τη θεια-Μαριγώ, με πήρε αγκαλιά και με ζούπισε στην κυριολεξία.

Και εκεί κάναμε και τη γνωριμία με τα κατσίκια που ήρθαν και αυτά να δουν προς τι η φασαρία!

«Χαχαχα, να και το ντουέτο της συμφοράς!» είπα γελώντας σα χαζή.
«Να υποθέσω ότι έχεις δει τα βίντεο;» ρώτησε η Φοίβη.
«Ναι, μας τα έδειξαν οι συμπέθεροι!» της απάντησα.
«Μωρέ ψητά θα τα κάνω τα μαλακιστήρια!» τα απείλησε ο Ανδρέας καθώς τα κατσίκια του τριβόντουσαν, φαίνεται του είχαν ιδιαίτερη αδυναμία. «Πού είναι η προκομένη σου; Δυόμιση κοντεύει!» ρώτησε τη Φοίβη.
«Ε, βέβαια, τώρα έγινε πάλι προκομένη μου!» τον πείραξε η Φοίβη.
Η εν λόγω προκομένη χίλια χρόνια θα ζήσει καθώς πάνω στην ώρα ήρθε και εκείνη στο σπίτι.
«Γεια σας!» μας είπε χαρίζοντάς μας ένα αστραφτερό χαμόγελο. Εντάξει, εγώ ήμουν το χόμπιτ της παρέας, η Χριστιάνα είναι ψηλή, εντυπωσιακά όμορφη κοπέλα.
«Γεια σου κουκλί μου» της είπε χαμογελώντας της ζεστά ο Αρίστος και την πήρε αγκαλιά και τη φίλησε. «Να σου συστήσω τη Μαριλίζα» είπε.
«Χαίρω πολύ Μαριλίζα, εγώ είμαι η Χριστιάνα» μου είπε, και ακριβώς όπως και η μάνα της με πήρε και αυτή αγκαλιά.
«Λοιπόν, πάμε μέσα, μην κρυώσει και το παστίτσιο» είπε η Φοίβη και η Χριστιάνα χειροκρότησε ενθουσιασμένη, κάνοντάς με να γελάσω άθελά μου.

Εντάξει, από κοντά Ανδρέας και Φοίβη ήταν δέκα φορές μεγαλύτερα όργια απ’ όσο τους είχα κόψει από τα βίντεο που είχα δει, αλήθεια το λέω, κάποια στιγμή με πόνεσε το στομάχι από τα γέλια, ειδικά όταν μιλούσαν για το Σάκη και το Τάκη, τα δύο κατσίκια, τα οποία, παρά το όνομά τους, ήταν και τα δύο κοριτσάκια.

«Α, το έχουμε παράδοση!» είπε η Φοίβη. «Όταν είχαμε το Σίμπα μας, είχε παρέα τρεις γάτες, το Σάκη, το Μάκη και τον Τάκη. Ε, ο Μάκης ήταν θηλυκό.»
«Αχ, ο Σίμπα» είπε η Χριστιάνα αναστενάζοντας. «Ήμουν και μικρούλα, για μένα ήταν σαν άλογο!»
«Στο τέλος του μήνα θα σας έρθει ο Σίμπα v2, ε;»
«Ναιιιιιι!» είπε η Φοίβη χειροκροτώντας με ενθουσιασμό. «Αχ, είναι κουκλί!»
«Λες να μας βγει και αυτός τέρας σαν τον original;» ρώτησε ο Ανδρέας.
«Πολύ πιθανό» είπε ο Αρίστος. «Και ο μπαμπάς του ο Μπαρτ και η μαμά του η Τρίσια είναι τεράστιοι, ο Μπαρτ είναι 110 κιλά και η Τρίσια 95!»
«Ο Σίμπα έφτασε τα 127 κιλά!» μας είπε ο Ανδρέας, κάνοντάς με να μαζέψω το σαγόνι μου από το πάτωμα.
«127 κιλά;» ρώτησα, με το στόμα ακόμα ανοιχτό.
«Ναι το αρκούδι μας» είπε μελαγχολικά η Φοίβη. «Ο κτηνίατρος μας είχε πει ότι ήταν ο μεγαλύτερος καυκάσιος που είχε δει στη ζωή του. Φανταστείτε ότι στο τέλος πέρασε και τον Ανδρέα στο ύψος!»
“Jesus Christ, και νόμιζα ότι η Sadie και ο Ράντι ήταν μεγάλα σκυλιά!”
«Ο Σίμπα μας ήταν μια κατηγορία μόνος του, δυστυχώς δεν βρήκαμε κάποια θηλυκή καυκάσια να τον ζευγαρώσουμε… Τέλος πάντων…» είπε ο Ανδρέας στενάζοντας.
Αφού φάγαμε, πήγαμε στο καθιστικό και η Χριστιάνα βρήκε ευκαιρία να ζητήσει από τον Αρίστο να παίξουν σκάκι.
«Θα είσαι τρυφερή μαζί μου;» την πείραξε.
«Θεός φυλάξοι, για ποια με πέρασες;» του είπε κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
«Ωχ, παναΐαμ» είπε μοιρολατρικά ο Αρίστος και κάθισε να φάει το ξύλο του σαν άντρας.
«Να ζήσουμε να τον θυμόμαστε» είπε η Φοίβη. «Λοιπόν για πες μας, πώς σου φαίνεται μέχρι στιγμής η Λεβεντογέννα;»
«Δεν έχω δει και πολλά πράγματα, χθες το πρωί ήρθαμε άλλωστε, αλλά είναι πολύ όμορφα. Μ’ αρέσει έτσι όπως έχουν κάνει το κέντρο ένα μεγάλο περίπατο.»
«Δεν ξέρεις τι τραβήξαμε μέχρι να το φτιάξουν, γι’ αυτό το λες» είπε αναστενάζοντας ο Ανδρέας.
«Ναι, αλλά τώρα το έχετε και το χαίρεστε. Εγώ μένω Χαλάνδρι, και το κέντρο του Χαλανδρίου -αν και σε πολύ μικρότερη κλίμακα απ’ ότι εδώ- είναι και αυτό πεζοδρομημένο, όπως και το κέντρο του Αμαρουσίου. Αν δεν μένεις δίπλα, όπως του λόγου μου, μπορεί να βλαστημάς για να βρεις να αφήσεις κάπου το αυτοκίνητο, αλλά είναι πολύ πιο όμορφα έτσι.»
«Χαλανδριώτισα είσαι;» με ρώτησε ο Ανδρέας.
«Γέννημα θρέμμα. Οι γονείς μου έχουν και οι δυο καταγωγή από Κεφαλλονιά, άλλωστε εκεί μένουν τώρα, εγώ ωστόσο μεγάλωσα εκεί.»
«Και με τι ασχολείσαι;» ρώτησε αυτή τη φορά η Φοίβη.
«Στο τηλεφωνικό κέντρο, είμαι μια από τις team leaders στην εξυπηρέτηση πελατών. Ο Στεργίου, ο Αντώνης, δουλεύει στην ίδια εταιρία, και είναι και ο δεύτερος στην ιεραρχία, την πρώτη φορά που τον είδα, εκείνη τη μέρα που σας πήρε τηλέφωνο ο Αρίστος, νόμιζα ότι θα πάθω αποπληξία, και όχι τίποτε άλλο αλλά ήταν ολοφάνερο ότι η Αναστασία δεν ήταν απλά η νοικάρισσά του.»
«Και τι έκανες;»
«Την πρώτη φορά τίποτα, τη δεύτερη φορά ωστόσο πήγα και του το είπα. Είχαμε κάνει πάλι το τραπέζι σε κόσμο, και αυτή τη φορά είχε έρθει και ένας δικός μου φίλος με την κοπελιά του. Ο Μιχάλης μόλις έκλεισε τα σαράντα και η Αντιγόνη είναι είκοσι, ήμουν κι εγώ που είμαι 25 χρονών με τον Αρίστο, οπότε φοβήθηκα μην τυχόν βρουν θάρρος και ανοιχτούν -το είχα σίγουρο βλέπετε ότι κάτι έτρεχε μεταξύ τους- νομίζοντας ότι είναι μεταξύ αγνώστων. Με τον Αρίστο και το Μιχάλη να μου δίνουν θάρρος, και με την ψυχή στα δόντια, πήγα και του είπα ότι τον ξέρω και ότι εργαζόμαστε στην ίδια εταιρία και ευτυχώς το πήρε πολύ καλύτερα απ’ όσο φοβόμουν.»
«Λογικό δεν είναι βρε Μαριλίζα;» ρώτησε η Φοίβη.
«Είναι μωρέ Φοίβη, έλα κι εσύ στη θέση μου! Τέλος πάντων, τέλος καλό, όλα καλά. Μεταξύ μας, δεν ξέρω πόσο καλά τους έχετε γνωρίσει, αλλά την Αναστασία, αν δεν ξέρεις την ηλικία της, δεν την κάνεις για λιγότερο από 25, και δεν εννοώ εμφανισιακά, στο μυαλό της αναφέρομαι. Όταν γυρίσω Αθήνα θα βγούμε και για καφεδάκι, και, μεταξύ μας, καλό θα μου κάνει, να κοινωνικοποιηθώ και λίγο…»
«Την έχουμε γνωρίσει» είπε χαμογελώντας η Φοίβη. «Είναι καταπληκτικό κορίτσι και ξέρεις; Θα της κάνει και εκείνης πολύ καλό να αποκτήσει μια φίλη, και εκείνη μοναχούλα της είναι στην Αθήνα.»
«Το ξέρω, μου το είπε. Σας παρακαλώ μη το δείτε ως κουτσομπολιό, αλλά είναι λίγο περίεργη η σχέση τους, εννοώ ότι ο Αντώνης την αγαπάει πολύ, δεν κρύβεται αυτό, αλλά παρόλα αυτά τον τρώνε οι τύψεις, λες και φταίει αυτός που ο καρκίνος του πήρε τη γυναίκα του. Το ότι ξέρει την Αναστασία από πιτσιρίκι, το κάνει ακόμα πιο περίπλοκο, η δυναμική των ανθρώπινων σχέσεων δεν σε κάνει να βαριέσαι ποτέ!»
«Αυτό ξαναπές το» είπε ο Ανδρέας. «Μου είχε αναφέρει και ο ίδιος τους ενδοιασμούς του και του είπα ότι το καμάρι μας τα έχει με ένα 35χρονο. Μεταξύ μας, ένας κόλπος μου είχε έρθει στην αρχή, αλλά ξέρεις κάτι; Η Χριστιάνα είναι χαρούμενη και στο τέλος της ημέρας είναι το μόνο που έχει πραγματικά αξία!»
«Αμάν! Δεν το είδα αυτό να ‘ρχεται!» ακούσαμε τη Χριστιάνα.
«Χα! Forced checkmate σε πέντε κινήσεις!» είπε ο Αρίστος που γελούσαν μέχρι και οι πατούσες του.
«Θα λιποθυμήσω!» είπε η Φοίβη. «Σου πήρε παρτίδα ο Αρίστος;»
«Μωρέ άλογο μ’ έκανε!» είπε με γνήσιο θαυμασμό η Χριστιάνα. «Χμμμ, θα το δοκιμάσω αυτό το κόλπο στο θείο Vasily! Θείε, πάμε άλλη μία;»
«Όσες θέλεις, αγάπη μου» της είπε ο Αρίστος.
«Κατάλαβες ο αχαΐρευτος; Εγώ και ο Vasily να τρώμε ξύλο επί καθημερινής βάσης και ο κύριος να της παίρνει την πρώτη παρτίδα! Αίσχος!» είπε με ψεύτικη αγανάκτηση η Φοίβη, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
«Μακάρι και οι δικοί μου να ήταν τόσο ανοιχτοί όσο εσείς οι δύο» τους είπα αναστενάζοντας. «Ούτε να φανταστώ δε θέλω τι θα γίνει μόλις μάθουν ότι ο Αρίστος είναι πενηντάρης!»
«Γιατί μωρέ, τι έχουμε εμείς οι πενηντάρηδες, ψώρα έχουμε;» ρώτησε ο Ανδρέας.
«Μωρέ μια χαρά είστε, οι δικοί μου είναι κάπως. Τα ίδια μου έκαναν όταν τα είχα φτιάξει και με τον Κώστα, τον πρώην μου, εγώ μόλις είχα κλείσει τα 21 και εκείνος είχε κλείσει τα τριάντα. Εντάξει, δε λέω, στο τέλος τον δέχτηκαν, σάμπως μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς, αλλά το στράβωμα που είχαν φάει στην αρχή μου είχε καθίσει στο στομάχι.»
«Εσύ να σκέφτεσαι πόσο όμορφα είσαι μαζί του. Όπως και να’ χει, όταν καταλάβουν ότι εσύ είσαι χαρούμενη, θα σταματήσουν την όποια γκρίνια, γονείς είναι, πάνω απ’ όλα το δικό σου καλό θέλουν.»
«Το ξέρω μωρέ Ανδρέα αλλά θα προτιμούσα να μην υπάρχει το αρχικό δράμα. Τέλος πάντων, αναδρομικά ίσως και να είχαν δίκιο με τον Κώστα.»
«Γιατί, τι έγινε;» ρώτησε η Φοίβη.
«Με χώρισε πέρσι στην αρχή της χρονιάς χωρίς καλά-καλά να καταλάβω το γιατί, και όχι τίποτε άλλο, αλλά μόλις λίγες μέρες πριν μου είχε πει “Αχ μωρέ Μαριλίζα, τι θα έκανα χωρίς εσένα;” Πιασ’ το αυγό και κούρεφ’ το»
«Όσο ήσασταν μαζί, περνούσατε όμορφα;»
«Ναι, ήταν όμορφα. Να φανταστείτε ότι είχα αρχίσει να κάνω σχέδια και για το μέλλον μας, άλλωστε ήμασταν μαζί τρία χρόνια.»
«Τότε δεν είχαν δίκιο οι δικοί σου» μου είπε η Φοίβη. «Άσχετα με το πως τέλειωσε, πέρασες τρία όμορφα χρόνια, ήταν ένα αρκετά μεγάλο μέρος της ζωής σου που διαμορφώθηκε με αυτόν τον τρόπο. Θες να σου πω μια ιστορία;»
«Αμέ!»
«Λοιπόν, έχουμε δυο συμμαθητές, το Μάριο και τη Μπίλι… γιατί χαχανίζεις;»
«Μεγάλη ιστορία, θα σας την πω μετά! Κρατήστε μόνο αυτό, έχω ακούσει και για τους δύο και *όχι* από τον Αρίστο!»
«Τέλος πάντων, η Μπίλι που λες, ήταν ερωτευμένη με το Μάριο από τα 15 της και ο Μάριος ερωτευμένος με τη Μπίλι από τα 12 του και παρόλα αυτά τα φτιάξανε τελικά μετά το λύκειο. Στην πενταήμερη, η Μπίλι γνώρισε ένα καναδό, τον Jean-Claude, ο οποίος -και παρά το ό,τι ήταν ερωτευμένη με το Μάριο- της πήρε τα μυαλά, όπως και η Μπίλι τα δικά του. Πέρασαν όμορφα πέντε μέρες αλλά κάποια στιγμή το καρουζέλ τελείωσε, και έπρεπε να κατέβουν. Η Μπίλι ήταν σαν Μεγάλη Παρασκευή ωστόσο σε αντίθεση ο Jean-Claude ήταν χαμογελαστός. Η Μπίλι τον ρώτησε πώς είναι δυνατόν να είναι με το χαμόγελο στα χείλη και εκείνος της απάντησε ότι είναι από ευγνωμοσύνη για τις πέντε όμορφες μέρες που πέρασαν μαζί. Ήταν η προσωπική του στάση ζωής αυτή, αντί να στεναχωριέται και να θρηνεί για την απώλεια, να επικεντρώνεται στο πόσο όμορφο ήταν αυτό που έζησαν και το πόσο δυνατά έκανε την καρδιά του να χτυπήσει. Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν από τη ζωή μας, της είπε, και ο καθένας από αυτούς αφήνει το μικρό ή το μεγάλο του αποτύπωμα πάνω της. Εκείνος θα έβλεπε την Μπίλι σαν ένα όμορφο ανοιξιάτικο όνειρο και ήταν στο χέρι της ίδιας να το δει έτσι, αντί να θρηνεί και να νιώθει πίκρα για την απώλειά του.»
«Τι όμορφη ιστορία» είπα δακρυσμένη, είπαμε το έχω εύκολο το ρημάδι.
«Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο Κώστας άφησε ένα μεγάλο αποτύπωμα στη ζωή σου, είναι μεγάλο μέρος αυτού που είσαι, Μαριλίζα μου. Κράτα τις όμορφες στιγμές που πέρασες μαζί του, και άσε τα υπόλοιπα να πάνε στην ευχή του Θεού.»
«Βρε κακούργοι, τι κάνατε στο κορίτσι μου και κλαίει;» ρώτησε ο Αρίστος.
«Της είπαμε την ιστορία της Μπίλι και του Jean-Claude.»
«The inner light, σουσουραδίτσα μου» μου υπενθύμισε.
«Ναι!» του είπα ακόμα δακρυσμένη.
«Νιιιιιι!!!!!» είπε η Φοίβη χειροκροτώντας. «Σουσουραδίτσα με λέει και ο στρατηγούκος ακόμα και τώρα που ήμανε 48 χρονών γαϊδάρα, ήμανε!»
«Γκουχ-γκουχ» έκανε ο Ανδρέας.
«Χρουμφ! Μέχρι την 3η του Μάη είμαι 48 και αντιρρήσεις δε σηκώνω!» του είπε σταυρώνοντας τα χέρια της, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
«Κυρία Μάρω, μη το δείρεις πολύ το ανθρωπάκι όταν θα πάτε σπίτι» τους είπε η Χριστιάνα, και σκάσαμε όλοι στα γέλια. «Θείε, δε θέλω να σε αγχώσω, αλλά σου ‘ρχεται ποδοβολώντας!»
«Αμ δεν το βλέπω;» είπε ο φουκαράς ο Αρίστος, ρίχνοντας τον βασιλιά του.
«Σ’ έκανε άλογο μωρουλίνι μου;»
«Το άλογο είναι πολύ μικρό για να το περιγράψει, αργεντινόσαυρο μ’ έκανε!» μου απάντησε, και δεν είχα ιδέα τι ήταν αυτός ο αργεντινόσαυρος αλλά κρίνοντας από το ύφος του, θα ήταν τεράστιος. «Πάμε άλλη μία;»
«Αμέ!» είπε η  Χριστιάνα χειροκροτώντας ενθουσιασμένη, στη συμπεριφορά ήταν ίδια η μάνα της.
«Για πες μας τώρα εσύ, από που έχεις ακούσει για τη Μπίλι;»
«Ο φίλος μου που σας έλεγα πριν, ο Μιχάλης, μένει στο νέο Ηράκλειο. Ε, ο Μάριος έμενε ακριβώς από κάτω του» τους είπα και έβαλαν τα γέλια. «Γιατί γελάτε;»
«ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ θα αφήσω τα κόκαλά μου» είπε η Φοίβη ξεκαρδισμένη. «Δε γίνεται, πρέπει να τους το πω!!!!»
«Να πεις σε ποιους, τι;»
«Κάτσε και θα δεις!» μου είπε και πήρε το τηλέφωνο και έκανε κλίση. «Έλα Μπίλι μου, καλησπέρα, τι κάνεις; Ενοχλώ; Όχι; Μια χαρά είμαστε, όχι, όχι, μην ανησυχείς. Ναι, μια χαρά είναι όλοι. Που σε πετυχαίνω; Σπίτι; Work from home; Δε μου λες, είναι κάπου δίπλα ο Μάριος; Είναι; Φώναξέ τον να έρθει, θα σκάσετε στα γέλια σου λέω. Έλα, σε κλείνω και θα σε καλέσω στο skype.»
Σηκώθηκε και πήγε μέσα και γύρισε με ένα tablet και έκανε κλίση. Όταν άνοιξε η οθόνη εμφανίστηκε μέσα μια -το παραδέχομαι- εντυπωσιακά όμορφη γυναίκα με σκούρο pixie-cut κοντό ξανθό μαλλί, που δεν την έκανες ούτε καν τριανταπέντε!
«Καλησπέρα βρε παιδιά, τι κάνετε;»
«Μια χαρά, μια χαρά! Εσείς καλά; Τα παιδιά καλά;»
«Ναι, όλοι καλά είμαστε, αν και έτσι όπως πήρες στα ξαφνικά με τάραξες λίγο!»
«Θα σου περάσει, σου δίνω το λόγο μου! Ακούστε να γελάσετε, έχει έρθει εδώ ο Αρίστος, τον θυμάστε έτσι;»
«Ναι, τον θυμόμαστε» είπε η Μπίλι και δίπλα της εμφανίστηκε και ένας όμορφος ώριμος άνδρας. «Γεια σας παιδιά!»
«Γεια σου Μάριε!» του είπαν Φοίβη και Ανδρέας. 
«Λοιπόν, όπως σας έλεγα έχει έρθει εδώ ο Αρίστος με την κοπέλα του, τη Μαριλίζα. Δεν φαντάζεστε ποιον γνωρίζει!»
«Ποιον;» ρώτησαν και οι δύο.
«Θυμάστε ένα Κρητίκαρο που έμενε πάνω από το παλιό σου διαμέρισμα και που έφερνε κάθε μέρα και διαφορετική πιτσιρίκα και που κάθε βράδυ είχε και διαφορετική άρια;»
«Αν τον θυμόμαστε λέει!» είπαν και οι δύο βάζοντας τα γέλια.
«Ε, είναι γνωστός της!»
«Δεν είναι απλά γνωστός, είναι ο κολλητός μου!» τους είπα κι εγώ. «Γεια σας, είμαι η Μαριλίζα!» τους έκανα χαρούμενα.
«Εγώ είμαι η Μπίλι και ο σεβάσμιος παππούς δίπλα μου είναι ο Μάριος» είπε η Μπίλι κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
«Χαίρω πολύ!» τους είπα χαμογελαστή και μου το ανταπέδωσε με ένα εξίσου αστραφτερό χαμόγελο.

Τι πενηντάρα, ούτε τριανταπέντε δεν θα την έκανα αν δεν ήξερα την ηλικία της! Αν είναι έτσι όμορφη και με τόσο νεανική εμφάνιση στα πενήντα της, πώς θα ήταν στα είκοσι της και τα τριάντα της; Κάπως άρχισα να καταλαβαίνω το στουκάρισμα του Μιχάλη και τους στεναγμούς του Αρίστου.

«Δε μου λες βρε Μαριλίζα…» είπε ο Μάριος «…είναι ακόμα μπερμπάντης ή νοικοκυρεύτηκε;»
«Ο λύκος και αν εγέρασε…»
«Καταλάβαμε, καταλάβαμε!»
«Πώς το οργανώνει και καταφέρνει να μην πέσουν η μία πάνω στην άλλη;» ρώτησε ξανά ο Μάριος.
«Α, εδώ πέφτετε έξω. Δεν κάνει κόλπα, όλες ξέρουν για όλες!»
«Πλάκα κάνεις, έτσι;» ρώτησε, πάλι ο Μάριος, μην πιστεύοντας στ’ αφτιά του.
«Όχι, καθόλου, μιλάω πολύ σοβαρά. Μπορεί να είναι μπερμπάντης αλλά είναι εξαιρετικά ντόμπρος άνθρωπος, σε όποιαν αρέσει, είναι το μότο του!»
“I’ll be damned!”
«Ζηλεύεις πουλάκι μου;» τον ρώτησε η Μπίλι και το ύφος πανικού του Μάριου μας έκανε να βάλουμε όλοι τα γέλια.

Τους άφησα να τα πούνε και μεταξύ τους και μάλιστα τους μίλησε και ο Αρίστος και είπαν τόσο στη Φοίβη και στον Ανδρέα, όσο και στον Αρίστο και σε μένα, πως όταν οι πρώτοι ανέβαιναν ξανά Αθήνα θα χαιρόντουσαν πολύ να μας δουν όλους από κοντά. Όταν τελειώσανε με τα πολλά την κλήση η Φοίβη γύρισε προς εμένα.

«Τώρα κατάλαβες γιατί ξεραθήκαμε στα γέλια;»
«Χα! Κάποια στιγμή θα τον πάρω και θα τον τρελάνω στο δούλεμα ότι γνώρισα την καψούρα του!»
«Και να ήταν ο μόνος…» είπε η Φοίβη κοιτάζοντας τον Ανδρέα.
«Είπαμε, ήταν μια στιγμή αδυναμίας!»
«Ο κύριος, που κάνει την αθώα τυρόπιτα, πριν τον γνωρίσω από κοντά στο πάρτι, έκανε τον ερωτευμένο με τη Σοφία, μια συμμαθήτριά του. Ε, η Σοφία ήταν η fall-back, με τη Μπίλι ήταν πραγματικά ερωτευμένος, και ο γάιδαρος μου το ομολόγησε 15 χρόνια αργότερα!»
«Νεανικές επιπολαιότητες!» προσπάθησε να δικαιολογηθεί.
«Ο Μιχάλης είναι σαν το Di Caprio ένα πράγμα, αν έχει περάσει τα 25 είναι μεγάλη γι’ αυτόν. Ε, η Μπίλι είναι η εξαίρεση, όταν την είχε δει είχε πάθει ντιριντάχτα, ακόμα τη θυμάται. Όχι ότι τον αδικώ, δηλαδή, αν είναι έτσι στα πενήντα της, πώς θα ήταν στα είκοσι της και στα τριάντα της;»
«Ναι, ήταν ανέκαθεν σα να ‘χει ξεπηδήσει από τις σελίδες παραμυθιού με ξωτικά» παραδέχτηκε η Φοίβη. «Και ο Μάριος μπορεί να μην ήταν εξωτικός σαν τη Μπίλι, ωστόσο ήταν το δεύτερο ομορφότερο αγόρι στο σχολείο» συνέχισε, χαρίζοντας ένα γλυκό χαμόγελο στον Ανδρέα.
«Μου την έχει πει την ιστορία σας ο Αρίστος, είναι πολύ όμορφη, πραγματικά σας μακαρίζω!»
«Χμμμ…» ακούστηκε να μουρμουρίζει ο εν λόγω. «Τώρα γιατί το έκανες αυτό, τι σχεδιάζεις πάλι θηλυκέ Μακιαβέλλι;» είπε απευθυνόμενος στη Χριστιάνα.
«Χιχιχι»
«Να ζήσουμε να τον θυμόμαστε, δις! Για πες μας, πώς γνωριστήκατε με τον Αρίστο;»
«Εχμ… τον γνώρισα σε ένα forum» τους απάντησα διστακτικά, γιατί ήταν και η Χριστιάνα εκεί.
«Στο FetLife;» ρώτησε η Φοίβη.
«Όχι, στο FetLife γνώρισα το Μιχάλη, στο community γνώρισα τον Αρίστο, το ξέρετε;»
«Ναι, το ξέρουμε» απάντησε.
«Ε, ένα πρωί που με είχε πιάσει η βαρεμάρα, απάντησα σε ένα topic παιχνίδι, το “αν ήμουν” και θαύμα θαυμάτων, απάντησε ο Αρίστος, που τον τελευταίο καιρό δεν μπαίνει και πολύ συχνά. Ήξερα το nick, μου άρεσαν πολύ αυτά που έγραφε, ειδικά όταν έκανε χαβαλέ, οπότε συνεχίσαμε για κάμποση ώρα το παιχνίδι. Στο τέλος μου έστειλε μήνυμα και φυσικά του απάντησα, ε, και το ένα έφερε το άλλο!»
«Σου έχει πει ο Αρίστος πως γνωριστήκαμε, ε;»
«Ναι, μου το έχει πει» της απάντησα χαμογελαστή.
«Αμάν!» ακούστηκε η απελπισμένη φωνή του Αρίστου.
“Another one bites the dust” τραγούδησε η Χριστιάνα.
«Μπα π’ ανάθεμά σε, καλά το είχα καταλάβει ό,τι κάτι σκαρώνεις!»
«Τι θα ήταν η ζωή χωρίς αυτές τις μικρές απρόοπτες εκπλήξεις;» τον πείραξε η Χριστιάνα. «Πάμε άλλη μία, θείε;»
«Πάμε! Καλού-κακού, βάλε και λίγη λαδορίγανη να έχουμε, με κοπανάς που με κοπανάς σα χταπόδι, να φάμε τουλάχιστον και κανένα μεζέ!»
«Νιιιιιιι!» φώναξε η Χριστιάνα, χειροκροτώντας και πάλι.
«Χαχαχα, δε σας χορταίνω όταν το κάνετε αυτό μάνα και κόρη» είπα στη Φοίβη.
«Είναι το σήμα κατατεθέν της» είπε ο Ανδρέας γελώντας. «Ένα από τα πολλά-πολλά-πολλά-πολλά-πολλά πράγματα που αγαπάω πάνω της!» συνέχισε κοιτάζοντάς την με απίστευτη τρυφερότητα.
«Είστε υπέροχο ζευγάρι, φτου σας, φτου σας! Δεν ξέρω ρε παιδιά, μερικοί άνθρωποι είναι λες φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον!»
«Ε, ναι λοιπόν, είμαστε!» δήλωσε με στόμφο η Φοίβη κάνοντάς με να γελάσω.
«Ποιο είναι το μυστικό σας;»
«Να τον δέρνω όσο χρειάζεται, ούτε μια στάλα παραπάνω!» απάντησε η Φοίβη, κάνοντάς με να βάλω ξανά τα γέλια.
«Αχ, τι ωραίο σχέδιο είναι αυτό!» είπα προσέχοντας τα νύχια της.
«Σ’ αρέσει;» είπε η Φοίβη; «Του Ανδρίκου μου κι αυτό!»
«Ορίστε;» ρώτησα χωρίς να καταλαβαίνω.
«Ο Ανδρέας μου τα έχει φτιάξει, έχω να βάψω μόνη μου τα νύχια μου από τα δεκαοχτώ μου!»
«Όχι, παίζουμε!» είπε εκείνος γεμάτος υπερηφάνεια.
«Ε, τον νοικιάζεις;» τη ρώτησα αστειευόμενη.
«Εντάξει, τώρα σ’ αγάπησα λίγο παραπάνω!» είπε ο Ανδρέας.
«Το μωρουλίνι μου το βλέπει σα λειτούργημα.» είπε τρυφερά η Φοίβη.
«Και μπράβο του!» είπα συνεχίζοντας το χαβαλέ. «Αλήθεια, άσχετο, αυτό το Azteca’s, ήταν τόσο καλό; Κατάθλιψη κόντεψε να πάθει ο Αρίστος όταν έμαθε ότι έκλεισε.»
«Αχ, μη μας το θυμίζεις» είπε η Φοίβη, σκοτεινιάζοντας με τη σειρά της. «Τριάντα ολόκληρα χρόνια, μια φορά στις δύο εβδομάδες τρώγαμε εκεί, το να φας 2-φ από το Azteca’s ήταν περίπου rite of passage για τους φοιτητές του τιμημένου PtsiK»
«PtsiK» ρώτησα απορημένη, ακούστηκε ως “πι-τσι-κέυ”
«Πανεπιστήμιο τση Κρήτης!» απάντησε ο Ανδρέας, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. «Και το 0-Φ, 1-Φ, και τα ρέστα ήταν διαβαθμίσεις του πόσο καυτερό ήταν το φαγητό, οι περισσότεροι τρώγαμε 0-Φ ή άντε, στο τσακίρ κέφι, 1-Φ, και με το 1-Φ δάκρυζες! Φαντάσου πως ήταν το 2-Φ, το οποίο ήταν και η τελετή μύησης, και αν το να το φας ήταν μία φορά γάμησέ τα, το …μετά, ήταν δέκα φορές χειρότερο!»
“What goes around, comes around!” είπε η Φοίβη και βάλαμε όλοι τα γέλια.
«Και υπήρχε και 3-Φ;»
«Ναι, και μέχρι που γνωρίσαμε το Vasily, η κατανάλωση πιάτου 3-Φ ήταν αστικός μύθος. Ε, αυτός το βρήκε “nice, but kinda mild” ανοίγοντας μια φιλική κόντρα με το μάγειρα που κράτησε πάνω από 3 χρόνια, μέχρι στιγμής είναι ο μόνος άνθρωπος που ξέρουμε επιβεβαιωμένα ότι έχει φάει 3-Φ και έχει επιβιώσει της εμπειρίας!»
«Και δυστυχώς έκλεισε» συμπλήρωσε η Φοίβη.
«Έμεινε τουλάχιστον ανοιχτή η Ουτοπία, μωρέ αν την είχα πρόχειρη, θα τον είχα ξεχάσει μέσα σε ένα δεκάλεπτο τον Κώστα» τους είπα και τους διηγήθηκα την ιστορία του Μιχάλη.
«Αυτό ήταν, I quit!» είπε ο Αρίστος και η Χριστιάνα έβαλε τα γέλια χειροκροτώντας και πάλι ενθουσιασμένη.
«Σε σουρομάδησε το άσπλαχνο τ’ ανίψι;» τον ρώτησα πειρακτικά.
«Τσούζει Θανάση μου!» είπε χαμογελώντας και αφού σηκώθηκε, δίνοντας ένα φιλάκι στο μέτωπο της Χριστιάνας.
«Σαν να έφαγες 3-Φ;» τον πείραξα.
«Τρία; Πέντε και βάλε!» είπε γελώντας και ερχόμενος προς το μέρος μας. «Είχε δεν είχε, με λιάνισε πάλι!»
«Εγώ τι να πω που τρώω ξύλο κάθε μέρα;» του είπε η Φοίβη.
«Σάλιο και υπομονή! Σάλιο και υπομονή!» της απάντησε ο Αρίστος.

Καθίσαμε εκεί μέχρι περίπου τις 18:00 και φεύγοντας δώσαμε ραντεβού για το βράδυ, ο Αρίστος τους εξήγησε που μέναμε, και είπαν ότι θα περνούσαν να μας πάρουν γύρω στις 23:00 για να πάμε για ποτό.

«Λοιπόν, πώς σου φάνηκαν;» με ρώτησε όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο.
«Είναι δέκα φορές πιο όργια απ’ όσο τους είχα φανταστεί! Υπέροχο ζευγάρι, πραγματικά τους ζηλεύω!»
«Είναι, όντως. Τους ξέρω από κοντά λίγο παραπάνω από είκοσι χρόνια, δεν έχουν αλλάξει στο παραμικρό!
«Είδα και τη Μπίλι» του είπα.
«Ναι, κάτι άκουσα» μου είπε χαμογελώντας. «Πώς σου φάνηκε;»
«Αν σταματήσεις να μου την υπενθυμίζεις, μπορεί και να μη σε δείρω πολύ, αναγνωρίζω ότι είναι κούκλα, δε θα την έκανα για πάνω από 35. Δηλαδή στα 35 της πώς ήταν;»
«Στα 35 της δεν την έκανες για πάνω από 25!»
«Ορίστε, εγώ του λέω να μη μου τη θυμίζει και εκείνος πάει και μου τη θυμίζει, κατάλαβες φίλε μου;» ρώτησα με ψεύτικη αγανάκτηση.
«Εγώ βρε βάσανο, εσύ μου μίλησες μόλις τώρα για δαύτη! Και θες και να με δείρεις από πάνω!»
«Η Φοίβη είπε ότι αυτό ήταν το μυστικό τους, να δέρνει τον Ανδρέα όσο πρέπει, ούτε μια στάλα παραπάνω!»
«Θαυμάσια, τώρα που θα πάμε σπίτι, θα ακολουθήσουμε τη συνταγή της, θα σου κάνω τον κώλο κόκκινο!»
«Μα…!»
«Μαμούνια! Θα στον κάνω κόκκινο όσο πρέπει, ούτε στάλα παραπάνω!» δήλωσε και βάλαμε και οι δύο τα γέλια.

24. Εικοσιπεντάρα με προϋπηρεσία

Μωρέ το είπε και το έκανε, με το που μπήκαμε σπίτι, με έβαλε και έκατσα στα τέσσερα πάνω στο κρεββάτι και μου έκανε το κωλαράκι κόκκινο με τη ζώνη του. Καλά, όχι ότι δε μου άρεσε, σήμερα το έκανε στο βαθμό που το ευχαριστιόμουν κι εγώ, δε χρειάστηκε να φτάσουμε στο safeword, παρόλο που και σήμερα μου είχε δώσει, “μούσμουλο” ήταν αυτή τη φορά. Όταν τελείωσε, εκτός από κόκκινη, είχα γίνει και μούσκεμα, αλλά ο σαδίσταρος πήγε να μ’ αφήσει στα κρύα του λουτρού, παρά το γεγονός ότι ήταν φανερά ερεθισμένος και του λόγου του.

«Τι, έτσι θα μ’ αφήσεις;» του παραπονέθηκα.
«Είπαμε, όσο πρέπει, ούτε στάλα παραπάνω!»
«Αυτό πάει στο να με δείρεις, όχι στο άλλο!»
«Ποιο άλλο;» με ρώτησε πειρακτικά.
«Ουφ… να με γαμήσεις!»
«Θες να σε γαμήσω, πουτανίτσα μου;»
«Πολύ!» του απάντησα με καυλωμένη φωνή και κάθισε στο κρεββάτι και με έβαλε να γονατίσω μπροστά του και να τον πάρω στο στόμα μου και άρχισα να τον ρουφάω με τόσο ενθουσιασμό που με σταμάτησε.
«Αν με κάνεις να τελειώσω θα μείνεις με την όρεξη!»

Οκ, μήνυμα ελήφθη, συνέχισα να του κάνω πίπα με πιο αργές κινήσεις, και φυσικά έδωσα ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτό που τον ξετρέλαινε, να τον γλείφω με τη γλώσσα μου από το κεφαλάκι μέχρι τη βάση του. Λίγη ώρα μετά με σταμάτησε, και φορώντας ένα προφυλακτικό, με έβαλε να ανέβω πάνω στο κρεββάτι και να κάτσω στα τέσσερα. Με άρπαξε από τους γλουτούς και τον έτριψε βασανιστικά για λίγη ώρα στα κάτω χείλη μου, μέχρι που μ’ έκανε να πω το Δεσπότη Παναγιώτη. Ήμουν τόσο φοβερά υγρή και ερεθισμένη, που σχεδόν γλίστρησε μέσα μου, κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένα δυνατό βογγητό.

«Σ’ αρέσει πουτανίτσα μου; Σ’ αρέσει;» με ρώτησε σχεδόν αγκομαχώντας.
«Πολύ… πολύ…» του απάντησα κι εγώ με δυσκολία.
«Έφερες τη σφήνα που σου ζήτησα;» με ρώτησε μια από τις φορές που καρφώθηκε όλος μέσα μου.
«Ναι μωρό μου, την έφερα»
«Όχι μωρό μου. Αφέντη μου.»
«Μάλιστα Αφέντη μου, την έφερα όπως με διατάξατε»
«Ωραία, θα τη φοράς το βραδάκι για να ανοίξει το κωλαράκι σου, κατάλαβες πουτανίτσα;»
«Μάλιστα, κατάλαβα! Θα τη φορέσω αααχ… το βράδυ αααχ… για να ανοίξει το κωλαράκι μου»
«Θα τη βγάλεις μόνο για να μπει μέσα του ο πούτσος του Ανδρέα! Πες το μου!»
«Αααχ… θα… θα τη βγάλω… αααχ… αααχ… μόνο για να μπει αααχ… στο κωλαράκι μου ο πούτσος του Ανδρέα…»
«Σου άρεσε, πουτανίτσα, ε;»
«Πολύ… αααχ… είναι πολύ ωραίος άντρας!»
«Θα είσαι καλή πουτανίτσα; Θα με βγάλεις ασπροπρόσωπο;»
«Θα είμαι… αααχ… θα είμαι ό,τι θέλετε να είμαι! Αααχ… Ό,τι θέλετε εσείς, Αφέντη μου» του απάντησα έχοντας μπει βαθιά μέσα στο ρόλο.
«Μπράβο το καλό το πουτανάκι!» μου είπε. «Θέλω να δώσεις τον καλύτερό σου εαυτό, θέλω να κάνεις τη βραδιά αξέχαστη και στους δύο!»
«Θα το κάνω Αφέντη μου, αααχ… θα το κάνω για εσάς!»

Εντάξει, ήμουν που ήμουν από πριν, ακολούθησε και αυτός ο διάλογος και παραλίγο να με πιάσει στομαχόπονος από το πολύ κεράσι, αν με αντιλαμβάνεστε, δεν υπάρχει περίπτωση να μην ακούστηκα στην περιοχή, ο οργασμός μου ήταν τόσο έντονος και τόσο μακράς διάρκειας που κάποια στιγμή ένιωσα ότι θα του μείνω!

Καλά, όχι ότι το γραίο μωρουλίνι μου πήγε πίσω, δεν ήμουν η μόνη μου ακούστηκε. Με κρατούσε από τους ώμους όπως μπαινόβγαινε μέσα μου, μέχρι που καρφώθηκε για τελευταία φορά και κοκκάλωσε, τελειώνοντας πολύ θορυβωδώς.

Ρίχνοντάς μου μια δυνατούτσικη στο δεξί κωλομέρι, τραβήχτηκε προσεκτικά από μέσα μου, αλλά δεν τον άφησα να απομακρυνθεί, του έβγαλα το προφυλακτικό και αφού τον πήρα στο στόμα μου, του τον έκανα λαμπίκο. 

«Σ’ αγαπάω» του είπα χωρίς να το σκεφτώ και μου πήρε λίγο μέχρι να το συνειδητοποιήσω. Μπράβο μου, όχι, μπράβο μου!
«Το καλό που σου θέλω, μούτρο!» μου είπε πειρακτικά, κάνοντας την καρδιά μου να γυρίσει στη θέση της. «Κι εγώ σ’ αγαπάω, χαζούλα!»
«Πολύ πολύ πολύ;» τον ρώτησα βουρκωμένη.
«Πολύ πολύ πολύ!» μου απάντησε. «Έλα αγκαλίτσα, κλαψιάρα!»
«Είμαι και φαίνομαι!» του είπα ρουφώντας τη μύτη μου και χώθηκα στην αγκαλιά του. Η καρδούλα μπορεί να είχε πάει στην Κούλουρη, αλλά επέστρεψε και χτυπούσε δυνατά μέσα στα στήθη μου. Μ’ αγαπάει! Μ’ αγαπάει!
«Και τώρα που το λύσαμε και αυτό, τι θα φορέσεις το βραδάκι;»
«Κλείσε τα μάτια σου!» του είπα.
«Χμμμ, μ’ αρέσεις!» μου είπε και έκλεισε τα μάτια του.

Πήγα στη ντουλάπα και έβγαλα το φόρεμα που είχα φέρει ειδικά για την περίσταση, μαύρο mini φόρεμα με μακρύ μανίκι και αρκετά αποκαλυπτικό ντεκολτέ, το οποίο θα το φορούσα χωρίς σουτιέν και θα το συνδύαζα με μαύρο ημιδιάφανο καλσόν και μαύρες γόβες με λεπτό τακούνι. Μιας και ήθελα απλά να του το δείξω, δε φόρεσα το καλσόν.

«Μπορείς να τ’ ανοίξεις!» του είπα.
“Oh my god!!!!” ήταν η αντίδρασή του.
«Εγκρίνεις;» τον ρώτησα χαμογελώντας μέχρι τ’ αφτιά.
«Και οι δύο!» μου είπε, και έβαλα τα γέλια όταν κατάλαβα τι εννοούσε.
«Τώρα δε φόρεσα καλσόν, ωστόσο το βράδυ θα φορέσω.»
«Αχ, τι κορίτσαρο έχω εγώ;»
«Εσύ να τα βλέπεις που πας και αναστενάζεις με τις Μπίλες!»
«Χαχαχα, απεταξάμην!» μου είπε, κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια.
«Εύγε γραίε μου!» του απάντησα.
«Ο γραίος κότος έχει το ζουμί!»
«Ναι, το παρατήρησα χθες, εις διπλούν!» του απάντησα με deadpan ύφος κάνοντάς τον να βάλει και πάλι τα γέλια.
«Και είχαμε και θεατές, αυτό που το πας;»
«Ουφ, μη μου το θυμίζεις!»
«Το βράδυ θα βγάλουμε τα μάτια μας με όλους τους δυνατούς συνδυασμούς και σε πειράζει που κάποιος άγνωστος -που δεν σε είδε καν να το κάνεις- σε πήρε χαμπάρι εκ των υστέρων;»
«Μ’ αρέσει που το έχεις δέσει!»
«Μωρέ άλογο θα σε κάνουν και οι δύο, εδώ θά ‘σαι, εδώ θά ‘μαι!»
«Μη γελάσεις αλλά νιώθω λίγο άγχος τώρα, η μόνη μου εμπειρία με γυναίκα είναι η Μάνια.»
«Αν σου άρεσε μία φορά με τη Μάνια, με τη Φοίβη θα ξεχάσεις το όνομά σου, έχει τριάντα χρόνια προϋπηρεσία!»
«Δεν της φαίνεται καθόλου ότι κοντεύει τα πενήντα, πάντως. Αν την έβλεπα στο δρόμο χωρίς να την ξέρω, γύρω στα 35 με 40 θα την έκανα. Το ίδιο και τον Ανδρέα, εδώ που τα λέμε…»
«Όταν τα γονίδια έχουν κέφια, έχουν κέφια… Αλλά δε χρειάζεται να στο πω, το ξέρεις η ίδια!» μου είπε κάνοντάς με να λιώσω και, αντιγράφοντας στεγνά τη Φοίβη, χειροκρότησα τσιρίζοντας ενθουσιωδώς, κάνοντας τον Αρίστο να βάλει τα γέλια.
«Σε κόλλησε και σένα;»
«Χαχαχα, το απαιτούσε η περίσταση!»
«Λοιπόν, και τώρα, λέω να την πέσω για λίγο, όχι τίποτε άλλο, να έχω και δυνάμεις για το βράδυ!»
«Αλήθεια… πού θα αμαρτάνουμε;»
«Εδώ βρε Μαριλίζα, πού θα αμαρτάναμε;»
«Στο ίδιο κρεββάτι;»
«Ναι, για το κρεββάτι θα ντρεπόμασταν…»
«Είναι κι αυτό!»
«Εσύ θα την πέσεις;»
«Όχι μωρό μου, δε νυστάζω, θα κάτσω να χαζέψω λίγο στο tablet.»
«Ξα σου, που λένε και στο χωριό μου!»
«Τι, χωρίς φιλάκι θα την πέσεις; Σου απαγορεύω, τι το κάναμε εδώ, αμέρικαν μπαρ;»
«Έλα εδώ βρε βάσανο!» μου είπε και ξεχνώντας ότι φορούσα φόρεμα σχεδόν του όρμισα, αφού δεν του έκανα καμιά ζημιά -του φορέματος εννοώ- καλά να λέω.
«Ύπνο τώρα, να στρώσεις δερματάκι!» του είπα αφού τον φίλησα.

Αφού έβγαλα το φόρεμα και φόρεσα πιτζάμες, επέστρεψα στο περβάζι, την είχα καταβρεί εκεί, και πήρα το tablet μου και άρχισα να χαζολογώ στο FB, ή για να είμαι ειλικρινής, έπιασα να δω όλες τις φωτογραφίες που είχαν στα προφίλ τους Φοίβη και Ανδρέας. Δεν είχαν μόνο πρόσφατες, είχαν και παλιές τους, και από τα tags βρήκα φωτογραφίες και της κουμπάρας τους της Χριστιάνας και του Vasily. Εντάξει, η Χριστιάνα ήταν σαν μοντέλο, ενώ ο Vasily ήταν γλυκούλης, με τρόπο που θύμιζε τρελό επιστήμονα. Φυσικά είδα και φωτογραφίες του γιου τους, Στρατή τον λένε, και Θεούλη μου είναι παίδαρος, όχι αστεία! Καλά τα λέει ο Αρίστος μου, όταν τα γονίδια έχουν κέφια, έχουν κέφια! Εκείνη την ώρα βούιξε ο messenger, είχα μήνυμα από τον Μιχάλη.

«Που είσαι εσύ μαγδάλω μου;»
«Σε μια σοφίτα στην εξωτική μικρή Evans. Εσύ που αλητεύεις;»
«Παρασκευούλα ζάχαρη, δε θα είσαι η μόνη που θα αμαρτάνεις, περιμένω τη Μάνια να έρθει και μετά θα πάμε να πάρουμε από τα ΚΤΕΛ και την Αντιγόνη!»
«Ψιτ, να ζεις αύριο, έτσι;»
“Not my first rodeo, μαγδάλω μου!”
«Ναι, αλλά τότε ήσουν μικρούλης και γλυκούλης»
«Δηλαδή τώρα δεν είμαι;»
«Ακόμα είσαι γλυκούλης! 😋»
«Με λες γέρο, μωρή;»
«Ου γαρ έρχεται μόνον!»
«Καλά, δε θα επιστρέψεις Ευρώπη; Θα τα πούμε οι δυο μας!»
«Γιατί, τώρα που είμαι;»
«Βόρεια Αφρική! 🤣»
«Α, δε σου είπα! Η φήμη σου έχει φτάσει στα πέρατα του κόσμου!»
«Ώπα;»
«Αμέ! Μέχρι και η Φοίβη με τον Ανδρέα σε ήξεραν! Εντάξει, δεν ήξεραν ποιος είσαι αλλά γνωρίζανε την ύπαρξή σου!»
«Από πού;»
«Από τους πρώην γείτονές σου, από που αλλού; Όταν τους ανέφερα την ιστορία με γεροντοκαψούρα σου, τη Μπίλι, Φοίβη και Ανδρέας κόντεψαν να κλάσουν στα γέλια. Μάριος και Μπίλι τους είχαν αναφέρει ότι από πάνω έμενε ένας …θορυβώδης, μπερμπάντης Κρητίκαρος που κάθε μέρα τον επισκέπτονταν και διαφορετική μικρούλα.»
«Τι να πω, από μικρός στα βάσανα!»
«Και να ήταν μόνο αυτό; Γνώρισα, έστω και μέσω Skype, την καψούρα σου!»
«Τι; Σοβαρά; Για πες, για πες, έχει ψωμί εδώ!»
«Σοβαρότατα, εντάξει, δεν ξέρω πως την είχες προλάβει εσύ, αλλά όταν την είδα στο Skype, αν δεν ήξερα ότι είναι πατημένη πενηντάρα, δεν θα την έκανα με τίποτα για πάνω από τριανταπέντε!»
«Ε, στα τριανταπέντε της την έκανες με το ζόρι εικοσπεντάρα… Αχ, βαχ!»
«Θα σας ανοίξω το κεφάλι και των δυο σας!»
«Ζουλιάρα!»
«Καλά κάνω!»
«Σαν κι εσένα καμιά, μαγδάλω μου!»
«Ναι, καλά, έτσι το λες για να με τουμπάρεις!»
«Μωρή σοβαρά μιλάω! Δεν σε αλλάζω για όλες τις Μπίλες και τις Φοίβες του κόσμου!»
«Άστα αυτά, τα λες επειδή έχουν περάσει και τα δεύτερα -άντα!»
«Και στα 20 τους, δε θα έβαζα καμιά τους στο εξακάβαλο πριν από σένα, ντε λόγο!»
«Αχ, τέτοια μου λες και με σκλαβώνεις! ΑΑΑΑ, δε σου είπα, μου ξέφυγε σήμερα και είπα στον Αρίστο ότι τον αγαπάω!»
«Αχά! Και;»
«Το καλό που σου θέλω, μου απάντησε ο γλυκούλης μου, και μετά μου είπε ότι κι αυτός μ’ αγαπάει πολύ πολύ πολύ, και ήμανε πολύ χαρούμενη, ήμανε!»
«Χαχαχα, μπράβο μαγδάλω μου, έτσι σε θέλω, χαρούμενη! Μωρή! Δε μου είπες, πώς πήγε η γνωριμία με τα σόγια;»
«Πολύ καλύτερα απ’ όσο τολμούσα να ελπίζω! Δεν έκαναν ούτε κατά διάνοια θέμα την διαφορά της ηλικίας μας, και πήγε η αγκαλιά σύννεφο, και από τις αδερφές του και από τη θεια-Μαριγώ. Πάντως ψεύτρα μην είμαι, στην αρχή τα έκανα πάνω μου όπως με κοίταξε η θεια του εξεταστικά, αλλά μετά μου χάρισε ένα χαμόγελο που μ’ έκανε να λιώσω, και με έσφιξε πάνω της σα βόας! Και μετά την φώναξα, χωρίς να το σκεφτώ, θεια-Μαριγώ, και λέρωσε τα βρακιά της, αν και μεταξύ μας, όταν πήρα χαμπάρι τι είπα ένα έμφραγμα το έπαθα!»
«🤣 🤣 🤣 🤣 🤣 🤣 🤣 🤣 🤣 🤣 🤣»
«Γελάς κωλόπαιδο, ε; Καλά, θα σου δείξω εγώ, θα δεις τι θα πάθεις!»
«Χλαπάτσα μου, εσύ! Λοιπόν, χτύπησε το κουδούνι, πρέπει να ήρθε η Μάνια! Σε φιλώ στη μούρη, και να του δώσετε να καταλάβει!»
«Έτσι στεγνά με κλίνεις στη μούρη;»
«Θα σε πιτσιλούσα, αλλά μου πέφτεις λίγο μακριά. Δεν πειράζει, θα σε πιτσιλήσουν το βράδυ Αρίστος, Ανδρέας και, αν το κάνεις καλά, και η Φοίβη 🤣»
«Χαχαχα. Να περάσετε όμορφα και να προσέχεις γεράκο μου, είσαι και μιας άλφα ηλικίας!»
«🤬😭😋»

Τον λατρεύω το μπαγάσα, είναι απίθανος, ήταν που ήταν  ήδη η διάθεσή μου εξαιρετική, την απογείωσε ακόμα περισσότερο. Χαμογελώντας, γύρισα στο Facebook και συνέχισα το stalking να βλέπω τις φωτογραφίες στο profile της Φοίβης και του Ανδρέα. Κοίταξα τη λίστα των φίλων τους, ήταν εκεί και η Μπίλι και ο Μάριος, και δεν άντεξα, άνοιξα το profile της πρώτης για να δω φωτογραφίες, και το ομολογώ, ένα γερό τσίμπημα ζήλειας το ένιωσα, ειδικά όταν είδα κάποιες παλιότερες της. Η Μπίλι εξακολουθεί να είναι κούκλα αλλά στα είκοσι της ήταν σαν high Elf queen· εξωπραγματική! Προσπαθήστε να φανταστείτε  την Charlize Theron στα νιάτα της, αλλά ακόμα πιο όμορφη και ελαφρώς πιο κοριτσίστικη. Ο Μάριος ήταν επίσης πολύ γοητευτικός, αλλά εγώ τον προτιμώ όπως είναι τώρα, όπως και τον Ανδρέα. Τι να κάνω, μου αρέσουν οι μεγαλύτεροι!

Και η Φοίβη ήταν όμορφη κοπέλα στα νιάτα της, και ακόμα είναι. Μου είχε πει ο Αρίστος ότι μικρή θεωρούσε τον εαυτό της ασχημόπαπο, και πραγματικά δεν μπορούσα να το καταλάβω, ειδικά σε μια φωτογραφία που είχαν τραβήξει σε κάποιο μπαρ, μου θύμιζε μια ακόμα πιο όμορφη εκδοχή  της Amanda Seyfried, ή για να είμαστε και πιο ακριβής, καθότι η Φοίβη είναι και μεγαλύτερη, η Seyfried μια λιγότερο όμορφη εκδοχή της Φοίβης. 

Δεν ζήλεψα επειδή είχα πρόβλημα με την εμφάνισή μου, ήξερα ότι οι άνδρες με θεωρούν όμορφη, αλλά και πάλι, Μπίλι και Χριστιάνα, ειδικά η πρώτη, ήταν μια κατηγορία από μόνες τους. Είδα και τις κόρες τους, και τα τρία ήταν πολύ όμορφα κορίτσια, αλλά καμιά δεν έφτανε τις μαμάδες τους, και η Φοίβη junior, με την απίθανη φατσούλα με τις φακίδες, τα κόκκινα μαλλιά και με τις ματάρες της - αχ, αυτές οι ματάρες της!- ήταν η πιο όμορφη και από τις τρεις.

Κάποια στιγμή ένιωσα να γλαρώνω οπότε βάζοντας καλού-κακού το ξυπνητήρι, πήγα και έπεσα κι εγώ στο κρεββάτι και χώθηκα με το έτσι θέλω στην αγκαλιά του γραίου κότου μου, ο οποίος μουρμούρισε κάτι στον ύπνο του αλλά αγκαλίτσα με πήρε, και μπράβο του. Όταν συνειδητοποίησα τι ξεστόμισε ο στόμας μου, και εννοώ το “σ’ αγαπάω”, και μέχρι να μου απαντήσει ο Αρίστος μου “το καλό που σου θέλω”, μου είχε φύγει η ούγια, αλλά τελικά σε καλό μου βγήκε. Χαμογελώντας σα χαζή, και όπως με κρατούσε αγκαλιά, έτριψα το μάγουλό μου πάνω του και του έδωσα ένα πεταχτό φιλάκι. Και ύστερα ήρθαν οι μέλισσες, κατέβηκε η παροχή χωρίς καν να το καταλάβω.

«Ξύπνα κοριτσάρα μου, κοντεύει εννιά» άκουσα μέσα στον ύπνο μου.
«Μμμμ….» έκανα προσπαθώντας να ανοίξω με δυσκολία τα μάτια μου. «Θέλω καφέ!»
«Σου έχω πάρει»
«Αχ, γι’ αυτό σ’ αγαπάω!»
«Μόνο γι’ αυτό;»
«Και για πολλά-πολλά-πολλά άλλα!» του είπα χαμογελώντας του νυσταγμένη. «Έχεις ώρα που ξύπνησες;»
«Μπα, πριν κανένα εικοσάλεπτο max, μόλις πριν λίγο ήρθαν και τα καφεδάκια μας. Δε σου πήρα διπλό που τον πίνεις συνήθως, μη μου κάνεις το δράκουλα το βράδυ!»
«Αρίστο μουυυυυ;»
«Η απάντησή μου είναι θα τη φορέσεις τη σφήνα, δεν στο είπα έτσι!» μου είπε διαβάζοντας τις σκέψεις μου.
«Αυτό λέγεται τηλεπαθητική καταπίεση!»
«Σήκω πάνω βρε απατεώνα να πιείς το καφεδάκι σου!»
«Σηκώνομαι εντόνως διαμαρτυρόμενη!»
«Θα καταγραφεί στο βιβλίο συμβάντων!»
«Δε με λυπάσαι βρε κακούργε να κυκλοφορώ με τη σφήνα;»
«Καθόλου!» με διαβεβαίωσε. «Σαδιστής είμαι, όχι ναυτοπρόσκοπος!»
«Ουφ, καλά!» 
«Έτσι, σούζα!»
«Όπως διατάξετε πολυχρονεμένε μου Αφέντη!»
«Με λες πάλι γραίο;»
«Άπαπα, φωτιά να πέσει να κάψει τους ανταγωνιστές μας!»

Δε θα είχε πλάκα με τη σφήνα αλλά τι να κάνουμε; What Aristos wants is what Maryliz delivers, που δηλαδή να είχαμε και D/s μαζί. Πριν τον γνωρίσω η σκέψη τέτοιας σχέσης μου έφερνε ανατριχίλα, και παρόλο που μεταξύ μας δεν είχαμε τίποτα παραπάνω από T/b, η οπτική μου είχε αρχίσει να αλλάζει. Εξακολουθούσε να μη μου κάνει προσωπικά ως τρόπος συσχετισμού, αλλά είχα μπορέσει τουλάχιστον να αρχίζω να αντιλαμβάνομαι πως το έβλεπε ένας υποτακτικός. Θα μου πεις, εμένα αυτή η εξουσία πάνω μου με έφτιαχνε μόνο σεξουαλικώς, αλλά και πάλι, αν μπορείς να το δεις έτσι, δεν είναι δύσκολο να κάνεις αυτό το leap, ώστε να μπορέσεις τουλάχιστον να αντιληφθείς την οπτική ενός sub.

Ήπιαμε τα καφεδάκια μας με την ησυχία μας και μετά χαζολογήσαμε βλέποντας τηλεόραση, μέχρι που πήγε περίπου δέκα όπου μπήκα να κάνω ένα ντουζάκι, και παρά το ότι πολύ χάρηκαν αμφότερα τα κεφάλια που με είδαν και πάλι γυμνή, τον παρακάλεσα να κάτσει φρόνιμος για να μην καθυστερήσουμε. Ξύρισμα δε χρειαζόμουν, είχα κάνει την Τρίτη το βράδυ, κι, εδώ που τα λέμε, δεν έχω και ιδιαίτερη τριχοφυΐα, οπότε με το που τελείωσα, τυλίχτηκα με δυο πετσέτες και πήγα έξω να στεγνώσω τα μαλλιά μου.

Πριν ντυθώ είχα να φορέσω και τη σφήνα, αναστέναξα αλλά τι να έκανα; Την πασάλειψα καλά-καλά με λιπαντικό και αργά και προσεκτικά την έβαλα πίσω μου. Ωχ Παναγία μου, πώς θα περάσει το βράδυ έτσι; Αναστέναξα δις, και έβαλα το εσώρουχό μου, φόρεσα το καλσόν και το φόρεμα και ξεκίνησα να βάφομαι και στο τέλος έβαλα και το κόκκινο κραγιόν που τόσο πολύ του αρέσει.

«Πώς σου φαίνομαι;»
«Κουκλί είσαι!» μου είπε χαμογελώντας.
«Ενοχλεί, Θανάση μου!»
«Σάλιο και υπομονή, μουτράκι, σάλιο και υπομονή!»

Ο Αρίστος είχε φορέσει το ίδιο σακάκι και παντελόνι με χθες, αλλάζοντας μόνο το πουκάμισο, χθες είχε φορέσει ένα άσπρο, σήμερα φορούσε ένα πολύ ανοιχτό ροζ. Ήταν κούκλος ο γραίος κότος μου!

Μιας και είχαμε ακόμα λίγη ώρα, καθίσαμε στο σαλόνι χαζολογώντας και στις έντεκα ακριβώς, Άγγλοι στο ραντεβού τους, μας πήραν τηλέφωνο Ανδρέας και Φοίβη, έχοντας φτάσει κάτω. Ο Ανδρέας φορούσε ένα navy blue σακάκι με σκούρο μωβ πουκάμισο, ενώ η Φοίβη φορούσε ένα υπέροχο ανοιχτό ροζ κοντό σακάκι με ασορτί παντελόνι και από μέσα ροζ σατέν φανελάκι με αρκετά αποκαλυπτικό ντεκολτέ.

«Λοιπόν, που λέτε να πάμε;» ρώτησε ο Αρίστος αφού χαιρετηθήκαμε.
«Έχουμε κλείσει τραπέζι στο Dore, παράθυρο εννοείται» απάντησε η Φοίβη.
«Εξαιρετική επιλογή!»
«Για πείτε μου βρε παιδιά και μένα που ήρθα από τα ξένα!»
«Το Dore είναι Μπιστρό/roof garden με υπέροχη θέα, στον 5ο όροφο του ομώνυμου μεγάρου, στην Πλατεία Ελευθερίας, αν και το χειμώνα για προφανείς λόγους τα παράθυρα είναι κλειστά. Α, τις Παρασκευές και τα Σάββατα έχει και live ορχήστρα που παίζει κυρίως Jazz και R’n’b, αν θυμάμαι καλά, έχω αρκετό καιρό να πάω» μου εξήγησε ο Αρίστος.
«Μια χαρά το θυμάσαι» τον διαβεβαίωσε ο Ανδρέας.
«Λοιπόν, πάμε!» είπε η Φοίβη και πήρε αγκαζέ τον Ανδρέα, και το ίδιο έκανε και ο Αρίστος μαζί μου. Η πλατεία Ελευθερίας είναι πολύ κοντά, οπότε πέντε λεπτά αργότερα ήμασταν πάνω. Η maîtresse μας οδήγησε στο τραπέζι μας και λίγο αργότερα ήρθε ένας σερβιτόρος να πάρει παραγγελία. Το μέρος ήταν αρκετά κυριλέ και είχε πράγματι καταπληκτική θέα προς την πλατεία. Η ορχήστρα είχε ξεκινήσει το πρόγραμμά της κι έπαιζε απαλή acid jazz.
«Α, Φοίβη, ξέχασα να στο πω, τέλειωσα το review του paper σου, μου έβγαλε την ψυχή ανάποδα ν’ ακολουθήσω τα μαθηματικά σου, αλλά μου φαίνονται εντάξει. Πάντως, ίσως θα ήταν καλή ιδέα να το στείλεις και στην Πέτρου, μιας και χρησιμοποιείς με πολύ ευφάνταστο τρόπο το θεώρημά της, δε φαντάζομαι να στο κρατάει μανιάτικο που της πήρατε τα σώβρακα στο σκάκι μάνα και κόρη!»
«Χαχαχα, σ’ ευχαριστώ πολύ, όσον αφορά το paper, της το έχω στείλει ήδη. Μου είπε ότι με την πρώτη διαγώνια ματιά που του έριξε της φάνηκε εντάξει, και μου υποσχέθηκε ότι μέχρι το τέλος της επόμενης εβδομάδας θα έχω και την τελική της απάντηση. Α, και ότι βρήκε την ιδέα μου εξαιρετική!»
«Μα ήταν!» της είπε ο Αρίστος με πραγματικό θαυμασμό.
«Σ’ ευχαριστώ Αρίστο μου!» του είπε χαρίζοντάς του ένα αστραφτερό κουνελίσιο χαμόγελο, τα δυο της μπροστινά δόντια είναι λιγάκι στραβά αλλά με πολύ χαριτωμένο τρόπο. «Εντωμεταξύ είμαστε και στο RC release της έκδοσης 5.0 του LRDEINO -το πρόφερε ως “λα-ρε-ντέ-ι-νο”- οπότε καταλαβαίνεις ότι με έχει πάει αίμα, κάποια στιγμή πρέπει να παραδώσω τη σκυτάλη στη νέα γενιά!»
«Τι είναι το LRDEINO?» ρώτησα εγώ.
«Ένα ελαφρύ relational SQL database engine που χρησιμοποιείται όπου χρειάζεσαι σχεσιακή βάση δεδομένων και έχεις περιορισμένους πόρους και/ή δεν χρειάζεται client/server μοντέλο. Χρησιμοποιείται σχεδόν παντού όπου υπάρχει έξυπνη συσκευή, μέχρι και στο smartwatch σου» εξήγησε ο Αρίστος. «Μην την βλέπεις έτσι τρελοκομείο, η κυρία είναι συγγραφέας και κύρια maintainer της τέταρτης ή πέμπτης περισσότερο χρησιμοποιούμενης βιβλιοθήκης στον κόσμο!» 
“Woah!!!” είπα πραγματικά εντυπωσιασμένη. Μου το είχε αναφέρει και παλιότερα ο Αρίστος, αλλά δεν είχα καταλάβει πόσο σημαντική ήταν αυτή η εφαρμογή, ούτε πόσο μεγάλη χρήση έχει! «Και τι σημαίνει το LRDEINO?»
«LRDE Ιs Not Oracle, και το LRDE είναι ακρωνύμιο του Lightweight Relational Database Engine» είπε χαμογελώντας η Φοίβη. «Geek humor, όπως το GNU που σημαίνει GNU ‘s not Unix.»
«Και να φανταστείς, Μαριλίζα μου, ότι όλο αυτό ξεκίνησε από μια εργασία μαθήματος πρώτου εξαμήνου στη σχολή της, το μακρινό 1993» είπε φουσκωμένος από υπερηφάνεια ο Ανδρέας.
«Ε, καλά, δεν ξεκίνησε ακριβώς από εκεί, απλά εκεί μπήκαν τα σπόρια!» είπε η Φοίβη. «Οι δομές και βάσεις δεδομένων μαζί με τη θεωρία υπολογισμού ήταν οι δυο μεγάλες μου αγάπες, η διδακτορική διατριβή του καλού σου ήταν που έκανε τελικά να με κερδίσει η δεύτερη!»
«Εσύ τι έχεις σπουδάσει, Μαριλίζα;» ρώτησε ο Ανδρέας.
«Κοινωνιολογία με κατεύθυνση εγκληματολογία, αλλά σε αντίθεση με τους τρεις σας, εγώ έχασα τον ενθουσιασμό μου και τέλειωσα τη σχολή μόνο και μόνο γιατί δεν μ’ αρέσει να αφήνω πράγματα στη μέση» τους απάντησα ειλικρινά. «Ίσως έπρεπε να επιλέξω μουσικές σπουδές, αλλά τώρα είναι αργά για δάκρυα!»
«Παίζεις μουσική;» ρώτησε ο Ανδρέας με ενθουσιασμό.
«Ναι, είμαι φλαουτίστρια, παίζω από πιτσιρίκα!» του απάντησα χαμογελαστή. «Εσείς;»
«Εγώ παίζω κλασσική και ηλεκτρική κιθάρα!»
«Κι εγώ τραγουδάω φάλτσα!» είπε η Φοίβη κάνοντάς με να γελάσω. «Πρέπει οπωσδήποτε την επόμενη φορά που θ’ ανέβουμε να πάμε καραόκε!»
«Αχ, ναι!» είπα εγώ ενθουσιασμένη. «Έχω πάει δυο-τρεις φορές, έχει πολλή πλάκα!»
«Αρκεί να μη με βάλετε να τραγουδήσω!» είπε ο Αρίστος.
«Α, όχι πουλάκι μου, θα σηκωθείς, θα τραγουδήσει και θα φας το ξύλο σου σαν άντρας!» του είπε η Φοίβη.
«Ξύλο μετά μουσικής δηλαδή!» είπε γελώντας ο Αρίστος.
«Έλα, μη γίνεσαι σφιχτοκώλης τώρα, με μια φορά δε γίνεσαι πούστης!» του είπε η Φοίβη.
«Πρώην σφιχτοκώλης και σε διαβεβαιώ, μετά λόγου γνώσης, πως ούτε με τρεις γίνεσαι!» είπε ο Αρίστος και σκάσαμε όλοι στα γέλια.
«Δε βαριέσαι, εγώ να δεις πόσο σφιχτόκωλη ήμουν μέχρι που τα έφτιαξα με το μωρό μου!» είπε η Φοίβη, προκαλώντας ένα νέο γύρω γέλιου.
«Συμπάσχω!» είπα κι εγώ, προκαλώντας ακόμα πιο δυνατά γέλια. Και που να ήξεραν ότι φοράω και σφήνα. Well, doh! Θα το μάθαιναν όταν θα πηγαίναμε σπίτι…
«Είμαι μακαρονάς, τι να κάνουμε;» είπε ο Ανδρέας.
«Συντρώω!» είπε ο Αρίστος, και της Φοίβης της έφυγε το ποτό από τη μύτη.
«Μπα, π’ ανάθεμά σε!» του είπε προσπαθώντας να βρει τις ανάσες της.
«Κάπως έτσι την πάθαινα κι εγώ, μέχρι που πήρα το μάθημά μου, ποτέ να μην πίνω καφέ την ώρα που διαβάζω απάντηση του Αρίστου στις τεχνικές S/m. Έχει γράψει κάτι επικές απαντήσεις!»
«Για πες!» είπε ο Ανδρέας.
«Να, ένας είχε ρωτήσει: Είναι επικίνδυνο το δέσιμο των όρχεων, και ο Αρίστος απαντάει: Αν γίνει με κονσερτίνα, σίγουρα!» τους είπα και η Φοίβη στην κυριολεξία δάκρυσε από τα γέλια. «Έχει πει και άλλα, ρωτάει μια τύπισσα στο topic τεχνικές δεσίματος, για σημεία πάνω στο σώμα που μπορούν να δεθούν για να γίνει αιώρηση. Της απαντάει ο Αρίστος “από το λαιμό” και η άλλη τον παίρνει στα σοβαρά και τον ρωτάει “γίνεται αιώρηση από το λαιμό;” και της απαντάει “αιώνες τώρα, αλλά θα σε συμβούλευα να μην το δοκιμάσετε σπίτι!”» συνέχισα, και αυτή τη φορά δεν δάκρυσαν απλά, τους έπιασε το στομάχι τους από το γέλιο.
«Αχ, παναγία μου, θα αφήσω τα κόκαλά μου!» είπε ο Ανδρέας.
«Ήταν το πρώτο πράγμα που λάτρεψα, το φλεγματικό του χιούμορ και ο deadpan τρόπος με τον οποίο έγραφε τα πιο εξωφρενικά πράγματα στις S/m τεχνικές, δεν αστειεύομαι, από ένα σημείο και πέρα σταμάτησα να διαβάζω posts του πίνοντας καφέ, απορώ πως ζει ακόμα αυτό το laptop μου!»

Από εκεί η συζήτηση πήγε στα ερωτικά και κάπου εκεί αρχίσαμε να λέμε ερωτικές εμπειρίες, και από αυτές άλλο τίποτα, και οι τρεις τους. Αρχικά Ανδρέας και Φοίβη μας είπαν για την πρώτη φορά που έκαναν τρίο με τη Χριστιάνα ενώ ο Αρίστος μας είπε για την πρώτη φορά που έκανε session όταν ήταν μεταπτυχιακός φοιτητής στο Σαν Φρανσίσκο. 

Στη συνέχεια μας είπαν για την πρώτη φορά που έκαναν κουαρτέτο, μαζί με το Vasily, που για την ακρίβεια δεν ήταν ακριβώς κουαρτέτο, απλά η Χριστιάνα κρατούσε απασχολημένο τον Ανδρέα όσο η Φοίβη έβγαζε τα μάτια της με το Vasily και μετά που Ανδρέας και Vasily κάθισαν και παρακολουθούσαν τη Χριστιάνα να παίζει με τη Φοίβη, ενώ ο Αρίστος είπε και αυτός για το πρώτο του τρίο, πάλι όσο ήταν στην Καλιφόρνια.

«Εσύ, δε θα μας πεις κάποια ιστορία;» ρώτησε η Φοίβη.
«Ουφ, δεν έχω τόσο πλούσιο παρελθόν όσο εσείς!»
«Έλα, μη γίνεσαι σφιχτόκωλη» είπε η Φοίβη.
«Με τη σφήνα που με έβαλε να φορέσω απόψε ο Αρίστος, κομμάτι δύσκολο» τους είπα, κάνοντας τον Αρίστο να βάλει τα γέλια και αφήνοντάς Ανδρέα και Φοίβη παγωτά, μπορεί να μην είχα το παρελθόν τους, αλλά είχα παρόν, να είναι καλά το γραίο μωρουλίνι μου που ήθελε να με παιδέψει!
«Κοίτα να δεις το πιτσιρίκι!» είπε ο Ανδρέας.
“Be that as it may” επέμεινε η Φοίβη «πες μας κι εσύ καμιά ιστορία!»
«Ουφ, εντάξει» τους είπα και τους διηγήθηκα αναλυτικά το ταξίδι σεξοτουρισμού που είχα κάνει με την Νάντια στη Βαρκελώνη καθώς και το τρίο που έκανα με το Μιχάλη και τη Μάνια.
«Ο Μιχάλης, είναι ο γνωστός Μιχάλης;» ρώτησε η Φοίβη.
“The one and only” της απάντησα.
«Α, δηλαδή δεν είστε απλά φίλοι!» είπε ο Ανδρέας.
«Είμαστε και φίλοι!» του είπα χαμογελώντας του πονηρά. «Πέρα από την πλάκα, ο Μιχάλης είναι πραγματικά ο καλύτερός μου φίλος, μπορεί να είναι φασαριόζος και μπερμπάντης, αλλά είναι καταπληκτικός άνθρωπος. Όταν… Τη μέρα που πετούσε ο Αρίστος για Ιρλανδία τον είχα πάει αεροδρόμιο και φεύγοντας, για κακή μου…δηλαδή αποδείχτηκε στο τέλος ότι ήταν για καλό, τέλος πάντων, πέτυχα τον Κώστα στο αεροδρόμιο, ήταν με τη γυναίκα του και το παιδί του. Θα μου πείτε “αφού είχατε χωρίσει, ποιο ήταν το πρόβλημά σου;” Το πρόβλημά μου ήταν ότι καλά-καλά δεν είχε κλείσει χρόνος από τη μέρα που με χώρισε, χωρίς ποτέ να μάθω κάτι περισσότερο από το “δεν πάει άλλο”, οπότε όπως καταλαβαίνετε μου ήρθε ο ουρανός στο κεφάλι, βλέποντάς τον όχι απλά παντρεμένο, αλλά και με παιδί από πάνω, έστω και βρέφος. Πήρα τηλέφωνο με τη μία τον Αρίστο αλλά το κινητό του ήταν κλειστό. Στα καπάκια πήρα τηλέφωνο τον Μιχάλη που εκείνη τη στιγμή έβγαζε τα μάτια του με μια από τις πιτσιρίκες του. Ε, την παράτησε στα κρύα του λουτρού, για την ακρίβεια τον χώρισε επιτόπου γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, και ήταν μια από τις αγαπημένες του μικρούλες, και ήρθε και με περιμάζεψε από το αεροδρόμιο και όχι μόνο αυτό, κάθισε και όλο το βράδυ μαζί μου, για να βεβαιωθεί ότι είμαι καλά. Του είπα κλαίγοντας τα καθέκαστα και το μόνο που έκανε ήταν απλά να με ακούει, κρατώντας με σφιχτά στην αγκαλιά του. Του είπα ότι με τάραξε γιατί με τον Κώστα δεν είχα το closure μου και μου είπε ότι πλέον έχω τον Αρίστο μου, και το ότι είμαι σε μια σχέση που με γεμίζει και με κάνει ευτυχισμένη είναι το μόνο closure που έχει πραγματική αξία.»
«Και τα καλύτερα ήταν yet to come» συμπλήρωσε ο Αρίστος χαμογελώντας.
«Δηλαδή;»
«Το επόμενο βράδυ, για να με κάνει να αλλάξω παραστάσεις και να περάσω όμορφα με ένα πρωτότυπο για μένα τρόπο, με πήγε στο καζίνο της Πάρνηθας. Ε, στο τέλος της βραδιάς κέρδισα 100.000 ευρώ στον κουλοχέρη!»
«Σοβαρά μιλάς;» ρώτησε η Φοίβη.
«Ναι!!!! Γι’ αυτό διόρθωσα το “για κακή μου τύχη” που πήγα να πω προηγουμένως, τελικά μου βγήκε σε καλό!»
«Αχ, μπράβο!» είπε η Φοίβη χτυπώντας και πάλι ενθουσιωδώς παλαμάκια.
«Τέλος πάντων, για να αλλάξουμε θέμα, εσάς, αν επιτρέπεται, ποια είναι η σχέση σας με το χώρο του BDSM;»
«Με το BD καμία, με το S/m έχουμε μία μικρή» απάντησε η Φοίβη. «Αμφότεροι είμαστε και ενεργητικοί και παθητικοί αλγολάγνοι, εγώ λίγο περισσότερο παθητική και ο Ανδρέας λίγο περισσότερο ενεργητικός, αλλά όχι στο βαθμό που είναι πχ ο καλός σου.»
«Η αλήθεια είναι ότι η κυρά είναι πιο αλγολάγνα απ’ όσο επιτρέπω στον εαυτό μου να γίνω μαζί της, αλλά ούτε στη Φοίβη ούτε σε μένα μας είναι απαραίτητο, εννοώ ότι μπορούμε μια χαρά και χωρίς αυτό.»
«Εγώ, όπως μάλλον έχετε καταλάβει, είμαι παθητική αλγολάγνα, ωστόσο δεν έχω ιδιαίτερες αντοχές, ή τουλάχιστον, τώρα με τον Αρίστο έχουμε αρχίσει και εξερευνούμε τα όριά μου, τα οποία δυστυχώς προς το παρόν φαίνονται αρκούντως περιορισμένα!»
«Μια χαρά είναι, χαζούλα!» με μάλωσε τρυφερά ο Αρίστος μου. «Μην ξεγελιέσαι που σε έκανα να πεις πορτοκάλι μετά από 35 ξυλιές με τη βίτσα, σε αντίθεση με το τι πιστεύεις, δεν ήταν σιγανές, ειδικά από την εικοστή και μετά. Δεν έχεις να μου αποδείξεις τίποτα, θέλω να το βάλεις καλά αυτό μέσα στο χαριτωμένο κεφαλάκι σου, ναι;»
«Ναι μωρό μου» του είπα χαμογελαστή.
«Αποφάσισε βρε βάσανο, μωρό σου ή γραίος σου;»
«Είσαι το γραίο μωρουλίνι μου, άντε!» του απάντησα, κάνοντάς τους και τους τρεις να βάλουν τα γέλια.
«Δε μου λέτε, θα πιούμε άλλο ένα γύρο;» ρώτησε ο Ανδρέας.
«Και το ρωτάς;» του απάντησε ο Αρίστος.
«Έχω μια ιδέα, για μετά, αν θέλετε!» τους είπα.
«Για πες!» είπε η Φοίβη.
«Το ξέρετε το παιχνίδι, never have I ever?»
«Τι είναι αυτό, σαν το αλήθεια ή θάρρος;»
«Μοιάζει αλλά όχι ακριβώς. Ο καθένας με τη σειρά του λέει κάτι που έχει κάνει ή δεν έχει κάνει, και όποιος το έχει κάνει, πίνει μια γουλιά από το ποτό του. Αυτό κανονικά παίζεται με σφηνάκι, αλλά επειδή μπορείς να γίνεις τύφλα χωρίς να το καταλάβεις, συνήθως αντί για σφηνάκι, πίνεις μια γερή γουλιά από το ποτό σου. Ναι, καλό θα είναι μετά να μην έχεις να οδηγήσεις!»
«Χα! Ενδιαφέρον ακούγεται!» είπε η Φοίβη. «Πρώτη φορά που έπαιξα θάρρος ή αλήθεια ήταν με τον Ανδρέα και τη Χριστιάνα» μας είπε και μας διηγήθηκε την ιστορία.

Ομολογώ ότι όταν διηγούνταν τις ιστορίες τους γινόμουν μούσκεμα, και αυτή στα μάτια μου ήταν ακόμα πιο ερεθιστική, ειδικά με το στριπτήζ του Ανδρέα. Ο Αρίστος μου είχε πει ότι η Φοίβη είναι απίθανη χορεύτρια και ότι το στριπτήζ που τους είχε κάνει όταν παίξανε οι τέσσερίς τους, με την πρώην γυναίκα του, ήταν από τα καλύτερα που είχε δει στη ζωή του. Μπορεί να μην είμαι Φοίβη αλλά κάνω κι εγώ καλό στριπτήζ, μου το είχε πει και ο Διονύσης, και ο Κώστας και ο Μιχάλης, αλλά στο γραίο μωρουλίνι μου δεν είχα κάνει, και μου ήρθε να κοπανίσω το κεφάλι μου στον τοίχο εκείνη τη στιγμή.

«Τι έπαθες εσύ βρε;» με ρώτησε ο Αρίστος.
«Είμαι μεγάλη γαϊδάρα, είσαι το καλυτερότερο γραίο μωρουλίνι όλου του κόσμου και δε σου έχω κάνει ούτε ένα στριπτήζ!»
«Ε, κάνε μας σήμερα!» μου είπε χαμογελώντας μου πονηρά!
«Νιιιιιιι!!!!!» είπε η Φοίβη χτυπώντας ενθουσιωδώς παλαμάκια.
«Εγώ δεν είπα τίποτα, κιχ δεν έβγαλα!» είπε ο Ανδρέας που ωστόσο γελούσαν ακόμα και τα ανύπαρκτα μουστάκια του.
«Αμέ!» είπα εγώ. «Αλλά πρώτα θα πρέπει… χμμμ… θα πρέπει να βγάλω… ξέρεις!»
«Δεν έχω ιδέα!» μου είπε βγάζοντας τη γλώσσα του. «Για πες μας, τι θα πρέπει να βγάλεις και από πού;»
«Ναι! Ναι! Πες μας! Πες μας!» σιγόνταρε η Φοίβη.
«Εγώ εξακολουθώ να μη βγάζω άχνα!» είπε ο Ανδρέας κάνοντάς μας να βάλουμε ξανά τα γέλια και οι τρεις.
«Ουφ, τέτοιοι είστε!»
«Και χειρότεροι, αλλά εγώ δεν κατάλαβα τι θέλεις να βγάλεις από που! Εσύ, Αρίστο κατάλαβες;» σιγόνταρε ξανά η Φοίβη.
«Όχι, πραγματικά σου λέω, δεν έχω ιδέα!»
«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» τους έκανα, με τη Φοίβη να χειροκροτάει και πάλι, βάζοντας τα γέλια.
«Συγνώμη που σας διακόπτω, αλλά μου γεννήθηκε μια απορία» είπε ο Ανδρέας, σοβαρός-σοβαρός.
«Τι απορία;» τον ρώτησα εγώ χάβοντας το δόλωμα σα χάνος.
«Τι θα βγάλεις από που;» είπε σκάζοντας στα γέλια, με τους άλλους δύο να τον ακολουθούν, και δεν κρατήθηκα, έβαλα κι εγώ τα γέλια.
«Λυσσάξατε! Τη σφήνα από το κωλαράκι μου θα βγάλω!» τους είπα αρκετά δυνατά για να ακουστεί πάνω από τη μουσική και τι καλά που πήγε αυτό! Την ώρα που το έλεγα βρήκε τη στιγμή να σταματήσει η μουσική, με αποτέλεσμα κάμποσα κεφάλια να γυρίσουν και να με κοιτάξουν, κάνοντάς με να πάθω σχεδόν αποπληξία. Οι τρεις γραίοι γάιδαροι κόντεψαν να πάθουν έμφραγμα από τα γέλια, ενώ εγώ ήμουν ακόμα στη φάση που άλλαζα όλα τα χρώματα του ορατού φάσματος, και ίσως και κάμποσα του αόρατου. 
«Αχ, αχ… σε καλό να μας βγει…» είπε η Φοίβη προσπαθώντας, εις μάτην, να βρει τις ανάσες της, πάνω που σταματούσε την έπιανε πάλι.
«Μούτρο;» είπε ο Αρίστος, ακόμα γελώντας.
«Καλά πήγε αυτό!» απάντησα ξεφυσώντας.
«Χαχαχα, απλά καλά; Υπέροχα!»
«Όχι, που δε θα το διασκέδαζες, σαδίσταρε!»
«Είσαι λατρεία, κοριτσάρα μου, λατρεία!»
«Ωραία, να δω με τι μούτρα θα πάει το μούτρο σου τουαλέτα!»
«Με τα υπέροχα μουτράκια του!» μου είπε η Φοίβη χαμογελαστή. «Έλα, πάμε παρέα, θέλω να πάω κι εγώ, και όποιος τολμήσει ας κουνηθεί!»
«Σκληρή καργιόλα!» είπε ο Ανδρέας χαχανίζοντας. «Ααα, εγώ είμαι στρατιωτικός και τα λέω τσεκουράτα!»
«Εσύ μπούλη ρούφα τ’ αυγό σου» του είπε η Φοίβη, κάνοντάς μας να ξεραθούμε στα γέλια και να ξεχάσω για μερικές στιγμές την κασκαρίκα μου. Θεούλη μου, είναι απίθανοι οι δυο τους, τους λατρεύω! «Σήκω κοριτσάρα μου!» μου είπε και όταν σηκώθηκα πήρα και το τσαντάκι μου, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί είχα μέσα το λιπαντικό.
«Ήταν ένα σύννεφο-σύννεφο-σύννεφο» άρχισε να τραγουδάει ο Αρίστος.
«Να τρέχουν νερά! Πολλά νερά!» σιγόνταρε ο Ανδρέας

Γελώντας και οι δυο μας σηκωθήκαμε να πάμε στην τουαλέτα. Πρώτη βάρδια μπήκε η Φοίβη και όσο την περίμενα φτιάχτηκα λίγο στον καθρέφτη. Μετά μπήκα εγώ και για τη λίγη ώρα που έβγαλα τη σφήνα ένιωσα νιρβάνα, αλλά ούτε που διανοήθηκα να μην την ξαναφορέσω μετά. Που δηλαδή να είχαμε και D/s… Όταν με τα πολλά βγήκα έξω η Φοίβη με σταμάτησε.

«Δεν πιστεύω να θύμωσες που γελάσαμε, έτσι;»
«Όχι βέβαια!» τη διαβεβαίωσα. «Εντάξει, ήταν awkward αλλά είναι από αυτές τις ιστορίες που θα διηγείσαι στα εγγόνια σου και θα γελάς. Εντάξει, δεν θα τη διηγείσαι ακριβώς στα εγγόνια σου, καταλαβαίνεις τι λέω!»
«Αχ, μπράβο! Μωρέ με τον Ανδρέα είμαστε μεγάλα πειραχτήρια και μερικές φορές έχουμε την τάση να το παρακάνουμε… αλλά θα μου πεις, θα ήσουν με τον Αρίστο αν δε σου άρεσε ο χαβαλές;»
«Αυτό ακριβώς Φοίβη μου, το χιούμορ του ήταν αυτό που με κέρδισε πρώτο. Το να μπορεί ένας άντρας να με κάνει να γελάω είναι sine qua non, όσον μ’ αφορά!»
«Μια γυναίκα;» με ρώτησε χαμογελώντας μου πονηρά.
«Με μία έχω πάει όλη και όλη και, μεταξύ μας, καλό και χρυσό κορίτσι η Μάνια, αλλά δεν είναι ο ορισμός του χαβαλέ. Σ’ αυτόν τον τομέα είσαι πολύ περισσότερο του γούστου μου. Ξέρεις πως σε είχα φανταστεί, κρίνοντας εννοώ από τη μια φορά που σε είχα δει στο Skype εκείνη την Κυριακή, και από τον τρόπο που σε περιέγραφε ο Αρίστος;»
«Πώς;» με ρώτησε με ακόμα πιο πονηρό χαμόγελο.
«Σαν τη θηλυκή έκδοση του Μιχάλη! Λιγότερο μπερμπάντισσα, ίσως, αλλά εξίσου χαβαλεδιάρα και έξω καρδιά, όπως του λόγου του!»
«Και τώρα που με γνώρισες;»
«Βεβαιώθηκα ότι καλά σε είχα φανταστεί! Και μπράβο μου!»
«Και μπράβο σου! Λοιπόν, πάμε στ’ αγόρια μη νομίζουν ότι αρχίσαμε μόνες μας και τους αφήσαμε με τις καλύτερες ευχές μας!»
«Ναι!!! Πάμε στους γραίους κότους μας!»
«Εχμ, κι εγώ συνομήλική τους είμαι!» μου είπε χαχανίζοντας.
«Σε καμία απολύτως περίπτωση! Οι γραίοι κότοι μας είναι πενηντάρηδες, εσύ είσαι απλά εικοσπεντάρα με προϋπηρεσία!»

25. Smack my bitch up!

Χαχανίζοντας και οι δύο γυρίσαμε στο τραπέζι όπου μας περίμεναν Αρίστος και Ανδρέας. Ο Αρίστος είχε πάει από τη μεριά του Ανδρέα που του έδειχνε κάτι στο κινητό του και χαμογελούσανε και οι δύο. Ο Αρίστος έκανε να σηκωθεί για να επιστρέψει στη θέση του αλλά τον έκοψε η Φοίβη.

«Μη σηκώνεσαι, Αρίστο μου, καθίστε τα αγοράκια μαζί και θα κάτσουμε μαζί και τα κοριτσάκια!»
«Εντάξει!» της είπε χαμογελαστός και επέστρεψε να βλέπει αυτό που του έδειχνε ο Ανδρέας.
«Αν βλέπουν βίντεο με κατσίκια, θέλω κι εγώ!»
«Ούτε καν, νομίζω ότι του δείχνει videos που έχει τραβήξει από το drone, του το κάναμε δώρο με τη Χριστιάνα, την κόρη μας, τα Χριστούγεννα και έχει ξεμωραθεί, που τον χάνεις που τον βρίσκεις έξω είναι και παίζει με δαύτο!»
«Χαχαχα, οι άντρες δε μεγαλώνουν ποτέ, φαντάζομαι σας έχει δείξει ο Αρίστος τη συλλογή με τα τηλεκατευθυνόμενά του, έτσι; Και να ήταν μόνο αυτά, είναι και τα ηλεκτρονικά που επισκευάζει. Άκου να σου πω να γελάσεις, είχε έρθει ο Μιχάλης με την Αντιγόνη, το μεγάλο του νταλκά, και κατεβήκαμε κάτω στο υπόγειο για να τους δείξουμε το playroom. Ε, με το που είδε ο Μιχάλης τη συλλογή με τα ηλεκτρονικά, έκανε σαν παιδάκι σε ζαχαροπλαστείο, ξεμυάλισε και τον Αρίστο και τελικά με τα χίλια ζόρια καταφέραμε να τους ξεκολλήσουμε για να δούνε την κύρια ατραξιόν.»
«Εμένα μου λες; Το ξέρεις ότι την πρώτη φορά που πήγαμε για παιχνίδι στο σπίτι του μας παράτησαν σύξυλες και τις δυο και πήγαν στη λίμνη για να παίξουν με τα καραβάκια;»
«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ, σοβαρά μιλάς;» τη ρώτησα μην μπορώντας να κρατήσω τα γέλια μου.
«Σε μια ώρα το πολύ θα είμαστε πίσω» μας είπαν. Ε, πήγαμε και τους πήραμε σηκωτούς σχεδόν από τα τσουλούφια, τέσσερεις ώρες αργότερα. Και να ήταν μόνο αυτό; Ήταν καλοκαίρι και τους νταλάκιασε ο ήλιος, γύρισαν και οι δύο σαν ινδιάνοι, οπότε που όρεξη για παιχνίδι;»
«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ, φουκαριάρες!»
«Τέλος πάντων, τα λέμε τώρα και γελάμε, τότε μου ήρθε να τους στραγγαλίσω και τους δύο!»
«Αυγά της καθαρίζεις και γελάει;» ρώτησε ο Αρίστος.
«Τους είπα για την πρώτη φορά που είχαμε έρθει σπίτι σας για παιχνίδι… και πως κατέληξε!»
«Εμείς παίξαμε πάντως!» είπε ο Ανδρέας.
«Ναι, ωραία ήταν! Να το επαναλάβουμε!» είπε γελώντας ο Αρίστος.
«Αχ θα τους πνίξω!» τους δήλωσε η Φοίβη με απόγνωση, κάνοντας μας τους υπόλοιπους τρεις να βάλουμε και πάλι τα γέλια. Και μετά, μας ξέχασαν και πάλι, γυρνώντας στα βίντεο που έβλεπαν.
«Δεν είμαι ιδιαίτερα σίγουρη ότι αν φύγουμε θα το προσέξουν!» της είπα.
«Μη με βάζεις σε πειρασμό!»
«Φοίβη μου, να σου κάνω μια ερώτηση;»
«Εκτός από αυτή που μόλις έκανες;»
«ΠΡΡΡΡΡΡΡ» της έκανα, προκαλώντας ένα νέο γύρο ενθουσιωδών χειροκροτημάτων, που ξύπνησε τα αγόρια μας για μερικά δευτερόλεπτα. 
«Μπα, μας θυμηθήκατε; ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» τους έκανε με τη σειρά της, και αυτή τη φορά ήμουν εγώ που χειροκρότησα με ενθουσιασμό.
«Το απόγευμα που γυρίσαμε σας έκανα ένα μίνι stalking, κάθισα και είδα τις φωτογραφίες σας»
“…and?”
«Γιατί θεωρούσες τον εαυτό σου ασχημόπαπο; Είδα μια φωτογραφία σας που έλεγε Κέρκυρα 1994 και στο λέω ειλικρινά, μου θυμίζεις την Seyfried, στο πιο όμορφο!»
«Είναι που δεν έχεις δει φωτογραφίες μου με τα πατομπούκαλα και τα σιδεράκια. Μικρή είχα πολύ υψηλή μυωπία, να φανταστείς κατέληξα τελικά να κάνω εγχείρηση καθώς είχε φτάσει στους 9 βαθμούς. Τέλος πάντων, η εφηβεία με είχε χτυπήσει λίγο άσχημα, και σα να μην έφτανε αυτό, ο πατέρας μου πήρε μετάθεση και φύγαμε από τη Θεσσαλονίκη που μέναμε, και βρέθηκα από το πουθενά στην Αθήνα, χωρίς φίλες, χωρίς τίποτα. Ήμουν και από μόνη μου πολύ κλειστή, ήρθε αυτό και έδεσε. Ειλικρινά στο λέω, όταν ήρθε ο Ανδρέας να μου ζητήσει να χορέψουμε, νόμιζα ότι ήθελαν να κάνουν πλάκα στο φύτουλα της τάξης, ή έστω ότι είχε χάσει κάποιο στοίχημα.»
«Πόσες φορές θα στο πω ότι για μένα ήσουν η πιο γλυκιά φατσούλα εκείνο το βράδυ;» της είπε ο Ανδρέας δείχνοντας ότι τελικά προσέχανε τι λέγαμε!
«Το ξέρω μωρό μου, εξηγώ στη Μαριλίζα πως σε αντίθεση με το πως με έβλεπες εσύ, εγώ θεωρούσα τον εαυτό μου ασχημόπαπο. Τέλος πάντων», είπε και συνέχισε προς εμένα: «Η ουσία είναι ότι η 14χρονη Φοίβη δεν διανοούνταν καν πως θα την προσέξει το πιο όμορφο αγόρι του σχολείου, ειδικά όταν υπήρχαν κορίτσια σαν την κολλητή της αδερφής του, τη Μαίρη, τη Σοφία ή, ακόμα περισσότερο, τη Μπίλι. Ποιος να μου το έλεγε και πώς να το πίστευα πως εκείνη την βραδιά δεν ήμουν μόνο εγώ που είχα φύγει ερωτοχτυπημένη αλλά και πως το ίδιο ακριβώς είχε πάθει και ο κύριος;»
«Αυτή η Μπίλι στο λαιμό μου είχε κάτσει!» της εξομολογήθηκα.
«Χαχαχα, γιατί;»
«Γιατί δε φτάνει που είναι η μοναδική τριάντα plus με την οποία έχει κρασάρει ο Μιχάλης σε όλη του τη ζωή αλλά επιπλέον όταν ρώτησα τον Αρίστο αν ήταν τόσο όμορφη όσο μου την είχε περιγράψει ο Μιχάλης, ξέρεις τι έκανε; Μου είπε “δε φαντάζεσαι” αναστενάζοντας λες και πτώχευσε η Google! Τέλος πάντων, όχι ότι τους αδικώ, ειδικά όταν είδα κάποιες παλιές της φωτογραφίες.»
«Χαχαχα, κανονικό stalking, έτσι;»
«Ε, μα τι σου λέω!»
«Τέλος πάντων, ναι, ήταν εντυπωσιακή, δηλαδή τι ήταν, ακόμα είναι, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν είχε μάτια για κανένα άλλον πέρα από τον Μάριο, απλά  τους πήρε λίγο παραπάνω χρόνο για να το καταλάβουν, όπως καλή ώρα εγώ με τον Ανδρέα μου. Δεν είχαμε επαφές μεταξύ μας όσο πήγαινα γυμνάσιο, άλλωστε ήταν και δύο χρόνια μεγαλύτερη, αλλά όταν τη γνώρισα τη συμπάθησα αμέσως.»
«Ναι μωρέ, κι εγώ αστειευόμουν, δεν έχω τίποτα με τη γυναίκα!»
«Το κατάλαβα βρε, αλλοίμονο. Αλήθεια, ποιες άλλες φωτογραφίες είδες μικρή stalker;»
«Χαχαχα, είδα τις κόρες της Μπίλι και του Μάριου, όμορφα κορίτσια αλλά δεν φτάνουν τη μαμά τους.»
«Μάλλον δεν είδες τη μικρή τους. Η Ανδριανή, αν εξαιρέσεις το χρώμα των ματιών που τα έχει πάρει από τον πατέρα της, είναι φωτοτυπία της Μπίλι όταν είχε την ηλικία της.»
«Κάτσε, έχουν και άλλα παιδιά;»
«Η μεγάλη, η Χριστίνα, είναι κόρη του Μάριου και της πρώην γυναίκας του. Η Μαριάννα, η δεύτερη, είναι κόρη της Μπίλι και του πρώην άντρα της. Τα δίδυμα, Ηλίας και Ανδριανή, είναι και των δυο τους, αυτά τώρα πρέπει να είναι δεκατέσσερα μισό.»
«Ναι, τα δίδυμα δεν τα είδα κάπου. Ξέρεις ποια μου άρεσε περισσότερο από αυτές που είδα; Η συνονόματή σου, η κόρη της κουμπάρας σας. Τι απίθανες ματάρες έχει αυτό το κορίτσι;»
«Χα! Συμφωνώ πλήρως! Είναι θετή κόρη της Χριστιάνας!»
«Α, την υιοθέτησαν;»
«Η σύζυγός της, η Jude, είναι bi, και η Φοίβη τους προέκυψε ως ατύχημα σε παιχνίδι με τον fuck budy τους, αλλά από τη στιγμή που θέλαν και οι δύο τους παιδί, ήρθε και κούμπωσε. Να ήξερες τι κλάμα είχα ρίξει όταν μου ανακοίνωσε ότι σκόπευε να ονομάσει την κόρη της Φοίβη…»
«Μπορώ να φανταστώ» της είπα χαμογελώντας. «Αλλά κι εσείς, Χριστιάνα ονομάσατε την κόρη σας!»
«Ναι! Ήταν ιδέα του Ανδρέα όταν του είπα ότι ήμουν έγκυος. Εδώ τις βαφτίσαμε, το Σεπτέμβρη του 2002, και η αλήθεια είναι ότι τραβήξαμε λίγο το διάολό μας για να το καταφέρουμε, δεν έφτανε απλά ότι ήταν κόρη ζεύγους γυναικών, η Jude είναι και καθολική από πάνω! Ευτυχώς βοήθησε ο κουμπάρος μας ο Νίκος με τον αδερφό του το Μηνά, αλλά παρά τις ρακές που πότισαν τον παππά, αρνήθηκε να βαφτίσει τη Χριστιάνα και η Jude.»
«Ο Νίκος είναι αυτός που πήρε αρχικά τα κατσίκια;»
«Ναι, αυτός είναι!»
«Δε μου είχε μείνει άντερο όταν είδα τα βίντεο, το φουκαρά τον Ανδρέα, σχεδόν τον λυπήθηκα κάποια στιγμή!»
«Χαχαχα, τραβάτε με κι ας κλαίω είναι, νομίζεις ότι είναι τυχαίο που του έχουν αδυναμία ο Σάκης και ο Τάκης;»
«Τις προάλλες σας την κοπάνισαν, ε;»
«Ναι τα βλαμμένα, ο φουκαράς ο Ανδρέας είχε χάσει το χρώμα του. Να που τελικά αποδείχτηκε χρήσιμο το drone! Τα βρήκε με δαύτο και πήγε και τα μάζεψε και αφού τα απείλησε ότι θα τα κάνει σουβλιστά ή στο φούρνο ή σουβλιστά στο φούρνο, κάθισε και τους καθάρισε μήλα!»
«Τους τα καθάρισε κιόλας; Χαχαχα, τι γλυκούλης!»
«Είναι ο άτιμος!»
«Α, είδα και φωτογραφίες του Στρατή… Αν και πολύ μικρός για τα γούστα μου, ομολογώ ότι είναι παίδαρος!»
«Μοιάζει πολύ στον Ανδρέα όταν ήταν στην ηλικία του!»
«Όπως λέει και ο γραίος κότος μου, όταν τα γονίδια έχουν κέφια, έχουν κέφια!»
“Yeah, you should know that by first hand” μου είπε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι, κάνοντάς με να κοκκινήσω ελαφρά.
Παραγγείλαμε και τρίτο γύρο ποτά, και αυτή τη φορά Αρίστος και Ανδρέας, που συνέχισαν να κάθονται δίπλα, αποφάσισαν να αφήσουν τα βίντεο από το drone και να ασχοληθούν και λίγο μαζί μας.
“Story time!” είπα. «Για πείτε μου πως γνωριστήκατε στο San Fransisco!»
«Αμέ!» απάντησε η Φοίβη και ξεκίνησε να διηγείται την ιστορία. «Είχαμε κανονίσει το 2002 να πάμε Αμερική αλλά με τον ερχομό της Χριστιάνας το Φλεβάρη το αναβάλλαμε, σου είπα πριν την ιστορία με τη βάφτιση. Αφήσαμε την μικρή στους παππούδες της και πήγαμε Αμερική τον Αύγουστο του 2003, και δεν είχαμε να δούμε μόνο τη Χριστιάνα, τη Φοίβη και την Jude, είχαμε να δούμε και τον Vasily που ήταν στο Stanford, και φυσικά κανονίσαμε να γνωρίσουμε και τον καλό σου, με τον οποίο αλληλογραφούσαμε από τα τέλη του ’98, αν θυμάμαι καλά.»
«Καλά θυμάσαι, ήταν περίπου τρεις ή τέσσερις μήνες μετά τη δημοσίευση της διδακτορικής μου διατριβής» της είπε ο Αρίστος, επιβεβαιώνοντάς την.
«Αρίστο εσύ τη γνώριζες τη Χριστιάνα;»
«Αν εννοείς από πριν όχι, το Berkeley είναι μεγάλο μέρος κι εγώ δεν είχα πάρε-δώσε με τη σχολή Βιολογίας. Άλλωστε η Χριστιάνα ήρθε στο Berkeley πάνω στα δικά μου τελειώματα κι εγώ μετά το διδακτορικό έφυγα και πήγα κατευθείαν στη Google.»
«Και κάπως έτσι τον πέτυχα στο Δουβλίνο να τα πίνει με το φιλαράκι του τον Sergey» είπε η Φοίβη χαμογελώντας.
«Σε έκανε πολύ γούστο να ξέρεις!» της είπε ο Αρίστος.
«Αυτό ήταν, θα τον σφάξω!» είπε ο Ανδρέας και βάλαμε όλοι τα γέλια.
«Οθέλλο μου εσύ!» του έκανε η Φοίβη.
«Και μετά θα σφάξω κι εσένα, άπιστο γύναιο!»
«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» του έκανε η Φοίβη, κάνοντάς μας να γελάσουμε και πάλι. Δε θα κουραστώ να το λέω, είναι Α-Π-Ι-Θ-Α-Ν-Ο-Ι οι δυο τους!
«Λοιπόν, τι έλεγα; Α, ναι! Είδαμε Χριστιάνα και Jude και γνωρίσαμε και τον βιολογικό πατέρα της Φοίβης, τον Jeremy.»
«Αλήθεια, η Φοίβη τον έχει γνωρίσει;»
«Φυσικά, ο Jeremy ήταν από την αρχή μέρος της ζωής της, και ακόμα είναι. Η βαφτιστήρα μου έχει και έναν ετεροθαλή αδερφούλη, τον Luke, γιο του Jeremy και της γυναίκας του. Βέβαια τότε που πήγαμε δεν είχε καν γνωρίσει την γυναίκα του, αλλά ναι, ήταν ανέκαθεν στη ζωή της Φοίβης. Λοιπόν, για να συνεχίσω, σ’ εκείνο το ταξίδι είδαμε και το Vasily, με την τότε κοπέλα -και νυν σύζυγό- του, την Clarice, και φυσικά γνωρίσαμε και τον καλό σου!»
«Είχατε πάει και για χορό, μου είπε!»
«Μωρέ του δώσαμε και κατάλαβε, τύφλα φύγαμε πάλι!» είπε ο Ανδρέας. «Α, ναι, εσύ είσαι μικρή και αθώα και δεν ξέρεις, όποτε πάμε για χορό, φεύγουμε ντίρλα από τα κεράσματα, και στο San Fransisco ήταν και με την Χριστιάνα οπότε ήρθε και έδεσε. Ξέρεις τι μου είχαν κάνει οι δυο τους την πρώτη φορά που βγήκαμε οι τρεις μας;»
«Όχι, αλλά κάτι μου λέει ότι θα μάθω!» είπα χαμογελαστή.
«Φοίβη και Χριστιάνα ήταν στις πολύ αρχές, αν θυμάμαι καλά δυο μέρες μετά το πρώτο τους ραντεβού!»
«Καλά το θυμάσαι! Πέμπτη βράδυ είχαμε βγει με τη Χριστιάνα στη Στρόμπολι και το Σάββατο πήγαμε Μπάχαλο!»
«Στρόμπολι; Μπάχαλο; Τι μου θυμίσατε τώρα…» είπε ο Αρίστος με φωνή γεμάτη νοσταλγία.
«Εσύ δεν ήσουν Αθήνα τότε;» τον ρώτησα.
«Αθήνα ήμουν, αυτό δε σημαίνει ότι δεν τα ήξερα, τη Στρόμπολι την είχα χτίσει και τα καλοκαίρια που ερχόμουν Κρήτη πήγαινα πολύ συχνά Μπάχαλο!»
«Ωραίες εποχές!» είπε στενάζοντας η Φοίβη.
«Έλα ντε, οι μόνες μας έγνοιες ήταν τα διαβάσματα και οι εξετάσεις» συμφώνησε μαζί της ο Ανδρέας. «Τέλος πάντων, για να συνεχίσω από εκεί που είχαμε μείνει, παίρνω λοιπόν τις δύο τσούπρες και πάμε το Σάββατο στο Μπάχαλο, όπου οι δυο τους έδωσαν κυριολεκτικά παράσταση, βλέπεις δεν ήταν μόνο η Φοίβη χορευταρού, το ίδιο ήταν και η Χριστιάνα. Τα κεράσματα πήγαιναν και ερχόντουσαν. Εγώ μιας και οδηγούσα σταμάτησα μετά το δεύτερο σφηνάκι, οι τσαπερδόνες όμως, και παρά τα παρακάλια μου να σταματήσουν να πίνουν, συνέχισαν μέχρι που έγιναν τελείως ντέφι, μία-μία τις πήγα στο αυτοκίνητο. Πήγα πρώτα να αφήσω τη Χριστιάνα στο σπίτι της, η κυρία από εδώ άρχισε τα “δεν πάω σπίτι μου απόψε” παρασέρνοντας και τον έτερο μεθύστακα. Προσπάθησα με τα χίλια ζόρια να τις συμμαζέψω και η Χριστιάνα άρχισε τα “εμπρός Ανδρέα για μια Ελλάδα νέα” κάνοντας την Φοίβη να αρχίσει να τραγουδάει τον ύμνο του ΠΑ.ΣΟ.Κ» λέει κι εγώ δεν μπορώ να συγκρατήσω τα γέλια μου. «Και όχι τίποτε άλλο», συνεχίζει ο Ανδρέας, «ήταν σχεδόν έξι το πρωί και οι δυο τους γκαρίζανε σα γαϊδάρες που τους πατήσαν την ουρά! Είχαν γίνει τελείως κουδούνια, σε σημείο που φοβήθηκα να αφήσω μόνη της τη Χριστιάνα μην πάθαινε στον ύπνο της καμιά αναρρόφηση και είχαμε άλλα. Σπίτι της Φοίβης δεν μπορούσα να τις πάω, καθώς θα έπρεπε να τις κουβαλήσω μία-μία και με το Σίμπα αυτό θα ήταν αδύνατο, οπότε αναγκαστικά τις πήγα στο δικό μου σπίτι. Έγδυσα τη Φοίβη και της φόρεσα με τα χίλια ζόρια τις πιτζάμες της και μετά την έστειλα με τη Χριστιάνα στο δωμάτιό μου για να τη βοηθήσει να αλλάξουν. Εμένα μου λες; Πήραν αγκαλιά η μία την άλλη και πέσανε στο κρεββάτι ξερές. Με τα χίλια ζόρια και με την απειλή ότι αν δεν άλλαζε μόνη της, θα της άλλαζα εγώ τα ρούχα, η Χριστιάνα σα να ξύπνησε λίγο και κατόρθωσε να φορέσει τη φόρμα και το φούτερ που της έδωσα. Τις έβαλα να ξαπλώσουν στο κρεββάτι μου και τις σκέπασα και έκανα να φύγω για να πάω στο σαλόνι να κοιμηθώ και η Φοίβη ξαφνικά ξύπνησε και ήθελε να κοιμηθούμε αγκαλίτσα, με τη Χριστιάνα να συμφωνεί με πάθος. Ξάπλωσα κι εγώ, με τα χίλια ζόρια και αφού τους έβαλα τις φωνές καθώς μέσα στην τύφλα τους ξεκίνησαν να μπαλαμουτιάζονται μπροστά στα μάτια μου, και έπεσα ξερός!»
«ΧΑΧΑΧΑΧΑ» έβαλα τα γέλια εγώ, ο Αρίστος απλά χαμογελούσε, προφανώς την είχε ακούσει ξανά την ιστορία.
«Το πρωί βέβαια ήρθε η ώρα της μετάνοιας όπου οι δύο κυρίες είχαν την πρώτη εμπειρία ξυπνήματος με hungover»
«Άουτς!» έκανα εγώ, έχοντας ανάλογη εμπειρία.
«Τέλος πάντων, τις δυο-τρεις επόμενες φορές ήταν φρόνιμες και μετά επέστρεψαν και πάλι στις εργοστασιακές τους ρυθμίσεις, με αποτέλεσμα μετά από κάθε βραδιά χορού να γυρνάμε κουδούνια. Ε, και στο San Fransisco τα ίδια έγιναν!»
«Και η Φοίβη junior;» ρώτησα εγώ.
«Ήταν με τον πατέρα της, στη νύχτα κραιπάλης ήμασταν οι πέντε μας» απάντησε και πάλι ο Ανδρέας. «Μόνο που ο Jeremy δεν είχε Alka Seltzer και έτσι το πρωί είχαμε ομαδικώς μετάνοιες!»
«Τι είναι αυτό;» ρώτησα με απορία.
«Θαυματουργό φάρμακο» απάντησε η Φοίβη. «Εκείνο το πρωί, μετά το βράδυ στο Μπάχαλο, νομίζαμε και οι δυο μας ότι ήρθε το τέλος του κόσμου, ούτε εγώ ούτε η Χριστιάνα είχαμε μεθύσει ποτέ. Μας έδωσε και στις δυο μια κουταλιά της σούπας και σε δέκα λεπτά σχεδόν είχε εξαφανιστεί ο πονοκέφαλος και το στομάχι σταμάτησε να προσπαθεί να βγει όξω!»
«Αχ, μακάρι να το ήξερα κι εγώ» είπα ενθυμούμενη κάποιες νυχτερινές μου κραιπάλες όσο ήμουν φοιτήτρια.
«Νομίζω ότι έχει σταματήσει να κυκλοφορεί στην Ελλάδα εδώ και πολλά χρόνια» είπε ο Ανδρέας.
«Αίσχος!» είπα εντόνως διαμαρτυρόμενη.
«Τα κοπάναγες βρε ζωηρό;» ρώτησε ο Αρίστος.
«Που και που το κορίτσι ήθελε και να ξεσκάσει… όχι ότι χρειάζεται να πιώ και πολύ για να γίνω κουδούνι. Το πρωινά ξυπνήματα ωστόσο left things to be desired, χίλιες φορές μπάφο!»
«Αυτό ξαναπές το!» είπε ο Αρίστος.
«Δεν έχουμε δοκιμάσει ποτέ!» είπε ο Ανδρέας και μόνο εγώ έμεινα να τους κοιτάζω με ανοιχτά μάτια, ο Αρίστος κατά πάσα πιθανότητα το ήξερε. «Τι με κοιτάζεις μ’ αυτά τα μάτια;» με ρώτησε τραγουδιστά.
«Έχετε κάνει τα μύρια όσα και δεν έχετε πιει ποτέ μπάφο;»
«Ούτε εγώ ούτε η Φοίβη καπνίζουμε, το σιχαινόμαστε, οπότε…»
«Ούτε εγώ καπνίζω αλλά ο μπάφος είναι τελείως άλλο πράγμα!»
«Ίσως… but not our cup of tea. Μας είχε προτείνει και η Χριστιάνα με τη Judy να δοκιμάσουμε αλλά με το που το άναψαν και το μύρισα μου γύρισαν τα άντερα, δεν την αντέχω τη μυρωδιά με την καμία. Τελικά τους εξορίσαμε στο μπαλκόνι στο ίδιο τους το σπίτι!»
«Ούτε εμένα μου αρέσει η μυρωδιά» είπε η Φοίβη «αλλά ο φουκαράς ο Ανδρέας σχεδόν είχε πρασινίσει, οπότε τα κορίτσια για να μην πάει χαμένο, βγήκαν στο μπαλκόνι και το κάπνισαν.»
«Καλά, μη νομίζετε, κι εγώ μια φορά είχα κάνει όσο ήμουν φοιτήτρια, μόλις το καλοκαίρι έκανα για δεύτερη φορά!»
«Story time!» είπε ο Αρίστος, που ήξερε την ιστορία. «Γιατί δεν έκανες μόνο μπάφο! Πες τους τα!»
«Ουφ, θα βγάλουμε τα άπλυτά μου στη φόρα;» τον πείραξα!
«Ναι!!!! Ιστορία!!!!» είπε η Φοίβη χτυπώντας παλαμάκια και άντε να της χαλάσεις το χατήρι…
«Θα χρειαστούμε και τρίτο γύρο ποτών!»
«Ό,τι θέλει το κορίτσι» είπε ο Αρίστος και φώναξε το γκαρσόνι για να παραγγείλουμε, και επειδή δε θέλαμε να τα ανακατέψουμε παραγγείλαμε και πάλι τα ίδια.
Ήπια μια βιαστική γουλιά για να τελειώσω ότι είχε μείνει και ξεκίνησα να διηγούμαι: «Λοιπόν, ήταν αρχές Ιούνη…»

Νέο Ηράκλειο, Ιούνης 2023

Με το που γύρισα σπίτι πήρα τηλέφωνο το Μιχάλη να του πω τα νέα για την προαγωγή μου από τις αρχές Σεπτέμβρη. Ήξερα ότι θα έμενε σπίτι σήμερα, μου το είχε πει χθες, αλλά δεν ήξερα αν θα είχε παρέα. Τον πήρα τηλέφωνο, αν τον έκοβα, ας πρόσεχε!

«Βρε βρε, η δεσποινίς Μιχαλιτσιάνου, πώς αυτό το ξαφνικό;»
«Είσαι μόνος ή με παρέα;» τον ρώτησα χωρίς πολλές-πολλές περιστροφές.
«Σου είπα μωρή παλαβή, σήμερα έχω ρεπό, με διέλυσε το Σ/Κ η Αντιγόνη!»
«Καλά σου έκανε, που θέλεις και μικρούλες γέρος άνθρωπος!»
«Μωρή άει στο διάολο που θα με πεις γέρο!»
«Το ρεπό σου αναβάλλεται. Πλύσου, ντύσου και σκουπίσου, σήμερα θα σε βγάλω έξω!»
«Με αυτή τη σειρά; Θα τα κάνω χάλια τα ρούχα!»
«Έλα εξυπνάδες! Έχεις δύο ώρες!»
«Κοίτα να δεις επιμονή! Τι γιορτάζουμε;»
«Θα μάθεις σε δυο ώρες!»
«Μωρή παλαβή είναι ήδη 20:00 και αύριο είναι Τρίτη!»
«Έχω ρεπό!»
«Εγώ δεν έχω!»
«Πρόβλημα σου κύριε Γερωνυμάκη.»
«Έχω να κατέβω Αιγάλεω το πρωί μωρή κακούργα, δε με λυπάσαι;»
«Καθόλου! Λοιπόν, σε δύο ώρες θα είμαι εκεί!»
«Λίγο νωρίτερα, μπα;»
«Δε σου κάθομαι απεριποίητη!»
«Γιατί μωρή μαγδάλω, πότε σου ζήτησα να μου κάτσεις;»
«Θέλω να σου κάτσω εγώ, συζήτηση τέλος! Τα λέμε σε δύο ώρες» του είπα και του έκλεισα το τηλέφωνο στη μούρη για να πάω να ετοιμαστώ, και είχα και αρκετή …δουλειά μπροστά μου!

Χώθηκα στο μπάνιο και έφαγα την επόμενη μιάμιση ώρα κάνοντας πλήρη περιποίηση σώματος. Φόρεσα ένα sexy κιλοτάκι και από πάνω κοντό τοπ, χωρίς σουτιέν, που άφηνε την κοιλιά απ’ έξω, και από κάτω τζινάκι που τόνιζε το κωλαρίνι μου, φάτε μάτια ψάρια δηλαδή, γιατί με το μέγεθος που έχει δεν είναι για να του κάτσω να με πάρει από πίσω.

Νέο Ηράκλειο, δυο ώρες αργότερα…

Όπως τον είχα προειδοποιήσει, δύο ώρες ακριβώς από την ώρα που κλείσαμε, του χτύπησα το κουδούνι.

«Ανέβα πάνω, με έπιασες την ώρα που τέλειωνα το ξούρισμα!»
«Και τι έκανες δύο ολόκληρες ώρες βρε γάιδαρε;»
«Ανέβα πάνω μωρή μαγδάλω, κουβέντα θα πιάσουμε;»
«Καλά, σε δέρνω μετά!»
«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» τον άκουσα να κάνει και αμέσως μετά ακολούθησε το χαρακτηριστικό βουητό της πόρτας που ανοίγει.

Το διαμέρισμά του είναι ρετιρέ στον έκτο όροφο οπότε κάλεσα το ασανσέρ και περίμενα… και περίμενα… και πάνω που αναρωτιόμουν τι γίνεται, κατέβηκε ένας κύριος από τις σκάλες.

«Μην περιμένετε άδικα, δεσποινίς, είναι χαλασμένο, αύριο το πρωί θα έρθει τεχνικός να το δει!»

Να σου γαμήσω!!! Πήρα τηλέφωνο το Μιχάλη.

«Μιχάλη, το ασανσέρ σας είναι χαλασμένο, θα σε περιμένω κάτω!»
«Είσαι τρελή; Αν κατέβω κάτω πώς θα ανέβω μωρή 115 κιλά άνθρωπος;»
«Και τι θα κάνουμε;»
«Θα ανέβεις εσύ!»
«Μα ήθελα να βγούμε!»
«Και πώς θα ανέβω μωρή παλαβή; Αν κατέβω θα πρέπει μετά να πάμε σπίτι σου!»

Ναι, ήθελα να βγάλουμε τα μάτια μας και ο Μιχάλης είναι αρκετά φωνακλάς, και εδώ που τα λέμε έχει το ταλέντο να με κάνει και εμένα να φωνάζω, οπότε, σκεπτόμενη καλύτερα, αποφάσισα να κάνω την ανάγκη φιλότιμο.

«Καλά, ανεβαίνω εγώ!» του είπα και η αλήθεια είναι ότι έχω καλή φυσική κατάσταση, μπορεί να είχα σταματήσει το χορό από το Γενάρη αλλά το γυμναστήριο δεν το είχα σταματήσει, οπότε έξι όροφοι δεν ήταν και τίποτα το φοβερό. Όταν έφτασα στον 6ο με περίμενε στην πόρτα.
«Καλώς τη μου» μου είπε χαρίζοντάς μου το πιο γλυκό του χαμόγελο.
«Έλα εδώ βρε μούργο!» του είπα αλλά τελικά ήμουν εγώ που χώθηκα στην αρκουδίσια αγκαλιά του και του έδωσα ένα απαλό φιλί στα χείλη.

Περάσαμε μέσα και μιας και μόλις είχε μπει το καλοκαιράκι και δεν έκανε ακόμα ζέστες, αποφασίσαμε να κάτσουμε στην τεράστια βεράντα του, που επειδή είναι και στον 6ο όροφο έχει και όμορφη θέα.

«Λοιπόν, πες μου τι θέλεις να πιείς και πάμε να μου πεις τι σ’ έπιασε σήμερα!»
«Θέλω κάτι δροσερό…»
«Θες να σου φτιάξω μια pinacolada;»
«Αμέ!»
«Ωραία, πήγαινε έξω και έρχομαι!»
«Δε θες να σου κάνω παρέα;»
«Όχι μωρέ, δυο λεπτά θα μου πάρει… και άλλωστε, τι ανησυχείς; Φοβάσαι μη σου ρίξω τίποτα στο ποτό για να σε παρασύρω;»
«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» του είπα με τη σειρά μου και βγήκα έξω στη βεράντα. Πράγματι, ούτε πέντε λεπτά αργότερα ήρθε με το ποτό μου ενώ εκείνος αποφάσισε να πιει παγωμένη ρακή την οποία θα τη συνόδευε με ένα πιάτο με μανταρίνια.
«Λοιπόν, για λέγε!»
«Σήμερα το μεσημέρι με φώναξε στο γραφείο η Ναταλία, είναι η προϊστάμενη του τμήματος, και μου πρότεινε να γίνω team leader και δεν συνοδεύεται μόνο με τίτλο, πήρα και αύξηση, από 700 καθαρά που παίρνω σήμερα πάω στα 970 και επιπλέον θα έχω και κάρτα για σούπερ μάρκετ άλλα 130 ευρώ το μήνα και εταιρικό κινητό με επιδότηση 650 ευρώ. Τετρακόσια ευρώ αύξηση! Φυσικά και αποδέχτηκα, ξεκινάω αρχές Σεπτέμβρη, αν και μου είπε ότι το εταιρικό κινητό μπορώ να το πάρω από τις αρχές Αυγούστου!»
«Μπράβο κοριτσάρα μου» μου είπε ο Μιχάλης και όχι απλά μου το είπε, σηκώθηκε, με πήρε αγκαλιά και με έφερε τρεις σβούρες ενώ εγώ τσίριζα ενθουσιασμένη. «Αυτό θα πρέπει να το γιορτάσουμε!»
«Θα το γιορτάσουμε!» τον διαβεβαίωσα!
«Όχι μόνο έτσι μωρή λυσσάρα… Λοιπόν… το βρήκα, Σάββατο δουλεύεις;»
«Ναι, αφού έχω ρεπό αύριο!»
«Θα ζητήσεις εκτάκτως άδεια Παρασκευή και Σάββατο.»
«Μα είναι very short notice!»
«Μαμούνια! Πάρε τηλέφωνο τώρα να δεις αν μπορείς να ανταλλάξεις το αυριανό σου ρεπό»
«Είναι δέκα και βρε παλαβέ!»
«Ρε πάρε τηλέφωνο!»

Τι να τον κάνω, πήρα τηλέφωνο την team leader μου και την παρακάλεσα να ανταλλάξω το ρεπό μου, να πάω αύριο κανονικά στη δουλειά και να λείψω το Σαββατοκύριακο και η Εύα δε μου χάλασε το χατίρι, για την ακρίβεια δε χρειάστηκε καν να αλλάξω το ρεπό.

«Ωραία, το κανόνισα, και δε με άφησε καν να αλλάξω το αυριανό ρεπό, και ρεπό και δυο μέρες άδεια!»
«Ωραία!» μου είπε. «Περίμενε μισό» συμπλήρωσε και πετάχτηκε μέσα και γύρισε με το tablet του.
«Τι κάνεις;»
«Μην ομιλείτε στον οδηγό! Θα σου πω όταν τελειώσω!»
«Ουφ, θες να με σκάσεις;»
«Γιατί μωρή, εγώ σου έκανα παράπονα που θες να με ζουπίξεις;»
«Αυτό θα σου έλειπε!» του είπα γελώντας αλλά τον άφησα στην ησυχία του. 
«Για δώσε μου λίγο την ταυτότητά σου!»
«Τι την θες;»
«Μωρή φέρε την ταυτότητά σου και άσε την πάρλα!»
Τι να κάνω, πήγα και του έδωσα την ταυτότητα και τον είδα να γράφει στο tablet. Τι να μου ετοίμαζε ο κρητίκαρος Μακιαβέλλι;
«Ωραία!» μου είπε μετά από λίγη ώρα και εκείνη τη στιγμή μου ήρθε ειδοποίηση στο gmail μου. «Άνοιξέ το!»
Άνοιξα το gmail αλλά αυτό που είδα δεν το περίμενα ούτε σε τρεις ζωές. Ήταν booking confirmation για ταξίδι στο Παρίσι μετ’ επιστροφής και έμεινα να κοιτάζω σα χαζή την οθόνη του κινητού.
«Πετάμε Παρασκευή πρωί και επιστρέφουμε Κυριακή βράδυ» με πληροφόρησε ενώ εγώ κοιτούσα ακόμα αποσβολωμένη την οθόνη του κινητού μου.
«Μ…Μιχάλη;» τον ρώτησα ακόμα αποσβολωμένη.
«Είπαμε θα το γιορτάσουμε και θα το γιορτάσουμε!»
«Δεν… δεν έχω λόγια!»
«Αλλά δε χρειάζεται να περιμένουμε μέχρι την Παρασκευή!» μου είπε πονηρά και το μυαλό μου πήγε αμέσως στο σεξ αλλά ο Μιχάλης εννοούσε άλλο πράγμα, καθώς έβγαλε από την τσέπη του πουκαμίσου του χοντρό μπάφο. Αν και είχα απορήσει με τη Μάνια που δεν είχε δοκιμάσει ποτέ στη ζωή της, σάμπως εγώ ήμουν καλύτερη; Μια φορά είχα κάνει σε ένα πάρτι όταν ήμουν δευτεροετής, δηλαδή δυο τζούρες είχα τραβήξει όλες κι όλες.

Ναι, η πρότερη εμπειρία μου… καμία σχέση… Αυτό με χτύπησε κατακέφαλα, κατακέφαλα όμως! Δεν έχω λόγια να περιγράψω την ευδαιμονία που ένιωσα, αλλεπάλληλα κύματα καθαρής έκστασης που με έκαναν να χαμογελάω σαν το ηλίθιο και να ήταν μόνο αυτό; 

This is Major Tom to ground control
I’m stepping through the door
And I'm floating in a most peculiar way
And the stars look very different today
For here am I sitting in a tin can far above the world
Planet Earth is blue and there's nothing left to do

Εκεί, ακούγοντας το Space Oddity στο Spotify,  συνειδητοποίησα ότι το τραγούδι ήταν μεταφορά, αν όχι επιθανάτιας εμπειρίας από υπερβολική δόση, τουλάχιστον κατανάλωσης ψυχοτρόπων. Μου φάνηκε γελοίο που τόσα χρόνια δεν είχα κάνει αυτή τη σύνδεση και έβαλα και πάλι τα γέλια και με ακολούθησε και ο Μιχάλης που δεν ήξερε γιατί γελάω, αλλά τι λέω, καλά-καλά δεν ήξερε γιατί γελούσε ο ίδιος! Είχαμε μπει γκολ και οι δύο!

«Γιαγιά, είδες κάτι μπλε χαπάκια που είχα αφήσει στο τραπέζι της κουζίνας; Πρόσεξε μην τα πάρεις, είναι LSD. Τι χαπάκια μου τσαμπουνάς, τους πράσινους δράκους τους είδες;» είπε ο Μιχάλης και εκεί κοντέψαμε να φτύσουμε τα πνευμόνια μας και οι δύο.
«Μπαμπά, ήπια το νερό!» ξεκίνησα εγώ όταν ηρεμίσαμε κάπως. «Μπράβο παιδί μου. Μπαμπά, ήπια και το ρεύμα!» συνέχισα προκαλώντας ένα νέο κύμα ντελιριακού γέλιου. Δεν ξέρω πόση ώρα μας πήρε να ηρεμίσουμε, πάντως όταν τα καταφέραμε πονούσαν σχεδόν τα πλευρά μου από το γέλιο.

Ηράκλειο, Γενάρης 2024

«Τι, αυτό ήταν; Στο καλύτερο θα μας κόψεις;» με ρώτησε η Φοίβη.
«Τα υπόλοιπα σπίτι!» της είπα, κλείνοντάς της το μάτι πονηρά.
«Πάμε ακόμα ένα γύρο ή να πάμε σπίτι;» ρώτησε ο Αρίστος αλλά μιας και είχαμε πιει ήδη τρεις γύρους αποφασίσαμε να μην πιούμε άλλο εκεί και να γυρίσουμε στο σπίτι …διά τα περαιτέρω.

Η αλήθεια είναι πως όταν γυρίσαμε είχα γίνει ελαφρώς κουδούνι, που δηλαδή να πίναμε και τέταρτο γύρο. Με το που ανεβήκαμε πάνω συμφωνήσαμε να παίξουμε το “never have I ever” και μιας και ήμουν εγώ που το είχα προτείνει, ήμουν κι αυτή που το ξεκίνησε.

“Never have I ever went out wearing a butt-plug” είπα και ήμουν η μόνη που ήπια γουλιά από τη μπύρα. «Καλά πήγε αυτό!» συμπλήρωσα και οι υπόλοιποι έβαλαν τα γέλια.
«Αμάν γκρίνια» με πείραξε ο Αρίστος. «Άντε, βγάλ’την!»
«Ευχαριστώ!» του είπα ενθουσιασμένη και σηκώθηκα να πάω μέσα στην τουαλέτα αλλά μ’ έκοψε.
«Πού πας, νεαρά;»
«Να… να βγάλω τη σφήνα!»
«Εδώ θα τη βγάλεις!»
«Εδώ;» τον ρώτησα ελαφρά μαγκωμένη.
«Μπορείς να συνεχίσεις να τη φοράς, βέβαια…»
«Αυτό είναι εκβιασμός και διαμαρτύρομαι εντόνως!»
«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ!!!!»
«Ορίστε, βλέπετε τι τραβάω;»
«Δεν βλέπω κίνηση!» είπε ξανά ο Αρίστος, και τι να κάνω; Σηκώθηκα, κατέβασα το καλσόν, κατέβασα το κιλοτάκι και έβγαλα τη σφήνα, και παρόλο που είχα γίνει σαν ινδιάνα, ένιωσα απίστευτη ανακούφιση.
«Αισθάνεσαι καλύτερα;» με ρώτησε η Φοίβη, όταν επέστρεψα από το μπάνιο στο οποίο πήγα να αφήσω τη σφήνα.
«Άλλος άνθρωπος! Λοιπόν, σειρά σου!»
«Νιιιι!!!!» είπε και χτύπησε παλαμάκια. “Never have I ever done a strip-tease» είπε και με εξαίρεση τον Αρίστο, όλοι ήπιαμε μια γουλιά από τη μπύρα μας. Μετά ήταν η σειρά του Ανδρέα.
“Never have I ever watched my boyfriend/girlfriend fucked in front of me» είπε και όλοι ήπιαμε από μια γουλιά.
«Κάτσε, εσύ δε με έχεις δει με καμιά άλλη… ακόμα!» είπε ο Αρίστος.
«Εχμ… έχω δει το Μιχάλη… ok… δεν είναι ακριβώς boyfriend…»
«Δεν πειράζει, μετράει!» απάντησε ο Αρίστος. «Σειρά μου… Never have I ever got fucked in the ass» είπε και ήπιαμε όλοι.
«Το έχεις κάνει;» ρώτησα τον Ανδρέα ξαφνιασμένη, δεν το περίμενα.
«Όχι με αγοράκι, το έχω κάνει με την κυρά!»
«Νιιιιιιι!» είπε η Φοίβη, χειροκροτώντας και πάλι. «Δε μου λέτε, θέλετε να το συνεχίσουμε με αλήθεια ή θάρρος;»
«Ναι!» απαντήσαμε όλοι μαζί.
«Ωραία, μιας και το πρότεινα εγώ, ξεκινάω. Αλήθεια!»
«Κοτάρα!» της είπε πειρακτικά ο Ανδρέας. «Θέλει να ρωτήσει κανείς κάτι;»
«Ναι, εγώ!» της είπα. «Πώς ένιωσες την πρώτη φορά που έκανες σεξ μπροστά στον Ανδρέα; Δεν εννοώ με τη Χριστιάνα, με τον Vasily εννοώ.»
«Ομολογώ πως στην αρχή ήταν περίεργα. Κοίταξα κάμποσες φορές τον Ανδρέα στα μάτια, προσπαθώντας να καταλάβω την αντίδρασή του, αλλά κάθε φορά μου έκανε νόημα να συνεχίσω. Ο Vasily ήταν και αυτός σφιγμένος, οπότε την πρωτοβουλία την πήρα εγώ. Εγώ τον φίλησα πρώτη, εγώ του έφερα τα χέρια του πάνω στα στήθη μου, εγώ γδύθηκα από πάνω, εγώ τον χούφτωσα πρώτη, εγώ γονάτισα και τον πήρα στο στόμα μου, και ο φουκαράς είχε τόση υπερένταση που στην αρχή δεν του σηκωνόταν. Τέλος πάντων, η Χριστιάνα ανέλαβε τον Ανδρέα, και νομίζω ότι κάπου εκεί χαλάρωσε και ο Vasily και μετά έγινε ό,τι έγινε. Ποιος έχει σειρά;»
«Εγώ» είπα. «Αλήθεια!»
«Σ’ αρέσει η Φοίβη; Ξέρεις πως το εννοώ!» ρώτησε ο Αρίστος.
«Πολύ!» απάντησα λαμβάνοντας τα ενθουσιώδη παλαμάκια της Φοίβης. Μετά ήταν η σειρά του Ανδρέα, όπου και εκείνος επέλεξε αλήθεια, και πάλι ήμουν εγώ που έκανα την ερώτηση. «Πώς ένιωσες όταν είδες τη Φοίβη να… να ερωτοτροπεί με τον Vasily?»
«Σκοτοδίνη» είπε και βάλαμε τα γέλια. «Ομολογώ ότι στην αρχή ήταν πολύ ζόρικο, αλλά ήμουν εγώ ο ίδιος που είχα πει στη Φοίβη πως ό,τι ήθελε και ήταν στα χέρια μου να της το δώσω θα της το έδινα, και είμαι από αυτούς που τον λόγο τους τον κρατάνε.»
«Δε φοβήθηκες μήπως… δεν ξέρω… μήπως κάτι σπάσει μέσα σου;»
«Όχι, ήξερα πως αν τους ζητούσα να το σταματήσουν θα το έκαναν αλλά… δεν ξέρω, πες με περίεργο, δε θα αισθανόμουν καλά με τον εαυτό μου. Βέβαια, μην είμαι ψεύτης, παρά τη …σκοτοδίνη, είχα καυλώσει βλέποντας τη Φοίβη να κάνει πίπα στο Vasily και εδώ που τα λέμε είχα την υποστήριξη της Χριστιάνας. Ξέρεις τι έκανε; Με ρώτησε αν θέλει να την πάρω από πίσω. Ήξερε ότι φαντασιωνόμουν το κωλαράκι της, η γυναίκα με την οποία ήταν ερωτευμένη ερωτοτροπούσε με κάποιον διαφορετικό από εμένα μπροστά στα μάτια της και η Χριστιάνα με ρώτησε αν θέλω να μου δώσει κώλο για να με κάνει να αισθανθώ καλύτερα για να μην το χαλάσει στη Φοίβη. Η Χριστιάνα που είναι λεσβία! Αν αυτό δεν ήταν απόδειξη βαθιάς αγάπης, όχι απλά έρωτα, δεν ξέρω κι εγώ τι θα ήταν. Εννοείται ότι δεν δέχτηκα την προσφορά της αλλά εκείνη τη στιγμή, και πέραν της Φοίβης, την αγάπησα όσο δεν είχα αγαπήσει άνθρωπο.»
“The things we do for love…” είπε ο Αρίστος.
«Αυτό δεν ήταν προσφορά, θυσία ήταν» παρατήρησα.
«Ακριβώς, Μαριλίζα, και ήταν και ο λόγος που δεν το αποδέχτηκα. Δε θα μπορούσα να κοιτάξω ξανά τα μούτρα μου στον καθρέφτη, με τον ίδιο τρόπο που δε θα μπορούσα να κοιτάξω ξανά τα μάτια μου στον καθρέφτη αν είχα εκμεταλλευτεί το μεθύσι τους εκείνο το Σάββατο.»
«Είσαι υπέροχος» είπα με σπασμένη φωνή και τα μάτια μου υγρά.
«Είναι π’ ανάθεμά τον» είπε η Φοίβη, εξίσου δακρυσμένη.
«Έλα, μην αρχίσετε να μου κλαίτε ομαδικώς. Σειρά μου, άντε να πω κι εγώ αλήθεια!» είπε ο Αρίστος.
«Πώς ένιωσες όταν είδες τον Ανδρέα με τη Χριστίνα;» τον ρώτησα εγώ.
«Μου έγινε κατάρτι, είμαι μακαρονάς, τι να κάνουμε; Σειρά σου!»
«Άντε, θάρρος» είπα κι εγώ για να το κάνω πιο πικάντικο.
«Ωραία, θα μας κάνεις ένα στριπτήζ, και θα τα πετάξεις όλα!»
«Νιιιιι!!!!» φώναξε ενθουσιασμένη η Φοίβη χειροκροτώντας και πάλι. «Τι να της βάλουμε να χορέψει;»
«Να διαλέξω εγώ;»
«Αμέ!» μου απάντησαν και οι τρεις.

Είχα συνδέσει το κινητό μου με τα Bluetooth ηχεία που είχε το διαμέρισμα, οπότε λίγες στιγμές αργότερα το σαλόνι ακούστηκαν οι πρώτες νότες. Το ποτό με είχε λύσει οπότε, μιας και ήταν το πρώτο striptease που θα έκανα μπροστά στον Αρίστο, έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου.

Δεν ξέρω πόσο καλά χόρευε η Φοίβη αλλά είμαι κι εγώ πολύ καλή χορεύτρια, έχω και ρυθμό και κίνηση και χόρευα και pole. Βέβαια δεν είχα κάποιο διαθέσιμο οπότε βολεύτηκα με την κάσα του διαχωριστικού του σαλονιού με το υπνοδωμάτιο.

Sail, ooh
ooh, ooh

Ακούμπησα την πλάτη μου στην κάσα και άρχισα να λικνίζομαι, τρίβοντας την πλάτη μου πάνω της σα να χόρευα με κάποιον εραστή. Άρχισα να χαμηλώνω ενώ με τα χέρια χάιδευα τα στήθη μου, πότε στο πλάι και πότε μπροστά. Σηκώθηκα κάνοντας τις ίδιες κινήσεις και μετά άρχισα να κατεβάζω αργά το καλσόν μου.

This is how I show my love
I made it in my mind because
Blame it on my A.D.D. baby

This is how an angel dies
Blame it on my own sick pride
Blame it on my A.D.D. baby

Sail, sail
Sail, sail, sail
Το καλσόν βγήκε τελείως. Κάνοντας τις ίδιες κινήσεις που έκανα και στην αρχή άρχισα να κατεβάζω το φόρεμα, έχοντας την πλάτη μου γυρισμένη προς τους άλλους.
Maybe I should cry for help
Maybe I should kill myself (myself)
Blame it on my A.D.D. baby

Maybe I'm a different breed
Maybe I'm not listening
So blame it on my A.D.D. baby

Πέταξα το φόρεμα, έχοντας μείνει γυμνή από πάνω και μόνο με το κιλοτάκι από κάτω, καλύπτοντας και τα δυο μου στήθη.

Sail, sail
Sail, sail, sail

Τράβηξα τα χέρια μου από τα στήθη μου αφήνοντάς τα ακάλυπτα, χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματήσω να λικνίζομαι. Ο Αρίστος χαμογελούσε ενώ Φοίβη και Ανδρέας με έτρωγαν και οι δυο με τα μάτια τους.

La la la la la, la la la la la, ohh
La la la la la, la la la la la, ohh
La la la la la, la la la la

Γύρισα να με έχουν στο πλάι και άρχισα να κατεβάζω το κιλοτάκι μου, φροντίζοντας να έχω τέτοια γωνία ώστε να μη μπορούν να με δουν ολόκληρη ούτε από μπροστά, ούτε από πίσω.

Sail ooh, sail ooh
Sail ooh, sail ooh
Sail ooh (sail with me into the dark)
Sail ooh (sail with me into the dark)
Sail ooh (sail with me into the dark)
Sail ooh (sail with me into the dark), sail
Ooh, ooh

Γύρισα προς το μέρος τους και άρχισα να χαμηλώνω και να σηκώνομαι διαδοχικά με αισθησιακές κινήσεις χαϊδεύοντας τα στήθη μου, σφίγγοντας τα χέρια μου και αφήνοντάς τα και πάλι, ρυθμικά, μέχρι που η μουσική άρχισε να χαμηλώνει σταδιακά, μέχρι που το τραγούδι τελείωσε.

«Μωρό μου σ’ αγαπάω, αλλά, στο στριπτήζ τουλάχιστον, νομίζω ότι βρήκες τη μαστόρισσά σου» είπε ο Ανδρέας στη Φοίβη, κάνοντάς με να κοκκινήσω μέχρι τ’ αφτιά.
«Όταν έχει δίκιο, έχει δίκιο!» είπε η Φοίβη με γνήσιο θαυμασμό.
«Ρε παιδιά, ας με τσιμπήσει κάποιος» είπε ο Αρίστος και η Φοίβη, ως γνήσιο πειρακτήρι, δεν έχασε την ευκαιρία, του έδωσε μια τσιμπιά που τον έκανε να χοροπηδήσει. «Σιγά μωρή μουρλή, θα μου κόψεις κανένα κομμάτι!»
«Σου άρεσε μωρό μου;»
«Αν… θεέ μου τι ρωτάει… ούτε στα καλύτερα club στο San Fransisco δεν είχα δει τέτοια παράσταση!!!!!»
«Αχ, γι’ αυτό σ’ αγαπάω!» του είπα ενθουσιασμένη με τον υπερβάλλοντα ενθουσιασμό του.

Είναι περίεργο, παρόλο που ήμουν η μόνη που ήμουν τελείως γυμνή, δεν ένιωσα καθόλου αμηχανία, και δεν ήταν απλά το ποτό που με είχε λύσει… δεν ξέρω… ένιωθα τελείως απελευθερωμένη. Και κάπου εκεί το αλήθεια ή θάρρος τελείωσε, ή για να είμαι ακριβής, η Φοίβη το πήρε πάνω της ζητώντας μου να τη γδύσω εγώ, επιλέγοντας τη μουσική που θέλω. Χαμογέλασα και πήρα το κινητό μου και λίγες στιγμές αργότερα ο ήχος των Prodigy πλημμύρισε το σαλόνι…

Νέο Ηράκλειο, Ιούνης 2023

Μας πήρε πολλή ώρα να έρθουμε στα ίσια μας και πραγματικά δεν έχω απολαύσει ποτέ στη ζωή μου γρανίτα όσο αυτή που φάγαμε λίγη ώρα αργότερα, δεν αστειεύομαι, ήταν σχεδόν θρησκευτική εμπειρία. Μόλις φάγαμε τις γρανίτες μας του ζήτησα να βάλει το Smack my bitch up των Prodigy, και με το που το έκανε σηκώθηκα και χωρίς να δίνω σημασία ότι είμαι στη βεράντα, και όχι μέσα, σηκώθηκα και άρχισα να χορεύω και να λικνίζομαι προκλητικά μπροστά του γυρίζοντάς του την πλάτη.

Change my pitch up
Smack my bitch up
Change my pitch up
Smack my bitch up

Κουνώντας πολύ προκλητικά τον κώλο μου άρχισα να κατεβάζω το παντελόνι και, όπως το είχα υπολογίσει, ο Μιχάλης μου τράβηξε δυο γερές στα κωλομέρια, μια για κάθε “Smack by bitch up”. Κατέβασα το παντελόνι μου τελείως και το έβγαλα και, με τον κώλο κόκκινο, γύρισα να τον κοιτάξω, συνεχίζοντας να λικνίζομαι προκλητικά.

Change my pitch up
Smack my bitch up
Change my pitch up
Smack my bitch up

Άρχισα να ανεβάζω το top μου τραβώντας το πολύ αργά προς τα πάνω, ανασηκώνοντας τα στήθη μου και κάνοντας τα να αναπηδήσουν με το που βγήκαν από την φυλακή τους. Ο Μιχάλης τα λάτρευε και σχεδόν αμέσως μετά με άρπαξε και με έφερε προς το μέρος του χώνοντας το πρόσωπό του ανάμεσά τους…

Ηράκλειο, Γενάρης 2024

Παρόλο που ήταν όλοι τους πενηντάρηδες, ήξεραν κατά τα φαινόμενα το τραγούδι καθώς άρχισαν να σφυρίζουν ενθουσιασμένοι, ενώ η Φοίβη έβαλε τα γέλια κανονικά. Την έγδυσα αισθησιακά στο ρυθμό του “Smack my bitch up” και διαπίστωσα ότι πενηντάρα ξε-πενηντάρα, είχε ευλυγισία που θα ζήλευαν ακόμα και συνομήλικές μου, για να μην πω το πόσο αισθησιακά ήξερε να κουνιέται και να χορεύει.

Change my pitch up
Smack my bitch up
Change my pitch up
Smack my bitch up

Όπως είχε κάνει και ο Μιχάλης εκείνη τη βραδιά στο σπίτι του, έτσι κι εγώ, σε κάθε “Smack my bitch up” έριχνα και μια στον κώλο της, και μάλλον το παράκανα γιατί όταν τέλειωσε το τραγούδι με τη Φοίβη να έχει μείνει και αυτή τελείως γυμνή, διαπίστωσα ότι και τα δυο της κωλομέρια της ήταν  κατακόκκινα! Η Φοίβη έσκυψε και με φίλησε, δηλαδή τι με φίλησε, με ρούφηξε στην κυριολεξία, και η εμπειρία μου μαζί της έμελλε να αποδειχτεί ακόμα καλύτερη από αυτή που είχα με τη Μάνια…



No comments: