Search This Blog

Sunday, May 1, 2022

Daybreak



01. Πρωί στο κυλικείο

Ανδρέας

Μωρέ καλά το λένε, όσα φέρνει μια στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Με λένε Ανδρέα και είμαι στο τρίτο μου έτος στο τμήμα Βιολογίας του πανεπιστημίου Κρήτης. Τυπικά είμαι τεταρτοετής, αλλά την πρώτη χρονιά είχα απλά γραφεί στη σχολή για να δώσω ξανά πανελλήνιες, μήπως και περάσω ιατρική που ήταν η πρώτη μου επιλογή.

Με τους βαθμούς μου τη δεύτερη χρονιά θα μπορούσα να έχω περάσει και στην Αθήνα, αλλά είχα αποφασίσει είτε Ιατρική είτε Βιολογία στο πανεπιστήμιο της Κρήτης, που ήταν—και ακόμα είναι—η καλύτερη σχολή βιολογίας στην Ελλάδα.

Κάπως έτσι ο Σεπτέμβρης του 1993 με βρίσκει για τρίτη συνεχόμενη χρονιά στη Λεβεντογέννα. Ήμουν στο κυλικείο και έπινα τον καφέ μου όταν ένιωσα ξαφνικά αυτή την γνώριμη και ανεξήγητη αίσθηση πως κάποιος σε κοιτάει. Σήκωσα αργά το βλέμμα από το φλιτζάνι μου. Δεν έκανα λάθος, γύρισα και όντως είδα να έχει καρφώσει το βλέμμα της πάνω μου μια όμορφη κοκκινομάλλα με σοφιστικέ γυαλάκια. Στεκόταν λίγα μέτρα μακριά, κρατώντας νευρικά δύο τετράδια στο στήθος.

Και εκεί πάγωσα για μερικές στιγμές γιατί την αναγνώρισα. Το φλιτζάνι μου σταμάτησε στη μέση του δρόμου προς το στόμα μου. Παρόλο που είχε αλλάξει πολύ από την τελευταία φορά που την είχα δει, πάνε τρία χρόνια από τότε, ήταν η Φοίβη η Μαρτίνου, συμμαθήτρια της αδερφής μου, δεν μπορούσε να είναι κάποια άλλη. Παρόλο που ήταν η ίδια που με πλησίασε διστακτικά, κάνοντας μικρά, αβέβαια βήματα προς το τραπέζι μου, ήμουν εγώ που μίλησα πρώτος.

«Φοίβη, εσύ είσαι;» τη ρώτησα εξίσου διστακτικά, ακουμπώντας το ποτήρι στο τραπέζι και σηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι μου, χωρίς να μπορώ να πιστέψω καλά-καλά στα μάτια μου.

«Αυτοπροσώπως!» μου απάντησε χαμογελαστή με μάτια που άστραψαν, ενώ ταυτόχρονα άφησε τα τετράδιά της να γλιστρήσουν πιο χαλαρά στην αγκαλιά της.

«Α, στο διάολο!» είπα στο πουθενά, χτυπώντας ελαφρά την παλάμη μου στο μέτωπό μου, μη μπορώντας ακόμα να το πιστέψω.

Η Φοίβη χαχάνισε, σκεπάζοντας το στόμα της με το ελεύθερο χέρι. «Τι με διαολοστέλνεις καλέ; Ούτε δανεικά να σου χρώσταγα,» μου λέει κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Ρε δε λέω αυτό!» της είπα χαχανίζοντας ακόμα, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Τρόμαξα να σε γνωρίσω, επιφώνημα έκπληξης ήταν,» συμπλήρωσα με ειλικρίνεια και θαυμασμό που δε μπορούσα να κρύψω.

«Πού πήγαν οι τρόποι σου, θα με αφήσεις όρθια να περιμένω;» με ρώτησε με πειρακτικό χαμόγελο, γέρνοντας ελαφρά προς τη μία πλευρά και κοιτάζοντάς με λοξά.

«Έχεις δίκιο, είμαι γάιδαρος!» της είπα χαχανίζοντας.

«Ξεσαμάρωτος!» μου απάντησε εμφατικά, δείχνοντάς με με το δάχτυλό της.

«Το έχω ξανακούσει αυτό!» απάντησα ανταποδίδοντας το χάχανο και τρίβοντας το σβέρκο μου. «Κάτσε, κάτσε. Θες καφεδάκι;» είπα δείχνοντας με το χέρι την άδεια καρέκλα απέναντί μου.

«Κερνάς;» ρώτησε, ανασηκώνοντας το ένα φρύδι με πονηρό χαμόγελο.

«Αμέ! Κάτσε θα πάω να τον πάρω εγώ. Τι θέλεις;» είπα σηκώνοντας από τη θέση μου.

«Νες μέτριο με λίγο γάλα.»

«Έφτασέεεεεεεεεεει» της είπα και σηκώθηκα και πήγα να πάρω τον καφέ της. Εκείνη κάθισε στο τραπέζι μου, τοποθετώντας προσεκτικά τα τετράδια της πάνω του.

Πραγματικά είχε γίνει αγνώριστη από την τελευταία φορά που την είχα δει. Δεν φορούσε πια ούτε σιδεράκια, ούτε πατομπούκαλα στα μάτια. Προσωπικά εγώ ακόμα και με αυτά την έβρισκα σκέτη γλύκα αλλά ομολογώ ότι η αλλαγή γυαλιών και χρώματος στο μαλλί είχε κάνει θαύματα.

Τα μπροστινά της δόντια της ήταν ακόμα λίγο στραβά αλλά με πολύ χαριτωμένο, κουνελίσιο, τρόπο. Γύρισα πίσω στο τραπέζι με τον καφέ της, προσπαθώντας να μη δείξω πόσο τη θαύμαζα.

«Ορίστε» της είπα προσφέροντάς της το πλαστικό ποτήρι με τον καφέ, κάνοντας με μια ελαφρά θεατρική υπόκλιση.

«Ευχαριστώ!» μου είπε παίρνοντας τον καφέ και χαρίζοντάς μου το πιο γλυκό της χαμόγελο.

«Για λέγε, τι κάνεις; Έχω να σε δω από τότε που τέλειωσα το σχολείο,» τη ρώτησα με το που κάθισα κι εγώ στο τραπέζι.

«Όχι ότι θα με έβλεπες ακόμα και αν δεν το είχες τελειώσει,» μου είπε κουνώντας το κεφάλι της και σφίγγοντας τα χείλη της, ενώ ταυτόχρονα κρατούσε τον καφέ και με τις δυο της παλάμες. «Πήρε μετάθεση ο πατέρας μου και μετακομίσαμε Χίο.»

«Εκεί τέλειωσες το λύκειο;»

«Ναι,» απάντησε κουνώντας απλά το κεφάλι.

«Δεν πρέπει να είναι και πολύ εύκολο κάθε δυο-τρία χρόνια να αλλάζεις και περιβάλλον.»

«Δε βαριέσαι, το ίδιο μου έκανε. Ανέκαθεν ήμουν μοναχική και αν θυμάσαι καλά όχι ιδιαίτερα δημοφιλής,» είπε ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους.

«Μεταξύ μας; Νομίζω ότι ήταν επιλογή σου,» της είπα, και το εννοούσα.

«Γιατί το λες αυτό;» ρώτησε γέρνοντας το κεφάλι της με περιέργεια.

«Γιατί ακόμα θυμάμαι τι γέλιο με είχες κάνει και είχα ρίξει στο πάρτι. Ήσουν απίθανη, νομίζω ότι εσύ επέλεγες να κρύβεσαι,» της είπα με ειλικρίνεια. Εμένα τουλάχιστον με είχε κερδίσει μέσα σε μερικά λεπτά.

«Δεν ήταν ακριβώς έτσι, Ανδρέα,» είπε κοιτάζοντάς με σοβαρά και παίζοντας νευρικά με το ποτήρι της.

«Εντάξει, δεν επιμένω,» απάντησα θέλοντας να μην την φέρω σε δύσκολη θέση.

«Τι κάνει η Ευτυχία;» ρώτησε αλλάζοντας θέμα.

«Καλά είναι, πέρασε στο οικονομικό που ήθελε. Αλήθεια, ακόμα δε μου είπες, εσύ πώς και στην εξωτική βόρεια Αφρική;»

«Επιστήμη Υπολογιστών, είμαι εδώ από τα μέσα του του Σεπτέμβρη,» απάντησε χαμογελώντας.

«Το είπες και το έκανες!» είπα με γνήσιο θαυμασμό.

«Τι εννοείς;»

«Μου το είχες πει στο πάρτι ότι ήθελες να σπουδάσεις επιστήμη υπολογιστών,» της εξήγησα χαμογελώντας στην ανάμνηση. «Ήσουν 14 χρονών οπότε δεν το είχα πάρει ιδιαίτερα στα σοβαρά.»

«Στο είχα πει, ε;» ρώτησε αφηρημένα.

«Πολύ με συγκινείς που δε θυμάσαι τίποτα,» της είπα με θεατρική απογοήτευση, κάνοντάς τη να χαχανίσει για μερικές στιγμές.

«Και που είχα καταφέρει να αναπνέω όταν με πήρες να χορέψουμε, ευχαριστημένη είμαι,» μου απάντησε κοκκινίζοντας ελαφρά, κοιτάζοντας το ποτήρι της.

«Ορίστε;» τη ρώτησα με γουρλωμένα μάτια.

«Το πάρτι αυτό ήταν το highlight των γυμνασιακών μου χρόνων,» είπε κοιτάζοντάς με στα μάτια.

Κατά τα φαινόμενα δεν ήμουν τελικά ο μόνος που είχε τσιμπηθεί εκείνο το βράδυ! Κοίτα να δεις!

«Σοβαρά τώρα;» τη ρώτησα προσπαθώντας να το παίξω άνετος.

«Σοβαρότατα! Να έρθει ο Ανδρέας, με τον οποίον είχε καψούρα το μισό σχολείο, να με ζητήσει για χορό; Στην αρχή νόμιζα ότι ήσουν στο κόλπο για να μου κάνετε κάποιο χουνέρι,» εξομολογήθηκε. «Βέβαια, λίγο αργότερα κατάλαβα ότι δεν είχες κανένα τέτοιο σκοπό.»

«Όχι,» της απάντησα σοβαρά. «Δεν είμαι από τους ανθρώπους που θα έκαναν τέτοιου είδους πλάκα.»

«Το κατάλαβα,» μου είπε χαμογελώντας. «Να ξέρεις, σε ερωτεύτηκα λίγο εκείνη την μέρα,» συμπλήρωσε ντροπαλά.

Και δεν ήταν η μόνη… Προσπάθησα να κάνω χαβαλέ για να κρύψω την ταραχή μου.

«Και με ξεπέρασες έτσι γρήγορα; Πάει, ξέφτισε η μπογιά μου» της είπα ακουμπώντας το χέρι μου στο στήθος μου με θεατρικό τρόπο, κάνοντάς τη να χαμογελάσει.

«Ποτέ δε σε ξεπέρασα Ρωμαίο μου» μου είπε βγάζοντάς μου τη γλώσσα με παιχνιδιάρικο τρόπο.

«Ορίστε, μας δουλεύει το πιτσιρίκι. Δε μου λες τώρα, πού είσαι;» ρώτησα σκύβοντας προς το μέρος της.

«Μαζί σου και πίνουμε καφέ,» μου απάντησε χασκογελώντας.

«Άλλο ρωτάω ρε βλαμμένο,» της είπα χαχανίζοντας. |Μένετε ακόμα Χίο;»

«Όχι, εγώ μετακόμισα Ηράκλειο γιατί θα μου έπεφτε δύσκολο να παρακολουθήσω αλλιώς τη σχολή» είπε συνεχίζοντας να με δουλεύει ψιλό γαζί.

«Θα σε τουλουμιάσω στο ξύλο, φουκαριάρα μου» της είπα χαμογελαστός κάνοντας της την χειρονομία ότι θα την χεριάσω.

«Αχνε» μου είπε απλώνοντας το χέρι της γελαστή, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια με τη σειρά μου.

«Για πες, πώς σου φαίνεται το Ηράκλειο;»

«Πώς να μου φανεί; Δύο εβδομάδες είμαι όλες κι όλες εδώ,» απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Και; Δε βγαίνεις καθόλου;»

«Ε, πέρα από βόλτες στο κέντρο δεν έχω πάει και πουθενά,» είπε περνώντας το χέρι της στα μαλλιά της.

«Πού μένεις;»

«Φορτέτσα.»

«Α, νοίκιασες κοντά, ε;»

«Ε ναι. Εσύ που μένεις;»

«Κι εγώ κοντά έχω νοικιάσει, πίσω από τα άσπρα κτήρια.»

Κοίταξα το ρολόι μου με μια γρήγορη κίνηση του καρπού. Γαμώτο, σε λίγο είχα μάθημα.

«Φοίβη, σε λίγο έχω μάθημα, θα πρέπει να σε αφήσω,» της είπα με ύφος λες και θα με πήγαιναν στα κάτεργα.

«Ναι, κι εγώ έχω,» είπε κοιτάζοντας κι εκείνη το ρολόι της.

«Δε μου λες, θέλεις το βραδάκι να πάμε έξω για κανένα ποτάκι;» τη ρώτησα προσπαθώντας να μην καρφωθώ.

Με κοίταξε σκεπτική, παίζοντας με το ποτήρι του καφέ.

«Σαν ραντεβού;» με ρώτησε διστακτικά.

«Όχι, Σαν Φρανσίσκο» της απάντησα κάνοντάς την να βάλει τα γέλια και να κουνήσει το κεφάλι της.

«Ρωτάω για να ξέρω αν θα σημειώσω ημερομηνία και ώρα που μου ζήτησαν για πρώτη φορά ραντεβού,» είπε κοιτάζοντάς με ντροπαλά, κάνοντας την καρδιά μου να χτυπήσει δυνατά.

«29/9/1993, 11:10,» της είπα προσπαθώντας σκληρά να συγκρατήσω τον ενθουσιασμό μου και να μην αρχίσω να χοροπηδάω σαν Ινδιάνος. «Θα μου πεις ή θα με σκάσεις;» τη ρώτησα με θεατρική απόγνωση.

«Που θα πάμε;» με ρώτησε γέρνοντας το κεφάλι της ερωτηματικά.

«Στα μπαράκια, στην Κοραή,»

«Θα βρεθούμε εκεί;» με ρώτησε σιγανά.

«Δε θέλεις να κατέβουμε παρέα;» τη ρώτησα προσπαθώντας να κρύψω την απογοήτευση στη φωνή μου.

«Αμέ θέλω, πώς δε θέλω;» απάντησε με ενθουσιασμό που έκανε το πρόσωπό της να λάμπει, κάνοντας την καρδιά μου να κάνει και πάλι μερικές κωλοτούμπες.

Μαλάκα μου, είχα αρχίσει να την δαγκώνω και πάλι!

«Μέχρι τι ώρα έχεις μαθήματα σήμερα;» τη ρώτησα πασχίζοντας να μη φανώ σα λιγούρι. «Σε βολεύει να πούμε κατά τις 19:00;»

«Κάτσε να δω και το πρόγραμμά μου, σάμπως το έχω μάθει ακόμα;» είπε και άνοιξε τα κιτάπια της, ψάχνοντας με τα δάχτυλά της ανάμεσα στις σελίδες.

«Έχω δύο ώρες Απειροστικό-I και μετά άλλο ένα δίωρο ψηφιακή σχεδίαση και μετά Pascal-I. Να πούμε 20:00 για να μπορέσω να ετοιμαστώ;» ρώτησε κλείνοντας το τετράδιό της, κοιτάζοντάς με ερωτηματικά.

«Να πούμε» της είπα χαμογελώντας. «Λοιπόν, τα λέμε στις 20:00 εδώ, εντάξει;»

«Εντάξει» μου είπε σηκώνοντας ελαφρά τους ώμους και χαρίζοντάς μου ένα γλυκό κουνελίσιο χαμόγελο.

«Χάρηκα πολύ που σε είδα» της είπα ειλικρινά, σηκώνοντας από τη θέση μου. «Τα λέμε στις 20:00.»

Εκείνη έσφιξε τα βιβλία της στο στήθος και με κοίταξε με μάτια που άστραφταν από προσμονή.

Κοίτα να δεις ρε φίλε πως στα φέρνει ο διάολος. Απ’ όλες τις συμμαθήτριες της μικρής μου αδερφής, αυτή που συμπαθούσα περισσότερο απ’ όλες ήταν η Φοίβη. Γλυκούλα στο πρόσωπο με στραβά δόντια στα οποία φορούσε σιδεράκια και κάτι απίστευτα άχαρα κοκάλινα γυαλιά ήταν η καλύτερη μαθήτρια της τάξης της και όλου του σχολείου.

Και το «συμπαθούσα» δεν είναι και πολύ ακριβές εδώ που τα λέμε, από το βράδι του πάρτι που είχε κάνει η αδερφή μου στα γενέθλιά της και μετά είχα κρασάρει μαζί της παρά το γεγονός πως υποτίθεται ότι ήμουν τότε ερωτευμένος με κάποιαν άλλη. Όντας στα 17 δεν είχα καμία όρεξη να κάνω το μπαμπά σε ένα τσούρμο 14-χρονα και αν δεν με είχε δωροδοκήσει η Ευτυχία δε θα είχα καθίσει εκείνο το βράδυ στο σπίτι.

Περιστέρι, Νοέμβριος 1989

Να λέμε την αλήθεια η μικρή είχε και τη θερμή συμπαράσταση του κολλητού μου του Θέμη, ο οποίος γούσταρε πολύ την κολλητή της Ευτυχίας, τη Μαίρη.

«Ρε μαλάκα είναι 14 χρονών,» είπα κουνώντας το κεφάλι μου με απορία.

«Μπορεί αλλά είναι γαμώ τα γκομενάκια. Και στην τελική-τελική δεν είπα ότι θα την παντρευτώ κιόλας ρε μαλάκα,» απάντησε ο Θέμης σηκώνοντας τους ώμους και κάνοντας μια αδιάφορη χειρονομία.

Το δεκαχίλιαρο της Ευτυχίας και το τσουρέκιασμα του Θέμη ήταν αυτά που με έκαναν να μείνω στο σπίτι εκείνο το Σαββατόβραδο.

Αν και δεν θα το παραδεχτώ ποτέ ανοιχτά η αλήθεια ήταν ότι για πάρτι ήταν μια χαρά. Ο συμμαθητής της Ευτυχίας που εκτελούσε το ρόλο του DJ κουνιόταν ήταν καλός και κάμποσες από τις πιτσιρίκες ήταν αρκετά καλοβαλμένες οπότε τουλάχιστον είχε και λίγο φάτε μάτια ψάρια.

Και χυλόπιτα σερβιρισμένη ζεστή-ζεστή στα μούτρα του Θέμη, να τα λέμε αυτά. Εμένα προσωπικά δε μου άρεσε καθόλου η Μαίρη, μου φαινόταν πολύ ξινή αν και η αλήθεια είναι ότι ήταν και όμορφη και ανεπτυγμένη για την ηλικία της. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.

«Καλοχώνευτη» είπα στο Θέμη με μια δόση χαιρεκακίας, χτυπώντας τον ελαφρά στον ώμο, η μιζέρια θέλει παρέα.

«Σοφία» μου απάντησε χαιρετώντας με το μεσαίο δάχτυλο και κάνοντας μου μια γκριμάτσα.

«Τι πας και θυμάσαι κι εσύ…» μουρμούρισα τρίβοντας το πρόσωπό μου με τις παλάμες.

Η Φοίβη είχε έρθει κι εκείνη αλλά καθόταν στον καναπέ μόνη της, με τα πόδια μαζεμένα και τα χέρια σφιγμένα στην αγκαλιά της, και δε μιλούσε με κανέναν και δεν της μιλούσε κανένας, δεν θα την έλεγες ακριβώς δημοφιλή. Τα μόνα πάρε-δώσε που είχε ήταν με την Ευτυχία όπου είχε πάρει πολύ στα σοβαρά το ρόλο της ως οικοδέσποινα.

Εξαιρετικά φιλότιμο παιδί, δε μου είχε μοιάσει καθόλου. Εγώ πάλι ως ωραίος και μεγάλος αδερφός είχα αποκτήσει κάμποσες groupies αλλά εκείνον τον καιρό είχα φάει κόλλημα με τη Σοφία και έκανα το γραμματόσημο, πολύ φτύσιμο αδέρφια. Και το αστείο είναι ότι δεν ήταν καν η μεγάλη μου καψούρα.

Η μεγάλη μου καψούρα ήταν η Μπίλι, την είχα ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή που την είδα, τρίτη γυμνασίου εγώ τότε, πρώτη εκείνη. Αν και έχω να τη δω κι εκείνη από τότε που τέλειωσα το λύκειο, μέχρι και σήμερα που μιλάμε είναι η πιο όμορφη κοπέλα που έχουν αντικρύσει τα μάτια μου.

Δεν ήταν απλά όμορφη, ήταν εξωτική με ένα τρόπο που δυσκολεύομαι να περιγράψω με καλύτερες λέξεις από αυτές που είχα πει στην ίδια, σ’ ένα πάρτι: «Εσύ δεν είσαι απλά όμορφη, είσαι η βασίλισσα των ξωτικών.»

Τι τα θες, η καψούρα μου για τη Μπίλι ήταν χωρίς αντίκρισμα, αυτή δεν είχε μάτια για άλλον από τον Μαλεβίτη—τον κολλητό της—και απορώ πώς στο διάολο δεν το έβλεπαν και πήγαιναν στα κουτουτουρού, με αποτέλεσμα να πέφτουν οι χυλόπιτες βροχή.

Θέλοντας και μη άλλαξα ρότα και άρχισα να πολιορκώ τη Σοφία την Ποταμιάνου. Μέχρι και την πρώτη μου καψούρα είχα παρακαλέσει σε ένα πάρτι να με βοηθήσει να την κάνω να ζηλέψει, καθώς η Μπίλι ήταν η μόνη που ζήλευε η Σοφία.

Τελικά μετά κόπων και βασάνων κατάφερα και βγήκαμε μια-δυο φορές και την τελευταία φορά χωριστήκαμε με ένα πεταχτό φιλί στο στόμα. Και πάνω που είχα πιστέψει ότι επιτέλους το όνειρο θα γίνει πραγματικότητα δυο μέρες αργότερα την είδα να φιλιέται με ένα παπάρα και μου ήρθε κόλπος.Και σα να μην έφτανε αυτό είχα και το πάρτι της Ευτυχίας το Σάββατο.

Κάποια στιγμή ο DJ αποφάσισε να το ρίξει στα slow. Οι groupies μου ξεσάλωσαν, με τρώγανε με τα μάτια τους ψιθύριζαν συνωμοτικά μεταξύ τους Η αλήθεια είναι ότι δεν της είχα καμία όρεξη αλλά τι να κάνεις; Χόρεψα και με τις τέσσερις οι οποίες είχαν κατά τα φαινόμενα στο νου να με πάρουν νουμεράδα, κουλουριάζοντας τα χέρια τους γύρω από το λαιμό μου με διάφορες προφάσεις, αλλά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.

Τη Φοίβη δεν την είχε πλησιάσει κανείς για χορό, ούτε ο λιγούρης ο Θέμης που την κοίταζε κρυφά από μακριά αλλά δεν τολμούσε να κάνει το πρώτο βήμα. Η αλήθεια είναι ότι στεναχωρήθηκα βλέποντάς την να μη μιλάει με κανένα και απλά να παίζει νευρικά το ποτήρι στα χέρια της.

Καθόταν μόνη της στον καναπέ, παίζοντας νευρικά με το ποτήρι της, όταν ο DJ έβαλε το “Love hurts” των Nazareth. Θέλοντας να μην περάσει όλο το βράδυ της έτσι, και βρίσκοντας την ευκαιρία να ξεφορτωθώ τις θαυ-μάστριές μου να της ζητήσω να χορέψουμε.

«Χορεύετε δεσποινίς;» είπα κάνοντας μια ελαφρά υπόκλιση και απλώνοντας το χέρι μου προς το μέρος της.

Κοίταξε αριστερά και δεξιά της και μετά, χωρίς να μιλήσει και με βλέμμα γεμάτο απορία έδειξε ερωτηματικά τον εαυτό της με το δάχτυλο. Της έγνεψα καταφατικά και το βλέμμα της έγινε ξαφνικά καχύποπτο.

«Έχασες κανένα στοίχημα;» με ρώτησε στην ψύχρα, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Όχι,» της απάντησα κουνώντας το κεφάλι μου εμφατικά.

«Χμμ…» είπε συνεχίζοντας να με κοιτάζει σκεπτική, δαγκώνοντας ελαφρά το κάτω χείλος της.

«Θα έρθεις παιδάκι μου ή όχι;»

«Well, thats a first» μου είπε, και σηκώθηκε από τη θέση της, ακολουθώντας με στο κέντρο του σαλονιού.

Η Φοίβη ήταν απίστευτα πνευματώδης. Πανέξυπνη και ατακαδόρισσα, πραγματικά μέσα σε λίγα μόλις λεπτά με κέρδισε με το χιούμορ της. Φανερά σφιγμένη και αμήχανη στην αρχή, σταδιακά άρχισε να χαλαρώνει και να ξεδιπλώνει το απίθανο τυπάκι που έκρυβε μέσα της, κάνοντάς με να νιώσω γοητευμένος με ένα τρόπο που δεν είχα φανταστεί ότι θα μπορούσε ποτέ να μου συμβεί.

Όταν τέλειωσε το τραγούδι έκανε να αποτραβηχτεί, κάνοντας ένα βήμα πίσω, αλλά την κράτησα στην αγκαλιά μου, τοποθετώντας απαλά το χέρι μου στη μέση της πλάτης της. Δεν ήθελα να φύγει, δεν ήθελα να σταματήσουμε να χορεύουμε.

«Στάσου, μύγδαλα!» της είπα κάνοντάς τη να βάλει τα γέλια. «Με βαρέθηκες κιόλας; Πότε πρόλαβες;»

Έβαλε τα γέλια.

«Ρε σίγουρα δεν έχεις χάσει κάποιο στοίχημα;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

«Έλα και μ’ αρέσει το επόμενο τραγούδι» της είπα καθώς είχαν αρχίσει να πέφτουν οι πρώτες νότες του “Stairway to heaven,” και την έσφιξα και πάλι στην αγκαλιά μου.

Με κοίταξε χαμογελώντας ντροπαλά και μου ανταπέδωσε το σφίξιμο, γέρνοντας το κεφάλι της στον ώμο μου με έναν τρόπο που έκανε την καρδιά μου να ρίξει πέντε τούμπες. Ε, όλο το βράδυ δεν ξεκολλήσαμε ο ένας από τον άλλον προς μεγάλη απογοήτευση των groupies μου που μας κοιτούσαν με απορία και δυσαρέσκεια, κουνώντας τα κεφάλια τους και ψιθυρίζοντας μεταξύ τους.

Η πιτσιρίκα ήταν απίστευτη, εκείνο το βράδυ, τουλάχιστον, με έκανε όχι απλά να ξεχάσω την κασκαρίκα μου με τη Σοφία αλλά να τη δαγκώσω και μαζί της από πάνω, και ήταν μόλις δεκατεσσάρων χρονών τρομάρα μου.

Όπως και να έχει, το βράδυ πέρασε και στο σχολείο έβρισκα ένα σκασμό δικαιολογίες προφασιζόμενος ότι ήθελα κάτι από την αδερφή μου προκειμένου να δω έστω και από μακριά τη Φοίβη.

Όταν συναντιόμασταν πάντως, είτε στο σχολείο, είτε τυχαία στο δρόμο, πάντα χαιρετιόμασταν με θερμά χαμόγελα και πιάναμε την πάρλα, στεκόμενοι πιο κοντά από όσο έπρεπε και γελώντας δυνατά με τις ατάκες ο ένας του άλλου.

Και μπορεί στη σπιρτάδα να ήταν ακριβώς όπως τη θυμόμουν, αλλά στην εμφάνιση είχε επέλθει εντυπωσιακή βελτίωση, παρόλο που στα μάτια μου ήταν ανέκαθεν γλυκούλα, ακόμα και με τα σιδεράκια, ακόμα και με τα πατομπούκαλα. Πλέον δεν ήταν απλά γλυκούλα, ήταν όμορφη.

Τέλειωσα τα μαθήματά μου στις 17:00 και πήγα σπίτι να ετοιμαστώ. Έκανα το ντουζάκι μου και μετά μην έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνω χαζολόγησα λίγο στην τηλεόραση, αλλά τα πόδια μου δεν σταματούσαν να κουνιούνται από τη νευρικότητα μέχρι που δεν την πάλευα άλλο.

Κάθε λίγο κοιτούσα το ρολόι, τρίβοντας τις παλάμες μου στα γόνατά μου. Κατά τις 18:00 αποφάσισα να ανέβω στο πανεπιστήμιο και πήγα και κάθισα στο κυλικείο. Εκεί βρήκα και τρεις συμφοιτητές μου, το Νίκο, τη Μαρία και την Ελένη, πίναν τον καφέ τους σε ένα τραπέζι.

«Γειααααα» τους είπα και κάθισα ρίχνοντας το σώμα μου στην καρέκλα με μια ανακούφιση που θα με βοηθούσε να περάσει η ώρα. «Τι κάνετε;»

«Περιμέναμε τέταρτο για μπιρίμπα» είπε η Μαρία χαχανίζοντας.

«Δηλαδή καλά που ήρθα!» τους απάντησα χτυπώντας τις παλάμες μου.

Αν και η Μαρία το είχε πει για πλάκα σε λίγο βρεθήκαμε να παίζουμε, εγώ με τη Μαρία και ο Νίκος με την Ελένη. Με τούτα και με κείνα πέρασε το δίωρο, αλλά κάθε τόσο έριχνα μια ματιά στο ρολόι μου και στις 20:00 ακριβώς, καθώς σήκωνα το κεφάλι από τα χαρτιά μου, είδα να έρχεται και η Φοίβη.

«Ρε συ, γιατί κοιτάς συνέχεια το ρολόι σου,» με ρώτησε κάποια στιγμή ο Νίκος.

«Έχω ραντεβού!» τους είπα συνωμοτικά.

«Την έψησες ρε θηρίο τη Χριστιάνα,» με ρώτησε με φανερό θαυμασμό, η Χριστιάνα είχε μοιράσει χυλόπιτες στο μισό πανεπιστήμιο.

«Ε;» ρώτησα αφηρημένος. «Όχι… όχι με τη Χριστιάνα!»

«Με ποια;» με ρώτησε αυτή τη φορά η Ελένη.

«Με αυτήν που έρχεται!» τους είπα και τους έδειξα την Φοίβη που μόλις είχε μπει στην είσοδο. «Λοιπόν, να με συγχωρήσετε αλλά κάπου εδώ θα σας αφήσω!»

«Ποια είναι αυτή;» ρώτησε η Μαρία, κοιτάζοντας προς την κατεύθυνση που κοίταζα.

«Την ξέρω από την Αθήνα, ήταν συμμαθήτρια της αδερφής μου. Πρωτοετής στην Επιστήμη Υπολογιστών. Θα είμαστε Κοραή αν θέλετε να μας βρείτε, μάλλον στο Αυγό,» εξήγησα, περνώντας το χέρι μου στα μαλλιά μου για να τα φτιάξω.

Σηκώθηκα και πήγα προς τη Φοίβη που παρά το χαμόγελο της ήταν αμήχανη, τα χέρια της έπαιζαν νευρικά με το λουράκι της τσάντας της. Είχε ντυθεί με ένα γουστόζικο αμάνικο καθημερινό φόρεμα που έφτανε μέχρι τα γόνατα το οποίο τόνιζε το μπούστο της που για πρώτη φορά παρατήρησα ότι ήταν καλοσχηματισμένο. Κοίτα να δεις το μικρό! Εγώ πάλι είχα ντυθεί με ένα τζιν και ένα απλό t-shirt.

«Καλώς την,» της είπα με ένα χαμόγελο που ήλπιζα να φαινόταν πιο χαλαρό από όσο ένιωθα.

«Καλώς σε βρήκα,» μου απάντησε, και για μια στιγμή στάθηκε εκεί, παίζοντας με τα δάχτυλά της.

Της έτεινα το μπράτσο μου. Με κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα, σκεπτική, μου χαμογέλασε και με πήρε αλαμπρατσέτα, τοποθετώντας απαλά το χέρι της στον αγκώνα μου, και κατεβήκαμε από τα σκαλιά στη στάση και πήραμε το λεωφορείο για να κατέβουμε κέντρο.

Σε αντίθεση με το πρωί που ήταν άνετη και έκανε χαβαλέ, , στη βραδινή μας έξοδό, στην αρχή τουλάχιστον, ήταν φανερά αμήχανη. Κάθισε στη θέση δίπλα μου αλλά κρατούσε την τσάντα της σφιχτά στην αγκαλιά της, και γενικά έδειχνε φανερά αμήχανη. Στο βαθμό που μπορώ να καταλάβω τις γυναίκες, ούτε ο σημερινός εαυτός μου της ήταν αδιάφορος.

«Σου έφαγε η γάτα τη γλώσσα;» τη ρώτησα παιχνιδιάρικα γέρνοντας ελαφρά προς το μέρος της. Αντί απάντησης μου έκανε μουσουνίτσα, κάνοντάς με να χαμογελάσω. «Τι θα πιείς; Εγώ λέω να πάρω καμιά μπύρα.»

«Μπύρα λέω κι εγώ» μου είπε κουνώντας το κεφάλι, και πράγματι όταν ήρθε η σερβιτόρα παραγγείλαμε δυο μπύρες. Η Φοίβη ελαφρά πιο χαλαρωμένη κάθισε πιο βολικά στην καρέκλα της.

«Για πες τώρα, πώς ήταν αυτά τα τελευταία τρία χρόνια;» ρώτησα ακουμπώντας τους αγκώνες μου στο τραπέζι και γέρνοντας προς το μέρος της.

«Ε, το να μετακομίζουμε δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα,» μου έκανε κουνώντας αδιάφορα τους ώμους. «Η αλήθεια είναι ότι η Χίος την άνοιξη και το καλοκαίρι είναι όμορφη. Αν μη τι άλλο αυτά τα τρία χρόνια ευχαριστήθηκα θάλασσα,» συμπλήρωσε χαμογελώντας. «Το χειμώνα εντάξει, καταλαβαίνεις…» είπε τελικά και σταμάτησε με μια εύγλωττη παύση.

Σήκωσε για μερικές στιγμές τα μάτια της προς τα εμένα και μετά τα χαμήλωσε και πάλι.

«Όχι ότι είχε διαφορά για μένα, σχολείο-σπίτι, σπίτι-σχολείο, διάβασμα για το σχολείο, ξένες γλώσσες, ε και στην τρίτη λυκείου προστέθηκε και φροντιστήριο,» είπε παίζοντας με το μπουκάλι της μπύρας.

«Η δεύτερη χρονιά ήταν ζόρικη με τον καρκίνο της μαμάς…»

«Τι; Τι πράγμα;» τη ρώτησα διακόπτοντάς τη.

«Ναι, στους λεμφαδένες,» απάντησε αναστενάζοντας. Μετά σήκωσε τα μάτια της με εμφανή ανακούφιση. «Ευτυχώς τον προλάβαμε στις πολύ αρχές και τώρα είναι καλά, δόξα τω Θεώ, αλλά δεν ήταν εύκολο...»

«Φαντάζομαι…» είπα απλώνοντας το χέρι μου πάνω στο δικό της. «Αχ μωρέ Φοίβη, πολύ στεναχωρήθηκα. Είναι καλά τώρα;»

«Ναι, είναι καλά. Τέλος πάντων πέρα από αυτό δεν είχε άλλες ιδιαίτερες συγκινήσεις,» είπε και έβαλε το άλλο της χέρι πάνω στο δικό μου για μια στιγμή, πριν το τραβήξει πίσω, ντροπαλά.

«Τι βαθμό έχει ο πατέρας σου;» τη ρώτησα προσπαθώντας να αλλάξω θέμα.

«Συνταγματάρχης,» μου απάντησε με υπερηφάνεια που δεν κρυβόταν. «Νομίζω ότι φέτος ή του χρόνου θα πάρει προαγωγή και μετάθεση και αυτή τη φορά νομίζω πως θα γυρίσουμε Αθήνα οριστικά,» απάντησε και ήπιε μια γουλιά από τη μπύρα της.

«Θέλεις να γυρίσετε;» τη ρώτησα με απαλή φωνή.

«Εγώ έτσι και αλλιώς εδώ θα είμαι για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, δεν έχει ιδιαίτερη διαφορά,» είπε κάνοντας μια αδιάφορη κίνηση.

«Μάλιστα. Τι άλλα, έχεις κανένα αγόρι;» τη ρώτησα προσπαθώντας να φανώ χαλαρός, αλλά η καρδούλα μου το ‘ξερε.

«Μόνο ένα; Χαρέμι ολόκληρο!» μου απάντησε με φωνή που έσταζε ειρωνεία. Σήκωσε το βλέμμα της ξανά πάνω μου, «Άσε με ρε Ανδρέα, έχεις όρεξη για δούλεμα,» μου απάντησε χαμογελώντας πικρά.

«Αν και σε ρώτησα σοβαρά δεν επιμένω αν δε θέλεις να απαντήσεις,» της απάντησα απλά.

«Όχι δεν έχω. Καλά-καλά…» είπε και σταμάτησε για μερικές στιγμές. «Το ξέρεις ότι είσαι το πρώτο ραντεβού μου με αγόρι;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με στα μάτια.

«Δεν έκανες πλάκα το πρωί;».

«Καθόλου,» απάντησε κουνώντας το κεφάλι και κοκκινίζοντας ελαφρά.

«Οοοοοκ» είπα νιώθοντας εγώ αυτή τη φορά αμηχανία και τρίβοντας το σβέρκο μου.

«Εσύ έχεις;»

«Αγόρι όχι, δεν είναι του γούστου μου» της απάντησα αστειευόμενος, κάνοντάς την να της ξεφύγει ένα ροχαλητό.

«Κορίτσι;» προσπάθησε να ρωτήσει σε ουδέτερο τόνο, αλλά η γλώσσα του σώματος μόνο ουδετερότητα δεν έδειχνε.

«Όχι, κάνω τον ιερομόναχο από τον Ιούνη.»

«Πώς έτσι;» ρώτησε γέρνοντας το κεφάλι με περιέργεια.

«Μαζευτήκαμε πολλοί και γενικά ούτε αυτό είναι του γούστου μου,» εξήγησα κάνοντας μια γκριμάτσα.

«Τι εννοείς;» με ρώτησε απορημένη, μαζεύοντας τα φρύδια της.

«Μου τα φόρεσε» είπα και έσκυψα το κεφάλι, κοιτάζοντας στη μπύρα μου.

«Άουτς!» είπε κάνοντας ένα μορφασμό σα να πόνεσε η ίδια.

«Δε βαριέσαι…» απάντησα ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Δε σε πείραξε;» ρώτησε και έσκυψε ελαφρά προς το μέρος μου, με βλέμμα γεμάτο ενδιαφέρον.

«Με πείραξε που μου τα φόρεσε. Όχι ότι έτρεφα ιδιαίτερα αισθήματα απέναντί της αλλά όσο και αν είναι έτσουξε ελαφρώς,» παραδέχτηκα.

«Φαντάζομαι…» απάντησε κουνώντας το κεφάλι της με κατανόηση.

«Δε βαριέσαι, δις. Τουλάχιστον δεν ήταν όπως με τη Σοφία,» είπα ανασηκώνοντας τους ώμους με μια χειρονομία που προσπαθούσε να δείξει αδιαφορία.

«Ποια ήταν η Σοφία;» ρώτησε γέρνοντας ελαφρά προς τα εμπρός, με γνήσιο ενδιαφέρον.

«Μια συμμαθήτριά μου στο Λύκειο. Δεν ξέρω αν τη θυμάσαι, ψηλή, μαυρομάλλα…» είπα κάνοντας με τα χέρια μου την περιγραφή του ύψους.

«Όχι, δε τη θυμάμαι,» απάντησε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι.

«Τέλος πάντων. Είχαμε βγει και μια-δυο φορές μαζί, μάλιστα την τελευταία φορά είχαμε φιληθεί κιόλας,» της είπα αναστενάζοντας. «Μη φανταστείς γλώσσα, απλό φιλί στο στόμα.»

«Η φαντασία μου δεν φτάνει ούτε το δεύτερο, πόσο μάλλον το πρώτο…» μου είπε με μια δόση πίκρας.

«Όπως και να έχει πάνω που έλεγα “εδώ είμαστε” την πέτυχα λίγες μέρες αργότερα να φιλιέται με το μαλάκα το Δημητρόπουλο. Τι του βρήκε του μαλάκα ακόμα δεν έχω καταλάβει. Αυτό Φοίβη είχε τσούξει πολύ περισσότερο. Το φύσαγα και δεν κρύωνε,» είπα σφίγγοντας τη γροθιά μου για μια στιγμή.

«Her loss.» μου είπε, και το εννοούσε, τα μάτια δεν λένε ψέματα.

«Ξέρεις, αυτό είχε γίνει λίγες μέρες πριν το πάρτι. Η Ευτυχία για να ξεφορτωθεί τους γονείς μας με είχε δωροδοκήσει με ένα δεκαχίλιαρο για να κάτσω εγώ στο σπίτι αλλιώς οι γονείς μας δεν θα την άφηναν.»

«Και τα πήρες βρε παραδόπιστε;» με ρώτησε χαχανίζοντας και χτυπώντας με ανάλαφρα στον ώμο.

«Έπρεπε κάπως να βγάλω τα σπασμένα της Σοφίας,» της απάντησα με ειλικρίνεια. «Όπως και να έχει δεν είχα ιδιαίτερο κέφι και είχα και τις groupies που με κυνηγούσαν,» συνέχισα τινάζοντας αδιάφορα τους ώμους μου. «Η μόνη μου παρηγοριά ήταν η χυλόπιτα που είχε φάει ο Θέμης από τη Μαίρη, τη συμμαθήτριά σας. Η μιζέρια θέλει παρέα, αυτό έχω να δηλώσω,» παραδέχτηκα τρίβοντας το πρόσωπό μου με τις παλάμες.

«Χαχαχα, η Μαίρη γούσταρε εσένα σαν παλαβή, δεν στο είχε πει η Ευτυχία;» είπε γελώντας και κλείνοντας το ένα μάτι.

«Όχι δε μου το είχε πει αλλά και να μου το είχε πει… Αφενός τη γούσταρε ο Θέμης και αφετέρου ακόμα και αν δεν ήταν ο Θέμης η Μαίρη ήταν πολύ ξινή για τα γούστα μου,» απάντησα κάνοντας μια απορριπτική χειρονομία.

«Σοβαρά μιλάς; Μετά τη Μαρκετάκη, η Μαίρη και η αδερφή σου ήταν τα πιο όμορφα κορίτσια στο γυμνάσιο. Όσοι δεν ήταν καψούρηδες μαζί της, ήταν είτε με τη Μαίρη είτε με την Ευτυχία.»

«Τι να πεις, είμαστε ομορφόσογο!» της είπα φουσκώνοντας σα διάνος και ταυτόχρονα αποκρύπτοντάς της ότι η Μαρκετάκη—η Μπίλι—ήταν και δική μου χρόνια καψούρα.

«Είσαστε, όντως. Οι μισές μου συμμαθήτριες ήταν ερωτευμένες μαζί σου. Αν έβλεπες πως με κοίταζαν όταν με είχες πάρει και χορεύαμε… αφού πραγματικά νόμιζα ότι το έκανες μόνο και μόνο για να τους τη σπάσεις,» είπε κουνώντας το κεφάλι και χαμογελώντας νοσταλγικά.

«Όχι καμία σχέση. Ομολογώ ότι σε έβρισκα πολύ γλυκούλα και η αλήθεια είναι ότι αισθανόμουν κάπως άσχημα που δε μίλαγες εκείνο το βράδυ με κανέναν εκτός από την Ευτυχία,» παραδέχτηκα κοιτάζοντάς την κατευθείαν στα μάτια.

«Έλα, άσε το δούλεμα,» είπε ντροπαλά, κοκκινίζοντας και σκεπάζοντας το πρόσωπό της με τα χέρια.

«Όχι, ειλικρινά σε θεωρούσα πολύ γλυκούλα. Μετά που δε σε άφησα ούτε στιγμή δεν το έκανα για να ξεφορτωθώ τις groupies, πραγματικά είχα περάσει πολύ ευχάριστα. Κάποια στιγμή νόμιζα ότι θα κατουρηθώ από τα γέλια,» είπα και άπλωσα το χέρι μου να αγγίξω ελαφρά το δικό της.

Δεν είπε κάτι, απλώς χαμογέλασε ντροπαλά και άφησε το χέρι της να μείνει κάτω από το δικό μου.

«Ξέρεις… αυτό που σου είπα το πρωί ήταν αλήθεια. Εκείνο το βράδυ σε είχα ερωτευτεί λίγο, το πάρτι ήταν το highlight των μαθητικών μου χρόνων,» εξομολογήθηκε κοιτάζοντάς με μέ μάτια που έλαμπαν.

«Μόνο λίγο; Ούτε καν στα πατώματα;» την πείραξα ανασηκώνοντας το φρύδι μου.

«Εντάξει, το παραδέχομαι. Πολύ,» είπε και έσκυψε το κεφάλι με ένα γλυκό χαμόγελο.

Η ώρα κύλισε ευχάριστα αλλά κατά τις 22:30 με είχε κόψει η λόρδα και άρχισα να τρίβω το στομάχι μου.

«Φοίβη, πεινάς;»

«Λίγο, εσύ;» ρώτησε κοιτάζοντάς με και παρατηρώντας τη χειρονομία μου.

«Εγώ πολύ. Πάμε Λιοντάρια να πάρουμε κανένα σουβλάκι;»

«Σουβλάκια ε; Έχω καιρό να φάω, δε θα έλεγα όχι,» απάντησε χτυπώντας τις παλάμες της από ενθουσιασμό.

Φωνάξαμε τη σερβιτόρα σηκώνοντας το χέρι και πληρώσαμε. Κατηφορίσαμε προς τα Λιοντάρια βαδίζοντας παράλληλα, και όταν φτάσαμε πήγα στη Θράκα.

«Δε μου λες, τι θέλεις, πίτα ή ψωμί;»

«Ψωμί;» με ρώτησε παραξενευμένη.

«Χαχα, ξέχασα ότι είσαι καινούρια στη Βόρεια Αφρική!»

«Χμμμ… όχι-όχι… Θα προτιμήσω αυτά που ξέρω. Δύο πίτα γύρο!» απάντησε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της.

«Δεν έχεις ξαναφάει εδώ, ε;»

«Γιατί;» με ρώτησε με περιέργεια.

«Γιατί αμφιβάλλω αν θα καταφέρεις να φας έστω και τη μία. Μη με κοιτάζεις έτσι, κι εγώ μια πίττα γύρο θα πάρω. Κάτσε και θα δεις. Πώς το θέλεις;»

«Απ’ όλα, όχι τζατζίκι.»

«Ναι, εδώ δεν βάζουν τζατζίκι. Βάζουν γιαούρτι.»

«Γιαούρτι;» ρώτησε ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια.

«Ναι και όσο και αν σου φαίνεται περίεργο, πάει με το σουβλάκι. Θέλεις γιαούρτι;»

«Οκ… ας το δοκιμάσουμε κι αυτό» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους με περιέργεια.

Πήγα μέσα και ζήτησα δύο γυρόπιτες, έτσι τα λένε στη Βόρεια Αφρική.

«Θα κάτσετε εδώ;» με ρώτησαν.

«Ναι, εδώ στο τραπεζάκι» τους απάντησα δείχνοντας προς τη Φοίβη. «Και δυο μπύρες.»

«Καθίστε, θα σας τα φέρουμε εμείς.»

«Πήρα και δυο μπύρες» της είπα αφού γύρισα στο τραπέζι και κάθισα απέναντί της. «Θα πιείς και δεύτερη, έτσι;»

«Ναι, σε ευχαριστώ πολύ» απάντησε χαμογελαστή. Όταν έφεραν έξω τα σουβλάκι και το είδε για πρώτη φορά, το σαγόνι της έπεσε κυριολεκτικά και γούρλωσε τα μάτια της.

«ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΤΗΝΟΣ;» φώναξε δείχνοντας με τρέμοντα δάχτυλα την πίτα.

«Ένα σου λέω, είμαι στον τρίτο μου χρόνο εδώ και ούτε μια φορά δεν έχω καταφέρει να φάω πάνω από μία πίτα γύρο» της εξήγησα γελώντας και δείχνοντας το μέγεθος με τα χέρια μου. Σε αντίθεση με εμένα που έφαγα την πίτα μου η Φοίβη κατάφερε να φάει τη μισή και αυτή με το ζόρι, κάνοντας γκριμάτσες και στηρίζοντας το κεφάλι της στο χέρι της.

«Νιώθω ότι θα μου βγει από τη μύτη!» είπε κρατώντας το στομάχι της με τα δύο χέρια. Πήγα και ζήτησα ένα αλουμινένιο δοχείο για να βάλουμε αυτό που της είχε μείνει.

«Θέλεις να περπατήσουμε λίγο να κατέβει;» πρότεινα σηκώνοντας από το τραπέζι.

«Αμφιβάλλω αν θα κατέβει ακόμα και αν ανεβώ Φορτέτσα με τα πόδια» μου δήλωσε κουνώντας το κεφάλι απελπισμένα.

«Καλά, δε χρειάζεται να πάμε Φορτέτσα. Πάμε Κορνάρου, να πάρουμε από εκεί το λεωφορείο,» είπα και της έτεινα το χέρι για να τη βοηθήσω να σηκωθεί.

Είχαμε πολύ καλό timing, ούτε δύο λεπτά αφού φτάσαμε στην στάση ήρθε το λεωφορείο για Κνωσσό.

«Θέλεις να περιμένουμε αυτό για τη Φορτέτσα;»

«Όχι δε χρειάζεται, θα περπατήσω, άλλωστε είμαι χαμηλά στη Σόλωνος, δεν έχω να ανέβω την ανηφόρα,» απάντησε κάνοντας μια χειρονομία που έδειχνε το επίπεδο.

«Εντάξει τότε» της είπα και μπήκαμε στο λεωφορείο. Είκοσι λεπτά αργότερα μας άφησε μπροστά από την Αθηνά. Κατεβήκαμε και οι δύο. «Θα σε πάω σπίτι σου» της είπα. Ξεκινήσαμε να περπατάμε αργά, δίπλα δίπλα, αλλά ούτε τρία λεπτά μετά φτάσαμε μπροστά από το σπίτι στο οποίο νοίκιαζε διαμέρισμα.

«Εδώ μένω» μου είπε και μου έδειξε ένα σπίτι με μια μεγάλη αυλή. Στην πόρτα ήρθε τρέχοντας ένας τεράστιος μαύρος σκύλος και, βλέποντάς τον να ποδοβολάει προς το μέρος μας σαν τριχωτός ρινόκερος, εγώ έκανα ένα βήμα πίσω και τα χρειάστηκα αρκετά. Αυτός πάλι σκαρφάλωσε στην πόρτα και κοιτάζοντας τη Φοίβη άρχισε να κουνάει την ουρά του σαν τρελός από τη χαρά, τόσο δυνατά που όλο το σώμα του κουνιόταν. «Να και ο Σίμπα. Τι έρωτας κι αυτός, κάνει το χαλί στην πόρτα μου.»

«Ο Χριστός και η Παναγία, τι είναι αυτό το πράγμα;» τη ρώτησα με το στόμα ανοιχτό και δείχνοντας το ζώο.

«Καυκάσιος. Μην το κοιτάς που είναι μεγάλος σαν αρκούδα, είναι τελείως βλαμμένο» είπε και προς επίρρωση έβαλε το χέρι της μέσα από τα κάγκελα με το Σίμπα να τη γλείφει και να τρίβεται πάνω της κοντεύοντας να σπάσει την ουρά του στο κούνημα.

«Τουλάχιστον με αυτόν στην πόρτα σου θα κοιμάσαι ασφαλής. Δε μου λες» είπα αλλάζοντας την κουβέντα και γυρίζοντας προς το μέρος της «αύριο τι ώρες έχεις μαθήματα;»

«Αν δεν κάνω λάθος αύριο ξεκινάω πάλι στις 11:00,» απάντησε σκεπτική.

«Ωραία, θέλεις να πούμε 10:00 στο κυλικείο για καφεδάκι;»

«Ναι, πολύ θα το ήθελα» απάντησε χαμογελαστή, με τα μάτια της να λάμπουν.

«Its a date then» είπα κλείνοντάς της το μάτι.

«Δεύτερο σε μια μέρα; Θα λιποθυμήσω» μου είπε βάζοντας το χέρι στο μέτωπό της θεατρικά, κάνοντάς με να χαμογελάσω.

«Τυπικά είναι δεύτερο σε δυο μέρες αλλά δε θα χαλάσουμε τις καρδιές μας!» την πείραξα, κλείνοντάς της συνωμοτικά το μάτι. «Καληνύχτα Φοίβη.»

«Καληνύχτα Ανδρέα» μου είπε και στράφηκε να μπει μέσα με το Σίμπα να σκαρφαλώνει πάνω της. Ναι, την περνούσε στο ύψος και η Φοίβη πρέπει να ήταν πάνω από 1,70.

«Φρόνιμα Σίμπα, κάτσε κάτω» την άκουσα να μαλώνει τρυφερά το κτήνος του πολέμου πηγαίνοντας προς το σπίτι της.

Χαμογέλασα και έκανα μεταβολή με την καρδιά μου να παίζει ταμπούρλο και τα χέρια μου χωμένα βαθιά στις τσέπες μου. Πέντε λεπτά αργότερα ήμουν κι εγώ σπίτι.


02. Στον Ευτύχη

Φοίβη

Με το Σίμπα κολλιτσίδα να τρέχει κύκλους γύρω μου και να κουνάει ενθουσιασμένα την ουρά του πήγα σπίτι. Κοίταξα το σουβλάκι που κρατούσα στο αλουμινένιο κουτί, δεν πεινούσα καθόλου και δεν υπήρχε περίπτωση να το φάω αύριο κρύο, προς μεγάλη χαρά του Σίμπα ο οποίος το έκανε μια χαψιά μόλις του το έδωσα.

Μαγείρευα και συνήθιζα να του δίνω αποφάγια οπότε δεν είναι να απορείς που είχε αυτοδιοριστεί χαλί στην πόρτα μου. Χάιδεψα το κεφάλι του τρυφερά και πέρασα μέσα στο σπίτι μου, αφήνοντας την τσάντα μου σε μια καρέκλα στο τραπέζι της κουζίνας με κάπως τρέμοντα χέρια από τη συγκίνηση.

Πήγα στο δωμάτιο και γδύθηκα, κοιτάζοντας τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Ξεφύσησα από ανακούφιση όταν έβγαλα το σουτιέν και τέντωσα τους ώμους μου. Η αλήθεια είναι ότι είχα φορέσει ένα ζευγάρι από τα καλά μου δαντελωτά εσώρουχα παρόλο που δεν είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου να μείνω με αυτά ή ακόμα περισσότερο χωρίς αυτά. Πρώτο μου ραντεβού πάντως, δεν υπήρχε περίπτωση να πάω με τα καθημερινά μου. Κάθισα στο κρεβάτι και αναστέναξα βαθιά.

Όχι απλά πρώτο ραντεβού αλλά και με τον Ανδρέα κιόλας! Έβαλα το κεφάλι μου στις παλάμες μου. Είναι αλήθεια ότι κι εγώ ήμουν τσιμπημένη μαζί του στην 3η Γυμνασίου όπως και οι υπόλοιπες συμμαθήτριές μου, όσες δηλαδή δεν ήταν με τον Μάριο το Μαλεβίτη, άλλος κούκλος κι εκείνος… Τέλος πάντων, αλήθεια ότι αν δεν είχε κάνει η Ευτυχία το πάρτι δε θα είχα πάει.

Όχι ότι με είχαν καλέσει ποτέ σε άλλο πάρτι για να ξέρω τι θα είχα κάνει στην υποθετική εκείνη περίπτωση. Σηκώθηκα και άρχισα να βαδίζω νευρικά στο δωμάτιό μου. Η Ευτυχία ήταν η μόνη με την οποία διατηρούσα διπλωματικές σχέσεις στο γυμνάσιο.

Ήταν πολύ όμορφη και καλή μαθήτρια αλλά κανένας δεν την είχε πει ποτέ σπασίκλα ή φυτό, όπως εμένα καλή ώρα. Παρά το γεγονός ότι προσπαθούσα να μη δίνω σημασία θα ήμουν ψεύτρα αν δεν παραδεχόμουν ότι με έτσουζε σε κάποιο βαθμό. Κούνησα το κεφάλι μου προσπαθώντας να διώξω αυτές τις σκέψεις.

Περιστέρι, Νοέμβριος 1989

Είχε χτυπήσει το κουδούνι για το διάλειμμα και όπως πάντα ταχτοποιούσα τα τετράδιά μου, όταν με πλησίασε η Ευτυχία.

«Φοίβη, το Σάββατο θα κάνω πάρτι για τα γενέθλιά μου, θα έρθεις;» με ρώτησε με τα μάτια της να λάμπουν από προσμονή.

«Θέλεις να έρθω;» τη ρώτησα κοιτάζοντάς την με έκπληξη.

«Για να σε προσκαλώ!» απάντησε χτυπώντας με ελαφρά στον ώμο.

«Σε ευχαριστώ πολύ. Θα έρθω!» είπα κλείνοντας το τετράδιο και χαμογελώντας της.

«Ωραία, το σπίτι μου ξέρεις που είναι;»

«Όχι, που να ξέρω;» απάντησα ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Είναι το σπίτι ακριβώς από την πίσω μεριά της Μέλισσας.»

«Εντάξει. Τι ώρα;» ρώτησα γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι.

«Κατά τις 20:00 θα ξεκινήσουμε, οι γονείς μου θα επιστρέψουν στις 01:00 οπότε κάπου εκεί θα το διαλύσουμε.»

«Καλά, δε νομίζω ότι θα με αφήσουν να κάτσω μέχρι τόσο αργά, αλλά στις 20:00 θα είμαι εκεί» είπα παίζοντας νευρικά με το στυλό μου.

Και η μητέρα μου είχε χαρεί και ο πατέρας μου που θα πήγαινα σε πάρτι. Δεν το περίμενα αλλά μου έδωσαν άδεια μέχρι τις 01:00, για εκείνη την εποχή και εκείνη την ηλικία ήταν τεράστιο θέμα. Είχα πάει στην ώρα μου και της είχα δώσει και το δώρο της, σε αντίθεση με πολλά από τα γαϊδούρια τους συμμαθητές μου που είχαν έρθει με άδεια χέρια.

Ήμουν από τους πρώτες, και στεκόμουν νευρικά στην πόρτα μέχρι να με καλέσει η Ευτυχία μέσα. Ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται κατά τις 21:00. Εκτός από συμμαθητές και των τριών τμημάτων στο πάρτι ήταν και ο αδερφός της ο Ανδρέας μαζί με τον κολλητό του το Θέμη.

Με τον Ανδρέα ήταν ερωτευμένο πάνω από τα μισά κορίτσια στο σχολείο. Ψηλός, γύρω στο 1,85, με καστανόξανθο μαλλί και γαλάζια μάτια, ήταν ένας κούκλος. Θυμήθηκα τα δικά μου χαΐρια και αναστέναξα, ακουμπώντας το μέτωπό μου στη παλάμη μου.

Από χρώμα και σχήμα ματιών δεν είχα παράπονο, γκριζογάλανα και αμυγδαλωτά ήταν τα δικά μου αλλά είχα και 7 βαθμούς μυωπία στο ένα και 7,5 στο άλλο με αποτέλεσμα να χρειάζεται να φοράω χοντρά γυαλιά. Αυτό σε συνδυασμό με τα σιδεράκια που φορούσα δε με έκαναν ακριβώς υποψήφια για μις Τρίτη γυμνασίου.

Είχα κάτσει σε μια γωνιά και παρατηρούσα τον κόσμο. Κάποιες από τις συμμαθήτριές μου έκαναν σαν ξελιγωμένες με τον Ανδρέα ο οποίος προσπαθούσε να είναι ευγενικός με όλες, χαμογελώντας υπομονετικά. Όταν δε άρχισαν οι μπαλάντες σχεδόν του όρμισαν ποια θα τον πρωτοπάρει να χορέψουν, περιτριγυρίζοντάς τον σαν αγέλη.

Αναστέναξα και ήπια μια γουλιά από το αναψυκτικό μου, κρατώντας το ποτήρι με τα δύο χέρια σαν θωράκιση. Όπως πάντα κανείς δεν ασχολούνταν μαζί μου αφήνοντάς με στην ησυχία μου. Κοίταξα το ρολόι μου τρίβοντας νευρικά τον καρπό μου, είχε πάει 23:30, θα έκανα μισή ώρα ακόμα υπομονή και θα επέστρεφα σπίτι.

Και τότε, θαύμα θαυμάτων με πλησίασε ο Ανδρέας. Δηλαδή στην αρχή δεν κατάλαβα ότι πλησίαζε εμένα, νόμιζα ότι ερχόταν για τη Μαίρη που καθόταν σε μια πολυθρόνα δίπλα από τον καναπέ και τον κοιτούσε ερωτοχτυπημένη, βγάζοντας τη γλώσσα της και γλείφοντας τα χείλη της. Σήκωσα το ποτήρι για να πιώ μια ακόμα γουλιά από το αναψυκτικό μου όταν άκουσα τη φωνή του Ανδρέα.

«Χορεύετε δεσποινίς;»

Πάγωσα με το ποτήρι στη μέση του δρόμου προς το στόμα μου. Κοίταξα αριστερά και δεξιά στον καναπέ να καταλάβω ποιον εννοούσε, κουνώντας το κεφάλι μου σαν πουλί. Ούτε δεξιά μου είχα κανέναν ούτε αριστερά. Δεν του απάντησα, τον ρώτησα κάνοντας χειρονομία αν εννοεί εμένα, δείχνοντας τον εαυτό μου με το δάχτυλο. Μου κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Να δεις που τον είχαν βάλει να μου κάνει πλάκα, θύμωσα μέσα μου.

«Έχασες κανένα στοίχημα;» τον ρώτησα κοιτάζοντάς τον καχύποπτη, κάνοντάς τον ωστόσο να βάλει τα γέλια.

«Όχι» με διαβεβαίωσε κουνώντας το κεφάλι.

Τον κοίταξα για λίγο αναποφάσιστη, δαγκώνοντας το κάτω χείλος μου. Σαν τρελή ήθελα να χορέψω μαζί του αλλά δεν ήμουν σίγουρη ότι δε θέλαν να μου κάνουν κάποια χοντρή πλάκα και δεν ήμουν για τέτοια.

«Θα έρθεις παιδάκι μου ή όχι;» με ρώτησε ξανά, τείνοντάς μου το χέρι του. Το βλέμμα του ήταν ειλικρινές.

Thats a first” είπα κι έκανα να σηκωθώ αργά, αφήνοντας το ποτήρι στο τραπεζάκι και τον ακολούθησα στο κέντρο του σαλονιού με πόδια που έτρεμαν σαν ζελές από τη γλυκιά ταραχή.

Με έπιασε σφιχτά από τη μέση, τον αγκάλιασα κι εγώ από το σβέρκο προσεκτικά, σαν να φοβόμουν ότι θα εξαφανιστεί, και αρχίσαμε να χορεύουμε ανάμεσα στα άλλα ζευγάρια. Έπιασα κάμποσα βλέμματα καρφωμένα πάνω μου, κάποια με περιέργεια, άλλα με ζήλια. Αν τα βλέμματα μπορούσαν να πετάξουν φλόγες θα είχα γίνει παρανάλωμα.

Love hurts, love scars

Love wound and marks

Any heart not tough

Or strong enough

«Ανδρέα;» τον ρώτησα ψιθυριστά, σκύβοντας το κεφάλι προς το μέρος του.

«Φοίβη;» μου απάντησε στον ίδιο τόνο.

«Μας κοιτάνε περίεργα. Ρε μήπως μου έχεις κολλήσει τίποτα στην πλάτη;» τον ρώτησα προσπαθώντας να κοιτάξω πάνω από τον ώμο μου, κι εκείνος έβαλε τα γέλια.

«Αφού σε κρατάω από τη μέση βρε βάσανο, πότε θα…» μου είπε χαχανίζοντας και σταμάτησε. Ήταν κι αυτό.

«Και είσαι σίγουρος ότι δεν έχεις χάσει κάποιο στοίχημα;» επέμεινα, κοιτάζοντάς τον στα μάτια με παιχνιδιάρικη καχυποψία.

«Σιγουρότατος. Χόρευε ρε βάσανο, δε σ’ αρέσει;»

«Μωρέ εμένα μ’ αρέσει, για τις υπόλοιπες συμμαθήτριές μου δεν παίρνω και όρκο» του είπα ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά γύρω μας, κάνοντάς τον να γελάσει και πάλι.

«Ξυδάκι» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους. «Άλλωστε χόρεψα ήδη με τέσσερις.»

«Και βρήκες εμένα και έκλεισες σαν άντρας!» του είπα σηκώνοντας το φρύδι μου, κάνοντάς τον και πάλι να βάλει τα γέλια.

«Τι να πω, είμαι απρόβλεπτος.»

«Εμένα μου λες, κόλπος της ήρθε της Μαίρης όταν ήρθες και ζήτησες εμένα για να χορέψουμε,» είπα κοιτάζοντας προς την κατεύθυνση της Μαίρης που μας κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό.

«Άσε με μωρέ με την ξινή. Αν και ομολογώ ότι η χυλόπιτα που έριξε στο Θέμη ήταν απολαυστική.»

«Α-χά! Τώρα κατάλαβα το σχέδιό σου, το κάνεις για να εκδικηθείς για το φιλαράκι σου,» είπα χτυπώντας τον ελαφρά στον ώμο.

«Τι να πω, με έπιασες στα πράσα.»

Συνεχίσαμε να πειραζόμαστε, μου άρεσε που τον έκανα να γελάει και η αλήθεια είναι ότι ομοίως με έκανε και εκείνος να γελάω. Παρακαλούσα να μην τελειώσει το τραγούδι, σφίγγοντας ελαφρά τα χέρια μου γύρω από το σβέρκο του, αλλά όπως όλα τα ωραία πράγματα και αυτό έλαβε τέλος. Έκανα να τον αφήσω κάνοντας ένα βήμα πίσω αλλά ο ίδιος με κράτησε, τοποθετώντας απαλά το χέρι του στη μέση της πλάτης μου.

«Στάσου μύγδαλα» μου είπε κρατώντας με στην αγκαλιά του και κάνοντας με να βάλω πάλι τα γέλια.

«Αν έχεις χάσει κάποιο στοίχημα πάντως, πες μου με ποιον είναι για να τον ευχαριστήσω,» του είπα χαχανίζοντας.

«Πολλά λες» μου είπε και αρχίσαμε να χορεύουμε το επόμενο τραγούδι, με τα σώματά μας να κινούνται πιο φυσικά τώρα.

Οι μπαλάντες κράτησαν μέχρι το τέλος του πάρτι και ο Ανδρέας δε με άφησε από την αγκαλιά του ούτε για ένα τραγούδι. Οι υπόλοιπες συμμαθήτριές μου ήταν να σκάσουν, τις έβλεπα να ψιθυρίζουν μεταξύ τους και να με κοιτάζουν με μάτια σαν κεραυνούς, ενώ τα αγόρια μάλλον θέλαν να του στήσουν αδριάντα που τους είχε αφήσει το πεδίο ελεύθερο.

Πόσο μου άρεσε που τον έκανα να γελάει. Με είχε ρωτήσει πράγματα για μένα, που είχα γεννηθεί, που είχα μεγαλώσει, τι ήθελα να κάνω στο μέλλον, γέρνοντας το κεφάλι προς το μέρος μου όταν μιλούσα και κοιτάζοντάς με στα μάτια. Έδειχνε πραγματικό ενδιαφέρον, δεν τα έλεγε για να λέει ότι έχει κάτι να πει. Ο ίδιος φέτος θα έδινε για πρώτη φορά πανελλήνιες, ήθελε να σπουδάσει ιατρική.

Εγώ του είχα πει ότι θέλω να σπουδάσω επιστήμη υπολογιστών στο Ηράκλειο. Δεν την ήξερε τη σχολή, με ρώτησε γι’ αυτή, σηκώνοντας τα φρύδια του με πραγματική περιέργεια. Η ώρα πέρασε πολύ γρήγορα και κατά τις 01:00 ήρθαν και οι γονείς τους. Πρώτη φορά είχα πάει σε πάρτι και είχα περάσει υπέροχα.

Στο σχολείο τον έβλεπα στο προαύλιο ή στους διαδρόμους αν τύχαινε να θέλει να βρει την Ευτυχία. Πάντα ωστόσο με χαιρετούσε σηκώνοντας το χέρι του και χαμογελώντας, και τον χαιρετούσα κι εγώ πάντα λίγο κοκκινισμένη, και πάντα έβρισκε χρόνο για λίγη κουβέντα αν τύχαινε να συναντηθούμε ή στο σχολείο ή τυχαία στο δρόμο. Φέτος ο Ανδρέας τέλειωνε το λύκειο, όχι ότι είχε ιδιαίτερη σημασία, η νέα μετάθεση του πατέρα μου είχε βγει και θα μετακομίζαμε οικογενειακώς στη Χίο τον Ιούλιο.

Όπως και να έχει ο Ανδρέας ήταν το πρώτο και το τελευταίο ερωτικό σκίρτημα των μαθητικών μου χρόνων. Στα τρία χρόνια στην Χίο δεν συνέβη κάτι αντίστοιχο. Στα μέσα της τρίτης λυκείου επιτέλους έβγαλα τα σιδεράκια. Τα δύο μπροστινά μου δόντια είχαν ισιώσει όσο γινόταν, δεν έπαιρνε άλλο.

Το καλοκαίρι μεταξύ δευτέρας και τρίτης λυκείου έκανα και εγχείρηση στα μάτια γιατί η μυωπία μου είχε φτάσει στο 9 κάνοντάς με κυριολεκτικά άλλο άνθρωπο. Η μυωπία μου έπεσε στο 1,25 στο ένα μάτι και στο 1,00 στο άλλο. Άλλαξα ζευγάρι γυαλιά και πήρα ένα πιο μοντέρνο, άλλωστε δε χρειάζονταν πλέον οι φακοί να είναι χοντροί σαν πάτοι μπουκαλιών.

Ως ανταμοιβή μου που κατάφερα να περάσω στη σχολή που είχα ως πρώτη επιλογή άλλαξα κόμμωση, κουρεύοντας το μαλλί μου στους ώμους. Μετά έβαψα και τα μαλλιά μου από καστανό που ήταν το φυσικό μου σε κόκκινο. Η αλήθεια είναι ότι εξακολουθούσα να μη με θεωρώ τίποτα το ιδιαίτερο αν και ομολογουμένως, τουλάχιστον στα δικά μου στα μάτια, υπήρξε σαφής βελτίωση από ένα-δύο χρόνια πριν.

Στο Ηράκλειο ήρθαμε με τη μητέρα μου στις 10 του Σεπτέμβρη. Στις 15 ξεκινούσαν οι εγγραφές και στις 20 τα μαθήματα και έπρεπε να μαζέψω ένα σωρό χαρτιά. Σταθήκαμε πολύ τυχερές στην εύρεση του σπιτιού, ήταν ουσιαστικά δίπλα στο πανεπιστήμιο και ήταν ένα σχετικά μεγάλο δυάρι, στο ισόγειο ενός διώροφου όπου στον πρώτο όροφο έμενε η γριά σπιτονοικοκυρά μου με τον άντρα της και στο δεύτερο η μία από τις δυο της κόρες με τα παιδιά της.

Το σπίτι ήταν μέσα σε ένα μεγάλο οικόπεδο και πάνω από 20-25 μέτρα απόσταση από το δρόμο και είχε σχετική ησυχία. Η προηγούμενη νοικάρης ήταν κοπέλα και η σπιτονοικοκυρά ήθελε και η καινούργια να είναι κοπέλα γιατί για κάποιο λόγο θεωρούσε ότι τα κορίτσια είναι πιο ήσυχα.

Είχαν και ένα τεράστιο σκύλο, τον Σίμπα, δεν είχα ξαναδεί σκυλί τέτοιου μεγέθους, ήταν σα γαϊδούρι. Υποτίθεται ότι ήταν φύλακας αλλά ήταν τελείως χαζοχαρούμενο. Εγώ πάντως δεν είχα ξαναδεί σκύλο να κοιμάται αγκαλιά με τρεις γάτες. Τον τάιζα συχνά και του έκανα πάντα χάδια οπότε δεν είναι να απορείς που με είχε ερωτευτεί κανονικά και με το νόμο. Και έτσι βρέθηκα να ταΐζω και τις γάτες οι οποίες για κάποιο λόγο ήταν αυτοκόλλητες μαζί του.

Μάζεψα τα χαρτιά μου, γράφτηκα στο Πανεπιστήμιο και στις 20 ξεκινήσαν τα μαθήματα. Η μητέρα μου έφυγε στις 24 του μήνα και έτσι για πρώτη φορά έμεινα μόνη μου. Ήταν περίεργο, από τη μία είχα ελευθερία να γυρνάω όπου θέλω, ό,τι ώρα θέλω χωρίς να έχω να δώσω λογαριασμό σε κανέναν και από την άλλη ψεύτρα μην είμαι, μου έλειπαν και οι γονείς μου και το μαλακισμένο το μικρό μου αδερφάκι.

Όσον αφορά τα μαθήματα τις σχολής… πολλά μαθηματικά τα δύο πρώτα χρόνια ρε αδερφάκι μου. Η συμβουλή που έδιναν όλοι ήταν να ξεμπλέξουμε γρήγορα με τα μαθηματικά ώστε να έχουμε μετά το χρόνο να ασχοληθούμε με τα αμιγώς της επιστήμης υπολογιστών χωρίς να έχουμε το βραχνά τους.

Πολλά μαθηματικά, σχεδόν το ένα τρίτο των μαθημάτων της σχολής μου ή—σχεδόν το μισό δικό τους—ήταν κοινά. Και δε λέω, μου άρεσαν τα μαθηματικά, αλλά δεν είχα ακριβώς αυτά στο μυαλό μου όταν έβαλα στόχο να περάσω επιστήμη υπολογιστών. Δεν είχα υπολογιστή οπότε για την Pascal-I πήγαινα στα εργαστήρια της σχολής. Τα υπόλοιπα μαθήματα της σχολής έτσι κι αλλιώς γινόντουσαν σε υπολογιστές με UNIX.

Είχα πάει το πρωί να πάρω καφέ στο κυλικείο όταν είδα τον Ανδρέα και στην αρχή νόμιζα ότι κάνανε τα μάτια μου πουλάκια. Τον κοίταξα κάμποση ώρα μέχρι να βεβαιωθώ ότι πράγματι ήταν ο Ανδρέας και τον πλησίασα διστακτικά. Δεν είχα ιδέα αν θα με θυμόταν.

Όχι απλά με θυμόταν, μόλις είχα γυρίσει από το πρώτο μου ραντεβού μαζί του. Βέβαια για ένα ποτό στο φιλικό με είχε βγάλει ο άνθρωπος αλλά εγώ επέλεξα να το δω ως ραντεβού. Και μετά μου ζήτησε να βρεθούμε αύριο το πρωί για καφέ.

Ρε λες; είπα μέσα μου. Μπαααααα. Απλά σε συμπαθεί και χάρηκε που σε είδε.

Έβαλα το νυχτικό μου και ξάπλωσα. Δεν είχα φέρει τηλεόραση μαζί μου, μόνο το φορητό μου κασετόφωνο. Χαμογελώντας σα χαζή πάτησα το play στο αγαπημένο μου mixed tape με μπαλάντες.

Love hurts, love scars
Love wound and marks
Any heart not tough
Or strong enough

Ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω. Την άλλη μέρα ξύπνησα γύρω στις 08:30 αλλά μιας και θα πήγαινα για καφέ, δεν έφτιαξα στο σπίτι. Έκανα ένα γρήγορο ντους τραγουδώντας σιγανά στον εαυτό μου και έφτιαξα το πρωινό μου και αφού έφαγα, έπλυνα το πιάτο και την κούπα με περισσότερη προσοχή από το συνηθισμένο, έβαλα στην τσάντα μου τετράδια και σημειώσεις και κίνησα για το κυλικείο.

Στις 10:00 ακριβώς ήμουν εκεί, έχοντας ελέγξει το ρολόι μου τουλάχιστον πέντε φορές στον δρόμο, και στο κυλικείο ήταν ο Ανδρέας ο οποίος καθόταν μόνος του σε ένα τραπέζι. Με είδε και μου χαμογέλασε.

«Σου πήρα ήδη καφέ,» είπε σηκώνοντας ελαφρά ένα φλιτζάνι.

«Σε ευχαριστώ πολύ» του απάντησα χαμογελαστή κι εγώ, τραβώντας την καρέκλα απέναντί του. Στο κυλικείο είχε αρκετούς φοιτητές και επικρατούσε μια βαβούρα.

«Θες να πάμε να κάτσουμε λίγο έξω; Έχει φασαρία» πρότεινε κάνοντας μια χειρονομία προς τον θόρυβο γύρω μας και βιάστηκα να συμφωνήσω.

Βγήκαμε έξω, περπατώντας δίπλα δίπλα. Είχε υπέροχη μέρα, πήγαμε προς το πεζούλι πριν τα σκαλάκια που κατέβαιναν στην στάση της Κνωσσού. Καθίσαμε στο πεζούλι, εγώ προσεκτικά διπλώνοντας τα πόδια μου στο πλάι.

«Λοιπόν, πώς πέρασες χθες;» με ρώτησε στρέφοντας όλο το σώμα του προς το μέρος μου.

«Πολύ όμορφα» του απάντησα ειλικρινά, με τα μάτια μου να λάμπουν.

«Ρε συ, γαϊδουριά μου, δε σε ρώτησα χθες. Τι κάνει ο Κωστής;» με ρώτησε αναφερόμενος στο μικρό μου αδερφό.

Όχι απλά θυμόταν ότι έχω αδερφό, θυμόταν και πως τον φωνάζουμε. Ένιωσα μια ζεστασιά να με διαπερνά.

«Μια χαρά είναι, τελειώνει την τρίτη γυμνασίου φέτος. Ελπίζω να μη βγει άμεσα μετάθεση στον πατέρα μου, να τελειώσει τουλάχιστον το γυμνάσιο εκεί. Μετακόμιση στη μέση της χρονιάς δεν έχει καθόλου πλάκα, been there, done that, twice,» εξήγησα κάνοντας μια γκριμάτσα και σηκώνοντας δύο δάχτυλα.

«Ναι, μπορώ να το φανταστώ. Α, έχεις χαιρετισμούς από την Ευτυχία, τα είπαμε χθες το βράδυ!» είπε χτυπώντας ελαφρά το μέτωπό του.

«Επίσης να της πεις όταν ξαναμιλήσετε. Τι κάνει;»

«Ξεκινάει και εκείνη σε λίγες μέρες, αρχές Οκτώβρη για την ακρίβεια. Ε, στη σχολή που ήθελε πέρασε, χαρούμενη είναι.»

«Μπράβο, πολύ χαίρομαι» απάντησα χαμογελώντας γνήσια.

Σηκώθηκε από το πεζούλι και έκανε νόημα με το χέρι σε τρεις συμφοιτητές του που περνούσαν από μακριά. Νομίζω ότι ήταν οι ίδιοι με τους οποίους ήταν χθες στο κυλικείο όταν πήγα και τον βρήκα πριν βγούμε έξω.

Η αλήθεια είναι ότι απογοητεύτηκα λίγο, ένιωσα τους ώμους μου να πέφτουν ελαφρά, ήλπιζα να συνεχίσουμε να μιλάμε μόνοι μας αλλά δεν το έδειξα και ίσιωσα γρήγορα τη στάση μου. Ήρθαν και οι τρεις και ο Ανδρέας μας έκανε τις συστάσεις.

«Από εδώ η Φοίβη, συμμαθήτρια της αδερφής μου στο σχολείο. Πρωτοετής στην επιστήμη υπολογιστών. Νίκος, τρίτο έτος φυσικό, Μαρία, τρίτο έτος φυσικό, Ελένη, τρίτο έτος βιολογία,» είπε δείχνοντας τον καθένα με τη σειρά.

«Χαίρω πολύ παιδιά» τους είπα σηκώνοντας από τη θέση μου και έδωσα και στους τρεις το χέρι μου με μια σταθερή χειραψία.

Ο Νίκος με τη Μαρία ήταν προφανώς ζευγάρι από τον τρόπο που στέκονταν δίπλα δίπλα και την περιστασιακή επαφή των χεριών τους. Σε λίγη ώρα ήρθε και άλλος ένας στην παρέα ο οποίος φίλησε την Ελένη στο στόμα.

«Τάσο, από εδώ η Φοίβη» είπε ο Ανδρέας κάνοντας εκ νέου τις συστάσεις. «Μην κάνεις πολλή παρέα μαζί του, θα σε κολλήσει μαθηματικά!» πρόσθεσε κάνοντας μια χειρονομία προειδοποίησης.

«Έλα κρυάδες» είπε ο Τάσος χαμογελώντας ωστόσο και σπρώχνοντας παιχνιδιάρικα τον Ανδρέα στον ώμο. «Μην τους ακούς, Φοίβη!»

«Και να ήθελα να κάνω αλλιώς το μισό σας πρόγραμμα είναι κοινό με το δικό μας» απάντησα ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Α, επιστήμη υπολογιστών ε;» ρώτησε ο Τάσος ανοίγοντας τα μάτια του με ενδιαφέρον.

«Ναι,» επιβεβαίωσα κουνώντας το κεφάλι.

«Σιδεροκέφαλη» μου ευχήθηκε σηκώνοντας τη γροθιά του στον αέρα. Συνεχίσαμε την κουβέντα σε παρεΐστικο κλίμα και εγώ κυρίως άκουγα, παίζοντας νευρικά με τα κορδόνια της τσάντας μου αλλά σταδιακά χαλαρώνοντας καθώς η συζήτηση συνεχιζόταν. Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβω και πήγε 11:00 και οι τρεις από τους πέντε είχαμε μαθήματα.

«Επί τη ευκαιρία της ενάρξεως της νέας σχολικής χρονιάς, πάμε το βράδυ Ευτύχη;» ρώτησε ο Νίκος τρίβοντας τις παλάμες του.

«Η καλύτερη ιδέα που έχω ακούσει τον τελευταίο καιρό» είπε ο Ανδρέας χτυπώντας τις παλάμες του και μετά γύρισε προς εμένα. «Ο Ευτύχης είναι ταβέρνα στην 62 Μαρτύρων. Θα τον λατρέψεις,» μου είπε με ένα χαμόγελο που έκανε τα μάτια του να λάμπουν.

Δεν είχα ιδέα που ήταν η 62 Μαρτύρων αλλά ο τρόπος με τον οποίο ο Ανδρέας με συμπεριέλαβε στην βραδινή έξοδο έκανε την καρδούλα μου να χοροπηδήσει και ένιωσα το πρόσωπό μου να ζεσταίνεται από χαρά. Σηκωθήκαμε και πήγαμε προς τα μέσα για να πάει ο καθένας στα μαθήματά του. Ο Ανδρέας σταμάτησε στην είσοδο και γύρισε προς τα μένα, βάζοντας το χέρι του στον τοίχο.

«Στις 13:00 – 15:00 έχω κενό, θα είμαι εδώ στο κυλικείο.» Κοίταξα το πρόγραμμά μου, ψάχνοντας στην τσάντα μου, το δικό μου κενό ήταν 14:00 – 15:00.

«Το δικό μου κενό είναι στις 14:00» του είπα σηκώνοντας το βλέμμα από το χαρτί.

«Ωραία, στις 14:00, εδώ στο κυλικείο» μου είπε χαμογελαστός και κίνησε για μέσα με ένα κουνητό χέρι.

Πήγα κι εγώ στο μεγάλο αμφιθέατρο όπου 11:00 – 13:00 είχα Γραμμική-Ι, αλλά το μυαλό μου συνεχώς γύριζε στην επόμενη συνάντηση. Στις 13:00 που τελειώσαμε, πήγαμε στο αμφιθέατρο Γ για εισαγωγή στην επιστήμη υπολογιστών. Στις 14:00 κατέβηκα στο κυλικείο με γρήγορα βήματα. Δεν είδα πουθενά τον Ανδρέα αλλά μην έχοντας τι να κάνω, πήγα και πήρα ένα καφέ και κάθισα δίπλα στα πινγκ-πονγκ, κοιτάζοντας νευρικά γύρω μου κάθε λίγο. Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και ο Ανδρέας, τρίβοντας το κεφάλι του.

«Έχω ένα κεφάλι κουδούνι» με πληροφόρησε κάνοντας μια γκριμάτσα. «Δε μου λες, έχεις φάει;»

«Όχι, μέχρι τώρα είχα μάθημα,» απάντησα κουνώντας το κεφάλι.

«Θα έλεγα μη φας κάτι βαρύ, κράτα δυνάμεις το βράδυ για τον Ευτύχη,» μου συμβούλεψε δείχνοντας με το χέρι του.

«Είσαι… είσαι σίγουρος ότι… ότι θέλετε να έρθω… Εννοώ ότι δεν είναι ανάγκη…» ξεκίνησα διστακτικά, παίζοντας με τα δάχτυλά μου και κοιτάζοντας κάτω στο τραπέζι.

«Φοίβη, κόφ’το γιατί θα με εκνευρίσεις» μου είπε σοβαρός, γέρνοντας προς το μέρος μου. «Φυσικά και θέλουμε να έρθεις και ακόμα και αν δεν ήθελε κανένας από τους άλλους τέσσερεις, το θέλω εγώ. Are we clear;» είπε κοιτάζοντάς με κατευθείαν στα μάτια.

«Σ’ ευχαριστώ» του απάντησα χαμογελαστή, νιώθοντας όλη την ένταση να φεύγει από τους ώμους μου.

«Δε μου λες, ξέρεις ping-pong;» ρώτησε αλλάζοντας θέμα και δείχνοντας προς τα τραπέζια.

«Έχω παίξει δυο-τρεις φορές» παραδέχτηκα ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Έχεις όρεξη; Θα είμαι τρυφερός μαζί σου» μου είπε κοιτάζοντάς με σκανταλιάρικα και κλείνοντάς μου το μάτι.

«Η μισή ντροπή δική μου, η μισή ντροπή δική σου» του απάντησα πειρακτικά, σηκώνοντας το δάχτυλό μου προειδοποιητικά.

Παίξαμε για λίγη ώρα, ο φουκαράς κυνήγησε πολύ μπαλάκι καθώς οι ρακέτες μου πήγαιναν παντού εκτός από εκεί που έπρεπε, ήμουν τελείως ατσούμπαλη. Κάθε φορά που έχανα το μπαλάκι έκανα γκριμάτσες και σήκωνα τα χέρια απελπισμένα. Δεν έδειξε να τον πειράζει, πάντως, αντίθετα γελούσε με τις αντιδράσεις μου και με ενθάρρυνε κάθε φορά που κατάφερνα να χτυπήσω σωστά τη μπάλα. Παίξαμε μέχρι τις 15:00 όπου έπρεπε να επιστρέψουμε και οι δύο στα μαθήματά μας.

«Λοιπόν, έχω συνεννοηθεί με τους άλλους, θα βρεθούμε στον Ευτύχη στις 21:00 και επειδή είναι ελαφρώς στου διαόλου τη μάνα όσο νωρίτερα ξεκινήσουμε τόσο το καλύτερο, θα πρέπει να πάρουμε δύο συγκοινωνίες και όπως ίσως έχεις διαπιστώσει δεν είναι ιδιαίτερα τακτικές,» εξήγησε κάνοντας εκφραστικές χειρονομίες.

«Τελειώνω στις 18:00 τα μαθήματά μου» του είπα υπολογίζοντας στα δάχτυλά μου. «Θέλω να ετοιμαστώ και λίγο, να πούμε στις 19:00;»

«Μια χαρά, τα λέμε στις 19:00 λοιπόν. Άντε, καλό μάθημα» μου είπε χτυπώντας με φιλικά στον ώμο και έφυγε με γρήγορα βήματα.

Στις 17:00, μια ώρα νωρίτερα απ’ όσο είχα αρχικά υπολογίσει, και αφού τελείωσα με τα μαθήματά μου γύρισα σπίτι με γρήγορα, σχεδόν χοροπηδιστά βήματα. Πεινούσα αλλά ακολουθώντας τη συμβουλή του Ανδρέα έφαγα ένα τοστάκι, παρόλο που το στομάχι μου έκανε παράξενες κινήσεις από την αναμονή. Έκανα ένα ντουζάκι στα γρήγορα αλλά δεν έφαγα πολύ ώρα με το ντύσιμο δεδομένου ότι θα πηγαίναμε σε ταβέρνα. Ένα απλό κοντομάνικο μπλουζάκι, τζιν και σνίκερς.

Τέλειωσα γρήγορα και μην έχοντας τι άλλο να κάνω κάθισα να λύσω ασκήσεις απειροστικού-Ι, αλλά τα μάτια μου έπεφταν κάθε λίγο στο ρολόι και τα δάχτυλά μου χτυπούσαν νευρικά στο τραπέζι. Τέλειωσα και με αυτά γύρω στις 18:30 και συνεχίζοντας να μην έχω τι άλλο να κάνω, αποφάσισα να πάω στο Πανεπιστήμιο να δω και λίγο κόσμο.

Στο πανεπιστήμιο είχε αρκετό κόσμο, άλλωστε υπήρχαν μαθήματα μέχρι τις 21:00. Στο πρώτο εξάμηνο δεν είχα κανένα μάθημα που να τελειώνει μετά τις 17:00 αλλά απ’ ότι είχα μάθει από το δεύτερο έτος και μετά θα περνούσα πολλά απογεύματα και νύχτες στην πτέρυγα Γ’ όπου ήταν τα UNIX workstations.

Είχα πιει ήδη δύο καφέδες και δεν ήθελα τρίτο. Πήγα και πήρα ένα φυσικό χυμό πορτοκάλι, κρατώντας το ποτήρι με τα δύο χέρια καθώς κοίταζα γύρω μου. Στο κυλικείο δεν ήταν κανένας συμφοιτητής μου και ο Ανδρέας δεν είχε έρθει ακόμα. Κίνησα να πάω να κάτσω έξω όταν είδα μια κοπέλα να μου κάνει νόημα με το χέρι. Η Ελένη ήταν, η συμφοιτήτρια του Ανδρέα. Καθόταν μόνη της σε ένα τραπέζι οπότε πήγα κι εγώ, ευγνώμων που δεν θα καθόμουν μόνη.

«Καλησπέρα» της είπα τραβώντας μια καρέκλα.

«Καλησπέρα» μου απάντησε χαμογελαστή, κάνοντάς με να νιώσω αμέσως πιο άνετα. «Σε λίγο θα έρθει και ο Τάσος, ο Νίκος με την Μαρία θα πάνε κατευθείαν στον Ευτύχη με το μηχανάκι του Νίκου.»

«Δεν έχω ιδέα που είναι η 62 Μαρτύρων» παραδέχτηκα ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Ξέρεις που είναι η Χανιόπορτα;» με ρώτησε αλλά κούνησα αρνητικά το κεφάλι. «Καλά, δεν πειράζει. Κανονικά θέλει δύο συγκοινωνίες αλλά σήμερα θα πάμε με το αυτοκίνητο του Τάσου.»

«Ο Ανδρέας μου είχε πει ότι είναι μακριά και θα μας έπαιρνε ώρα, γι’ αυτό μου είπε να βρεθούμε εδώ,» εξήγησα παίζοντας με το καλαμάκι του χυμού μου.

«Δε χρειάζεται τελικά, από τη στιγμή που Νίκος και Μαρία θα πάνε κατευθείαν εκεί. Έξι μπορεί να μη χωράει το πενταράκι του αλλά τέσσερις χωράμε.»

«Ωραία» είπα χαμογελώντας και νιώθοντας την ένταση να φεύγει από τους ώμους μου.

«Για πες, από που τον ξέρεις τον μορφονιό;» με ρώτησε γέρνοντας προς το μέρος μου με συνωμοτικό βλέμμα, και έβαλα τα γέλια.

«Αδερφός συμμαθήτριας που είχα στο γυμνάσιο,» εξήγησα ακουμπώντας τους αγκώνες μου στο τραπέζι. «Πριν φύγουμε για Χίο, εννοώ.»

«Χίο;»

«Ναι, ο πατέρας μου είναι στρατιωτικός!»

«Για λέγε!»

«Ε, αυτό. Και να ξέρεις δεν είναι ο μόνος όμορφος στο σόι του, και η αδερφή του, η Ευτυχία, είναι μια κούκλα.»

«Το ξέρω, την έχω γνωρίσει. Είχε έρθει φέτος μετά τις πανελλήνιες και είχε κάτσει όλο τον Ιούλη.»

Έβαλε τα γέλια μόνη της σαν κάτι να σκέφτηκε και την κοίταξα ερωτηματικά.

«Τίποτα, απλά τότε ο Ανδρέας ανακάλυψε ότι έχει πολλούς φίλους» είπε γελώντας ακόμα πιο δυνατά και κουνώντας το κεφάλι, κάνοντάς με τη σειρά μου να βάλω κι εγώ τα γέλια.

«Έχω να τη δω τρία χρόνια αλλά μπορώ να φανταστώ» απάντησα σκεπάζοντας το στόμα μου με το χέρι καθώς γελούσα.

«Άρα δεν κάνατε παρέα στο σχολείο, ε;»

«Παρέα; Ούτε καν,» είπα γελώντας αμήχανα. «Πρώτη φορά τον είδα από κοντά σε πάρτι που είχε κάνει η αδερφή του!»

Σταμάτησα για μερικές στιγμές χαμογελώντας στην ανάμνηση.

«Όταν ήρθε και μου ζήτησε να χορέψουμε…» ξεκίνησα να διηγούμαι,  «στην αρχή νόμιζα πραγματικά ότι είτε είχε χάσει κάποιο στοίχημα είτε τον είχαν βάλει να κάνει χουνέρι στο φυτό της τάξης είτε για να ξεφορτωθεί τις groupies του» συνέχισα με εκφραστικές χειρονομίες και κάνοντας την Ελένη να γελάσει. Αναστέναξα βαθιά.

«Ο πρίγκηπας και ο βάτραχος, πραγματικά… και μου είπε ότι με έβρισκε γλυκούλα, άντε βγάλε άκρη.»

«Βάτραχος;» με ρώτησε με φανερή περιέργεια. «Τι λες μωρέ, μια χαρά κοπέλα είσαι!» μου είπε αγγίζοντάς με ελαφρά τον ώμο, κάνοντάς με έτσι να κοκκινήσω.

«Είναι που δε με έχεις προλάβει με σιδεράκια και γυαλιά με πάτους μπουκαλιού από μπύρα,» απάντησα κάνοντας μια γκριμάτσα και δείχνοντας στο πρόσωπό μου.

«Και σε φίλησε και έγινες πριγκίπισσα;» μου είπε κοροϊδευτικά, κλείνοντάς μου το μάτι.

«Αν με είχε φιλήσει θα είχαν συμβεί δύο πράγματα: Ένα, θα είχα λιποθυμήσει και δύο θα με λιντσάρανε οι θαυμάστριές του» είπα σηκώνοντας δύο δάχτυλα και κάνοντας την Ελένη να γελάσει εκ νέου.

Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε χαμογελαστός και ο περί ου ο λόγος μορφονιός, περπατώντας προς το μέρος μας με τη χαρακτηριστική του άνετη στάση. «Γεια σας, γεια σας» μας είπε χαρίζοντάς μας ένα αστραφτερό χαμόγελο. «Τι λέγατε;»

«Εδώ, λέγαμε με τη Φοίβη πως γνωριστήκατε,» απάντησε η Ελένη δείχνοντάς με μέ το χέρι.

«Ιστορία κι’ αυτή. Μη το πεις ποτέ στην Ευτυχία αλλά τελικά το είχα διασκεδάσει εκείνο το βράδυ,» είπε κάθοντας στην καρέκλα απέναντί μου και ακουμπώντας τους αγκώνες του στο τραπέζι.

Άρχισε να μετράει με τα δάχτυλα: «Από τη μία το δεκαχίλιαρο με το οποίο με είχε δωροδοκήσει για να κάτσω να κάνω τον κηδεμόνα στα πιτσιρίκια,» είπε με ένα πονηρό γελάκι, «από την άλλη η χυλόπιτα που είχε ρίξει μια συμμαθήτριά μας στον λιγούρη τον κολλητό μου…» συνέχισε και έκανε μια μικρή παύση.

Με κοίταξε και μου χαμογέλασε. «Και από την τρίτη η σιγανοπαπαδιά από εδώ που με είχε κάνει να μη μου μείνει άντερο από τα γέλια, το είχα διασκεδάσει αφάνταστα,» είπε δείχνοντάς με και κάνοντάς να νιώσω και πάλι σαν ερωτοχτυπημένο δεκατετράχρονο.

«Ναι, αυτό έλεγε πριν από λίγο,» επιβεβαίωσε η Ελένη.

«Η Μαρία και ο Νίκος;» ρώτησε αλλάζοντας θέμα ο Ανδρέας, κοιτάζοντας γύρω του.

«Θα πάνε με το μηχανάκι του Νίκου, θα μας βρουν εκεί. Τώρα, περιμένω στις 19:00 να τελειώσει και Τάσος το μάθημά του και θα πάμε με το αυτοκίνητο του, αν και σήμερα έχει μάθημα με την Σούζι που τσούζει, όπως τη λέει ο ίδιος, οπότε δεν ξέρω σε τη νοητική κατάσταση θα βρίσκεται,» εξήγησε η Ελένη κάνοντας μια απελπισμένη χειρονομία.

«Σούζι που τσούζει;» είπα βάζοντας τα γέλια και σκεπάζοντας το στόμα μου.

«Ναι, η Σουζάνα η Παπαδοπούλου.»

«Την έχω στον Απειροστικό-Ι, μια χαρά μου φαίνεται,» είπα ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Ε, θα το διαπιστώσεις στην εξεταστική το Γενάρη» μου απάντησε ο Ανδρέας κάνοντας μια γκριμάτσα.

«Ο Τάσος είναι μεταπτυχιακός και αφού η Σούζι τον τσούζει ποια είμαι εγώ να του χαλάσω το χατίρι» είπε η Ελένη σηκώνοντας τα χέρια της, κάνοντάς και εμένα και τον Ανδρέα να γελάσουμε.

«Κορίτσια, είστε για μια παρτίδα uno;» ρώτησε ο Ανδρέας τρίβοντας τις παλάμες του.

Δεν το ήξερα το παιχνίδι, κούνησα αρνητικά το κεφάλι, μου το εξήγησαν με υπομονή. Είχε πολλή πλάκα τελικά και σταδιακά χαλάρωσα, γελώντας δυνατά με τις ατάκες τους. Γύρω στις 19:00 ήρθε και ο Τάσος περπατώντας με βαριά βήματα και σκυθρωπό βλέμμα, και εκεί αποφάσισαν να με μάθουν να παίζω μπιρίμπα. Ευτυχώς τα παίρνω εύκολα τα γράμματα και έμοιαζε με το κουμκάν και το Θανάση, τα οποία με είχε μάθει ο πατέρας μου, οπότε δεν δυσκολεύτηκα να καταλάβω τους κανόνες.

Your third milestone” είπε ο Ανδρέας χαμογελώντας και σηκώνοντας τρία δάχτυλα. «Δε μπορείς να θεωρείς ότι έζησες φοιτητικά χρόνια στο Ηράκλειο αν δεν έχεις κάνει τα παρακάτω: α) Να πας για μπύρα στο Αυγό, β) να φας πιτόγυρο με γιαούρτι στα Λιοντάρια γ) αν δεν έχεις παίξει μια παρτίδα μπιρίμπα στο κυλικείο, δ) αν δεν έχεις φάει στον Ευτύχη,» είπε μετρώντας στα δάχτυλά του.

«Έχει και άλλα;» ρώτησα με πραγματική περιέργεια, γέρνοντας προς τα εμπρός.

«Ουυυυυυ. Το Σάββατο θα έχει το πέμπτο milestone, σαββατόβραδο στη Χιτζάζ,» απάντησε κάνοντας μια δραματική χειρονομία.

«Βασικά το Σάββατο λέγαμε να πάμε Ραφιναρία» είπε η Ελένη σηκώνοντας το δάχτυλό της. Μην ξέροντας ούτε το ένα ούτε το άλλο κοίταζα πότε την Ελένη και πότε τον Ανδρέα, στρίβοντας το κεφάλι μου εδώ κι εκεί.

«Καλά, Ραφιναρία τότε,» είπε και γύρισε προς εμένα «Θα πάμε αργότερα Χιτζάζ.»

«Τι είναι η Ραφιναρία ρε παιδιά;» ρώτησα η αθώα, κοιτάζοντάς τους με μεγάλα μάτια.

«Κλαμπ.» Δεν είχα πάει ποτέ σε κλαμπ και ένιωσα τα μάγουλά μου να ζεσταίνονται.

«Κυριακή, αν καταφέρουμε να ξυπνήσουμε λέω να πάμε για μπάνιο Κοκκίνη Χάνι» είπε ο Τάσος τεντώνοντας τα χέρια του.

«Αν μας κάνεις τον ταρίφα» είπε ο Ανδρέας δείχνοντάς τον.

«Mathematician to the rescue» απάντησε ο Τάσος χτυπώντας το στήθος του ηρωικά.

Εγώ χαμογελούσα σα χαζό, νιώθοντας τα μάγουλά μου να πονάνε από το συνεχές χαμόγελο. Ένιωθα πρώτη φορά να ανήκω σε μια παρέα και μάλιστα εκ των οποίων ο μικρότερος πέραν από εμένα ήταν 20 χρονών. Εγώ μόλις στις αρχές του Μάη είχα κλείσει τα 18 μου.

Δεν ήξερα για την Μαρία και τον Νίκο αλλά Ανδρέας, Τάσος και Ελένη με είχαν υιοθετήσει, και καθώς τους κοίταζα να σχεδιάζουν το Σαββατοκύριακο συμπεριλαμβάνοντάς με αυτόματα, ένιωσα μια ζεστασιά να με κατακλύζει από το κεφάλι μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών μου.

Με γέλια και εκατέρωθεν πειράγματα ξεκινήσαμε στις 20:30 να πάμε στον Ευτύχη. Ο Τάσος είχε ένα Ρενό 5 και μπροστά κάθισε ο Ανδρέας γιατί πίσω δε χώραγε οπότε αναγκαστικά καθίσαμε εγώ με την Ελένη στο πίσω κάθισμα. Οι τρεις τους φλυαρούσαν στο αυτοκίνητο ενώ εγώ απολάμβανα τη διαδρομή με το κεφάλι ελαφρά στραμμένο προς το παράθυρο, παρατηρώντας τα φώτα της πόλης να περνούν, καθώς δεν είχα πάει ποτέ εκεί που πηγαίναμε τώρα.

Με το αυτοκίνητο δεν πήρε πάνω από 20 λεπτά, είμασταν στον Ευτύχη στις 20:50. Δε θα πω ότι μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ως ταβέρνα, θα την έλεγα μάλλον άσχημη και μεταξύ μας δεν καταλάβαινα προς τι ο έρωτας που του είχαν. Κοίταξα γύρω μου με μια έκφραση αμφιβολίας που προσπαθούσα να κρύψω. Πέντε λεπτά αργότερα ήρθε ο Νίκος με τη Μαρία και ήρθαν να μας πάρουν παραγγελία.

«Μια πατάτες, μια σαλάτα, μια τζατζίκι, μία φέτα για αρχή» είπε ο Ανδρέας μετρώντας στα δάχτυλά του. «Εγώ λέω σήμερα να πάρω μια παϊδάκια.» Οι υπόλοιποι έκαναν τις παραγγελίες τους αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει, κοιτάζοντας αναποφάσιστα το μενού. «Πάρε μπιφτέκι, θα με θυμηθείς» μου είπε ο Ανδρέας γέρνοντας προς το μέρος μου και βοηθώντας με να λύσω το γόρδιο δεσμό.

Μεταξύ μας, αν και ποτέ δεν έτρωγα πολύ, τα συνοδευτικά μου φάνηκαν λίγα για έξι άτομα. Σφίγγοντας τα χείλη μου, από την άλλη ούσα η καινούργια της παρέας κράτησα το στόμα μου κλειστό και ευτυχώς να λέω γιατί όταν άρχισαν να μας φέρνουν τα φαγητά το σαγόνι μου έπεσε στο πάτωμα και στεκόμουν εκεί με το στόμα ανοιχτό.

Η «μια πατάτες,» «μια χωριάτικη» ήταν μια γαβάθα πατάτες και μια λεκάνη χωριάτικη, ξέχειλες αμφότερες. Η φέτα και το τζατζίκι ήταν σε δύο ξεχωριστά μεγάλα πιάτα και ίσα που χωρούσαν στο τραπέζι. Άρχισα να αμφιβάλλω ότι 6 άτομα θα καταφέρναμε να φάμε μόνο αυτά και επιπλέον ο καθένας είχε και την ατομική του μερίδα. Γεμίσαμε όλοι τα ποτήρια μας με μπύρα και τσουγκριστήκαμε, σηκώνοντας τα ποτήρια μας ψηλά.

«Άντε, καλώς ήρθες Φοίβη» είπε ο Νίκος κοιτάζοντάς με και χαμογελώντας. «Οι υπόλοιποι, καλό χειμώνα, καλά μυαλά, καλό μπάρκο και καλά κρασιά» συμπλήρωσε κάνοντας μια θεατρική χειρονομία και κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

Περνούσα Υ-Π-Ε-Ρ-Ο-Χ-Α! Η αίσθηση του ανήκειν ήταν πρωτόγνωρη για μένα που τα μαθητικά μου χρόνια τα είχα περάσει μονάχη και στη σκιά. Με είχαν υιοθετήσει, όλοι. Με τσίγκλαγαν και με πείραζαν και γελούσαν με τα αστεία μου και με έκαναν να νιώθω σα να τους ξέρω χρόνια. Κάθε φορά που έλεγα κάτι αστείο και γελούσαν, ένιωθα τη στήθος μου να διαστέλλεται από περηφάνια. Το τι δούλεμα έφαγα όταν γούρλωσα τα μάτια κοιτώντας το μπιφτέκι το οποίο ξεχείλιζε από το πιάτο δε λέγεται.

«What the fuck is this?» είπα κοιτώντας το πιάτο μου αποσβολωμένη, δείχνοντάς το με τρεμάμενο δάχτυλο.

«Έπαθε Ευτύχη» είπε ο Ανδρέας χτυπώντας τις παλάμες του και βάλανε όλοι τα γέλια. “Another one bites the dust

«Εισπνοή-εκπνοή, εισπνοή-εκπνοή» μου είπε η Μαρία κάνοντας εκπαιδευτικές κινήσεις με τα χέρια.

«Σάλιο και υπομονή, σάλιο και υπομονή» είπε ο Τάσος κάνοντάς μου ταπ-ταπ στην πλάτη κάνοντάς τους όλους να ξεραθούν εκτός από μένα που δεν ήξερα τη φράση. Κοίταξα τον Ανδρέα ερωτηματικά, γέρνοντας το κεφάλι με περιέργεια, κερδίζοντας άλλο ένα γύρο γέλιου. «Θα σου πω άλλη ώρα, δεν είσαι για να μας μείνεις,» μου είπε κουνώντας το δάχτυλό του προειδοποιητικά.

Εγώ δεν κατάφερα να φάω ούτε το ένα τρίτο του κτήνους που μου είχαν φέρει όσο νόστιμο και αν ήταν και ομολογώ ότι δεν είχα δοκιμάσει πιο νόστιμο μπιφτέκι στα 18 χρόνια της ζωής μου. Σπρώχνοντας το φαγητό εδώ κι εκεί στο πιάτο και κάνοντας απελπισμένες γκριμάτσες κάθε φορά που προσπαθούσα να πάρω άλλη μπουκιά. Μας έφερε ατομικά δοχεία μίας χρήσης για να βάλουμε μέσα ό,τι περίσσεψε αλλά ακόμα και έτσι ο Σίμπα θα έκανε πάρτι σήμερα, μια σακούλα με κόκκαλα και κρέας.

Στην επιστροφή ο Τάσος άφησε εμένα και τον Ανδρέα στην Αθηνά. Χαιρετίσαμε Τάσο και Ελένη κουνώντας τα χέρια μας ενθουσιωδώς, ο οποίος έκανε μια παράνομη—του κερατά όμως!—αναστροφή, αλλά έτσι κι αλλιώς η Κνωσσού ήταν άδεια, και έφυγαν αφήνοντάς μας μόνους.

«Λοιπόν, πώς σου φάνηκε;» με ρώτησε ο Ανδρέας ενώ με συνόδευε προς το σπίτι μου, περπατώντας αργά δίπλα μου.

«Ήταν υπέροχα, δεν έχω λόγια!» του είπα ειλικρινά, γυρίζοντας προς το μέρος του με μάτια που έλαμπαν.

«Είδες, στα καλύτερα σε πάω» μου είπε και μου έκλεισε το μάτι συνωμοτικά.

«Δεν έχω λόγια να σε ευχαριστήσω» απάντησα σοβαρή, σταματώντας για μια στιγμή και γυρίζοντας να τον κοιτάξω.

«Έλα παιδάκι μου χαλάρωσε, δεν έκανα και τίποτα!» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους με χαλαρότητα.

«Για σένα δεν είναι τίποτα… αλλά για μένα… Κανένας… κανένας δε μου είχε φερθεί ποτέ έτσι» του είπα σχεδόν με σπασμένη φωνή, κοιτάζοντας κάτω στα πόδια μου και νιώθοντας τα μάτια μου να υγραίνονται.

«Τι ώρα έχεις μάθημα αύριο;» με ρώτησε αλλάζοντας κουβέντα και κάνοντάς με να αλλάξω δέκα χρώματα καθώς φάνηκε ότι τον έφερα σε δύσκολη θέση.

«Παρασκευούλα ζάχαρη!» του είπα προσπαθώντας να φανώ χαρούμενη και κάνοντας μια χαρούμενη χειρονομία. «Μάθημα 13:00-17:00.»

«Τυχερή! Εγώ έχω μάθημα στις 09:00 και τελειώνω στις 11:00 και μετά έχω κενό μέχρι τις 13:00 κι εγώ, αν και αύριο τελειώνω στις 19:00. Θα έρθεις για καφέ στις 11:00;»

«Τρίτο ραντεβού σε τρεις μέρες; Woah!» του είπα αστειευόμενη, βάζοντας τα χέρια στους γοφούς μου θεατρικά.

«Εγώ στο είπα, στα καλύτερα σε πάω!» απάντησε κάνοντας μια υπερήφανη στάση.

«Στις 11:00 λοιπόν στο κυλικείο» είπα χαμογελαστή.

Είχαμε σταθεί έξω από την πόρτα την οποία ο Σίμπα είχε καβαλήσει και μας κοίταζε με γουρλωμένα μάτια ενώ η ουρά του πηγαινοερχόταν σαν τρελή τόσο γρήγορα που θόλωνε. Και μετά μύρισε το φαγητό και κόντεψε να τη σπάσει από την προσμονή, αρχίζοντας να γαβγίζει σιγανά. «Λοιπόν, πάω μέσα να τον ταΐσω γιατί θα πάθει καμιά ζημιά στην ουρά και θα το έχω τύψεις. Καληνύχτα»

«Καληνύχτα Φοίβη! Τα λέμε το πρωί» μου είπε χαμογελώντας μου και κουνώντας το χέρι του.

Αναστέναξα και έμεινα να τον κοιτάζω που απομακρυνόταν με αργά βήματα, ακουμπισμένη στην πόρτα και με τα χέρια σφιγμένα πίσω από την πλάτη μου. Το τσίμπημα που ένιωθα για εκείνον στην τρίτη Γυμνασίου είχε επανέρθει with vengeance.

Με επανάφερε στην τάξη ο Σίμπα γαυγίζοντάς μου παραπονιάρικα και γρατζουνίζοντας την πόρτα.

Μπήκα μέσα και όπως πάντα σηκώθηκε πάνω μου στα πίσω πόδια και κόντεψε να με ρίξει κάτω, βάζοντάς με σε μια αγκαλιά αρκούδας. Μου έριξε ένα γλείψιμο στα μούτρα, το σίχαμα, και κατέβηκε και μύρισε τη σακούλα ενώ η ουρά του κόντευε να ξεκολλήσει από το κούνημα.

Πήγαμε συνοδεία στο σπίτι και του έβαλα τη σακούλα στην κατσαρόλα του στην οποία ρίχτηκε λες και είχε να φάει από πέρσι να πούμε. Μπήκα στο σπίτι, έβγαλα τα ρούχα μου με αργές κινήσεις και το σουτιέν ξεφυσώντας από ανακούφιση, και μένοντας μόνο με το κιλοτάκι πήγα στο μπάνιο και έπλυνα το πρόσωπό μου με δροσερό νερό.

Όταν τέλειωσα, φόρεσα το νυχτικό μου και ξάπλωσα στο κρεββάτι ανάσκελα κάνοντας ταβανοθεραπεία, με τα χέρια πίσω από το κεφάλι μου, καθώς στη σκέψη μου έφερνα συνέχεια τον Ανδρέα και ο ύπνος άργησε να με πάρει.

Το πρωί ξύπνησα στις 10:00 τεντώνοντας τα χέρια μου ψηλά και χασμουρητό. Έκανα ένα γρήγορο ντουζάκι και έφτιαξα το πρωινό μου, κινούμενη με περισσότερη ενέργεια από το συνηθισμένο. Βαριόμουν να κάτσω σπίτι και στις 11:00 είχα ραντεβού με τον Ανδρέα οπότε αποφάσισα να πάω από νωρίς στο κυλικείο. Ήταν πολύ όμορφη μέρα και έκανε ζέστη, και καθώς περπατούσα προς το πανεπιστήμιο ένιωθα ένα ελαφρύ χοροπήδημα στα βήματά μου.

Την Κυριακή θα πηγαίναμε και για μπάνιο αλλά δεν είχα φέρει μαγιό μαζί μου, θα έπρεπε να ρωτήσω Μαρία ή Ελένη για κάποιο μαγαζί ώστε να πάρω. Στο κυλικείο δεν είχε πολύ κόσμο. Παράγγειλα ένα καφέ για μένα και ένα για τον Ανδρέα αν και το πιο πιθανό ήταν να έχει πάρει ήδη από το πρωί. Στις 11:05 ήρθε και με βρήκε ο Ανδρέας. Σηκώθηκα αμέσως όταν τον είδα και του χάρισα το πιο γλυκό μου χαμόγελο.

«Καλημέρα» του είπα με φωνή που ακουγόταν λίγο πιο ψηλή από το συνηθισμένο. «Σου πήρα καφεδάκι.»

«Σε ευχαριστώ Φοίβη μου» μου είπε χαρίζοντας μου ένα λαμπερό χαμόγελο και ακουμπώντας ελαφρά το χέρι του στον ώμο μου για μια στιγμή. Έτσι, μερικές μέρες αξύριστος, ήταν ένας κούκλος. «Κοιμήθηκες καλά;»

«Σαν πουλάκι» του είπα ψέματα, παίζοντας νευρικά με το καλαμάκι της φραπέ μου. Τι να του έλεγα, «ξενύχτισα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ»; «Πώς ήταν το μάθημά σου;»

«Βαρετό. Ουφ, έχεις όρεξη για μια παρτίδα τάβλι;» ρώτησε τρίβοντας τις παλάμες του.

«Αμέ!» του είπα με ενθουσιασμό και πήγε και έφερε ένα τάβλι. Πήρα τα άσπρα, πήρε τα πράσινα και ξεκινήσαμε. Κάθε φορά που κέρδιζα ένα παιχνίδι σήκωνα τα χέρια μου νικηφόρα, και όταν έχανα έκανα θεατρικές γκριμάτσες που τον έκαναν να γελάει. Πήρα μονό τις πόρτες, μου πήρε μονό το πλακωτό αλλά στο φεύγα υπέστην πανωλεθρία, μου το πήρε διπλό. Κέρδισα ξανά στις πόρτες μειώνοντας σε 3-2 αλλά στο επόμενο πλακωτό μου έπιασε την παραμάνα και κερδίζοντας και εκείνο διπλό με κέρδισε 5-2.

«Σήμερα το βράδυ έχει μεξικάνικο» μου ανακοίνωσε, ακουμπώντας τους αγκώνες του στο τραπέζι και γέρνοντας προς το μέρος μου. Δεν είχα φάει ποτέ μεξικάνικο.

«Milestone και αυτό;» ρώτησα γέρνοντας το κεφάλι με περιέργεια.

«Εννοείται!»

«Οι άλλοι θα έρθουν;»

«Δεν έχω ιδέα, τους ρωτάμε και μαθαίνουμε» μου απάντησε. «Έρθουν δεν έρθουν όμως εμείς θα πάμε»

«Αμέ!» του είπα ενθουσιασμένη, χτυπώντας τις παλάμες μου.

Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και η Ελένη με τη Μαρία, περπατώντας προς το μέρος μας με χαμόγελα. Τάσος και Νίκος είχαν μάθημα. Ο Ανδρέας είπε στα κορίτσια για το βράδυ και έλαβε διαβεβαίωση και από τις δύο ότι θα το πουν σε Τάσο και Νίκο αντίστοιχα. Κάποιος φώναξε τον Ανδρέα από μακριά και σηκώθηκε να πάει να τον βρει αφήνοντάς με μόνη μου με τα κορίτσια τα οποία με αρχίσαν στο ψιλό γαζί.

«Κλείσε το στόμα κυκλοφορούν μύγες» είπε η Μαρία κάνοντάς μου νόημα προς το σαγόνι μου, κάνοντάς με να κοκκινήσω και να σκεπάσω το πρόσωπό μου με τα χέρια.

«Έλα σε πειράζουμε χαζούλα, μη χαλιέσαι» μου είπε η Ελένη ακουμπώντας το χέρι της στο δικό μου.

«Άλλωστε… αμοιβαία τα αισθήματά μωρό μου, αμοιβαία τα αισθήματα» συμπλήρωσε τραγουδιστά η Μαρία γέρνοντας συνωμοτικά προς το μέρος μου.

«Ε;» τους είπα κοιτάζοντάς και τις δύο σα χαζή, με το στόμα ελαφρά ανοιχτό.

«Τι ε; Μόνο εσύ νομίζεις ότι τον κοιτάς και σου τρέχουν τα σάλια; Έχεις δει πως σε κοιτάζει;» μου απάντησε χαχανίζοντας η Ελένη.

Πώς με κοίταζε; Ιδέα δεν είχα! Ένιωσα τα μάγουλά μου να καίγονται.

«Εεε… εεεχμ» πήγα να πω στριφογυρίζοντας τα δάχτυλά μου αλλά εκείνη τη στιγμή γύρισε ο Ανδρέας.

«Τι λέγατε;» ρώτησε καθισμένος πάλι στη θέση του και κοιτάζοντάς μας με περιέργεια.

«Τι είναι ο άνθρωπος, τι είναι η κοινωνία…» απάντησε η Μαρία με θεατρική φωνή.

«Άσχετο» είπα βρίσκοντας τη μιλιά μου και ίσιωσα στην καρέκλα μου. «Έχετε να μου προτείνετε κάποιο καλό μαγαζί με γυναικεία; Δεν έχω φέρει μαγιό μαζί μου για την Κυριακή.»

«Ναι, ξέρω εγώ» είπε η Μαρία. «Και τώρα που το λες κι εγώ θέλω να πάρω μαγιό. Πάμε αύριο το πρωί αν είναι, Ελένη θα έρθεις κι εσύ;»

«Αχ θα με βάλετε σε έξοδα» είπε η Ελένη κάνοντας θεατρική απελπισία και βάζοντας το χέρι στο μέτωπό της, προσπαθώντας να αντισταθεί όχι ιδιαίτερα σθεναρά. «Μαρία, ποιο λες, στην Κορνάρου;»

«Ναι, αυτό λέω.»

«Συμφωνώ. Να πούμε αύριο κατά τις 12:00 εδώ και να κατεβούμε όλες μαζί;» ρώτησε η Ελένη χτυπώντας τις παλάμες της.

«Ναι» απαντήσαμε και οι δύο κουνώντας το κεφάλι.

Η μέρα κύλισε σχετικά γρήγορα και στις 20:00 βρεθήκαμε όλοι μαζί. Ο Τάσος είχε μάθημα μέχρι τις 21:00 αλλά είχε διαβεβαιώσει μέσω της Ελένης ότι θα μας έβρισκε στο Μεξικάνικο. Μιας και η Μαρία θα κατέβαινε με το Νίκο, με το λεωφορείο κατεβήκαμε ο Ανδρέας, εγώ και η Ελένη. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, παρατήρησα ότι ο Ανδρέας κάθισε δίπλα μου αντί να επιλέξει κάποια άλλη θέση. Πήγαμε στο μεξικάνικο και βρήκαμε ότι Νίκος και Μαρία ήταν εκεί ήδη.

Καθίσαμε και μέχρι να αποφασίσουμε τι θα παραγγείλουμε μας έφερε μαργαρίτες. Ούτε αυτό το είχα δοκιμάσει ποτέ, τελικά ήταν πολύ ωραίο, σαν γρανίτα! Όταν το δοκίμασα για πρώτη φορά έκανα μια έκφραση έκπληξης που έκανε όλους να γελάσουν. Ο Ανδρέας μου εξήγησε τα φαγητά και ήρθε ο σερβιτόρος για να πάρει την παραγγελία. Ξεκίνησε μαζί μου. Του είπα τι θέλω.

«Πόσα Φ;»

«Ορίστε;» ρώτησα κοιτώντας τον με απορία και γέρνοντας το κεφάλι αλλά πρόλαβε να απαντήσει για μένα ο Ανδρέας «Μηδέν Φ, πρώτη φορά τρώει εδώ.» Ομοίως 0Φ πήραν το φαγητό τους Ελένη και Μαρία ενώ ο Ανδρέας το δικό του το ζήτησε με 1Φ. «Τι είναι αυτό το Φ ρε παιδιά;» ρώτησα κοιτάζοντας γύρω στο τραπέζι.

«Πόσα ΦΟΥΥΥ ΦΟΥΥΥ θέλεις να κάνεις τρώγοντας μια δαγκωνιά» εξήγησε ο Ανδρέας κάνοντας θεατρικές κινήσεις με τα χέρια και τον κοίταξα εξακολουθώντας να μην καταλαβαίνω.

«Πόσο καυτερό να είναι» είπε η Μαρία. «Για σήμερα τη βγάζεις καθαρή αλλά its a rite of passage να έχεις φάει τουλάχιστον μία φορά 2Φ.»

«Μέχρι πόσο πάει;» ρώτησα σηκώνοντας το φρύδι με περιέργεια.

«Το τρία Φ, σύμφωνα με τους μύθους, είναι το ισοδύναμο του να φας αναμμένο ναπάλμ. Δεν ξέρω κάποιον να το έχει δοκιμάσει» είπε χαμογελαστός ο Ανδρέας κουνώντας το κεφάλι.

«Ωστόσο αν είσαι αμάθητη και με το 1Φ μπορεί να βάλεις τα κλάματα» συμπλήρωσε η Ελένη κάνοντας μια απελπισμένη γκριμάτσα.

«Και με όλα αυτά που μου λέτε περιμένετε να φάω 2Φ;» ρώτησα ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια.

«Ναι και αν νομίζεις ότι το χειρότερο είναι όταν το φας… που να δεις το μετά» είπαν και βάλανε και οι τρεις τα γέλια κάνοντάς με να κοκκινήσω αλλά να βάλω κι εγώ τα γέλια όταν κατάλαβα τι εννοούσαν, σκεπάζοντας το πρόσωπό μου με τα χέρια.

Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και ο Τάσος και έκανε και αυτός την παραγγελία του. Δεν είχα φάει ξανά στη ζωή μου μεξικάνικο αλλά το φαγητό ήταν απίθανο. Ο Ανδρέας με πληροφόρησε ότι τρώγαν εδώ τουλάχιστον μια φορά κάθε δύο εβδομάδες. Όπως και χθες, η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβω. Κατά τις 23:00 είπαμε να το διαλύσουμε και τα ζευγάρια θέλαν να βρεθούν μόνα τους οπότε μας άφησαν μόνους.

«Τι θες να κάνουμε, θέλεις να γυρίσουμε σπίτι;» με ρώτησε ο Ανδρέας στεκόμενος δίπλα μου.

«Όχι, θα ήθελα να κάτσουμε αν θέλεις κι εσύ» απάντησα και ένιωσα τα μάγουλά μου να ζεσταίνονται.

«Θέλω» μου είπε χαμογελαστός και μου έδωσε το μπράτσο του. Το δέχτηκα χωρίς δισταγμό, αισθανόμενη τη ζεστασιά του μέσα από το μπλουζάκι του. «Πάμε Χιτζάζ!» μου είπε και συμπλήρωσε «Δεν είναι μακριά, στο τέλος της Κοραή πριν την πλατεία Ελευθερίας.»

«Ακόμα ένα milestone!» του είπα κάνοντάς τον να χαμογελάσει.

Η Χιτζάζ ήταν ένα διώροφο μπαρ. Είχε πολύ κόσμο και στον πρώτο και στον δεύτερο όροφο αλλά εμείς καθίσαμε στο δεύτερο, όρθιοι στη μπάρα. Ο Ανδρέας παράγγειλε για τους δύο μας, στεκόμενος λίγο πίσω μου με το χέρι του ακουμπισμένο ελαφρά στη μέση της πλάτης μου. Αυτές οι τελευταίες μέρες ήταν πραγματικό ροντέο, λες και είχε ανοίξει μπροστά μου μια πόρτα σε ένα υπέροχο μαγικό κόσμο που μέχρι τα 18 μου δεν είχα καν ονειρευτεί. Η μουσική, οι φωνές, η κάπνα.

Ένιωθα μια γλυκιά ζαλάδα που δεν ήταν από το ποτό, ένιωθα ότι θα σκάσω από τη χαρά μου. Ο Ανδρέας είχε πολλά κέφια και με τσίγκλαγε και με πείραζε συνέχεια και όσο πιο πολύ γελούσα τόσο πιο πολύ ένιωθα να τον ερωτεύομαι. Κάθε φορά που έλεγε κάτι αστείο, έσκυβα ελαφρά προς τα εμπρός από τα γέλια, και εκείνος ακουμπούσε το χέρι του στον ώμο μου.

Ναι, να τον ερωτεύομαι.

Μαρία και Ελένη με είχαν διαβεβαιώσει ότι και εκείνος ήταν τσιμπημένος μαζί μου αλλά δεν μπορούσα να τις πιστέψω, δεν μπορούσα καν να διανοηθώ ότι ένα αγόρι σαν τον Ανδρέα θα καταδεχόταν να γυρίσει να κοιτάξει το ασχημόπαπο. Αλλά τώρα, καθώς στεκόμασταν τόσο κοντά στη μπάρα που μπορούσα να μυρίσω το άρωμά του, άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως… Είχε πάει σχεδόν τρεις και είχε ακόμα κόσμο. Πρώτη φορά στη ζωή μου καθόμουν τόσο αργά. Κάποια στιγμή το γύρισε στις μπαλάντες.

«Το τραγούδι μας!» είπε ενθουσιασμένος ο Ανδρέας στρέφοντας όλο το σώμα του προς το μέρος μου.

Wait, what? 

Ένιωσα την καρδιά μου να χάνει μερικούς χτύπους.

Δε μου έδωσε ευκαιρία να απαντήσω, με πήρε σφιχτά στην αγκαλιά του ενώ έπεφταν οι πρώτες νότες του “Love hurts”. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει μέσα στο στήθος μου. Με κρατούσε σφιχτά από τη μέση, με είχε κολλήσει πάνω του τόσο που μπορούσα να νιώσω την δική του καρδιά να χτυπάει. Τον αγκάλιασα από το σβέρκο με χέρια που έτρεμαν και σήκωσα αργά τα μάτια μου και τον κοίταξα.

Και εκεί με φίλησε.


03. Μετά την Χιτζάζ

Ανδρέας

Μπορεί η ίδια να μην έβρισκε τον εαυτό της ωραίο αλλά εγώ τη θεωρούσα πολύ γλυκούλα ακόμα και όταν φορούσε τα σιδεράκια και τα πατομπούκαλα. Στην αρχή είχα τρομάξει να τη γνωρίσω, είχε ψηλώσει κάμποσο από τότε που την είχα δει για τελευταία φορά, είχε βγάλει τα σιδεράκια και είχε κόψει το μαλλί της στο ύψος των ώμων. Αν ήταν μια φορά γλύκα πριν 4 χρόνια πλέον ήταν δέκα. Διαθέτοντας γλυκιά κοριτσίστικη φωνή και απίθανο χιούμορ ήταν ακριβώς ο τύπος μου.

Σίγουρα πολύ καλύτερη από την Έλσα που τα είχαμε για κανένα δίμηνο πριν την πετύχω τελείως τυχαία να χαμουρεύεται με κάποιον που ούτε τον είχα ξαναδεί. Αν και δεν έτρεφα ιδιαίτερα αισθήματα για την Έλσα, η όλη κατάσταση μου είχε κάνει trigger αυτό που είχα πάθει με τη Σοφία και με είχε τσούξει απίστευτα.

Η αλήθεια είναι ότι είμαι πολύ συναισθηματικός και σε αντίθεση με το τι πιστεύει ο περισσότερος κόσμος, αρκετά συνεσταλμένος. Ήξερα ότι δεν περνάω απαρατήρητος στο αντίθετο φύλο — το ακριβώς αντίθετο θα έλεγα — αλλά έχοντας φάει μια-δυο φορές τα μούτρα μου είχα μάθει να μη θεωρώ δεδομένο ότι θα τους χαμογελάσω και θα πέσουν ξερές.

Η Φοίβη ήταν πρωτάρα. Απ' όσο μπορούσα να καταλάβω από κορίτσια δεν της ήμουν αδιάφορος αλλά από την άλλη δεν ήθελα να την τρομάξω. Η ίδια μου έβγαζε ένα αίσθημα τρυφερότητας και προστασίας και το κουνελίσιο χαμόγελό της με έκανε σχεδόν να λιώνω. Τα δύο ζευγάρια θέλαν να βρεθούν μόνα τους, λογικό είναι, οπότε μας χαιρετήσανε και έριξαν εξαφανιζόλ αφήνοντάς με μόνο μου μαζί της.

«Θέλεις να γυρίσουμε σπίτι;»

«Όχι, θα ήθελα να κάτσουμε λίγο ακόμα» μου είπε και συμπλήρωσε «αν το θες κι εσύ» χαμογελώντας μου ντροπαλά, παίζοντας νευρικά με το τέλος του μαλλιού της.

Αν ήθελα λέει;

«Θέλω» της είπα, νιώθοντας ένα χαμόγελο να απλώνεται στο πρόσωπό μου. «Πάμε Χιτζάζ» συνέχισα και της έδωσα το μπράτσο μου. Με πήρε αγκαζέ — το χέρι της ζεστό και απαλό — και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε περπατώντας αργά προς τα Λιοντάρια. «Πώς σου φάνηκε το μεξικάνικο;»

«Απίθανο!» μου απάντησε ενθουσιασμένη, στρέφοντας το κεφάλι της προς το μέρος μου με μάτια που έλαμπαν. «Δεν είχα φάει ποτέ ξανά μέχρι τώρα!»

«Την επόμενη φορά αντί για μαργαρίτες να δοκιμάσεις Σαγκρία»

«Τι είναι αυτό;» με ρώτησε γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι της με περιέργεια.

«Γλυκό κόκκινο κρασί με φρούτα. Πάει πολύ με το μεξικάνικο.»

«Θα το δοκιμάσω την επόμενη φορά αλλά μου άρεσε πολύ και η μαργαρίτα, σα γρανίτα ήταν!» είπε και γέλασε, το γέλιο της ελαφρό σαν κουδουνάκι.

Κόσμος ανέβαινε, κόσμος κατέβαινε, άλλοι σε παρέες, άλλοι μονάχοι τους και άλλοι σε ζευγάρια. Ήταν μια ζεστή, όμορφη βραδιά, εδώ τα καλοκαίρια διαρκούν σχεδόν μέχρι τις αρχές Νοέμβρη. Είχα εξαιρετική διάθεση και ακόμα καλύτερη συντροφιά, πρέπει να χαμογελούσα σαν ηλίθιος.

«Πώς είναι το Κοκκίνη Χάνι;» με ρώτησε η Φοίβη.

«Θα σου αρέσει πολύ. Αμμουδιά και απέναντι έχει και τη Δία. Έχει πολύ ωραίες θάλασσες εδώ αλλά χρειάζεται αυτοκίνητο. Υπομονή ένα μήνα ακόμα!»

«Τι εννοείς;» με ρώτησε σταματώντας για μια στιγμή και κοιτάζοντάς με με αυξημένη περιέργεια.

«Α ναι, δε στο έχω πει, που να το ξέρεις. Τέλη Οκτώβρη έρχεται το καινούργιο μας αυτοκίνητο και ο πατέρας μου θα μου δώσει το παλιό μας.»

«Πολύ ωραία» μου είπε με γνήσια χαρά στη φωνή της, χτυπώντας με ελαφρά το μπράτσο μου παιχνιδιάρικα. «Τι μάρκα είναι;»

«Corola coupe, μοντέλο του 1972. Πως και πως το περιμένω.»

«Άντε, με το καλό» είπε χαμογελώντας πλατιά.

«Όχι τίποτε άλλο αλλά από του χρόνου μετακομίζουμε στα νέα κτήρια στις Βούτες και είναι στου διαόλου τη μάνα!»

«Μετακομίζετε;» με ρώτησε έκπληκτη, σταματώντας ξαφνικά να περπατάει.

«Δεν το ήξερες; Το πανεπιστήμιο κανονικά δεν είναι εδώ, δεν έχεις προσέξει ότι το κτήριο είναι ουσιαστικά προκάτ; Τα νέα κτήρια είναι στις Βούτες και οι πρώτοι που θα μετακομίσουμε είναι το τμήμα Βιολογίας και το Φυσικό. — Άντε τώρα να πηγαινοέρχεσαι εκεί με συγκοινωνία.»

«Ουφ, με στεναχώρησες τώρα» είπε κάνοντας ένα μικρό μορφασμό και σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι.

«Γιατί βρε;»

«Γιατί όλη στην παρέα είσαι Βιολόγοι ή Φυσικοί.»

«Ο Τάσος είναι μαθηματικός. Νομίζω ότι εσείς και το μαθηματικό θα μετακομίσετε τελευταίοι και δεδομένου ότι έχετε τόσα κοινά μαθήματα, κάπου λογικό είναι.»

«Έστω!» είπε σηκώνοντας τους ώμους με παραίτηση.

«Έλα βρε Φοίβη, κάνεις λες και θα αλλάξουμε ήπειρο. Άλλωστε κι εγώ μη νομίζεις, έχοντας το αυτοκίνητο, δε θα μετακομίσω καν.»

«Θέλω παγωτό» μου δήλωσε ξαφνικά, αλλάζοντας εντελώς θέμα και κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Έλα, να σταματήσουμε στο Έβερεστ να πάρουμε παγωτάκι από το μηχάνημα!»

«Από μηχάνημα θα πάρουμε παγωτό μωρέ Ανδρέα;» μου είπε κάνοντάς μου γλυκουλινιάρικο παραπονάκι, σηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι και κοιτάζοντάς με με ψεύτικη αγανάκτηση, και με το ζόρι κρατήθηκα και δε σταμάτησα στη μέση του δρόμου να τη φιλήσω.

«Μ' αρέσει πολύ η βανίλια του» της εξήγησα, προσπαθώντας να κρατήσω ήρεμη τη φωνή μου.

«Εντάξει τότε» μου είπε με χαρούμενη και πάλι φωνή. «Εγώ όμως θέλω και σοκολάτα!» μου είπε και με κοίταξε κλείνοντάς μου ναζιάρικα τα μάτια της, το κεφάλι της στραμμένο ελαφρά στο πλάι. Ήταν μια ζωγραφιά!

«Ό,τι θέλει το κορίτσι» της είπα και ένιωσα να με σφίγγει πάνω της, τα δάχτυλά της να πιέζουν απαλά το μπράτσο μου. Πήγαμε στο Έβερεστ και ζήτησα δυο ανάμεικτα παγωτά. Πλήρωσα, και της έδωσα το ένα προσεκτικά. «Κάποια στιγμή που θα είμαστε νηστικοί θα πάρουμε και πίτσα από εδώ.»

«Από το Έβερεστ; Φτιάχνει πίτσα;» με ρώτησε με απορία, ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια της.

«Καλύτερη και από πιτσαρίας, πίστεψέ με θα πάθεις πλάκα. — Στο Έβερεστ και στη Θράκα οφείλω τα 10 κιλά που έχω πάρει αυτά τα τρία χρόνια» της εξομολογήθηκα κάνοντάς τη να βάλει τα γέλια.

«Δε σου φαίνονται πάντως» μου είπε καλοσυνάτα, ρίχνοντας μια διακριτική ματιά.

«Καλά, πες το μου ξανά αυτό την Κυριακή στην παραλία» της δήλωσα. Η αλήθεια είναι ότι ήμουν ανέκαθεν αδύνατος, στην πραγματικότητα τώρα ήμουν στα κιλά μου αλλά έχοντας τόσα χρόνια συνηθίσει να είμαι ψηλολέλεκας μου είχε φανεί — και ακόμα δηλαδή μου φαινόταν — κάπως.

Φάγαμε χωρίς να βιαζόμαστε τα παγωτά μας, περπατώντας αργά, και όταν τελειώσαμε ήταν η Φοίβη που με πήρε αγκαζέ από μόνη της — μια κίνηση που με έκανε να νιώσω ζεστασιά στο στομάχι — και ανηφορήσαμε τη Δαίδαλου, πηγαίνοντας προς πλατεία Ελευθερίας.

Στο τέλος της, στρίψαμε αριστερά και κατηφορίσαμε την Ιδομενέως στην οποία 50 μέτρα παρακάτω ήταν η Χιτζάζ. Η ώρα είχε πάει 23:30 και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από νεαρόκοσμο, η πλειοψηφία φοιτητές. Το να βλέπεις γνωστές φάτσες παντού δεν ήταν άγνωστο συναίσθημα στο Ηράκλειο. Η Χιτζάζ ήταν γεμάτη κόσμο.

Ανεβήκαμε στο δεύτερο όροφο και καθίσαμε στη μπάρα σε μια από τις κολόνες. Για τραπέζι ή έστω καρέκλα, ούτε λόγος. Στη Χιτζάζ και αν είδα γνωστές φάτσες, η πραγματική έκπληξη θα ήταν να έβλεπα άγνωστες, μέχρι και η Φοίβη χαιρέτισε κάμποσους συμφοιτητές της με μικρά νεύματα του κεφαλιού και διακριτικά χαμόγελα.

«Πάει και αυτό το Milestone»

«Τυπικά όχι, μου είχες πει για Σαββατόβραδο» μου υπενθύμισε, στηρίζοντας τον αγκώνα της στη μπάρα.

«Και αύριο μέρα είναι» της είπα «αλλά το πραγματικό ορόσημο είναι η Χιτζάζ, όχι το ποια μέρα θα την επισκεφτείς.»

«Η Ραφιναρία είναι κλαμπ, έτσι δε μου είπες;»

«Ναι, κλαμπ είναι.»

«Δεν έχω πάει ποτέ σε κλαμπ» παραδέχτηκε, κοιτάζοντας κάτω για μια στιγμή.

«Ακόμα ένα ορόσημο, τα έχεις πάρει όλα αμπάριζα, άσπρε σίφωνα!»

«Σάμπως είχα πάει ποτέ σε μπαρ; Ή σε μεξικάνικο; Ή σε μπυραρία;» μέτρησε στα δάχτυλά της παιχνιδιάρικα.

«Περνάς καλά;»

«Απλά καλά; Λες και είμαι στο ροντέο!» μου απάντησε με λαμπερά μάτια, χτυπώντας ελαφρά το χέρι μου.

«Δε στο είπα; Στα καλύτερα σε φέρνω!»

«Το είπες! Το είπες!» μου απάντησε ενθουσιασμένη, χτυπώντας παλαμάκια σχεδόν ακούστως.

Ήρθε η σερβιτόρα για να πάρει παραγγελία.

«Τι θα πιείς;»

«Δεν ξέρω, εσύ τι θα πάρεις;» με ρώτησε γυρίζοντας προς το μέρος μου.

«Μπύρα»

«Ωραία, θα πάρω μπύρα κι εγώ» είπε με αποφασιστικότητα, νεύοντας.

Ρώτησα την κοπέλα τι μπύρες είχε και επέλεξα. Η Φοίβη ζήτησε το ίδιο, μιμούμενη τη στάση μου.

«Πόσες μαργαρίτες ήπιες;» τη ρώτησα, γέρνοντας ελαφρά προς το μέρος της. «Μη μου γίνεις ντίρλα και όχι τίποτε άλλο αλλά δεν έχεις μάθει και να πίνεις!»

«Δύο μαργαρίτες, δοκίμασα και το λεμόνι και τη φράουλα» απάντησε σηκώνοντας δύο δάχτυλα.

Ε, μια-δυο μπύρες ακόμα μπορούσε να τις πιεί. Δηλαδή νομίζω, θα έκοβα τις αντιδράσεις της όταν τελείωνε την πρώτη.

«Η Ελένη μου είπε ότι τον Ιούλιο είχε έρθει εδώ η Ευτυχία.»

«Ναι, είχε έρθει» επιβεβαίωσα, η έκφρασή μου να γίνεται πιο σοβαρή.

«Πώς και είχατε κάτσει εδώ;»

«Μέχρι και τον Ιούλη δούλευα στο υπολογιστικό κέντρο. Δεδομένου ότι Τάσος είχε αυτοκίνητο και η Ελένη είχε κάτσει και εκείνη, είπα στην Ευτυχία να έρθει να κάνουμε διακοπές παρέα. — Η αλήθεια είναι ότι με είχε πειράξει αυτό που έγινε με την Έλσα και είχα βαρεθεί να κρατάω το φανάρι στους δυο τους.»

«Λυπάμαι Ανδρέα μου» είπε απαλά, αγγίζοντας ελαφρά το χέρι μου με τα δάχτυλά της.

Μου; Χμμμμ

«Δε βαριέσαι... συμβαίνουν αυτά αν και η αλήθεια είναι ότι καλό είναι να μην συμβαίνουν αυτά» είπα σηκώνοντας τους ώμους.

«Πόσο καιρό ήσασταν μαζί;»

«Κανένα δίμηνο; Κάπου εκεί νομίζω. — Κοίτα, δεν ήταν ότι έτρεφα ιδιαίτερα συναισθήματα για δαύτην, αλλά ο τρόπος που έγινε μου θύμισε αυτό που είχε συμβεί με την Σοφία και στην πραγματικότητα αυτό ήταν που έτσουξε περισσότερο.»

«Τόσο πολύ σε είχε πειράξει αυτό που είχε γίνει με τη Σοφία;» με ρώτησε προσεκτικά, η φωνή της γεμάτη ενδιαφέρον. «Εννοώ... εννοώ ότι μπορούσες να είχες όποια ήθελες στο σχολείο.»

«Δεν είναι έτσι απλά τα πράγματα, Φοίβη» της είπα γυρίζοντας προς το μέρος της με σοβαρή έκφραση.

Η Φοίβη με κοίταξε προσεκτικά, περιμένοντας να συνεχίσω.

«Αφενός—και σε παρακαλώ μη θεωρήσεις ότι σε μαλώνω —θεωρώ προσβλητικό προς τις γυναίκες το “μπορώ να έχω όποια θέλω”.»

Έκανα μια παύση, παίρνοντας μια γουλιά από τη μπύρα μου. Η Φοίβη έκανε γκριμάτσα, δείχνοντας ότι δεν το είχε σκεφτεί έτσι.

«Και αφετέρου, ακόμα και αν δεν ήταν έτσι...» σταμάτησα για μια στιγμή, αναζητώντας τα κατάλληλα λόγια. «Εκ των πραγμάτων αποδείχτηκε ότι ΔΕΝ μπορώ να έχω όποια θέλω.»

«Την Σοφία εννοείς;» με ρώτησε απαλά.

«Ναι. Αυτή που ήθελα πραγματικά επέλεξε άλλον.» Κοίταξα το ποτήρι μου για μια στιγμή. «Φαντάζομαι ότι αν ήθελα κάποιο... rebound θα μπορούσα να το βρω, εύκολα ή δύσκολα. Αλλά αυτό δεν είναι του χαρακτήρα μου.»

Η Φοίβη με κοίταξε με κατανόηση και μου χαμογέλασε ενθαρρυντικά.

«Τέλος πάντων,» είπα ανασαίνοντας και χαμογελώντας της, «παρασοβαρέψαμε θαρρώ. Εδώ ήρθαμε για να το ρίξουμε έξω και όχι στην ενδοσκόπηση.»

Η αλήθεια είναι ότι ένιωθα πιο ανάλαφρος μιλώντας της και η ίδια έδειχνε ενδιαφέρον να με ακούσει — το κεφάλι της ελαφρά γερμένο προς το μέρος μου — αλλά αν συνέχιζα μπορεί να μου χαλούσε η διάθεση και δεν ήθελα να το ρισκάρω.

«Πώς σου φαίνεται η Χιτζάζ μέχρι τώρα;»

«Πολλή κάπνα» μου είπε κάνοντας ένα μικρό μορφασμό. «Αλλά παίζει ωραία μουσική» συμπλήρωσε χαμογελώντας και κουνώντας ελαφρά το κεφάλι στο ρυθμό.

Εκείνη τη στιγμή η σερβιτόρα μας έφερε τις μπύρες. Μπουκάλι μόνο, όπως τις είχα ζητήσει, με ένα κομμάτι λεμόνι στο χείλος του μπουκαλιού.

«Στην υγειά μας» της είπα σηκώνοντας το μπουκάλι και τσουγκρίζοντάς το απαλά με το δικό της.

«Στην υγειά μας» μου είπε χαρίζοντας μου ένα υπέροχα γλυκό κουνελίσιο χαμόγελο το οποίο μου επανάφερε αστραπιαία τη διάθεση.

Ήπιαμε τη μπύρα μας και το ρίξαμε στο περί ανέμων και υδάτων. Με το κέφι να μου έχει επιστρέψει, γρήγορα την έκανα να αρχίσει και πάλι να γελάει. Δε μιλούσαμε πάντως όλη την ώρα, κάποιες φορές απλά αφηνόμασταν στη μουσική βλέποντας τον κόσμο που αντί να αραιώσει είχε αρχίσει να πυκνώνει.

Η ίδια δεν το είχε καταλάβει ότι ασυναίσθητα είχε γείρει προς τα μένα, ο ώμος της να ακουμπάει ελαφρά τον δικό μου. Ήθελα να την πάρω αγκαλιά και να τη χαϊδέψω αλλά κάθε φορά που προσπαθούσα δενόμουν κόμπος, λες και ήμουν 15-χρονο αγοράκι.

Τι διάολο έχω πάθει; Εννοώ μπορεί να μην την πέφτω σε ό,τι κινείται αλλά ποτέ δεν το είχα δύσκολο να κάνω την πρώτη κίνηση.

Δεν ξέρω, είχε πάνω της μια αθωότητα που με γοήτευε και ταυτόχρονα με έκανε επιφυλακτικό, όχι ότι με τρόμαζε, το ακριβώς το αντίθετο. Φοβόμουν μην ήμουν εγώ αυτός που την έκανε να τρομάξει.

Πότε με γέλιο και πότε με όμορφες αλλά καθόλου αμήχανες σιωπές πέρασε η ώρα. Ο κόσμος είχε αρχίσει πια να αραιώνει. Κοίταξα το ρολόι μου, κόντευε να πάει τρεις. Εδώ και λίγη ώρα είχε αρχίσει να χαμηλώνει το ρυθμό, βάζοντας όλο και πιο αργά τραγούδια μέχρι που το γύρισε στις μπαλάντες.

Αρχικά πιο ροκ, ξεκινώντας από Rainbow και Stargazer και μετά σε Deep Purple και wasted sunsets και τώρα έπαιζε Halloween, το a tale that wasn't right. Κάποια λίγα ζευγάρια χόρευαν αγκαλιά και κάποια φιλιόντουσαν.

Και εκεί το Σύμπαν μου έδωσε την πάσα, το είδα σαν οιωνό, δε γινόταν να το δω αλλιώς. Ο DJ έβαλε Nazareth, Love hurts.

«Το τραγούδι μας» της είπα ενθουσιασμένος, στρέφοντας όλο μου το κορμί προς το μέρος της.

Την πήρα στην αγκαλιά μου χωρίς δισταγμό. Την αγκάλιασα από τη μέση και την έσφιξα πάνω μου, ένιωσα τα στήθη της να πιέζουν χαμηλά το στέρνο μου. Η Φοίβη με αγκάλιασε από το σβέρκο, τα χέρια της τρεμάμενα ελαφρά, και σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε με μάτια που έλαμπαν στο μισοσκόταδο.

Νιώθοντας σίγουρος όσο λίγες φορές στη ζωή μου έσκυψα και τη φίλησα απαλά στα χείλη. Είχε κλείσει τα μάτια της και η ανάσα της έγινε πιο βαθιά. Δεν έβαλα γλώσσα στην αρχή, απλά έπαιξα τα χείλη μου πάνω στα δικά της, νιώθοντας την απαλότητά τους. Μετά έβαλα τη γλώσσα μου, διστακτικά, μέσα στο στόμα της.

Δεν είχε φιλήσει ξανά έτσι, φάνηκε αμέσως από την αβεβαιότητα των κινήσεών της. Η γλώσσα μου ακούμπησε απαλά τη δική της και δίνοντάς της το χρόνο να το επεξεργαστεί, την τράβηξα μέσα στο στόμα μου, εξακολουθώντας να παίζω με τα χείλη μου τα χείλη της.

Συνέχισα λίγη ώρα έτσι και μετά ξαναέβαλα τη γλώσσα μου στο στόμα της. Αυτή τη φορά είχα πιο ενθουσιώδη και σαφώς λιγότερο διστακτική υποδοχή — τα χέρια της με τράβηξαν πιο κοντά.

Οι γλώσσες μας ακουμπούσαν τρυφερά η μία την άλλη στις άκρες των χειλιών μας και μετά πίεσα τη δική μου ελαφρά και μπήκε μέσα στο στόμα της. Συνεχίσαμε να φιλιόμαστε και να λικνιζόμαστε για πολλή ώρα, είχα σταματήσει να προσέχω τι τραγούδι έπαιζε, όλες μου οι αισθήσεις είχαν επικεντρωθεί πάνω της.

Σταματήσαμε μόνο όταν άρχισε να αλλάζει ρυθμό και να βάζει πιο γρήγορα τραγούδια. Τραβήχτηκα απαλά και με άφησε απρόθυμα, τα χέρια της να γλιστρούν αργά από το σβέρκο μου. Την κοίταξα στα μάτια, το βλέμμα της έλαμπε σαν αστέρι. Της χαμογέλασα γλυκά και μου χαμογέλασε ντροπαλά, κατεβάζοντας για μια στιγμή το βλέμμα.

«Ανδρέα… κράτα με» μου είπε με φωνή που έτρεμε ελαφρά. «Δεν είμαι σίγουρη ότι με βαστάνε τα πόδια μου.»

Το είπε με μια αθωότητα και με μια τρυφερότητα που έκανε την καρδιά μου να κάνει δέκα τούμπες. Έγειρα στον τοίχο και την έφερα πάνω μου με την πλάτη της. Παίρνοντας στα χέρια μου τα χέρια της την αγκάλιασα χαμηλά στο στομάχι.

Λικνιζόμασταν απαλά στο ρυθμό της μουσικής ενώ πότε-πότε τη φιλούσα στο μαλλί, αναπνέοντας το άρωμά της. Η Φοίβη είχε γείρει πάνω μου και μου χάιδευε τα χέρια όπως την κρατούσα σφιχτά αγκαλιά, τα δάχτυλά της να σχεδιάζουν μικρούς κύκλους στο δέρμα μου.

Τη γύρισα προς εμένα και τη φίλησα ξανά. Όσο φιλιόμασταν με κρατούσε αγκαλιά από το σβέρκο και άλλοτε μου χάιδευε το σβέρκο και άλλοτε χαμηλά το κάτω μέρος του κεφαλιού.

Όχι απλά έμαθε γρήγορα να φιλάει, το φιλί της ήταν υπέροχο, ταυτόχρονα τρυφερό και ερωτικό… μεθυστικό!

Καθίσαμε μέχρι τις 04:00 στη Χιτζάζ και προσωπικά δεν θα είχα κανένα απολύτως πρόβλημα να μας βρει εκεί το ξημέρωμα αλλά θα έπρεπε στις 12:00 να κατέβει ξανά κέντρο για να πάρει μαγιό.

«Φοίβη μου;» της είπα απαλά, χαϊδεύοντάς τη στο μάγουλο. «Έχει πάει 04:00 και όσο και αν περνάω υπέροχα, αύριο το πρωί έχεις να κατέβεις για ψώνια.»

«Δε θέλω να κοιμηθώ» μου είπε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι σαν μικρό παιδί. «Φοβάμαι ότι αν πέσω να κοιμηθώ θα ξυπνήσω και θα διαπιστώσω ότι αυτό δεν ήταν παρά ένα όμορφο όνειρο.»

«Δεν είναι όνειρο ματάκια μου» της είπα χαϊδεύοντάς τη απαλά στο πρόσωπο, τα δάχτυλά μου να σχηματίζουν τον περίγραμμο του προσώπου της.

«Αν είναι όνειρο θα σου σπάσω το κεφάλι, να το ξέρεις!» μου δήλωσε σηκώνοντας απειλητικά το δαχτυλάκι της, και έβαλα τα γέλια.

«Αν είναι όνειρο, τι φταίω ο φουκαράς;»

«Φταις δε φταις, φταις!» επέμεινε, χτυπώντας με ελαφρά στο στέρνο παιχνιδιάρικα.

Κατεβήκαμε κάτω. Στην πλατεία Ελευθερίας είχε πιάτσα με ταξί αλλά η αλήθεια είναι ότι με είχε πιάσει πείνα.

«Δε μου λες; Ψήνεσαι για πίτσα;»

«Αυτή τη στιγμή… δεν πάει τίποτα κάτω!» είπε κουνώντας το κεφάλι.

«Είναι μέχρι να πάρεις την πρώτη δαγκωνιά» της είπα διασκεδάζοντας με την αντίδρασή της.

«Δεν πεινάω αλλά αφού πεινάς εσύ, πάμε» είπε σηκώνοντας τους ώμους παραιτημένα.

Αυτή τη φορά δεν είχε αγκαζέ, προχωρήσαμε αγκαλιά μέχρι που φτάσαμε στα Λιοντάρια. Πήγα στο Έβερεστ και ζήτησα μια πίτσα. Μου την έδωσε, και βγήκα έξω όπου με περίμενε η Φοίβη, η οποία μάλλον έβλεπε το άπειρο εκείνη τη στιγμή παρά εμένα, το βλέμμα της χαμένο κάπου μακριά.

Χαμογέλασα και πάτησα μια γερή δαγκωνιά στην πίτσα. Η Φοίβη ακόμα κοιτούσε το άπειρο, πέρασα την πίτσα μπροστά από τη μύτη της και η μυρωδιά της πίτσας την επανάφερε στην πραγματικότητα.

«Έλα να τη μοιραστούμε» της είπα κάνοντάς τη να χαμογελάσει. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και έφαγε ένα μικρό κομμάτι. Η έκπληξη στα μάτια της ήταν έκδηλη, της είχα πει ότι το Έβερεστ έφτιαχνε καταπληκτική πίτσα και δε με είχε πιστέψει.

«Στο είπα ότι φτιάχνουν καλύτερη πίτσα και από πιτσαρία, δεν στο είπα;»

«Δεν το περίμενα!» μου είπε ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια. Είχε λερωθεί λίγο στο πάνω χείλος της και τη σκούπισα τρυφερά με τον αντίχειρά μου, κάνοντάς τη να μου χαρίσει ακόμα ένα γλυκό κουνελίσιο χαμόγελο.

Όταν τελειώσαμε την πίτσα, την άρπαξα πάλι και την έφερα πάνω μου κολλώντας τα χείλη μου στα δικά της. Όπως και τις προηγούμενες φορές με πήρε αγκαλιά από το σβέρκο και με κράτησε σφιχτά, πότε κρατώντας απλά τα χέρια της σταυρωμένα πίσω μου και άλλοτε χαϊδεύοντάς με τρυφερά.

Δεν ήθελα να σταματήσουμε με τίποτα αλλά παρά το προχωρημένο της ώρας κινδυνεύαμε να γίνουμε θέαμα στη μέση της πλατείας.

«Θέλεις τσίχλα;» με ρώτησε ξαφνικά, τραβώντας ελαφρά μακριά από το φιλί.

Ήταν τόσο άκυρη εκείνη τη στιγμή η ερώτηση που έσκασα στα γέλια.

«Όχι, πώς σου ήρθε;»

«Θέλω κάτι να μασουλίσω!» μου δήλωσε με απελπισία στη φωνή της.

«Πεινάς; Θέλεις να πάρουμε και δεύτερη πίτσα;»

«Όχι, αλλά αν δεν απασχολήσω με κάτι το στόμα μου θα γίνουμε θέαμα!» είπε κοκκινίζοντας ελαφρά. «Αχ φωτιές που μ' άναψες» μου είπε, αλλά ήταν ο τρόπος που το είπε — με μια αθώα απελπισία — που κόντεψε να με πιάσει η κοιλιά μου από τα γέλια.

Η Φοίβη άνοιξε το τσαντάκι της και άρχισε να ψάχνει με τα δάχτυλα. Οι κινήσεις της ξαφνικά έγιναν πιο ανήσυχες και το πρόσωπό της σκοτείνιασε.

«Τι έπαθες;» τη ρώτησα με ξαφνική ανησυχία, βλέποντας την αλλαγή στην έκφρασή της.

«Δεν τα βρίσκω» μουρμούρισε, ψαχουλεύοντας πιο απεγνωσμένα.

«Ε, καλά, μην κάνεις έτσι. Πάμε στο περίπτερο και παίρνουμε άλλες.»

«Δεν εννοώ τις τσίχλες!» με διέκοψε απότομα. «Δεν βρίσκω τα κλειδιά μου.»

«Έψαξες καλά;»

«Ναι, δεν είναι μέσα» επιβεβαίωσε κοιτώντας τα περιεχόμενα.

«Που είχες ανοίξει το τσαντάκι σου; Στη Χιτζάζ δεν το άνοιξες πάντως.»

«Είτε στο κυλικείο είτε στο μεξικάνικο» είπε ανασαίνοντας βαριά.

«Ε, καλά δε χρειάζεται να σε πιάνει πανικός.» Την πήρα από τους ώμους απαλά. «Το κυλικείο είναι κλειδωμένο αλλά ανοίγει στις 10:00.»

«Είναι Σάββατο αύριο» μου υπενθύμισε με απογοήτευση.

«Ο Κώστας το ανοίγει κάθε μέρα, χειμώνα καλοκαίρι. Trust me, αύριο το πρωί στις 10:00 θα είναι ανοιχτό.»

Η Φοίβη με κοίταξε σκεπτική, μη πολύ πεπεισμένη.

«Αν δεν είναι στο κυλικείο, θα είναι στο μεξικάνικο. Τους παίρνουμε αύριο το μεσημέρι — μεσημέρι ανοίγει — ένα τηλέφωνο και τους ρωτάμε.»

«Και στο μεταξύ;» με ρώτησε αγχωμένα.

«Στο μεταξύ, δεν μπορεί να μην έχει ένα αντικλείδι η σπιτονοικοκυρά σου. Ακόμα και αν το έχεις χάσει το κλειδί σου, ζήτα να σου δώσει το δικό της και το πρωί που θα κατέβεις με τα κορίτσια πάρε το κλειδί και φτιάξε ένα αντίγραφο.»

«Μμμ» έγνευσε ελαφρά, δείχνοντας ότι άρχιζε να το βλέπει λογικά.

«Έχει κλειδαράδες στη Νέα Πόρτα, που έτσι κι αλλιώς είναι στο δρόμο σας για αύριο.»

«Και που θα κοιμηθώ;» με ρώτησε με απελπισία. «Έχει πάει 04:30, δεν μπορώ να χτυπήσω στην κυρά-Ματούλα τέτοια ώρα!»

«Σε μένα μωρέ Φοίβη!» της είπα σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. «Γι' αυτό ανησυχείς;»

Η Φοίβη κοκκίνισε ξαφνικά και κοίταξε κάτω.

«Εντάξει, είπαμε να σπάσουμε τα milestones αλλά κάπως είναι νωρίς για το milestone κοιμάμαι με...» και με τον τόνο που το είπε — αμήχανο και γεμάτο υπαινιγμούς — έβαλα τα γέλια.

«Μη σε ανησυχεί αυτό, θα κοιμηθώ στον καναπέ» την καθησύχασα.

Η έκφρασή της χαλάρωσε ελαφρά, αλλά ακόμα έδειχνε σκεπτική.

«Ανδρέα; Να σου κάνω μια ερώτηση;»

«Να μου κάνεις» είπα περίεργος.

«Μη με πάρεις με τα σάπια λάχανα όμως!» μου είπε κοκκινίζοντας περισσότερο.

«Θα προσπαθήσω» της είπα χαχανίζοντας.

Έκανε μια βαθιά ανάσα και με κοίταξε στα μάτια.

«Εμείς... Εννοώ... τα... τα έχουμε;»

«Εσύ τι λες;» της είπα μην μπορώντας να συγκρατήσω ένα νέο χάχανο.

«Έλα, μη με πειράζεις!» είπε κατακόκκινη, χτυπώντας με ελαφρά στο μπράτσο.

«Καλά... Φοίβη;»

«Ναι;» με κοίταξε με προσμονή.

«Θέλεις να τα φτιάξουμε;» της είπα και έσκασα στα γέλια.

«Α, στο διάολο βλαμμένο» είπε βάζοντάς τα και εκείνη με τη σειρά της, σκεπάζοντας το πρόσωπό της με τα χέρια.

«Not the answer that I was expecting» της είπα κάνοντάς την να βάλει τα γέλια εκ νέου.

Την άρπαξα και τη φίλησα, αυτή τη φορά πιο επιθετικά, πιο παθιασμένα, τραβώντας την κοντά μου. Την άφησα και την κοίταξα στα μάτια.

«Σου απάντησα τώρα;»

«Μου απάντησες» είπε χαρίζοντάς μου ένα ντροπαλό κουνελίσιο χαμόγελο, το βλέμμα της να λάμπει.

«Λοιπόν, πάμε τώρα σπίτι να κοιμηθούμε, σε λίγες ώρες έχουμε και ξύπνημα.»

Πήραμε ένα ταξί και πήγαμε στο σπίτι μου. Ευτυχώς δεν ήμουν από αυτούς που πετάνε ρούχα αριστερά και δεξιά οπότε το εσωτερικό δε θύμιζε εμπόλεμη ζώνη. Η Φοίβη ήταν με φόρεμα αλλά προφανώς δεν ήμασταν στο σημείο να μπορεί να κοιμηθεί έστω και με εσώρουχα μαζί μου.

Την άφησα στο σαλονάκι να κοιτάζει γύρω της με περιέργεια και πήγα στο δωμάτιο και βρήκα μια μπλούζα. Οι βερμούδες που είχα θα της έπεφταν μεγάλες και δεν εννοώ στο μήκος αλλά στην περιφέρεια. Εκεί μου έκοψε και βρήκα ένα λαχουρέ μποξεράκι που μου είχε κάνει δώρο μια πρώην.

ΟΚ, αυτό δε χρειαζόταν να το μάθει η Φοίβη, αλλά νομίζω ότι θα της έκανε μια χαρά. Πήρα και ένα σεντόνι και ένα μαξιλάρι για να στρώσω στον καναπέ και ανάθεμα πως θα χωρούσα σε δαύτον.

«Φοίβη, δεν έχω κάτω κάτι που να σου κάνει αλλά νομίζω ότι αυτό το μποξεράκι για σένα θα είναι σαν σορτσάκι» Της έδωσα και τη μπλούζα και συνέχισα «Μπορείς να πας να αλλάξεις στο μπάνιο, στο μεταξύ εγώ θα στρώσω τον καναπέ.»

«Σε ευχαριστώ» μου είπε ντροπαλά, παίρνοντας τα ρούχα και κρατώντας τα σφιχτά στο στήθος της, και πήγε στο μπάνιο.

Στο ενδιάμεσο εγώ έστρωσα όπως-όπως το σεντόνι στον καναπέ και έβαλα το ξυπνητήρι για τις 09:45, ώστε να είμαστε στις 10:00 στο κυλικείο με το που θα άνοιγε. Πήγα στο δωμάτιό μου και άλλαξα σεντόνια και μαξιλαροθήκη ώστε η Φοίβη να κοιμηθεί σε καθαρά σεντόνια.

Άκουσα το καζανάκι και η Φοίβη βγήκε κόκκινη, φορώντας τη μπλούζα και το μποξεράκι. Δεν κατάλαβα γιατί είχε κοκκινήσει, εννοώ το μπλουζάκι και το μποξεράκι δεν ήταν αποκαλυπτικά. Μετά μου έκοψε ότι μάλλον θα είχε κοντέψει να σκάσει, δεν την είδα ούτε μια φορά να έχει πάει τουαλέτα από το βράδυ που βγήκαμε. Χαμογέλασα στη σκέψη αλλά δεν είπα τίποτα για να μην την κάνω να νιώσει άσχημα.

«Σου έχω στρώσει να κοιμηθείς μέσα» της είπα, δείχνοντας προς το δωμάτιο. «Καθαρά σεντόνια, μην μας περάσεις για τίποτα τριτοδεύτερους.»

«Κι εσύ θα κοιμηθείς εδώ;» με ρώτησε κοιτώντας τον καναπέ.

«Ε, ναι, αυτή είναι η ιδέα.»

«Θα στριμωχτείς εσύ εδώ;» με ξαναρώτησε με ανησυχία στη φωνή. «Δεν υπάρχει περίπτωση, δε φτάνει που σου φορτώθηκα, θα πιαστείς και από πάνω; Εγώ θα κοιμηθώ εδώ, χωράω μια χαρά.»

«Βρε δεν είναι...» πήγα να πω αλλά με έκοψε.

«Δεν ακούω κουβέντα» μου δήλωσε και σταύρωσε τα χέρια της με πείσμα, η έκφραση της αποφασιστική, κάνοντάς με να χαμογελάσω και πάλι.

«Καλά, δε θα χαλάσουμε τις καρδιές μας» της είπα παραιτημένα. Πήγα και της έδωσα ένα απαλό φιλί στο μέτωπο. «Καληνύχτα Φοίβη μου»

«Καληνύχτα» μου είπε χαμογελώντας ντροπαλά.

Πήγα μέσα και ξάπλωσα και έκλεισα τα μάτια μου. Κόντευε να με πάρει ο ύπνος όταν άκουσα το όνομά μου με μια απαλή, διστακτική φωνή. Άνοιξα τα μάτια, στεκόταν όρθια με το μαξιλάρι στην αγκαλιά, σαν μικρό παιδί.

«Τι είναι Φοίβη μου;» τη ρώτησα με απαλή φωνή.

«Δεν μπορώ να κοιμηθώ!» μου δήλωσε, το μαξιλάρι σφιγμένο ακόμα πιο δυνατά στην αγκαλιά της.

«Αισθάνεσαι άβολα;» τη ρώτησα ψιλοανήσυχος, δεν το κρύβω. Ήταν πρωτάρα και — παρόλο που είχε βρεθεί σπίτι μου μόνο και μόνο γιατί είχε χάσει τα κλειδιά της — ήταν φανερά έξω από τα νερά της.

«Όχι, καθόλου» με διαβεβαίωσε κουνώντας το κεφάλι. «Απλά… θα γελάσεις μωρέ Ανδρέα...»

Αναστέναξα και έκανα να σηκωθώ για να πάμε μέσα να κάτσουμε, παίρνοντας απόφαση ότι σήμερα θα κάναμε τους νυχτοφύλακες. Χαλάλι της.

«Μη σηκώνεσαι» μου είπε γρήγορα. Ανέβηκε στο κάτω μέρος του κρεββατιού και κάθισε οκλαδόν κρατώντας σφιχτά αγκαλιά το μαξιλάρι, σαν μικρό παιδί που κρατάει το αγαπημένο του αρκουδάκι.

Ανασηκώθηκα κι εγώ και σκεπασμένος με το σεντόνι, καθότι είχα μείνει μόνο με το μποξεράκι, έβαλα το μαξιλάρι στην πλάτη και έκατσα καθιστός. Η Φοίβη έσφιξε ακόμα πιο δυνατά το μαξιλάρι, τα δάχτυλά της άσπρα από τη δύναμη.

«Φοίβη, έτσι που σφίγγεις το μαξιλάρι δε με καθησυχάζεις ότι νιώθεις άνετα.»

«Μη γελάσεις…» ξεκίνησε και σταμάτησε κομπιάζοντας για λίγο, κοιτώντας κάτω. Δεν μίλησα, την άφησα να βρει τα λόγια της. «Έχω αρχίσει πραγματικά να φοβάμαι ότι βλέπω όνειρο.»

«Δεν είναι όμως όνειρο και δεν το λέω επειδή φοβάμαι πως θα μου σπάσεις το κεφάλι» της είπα προσπαθώντας να αστειευτώ.

Η Φοίβη σήκωσε τα μάτια της και με κοίταξε για μια στιγμή.

«Εσένα θέλω να σφίξω πάνω μου και όχι το μαξιλάρι» μου είπε και χαμήλωσε τα μάτια της ντροπιασμένα. «Θα με πάρεις αγκαλίτσα;» συνέχισε με τόσο υπέροχα γλυκά ντροπαλό τρόπο που με έκανε να χαμογελάσω σαν ηλίθιος.

«Και το ρωτάς βρε χαζούλα;» της είπα τεντώνοντας το χέρι μου προς το μέρος της.

Έκανα λίγο μπροστά και έβαλα το μαξιλάρι μου στη θέση του. Ξάπλωσα και της έκανα νόημα με το χέρι να έρθει σε εμένα. Διστακτικά ήρθε και έβαλε το μαξιλάρι που της είχα δώσει δίπλα στο δικό μου. Το κρεββάτι ήταν ημίδιπλο, είχε χώρο αλλά όχι πολύ.

Δεν κουνήθηκα από τη θέση μου, απλά της έγνεψα ενθαρρυντικά χαμογελώντας της. Ξάπλωσε γυρισμένη προς εμένα ακουμπώντας το κεφάλι της μεταξύ του ώμου μου και του στήθους μου, η αναπνοή της ζεστή στο δέρμα μου.

«Καλώς το μου» της είπα γλυκά χαϊδεύοντάς της το μάγουλο με το δεξί μου χέρι.

Ανασήκωσε ελαφρά το κεφάλι της αναζητώντας το στόμα μου. Τη φίλησα τρυφερά και συνέχισα να τη χαϊδεύω στα μαλλιά και στο πρόσωπο. Η Φοίβη έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε στα χάδια μου, η αναπνοή της να έγινε πιο βαθιά και ήρεμη, και λίγο μετά την πήρε ο ύπνος.

Σε λίγο ο ύπνος νίκησε και τα δικά μου μάτια και το ξημέρωμα μας βρήκε αγκαλιά.

Με τα χίλια ζόρια άκουσα το ξυπνητήρι. Άνοιξα τα μάτια μου ψιλοζαλισμένος. Η Φοίβη ήταν ακόμα στην αγκαλιά μου, μόνο που είχε γυρίσει, και το χέρι της με κρατούσε σφιχτά. Ακόμα κοιμόταν ήσυχα. Ξεροκατάπια καθώς είχα ξυπνήσει με πρωινές καύλες.

Το μπλουζάκι που φορούσε και που είχε τραβηχτεί αποκαλύπτοντας το ένα της στήθος δεν βοήθησε καθόλου. Με τρομερή δυσκολία τράβηξα τα μάτια μου από πάνω του, η Φοίβη είχε απίθανο στήθος.

Αργά και προσεκτικά, προσπαθώντας να μην την ξυπνήσω, της έπιασα το χέρι που με είχε γραπώσει για να καταφέρω να σηκωθώ. Κάτι μουρμούρισε μέσα στον ύπνο της και στρίμωξε το πρόσωπό της στο μαξιλάρι, αλλά δεν ξύπνησε.

Το πρωινό κατούρημα ήταν μεγάλη περιπέτεια και αν και οι πρωινές κατουρόκαυλες δεν μου ήταν ασυνήθιστες, δεν μπορούσα να κατουρήσω με τίποτα παρόλο που η φούσκα μου απειλούνταν με σπάσιμο. Πρέπει να έφαγα πάνω από 10 λεπτά για να το καταφέρω.

Έπλυνα τα χέρια μου, έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου και έπλυνα τα δόντια μου. Στο σαλόνι, στην πολυθρόνα ήταν διπλωμένο το φόρεμά της. Εκεί είχε αφήσει και το σουτιέν της, μωβ και δαντελωτό και με το που το είδα καύλωσα και πάλι και όχι τίποτε άλλο αλλά ήμουν ακόμα με το μποξεράκι.

Κοίταξα κλεφτά μέσα στο δωμάτιο, η Φοίβη κοιμόταν ακόμα με το ένα χέρι κάτω από το μαξιλάρι.

Πατώντας στις άκρες των δαχτύλων μου, άνοιξα ένα συρτάρι και έβγαλα από μέσα μια μακριά βερμούδα. Φόρεσα και ένα γκρίζο T-Shirt και πήγα να ξυπνήσω την ωραία κοιμωμένη.

Τη χάιδεψα απαλά στο χέρι αλλά χρειάστηκε να τη σκουντήσω κάμποσο μέχρι να ξυπνήσει. Της πήρε λίγο να θυμηθεί που είναι και για ποιο λόγο είχε βρεθεί εκεί — τα μάτια της να ψάχνουν το δωμάτιο μπερδεμένα μέχρι να εστιάσουν σε μένα.

«Καλημέρα» της είπα χαμογελώντας γλυκά.

«Καλημερούδια» μου είπε με γλυκιά νυσταγμένη φωνή, τρίβοντας τα μάτια της σαν παιδάκι.

«Σου έχω ευχάριστα νέα» της δήλωσα κάνοντάς την να ανασηκωθεί και να με κοιτάξει περίεργα.

«Τι νέα;»

«Δεν ήταν όνειρο» της είπα βγάζοντας πειρακτικά τη γλώσσα μου.

Πετάχτηκε πάνω και χώθηκε στην αγκαλιά μου και με έσφιξε πάνω της με δύναμη, τα μαλλιά της να μυρίζουν ακόμα το άρωμά της από χθες.

«Δεν είναιιιιιιιιιιιι» είπε ενθουσιασμένη κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Πήγαινε μέσα να ρίξεις λίγο νερό στο προσωπάκι σου να ξυπνήσεις.»

Η Φοίβη έγειρε το κεφάλι της περίεργα.

«Χθες το βράδυ δε μου έκοψε καθόλου, αλλά είχε αφήσει κάποια ρούχα εδώ η Ευτυχία — καλοκαιρινά δηλαδή, μη νομίζεις. Είναι λίγο πιο κοντή αλλά νομίζω ότι θα σου κάνουν.»

«Μα έχω εδώ τα ρούχα μου» είπε δείχνοντας προς το σαλόνι.

«Έχουμε να πάμε στο κυλικείο για να δούμε αν έχεις ξεχάσει εκεί τα κλειδιά.» Τη κοίταξα σημαντικά. «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να εμφανιστούμε μαζί κι εσύ να φοράς τα ρούχα που φορούσες χθες το βράδυ;»

Με κοίταξε ενώ το μυαλό της άρχισε να στροφάρει, η έκφρασή της να αλλάζει καθώς καταλάβαινε τι εννοούσα.

«Ένα δίκιο το έχεις!» παραδέχτηκε κουνώντας το κεφάλι.

«Πάντως να ξέρεις ότι το πρώτο walk of shame μπορεί να θεωρηθεί και αυτό milestone» της είπα πειράζοντάς την.

«Ευχαριστώ, δε θα πάρω» μου είπε χαμογελαστή, σηκώνοντας το χέρι σε άρνηση.

«Και είσαι και τυχερή. Προχθές είχα πάρει οδοντόβουρτσα γιατί ήθελα να πετάξω αυτή που έχω αλλά δεν την έχω ανοίξει ακόμα, οπότε μπορείς να πλύνεις και τα δοντάκια σου.»

Η Φοίβη χαμογέλασε ευγνώμονα.

«Κρίμα που δεν έχω οδοντόκρεμα με γεύση καρότο» της είπα πειράζοντάς την.

Η Φοίβη μου έβγαλε τη γλώσσα της κάνοντάς μου γκριμάτσα και πήγε στην τουαλέτα. Όταν τελείωσε γύρισε στο δωμάτιο.

«Φιλάκι;»

«Φιλάκιιιιιιιιιιιιιιιιιι» μου είπε και μου ρίχτηκε δίνοντάς μου ένα αρκετά παθιασμένο φιλί το οποίο κράτησε κάμποση ώρα.

Όταν σταματήσαμε της έδειξα τι ρούχα είχε αφήσει εδώ η Ευτυχία, ένα εκ των οποίων ήταν ένα όμορφο καλοκαιρινό λουλουδένιο φόρεμα.

Πήγα στο σαλόνι και της έφερα το σουτιέν της κάνοντάς την να κοκκινήσει ελαφρά, αλλά σάμπως εγώ ήμουν καλύτερος; Έκλεισα την πόρτα του δωματίου ώστε να την αφήσω να αλλάξει με την ησυχία της. Ούτε πέντε λεπτά αργότερα βγήκε έξω, το φόρεμα να της ταιριάζει τέλεια.

Της έδωσα μια σακούλα για να βάλει μέσα το φόρεμά της και πήγαμε στο κυλικείο. Ήμασταν τυχεροί, εκεί ήταν που είχε ξεχάσει τα κλειδιά της. Είχε πάει 10:30, στις 12:00 είχε ραντεβού με Μαρία και Ελένη για να κατέβουν να ψωνίσουν μαγιό.

Πήραμε τα καφεδάκια μας και καθίσαμε σε ένα τραπέζι, το κυλικείο ήταν άδειο.

«Ουφ, βαριέμαι να πάω σπίτι να αλλάξω» είπε κάνοντας ένα μορφασμό.

«Ε, μην πας. Το φορεματάκι που φοράς τώρα είναι μια χαρά.»

Η Φοίβη κοίταξε κάτω στον εαυτό της αμφιβάλλοντας.

«Φόρα αυτό όταν κατεβείτε και μου το δίνεις άλλη μέρα, δεν είναι ότι το χρειάζεται εδώ και τώρα η Ευτυχία.»

«Και αυτό;» έκανε δείχνοντάς μου τη σακούλα.

«Το κρατάω εγώ και στο δίνω το βράδυ που θα έρθω να σε πάρω να πάμε Ραφιναρία. Εκτός και αν θέλεις να το φορέσεις και σήμερα το βράδυ.»

«Όχι, όχι. Εντάξει, αυτό θα κάνω» είπε νεύοντας καταφατικά.

«Δε μου λες; Πάμε έξω; Έχει τόσο όμορφη μέρα, δε θέλω να κάτσω μέσα.»

«Ναι, πάμε» μου είπε χαμογελώντας. Πήραμε τους καφέδες μας και πήγαμε και κάτσαμε στις καρέκλες που ήταν κοντά στο πεζούλι που έβλεπε προς Κνωσσού.

«Σαν Ιούλης είναι» μου είπε στρέφοντας το πρόσωπό της προς τον ήλιο. «Σαν Ιούλης και έχουμε 2 Οκτώβρη.»

«Θα το συνηθίσεις» της απάντησα. «Εδώ τα πρώτα κρύα έρχονται από Νοέμβρη και μετά.»

«Ανδρέα;»

«Διατάξτε» της είπα κάνοντάς την να χαμογελάσει.

«Θέλω να πάμε στη Ραφιναρία σήμερα αλλά…» σταμάτησε για μια στιγμή, παίζοντας με το φλιτζάνι του καφέ. «Αλλά θέλω να ξαναπάμε Χιτζάζ μετά.»

«Ό,τι θέλει το κορίτσι μου» της είπα.

Με κοίταξε με φωτεινά μάτια.

«Εκτός και αν το εννοούσες το "ά, στο διάολο βλαμμένο" χθες και παρεξήγησα» της είπα πειράζοντάς την.

«Θα μου το κοπανάς πολύ αυτό, ε;» με ρώτησε κάνοντας ένα μορφασμό.

«Μόνο μέχρι το τέλος της αιωνιότητας»

«Αποκλείεται! Ξαναρώτα με» είπε σταυρώνοντας τα χέρια.

«Πριτς!» της είπα βγάζοντάς της τη γλώσσα. «Ό,τι γράφει δεν ξεγράφει.»

«Χρμφ» είπε σταυρώνοντας τα χέρια της περισσότερο και κάνοντάς μου γκριμάτσα. «Ξαναρώτα με αλλιώς θα κρατήσω την αναπνοή μου μέχρι να γίνω μωβ!» με απείλησε φουσκώνοντας τα μάγουλά της.

«Σ' αρέσει ο Αστερίξ;» τη ρώτησα γελώντας.

«Πολύ αλλά μη μου αλλάζεις κουβέντα!» είπε χτυπώντας ελαφρά το τραπέζι.

«Καλά καλά. Φοίβη, θέλεις να τα φτιάξουμε;» τη ρώτησα χωρίς να μπορέσω να κρατήσω τα γέλια μου.

«Α, όχι! Θα μου το πεις σοβαρός!» μου δήλωσε δείχνοντάς με το δάχτυλο.

«Φοίβη, θέλεις να τα φτιάξουμε;» της είπα προσπαθώντας με τα χίλια ζόρια να πνίξω το χαχανητό μου.

Με κοίταξε με στραβά μάτια κάνοντάς με να νιώσω σαν τους στρατιώτες και τον Πιλάτο στο life of Brian και τη σκηνή με το Biggus Dickus. Με χίλια ζόρια βαστιόμουν για να μη βάλω τα γέλια. Η Φοίβη δε βοηθούσε κάνοντάς μου μορφασμούς και σφίγγοντας τα χείλη της για να μη γελάσει κι εκείνη, ήταν σχεδόν βασανιστήριο.

Δεν άντεξα άλλο, έβαλα τα γέλια, κόντεψε να με πιάσει η κοιλιά μου. Όταν ηρέμισα είχα δακρύσει. Εκείνη με κοιτούσε χαμογελαστή, περιμένοντας.

«Όσο τίποτα» μου είπε και με έπιασε από το πρόσωπο με τα δύο της χέρια και κόλλησε το στόμα της στο δικό μου.

Ακόμα εκεί θα ήμασταν αν δεν ακούγαμε χειροκροτήματα και σφυρίγματα. Ήταν η Μαρία και η Ελένη οι οποίες χωρίς να χάσουν ευκαιρία το έριξαν στην καζούρα.

«Άξιος! Άξιος» είπε η Μαρία.

«Εδώ υπάρχει ένας έρωτας μεγάλος» είπε τραγουδιστά η Ελένη.

«Εεε…» ξεκίνησα να πω.

«Έξις και ξερός, σα λιγούρια κοιταζόσασταν δύο μέρες, μόνο εσείς δεν το ξέρατε ότι τα έχετε!»

«Και όχι απλά τα έχουμε! Ακολούθησε και όλο το τελετουργικό» είπε η Φοίβη γελώντας.

«Δηλαδή;»

«Δηλαδή, πριν λίγο μου ζήτησε να τα φτιάξουμε» είπε και έγινα κόκκινος.

«Βρε μουσίτσα!» ξεκίνησα να λέω αλλά με έκοψε η Φοίβη δίνοντάς μου ένα ρουφηχτό φιλί.

Κατάλαβες το κωλόπαιδο;


04. Ρακόμελα

Φοίβη

Καθισμένη δίπλα στον Ανδρέα στο πεζούλι είχα γείρει πάνω του ενώ το μυαλό μου πετούσε. Δεν μπορούσα να το πιστέψω, είχα αγόρι. Είχα αγόρι! Και όχι οποιοδήποτε αγόρι αλλά τον ίδιο τον Ανδρέα, το εφηβικό μου crush.

Δεν τον έβλεπα συχνά στο σχολείο παρά το γεγονός ότι γυμνάσιο και λύκειο μοιραζόμασταν το ίδιο προαύλιο, άλλωστε εκείνος πήγαινε τρίτη λυκείου και εμείς τρίτη γυμνασίου. Στα δικά μου μάτια, αλλά στοιχηματίζω και πολλών άλλων, ήταν το πιο όμορφο αγόρι στο σχολείο. Αυτό που είχε γίνει το βράδυ του πάρτι, ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα.

Εννοώ… ακόμα και μετά το πάρτι η συμπεριφορά των υπολοίπων συμμαθητών μου προς τα εμένα άλλαξε. Όχι, δεν έγινα πιο κοινωνική, ούτε πιο συμπαθής, το αντίθετο θα έλεγα, αλλά δεν ξανάκουσα μέχρι που τέλειωσα το γυμνάσιο τη λέξη «φύτουλας» ή «σπασίκλα.»

Αυτό, συν το γεγονός ότι μας είχαν δει κάποιες φορές που είχαμε συναντηθεί τυχαία στο προαύλιο να συζητάει χαμογελαστός μαζί μου, ενώ με εκείνες δεν αντάλλαζε ούτε κουβέντα, τις είχε κάνει αν μη τι άλλο να είναι πιο ευγενικές.

Εμένα το crush είχε γίνει κανονική καψούρα αλλά δεν είχε και ιδιαίτερη σημασία, έτσι και αλλιώς ακόμα και αν δεν φεύγαμε τον Ιούλη για τη Χίο, ήξερα ότι δεν είχα καμία τύχη μαζί του. Εκείνος ήταν απλά φιλικός μαζί μου και εγώ τον είχα ερωτευτεί γιατί σε όλα τα γυμνασιακά μου χρόνια ήταν ο μόνος που με είχε αντιμετωπίσει φιλικά.

Στο δημοτικό είχα φίλες τις οποίες τις έχασα με το που επιστρέψαμε στην Αθήνα. Ήρθε και η εφηβεία και έδεσε το γλυκό. Είχα αρχίσει να αναπτύσσομαι από νωρίς, περίοδος μου ήρθε στα 11 και το στήθος μου είχε αρχίσει να μεγαλώνει από τα 10.

Μετά τη Μαίρη ήμουν η πιο ψηλή στην τάξη και συνέχισα να ψηλώνω μέχρι και το τέλος της πρώτης λυκείου όπου έφτασα το ύψος που έχω τώρα, 1,74. Ευτυχώς εκεί εκτός από το ύψος μου σταμάτησε να αναπτύσσεται και το στήθος μου, δεν ήθελα να μοιάσω στη μητέρα μου.

Στο πρόσωπο ποτέ δε μου άρεσα αν και η αλήθεια είναι ότι πρώτη φορά μπόρεσα να με δω χωρίς γυαλιά στον καθρέφτη — και μετά από πολλά χρόνια — στα 17 μου. Αν ωστόσο δε μου άρεσε το πρόσωπό μου, για το σώμα μου δεν είχα παράπονο, οπότε φρόντιζα από πάντα να το περιποιούμαι ώστε να μου το ανταποδώσει.

Επανήλθα από την αναπόληση του πιο μακρινού παρελθόντος. Μέσα σε δύο μόλις μέρες ο κόσμος μου είχε γυρίσει τούμπα. Τετάρτη πρωί πήγα να πάρω ένα καφέ και δυο μέρες αργότερα είχα αγόρι… όχι απλά αγόρι, ήμουν με τον Ανδρέα και μέλος παρέας. Τον Ανδρέα που με κρατούσε αυτή τη στιγμή αγκαλιά ενώ μιλούσε με τα κορίτσια. Δεν έδινα προσοχή στο τι έλεγαν, είχα γείρει πάνω του και απολάμβανα τις στιγμές.

«Εσύ τι έχεις να πεις, δεσποινίς;» ρώτησε ο Ανδρέας κάνοντας Μαρία και Ελένη να βάλουν τα γέλια. «Γιατί γελάτε οι δυο σας;»

«Γιατί η Φοίβη αυτή τη στιγμή είναι αλλού» είπε η Ελένη χαμογελώντας.

«Όχι, εδώ είμαι!» τους είπα ξυπνώντας απότομα από τη μαγεία και κοκκινίζοντας.

«Και τι λέγαμε;»

«Ότι είμαι αλλού!» παραδέχτηκα κουνώντας το κεφάλι.

«Και πριν;»

«Δεν ξέρω, ήμουν αλλού» ομολόγησα κάνοντας και τις τρεις να χαμογελάσουν. «Συγνώμη» είπα νιώθοντας λίγο άσχημα, αλλά όχι και πολύ γιατί ήμουν στην αγκαλιά του Ανδρέα.

«Λέγαμε για μεζεδοπωλεία και τα κορίτσια από εδώ είπαν το μεσημέρι αφού τελειώσετε με τα ψώνια σας να σε πάνε για ρακόμελα το οποίο είναι επίσης milestone

«Ναι! Πολύ θα το 'θελα.» Τους κοίταξα ντροπιασμένα. «Συγνώμη βρε παιδιά που δεν πρόσεχα...»

«Εντάξει κι εσύ, χαλάρωσε» είπε ο Ανδρέας χαϊδεύοντάς με στο μπράτσο. «Λοιπόν, κορίτσια, λέω να σας αφήσω» συμπλήρωσε αλλά πριν φύγει και όπως με κρατούσε γυρτή πάνω του, με έπιασε απαλά και με έκανε να στρίψω το κεφάλι μου προς το μέρος του και με φίλησε κερδίζοντας ακόμα ένα γύρο σφυριγμάτων και χειροκροτημάτων από Μαρία και Ελένη.

Μετά με άφησε και απομακρύνθηκε ενώ εγώ τον παρακολουθούσα ακόμα μαγνητισμένη, αγγίζοντας ασυναίσθητα τα χείλη μου.

«Τώρα που έφυγε έλα εδώ και ομολόγησέ τα όλα! Τώρα!» είπε η Μαρία σπρώχνοντας την καρέκλα της πιο κοντά μου.

«Δε θα πάμε για μαγιό;» ρώτησα ντροπαλά.

«Ρε άσε τα σάπια. Εσύ καλά το ήπιες το καφεδάκι σου, εμείς δεν έχουμε τελειώσει το δικό μας. Παλουκώσου!» με διέταξε η Μαρία χτυπώντας ελαφρά το τραπέζι.

Πήρα βαθιά ανάσα και ξεκίνησα να τους διηγούμαι.

«Σας… το ξέρετε ότι τον Ανδρέα τον γνωρίζω από πριν. Προχθές… προχθές που είχα πάει να πάρω καφέ πριν το πρωινό μάθημα τον είδα και νόμιζα ότι τα μάτια μου έκαναν πουλάκια...»

«Άσε τους προλόγους, αυτά τα ξέρουμε» διέκοψε η Ελένη ανυπόμονα. «Το τι έγινε χθες δεν ξέρουμε!»

«Εντάξει, εντάξει!» είπα σηκώνοντας τα χέρια. «Χθες… όταν φύγατε με ρώτησε αν ήθελα να γυρίσουμε σπίτι.»

Και οι δύο με κοίταξαν περιμένοντας.

«Σοβαρά τώρα; Εγώ δεν ήθελα να τελειώσει η νύχτα. Φοβόμουν όμως μη του γίνομαι φόρτωμα.»

«Χα, καλά» κάγχασε η Μαρία κουνώντας το κεφάλι. «Καλά, δεν έχεις πάρει χαμπάρι πως σε κοιτάει;»

«Ναι, μου το είπατε και χθες αυτό. Ρε παιδιά δεν ξέρω… δεν…» Έκανα μια παύση, παλεύοντας με τα λόγια μου. «Δε μου είχε συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο. Αγόρι να γυρίσει να κοιτάξει εμένα; Και μάλιστα… αγόρι σαν τον Ανδρέα;»

«Ειλικρινά δεν σε καταλαβαίνω» είπε η Ελένη κοιτώντας με παραξενεμένα. «Τι έχεις; Μια χαρά κοπέλα είσαι.»

«Ποτέ δεν το ένιωσα αυτό. Πάντα ένιωθα...» σταμάτησα, μην ξέροντας πώς να το εκφράσω.

«Καλά… άστο αυτό. Μας είχες πει ότι ο Ανδρέας στο είπε ο ίδιος πως σε θεωρούσε γλυκούλα ακόμα και όταν εσύ έβλεπες τον εαυτό σου σαν ασχημόπαπο.»

«Ναι και δε μπορούσα να το χωνέψω.» Κοίταξα τα χέρια μου. «Στο μυαλό μου… το έλεγε… το έλεγε για να πει μια καλή κουβέντα για μένα.»

Η Ελένη άνοιξε το στόμα να μιλήσει αλλά συνέχισα.

«Στο γυμνάσιο… δεν είχα… δεν είχα κανέναν… η πρώτη καλή κουβέντα τρία ολόκληρα χρόνια ήταν από τον Ανδρέα. Ήταν πάντα πολύ ευγενικός.» Σήκωσα τα μάτια μου στις φίλες μου. «Αυτό νόμιζα, ότι απλά ήταν ευγενικός μαζί μου.»

«Σε διαβεβαιώ και εδώ είναι και η Μαρία να επιβεβαιώσει ότι σε κοίταζε σα να είσαι η μοναδική γυναίκα στον πλανήτη» είπε η Ελένη γέρνοντας προς το μέρος μου.

Η Μαρία έγνευσε συμφωνώντας.

«Χθες στο μεξικάνικο, είχε έρθει και μια δευτεροετής με την παρέα της, η Χριστιάνα. Μέχρι προχθές μας έλεγε πόσο του αρέσει.»

Ένιωσα μια τσίμπηση ζήλιας.

«Χθες δεν της έριξε ούτε μια δεύτερη ματιά. Δεν υπήρχε. Και δεν είναι ότι δεν την είδε, την είδε. Απλά εδώ και δυο μέρες δεν έχει μάτια για άλλη.»

«Δεν...» ξεκίνησα αλλά η Μαρία με έκοψε.

«Άσε τα μεν και τα δεν και συνέχισε. Τι έγινε μετά;» ρώτησε χτυπώντας ανυπόμονα το τραπέζι.

«Τέλος πάντων, του είπα ότι δεν ήθελα να γυρίσω σπίτι εκτός και αν το ήθελε και ο ίδιος. Μου πρότεινε να πάμε στη Χιτζάζ.» Χαμογέλασα στη μνήμη. «Α, πριν πάμε φάγαμε παγωτό.»

«Θα την πνίξω» είπε η Ελένη κάνοντας κίνηση να σηκωθεί. «Ρε άσε τι φάγατε!»

«Μα είναι σημαντικό!» διαμαρτυρήθηκα. «Μου είπε ότι του χρόνου οι σχολές σας μετακομίζουν στα νέα κτήρια και στεναχωρήθηκα γιατί…» κοίταξα τις δύο τους με μάτια που θόλωσαν ελαφρά, «το ξέρετε ότι είστε… είστε οι… οι πρώτες μου φίλες από τότε που τέλειωσα το δημοτικό;»

«Awwww» έκαναν ταυτόχρονα και οι δύο, η Μαρία τεντώνοντας το χέρι να μου σφίξει το μπράτσο.

«Ναι… αλλά έμαθα και ένα καλό νέο. Σε ένα μήνα θα έχει αυτοκίνητο, η οικογένειά του αγόρασε καινούριο και ο πατέρας του θα του δώσει το παλιό τους.»

«Άρα δύο αυτοκίνητα και ένα μηχανάκι, είδες που δε θα χαθούμε;» είπε η Μαρία. «Άλλωστε κι εγώ σε λίγο καιρό δίνω εξετάσεις για το δίπλωμα και θα μπορώ να παίρνω και το δικό μας αυτοκίνητο.»

«Του Τάσου;» ρώτησα.

«Όχι βρε όργιο, του πατέρα μου!» γέλασε.

«Θα σου στείλει αυτοκίνητο ο πατέρας σου;»

«Εχμ.. Από εδώ είμαι, από το Ηράκλειο» είπε η Μαρία κοιτώντας με σαν να λέω χαζομάρες.

«Ωχ! Δεν το ήξερα!» είπα κτυπώντας τον εαυτό μου στο μέτωπο.

«Να που το έμαθες αλλά πάλι η συζήτηση πάει να ξεφύγει.» Η Μαρία με έδειξε με το δάχτυλο. «Αν δεν την τελειώσεις δεν πάμε πουθενά φουκαριάρα μου και εγώ και η Ελένη έχουμε μαγιό. Οπότε τελείωνε ή έλα αύριο με τα εσώρουχα.»

«Ουφ καλά.» Πήρα άλλη μια βαθιά ανάσα. «Πήγαμε μετά στη Χιτζάζ και ήταν σαν να πήγαμε στο κυλικείο πρωί καθημερινής. Ήταν γεμάτο από φοιτητές, μέχρι κι εγώ που είμαι ούτε δεκαπέντε μέρες εδώ είδα κάμποσες γνωστές φάτσες.»

Και οι δύο νευρίασαν ενθαρρυντικά.

«Πήγαμε στο δεύτερο όροφο, το μαγαζί ήταν γεμάτο, αλλά βρήκαμε και κάτσαμε όρθιοι στις μπάρα, σε μία από τις κολώνες.»

«Μμμ» έκανε η Ελένη περιμένοντας να συνεχίσω.

«Μου είπε και για την Έλσα και ήθελα να τον πάρω αγκαλίτσα. Μα είναι δυνατόν να είσαι με τον Ανδρέα και…» σταμάτησα κουνώντας το κεφάλι. «Τέλος πάντων. Εκεί μας έφεραν τις μπύρες και όταν τσουγκρίσαμε άλλαξε τελείως η διάθεσή του πάλι.»

«Πώς;» ρώτησε η Μαρία.

«Ήταν τόσο όμορφα… προσπαθούσα να συμμαζέψω τον εαυτό μου γιατί φοβόμουν ότι θα φάω τα μούτρα μου. Εννοώ… ακόμα… ακόμα πίστευα ότι ήταν απλά φιλικός μαζί μου.»

«Χα!» είπαν και οι δύο μαζί κουνώντας τα κεφάλια τους.

«Τέλος πάντων… κάποια στιγμή, ήταν κοντά στις τρεις θαρρώ, το γύρισε στις μπαλάντες.» Το καρδιάκι μου άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα στη μνήμη. «Σας έχω πει ότι το πρώτο τραγούδι που είχαμε χορέψει μαζί στο πάρτι της Ευτυχίας πριν τέσσερα χρόνια ήταν το Love Hurts των Nazareth

«Ναι!» είπαν και οι δύο με ενδιαφέρον.

«Ε, το έβαλε. Ο Αντρέας φώναξε «Το τραγούδι μας» και με πήρε στην αγκαλιά του.»

Οι φίλες μου κάθισαν πιο κοντά.

«Με έσφιξε, με κόλλησε πάνω του. Μέσα μου έλεγα «Το τραγούδι ΜΑΣ; ΜΑΣ;» Τον πήρα και εγώ αγκαλιά και σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα.»

«Και;» ψιθύρισε η Ελένη.

«Και εκεί με φίλησε.» Άγγιξα ασυναίσθητα τα χείλη μου. «Στην αρχή χάζεψα, δε μπορούσα να πιστέψω τι μου συμβαίνει. Και όχι τίποτε άλλο αλλά δεν είχα φιλήσει ποτέ κανέναν στο στόμα, μόνο περιγραφές είχα ακούσει.»

«Και πώς ήταν;» ρώτησε η Μαρία με μάτια που έλαμπαν.

«Και να που βρέθηκα με τα χείλη του στα χείλη μου. Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα κράτησε, κορίτσια, πραγματικά ένιωθα ότι δε με βαστάνε τα πόδια μου. Του το είπα κιόλας.»

«Τι σου είπε;» ρώτησε η Ελένη σκύβοντας μπροστά.

«Χαμογέλασε και με γύρισε και με κράτησε αγκαλιά με μένα να έχω γείρει πάνω του με το κεφάλι μου στον ώμο του. Με κρατούσε σφιχτά αγκαλιά από το στομάχι και λίκνιζε το σώμα του στο ρυθμό της μουσικής και εγώ τον ακολουθούσα και νόμιζα ότι έβλεπα όνειρο.»

«Άχου το μωρέ» είπε η Ελένη χαμογελώντας γλυκά ενώ το ίδιο έκανε και η Μαρία, αγγίζοντας το χέρι μου.

«Τέλος πάντων… μετά να δείτε τι έγινε!»

«Τι έγινε;» ρώτησαν και οι δύο γέρνοντας μπροστά.

«Ήθελε να φάει πίτσα και κατεβήκαμε στα λιοντάρια, στο Έβερεστ.»

Η Μαρία άνοιξε το στόμα να διαμαρτυρηθεί για άλλη μια φορά.

«Όχι, όχι, ακούστε με!» είπα γρήγορα. «Μοιραστήκαμε την πίτσα ενώ και ούτε μισό λεπτό πριν πίστευα ότι δεν θα κατέβαινε μπουκιά κάτω. Άσχετο, πραγματικά έχει ωραία πίτσα το Έβερεστ, δεν το περίμενα!»

«Θα τη γδάρω» είπε η Μαρία κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Τέλος πάντων, συνεχίζουμε. Λοιπόν όταν φάγαμε την πίτσα με πήρε αγκαλιά στη μέση της πλατείας και κοντέψαμε να γίνουμε θέαμα. Στη μέση της πλατείας!»

«Σε πείραξε;» ρώτησε η Ελένη με περιέργεια.

«Όταν σταματήσαμε έτρεμαν τα πόδια μου.» Κοκκίνισα ελαφρά. «Με τα χίλια ζόρια κρατιόμουν να μην του ορμίσω. Αφού να φανταστείτε ότι έψαξα να βρω τσίχλα για να μασουλίσω για να απασχολήσω το στόμα μου.»

Και οι δύο έβαλαν τα γέλια.

«Ε, εκεί ψάχνοντας για τσίχλα ανακάλυψα ότι είχα χάσει τα κλειδιά του σπιτιού μου. Μου ήρθε κόλπος!»

«Ωχ! Τι έγινε;» ρώτησαν αμφότερες.

«Αποδείχτηκε ότι τα είχα ξεχάσει εδώ χθες το βράδυ πριν ξεκινήσουμε για το μεξικάνικο.»

«Ήταν ανοιχτό το κυλικείο στις 04:30 το πρωί;» ρώτησε η Μαρία με πλατιά μάτια.

«Όχι βέβαια. Σήμερα το πρωί τα βρήκα!»

«ΏΠΑ ΜΑΓΟ ΣΤΑΣΟΥ» είπε η Ελένη χτυπώντας δυνατά το τραπέζι. «Έγινε αυτό που νομίζω;»

«Τι νομίζεις;» ρώτησα κάνοντας τη δήθεν αθώα.

«Πήγες στο σπίτι του;»

«Εμ τι θα έκανα 04:30 το πρωί, θα χτύπαγα τα κουδούνια στην κυρά-Ματούλα ελπίζοντας να ξυπνήσει;»

«Α, εδώ έχει ψωμί! Κοίτα να δεις το πιτσιρίκι!» είπε η Μαρία χαμογελώντας πονηρά.

«Ε, καλά, δεν κάναμε και τίποτα. Απλά κοιμηθήκαμε!» διαμαρτυρήθηκα.

«Απλά κοιμηθήκατε;» με ρώτησε η Μαρία καχύποπτα, κλείνοντας τα μάτια.

«Αγκαλίτσα» τους είπα κοιτάζοντας και τις δύο ντροπαλά. «Εννοώ στην αρχή μου έστρωσε να κοιμηθώ εγώ στο κρεββάτι του και εκείνος στον καναπέ αλλά δε χωρούσε, εδώ δε χώρεσα εγώ όταν προσπάθησα και τέλος πάντων του ζήτησα να πάει να κοιμηθεί εκείνος μέσα.»

Και οι δύο με άκουγαν με προσοχή.

«Προσπάθησα να κοιμηθώ αλλά πέραν του ότι δε χωρούσα καλά-καλά στον καναπέ είχα τόση υπερένταση που δε μπορούσα να κοιμηθώ. Αλήθεια σας λέω, δεν είχα πιστέψει ακόμα καλά-καλά ότι δεν έβλεπα κάποιο όνειρο.»

«Και μετά;» ρώτησε η Ελένη ανυπόμονα.

«Πήγα στο δωμάτιό του μην ξέροντας κι εγώ το γιατί. Εκείνος κοιμόταν, ροχάλιζε ελαφρά. Τον φώναξα και πάνω που είχα αρχίσει να το μετανιώνω που πήγαινα να τον ξυπνήσω και έκανα να φύγω ξύπνησε και με ρώτησε τι συμβαίνει.»

Ήπια λίγο καφέ για να βρέξω το λαιμό μου που είχε στεγνώσει.

«Του είπα ότι δεν μπορούσα να κοιμηθώ και με ρώτησε αν αισθάνομαι άβολα. Του είπα όχι αλλά χωρίς να καταλάβω είχα σφίξει το μαξιλάρι πάνω μου. Εκείνος μου είπε ότι ο τρόπος με τον οποίο έσφιγγα το μαξιλάρι δεν ήταν καθησυχαστικός και εκεί του μπουμπούνισα την αλήθεια...»

«Που ήταν;» με παρότρυνε η Μαρία.

«Ότι εκείνον ήθελα να σφίξω και όχι το μαξιλάρι και του ζήτησα να με πάρει αγκαλιά.»

«Και;» ρώτησαν και οι δύο ταυτόχρονα.

«Μου χαμογέλασε και μου άνοιξε την αγκαλιά του και χώθηκα μέσα της. Ξαφνικά μου πέρασε όλη η υπερένταση, όλο το άγχος… δεν ξέρω πως να σας το πω.»

Έκανα μια παύση κοιτώντας τα μάτια τους που με παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον.

«Αισθάνθηκα γαλήνη… ασφάλεια… Έγειρα πάνω του τον κράτησα σφιχτά και ούτε που κατάλαβα πως με πήρε ο ύπνος και το πρωί μου έδωσε και ένα φόρεμα που είχε αφήσει εδώ η Ευτυχία για να γλιτώσω το walk of shame και να μην εμφανιστώ στο κυλικείο με τα ίδια ρούχα που φορούσα χθες.»

«Μα αφού το βρήκες το κλειδί!» παρατήρησε η Ελένη.

«Ναι αλλά μέχρι να το βρω δεν ήξερα αν το έχω ξεχάσει στο κυλικείο ή στο μεξικάνικο!»

«Είναι και αυτό. Είναι πολύ καλό παιδί ο Ανδρέας» είπε η Ελένη νεύοντας. «Και πολύ ευαίσθητος. Η Μαρία κι εγώ του κάναμε τις μοιρολογήτρες όταν του τα φόρεσε η Έλσα.»

«Ναι, μου το είπε.» Σκύβω το κεφάλι. «Δεν μπορώ να το καταλάβω, απλά δεν μπορώ να το καταλάβω. Εγώ πάντως δε θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο!» τους δήλωσα με σιγουριά.

«Εσύ ερωτευμένο μου πουλί δεν έχεις καμία σχέση με την Έλσα.» Η Μαρία κούνησε το κεφάλι. «Για εκείνη ο Ανδρέας ήταν τρόπαιο. Του τα είχα πει του ξεροκέφαλου και εγώ και η Ελένη. Δεν μας άκουσε και το έφαγε το κεφάλι του.»

«Εεεε» πήγα να πω.

«Τι εεεε μωρέ. Σάμπως νομίζεις ότι αυτός πάει πίσω;» Η Μαρία με κοίταξε σαν να λέω χαζομάρες. «Πιθανότατα δεν το έχει καταλάβει ούτε καν ο ίδιος αλλά ελάχιστη σημασία έχει, εδώ και δυο μέρες ο μορφονιός δεν έχει μάτια για άλλη.»

Χαμογέλασα αμήχανα μην έχοντας τι να πω.

«Ωραία, τώρα που τα είπαμε, πάμε μπας και πάρω κανένα μαγιό;» ρώτησα προσπαθώντας να αλλάξω θέμα.

«Άντε, πάμε!» είπαν και σηκωθήκαμε και πήγαμε στη στάση να πάρουμε το λεωφορείο.

«Παιδιά, δεν έχω πάει ποτέ σε κλαμπ, τι να βάλω;» τις ρώτησα όταν κάτσαμε στο λεωφορείο, η ανησυχία να φαίνεται στη φωνή μου.

«Ό,τι σε βολεύει. Κλαμπ είναι όχι δεξίωση» είπε η Μαρία κουνώντας απαλά το χέρι. «Εγώ με τζινάκι και μπλουζίτσα όπως πάντα.»

«Εσύ;» ρώτησα την Ελένη.

«Δεν έχω αποφασίσει. Θα ξυριστώ που θα ξυριστώ το απόγευμα για το μπάνιο αύριο, μπορεί να φορέσω κοντή φούστα ή κάποιο κοντό φόρεμα.»

«Ευτυχώς σε αυτό με βοήθησε η μαμά Φύση» τους είπα με ανακούφιση. «Μπορεί να με έκανε γκαβάδι μέχρι που έκανα τη διορθωτική εγχείρηση αλλά έχω ελάχιστη τριχοφυΐα. Δεν λέω ότι το διασκεδάζω ιδιαίτερα με το κερί αλλά θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα και αν μη τι άλλο δεν το χρειάζομαι και τακτικά.»

«Αχ, αλίμονο σε μένα» είπε η Ελένη κάνοντας ένα θεατρικό μορφασμό. «Θα πρέπει να κάνω και πόδια και μπικίνι.»

«Μπικίνι;» ρώτησα με περιέργεια.

«Let's say ότι χθες το βράδυ έγινε κάτι απρόοπτο και παραλίγο να φύγω μετανάστρια στη Μογγολία» είπε κοιτώντας κάτω με αμηχανία.

«Τι έγινε καλέ;» τη ρώτησα ανήσυχη, σκύβοντας προς το μέρος της.

«Μετά την πέμπτη ρακή αυτά!» είπε κάνοντας τη Μαρία να βάλει τα γέλια. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε αλλά δεν επέμεινα, βλέποντας την έκφραση της.

Φτάσαμε στο μαγαζί και μπήκαμε και ξαμοληθήκαμε και οι τρεις μας. Διάλεξα δυο και το ίδιο έκαναν και οι άλλες δύο. Η Ελένη έψαχνε και για εσώρουχα αλλά εγώ δεν είχα ανάγκη.

Κάποια στιγμή με φώναξε η Μαρία, ήταν στο δοκιμαστήριο. «Για έλα να δεις» μου είπε. Σήκωσα την κουρτίνα και πέρασα μέσα. Ήταν γυμνή από τη μέση και πάνω και κάτω φορούσε μόνο το εσώρουχό της. Η ίδια δεν έδωσε σημασία αλλά εγώ κοκκάλωσα, κοιτώντας αμήχανα παντού εκτός από πάνω της.

«Αυτό» μου είπε φορώντας το ένα μπικίνι πάνω της, «ή αυτό;» συνέχισε βγάζοντάς το και φορώντας το άλλο με την ίδια φυσικότητα. «Φοίβη, είσαι εδώ;»

Συνήλθα από το σοκ. «Εεχμ… Για δείξε πάλι… χμμμ… το πορτοκαλί μ' αρέσει πιο πολύ» της είπα προσπαθώντας να εστιάσω στα χρώματα και όχι στο γεγονός ότι ήταν μισόγυμνη.

«Ναι ε… χμμμ. Ελένη;» φώναξε την Ελένη και σε λίγο ήρθε και εκείνη στο μικρό χώρο. Επανέλαβε την κίνηση χωρίς κανένα ενδοιασμό.

«Το πορτοκαλί» της είπε η Ελένη αποφασιστικά.

«Ομοφωνία. Το πορτοκαλί λοιπόν.» Φόρεσε και το κάτω μέρος πάνω από το εσώρουχό της και στράφηκε μπροστά στον καθρέφτη. «Χμμμ» είπε εξετάζοντας τον εαυτό της. «Καλό φαίνεται» είπε και έβγαλε το μαγιό μένοντας πάλι μόνο με το εσώρουχό της.

«Ελένη, διάλεξες μαγιό;»

«Ναι» είπε και γδύθηκε και εκείνη μπροστά μας βγάζοντας το σουτιέν της και μένοντας και εκείνη με το εσώρουχο. Ξεροκατάπια, δεν ήμουν συνηθισμένη σε τέτοιου είδους οικειότητες. Πρόβαρε πάνω της και τα δύο με την ίδια άνεση.

«Το πράσινο» απαντήσαμε ταυτόχρονα με τη Μαρία.

«Εσύ;» ρώτησε η Ελένη στρέφοντας το βλέμμα της πάνω μου.

Τους έδειξα και τα δύο τοπ κρατώντας τα από τα χέρια μου ψηλά. Με κοιτάξανε και οι δύο περιμένοντας προφανώς να τα προβάρω. Αναστέναξα παραιτημένα και χαμήλωσα τις τιράντες του φορέματος και έβγαλα το σουτιέν μου, νιώθοντας την αμηχανία να με πλημμυρίζει. Πρόβαρα πάνω μου και τα δύο γρήγορα.

«Το μπλε» είπε η Ελένη νεύοντας.

«Εμένα μ' αρέσει το μωβ» είπε η Μαρία σκεπτική. «Για ξαναπρόβαρε!»

Το έκανα ξανά, αυτή τη φορά πιο αργά.

«Χμμμ…» είπε η Μαρία σουφρώνοντας τα χείλη της σα να το σκεφτόταν. «Εξακολουθώ να προτιμώ το μωβ.»

«Εμένα μου αρέσουν και τα δύο να σας πω» παραδέχτηκα κοιτώντας τον εαυτό μου στον καθρέφτη.

«Ε, πάρε και τα δύο εφόσον σε παίρνει οικονομικά. Άλλωστε εσύ δεν έχεις κανένα μαγιό εδώ, καλύτερα να έχεις δύο» είπε η Μαρία λογικά.

«Το κάτω δε θα το δοκιμάσεις;» με ρώτησε η Ελένη κάνοντάς με να ξεροκαταπιώ.

Έβγαλα τελείως το φόρεμα μένοντας με το αρκετά προκλητικό είναι η αλήθεια καλό μου δαντελωτό εσώρουχο, μετανιώνοντας που βαρέθηκα να πάω σπίτι να αλλάξω.

«Κοίτα να δεις η μικρή» είπε η Μαρία κάνοντάς με να κοκκινήσω μέχρι τη ρίζα των μαλλιών μου.

Και οι δύο έβαλαν τα γέλια με την αντίδρασή μου. Φόρεσα βιαστικά πρώτα το μωβ και μετά το μπλε, προσπαθώντας να κρύψω την αμηχανία μου. Καλά ήταν και τα δύο, αποφάσισα μέσα μου.

«Και τα δύο» είπα αποφασιστικά. Φόρεσα το σουτιέν μου και έβαλα ξανά το φόρεμά μου με ανακούφιση. Η Μαρία φόρεσε τη μπλούζα της χωρίς σουτιέν με την ίδια φυσικότητα που είχε γδυθεί. Η Ελένη φόρεσε το σουτιέν της και τη μπλούζα της.

Βγήκαμε και οι τρεις έξω και πήγαμε να πληρώσουμε. Μετά, έχοντας μια τσάντα η κάθε μία, κατηφορίσαμε στην ψαραγορά και πήγαμε και κάτσαμε σε ένα ρακάδικο. Είχε πάει 13:00.

Δεν είχα δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου ρακόμελο. Σερβιριζόταν ζεστό και παρά τη γλυκιά του γεύση ένιωσα το φάρυγγά μου να πιάνει φωτιά, σχεδόν πνίγηκα και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα βήχα κάνοντας και τις δυο τους να βάλουν τα γέλια.

«Μέχρι να πιείς κατά λάθος ρακή περνώντας την για νερό, δεν έχεις δει τίποτα» είπε η Ελένη κουνώντας το κεφάλι της.

«Τι εννοείς;» ρώτησα ψιλοβήχοντας ακόμα.

«Το είχα πάθει στο σπίτι του Τάσου, το βλαμμένο είχε τη ρακή σε μπουκάλι νερού. Νομίζοντας ότι ήταν νερό, γέμισα ένα ποτήρι και καθώς διψούσα το κατέβασα σχεδόν μονοκοπανιά.»

«Ωχ!» είπα κάνοντας ένα μορφασμό φρίκης.

«Ο εγκέφαλός μου έκανε catch-up μετά την τρίτη γουλιά!»

«Ωχ, και;» ρώτησα γεμάτη περιέργεια.

«Ένα έχω να σου πω Φοίβη.» Σταμάτησε να πάρει μια γουλιά από το ποτήρι της. «Αν και αυτό έγινε πέρσι νομίζω ότι πρέπει να ξέρασα μέχρι και μια τσίχλα που είχα καταπιεί στα πέντε μου.»

Και οι δύο γελάσαμε με τη Μαρία.

«Νόμιζα ότι ήρθε το τέλος του κόσμου και ο άλλος ο γάιδαρος αντί να έρθει να με βοηθήσει είχε κάτσει στο τραπέζι και χτυπιόταν στα γέλια. Αφού δεν τον χώρισα επιτόπου...»

«Α, εγώ δεν έχω τέτοια προβλήματα.» Η Μαρία σήκωσε το ποτήρι της σε μια πρόκληση. «Η πέμπτη ρακή είναι για την καλημέρα!» δήλωσε και το άδειασε μονοκοπανιά.

«Εσύ είσαι ιθαγενής, δε μετράς» είπε η Ελένη κουνώντας το δάχτυλό της.

Ούτε η Ελένη ούτε η Μαρία είχαν πάρει ρακόμελο, έπιναν τη ρακή σκέτη. Αν κόντεψε να με πιάσει ο βήχας με το ζεστό ρακόμελο, δεν ήθελα να ξέρω τι θα πάθω αν έπινα ρακή όπως οι δυο τους. Οι οποίες να σημειώσω ότι είχαν αρχίσει ήδη το δεύτερο ποτήρι ενώ εγώ ακόμα ήμουν με μία γουλιά από το πρώτο.

Ήπια και τη δεύτερη γουλιά αλλά αυτή τη φορά το περίμενα το κάψιμο και δεν αιφνιδιάστηκα. Στην τρίτη γουλιά μου άρεσε κιόλας.

«Σιγά Φοίβη, θα γίνεις ντέφι» μου είπε κάποια στιγμή η Μαρία όταν άρχισα να πίνω το τρίτο ποτήρι, τεντώνοντας το χέρι της να με σταματήσει.

Η αλήθεια είναι ότι είχα αρχίσει να αισθάνομαι απίστευτη χαλάρωση και όλα μου φαίνονταν πιο αστεία. Του λόγου τους ήταν στο πέμπτο ποτήρι ρακί με το οποίο η Ελένη δήλωσε σηκώνοντας το χέρι της «ως εδώ.» Η Μαρία συνέχισε να πίνει χωρίς να δείχνει κανένα σημάδι μέθης.

Στο τέταρτο ρακόμελο άρχισα να νιώθω το κεφάλι μου να κουδουνίζει αλλά ένιωθα τόσο απίστευτα ωραία που δεν ήθελα να σταματήσω.

«Αρκετά» μου είπε η Μαρία πιάνοντάς με από το χέρι όταν έκανα να πάω να πιώ το πέμπτο.

«Γιατίιιιι» είπα παραπονεμένα κάνοντας μουτράκι.

«Γιατί αν γίνεις ντίρλα μέρα μεσημέρι ο καλός σου θα μας αφαλοκόψει» απάντησε γελώντας.

«Δε θα περάσει ο φασισμός!» δήλωσα σηκώνοντας δραματικά τη γροθιά μου στον αέρα.

«Μ' αρέσει που είπες «αν»» είπε η Ελένη κοιτώντας με μέ διασκέδαση. «Έχει γίνει ήδη!»

«Όχι καλά είμαι!» απάντησα κουνώντας το κεφάλι μου ίσως λίγο πιο δυνατά από όσο έπρεπε. «Νομίζω δηλαδή.»

«Καλό είναι να μην πιείς άλλο, γιατί ούτε εγώ ούτε η Ελένη θα ανέβουμε πάνω» είπε η Μαρία σπρώχνοντας το ποτήρι μου μακριά.

«Καλά, δε θα πιώ άλλο.» Κούνησα το κεφάλι συμφωνώντας. «Αλήθεια, τώρα που το λέμε πού θα βρεθούμε το βράδυ; Πού είναι η Ραφιναρία;»

«Δεν έχεις κανονίσει με τον Ανδρέα;» ρώτησε η Ελένη.

«Είπε ότι θα περάσει να με πάρει από το σπίτι αλλά δεν είχαμε πει ώρα.»

«Άρα θα πας μαζί του. Όσο για την ώρα, είχαμε πει να βρεθούμε κατά τις 23:00 εκεί.»

«Ωραία, θα πρέπει να κάνω σκοπιά στην αυλή το βράδυ» είπα και με κοιτάξανε και οι δυο τους με περιέργεια.

«Τι εννοείς;» ρώτησε η Μαρία.

«Το σπίτι που μένω είναι μέσα σε ένα μεγάλο οικόπεδο και το σπίτι έχει σκύλο. Καλά μη νομίζετε, βλαμμένο είναι, αλλά έχει το μέγεθος γαϊδουριού και ακριβώς επειδή είναι βλαμμένο και αγαπάει όλο τον κόσμο, δεν πρόκειται να γαυγίσει στον Ανδρέα.»

Και οι δύο γέλασαν.

«Θα πρέπει να έχω το νου μου από τις 22:00 και μετά.»

«Παιδάκι μου δεν ξέρεις που μένει; Κοντά δε μένετε;» ρώτησε η Μαρία. «Ε, πήγαινε από το σπίτι του και βρες τον να συνεννοηθείτε.»

«Ένα δίκιο το έχεις» απάντησα νεύοντας ενθουσιωδώς. «Και δύο μην πω.»

«Χρμφ, έχω να κάνω και αποτρίχωση» θυμήθηκε η Ελένη κάνοντας ένα μορφασμό.

«Αλήθεια, τι έπαθες εσύ;» τη ρώτησε η Μαρία με περιέργεια.

«Τι να πάθω; Έκανε... κατάδυση ο Τάσος και βγήκε με τρίχα στα δόντια.» Κρύφτηκε πίσω από τα χέρια της. «Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί.»

«Ορίστε;» είπα κοιτώντας τις με μπερδεμένο βλέμμα.

«Κατάδυση... χαμηλά...;» είπε η Ελένη κάνοντας νοήματα με τα χέρια, και την κοίταξα εξακολουθώντας να μην καταλαβαίνω.

«Στοματικό, της έκανε στοματικό. Αιδοιολειχία, γλειφομούνι, πώς το λένε!» είπε η Μαρία και έβαλε τα γέλια. «Κλείσε το στόμα σου θα χάψεις καμιά μύγα πάλι.»

Εντάξει, δεν είχα πέσει και από τον Άρη, είχα ακούσει κάποια πράγματα. Απλά δεν ήξερα — πώς άλλωστε — κανέναν και καμία που να το έχει κάνει. Γνωστό μου ή γνωστή μου δηλαδή. Δηλαδή μπορεί και να ήξερα κάποιον που το είχε κάνει χωρίς να ξέρω ότι το είχε κάνει. Το ρακόμελο δεν είχε βοηθήσει, δε μπορούσα να σκεφτώ καθαρά. Το μόνο που κατάλαβα είναι πως είχα υγρανθεί. Έπαιζα με τον εαυτό μου αλλά δε φανταζόμουν κάτι συγκεκριμένο, εννοώ όχι πράξη. Απλά φανταζόμουν έναν άντρα και αυτό.

«Για λέγε για λέγε» είπα σκύβοντας προς το μέρος της, με τις αναστολές μου να έχουν πάει περίπατο.

«Τι να πω;» είπε η Ελένη κοκκινίζοντας.

«Δεν... δεν έχω κάνει ποτέ κάτι τέτοιο. Εδώ καλά-καλά μέχρι χθες το βράδυ δεν είχα φιλήσει αγόρι.» Έπαιξα νευρικά με το ποτήρι μου. «Πώς... πώς είναι;»

«Ε πώς να είναι; Ωραίο είναι... δηλαδή... τι ωραίο... ααααχ...» Η Ελένη έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της. «Αρκεί να μη συμβεί ξανά αυτό! Θεέ μου, πρέπει να άλλαξα δέκα χρώματα.»

«Σιγά μωρή κι εσύ» της είπε η Μαρία κουνώντας το χέρι απαξιωτικά. «Πώς κάνεις έτσι; Δεν τον κατούρησες κιόλας!»

«Εεεε Ε!» είπε η Ελένη με αγανάκτηση. «Να πάει να σε φιλήσει μετά με την τρίχα στο στόμα να σου πω εγώ!»

«Ορίστε;» είπα ακόμα πιο μπερδεμένη. «Τι εννοείς;»

«Τι εννοώ;»

«Φιληθήκατε μετά; Εννοώ σε φίλησε;»

«Γιατί να μη με φιλήσει;» ρώτησε η Ελένη κοιτώντας με σαν να έλεγα κάτι παράξενο.

«Αφού... πριν... εννοώ...» προσπάθησα να πω τρώγοντας τα λόγια μου κάνοντας και τις δύο να σκάσουν στα γέλια.

«Δικό μου είναι, όχι της γειτόνισσας! Αυτό θα έλειπε να μου το κάνει αυτό και να σιχαίνομαι μετά να τον φιλήσω.» Χτύπησε το τραπέζι με έμφαση. «Εδώ με φιλάει εκείνος αφού του το κάνω εγώ.»

«Του κάνεις εσύ, τι;» ρώτησα με κοκκινίζοντας περισσότερο.

«Το ανάλογο. Και πού 'σαι, αυτό πιτσιλάει πάντα» είπε βάζοντας τα γέλια με τη Μαρία να την ακολουθεί πρίμο σεκόντο, γέλιο το οποίο ενιτάθηκε όταν με είδαν πως τις κοιτούσα.

«Μωρέ αν γίνει καλά και το άλλο πιτσιλάει. Μου έχει τύχει δυο-τρεις φορές, πάντα σε στοματικό.»

Η Ελένη σκούπισε τα μάτια της από τα γέλια.

«Έπρεπε να δείτε την πρώτη φορά τον Τάσο, το σκέφτομαι καμιά φορά και με πιάνει η κοιλιά μου από τα γέλια αλλά δεν τον αδικώ το φουκαρά. Δε μου είχε τύχει ποτέ.»

Πήρε μια γουλιά ρακή πριν συνεχίσει.

«Τουλάχιστον όταν του το έκανα εγώ ήξερα τι να περιμένω, χαχαχα.»

«Πόσο με διαολίζει όταν αστοχεί και πετάγεται στο μαλλί μου, δε λέγεται» είπε η Μαρία κάνοντας ένα μορφασμό αηδίας. «Προτιμώ να καταπίνω παρά αυτό.»

«Να... τι;» ρώτησα σα χαζή, το ποτήρι παγωμένο στα χέρια μου.

«Ξεχάσαμε τον άμαχο πληθυσμό» είπε η Ελένη και βάλανε και οι δύο τα γέλια.

«Κα...καταπίνετε;» τις ρώτησα σα χαζή.

«Εγώ ναι» είπε η Μαρία με φυσικότητα. «Η κυρία δεν ξέρω τι κάνει.»

«Μια από τα ίδια αλλά έχει ιστορία.» Η Ελένη σκύβε μυστικοπαθώς προς το μέρος μας. «Στην αρχή δεν τον άφηνα καν να τελειώσει στο στόμα μου αλλά μια μέρα με παρακάλεσε να το κάνω.»

«Και;» ρώτησα εντελώς καθηλωμένη.

«Θα το κάνω, του είπα, και θα καταπιώ κιόλας αλλά μετά θα με φιλήσεις. Ε, το έκανε. Λύσσα κακιά με τις πίπες.»

«Ενώ εσύ να πούμε όταν στο κάνει ο Τάσος νιώθεις ιερομάρτυρας;» της είπε ειρωνικά η Μαρία.

«Τώρα μιλάμε για τις αδερφές των άλλων» είπε η Ελένη βγάζοντας τη γλώσσα της.

«Ελένη... Να... να σε ρωτήσω κάτι;» της είπα ξεροκαταπίνοντας.

«Shoot»

«Το... το έχεις κάνει;» ψιθύρισα σχεδόν.

«Ουυυυ... με τον Τάσο είμαστε μαζί εδώ και 2 χρόνια» απάντησε σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα.

«Μαρία, εσύ;» ρώτησα στρέφοντας το βλέμμα μου πάνω της.

«Ομοίως, αν κι εγώ δεν έχω την άνεση της κυρίας να βγάζω τα μάτια μου, έχω και σπίτι στο οποίο με περιμένουν να γυρίσω το βράδυ.»

«Πόσο... πόσο...» ξεκίνησα αλλά δεν μπόρεσα να τελειώσω την ερώτηση.

«Περίμενα;» με ρώτησε η Ελένη με κατανόηση. «Φοίβη, επειδή καταλαβαίνω γιατί ρωτάς δεν θα σου απαντήσω παρά μόνο αυτό: Όταν νιώσεις έτοιμη.»

Με πήρε από το χέρι απαλά.

«Είτε αυτό είναι σε μία εβδομάδα, είτε σε ένα μήνα είτε σε ένα χρόνο. Όταν νιώσεις έτοιμη.»

«Ό,τι είπε η Ελένη» απάντησε η Μαρία νεύοντας.

Κοίταξα κάτω στα χέρια μου για μια στιγμή.

«Δεν... Από το δημοτικό και μετά δεν είχα φίλες, δεν είχα καμία φίλη.»

Οι δύο τους σταμάτησαν να πίνουν και με κοίταξαν προσεκτικά.

«Στο γυμνάσιο... ήταν τα χειρότερα τρία χρόνια της ζωής μου. Αρχές εφηβείας, πρόωρη ανάπτυξη, ξένη, άσχημη, άχαρη...»

«Φοίβη...» ξεκίνησε η Μαρία αλλά συνέχισα.

«Στο Λύκειο τα πράγματα ήταν λίγο καλύτερα, έκανα κάποιες γνωριμίες αλλά δεν είχα φίλες, όχι πραγματικά. Απλά γνωστές για παρέα στο διάλειμμα.»

Πήρα μια τρεμάμενη ανάσα.

«Δεν είναι εύκολο. Εσείς... εσείς με αγκαλιάσατε από την πρώτη στιγμή. Ως γνωστή του Ανδρέα, έστω. Αλλά... αλλά μ' αγκαλιάσατε.»

Η φωνή μου άρχισε να τρέμει ελαφρά.

«Μπορεί... μπορεί οι ερωτήσεις που κάνω να σας φαίνονται χαζές αλλά...»

«STOP» είπε η Μαρία κοφτά. Μου έπιασε το χέρι και μου μίλησε γλυκά, σα να μιλούσε σε παιδάκι. «Δεν υπάρχουν χαζές ερωτήσεις Φοίβη μου. Και γιατί να μη σε αγκαλιάσουμε;»

Μου σφίγγε απαλά το χέρι.

«Είσαι ζεστή, είσαι πρόσχαρη, έχεις χιούμορ... είσαι εξαιρετικά ευχάριστη συντροφιά.»

«Σας ευχαριστώ... σας ευχαριστώ και τις δύο» τους είπα δακρυσμένη.

«Έλα κλαψιάρα, σταμάτα» με πείραξε η Ελένη χαϊδεύοντάς με στο μπράτσο.

Είχε πάει 14:30 όταν είπαμε να το διαλύσουμε. Δώσαμε ραντεβού για το βράδυ και φύγαμε. Ήμουν τυχερή και ήρθε το λεωφορείο για τη Φορτέτσα σχεδόν με το που πήγα στη στάση, στις 14:45 με άφησε σχεδόν μπροστά από την πόρτα του σπιτιού μου. Πήγα στο σπίτι και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να γδυθώ και να κάνω ένα ντους. Περισσότερο επειδή ήθελα να δω τον Ανδρέα και παρά για να συνεννοηθούμε για το βράδυ αποφάσισα να περάσω από το σπίτι του.

Ανέβηκα τα σκαλιά προς το πανεπιστήμιο αλλά αντί να κατέβω προς το Κυλικείο συνέχισα προς τα άσπρα κτήρια και πήρα το δρομάκι από πίσω που οδηγούσε στο δρόμο που νοίκιαζε ο Ανδρέας. Δεν είχα ιδέα αν ήταν σπίτι του, δεν το είχα σκεφτεί καν. Χτύπησα την πόρτα η οποία προς μεγάλη μου χαρά άνοιξε μετά από μερικά δευτερόλεπτα. Ο Ανδρέας αν και ξαφνιάστηκε στην αρχή μου χαμογέλασε πλατιά.

«Καλώς το μου» μου είπε και μου έκανε νόημα να περάσω μέσα.

«Δε σου έφερα το φόρεμα της Ευτυχίας, θα το πλύνω πρώτα και θα στο φέρω καθαρό» είπα γρήγορα, παίζοντας νευρικά με τη σακούλα που κρατούσα.

«Και ήρθες εδώ να μου το πεις;» με ρώτησε χαμογελώντας, διασκεδάζοντας προφανώς με την αμηχανία μου.

«Όχι... απλά μου είπες ότι θα περάσεις το βράδυ να με πάρεις αλλά δεν είπες τι ώρα!»

«Αυτό ήρθες να μου πεις;» επέμεινε, το χαμόγελό του να γίνεται πιο πονηρό.

«Ναι... όχι... ήθελα να σε δω» ομολόγησα κοιτώντας κάτω.

Με έφερε κοντά του και με φίλησε κάνοντάς με να λιώσω. Τον αγκάλιασα και τον έσφιξα πάνω μου. Ούτε καν την πόρτα δεν είχαμε κλείσει, της τράβηξε μια κλωτσιά ο Ανδρέας και έκλεισε με θόρυβο.

«Α, μιας και ήρθες κιόλας να σου δώσω το φόρεμά σου» μου είπε και μου έδωσε τη σακούλα. «Εντάξει, πήρες μαγιό; Πήγατε μετά για ρακή;»

«Ανδρέα, έχεις φάει;» τον ρώτησα αντί να απαντήσω.

«Όχι, σε λίγο ετοιμαζόμουν να πάω στην Αθηνά»

«Θέλεις να φάμε παρέα;»

«Και το ρωτάς μωρέ Φοίβη;»

«Όχι δεν εννοώ αυτό.» Πήρα μια βαθιά ανάσα. «Εγώ μαγειρεύω, θες να πάμε σπίτι μου να σου κάνω το τραπέζι;»

«Ν-Ναι...» μου είπε, τα μάτια του να φωτίζονται. «Πολύ θα το ήθελα... αν... αν έχεις όρεξη εννοώ.»

«Θέλω να σου μαγειρέψω» του είπα τονίζοντας το «Θέλω»

«Τότε πολύ θα χαρώ! Πολύ-πολύ» είπε με ένα χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο.

Φύγαμε από το σπίτι του και κινήσαμε για το δικό μου. Με κρατούσε από το χέρι όσο περπατούσαμε στο δρόμο. Φτάσαμε έξω από τη γκαραζόπορτα στην οποία μας περίμενε ο Σίμπα με τη γλώσσα έξω και κουνώντας την ουρά του σαν παλαβός.

«Είσαι σίγουρος ότι δε θα μου την πέσει;» ρώτησε ο Ανδρέας κοιτώντας το τεράστιο σκυλί.

«Ο Σίμπα; Αυτός είναι πιο χαζοχαρούμενος και από τον Ραν-ταν-πλαν.»

Μπήκαμε μέσα και ο Σίμπα αφού πήδησε πάνω μου και μου έγλειψε τη μούρη κατέβηκε κάτω και πήγε και μύρισε τον Ανδρέα κουνώντας την ουρά του ενθουσιασμένα. Ο Ανδρέας του χάιδεψε το κεφάλι και ο Σίμπα του έγλειψε ευτυχισμένος το χέρι. Πήγαμε προς το σπίτι. Ξεκλείδωσα και περάσαμε μέσα.

«Ανδρέα, δώσε μου λίγο να ξεπλύνω το πρόσωπό μου με το σίχαμα που κάθε φορά με γλείφει στη μούρη» είπα κάνοντάς τον να χαμογελάσει. Πήγα στο μπάνιο και έπλυνα και σκούπισα το πρόσωπό μου. Βγήκα έξω. «Η ροζ μικρή πετσέτα είναι των χεριών» του είπα όταν πήγε και εκείνος να πλύνει τα χέρια του.

Είχε πάει 15:15. Φτιάχνω πολύ καλό κοκκινιστό κατσαρόλας — το λατρεύει ο συνταγματάρχης — αλλά αυτό θέλει πολλή ώρα. Βέβαια μπορούσα να φτιάξω γρήγορα μια περιποιημένη μακαρονάδα είτε με άσπρη, είτε με κόκκινη σάλτσα... αλλά από την άλλη, μακαρονάδα; Ομελέτα; Γιατί όχι;

Στάθηκα στο κέντρο της κουζίνας σκεφτόμενη.

Φτιάχνω επίσης πολύ καλές ομελέτες και βάζω και πολλά υλικά. Αυτό! Θα έφτιαχνα μια ομελέτα και θα τηγάνιζα πατάτες και θα έκοβα και μια απλή σαλάτα. Ψωμί είχα πάρει χθες και το είχα βάλει στην κατάψυξη αφού το είχα κόψει για να μείνει φρέσκο. Θα έβαζα κάποιες φέτες και θα τις ξεπάγωνα σε χαμηλή φωτιά στο φουρνάκι. Στο ψυγείο είχα και ζελέ φράουλα με κομμάτια ροδάκινο, μ' αρέσει πολύ, άρα είχα και γλυκό.

Μπύρες; Δεν είχα μπύρες. Γαμώτο!

Στο μεταξύ ο Ανδρέας είχε βγει και με παρακολουθούσε που έκανα σύσκεψη με τον εαυτό μου.

«Συγνώμη Ανδρέα μου, δεν έχω μπύρα» του είπα με απογοήτευση.

«Και γι' αυτό στεναχωριέσαι; Πετάγομαι στο περίπτερο στη στάση να πάρω.»

«Μπορείς; Σε ευχαριστώ πολύ!» Χτύπησα ενθουσιασμένα παλαμάκια. «Στο μεταξύ θα αρχίσω να φτιάχνω το φαγητό. Λέω να φτιάξω μια ομελέτα, την κάνω σπέσιαλ!»

Άρχισα να μετράω στα δάχτυλά μου.

«Με μπέικον, λουκάνικο, τυρί, ντομάτα, πιπεριές και αν θες και σου αρέσει κι εσένα μπορώ να βάλω και κρεμμύδι. Και θα τηγανίσω και πατάτες και θα κόψω και μια σαλάτα.»

Ο Ανδρέας με κοίταζε χαμογελώντας καθώς συνέχιζα με ενθουσιασμό.

«Και έχω και γλυκό, ζελέ φράουλα με κομμάτια από ροδάκινο. Πρόχειρο είναι εντάξει, αλλά κι εσύ πεινάς και δε θέλω να σε αφήσω να πεινάς!» του είπα με μια ανάσα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.

«Εσύ αυτό το λες πρόχειρο;» με ρώτησε κουνώντας το κεφάλι με θαυμασμό. «Δηλαδή το κανονικό τι θα ήταν; Μπουφέ με πέντε διαφορετικά πιάτα;»

Κοκκίνισα ελαφρά.

«Μια χαρά είναι μωρό μου» συμπλήρωσε απαλά.

ΜΩΡΟ ΜΟΥ!!!!

Χτύπησα ενθουσιασμένα παλαμάκια και έβγαλα μια φωνούλα κάνοντας τον Ανδρέα να γελάσει εκ νέου.

«Είσαι μια γλύκα» μου είπε και ήρθε και με έσφιξε πάνω του. Μωρέ να με σκάσει πήγε αλλά σιγά που θα κάνω παράπονο! Και μετά μου έδωσε ένα γλυκό φιλάκι στη μύτη και κίνησε να πάει να πάρει μπύρες.

Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει από τη χαρά της! Θα μαγείρευα στο αγόρι μου! Στο αγόρι μου! Τον Ανδρέα!

Έπιασα κάτω από το ντουλάπι μερικές πατάτες και άρχισα να τις καθαρίζω. Μέχρι να καθαρίσω και την τελευταία ο Ανδρέας είχε επιστρέψει με μπύρες αλλά είχε πάρει επίσης και αναψυκτικά, κόκα κόλα και 7-up για την ακρίβεια.

«Πήρα αναψυκτικά αλλά επειδή δεν ξέρω τι πίνεις πήρα και από τα δύο.» Έβγαλε τα μπουκάλια από τη σακούλα. «Δεν είχε πορτοκαλάδα αλλιώς θα έπαιρνα και πορτοκαλάδα.»

«Δεν πειράζει, όλα μου αρέσουν» του είπα χαμογελώντας.

«Θέλεις να κάνω κάτι;»

«Το κάνεις ήδη»

«Ε; Τι κάνω.»

«Μου κάνεις παρέα!» του είπα και σηκώθηκα και του έδωσα ένα πεταχτό φιλάκι.

Μετά καθίσαμε και οι δύο και άρχισα να κόβω τις πατάτες. Ο Ανδρέας ξεφύλλιζε τις σημειώσεις του απειροστικού-I που είχα πάνω στο τραπέζι.

«Μπρρρ» μου είπε και τις έκλεισε κάνοντάς με να χαμογελάσω. «Γεια πες, πώς σου φάνηκε η ρακή;»

«Ρακόμελο ήπια, όχι ρακή σκέτη» του είπα ενώ άρχιζα να ετοιμάζω την ομελέτα. «Ήπια τέσσερα και άρχισα να γίνομαι ντέφι — ακόμα είμαι να σου πω την αλήθεια — αλλά με σταμάτησε η Μαρία.»

«Γιατί;» ρώτησε χαμογελώντας.

«Καταπίεση, αυτό έχω να πω! Ήταν τόσο ωραία.» Σταμάτησα να κόβω για μια στιγμή και τον κοίταξα. «Πρώτη φορά από τότε που τέλειωσα το δημοτικό νιώθω ότι έχω φίλες. Είναι τόσο άνετες η μία με την άλλη και με έκαναν και εμένα να αισθάνομαι άνετα, λες και με γνωρίζουν χρόνια.»

«Τι λέγατε;» ρώτησε με ενδιαφέρον.

«Διάφορα αν και στην αρχή είχε... χιχιχι ανάκριση για σένα.» Του έριξα μια πλαγιά ματιά. «Ένιωσα τόσο άνετα που τους είπα μέχρι... μέχρι και ότι χθες κοιμήθηκα σε σένα γιατί είχα ξεχάσει τα κλειδιά μου.»

«Γιατί να μην το έλεγες; Δεν έκανες και τίποτα περίεργο.»

«Ε βρε Ανδρέα... εννοώ... αααχ!» φώναξα ξαφνικά.

«Τι έπαθες;» με ρώτησε ανήσυχος σηκώνοντας από την καρέκλα του.

«Τίποτα-τίποτα, με πιτσίλισε λίγο το μπέικον.» Σκούπισα το χέρι μου στη φούστα. «Εννοώ μέχρι χθες δεν είχα φιληθεί καν και... ε, είναι κάπως αν το σκεφτείς.»

«Καλά, δεν επιμένω» είπε χαμογελώντας και κάθισε πάλι.

«Ναι... τι έλεγα; Α, ναι, ε τους είπα για το παρελθόν μου, δεν εννοώ για το πάρτι, αυτά τους τα έχω πει.»

Έριξα τα αυγά στο τηγάνι.

«Μου... μου είπαν και για σένα... ελπίζω να μη σε πειράζει... για την Έλσα εννοώ.» Τον κοίταξα αμήχανα. «Ανδρέα εγώ δεν είμαι τέτοια...» ξεκίνησα να λέω και εκεί με διέκοψε.

«Γάμα την αυτή να πάει στην ευχή του Θεού.» Ο τόνος του ήταν αποφασιστικός. «Όχι Φοίβη μου εσύ δεν έχεις καμία σχέση με δαύτη.»

Χαμογέλασα ανακουφισμένη.

«Ε μετά είπαν και αυτές για τα αγόρια τους... ξέρεις...» αλλά σταμάτησα εκεί, τι να του έλεγα;

«Δεν ξέρω, είναι η αλήθεια, δεν μοιραζόμαστε τόσο πολλές λεπτομέρειες αν μ' εννοείς.»

«Εχμ...» μούγκρισα.

«Βρε ηρέμισε, δε σου ζητάω να μου πεις τι είπατε, δε με αφορά.» Με κοίταξε με καλοσύνη. «Αλήθεια, πήρες μαγιό;»

«Ναι, πήρα δύο γιατί δεν μπορούσα να αποφασίσω ποιο μου άρεσε περισσότερο.»

«Θα σε πείραζε μετά αφού φάμε να τα φορέσεις να σε δω;»

Η αλήθεια είναι ότι μου ήρθε κάπως αλλά έτσι κι αλλιώς σάμπως δε θα με έβλεπε αύριο στην παραλία;

«Αν... αν δεν θέλεις...» ξεκίνησε να λέει όταν δεν απάντησα αμέσως.

«Όχι! Θέλω, αμέ! Πώς δε θέλω.» Γύρισα και τον κοίταξα με ενθουσιασμό. «Εννοώ... αν δεν θέλω να αρέσουν σε σένα σε ποιον θα ήθελα;»

«Αρχικά να αρέσουν σε σένα;» μου είπε ερωτηματικά.

«Ε ναι... εννοώ ότι εμένα μου αρέσουν έτσι κι αλλιώς.»

«Τέλος πάντων» είπε χαμογελώντας.

Καπάκωσα το διπλό τηγάνι και το γύρισα ώστε να τηγανιστεί και από την άλλη μεριά η ομελέτα. Στο κατσαρολάκι το λάδι είχε ήδη ζεσταθεί και έριξα μέσα προσεκτικά τις πατάτες οι οποίες άρχισαν να τσιτσιρίζουν.

Λίγη ώρα αργότερα το φαγητό ήταν έτοιμο. Δε με άφησε να κόψω σαλάτα. Έβγαλα από το φούρνο ροδαλισμένες τις δύο φέτες ψωμί που μου είχε ζητήσει και ξεκινήσαμε να τρώμε χωρίς να μιλάμε.

Στην αρχή είχα λίγο άγχος, είναι η αλήθεια, αλλά οι εκφράσεις του προσώπου του όσο έτρωγε έδειχναν ότι το απολάμβανε και χαλάρωσα και άρχισα να τρώω κι εγώ. Έχοντας πιει το ρακόμελο δεν ήθελα άλλο αλκοόλ οπότε ο Ανδρέας μου γέμισε το ποτήρι με την 7-up, που του ζήτησα, ενώ εκείνος ήπιε τη μπύρα του.

Είχα ανοίξει και το ραδιοφωνάκι και ακούγαμε μουσική, ήταν πολύ-πολύ όμορφα. Όταν τελειώσαμε ο Ανδρέας προσφέρθηκε — δηλαδή επέμεινε — να πλύνει τα πιάτα. Τον άφησα να το κάνει και πήγα μέσα στο δωμάτιο για να του δείξω αυτό που ήθελε.

Γδύθηκα στα γρήγορα και φόρεσα το μπλε το μαγιό. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη που είχε η ντουλάπα, μου φάνηκα μια χαρά. Βγήκα έξω και η αλήθεια είναι ότι ένιωθα πολύ αμήχανη, στην αρχή δηλαδή.

«Ανδρέα;» τον φώναξα διστακτικά.

Έκλεισε τη βρύση και γύρισε και με κοίταξε. Το βλέμμα του με ανατρίχιασε και δεν εννοώ με τον άσχημο τρόπο.

«Σου πάει πολύ!» μου είπε με ένα χαμόγελο που έφτανε μέχρι τα μάτια του. «Μπορείς σε παρακαλώ να κάνεις μια στροφή;» με ρώτησε και έκανα αυτό που μου ζήτησε, νιώθοντας την αυτοπεποίθησή μου να ανεβαίνει.

«Φτου φτου! Τι κορίτσαρο έχω εγώ;» μου είπε κάνοντάς με να κοκκινήσω από το κεφάλι μέχρι τα νύχια.

«Σ' αρέσει;» ρώτησα ντροπαλά.

«Αν… Ω Θεοί τι ρωτάει!» είπε σηκώνοντας τα χέρια του θεατρικά, κάνοντάς με να χαζογελάσω.

«Πάω να βάλω και το άλλο» είπα στρέφοντας προς το δωμάτιο.

«Άντε να δούμε, θα το γλιτώσω το έμφραγμα σήμερα;» με ρώτησε κρατώντας το χέρι του στην καρδιά του δραματικά.

«Ε, αν είναι να κινδυνέψεις…» πήγα να τον πειράξω σταματώντας στη μέση.

«Ακόμα εδώ είσαι;» με ρώτησε και χαχανίζοντας πήγα μέσα και έβαλα το μωβ. Επέστρεψα στο σαλόνι με περισσότερη αυτοπεποίθηση αυτή τη φορά.

«Πάνω που νόμιζα ότι τα έχω δει όλα» είπε όταν έκανα τη στροφή, κουνώντας το κεφάλι με θαυμασμό. Η αλήθεια είναι ότι το μωβ ήταν πιο... μικρό κάτω και το πάνω τόνιζε ακόμα περισσότερο το στήθος μου. «Το μωβ, σίγουρα το μωβ, οπωσδήποτε το μωβ» επέμεινε.

«Το μωβ τότε» του είπα χαμογελαστή και γύρισα στο δωμάτιο. Έβαλα στα γρήγορα το εσώρουχό μου και ένα σορτσάκι και από πάνω ένα μωβ φανελάκι χωρίς σουτιέν γιατί είχα σκάσει. Βγήκα στο σαλόνι, ο Ανδρέας είχε τελειώσει με τα πιάτα.

«Θέλεις να σου φτιάξω ένα καφεδάκι;»

«Ναι, αμέ!»

«Να ξέρεις ότι έχω μαύρη ζάχαρη μόνο.»

«Δεν με πειράζει. Έχεις εβαπορέ έτσι;»

«Ναι, θα στον φτιάξω γλυκό με λίγο εβαπορέ, όπως τον παίρνεις στο κυλικείο.»

Έβαλα μιάμιση κουταλιά καφέ και δύο ζάχαρη, έριξα κρύο νερό, και άνοιξα το χτυπητήρι το οποίο άφησα ανοιχτό μέχρι ο αφρός να γίνει σχεδόν συμπαγής. Έριξα λίγο γάλα, 3 παγάκια και το συμπλήρωσα με κρύο νερό. Έβγαλα ένα καλαμάκι και το έβαλα στο ποτήρι και του το έδωσα. Μετά έφτιαξα και το δικό μου, εγώ τον πίνω μέτριο με αρκετά περισσότερο γάλα.

Όταν τελειώσαμε πήγα να κάτσω στο τραπέζι αλλά μου έδειξε τον καναπέ.

«Θέλω να σε κρατάω αγκαλίτσα» μου είπε γλυκουλινιάρικα, ανοίγοντας τα χέρια του. Σιγά που θα έλεγα όχι! Πήγαμε στον καναπέ και κάθισε και έγειρα πάνω του και με έσφιξε στην αγκαλιά του φιλώντας με στο κεφάλι. Το αριστερό του χέρι ήταν στη μέση μου, λίγο πάνω από εκεί που τέλειωνε το αριστερό μου πόδι. Του χάιδεψα το χέρι αφηρημένα.

«Ποιος να μου έλεγε το πρωί της Τετάρτης, όταν πήγα να πάρω τον καφέ μου στο κυλικείο, ότι τρεις μέρες αργότερα θα ήμουν στην αγκαλιά του αγοριού μου…» είπα ονειρεμένα.

Σταμάτησα για μια στιγμή, συνειδητοποιώντας τι μόλις είχα πει.

«Και όχι όποιου-όποιου. Του Ανδρέα, του πρώτου και μοναδικού μου εφηβικού έρωτα.»

«Χα! Το παραδέχεσαι λοιπόν» είπε σφίγγοντάς με πιο δυνατά.

«Ε, ναι, δε νομίζω ότι στο έκρυψα προχθές όταν σε είδα εδώ για πρώτη φορά» παραδέχτηκα γελώντας.

«Να σου εξομολογηθώ κάτι;» με ρώτησε με μια πιο σοβαρή φωνή.

«Αμέ!» είπα γυρίζοντας ελαφρά να τον κοιτάξω.

«Παρά το γεγονός ότι θεωρούσες τον εαυτό σου ασχημόπαπο εκείνο το βράδυ στο πάρτι ήσουν η πιο γλυκιά φατσούλα.»

Ένιωσα την καρδιά μου να σκοντάφτει.

«Δε θα το κρύψω, στην αρχή είχα νιώσει άσχημα που ήσουν μόνη σου και δε σου μιλούσε κανείς.»

«Ανδρέα…» ψιθύρισα.

«Ήθελα να έρθω από πριν να σου μιλήσω, έτσι για την παρέα, αλλά τι να σου έλεγα;» Χάιδεψε απαλά το μπράτσο μου. «Όπως και να έχει, αποφάσισα ότι ακόμα και έτσι, ένα χορό θα τον χόρευα μαζί σου.»

«Από λύπηση;» ρώτησα με μια τσίμπηση πόνου.

«Όχι γιατί σε λυπήθηκα, μη με παρεξηγήσεις, αλλά επειδή ήθελα να το κάνω. Με κέρδισες από τις πρώτες κουβέντες.»

Χαμογέλασα με ανακούφιση.

«Ξέρεις… εκείνο τον καιρό είχα την ερωτική μου απογοήτευση με τη Σοφία και γενικά δε μιλιόμουν.»

Ένιωσα την πίκρα στη φωνή του και τον κοίταξα με συμπάθεια.

«Μέσα σε πέντε λεπτά με το χιούμορ σου με έκανες να την ξεχάσω για λίγο. Και χορεύαμε και μιλούσαμε και γελούσαμε και δεν ήθελα να τελειώσει το βράδυ.»

«Εγώ επίσης» ψιθύρισα.

«Πού να το φανταστώ ότι θα υπήρχε στο πάρτι κάποιο 14-χρονο πιτσιρίκι με το οποίο θα μπορούσα να επικοινωνήσω τόσο ουσιαστικά.»

Γέλασα ελαφρά στο «πιτσιρίκι».

«Με τις άλλες τέσσερεις που είχα χορέψει νωρίτερα δεν είχαμε πει τίποτα το ουσιαστικό, χαζομάρες μόνο.»

Ένιωσα μια ζεστασιά να με πλημμυρίζει.

«Εσύ… εσύ ήσουν τελείως διαφορετική.» Με φίλησε απαλά στο κεφάλι. «Δεν στο κρύβω, εκείνο το βράδυ τσιμπήθηκα μαζί σου και χτυπούσα το κεφάλι μου γιατί πήγαινες ακόμα τρίτη γυμνασίου κι εγώ τέλειωνα το λύκειο, δηλαδή για όνομα!»

«Πραγματικά;» ρώτησα ανασηκώνοντας το κεφάλι μου με έκπληξη.

«Προχθές που σε είδα ξανά για πρώτη φορά από τέσσερα χρόνια…» σταμάτησε για μια στιγμή, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.

«Τι;» τον παρότρυνα.

«Ήσουν ένα κουκλί, ό,τι και αν νομίζεις. Μπορεί να έκανα τον χαλαρό αλλά η καρδούλα μου το ήξερε.»

Ένιωσα τα μάγουλά μου να φλέγονται.

«Δε σε ρώτησα από ακαδημαϊκό ενδιαφέρον αν είχες αγόρι, Φοίβη μου.»

Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα.

«Και το βράδυ — τουλάχιστον όσον αφορά εμένα — δεν ήταν catch-up με μια παλιά γνωστή, ήταν ραντεβού.»

Γύρισα εντελώς στην αγκαλιά του και τον κοίταξα στα μάτια, τα δικά μου να λάμπουν.

«Ραντεβού;» ψιθύρισα.

«Ραντεβού,» μου απάντησε γνέφοντάς μου χαμογελαστός.

Είχα χάσει τη μιλιά μου. Η Μαρία και η Ελένη μου το είχαν πει, ότι από τη στιγμή που με είδε δεν είχε μάτια για άλλη. Ήθελα τόσο πολύ να το πιστέψω, αλλά όσο και αν επέμεναν τα μέσα μου δεν μπορούσαν να το χωνέψουν. Και να που μου το έλεγε και ο ίδιος. Σχεδόν όρμισα πάνω του. Τον έσφιξα πάνω μου και τον φίλησα με πάθος που δεν είχα ξανανιώσει. Έβαλα τη γλώσσα μου μέσα στο στόμα του ενώ το χέρι μου του μάλαζε σχεδόν το σβέρκο.

Ο Ανδρέας σταμάτησε το φιλί και με δάγκωσε απαλά στο σαγόνι. Μετά με φίλησε στο λαιμό και σιγά-σιγά πήγε στο αυτί μου. Πιπίλησε το λοβό μου κάνοντάς με να μυρμηγκιάσω ολόκληρη. Πέρασε το χέρι του ανάλαφρα πάνω από το στήθος μου, πάνω από το φανελάκι. Ανατρίχιασα ξανά, οι ρώγες μου είχαν πετρώσει, θαρρείς προσπαθούσαν να τρυπήσουν το φανελάκι.

Όταν κατάλαβε ότι είχε τη συγκατάθεσή μου έπιασε το στήθος μου στη χούφτα του πιο δυνατά. Το πίεσε προς τα κάτω και άρχισε να το μαλάζει. Μου ξέφευγαν κοφτές ανάσες, κάτω είχα γίνει μούσκεμα. Σταμάτησε να με φιλάει στο αυτί και γύρεψε πάλι το στόμα μου. Οι γλώσσες μας μπλέχτηκαν, γευτήκαμε ο ένας τον άλλον ενώ το χέρι του μου μάλαζε σταθερά το αριστερό μου στήθος.

Ένιωσα λίγο αβέβαιη όταν πήγε να περάσει το χέρι του μέσα από το φανελάκι. Φάνηκε από την ανάσα μου. Το κατάλαβε και το τράβηξε πίσω, συνέχισε ωστόσο να με χαϊδεύει, πότε απαλά και πότε δυνατά, στο αριστερό στήθος. Είχα κλείσει τα μάτια μου και είχα παραδοθεί στην παιχνιδιάρα γλώσσα του και το χέρι του που έκανε το κορμί μου να τρέμει.

Δοκίμασε να ξαναπεράσει το χέρι του μέσα από το φανελάκι και αυτή τη φορά τον άφησα. Θεέ μου, η αίσθηση του χεριού του στο γυμνό μου στήθος τόσο άγνωστη και πρωτόγνωρη μα τόσο ερωτική, τόσο πλανεύτρα. Σα να μου κόπηκε η ανάσα. Στα δάχτυλά του έπαιξε απαλά με την πετρωμένη ρόγα μου. Σχεδόν πονούσε η επαφή του αλλά με έκανε να νιώθω σα να με διαπερνάει ρεύμα προσφέροντας όμως ηδονή αντί αγωνία.

Με σήκωσε και κατάλαβα ότι με πάει μέσα, προς το κρεββάτι. Δεν αντιστάθηκα. Με πήγε μέσα και με ξάπλωσε. Ξάπλωσε δίπλα μου και ανέβηκε πάνω μου, ένιωσα το βάρος του. Ήταν υπέροχο. Ξαπλωμένη, ανάσκελα, με τον Ανδρέα από πάνω μου, με τη γλώσσα του να μου χαϊδεύει το λαιμό και πότε πότε να με πιπιλάει και να με δαγκώνει ελαφρά.

Ανασηκώθηκε από πάνω μου και έβγαλε τη μπλούζα του. Το σώμα του ήταν μυώδες και όχι ιδιαίτερα τριχωτό. Τον χάιδεψα στο στέρνο. Με ανασήκωσε και κατάλαβα ότι ήθελε να μου βγάλει το φανελάκι. Δε δίστασα καθόλου. Σήκωσα τα χέρια μου και τον άφησα να το βγάλει. Έμεινα με τα στήθη μου γυμνά για πρώτη φορά μπροστά σε άντρα.

Ο Ανδρέας με έβαλε να ξαπλώσω και άρχισε να με φιλάει και να με πιπιλάει στο λαιμό κατεβαίνοντας αργά προς το στήθος μου. Το αριστερό του χέρι μου μάλαζε πότε απαλά και πότε πιο δυνατά το αριστερό μου στήθος και τότε… τότε η γλώσσα του πέρασε φευγαλέα από την ρώγα του δεξιού μου στήθους κάνοντάς με να μου ξεφύγει μια φωνούλα αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στην αίσθηση που ένιωσα μερικές στιγμές αργότερα, όταν πήρε στο στόμα του και πιπίλησε απαλά τη ρώγα μου. Είχα χάσει τα μυαλά μου, το ένα χέρι του να μαλάζει το ένα στήθος και με τα χείλη του και τη γλώσσα του, ακόμα και με των λίγων ημερών γένια του, να παίζουν με το άλλο.

Έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου, μπορεί να είχε περάσει μία ολόκληρη αιωνιότητα ή μερικά δευτερόλεπτα, όλο το σύμπαν μου είχε γίνει ο Ανδρέας και το χάδι του. Το σώμα μου τεντώθηκε κάνοντας τα νύχια μου να μπουν στην πλάτη του. Δε σταμάτησε, με δάγκωσε ακόμα πιο δυνατά, σχεδόν πόνεσα αλλά δεν ήθελα να σταματήσει… δεν…. Δεν… Έσυρα τα νύχια μου πάνω στο στήθος του… Θεέ μου… Τραβήχτηκε απαλά από πάνω μου, ούτε κι εγώ ξέρω πόση ώρα αργότερα. Είδα το στήθος του και τρόμαξα, είχε βαθιές γρατζουνιές.

«Ανδρέα…» πήγα να πω ανήσυχη.

«Σσσστ» μου είπε τρυφερά και με φίλησε στο στόμα. «Ντύσου μωρό μου.»

Σηκώθηκα και έβαλα τη φανέλα μου. Ο Ανδρέας φόρεσε και αυτός το μπλουζάκι του αλλά όπως γύρισε είδα την πλάτη του. Είχε και αυτή σημάδια εκεί που είχα μπήξει τα νύχια μου. Ένιωσα πολύ άσχημα, μέσα στην … λύσσα μου δεν … δεν είχα καταλάβει…

«Ανδρέα….»

«Ήσουν υπέροχη» μου είπε. «Είσαι υπέροχη. Είσαι… κι εγώ δεν ξέρω.»

«Συγνώμη» του είπα κατεβάζοντας τα μάτια μου.

«Τι συγνώμη; Πας με τα καλά σου; Τι!! Θεέ μου τι λέει! Θα την πνίξω!»

«Σου… σου άρεσε;»

«Εσύ τι λες βρε όργιο, δε μου άρεσε;»

«Δεν….»

Αντί για απάντηση με πήρε στην αγκαλιά του και μου έβαλε τη γλώσσα του σχεδόν μέχρι το λαιμό. Δε με είχε φιλήσει ξανά τόσο επιθετικά, ένιωσα πάλι να λιώνω… δηλαδή τι ένιωσα, αν με άφηνε θα χυνόμουν στο πάτωμα. Ούτε χάδι, ούτε χέρι ούτε τίποτα, ένα φιλί… ένα φιλί!

Κοίταξα το ρολόι και δεν πίστευα στα μάτια μου. Είχε πάει 19:30, ήμασταν σχεδόν τρεις ώρες στο δωμάτιό μου και… Αλήθεια, πώς το λέγαν αυτό που κάναμε; Δεν είχα ιδέα, θα ρωτούσα τα κορίτσια το βράδυ. Γέλασα στη σκέψη. Δεν ξέρω τι είχα κάνει με το αγόρι μου αλλά πλέον είχα φίλες για να τις ρωτήσω.

Αγόρι! Φίλες!


05. Ραφιναρία

Ανδρέας

Έφυγα από το σπίτι της Φοίβης γύρω στις 20:30 για να πάω σπίτι μου να ετοιμαστώ και να την αφήσω να ετοιμαστεί και εκείνη. Το στέρνο μου και η πλάτη μου έτσουζαν στα σημεία που με είχε χαράξει με τα νύχια της. Δεν της το είχα με τίποτα να είναι τόσο παθιάρα.

Όχι ότι παραπονιόμουν, φωτιά θα έπεφτε να με κάψει. Το χαμούρεμα με είχε κάνει πύραυλο. Είχα απορήσει με τη χαμηλή αυτοεκτίμηση που είχε. Έχει και πολύ γλυκό πρόσωπο και υπέροχο σώμα αν και ομολογώ ότι το δεύτερο μόλις τις τελευταίες μέρες το είχα προσέξει.

Ήταν αρκετά αντιφατική. Εννοώ ενώ φαίνεται να είναι κλειστός άνθρωπος, εσωστρεφή δεν τη λες με τίποτα. Έχει χιούμορ, συμμετέχει στη συζήτηση, είναι και του λόγου της πειραχτήρι, δεν μπορούσα να καταλάβω προς τι αυτή η απομόνωση στα σχολικά της ή έστω στα γυμνασιακά της χρόνια.

Σταμάτησα για μια στιγμή στη μέση του δρόμου, σκεπτόμενος.

Ίσως πάλι να οφείλονταν στο γεγονός ότι αντιμετώπιζε την εσωτερική της ευαισθησία με τελείως διαφορετικό τρόπο, εκείνη έχτιζε ένα τοίχος προσπαθώντας να κάνει τον εαυτό της απρόσιτο και αόρατο ενώ εγώ έκανα χαβαλέ hiding myself in plain sight.

Αν και δεν το είχα ομολογήσει σε κανέναν, από τη στιγμή που την είδα την Τετάρτη άρχισα να νιώθω τα γνώριμα όμορφα—και κάποιες φορές τρομαχτικά—τσιμπήματα. Είχα αρχίσει να προσεγγίζω τη Χριστιάνα η οποία μου έδινε ενθαρρυντικά μηνύματα αλλά σχεδόν με το που την είδα τη Φοίβη την ξέχασα!

Ακόμα και στο μεξικάνικο χθες παρόλο που μου χαμογέλασε και της χαμογέλασα, σε μερικά λεπτά την είχα ξεχάσει.

Γδύθηκα για να μπω να κάνω ένα ντους και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Ωραία, αύριο θα ήμουν στη θάλασσα σα να με είχε κλείσει σε σακί με γάτα. Δεν της το είχα καθόλου. Θυμήθηκα το στήθος της και καύλωσα. Το είχα δει στη ζούλα το πρωί όπως της είχε κατέβει η μπλούζα αλλά και σήμερα στο δωμάτιό της.

Άρχισα να τον παίζω στα όρθια μέσα στο μπάνιο φέρνοντας στα μάτια της φαντασίας μου τη Φοίβη σε όλες τις δυνατές στάσεις, παίρνοντάς την με όλους τους δυνατούς τρόπους. Δε μου πήρε πολύ να χύσω στη μπανιέρα, είναι που είχα να τον παίξω και κάμποσες μέρες.

Εννοείται ότι θα ήθελα να επαναληφθεί το απογευματινό και το βράδυ είτε στο σπίτι μου είτε στο δικό της. Για σεξ ή γι’ αυτά που φαντασιωνόμουν, όσον τον έπαιζα, ούτε λόγος φυσικά, αλλά η Ρώμη δε χτίστηκε σε μια μέρα. Εγώ μπορεί να μην ήμουν πρωτάρης αλλά η Φοίβη ήταν.

Το απογευματινό δεν το περίμενα με τίποτα αλλά πώς θα το έβλεπε εκείνη τώρα που οι ορμόνες είχαν καταλαγιάσει;

Ένιωσα την αμφιβολία να με δαγκώνει.

Η αλήθεια είναι ότι ένιωσα ένα τσίμπημα ανησυχίας και μάλωσα τον εαυτό μου ότι το παρασκέφτεται.

Στις 21:30 ήμουν έτοιμος. Της είχα πει ότι θα περάσω να την πάρω από το σπίτι της στις 22:30 αλλά η αλήθεια ήταν ότι μου έλειπε και ήθελα να τη δω. Το πότε πρόλαβε και άρχισε να μου λείπει το άφησα να το κουβεντιάσω με τον εαυτό μου άλλη ώρα. Μακάρι να είχε τηλέφωνο σπίτι της όπως κι εγώ για να μπορούσα να της πω να βρεθούμε νωρίτερα.

«Μην κάνεις σα λυσσάρης ρε μαλάκα» μάλωσα τον εαυτό μου δυνατά.

Δεν ήταν στρατηγική, δεν μου αρέσουν τα παιχνίδια, αλλά από την άλλη δεν ήθελα να φανώ στα μάτια της σαν ξελιγωμένος. Μέτρον άριστον που έλεγαν και οι αρχαίοι ημών. Πήγα στο δωμάτιό μου και ξάπλωσα με τα ρούχα στην τηλεόραση για να περάσει η ώρα.

Στο Mega είχε μια χαζοκωμωδία και στον ΑΝΤ1 μια από τα ίδια χάλια. Έλεγαν ότι σε λίγο καιρό θα άνοιγε και ένα καινούργιο κανάλι. Η ΕΤ2 είχε μια ελληνική ταινία με τον Κωνσταντάρα και κάθισα και τη χάζεψα.

Τελικά είχε πλάκα η ταινία, η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβω, παραλίγο να ξεχαστώ. Στις 22:30, ώρα στην οποία της είχα πει ότι θα περάσω από το σπίτι της ξεκίνησα με αποτέλεσμα να φτάσω καθυστερημένος κατά 7 λεπτά, όσο δηλαδή να διασχίσω την απόσταση μεταξύ των σπιτιών μας.

Ένιωσα άσχημα βλέποντας απ’ έξω το Φοίβη να με περιμένει. Ο Σίμπα είχε σκαρφαλώσει στη γκαραζόπορτα και η Φοίβη του έκανε γκριμάτσες και εκείνος προσπαθούσε να τη γλείψει στο πρόσωπο χωρίς να τη φτάνει.

«Καλησπέρα» της είπα και έσπευσα να την πάρω στην αγκαλιά μου και να τη φιλήσω. Πεταχτά σκόπευα στην αρχή αλλά την έσφιξα πάνω μου και μου το ανταπέδωσε με ενθουσιασμό. «Συγνώμη που άργησα»

«Δεν πειράζει» μου είπε χαμογελαστή και μου χάιδεψε το πρόσωπο απαλά. «Μου έλειψες»

«Κι εσύ μωρό μου» της είπα και ξαναφιληθήκαμε υπό τις έντονες διαμαρτυρίες του Σίμπα που δεν ασχολούνταν κανείς μαζί του. «Τι θες εσύ βρε ζηλιάρη;» του είπα και τον χάιδεψα πάνω από την γκαραζόπορτα. Μου έγλειψε το χέρι ενθουσιασμένος.

Η Φοίβη είχε φορέσει ένα μαύρο υφασμάτινο παντελόνι και ένα μακρύ άσπρο μακρυμάνικο πουκάμισο, απ’ έξω από το παντελόνι, και μαύρα flat παπούτσια. Το πουκάμισό της ήταν κουμπωμένο μέχρι πάνω.

«Μου επιτρέπεις;» της είπα και της ξεκούμπωσα ένα κουμπί.

Απομακρύνθηκα λίγο και την κοίταξα. Τα κουμπιά είχαν μεγάλη απόσταση μεταξύ τους και αν άνοιγε πάνω από το κουμπί το πουκάμισο φαινόταν το μαύρο σουτιέν που φορούσε και η Φοίβη είχε αρκετά πλούσιο στήθος. Έσκυψε το κεφάλι της και κοίταξε το μπούστο της αμήχανα.

«Μήπως είναι too much;» με ρώτησε δαγκώνοντας το κάτω χείλος της.

«Αν δεν αισθάνεσαι άνετα, ανέβασέ το» της είπα ειλικρινά. «Αλλά μεταξύ μας, εμένα μ’ αρέσει πολύ περισσότερο έτσι.»

Ξανακοιτάχτηκε αναποφάσιστη για μερικές στιγμές, παίζοντας νευρικά με το κουμπί.

«Πάμε;» μου είπε τελικά χωρίς να κουμπώσει το πρώτο κουμπί.

«Πάμε» της είπα και πήρα το χέρι της στο χέρι μου και κινήσαμε για τη στάση.

Στην οποία στάση ήταν και η Χριστιάνα με τη φίλη της την Κατερίνα.

Τόμπολα.

Δε μπορούσα να κάνω ότι δεν την ξέρω. Η Χριστιάνα κοίταξε πρώτα εμένα και μετά τη Φοίβη. Μετά κοίταξε πάλι εμένα. Ξεροκατάπια.

«Γεια σας» τους είπα προσπαθώντας να φανώ χαλαρός.

«Γεια» απάντησαν μαζί Χριστιάνα και Κατερίνα.

Η φωνή της Χριστιάνας ήταν  ελαφρά ψυχρή ή ήταν ιδέα μου;

«Να σας γνωρίσω, από εδώ η Φοίβη. Από εδώ η Χριστιάνα και η Κατερίνα;»

«Χαίρω πολύ!» είπε η Φοίβη ευγενικά και έδωσε το χέρι της πρώτα στη Χριστιάνα και μετά στην Κατερίνα.

Επικράτησε αμήχανη σιωπή για μερικές στιγμές, εγώ να παλεύω να μη δείξω πόσο άβολα αισθανόμουν.

«Πού πάτε κορίτσια;» ρώτησα σε μια απελπισμένη προσπάθεια να βρω να πω κάτι.

«Ραφιναρία» απάντησε η Κατερίνα.

Fuck my life, σκέφτηκα κρατώντας το χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπό μου.

«Σε ποια σχολή είστε;» ρώτησε η Φοίβη. «Εγώ είμαι επιστήμη υπολογιστών, πρώτο έτος.»

«Βιολογία, δεύτερο έτος» απάντησε η Χριστιάνα. «Το ίδιο» απάντησε και η Κατερίνα.

«Έχετε ξαναπάει Ραφιναρία; Πώς είναι;» ρώτησε η Φοίβη γεμάτη περιέργεια.

«Παλιά ήταν πραγματική Ραφιναρία. Industrial style.» Η Κατερίνα χαλάρωσε λίγο. «Ε, ξέρεις… club, δυνατή μουσική, δεν βάζει ελληνικά καθόλου.»

«Να σας πω την αμαρτία μου πρώτη φορά πάω σήμερα!» είπε η Φοίβη με ενθουσιασμό.

«Στη Ραφιναρία;» ρώτησε η Κατερίνα. Η Χριστιάνα δεν έλεγε κουβέντα, τα μάτια της μου φαινόταν ότι πετάνε φωτιές. Ωχ!

«Σε club γενικά!» απάντησε η Φοίβη γελώντας.

Εγώ ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Είχα κάνει αρχική προσέγγιση με τη Χριστιάνα και έδειχνε να ανταποκρίνεται. Καλά, όχι ότι της χρωστούσα και τίποτα δηλαδή, ούτε για καφέ δεν είχαμε βγει. Από την άλλη πριν προλάβω να κάνω την επόμενη κίνηση και να της ζητήσω να βγούμε οι δυο μας έξω, Φοίβη happened.

Και πού στο διάολο είναι αυτό το γαμημένο το λεωφορείο;

Η Φοίβη είχε πιάσει κουβέντα με την Κατερίνα, ωραία βρήκε ώρα να γίνει κοινωνική, αυτή τη στιγμή την προτιμούσα όπως ήταν τη μέρα του πάρτι. Σε λίγο μπήκε και η Χριστιάνα στην κουβέντα και προσπαθούσα να ακούσω τι λένε κάνοντας τον αδιάφορο και παρακαλώντας είτε να περάσει το γαμημένο το λεωφορείο είτε να πέσει κανένας μετεωρίτης, ό,τι ερχόταν πρώτο.

Προς μεγάλη τύχη του υπόλοιπου πληθυσμού πέρασε πρώτο το λεωφορείο. Πέρασαν πρώτα τα τρία κορίτσια και τελευταίος ανέβηκα και εγώ. Και φυσικά πήγαν και κάτσανε μαζί συνεχίζοντας την πάρλα.

Κάθισα πίσω τους και άκουγα τα γέλια τους με αυξανόμενη δυσφορία.

Κάποια στιγμή άρχισαν να χαχανίζουν και οι τρεις τους. Η διαδρομή μέχρι το λιμάνι είχε κάτι από το μεροκάματο του τρόμου.

Όταν μπήκαμε στο club—δόξα σε όλους τους Θεούς του Ολύμπου και της Βαλχάλα και εγώ δε ξέρω ποιους άλλους—Χριστιάνα και Κατερίνα πήγαν στην υπόλοιπη παρέα τους. Με τη Φοίβη χέρι-χέρι ψάξαμε να βρούμε τη δική μας και διαπιστώσαμε ότι το να είσαι Άγγλος στο ραντεβού σου ήταν μοναχική εμπειρία. Η μουσική ήταν πολύ δυνατή.

«Πάμε να πάρουμε ποτό;» τη ρώτησα φωνάζοντας για να ακουστώ.

«Ναι, πάμε» μου είπε νεύοντας και πήγαμε στο μπαρ.

Δώσαμε το χαρτί που είχαμε πάρει στην είσοδο και εγώ πήρα μια βότκα πορτοκάλι. Η Φοίβη μην έχοντας δοκιμάσει ποτέ μέχρι τώρα, ζήτησε και εκείνη το ίδιο. Λικνίζαμε ελαφρά τα σώματά μας στο ρυθμό της μουσικής ενώ άρχισε να έρχεται και άλλος κόσμος.

Με καθυστέρηση 15 λεπτών εμφανίστηκαν Νίκος και Μαρία, σπρώχνοντας τον κόσμο στην είσοδο. Αφού μας χαιρέτησαν με βιαστικά κουνήματα χεριού, πήγαν και πήραν και εκείνοι τα ποτά τους και ήρθαν και μας βρήκαν, πλησιάζοντας με δισταχτικά βήματα. Έπρεπε να φωνάζουμε ο ένας στον άλλο για να ακουστούμε.

«Είστε ώρα εδώ;» ρώτησε ο Νίκος.

«Από την ώρα που είχαμε πει σε αντίθεση με μερικούς-μερικούς» είπα, ρίχνοντάς του ένα επιδοκιμαστικό βλέμμα.

«Ε;» ρώτησε μην έχοντας ακούσει τι είπα.

«Από τις 23:00» του φώναξα, δείχνοντας με το δάχτυλό μου το ρολόι στον καρπό μου.

«Τάσος και Ελένη;» ρώτησε ψάχνοντας με το βλέμμα.

«Δεν πρέπει να έχουν έρθει ακόμα, εμείς τουλάχιστον δεν τους βρήκαμε» απάντησα, ανασηκώνοντας τους ώμους.

Ε, μας βρήκαν εκείνοι πέντε λεπτά αργότερα όταν και μας έκαναν την τιμή να εμφανιστούν, κάνοντας την είσοδό τους με θεατρικό τρόπο. Πήραν και εκείνοι τα ποτά τους και ήρθαν σε εμάς, ο Τάσος χαμογελώντας πλατιά και η Ελένη κουνώντας χαρούμενα το χέρι της.

«Τι κάνετε;» ρώτησε ο Τάσος, γέρνοντας προς τα εμπρός μπας και ακουστεί πάνω από τη δυνατή μουσική.

«Προσπαθούμε να μην ξεκουφαθούμε» απάντησα, δείχνοντας με χειρονομία τα αυτιά μου.

Τα κορίτσια αποφάσισαν να κάνουν την Φοίβη περιήγηση στο club, παίρνοντάς την από το χέρι και οδηγώντας την μακριά με ενθουσιώδεις κινήσεις. Έμεινα μόνος και βρήκα ευκαιρία να μοιραστώ τον πόνο μου, στρέφοντας το βλέμμα μου προς τους φίλους μου με δραματική έκφραση.

«Μαλάκες, δεν ξέρετε τι έπαθα!» είπα, χτυπώντας τη χούφτα μου στο μπαρ.

«Μας τα πρόλαβαν» είπε ο Τάσος, κουνώντας το κεφάλι του με ειρωνεία.

«Δε λέω για τη Φοίβη ρε μαλάκα!» φώναξα γεμάτος απελπισία.

«Αλλά;» ρώτησε, γέρνοντας προς τα εμπρός με περιέργεια.

«Ξέρετε ποιαν πέτυχα στη στάση η οποία ήρθε επίσης Ραφιναρία;» ρώτησα, κάνοντας δραματική παύση.

«Ποια;» ρώτησαν και οι δύο, με μάτια που άστραφταν από περιέργεια.

«Τη Χριστιάνα γαμώ το σύμπαν μου μέσα!» απάντησα, χτυπώντας το μέτωπό μου με την παλάμη μου και κάνοντας και τους δύο να βάλουν τα γέλια. «Και όχι τίποτε άλλο αλλά η Φοίβη αποφάσισε να γίνει δημοσιοσχεσίτισα και της έπιασε πάρλα αυτής και της φίλης της που ήταν μαζί» συνέχισα, κάνοντας χειρονομίες που μιμούνταν την ομιλία, κερδίζοντας ένα νέο γύρο γέλιου.

«Κι εσύ;» ρώτησε ο Νίκος, γελώντας ακόμα.

«Προσπαθούσα να κάνω τον αόρατο. Στρατιωτάκι ακούνητο αμίλητο!» τους είπα, κερδίζοντας ένα νέο γύρο γέλιου. «Γάμησέ τα. Τέλος πάντων, άντε τώρα να πω στη Φοίβη τα τι και πως» συνέχισα αναστενάζοντας.

«Εντάξει ρε μαλάκα! Δεν της είχες τάξει και γάμο της άλλης, ούτε για καφέ δεν είχατε πάει» είπε ο Τάσος, χτυπώντας με φιλικά τον ώμο μου.

«Καλά, αν άρχισε η παντόφλα από την πρώτη μέρα…» είπε ο Νίκος, σηκώνοντας τα φρύδια του με ειρωνεία.

«Άντε γαμήσου ρε παπάρα, σου λέω τον πόνο μου κι εσύ με δουλεύεις» απάντησα, σπρώχνοντάς τον παιχνιδιάρικα.

«Να της λες να σε δέρνει απαλά τότε» ανταπάντησε, κάνοντας κίνηση σαν να χτυπάει κάτι απαλά.

Κάνε φίλους δηλαδή!

Σε λίγο γύρισαν και τα τρία κορίτσια από την εκδρομή τους στα ενδότερα της Ραφιναρίας, κινούμενα με ζωηρά βήματα και χαμογελαστά πρόσωπα. Εμένα πάλι δε μου άρεσε ιδιαίτερα το μέρος, προτιμούσα τη Χιτζάζ. Όχι ότι και εκεί δεν έπαιζε δυνατά μουσική αλλά μπορούσες να μιλήσεις ρε παιδάκι μου χωρίς να χρειάζεται να ξελαρυγγιάζεσαι και αν μη τι άλλο στη Χιτζάζ από κάποια ώρα και μετά το γύρναγε στη ροκ.

Τα κορίτσια πάντως φάνηκε να το διασκεδάζουν καθώς άρχισαν να χορεύουν, κινώντας τα κορμιά τους στο ρυθμό της μουσικής. Η Φοίβη ήταν χαμογελαστή και κατά τα φαινόμενα περνούσε πολύ όμορφα, το πρόσωπό της να ακτινοβολεί. Δεν την είχα δει ξανά να χορεύει κάτι διαφορετικό από slow και τα έχασα λίγο—οι κινήσεις της είχαν απίστευτη χάρη, τα χέρια της να κινούνται σαν κύματα, περισσότερη από εκείνη της Μαρίας και της Ελένης.

Ακούμπησα τον αγκώνα μου στο μπαρ και ήπια αμίλητος το ποτό μου παρακολουθώντας την, χάνοντας τον εαυτό μου στον χορό της. Κάποια στιγμή με είδε που την κοίταζα και μου χάρισε ένα αστραφτερό κουνελίσιο χαμόγελο, τα μάτια της να λάμπουν, κάνοντάς με να λερώσω τα βρακιά μου.

Κάποια στιγμή πέρασαν δύο αγόρια και της μίλησαν, πλησιάζοντάς την με φιλικό τρόπο. Τους μίλησε πρόσχαρα, κουνώντας χαρούμενα το κεφάλι της—μάλλον πρέπει να ήταν κάποιοι συμφοιτητές της. Χαιρετήθηκαν με ζεστές χειραψίες και συνέχισε να χορεύει με τις άλλες δύο.

Το τσίμπημα της ζήλιας που ένιωσα δε μου πέρασε απαρατήρητο. Έχοντας φάει δύο ήττες που είχαν τσούξει στον εν λόγω τομέα είχα μια σχετική ανασφάλεια. Και εκείνη ήταν η στιγμή που διάλεξε η Φοίβη και ήρθε και με αγκάλιασε από το σβέρκο, τα χέρια της να τυλίγονται απαλά γύρω μου, και με κοίταξε χαμογελαστή στα μάτια, το πρόσωπό της μόλις λίγα εκατοστά από το δικό μου.

«Έλα κι εσύ να χορέψουμε» μου είπε, τραβώντας με απαλά από το μπράτσο.

«Μόνο αν μου δώσεις ένα φιλάκι» απάντησα, δείχνοντας το μάγουλό μου με το δάχτυλό μου.

Μετά την λαρυγγοσκόπηση που μου έκανε με τη γλώσσα της, τα χείλη μας να συναντιούνται με πάθος, την ακολούθησα και άρχισα να χορεύω κι εγώ. Μπορεί οι κινήσεις μου να μην είχαν τη χάρη των δικών της, αλλά προσπαθούσα να συγχρονιστώ μαζί της, but I was game, babe!

Οι άλλοι δύο καθόντουσαν στο μπαρ και με κοίταγαν με ειρωνικά χαμόγελα ενώ εγώ χόρευα με τα τρία κορίτσια, their loss. Συνεχίσαμε να χορεύουμε για πολλή ώρα έχοντας τους Τάσο & Νίκο να κάνουν τους σκοπούς στα ποτά μας, καθισμένους στα σκαμπό τους. Το δικό μου κόντευε να τελειώσει, το ίδιο και της Φοίβης.

Της έδειξα το ποτήρι ρωτώντας την αν ήθελε δεύτερο, σηκώνοντας το με ερωτηματικό βλέμμα. Μου χαμογέλασε καταφατικά, κουνώντας το κεφάλι της ενθουσιωδώς, και ζήτησα ένα δεύτερο γύρο από βότκα πορτοκάλι και έξι σφηνάκια. Όταν μας τα έφερε ο μπάρμαν μαζί με ένα πιατάκι αλάτι και ένα μπολ με τρεις ροδέλες λεμόνι κομμένες η κάθε μία στα δύο, έκανα νόημα στα κορίτσια να πλησιάσουν, κάνοντας κίνηση με το χέρι μου.

«Φοίβη, σήμερα θα δοκιμάσεις και την πρώτη τεκίλα σφηνάκι» της είπα μιλώντας της στο αυτί, το χέρι μου στην πλάτη της. «Θα βάλεις λίγο αλάτι στο χέρι μεταξύ του αντίχειρα και του δείκτη σου» εξήγησα, δείχνοντας το σημείο στο δικό μου χέρι. «Θα γλείψεις το αλάτι και θα πιείς με τη μία το σφηνάκι. Μετά θα δαγκώσεις τη φέτα με το λεμόνι» συνέχισα, μιμούμενος τις κινήσεις.

Δεν απάντησε, μου έγνευσε καταφατικά με ένα αποφασιστικό κίνημα του κεφαλιού. «Άντε άσπρο πάτο» είπα και όλοι γλείψαμε το αλάτι από το χέρι μας και ήπιαμε μονορούφι το σφηνάκι, ρίχνοντας τα κεφάλια μας προς τα πίσω.

Δάγκωσα το λεμόνι για να μου φύγει η λύσσα από το στόμα, σφίγγοντας τα μάτια μου, ενώ ο φάρυγγάς μου ένιωθα ότι έχει πιάσει φωτιά. Της Φοίβης της ήρθε λίγο απότομο είναι η αλήθεια. Έκλεισε τα μάτια της και τινάχτηκε σα να είχε ανατριχιάσει, τα χέρια της να πάνε αυτόματα στο λαιμό της. Γελάσαμε όλοι με την αντίδρασή της, δείχνοντάς την με τα δάχτυλά μας.

«Δε μ’ αρέσει ιδιαίτερα το λεμόνι» μου είπε, κάνοντας γκριμάτσα «αλλά νιώθω ότι θα μπορούσα να φάω ολόκληρη λεμονιά, απαπαπαπα» συνέχισε, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της γρήγορα.

«Ναι, αν δεν έχει λεμόνι μετά δεν έχει καθόλου πλάκα! Σε τρώει η λύσσα, κυριολεκτικά!» απάντησα, τρίβοντας το λαιμό μου.

«Να σου πω… δε μου πολυάρεσε» παραδέχτηκε, κουνώντας το κεφάλι της με αμηχανία.

«Εντάξει τότε, όχι άλλο σφηνάκι τεκίλα» είπα, κάνοντας χειρονομία στάσης.

Ακούμπησα πίσω στο μπαρ και αυτή τη φορά η Φοίβη άρχισε να χορεύει μπροστά μου, τα μάτια της καρφωμένα στα δικά μου. Την έπιασα απαλά από τη μέση και την έφερα πιο κοντά μου, τα χέρια μου να στηρίζονται στους γοφούς της. Συνέχιζε να χορεύει με εμένα να την κρατάω απαλά, τα κορμιά μας να κινούνται σε αρμονία.

Δίπλα η Μαρία έκανε λαρυγγοσκόπηση στον Νίκο, τα χέρια της στο πρόσωπό του, ενώ η Ελένη είχε γύρει στον Τάσο που καθόταν σε σκαμπό και την είχε αγκαλιάσει από τη μέση, τη σφίγγοντας κοντά του. Κάποια στιγμή γύρισα προς τον Τάσο και φώναξα, στρέφοντας το κεφάλι μου προς τα εκεί:

«Αύριο τι ώρα θα πάμε για μπάνιο;»

«Κατά το μεσημεράκι λέμε να πάμε, κατά τις 13:00» απάντησε φωναχτά, σηκώνοντας τη φωνή του πάνω από τη μουσική.

«Άρα να μη το σκίσουμε σήμερα» είπα και κοίταξα το ρολόι μου, σηκώνοντας τον καρπό μου. Είχε πάει σχεδόν 01:00 αλλά η αλήθεια είναι ότι είχα αρχίσει να βαριέμαι και εδώ που τα λέμε και να πεινάω, το στομάχι μου να γουργουρίζει.

«Φοίβη, θέλεις να πάμε Χιτζάζ;» της ρώτησα, γέρνοντας πιο κοντά.

«Αν θέλεις» απάντησε, ανασηκώνοντας τους ώμους της απαλά.

Γύρισα και στους υπόλοιπους: «Παιδιά, με τη Φοίβη λέμε να πάμε Χιτζάζ, θα έρθετε;» τους ρώτησα, κάνοντας νόημα με το χέρι μου. Δύο χυλόπιτες αργότερα—μάλλον ήθελαν να ξεμοναχιαστούν, ανταλλάσσοντας νοηματικά βλέμματα—πήρα τη Φοίβη από το χέρι και ανηφορήσαμε προς την πλατεία Ελευθερίας, τα βήματά μας να συγχρονίζονται.

«Να σου πω, πάμε πρώτα να χτυπήσουμε μια πίτσα από το Έβερεστ;» πρότεινα, στρέφοντας το βλέμμα μου προς το μέρος της.

«Δε θα έλεγα όχι» μου απάντησε χαμογελαστή, τα μάτια της να γυαλίζουν.

«Πάντως μην το ξενυχτίσουμε πολύ, να μην είμαστε αύριο σαν ξενυχτισμένα κοτόπουλα» είπα, κουνώντας το δάχτυλό μου με προειδοποιητικό τρόπο.

«Δεν πάω σπίτι μου απόψε!» μου δήλωσε, γυρίζοντας προς το μέρος μου με αποφασιστικό ύφος.

«Καλά, έλα στο δικό μου» της είπα βγάζοντάς της τη γλώσσα μου παιχνιδιάρικα.

Πήγαμε στα Έβερεστ και πήραμε δυο πίτσες και δύο κοκακόλες τις οποίες φάγαμε και ήπιαμε στα όρθια, στηριγμένοι στον τοίχο.

«Θες παγωτό;» ρώτησα, δείχνοντας την προθήκη.

«Όχι, αλλά αν θέλεις εσύ πάρε» απάντησε, κουνώντας το κεφάλι της αρνητικά.

Ανηφορίσαμε στη Χιτζάζ και πήγαμε και πάλι στο δεύτερο όροφο, τα βήματά μας να ηχούν στις σκάλες. Την ώρα που πήγαμε είχε κόσμο αλλά λιγότερο σε σχέση με την προηγούμενη το βράδυ. Βέβαια για τραπέζι ή έστω σκαμπό ούτε λόγος αλλά η μπάρα στην κολόνα ήταν και πάλι άδεια.

Πήγαμε και κάτσαμε εκεί και όταν ήρθε η γκαρσόνα και για να μην τα ανακατέψουμε πήραμε πάλι βότκα πορτοκαλάδα και οι δυο μας. Κάθισα με πλάτη προς τη μπάρα και πήρα αγκαλιά τη Φοίβη αγκαλιάζοντάς την από την κοιλιά, τραβώντας την ανάμεσα στα πόδια μου.

«Πώς σου φάνηκε η Ραφιναρία;» ρώτησα, κρατώντας την κοντά μου.

«Μου άρεσε» μου είπε, γέρνοντας την πλάτη της στο στήθος μου «αλλά παρά είχε δυνατά τη μουσική.»

«Εμένα δε μ’ αρέσει ιδιαίτερα, προτιμώ σε μπαράκι όπως εδώ» παραδέχτηκα, κοιτάζοντας γύρω μου. «Από την άλλη μου άρεσε που σε είδα να χορεύεις. Χορεύεις πολύ όμορφα, στο έχουν πει;» συνέχισα, το χέρι μου να χαϊδεύει απαλά το μπράτσο της.

«Έκανα μαθήματα πολλά χρόνια. Και στο δημοτικό… πριν έρθουμε δηλαδή Αθήνα έκανα μπαλέτο» εξήγησε, τα μάτια της να κοιτάζουν μακριά, «και το μπαλέτο μπορεί να το σταμάτησα αλλά το χορό όχι.»

«Σοβαρά; Δεν το είχα ιδέα! Γιατί το είχες σταματήσει;» ρώτησα, γυρίζοντάς την απαλά για να με κοιτάξει.

«Όταν ήρθαμε στην Αθήνα ήμουν τελείως έξω από τα νερά μου» είπε, το βλέμμα της να γίνεται θλιμμένο. «Είχα αρχίσει να μπαίνω και στη εφηβεία… δεν ξέρω. Κλείστηκα στον εαυτό μου» συνέχισε, σκύβοντας το κεφάλι. «Στη Χίο ο χορός με βοήθησε πολύ, ειδικά στην τρίτη λυκείου, ήταν η αποσυμπίεσή μου από το διάβασμα» είπε και το φως επέστρεψε στα μάτια της.

«Και άλλωστε,» συνέχισε, «είχα τελειώσει με αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά από το τέλος της προηγούμενης χρονιάς, οπότε είχα τον απαραίτητο ελεύθερο χρόνο. Πήρα μαζί και τη μαμά μου όταν τελείωσαν οι θεραπείες της και πηγαίναμε παρέα, ήταν πολύ όμορφα!» συμπλήρωσε χαμογελώντας στην ανάμνηση.

«Αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, μπαλέτο, χορό τσεκ. Πιάνο;» ρώτησα, μετρώντας στα δάχτυλά μου.

«Χαχαχα όχι, δυστυχώς ενώ μ’ αρέσει η μουσική είμαι τραγικά ατάλαντη» απάντησε, κάνοντας θεατρική γκριμάτσα. «Αλήθεια, εσύ αν θυμάμαι καλά έπαιζες κιθάρα, παίζεις ακόμα;» ρώτησε, γυρίζοντας τελείως προς το μέρος μου.

«Το θυμάσαι ε; Ναι, παίζω ακόμα, την έχω φέρει και εδώ. Παίζω αρκετά συχνά, με χαλαρώνει» απάντησα, χαμογελώντας.

«Αχ τι ωραία!» είπε χειροκροτώντας με ενθουσιασμό και κάνοντάς με να γελάσω με την αντίδρασή της. «Άσχετο, τώρα που το θυμήθηκα, έχεις δεύτερη πετσέτα για τη θάλασσα;» ρώτησε, χτυπώντας απαλά το μέτωπό της. «Το πρωί πήρα μαγιό και δε μου έκοψε καθόλου, δεν έχω πετσέτα για θάλασσα.»

«Ναι έχω και δεύτερη πετσέτα και ψάθα και αντηλιακό, μου έμειναν πεσκέσι από τον Ιούλη που είχε έρθει εδώ η Ευτυχία» απάντησα, κουνώντας το κεφάλι μου καταφατικά.

«Πόσο είχε κάτσει;» ρώτησε με περιέργεια.

«Όλο τον Ιούλιο. Εγώ τα πρωινά δούλευα στο υπολογιστικό κέντρο» εξήγησα, παίρνοντας μια γουλιά από το ποτό μου.

«Η Ευτυχία άλλοτε καθόταν σπίτι άλλοτε ερχόταν και εκείνη στο πανεπιστήμιο. Η Μαρία είναι από εδώ και λόγω Τάσου είχε καθίσει εδώ και η Ελένη τον Ιούλιο, οπότε είχε παρέα εκτός από εμένα» συνέχισα, κάνοντας κίνηση με το χέρι.

«Ο Νίκος είναι από Ρέθυμνο και το καλοκαίρι είχε και εκείνος το αυτοκίνητο οπότε ερχόταν συχνά Ηράκλειο, άλλωστε ήταν και στους πρώτες έρωτες με τη Μαρία, τέλη Απρίλη τα φτιάξανε.»

«Αθήνα δεν πήγες καθόλου;»

«Πως δεν πήγα, είχα ανέβει τον Αύγουστο, όχι ότι κάτσαμε και πολύ, βασικά τον περισσότερο χρόνο τον περάσαμε στο εξοχικό μας, στο Ναύπλιο» απάντησα, τα μάτια μου να κοιτάζουν μακριά. «Εξοχικό… το πατρικό της μητέρας μου βασικά είναι.»

«Είχαμε πάει μια φορά με τους γονείς μου, Ναύπλιο στο γυμνάσιο. Είναι πολύ όμορφο» είπε, χαμογελώντας στη μνήμη.

«Ναι, είναι το άτιμο» συμφώνησα, ανασηκώνοντας τους ώμους.

Ήπια μια γουλιά από το ποτό μου και μετά γύρισα την Φοίβη προς το μέρος μου με απαλή κίνηση και της έδωσα ένα βαθύ φιλί, τα χέρια μου να πλαισιώνουν το πρόσωπό της. Με αγκάλιασε και σφίχτηκε πάνω μου ανταποδίδοντας με ενθουσιασμό, το κορμί της να λυγίζει προς το δικό μου. Μείναμε με τα στόματα ενωμένα πολλή ώρα μέχρι που ο DJ το έριξε στο ροκ-εντ-ρολ.

«Χορεύουμε;» είπα στη Φοίβη, στρέφοντας το βλέμμα μου προς την πίστα!

«Αμέ!» μου απάντησε ενθουσιασμένη.

Matty told Hatty
Let’s don’t take no chance
Let’s not be L-seven
Come and learn to dance
Woolly bully Woolly bully

Τι όμορφα που ήταν, η Φοίβη ήταν υπέροχη, χορεύαμε και γελάγαμε σα χαζά, τα κορμιά μας να κινούνται στο ρυθμό της μουσικής. Και μετά το επόμενο και το επόμενο και το επόμενο… Μετά το γύρισε σε πιο ροκ και γυρίσαμε στη μπάρα σχεδόν μούσκεμα, τα ρούχα μας κολλημένα στο κορμί από τον ιδρώτα.

Το πουκάμισό της πάνω από το τελευταίο ξεκουμπωμένο κουμπί είχε ανοίξει και φαινόταν το σουτιέν και το στήθος που με το ζόρι κρατούσε μέσα του. Το είδα και ξεροκατάπια, αναγκάζοντας τον εαυτό μου να κοιτάξει αλλού. Η Φοίβη δεν το πρόσεξε, στρίβοντας τα μαλλιά της για να δροσιστεί. Κάτσαμε και οι δυο με πλάτη στη μπάρα, αναπνέοντας βαριά από την κούραση.

«Ουφ, έχω γίνει μούσκεμα» της είπα, σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπό μου με το μανίκι μου. «Ωραίο το rocknroll και το twist αλλά ξεθεώθηκα!»

«Έχουν άλλη χάρη, πράγματι. Και τα λάτιν είναι ωραία» απάντησε, ανεμίζοντας τον εαυτό της με το χέρι της.

«Α, ξέρω ένα ωραίο μαγαζί στην Αθήνα που θα σου άρεσε αν σου αρέσουν τα λάτιν, το Παλένκε» είπα, γυρίζοντας προς το μέρος της με ενθουσιασμό.

«Ναι; Θα ήθελα να πάω μια μέρα!» αποκρίθηκε, τα μάτια της να γυαλίζουν από περιέργεια.

«Ε, όταν ανέβουμε Αθήνα πάμε» πρότεινα, κουνώντας το κεφάλι μου αισιόδοξα.

«Εχμ, όταν ανέβουμε Αθήνα εγώ θα έχω και το ταξίδι για τη Χίο» είπε, το χαμόγελό της να μαραίνεται ελαφρά.

«Είναι κι αυτό! Εσύ να τα βλέπεις που θέλεις να αργήσει η μετάθεση του πατέρα σου» παρατήρησα, κοιτάζοντάς την με ειρωνία.

«Για τον Κωστάκη μωρέ το λέω» εξήγησε, κάνοντας απολογητική χειρονομία. «Καλύτερα να τελειώσει εκεί παρά να αλλάζει σχολείο στη μέση της χρονιάς.»

Σταμάτησε και αναστέναξε.

«Αν και θα μου πεις εδώ δε μας πέφτει λόγος, ό,τι αποφασίσει η μαμά-πατρίδα.» Πήρε μια γουλιά από το ποτό της. «Είναι τώρα οι κρίσεις, θα πάει για Ταξίαρχος ή θα πάρει σύνταξη… αλλά απ’ όσο είχα καταλάβει μάλλον θα πάει για Ταξίαρχος.»

Σούφρωσε τα χείλη της σα να το σκεφτόταν.

«Αν πάρει σύνταξη σίγουρα θα γυρίσουμε Περιστέρι. Αν γίνει ταξίαρχος τι να σου πω, μπορεί πάλι να τον στείλουν οπουδήποτε στην Ελλάδα. Θα δείξει.»

«Που ξέρεις, μπορεί να παραμείνετε και Χίο» είπα, σηκώνοντας τους ώμους μου με αισιοδοξία.

«Δεν το ξέρω, τι να σου πω!» απάντησε, ανασηκώνοντας τα χέρια της με απόγνωση.

«Λοιπόν, να πιούμε το ποτό μας να πάμε για ύπνο;» πρότεινα, κοιτάζοντας το ρολόι στον καρπό μου.

«Από τώρα;» μου ρώτησε με παράπονο, κάνοντας μουτράκι σαν παιδάκι.

«Βρε, έχει πάει 02:30!» της φώναξα, δείχνοντας το ρολόι μου.

«Ε, και; Δεν μας περιμένουν και στο σαλόνι με το ρολόι στο χέρι» είπε, κάνοντας θεατρική χειρονομία που μιμούνταν κάποιον που κοιτάζει το ρολόι.

«Στις 13:00 είπαμε να πάμε για μπάνιο, το ξέχασες;» της θύμισα, σηκώνοντας το δάχτυλό μου επιδεικτικά.

«Ουφ, καλά!» παραδέχτηκε, ρίχνοντας τα χέρια της στον αέρα με παράδοση.

«Έτσι κι αλλιώς εσύ δεν πας σπίτι σου απόψε, το ξέχασες;» της είπα, σηκώνοντας το φρύδι μου με νόημα.

«Ε αν είναι να κοιμηθώ στο παγκάκι, καλύτερα να κάτσω εδώ!» απάντησε, σταυρώνοντας τα χέρια της στο στήθος με ψεύτικη αγανάκτηση.

«Δε θα κοιμηθείς στο παγκάκι» της είπα και την έσφιξα πάνω μου, τραβώντας την απαλά από τη μέση, και την φίλησα ξανά με πάθος.

Tα χείλη μας να συναντιούνται με λαχτάρα, και την ένιωσα να παραδίνεται και να λιώνει στα χέρια μου, το κορμί της να χαλαρώνει εντελώς. Σταμάτησα και χεράκι-χεράκι πήγαμε στην πλατεία Ελευθερίας με βιαστικά βήματα για να πάρουμε ταξί.

«Πανεπιστήμιο, άσπρα κτίρια» είπα στον ταξιτζή, ανοίγοντας την πόρτα.

Δέκα λεπτά αργότερα μας άφησε έξω από το σπίτι μου. Δεν ήμουν μόνο εγώ που είχα ορεξούλες, μπήκαμε σχεδόν κουτρουβαλώντας μέσα και πήγαμε με τη μία στο δωμάτιό μου. Μόνο τα παπούτσια μας βγάλαμε πριν πέσουμε στο κρεββάτι μου.

Η Φοίβη ήταν ξαπλωμένη αριστερά μου και εγώ έγειρα στο πλάι και τη φίλησα. Με τις γλώσσες μας να χαϊδεύουν η μία την άλλη της ξεκούμπωσα το πουκάμισο και το άνοιξα και τη χούφτωσα πάνω από το σουτιέν. Την γύρισα προς το πλάι και πέρασα το χέρι μου πίσω της και με αρκετή δυσκολία κατάφερα και της ξεκούμπωσα το σουτιέν.

Ανασηκώθηκα και έβγαλα το μπλουζάκι μου και το πέταξα. Τη βοήθησα και εκείνη να βγάλει το πουκάμισό της αφήνοντάς την γυμνή από πάνω. Γυρίσαμε στα πλάγια ο ένας με τον άλλον και συνεχίζοντας να φιλιόμαστε την πίεσα πάνω μου και τα ιδρωμένα σώματά μας κόλλησαν το ένα στο άλλο. Το ένα χέρι μου το είχα περάσει κάτω από το λαιμό της και με το άλλο τη χάιδευα στην πλάτη και το κατέβασα πιο χαμηλά και πιο χαμηλά χαϊδεύοντας τη στους γλουτούς.

Την γύρισα ώστε να ξαπλώσει και πάλι και άρχισα να τη φιλάω και να τη γλείφω στο λαιμό. Συνέχισα να κατεβαίνω προς τα κάτω αλλά αυτή τη φορά πήγα ανάμεσα στα στήθη της και μετά από κάτω τους προς την κοιλιά και μετά πιο χαμηλά μέχρι που έφτασα σχεδόν στο ύψος του παντελονιού της. Μετά ανέβηκα σιγά-σιγά προς τα πάνω και αυτή τη φορά πήγα στο δεξί της στήθος ενώ με το δεξί μου χέρι χούφτωσα δυνατά το αριστερό της.

Φίλησα και έγλειψα την ρόγα της που είχε πετρώσει και μετά άρχισα να την πιπιλάω απαλά. Οι ανάσες της ήταν κοφτές. Σταμάτησα να πιπιλάω τη ρώγα της και άρχισα να τη γλείφω ανάλαφρα, ίσα ίσα αγγίζοντας το δέρμα της γύρω γύρω κάνοντας την άλω της να ανατριχιάσει. Με το δεξί μου χέρι τσιμπούσα πότε απαλά και πότε πιο δυνατά τη ρώγα της και κάποιες φορές στον ενθουσιασμό μου το παράκανα κάνοντάς τη να βγάλει φωνούλες οι οποίες με ερέθιζαν ακόμα περισσότερο.

Δάγκωσα απαλά τη ρώγα της και μετά πιο δυνατά μέχρι που άκουσα ένα «μμμμμμ» που ήταν πόνου. Δε με σταμάτησε αλλά κρίνοντας ότι το έχω παρακάνει σταμάτησα να τη δαγκώνω και άρχισα πάλι να τη φιλάω και να τη γλείφω. Κατέβασα το χέρι μου προς τα κάτω χαϊδεύοντάς την απαλά και το πέρασα κάτω από το παντελόνι της φτάνοντας μέχρι το σημείο που άρχιζε το εσώρουχό της.

Δεν με σταμάτησε αλλά συγκράτησα τον εαυτό μου και δεν το κατέβασα παρακάτω. Το τράβηξα απαλά προς τα πάνω και το έβγαλα από το παντελόνι της και άρχισα να τη χαϊδεύω με τα ακροδάχτυλα στην κοιλιά και από εκεί στη μέση και τα πλευρά και συνέχισα περνώντας τα πρώτα από το ένα στήθος και μετά από το άλλο.

Την έπιασα πάλι και τη γύρισα προς το μέρος μου σφίγγοντάς τη πάνω μου και φιλώντας τη. Το ελεύθερο χέρι της ήταν πίσω από το κεφάλι μου και μου χάιδευε τα μαλλιά. Μετά με έβαλε να γυρίσω εγώ στο πλάι και άρχισε να με δαγκώνει απαλά στο σαγόνι και μετά κατέβηκε στο λαιμό και μετά άρχισε πότε να με φιλάει και πότε να με δαγκώνει στο στέρνο και στο στήθος.

Έγλειψε με τη σειρά της τις δικές μου ρόγες—αυτό δεν το είχα κάνει ποτέ και με έκανε και ένιωσα πολύ περίεργα, όχι δυσάρεστα αλλά ούτε ακριβώς ευχάριστα—και συνέχισε δαγκώνοντας αυτή τη φορά πιο δυνατά.

Μου άρεσε και της ζήτησα να το κάνει ακόμα πιο δυνατά. Πιο διστακτικά στην αρχή, μετά με περισσότερη σιγουριά— παίρνοντας θάρρος από τις αντιδράσεις μου—άρχισε να με δαγκώνει με κλιμακούμενη ένταση σε διαφορετικά σημεία του στέρνου μου και της κοιλιάς μου. Είχα χάσει κι εγώ την αίσθηση του χρόνου, όταν σταματήσαμε για να πάρουμε μια ανάσα είχε πάει τέσσερεις.

«Φοίβη μου, έχει πάει τέσσερεις και όσο και αν μ’ αρέσει αυτό που κάνουμε, θα πρέπει να κοιμηθούμε αν θέλουμε να πάμε για μπάνιο αύριο» της είπα, χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά της που είχαν απλωθεί στο μαξιλάρι.

«Τι ώρα πήγε;» με ρώτησε ξαφνιασμένη, σηκώνοντας το κεφάλι της από το στήθος μου.

«Τέσσερεις και δέκα για την ακρίβεια» απάντησα, κοιτάζοντας το ρολόι στο κομοδίνο.

«Θα ορκιζόμουν ότι δεν ήταν πάνω από μερικά λεπτά!» είπε, ανοίγοντας τα μάτια της με έκπληξη.

«Κι όμως» της είπα χαμογελαστός, χαϊδεύοντας το μάγουλό της με τον αντίχειρά μου. Σηκώθηκα αργά από το κρεβάτι και βρήκα το μποξεράκι που είχε φορέσει χθες, σκύβοντας να το μαζέψω από το πάτωμα. Δεν της έδωσα μπλούζα, αυτή τη φορά δε χρειαζόταν.

Έκανε να σηκωθεί να πάει μέσα, τεντώνοντας το χέρι της προς την κατεύθυνση της τουαλέτας, και χωρίς και εγώ να ξέρω που βρήκα το θάρρος της ζήτησα να αλλάξει εδώ. Με κοίταξε σκεφτική για μερικές στιγμές, τα δόντια της να δαγκώνουν το κάτω χείλος της, και πάνω που ανησύχησα ότι μάλλον το είχα παρατραβήξει, χαμογέλασε ντροπαλά και ξεκούμπωσε το παντελόνι της με αργές, σκόπιμες κινήσεις και το έβγαλε. Φορούσε ένα πολύ όμορφο μαύρο δαντελωτό κιλοτάκι που αγκάλιαζε τέλεια τις καμπύλες της.

«Κάνε ένα γύρο να σε δω, μωρό μου» της είπα με παθιασμένη φωνή, το βλέμμα μου να την καταπίνει.

Έκλεισε τα μάτια της, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, και έκανε μια σιγανή περιστροφή γύρω από τον εαυτό της με χάρη χορεύτριας, τα χέρια της να αιωρούνται ελαφρά στον αέρα. Ξεροκατάπια όταν είδα τον κώλο της—το κιλοτάκι είχε μπει κατά το ήμισυ μέσα και ο κώλος της ήταν αριστούργημα, όπως τα στήθη της. Φόρεσε το μποξεράκι με αργές κινήσεις, τραβώντας το επάνω στους γοφούς της, ενώ εγώ αναρωτιόμουν για πολλοστή φορά από που είχε προέρθει η χαμηλή της αυτοεκτίμηση.

Πολύ γλυκιά, πολύ έξυπνη, σπιρτόζα και ετοιμόλογη, με καταπληκτικό χιούμορ και με σώμα που σκοτώνει—για μένα ήταν a dame to kill for. Ευχαρίστησα άλλη μια φορά την τύχη μου που μας έφερε μετά από τέσσερα χρόνια τον ένα στο δρόμο του άλλου. Στο μεταξύ σηκώθηκα κι εγώ και έβγαλα στα γρήγορα το παντελόνι μου, ρίχνοντάς το στην άκρη του κρεβατιού, και φόρεσα ένα σορτσάκι.

Έβαλα το alarm στο ρολόι για τις 11:00 για να προλάβουμε να πιούμε και κανένα καφέ, πατώντας τα κουμπιά με προσοχή. Ξάπλωσα και της έκανα νόημα να έρθει στην αγκαλιά μου, ανοίγοντας τα χέρια μου για να την υποδεχτώ, στην οποία ήρθε και χώθηκε χωρίς καθυστέρηση, χαρίζοντάς μου το πιο γλυκό της κουνελίσιο χαμόγελο.

«Έβαλα το ξυπνητήρι στις 11:00» της είπα με τα χέρια μου να την τυλίγουν απαλά.

«Στις 13:00 δεν έχουμε ραντεβού;» ρώτησε, γυρίζοντας το κεφάλι της για να με κοιτάξει.

«Να πιούμε και ένα καφεδάκι πρώτα και έπειτα έχουμε να περάσουμε από το σπίτι σου να αλλάξεις και φυσικά να βάλεις και το μαγιό σου» εξήγησα, σχεδιάζοντας με το δάχτυλό μου αόρατα σχήματα στην πλάτη της.

«Ναι σωστά. Έχεις καφέ, έτσι;» ρώτησε, χαμογελώντας.

«Ναι αλλά δεν λέει να τον πιούμε κλεισμένοι εδώ. Να πάμε σπίτι σου να αλλάξεις και ανηφορίζουμε κυλικείο» πρότεινα, κουνώντας το κεφάλι μου προς την κατεύθυνση του παραθύρου.

«Θα είναι το κυλικείο ανοιχτό Κυριακάτικα;» ρώτησε με περιέργεια.

«Ναι, στις 11:00 θα είναι» της διαβεβαίωσα.

«Εντάξει» μου είπε χαμογελαστή, κουνώντας το κεφάλι της καταφατικά.

«Εντωμεταξύ αύριο έχουμε να φάμε πολύ δούλεμα, να ξέρεις» της είπα, το στόμα μου κοντά στο αυτί της.

«Γιατί;» ρώτησε αθώα.

«Γιατί εγώ έχω γρατζουνιές σε στέρνο και πλάτη και εσύ πιπιλιές στη βάση του λαιμού και λίγο πιο χαμηλά» της εξήγησα, χαϊδεύοντας με το δάχτυλό μου τα σημάδια που είχαμε αφήσει ο ένας στον άλλον.

«Ooops» είπε χαχανίζοντας, κρύβοντας το πρόσωπό της στο στήθος μου από ντροπή.

«Ναι, ooops… Φοίβη μου;» της είπα, σηκώνοντας απαλά το πηγούνι της για να με κοιτάξει.

«Πες μου» απάντησε με μαλακή φωνή.

«Αν… αν δεις ότι πάω γρήγορα… εννοώ πιο γρήγορα από αυτό που αισθάνεσαι άνετα, σε παρακαλώ να μου το πεις, εντάξει μωρό μου;» της είπα, κοιτάζοντάς την βαθιά στα μάτια.

«Η αλήθεια είναι ότι όταν μου ζήτησες να… να αλλάξω μπροστά σου μου ήρθε κάπως» ομολόγησε, χαμηλώνοντας το βλέμμα της.

«Σε έφερα σε δύσκολη θέση, συγνώμη» της είπα, χαϊδεύοντας το μάγουλό της με στοργή.

«Όχι σε δύσκολη… αμήχανη» διόρθωσε, σηκώνοντας πάλι τα μάτια της. «Κοίτα… δεν είμαι… δεν είμαι συνηθισμένη σε τέτοιες οικειότητες όπως καταλαβαίνεις...» σταμάτησε, παίρνοντας μια ανάσα, «αλλά από την άλλη… δεν ξέρω… αισθάνομαι πολύ… αισθάνομαι πολύ άνετα μαζί σου.» Το δάχτυλό της σχημάτισε νευρικά μικρούς κύκλους στο δέρμα του στήθους μου. «Δεν ξέρω πως να στο πω. Αισθάνομαι άνετα… ασφαλής. Πώς δε… δε θα με πιέσεις να κάνω κάτι που δε θέλω.»

«Εννοείται μωρό μου» της είπα, φιλώντας την κορυφή του κεφαλιού της. «Γι’ αυτό… απλά φοβήθηκα ότι το παράκανα.»

«Όχι… αν δεν ήθελα να το κάνω… δε θα το έκανα» με διαβεβαίωσε. «Ντρεπόμουν λίγο αλλά όταν είδα πως με κοιτούσες…» σταμάτησε, χαμογελώντας ντροπαλά, «εννοώ το βλέμμα σου ήταν… δεν ξέρω… δεν ήταν βλέμμα λιγούρη.» Σήκωσε το κεφάλι της για να με κοιτάξει. «Ήταν… ήταν ερωτικό, ήταν σκανταλιάρικο… Ήσουν ένας γλύκας, δεν ξέρω πώς να στο πω.» Τα δάχτυλά της σχημάτισαν μικρούς κύκλους στο δέρμα μου. «Και τώρα… είμαι ξαπλωμένη γυμνόστηθη δίπλα σου και… αισθάνομαι πολύ άνετα. Πολύ. Ειδικά μέσα στην αγκαλιά σου είναι… είναι σα να μη μ’ αγγίζει τίποτα.»

«Να σου εξομολογηθώ κάτι;» της ρώτησα, τα χέρια μου να χαϊδεύουν την πλάτη της.

«Αμέ!» μου είπε με ενθουσιασμό, τα μάτια της να γυαλίζουν.

«Λένε να μην το κάνεις αυτό… αλλά αν δεν στο πω θα σκάσω!» είπα, κάνοντας θεατρική παύση.

«Σκας εμένα τώρα!» είπε, χτυπώντας με παιχνιδιάρικα στο στήθος.

«Ουφ… Νομίζω ότι όχι απλά έχω τσιμπηθεί… έχω αρχίσει να δαγκώνω χοντρά τη λαμαρίνα με την πάρτη σου, κυρία μου» της εξομολογήθηκα, κοιτάζοντάς την τρυφερά.

«Welcome to the club» μου είπε και σήκωσε το κεφάλι της και μου χαμογέλασε, το πρόσωπό της να λάμπει. «Με δουλεύαν τα κορίτσια σήμερα ότι εδώ και δύο μέρες μόνο εγώ κι εσύ δεν το ξέραμε ότι τα έχουμε.»

«Και ακολουθώντας και το τελετουργικό, να τα λέμε αυτά!» της είπα και έβαλε τα γέλια, το γέλιο της να δονεί στο στήθος μου. «Και έχω να σου εξομολογηθώ και κάτι άλλο.»

«Χμμμ… για τη Χριστιάνα;» μου είπε, σηκώνοντας το φρύδι της πονηρά, και ξεροκατάπια.

«Εεεε…» έφαγα τα λόγια μου και έβαλε τα γέλια, κουνώντας το κεφάλι της.

«Μου το είπαν το πρωί τα κορίτσια» με ενημέρωσε, χαμογελώντας με κατανόηση.

«Δε σε πείραξε;» ρώτησα με φωνή πιο λεπτή απ’ όσο θα ήθελα, μη μπορώντας να κρύψω την ανησυχία μου.

«Γιατί να με πειράξει; Άλλωστε δεν είναι και ότι την παράτησες για τα μάτια μου, απλά είχες πει στα παιδιά ότι σου αρέσει,» απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους της.

«Η αλήθεια είναι ότι είχα αρχίσει να την προσεγγίζω but then you happened» παραδέχτηκα, παίζοντας με τις άκρες των μαλλιών της.

«Τι εννοείς;» ρώτησε, γέρνοντας το κεφάλι της με περιέργεια.

«Να τη φλερτάρω. Βέβαια δεν είχα φτάσει καν στο σημείο να της ζητήσω να βγούμε...» σταμάτησα, κοιτάζοντάς την στα μάτια, «αλλά αν δεν σε είχα συναντήσει την Τετάρτη προς εκεί θα το πήγαινα.»

«Κοίτα να δεις που γίνομαι για δεύτερη φορά χαλάστρα, πρώτα στη Μαίρη και τώρα στη Χριστιάνα. Θα αρχίσω να ψωνίζομαι στο τέλος!» είπε, γελώντας.

«Καλά με τη Μαίρη δεν υπήρχε ούτε μία στο εκατομμύριο ακόμα και αν δεν έτρεχαν τα σάλια του Θέμη» της είπα, κουνώντας το κεφάλι μου. «Τώρα το κατά πόσο έκανες χαλάστρα στη Χριστιάνα δεν το ξέρω...» σταμάτησα και τη κοίταξα τρυφερά, «αλλά να σου πω την αλήθεια ούτε και μ’ ενδιαφέρει. Το κορίτσι που θέλω είναι δίπλα μου οπότε…» και εκεί κέρδισα νέο φιλάκι, τα χείλη της να βρίσκουν τα δικά μου με πάθος. Δηλαδή τι φιλάκι, ρουφήξαμε ο ένας τον άλλον, τα κορμιά μας να πιέζονται ο ένα στο άλλο!

«Λοιπόν για γύρνα στο πλάι» της είπα όταν χωρίσαμε, χαϊδεύοντας το μάγουλό της. Γύρισε με την πλάτη προς εμένα, κινούμενη απαλά, και την πήρα σφιχτά στην αγκαλιά μου, τα χέρια μου να τη σφίγγουν απαλά, το κορμί της να ταιριάζει τέλεια στη δική μου αγκαλιά. «Καλή σου νύχτα κοριτσάρα μου» της ψιθύρισα στο αυτί.

«Καληνύχτα καρδιοκατακτητή μου» μου είπε χαχανίζοντας, πιέζοντας την πλάτη της στο στήθος μου.

Έκλεισα τα μάτια μου, αισθανόμενος την αναπνοή της να γίνεται πιο αργή και βαθιά, και χωρίς να το καταλάβω έπεσε η παροχή.


06. Απέναντι από τη Δία

Φοίβη

Κοιμήθηκα σαν πουλάκι στην αγκαλιά του Ανδρέα, νιώθοντας πρωτόγνωρη γαλήνη. Ακόμα και μέσα στον ύπνο μας, που αλλάξαμε κατά τα φαινόμενα κάμποσες φορές θέση, το πρωί όταν ξύπνησα πάλι αγκαλιά του ήμουν.

Αυτή τη φορά ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα και ροχάλιζε ελαφρά, το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει σε σταθερό ρυθμό, ενώ εγώ ήμουν στο πλάι και είχα το χέρι μου στο στέρνο του. Τον κοίταξα για μερικά λεπτά και χαμογέλασα. Ήταν μια γλύκα σκέτη, το πρόσωπό του χαλαρωμένο και αθώο στον ύπνο. Ήθελα να πάω τουαλέτα, κόντευα να σκάσω.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι αργά και προσεκτικά για να μην τον ξυπνήσω και τότε συνειδητοποίησα—ή για την ακρίβεια θυμήθηκα—ότι είμαι γυμνή από τη μέση και πάνω. Χθες το βράδυ με είχε ξετρελάνει, τα χέρια του να με αγγίζουν με τέτοιο τρόπο που με έκανε να λιώνω.

Ακόμα και με το εσώρουχό μου κάτω από το μποξεράκι που φορούσα σα σορτς μάλλον το τελευταίο θα χρειαζόταν πλύσιμο—είχα γίνει μούσκεμα. Όταν πέρασε το χέρι του κάτω από το παντελόνι μου… αχ… και εκείνος τράβηξε απαλά το χέρι του ενώ εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να το πάει ακόμα πιο κάτω.

Κοκκίνησα στη σκέψη, το πρόσωπό μου να καίει, πριν μερικές ώρες οι αναστολές μου είχαν πάει περίπατο. Αλήθεια του είπα, όταν μου ζήτησε να αλλάξω μπροστά του περισσότερο αμηχανία ήταν παρά οτιδήποτε. Με έκανε να αισθάνομαι πολύ άνετα, ούτε μία στιγμή μέχρι τώρα δε με είχε φέρει σε δύσκολη θέση. Πηγαίνοντας στην τουαλέτα είδα στην πλάτη μιας καρέκλας τη μπλούζα που μου είχε δώσει προχθές το βράδυ.

Τη φόρεσα, τραβώντας την πάνω από το κεφάλι μου, και πήγα στην τουαλέτα και αφού κάθισα για μερικές στιγμές ένιωσα ότι βρίσκομαι στον παράδεισο από την ανακούφιση. Τέλειωσα και αφού σκουπίστηκα τράβηξα το καζανάκι και πήγα μπροστά στο νιπτήρα.

Έβαλα τα γέλια και η καρδιά μου χοροπήδησε—στην πράσινη οδοντόβουρτσα είχε κολλήσει ένα μικρό post-it που έλεγε «Φοίβη» και είχε ζωγραφισμένη μια καρδούλα ο γλυκούλης μου. Αλήθεια το λέω, ένιωσα την καρδιά μου να λιώνει, τα μάτια μου να γυαλίζουν από συγκίνηση.

Άνοιξα το νερό και έπλυνα τα δόντια μου, χαμογελώντας όλη την ώρα στον καθρέφτη. Ξέπλυνα και έριξα νερό στο πρόσωπό μου, αισθανόμενη δροσερή και ξυπνισμένη. Δεν είχα την πρωινή μου κρέμα οπότε έπλυνα το πρόσωπό μου με σαπούνι. Όπως είχα κλείσει τα μάτια για να μην μπει σαπουνάδα δεν πήρα χαμπάρι τον Ανδρέα που είχε ξυπνήσει.

Κόλλησε από πίσω μου, το κορμί του ζεστό στην πλάτη μου, με αγκάλιασε και μου φίλησε το σβέρκο ψιθυρίζοντάς μου «Καλημέρα μωρό μου.» Κούνησα τον κώλο μου προσπαθώντας να μιμηθώ σκύλο που έκανε χαρούλες κουνώντας την ουρά του αλλά τα αποτελέσματα ήταν τελείως διαφορετικά.

Ένιωσα τον ερεθισμό του να πιέζει στη μέση μου και πρέπει ο φουκαράς να κοκκίνησε γιατί τραβήχτηκε αμέσως. Ξέπλυνα στα γρήγορα το πρόσωπό μου και γύρισα και τον πήρα αγκαλιά σταυρώνοντας τα χέρια μου πίσω από το σβέρκο του, τραβώντας τον κοντά μου.

«Καλημέρα μωρουλίνι μου» του είπα και πήγα να τον φιλήσω αλλά τραβήχτηκε, κάνοντας ένα βήμα προς τα πίσω.

«Δεν έχω πλύνει τα δόντια μου, μωρό μου» μου είπε, σκεπάζοντας το στόμα του με το χέρι. Μωρέ τι μας λες;

Τον άρπαξα από τα μπράτσα και τον έφερα προς εμένα και κόλλησα το στόμα του στο στόμα μου, αγνοώντας τις διαμαρτυρίες του. Αυτή τη φορά ένιωσα τον ερεθισμό του στην κοιλιά μου αλλά εδώ ως κοριτσάκι ήμουν τυχερή. Ο δικός μου ήταν υγρής μορφής και δε φαινόταν με τόσα που φορούσα. Τραβήχτηκα και του χαμογέλασα πονηρά.

«Σας αφήνω μόνους» του είπα πετώντας του σπόντα και κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια, το πρόσωπό του να κοκκινίζει ακόμα περισσότερο.

Βγήκα από την τουαλέτα περπατώντας με ελαφρά βήματα και πήγα στην κουζίνα. Ήταν ακόμα 09:45 οπότε δεν υπήρχε περίπτωση το κυλικείο να είναι ανοιχτό. Είχαμε κοιμηθεί κοντά στις 05:00 και όμως δε νύσταζα καθόλου. Ένιωθα φρέσκια και γεμάτη ενέργεια, σαν να είχα φορτιστεί με μπαταρίες.

Μετά από έρευνα στην κουζίνα, ανοίγοντας ντουλάπια και συρτάρια, διαπίστωσα ότι είχε ψωμί του τοστ, ζαμπόν και τυρί και στο ψυγείο είχε αυγά, γάλα εβαπορέ, νερό, μπύρες και πορτοκάλια. Βρήκα ένα μικρό τηγάνι και έσπασα μέσα δύο αυγά και τα ανακάτεψα με πιρούνι. Άνοιξα την τοστιέρα και την άφησα να ζεσταθεί, περιμένοντας το κόκκινο φωτάκι να σβήσει.

Άλειψα λίγο βούτυρο στο πάνω και στο κάτω μέρος και στις τέσσερις φέτες, έβαλα μέσα τυρί και ζαμπόν και την καπάκωσα, πιέζοντας απαλά. Στο μεταξύ βρήκα το λεμονοστύφτη και έκοψα τα 7 πορτοκάλια που του είχαν μείνει στη μέση και τα έστυψα ένα προς ένα, τα χυμούς να τρέχουν στη γυάλινη κανάτα.

Ο Ανδρέας δεν είχε βγει ακόμα από το μπάνιο—χτύπησα παλαμάκια χαρούμενη που θα του κάνω έκπληξη. Άνοιξα το ψυγείο και πήρα μια ντομάτα και έκοψα τέσσερις ροδέλες με προσοχή. Στο μεταξύ τα τοστ είχαν γίνει, το άρωμα να γεμίζει την κουζίνα. Άνοιξα τα τοστ και κόβοντας την ομελέτα στα δύο μοίρασα ένα κομμάτι της σε κάθε τοστ και συμπλήρωσα με δύο ροδέλες ντομάτα στο καθένα.

Η πορτοκαλάδα βγήκε σχεδόν δύο ποτήρια, γέμισα αυτό του Ανδρέα μέχρι επάνω και κράτησα το υπόλοιπο για μένα. Έψαξα να βρω κάποιο δίσκο αλλά δε βρήκα, ψάχνοντας σε όλα τα ντουλάπια. Μην έχοντας τι άλλο να κάνω έβαλα τα τοστ σε δυο πιατάκια και δίπλα στο καθένα έβαλα τις πορτοκαλάδες. Ακόμα δεν είχε βγει από μέσα—λες να μου έμεινε; Αναρωτήθηκα, μορφάζοντας από ανησυχία, και πήγα και του χτύπησα την πόρτα του μπάνιου.

«Ανδρέα, ζεις;» φώναξα, κολλώντας το αυτί μου στην πόρτα.

«Ζω ζω… αλλά ο πρόεδρος δεν είναι συνεργάσιμος» μου είπε από μέσα και έβαλα τα γέλια, καλύπτοντας το στόμα μου με τα χέρια.

Το φουκαρά, πρέπει να τον είχα ερεθίσει πολύ και τώρα μάλλον δε θα μπορούσε να κατουρήσει. Γέλασα στη σκέψη και γύρισα στην κουζίνα, περπατώντας στις μύτες των ποδιών μου. Άνοιξα την κατάψυξη και έβγαλα τα παγάκια.

Μετά πήρα ένα μπουκάλι νερό από το ψυγείο και ενθυμούμενη το πάθημα της Ελένης έβαλα λίγο σε ένα ποτήρι και δοκίμασα. Νερό ήταν! Δεν είχε χτυπητήρι σπίτι του, είχε τα κλασσικά shaker που χτυπάς με το χέρι. Έβαλα τη δοσολογία που του άρεσε—μιάμιση καφέ δύο ζάχαρη, δεν ήταν πολύ γλυκός έτσι, εγώ που τον έπινα μέτριο έβαζα 1,5 – 1,5.

Έφτιαξα τους καφέδες και των δυο μας, ανακατεύοντας γερά, και τους έβαλα σε ποτήρια. Καλαμάκια δεν έβρισκα και άρχισα να ψάχνω τα συρτάρια, τραβώντας τα ένα προς ένα. Βρήκα τελικά μια σακούλα καλαμάκια στο τρίτο συρτάρι και του έβαλα ένα μπλε καλαμάκι ενώ για μένα πήρα ένα ροζ.

Χαμογέλασα, κάνοντας παιδιάστικη γκριμάτσα—μπλε τα αγοράκια, ροζ τα κοριτσάκια. Κάθισα στην κουζίνα, κουνώντας τα πόδια μου και τον περίμενα. Πρέπει να τα κατάφερε γιατί άκουσα το καζανάκι και μετά νερό να τρέχει. Δύο-τρία λεπτά μετά άκουσα την πόρτα της τουαλέτας να ανοίγει—πρέπει πρώτα να πήγε να ελέγξει στο δωμάτιο όπου φυσικά δεν ήμουν εκεί.

«Φοίβη που είσαι;» με φώναξε, η φωνή του να ηχεί από το δωμάτιο.

«Εδώ μωρό μου, στην κουζίνα» απάντησα, σηκώνοντας τη φωνή μου.

Ήρθε χαμογελαστός και όταν είδε το πρωινό κοκκάλωσε για μερικές στιγμές, το στόμα του να ανοίγει ελαφρά από έκπληξη. Χαμογελώντας ακόμα περισσότερο, ήρθε και με αγκάλιασε σφιχτά, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω μου.

«Μου έφτιαξες πρωινό!!!!» μου είπε και με κόλλησε πάνω του και με φίλησε, τα χείλη του να βρίσκουν τα δικά μου με πάθος. Ανταπέδωσα με ενθουσιασμό και δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα μείναμε εκεί κολλημένοι στο φιλί, χαμένοι στη στιγμή.

«Έλα, μην κρυώσουν τα τοστ» του είπα χαμογελώντας του, χαϊδεύοντας το μάγουλό του.

«Μου έφτιαξε και πορτοκαλάδα!!! Αχ… αχ…» είπε συγκινημένος με γλυκουλινάρικο τόνο, πιάνοντας τα μάγουλά μου με τα χέρια του.

«Εμ, τι, νηστικό θα άφηνα το αγόρι μου που με πάει συνεχώς στα καλύτερα;» είπα, κάνοντας θεατρική κίνηση με το χέρι. «Στα καλύτερα εκείνο, τα καλύτερα εγώ! Αμέ!»

Φάγαμε τα τοστ μας και ήπιαμε τις πορτοκαλάδες μας, κάθοντας δίπλα δίπλα και μοιραζόμενοι νεύματα και χαμόγελα.

«Έφτιαξα και καφεδάκι» του είπα, δείχνοντας τα ποτήρια, «γιατί ούτε δέκα δεν έχει πάει ακόμα, έντεκα δεν είπες ότι ανοίγει τις Κυριακές;»

«Μετά τις 11:00, πολύ καλά έκανες κοριτσάρα μου. Σε ευχαριστώ πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ!» είπε, μετρώντας τα “πολύ” στα δάχτυλά του.

«Εσύ να τα βλέπεις αυτά που κυνηγούσες Χριστιάνες» τον πείραξα, σηκώνοντας το φρύδι μου με πονηριά.

«Bless me Phebe for I have sinned» μου είπε βγάζοντας τη γλώσσα του παιχνιδιάρικα.

«Αποτάσσεσαι τις Χριστιάνες και τις λοιπές αμαρτωλές;» ρώτησα, παίρνοντας θεατρικό τόνο παπά.

«Απεταξάμην!» μου είπε γελώντας, σηκώνοντας το χέρι του όρκου.

«You are forgiven. Return to your Phebe and sin no more!» του απάντησα, κάνοντας το σημείο του σταυρού στον αέρα.

Εκεί με άρπαξε και με πήγε μέσα στο δωμάτιο, σηκώνοντάς με στα χέρια του.

«Μη με κοιτάς έτσι, εντολές εκτελώ!» μου είπε πριν κολλήσει το στόμα του στο δικό μου, χαμογελώντας μου σκανταλιάρικα.

Ανταπέδωσα με τον ίδιο ενθουσιασμό και με ξάπλωσε στο κρεββάτι και ξαπλώνοντας δίπλα μου και γυρνώντας προς εμένα με φίλησε ξανά αυτή τη φορά με ακόμα μεγαλύτερο πάθος. Η γλώσσα μου υποχώρησε μέσα στο στόμα μου με τη δική του να εξερευνά κάθε του πτυχή. Σταμάτησε και έβγαλε τη μπλούζα του. Με κοίταξε και μπαίνοντας στο νόημα κατέβασα και εγώ τη δική μου.

Και εκεί του έκανα έκπληξη. Κατέβασα και έβγαλα και το μποξεράκι μένοντας μόνο με το κιλοτάκι. Με είδε και ξεροκατάπιε και χαμογέλασα με την αμηχανία του. Πραγματικά ένιωθα πολύ άνετα μαζί του. Τον τράβηξα πάνω μου και πέσαμε και οι δύο στο κρεββάτι, εγώ κάτω κι εκείνος πάνω μου. Τον κράτησα από το πρόσωπο και κοιταχτήκαμε στα μάτια. Χαμήλωσε και με φίλησε και πάλι και μετά έκανε λίγο προς πλάι και άρχισε να με γλείφει στο λαιμό.

Πέρασε το χέρι του φευγαλέα πάνω από το ένα μου στήθος και άρχισε να με χαϊδεύει σε όλο το μήκος των πλευρών μου μέχρι τη μέση μου, στην αρχή με την παλάμη του και μετά με τα δάχτυλά του κάνοντάς με να ανατριχιάσω ολόκληρη. Πέρασε το χέρι του πιο χαμηλά χαϊδεύοντάς με στην έξω πλευρά των γοφών.

Με γύρισε προς το μέρος του και με έσφιξε πάνω του και με το ένα χέρι του μου χούφτωσε και μου τσίμπησε το ένα κωλομέρι. Συνέχισε να με χουφτώνει εκεί κάνοντάς με να χαμογελάσω άθελά μου, κατά τα φαινόμενα του άρεσε πολύ.

Συνέχισε γυρνώντας με πάλι στο πλάι και αρχίζοντας με φιλί συνέχισε με τη γλώσσα του και τα χείλη του στο λαιμό και μετά στο ένα στήθος και μετά στο άλλο στήθος. Εκεί έμεινε για λίγη ώρα κάνοντάς με να μυρμηγκιάσω ολόκληρη και συνέχισε να με γλείφει και να με πιπιλάει στην κοιλιά και μετά πιο χαμηλά και πιο χαμηλά… μέχρι που έφτασε σχεδόν μέχρι το εσώρουχό μου.

Εκεί ακολουθώντας τη γραμμή του συνέχισε να με πιπιλάει και να με ρουφάει περνώντας από το εσωτερικό των μηρών και τότε… Θεέ μου… τότε με μια κίνησε πήρε στο στόμα του πάνω από το εσώρουχο το… και εκεί με χουχούλιασε κάνοντας άθελά μου το σώμα μου να τεντωθεί σαν τόξο.

Επανέλαβε αυτό το πράγμα δυο τρεις φορές και ένιωσα το γνώριμο κάψιμο που προηγούνταν των οργασμών μου. Έκανε να φύγει και αρπάζοντάς τον από τα μαλλιά του κόλλησα το στόμα του πάνω στο εσώρουχό μου. Πιάνοντας το νόημα συνέχισε να κάνει αυτό που έκανε, πότε πιπιλώντας με τα χείλη του πότε χουχουλιάζοντάς με και… ΕΚΡΗΞΗ… μου ξέφυγε μια δυνατή φωνή… και δεύτερη…

Ήταν… ήταν… ΘΕΕ ΜΟΥ! Το σώμα μου σχεδόν έτρεμε και κοκκάλωσα στη συνειδητοποίηση ότι εκείνη τη στιγμή δεν ήθελα τίποτε άλλο από το να μπει μέσα μου. Τρόμαξα, το είχα πάει πολύ μακριά.

«Ανδρέα… σταμάτα… όχι άλλο σε παρακαλώ» του είπα με κομμένη ανάσα, τα χέρια μου να πιάνουν τους ώμους του, και σταμάτησε επί τόπου και ήρθε προς εμένα κοιτάζοντάς με ανήσυχος, το πρόσωπό του να σκοτεινιάζει από ανησυχία. Του χαμογέλασα καθησυχαστικά, χαϊδεύοντας το μάγουλό του. «Μου… με τρέλανες… ήταν… ήταν υπέροχο… αλλά όχι άλλο μωρό μου… όχι… όχι ακόμα….»

«Φοίβη μου συγνώμη που…» πήγε να πει, σκύβοντας το κεφάλι του, αλλά τον έκοψα.

«Μη ζητάς συγνώμη μωρό μου» του είπα, σηκώνοντας το πηγούνι του με το δάχτυλό μου για να με κοιτάξει. «Αν κάποιος είναι να ζητήσει συγνώμη εδώ αυτός ο κάποιος είμαι εγώ. Σε… εννοώ εγώ σε παρέσυρα και…» σταμάτησα, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, «εσύ πήγες να σταματήσεις και εγώ… εγώ σε έκανα να συνεχίσεις… αλλά…» Κούνησα το κεφάλι μου. «Μη ζητάς συγνώμη. Ήταν… ήταν υπέροχο… υπέροχο!»

«Σίγουρα είσαι εντάξει;» ρώτησε, ψηλαφώντας το πρόσωπό μου με τα μάτια του.

«Ναι μωρό μου σίγουρα. Στο είπα βρε χαζούλη χθες…» του απάντησα, χαμογελώντας τρυφερά, «αισθάνομαι άνετα κοντά σου… ασφαλής… Δε… δε θα ήθελα να είμαι πουθενά αλλού στον κόσμο αυτή τη στιγμή από εδώ που είμαι.» Έκλεισα τα μάτια μου και άνοιξα τα χέρια μου. «Αγκαλίτσα;» του έκανα παιχνιδιάρικα.

Ξάπλωσε δίπλα μου, με γύρισε προς το μέρος του και με έσφιξε πάνω του, τα χέρια του να με τυλίγουν προστατευτικά. Τον έσφιξα κι εγώ και αλήθεια έλεγα—δε αντάλλαζα την αγκαλιά του που ήμουν μέσα της εκείνη τη στιγμή με τίποτα στον κόσμο.

«Έχω μια ιδέα» είπε μετά από λίγη ώρα, το πρόσωπό του να φωτίζεται.

«Πες μου!» απάντησα, σηκώνοντας το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω.

«Εδώ και καιρό προσπαθώ να ξεκινήσω ένα βιβλίο και όλο το σταματάω» εξήγησε, το δάχτυλό του να παίζει με τις άκρες των μαλλιών μου. «Θες να το ξεκινήσουμε να το διαβάζουμε παρέα; Εννοώ να καθόμαστε μαζί και να διαβάζω εγώ δυνατά και εσύ να ακούς.»

«Αμέ!» του είπα ενθουσιωδώς, χτυπώντας παλαμάκια. «Και αν θες κι εσύ μπορούμε να εναλλάσσουμε τους ρόλους, τη μία φορά να διαβάζεις εσύ και την άλλη εγώ!»

«Μέσα!» αποκρίθηκε, φιλώντας με στο μέτωπο.

Πήγε μέσα στο σαλόνι, στη βιβλιοθήκη και έφερε ένα χοντρό βιβλίο, το βάρος του να φαίνεται στα χέρια του. Κάθισε στο κρεβάτι καθιστός βάζοντας το μαξιλάρι στην πλάτη του για άνεση. Εγώ γύρισα μπρούμητα και ακούμπησα το σαγόνι μου στα χέρια μου, κοιτάζοντάς τον περίμενα. Άνοιξε το βιβλίο προσεκτικά και ξεκίνησε:

«Λέγε με Ισμαήλ. Πριν από μερικά χρόνια—δεν έχει σημασία πόσο ακριβώς—έχοντας λίγα ή καθόλου χρήματα στο πουγκί μου και τίποτα ιδιαίτερο που να με ενδιαφέρει στη στεριά, σκέφτηκα να ταξιδέψω λίγο στη θάλασσα και να δω το υδάτινο μέρος του κόσμου….»

Ο Ανδρέας—αν και δεν το ήξερα εκείνη τη στιγμή—ήταν μέλος της θεατρικής ομάδας του πανεπιστημίου. Είχε καθαρή, όμορφη φωνή με υπέροχη άρθρωση μα πάνω απ’ όλα ήταν εκφραστικός, η ανάγνωση του με συνεπήρε. Και αν σήμερα είμαι λάτρης των audiobooks την αγάπη μου αυτή την οφείλω στον Ανδρέα, εκείνο το σχεδόν καλοκαιριάτικο Οχτωβριάτικο πρωινό, σχεδόν τριάντα χρόνια πριν…

Ούτε καταλάβαμε πότε πέρασε η ώρα, η διήγηση του αριστουργήματος του Μέλβιλ από τον Ανδρέα με είχε συνεπάρει. Ξεχάσαμε τον καφέ στο κυλικείο, τα ξεχάσαμε όλα. Κόντευε να πάει 13:00 όταν είδαμε την ώρα.

«Αμάν! Μία κοντεύει να πάει» είπε, κλείνοντας βιαστικά το βιβλίο. «Σήκω να ντυθείς να πάμε σπίτι σου να πάρουμε τα πράγματα, έχουμε δώσει ραντεβού στην κάτω στάση με τα παιδιά στις 13:00.»

«Ναι, ναι!» είπα και πετάχτηκα πάνω, σπρώχνοντας τα μαλλιά μου πίσω από τα αυτιά.

Όπως ήμουν μόνο με το κιλοτάκι φόρεσα από πάνω το παντελόνι μου και μας πήρε λίγη ώρα να βρω το σουτιέν μου—στη λύσσα μας χθες τα είχαμε πετάξει όλα κάτω. Κούμπωσα στα γρήγορα το σουτιέν μου, παλεύοντας με τα κουμπιά, και έβαλα το πουκάμισό μου. Στο ενδιάμεσο ο Ανδρέας άνοιξε την ντουλάπα και πήρε την τσάντα με τα πράγματα για τη θάλασσα, ελέγχοντας περιεχόμενα.

Για να μην με κόψει που άλλαζα πήγε εκείνος στην τουαλέτα να αλλάξει. Γύρισε φορώντας ένα μπλουζάκι και μια βερμούδα, υπέθεσα ότι από μέσα φορούσε το μαγιό. Μιας κι εγώ είχα ήδη ετοιμαστεί φύγαμε βιαστικοί για να πάμε σπίτι μου να αλλάξω.

Ο Ανδρέας δεν πέρασε μέσα, στάθηκε έξω περιμένοντας—πήγα μόνη μου με τον Σίμπα να με έχει πάρει κατά πόδι παραπονεμένος που δεν του έκανε χάδια. Το φουκαρά, μπήκα μέσα και ο Σίμπα έμεινε να με κοιτάζει από την πόρτα με λυπημένα μάτια. Τον λυπήθηκε η ψυχή μου και έκανα να βγω έξω για να του κάνω χάδια, αλλά τότε πρέπει να τον φώναξε ο Ανδρέας, γιατί έτρεξε ποδοβολώντας προς την έξοδο και σκαρφάλωσε πάνω στην πόρτα.

Μπήκα μέσα και πήγα στο δωμάτιό μου. Γδύθηκα στο άψε-σβήσε και φόρεσα το μωβ μαγιό που τόσο πολύ του άρεσε. Από πάνω έβαλα ένα ελαφρύ καθημερινό καλοκαιρινό μάξι φορεματάκι και κάτω φόρεσα πέδιλα. Άδειασα το τσαντάκι μου σε μια άλλη μεγαλύτερη και πιο καλοκαιρινή τσάντα και βγήκα έξω. Ο Σίμπα άφησε τον Ανδρέα και ήρθε προς το μέρος μου, κουνώντας την ουρά του με ενθουσιασμό. Αυτή τη φορά μου γαύγισε παραπονεμένος κάνοντας την καρδιά μου να λιώσει.

«Τι να σε κάνω ρε μούτρο;» του είπα και κάθισα στα γόνατα και τον χάιδεψα και τον άφησα να με γλείψει στο πρόσωπο κάνοντάς τον τρισευτυχισμένο. «Βρε σίχαμα, κοίτα πως με έκανες» τον μάλωσα τρυφερά για να κερδίσω ακόμα ένα γλείψιμο στο πρόσωπο.

Βγήκα έξω, έκλεισα την γκαραζόπορτα και έβγαλα από την τσάντα μου ένα χαρτομάντιλο. «Σίχρηστη με έκανε ο μούργος» είπα, κάνοντας πως νευριάζω αλλά με χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. Με πήρε από το χέρι και περάσαμε απέναντι και κατεβήκαμε με τα πόδια προς την κάτω στάση του πανεπιστημίου. Η ώρα ήταν 13:07 αλλά όταν φτάσαμε ο Τάσος με την Ελένη δεν είχαν έρθει ακόμα. Όχι ότι άργησαν—δύο λεπτά αργότερα σταμάτησαν μπροστά από τη στάση.

Επειδή ο Ανδρέας δε χωρούσε πίσω η Ελένη βγήκε και αφού μας καλημέρισε χαμογελαστά μπήκε πρώτη μέσα ώστε να είναι πίσω από τον Τάσο. Μπήκα και κάθισα δίπλα της, ακουμπώντας την τσάντα μου στα πόδια μου. Ο Ανδρέας ήρθε αλλά πριν καθίσει μου έδωσε την τσάντα με τα καλοκαιρινά και την έβαλα στο πλάι μου. Μετά πέρασε και εκείνος μέσα και έκλεισε την πόρτα.

«Κοκκίνη Χάνι, παιδί μου» είπε στον Τάσο με ύφος χιλίων καρδιναλίων, χαμογελώντας ειρωνικά.

«Ρε σάλτα fuck» του είπε ο Τάσος και ξεκίνησε, κουνώντας το κεφάλι του.

«Τι κάνατε χθες;» ρώτησε ο Ανδρέας, γυρίζοντας προς το πίσω κάθισμα.

«Δεν σου λέμε, οι σκηνές είναι ακατάλληλες για ανηλίκους» είπε η Ελένη, κάνοντας θεατρική κίνηση με το χέρι.

«Αφήστε τη να λέει» είπε ο Τάσος, ρίχνοντας μια ματιά στον καθρέφτη. «Νίκος και Μαρία έφυγαν μετά από λίγο γιατί θέλαν alone time και η Μαρία δεν μπορεί να το ξημερώσει.» Σταμάτησε στο φανάρι και γύρισε ελαφρά. «Εγώ με την Ελένη πήγαμε στο αυγό του κόκορα.»

«Από club σε ρεμπετάδικο ρε όργια;» ρώτησε ο Ανδρέας, σηκώνοντας το φρύδι του.

«Ναι, ήταν εκεί κάποιοι συμφοιτητές μου μεταπτυχιακοί και με είχαν καλέσει» εξήγησε ο Τάσος.

«Πώς ήταν;» τους ρώτησα, στρέφοντας το κεφάλι μου προς την Ελένη.

«Γίναμε ντέφια, αυτό κάναμε. Η Ελένη δηλαδή, εγώ οδηγούσα οπότε καταλαβαίνεις πως δεν μπορούσα να πιώ» απάντησε ο Τάσος, κάνοντας γκριμάτσα. «Ένα έχω να σου πω νεαρέ» συνέχισε, γυρίζοντας λίγο προς τον Ανδρέα, «τον άλλο μήνα που σου έρχεται το αυτοκίνητο, θα βγάλω τα σπασμένα, θα γίνομαι κάλτσα σε κάθε έξοδο.»

Έστριψε και συνέχισε: «Τέλος πάντων, ευτυχώς που κατά τις τρεις μας πετάξαν έξω με τις κλωτσιές γιατί ακόμα εκεί θα ήμασταν.» Χτύπησε το τιμόνι παιχνιδιάρικα. «Μετά πήγαμε σπίτι της Ελένης και η μις ακατάλληλο για ανηλίκους έπεσε ξερή για ύπνο με τα ρούχα και εγώ έμεινα με τις καλύτερες ευχές της» είπε κάνοντάς μας να γελάσουμε.

Κατεβήκαμε την Κνωσσού και όταν περάσαμε κάτω από τη γέφυρα της Εθνικής σταμάτησε στο φανάρι. Μετά έστριψε αριστερά και ανεβήκαμε μια ανηφόρα και φτάσαμε σε δεύτερα φανάρια που κατάλαβα ότι ήταν η Εθνική προς Άγιο Νικόλαο από τη μία μεριά και προς Ρέθυμνο από την άλλη. Έστριψε αριστερά και βγήκαμε στην Εθνική.

«Που είναι το Κοκκίνη Χάνι;» τους ρώτησα εγώ μην έχοντας ιδέα από τα κατατόπια.

«Μετά το Καρτερό, ανάμεσα σε Καρτερό και Γούβες για την ακρίβεια» είπε η Ελένη μη διαφωτίζοντάς με ιδιαίτερα. «Είναι ωραία εκεί, έχει απέναντι στο βάθος και τη Δία.» Κίνησε τα χέρια της περιγραφικά. «Έχει και ένα beach bar από το οποίο μπορούμε να πάρουμε αναψυκτικά και μπύρες, αμμουδιά, γενικά είναι ωραία παραλία.»

Κοντά μισή ώρα μας πήρε μέχρι να φτάσουμε εκεί και αυτό γιατί στρίψαμε προς το Καρτερό βγαίνοντας από την Εθνική και από εκεί μέχρι το Κοκκίνη Χάνι ο δρόμος ήταν μια λουρίδα και με στροφές και γενικά δεν ήταν για τρέξιμο.

«Ο Νίκος και η Μαρία θα έρθουν λίγο αργότερα» είπε η Ελένη, κοιτάζοντας το ρολόι της. «Μετά τις 14:30 δεν είπαν Τάσο;»

«Ναι, μεταξύ 14:30 με 15:00 είπαν, είχε να πάει σε κάτι βαφτίσια η Μαρία νωρίτερα» επιβεβαίωσε ο Τάσος.

«Εσείς τι κάνατε χθες;» ρώτησε η Ελένη, γυρίζοντας προς εμάς με περιέργεια.

«Πήγαμε και φάγαμε Έβερεστ και μετά Χιτζάζ. Έπρεπε να δεις τη νεαρή από εδώ να χορεύει τουίστ, ρέστα έδωσε» είπε ο Ανδρέας με μια γερή δόση περηφάνιας στη φωνή του, ρίχνοντάς μου ένα τρυφερό βλέμμα, κάνοντάς με να χαζοχαμογελάσω.

«Είδες η σιγανοπαπαδιά;» είπε η Ελένη, χτυπώντας με παιχνιδιάρικα στο χέρι.

«Με το μπαλέτο της, τις ξένες γλώσσες της και το χορό της. Σχεδόν το πλήρες σετ, μόνο το πιάνο έλειπε» απάντησε ξανά ο Ανδρέας, μετρώντας στα δάχτυλά του.

«Έκανες μπαλέτο;» με ρώτησε η Ελένη, γυρίζοντας εντελώς προς το μέρος μου.

«Άστον να λέει μωρέ. Στο δημοτικό έκανα μπαλέτο, όταν ήμασταν Θεσσαλονίκη» απάντησα, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Το παράτησα στο γυμνάσιο αλλά το χορό όχι, και με βοήθησε πολύ να ξεσκάω από τα διαβάσματα, ειδικά πέρσι με τις πανελλήνιες.»

«Μπρρρρ, μακριά από μας πια» είπε η Ελένη, φέρνοντας προστατευτικά τα χέρια της μπροστά της λες και κάποιος ήταν να της ρίξει πέτρα στο κεφάλι. «Χίλιες φορές η εξεταστική του πανεπιστημίου με 6-8 μαθήματα κάθε φορά παρά αυτόν τον καρκίνο με τα τέσσερα.»

«Αυτό ξαναπές το» της είπα, κουνώντας το κεφάλι μου συμφωνώντας. «Ευτυχώς τα έχουμε πίσω μας πια. Αλήθεια» συνέχισα, «Τάσο εσύ σε ποιο μεταπτυχιακό εξάμηνο είσαι;»

«Τυπικά στο πρώτο αλλά έπαιρνα μεταπτυχιακά μαθήματα και πριν πάρω πτυχίο οπότε από μεριάς μαθημάτων που έχω περάσει είμαι στο τρίτο» απάντησε, κοιτάζοντάς με στον καθρέφτη.

«Ο μεσιέ από εδώ μην τον βλέπεις που έχει βλακόφατσα» τον πείραξε τρυφερά η Ελένη, χαϊδεύοντας τον ώμο του, «είναι πολύ έξυπνο παιδί, ουσιαστικά ξεμπέρδεψε με τα προπτυχιακά μαθήματα με το τέλος του τρίτου έτους.» Χαμογέλασε περήφανα. «Στο τέταρτο έτος και στα δύο εξάμηνα πήρε μόνο μεταπτυχιακά μαθήματα.»

«Μπράβο» είπα με θαυμασμό, κάνοντας απλό χειροκρότημα. «Εσείς πως είστε με τα μαθήματά σας;»

«Στις αρχές του τρίτου έτους είμαι με λίγες παραπάνω από τις μισές μονάδες» είπε η Ελένη, παίζοντας με τα μαλλιά της. «Γενικά συμβαδίζω με το έτος μου, χρωστάω ένα βασικό αλλά έχω περάσει τρία περισσότερα επιλογής οπότε είμαι καλά.»

«Ανδρέα εσύ;» ρώτησα, γυρίζοντας προς το μέρος του.

«Εμένα δε με φάγανε οι Τασούληδες» είπε κοροϊδευτικά, κάνοντας γκριμάτσα. «Δε χρωστάω κανένα βασικό μάθημα, για την ακρίβεια αυτή τη στιγμή είμαι ενάμισι εξάμηνο μπροστά.» Γρατζούνησε το κεφάλι του. «Αν το πιέσω λίγο και φέτος στο τέλος του έτους ή το αργότερο στο τέλος του 7ου εξαμήνου θα έχω μαζέψει τις απαραίτητες μονάδες.» Αναστέναξε. «Βέβαια τώρα ξεκινάω στο ΙΤΕ γιατί θέλω να συνεχίσω μεταπτυχιακό στη Μοριακή Βιολογία και μάλλον θα ζοριστώ κάμποσο.»

«Εσύ Ελένη θέλεις να κάνεις μεταπτυχιακό;» ρώτησα.

«Δεν έχω αποφασίσει ακόμα να σου πω την αλήθεια» απάντησε, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. «Βασικά ιατρική ήθελα να σπουδάσω αλλά δε μου έκατσε.» Κούνησε το κεφάλι της. «Μιας και έκθεση δε με έβλεπα να διορθώνομαι με τίποτα—η έκθεση μ’ έκαψε—το πήρα απόφαση και ήρθα εδώ.» Ανασήκωσε τους ώμους. «Μπορεί μετά να δώσω κατατακτήριες στην ιατρική, θα δούμε, δεν έχω αποφασίσει ακόμα.»

Δεν είπα τίποτα, ο ένας είχε πάρει πτυχίο, ο άλλος ήταν κοντά στο να πάρει και εκείνος και η τρίτη ήταν λίγο παραπάνω από τη μέση. Έχοντας ξεκινήσει πριν δύο εβδομάδες εγώ είχα πολλά ψωμιά μπροστά μου. Η συζήτηση σταμάτησε καθώς φτάσαμε στην παραλία η οποία παρά την όμορφη και ζεστή μέρα είχε ελάχιστο κόσμο, ήταν σχεδόν άδεια. Κατεβήκαμε και απλώσαμε τις ψάθες μας στην αμμουδιά.

Ο Ανδρέας έβγαλε τη μπλούζα του και τη βερμούδα του και έμεινε με το μαγιό του. Έμεινα να τον κοιτάζω σαν ερωτοχτυπημένη… δηλαδή τι σαν, αυτό ακριβώς ήμουν. Είχε πολύ όμορφο μυώδες σώμα, αν είχε πάρει δέκα κιλά όπως ισχυριζόταν ο ίδιος δεν του φαινόταν καθόλου. Καμία σχέση με τον Τάσο που ήταν ψιλόλιγνος σα στειλιάρι.

«Μωρό μου θα μου βάλεις αντηλιακό;» με ρώτησε ο Ανδρέας, κρατώντας το μπουκαλάκι στο χέρι.

«Μωρό μου θα μου βάλεις αντηλιακό» είπε με το ίδιο ύφος κοροϊδευτικά ο Τάσος, μιμούμενος τον τόνο του.

«Ρε σάλτα fuck» είπε ο Ανδρέας γελώντας, πετώντας του άμμο παιχνιδιάρικα.

«Στη φίλη σου να τα πεις αυτά που έγινε χθες κουρούπελο και με άφησε με την όρεξη» απάντησε ο Τάσος, δείχνοντας την Ελένη.

«Έτσι, για να μην καλομαθαίνουμε» τον πείραξε η Ελένη, κάνοντας του μορφασμούς.

Πήγα και γονάτισα δίπλα από τον Ανδρέα και έβαλα αντηλιακό στους ώμους του και την πλάτη του, το κρύο υγρό να κάνει τους μυς του να συσπαστούν ελαφρά, και άρχισα να το απλώνω απαλά σε όλη την πλάτη και τα χέρια και τα μπράτσα με κυκλικές κινήσεις. Όταν τέλειωσα με την πλάτη του, του έβαλα στο στήθος και στα πόδια και επανέλαβα τις κινήσεις μου, τα χέρια μου να ακολουθούν τις γραμμές των μυών του. Εκείνος είχε κλείσει τα μάτια του και είχε αφεθεί στο χάδι μου, το πρόσωπό του χαλαρωμένο. Σηκώθηκα και έβγαλα και εγώ το φορεματάκι μου, τραβώντας το από πάνω από το κεφάλι μου, και έμεινα με το μαγιό μου.

«Σειρά μου» μου είπε και κάθισα κι εγώ οκλαδόν, στρέφοντας την πλάτη μου προς το μέρος του. Έβαλε πάνω μου αντηλιακό—ήταν κρύο και με ανατρίχιασε λίγο, τα μαλλιά στα χέρια μου να σηκώνονται—και μετά άρχισε να το απλώνει αργά και ουφ… πολύ αισθησιακά, τα δάχτυλά του να κάνουν μικρούς κύκλους στο δέρμα μου. Ευτυχώς που δεν είμαι αγόρι και που το μαγιό είναι σκούρο, αυτό έχω να πω.

«Με την άδειά σας» είπε η Ελένη, σηκώνοντας τα χέρια της στον αέρα θεατρικά, «εγώ θα τα πετάξω» είπε και έβγαλε το πάνω μέρος του μαγιό της με μια γρήγορη κίνηση. Διαπίστωσα ότι το μαύρισμα στο σώμα της ήταν ομοιόμορφο, χωρίς σημάδια από το πάνω μέρος του μαγιό. Η Ελένη ήταν κανονική στο σώμα και είχε μικρό στήθος. Καστανόξανθη και καστανομάτα ήταν αρκετά όμορφη κοπέλα.

«Αν θες μπορείς να το κάνεις κι εσύ» μου είπε ψιθυριστά στο αυτί ο Ανδρέας, η ανάσα του να με κάνει να ανατριχιάσω. «Τα αγόρια της παρέας είμαστε συνηθισμένα, και η Μαρία της αρέσει να κάνει γυμνόστηθη μπάνιο.» Σταμάτησε και χαμήλωσε τη φωνή του. «Όταν το κόλλησαν στην Ευτυχία είχα ζοριστεί λίγο καθότι αδερφός της... αλλά τελικά όλα μια ιδέα είναι.»

«Δεν το έχω κάνει ποτέ αυτό…» είπα, κοιτάζοντας κάτω στην άμμο, «εσένα… εσένα δε θα σε πειράξει;»

«Αυτό σου είπα βρε χαζούλα, και οι τρεις μας εδώ είμαστε συνηθισμένοι» μου απάντησε, χαμογελώντας τρυφερά. «Άλλωστε… δε θα δω κάτι που δεν έχω δει ήδη» μου είπε γελώντας ντροπαλά, το πρόσωπό του να κοκκινίζει ελαφρά—ήταν ΓΛΥΚΟΣ!

«Πάντως αν δεν αισθάνεσαι άνετα, μην το κάνεις...» συνέχισε, κάνοντας κίνηση με το χέρι, «αλλά και οι δυο τους και μετά και η Ευτυχία μου είπε ότι είναι πολύ καλύτερη αίσθηση χωρίς αυτό.» Σκέφτηκε για λίγο. «Βέβαια… τι να σου πω, εσύ έχεις μεγαλύτερο στήθος και από τις τρεις τους οπότε μπορεί τελικά και να μη σε βολεύει» συμπλήρωσε.

Το σκέφτηκα για μερικά δευτερόλεπτα, δαγκώνοντας το κάτω χείλος μου. Η αλήθεια είναι ότι ντρεπόμουν αλλά ο κόσμος αφενός ήταν ελάχιστος και από την άλλη πήρα θάρρος από το πόσο ακομπλεξάριστη ήταν η Ελένη οπότε είπα μέσα μου τσιμέντο να γίνει και έβγαλα και εγώ το πάνω μέρος του μαγιό, τραβώντας το προσεκτικά.

Αμ δεν είναι τυχαίο που το πρώτο πράγμα που συνηθίζω να κάνω όταν μπαίνω σπίτι είναι να πετάξω το σουτιέν μου. Φύσαγε ένα πολύ ελαφρύ αεράκι και η αίσθηση στο γυμνό μου στήθος ήταν πρωτόγνωρη, η δροσιά να χαϊδεύει το δέρμα μου.

Είχε δίκιο, τα αγόρια ήταν συνηθισμένα. Είναι αλήθεια ότι το βλέμμα του Τάσου στάθηκε λίγο παραπάνω στο στήθος μου την πρώτη φορά που με είδε αλλά ούτε η έκφραση του προσώπου του άλλαξε ούτε έμεινε να με κοιτάζει περισσότερη ώρα απ’ όσο θα με έκανε να σταματήσω να αισθάνομαι άνετα.

Τάσος και Ανδρέας θέλαν να μπουν στο νερό αλλά εγώ με την Ελένη καθίσαμε να πάρουμε τον ήλιο μας. Οκτώβρης ξε-Οκτώρης ο ήλιος έκαιγε και ζέσταινε υπέροχα το δέρμα μου. Είχε λιακάδα, ούτε ένα σύννεφο, και η θερμοκρασία ήταν πάνω από 25 βαθμούς. Ήμουν ξαπλωμένη ανάσκελα με τα γυαλιά του ηλίου, αισθανόμενη τη ζεστασιά να με περιβάλλει. Η Ελένη γύρισε και κάθισε μπρούμητα και στηρίχτηκε στους αγκώνες της.

«Για να τα πετάξεις κι εσύ με τόση άνεση συμπεραίνω ότι σήμερα δεν είδε ο Ανδρέας κάτι που δεν είχε ξαναδεί» είπε, ρίχνοντάς μου ένα πονηρό βλέμμα.

«Your powers of deduction served you right» της είπα χαμογελαστή.

«Αρκεί εσύ να είσαι καλά και να πηγαίνεις με την ταχύτητα που νιώθεις άνετα» είπε, το πρόσωπό της να γίνεται πιο σοβαρό.

«Νιώθω άνετα, Ελένη, πραγματικά» της απάντησα, στρέφοντας το κεφάλι μου προς το μέρος της. «Και να σου πω… σήμερα που …χμμμ… τον παρέσυρα και πήγαμε λίγο παραπάνω από εκεί που ήθελα...» σταμάτησα, νιώθοντας το πρόσωπό μου να κοκκινίζει, «όταν του είπα να σταματήσει, σταμάτησε αμέσως.»

«Αυτό θα έλειπε» μου είπε, κουνώντας το κεφάλι της απόλυτα. «Θα τον γδέρναμε ζωντανό» είπε και συμπλήρωσε χαχανίζοντας, «αν και κρίνοντας από την πλάτη του και το στέρνο του μας πρόλαβε άλλη.»

«Αυτό πού το πας;» τη ρώτησα, σηκώνοντας το φρύδι μου. «Όταν κατάλαβα τι του έκανα όσο αυτός ασχολούνταν με… με…» κοκκίνησα περισσότερο, «με το στήθος μου παρακαλούσα να ανοίξει η γη να με καταπιεί.» Κούνησα το κεφάλι μου. «Εκείνου πάλι του άρεσε, τι να πω. Άγνωσται αι βουλαί.»

«Εσένα δε σου αρέσει όταν σε δαγκώνει;» ρώτησε, γέρνοντας προς το μέρος μου με έντονη περιέργεια.

«Αν μ’ αρέσει λέει» απάντησα, κρύβοντας το πρόσωπό μου στις παλάμες μου. «Και αυτό χθες το έμαθα… που να το φανταστώ η έρμη;» Έβγαλα τα χέρια από το πρόσωπο. «Σε μια φάση με δάγκωσε στη θηλή και με έκανε κυριολεκτικά να βελάξω αλλά ακόμα και εκεί… καταλαβαίνεις.»

«Γεια σου χαρά σου Βενετιά» είπε και δεν μπόρεσα να κρατήσω το χαχανητό μου.

«Εμείς είμαστε τυχερές. Ο φουκαράς ο Ανδρέας να δεις τι έπαθε το πρωί!» είπα, τα μάτια μου να λάμπουν από σκανδαλιά.

«Τι;» ρώτησε, στρέφοντας όλο το κορμί της προς εμένα.

«Έπλενα…» πήγα να πω.

«Μωρή; Ξαναξενοκοιμήθηκες;» με ρώτησε η Ελένη, χτυπώντας με παιχνιδιάρικα στο χέρι.

«Λίγο μόνο» της είπα χαχανίζοντας, κρύβοντας το πρόσωπό μου πίσω από τα χέρια μου.

«Για λέγε!» είπε, τραβώντας μου τα χέρια από το πρόσωπο.

«Ναι, το πρωί που σηκώθηκα πήγα πρώτη στην τουαλέτα και να σου πω την αλήθεια κόντευα να σκάσω» ξεκίνησα. «Μετά αφού έπλυνα τα δόντια μου….» σταμάτησα, χαμογελώντας. «Ααα, ξέρεις τι έκανε το γλυκουλίνι μου; Μου είχε βάλει ένα post it στην πράσινη οδοντόβουρτσα.» Έβαλα τα χέρια στην καρδιά μου. «Στο post it έγραφε «Φοίβη» και είχε ζωγραφίσει και μια καρδούλα.»

«Awwwww» είπε η Ελένη, κλείνοντας τα χέρια της στο στήθος.

«Ναι… τι έλεγα;» συνέχισα, γδαρνώντας το σαγόνι μου. «Α ναι, έπλενα το πρόσωπό μου και είχα κλειστά τα μάτια μου για να μη μπουν σαπουνάδες και δεν τον πήρα χαμπάρι ότι είχε έρθει και εκείνος μέσα.» Χαμογέλασα στη μνήμη. «Με φίλησε στο σβέρκο και μου είπε ένα απίστευτα γλυκό αγαπουλινιάρικο και νυσταγμένο “καλημέρα μωρό μου.”» Γέλασα. «Πήγα να του κάνω το σκύλο που κουνάει την ουρά του και άρχισα να κουνάω τον κώλο μου και τον έκανα τον φουκαρά πύραυλο.» Έβαλα τα γέλια. «Φαντάσου ότι τέλειωσα, βγήκα, έφτιαξα πρωινό και καφέ και ο φουκαράς ακόμα δεν είχε καταφέρει να του περάσει ο ερεθισμός για να κατουρήσει» της είπα βάζοντας τα γέλια, γέλια τα οποία τα ακολούθησε και η Ελένη.

«Τον καλομαθαίνεις, πάντως» είπε, σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάτια της. «Άκου του έφτιαξες και πρωινό, που είχε δει ξανά πρωινό στη ζωή του ο κύριος;»

«Χαχαχαχα, φαντάζομαι ότι όλο και κάποιο πρωινό θα του έφτιαχνε τόσα χρόνια η κυρά Βούλα» της είπα. «Τι να τον κάνω, εδώ είπε απεταξάμην ολόκληρη Χριστιάνα.»

«Ναι, μας τα είπες χθες ότι την πετύχατε στη στάση!» είπε, κουνώντας το κεφάλι της.

«Α σήμερα το πρωί είχε και συνέχεια» της είπα και της διηγήθηκα τα καθέκαστα μέχρι το «ως εδώ» που έφτασα να πω. «Να σου πω ένιωσα λίγο άσχημα γιατί στην πραγματικότητα εγώ τον παρέσυρα...» είπα σκύβοντας το κεφάλι ντροπαλά, «αλλά δε μου κάκιωσε καθόλου, μου ζητούσε και συγνώμη από πάνω!»

Εκείνη την ώρα ήρθαν Νίκος και Μαρία, τα βήματά τους να ακούγονται στην άμμο.

«Καλημέρα κορασίδες» είπε η Μαρία, χαιρετώντας μας με το χέρι.

«Πού είναι οι άλλοι δύο;» ρώτησε ο Νίκος, κοιτάζοντας γύρω του.

«Έχουν πάει μέσα!» απάντησε η Ελένη, δείχνοντας προς τη θάλασσα.

«Να με συγχωρήσετε εμένα αλλά πάω μέσα» είπε και πέταξε σε χρόνο ρεκόρ παπούτσια, μπλούζα και σορτσάκι στην άμμο και έγινε μπουχός.

«Στάσου βρε να βάλεις…» ξεκίνησε η Μαρία, σηκώνοντας το χέρι της, αλλά σταμάτησε παραιτημένα. «Καλά κρασιά» είπε, ανασηκώνοντας τους ώμους, και έβγαλε και εκείνη το φόρεμα που φορούσε. Από μέσα φορούσε το πάνω μέρος του μαγιό αλλά το πέταξε με συνοπτικές διαδικασίες.

«Καλά που τ’ ακριβοπληρώσαμε χθες» τους είπα χασκογελώντας.

«Προλάβαμε και σε χαλάσαμε και σένα;» με ρώτησε η Μαρία χαχανίζοντας, καθώς άπλωνε την πετσέτα της.

«Τι σου είναι αυτές οι κακές συναναστροφές, μάστιγα» της απάντησα χαχανίζοντας και κουνώντας το δάχτυλό μου.

Μιας και ο καλός της είχε πάει με τους άλλους δύο που φώναζαν και χοροπηδούσαν μέσα στο νερό, άλειψα εγώ τη Μαρία στην πλάτη, τα χέρια μου να κάνουν τις ίδιες κυκλικές κινήσεις. Ξάπλωσε και εκείνη να λιαστεί και εκεί είχε άλλη μια επανάληψη των νυχτερινών και πρωινών μου περιπετειών στη γκαρσονιέρα των οργίων, ή έστω, του Ανδρέα.

Πρέπει να κάτσαμε μία ώρα κάνοντας τις λιαστές ντομάτες μέχρι που ένιωσα ότι παραζεστάθηκα, ιδρώτας να στάζει από το μέτωπό μου. «Κορίτσια, δεν πάμε να βουτήξουμε και εμείς;»

Και, αμ έπος αμ έργο, σηκωθήκαμε και οι τρεις και πήγαμε να μπούμε στη θάλασσα η οποία ήταν ζεστή και υπέροχη. Εγώ βούτηξα μέσα, το κρύο νερό να με αναζωογονεί, και έκανα ένα μακροβούτι και πλησίασα τον Ανδρέα. Βγήκα από το νερό και τον πήρα αγκαλιά από πίσω του, τα χέρια μου να τυλίγονται γύρω από το στήθος του.

«Καλώς το μου» είπε, στρέφοντας το κεφάλι για να με φιλήσει στο μάγουλο.

«Αχ είναι υπέροχη η θάλασσα» του είπα, αφήνοντας το νερό να με κουνάει.

«Στην Κρήτη δε θα χορταίνεις παραλίες» μου απάντησε ενθουσιασμένα. «Καλά να είμαστε και το καλοκαίρι που θα έχουμε αυτοκίνητο θα πάμε και Μπαλί, θα πάμε και Ελαφονήσι, θα πάμε και Μάταλα, θα πάμε Βάι…» σταμάτησε να πάρει ανάσα, «θα πάμε Πρέβελη… όρεξη να έχουμε.» Γύρισε στην αγκαλιά μου για να με κοιτάξει. «Είναι Υ-Π-Ε-Ρ-Ο-Χ-Η η Κρήτη αλλά θέλει αυτοκίνητο, όχι αστεία.» Χτύπησε το νερό παιχνιδιάρικα. «Άσχετο, εσύ Κνωσσό πήγες καθόλου;»

«Ναι, πήγα με τη μητέρα μου όσο ήταν εδώ» του απάντησα.

«Αχ κρίμα, ήθελα να πάμε και παρέα» είπε, κάνοντας μουτράκι.

«Και ποιος μας εμποδίζει, μωρό μου;» του είπα και του έσκασα ένα φιλάκι στο στόμα.

«Παίζουμε πόλεμο; Όλοι εναντίων όλων» είπε ο Τάσος, πλησιάζοντας μας.

«Γατάκια» είπε ο Ανδρέας και γύρισε προς εμένα, τα μάτια του να λάμπουν. «Πάμε κοριτσάρα μου να τους δείξουμε πόσα απίδια χωράει ο σάκος!»

«Τι θα κάνουμε;» τον ρώτησα γελώντας με τον ενθουσιασμό του.

«Τα αγόρια παίρνουν στους ώμους τους τα κορίτσια και προσπαθεί το ένα ζευγάρι να ρίξει όλα τα υπόλοιπα» εξήγησε, κάνοντας κινήσεις με τα χέρια. «Με την Ευτυχία τους είχαμε σκίσει το καλοκαίρι, are you up to the game

«Im game, bitches» δήλωσα με στόμφο, σφίγγοντας τη γροθιά μου, κάνοντας τον Ανδρέα να βάλει τα γέλια.

Πήγαμε λίγο πιο βαθιά και ο Ανδρέας βούτηξε και πέρασε κάτω από τα πόδια μου. Κρατώντας με από αυτά σηκώθηκε και βρέθηκα στον αέρα βγάζοντας μια τσιρίδα χαράς, τα χέρια μου να ψάχνουν ισορροπία.

«Αλλά πρώτα…» μου είπε και πιάνοντάς με από τις πατούσες με σήκωσε και με πέταξε προς τα πίσω, ίσα που πρόλαβα να κλείσω το στόμα μου. Βγήκα από το νερό με τα μαλλιά να μου έχουν πέσει μπροστά στο πρόσωπό μου, σκεπάζοντάς με σαν κουρτίνα, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.

«Έτσι ε;» του είπα, σπρώχνοντας τα μαλλιά πίσω από τα αυτιά μου, και πλησίασα και άρχισα να του πετάω νερά τα οποία ανταπέδωσε με ενθουσιασμό κάνοντας και τους δυο μας να γελάμε σαν παιδάκια, το νερό να πετάει παντού γύρω μας.

Ήταν τόσο-τόσο όμορφα! Μετά ξαναβούτηξε και με σήκωσε και πάλι στους ώμους του, τα χέρια του να με κρατάνε σταθερά.

«Είστε έτοιμοι να σας γλεντήσουμε;» φώναξε, σηκώνοντας τη γροθιά του στον αέρα.

«Μολών λαβέ!» είπε η Μαρία πάνω στον Νίκο, ως σύγχρονος Λεωνίδας.

Εντάξει, αφού δεν κατουρήθηκα εκείνη τη μέρα στα γέλια δε θα το κάνω ποτέ και καλά να λέω όπως ήμουν στον ώμο του Ανδρέα. Κερδίσαμε σχετικά εύκολα Μαρία και Νίκο και όταν κάναμε να πλησιάσουμε Τάσο και Ελένη, ο Τάσος φώναξε «Παραδίνομαι» και πέταξε την Ελένη στο νερό και μετά βγήκε η Ελένη και τον κυνηγούσε μέσα στο νερό, τα χέρια της να προσπαθούν να τον αρπάξουν.

«Ρίψασπι! Προδότη!» φώναζε, πηδώντας προς το μέρος του.

«Να μάθεις να μου κάνεις την ωραία κοιμωμένη» είπε βγάζοντας τη γλώσσα του πονηρά.

«Θα σε σκίσω! Κάτσε ρε ακίνητος να σε πιάσω!» του φώναξε, χτυπώντας το νερό με τις παλάμες της.

«Πριτς» είπε εκείνος και πήγε και κρύφτηκε πίσω από το Νίκο, σκύβοντας κάτω από το νερό.

«Ώπα, εγώ τι φταίω» πήγε να πει ο Νίκος και τότε του την έπεσαν ντουέτο Μαρία και Ελένη και άρχισαν να του πετάνε νερό στη μούρη, η μία από δεξιά και η άλλη από αριστερά.

«Εκεί βράχος» του έλεγε ο Τάσος που είχε κρυφτεί πίσω από το Νίκο και δεν το κουνούσε ρούπι, κολλημένος στην πλάτη του.

«Φύγε ρε κερατά από πίσω μου» φώναζε ο Νίκος αλλά ο Τάσος τον είχε αρπάξει από πίσω και δεν τον άφηνε να κινηθεί. «Αγόραρε, φίδι, χέλι» του έλεγε ο Τάσος, «όλο πας να ξεφύγεις.»

Δε μου είχε μείνει άντερο με τα καμώματά τους. Περάσαμε πάνω από ένα δίωρο μέσα στο νερό χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε. Πρέπει να είχε πάει 17:30 όταν άρχισα να νιώθω λίγη ψύχρα και βγήκαμε όλοι μαζί έξω, τα σώματά μας να στάζουν. Σκουπιστήκαμε καλά-καλά και μετά καθίσαμε και στεγνώσαμε στον ήλιο. Μετά τα κορίτσια φορέσαμε τα πάνω μέρη των μαγιό μας και αφού μαζέψαμε όλοι τα πράγματά μας πήγαμε και κάτσαμε στο beach bar. Εντωμεταξύ δεν είχαμε φάει και τίποτα εκτός από τα τοστ και είχε αρχίσει να με θερίζει η πείνα.

«Είστε για Ευτύχη μετά;» ρώτησε ο Ανδρέας αλλά οι υπόλοιποι δεν ψηνόντουσαν. Αποφασίσαμε ωστόσο ότι στην άνοδο θα πηγαίναμε λιοντάρια να πάρουμε σουβλάκια.

Με άδειο στομάχι και έχοντας νταλακιάσει από τον ήλιο όλες αυτές τις ώρες, η μπύρα—την οποία ήπια σχεδόν μονορούφι καθώς είχα κορακιάσει—με βάρεσε στο κεφάλι και άρχισα να κάνω γλυκουλινιές στον Ανδρέα και να του τρίβομαι, κολλημένη στο πλάι του. Όχι ότι τον χάλασε, άλλο που δεν ήθελε, να τα λέμε αυτά!

Τα παιδιά ήπιαν και δεύτερη μπύρα αλλά εγώ με το κεφάλι που είχα αποφάσισα να δείξω εγκράτεια και πήρα αναψυκτικό. Καθίσαμε μέχρι που άρχισε να νυχτώνει μιλώντας περί ανέμων και υδάτων οπότε και επειδή είχε αρχίσει και έκανε ψύχρα όπως ήμασταν ντυμένοι αποφασίσαμε να φύγουμε. Ο Ανδρέας είπε στον Τάσο να μας αφήσει στα Λιοντάρια, θα ανεβαίναμε με λεωφορείο. Η Ελένη ήταν και αυτή νταλακιασμένη και μιας και έμενε πίσω από τα Λιοντάρια κατέβηκε και εκείνη και για δεύτερη συνεχόμενη μέρα ο φουκαράς ο Τάσος έμεινε με την όρεξη.

«Σήμερα θέλω να δοκιμάσω ψωμί» είπα στον Ανδρέα, στρίβοντας ένα τσουλούφι γύρω από το δάχτυλό μου.

«Ωραία, θα πάμε Θράκα τότε» απάντησε με ενθουσιασμό. «Δε μου λες, θέλεις να τα φάμε εδώ ή θέλεις να τα πάρουμε μαζί μας και να τα φάμε σπίτια μας;»

«Να σου πω...» έκανα παύση, κοιτάζοντάς τον λοξά, «θα προτιμούσα σπίτι μου...» Έσκυψα ελαφρά το κεφάλι μου. «Αλλά να έρθεις κι εσύ μαζί» του είπα, γυρίζοντας το πρόσωπό μου προς αυτόν, μιλώντας του γλυκουλινιάρικα και κάνοντάς του φατσούλα με φουσκωμένα μάγουλα.

«Θα έρθω μωρό μου» μου είπε γελώντας και σκύβοντας προς το μέρος μου, μου έσκασε ένα φιλάκι στο μάγουλο.

Πήραμε το φαγητό μας και χεράκι-χεράκι περιμέναμε το λεωφορείο. Σταθήκαμε πάλι τυχεροί, τρόπος του λέγειν δηλαδή—περιμέναμε μόλις δέκα λεπτά, το συνηθισμένο ήταν αρκετά παραπάνω. Κατεβήκαμε μπροστά από την Αθηνά, περπατώντας με αργό βήμα προς το σπίτι μου.

Ο Σίμπα ήρθε να μας υποδεχτεί κουνώντας ενθουσιωδώς την ουρά του, αλλά όταν έκανε να ανέβει πάνω μου, σήκωσα αποφασιστικά το χέρι μου και τον σταμάτησα.

«Σίμπα φρόνιμα» του είπα αυστηρά, δείχνοντάς τον με το δάχτυλό μου, και ο φουκαράς κατέβασε τα αφτιά του μέχρι το πάτωμα, κοιτάζοντας το έδαφος ντροπιασμένος.

«Σίμπα, έλα σε μένα αγόρι μου» του είπε ο Ανδρέας, χτυπώντας ελαφρά τους μηρούς του και κάνοντας το Σίμπα να ορμίσει πάνω του, παραλίγο να τον ρίξει. Ο Ανδρέας έχασε ελαφρά την ισορροπία του και γέλασε. Καθισμένος στα δύο, ο Σίμπα έφτανε κοντά στο μπόι τον Ανδρέα. «Είσαι καλό σκυλάκι εσύ; Ναι;» Του χάιδευε τα αφτιά και το κεφάλι. «Καλό γαϊδουρό-σκυλο;» του έλεγε, κάνοντας το Σίμπα να κουνάει την ουρά του τρισευτυχισμένος και να γλείφει το πρόσωπο του Ανδρέα.

Τους άφησα να χορεύουν ταγκό, κουνώντας το κεφάλι μου με ένα χαμόγελο, και πήγα προς το σπίτι. Μπήκα μέσα και άνοιξα ξηρά τροφή, γεμίζοντας το μισό πιάτο του Σίμπα—το άλλο μισό το έβαζε το πρωί η κυρά Ματούλα, είχαμε συνεννοηθεί πως θα τον ταΐζουμε. Μετά έβαλα γατοτροφή στα τρία μικρά μπολάκια για τη γατοσυνοδεία του Σίμπα, σκύβοντας και στοιβάζοντάς τα προσεκτικά, και βγήκα έξω.

«Για ελάτε να φάτε» φώναξα, χτυπώντας ελαφρά τα χέρια μου, και ο Σίμπα παράτησε τον Ανδρέα στα κρύα του λουτρού και ήρθε τρέχοντας, ορμώντας στο πιάτο του.

Από το πουθενά εμφανίστηκαν και τα τρία γατάκια συνοδοί και πήγε το καθένα στο πιάτο του, αφού μου τρίφτηκαν πρώτα και τα τρία στα πόδια, νιαουρίζοντας απαλά. Ο Ανδρέας ήρθε και αυτός προς τα μένα με χαλαρά βήματα, χαζεύοντας το θέαμα με τα χέρια στα ισχία—ο Σίμπα στην άκρη με τις τρία γατάκια δίπλα του.

«Να μου το έλεγαν δεν θα το πίστευα.» Κούνησε το κεφάλι του απορημένος. «Δεν τις πειράζει καθόλου;»

«Να τις πειράξει;» Σήκωσα τους ώμους μου. «Πρέπει να τους δεις το βράδυ, κοιμούνται αγκαλιά!»

«Κοίτα να δεις» είπε ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια του, «θα μπορούσε να τους κάνει μια χαψιά!»

«Ο Σίμπα;» Γέλασα και έκανα απορριπτική κίνηση με το χέρι. «Αυτός είναι φλούφλης ρε τελείως. Καμιά φορά που τα γατιά έχουν όρεξη να παίξουν μαζί τους, τον τραμπουκίζουν και τον παίρνουν στο κυνήγι.» Έκανα παύση, γελώντας στη σκέψη. «Την πρώτη φορά που το είχα δει κόντεψε να με πιάσει η κοιλιά μου από τα γέλια—να τρέχει μπροστά ολόκληρος γάιδαρος και να τον κυνηγάνε τα γατάκια.»

Αφήσαμε Σίμπα και γατιά να τρώνε και μπήκαμε μέσα, κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω μας. Έβγαλα δυο πιάτα και δύο ποτήρια, στοιβάζοντάς τα στον πάγκο.

«Ανδρέα, θέλεις αναψυκτικό ή μπύρα;» ρώτησα, στρέφοντας το κεφάλι μου προς αυτόν.

«Θέλω μπύρα αλλά δεν θέλω να την πιώ μόνος μου ολόκληρη.» Έβαλε το χέρι του στο σβέρκο του. «Μόνο αν τη μοιραστούμε.»

Ένιωθα ακόμα ανάλαφρη στο κεφάλι αλλά σπίτι ήμουν, οπότε δεν θεώρησα ότι θα είναι πρόβλημα να πιώ μισή μπύρα—άλλωστε αυτή τη φορά δεν θα το έκανα νηστική και ούτε θα την έπινα και μονοκοπανιά.

Φάγαμε σιγά-σιγά το φαγητό μας, μοιραζόμενοι κλεφτές ματιές, και ήπιαμε τη μπύρα μας.

«Τι μαθήματα έχεις αύριο;» ρώτησε, ακουμπώντας το πιγούνι του στο χέρι του.

«Νομίζω ότι η εβδομάδα ξεκινάει με Σούζι που τσούζει» του είπα και έπιασα το πρόγραμμα, ξεφυλλίζοντάς το. Αύριο είχα απειροστικό-Ι, γραμμική-Ι, εισαγωγή στην επιστήμη υπολογιστών και αναλυτική γεωμετρία και μιγαδικούς αριθμούς. Φούσκωσα τα μάγουλά μου. Αρκετά γεμάτο πρόγραμμα.

«Κι εμένα τις Δευτέρες το πρόγραμμά μου είναι γάμησέ τα» μου είπε, τεντώνοντας τα χέρια του. «Ξεκινάω στις 09:00 και τελειώνω στις 19:00, ούτε ένα κενό, μόνο τα διαλείμματα.»

«Κι εγώ στις 09:00 ξεκινάω αλλά τελειώνω στις 17:00 και έχω ένα κενό 14:00 – 15:00.»

«Τυχερή!» είπε σηκώνοντας το ποτήρι του σε χειρονομία.

«Μας λένε οι παλιότεροι ότι από του χρόνου θα αρχίσουν να ζορίζουν τα πράγματα...» έκανα παύση, γνέφοντας με το κεφάλι, «και ότι θα μάθω την πτέρυγα-Γ και από την καλή και από την ανάποδη. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο τα επόμενα χρόνια μας περιμένουν πολλά ξενύχτια εκεί.»

«Δεν είναι αστικός μύθος, Φοίβη μου.» Έγειρε προς το μέρος μου, κοιτάζοντάς με στα μάτια. «Εγώ δούλευα στο υπολογιστικό κέντρο, έχουμε και εμείς γραφεία στη Γ και σε διαβεβαιώνω ότι οι αίθουσες της επιστήμης υπολογιστών είναι ανοιχτές μέρα-νύχτα και πάντα γεμάτες.»

Τελειώσαμε το φαγητό μας και μάζεψα τα πιάτα και τα ποτήρια, στοιβάζοντάς τα προσεκτικά, και τα έπλυνα στα γρήγορα. Σκούπισα τα χέρια μου στην πετσέτα και γύρισα προς τον Ανδρέα.

«Ανδρέα μου;» τον φώναξα απαλά.

«Τι είναι μωρό μου;» μου είπε γλυκά, χαμογελώντας.

«Θα κάτσεις να κοιμηθούμε αγκαλίτσα για να μην είμαι μοναχούλα;» Έπαιζα νευρικά με τα δάχτυλά μου.

«Θα κάτσω μωρό μου αλλά θα πρέπει να βάλουμε ξυπνητήρι νωρίς για να προλάβω να πάω να πάρω και τα πράγματά μου και να ντυθώ.»

«Θα βάλω ξυπνητήρι στις 08:00. Θα μας φτιάξω πρωϊνό και μετά θα έρθω κι εγώ μαζί σου ως το σπίτι σου να σου κάνω παρεούλα...» έκανα παύση, χαμογελώντας πλατιά, «και μετά πάμε στο Πανεπιστήμιο να πάρουμε καφέ και να πάμε στα μαθήματά μας.»

«Εντάξει κοριτσάρα μου αλλά χρειάζεται να κάνω ένα ντουζάκι κι εγώ.» Πέρασε το χέρι του στα μαλλιά του.

«Να κάνεις, έχει ηλιακό το σπίτι. Αν θες μπορείς να μπεις πρώτος.»

«Ανυπομονώ για τη στιγμή που θα μπορούμε να μπούμε μαζί» μου είπε, έρχοντας κοντά μου και με φίλησε απαλά πριν πάει μέσα, κάνοντάς με να υγρανθώ και πάλι. Και όχι μόνο εσύ, σκέφτηκα μέσα μου, ακουμπώντας το χέρι μου στο στήθος μου.

Τουλάχιστον δεν χρειάζεται να κοιμηθώ με σουτιέν σήμερα, σκέφτηκα χαζογελώντας μόνη μου στη σκέψη. Πήγα μέσα στο δωμάτιο και προσπάθησα να αποφασίσω τι εσώρουχο θα φορέσω, ανοίγοντας και κλείνοντας συρτάρια. Από τη μία ήταν εδώ ο Ανδρέας αλλά από την άλλη ήθελα να είναι και κάτι άνετο. Αποφάσισα να φορέσω ένα απλό βαμβακερό πλουμιστό που είχα. Έλυσα από πίσω τα μαλλιά μου που τα είχα πιάσει κότσο και τίναξα το κεφάλι μου, αφήνοντάς τα να πέσουν στους ώμους μου.

Δεν του πήρε πολλή ώρα του Ανδρέα να βγει, φορώντας μόνο το μποξεράκι του. Είδα το φούσκωμά του και ξεροκατάπια, με την καλή έννοια. Του χαμογέλασα με κοκκινισμένα μάγουλα και μπήκα με τη σειρά μου στο μπάνιο. Μάλλον του άρεσε και εκείνου το ζεστό νερό—μέσα ήταν χαμάμ αλλά έξω από το ντους, εγώ δεν είχα μπανιέρα, δεν είχε στάξει ούτε μια σταλιά νερό. Και μετά είδα τον κουβά στη γωνία—είχε σφουγγαρίσει ο γλυκούλης!

Έβγαλα το μαγιό και το έριξα στο νιπτήρα, ξεπλένοντάς το πρώτα με κρύο και στη συνέχεια με ζεστό νερό. Πάνω στην κουρτίνα ο Ανδρέας είχε βάλει το δικό του να στεγνώσει. Δεν ξέρω πως μου ήρθε και το πήρα στα χέρια μου, τρίβοντάς το απαλά στο πρόσωπό μου και εισπνέοντας το άρωμά του. Μετά, κόκκινη και υγρή, μπήκα κι εγώ στο ντους και άνοιξα το νερό. Το άφησα να τρέξει λίγο—ήταν σχεδόν ζεματιστό, υπέροχο. Μπήκα και αφέθηκα να χαλαρώσω στη ριπή του καυτού νερού, κλείνοντας τα μάτια και αφήνοντάς το να πέφτει στο κεφάλι μου και στο σώμα μου.

Λούστηκα πρώτα και έβαλα σε ένα σφουγγάρι αφρόλουτρο, τρίβοντας όλο μου το σώμα με κυκλικές κινήσεις. Ξεπλύθηκα και έβαλα μαλακτικό, κάνοντας και μια δεύτερη περασιά σε όλο μου το σώμα με το σφουγγάρι, αυτή τη φορά πιο απαλά. Ξεπλύθηκα και τυλίχτηκα με το μπουρνούζι μου, αισθανόμενη καθαρή και χαλαρή. Ο Ανδρέας είχε σκουπιστεί με την πετσέτα της θάλασσας την οποία είχε απλώσει στην πετσετοκρεμάστρα.

Σκούπισα τα μαλλιά μου με μικρές, απαλές κινήσεις και τύλιξα το κεφάλι μου με την πετσέτα. Έσκυψα και σφουγγάρισα το λίγο νερό που είχε βγει έξω από την κουρτίνα. Πήρα και τα δύο μαγιό και την πετσέτα και τα έβγαλα έξω, για να τα απλώσω στην κρεμάστρα. Ο Σίμπα είχε ξαπλώσει στην άκρη και σκαρφαλωμένα πάνω του, σε μια χνουδωτή στοίβα, ήταν και τα τρία γατάκια.

«Ανδρέα έλα να δεις» του είπα απαλά. Βγήκα και άπλωσα προσεκτικά τα μαγιό και την πετσέτα του Ανδρέα. Στο μεταξύ είχε βγει και εκείνος έξω, ερχόμενος με αργά βήματα, και χάζευε με το θέαμα, γονατίζοντας δίπλα στα ζωάκια.

«Κοίτα να δεις» είπε χαμηλόφωνα για να μην τα ξυπνήσει.

«Δεν είναι γλύκες;» ψιθύρισα, σκύβοντας δίπλα του.

Μπήκαμε μέσα περπατώντας στις μύτες των ποδιών μας για να μην κάνουμε θόρυβο και πήγα στο δωμάτιο να στεγνώσω τα μαλλιά μου με το πιστολάκι. Όταν τέλειωσα, άφησα τα μαλλιά μου να πέσουν ελεύθερα και πήγα να βγάλω πετσέτα και μπουρνούζι από την ντουλάπα.

«Ανδρέα μου» τον φώναξα και ήρθε στο δωμάτιο με αργά βήματα. Γυμνή από πάνω και μόνο με το εσώρουχό μου, του έδωσα πετσέτα και μπουρνούζι, νιώθοντας μια ελαφριά ντροπή που προσπάθησα να κρύψω. «Μπορείς σε παρακαλώ να τα απλώσεις έξω για να μην ντύνομαι; Και σε παρακαλώ κλείδωσε όταν μπεις μέσα.»

«Ναι μωρό μου βεβαίως» είπε, παίρνοντας τα πράγματα και κοιτάζοντάς με τρυφερά.

Έβαλα το ραδιοφωνάκι να παίζει χαμηλόφωνα και έστρωσα το κρεββάτι, τραβώντας τα σεντόνια και τακτοποιώντας τα μαξιλάρια. Ξάπλωσα και πήγα προς τη μέσα μεριά, προς τον τοίχο, αφήνοντας χώρο για τον Ανδρέα. Ο Ανδρέας κλείδωσε και ήρθε, κλείνοντας και τα φώτα του σαλονιού. Χωρίς να πει κάποια κουβέντα ξάπλωσε δίπλα μου απαλά, προσεκτικά για να μην ταράξει το κρεββάτι. Γύρισα στο πλάι, στηρίζοντας το κεφάλι μου στο χέρι, και γύρισε και εκείνος προς εμένα, καθρεφτίζοντας τη στάση μου.

«Ήταν πολύ όμορφα σήμερα» του είπα χαμογελαστή, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.

«Ναι, ήταν» μου είπε, ανταποδίδοντας το χαμόγελο και ακουμπώντας απαλά το χέρι του στο μάγουλό μου.

Με πήρε φίλησε απαλά και μετά με περισσότερο πάθος. Το χέρι μου ήταν στο σβέρκο του και τον χάιδευα απαλά πότε στα μαλλιά και πότε στην πλάτη. Ήθελα απελπισμένα να νιώσω ξανά το στήθος μου στο στόμα του αλλά εκείνος δεν έκανε κάποια κίνηση πέρα από το να με χαϊδεύει απαλά στο στήθος. Τον ξάπλωσα ανάσκελα και ανέβηκα πάνω του. Έσκυψα και τον φίλησα και μετά του έφερα τα στήθη μου στο πρόσωπό του.

Εκεί άρχισε πάλι να μου τα πιπιλάει και να μου τα δαγκώνει απαλά φέρνοντας αυτή την υπέροχη αίσθηση που έμοιαζε με το να με περνάει ηλεκτρικό ρεύμα. Είχα γίνει τούρμπο. Ανασηκώθηκα και κάθισα πάνω του και κύλισα προς τα κάτω. Τα χέρια του ήταν το καθένα σε διαφορετικός στήθος και τα μάλαζε δυνατά κάνοντάς με να μυρμηγκιάσω. Κατέβασα το σώμα μου ακόμα πιο χαμηλά και ένιωσα τον ερεθισμό του.

Τον κοίταξα σκανταλιάρικα και με κοίταξε ερωτηματικά. Χωρίς να χάσω χρόνο άρχισα να τρίβω το αιδοίο μου έστω και μέσα από το εσώρουχό μου πάνω του. Τον ένιωσα να κινείται παρά το γεγονός ότι μας χώριζαν δύο διαφορετικά υφάσματα. Μου έσφιξε τα στήθη μου δυνατά και άρχισα να τρίβομαι πάνω του πιο έντονα. Αυτό που πραγματικά ήθελα εκείνη τη στιγμή είναι να μπει μέσα μου, τελεία.

Είχαμε καιρό γι’ αυτά… Συνέχισα να τρίβομαι πάνω του αισθησιακά και η αίσθηση του οργάνου του στο αιδοίο μου έστω και αν μας χώριζαν τα εσώρουχά μας και των χεριών του να μου μαλάζουν δυνατά—σχεδόν με πονούσαν—τα στήθη ήταν Α-Π-Ι-Σ-Τ-Ε-Υ-Τ-Η. Άρχισα να τρίβομαι όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο δυνατά πάνω του και κάποια στιγμή γούρλωσε τα μάτια του.

«Φοίβη μη…» πήγε να πει, σηκώνοντας απαλά το χέρι του, αλλά πριν προλάβω να κάνω κάτι τον άκουσα να βογκάει βαθιά ενώ τα χέρια του πίεσαν με τόση δύναμη τα στήθη μου που με έκαναν να μου ξεφύγει κι εμένα ένα βογγητό.

Του Ανδρέα του είχε κοπεί σχεδόν η ανάσα, το σώμα του τρέμοντας ελαφρά, σε σημείο που ανησύχησα.

«Ανδρέα μου; Ανδρέα;» τον φώναξα ανήσυχα, ακουμπώντας το χέρι μου στο μάγουλό του. «Είσαι καλά;»

«Παρά είμαι καλά» μου είπε κόκκινος σαν αστακός, κοιτάζοντάς με με κουρασμένα μάτια. Το μποξεράκι του ήταν μούσκεμα, είχε λεκιαστεί και όσο και αν ήμουν και του λόγου μου μούσκεμα η υγρασία δεν ήταν δική μου. Κοίταξε κάτω στον εαυτό του και έκανε γκριμάτσα. «Ωχ και δεν έχω άλλο μποξεράκι.»

Και τότε κατάλαβα, κοκκινίζοντας ακόμα περισσότερο. Με το παιχνίδι που του έκανα τον έκανα να εκσπερματώσει.

«Ανδρέα…» πήγα να του πω, χαμηλώνοντας το βλέμμα μου…

«Καλά πήγε αυτό» μου είπε χαχανίζοντας νευρικά, περνώντας το χέρι του στα μαλλιά του, και η αλήθεια είναι ότι εκεί μου έφυγε ο ελέφαντας που είχε καθίσει προς στιγμή στο στήθος μου.

Σηκώθηκε αργά από το κρεββάτι. «Πάω… πάω να ξεπλύνω την ντροπή μου» είπε, σκουπίζοντας ιδρώτα από το μέτωπό του.

«Και τι θα φορέσεις;» ρώτησα, καθόμενη στο κρεββάτι.

«Τι να φορέσω;» Σήκωσε τους ώμους του απογοητευμένα. «Έτσι όπως έγινα, και μιας και το μαγιό στεγνώνει, σκέτη τη βερμούδα.» Σηκώθηκε και πήγε μέσα με κουρασμένα βήματα. Άκουσα το νερό να τρέχει. Χτύπησα απαλά την πόρτα.

«Έχεις κλείσει την κουρτίνα;»

«Ναι, γιατί ρωτάς;» είπε από μέσα, με φωνή που ακουγόταν πιο χαλαρή.

«Γιατί μπαίνω μέσα!»

«Δεν έχω τελειώσει!»

«Με τι θα σκουπιστείς; Ξέχασες να πάρεις πετσέτα!»

«Είναι και αυτό» παραδέχτηκε με ένα νευρικό γελάκι.

Φόρεσα βιαστικά μια μπλούζα για να μην είμαι τελείως γυμνή και βγήκα στα πεταχτά έξω, πήρα την πετσέτα του. Ήταν νωπή ακόμα αλλά τι να έκανα; Μπήκα μέσα και επέστρεψα στην τουαλέτα. Είχε κλείσει το νερό αλλά δεν είχε με τι να σκουπιστεί. Πήγα μέσα με διστακτικά βήματα. Το μποξεράκι του ήταν στο νιπτήρα. Μαγνητισμένη είδα το άσπρο γαλακτερό υγρό στα σημεία που δεν είχε απορροφηθεί. Έκανα παύση, κοιτάζοντας περίεργα, και μετά πέρασα διστακτικά το χέρι μου από ένα τέτοιο σημείο και μάζεψα λίγο στο δάχτυλό μου.

«Μου έφερες πετσέτα;» με ρώτησε ο Ανδρέας κάνοντάς με να τιναχτώ και να κρύψω γρήγορα το χέρι μου.

«Στη... στην περνάω πάνω από την κουρτίνα» του είπα τραυλίζοντας ελαφρά. Του την έδωσα και την πήρε με ένα ευγνώμον «ευχαριστώ».

Στο δάχτυλό μου είχε λίγο από το σπέρμα του. Η Μαρία και η Ελένη έλεγαν ότι το κατάπιναν. Πώς να ήταν άραγε, αναρωτήθηκα φευγαλέα. Διστακτικά έφερα το δάχτυλό μου στο στόμα μου και το πιπίλησα απαλά. Ήταν στιφό, δεν μπόρεσα να καταλάβω γεύση. Άκουσα ένα θόρυβο και σάμπως να ξύπνησα από τον υπνωτικό λήθαργο στον οποίο είχα πέσει, κουνώντας το κεφάλι μου.

Άνοιξα τη βρύση του νιπτήρα και άφησα να πέσει καυτό νερό στο μποξεράκι του.

«Φοίβη, τι κάνεις;» με ρώτησε από πίσω από την κουρτίνα.

«Σου πλένω το μποξεράκι» απάντησα φυσικά, ενώ άρχισα να το τρίβω.

Αυτό ήταν μάλλον υπερβολικό για τον Ανδρέα που άνοιξε με τη μία την κουρτίνα, κοιτάζοντάς με με απορία. Είχε τυλιχτεί με την πετσέτα αλλά ήταν κόκκινος.

«Τι έκανες είπες; Δεν άκουσα καλά;» έκανε ότι καθαρίζει το αφτί του.

«Εγώ σε έκανα να λερωθείς, εγώ θα στο καθαρίσω» είπα αποφασιστικά, χωρίς να σταματήσω το τρίψιμο.

«Ρε Φοίβη….» είπε με έκδηλη αμηχανία.

«Δεν ακούω κουβέντα» είπα κάνοντάς του STOP με το χέρι. «Πήγαινε σε παρακαλώ μέσα να ντυθείς και να ξαπλώσεις και σε λίγο έρχομαι κι εγώ.»

Τι να κάνει ο φουκαράς, με άφησε και πήγε μέσα με αργά βήματα. Έριξα απορρυπαντικό και άρχισα να τρίβω προσεκτικά για αρκετή ώρα. Το ξέπλυνα με καυτό σχεδόν νερό και επανέλαβα την όλη διαδικασία. Όταν ένιωσα ότι το έχω πλύνει επαρκώς το ξέπλυνα μια τελευταία φορά και το στράγγισα προσεκτικά.

Δεν ήμουν σίγουρη ότι θα προλάβαινε να στεγνώσει το βράδυ—η ώρα είχε πάει 22:00 σχεδόν. Όπως και να έχει, πήγα και το άπλωσα μαζί με την πετσέτα, τεντώνοντάς το καλά. Κλείδωσα και γύρισα στο δωμάτιο με αργά βήματα. Ο Ανδρέας είχε κάτσει από την έξω μεριά, με τα χέρια του στα γόνατά του. Ανέβηκα στο κρεββάτι και πήγα στη μέσα μεριά, καθιστώντας απέναντί του.

«Συγνώμη που… που…» άρχισε, κοιτάζοντας τα χέρια του.

«Μη ζητάς συγνώμη...» τον διέκοψα απαλά. «Μπορεί… μπορεί να ευχήθηκα σε μια στιγμή η γη να ανοίξει και να με καταπιεί αλλά…» Έκανα παύση και τον κοίταξα στα μάτια. «Φοίβη μου;»

«Ναι;» απάντησα, γέρνοντας ελαφρά προς το μέρος του.

«Το ευχαριστήθηκα! Πολύ το ευχαριστήθηκα!» είπε με ένα πλατύ χαμόγελο και έβαλε τα γέλια, κουνώντας το κεφάλι του, παρασέρνοντας και μένα. Με το γέλιο έβγαλα όλη την υπερένταση. Γέλασα μέχρι που με πόνεσε η κοιλιά μου, κρατώντας τη με τα χέρια μου, μέχρι που τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν και έπρεπε να τα σκουπίσω.

Ήμουν ευτυχισμένη.


07. Πατατάκια αργότερα…

Ανδρέας

Ήμουν ξαπλωμένος ανάσκελα με την Φοίβη να κοιμάται στην αγκαλιά μου, το κεφάλι της στηριγμένο στο στήθος μου. Είχαν περάσει κιόλας τρεις εβδομάδες που είμασταν μαζί. Κάτι μουρμούρισε στον ύπνο της και με έσφιξε απαλά, κάνοντάς με να χαμογελάσω.

Ήμουν ερωτευμένος μέχρι τα μπούνια, όχι ότι η κυρία πήγαινε πίσω. Από την πρώτη μέρα που είμασταν μαζί μετά το πρώτο φιλί στη Χιτζάζ, ούτε μια νύχτα δεν πέρασε που να κοιμηθήκαμε χώρια ο ένας από τον άλλον—πότε στο δικό μου σπίτι, πότε στο δικό της.

Με την Ευτυχία είχαμε μιλήσει τελευταία φορά την Τετάρτη το βράδυ, μόλις είχα γυρίσει από το πρώτο μου ραντεβού με τη Φοίβη. Ξαναμίλησα μαζί της τη Δευτέρα, την επόμενη μετά του μπάνιου στο Κοκκίνη Χάνι. Είχα γυρίσει στο σπίτι μετά το μάθημα και σε μισή ώρα περίμενα την Φοίβη που είχε πει ότι θα περάσει από το σπίτι μου όταν τελειώσει με το διάβασμά της.

Πήρα τηλέφωνο σπίτι και μίλησα με τη μάνα μου και μετά με τον πατέρα μου. Μετά ζήτησα την Ευτυχία, περπατώντας νευρικά μέσα στο σαλόνι.

«Έλα μικρή τι κάνεις; Πώς σου φαίνεται το Πανεπιστήμιο;»

«Τι να σου πω… πρώτες μέρες… ακόμα απίστευτο μου φαίνεται.» Την άκουσα να αναστενάζει. «Αλλά είναι αρκετή ταλαιπωρία, θα με φάνε οι συγκοινωνίες.»

«Έτσι είναι αυτά, η επιστήμη απαιτεί θυσίες!» της είπα γελώντας.

«Λέει ο κύριος που μένει πέντε λεπτά από το πανεπιστήμιο….»

«Και που τον χωρίζει μια θάλασσα από το πατρικό του» συμπλήρωσα με μελαγχολία.

«Αλήθεια, τι κάνει η Φοίβη;» με ρώτησε περίεργα. «Μετέφερες της τους χαιρετισμούς μου;»

Εκείνη την ώρα χτύπησε η πόρτα.

«Δώσε μου μισό» είπα στην αδερφή μου και πήγα να ανοίξω την πόρτα με γρήγορα βήματα. Ήταν η Φοίβη με δυο σακούλες στο χέρι, χαμογελώντας πλατιά. Έκλεισα την πόρτα και με φίλησε πεταχτά στο στόμα. «Σε ζητάνε στο τηλέφωνο» της είπα, δείχνοντας προς το τηλέφωνο.

«Ορίστε;» με ρώτησε γεμάτη απορία, σηκώνοντας τα φρύδια της.

«Σε ζητάνε στο τηλέφωνο, πήγαινε» της είπα χαμογελώντας αινιγματικά και πήρα τις σακούλες και τις άφησα στην κουζίνα.

«Παρακαλώ;» την άκουσα να λέει στο τηλέφωνο με διστακτική φωνή. «Ποιος είναι; Ποιος; Αααααα Ευτυχία!!!! Τι κάνεις βρε ψυχή;» Η φωνή της έγινε πιο ζωηρή και ενθουσιώδης. «Καλά καλά! Ναι ναι!! Εχμ… εχμ… yup. Σοβαρά! Ναι ναι… κεραυνοβοληθήκαμε, τι να πω…» Την έβλεπα να χειρονομεί ενώ μιλούσε. «Από την Παρασκευή που μας πέρασε. Δε σου είπε τίποτα ε; Χαχαχαχαχα ναι ναι. Σοβαρά; Χαχαχαχα… ναι…» Γέλασε δυνατά. «Κι εγώ χάρηκα πολύ-πολύ που σε άκουσα. Ναι, ναι, στον δίνω» είπε και μου έδωσε το τηλέφωνο με ένα πλατύ χαμόγελο.

«Έλα» είπα παίρνοντας το τηλέφωνο.

«Το δεκαχίλιαρό μου πίσω!» μου είπε και έβαλα τα γέλια, κουνώντας το κεφάλι μου.

«Πολύ αργά για δάκρυα!»

«Πώς έγινε;»

«Ε, πώς γίνονται αυτά τα πράγματα.» Έκανα παύση, κοιτάζοντας τη Φοίβη που με παρακολουθούσε περίεργα. «Θυμάσαι στο πάρτι που την είχα πάρει για χορό και δεν την άφησα μέχρι το τέλος της βραδιάς. Την είχα κατασυμπαθήσει από τότε. Ε, προχθές που την είδα…» έκανα παύση, «όπως είπε και η Καρέζη μου φούντωσε. Ε, της φούντωσα κι εγώ και τόμπολα.»

«Τι να πω…» είπε η Ευτυχία και συνεχίσαμε για λίγο τη συζήτηση.

Εκείνη την μέρα η Φοίβη ήρθε και μου έφτιαξε μακαρονάδα—τα υλικά κουβαλούσε στις σακούλες. Λένε ότι ο έρωτας περνάει από το στομάχι αλλά… εμένα με είχε περάσει σούβλα.

Δεν μπορούσε να με πιάσει ύπνος από την υπερένταση. Στις 06:00 θα έπρεπε να κατέβουμε στο λιμάνι—σήμερα ερχόταν το αυτοκίνητο. Το νέο μας αυτοκίνητο είχε έρθει προχθές και όπως μου είχε υποσχεθεί ο πατέρας μου χθες το φόρτωσε το παλιό στο πλοίο. Αλλά η ώρα είχε πάει 02:00 και μπορεί η Φοίβη να κοιμόταν του καλού καιρού αλλά εμένα ύπνος γιοκ.

Τη χάιδεψα απαλά στα μαλλιά και μου μουρμούρισε ξανά κάτι στον ύπνο της, κάνοντάς με να χαμογελάσω τρυφερά. Παρά το γεγονός ότι σήμερα ήταν Παρασκευή και δεδομένου του πρωινού ξυπνήματος, σήμερα κάτσαμε μέσα και είδαμε τηλεόραση και συνεχίσαμε την ανάγνωση του Moby Dick μέχρι που μας έπιασε και τους δύο νύστα. Πέσαμε να κοιμηθούμε αλλά εγώ δεν τα κατάφερα και κάπως έτσι το έριξα στην ταβανοθεραπεία, κοιτάζοντας το ταβάνι.

Τρεις εβδομάδες. Κάθε μέρα, μου έφτιαχνε πρωινό, κάθε μέρα! Δεν είμαι του πρωινού—στην αρχή έτρωγα με το ζόρι σχεδόν για να μη τη δυσαρεστήσω. Σιγά-σιγά είχα αρχίσει και το συνήθιζα και ομολογώ ότι από τις μέρες που άρχισα να τρώω πρωϊνό το υπόλοιπο της κάθε μέρας βελτιώθηκε. Για αρχή παρατήρησα ότι ελάττωσα τους καφέδες που έπινα—παλιότερα έπινα τουλάχιστον δύο, μπορεί και τρεις μέχρι το μεσημέρι. Τώρα μου αρκούσε ο πρωινός, άντε και να πάρω και δεύτερο προς το μεσημέρι, δεύτερο που διαρκούσε μέχρι το απόγευμα.

Το μεσημέρι τρώγαμε στη λέσχη—όποτε δηλαδή τρωγόταν το φαγητό της—αλλιώς Αθηνά ή Murcianos αν είχαμε αρκετό κενό. Μου άρεσε που κοιμόμασταν μαζί κάθε βράδυ αλλά μου άρεσαν και τα ήσυχα απογεύματα που περνούσαμε διαβάζοντας εγώ τα μαθήματά μου και εκείνη τα δικά της. Μέχρι τότε απέφευγα να διαβάζω με παρέα καθώς κάθε φορά που το είχα δοκιμάσει αποσπούνταν η προσοχή μου, αλλά με τη Φοίβη—που στη θεωρία θα ήταν ακόμα πιο εύκολο να αποσπαστεί η προσοχή μου—λειτουργούσε μια χαρά.

Ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο, ένα φιλάκι αν κάποιος σηκωνόταν να πάει να βάλει νερό ή να φτιάξει καφεδάκι, ήταν ό,τι ενθάρρυνση χρειαζόμασταν είτε ο ένας είτε η άλλη για να βουτήξουμε και πάλι το κεφάλι μας στα βιβλία και στα γραψίματα.

«Δεν κοιμάσαι;» με ρώτησε με νυσταγμένη φωνή η Φοίβη, κουνώντας ελαφρά το κεφάλι της.

«Προσπαθώ καρδούλα μου αλλά έχω υπερένταση» της απάντησα απαλά, στρίβοντας μια τούφα από τα μαλλιά της γύρω από το δάχτυλό μου.

«Θέλεις να σου φτιάξω μια ζεστή σοκολάτα;» ρώτησε, σηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι της για να με κοιτάξει.

«Όχι ματάκια μου, κοιμήσου εσύ, θα κοιμηθώ κι εγώ» της είπα τρυφερά, χαϊδεύοντάς τη στο μάγουλο.

«Όχι, θα σου φτιάξω σοκολάτα!» μου δήλωσε αποφασιστικά και σηκώθηκε από το κρεββάτι, τεντώνοντας τα χέρια της.

Χαμογέλασα βλέποντας την αποφασιστικότητά της και σηκώθηκα και πήγα κι εγώ στην κουζίνα για να της κάνω παρέα. Δεν έπινα σοκολάτα αλλά από τότε που άρχισε να κοιμάται εδώ η Φοίβη—και μιας και εκείνη είχε δηλώσει ότι της αρέσει να πίνει μια ζεστή σοκολάτα πριν πέσει για ύπνο—είχα πάει και είχα πάρει. Είχε βάλει νερό στο βραστήρα και περίμενε να ζεσταθεί, στηρίζοντας τα χέρια της στον πάγκο. Πήγα από πίσω την και την αγκάλιασα απαλά, τη φίλησα τρυφερά στο σβέρκο.

«Σ’ ευχαριστώ μωρό μου.»

Αντί απάντησης γύρισε στην αγκαλιά μου και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα. Λίγη ώρα αργότερα το νερό είχε βράσει οπότε έριξε πρώτα το κακάο, από πάνω λίγο νερό και άρχισε να το ανακατεύει με κυκλικές κινήσεις. Όταν διαλύθηκε η σοκολάτα έβαλε μπόλικο γάλα και συμπλήρωσε το υπόλοιπο με το βραστό νερό. Έφτιαξε και μια κούπα για τον εαυτό της και όταν τελείωσε καθίσαμε στο τραπέζι, το ένα απέναντι από το άλλο.

«Ουφ, θα ήθελα κάτι γλυκό τώρα» είπε, ακουμπώντας το πιγούνι της στο χέρι της.

«Από αύριο θα μπορούμε να κατέβουμε κέντρο να πάρουμε κρέπα!» είπα με ενθουσιασμό, κάνοντάς την να βγάλει μια σιγανή τσιρίδα χαράς και να χτυπήσει παλαμάκια—ήταν μια ζωγραφιά!

«Δε μου έχεις πει, τι χρώμα είναι το αυτοκίνητο;»

«Πορτοκαλί μεταλλικό» της απάντησα χαμογελώντας μέχρι τα αφτιά. «Τους θυμάσαι τους Ντιουκς; Ε, ίδιο περίπου χρώμα με το στρατηγό Λι, λίγο πιο σκούρο.»

«Αχ, πολύ όμορφο! Ναι, ναι τους θυμάμαι!» είπε ενθουσιασμένα, κουνώντας το κεφάλι της.

«Κοντός ψαλμός αλληλούια, σε μερικές ώρες θα το δούμε από κοντά!»

«Και πως θα το πούμε;»

«Τι εννοείς;»

«Πώς θα το ονομάσουμε;»

«Το αυτοκίνητο;»

«Τι, χωρίς όνομα θα το αφήσουμε;» μου είπε με παραπονεμένη φωνή, κάνοντας μουσουνίτσα.

«Δεν το είχα σκεφτεί! Τι να σου πω, έχεις να προτείνεις κάποιο όνομα;»

«Αμέ! Θρασύβουλα!» μου είπε με λαμπερά μάτια, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Πώς σου ήρθε πάλι αυτό;»

«Από τον Ατσίδα που είδαμε προχθές. Μ’ αρέσει το Θρασύβουλας!» μου δήλωσε, σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά από το στήθος της και κάνοντάς μου αυστηρό μορφασμό.

«Ό,τι θέλει το κορίτσι μου» της είπα χαμογελώντας σα χαζό.

Ήπια μια δοκιμαστική γουλιά από τη σοκολάτα. Ήταν ζεστή αλλά όχι σε σημείο που θα μπορούσα να καώ οπότε ήπια μια μεγαλύτερη, νιώθοντας τη ζέστη της στο στήθος μου. Ήπια και δεύτερη.

«Αύριο το βράδυ θα δεις και το Ρέθυμνο» της είπα. «Θα πάρουμε μαζί μας και Τάσο, Ελένη και Μαρία, ο Νίκος είναι ήδη εκεί...» έκανα παύση, «την Κυριακή έχει να πάει σε βαφτίσια οπότε θα γυρίσει την Κυριακή το βράδυ.»

«Ωραία» είπε χαρούμενα, κουνώντας τα πόδια της κάτω από το τραπέζι.

«Ναι, και θα πάμε από το απογευματάκι κιόλας να σουλατσάρουμε και πριν πέσει ο ήλιος.» Ακούμπησα προς τα πίσω στην καρέκλα μου. «Θα φύγουμε από εδώ στις 17:00, είναι περίπου μια ώρα δρόμος, κατά τις 18:00 θα είμαστε εκεί.»

«Το βράδυ που θα πάμε; Σε ρωτάω για να ξέρω τι να φορέσω.»

«Το βράδυ ταβέρνα αρχικά και μετά σε κλαμπάκι.» Έκανα παύση, χαμογελώντας πονηρά. «Ο Τάσος θα βγάλει τα σπασμένα μου έχει δηλώσει οπότε όπως καταλαβαίνεις θα πιει τις κάλτσες του. Εγώ από την άλλη θα είμαι προσευχή και περισυλλογή.»

«Ναι, εσύ οδηγάς.» Χτύπησε το δάχτυλό της στο τραπέζι σκεπτικά. «Ε, μπορείτε να εναλλάσσεστε με τον Τάσο και στην τελική-τελική αν θέλετε να πιείτε και οι δύο πάμε κάπου με λεωφορείο και γυρνάμε με ταξί, δε χάθηκε δα ο κόσμος!»

Δεν είπαμε κάτι άλλο, τελειώσαμε τη σοκολάτα μας και επιστρέψαμε στο δωμάτιο. Η Φοίβη ήθελε να είναι προς τα μέσα, προς τη μεριά του τοίχου, είτε στο σπίτι της είτε στο δικό μου. Εμένα δε με ενδιέφερε ιδιαίτερα αν και ομολογώ ότι το να κοιμάμαι απ’ έξω βόλευε καμιά φορά το βράδυ, ειδικά αν είχαν προηγηθεί μπύρες!

Την άφησα να περάσει προς τα μέσα και ξάπλωσα κι εγώ. Γυρίσαμε ο ένας προς τον άλλον και αρχίσαμε να φιλιόμαστε απαλά. Στις τρεις εβδομάδες που είμασταν μαζί είχαμε προχωρήσει αρκετά—είχαμε αρχίσει να χαϊδεύουμε ο ένας τον άλλον και χαμηλά μέχρι κλιμάκωσης. Έβαλα το δεξί μου χέρι πάνω στο στήθος της, πάνω από τη μπλούζα που φορούσε και άρχισα να την τρίβω απαλά. Σταμάτησα και την κοίταξα στα μάτια.

«Δε μας βλέπω να κοιμόμαστε αν συνεχίσουμε»

«Ο ύπνος είναι υπερτιμημένος» μου απάντησε σκανταλιάρικα η Φοίβη και με κόλλησε πάνω της φιλώντας με ακόμα πιο παθιασμένα.

Αφού το κορίτσι είχε ορέξεις ποιος ήμουν εγώ να της χαλάσω το χατίρι; Τη σήκωσα και της έβγαλα τη μπλούζα και όταν ξάπλωσε άρχισα να της μαλάζω με περισσότερη δύναμη το στήθος. Κατέβηκα και πήρα τη ρόγα της στο στόμα μου και την ρούφηξα δυνατά κερδίζοντας ένα στεναγμό της. Τη δάγκωσα απαλά ενώ κατέβασα το χέρι μου χαμηλά, περίπου στο ύψος του εφηβαίου και άρχισα να τη χαϊδεύω γύρω γύρω.

Της άρεσε πολύ όταν το έκανα αυτό, να τη χαϊδεύω γύρω από το αιδοίο της αλλά χωρίς να πηγαίνω αμέσως σε αυτό. Πέρασα το χέρι μου μέσα από το κιλοτάκι της και τη χάιδεψα απαλά μέχρι σχεδόν την κλειτορίδα της αλλά εκεί σταμάτησα και πέρασα το χέρι μου στο πλάι χαϊδεύοντάς τη γύρω γύρω από τα χείλη της. Οι ανάσες της είχαν γίνει κοφτές και η γλώσσα της είχε μείνει σχεδόν ακίνητη. Συνέχισα αυτό το γλυκό βασανιστήριο για αρκετή ώρα και μετά πλάγιασα όλη την παλάμη μου πάνω της αγκαλιάζοντάς την τελείως.

Ήταν μούσκεμα. Με το δάχτυλο μου άρχισα σιγά-σιγά και απαλά να τρίβω την κλειτορίδα της. Οι στεναγμοί της είχαν ενταθεί. Έβαλα λίγο δάχτυλο, ένιωθα να μπαίνει σε λιωμένο βούτυρο. Την έπαιξα για λίγο με το δάχτυλο και μετά συνέχισα να της τρίβω με κυκλικές κινήσεις την κλειτορίδα της, πότε πότε πιέζοντάς την προς τα κάτω και κάθε φορά που το έκανα αυτό κοβόταν η ανάσα της και όταν εξέπνεε το έκανε πάντα με συνοδεία σιγανού βογγητού.

Όσο την έτριβα η Φοίβη κατέβασε το χέρι της και το πέρασε μέσα από το μποξεράκι μου χουφτώνοντάς το όργανό μου που ήταν ορθωμένο σαν κατάρτι. Την είχα αφήσει να το κάνει με το δικό της ρυθμό, στην αρχή διστακτικά πάνω από το μποξεράκι και συνέχισε έτσι για δυο-τρεις μέρες μέχρι που ένιωσε άνετα να περάσει το χέρι της κάτω από το μποξεράκι μου.

Είχε γοητευτεί με την αίσθηση του οργάνου μου στα χέρια της και παρόλο που της άρεσε να με χαϊδεύει και να με χουφτώνει τις πρώτες φορές δεν το είχε δει καν, δε μου είχε ζητήσει να κατεβάσω το μποξεράκι μου, άγγιζε και χάιδευε χωρίς να βλέπει. Το αντίθετο είχε συμβεί νωρίτερα, ουσιαστικά από την πρώτη φορά που τη χάιδεψα κάτω από το κιλοτάκι με άφησε να της το κατεβάσω και να μείνει τελείως γυμνή μπροστά μου.

Δεν ήταν ούτε λίγες μέρες που μου κατέβασε το μποξεράκι τελείως. Είχε ξαπλώσει πάνω στο στήθος μου και μου έπαιζε το όργανο απαλά με το δεξί της χέρι παρακολουθώντας το σχεδόν μαγνητισμένη. Δεν το έκανε καλά στην αρχή και την καθοδήγησα εγώ στο πώς πρέπει να το πιάνει και πώς να το παίζει. Και έμαθε γρήγορα. Ποτέ δεν είχαμε χρησιμοποιήσει χαρτομάντιλο, πάντα τέλειωνα στα χέρια της.

Και όμως ακόμα και έτσι ακόμα δεν μέναμε τελείως γυμνοί ο ένας με τον άλλον, πάντα φορούσαμε εσώρουχο και δεν είχαμε μπει ακόμα στο μπάνιο παρέα.

Το σώμα της άρχισε να τραντάζεται και τεντώθηκε ενώ της ξέφυγε μια φωνούλα, η Φοίβη δεν φώναζε, έβγαζε πάντα χαμηλές φωνούλες ακόμα και όταν κλιμάκωνε. Τεντώθηκε πάλι και άρχισα να την χαϊδεύω πιο γρήγορα, πιέζοντας πιο δυνατά την κλειτορίδα της, νιώθοντας το τέλος της να είναι κοντά.

Της ξέφυγε ένα αναφιλητό το οποίο συνοδεύτηκε ακόμα από ένα τέντωμα και μια σιγανή φωνούλα και εκεί μου έπιασε το χέρι και μου το σταμάτησε, πάντα το έκανε αυτό όταν τελείωνε γιατί όπως μου είχε εξηγήσει η περιοχή γινόταν εξαιρετικά ευαίσθητη και πονούσε μετά την κλιμάκωση.

Μου χαμογέλασε και με έβαλε να κάτσω ξαπλωτός. Μου χούφτωσε τα μπαλάκια και μετά πήρε το όργανό μου στο χέρι της και άρχισε να το παίζει απαλά. Έκλεισα τα μάτια μου και αφέθηκα στο χάδι της.

«Μωρό μου,» μου είπε βραχνά «θέλω να σε κάνω να τελειώσεις.»

Άνοιξα τα μάτια μου και την κοίταξα. Έφερε την παλάμη της στο στόμα της και την έγλειψε απίστευτα ερωτικά και κατέβασε το χέρι της στο όργανό μου και άρχισε να με παίζει. Μου γύρισαν σχεδόν τα μάτια στις κόγχες τους από την αίσθηση, το χέρι της με έπαιζε κάνοντας κυκλικές κινήσεις. Κάποια στιγμή το σάλιο είχε στεγνώσει και κολλούσε και άρχισε να με πονάει λίγο.

«Σάλιωσέ το μωρό μου»

Εννοούσα να σαλιώσει το χέρι της όπως έκανε κάθε φορά αλλά εκεί η Φοίβη έκανε κάτι άλλο και ήμουν που ήμουν με αποτρέλανε. Σταμάτησε και χαμήλωσε πάνω από το όργανό μου και… και το πήρε στο στόμα της. Άνοιξα τα μάτια μου και την κοίταξα κατάπληκτος.

«Φοίβη…» πήγα να της πω αλλά εκείνη μου χαμογέλασε.

«Δε σου αρέσει;» μου είπε και τον ξαναπήρε στο στόμα της.

Δεν απάντησα, τι να απαντήσω; Μου είχε κοπεί η μιλιά. Η Φοίβη συνέχισε να το κάνει αυτό με το στόμα της, παίρνοντάς τον σχεδόν μέχρι τη μέση του. Τις πρώτες φορές με ακούμπησε με τα δόντια της αλλά το κατάλαβε μόνη της και τώρα το έκανε μόνο με τα χείλη της.

Τραβήχτηκε έξω και με το κεφαλάκι στα χείλη της άρχισε και πάλι να παίζει το όργανό μου το οποίο πλέον ήταν επαρκώς σαλιωμένο. Πότε πότε σταματούσε και με έπαιρνε στο στόμα της για 5-6 κινήσεις και μετά τραβιόταν και πάλι μέχρι που έβγαινε σχεδόν όλος έξω και εκεί άρχιζε και πάλι το παιχνίδι με το χέρι της και τις κυκλικές κινήσεις.

«Τραβήξου» της είπα νιώθοντας το τέλος να έρχεται και εκείνη αντί να τραβηχτεί με πήρε στο στόμα της. Είχα περάσει το σημείο της μη επιστροφής, από εκεί και πέρα ήταν αδύνατο να σταματήσω. Εκσπερμάτωσα με σπασμούς μέσα στο στόμα της βιώνοντας τον πιο έντονο οργασμό της μέχρι τότε ζωής μου.

Νόμιζα ότι ονειρευόμουν, τον είχα παίξει πολλές φορές φαντασιωνόμενος αυτό ακριβώς το πράγμα αλλά δεν πίστευα μέσα μου ότι θα το ζήσω στην πραγματικότητα. Είχα κάνει σεξ, δεν ήμουν πρωτάρης, αλλά στοματικό μέχρι τέλους δε μου είχε κάνει καμία από τις σχέσεις μου.

Με κοίταξε στα μάτια και μέχρι να πεθάνω, ποτέ μου δε θα μπορέσω να ξεχάσω αυτό το βλέμμα.

«Κάτσε μωρό μου να σου φέρω μια χαρτοπετσέτα»

«Δε χρειάζεται» μου είπε χαμογελώντας και ανέβηκε προς τα μένα.

Δεν το σκέφτηκα ούτε δευτερόλεπτο, την έφερα προς τα πάνω και τη φίλησα βαθιά στο στόμα, κρατώντας το πρόσωπό της απαλά στα χέρια μου. Μετά… μετά από αυτό που έκανε… αυτό ήταν το λιγότερο. Θύμωσα με τον εαυτό μου που δεν είχε βρει το θάρρος να της κάνει στοματικό ενώ το λαχταρούσα τόσο πολύ. Να τώρα που η Φοίβη μου έβαλε τα γυαλιά.

«Σου άρεσε μωρό μου;» με ρώτησε σχεδόν με παιδική αθωότητα, κοιτάζοντάς με τα μάτια της να λάμπουν.

«Αν μου… Δεν… Ήταν το… Δεν έχω…» μάσαγα τα λόγια μου, κουνώντας το κεφάλι μου σαστισμένα—τα είχα χάσει. Η Φοίβη έβαλε τα γέλια, καλύπτοντας το στόμα της με το χέρι της.

«Κατάλαβα, σου άρεσε» μου είπε χαρούμενη, χαμογελώντας πλατιά.

«Να σου εξομολογηθώ κάτι;» ρώτησα, ακουμπώντας το χέρι μου στο μάγουλό της.

«Αμέ!» απάντησε ενθουσιασμένα.

«Ξέρεις… ήθελα να στο κάνω κι εγώ αυτό…» έκανα παύση, χαμηλώνοντας το βλέμμα μου, «εννοώ το ανάλογο… και…» Αναστέναξα. «Δεν ξέρω κώλωνα. Και τώρα…» Την κοίταξα στα μάτια. «Νιώθω λίγο άσχημα που….»

«Αρκεί να το θέλεις ο ίδιος, όπως το ήθελα εγώ και το έκανα.» Μου χάιδεψε το στήθος απαλά. «Μόνο έτσι.»

«Αλήθεια το θέλω.» Έπιασα το χέρι της και το έσφιξα. «Το λαχταράω πραγματικά αλλά δεν ξέρω τι με έπιανε…» Κούνησα το κεφάλι μου. «Δεν ξέρω, φοβόμουν μη σε φέρω σε δύσκολη θέση….»

«Δε με φέρνεις σε δύσκολη θέση.» Χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Αν… αν δω ότι κάτι είναι υπερβολικό θα στο πω, το έχω κάνει ήδη και γι' αυτό νιώθω τόσο άνετα και ασφαλής μαζί σου.» Έκανε παύση, παίζοντας με τα μαλλιά μου. «Γιατί κάθε φορά που στο είπα σταμάτησες αμέσως χωρίς να κακιώσεις και χωρίς να σου χαλάσει η διάθεση.» Γέλασε ντροπαλά. «Αλλά όχι τώρα, τώρα να κοιμηθούμε.»

Την πήρα στην αγκαλιά μου και την έσφιξα τρυφερά. Σκεπαστήκαμε καλά με το χράμι—είχε αρχίσει να κάνει δροσούλα και σε λίγο μας πήρε και τους δύο ο ύπνος.

Στις 05:45 χτύπησε το ξυπνητήρι. Σηκώθηκα παραπατώντας και το έκλεισα βιαστικά. Η Φοίβη κοιμόταν του καλού καιρού—η αλήθεια είναι ότι κοιμάται λίγο βαριά. Έκανα την πρωινή μου τουαλέτα και έριξα κάμποσο νερό στο πρόσωπό μου για να ξυπνήσω. Όταν τέλειωσα και με το πλύσιμο των δοντιών πήγα και ξύπνησα και την ωραία κοιμωμένη.

«Έλα κοριτσάρα μου ξύπνα» της είπα χαϊδεύοντάς την απαλά στον ώμο.

«Μμμμμ» μουρμούρησε, γυρίζοντας προς το μέρος μου.

Της πήρε λίγη ώρα. Όταν είδα ότι σηκώθηκε πήγα και κάλεσα ραδιοταξί. Με πληροφόρησαν ότι σε 10 λεπτά το πολύ θα ήταν απ' έξω. Άκουσα το καζανάκι και μετά νερό να τρέχει. Βγήκε τρία-τέσσερα λεπτά αργότερα, φορώντας μόνο το μπλουζάκι και εσώρουχο κάτω. Μπήκε στο δωμάτιο και όπως έσκυψε να πιάσει το σουτιέν της την είδα και ξεροκατάπια.

Είχε υπέροχο κώλο και μου άρεσε και να τον βλέπω αλλά και να τον χουφτώνω αλλά η αλήθεια είναι ότι ήθελα κι άλλα… αλλά τι θα θες, ήταν πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο, αν δηλαδή υποθέσουμε ότι θα γινόταν ποτέ κάτι τέτοιο.

Ωραία, μου έγινε πάλι κάγκελο.

Αναστέναξα και πήγα κι εγώ μέσα και φόρεσα στα γρήγορα το παντελόνι μου να μη με πάρει χαμπάρι. Η Φοίβη έβαλε και ένα μακρυμάνικο μπλουζάκι και το τζιν της και φόρεσε και τα σνίκερς της. Είχε αρχίσει να κάνει ψύχρα το βράδυ και το πρωί αν και το μεσημέρι εξακολουθούσε να έχει σταθερά πάνω από 20 βαθμούς.

«Έτοιμη» μου είπε χαμογελαστή, κουμπώνοντας το τελευταίο κουμπί της. Χαμογέλασα κι εγώ και της έδωσα ένα φιλάκι, που ξεκίνησε πεταχτό και παραλίγο να μας κάνει να βγάλουμε τα ρούχα μας και πάλι, ό,τι είχαμε ντυθεί.

«Φρόνιμα!» της είπα και μου έβγαλε τη γλώσσα της παιχνιδιάρικα.

Πήραμε τα πράγματά μας και βγήκαμε έξω να περιμένουμε το ταξί, το οποίο ήρθε ούτε 2-3 λεπτά αργότερα. Καθίσαμε πίσω και μου έπιασε το χέρι και μου το έσφιξε. Της χαμογέλασα και την πήρα αγκαλίτσα. Έγειρε πάνω μου και έκλεισε πάλι τα μάτια της. Το θηρίο μέχρι να φτάσουμε στο λιμάνι είχε καταφέρει να κοιμηθεί!

Εκείνη την ώρα ερχόταν και το καράβι, ήταν το King Minos. Η Φοίβη δεν είχε δει ποτέ τη διαδικασία της πρόσδεσης από την οπτική του λιμανιού.

«Αφού δεν έχει φτάσει ακόμα πίσω-πίσω, γιατί πετάνε τους κάβους;» ρώτησε γεμάτη περιέργεια, δείχνοντας με το δάχτυλό της.

«Γιατί το πλοίο έχει σταματήσει τις μηχανές του τώρα.» Της έδειξα τη διαδικασία. «Με τη βοήθεια τον κάβων θα δέσει στο λιμάνι» και πράγματι εκείνη την ώρα οι κάβοι τεντώθηκαν και το πλοίο άρχισε να έρχεται σιγά-σιγά προς τα πίσω.

Η μεγάλη πόρτα του γκαράζ ήταν κατεβασμένη ως κάτω αλλά η πόρτα/γέφυρα των πεζών ήταν περίπου στη μέση. Πάνω στην τελευταία ήταν σχεδόν σκαρφαλωμένο ένα μέλος του πληρώματος. Όταν η πόρτα του γκαράζ έφτασε να απέχει 10-15 πόντους ύψος από την προβλήτα, δύο μέλη του πληρώματος πήδησαν και έβαλαν από κάτω τα «χαλιά» πάνω στα οποία θα πατούσε η γκαραζόπορτα. Η πλαϊνή πόρτα κατέβηκε και εκείνη και επαναλήφθηκε η ίδια διαδικασία.

Το καράβι είχε αρκετό κόσμο που περίμενε και στο γκαράζ και στην πόρτα των πεζών. Το πλήρωμα έδωσε το ΟΚ και ο κόσμος άρχισε να κατεβαίνει και σε λίγο άρχισαν να κατεβαίνουν και τα αυτοκίνητα. Περιμέναμε υπομονετικά γύρω στα 15-20 λεπτά για να αρχίσει να αδειάζει το πλοίο μέχρι που πήγα στους υπαλλήλους στη φύλαξη αποσκευών. Έδωσα το όνομά μου και τον αριθμό κυκλοφορίας και τους έδειξα και την ταυτότητά μου.

Μου έδωσαν το κλειδί λέγοντάς μου από που έπρεπε να πάω να πάρω το αυτοκίνητο. Δεν επέτρεψαν στη Φοίβη να έρθει μαζί μου—μόνο ο οδηγός επιτρεπόταν. Τι να κάνει η φουκαριάρα, βγήκε έξω από το καράβι να με περιμένει με κρεμασμένα χέρια. Εγώ προχώρησα προς το βάθος που μου είχαν πει και επιτέλους είδα το αυτοκίνητο. Χαμογελώντας σα χαζός το ξεκλείδωσα και μπήκα μέσα.

Το λάτρευα αυτό το αυτοκίνητο και να που τώρα γινόταν δικό μου—ο πατέρας μου μου το είχε μεταβιβάσει πλήρως. Άνοιξα το ντουλαπάκι, η νέα άδεια κυκλοφορίας ήταν μέσα. Το δίπλωμά μου το κουβαλούσα έτσι κι αλλιώς πάντα μαζί μου. Μου είχε γεμίσει και το ντεπόζιτο.

Χάιδεψα το τιμόνι και τον λεβιέ των ταχυτήτων, φόρεσα τη ζώνη μου και έβαλα μπρος. Κατέβηκα από το πλοίο και έκανα λίγο δεξιά για να μην εμποδίζω τα λίγα οχήματα που είχαν μείνει για να αποβιβαστούν. Σταμάτησα το αυτοκίνητο, βγήκα και έτρεξα να κάνω το γύρο πριν μπει η Φοίβη μόνη της.

«Κυρία μου» της είπα χαμογελαστά και της άνοιξα την πόρτα με μεγαλοπρεπή χειρονομία.

«Καλορίζικο μωρό μου» μου είπε χαμογελώντας. Με πήρε αγκαλιά και μου έριξε ένα ρουφηχτό φιλί στο στόμα. Μπήκε μέσα και άνοιξε το πορτοφόλι της και πέταξε στο πάτωμα ψιλά για το καλορίζικο. Μπήκα και εγώ στη θέση του οδηγού. Η Φοίβη είχε βάλει ήδη τη ζώνη της.

«Λοιπόν, πρώτη στάση Έβερεστ να πάρουμε δύο πίτσες.» Έβαλα το χέρι μου στο τιμόνι. «Μετά που θέλεις να πάμε βόλτα;»

«Όπου θέλεις» μου είπε χαμογελαστή. «Έχω την περιέργεια να δω που βγάζει η Κνωσσού» μου δήλωσε, κοιτάζοντάς με με ενδιαφέρον.

«Κι εγώ δεν έχω πάει ποτέ παραπάνω από την Κνωσσό! Πάμε να δούμε» της είπα και ξεκινήσαμε. Ανεβήκαμε την 25ης Αυγούστου και έβγαλα τα alarm. «Φοίβη μου, μπορείς να κατέβεις εσύ;»

«Και το ρωτάς;» μου είπε, λύνοντας ήδη τη ζώνη της. «Δε μου λες, να πάρω και δύο καφεδάκια; Θα στο κρατάω εγώ το δικό σου!»

«Ζήτα μια βάση γιατί θα έχεις και τις πίτσες!»

«Σωστά!» είπε χτυπώντας το μέτωπό της και έλυσε τη ζώνη της και κατέβηκε. Η ώρα ήταν 06:55 και δεν είχε κόσμο, οπότε σε πέντε λεπτά είχε πάρει τις πίτσες και τους καφέδες. Μπήκε μέσα και μου έδωσε να κρατήσω για λίγο τους καφέδες για να κλείσει την πόρτα και να βάλει τη ζώνη της. Της έδωσα τη χαρτονένια βάση πίσω και ξεκίνησα.

Ανέβηκα τη 1821 και έστριψα στην Αγίου Μηνά προς την πλατεία Κορνάρου μέχρι να βγούμε στην Έβανς και αφού περάσαμε τη Καινούρια Πόρτα βγήκαμε πλατεία Κύπρου και από εκεί Κνωσσού. Καμιά δεκαριά λεπτά μετά περάσαμε από το πανεπιστήμιο και λίγα λεπτά αργότερα και από την Κνωσσό και συνεχίσαμε προς Αρχάνες.

Τελικά φτάσαμε μέχρι τα Πεζά πριν αποφασίσουμε να γυρίσουμε πίσω. Παρά την έξαψη η αλήθεια είναι ότι νύσταζα ακόμα και το απόγευμα θα έπρεπε να πάμε Ρέθυμνο και μετά ξενύχτι.

«Κοριτσάρα μου, λέω να γυρίσουμε στο σπίτι μου να συνεχίσουμε τον ύπνο μας» είπα τρίβοντας τα μάτια μου.

«Ναι μωρό μου, ας γυρίσουμε» μου είπε. Η φουκαριάρα νύσταζε και εκείνη—με το ζόρι κρατούσε τα μάτια της ανοιχτά για να μου κάνει παρέα. Άλλα 35 λεπτά αργότερα πάρκαρα έξω από το σπίτι. Κατεβήκαμε, κλείδωσα το αυτοκίνητο και μπήκαμε μέσα. Δεν είχαμε αγγίξει ούτε τους καφέδες ούτε τις πίτσες. «Θα βάλω τους καφέδες στο ψυγείο για να τους πιούμε όταν ξυπνήσουμε.» Έπιασα τις πίτσες. «Εγώ δεν πεινάω τώρα να σου πω την αλήθεια, εσύ;»

«Ούτε εγώ, το μόνο που θέλω να κάνω τώρα είναι να πέσω στο κρεβάτι και να ξεραθώ» απάντησε χασμουρητό.

Έβαλε τις πίτσες με τη σακούλα τους στο φουρνάκι και πήγαμε στο δωμάτιο. Έβγαλα το τζιν και το μακρυμάνικο t-shirt που φορούσα μένοντας μόνο με το κοντομάνικο μπλουζάκι και το μποξεράκι μου. Η Φοίβη έμεινε και εκείνη με το κοντομάνικο και το εσώρουχό της. Πέρασε μέσα στο κρεββάτι και ξάπλωσα και εγώ δίπλα της. Άνοιξα την αγκαλιά μου και χώθηκε μέσα της, μου έδωσε ένα φιλάκι και εκεί έπεσε εκ νέου η παροχή.

Με ξύπνησε η Φοίβη κατά τις 14:00, σκουντώντας με απαλά.

«Ανδρέα, πρέπει να πάω σπίτι μου.»

«Τι; Τι;» είπα μέσα στον ύπνο μου, τρίβοντας τα μάτια μου.

«Πρέπει να πάω σπίτι μου» μου είπε και ξύπνησα για τα καλά.

«Γιατί; Τι συνέβη;» τη ρώτησα με ξαφνική ανησυχία, σηκώνοντας το κεφάλι μου.

«Γυναικολογικά» μου απάντησε και γύρισε η καρδιά μου στη θέση της.

«Ναι μωρό μου, κάτσε να σε πάω σπίτι σου» είπα σηκώνοντας από το κρεββάτι.

«Έχω αρχίσει και πονάω, γαμώτο δεν την περίμενα σήμερα» είπε κρατώντας την κοιλιά της.

«Δεν πειράζει ματάκια μου, τι λες;»

«Δεν θα είμαι καλή παρέα απόψε…» Κοίταξε κάτω στα χέρια της. «Μήπως καλύτερα να πας μόνος σου;»

«Δεν είμαστε με τα καλά μας» της είπα αγριεμένος, σταυρώνοντας τα χέρια μου. «Δεν υπάρχει περίπτωση, αν δεν μπορείς να έρθεις και εσύ το ακυρώνω και το κανονίζουμε για την ερχόμενη εβδομάδα.»

«Δε θέλω να σας το χαλάσω» επέμεινε, κουνώντας το κεφάλι της.

«Σε παρακαλώ σταμάτα το εδώ γιατί στο τέλος θα εκνευριστώ.» Σήκωσα το χέρι μου. «Να σου πω, σπίτι σου δεν έχεις τηλέφωνο.» Έκανα παύση. «Θες να πάμε να πάρεις ό,τι χρειάζεσαι και να έρθεις εδώ; Επιπλέον εδώ έχω και μπανιέρα αν χρειάζεται να κάνεις ζεστό μπανάκι ενώ στο σπίτι σου έχεις μόνο ντουζιέρα.» Χαμογέλασα. «Ναι, αυτό θα κάνουμε, θα πάμε να πάρουμε ό,τι πράγματα χρειάζεσαι και θα γυρίσουμε εδώ. Αν δεν είσαι σε θέση να πάμε Ρέθυμνο θα πάρω εγώ τα παιδιά τηλέφωνο και θα το ακυρώσω.»

«Είσαι σίγουρος;» ρώτησε, κοιτάζοντάς με στα μάτια.

«Σιγουρότατος.» Την πήρα από το χέρι. «Έχεις ό,τι χρειάζεσαι; Θες να πάω να βρω κάποιο φαρμακείο;»

«Όχι μωρό μου, έχω ό,τι χρειάζεται.»

«Για τον πόνο τι παίρνεις;»

«Μέχρι πριν μερικά χρόνια έπαιρνα Algon αλλά σταμάτησε.» Έκανε γκριμάτσα. «Τώρα παίρνω Ponstan την πρώτη μέρα και αν χρειαστεί τη δεύτερη.»

«Έχεις Ponstan

«Ναι έχω, μου είχε έρθει περίοδος λίγο πριν ξεκινήσουμε τα μαθήματα.»

«Ωραία, και να πάρεις και από το σπίτι σου και αφρόλουτρα και σαπούνια και…» Έκανα παύση, σκεπτικός. «Ή όχι… Θες να πεταχτούμε στο Χαλκιαδάκη αφού πάμε σπίτι σου και αλλάξεις να πάρουμε πράγματα να έχεις και εδώ;»

«Θα πρέπει να κάνω ένα ντουζάκι πρώτα» είπε σηκώνοντας από το κρεββάτι.

«Κανένα πρόβλημα μάτια μου, θα σε περιμένω.» Της χαμογέλασα. «Έλα, πάμε.»

Ντυθήκαμε και οι δύο και βγήκαμε έξω. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και 3 λεπτά αργότερα ήμασταν σπίτι της. Πάρκαρα και κατεβήκαμε. Ο Σίμπα ήρθε και άρχισε να χοροπηδάει κάνοντας χαρές και στους δυο μας, κουνώντας όλο του το σώμα από τον ενθουσιασμό. Τον χαϊδέψαμε και οι δύο και μπήκαμε σπίτι της.

«Μην πάρεις ρούχα για το Ρέθυμνο.» Έβαλα το χέρι μου στον ώμο της. «Πάρε κάτι πρόχειρο για να νιώθεις βολικά, αν τελικά νιώθεις καλά και ότι μπορούμε να πάμε, ερχόμαστε ξανά στο σπίτι σου και φεύγουμε από εδώ.»

«Σε πειράζει να κάτσουμε εδώ μέχρι το απόγευμα;» με ρώτησε, κάθισε στον καναπέ κρατώντας την κοιλιά της. «Αν είναι να πάμε Ρέθυμνο να ετοιμαστώ εδώ που έχω όλα τα πράγματά μου.» Έκανε παύση. «Αν τελικά δεν πάμε Ρέθυμνο, ας πάμε να ψωνίσουμε ότι χρειάζεται και μετά πάμε σπίτι σου.»

«Εντάξει καρδούλα μου, κανένα πρόβλημα» της είπα καθίζοντας δίπλα της.

«Πάω να κάνω ένα ντουζάκι και να αλλάξω» είπε σηκώνοντας αργά.

«Χμμμ, ξεχάσαμε σπίτι μου τις πίτσες και τους καφέδες.» Χτύπησα το μέτωπό μου. «Θα πεταχτώ να τα φέρω όσο κάνεις εσύ το ντους σου.»

«Αν και δεν πεινάω, ένα καφέ θα τον έπινα» μου είπε. «Πάρε σε παρακαλώ τα κλειδιά για να ανοίξεις όταν γυρίσεις, μπορεί να μην έχω τελειώσει ακόμα.»

«Εντάξει καρδούλα μου» της είπα, παίρνοντας τα κλειδιά από το χέρι της. «Έφυγα.»

Πήγα στο σπίτι μου στο τσάκα-τσάκα και πήρα τηλέφωνο τον Τάσο.

«Καλησπέρα.»

«Καλησπέρα Ανδρέα, το πήρες το αυτοκίνητο;»

«Ναι, σήμερα το πρωί.» Έκανα παύση περπατώντας νευρικά. «Να σου πω τώρα, της ήρθαν οι Ρώσσοι της Φοίβης σήμερα και δεν είναι σίγουρο αν θα μπορέσουμε να έρθουμε. Στο λέω για να ξέρεις ότι τελικά μπορεί να πάτε μόνο οι τρεις σας σήμερα Ρέθυμνο.»

«Θα σε σκίσω! Το είχα δέσει ότι σήμερα θα πιώ!»

«Θα κάνεις πέτρα την καρδιά σου» του είπα γελώντας. «Δεν υπάρχει περίπτωση να την αφήσω μόνη της εδώ.»

«Καψούρηηηηηηηηηη» μου είπε κοροϊδευτικά.

«Λες κι εσύ πας πίσω!» του απάντησα. «Όπως και να έχει θα σε ξαναπάρω στις 16:00 να σου πω.» Έκανα παύση. «Αν τελικά έρθουμε, ισχύει ότι είχαμε πει, στο κυλικείο στις 17:00. Αλλιώς θα πρέπει να περάσεις να πάρεις εσύ τη Μαρία από το Μασταμπά αφού πάρεις την Ελένη.»

«Οκ καλώς… Καλά κουράγια πες στη Φοίβη.»

«Ευχαριστώ.»

Παραλίγο να ξεχάσω και πάλι τους καφέδες. Τους θυμήθηκα τελευταία στιγμή όπως και τις πίτσες. Κλείδωσα, μπήκα στο αυτοκίνητο και σε λίγο ήμουν πάλι μπροστά από το σπίτι της Φοίβης. Μπήκα μέσα και άφησα τα πράγματα στο τραπέζι. Άκουσα από μέσα το νερό να τρέχει καθώς κατά τα φαινόμενα δεν είχε τελειώσει με το ντους της. Χτύπησα απαλά την πόρτα του μπάνιου.

«Κοριτσάρα μου γύρισα»

«Βγαίνω σε λίγο» απάντησε μέσα από το ντους.

Πράγματι λίγη ώρα αργότερα βγήκε και πήγε στο δωμάτιό της να αλλάξει. Επέστρεψε μερικά λεπτά αργότερα στο σαλόνι/κουζίνα φορώντας μια γκρι ανοιχτή φόρμα με ροζ ρίγες. Άνοιξε τη βρύση και γέμισε ένα ποτήρι νερό και πήρε το χάπι της.

«Πώς είσαι μωρό μου;» ρώτησα κοιτάζοντάς την με ανησυχία.

«Θα πονάω για λίγη ώρα μέχρι να αρχίσει να πιάνει το χάπι» απάντησε κάθισε στον καναπέ.

«Μίλησα και με τον Τάσο, του είπα ότι μέχρι τις 16:00 θα του πούμε αν θα πάμε όλοι παρέα ή αν θα πάνε οι τρεις τους.»

«Αν θέλεις να πας πήγαινε μωρό μου, πραγματικά, δεν υπάρχει λόγος να κάτσεις εδώ.»

«Θα σου μαυρίσω τον κώλο φουκαριάρα μου» της είπα και μου έβγαλε τη γλώσσα της αλλά ήταν φανερό ότι χάρηκε, τα μάτια της έλαμψαν.

«Δε με βλέπω να είμαι σε θέση» είπε σηκώνοντας τους ώμους της.

«Κανένα πρόβλημα. Θα αράξουμε σπίτι μου και θα δούμε τηλεόραση»

«Θα πάμε σούπερ μάρκετ;»

«Φυσικά, αν το θέλεις κι εσύ όταν θα σου περάσει ο πόνος.» Μέτρησα στα δάχτυλά μου. «Τι θα πάρουμε; Σαμπουάν, φαντάζομαι μαλακτικό… οδοντόβουρτσα έχεις….»

«Σοκολάτα» μου απάντησε μονολεκτικά με λαμπερά μάτια, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. «Και Μερέντα ή Νουτέλα.» Χτύπησε τα χέρια της ενθουσιασμένα. «Ή ακόμα καλύτερα και Μερέντα και Νουτέλα! Θέλω σοκολάτα!» μου είπε με το μάτι να γυαλίζει.

«Θέλεις να πεταχτώ στο περίπτερο να σου πάρω μια σοκολάτα πριν κάνουμε επιδρομή στο super market

Δεν απάντησε, μου πετάρισε τα βλέφαρα παιχνιδιάρικα κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. Σηκώθηκα και πήγα μέχρι το περίπτερο στη στάση. Δεν ήξερα τι σοκολάτα της αρέσει οπότε αποφάσισα να μη το ρισκάρω. Της πήρα μία γάλακτος, μία αμυγδάλου, μία φουντούκι και μία υγείας. Επέστρεψα μετά από λίγο στο σπίτι της.

«Επειδή δεν ήξερα τι να σου πάρω σου πήρα απ' όλα!» της είπα κερδίζοντας μια τσιρίδα χαράς και παλαμάκια.

«Μωρό μου πονάω και δε θέλω να σηκωθώ.» Άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος μου. «Έλα δω να σου δώσω ένα φιλάκι!»

Φυσικά πήγα αμέσως να πάρω την ανταμοιβή μου. Έσκυψα αλλά αντί για πεταχτό φιλάκι που περίμενα με βούτηξε και μου έκανε λαρυγγοσκόπηση. Μετά με άφησε κάτω και πήρε τη σοκολάτα γάλακτος και άρχισε να την τρώει με απόλαυση.

«ΜΜΜ… σοκολάτα! Σοκολάτα!!» Με κοίταξε πονηρά. «Άντε μη σε στείλω και για πατατάκια!»

«Θες να πάω να σου πάρω πατατάκια;» ρώτησα χαμογελώντας.

«Όχι μωρό μου, θα πάμε στο σούπερ μάρκετ και θα πάρουμε.» Έκανε παύση μασώντας. «Και αν γίνεται να βρούμε και ένα φαρμακείο, μου τελειώνουν τα ponstan

«Φυσικά, το ρωτάς;»

Ήπιαμε τα καφεδάκια μας και έφαγε τη σοκολάτα της και με χαζοκουβέντα η ώρα πήγε 15:30.

«Μωρό μου… δεν….» άρχισε να λέει κοιτάζοντάς με με μάτια που ζητούσαν συγγνώμη.

«Εντάξει μωρό μου.» Σηκώθηκα από τον καναπέ. «Άκου, πετάγομαι λίγο στο σπίτι να πάρω τηλέφωνο τον Τάσο….»

«Έχει καρτοτηλέφωνο έξω από την Αθηνά, δε χρειάζεται να πας σπίτι.»

«Δεν έχω τηλεκάρτα»

«Έχω εγώ» μου είπε και άνοιξε την τσάντα της και μου την έδωσε. «Μην τρέχεις σπίτι σου, δεν υπάρχει λόγος.»

«Εντάξει μωρό μου» της είπα και πετάχτηκα στα γρήγορα στην Αθηνά και πήρα τηλέφωνο τον Τάσο και του είπα τα καθέκαστα.

Κίνησα να γυρίσω και θυμήθηκα ότι ήθελε και πατατάκια. Πετάχτηκα απέναντι στο περίπτερο και πήρα δύο πακέτα πατατάκια, ένα απλό και ένα με ρίγανη. Επέστρεψα μετά από λίγο.

«Τάξε μου!» της είπα χαμογελώντας της σκανταλιάρικα, κρύβοντας τα πατατάκια πίσω από τη πλάτη μου.

«Σου τάζω, σου τάζω! Πήρες τηλέφωνο τα παιδιά;» είπε κουνώντας τα χέρια της ανυπόμονα.

«Ναι, πήρα τηλέφωνο τον Τάσο. Τα ντα!» της είπα και της έδωσα τα πατατάκια με μια θεατρική χειρονομία.

«Γι’ αυτό σ’ αγαπάω!» μου είπε αγκαλιάζοντας τα πακέτα. Το σκέφτηκε για λίγη ώρα, γέρνοντας το κεφάλι της πάνω μου. «Και χωρίς τα πατατάκια σ’ αγαπάω» μου είπε χαμογελαστή «αλλά με τα πατατάκια σ’ αγαπάω λίγο παραπάνω!» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Κι εγώ σ' αγαπάω Φοίβη μου» της είπα. «Πολύ πολύ πολύ!»

«Μόνο πολύ πολύ πολύ;» μου είπε παραπονιάρικα μασουλώντας ταυτόχρονα πατατάκια με ρίγανη κάνοντάς με να μου φύγει ένα χαχανητό.

«Πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ» τη διαβεβαίωσα.

Την άφησα να φάει τα πατατάκια της με την ησυχία της. Μετά πήρε μια τσάντα και έβαλε μέσα τις σοκολάτες, τις δύο πίτσες που από το πρωί είχαν κάνει εκδρομή σε διάφορα μέρη του νομού Ηρακλείου χωρίς να τις ακουμπήσει κανείς και τα δύο σακουλάκια με τα πατατάκια, ένα εκ των οποίων με λιγότερο από το μισό αρχικό του περιεχόμενο.

Σε ένα μικρό σακβουαγιάζ έβαλε ρούχα, σερβιέτες, ένα τσαντάκι με καλλυντικά—ανάθεμα και αν κατάλαβα γιατί πήρε μαζί της καλλυντικά αλλά σοφά ποιώντας δεν είπα κουβέντα—και διάφορα άλλα τζιτζιμάτζαλα. Σε μια τρίτη σακούλα πήρε ένα ζευγάρι γούνινες παντόφλες και δυο-τρία ζευγάρια χοντρές κάλτσες.

«Καλέ τι κάνεις εκεί;» ρώτησα βλέποντάς την να στοιβάζει πράγματα. «Στο σπίτι μου πάμε, όχι για πεζοπορία ξυπόλυτοι στους παγετώνες!»

«Τα πόδια μου πρέπει να είναι ζεστά!» μου δήλωσε κουνώντας το δάχτυλό της και εκεί τελείωσε η συζήτηση. «Άντε μην πάρω και τον αρκούδο μου!»

«Θα αρχίσω να ζηλεύω!»

«Ουφ, καλά δεν παίρνω τον αρκούδο μου.» Γύρισε και με κοίταξε στα μάτια. «Θα κάνεις εσύ τον αρκούδο μου!»

«Γιατί βρε, παράπονο έχεις;» Σήκωσα τα χέρια μου αθώα. «Σε έχω αφήσει καμιά μέρα χωρίς αγκαλιά;»

«Όχι αλλά ο αρκούδος μου δε μου λέει «σιγά βόα» όταν τον σφίγγω!» Σταύρωσε τα χέρια της και μου έκανε παραπονεμένη φατσούλα. «Αλλά τέτοιος είσαι!»

«Είναι που ο αρκούδος σου δε χρειάζεται να αναπνέει, εγώ το έχω αυτό το κακό συνήθειο!»

«Ο αρκούδος μου δεν μου έχει πάρει ποτέ σοκολάτα και πατατάκια.» Έκλεισε τη τσάντα αποφασιστικά. «Σε συγχωρώ.»

«Άντε αρκουδιάρα, πήρες ό,τι χρειάζεσαι για τη μετακόμιση!»

«Όχι» μου είπε σταυρώνοντας τα χέρια της.

«Τι δεν έχεις πάρει;»

«Φιλάκιιιιιιιιιιιιιιιι!»

Μετά την νέα λαρυγγοσκόπηση έβαλε στο Σίμπα και τα γατιά το φαγητό τους, μιας και δεν θα ήταν εκεί το βράδυ και πήγαμε στο αυτοκίνητο. Κατεβήκαμε στην Κνωσσού και σταματήσαμε στο Χαλκιαδάκη.

Πήρε ένα σαμπουάν, μία κρέμα μαλλιών και δύο ειδών σαπούνια και ένα τρίτο μπουκαλάκι υγρό σαπούνι ή τέλος πάντων ό,τι χρησιμοποιούν για τις ευαίσθητες περιοχές. Εγώ πάλι είχα όλο κι όλο ένα μπουκάλι που το χρησιμοποιούσα από σαμπουάν και αφρόλουτρο μέχρι και πλύσιμο πιάτων και αυτοκινήτου που λέει ο λόγος.

Μου δήλωσε ότι σήμερα θα μου έφτιαχνε σνίτσελ Χόφμαν και έτσι πήραμε φρυγανίσματα και αυγά, φέτες ζαμπόν και τυρί, ρύζι και ανάμεικτα λαχανικά και φυσικά δύο μεγαλούτσικα φιλέτα μοσχάρι, τα οποία η Φοίβη έβαλε το χασάπη σχεδόν να τα ισοπεδώσει. Σε αντίθεση με την απειλή της πήρε μόνο ένα μεγάλο βάζο Νουτέλα και πήρε και άλλο ένα μεγάλο σακουλάκι με πατατάκια.

Πληρώσαμε και πήγαμε να βρούμε φαρμακείο. Από εκεί πήρε εκτός από ponstan και δύο είδη ενυδατικές κρέμες και μια ακόμα οδοντόβουρτσα γιατί η δικιά μου είχε φάει τα ψωμιά της και τι περίμενα τόσο καιρό, το ουίσκι να ωριμάσει;

Πήγαμε στο σπίτι και αντί να παλουκωθεί σε μια μεριά αποφάσισε να φτιάξει το σνίτσελ. Ομολογώ ότι δεν είχα φάει ξανά σνίτσελ Χόφμαν με ρύζι και λαχανικά και η αλήθεια είναι ότι μια πείνα την είχα. Της έκανα παρέα όσο έφτιαχνε το φαγητό και η μυρωδιά μου είχε σπάσει τη μύτη. Ε, το φαγητό ήταν ακόμα πιο νόστιμο—το κορίτσι μου ήταν και εξαιρετική μαγείρισσα.

Μετά χωνεύοντας σα βόες πήγαμε στο δωμάτιο και ξαπλώσαμε και χαζολογήσαμε στην τηλεόραση. Κάποια στιγμή άρχισε να την πιάνει πόνος και πάλι αλλά δεν ήταν ώρα να πάρει το επόμενο χάπι. Η λύση ήταν απλή—πήγαμε και κάτσαμε στον καναπέ στο σαλόνι και την πήρα όλη στην αγκαλιά μου στην οποία κουλουριάστηκε σαν παιδάκι γέρνοντας το κεφάλι της πάνω μου και αγκαλιάζοντας με το ένα χέρι της το σβέρκο μου ενώ εγώ την κρατούσα από την πλάτη και τα μπούτια.

Κάποια στιγμή χαλάρωσε τόσο πολύ που την έπιασε ο ύπνος και το κατάλαβα γιατί σταμάτησε να μου μιλάει και η αναπνοή της έγινε πιο σιγανή και πιο ρυθμική. Την έσφιξα πάνω μου και την κράτησα προσπαθώντας να μην την ξυπνήσω.

Τρεις εβδομάδες είμασταν μαζί και μέσα σε αυτές τις τρεις εβδομάδες με είχε κάνει να την ερωτευτώ όσο δεν είχα ερωτευτεί καμία μέχρι τώρα στη ζωή μου. Πώς θα ήταν τώρα η ζωή μας αν εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ πριν τεσσεράμισι χρόνια δεν είχα στεναχωρηθεί που δεν της μιλούσε κανείς και δεν της είχα ζητήσει να χορέψουμε; Πως θα ήταν αν η Σοφία δεν είχε προτιμήσει εκείνο το μαλάκα από εμένα;

Αναστέναξα. Τι σημασία είχε; Έγιναν αυτά που έγιναν, και όλα αυτά οδήγησαν σε αυτό το χρόνο και σε αυτό τον χώρο να κρατάω τη Φοίβη μου σφιχτά στην αγκαλιά μου. Βυθισμένος στις σκέψεις μου δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα πέρασε. Η Φοίβη αναδεύτηκε και γύρισε το κεφάλι της και με κοίταξε.

«Σ' αγαπάω» μου είπε με νυσταγμένη φωνούλα.

«Κι εγώ σ' αγαπάω, μωρό μου.»

Σηκώθηκε και ήπιε το χάπι της οπότε βρήκα την ευκαιρία να τεντωθώ καθώς είχα πιαστεί τόση ώρα. Πήγαμε πάλι μέσα στο κρεββάτι και ξάπλωσε στην αγκαλιά μου και συνέχισα την ανάγνωση του Moby Dick μέχρι που πήγε σχεδόν 21:00. Εκεί σταματήσαμε και ανοίξαμε την τηλεόραση να δούμε ταινία—στην ΕΤ-2 είχε το «Μια τρελή-τρελή οικογένεια» και παρόλο που έχω χάσει λογαριασμό πόσες φορές την έχουμε δει, γελάσαμε με την καρδιά μας.

Όταν τέλειωσε η ταινία το κορίτσι αποφάσισε ότι ήθελε κρέπα σοκολάτα μπανάνα μπισκότο. Αχ, τα καλά του να έχεις δικό σου μεταφορικό μέσο. Κατεβήκαμε στα λιοντάρια και ανάβοντας τα alarm κατέβηκα εγώ να πάρω τις κρέπες. Για τη Φοίβη πήρα αυτή που ήθελε και για μένα πήρα μια αλμυρή. Πήρα και δύο milkshake, σοκολάτα για τη Φοίβη, βανίλια για μένα και επέστρεψα στο αυτοκίνητο.

«Πήρες milkshake!!!!» μου είπε και χτύπησε ενθουσιασμένα παλαμάκια, σκιρτώντας στο κάθισμά της.

Γυρίσαμε σπίτι μου και καθίσαμε στην κουζίνα και φάγαμε τις κρέπες μας. Πήραμε τα milkshake ανά χείρας και γυρίσαμε στο δωμάτιο και ξαπλώσαμε ανοίγοντας και πάλι την τηλεόραση. Μετά από λίγο σηκώθηκε και πήγε στην τουαλέτα—μάλλον για να αλλάξει σερβιέτα, γιατί δεν άκουσα καζανάκι, μόνο νερό να τρέχει και υπέθεσα ότι έπλυνε τα χέρια της. Γύρισε στο δωμάτιο και ξάπλωσε και πάλι στην αγκαλιά μου.

«Πώς είσαι ματάκια μου, πονάς;» ρώτησα χαϊδεύοντάς την στα μαλλιά.

«Όχι, μια χαρά είμαι» μου είπε χαρίζοντάς μου ένα αστραφτερό κουνελίσιο χαμόγελο.

Κάναμε ζάπινγκ μπας και βρούμε τίποτα της προκοπής εις μάτην. Τελικά την αφήσαμε στο MTV με την ελπίδα κάποια στιγμή να βάλει μουσική—όλο χαζομάρες είχε.

«Θέλω κάτι αλμυρό» είπε ανασηκώνοντας στο κρεββάτι.

«Πάω να σου φέρω τα πατατάκια σου» της είπα και πήγα στην κουζίνα και πήρα το ανοιχτό μισογεμάτο σακουλάκι με τα πατατάκια. Όταν γύρισα στο δωμάτιο η Φοίβη είχε κάτσει στην άκρη του κρεβατιού με τα πόδια στο πάτωμα.

«Πατατάκια αργότερα» μου είπε και με μια κίνηση μου κατέβασε τη φόρμα και το μποξεράκι και σκύβοντας με πήρε στο στόμα της.


08. Καφεδάκι στο Ρέθυμνο

Φοίβη

Δεν ξέρω πώς μου ήρθε… ή μάλλον ξέρω. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί και είχα ορέξεις. Είχε τελειώσει κάμποσες φορές στο χέρι μου. Την πρώτη φορά που πήγα στην τουαλέτα να πλυθώ, όπως τότε και με το μποξεράκι του, πήρα λίγο στο δάχτυλό μου και το έγλειψα. Από τη μια η σκέψη μου φαινόταν …κάπως αλλά από την άλλη… Δεν ξέρω. Μαρία και Ελένη το έκαναν και …δεν ξέρω, δεν ήθελα ο Ανδρέας μου να είναι ριγμένος.

Μου άρεσε να του τον παίζω, τρελαινόμουν με την αίσθηση του να φουσκώνει και να σκληραίνει στο χέρι μου, μου άρεσε να τον βλέπω και να τον αγγίζω αν και ομολογώ ότι μου πήρε λίγο μέχρι να βρω το κουράγιο να του ζητήσω να κατεβάσει το μποξεράκι του.

Είχα ορέξεις και ήθελα να τον κάνω να χαλαρώσει. Μου είχε προσφέρει πολύ δυνατό οργασμό και ήθελα να του το ανταποδώσω. Όταν μου είπε «σάλιωσέ τον μωρό μου» εκεί την πήρα την απόφασή μου. Θα το έκανα με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που είχε φανταστεί. Κρατώντας τον στη χούφτα μου χαμήλωσα, έκλεισα τα μάτια μου και τον πήρα στο στόμα μου.

Η αίσθηση του όργανού του στο στόμα μου ήταν περίεργη. Όχι δυσάρεστη, σε καμία περίπτωση, αλλά περίεργη, πρωτόγνωρη. Η γεύση του επίσης ήταν κάτι πρωτόγνωρο όπως και η μυρωδιά του εκεί χαμηλά. Δεν μπορούσα να τη χαρακτηρίσω, δεν είχα με τίποτα να τη συγκρίνω.

«Φοίβη…» μου είπε και του χαμογέλασα.

«Δε σου αρέσει μωρό μου;»

Ήμουν σίγουρη ότι του άρεσε. Προφανώς και δε θα συνέχιζα αν ο ίδιος ήθελε να με σταματήσει. Δεν περίμενα, τον ξαναπήρα στο στόμα μου περίπου μέχρι τη μέση του.

Όχι δόντια

Προσπάθησα ξανά μόνο με τα χείλη μου.

Καλύτερα έτσι.

Τραβήχτηκα έξω έχοντας ίσα-ίσα το κεφαλάκι στα χείλη μου και άρχισα να τον παίζω όπως μου είχε πει να τον κάνω, απαλά και με κυκλικές κινήσεις. Πότε-πότε τον έπαιρνα ξανά στο στόμα μου, στη θεωρία θα μπορούσα να συνεχίσω μόνο έτσι αλλά για πρώτη φορά δε νομίζω ότι θα κατάφερνα να τον ικανοποιήσω.

Συνέχισε για κάμποσή ώρα μέχρι που τον άκουσα να μου λέει «Τραβήξου.»

Τώρα ή ποτέ

Έκλεισα τα μάτια μου και τον πήρα στο στόμα μου συνεχίζοντας να παίζω τη βάση του. Τον ένιωσα να δονείται μέσα μου και ένιωσα την πρώτη ριπή στον ουρανίσκο μου. Συνέχισε να κάνει σπασμούς και κάθε σπασμό τον ακολουθούσε μια ριπή. Ήταν αλμυρό. Όταν τέλειωσε τραβήχτηκα και κοίταξα τον Ανδρέα στα μάτια. Τον «θα χορέψετε μαζί μου δεσποινίς;» Ανδρέα. Τον Ανδρέα μου. Κατάπια.

«Θα σου φέρω μια χαρτοπετσέτα»

«Δε χρειάζεται» του απάντησα χαμογελαστή.

Μου έκανε νόημα να πάω στην αγκαλιά του και με φίλησε βαθιά.

Και την πρώτη μέρα που είχε αυτοκίνητο μου ήρθε περίοδος. Είναι να μη σε θέλει, σπάστηκα πολύ που θα του χαλούσα την πρώτη εκδρομή με τους φίλους του. Του ζήτησα να πάει, πραγματικά ήθελα να πάει αλλά εκείνος προτίμησε να κάτσει μαζί μου.

Και όχι απλά κάθισε μαζί μου αλλά μου πήρε σοκολάτα, μου πήρε πατατάκια, ανέχτηκε τη γκρίνια μου, με πήρε αγκαλίτσα όταν με είχε λυγίσει ο πόνος, με χάιδεψε. Ήταν τρυφερός, ήταν υπέροχος. Πώς να μην κάνει την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά;

Από την πρώτη στιγμή που τον είδα ακόμα και μετά από 4,5 χρόνια η καρδιά μου είχε αρχίσει να χτυπάει και πάλι, όπως τότε, όπως με εκείνο το χορό. Η Μαρία και η Ελένη μου το έλεγαν και μου το ξαναέλεγαν ότι τα αισθήματα ήταν αμοιβαία και εγώ δεν τολμούσα να το δεχτώ. Και είχαν δίκιο, είχαν απόλυτο δίκιο.

Το πρώτο μας φιλί στη Χιτζάζ… πόσες και πόσες φορές δεν το έχω παίξει σε επανάληψη μέσα στο κεφάλι μου. Να φωνάζει ενθουσιασμένος «το τραγούδι μας!» και να με σφίγγει στην αγκαλιά του. Να σηκώνω το βλέμμα μου να τον κοιτάξω. Να με φιλάει. Να νιώθω ότι δεν με κρατάνε τα πόδια μου, να νιώθω ότι θα σωριαστώ στο πάτωμα.

Ήταν υπέροχος σήμερα. Υπέροχος.

«Θέλω κάτι αλμυρό»

«Πάω να σου φέρω τα πατατάκια σου» μου είπε και σηκώθηκε.

Πατατάκια αργότερα σκέφτηκα πονηρά και γέλασα από μέσα μου. Κάθισα στο κρεββάτι με τα πόδια στο πάτωμα. Ήρθε και μου έδωσε τα πατατάκια προσπαθώντας να καταλάβει γιατί είμαι εκεί. Πήρα τα πατατάκια και τα πέταξα στην άκρη με μια απαλή κίνηση.

Του κατέβασα το παντελόνι και το μποξεράκι με αποφασιστικές κινήσεις. Δεν ήταν ερεθισμένος. Έσκυψα και τον πήρα όλο στο στόμα μου. Χρησιμοποίησα μόνο χείλη και γλώσσα μέχρι που άρχισε να μεγαλώνει και να θεριεύει. Τραβήχτηκα πίσω και τον ξαναπήρα στο στόμα μου, πλήρως ερεθισμένο, όσο μπορούσα.

Διαπίστωσα ότι μπορούσα αρκετά βαθιά πριν νιώθω ότι πνίγομαι. Δεν έχω ιδιαίτερα ευαίσθητο gag reflex—το να κάνω εμετό βάζοντας το δάχτυλο στο στόμα μου ήταν άσκηση υπομονής. Σε αυτό ωστόσο που του έκανα αυτή τη στιγμή ήταν πλεονέκτημα.

Κρατώντας τον από τη μέση άρχισα να κουνώ το κεφάλι μου μπρος πίσω παίρνοντάς τον όσο βαθιά μπορούσα. Σήκωσα το βλέμμα μου κλεφτά—είχε κλείσει τα μάτια του απολαμβάνοντας την αίσθηση του στοματικού που του πρόσφερα. Τον άφησα από τη μέση που τον κρατούσα και με το αριστερό μου χέρι τον χούφτωσα στη βάση ενώ με το δεξί μου του χούφτωσα τα μπαλάκια απαλά.

Άρχισα να τον παίζω με το αριστερό, πάντα κάνοντας τις κυκλικές κινήσεις που μου είχε πει ενώ ταυτόχρονα τον έπαιρνα στο στόμα μου μέχρι το σημείο πριν βρει στη χούφτα μου. Μου άρεσε απίστευτα η αίσθηση—ήταν υπέροχο. Τον είχα στα χέρια μου και στο στόμα μου και ο Ανδρέας στέναζε από ευχαρίστηση.

Αύξησα την ταχύτητα μου. Ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι μου και με χάιδευε στα μαλλιά όσο εγώ τον έπαιζα με τα χέρια, με τα χείλη και με τη γλώσσα μου. Τον ένιωσα να αρχίζει να δονείται—κατάλαβα ότι το τέλος ήταν κοντά.

«Φοίβη» μου είπε για να με προειδοποιήσει να τραβηχτώ αλλά εγώ αντιθέτως τον πήρα πιο βαθιά στο στόμα μου και τον ένιωσα και πάλι να κάνει σπασμούς, με κάθε σπασμό να τον συνοδεύει το ζεστό του σπέρμα.

Αλμυρό ήθελα, αλμυρό πήρα. Αυτή τη φορά δεν το κράτησα στο στόμα μου—κατάπια την κάθε ριπή του μέχρι που σταμάτησε να συσπάται και έμεινε ακίνητος μέσα στο στόμα μου. Σφίγγοντας τα χείλη μου τράβηξα σιγά-σιγά το κεφάλι μου και όταν βγήκε από το στόμα μου σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα.

Δεν είπε κάτι, με σήκωσε απαλά και με φίλησε βαθιά και πάλι.

«Σ' ευχαριστώ μωρό μου» μου είπε και συμπλήρωσε «Δεν βλέπω την ώρα να στο ανταποδώσω.»

«Μόνο αν το θες κι εσύ»

«Αν το θέλω λέει;» Χαμογέλασε πλατιά. «Ξέρεις… είναι από τις φαντασιώσεις μου αυτό.»

«Να μου κάνεις στοματικό;»

«Εμ τι, μακαρονάδα με σάλτσα;»

«Δε θα μου κάνεις μακαρονάδα με σάλτσα;» τον πείραξα, κλείνοντας του το μάτι.

«Καλό θα ήταν να το αποφύγουμε!»

«Καλά, δεν πειράζει!» Σήκωσα τους ώμους μου παιχνιδιάρικα. «Μου έφερες πατατάκια και μου πήρες και milkshake

Ξαπλώσαμε στο κρεββάτι και κάθισα στην αγκαλιά του. Άρχισα να τρώω πατατάκια, μασουλώντας ευχαριστημένα.

«Δε μου λες» τον ρώτησα μασουλώντας και με καμία αίσθηση του timing «τι άλλες φαντασιώσεις έχεις;»

«Εεεε» ξεκίνησε να λέει, τρίβοντας το σβέρκο του.

«Μη μου πεις ότι ντρέπεσαι!» του είπα συνεχίζοντας να μασουλάω.

«Δηλαδή εσύ αν σε ρώταγα το ίδιο δε θα ντρεπόσουν να μου πεις;»

«Ας πρόσεχες, σε πρόλαβα!» του είπα κουνώντας το δάχτυλό μου.

«That's not fair!»

«Life is a bitch, yada yada yada!» Χτύπησα τα χέρια μου. «Τώρα μολόγα. Χμμμ…, δεν πιστεύω να σκέφτεσαι άλλες;»

«Εεεε» άρχισε να λέει πάλι, κοκκινίζοντας.

«ΙΙΙΙ, αυτό ήταν!» Τον έπιασα στα πράσα. «Με απατάς στις φαντασιώσεις σου;»

«Θα σου φανεί περίεργο αλλά ένιωθα λίγο περίεργα να φαντασιωθώ κάτι μαζί σου.» Κοίταξε κάτω στα χέρια του. «Όχι ότι δεν το έκανα, ψεύτης μην είμαι, αλλά πραγματικά ήταν κάπως περίεργο.» Έκανε παύση. «Όπως και να έχει τις τελευταίες μέρες με… με αυτά που κάνουμε δεν έχει χρειαστεί να καταφύγω στη… ξέρεις… οπότε!»

«Άσε τις υπεκφυγές» του είπα, δείχνοντάς τον αυστηρά. «Για λέγε, μολόγα τα όλα!»

«Ναι αλλά να θυμάσαι ότι σου πήρα σοκολάτα και πατατάκια και σε πήγα για κρέπα σοκολάτα και milkshake

«Τα ελαφρυντικά θα ληφθούν υπόψη στην ετυμηγορία» του είπα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια. «Και τώρα μολόγα τα όλα.»

«Εεεε Ε!.» Αναστέναξε. «Τι να σου πω… είχα φαντασιωθεί αυτό που μου έκανες, είχα φαντασιωθεί να σου κάνω εγώ το ανάλογο και φυσικά έχω φαντασιωθεί να κάνουμε και έρωτα.»

«Χμμμ» είπα μασουλώντας πατατάκια, κουνώντας το κεφάλι μου.

«Και έχω φαντασιωθεί και το κωλαράκι σου» μου δήλωσε. Σταμάτησα να μασουλάω.

«Εννοείς…;»

«Guilty as charged» είπε σηκώνοντας τα χέρια του.

Οκ, αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Αυτά που είχε φαντασιωθεί ο κύριος τα είχα φαντασιωθεί κι εγώ αλλά όχι αυτό. Από την άλλη, ψεύτρα μην είμαι, μου άρεσε όταν μου χάιδευε τον πισινό μου ή ακόμα και όταν περνούσε το δάχτυλό του μέσα από τη σχισμή μου αλλά το άλλο ήταν τελείως διαφορετικό πράγμα.

«Δε μιλάς και με αγχώνεις» μου είπε. «Σε πείραξε;»

«Που το φαντασιώνεσαι, όχι» του είπα ειλικρινά.

«Εσύ τι φαντασιώνεσαι»

«Τα ίδια πάνω-κάτω εκτός από το τελευταίο που είπες.»

«Φαντασίωση είναι Φοίβη μου, δεν είπα ότι θα το κάνουμε ντε και σώνει!»

«Έχεις κάνει σεξ, έτσι;» ρώτησα κοιτάζοντάς τον στα μάτια.

«Ναι, έχω κάνει.» Έκανε παύση. «Μη νομίζεις, εδώ στην Κρήτη έχασα την παρθενιά μου, στο πρώτο έτος με μια δευτεροετή μαθηματικό.»

«Και τι έγινε μετά;»

«Τι να γίνει; Ένα χρόνο μετά τα χαλάσαμε.»

«Γιατί;»

«Μάλλον με βαρέθηκε, τι να σου πω.» Σήκωσε τους ώμους του. «Δεν κατάλαβα, εγώ ήμουν ερωτευμένος μαζί της αλλά εκείνης της πέρασε, τι να σου πω. Μήπως μου έπεφτε και λόγος;»

«Και μετά;»

«Μετά στο δεύτερο έτος με μια συμφοιτήτριά μου.» Κούνησε το κεφάλι του. «Ούτε αυτό στέριωσε, δύο μήνες. Βέβαια εκεί τα πράγματα ήταν αντίθετα, εκείνη ήταν η ερωτευμένη κι εγώ όχι.» Έκανε παύση. «Όταν κατάλαβα ότι δεν πρόκειται, της ζήτησα να χωρίσουμε. Είχε λίγο δράμα εκεί αλλά τέλος πάντων.»

«Και μετά;»

«Μετά ένα one night stand στο πάρτι του χημικού και μετά η Έλσα, καλά πήγε αυτό.»

«Με αυτή κάνατε σεξ;»

«Ναι, κάναμε.» Κοίταξε μακριά για μια στιγμή. «Με εκείνη το κάναμε και… και αλλιώς. Αλλά αυτό που μου έκανες εσύ σήμερα εις διπλούν δεν μου το είχε κάνει καμία. Εννοώ… μέχρι τέλους. Συνήθως ήταν, ξέρεις, για προκαταρκτικά.»

«You have been busy» του είπα πειράζοντάς τον.

«Ναι, δεν έχω παράπονο» μου είπε. «Ελπίζω… ελπίζω να μη χαλάστηκες.»

«Γιατί να χαλαστώ;» Σήκωσα τους ώμους μου. «Το παρελθόν είναι παρελθόν. Δηλαδή το δικό σου, το δικό μου ήταν λευκή σελίδα πριν τα φτιάξουμε.»

«Δεν έχει σημασία.» Με κοίταξε βαθιά στα μάτια. «Δεν έχω αισθανθεί για καμία έτσι όπως αισθάνομαι για σένα» μου είπε και με φίλησε βαθιά. Φιλιόμασταν για αρκετή ώρα—μου άρεσε πως άδειαζε το μυαλό μου παραδομένη στο φιλί του μέσα στη ζεστή του αγκαλιά. Ένιωθα ότι εκεί δε με αγγίζει τίποτα.

Τον άφησα και πήγα μέσα να αλλάξω σερβιέτα. Η πρώτη μέρα συνοδευόταν πάντα από πόνους και έντονη αιμορραγία. Ο πόνος είχε αρχίσει σιγά-σιγά να επιστρέφει αλλά τα ponstan δεν ήταν καραμέλες—θα έπρεπε να κάνω υπομονή. Έπλυνα τα χέρια μου και γύρισα στο κρεββάτι.

«Έχεις άλλο μαξιλάρι;»

«Ναι, έχω ένα ακόμα.» Με κοίταξε ανήσυχα. «Δε βολεύεσαι;»

«Θέλω να έχω κάτι πάνω στην κοιλιά μου όταν κουλουριαστώ»

Σηκώθηκε και πήγε στη ντουλάπα και βρήκε το τρίτο μαξιλάρι. Βρήκε και τη μαξιλαροθήκη και την έβαλε στα γρήγορα στο μαξιλάρι. Ξάπλωσα γυρνώντας προς τον τοίχο. Μου έδωσε το μαξιλάρι και το έβαλα στην κοιλιά μου, πιέζοντάς το απαλά εκεί που πονούσα.

Φορούσα ήδη τις κάλτσες μου και τα πόδια μου ήταν ζεστά. Ο πόνος άρχισε να αυξάνεται και κουλουριάστηκα σφιχτά. Ξάπλωσε δίπλα μου και με σκέπασε καλά-καλά με κουβερτούλα. Μετά πέρασε το χέρι του κάτω από το μαξιλάρι μου και με αγκάλιασε από πίσω.

«Πονάς, καρδούλα μου;»

«Λίγο… κράτα με σφιχτά σε παρακαλώ» του είπα και με έσφιξε πάνω του.

Ανασηκώθηκε και με φίλησε τρυφερά στο μάγουλο.

«Καληνύχτα καρδούλα μου.»

«Καληνύχτα μωρό μου»

Οι ρυθμικές του ανάσες άρχισαν να με νανουρίζουν. Ένιωθα ζέστη και ασφάλεια. Παρά τους πόνους ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω.

Ξύπνησα γύρω στις 10:00 και ξεκουλουριάστηκα αργά. Χθες είχα κοιμηθεί με πόνο αλλά όταν ξύπνησα δεν πονούσα. Ευχήθηκα να συνεχίσει έτσι και η υπόλοιπη μέρα. Γύρισα ανάσκελα και τεντώθηκα απολαυστικά. Ο Ανδρέας δεν ήταν στο κρεβάτι. Σηκώθηκα, έβαλα τις παντόφλες μου και πήγα μέσα. Ο Ανδρέας ήταν στο σαλόνι και διάβαζε πίνοντας τον καφέ του. Με κατάλαβε ότι ξύπνησα και γύρισε και μου χαμογέλασε.

«Καλημέρα μωρό μου»

«Καλημερούδια» του είπα νυσταγμένα, τρίβοντας τα μάτια μου. «Έχεις ώρα που σηκώθηκες;»

«Καμιά ωρίτσα, πέσαμε νωρίς χθες για ύπνο και δεν νύσταζα άλλο.» Έκλεισε το βιβλίο του. «Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω και έτσι ήρθα μέσα.» Έκανε παύση. «Δε σου έφτιαξα καφεδάκι γιατί δεν ξέρω αν θέλεις ζεστό ή κρύο αλλά σου έχω φτιάξει πορτοκαλάδα. Είχαμε τις πίτσες που πήραμε χθες, τις ζέστανα και τις δύο και τη δική μου την έφαγα.» Δείχνει προς το φούρνο. «Η δική σου είναι μέσα στο φούρνο για να κρατηθεί ζεστή. Η πορτοκαλάδα είναι στο ψυγείο.»

«Σε ευχαριστώ μωρουλίνι μου» του είπα δίνοντάς του ένα φιλάκι/

Πήγα στο μπάνιο, έκανα την πρωινή μου τουαλέτα και άλλαξα σερβιέτα. Η ροή δεν είχε ελαττωθεί—όχι ότι περίμενα να γίνει κάτι τέτοιο από την πρώτη μέρα. Έπλυνα τα δόντια μου και γύρισα στο σαλόνι να δώσω ένα καλό φιλάκι στον Ανδρέα. Μετά πήγα στο δωμάτιο και έβγαλα τις πιτζάμες μου και έβαλα φόρμα.

Μετά, αφού έδωσα ακόμα ένα φιλάκι στον Ανδρέα κερδίζοντας ένα γλυκό χαμόγελο, πήγα στην κουζίνα και έβαλα νερό στο βραστήρα—δεν ήθελα κρύο καφέ. Έφτιαξα τον καφέ μου και πήρα από το ψυγείο την πορτοκαλάδα και την ήπια μονορούφι. Διψούσα! Έβγαλα την πίτσα από το φούρνο—ήταν ακόμα ζεστή. Πήρα πίτσα και καφέ και πήγα μέσα.

«Τι διαβάζεις;» ρώτησα κάθισε δίπλα του.

«Για τη σχολή» μου απάντησε. «Πώς είσαι; Πονάς σήμερα;»

«Όλως παραδόξως όχι» του είπα. «Μακάρι να συνεχίσει έτσι.»

Αποφάσισα να μην πάρω ponstan αν δεν άρχιζε και πάλι ο πόνος. Έφαγα την πίτσα μου ή τουλάχιστον προσπάθησα—δεν πεινούσα πολύ.

«Θες να φας εσύ την υπόλοιπη, δεν πεινάω άλλο» του είπα κρατώντας το κομμάτι.

«Όχι ματάκια μου, βάλ' τη στο φούρνο αν είναι.»

«Ουφ, ξέχασα να φέρω τις σημειώσεις μου και έχω ασκήσεις απειροστικού και μιγαδικούς να κάνω» είπα χτυπώντας το μέτωπό μου.

«Θέλεις να πάμε σπίτι να πάρουμε τα βιβλία σου;» Έκανε παύση σκεπτικός. «Και τώρα που το σκέφτομαι καλό θα ήταν να πάμε, να πάρεις και κανένα ρούχο να αφήσεις εδώ, να έχεις άμα χρειάζεται.»

«Χμμμ» είπα προσπαθώντας να σκεφτώ. «Καλή ιδέα αν και θα πρέπει να πάμε έτσι και αλλιώς από το σπίτι το απόγευμα, έχω να ταΐσω και τον Σίμπα και τα γατάκια.» Χαμογέλασα. «Και έχω να ταΐσω και εσένα.»

«Μπορούμε να πάμε στην Αθηνά, Φοίβη μου, δε χρειάζεται τώρα να κάθεσαι να μαγειρεύεις.»

«Όχι, σου έχω τάξει κοκκινιστό κατσαρόλας σήμερα!» είπα σηκώνοντας το δάχτυλό μου.

«Είσαι σίγουρη;»

«Σιγουρότατη.» Χτύπησα τα χέρια μου. «Λοιπόν, πάρε τι ρούχα θα φορέσεις αύριο στο πανεπιστήμιο και τα τετράδιά σου για αύριο.»

«Σου χαλάω εγώ χατίρι;» μου είπε χαμογελαστός. Σηκώθηκε να πάει μέσα αλλά εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο.

«Ναι; Έλα Τάσο, πώς τα περάσατε χθες; Τι; Σοβαρά; Πήρες οδική; Εσύ δε θα πας μαζί τους; Ναι, ναι. Φυσικά, το ρωτάς; Πού είναι τώρα; Ε, ας κάτσουν εκεί να πιούν το καφεδάκι τους και έρχομαι και τις παίρνω. Όχι ρε, τι ΚΤΕΛ. Να παλουκωθούν κάτω. Ναι, εντάξει. Ε, καμιά ώρα φαντάζομαι. Θα τη ρωτήσω αν μπορεί να έρθει, εννοείται. Ναι. Ωραία. Ωραία, τα λέμε αύριο στο κυλικείο.»

Γύρισε προς εμένα «Φοίβη, το αυτοκίνητο του Τάσου του έμεινε και θα του το φέρει η οδική στο Ηράκλειο.» Έκανε παύση. «Θα πάω να πάρω Ελένη και Μαρία για να μην γυρίζουν με ΚΤΕΛ. Θέλεις να έρθεις μαζί; Εννοώ, μπορείς;»

«Ναι, ναι, φυσικά και μπορώ.» Σηκώθηκα ενθουσιασμένα. «Δεν με πονάει καθόλου, ε θα πάρω και ένα ponstan μαζί μου καλού κακού.» Έκανα παύση. «Α, να θυμηθούμε να σταματήσουμε στο περίπτερο να πάρουμε και ένα μπουκάλι νερό. Εχμ, με τη φόρμα θα έρθω!»

«Ναι καρδούλα μου με τη φόρμα.» Χαμογέλασε. «Αν θέλεις βέβαια και έχεις και διάθεση μπορούμε να πιούμε εκεί το καφεδάκι μας και να φάμε κιόλας και μετά να φύγουμε. Δεν πήγαμε χθες, ας πάμε σήμερα!»

«Και το μοσχάρι;»

«Ε, βάλ'το στην κατάψυξη και το φτιάχνουμε άλλη μέρα.»

Η αλήθεια είναι ότι ήθελα να βγω λίγο έξω οπότε γιατί όχι;

«Ανδρέα, δε θέλω να έρθω με τη φόρμα.» Κούνησα το κεφάλι μου. «Να περάσουμε λίγο από το σπίτι να αλλάξω.»

«Εντάξει ματάκια μου.»

Πήγε στο δωμάτιο και έβγαλε τη φόρμα του και έβαλε ένα τζιν και ένα πουκάμισο. Έκανε αρκετή ζέστη οπότε γύρισε τα μανίκια.

«Πάρε τα πράγματά σου για αύριο και ό,τι έχεις για διάβασμα, θα διαβάσουμε το απογευματάκι.»

«Καλά που το είπες» μου είπε και πήρε την τσάντα του και έβαλε μέσα ένα τετράδιο, ένα βιβλίο και ένα χοντροδεμένο πακέτο σημειώσεων.

Σε τρία λεπτά ήμασταν σπίτι.

«Θα κάνω ένα ντουζάκι πρώτα, μπανιέρα μπορεί να μην έχω, έχω όμως ηλιακό!»

«Ωραία, θα πεταχτώ στο περίπτερο να πάρω το μπουκάλι με το νερό.»

«Θα αφήσω τα κλειδιά στην εξώπορτα» του είπα και πήγα προς το σπίτι ενώ εκείνος κατέβηκε προς το περίπτερο. Ο Σίμπα ήρθε να με υποδεχτεί και έκανε λες και είχε να με δει από πέρσι. «Σιγά βρε, σίχαμα» τον μάλωσα τρυφερά όταν σκαρφάλωσε πάνω μου και μου έγλειψε τη μύτη.

Με το Σίμπα μπλεγμένο στα πόδια μου πήγα σπίτι. Ξεκλείδωσα, τον χάιδεψα και αφήνοντας τα κλειδιά πάνω, μπήκα μέσα. Πήγα στα γρήγορα και διάλεξα τα εσώρουχα και τα ρούχα που θα φορέσω και μπήκα στο μπάνιο.

Το καυτό νερό ήταν απόλαυση. Άκουσα κάποια στιγμή την πόρτα να χτυπάει.

«Το πήρα το νερό» τον άκουσα να μου λέει.

«Βγαίνω σε πέντε λεπτά»

Η αλήθεια είναι ότι κάθισα άλλα δέκα. Τυλίχτηκα με το μπουρνούζι μου και πήρα μαζί μου μια σερβιέτα και την έβαλα στην τσέπη του. Σκούπισα τα μαλλιά μου και τα τύλιξα με την πετσέτα και βγήκα έξω. Ο γλυκούλης μου μού είχε πάρει εκτός από δύο μπουκάλια νερό και μια σοκολάτα, μιας και αυτές που μου είχε πάρει χθες—δηλαδή τις δύο που είχαν μείνει—τις είχαμε αφήσει σπίτι του.

«Μωρό μου εσύ» του είπα και του έσκασα ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο. Με άρπαξε και με φίλησε στο στόμα. Άνοιξα το μπουρνούζι μου και του έδειξα τα στήθη μου για να τον πειράξω.

«Δε μας βλέπω να πηγαίνουμε Ρέθυμνο» με απείλησε και του έβγαλα τη γλώσσα. Όπως ήταν ανοιχτό το μπουρνούζι πέρασε το χέρι του από μέσα και μου έχωσε μια σιγανή στον κώλο κάνοντάς με να χαχανίσω. «Allez!» μου είπε και μου έχωσε και δεύτερη, πιο δυνατή.

Χμμμ! Me like-y!

Έβαλα τα εσώρουχά μου—και παραλίγο να ξεχάσω τη σερβιέτα!—και ντύθηκα στα γρήγορα. Πουκάμισο κι εγώ με τζιν παντελόνι και τα snickers μου. Επέστρεψα στο μπάνιο και στέγνωσα τα μαλλιά μου.

«Έτοιμη!» του ανακοίνωσα.

«Ωραία» είπε και έκλεισε το τετράδιο στο οποίο έγραφε. «Πάμε!»

Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε. Όταν περάσαμε τη γέφυρα, έστριψε και πάλι αριστερά στο φανάρι αλλά όταν ανεβήκαμε εθνική και σε αντίθεση με τον Τάσο που είχε στρίψει αριστερά, στρίψαμε δεξιά και πήραμε το δρόμο για το Ρέθυμνο.

Δε μιλήσαμε πολύ στη διάρκεια της διαδρομής—εκείνος οδηγούσε και εγώ την απολάμβανα ως επιβάτης. Πού και πού μου έλεγε πώς λεγόταν το μέρος από το οποίο περνούσαμε, δείχνοντας με το χέρι του. Ο δρόμος δεν ήταν ο καλύτερος αλλά η διαδρομή τουλάχιστον ήταν όμορφη.

Γύρω στη μία ώρα αργότερα φτάσαμε Ρέθυμνο, κατεβήκαμε προς το λιμάνι και παρκάραμε. Βγήκαμε έξω και πήγαμε στην καφετέρια στην οποία είχε πει ο Τάσος πως θα μας περίμεναν τα κορίτσια. Δεν αργήσαμε να τη βρούμε.

«Καλημέρες!» τους είπε ο Ανδρέας χαμογελώντας.

«Καλώς τους» είπε η Μαρία σηκώνοντας το χέρι της.

Μιας και Μαρία και Ελένη καθόντουσαν απέναντι, κάθισα δίπλα στην Ελένη και ο Ανδρέας κάθισε δίπλα στη Μαρία.

«Πώς είσαι;» με ρώτησε η Ελένη, κοιτάζοντάς με με ανησυχία.

«Καλύτερα σήμερα, ομολογώ.» Κούνησα το κεφάλι μου. «Χθες not so much αλλά ας είναι καλά το μωρουλίνι μου» της είπα κάνοντας τον Ανδρέα να κοκκινήσει ελαφρώς.

«Τι έκανε το μωρουλίνι σου;» ρώτησε η Μαρία, κοιτάζοντας με μέ περίεργα.

«Τι δεν έκανε!» Σήκωσα τα χέρια μου. «Μου πήρε σοκολάτες, μου πήρε πατατάκια, με πήγε το βράδι για κρέπα...» έκανα παύση, «δε με πέταξε έξω με τις κλωτσιές το απόγευμα που με είχε πιάσει η γκρίνια αλλά συνέχισε να μου διαβάζει Moby Dick απειλώντας με μόνο τρεις φορές ότι θα με δέσει σα σαλάμι και θα με φιμώσει, ήταν ένας γλύκας!»

«Awwwww» έκαναν και οι δύο, βάζοντας τα χέρια τους στην καρδιά τους.

«Εσείς πώς τα περάσατε; Ο Νίκος που είναι;» ρώτησα κοιτάζοντας γύρω μου.

«Ο Νίκος έχει βαφτίσια στις 13:00, θα έρθει αργά το βράδυ Ηράκλειο,» απάντησε η Μαρία.

Η Ελένη σήκωσε τους ώμους της. «Μια χαρά περάσαμε χθες, πήγαμε, φάγαμε και διαπιστώσαμε μετά ότι δεν έπαιρνε μπρος το αυτοκίνητο.»

«Και;» ρώτησα σφίγγοντας τα μάτια μου.

«Ο γνωστός Τάσος.» Η Ελένη χτύπησε το τραπέζι. «Ε, αφού δεν παίρνει που δεν παίρνει, πάμε να βρούμε ένα δωμάτιο να πέσουμε να ξεραθούμε αργότερα και πάμε για clubbing, να πιώ κι εγώ μια φορά ο χριστιανός!»

«Χαχα, λύσσα κακιά» είπε ο Ανδρέας γελώντας. «Πρακτικός, πρακτικότατος όμως!»

«Ναι λες και δεν τον ξέρεις, τίποτα δε του χαλάει το ζεν!» συμφώνησε η Μαρία.

«Και πώς περάσατε μετά;»

«Ήπιε τις κάλτσες του, όπως το είχε δηλώσει.» Η Μαρία κούνησε το κεφάλι της. «Το club ανήκει σε ένα ξάδερφο του Νίκου και μας τρέλανε στα κεράσματα. Ούτε που ξέρω πως βρήκαμε το δωμάτιο που νοικιάσαμε.»

«Και στις 09:00 το πρωί σηκώθηκε ο καλός σου σα να μην τρέχει τίποτα.» Η Ελένη τρίβει το μέτωπό της. «Εμένα και της Μαρίας μας πήρε κάμποση ώρα να καταλάβουμε ποιες είμαστε, πού είμαστε, γιατί είμαστε και τα ρέστα.»

Παραγγείλαμε και μας έφεραν και εμάς τους καφέδες μας. Δεδομένου ότι αυτόν που είχα φτιάξει στο σπίτι του Ανδρέα δεν πρόλαβα να τον πιώ, ήθελα καφέ απελπισμένα. Συζητούσαμε περί ανέμων και υδάτων και εκεί έσκασε ο Νίκος.

«Βρε καλώς τον, δεν έχεις βαφτίσια εσύ;» ρώτησε η Ελένη.

«Έχω έχω, βασικά Ανδρέα εσένα θέλω, μια βοήθεια.»

«Ευχαρίστως, αν μπορώ!» απάντησε ο Ανδρέας.

«Μπορείς! Με το αυτοκίνητο δεν ήρθατε;»

«Ναι!»

«Το αυτοκίνητο του αδερφού μου έπαθε Τάσο και πρέπει να πάμε κάποια πράγματα στην εκκλησία και δεν μπορώ να τα πάρω με το μηχανάκι.» Έκανε χειρονομίες. «Μπορείς να έρθεις να βοηθήσεις;»

«Ναι ρε το ρωτάς;»

«Δε θα αργήσουμε, σε μισή ώρα το πολύ θα είναι πίσω» μας είπε ο Νίκος. Ανέβηκαν στο μηχανάκι και ξεκίνησαν να πάνε εκεί που είχε παρκάρει ο Ανδρέας.

«Μωρή, λέγε τι μου κάνατε» είπε η Μαρία στην Ελένη, στρέφοντας όλη την προσοχή της σε εκείνη, κάνοντας την τελευταία να βάλει τα γέλια.

«Εμείς μωρή ή εσύ που ξεβρακώνεσαι και μετά κατηγορείς εμάς;»

«Τι έγινε ρε παιδιά;» ρώτησα σκύβοντας προς το μέρος τους.

«Ξύπνησα χωρίς εσώρουχο!» είπε η Μαρία με απόγνωση.

«Δεν έχω ιδέα, αλήθεια σου λέω!» είπε η Ελένη με εμένα να έχω βάλει τα γέλια. «Όταν ξαπλώσαμε στο κρεββάτι έπεσα ξερή, με ξύπνησες εσύ ρωτώντας με γιατί δε φοράς κιλότα! Λες και τη φορούσα εγώ να πούμε!»

«Να ήμουν μυγάκι στον τοίχο,» τους είπα γελώντας ακόμα.

«Και δεν την βρήκα κιόλας και την είχα χρυσοπληρώσει!» συνέχισε η Μαρία απελπισμένα.

«Ψάξατε καλά;»

«Σηκώσαμε το δωμάτιο, σου λέω!» Η Ελένη έκανε κίνηση σαν να ψάχνει. «Μάλλον η κυρία την ξέχασε στην τουαλέτα του club που πήγε να βγάλει τα μάτια της με το Νίκο χθες το βράδυ και κατηγορεί εμάς επί αποπλανήσει!»

«Χμμμ, λες;» είπε η Μαρία σκεπτική, ακουμπώντας το πιγούνι της στο χέρι της.

«Εγώ ξέρω πάντως ότι τη δική μου τη φορούσα μετά!»

«Α, εσείς του δώσατε και κατάλαβε χθες!» είπα δείχνοντας την Ελένη.

«Του δώσαμε αλλά δεν κατάλαβε» είπε η Ελένη σηκώνοντας τους ώμους της. «Ο Τάσος είχε γίνει ντίρλα και έμεινα με την όρεξη» μας είπε κάνοντάς εμένα και τη Μαρία να βάλουμε τα γέλια.

«Μία σου και μία του» της είπα κουνώντας το δάχτυλό μου. «Αυτό δεν του 'κανες εσύ στο αυγό του κόκορα;»

«Είναι και αυτό» απάντησε η Ελένη με ένα πονηρό χαμόγελο.

«Εσείς τι κάνατε;» με ρώτησε η Μαρία, γυρίζοντας προς εμένα.

«Εμείς… χθες το πρωί κατεβήκαμε και πήραμε το αυτοκίνητο από το καράβι και μετά κάναμε μια βόλτα και φτάσαμε μέχρι τα Πεζά.» Έκανα παύση, παίζοντας με το φλιτζάνι μου. «Είχαμε ξενυχτίσει λίγο είναι η αλήθεια οπότε όταν γυρίσαμε πέσαμε ξεροί για ύπνο….»

«Κάτσε ρε, δεν ήρθατε Χιτζάζ για να μην ξενυχτίσετε και ξενυχτίσατε;» ρώτησε η Μαρία, σηκώνοντας το φρύδι της.

«Θα σας πω μετά!» τους είπα χαμογελώντας αινιγματικά. «Λοιπόν, πέσαμε ξεροί για ύπνο αλλά όταν ξύπνησα μου είχε έρθει περίοδος.» Έκανα γκριμάτσα. «Επειδή την πρώτη μέρα έχω πόνους δεν ήξερα αν θα τα καταφέρω να έρθω το βράδυ μαζί. Του είπα να έρθει μόνος του και μόνο που δε με δάγκωσε, το μωρό μου!»

«Σιγά, τρέχουν τα σιρόπια» είπε η Ελένη κουνώντας το κεφάλι της.

«Ε, αφού!» της είπα. «Είπαμε τέλος πάντων να πάμε σπίτι μου ώστε αν ήμουν τελικά σε θέση να έρθω κι εγώ να ετοιμαστώ για να φύγουμε.» Χαμογέλασα. «Μου πήρε σοκολάτα! Και μετά πατατάκια! Είναι γλύκας!» Έκανα παύση. «Όταν κατάλαβα ότι δε θα μπορέσω να έρθουμε Ρέθυμνο, πήγαμε Χαλκιαδάκη και πήρα σαμπουάν, μαλακτικό και αφρόλουτρο να έχω σπίτι του.»

«Εχμ...» μουρμούρισε η Μαρία.

«Έχω μπανιέρα σπίτι μου, να κάνεις ζεστό μπανάκι αν χρειαστεί,» έτσι μου είπε!» συνέχισα ενθουσιασμένα. «Πήρα και μοσχάρι φιλέτο και του έφτιαξα σνίτσελ Χόφμαν.» Μέτρησα στα δάχτυλά μου. «Φάγαμε και μετά το απόγευμα μου διάβαζε Moby Dick και εγώ του γκρίνιαζα γιατί πονούσα και το βράδυ που ήθελα κρέπα κατεβήκαμε στα Λιοντάρια και μου πήρε και milkshake σοκολάτα!»

«Αυτός όχι λαμαρίνα, ολόκληρο σιδεράδικο έχει δαγκώσει!» είπε η Μαρία χτυπώντας το τραπέζι.

«Και μετά…» τους είπα και σταμάτησα, κοιτάζοντας κάτω στα χέρια μου.

«Και μετά;» ρώτησαν και οι δύο μαζί σαν αντίλαλος.

«Του έκανα πίπα!» τους είπα ντροπαλά και κέρδισα δυο πεσμένα σαγόνια.

«What? What;» ρώτησε η Μαρία κοιτάζοντάς με με ανοιχτό στόμα.

«Δεν ξέρω πως μου ήρθε…» Κούνησα το κεφάλι μου. «Δηλαδή ξέρω πως μου ήρθε… αλλά δεν ξέρω πως μου ήρθε!»

«Θα μας τρελάνει αυτή!» είπε η Ελένη κουνώντας τα χέρια της.

«Προχθές ο λόγος που …ξενυχτίσαμε είναι γιατί δεν μπορούσε να τον πάρει ο ύπνος.» Έκανα παύση. «Ξύπνησα κάποια στιγμή και τον είδα να κοιτάζει το ταβάνι και μου είπε ότι είχε υπερένταση.» Χαμήλωσα το βλέμμα μου. «Εγώ από την άλλη ξύπνησα με ορεξούλες. Ε… με έκανε και είδα το Θεό με το χέρι του…» Κοίταξα τις δυο τους. «Σας το είπα ότι έχουμε προχωρήσει.»

«Ναι, μας το είπες» είπε η Ελένη κουνώντας το κεφάλι της.

«Ε, πήγα να του το ανταποδώσω και κάποια στιγμή…» Έκανα παύση, παίζοντας νευρικά με τα δάχτυλά μου. «Ε, μου 'ρθε και τον πήρα στο στόμα. Και το ένα έφερε το άλλο….»

«Σε προειδοποίησε;» με ρώτησε η Ελένη κοιτάζοντάς με καχύποπτα.

«Και τις δύο φορές.» Κούνησα το κεφάλι μου. «Την μία όπως τον έπαιζα τον πήρα στο στόμα μου και τέλειωσε εκεί…» Έκανα παύση. «Τη δεύτερη τον είχα ήδη» τους είπα χαμογελώντας αμήχανα.

«Κοίτα να δεις το μικρό!» είπε η Μαρία σφίγγοντας τα μάτια της.

«Με φίλησε και τις δύο φορές, αμέσως μόλις κατάπια!»

«Μωρή, κατάπιες κι από πάνω;» ρώτησε η Ελένη με ανοιχτά μάτια.

«Ε, τι, έτσι θα τον άφηνα!» Σήκωσα τα χέρια μου. «Άλλωστε τη δεύτερη φορά του είπα θέλω κάτι αλμυρό πήγε και μου έφερε πατατάκια ο αθώος!» είπα και έβαλα τα γέλια παρασύροντας και τις δυο τους.

«Κοίτα να δεις το μικρό, δις» είπε η Μαρία όταν ηρέμησαν από τα γέλια.

«Και μετά είπαμε και για τις φαντασιώσεις μας.» Κοίταξα γύρω μου προσεκτικά. «Εκεί η αλήθεια είναι ότι ζορίστηκα λίγο όταν μου είπε ότι έχει φαντασιωθεί τον πισινό μου.»

«Ναι, σιγά που δε θα το έκανε.» Η Μαρία σήκωσε τους ώμους της. «Αλλά γιατί ζορίστηκες;»

«Έλα ντε; Δεν είναι ότι μου είπε στήσου κι έρχομαι.» Έκανα παύση. «Δεν ξέρω… μ' αρέσει πολύ να τον ικανοποιώ, εννοώ αυτό το βλέμμα του μετά.» Χαμογέλασα. «Όχι ότι εκείνος πάει πίσω. Μου ομολόγησε ότι ήθελε να μου κάνει το ανάλογο—περιλαμβάνεται και αυτό στις φαντασιώσεις του—αλλά ντρεπόταν/φοβόταν ότι θα με φέρει σε δύσκολη θέση.» Αναστέναξα. «Εδώ υπομονή, 5 μέρες έμειναν, θα περάσουν!»

«Άντε, με το καλό!» είπε η Ελένη.

«Πάντως αν ποτέ σκοπεύετε να κάνετε το άλλο, δεν είναι βουρ και στον πατσά.» Η Μαρία έγειρε προς εμένα. «Θέλει λίγη προετοιμασία.»

«Όχι ότι το έχω βάλει στο πρόγραμμα» της είπα. «Εσύ… εσύ το έχεις κάνει, έτσι;»

«Ναι, η αλήθεια είναι ότι στην αρχή ζορίζομαι αλλά μετά είναι ωραίο.» Κούνησε το κεφάλι της. «Τώρα τι να σου πω, ο καθένας είναι διαφορετικός.»

«Μου είπε ότι το είχε κάνει αυτό με την Έλσα.» Έκανα μορφασμό. «Γαμώ το της!»

«Το ότι το έκανε με την Έλσα δε σημαίνει ότι πρέπει να το κάνει ντε και σώνει μαζί σου» είπε η Ελένη σοβαρά.

«Μωρέ το ξέρω… αλλά τέλος πάντων.» Κούνησα το χέρι μου. «Εσύ Ελένη;»

«Όχι.» Σήκωσε τους ώμους της. «Ο Τάσος δεν έχει εκδηλώσει ανάλογο ενδιαφέρον αλλά η αλήθεια είναι πως ομοίως με σένα δεν ψήνομαι στη σκέψη.»

«Δεν είναι ότι δεν ψήνομαι, απλά δεν το είχα καν σκεφτεί μέχρι τώρα.» Έκανα παύση. «Όπως και να έχει, είτε γίνει είτε όχι, απέχουμε ακόμα πολύυυυ από αυτό» τους είπα τεντώνοντας τη λέξη.

«Με το ρυθμό που σε βολεύει» είπε η Μαρία κοιτάζοντάς με στα μάτια. «Ο Ανδρέας δεν πρόκειται να σε πιέσει, εσύ όπως νιώθεις άνετα.»

«Το ξέρω, τον λατρεύω γι' αυτό.» Χαμογέλασα. «Κάθε φορά που τον έχω σταματήσει μέχρι τώρα, σταμάτησε αμέσως και χωρίς να κακιώσει και χωρίς να χαλάσει η διάθεσή του.» Έκανα παύση. «Αυτό είναι που με κάνει να νιώθω τόσο άνετα μαζί του. Συν φυσικά το πόσο του αρέσει να με περιποιείται.» Έσκυψα προς τις δυο τους. «Πολλές φορές που καθόμαστε μου κάνει μασάζ στους ώμους και στα πόδια, αχ κορίτσια, το μασάζ στις πατούσες είναι βάλσαμο. Ειλικρινά δεν το περίμενα, έλιωσα σα βούτυρο!»

«Τον νοικιάζεις;» ρώτησε η Ελένη κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

Συνεχίσαμε τη χαζοκουβέντα μέχρι που επέστρεψε και ο Ανδρέας. Ούτε μισή ώρα δεν είχε λείψει—είχε πει την αλήθεια ο Νίκος.

«Γεια σας και πάλι» είπε και κάθισε δίπλα μου.

«Τα πήγατε τα πράγματα;» ρώτησε η Μαρία.

«Ναι, μια χαρά.» Κούνησε το κεφάλι του. «Τι λέγατε εσείς;»

«Ότι κάνεις καλό μασάζ.» Χαμογέλασα πονηρά. «Ανδρέα, μου ζήτησαν να σε νοικιάσω! Ευκαιρία να βγάλουμε τα έξοδα του αυτοκινήτου!»

«Κάτσε, εγώ θα κάνω το μασάζ, εσύ θα εισπράττεις;»

«Εμ, τι; Σε χορό δε με ζήτησες; Θα χορέψεις!» του είπα βγάζοντας τη γλώσσα μου.

«Μωρέ άμα δεν στο μαυρίσω το ποπουδάκι να μη με λένε Ανδρέα!»

«Αχνε!» του είπα με λιγωμένο βλέμμα κάνοντας και τους τρεις να βάλουν τα γέλια.

«Κορίτσια, είπαμε με την Φοίβη, αφού πιούμε το καφεδάκι μας να πάμε να φάμε σε κανένα ταβερνάκι εδώ.»

«Εξαιρετική ιδέα, αρκεί να με φιλοξενήσεις γιατί ο πατέρας μου απείλησε ότι θα με διώξει από το σπίτι αν δεν είμαι εκεί το μεσημέρι!» είπε η Μαρία κάνοντας γκριμάτσα.

«Δεν του άρεσε που τον ξύπνησα χθες στις 01:00 και του είπα ότι θα μείνω Ρέθυμνο.» Έκανε παύση. «Εγώ του πρότεινα καλή τη πίστη να έρθει να μας πάρει εκείνος και να μας γυρίσει και μου απάντησε ότι αν δεν είμαι σπίτι με το πρώτο ΚΤΕΛ θα μου κόψει τα ποδάρια.»

Αναστέναξε. «Το πρωί τον πήρα τηλέφωνο αφού τα είπατε με τον Τάσο και είπε κομμάτια να γίνει αλλά είτε έρθει ο Ανδρέας, είτε ο Πάπας, θα μου κόψει τα ποδάρια αν δεν είμαι το μεσημέρι στο σπίτι. Κοινώς πήρα μερικές ώρες παράταση αλλά δεν είναι να ζορίζω την τύχη μου με τον Σήφη.»

«Καλώς, να πιώ κι εγώ τον καφέ μου και φεύγουμε» είπε ο Ανδρέας.

«Και θα σου φτιάξω και το κοκκινιστό που σου έχω τάξει!» Χτύπησα τα χέρια μου. «Μαρία, εσένα δε σε ρωτάω, Ελένη θες να φας μαζί μας;»

«Αν με θέλετε!» μας είπε ντροπαλά.

«Θα σε κουτουλήσω» της είπε ο Ανδρέας κάνοντάς τη να χαχανίσει.

Τέλειωσε τον καφέ του και αφού πληρώσαμε, κινήσαμε προς το αυτοκίνητο. Μας πήρε πάλι κοντά στη μια ώρα για να φτάσουμε Ηράκλειο. Αφήσαμε την Μαρία στο Μασταμπά και ανεβαίνοντας από την Πλατεία Σινάνη περάσαμε κάτω από την Εθνική. Δεν την ήξερα τη διαδρομή αλλά η Παπαναστασίου τέλειωνε στη Σόλωνος όπου ήταν το σπίτι μου. Κοίτα να δεις! Παρκάραμε και όταν πήγαμε στην πόρτα ήρθε ο Σίμπα να μας υποδεχτεί και η Ελένη τα χρειάστηκε.

«Τι είναι αυτό το πράγμα;» ρώτησε, κρυμμένη πίσω από τον Ανδρέα.

«Μην τον βλέπεις έτσι, είναι τελείως χαζοχαρούμενος και φλούφλης!»

«Είσαι σίγουρη ότι δε θα μου την πέσει;» Κοίταξε τον Σίμπα με φόβο. «Ρε, αυτός με περνάει στο μπόι ένα κεφάλι!» είπε η Ελένη, που ήταν κοντά στο 1,60, ίσως και λίγο πιο κάτω.

«Ο Σίμπα; Ρε συ αυτόν τον τραμπουκίζουν τα γατιά και τον κυνηγάνε!»

«Μωρή, άμα μου την πέσει το κρίμα στο λαιμό σου!»

«Θα σου την πέσει να τον χαϊδέψεις αλλά μη του δώσεις πολύ θάρρος γιατί θα σκαρφαλώσει πάνω σου, έχει αδυναμία να μας γλείφει στη μούρη.»

Ο Σίμπα που με κάποιο τρόπο είχε καταλάβει ότι μιλούσαμε γι' αυτόν είχε σκαρφαλώσει πάνω στην πόρτα και κούναγε την ουρά του σαν μανιακός.

«Ναι, εσένα λέω μούργο!» του είπα πλησιάζοντάς τον και μη χάνοντας την ευκαιρία μου τράβηξε ένα γλείψιμο στο πρόσωπο. «Είσαι σίχαμα!» του είπα και εκείνος το πήρε τελείως λάθος και με έγλειψε στο πρόσωπο εκ νέου!

Με το που μπήκαμε πήρε αγκαλιά τον Ανδρέα για να μην τον αφήσει ρέστο στη διανομή. Τους αφήσαμε στο ταγκό τους και με την Ελένη πήγαμε σπίτι όπου μας έστησαν υποδοχή τα τρία γατάκια που ήρθαν και άρχισαν να τρίβονται στα πόδια μου.

«Βρε, το φάγατε όλο χθες; Για δυο μέρες σας είχα βάλει σκασμένα!» τους είπα. Η Ελένη έβαλε τα γέλια. Άνοιξα την πόρτα και πήρα τα πιατάκια τους να τους βάλω τη γατοτροφή τους. Πήρα και το πιάτο του Σίμπα για να μην τον αφήσω παραπονεμένο και του έβαλα και εκείνου λίγο. «Ελένη, έλα να δεις θέαμα» της είπα και βγήκα έξω και έβαλα στα γατιά να φάνε.

«Σίμπα, φαγητό» του είπα και παράτησε τον Ανδρέα και ήρθε ποδοβολώντας σα ρινόκερος και ρίχτηκε στην κατσαρόλα του.

«Δεν τα πειράζει καθόλου;» με ρώτησε η Ελένη κοιτάζοντας έκπληκτη.

«Τι να τα πειράξει ρε; Τον στρώνουν στο κυνήγι σου λέω όταν έχουν όρεξη για παιχνίδι.» Χαμογέλασα. «Το βράδυ κοιμούνται αγκαλιά, πέφτει σαν ξερός ο Σίμπα και τα γατιά τον έχουν στρώμα!»

Όταν ήρθε ο Ανδρέας πήγαμε και πλύναμε πρόσωπά και τα χέρια.

«Με τι το θέλετε, με πατάτες τηγανιτές ή με μακαρόνια;» ρώτησα στεκόμενη στην κουζίνα.

«Γιατί όχι και τα δύο;» ρώτησε ο Ανδρέας κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Ό,τι θέλει ο Ανδρέας μου» είπα κουνώντας το κεφάλι μου.

Η Ελένη ανέλαβε να καθαρίσει τις πατάτες και ο Ανδρέας τα κρεμμύδια και αργότερα τη σαλάτα. Έβγαλα από την κατάψυξη τις φέτες ψωμί που μου ζήτησε ο καθένας και ξεκίνησα την προετοιμασία του φαγητού. Ευτυχώς πριν φύγουμε ξέχασα να το βάλω στην κατάψυξη, οπότε το κρέας δε θα χρειαζόταν και ξεπάγωμα. Είχα φέρει τη μικρή χύτρα στην Κρήτη οπότε δε θα χρειαζόταν να περιμένουμε πολλή ώρα. Όσο γινόταν το κρέας έβαλα και τα μακαρόνια να βράσουν.

Η Ελένη εκτός από το καθάρισμα έκοψε και τις πατάτες και μετά καθίσαμε και οι τρεις και το ρίξαμε στη χαζοκουβέντα. Έβγαλα τα μακαρόνια και τα σούρωσα και στο μεταξύ έβαλα και τις πατάτες να τηγανίζονται. Ο Ανδρέας έκοψε τη σαλάτα και όταν τέλειωσε και το κρέας σέρβιρα στα τρία πιάτα μακαρόνια και από πάνω έριξα το κρέας που μου ζήτησαν ο καθένας και τη σάλτσα. Τις πατάτες τις βάλαμε στη μέση, δίπλα στη σαλάτα και πέσαμε και οι τρεις να φάμε σα λύκοι.

«Ρε συ; Εσύ είσαι καλή!» είπε η Ελένη, σηκώνοντας το δάχτυλό της.

«Αμέ, τι νόμιζες! Το κοκκινιστό στην κατσαρόλα είναι το αγαπημένο του Συνταγματάρχη» της είπα χαμογελώντας με περηφάνια. «Πρώτη φορά το μαγείρεψα στη Δευτέρα λυκείου, τότε που η μητέρα μου ήταν στο νοσοκομείο και από τότε ο μπαμπάς δεν αφήνει τη μαμά να το φτιάξει. Φοίβη ή κανένας!»

«Νοσοκομείο; Γιατί;» ρώτησε η Ελένη, σταματώντας να μασάει.

«Καρκίνο στους λεμφαδένες.» Κατέβασα το βλέμμα μου. «Την προλάβαμε στην πολύ αρχή της, μια μικρή επέμβαση χρειάστηκε και αυτό ήταν. Ούτε καν χημειοθεραπεία.» Χαμογέλασα ανακουφισμένα. «Δόξα τω Θεώ πήγαν όλα καλά αλλά όπως καταλαβαίνεις μας είχε πάει τρεις-μία.»

«Πολύ χαίρομαι» είπε η Ελένη, ακουμπώντας το χέρι της στο δικό μου. «Θα πρέπει να το παρακολουθεί συνέχεια ξέρεις. Και θα πρέπει να το κοιτάς και εσύ.»

«Ναι, εννοείται.» Κούνησα το κεφάλι μου. «Έχει μπει και στις δικές μου τις τακτικές εξετάσεις και ψηλαφίζομαι και μόνη μου, μας έδειξαν οι γιατροί πως να το κάνουμε.» Έκανα παύση. «Θα πρέπει να βρω ένα γυναικολόγο εδώ γιατί και στη Χίο που έχουμε, μάλλον φέτος ή του χρόνου θα φύγουμε.»

«Της Μαρίας» μου απάντησε η Ελένη. «Κι εγώ σε εκείνη πηγαίνω πλέον, σιγά μην περιμένω πότε θα ανέβω Γιάννενα.»

«Ωραία, θα της ζητήσω το τηλέφωνο»

«Δε χρειάζεται, το έχω κι εγώ αν και όχι πάνω μου. Θα στο φέρω αύριο το πρωί στο κυλικείο.»

Κατά τις 18:00 η Ελένη είπε να γυρίσει σπίτι της. Ο Ανδρέας δεν ήθελε να την άφησε να κατέβει με λεωφορείο οπότε θα την κατέβαζε ο ίδιος. Πήραν τηλέφωνο και τον Τάσο—ήταν σπίτι του, οπότε κατεβάζοντας την Ελένη που έμενε πίσω από τα λιοντάρια, θα πήγαινε να πάρει και τον Τάσο για να τους αφήσει και τους δύο εκεί.

«Θέλεις να έρθεις κι εσύ;» ρώτησε ο Ανδρέας.

«Όχι μωρό μου, άρχισα πάλι να νιώθω πονάκια και προτιμότερο είναι να κάτσω στα αυγά μου.» Κρατούσα ελαφρά την κοιλιά μου. «Ξέρεις τι θέλω όμως; Θα μπορούσες όταν αφήσεις την Ελένη και τον Τάσο να σταματήσεις και να μου πάρεις ένα milkshake σοκολάτα; Μου άρεσε πολύ χθες!»

«Και το ρωτάς; Δε μου λες, έχει μείνει φαγητό για το βράδυ;»

«Νομίζω βγαίνει μια μερίδα για σένα. Αν δε φτάσει θα σου φτιάξω και τοστάκι.»

«Εσύ;»

«Αν πεινάσω θα φτιάξω κι εγώ ένα τοστάκι. No worries» του είπα χαμογελαστά.

«Ευχαριστώ πολύ Φοίβη μου, είσαι καταπληκτική μαγείρισσα» μου είπε χαμογελαστά η Ελένη και μου έσκασε ένα φιλάκι. Ο Ανδρέας με φίλησε και εκείνος λες και θα έφευγε για την ξενιτιά!

Αποφάσισα και πήγα ως την Αθηνά και πήρα τηλέφωνο τους δικούς μου—είχα να τους μιλήσω από την Παρασκευή. Μίλησα κάμποση ώρα και με τους τρεις, μου είχαν λείψει. Δεν λέω ωραία η φοιτητική ζωή αλλά μου έλειπε και το σπίτι μου. Για φαντάσου να μην είχα τον Ανδρέα και την υπόλοιπη παρέα πώς θα ήταν. Δεν ξέρω, μάλλον το γυμνάσιο μου είχε αφήσει τραύμα—εξακολουθούσα να αποφεύγω τις πολλές-πολλές συναναστροφές.

Ομολογώ ότι στο πανεπιστήμιο υπήρξε μια σαφής βελτίωση στην κοινωνικότητά μου ακόμα και με τους συμφοιτητές μου, αλλά πέραν τον Ανδρέα και την παρέα του δεν είχα βγει με άλλους ούτε έκανα ιδιαίτερα παρέα με παιδιά του έτους μου. Παρόλο που σε επικοινωνιακό επίπεδο ήμουν καλύτερα ακόμα και από το λύκειο. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ είμαι κλειστός άνθρωπος αλλά Μαρία και Ελένη δεν ξέρω… είχαν κάτι… κάτι… που με έκανε να μπορώ να τους ανοιχτώ πολύ εύκολα. Χαβαλέ φυσικά έκανα και με το Νίκο και με τον Τάσο αλλά με τα δύο κορίτσια ένιωθα κάτι παραπάνω.

Όσο για τον Ανδρέα… Στα 18 και κάτι μου ήταν η μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής μου. Είναι μερικοί άνθρωποι που λες και είναι πραγματικά ευλογημένοι από το Θεό. Κούκλος—και δεν το λέω επειδή ήμουν ερωτευμένη μαζί του—και εξαιρετικά οξύνους.

Στην αρχή του τρίτου έτους είχε περάσει μαθήματα που σύμφωνα με το πρόγραμμα θα έπρεπε να τα έχει περάσει με την αρχή του τέταρτου. Σαν τον Τάσο και αυτός—αν έβαζε την αντίστοιχη προσπάθεια με το τέλος του τρίτου έτους θα μπορούσε να έχει συμπληρώσει τις μονάδες για να πάρει πτυχίο και ο μέσος όρος του ήταν πάνω από 9. Αρχές Νοέμβρη θα ξεκινούσε και στο ΙΤΕ. Αναστέναξα—θα μειωνόταν ο χρόνος που θα ήμασταν μαζί αλλά τι να κάνεις;

Το μυστικό είναι στο διάβασμα μετά το μάθημα, μου είχε πει ο Ανδρέας. Μία με δύο ώρες διάβασμα όταν τα έχεις ακόμα φρέσκα είναι επένδυση που τα αποτελέσματά της φαίνονται ξεκάθαρα στην εξεταστική. Που απλά κάνεις το 2ωρο 4ωρο αντί να ξημεροβραδιάζεσαι διαβάζοντας.

Η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν ήταν κάτι νέο για μένα—αυτό ήταν το πρόγραμμά που ακολουθούσα και στο σχολείο όλα αυτά τα χρόνια αλλά σε αντίθεση με τα μαθητικά μου χρόνια που διάβαζα μόνη μου, εδώ διάβαζα με παρέα.

Και δούλευε, δούλευε μια χαρά. Ακόμα και αν ο ένας πήγαινε να το ρίξει λίγο στο σορολόπ, τον συμμάζευε ο άλλος. Όταν ξεκινούσε στο ΙΤΕ δεν ξέρω πως θα γινόταν το πρόγραμμά μας. Ξετύλιξα τη σοκολάτα και άρχισα να τη μασουλάω αφηρημένα. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη τη στιγμή δεν είχα καμία όρεξη για διάβασμα αλλά χθες το είχαμε ρίξει στην τρελή και σήμερα ήταν ο λογαριασμός. Είχα ασκήσεις μιγαδικούς, γραμμική άλγεβρα, απειροστικό-Ι και ψηφιακή σχεδίαση.

Αυτή αύριο στο πανεπιστήμιο—έτσι κι αλλιώς οι Δευτέρες του Ανδρέα ήταν δράμα. Pascal-I? Αμάν, είχα και Pascal-I. Άρα αύριο ένα δίωρο—τουλάχιστον—στον πανεπιστήμιο θα το έτρωγα κι εγώ μετά το τέλος των μαθημάτων. Αποφάσισα να κάνω μιγαδικούς και γραμμική σήμερα και να αφήσω απειροστικό-Ι για αύριο μετά τις 20:00 για να κάνω παρέα στον Ανδρέα.

Δεν άργησε να επιστρέψει—μισή ώρα πάνω-κάτω. Μου είχε φέρει το milkshake.

«Λοιπόν, διάβασμα!» είπε χτυπώντας τα χέρια του.

«Αγκαλίτσα;» τον ρώτησα με ναζιάρικη φωνή, κάνοντας φατσούλα.

«Θα είσαι φρόνιμη;»

«Όχι!» απάντησα αμέσως.

«Τότε όχι αγκαλίτσα! Διάβασμα, σουρτούκω!»

«Ουφ, καλά!» είπα σηκώνοντας τα χέρια μου παραιτημένα.

Διαβάσαμε περίπου μέχρι τις 20:30—δηλαδή εκείνος. Εγώ είχα τελειώσει με τις ασκήσεις μου και του έκανα συμπαράσταση.

«Τέλος για σήμερα» μου δήλωσε κάποια στιγμή, κλείνοντας το βιβλίο. «Εσύ έχεις τελειώσει;»

«Ναι, εδώ και κάμποση ώρα.»

«Δε μου λες, τι θες να κάνουμε; Θέλεις να πάμε καμιά βόλτα;»

«Αυτό που θέλω τώρα είναι να κάνω ένα ντους και να χωθώ στην αγκαλιά σου» είπα τεντώνοντας τα χέρια μου.

«Έχω μια καλύτερη ιδέα»

«Για πες»

«Να κάνουμε μαζί ντους.»

Οκ, αυτό δεν το περίμενα.

Δεν απάντησα. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Από τη μία οκ, δεν θα έβλεπε ο ένας ή ο άλλος κάτι που δεν είχαμε ξαναδεί, ειδικά τις τελευταίες μέρες. Αλλά από την άλλη μου φαινόταν ένα βήμα πολύ μακριά, το οποίο ήταν αστείο αν σκεφτείς ότι χθες τον πήρα στο στόμα μου δις.

Δεν ένιωθα έτοιμη να προχωρήσω παρακάτω από εκεί που είχαμε φτάσει και η σκέψη να μπούμε και οι δυο γυμνοί στο ντους μου ήρθε κάπως. Από την άλλη πάλι την τελευταία εβδομάδα είχαμε βρεθεί δυο-τρεις φορές και οι δύο τελείως γυμνοί στο κρεββάτι και δεν προχωρήσαμε περισσότερο από αυτό που θα ένιωθα άνετα. Και είχα και περίοδο.

«Φοίβη;»

«Έχω… έχω περίοδο!» του είπα μη βρίσκοντας τι άλλο να του πω.

«Και;» με ρώτησε σηκώνοντας τους ώμους του. «Στο ντους θα είμαστε όχι πάνω στα λινά.»

«Δεν… δεν ξέρω…» Κοίταξα κάτω στα χέρια μου. «Μου… μου είναι… κάπως!»

«Εντάξει, δε θέλω να σε φέρω σε δύσκολη θέση.»

«Όχι, όχι… δε με φέρνεις σε δύσκολη θέση.» Κούνησα το κεφάλι μου. «Απλά… μου ήρθε ξαφνικό. Δεν ξέρω….»

«Εντάξει Φοίβη μου, άστο, πες ότι δεν το είπα» μου είπε και σηκώθηκε και μου έδωσε ένα φιλάκι στη μύτη. Εκεί πήρα την απόφασή μου.

«Να… να μπω εγώ πρώτη και να έρθεις εσύ μετά από μερικά λεπτά;»

«Μωρό μου, αν δε θέλεις δεν έχω κανένα πρόβλημα!»

«Όχι, θέλω!» Τον κοίταξα στα μάτια. «Απλά… απλά… θα ήθελα να μου δώσεις μερικά λεπτά μόνη μου…»

«Είσαι σίγουρη;»

«Σιγουρότατη» του απάντησα χαμογελαστά. «Πάω… σε περιμένω σε πέντε λεπτά»

Πήγα στο δωμάτιο και επέλεξα εσώρουχο που θα φορούσα όταν τελειώναμε το ντους. Σήμερα έκανε λίγο ψύχρα, οπότε έβγαλα και ένα φανελάκι και την πιτζάμα μου.

Δεν ξέρω, ξαφνικά ντρεπόμουν. Ανοησίες, αλλά τελικά πήγα φορώντας τη φόρμα μου στο μπάνιο. Γδύθηκα και πέταξα στο καλαθάκι τη χρησιμοποιημένη σερβιέτα. «Από ροή καλά πάμε,» σκέφτηκα μέσα μου. Έβαλα το εσώρουχο και κάλτσες στα άπλυτα και άνοιξα το νερό στο ντους μέχρι να έρθει το ζεστό. Μετά χώθηκα κάτω από το ντους και άρχισα να καθαρίζομαι κάτω.

Ίσα που πρόλαβα γιατί άκουσα την πόρτα του μπάνιου να ανοίγει και να κλείνει. Έκλεισα το νερό και ο Ανδρέας τράβηξε την κουρτίνα και μπήκε και αυτός μέσα. Με πήρε στην αγκαλιά του και με κόλλησε πάνω του φιλώντας με. Επειδή δεν ήξερα πόσο καυτό άντεχε το νερό, ξεκρέμασα το τηλέφωνο και άνοιξα το νερό.

«Πώς σου φαίνεται το νερό;»

«Μπορείς να ανοίξεις λίγο περισσότερο το κρύο;» με ρώτησε και άνοιξα λίγο περισσότερο το κρύο νερό και το δοκίμασε και πάλι.

«Μια χαρά!» μου είπε και το δοκίμασα κι εγώ.

Όντως μια χαρά! Κρέμασα πάλι το τηλέφωνο στο ντους και το άνοιξα να τρέξει πάνω μας. Ο Ανδρέας με έσφιξε και πάλι στην αγκαλιά του και ένιωσα το όργανό του στην κοιλιά μου. Ήταν ερεθισμένος—όχι ότι εγώ πήγαινα πίσω, ψεύτρα μην είμαι! Με έβαλε να του γυρίσω την πλάτη.

Μου έριξε σαμπουάν στο μαλλί και άρχισε να μου κάνει λούσιμο. Δηλαδή τι λούσιμο—μασάζ στο κεφάλι ήταν. Είχα κλείσει τα μάτια μου και απολάμβανα την αίσθηση. Όταν τελείωσε με τα μαλλιά μου έβαλε αφρόλουτρο στο απαλό σφουγγάρι που είχα και άρχισε να με τρίβει σε όλο το σώμα.

Ξεκίνησε από τους ώμους και μετά με έκανε σε όλη την πλάτη. Με γύρισε και μου έκανε το στήθος και κάτω από το στήθος και μετά στην κοιλιά και στη μέση και στα πλευρά. Μετά με γύρισε και πάλι και μου έκανε τους γλουτούς και μετά πέρασε ανάλαφρα το σφουγγάρι από την πίσω σχισμή κάνοντάς με να ανατριχιάσω. Συνέχισε στα μπούτια και μετά στις γάμπες και μετά στο πέλμα, ακόμα και στα δάχτυλα, ένα-ένα.

Άνοιξε το νερό και με ξέπλυνε από τις σαπουνάδες και στα μαλλιά και στο σώμα. Μετά πήρε το μαλακτικό και μου το άπλωσε στα μαλλιά και μετά έβαλε αφρόλουτρο στο χέρι του και άρχισε να το απλώνει στο στήθος μου. Είχα μυρμηγκιάσει—ήμουν κολλημένη πάνω του, ένιωθα το όργανό του ορθωμένο λίγο πάνω από τη μέση μου να την πιέζει ενώ τα χέρια του μάλαζαν απαλά τα στήθη μου ενώ με φιλούσε και με δάγκωνε απαλά στο σβέρκο.

Άνοιξε το νερό και ξέπλυνε το χέρι του και μετά, χωρίς κανένα δισταγμό, το κατέβασε ανάμεσα στα πόδια μου… και άρχισε να με παίζει.

«Ανδρέα…» πήγα να πω—για την περίοδο, όχι για κανένα άλλο λόγο—αλλά εκείνος συνέχισε κερδίζοντας ένα μικρό βογγητό που μου ξέφυγε.

«Σ' αρέσει μωρό μου;» με ρώτησε σχεδόν ψιθυριστά.

«Πολύ» του απάντησα καυλωμένη τελείως.

Το χέρι του με έπαιζε με μαεστρία—πότε με απαλές κυκλικές κινήσεις, πότε πιέζοντάς με απαλά, πότε βουτώντας απλά λίγο το δάχτυλό του μέσα μου. Είχα παραδοθεί τελείως στο παιχνίδι του, ανάσαινα με δυσκολία και εξέπνεα με ακόμα μεγαλύτερη—σχεδόν κάθε μου εκπνοή ήταν βογγητό. Το σώμα μου σχεδόν είχε μουδιάσει, ένιωθα πάλι σα να με διαπερνάει ρεύμα.

Συνέχισε για πολλή ώρα και ξαφνικά ένιωσα μέσα μου αυτή την αίσθηση του ρεύματος να γίνεται πιο δυνατή και όλο πιο δυνατή και ασυναίσθητα τεντώθηκα και …ΕΚΡΗΞΗ… Θεέ μου… ΚΙ ΑΛΛΗ… ΑΑΑΑΧ…. ΜΜΜΜ… ένιωσα ότι μου κόβεται η ανάσα, αυτή τη φορά το βογγητό μου ήταν δυνατό… ΑΑΑΑΧ… και… δεν μπορούσα άλλο… ένιωσα σχεδόν πόνο… του έπιασα απαλά το χέρι…

«Όχι άλλο» του είπα με κομμένη την ανάσα…

Με γύρισε και με φίλησε. Ήταν υπέροχα, ήταν υπέροχος. Χωρίς να το σκεφτώ ούτε στιγμή γονάτισα και τον πήρα στο στόμα μου. Τον άρπαξα—σχεδόν τον τράβηξα πάνω μου.

Δε μου πήρε ούτε μερικά λεπτά να λάβω την ανταμοιβή των κόπων μου, με τη μορφή σπασμών του οργάνου του μέσα στο στόμα μου. Κατάπια την κάθε του ριπή μέχρι που ηρέμισε και σιγά-σιγά σταμάτησε. Τραβήχτηκα και σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και τον κοίταξα χαμογελαστή.

Με βοήθησε να σηκωθώ και με φίλησε και πάλι βαθιά. Παρόλο που ήθελα να του το ανταποδώσω, δε με άφησε. Όταν πήγα να εκφράσω την …διαμαρτυρία μου με πιτσίλησε στη μούρη με νερό και έβαλε τα γέλια.

«Έτσι είσαι;»

«Νια νια νια νια νια νια» μου έκανε κοροϊδευτικά!

«ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΚ, έκλεισες τάφο ρε;» Τον κοίταξα απειλητικά. «Εμένα ένας που μου έκανε νια νια νια νια νια τον έκανα αφίσα, ακόμα τον ξεκολλάνε!» του έκανα αντιγράφοντας τη σκηνή μεταξύ του Μίκι και του Γκόγκο.

«Μη μου λες τέτοια και φρικάρω!» απάντησε μιμούμενος τον Γκόγκο. «Να μάθεις να μη χώνεσαι στον άλλον όταν πάει να πλύνει την έτσι του!» μου απάντησε συνεχίζοντας τον ίδιο διάλογο.

«Έτσι είσαι;» τον απείλησα. Άρχισα να τον γαργαλάω και του λόγου του είναι πολύ γαργαλιάρης. Στο πάτωμα της ντουζιέρας είχα πλαστικό για να μη γλιστράει οπότε δεν είχαμε κίνδυνο να φάμε τα μούτρα μας γαργαλώντας ο ένας την άλλη—γιατί, να τα λέμε αυτά, κι εγώ γαργαλιάρα είμαι!

«Μηηηηηη» μου έκανε προσπαθώντας να πνίξει τα γέλια του.

“Who da boss?”

“You da boss! You da boss!” απάντησε ξέπνοος. Με πήρε στην αγκαλιά του και με έσφιξε. «Το επόμενο στην μπανιέρα μου.»

«Ναιιιιιιιιιιι!!!» του απάντησα ενθουσιασμένα, σκιρτώντας στην αγκαλιά του.

Ήταν μη γίνει η αρχή!


09. Σήμερα γάμος γίνεται

Ανδρέας

Ο Νοέμβρης έφτανε στο τέλος του. Η δουλειά στο ΙΤΕ αν και ενδιαφέρουσα και απαραίτητη ως επένδυση για το μέλλον που ήθελα να φτιάξω και σε συνδυασμό με τα μαθήματα και το διάβασμα ήταν αρκετά κουραστική. Είχα πάρει πάλι αρκετά μαθήματα, πίεζα τον εαυτό μου για να μαζέψει τις απαραίτητες για το πτυχίο μονάδες με το τέλος του 3ου έτους και ευτυχώς μέχρι στιγμής τα είχα πάει καλά. Σε όλες τις προόδους είχα γράψει από 9,5 και πάνω οπότε ταυτόχρονα θα ανέβαζα και το μέσο όρο μου.

Ομοίως είχε επιβαρυνθεί και το πρόγραμμα της Φοίβης, είχε αρχίσει να χρειάζεται να περνάει και εκείνη αρκετές ώρες στο πανεπιστήμιο για τις εργασίες της στην ψηφιακή σχεδίαση και την Pascal. Στα μαθηματικά είχε πάρει 10άρια και στις τρεις προόδους αλλά στην ψηφιακή σχεδίαση δεν είχε πάει καλά και το είχε πάρει βαριά. Βέβαια το «δεν είχε πάει καλά» σχετικό ήταν, 7,5 είχε γράψει αλλά σύμφωνα με την ίδια «εδώ ήρθα για την επιστήμη υπολογιστών και όχι για να χαίρεται ο Τάσος.»

Όπως και να έχει στα διαβάσματά μας αντλούσαμε δύναμη ο ένας από τον άλλον. Η σχέση μας στα μάτια μου είχε δυναμώσει ακόμα περισσότερο παρά το γεγονός ότι η εργασία μου στο ΙΤΕ μας είχε κάνει να αραιώσουμε κάποια απογεύματα. Κάθε βράδυ ωστόσο ήμασταν μαζί και κοιμόμασταν εναλλάξ ο ένας στο σπίτι του άλλου. Βγαίναμε κάθε Παρασκευή/Σάββατο είτε με τα παιδιά είτε μόνοι μας και καμιά φορά και τις καθημερινές για καμιά μπυρίτσα στην Κοραή όταν είχαμε διάθεση.

Έχοντας το αυτοκίνητο είχαμε πάει και Άγιο Νικόλα και Ρέθυμνο ξανά αλλά ανυπομονούσα να έρθει το καλοκαίρι—που αργούσε ακόμα—ώστε να γνωρίσουμε και άλλες παραλίες του νησιού.

Είχε πάει 19:25, την περίμενα να έρθει σπίτι μου. Κι εγώ πριν λίγη ώρα είχα γυρίσει από το ΙΤΕ και είχα ανάψει το θερμοσίφωνα. Χαμογέλασα στη σκέψη ότι θα κάναμε μαζί μπανάκι. Μου άρεσε πολύ να την περιποιούμαι: να την λούζω, να την τρίβω με το σφουγγάρι σε όλο της το σώμα και μετά στο κρεββάτι να της κάνω μασάζ στην πλάτη και στους ώμους και στα πόδια και να τη φιλάω σε όλο της το σώμα. Με ξετρέλαινε να τη φιλάω και να τη γλείφω στα δάχτυλα, ούτε που το είχα συνειδητοποιήσει μέχρι τη στιγμή που το έκανα, έτσι, στην παρόρμηση της στιγμής.

Για να μην αναφέρω το στοματικό… μπορούσα να κάθομαι ανάμεσα στα πόδια της και να την περιποιούμαι με το στόμα μου με τις ώρες αλλά όποτε κλιμάκωνε με έκανε να σταματάω γιατί από εκείνο το σημείο και πέρα δεν άντεχε, την πονούσε. Η Φοίβη ήταν πολύ παθιάρα, το σώμα μου ήταν γεμάτο από γρατζουνιές και δαγκωνιές, της άρεσε να με δαγκώνει δυνατά και μετά να θαυμάζει τα σημάδια που έκανε στο κορμί μου. Δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι ο πόνος μπορεί να είναι τόσο αισθησιακός.

Της ίδιας της άρεσε να την δαγκώνω στο στήθος και στις ρώγες ή ακόμα και να την τσιμπάω με τα δάχτυλά μου. «Πιο δυνατά» μου έλεγε και αυτό μερικές φορές με ζόριζε, δεν ήθελα να την πονάω αλλά από την άλλη ψεύτης μην είμαι, μου άρεσε και που το έκανα και το πόσο το απολάμβανε. Αυτό που δε θα είχα φανταστεί ωστόσο ούτε σε δύο ζωές ήταν το πόσο της άρεσε να τις ρίχνω ξυλιές στον κώλο και μιλάμε για δυνατές ξυλιές, από αυτές που αφήνουν αποτύπωμα για πολλή ώρα στο δέρμα.

Είχε ξεκινήσει για πλάκα, από σιγανές σφαλιάρες που της έριχνα στον κώλο για να την κάνω να βιαστεί ή να «κουνηθεί.»

«Θα πας να ετοιμαστείς βρε ή θα σου ρίξω κι άλλες;»

«Δεν πάω πουθενά!» μου δήλωσε παιχνιδιάρικα.

Της έριξα μια πιο δυνατή. Εκείνη χαμογέλασε και μου τούρλωσε τον κώλο της βγάζοντάς μου τη γλώσσα της. Της έριξα μια ακόμα πιο δυνατή.

«Αχνε!» μου είπε γελώντας.

«Βρε θα πας να ετοιμαστείς που μας περιμένουν;»

«Κάνε με!» μου είπε προκλητικά

Α, έτσι θέλετε μαντάμ;

Της έβγαλα το μπουρνούζι και έμεινε τελείως γυμνή.

«Τώρα θα σου δείξω εγώ!» της είπα και την πήγα στον καναπέ και την έβαλα να ξαπλώσει πάνω στα πόδια μου ώστε να έχω τον κώλο της μπροστά μου. Άρχισα να ρίχνω σιγανές και μετά πιο δυνατές και ακόμα πιο δυνατές μέχρι που κάποια στιγμή άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως το παρατραβάω.

«Νηστικό σε άφησα;»

Κοίτα να δεις!

Συνέχισα να της ρίχνω και άλλες ακόμα πιο δυνατές, ο κώλος της είχε γίνει κόκκινος και εγώ πύρκαυλος, το ομολογώ. Σηκώθηκε και κάθισε πάνω στα πόδια μου και με φίλησε, σχεδόν μου έκανε λαρυγγοσκόπηση, το φιλί της ήταν εξαιρετικά παθιασμένο και επιθετικό. Και είχε και συνέχεια γιατί μου έβγαλε το παντελόνι σχεδόν με το ζόρι και με πήρε στο στόμα της.

Ε, τελικά αργήσαμε, η πίπα που μου έκανε ήταν τόσο καλή που σκεφτόμουν ό,τι πιο άκυρο μπορούσα μόνο και μόνο για να την παρατείνω και να μην τελειώσω. Μου άρεσε να τελειώνω στο στόμα της αλλά επίσης μου άρεσε να τελειώνω και στο στήθος της και στο πρόσωπό της. Βέβαια έχοντας μόλις βγει από το μπάνιο δεν ήθελα να τη στείλω για νέο γύρο οπότε τέλειωσα στο στόμα της και ο οργασμός μου ήταν εξαιρετικά έντονος.

Όταν τέλειωνα στο στόμα της πάντα κατάπινε, ούτε μία φορά δεν τα είχε φτύσει. Την είχα ρωτήσει από περιέργεια τι γεύση έχει και μου είχε πει ότι άλλοτε ήταν αλμυρό, άλλοτε γλυκό και άλλοτε πικρό. Αν και πάντα τη φιλούσα μετά από πίπα δεν μπορούσα να καταλάβω τη γεύση μου και εδώ που τα λέμε η περιέργειά μου ήταν καθαρά ακαδημαϊκή.

Ήξερα από τον Τάσο ότι δεν πιτσιλάνε μόνο τα αγοράκια όταν τελειώνουν αλλά δεν το είχα ζήσει και ποτέ παρόλο που εγώ είχα κάνει στοματικό μέχρι τέλους σε τρεις από τις πρώην σχέσεις μου. Ε, με τη Φοίβη έγινε και αυτό και η αλήθεια ήταν ότι δεν το περίμενα και αιφνιδιάστηκα. Δεν συνέβαινε πάντα αλλά όταν συνέβαινε απολάμβανα τη γεύση των δικών της υγρών, εκείνης ήταν σχεδόν πάντα αλμυρούτσικη.

Επίσης ανακαλύψαμε—αμφότεροι—ότι της άρεσε να τη γλείφω και στον κώλο και αυτό πάλι από παρόρμηση της στιγμής. Είχε κάτσει στα τέσσερα και της είχα κάνει τον κώλο κόκκινο με σφαλιάρες αλλά όπως ήταν αντί να τη γυρίσω και να της κάνω στοματικό δεν ξέρω πως μου ήρθε και έχωσα το πρόσωπό μου στον κώλο της και άρχισα να τη γλείφω.

Αιφνιδιάστηκε στην αρχή αλλά όταν τη ρώτησα αν θέλει να σταματήσω με ρώτησε αν θέλω να μου ανοίξει το κεφάλι, οπότε πιάνοντας το υπονοούμενο συνέχισα. Σιγά-σιγά ανακαλύψαμε ότι δεν της άρεσε μόνο η γλώσσα εκεί αλλά και το δάχτυλο.

Βέβαια η αλήθεια είναι ότι όσο και αν μου άρεσε θα προτιμούσα να βάλω και κάτι διαφορετικό εκεί από τη γλώσσα μου ή το δάχτυλό μου αλλά εδώ δεν είχαμε κάνει καλά-καλά έρωτα, πόσο μάλλον αυτό που απ’ όσο είχα καταλάβει η ίδια δεν πέταγε και τη σκούφια της να δοκιμάσει, με τον άλλο τρόπο εννοώ.

Δυνάμωσα το ραδιόφωνο και το σαλόνι πλημμύρισε από την κιθάρα των Babe Ruth, το The Mexican ήταν από τα αγαπημένα μου κομμάτια. Έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας τη μουσική.

Mornin’, sad mornin

What a laugh and out loud

Ha ha ha ha ha

Χτύπησε η πόρτα μου και σηκώθηκα να ανοίξω. Η Φοίβη στην πόρτα μου χαμογέλασε.

«Κοριτσάρα μου» της είπα και άνοιξα την αγκαλιά μου και χώθηκε μέσα της. Τη χάιδεψα και γύρεψα το στόμα της, τα χείλη μας ενώθηκαν με τις γλώσσες μας να παίζουν μέσα τους η μία με την άλλη. Το φιλί διήρκησε αρκετή ώρα. «Θέλεις καφεδάκι μωρό μου;»

«Όχι, μωρό μου, αν πιώ καφέ τώρα θα κάνω το βρικόλακα το βράδυ.»

«Εγώ πάντως λαιμό για να δαγκώσεις έχω!» της είπα παιχνιδιάρικα.

«Αχ μη κάνεις να σου ορμίσω τώρα γιατί έχουμε και διάβασμα!» μου δήλωσε. «Πάω να βάλω τις πιτζάμες μου»  συνέχισε.

«Μήπως να βάλεις απλά φόρμα; Δεν έχω φάει, να κατεβούμε όταν τελειώσουμε το διάβασμα να φάμε!»

«Θα φτιάξω μια μακαρονάδα στα γρήγορα» μου δήλωσε και συνέχισε «δε χρειάζεται να βγούμε έξω. Με άσπρη σάλτσα τη θες ή με κόκκινη;»

«Αφού είσαι κι εσύ κουρασμένη βρε μάτια!»

«Σιγά τον κόπο, πέντε λεπτά θα πάρει να φτιάξω τη σάλτσα. Άσπρη ή κόκκινη; Υλικά έχουμε και για τις δύο, προχθές ψωνίσαμε.»

«Όποια είναι η λιγότερο φασαρία, εμένα ξέρεις ότι μ’ αρέσουν και οι δύο που φτιάχνεις» απάντησα.

«Καλά, θα το αποφασίσουμε αυτό αργότερα. Πάω να αλλάξω, θα μου βάλεις σε παρακαλώ νερό να ζεσταθεί να φτιάξω μια σοκολάτα;»

«Πήγαινε ματάκια μου να αλλάξεις, θα σου φτιάξω εγώ τη σοκολάτα. Έχω βάλει και το θερμοσίφωνα να ζεσταίνεται, να κάνουμε και μπανάκι μετά!»

«Αχνε!» μου είπε. «Πάω!»

Πήγα και έβαλα νερό στο βραστήρα, δεν του πήρε και πολύ ώρα να βράσει το νερό. Πήρα την κούπα της και έφτιαξα τη σοκολάτα όπως της αρέσει. Πήγα στο σαλόνι και κάθισα στο τραπέζι. Η Φοίβη βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο φωνάζοντας «θα σκάσω!!!!» και πήγε στην τουαλέτα, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

Ένα λεπτό αργότερα άκουσα το καζανάκι να τρέχει και μετά το νιπτήρα. Βγήκε στο σαλόνι και ήρθε και μου έσκασε ένα φιλάκι.

«Ξαλάφρωσες;» τη ρώτησα παιχνιδιάρικα.

«Νιώθω άλλος άνθρωπος»

Έβγαλε τα τετράδιά της και τα βιβλία της και αρχίσαμε το διάβασμα. Πότε-πότε, είτε ο ένας είτε ο άλλος, σηκωνόμασταν και κόβαμε μια μικρή βόλτα να ξεμουδιάσουμε. Γύρω στις 21:30 τελειώσαμε το διάβασμα και στο καπάκι η Φοίβη έφτιαξε τη μακαρονάδα και τη σάλτσα.

Φάγαμε το φαγητό μας και όταν τελειώσαμε πήρα τα πιάτα και πήγα να τα πλύνω. Η Φοίβη πήγε μέσα στη μπανιέρα για να τη γεμίσει με νερό. Η ίδια το προτιμούσε λίγο πιο ζεστό απ’ ότι το προτιμούσα εγώ αλλά η διαφορά δεν ήταν μεγάλη και έτσι τα είχαμε βρει στη μέση. Έπλυνα τα πιάτα και τα έβαλα να στεγνώσουν και πήγα στο μπάνιο να δω τι γίνεται. Η μπανιέρα είχε γεμίσει μέχρι τη μέση.

Όπως ήταν σκυμμένη φορώντας μόνο το κιλοτάκι της από κάτω της έχωσα μια δυνατή στο αριστερό κωλομέρι και την έκανα να χοροπηδήσει. Γύρισε και μου έβγαλε τη γλώσσα της κοροϊδευτικά κερδίζοντας άλλη μια στο δεξί της αυτή τη φορά. Η ίδια χαχάνισε και μου κούνησε τον κώλο της προκλητικά. Το κιλοτάκι είχε μπει σχεδόν μέσα στον κώλο της και έτσι όπως ήταν προκλητικά στημένη έσκυψα και της πάτησα μια δαγκωνιά.

«Έιιιιι» μου είπε! «Κλέβεις, εγώ δαγκώνω!»

«Μπα! Τι μας λες!» της είπα πειρακτικά και της πάτησα άλλη μια δαγκωνιά.

«Δε θα γεμίσει το νερό; Θα σου δείξω εγώ!» μου είπε και καλά απειλητικά.

Γέλασα και άρχισα να τη χαϊδεύω απαλά στον κώλο. Του έσκασα και ένα φιλάκι και σηκώθηκα και της έβγαλα τη μπλούζα που φορούσε και μετά το σουτιέν. Την άρπαξα από τα στήθη και άρχισα να τα μαλάζω δυνατά ενώ το όργανό μου τριβόταν πάνω της. Ταυτόχρονα τη δάγκωνα και τη φιλούσα απαλά στο σβέρκο. Οι ανάσες της έγιναν πάλι κοφτές και τότε τσίμπησα τη μια της ρώγα και σταδιακά αύξησα τη δύναμη στα δάχτυλά μου κάνοντας να της ξεφύγει μια φωνούλα.

Έκλεισε το νερό και γύρισε και με έπιασε αγκαλιά από το σβέρκο και με φίλησε. Οι γλώσσες μας μπλέχτηκαν και πάλι στα στόματά μας για λίγη ώρα. Μετά μπήκαμε και οι δύο στο νερό. Κάθισα στο βαθύ μέρος της μπανιέρας και κάθισε με την πλάτη προς τα εμένα. Έγειρε πάνω μου ενώ με τα χέρια μου άρχισα και πάλι να της μαλάζω τα στήθη, τσιμπώντας πότε πότε δυνατά τις ρώγες της.

Σταμάτησα να τη χουφτώνω και άρχισα πάλι να της κάνω μασάζ ξεκινώντας από το σβέρκο της και μετά τους ώμους της και συνεχίζοντας στα χέρια της. Η Φοίβη είχε αφεθεί στα χέρια μου και οι στεναγμοί της απόλαυσής της ήταν μουσική για τα αφτιά μου. Όταν τέλειωσα το μασάζ ξάπλωσε και πάλι πάνω μου και καθίσαμε στη μπανιέρα αρκετή ώρα χωρίς να μιλάμε και μην κάνοντας τίποτε άλλο πέρα από το χάδι των χεριών μου στα στήθη της.

Σηκωθήκαμε και οι δύο και βγάλαμε την τάπα ώστε η μπανιέρα να αδειάσει. Άνοιξα τη ντουζιέρα και όταν το νερό έγινε και πάλι ζεστό μπήκαμε και οι δύο από κάτω. Όπως κάθε φορά έβαλα στο χέρι μου σαμπουάν και την έλουσα, λάτρευα να τη λούζω. Μετά με το απαλό σφουγγάρι την έπλυνα προσεκτικά σε όλο της το σώμα. Όταν τελείωσα λούστηκα και εγώ ενώ η Φοίβη μου ανταπόδωσε τρίβοντάς με απαλά με το δικό μου σφουγγάρι. Χωθήκαμε κάτω από το νερό και ξεπλυθήκαμε. Όταν έφυγαν όλες οι σαπουνάδες από πάνω μας γονάτισα και άρχισα να την περιποιούμαι με το στόμα μου.

Σήκωσα το κεφάλι μου και έριξα μια κλεφτή ματιά, οι Φοίβη είχε κλείσει τα μάτια της. Με άρπαξε από το μαλλί και με κόλλησε πάνω της. Πήρα την κλειτορίδα της στα χείλη μου και την ρούφηξα δυνατά. Μετά, κρατώντας την πάντα στα χείλη μου, την έπαιξα με τη γλώσσα μου.

Το σώμα της τεντώθηκε ασυναίσθητα. Έβαλα τη γλώσσα μου απαλά στον κόλπο της και έπαιξα για λίγο μαζί της εκεί και μετά πήρα πάλι την κλειτορίδα της στο στόμα μου. Έβαλα το μεσαίο μου δάχτυλο μέσα της μέχρι που άρχισα να νιώθω αντίσταση.

Δεν πίεσα, το έβγαλα από εκεί και χωρίς να διστάσω το έβαλα πίσω της όσο πήγαινε. Η Φοίβη βόγκηξε από ηδονή, της άρεσε να της βάζω δάχτυλο πίσω της όταν της έκανα στοματικό.

Συνέχισα να την περιποιούμαι μπροστά με το στόμα μου και πίσω με το δάχτυλό μου. Μου έσφιγγε τα μαλλιά δυνατά, σχεδόν με πονούσε, αλλά δε με ένοιαζε καθόλου. Όσο πιο πολύ έσφιγγε τόσο πιο κοντά έφτανε στο τέλος.

«Ανδρέα… Ανδρέα» μου είπε και το σώμα της τεντώθηκε και πάλι και έλαβα την ανταμοιβή μου με τη μορφή πιτσιλίσματος στο πρόσωπο.

Έγλειψα και ρούφηξα τα υγρά της. Τη φίλησα απαλά στα χαμηλά και μετά σηκώθηκα όρθιος. Με φίλησε στο στόμα και με έγλειψε στο πρόσωπο, καθαρίζοντας ότι είχε μείνει πάνω του. Οκ, εκεί διαφέραμε λιγάκι, όταν εγώ τέλειωνα στο πρόσωπό της ποτέ δε την καθάριζα με τη γλώσσα μου.

Έγλειφε όσο μπορούσε η ίδια και μετά το μάζευα με το δάχτυλό μου και την έβαζα να το πιπιλήσει. Την είχα ρωτήσει αν την πείραζε που δεν έκανα ό,τι έκανε εκείνη με τα υγρά της όταν τέλειωνε στο πρόσωπό μου και μου είχε πει όχι.

«Δε με πειράζει, αλήθεια!» μου είχε πει. «Αφού δε θέλεις να το κάνεις δε με πειράζει,» συνέχισε χαμογελώντας μου. Με κοίταξε στα μάτια.

«Μωρό μου, δεν είναι μία σου και μία μου,» συμπλήρωσε χαϊδεύοντας με τρυφερά. «Καταπίνω γιατί θέλω να το κάνω,» είπε και σταμάτησε για μερικές στιγμές. «Και θα το έκανα,» συνέχισε, «ακόμα και αν εσύ δεν έκανες το αντίστοιχο με τα δικά μου υγρά. Το κάνω γιατί το θέλω.»

Έκανε να το ανταποδώσει αλλά τη σταμάτησα απαλά όταν έκανε να γονατίσει. Τη φίλησα και της έδωσα τις πετσέτες της και πήρα και εγώ τις δικές μου. Σκουπιστήκαμε και βγήκαμε έξω. Είχα κουρευτεί πριν μερικές μέρες οπότε δε χρειάστηκα σεσουάρ για να στεγνώσω τα μαλλιά μου. Πήγαμε στο δωμάτιο και βάλαμε τις πιτζάμες μας και μετά η Φοίβη επέστρεψε στο μπάνιο για να στεγνώσει τα μαλλιά της. Ξάπλωσα στο κρεββάτι και άνοιξα την τηλεόραση. Λίγο αργότερα ήρθε και η Φοίβη και πέρασε μέσα και ξάπλωσε στην αγκαλιά μου.

Δεν είδαμε τηλεόραση. Η Φοίβη κατά τα φαινόμενα ήθελε ντε και σώνει να μου ανταποδώσει το στοματικό που της είχα κάνει στο μπάνιο. Ξαπλωμένη στο στέρνο μου έβαλε το χέρι της κάτω από την πιτζάμα μου και το μποξεράκι και άρχισε να με χαϊδεύει.

«Ορεξούλες;»

«Ναι, βλέπω πόσο σε χαλάει, καημενούλη μου”

«Δε θα δούμε τηλεόραση, ε;»

«Όχι!» μου δήλωσε και κατέβηκε προς τα κάτω κατεβάζοντάς μου πιτζάμα και μποξεράκι. Έδωσε ένα φιλάκι στο κεφαλάκι και μετά κάνοντας επίδειξη ταλέντου τον πήρε όλο μέσα στο στόμα της. Η αλήθεια είναι ότι εξαρχής μπορούσε να το πάρει βαθιά στο στόμα της αλλά τον τελευταίο καιρό είχε κατορθώσει να τον παίρνει μέχρι τη ρίζα.

Ανάθεμά με και αν καταλαβαίνω πως το καταφέρνει, εγώ με απλή οδοντόβουρτσα όταν καθαρίζω τη γλώσσα μου και με πιάνει αναγούλα, αλλά θα έπεφτε φωτιά να με κάψει αν παραπονιόμουν.

«Ααααχ» μου ξέφυγε ένας στεναγμός ηδονής και εκεί είχα μια ιδέα. «Φοίβη, γύρνα προς τα μένα» της είπα. Με κοίταξε ερωτηματικά. Της είπα να γυρίσει ανάποδα προς τα μένα ώστε να μπορώ να της κάνω κι εγώ στοματικό την ώρα που μου έκανε η ίδια. Για άτομα που τους άρεσε να κάνουν στοματικό στο ταίρι τους πώς στο καλό τα είχαμε καταφέρει και δεν είχαμε δοκιμάσει μέχρι στιγμής το 69;

Ήταν υπέροχη η αίσθηση να την έχω στο πρόσωπό μου ενώ ταυτόχρονα να με παίρνει βαθιά μέσα στο στόμα της. Στην αρχή δε μπορούσα να συντονιστώ καθώς το στόμα της με ξετρέλαινε αλλά βρήκα το ρυθμό μου και άρχισα να βάζω και να βγάζω τη γλώσσα μου στον κόλπο της.

Ακόμα καλύτερα όπως καθόταν μπόρεσα σαλιώνοντας το δάχτυλό μου να το βάλω στο κωλαράκι της κερδίζοντας ακόμα περισσότερο ενθουσιασμό στο στοματικό που μου έκανε, προφανώς η Φοίβη ήταν καλύτερη από εμένα στο multitasking.

Πρώτη φορά ένιωσα τόσο δυνατά την ανάγκη να μπω μέσα της κανονικά. Την ήθελα, την ήθελα απίστευτα. Και μόνο στην ιδέα, το τέλος ήρθε από το πουθενά, από το πουθενά κυριολεκτικά. Ένιωσα την έκρηξη στα χαμηλά μου και η Φοίβη κράτησε ακίνητο το κεφάλι της ενώ άδειαζα με σπασμούς. Ο οργασμός μου… ήταν μεγάλης διάρκειας! Μεγάλης! Σχεδόν σα να είχα δύο οργασμούς, δεν έχω άλλο τρόπο να το περιγράψω. Ήταν ο πιο έντονος οργασμός στα σχεδόν 22 χρόνια ζωής μου.

Η Φοίβη κατάπιε και ήρθε και κάθισε και πάλι στην αγκαλιά μου.

«Συγνώμη ματάκια μου που δεν σε έκανα να τελειώσεις κι εσύ»

«Δεν πειράζει μωρό μου» μου είπε χαμογελαστή. «Άλλωστε το έκανες αυτό στο μπάνιο….»

Δεν βρήκα το θάρρος να της πω πόσο ήθελα να κάνουμε έρωτα. Άλλωστε η αλήθεια είναι ότι η πρώτη της φορά  θα ήθελα να είναι κάτι πιο σπέσιαλ. Τί, δεν είχα ιδέα.

Η υπόλοιπη εβδομάδα κύλισε ήσυχα. Το Σάββατο ήταν το γεγονός του μήνα, ο Μηνάς, ο αδερφός του Νίκου παντρευόταν στο Ατσιπόπουλο, το χωριό της νύφης. Ποιος δεν έχει ακούσει για κρητικό γάμο; Μέχρι και ο Σήφης είχε δώσει άδεια στη Μαρία να γυρίσει ξημερώματα στο Ηράκλειο.

Τα κορίτσια είχαν αγοράσει τα φορέματά τους, δεν μας είχαν αφήσει να τα δούμε, αλλά από την άλλη δεν είχαν αφήσει ούτε εμένα ούτε και τον Τάσο να αγοράσουμε κουστούμια μόνοι μας.

Μας πήγαν σχεδόν από τα αφτιά να αγοράσουμε και κουστούμι και πουκάμισο—με μανικετόκουμπα παρακαλώ, άλλο πάλι τούτο, αλλά η Φοίβη δεν σήκωνε κουβέντα και φρονίμως ποιώντας κάναμε αμφότεροι τις πάπιες—και γραβάτες.

Ο Τάσος είχε φορέσει ξανά γραβάτα αλλά εγώ δεν το είχα κάνει ποτέ στη ζωή μου. Δε μου άρεσε ιδιαίτερα η αίσθηση στο λαιμό αλλά ένα επιπλέον αγριοκοίταγμα της Φοίβης όταν τόλμησα να πω «Μήπως να μη φορέσω γραβάτα;» με έκανε να συμμορφωθώ πλήρως.

Η αλήθεια είναι ότι το κουστούμι που μου διάλεξε μου άρεσε πολύ. Navy blue—έμαθα και νέο χρώμα, εγώ σκούρο μπλε θα το έλεγα—με πολύ ανοιχτό γαλάζιο πουκάμισο και κόκκινη πουά γραβάτα με άσπρες κουκίδες. Μπορεί να με ενοχλούσε λίγο η αίσθηση της γραβάτας αλλά το αποτέλεσμα ήταν πολύ όμορφο. Τη γραβάτα φυσικά θα μου την έδενε η Φοίβη που είχε μάθει από το μπαμπά της.

Τελικά έδεσε και την γραβάτα του Τάσου καθώς ο κόμπος που είχε κάνει ήταν για κλάματα. Του την έλυσε προσεκτικά διατηρώντας τον κόμπο και δίνοντάς του αναλυτικές οδηγίες πώς θα την φορέσει και πώς θα σφίξει τον κόμπο και αλλοίμονό του αν τα σκάτωνε. Ο φουκαράς είχε λουφάξει καθώς του τα έψελναν Ελένη και Φοίβη πρίμο σεκόντο χωρίς ο ίδιος να έχει καταλάβει το βάρος του αμαρτήματος στο οποίο είχε υποπέσει!

Καταπίεση, αυτό έχω να πω!

Σάββατο απόγευμα θα περνούσαμε από το Μασταμπά να πάρουμε τη Μαρία. Τάσος και Ελένη θα πήγαιναν με το αυτοκίνητο του Τάσου καθώς τα δυο τους μετά το γάμο θα γύριζαν Ρέθυμνο και θα καθόντουσαν εκεί και την Κυριακή.

Η Φοίβη δεν με είχε αφήσει να δω το φόρεμά της, ήθελε να μου κάνει έκπληξη. Όπως και να έχει το Σάββατο, έβαλα στην κρεμάστρα το σακάκι και τη γραβάτα και τα κρέμασα στην πίσω κρεμάστρα στο αυτοκίνητο για να μην τσαλακωθούν. Ξεκίνησα και σε 2-3 λεπτά ήμουν μπροστά από το σπίτι της Φοίβης.

Ο φουκαράς ο Σίμπα ήταν σε κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι να φύγουμε με τη Φοίβη για να μην κάνει τις γνωστές του ταρζανιές και μας λερώσει. Άνοιξα την πόρτα και πέρασα μέσα. Ο Σίμπα δεμένος μου γαύγισε παραπονεμένος. Πήγα κοντά του, όχι τόσο κοντά του ώστε να μπορεί να πηδήξει πάνω μου και τον χάιδεψα και μου έγλειψε το χέρι.

«Τι κάνετε κυρία Ματούλα;» ρώτησα τη σπιτονοικυρά που είχε βγει στο μπαλκόνι και περίμενε πότε θα φύγουμε για να λύσει το Σίμπα.

«Καλά αγόρι μου, εσύ;»

«Μια χαρά είμαι κι εγώ!»

«Μην πιείς πολύ εσύ!» μου είπε αυστηρά

«Μην ανησυχείτε κυρία Ματούλα, δε θα πιώ!»

Πεθερά δεν είχαμε, πεθερά αποκτήσαμε αλλά ήταν τόσο γλυκιά η κυρά Ματούλα που δε μπορούσα παρά να χαμογελάσω. Χτύπησα την πόρτα της Φοίβης. Είχε την κουρτίνα κατεβασμένη και δεν έβλεπα μέσα.

«Κλείσε τα μάτια σου» μου είπε πριν μου ανοίξει και—τι να κάνω—τα έκλεισα.

Άνοιξε την πόρτα και όπως είχε ένα σκαλοπατάκι η Φοίβη με πήρε από το χέρι για να μη γκρεμοτσακιστώ. «Άνοιξέ τα τώρα» μου είπε και το έκανα.

Μου έπεσε το σαγόνι στο πάτωμα.

Φορούσε ένα υπέροχο ανοιχτό μωβ φόρεμα που έφτανε λίγο κάτω από τα γόνατά της αλλά το μάτι μου καρφώθηκε στο ντεκολτέ. Δεν έχω λόγια να το περιγράψω, η Φοίβη είχε υπέροχο στήθος και το ντεκολτέ το τόνιζε δείχνοντας όσο πρέπει χωρίς να προκαλεί αλλά αφήνοντας ωστόσο τη φαντασία να κάνει το δικό της παιχνίδι.

Οι γόβες της ήταν ανοιχτό ροζ και τα δάχτυλα των ποδιών της βαμμένα σε ένα απαλό υπέροχο χρώμα που δεν ήξερα καν το όνομά του αλλά ταίριαζε και με τις γόβες και το φόρεμα.

Ήταν σαν άγγελος. Πραγματικά ήταν σαν άγγελος. Δε χρειάστηκε να της πω πως μου είχε φανεί, το χαχανητό της από τον τρόπο που είχα μείνει παγοκολόνα έδειξε ότι η αντίδρασή μου την είχε ενθουσιάσει.

Η Φοίβη δεν βαφόταν ιδιαίτερα, αλλά είχε κάνει σκιά στα μάτια της που τόνιζαν το πανέμορφο γκριζογάλανο χρώμα των ματιών της αλλά τα χείλη της… Θεέ μου τα χείλη της. Ήθελα να την πάρω πάνω μου και να τη φιλήσω… δε γαμιέται, ας με έκανε μαύρο μετά.

Την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα αδιαφορώντας για το κραγιόν και τις πιθανές συνέπειες. Την έσφιξα πάνω μου, τη φίλησα άγρια, τη φίλησα επιθετικά… το είχα χάσει, την ένιωσα να λιώνει στα χέρια μου όπως την έσφιγγα από τη μέση. Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα φιλιόμασταν έτσι. Τραβήχτηκα απαλά και μου χαμογέλασε.

«Συγνώμη που σου χάλασα το κραγιόν» της είπα απολογητικά.

«Δεν πειράζει μωρό μου, έτσι κι αλλιώς θα το έκανα ακόμα ένα πέρασμα όταν φτάναμε. Έλα τώρα να σε σκουπίσω μη λερωθείς» μου είπε και πήρε μια χαρτοπετσέτα και μου σκούπισε προσεκτικά τα χείλη.

Πήραμε το δώρο για το ζευγάρι που το είχαμε αφήσει στο σπίτι της Φοίβης και παίρνοντάς την αγκαζέ βγήκαμε να πάμε στο αυτοκίνητο.

«Να προσέχετε!» είπε από πάνω η κυρά-Ματούλα «Καλά να περάσετε!» συνέχισε.

«Σας ευχαριστούμε» της απάντησε η Φοίβη.

«Μην τον αφήσεις να πιεί πολύ!»

«Έννοια σας, κυρά Ματούλα, θα είμαι κέρβερος!» της δήλωσε καθησυχαστικά.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε να πάμε να πάρουμε τη Μαρία. Δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν στο Μασταμπά. Εκεί είχαμε δεύτερο πέσιμο σαγονιού, δεν είχα δει ποτέ τη Μαρία με φόρεμα και οκ, μπορεί να μην ήταν Φοίβη—στα μάτια μου—αλλά ήταν εξίσου εντυπωσιακή με το μπλε στράπλες φόρεμά της.

Ξεκινήσαμε και με την πάρλα ούτε που κατάλαβα πότε πέρασε η μια-μιάμιση ώρα που μας πήρε για να φτάσουμε στο Ατσιπόπουλο. Το timing δεν μπορούσε να είναι καλύτερο, φτάσαμε στην κατάλληλη ώρα για το ψίκι, τη συνοδεία της νύφης από το πατρικό της μέχρι την εκκλησία.

Πρόβαλε μάνα του γαμπρού, και πεθερά τση νύφης,
και κράθιε και ροδόσταμνο να τη ροδοσταμνίσεις

Εκτός από τους συγγενείς της νύφης στη συνοδεία παίρνουν μέρος και φίλοι του γαμπρού και εκεί είχαμε τη χαρά να δούμε το Νίκο με παπιγιόν. Εμείς φυσικά δεν ήμασταν μέρος της συνοδείας αλλά τους ακολουθήσαμε μέχρι που φτάσαμε στην εκκλησιά. Η νύφη ήταν κούκλα και εκεί την περίμενε χαμογελώντας σαν κρετίνος—και με ύποπτα υγρό βλέμμα—ο Μηνάς.

Ο Νίκος ξέκλεψε μερικές στιγμές ίσα-ίσα για να δώσει ένα πεταχτό φιλί στη Μαρία και γύρισε πίσω. Κάπου εκεί έφτασαν με μια μικρή καθυστέρηση Τάσος και Ελένη. Δεν ξέρω τι λένε οι άλλοι αλλά στα μάτια μου εγώ ο Νίκος και ο Τάσος συνοδεύαμε τα πιο όμορφα κορίτσια. Εντάξει, ίσως η νύφη να ήταν ακόμα πιο όμορφη αλλά την παρατήρησή μου αυτή αποφάσισα να την κρατήσω για τον εαυτό μου, δεν είμαι αυτοκτονικός.

«Πότε θα πέσουν μπαλοθιές;» με ρώτησε σιγανά η Φοίβη.

«Αν πέσουν, στο γλέντι του γάμου»

Ρίξαμε το ρύζι μας, ευχηθήκαμε στο πανέμορφο ζευγάρι και στους συγγενείς—ο Νίκος έλαμπε—και κινήσαμε προς το μέρος που θα γινόταν το γλέντι, ήταν σε κάποιο χωριό έξω από το Ατσιπόπουλο, μας πήρε γύρω στα 20-30 λεπτά να φτάσουμε στον Κάστελλο. Είχε καλό καιρό αλλά ακόμα και έτσι ευτυχώς τα κορίτσια είχαν πάρει μαζί τους ρούχα να φορέσουν από πάνω γιατί έκανε αρκετή ψύχρα.

Ήταν υπέροχα. Εγώ και ο Τάσος δεν ξεκινήσαμε να πίνουμε, κρατούσαμε δυνάμεις για όταν έρθει το ζευγάρι γιατί εκεί δεν γίνεται να μην πιείς. Οι λυράρηδες έπαιζαν κρητικά τραγούδια και ο κόσμος είχε αρχίσει σιγά-σιγά να μαζεύεται. Όταν ήρθε το ζευγάρι έγινε πανζουρλισμός και τότε άρχισαν να πέφτουν και οι πρώτες μπαλοθιές. Ήταν κάπως απότομο και στις πρώτες τα χρειαστήκαμε, να τα λέμε αυτά.

Ήρθε καιρός και δυό καρδιές να σμίξουνε ομάδι,
και μια τσ’ αλλής να δώσουνε, τσ’ αγάπης το σημάδι
Και μετά τα παινέματα
όμορφοκαμωμένη μου , ποιος σού δωκε τη χάρη
να ‘χεις τον ήλιο πρόσωπο, τα στήθια σου φεγγάρι

Εκεί για πρώτη φορά γευτήκαμε στη ζωή μας γαμοπίλαφο και εφτάζυμο ψωμί. Είναι δύσκολο να περιγράψεις πόσο ηδονική είναι η γεύση του, πόσο αρμονικά παντρεύονται οι ζωμοί των κρεάτων για δημιουργήσουν αυτή την πανδαισία, αυτό το υπέροχο χύλωμα και με τη μυρωδιά της στάκας σε πείθει ότι πας καρφί για έμφραγμα αλλά να μη σε νοιάζει, να μη σε νοιάζει γιατί αν πας, θα πας ευτυχισμένος…

Και το αποκορύφωμα ήταν ο χορός του γαμπρού. Δεν νοείται κρητικός γάμος αν ο γαμπρός δε χορέψει σούστα. Ο Μηνάς ήταν Α-Π-Ι-Θ-Α-Ν-Ο-Σ και για λίγη ώρα νομίζαμε ότι βρισκόμασταν σε εμπόλεμη ζώνη από τις μπαλοθιές. Η αλήθεια είναι ότι μια ανησυχία την είχα μη φάμε καμιά ξώφαλτση αλλά όλοι πυροβολούσαν στον αέρα και μακριά από το μέρος που γινόταν ο γάμος.

Εκεί, θες δε θες, θα πιείς στην υγειά του ζευγαριού, δεν έχει μα-μου, οδηγώ, καλέ μη, καλέ μη, θα σε περάσουν σούβλα! Δεν αστειεύονται με αυτά τα πράγματα. Όχι δηλαδή ότι σκοπεύαμε να κάνουμε τους δύσκολους εγώ ή ο Τάσος, μαλακίες μη λέμε μεταξύ μας.

Η αλήθεια είναι ότι μια θολούρα την απέκτησα και ήταν και ο λόγος που καθίσαμε μέχρι τις 04:00 το πρωί για να ξεθολώσω λίγο. Όχι ότι το γλέντι θα σταματούσε, αυτοί μπορεί να έμεναν εκεί μέχρι μεθαύριο που λέει ο λόγος. Σε κάθε περίπτωση λίγο μετά τις 04:00 πήραμε το δρόμο της επιστροφής στο Ηράκλειο.

Η Μαρία είχε γίνει ντίρλα και κοιμόταν στο πίσω κάθισμα. Η Φοίβη είχε πιει και αυτή λίγο παραπάνω αλλά απλά ήταν σε κέφι και κελαηδούσε σε όλη τη διαδρομή. Ξυπνήσαμε την ωραία κοιμωμένη με κάμποση δυσκολία αλλά ευτυχώς ήταν σε θέση να περπατήσει.

Βέβαια καλού-κακού η Φοίβη τη συνόδεψε μέχρι την πόρτα της και είχε και τη χαρά και την τιμή να γνωρίσει και το Σήφη στον οποίο παρέδωσε την ελαφρώς ζαλισμένη κόρη του.

Η ώρα είχε πάει 05:30 και αν και δεν πεινούσα—πώς άλλωστε, είχαμε φάει μέχρι που άρχισε να μας βγαίνει από τα αφτιά—ήθελα κάτι γλυκό να πιώ, το στόμα μου είχε κολλήσει.

«Πάμε Λιοντάρια να πάρουμε κάτι γλυκό;»

«Πεινάς;» με ρώτησε γουρλώνοντας τα μάτια της.

«Όχι, θέλω να πιώ κάτι γλυκό. Όχι καφέ… σοκολάτα, ζεστή σοκολάτα;»

«Μα έχουμε σπίτι»

«Λιοντάρια!» της είπα πεισμωμένος.

«Καλά μωρό μου, πάμε Λιοντάρια»

Κατεβήκαμε κέντρο και πήραμε δυο ζεστές σοκολάτες από το Έβερεστ, εγώ με σιρόπι φράουλα και η Φοίβη με σιρόπι σοκολάτα.

«Πότε θα μας φέρει ο Νίκος τις φωτογραφίες που βγάλαμε;»

«Φαντάζομαι όχι αύριο που θα γυρίσει, κάπου μέσα στην ερχόμενη εβδομάδα.»

«Ελπίζω να βγήκαν καλές!»

«Καλές θα βγήκαν κοριτσάρα μου. Με εσένα στο κάδρο, γίνεται να βγουν άσχημες;» και το είπα ειλικρινά, δίχως διάθεση κολακείας.

«Αχ, γι’ αυτό σ’ αγαπάω» μου είπε και με φίλησε παθιασμένα στο στόμα.

«Μωρό μου, πάμε σπίτι μου σήμερα γιατί με το Σίμπα λιτό δεν είναι να τον εμπιστεύεσαι.»

«Ναι μωρό μου, πάμε, ήταν και σε κατ’ οίκον περιορισμό θα θέλει να ξεσαλώσει!»

Σε 10 λεπτά ήμασταν σπίτι. Της έδωσα μια κρεμάστρα και έβαλε προσεκτικά το φόρεμά της αλλά πρόσεξα ότι ξάπλωσε μόνο με το εσώρουχό της κάτω από τα σκεπάσματα, δεν έβαλε πιτζάμα. Η Φοίβη κατά τα φαινόμενα είχε ορέξεις και εγώ δεν πήγαινα καθόλου πίσω.

Έβγαλα προσεκτικά και εγώ σακάκι και παντελόνι και τα κρέμασα προσέχοντας και τις τσακίσεις. Βασικά εγώ εκείνη τη στιγμή ήθελα να τα πετάξω στο πάτωμα και της ορμίσω αλλά σοφά ποιώντας και υπό το εξεταστικό της βλέμμα κάτω από τα σκεπάσματα ήμουν τύπος και υπογραμμός. Μέχρι και την γραβάτα κρέμασα προσεκτικά, δηλαδή έλεος. Το πουκάμισο έτσι κι αλλιώς ήταν για καθαριστήριο οπότε εκεί ήμουν περισσότερο περιπετειώδης.

Μένοντας και εγώ με το μποξεράκι χώθηκα κάτω από το πάπλωμα και δεν πρόλαβα καλά-καλά να ξαπλώσω και η Φοίβη μου ρίχτηκε. Όπως ήμουν ξαπλωμένος άρχισε να με φιλάει και να με πιπιλάει—μέχρι να βγει αίμα!—και να με δαγκώνει δυνατά στο λαιμό και στο στήθος. Ταυτόχρονα είχε πάρει στο χέρι της το όργανό μου και το έπαιζε κάνοντάς με πύραυλο.

Τη σταμάτησα και την γύρισα ανάσκελα και άρχισα να τη φιλώ στο στήθος ενώ το χέρι μου ήταν ανάμεσα στα πόδια της με το δάχτυλό μου στον κόλπο της. Της ξέφευγαν κοφτές ανάσες και συνεχίζοντας να την παίζω με το δάχτυλό μου κατέβηκα φιλώντας, πιπιλώντας και γλείφοντας με τη σειρά μου από τα στήθη της, στην κοιλιά της, και μετά στην περιοχή του εφηβαίου και στο τέλος την κλειτορίδα της.

Την έπαιζα με τη γλώσσα μου για πολλή ώρα, με είχε γραπώσει και πάλι από τα μαλλιά και με τραβούσε ενώ το σώμα της είχε τεντωθεί σαν τόξο.

Αλλά δεν ήθελα αυτό, ήθελα να κάνουμε έρωτα. Και εκεί βρήκα το κουράγιο να το ζητήσω.

«Σε θέλω… σε θέλω….»

«Κι εγώ» μου είπε με κομμένη ανάσα. «Κι εγώ σε θέλω….»

Ανέβηκα και τη φίλησα, δεν ήμουν σίγουρος ότι είχε καταλάβει τι λέω.

«Εννοώ… θέλω να σου κάνω έρωτα»

«Ναι… κι εγώ… κι εγώ θέλω να κάνουμε έρωτα»

Τη φίλησα και πάλι και άρχισα να τη χαϊδεύω στα χαμηλά. Ήταν υγρή, ήταν μούσκεμα. Δεν είχα μαζί μου προφυλακτικό αλλά εκείνη την ώρα κανείς από τους δυο μας δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Συνεχίσαμε να φιλιόμαστε ενώ το χέρι μου συνέχισε το παιχνίδι του, πότε τρίβοντάς της την κλειτορίδα, πότε βάζοντας το δάχτυλό μου απαλά μέσα της. Η αλήθεια είναι πως όσο και αν το ήθελα, όσο και αν το είχα ξανακάνει, όσο και αν είχα τη συγκατάθεσή της… κώλωνα. Από το δισταγμό μου με έβγαλε η ίδια.

«Σε θέλω μωρό μου… θέλω να με κάνεις δικιά σου. Θέλω να μου κάνεις έρωτα» μου είπε σχεδόν ψιθυριστά.

Ανέβηκα πάνω της και η Φοίβη μου άνοιξε τα πόδια της. Έτριψα το όργανό μου πάνω στα χείλη της. Φοβόμουν ότι θα την πονέσω, ήξερα ότι θα την πονέσω αλλά δε γινόταν αλλιώς. Άρχισα να πιέζω. Η Φοίβη είχε κλειστά τα μάτια και έκανε ένα μορφασμό πόνου. Πίεσα πιο δυνατά και… και… η Φοίβη έβγαλε μια φωνούλα πόνου και η αντίσταση σα να έπαψε. Μπήκα απαλά και αργά μέσα της σχεδόν όλος.

«Σε πονάει μωρό μου;» τη ρώτησα ψιλοανήσυχος.

«Πονάει λίγο… αλλά μη σταματάς… μη σταματάς μωρό μου….»

Τραβήχτηκα απαλά και ξαναμπήκα μέσα της. Της ξέφυγε πάλι μια φωνούλα πόνου. Ένιωσα άσχημα είναι η αλήθεια αλλά πλέον δεν υπήρχε επιστροφή. Συνέχισα να κινούμαι απαλά μέσα-έξω της και σιγά-σιγά οι μορφασμοί πόνου στο πρόσωπό της σταμάτησαν.

Άρχισα να επιταχύνω το ρυθμό μου και αυτή τη φορά η απάντηση του σώματος της Φοίβης ήταν διαφορετική. Είχε δαγκώσει τα χείλη της και οι φωνούλες που της ξέφευγαν δεν ήταν πόνου, ήταν οι ίδιες φωνούλες που έβγαζε όταν της έκανα στοματικό ή την έπαιζα με το χέρι μου. Ήταν απόλαυσης, ήταν ηδονής.

Επιτάχυνα κι άλλο, το όργανό μου γλιστρούσε μέσα της και η αίσθηση ήταν απίστευτη, κανένα στοματικό δεν μπορούσε να την κοντράρει. Είχα ξανακάνει σεξ, είχα ξαναϋπάρξει ερωτευμένος αλλά τίποτα, *ΤΙΠΟΤΑ*, μέχρι τότε στη ζωή μου δε μπορούσε να συγκριθεί με εκείνη τη στιγμή. Να κάνω έρωτα στη Φοίβη μου, να την κάνω δική μου και να γίνομαι δικός της.

Ένιωσα το τέλος να έρχεται, δεν άντεχα, τραβήχτηκα και τον έπαιξα και τελείωσα πάνω στην κοιλιά της και το εφήβαιό της. Και εκεί έκανα κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ στη ζωή μου. Πρόσφερα στη Φοίβη μου το σπέρμα μου, μαζεμένο με το ίδιο μου το στόμα. Ναι, το έγλειψα και το μάζεψα όλο στο στόμα μου και πήγα και τη φίλησα. Δεν ξέρω πως μου ήρθε αλλά το έκανα. Η Φοίβη το μάζεψε όλο στο στόμα της και το κατάπιε.

«Σ’ αγαπάω» μου είπε. «Σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω.»

«Σ’ αγαπάω» της απάντησα. «Σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω.»

Στη ζωή μας, αν είμαστε τυχεροί, υπάρχουν κάποιες μικρές ή μεγάλες κορυφώσεις, στιγμές που νιώθουμε ευτυχισμένοι… πλήρεις…. Είμαι από τους τυχερούς, είμαι από τους ανθρώπους στους οποίους η ζωή φέρθηκε καλά σε όλο το ηλικιακό εύρος, από παιδάκι μέχρι σήμερα, σχεδόν μεσήλικας.

Είχα πολλές μικρές κορυφώσεις και κάμποσες μεγάλες, πολύ μεγάλες.

Μπορεί οι τελευταίες να είναι μετρημένες στα δάχτυλα, αλλά ξέρω τούτο: η πρώτη φορά που έκανα έρωτα με τη Φοίβη είναι μία από αυτές.


10. The day after

Φοίβη

Τον ήθελα, Θεέ μου, πόσο τον ήθελα. Ήμουν έτοιμη, ήμουν έτοιμη εδώ και καιρό. Τον ήθελα, τον ήθελα σαν τρελή και όμως ντρεπόμουν να του το πω, δεν ήξερα πως να του το πω. Με έβγαλε ο ίδιος από τη δύσκολη θέση. «Σε θέλω» μου είπε. «Σε θέλω» του απάντησα. Νόμιζε ότι δεν είχα καταλάβει αλλά είχα καταλάβει μια χαρά. Ήθελα να κάνω έρωτα μαζί του, ήθελα να με κάνει δική του, ήθελα να είναι ο πρώτος μου. Ήμουν τρελά ερωτευμένη μαζί του, ο Ανδρέας ήταν όσα δεν τολμούσα ποτέ να ονειρευτώ και κάτι παραπάνω.

«Εννοώ… θέλω να σου κάνω έρωτα»

«Ναι… κι εγώ… κι εγώ θέλω να κάνουμε έρωτα.»

Με φίλησε και άρχισε να με χαϊδεύει. Όλο μου το σώμα ούρλιαζε για εκείνον μα εκείνος σα να δίσταζε και πάλι.

«Σε θέλω μωρό μου… θέλω να με κάνεις δικιά σου. Θέλω να μου κάνεις έρωτα» του είπα σχεδόν ψιθυριστά.

Ανέβηκε πάνω μου, άνοιξα τα πόδια μου κλείνοντας σφαλιστά τα μάτια μου. Ήμουν έτοιμη. Ένιωσα το όργανό του να ακουμπάει στα χείλη μου. Ένιωσα στην αρχή δισταγμό του και μετά… μετά άρχισε να σπρώχνει και ο υμένας μου του παραδόθηκε. Ο πόνος ήταν οξύς, δεν κατάφερα να πνίξω τη φωνή μου. Συνέχισε να μπαίνει μέσα μου και σταμάτησε. Ένιωσα πάλι να διστάζει.

«Σε πονάω μωρό μου;»

«Πονάει λίγο» του είπα… «Μη σταματάς….»

Μη σταματάς. Συνέχισε, κάνε με δικιά σου. Μη σταματάς…

Τραβήχτηκε και άρχισε απαλά στην αρχή και πιο γρήγορα στη συνέχεια. Ο πόνος δεν είχε χαθεί αλλά η έντασή του άρχισε να μειώνεται σταδιακά και να αντικαθίσταται από ηδονή. Δεν μπορώ να το περιγράψω, δεν ήταν κλιμάκωση αλλά ήταν… ήταν απίστευτα όμορφο. Ο πόνος είχε σχεδόν ξεχαστεί, ένιωθα γεμάτη… ήταν πληρότητα, πληρότητα! Το στοματικό που μου έκανε ήταν υπέροχο αλλά δεν μπορούσε καν να συγκριθεί με την αίσθηση του οργάνου του στον κόλπο μου. Επιτάχυνε κι άλλο, τα βογγητά μου ήταν βογγητά ηδονής.

Είχε μπει χωρίς προφυλακτικό μέσα μου, είμασταν μικρά, είμασταν ανόητα, δε μας ένοιαξε. Όπως κινούνταν μέσα μου και τον ένιωθα σιγά-σιγά να κορυφώνει συνειδητοποίησα ότι ευχήθηκα να μπορούσε να τελειώσει μέσα μου. Ήταν η πρώτη μου φορά, ευχόμουν να μπορούσα να τον κρατήσω για πάντα μέσα μου. Δεν το περίμενα ούτε σε χίλιες ζωές αυτό που έκανε, αμέσως μόλις τελείωσε ρούφηξε από το σώμα μου το ίδιο του το σπέρμα και μετά ήρθε και με φίλησε προσφέροντάς του μου. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το σπέρμα του, αυτό της πρώτης φοράς που έκανα έρωτα, θα έμενε μέσα μου για πάντα.

«Σ’ αγαπάω… σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω» του είπα σχεδόν δακρυσμένη.

«Σ’ αγαπάω… σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω» μου απάντησε και ξάπλωσε δίπλα μου ανοίγοντάς μου την αγκαλιά του. Χώθηκα μέσα της και σφίχτηκα πάνω του.

«Μωρό μου… το σεντόνι» του είπα. Δεν ήθελα να χαλάσω τη στιγμή με τίποτα αλλά το σεντόνι του ήταν λερωμένο με το παρθενικό μου αίμα.

«Γάμησέ το» μου είπε και με φίλησε βαθιά.

«Μάτια μου» του είπα «πρέπει… πρέπει να το καθαρίσουμε, το αίμα κάνει πολύ ζόρικο λεκέ. Και πρέπει… και πρέπει να καθαριστώ κι εγώ»

Ξέστρωσα το κατωσέντονο, ευτυχώς η αιμορραγία ήταν μικρή και δεν είχε ποτίσει στο στρώμα, δεν είχε περάσει καν. Το σεντόνι βέβαια ήθελε πλύσιμο. Είχα την εμπειρία από μικρά ατυχήματα σε περιόδους οπότε ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Το έτριψα με λίγη οδοντόκρεμα απαλά και μετά με λίγη μαγειρική σόδα και απαλά με μια πετσέτα. Δε θα έκανε λεκέ αλλά χρειαζόταν να πάει σε καθαριστήριο, δεν είχαμε πλυντήριο ούτε ο ένας ούτε η άλλη.

Μπήκα στο ντους για να πλυθώ και καθαρίστηκα στα γρήγορα. Η αλήθεια είναι ότι φοβόμουν ότι η αιμορραγία θα ήταν πιο έντονη και προς μεγάλη μου χαρά οι φόβοι μου είχαν διαψευστεί.

Γύρισα και ξάπλωσα στο κρεββάτι γυμνή, γυμνός ήταν και ο Ανδρέας. Ξημέρωνε, ξημέρωνε με όλους τους δυνατούς τρόπους. Είχα κάνει έρωτα. Δεν ήμουν πια κορίτσι. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε, έβαλα τα κλάματα. Σφίχτηκα πάνω του και με έσφιξε στην αγκαλιά του. Δεν ξέρω γιατί έκλαιγα, όμως ήταν υπέροχο, ήταν λυτρωτικό. Δεν ήταν λύπη, δεν ήταν χαρά, δεν ξέρω κι εγώ τι ήταν.

«Τι είναι μάτια μου;» με ρώτησε τρυφερά ο Ανδρέας.

«Δεν ξέρω… είναι τόσο όμορφα εδώ στην αγκαλιά σου. Σφίξε με σε παρακαλώ, σφίξε με κι άλλο» του είπα. Με έσφιξε κι άλλο πάνω του και με φίλαγε απαλά στα μαλλιά και με χάιδευε μέχρι που ηρέμισα τελείως. Με πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω.

Άνοιξα τα μάτια μου. Ο Ανδρέας ροχάλιζε απαλά δίπλα μου. Κοίταξα το ρολόι μου, η ώρα είχε πάει 13:30. Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να κοιμηθώ αλλά μετά από λίγο παράτησα την προσπάθεια. Σηκώθηκα απαλά για να μην τον ξυπνήσω και ντύθηκα. Πήγα στην τουαλέτα και όταν τέλειωσα έπλυνα τα δόντια μου και έριξα νερό στο πρόσωπό μου για να ξυπνήσω. Όταν τελείωσα πήγα στην κουζίνα και έβαλα στο φούρνο μικροκυμάτων τη σοκολάτα που είχαμε πάρει το πρωί και την είχαμε αφήσει στην τύχη της.

Τι να του μαγείρευα σήμερα; Όχι κρέας πάλι. Μου είχε πει ότι του άρεσε το ιμάμ μπαϊλντί και αν και δεν το είχα ξαναφτιάξει του είχα υποσχεθεί ότι θα το προσπαθήσω. Θα έπαιρνε γύρω στη μιάμιση ώρα, μισή ώρα η προετοιμασία και περίπου μια ώρα το ψήσιμο. Καλά ήταν.

Άνοιξα το φουρνάκι για να το προθερμάνω και πήρα και χαράκωσα τις μελιτζάνες. Τις άνοιξα προσεκτικά για να μην τις σπάσω, έριξα μέσα τους λάδι και αλάτι, πιπέρι και θυμάρι. Όταν τέλειωσα έβαλα τις μελιτζάνες στο ταψάκι και τις έβαλα στο φούρνο.

Άνοιξα το μάτι και το έβαλα να κάψει ενώ στο ενδιάμεσο ψιλόκοψα τέσσερα κρεμμύδια. Έριξα λάδι και πέταξα μέσα τα κρεμμύδια και ένα σκόρδο που είχα λιώσει. Πρόσθεσα αλάτι, πιπέρι και κύμινο και άρχισα να τα ανακατεύω μέχρι που καραμέλωσαν. Εκεί πρόσθεσα τοματοπελτέ και θυμάρι και ανακάτεψα.

Άνοιξα το ψυγείο και έβγαλα από μέσα τη φέτα και την έκοψα σε μικρά κομματάκια. Έβγαλα τις μελιτζάνες από το φούρνο και στο σημείο που τις είχα χαράξει τις πίεσα με το κουτάλι να ανοίξουν. Πρόσθεσα τη γέμιση και πασπάλισα τις μελιτζάνες με τη φέτα και πιπέρι και τις ξαναέβαλα στο φούρνο στο οποίο της άφησα για 15 λεπτά.

Η μυρωδιά μου είχε σπάσει τη μύτη, ήλπιζα ανάλογη να ήταν και η γεύση. Άδικα το φοβόμουν, τελικά ήταν πολύ απλό φαγητό. Ό,τι είχα βάλει τις μελιτζάνες στο φούρνο όταν ξύπνησε και ο Ανδρέας ο οποίος ήρθε να με βρει στην κουζίνα. Μύρισε τον αέρα και μου χαμογέλασε.

«Τι μαγειρεύεις κοριτσάρα μου; Μου έχει σπάσει η μύτη!»

«Το ιμάμ μπαϊλντί που σου είχα τάξει»

«Σ’ αγαπάω» μου δήλωσε και με φίλησε στο σβέρκο. Δεν πρόλαβα να ανταποδώσω καθώς έφυγε σφαίρα για το μπάνιο.

Όταν βγήκε έξω πήγε στο δωμάτιο και ντύθηκε πριν επιστρέψει στην κουζίνα. Στο μεταξύ του είχα ζεστάνει και τη δική του σοκολάτα στο φούρνο μικροκυμάτων οπότε όταν ήρθε στην κουζίνα τη βρήκε να τον περιμένει ζεστή στο τραπέζι. Με άρπαξε και αυτή τη φορά με φίλησε στο στόμα.

Καθίσαμε στο τραπέζι της κουζίνας περιμένοντας το ιμάμ να τελειώσει.

«Πεινάς μωρό μου; Θέλεις να σου σερβίρω;» του είπα όταν έσβησα το φούρνο.

«Όχι ζουζούνα μου, μόλις ξύπνησα, θα μου πάρει λίγη ώρα να νιώσω πείνα.»

«Δεν πειράζει, ο φούρνος είναι ζεστός, δεν θα κρυώσει ούτε σε μία ούτε σε δύο ώρες.»

«Φοίβη, θέλω να περπατήσω λίγο. Θέλεις να πάμε στο ενετικό λιμάνι;»

«Αμέ, γιατί όχι;» απάντησα. Η μέρα έξω ήταν υπέροχη, ανοιξιάτικη παρά το γεγονός ότι κόντευε να μπει Δεκέμβρης. Με εξαίρεση μερικές μέρες στα μέσα του Νοέμβρη ο καιρός εδώ ήταν από καλοκαιρινός ως ανοιξιάτικος. Μπορεί το βράδυ να χρειαζόταν μακρυμάνικο ή ζακέτα αλλά—και με εξαίρεση τις μέρες που ανέφερα πιο πριν—κυκλοφορούσαμε τα μεσημέρια με κοντομάνικα.

Από κάτω φορούσα τη φόρμα μου και πάνω ένα ελαφρύ κοντομάνικο. Έδεσα το πάνω μέρος της φόρμας μου στη μέση και φόρεσα τα αθλητικά μου, είχα δύο ζευγάρια και το ένα ήταν μόνιμα στο σπίτι του Ανδρέα. Η αλήθεια είναι ότι η ανάγκη να έχω ρούχα σε δύο σπίτια είχε εμπλουτίσει τη γκαρνταρόμπα μου και παρόλο που ήμουν οικονομικά εξαρτημένη από τους γονείς μου δεν είχαν παραπονεθεί, το αντίθετο μάλιστα. Τους είχα πει χωρίς πολλές-πολλές περιστροφές ότι τα είχα με τον αδερφό της Ευτυχίας τον οποίο είχα συναντήσει τυχαία στο πανεπιστήμιο.

Η μαμά μου γνώριζε το crush των μαθητικών μου χρόνων, ωστόσο του Συνταγματάρχη μια κεραμίδα στο κεφάλι του ήρθε, είναι η αλήθεια. Φυσικά δεν είπα σε κανέναν από τους δύο ότι ο λόγος που ήθελα να εμπλουτίσω την γκαρνταρόμπα μου ήταν ότι έπρεπε να έχω ρούχα σε δύο σπίτια αλλά του λόγου τους είχαν χαρεί καθώς συνήθως ήταν η μαμά μου που με έπαιρνε από το αυτί να πάω να πάρω ρούχα. Ήθελα πολύ να τους δείξω τις φωτογραφίες από το γάμο για να δουν το φόρεμα που είχα αγοράσει.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και κατεβήκαμε στο ενετικό λιμάνι. Βρήκαμε με κάποια δυσκολία να παρκάρουμε και κατεβήκαμε και πήγαμε στο λιμάνι. Κρατημένοι χέρι-χέρι ξεκινήσαμε από το ενετικό φρούριο και περπατήσαμε σιγά-σιγά μέχρι το τέλος του λιμενοβραχίονα. Είναι πολύ όμορφος περίπατος και αριστερά και δεξιά υπήρχαν κάποιοι σκόρπιοι ψαράδες με τα καλάμια τους.

«Φοίβη μου…» με ρώτησε ντροπαλά ο Ανδρέας, «πώς… πώς ήταν;»

Σταμάτησα και γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια. «Πολύ όμορφο. Όπως… όπως το ονειρευόμουν.»

«Σε πόνεσε πολύ;»

«Πόνεσε αρκετά στην αρχή» παραδέχτηκα «αλλά ο πόνος γρήγορα αντικαταστάθηκε από ευχαρίστηση. Ήταν πολύ-πολύ όμορφο, μωρό μου, μου άρεσε πολύ. Ήταν πιο όμορφο ακόμα… ακόμα και από το στοματικό. Η αίσθηση… ένιωσα γεμάτη, μου είναι δύσκολο να στο περιγράψω.»

«Δεν τελείωσες, όμως» μου είπε χαμηλώνοντας το βλέμμα του.

«Δεν αλλάζει το πόσο όμορφο ήταν, μωρό μου» του είπα. «Δεν το αλλάζει ούτε στο ελάχιστο, δε θέλω να μου ανησυχείς γι’ αυτό. Ήσουν υπέροχος, ήσουν τρυφερός, ήσουν ό,τι ονειρευόμουν και κάτι παραπάνω. Ήμουν… ήμουν έτοιμη για σένα εδώ και κάμποσο καιρό, Ανδρέα απλά… δεν ξέρω… φοβόμουν να στο πω.»

«Κι εσύ; Εννοώ… κι εγώ… κι εγώ ήθελα εδώ και μέρες… απλά….»

«Να κάνουμε μια συμφωνία;»

«Πες μου.»

«Να μην κρύβουμε τι θέλουμε ο ένας από τον άλλον. Το ήθελες εσύ, το ήθελα κι εγώ και κανείς μας δεν έκανε το βήμα από φόβο για την αντίδραση του άλλου. Χαζό δεν είναι; Εννοώ….»

«Δεν είναι πάντα εύκολο….»

«Ναι, το ξέρω. Εύκολο ή δύσκολο όμως… αυτό δεν πρέπει να γίνεται; Μαζί είμαστε, πρέπει να μπορούμε να λέμε τα πάντα ο ένας στον άλλον.»

«Έχεις δίκιο μωρέ Φοίβη… αλλά… του λόγου μου είμαι κι εγώ αρκετά συνεσταλμένος. Φοβόμουν… φοβάμαι μην σου ζητήσω κάτι και αυτό το κάτι σε τρομάξει ή σε κάνει να νιώσεις υποχρεωμένη να το κάνεις. Δε θέλω να σε φέρω σε θέση να κάνεις το παραμικρό επειδή στο ζητάω, μόνο γιατί το θέλεις και η ίδια.»

«Το είχαμε ξαναπεί αυτό, όταν… όταν τέλειωνες στο πρόσωπό μου. Στο είχα πει, το κάνω γιατί το θέλω η ίδια και θα το έκανα ακόμα και αν εσύ δεν έκανες το ανάλογο. Να σου πω ένα μυστικό; Σήμερα που κάναμε έρωτα… ευχήθηκα να μπορούσες να τελειώσεις μέσα μου. Δεν… δεν ήθελα να χαθεί αυτό της πρώτης φοράς… ήθελα να γίνει πάντα δικό μου. Και βρήκες τον τρόπο και το έκανες και μάλιστα… ξεπερνώντας κάτι που ο ίδιος δεν ήθελες να το κάνεις.»

«Ήθελα και το έκανα, Φοίβη, δεν ξέρω τι παρόρμηση με έπιασε. Ίσως… ίσως συντονιστήκαμε σε κάποιο επίπεδο που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε ή να ερμηνεύσουμε. Δεν ξέρω καν αν θα ήθελα να το ξανακάνω αλλά… δεν ξέρω… δεν το σκέφτηκα καν.»

Είχε κοκκινήσει. Τον χάιδεψα τρυφερά στο πρόσωπο. «Σ’ αγαπάω» του είπα και τον φίλησα τρυφερά στο στόμα.

«Θέλω να σε φάω εδώ και τώρα!»

«Έχουμε ιμάμ στο σπίτι» του είπα παιχνιδιάρικα.

«Τώρα θέλω εσένα!»

«Να με φας;»

«Μεταξύ άλλων» μου απάντησε και ένιωσα να υγραίνομαι.

Τον πήρα από το μπράτσο και γυρίσαμε με γρήγορο βάδισμα πίσω. Μπήκαμε στο αμάξι και γυρίσαμε σπίτι του. Σχεδόν κουτρουβαλήσαμε μέσα στο δωμάτιο. Με έγδυσε και τον έγδυσα με συνοπτικές διαδικασίες και χωθήκαμε και οι δύο κάτω από την κουβέρτα. Κατέβηκε κατευθείαν ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισε να με γλείφει. Ήταν υπέροχο αλλά εγώ δεν ήθελα αυτό… ήθελα… ήθελα να ξαναμπεί μέσα μου.

«Σε θέλω» του είπα. Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε. «Σε θέλω…» του ψιθύρισα ξανά.

Ανέβηκε ξανά πάνω μου και ένιωσα και πάλι το βάρος του. Πόσο μου άρεσε αυτή η αίσθηση, να είμαι ανάσκελα και να είναι πάνω μου… και δεν έμεινε εκεί. Μπήκε μέσα μου απαλά, έτσουξε και πάλι αλλά ήταν … Θεέ μου… ήταν υπέροχα. Τον άρπαξα από το πρόσωπο. Με κοιτούσε και τον κοιτούσα την ώρα που με έκανε και πάλι δική του. Δάγκωνα τα χείλη μου και μου ξέφευγαν πνιχτές φωνούλες ηδονής. Τα μάτια μου είχαν βυθιστεί στα δικά του. Καρφώθηκε μέσα μου και μου ξέφυγε ένα αναφιλητό. Συνέχισε πιο δυνατά ακόμα. Το τσούξιμο είχε σχεδόν εξαφανιστεί, ήταν μια μικρή, μια ασήμαντη ενόχληση. Επιτάχυνε κι άλλο και σχεδόν μου κόπηκε η ανάσα.

Ένιωσα το σώμα μου να μουδιάζει. Μπορεί… μπορεί η κορύφωση να μην ερχόταν αλλά η αίσθηση του οργάνου του μέσα μου ήταν ανώτερη από το οτιδήποτε. Ο ρυθμός του είχε αυξηθεί και άλλο, το μέτωπό του είχε ιδρώσει αλλά η ματιά του ούτε μια φορά δεν έφυγε από τη δική μου. Ένιωσα πάλι σα να με περνάει ηλεκτρικό ρεύμα. Τα χέρια μου άφησαν το πρόσωπό του, έμπηξα τα νύχια μου στην πλάτη του. Θεέ μου…. ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ. Τον τράβηξα πάνω μου, τον φυλάκισα στα πόδια μου. Φώναξα δυνατά το όνομα του ξανά και ξανά, η κορύφωση ήρθε από το πουθενά και ήταν ακόμα πιο έντονη και από το καλύτερο στοματικό. Έμπηξα τα νύχια μου στην πλάτη του τόσο που τον πόνεσα πολύ, του ξέφυγε μια κραυγή.

Τραβήχτηκε και άρχισε να τον παίζει. Σηκώθηκα και καθισμένη στα τέσσερα γύρισα προς το μέρος του. Μου έβαλε το όργανό του στο στόμα μου, σχεδόν μου το κάρφωσε μέχρι το λαιμό και τέλειωσε με σπασμούς. Κατόρθωσα να μην πνιγώ και κατάπια την κάθε ριπή του μέχρι που σταμάτησε να δονείται. Συνέχισα να τον γλείφω μέχρι που με σταμάτησε και τραβήχτηκε από το στόμα μου. Με έβαλε να σηκωθώ κι εγώ στα γόνατα και με φίλησε και πάλι βαθιά.

«Τε… τελείωσες;» με ρώτησε και μου φάνηκε απίστευτα τρυφερή η αγωνία του.

«Αν τελείωσα λέει…» του είπα και αναστέναξα.

Μου χαμογέλασε και του ανταπέδωσα. Το χαμόγελο μου κόπηκε όταν είδα την πλάτη του, τον είχα νυχιάσει τόσο βαθιά που έτρεχε αίμα.

«Αμάν…» είπα ανήσυχη και πετάχτηκα σαν ελατήριο. «Ανδρέα….»

«Ναι, θα έλεγα το παράκανες λίγο» μου είπε χωρίς πάντως κατηγορητικό τόνο.

«Συγνώμη» του είπα και χαμήλωσα το κεφάλι μου.

«Αφού τελείωσες, κομμάτια να γίνει» μου είπε, μάλλον το είχε πάρει πολύ σοβαρά που δεν είχα καταφέρει να τελειώσω και την πρώτη φορά.

«Μωρό μου, σταμάτα να ανησυχείς και να αγχώνεσαι γι’ αυτό. Ήταν υπέροχο και την πρώτη φορά και χωρίς να λέω ότι η κορύφωση είναι περιττή δεν είναι και απολύτως απαραίτητη. Ήταν όμορφα, ήταν απίστευτα όμορφα.»

«Ίσως αλλά τώρα ήταν καλύτερα για σένα.»

«Και την πρώτη φορά ήταν όμορφα, αυτό προσπαθώ να σου πω. Δε θέλω να το έχεις άγχος. Πάμε σε παρακαλώ να σου καθαρίσω την πληγή, Θεέ μου, σου έκανα την πλάτη κιμά!» του είπα ταραγμένη.

Πήγαμε στο μπάνιο και έκοψα λίγο μπαμπάκι και έριξα λίγο οινόπνευμα.

«Πάρε βαθιά ανάσα μωρό μου» του είπα. Πήρε βαθιά ανάσα και άρχισα να του καθαρίζω τις γρατζουνιές. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα μικρό βογκητό που με έκανε να αισθανθώ πολύ άσχημα. Αναστέναξα και συνέχισα να τον καθαρίζω. «Συγνώμη μωρό μου» του είπα με σιγανή φωνή.

«Τι να σε κάνω που είσαι παθιάρα;»

«Αυτή τη στιγμή; Να με κάνεις μαύρη στο ξύλο»

«Φοίβη, αυτό ούτε γι’ αστείο!» μου είπε σοβαρά.

«Γιατί, αφού σου αρέσει να μου τις βρέχεις» του είπα σκανταλιάρικα.

«Χμμμ…» μου είπε κοιτώντας με επίσης σκανταλιάρικα. «Αν εννοείς αυτό… μωρέ δε θα μπορείς να κάτσεις κάτω για μια εβδομάδα» μου είπε κοιτώντας με προκλητικά μεν, παιχνιδιάρικα δε.

«Αχνε!» του είπα. Είχα ερεθιστεί και μόνο στη σκέψη.

«Αχ, θα με τρελάνει αυτό το κορίτσι» είπε κοιτώντας ψηλά.

«Χι χι χι.»

Ήμουν ακόμα γυμνή, με πήρε από το χέρι και πήγαμε στο κρεββάτι. Με έβαλε να κάτσω στα τέσσερα με τον κώλο μου προς τα έξω.

«Κατηγορούμενη, έχετε να δηλώσετε κάτι πριν βγει η ετυμηγορία;»

«Όχι. Παραδέχομαι την ενοχή μου και θα αποδεχτώ την τιμωρία που θα μου επιβάλει το σεβαστό δικαστήριο.»

«Λαμβάνοντας υπόψη το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου καταδικάζεστε σε 30 ξυλιές, δεκαπέντε σε κάθε γλουτό.»

«Αχνε!» είπα γελώντας.

«Ρε θα σοβαρευτείς να σε τιμωρήσω;»

«Αμέ!» του είπα και γύρισα το κεφάλι και του έστειλα ένα φιλάκι.

«Ένα» είπε όταν μου έριξε την πρώτη, όχι ιδιαίτερη δυνατή. «Δύο» συνέχισε με πιο δυνατή αυτή τη φορά στο άλλο κωλομέρι. «Τρία… τέσσερα… πέντε….» Μου έριχνε αρκετά δυνατές, ένιωθα τους γλουτούς μου να έχουν αρπάξει φωτιά. Και όχι μόνο… Είχα ερεθιστεί… δηλαδή τι ερεθιστεί, πύραυλος είχα γίνει. «Δέκα… έντεκα… δώδεκα….» Πολύ μου άρεσε! Μου ξέφευγαν κάποιες φωνούλες. «Είκοσι… εικοσιένα… εικοσιδύο….» Αυτή ήταν πολύ δυνατή και δεν κατάφερα να συγκρατήσω μια φωνή. Ο Ανδρέας τα χρειάστηκε.

«Μωρό μου; Είσαι καλά;»

«Όχι, είμαι μια ένοχη, μια αμαρτωλή, μια τιποτένια» του είπα και έβαλε τα γέλια. Έπιασαν και μένα τα γέλια.

Ένιωσα το δάχτυλό του να μπαίνει βαθιά πίσω μου και μου ξέφυγε μια κραυγή έκπληξης. Πέρασε το χέρι του από κάτω με άρχισε να μου χαϊδεύει την κλειτορίδα και ένιωσα ότι θα αρχίζω να στάζω. Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα στεναγμό μου. Αν εκείνη τη στιγμή μου ζητούσε να με πάρει από πίσω θα του απαντούσα «ναι» χωρίς κανένα δισταγμό. Συνέχισε να μου βάζει το δάχτυλο μέσα έξω, πίσω μου αλλά κάποια στιγμή σταμάτησε. Ένιωσα το όργανό του στα χείλη μου.

«Θέλεις… θέλεις να δοκιμάσουμε έτσι;» με ρώτησε. Αν ήθελα λέει;

«Πολύ-πολύ!» Μπήκε μέσα μου αλλά στα τέσσερα η αίσθηση ήταν τελείως διαφορετική απ’ ότι όταν ήμουν ξαπλωμένη ανάσκελα. Έτσουζε και πάλι αλλά γρήγορα η αίσθηση αυτή σχεδόν χάθηκε, αντικαταστάθηκε και πάλι από ηδονή. Με είχε αρπάξει από τη μέση και καρφωνόταν μέσα έξω μου με μεγαλύτερη δύναμη απ’ ότι όταν το κάναμε κανονικά. Κάθε φορά που καρφωνόταν μου ξέφευγε και ένα βογγητό ηδονής, καλέ τι ήταν αυτό; Όταν άρχισε να μου ρίχνει και πάλι σφαλιάρες καθώς με έπαιρνε άρχισα να το χάνω, αν τον είχα από πάνω μου θα τον είχα χαράξει πάλι. Έτσι ήταν πιο ασφαλής, αυτό ξέρω!

Εκεί που το έχασα τελείως ήταν όταν με τράβηξε δυνατά από τα μαλλιά ενώ καρφώθηκε όλος μέσα μου. Αυτή τη φορά πρέπει να ακούστηκα σε όλη τη γειτονιά. Ένιωθα και πάλι σα να με διαπερνάει ρεύμα, χαμήλωσα στους αγκώνες ανοίγοντας όσο μπορούσα. Συνέχισε με μεγαλύτερη λύσσα, ω ναι, έτσι ήταν ακόμα καλύτερο.

«Γύρνα» με διέταξε ενώ τραβήχτηκε από μέσα μου. Γύρισα και το έφερε κοντά στο πρόσωπό μου. Άνοιξα το στόμα μου για να τον πάρω μέσα του αλλά εκείνος τραβήχτηκε και το έπαιξε και τέλειωσε με συνοδεία αγκομαχητού στο πρόσωπό μου. Κάμποσο μπήκε στο στόμα μου αλλά το περισσότερο με πιτσίλησε στο μάγουλο και στο μέτωπο. Έχοντας ατυχή εμπειρία από μια φορά που μπήκε στο μάτι μου τα είχα σφαλιστά. «Κοίτα με» μου είπε και άνοιξα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Αυτή τη φορά αντί να τρίψει το δάχτυλό του έτριψε το όργανό του πάνω στο πρόσωπό μου. Το έβαλε στο στόμα μου και τον καθάρισα. Και ξανά… και ξανά… Ό,τι είχε απομείνει το σκούπισε με το δάχτυλό του και το έβαλε στο στόμα και το πιπίλησα κι αυτό.

«Φουυυυ» ξεφύσησε. «Γουάο.»

«Σου άρεσε, μωρό μου;»

«Πολύ! Ήταν… κι εγώ δεν ξέρω τι ήταν! Εσένα;»

«Νομίζω ότι το πόσο μου άρεσε πρέπει να ακούστηκε μέχρι το πανεπιστήμιο. Να δω με τι μούτρα θα αντικρύσω τους γείτονές σου» του είπα. «Ευτυχώς που δεν ήμασταν σπίτι μου…» συνέχισα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.

«Ντύσου να πάμε να φάμε… το σεξ μου ανοίγει την όρεξη» μου δήλωσε κάνοντάς με να χαμογελάσω. Έβαλα το κιλοτάκι μου, μια κοντομάνικη από πάνω και από κάτω την πιτζάμα. Ο ίδιος φόρεσε φόρμα αντί για πιτζάμα.

Πήγαμε στην κουζίνα, το φαγητό ήταν ζεστό. Μου είπε να κάτσω στο τραπέζι και σέρβιρε ο ίδιος. Άνοιξε το ψυγείο και έβγαλε ένα μπουκάλι μπύρα μοιράζοντας το περιεχόμενό του σε δύο ποτήρια.

Το είχα πετύχει το φαγητό! Ο Ανδρέας έβαλε και δεύτερο πιάτο για τον εαυτό του ενώ εγώ χαμογελούσα σα το χαζό.

Με τούτα και με κείνα η ώρα είχε πάει 18:00 και είχαμε να κάνουμε τα διαβάσματά μας. Σήμερα είχα και Φυσική-Ι, στην πρόοδο της οποίας είχα γράψει 9 και το είχα πάρει βαριά καθώς δεν είχα καταλάβει που είχα κάνει λάθος. Στα μαθηματικά είχα μόνο δεκάρια αλλά το 7,5 στην ψηφιακή σχεδίαση δε μου άρεσε καθόλου.

Το διάβασμα μας πήγε μέχρι τις 21:00. Εκείνος δηλαδή πρέπει να είχε τελειώσει λίγο νωρίτερα και είχε κάτσει για να μου κάνει παρέα. Η αλήθεια είναι ότι το τελευταίο μισάωρο το είχα φάει σε μια πολύ ζόρικη άσκηση στους μιγαδικούς αριθμούς αλλιώς θα είχα τελειώσει κι εγώ νωρίτερα.

«Θες μια σοκολάτα;» με ρώτησε. «Σε λίγο θα ξεκινήσει η ταινία.» Σήμερα θα έπαιζε το «Μόνος στο σπίτι,» δεν την είχαμε δει κανένας από τους δυο μας αλλά είχαμε ακούσει ότι είχε πολύ γέλιο.

«Νιιιιι»

Σε μερικά λεπτά οι σοκολάτες μας ήταν έτοιμες. Τις πήραμε και πήγαμε μέσα. Πέρασα στη μέσα μεριά του κρεββατιού και κάθισα έχοντας βάλει όρθιο το μαξιλάρι στην πλάτη του κρεββατιού.

Αν και οι διαφημίσεις μας έσπασαν τα νεύρα βάλαμε σχεδόν τα κλάματα από τα γέλια, ο μπόμπιρας ήταν απίθανος και οι δύο αποτυχημένοι ληστές τραγελαφικοί, υπήρχαν σημεία που τους λυπήθηκα. Όταν τέλειωσε η ταινία ο Ανδρέας έκλεισε την τηλεόραση.

«Θες να συνεχίσουμε το Moby Dick;»

«Όχι ιδιαίτερα. Θα ήθελα να σε ακούσω να παίζεις κιθάρα αλλά έχει πάει 23:00.»

«Τι θες να κάνουμε; Είναι νωρίς να πέσουμε για ύπνο»

«Θέλεις να πάμε μια βόλτα με το αυτοκίνητο;»

«Πού να πάμε;»

«Όπου να’ ναι… απλά να βολτάρουμε.

«Αμέ, γιατί όχι;» είπε. «Ντύσου, βάλε τη φόρμα σου.»

Πετάχτηκα από το κρεβάτι και έβγαλα τη πιτζάμα μου και φόρεσα τη φόρμα μου. Από πάνω φόρεσα και το πάνω μέρος της φόρμας και όσο και αν κατά τη διάρκεια της ημέρας η θερμοκρασία ήταν ανοιξιάτικη, το βράδυ έκανε αρκετή ψύχρα. Έβαλα τα αθλητικά μου και ήμουν έτοιμη και τον περίμενα, ούτε κι εκείνου του πήρε ώρα.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε. Βγήκαμε στην Κνωσσού και κατεβήκαμε προς κέντρο. Πριν φτάσουμε στο λιμάνι, λίγο μετά τη Ραφιναρία, έστριψε δεξιά στην Ικάρου προς Αλικαρνασσό.

«Θα πάμε προς Γούβες αλλά από μέσα» μου είπε. Ο δρόμος είχε λιγοστή κίνηση. Πήραμε την Ικάρου μέχρι το τέρμα της αλλά πριν βγούμε στη Νέα Εθνική έστριψε αριστερά και μπήκε στην παλιά Εθνική. Αναγνώρισα το μέρος.

«Είχαμε ξαναπεράσει από εδώ όταν είχαμε πάει στο Κοκκίνη Χάνι, σωστά;»

«Σωστά, σε λίγο θα περάσουμε από τον Καρτερό»

Στο δρόμο προς το Κοκκίνη Χάνι μου έδειξε δύο-τρία σημεία στα οποία ήθελε να σταματήσουμε κατά την επιστροφή. Συνεχίσαμε μέχρι που φτάσαμε εκεί που είχαμε πάει για μπάνιο με τα παιδιά. Έσβησε το αυτοκίνητο και κατεβήκαμε και πήγαμε στην παραλία, φτάσαμε μέχρι τη θάλασσα. Φυσούσε ελαφρύ αεράκι και η θάλασσα ήταν σχεδόν λάδι. Περπατήσαμε κοντά μισό χιλιόμετρο και μετά γυρίσαμε πίσω. Ήταν πολύ όμορφη βραδιά, την επαύριον θα είχε πανσέληνο και το φεγγάρι ήταν σχεδόν γεμάτο.

«Έπρεπε να φέρουμε μια πετσέτα μαζί μας» του είπα. «Είναι τόσο όμορφη βραδιά.»

«Δεν πειράζει ματάκια μου. Πάμε στην παλιά εθνική να κάτσουμε, σε ένα από τα 2-3 σημεία που σου είπα. Έχει υπέροχη θέα και δε θα χρειαστεί να βγούμε καν από το αυτοκίνητο.»

«Ουφ, καλά!»

Γυρίσαμε στο αυτοκίνητο και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Σε κάποιο σημείο στην παλιά εθνική έβγαλε φλας και έστριψε δεξιά, βγαίνοντας από το δρόμο, και μετά από μερικά μέτρα σταμάτησε.

«Κατέβα να δεις» μου είπε και βγήκα από το αυτοκίνητο. Ένα-δυο μέτρα παρακάτω ήταν γκρεμός, ήμασταν σε ύψος 10-15 μέτρων από τη θάλασσα. «Εδώ είναι υπέροχα όταν έχει κύμα, το ακούς να σκάει στα βράχια και καμιά φορά πιτσιλάει μέχρι και εδώ»

«Χμμμ, και πού τα ξέρεις εσύ αυτά τα μέρη, αφού δεν έχεις αυτοκίνητο!»

«Θυμάσαι που σου είχα πει για την πρώτη μου σχέση εδώ με μια δευτεροετή μαθηματικό;»

«Ναι, το θυμάμαι.»

«Η Κατερίνα, έτσι την έλεγαν, είναι από το Ηράκλειο και είχε αυτοκίνητο. Αυτή με κύλισε στο βούρκο, εγώ ήμουν μικρός και αθώος!»

«Αχ τον καημενούλη!» του είπα πειρακτικά.

«Και αφού με γλέντησε, με πέταξε σα στυμμένη λεμονόκουπα.»

«Απαπαπα… φουκαριάρα Μάρθα» του είπα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.

«Πλάκα στην πλάκα, με είχε τσούξει. Εγώ ήμουν ακόμα ερωτευμένος. Ε, ήταν και η πρώτη μου, είμαι και συναισθηματικό παιδάκι. Μου ήρθε λίγο ξαφνικό όταν μου ζήτησε να τα χαλάσουμε, χαμπάρι δεν είχα πάρει το ζωντόβολο. Ούτε μια-δυο εβδομάδες αφού μου ζήτησε να τα χαλάσουμε ήταν με άλλον.»

«Τουλάχιστον σου ζήτησε να τα χαλάσετε πρώτα!»

«Είναι κι αυτό» μου απάντησε στενάζοντας.

«Πες μου ένα μυστικό σου» του είπα αλλάζοντας κουβέντα.

«Σαν τι; Δε μου έρχεται κάτι.»

«Δεν ξέρω, σκέψου κάτι! Θέλω να μου πεις κάτι που θα ντρεπόσουν να το πεις.»

«Χμμμ…» είπε σκεπτόμενος για λίγο. «Δεν είναι κάτι για να ντραπώ… να, στο πρώτο έτος, πριν η Ελένη τα φτιάξει με τον Τάσο, είχαμε φασωθεί.»

«Τι εννοείς;»

«Φασωθεί δεν είναι η κατάλληλη λέξη, ούτε καν. Απλά είχαμε φιληθεί σε ένα πάρτι. Δεν υπήρξε συνέχεια.»

«Γιατί;»

«Δεν κάναμε κλικ έτσι ο ένας στον άλλον. Εννοώ κάναμε παρέα από τις πρώτες μέρες της σχολής, δεν ξέρω πώς μας ήρθε και φιληθήκαμε. Αυτό, απλά φιληθήκαμε. To our defense, η αλήθεια είναι ότι τα είχαμε κοπανίσει κιόλας. Πάντως δεν υπήρξε συνέχεια ούτε από μεριάς μου ούτε από μεριάς της. Άλλωστε λίγο καιρό αργότερα τα έφτιαξε με τον Τάσο και παραμείναμε φιλαράκια. Σειρά σου, πες μου εσύ ένα μυστικό σου!»

«Τι μυστικό να σου πω; Εγώ δεν είχα την …πολυτάραχη ερωτική ζωή σου. Το μόνο μου μυστικό στο είχα πει, ήμουν τσιμπημένη μαζί σου στο γυμνάσιο και μετά το πάρτι ερωτευμένη και με το νόμο. Η αλήθεια είναι ότι από εκείνο το βράδυ του πάρτι και μέχρι που συναντηθήκαμε στο κυλικείο δε σε είχα ξεχάσει. Εννοώ μπορεί να μην ήμουν πια καψούρα αλλά όταν σε είδα… η καρδιά μου έκανε μερικές κωλοτούμπες. Δε μου πήρε και πολύ να σε ερωτευτώ ξανά!»

Αντί απάντησης γύρισε και με φίλησε απαλά.

«Άλλο μυστικό!» του είπα. «Σειρά σου!»

«Χμμμ… Δεν είναι ακριβώς μυστικό… Ουφ… Είπαμε το μεσημέρι να τα λέμε όλα. Ας το πάρει το ποτάμι. Θα… θα ήθελα να το κάνουμε από… από πίσω….»

Γύρισα και τον κοίταξα.

«Να σου εξομολογηθώ κάτι;»

«Μωρό μου… αν δε θέλεις εσύ δεν πειράζει!»

«Δεν ήθελα να πω αυτό. Να… το απόγευμα… Μετά που σταμάτησες τις ξυλιές και μου έβαλες δάχτυλο πίσω… αν… αν μου είχες ζητήσει αυτό… αυτό που μου είπες… θα σου είχα πει «ναι» χωρίς κανένα δισταγμό. Οπότε… έχεις την απάντησή σου.»

«Δηλαδή… θα… θα ήθελες κι εσύ να το δοκιμάσουμε;»

«Ναι, θα ήθελα… αλλά… όχι ακριβώς στο ξεκάρφωτο… παιχνίδι… όπως αυτό που κάναμε σήμερα.»

«Δηλαδή να προηγηθούν ξυλιές; Αλήθεια, τόσο πολύ σου αρέσει; Μερικές φορές… μερικές φορές φοβάμαι ότι το παρακάνω. Σήμερα σε μια φάση έβγαλες μια δυνατή φωνή, τα χρειάστηκα!»

«Όχι-όχι… δεν το έχεις παρακάνει. Κοίτα… Αν νιώσω ότι δεν αντέχω άλλο θα σου πω να σταματήσεις. Δεν ξέρω… είναι περίεργο. Πώς εσένα σου αρέσει να σε δαγκώνω και να σε γρατζουνάω; Καλά, όχι όπως σήμερα… Αλλά… έτσι… έτσι κι εγώ. Όταν με άρπαξες από τα μαλλιά και με τράβηξες προς τα πίσω… το έχασα τελείως! Αλήθεια σου λέω!»

«Ναι, το κατάλαβα… ακούστηκες λίγο παραπάνω σήμερα» μου είπε κάνοντάς με να κοκκινήσω, όχι γιατί τον ντρεπόμουν, τους γείτονες του ήμουν που ντρεπόμουν!

«Ωραία, σειρά σου!»

«Μα σου είπα μόλις τώρα»

«Εεεπ, μην κλέβεις! Σου είπα εγώ τι θέλω και εσύ απλά μου είπες ότι το θέλεις κι εσύ.»

«Ουφ, καλά. Οκ… στο ίδιο πνεύμα… Σε παρακαλώ μη μου μείνεις από εγκεφαλικό αλλά θα ήθελα να δοκιμάσω κάτι….»

«Οοοοοκ» μου είπε διστακτικά. «Μπουμπούνα το!»

«Για την ακρίβεια εσύ είσαι που θα το μπουμπουνίσεις… ωχ Παναγία μου…» είπα και πήρα μερικές βαθιές ανάσες πριν συνεχίσω. «Θα… θα ήθελα να… να με… ουφ… να δοκιμάσω ζώνη στα μεριά μου.»

«Ορίστε;»

«Αντί για ξυλιές με το χέρι, εννοώ. Θα… θα ήθελα να δοκιμάσω ζώνη. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε, αλλά μου ήρθε κάποια στιγμή και από τότε δεν μπορώ να το βγάλω από το μυαλό μου.»

«Με τη ζώνη; Ρε Φοίβη αυτό θα πονάει!»

«Γιατί με το χέρι σου νομίζεις ότι δεν πονάει; Μ’ αρέσει όμως η σκέψη, μ’ αρέσει πολύ. Δεν ξέρω… θα ήθελα να δοκιμάσω και με ζώνη. Και μετά… μετά… να με πάρεις… όπως… όπως θες.» Δεν απάντησε.

«Τι σκέφτεσαι;»

«Δεν ξέρω… δεν… δεν το περίμενα. Το χέρι είναι άλλο… Εννοώ….»

«Αν δε θέλεις να το κάνεις, μωρό μου, δεν πειράζει. Αν θέλεις μόνο με το χέρι… με το χέρι. Το άλλο… το άλλο που σου είπα δεν αλλάζει. Εννοώ μετά… αν θες….»

«Δεν ξέρω. Τώρα που μου το είπες… δεν θα το είχα σκεφτεί μόνος μου… αλλά τώρα νιώθω περιέργεια. Αλλά δεν το έχω ξανακάνει… δε θέλω… δε θέλω να το κάνω λάθος και να σε πονέσω πολύ.»

«Μπορείς να ξεκινήσεις με σιγανές και θα δούμε πως θα πάει από εκεί. Αν δω ότι δεν αντέχω θα σου πω να σταματήσεις.»

«Εντάξει, γιατί όχι. Ας το δοκιμάσουμε και αυτό, μπορεί στο τέλος να μας αρέσει και στους δύο» μου είπε με περισσότερο ενθουσιασμό και ένιωσα και πάλι να ερεθίζομαι. Ήθελα να τον πάρω στο στόμα μου.

«Ξεκούμπωσε το παντελόνι σου!» τον διέταξα.

«Ορίστε;» με ρώτησε με απορία.

«Ξεκούμπωσε το παντελόνι σου, τώρα!» του είπα επιτακτικά.

Ξεκούμπωσε το παντελόνι του. Έσκυψα προς το μέρος του, ευτυχώς ο λεβιές των ταχυτήτων ήταν σε βολικό σημείο και δε με εμπόδιζε. Του έβγαλα το όργανο από το μποξεράκι και το πήρα, μη ερεθισμένο, στο στόμα μου και άρχισα να το ρουφάω και να το πιπιλάω με ενθουσιασμό. Δεν μου πήρε πολύ για να το κάνω να γιγαντωθεί μέσα στο στόμα μου. Ο Ανδρέας έβαλε το χέρι του στα μαλλιά μου και άρχισε να μου δίνει ρυθμό τον οποίο ακολούθησα υπάκουα. Τον έβγαζα σχεδόν όλο έξω και τον έπαιρνα ξανά όλο μέσα, μέχρι τη ρίζα του.

Συνέχισε για αρκετή ώρα σε αυτό το ρυθμό αλλά σταδιακά άρχισε να τον αυξάνει. Είχα κλείσει τα μάτια μου και οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν οι στεναγμοί του και ο ήχος του ρουφήγματος που του έκανα. Ένιωσα το τέλος να έρχεται, το όργανό του άρχισε πάλι να δονείται και κρατώντας με ακίνητη άρχισε τους σπασμούς μέσα στο στόμα μου, κάθε σπασμός και μια ριπή. Κατάπια ξανά και ξανά μέχρι που σταμάτησε και ηρέμισε. Σταμάτησε να με κρατάει από τα μαλλιά. Τραβήχτηκα απαλά και φίλησα το κεφαλάκι. Σηκώθηκα και κάθισα στη θέση μου και γύρισα και του χαμογέλασα. Κοιτούσε το άπειρο κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένα γελάκι. Σα να συνήλθε από το λήθαργο που είχε πέσει και με πήρε στην αγκαλιά του και με φίλησε σφίγγοντάς με δυνατά.

«Όχι άλλα μυστικά για σήμερα!» μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάσω.

«Τελευταίο!» του είπα. “Pleeeeeeease?” συνέχισα κάνοντάς του τα γλυκά μάτια.

«Άντε βάσανο, πες!»

«Μια πίτσα από τα Έβερεστ θα την έτρωγα!»

«Γι’ αυτό σ’ αγαπάω!» μου δήλωσε. «Βάλε ζώνη!»

Έβαλα τη ζώνη μου και έκανε προσεκτικά όπισθεν. Βγήκε στο δρόμο και ξεκινήσαμε προς Ηράκλειο. Μισή ώρα αργότερα ήμασταν στα Λιοντάρια. Σταματήσαμε με alarms και κατέβηκα εγώ να πάρω τις πίτσες. Είχαμε φτάσει την κατάλληλη ώρα, μόλις τις είχε βγάλει από το φούρνο. Αντί να μου τις δώσει σε χαρτί, όπως συνήθως, αυτή τη φορά τις έβαλε σε κουτί. Μπήκα μέσα στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε.

«Πάμε από το σπίτι σου να πάρουμε τα πράγματα για αύριο και πάμε στο δικό μου, έχω να ταΐσω και το χαζόσκυλο!»

«Ό,τι θέλει το μωρό μου»

Πήγαμε σπίτι του και πήραμε τα πράγματά μας, δηλαδή τα βιβλία μας και τα τετράδιά μας για την επόμενη. Είχε ρούχα σπίτι μου για να φορέσει αύριο, όπως είχα κι εγώ στο δικό του. Πέντε λεπτά αργότερα πάρκαρε λίγο μπροστά από το σπίτι μου και κατεβήκαμε. Ο Σίμπα που είχε να μας δει από προχθές χοροπηδούσε ενθουσιασμένος πάνω στη γκαραζόπορτα.

«Κάτσε κάτω βρε λεχρίτη!» τον μάλωσα τρυφερά. «Ελατήριο κατάπιες;»

Με το που μπήκα μέσα όρμισε και ανέβηκε πάνω μου γλείφοντάς με στο πρόσωπο ενθουσιασμένος. Και μετά με παράτησε στα κρύα του λουτρού για να πάει να κάνει χαρές στον Ανδρέα, ο προδόταρος.

«Ορίστε, αλλού τρώει, αλλού πίνει κι αλλού πάει και το δίνει!» μονολόγησα. Πήγα προς το σπίτι, μπροστά στην πόρτα ήταν και τα τρία γατάκια που άρχισαν να τρίβονται πάνω μου. Τι να κάνω, έσκυψα και χάιδεψα και τα τρία και όπως ήμουν σκυμμένη ήρθε ο Σίμπα και μου μύρισε τον κώλο.

«Για να σου πω!» τον ψευτομάλωσα, «σάμπως να παραγνωριστήκαμε οι δυο μας!»

Μάζεψα τα πιατάκια των γατιών και την κατσαρόλα του Σίμπα και τα πήρα μέσα για να τα γεμίσω. Τα έβγαλα και πέσαν και οι τέσσερις στο φαγητό τους σα να μην υπάρχει αύριο. Κλείδωσα την πόρτα και πήγαμε και οι δύο στην τουαλέτα να πλυθούμε γιατί το κοπρόσκυλο μας είχε κάνει σύγχρηστους.

Φάγαμε τις πίτσες μας, που ήταν ακόμα καυτές, στο τραπέζι στο σαλόνι και πήγαμε στο δωμάτιο και αλλάξαμε για να πέσουμε στο κρεββάτι.

«Ουφ, αύριο μέχρι τις 19:00 χωρίς διάλειμμα. Πώς τα έχω καταφέρει έτσι;» γκρίνιαξε απελπισμένος ο Ανδρέας όταν ξαπλώσαμε στο κρεββάτι.

«Εμένα η εβδομάδα ξεκινάει με Σούζι που τσούζει…»

«Ναι, αλλά εσύ έχεις και ένα διάλειμμα στο ενδιάμεσο.»

«Έχω, αλλά έχω και εργασία σε ψηφιακή σχεδίαση και Pascal-I. Μάλλον θα πρέπει να κλαφτώ στους δικούς μου να πάρω υπολογιστή γιατί η Pascal-II, που έχω το επόμενο εξάμηνο, είναι πιο βάρβαρη, χώρια που Pascal-I έχει και το μαθηματικό και τα PC δεν είναι και πολλά.

«Είναι ακριβοί;»

«Δεν έχω ιδέα… Αλλά όσο να ‘ναι, δε θα κάνει καμιά διακοσάρα τουλάχιστον; Τι να σου πω, η αλήθεια είναι ότι το θέμα δε με είχε απασχολήσει στο λύκειο.»

«Κάτσε, εσύ πώς αποφάσισες ότι θέλεις να ασχοληθείς με την Επιστήμη Υπολογιστών χωρίς να έχεις καν υπολογιστή;»

«Έχω έναν Amstrad 6128 από τα 12 μου. Η αλήθεια είναι ότι ήθελα να πάρω και Amiga αλλά καλά που δεν την πήρα, θα είχα πολλή γκρίνια αν ζητούσα και τρίτο υπολογιστή. Έμαθα basic και logo και μετά και assembly, εκεί ανακάλυψα πόσο μου άρεσε ο προγραμματισμός. Στα 14 μου είχα αποφασίσει ότι θα σπουδάσω επιστήμη υπολογιστών.»

«Ναι, μου το είχες πει στο πάρτι.»

«Όπως και να έχει ο Amstrad ήταν μια χαρά για το γυμνάσιο και το λύκειο και να σου πω μια χαρά τον έχει βολευτεί ο Κωστής, αν και αυτός μόνο παιχνίδια παίζει. Άλλωστε μέχρι στιγμής τα έχω πάει πολύ καλά στις προόδους και στις φροντιστηριακές ασκήσεις οπότε ξέρουν ότι δεν το έχω ρίξει στην παλαβή, οπότε ελπίζω να μπορέσω να τους πείσω. Αν όχι… θα αρχίσουν νωρίτερα τα ξενύχτια στη Γ’ πτέρυγα.»

«Σου εύχομαι να τους ψήσεις. Πάντως να ξέρεις ότι όταν πηγαίνω εγώ στο ΙΤΕ, αν μπορείς να έρθεις κι εσύ μαζί μου, όταν πηγαίνω, μπορείς να μπεις και από εκεί απομακρυσμένα με telnet. Και στο ITE έχουμε από Sparc-5 και πάνω, ενώ στη Γ’ έχουν αυτή τη στιγμή μόνο ένα Sparc-5 και ένα Sparc-4 και πολλά Sparc-3 που έχουν ασπρόμαυρες οθόνες.»

«Με το Unix δεν τα πάμε καλά» του είπα. «Σάμπως βρίσκεις και υπολογιστή διαθέσιμο αν δεν πας χαράματα ή στη μαύρη νύχτα; Και τι να πω κιόλας, αφήστε με να χαζολογήσω και να μάθω Unix όταν οι άλλοι ξημεροβραδιάζονται εκεί για να κάνουν τις εργασίες τους;»

«Ήμουν operator στο LOC» μου είπε. «Μπορώ να σε μάθω εγώ κάποια βασικά πράγματα.»

«Θα με αφήσουν να μπω στο ΙΤΕ;»

«Μαζί μου θα είσαι βρε. Οι πιο πολλοί έτσι κι αλλιώς μπαίνουν στα VMS που έχουμε και έχουμε κάποια Sparc-5 που κάθονται σαν τους ψωριάρηδες χώρια. Στο γραφείο που πηγαίνω έχει δύο να φανταστείς. Δεν έχω συγκεκριμένο πρόγραμμα, αρκεί να βγάζω τις συμφωνημένες ώρες, το ποιες θα είναι αυτές είναι στη διακριτική μου ευχέρεια. Εσύ έτσι κι αλλιώς δεν έχεις κανένα μάθημα που να τελειώνει μετά τις 17:00. Οπότε αν θες μπορούμε πχ Τρίτη και Πέμπτη και Παρασκευή να έρχεσαι μαζί μου στο ΙΤΕ.»

«Σύμφωνοι» του είπα ενθουσιασμένη.

«Ωραία, έλα τώρα να την πέσουμε γιατί έχει πάει σχεδόν 01:00 και έχουμε και πρωινό ξύπνημα» μου είπε και με φίλησε. Χώθηκα στην αγκαλιά του. «Καληνύχτα κοριτσάρα μου.»

«Καληνύχτα μωρό μου»

Ήταν σαν να κατέβηκε η ασφάλεια. Το πρωί είχα βάλει το ξυπνητήρι στις 08:00 αλλά δεν ξύπνησα από το ξυπνητήρι αλλά από τη γλώσσα του Ανδρέα που με είχε γδύσει από κάτω και με έγλειφε. Δεν ήταν το πρώτο μου τέτοιο ξύπνημα, το είχε κάνει κάμποσες φορές, ειδικά όταν κατάλαβε πόσο το απολάμβανα. Έκλεισα τα μάτια μου και πάλι ενώ το χάδι της γλώσσας του ηλέκτριζε το σώμα μου. Αυτή τη φορά το παιχνίδι με τη γλώσσα συνοδεύτηκε από δάχτυλο στον κόλπο μου καθώς ο παρθενικός υμένας ήταν από εχθές παρελθόν. Γλώσσα και δάχτυλο… Θεέ μου… το σώμα μου άρχισε πάλι να τραντάζεται και δάγκωσα το χέρι μου για να μην ακουστώ. ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ. Τεντώθηκα σαν τόξο…

«Ανδρέα… Ανδρέα μου… αααααχ αααααχ μωρό μου… ααααααααχ.» Αυτή τη φορά δεν ήταν πιτσίλισμα, ο Νιαγάρας ήταν, τον έκανα λούτσα σχεδόν.

Ωραία, έπρεπε να αλλάξω και σεντόνι. Αλλά δε βαριέσαι, αυτά είναι προβλήματα!


11. I have a dream

Ανδρέας

Η Φοίβη ήταν καθιστή στον καναπέ και είχε τα πόδια της πάνω μου, με τα δάχτυλά της να κουνιούνται παιχνιδιάρικα. Πέρασα απαλά το βερνίκι στο μεγάλο της δάχτυλο, συγκεντρωμένος στη δουλειά μου. Μου άρεσε το κόκκινο που είχε διαλέξει. Ήταν ακόμα ένα μυστικό μου, ήμουν ερωτευμένος με την πατούσα της και τα δάχτυλα των ποδιών της.

Παρόλο που ήταν σχετικά ψηλή είχε μικρά πόδια, φορούσε 37 νούμερο. Τα δάχτυλά της ήταν λεπτά και μακριά και λάτρευα να τα πιπιλάω. Της είχε φανεί «κάπως» στην αρχή, αλλά το είχε ξεπεράσει γρήγορα. Και τώρα για πρώτη φορά της έβαφα τα νύχια. Το έκανα πολύ προσεκτικά και με πολύ μεράκι.

Επιθεώρησα τη δουλειά μου κοιτάζοντας την εξεταστικά. Μια χαρά! Συνέχισα με το άλλο δάχτυλο. Εξαιρετικά! είπα μέσα μου, χαμογελώντας ικανοποιημένος. Δεν μου πήρε πολλή ώρα να τελειώσω με το αριστερό της πόδι.

«Πώς σου φαίνεται;» τη ρώτησα, σηκώνοντας το βλέμμα μου προς τα πάνω. Επιθεώρησε και η ίδια το πόδι της, γυρίζοντάς το δεξιά κι αριστερά, και μου χαμογέλασε ενθουσιασμένη.

«Προσλαμβάνεσαι, αυτό έχω να πω! Το κάνεις καλύτερα από εμένα!»

«Σ' ευχαριστώ» της είπα χαμογελώντας μέχρι τα αυτιά και κάνοντας μια μικρή υπόκλιση. «Οκ, από εδώ και πέρα εγώ!»

«Εχμ… πλάκα έκανα!» είπε, κουνώντας το δείκτη της προειδοποιητικά.

«Εγώ όχι!» της είπα, χτυπώντας ελαφρά το χέρι της. «Εκτός και αν δε θέλεις, δηλαδή!»

«Θέλω, πώς δε θέλω! Απλά… δεν…» άρχισε, μασώντας τα λόγια της.

«Δεν είναι υποχρέωση, χαζούλα!» της είπα, χαϊδεύοντάς της τον αστράγαλο. «Μ' αρέσει να το κάνω!»

«Εντάξει, μωρό μου. Εγώ θα τα λιμάρω και εσύ θα τα βάφεις» συμφώνησε, γέρνοντας προς τα εμπρός να με φιλήσει στο μέτωπο.

«Θες να σου βάψω και τα νύχια των χεριών;»

«Αχ, με κακομαθαίνεις!» είπε, σκεπάζοντας το πρόσωπό της παιχνιδιάρικα με τα χέρια της.

«Καλά σου κάνω!» της απάντησα, τραβώντας τα χέρια της μακριά από το πρόσωπό της. «Όπως εσένα σου αρέσει να με φροντίζεις, έτσι αρέσει και σε μένα.»

Έπιασα το άλλο της πόδι και έκοψα μικρά κομμάτια βαμβάκι και τα έβαλα ανάμεσα στα δάχτυλά της, προσέχοντας να μην τη γαργαλήσω. Ξεκίνησα με το μεγάλο δάχτυλο και λίγη ώρα αργότερα τέλειωσα και με αυτό. Όσο της έβαφα τα δάχτυλα των ποδιών εκείνη λιμάριζε τα νύχια στα χέρια της, με τα δύο μας κεφάλια να είναι χαμηλωμένα στη δουλειά μας.

«Να σου πω» μου είπε, σταματώντας τη λίμα και κοιτάζοντάς με στα μάτια, «εσύ τι λες, να τα κόψω τα μαλλιά μου όπως στις αρχές Σεπτέμβρη ή να τα αφήσω να μακρύνουν;

«Στο πάρτι αν θυμάμαι καλά έφταναν λίγο πιο πάνω από τη μέση της πλάτης, σωστά;» είπα, σκεπτόμενος και χαϊδεύοντας το πηγούνι μου. «Εμένα και έτσι μου άρεσαν αλλά η αλήθεια είναι ότι τα προτιμάω όπως τα είχες μέχρι τους ώμους. Και μεταξύ μας προτιμώ το φυσικό σου από το κόκκινο.»

«Η αλήθεια είναι ότι χρειάζομαι και κούρεμα και βάψιμο» είπε, περνώντας τα δάχτυλά της μέσα από τα μαλλιά της. «Όχι κόκκινο, λες;»

«Εσύ τι θέλεις μωρό μου;» τη ρώτησα, γείροντας το κεφάλι μου στο πλάι.

«Το βάψιμο και το κούρεμα των μαλλιών μου το είχα κάνει δώρο στον εαυτό μου, σαν επιβράβευση που πέρασα στη σχολή» εξήγησε, χαμογελώντας νοσταλγικά.

«Τότε βάψε τα και πάλι κόκκινα» της είπα, συμφωνώντας με έναν αποφασιστικό τόνο.

«Θα δούμε» μου απάντησε, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Σκεφτόμουν κάτι πιο σκούρο από αυτό που έχω.»

«Αν θέλεις τη γνώμη μου το καστανό ή ακόμα και το μαύρο θα σου πήγαινε πιο πολύ αλλά και έτσι είσαι κουκλί» της είπα, χαμογελώντας τρυφερά.

«Αχ, γι' αυτό σ' αγαπάω!» είπε, τεντώνοντας το χέρι της να με αγγίξει στο μάγουλο.

«Φοίβη, σοβαρά είσαι κουκλί» συνέχισα, πιάνοντας το χέρι της και φιλώντας το. «Δεν είχα ποτέ καταλάβει γιατί είχες τόση ανασφάλεια με την εμφάνισή σου. Ανέκαθεν ήσουν γλύκα, ακόμα και με τα σιδεράκια και τα πατομπούκαλα που φορούσες.»

«Δεν είμαι!» διαμαρτυρήθηκε, κρύβοντας το πρόσωπό της στα χέρια της.

«Έχε χάρη που ακόμα στεγνώνουν τα νύχια σου, φουκαριάρα μου, αλλιώς θα σου έλεγα εγώ!» είπα, απειλώντας την παιχνιδιάρικα με το πινέλο του βερνικιού.

«Καταπίεση, αυτό έχω να πω!» μου είπε πειρακτικά, τινάζοντας τα μαλλιά της.

«Καλά σου κάνω!» της είπα κάνοντάς της γκριμάτσα με τη γλώσσα μου.

«Μου αρέσουν που είναι κόκκινα» μου είπε παραπονιάρικα, κοιτάζοντας τα νύχια της.

«Τότε άστα κόκκινα, μωρό μου!» της είπα, φιλώντας την παλάμη της.

«Θα τα κουρέψω όμως μέχρι τους ώμους. Θα πάω στο κομμωτήριο που μου είπε η Μαρία» αποφάσισε, κουνώντας το κεφάλι αποφασιστικά. «Αλήθεια, πώς πάμε 62 Μαρτύρων;»

«Με το αυτοκίνητο» απάντησα απλά.

«Κι εσύ τι θα κάνεις;»

«Υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός!» είπα, ανασηκώνοντας τα φρύδια μου.

«Μωρό μου, δε θέλω να σε τρέχω…» είπε, αγγίζοντάς μου το χέρι ανήσυχα.

«Δε θα στεγνώσουν τα νύχια σου; Θα τα πούμε οι δυο μας!» την απείλησα, κουνώντας το δείκτη μου.

«Ουφ, σε δύο εβδομάδες έρχονται Χριστούγεννα» αναστέναξε, ρίχνοντας το κεφάλι της πίσω στο μαξιλάρι. «Τρεις εβδομάδες θα είμαστε χώρια, δε μ' αρέσει καθόλου.»

«Κι εμένα θα μου λείψεις καρδούλα μου, πολύ-πολύ» της είπα, χαϊδεύοντάς της το πόδι.

«10 Γενάρη δε θα επιστρέψεις κι εσύ;»

«Ναι, στις 10.»

«Ωραία, να κλείσουμε καμπίνα για τους δυο μας, κι εγώ στις 10 θα έρθω» είπε, χτυπώντας τα χέρια της ενθουσιασμένα. «Θα με φάνε τα καράβια, έχω και το Χίος-Αθήνα, αλλά τι να κάνω;»

«Είναι κι αυτό» συμφώνησα, κουνώντας το κεφάλι συμπονετικά. «Μετά από δέκα ώρες στο ένα καράβι θα έχεις άλλες δέκα στο άλλο.»

«Δεν έχει την ίδια μέρα καράβι με τη μέρα που θα ανέβουμε αλλά δεν πειράζει» είπε, ανασηκώνοντας τους ώμους παραιτημένα. «Θα κάτσω τρεις μέρες και στη γιαγιά μου, στο Περιστέρι, που έχω να τη δω από τον Ιούνη και μετά θα ανέβω Χίο.»

«Ακόμα καλύτερα τότε!» είπα, χαμογελώντας πλατιά. «Αφού θα είσαι Αθήνα για τρεις μέρες μπορούμε μία από αυτές να πάμε στο Παλένκε που σου είχα πει!»

«Νιιιιιι!» μου απάντησε ενθουσιασμένα, σφίγγοντας τις γροθιές της από τη χαρά και συνέχισε «Πρέπει να δω τα δρομολόγια από Χίο προς Πειραιά. Μπορεί να χρειαστεί να μείνω πάλι μία-δυο μέρες στην Αθήνα για να φύγουμε μαζί από Πειραιά στις 10 του Γενάρη.»

«Κάντο αυτό!» της είπα, κουνώντας το κεφάλι ενθαρρυντικά.

«Πρέπει να πάρω τηλέφωνο το κομμωτήριο, να δω τι ώρα έχουν αύριο το πρωί» είπε, κοιτάζοντας προς την κατεύθυνση του τηλεφώνου.

«Πήγαινε προσεκτικά και πάρε» της είπα, δείχνοντάς της να προσέχει τα νύχια της.

Σηκώθηκε και περπατώντας σαν την κούτσαβλη, με τα χέρια τεντωμένα για ισορροπία, πήγε εκεί που είχα το τηλέφωνο. Έβαλε το χέρι της στο ακουστικό και γύρισε προς τα μένα, κρατώντας το τηλέφωνο στον αέρα.

«09:00, πρωί-πρωί με τη δροσούλα;»

«Δεν έχει άλλη ώρα;» τη ρώτησα, κάνοντας μία γκριμάτσα.

«Όχι αν θέλω και να κουρευτώ και να τα βάψω» απάντησε, ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Καλά, πόση ώρα θα πάρει;»

«Ένα τρίωρο θα το πάρει» είπε, κρατώντας τρία δάχτυλα ψηλά.

«Εντάξει, θα σε πάω στις 09:00 αλλά τρεις ώρες είναι πολλές για να κάτσω στο αυτοκίνητο. Θα γυρίσω να σε πάρω κατά τις 12:00.»

«Ναι, σας ευχαριστώ για την αναμονή» είπε στο τηλέφωνο, κάνοντάς μου το εντάξει με το χέρι. «Θα έρθω στις 09:00. Ναι, Φοίβη Μαρτίνου. Σας ευχαριστώ πολύ!» είπε και έκλεισε κάνοντας μια μικρή νίκης χορογραφία. «Ωραία, τελειώσαμε και με αυτό. Μπορώ πάντως να πάω και με τη συγκοινωνία, μη σε ξυπνάω πρωινιάτικα!» μου δήλωσε, γυρίζοντας προς το μέρος μου.

«Μη τα λέμε πάλι!» της είπα, κάνοντας στοπ με το χέρι.

«Καλά μωρουλίνι μου. Σ' ευχαριστώ πολύ-πολύ» μου είπε χαμογελώντας μου κουνελήσια και κάνοντας μικρές υποκλίσεις. «Τι ώρα έχουμε πει για το μεξικάνικο;»

«Στις 21:00, κλασσικά εικονογραφημένα αλλά αφού έχουμε αύριο πρωινό ξύπνημα να μην το ξενυχτίσουμε στην Χιτζάζ» είπα, κοιτάζοντας το ρολόι.

«Μωρουλίνι μου;» είπε, γέρνοντας το κεφάλι της στο πλάι.

«Πες μου καρδούλα μου.»

«Σ' αγαπάω!» είπε, στέλνοντάς μου ένα φιλί με τα χέρια.

«Κι εγώ καρδούλα μου, πολύ-πολύ» της απάντησα, κάνοντας την κίνηση του να πιάνω το φιλί και να το βάζω στην καρδιά μου.

Ντυθήκαμε και οι δύο απλά, με παντελόνι και πουκάμισο. Σε αντίθεση με εμένα που φορούσα τζιν, φορούσε ένα μαύρο υφασμάτινο παντελόνι που τόνιζε πολύ αισθησιακά τα οπίσθιά της, και το κορίτσι μου είχε απίθανα οπίσθια. Όπως κάθε φορά της ξεκούμπωσα ένα κουμπί, ήταν το παιχνίδι μας — εκείνη κούμπωνε το πουκάμισο μέχρι πάνω κι εγώ της ξεκούμπωνα ένα ή δύο κουμπιά βρίσκοντας πάντα αφορμή να της βάλω και χέρι.

«Είσαι κούκλα» της είπα όταν τελείωσε με το βάψιμό της — δηλαδή τα μάτια της και κραγιόν — στεκόμενος πίσω της και κοιτάζοντάς την στον καθρέφτη. Μου χαμογέλασε ντροπαλά μέσα από τον καθρέφτη, πολύ έκανα κέφι αυτή της την αντίδραση. «Πάμε κοριτσάρα μου;»

«Πάμε μωρό μου» μου είπε και κινήσαμε για το αυτοκίνητο, πιασμένοι χέρι-χέρι. Πάρκαρα κοντά στη Χιτζάζ οπότε είχε λίγο περπάτημα μέχρι την Χάνδακος όπου ήταν το μεξικάνικο. Φτάσαμε με καθυστέρηση λίγων λεπτών και τους βρήκαμε όλους εκεί, να κουβεντιάζουν ζωηρά. «Γεια σας παιδιά» είπα, σηκώνοντας το χέρι μου.

«Καλώς τους» μας απάντησαν, κάνοντας νόημα να καθίσουμε.

«Είστε ώρα εδώ;» τους ρώτησε η Φοίβη, κάθοντας και κοιτάζοντας τριγύρω.

«Εγώ με τον Τάσο ήρθαμε πριν δυο-τρία λεπτά» είπε η Ελένη, κουνώντας το κεφάλι.

«Κι εμείς, μη νομίζετε, λίγα λεπτά πριν ήρθαμε» απάντησε ο Νίκος, χαμογελώντας.

Ήρθαν και πήραν την παραγγελία μας. Σήμερα ήταν το rite of passage για τη Φοίβη, τη λυπήθηκα λίγο βλέποντάς την να κατεβάζει νευρικά το σάλιο της.

«Δύο Φ» είπε στο σερβιτόρο ξεροκαταπίνοντας και σφίγγοντας τη γροθιά της κάτω από το τραπέζι.

«Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησε ο τελευταίος, κοιτάζοντάς την ανήσυχα.

«Όχι, αλλά δεν έχω περάσει την τελετή ενηλικίωσης και με κοροϊδεύουν» είπε στο γκαρσόνι βάζοντάς τον στο νόημα και ρίχνοντας ένα βλέμμα στους υπόλοιπους.

«Δύο Φ και για μένα» του είπα, χτυπώντας ελαφρά το τραπέζι. Δε θα την άφηνα να υποφέρει μόνη.

«Τα χειρότερα είναι σε μερικές ώρες» είπα αναστενάζοντας και σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπό μου, ενθυμούμενος τι είχα τραβήξει όταν είχα φάει 2Φ — έτσουζε λες και είχα κάνει κλύσμα με νέφτι.

«Εσύ γιατί πήρες 2Φ;» με ρώτησε η Φοίβη, γέρνοντας προς το μέρος μου.

«Δε θέλεις να υποφέρεις μόνη σου σε αυτό, πίστεψέ με!» της απάντησα, πιάνοντάς την από το χέρι. «Τουλάχιστον γελώντας ο ένας με τον άλλον θα γίνει πιο υποφερτό!»

Όταν μας ζήτησε τι θα πιούμε του είπα εκτός από τα ποτά να μας φέρει και μια καράφα νερό με δύο κομμένα λεμόνια μέσα στην κανάτα. Θα χρειαζόταν μετά την κάθε μπουκιά, σε αυτό το μεξικάνικο δεν αστειεύονταν. Με το 1Φ έβαζες τα κλάματα. Με τα 2Φ έβαζες τα κλάματα σε διπλάσια ένταση και με μεταμεσονύχτια επανάληψη στην τουαλέτα. Υπήρχε και 3Φ αλλά δεν ήξερα κανέναν να το έχει δοκιμάσει — καλύτερα να λουζόμουν με βενζίνη και να άναβα το σπίρτο!

Εγώ πάντως το ομολογώ, δάκρυσα. Η Φοίβη το αντιμετώπισε με μεγαλύτερη στωικότητα, κρατώντας το χέρι μου σφιχτά κάτω από το τραπέζι. Καλά τα λέμε το βράδυ οι δυο μας, μαδάμ!

«Απαπαπα» είπε η Φοίβη, ανεμίζοντας το στόμα της με το χέρι. «Δεν το ξανακάνω αυτό» είπε πίνοντας σχεδόν μονορούφι το τέταρτο ή πέμπτο ποτήρι σαγκρία.

«Εντάξει, το πέρασες το τεστ. Θα σε δεχτούμε στη φυλή» είπε η Μαρία, χτυπώντας παλαμάκια. «Ανδρέα, ζεις;» συνέχισε.

«Νερόοοοοοοο» είπα και άδειασα την κανάτα, ή έστω όσο είχε μείνει σε αυτή, με τρεμάμενα χέρια.

«Άνδρες σου λέει μετά» παρατήρησε η Ελένη, κουνώντας το κεφάλι της.

«Εγώ ρε κοτάρες ξαναπήρα 2Φ» είπα, χτυπώντας το στήθος μου.

«Γιατί φοβάσαι τη Φοίβη περισσότερο» είπε ο Νίκος, χαμογελώντας πονηρά.

«Δεν είναι φόβος αυτό που νιώθει το μωρουλίνι μου!» είπε η Φοίβη, χαϊδεύοντάς μου το μπράτσο.

«Και τι είναι;» επέμεινε ο Νίκος, σκύβοντας προς τα εμπρός με περιέργεια.

«Τρόμος!» του απάντησε, ανοίγοντας πλατιά τα μάτια της, κάνοντάς τους όλους να σκάσουν στα γέλια.

«Ορίστε, μου βγήκε το όνομα» είπα όταν σταμάτησαν τα γέλια, σκουπίζοντας τα μάτια μου.

«Θα προτιμούσες να σου βγει το μάτι;» με ρώτησε η Φοίβη, κλείνοντας το ένα μάτι πονηρά.

«Όχι, αυτό μου βγήκε όταν σε είδα για πρώτη φορά χωρίς σουτιέν» της είπα κάνοντάς την να αλλάξει δεκαπέντε χρώματα και να σκεπάσει το πρόσωπό της ενώ οι άλλοι έβαλαν πάλι τα γέλια.

«Επειδή είμαι πολιτισμένη θα σε δείρω σπίτι» μου δήλωσε, σφίγγοντας τη γροθιά της απειλητικά, προκαλώντας ένα νέο γύρο χαχανητών.

«Μωρό μου εσύ» της είπα και την άρπαξα και τη φίλησα με τη Φοίβη να ανταποδίδει με ενθουσιασμό, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου.

«Σιγά, σας τρέχουν τα σάλια» είπε η Μαρία, κάνοντας γκριμάτσα. Η Φοίβη, η οποία σημειωτέο είχε πιει κάμποση Σαγκρία όσο έτρωγε το 2Φ, τραβήχτηκε από μένα και γύρισε στη Μαρία με ένα πονηρό χαμόγελο.

«Ζηλεύεις μωρό μου;» της είπε και της έσκασε ένα φιλί στο στόμα προκαλώντας ενθουσιώδη χειροκροτήματα απ' όλη την παρέα εκτός από τη Μαρία που είχε μείνει παγωτό, με τα μάτια της διάπλατα ανοιχτά.

«Χα!» είπε η Φοίβη και τραβήχτηκε, κάνοντας μια μικρή υπόκλιση. Η Μαρία κοιτούσε ακόμα το άπειρο. «Πάει, μας έμεινε τούτη! Μαρία;»

«Ποιος, τι;» είπε η Μαρία, τινάζοντας το κεφάλι της σαν να ξυπνούσε.

Αρχίσαμε όλοι να χτυπάμε τα πιρούνια στα ποτήρια. «Κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο!»

Εκεί ήταν η Μαρία που άρπαξε τη Φοίβη και της έδωσε ένα αρκετά πιο παθιασμένο φιλί αλλά σε αντίθεση με τη Μαρία που στο πρώτο φιλί είχε μείνει παγωτό, η Φοίβη ανταπέδωσε με ενθουσιασμό, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τη μέση της Μαρίας. Ομολογώ ότι ταυτόχρονα καύλωσα και ζήλεψα.

«Ρε, να δεις αυτές θα μας παρατήσουν και είσαι και αξύριστος» είπα στο Νίκο, τριβώντας το πηγούνι μου.

«Θα είμαι τρυφερός μαζί σου!» μου δήλωσε, βάζοντας το χέρι του στην καρδιά του! «Δε θα σε πονέσω πολύ!»

«Πονάν μωρέ τα παλικάρια;» τον ρώτησα, ανασηκώνοντας το φρύδι μου και ακολούθησε νέος γύρος γέλιου εκτός από Φοίβη και Μαρία που φιλιόντουσαν ακόμα. Έβηξα διακριτικά.

«Τι θα γίνει κυρίες; Έτσι θα τη βγάλετε;» είπα, χτυπώντας ελαφρά το τραπέζι.

Σταμάτησαν να φιλιούνται και η Φοίβη γύρισε και με κοίταξε με παιχνιδιάρικο βλέμα.

«Ζηλεύεις, μωρό μου;»

«Εγώ όχι, η Ελένη ζηλεύει!» είπα, δείχνοντας την Ελένη.

«Όχι! Δε ζηλεύω!» είπε κόκκινη. «Εγώ μόνο Τασούλη!»

«Ο Τασούλης δεν έχει προκαταλήψεις» της είπε ο Τάσος, χαμογελώντας πονηρά.

«Βλέπω τον Τασούλη να πλένει στο χέρι αν συνεχίσει» του δήλωσε η Ελένη, κοιτάζοντάς τον με μισό μάτι.

«Πω, αυτό δεν το περίμενα!» είπε η Μαρία, ακουμπώντας πίσω στην καρέκλα της. «Μωρή, εσύ φιλάς απίστευτα!»

«Είχα τον καλύτερο δάσκαλο, να τα λέμε αυτά» είπε η Φοίβη χαμογελαστή ανακατεύοντας τα μαλλιά μου με τρυφερότητα.

«Να ζηλέψω;» ρώτησε ο Νίκος κοιτάζοντάς τες με μισό μάτι.

«Αν ξουριστείς θα σε μάθω κι εσένα» του απάντησα κάνοντας πάλι όλους να βάλουν τα γέλια.

«Ρε ουστ!»

«Ζηλιάρη μου εσύ» του είπε η Μαρία και αρπάζοντάς τον από το πρόσωπο του έκανε λαρυγγοσκόπηση.

«Πού πάμε μετά; Χιτζάζ;» ρώτησε η Ελένη, κοιτάζοντας όλους.

«Εμείς δε θα κάτσουμε μέχρι αργά, στις 09:00 έχουμε ραντεβού για μερεμέτια» είπα, κάνοντας μια γκριμάτσα.

«Γκρρρρ» είπε η Φοίβη, στραβώνοντας τα μάτια. «Άκου μερεμέτια! Για κούρεμα και βάψιμο θα πάω, έχω κλείσει ραντεβού στη Στέλλα, αυτή που μου είχες πει, Μαρία.»

«Πότε το έκλεισες;» τη ρώτησε η Μαρία, σκύβοντας προς τα εμπρός με ενδιαφέρον.

«Το απόγευμα!» απάντησε η Φοίβη, ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Βρήκες σήμερα για αύριο; Θα σε πνίξω!» είπε η Μαρία, κάνοντας την κίνηση να τη στραγγαλίσει. «Εγώ παίρνω τουλάχιστον μία εβδομάδα νωρίτερα!»

«Ναι, μου έκατσε καλά, είχε ακύρωση!» εξήγησε η Φοίβη, κάνοντας νίκης με τα δάχτυλα.

«Είναι να σε θέλει…» απάντησε ξεφυσώντας η Μαρία και κουνώντας το κεφάλι απορημένη.

Μετά το μεξικάνικο αποφασίσαμε τελικά να μην πάμε Χιτζάζ αλλά για μπύρα στο Αυγό. Ήπιαμε τις μπύρες μας και χαζολογούσαμε αλλά κατά τις 01:00 έκανα νόημα στη Φοίβη, χτυπώντας ελαφρά το ρολόι μου.

«Πάμε κοριτσάρα μου; Είμαι κομμάτια και αύριο έχουμε και πρωινό ξύπνημα» της είπα, τρίβοντας τα μάτια μου.

«Ναι μωρό μου, πάμε» συμφώνησε, σηκώνοντας την τσάντα της.

«Εμείς κυρίες και κύριοι αποχωρούμε!» τους δήλωσα, σηκώνοντας το χέρι μου.

«Αύριο λέμε για Χιτζάζ» είπε ο Νίκος, κουνώντας το χέρι για αποχαιρετισμό.

«Ρε σεις, τώρα που έχουμε δύο αυτοκίνητα, μήπως να πάμε Μπάχαλο;» τους ρώτησα, χτυπώντας το τραπέζι για να τραβήξω την προσοχή τους. «Θα πάρουμε εμείς το Νίκο με τη Μαρία.» Το Μπάχαλο ήταν εκτός του Ηρακλείου και δεν ήταν για να πας χειμωνιάτικα με μηχανάκι, έστω και αν ο χειμώνας ήταν ακόμα ελαφρύς.

«Καλή ιδέα!» είπε η Ελένη, χτυπώντας παλαμάκια. «Ναι, ναι, Μπάχαλο!»

«Συμφωνούμε!» απάντησε η Μαρία για λογαριασμό του ζεύγους, κουνώντας το κεφάλι ενθουσιασμένα.

«Ωραία. Νίκο θα περάσουμε να σε πάρουμε και μετά κατεβαίνουμε να πάρουμε και τη Μαρία. Τάσο & Ελένη, τα λέμε στο Μπάχαλο… να πούμε 23:30;»

«Ναι, μια χαρά!» είπε ο Τάσος, κάνοντας εντάξει με το χέρι.

«Ες αύριον» τους είπα και αφού τους καληνύχτισε με τη σειρά της και η Φοίβη, κινήσαμε να φύγουμε. Πιασμένοι χέρι-χέρι προχωρήσαμε προς το μέρος που είχαμε παρκάρει. «Θα σου αρέσει το Μπάχαλο» της είπα, περπατώντας κοντά της. «Είναι πιο …καλοκαιρινό από τη Ραφιναρία αλλά παίζει όλων των ειδών τις μουσικές και λάτιν. Αν σου αρέσει το Λάτιν δε χρειάζεται να περιμένουμε το Παλένκε, πώς δεν το είχα σκεφτεί;»

«Δεν πειράζει» μου είπε, σφίγγοντάς μου το χέρι. «Πρέπει να πάμε από το σπίτι μου σήμερα για να ταΐσω και το χαζόσκυλο» συνέχισε.

«Κανένα πρόβλημα ματάκια μου» της είπα, φιλώντας την στο μάγουλο.

Δεν μας πήρε πάνω από 15 λεπτά να φτάσουμε έξω από το σπίτι της από τη στιγμή που ξεκινήσαμε από το κέντρο. Ο Σίμπα ήρθε και άρχισε να χοροπηδάει πάνω στη γκαραζόπορτα δείχνοντας τον ενθουσιασμό του, κουνώντας την ουρά του σαν τρελός. Παίξαμε και οι δυο για λίγο μαζί του, χαϊδεύοντάς τον και μπήκαμε σπίτι.

«Πήγαινε μάτια μου να αλλάξεις, θα ταΐσω εγώ την αγέλη!» της είπα, δείχνοντάς της προς το δωμάτιο.

Η Φοίβη πήγε στην τουαλέτα για να πλυθεί κι εγώ βγήκα έξω και πήρα τα τρία πιατάκια και την κατσαρόλα του Σίμπα μέσα και αφού τα γέμισα τα έβγαλα έξω. Τα γατιά, που στην αρχή ήταν επιφυλακτικά μαζί μου, με είχαν μάθει και μου τρίβονταν στα πόδια όσο τους έβαζα να φάνε.

Κάθισα λίγο και χάζεψα και τους τέσσερείς τους, τα γατάκια είχαν πια μεγαλώσει αλλά τα κολλητιλίκια με το Σίμπα δεν είχαν κοπεί. Ο τελευταίος σήκωσε για μερικά δευτερόλεπτα το κεφάλι του από την κατσαρόλα του, με κοίταξε κουνώντας την ουρά του χαρούμενος και ξαναέπεσε με τα μούτρα στο φαγητό.

Μπήκα μέσα και κλείδωσα και έπλυνα κι εγώ με τη σειρά μου τα χέρια μου. Μετά γύρισα στο δωμάτιο και έβγαλα τα ρούχα μου και ξάπλωσα κάτω από το πάπλωμα, χειμώνα ή καλοκαίρι εγώ κοιμόμουν μόνο με μποξεράκι. Με το που ξάπλωσα η Φοίβη χώθηκε στην αγκαλιά μου, κουλουριάζοντας δίπλα μου.

«Του δώσαμε και κατάλαβε σήμερα, μικρή!» της είπα χαμογελώντας και χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά.

«Ήπια λίγο παραπάνω» παραδέχτηκε, κρύβοντας το πρόσωπό της στο στήθος μου.

«Παράσταση δώσατε με τη Μαρία» συνέχισα κάνοντάς την να χαχανίσει.

«Ζηλεύεις μωρό μου;» με ρώτησε, σηκώνοντας το κεφάλι της και κοιτάζοντάς με στα μάτια με πονηρό χαμόγελο.

«Δε θα το έλεγα ζήλια» της είπα και της πήρα το χέρι και το ακούμπησα πάνω στο μποξεράκι μου. Ήμουν τέρμα ερεθισμένος.

«Αχά!» είπε παιχνιδιάρικα χουφτώνοντάς με και αρχίζοντας να με χαϊδεύει.

Όπως την είχα στην αγκαλιά μου τη χούφτωσα στο δεξί της στήθος και άρχισα να τη χαϊδεύω πάνω από την πιτζάμα. Δεν ήθελα έτσι, τη σταμάτησα και τη σήκωσα και της έβγαλα το πάνω μέρος τις πιτζάμας της. Την ξάπλωσα και αφού τη φίλησα στο στόμα κατέβηκα προς τα στήθη της, παίρνοντας τη ρόγα του ενός στο στόμα μου και μαλάζοντας το άλλο.

Λάτρευα που οι ανάσες της γινόντουσαν κάθε φορά κοφτές. Οι ρόγες της ήταν πετρωμένες. Συνεχίζοντας να πιπιλάω τη ρόγα του αριστερού της στήθους έβαλα το χέρι μου κάτω από το παντελόνι της πιτζάμας και το κιλοτάκι της και το βούτηξα στην υγρασία της κερδίζοντας ακόμα ένα στεναγμό της.

«Γύρνα ανάποδα μωρό μου και πάρε με στο στόμα σου»

Κατέβασε παντελόνι και κιλοτάκι και έφερε το μουνάκι της προς το πρόσωπό μου ενώ ταυτόχρονα με πήρε βαθιά στο στόμα της κερδίζοντας αυτή τη φορά δικό μου στεναγμό. Την άρπαξα από τα κωλομέρια και της τα άνοιξα βυθίζοντας τη γλώσσα μου μέσα στο κωλαράκι της.

Έπαιξα για λίγο με τη γλώσσα μου και μετά σάλιωσα το δάχτυλό μου και το έβαλα σιγά-σιγά πίσω της. Η Φοίβη κοκάλωσε για μερικές στιγμές αλλά γρήγορα συνέχισε και με μεγαλύτερο ακόμα ενθουσιασμό το στοματικό που μου έκανε.

Έχοντας μπροστά μου το υπέροχο κωλαράκι της και τη Φοίβη να κάνει επίδειξη υψηλής τεχνικής ένιωσα ότι το τέλος άρχισε να πλησιάζει αλλά αυτή τη φορά δεν ήθελα πίπα, ήθελα το κωλαράκι της. Δεν το είχαμε κάνει ακόμα έτσι και πάλι κώλωνα να της το ζητήσω. Κάθε φορά γινόταν το ίδιο, φοβόμουν ότι θα χαλάσω τη στιγμή.

«Μωρό μου κάτσε στα τέσσερα» της είπα. Σηκώθηκε και ήρθε δίπλα μου και κάθισε πολύ αισθησιακά στα τέσσερα. Πήγα από πίσω της και βύθισα το όργανό μου στον κόλπο της. Της έχωσα ένα ελαφρύ χαστούκι στο δεξί της κωλομέρι και άρχισα να κινούμαι μέσα της.

Η απάντησή της ήταν ένα βογγητό ηδονής. Η αίσθηση μέσα της ήταν απίστευτη αλλά μέσα μου… μέσα μου ήθελα το άλλο. Της έχωσα δυο-τρεις πιο δυνατές σφαλιάρες στα κωλομέρια και μετά την άρπαξα από τα μαλλιά και καρφώθηκα όλος μέσα της και άρχισα να κουνιέμαι πιο γρήγορα.

Αν δεν της το ζητούσα σύντομα πάλι δε θα τα κατάφερνα, ήμουν τόσο καυλωμένος και ήταν τόσο απίστευτη η αίσθηση του οργάνου μου μέσα της που ένιωθα ότι δε θα άντεχα ούτε λεπτό. Δεν ξέρω πού, αλλά βρήκα το θάρρος και σταμάτησα και κάθισα ακίνητος μέσα της.

«Φοίβη μου;» τη ρώτησα. «Θέλεις… θέλεις να δοκιμάσουμε από… από πίσω;» τη ρώτησα με την ψυχή στα δόντια.

«Θέλω» μου απάντησε… «Όμως… σιγά-σιγά…» μου συμπλήρωσε.

Τραβήχτηκα και έβαλα το δάχτυλό μου στον κόλπο της και συνέχισα να την παίζω. Τράβηξα το δάχτυλό μου και το βύθισα απαλά μεν αλλά ολόκληρο δε πίσω της. Πέρασα το άλλο χέρι από κάτω της και άρχισα να παίζω με την κλειτορίδα της.

Κινούσα τον αριστερό μου μέσο μέσα-έξω στο κωλαράκι της για λίγη ώρα ακόμα και μετά σταμάτησα. Βύθισα το όργανό μου ξανά μέσα στον κόλπο της λιπαίνοντάς το καλά και μετά τραβήχτηκα και το ακούμπησα πίσω της.

«Οποιαδήποτε… οποιαδήποτε στιγμή μπορείς να με σταματήσεις»

«Σε θέλω» μου είπε, τίποτα περισσότερο.

Έπιασα το όργανό μου για να το κρατήσω σταθερό και έσπρωξα απαλά. Ήθελε περισσότερη δύναμη αλλά φοβόμουν μην κάνω καμιά απότομη κίνηση και την πονέσω ακόμα περισσότερο, το είχα ξανακάνει έτσι και ήξερα ότι στην αρχή πονάει και η Έλσα μόνο πρωτάρα δεν ήταν.

Θύμωσα με τον εαυτό μου που τη θυμήθηκα ξανά. Δεν είχε μπει ακόμα μέσα της αλλά άρχισα να κάνω απαλές κινήσεις μπρος πίσω σα να ήμουν μέσα της. Μπήκε λίγο και της ξέφυγε μια φωνούλα. Κοκάλωσα.

«Μη… μη σταματάς»

«Αφού πονάς!»

«Πονάει λίγο… αλλά μη σταματάς…»

Συνέχισα να κάνω το ίδιο και με κάθε μέσα έξω κέρδιζα λίγο χώρο μέσα της. Σταμάτησα και έσπρωξα με αποφασιστικότητα μέχρι που ένιωσα κάτι να υποχωρεί και μπήκα μέχρι τη μέση σχεδόν μέσα της.

«Αααααααχ.»

«Μωρό μου, θες να σταματήσω;»

«Θέλω να σταματήσεις να ρωτάς…» μου είπε με πνιχτή φωνή.

Συνέχισα να μπαινοβγαίνω μέσα της στην αρχή μέχρι τη μέση και σιγά-σιγά λίγο πιο βαθιά. Η αίσθηση μέσα στον κώλο της ομολογώ ότι ήταν κατώτερη σε σχέση με την αίσθηση μέσα στον κόλπο της αλλά η ίδια η ιδέα της πράξης ήταν… ήταν το κάτι άλλο.

Άρχισα να επιταχύνω το ρυθμό μου και οι φωνούλες της Φοίβης με είχαν ανάψει ακόμα περισσότερο, δεν ήταν πόνου, ήταν οι φωνούλες που έκανε όταν έκανα κάτι που της άρεσε.

«Σου αρέσει μωρό μου; Σίγουρα δε σε πονάω;»

«Πολύ… μη σταματάς… μ’ αρέσει… μ’ αρέσει πολύ»

Την άρπαξα από το μαλλί και την τράβηξα προς τα μένα ενώ καρφώθηκα όλος μέσα της κερδίζοντας ακόμα ένα ηδονικό βογκητό της. Το κωλαράκι της είχε ανοίξει και μπορούσα να κινηθώ μέσα της χωρίς να νιώθω ιδιαίτερη αντίσταση. Η αίσθηση του οργάνου μου μέσα της είχε βελτιωθεί… πολύ. Παρά το γεγονός ότι πριν, όσο ήμουν μπροστά της, ένιωθα ότι δε θα άντεχα ούτε καν ένα λεπτό, πίσω της έδειξα περισσότερη αντοχή.

Συνέχισα εντείνοντας ακόμα περισσότερο το ρυθμό μου και δύο-τρία λεπτά μετά ένιωσα ότι το τέλος πλησίαζε. Και εδώ δε θα χρειαζόταν να τραβηχτώ. Και μόνο η ιδέα έκανε το τέλος να έρθει ακόμα πιο γρήγορα και με μια τελευταία κίνηση καρφώθηκα μέσα της και έμεινα ακίνητος.

Το τελείωμα βαθιά μέσα της ήταν ανώτερο ακόμα και από αυτό της πίπας, πόσο καλύτερο θα ήταν μπροστά; Το όργανό μου έκανε σπασμούς και κάθε σπασμός ήταν και μια ριπή… Ήταν… ήταν απίστευτη η αίσθηση. Ήταν… ήταν σα να είχα και δεύτερο οργασμό! Πώς ήταν δυνατόν να έχει τόση διάρκεια;

Τραβήχτηκα απαλά από μέσα της και σηκώθηκε και πήγε τρέχοντας στην τουαλέτα. Ήθελα να πάω κι εγώ για να πλύνω το όργανό μου γιατί παρά το γεγονός ότι δεν είχε λερωθεί… ε, κώλος ήταν. Πέντε λεπτά αργότερα άκουσα το καζανάκι και η Φοίβη επέστρεψε ελαφρώς κόκκινη στο δωμάτιο.

Πηγαίνοντας προς την τουαλέτα την άρπαξα και σφίγγοντάς την στην αγκαλιά μου τη φίλησα βαθιά, φιλί στο οποίο ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό κάνοντας—μην το κρύβω—την καρδιά μου να επιστρέψει ελαφρώς στη θέση της.

Πήγα στο μπάνιο. Να είναι καλά ο ηλιακός θερμοσίφωνας και η λιακάδα, είχε ακόμα ζεστό νερό. Έπλυνα προσεκτικά το όργανό μου, σκουπίστηκα και επέστρεψα στο κρεββάτι. Ξάπλωσα και την πήρα στην αγκαλιά μου, ήταν γυμνή, δεν είχε βάλει τις πιτζάμες της.

«Σου άρεσε μωρό μου;»

«Ναι, πολύ. Ομολογώ ότι στην αρχή ήταν λίγο περίεργα… εννοώ δεν ήθελα να σε πονέσω και η αίσθηση μέσα του… κατώτερη από αυτή του όταν είμαι μέσα στον κόλπο σου. Αλλά σαν εικόνα… ουφ… Τις τρεις εβδομάδες που θα είμαστε χώρια να ξέρεις ότι θα σε μελετάω συχνά-πυκνά… δεν θα είναι ούτε συνάχι ούτε αλλεργία το φτάρνισμα που θα σε πιάσει, αυτό έχω να σου πω!»

«Η αλήθεια είναι ότι πόνεσε στην αρχή. Αλλά… θα ήμουν ψεύτρα αν έλεγα ότι δε μου άρεσε. Εννοώ… είναι σαν τον πόνο της ξυλιάς ή σαν τον πόνο όταν μου τσιμπάς τη ρώγα… πονάω αλλά ταυτόχρονα αυτός ο πόνος… μ’ αρέσει. All-in-all μου άρεσε… μου άρεσε πολύ!»

«Όταν τελείωσα… η αίσθηση ήταν το κάτι άλλο. Καλύτερη ακόμα και από του στοματικού.»

«Και σε μένα μου άρεσε αυτό… Μετά βέβαια πήγα τρέχοντας στην τουαλέτα αλλά η αίσθησή του οργάνου σου να κάνει σπασμούς μέσα μου… ααααχ» μου είπε χαϊδεύοντάς με.

«Μιας που λέμε για πρωτόγνωρες καταστάσεις, τι ήταν αυτό με τη Μαρία;»

«Χιχι, δεν ξέρω πώς μου ήρθε. Σε πείραξε;»

«Με καύλωσε» της απάντησα χωρίς πολλές-πολλές περιστροφές.

«Κι εμένα» μου εξομολογήθηκε. «Ειδικά τη δεύτερη φορά. Το πρώτο ήταν αστείο, δεν ξέρω καν πώς μου ήρθε αλλά το δεύτερο….»

«Ελπίζω να μη με παρατήσεις για τα μάτια της Μαρίας!» της είπα. Μπορεί η Μαρία να μην ήταν άντρας αλλά με τη Σοφία και την Έλσα και σε μικρότερο βαθμό με την Κατερίνα μια φοβία την είχα αποκτήσει, είναι η αλήθεια.

«Ελπίζω να μη μιλάς σοβαρά» μου απάντησε σοβαρή κάνοντάς με να αναστενάξω.

«Ήταν μισό αστεία μισό σοβαρά» της ομολόγησα. «Μπορεί η εικόνα να με …καύλωσε αλλά μια φοβία εγκατάλειψης την έχω, το ξέρεις.»

Η Φοίβη αντί απάντησης ανέβηκε πάνω μου. Πήρε το πρόσωπό μου στα χέρια της και με κοίταξε στα μάτια. Μετά έσκυψε και με φίλησε τρυφερά.

«Εγώ δεν είμαι σαν τις άλλες. Όσο για τη Μαρία…» μου είπε και κατέβηκε προς τα κάτω και άρχισε να τρίβεται πάνω στο όργανό μου που δεν του πήρε ούτε δευτερόλεπτα από το να σταθεί σε προσοχή.

Το πήρε στο χέρι της και το οδήγησε στον κόλπο της και προσεκτικά κάθισε πάνω του. Μας ξέφυγε και από τους δύο ένα βογγητό ηδονής. «Της λείπει ένα βασικό εξάρτημα» μου είπε σκανταλιάρικα και άρχισε να κινείται.

Δεν το είχαμε κάνει ποτέ έτσι. Θεέ μου αυτό ήταν ακόμα καλύτερο και από το ιεραποστολικό ή το στα τέσσερα. Μπορούσα ταυτόχρονα να τη βλέπω και να μπορώ να χουφτώσω τα υπέροχα στήθη της. Τα χέρια μου ήταν ήδη πάνω τους και τα μάλαζαν και τα έσφιγγαν δυνατά ενώ η Φοίβη άρχισε να κινείται μπρος πίσω προσφέροντας μου μια απίθανη αίσθηση που ούτε καν είχα φανταστεί ότι μπορώ να νιώσω.

Αμ η εικόνα της; Είχε σηκωμένο το κεφάλι της, σφαλιστά κλειστά τα μάτια και δάγκωνε τα χείλη της. Η δύναμη που έβαλα στα χέρια μου εντάθηκε, της ξέφυγε μια φωνούλα πόνου.

«Κι άλλο» μου είπε καυλωμένη. «Κι άλλο… κι άλλο!» συνέχισε κάνοντάς με να τη σφίξω ακόμα πιο δυνατά.

Είχε μπήξει τα νύχια της στη μέση μου όπως με κρατούσε και κινούνταν μπρος πίσω. Πονούσα αλλά ήταν… ήταν… Άφησα τα στήθη της και την άρπαξα από τους γοφούς. Κάθισε πάνω μου αλλά αντί να κινείται εκείνη κουνιόμουν εγώ, καρφωνόμουν όλος μέσα της κερδίζοντας αναφιλητά ηδονής.

Συνέχισα αυξάνοντας ακόμα περισσότερο την ταχύτητα και η Φοίβη έφερε το ένα χέρι της μπροστά από το στόμα της προσπαθώντας—και τα κατάφερε σε ένα βαθμό—να πνίξει μια κραυγή της. Κινούμουν με μεγάλη ταχύτητα, σχεδόν τη λιμάριζα. Πρέπει να είχε πολλαπλούς οργασμούς, αυτό με το χέρι της το έκανε δυο τρεις φορές ακόμα.

Ένιωσα το τέλος να έρχεται και τραβήχτηκα από μέσα της. Χωρίς να χάσει δευτερόλεπτο κατέβηκε πιο κάτω και με πήρε στο στόμα της. Ίσα πρόλαβε να το πάρει στο στόμα της όταν τελείωσα. Με κράτησε ακίνητο μέσα στο στόμα της μέχρι να αδειάσω τελείως. Κατάπιε και έπεσε πάνω μου και με φίλησε βαθιά και το ανταπέδωσα με ενθουσιασμό. Ήμουν ακόμα ξέπνοος.

«Σου άρεσε μωρό μου;» με ρώτησε, χαϊδεύοντάς μου το στήθος.

«Καλύτερα από όλες τις φορές απ' όλους τους άλλους τρόπους που έχουμε δοκιμάσει» της απάντησα ειλικρινά, γυρίζοντας να την κοιτάξω στα μάτια.

«Κι εμένα μου άρεσε πολύ!» μου είπε ενθουσιασμένη, με τα μάτια της να λάμπουν.

«Τότε εντάσσεται στο ρεπερτόριό μας παμψηφεί» της είπα κάνοντάς την να χαμογελάσει πλατιά.

Χώθηκε ξανά στην αγκαλιά μου, κουλουριάζοντας δίπλα μου.

«Ανδρέα, στα σοβαρά τώρα, δε θέλω να φοβάσαι» είπε, αλλάζοντας ξαφνικά τον τόνο της φωνής της.

«Δε φοβάμαι χαζούλα. Και ούτε ζήλεψα που φίλησες τη Μαρία» της απάντησα, χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά.

«Να σου εξομολογηθώ κάτι;» με ρώτησε, σηκώνοντας το κεφάλι της να με κοιτάξει.

«Φυσικά, και το ρωτάς;»

«Να… κοίτα… ανέκαθεν είχα την περιέργεια… εννοώ…» άρχισε, κοκκινίζοντας ελαφρά. «Δεν είναι ακριβώς περιέργεια… Ανδρέα… μπορώ… μπορώ να νιώσω έλξη και με άτομα του φύλου μου. Σεξουαλική έλξη εννοώ» συνέχισε, κατεβάζοντας το βλέμμα της στο στήθος μου. «Εννοείται ότι δεν το έχω δοκιμάσει… και κατά πάσα πιθανότητα ούτε και πρόκειται…»

Αυτό μου ήρθε λίγο απότομο, το ομολογώ. Κατά τα φαινόμενα το φιλί με τη Μαρία δεν ήταν απλά ένα αθώο παιχνίδι επειδή τα είχε κοπανίσει.

«Η Μαρία σε ελκύει έτσι;» τη ρώτησα, προσπαθώντας να κρατήσω ουδέτερο τόνο.

«Όχι, ούτε η Μαρία ούτε η Ελένη με ελκύουν με αυτό τον τρόπο» απάντησε, κουνώντας το κεφάλι. «Απλά… το δοκίμασα στη Μαρία γιατί εκείνη είναι πιο δεκτική, πιο ανοιχτή.»

«Και υπάρχει κάποια που σε ελκύει έτσι;» επέμεινα.

«Ανδρέα, δε θέλω να ζηλεύεις και να ανησυχείς» είπε, πιάνοντάς με από το χέρι. «Το γεγονός ότι… ότι… δε σημαίνει ότι θα σε παρατήσω για κάποιαν άλλη με τον ίδιο τρόπο που εγώ δε θα σε παρατούσα έτσι για κάποιον άλλον.»

«Το δέχομαι αλλά δε μου έχεις απαντήσει…» της είπα, σφίγγοντας ελαφρά το χέρι της.

«Μία συμφοιτήτριά μου, η Εύη. Και… μη μου λιποθυμήσεις… η Χριστιάνα» είπε, κρύβοντας το πρόσωπό της στον ώμο μου.

«Η Χριστιάνα;» τη ρώτησα με γουρλωμένα μάτια, σηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι μου.

«Έχουμε… έχουμε συναντηθεί κάμποσες φορές τυχαία στο πανεπιστήμιο. Και με τη Χριστιάνα και με τη φίλη της την Κατερίνα» εξήγησε, αποφεύγοντας το βλέμμα μου.

«Δεν μου το είχες πει!» παρατήρησα, με ελαφρά ανασηκωμένα φρύδια.

«Μα δεν το θεώρησα άξιο αναφοράς. Εννοώ απλά έχουμε συναντηθεί στο κυλικείο και έχουμε πει δυο-τρεις κουβέντες» απάντησε, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Άλλωστε δεν ήθελα να σε φέρω και σε δύσκολη θέση…»

«Δε με πείραξε, μου ήρθε κάπως ξαφνικό» της είπα, χαμογελώντας καθησυχαστικά. «Και ακόμα και αν γινόσουν κολλητή με τη Χριστιάνα, πάλι δε θα με πείραζε… εννοώ… θα μου ήταν κάπως στην αρχή… αλλά είσαι ελεύθερος άνθρωπος. Δεν… εννοώ… δε μου δίνεις αναφορά… απλά συζητάμε μεταξύ μας.»

«Καλά, θα τους πω να πάμε για καφέ οι τέσσερείς μας και να σε δω εκεί!» μου είπε γελαστή, χτυπώντας με παιχνιδιάρικα στο μπράτσο.

«Με προκαλείς βρε κάθαρμα;» της είπα κάνοντάς την να βάλει τα γέλια.

«Λίγο μόνο» απάντησε, κάνοντας μια αθώα έκφραση.

«Εντάξει, τότε. Τότε κανόνισε να πάμε ένα καφέ οι τρεις μας ή οι τέσσερείς μας» της είπα, κουνώντας το κεφάλι αποφασιστικά.

Μου ήρθε στο μυαλό η εικόνα της Φοίβης να ερωτοτροπεί με τη Χριστιάνα και έγινα πύραυλος και πάλι. Η Χριστιάνα ήταν ψηλή, πιο ψηλή από τη Φοίβη, μαυρομάλλα και μαυρομάτα, με πολύ όμορφο πρόσωπο και εξαιρετικό σώμα. Χωρίς να υπερβάλλω, μετά τη Μπίλι, ήταν η ομορφότερη κοπέλα που είχαν δει τα μάτια μου.

Ήταν πραγματικά από τις ατραξιόν της σχολής και είχα αρχίσει να την φλερτάρω — και είχε φανεί δεκτική — μέχρι που συνάντησα τυχαία τη Φοίβη και την ξέχασα τελείως. Και επειδή κατά πάσα πιθανότητα αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ, το πήρα άσκηση για το σπίτι στο διάστημα των τριών εβδομάδων που θα ήμασταν χώρια.

«Να σου εξομολογηθώ κι εγώ κάτι;» της είπα.

«Θα θυμώσω;» με ρώτησε, στραβώνοντας ελαφρά τα μάτια.

«Δεν ξέρω, αλλά εγώ θα στο πω και ότι βρέξει ας κατεβάσει» απάντησα, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.

«Άντε, πες μου…» είπε, σηκώνοντας το κεφάλι της με περιέργεια.

«Σε έκανα εικόνα να… να… ερωτοτροπείς με τη Χριστιάνα» της ομολόγησα, αισθανόμενος να κοκκινίζω.

«Και;» με ρώτησε, ανασηκώνοντας ένα φρύδι.

Αντί απάντησης πήρα το χέρι της και το ακούμπησα στο όργανό μου κερδίζοντας το γέλιο της.

«Ακόμα και αν το ήθελε και η ίδια αυτό δε νομίζω ότι θα της άρεσε να έχει θεατές» παρατήρησε, κάνοντας μια σκεπτική έκφραση.

«Κάποιος μπορεί να ονειρεύεται» της είπα, ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Σοβαρά τώρα; Δε θα σε πείραζε να… να πάω μαζί της;» με ρώτησε, κοιτάζοντάς με επίμονα στα μάτια.

«Δεν έχω ιδέα. Εννοώ ότι η σκέψη είναι ερεθιστική αλλά ξέρεις… θεωρία και πράξη. Στην πράξη μπορεί να πάθαινα κανένα εγκεφαλικό» παραδέχτηκα, τρίβοντας το πηγούνι μου.

«Τότε ονειρεύσου μόνος σου. Αν αγγίξεις κάποια άλλη θα σε σφάξω στο γόνατο!» μου δήλωσε, δείχνοντάς με απειλητικά με το δείκτη.

«Σαν θεατής;» τη ρώτησα αθώα, κάνοντας μια αγγελική έκφραση.

«Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να λειτουργήσω με θεατές, ακόμα και στην απίθανη περίπτωση που η άλλη θα μπορούσε» απάντησε, κουνώντας το κεφάλι σκεπτικά.

«Τι, εγώ στην απέξω με μπουγάδα στο χέρι;» τη ρώτησα παραπονεμένος, κάνοντας θεατρική έκφραση.

«Θα σου διηγούμουν και την παραμικρή λεπτομέρεια και δε θα σε άφηνα έτσι» είπε, χαμογελώντας πονηρά.

«Χμμμ… να μια καλή ιδέα για τη ζώνη» της είπα, χτυπώντας το δείκτη μου στο πηγούνι. «Να φασωθείς με τη Χριστιάνα και μετά να σε τιμωρήσω με τη ζώνη!»

«Κοιτάχτε τον που με προκαλεί! Σε τρώει ο κώλος σου, Ανδρέα;» με ρώτησε σκανταλιάρικα, σκύβοντας πάνω μου.

«Με μια φορά δε γίνεσαι πούστης» της απάντησα και έσκασε στα γέλια.

«Μ' αρέσει που λογαριάζουμε χωρίς την ξενοδόχο» παρατήρησε, ανασαίνοντας βαθιά.

«Όπως είπε και ο Martin Luther King "I have a dream"» της είπα, κάνοντας μια επίσημη πόζα.

«Άλλο όνειρο είχε» μου απάντησε, κουνώντας το κεφάλι.

«Ίσως, αλλά δεν είναι ο μόνος που μπορεί να κάνει όνειρα.»

«Α, εσύ το έχεις πάρει στα σοβαρά» είπε, με τα μάτια της να γουρλώνουν.

«Στα σοβαρά… Δεν περιμένω ότι θα συμβεί αυτό το πράγμα αλλά όπως νιώθει το χέρι σου — που ακόμα εκεί είναι, λυσσάρα — δε με χαλάει καθόλου η σκέψη» παραδέχτηκα, χαμογελώντας.

«Χιχιχι» μου είπε και άρχισε να με χαϊδεύει και πάλι. Και μετά κατέβηκε και με πήρε στο στόμα της.

«Δε μας βλέπω να κοιμόμαστε σήμερα» της είπα, ρίχνοντας το κεφάλι μου πίσω.

«Μμμμμ» απάντησε η Φοίβη με το στόμα γεμάτο.

Παρά το γεγονός ότι είχαμε κάνει ήδη δύο φορές σεξ, αφού γυρίσαμε στο σπίτι, η σκέψη της Φοίβης να ερωτοτροπεί με τη Χριστιάνα με είχε καυλώσει τόσο πολύ που δε μου πήρε ούτε δέκα λεπτά για να τελειώσω. Η Φοίβη κατάπιε και όπως πάντα ανέβηκε και με φίλησε.

«Σειρά μου» της είπα και πήγα να κατέβω αλλά με σταμάτησε, πιάνοντάς με από τους ώμους.

«Δε θέλω μωρό μου, θέλω να με πάρεις αγκαλίτσα.» Την πήρα στην αγκαλιά μου και την έσφιξα. «Ανδρέα… δε με θεωρείς ανώμαλη, ε;» με ρώτησε, κοιτάζοντάς με ανήσυχα.

«Τι είναι αυτά που λες ρε Φοίβη; Αυτό θα έλειπε» της είπα ενοχλημένος, κουνώντας το κεφάλι.

«Δεν… δεν το είχα ξαναπεί σε κανέναν αυτό…» ψιθύρισε, χώνοντας το πρόσωπό της στο λαιμό μου.

«Χαίρομαι που μου το είπες, βρε χαζούλα. Μην αισθάνεσαι άσχημα. Με τιμάει… με τιμάει το γεγονός ότι με εμπιστεύεσαι τόσο πολύ» της είπα, χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά τρυφερά.

«Και δε θέλω να φοβάσαι, Ανδρέα. Δε θα σε παρατήσω για άλλο ή για άλλη» επέμεινε, σφίγγοντάς μου το χέρι.

«Σε εμπιστεύομαι Φοίβη μου. Και πέραν της καυλάντας… ακόμα και αν θέλεις να κάνεις απλά παρέα με τη Χριστιάνα, φυσικά και δε θα με πειράξει. Θέλω να έχεις κι εσύ δικούς σου φίλους» της είπα, φιλώντας την στο μέτωπο.

«Έχω, Ανδρέα. Όλη η παρέα σου είναι φίλοι μου. Ειδικά η Μαρία και η Ελένη. Αλλά… αλλά δεν ήθελα να τους πω αυτό που σου είπα… όχι τουλάχιστον πριν το πω σε σένα» εξήγησε, παίζοντας νευρικά με τα δάχτυλά της.

«Θα μπορούσες πάντως. Η Μαρία και η Ελένη δε θα μου έλεγαν τίποτα που δε θα ήθελες να μάθω μέχρι εσύ να μου το πεις. Ή να πείτε κάτι που θέλετε τα κορίτσια να κρατήσετε μεταξύ σας» της διευκρίνισα.

«Το ξέρω αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος. Ήταν αυτό που σου είπα, ήθελα πρώτα να το πω σε εσένα, Ανδρέα» είπε, κοιτάζοντάς με στα μάτια με σοβαρότητα. Την έσφιξα πάνω μου και τη φίλησα απαλά στο μέτωπο.

«Λοιπόν, πέφτουμε για ύπνο;» της είπα, κοιτάζοντας το ρολόι. «Έχουμε πρωϊνό ξύπνημα αύριο.»

«Καληνύχτα αγάπη μου» μου είπε και αφού με φίλησε γύρισε στο πλάι για να την πάρω αγκαλιά κουτάλα.

«Καληνύχτα μωρό μου» της είπα σφίγγοντάς την πάνω μου.


12. Ηριδανός

Φοίβη

Ο ύπνος πήρε τον Ανδρέα, άκουσα το σιγανό του ροχαλητό. Ακόμα και μέσα στον ύπνο του με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του. Αν και νύσταζα είχα υπερένταση και παρά την προοπτική του αυριανού πρωινού ξυπνήματος δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ακόμα μια πρωτιά την ίδια μέρα, πρώτα το 2Φ στο Μεξικάνικο και μετά…

Μέχρι που μου το είχε αναφέρει—αρχικά σαν φαντασίωσή του—ο Ανδρέας το παρά φύσιν δε με είχε απασχολήσει. Δεν συμπεριλαμβανόταν στις φαντασιώσεις μου, όχι ότι είχα ιδιαίτερα πλούσιες φαντασιώσεις και σίγουρα δεν ήταν κάτι το οποίο είχα νιώσει από μόνη μου την περιέργεια να δοκιμάσω. Εννοώ ακόμα και για το στοματικό είχα την ακαδημαϊκή περιέργεια παρά το γεγονός πως ούτε αυτό συμπεριλαμβανόταν στις φαντασιώσεις μου.

Όταν μου το είχαν αναφέρει πρώτη φορά Μαρία & Ελένη ότι το έκαναν στα αγόρια τους είχα αποφασίσει ότι θα το δοκιμάσω και βλέπαμε. Πριν το κάνω, κάθε φορά που ο Ανδρέας τέλειωνε στο χέρι μου, όταν πήγαινα μέσα να το πλύνω, βούταγα πάντα τη γλώσσα μου στο σπέρμα του προσπαθώντας να καταλάβω τη γεύση του. Μέχρι τη μέρα που αποφάσισα να κάνω το επόμενο βήμα και εκεί που του τον έπαιζα τον πήρα στο στόμα μου.

Δεν χρειάστηκε τίποτα περισσότερο από το να δω το πρόσωπό του όταν του το έκανα. Αφού το ξεκίνησα αποφάσισα να το πάω μέχρι τέλους, εναλλάσσοντας χέρι με στόμα μέχρι που άκουσα το «τραβήξου.» Είχα πάρει από πριν την απόφασή μου ότι έστω και μία φορά θα τέλειωνε στο στόμα μου και από εκεί και πέρα θα βλέπαμε. Δεν είχα αποφασίσει αν θα καταπιώ μέχρι που ξαναείδα το βλέμμα του. Πριν προλάβει να μου προσφέρει χαρτοπετσέτα είχα καταπιεί.

Και δεν το μετάνιωσα. Δεν μπορώ να πω ότι με ξετρέλαινε η γεύση του σπέρματός του, άλλοτε αλμυρή, άλλοτε πικρή και μια-δυο φορές γλυκιά, δεν το έκανα γι’ αυτό. Το έκανα για τον Ανδρέα και μόνο. Και μου άρεσε που το έκανα γιατί πάνω απ’ όλα λάτρευα το βλέμμα με το οποίοι με κοίταζε όταν σήκωνα το κεφάλι μου και τον κοιτούσα μόλις έχοντας καταπιεί.

Άρχισα να σκέφτομαι να δοκιμάσω το παρά φύσιν όταν συνειδητοποίησα πόσο μου άρεσε όταν μου έβαζε δάχτυλο πίσω μου. Το λάτρευα, ειδικά αν αυτό συνόδευε το στοματικό που μου έκανε ή αν είχαν προηγηθεί ξυλιές στον κώλο. Δεν είχαμε δοκιμάσει ακόμα ζώνη, ο Ανδρέας δίσταζε και όσο και αν είχα αρχίσει να το φαντασιώνομαι όλο και πιο συχνά, δεν ήθελα να τον φέρω σε δύσκολη θέση. Όταν σήμερα μου το ζήτησε ήμουν έτοιμη να του το δώσω.

Και μου άρεσε… πολύ μου άρεσε. Πονούσε αρκετά στην αρχή και η αίσθηση δεν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη αλλά δε με έφτασε σε σημείο που να χρειαστεί να πω «σταμάτα.» Η ενόχληση ξεπεράστηκε λίγο μετά και ο πόνος—που εξακολουθούσε να είναι αρκετά έντονος—πήρε μια πιο ευχάριστη χροιά. Αυτό ήταν, ο πόνος άρχισε να υποχωρεί σταδιακά και να αντικαθίσταται από ηδονή. Μπορεί να μην ήταν οργασμικό αλλά ήταν πολύ απολαυστικό και ακόμα περισσότερο απολαυστική η σκέψη ότι του δινόμουν με αυτό τον τρόπο.

Θα ήθελα να το δοκιμάσω αυτό όχι μόνο στα τέσσερα αλλά και ξαπλωτή μπρούμητα αλλά και ξαπλωμένη στο πλάι. Και μιας που λέμε ξαπλωμένη στο πλάι θα ήθελα να δοκιμάσω και από μπροστά. Συνήθως ήταν ο Ανδρέας που έπαιρνε τέτοιες πρωτοβουλίες αλλά σήμερα—όπως και με το στοματικό που του έκανα—ήμουν εγώ που έσπασα το ρόδι και δοκίμασα κάτι που ήθελα να δοκιμάσω από τη στιγμή που κάναμε πρώτη φορά έρωτα.

Και ομολογώ ότι σαν αίσθηση το να κάτσω πάνω του ήταν ακόμα καλύτερο και από το να με παίρνει στα τέσσερα. Δεν καρφωνόταν εκείνος μέσα μου, καρφωνόμουν εγώ πάνω του και επιπλέον είχε και τα χέρια του ελεύθερα να μου μαλάζει τα στήθη, εκεί ήταν ακόμα ένα σημείο στο οποίο ο πόνος που μου προκαλούσε ήταν απίστευτα ερεθιστικός. Αφού του άρεσε και του Ανδρέα τόσο πολύ, θα έμπαινε στο πρόγραμμα.

Χαμογέλασα με τη σκέψη, μία εβδομάδα πριν ήμουν παρθένα και από εκείνη την ημέρα δεν υπήρξε μέρα που να μην κάναμε έρωτα τουλάχιστον δύο φορές, με αποκορύφωμα την Τετάρτη που το είχαμε κάνει πέντε φορές. Δεν είχα πάντα οργασμούς αλλά ήταν πάντα υπέροχο. Τον Ανδρέα του χάλαγε λίγο η διάθεση αν δε με κατάφερνε να τελειώσω όταν κάναμε έρωτα παρόλο που του είχα πει κάμποσες φορές ότι αυτό δε μείωνε την απόλαυση που ένιωθα.

Και σήμερα του είχα εξομολογηθεί και το μεγάλο μου μυστικό. Τα κρασιά που είχα κοπανίσει στο μεξικάνικο έλυσαν τις άμυνές μου και μου έδωσαν το θάρρος να φιλήσω κορίτσι όσο και αν η Μαρία δε με έλκυε με αυτό τον τρόπο. Άργησα να συνειδητοποιήσω ή—για να μην είμαι ψεύτρα, να αποδεχτώ—ότι με ελκύουν και άτομα του δικού μου φύλου. Μπορεί το μοναδικό crush των εφηβικών μου χρόνων να ήταν ο Ανδρέας αλλά στην πενταήμερη όταν είδα γυμνή για πρώτη φορά στο δωμάτιο την Αλεξάνδρα—μια συμμαθήτριά μου—ένιωσα κάτι που δεν είχα ξανανιώσει βλέποντας γυμνή γυναίκα: διέγερση.

Οι άλλες δύο με τις οποίες μοιραζόμασταν το δωμάτιο στο ξενοδοχείο μου ήταν αδιάφορες αλλά η Αλεξάνδρα… αχ, η Αλεξάνδρα. Βέβαια ούτε καν διανοήθηκα να κάνω κάτι επ’ αυτού και έμεινα απλά με την φαντασίωση. Έπαιζα με τον εαυτό μου και παρά το γεγονός ότι είχα crush με τον Ανδρέα στις φαντασιώσεις μου —οι οποίες ομολογώ ήταν περιορισμένου εύρους—χρησιμοποιούσα συνήθως κάποιον ηθοποιό που μου άρεσε. Ο εμπλουτισμός τους με την Αλεξάνδρα βελτίωσε σαφώς το παιχνίδι με τον εαυτό μου αν και το μόνο που φαντασιωνόμουν μαζί της είναι να είναι γυμνή και να τη χουφτώνω σε όλο το σώμα.

Τόσο η Εύη όσο και η Χριστιάνα στο σωματότυπο έμοιαζαν με την Αλεξάνδρα. Αμφότερες πιο ψηλές από εμένα, με μακριά πόδια και μεσαίου μεγέθους στήθος. Δηλαδή απ’ όσο μπορούσα να καταλάβω από το ντύσιμό τους, δεν τις είχα δει γυμνές όπως την Αλεξάνδρα. Από τις τρεις τους η Χριστιάνα ήταν η πιο όμορφη. Ασυναίσθητα κατέβασα το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισα να χαϊδεύομαι προσπαθώντας να φανταστώ τη Χριστιάνα γυμνή ξαπλωμένη πλάι μου και μόλις το συνειδητό μου ακολούθησε σταμάτησα ντροπιασμένη. Φαντασίωση ξε-φαντασίωση ήμουν στην αγκαλιά του Ανδρέα και ένιωσα πολύ άσχημα.

Από την άλλη ο Ανδρέας πλάθοντας στο μυαλού του την εικόνα να ερωτοτροπώ με την Χριστιάνα είχε ερεθιστεί όσο δεν παίρνει, απόδειξη πως όταν του έκανα στοματικό, αμέσως μετά, τέλειωσε πολύ γρήγορα, συνήθως όταν του έκανα στοματικό του έπαιρνε περισσότερη ώρα να τελειώσει. Θα μπορούσα ποτέ να ερωτοτροπήσω με τη Χριστιάνα μπροστά του; Και οι τρεις μαζί δεν το συζητάω, και μόνο η σκέψη να κάνει εκείνος κάτι στη Χριστιάνα ή να κάνει εκείνη κάτι σε εκείνον μου ανέβαζε το αίμα στο κεφάλι. Αλλά αν ήταν να βλέπει μόνο; Δεν ξέρω… εννοώ ντρεπόμουν στη σκέψη.

Σε κάθε περίπτωση, και παρά τους φόβους μου, το είχε πάρει πολύ ψύχραιμα όταν του εξομολογήθηκα με την ψυχή στα δόντια ότι με ελκύουν άτομα και του φύλου μου. Δηλαδή τι ψύχραιμα, καύλωσε. Εγώ για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω πως θα αντιδρούσα αν μου έλεγε κάτι ανάλογο. Not fair, το ξέρω, αλλά θα προτιμούσα να μη χρειαστεί να το αντιμετωπίσω.

Δεν ήμουν σίγουρη ότι θα ήθελα να κάνω κάτι με τη Χριστιάνα ακόμα και αν ήθελε η ίδια και είχα και τις ευλογίες του Ανδρέα. Μπορεί πάνω στην έξαψη της στιγμής να προκαλούσαμε ο ένας τον άλλον, αλλά και μόνο η σκέψη του να συνευρεθώ ερωτικά με κάποιον με έκανε να αισθάνομαι τόσο άσχημα όσο η σκέψη του να συνευρεθεί ο Ανδρέας ερωτικά με κάποια άλλη. Ακόμα και η ασυνείδητη ανταπόκρισή μου στη στιγμιαία φαντασίωση που έπλασα πριν μερικές στιγμές με έκανε να νιώσω απαίσια. Και όχι μόνο αυτό αλλά ο Ανδρέας είχε και ανασφάλεια στο συγκεκριμένο. Θα μου πεις η ανασφάλειά του ήταν μην τον αφήσουν για κάποιον άλλον άνδρα, αλλά στο τέλος της ημέρας τι σημασία θα είχε αν τον άφηνα για κάποια γυναίκα αντί για άνδρα; Λιγότερο θα πληγωνόταν;

Και μόνο η σκέψη να τον πληγώσω με αρρώσταινε. Δεν λέω, στους δύο μήνες και κάτι που ήμασταν μαζί, είχαμε κάποιες στιγμές τις εντάσεις μας αλλά ο τρόπος του ήταν τέτοιος που ποτέ δεν είχε συνέχεια. Συνήθως με άφηνε να τσακώνομαι μόνη μου και μετά πήγαινα μετανιωμένη και του ζητούσα αγκαλίτσες και γλυκουλινιές και εκείνος πάντα με έσφιγγε στην αγκαλιά του και μου μιλούσε τρυφερά. Όταν είχα δίκιο το παραδεχόταν άμεσα, όταν είχα άδικο με άφηνε να το καταλάβω μόνη μου εμποδίζοντας ωστόσο με τον τρόπο του την αύξηση της έντασης.

Ήμουν πολύ ερωτευμένη μαζί του και μέσα μου ήταν ξεκάθαρο ότι δεν ήταν απλά ο ενθουσιασμός της πρώτης μου σχέσης και μάλιστα με το crush των εφηβικών μου χρόνων. Δίπλα του ένιωθα ζεστασιά και ασφάλεια και είναι περίεργο γιατί ποτέ στη ζωή μου δεν είχα νιώσει ότι μου λείπει η αίσθηση της ασφάλειας. Μαζί του όμως ήταν σχεδόν απτό. Ήταν τρυφερός, δοτικός και υπομονετικός και—σε αντίθεση με μένα που μου είχε ξεφύγει μια-δυο φορές—δεν είχε υψώσει ποτέ τον τόνο της φωνής του.

Αλλά πάνω απ’ όλα ήταν το χιούμορ του και αυτή η easy going στάση του που με έκαναν να μην έχω μάτια για κανέναν άλλον. Και δεν ήταν easy going επειδή τα έγραφε όλα στα παλαιότερα των υποδημάτων του, για τον Ανδρέα ήταν στάση ζωής. Δεν τον είχα δει να αγχώνεται ακόμα και όταν πιεζόταν από τα διαβάσματά του και την εργασία του στο ΙΤΕ, στάση η οποία καθησύχαζε κι εμένα που είμαι αρκετά αγχωτικός άνθρωπος.

Ούτε η ίδια δεν τολμούσα να το παραδεχτώ στον εαυτό μου αλλά τον συνέλαβα κάμποσες φορές να φαντάζεται το μέλλον μου, πάντα με τον Ανδρέα στο πλάι μου. Αναστέναξα. Κοριτσίστικες φαντασιώσεις, το ξέρω, μα ανάθεμά τες το μόνο που του έλειπε ήταν το άσπρο άλογο και η πανοπλία. Ήταν ο πρίγκηπάς μου με το πορτοκαλί corolla και τα μπλουτζίν. Ο Νίκος μας είχε φέρει τις φωτογραφίες από το γάμο. Αν και εξακολουθούσα να μην με θεωρώ κάτι το ιδιαίτερο στις φωτογραφίες σχεδόν έλαμπα, για να μην αναφέρω τον Ανδρέα.

Χαμογέλασα καθώς κάτι μουρμούρισε στον ύπνο του και με έσφιξε ακόμα πιο πολύ πάνω του. Λίγο μετά άρχισε πάλι το σιγανό ροχαλητό του και αυτή τη φορά ο ήχος του με νανούρισε και τα μάτια μου βάρυναν και χωρίς να το καταλάβω με πήρε ο ύπνος.

Με ξύπνησε ο ήχος του ξυπνητηριού στις οχτώ το πρωί. Ο Ανδρέας είχε σηκωθεί νωρίτερα καθώς δεν ήταν στο κρεβάτι. Σηκώθηκα κι εγώ και πήγα μέσα, καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και διάβαζε πίνοντας καφέ. Μου είχε φτιάξει κι εμένα, ο γλυκούλης μου. Μου χαμογέλασε και πήγα και του έδωσα ένα πεταχτό φιλάκι πριν πάω στην τουαλέτα. Πήγα στο δωμάτιο και φόρεσα ένα τζιν από κάτω και μια απλή μακρυμάνικη μπλούζα από πάνω. Είχε περάσει η πρώτη εβδομάδα του Δεκέμβρη και ίσα που είχαμε αρχίσει να φοράμε μακρυμάνικα—χωρίς μπουφάν εννοείται—κατά τη διάρκεια της ημέρας. Επέστρεψα στο σαλόνι και αφού έδωσα ένα βαθύ φιλί στον Ανδρέα κάθισα κι εγώ να πιώ τον καφέ μου.

«Έχεις ώρα που έχεις ξυπνήσει;»

«Ξύπνησα γύρω στις 07:30, άνοιξε το μάτι σα γαρίδα. Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω κι εσένα οπότε ήρθα και έφτιαξα καφεδάκι και το έριξα στο διάβασμα.»

«Ο καφές μου είναι ζεστός!» παρατήρησα.

«Ναι, στον έφτιαξα λίγο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι ώστε να τον βρεις ζεστό.»

«Σ’ αγαπάω! Πολύ-πολύ-πολύ.»

«Κι εγώ μωρό μου. Κοιμήθηκες καλά;»

«Καλά κοιμήθηκα αλλά ομολογώ ότι άργησε να με πάρει λίγο ο ύπνος.»

«Γιατί;» με ρώτησε με περιέργεια.

«Σκεφτόμουν τα όσα κάναμε και όσα είπαμε πριν πέσουμε για ύπνο.»

«Και;»

«Πόσο έχει αλλάξει η ζωή μου τους τελευταίους τρεις μήνες και …πόσο υπέροχη ήταν ειδικά η τελευταία εβδομάδα» του είπα γελώντας σκανταλιάρικα.

«Ήταν, ήταν!» απάντησε με ενθουσιασμό.

«Και μετά… σκεφτόμουν αυτά που συζητούσαμε πριν. Καλές οι φαντασιώσεις—δεν λέω—αλλά δε νομίζω ότι θα… θα μπορούσα να… να το κάνω αυτό… ακόμα… ακόμα και αν η Χριστιάνα έχει παρόμοια γούστα και ακόμα και αν είχα την θερμή της συγκατάθεση. Εννοώ… και μόνο στη σκέψη να κάνω κάτι ερωτικό με οποιονδήποτε άλλον εκτός από εσένα με κάνει και αισθάνομαι πολύ άσχημα.»

«Καρδούλα μου δε θέλω να μου αγχώνεσαι γι’ αυτό, καυλάντισμα ήταν αυτό που κάναμε, τίποτα παραπάνω. Αλλά ακόμα και αν ήταν κάτι παραπάνω από καυλάντισμα, σε φαντασιακό επίπεδο τουλάχιστον, η σκέψη να κάνεις κάτι με μια άλλη γυναίκα με τρελαίνει ακόμα και αν εγώ έμενα απλά ως θεατής. Από την άλλη όσο …διεγερτική και να είναι αυτή η εικόνα δε νομίζω ότι θα μου άρεσε αν το έκανες αυτό μόνη σου μαζί της. Εννοώ το ερωτικό κομμάτι, έτσι; Το να γίνετε φίλες και να βγαίνετε και να μιλάτε εννοείται ότι δεν με πειράζει. Θα είναι λίγο περίεργο στην αρχή—και αυτό αποκλειστικά και μόνο λόγο του ιστορικού—αλλά ως εκεί.»

«Εγώ πάλι ένιωσα τύψεις και μόνο που με φαντάστηκα να παίζω με την Χριστιάνα χωρίς την παρουσία σου ακόμα και αν δεν έχω ιδέα αν θα μπορούσα να κάνω τέτοιο πράγμα με την παρουσία σου. Αλλά… επίσης ένιωσα τύψεις για το πόσο καλά έλαβες αυτό που σου είπα… ότι… ότι… με ελκύουν και άτομα του φύλου μου. Εγώ δεν ξέρω πως θα αντιδρούσα αν μου έλεγες κάτι ανάλογο και με στενοχωρεί πολύ αυτό.»

«Δεν υπάρχει λόγος, έτσι κι αλλιώς δε με ελκύουν άνδρες οπότε η ερώτηση του τι θα έκανες είναι χωρίς ουσιαστικό νόημα.»

«Μπορεί αλλά εμένα με πειράζει, με πειράζει πολύ. Εννοώ ότι εσύ με αποδέχτηκες και εγώ δεν ξέρω τι θα έκανα αν… αν….»

«Σταμάτα να το σκέφτεσαι. Θα μπορούσαν να υπάρχουν πράγματα που εγώ δε θα αποδεχόμουν από εσένα ενώ εσύ θα αποδεχόσουν από εμένα. Ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και το τι τον ελκύει και το τι τον απωθεί στον ερωτικό του σύντροφο αφορούν εκείνον και μόνο. Αν σου έλεγα ότι μ’ αρέσει να πηγαίνω με άντρες, θα ένιωθες μέσα σου ότι είμαι ανώμαλος; Θα ήμουν για σένα χειρότερος άνθρωπος;»

«Όχι, σε καμία περίπτωση! Ωστόσο….»

«Δεν έχει ωστόσο. Θα σε πείραζε αυτό εφόσον δεν το επεδίωκα όσο ήμαστε μαζί;»

«Όχι… αλλά….»

«Δεν έχει αλλά. Το ότι δε σε φτιάχνει η ιδέα—και μάλλον αυτό προσπαθείς να μου πεις—ενώ εμένα με φτιάχνει το αντίστοιχο δεν είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να σε κάνει να νιώσεις άσχημα ακόμα και αν όντως είχα τέτοια γούστα, και δεν έχω.»

«Έχεις δίκιο» ομολόγησα. «Τι θα κάνεις όσο είμαι στο κομμωτήριο;» ρώτησα αλλάζοντας θέμα.

«Σκέφτομαι να πεταχτώ μέχρι το ΙΤΕ, έχω να κάνω λίγη δουλειά. Το τηλέφωνο του γραφείου το ξέρεις, αν δεις ότι τελειώνεις νωρίτερα πάρε με τηλέφωνο να μου το πεις να ξεκινήσω. Ομοίως αν σας πάρει παραπάνω, πάρε με τηλέφωνο να μην έρθω απ’ έξω και στηθώ και περιμένω.»

«Εντάξει μωρό μου» του είπα χαμογελαστή.

Γύρω στις 08:40 ξεκινήσαμε για να με πάει στο κομμωτήριο και λίγο πριν της 09:00 ήμασταν εκεί.

«Λοιπόν, λογικά γύρω στις 12:00 θα τελειώσω. Αν αυτό αλλάξει είτε προς το νωρίτερο είτε προς το αργότερο θα σε πάρω τηλέφωνο στο γραφείο» του είπα όταν σταμάτησε και πριν κατέβω. Του έδωσα ένα φιλί και κατέβηκα και κίνησα για το κομμωτήριο.

Τέλειωσα λίγο πριν πάει 12:00. Μου άρεσε το αποτέλεσμα πολύ. Βγήκα έξω και τον περίμενα και λίγα λεπτά μετά τις 12:00 επέστρεψε.

«Κούκλα είσαι» μου είπε χαμογελαστός όταν μπήκα μέσα. «Το σκούρυνες τελικά όπως έλεγες!» συμπλήρωσε αφού με φίλησε. Έβαλε μπρος και ξεκινήσαμε να επιστρέψουμε.

«Φαίνεται λίγο πιο σκούρο τώρα που είναι φρέσκο. Επέλεξα τον ίδιο τόνο που είχα και το καλοκαίρι, θα του πάρει μερικές μέρες να αρχίσει να ανοίγει.»

«Λοιπόν, πήρα τηλέφωνο από το γραφείο την Ελένη, ήταν μαζί της και ο Τάσος. Θα πήγαιναν στον Ηριδανό για καφέ και να παίξουν επιτραπέζιο. Θέλεις να πάμε να τους βρούμε;»

«Πολύ!» του είπα χαρούμενα. «Τι επιτραπέζια έχει;»

«Από τα κλασσικά, τάβλι, ντάμα, σκάκι μέχρι trivial και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς.»

«Αχ, σκάκι θέλω να παίξω, έχω καιρό και μου έχει λείψει»

«Από σκάκι δεν έχω ιδέα, όμως μπορείς να πεις του Τάσου, είναι και στη σκακιστική ομάδα!»

«Υπάρχει σκακιστική ομάδα;»

«Δεν το ήξερες;»

«Δεν είχα ιδέα. Κοίτα να δεις και τόσο καιρό τρώγομαι με τα ρούχα που. Γιατί δε μου το είπες; Ε; Ε;»

«Τι να σου πω βρε τυφώνα; Με είχες ρωτήσει μια φορά αν παίζω σκάκι και σου είχα απαντήσει ότι δεν παίζω και εκεί άλλαξες κουβέντα!»

Λίγη ώρα αργότερα ήμασταν στα Λιοντάρια. Παρκάραμε κάπου από πίσω και κινήσαμε προς τον Ηριδανό. Είχε αρκετό κόσμο, φοιτητόκοσμο για την ακρίβεια. Τα τραπέζια ήταν γεμάτα και ο ήχος της μουσικής που έπαιζε ίσα που ακούγονταν πάνω από τις φωνές και τα γέλια. Ο Τάσος με την Ελένη έπαιζαν τάβλι. Τους χαιρετήσαμε και καθίσαμε κι εμείς.

«Ντόρτια» είπε ο Τάσος χαμογελώντας ενώ η Ελένη φάνηκε να θέλει να του ανοίξει το κεφάλι. «Τρία στο χέρι, καλά ήταν!» είπε. Η Ελένη πάλευε να προσπαθήσει να αρχίσει να μαζεύει πούλια για να μην χάσει το παιχνίδι διπλό.

«Τρία-ένα. Σοβαρά τώρα;» είπε καταφέρνοντας να βάλει μόλις ένα πούλι μέσα. Απ’ έξω είχε άλλα τέσσερα, τα πράγματα δεν ήταν καλά, ειδικά αν έφερνε νέα διπλή ο Τάσος που είχε όλα τα πούλια του από το τρία και κάτω.

«Εξάρες!» είπε και μάζεψε τέσσερα πούλια. Του είχαν μείνει άλλα τρία. Αν η Ελένη δεν έφερνε μια διπλή από πεντάρες και πάνω στις δύο επόμενες τότε θα έχανε το παιχνίδι διπλό.

«6-5» είπε βάζοντας δύο πούλια μέσα.

«Άσσοι» είπε ο Τάσος με το χαμόγελο της Colgate. «7-2, σας ευχαριστούμε που μας προτιμήσατε» συνέχισε κινδυνεύοντας να φάει το τάβλι στο κεφάλι από την Ελένη.

«Ξεκωλώθηκες» τον κατηγόρησε η Ελένη.

«Another one bites the dust» της απάντησε βγάζοντάς της τη γλώσσα κερδίζοντας μια σιγανή σφαλιάρα από την Ελένη.

«Όχι βία στα γήπεδα!» διαμαρτυρήθηκε ο Τάσος.

«Με γειες!» είπε η Ελένη κοιτάζοντάς με επιτέλους. «Πολύ σου πάει!»

«Σ’ ευχαριστώ» της είπα χαμογελώντας της.

Εκεί ήρθε η γκαρσόνα και παραγγείλαμε κι εγώ και ο Ανδρέας τους καφέδες μας. Τότε πήρε και ο Τάσος χαμπάρι ότι είχα κουρευτεί και βάψει τα μαλλιά μου.

«Φοίβη! Άλλαξες κάτι στο μαλλί;» ρώτησε.

«Τρία παιδιά, τρία παιδιά βολιώτικα…» άρχισε να τραγουδάει η Ελένη.

«Αχ, Στέλιο ήρθες;» απάντησα στο ίδιο πνεύμα.

«Ποιος Στέλιος;» ρώτησε ο Τάσος που δεν είχε πάρει χαμπάρι ότι τον δουλεύαμε ψιλό γαζί.

«Άστο, πάρε ταξί» του είπε ο Ανδρέας.

«Τασούλη, έμαθα ότι παίζεις σκάκι» του είπα. «Είσαι για μια παρτίδα;»

«Αμέ!» απάντησε ενθουσιασμένος.

«Εμείς θα κόψουμε τις φλέβες μας» είπε η Ελένη. «Ανδρέα, πάμε μια δηλωτή γιατί τους βλέπω να τελειώνουν μεθαύριο;»

«Ε, καλά, δε νομίζω ότι θα αντέξει τόση ώρα» πείραξα τον Τάσο.

«Τι σου είπε!!!!» φώναξε ο Ανδρέας γελώντας.

«Χα! Κοίτα που προκαλεί το πιτσιρίκι» συμπλήρωσε ο Τάσος και συνέχισε «Τώρα θα δεις πόσα απίδια χωράει ο σάκος! Είμαι από τους καλούς στο Πανεπιστήμιο.»

«Για να σε δω!» του απάντησα βγάζοντας τη γλώσσα μου.

«Στο τέλος ξουρίζουν το γαμπρό!» δήλωσε ο Τάσος.

«Φοίβη, σκίσ’ τον» μου είπε η Ελένη. «Δύο εβδομάδες τον τρώω να ξυριστεί και μου το παίζει βαρύ πεπόνι.»

Σκάκι παίζω αδιάληπτα από 6 χρονών. Στο νησί ήμουν πρωταθλήτρια. Βέβαια αυτό δεν αναιρούσε το γεγονός ότι ο Τάσος θα μπορούσε να είναι καλύτερος ωστόσο μου επέτρεπε να έχω λίγο τουπέ ακόμα και αν στο τέλος έβαζα την ουρά στα σκέλια.

Βγάλαμε ο καθένας μας ένα σημειωματάριο για να καταγράψουμε τις κινήσεις μας και ξεκινήσαμε να παίζουμε. Δεν χρειάστηκαν παραπάνω από 25 κινήσεις για να κερδίσω. Ο Τάσος το πήρε βαρέως και ζήτησε επανάληψη. Στην επανάληψη πήγε οριακά καλύτερα, έφτασε τις 30 κινήσεις πριν το ματ.

«Ρε συ αυτή είναι καλή!» είπε με θαυμασμό.

«Όχι παίζουμε!» του απάντησα. «Πρωταθλήτρια Χίου, παίζω σκάκι από 6 χρονών»

«Καλά ρε ούφο, γιατί δεν ήρθες στην ομάδα;» ρώτησε με απορία.

«Γιατί μέχρι σήμερα δεν ήξερα ότι υπάρχει σκακιστική ομάδα!»

«Μόλις έγινες μέλος. Διοργανώνουμε συχνά παιχνίδια και υπάρχουν κάμποσοι του επιπέδου σου.»

«Ευχαριστώ» του είπα χαμογελώντας. Μου είχε λείψει το σκάκι και απόρησα με τον εαυτό μου που τόσο καιρό δεν το είχε ψάξει παραπάνω. Εκείνη τη στιγμή ο Ανδρέας από το πουθενά μου έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο και η απορία μου λύθηκε. Μου είχαν μείνει μυαλά;

Ενώ περιμέναμε τον Ανδρέα και την Ελένη να τελειώσουν την παρτίδα τους εξήγησα στον Τάσο τα blunders του, τόσο στο πρώτο, όσο και στο δεύτερο, παιχνίδι αλλά και το σκεπτικό μου σε δύο κινήσεις που του είχαν φανεί ακατανόητες. Αναλύοντας το δεύτερο παιχνίδι συνέλαβα και τον εαυτό μου να έχει κάνει blunder που αν ο Τάσος είχε αντιληφθεί θα μπορούσε να με είχε στριμώξει άσχημα.

«Δεν πειράζει μωρό μου» τον παρηγόρησα χαϊδεύοντάς τον στα μαλλιά, καθώς η Ελένη του πήρε το σκαλπ στη δηλωτή.

«Εσύ πώς τα πήγες;» με ρώτησε. Ήταν τόσο απορροφημένοι στο παιχνίδι τους που δεν είχαν παρακολουθήσει τι είχε γίνει.

«Κέρδισα και τις δύο παρτίδες» του είπα. «Αρκετά εύκολα» συνέχισα, χαμηλόφωνα για να μη με ακούσει ο Τάσος που εκείνη τη στιγμή φιλιόταν με την Ελένη.

«Μπράβο κοριτσάρα μου» είπε με φανερή υπερηφάνεια που έκανε την καρδιά μου να χοροπηδήσει εκ νέου. 

Καθίσαμε άλλο ένα μισάωρο και μετά το διαλύσαμε.

«Θες να πάρουμε κάτι από εδώ να φάμε;» με ρώτησε ο Ανδρέας καθώς πηγαίναμε στο αυτοκίνητο.

«Όχι, προτιμώ να πάμε σπίτι να φάμε.»

«Έχεις όρεξη να μαγειρέψεις;»

«Το προτιμώ, και από το να φάμε πάλι σουβλάκια ή πίτσα, και από το να πάρουμε από τα έτοιμα μαγειρευτά της Αθηνάς. Άλλωστε μ’ αρέσει να μαγειρεύω, ειδικά όταν έχω καλή παρέα» του απάντησα χαμογελώντας του.

«Όπως θες μωρό μου. Τι έχεις στο νου;»

«Σπιτικά μπέργκερς. Πάμε να πάρουμε από το Χαλκιαδάκη κιμά και ψωμάκια και θα σου κάνω εγώ μπέργκερς να γλείφεις τα δάχτυλά σου!»

«Αχ γι’ αυτό σ’ αγαπάω»

«Μόνο γι’ αυτό;»

«Και για πολλά-πολλά-πολλά άλλα!» μου είπε και μου έχωσε μια απαλή σφαλιάρα στον κώλο κάνοντάς με να χοροπηδήσω χαχανίζοντας.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και 10 λεπτά μετά σταματήσαμε στο Χαλκιαδάκη. Ο Ανδρέας μου πρότεινε να πάρουμε κάποιο από τα έτοιμα μπιφτέκια που είχε αλλά του ξέκοψα πως όταν λέμε σπιτικό, εννοούμε σπιτικό. Το μόνο που χρειαζόμασταν ήταν κιμάς και τα ψωμάκια, όλα τα υπόλοιπα τα είχαμε. Άλλα πέντε λεπτά αργότερα ήμασταν σπίτι μου.

Ξεκίνησα να φτιάχνω τα μπιφτέκια. Δυστυχώς δεν βρήκα πρόβιο κιμά οπότε αρκεστήκαμε μόνο σε μοσχαρίσιο και χοιρινό. Ανακάτεψα τους κιμάδες σε ένα μπολ προσθέτοντας και τα υπόλοιπα υλικά και άρχισα να τον πλάθω. Έφτιαξα τρία μεγάλα μπιφτέκια και τον υπόλοιπο κιμά, αφού τον χώρισα σε μερίδες, τον έβαλα σε σακουλάκια και μετά στην κατάψυξη.

Άναψα την ψηστιέρα και έβαλα τα μπιφτέκια να ψήνονται. Στο μεταξύ εκείνος έκοψε μια ντομάτα και ένα κρεμμύδι σε ροδέλες και καθάρισε και πέντε πατάτες. Όσο ψήνονταν τα μπιφτέκια έβαλα λίγο βούτυρο και τηγάνισα το bacon και όταν τελείωσε και αυτό φρυγάνισα τα ψωμάκια που είχε κόψει στη μέση ο Ανδρέας. Έκοψα τις πατάτες και τις έβαλα στο βαθύ τηγάνι και μέχρι να ψηθούν τα μπιφτέκια είχαν τηγανιστεί και αυτές, κάνοντας τα σάλια μας να τρέχουν!

«Αμάν! Τι γαμάτο μπιφτέκι είναι αυτό;» είπε ο Ανδρέας μασουλώντας και κάνοντάς με να χαμογελάσω.

«Που να είχα βρει και πρόβιο κιμά» του είπα, επίσης μασουλώντας. Τελικά η ιδέα μου είχε αποδειχτεί πολύ καλή! Τα μπιφτέκια που είχα φτιάξει άρεσαν πολύ στον Ανδρέα ο οποίος έφαγε και τα δύο μπέργκερς. Εγώ μόλις κατάφερα να φάω το ένα που είχα φτιάξει για μένα.

«Την επόμενη φορά θα πάμε σε χασάπη» μου δήλωσε. «Όχι ότι έχω παράπονο από το μπιφτέκια που έφτιαξες, είναι από τα πιο νόστιμα που έχω φάει στη ζωή μου και δε στο λέω για να σε καλοπιάσω.»

«Συνταγή της μαμάς. Που να το δοκιμάσεις και με μείγμα πρόβιου κιμά!»

«Κοίτα να δεις η Καρδιτσιώτισσα!» μου είπε ο Ανδρέας.

«Όχι, παίζουμε.»

Καθίσαμε στο τραπέζι εκείνος πίνοντας την μπύρα του και εγώ την sprite μου και όταν τελειώσαμε ο Ανδρέας με βοήθησε να μαζέψω το τραπέζι και έβαλα να πλύνω τα πιάτα. Εκείνος είχε κάτσει στην καρέκλα και χασμουριόταν.

«Πήγαινε να κοιμηθείς παιδάκι μου»

«Δε θέλω να σε αφήσω μόνη σου»

«Πήγαινε μωρό μου και θα έρθω κι εγώ σε πέντε λεπτά.»

Σηκώθηκε και αφού μου έσκασε ένα φιλί στο σβέρκο πήγε στο δωμάτιο. Τον άκουσα από μέσα να ροχαλίζει πριν τελειώσω και το τρίτο πιάτο. Χαμογέλασα, ξέπλυνα το πιάτο και αφού το σκούπισα το έβαλα να στεγνώσει. Πήγα στο δωμάτιο και γδύθηκα στα γρήγορα και χώθηκα κάτω από την κουβέρτα φορώντας μόνο το εσώρουχό μου και ένα κοντομάνικο μπλουζάκι. Πήρα εγώ αυτή τη φορά αγκαλιά κουτάλα τον Ανδρέα και το σιγανό του ροχαλητό με νανούρισε και χωρίς να το καταλάβω πήρε κι εμένα ο ύπνος.

Όταν ξύπνησα σχεδόν δύο ώρες αργότερα ο Ανδρέας κοιμόταν ακόμα εγώ όμως είχα ορεξούλες. Πέρασα το χέρι μου μέσα από το μποξεράκι του και άρχισα να του χαϊδεύω το όργανο αποδεικνύοντας ότι το κάτω κεφάλι μπορεί να ξυπνήσει ενώ το πάνω κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Χαμογελώντας πονηρά χώθηκα κάτω από την κουβέρτα και του κατέβασα το μποξεράκι παίρνοντας το όργανό του στο στόμα μου. Ο Ανδρέας κάτι μουρμούρισε αλλά δεν ξύπνησε. Έπιασα το όργανό του από τη βάση του και άρχισα να το παίζω ενώ ταυτόχρονα το έπαιρνα μέχρι τη μέση μέσα στο στόμα μου. Ένιωσα την κουβέρτα να σηκώνεται και κοίταξα προς τη μεριά του.

«Βρε λυσσάρα!» μου είπε με νυσταγμένη φωνή.

«Θέλεις να σταματήσω;» του είπα χαμογελώντας του σκανταλιάρικα.

Δεν απάντησε και έτσι συνέχισα το θεάρεστο έργο μου. Έβαλε το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου και πιάνοντάς με απαλά από τα μαλλιά άρχισε να μου δίνει ρυθμό, ρυθμό τον οποίο ακολούθησα υπάκουα μέχρι που κάποια στιγμή με σταμάτησε και μου ζήτησε να πάω προς το μέρος του.

Ανασηκώθηκα και τον πλησίασα. Χωρίς να μιλήσει μου έβγαλε τη μπλούζα που φορούσα και μόλις το έκανε άρχισε να μου μαλάζει τα στήθη ενώ με φιλούσε. Το χέρι του κατέβηκε ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισε με τα δάχτυλά του να παίζει με την κλειτορίδα μου για λίγη ώρα. Με έβαλε να ξαπλώσω ανάσκελα και ανασηκώθηκε κατεβάζοντας τελείως το εσώρουχό του και μετά άρχισε να κατεβάζει και το δικό μου εσώρουχο. Ανασήκωσα τη λεκάνη μου για να τον βοηθήσω και όταν μου το έβγαλε τελείως ανέβηκε πάνω μου και χωρίς πολλά άλλα έβαλε το όργανό του μέσα μου κερδίζοντας ένα βογγητό μου.

Με φίλησε και μετά ανασηκώθηκε και πάλι και στηριζόμενος στα χέρια του άρχισε να κινείται μέσα μου. Μετά σαν κάτι να σκέφτηκε σταμάτησε και τραβήχτηκε για λίγο πίσω και κάθισε στα γόνατα. Με έφερε προς το μέρος του και σηκώνοντάς μου τα πόδια καρφώθηκε και πάλι μέσα μου. Ok, that was new! Συνέχισε να με παίρνει έτσι για κάμποση ώρα και οι αναστεναγμοί μου έδειχναν πόσο το απολάμβανα.

«Γύρνα από την άλλη μωρό μου» μου είπε. Τον κοίταξα στα μάτια προσπαθώντας να καταλάβω τι έχει στο μυαλό του. Θα προτιμούσα να συνεχίσει από μπροστά μου και όχι να μπει από πίσω αλλά εκείνη την ώρα ήμουν πολύ καυλωμένη για να φέρω αντιρρήσεις.

Γύρισα υπάκουα. Ο Ανδρέας με έπιασε απαλά από το στομάχι και μου το ανασήκωσε βάζοντάς μου από κάτω μου ένα μαξιλάρι. Ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι θα συνεχίσει από πίσω μου ωστόσο δεν είχε αυτό στο μυαλό του. Μπήκε και πάλι από μπροστά μου και άρχισε να κινείται μέσα μου κάνοντάς να μου ξεφύγει και πάλι ένα βογγητό. Δεν έμπαινε τόσο βαθιά όσο στις άλλες στάσεις αλλά η αίσθηση μέσα μου για κάποιο λόγο ήταν ακόμα πιο έντονη.

Σταμάτησε και πέρασε το χέρι του μπροστά μου κλείνοντάς μου το στόμα. Μετά καρφώθηκε όλος μέσα μου και άρχισε να κινείται δυνατά. Η ιδέα ότι μου έκλεινε το στόμα πνίγοντας τα βογγητά μου απογείωσε την αίσθηση και η δύναμη με την οποία καρφωνόταν μέσα μου με έκανε να δω αστεράκια. Ήθελα να τελειώσει μέσα μου αλλά έτσι δε γινόταν. Εγώ ήμουν αυτή τη φορά που πήρα την πρωτοβουλία. Του τράβηξα το χέρι που μου έκλεινε το στόμα και ο Ανδρέας σταμάτησε.

«Τι είναι μωρό μου; Δε σου αρέσει;»

«Ανδρέα… σε θέλω… πίσω… πίσω μου»

«Είσαι σίγουρη;»

«Ναι… σε θέλω…»

Μου έκλεισε πάλι το στόμα με το χέρι του και τον ακούμπησε πίσω μου. Σφάλισα τα μάτια στην αναμονή του αναπόφευκτου πόνου. Ο Ανδρέας απαλά αλλά σταθερά άρχισε να το βυθίζει πίσω μου ενώ το χέρι του έπνιξε το μουγκρητό του πόνου μου. Ωστόσο παρά τον πόνο μου άρεσε… μου άρεσε πολύ. Και ας έτσουζε. Συνέχισε χωρίς να κάνει βιαστικές ή βίαιες κινήσεις. Έμπαινε απαλά μέσα μου και τραβιόταν πάλι έξω. Ο πόνος και το τσούξιμο άρχισαν σιγά-σιγά να μειώνονται και να καλύπτονται από ηδονή. Ο σφικτήρας μου του παραδόθηκε και άρχισε να κινείται με μεγαλύτερη ευκολία μέσα μου. Αυτό που με ξετρέλαινε ωστόσο ήταν όταν σταματούσε και μετά καρφωνόταν μέσα μου, παρά το γεγονός ότι αυτό συνοδευόταν από πόνο.

Τράβηξε το χέρι του από το στόμα μου και το πέρασε από κάτω μου χουφτώνοντας δυνατά το στήθος μου. Μετά πέρασε και το άλλο χέρι του χουφτώνοντας το άλλο μου στήθος και μιας και δεν στηριζόταν πλέον στα χέρια του έπεσε με όλο το βάρος του πάνω μου καρφώνοντάς τον όσο βαθιά πήγαινε. Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τη φωνή μου, ανάμιξη καύλας και πόνου. Η αίσθηση του όργανού του βαθιά πίσω μου και των στηθών μου μέσα στη μέγγενη των χεριών του ήταν Α-Π-Ι-Σ-Τ-Ε-Υ-Τ-Η. Σταδιακά άρχισε να επιταχύνει τις κινήσεις του μέχρι που κάποια στιγμή μου έσφιξε τα στήθη ακόμα πιο δυνατά και κοκκάλωσε.

«Αααχ αααχ» τον άκουσα να βογκάει και ταυτόχρονα ένιωσα το όργανό του να κάνει σπασμούς βαθιά μέσα μου αδειάζοντας και η αίσθηση ήταν σχεδόν οργασμική, δεν κατάφερα να πνίξω άλλη μια δυνατή κραυγή.

Όταν τέλειωσε ξάπλωσε δίπλα μου ξέπνοος. Ακόμα μπρούμητα γύρισα το κεφάλι μου και του χαμογέλασα ενώ ο Ανδρέας πάλευε ακόμα να βρει τις ανάσες του.

«Έρχομαι» μου είπε και σηκώθηκε και έφυγε από το δωμάτιο. Άκουσα από το μπάνιο το νερό να τρέχει. Λίγο αργότερα ο Ανδρέας επέστρεψε στο δωμάτιο.

«Λερώθηκες;» τον ρώτησα ανήσυχη.

«Όχι μωρό μου, ήθελα να τον πλύνω για το δεύτερο γύρο.»

Δεν πρόλαβα να απαντήσω, με σήκωσε και με έβαλε να κάτσω καθιστή στο κρεββάτι με τα πόδια στο πάτωμα. Ήρθε και στάθηκε μπροστά από το πρόσωπό μου. Πιάνοντας το υπονοούμενο τον πήρα βαθιά στο στόμα μου. Με έπιασε από το κεφάλι και καρφώθηκε σχεδόν μέχρι το λαιμό μου φέρνοντάς μου δάκρυα στα μάτια. Συνέχισε το ίδιο για μερικά λεπτά και σταμάτησε. Με σήκωσε και με έβαλε να κάτσω στα τέσσερα στην άκρη του κρεββατιού. Όταν το έκανα και χωρίς άλλη καθυστέρηση τον έτριψε μπροστά μου και τον βύθισε μέσα μου κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένα βογγητό.

Ενώ με έπαιρνε στα τέσσερα και χωρίς να σταματήσει άρχισε να μου ρίχνει σιγανά χαστούκια πότε στο έναν γλουτό και πότε στον άλλον. Σταδιακά η έντασή τους εντάθηκε, ένιωσα τα μεριά μου να έχουν πάρει φωτιά. Κρατώντας με από τη μέση καρφώθηκε όλος μέσα μου κάνοντας το κορμί μου να τρέμει. Συνέχισε να με καρφώνει έτσι για αρκετή ώρα μέχρι που άρχισα να νιώθω το υπέροχο αίσθημα του τελικού δρόμου προς την κλιμάκωση. Δεν συνέβαινε πάντα αλλά όταν συνέβαινε ξεκινούσε πάντα με τον ίδιο τρόπο.

Με άρπαξε από τα μαλλιά και με τράβηξε πίσω κάνοντας με να μου ξεφύγει ακόμα ένα δυνατό βογγητό ηδονής. Ένιωσα πάλι σα να με διαπερνάει ρεύμα και αυτή η περίεργη αίσθηση της φωτιάς στα λαγόνια μου που άρχισε να εντείνεται όλο και πιο πολύ. Στηριζόμενη στο ένα χέρι έφερα το άλλο μπροστά από το στόμα μου, ίσα που πρόλαβα να το κλείσω και να πνίξω την κραυγή της γνώριμης έκρηξης που γινόταν μέσα μου.

Ο Ανδρέας δεν είχε τελειώσει, συνέχισε να μπαινοβγαίνει μέσα μου μέχρι που τον άκουσα να λέει «Γύρνα.» Όσο πιο γρήγορα μπορούσα γύρισα και ίσα που πρόλαβα και αυτή τη φορά να τον πάρω στο στόμα μου το οποίο πλημμύρισε και πάλι. Σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα, Θεέ μου, το λάτρευα αυτό το βλέμμα της ικανοποίησης. Κατάπια και όταν τραβήχτηκε από το στόμα μου του φίλησα το κεφαλάκι. Με σήκωσε και με φίλησε βαθιά στο στόμα, μείναμε κάμποση ώρα σε αυτό το φιλί.

«Πάμε για μπανάκι;»

«Θα είσαι φρόνιμος;»

«Θεός φυλάξοι» μου απάντησε κάνοντάς με να χαμογελάσω.

Πήγαμε στο μπάνιο και ο Ανδρέας άνοιξε το νερό και το έλεγξε με το χέρι του. Όταν έφτασε στην κατάλληλη θερμοκρασία το γύρισε πάνω μου και μου έβρεξε καλά τα μαλλιά. Έκλεισε το νερό και έβαλε στο χέρι του από το σαμπουάν μου και άρχισε να με λούζει κάνοντάς μου όπως κάθε φορά μασάζ στο κεφάλι. Έκλεισα τα μάτια μου και αφέθηκα στην περιποίησή του. Είχα κλειστά τα μάτια όταν άρχισε να με τρίβει απαλά με το σφουγγάρι σε όλο μου το σώμα, από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Η αλήθεια είναι ότι στάθηκε στα στήθη μου παραπάνω απ’ όσο πραγματικά χρειαζόταν και προς το τέλος αυτό επαναλήφθηκε και με τον κώλο μου.

Με ξέπλυνε προσεκτικά μέχρι που έφυγαν όλες οι σαπουνάδες. Μετά μου έβαλε κρέμα στα μαλλιά αλλά τη δεύτερη φορά μου άπλωσε αφρόλουτρο με το χέρι του και όχι με το σφουγγάρι. Πάλι μου έκανε όλο το σώμα εκτός από μπροστά. Αφού ξέπλυνε τα χέρια του έβαλε το ειδικό για την ευαίσθητη περιοχή υγρό σαπούνι και με καθάρισε προσεκτικά κάνοντάς με να ανατριχιάσω και πάλι. Είχαμε κάνει ήδη δύο φορές σεξ και εγώ ήθελα και τρίτη. Όταν με ξέπλυνε του γύρισα πλάτη και άρχισα να τρίβομαι πάνω του για να του δώσω την ιδέα.

“Χμμμ…» είπε αλλά μπήκε γρήγορα στο νόημα. Με χούφτωσε και από τα δύο στήθη και άρχισε να μου τα μαλάζει. Τράβηξε τη λεκάνη μου προς το μέρος του κάνοντάς με να τουρλωθώ. Πήρε τα χέρια μου και τα κόλλησε στον τοίχο βάζοντας πάνω τους τα δικά του. Άφησε το ένα χέρι του και κρατώντας το όργανό του το έβαλε απαλά μπροστά μου.

Ούτε στα όρθια το είχαμε κάνει ξανά, ακόμα μία πρωτιά. Αυτές τις δύο μέρες του είχαμε δώσει να καταλάβει. Παρά το γεγονός ότι σαν αίσθηση ήταν απίστευτη αλλά και της ίδιας της ιδέας ότι με έπαιρνε στα όρθια αυτή τη φορά δεν τελείωσα παρά το γεγονός ότι η πράξη διήρκησε αρκετή ώρα. Όταν ένιωσε ότι έρχεται στο τέλος με γύρισε και με πίεσε να γονατίσω, πράγμα που έκανα αμέσως παίρνοντάς τον και πάλι στο στόμα μου. Λίγες στιγμές αργότερα τον ένιωσα και πάλι να τραντάζεται και να με πλημμυρίζει με το σπέρμα του. Κατάπια και σηκώθηκα όρθια και όπως κάθε φορά με πήρε στην αγκαλιά του και με φίλησε βαθιά.

Ήταν η σειρά μου να τον λούσω και να τον πλύνω σε όλο του το σώμα. Όταν άρχισα να καθαρίζω το όργανό του αφιερώνοντας με τη σειρά μου περισσότερο χρόνο από αυτό που πραγματικά χρειαζόταν με σταμάτησε.

«Όχι άλλο, θα με ξεκάνεις!» μου είπε με προσποιητή απελπισία κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Καλά, θα σε αφήσω ήσυχο προς το παρόν, αλλά δε σου υπόσχομαι ότι θα είμαι φρόνιμη όταν γυρίσουμε από το Μπάχαλο!» τον απείλησα.

Βγήκαμε και οι δύο έξω και εγώ έβαλα το μπουρνούζι μου ενώ ο Ανδρέας τυλίχτηκε με την πετσέτα του. Σκούπισα τα μαλλιά μου και τα τύλιξα σε μια πετσέτα ενώ ο γλυκούλης μου πήρε τη σφουγγαρίστρα και σφουγγάρισε το λίγο νερό που είχε χυθεί στο πάτωμα της τουαλέτας.

Όπως κι εγώ στο δικό του, έτσι κι εκείνος, είχε στο σπίτι μου δική του οδοντόβουρτσα. Έπλυνε τα δόντια του και όταν τελείωσε πήγε μέσα και με άφησε να στεγνώσω τα μαλλιά μου. Έπλυνα κι εγώ τα δόντια μου και όταν τελείωσα έβαλα το σεσουάρ. Όταν τελείωσα και μ’ αυτό, γύρισα στο δωμάτιο.

«Τι να βάλω, λες;»

«Ό,τι θέλεις αλλά αν με ρωτάς θα ήθελα να σε δω με το κόκκινο φόρεμα που μου έχεις πει ότι έχεις.»

«Ό,τι θέλει το μωρό μου» του είπα. Έβγαλα από την ντουλάπα το σετ με τα ασορτί κόκκινα δαντελωτά εσώρουχα που είχα πάρει για να συνοδέψουν το εν λόγω φόρεμα. Το φόρεμα ήταν strapless και το ίδιο ήταν και το σουτιέν. Φόρεσα πρώτα τα εσώρουχα.

«Πώς σου φαίνονται;»

«Προσπαθώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου και να μη στα βγάλω όπως είσαι» μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάσω.

Έβαλα το φόρεμα και επέλεξα να το συνοδέψω με το ζευγάρι από τις χρυσαφί ανοιχτές γόβες. Έκανα μια περιστροφή για να με δει μπρος πίσω και σφύριξε επιδοκιμαστικά. Ήταν νωρίς ακόμα, μόλις 20:45 και θα ξεκινούσαμε να πάμε να πάρουμε το Νίκο από τον Άη Γιάννη μετά τις 23:00 οπότε ξεντύθηκα στα γρήγορα και φόρεσα ένα καθημερινό εσώρουχο και φόρμα και από πάνω φανελάκι και μια ελαφριά μακρυμάνικη μπλούζα χωρίς σουτιέν. Το φόρεμα το έβαλα και πάλι στην κρεμάστρα.

«Θες να πάμε από το σπίτι μου να δούμε καμιά ταινία στις 21:00;»

«Ναι, γιατί όχι;» του είπα. Έβαλα σε μια σακούλα τα κόκκινα εσώρουχα και σε μια δεύτερη σακούλα τις γόβες μου. Έβγαλα την κρεμάστρα με το φόρεμα και στην ίδια κρεμάστρα κρέμασα και το παλτό που θα φορούσα από πάνω, Δεκέμβρης γαρ. Φόρεσα στα γρήγορα ένα ζευγάρι κοντές κάλτσες και τα σνίκερς μου και πριν φύγουμε πήγα να βάλω στο Σίμπα και στα γατιά το φαγητό τους. Όταν τελείωσα, πήρα την κρεμάστρα στο χέρι ενώ ο Ανδρέας πήρε τις δύο σακούλες.

Ο Σίμπα το είχε ρίξει στο φαγητό οπότε αυτή τη φορά του ξεφύγαμε χωρίς δράματα. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και 5 λεπτά αργότερα ήμασταν σπίτι του Ανδρέα. Μπήκαμε μέσα και πήγα στη ντουλάπα και έβαλα μέσα την κρεμάστρα.

«Θέλεις να σου φτιάξω δύο τοστάκια για να μην φύγουμε νηστικοί;»

«Αν μου τα έκανες τρία θα με υποχρέωνες» μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάσω.

Πήγα στην κουζίνα και άναψα την τοστιέρα για να ζεσταίνεται. Άνοιξα το ψυγείο και έβγαλα τυρί και γαλοπούλα και μια ντομάτα. Έβγαλα 8 φέτες ψωμί του τοστ και τις άλειψα με κέτσαπ και μουστάρδα. Έκοψα σε φέτες τη ντομάτα και αφού τα γέμισα και τα τέσσερα τοστ τα έβαλα να ψήνονται ανά δύο καθώς η τοστιέρα του Ανδρέα ήταν μικρή. Έβαλα και τα τέσσερα τοστ σε ένα μεγάλο πιάτο και γύρισα στο δωμάτιο.

Εκείνος είχε καθίσει στο κρεβάτι έχοντας ανοίξει την τηλεόραση. Ήμασταν τυχεροί, σήμερα είχε το “Ένας ιππότης για τη Βασούλα.” Φάγαμε τα τοστ μας παρακολουθώντας την ταινία και η ώρα πήγε 22:45 χωρίς να το καταλάβουμε. Αχ αυτές οι παλιές ελληνικές κωμωδίες, όσες φορές και να τις δεις δεν σε κουράζουν, γελάς πάντα λες και τις βλέπεις για πρώτη φορά.

«Δον Μήτσο μου, πάω να ετοιμαστώ!» του είπα και σηκώθηκα από το κρεββάτι και ο Ανδρέας μη χάνοντας την ευκαιρία μου έριξε μια στα μεριά μου, κάνοντάς με να χοροπηδήσω χαχανίζοντας.  Πήγα στα γρήγορα στο μπάνιο και έβαλα λίγη σκιά στα βλέφαρά μου. Έβαλα λίγο άρωμα και γύρισα στο δωμάτιο και άλλαξα στα γρήγορα εσώρουχα, έβαλα καλσόν και φόρεσα από πάνω το φόρεμά μου και τις γόβες μου. Όταν τέλειωσα έβαλα και το κόκκινο κραγιόν μου. Κοιτάχτηκα στον μεγάλο καθρέφτη στη ντουλάπα του και μου άρεσε αυτό που είδα.

«Πώς σου φαίνομαι μωρό μου;»

«Κάνε μια στροφή να σε χαρώ και πάλι!» μου απάντησε, κάνοντάς με να ενθουσιαστώ και να κάνω παλαμάκια, κερδίζοντας το γέλιο του.

«Είσαι κούκλα!»

«Κι εσύ!»

«Κούκλα;» με ρώτησε βγάζοντας τη γλώσσα του.

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» του έκανα, κερδίζοντας ακόμα μια φορά το γέλιο του.

«Λοιπόν, κυρ-Στέφανε, πάμε να το κάψουμε;»

«Νιιιιιιιιιιι!» του απάντησα χειροκροτώντας ενθουσιασμένη.

Μπάχαλο, σου ερχόμαστε!


13. Moonwalk

Ανδρέας

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για να πάμε στον Άη Γιάννη να πάρουμε τον Νίκο. Πήγα από τους εσωτερικούς δρόμους πίσω από το νεκροταφείο και όχι από την Κνωσσού και ούτε πέντε λεπτά αργότερα φτάσαμε κάτω από το σπίτι που έμενε ο Νίκος. Η Φοίβη κατέβηκε και του χτύπησε το κουδούνι και ο Νίκος κατέβηκε μετά από ένα λεπτό.

«Καλησπέρα» τον άκουσα να λέει στην Φοίβη. «Με γεια το μαλλί» συνέχισε.

«Πού θες να κάτσεις, μπροστά ή πίσω;» τον ρώτησε εκείνη.

«Αν ήμασταν με του Τάσου θα έλεγα μπροστά αλλά εδώ χωράω μια χαρά πίσω, να είμαι δίπλα και στο Μαράκι μου.»

«Άχου το μωρέ» είπε η Φοίβη βγάζοντάς του τη γλώσσα.

«Ο φόβος φυλάει τα έρμα!» συνέχισε. «Δε σας εμπιστεύομαι εσάς τις δύο πίσω μαζί και ο Ανδρέας δεν είναι του γούστου μου!”

«Με μια φορά δε γίνεσαι πούστης» είπα και βάλανε και οι δύο τα γέλια.

Όπως και να έχει ο Νίκος κάθισε πίσω. Όταν έβαλε τη ζώνη της η Φοίβη ξεκινήσαμε να πάμε Μασταμπά μέσω της πλατείας Σινάνη. Δέκα λεπτά αργότερα φτάσαμε στο σπίτι της Μαρίας και η Φοίβη που κατέβηκε να φωνάξει τη Μαρία είχε τη χαρά και την τιμή να δει ξανά τον Σήφη, ο οποίος ακόμα τη θυμόταν από τότε που του κουβάλησε την κόρη ντίρλα μετά το γάμο. Η Μαρία είχε ντυθεί με ένα όμορφο μαύρο ημιδιαφανές μέχρι λίγο πάνω από το στήθος μακρυμάνικο με υφασμάτινο παντελόνι.

«Καλησπέρα» μου είπε χαμογελαστή περνώντας πίσω. Ο Νίκος την πήρε στην αγκαλιά του και της έριξε ένα πεταχτό φιλί. Μπήκε μέσα και η Φοίβη και όταν δέθηκε ξεκινήσαμε. Το Μπάχαλο ήταν έξω από το Ηράκλειο, κοντά στα τσιμέντα. Βγήκαμε Εθνική και πήραμε το δρόμο προς το Ρέθυμνο και γύρω στα 20 λεπτά αργότερα φτάσαμε στο Μπάχαλο. Το τελευταίο ήταν κυρίως καλοκαιρινό κλαμπ αλλά είχε και αρκετά μεγάλο κλειστό χώρο οπότε ήταν ανοιχτό χειμώνα-καλοκαίρι.

Λόγω απόστασης από το Ηράκλειο ο αριθμός των φοιτητών εκεί ήταν αρκετά περιορισμένος ωστόσο χειμώνα ή καλοκαίρι είχε αρκετό κόσμο, δεν ερχόντουσαν μόνο από το Ηράκλειο εδώ, κόσμος ερχόταν και από το Ρέθυμνο και από τον Άγιο Νικόλα. Το καλό με αυτό το κλαμπ είναι ότι έπαιζε μεν δυνατή μουσική αλλά όχι να σε ξεκουφάνει όπως στη Ραφιναρία και επιπλέον σε αντίθεση με την τελευταία έπαιζε όλων των ειδών τις μουσικές.

Δεν το ξέραμε όμως εκείνη η βραδιά που πήγαμε ήταν ειδική βραδιά, αφιερωμένη στα 70’s και 80’s. Disco μέχρι τελικής πτώσης. Η Φοίβη χτύπησε ενθουσιωδώς παλαμάκια όταν είδε το poster στην είσοδο.

«Λατρεύω τη disco! Αυτή είναι χορευτική μουσική όχι house και αηδίες.»

«Ε, δεν είναι όλα τα house χάλια»

«Μπορεί αλλά δεν συγκρίνεται με τη disco!»

Όλως παραδόξως για μέρα και ώρα βρήκαμε τραπέζι και κάτσαμε εκεί. Η ώρα ήταν 23:35 αλλά Τάσος και Ελένη δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα. Εμείς παραγγείλαμε τα ποτά μας αλλά μέχρι να μας τα φέρουν εμφανίστηκαν και οι άλλοι δύο. Η Ελένη φορούσε κοντή μίνι φούστα. Τις αγαπάω τις φίλες μου και είναι αντικειμενικά ωραίες κοπέλες και οι δυο τους αλλά, μεταξύ μας, η Φοίβη τους έριχνε στ’ αφτιά όση ανασφάλεια και αν είχε με τον εαυτό της. Μάλιστα με αυτό το υπέροχο κόκκινο φόρεμα που φορούσε συνέλαβα κάμποσα ξελιγωμένα ανδρικά βλέμματα προς τη μεριά της.

Μου άρεσε αυτό, θα ήμουν ψεύτης αν δεν το παραδεχόμουν, ωστόσο είχα και τις δικές μου ανασφάλειες. Την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα με πάθος, ξαφνιάζοντάς την λίγο στην αρχή, είναι η αλήθεια. Το σάστισμα δεν κράτησε πολύ πάντως, με άρπαξε και η ίδια από το σβέρκο κολλώντας με πάνω της. Κάποια στιγμή τα φώτα έσβησαν. Θα ξεκινούσε το πρόγραμμα.

«Mr. Roboto!!!!» χτύπησε ενθουσιασμένη η Φοίβη παλαμάκια.

Domo arigato mr Roboto
Mata au hi made
Domo arigato mr Roboto
Himitsu wo siritai

Δεν την πρόλαβα καν, σηκώθηκε σα σίφωνας και πήγε στην πίστα. Δεν έδωσε δεκάρα που ήταν μόνη της. Κάθισε στη μέση της πίστας και φορώντας αυτό το υπέροχο κόκκινο φόρεμα άρχισε να κάνει τις κινήσεις του ρομπότ.

You’re wondering who I am.
(secret, secret, I got a secret)
Machine or mannequin
(secret, secret, I got a secret)
With parts made in Japan
(secret, secret, I got a secret)
I am the modern man!

O LJ βρήκε ευκαιρία και τη φώτισε. Η Φοίβη, έδωσε παράσταση, πραγματική παράσταση. Εγώ προσπαθούσα να μαζέψω το σαγόνι μου από το πάτωμα. Δίπλα μου η Μαρία ακούμπησε το χέρι της στο σαγόνι μου και το έσπρωξε προς τα πάνω.

«Σιγά, θα χάψεις καμιά μύγα»

Εγώ παρακολουθούσα μαγνητισμένος τη Φοίβη να χορεύει μόνη της στην πίστα με τον προβολέα να την ακολουθεί .

Το τρόπος που έκανε το ρομπότ ενώ από πίσω ακουγόταν το «Domo arigato misuta Roboto» μας είχε χαζέψει ομαδικώς. Η Φοίβη μου ήξερε να χορεύει, όχι αστεία.

The time have come at last
(secret, secret, I got a secret)
To throw away this mask
(secret, secret, I got a secret)
Now everyone can see
(secret, secret, I got a secret)
My true identity

Η Φοίβη έκανε ότι βγάζει μια μάσκα. Οι κινήσεις της ήταν τόσο φυσικές που πραγματικά νόμιζες ότι στο πρόσωπο φορούσε μάσκα την οποία έβγαλε. Το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο στην αρχή και σιγά σιγά άρχισε να δείχνει συναίσθημα μέχρι που στο τέλος έδειξε ανακούφιση. Εγώ ήμουν μέλος της θεατρικής ομάδας αλλά ανάθεμά με και αν είχα τρία χρόνια δει τέτοια ηθοποιία.

I’m Killroy!
Killroy!
Killroy!
Killroy!

Η μουσική σταμάτησε και τα φώτα έπεσαν πάνω στη Φοίβη που έκανε μια βαθιά υπόκλιση ενώ από κάτω ο κόσμος χειροκροτούσε και σφύριζε. Ήρθε γελαστή και κάθισε δίπλα μου.

«Είσαι απίστευτη!»

«Σου άρεσε, μωρό μου;»

«Όχι μόνο στο μωρό σου!» της είπε ο Νίκος. «Μαλάκα, είσαι απίθανη!»

Η Φοίβη χαμογέλασε ντροπαλά χωρίς να πει κάτι άλλο. Καθίσαμε μέχρι που ήρθαν τα ποτά μας μα πριν προλάβουμε καν να τσουγκρίσουμε άρχισε να παίζει το Billie Jean.

Αν είχαμε μείνει μαλάκες ομαδικώς στην αρχή η παράσταση που έδωσε η Φοίβη, με την Billie Jean ήταν πραγματικά once in a lifetime. Είχα δει στην τηλεόραση το βίντεο του Jackson στο “Motown 25”. Δεν ήξερα τι να περιμένω μέχρι που η Φοίβη έβγαλε τις γόβες της και τις άφησε στο πλάι. Τα φώτα ξανά έπεσαν πάνω της.

She was more like a beauty queen from a movie scene
I said don't mind, but what do you mean, I am the one
Who will dance on the floor in the round?
She said I am the one, who will dance on the floor in the round

Το φόρεμά της ήταν μέχρι τα γόνατα οπότε δεν φαινόταν το πάνω μέρος των ποδιών παρά μόνο όταν έκανε απότομες κινήσεις και σηκωνόταν. Το κάτω μέρος όμως… Θεέ μου, σαν να έβλεπα το Michael Jackson.

She told me her name was Billie Jean, as she caused a scene
Then every head turned with eyes that dreamed of being the one
Who will dance on the floor in the round

«Τσίμπα με» είπα στη Μαρία δίπλα μου η οποία δεν έχασε ευκαιρία και μου πάτησε μια τσιμπιά που με έκανε να πω το δεσπότη Παναγιώτη.

«Σιγά μωρή!» της είπα αλλά ήμουν πολύ χαζεμένος για να νευριάσω.

People always told me be careful of what you do
And don't go around breaking young girls' hearts
And mother always told me be careful of who you love
And be careful of what you do 'cause the lie becomes the truth

Μα δεν ήμουν μόνο εγώ που την παρακολουθούσα μαγεμένος. Όλα τα μάτια ήταν κολλημένα πάνω της. Ο LJ την είχε ερωτευτεί, άλλαζε συνεχώς χρώματα στο φωτισμό στους προβολείς που την ακολουθούσαν. Ούτε ένας δεν τόλμησε να σηκωθεί να πάει να χορέψει. Κάποιοι είχαν κάτσει στην άκρη-άκρη της πίστας και κουνιόντουσαν ρυθμικά αλλά η πίστα… η πίστα ήταν δική της, σαν τον Τραβόλτα στον «πυρετό το σαββατόβραδο.»

Όταν έκανε το moonwalk όλο το Μπάχαλο ξεσηκώθηκε. Εκείνο το βράδυ, δεν το ξέραμε, αλλά μόλις είχαμε παρακολουθήσει τη γέννηση του αστικού μύθου του κοριτσιού με το κόκκινο φόρεμα. Ο DJ έχοντας πιάσει το πνεύμα συνέχισε με το “Smooth Criminal” και πάνω που η Φοίβη είχε βάλει τις γόβες της για να κατέβει, τις έβγαλε πάλι χαμογελώντας προς το μέρος του DJ.

Το τσίμπημα της ζήλειας που ένιωσα δεν περιγράφεται. Αναστέναξα, δε θα άφηνα τις ανασφάλειές μου να χαλάσουν τη βραδιά. Η Φοίβη συνέχισε τη χορευτική της παράσταση ενώ όλο το Μπάχαλο την παρακολουθούσε μαγεμένο.

So, Annie, are you okay? Are you okay, Annie?
Annie, are you okay?
Will you tell us that you're okay?
There's a sound at the window
Then he struck you, a crescendo Annie
He came into your apartment
He left the bloodstains on the carpet
And then you ran into the bedroom
You were struck down
It was your doom

«Ερωτεύτηκα» είπε η Μαρία από δίπλα για να την ακολουθήσουν άλλα τρία «κι εγώ.» Εγώ δεν απάντησα, ήμουν ερωτευμένος σχεδόν από την πρώτη μέρα που τη συνάντησα ξανά στο κυλικείο, τρία και κάτι χρόνια μετά το πάρτι.

Όταν τέλειωσε το τραγούδι και παρά το γεγονός ότι ο DJ προσπάθησε φιλότιμα βάζοντας το “Beat it” η Φοίβη φόρεσε τις γόβες της και γύρισε και κάθισε στο τραπέζι μας. Το πρόσωπό της ήταν κόκκινο και η ίδια μούσκεμα. Χαμογελούσε όμως και αυτό της το χαμόγελο φώτιζε την πλάση. Έγειρε πάνω μου και την κράτησα σφιχτά και κτητικά στην αγκαλιά μου.

«Μωρή που έμαθες εσύ να χορεύεις έτσι;» τη ρώτησε η Μαρία. «Πού έκανες μαθήματα χορού, στο “New York City High School for the Performing Arts” ;»

«Αχ, έβλεπες κι εσύ το fame;» τη ρώτησε η Φοίβη.

«Εγώ απλά το έβλεπα, εσύ είσαι να έπαιζες εκεί!» της είπε η Μαρία πραγματικά εντυπωσιασμένη. «Νίκο, Ανδρέα, γυρίστε από την άλλη» μας είπε και πριν προλάβει έστω και ένας να απαντήσει έπιασε τη Φοίβη, που καθόταν αριστερά της, από το κεφάλι και τη φίλησε. Η Φοίβη ανταπέδωσε με ενθουσιασμό.

Και μετά μου έλεγε ότι η Μαρία δεν την έλκυε με αυτό τον τρόπο. Δηλαδή πώς θα φιλιόταν με τη Χριστιάνα;

…λέμε τώρα.

«Εχμ» έκανα και σκούντησα την Φοίβη. Σταμάτησε να φιλάει τη Μαρία και γύρισε και με κοίταξε στα μάτια.

«Ζηλιάρη!» μου είπε τρυφερά.

«Είμαι και φαίνομαι!» της είπα. Αντί για απάντηση με άρπαξε και μου έκανε λαρυγγοσκόπηση. «Ήσουν άτακτη σήμερα και όταν γυρίσουμε το βράδι σπίτι θα τιμωρηθείς» της ψιθύρισα στο αυτί.

«Αχνε» μου ψιθύρισε με τη σειρά της.

Η μουσική τώρα ήταν disco των ‘70s και στην πίστα είχε αρκετό κόσμο.

«Πάμε να χορέψουμε;» ρώτησε την παρέα η Φοίβη

Στην αρχή οι μόνοι που την ακολουθήσαμε ήμουν εγώ και τα κορίτσια αλλά λίγα λεπτά αργότερα, έστω και διστακτικά, ήρθαν και μας βρήκαν Νίκος και Τάσος. Όχι να το παινευτώ αλλά είμαι καλός στο χορό, όχι σαν τη Φοίβη, αλλά καλός. Ο Νίκος χόρευε σαν αρκούδα και ο Τάσος δεν είχε καμία αίσθηση του ρυθμού.

Τα κορίτσια χόρευαν μια χαρά. Μπορεί να ήμουν μέχρι τα μπούνια ερωτευμένος μαζί της αλλά αντικειμενικά πιστεύω ότι κανείς στην πίστα δεν είχε τη χάρη της Φοίβης. Οι κινήσεις της… δεν έχω λόγια να περιγράψω πόσο ρευστές ήταν. Είχε τη χάρη αιλουροειδούς, πραγματικά δεν μπορούσα να βρω τα λόγια.

Η μουσική βοηθούσε πολύ στο κέφι, είχε δίκιο η Φοίβη, η σύγχρονη μουσική, και όταν λέω σύγχρονη εννοώ από το ’86-87 μέχρι και σήμερα δε μπορούσε να συγκριθεί σε κέφι που έβγαζε με αυτή των ‘70s και αυτής μέχρι τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Νίκος και Τάσος κάποια στιγμή παρέδωσαν τα πνεύματα και γύρισαν να κάτσουν στο τραπέζι και έμεινα μόνος με τα τρία κορίτσια.

Δε σταματήσαμε να χορεύουμε μέχρι σχεδόν την ώρα που φύγαμε, μόνο διάλειμμα για να πιούμε βιαστικά δυο-τρεις γουλιές από τα ποτά μας και επιστροφή στην πίστα. All-in-all η βραδιά εκείνη ήταν υπέροχη με όλη τη σημασία και το βάρος αυτής της λέξης.

Ελένη και Τάσος έφυγαν λίγο νωρίτερα γιατί τον φουκαρά τον είχε πιάσει η μέση του. Ρώτησα το Νίκο και τη Μαρία αν ήθελαν να κάτσουμε και άλλο ή να φύγουμε αλλά μας είπαν να κάτσουμε κι άλλο, αν και η Μαρία κάθισε με το Νίκο και δεν ακολούθησε ξανά εμένα και την Φοίβη στην πίστα. Πρέπει να είχε πάει 03:30 όταν αποφασίσουμε να το διαλύσουμε.

«Guys, έχω λυσσάξει» τους δήλωσα. «Πάμε Λιοντάρια να πάρουμε καμιά κρέπα;»

«Ναι!!!» απάντησαν και οι τρεις μαζί.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Παρκάραμε κοντά στα Λιοντάρια και κατεβήκαμε και πήγαμε στην κρεπερί και παραγγείλαμε τις κρέπες μας τρώγοντάς τες στα όρθια. Όταν τελειώσαμε γύρισα τη Μαρία στο σπίτι της και μετά άφησα και το Νίκο στο δικό του.

«Σπίτι μου ή σπίτι σου;» ρώτησα τη Φοίβη όταν ξεκινήσαμε.

«Σπίτι σου!» μου απάντησε και έτσι πέντε λεπτά αργότερα φτάσαμε σπίτι μου.

Μπήκαμε μέσα και πήγαμε στο δωμάτιο να αλλάξουμε.

«Όχι έτσι!»

«Τι εννοείς;»

«Θέλω να μου κάνεις στριπτήζ» της δήλωσα κάνοντάς την να χαμογελάσει.

«Στριπτήζ;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

«Ναι, δε μπορώ να το βγάλω από το μυαλό μου από την ώρα που σε είδα να κάνεις παράσταση.

«Ντρέπομαι λίγο» μου είπε. «Όπως καταλαβαίνεις δεν το έχω ξανακάνει!» μου είπε χαμηλώνοντας τα μάτια της.

«Εμένα ντρέπεσαι, μωρό μου;» τη ρώτησα τρυφερά.

«Όχι… αλλά… ουφ…». Σταμάτησε και πήρε βαθιά ανάσα και με κοίταξε στα μάτια. «Αν το κάνω… θέλω να σου αρέσει!»

«Θα μ’ αρέσει!» της είπα. «Είμαι σίγουρος.»

«Άντε, βάλε μου μουσική» μου είπε και χαμογέλασα μέχρι τ’ αφτιά.

Έκλεισα τα φώτα του σαλονιού και κράτησα ανοιχτό μόνο αυτό του πορτατίφ στο δωμάτιο. Όντας άνθρωπος που ακούω πολλή μουσική είχα φέρει στην Κρήτη και το πικάπ μου και δίσκους. Βρήκα αυτό που είχα στο μυαλό μου. Ο βραχνός ήχος της τρομπέτας πλημμύρισε το σαλόνι.

Folks, here's a story about Minnie the Moocher
She was a lowdown hoochie coocher
She was the roughest, toughest frail
But Minnie had a heart as big as a whale

Η Φοίβη είχε αρχίσει να χορεύει απίστευτα ερωτικά και αισθησιακά. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα ο πιο τυχερός άνθρωπος του πλανήτη. Ο τρόπος που πέταξε τις γόβες της, ο τρόπος που έβγαλε το φόρεμά της χαϊδεύοντας το σώμα της είχαν κάνει το στόμα μου να ανοίξει και το σαγόνι να πέσει άλλη μια φορά στο πάτωμα. Ήρθε προς εμένα και έβαλε το πόδι της πάνω μου, ανάμεσα στα πόδια μου. Συνεχίζοντας να κινείται ρυθμικά άρχισε να βγάζει το καλσόν της.

Hi-de-hi-de-hi-de-hi (hi-de-hi-de-hi-de-hi)
Ho-ho-ho-ho-ho (ho-ho-ho-ho-ho)
Hee-de-hee-de-hee-de-hee (hee-de-hee-de-hee-de-hee)
Hey-ey-ey (hey-ey-ey)

Είχα γίνει πύραυλος. Όταν έμεινε μόνο με τα εσώρουχά της μου γύρισε την πλάτη. Ξεκούμπωσε το σουτιέν της και γύρισε προς τα εμένα κρατώντας το στο χέρι. Συνεχίζοντας να χορεύει τράβηξε το χέρι της και το σουτιέν έπεσε στο πάτωμα. Οι ρώγες της είχαν πετρώσει, δεν ήμουν ο μόνος που είχε καυλώσει. Ήρθε κοντά μου και άρχισε να κουνάει τους γοφούς της φέρνοντας το αιδοίο της μπροστά στο πρόσωπό μου. Έκανα να απλώσω το χέρι μου αλλά μου το κατέβασε συνεχίζοντας να χορεύει.

She messed around with a bloke named Smokey
She loved him though he was kokey
He took her down to Chinatown
And he showed her how to kick the gong around

Hi-de-hi-de-hi-de-hi (hi-de-hi-de-hi-de-hi)
Ho-ho-ho-ho-ho (ho-ho-ho-ho-ho)
Hee-de-hee-de-hee-de-hee (hee-de-hee-de-hee-de-hee)
Hey-ey-ey (hey-ey-ey)

Σηκώθηκα όρθιος και την πλησίασα. Εκείνη, συνεχίζοντας να χορεύει γύρω μου άρχισε να κατεβάζει το κιλοτάκι της. Όταν το κατέβασε τελείως έκανε μία με το πόδι της και το πέταξε. Το άρπαξα στον αέρα και το έτριψα στο πρόσωπό μου.

Με το τέλος της μουσικής είχε μείνει τελείως γυμνή. Την πλησίασα και γονάτισα μπροστά της. Έβαλε το πόδι της στο στέρνο μου και με έσπρωξε απαλά προς τα πίσω.

Σήκωσα το πόδι της και το έφερα στο στόμα μου. Δε με ένοιαξε καθόλου ότι τόση ώρα ήταν ξυπόλυτη. Το κράτησα στο χέρι μου και πήρα τα δάχτυλά της ένα-ένα στο στόμα και τα πιπίλησα. Συνέχισα να τη γλείφω από την πάνω μεριά του ποδιού και σιγά σιγά ανέβηκα προς τα πάνω.

Ήταν μούσκεμα. Έτριψα το πρόσωπό μου πάνω της κερδίζοντας ένα ηδονικό αναστεναγμό. Την άρπαξα από τους πίσω και όπως ήμουν γονατισμένος μπροστά της άρχισα να γλείφω την κλειτορίδα της.

Με έπιασε και μου έκανε νόημα να σηκωθώ και όταν το έκανε με έπιασε αγκαλιά και με φίλησε βαθιά. Δεν ξέρω πως μου ήρθε αλλά εκείνη τη στιγμή έκανα κάτι που δεν είχα ξανακάνει. Την έπιασα και την σήκωσα στην αγκαλιά μου. Μου χαμογέλασε και με αγκάλιασε από το σβέρκο. Αργά και προσεκτικά την πήγα στο δωμάτιο και την άφησα απαλά στο κρεβάτι. Γδύθηκα σε χρόνο ρεκόρ και ξάπλωσα δίπλα της.

Ανέβηκε πάνω μου και χωρίς πολλά-πολλά καρφώθηκε στο όργανό μου κάνοντας και τους δυο μας να μας ξεφύγει ένα μουγκρητό ηδονής. Αυτή τη φορά άρχισε να χορεύει πάνω μου, το κορίτσι ήξερε πραγματικά να κουνάει τη λεκάνη της, όχι μαλακίες! Την άρπαξα από τα στήθη και τα ζούληξα δυνατά.

«Πιο δυνατά!» μου ζήτησε. Τα χέρια μου την έσφιγγαν σαν τανάλιες και όμως εκείνη μέσα σε αναφιλητά φώναζε «Κι άλλο! Κι άλλο!»  ενώ είχε ανεβάσει και άλλο την ταχύτητά της. Η αίσθηση ήταν… αχ Θεέ μου. Έφερε το χέρι της στο στόμα της προσπαθώντας να πνίξει μια δυνατή κραυγή. Τα μάτια της ήταν σφαλιστά κλειστά και παρά το χέρι της που σχεδόν το δάγκωνε δε μπορούσε να συγκρατήσει να αναφιλητά και τους αναστεναγμούς ηδονής.

Παρόλο που αυτό γινόταν πάνω από 15 λεπτά δεν ένιωθα ότι ήμουν κοντά στο τέλος αλλά πραγματικά αυτό ήταν το τελευταίο που με απασχολούσε. Η Φοίβη είχε απανωτούς οργασμούς και εκείνη τη στιγμή τίποτε άλλο στον κόσμο δε με ενδιέφερε.

Κάποια στιγμή σταμάτησε ξεθεωμένη και κάθισε ακίνητη. Έγειρε πάνω μου και με φίλησε βαθιά. Την έβαλα να ξαπλώσει δίπλα μου και την καβάλησα ενώ εκείνη μου άνοιξε τα πόδια της. Ένιωσα σα να μπαίνω σε λιωμένο βούτυρο. Βασταζόμενος στα χέρια μου για να μην την πλακώνω άρχισα να κινούμαι μέσα της. Με αγκάλιασε και τα νύχια της σύρθηκαν στην πλάτη μου γρατζουνώντας με και πάλι αλλά αυτή τη φορά το έκανε πιο απαλά.

«Κι άλλο» της είπα. «Κι άλλο!»

Δεν απάντησε αλλά άρχισε να με γρατζουνάει πιο βαθιά. Ένιωσα αυτό τον απίστευτα ηδονικό πόνο στην πλάτη και επιτάχυνα τις κινήσεις μου. Γλιστρούσα μέσα της γεμίζοντάς την, λες και είχαμε φτιαχτεί ο ένας για τον άλλον.

Ευχήθηκα για άλλη μια φορά να μπορούσα να τελειώσω μέσα της. Είχαμε δοκιμάσει την προηγούμενη εβδομάδα με προφυλακτικό αλλά δεν άρεσε ούτε σε εμένα ούτε και σε εκείνη. Η αίσθηση ήταν αισθητά κατώτερη παρά τα αναγραφόμενα στο κουτί.

«Ανδρέα» φώναξε δυνατά κάποια στιγμή ενώ την ένιωσα σχεδόν να τεντώνεται από κάτω μου. «Μωρό μου… μωρό μου…» συνέχισε να λέει μέσα στα αναφιλητά της.

«Μακάρι να μπορούσα να τελειώσω μέσα σου» της είπα αγκομαχώντας καθώς ένιωσα το τέλος να πλησιάζει.

«Σε θέλω…» μου είπε. «Τέλειωσε… τέλειωσε μέσα μου.»

Εκείνη τη στιγμή τα μυαλά μας ήταν και των δύο στο μίξερ, ούτε εκείνη το σκέφτηκε ούτε κι εγώ. Ευτυχώς δεν το πληρώσαμε με ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη αλλά έπαψα να αναρωτιέμαι πως στο διάολο μπορείς να αφήσεις κάποια κατά λάθος έγκυο.

Το είχα χάσει κι εγώ, το είχε χάσει και εκείνη. Ήμουν τόσο κοντά στο τέλος και η προθυμία της σε συνδυασμό με ό,τι είχε συμβεί εκείνη τη βραδιά με είχε απογειώσει ακόμα περισσότερο. Καρφώθηκα μια τελευταία φορά μέσα της και κοκάλωσα αδειάζοντας με σπασμούς, αυτή η αίσθηση του τελειώματος μέσα στον κόλπο της δε μπορούσε να συγκριθεί με τίποτα.

Τα μάτια μου σχεδόν είχαν γυρίσει από την ηδονή ενώ από κάτω μου η Φοίβη φώναξε ξανά και ξανά το όνομά μου. Έπεσα ξέπνοος πλάι της και γύρισε και με φίλησε.

«Σ’ αγαπάω!» φώναξε, ρίχνοντας το κεφάλι της πίσω από την έκσταση.

«Σ’ αγαπάω» φώναξα και εγώ εξίσου δυνατά, με τη φωνή μου να τρέμει από συγκίνηση. Την πήρα στην αγκαλιά μου και την έσφιξα, αισθανόμενος την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. «Φοίβη μου… αυτό που κάναμε…»

«Ναι, ξέρω» μου απάντησε, κουνώντας το κεφάλι και χαμογελώντας ντροπαλά. «Πρέπει αύριο να ψάξουμε να βρούμε φαρμακείο.»

«Μου έχεις πάρει τα μυαλά…» της είπα, χαϊδεύοντάς της απαλά το πρόσωπο.

«Γιατί, νομίζεις πως τα δικά μου είναι στη θέση τους;» με ρώτησε, σηκώνοντας το φρύδι της πονηρά.

«Πως θα το βγάλουμε;» τη ρώτησα αστειευόμενος, κάνοντας θεατρική έκφραση απελπισίας.

«Τι να σου πω, αν επιβιώσει της επίσκεψης στο φαρμακείο, Μαγκάιβερ;» με ρώτησε και έβαλα τα γέλια, κουνώντας το κεφάλι.

«Να σου εξομολογηθώ κάτι;» της είπα, γίνοντας ξαφνικά πιο σοβαρός.

«Να μου εξομολογηθείς» απάντησε, γέρνοντας προς το μέρος μου με περιέργεια.

«Ζήλεψα σήμερα» παραδέχτηκα, κατεβάζοντας το βλέμμα μου. «Το ξέρω… η ανασφάλειά μου… αλλά αν έβλεπες πως σε κοίταζαν…»

«Εμένα;» ρώτησε έκπληκτη, δείχνοντας τον εαυτό της με το δείκτη.

«Ναι, εσένα» επιβεβαίωσα, κοιτάζοντάς την στα μάτια. «Πραγματικά ώρες-ώρες δεν σε καταλαβαίνω.»

Σηκώθηκα και πήγα κοντά της, παίρνοντάς την από τα χέρια.

«Μακάρι να μπορούσες να σε δεις από τα δικά μου μάτια.»

«Δε με νοιάζει να αρέσω σε κανέναν. Μόνο σε εσένα, τίποτε άλλο δεν έχει σημασία» είπε, σφίγγοντάς μου τα χέρια.

«Δεν ξέρω με πόσους τρόπους να στο πω πόσο ωραία κοπέλα είσαι» της είπα, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Και δεν είναι μόνο η εμφάνισή σου, είναι η αύρα που εκπέμπεις.»

Την τράβηξα πιο κοντά μου.

«Φοίβη όσο και αν αρνείσαι να το δεις είσαι πολύ γοητευτική. Και μιας και έκανα την αρχή στις εξομολογήσεις…» έκανα μια παύση, νιώθοντας να κοκκινίζω, «όταν σε είδα να φιλιέσαι με τη Μαρία καύλωσα και ζήλεψα!»

«Μα σου είπα, η Μαρία δε με ελκύει με αυτόν τον τρόπο!» διαμαρτυρήθηκε, κουνώντας το κεφάλι ενεργικά.

«Δεν φάνηκε ιδιαίτερα έτσι όπως ανταπέδωσες!» παρατήρησα, ανασηκώνοντας τα φρύδια μου.

«Ζηλιάρη!» μου είπε, χτυπώντας με παιχνιδιάρικα στο μπράτσο.

«Δε μου λες, αν με έβλεπες να φιλάω κάποια άλλη τι θα έκανες;» τη ρώ-τησα, γέρνοντας το κεφάλι μου στο πλάι.

«Θα σου έκοβα τον κώλο!» μου δήλωσε, σφίγγοντας τη γροθιά της απειλητικά. «Ανδρέα μου, το φιλί που ανταλλάξαμε με τη Μαρία δεν ήταν ακριβώς ερωτικό. Ποιο πολύ teasing ήταν.»

«Για σένα ίσως, τη Μαρία τη ρωτάς;» επέμεινα, σταυρώνοντας τα χέρια μου.

«Και για τη Μαρία teasing ήταν» απάντησε σίγουρα, κουνώντας το κεφάλι.

«Από που προκύπτει αυτή η σιγουριά;» τη ρώτησα με καχυποψία.

«Γιατί το είχαμε προσχεδιάσει» είπε χαμογελώντας πονηρά και κάνοντας κλείσιμο ματιού. «Προχθές, που σας περιμέναμε στο κυλικείο.»

«Ρε κωλόπαιδα!» φώναξα, χτυπώντας το μέτωπό μου με την παλάμη.

«Guilty as charged» απάντησε, σηκώνοντας τα χέρια της σε παράδοση. «Η Μαρία δεν είναι ακριβώς σαν εμένα. Εννοώ είχε την περιέργεια αλλά είναι αυτό ακριβώς, περιέργεια.»

Κάθισε πιο άνετα και συνέχισε, κάνοντας κινήσεις με τα χέρια της.

«Σε εμένα είναι πιο ενεργητικό. Της άρεσε ωστόσο ο τρόπος που σας είχαμε σοκάρει — εντός εισαγωγικών — και ξέρεις τι πειραχτήρι είναι.»

Σταμάτησε και με κοίταξε τριωμφαλέα.

«Και ο Νίκος ήταν στο κόλπο, μόνο οι άλλοι τρεις δεν το ξέρατε!»

«Αυτό ήταν! Θα σου μαυρίσω τον κώλο, κωλόπαιδο!» της είπα, σηκώνοντας απειλητικά το χέρι μου.

«Αχνε!» μου απάντησε γελώντας και τρέχοντας προς την άλλη άκρη του κρεβατιού.

Θα ήμουν ψεύτης αν δεν ομολογούσα ότι ένιωσα ανακούφιση. Μπορεί η ιδέα της συνεύρεσής της με άλλη γυναίκα να με ερέθιζε σεξουαλικά αλλά ταυτόχρονα με ζόριζε κιόλας. Εννοώ καλή η καυλάντα στη θεωρία αλλά…

«Κάτσε στα τέσσερα» τη διέταξα, αλλάζοντας ξαφνικά τόνο. Με κοίταξε σκανταλιάρικα και σηκώθηκε και κάθισε στα τέσσερα, κουνώντας την ουρά της παιχνιδιάρικα. «Πόσες;»

«Δέκα» μου απάντησε, κοιτάζοντάς με πάνω από τον ώμο της. «Δέκα με τη ζώνη!»

Ξεροκατάπια, δεν είχα αυτό στο μυαλό μου. Να τη χεριάσω μέχρι να κοκκινήσει ναι, αλλά ζώνη; Μου είχε πει ότι ήταν φαντασίωσή της αλλά όσο και αν είχα αρχίσει να το σκέφτομαι κι εγώ σαν παιχνίδι, στην πράξη ζοριζόμουνα.

Κατάπια ένα αναστεναγμό μου και σηκώθηκα όρθιος, τρίβοντας νευρικά τα χέρια μου και έβγαλα τη ζώνη από το παντελόνι μου. Την πήρα και την κράτησα στα χέρια μου για μερικές στιγμές αναποφάσιστος, νιώθοντας το βάρος της. Έβαλα δίπλα της ένα μαξιλάρι και έριξα μερικές δοκιμαστικές πάνω του, ακούγοντας τον ήχο.

«Αν… αν σε πονέσω… αν δεν το αντέξεις να μου πεις να σταματήσω αμέσως, εντάξει;» της είπα, κοιτάζοντάς την ανήσυχα.

«Εντάξει!» μου είπε και μετά με κοίταξε πάλι σκανταλιάρικα, γλείφοντας τα χείλη της. «Ήμουν άτακτη!»

Αν και ο τρόπος που μου το είπε ενέτεινε την καύλα μου με κόπο συγκρατήθηκα και δεν άρχισα να χαχανίζω.

«Θα μετράς καθαρά!» τη διέταξα, παίρνοντας θέση πίσω της.

«Μάλιστα!» απάντησε, γνέφοντας υπάκουα.

Της έριξα την πρώτη στον αριστερό γλουτό, αρκετά σιγανή. «Ένα» Η δεύτερη ήταν πιο δυνατή και η τρίτη ακόμα περισσότερο. «Δύο… τρία…» είπε με σταθερή φωνή. Η τέταρτη ήταν αρκετά δυνατή. Της ξέφυγε ένα «Ααααχ» πριν πει «Τέσσερα.» Έκανα μια μικρή παύση αλλά η Φοίβη δεν έδειξε ότι θέλει να σταματήσω.

Η πέμπτη που έπεσε ήταν ίδιας δύναμης με την τέταρτη και η έκτη ακόμα πιο δυνατή. Συνέχισε να μετράει χωρίς να μου ζητήσει να σταματήσω. Οι τρεις τελευταίες ήταν και αυτές δυνατές, της ξέφυγαν κάποια βογγητά πόνου χωρίς ωστόσο και πάλι να χάσει το μέτρημα.

Οι γλουτοί της ήταν κόκκινοι. Παρά το γεγονός ότι είχαν πέσει δέκα δεν είχε κουνηθεί από τη θέση της. Μου έδειχνε ότι ήθελε να συνεχίσουμε; Αποφάσισα να μη τη ρωτήσω και της έριξα την 11η, δυνατή. Μέτρησε και πάλι.

Πήρα το μήνυμα και συνέχισα μέχρι που φτάσαμε στο 30 όπου εκεί το σταμάτησα εγώ. Τα μεριά της ήταν κόκκινα, κάποιες που είχα ρίξει ήταν πολύ δυνατές αλλά ούτε μια φορά δεν έχασε το μέτρημα και ούτε μια φορά δε μου ζήτησε να σταματήσω.

Άφησα τη ζώνη κάτω και γονατίζοντας άρχισα να τη φιλάω απαλά και να τη γλείφω στα σημεία που είχε κοκκινήσει. Συνέχισα γλείφοντας την πίσω της τρυπούλα ενώ είχα περάσει το χέρι μου μπροστά και της έτριβα την κλειτορίδα. Η περιοχή ήταν σαν rainforest την εποχή μουσώνων. Έσταζε, κυριολεκτικά έσταζε. Σηκώθηκα όρθιος και τον έτριψα στα χείλη της και με μια απότομη κίνηση καρφώθηκα μέσα της και κάθισα ακίνητος.

«Αααχ… Ανδρέα μου…» την άκουσα να λέει. «Σε θέλω… σε θέλω….»

Άρχισα να κινούμαι μέσα της απαλά και ρυθμικά γιατί αν άρχιζα να κινούμαι πιο γρήγορα δεν είμαι σίγουρος ότι θα άντεχα ούτε μισό λεπτό. Την έπιασα από τη μέση και καρφώθηκα ξανά μέσα της, κερδίζοντας ακόμα ένα βογγητό της.

Συνέχισα αυτό τον αργό ρυθμό για αρκετή ώρα αλλά όσο απολαυστικό και αν ήταν για εκείνη—κρίνοντας από τις αντιδράσεις της—δεν κλιμάκωνε. Την άρπαξα από το μαλλί και την τράβηξα προς τα πίσω και καρφώθηκα πάλι μέσα της κερδίζοντας ακόμα ένα «Αααααχ ΜΜΜΜ αααααχ» της. Κρατώντας την έτσι άρχισα να επιταχύνω και μου έκανε εντύπωση ότι ενώ ένιωθα να είμαι μία τρίχα πριν τελειώσω, το τέλος δεν ερχόταν.

Για μένα, δηλαδή, για τη Φοίβη ήρθε. Πάλι κάνοντας την γνωστή της κίνηση στηρίχτηκε στο ένα χέρι και δάγκωσε το πίσω μέρος του άλλου αλλά χωρίς να καταφέρει και πάλι να καταπνίξει τελείως το «Μμμμμ Αααααχ Ανδρέα μου… Ανδρέα… Ανδρέα.» Και εκεί συνειδητοποίησα ότι μιας και την επαύριον θα πηγαίναμε στο φαρμακείο για το χάπι της επόμενης μέρας δεν είχα λόγο να τραβηχτώ πριν τελειώσω.

Αυτό ήταν, ο οργασμός μου ήρθε σχεδόν από το πουθενά και ήταν από τους πιο έντονους τόσο σε ένταση όσο και σε διάρκεια. Κοκάλωσα μέσα της και η αίσθηση του οργάνου μου να αδειάζει βαθιά μέσα στον κόλπο της είναι κάτι που δεν βρίσκω τα λόγια να το περιγράψω.

«Αααχ… χύνω… χύνω….»

«Ναι μωρό μου… χύσε με… χύσε με Ανδρέα μου….»

Δεν τραβήχτηκα από μέσα της παρά μόνο όταν μαλάκωσε τελείως και σχεδόν βγήκε μόνο του. Της έριξα μια πολύ απαλή σφαλιάρα στα κωλομέρια, σε σημείο που δεν είχε πέσει η ζώνη και της ζήτησα να ξαπλώσει. Κανονικά ένα ντουζάκι το χρειαζόμασταν και οι δυο μας αλλά δεν είχα βάλει θερμοσίφωνα και στο σπίτι μου δεν είχα ηλιακό. Το σεντόνι είχε λερωθεί από τα υγρά μας αλλά δε με ένοιαξε, θα το αλλάζαμε αύριο.

Ξάπλωσα και χώθηκε στην αγκαλιά μου ενώ το χέρι της χάιδευε απαλά με το νύχι την κοιλιά μου.

«Μωρό μου; Σε… σε πόνεσα;» τη ρώτησα ανήσυχα, χαϊδεύοντάς της απαλά την πλάτη.

«Ναι, κάποιες πόνεσαν αρκετά» μου είπε με ειλικρίνεια. «Αλλά ήταν… ήταν υπέροχο.»

Σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Θα… θέλω να το ξανακάνουμε… μου άρεσε… μου άρεσε πολύ!»

«Θα το ξανακάνουμε» της είπα, φιλώντας την τρυφερά στον ώμο και συνέχισα «ωστόσο θα φροντίσω την επόμενη φορά να είναι πιο σιγανές, δεν… δεν ήξερα πόση δύναμη να βάλω, σάμπως το έχω ξανακάνει;»

«Μια χαρά το έκανες» με διαβεβαίωσε, στρίβοντας στην αγκαλιά μου να με κοιτάξει στα μάτια. «Δεν χρειάζεται να βάζεις σε όλες δύναμη αλλά κάποιες… χρειάζεται… χρειάζεται να είναι τόσο δυνατές.»

Έκανε μια παύση, παίζοντας νευρικά με τα δάχτυλά της.

«Δε σου είπα να σταματήσεις, στο είπα; Μου άρεσε… μου άρεσε που συνέχισες μετά τις 10.»

Με πλησίασε περισσότερο, βάζοντας το χέρι της στο στήθος μου.

«Ανδρέα μου; Θέλω… θέλω να νιώθεις άνετα, όπως άνετα νιώθω κι εγώ. Αν δεν αντέχω θα σου ζητήσω να σταματήσεις, σε εμπιστεύομαι ότι θα το κάνεις.»

Σηκώθηκε ελαφρά και με κοίταξε επίμονα.

«Θέλω… θέλω να νιώθεις πιο ελεύθερος. Θυμάσαι πριν; Θυμάσαι που έσυρα τα νύχια μου πάνω σου και μου είπες «κι άλλο»;»

Χαμογέλασε πονηρά.

«Έτσι είναι και σε μένα, κάποιες φορές το θέλω πιο δυνατό, πιο έντονο!»

«Δε μου λες» της είπα αλλάζοντας κουβέντα και κάνοντας μια πιο χαλαρή έκφραση, «το απόγευμα, στις 18:00, έχουμε συνάντηση στη θεατρική ομάδα. Θέλεις να έρθεις;»

«Πώς σου ήρθε αυτό;» με ρώτησε, ανασηκώνοντας έκπληκτη τα φρύδια.

«Βλέποντάς σε στο Mr. Roboto» της είπα, και κάθισα πιο άνετα στο κρεβάτι. «Στο τέλος, όταν έκανες ότι βγάζεις τη μάσκα, ήσουν συγκλονιστική!»

Έκανα χειρονομίες με τα χέρια μου προσπαθώντας να περιγράψω τι είδα.

«Ήταν σαν να έβγαζες πραγματικά μάσκα και δεν εννοώ την ακρίβεια των κινήσεων σε επίπεδου μίμου.» Σταμάτησα και την κοίταξα στα μάτια.

«Το πρόσωπό σου που από ανέκφραστο, σα να ήταν πραγματική μάσκα, άρχισε σιγά-σιγά να αποκτά συναίσθημα ήταν… δεν ξέρω πως να στο πω.» Έκανα μια παύση, τρίβοντας το πηγούνι μου.

«Αν αυτό δεν ήταν δείγμα ταλέντου στην ηθοποιία δεν ξέρω τι θα ήταν. Δεν είσαι απλά υπέροχη χορεύτρια, για μένα είσαι γεννημένη θεατρίνα!» της είπα με γνήσιο θαυμασμό.

«Υπερβάλεις» μου απάντησε αλλά γελούσαν μέχρι και τ’ αφτιά της, κρύβοντας το πρόσωπό της στα χέρια της.

«Καθόλου! Καθόλου δεν υπερβάλω» επέμεινα, κουνώντας το κεφάλι αποφασιστικά. «Έλα στη συνάντηση της ομάδας, δεν έχεις να χάσεις τίποτα.»

Την πήρα από τα χέρια.

«Αν δε σ’ αρέσει… αν δε σ’ αρέσει δε χρειάζεται να ξαναέρθεις αλλά δώσε στον εαυτό σου μια ευκαιρία, πραγματικά!»

«Εντάξει μωρό μου, θα έρθω!» μου είπε, χαμογελώντας ενθουσιασμένα. «Όμως… εννοώ, έχετε ξεκινήσει από το Σεπτέμβρη, δεν είναι λίγο αργά;»

«Αν ήταν να ανεβάσουμε παράσταση θα ήταν, ωστόσο δεν είναι αυτό το ζητούμενο» της εξήγησα, κάνοντας κινήσεις με τα χέρια. «Τις πιο πολλές φορές διαβάζουμε απλά θεατρικά κείμενα ή διαβάζουμε ο καθένας με τη σειρά του ένα βιβλίο ή ένα ποίημα.»

Την κοίταξα με περιέργεια.

«Αλήθεια, θα ήθελες να διαβάσεις κι εσύ σήμερα κάτι και αν ναι τι;»

«Χμμμ…» είπε, βάζοντας το δείκτη στα χείλη της σκεπτική. «Μ’ αρέσει πολύ ο Καββαδίας. Έχω στο σπίτι το Πούσι, θα μου άρεσε να διαβάσω κάποιο από τα ποιήματα του.»

«Ποιο θα ήθελες περισσότερο; Ποιο σου αρέσει περισσότερο;» τη ρώτησα, γέρνοντας προς το μέρος της.

«Όλα είναι ένα κι ένα…» άρχισε, μετρώντας στα δάχτυλά της, «αλλά αν με πίεζες να διαλέξω… Ένα από τα “Federico Garcia Lorca”, “Θεσσαλονίκη” και “Το Καραντί”.»

Σταμάτησε και χτύπησε το μέτωπό της.

«Αλλά και ο “Σταυρός του νότου” μ’ αρέσει και το “Kuro Siwo” και η “Εσμεράλδα”. Ουφ δύσκολα μου βάζεις!»

«Αν έπρεπε να επιλέξεις μόνο ένα;» επέμεινα, χαμογελώντας.

«Ουφ…» αναστέναξε, κοιτάζοντας το ταβάνι. «Το “Federico Garcia Lorca”.»

«Λοιπόν, έλα να πέσουμε να κοιμηθούμε γιατί αν το απόγευμα πάμε πανεπιστήμιο θα πρέπει να διαβάσουμε το μεσημέρι και κοντεύει να πάει έξι» της είπα, κοιτάζοντας το ρολόι.

«Δε νυστάζω» μου είπε με παραπονιάρικη φωνή, κάνοντας μουτράκι.

«Φοίβη, άσε τα κόλπα! Νάνι είπα!» της με ψεύτικη αυστηρότητα.

«Όνειρα γλυκά μωρό μου,» μου είπε χαμογελαστή και αφού μου έδωσε ένα πεταχτό φιλάκι, κουλουριάστηκε στην αγκαλιά μου.

Ξύπνησε πρώτη αλλά με άφησε να κοιμηθώ. Όταν άνοιξα τα μάτια μου είχε πάει 14:00. Βγήκα και πήγα στην κουζίνα, τεντώνοντας τα χέρια μου από την κούραση. Η Φοίβη καθόταν στο τραπεζάκι και διάβαζε, με τα γυαλιά της στη μύτη. Μύριζε υπέροχα, είχε μαγειρέψει!

«Καλημέρα μωρό μου» της είπα και τη φίλησα απαλά στα μαλλιά.

«Καλώς το μου» μου απάντησε χαμογελαστή, σηκώνοντας το κεφάλι από το βιβλίο.

«Έχεις ώρα που έχεις ξυπνήσει;»

«Από τις 12:00» απάντησε, κλείνοντας το βιβλίο και βγάζοντας τα γυαλιά της.

«Γιατί δε με ξύπνησες και μένα και κάθισες δύο ώρες μόνη σου;» τη ρώτησα, καθούμενος δίπλα της.

«Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω μωρό μου, ροχάλιζες τόσο… υπέροχα!» μου είπε χαμογελώντας μου πειρακτικά και κάνοντάς μου μιμήσεις ροχαλητού. «Έτσι κι αλλιώς ήθελα να μαγειρέψω το χανούμ που σου είχα τάξει!»

Η μυρωδιά από το φούρνο ήταν όντως λιγωτική, μου είχε σπάσει η μύτη. Της έδωσα ακόμα ένα φιλάκι στο κεφάλι και μετά πήγα και έκανα την πρωινή μου — δηλαδή ο Θεός να την κάνει πρωινή — τουαλέτα και έπλυνα τα δόντια μου.

Όταν σηκώθηκα είχα φορέσει μόνο το μποξεράκι μου οπότε γύρισα στο δωμάτιο και έβαλα μια φόρμα και ένα μακρυμάνικο μπλουζάκι. Επέστρεψα στην κουζίνα. Η Φοίβη φορούσε ήδη τη φόρμα της.

«Πρέπει να ψάξουμε να βρούμε φαρμακείο. Αργεί το φαγητό;» τη ρώτησα, τρίβοντας τα χέρια μου.

«Είναι έτοιμο, πριν λίγο έκλεισα το φούρνο» απάντησε, δείχνοντας προς την κατεύθυνση της κουζίνας. «Ουφ βαριέμαι να κουνηθώ!» μου δήλωσε, τεντώνοντας τα χέρια της.

«Οι αμαρτίες πληρώνονται…» της είπα κουνώντας το δείκτη απειλητικά και σηκώθηκε αναστενάζοντας.

Η αναζήτηση ανοιχτού φαρμακείου είχε κάτι από σαφάρι. Δεν είχε κανένα κοντά, το πιο κοντινό ήταν στην Ικάρου. Μην έχοντας όμως επιλογή κατεβήκαμε κάτω και ευτυχώς είχε εκεί το χάπι της επόμενη μέρας. Επιστρέψαμε στο σπίτι όπου πήρε το χάπι της.

«Ουφ, θα μου κάνει την περίοδο μαντάρα» παραπονέθηκε, κάνοντας γκριμάτσα καθώς κατάπινε το χάπι.

«Το να έμενες έγκυος να δεις τι θα έκανε στην περίοδό σου!» της απάντησα ξεφυσώντας.

«Μόνο στην περίοδό μου; Θα πάθαινε εγκεφαλικό ο Ταξίαρχος!» είπε, χτυπώντας το μέτωπό της. «Αχ ναι, δε στο είπα! Έγιναν οι κρίσεις, ο μπαμπάς έγινε Ταξίαρχος!»

«Μπράβο!!!» φώναξα, χτυπώντας παλαμάκια.

«Ναι, αρχές Φλεβάρη πρέπει να κατέβει στο ΓΕΣ» εξήγησε, μετρώντας στα δάχτυλά της. «Η μαμά και ο Κωστής θα κάτσουν στη Χίο μέχρι τον Ιούνη που τελειώνει το γυμνάσιο. Μετά επιστρέφουμε Αθήνα.»

«Που θα μείνετε;» τη ρώτησα, γέρνοντας προς το μέρος της με ενδιαφέρον.

«Περιστέρι, στον παλιό Ταξιάρχη, εκεί που μέναμε, πάνω από τη γιαγιά μου» απάντησε, κάνοντας κινήσεις με τα χέρια να δείξει τη διάταξη. «Από τη μία χαίρομαι που δε θα χρειάζεται να πάρω δεύτερο καράβι όταν φτάσω Πειραιά αλλά από την άλλη θα μου λείψει η Χίος.»

Σκέφτηκε για λίγο, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο.

«Και μεταξύ μας, δεν πέρασα και τα καλύτερά μου χρόνια στην Αθήνα.»

«Μπορεί, αλλά αν δεν είχε γίνει αυτό δε θα είχαμε γνωριστεί!» της είπα, πιάνοντάς την από το χέρι.

«Αυτό είναι το μόνο που το σώζει» μου είπε χαμογελώντας και σφίγγοντάς μου το χέρι. «Λοιπόν, πάρε τα βιβλία σου να πάμε σπίτι μου να διαβάσουμε, έτσι κι αλλιώς θα πρέπει να πάρω και το «Πούσι» εφόσον θα έρθω στη συνάντησή σας.»

Η Φοίβη έβγαλε το ταψί από το φούρνο και το τύλιξε σε πετσέτες. Πήρα κι εγώ τα βιβλία μου και τις σημειώσεις μου και πέντε λεπτά αργότερα μπήκαμε στο σπίτι της. Εγώ είχα κάτσει έξω για να αποσπάσω την προσοχή του Σίμπα που είχε σηκωθεί όρθιος και με είχε πάρει αγκαλιά και με έγλειφε στα μούτρα. Μπήκα στο σπίτι της και πήγα να πλυθώ ενώ η Φοίβη βγήκε με τη σειρά της να κάνει χάδια στο Σίμπα.

Όταν τέλειωσε το παιχνίδι την είχε κάνει και πάλι σύχρηστη με αποτέλεσμα να πάει με τη σειρά της να πλύνει χέρια και πρόσωπο. Στο μεταξύ εγώ είχα βάλει το νερό να βράσει και της έφτιαξα το ζεστό καφέ της. Εγώ έπινα φραπέ χειμώνα καλοκαίρι. Καθίσαμε στο τραπέζι της κουζίνας και αφού έβαλε στα χαμηλά το ραδιοφωνάκι το ρίξαμε στο διάβασμα.

Γύρω στις 17:30 είχαμε τελειώσει και οι δύο και μας είχε κόψει και η πείνα. Σέρβιρε το φαγητό και κόντεψα να φάω και το πιάτο. Μου είχε πει για το χανούμ, ήταν σαν παπουτσάκια αλλά αντί για κιμά ήταν με κομμένο μοσχάρι και αντί για μπεσαμέλ λιωμένο κασέρι. Το πιάτο δεν το έφαγα αλλά σηκώθηκα και έβαλα και δεύτερη μερίδα.

Όταν τελειώσαμε ανηφορήσαμε — με τα πόδια — στο Πανεπιστήμιο, περπατώντας χέρι-χέρι και αναπνέοντας βαθιά από την ανηφόρα. Πήγαμε στο κυλικείο να πάρουμε καφέ και εκεί ήταν η Χριστιάνα με την Κατερίνα και παίζανε τάβλι, σκυμμένες πάνω από τη σκακιέρα.

Η Φοίβη χωρίς να χάσει καιρό πήγε και τις χαιρέτησε, κουνώντας το χέρι της ενθουσιασμένα και της έκαναν νόημα να κάτσει στο τραπέζι οπότε αναγκαστικά και μη όταν πήρα τους καφέδες πήγα και κάθισα κι εγώ μαζί τους. Με χαιρέτισαν αμφότερες εγκάρδια, σηκώνοντας τα μάτια τους από το παιχνίδι.

«Πώς και από εδώ;» ρώτησε η Χριστιάνα, ανασηκώνοντας περίεργα τα φρύδια της.

«Ήρθαμε το μεσημέρι για να φάμε στη λέσχη και τελικά καθίσαμε εδώ» απάντησε η Χριστιάνα, ανασηκώνοντας τους ώμους και δείχνοντας το τάβλι. «Εσείς;»

«Έχουμε συνάντηση της θεατρικής ομάδας σε λίγη ώρα!» είπα, κοιτάζοντας το ρολόι μου.

«Ναι; Τι κάνετε εκεί;» με ρώτησε η Κατερίνα, γέρνοντας προς το μέρος μου με ενδιαφέρον.

«Συνήθως διαβάζουμε κείμενα και παίζουμε σύντομα σκετς» εξήγησα, κάνοντας κινήσεις με τα χέρια μου. «Άλλες φορές, ειδικά όταν είναι να ανεβάσουμε κάποιο έργο, κάνουμε πρόβες!»

«Αχ τι ωραία!» είπε η Χριστιάνα, χτυπώντας παλαμάκια. «Οι συναντήσεις είναι κλειστές; Εννοώ…» έκανε μια παύση, παίζοντας νευρικά με τα μαλλιά της, «μπορούμε να έρθουμε κι εμείς να σας δούμε;»

«Φυσικά και μπορείτε!» απάντησα ενθουσιασμένα, χτυπώντας το τραπέζι ελαφρά. «Ακόμα καλύτερα αν θέλετε, μπορείτε να πάρετε μέρος κιόλας!»

«Όχι, εγώ είμαι ατάλαντη!» δήλωσε η Χριστιάνα, κουνώντας το κεφάλι και κάνοντας απορριπτική χειρονομία. «Αλλά μ' αρέσει το θέατρο!»

«Πού μαζεύεστε;» με ρώτησε η Κατερίνα, σκουπίζοντας τα χέρια της στο παντελόνι της.

«Σε κάποια από τις Η ή τις Θ, εξαρτάται τον κόσμο» απάντησα, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Θα τους βρούμε εκεί!»

«Κορίτσια;» τις ρώτησε η Φοίβη, στρίβοντας στο κάθισμά της να τις κοιτάξει και τις δύο. «Όταν τελειώσουμε έχετε όρεξη να πάμε για καφέ ή μπύρα στο κέντρο;»

«Αχ πολύ θα το ήθελα» είπε η Κατερίνα, χαμογελώντας πλατιά «αλλά θα πρέπει να αλλάξουμε πρώτα!» συνέχισε, κοιτάζοντας τα ρούχα της.

«Ναι, κι εγώ θα το ήθελα» είπε η Χριστιάνα, κουνώντας το κεφάλι συμφωνητικά.

«Κανένα πρόβλημα. Μπορούμε να περάσουμε να σας πάρουμε από τα σπίτια σας γύρω στις…» είπε η Φοίβη και γύρισε προς εμένα, κάνοντας ερωτηματική έκφραση. «Αλήθεια, πόση ώρα κρατάει η συνάντηση;»

«Συνήθως γύρω στο δίωρο… εξαρτάται από τα κέφια!» απάντησα, τρίβοντας το πηγούνι μου σκεπτικά.

«Μπορούμε να πάρουμε τα κορίτσια, έτσι;»

«Φυσικά και μπορούμε!»

«Τι εννοείτε;» ρώτησε η Κατερίνα, κοιτάζοντάς μας μπερδεμένη.

«Έχω αυτοκίνητο, δε θα κατέβουμε με συγκοινωνία!» εξήγησα, κάνοντας την κίνηση του οδηγήματος.

«Τότε, μπορούμε να πούμε λίγο αργότερα; 21:30 ή 22:00;» ρώτησε η Χριστιάνα, κοιτάζοντας το ρολόι της.

«Κανένα πρόβλημα» απάντησα εγώ για λογαριασμό και των δυο μας. Κοίταξα το ρολόι, είχε πάει 18:00. «Λοιπόν, πάμε στη συνάντηση;» είπα, σηκώνοντας από το κάθισμα.

Σηκώθηκαν και οι τρεις τους, μαζεύοντας τα πράγματά τους και μπροστά εκείνες, πίσω εγώ, σε δύο λεπτά ήμασταν στην πτέρυγα Η. Η βραδιά είχε πάρει πολύ ενδιαφέρουσα τροπή.


14. Girlfriends(?)

Φοίβη

Η συνάντηση ήταν στην Η203. Δεν ήξερα πόσα μέλη είχε η ομάδα αλλά στην αίθουσα ήταν καμιά δεκαριά άτομα. Αν και δεν υπήρχαν άγνωστα πρόσωπα δεν ήξερα κανέναν τους οπότε ο Ανδρέας μας έκανε τις συστάσεις.

«Προσπαθώ να την ψήσω να γίνει μέλος της ομάδας» είπε στους υπόλοιπους δείχνοντάς με. «Αν αναρωτιέστε γιατί με έπιασε ξαφνικά ο πόνος έπρεπε να τη δείτε χθες στο Μπάχαλο να κάνει τον Killroy στο Mr. Roboto» συνέχισε κάνοντάς με να κοκκινήσω.

Για σήμερα είχαν κανονίσει το διάβασμα ενός μονόπρακτου, οπότε κάθισα με τη Χριστιάνα και την Κατερίνα στην άκρη και τους παρακολουθούσαμε. Για το ταλέντο του Ανδρέα δεν είχα καμία αμφιβολία και επιβεβαιώθηκα. Βέβαια, για να λέμε την αλήθεια, σε εκείνη την ομάδα δεν ήταν ο μόνος ταλαντούχος. Διάβαζαν τους διαλόγους κυκλικά, ο καθένας μία ατάκα του ρόλου που είχαν επιλέξει. Τελείωσαν μία ώρα αργότερα και μετά συνέχισαν ο καθένας με το κείμενο που είχε επιλέξει.

Ο Ανδρέας είχε επιλέξει ένα απόσπασμα από το «Τα παλιόπαιδα τα ατίθασα» του Τσιφόρου. Ο τρόπος με τον οποίο ενάλλασσε τη φωνή του στους διαλόγους με είχε γοητεύσει. Η ιστορία που είχε επιλέξει ήταν κωμικοτραγική και στο τέλος συνέλαβα κάμποσα δακρυσμένα μάτια, δεν ήμουν μόνο εγώ που είχα επηρεαστεί.

Κατ’ εξαίρεση με άφησαν να διαβάσω το ποίημα που είχα επιλέξει. Μ’ αρέσει πολύ ο Καββαδίας. Παρόλο που αρχικά είχα πει ότι θα διαβάσω το Federico Garcia Lorca τελικά άλλαξα γνώμη και διάβασα το Kuro Siwo.

Ἡ λαμαρίνα!... Ἡ λαμαρίνα ὅλα τὰ σβήνει.
Μᾶς ἕσφιξε τὸ Kuro Siwo σὰ μία ζώνη
κι ἐσὺ κοιτᾶς ἀκόμη πάνω ἀπ᾿ τὸ τιμόνι,
πῶς παίζει ὁ μπούσουλας καρντίνι μὲ καρντίνι.

Όταν τελειώσαμε πήρα άσκηση για το σπίτι. Με τη σύμφωνη γνώμη όλων ο Αργύρης μου ζήτησε την επόμενη φορά να διαβάσω το απόσπασμα της πορείας προς το μέτωπο, από το «Άξιον εστί.»

«Όχι ρε παιδιά! Θα τρίζουν τα κόκκαλα του Κατράκη!» είπα με απελπισία.

«Γι’ αυτό ακριβώς σου ζητάμε να το διαβάσεις» εξήγησε ο Αργύρης, γέρνοντας προς το μέρος μου. «Επειδή θα σε βγάλει από το comfort zone σου, επειδή κανείς μας δεν μπορεί να φανταστεί ανάγνωση αυτού του συγκλονιστικού αποσπάσματος από άλλη φωνή από αυτή του Κατράκη,» συμπλήρωσε χαμογελώντας.

«Η φωνή μου δεν έχει το απαραίτητο gravitas!» επέμεινα.

«Το συναίσθημα είναι που μας ενδιαφέρει, Φοίβη μου» είπε ο Ανδρέας, χαμογελώντας μου ενθαρρυντικά.

Τι να κάνω; Αποδέχτηκα τη μοίρα μου, ανασηκώνοντας παραιτημένα τους ώμους. Εκεί το διαλύσαμε και κινήσαμε να επιστρέψουμε στα σπίτια μας. Τα κορίτσια έμεναν ψηλά στη Φορτέτσα οπότε όταν φτάσαμε έξω από το σπίτι ο Ανδρέας προσφέρθηκε να τις ανεβάσει με το αυτοκίνητο. Μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν και εγώ αντί να μπω μέσα πήγα στο καρτοτηλέφωνο που είχε έξω από την Αθηνά και πήρα τους δικούς μου.

«Μπαμπά!» είπα χαρούμενα ακούγοντας τη φωνή του πατέρα μου, χαμογελώντας πλατιά.

«Κοριτσάκι μου!» μου απάντησε, πάντα έτσι με έλεγε, κοριτσάκι του. «Τι κάνεις;»

«Καλά είμαι, μόλις γύρισα από το Πανεπιστήμιο!» του είπα, παίζοντας με το καλώδιο του τηλεφώνου.

«Καλά, τι πήγες να κάνεις Κυριακάτικα στο πανεπιστήμιο;»

«Είχε συνάντηση της θεατρικής ομάδας. Ωραία ήταν, τους διάβασα και ποίημα, το Kuro Siwo!» του εξήγησα με ενθουσιασμό. «Αλλά τα δύσκολα είναι την άλλη Κυριακή, μου ζήτησαν να τους διαβάσω την πορεία προς το μέτωπο, ξέρεις, από το άξιον εστί.»

«Σου άρεσε;» με ρώτησε με ενδιαφέρον.

«Ομολογώ ότι ήταν λίγο περίεργα στην αρχή αλλά τελικά μου άρεσε» παραδέχτηκα, κουνώντας το κεφάλι.

«Με τα διαβάσματά πως πας;»

«Μια χαρά…» απάντησα και μετά θυμήθηκα. «Α δε σου είπα, βγήκε η βαθμολογία και στην πρόοδο των μιγαδικών. Δεκαράκι και πάλι» του είπα γεμάτη περηφάνια.

«Μπράβο αγάπη μου!» μου απάντησε εξίσου περήφανος.

«Ουφ, αυτό το 7,5 στην ψηφιακή σχεδίαση μου έχει κάτσει στο λαιμό!» του είπα παραπονεμένα, χτυπώντας το μέτωπό μου.

«Δεν το λες και άσχημο βαθμό το 7,5!»

«Ε, με ενοχλεί Μαθηματικά και Φυσική να έχω από 9 και πάνω και στα αμιγώς της επιστήμης μου να έχω 7,5» εξήγησα, κάνοντας κινήσεις με τα χέρια.

«Δε χάθηκε ο κόσμος, και άλλωστε στο χέρι σου είναι να το διορθώσεις!»

«Τέλος πάντων, εσείς τι κάνετε;»

«Καλά είμαστε αλλά η μαμά δεν είναι εδώ, έχει πάει τον Κωστή σινεμά.»

«Α, τα Χριστούγεννα θα φύγω από εδώ στις 17 και 20 το βράδυ θα πάρω το καράβι για Χίο» του είπα, μετρώντας στα δάχτυλά μου. «Τυπικά τα μαθήματα είναι μέχρι και τις 23 αλλά δε θέλω να μείνω τόσο αργά. Θα κάτσω στη γιαγιά μέχρι να έρθω Χίο.»

«Έλα με αεροπλάνο, δεύτερο δεκάωρο στο πλοίο είναι ταλαιπωρία!»

«Αχ μπαμπούλη μου σ’ αγαπάω!» του είπα ενθουσιασμένη σχεδόν χοροπηδώντας. «Θα ψάξω να βρω εισιτήριο αλλά θα κάτσω μια-δυο μέρες και στη γιαγιά.»

Είναι αλήθεια ότι ήθελα να δω τη γιαγιά μου αλλά τα βράδια στην Αθήνα θα ανήκαν στον Ανδρέα! Αυτό φυσικά, φρονίμως ποιούσα, δεν το είπα στο μπαμπά!

«Πότε θα επιστρέψεις;»

«Έντεκα Γενάρη θέλω να είμαι εδώ. Νομίζω πλοίο από Χίο έχει στις 9 του Γενάρη αλλά θα πρέπει να το επιβεβαιώσω» του εξήγησα, τρίβοντας το πηγούνι μου σκεπτικά.

«Με αεροπλάνο θα πας και θα γυρίσεις Αθήνα» μου δήλωσε ο μπαμπάς κάνοντάς με να μου ξεφύγει μια χαρούμενη φωνούλα. «Κλείσε τα εισιτήρια από τώρα μόνο για να μην τα ψάχνεις τελευταία στιγμή!»

«Θα το κάνω!» του υποσχέθηκα, κουνώντας το κεφάλι με αποφασιστικότητα. «Εσύ πότε τελικά κατεβαίνεις Αθήνα;»

«Πρώτη Φλεβάρη πρέπει να είμαι στο ΓΕΣ» απάντησε, αναστενάζοντας ελαφρά. «Θα ανεβαίνω κάθε δεύτερο Σ/Κ Χίο, χαρά οι αεροπορικές…»

«Δεν μπορείς να πας με κανένα C-130;» τον ρώτησα περίεργα.

«Αγάπη μου τα C-130 δεν είναι επιβατικά» εξήγησε, γελώντας ελαφρά. «Άλλωστε, μεταξύ μας, προτιμώ να πληρώσω εισιτήριο και να κάτσω σαν άνθρωπος, σε διαβεβαιώ ότι το ταξίδι με το C-130 δεν είναι ακριβώς ευχάριστο.»

«Μπορεί να πάρεις και νέα μετάθεση;»

«Φυσικά αλλά σίγουρα όχι μέχρι τις επόμενες κρίσεις» απάντησε, κουνώντας το κεφάλι. «Για τα επόμενα τρία χρόνια θα είμαι Αθήνα και από εκεί και πέρα βλέπουμε.»

«Καλά, θα τα πούμε από κοντά αυτά. Μπαμπούλη πρέπει να κλείσω γιατί σε λίγο θα βγούμε για ποτό!»

«Κοριτσάκι μου, να μου τα λες πιο απαλά αυτά!» μου είπε κάνοντάς με να γελάσω. «Με τον Ανδρέα;» ρώτησε.

«Ναι, με τον Ανδρέα και άλλες δύο συμφοιτήτριες. Δε θα το ξενυχτίσουμε, μη μου ανησυχείς, άλλωστε αύριο έχω πρωινό ξύπνημα με Σούζι που τσούζει!» του είπα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια. «Πάντως δεν έχω καταλάβει γιατί τη λένε έτσι, η κυρία Παπαδοπούλου είναι καταπληκτική δασκάλα και πολύ γλυκός άνθρωπος. Για να μη σου πω για το μυαλό της!»

«Θύμισέ μου, ποιο μάθημα σας διδάσκει;»

«Αυτό το εξάμηνο απειροστικό-Ι. Ακολουθίες, ολοκληρώματα…»

«Κινέζικα με άλλα λόγια!»

«Αποκλείεται να μην έκανες απειροστικό λογισμό κι εσύ!» του είπα, χαμογελώντας.

«Έκανα, αλλά τόσα χρόνια μετά… μου φαίνονται κινέζικα!»

«Λοιπόν, μπαμπούλη σ’ αφήνω! Να δώσεις φιλιά στη μαμά και στον Κωστή!»

«Θα δώσω, αγάπη μου» μου είπε. Του έστειλα φιλιά στο τηλέφωνο και το έκλεισα.

Γύρισα στο σπίτι πάνω που πάρκαρε και ο Ανδρέας, κουνώντας του το χέρι καθώς τον έβλεπα να πλησιάζει.

«Πού γύρναγες μαμαζέλ;» με ρώτησε καθώς προσπαθούσαμε να πάμε στο σπίτι με το Σίμπα να μπουρδουκλώνεται στα πόδια μας, κουνώντας την ουρά του ενθουσιασμένα.

«Είχα πάρει τηλέφωνο τους δικούς μου!» του εξήγησα, χαϊδεύοντας το σκύλο. «Αχ, το γλίτωσα το καράβι, ο μπαμπάς μου είπε να πάω και να γυρίσω με αεροπλάνο στη Χίο!»

«Δε θα κάτσεις Αθήνα;» με ρώτησε, σηκώνοντας το φρύδι του.

«Θα κάτσω τις τρεις μέρες που είπα, το εννοώ ότι θέλω να δω και τη γιαγιά μου» του εξήγησα, ανοίγοντας την πόρτα. «Απλά θα γυρίσω στις 9 του μήνα στην Αθήνα αντί για τις 7 ή 8 που υπολόγιζα. Θα κάνω κοπάνα αύριο από τη δεύτερη ώρα της Γραμμικής και θα κατέβω κέντρο να κλείσω εισιτήρια από αύριο.»

«Μια χαρά!» μου είπε, κουνώντας το κεφάλι αποδεκτικά. «Και να ξέρεις και θα σε πάω και θα σε φέρω από το αεροδρόμιο. Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι!»

«Αχ, σ’ ευχαριστώ μωρό μου!» του είπα, πηδώντας να τον αγκαλιάσω.

«Και θα πάμε και Παλένκε!»

«Ναι!!!» είπα χτυπώντας πάλι χαρούμενα παλαμάκια.

«Τι ώρα συνεννοήθηκες τελικά με τα κορίτσια;»

«21:30 θα περάσουμε να τις πάρουμε. Λέω για Αυγό, εσύ τι λες;»

«Μια χαρούλα!» του απάντησα χαμογελαστά. «Να σου πω, θ’ ανάψω το θερμοσίφωνα για μισή ωρίτσα, το απόγευμα είχε συννεφιά και δεν λέει να μείνουμε με τις σαπουνάδες!»

«Εντάξει καρδούλα μου. Εγώ λέω να φάω πάλι!» μου είπε χαμογελώντας σκανταλιάρικα και τρίβοντας την κοιλιά του.

«Κάτσε, θα στο ζεστάνω λίγο» του είπα και έβγαλα μια μερίδα, δηλαδή τι μία, δύο ήταν, και την έβαλα σε ένα μικρό ταψάκι. Έβγαλα από το φούρνο το μεγάλο ταψί και βάζοντας μέσα το μικρό το έβαλα στον αέρα στους 180. «Θέλεις να σου κόψω μια σαλάτα;»

«Χμμμ… όχι… Θα κόψω μια ντοματούλα στη μέση!» απάντησε, ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Πριτς!» του είπα και πριν προλάβει να αντιδράσει άνοιξα το ψυγείο και έβγαλα μια ντομάτα την οποία την έκοψα σε έξι κομμάτια. Ψωμί είχε μείνει από το απόγευμα. Δέκα λεπτά αργότερα είχε ζεσταθεί και το φαγητό οπότε το έβγαλα από το φούρνο και του το σέρβιρα.

«Εσύ δε θα φας;» με ρώτησε, κοιτάζοντάς με ενώ καθόταν στο τραπέζι.

«Δεν πεινάω ιδιαίτερα» του απάντησα, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Θα φτιάξω ένα τοστάκι» είπα αφού το σκέφτηκα καλύτερα.

Βαριόμουν να ψήσω και έτσι έφαγα το τοστ ωμό. Όντως, δεν πεινούσα ιδιαίτερα, με το ζόρι κατάφερα να το φάω. Ο Ανδρέας από την άλλη έπεσε πάνω στο χανούμ λες και είχε να φάει καμιά εβδομάδα, βγάζοντας ήχους απόλαυσης! Μου άρεσε πολύ να του μαγειρεύω και το πόσο το απολάμβανε έκανε την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Και να ήταν το μόνο… σχεδόν ό,τι και να έκανα μαζί του έκανε την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.

Ο Ανδρέας τέλειωσε το φαγητό του και μάζεψε τα πιάτα του και πήγε και τα έπλυνε. Θυμήθηκα ότι είχα να ταΐσω Σίμπα και γατιά και βγήκα έξω και έφερα μέσα την κατσαρόλα του ενός και τα πιατάκια των άλλων. Τα γέμισα με την τροφή τους και τα έβγαλα έξω.

Ο Σίμπα έπεσε με τα μούτρα ενθουσιωδώς στο φαγητό του, κουνώντας την ουρά του και σε λίγο εμφανίστηκαν και τα τρία γατάκια… δηλαδή τι γατάκια, είχαν μεγαλώσει τα σκασμένα. Τρίφτηκαν και τα τρία στα πόδια μου, γουργουρίζοντας και μετά πήγε το καθένα στο πιατάκι του και άρχισε να τρώει.

Όταν τέλειωσα με το τάισμα της συνοδείας μου είχε πάει 21:00. Χωρίς άλλη καθυστέρηση μπήκαμε με τον Ανδρέα στο μπάνιο. Όπως πάντα με έλουσε και με έπλυνε πρώτα με το σφουγγάρι και μετά με το χέρι του και όπως πάντα του ανταπέδωσα με τον ίδιο τρόπο.

Τον ήθελα και πάλι αλλά φοβούμενοι ότι θα καθυστερήσουμε κάτσαμε και οι δύο φρόνιμοι. Βγήκαμε από το μπάνιο και σφουγγάρισα τα λίγα νερά που είχαν τρέξει.

«Τι θα φορέσεις;» με ρώτησε, στεκόμενος πίσω μου.

«Τζινάκι με πουκάμισο.»

«Δε μου λες, μπορείς να φορέσεις αυτό το σκούρο γκρι υφασμάτινο που μ’ αρέσει;» με ρώτησε κάνοντάς με να χαμογελάσω. Του άρεσε πολύ ο τρόπος με τον οποίο το εν λόγω παντελόνι τόνιζε τα μεριά μου και μου άρεσε που του άρεσε.

«Θα το φορέσω μωρό μου» του απάντησα, κάνοντάς του κλείσιμο ματιού.

Φόρεσα και ένα ζευγάρι από τα καλά μου εσώρουχα. Ο Ανδρέας επέλεξε και εκείνος ένα γαλάζιο ανοιχτό πουκάμισο ενώ από μέσα φόρεσε ένα άσπρο φανελάκι. Κουμπώθηκα επίτηδες μέχρι πάνω, ήταν το παιχνίδι μας αυτό. Χαμογελώντας μου ξεκούμπωσε το πρώτο κουμπί και μετά μου ξεκούμπωσε και το δεύτερο. Μετά, σα να το ξανασκέφτηκε, μου κούμπωσε το ένα κουμπί.

Έβαλα λίγη μάσκα στα μάτια μου και έβαψα απαλά τα χείλη μου, τα οποία τα δάγκωσα ελαφρά για να απλωθεί σωστά το κραγιόν. Αποφάσισα να πάρω μαζί μου το μικρό τσαντάκι και έβαλα μέσα μόνο το πορτοφόλι, τα κλειδιά μου, ένα κραγιόν και τη μαλακή θήκη των γυαλιών.

Όχι ότι τα χρειαζόμουν, ιδιαίτερα μετά την εγχείρηση που είχε ρίξει τους 9+ βαθμούς μυωπίας και στα δυο μου μάτια στον 1, αλλά ειδικά το βράδυ δεν ήθελα να τα κουράζω, και κατά τη διάρκεια της ημέρας πάντα τα φορούσα όταν διάβαζα ή όταν έβλεπα τηλεόραση.

«Πώς είμαι;» τον ρώτησα, στριφογυρίζοντας μπροστά του.

«Κουκλί σκέτο!» μου απάντησε, χαμογελώντας με θαυμασμό.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και δύο-τρία λεπτά αργότερα ήμασταν πάνω. Είχαν κατέβει κάτω και οι δύο και μας περίμεναν, έμεναν στο ίδιο σπίτι, αν και σε διαφορετικά διαμερίσματα η καθεμία. Η Κατερίνα και η Χριστιάνα δεν είχαν γνωριστεί εδώ, ήταν συμμαθήτριες από το σχολείο. Ακριβώς όπως κι εγώ και ο Ανδρέας. Χαμογέλασα στη σκέψη και άνοιξα την πόρτα για να κατέβω και τις χαιρέτισα.

Η Κατερίνα ήταν γύρω στο 1,60, καστανομάλλα με γλυκό πρόσωπο και λίγο γεματούλα. Η Χριστιάνα ήταν όμορφη σα μοντέλο, ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη, μεγάλα μαύρα αμυγδαλωτά μάτια και πιο ψηλή από εμένα. Ήταν πιο ψηλή από τη μένα και του λόγου μου είμαι 1,74. Στο ύψος θα πρέπει να ήταν κοντά στο 1,80, ίσως και παραπάνω. Τα στήθη της—όπως τουλάχιστον διαφαινόντουσαν από τη μπλούζα που φορούσε—πρέπει να ήταν λίγο μικρότερα από τα δικά μου.

Πέρασε πρώτα η Κατερίνα πίσω και μετά η Χριστιάνα. Κατέβασα το κάθισμα, ήξερα ότι χωρούσε, εδώ χώρεσε ο Νίκος που ήταν λίγο πιο ψηλός από τον Ανδρέα. Όταν έκατσαν τις χαιρέτησε και ο Ανδρέας, γυρίζοντας να τις κοιτάξει και όταν έβαλα τη ζώνη μου ξεκίνησε. Δεν είχαμε πει που θα πάμε οπότε γύρισα εγώ προς τα πίσω για να μιλήσω στα κορίτσια.

«Λέμε να πάμε Κοραή, κατά προτίμηση στο Αυγό ή σε κάποιο διπλανό αν δε βρούμε να κάτσουμε. Τι λέτε κι εσείς;»

«Μια χαρά!» απάντησε η Χριστιάνα, γνέφοντας με ενθουσιασμό.

«Εσύ Κατερίνα; Έχεις κάποια άλλη ιδέα;»

«Όχι, όχι! Κι εμείς Αυγό πηγαίνουμε συνήθως αν είναι για να πιούμε καμιά μπύρα» απάντησε, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Παίζει και καλύτερη μουσική από τα άλλα και μπορείς και να μιλήσεις σαν άνθρωπος.»

Συνεχίσαμε την περί ανέμων και υδάτων κουβέντα και δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν κέντρο. Ευτυχώς βρήκαμε να παρκάρουμε κοντά στη Χιτζάζ και η Κοραή δεν ήταν μακριά. Πέντε λεπτά αργότερα ήμασταν στο Αυγό που ήταν αρκετά γεμάτο ωστόσο είχε ελεύθερα δύο-τρία τραπέζια. Καθίσαμε σε ένα που ήταν σχετικά στην άκρη. Όσο να έρθουν να μας πάρουν παραγγελία η Χριστιάνα άναψε ένα τσιγάρο και το ίδιο έκανε και η Κατερίνα, ανάβοντας και εκείνη. Ούτε εγώ ούτε ο Ανδρέας καπνίζαμε.

«Για πείτε, πώς τα περάσατε χθες;» ρώτησε η Κατερίνα, φυσώντας τον καπνό. «Πήγατε Μπάχαλο, απ’ ότι κατάλαβα. Κι εμείς θέλουμε να πάμε αλλά είναι στου διαόλου το κέρατο» συμπλήρωσε με παράπονο.

«Μπορούμε να πάμε το άλλο Σάββατο μαζί, αν θέλετε» τους είπε ο Ανδρέας, γέρνοντας προς το μέρος τους. «Αν θέλουν να έρθουν και οι υπόλοιποι μπορούν με το αυτοκίνητο του Τάσου.»

«Ναι, καλή ιδέα» είπα χαμογελαστά, γνέφοντας με ενθουσιασμό.

«Ευχαρίστως!» απάντησε η Χριστιάνα χαμογελώντας και εκείνη με τη σειρά της. «Για πείτε, πώς τα περάσατε;»

«Ήταν πολύ όμορφα!» απάντησα.

«Απλά όμορφα; Η σιγανοπαπαδιά από εδώ έδωσε παράσταση!» είπε με περηφάνια ο Ανδρέας, δείχνοντάς με. «Μέχρι και το moonwalk έκανε στο Billie Jean

«Αχ! Χορεύεις;» ρώτησε η Χριστιάνα με ενδιαφέρον.

«Ναι… μικρή πήγαινα μπαλέτο αλλά το σταμάτησα όταν μετακομίσαμε στην Αθήνα» εξήγησα. «Άρχισα το χορό, ωστόσο!»

«Πιάσε κόκκινο» είπε η Χριστιάνα, χτυπώντας το τραπέζι ενθουσιασμένα. «Στο χορό εννοώ, δεν έκανα μπαλέτο αλλά κι εγώ πήγαινα σε σχολή χορού από τα 14.»

«Σοβαρά; Ποιοι χοροί σου αρέσουν;» τη ρώτησα, γέρνοντας πιο κοντά της.

«Κυρίως μοντέρνοι αλλά μου αρέσουν και οι παλιότεροι, πχ fox trot. Και λάτιν, λατρεύω λάτιν!» απάντησε, κάνοντας κινήσεις χορού με τα χέρια.

«Κι εσύ; Κι εγώ!» είπα ενθουσιασμένα. «Μου έχει υποσχεθεί ο Ανδρέας να με πάει στο Παλένκε όσο θα είμαι Αθήνα τα Χριστούγεννα!»

«Θα το λατρέψεις το Παλένκε» μου είπε με σιγουριά, κουνώντας το κεφάλι.

«Το ξέρεις;»

«Ναι, βέβαια. Είναι κοντά στο σπίτι μου, στου Γκύζη μένουμε!»

«Ωραία, να πάμε και παρέα!» της είπα χαρούμενα. «Αν και βέβαια εγώ θα είμαι Αθήνα μόνο για δύο-τρεις μέρες!»

«Βεβαίως» απάντησε η Χριστιάνα χαμογελώντας πλατιά.

«Εσύ Κατερίνα, χορεύεις;» τη ρώτησα, στρίβοντας προς το μέρος της.

«Όχι, εγώ είμαι πιο πολύ του να ακούω και να παίζω μουσική!» απάντησε και εκεί ήταν ο Ανδρέας που πετάχτηκε.

«Παίζεις μουσική; Τι όργανο;» ρώτησε ενθουσιασμένα, σκύβοντας προς το μέρος της.

«Πιάνο, keyboards και εδώ και δύο χρόνια έχω αρχίσει και κλασσική κιθάρα» εξήγησε, μετρώντας στα δάχτυλά της. «Δεν είμαι τόσο καλή όσο στα δύο πρώτα…» αλλά εκεί την έκοψε ενθουσιασμένος ο Ανδρέας.

«Κιθάρα!!! Κι εγώ παίζω κιθάρα!» φώναξε, χτυπώντας το τραπέζι. «Και κλασσική και ηλεκτρική, αν και εδώ έχω φέρει μόνο την κλασσική.»

«Εσύ παίζεις μουσική;» με ρώτησε η Χριστιάνα, γυρίζοντας προς το μέρος μου.

«Όχι, εγώ μόνο ακούω και καμιά φορά τραγουδάω» απάντησα, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Είχα προσπαθήσει κι εγώ μικρή να μάθω κιθάρα αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν το είχα, οπότε το παράτησα. Εσύ;»

«Εγώ μόνο να ακούω» είπε, κουνώντας το κεφάλι.

«Γιατί; Έχεις ωραία φωνή!» της είπα και το εννοούσα, όντως είχε ωραία φωνή.

«Σε ευχαριστώ» απάντησε, κοκκινίζοντας ελαφρά. «Η αλήθεια είναι ότι απλά δε μου αρέσει να τραγουδάω, ειδικά μπροστά σε κόσμο…»

Έκανε μια παύση και αναστέναξε.

«Άσε, μια φορά που με είχαν σούρει σε Καραόκε τράβηξα το διάολό μου! Ομολογώ πάντως ότι είχε πολύ γέλιο!»

«Αχ κι εγώ θέλω να πάω σε karaoke και δε βαριέσαι, ας μου πετάξουν και σάπια λάχανα!» είπα, χτυπώντας παλαμάκια.

«Ναι, έχει πλάκα!»

«Ανδρέα, ξέρεις κάποιο karaoke στην Αθήνα;» τον ρώτησα, γυρίζοντας προς το μέρος του.

«Όχι αλλά φαντάζομαι μπορούμε να ρωτήσουμε!» απάντησε, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Τι θα πρωτοκάνεις στις τρεις μέρες που θα κάτσεις;»

«Ό,τι προλάβω!» του απάντησα ενθουσιασμένα και γύρισα προς τις άλλες δύο. «Να έρθετε κι εσείς! Pleeeeease;» τους είπα και βάλανε και οι δύο τους τα γέλια.

«Αμέ, γιατί όχι;» είπε η Κατερίνα και η Χριστιάνα συμφώνησε μαζί της, γνέφοντας με ενθουσιασμό.

«Αλήθεια, εσύ που μένεις;» με ρώτησε η Χριστιάνα, ακουμπώντας το πηγούνι της στο χέρι της.

«Ο πατέρας μου είναι στρατιωτικός και έχουμε κάνει τουρ σε όλη την Ελλάδα» απάντησα, γελώντας. «Μέχρι 6 χρονών ήμασταν Αθήνα, μετά για τρία χρόνια Γιάννενα και άλλα τρία χρόνια Θεσσαλονίκη.»

Έκανα μια παύση και μέτρησα στα δάχτυλά μου.

«Από εκεί και πάλι Αθήνα, πάλι για τρία χρόνια και μετά Χίο, επίσης για τρία χρόνια. Ο μπαμπάς μου πήρε μετάθεση και όταν τελειώσει ο Κωστής—ο αδερφός μου—το σχολείο του θα επιστρέψουμε και πάλι Αθήνα.»

«Ναι, μου το είχες πει ότι ήσουν στο γυμνάσιο συμμαθήτρια με τον Ανδρέα» είπε η Χριστιάνα, κουνώντας το κεφάλι.

«Βασικά στο ίδιο σχολείο πηγαίναμε, απλά εγώ πήγαινα γυμνάσιο και ο Ανδρέας λύκειο» διευκρίνισα.

«Όπως εμείς οι δύο. Πω-πω, είμαστε συμμαθήτριες από το νηπιαγωγείο» είπε η Χριστιάνα, κοιτάζοντας την Κατερίνα με νοσταλγία. «Μαζί στο δημοτικό, μαζί στο γυμνάσιο, μαζί στο λύκειο, μαζί και στο Πανεπιστήμιο. Και όχι απλά συμμαθήτριες, είμαστε και παιδικές φίλες!»

«Το τι χαρά κάναμε όταν είδαμε πως περάσαμε και οι δύο στην ίδια σχολή, δεν λέγεται» συμπλήρωσε η Κατερίνα, χαμογελώντας. «Ο Βαγγέλης δεν ενθουσιάστηκε αλλά έτσι είναι η ζωή!»

«Ποιος είναι ο Βαγγέλης, αν επιτρέπεται;» ρώτησα εγώ, γέρνοντας προς το μέρος της με περιέργεια.

«Το αγόρι μου» απάντησε η Κατερίνα, χαμογελώντας ντροπαλά. «Είναι ζόρι με την απόσταση αλλά τι να κάνεις;»

«Εσύ Χριστιάνα;» τη ρώτησα.

«Εγώ προς το παρόν είμαι μόνη» απάντησε, ανασηκώνοντας τους ώμους.

Ο Ανδρέας πρέπει να κοκκίνησε ελαφρώς. Αν δεν είχε τύχει να συναντηθούμε εκείνο το πρωί στο Κυλικείο μπορεί η Χριστιάνα να μην ήταν μόνη.

Συνεχίσαμε την κουβέντα όλο το βράδυ και αυτό που πρόσεξα ήταν ότι η Χριστιάνα μου έριξε κάμποσες κρυφές ματιές. Είχα κι εγώ την ανασφάλειά μου, ο Ανδρέας δεν ήταν ο μόνος του με δαύτη, ωστόσο η Χριστιάνα δεν του είχε ρίξει ούτε μια δεύτερη ματιά.

Αν κάποιον κοίταζε, αυτός ο κάποιος ήμουν εγώ. Ρε μπας; Θυμήθηκα την πρώτη φορά που είχαμε συναντηθεί τυχαία στη στάση πώς πήδηξε το βλέμμα της από τον Ανδρέα σε μένα και πάλι πίσω στον Ανδρέα και πάλι πίσω σε μένα. Μπα, δεν μπορεί, σκέφτηκα μέσα μου.

Καθίσαμε μέχρι περίπου τις 01:30 έχοντας πιει κάμποσο οι τρεις μας, ο Ανδρέας μιας και οδηγούσε είχε αρκεστεί σε μια δεύτερη μπύρα. Τα κορίτσια πάλι τα είχαμε κοπανίσει κανονικά και είχαμε λυθεί και κελαηδούσαμε. Πολύ τις έκανα κέφι και τις δύο και ομολογώ ότι τη Χριστιάνα άρχισα να την κάνω κέφι πολύ περισσότερο με άλλο τρόπο.

Αυτό δε σημαίνει ότι είχα παρατήσει το μωρουλίνι μου στην άκρη, αυτό θα έλειπε! Ο ίδιος πάντως φάνηκε να το διασκεδάζει αλλά κατά τα φαινόμενα προτιμούσε να μας ακούει από το να συμμετάσχει στην κουβέντα.

Αφήσαμε τα κορίτσια στο σπίτι που έμεναν και γυρίσαμε στο δικό μου. Ο Ανδρέας χειμώνα ή καλοκαίρι κοιμόταν μόνο με το μποξεράκι του. Του ζήτησα να το βγάλει και να ξαπλώσει γυμνός.

«Ορεξούλες;» με ρώτησε πονηρά.

«Ορεξάρες!» του απάντησα και γδύθηκα στα γρήγορα και του όρμισα!

Κατέβηκα χαμηλά και τον πήρα στο στόμα μου. Όταν του σηκώθηκε για τα καλά τον καβάλησα, εγώ δε χρειαζόμουν άλλα προκαταρκτικά. Μου ξέφυγε ένα βογγητό ηδονής νιώθοντας το μέλος του βαθιά μέσα μου. Μου άρπαξε τα στήθη και μου τα έσφιξε δυνατά κάνοντάς με να μου ξεφύγει ακόμα ένα βογγητό, μείξη ηδονής και πόνου. Άρχισα να κουνώ τη λεκάνη μου νιώθοντας το όργανό του βαθιά μέσα μου σχεδόν να με διαπερνάει.

«Κι άλλο» του φώναξα ζητώντας να μου σφίξει πιο δυνατά το στήθος. Ο Ανδρέας μου τσίμπησε δυνατά και τις δύο ρόγες και μου ξέφυγε ακόμα μια φωνή. Τον γράπωσα από τη μέση και έμπηξα σχεδόν τα νύχια μου μέσα του. Έγειρα προς τα πάνω του και άλλαξα τον τρόπο με τον οποίο κινούμουν αλλάζοντας το μπρος-πίσω με το πάνω-κάτω. Μου ξέφυγε ακόμα ένας στεναγμός και επιτάχυνα το ρυθμό μου.

Ο Ανδρέας άφησε το στήθος μου και με άρπαξε από τη μέση. Με έφερε προς το μέρος του και με κράτησε ακίνητη και άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα μου ο ίδιος με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από αυτή που θα μπορούσα να δώσω εγώ.

Ένιωσα πάλι τη ζέστη να απλώνεται μέσα μου και την αίσθηση του να με περνάει ηλεκτρικό ρεύμα. Ο Ανδρέας είχε ανεβάσει ακόμα περισσότερο το ρυθμό του και εγώ δάγκωσα το χέρι μου για να μην ακουστώ σε όλη Φορτέτσα.

«Ααααχ… μμμμμ… ααααχ ααααχ Ανδρέα μου… Ανδρέα μου… Ανδρέα… ααααχ.»

Τελειώσαμε σχεδόν μαζί, λίγο αργότερα τραβήχτηκε και όσο πιο γρήγορα μπορούσα έκανα πίσω και τον πήρα στο στόμα μου. Ίσα που πρόλαβα, ούτε μέχρι τη μέση δεν πρόλαβα να πάω προτού νιώσω το όργανό του να κάνει σπασμούς μέσα στο στόμα μου.

Το έπιασα από τη βάση του και άρχισα να το μαλάζω καταπίνοντας την κάθε ριπή του, μέχρι που σταμάτησε. Εγώ δε σταμάτησα, συνέχισα να το ρουφάω και να το πιπιλάω για λίγη ώρα ακόμα. Τραβήχτηκα απαλά και ανέβηκα προς τα πάνω και ο Ανδρέας με έφερε πάνω του και με φίλησε. Ξαπλώσαμε και με πήρε στην αγκαλιά του.

«Πώς πέρασες;» τον ρώτησα γυρνώντας το κεφάλι μου προς το μέρος του.

«Ωραία ήταν. Ειδικά όταν αρχίσατε να κελαηδάτε και οι τρεις σας!» μου απάντησε χαχανίζοντας.

«Ουφ, είχα φοβηθεί ότι βαρέθηκες!»

«Όχι! Ίσα-ίσα!» διαμαρτυρήθηκε, κουνώντας το κεφάλι. «Είχα κάτσει άκρη και σας έκανα χάζι. Εντάξει, στην αρχή ήμουν λίγο αμήχανος με την Χριστιάνα αλλά εντάξει.»

«Ανδρέα…» άρχισα, κάνοντας μια παύση και κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «Δεν ξέρω πως να στο πω… Αλλά έχω την εντύπωση ότι από τους δυο μας εγώ είμαι του γούστου της και όχι εσύ!»

«Ε;» με ρώτησε γουρλώνοντας τα μάτια με τρόπο που θα έκανε και βάτραχο πράσινο—pun intended—από τη ζήλια του.

«Εντάξει, δεν βάζω και το χέρι μου στο Ευαγγέλιο, ωστόσο τη συνέλαβα κάμποσες φορές με το βλέμμα της πάνω μου» εξήγησα, παίζοντας νευρικά με τα μαλλιά μου.

«Αφού μιλούσατε μαζί!» μου είπε αμφιβάλλοντας ακόμα.

«Όταν δε μιλούσαμε, εννοώ» διευκρίνισα, κοιτάζοντάς τον σοβαρά.

«Χμμμ…» μουρμούρισε, τρίβοντας το πηγούνι του σκεπτικά.

«Ομολογώ ότι κι εγώ ήμουν λίγο στην τσίτα στην αρχή» παραδέχτηκα, σκύβοντας το κεφάλι ελαφρά. «Δεν είστε ο μόνος ζηλιάρης, μεσιέ…»

Σταμάτησα και τον κοίταξα πονηρά.

«Οπότε όπως καταλαβαίνεις είχα τα μάτια μου τέσσερα.»

«Ώχου το μωρέ που ζηλεύει!» μου είπε χαμογελαστός, χτυπώντας με παιχνιδιάρικα στον ώμο.

«Όπως και να έχει τη συνέλαβα κάμποσες φορές να με κοιτάζει στη ζούλα.» Έκανα μια παύση και γύρισα προς το μέρος του. «Δε μου λες, δύο χρόνια εδώ, τα έχει φτιάξει με κανέναν;»

«Δεν ξέρω, πάντως ομολογώ ότι δεν την έχω δει με άντρα» απάντησε, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Και εδώ που τα λέμε ξέρω ότι έχει μοιράσει κάμποσες χυλόπιτες.»

Σταμάτησε και με κοίταξε σκεπτική. «Όμως ρε συ Φοίβη… δεν ξέρω, είχα την εντύπωση ότι ανταποκρινόταν, όταν τη φλέρταρα εννοώ.»

«Μπορεί να κάνω εγώ λάθος, τι να σου πω;» είπα, ανασηκώνοντας απορημένα τους ώμους.

«Άσε με εμένα. Εσένα πώς σου φάνηκε;» με ρώτησε, σκύβοντας ελαφρά προς το μέρος μου.

«Μ’ αρέσει» του απάντησα ειλικρινά, κοιτάζοντάς τον κατευθείαν στα μάτια.

«Αμάν, με σκότωσες» είπε, χτυπώντας το μέτωπό του με την παλάμη.

«Ρε βλαμμένο δεν είπα ότι θα σε παρατήσω για τα μάτια της» του είπα φουρκισμένη, χτυπώντας τον ελαφρά στο μπράτσο.

«Σε πειράζω, χαζούλα» μου είπε, χαμογελώντας και πιάνοντάς με από το χέρι. «Εντάξει δεν είναι και το πιο ευχάριστο πράγμα να το ακούς, αλλά είναι παράλογο να έχεις την απαίτηση να μην αρέσει κανείς άλλος άνθρωπος στο κορίτσι σου.»

Σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Και αν μη τι άλλο… εκτιμώ την ειλικρίνεια.»

«Θα σε πείραζε αν έβγαινα μόνη μου με τη Χριστιάνα;» τον ρώτησα, γέρνοντας το κεφάλι μου στο πλάι.

«Μου βάζεις δύσκολα» μου ομολόγησε, τρίβοντας νευρικά το πίσω μέρος του λαιμού του. «Σα φίλες όχι… αλλά ξέρεις, στο πίσω μέρος του μυαλού μου θα έχω και αυτό.»

«Καλά μωρό μου, δε θα βγω μαζί της αφού δε θες» του είπα, κουνώντας το κεφάλι παραιτημένα.

«Μη βάζεις στο στόμα μου λόγια που δεν είπα» διαμαρτυρήθηκε, σηκώνοντας το χέρι του. «Δεν είπα ότι δε θέλω, είπα θα είναι λίγο ζόρικο.»

«Το ίδιο δεν είναι;» τον ρώτησα, ανασηκώνοντας τα φρύδια.

«Καθόλου. Δεν είμαστε στο Ιράν των μουλάδων» απάντησε, κουνώντας αποφασιστικά το κεφάλι. «Δε θα σου πω εγώ τι μπορείς να κάνεις και τι όχι, αυτό θα έλειπε.»

«Στο τέλος της ημέρας το ίδιο είναι, μωρό μου» επέμεινα, σφίγγοντας το χέρι του. «Εννοώ ότι αν είναι να είσαι δύο ώρες στην πρίζα θα αισθάνομαι άσχημα.»

«Όχι. Σε καμία περίπτωση» είπε, γυρίζοντας να με κοιτάξει κατάματα. «Σε εμπιστεύομαι, Φοίβη μου. Δεν είσαι ούτε Σοφία ούτε Έλσα.»

Έκανε μια παύση, χαμογελώντας ελαφρά.

«Μπορεί να ζηλεύω αλλά όχι γιατί δε σε εμπιστεύομαι. Και εδώ που τα λέμε εξακολουθεί να με καυλώνει η ιδέα να συνευρεθείς ερωτικά μαζί της, αν υποθέσουμε ότι πράγματι έχει τα ίδια γούστα.»

«Δε νομίζω ότι θα δεχόταν να γίνει κάτι τη παρουσία σου ακόμα και αν το ήθελε και ακόμα και αν είχα την ολόθερμη συμπαράστασή σου να βρεθώ μαζί της» παρατήρησα, κουνώντας το κεφάλι.

«Λες να μην το καταλαβαίνω ρε Φοίβη;» είπε, γελώντας ελαφρά. «Καλές οι καυλάντες αλλά δεν είμαστε σε τσόντα.»

«Καλά, όχι ότι θα γίνει και κάτι τέτοιο… στη θεωρία λέμε» είπα, παίζοντας νευρικά με τα μαλλιά μου. «Και μόνο η σκέψη να συνευρεθώ ερωτικά με κάποιον άλλον από εσένα με κάνει να νιώθω πολύ άσχημα.»

«Με κάποιον άλλον σίγουρα!» μου είπε, κουνώντας το δείκτη του. «Με κάποιαν άλλη… δεν είμαι ιδιαίτερα φανατικός.»

«Εμ βέβαια, το νου σου στο κοκό εσύ!» τον πείραξα, δίνοντάς του μια ελαφριά σπρωξιά.

«Είπε η “όχι ορεξούλες, ορεξάρες!”» μου απάντησε κάνοντάς με να χαμογελάσω. «Έχω μια ιδέα!» είπε ξαφνικά, με τα μάτια του να λάμπουν.

«Τι ιδέα;» τον ρώτησα γεμάτη περιέργεια.

«Σκέψου τη Χριστιάνα» μου είπε και κατέβηκε προς τα κάτω.

«Ανδρέα!» του είπα ελαφρώς σκανδαλισμένη από την πρόταση.

«Σκέψου τη Χριστιάνα, μωρό μου» μου είπε και βούτηξε τη γλώσσα του στον κόλπο μου.

Μου ξέφυγε μια σιγανή φωνούλα. Ο Ανδρέας πήρε στο στόμα του την κλειτορίδα μου και άρχισε να την πιπιλάει. Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να φανταστώ ότι ανάμεσα στα πόδια μου ήταν η Χριστιάνα και με έγλειφε. Και μόνο η σκέψη έκανε το κορμί μου να τεντωθεί ασυναίσθητα. Τον άρπαξα από τα μαλλιά και τον κόλλησα πάνω μου ενώ στη φαντασία μου ήταν η Χριστιάνα που είχα αρπάξει από το μαλλί. Ένιωσα το δάχτυλό του να μπαίνει μέσα στον κόλπο μου. Στη φαντασία μου η Χριστιάνα είχε κάτσει ανάποδα και κάναμε 69.

Δεν ξέρω αν ήταν η φαντασία μου που βοηθούσε ή η εξαιρετική τέχνη του Ανδρέα αλλά έβλεπα αστεράκια. Είχα αρπάξει τα σεντόνια και τα έσφιγγα ενώ το σώμα μου τρανταζόταν χωρίς να μπορώ να το ελέγξω.

Η φαντασίωση μου είχε προχωρήσει, σκεφτόμουν τη Χριστιάνα να είναι ξαπλωμένη και να της κάνω στοματικό ενώ ο Ανδρέας με έπαιρνε από πίσω ρίχνοντάς μου σφαλιάρες. Και τότε, σα να διάβαζε τη σκέψη μου, ο Ανδρέας μου έβαλε δάχτυλο πίσω και πραγματικά είδα το Θεό.

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ…. ΜΜΜΜΜΜΜ…. ΑΑΧΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΧ»

Τα ένιωσα όλα ταυτόχρονα, τη φωτιά να φουντώνει λες και της είχα ρίξει αναμμένο σπίρτο σε ένα βαρέλι βενζίνης ενώ ταυτόχρονα έπιανα καλώδιο υπερυψηλής τάσης.

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ Ανδρέα μου… ΑΑΑΧ ΜΜΜΜ Ανδρέα… Ανδρέα…. ΑΝΔΡΕΑ!» φώναξα χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω τη φωνή μου. Ωραία, αν δε με άκουσαν μέχρι το δεύτερο όροφο να μου τρυπήσεις τη μύτη.

«Σταμάτα… σταμάτα…» του είπα ξέπνοη και μου χαμογέλασε γεμάτος από τα υγρά μου. Αυτό δεν ήταν squirting, ήταν ο Νιαγάρας!

«I take you liked it

Αντί απάντησης τον έβαλα να ξαπλώσει ανάσκελα. Το όργανό του ήταν σαν κατάρτι. Το πήρα με τη μία μέχρι το λαιμό και άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου πάνω-κάτω. Ξαφνιάστηκε λίγο από την ένταση του στοματικού που του έκανα, αλλά σαν ξάφνιασμα ήταν από τα ευχάριστα. Είχα κλείσει τα μάτια μου και όλες μου οι αισθήσεις είχαν επικεντρωθεί στις ανάσες του και τα βογγητά του.

Μου είχε προσφέρει το στοματικό της ζωής μου και δε μπορούσα να μην του το ανταποδώσω. Δεν τον έπιασα καθόλου με το χέρι, χρησιμοποίησα μόνο τα χείλη μου και τη γλώσσα μου. Πάντα τον έπαιζα και με το χέρι μου αλλιώς του ήταν δύσκολο να τελειώσει παρά το γεγονός ότι μόνο με το στόμα μου το απολάμβανε περισσότερο.

Σήμερα δε θα χρησιμοποιούσα το χέρι ακόμα και αν χρειαζόταν να τον ρουφάω μέχρι να ξημερώσει, ακόμα και αν πάθαινα κράμπα στο σαγόνι. Έβαλα όση τέχνη δεν είχα βάλει ποτέ μέχρι τώρα.

Κρίνοντας από τις ανάσες του και τα βογγητά του, πρέπει την είχε ακούσει στέρεο, κάνοντας έτσι την όρεξή μου να πολλαπλασιαστεί. Έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου, το μόνο που υπήρχε ήταν οι ανάσες του και η αίσθηση του οργάνου του στο στόμα μου.

«ΑΑΑΑΑΧ… ΑΑΑΑΑΑΧ… Φοίβη μου… ΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩ… ΧΥΝΩ…» τον άκουσα να λέει και πράγματι το όργανό του άρχισε να δονείται μέσα στο στόμα μου. Δε σταμάτησα, συνέχισα να κουνάω το κεφάλι μου πάνω-κάτω ενώ το όργανό του γέμιζε το στόμα μου με αλλεπάλληλες ριπές σπέρματος. Κατάπια και συνέχισα να τον ρουφάω και να τον γλείφω μέχρι που σχεδόν του το γυάλισα.

«Oh my fucking God» ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει. Είχε ξαπλώσει στο μαξιλάρι και κοίταζε απλανής το ταβάνι.

«Μία σου και μία μου» του είπα σκανταλιάρικα και ανέβηκα και χώθηκα στην αγκαλιά του ενώ ο Ανδρέας κοιτούσε ακόμα το υπερπέραν.

«Φοίβη…» ξεκίνησε να λέει όταν βρήκε τη φωνή του. «Έκανες… έκανες αυτό που σου είπα;»

«Το έκανα…» του είπα και συνέχισα. «Έκλεψα λίγο όμως….»

«Δηλαδή;»

«Προς το τέλος… μπήκες κι εσύ στη σκηνή. Φαντάστηκα… φαντάστηκα ότι έκανα στοματικό στη Χριστιάνα και εσύ με έπαιρνες από πίσω ρίχνοντάς μου χαστούκια στα κωλομέρια.»

«Αφού είπες ότι εκείνη μάλλον δε θα ήθελε να συμμετέχω!»

«Φαντασίωσή μου ήταν, ότι θέλω κάνω!» του απάντησα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.

«Θέλω να βγεις με τη Χριστιάνα… αλλά….»

«Αλλά;»

«Δε θα ήθελα να κάνεις κάτι περισσότερο χωρίς να το ξέρω.»

«Δε θα κάνω τίποτα περισσότερο χωρίς τη θερμή και ειλικρινή σου συμπαράσταση και μην αρχίσεις πάλι περί μουλάδων γιατί θα προβώ σε ωμότητες!» του δήλωσα.

«Σ’ αγαπάω… σ’ αγαπάω πολύ. Πολύ!» μου είπε σφίγγοντάς με πάνω του.

«Κι εγώ σ’ αγαπάω, Ανδρέα. Πολύ-πολύ-πολύ-πολύ-πολύ.»

«Λοιπόν, μούτρο, ώρα για ύπνο. Έχει πάει 2:30 και αύριο θα είμαστε σαν ξεραμένες σταφίδες!»

«Καληνύχτα μωρό μου» του είπα δίνοντάς του ένα φιλάκι.

«Καληνύχτα κοριτσάρα μου» απάντησε και με πήρε spoon hug

Πραγματικά ήταν σα να κατέβηκε ο γενικός. Ξύπνησα από τον εκνευριστικό ήχο του ξυπνητηριού. Ο Ανδρέας με είχε ακόμα στην αγκαλιά του. Τράβηξα απαλά το χέρι του και περνώντας από πάνω του—ήμουν στη μεριά, προς τον τοίχο—έκλεισα το ξυπνητήρι.

Άνοιξα το ντουλάπι και έβγαλα ένα εσώρουχο και το φόρεσα, είχα κοιμηθεί γυμνή. Έβαλα τις πιτζάμες μου—αν και κανονικά είναι ώρα που τις βγάζεις—και τεντώθηκα χωρίς να μπορέσω να συγκρατήσω ένα χασμουρητό.

Πήγα στην κουζίνα και γέμισα το βραστήρα. Όσο να βράσει το νερό πήγα και έκανα την πρωινή μου τουαλέτα και έπλυνα τα δόντια μου. Χτύπησα στα γρήγορα στην κούπα μου τον καφέ και έβαλα ζεστό νερό και μετά γάλα. Στο ενδιάμεσο είχα ανάψει την τοστιέρα για να αρχίσει να ζεσταίνεται.

Έτρωγα κάθε μέρα πρωινό από μικρή και στην Κρήτη δεν άλλαξα συνήθειες, αν και έκανα τον Ανδρέα να αλλάξει τις δικές του. Τις πρώτες μέρες που ήμασταν μαζί έτρωγε το πρωινό που του έφτιαχνα κάθε πρωί για να μη με κακοκαρδίσει, αλλά στο τέλος το συνήθισε και τώρα πλέον δεν μπορούσε να κάνει χωρίς αυτό.

Έβγαλα πορτοκάλια από το ψυγείο και τα έκοψα και έστυψα δύο ποτήρια πορτοκαλάδα. Μετά έβγαλα ψωμί για τρία τοστ και από το ψυγείο τρία κομμάτια γαλοπούλα, τρία τυρί και μια τομάτα την οποία έκοψα τη μισή σε φέτες. Άλειψα με λίγο βούτυρο την έξω μεριά των ψωμιών, έφτιαξα τα τοστ και τα έβαλα να ψήνονται. Στο ενδιάμεσο έφτιαξα και τον καφέ του Ανδρέα ο οποίος κοιμόταν ακόμα μέσα του καλού καιρού.

Πήγα στο δωμάτιο και τον χάιδεψα απαλά για να ξυπνήσει. Άνοιξε τα μάτια του και του πήρε μερικές στιγμές προσπαθώντας να καταλάβει ποιος είναι και που βρίσκεται. Η ματιά του έπεσε πάνω μου και μου χαμογέλασε.

«Καλημέρα ζουζούνα μου,» μου είπε απίστευτα τρυφερά, χαϊδεύοντάς μου απαλά το μάγουλο.

«Καλημέρα αγαπούλα,» του είπα ανταποδίδοντας το χαμόγελο και τεντώνοντας τα χέρια μου για να τον αγκαλιάσω.

Σηκώθηκε και έβαλε το μποξεράκι και τη φόρμα του. Εγώ επέστρεψα στην κουζίνα και εκείνος πήγε στην τουαλέτα. Όταν τέλειωσε και με το πλύσιμο των δοντιών του ήρθε στο τραπέζι που καθόμουν, έσκυψε, και με φίλησε. Μετά καθίσαμε και οι δύο να φάμε το πρωινό μας συζητώντας για τα πράγματα που είχαμε να κάνουμε σήμερα.

«Τι ώρα θα κατέβεις κέντρο;» με ρώτησε μασουλώντας το τοστ του.

«Κατά τις 12:00 λέω, θα κάνω κοπάνα από τη δεύτερη ώρα της γραμμικής καθώς έχω κενό μέχρι τις 14:00» του εξήγησα, παίρνοντας μια γουλιά από την πορτοκαλάδα μου.

«Ουφ, ίσα που θα σε προλάβω πριν φύγω για ΙΤΕ» μου είπε παραπονιάρικα, κάνοντας μουτράκι.

«Έχω να κάνω Pascal σήμερα και ψηφιακή σχεδίαση οπότε δε με βλέπω να επιστρέφω σπίτι πριν τις 20:00» είπα ξεφυσώντας και χτυπώντας ελαφρά το μέτωπό μου. Οι Δευτέρες μου ήταν αρκετά ζόρικες.

«Ωραία, μιας και έχουμε εδώ το φαγητό, θα έρθω από εδώ όταν τελειώσω από το ΙΤΕ» είπε, κάνοντας νόημα προς την κουζίνα.

«Να σου πω, θα έλεγα καλού-κακού πέρνα πρώτα μια βόλτα από τη Γ’, μπορεί να είμαι ακόμα εκεί» του πρότεινα, σηκώνοντας το δείκτη μου.

«Εντάξει καρδούλα μου, θα περάσω από τη Γ’ και αν δε σε βρω εκεί θα έρθω απευθείας εδώ» συμφώνησε, κουνώντας το κεφάλι.

Τελειώσαμε το πρωινό μας και ο Ανδρέας με έστειλε μέσα να ντυθώ ενώ εκείνος έπλυνε τα δύο πιάτα και τα δύο ποτήρια. Έβγαλα την πιτζάμα μου και φόρεσα από πάνω ένα καθημερινό σουτιέν και ένα μπλουζάκι. Από κάτω φόρεσα ένα τζιν παντελόνι και συμπλήρωσα το ντύσιμό μου με ένα ελαφρύ φούτερ. Έξω είχε συννεφιά και είχε αρχίσει να κάνει ψύχρα οπότε πήρα μαζί μου και ένα ελαφρύ τζιν μπουφάν.

Όταν τέλειωσε με το πλύσιμο πήγε και αυτός στο δωμάτιο και όταν βγήκε φορούσε και αυτός ένα τζιν και από πάνω ένα γκρι φούτερ. Καθίσαμε στο τραπέζι και ήπιαμε τους καφέδες μας μέχρι που πήγε 09:00. Μιας και θα πήγαινε μετά στο ΙΤΕ πήγαμε στο πανεπιστήμιο με το αυτοκίνητο το οποίο το άφησε πίσω από τα άσπρα κτήρια.

Ήταν 09:10 όταν έφτασα στο ΒΞ μπαίνοντας από την κάτω είσοδο. Η κυρία Παπαδοπούλου καθόταν στην έδρα της, διαβάζοντας τις σημειώσεις της. Περνώντας από δίπλα της την καλημέρισα και μου το ανταπέδωσε χαμογελαστή. Τη συμπαθούσα πολύ και ας είχε το ψευδώνυμο «Σούζι που τσούζει.» Κάθισα στην τρίτη σειρά των εδράνων και στις 09:15 ακριβώς άρχισε η παράδοση του μαθήματος.

Στο διάλειμμα στις 10:00 κάθισα στο αμφιθέατρο χωρίς να βγω έξω, διαβάζοντας τις σημειώσεις μου. Η Γραμμική-Ι που είχα στις 11:00 γινόταν πάλι στο ΒΞ αλλά αυτή τη φορά βγήκα για να πάρω καφέ. Πηγαίνοντας προς το κυλικείο είδα τη Χριστιάνα και την πλησίασα, κουνώντας της το χέρι.

«Καλημέρα!» της είπα χαμογελαστά.

«Καλημέρα Φοίβη!» μου απάντησε ανταποδίδοντας το χαμόγελο και στρίβοντας προς το μέρος μου.

«Πάω να πάρω καφέ» της είπα, δείχνοντας προς το κυλικείο. «Θέλεις;»

«Όχι, πρέπει να κατέβω κέντρο να πάω τράπεζα… και βαριέμαι!» απάντησε αναστενάζοντας με απόγνωση.

«Α! Κι εγώ έχω να κατέβω κέντρο, θέλω να πάω να αγοράσω εισιτήρια» είπα με ξαφνικό ενθουσιασμό στην προοπτική του μην κατέβω μόνη στο κέντρο. «Έλεγα να κατέβω στις 12:00 και να κάνω κοπάνα τη δεύτερη ώρα της Γραμμικής αλλά αν είναι να κατέβεις τώρα κάνω κοπάνα και την πρώτη.»

Σταμάτησα και την κοίταξα ερωτηματικά.

«Αλήθεια, πού είναι η Κατερίνα;»

«Η Κατερίνα θα είναι σήμερα σπίτι όλη μέρα, κάνει κούρα ομορφιάς» μου είπε γελώντας και κάνοντας κινήσεις στο πρόσωπό της. «Το βράδυ έρχεται αεροπορικώς ο Βαγγέλης της, οπότε καταλαβαίνεις.»

«The things we do for love» της είπα χαχανίζοντας, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Λοιπόν, δώσε μου μισό να πάω να πάρω την τσάντα μου και πάμε παρέα!»

«Ναι, ναι!» μου είπε χαμογελώντας και κουνώντας το κεφάλι με ενθουσιασμό. «Σε περιμένω!»

Πήγα μέσα στο αμφιθέατρο και έβαλα βιαστικά το τετράδιό μου μέσα στην τσάντα μου και την φόρεσα στην πλάτη. Βγήκα έξω όπου με περίμενε η Χριστιάνα και εκεί πετύχαμε και τον Ανδρέα που πήγαινε να πάρει καφέ, με το φλιτζάνι στο χέρι.

«Καλημέρα!» μας είπε, πλησιάζοντάς μας.

«Καλημέρα!» απάντησε η Χριστιάνα, χαμογελώντας του.

«Για που το βάλατε, τσαπερδόνες;» τις ρώτησε, κοιτάζοντάς μας πονηρά.

«Έχει και η Χριστιάνα να κατέβει στο κέντρο. Τι μια ώρα κοπάνα, τι δύο!» του εξήγησα, ανασηκώνοντας τους ώμους αδιάφορα.

«Χα! Στον Ταξίαρχο να τα πεις αυτά!» με πείραξε ρίχνοντάς μου μια παιχνιδιάρικη με το δάχτυλο στη μύτη,

«Για τρελούς ψάχνεις;» του απάντησα χαχανίζοντας.

«Ουφ, ελπίζω να μην έχει κόσμο η τράπεζα» αναστέναξε η Χριστιάνα, τρίβοντας το μέτωπό της. «Την τελευταία φορά είχα φάει ένα δίωρο εκεί, δεν είχε καθόλου πλάκα!»

Φίλησα τον Ανδρέα και ξεκινήσαμε, περπατώντας προς τη στάση. Κατεβήκαμε στην κάτω στάση και σταθήκαμε τυχερές, το λεωφορείο ήρθε σχεδόν αμέσως και, ακόμα καλύτερα, ήταν σχεδόν άδειο. Κάτσαμε δίπλα και μιλώντας περί ανέμων και υδάτων δεν καταλάβαμε καν πότε φτάσαμε κάτω. Και η Ολυμπιακή και η Εθνική ήταν στην 25ης Αυγούστου, λίγο πιο κάτω από τα Λιοντάρια. Κατεβήκαμε και οι δύο στην τράπεζα γιατί έπρεπε να τραβήξω χρήματα από το μηχάνημα.

«Δε νομίζω ότι θα αργήσω. Θα έρθω να σε βρω εδώ όταν τελειώσω!» της είπα, δείχνοντας προς την είσοδο της τράπεζας.

«Αχ, σ’ ευχαριστώ!» μου είπε, χαμογελώντας με ανακούφιση. Η Χριστιάνα μπήκε στην τράπεζα αλλά όπως την είδα απ’ έξω δεν είχε κόσμο. Μάλλον θα ξεμπέρδευε στα γρήγορα.

Εγώ πήγα στην Ολυμπιακή και έκλεισα αεροπορικά μετ’ επιστροφής από Αθήνα για Χίο στις 20/12 το απόγευμα και επιστροφή Αθήνα 8/1, πάλι με απογευματινή πτήση. Πλήρωσα και πήρα τα εισιτήρια και πήγα προς την Εθνική. Μπήκα μέσα για να πάω να κάνω παρέα στη Χριστιάνα αλλά εκείνη τη στιγμή είχε κάτσει σε ένα γραφείο και μιλούσε με ένα υπάλληλο.

Με είδε και χαμογελώντας μου έκανε νόημα ότι δε θα αργούσε, σηκώνοντας το χέρι της με τα δάχτυλα ανοιχτά, οπότε βγήκα έξω. Πράγματι, ούτε πέντε λεπτά αργότερα βγήκε και εκείνη. Ήταν ακόμα 11:30, είχαμε ξεμπλέξει και οι δύο στο τσακ-μπαμ.

«Τι, τι ώρα πρέπει να γυρίσεις πίσω; Εγώ έχω κενό μέχρι τις 14:00» τη ρώτησα, κοιτάζοντας το ρολόι μου.

«Εγώ μέχρι τις 13:00 αλλά, μεταξύ μας, βαριέμαι» απάντησε, κάνοντας ένα μορφασμό. «Πάμε για καφεδάκι;»

«Αμέ!» της απάντησα χτυπώντας παλαμάκια από τον ενθουσιασμό μου.

«Πού λες να πάμε;»

«Πάμε, Ηριδανό;»

«Ναι, καλή ιδέα!» συμφώνησε, γνέφοντας.

Ο Ηριδανός δεν είχε πολύ κόσμο εκείνη την ώρα αλλά άδειο δεν θα τον έλεγες. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι στη γωνία και παραγγείλαμε τους καφέδες μας. Η Χριστιάνα άναψε τσιγάρο, ξεφυσώντας τον καπνό αργά.

«Διορίζεσαι το προσωπικό μου γούρι! Πρώτη φορά που κατάφερα να ξεμπλέξω με την τράπεζα σε τόση λίγη ώρα!» μου είπε, τραβώντας άλλη μια γερή τζούρα από το τσιγάρο της.

«Αλήθεια, αν επιτρέπεται τι δουλειά είχες;» τη ρώτησα, γέρνοντας προς το μέρος της με περιέργεια.

«Είχα χάσει την κάρτα μου και σήμερα πήγα και πήρα την καινούργια» εξήγησε. «Ευτυχώς, δεν άντεχα στις ουρές για το ταμείο.» Έκανε μια γκριμάτσα και συνέχισε. «Τις προάλλες έφαγα δύο ώρες, γαμώ την τύχη μου!»

«Άουτς!»

«Άουτς δε θα πει τίποτα» είπε, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Χώρια που για να γλιτώνω τις βόλτες στο κέντρο έπρεπε κάθε φορά να τραβάω μεγάλο ποσό και να έχω και το άγχος αν θα με φτάσουν!»

«Ναι, το φαντάζομαι!» της είπα παρηγορητικά και άλλαξα συζήτηση. «Ο Βαγγέλης μέχρι πότε θα κάτσει;»

«Μέχρι την Κυριακή, αν θυμάμαι καλά» απάντησε, τρίβοντας το πηγούνι της σκεπτικά. «Θα τη χάσει την Κατερίνα το πανεπιστήμιο για μια εβδομάδα, μόνο στα εργαστήρια θα πηγαίνει.»

Σταμάτησε και χαμογέλασε.

«Καλά, όχι ότι έχει ανάγκη, είναι δύο εξάμηνα μπροστά, από άποψη μαθημάτων. Θέλει να ξεμπερδέψει νωρίς γιατί μετά θέλει να δώσει κατατακτήριες για Ιατρική.»

Έκανε μια παύση και πήρε μια γουλιά από τον καφέ της.

«Σε αντίθεση με εμένα που η Βιολογία ήταν πρώτη μου επιλογή εκείνη ήθελε να σπουδάσει Ιατρική αλλά την έκαψε η Έκθεση.»

«Huh! Σαν την Ελένη, μια συμφοιτήτρια του Ανδρέα» παρατήρησα, κουνώντας το κεφάλι με κατανόηση. «Και ο ίδιος ιατρική ήθελε να περάσει, έδωσε μάλιστα και δεύτερη φορά και τελικά το πήρε απόφαση και ξεκίνησε εδώ τα μαθήματα.»

Χαμογέλασα στην σκέψη.

«Πάντως του αρέσει η Βιολογία. Κι αυτός σαν την Κατερίνα—για άλλους λόγους όμως—είναι ένα έτος μπροστά, βασικά έχει βάλει στόχο τελειώνοντας φέτος να έχει συμπληρώσει όλες τις μονάδες.»

«Την ξέρω την Ελένη» μου απάντησε, κουνώντας το κεφάλι. «Βασικά τους ξέρω και τους τέσσερις της παρέας του, με είχε συστήσει ο Ανδρέας.»

Δεν ήξερα πως να το πάρω αυτό οπότε δεν μίλησα, κοιτάζοντας προς τα κάτω στον καφέ μου. Η Χριστιάνα το έπιασε και έβαλε τα γέλια.

«Χμμμ… ελπίζω να μην αισθάνεσαι άσχημα» είπε, γέρνοντας προς το μέρος μου.

«Άσχημα δεν αισθάνομαι αλλά είναι λίγο περίεργο» παραδέχτηκα, ανασηκώνοντας ελαφρά τους ώμους.

«Ναι, σε κάποιο βαθμό το κατανοώ. Κοίτα…» μου είπε και σταμάτησε, παίζοντας νευρικά με το τσιγάρο της. «Δε στο λέω για να αισθανθείς καλύτερα αλλά δε θα γινόταν κάτι μεταξύ εμού και του Ανδρέα ακόμα και αν δεν υπήρχες εσύ.»

Την κοίταξα στα μάτια και χαμήλωσε για λίγο το βλέμμα της αλλά το σήκωσε και πάλι. Δεν ήθελα να τη φέρω σε δύσκολη θέση και σταμάτησα να την κοιτάω ωστόσο το βλέμμα της έδειχνε ειλικρίνεια.

«Είναι υπέροχο παιδί ο Ανδρέας… αλλά…» άρχισε, κάνοντας μια παύση.

«Χριστιάνα μου, δε χρειάζεται να πεις τίποτα αν δε θέλεις» την διέκοψα, βάζοντας το χέρι μου μπροστά σε απολογητική χειρονομία. «Δεν ήρθα εδώ να σου κάνω ανάκριση.»

Χαμογέλασα της τρυφερά.

«Σας είχα συμπαθήσει από την πρώτη φορά που σας είδα και εσένα και την Κατερίνα και χθες σας συμπάθησα και τις δύο ακόμα περισσότερο. Δεν…»

Έκανα μια παύση και πήρα μια βαθιά ανάσα.

«Μόλις έκλεισα τα 18 μου τον Ιούλη και όσο και αν σου φαίνεται παράξενο, πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια, εδώ στην Κρήτη έκανα τις πρώτες μου φίλες, τη Μαρία και την Ελένη.»

Και της μίλησα για το γυμνάσιο και για το λύκειο και για τις δυσκολίες των εφηβικών μου χρόνων. Ένιωθα πολύ άνετα μαζί της, το ίδιο άνετα όπως με είχαν κάνει να νιώσω Μαρία και Ελένη. Είχα ανάγκη την κοινωνικοποίηση και ένα από τα πράγματα που χρωστάω στον Ανδρέα μου είναι ότι εκείνος με τον τρόπο του μου άνοιξε τους ορίζοντες.

Έβλεπα ότι ήθελε να μου μιλήσει και εκείνη, ωστόσο δεν την πίεσα. Της έδωσα το χώρο της και το χρόνο της για να την κάνω να νιώσει άνετα. Συνέχισα να της μιλάω για το παρελθόν μου μέχρι που φτάσαμε στο παρόν.

«Στην αρχή νόμιζα ότι έκαναν πουλάκια τα μάτια μου!» της είπα, χαμογελώντας στην ανάμνηση. «Πρέπει να τον κοιτούσα γύρω στο πεντάλεπτο, παρά το γεγονός ότι μέσα μου ήμουν σίγουρη ότι το αγόρι που καθόταν στο τραπέζι ήταν ο Ανδρέας.»

Έκανα μια παύση και αναστέναξα ευτυχισμένα.

«Πήγα και τον χαιρέτησα… and the rest is history.»

«Καλά το λένε… όσα φέρνει μια στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος» είπε η Χριστιάνα, χαμογελώντας αφηρημένα. «Ξέρεις…»

Σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Μπορεί… μπορεί να μη γινόταν τίποτα μεταξύ των δυο μας αλλά ο Ανδρέας είναι από τις συμπάθειές μου. Είναι εξαιρετικό παιδί, ευγενικός, γλυκομίλητος… κύριος με όλη τη σημασία της λέξης.»

Χαμογέλασε και συνέχισε.

«Ακόμα και ο τρόπος που με φλέρταρε… δεν ξέρω… Εννοώ ότι δε σκόπευα να κάνω κάτι μαζί του αλλά ομολογώ ότι μου άρεσε ο τρόπος του.»

Με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια και μου χάρισε ένα ειλικρινές χαμόγελο.

«Αλλά τι σου λέω, εσύ το γνωρίζεις καλύτερα από τον καθένα.»

«Την Τετάρτη το βράδυ θα πάμε μεξικάνικο» της είπα, αλλάζοντας θέμα και χαμογελώντας ενθουσιασμένα. «Να πεις και στην Κατερίνα και τον Βαγγέλη να έρθουν, να πάμε όλοι μαζί. Ο Τάσος έχει αυτοκίνητο και ο Νίκος μηχανάκι, μπορούμε να κατεβούμε με τον Ανδρέα!»

«Σε ευχαριστώ, θα τους το πω!» απάντησε, κουνώντας το κεφάλι ενθουσιασμένα. «Πάντως αν αποφασιστούν να κλειστούν μέσα όλη την εβδομάδα, εγώ δε σκοπεύω να κάνω τη μοναχή!»

Γέλασε και συνέχισε.

«Θα έρθω—εφόσον με θέλετε—ακόμα και μόνη μου!»

«Φυσικά και σε θέλουμε!» της είπα και της έσφιξα το χέρι ασυναίσθητα. Ταράχτηκε λίγο αλλά δεν το τράβηξε. Συνειδητοποίησα τι έκανα και αργά—για να μην καρφωθώ—τράβηξα το χέρι μου από το δικό της.

Κατά τις 13:10 πήγαμε στη στάση να περιμένουμε το λεωφορείο το οποίο ήρθε με καθυστέρηση και ήταν και γεμάτο, οπότε αναγκαστικά καθίσαμε όρθιες. Και όχι απλά ήμασταν παστωμένες σα σαρδέλες, είχε και κίνηση από πάνω με αποτέλεσμα να πάρει γύρω στα 25 λεπτά για να φτάσουμε στο Πανεπιστήμιο. Βαριόμασταν και οι δύο να ανεβούμε τις σκάλες της κάτω στάσης οπότε κατεβήκαμε στην πάνω, απέναντι από την Αθηνά.

Εκείνη σταμάτησε στην πτέρυγα Θ’ για το μάθημά της ενώ εγώ συνέχισα πηγαίνοντας στο αμφιθέατρο Γ’, όπου είχα ψηφιακή σχεδίαση, και άφησα τα πράγματά μου. Κατέβηκα στο κυλικείο και εκεί είδα τον Ανδρέα, καθισμένο σε ένα τραπέζι. Του χαμογέλασα, τον πλησίασα και του έδωσα ένα πεταχτό φιλάκι. Είχα ακόμα ένα εικοσάλεπτο μέχρι να ξεκινήσει το μάθημά μου οπότε βγήκαμε έξω, καθώς μέσα είχε πολλή φασαρία.

«Πώς περάσατε;» με ρώτησε, περνώντας το χέρι του γύρω από τη μέση μου.

«Πολύ όμορφα, θα στα πω αναλυτικά το βράδυ» του απάντησα, ακουμπώντας το κεφάλι μου στον ώμο του. «Α, ελπίζω να μη σε πειράζει, κάλεσα Χριστιάνα, Κατερίνα και Βαγγέλη να έρθουν μαζί μας στο μεξικάνικο.»

Όταν με κοίταξε ερωτηματικά, εξήγησα.

«Ο Βαγγέλης έρχεται σήμερα αεροπορικώς.»

«Όχι καρδούλα μου δεν με πειράζει» απάντησε, κουνώντας το κεφάλι. «The more, the merrier και να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω για τον Βαγγέλη, αλλά χθες τις άλλες δύο τις συμπάθησα πολύ.»

«Να ξέρεις και ότι η Χριστιάνα σε συμπαθεί πολύ» του είπα και κοκκίνησε ελαφρά. Χαμογέλασα και τον πήρα αγκαλιά. «Ανδρέα, νομίζω ότι έχω δίκιο.»

Έκανα μια παύση και τον κοίταξα στα μάτια.

«Δεν μου έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες αλλά μου έκανε ξεκάθαρο ότι δεν είχε σκοπό να κάνει κάτι μαζί σου, αλλά της άρεσε ο τρόπος που την προσέγγισες. Θα στα πω αναλυτικά το βράδυ, αν έχεις όρεξη δηλαδή!»

«Μωρέ προβολέα στα μάτια θα σου βάλω, θα τα ομολογήσεις όλα!» μου είπε βγάζοντας τη γλώσσα του και κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

Καθίσαμε λίγο ακόμα έξω και μετά ο Ανδρέας πήγε στο αυτοκίνητο για να κατέβει στις Βούτες ενώ εγώ κίνησα—χαμογελαστή ακόμα—για το μάθημά μου.


15. Χανούμ μπουρέκ

Ανδρέας

Στις 19:30 έφυγα από το ΙΤΕ και 20 λεπτά αργότερα ήμουν στην Κνωσσό. Όπως μου είχε ζητήσει η Φοίβη ανέβηκα από την Γ’ πτέρυγα. Ήταν ακόμα εκεί, μπροστά από ένα παμπάλαιο IBM συμβατό και έγραφε Pascal. Ήταν απορροφημένη και δε με είδε μέχρι που πήγα δίπλα της. Γύρισε απότομα και μου χαμογέλασε, με τα μάτια της να λάμπουν.

«Σε 5-10 λεπτάκια τελειώνω» είπε ανασηκώνοντας ελαφρά τους ώμους της.

«Ωραία, πάω στο κυλικείο να σε περιμένω» της είπα χαϊδεύοντάς την στον ώμο.

Έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό μου και μου το έσφιξε τρυφερά. Την άφησα να τελειώσει την εργασία της και πήγα με αργά βήματα να δω αν είχε βγει η βαθμολογία στην πρόοδο της υπολογιστικής βιολογίας. Χαμογέλασα πλατιά, δεκάρι. Κάθισα για λίγη ώρα να το θαυμάζω, περνώντας το δάχτυλό μου πάνω από το όνομά μου στη λίστα—ήταν το μοναδικό δεκάρι, είχε άλλα δύο 9άρια και μετά από 8,5 και κάτω. Χαμογελώντας ακόμα και νιώθοντας το στήθος μου να φουσκώνει από περηφάνια, πήγα προς το κυλικείο για να κάτσω να περιμένω τη Φοίβη. Εκείνη τη στιγμή βγήκε από το εστιατόριο η Χριστιάνα. Τη χαιρέτησα σηκώνοντας το χέρι μου και ήρθε προς το μέρος μου με γρήγορα βήματα.

«Καλησπέρα!» είπε με ένα πλατύ χαμόγελο.

«Καλησπέρα» της απάντησα κι εγώ, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι. «Έφαγες;»

«Όχι»—έκανε μια γκριμάτσα αηδίας—«όταν είδα το φαγητό που είχε αποφάσισα ότι προτιμώ να φάω κανένα τοστάκι από εδώ ή ό,τι έχει μείνει στην Αθηνά.»

«Η Κατερίνα;» ρώτησα κοιτάζοντας γύρω.

«Η Κατερίνα αυτή τη στιγμή πρέπει να είναι στο αεροδρόμιο περιμένοντας τον καλό της»—κούνησε το κεφάλι της με νόημα—«δεν στο είπε η Φοίβη;»

«Ναι μωρέ, δίκιο έχεις, μου το είπε» είπα χτυπώντας το μέτωπό μου με την παλάμη. «Έχω ένα κεφάλι σούπα, πριν λίγο σχόλασα από το ΙΤΕ.»

«Να σου πω»—έσκυψε λίγο προς το μέρος μου με ένα συνωμοτικό ύφος—«έχε το νου σου σε παρακαλώ αν από το επόμενο εξάμηνο ζητάνε φοιτητές στο ΙΤΕ, θα ήθελα να έρθω κι εγώ.»

«Αμέ! Πολύ ευχαρίστως» απάντησα ενθουσιασμένα, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι.

Εκείνη τη στιγμή κατέβηκε και η Φοίβη και ήρθε προς το μέρος μας με ελαφριά, χαρούμενα βήματα. Η Χριστιάνα είχε χαμογελάσει όταν με είχε δει αλλά όταν είδε τη Φοίβη το χαμόγελό της ήταν διαφορετικό—πιο ζεστό, πιο ειλικρινές. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω τη διαφορά αλλά ήμουν σίγουρος ότι της είχε χαμογελάσει με διαφορετικό τρόπο, τα μάτια της έλαμψαν περισσότερο.

«Γεια σας!» είπε η Φοίβη χαμογελώντας και στους δυο μας, ανοίγοντας τα χέρια της σε μια χειρονομία καλωσορίσματος.

«Γεια σου Φοίβη» της απάντησε η Χριστιάνα, παίρνοντας ένα βήμα πιο κοντά.

«Τι λέγατε;» ρώτησε η Φοίβη, κοιτάζοντας εναλλάξ εμένα και τη Χριστιάνα.

«Για το φρικαλέο φαγητό που έχει σήμερα» είπε η Χριστιάνα κουνώντας το κεφάλι της με απογοήτευση. «Έχω ακούσει ότι το άλλο εξάμηνο ή του χρόνου το εστιατόριο το παίρνει ο Κώστας.» Σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος. «Μακάρι, μπας και φάμε σαν άνθρωποι, έχω κάνει την Αθηνά πλούσια.»

«Its your lucky day» είπε η Φοίβη με ένα πονηρό χαμόγελο, σηκώνοντας το δάχτυλό της. «Χθες έφτιαξα χανούμ, θέλεις να έρθεις να φας μαζί μας;»

«Χανούμ;» ρώτησε με απορία, ανασηκώνοντας το ένα φρύδι. «Τι είναι αυτό;»

«Σου αρέσουν τα παπουτσάκια;» την ρώτησα εγώ, γέρνοντας λίγο μπροστά.

«Ναι, πολύ!» είπε κουνώντας ενθουσιασμένα το κεφάλι.

«Είναι σαν παπουτσάκια αλλά αντί για κιμά έχουν λεπτοκομμένο μοσχάρι και αντί για μπεσαμέλ λιωμένο κασέρι.» Έκανα μια κίνηση σαν να έτρωγα κάτι νόστιμο. «Θα γλείφεις και τα δάχτυλά σου, και στο λέω μετά λόγου γνώσης» είπα με πάθος ιεροκήρυκα, υψώνοντας το χέρι μου δραματικά.

«Δε σας γίνομαι φόρτωμα;» ρώτησε διστακτικά, κοιτάζοντας πότε εμένα πότε τη Φοίβη.

«Τι λες μωρέ;» Η Φοίβη έκανε ένα βήμα μπροστά και της έπιασε το χέρι. «Άκου μας γίνεσαι φόρτωμα! Θα έρθεις, το αποφάσισα!» δήλωσε δημοκρατικά, σταυρώνοντας τα χέρια της.

«Ό,τι είπε το αφεντικό» είπα εγώ σηκώνοντας τα χέρια ψηλά σε ένδειξη παράδοσης, κάνοντας και τις δύο να βάλουν τα γέλια.

«Σας… σας ευχαριστώ ρε παιδιά αλλά δεν είναι ανάγκη…» μουρμούρισε η Χριστιάνα, κοκκινίζοντας ελαφρά.

«Γκρρρ» της είπε η Φοίβη κάνοντας νύχια με τα χέρια της, προκαλώντας στη Χριστιάνα να βάλει ξανά τα γέλια.

«Παραδίνομαι!» είπε σηκώνοντας ψηλά τα χέρια, μιμούμενη την κίνησή μου.

«Who da boss?» ρώτησε η Φοίβη στα αγγλικά, δείχνοντας τον εαυτό της με τον αντίχειρα.

«You da boss?» τη ρώτησε η Χριστιάνα χαχανίζοντας.

«Attagirl!» της απάντησε η Φοίβη χτυπώντας την πλάτη της, κερδίζοντας νέο χαχανητό.

Βγήκαμε έξω και πήγαμε στο αυτοκίνητο με γρήγορα βήματα. Το είχα παρκάρει στα άσπρα κτήρια και δυο λεπτά μετά ήμασταν έξω από το σπίτι της Φοίβης. Στην πόρτα όπως πάντα είχε σκαρφαλώσει ο Σίμπα κουνώντας την ουρά του σαν παλαβός, με ολόκληρο το σώμα του να τρέμει από ενθουσιασμό.

«Ο Χριστός και η Παναγία» είπε η Χριστιάνα κάνοντας ένα βήμα πίσω. «Τι είναι αυτό το πράγμα;»

«Αυτός είναι ο Σίμπα» είπε η Φοίβη γελώντας, «και μην τον κοιτάς που είναι μεγάλος σα γάιδαρος, είναι ο μεγαλύτερος φλούφλης του νησιού» συμπλήρωσε χαϊδεύοντας τον ήδη.

«Να τον χαϊδέψω ή θα με κλάψει η μανούλα μου;» ρώτησε η Χριστιάνα, τεντώνοντας διστακτικά το χέρι της.

«Θα σε κλάψει αν δεν τον χαϊδέψεις!» απάντησε η Φοίβη γελώντας.

Η Χριστιάνα προφανώς είχε εμπειρία με τα σκυλιά καθώς μετά τη διαβεβαίωση της Φοίβης ότι ο Σίμπα είναι ήρεμος πήγε και τον χάιδεψε άφοβα, γονατίζοντας μπροστά του και λέγοντάς του γλυκόλογα. Ο Σίμπα κόντεψε να ξεριζώσει την ουρά του από το κούνημα.

«Μη του δίνεις θάρρος» είπε η Φοίβη κουνώντας το δάχτυλό της προειδοποιητικά, «γιατί θα θέλει να ανέβει πάνω σου και να σου γλείψει το πρόσωπο, είναι το αγαπημένο του χόμπι!»

«Έτσι είναι;» είπε η Χριστιάνα στον Σίμπα με παιδική φωνή. «Είσαι ένα σίχαμα; Είσαι σαλιάρης; Τι είσαι;» Έκανε παύση, κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «Όχι μωρέ! Είσαι καλό σκυλάκι εσύ! Ναι, ναι, καλό σκυλάκι!»

Τον πλησίασε ακόμα περισσότερο και ο Σίμπα χωρίς να χάσει ευκαιρία την έγλυψε στη μύτη.

«Είσαι ένα σίχαμα! Αυτό είσαι!» του είπε σκουπίζοντας τη μύτη της αλλά συνεχίζοντας να του μιλάει γλυκά, κερδίζοντας ακόμα ένα γλείψιμο στη μύτη. «Αχ, γλύκας είναι!» μας δήλωσε σηκώνοντας το κεφάλι της με τα μάτια της να λάμπουν.

Ανοίξαμε την πόρτα και μπήκαμε μέσα με το Σίμπα ξετρελαμένο από τη χαρά του να μην ξέρει που να πρωτοπάει, πηδώντας από τον έναν στον άλλο. Μπήκαμε στο σπίτι και η Φοίβη έδειξε στην Χριστιάνα την τουαλέτα με μια χειρονομία για να πάει να πλυθεί. Όταν τέλειωσε, μπήκε και εκείνη με τη σειρά της και έπλυνε χέρια και πρόσωπο, και τελευταίος πήγα εγώ.

Η Φοίβη έβγαλε από το ψυγείο το ταψί με το χανούμ—είχαν μείνει ακόμα τρεις μερίδες—και το έβαλε στο φούρνο να ζεσταίνεται. Αφού ρώτησε τη Χριστιάνα αν θέλει ψωμί και πόσο, έβγαλε τέσσερις φέτες από την κατάψυξη και τις έβαλε στην ψηστιέρα και την άναψε. Άνοιξε το ψυγείο και συνειδητοποίησε—με μια έκφραση απογοήτευσης στο πρόσωπό της—ότι μας είχαν τελειώσει οι ντομάτες. Είχε μόνο μισή για το αυριανό πρωινό.

«Ωραία, μας τέλειωσαν οι ντομάτες» είπε παραπονεμένη, σηκώνοντας τα χέρια της στον αέρα.

«Δεν πειράζει!» απαντήσαμε και οι δύο σχεδόν ταυτόχρονα, κουνώντας τα χέρια μας.

Σε δέκα λεπτά το φαγητό είχε ζεσταθεί, τα ψωμιά τα είχε βγάλει νωρίτερα από την ψηστιέρα. Έβγαλα τρία πιάτα από το ντουλάπι και της τα έδωσα με μια υπόκλιση και γελώντας ξεκίνησε να σερβίρει το φαγητό.

«Δε μου λες νεαρά»—γύρισε προς τη Χριστιάνα με ένα πλάγιο χαμόγελο—«τι προτιμάς, μπύρα ή αναψυκτικό;»

«Μπύρα!» απάντησε η Χριστιάνα σηκώνοντας το χέρι της. «Αχ βρε παιδιά, πολύ σας ευχαριστώ!» συμπλήρωσε με συγκίνηση στη φωνή της.

«Χαρά μας» της είπε η Φοίβη χαρίζοντάς της ένα από τα υπέροχα κουνελίσια χαμόγελά της και ακουμπώντας στιγμιαία το χέρι της στον ώμο της.

«Άντε, στην υγειά μας!» είπα σηκώνοντας το ποτήρι μου αφού γέμισα και τα ποτήρια των κοριτσιών. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας και πέσαμε με τα μούτρα στο φαγητό.

«Αχ, αυτό είναι πιο ωραίο από τα παπουτσάκια!» είπε η Χριστιάνα όταν δοκίμασε την πρώτη μπουκιά, κλείνοντας τα μάτια της από ευχαρίστηση. «Γεια στα χέρια σου!»

«Ευχαριστώ» είπε η Φοίβη κοκκινίζοντας ελαφρά και κοιτάζοντας κάτω στο πιάτο της.

«Θα σας το ανταποδώσω!» είπε η Χριστιάνα δείχνοντάς μας με το πιρούνι της. «Σας αρέσει το παστίτσιο;» ρώτησε κοιτάζοντάς μας εναλλάξ.

«Ναι!» απάντησα ενθουσιασμένος, χτυπώντας τα χέρια μου.

«Κι εμένα!» απάντησε με τη σειρά της η Φοίβη κουνώντας το κεφάλι της.

«Then you are in for a treat» μας είπε κλείνοντάς μας το μάτι με νόημα. «Από τη μαμά μου έχω μια συνταγή με μια μικρή παραλλαγή»—έκανε μια παύση για δραματικό εφέ—«δε θα σας την πω, θα σας την αφήσω για έκπληξη!» Χαμογέλασε πλατιά. «Τι λέτε για αύριο; Θα είναι και ο Βαγγέλης με την Κατερίνα, δεν σας πειράζει, έτσι;»

«Όχι βέβαια, γιατί να μας πειράξει;» απάντησα σηκώνοντας τους ώμους.

«Και μην ξεχάσεις»—η Φοίβη σήκωσε το δάχτυλό της—«την Τετάρτη το βράδυ μεξικάνικο και το Σάββατο βράδυ Μπάχαλο» της υπενθύμισε.

«Δεν ξέρω αν θα θέλει να έρθει η Κατερίνα με τον Βαγγέλη το Σάββατο» είπε η Χριστιάνα συνοφρυωμένη, «θα είναι το τελευταίο του βράδυ πριν επιστρέψει Αθήνα.»

«Κανείς με το ζόρι» είπε η Φοίβη κουνώντας το χέρι της αδιάφορα. «Αν δεν θέλουν να έρθουν, πάμε οι τρεις μας. Εμείς θα πούμε και στην υπόλοιπη τετράδα αλλά θα ήθελα να πάω να χορέψω ξανά, μου είχε λείψει.» Στράφηκε προς εμένα με ένα χαμόγελο. «Ο Ανδρέας χορεύει και αυτός οπότε αν δεν έρθουν οι άλλοι δε θα κάτσουμε κώλο κάτω!» δήλωσε με σιγουριά κουνώντας το κεφάλι της αποφασιστικά, κάνοντάς με να χαμογελάσω.

Τελειώσαμε το φαγητό και συνεχίσαμε την κουβέντα στο τραπέζι πίνοντας τις μπύρες μας, με τα χέρια μας να χειρονομούν καθώς μιλούσαμε. Χαμογέλασα στη σκέψη ότι ενώ υποτίθεται πως ήμουν αυτός που φλέρταρε τη Χριστιάνα, τελικά χάρη στη Φοίβη είχα μιλήσει μαζί της περισσότερο τις δύο τελευταίες μέρες παρά τα δύο προηγούμενα χρόνια.

«Παιδιά, μπορώ να ανάψω ένα τσιγάρο;» ρώτησε η Χριστιάνα κάνοντας μια αμήχανη κίνηση με το χέρι της.

«Ναι, βεβαίως» απάντησε η Φοίβη κουνώντας το κεφάλι και σηκώθηκε να ψάξει να βρει ένα τασάκι. Είχε ένα στο σπίτι αλλά ούσα μη καπνίστρια η ίδια και μη καπνιστής εγώ ήταν αχρησιμοποίητο.

Όταν έφερε το τασάκι το άφησε στο τραπέζι με μια ελαφριά κίνηση και πήγε με γρήγορα βήματα να ανοίξει λίγο το παράθυρο του σαλονιού. Εκεί θυμήθηκε—χτυπώντας το μέτωπό της—ότι είχε να ταΐσει τη συνοδεία της, οπότε βγήκε έξω και έφερε μέσα την κατσαρόλα του Σίμπα και τα πιατάκια των γατιών.

Τα είχε ονομάσει «Σάκη-Μάκη-Τάκη» αδιαφορώντας για το φύλο τους και είχα την εντύπωση ότι ο Μάκης ήταν μάλλον κοριτσάκι. Δε βαριέσαι. Έβαλε φαγητό και στους τέσσερεις αλλά πριν βγει έξω φώναξε τη Χριστιάνα κάνοντάς της νόημα με το χέρι.

«Χριστιάνα, αν θέλεις έλα εδώ! Θα δεις κάτι απίστευτο!»

Η Χριστιάνα υποκύπτοντας στην περιέργεια σηκώθηκε αμέσως και πήγε στην πόρτα που στεκόταν η Φοίβη. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα όταν είδε το Σίμπα να τρώει το φαγητό του δίπλα στα γατιά τα οποία φρόντισαν να του τριφτούν κιόλας πριν το ρίξουν και εκείνα στο φαγητό.

«Α στο καλό!» είπε η Χριστιάνα βάζοντας το χέρι στο στόμα της εντυπωσιασμένη. «Αν δεν το είχα δει με τα μάτια μου δε θα το πίστευα!»

«Και που είσαι ακόμα, έχει και συνέχεια» της είπε η Φοίβη χαμογελώντας και κλείνοντάς της το μάτι. «Αλλά θα πρέπει επίσης να το δεις με τα μάτια σου.»

Γύρισαν και οι δυο τους στο τραπέζι με χαρούμενα πρόσωπα. Στο μεταξύ το είχα μαζέψει και είχα αρχίσει να πλένω τα πιάτα και το ταψί, τα μανίκια μου ανεβασμένα.

«Μωρό μου άσε το ταψί, θα το κάνω εγώ!» μου είπε η Φοίβη πλησιάζοντάς με.

«Χα!» Σήκωσα το ένα χέρι θριαμβευτικά. «Τα στιβαρά μου μπράτσα τρίβουν πιο δυνατά!» δήλωσα τρίβοντας με μανία το ταψί που δεν έλεγε να καθαρίσει με τίποτα, το διαβολεμένο. Να δεις που στο τέλος θα το έτριβε εκ νέου η Φοίβη—μα τι διάολο, μαγικά τους έκανε και τα καθάριζε; Μέχρι στιγμής στο πλύσιμο ταψιών είχα 0/5 και το είχα πάρει πολύ πατριωτικά αυτή τη φορά.

Το βαρύγδουπο της δήλωσης έκανε και τις δύο να βάλουν τα γέλια, κρατώντας την κοιλιά τους.

«Ρόαρρρρρρ» έκανε η Φοίβη υψώνοντας τις γροθιές της στον αέρα, κερδίζοντας ακόμα ένα γύρο γέλιου, τόσο από τη Χριστιάνα όσο και από εμένα που εκείνη τη στιγμή πάλευα με το θηρίο. «Αλήθεια, τι ώρα έρχεται σήμερα ο Βαγγέλης;» ρώτησε ξαφνικά.

«Στις 20:30 θα ξεκινούσε από Αθήνα σύμφωνα με αυτά που μου είπε η Κατερίνα» είπε η Χριστιάνα κοιτάζοντας το ρολόι της, «η οποία μου ξεκαθάρισε χωρίς πολλές-πολλές περιστροφές ότι θα τη δω αύριο,» συμπλήρωσε χαμογελώντας πονηρά και ανασηκώνοντας τα φρύδια της.

Or else…?” τη ρώτησε η Φοίβη χαχανίζοντας.

Oh, yes!” απάντησε η Χριστιάνα, χαχανίζοντας με τη σειρά της.

Αποφάσισα να δεχτώ την ήττα μου από το θηρίο ως άντρας. Ξεφυσώντας δραματικά και σηκώνοντας τα χέρια μου ψηλά, άφησα το ταψί στο νεροχύτη και γύρισα προς τα κορίτσια σκουπίζοντας τα χέρια μου.

«Δε μου λέτε, έχετε όρεξη να πάμε για μπύρα;» Έδειξα το ταψί με τον αντίχειρα. «Με εκνεύρισε το ταψί και θέλω να τα πιώ για να ξεχάσω!»

«Ευχαρίστως»—η Φοίβη σταύρωσε τα χέρια της και με κοίταξε επίμονα—«αρκεί να το παραδεχτείς δημοσίως και παρουσία μαρτύρων. Who da boss?» ρώτησε κάνοντάς τη Χριστιάνα να γελάσει.

«You, da boss?» απάντησα ερωτηματικά, σηκώνοντας το ένα φρύδι.

«Με ρωτάς, μωρό μου;»

«You da boss!» απάντησα χαχανίζοντας.

«Χριστιάνα, θα έρθεις έτσι;» ρώτησε η Φοίβη γυρίζοντας απότομα.

«Έτσι θα ‘ρθω;» Η Χριστιάνα κοίταξε τα ρούχα της. «Για φαγητό είχα κατέβει, όχι για έξοδο!»

«Γιατί, εμείς είμαστε με τα φράκα, να πούμε;» Η Φοίβη έδειξε τα δικά μας ρούχα. «Κι εμείς έτσι όπως είμαστε θα έρθουμε!»

«Μέσα!» απάντησε χτυπώντας τα χέρια της. «Άλλωστε βαριέμαι να δω τηλεόραση και αν κάνω ότι χτυπάω την πόρτα τους»—έκανε μια κίνηση σαν να χτυπούσε—«παίζει να μου φέρει τίποτα βαρύ στο κεφάλι. Μην την βλέπετε έτσι μικρούλα και γλυκούλα»—έδειξε με τα χέρια της ένα μικρό ύψος—«αρπάζει εύκολα!» συμπλήρωσε αναστενάζοντας δραματικά.

Η Φοίβη σηκώθηκε και πήγε ξανά προς το παράθυρο με γρήγορα βήματα. «Χριστιάνα, έλα να δεις!» είπε κάνοντάς της νόημα και η Χριστιάνα σηκώθηκε και εκείνη με τη σειρά της και πήγε στο παράθυρο με περιέργεια.

«What??» έκανε σταματώντας απότομα όταν είδε το θέαμα με τον Σίμπα να έχει ξαπλώσει και τις γάτες να έχουν χωθεί στην αγκαλιά του. «Αυτό είναι για φωτογραφία!» δήλωσε βάζοντας τα χέρια στους γοφούς της.

«Έπρεπε να τους δεις δυο μήνες πριν» είπε η Φοίβη κουνώντας το κεφάλι της νοσταλγικά, «τότε που τα γατάκια ήταν μικρά και είχαν όρεξη για παιχνίδι και τον κυνηγούσαν σε όλο το οικόπεδο.» Γέλασε με την ανάμνηση. «Μιλάμε τραμπουκισμός, όχι αστεία! Και η πλάκα είναι ότι ο Σίμπα είναι ενός, δεν είναι ότι μεγάλωσε μαζί τους.» Ανασήκωσε τους ώμους με απορία. «Για κάποιο άγνωστο λόγο τα υιοθέτησε και πού τους χάνεις, πού τους βρίσκεις—είναι όλη τη μέρα σχεδόν μαζί!»

«Λοιπόν πάμε;» ρώτησα χτυπώντας τα χέρια μου και μου ένευσαν αμφότερες καταφατικά, κουνώντας ενθουσιασμένα το κεφάλι τους. Βγήκαμε έξω, ο Σίμπα ίσα που κούνησε το κεφάλι του να μας δει, μισανοίγοντας το ένα μάτι και συνεχίζοντας απτόητος την ξάπλα με τα γατιά. «Αυγό;» τις ρώτησα όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο, γυρίζοντας να τις κοιτάξω.

«Αυγό» απάντησε η Φοίβη σηκώνοντας τον αντίχειρά της και έβαλα μπρος.

Δέκα λεπτά αργότερα παρκάραμε στην Αγίου Τίτου και ανεβήκαμε προς την Κοραή με ελαφριά βήματα. Στο Αυγό δεν είχε πολύ κόσμο, πήγαμε και κάτσαμε σε μια άκρη, τραβώντας τις καρέκλες μας. Πριν προλάβουμε καλά-καλά να βολευτούμε ήρθε η Ηρώ—ναι, την ξέραμε με το όνομά της—να μας πάρει παραγγελίες, με το σημειωματάριό της στο χέρι.

«Δε θέλω πάλι μπύρα» είπα τρίβοντας το πιγούνι μου. «Θα πάρω μια βότκα πορτοκάλι.»

«Εμένα ένα τζιν με τόνικ» είπε η Χριστιάνα δείχνοντας με το δάχτυλο και γυρίσαμε και οι τρεις προς τη Φοίβη που ήταν αναποφάσιστη, δαγκώνοντας το κάτω χείλος της.

«Δοκίμασε malibu ανανά αν δε θέλεις βότκα πορτοκάλι κι εσύ.» Έγειρα προς το μέρος της. «Θα σ’ αρέσει!»

«Ωραία, ένα malibu ανανά λοιπόν» είπε χαμογελώντας, «να το δοκιμάσουμε και αυτό!»

«Θα σ’ αρέσει»—σήκωσα το δάχτυλό μου με σιγουριά—«είναι ελαφρύ ποτό και γλυκό!»

Πιάσαμε τη χαλαρή συζήτηση μέχρι που μας έφεραν τα ποτά μας. Της Φοίβης της άρεσε πολύ το ποτό της και σχεδόν το ήπιε μονορούφι. Υποσχόμενη ότι θα είναι πιο εγκρατής παράγγειλε και δεύτερο ποτό. Όπως και χθες είχα καθίσει στην άκρη και τις παρακολουθούσα να μιλάνε μεταξύ τους.

Ομολογώ ότι ένιωθα περίεργα μέσα μου, από τη μία μου άρεσε αυτή η διαφαινόμενη χημεία που είχαν οι δυο τους και από την άλλη, όσο και αν ντρεπόμουν γι’ αυτό, έπιασα τον εαυτό μου να ζηλεύει. Η ζήλεια μου ήταν καθαρή ανασφάλεια και η ύπαρξή της με έκανε να αισθάνομαι άσχημα, ένιωθα σα να μην εμπιστεύομαι τη Φοίβη.

Το γεγονός ότι παράλληλα το μυαλό μου έκανε εικόνα τις δυο τους γυμνές στο κρεββάτι έκανε το τουρλουμπούκι μέσα μου ακόμα μεγαλύτερο. Είχα αρχίσει προχθές, έστω και σαν καθαρά διανοητική άσκηση, να φαντάζομαι το να κάνει κάτι η Φοίβη με τη Χριστιάνα χωρίς την παρουσία μου.

Εκεί να δεις τουρλουμπούκι, η ίδια η σκέψη από τη μία μου προκαλούσε πολύ δυσάρεστα τσιμπήματα στην καρδιά και από την άλλη με καύλωνε. Χθες το βράδυ, όταν μου έκανε πίπα η Φοίβη, αυτό που σκεφτόμουν ήταν η Φοίβη και η Χριστιάνα να κάνουν μεταξύ τους 69.

Αλλά από την άλλη, τουλάχιστον στη φαντασία μου, ήμουν παρόν στη σκηνή. Πώς θα ένιωθα πραγματικά αν αυτό γινόταν τη απουσία μου; Αν γινόταν στα κρυφά η απάντηση ήταν σίγουρη: θα με σκότωνε. Τι θα έκανα αν μου ζητούσε η Φοίβη τις ευλογίες μου να το κάνει; Δεν είχα να δώσω απάντηση. Δεν ξέρω γιατί βασάνιζα τον εαυτό μου, η Φοίβη χθες μου είχε δηλώσει ορθά-κοφτά ότι κάτι τέτοιο θα έκανε μόνο εν γνώση μου και με τις ευλογίες μου.

Σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενές μου σχέσεις στη Φοίβη δεν ήθελα να χαλάω κανένα χατίρι. Τι είχε αυτό το κορίτσι πάνω της και μου έκανε αδύνατο να της πω όχι; Πάντα ήμουν περιποιητικός με τα κορίτσια με τα οποία συσχετιζόμουν αλλά με τη Φοίβη ήμουν σε άλλο επίπεδο. Ίσως ο λόγος να ήταν πως καμιά από τις πρώην μου δεν ήταν τόσο δοτικές μαζί μου όσο η Φοίβη.

Σε κάθε περίπτωση όταν η μουσική δυνάμωσε βρήκα την ευκαιρία να ελέγξω την αντίδρασή μου, χρησιμοποιώντας το ως αφορμή, καθώς Φοίβη και Χριστιάνα λόγω της έντασης της μουσικής σχεδόν φώναζαν η μία στην άλλη για να ακουστούν.

«Κορίτσια, θέλετε να κάτσετε δίπλα για να μη χρειάζεται να φωνάζετε;»

Η Φοίβη μου χαμογέλασε και αφού μου έσκασε ένα φιλάκι πήγε και κάθισε απέναντι, δίπλα στη Χριστιάνα και συνέχισαν να κελαηδάνε, είχαν πιάσει κουβέντα περί χορού και χορευτικά σε ταινίες.

Και μετά το γύρισαν και άρχισαν να συζητάνε για το fame που κατά τα φαινόμενα ήταν από τις αγαπημένες σειρές και της Χριστιάνας. Περιέγραφαν επεισόδια και σκηνές με ενθουσιασμό μικρών παιδιών. Δεν είμαι ειδικός στη γλώσσα του σώματος αλλά ο τρόπος που είχαν γείρει η μία προς την άλλη ήταν… εκκωφαντικός.

Ήπια το ποτό μου προσπαθώντας να εστιάσω στο πόσο με καύλωνε αυτό το γεγονός προκειμένου να απαλλαγώ από το συναίσθημα της ζήλειας και της κτητικότητας. Καλά το λένε, όποιος καεί με το χυλό φυσάει και το γιαούρτι.

Κάποια στιγμή που γελούσαν αναφερόμενες σε μια σκηνή η Φοίβη ασυναίσθητα πήρε τα χέρια της Χριστιάνας στα δικά της. Και τα κράτησε. Οκ, εκεί ζορίστηκα κάμποσο αλλά δεν είπα τίποτα για να μην τις φέρω σε δύσκολη θέση. Ignorance is a bliss, αν δεν μου είχε πει η Φοίβη ότι την ελκύουν κάποια άτομα του φύλου της, δε θα είχα αφιερώσει ούτε καν δεύτερη σκέψη βλέποντας τη μία να κρατάει το χέρι της άλλης.

Η Φοίβη μάλλον με κατάλαβε ότι ζορίστηκα και με μια φυσική κίνηση πήρε το ποτό της αφήνοντας τα χέρια της Χριστιάνας. Η τελευταία άναψε τσιγάρο και τράβηξε δυο-τρεις βαθιές τζούρες. Από τη μία ένιωθα ακόμα το ενοχλητικό τσίμπημα της ζήλειας αλλά από την άλλη διασκέδαζα με τον αμήχανο “χορό” τους. Η ντροπαλή αμηχανία τους μου είχε φέρει το χαμόγελο στα χείλη και προσπάθησα να συμμαζευτώ για να μην καρφωθώ.

Μετά το γύρισαν στο σινεμά και εκεί άρχισα να συμμετάσχω κι εγώ και κάποια στιγμή είχε πάει 01:30 και μιλούσαμε για μια πρωτόγονη φυλή που ζει απομονωμένη και προστατευμένη στον Ινδικό ωκεανό, έχοντας χάσει τελείως το πως φτάσαμε εκεί. Είδα το ρολόι και σφύριξα!

«Δε μου λέτε τσούπρες, να το διαλύσουμε γιατί έχει πάει 00:30;»

«Τι πράγμα;» ρώτησε απορημένη η Χριστιάνα.

«Αμάν! Όντως έχει πάει 01:30» είπε η Φοίβη κοιτάζοντας το ρολόι της. «Πώς πέρασε έτσι η ώρα;»

Φωνάξαμε την Ηρώ και πληρώσαμε και φύγαμε άρον-άρον. Δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν στην Φορτέτσα και σταμάτησα μπροστά από το σπίτι της Χριστιάνας.

«Σας ευχαριστώ πολύ για την υπέροχη βραδιά» είπε χαμογελώντας η Χριστιάνα και συμπλήρωσε «όπως είπαμε, αύριο στις 20:00 σας περιμένω εδώ!»

«Θέλεις να φέρουμε τίποτα;» τη ρώτησε η Φοίβη.

«Τους εαυτούς σας!»

Αποχαιρετιστήκαμε και κατεβήκαμε στο σπίτι της Φοίβης γιατί θέλαμε και οι δύο να κάνουμε ένα ντουζάκι, έχοντας λιακάδα σήμερα θα χρειαζόταν να ανάψουμε το θερμοσίφωνα πολύ λιγότερο απ’ όσο θα χρειαζόταν στο σπίτι μου. Η Φοίβη άναψε το θερμοσίφωνα και μου ρίχτηκε. Δεν ήμουν τελικά ο μόνος που είχε ερεθιστεί.

Μιας και χρειαζόμασταν και οι δύο ντουζάκι και μέχρι να ζεσταθεί το νερό αρκεστήκαμε στο μπαλαμούτιασμα αλλά είκοσι λεπτά αργότερα μπήκαμε στο μπάνιο κουτρουβαλώντας και γδυθήκαμε σαν να μην υπάρχει αύριο. Χωθήκαμε κάτω από το καυτό νερό και η Φοίβη χωρίς να χάσει χρόνο γονάτισε μπροστά μου και με πήρε στο στόμα της, όχι ότι πραγματικά χρειαζόταν, ήμουν ήδη ερεθισμένος.

Τη σήκωσα και την έβαλα να σκύψει προς τον τοίχο και έβαλα το χέρι μου μπροστά της και άρχισα να την παίζω. Ο τρόπος με τον οποίο γλιστρούσαν τα δάχτυλά μου μέσα της έκαναν εκκωφαντικά ξεκάθαρο ότι η υγρασία στην εν λόγω περιοχή δεν οφείλονταν στο νερό που έπεφτε πάνω μας.

«Σε θέλω» μου είπε με τόσο πάθος που δεν είχα ξανακούσει. «Σε θέλω, σε θέλω!»

Έκλεισα το νερό για να μας μείνει για αργότερα και όπως ήταν σκυμμένη μπήκα μπροστά της κάνοντάς της να της ξεφύγει ένα βογγητό. Την τράβηξα από τη μέση προς το μέρος μου και αρπάζοντάς την μετά από τα στήθη καρφώθηκα μέσα της κερδίζοντας ακόμα ένα βογγητό της. Άρχισα να κινούμαι αργά μέσα της καθώς ένιωθα πως αν άρχιζα να επιταχύνω δε θα άντεχα ούτε λεπτό.

«Πες μου…» της είπα και καρφώθηκα ξανά μέσα της. «Θέλεις να το κάνεις με τη Χριστιάνα;» τη ρώτησα με βραχνή φωνή.

«Ανδρέα…» μου είπε με φωνή που ίσα που βγήκε, αλλά εκεί καρφώθηκα ξανά μέσα της κάνοντάς της να της ξεφύγει ακόμα ένα βογγητό.

«Πες μου…» τη διέταξα ξεκινώντας να ανεβάζω το ρυθμό μου. «Το θέλεις;»

«Ναι!» μου απάντησε ξέπνοη. «Τη θέλω….»

«Τη θες πολύ μωρό μου;» της είπα και καρφώθηκα πάλι μέσα της.

«Ναι… ναι…» μου απάντησε με δυσκολία, λες και δε μπορούσε να βρει τη μιλιά της.

Τραβήχτηκα και της έδωσα μια δυνατή στον κώλο.

«Είσαι άτακτη, Φοίβη; Θέλεις κοριτσάκι;»

«Ναι… είμαι άτακτη» μου είπε δίνοντας μου το σύνθημα.

Οι ξυλιές στα βρεγμένα της κωλομέρια άρχισαν να πέφτουν συνεχείς και δυνατές. Η Φοίβη χωρίς να έχουμε συνεννοηθεί τίποτα άρχισε να μετράει. Τα μεριά της είχαν κοκκινήσει και τα χέρια μου είχαν αρχίσει να πονάνε και κάπου στις πενήντα σταματήσαμε.

«Δε φτάνει αυτό» της είπα και έτριψα το όργανό μου στην πίσω τρυπούλα της. «Θέλω το κωλαράκι σου.»

«Ό,τι… ό,τι θες!» μου απάντησε ξεψυχισμένα.

Τον έβαλα για λίγο μπροστά της για να λιπανθεί αλλά δε συνέχισα για πολλή ώρα έτσι. Τραβήχτηκα και τον ακούμπησα πίσω της και σιγά αλλά σταθερά άρχισα να τον βυθίζω μέσα της.

«Αααααχ ΜΜΜΜΜ» της ξέφυγε το βογγητό μείξη ηδονής και πόνου.

«Θες να σταματήσω;» τη ρώτησα μόνο και μόνο για να ακούσω την απάντηση.

«Όχι… μη σταματάς… Πάρε με… σκίσε με» μου είπε upping the ante!

«Αυτό θέλεις; Να σε σκίσω;» τη ρώτησα με βραχνή φωνή αρχίζοντας να βυθίζομαι όλος πίσω της.

«Αααααχ… ναι… να με… να με σκίσεις… Αααααχ μμμμμ.»

Άρχισα να επιταχύνω αλλά ήμουν τόσο ερεθισμένος που δε μου πήρε ούτε δύο λεπτά για να φτάσω το σημείο της μη επιστροφής και σφίγγοντας τα στήθη της δυνατά καρφώθηκα για τελευταία φορά.

«Χύνω… αααααχ ααααχ» φώναξα μη μπορώντας να συγκρατήσω τα βογγητά μου καθώς το όργανό μου έκανε σπασμούς αδειάζοντας το περιεχόμενό του βαθιά μέσα στο υπέροχο κωλαράκι της.

«Αααααχ…. Χύσε με… έτσι… αααααχ μμμμμμ» φώναξε την ίδια στιγμή η Φοίβη.

Τραβήχτηκα απαλά από μέσα της και την γύρισα προς το μέρος μου. Χωρίς να χάσω ούτε δευτερόλεπτο γονάτισα και έφερα το μουνάκι της μπροστά από το πρόσωπό μου. Έπαιξα με τη γλώσσα μου την κλειτορίδα της και μετά την πήρα στα χείλη μου και άρχισα να την πιπιλάω.

Κρατώντας την από τα κωλομέρια την έσπρωξα πάνω μου χωρίς να σταματήσω ούτε στιγμή το παιχνίδι των χειλιών μου και της γλώσσας μου. Έβαλα όλη μου την τέχνη και η ανταμοιβή μου ήρθε με την ορμή… χειμάρρου.

«Ανδρέα… ΑΑΑΑΑΧ Ανδρέα μου… ΜΜΜΜ ΑΑΑΑΧ Ανδρέα… Ανδρέα…»

Ρούφηξα αχόρταγα την αλμύρα της ενώ τα δάχτυλά της είχαν πλεχτεί στα μαλλιά μου κολλώντας με και πάλι πάνω της.

«Σ’ αγαπάω» της είπα. «Σ’ αγαπάω όσο δε φαντάζεσαι και άλλο τόσο»

Σηκώθηκα και με αγκάλιασε σφιχτά γέρνοντας στο στέρνο μου, τα χέρια της τυλιγμένα γύρω μου σαν να φοβόταν μήπως εξαφανιστώ.

«Κι εγώ σ’ αγαπάω Ανδρέα μου. Σ’ αγαπάω τόσο που σχεδόν με πονάει αλλά είναι…»—η φωνή της έτρεμε—«είναι υπέροχο! Είσαι υπέροχος! Είσαι ό,τι δεν τολμούσα ποτέ να ονειρευτώ!» είπε και έβαλε τα κλάματα αιφνιδιάζοντάς με.

«Γιατί κλαις καρδούλα μου;» ρώτησα χαϊδεύοντας τα μαλλιά της.

«Είμαι ευτυχισμένη» ψιθύρισε ανάμεσα στους λυγμούς της. «Με κάνεις εσύ ευτυχισμένη» μου είπε σφίγγοντάς με πάνω της ακόμα πιο δυνατά, σαν να προσπαθούσε να γίνουμε ένα.

«Είμαι δικός σου μωρό μου» της είπα κολλώντας τα χείλη μου στο κεφάλι της. «Δικός σου, όλος δικός σου και μόνο δικός σου» συνέχισα, χαϊδεύοντάς την τρυφερά στην πλάτη με κυκλικές κινήσεις.

Την κράτησα έτσι μέχρι που ηρέμισε, νιώθοντας την αναπνοή της να σταθεροποιείται, και μετά την έλουσα και την έτριψα απαλά σε όλο της το κορμί δίνοντάς της όλη μου την αγάπη και την τρυφερότητα.

Ένιωθα υπέροχα.

Όταν τελειώσαμε την άφησα να στεγνώσει τα μαλλιά της και αφού έπλυνα τα δόντια μου πήγα στο κρεββάτι και ξάπλωσα όπως πάντα φορώντας μόνο το μποξεράκι μου. Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και η Φοίβη και φόρεσε ένα καθημερινό κιλοτάκι και την πιτζάμα της και από πάνω μια κοντομάνικη μπλούζα. Πέρασε από πάνω μου προσεκτικά και πήγε στη μεριά του τοίχου και ξάπλωσε στην αγκαλιά μου, χώνοντας το κεφάλι της στο λαιμό μου.

«Ήταν πολύ όμορφη η βραδιά σήμερα και τέλειωσε ακόμα καλύτερα» της είπα χαϊδεύοντας την παιχνιδιάρικα τη μύτη με το δάχτυλό μου.

«Πολύ μ’ αρέσει όταν έχεις τέτοιες ιδέες» μου είπε σκανταλιάρικα, δαγκώνοντας ελαφρά το κάτω χείλος της. «Ομολογώ στην αρχή ξαφνιάστηκα όταν μου ζήτησες να σκεφτώ ότι είμαι με τη Χριστιάνα αλλά μετά…»—ανασήκωσε τους ώμους—«αααχ. Ειδικά από το σημείο που άρχισες να μου τις βρέχεις.» Έκανε μια παύση, παίζοντας νευρικά με το δάχτυλό της πάνω στο στήθος μου. «Παρόλο που ξέρω ότι ήταν παιχνίδι, δεν ξέρω πως να στο πω… Εννοώ…» Κούνησε το κεφάλι της μπερδεμένη. «Ούτε κι εγώ δεν ξέρω τι εννοώ. Ένιωθα ταυτόχρονα τύψεις και ερεθισμό που σκεφτόμουν τη Χριστιάνα έστω και αν το έκανα επειδή μου το ζήτησες. Και μετά… οι σφαλιάρες στα πισινά και στο τέλος που με πήρες από πίσω…»—τα μάτια της έλαμψαν—«ήταν… ήταν απογειωτικό.»

«Πολύ χαίρομαι που σου άρεσε… γιατί θα ήθελα να επαναληφθεί.» Την έσφιξα πιο κοντά μου. «Μ’ αρέσει πολύ το κωλαράκι σου και ακόμα περισσότερο όταν, έστω και δίκην παιχνιδιού, μου δίνεις αφορμή να στο κοκκινήσω και μετά να το πάρω. Και όχι μόνο αυτό…» είπα και σταμάτησα, περνώντας το χέρι μου στα μαλλιά, προσπαθώντας να βρω τις λέξεις και το θάρρος, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

«Και τι άλλο;» ρώτησε σηκώνοντας το κεφάλι της να με κοιτάξει.

«Σήμερα όλο το βράδυ…»—πήρα μια βαθιά ανάσα—«ουφ, και πως το λένε αυτό τώρα… σήμερα όλο το βράδυ σε φανταζόμουν στο μυαλό μου να κάνεις σεξ με τη Χριστιάνα. Από τη στιγμή που μου είπες ότι σε ελκύει σεξουαλικά… δε μπορώ να το βγάλω από το μυαλό μου.»

«Αυτά σκέφτεσαι βρε διεστραμμένε;» με ρώτησε παιχνιδιάρικα, χτυπώντας με ελαφρά στο στήθος.

«Αυτά και άλλα πολλά.» Έτριψα το πρόσωπό μου με το ελεύθερο χέρι. «Το μυαλό μου είναι τουρλουμπούκι, πραγματικά όμως. Από τη μία η σκέψη να συνευρεθείς ερωτικά με τη Χριστιάνα με κάνει πύραυλο και από την άλλη… είναι…»—κούνησα το κεφάλι μου—«μακάρι και να ‘ξερα τι είναι. Είναι σαν τσίμπημα στο στήθος. Με πληγώνει σα σκέψη.» Σταμάτησα και διόρθωσα τον εαυτό μου. «Όχι, η λέξη πληγώνει είναι λάθος. Με ενοχλεί, με εξοργίζει. Είσαι δική μου και δε θέλω να σε μοιραστώ με κανέναν και καμία.»

«Και ούτε πρόκειται» είπε αμέσως, ακουμπώντας το χέρι της στο μάγουλό μου.

«Πες μου ειλικρινά»—την κοίταξα στα μάτια—«δε θα ήθελες να κάνεις κάτι με τη Χριστιάνα, αν υποθέσουμε ότι έχει και εκείνη ανάλογες προθέσεις;»

«Μπορεί αν δεν υπήρχες εσύ» απάντησε χωρίς δισταγμό. «Όμως εσύ υπάρχεις και εκεί τελειώνει η υποθετική κουβέντα. Μπορεί να με ελκύει όπως φαντάζομαι και εσένα μπορεί να σε ελκύει κάποια άλλη γυναίκα»—ανασήκωσε τους ώμους—«αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα κάνω κάτι γι’ αυτό.»

«Φοίβη άκου…» της είπα παίρνοντας τα χέρια της στα δικά μου. «Αν το θες πραγματικά, το θέλω κι εγώ.»

«Ορίστε;» με ρώτησε με απορία, τραβώντας λίγο πίσω το κεφάλι της.

«Δεν ξέρω πως να το πω…» Δάγκωσα το χείλος μου. «Αν θέλεις να το κάνεις η ίδια, αν πραγματικά θέλεις να το κάνεις, θέλω να το κάνεις.»

«Ανδρέα, τι λες;» με ρώτησε με ίχνος εκνευρισμού στη φωνή, ανασηκώνοντας το σώμα της.

«Θέλω να είσαι γεμάτη!»

«Δε χρειάζομαι τη Χριστιάνα για να είμαι γεμάτη»—με σκούντηξε στο στήθος—«έχω εσένα βρε μπουνταλά!»

«Το ξέρω μωρό μου…» Κάλυψα το πρόσωπό μου με τα χέρια μου για λίγο. «Δυσκολεύομαι να εκφράσω αυτό που σκέφτομαι, δυσκολεύομαι να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά και να βρω τις κατάλληλες λέξεις.» Πήρα μια βαθιά ανάσα. «Πρόχειρα, πολύ πρόχειρα, η σκέψη του να ανακαλύψεις αυτή τη μεριά του ερωτισμού σου με τη Χριστιάνα με διεγείρει»—έκανα μια παύση—«αλλά κάπως μέσα μου νιώθω ότι αν ήσουν εσύ η ίδια που ήθελες να το κάνεις αυτό, θα μου το έκανε πιο εύκολο να το αποδεχτώ.»

«Και αν δε θέλω;» ρώτησε διασταυρώνοντας τα χέρια της.

«Τότε δε θέλεις οπότε δε χρειάζεται να το συζητάμε περισσότερο!» είπα σηκώνοντας τα χέρια μου.

«Δε θα σε πείραζε εσύ να είσαι σπίτι σου και εγώ να βγάζω τα μάτια μου με τη Χριστιάνα;» Με κοίταξε επίμονα.

«Δεν είπα αυτό»—κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Είπα ότι θα μου ήταν πιο εύκολο να το αποδεχτώ αν εσύ ήσουν εκείνη που είχες αυτή την επιθυμία. Δεν ξέρω πως να στο πω»—την κοίταξα στα μάτια—«θέλω να έχεις από εμένα ό,τι περνάει από το χέρι μου να σου δώσω.»

«Μου δίνεις και με το παραπάνω, Ανδρέα μου» είπε μαλακώνοντας και χαϊδεύοντας το μάγουλό μου. «Στο είπα… είσαι ό,τι δεν τολμούσα καν να ονειρευτώ και ακόμα παραπάνω.» Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. «Δε θέλω να κάνω κάτι που θα σε πληγώσει, η ίδια η σκέψη του να σε πληγώσω είναι σα μαχαιριά στην καρδιά μου!»

«Μπορεί και να μη με πληγώσεις, αυτό σου λέω.» Της έπιασα το χέρι και το φίλησα. «Αν το θέλεις η ίδια… αυτό είναι κάτι που περνάει από το χέρι μου να σου δώσω… δε θέλω να στο αρνηθώ, πώς να στο πω;»

«Γιατί;» ψιθύρισε.

«Γιατί σ’ αγαπάω τόσο πολύ που θέλω να σου δώσω τα πάντα. ΤΑ ΠΑΝΤΑ!» Σήκωσα λίγο τη φωνή μου από το πάθος. «Ναι το ξέρω ότι είμαστε μόλις τρεις μήνες μαζί… αλλά έτσι νιώθω.» Χαμογέλασα με νοσταλγία. «Ξέρεις κάτι; Είχα τσιμπηθεί μαζί σου από την πρώτη φορά που σε πήρα και χορέψαμε, πριν 3,5 χρόνια.» Την κοίταξα βαθιά στα μάτια. «Ήμουν ερωτευμένος μαζί σου από το πρώτο βράδι που βγήκαμε μαζί…»

Αντί απάντησης ανασηκώθηκε απότομα και με φίλησε με πάθος, τα χέρια της πλαισιώνοντας το πρόσωπό μου.

«Έτσι κι αλλιώς αυτή είναι θεωρητική συζήτηση» είπε όταν χωρίσαμε, ξαναβρίσκοντας τη θέση της στην αγκαλιά μου. «Εννοώ πως ακόμα και αν η Χριστιάνα έχει παρόμοια με τα δικά μου γούστα, γιατί να θέλει να μπει σε μια τέτοια διαδικασία;» Παίζει με το δάχτυλό της στο στήθος μου. «Δεν είμαι ελεύθερη και ούτε σκοπεύω να μείνω μόνο και μόνο για να ερευνήσω αυτή μου την πλευρά. Η Χριστιάνα γιατί να το κάνει; Γιατί να μπει σε κάτι που δεν έχει κανένα μέλλον;»

«Μπορεί και εκείνη απλά να θέλει να δοκιμάσει, πού ξέρεις;» Ανασήκωσα τους ώμους. «Εννοώ το να φασωθείς μια φορά με κάποιον δε σημαίνει ντε και σώνει ότι θέλεις να κάνεις σχέση μαζί του. Όπως και να έχει αυτό με ένα τρόπο μαθαίνεται.»

«Όχι!» είπε αποφασιστικά, σηκώνοντας το κεφάλι της.

«Αν δε θέλεις, τότε δε χρειάζεται να το συζητάμε.» Χάιδεψα τα μαλλιά της καθησυχαστικά. «Αν όμως έστω και ένα μικρό μέρος του εαυτού σου θέλει να το δοκιμάσει…» Σταμάτησα για λίγο. «Άκου, έχω μια ιδέα. Βγες μερικές φορές μαζί της, δες αν έχεις χημεία και αν και η ίδια έχει διάθεση να δοκιμάσει κάτι χωρίς δεσμεύσεις. Μην προχωρήσεις παραπάνω από ένα φιλί.» Την κοίταξα σοβαρά. «Αν… αν δω ότι αυτό δεν το αντέχω, τότε δεν το συνεχίζεις.»

«Δεν ξέρω…»—κούνησε το κεφάλι της μπερδεμένη—«δεν μπορώ να σκεφτώ… Ανδρέα δε θέλω να γίνει κάτι και να πληγωθείς.» Την ένιωσα να τρέμει στην αγκαλιά μου. «Φοβάμαι, τρέμω στη σκέψη. Και έπειτα…»—δάγκωσε το χείλος της—«έχω αρχίσει και τη συμπαθώ τη Χριστιάνα, δε θέλω να βάλω σε ρίσκο τη φιλία που πάει να αναπτυχθεί μεταξύ μας.»

«Εντάξει μωρό μου, δεν επιμένω» είπα φιλώντας την στο μέτωπο. «Θέλω να κάνεις αυτό που θέλεις εσύ, αν προτιμάς να μείνεις στο φιλικό επίπεδο με τη Χριστιάνα, τότε μείνε εκεί.» Την έσφιξα πάνω μου. «Αν θελήσεις αργότερα να διερευνήσεις και άλλες προοπτικές εδώ είμαστε και το συζητάμε. Σε αγαπάω και θέλω…»—πήρα μια βαθιά ανάσα—«θέλω να έχεις τα πάντα που μπορώ να σου δώσω.»

«Σε θέλω»

Τη φίλησα τρυφερά και άρχισα να τη χαϊδεύω απαλά στο στήθος και μετά κατέβασα σιγά-σιγά το χέρι μου και το πέρασα κάτω από την πιτζάμα και το κιλοτάκι της και έπαιξα απαλά στα δάχτυλά μου την κλειτορίδα της. Έβαλα το δάχτυλό μου μέσα της, ήταν μούσκεμα. Τη σήκωσα και τη βοήθησα να βγάλει μπλούζα, πιτζάμα και κιλοτάκι και έμεινε γυμνή. Μου κατέβασε το μποξεράκι και με πήρε στο στόμα της μέχρι που μου έγινε και πάλι κατάρτι.

Τη σταμάτησα και την έφερα δίπλα μου. Ανέβηκα από πάνω της και με το ένα μου χέρι οδήγησα το όργανό μου μέσα στον κόλπο της. Τα πόδια της με αγκάλιασαν τραβώντας με προς το μέρος της. Την κοίταξα στα μάτια και άρχισα να κινούμαι αργά και ρυθμικά μέσα της. Οι ματιές μας δεν έχασαν ούτε στιγμή η μία την άλλη, έκαναν έρωτα η μία στην άλλη με τον ίδιο τρόπο που έκανα έρωτα στη Φοίβη μου.

Δεν υπήρχε τίποτα στον κόσμο πέρα από τα μάτια της και τις εκφράσεις του προσώπου της όση ώρα δινόμασταν ο ένας στον άλλον. Ήταν απαλό, ήταν τρυφερό, ήταν στοργικό, ήταν υπέροχο. Δεν τέλειωσε κανείς από τους δυο μας και για πρώτη φορά πραγματικά συνειδητοποίησα αυτό που μου είχε πει ξανά και ξανά προσπαθώντας να μετριάσει την απογοήτευσή μου κάθε φορά που δεν τελείωνε.

Δεν είχε σημασία. Εκείνη τη στιγμή ο οργασμός δεν ήταν παρά ένα μικρό ασήμαντο κερασάκι. Ο έρωτας που κάναμε ήταν η τούρτα, ήταν εξίσου υπέροχη και χωρίς αυτό.

Ο ύπνος μας βρήκε και τους δύο αγκαλιασμένους γυμνούς.

Την επόμενη το πρωί όταν άνοιξα τα μάτια μου η Φοίβη ήταν στο ενιαίο χώρο που ήταν σαλόνι και κουζίνα και έφτιαχνε πρωινό. Κοίταξα το ρολόι μου, ήταν 08:15. Σηκώθηκα από το κρεββάτι και φόρεσα ένα μπλουζάκι γιατί έκανε ψύχρα. Πριν πάω να πλυθώ και να κάνω την πρωινή μου τουαλέτα πήγα μέσα και αγκάλιασα από πίσω τη Φοίβη που εκείνη τη στιγμή έκοβε τη ντομάτα για τα τοστ και τη φίλησα στο σβέρκο. Γύρισε και μου χαμογέλασε.

«Καλημέρα μωρό μου!»

«Καλημέρα κοριτσάρα μου!» της είπα και δίνοντάς της ακόμα ένα πεταχτό φιλάκι πήγα στην τουαλέτα. Όταν τέλειωσα και με το πλύσιμο των δοντιών γύρισα μέσα.

«Φοίβη μου, πήγαινε να ντυθείς, θα στύψω εγώ την πορτοκαλάδα»

«Σε ευχαριστώ μωρό μου. Έχε σε παρακαλώ το νου σου στα τοστ!» συμπλήρωσε και πήγε στο δωμάτιο.

Όταν τέλειωσα με το στύψιμο έβγαλα και τα τοστ που στο μεταξύ είχαν γίνει και τα έβαλα σε δυο πιατάκια και τα άφησα στο τραπέζι της κουζίνας μαζί με τα ποτήρια με την πορτοκαλάδα. Τις Τρίτες ξεκινούσαμε στις 11:00 και οι δύο οπότε τα καφεδάκια μας θα τα πίναμε στο κυλικείο. Πήγα στο δωμάτιο, η Φοίβη είχε βγάλει το μπλουζάκι που φορούσε και ήταν γυμνή από πάνω μπροστά από τη ντουλάπα της.

Χωρίς να χάσω ούτε στιγμή, πήγα από πίσω της και φιλώντας την στο σβέρκο της κατέβασα το κιλοτάκι.

«Ορεξούλες;» μου είπε παιχνιδιάρικα.

Αντί απάντησης, γονάτισα και άρχισα να γλείφω το κωλαράκι της. Λάτρευα την αλμύρα του κορμιού της σε εκείνο το σημείο μα πάνω απ’ όλα λάτρευα την αίσθηση του πόσο το απολάμβανε. Σηκώθηκα και την έβαλα να ξαπλώσει στην άκρη του κρεβατιού. Έφερα το πόδι της στο στόμα μου και άρχισα να της πιπιλάω τα δάχτυλα. Ξεκίνησα να γλείφω την πατούσα της και μετά την καμάρα της. Μετά έφερα το άλλο πόδι στο στόμα μου και επανέλαβα την κίνηση.

Γλείφοντάς και φιλώντας την στα πόδια ανέβηκα προς τα πάνω μέχρι που έφτασα στο μουνάκι της. Έτριψα το πρόσωπό μου στην υγρασία της και μετά πέρασα τη γλώσσα μου απαλά πάνω από την κλειτορίδα της, κερδίζοντας ένα στεναγμό ηδονής. Μετά την πήρα στα χείλη μου και άρχισα να πιπιλάω και να τη γλείφω ενώ ταυτόχρονα έχωσα δύο δάχτυλα στον κόλπο της, κάνοντάς την να της ξεφύγουν και πάλι φωνούλες ηδονής.

Τράβηξα τα χέρια μου και μη σταματώντας ούτε στιγμή να την πιπιλάω τα έφερα πάνω της και τη χούφτωσα με δύναμη και στα δύο στήθη. Της τσίμπησα δυνατά τις ρώγες και αυτή τη φορά η φωνή της ήταν μείξη πόνου και ηδονής.

Σταμάτησα να ασχολούμαι με τα στήθη της και της έβαλα και πάλι δύο δάχτυλα μέσα της. Μετά—και μη σταματώντας ούτε στιγμή το παιχνίδι της γλώσσας, των χειλιών και των δοντιών μου με την κλειτορίδα της, έβαλα μέσα στον κόλπο της τον αντίχειρά και μέσα στο κωλαράκι της τον δείκτη.

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΧ» φώναξε, αυτή τη φορά οι κραυγές της ήταν πιο δυνατές.

Η στάση ομολογώ ότι δεν ήταν ιδιαίτερα βολική και το χέρι μου είχε αρχίσει να κουράζεται, ωστόσο δε σταμάτησα ούτε στιγμή. Ένιωσα το σώμα της να τραντάζεται, τεντώθηκε σαν τόξο και το χέρι της που είχε όλη αυτή την ώρα στο κεφάλι μου, κόντεψε να μου ξεριζώσει το μαλλί από το σφίξιμο.

«ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ Ανδρέα… ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ Ανδρέα μου.»

Αυτή τη φορά δε με πιτσίλησε, δεν το έκανε πάντα, ούτε είχα καταλάβει τι διαφορετικό γινόταν κάθε φορά που την κατάφερνα να το κάνει. Σύμφωνα με την ίδια η ένταση του οργασμού της δεν ήταν διαφορετική ανάλογα με τον αν πιτσιλάει ή όχι οπότε το ερώτημα δεν είχε παρά ακαδημαϊκό χαρακτήρα.

«Ανδρέα μου, όχι άλλο… ΑΑΑΧ σταμάτα σε παρακαλώ» μου είπε και σταμάτησα. Σήκωσα το κεφάλι μου και της χαμογέλασα ενώ εκείνη κοιτούσε το άπειρο. Αυτή ήταν η ανταμοιβή μου, οι φωνές του οργασμού της και το απλανές βλέμμα της μετά από αυτόν.

Τη φίλησα απαλά στο μουνάκι και σηκώθηκα προς τα πάνω της και τη φίλησα και στο στόμα. Με άρπαξε από το σβέρκο και με κόλλησε πάνω της. Μετά πήγε να κατέβει προς τα χαμηλά μου, μάλλον έχοντας σκοπό να με πάρει στο στόμα της, αλλά τη σταμάτησα.

«Όχι τώρα… έχω μια καλύτερη ιδέα!»

«Τι ιδέα;»

«Στο πανεπιστήμιο… στις τουαλέτες» της είπα σκανταλιάρικα.

«Χμμμ» μου είπε και με κοίταξε με ανεξιχνίαστο βλέμμα.

«Έλα μάτια μου, ντύσου να πάμε να φάμε το πρωινό μας» της είπα και με τη σειρά μου έβγαλα το κοντομάνικο που φορούσα και πήγα και το άφησα στο καλάθι με τα άπλυτα. «Φοίβη, θα πρέπει να πάμε τα ρούχα για πλύσιμο» είπα, το καλάθι στο σπίτι της είχε γεμίσει και ομοίως κόντευε να γεμίσει και αυτό στο δικό μου. «Αύριο έχω κενό 14:00 – 16:00, θα τα κατεβάσω εγώ στο καθαριστήριο»

«Σ’ ευχαριστώ μωρουλίνι μου» την άκουσα να λέει από μέσα.

Πήγα στην κουζίνα και πήρα μια μεγάλη σακούλα και γύρισα στην τουαλέτα και άδειασα το καλάθι με τα άπλυτα. Έκλεισα τη σακούλα καλά και πήγα και την άφησα μπροστά από την πόρτα για να μην την ξεχάσουμε φεύγοντας.

Γύρισα στο δωμάτιο, η Φοίβη είχε ντυθεί με ένα μαύρο τζιν και από πάνω με ένα μακρυμάνικο μπλουζάκι που κούμπωνε μπροστά. Της ξεκούμπωσα ένα κουμπί και μου χαμογέλασε όπως πάντα. Έβαλε τις κάλτσες της και φόρεσε τις παντόφλες, τα παπούτσια τα αφήναμε στην παπουτσοθήκη δεξιά από την είσοδο. Φόρεσα και εγώ το τζιν μου και μια μακρυμάνικη μπλούζα. Γυρίσαμε και καθίσαμε στο τραπέζι της κουζίνας να φάμε το πρωινό μας.

«Σήμερα το βράδυ θέλω να κάνουμε μπανάκι παρέα, οπότε μετά τη Χριστιάνα θα γυρίσουμε σπίτι μου.»

«Εντάξει μωρό μου.»

«Τι μαθήματα έχεις σήμερα;»

«Έχω Φυσική-Ι και ασκήσεις απειροστικού και μετά Pascal. Ευτυχώς που τις είχα λύσει την Κυριακή. Έχω ωστόσο να διαβάσω Ψηφιακή και Γραμμική, οπότε αν δε σε πειράζει, στις 17:00 που θα τελειώσω θα έρθω εδώ.»

«Ωραία, ξεκινάς χωρίς εμένα και εγώ θα έρθω όταν τελειώσω στις 18:00. Ό,τι προλάβω και μετά πάμε Χριστιάνα και μετά σπίτι μου.»

«Ωραία!» μου είπε και ήπιε τις δυο-τρεις γουλιές που της είχαν μείνει από την πορτοκαλάδα της.

Τέλειωσα κι εγώ το πρωινό μου και η Φοίβη πήρε πιάτα και ποτήρια και τα έπλυνε στα γρήγορα. Κόντευε να πάει 09:00, βάλαμε τα παπούτσια μας και πήρα και τη σακούλα με τα άπλυτα. Αν δεν είχα να αφήσω τα άπλυτα στο σπίτι μου, θα είχαμε πάει με τα πόδια, το σπίτι της είναι σχεδόν δίπλα στο Πανεπιστήμιο.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και τρία λεπτά αργότερα σταμάτησα μπροστά από το σπίτι μου. Η Φοίβη δεν κατέβηκε, κατέβηκα μόνο εγώ και πήγα και άφησα τη σακούλα δίπλα από το δικό μου καλάθι με τα άπλυτα.

Σε δύο λεπτά ήμασταν στο Πανεπιστήμιο. Πάρκαρα στα άσπρα κτήρια και πήγαμε στο Πανεπιστήμιο από την κάτω είσοδο, που ήταν και το κυλικείο. Τα μαθήματα άρχιζαν στις 09:00 οπότε είχε πολύ κόσμο ουρά για να πάρει καφέ. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι και περιμέναμε, δεδομένου ότι αμφότεροι ξεκινούσαμε σήμερα στις 11:00 δεν είχαμε λόγο να βιαζόμαστε.

Ενώ περιμέναμε ήρθε και η Ελένη.

«Καλημέρα!» μας είπε και κάθισε.

«Καλημέρα» της απαντήσαμε και οι δύο. «Ο Τάσος;» τη ρώτησε η Φοίβη.

«Ο Τάσος έχει διδασκαλία ασκήσεων απειροστικού-ΙΙ στις 09:00, δεν προλάβαινε!»

«Έτσι θα πάει, χωρίς καφέ;»

«Λογικά θα έχει πάρει, χθες το βράδυ πριν φύγει μου είπε ότι θα ανέβει νωρίς σήμερα, είχε να κάνει κάποια δουλειά στο γραφείο του.»

Πήραμε τα καφεδάκια μας και συζητώντας περί ανέμων και υδάτων η ώρα πήγε 11:00, οπότε πήγαμε ο καθένας στα μαθήματά του.

«Στις 15:00 θα με περιμένεις στη Θ’» είπα στη Φοίβη.

«Έχω Pascal στις 15:00!»

«Δε θα αργήσουμε!» της είπα κλείνοντάς της το μάτι, κάνοντάς την να κοκκινήσει ελαφρά.

Η ώρα πέρασε βασανιστικά αργά αλλά επιτέλους πήγε 15:00. Η Φοίβη ήταν εκεί που είχαμε πει.

«Ακολούθησε με» της είπα.

Ανεβήκαμε στον πάνω όροφο που ήταν τα γραφεία των Καθηγητών και των μεταπτυχιακών. Είχα πει στον Τάσο να μου δώσει το κλειδί του γραφείου του και του είχα καταστήσει σαφές ότι αν εμφανιστεί απροόπτως θα τον κάνω Jimmy Hofa και επειδή ήξερε από νεότερη Αμερικάνικη ιστορία το έπιασε το υπονοούμενο. Πήγα στο γραφείο του Τάσου και ξεκλείδωσα. Το γραφείο ήταν μικρό αλλά γι’ αυτό που είχα στο νου μου δεν χρειαζόταν και ιδιαίτερος χώρος.

«Πού είμαστε;» με ρώτησε η Φοίβη.

«Στο γραφείο του Τάσου!»

«Και ο Τάσος;»

«Μακριά από εδώ, το καλό που του θέλω!» της είπα. Κλείδωσα στα γρήγορα την πόρτα και μετά όρμισα πάνω της κολλώντας την στον τοίχο.

Η Φοίβη ξαφνιάστηκε στην αρχή από το πάθος μου αλλά γρήγορα μπήκε στο νόημα και ανταποκρίθηκε. Έχοντας την κολλημένη στον τοίχο της σήκωσα τα χέρια και τα κόλλησα και αυτά πάνω του, κρατώντας τα με το ένα μου χέρι.

Με το άλλο  χούφτωσα πάνω από τη μπλούζα της το δεξί της στήθος με δύναμη και άρχισα να το μαλάζω δυνατά, ενώ η γλώσσα μου εξερευνούσε το στόμα της.

Κρατώντας πάντα σταθερά με το χέρι μου τα χέρια της κολλημένα στον τοίχο, άφησα το στήθος της και κατέβασα το χέρι μου κάτω και—με κάποια δυσκολία, το ομολογώ—της ξεκούμπωσα το παντελόνι και πέρασα το χέρι μου μέσα της.

Τη χούφτωσα πάνω από το κιλοτάκι στην αρχή και μετά, βάζοντάς το μέσα, βούτηξα το δάχτυλό μου στον κόλπο της. Η Φοίβη προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να πνίξει τα βογγητά της, κρίνοντας από την κατάσταση της ρόγας της και της υγρασίας στον κόλπο της, είχε γίνει πύραυλος.

Της άφησα τα χέρια και έλυσα τη ζώνη μου και κατέβασα το παντελόνι και το μποξεράκι. Την πίεσα ελαφρά στους ώμους και πιάνοντας το υπονοούμενο γονάτισε μπροστά μου. Την έπιασα από το κεφάλι και την κράτησα ακίνητη και έσπρωξα το όργανό μου προς το μέρος της. Το στόμα της άνοιξε πρόθυμα και με πήρε όλο μέσα του, μέχρι τη ρίζα.

Άρχισα να κινούμαι σιγά μέσα στο στόμα της από την άκρη μέχρι τη ρίζα. Η Φοίβη είχε κλείσει τα μάτια. Συνεχίζοντας να την κρατάω από το κεφάλι άρχισα να επιταχύνω το ρυθμό μου. Η αίσθηση του οργάνου μου στο στόμα της ήταν το κάτι άλλο αλλά ο τρόπος και το μέρος που το κάναμε το απογείωνε. Παρά το γεγονός ότι ήμουν τόσο καυλωμένος που σχεδόν πονούσα, συνεχίσαμε με αυτό το ρυθμό γύρω στα δέκα λεπτά.

Ένιωσα το τέλος να έρχεται και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα τελευταίο βογγητό, καθώς έμεινα ακίνητος μέσα στο στόμα της και το όργανό μου ξεκίνησε τους σπασμούς, γεμίζοντάς το στόμα της με αλλεπάλληλες ριπές σπέρματος.

Ακόμα και όταν άδειασα τελείως, η Φοίβη συνέχισε να παίζει το όργανό μου με τη γλώσσα της και όταν τραβήχτηκα έξω έδωσε στο κεφαλάκι ένα απαλό φιλί. Μετά σήκωσε το βλέμμα της πάνω μου. Δεν είχα ιδέα πώς ήταν το βλέμμα μου αλλά φαντάζομαι κάτι του στυλ «αυτός τώρα μιλάει με το Θεό.»

Σηκώθηκε και τη φίλησα με πάθος στο στόμα. «Και τώρα μπορείς να πας στο μάθημά σου» της είπα και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα γελάκι. «Τα λέμε σπίτι σου στις 18:00, μωρό μου.»

«Όχι!» μου είπε παραπονιάρικα. «Θα τα πούμε και στις 16:00 και στις 17:00, έτσι θα με αφήσεις;»

«ΙΙΙΙΙΙ! Είμαι απαράδεκτος!» της είπα με χαμηλωμένο το κεφάλι.

«Και θα τιμωρηθείς» μου δήλωσε με σιγουριά.

«Αρκεί να μην αργήσουμε να πάμε στη Χριστιάνα» της είπα νιώθοντας ωστόσο ένα περίεργο μυρμήγκιασμα στη σκέψη του πώς θα είναι η τιμωρία. Δεν είχα φανταστεί ποτέ τον εαυτό μου να της τρώει από κάποιον αλλά η ιδέα να μου το κάνει αυτό η Φοίβη… μμμμμμμ. «Πώς θα με τιμωρήσεις;»

«Θα δεις!» μου είπε και με άφησε στη γλυκιά αγωνία.

Τα είπαμε και στα δύο διαλείμματα και στις 17:00 με φίλησε με τόσο πάθος—λες και θα έκανε κανένα χρόνο να με δει, ξέρω γω—και κίνησε για το σπίτι της. Εγώ γύρισα στο μάθημά μου αλλά το μυαλό μου ήταν αλλού. Ειδικά η ώρα μεταξύ 17:00 – 18:00 φάνηκε σα να διαρκεί δυο-τρεις αιώνες παρόλο που το bioinformatics ήταν από τους αγαπημένους μου τομείς.

Δεν είχα αποφασίσει ακόμα πιο τομέα θα ακολουθούσα στο μεταπτυχιακό, με τραβούσαν με την ίδια ένταση γενετική μηχανική, εξελικτική βιολογία και bioinformatics αν και ομολογώ ότι η εργασία μου στο ΙΤΕ ήταν κυρίως στον πρώτο τομέα.

Στις 18:00 έφυγα σα σίφωνας προς τα άσπρα κτίρια που είχα παρκάρει και σε τρία λεπτά ήμουν σπίτι της. Ο Σίμπα μου έκανε τις συνηθισμένες του χαρές και με δαύτον μπερδεμένο στα πόδια μου—και με τη βιασύνη που είχα—απορώ πως δε φάγαμε τα μούτρα μας.

Μου είχε αφήσει το κλειδί στην πόρτα. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα και έβγαλα τα παπούτσια μου. Η Φοίβη καθόταν στον καναπέ φορώντας μόνο ένα μωβ δαντελωτό φανελάκι το οποίο τόνιζε τα στήθη της με τρόπο που με ξετρέλαινε και από κάτω το ασορτί δαντελωτό κιλοτάκι.

Ήταν καθισμένη όλη στον καναπέ κρατώντας αγκαλιά τα πόδια της. Δε μου μίλησε, μου έκανε νόημα με το δάχτυλο να την πλησιάσω, πράγμα που έκανα σα μαγνητισμένος.

Μου πέταξε ένα μαξιλάρι στο πάτωμα και πιάνοντας το υπονοούμενο γονάτισα πάνω του. Γύρισε προς το μέρος μου και μου άπλωσε το πόδι της. Πήρα όλα τα δάχτυλα στο στόμα μου και άρχισα να τα γλείφω και να τα φιλάω. Συνέχισα να το κάνω μέχρι που η ίδια με σταμάτησε και μου έδωσε το άλλο της πόδι στο οποίο είχε επανάληψη.

«Πήγαινε στο ντουλάπι και φέρε μου το μαύρο μου το τσαντάκι» με διέταξε και σηκώθηκα από το μαξιλάρι και πήγα και της το έφερα και της το έδωσα.

Σηκώθηκε και ξυπόλητη πήγε και κάθισε στο τραπέζι. Έβγαλε το βιβλίο της Φυσικής και ένα τετράδιο. Μετά άνοιξε το τσαντάκι και μου έδωσε ένα μπουκαλάκι και βαμβάκι.

«Περιποιήσου τα πόδια μου. Πρώτα θα τα ξεβάψεις και μετά θα τα βάψεις με το χρώμα που θα σου πω» μου είπε.

Πήρα το μαξιλάρι και κάθισα πάνω του. Το όργανό μου πήγαινε να σπάσει μέσα στο παντελόνι μου. Η Φοίβη χωρίς να μου ρίξει άλλη ματιά γύρισε προς το πλάι και άρχισε να γράφει.

Όταν τέλειωσα και με το τελευταίο δάχτυλο χωρίς να μου μιλήσει μου έδωσε δύο βερνίκια.

«Το κρεμ θα το απλώσεις σε όλο το νύχι εκτός από την άκρη. Την άκρη θα τη βάψεις με αυτό» μου είπε και μου έδειξε ένα άλλο βερνίκι, άσπρο.

«Μάλιστα» της είπα και έβαλα βαμβάκι ανάμεσα στα δάχτυλά της.

Ξεκίνησα από το μεγάλο δάχτυλο και το έβαψα προσεκτικά στην άκρη με το άσπρο μανό. Ο καλός Θεούλης με είχε προικίσει με εξαιρετικά σταθερό χέρι—αχ, το όνειρό μου να γίνω χειρουργός—και όταν τέλειωσα με το άσπρο έπιασα το κρεμ και το άπλωσα στρωτά. Όταν τέλειωσα επιθεώρησα προσεκτικά τη δουλειά μου.

«Καλό είναι;» τη ρώτησα. Κοίταξε το πόδι της προσεκτικά.

«Εξαιρετικό, ευχαριστώ Ανδρέα μου» μου είπε χαμογελαστή.

«Ωραία» χαμογέλασα κι εγώ και έπιασα να κάνω το επόμενο. Όσο μικρότερο ήταν το νύχι τόσο περισσότερο παιδευόμουν αλλά δεν το έβλεπα καθόλου σαν αγγαρεία. Αν αυτό ήταν …τιμωρία, θα προσπαθούσα να είμαι άτακτος όλη την ώρα!

Το γεγονός ότι η ίδια συνέχισε να διαβάζει χωρίς να μου δίνει σημασία με έκανε να νιώθω ότι την υπηρετώ και εκεί που ο παλιός Ανδρέας θα άρχιζε τα καντήλια, ο Ανδρέας της Φοίβης ένιωθε την καρδιά του να χοροπηδάει μέσα στο στέρνο του.

Όταν τέλειωσα με τα πόδια της μου έδωσε και της έκανα με τον ίδιο τρόπο και τα χέρια αλλά αυτή τη φορά δε μπορούσε να γράφει, οπότε αρκέστηκε στο διάβασμα, γυρνώντας σε κάθε χέρι την καρέκλα της για να τη βολεύει στο γύρισμα της σελίδας.

Το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό. Η Φοίβη είχε όμορφα, μακριά και λεπτά δάχτυλα και ο συνδυασμός που είχε επιλέξει—τότε δεν ήξερα ότι λέγεται Γαλλικό—ήταν υπέροχος. Ανυπομονούσα να στεγνώσουν τα πόδια της για να τα ξαναπάρω στο στόμα μου.

Στο τέλος η Φοίβη έκανε κάτι ακόμα καλύτερο. Με έβαλε να ξαπλώσω ανάσκελα στο πάτωμα με το μαξιλάρι και ακούμπησε πάνω μου τα πόδια της σα να ήμουν υποπόδιο. Αυτό ήταν τιμωρία… όχι γιατί δε μου άρεσε, ΤΟ ΛΑΤΡΕΨΑ, αλλά το όργανό μου την είχε ακούσει στέρεο.

Και η τιμωρία είχε συνέχεια… δεν το ήξερα αλλά εκείνη την ημέρα θα ζούσα την πρώτη μου στέρηση οργασμού.

Αχ, Φοίβη!


16. Take the first step

Φοίβη

Ένιωθα περίεργα, όμορφα περίεργα. Ο Ανδρέας στα πόδια μου έκανε το υποπόδιο και εγώ προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στο διάβασμά μου, πράγμα όχι ιδιαίτερα εύκολο. Έστω και αν ξέραμε και οι δυο μας ότι δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι, η εξουσία που είχα πάνω του αυτή τη στιγμή ήταν απίστευτα ηδονική.

Ήταν πολύ μπερδεμένο μέσα μου καθώς στο γραφείο του Τάσου είχε συμβεί ακριβώς το αντίθετο και μέσα μου δεν μπορούσα να αποφασίσω ποιο μου άρεσε περισσότερο.

Ήταν τόσο ίδιο και συνάμα τόσο διαφορετικό. Λάτρευα να του δίνομαι όπως λάτρευα να μου δίνεται. Είχα γονατίσει μπροστά του στο γραφείο του Τάσου με την ίδια προθυμία που έδειχνε αυτή τη στιγμή ο Ανδρέας ξαπλωμένος κάτω έχοντας τα πόδια μου πάνω του.

Στο γραφείο του Τάσου ένιωθα πως ό,τι και αν μου ζητούσε θα το έκανα με τον ίδιο τρόπο που εδώ και λίγη ώρα ο Ανδρέας έκανε ό,τι του ζητούσα.

Ίσως γι’ αυτό ταιριάζαμε τόσο πολύ, το πόσο μας γέμιζε να προσφέρουμε ο ένας στον άλλον, ενώ ταυτόχρονα μοιραζόμασταν τα πάντα, λες και ήμασταν χρόνια μαζί. Από το πρώτο βράδυ που με φίλησε στη Χιτζάζ, δεν είχε περάσει ούτε μια νύχτα που να μην είμαστε μαζί.

Μαζί κοιμόμασταν, μαζί ξυπνούσαμε, μαζί διαβάζαμε και κοντά του δεν υπήρχε ούτε μια βαρετή στιγμή. Ακόμα και αν δεν κάναμε τίποτα και μόνο η παρουσία του ήταν αρκετή για να νιώθω γεμάτη.

Η ιδέα της συνεύρεσης με τη Χριστιάνα ήταν περισσότερο δική του «εμμονή»—αν μου επιτρέπεται η έκφραση—παρά δική μου. Δε λέω, ένιωθα φυσική έλξη για τη Χριστιάνα και, παραδέχομαι, περιέργεια να εξερευνήσω κάθε πτυχή του ερωτισμού μου—που μέχρι τρεις μήνες πριν κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου—αλλά όχι στο βαθμό του να νιώσω ότι πρέπει να κάνω κάτι γι’ αυτό.

Μου είπε χθες το βράδυ πως αν το ήθελα πραγματικά θα το ήθελε και εκείνος αλλά η αλήθεια είναι ότι μάλλον το ανάποδο συνέβαινε, περισσότερο το σκεφτόμουν επειδή το ανέφερε ο ίδιος παρά μόνη μου.

«Ανδρέα μου, σήκω από το πάτωμα»

«Γιατί; Καλά κάθομαι!» μου απάντησε και μου έβγαλε τη γλώσσα.

Είχα ορέξεις πάλι. Θα προτιμούσα αντί να μου κάνει το υποπόδιο να μου κάνει στοματικό. Χμμμ…

Τράβηξα τα πόδια μου από πάνω του. Υλοποιώντας την ιδέα που μου ήρθε εκείνη τη στιγμή, κατέβασα στα γρήγορα παντελόνι και το κιλοτάκι και κάθισα πάνω του, ανοίγοντας τα πόδια μου και φέρνοντας το αιδοίο μου στο πρόσωπό του.

Με κοίταξε χαμογελαστός και μπαίνοντας στο νόημα άρχισε να με πιπιλάει και να με γλείφει. Έκλεισα τα μάτια μου και αφέθηκα στην περιποίηση που μου πρόσφερε το στόμα του. Με άρπαξε από τα κωλομέρια και σχεδόν με έσφιξε πάνω στο πρόσωπό του.

Το κορμί μου είχε μυρμηγκιάσει και πάλι. Αυτό… αχ…

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» φώναξα μη μπορώντας να συγκρατηθώ μεγαλώνοντας ακόμα περισσότερο τον ενθουσιασμό του Ανδρέα. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» φώναξα πάλι όταν ένιωσα το δάχτυλό του να μπαίνει βαθιά πίσω μου.

Την πρώτη φορά που μου είχε πει ότι είχε φαντασιωθεί τον απαυτό μου είχα νιώσει έντονη αμηχανία και να που τώρα το δάχτυλο του μέσα του πολλαπλασίαζε την απόλαυση που μου πρόσφερε το στόμα του.

Έχασα οποιαδήποτε αίσθηση του χρόνου, υπήρχε μόνο η αίσθηση της γλώσσας και των χειλιών του στην κλειτορίδα μου και τον κόλπο μου και του δάχτυλού του που μπαινόβγαινε στην πίσω τρυπούλα μου. Ένιωσα πάλι σα να με διαπερνά ρεύμα και με το πίσω μέρος του χεριού μου έκλεισα το στόμα μου και… η έκρηξη, ΘΕΕ ΜΟΥ!

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΧ Ανδρέα μου…» φώναξα καθώς το χέρι που σχεδόν δάγκωσα δεν κατάφερε να πνίξει τα βογγητά και τους στεναγμούς ηδονής μου.

Τα πόδια μου έτρεμαν, με μεγάλη δυσκολία κατάφερα να σηκωθώ από πάνω του.

«Μω… μωρό μου…» είπα ξέπνοη.

«Σου άρεσε, καρδούλα μου;»

«Αχ… Δεν… αχ… Ήταν… Θεέ μου… Σ’ ευχαριστώ Ανδρέα μου… Σ’ ευχαριστώ!»

Χαμογελώντας, από το ένα αυτί μέχρι το άλλο, σηκώθηκε και με κοίταξε στα μάτια.

«Σ’ αγαπάω» μου είπε απλά.

«Σ’ αγαπάω» του απάντησα και ξάπλωσα το κεφάλι μου στο στέρνο του ενώ τα χέρια του με αγκάλιασαν χαϊδεύοντάς με τρυφερά στην πλάτη.

Με τούτα και με κείνα είχε πάει 19:15 και στις 20:00 έπρεπε να είμαστε στη Χριστιάνα. Είχα ανάψει το θερμοσίφωνα όταν είχα έρθει, καθώς σήμερα είχε συννεφιά, οπότε χωρίς άλλη καθυστέρηση μπήκαμε και οι δύο στο μπάνιο.

Ο Ανδρέας όπως πάντα με έλουσε και με έτριψε από την κορυφή μέχρι τα νύχια, τα υπέροχα βαμμένα από εκείνον νύχια. Του είχα τάξει τιμωρία και υποτίθεται ότι του είχα ζητήσει να μου ξεβάψει και να μου βάψει μετά—με γαλλικό παρακαλώ!—τα νύχια σαν μικρή αγγαρεία—η ίδια το βαριόμουν πολύ!—αλλά το είχε κάνει με τόσο ενθουσιασμό που κατάλαβα ότι εκείνος μόνο ως αγγαρεία δεν το έκανε. Μετά τον έβαλα να μου κάνει το υποπόδιο και ο κύριος είχε κάτσει του καλού καιρού και μου χάιδευε και μου έγλειφε τα πόδια.

Χμμμ… μου έμενε κάτι ακόμα! Είχα έμπνευση σήμερα.

Γονάτισα και τον πήρα στο στόμα μου και άρχισα να τον ρουφάω και να τον γλείφω με ενθουσιασμό. Το έκανα για αρκετή ώρα έχοντας επικεντρωθεί στις ανάσες του και στην αίσθηση του οργάνου του στο στόμα μου, είχα μάθει να καταλαβαίνω πότε πλησίαζε το τέλος, τόσο από τις ανάσες όσο και από τον τρόπο με τον οποίον δονούνταν το όργανό του πριν αρχίσει τους τελικούς του σπασμούς. Όταν ένιωσα ότι πλησιάζουμε σε εκείνο το σημείο τραβήχτηκα.

«Για τιμωρία δε θα τελειώσεις σήμερα!»

«Θα με αφήσεις έτσι;» μου είπε παραπονιάρικα και παραλίγο να τον ξαναπάρω στο στόμα μου αλλά έστω και με τα χίλια ζόρια έδειξα χαρακτήρα.

«Τιμωρία που ήθελες να με αφήσεις χωρίς αγκαλίτσα στα διαλείμματα»

«Συγνώμη μωρό μου» μου είπε και με έσφιξε πάνω του και με φίλησε. «Δε θα το ξανακάνω, στο υπόσχομαι!» μου είπε κάνοντάς με να λιώσω.

«Άντεεεε» του είπα παραπονογλυκουλινιάρικα.

Και παραλίγο να κάνουμε έρωτα μέσα στο μπάνιο αλλά αυτή τη φορά ήταν ο Ανδρέας που έδειξε χαρακτήρα.

«Αφενός είμαι τιμωρία και δεν είμαι σίγουρος ότι δε θα τελειώσω με το που μπω μέσα σου και αφετέρου μας περιμένουν! Μην πάμε με άδεια χέρια, να πάμε να πάρουμε και κανένα γλυκό!»

«Έχεις δίκιο μωρουλίνι μου.»

Σκουπιστήκαμε και ο Ανδρέας πήγε μέσα να ντυθεί αφήνοντάς με να στεγνώσω τα μαλλιά μου με το πιστολάκι. Εκείνος ντύθηκε με μια απλή μακρυμάνικη μπλούζα και ένα τζιν. Εγώ διάλεξα μια μαύρη μίνι κρουαζέ φούστα και από πάνω ένα μπεζ αμάνικο πλεχτό μπλουζάκι με σχετικά βαθύ ντεκολτέ, που λάτρευε ο Ανδρέας, και τέλος το ασορτί με την φούστα σακάκι.

«Πώς σου φαίνομαι;» ρώτησα κάνοντας μια στροφή.

«Εκθαμβωτική!» μου απάντησε μονολεκτικά, με τα μάτια του να με κοιτάζουν από πάνω μέχρι κάτω.

«Αχ, γι’ αυτό σ’ αγαπάω!» του είπα χαμογελώντας του παιχνιδιάρικα και σκύβοντας για ένα γρήγορο φιλί.

«Φοίβη, σοβαρά μιλάω.» Με έπιασε από τους ώμους. «Είσαι ΕΚΘΑΜΒΩΤΙΚΗ!»

«Σ’ ευχαριστώ πολύ μωρουλίνι μου!» του είπα ενώ η καρδιά μου έκανε πέντε τούμπες από τη χαρά της.

«Το σίγουρο είναι ότι δε θα κάνεις εύκολη τη ζωή της Χριστιάνας αν όντως…» άφησε τη φράση στη μέση με ένα νόημα.

«Μήπως είναι too much;» τον ρώτησα ξαφνικά ανήσυχη, κοιτάζοντας κάτω το μπλουζάκι μου.

«Όχι, μια χαρά είσαι.» Χαμογέλασε πλατιά. «Έχεις υπέροχα στήθη και αυτό το μπλουζάκι τα αναδεικνύει.»

«Αχ αχ!» απάντησα χαμογελώντας σα χαζό και κοκκινίζοντας ελαφρά.

«Και που ξέρεις, μπορεί να μην είμαστε μόνο δύο αυτοί που θα …θαυμάσουν!» συνέχισε με πονηρό ύφος.

«Ε;» έκανα μπερδεμένη.

«Σε εμένα αρέσουν σίγουρα!» Ανασήκωσε τους ώμους. «Φαντάζομαι ότι το ίδιο θα ισχύει και για το αγόρι της Κατερίνας, δε θυμάμαι πως τον λένε, αν και το καλό που του θέλω είναι να δείξει εγκράτεια»—έκανε μια απειλητική γκριμάτσα—«γιατί αν δεν τον φυτέψει η Κατερίνα θα τον φυτέψω εγώ!»

«Οθέλλο μου εσύ!» του είπα χαϊδεύοντάς τον στο μάγουλο.

«Όχι που θα το κάνουμε εδώ αμέρικαν μπαρρρρ!» είπε με έμφαση στο ρο.

«Ενώ ας πούμε αν αρέσουν στην Χριστιάνα—φαντάζομαι αυτή είναι η τρίτη—όλα μια χαρά ε;» τον πείραξα.

«Γι’ αυτό εκκρεμεί δικαστική απόφαση!» απάντησε σοβαρά.

«Τα καλά και συμφέροντα, αυτό έχω να πω!» κούνησα το κεφάλι μου.

«Ναι, γιατί εσένα σε χαλάει!» αντεπιτέθηκε.

«Τώρα μιλάμε για της αδερφές των άλλων!» του είπα βγάζοντας τη γλώσσα μου.

«Άντε, βάσανο»—με τράβηξε από το χέρι—«πάμε να πάρουμε κανένα γλυκό. Δε μου λες; Μήπως να σταματήσουμε και σε καμιά κάβα να πάρουμε και κρασί;»

«Εγώ βάσανο;» του έκανα παραπονιάρικα τη λυπημένη θλίψη, κοιτάζοντάς τον με κουταβίσιο βλέμμα.

«Το γλυκύτερο βασανάκι του κόσμου!» μου είπε χαμογελαστά δίνοντάς μου ένα τρυφερό πεταχτό φιλάκι και χτύπησα παλαμάκια με τα χέρια μου, όπως έκανα κάθε φορά που κάτι με ενθουσίαζε.

«Τι κρασί ταιριάζει με το παστίτσιο;» ρώτησα ξύνοντας το κεφάλι μου.

«Δεν έχω ιδέα από κρασιά. Ρωτάμε στην κάβα!»

Πριν φύγουμε έβαλα φαγητό στην …αγέλη μου—τρέχοντας ο Σίμπα ήρθε κουνώντας την ουρά του—και μπήκαμε στο αυτοκίνητο και κατηφορίσαμε στην Κνωσσού για να βρούμε ζαχαροπλαστείο και κάβα. Από το ζαχαροπλαστείο πήραμε μια τούρτα σοκολάτα και ένα κουτί σκαλτσούνια και από την κάβα—αφού ρωτήσαμε τον υπάλληλο που μας κοίταξε με ένα επαγγελματικό χαμόγελο—ένα Αγιωργίτικο Νεμέας.

«Ανδρέα, στο ψυγείο σου έχουν μείνει τομάτες;» τον ρώτησα καθώς μπαίναμε στο αυτοκίνητο.

«Νομίζω ότι πρέπει να έχω δυο-τρεις» απάντησε σκεπτικός.

«Μήπως να περάσουμε από Χαλκιαδάκη να πάρουμε καμιά τομάτα;» πρότεινα.

«Δε χρειάζεται Φοίβη μου, έχω δυο-τρεις ντομάτες, μας φτάνουν για τα τοστάκια μέχρι το Σάββατο το πρωί που θα πάμε για ψώνια.»

«Φιλάκι;» του είπα γλυκουλινιάρικα, σκύβοντας προς το μέρος του.

«Πολλά φιλάκια!!!!!» μου είπε και με πήρε αγκαλιά και με κάτσιασε και τον κάτσιασα κι εγώ, όχι παίζουμε!

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο γελώντας και πέντε λεπτά αργότερα παρκάραμε έξω από το σπίτι τους. Τα κορίτσια είχαν νοικιάσει σε ένα διώροφο και έμεναν στο δεύτερο όροφο. Χτυπήσαμε το κουδούνι και όταν μας άνοιξε μπήκαμε μέσα και ανεβήκαμε τα σκαλιά.

Στην είσοδό της μας περίμενε η Χριστιάνα που φορούσε ένα πολύ όμορφο μάξι φόρεμα με εμφατικά διακριτικό ντεκολτέ—δε μπορούσα να το περιγράψω αλλιώς—και η Χριστιάνα είναι γυναίκα που έχει πρόσωπο και σώμα μοντέλου. Δεν υπερβάλλω: η τελευταία, μετά την παλιά μας συμμαθήτρια, τη Μπίλι, είναι η πιο όμορφη κοπέλα που έχω γνωρίσει.

Ο Ανδρέας ξεροκατάπιε δίπλα μου, αφενός γιατί η Χριστιάνα ήταν κούκλα και αφετέρου διαπιστώνοντας ότι μάλλον είχε ντυθεί πιο πρόχειρα απ’ όσο θα έπρεπε.

«Καλώς τους» μας είπε η Χριστιάνα χαμογελώντας πλατιά και την πήρα αγκαλιά και φιληθήκαμε σταυρωτά.

Τα στήθη μας ακούμπησαν το ένα το άλλο και ένιωσα μια υπέροχη ανατριχίλα να με διαπερνά.

«Καλώς σε βρήκαμε» της είπα με ζεστασιά. Ο Ανδρέας δίστασε λίγο στην αρχή—τον είδα να διστάζει—αλλά μετά τη φίλησε σταυρωτά και εκείνος.

«Βρε τι κουβαλήσατε;» Η Χριστιάνα κοίταξε τις τσάντες με απορία. «Δεν ήταν ανάγκη!» συνέχισε, χαμογελώντας όταν τις έδωσα.

«Εμ τι, πρώτη φορά σπίτι σου έτσι θα ερχόμασταν;» απάντησα υπαινισσόμενη το αυτονόητο.

«Ναι αλλά τώρα με κάνεις να αισθάνομαι άσχημα»—έκανε μια γκριμάτσα—«χθες ήρθα με άδεια χέρια!»

«Άλλο χθες» της είπα κλείνοντάς της το μάτι. «Χθες δεν ήρθες, σε ήρθαμε» συμπλήρωσα κάνοντάς την να χαμογελάσει πλατιά.

Περάσαμε μέσα. Το διαμέρισμά της ήταν δυάρι, μικρό μεν, με εξαιρετική διαρρύθμιση δε. Δυάρι ήταν και το δικό μου και του Ανδρέα αλλά και στους δυο μας η κουζίνα και το σαλόνι ήταν ενιαία. Στο διαμέρισμα της Χριστιάνας η κουζίνα ήταν σε δικό της χώρο. Το σαλόνι της ήταν αρκετά μεγάλο και εκτός από καναπέ και δύο πολυθρόνες είχε και τραπεζαρία.

«Η Κατερίνα και ο Βαγγέλης;» ρώτησα τη Χριστιάνα κοιτάζοντας γύρω.

«Θα έρθουν σε λίγο.» Έκανε μια χειρονομία προς τον καναπέ. «Καθίστε, καθίστε. Θέλετε να πιείτε κάτι;» μας ρώτησε.

«Εγώ μια μπύρα θα την έπινα» είπε ο Ανδρέας τρίβοντας τα χέρια του.

«Εγώ δε θέλω μπύρα, θα πιώ μετά κρασί» είπα με τη σειρά μου.

«Θέλεις χυμό; Αναψυκτικό;» ρώτησε στρέφοντας το βλέμμα της σε μένα.

«Ναι, θα πιώ μια 7-up, αν έχεις.»

«Έχω. Σας τα φέρνω σε δύο λεπτά!»

Σηκώθηκε και πήγε μέσα αλλά την ακολούθησα αμέσως. Στην κουζίνα είχε τρεις ντομάτες κομμένες στη μέση—μάλλον είχε αρχίσει να κόβει σαλάτα όταν ήρθαμε.

«Με την άδειά σου» της είπα και, χωρίς πραγματικά να ζητήσω την άδεια, άρχισα να κόβω τις τομάτες.

«Βρε! Άστα κάτω!» διαμαρτυρήθηκε κάνοντας να μου πάρει το μαχαίρι.

«Έχεις να βάλεις μπύρα και αναψυκτικό εσύ!» της είπα τραβώντας το μαχαίρι και συνέχισα.

Πήρα το μεγάλο κρεμμύδι που είχε βγάλει στον πάγκο και έκοψα τις δύο του άκρες και μετά το ξεφλούδισα και το έκοψα ρίχνοντάς το μέσα στο μπολ. «Τι άλλο θα βάλουμε στη σαλάτα;»

«Πιπεριές, αν τις τρώτε»—με κοίταξε ερωτηματικά—«ελιές και φέτα και φυσικά αλάτι, λάδι και ρίγανη!»

«Τις τρώμε» της απάντησα και η Χριστιάνα άνοιξε το ψυγείο και μου έδωσε δυο πράσινες πιπεριές, το τάπερ με τις ελιές και τη φέτα.

«Αχ Φοίβη μου σ’ ευχαριστώ πολύ!» μου είπε χαρίζοντάς μου ένα γλυκό χαμόγελο και ακουμπώντας το χέρι της στον ώμο μου. «Πάω να δώσω τη μπύρα στον Ανδρέα και επιστρέφω!»

«Τίποτα, Χριστιάνα μου!» της είπα και πήρα τις πιπεριές και αφού τις έπλυνα άρχισα να τις κόβω.

Όταν τελείωσα έριξα και τις ελιές αλλά πριν κόψω τη φέτα έριξα αλάτι και ρίγανη και ανακάτεψα καλά τη σαλάτα με τα χέρια μου. Μετά έκοψα δύο μεγάλα κομμάτια φέτα και έριξα από πάνω λάδι και συμπλήρωσα ακόμα λίγη ρίγανη.

«Έτοιμη η σαλάτα» της δήλωσα περήφανα όταν επέστρεψε στην κουζίνα.

«Ωραία!» Χτύπησε τα χέρια της. «Το παστίτσιο το έκλεισα λίγο πριν έρθετε» είπε και έδειξε το φούρνο στον οποίο είχε ανοίξει την πόρτα. Σε αντίθεση με εμένα και τον Ανδρέα το σπίτι της Χριστιάνας είχε κανονικού μεγέθους κουζίνα.

«Αλήθεια, του χρόνου τι θα κάνετε;» ρώτησα στηριζόμενη στον πάγκο.

«Θα πάρω το παπάκι του αδερφού μου αναγκαστικά.» Ανασήκωσε τους ώμους. «Αγόρασε μηχανή μεγαλύτερου κυβισμού και ήταν να το πουλήσει αλλά τελικά θα το πάρω εγώ. 125 κυβικά είναι, μη νομίζεις, αλλά μια χαρά θα κάνει τη δουλειά του.»

«Έχεις δίπλωμα μηχανής;» ρώτησα με ενδιαφέρον.

«Ναι, και μηχανής και αυτοκινήτου» απάντησε με περηφάνια. «Τα έβγαλα με το που έκλεισα τα δεκαοχτώ μου,» συμπλήρωσε.

«Ο ψωριάρης χώρια;» ακούσαμε από το σαλόνι την παραπονεμένη φωνή του Ανδρέα.

«Ooops» είπε χαχανίζοντας η Χριστιάνα αλλά εγώ θύμωσα με τον εαυτό μου.

Πήγαμε μέσα τρέχοντας και πήγα και κάθισα δίπλα στον Ανδρέα και τον πήρα αγκαλιά, χώνοντας το κεφάλι μου στο λαιμό του.

«Συγνώμη μωρουλίνι μου, μας έπιασε η πάρλα!»

«Τι να σε κάνω που σ’ αγαπάω;» είπε χαϊδεύοντάς με στα μαλλιά.

«Aww!» έκανε χαμογελαστή η Χριστιάνα βάζοντας το χέρι στην καρδιά της, αλλά εκείνη τη στιγμή χτύπησε η πόρτα και πήγε και άνοιξε και πέρασαν μέσα η Κατερίνα με ένα χαμογελαστό νεαρό άνδρα με μακρύ μαλλί, μουστάκι και μούσι, ο οποίος υπέθεσα ότι ήταν ο Βαγγέλης.

«Γεια σας, γεια σας» είπε η Κατερίνα χαρούμενα. «Από εδώ ο Βαγγέλης. Βαγγέλη, ο Ανδρέας και η Φοίβη» είπε δείχνοντάς μας. Είχαμε σηκωθεί από τον καναπέ όταν μπήκαν τα παιδιά.

«Χαίρω πολύ» είπε ο Ανδρέας χαμογελαστός και έδωσε το χέρι του στον Βαγγέλη που ανταπέδωσε χαιρετισμό και χειραψία.

«Χαίρω πολύ» είπα δίνοντάς του το χέρι. Η χειραψία του ήταν στιβαρή και πολύ το χάρηκα—με εκνεύριζε απίστευτα το «νεκρό» χέρι.

«Παιδιά συγνώμη αλλά θα σκάσω» είπε ο Βαγγέλης ξεφυσώντας και έβγαλε τη μακρυμάνικη που φορούσε. Από μέσα φορούσε μια κοντομάνικη μαύρη μπλούζα που είχε το σκίτσο κάποιου μουσικού, αν κρίνω από την κιθάρα.

«Randy Rhoads» φώναξε ο Ανδρέας ενθουσιασμένος δείχνοντας τη μπλούζα. Το χαμόγελο του Βαγγέλη έγινε ακόμα πλατύτερο. «Πω-πω, το να μάθω το σόλο στο Mr. Crowley ήταν το πιο ζόρικο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου και ο Randy το έπαιζε σα να μην τρέχει κάστανο!»

«Παίζεις κιθάρα;» τον ρώτησε ο Βαγγέλης ακόμα πιο ενθουσιασμένος, με τα μάτια του να λάμπουν.

«Ναι και κλασσική και ηλεκτρική.» Ο Ανδρέας έξυσε το κεφάλι του. «Δε στο κρύβω ότι το ενδιαφέρον μου για την ηλεκτρική κιθάρα ξεκίνησε την πρώτη φορά που άκουσα σόλο του Randy

«Ήταν γίγαντας…» είπε ο Βαγγέλης και αναστέναξαν και οι δύο λες και τους είχαν πέσει έξω τα καράβια.

«Ήταν;» ρώτησα με απορία.

«Ναι, σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα το ‘82. Ήταν 26 χρονών» μου απάντησε ο Βαγγέλης αναστενάζοντας. Και εκεί, ξεχνώντας την ύπαρξή μας, έπιασαν οι δυο τους ενθουσιώδη συζήτηση για metal και rock και μείναμε τα τρία κορίτσια να κοιταζόμαστε.

«Δε θα τελειώσουν ούτε αύριο» είπε η Κατερίνα κουνώντας το κεφάλι της. «Κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.»

«Θα έρθετε αύριο μαζί μας στο μεξικάνικο, έτσι;» ρώτησα την Κατερίνα ενώ η Χριστιάνα πήγε μέσα στην κουζίνα και γύρισε φέρνοντας ένα κουτί μπύρα και ένα ποτήρι το οποίο έδωσε στην Κατερίνα.

«Ναι, ναι!» απάντησε ενθουσιασμένα. «Για το Σάββατο δεν ξέρω, όχι ότι εγώ δε θέλω, αλλά αφενός η μουσική που φαντάζομαι ότι θα παίζει δεν είναι του γούστου του Βαγγέλη και αφετέρου θα είναι και το τελευταίο του βράδυ εδώ.»

«Πόσο καιρό είστε μαζί;» ρώτησα με περιέργεια.

«Ουυυ, από την πρώτη λυκείου.» Χαμογέλασε με νοσταλγία. «Εκείνος τότε πήγαινε τρίτη. Μόνο που ο Βαγγέλης πέρασε Αθήνα, πολυτεχνείο, εμένα με έκαψε η έκθεση.»

«Ναι, μου το είπε η Χριστιάνα.»

«Τι είπε η Χριστιάνα;» ρώτησε η τελευταία όταν επέστρεψε στο σαλόνι. Ανδρέας και Βαγγέλης είχαν ξεχάσει ότι υπάρχουμε συνεχίζοντας την ενθουσιώδη συζήτηση περί μουσικής με μεγάλες χειρονομίες.

«Ότι η έκθεση έκαψε την Κατερίνα» εξήγησα.

«Χριστιάνα, να σου πω»—η Κατερίνα σηκώθηκε απότομα—«βγάλε το παστίτσιο γιατί αλλιώς δε μας βλέπω να τρώμε» είπε δείχνοντας τα αγόρια.

«Πάμε» είπα και σηκώθηκα κι εγώ. «Έρχομαι να σε βοηθήσω.»

Η Κατερίνα έστρωσε το τραπεζομάντιλο και εγώ με την Χριστιάνα πήγαμε μέσα να φέρουμε το φαγητό. Η Χριστιάνα πήρε το ταψί με το παστίτσιο—μύριζε υπέροχα—και εγώ πήρα τη σαλάτα και το ψωμί. Όσο η τελευταία ταχτοποιούσε το ταψί στο τραπέζι, πήγαμε με την Κατερίνα στην κουζίνα και φέραμε πιάτα, μαχαιροπίρουνα και ποτήρια.

«Ανδρέα, Βαγγέλη, τι θα πιείτε;» τους ρώτησα υψώνοντας τη φωνή μου. «Έχουμε μπύρες, αναψυκτικά και κρασί.»

«Τι κρασί;» ρώτησε ο Βαγγέλης γυρίζοντας προς εμένα.

«Αγιωργίτικο Νεμέας, μας είπαν στην κάβα ότι πάει με το παστίτσιο.»

«Θαυμάσια! Κρασί τότε» απάντησε τρίβοντας τα χέρια του.

«Κι εγώ κρασί θα πιώ» είπε και ο Ανδρέας.

Καθίσαμε και οι τέσσερείς μας στο τραπέζι ενώ η Χριστιάνα μας γέμισε τα πιάτα με γενναιόδωρες μερίδες. Έβαλα κρασί στα ποτήρια του Ανδρέα, του Βαγγέλη και στο δικό μου. Η Χριστιάνα, όπως και η Κατερίνα, επέλεξαν μπύρα.

«Καλωσήρθατε!» είπε η Χριστιάνα σηκώνοντας το ποτήρι της όταν κάθισε και εκείνη στο τραπέζι.

«Καλώς σε βρήκαμε» απαντήσαμε οι υπόλοιποι σχεδόν με μια φωνή.

Ξεκινήσαμε να τρώμε. Έκοψα ένα κομμάτι από το παστίτσιο και παρατήρησα με έκπληξη ότι κάτω-κάτω είχε ψημένο φύλλο. Ο συνδυασμός του τραγανιστού φύλλου με το μακαρόνι, τον πικάντικο κιμά και τη μπεσαμέλ ήταν μια πανδαισία.

«Μμμ, υπέροχο!» είπα κλείνοντας τα μάτια από ευχαρίστηση. «Δεν ήξερα ότι βάζουν φύλλο στο παστίτσιο!»

«Δεν βάζουν κανονικά»—η Χριστιάνα χαμογέλασε περήφανα—«ήταν η έκπληξη που σας έλεγα χθες το βράδυ. Ελπίζω να σας αρέσει!»

«Άμα δε φάμε και το ταψί, τυχερή θα είσαι!» της είπε ο Ανδρέας κάνοντας τους υπόλοιπους να χαχανίσουμε.

Όλοι—όλοι όμως!—ζητήσαμε και δεύτερη μερίδα. Ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος που έτρωγε πολύ και κάποια στιγμή νόμιζα ότι θα μου βγει από τη μύτη, αλλά δε μπορούσα να σταματήσω. Το φαγητό ήταν υπέροχο. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα μάθω τη συνταγή για να το φτιάχνω κι εγώ.

Διαπιστώσαμε επίσης—καθώς το μπουκάλι άδειασε γρήγορα—πως θα έπρεπε να έχουμε πάρει και δεύτερο μπουκάλι από το υπέροχο γλυκό κρασί.

«Ουφ, έπρεπε να πάρουμε και δεύτερο μπουκάλι» είπα κοιτάζοντας το άδειο μπουκάλι.

«Προλαβαίνουμε!» πετάχτηκε ο Ανδρέας σηκώνοντας το χέρι του. «Βαγγέλη, έρχεσαι για παρέα;»

«Μέσα!» είπε και σηκώθηκε αμέσως.

«Ψιτ»—ο Ανδρέας έσκυψε συνωμοτικά—«έχουν μείνει κι άλλα κομμάτια, να τα βρούμε επιστρέφοντας!» είπε που είχε φάει το δεύτερο και κατά τα φαινόμενα ήθελε και τρίτο.

Ενώ τα αγόρια κατέβηκαν για να πάνε να προλάβουν την κάβα, Χριστιάνα και Κατερίνα ανάψανε τσιγάρο με ανακούφιση.

«Ουφ, είχα γκανιάσει» είπε η Κατερίνα παίρνοντας μια βαθιά ρουφηξιά. «Ο Βαγγέλης δεν καπνίζει, τον ενοχλεί ο καπνός»—χαμογέλασε τρυφερά—«η ντροπή των μεταλλάδων» συνέχισε.

«Από ιατρικής απόψεως, καλά κάνει, μέλλουσα κυρά-γιατρίνα!» την πείραξα.

«Λες να μην το ξέρω;» Κούνησε το κεφάλι της. «Ουφ, άντε κόφ’ το και είναι ωραίο το ρημάδι…» είπε τραβώντας απολαυστικά μια ρουφηξιά.

«Χριστιάνα»—στράφηκα προς αυτήν με σοβαρό ύφος—«αν δε μου δώσεις τη συνταγή θα σε απαγάγω και θα σε κλειδώσω σε υπόγεια και θα σε δέρνω μέχρι να ομολογήσεις!»

«Αχνε!» απάντησε κάνοντάς μας και τις τρεις να βάλουμε τα γέλια!

«Το λέω κι εγώ στον Ανδρέα καμιά φορά όταν και καλά με απειλεί!» εξήγησα.

«Δεν μπορώ να φανταστώ τον Ανδρέα να κάνει αγριάδες!» απάντησε η Χριστιάνα. «Μη με παρεξηγήσεις»—σήκωσε το χέρι της—«αλλά είναι τόσο γλυκούλης!»

You would be surprised!” απάντησα χωρίς να το καλοσκεφτώ. Είχαμε αδειάσει ένα μπουκάλι κρασί και εγώ δεν είμαι από τους ανθρώπους που πίνουν οπότε δεν ήμουν συνηθισμένη. Το αλκοόλ είχε αρχίσει να με λύνει για τα καλά.

«Τι εννοείς;» ρώτησε η Χριστιάνα σοβαρεύοντας ξαφνικά—μάλλον το μυαλό της είχε ακολουθήσει τελείως διαφορετικό μονοπάτι από αυτό που είχα στο μυαλό μου.

«Μην πάει ο νους σου στο κακό βρε!» της είπα κουνώντας το χέρι μου. «Δεν εννοούσα ότι μου συμπεριφέρεται άσχημα, ίσα-ίσα.» Χαμογέλασα πονηρά. «Οι αγριάδες που εννοώ… είναι από αυτές που μου αρέσουν»

«Μάλιστα, μάλιστα!» είπε μειδιώντας αινιγματικά.

«Αχνε, που λέει και μια φίλη» της είπα χαχανίζοντας.

«Guilty as charged» ομολόγησε χαχανίζοντας η Χριστιάνα σηκώνοντας το χέρι της.

«Θεέ μου, έχω μπλέξει με τις έκφυλες» είπε με προσποιητή απελπισία η Κατερίνα, βάζοντας το χέρι στο μέτωπό της δραματικά.

«Αχ το τσαμένο το αθώο» είπε πειρακτικά η Χριστιάνα.

«Χμμμ…» είπα εγώ κοιτάζοντάς την με ύποπτο βλέμμα.

«Είμαι θορυβώδης, τι να κάνω;» είπε κοκκινίζοντας η Κατερίνα.

«Να δαγκώνεις την πίσω μεριά του χεριού σου!» της απάντησα συμβουλευτικά, κάνοντας την κίνηση.

«Πιάνει;» ρώτησε με ενδιαφέρον.

«Όχι, αλλά κάνει ωραία εικόνα!» της απάντησα με deadpan ύφος, κάνοντας και τις δύο να βάλουν εκ νέου τα γέλια.

«Έκφυλες! Έχω μπλέξει με έκφυλες!» δήλωσε, επιστρέφοντας στην προσποιητή απελπισία, η Κατερίνα.

«Άντε στην υγειά μας» είπε η Χριστιάνα τσουγκρίζοντας τα ποτήρια. Ήπια όσο κρασί είχε μείνει στο ποτήρι μου ενώ οι δυο τους συνέχισαν με τις μπύρες τους.

«Πότε θα πάτε Αθήνα;» ρώτησα αλλάζοντας κουβέντα, στηρίζοντας το πιγούνι μου στο χέρι μου.

«Για 17 λέμε και οι δύο» απάντησε η Κατερίνα.

«Για 17 λέμε κι εμείς!» τους είπα χτυπώντας ενθουσιαστικά παλαμάκια. «Βέβαια εγώ μετά έχω και άλλο ταξίδι»—έκανα μια παύση—«αλλά ο μπαμπάς μού έκανε δωράκι τα αεροπορικά εισιτήρια για Αθήνα-Χίο μετ’ επιστροφής. Θα κάτσω και τρεις μέρες Αθήνα να δω τη γιαγιά μου και θα φύγω μετά.»

«Θα πάμε στο Παλένκε, που έλεγες;» ρώτησε η Χριστιάνα με ενδιαφέρον.

«Ναι! Ναι!» Σήκωσα τη γροθιά μου στον αέρα. «Μωρέ θα του δώσουμε να καταλάβει!» της είπα χαρίζοντάς της ένα αστραφτερό χαμόγελο. «Πότε θα επιστρέψετε Ηράκλειο;»

«Εγώ θα κάτσω Αθήνα μέχρι σχεδόν να ξεκινήσει η εξεταστική» είπε η Κατερίνα. «Από 20 Γενάρη και μετά.»

«Εγώ θα γυρίσω νωρίτερα»—η Χριστιάνα φάνηκε σκεπτική—«θέλω ησυχία για να μπορέσω να διαβάσω. Λέω για αμέσως μετά των Φώτων.»

«Εγώ θα γυρίσω από Χίο 8 Γενάρη, θα κοιμηθώ στη γιαγιά μου και την άλλη μέρα το βράδυ θα φύγουμε για Ηράκλειο.» Την κοίταξα. «Ή τουλάχιστον έτσι σκεφτόμαστε, δεν έχουμε κλείσει ακόμα εισιτήρια. Χριστιάνα, αν είναι κάτσε δυο-τρεις μέρες παραπάνω για να μην ταξιδεύεις μόνη σου.»

«Δεν είναι άσχημη ιδέα» είπε η Χριστιάνα σκεπτική. «Σκέφτομαι σοβαρά να φέρω από τώρα το παπί»—έκανε μια κίνηση με το χέρι της—«ο αδερφός μου έχει πάρει ήδη τη μηχανή, δεν υπάρχει λόγος να το έχω να κάθεται ένα ολόκληρο εξάμηνο και πραγματικά έχω βαρεθεί τις αστικές και το αλλοπρόσαλλο πρόγραμμά τους.»

«Δε λες καλά που θα το έχουμε και αυτό» είπε η Κατερίνα. «Μ’ αρέσει πολύ αυτό το σπίτι»—έδειξε γύρω της—«δε θα ήθελα από το πουθενά να αρχίσω να ψάχνω για καινούριο και οι Βούτες είναι στου διαόλου τη μάνα.»

«Ναι, ξέρω»—κούνησα το κεφάλι μου—«έχω πάει στο ΙΤΕ κάμποσες φορές για να κάνω παρέα στον Ανδρέα και για να μάθω Unix γιατί αν περίμενα να βρω θέση στη Γ’ φέξε μου και γλίστρησα.»

«Αλήθεια, πότε αποφάσισες να σπουδάσεις επιστήμη υπολογιστών;» με ρώτησε με περιέργεια.

«Πρώτη γυμνασίου, στη μέση σχεδόν της χρονιάς…» ξεκίνησα να διηγούμαι. «…ο πατέρας μου πήρε μετάθεση Αθήνα—μέχρι τότε ήμασταν Θεσσαλονίκη—και βρέθηκα τελείως έξω από τα νερά μου.»

Σταμάτησα για λίγο, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.

«Έχασα τις φίλες που είχα από το δημοτικό, βρέθηκα στη μέση της χρονιάς σε ξένο περιβάλλον… ήταν δύσκολο…» είπα και έκανα παύση ξεφυσώντας, ενώ τα κορίτσια έγνεψαν με κατανόηση.

«Μια μέρα με είχαμε πάει σε μια έκθεση υπολογιστών με τους γονείς μου—αρχές νομίζω δευτέρας γυμνασίου—και μαγεύτηκα, δε μπορούσα να σταματήσω να μιλάω.»

Χαμογέλασα στην ανάμνηση του ενθουσιασμού που ένιωσα βλέποντας για πρώτη φορά υπολογιστή από κοντά, και μάλιστα να παίζει το αγαπημένο μου παιχνίδι: σκάκι.

«Είδα τον υπολογιστή να παίζει σκάκι και μαγεύτηκα!» συνέχισα χαμογελώντας νοσταλγικά. «Μα πάνω απ’ όλα θυμάμαι την έκπληξη που ένιωσαν οι παρευρισκόμενοι όταν με είδαν να τον κερδίζω στο σκάκι με χαρακτηριστική άνεση, παρά το γεγονός ότι έπαιζε στο ανώτερο του level. Ήμουν η πρώτη σε εκείνη την έκθεση που νίκησε τον υπολογιστή σε σκάκι,» συμπλήρωσα με υπερηφάνεια.

Και οι δύο με κοιτούσαν χαμογελαστές χωρίς να με διακόψουν.

«Οι γονείς μου είχαν να με δουν να χαμογελάω πραγματικά από τη στιγμή που φύγαμε από Θεσσαλονίκη. Γράφτηκα σε μια σχολή τότε και ο πατέρας μου μού αγόρασε τον Amstrad 6128. Αυτό ήταν»—άνοιξα τα χέρια μου—«από τη στιγμή που κάθισα για πρώτη φορά μπροστά στον υπολογιστή μου, ήξερα τι θέλω να κάνω στη ζωή μου.»

«Δεν είχες καθόλου παρέες στο γυμνάσιο;» με ρώτησε η Χριστιάνα στηρίζοντας το κεφάλι της στο χέρι της. «Δεν μπορώ να φανταστώ πως ήταν, με την Κατερίνα είμαστε φίλες και συμμαθήτριες από το νηπιαγωγείο!»

«Δεν είχα, όχι.» Κούνησα το κεφάλι μου. «Η μόνη με την οποία αντάλλασσα καμιά κουβέντα ήταν η Ευτυχία, η αδερφή του Ανδρέα. Το μόνο μας κοινό ήταν ότι και εκείνη ήταν πολύ καλή μαθήτρια.»

Έκανα μια παύση, κοιτάζοντας τα χέρια μου.

«Ωστόσο η Ευτυχία ήταν το πιο όμορφο κορίτσι της τάξης και πολύ εξωστρεφής. Εγώ από την άλλη ήμουν ασχημόπαπο»—σήκωσα το βλέμμα μου με ένα αυτοσαρκαστικό χαμόγελο—«φορούσα πατομπούκαλα γιατί είχα πάνω από 7,5 βαθμούς μυωπία και σιδεράκια γιατί είχα στραβά δόντια. Βάλε και το γεγονός της ξαφνικής αλλαγής περιβάλλοντος…»

Ανασήκωσα τους ώμους μου.

«Είχα κλειστεί τελείως στον εαυτό μου και δεν έκανα καμία προσπάθεια να ανοιχτώ, όχι ότι είχε πραγματικά ενδιαφερθεί κανείς να με γνωρίσει—πέρα από την Ευτυχία, εννοώ. Σχολείο, ξένες γλώσσες, χορός, σπίτι· τίποτε άλλο.»

Χαμογέλασα ξανά, αυτή τη φορά με περισσότερη ζεστασιά.

«Από εκείνη γνώρισα τον Ανδρέα. Έκανε πάρτι για τα γενέθλιά της και με κάλεσε. Δε με είχαν καλέσει ποτέ σε πάρτι και αν δεν ήταν η Ευτυχία δε θα είχα κάνει τον κόπο να πάω.»

Ένιωσα τα μάγουλά μου να ζεσταίνονται.

«Ο Ανδρέας… ο Ανδρέας ήταν το πιο όμορφο αγόρι στο σχολείο, σχεδόν οι μισές είμασταν καψουρεμένες μαζί του. Ακόμα κι εγώ.»

Γέλασα ελαφρά.

«Ομολογώ ότι ένας από τους λόγους που αποφάσισα να δεχτώ την πρόσκληση ήταν πως στο πάρτι θα ήταν παρόν και ο Ανδρέας για να μας επιτηρεί,» είπα χαμογελώντας με νοσταλγία.

«Να σας επιτηρεί;» ρώτησε με περιέργεια η Κατερίνα.

«Ναι, εμείς ήμασταν 14 χρονών και ο Ανδρέας 17,» της εξήγησα. «Ήταν η συμφωνία που είχε κάνει η Ευτυχία με τον κύριο Μαρίνο και την κυρία Βούλα, τους γονείς τους, για μην είναι παρόντες στο πάρτι, καθότι ο Ανδρέας ήταν από μικρός εξαιρετικά υπεύθυνο παιδί.»

Πήρα μια βαθιά ανάσα.

«Ουφ ελπίζω να μη σας κουράζω!»

«Όχι, καθόλου!» είπαν και οι δύο μαζί, γέρνοντας μπροστά με ενδιαφέρον.

«Τέλος πάντων… εκείνο το πάρτι άλλαξε τη ζωή μου και το λέω πολύ σοβαρά.» Έβαλα το χέρι μου στην καρδιά μου. «Παρά το γεγονός ότι ήμουν καψουρεμένη μαζί του δεν περίμενα ότι θα μου ρίξει ούτε μια δεύτερη ματιά. Και όμως κάποια στιγμή ήρθε και μου ζήτησε να χορέψουμε.»

Κούνησα το κεφάλι μου με δυσπιστία ακόμα και τώρα.

«Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν βαλτός για να κάνουν καζούρα στο φύτουλα της τάξης. Δεν μπορούσα να έχω πέσει περισσότερο έξω. Με πήρε να χορέψουμε—ήταν το Love Hurts των Nazareth—και …δε με άφησε.»

Τα μάτια μου πήραν ονειροπόλο έκφραση.

«Χόρεψε μαζί μου όλες τις μπαλάντες μέχρι το τέλος του πάρτι. Όπως μπορείτε να φανταστείτε, είχα χαζέψει. Η καψούρα έγινε μέσα σε ένα βράδυ έρωτας και ας ήξερα ότι δεν υπήρχε κανένα μέλλον. Ο Ανδρέας πήγαινε τρίτη λυκείου τότε και εγώ ήξερα ότι το καλοκαίρι φεύγουμε για Χίο.»

Ανασήκωσα τους ώμους με μια γλυκόπικρη έκφραση.

«Όπως και να έχει ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος εφηβικός μου έρωτας, παρά το γεγονός ότι στη Χίο τελικά έκανα κάποιες παρέες. Όταν πήγα εκείνη την Τετάρτη στο κυλικείο να πάρω καφέ και τον είδα, νόμιζα ότι τα μάτια μου κάνουν πουλάκια.»

Χαμογέλασα πλατιά.

«Δεν έκαναν! Ε, τη συνέχεια την ξέρετε…» τους είπα χαμογελώντας με ονειροπόλο βλέμμα. «Εσύ το Βαγγέλη πώς τον γνώρισες;» ρώτησα την Κατερίνα.

«Από το ωδείο.» Η Κατερίνα χαμογέλασε με τη θύμηση. «Δεν πήγαινε στο ίδιο σχολείο με εμάς. Ο Βαγγέλης με κάποιους φίλους του θέλαν να φτιάξουν συγκρότημα αλλά τους έλειπαν keyboards

Γέλασε.

«Με ρώτησε αν ενδιαφέρομαι και πήγα από καθαρή περιέργεια. Έκαναν κανονική audition, όχι αστεία, το είχαν πάρει πολύ στα σοβαρά.» Σήκωσε περήφανα το κεφάλι της. «Ε, τους έφαγα όλους τους και έγινα μέλος στο συγκρότημα. The rest is history που λέει και μια φίλη από τη βόρεια Αφρική» είπε χαμογελώντας μου και κλείνοντάς μου το μάτι.

«Πώς το λέτε το συγκρότημά σας;» ρώτησα με ενδιαφέρον.

«The White People» μου είπε και την κοίταξα με ελαφρά απορία, είναι η αλήθεια. «Από την ομώνυμη ιστορία τρόμου του Arthur Machen» έσπευσε να εξηγήσει, «δεν είμαστε μέλη της Κου-Κλουξ-Κλαν!»

«Είναι καλοί!» είπε η Χριστιάνα «και το λέω εγώ που η metal δεν είναι του γούστου μου.»

«Πότε επιστρέφεις είπες στην Αθήνα;» με ρώτησε ξανά η Κατερίνα.

«Στις 8 του Γενάρη, απόγευμα.»

«Μια χαρά!» Χτύπησε τα χέρια της ενθουσιασμένα. «Στις 8 του Γενάρη θα παίξουμε σε ένα μπαρ στο Χαλάνδρι, αν έχετε όρεξη να έρθετε να μας δείτε και να μας ακούσετε!»

«Αμέ, γιατί όχι!» απάντησα χτυπώντας κι εγώ παλαμάκια. «Χριστιάνα, εσύ θα πας;»

«Θα με έγδερνε ζωντανή αν δεν πήγαινα» απάντησε η Χριστιάνα κοιτάζοντας την Κατερίνα με τρυφερότητα.

«Πολύ ωραία!» είπα χτυπώντας πάλι ενθουσιαστικά παλαμάκια.

«Έχεις πολύ πλάκα όταν το κάνεις αυτό!» είπε χαμογελώντας μου γλυκά η Χριστιάνα. Η Κατερίνα δεν είπε τίποτα, απλά χαμογέλασε κι εκείνη.

«Ναι, το έχω αυτό…» είπα κοκκινίζοντας ελαφρά. «Όταν κάτι με ενθουσιάζει πολύ χτυπάω παλαμάκια» είπα ανταποδίδοντας το χαμόγελο, κυρίως στην Χριστιάνα, να τα λέμε αυτά.

Τα κορίτσια είχαν ανάψει και δεύτερο τσιγάρο και η Χριστιάνα σηκώθηκε και πήγε και άνοιξε λίγο το παράθυρο για να μην γεμίσει κάπνα το σαλόνι. Μου είχε τελειώσει το κρασί και δεν ήθελα να ανακατέψω τα ποτά, ενώ οι δυο τους άνοιξαν και άλλο ένα κουτάκι μπύρα η καθεμία.

«Σίγουρα δε θέλεις κι εσύ λίγη μπύρα;» με ρώτησε η Χριστιάνα γέρνοντας προς το μέρος μου.

«Όχι μωρέ, δε θέλω να τα ανακατέψω.» Κούνησα το χέρι μου. «Θα περιμένω τα αγόρια να γυρίσουν»—κοίταξα το ρολόι μου—«λίγο πριν το Χαλκιαδάκη κατεβαίνοντας προς τα κάτω είναι η κάβα, δε νομίζω ότι θα αργήσουν.»

Και πράγματι έτσι έγινε, δεν πρόλαβα καλά-καλά να τελειώσω την πρόταση και χτύπησε το κουδούνι—Ανδρέας και Βαγγέλης είχαν επιστρέψει.

«Ήσασταν φρόνιμες όσο λείπαμε;» ρώτησε ο Βαγγέλης κοιτάζοντάς μας με προσποιητή καχυποψία.

«Καθόλου»—απάντησε με τελείως deadpan ύφος η Κατερίνα. «Ίσα που προλάβαμε και φυγαδέψαμε τους γκόμενους!» κάνοντάς μας να χαχανίσουμε.

«Θα σε αφαλοκόψω άπιστο γύναιο!» την απείλησε θεατρικά ο Βαγγέλης, κάνοντάς μας να χαχανίσουμε ακόμα πιο δυνατά. «Ορίστε, γελάνε οι κάρχιες!» είπε στον Ανδρέα με ψεύτικη απελπισία.

«Με τα κέρατα Βαγγέλη, με τα κέρατα!» του είπε ο Ανδρέας κάνοντάς μας να βάλουμε όλοι και πάλι τα γέλια. «Δεν βλέπω κίνηση» συνέχισε δείχνοντας το πιάτο του που ήταν άδειο και το ταψί με το παστίτσιο.

«Βρε κροκόδειλε, θα φας και τρίτο;» τον ρώτησα με απορία.

«Με έχεις ρέψει, τι να κάνω;» είπε κάνοντάς τους όλους να βάλουν εκ νέου τα γέλια και εμένα να κοκκινήσω σαν παντζάρι!

«Κάτσε καλά»—σήκωσα απειλητικά το δάχτυλό μου—«θα γίνει της Λυσιστράτης το κάγκελο» τον ψευτοαπείλησα.

«Αυτό είναι ωμός εκβιασμός!» μου δήλωσε σταυρώνοντας τα χέρια του και μετά γύρισε προς την Χριστιάνα. «Εξακολουθώ να μη βλέπω κίνηση και αγχώνομαι!»

«Βαγγέλη εσύ θα φας άλλο;» τον ρώτησε η Χριστιάνα σηκώνοντας το φρύδι της όταν έβαλε το τρίτο κομμάτι στον Ανδρέα.

«Τι, έτσι θα τον αφήσω;» Έδειξε τον Ανδρέα. «Χωρίς συμπαραστάτη;» είπε και έκανε high five με τον Ανδρέα. Είχαν κολλήσει πολύ καλά οι δυο τους.

«Ααα, Ανδρέα»—ο Βαγγέλης γύρισε προς αυτόν—«στις 8 του Γενάρη θα παίξουμε σε μπαρ στο Χαλάνδρι. Θα έρθετε;»

«Μας το είπε πριν λίγο η Κατερίνα» πετάχτηκα εγώ.

«Φυσικά και θα έρθουμε, τι ερώτηση είναι αυτή;» Ο Ανδρέας έβαλε το χέρι στην καρδιά του. «Με πλήγωσες τώρα, θα πάω να πνίξω τον πόνο μου!» είπε και ρίχτηκε στο παστίτσιο.

«Δε θα προλάβει να με δει καλά-καλά η γιαγιά μου και θα εξαφανιστώ» σχολίασα.

«Θα σε δει την Κυριακή!» μου δήλωσε ο Ανδρέας με το στόμα γεμάτο.

«Η γιαγιά σου;» με ρώτησε ο Βαγγέλης με απορία.

«Ο πατέρας μου είναι στρατιωτικός και τώρα μένουμε στη Χίο.» Εξήγησα. «Θα γυρίσω αεροπορικώς Αθήνα στις 8 του Γενάρη, γύρω στις 19:00 θα είμαι εδώ αν δεν υπάρξει καθυστέρηση και θα πάω να κάτσω στη γιαγιά μου.»

«Καλά, μην το έχεις και άγχος.» Με καθησύχασε. «Γύρω στις 23:00 θα ξεκινήσουμε!»

«Ουφ, με βλέπω να κουβαλάω και την ηλεκτρική κιθάρα εδώ» είπε ο Ανδρέας ξύνοντας το κεφάλι του. «Από την άλλη σκέφτομαι πολύ σοβαρά να ανεβάσω και το αυτοκίνητο Αθήνα οπότε είναι ευκαιρία να τη φέρω μαζί με όλα τα συμπράγκαλά της.»

«Σκέφτεσαι να ανεβάσεις το αυτοκίνητο;» ρώτησα με έκπληξη.

«Ναι μωρέ»—κούνησε καταφατικά το κεφάλι—«θέλω να μπορώ να κινούμαι ελεύθερα χωρίς να στερώ στον πατέρα μου το δικό του. Ή έστω να του αφήνω το δικό μου και να παίρνω το νέο—τη λατρεύω την Carina

«Toyota και πάλι, ε;» ρώτησε ο Βαγγέλης γνέφοντας.

«Είναι σκυλιά του πολέμου!» είπε ο Ανδρέας με πάθος.

«Δεν τους αντέχω!» είπε η Κατερίνα σηκώνοντας τα χέρια της ψηλά καθώς Ανδρέας και Βαγγέλης είχαν πιάσει αυτή τη φορά συζήτηση για τα αυτοκίνητα.

«Ποιος; Τι;» ρώτησε ο Βαγγέλης γυρίζοντας προς την Κατερίνα.

«Τίποτα μωρό μου, συνεχίστε» του είπε η Κατερίνα κάνοντάς του ένα χάδι.

Όταν τέλειωσαν με το φαγητό τα αγόρια πήγαν στον καναπέ και συνέχισαν την κουβέντα που είχαν με ακόμα περισσότερο ενθουσιασμό.

«Έλα, Χριστιάνα, θα σε βοηθήσουμε να μαζέψεις» της είπα και σηκωθήκαμε μαζί με την Κατερίνα και αρχίσαμε να μαζεύουμε το τραπέζι. Το ταψί είχε αδειάσει—λογικό ήταν, οι δυο τους μόνο έφαγαν έξι κομμάτια και άλλα έξι φάγαμε οι υπόλοιπες τρεις.

«Άστε τα στο νεροχύτη, θα τα πλύνω» είπε η Χριστιάνα κουνώντας τα χέρια της αλλά η Κατερίνα δεν άκουγε κουβέντα.

«Εγώ θα πλύνω τα πιάτα.» Η Κατερίνα ήταν αποφασισμένη. «Εσύ μαγείρεψες και η Φοίβη έκοψε τη σαλάτα και έφερε και τα κρασιά!»

«Έχουμε φέρει και γλυκά» τους είπα.

«Απαπα»—η Κατερίνα έβαλε το χέρι στην κοιλιά της—«μια μπουκιά ακόμα να φάω, θα σκάσω!» είπε ανοίγοντας το νερό και βρέχοντας το σφουγγάρι.

«Θα πάω να ρωτήσω τους κροκόδειλους αν θέλουν γλυκό» προθυμοποιήθηκα. «Κι εγώ μια από τα ίδια, νιώθω ότι θα μου βγει από τη μύτη.» Στράφηκα στη Χριστιάνα. «Χριστιάνα, οπωσδήποτε τη συνταγή!»

«Ναι βρε, μην σκας, θα στη φέρω αύριο.»

«Α, μιας και είπαμε αύριο»—σήκωσα το δάχτυλό μου—«θα περάσουμε να σας πάρουμε γύρω στις 21:00, ο Τάσος θα είναι στην Ελένη και εκείνης το σπίτι είναι στα Λιοντάρια. Νίκος και Μαρία θα έρθουν με το μηχανάκι του Νίκου.»

«Ωραία!» απάντησε η Χριστιάνα που είχε βαρεθεί τις συγκοινωνίες.

Πήγα μέσα στο σαλόνι—δεν ξέρω τι έλεγαν αλλά ο Βαγγέλης είχε γείρει και χτυπιόταν από τα γέλια ενώ ο Ανδρέας δεν πήγαινε πολύ πίσω.

«Θέλετε γλυκό;» ρώτησα δυνατά για να με ακούσουν.

«Εγώ όχι τώρα» είπε ο Ανδρέας βάζοντας το χέρι στην κοιλιά του. «Αργότερα ίσως» συμπλήρωσε.

«Χμμμ, τι γλυκό;» ρώτησε ο Βαγγέλης με ενδιαφέρον.

«Έχουμε πάρει μια σοκολατίνα και έχουμε φέρει και ένα κουτί σκαλτσούνια.»

«Αχ σκαλτσούνια!» Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. «Τα λατρεύω τα σκαλτσούνια!» είπε ο Βαγγέλης.

«Ωραία, θα φέρω εδώ το κουτί και δώστε του να καταλάβει» είπα και πήγα μέσα. «Ήρθα να πάρω τα σκαλτσούνια, ο Βαγγέλης ενθουσιάστηκε» είπα στην Κατερίνα που έπλενε ακόμα τα πιάτα.

«Να ζήσουμε να τα θυμόμαστε.» Κούνησε το κεφάλι της. «Αυτός είναι ικανός να φάει και το κουτί!»

«Γι’ αυτό τα φέραμε, για να φαγωθούν!» τους είπα γελώντας και γύρισα στο σαλόνι αφήνοντας το κουτί στο τραπεζάκι. Ο Βαγγέλης πήρε ένα σκαλτσούνι και το ίδιο έκανε και το "αργότερα ίσως" αγαπουλίνι μου. Γύρισα στην κουζίνα.

«Τσάμπα γύρισες, μόλις τέλειωσα» είπε η Κατερίνα σκουπίζοντας τα χέρια της και συμπλήρωσε «έτοιμο και το ταψί. Πάμε κι εμείς μέσα;»

Γυρίσαμε και οι τρεις μας στο σαλόνι.

«Αααχ» έκανε ο Ανδρέας ακουμπώντας την κοιλιά του. «Τώρα πραγματικά νιώθω ότι έχω σκάσει!»

«Εμένα χωράει κι άλλο!» δήλωσε ο Βαγγέλης και πήρε ακόμα ένα σκαλτσούνι.

Η Χριστιάνα πήγε και άνοιξε το ράδιο—μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε βάλει μουσική. Η Κατερίνα πήγε και έκατσε πάνω στα πόδια του Βαγγέλη αλλά επειδή δεν ήθελα να αφήσω την Χριστιάνα να μας κρατάει το φανάρι κάθισα στην πολυθρόνα δίπλα στον Ανδρέα ενώ εκείνη κάθισε στην άλλη πολυθρόνα.

Βαγγέλης και Κατερίνα δεν έκατσαν πολλή ώρα—εντάξει, κάπου τους καταλαβαίνω. Δεν είχε πάει καν 22:00 όταν μας είπαν ότι αποχωρούν.

«Χριστιάνα, σε ευχαριστούμε πολύ για το υπέροχο φαγητό!» Ο Βαγγέλης της έπιασε τα χέρια. «Ανδρέα, Φοίβη χάρηκα πραγματικά που σας γνώρισα» μας είπε σφίγγοντάς μας θερμά τα χέρια.

«Αύριο μεξικάνικο!» του υπενθύμισα σηκώνοντας το δάχτυλό μου. «Θα περάσουμε στις 21:00 να σας πάρουμε!»

«Καληνύχτα» είπε η Κατερίνα φιλώντας την Χριστιάνα και αρπάζοντας και εμένα στην αγκαλιά της, δίνοντάς μου δύο ενθουσιώδη φιλιά.

Ξαφνιάστηκα λίγο αλλά ανταπέδωσα με τον ίδιο ενθουσιασμό.

«Με συγχωρείτε για λίγο» είπε η Χριστιάνα όταν έφυγαν τα παιδιά, χτυπώντας το μέτωπό της. «Ξέχασα να δώσω στην Κατερίνα τις σημειώσεις, τρέχω να τους προλάβω!» είπε και αφού πήγε στο δωμάτιό της να πάρει τα χαρτιά, βγήκε τρέχοντας να πάει δίπλα στην Κατερίνα.

Ο Ανδρέας μου έκανε νόημα να πάω δίπλα του. Κάθισα και με έσφιξε στην αγκαλιά του και με φίλησε τρυφερά.

«Θες να σας αφήσω μόνες;» με ρώτησε αιφνιδιάζοντάς με τελείως.

«Ε;» τον ρώτησα κοιτώντας τον σα χαζή.

«Θα πω ότι είχα υποσχεθεί να πάω κάτι στην Ελένη και το είχα ξεχάσει.» Με κοίταξε στα μάτια. «Μπορώ να λείψω για μια ώρα.»

«Ανδρέα δεν…» άρχισα να λέω αλλά με διέκοψε.

«Δεν έχουμε πολύ χρόνο.» Με χάιδεψε στο μάγουλο. «Φοίβη, θα άξιζε να μπορούσες να δεις με τα ίδια σου τα μάτια πως κοιτάζετε η μία την άλλη κάποιες στιγμές. Το βλέπω στα μάτια σου, το θέλεις και αφού το θέλεις εσύ το θέλω κι εγώ»

Τον κοίταξα αναποφάσιστη. Ήθελα να του πω ότι περισσότερο το ήθελε ο ίδιος παρά εγώ αλλά το κρασί είχε λύσει τις άμυνές μου κάνοντάς με να το δω καθαρά ότι το ήθελα και η ίδια.

«Φοίβη μου, δε σε πιέζω να κάνεις κάτι.» Με κοίταξε με τρυφερότητα. «Αν δε θέλεις να φύγω δε θα φύγω. Απλά θέλω να σου δώσω την ευκαιρία να μείνετε λίγο μόνες σας να μιλήσετε.»

«Δε θέλω να γίνει κάτι και να πληγωθείς» του είπα ξανά, πιάνοντας το χέρι του.

«Σε εμπιστεύομαι πως δε θα με πληγώσεις»

«Πώς το ξέρεις ρε Ανδρέα, πώς μπορείς να το ξέρεις;»

«Δεν μπορώ.» Χαμογέλασε. «Αυτό σημαίνει το σε εμπιστεύομαι.»

«Και αν μας έρθει να φιληθούμε;» ρώτησα διστακτικά.

«Φιληθείτε!»

«Και δε θα σε πειράξει;»

«Δεν ξέρω, αυτό θέλω να διαπιστώσω!»

«Άρα θα πληγωθείς!»

«Όχι Φοίβη μου, απλά θα με έχει πειράξει.» Με κοίταξε σοβαρά. «Δε θα πληγωθώ όμως, δεν θα έχεις κάνει κάτι κρυφά και πίσω από την πλάτη μου.»

«Ποτέ δε θα έκανα κάτι τέτοιο!» είπα με πάθος.

«Σε πιστεύω. Και αυτό προσπαθώ να σου πω»—με χάιδεψε ξανά—«δε χρειάζεται ντε και σώνει να το καταπιέσεις. Το δοκιμάζουμε και βλέπουμε. Αλλά πες μου, δεν έχουμε χρόνο!»

«Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησα για τελευταία φορά.

«Σιγουρότατος» μου απάντησε και εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε η Χριστιάνα.

«Ευτυχώς τους πρόλαβα»—ξεφύσησε—«αν και η αλήθεια είναι ότι με αγριοκοίταξε λίγο στην αρχή η Κατερίνα» είπε η Χριστιάνα κάνοντάς μας να γελάσουμε.

«Αμάν!» Ο Ανδρέας χτύπησε το μέτωπό του. «Κι εγώ έχω να δώσω τις σημειώσεις στην Ελένη. Της το είχα τάξει, θα με γδάρει ζωντανό!» είπε. «Κορίτσια, με συγχωρείτε για λίγο, θα πρέπει να πάω από το σπίτι να πάρω τις σημειώσεις και να της τις πάω.» Σηκώθηκε. «Δε φαντάζομαι να αργήσω πολύ! Εκτός και αν θες Χριστιάνα να σε αφήσουμε να ξεκουραστείς.»

«Όχι, όχι!» είπε η Χριστιάνα κουνώντας το κεφάλι της. «Σιγά μην πέσω από τις 22:00 λες και έχω αύριο το πρωί να μοιράσω το γάλα!»

«Έφυγα, σε καμιά ώρα το πολύ θα είμαι πίσω» είπε ο Ανδρέας και δίνοντάς μου ένα φιλάκι έφυγε.

«Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο» είπε η Χριστιάνα και άναψε τσιγάρο. «Θα πιείς άλλο;» με ρώτησε δείχνοντάς μου το ποτήρι που είχε αδειάσει.

«Άμα μου κάνεις παρέα, ναι»

«Θα πιώ μια μπύρα ακόμα!» είπε και πετάχτηκε μέσα στην κουζίνα. Όταν γύρισε ήρθε και κάθισε δίπλα μου, στον καναπέ. Γέμισε το ποτήρι μου και αφού γέμισε και το δικό της μου το έδωσε. «Τσιν-τσιν!» είπε σηκώνοντας το ποτήρι της.

«Cheers» της είπα και ήπια μια γουλιά κρασί.

«ΑΑΑΑΑΧ» ακούστηκε η Κατερίνα πίσω από την μεσοτοιχία.

«Αυτά τραβάω από εχθές,» είπε η Χριστιάνα χαχανίζοντας και κουνώντας το κεφάλι της με προσποιητή απελπισία.

«Το παραδέχτηκε ότι είναι φασαριόζα» είπα γελώντας.

«ΑΑΑΑΑΑΧ» ακούστηκε και πάλι.

«Τουλάχιστον περνάει καλά!» της είπα χαχανίζοντας. «Εντωμεταξύ πότε πρόλαβαν, πριν δυο λεπτά ήσουν εκεί!»

«Είδες ταχύτητα;» Γέλασε κι εκείνη.

«Δεν τους αδικώ, να σου πω την αλήθεια» παραδέχτηκα. «Φαντάζομαι κι εγώ αν είχα να δω τον Ανδρέα ένα μήνα δε θα προλάβαινε να κλείσει η πόρτα!»

Η Χριστιάνα δεν απάντησε.

«Συγνώμη, δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση» της είπα χαμηλώνοντας το βλέμμα μου.»

«Όχι, καθόλου, μη στεναχωριέσαι.», μου είπε χαμογελώντας. Μετά σοβάρεψε. Έχω λόγο που είμαι μόνη μου» είπε και κατέβασε σχεδόν μονοκοπανιά το ποτήρι που είχε γεμίσει με μπύρα.

Ξαναγέμισε το ποτήρι της αλλά ήταν φανερά αμήχανη. Δεν την πίεσα, αν ήθελε να μιλήσει θα την άφηνα να το κάνει η ίδια.

«Μέχρι τα 16 μου δεν είχα κάνει σχέση. Τα έφτιαξα με ένα αρκετά μεγαλύτερό μου που είχα γνωρίσει στη σχολή χορού, εκείνος ήταν 25,» μου είπε με τα χείλη της να σουφρώνουν στην ανάμνηση.

Πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε. «Η αλήθεια είναι ότι μου άρεσε η παρέα του και με είχε γοητεύσει το γεγονός ότι ασχολούνταν μαζί μου. Βέβαια, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, εκείνος είχε ένα πράγμα και μόνο στο μυαλό του…»

Χαμογέλασε αμήχανα και ήπιε άλλη μια γουλιά από το ποτό της.

«Δε θα έλεγα ότι ήταν τραυματική εμπειρία, ίσα-ίσα ήταν πολύ τρυφερός και προσεκτικός και όχι μόνο την πρώτη φορά,» μου είπε αλλά δε μου διέφυγε πως τρεμούλιασε στην ανάμνηση, και όχι με τον καλό τρόπο.

Έξυσε αμήχανα το μέτωπό της. «Με παράτησε γρήγορα αλλά στην πραγματικότητα είχε περάσει και δεν είχε ακουμπήσει.»

Με κοίταξε στα μάτια για μερικές στιγμές και μετά τα χαμήλωσε.

«Η αλήθεια είναι ότι… δεν… δεν με τραβάνε οι άντρες,» είπε και σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα. Αναστέναξε. «Μη λέω ψέματα, ώρες-ώρες έχω πιάσει τον εαυτό μου να ζηλεύει—με τον καλό τρόπο—την Κατερίνα αλλά είναι σα να ζηλεύω τα ψάρια που έχουν βράγχια.»

«Οι γυναίκες;» τη ρώτησα στα ίσια κοιτάζοντάς την στα μάτια.

«Στη θεωρία. Δεν έχω δοκιμάσει,» μου απάντησε με ειλικρίνεια, χαμηλώνοντας και πάλι το βλέμμα της. Αναστέναξε και πάλι και σήκωσε ξανά τα μάτια της πάνω μου. «Γιατί, θα με ρωτήσεις, και από τη μεριά σου δε θα έχεις άδικο…» είπε αλλά την έκοψα.

«Όχι, δε θα σε ρωτήσω, αυτό είναι αυστηρά προσωπικό και αφορά εσένα και μόνο,» της είπα κοιτάζοντάς την στα μάτια και σταμάτησα να πιώ ακόμα μια γουλιά κρασί. Αναστέναξα με τη σειρά μου. «Να σου εξομολογηθώ κάτι;» τη ρώτησα κοιτάζοντάς την αμήχανα.

«Και το ρωτάς μωρέ Φοίβη;» με ρώτησε χαμογελώντας μου ενθαρρυντικά.

«Ο Ανδρέας ήταν το crush, δηλαδή τι crush, ήταν ο έρωτας των εφηβικών μου χρόνων ωστόσο…» είπα και σταμάτησα προσπαθώντας να βρω τις λέξεις, αλλά κυρίως το θάρρος να πω τις λέξεις.

«Ωστόσο;» με ρώτησε ενθαρρύνοντάς με πάλι η Χριστιάνα και σκύβοντας ελαφρά προς το μέρος μου.

«Ωστόσο στην πενταήμερη—είχαμε πάει Θεσσαλονίκη—ήμουν στο ίδιο δωμάτιο με τρεις συμμαθήτριές μου,» ξεκίνησα την προσωπική μου εξομολόγηση. Η Χριστιάνα θα γινόταν ο δεύτερος άνθρωπος μετά τον Ανδρέα που θα το μάθαινε.

Πήρα βαθιά ανάσα και συνέχισα. «Ετοιμαζόμασταν για έξοδο και η Αλεξάνδρα ήταν στο μπάνιο. Ήθελα να μπω κι εγώ και της χτύπησα την πόρτα. “Η Φοίβη είμαι, αργείς;” τη ρώτησα. “Πέρνα μέσα  παιδάκι μου” μου απάντησε και άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Ήταν γυμνή και έκανε ντους στη μπανιέρα.»

Εκεί και αν αναστέναξα, σε βαθμό που έκανε την Χριστιάνα να χαχανίσει αυθόρμητα. Εκεί σοβάρεψε ξαφνικά, φοβούμενη ότι μ’ έφερε σε δύσκολη θέση.

«Συγνώμη Φοίβη μου!» μου είπε με το πρόσωπό της γεμάτο τύψεις.

«Τι συγνώμη μωρέ Χριστιάνα,» της είπα χαχανίζοντας και το πρόσωπό της φωτίστηκε και πάλι, ανακουφισμένο. «Μου έχει μείνει αυτή η σκηνή, ένιωσα απίστευτη διέγερση,» εξομολογήθηκα κοιτάζοντάς την στα μάτια, νιώθοντας ξαφνικά η ντροπή μου να έχει πάει περίπατο.

«Η Αλεξάνδρα ήταν λίγο πιο ψηλή από εμένα, μελαχρινή και αθλήτρια, έπαιζε βόλεϊ. Είχε συνηθίσει να είναι γυμνή παρουσία άλλων κοριτσιών. Είχε υπέροχο σώμα…» είπα χαμογελώντας σχεδόν νοσταλγικά στη θύμηση.

«Έπιασα τον εαυτό μου να τη φαντασιώνεται και διστακτικά—πολύ διστακτικά—αποδέχτηκα ότι μου αρέσουν και άτομα του δικού μου φύλου,» συνέχισα, εξακολουθώντας να την κοιτάζω σταθερά στα μάτια.

«Δεν… δεν ξέρω αν θα μπορούσα ποτέ να νιώσω τα ίδια συναισθήματα που νιώθω για τον Ανδρέα μου αλλά σίγουρα μπορώ—και νιώθω—έντονη διέγερση με κάποιες γυναίκες.»

«Γιατί μου το είπες αυτό;» με ρώτησε η Χριστιάνα.

«Γιατί…» ξεκίνησα να λέω αλλά κόμπιασα. Έψαξα να βρω τα λόγια. «Γιατί μ’ αρέσεις ακριβώς με αυτόν τον τρόπο» της ομολόγησα αποφασίζοντας ότι η ξερή αλήθεια ήταν η προτιμότερη οδός.

«Δεν…» είπε και κόμπιασε.

«Χριστιάνα, δε στο λέω περιμένοντας κάτι από εσένα. Ήθελα να στο πω να το ξέρεις, αν… αν σου αρέσουν οι γυναίκες, δεν είσαι η μόνη.»

«Φοίβη…» ξεκίνησε να μου λέει και κόμπιασε. Με κοίταξε στα μάτια και τα χαμήλωσε και τα ξανασήκωσε. Με κοιτούσε με τόση ανάγκη, τόση λαχτάρα, που χωρίς καν να το σκεφτώ της έπιασα το χέρι και της το χάιδεψα τρυφερά. Δεν το τράβηξε.

«Φοίβη… κι εσύ… κι εσύ μ’ αρέσεις με αυτό τον τρόπο… αλλά… έχεις τον Ανδρέα σου και επιπλέον… και επιπλέον… δεν ξέρω… δεν ξέρω αν θα μπορούσα να ανταποδώσω συναισθήματα… δεν… δεν είμαι σαν κι εσένα.»

«Ο Ανδρέας… δεν είναι εμπόδιο, ίσα-ίσα» της είπα χαμογελώντας. «Μου έδωσε το πράσινο φως για να μη φοβόμαστε να είμαστε ο εαυτός μας.» Έσκυψα και τη χάιδεψα απαλά στο πρόσωπο. «Έφυγε για να μας αφήσει μόνες.»

«Τι;» ρώτησε μην πιστεύοντας στ’ αφτιά της, με τα μάτια της να γουρλώνουν με έκπληξη που δεν μπορούσε να κρυφτεί.

«Το ξέρει, του το έχω πει. Δεν του έχω κρύψει τίποτα. Αν… αν δεν είχα την ενθάρρυνσή του αυτή η κουβέντα δε θα είχε γίνει ποτέ.»

«Μα… μα δεν τον πειράζει; Πώς είναι δυνατόν;»

«Δεν ξέρει αν θα τον πειράξει ή όχι. Επί λέξη μου είπε “Δεν ξέρω, αυτό θέλω να διαπιστώσω”. Μεταξύ μας ούτε κι εγώ μπορώ να το καταλάβω. Αλλά ξέρεις κάτι; Δε χρειάζεται να το καταλάβω.»

Ή ταν ή επί τας

Έγειρα προς το μέρος της. Η Χριστιάνα έκλεισε τα μάτια της δίνοντάς μου να καταλάβω αυτό που χρειαζόταν να καταλάβω. Ακούμπησα τα χείλη μου στα δικά της. Συνεχίζοντας να τη χαϊδεύω στο πρόσωπο άνοιξα το στόμα μου και ένιωσα το δικό της να ανταποκρίνεται. Οι γλώσσες μας συναντήθηκαν στις άκρες των χειλιών μας και χάιδεψαν διερευνητικά η μία την άλλη.

Με έπιασε με τη σειρά της απαλά από το πρόσωπο και με τράβηξε προς τα πάνω της. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει και κάτω είχα γίνει μούσκεμα. Την αγκάλιασα και την ξάπλωσα πίσω προς τον καναπέ μη σταματώντας ούτε στιγμή το φιλί. Με αγκάλιασε με τη σειρά της και με έσφιξε πάνω της.

Το φιλί της ήταν τόσο ίδιο και τόσο διαφορετικό από εκείνο του Ανδρέα. Διαφορετικό στην υφή, διαφορετικό στην αίσθηση ακόμα και στη γεύση. Είχαν όμως ένα κοινό, και τα δύο με έκαναν να νιώθω υπέροχα. Με έσφιξε πιο δυνατά πάνω της και ανταπέδωσα το σφίξιμο με περισσότερο πάθος.

Ήθελα να εξερευνήσω όλο της το κορμί αλλά είχα υποσχεθεί στον Ανδρέα ότι αν ήταν να συμβεί κάτι μεταξύ μας δε θα ξεπερνούσαμε το φιλί αν δεν έδινε και ο ίδιος τη συγκατάθεσή του.

Τραβήχτηκα απαλά και την κοίταξα στα μάτια. Δεν της μίλησα, μόνο τη χάιδεψα τρυφερά στο πρόσωπο. Η Χριστιάνα μου χαμογέλασε και έκλεισε τα μάτια παραδομένη στο τρυφερό μου χάδι.

«Πώς ήταν;» τη ρώτησα χαμογελώντας της γλυκά.

«Καλύτερο απ’ ότι το είχα φανταστεί. Εσένα… εσένα σου άρεσε;» με ρώτησε σχεδόν μασώντας τα λόγια της από το άγχος.

«Πολύ-πολύ!» της είπα χαϊδεύοντάς την. Δεν ήξερα γιατί αλλά η Χριστιάνα μου έβγαζε κάτι το προστατευτικό.

«Δεν είχα ποτέ φίλες… οι πρώτες που απέκτησα ήταν εδώ στο Ηράκλειο, η Μαρία και η Ελένη αλλά ακόμα και εκείνες τις γνώρισα μέσω του Ανδρέα» της είπα κρατώντας της το χέρι και χαϊδεύοντάς το.

«Μου άρεσε… μου άρεσε τρελά το φιλί αλλά δε θέλω να γίνει κάτι και… δε θέλω να γίνει κάτι και να χαλάσει μεταξύ μας η φιλία που πάει να ξεκινήσει»

«Μετάνιωσες;» με ρώτησε με φωνή που έτρεμε ελαφρά.

«Καθόλου! Καθόλου! Απλά… είμαι ερωτευμένη με τον Ανδρέα και δεν… δεν θέλω να σου δώσω… εννοώ… δε θέλω να σου δώσω ελπίδες που δεν μπορούν να εκπληρωθούν.»

«Ελπίδες…» είπε και κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε. «Φοίβη, δεν περιμένω κάτι από εσένα. Εννοώ, ακόμα και αν δεν υπήρχε ο Ανδρέας… δεν είμαι… γαμώτο, δεν ξέρω πως να το πω. Δεν είμαι για σχέση…» Παύση. «Με πνίγει η σκέψη να δεσμεύσω τον εαυτό μου.»

Όσο μου τα έλεγε αυτά με κοίταζε στα μάτια. Μετά το βλέμμα της χαμήλωσε και πάλι.

«Με τον Γιάννη, τότε στα 16… όχι απλά δε με πείραξε, ένιωσα απέραντη ανακούφιση,» μου είπε και μετά σήκωσε και πάλι το βλέμμα της πάνω μου.

Δεν είμαι σίγουρη που οφείλονταν αυτή η ανακούφιση, η Χριστιάνα σε αντίθεση με εμένα που είχα bi τάσεις, ήταν λεσβία. Δεν μπορώ να φανταστώ πως θα ένιωθε στα δεκάξι της σε μια σχέση με έναν άντρα, πηγαίνοντας κόντρα στην ίδια της τη φύση. Κράτησα την παρατήρηση για τον εαυτό μου, και απλά την άφησα να συνεχίσει.

«Ούτε εγώ θέλω να χαλάσει η φιλία που πάει να γεννηθεί και αν δεν υπήρχε ο Ανδρέας… θα σου φανεί περίεργο…» είπε κάνοντας παύση. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε.

«Δε θα ένιωθα…» ξεκίνησε αλλά σταμάτησε και πάλι, λες και έψαχνε να βρει τις σωστές λέξεις. «Εννοώ θα ένιωθα φόβο, θα ένιωθα άβολα. Το γεγονός ότι ο Ανδρέας υπάρχει με κάνει να αισθάνομαι πιο ασφαλής.» Εκεί σταμάτησε και πάλι. «Φοίβη, μπορώ να ανάψω ένα τσιγάρο;»

«Γιατί με ρωτάς βρε;» τη ρώτησα και μετά μου έκανε κλικ. Την πήρα αγκαλιά, πιο παθιασμένα αυτή τη φορά, και φιληθήκαμε για αρκετή ώρα. Τραβήχτηκα απαλά και της χαμογέλασα. «Τώρα μπορείς» της είπα κάνοντάς την κι εκείνη να χαμογελάσει.

Ήπια μια γουλιά από το κρασί μου ενώ η Χριστιάνα γέμισε ακόμα ένα ποτήρι μπύρα από την οποία ήπιε μερικές γουλιές κάνοντας το τσιγάρο της.

«Μπορώ να πω στην Κατερίνα τι έγινε μεταξύ μας;» με ρώτησε με λαχτάρα στη φωνή της.

«Φυσικά!» της απάντησα χαϊδεύοντάς της το χέρι καθησυχαστικά.

«Η Κατερίνα είναι η μόνη πέρα από σένα που… που ξέρει,» μουρμούρισε σχεδόν μέσα από τα δόντια της.

«Χριστιάνα μου, δε χρειάζεται να το ρωτάς, το θεωρώ αυτονόητο. Εγώ έχω τον Ανδρέα μου και η μόνη φίλη που θα ήθελα αυτή τη στιγμή να της το πω, το ξέρει ήδη,» της απάντησα συνεχίζοντας να της κρατάω τρυφερά το χέρι και να της το χαϊδεύω.

«Θέλω να σε φιλήσω και πάλι,» μου είπε κοιτάζοντάς με ντροπαλά. Θεέ μου ήταν μια γλύκα! Μια υπέροχη γλύκα!

«Και περιμένεις πρόσκληση;» τη ρώτησα παιχνιδιάρικα.

Άφησε το τσιγάρο της στο τασάκι και με φίλησε. Η μυρωδιά της μπύρας και του καπνού στο στόμα της δε με πείραξε καθόλου, θα έλεγα ότι με άναψε ακόμα περισσότερο. Την ξάπλωσα στον καναπέ και φιλιόμασταν μέχρι την ώρα που χτύπησε η πόρτα.

Κοίταξα το ρολόι, είχε περάσει μια ώρα και δε μου φάνηκε να έχουν περάσει περισσότερα από μερικά δευτερόλεπτα. Σηκωθήκαμε και οι δύο και στρώσαμε όπως όπως τα ρούχα μας και η Χριστιάνα πήγε και άνοιξε την πόρτα.

«Δεν άργησα έτσι;» είπε ο Ανδρέας ο οποίος όχι απλά ήρθε αλλά μας είχε φέρει και τρία milkshakes. «Η Φοίβη μου είχε πει ότι σου αρέσει η βανίλια Μαδαγασκάρης» είπε στη Χριστιάνα χαμογελώντας της και δίνοντάς της το milkshake της.

«Αχ, ευχαριστώ πολύ» είπε η Χριστιάνα χαρούμενη.

«Δεν είναι καταπληκτικός;» τη ρώτησα παίρνοντάς τον αγκαλιά και δίνοντάς του ένα τρυφερό φιλί.

«Υπέροχος είναι!» απάντησε χαμογελώντας.

«Φοίβη, δε θα πιείς άλλο κρασί, έτσι;» με ρώτησε η Χριστιάνα.

«Όχι, αρκετά για σήμερα και άλλωστε έχω και το milkshake

«Ανδρέα εσύ;»

«Εγώ έχω σταματήσει να πίνω εδώ και αρκετή ώρα, πριν καν φύγουν τα παιδιά. Είμαι με το αυτοκίνητο, μην το ξεχνάς αυτό!»

«Σωστά!» είπε η Χριστιάνα και μάζεψε και το δικό του ποτήρι πηγαίνοντάς το μέσα. Στην αρχή δεν κατάλαβα γιατί την έπιασε τώρα να πάει μέσα τα ποτήρια αλλά δε μου πήρε παρά μερικά δευτερόλεπτα να μου κόψει ότι το έκανε για να μας αφήσει για λίγο μόνους.

«Λοιπόν, τα είπατε;» με ρώτησε χαμηλόφωνα ο Ανδρέας. Δεν του απάντησα, του κούνησα απλά το κεφάλι καταφατικά χαμογελώντας του με νόημα, δαγκώνοντας τα χείλη μου. «Χμμμ…» είπε. «Έγινε… αυτό που νομίζω;»

«Φιληθήκαμε» του είπα μονολεκτικά. «Αλλά δεν προχωρήσαμε παραπάνω από το φιλί. Οκ, δεν ήταν ένα, ήταν κάμποσα… αλλά δεν κάναμε τίποτα περισσότερο.»

«Ήθελες να κάνετε κάτι περισσότερο;»

«Ναι» του ομολόγησα χωρίς ίχνος δισταγμού. Δεν απάντησε. «Ανδρέα… πως… πως αισθάνεσαι;»

«Περίεργα… αλλά όμορφα περίεργα, μην πάει το μυαλό σου στο κακό. Αν και υπάρχει ένα πράγμα που με πειράζει….»

«Τι;» τον ρώτησα ανήσυχη.

«Ότι είμαι τιμωρία» είπε βγάζοντάς μου τη γλώσσα του.

«Σ’ αγαπάω» του είπα και τον έσφιξα πάνω μου φιλώντας τον βαθιά.

«Σ’ αγαπάω» μου απάντησε όταν τελειώσαμε το φιλί πασχίζοντας να βρει τις ανάσες του.

«Ανδρέα, σοβαρά τώρα. Δεν σε πείραξε;»

«Όχι. Με πειράζει που είμαι τιμωρία και… αλλά το άλλο καθόλου.»

«Ξέρεις τι μου είπε η Χριστιάνα; Ότι αν δεν υπήρχες εσύ δεν θα είχε γίνει αυτό που έγινε πριν λίγο. Της αρέσουν οι γυναίκες αλλά… δεν ξέρω αν είναι αυτό τον καιρό ή είναι γενικά έτσι, ωστόσο δε θέλει δεσμεύσεις. Ήταν απόλυτα ξεκάθαρη.»

«Τότε ακόμα καλύτερα… έτσι;»

«Έτσι ακριβώς. Μ’ αρέσει και με ελκύει ερωτικά, Ανδρέα, αλλά υπάρχεις εσύ. Δεν υπάρχει άλλος χώρος για ερωτικά συναισθήματα στην καρδιά μου, μου τη γεμίζεις πλήρως.»

«Πώς ήταν;» με ρώτησε αλλά δεν πρόλαβα να απαντήσω γιατί εκείνη τη στιγμή επέστρεψε στο σαλόνι η Χριστιάνα.

«Αχ, μου είχε λείψει η βανίλια Μαδαγασκάρης» είπε απολαμβάνοντας φανερά το milkshake της.

«Δεν είναι υπέροχος ο γλυκούλης μου;»

«Είναι!» απάντησε τραβώντας ακόμα μια ρουφηξιά.

Ήπιαμε τα milkshakes μας συνεχίσαμε την κουβέντα και χωρίς να το καταλάβουμε πήγε σχεδόν μεσάνυχτα.

«Ανδρέα μου, είναι ώρα να φύγουμε»

«Ναι, έχεις δίκιο!» απάντησε και σηκωθήκαμε και οι δύο. «Σε ευχαριστούμε για το υπέροχο φαγητό και την παρέα» της είπε ο Ανδρέας.

«Εγώ σας ευχαριστώ» μας είπε και μας συνόδεψε μέχρι την πόρτα.

«Κατέβα σε παρακαλώ στο αυτοκίνητο και έρχομαι» του είπα χωρίς να περάσω από την εξώπορτα.

Ο Ανδρέας, αφού τη φίλησε σταυρωτά, καληνύχτισε τη Χριστιάνα και κατέβηκε στο αυτοκίνητο. Εγώ γύρισα προς το μέρος της και τη χάιδεψα απαλά στο πρόσωπο, απομακρύνοντας μια τούφα που είχε πέσει στο πρόσωπό της.

Έφερα το πρόσωπό μου κοντά της και η Χριστιάνα ούσα πιο ψηλή έσκυψε το κεφάλι της και φιληθήκαμε στο στόμα, πιο τρυφερά στην αρχή και πιο παθιασμένα στη συνέχεια. «Του τα είπα όλα όσο ήσουν στην κουζίνα. Είμαστε καλά… πολύ καλά!» της είπα χαμογελώντας.

«Ουφ, μου έφυγε ένα βάρος τώρα!» είπε η Χριστιάνα.

«Το κατάλαβα» της είπα χαϊδεύοντάς την τρυφερά. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος ούτε να νιώθεις βάρος, ούτε να ανησυχείς. Είμαστε καλά, πραγματικά καλά!» Πήρε το χέρι μου και το έφερε στο στόμα της και το φίλησε.

«Καληνύχτα Φοίβη μου.»

«Καληνύχτα» της είπα δίνοντάς της ένα πεταχτό φιλάκι στο στόμα.

Κατέβηκα στις σκάλες και πήγα στο αυτοκίνητο όπου με περίμενε ο Ανδρέας. Ήμουν μούσκεμα, τον ήθελα μέσα μου σαν τρελή. Αλλά η τιμωρία είναι τιμωρία. Χαμογέλασα καθώς εκεί μου ήρθε ξαφνική έμπνευση, ο ερεθισμός μου με είχε κάνει εφευρετική σαν Αμερικάνο Δικαστή! Χαμογελώντας ακόμα, μπήκα στο αυτοκίνητο και κινήσαμε για το σπίτι του.


17. Ες αύριον τα σπουδαία

Ανδρέας

Μιας και δεν είχα εξ αρχής σκοπό να πάω στην Ελένη, και θέλοντας να τις αφήσω μονάχες, πήγα στο σπίτι μου να κάτσω για να περάσει η ώρα. Μέσα μου ένιωθα ένα πολύ περίεργο σφίξιμο, του οποίου η κοντινότερη περιγραφή ήταν «ζήλεια με ευχάριστες αποχρώσεις.»

Εμπιστευόμουν τη Φοίβη ότι δε θα προχωρούσε περισσότερο από ένα φιλί αλλά, η αλήθεια είναι, εκείνη τη στιγμή θα ευχόμουν να μην της έχω δώσει αυτόν τον περιορισμό.

Ήταν ακριβώς σαν παιχνίδι με τη φωτιά. Από τη μία η σαγήνη της φλόγας και από την άλλη ο κίνδυνος να γίνω παρανάλωμα. Ήλπιζα με όλη μου την ψυχή στη χειρότερη να μην είναι παρά ένα ελαφρύ έγκαυμα. Τι να έκαναν τώρα άραγε; Να μιλάνε; Να φιλιούνται; Να κάνουν κάτι παραπάνω παρά τις διαβεβαιώσεις της Φοίβης ότι δε έκανε τέτοιο πράγμα;

Πώς μπορείς να εμπιστεύεσαι τον άλλον και ταυτόχρονα να το σκέφτεσαι ως ενδεχόμενο;

«Πού είναι η συνέπειά σου Ανδρέα;» μάλωσα τον εαυτό μου. «Όχι, η Φοίβη δε θα προχωρούσε, δε θα έκανε το κάτι παραπάνω. Σταμάτα να το σκέφτεσαι.»

Αναστέναξα και έπιασα την κιθάρα, είχα κάμποσες μέρες να παίξω. Οι πρώτες νότες του “Mexican” των Babe Ruth πλημμύρισαν το δωμάτιό μου. Η εισαγωγή της είναι με κλασσική κιθάρα αλλά μετά τη συνοδεύει και ηλεκτρική. Μου είχε λείψει η ηλεκτρική κιθάρα μου, αποφάσισα ότι θα την κατέβαζα και αυτή.

Πόσο θα ήθελα να παίξω το solo του Mr. Crowley, που τόσο με είχε κουράσει να το μάθω; Ή το εισαγωγικό solo του Sails of Charon; Ή να παίξω το κλάμα της στο Stargazer ή στο Gipsy Queen. Ναι, μπορούσα να τα παίξω και με την κλασσική κιθάρα αλλά ο ήχος δεν ήταν ο ίδιος.

Συνέχισα να παίζω για λίγη ώρα αλλά το μυαλό μου γύρναγε συνεχώς στη Φοίβη. Παράτησα την κιθάρα στην άκρη και έτριψα λίγο τα μαλλιά μου. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι ήταν ακριβώς αυτό που αισθανόμουν, δεν ήταν ακριβώς προσμονή. Δεν ήταν δυσάρεστο πάντως και η σκέψη ότι εκείνη τη στιγμή η Φοίβη μπορεί να φιλιόταν με τη Χριστιάνα με έκανε να καυλώνω.

Αυτό που χρειαζόμουν αυτή τη στιγμή ήταν να παίξω ένα καλό γρόθο να έρθω στα ίσια μου αλλά από την άλλη δεν ήθελα να παραβώ την «τιμωρία» της Φοίβης. Έπαιξα λίγο τα δάχτυλά μου στο τραπέζι και πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου για να βγω μια βόλτα στην πόλη. Δεν είχαν περάσει καλά-καλά ούτε είκοσι λεπτά και τους είχα πει ότι θα λείψω το πολύ μια ώρα. Βέβαια αυτό σήμαινε ότι θα μπορούσα να γυρίσω και τώρα αλλά δεν ήθελα να πάρω το λόγο μου πίσω. Είπα στη Φοίβη ότι θα τις αφήσω μόνες τους και αυτό ακριβώς θα έκανα.

Μπήκα στο αυτοκίνητο και από τη Ναθένα βγήκα στην λεωφόρο Κνωσσού και από εκεί κατέβηκα προς το κέντρο. Έστριψα προς την Εθνικής Αντιστάσεως και όταν έφτασα στο ύψος της Ικάρου, έστριψα αριστερά προς πλατεία Ελευθερίας. Συνέχισα στην Επιμενίδου και κάνοντας τον κύκλο βγήκα 25ης Αυγούστου.

Υπό κανονικές συνθήκες, και μιας και οι περιστάσεις με είχαν φέρει στα Λιοντάρια, δε θα το είχα σε τίποτα να χτυπήσω ένα κομμάτι πίτσας από το Everest αλλά είχα φάει τρία κομμάτια παστίτσιο, παραλίγο να αρχίσουν να μου βγαίνουν τα μακαρόνια από τη μύτη.

Ήθελα κάτι γλυκό αλλά είχαμε την τούρτα στο σπίτι της Χριστιάνας. Milkshake? Καλή ιδέα! Θα έπαιρνα και στα κορίτσια. Κοίταξα το ρολόι, η όλη βόλτα μου είχε πάρει 25 λεπτά το οποίο σήμαινε είχα ακόμα ένα τέταρτο για σκότωμα. Ήμουν τυχερός και βρήκα να παρκάρω λίγο πριν την πλατεία Αγίου Τίτου.

Πήγα στην κρεπερί που έφτιαχνε και milkshakes. Ζήτησα μία σοκολάτα για την Φοίβη, μία απλή βανίλια για μένα και μία βανίλια Μαδαγασκάρης η οποία άρεσε στην Χριστιάνα, όπως είχε πει στην Φοίβη τη Δευτέρα το πρωί, που είχαν πιει καφέ στον Ηριδανό.

Πήρα τη βάση και την ακούμπησα προσεκτικά στο κάθισμα του συνοδηγού και ξεκίνησα να πάρω το δρόμο της επιστροφής. Στον πεζόδρομο πριν τη Καινούργια Πόρτα είχε πολύ κόσμο, μάλλον κάποια εκδήλωση είχε εκεί. Βγήκα στην πλατεία Κύπρου αλλά αποφάσισα, αντί να πάω από Κνωσσού, να ανέβω από Ακαδημίας Μασταμπά και να πάω μέσω Σινάνη προς Άη Γιάννη.

Στην Παπαναστασίου ήταν το εργαστήρι με τα κρουασάν. Κοπάνησα με το χέρι μου το μέτωπό μου, ορίστε, τρεις ολόκληρους μήνες ο γάιδαρος δεν είχα φέρει το κορίτσι μου να φάει κρουασάν με ζεστή πραλίνα, όπως έβγαινε από το φούρνο του εργαστηρίου. Θα το λάτρευε η Φοίβη!

Το σημείωσα νοερά, και από Παπαναστασίου βγήκα Σόλωνος και την ανέβηκα μέχρι που έφτασα στην πλατεία της Φορτέτσας όπου έμενε η Χριστιάνα.

Είχε περάσει μία ώρα και δέκα λεπτά, είχα κρατήσει το λόγο μου. Χτύπησα το κουδούνι και όταν μου άνοιξε ανέβηκα τα σκαλιά. Αυτή τη φορά το συναίσθημα μπορούσα να το ερμηνεύσω, ήταν γλυκιά αγωνία.

«Δεν άργησα έτσι; Σας έφερα και milkshakes. Πήρα τη γεύση που σου αρέσει, η Φοίβη μου είχε πει είναι η βανίλια Μαδαγασκάρης, ορίστε το δικό σου!» της είπα και της έδωσα το milkshake της.

«Δεν είναι καταπληκτικός;» είπε η Φοίβη που είχε σηκωθεί.

Καθίσαμε κάτω αλλά τη Χριστιάνα την έπιασε η προκοπή και μάζεψε τα ποτήρια με τα ποτά και τα πήγε στην κουζίνα. Κόντευα να σκάσω από την αγωνία να μάθω.

«Τα είπατε;» τη ρώτησα αλλά αντί για απάντηση μου ένευσε το κεφάλι της χαμογελώντας με τρόπο που με έκανε να καταλάβω ότι δεν είχαν αρκεστεί στη συζήτηση. «Έγινε αυτό που νομίζω;»

«Φιληθήκαμε κάμποσες φορές αλλά μείναμε εκεί, δεν κάναμε τίποτα παραπάνω,» μου είπε ντροπαλά, αλλά κοιτάζοντάς με σταθερά στα μάτια.

«Θα ήθελες κάτι παραπάνω;» τη ρώτησα χαμογελαστός.

«Ναι» μου απάντησε χωρίς να διστάσει. «Ανδρέα… πως αισθάνεσαι;» με ρώτησε γεμάτη αγωνία.

«Περίεργα» ομολόγησα με πλήρη ειλικρίνεια. «Ευχάριστα περίεργα,» συνέχισα χαμογελαστός για να μην την τρομάξω.

Είχαν φιληθεί. Είχαν φιληθεί και δε με είχε πειράξει. Δεν μπορούσα για ακόμα μια φορά να προσδιορίσω τι ακριβώς ήταν αυτό που ένιωθα αλλά το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν ήταν δυσάρεστο.

Είχα ερεθιστεί, είχα γίνει πύραυλος. «Το μόνο που με πειράζει είναι ότι είμαι τιμωρία» αστειεύτηκα και η Φοίβη έβαλε ανακουφισμένη τα γέλια.

«Σ’ αγαπάω» μου είπε και μου έδωσε ένα τόσο βαθύ φιλί που μου έκοψε την ανάσα.

«Σ’ αγαπάω» της απάντησα όταν βρήκα την ανάσα μου.

Σταματήσαμε τη συζήτηση καθώς επέστρεψε η Χριστιάνα. Καθίσαμε άλλη μια ώρα εκεί μέχρι που η Φοίβη συνειδητοποίησε ότι είχε πάει μεσάνυχτα. Καληνύχτισα την Χριστιάνα αλλά η Φοίβη μου είπε να κατέβω στο αυτοκίνητο και να την περιμένω.

Πολύ θα ήθελα να τις δω να φιλιούνται μπροστά μου αλλά η Φοίβη έκρινε ότι δεν είμαστε ακόμα εκεί και με «έδιωξε.» Κατέβηκα στο αυτοκίνητο νιώθοντας ότι το όργανό μου θα σπάσει. Λίγη ώρα αργότερα κατέβηκε και η Φοίβη και μπήκε στο αυτοκίνητο χαμογελώντας.

«Τα “ξαναείπατε” να υποθέσω;»

«Ναι, μπορείς να το πεις κι έτσι» μου είχε χαρίζοντάς μου ένα υπέροχο κουνελίσιο χαμόγελο.

«Λοιπόν, πάμε σπίτι μου, έτσι;» τη ρώτησα αφηρημένα.

«Ναι, μόνο σταμάτα λίγο σπίτι μου να πάρω την τσάντα με τετράδια και σημειώσεις γιατί ξέχασα να την πάρω μαζί φεύγοντας.»

«Θες να κοιμηθούμε σπίτι σου;»

«Όχι!» μου είπε απότομα, υπονοώντας ξεκάθαρα πως αφενός δε θα κοιμόμασταν αμέσως και αφετέρου είχε …πονηρούς σκοπούς, σκόπευε να ακουστεί! Στην αρχή πάντως δεν ήταν … “φασαριόζα”, στη συνέχεια έγινε. Ή—ίσως—απλά έγινα καλύτερος.

«Είμαι τιμωρία!» της είπα χαμογελώντας της σκανταλιάρικα.

I know…” μου είπε χαμογελώντας μου αινιγματικά.

Οκ, αν δε με άφηνε να τελειώσω θα ήταν ζόρι, το παραδέχομαι. Για την ακρίβεια δεν ήμουν σίγουρος ότι δε θα τελείωνα ακόμα και αν απλά μου τον άγγιζε. Σταμάτησα μπροστά από την γκαραζόπορτα και η Φοίβη κατέβηκε και με τη συνοδεία του Σίμπα πήγε μέχρι το σπίτι της. Γύρισε ένα-δυο λεπτά αργότερα, πάλι με το Σίμπα συνοδεία.

«Πάμε» μου είπε όταν μπήκαμε μέσα.

Σε τρία λεπτά ήμασταν σπίτι μου. Μπήκαμε μέσα και άφησε την τσάντα με τα τετράδιά της στο τραπέζι. Κάθισα στον καναπέ και της έκανα νόημα να έρθει να κάτσει δίπλα μου.

«Πώς αισθάνεσαι;»

«Αυτό που σου είπα και πριν,» της απάντησα χαμογελαστά προσπαθώντας να ηρεμίσω τους φόβους της. Της έσφιξα το χέρι και της το χάιδεψα.

«Ευχάριστα περίεργα,» της είπα κλείνοντας της το μάτι παιχνιδιάρικα. «Από τη μία ομολογώ ότι ζηλεύω αλλά από την άλλη η ίδια η ιδέα το ότι ήσουν μαζί της είναι απίστευτα διεγερτική, πόσο μάλλον όταν η ίδια ομολογείς ότι θα ήθελες να προχωρήσεις παραπάνω από ένα φιλί.»

«Δεν ήταν ένα, ήταν περισσότερα!» μου είπε κοιτάζοντας χαμηλά.

«Έστω!» της είπα συνεχίζοντας να της χαϊδεύω το χέρι. Με κοίταξε διστακτικά και της χαμογέλασα και πάλι. «Δεν ξέρω, μου είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω τι ακριβώς είναι αυτό που αισθάνομαι αλλά κράτα ότι έχει ευχάριστες αποχρώσεις. Εσένα σου άρεσε;»

«Πολύ» απάντησε αναστενάζοντας.

«Γιατί αναστενάζεις βρε;»

«Γιατί φοβάμαι ότι θα γίνει κάτι και θα σε πληγώσω και δε θέλω να σε πληγώσω,» μου είπε με διστακτική φωνή.

«Αν το είχες κάνει πίσω από την πλάτη μου θα πληγωνόμουν,» της εξήγησα, συνεχίζοντας να τη χαϊδεύω καθησυχαστικά στο χέρι. «Από τη στιγμή που εγώ ο ίδιος σου δίνω τις ευχές μου….»

«Ακόμα κι έτσι…» με διέκοψε «μπορεί να συμβεί κάτι και να πληγωθείς,» μου είπε στενάζοντας.

«Μπορεί να μου πέσει και ένα δέντρο στο κεφάλι και να με αφήσει στον τόπο!» της απάντησα και με κοίταξε γουρλωμένη. «Φοίβη μου,» είπα το όνομά της με έμφαση,  «η ζωή μας είναι γεμάτη από μικρές ή μεγάλες αποφάσεις, από μικρά ή μεγάλα ρίσκα. Στο τέλος της ημέρας σημασία έχει να ζεις, όχι απλά να επιβιώνεις, αλλιώς θα έχεις να λογοδοτήσεις στον ίδιο σου τον εαυτό.»

«Δίκιο έχεις μωρέ Ανδρέα,» μου είπε ξεφυσώντας ελαφρά. Χαμήλωσε τα μάτια της σα να σκεφτόταν και μετά τα σήκωσε και πάλι πάνω μου. «Από την άλλη…» ξεκίνησε διστακτικά και σταμάτησε.

«Από την άλλη;» τη ρώτησα με ενθαρρυντικό τόνο.

«Κοίτα,» ξεκίνησε.  «Η Χριστιάνα μου είπε χωρίς πολλές περιστροφές ότι αν δεν υπήρχες εσύ δε θα είχε γίνει τίποτα απ’ ότι έγινε.» Έτριψε νευρικά το λαιμό της. «Νομίζω ότι και οι δύο θέλουμε το ίδιο, να εξερευνήσουμε πτυχές του εαυτού μας χωρίς δεσμεύσεις, η μία προς την άλλη, πέρα του να περάσουμε καλά.»

Έξυσε νευρικά τη μύτη της.

«Ένας λόγος παραπάνω για να μη μου αγχώνεσαι, χαζούλα» της είπα και την έσφιξα δυνατά στην αγκαλιά μου. «Κανονίσατε να βγείτε μόνες σας;»

«Όχι, δεν έχουμε κανονίσει κάτι,» μου είπε και με κοίταξε στα μάτια. «Δεν ήθελα να κανονίσω τίποτα χωρίς να το έχω τελείως ξεκαθαρισμένο μεταξύ μας.»

«Μακάρι να μπορούσα να είμαι κάπου που να μπορούσα να σας βλέπω. Ξέρω… ξέρω, μη με κοιτάς έτσι, το ξέρω ότι αυτό πολύ δύσκολα θα συμβεί.»

«Θα στα διηγηθώ όμως όλα» μου είπε και σηκώθηκε από τον καναπέ και έπιασε το μαλλί της κότσο.

Γονάτισε μπροστά μου, με βοήθησε να βγάλω το παντελόνι και το μποξεράκι και χωρίς πολλά-πολλά με πήρε στο στόμα της. Ήμουν τόσο καυλωμένος που χρειάστηκε υπερπροσπάθεια να μην τελειώσω με το που με πήρε μέσα της και η Φοίβη είναι αστέρι.

Είχα κλείσει τα μάτια μου και το απολάμβανα με όλο μου το είναι έχοντας ξεχάσει ότι είμαι σε …τιμωρία αλλά μου το θύμισε η Φοίβη. Όταν έφτασα μία τρίχα από το να τελειώσω σταμάτησε και με κοίταξε στα μάτια.

«Είσαι τιμωρία!» μου είπε και σταμάτησε. Σηκώθηκε και με πήρε από το χέρι και πήγαμε μέσα όπου γδύθηκε σε χρόνο ρεκόρ και ξάπλωσε γυμνή στο κρεββάτι. «Εγώ όμως δεν είμαι» μου είπε χαμογελώντας πονηρά.

«Άτιμο θηλυκό» της είπα και χαχάνισε. «Θέλω μια χάρη.»

«Τι χάρη;»

«Θέλω όσο στο κάνω αυτό να φαντασιωθείς τη Χριστιάνα.»

«Αυτό, ποιο;»

Αντί απάντησης ξάπλωσα ανάμεσα από τα πόδια της και άρχισα να τη γλείφω απαλά στην κλειτορίδα. Έβαλε το χέρι της πάνω στο κεφάλι μου και άρπαξε τα μαλλιά μου και κόλλησε το στόμα μου πάνω της. Ήταν μούσκεμα και μύριζε υπέροχα. Άρχισα να τη γλείφω και να την πιπιλάω με μεγαλύτερη ένταση κάνοντας το σώμα της να τραντάζεται.

Χωρίς να το σκεφτώ καθόλου σάλιωσα το μεσαίο του δεξιού χεριού και το έβαλα πίσω της κάνοντάς την να της ξεφύγει ένα βογγητό μίξη πόνου και καύλας. Άρχισα να την παίζω με το δάχτυλο προσπαθώντας να μην κόψω καθόλου το ρυθμό μου στο στοματικό. Ήταν τέρμα ερεθισμένη από πριν γιατί δεν πήρε ούτε πέντε λεπτά να τελειώσει φωνάζοντας το όνομά μου.

Της είχε κοπεί σχεδόν η ανάσα. Σηκώθηκα και ξάπλωσα δίπλα της και άνοιξα την αγκαλιά μου και χώθηκε μέσα της.

«Έκανες αυτό που σου ζήτησα;» τη ρώτησα κοιτάζοντάς την πονηρά.

«Το έκανα!» μου απάντησε χαμογελώντας ντροπαλά αλλά με μάτια που άστραφταν.

«Πώς ήταν;»

«Πολύ έντονο… ήσουν υπέροχος!» μου απάντησε ξεφυσώντας σα χορτασμένη γάτα.

«Ναι αλλά είμαι ακόμα τιμωρία…» της είπα με προσποιητή αθωότητα, ρίχνοντας άδεια για να πιάσω γεμάτα.

«Ναι, είσαι!» μου είπε χαχανίζοντας και μου έβγαλε τη γλώσσα της. «Και τώρα νάνι!»

«Ουφ, άκαρδη! Καληνύχτα μωρό μου!»

«Καληνύχτα αγάπη μου.»

Για τη Φοίβη ήταν σα να έπεσε ο γενικός. Όσο για μένα… τι να κάνω ο φουκαράς, αναγκάστηκα να κοιμηθώ ανάσκελα γιατί το όργανό μου δεν έλεγε να πέσει με τίποτα.

Το πρωί η Φοίβη ξύπνησε πριν από εμένα γιατί όταν με ξύπνησε μου είχε φτιάξει πρωινό. Κοίταξα το ρολόι, η ώρα ήταν ακόμα 08:00. Την κοίταξα με απορία.

«Δεν κάναμε χθες ντουζάκι, έτσι θα πάμε στο Πανεπιστήμιο;»

Ένα δίκιο το είχε. Έφαγα το τοστ μου και ήπια την πορτοκαλάδα μου και γύρω στις 08:15 ο θερμοσίφωνας είχε ζεστάνει το νερό. Μπήκαμε και οι δύο στο ντους. Το κωλόπαιδο όσο την έλουζα είχε βάλει το χέρι της χαμηλά και με έπαιζε.

«Μην παίρνεις θάρρος, η τιμωρία σου εξακολουθεί να ισχύει» μου είπε και συνέχισε να με χουφτώνει και να με χαϊδεύει και ένιωθα σα να είναι έτοιμος να σπάσει.

Όταν βγήκαμε από το ντους το όργανό μου ήταν ακόμα ορθωμένο με αποτέλεσμα να έχω δυσκολία στο να βάλω το παντελόνι μου. Η Φοίβη μου έβγαλε—πάλι—κοροϊδευτικά τη γλώσσα και φόρεσε μπλούζα από πάνω και από κάτω τζιν και τα σνίκερς της.

Η μέρα κύλισε σχετικά αργά και είχα να πάω και στο ΙΤΕ με αποτέλεσμα να γυρίσω στο σπίτι γύρω στις 19:30. Είχα κάνει ό,τι διάβασμα χρειαζόταν στο ΙΤΕ και είχα πει και στη Φοίβη ότι σήμερα θα διάβαζε μόνη της γιατί θα αργούσα. Αν και πεινούσα δεν έφαγα δεδομένου ότι το βράδυ θα τρώγαμε στο Μεξικάνικο.

Έβαλα στα γρήγορα το θερμοσίφωνα να ζεσταθεί και στις 20:00 μπήκα για ένα γρήγορο ντουζάκι. Όταν τελείωσα ντύθηκα με ένα τζιν, μπλουζάκι και πουκάμισο και μπήκα στο αυτοκίνητο για να πάω στο σπίτι της Φοίβης. Συνοδεία του Σίμπα που όπως πάντα είχε μπλεχτεί στα πόδια μου έφτασα έξω από την πόρτα της.

Δεν είχε αφήσει τα κλειδιά στην πόρτα οπότε χτύπησα το τζάμι για να με ακούσει. Η Φοίβη φορώντας ακόμα το μπουρνούζι της και μια πετσέτα στο κεφάλι μου άνοιξε χαμογελώντας την πόρτα και όταν πέρασα μέσα με έσφιξε πάνω της και με φίλησε. Το μπουρνούζι άνοιξε λίγο και τα μάτια μου καρφώθηκαν στα στήθη της.

«Στα μάτια να με κοιτάς, είσαι ακόμα τιμωρία!» μου είπε πειρακτικά.

«Δεν τιμωρήθηκα αρκετά;» τη ρώτησα με μια δόση απόγνωσης.

«Θα σας ειδοποιήσουμε» συνέχισε πάλι σε πειρακτικό τόνο.

«Τι έχεις συνεννοηθεί τελικά με τα κορίτσια; Τι ώρα θα περάσουμε να τους πάρουμε;»

«Θα είναι μόνο η Χριστιάνα, Κατερίνα και Βαγγέλης αποφάσισαν να πάνε εκδρομή τρεις μέρες στο Ρέθυμνο, θα γυρίσουν Σάββατο πρωί. Στις 21:00 της είχα πει»

«Αυτοί χάνουν!»

«Αναμφίβολα! Λοιπόν, πάω να ντυθώ.»

«Έρχομαι κι εγώ να πάρω μάτι. Αχ, που καταντήσαμε, στο φάτε μάτια ψάρια!»

«Δες το θετικά, τα μεσάνυχτα η τιμωρία σου λήγει!»

«Χμμμ…» είπα χαμογελώντας με νόημα.

Αντί απάντησης μου κούνησε προκλητικά τον κώλο της και πήγε στο δωμάτιό της. Παρά τη δήλωσή μου δεν την ακολούθησα, κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας και χάζεψα τις σημειώσεις της. Χαμογέλασα, καθώς ανάμεσα στις εξισώσεις και στα διαγράμματα, είχε ζωγραφιές που συνήθιζε να κάνει όταν βαριόταν στην παράδοση.

Πολυσχιδής και πολυτάλαντη η Φοίβη μου, εγώ δε θα μπορούσα ποτέ να ζωγραφίσω τόσο όμορφα. Κάποιες από τις ζωγραφιές της είχαν πολύ χιούμορ, σε μια κυβική ρίζα με μια ατελείωτη παράσταση από κάτω είχε ζωγραφίσει στο τέλος του ένα ανθρωπάκι να κρέμεται σα να ήταν σε κρεμάλα, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Γιατί γελάς;» με ρώτησε από μέσα.

«Για το κακό ριζικό που βρήκε το ανθρωπάκι στις σημειώσεις σου»

«Και τι ριζικό, κυβικό!» την άκουσα να λέει από μέσα.

Λίγη ώρα μετά ήρθε και με βρήκε. Είχε φορέσει ένα μακό μπλουζάκι που τόνιζε υπέροχα τα στήθη της και παντελόνι που έφτανε λίγο πριν το ύψος της γάμπας και αθλητικά παπούτσια με σοσόνια. Στην αριστερή της γάμπα φαινόταν η διπλή αλυσιδίτσα που της είχα κάνει δώρο πριν τρεις εβδομάδες.

Τα μαλλιά της ήταν ακόμα υγρά οπότε πήγε στο μπάνιο και άκουσα το σεσουάρ να δουλεύει. Βγήκε μετά από λίγη ώρα, φόρεσε και τα γυαλιά της και μου χάρισε το υπέροχο κουνελίσιο χαμόγελό της.

«Έτοιμη, αγαπουλίνο!» μου δήλωσε.

Είχαμε ακόμα 15 λεπτά μέχρι να πάμε να πάρουμε τη Χριστιάνα και κάτσαμε στο τραπέζι και είπαμε για τη μέρα μας. Στις 21:00 ήμασταν στο αυτοκίνητο και μερικά λεπτά αργότερα έξω από το σπίτι της Χριστιάνας η οποία ήταν έτοιμη και όταν της χτύπησε το κουδούνι η Φοίβη κατέβηκε αμέσως.

Η Χριστιάνα ήταν και εκείνη ντυμένη απλά. Φιλήθηκαν στο μάγουλο και ήρθαν προς το αυτοκίνητο. Η Φοίβη σήκωσε το κάθισμα και η Χριστιάνα πέρασε πίσω. «Καλησπέρα» μου είπε χαμογελαστή.

«Καλώς το κορίτσι» της απάντησα επίσης χαμογελαστά. «Πώς ήταν η μέρα σου;»

«Κουραστική» απάντησε μονολεκτικά προσπαθώντας να βολευτεί πίσω για να μπορέσει η Φοίβη να κατεβάσει το κάθισμα και να κάτσει κι εκείνη.

Το τέταρτο που χρειάστηκε για να φτάσουμε στο κέντρο πέρασε με χαλαρή συζήτηση. Η τύχη με βοήθησε και βρήκαμε να παρκάρουμε στην 25ης Αυγούστου, σχεδόν στο ύψος των Λιονταριών, οπότε δε μας πήρε πολλή ώρα να φτάσουμε στη Χάνδακος όπου ήταν το μεξικάνικο.

Μαρία-Νίκος και Ελένη-Τάσος ήταν ήδη εκεί και ψέματα μη λένε, ένα ντουβρουτζά τον έφαγαν όταν μας είδαν να μπαίνουμε και οι τρεις μαζί αλλά γρήγορα ανέκτησαν την ψυχραιμία τους.

«Σήμερα φέραμε και παρέα!» είπε η Φοίβη χαμογελαστά.

«Γεια σας» είπε ντροπαλά η Χριστιάνα.

Νίκος και Τάσος δε μίλησαν, τουλάχιστον είχαν την προνοητικότητα να μην ανοίξουν τα στόματά τους και πετάξουν κανένα βατράχι. Ελένη και Μαρία αντιδράσανε πιο ψύχραιμα.

«Καλώς την» είπε η Μαρία.

«Πού το άφησες το έτερον ήμισυ βρε κακούργα;» τη ρώτησε η Ελένη, που γνωρίζοντας καλύτερα Χριστιάνα και Κατερίνα, είχε περισσότερο θάρρος μαζί της.

«Με το άλλο έτερον της ήμισυ! Ήρθε το αγόρι της από την Αθήνα και έχουν πάρει τα όρη και τ’ άγρια βουνά!» εξήγησε χαχανίζοντας η Χριστιάνα.

Παρά το αρχικό ξάφνιασμα η ώρα κύλησε πολύ ευχάριστα. Φάγαμε το σκασμό και γύρω στις 23:00 είπαμε να το διαλύσουμε.

«Κορίτσια, θέλετε να πάμε σπίτι ή να πάμε να πιούμε καμιά μπυρίτσα και μετά σπίτι;» τις ρώτησα μην θέλοντας να τελειώσει εκεί η βραδιά.

«Αμέ, εγώ μέσα» είπε η Φοίβη και συμπλήρωσε «Χριστιάνα, ψήνεσαι;»

«Αν ψηθώ κι άλλο θα αρπάξω!» απάντησε και εγώ αλλά και η Φοίβη το καταλάβαμε τελείως διαφορετικά.

«Καλά, δεν πειράζει! Άλλη φορά,» απάντησε η Φοίβη με μια μικρή δόση απογοήτευσης στη φωνή!

«Εχμ… εννοώ ότι είμαι ψημένη ήδη!» μας διευκρίνισε η Χριστιάνα χαμογελώντας μας σκανταλιάρικα, κάνοντας τη Φοίβη να ξεφωνίσει και να χειροκροτήσει ενθουσιασμένη.

Κάνω απίστευτα χάζι αυτή της τη μανιέρα, και κατά τα φαινόμενα το ίδιο κάνει και η Χριστιάνα, κρίνοντας από το πρόσωπό της που άστραψε σαν τον ήλιο.

Σε πέντε λεπτά ήμασταν στην Κοραή. Το Αυγό είχε αρκετό κόσμο ωστόσο δε δυσκολευτήκαμε να βρούμε να κάτσουμε. Παραγγείλαμε τα ποτά μας και αρχίσαμε να συζητάμε περί ανέμων και υδάτων μέχρι που κάποια στιγμή αντιλήφθηκα κάποιον να μου κάνει νόημα. Ήταν το boss στο ΙΤΕ ο οποίος είχε βγει έξω με άλλους δυο καθηγητές και τρεις διδακτορικούς φοιτητές.

«Με συγχωρείτε λίγο,» είπα στα κορίτσια και πήγα να χαιρετήσω τους γνωστούς μου.

Πραγματικά ο σκοπός μου ήταν απλά να χαιρετήσω αλλά με τούτα και με κείνα κατάφερα να κολλήσω πάνω από 20 λεπτά. Γύρισα στο τραπέζι με τη Φοίβη και τη Χριστιάνα.

«Συγνώμη βρε παιδιά αλλά πιάσαμε την κουβέντα και ξεχάστηκα,» τους είπα κοιτάζοντάς τες απολογητικά.

«Ανδρέα μου, αν θες  να κάτσεις κι άλλο, δεν πειράζει» μου είπε η Φοίβη κάνοντάς με να νιώσω ακόμα περισσότερες τύψεις. Τις κοίταξα αναποφάσιστος. «Μην αισθάνεσαι άσχημα βρε χαζούλη.»

«Σίγουρα;» ρώτησα αβέβαιος.

«Ναι, μωρουλίνι μου, σίγουρα.»

Πήρα το ποτό μου και κάθισα άλλη μισή ώρα εκεί αλλά αυτό ήταν το όριο που έβαλα στον εαυτό μου και παρά το γεγονός ότι είχε ξεκινήσει μια πολύ όμορφη συζήτηση, τους άφησα και γύρισα στα κορίτσια.

«Back, και αυτή τη φορά δεν ξαναφεύγω» τους δήλωσα. Είχαν κάτσει η μία δίπλα στην άλλη για να μπορούν να συζητήσουν και έτσι κάθισα από την απέναντι μεριά.

«Καλώς το μου» είπε η Φοίβη χαρίζοντάς μου ακόμα ένα γλυκό κουνελίσιο χαμόγελο.

«Τι λέγατε;»

«Τίποτα συγκεκριμένο» απάντησε η Χριστιάνα, «να τώρα λέγαμε για το παπάκι του αδερφού μου που θα κατεβάσω στην Κρήτη μετά τις γιορτές.»

«Έχεις κράνος, έτσι;»

«Εννοείται!»

Με τούτα και με κείνα πέρασε ακόμα μία ώρα και επειδή είχε πάει αργά αποφασίσαμε να το διαλύσουμε. Περάσαμε πρώτα από το δικό μου σπίτι να πάρω την τσάντα μου με τα τετράδιά μου και μετά αφού ανεβάσαμε τη Χριστιάνα σπίτι της και την αφήσαμε κατεβήκαμε στο σπίτι της Φοίβης.

Ίσα που πρόλαβε να κλείσει την πόρτα πριν της ορμήσω, ο ερεθισμός που είχα ήταν απερίγραπτος.

«Σιγά βρε λυσσάρη!» μου είπε γελώντας. Με πήρε από το χέρι και πήγαμε στο δωμάτιο. Δε με άφησε να κάτσω στο κρεββάτι, μου κατέβασε παντελόνι και μποξεράκι, και μένοντας μόνο με το κιλοτάκι της γονάτισε μπροστά μου και με πήρε στο στόμα της.

Είχα που είχα τις καύλες του αιώνα, το έκανε και με όλη της την τέχνη και δεν μου πήρε ούτε πέντε λεπτά να τελειώσω στο στόμα της, και είχε μαζευτεί πολύ πράμα! Η Φοίβη τα κατάπιε όλα και σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε.

«Απαπαπαπα, δε σε ξαναφήνω τόσο πολύ τιμωρημένο, κόντεψες να με πνίξεις!»

Ξαπλώσαμε και την πήρα αγκαλιά και κουλουριάστηκε πάνω μου.

«Φοίβη μου, συγνώμη για πριν στο Αυγό…» πήγα να ξεκινήσω.

«Βρε χαζούλη, σταμάτα να ζητάς συγνώμη. Δε με παράτησες και μόνη μου και εδώ που τα λέμε βρήκαμε ευκαιρία και κουβεντιάσαμε και πιο προσωπικά πράγματα!»

«Αχά!»

«Ναι… μιλήσαμε γι’ αυτό που έγινε χθες, πόσο άρεσε και στις δυο μας… και….»

«Και…;»

«Της… της είπα πως το εξέλαβες και ότι δε σου έχω κρύψει τίποτα και… και είπαμε… αν δηλαδή συμφωνείς κι εσύ… αύριο να βγούμε οι δυο μας.»

«Οοοοοκ» είπα διστακτικά.

«Ανδρέα, αν δε θέλεις…» ξεκίνησε να λέει αλλά τη διέκοψα.

«Φοίβη… Δεν είναι ότι δε θέλω, θέλω. Σου είπα, δεν μπορώ να σου εξηγήσω καλά αυτό που νιώθω αλλά οι αποχρώσεις είναι ευχάριστες, αυτό δε σου είπα; Και ακόμα περισσότερο ισχύει το άλλο που σου έχω πει: θέλω να σου δώσω ό,τι περνάει από το χέρι μου εφόσον είναι κάτι που πραγματικά θέλεις.»

«Υπάρχει ένας όρος που μου έβαλε η Χριστιάνα, ο οποίος για εκείνη είναι sine qua non. Δεν είναι τίποτα περίεργο αλλά μπορεί να σε φέρει σε αμήχανη θέση.»

«Ποιος είναι ο όρος;»

«Η Χριστιάνα θέλει να είναι 1000% σίγουρη ότι είσαι κι εσύ εντάξει. Ο όρος της είναι αύριο που θα βγούμε να είσαι κι εσύ παρών όταν θα ξεκινήσουμε για έξω και να απαντήσεις καταφατικά όταν σε ρωτήσει αν εσύ είσαι εντάξει με όλο αυτό.»

«Οκ, αν αυτό σας καθησυχάσει και τις δύο….»

«Αν… αν μας βγει… θα είσαι εντάξει αν το συνεχίσουμε σπίτι της;»

«Ο δικός μου όρος, που θα πρέπει να αποδεχτεί η Χριστιάνα, είναι ότι αν συμβεί αυτό θα μου τα πεις με τι νι και με το σίγμα, και αυτό μπορεί να περιλαμβάνει και ανατομική της περιγραφή. Δε θα της το πω εγώ, θα της το πεις εσύ και σε εμπιστεύομαι ότι σε περίπτωση που το αρνηθεί δε θα προχωρήσετε.»

«Fair» μου είπε η Φοίβη.

Μείναμε για λίγο ακίνητοι. Μην είμαι ψεύτης, ένιωθα αμήχανα αλλά φαντάζομαι ότι το ίδιο ένιωθε και η Φοίβη. Αποφάσισα να σπάσω εγώ την αμηχανία κατεβάζοντας το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια της. Ήταν μούσκεμα. Τη φίλησα και ανέβηκα από πάνω της. Η Φοίβη μου άνοιξε τα πόδια της να με υποδεχτεί.

«Σ’ αγαπάω» της είπα. «Σ’ αγαπάω και είσαι δική μου και ας το δείχνω με περίεργο τρόπο.»

«Δική σου είμαι Ανδρέα μου. Δική σου και μόνο δική σου… και ας το δείχνω με περίεργο τρόπο.»

Δε χρειάστηκε να πούμε κάτι άλλο, μπήκα μέσα της απαλά και άρχισα να κινούμαι, πιο τρυφερά στην αρχή, πιο έντονα και πιο δυνατά στη συνέχεια. Ένιωσα τα νύχια της να μπήγονται στην πλάτη μου και επιτάχυνα ακόμα περισσότερο.

Τα αγκομαχητά της ηδονής της, τα «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» και τα  «ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» με ξετρέλαναν και έπιασα να φαντάζομαι να τα βγάζει ενώ η Χριστιάνα της κάνει στοματικό.

«Ανδρέα μου! ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥ…. ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ» την άκουσα να φωνάζει και δεν μπορούσα να κρατηθώ άλλο, τραβήχτηκα, σηκώθηκα από το κρεβάτι και άρχισα να τον παίζω.

Η Φοίβη ανασηκώθηκε, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού με τα πόδια στο πάτωμα και μου άνοιξε το στόμα της. Τον ακούμπησα στα χείλη της και συνέχισα να τον παίζω και λίγες στιγμές αργότερα τον έβαλα μέσα στο στόμα της και πιάνοντάς την από το κεφάλι της τον κάρφωσα μέχρι το λαιμό αδειάζοντας ό,τι είχε απομείνει από τον πρώτο γύρο.

Πήγε στη μεριά της του κρεββατιού και ξάπλωσα και της άνοιξα την αγκαλιά μου και χώθηκε μέσα της. Κουκουλωθήκαμε καλά-καλά κάτω από το ελαφρύ πάπλωμα και εκεί κατέβηκε η παροχή.

Το πρωί που χτύπησε το ξυπνητήρι δεν άνοιγε το μάτι μου. Η Φοίβη σηκώθηκε ενεργητική και έφτιαξε πρωινό και καφέ και έφαγε κάμποση ώρα προσπαθώντας να με ξυπνήσει, τραβώντας μου το σκέπασμα και χαϊδεύοντάς με στα μαλλιά.

«Θέλω να κοιμηθώ κι άλλο» είπα με παραπονεμένη φωνή, βυθίζοντας το πρόσωπό μου στο μαξιλάρι. «Μην πάμε μάθημα σήμερα!»

«Σήκω τεμπελχανά!» μου είπε γελώντας και τραβώντας μου το μαξιλάρι και τι να κάνω, αναστέναξα και σηκώθηκα τρίβοντας τα μάτια μου. «Σου έχω φτιάξει και καφεδάκι» συμπλήρωσε δείχνοντας το φλιτζάνι και με έστειλε να πλύνω τα δόντια μου και να κάνω και την πρωινή μου τουαλέτα με μια σπρωξιά στην πλάτη.

Όταν τελείωσα η Φοίβη είχε ήδη ντυθεί και είχε καθίσει στο τραπέζι και με περίμενε κουνώντας τα πόδια της. Πήγα στο δωμάτιο και ντύθηκα κι εγώ στα γρήγορα και γύρισα μέσα και τη φίλησα στο μέτωπο, πριν κάτσω στο τραπέζι και ορμίσω σα λύκος στα τοστ και στην πορτοκαλάδα.

«Τι ώρα έχετε κανονίσει το βράδυ με την Χριστιάνα;» τη ρώτησα ακόμα μπουκωμένος, με τα μάγουλα φουσκωμένα.

«Δεν έχουμε κανονίσει ακόμα»—ανασήκωσε τους ώμους—«είπαμε να το κανονίσουμε σήμερα στη σχολή.»

«Αν απαιτεί να ...σε παραδώσω στην έξοδό σας»—έκανα μια παύση για να καταπιώ—«θα πρέπει να είναι μετά τις 20:00, σήμερα έχω πολλή δουλειά στο ΙΤΕ.»

«Δε νομίζω ότι θα υπάρχει θέμα. Τι ώρα θα πας στο ΙΤΕ;»

«Θα φύγω στις 15:00, μετά το δεύτερο μάθημα.»

«Αλήθεια»—με κοίταξε με ύποπτο βλέμμα—«γιατί έβαλες ξυπνητήρι στις 08:00 αφού σήμερα τα μαθήματά μας ξεκινάνε και των δύο στις 11:00;»

«Εχμ»—έξυσα το κεφάλι μου—«σας υπενθυμίζω υψηλοτάτη ότι σήμερα κοιμηθήκαμε στο σπίτι σας και ενεργοποίησα το δικό σας ξυπνητήρι!»

«Είναι κι αυτό.» Χτύπησε το μέτωπό της. «Ωραία, τι θα κάνουμε τώρα μέχρι τις 11:00;»

«Θα κατέβουμε κέντρο να πάμε να πάρουμε τα ρούχα από το καθαριστήριο.» Σηκώθηκα και άρχισα να μαζεύω τα πιάτα. «Καλύτερα να είμαστε και οι δυο γιατί δεν ξέρω αν θα βρω να παρκάρω εκεί τέτοια ώρα, θα κατέβεις εσύ να τα πάρεις και θα περιμένω απ’ έξω με τα alarm

«Βαριέμαι!» μου είπε με παράπονο, γέρνοντας πίσω στην καρέκλα της.

«Αν θέλεις σήμερα να επαναλάβεις το ντύσιμο που άρεσε προχθές στη Χριστιάνα, θα κάνεις την ανάγκη φιλοτιμία!» της είπα κλείνοντάς της το μάτι.

«Ουφ, καλά!» είπε σηκώνοντας τα χέρια της σε ένδειξη παράδοσης.

Ήπιαμε τον καφέ μας χωρίς βιασύνη, η Φοίβη διαβάζοντας εφημερίδα και εγώ κοιτάζοντάς την, και γύρω στις 09:30 κατεβήκαμε προς το κέντρο. Παρά τους φόβους μου, βρήκα να παρκάρω έξω ακριβώς από το καθαριστήριο, οπότε άφησα τη Φοίβη στο αυτοκίνητο και πήγα και πήρα εγώ τα ρούχα.

Γυρίσαμε πρώτα σπίτι της να αφήσει τα δικά της ρούχα και μετά περάσαμε από το δικό μου να αφήσω και εγώ τα δικά μου. Και επειδή όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια, γυρίσαμε και πάλι από το σπίτι της—χτυπώντας το μέτωπό μας και οι δύο—για να πάρουμε τις τσάντες με τις σημειώσεις μας.

Με τούτα και με κείνα στο Πανεπιστήμιο φτάσαμε γύρω στις 10:30. Καθίσαμε στο κυλικείο όπου βρήκαμε τον Τάσο να παίζει σκάκι με κάποιον που δεν τον είχαμε ξαναδεί. Η Φοίβη έσκυψε και κοίταξε προσεκτικά τη σκακιέρα, σουφρώνοντας τα φρύδια της.

Phoebe, whats your assessment?” τη ρώτησε ο Τάσος μετακινώντας τον ίππο του με μια θεατρική κίνηση.

«Γιατί μιλάμε αγγλικά;» ρώτησε η Φοίβη σηκώνοντας το βλέμμα της.

«Γιατί ο Vasily δεν ξέρει ελληνικά.» Έδειξε τον αντίπαλό του. «Είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής από το Princeton, ετοιμάζουν δημοσίευση με τη Σουζάνα. Από το επόμενο εξάμηνο θα είναι εδώ ως επισκέπτης καθηγητής για ένα χρόνο»

“Do you really want to know? ρώτησε η Φοίβη με ένα πονηρό χαμόγελο.

I do!” απάντησε ο Τάσος γέρνοντας μπροστά.

“You blundered your knight, and you opened yourself to direct attack.” του απάντησε μετά από μερικά δευτερόλεπτα. “It will be a forced checkmate at most seven moves, or even as few as three, depending on your reply to his next move,” του εξήγησε. “That is if Vasily saw your blunder,” συνέχιζε κοιτάζοντας το Vasily διστακτική.

I saw it!” της απάντησε ο Vasily κοιτάζοντάς την εντυπωσιασμένος, σηκώνοντας τα φρύδια του. Έκανε την κίνησή του και η Φοίβη ένευσε καταφατικά.

“Μόλις έχασες” είπε στον Τάσο και του έβγαλε γλώσσα.

Εγώ δεν είχα καταλάβει την τύφλα μου—κοιτούσα τη σκακιέρα σαν χαζός—και ψεύτης μην είμαι, ένιωσα ένα μικρό τσιμπηματάκι ζήλιας.

Ill be damned” είπε ο Τάσος όταν επιτέλους το είδε και εκείνος, χτυπώντας το μέτωπό του. Έριξε το βασιλιά του με μια απότομη κίνηση. “Let me introduce you. Vasily here is a post-doctoral fellow at the University of Princeton. Phoebe is a freshman in Computer Science and Andrew is in his third year in Biology.”

Nice to meet you,” είπα και έδωσα το χέρι μου. Η χειραψία του Vasily ήταν ζεστή και σταθερή και κέρδισε λίγους πόντους συμπάθειας. Η Φοίβη έδωσε και αυτή το χέρι της στον Vasily και καθίσαμε και οι τέσσερεις στο τραπέζι.

“Phoebe are you interested in playing a game?” τη ρώτησε ο Vasily γέρνοντας ελαφρά μπροστά.

“I have class at 11:00”—κοίταξε το ρολόι της—“we could play rapid or blitz, but we don’t have a clock” του απάντησε η Φοίβη αλλά ο Vasily άνοιξε την τσάντα του και έβγαλε ένα με μια κίνηση ταχυδακτυλουργού.

But we do!” της είπε χαμογελαστός. “10 minutes?”

Great!” απάντησε με ενθουσιασμό η Φοίβη, τρίβοντας τα χέρια της.

Ο Vasily ήταν καλός. Πολύ καλός. Πολύ-πολύ καλύτερος από τον Τάσο. Το πρώτο παιχνίδι ήρθε ισόπαλο. Το ίδιο και το δεύτερο. Κόντευε να πάει 11:00 αλλά κανείς δεν έδειχνε τη διάθεση να σηκωθεί—και οι δύο ήταν απορροφημένοι στη σκακιέρα.

Bullet?” ρώτησε η Φοίβη με μια πρόκληση στο βλέμμα της.

Bullet it is!” απάντησε ο Vasily σφίγγοντας τις γροθιές του με προσμονή.

Η Φοίβη με τα άσπρα, ο Vasily με τα μαύρα. Τους έβλεπα σα μαγεμένος—εγώ αν έκανα τυχαίες κινήσεις θα τις έκανα πιο αργά απ’ ότι οι δυο τους. Τα χέρια τους πετούσαν πάνω από τη σκακιέρα. Στην αρχή ήμασταν μόνο η παρέα αλλά κάποια στιγμή γύρω από το τραπέζι μαζεύτηκε κι άλλος κόσμος για να παρακολουθήσει, στέκοντας γύρω μας σε κύκλο. Την παρτίδα την πήρε η Φοίβη. Νόμιζα ότι τελειώσαμε αλλά έκανα λάθος.

“Fair is fair, we must play another one. This time youll get white” είπε η Φοίβη στο Vasily που συμφώνησε χαμογελαστός κουνώντας το κεφάλι του. Την δεύτερη παρτίδα την πήρε εκείνος.

«Draw!» είπε η Φοίβη και έδωσε το χέρι της χαμογελαστή.

«Draw» συμφώνησε και ο Vasily ανταποδίδοντας χειραψία και χαμόγελο.

«It was very nice meeting you» είπαμε και οι δύο—εγώ σηκώνοντας το χέρι μου σε χαιρετισμό—και τους χαιρετήσαμε και φύγαμε σχεδόν τρεχάτοι γιατί είχε πάει 11:05.

Είδα τη Φοίβη ξανά στα διαλείμματα στις 12:00 και στις 13:00 που έπρεπε να φύγω για να πάω στο ΙΤΕ.

«Οχτώ, οχτώ και τέταρτο θα είμαι σπίτι σου» μου είπε κρατώντας το χέρι μου.

«Τι θα κάνεις μετά;» ρώτησα χαϊδεύοντάς της τον αντίχειρα.

«Δεν έχω κανονίσει κάτι.» Ανασήκωσε τους ώμους. «Θα πάω σπίτι μου και θα δω τηλεόραση υποθέτω.»

«Όταν γυρίσουμε το βράδυ, θα αφήσω την Χριστιάνα σπίτι της και μετά θα πω στο ταξί να με φέρει στο δικό σου.»

«Εντάξει ματάκια μου.» Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της. «Λοιπόν, φεύγω τώρα και τα λέμε το βραδάκι, ναι;»

Αντί απάντησης με έσφιξε πάνω της τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου και με φίλησε με πάθος.

«Σ’ αγαπάω!» ψιθύρισε στα χείλη μου.

«Κι εγώ σ’ αγαπάω μωρό μου» της είπα, τη χάιδεψα τρυφερά στο πρόσωπο με τα δύο μου χέρια και κίνησα για το αυτοκίνητο.

Η μέρα στο ΙΤΕ κύλισε βασανιστικά αργά, το μυαλό μου ήταν στη Φοίβη. Αν κρίνω από το απόγευμα θα είχα μάλλον δύσκολο βράδυ περιμένοντάς την, αλλά, παρά τη διαφαινόμενη φρίκη που είχα αρχίσει να τρώω, δεν ήθελα να πάρω πίσω το λόγο μου. Της είπα ότι θέλω να της δώσω ό,τι περνάει από το χέρι μου και θα το έκανα, ο κόσμος να χαλάσει!

Στις 20:10 ήμουν σπίτι της, η Χριστιάνα δεν είχε κατέβει ακόμα. Η Φοίβη είχε ντυθεί όπως και προχθές, με την κοντή φουστίτσα, καλσόν, το ανοιχτό πλεχτό μπλουζάκι και το ασορτί με τη φούστα σακάκι και βλέποντάς την η καρδιά μου έκανε πάλι μερικές τούμπες, ήταν ένα κουκλί.

Ακούσαμε τον Σίμπα να γαυγίζει χαρούμενος απ’ έξω, είχε έρθει η Χριστιάνα. Ήταν έξω από την πόρτα και του έκανε χαρούλες και ο Σίμπα είχε σταθεί στα δύο πόδια και χοροπηδούσε. Τον έχω δει να χοροπηδάει στα τέσσερα, πρώτη φορά τον είδα να χοροπηδάει στα δύο.

Η Χριστιάνα ήταν σαν μοντέλο που είχε ξεφύγει από τις σελίδες κάποιου περιοδικού. Φορούσε ένα υπέροχο μαύρο φόρεμα με σχετικά βαθύ ντεκολτέ και είδα και έπαθα να μην καρφώσω το βλέμμα μου πάνω του. Το στήθος της όπως φαινόταν θα πρέπει να ήταν ελαφρά μικρότερο από αυτό της Φοίβης αλλά όχι πολύ.

Βγήκαμε και οι δύο έξω και χαιρετηθήκαμε. Η Χριστιάνα μου φάνηκε αρκετά αμήχανη και υπό άλλες περιστάσεις θα το διασκέδαζα αλλά τώρα δεν ήθελα να βρίσκεται σε δύσκολη θέση, οπότε αντί να μου μιλήσει εκείνη, της μίλησα εγώ.

«Να περάσετε καλά και να το κάψετε» είπα και τους έκλεισα πονηρά το μάτι. Μετά σοβαρεύτηκα και κοίταξα την Χριστιάνα. «Ξέρω και είμαι εντάξει, δε χρειάζεται να πεις κάτι.» Έριξα μια απαλή ξυλιά στον κώλο της Φοίβης. «Τα λέμε όταν γυρίσετε, καλά να περάσετε!»

Η Φοίβη με αγκάλιασε και με φίλησε στο στόμα. Έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι πρώτα σε μένα και μετά στη Χριστιάνα—που είχε χάσει τη μιλιά της—και παίρνοντας την πρωτοβουλία, πήρε αγκαζέ τη Χριστιάνα και έκανε να κινήσει προς τη στάση.

Η Χριστιάνα στάθηκε για λίγο και γύρισε και με κοίταξε. Της χαμογέλασα καθησυχαστικά και της έκλεισα παιχνιδιάρικα το μάτι. Κοκκίνησε ελαφρώς, αλλά χαμογέλασε και εκείνη με τη σειρά της και μετά γυρνώντας, πήρε τη Φοίβη και κίνησαν για την βραδινή τους έξοδο.

Εμένα πάλι η καρδιά μου έπαιζε ταμπούρλο, ένιωθα πολύ έντονο αυτό περίεργο συναίσθημα που δεν μπορούσα να καθορίσω επακριβώς, αυτό το κράμα ζήλειας και προσμονής, που αν και είχε ευχάριστες αποχρώσεις δεν θα το έλεγα και ευχάριστο.

Αναστέναξα και μπήκα στο αυτοκίνητο. Στην αρχή κίνησα για να πάω σπίτι αλλά δε με χωρούσε ο τόπος. Τελικά βγήκα βόλτα με το αυτοκίνητο και χωρίς καλά-καλά ο ίδιος να το καταλάβω, μία ώρα και κάτι αργότερα βρέθηκα στον Άγιο Νικόλα.

Αποφάσισα, μιας και έφτασα ως εκεί, να βολτάρω στο λιμάνι, δεν ήθελα σε καμία περίπτωση εκείνη την ώρα να γυρίσω σπίτι και να κάτσω να δω τηλεόραση. Πρέπει να κάθισα κοντά μια ώρα βολτάροντας πριν αποφασίσω να επιστρέψω στο αυτοκίνητο. Πεινούσα, δεν είχα φάει, και αποφάσισα στο γυρισμό να περάσω από τα Λιοντάρια να πάρω πίτσα από το Έβερεστ.

Όταν έφτασα Ηράκλειο η ώρα πρέπει να ήταν κοντά 23:30. Πήρα την πίτσα από το Έβερεστ και γύρισα σπίτι μου όπου κάθισα και την έφαγα και εκεί συνειδητοποίησα τη δίψα μου. Πήρα μια μπύρα από το ψυγείο και σχεδόν την ήπια μονορούφι. Άνοιξα και δεύτερη και κάθισα να την πιώ με την ησυχία μου στο σαλονάκι ακούγοντας μουσική.

Τελικά άνοιξα και τρίτη μπύρα. Είχε πάει κοντά 01:00 αλλά με αυτή την υπερένταση που είχα δε θα μπορούσα να κοιμηθώ με τίποτα, πόσο μάλλον έχοντας να περιμένω τη Φοίβη που ήταν έξω με την Χριστιάνα και… Προσπαθούσα να φανταστώ τι θα μπορούσαν να κάνουν και η σκέψη αυτή ταυτόχρονα με ενοχλούσε και με καύλωνε.

Θα πουλούσα και την ψυχή μου στο διάβολο να μπορώ να παρακολουθήσω τις περιπτύξεις τους, το είχα δέσει μέσα μου ότι εκεί που θα πήγαιναν θα έβγαζαν τα μάτια τους. Άνοιξα το θερμοσίφωνα, όταν γύριζε η Φοίβη ήθελα να πάμε να κάνουμε μπάνιο μαζί.

Τελικά γύρω στις 02:00 χτύπησε η πόρτα και πετάχτηκα σαν ελατήριο. Απ’ έξω στεκόταν η Φοίβη χαμογελαστή. Άνοιξα την πόρτα και κυριολεκτικά μου ρίχτηκε! Σφίχτηκε πάνω μου και με φίλησε βαθιά. Οι γλώσσες μας μπλέχτηκαν μέσα στα στόματά μας.

Όταν σταματήσαμε το φιλί την πήρα από το χέρι και πήγαμε στο δωμάτιο. Την έγδυσα και την οδήγησα στο μπάνιο. Γέμισα τη μπανιέρα καυτό νερό και χώθηκα μέσα, στο βαθύ μέρος της. Της έκανα νόημα και ήρθε και κάθισε μπροστά από εμένα και όταν βολεύτηκε έγειρε πάνω μου.

«Πώς τα περάσατε;» τη ρώτησα μαλάζοντας ταυτόχρονα δυνατά τα στήθη της.

«Ήταν πολύ όμορφα»

«Πού πήγατε;»

«Στο Στρόμπολι πήγαμε.»

«Α, χορέψατε κιόλας;»

«Αμέ! Και ήπιαμε και χορέψαμε και μιλήσαμε….»

«Και τι άλλο κάνατε;»

«Ήμασταν φρόνιμες…» ξεκίνησε να λέει και συμπλήρωσε «μέσα σε κάποια λογικά πλαίσια» βγάζοντας πειρακτικά τη γλώσσα της.

«Χμμμ….»

«Αγκαλίτσα και φιλάκια και προς το τέλος λίγο ψαχούλεμα πάνω από τα ρούχα» μου είπε. «Χμμμ, επικροτούμε βλέπω!» συνέχισε νιώθοντας το όργανό μου να την πιέζει.

«Φωτιά θα έπεφτε να με κάψει» της είπα σφίγγοντας τα στήθη της δυνατά. «Σήκω» τη διέταξα και σηκώθηκε και σηκώθηκα κι εγώ. Κόλλησα πίσω της και φιλώντας το σβέρκο της άρχισα και πάλι να της μαλάζω τα στήθη. «Τι είδους ψαχούλεμα;»

«Σαν κι αυτό που κάνεις τώρα» μου απάντησε με καυλωμένη φωνή «αλλά πάνω από τα ρούχα. Τη χάιδεψα και τη χούφτωσα και το ίδιο έκανε και εκείνη.»

«Πώς ήταν η εμπειρία;»

«Περίεργη. Εννοώ… έχω στήθος από δέκα χρονών αλλά η αίσθηση του ξένου στήθους στα χέρια μου ήταν τόσο ξένη και συνάμα τόσο οικεία,» μου είπε αναστενάζοντας ηδονικά καθώς είχα σφίξει τα στήθη της και τα μάλαζα δυνατά.

«Το φιλί είναι φιλί… δεν ξέρω…» είπε διστακτικά. «Φιλάει όμορφα αλλά όχι τόσο όμορφα όσο εσύ. Το δικό σου είναι μεθυστικό σχεδόν,» μου είπε και της ξέφυγε άλλος ένας στεναγμός. «Αλλά η αίσθηση του στήθους της στη χούφτα μου… ήταν υπέροχο. Επιτέλους κατάλαβα γιατί τα αγοράκια ξετρελαίνεστε με τα boobies

«Πώς ήταν το στήθος της;» τη ρώτησα χουφτώνοντάς την ακόμα πιο δυνατά.

«Πάνω από τα ρούχα χουφτωθήκαμε. Τα στήθη της είναι περίπου σε μέγεθος ίδια τα δικά μου,» μου απάντησε με φωνή που έτρεμε σχεδόν από τον ερεθισμό.  «Υπέροχη αίσθηση… τα στήθη της είναι υπέροχα, γεμάτα και στητά» συνέχισε σχεδόν ξέπνοη.

«Και τα δικά σου είναι, Φοίβη μου.»

«Μπορεί… αλλά η αίσθηση του στήθους της στην χούφτα μου… Αααχ!» είπε στενάζοντας και πάλι. «Εννοώ…» ξεκίνησε ξανά και σταμάτησε και πάλι σα να έψαχνε να βρει τις λέξεις. « Όταν με χάιδεψε εκείνη δεν ένιωσα κάποια διαφορά, αν εξαιρέσουμε ότι το έκανε πιο απαλά απ’ ότι το κάνεις εσύ και φυσικά έχει και μικρότερο χέρι. Ήταν… ήταν όμορφο, όσο όταν με χαϊδεύεις και εσύ στο στήθος.»

«Next time» της είπα χαμογελαστός. Πέρασα το χέρι μου μπροστά της και το βύθισα μέσα της. Ήταν μούσκεμα και δεν ήταν από το νερό.

«Εσύ;»

«Εγώ… τι;» της είπα βγάζοντας το δάχτυλο μπροστά της και βάζοντάς το πίσω.

Την έβαλα να σκύψει και ακούμπησα το όργανό μου στην πίσω τρυπούλα της.

«Εσύ… ΑΑΑΑΑΑΧ» έβγαλε ένα στεναγμό πόνου καθώς άρχισα να βυθίζω το όργανό μου σταθερά και βαθιά πίσω της. «ΑΑΑΑΑΧ.»

Άρχισα να κινούμαι μέσα της, σιγά μεν αλλά σταθερά.

«Εγώ…» της είπα και καρφώθηκα μέσα της κερδίζοντας ακόμα ένα ηδονικό βογγητό πόνου. «Εγώ… έφτασα μέχρι τον Άγιο Νικόλα» της είπα και καρφώθηκα ακόμα μια φορά, όλος μέσα της αυτή τη φορά.

«Στον Άγιο Νικόλα;» με ρώτησε πνιχτά ενώ το όργανό μου βυθιζόταν μέσα-έξω βαθιά πίσω της.

«Ναι, δεν ήθελα να κάτσω σπίτι. Ένιωθα αυτό το περίεργα ευχάριστο αίσθημα αλλά ένιωθα ότι δε με χωράει ο τόπος. Το μόνο που μπορούσα να φανταστώ είναι εσένα γυμνή στο κρεββάτι με τη Χριστιάνα και να το κάνετε… και μετά να σε παίρνω από πίσω.»

«Δεν… ΑΑΑΑΧ δεν… δεν το κάναμε….»

«Εγώ όμως το κωλαράκι σου θα το πάρω έτσι κι αλλιώς» της είπα και καρφώθηκα με δύναμη πίσω της κερδίζοντας ακόμα ένα βογγητό μείξη πόνου και ηδονής.

Ξεκίνησα να κουνιέμαι σε αργό ρυθμό, αρπάζοντάς την από τα στήθη κα σφίγγοντάς τα δυνατά. Συνέχισα σε αυτό τον αργό, σχεδόν υπνωτικό ρυθμό για πάνω από 10-15 λεπτά αλλά όταν επιτάχυνα το τέλος ήρθε σε χρόνο ρεκόρ. Όταν τελειώσαμε άνοιξα την τάπα για να αδειάσει η μπανιέρα. Κάναμε ένα γρήγορο ντουζάκι—χωρίς να βρέξουμε τα μαλλιά μας—και αφού σκουπιστήκαμε πήγαμε και χωθήκαμε κάτω από το πάπλωμα.

«Αύριο θα κάνουμε κοπάνα» της δήλωσα. «Αύριο όλο το πρωί θα σε έχω όλη δική μου»

«Ναι μωρό μου, θα μ’ έχεις όλη δική σου,» μου απάντησε υπάκουα, κάνοντάς με σχεδόν να ανατριχιάσω από την προσμονή.

«θα σε πάρω πολλές φορές… από παντού!» της δήλωσα με βραχνή φωνή.

«Θα είμαι όλη δική σου να με πάρεις όπως θέλεις…» μου απάντησε με το ίδιο πάθος.

Αντί απάντησης της πήρα το χέρι και το ακούμπησα στο όργανό μου, είχα ερεθιστεί και πάλι.

«Το αύριο ξεκινάει σήμερα!»

Αντί απάντησης, χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα και λίγες στιγμές αργότερα ένιωσα τα χείλη της να τυλίγονται γύρω από το όργανό μου. Πέταξα στην άκρη τα σκεπάσματα, ήθελα να τη βλέπω. Σήκωσε τα μάτια της πάνω μου για μερικές στιγμές και επέστρεψε με ακόμα μεγαλύτερη όρεξη στην πίπα.

Παρόλο που δεν είχε περάσει ούτε δέκα λεπτά που την είχα πάρει από πίσω, δε μου πήρε παρά μερικά λεπτά για να τελειώσω, και όπως πάντα, αφού τα κατάπιε, μου τον έκανε λαμπίκο. Της έκανα νεύμα να έρθει στην αγκαλιά μου, και τη φίλησα τρυφερά. Σφίγγοντάς την, έκλεισα τα μάτια μου και αφέθηκα στην αγκαλιά του Μορφέα χαμογελαστός. Μια υπέροχη νέα μέρα περίμενε να ξημερώσει.


18. Evan’s Gambit

Φοίβη

Το πρωί ξύπνησα πρώτη. Άφησα τον Ανδρέα να κοιμάται και, αφού έκανα την πρωινή μου τουαλέτα και έπλυνα τα δόντια μου, πήγα και έφτιαξα το πρωινό μας και καφέ. Δεν βιαζόμουν, έτσι και αλλιώς θα κάναμε κοπάνα σήμερα. Όταν τελείωσα, τα έβαλα στο τραπέζι της κουζίνας και πήγα να ξυπνήσω τον Ανδρέα.

Έσκυψα και τον φίλησα αλλά εκείνος μουρμούρισε κάτι χωρίς να ανοίξει τα μάτια του. Αποφάσισα να πάρω πιο δραστικά μέτρα. Ο Ανδρέας κοιμόταν χειμώνα ή καλοκαίρι μόνο με το εσώρουχό του. Χθες το βράδυ πριν κοιμηθούμε του είχα κάνει πίπα και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο θα ξεκινούσε σήμερα η μέρα.

Χώθηκα κάτω από το πάπλωμα, του κατέβασα το μποξεράκι, και πήρα το μη ερεθισμένο όργανό του στο στόμα μου και άρχισα να το πιπιλάω και να το γλείφω. Το αποτέλεσμα ήταν το κάτω κεφάλι να ξυπνήσει για τα καλά ενώ το πάνω κεφάλι έριχνε ακόμα υπνάρες. Εγώ συνέχισα το έργο μου απτόητη ώσπου, κάποια στιγμή, ένιωσα το πάπλωμα να τραβιέται, κατά τα φαινόμενα είχε ξυπνήσει και το πάνω κεφάλι.

Ανασήκωσα το δικό μου, πάντα έχοντας το όργανό του στο στόμα μου, και τον κοίταξα. Ήταν μια γλύκα, προσπαθούσε ακόμα να boot-άρει, αλλά ήταν φανερό ότι του άρεσε η πρωινή μου περιποίηση. Συνέχισα το έργο μου, με ακόμα περισσότερο ενθουσιασμό, και δεν πήρε πολλή ώρα μέχρι οι κόποι μου να ανταμειφθούν και το στόμα μου να γεμίσει από μια σεβαστή ποσότητα καυτού σπέρματος.

Κατάπια κοιτάζοντάς τον στα μάτια και συνέχισα να τον γλείφω μέχρι που τον έκανα να γυαλίσει. Ο Ανδρέας μού χαμογέλασε και μου έκανε νόημα να πάω προς το μέρος του. Ανέβηκα προς τα πάνω και, αφού μου έδωσε ένα βαθύ φιλί, μου άνοιξε την αγκαλιά του, την καλύτερη αγκαλιά του κόσμου, και χώθηκα μέσα της.

«Καλημέρα, κοριτσάρα μου!»

«Καλημέρα, αγαπουλίνο! Σήκω να ετοιμαστείς και να πλύνεις τα δόντια σου, έχω φτιάξει πρωινό!»

«Σ’ ευχαριστώ μωρό μου, αλλά τώρα θέλω άλλο είδους πρωινό… το ανάλογο με αυτό που πήρες εσύ!» μου δήλωσε και χωρίς να χάσει χρόνο χαμήλωσε στο κρεββάτι και μου τράβηξε το κάτω μέρος της πιτζάμας και μετά το κιλοτάκι, αφήνοντάς με τελείως γυμνή από κάτω. Και μετά… μετά ήρθαν οι μέλισσες!

Το στόμα του και η γλώσσα του με ξετρέλαιναν ενώ ταυτόχρονα τα χέρια του μάλαζαν με μεγάλη δύναμη, σε βαθμό που τα πονούσαν, και τα δυο μου στήθη. Εγώ πάλι ήμουν αλλού γι’ αλλού, έχοντας παρασυρθεί στη δίνη της ηδονής που μου πρόσφερε ο αγαπημένος μου.

«Κι άλλο! Κι άλλο! Πιο δυνατά! Πιο δυνατά!» του φώναξα κάνοντάς τον να αυξήσει τη δύναμη με την οποία μου μάλαζε τα στήθη.

Τα ένιωθα σαν μέσα σε μέγγενη αλλά ο δυνατός πόνος ήταν απίστευτα ηδονικός. Τον άρπαξα από τα μαλλιά και κάρφωσα το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια μου. Τράβηξε το δεξί του χέρι από το στήθος μου και μου έβαλε δάχτυλο βαθιά μέσα στον κόλπο μου, κάνοντάς με να ξεφύγει μια δυνατή κραυγή. Μετά, έβαλε τον αντίχειρά του μέσα στον κόλπο μου και τον δείκτη του πίσω μου, κάνοντάς με να δω αστεράκια.

Δεν είχα καν φαντασιωθεί το παρά φύσιν, όταν άρχισα να παίζω και να ανακαλύπτω τη σεξουαλικότητά μου, και κοίτα να δεις πόσο μου άρεσε, όχι μόνο με το δάχτυλό του αλλά και με το όργανό του. Η Ελένη δεν το είχε κάνει ποτέ έτσι και η Μαρία μου είχε εξομολογηθεί ότι το έκανε μόνο και μόνο γιατί άρεσε στο Νίκο, σε εκείνη δεν άρεσε ιδιαίτερα.

Με τα δάχτυλά του να μπαινοβγαίνουν μπρος και πίσω μου και με τη γλώσσα του να με περιποιείται δεν χρειάστηκε πολλή ώρα μέχρι να νιώσω αυτή την υπέροχη αίσθηση της ζέστης να απλώνεται από χαμηλά προς ψηλά που έκανε το σώμα μου να τραντάζεται λες και το διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα.

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥ… ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥ!!! ΑΝΔΡΕΑΑΑΑΑΑ!» φώναξα ενώ τα μάτια μου έβλεπαν αστεράκια και πεταλουδίτσες πράσινες, κόκκινες και κίτρινες, που έλεγε και η Βουγιουκλάκη. Πεταλουδίτσες που τις ακολούθησε ένας μίνι κατακλυσμός, δεν σκουιρτάρω πάντα αλλά όταν το κάνω, δεν αστειεύομαι!

Το μωρουλίνι μου με άφησε να βρω τις ανάσες μου και αφού μου έδωσε ένα ακόμα φιλάκι στα χαμηλά μου, σηκώθηκε και πήγε στην τουαλέτα. Εγώ κοιτούσα—χωρίς να βλέπω—το ταβάνι με ένα ηλίθιο χαμόγελο να έχει απλωθεί από τη μία άκρη του προσώπου μου ως την άλλη.

Με μεγάλη δυσκολία κατόρθωσα να συγκεντρωθώ και να βρω τη δύναμη να σηκωθώ από το κρεβάτι. Πήγα μέσα στην κουζίνα και περίμενα τον Ανδρέα να τελειώσει. Δεν άργησε, και ούτε δυο-τρία λεπτά αργότερα ήρθε και με βρήκε. Ήπιε μερικές γουλιές από την πορτοκαλάδα του.

«Αχ!» είπε με απόλαυση. «Αυτό θα πει πρωινό με τα όλα του!»

«Εσύ να τα βλέπεις αυτά που δεν έτρωγες πρωινό!»

«Πού να ξέρω ο φουκαράς τι έχανα!»

«Χιχιχι» του χαμογέλασα πονηρά.

«Δε μου λες, θες να κάτσουμε μέσα ή να πάμε να βολτάρουμε; Όπως βλέπω έχει πολύ όμορφη μέρα!»

«Κάποιος μου έταξε ότι σήμερα θα κάτσουμε μέσα και θα με πάρει παντού από παντού!» του είπα παιχνιδιάρικα.

«Το δεύτερο δεν έχει χωροταξικό περιορισμό. Αυτό μπορεί να γίνει και έξω από το σπίτι!»

«Δημοσίως;»

«Ε καλά, δεν είπα ότι θα γίνει και στα Λιοντάρια περιμένοντας σουβλάκια από τη Θράκα!» μου είπε βγάζοντας πειρακτικά τη γλώσσα του αλλά μετά σοβάρεψε. «Αν θέλεις πάντως να κάτσουμε μέσα, δεν έχω πρόβλημα!»

«Όχι μωρό μου, δε χρειάζεται να κάτσουμε μέσα. Είναι όντως υπέροχη μέρα, δε θα έλεγα όχι για μια εκδρομούλα. Πού λες να πάμε;»

«Ξέρεις τι; Έχω όρεξη για οδήγηση σήμερα. Μιας και έχεις πάει Κνωσσό, θέλεις να πάμε Φαιστό;»

«Αμέ! Πολύ! Αλλά δεν είναι μακριά;»

«Όχι ιδιαίτερα, καμιά 60αριά χιλιόμετρα αν θυμάμαι καλά. Μια-μιάμιση ώρα με το αυτοκίνητο, ανάλογα και τι κίνηση θα βρούμε.»

«Λες να έχει κόσμο χειμωνιάτικα;»

«Δε νομίζω, αλλά ποτέ δεν ξέρεις! Λοιπόν, άντε να ετοιμαστούμε γιατί από τη σχολή μπορώ να κάνω κοπάνα σήμερα αλλά όχι από το ΙΤΕ, πρέπει στις 17:00 να είμαι εκεί.»

Τελειώσαμε το πρωινό μας και πήγαμε και ετοιμαστήκαμε στα γρήγορα. Μετά μπήκαμε στο Θρασύβουλα και ξεκινήσαμε. Η Κνωσσού είχε αρκετή κίνηση και φάγαμε κάμποση ώρα μέχρι να βγούμε στον κόμβο προς την Εθνική Ηρακλείου-Ρεθύμνου.

Όταν φτάσαμε στο Γιόφυρο, βγήκαμε από την εθνική και μπήκαμε στην επαρχιακή Ηρακλείου-Φαιστού, όπως κάνουμε όταν πάμε στο ΙΤΕ. Βέβαια αντί να βγούμε στην Πανεπιστημίου και μετά στην Καλοκαιρινού, συνεχίσαμε προς τη Φαιστό.

Ο δρόμος, μέχρι και την αγία Βαρβάρα, είναι σχεδόν ευθεία και ακόμα και μετά δεν έχει πολλές στροφές. Παρά την κίνηση που είχαμε φάει αρχικά στην Κνωσσού, μία ώρα αργότερα ήμασταν στον αρχαιολογικό χώρο της Φαιστού, για την ακρίβεια στο Μινωικό Παλάτι, γιατί στη Φαιστό υπάρχει και ο αρχαιολογικός χώρος της Αγίας Τριάδας.

Ήταν πολύ όμορφα αν και η αλήθεια είναι ότι θύμιζε περισσότερο Μυκήνες παρά την Κνωσσό. Δεν ξέρω, μπορεί να ήταν η τοποθεσία του χώρου η αιτία, πάντως το ίδιο το μέρος είχε αυτό το …vibe αν και η τεχνοτροπία δεν ήταν η ίδια.

Δεν είχε πολύ κόσμο αλλά η μέρα ήταν ηλιόλουστη και έκανε ζέστη, με αποτέλεσμα, δύο ώρες μετά, να έχουμε κορακιάσει, καθώς κανείς από τους δυο μας δε σκέφτηκε να σταματήσουμε να πάρουμε δύο μπουκάλια νερό και για κάποιο λόγο, η καντίνα που υπήρχε εκεί ήταν κλειστή.

Όταν φύγαμε γυρίσαμε στη Φαιστό και σταματήσαμε σε ένα περίπτερο να πάρουμε δύο μπουκάλια νερό. Και άλλα δύο για αργότερα, γιατί τα πρώτα τα ήπιαμε σχεδόν μονορούφι.

«Ιδέα!» μου είπε ο Ανδρέας.

«Ακούει!» του είπα χτυπώντας τα χέρια μου με ενθουσιασμό, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.

«Σε λατρεύω όταν χτυπάς παλαμάκια κάθε φορά που σε ενθουσιάζει κάτι!» μου είπε και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί. «Θα έρθουμε φυσικά και το καλοκαίρι για να κάνουμε μπάνιο, αλλά τι θα έλεγες να πάμε και μία από Μάταλα;»

«Αμε! Θα προλάβουμε όμως; Πέντε η ώρα πρέπει να είσαι στο γραφείο σου!»

«Ναι μωρό μου θα προλάβουμε, είναι μόλις 12:30 και τα Μάταλα δεν είναι πάνω από μισή ώρα δρόμος από εδώ!»

«Πάμε τότε!» του είπα χτυπώντας πάλι παλαμάκια με ενθουσιασμό!

Μισή ώρα αργότερα ήμασταν στα Μάταλα, Μάταλα τα οποία μέχρι τότε τα είχα δει μόνο σε φωτογραφίες από καρτ-ποστάλ. Είχε ελαφρύ νοτιά, εξ ου και η ζέστη, και η θάλασσα είχε ελαφρύ κυματισμό. Ήταν υπέροχα, η θάλασσα λες και σε προκαλούσε να πας να βουτήξεις μέσα της, έστω και αν ήταν μέσα Δεκέμβρη. Δεν άντεξα, έβγαλα τα παπούτσια μου και περπάτησα ξυπόλητη στην ζεστή άμμο.

Η θάλασσα πάλι, παρά την προκλητική της ομορφιά, ήταν μπούζι, ξύλιασα όταν βούτηξα μέσα τα πόδια μου, βγάζοντας μια τσιρίδα που πρέπει να ακούστηκε μέχρι …τη Φαιστό. Ο Ανδρέας έβαλε και πάλι τα γέλια. Καθίσαμε μέχρι να στεγνώσουν τα πόδια μου και γυρίσαμε στο αυτοκίνητο για να ξεπλύνω με λίγο νερό την άμμο που είχε μείνει. Αφού στέγνωσα καλά-καλά, φόρεσα κάλτσες και παπούτσια και πήγαμε να δούμε τις σπηλιές.

«Το καλοκαίρι βρωμάνε κατρουλιό» με προειδοποίησε «αλλά τώρα μέσα στο καταχείμωνο ελπίζω τα πράγματα να είναι καλύτερα.»

Αν μύριζαν έτσι το χειμώνα, δεν θα ήθελα να φανταστώ πως θα μύριζαν το καλοκαίρι, εγώ πάντως με την καμία δε θα έμενα εδώ. Δεν μύριζαν ακριβώς κατρουλιό αλλά είχαν μια ταγγή μυρωδιά η οποία, εμένα τουλάχιστον, με αναγούλιαζε. Περάσαμε τις σπηλιές και κάτσαμε να λιαστούμε στα βράχια ενώ από κάτω έσκαγε απαλά η θάλασσα.

«Έλα μαζί μου» είπε σε κάποια στιγμή και τον ακολούθησα κάνοντας το κρι-κρι.

Κάμποση ώρα αργότερα φτάσαμε σε ένα απομονωμένο σημείο που βλέπαμε κάτω τη θάλασσα αλλά δε φαινόμασταν ούτε από πάνω ούτε από το χωριό. Με κοίταξε με ανεξιχνίαστο βλέμμα και μου ένευσε να τον πλησιάσω, πράγμα που έκανα.

Όταν έφτασα δίπλα του με πίεσε στους ώμους κάνοντάς με να καταλάβω ότι ήθελε να γονατίσω, πράγμα που έκανα υπάκουα. Με έπιασε από το μαλλί απαλά και με κράτησε με τέτοιο τρόπο ώστε να τον κοιτάζω, ενώ ταυτόχρονα, με το άλλο χέρι του, έλυσε τη ζώνη του και ξεκούμπωσε το παντελόνι του.

Το όργανό του πετάχτηκε έξω. Σήκωσα το βλέμμα μου προς τα πάνω και κοιτάζοντάς τον στα μάτια, πήρα το όργανό του στο στόμα μου και άρχισα να τον ρουφάω με ενθουσιασμό. Παρά το γεγονός ότι δε φαινόμασταν, ένιωθα εκτεθειμένη και αυτό ενέτεινε τη διέγερσή μου και—εικάζοντας από το αποτέλεσμα—και την διέγερση του Ανδρέα, ο οποίος αντιθέτως με τις περισσότερες φορές, δεν αφέθηκε στο ρυθμό μου αλλά άρχισε να τον βάζει και να τον βγάζει όλο μέσα στο στόμα μου. Παρά το γεγονός ότι έχω σχεδόν ανύπαρκτο γκαγκ-ρεφλέξ, υπήρξαν δύο-τρεις φορές που πνίγηκα.

Ο Ανδρέας με σταμάτησε και με σήκωσε με τα χέρια του. Με γύρισε προς τα βράχια και ήρθε από πίσω μου. Μου σήκωσε τη μπλούζα και μου κατέβασε με μανία το σουτιέν που φορούσα και με χούφτωσε δυνατά από τα στήθη, τσιμπώντας ταυτόχρονα τις ρώγες μου.

Μου κατέβασε παντελόνι και κιλοτάκι και τον ακούμπησε στην πίσω τρυπούλα μου. Μπήκε μέσα μου χωρίς τη συνήθη προετοιμασία, κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένα ουρλιαχτό, πόνεσε *πολύ*. Τα χρειάστηκε και ο ίδιος κατά τα φαινόμενα γιατί σταμάτησε.

«Φοίβη μου, σε πονάω; Θέλεις να σταματήσω;»

«Με πονάς» του είπα «αλλά έτσι και σταματήσεις θα σε πετάξω από τα βράχια!» του δήλωσα—και καλά—απειλητικά.

In retrospect, θα έπρεπε να το έχω διατυπώσει πιο προσεκτικά, γιατί παρασύρθηκε ακόμα περισσότερο και μου έδωσε και κατάλαβα! Με το χέρι του μου έκλεισε το στόμα και ταυτόχρονα καρφώθηκε όλος μέσα μου. Η κραυγή μου πνίγηκε από το χέρι του, όπως και η επόμενη, όπως και η μεθεπόμενη. Πραγματικά μου έδωσε και κατάλαβα, συνήθως όταν με έπαιρνε από πίσω,  ο πόνος και το τσούξιμο περνούσαν μετά από λίγο, αλλά όχι αυτή τη φορά.

Έσφιξα τα δόντια μου κάνοντας υπομονή, μπορεί να μη …λάτρευα, ακριβώς, την αίσθηση του όργανού τού μέσα στον κώλο μου εκείνη τη στιγμή, αλλά μου άρεσε, το λάτρευα που τον ικανοποιούσα. Τα πνιχτά βογγητά του και τα «αααχ αααχ» του ήταν αυτά που μετέτρεπαν τον αρκετά δυνατό πόνο σε απλή ενόχληση.

«Μ’ αρέσει… μ’ αρέσει το κωλαράκι σου… λατρεύω να το ξεσκίζω…» μου είπε μέσα σε πνιχτά βογγητά, σχεδόν τρώγοντας τα λόγια του.

«Κι εμένα μ’ αρέσει Ανδρέα μου… μ’ αρέσει να με παίρνεις έτσι…μ’ αρέσει να με παίρνεις με κάθε τρόπο!»

«Θέλω… θέλω να φανταστείς ότι γλείφεις την Χριστιάνα ενώ εγώ σε παίρνω από πίσω!»

Αντί απάντησης προσπάθησα να το κάνω νοητική εικόνα στο μυαλό μου. Η θέση που ήμουν δε βόλευε, δεν ήμουν καθισμένη στα τέσσερα ή μπρούμητα, ήμουν όρθια και με είχε βάλει να σκύψω σε ένα βράχο μπροστά μου. Ο κώλος μου έτσουζε και πονούσε ωστόσο κατάφερα με τα μάτια της φαντασίας μου να με φέρω—ως εικόνα—να είμαι καθιστή στα τέσσερα και να κάνω στοματικό στην Χριστιάνα ενώ ο Ανδρέας με έπαιρνε από πίσω.

Αυτό ήταν το μυστικό που έκανε τον πόνο σχεδόν να εξαφανιστεί, και εκεί που πονούσα και έτσουζε, κόντεψα να τελειώσω και από πάνω. Θα ήταν αξιοσημείωτο κατόρθωμα αν το είχα καταφέρει, αλλά στο τέλος μόνο ο Ανδρέας τελείωσε, καρφώθηκε μέσα μου για τελευταία φορά και τον ένιωσα να τελειώνει με σπασμούς.

«ΑΑΑΑΑΧ, ΧΥΝΩ… ΧΥΝΩ…. ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ.»

«ΧΥΣΕ ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥ… ΧΥΣΕ ΜΩΡΟ ΜΟΥ… ΧΥΣΕ ΜΕ… ΝΑΙ… ΝΑΙ…» κατόρθωσα να φωνάξω, μου είχε κοπεί σχεδόν η ανάσα.

Η αλήθεια είναι ότι ένα μικρό ατύχημα το είχαμε, κάτι που έκανε εμένα παντζάρι και τον Ανδρέα να τον πιάσει βήχας από το γέλιο. Του έδωσα μερικά χαρτομάντηλα για να καθαριστεί και τον έδιωξα με τις κλωτσιές να πάει σε διπλανά βραχάκια, γιατί υπάρχουν όρια στο πόσα είμαι διατεθειμένη να μοιραστώ με τον Ανδρέα, και ούτε το νο.1 ούτε πολύ περισσότερο το νο.2, είναι μέσα σε αυτά. Χώρια που έτσουζε και ο κώλος μου. Αυτά έχουν οι περιπέτειες στας εξοχάς.

Η αλήθεια είναι ότι παρά την γκρίνια μου ένιωθα απίστευτα όμορφα. Επειδή το μέρος που είμαστε είχε γίνει πλέον biological hazard, ακολούθησα τον Ανδρέα στην εξορία του και ευτυχώς είχε πάει αριστερά, γιατί αν είχε πάει δεξιά θα έπρεπε να περάσει από εδώ που βρισκόμουν ή εναλλακτικά θα έπρεπε να βουτήξουμε και οι δύο στη θάλασσα που ήταν 10 μέτρα από κάτω μας και να επιστρέψουμε κολυμπώντας. Ντρεπόμουν που έφυγα έτσι, αλλά τι να κάνω; Με παρηγόρησε η σκέψη, ότι μέχρι να έρθει το καλοκαίρι, ο …βιολογικός κίνδυνος θα έχει εκλείψει!

Γυρίσαμε στο αυτοκίνητο και εκεί ο Ανδρέας με ρώτησε αν ήθελα να πάμε στο Τυμπάκι για να φάμε. Δεν ψηνόμουν ιδιαίτερα, χώρια που είχε πάει ήδη 15:00, οπότε του απάντησα αρνητικά. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και στα πρώτα χιλιόμετρα είχαμε ανοιχτά τα παράθυρα γιατί αλλιώς—χειμώνας ή όχι—θα γινόμασταν ψητοί στα κάρβουνα.

Βέβαια μετά τις Μοίρες αναγκαστήκαμε και τα ανεβάσαμε καθώς στο βουνό έκανε ψύχρα. Είχα ακουμπήσει στην άκρη και κοίταζα πότε έξω από το παράθυρο και πότε τον Ανδρέα μου που οδηγούσε τραγουδώντας τα τραγούδια που είχε στην κασέτα που είχε βάλει. Ήταν υπέροχος, πώς να μην είμαι ερωτευμένος πιγκουίνος με την πάρτη του. Μου χαμογέλασε χωρίς να σταματήσει να τραγουδάει τους στοίχους

Oh, I want my gypsy queen,
will she still be torn between her father and lover?
One day I will go to him strong enough to fight and win…
A kind of a man, that he’ll understand, OOOH!

«Σ’ αγαπάω!!!!» μου φώναξε. «Σ’ αγαπάω Φοίβη *ΜΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥ*.»

«Κι εγώ σ’ αγαπάω, Ανδρέα *ΜΟΥΥΥΥΥΥΥΥ*» του απάντησα χαμογελώντας τρισευτυχισμένη με την καρδιά μου να χοροπηδάει μέσα στα στήθη μου.

Και εκεί πετάχτηκε ένα αλεπουδάκι στο δρόμο και ο Ανδρέας πάτησε φρένο με όλη του τη δύναμη, κάνοντας το αυτοκίνητο σχεδόν να ντεραπάρει. Σταματήσαμε στην άκρη του δρόμου, ο Ανδρέας είχε γίνει άσπρος.

«Φοίβη, είσαι καλά;»

«Ναι μωρό μου, καλά είμαι. Κοψοχολιασμένη αλλά καλά.»

Ο Ανδρέας βγήκε έξω και τον ακολούθησα, το αλεπουδάκι ήταν στην άκρη του δρόμου, χτυπημένο αλλά ζωντανό. Πήγε και έσκυψε από πάνω του. Το φουκαριάρικο είχε τρομάξει αλλά δεν έδειχνε να έχει χτυπήσει σοβαρά.

Πάνω που προσπαθούσαμε να σκεφτούμε πως θα το πιάσουμε για να το πάμε σε κάποιο κτηνίατρο, το αλεπουδάκι σηκώθηκε και δείχνοντας μας τα δόντια του απομακρύνθηκε.

Καθίσαμε ακίνητοι και το παρακολουθούσαμε. Το αλεπουδάκι πήγε και κάθισε σε απόσταση ασφαλείας αλλά δεν έκανε προσπάθεια να απομακρυνθεί περισσότερο.

«Είναι με τη μαμά του!» του είπα δείχνοντας του απέναντι μια αλεπού που μας κοίταζε επιφυλακτικά.

«Έλα να φύγουμε σιγά-σιγά να μην τα τρομάξουμε» μου είπε ο Ανδρέας ψιθυριστά και, αμ έπος αμ έργο, κινήσαμε με αργές και ήρεμες κινήσεις προς το αυτοκίνητο, σχεδόν στις μύτες των ποδιών.

Η μαμά αλεπού πήγε προς το αλεπουδάκι της με προσεκτικά βήματα και αφού το μύρισε, το έγλειψε καθησυχαστικά. Το πόση ανακούφιση νιώσαμε όταν είδαμε το αλεπουδάκι να ακολουθεί τη μητέρα του χαρωπό χωρίς καν να κουτσαίνει, δεν λέγεται.

«Αααχ, νιώθω σα να γέρασα δέκα χρόνια σε μια στιγμή!» είπα βάζοντας το χέρι στην καρδιά μου.

«Αμ εγώ;» Ο Ανδρέας σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. «Τέλος πάντων, τέλος καλό, όλα καλά!»

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο, ακόμα τρέμοντας και οι δύο—οφείλω να ομολογήσω—και συνεχίσαμε το δρόμο της επιστροφής.

«Ουφ, νιώθω τύψεις που σε τρέχω στην Κνωσσού» του είπα όταν περνούσαμε από το ύψος του ΙΤΕ, δείχνοντας με το κεφάλι το κτίριο.

«Έλα τώρα χαζούλα, σιγά.» Χάιδεψε το χέρι μου στο τιμόνι. «Δεν ήμαστε με τα πόδια και άλλωστε αν σε έπαιρνα μαζί μου τι θα έκανες μέχρι τις 20:00; Δεν έχεις καν σημειώσεις μαζί σου για να διαβάσεις. Αλήθεια, τι θα κάνεις;»

«Θα πάω στη Γ’, στα PCs, για να τελειώσω την εργασία μου στην Pascal.» Έκανα μια γκριμάτσα. «Θα πρέπει να ψήσω τους δικούς μου να πάρω υπολογιστή, αν μη τι άλλο να μπορώ να κάτσω να γράψω τον κώδικα στο σπίτι με την ησυχία μου.»

«Δε νομίζω ότι θα έχουν αντιρρήσεις»—σήκωσε ενθαρρυντικά τον αντίχειρά του—«ειδικά με τους βαθμούς που έχεις στις προόδους και στις ασκήσεις σου μέχρι τώρα!»

«Ναι μωρέ, ούτε κι εγώ φαντάζομαι ότι θα μου φέρουν αντιρρήσεις, αλλά από την άλλη»—δάγκωσα το χείλος μου—«θα πρέπει να δώσουμε τουλάχιστον μια διακοσοπενηντάρα και όσο και αν δεν έχουμε οικονομικό πρόβλημα, δεν μας τρέχουν και από τα μπατζάκια!»

«Το καταλαβαίνω μωρό μου»—με κοίταξε με κατανόηση—«αλλά όπως και να έχει τα λεφτά αυτά είναι επένδυση στο μέλλον σου, δεν θα πάρεις τον υπολογιστή για να χαζολογάς σε παιχνίδια.»

«Να σου πω»—στράφηκα για λίγο προς το μέρος του—«δεν είναι όλα τα παιχνίδια απλό χαζολόγημα. Για παράδειγμα υπάρχουν τα adventures με τους γρίφους τους, που πρέπει να το κουράσεις πολύ για να προχωρήσεις. Θα ήθελα να παίξουμε κάποιο τέτοιο adventure μαζί!»

«Πολύ ευχαρίστως ματάκια μου!» μου απάντησε χαμογελαστός, κάνοντάς με για άλλη μια φορά να χτυπήσω ενθουσιωδώς παλαμάκια.

Είκοσι λεπτά αργότερα με άφησε στο σπίτι μου—έπρεπε να πάρω μαζί μου τη δισκέτα πριν πάω να συνεχίσω την εργασία μου. Τον φίλησα στο παράθυρο, σκύβοντας μέσα στο αυτοκίνητο, και ανέβηκε μερικά μέτρα παραπάνω ώστε να μπορέσει να κάνει αναστροφή στο χώρο που είχε δίπλα από την είσοδο του σπιτιού που έμενα. Τον χαιρέτησα κουνώντας το χέρι μου και τον ακολούθησα με τα μάτια μου, μέχρι που βγήκε από τη Σόλωνος στην Κνωσσού και βγήκε από το οπτικό μου πεδίο.

Αναστέναξα και μπήκα μέσα όπου με υποδέχτηκε με χοροπηδήματα ο Σίμπα. Έφτασα σπίτι γεμάτη σάλια—πανάθεμά τον—και πήγα γρήγορα στο μπάνιο για να πλυθώ.

Πήρα τη δισκέτα μου και κάποιες σημειώσεις που είχα κάνει και κίνησα προς το πανεπιστήμιο. Δεν βρήκα κάποιο γνωστό στο κυλικείο, που πήγα να πάρω καφέ, και έτσι με τον καφέ ανά χείρας πήγα στην πτέρυγα Γ’ και κάθισα σε ένα από τα αρχαιολογικής αξίας PC που υπήρχαν και τα οποία μοιραζόμασταν με το Μαθηματικό. Η αίθουσα με τα SUN workstations και τα VT ήταν γεμάτη αλλά η αίθουσα με τα PCs παντελώς άδεια.

Αναστέναξα και έβαλα μέσα τη δισκέτα σε ένα από τα PC και το άνοιξα. Όταν τέλειωσε το boot, έβαλα μια δεύτερη δισκέτα μέσα και ξεκίνησα την Pascal. Έριξα μια ματιά στις σημειώσεις μου όπου είχα γράψει σε βήματα τον αλγόριθμο που είχα σχεδιάσει.

Γύρω στις 18:00—και πολύ νωρίτερα απ’ όσο είχα υπολογίσει—είχα τελειώσει, το πρόγραμμα ήταν σωστό. Διάβαζε και έγραφε σωστά τα δεδομένα στο αρχείο που μας είχαν δώσει και έκανε και σωστό error handling.

Ένιωθα το μυαλό μου νια-νια και μιας και δεν μπορούσα να γυρίσω σπίτι, καθώς είχα πει του Ανδρέα ότι θα τον περιμένω εδώ, κατέβηκα στο κυλικείο να πάω να πάρω ακόμα ένα καφέ με την ελπίδα να συναντήσω καμιά γνωστή φάτσα. Στο κυλικείο αυτή τη φορά καθόταν ο Vasily και διάβαζε απορροφημένος κάποιο περιοδικό, κρατώντας το πιγούνι του με το χέρι του. Τον πλησίασα και με είδε και μου χαμογέλασε.

«May I?» τον ρώτησα δείχνοντας την καρέκλα αφού πήρα τον καφέ μου.

«Mi casa es su casa!» μου απάντησε χαμογελώντας.

Κάθισα και πιάσαμε χαζοκουβέντα περί ανέμων και υδάτων. Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα να παίξω μια παρτίδα σκάκι μαζί του αλλά για κάποιο απροσδιόριστο λόγο, ντρεπόμουν να του το ζητήσω. Τελικά μου το πρότεινε εκείνος. Πήγα και έφερα μια σκακιέρα και ο Vasily έβγαλε το ρολόι—κατά τα φαινόμενα το κουβαλούσε μαζί του όπου πήγαινε!

Πήρε ένα πιόνι και αφού έκρυψε τα χέρια του πίσω από την πλάτη, μου τα πρότεινε, φέρνοντάς τα πάλι μπρος, για να διαλέξω. Διάλεξα το λάθος χέρι και έτσι ξεκίνησε εκείνος με τα άσπρα.

Ξεκίνησε e4 στο οποίο ανταπάντησα με e5 και ακολούθησε Nf3 με εμένα να απαντάω με Nc6. Κλασσική ιταλική παρτίδα, συνέχισε με Bc4 και απάντησα με Bc5 και εκεί αποπειράθηκε το γκαμπί του Έβανς.

«Evans!» του είπα σηκώνοντας το φρύδι μου και μου χαμογέλασε. Απάντησα με τον καλύτερο τρόπο που υπάρχει στο γκαμπί του Έβανς, αποδεχόμενη το, και παίζοντας Bxb4

Όπως αναμενόταν έπαιξε c3 και απάντησα με Be7. Συνέχισε με d4 αλλά εκεί του είχα έκπληξη—αντί του πιο συνηθισμένου Na5, έπαιξα d6, γραμμή που δεν ακολουθείται ιδιαίτερα συχνά, ελπίζοντας—και καταφέρνοντας—να τον αιφνιδιάσω.

Συνεχίσαμε, τα δάχτυλά μας πετώντας πάνω από τη σκακιέρα, ώσπου κάμποσες κινήσεις μετά το τεχνητό μου ροκέ ο Vasily υπέπεσε σε blunder, παίζοντας Nf5 αντί του σωστού Nd5 αφήνοντας το πιόνι στο a4 ανυπεράσπιστο και το f2 με μόνη υποστήριξη του βασιλιά, μετά την επόμενη κίνησή μου.

Έπαιξα Rxd1 παίρνοντάς του τον πύργο με τον πύργο μου και κάνοντας τσεκ και απάντησε με την μόνη κίνηση που μπορούσε να κάνει, Qxd1 στην οποία απάντησα αμέσως με Qa2 απειλώντας ταυτόχρονα το ανυπεράσπιστο a4 και το f2, έχοντας ταυτόχρονα και αξιωματικό στο c5.

Από εκεί και πέρα ήταν διαδικαστικό—έπαιξα με προσοχή ώστε να αποφύγω τα πιθανά checks, αναγκάζοντάς τον στην 38η κίνηση να παραιτηθεί.

«Well, that was not expected!» είπε με ειλικρινή θαυμασμό, ανασηκώνοντας τα χέρια του.

«Yeah, I created an imbalance on my 5th move, it’s not a usual line!» εξήγησα χαμογελώντας.

«That you did!» Κούνησε το κεφάλι του. «Damn, you are good!»

«Thank you, my good sir!» του απάντησα με μια μικρή υπόκλιση. «Care to play another one?»

«By all means!» είπε τρίβοντας τα χέρια του και παίξαμε και δεύτερη παρτίδα, την οποία κέρδισα και πάλι. «Damn, that hurt!» μου είπε με ψεύτικο παράπονο, βάζοντας το χέρι στην καρδιά του.

Παίξαμε και τρίτη παρτίδα αλλά αυτή τη φορά μου έστησε μια υπέροχη παγίδα στην οποία έπεσα σα χάνος. Έβαλα τα γέλια όταν κατάλαβα τι έκανε, χτυπώντας το μέτωπό μου. Έριξα το βασιλιά μου—δεν υπήρχε νόημα να μπω στο end game με τόσο σοβαρό μειονέκτημα.

«You are a sneaky bastard, arent you!» του είπα χαμογελώντας ακόμα με θαυμασμό.

«I learned from the best» μου είπε και έβγαλε τη γλώσσα του κοροϊδευτικά. Μετά κοίταξε το ρολόι του και σφύριξε! «Oh shit, Dr. Papadopoulou is waiting, and I lost track of time!»

«It happens to the best of us» του είπα παρηγορητικά ενώ ο ίδιος μάζευε βιαστικά τα πράγματά του, ρίχνοντάς τα στην τσάντα του. «It really was a pleasure

«That it was!» μου απάντησε χαμογελαστός και βάζοντας την τσάντα στην πλάτη του. «See you around!» είπε και έγινε μπουχός.

Αναστέναξα κοιτάζοντας το ρολόι μου—ήταν ακόμα 19:00. Είχα πέσει πέρα για πέρα έξω στον υπολογισμό του πόσο θα μου πάρει να τελειώσω την Pascal, είχα υπολογίσει τέσσερις ώρες και μου είχε πάρει κάτι λιγότερο από μία.

Εκεί φαίνεται πως οι Θεοί με λυπήθηκαν καθώς από το αμφιθέατρο ΣΠ βγήκαν οι βιολόγοι που είχαν μάθημα και μέσα σε αυτούς ήταν η Χριστιάνα.

«Χριστιάνα!» της φώναξα, κάνοντας ταυτόχρονα νοήματα με τα χέρια μου. Με είδε και ήρθε στο τραπέζι που καθόμουν με γρήγορα βήματα. «Καλώς την» της είπα. «Πώς είσαι;»

«Λυσσασμένη στην πείνα και με μυαλό κουρκούτι!» μου απάντησε ρίχνοντας την τσάντα της στην καρέκλα. «Θα έπρεπε να απαγορεύεται από το νόμο Μοριακή-ΙΙ Παρασκευή απόγευμα! Εσύ τι κάνεις; Πού είναι ο Ανδρέας;»

«Ο Ανδρέας είναι στο ΙΤΕ, θα γυρίσει γύρω στις 20:00»—την κοίταξα—«και τώρα που το λες ούτε εγώ έχω φάει σήμερα, ψήνεσαι για Ευτύχη;»

«Χμμμ» απάντησε τρίβοντας το πιγούνι της αλλά πάνω που το σκεφτόταν ήρθε η Ελένη.

«Καλώς την» της είπα και της έδειξα να καθίσει. «Ο Τασούλης;»

«Ο Τασούλης είναι με την Σούζι και τον Vasily και μετά θα πάνε έξω για φαγητό»—κούνησε το κεφάλι της—«σήμερα θα έχει προσευχή και περισυλλογή!»

«Να τον πληρώσεις με το ίδιο νόμισμα.» Την κοίταξα με νόημα. «Πρότεινα στην Χριστιάνα να πάμε να φάμε Ευτύχη, ούτε εγώ έχω φάει σήμερα και ομοίως νηστικός θα πρέπει να είναι και ο Ανδρέας.»

«Χμμμ» απάντησε και η Ελένη με τη σειρά της.

«Ρε σταματήστε να μουγκανίζετε και αποφασίστε!» Χτύπησα το χέρι μου στο τραπέζι. «Είστε μέσα;» Με κοίταξαν και οι δυο αναποφάσιστες.

«Ωραία, μέχρι να αποφασίσετε, θα πάω να πάρω ένα τηλέφωνο στον Ανδρέα να του το πω! Εμείς θα πάμε, έτσι ή γιουβέτσι!»

«Δεν του το έχεις πει;» με ρώτησε η Ελένη.

«Όχι, αλλά πιστεύεις ότι υπάρχει περίπτωση να πω στον Ανδρέα τη λέξη “Ευτύχης” και να απαντήσει αρνητικά;»

«Ένα δίκιο το έχεις!» είπε γελώντας η Ελένη.

«Και δύο μη σου πω!» τους είπα σηκώνοντας δύο δάχτυλα και τις άφησα μόνες τους να πάω στο καρτοτηλέφωνο στην είσοδο.

Πήρα στα γρήγορα τον Ανδρέα και τον ενημέρωσα για τα καθέκαστα. Ήταν ομοίως λυσσασμένος στην πείνα αλλά ακόμα και αν δεν ήταν, ο Ανδρέας δεν ήταν άνθρωπος που θα έλεγε όχι σε πρόταση να πάμε να φάμε στον Ευτύχη.

Γύρισα στο τραπέζι, η Χριστιάνα ήταν προς το παρόν μόνη της καθώς η Ελένη είχε πάει τουαλέτα. Χωρίς να το σκεφτώ της έπιασα τρυφερά το χέρι.

«Ήταν πολύ όμορφα χθες το βράδι. Πέρασα υπέροχα!»

Εκείνη, αντί απάντησης, χαμογέλασε ντροπαλά χαϊδεύοντας με τη σειρά της το χέρι μου με τον αντίχειρά της. Κοιταχτήκαμε τρυφερά για μερικές στιγμές, χαμένες στα μάτια η μία της άλλης, και μετά, καθώς η Ελένη επέστρεφε, της άφησα απρόθυμα το χέρι.

«Ο Ανδρέας, όπως ήταν αναμενόμενο, είναι μέσα με τα μπούνια για Ευτύχη!» ανακοίνωσα. «Εσείς αποφασίσατε;»

«Δεν έχω πάει ποτέ Ευτύχη, αλλά τον έχω ακουστά!» είπε η Χριστιάνα σηκώνοντας το δάχτυλό της και συμπλήρωσε «και επειδή δε θέλω να βρεθώ ποτέ στη θέση να πω πως έκανα φοιτήτρια στο Ηράκλειο χωρίς να φάω Ευτύχη, μέσα!»

«Εσύ Ελένη;»

«Είμαι κουρασμένη, να σας πω την αλήθεια...»—έτριψε τα μάτια της—«αλλά Ευτύχης είναι αυτός!»

«Ωραία, ο Ανδρέας θα είναι εδώ γύρω στις 20:00 οπότε έχουμε ακόμα μια ωρίτσα για σκότωμα!»

«Εσείς έχετε»—η Ελένη σήκωσε το δάχτυλό της—«εγώ έχω κι άλλο μάθημα» είπε αναστενάζοντας.

«Ωχ ναι, σήμερα έχεις μέχρι τις 20:00» της είπα καθώς το θυμήθηκα, χτυπώντας το μέτωπό μου.

«Αυτόν που έβγαλε το πρόγραμμα του χειμερινού εξαμήνου θα πρέπει να τον πάμε στο δικαστήριο της Χάγης κατηγορούμενο για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας!» Σήκωσε τη γροθιά της. «Άκου μάθημα μέχρι τις 20:00 Παρασκευιάτικα!»

«Ναι, αυτό λέγαμε με τη Χριστιάνα πριν έρθεις, και εκείνη τώρα σχόλασε!»

«Αλήθεια πουλάκια μου, εσείς που χαθήκατε σήμερα;» με ρώτησε η Ελένη γέρνοντας μπροστά.

«Εμείς σήμερα...»—έκανα μια παύση για δραματικό εφέ—«κάναμε κοπάνα και πήγαμε Φαιστό και μετά Μάταλα» τους είπα βγάζοντας κοροϊδευτικά τη γλώσσα μου.

«Θα την πνίξω!» δήλωσε η Ελένη υψώνοντας τις γροθιές της κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. «Ουφ, πάω να πάρω καφέ, εσύ μαδάμ έχεις» είπε απευθυνόμενη προς εμένα και γύρισε προς τη Χριστιάνα: «Χριστιάνα, θέλεις εσύ καφέ;»

«Όχι, αν πιώ καφέ το βράδυ θα κάνω το δράκουλα.» Κούνησε το κεφάλι της. «Ένα τσαγάκι, θα το έπινα πάντως.»

«Θέλεις κάποια γεύση;» ξαναρώτησε η Ελένη.

«Όχι, απλό τσάι με μια κουταλιά ζάχαρη, μια χαρά είναι.» απάντησε και η Ελένη πήγε να πάρει τον καφέ της και το τσάι της Χριστιάνας.

«Τι κάνουμε μέχρι να έρθει ο Ανδρέας;» τη ρώτησα στηρίζοντας το κεφάλι μου στο χέρι μου. «Είσαι για μια παρτίδα σκάκι;»

«Χαχαχα, μαζί σου;» Κούνησε το κεφάλι της γελώντας. «Άσε, μου τα προλάβανε. Θα είναι πολύ βαρετό παιχνίδι, θα με κερδίσεις πολύ εύκολα. Για ένα τάβλι δε θα έλεγα όχι, πάντως!»

«Ωραία, ας παίξουμε τάβλι» της απάντησα χαμογελαστή.

Μάζεψα τη σκακιέρα και τα πιόνια και πήγα και τα άφησα στη θέση τους. Από εκεί πήρα ένα τάβλι και επέστρεψα στο τραπέζι που καθόμασταν. Πήρα τα μαύρα και πήρε τα άσπρα και ξεκινήσαμε τις πόρτες.

Η Ελένη κάθισε μαζί μας για πέντε λεπτά ακόμα—πίνοντας τον καφέ της στα γρήγορα—και μας άφησε για να επιστρέψει στο μάθημά της. Η Χριστιάνα πήρε τις πόρτες αλλά της πήρα διπλό το πλακωτό και μονό το φεύγα. Μετά της πήρα μονό και τις πόρτες αλλά το 4-1 έγινε γρήγορα 4-4 καθώς μου πήρε δύο συνεχόμενες παρτίδες, μία διπλή στο πλακωτό και μία μονή στο φεύγα. Κέρδισε, έστω και ζαριά, την τελευταία παρτίδα, ολοκληρώνοντας έτσι την ανατροπή.

«Αύριο έχουμε να πάμε Μπάχαλο» της υπενθύμισα, όταν επέστρεψε στη θέση της, έχοντας πάει να αφήσει το τάβλι στη θέση του.

«Αχ ναι, θέλω να χορέψω!» Τα μάτια της έλαμψαν. «Ήταν τόσο όμορφα χθες και πολύ θα ήθελα να το επαναλάβω!»

«Το χορό;» τη ρώτησα κλείνοντάς της παιχνιδιάρικα το μάτι.

«Και όχι μόνο» μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι με τη σειρά της. «Φοίβη...»—δίστασε—«ο... ο Ανδρέας πως το πήρε;»

«Μη μου ανησυχείς...»—χαμογέλασα πλατιά—«μια χαρά το πήρε... μπούτι δεν έκλεισα όλη νύχτα!» της είπα, κάνοντάς την να γελάσει αμήχανα. «Μην ανησυχείς!» της είπα καθησυχαστικά, πιάνοντας της και πάλι το χέρι και χαϊδεύοντάς το τρυφερά.

«Θα ήμουν ψεύτρα αν σου έλεγα ότι με πειράζει...»—κοίταξε κάτω—«αλλά δεν μπορώ να καταλάβω αυτή την αντίδραση!»

«Να σου πω την αλήθεια, ούτε εγώ μπορώ να την καταλάβω.» Ανασήκωσα τους ώμους. «Εννοώ ότι δεν μπορώ να φέρω τον εαυτό μου στη θέση του χωρίς να θέλω να ανοίξω κάποιο κεφάλι, αλλά ο ίδιος μου έχει αποδείξει με τη στάση του, ότι όχι απλά δεν τον πειράζει, αλλά του αρέσει κι από πάνω.»

Κούνησα το κεφάλι μου.

«Τι να πω, άγνωστοι οι δρόμοι του Κυρίου...»

«Μα δεν ζηλεύει;» επέμεινε.

«Αμ εδώ είναι το θέμα, δεν είναι ότι δεν ζηλεύει!»

«Αλλά;»

«Αλλά... τι να σου πω...» Έψαξα τις σωστές λέξεις. «Αυτό που έχω καταλάβει είναι ότι δεν νιώθει απειλή. Τον ανάβει η σκέψη των μεταξύ μας περιπτύξεων αλλά δε νιώθει απειλή, ειδικά όταν του μετέφερα τη διαβεβαίωσή σου πως αν δεν υπήρχε ο Ανδρέας δεν θα γινόταν τίποτα μεταξύ μας.»

Σταμάτησα για λίγο.

«Βέβαια, ούτε αυτό το καταλαβαίνω αλλά...»

«Είναι αυτό που είναι και sine qua non» μου δήλωσε κατηγορηματικά η Χριστιάνα, σφίγγοντας το χέρι μου.

«Im here, arent I?» της απάντησα απλά, διαλύοντας τις όποιες ανησυχίες της. «Be that as it may, θα ήθελα—αν θέλεις κι εσύ—να μου το εξηγήσεις.»

«Σου είπα... δε θέλω δεσμεύσεις.» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Φοίβη... όπως κι εσύ, έτσι κι εγώ ψάχνομαι. Δεν... δεν έχω κάνει σχέση με γυναίκα ως τώρα και, παρόλο που τα γούστα μου κατά τα φαινόμενα είναι αυτά που είναι, δε θέλω να δοκιμάσω και αν αποτύχει να πάρω κάποια άλλη στο λαιμό μου.»

Με κοίταξε στα μάτια.

«Με εσένα... με εσένα νιώθω ασφαλής, νιώθω ασφαλής γιατί υπάρχει από πίσω ο Ανδρέας. Ελεύθερες και οι δύο να εξερευνήσουμε, έστω και αν αυτό είναι εκ του ασφαλούς.»

Χαμογέλασε.

«Είμαι ευγνώμων που η τύχη σε έριξε στο μονοπάτι μου και μπορώ... μπορώ να το κάνω αυτό χωρίς να φοβάμαι την κατάληξη.»

«Τι θα γίνει ωστόσο αν αρχίσεις και αποκτάς αισθήματα;» ρώτησα με ανησυχία.

«Αν γίνει αυτό...»—έκανε μια παύση—«θα το σταματήσουμε εκεί και θα κατεβούμε από τη Ρόδα του Λούνα Παρκ. Θα έχουμε ωστόσο να θυμόμαστε το γύρο που κάναμε!»

«Μου άρεσε ο ποιητικός τρόπος που το έθεσες.» Χαμογέλασα. «Ρόδα... why not

«Ωραία, τώρα που το είπες»—τα μάτια της έλαμψαν—«σκέφτηκα μια ακόμα πιο ποιητική αναλογία.»

«Αχά! Για πες!» έσκυψα με ενδιαφέρον.

«Καρουζέλ!» μου είπε η Χριστιάνα χαϊδεύοντάς μου τρυφερά το χέρι.


19. Dancing queens

Ανδρέας

Η προοπτική του Ευτύχη έκανε τα σάλια μου να τρέχουν. Έφυγα σα να με κυνηγάνε από το ΙΤΕ και έφτασα στα κτήρια της Κνωσσού σε χρόνο ρεκόρ. Πάρκαρα σχεδόν έξω από το κυλικείο. Στο τηλέφωνο η Φοίβη μου είχε πει ότι πιθανόν να μας συνόδευαν Ελένη και Χριστιάνα—μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν ακόμα αποφασίσει.

Έσβησα το αυτοκίνητο, κλείδωσα και βγήκα έξω. Το πρωί έκανε ζέστη σε βαθμό που είχαμε ανοίξει τα παράθυρα για να μη σκάσουμε, ωστόσο το βράδυ είχε ψύχρα· εκείνο το ανεπαίσθητο ρίγος που μπερδεύει το σώμα σου για φθινόπωρο.

Μπήκα στο κυλικείο· στο τραπέζι κάθονταν και οι τρεις.

«Καλησπέρα!» τους είπα χαμογελώντας, και πριν καλά καλά προλάβω να φτάσω, η Φοίβη είχε ήδη σηκωθεί. Όρμησε πάνω μου με τη γνωστή της φόρα.

«Καλησπέρα αγαπουλίνο!» μου είπε και την ίδια στιγμή μου έκανε λαρυγγοσκόπηση με τη γλώσσα της, για να έχω να πορεύομαι.

Η Ελένη έσκασε στα γέλια. «Σιγά, σας τρέχουν τα σάλια!» σχολίασε κοροϊδευτικά, γέρνοντας ελαφρώς πίσω στην καρέκλα της.

«Καλώς τον,» είπε η Χριστιάνα με εκείνο το ήρεμο χαμόγελό της.

«Καλώς σας βρήκα,» απάντησα και κάθισα. Έγνεψα προς την Ελένη. «Ο Τάσος πού είναι;»

«Έχει έξοδο με τη Σούζι και τον Vasiliy σήμερα, θα πάνε κάπου να φάνε,» απάντησε, παίζοντας αφηρημένα με το ποτήρι της.

«Χα! Τον κέρδισα 2-1 σήμερα!» δήλωσε με περηφάνια η Φοίβη και ίσιωσε την πλάτη της σαν να περίμενε βραβείο.

«Πότε πρόλαβες, βρε θηρίο;»

«Τέλειωσα νωρίτερα απ’ όσο υπολόγιζα την Pascal και τον πέτυχα στο κυλικείο. Ευτυχώς να λες, γιατί ήταν μόλις 18:00. Τελικά, με τούτα και με κείνα, κατόρθωσα να τον καθυστερήσω κι εκείνον ενώ τον περίμενε η κα. Παπαδοπούλου… και έφυγε λες και τον κυνηγούσαν όλοι οι δαίμονες της κόλασης.»

Έκανε μια μικρή παύση και μετά χαμογέλασε. «Απορώ γιατί κάνετε όλοι έτσι. Η κυρία Παπαδοπούλου είναι πολύ γλυκός άνθρωπος! Τέλος πάντων… εκείνη την ώρα σχόλασε και η Χριστιάνα και μου έκανε παρέα. Η Ελένη, από την άλλη, δεν ήταν τόσο τυχερή· είχε μάθημα μέχρι πριν από λίγο!»

Η Ελένη έγειρε ελαφρώς μπροστά, ακουμπώντας τους αγκώνες της στο τραπέζι. «Η Ελένη έχει ένα κεφάλι κουδούνι!» σχολίασε η ίδια, με χαμόγελο που ισορροπούσε ανάμεσα σε αυτοσαρκασμό και κούραση.

Η Φοίβη κοίταξε γύρω. «Ο Νίκος και η Μαρία; Πού γυρνάνε;»

«Η Μαρία είχε μια οικογενειακή υποχρέωση σήμερα,» απάντησε η Ελένη, «κι έτσι ο Νίκος πήγε στο Ρέθυμνο για να φέρει το φαγητό της εβδομάδας.»

«Καλά όλα αυτά… αλλά έχω λυσσάξει της πείνας. Πάμε;»

«Φύγαμε!» απάντησε για τις τρεις τους η Φοίβη, χωρίς να περιμένει ψηφοφορία. Ήδη είχε σηκωθεί πρώτη, όπως πάντα.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και παρότι στην Κνωσσού δεν είχε ιδιαίτερη κίνηση, στην Παρασκευοπούλου είχε, με αποτέλεσμα να το μετανιώσω πικρά που δεν πήγαμε από Εθνική και Γιόφυρο, και ας κάναμε κύκλο. Όπως και να έχει γύρω στις 9 παρά ήμασταν στον Ευτύχη, που ήταν σχεδόν γεμάτος, αλλά ευτυχώς βρήκαμε τραπέζι.

Πέρα από τα απαραίτητα, δηλαδή σαλάτα, πατάτες, τζατζίκι, εγώ πήρα γεμιστό μπιφτέκι και το ίδιο έκανε και η Χριστιάνα. Η Φοίβη, με την προτροπή της Ελένης, πήρε μια πανσέτες, ενώ η Ελένη επέλεξε για τον εαυτό της χοιρινά παϊδάκια. Βέβαια, με τις μερίδες που σέρβιρε ο Ευτύχης, το πιο πιθανό ήταν ότι ο κερδισμένος της βραδιάς θα ήταν ο Σίμπα. Η παραγγελία συμπληρώθηκε με τέσσερις μπύρες.

Όταν ήρθε η γαβάθα με τη χωριάτικη και το βουνό με τις πατάτες—ο Ευτύχης αυτό το ονόμαζε μερίδα—πέσαμε και οι τέσσερις σα λυσσασμένοι. Καλά για εμένα δε συζητάμε, αλλά, πράγμα αξιοσημείωτο, και η Χριστιάνα και η Φοίβη, έφαγαν σχεδόν όλο το πιάτο τους. Η Ελένη το πάλεψε αλλά στο τέλος της είχαν περισσέψει κάμποσα παΐδια. Δεν πειράζει, ο μαύρος κροκόδειλος που ζει στο σπίτι της Φοίβης να είναι καλά, δε θα πηγαίνανε χαμένα.

Σε αντίθεση με τη Φοίβη και την αφεντιά μου που την είχαμε κάνει κοπάνα σήμερα, οι άλλες δύο είχαν πλήρες πρόγραμμα, με αποτέλεσμα όταν αποφάγαμε να είναι έτοιμες να πέσουν στις καρέκλες που καθόμασταν. Αν και είχα όρεξη να πάμε καμιά Χιτζάζ, δεν το πρότεινα, βλέποντας Χριστιάνα και Ελένη να έχουν ξαπλώσει στις καρέκλες και να κάνουν τους πύθωνες.

Πληρώσαμε το λογαριασμό και ζητήσαμε να μας φέρουν μια σακούλα με τα αποφάγια, τελικά έβγαινε μια αξιοπρεπής μερίδα για τον Σίμπα, δε θα έμενε παραπονεμένος. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήγαμε στο πάρκο Θεοτοκόπουλου, καθώς εκεί κοντά, στη Μινωταύρου, έμενε η Ελένη. Μας καληνύχτισε και κατέβηκε. Η Φοίβη, που είχε βγει έξω για να μπορέσει να περάσει η Ελένη, κάθισε στο κάθισμα του συνοδηγού αλλά δεν έβαλε τη ζώνη της.

«Θέλω κάτι γλυκό. Μιας και είμαστε Λιοντάρια, δεν πάμε για milkshake

«Ναιιιιιι» είπε από πίσω η Χριστιάνα. Εγώ δεν είχα ιδιαίτερη όρεξη για milkshake αλλά δεν ήθελα να τους χαλάσω το χατίρι.

«Αν είναι πηγαίνετε και σας περιμένω εδώ. Δε νομίζω ότι θα βρω να παρκάρω πιο πάνω.»

«Χριστιάνα θα κατέβεις να πάμε παρέα;» την ρώτησε η Φοίβη.

«Αμέ!» είπε και αμ έπος αμ έργο κατέβηκαν και οι δύο από το αυτοκίνητο.

«Ανδρέα, εσύ θέλεις φράουλα ή σοκολάτα;» με ρώτησε η Φοίβη.

«Φράουλα, μωρό μου»

Τα κορίτσια έφυγαν ενώ εγώ έκατσα να τις περιμένω. Ξέσφιξα λίγο τη ζώνη του παντελονιού γιατί ένιωθα ότι θα σκάσω, τα προκαλεί αυτά ο Ευτύχης. Και όχι τίποτε άλλο αλλά κατουριόμουν. Ήλπιζα με την ψυχή μου ότι δεν θα βρουν κόσμο και έτσι δε θα αργήσουν. Έπαιξα με τα χέρια μου το τιμόνι του αυτοκινήτου.

Μεγάλη υπόθεση το να έχεις το δικό σου μέσο. Τον Θρασύβουλα τον είχε αγοράσει ο πατέρας μου από τη Γερμανία το 1972, λίγες μέρες πριν γεννηθώ. Σε αντίθεση με την αδερφή μου, που γεννήθηκε Ελλάδα, εγώ είχα γεννηθεί Γερμανία, επιστρέψαμε οικογενειακώς στην Ελλάδα το 1975, λίγο πριν γεννηθεί η αδερφή μου.

Ο Θρασύβουλας δεν ήταν το 1200άρι που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, ήταν ένα κωλοπειραγμένο 1600άρι το οποίο είχε την εξωφρενική—για την εποχή του—ισχύ των 127 αλόγων και τελίκιαζε κοντά στα 180.

Πώπω, για φαντάσου να έτρεχα σήμερα το μεσημέρι, και ήμουν και σε ευθεία. Θα το είχα κάνει αλοιφή το αλεπουδάκι, είτε στην ενστικτώδη μου προσπάθεια να φρενάρω, θα είχα ντεραπάρει και θα είχαμε άλλα.

Το ότι είχα γεννηθεί στη Γερμανία είχε και άλλο ένα καλό, είχα διπλή υπηκοότητα, το οποίο σημαίνει ότι το στρατιωτικό μου θα περιοριζόταν στους 6 μήνες. Όπως πήγαινε το πράγμα, στο τέλος του εαρινού εξαμήνου λογικά θα είχα μαζέψει τις απαραίτητες μονάδες για το πτυχίο.

Έχοντας ξεμπλέξει το πτυχίο στα 3 έτη, φλερτάριζα με τη σκέψη το 6μηνο στη μαμά πατρίδα να το έκανα του χρόνου ώστε να αφήσω το στρατιωτικό πίσω μου και ουσιαστικά να ξεκινήσω το μεταπτυχιακό μου εκεί που οι συμφοιτητές, που είχαν μπει στο ίδιο έτος με μένα, θα έμπαιναν στο 8ο τους εξάμηνο.

Τυπικά βέβαια βρισκόμουν στο τέταρτο έτος, έχοντας περάσει στη Βιολογία το 1990, ωστόσο for all intents and purposes ήμουν τριτοετής, αφού τη σχολή αποφάσισα τελικά να την ακολουθήσω όταν απέτυχα να μπω και με τη δεύτερη στην Ιατρική.

Από την άλλη ωστόσο είχα ξεκινήσει ήδη να παίρνω μεταπτυχιακά μαθήματα και με το στρατό θα έχανα το εξάμηνο που είχα κερδίσει, αλλά ο λόγος που είχα αρχίσει τελικά να σκέφτομαι να αφήσω το στρατό για μετά, δεν ήταν άλλος από τη Φοίβη.

Θα μου πεις μέχρι το καλοκαίρι ποιος ζει ποιος πεθαίνει, αλλά η σχέση μας πήγαινε τόσο υπέροχα που δεν ήθελα να σκεφτώ πως θα είμαι μακριά της ούτε ένα μήνα, πόσο μάλλον έξι.

Φοίβη, που αυτή τη στιγμή ήταν με τη Χριστιάνα και έπαιρναν milkshakes. Τι «τρίγωνο» και αυτό, ούτε που είχα ποτέ μου φανταστεί τον εαυτό μου σε τέτοια θέση. Ποια θέση, θα μου πεις, δεν είχε γίνει και τίποτα φοβερό μεταξύ τους εκτός από φιλιά και ψαχούλεμα.

Μην είμαι ψεύτης, αν η Χριστιάνα ήταν Χρήστος, δε θα υπήρχε ούτε μία στο εκατομμύριο να επιτρέψω να γίνει κάτι τέτοιο. Από την άλλη η εικόνα των μεταξύ τους περιπτύξεων με άναβε ωστόσο παρά τη ζήλεια μου—γιατί ζήλευα, ψεύτης μην είμαι—δεν ένιωθα απειλή. Και φυσικά υπήρχε μέσα μου και αυτή η κρυφή ελπίδα πραγματοποίησης τρίο.

Βέβαια δεν περίμενα στα σοβαρά ότι θα γίνει κάτι τέτοιο καθώς στην περίπτωση αυτή δε θα αρκούσε η συναίνεση της Φοίβης, που—μεταξύ μας—ούτε γι’ αυτό ήμουν ιδιαίτερα σίγουρος. Εννοώ ότι ίσως να υπήρχε μια μικρή ελπίδα να με αφήσει να την παρακολουθήσω αλλά η ενεργή συμμετοχή είναι τελείως διαφορετική συζήτηση, ακόμα και στην απίθανη περίπτωση που η Χριστιάνα ήταν ανοιχτή σε κάτι τέτοιο.

Δε βαριέσαι, οι ονειρώξεις είναι τσάμπα. Έφερα με τα μάτια της φαντασίας μου το μεταξύ μας τρίο και έγινα πύραυλος. Ευτυχώς δε θα χρειαζόταν να βγω από το αυτοκίνητο—θα γινόμουν ρεζίλι.

Ήμουν ακόμη αναψοκοκκινισμένος όταν γύρισαν τα κορίτσια με τα milkshakes. Σχεδόν πετάχτηκα από τη θέση μου· έκανα λες και με έπιασαν στα πράσα.

Η Φοίβη το πρόσεξε, αλλά –δόξα τω θεώ– το μυαλό της δεν πήγε εκεί.

«Τι έγινε, μωρό μου, σε πήρε ο ύπνος;» είπε ανοίγοντας την πόρτα.

«Όχι μωρέ, απλά ξαφνιάστηκα,» μουρμούρισα και πήρα το ποτήρι από τα χέρια της.

Μπήκαν μέσα και οι δύο, και ξεκινήσαμε για την πλατεία της Φορτέτσας για να αφήσουμε τη Χριστιάνα στο σπίτι της.

«Αλήθεια, πότε θα γυρίσουν η Κατερίνα και ο Βαγγέλης από το Ρέθυμνο; Θα έρθουν αύριο στο Μπάχαλο;»

«Όχι, αποφάσισαν να πάνε και Χανιά. Θα γυρίσουν Κυριακή πρωί.»

«Θέλω κι εγώ να πάμε Χανιά! Πότε θα πάμε Χανιά;» με ρώτησε παραπονιάρικα η Φοίβη, γέρνοντας προς το μέρος μου.

Χαμογέλασα. «Θα πάμε, κοριτσάρα μου, θα πάμε το Γενάρη. Αλλά ακόμα καλύτερα να πάμε το καλοκαίρι—έχει πολύ ωραίες παραλίες εκεί.»

Η Χριστιάνα στράφηκε προς το πίσω κάθισμα. «Πρέπει να πάτε οπωσδήποτε και από το Φαράγγι της Σαμαριάς!»

«Έχεις πάει;» τη ρώτησε με ενδιαφέρον η Φοίβη.

«Ναι, ήταν υπέροχα. Σου φεύγει βέβαια η ούγια στο περπάτημα, αλλά αξίζει τον κόπο. Είναι εμπειρία ζωής, πραγματικά!»

«Ναιιιιιι!» έκανε η Φοίβη, χτυπώντας ενθουσιωδώς παλαμάκια σαν παιδί που του υποσχέθηκαν παγωτό.

Λίγη ώρα αργότερα φτάσαμε στην πλατεία της Φορτέτσας. Πάρκαρα μπροστά από το σπίτι της Χριστιάνας. Η Φοίβη βγήκε για να μπορέσει να περάσει κι εκείνη.

«Θέλετε να έρθετε πάνω να πιούμε τα milkshakes μας;» μας ρώτησε η Χριστιάνα, γυρνώντας προς εμάς καθώς έβγαινε.

Η Φοίβη κοίταξε πρώτα εμένα και μετά εκείνη. «Σίγουρα; Είναι αργά, μωρέ!»

«Ναι παιδάκι μου, τι λες; Εκτός κι αν θέλετε να πάτε να την πέσετε.»

Η Φοίβη γύρισε και με κοίταξε πλάγια. «Χμμμ… Ανδρέα; Τι λες; Πάμε;»

«Σίγουρα μωρέ; Δε σε βάζουμε σε φασαρία;» τη ρώτησα κι εγώ, πιο πολύ από ευγένεια παρά από δισταγμό.

«Έλα μωρέ Ανδρέα! Που με βάζετε σε φασαρία; Χίλιες φορές η παρέα σας από το να χαζολογήσω στην τηλεόραση!»

«Άντε, πάμε,» είπα και άνοιξα την πόρτα. Μόλις έκλεισε και η Φοίβη τη δική της, κλείδωσα το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε τη σκάλα για το διαμέρισμα της Χριστιάνας.

Μπήκαμε μέσα και καθίσαμε στο σαλόνι.

«Πάω στην κουζίνα να φέρω μια κανάτα νερό να έχουμε,» είπε η Χριστιάνα και χάθηκε προς τα μέσα.

Η Φοίβη έγειρε πίσω στον καναπέ και έβαλε τα πόδια της επάνω. Δεν είπαμε λέξη. Λίγο μετά, η Χριστιάνα επέστρεψε, άφησε δύο ποτήρια στο τραπεζάκι και τα γέμισε με νερό. Γέμισε και το δικό της, το άφησε δίπλα και πήγε να ανοίξει το ράδιο.

Γύρισε λίγο τους σταθμούς. Τελικά συμβιβάστηκε με έναν που έπαιζε pop χορευτική μουσική. «Για πείτε… Πώς τα περάσατε σήμερα στην κοπάνα;»

«Όμορφα ήταν,» είπε πρώτη η Φοίβη. «Πολύ όμορφα. Πήγαμε πρώτα στη Φαιστό, στο Μινωικό παλάτι, και μετά πήγαμε στα Μάταλα. Η θάλασσα ήταν υπέροχη και έκανε ζέστη. Βέβαια, έξω έκανε ζέστη… η θάλασσα ήταν μπούζι!»

Η Χριστιάνα άνοιξε τα μάτια της διάπλατα. «Κάνατε μπάνιο;»

«Μπάνιο; Ούτε καν!» έκανε η Φοίβη. «Το πόδι μου μόνο βούτηξα και ακούστηκα μέχρι τη Φαιστό. Δεν είμαι εγώ για τέτοια, είμαι κρυουλιάρα!»

Γέλασα. «Ήταν όντως μπούζι το νερό. Ωστόσο η μέρα ήταν ζεστή και η άμμος σχεδόν έκαιγε. Αν δεν ήταν τόσο κρύα η θάλασσα, θα έλεγες ότι ήταν σχεδόν αρχές καλοκαιριού.»

«Βέβαια στο γυρισμό τραβήξαμε μια λαχτάρα όλη δική μας,» είπε η Φοίβη και ανατρίχιασε ελαφρά, λες και το θυμόταν εκείνη τη στιγμή.

«Καθώς γυρνούσαμε, μας πετάχτηκε ένα αλεπουδάκι και παραλίγο να το χτυπήσουμε. Στην αρχή έτσι νομίζαμε, ότι το χτυπήσαμε… αλλά όπως αποδείχτηκε αργότερα, απλά το φουκαριάρικο είχε τρομάξει. Ήταν με τη μαμά του και, όταν απομακρυνθήκαμε, πήγε και το ηρέμησε και έφυγαν σα να μη τρέχει τίποτα.»

Έκανε μια παύση και χαμήλωσε τη φωνή της. «Εμάς από την άλλη μας πήγε τρεις μία… μου έφτασε στις κάλτσες!»

«Ξέρεις, αυτό σκεφτόμουν όσο σας περίμενα στο αυτοκίνητο,» είπα, στρίβοντας το ποτήρι μου στα χέρια. Βέβαια ήταν η μισή αλήθεια, αλλά δεν παύει να ήταν αλήθεια. «Σκέφτηκα ότι αν έτρεχα όσο μπορούσε να τρέξει το αυτοκίνητο—και ήμασταν και σε ευθεία—θα το είχαμε κάνει αλοιφή.»

Η Χριστιάνα σήκωσε το φρύδι. «Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιδοκιμάζω το τρέξιμο… Αν τρέχατε, όπως λες, τότε θα είχατε περάσει πολύ νωρίτερα το σημείο που σας πετάχτηκε το αλεπουδάκι!»

«Μπορεί…» παραδέχτηκα. «Ίσως πάλι, μπορεί να ήταν το γεγονός ότι περάσαμε και τρομοκρατήθηκε και πετάχτηκε στο δρόμο, άσχετα με το πόσο πήγαινα εκείνη τη στιγμή. Σε κάθε περίπτωση, δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Το τι ανακούφιση ένιωσα όταν η μαμά του το πήρε και φύγανε, και αυτό την ακολούθησε χαρωπό, χωρίς να τρέχει κάστανο, δεν λέγεται!»

Η Χριστιάνα χαμογέλασε με κατανόηση. «Ναι… φαντάζομαι!»

«Η δική σου μέρα πώς ήταν;» τη ρώτησε η Φοίβη και έγειρε προς το πλάι, στηριζόμενη στον καναπέ.

«Κουραστική και πολύ λιγότερο περιπετειώδης,» απάντησε η Χριστιάνα, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Αλλά… με πήρε σήμερα τηλέφωνο ο αδερφός μου και μου είπε τα ευχάριστα: ολοκληρώθηκε η μεταβίβαση. Από σήμερα το παπί είναι δικό μου!»

«Άντε, καλορίζικο!» είπαμε με μια φωνή και οι δύο.

«Τι είναι; Πενηντάρι;» ρώτησα.

«Όχι, 125cc είναι.»

Έγνεψα με ικανοποίηση. «Μια χαρά! Αξιοπρεπέστατο!»

«Μωρέ και πενηντάρι μια χαρά θα μου ήταν, μη νομίζεις…» είπε γελώντας. «Απλά θέλει προσοχή με τους τρελούς που κυκλοφορούν στο Ηράκλειο!»

«Ναι… λες και στην Αθήνα είναι καλύτεροι!» απάντησε η Χριστιάνα με ειρωνικό χαμόγελο.

«Να σε ρωτήσω κάτι; Στην Αθήνα, εκτός από το Παλένκε, θα ήθελα να πάω και σε karaoke. Γνωρίζεις κάποιο;»

«Ναι, ξέρω ένα, αλλά δεν είναι στο κέντρο—είναι στα βόρεια, στον Άγιο Στέφανο.»

«Αυτό δεν είναι πρόβλημα,» της είπα. «Θα ανεβάσω το αυτοκίνητο τα Χριστούγεννα για να μπορέσω να μετακινούμαι, χωρίς να αφήσω τον πατέρα μου χωρίς το δικό του. Αν και, το πιο πιθανό είναι να παίρνω εγώ το δικό του—καινούργιο γαρ—και να του αφήσω το δικό μου για να πηγαίνει στη δουλειά του.»

Κοίταξα τη Φοίβη. «Και μιας και θα έχω και το αυτοκίνητο, όταν επιστρέψω θα πάρω μαζί μου και την ηλεκτρική κιθάρα με τα συμπράγκαλά της.»

Η Χριστιάνα άνοιξε τα μάτια διάπλατα. «Ανδρέα, μιας και θα γυρίσουμε όλοι μαζί Ηράκλειο τον Γενάρη—και μιας και θα έχεις και το αυτοκίνητο—θα μπορούσαμε να συναντηθούμε στον Πειραιά πριν ανεβούμε στο καράβι; Να αφήσω κι εγώ τη βαλίτσα μου στο αυτοκίνητό σου, ώστε το επόμενο πρωί να τη φέρεις πάνω; Θα έχω το μηχανάκι τότε, οπότε… καταλαβαίνεις.»

«Ναι φυσικά, κανένα πρόβλημα! Το ρωτάς;»

Το πρόσωπό της φωτίστηκε. «Αχ, σε ευχαριστώ πολύ!» είπε χαμογελώντας.

«Τίποτα που δεν ξεπληρώνεται με ένα παστίτσιο!» της πέταξα, βγάζοντας τη γλώσσα.

Ξέσπασε σε γέλια. «Χαχαχα, πολύ ευχαρίστως!»

Καθίσαμε μέχρι που πήγε σχεδόν 01:00. Πριν αποχαιρετιστούμε για το βράδυ, κανονίσαμε αύριο βράδυ να περάσουμε να την πάρουμε στις 23:00 για να πάμε στο Μπάχαλο. Θα έπρεπε να μιλήσουμε και με τους υπόλοιπους για να οριστικοποιήσουμε τα λογιστικά αλλά αυτό θα το κάναμε αύριο.

«Σπίτι σου;» ρώτησα τη Φοίβη όταν μείναμε μόνοι μας στο αυτοκίνητο.

«Ναι, σπίτι μου. Αύριο το πρωί έχουμε να πάμε και λαϊκή!»

«Έχει νόημα; Εννοώ την ερχόμενη Παρασκευή θα ανέβουμε Αθήνα. Ντομάτες για τα τοστ και πορτοκάλια μπορούμε να πάρουμε και από το σούπερ μάρκετ.»

«Ναι μωρέ Ανδρέα, έχεις δίκιο.» μου είπε καθώς έβαλα μπρος και ξεκίνησα.

Δεδομένου ότι ήταν μια κατηφόρα μέχρι το σπίτι της δεν μας πήρε ούτε δύο λεπτά για να φτάσουμε. Έχοντας κάνει κοπάνα σήμερα η Φοίβη δεν είχε μαζί της παρά ένα τετράδιο και τις δυο της δισκέτες, ενώ εγώ δεν κουβαλούσα τίποτα. Το μόνο μας φορτίο ήταν η σακούλα με τα αποφάγια για το Σίμπα, Σίμπα ο οποίος είχε σκαρφαλώσει στην πόρτα και μας κοιτούσε κοντεύοντας να σπάσει την ουρά του από το κούνημα.

«Τι του έχω εγώ;» του είπε η Φοίβη όταν μπήκαμε μέσα.

Ο Σίμπα μύρισε τη σακούλα και άρχισε να χοροπηδάει σαν κατσίκι από την προσμονή. Του άδειασε το φαγητό στο κατσαρόλι και ο Σίμπα του ρίχτηκε σαν να μην υπάρχει αύριο.

Αφήσαμε το Σίμπα στη νιρβάνα του και περάσαμε στο σπίτι. Νυστάζαμε και οι δύο οπότε, αφού πλύναμε τα δόντια μας, πήγαμε καρφί στο κρεββάτι. Χωθήκαμε κάτω από τα σκεπάσματα και πήρα την κοριτσάρα μου στην αγκαλιά μου.

«Αχ, ήταν πολύ όμορφα σήμερα!» μου είπε η Φοίβη και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο μου.

«Ήταν, όντως... αν και νομίζω πως με το milkshake έφτασα στα όριά μου. Νομίζω ότι θα μου βγουν όλα απ’ τη μύτη!» έκανα, τρίβοντας την κοιλιά μου που είχε φουσκώσει λες και ήμουν λεχώνα.

«Θες να σου φέρω λίγο σόδα;» με ρώτησε ανήσυχη, ανασηκώνοντας ήδη το σώμα της να σηκωθεί.

«Όχι μωρό μου, κάτσε κάτω· σου είπα, δε χωράει τίποτα!» απάντησα χαμογελώντας.

Εκείνη έγειρε πίσω, ξεφυσώντας. «Ουφ… είχαν πει πως μέσα στην εβδομάδα θα βγουν λογικά τα αποτελέσματα και της δεύτερης προόδου στην Ψηφιακή. Αυτό το 7,5 στην πρώτη στο λαιμό μου έχει κάτσει!»

«Καλά, δεν είδες αν έχουν βγει χθες όσο ήσουν στο Πανεπιστήμιο;» τη ρώτησα.

«Όχι, το είχα ξεχάσει τελείως!» παραδέχτηκε χαχανίζοντας.

«Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς, δεν μου είχες πει ότι έγραψες καλά στη δεύτερη;»

«Θεωρητικά έχω γράψει δέκα. Πρακτικά… θα πρέπει να βγουν τα αποτελέσματα για να σιγουρευτώ. Γιατί και στην πρώτη δέκα νόμιζα ότι είχα γράψει και ιδού τα ολέθρια αποτελέσματα!»

«Με την Pascal πώς τα πας;» τη ρώτησα και της χάιδεψα το μπράτσο.

«Δέκα στην πρόοδο, και μέχρι στιγμής δεκάρια και στις ασκήσεις. Γενικά, με εξαίρεση το 9 στη Φυσική και το 7,5 στην Ψηφιακή, όλα τα υπόλοιπα είναι δεκάρια!»

«Φύτουλα!» της είπα γελώντας και της έκανα ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού.

«Ναι, βγάλε τη σκούφια σου και βάρα με!» είπε θεατρικά, κρατώντας το χέρι μου παγιδευμένο ανάμεσα στις παλάμες της.

«Τώρα, όπως λένε και κάποιες—ονόματα δε λέμε, υπολείψεις δε θίγουμε—μιλάμε για τις αδερφές των άλλων!» πετάχτηκα και μου πέταξε ένα μαξιλάρι.

«Σ’ αγαπάω!» μου δήλωσε ήσυχα, κοιτώντας με στα μάτια.

«Κι εγώ σ’ αγαπάω, Φοίβη μου. Πολύ πολύ πολύ!» της ψιθύρισα και την κράτησα σφιχτά στην αγκαλιά μου.

Τη χάιδευα στην πλάτη και στα μαλλιά ώσπου ησυχάσαμε τελείως, σχεδόν υπνωτισμένοι από τη σιωπή. Μέχρι που… κατέβηκε ο γενικός.

Το πρωί ξύπνησε πρώτη η Φοίβη. Η μέρα ήταν φωτεινή, με υπέροχη χειμωνιάτικη λιακάδα. Μετά το πρωινό μας, είπαμε να πάμε να πάρουμε καφέ απ’ το κυλικείο του Πανεπιστημίου και να κάτσουμε έξω να λιαστούμε.

Αφού είχαμε προγραμματίσει και ψώνια στον Χαλκιαδάκη, πήγαμε με το αυτοκίνητο. Ήταν μόλις 10:30 αλλά το κυλικείο ήταν ήδη ανοιχτό.

«Πάω να δω αν έχουν βγει τα αποτελέσματα της προόδου,» μου είπε.

«Οκ, πήγαινε να δεις. Θα πάρω εγώ τα καφεδάκια. Για μένα φραπέ, δε θέλω ζεστό σήμερα.»

«Πάρε κι εμένα φραπέ,» μου απάντησε στον αέρα και έστριψε δεξιά προς τις σκάλες του ισογείου.

Δεν είχαν προλάβει να ετοιμαστούν οι καφέδες, όταν τη βλέπω να επιστρέφει με χαμόγελο ως τα αφτιά και μάτια που έλαμπαν.

«Δέκα!» μου φώναξε, σχεδόν πετώντας από τη χαρά.

«Μπράβο, κοριτσάκι μου!» της είπα και της έδωσα ένα φιλί στο μέτωπο, τη στιγμή που ο Κώστας μου έδινε τον δεύτερο καφέ.

Αφού πλήρωσα, πήραμε τον δρόμο για την έξοδο.

Πριν διασχίσουμε την έξοδο, η Φοίβη κοντοστάθηκε.

«Με περιμένεις μισό λεπτάκι να πάρω τους γονείς μου να τους πω τα ευχάριστα;» με ρώτησε, ήδη ψάχνοντας στην τσάντα της για κάρτα.

«Φυσικά, το ρωτάς;» της απάντησα. Μου έδωσε ένα φιλί και έφυγε σχεδόν τρέχοντας προς το καρτοτηλέφωνο, με το χαμόγελο να της φτάνει ως τα αυτιά.

Την παρακολουθούσα από μακριά. Είχε ακουμπήσει το ένα πόδι στον τοίχο, κρατώντας το ακουστικό στον ώμο και κουνώντας ρυθμικά το άλλο, σαν να χόρευε πάνω στην άσφαλτο.

«Μπαμπά! Καλημέρα!» την άκουσα να λέει γεμάτη ενέργεια. «Τι κάνετε; Μια χαρά είμαι!»

Κούνησε το κεφάλι της χαμογελώντας και άρχισε να στριφογυρνάει τη μπούκλα που έπεφτε στο μέτωπό της.

«Βγήκα από το σπίτι να πιω ένα καφεδάκι στη λιακάδα. Τι κάνει η μαμά; Ο Κωστής;»

Έγειρε λίγο πίσω και γέλασε δυνατά.

«Κομμωτήριο ο Κωστής; Χαχαχα! Τι λέω... η μαμά, φυσικά!»

Έκανε νόημα στον αέρα με το χέρι της, σαν να έλεγε «άσε, δεν παίζονται».

«Διαβάζει; Κάποιος φούρνος γκρεμίστηκε!» είπε πνιχτά, σχεδόν ψιθυριστά.

Σταμάτησε για λίγο, και μετά φώναξε γεμάτη ενθουσιασμό:

«Δε σου είπα! Βγήκαν τα αποτελέσματα της δεύτερης προόδου στην Ψηφιακή!»

Έκανε παύση, μάλλον περιμένοντας αντίδραση.

«Τάξε μου!» είπε μετά, και χαμογέλασε αυτάρεσκα.

«Ναιιιιι! Δεκάρακι!» και σήκωσε το χέρι της ψηλά, σαν να πανηγύριζε γκολ.

«Σ’ ευχαριστώ πολύ, μπαμπούλη!» είπε λίγο πιο μαλακά. «Κι εγώ σ’ αγαπάω. Πολύ πολύ πολύ!»

Έγειρε ξανά στον τοίχο, πιο ήσυχη τώρα. Τα μάτια της ήταν τρυφερά.

«Έκπληξη; Τι έκπληξη;» ρώτησε και ίσιωσε το κορμί της σαν να περίμενε να της πετάξουν κάποιο μυστικό από το ακουστικό.

«Αααα, θες να με σκάσεις, ε; Χαχαχα, καλά… καλά!» κουνούσε το δάχτυλο γελώντας.

Ξαφνικά αναφώνησε: «Τι;;; Θέλει δύο εβδομάδες ακόμα μέχρι τα Χριστούγεννα; Ουφ!»

Κούνησε το κεφάλι της με ψεύτικη απόγνωση. «Τέτοιος είσαι!» είπε χαμογελώντας. «Κι εγώ σ’ αγαπάω πολύ πολύ πολύ, μπαμπούλη μου. Φιλάκια στη μαμά και στον Κωστή!»

Έκλεισε το ακουστικό και γύρισε προς τα εμένα σχεδόν χοροπηδώντας.

«Έλα, φύτουλα, πάμε να σε βγάλω στον ήλιο!» της είπα γελώντας και της έτεινα τον φραπέ της.

«Τι κάνουν οι δικοί σου;» τη ρώτησα, αν και πάνω-κάτω είχα καταλάβει.

«Μια χαρά όλοι!» απάντησε και ήπιε μια γουλιά καφέ. Έγνεψε παιχνιδιάρικα.
«Η μαμά στο κομμωτήριο, και ο Κωστής… λέει πως διαβάζει!» Χαχάνισε. «Κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε!»

Σταμάτησε για λίγο και μετά γύρισε πάλι σε μένα με πλατύ χαμόγελο. «Ο μπαμπάς χάρηκε πάρα πολύ με το δεκαράκι. Μου είπε “Τι παιδί είσαι εσύ, με κάνεις πολύ περήφανο!”»

Έκανε τη φωνή της πιο βαριά για να τον μιμηθεί, με μια δόση τρυφερότητας που φανέρωνε πόσο τον αγαπούσε. «Και μετά μου είπε ότι μ’ αγαπάει πολύ…»
Κατέβασε το βλέμμα της και πήρε ύφος ταλαίπωρο. «…και πως μου έχει λέει μια έκπληξη.»

Έκανε παύση, για να πάρει το πιο πονεμένο ύφος του κόσμου.
«Αλλά δε μου είπε ποια είναι! Θέλει, λέει, να με σκάσει μέχρι τα Χριστούγεννα. Ουφ!»

Μου έβγαλε τη γλώσσα σαν πεντάχρονο και μου ξέφυγε ένα ροχαλητό.

«Γιατί γελάααας;» με ρώτησε γλυκουλινιάρικα, με μια προσποίηση θιγμένης αξιοπρέπειας.

«Γιατί είσαι μια ζωγραφιά!» της είπα, και την άρπαξα από το χέρι για να καθίσουμε έξω στη Δεκεμβριάτικη λιακάδα.

Ήπιαμε τα καφεδάκια μας με την ηρεμία δύο ανθρώπων που δεν είχαν καμία πρόθεση να αφήσουν τον ήλιο να πάει χαμένος. Όταν αρχίσαμε να νταλακιαζόμαστε από τη ζέστη, γυρίσαμε στο αυτοκίνητο και κατεβήκαμε στον Χαλκιαδάκη για ψώνια.

Καθώς σπρώχναμε το καρότσι ανάμεσα στα ράφια, η Φοίβη με κοίταξε.

«Δε μου λες, μεσιέ… σ’ αρέσουν τα γιουβαρλάκια;»

«Πολύ!» της είπα με ενθουσιασμό. «Αν και δεν είναι λίγο μπελαλίδικα;»

«Όχι καλέ!» απάντησε σχεδόν θιγμένη. «Ούτε μία ώρα δε θα μου πάρει.»

Με κοίταξε περιμένοντας την κρίσιμη επιλογή. «Πώς τα προτιμάς; Με αυγολέμονο ή με ντομάτα;»

Γούρλωσα τα μάτια. «Με ντομάτα; Γίνονται γιουβαρλάκια με ντομάτα; Δεν είχα ιδέα!»

«Αμέ!» είπε καμαρωτά. «Ούτε εγώ το ήξερα, μέχρι που δοκιμάσαμε τη συνταγή μιας φίλης της μαμάς από τη Χίο. Είναι πεντανόστιμο!»

Την κοίταξα αναποφάσιστος για μερικές στιγμές. «Δεν αμφιβάλλω, αλλά θα προτιμούσα το αυγολέμονο!»

«Ό,τι θέλει ο Ανδρέας μου!» μου απάντησε χαμογελαστή.

Όταν τελειώσαμε τα ψώνια και τα φορτώσαμε στο πορτμπαγκάζ, μπήκαμε στο αυτοκίνητο.

«Δε με λες,» είπε, στερεώνοντας τη ζώνη της, «σε πειράζει να πεταχτούμε μια ωρίτσα στο ΙΤΕ; Θέλω να τελειώσω κάτι που άφησα χθες στη μέση.»

Με κοίταξε με εκείνο το ύφος που ξέρεις ότι θα πεις "ναι" ακόμα κι αν δεν το ήθελες.

«Εσύ μπορείς, αν θες, να χαζολογήσεις λίγο σ’ ένα από τα SUN workstations

«Να περάσουμε πρώτα απ’ το σπίτι να πάρω τουλάχιστον τις ασκήσεις του Απειροστικού;» πρότεινα. «Βαριέμαι λίγο να χαζολογάω στο UNIX, αλλά αφού θα δουλέψεις κι εσύ, να κάνω κι εγώ κάτι εποικοδομητικό. Αν μη τι άλλο, να μου μείνουν για αύριο μόνο οι Μιγαδικοί και η Φυσική.»

«Τέλεια!» είπε. «Ευκαιρία να αφήσουμε και τα ψώνια, να μη τα κουβαλάμε μαζί!»

Πράγματι γυρίσαμε σπίτι της και αφού ταχτοποιήσαμε τα ψώνια και πήρε η Φοίβη τις σημειώσεις της και το τετράδιό της, κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και κινήσαμε για το ΙΤΕ. Η Κνωσσού είχε λίγη κίνηση αλλά η Εθνική ήταν άδεια, ούτε πέντε λεπτά δε μας πήρε να φτάσουμε στο Γιόφυρο, όπου βγήκαμε από την Εθνική και μπήκαμε στην Ηρακλείου-Φαιστού.

«Άντε μη σε ξαναπάω στα Μάταλα… ωχ ξέχασα, biological hazard!» της είπα και μου έβγαλε τη γλώσσα της. Ήταν μια ζωγραφιά!

Φτάσαμε στο ΙΤΕ και πήραμε τον δρόμο για το εργαστήριο. Εκεί ήταν ήδη ο Μανώλης. Τον χαιρετήσαμε, και εγώ πήγα κατευθείαν στον υπολογιστή για να ελέγξω τα αποτελέσματα του προγράμματος που είχα ξεκινήσει χθες το βράδυ. Είχε ολοκληρωθεί. Πήρα το αρχείο που είχε παραχθεί και το φόρτωσα στο SPSS.

Μία ώρα αργότερα, το κεφάλι μου ήταν κουρκούτι. Και να σκεφτείς ότι είχα και τον υπολογιστή να με βοηθάει με τα στατιστικά. Παρ’ όλα αυτά, χαμογελούσα σαν χαζός: τα αποτελέσματα φαίνονταν να συμφωνούν με τη θεωρία. Είχα ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μου, αλλά αν όλα πήγαιναν καλά, το όνομά μου θα έμπαινε στο paper—η πρώτη μου δημοσίευση! Το βιογραφικό μου θα έκανε επιτέλους το πρώτο σοβαρό του βήμα.

Φώναξα τον Μανώλη—μεταδιδακτορικός ερευνητής, συνεργάτης και αυτός στο paper. Έσκυψε πάνω από την οθόνη, και παρά την υπόσχεσή μου στη Φοίβη ότι δε θα καθυστερούσα πάνω από μία ώρα, φάγαμε άλλη μία ελέγχοντας γραφήματα και πίνακες.

«Μια χαρά μου φαίνονται!» είπε στο τέλος ο Μανώλης. «Τη Δευτέρα θα τρέξω το νέο batch, και το πολύ ως το βράδυ ή την επομένη το πρωί θα σου στείλω τα νέα νούμερα.»

«Ωραία, σ’ ευχαριστώ!» του είπα, του έριξα μια φιλική νεύση και πήγα προς τη Φοίβη.

«Συγγνώμη που άργησα, μωράκι μου...» της είπα σε απολογητικό τόνο, νιώθοντας ελαφρά τύψεις που την άφησα τόση ώρα να περιμένει.

«Δεν πειράζει, μωρό μου» είπε με χαμόγελο και τέντωσε λίγο τα χέρια της πάνω από το τετράδιο. «Άλλωστε κι εγώ μόλις τελείωσα. Η τελευταία άσκηση ήταν ζόρικη! Αν μας βάλει τίποτα τέτοιο στην εξεταστική, μαύρο φίδι που μας έφαγε.»

«Γιατί; Αφού την έλυσες!» της είπα με περηφάνια στη φωνή μου.

«Ναι, αλλά μου πήρε κοντά μία ώρα,» μου απάντησε ξεφυσώντας. «Και το τελικό είναι τρίωρο—δεν έχω αυτή την πολυτέλεια εκεί.»

«Ε, σκέψου το αλλιώς. Αν σου βάλει κάτι παρόμοιο, τώρα θα το αναγνωρίσεις και δε θα κολλήσεις. Θα κερδίσεις χρόνο.»

«Το ελπίζω!» είπε αναστενάζοντας, και σηκώθηκε μαζεύοντας τα χαρτιά της. «Λοιπόν, πάμε; Κοντεύει δύο και το στομάχι μου γουργουρίζει.»

«Έχω μια ιδέα! Θες να πάμε να φάμε έξω; Κάτι σε ψαράκι;»

«Χμμμ, ψήνομαι. Τι έχεις στο μυαλό σου;»

«Να πάμε προς Μάλια. Έχει υπέροχη μέρα.»

Η Φοίβη έγειρε ελαφρά το κεφάλι, σαν να το σκέφτηκε για μισό δευτερόλεπτο.

«Αμέ! Αλλά πάμε πρώτα σπίτι να αλλάξω. Δε θέλω να πάω με τη φόρμα.»

«Έγινε!» της είπα, και αποχαιρετώντας τον Μανώλη, φύγαμε.

Μόλις παρκάραμε έξω από το σπίτι της, πετύχαμε τη Χριστιάνα που φαινόταν πως κατέβαινε προς το πανεπιστήμιο. Κρατούσε τον φάκελό της κάτω από τη μασχάλη και κάτι μουρμούριζε καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω της.

«Βρε καλώς την!» της φώναξε η Φοίβη καθώς κατέβαινε απ’ το αμάξι.

«Βουνό με βουνό δε σμίγει!» απάντησε η Χριστιάνα γελώντας. «Τώρα γυρίσατε;»

«Ναι» απάντησα εγώ, «είχαμε πεταχτεί ΙΤΕ — είχα αφήσει κάτι στη μέση και ήθελα να το τελειώσω.»

Εκείνη τη στιγμή μου ήρθε στο μυαλό η αγγελία που είχα δει κολλημένη έξω από το γραφείο του επιβλέποντα.

«Α, και σου έχω και ευχάριστα!» της είπα, τρίβοντας τα χέρια μου με ενθουσιασμό. «Στο τμήμα μου, στην Υπολογιστική Βιολογία, ζητάνε άλλον έναν προπτυχιακό. Μου είπαν να προτείνω κάποιον — και θυμήθηκα πως μου είχες πει ότι αν βγει κάτι να σε έχω υπόψη. Ενδιαφέρεσαι;»

Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, σαν να της είχα πει ότι κέρδισε λαχείο.

«Αμέ!!! Πολύ!!!»

«Θαυμάσια τότε. Θα τους το πω και μέσα στην εβδομάδα κανονίζουμε συνέντευξη. Δε μου λες, από βαθμούς πώς είσαι;» τη ρώτησα με ενδιαφέρον.

«Πολύ καλά, μέχρι στιγμής είμαι στο 8,75, αλλά έχω πάει πολύ καλά στις προόδους. Ευελπιστώ στο τέλος του εξαμήνου να είμαι ακόμα πιο κοντά στο 9» απάντησε με ένα συγκρατημένο χαμόγελο, σηκώνοντας ελαφρά τους ώμους.

«Μια χαρά! Δηλαδή τι μια χαρά, εξαιρετικά. Χμμμ…» έκανα μια παύση, γέρνοντας το κεφάλι μου σαν να υπολόγιζα κάτι. «Εσύ είσαι δευτεροετής, θα πρέπει οπωσδήποτε να πάρεις Fortran το επόμενο εξάμηνο, και θα χρειαστεί να μάθεις και SPSS

«Κανένα πρόβλημα! Θα την είχα πάρει και φέτος αν την έδιναν!» είπε γελώντας. «Το άλλο δεν ξέρω τι είναι!»

«Δε μου λέτε...» μας διέκοψε η Φοίβη, που μας κοιτούσε με τα χέρια στους γοφούς σα δασκάλα σε παιδάκια που έκαναν αταξία. «Δεν το συζητάτε κάπου αλλού αυτό; Χριστιάνα, λέγαμε να πάμε Μάλια να φάμε θαλασσινά. Δεν έρχεσαι κι εσύ μαζί να τα πείτε εκεί, αντί να τη βγάζουμε όρθιοι στο δρόμο;»

Η Χριστιάνα σχεδόν δαγκώθηκε. «Αχ, συγγνώμη!» είπε αμήχανα. «Κι εγώ για φαγητό πήγαινα στη Λέσχη, αλλά μη σας χαλάσω την έξοδό σας…»

«Τι είναι αυτά που λες μωρέ;» της είπε η Φοίβη σχεδόν μαλώνοντάς την, αλλά χαμογελώντας πλατιά. «Λοιπόν, καθίστε να τα πείτε εδώ με τον Ανδρέα. Πετάγομαι μέσα να αλλάξω και επιστρέφω σε χρόνο dt!» είπε κι εξαφανίστηκε σχεδόν τρέχοντας.

Η Χριστιάνα γύρισε προς το μέρος μου λίγο διστακτικά. «Ανδρέα, σοβαρά τώρα, δε θέλω να ενοχλώ!»

«Έλα ρε Χριστιάνα τώρα που ενοχλείς, τι είναι αυτά που λες;» είπα γελώντας.

Με κοίταξε για λίγο αβέβαιη αλλά δεν της έδωσα σημασία, αντιθέτως συνέχισα από εκεί που είχαμε μείνει πριν.

«SPSS είναι ένα πρόγραμμα επεξεργασίας στατιστικών δεδομένων. Είναι λίγο αγγούρι, αλλά απαραίτητο,» της εξήγησα.

«Θα χρειαστεί να πάρεις και στατιστική πάντως. Δες αν το Μαθηματικό έχει συνδυαστική και θεωρία πιθανοτήτων το επόμενο εξάμηνο.»

«Γιατί;» με ρώτησε με περιέργεια.

«Γιατί η στατιστική βασίζεται πολύ στη θεωρία πιθανοτήτων. Σε εμάς γίνεται επί τροχάδην.» Αναστέναξα. «Το Μαθηματικό τα κάνει πολύ πιο αναλυτικά. Είναι μεν ζόρικα, αλλά πίστεψέ μου θα σε βοηθήσουν πολύ στη στατιστική.»

«Αριθμητική ανάλυση;» με ρώτησε αβέβαιη.

«Αυτή κι αν θα σου χρειαστεί! Αν σε ενδιαφέρει η υπολογιστική βιολογία, θα φας μαθηματικά με το κουτάλι. Αλλά αξίζει!»

«Μ’ αρέσει πολύ η γενετική» μου είπε, κι έπαιξε με την άκρη του φουλαριού της. «Αλλά αυτά που λες ακούγονται—παρά τα μαθηματικά—ενδιαφέροντα.»

«Είναι. Τα bioinformatics ανεβαίνουν πολύ τελευταία, και είναι καλή επένδυση ακόμα κι αν τελικά ακολουθήσεις τη γενετική. Εγώ π.χ. το επόμενο εξάμηνο θα πάρω “Δομές και Βάσεις Δεδομένων” και “Αλγόριθμοι και Πολυπλοκότητα” από την Επιστήμης Υπολογιστών.»

«Χαχαχα! Καλά που σπουδάζουμε βιολογία δηλαδή!» είπε χαχανίζοντας με θεατρική απελπισία.

«Δε λες τίποτα!» απάντησα χαμογελώντας. «Α, να κι η Φοίβη που επιστρέφει. Θα έρθεις μαζί μας, έτσι;»

Η Χριστιάνα δίστασε ένα δευτερόλεπτο. «Σίγουρα;» με ρώτησε, σχεδόν ψιθυριστά.

«Ναι, σιγουρότατα!» της είπα χωρίς δεύτερη σκέψη. «Έλα ρε Χριστιάνα, κάνεις λες και μας κάθεσαι στο σβέρκο, να πούμε! Ξεκόλλα!»

Όταν ήρθε και η Φοίβη, έκανε το κάθισμα μπροστά και πέρασε η Χριστιάνα. Κάθισε και εκείνη μπροστά, έβαλε τη ζώνη της και ξεκινήσαμε. Γύρω στα 40-45 λεπτά αργότερα ήμασταν στα Μάλια. Το φαγητό ήταν ωραίο, το παραδέχομαι, αλλά από τιμές… ένιωσα ότι όχι απλά μας χάιδεψαν τον κώλο, μας έβαλαν και δάχτυλο από πάνω. Τι να πω, δική μου ιδέα ήταν τα Μάλια, οπότε έκανα το κορόιδο.

«Δε μας πιάσανε απλά τον κώλο! Μας τον χαϊδέψανε, μην πω τίποτα πιο βαρύ!» είπε η Χριστιάνα όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο.

«Ναι, αυτό σκεφτόμουν κι εγώ!» τους είπα. «Συγνώμη μωρέ παιδιά, δεν το υπολόγισα σωστά!»

«Δε βαριέσαι» είπε με φιλοσοφική διάθεση η Φοίβη. «Θα σε δείρω σπίτι!» συνέχισε βγάζοντας τη γλώσσα της και κάνοντας εμένα και τη Χριστιάνα να χαμογελάσουμε.

«Όχι βία στα γήπεδα!» είπα με πάθος ιεροκήρυκα.

«Μωρέ άλογο θα σε κάνω!» συνέχισε απτόητη η Φοίβη.

«Καλό θα σου κάνει, θα μαλακώσεις!» είπε επιδοκιμαστικά η Χριστιάνα.

«Α, για να σας πω σουσουράδες!» είπα ψευτο-αγριεμένος. «Άντε μην αγριέψω και δείτε πόσα απίδια χωράει ο σάκος!»

«Αχνε!» είπαν και οι δύο μαζί σκάζοντας στα γέλια. Ορίστε, με πήραν στο ψιλό τα πιτσιρίκια.

«Δε μου λέτε κιουρίες, είναι ακόμα 16:00. Θέλετε να πάμε μία Ηριδανό να πιούμε καφεδάκι;»

Δύο ενθουσιώδη ναι και ένα μισάωρο αργότερα φτάσαμε στα Λιοντάρια και πάρκαρα κοντά στο σπίτι της Ελένης.

«Λοιπόν, πηγαίνετε να καθίσετε και θα χτυπήσω μία από Ελένη να της το πω και θα το πει εκείνη στον Τάσο. Και να πάρει και τη Μαρία να τη ρωτήσει!»

«Εντάξει!» μου είπε η Φοίβη και αφού μου έδωσε ένα φιλάκι κίνησε μαζί με τη Χριστιάνα προς τον Ηριδανό.

Πήγα στο σπίτι της Ελένης και της χτύπησα το κουδούνι. Το χτύπησα και δεύτερη φορά.

«Ναι;» άκουσα τη φωνή από το θυροτηλέφωνο.

«Έλα! Ο Ανδρέας είμαι! Ήρθα να δω τι θα κάνετε το βράδι!»

«Και δεν μπορούσες να πάρεις ένα τηλέφωνο χριστιανέ μου;» με ρώτησε η Ελένη με προσποιητή αγανάκτηση.

«Σας πέτυχα σε ακατάλληλη ώρα;» τη ρώτησα γελώντας μόνος μου μπροστά από το θυροτηλέφωνο.

«Πέρνα, βάσανο!» άκουσα τη φωνή της Ελένης και μετά το χαρακτηριστικό βουητό της πόρτας που ξεκλείδωνε.

Η Ελένη έμενε στον τρίτο, οπότε πήρα το ασανσέρ και ανέβηκα πάνω. Όταν βγήκα από το ασανσέρ είχε ανοίξει την πόρτα της και με περίμενε παρέα με τον Τάσο.

«Αχά πουλάκια μου, εδώ είστε;»

«Όχι, είμαστε στις νήσους μπόρα-μπόρα και αυτή τη στιγμή έχεις παραισθήσεις!» είπε κοροϊδευτικά ο Τάσος.

«Τότε ελπίζω να σας έκοψα πάνω στο καλύτερο» τους είπα με θράσος χιλίων πιθήκων και πέρασα στα ενδότερα.

«Αχ, θα τον σκοτώσω!» άκουσα την Ελένη από το βάθος.

«Σκότωσον με άκουσον δε! Το βράδυ θα πάμε Μπάχαλο, θα ρθούτε;» τους ρώτησα.

«Όχι, σήμερα θα κάνουμε τις προξενήτρες!» απάντησε ο Τάσος.

«Ορίστε;» ρώτησα με απορία.

«Θα βγούμε με το Vasily και την Αναστασία,» μου εξήγησε αναστενάζοντας, μάλλον ο ίδιος δεν ψηνόταν στην προοπτική.

«Ποια Αναστασία;» τον ρώτησα με περιέργεια.

«Την ξέρεις μωρέ, τεταρτοετής στο Χημικό, δουλεύει στη βιβλιοθήκη. Ψηλή, με γυαλάκια! Μας έχεις δει δυο-τρεις φορές να πίνουμε μαζί καφέ» εξήγησε ο Τάσος.

«Α ναι, κατάλαβα ποια λες. Καλά, πώς σας ήρθε το προξενιό;» τον ρώτησα με κουτσομπολίστικη διάθεση.

«Γυάλισαν ο ένας στον άλλον οπότε μιας και τους ξέρω και τους δύο είπα να τους στρώσω το δρόμο!» είπε αναστενάζοντας. “No good deed left unpunished” συνέχισε με δραματικό ύφος, κάνοντάς με να χαχανίσω.

«Έχετε μιλήσει καθόλου με Μαρία ή Νίκο;»

«Η Μαρία έχει να πάει σε ένα γάμο σήμερα,» απάντησε αυτή τη φορά η Ελένη,  «οπότε ο Νίκος θα καθίσει στο Ρέθυμνο που έχει πάει από χθες.»

«Είμαι με τη Φοίβη και τη Χριστιάνα και θα πιούμε καφεδάκι στον Ηριδανό, με περιμένουν εκεί. Ψήνεστε;»

«Όχι ιδιαίτερα,» απάντησε και πάλι η Ελένη χωρίς καν να μπει στον κόπο να ρωτήσει και τον Τάσο.

Είναι να την έχεις σκίσει τη γάτα. Χαμογέλασα μέσα μου αλλά κράτησα την παρατήρηση για τον εαυτό μου. Ο Τάσος με κοίταξε σαν κουτάβι αλλά οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν αποφασίσει.

«Καλώς. Λοιπόν, καλή συνέχεια και καλά να περάσετε σήμερα» τους είπα και έκανα μεταβολή και βγήκα έξω.

Τρία λεπτά αργότερα ήμουν στον Ηριδανό. Φοίβη και Χριστιάνα είχαν κάτσει απέναντι η μία από την άλλη και μιλούσανε. Τη στιγμή που τις πλησίασα ήρθε και η σερβιτόρα με τους καφέδες. Για μένα είχε πάρει φραπέ αλλά εκείνη είχε πάρει Νες ενώ η Χριστιάνα κατά τα φαινόμενα είχε ζητήσει τσάι. Πήγα και κάθισα δίπλα στη Φοίβη.

«Μόνοι μας θα πάμε τελικά. Ελένη και Τάσος θα βγουν με Vasily και Αναστασία, την κοπέλα που δουλεύει στη βιβλιοθήκη. Η Μαρία έχει να πάει σε ένα γάμο σήμερα και ο Νίκος είναι από εχθές στο Ρέθυμνο.»

«Κρίμα αλλά δεν πειράζει. Πώπω, θέλω να χορέψω!» είπε η Φοίβη.

«Κι εγώ! Δεν έχω πάει ποτέ Μπάχαλο! Η Ραφιναρία δεν προσφέρεται ακριβώς για χορό παρά τον τεράστιο χώρο της.»

«Ναι, θα συμφωνήσω. Πολύ industrial για τα γούστα μου» συμφώνησε η Φοίβη. «Το μπάχαλο θα σ’ αρέσει, παρόλο που κατά βάση είναι καλοκαιρινό κλαμπ, έχει πίστα για χορό και θυμίζει ντισκοτέκ, δηλαδή από αυτό που έχω δει ντισκοτέκ σε ταινίες. Δεν έχω πάει ποτέ ντισκοτέκ, πολύ θα ήθελα να πάω!»

«Έχει στην Αθήνα!» είπε η Χριστιάνα. «Εγώ μάνι-μάνι ξέρω δύο πολύ καλές, την Αυτοκίνηση στον Παράδεισο Αμαρουσίου και την Boom-Boom στην Καστέλα. Δεν έχω πάει στην Αυτοκίνηση, έχω πάει όμως στην Boom-Boom! Είναι σα να μπαίνεις σε αμερικάνικη ταινία. Είναι απίθανη και παίζει μόνο ‘7os και early ‘80s

«Ουφ!» είπε ξεφυσώντας η Φοίβη.  «Τώρα μου άναψες φωτιές, θέλω να πάω κι εγώ! Πότε θα τα προλάβω όλα, μου λέτε;»

«Στις 20 το απόγευμα δεν έχεις κλείσει εισιτήριο για Χίο;» τη ρώτησα. «20 είναι Δευτέρα, το είχα δει, μπορούμε Σάββατο να πάμε Παλένκε και Κυριακή να πάμε BoomBoom ή Αυτοκίνηση ή τ’ ανάποδο.»

«Αμέ!» είπε η Φοίβη χτυπώντας ενθουσιωδώς παλαμάκια. «Χριστιάνα, θέλεις να έρθεις κι εσύ;»

«Χαχαχα, εσύ έχεις βάλει στόχο να μη με δουν καθόλου οι δικοί μου!» απάντησε η Χριστιάνα.

«Θα σε δουν μετά! Τόσες μέρες θα κάτσεις!»

«Καλά, θα δούμε» απάντησε η Χριστιάνα χαμογελώντας.

«Όχι θα δούμε! Θα πάρεις την Κατερίνα και θα έρθετε!» συνέχισε απτόητη η Φοίβη.

«Η Κατερίνα δε θα έρθει Αθήνα στις 17 που υπολόγιζε αρχικά. Το είχε ξεχάσει, αλλά έχει πρόοδο στις 18 του μήνα. Λογικά θα φύγει στις 18 το βράδυ αλλά πρώτη μέρα δε νομίζω να πάει πουθενά χωρίς το Βαγγέλη.»

Ήπιαμε τους καφέδες μας με χαλαρή κουβεντούλα και η ώρα πέρασε χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι. Κοίταξα το ρολόι μου και σφύριξα, η ώρα είχε πάει 19:30.

«Κοριτσάρες μου, έχει πάει 19:30, την κάνουμε σιγά-σιγά;»

«Αμάν!» είπε η Φοίβη και πετάχτηκε σαν το ελατήριο.

«Κάτσε βρε σίφωνα, να πληρώσουμε κιόλας!»

«Δικά μου!» μας δήλωσε η Χριστιάνα σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση.

Φύγαμε από τα Λιοντάρια και γύρω στις οκτώ παρά φτάσαμε στην πλατεία της Φορτέτσας όπου θα αφήναμε την Χριστιάνα. Της υπενθύμισα ότι θα περνούσαμε να την πάρουμε γύρω στις 23:30. Τη χαιρετήσαμε και ξεκινήσαμε για το σπίτι της Φοίβης.

«Πάμε στο δικό σου, θέλω να χωθώ στο νερό, θέλω μπανιέρα!»

«Κι εγώ;»

«Εσύ θα κάνεις υπομονή και ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός!» μου δήλωσε.

«Θα χρειαστεί να περιμένουμε να ζεσταθεί το νερό» της υπενθύμισα.

«Κάτι θα βρούμε να κάνουμε στο ενδιάμεσο» μου είπε παιχνιδιάρικα.

Εμ, πες μου έτσι!

Πέντε λεπτά αργότερα μπήκαμε στο σπίτι μου. Άνοιξα το θερμοσίφωνα και εκεί μου όρμισε η Φοίβη. Με κόλλησε κυριολεκτικά στον τοίχο και γονάτισε μπροστά μου, κατεβάζοντας με δύναμη το παντελόνι μου και το εσώρουχό μου.

Μιλάμε για λύσσα, όχι αστεία. Έκλεισα τα μάτια μου όταν με πήρε στο στόμα της με ενθουσιασμό. Έβαλα το χέρι μου στο κεφάλι της και το πίεσα προς το μέρος μου, καρφώνοντας το όργανό μου σχεδόν μέχρι το λαιμό της.

«Έλα μαζί μου» της είπα σταματώντας την και βοηθώντας την να σηκωθεί.

Πήγαμε μέσα στο δωμάτιο και την έγδυσα σε χρόνο ρεκόρ. Όταν γδύθηκα κι εγώ χωθήκαμε κάτω από τα σκεπάσματα και αρχίσαμε να φιλιόμαστε. Το χέρι μου πήγε κατευθείαν κάτω, ήταν μούσκεμα.

«Θέλω να δοκιμάσουμε κάτι» της είπα και την έβαλα να γυρίσει πλάτη προς εμένα. Έπιασα το όργανό μου και προσεκτικά το οδήγησα μέσα στον κόλπο της κερδίζοντας ένα βογγητό ηδονής.

Το δεξί μου χέρι ήταν κάτω από το λαιμό της αλλά το αριστερό ήταν ελεύθερο και το χρησιμοποίησα για να τη χουφτώσω δυνατά στο ένα στήθος ενώ ταυτόχρονα καρφώθηκα μέσα της, κερδίζοντας ακόμα ένα δυνατό βογγητό. Αν και όχι πολύ βολική, ήταν υπέροχη σα στάση.

Η Φοίβη είχε απίθανα στήθη και μου άρεσε να τα μαλάζω και να τους τσιμπάω τις ρόγες και ήταν και ο λόγος που η πιο συνηθισμένη μας στάση ήταν το lady on top.

«ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥ…. ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» την άκουσα να φωνάζει ενώ μπαινόβγαινα μέσα της.

Δεν κατάφερνα πάντα να την κάνω να τελειώσει και αυτό πάντα μου χαλούσε λιγάκι τη διάθεση παρά τις διαβεβαιώσεις της ίδιας ότι ο οργασμός της ήταν απλά το κερασάκι στην τούρτα και πως η τούρτα ήταν που είχε αξία. That was not the case αυτή τη φορά, αυτή τη φορά του έδωσε και κατάλαβε.

«ΑΝΔΡΕΑΑΑΑΑΑΑΑ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» είπε και τεντώθηκε το σώμα της. Εγώ είχα ώρα ακόμα οπότε χαμήλωσα το ρυθμό μου.

«Σ’ αρέσει Φοίβη μου;»

«Πολύ… πολύ… είναι υπέροχο… Αααχ…»

Πάνω στον ενθουσιασμό μου μού βγήκε απ’ έξω αλλά όταν πήγα να τον ξαναβάλω μέσα αστόχησα, κερδίζοντας πάλι ένα δυνατό βογγητό της, πόνου αυτή τη φορά. Στην αρχή δεν κατάλαβα τι έγινε και σταμάτησα.

«Τι έπαθες;»

«Εχμ, μπήκες χωρίς προετοιμασία πάλι και από εχθές είναι λίγο ευαίσθητος!»

«Αμάν; Πίσω σου μπήκα;» τη ρώτησα με μια δόση πανικού κάνοντάς την να βάλει τα γέλια.

«Δεν το κατάλαβες;» με ρώτησε, ακόμα γελώντας.

«Ειλικρινά, όχι. Συγνώμη μωρό μου.»

«Τι συγνώμη βρε χαζούλη;» μου είπε και μετά συνέχισε πιο παθιασμένα «Μη σταματάς όμως….»

Ξεκίνησα και πάλι να κινούμαι—αρκετά πιο σιγά τώρα που κατάλαβα που είχα μπει—προσπαθώντας να καταλάβω πόσο την πονούσα. Συνέχισα σε αυτό τον αργό ρυθμό, μπαίνοντας όλο και πιο βαθιά κάθε φορά. Όταν τα βογγητά της άρχισαν να γίνονται αυτά της ηδονής, άρχισα να επιταχύνω και πάλι.

Μιας και είχα μπει από πίσω της δε χρειαζόταν να τραβηχτώ κιόλας και αυτό επέτεινε την καύλα μου. Άρχισα να κινούμαι όλο και πιο γρήγορα και έσφιγγα και μάλαζα το στήθος της όλο και πιο δυνατά μέχρι που έφτασα στο σημείο της μη επιστροφής και καρφώθηκα για τελευταία φορά μέσα της, μη μπορώντας να συγκρατήσω και τα δικά μου βογγητά.

Ήταν υπέροχο, όταν τελείωνα από πίσω της, η τελική αίσθηση ήταν ανώτερη από αυτή του στοματικού. Καλά, δε συζητάμε για τις δύο φορές που είχα τελειώσει παίρνοντάς την κανονικά, εκείνοι οι οργασμοί  ήταν πέραν κάθε συγκρίσεως.

Όταν τραβήχτηκα η Φοίβη γύρισε και μου έδωσε ένα φιλάκι και μετά πήγε καρφί στο μπάνιο. Άκουσα το καζανάκι και όταν βγήκε από την τουαλέτα πήγα κι εγώ μέσα με τη σειρά μου για να πλυθώ παρά το γεγονός ότι δεν είχα λερωθεί.

Οι περιπτύξεις μας είχαν κρατήσει πολλή ώρα, όταν τελειώσαμε ο θερμοσίφωνας είχε ζεστάνει το νερό και η Φοίβη πήγε μέσα και αφού γέμισε την μπανιέρα με νερό και αφρούς χώθηκε μέσα της. Μ’ αρέσει κι εμένα το ζεστό νερό, δε λέω, αλλά αν έμπαινα κι εγώ μέσα θα γινόμουν βραστό κοτόπουλο, απορώ πως το άντεχε το δέρμα της.

Επειδή θα έτρωγε αρκετή ώρα στο μπάνιο και μην έχοντας τι άλλο να κάνω, πήρα την κιθάρα και άρχισα να παίζω.

«Ναιιιιιιιι» άκουσα μέσα από το μπάνιο τη Φοίβη να φωνάζει και να χτυπάει παλαμάκια.

Χαμογέλασα και συνέχισα να παίζω κλασσικά κομμάτια. Κάθισε μια ώρα μέσα, όταν τελείωσε είχε πάει σχεδόν 22:00. Σοφά ποιώντας είχα αφήσει το θερμοσίφωνα αναμμένο κι έτσι είχε νερό όταν μπήκα να κάνω ντουζ. Σε αντίθεση με τη Φοίβη εγώ τελείωσα γρήγορα. Όταν βγήκα την είδα ντυμένη με τη φόρμα της ακόμα και απόρησα.

«Δε θα ετοιμαστείς;»

«Θα ετοιμαστώ σπίτι μου. Τώρα απλά στέγνωσα τα μαλλιά μου. Άντε, ντύσου, τι περιμένεις;»

«Aye-aye Sir!» της είπα και πήγα να ετοιμαστώ στα γρήγορα.

Το ντύσιμό μου ήταν απλό, τζιν παντελόνι και από πάνω πουκάμισο και από μέσα ένα κοντομάνικο μπλουζάκι. Έβαλα το αποσμητικό μου και φύγαμε για να πάμε σπίτι της. Η Φοίβη πήγε στο δωμάτιό της σα σίφωνας και έτσι ήμουν εγώ που έβαλα φαγητό στην αγέλη της. Άφησα Σίμπα και Μάκη/Τάκη/Σάκη να τρώνε—και είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ο Μάκης είναι θηλυκό—και πήγα μέσα. Πεινούσα πάλι.

«Φοίβη, λέω να φτιάξω κανένα τοστ να φάω, θέλεις;»

«Ναι, φτιάξε και για μένα!» μου είπε από μέσα από το δωμάτιό της.

Έβαλα την τοστιέρα να ζεσταίνεται και αφού άλειψα με λίγο βούτυρο έξι ψωμάκια του τοστ, έκοψα και τρεις ροδέλες από μια τομάτα, και συμπληρώνοντας με τυρί και μορταδέλα, έβαλα τα τοστ να ψήνονται. Είχα ξεκινήσει να τρώω όταν βγήκε η Φοίβη από το δωμάτιο για να κάτσει στο σαλόνι να βαφτεί.

Αυτή τη φορά είχε επιλέξει ένα υπέροχο μαύρο φόρεμα που έφτανε μέχρι το ύψος των γονάτων. Είχε δυο λεπτές τιράντες και το μπούστο τόνιζε και επιδείκνυε υπέροχα τα—όπως έχω δηλώσει  επανειλημμένα—απίθανα στήθη της. Το φόρεμα το συμπλήρωναν μαύρες, κλειστές, χαμηλοτάκουνες γόβες χωρίς καλτσόν. Ήταν υπέροχη, ΥΠΕΡΟΧΗ!

Έφαγε το τοστ της και όταν πήγα να ξεπλύνω τα πιάτα άρχισε να βάφεται. Έχει πολύ όμορφο δέρμα και, ούσα ροδομάγουλη, χρειάζεται ελάχιστον make-up. Μου άρεσε πολύ η σκιά που άπλωσε στα μάτια της, όπως και αυτό το απίθανο κόκκινο με το οποίο έβαψε τα χείλη της. Όταν τέλειωσε είχε πάει 23:15, οπότε αφού χαζολογήσαμε ακόμα ένα δεκάλεπτο, κινήσαμε να πάρουμε τη Χριστιάνα.

Όταν φτάσαμε, η Φοίβη της χτύπησε το κουδούνι. Κάτι της είπε η Χριστιάνα και η Φοίβη γύρισε προς τα εμένα. Κατέβασα το παράθυρο. «Μας είπε αν θέλουμε να ανέβουμε, θέλει λίγη ώρα ακόμα.»

«Ανέβα εσύ να τη βοηθήσεις, αν είναι. Εγώ θα σας περιμένω εδώ!»

«Σίγουρα; Μπορεί να μας πάρει λίγη ωρίτσα!»

«Πήγαινε καρδούλα μου, σας περιμένω.»

Ανέβηκε πάνω αφήνοντάς με στο αυτοκίνητο. Δεν ξέρω πως μου ήρθε, αλλά όσο περίμενα, βγήκα από το αυτοκίνητο και πήγα στο περίπτερο της πλατείας και πήρα ένα πακέτο τσίχλες. Γύρισα στο αυτοκίνητο αλλά δε μπήκα μέσα, κάθισα απ’ έξω μασουλώντας μια τσίχλα.

Πάντως, σε αντίθεση με τις όποιες ανησυχίες μου ότι μάλλον κακώς κάθισα μόνος μου να τις περιμένω και πως θα με πιάσουν τα μεσάνυχτα, ούτε δέκα λεπτά αργότερα κατέβηκαν γελαστές και οι δυο τους. Όταν είδα την Χριστιάνα μου κόπηκε η ανάσα.

Φορούσε και εκείνη ένα μαύρο κοντό φόρεμα με δικτυωτό καλσόν και μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες, ήταν σα να έχει αποδράσει από φωτογραφία περιοδικού μόδας. Μπορεί η Φοίβη μου—παρότι η ίδια αρνείται να το δει—να είναι ένα κουκλί αλλά η Χριστιάνα είναι το κάτι άλλο, μετά την πρώτη μου καψούρα στο σχολείο, τη Μπίλι, είναι η πιο όμορφη κοπέλα που έχω δει στη ζωή μου.

«Κλείσε το σαγόνι σου, λυσσάρη!» μου είπε πειρακτικά η Φοίβη, πραγματικά πρέπει να έχασκε το στόμα μου.

«Τι κούκλες θα συνοδεύσω εγώ σήμερα;» είπα σχεδόν εκστασιασμένος. «Το τι κατάρα έχω να φάω, δε λέγεται!»

«Να σκάσουν οι οχτροί μας!» είπε με στόμφο η Χριστιάνα και πέρασε στο πίσω κάθισμα που τους άνοιξα.

«Ανδρέα, σε πειράζει να κάτσω κι εγώ πίσω;» με ρώτησε η Φοίβη.

«Όχι μωρό μου δεν με πειράζει. Πέρνα!» της έκανα και η Χριστιάνα έκανε πιο μέσα και κάθισε δίπλα της η Φοίβη.

Έφερα το κάθισμα στη θέση του και, αφού έκλεισα την πόρτα του συνοδηγού, έκανα το γύρο του αυτοκινήτου και άνοιξα την πόρτα και κάθισα στη θέση μου. Έβαλα ζώνη και ξεκινήσαμε. Γύρω στα 40 λεπτά αργότερα ήμασταν έξω από το Μπάχαλο.

Κρίνοντας από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα είχε πολύ κόσμο. Βγήκα και τράβηξα τη θέση μου ώστε να περάσουν έξω τα κορίτσια, καθώς εκεί που κατόρθωσα τελικά να βρω να παρκάρω, δεν άνοιγε η πόρτα του συνοδηγού. Πέρασαν και οι δύο έξω, πρώτα η Χριστιάνα και μετά η Φοίβη, και πήγαμε στην είσοδο.

«Βρε! Η χορευταρού!» είπε χαμογελώντας μέχρι τα αφτιά ο πορτιέρης, τη θυμόταν ακόμα.

«Σήμερα έφερα και δεύτερη χορευταρού μαζί μου! Θα το κάψουμε!» του δήλωσε η Φοίβη.

«Δώστε του να καταλάβει!» της είπε χαμογελαστός και περάσαμε μέσα. Αυτή τη φορά δεν βρήκαμε τραπέζι, υπήρχαν όμως θέσεις στο μπαρ, οπότε πήγαμε εκεί και καθίσαμε, παραγγέλνοντας τα ποτά μας.

«Ένα white Russian για μένα» είπε η Χριστιάνα.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε με περιέργεια η Φοίβη.

«Βότκα με Kahlua  και κρέμα γάλακτος,» της εξήγησε η Χριστιάνα.

«Θέλω κι εγώ!» είπε χτυπώντας παλαμάκια με ενθουσιασμό! «Κι εμένα το ίδιο!» είπε στο barman.

«Δε γαμιέται» είπα κι εγώ χαχανίζοντας. «Κάνε τα τρία!»

Λίγη ώρα αργότερα έφερε τα ποτά μας.

«Στην υγειά μας!» είπα και υψώνοντας και οι τρεις τα ποτήρια μας τσουγκρίσαμε.

«Αχ! Καλέ αυτό είναι υπέροχο!» είπε η Φοίβη έκπληκτη, πίνοντας την πρώτη γουλιά.

«Είναι, αλλά σιγά-σιγά» την προειδοποίησε η Χριστιάνα. «Μπορείς να γίνεις κουδούνι χωρίς να το καταλάβεις!»

Ξαφνικά, τα φώτα χαμήλωσαν, και η lounge μουσική που έπαιζε μέχρι εκείνη τη στιγμή σταμάτησε για μερικές στιγμές.

Now I have the time of my life ξεκίνησε η μουσική και η Φοίβη χτύπησε πάλι ενθουσιωδώς παλαμάκια. «Dirty dancing!!!!» φώναξε με ενθουσιασμό και αρπάζοντας την Χριστιάνα κίνησε προς την πίστα.

Η τελευταία, όχι ότι θα μπορούσε να κάνει αλλιώς όπως την γράπωσε η Φοίβη μου, αλλά την ακολούθησε με ανάλογο ενθουσιασμό. Στην πίστα πάνω είχε ανεβεί κόσμος και όταν τα κορίτσια έφτασαν εκεί, το τραγούδι είχε μπει στο πιο γρήγορο μέρος του.

I’ve been waiting for so long.
Now I’ve finally found someone to stand by me.
We saw the writing on the wall,
as we felt this magical fantasy
Now with passion in our eyes
There’s no way we could disguise it secretly.
So, we take each other’s hand,
‘cause we seem to understand the urgency!

Του έδωσαν και κατάλαβε, αυτό έχω να πω. Δεν ήταν μόνο η Φοίβη απίθανη χορεύτρια, το ίδιο ήταν και η Χριστιάνα. Κούκλες και οι δυο τους, έδωσαν κανονική παράσταση, ουσιαστικά χόρεψαν όπως ο Swayze με την Grey, μόνο τη σκηνή που σήκωσε την Grey ψηλά δεν έκαναν. Σόου κανονικό. Η μεταξύ τους χημεία ήταν απίστευτη και όμως αντί για ζήλεια ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.

Χόρεψαν αρκετή ώρα, και παρόλο που ήθελα κι εγώ να χορέψω δεν πήγα, αφενός γιατί κάποιος θα έπρεπε να προσέχει τα ποτά και αφετέρου γιατί ήθελα να τις αφήσω να δώσουν παράσταση. Αρκέστηκα στο να τις τρώω με τα μάτια. Πρέπει να είχε περάσει γύρω στη μία ώρα και η μουσική είχε γίνει πιο mainstream, όταν τα κορίτσια έφυγαν από την πίστα και γύρισαν στο μπαρ. Ήταν και οι δύο ξαναμμένες.

«Αχ, είναι υπέροχα!» είπε η Φοίβη πίνοντας σχεδόν μονορούφι το ποτό της, ξεχνώντας τις συμβουλές της Χριστιάνας.

«Ουφ! Έχω σκάσει!» είπε η Χριστιάνα, πίνοντας και εκείνη μονορούφι το ποτό της. Δάσκαλε που δίδασκες…

Δεδομένου ότι μία ώρα είχα πιει κι εγώ το δικό μου ποτό, παραγγείλαμε ένα ακόμα γύρο white Russian. Μας τα έφερε και μας έφερε και τρία σφηνάκια. «Κερασμένα» είπε.

«Από ποιον;»

«Από το μαγαζί!» είπε χωρίς να δώσει περισσότερες πληροφορίες. Μύρισα το σφηνάκι, πρέπει να ήταν σναπς ή κάτι τέτοιο. Ήπιαμε και οι τρεις τα σφηνάκια μας και τα ακουμπήσαμε στο μπαρ.

Καθίσαμε κάμποση ώρα και χαζολογούσαμε, όταν άρχισε να γυρνάει τη μουσική στο πιο λάτιν. Αυτή τη φορά ήταν η Χριστιάνα που άρπαξε την Φοίβη και πήγανε στην πίστα για να συνεχίσουν την παράσταση. Του έδωσαν πάλι και κατάλαβe και όταν το γύρισε και σε disco τις ακολούθησα κι εγώ στην πίστα.

You are the dancing queen,
Young and sweet, only seventeen.
Dancing queen, feel the beat of the tambourine, oh yeah.
You can dance, you can jive,
having the time of your life.
Who’s that girl?
Watch the seen,
digging the dancing queen.

Μόνο που αυτή τη φορά οι βασίλισσες ήταν δύο, όχι μία. Ο DJ το ‘χε ρίξει στις Abba.

There was something in the air that night,
The stars were bright, Fernando!
They were shining there for you and me,
For liberty, Fernando!
Though I never thought that we could lose
There’s no regret!
If I had to do the same again
I would, my friend, Fernando
Yes, If I had to do the same again
I would, my friend, Fernando

Παρά το γεγονός ότι δεν είχα ούτε κατά διάνοια το ταλέντο τους στο χορό, τις ακολούθησα. Μετά τη disco το γύρισε σε rock ‘n’ roll and babe, I was game!

Lucille, please come back to where you belong.
Lucille, please come back to where you belong.
I been good to you, baby, please, don’t leave me alone!

Έπαιξε για πολύ ώρα rock nroll και όταν τελείωσε ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα. Και εκεί, Φοίβη και Χριστιάνα με πήραν αγκαλιά και μου έσκασαν η κάθε μία ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο. Κοκκίνησα, μου έφυγε η ούγια, δεν το περίμενα με την καμία. Και όχι τίποτε άλλο, αλλά το όργανό μου ήταν και σε λάθος θέση και οι ερεθισμός ήταν επίπονος.

Γυρίσαμε στο μπαρ, όπου μας περίμενε και δεύτερος γύρος κεράσματος. Ήπια το σναπ αλλά επειδή είχα να οδηγήσω, δεν ακολούθησα τα κορίτσια στο τρίτο ποτό. Ο DJ δεν μου έδειξε κανένα έλεος, λίγη ώρα αργότερα έβαλε τη Billie Jean και οι δυο τους ξαμολήθηκαν πάλι στην πίστα, ξεκινώντας τον τρίτο γύρο της παράστασης που έδωσαν εκείνη την ημέρα.

Έβγαλαν και οι δύο τις γόβες τους και του έδωσαν και κατάλαβε και όχι τίποτε άλλο αλλά σήμερα είχε ακόμα περισσότερο κόσμο. Η Φοίβη έκανε πάλι το moonwalk και ο κόσμος άρχισε πάλι να φωνάζει με ενθουσιασμό και να χειροκροτεί.

Παρόλο που είχε κι άλλο κόσμο στην πίστα, είχαν ανοίξει γύρω τους ένα μεγάλο κύκλο και άφησαν τις δυο τους να ξελυσσάξουν. Ο LJ τις ακολουθούσε παντού και ο DJ έδωσε και αυτός τον καλύτερό του εαυτό.

Όταν είχαν σχεδόν ξεθεωθεί στο χορό, έβαλαν τις γόβες τους και γύρισαν στο μπαρ που καθόμουν, στο οποίο ακολούθησε και τρίτος γύρος κεράσματος.

Καθίσαμε μέχρι τις 05:00 το πρωί, μέχρι που οι δυο τους είχαν γίνει τελείως κουδούνια από τα κεράσματα και δεν μπορούσαν να πάρουν τα πόδια τους. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και κάθισαν πάλι και οι δυο τους πίσω. Αναστέναξα και ξεκίνησα, μέχρι να φτάσουμε στα σπίτια μας, είχαν κοιμηθεί η μία αγκαλιά με την άλλη.

Όταν φτάσαμε Φορτέτσα τις ξύπνησα για να ανέβει η Χριστιάνα στο σπίτι της.

«Φτάσαμε;» ρώτησε νυσταγμένη η Χριστιάνα.

«Ναι, φτάσαμε!» τους

«Δεν πάω σπίτι μου απόψε!» δήλωσε η Φοίβη, ακόμα ντίρλα.

«Βρε άσε το κορίτσι να πάει να κοιμηθεί!»

«Δεν πάω σπίτι μου απόψε» είπε, εξίσου ντίρλα, και ο έτερος καπαδόκης.

«Δεν πάει σπίτι της απόψε η μία, δεν πάει σπίτι της απόψε η άλλη! Εγώ όμως θέλω να πάω σπίτι μου, νυστάζω!»

«Ναιιιι, πάμε!» είπε η Φοίβη.

«Ναι!!!!!» υπερθεμάτισε η Χριστιάνα.

«Ρε σοβαρευτείτε!» είπα προσπαθώντας να τις επαναφέρω στην τάξη.

«Εμπρός Ανδρέα για μια Ελλάδα νέα!» ξεκίνησε η Χριστιάνα και έβαλαν και οι δύο τα γέλια.

«Ο ήλιος ο πράσινος, ο ήλιος που ανατέλλει μας οδηγεί!» ξεκίνησε να τραγουδάει σουρωμένα η Φοίβη.

Γκαρίζανε σα γαϊδάρες, θα σήκωναν τη γειτονιά στο πόδι!

«Καλά, να μου τα πείτε αυτά όταν σας έρθει το hang over» είπα παίρνοντας στιγμιαία την απόφαση, και ξεκίνησα για το σπίτι μου.

Φτάσαμε και πάρκαρα απέξω. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Πήρα πρώτα τη μία και μετά την άλλη, που κουτουλούσαν και δεν μπορούσαν να πάρουν τα πόδια τους, και τις άφησα στον καναπέ. Πήγα μέσα στο δωμάτιο και ξέστρωσα τα σεντόνια και τις μαξιλαροθήκες και έβαλα καινούργια.

Άνοιξα την ντουλάπα, έβγαλα την πιτζάμα της Φοίβης και έψαξα και βρήκα ένα μακρυμάνικο φούτερ και μια παλιά μου φόρμα για τη Χριστιάνα, στην οποία, ούσα κοντά στο 1,80 σε ύψος, δε θα έπεφτε τεράστια. Έστρωσα το κρεβάτι και πήρα μέσα την Φοίβη και την βοήθησα να ξεντυθεί και να βάλει τις πιτζάμες της.

Μετά, επειδή δεν μπορούσα να κάνω το ίδιο με τη Χριστιάνα, πήγα τη Φοίβη μέσα στην τουαλέτα και την έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο. «Πρέπει να βοηθήσεις τη Χριστιάνα να αλλάξει» της είπα. «Φοίβη, συγκεντρώσου!»

«Ναι… ναι…» μου είπε με τρόπο που δε με έκανε να νιώσω ιδιαίτερη σιγουριά.

Τη βοήθησα να πάμε τη Χριστιάνα μέσα, Χριστιάνα η οποία το είχε ρίξει στο τραγούδι και έκλεισα την πόρτα. Άφησα να περάσει λίγη ώρα και χτύπησα την πόρτα. Καμία απόκριση. Χτύπησα ξανά την πόρτα. Τίποτα. Άνοιξα την πόρτα, η Χριστιάνα είχε πέσει με τα ρούχα και η Φοίβη με την πιτζάμα, την είχε πάρει αγκαλιά και κοιμόντουσαν του καλού καιρού, πάνω από τα σκεπάσματα.

«Χριστιάνα… Χριστιάνα!» φώναξα δυνατά και άνοιξε τα μάτια της προσπαθώντας να εστιάσει. «Αν δε θέλεις να αλλάξεις, τουλάχιστον μπείτε κάτω από το πάπλωμα. Φοίβη! Φοίβη!»

Η Χριστιάνα σα να άρχισε να στροφάρει λίγο.

«Σου έχω αφήσει μια φόρμα μου και ένα μακρυμάνικο φούτερ. Θα τα φορέσεις ή θα στα φορέσω εγώ με το ζόρι;» τη ρώτησα σε σοβαρό τόνο.

«Θα τα φορέσω… θα τα φορέσω» είπε.

«Ωραία, βγαίνω να αλλάξεις με την ησυχία σου. Χώσου κάτω από το σκέπασμα και όταν τελειώσεις θα σκεπάσω και την άλλη ωραία κοιμωμένη» είπα και έκλεισα την πόρτα.

Χτύπησα πάλι μετά από πέντε λεπτά και άκουσα τη Χριστιάνα να μου λέει να περάσω.

«Εσύ που θα κοιμηθείς;» με ρώτησε όταν πέρασα μέσα και, με κάποια δυσκολία, έβαλα και τη Φοίβη κάτω από τα σκεπάσματα.

«Στο σαλόνι, που να κοιμηθώ;»

«Όχιιιιιι, αγκαλίτσα» είπε η Φοίβη που ξύπνησε ξαφνικά.

«Τι αγκαλίτσα βρε; Δε χωράμε και οι τρεις!»

«Χωράμε! Αμέ!» είπε και στρίμωξε τη Χριστιάνα στη γωνία.

«Αμέ! Μια χαρά!» υπερθεμάτισε ο έτερος μεθύστακας.

«Χριστιάνα μουυυυυυυυ» φώναξε η Φοίβη και παίρνοντας αγκαλιά τη Χριστιάνα τη φίλησε με πάθος. Η Χριστιάνα ήταν ακόμα πολύ μεθυσμένη για να δώσει σημασία στην παρουσία μου και ανταπέδωσε με ενθουσιασμό.

«Για συμμαζευτείτε, είμαι κι εγώ εδώ!» είπα προσπαθώντας να τις συμμαζέψω. Δεν είχα καμία αμφιβολία ότι αν ήθελα τρίο θα μπορούσα εδώ και τώρα αλλά όχι με τρόπο που θα μου επέτρεπε να κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη χωρίς να θέλω να τον φτύσω.

«Ανδρέα μουυυυυυυυ, φιλάκι» είπε γυρίζοντας προς τα μένα η Φοίβη. «Φιλάκιιιιιιιιι.»

Τι να κάνω, της έδωσα και εκείνης ένα φιλάκι. Η Χριστιάνα γύρισε προς τον τοίχο και η Φοίβη γύρισε προς τη Χριστιάνα αγκαλιάζοντας την κουτάλα. Δεν θα πω ότι ήταν και το πιο άνετο τρεις σε ένα ημίδιπλο, ωστόσο κατάφερα με τα πολλά να στριμωχτώ κι εγώ χωρίς να είμαι ο μισός απ’ έξω.

Κατά τα φαινόμενα ήμουν ο μόνος που είχε απομείνει ξύπνιος, η δυο κιουρίες κοιμόντουσαν του καλού καιρού. Τώρα ήταν πολύ σουρωμένες για να συνειδητοποιήσουν το σουρεαλιστικό της κατάστασης, ωστόσο κάποια στιγμή θα ξυπνούσαν, το πιθανότερο με hang over.

Χαμογέλασα στη σκέψη. Η αλήθεια να λέγεται, είχαμε περάσει υπέροχα τη βραδιά και στο τέλος της οι δύο σουσουράδες είχαν γίνει ντίρλα. Το φιλί που είχαν δώσει η μία στην άλλη πριν από μερικά λεπτά με είχε κάνει πύραυλο. Και εκεί συνειδητοποίησα ότι κατουριέμαι.

Βλαστημώντας, σηκώθηκα και πήγα στην τουαλέτα και χάρη στις απίστευτες καύλες που είχα, μου πήρε γύρω στο δεκάλεπτο μέχρι να καταφέρω να κατουρήσω. Γύρισα στο κρεββάτι και στριμώχτηκα πάλι όπως-όπως.

Ω ναι, το ξύπνημα θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον!


20. Cold boot

Φοίβη

Άνοιξα με μεγάλη δυσκολία τα μάτια μου. Τεράστιο λάθος, το δωμάτιο γύριζε. Τα έκλεισα και τα κράτησα σφαλιστά κλειστά να μου περάσει η ζαλάδα. Και είχα δει τόσο περίεργο όνειρο, ότι ήμασταν λέει σπίτι του Ανδρέα και είχαμε κοιμηθεί και οι τρεις στο κρεββάτι.

Το μόνο που είχα προλάβει να δω είναι η πλάτη του Ανδρέα, ο οποίος μου την είχε γυρίσει και ροχάλιζε του καλού καιρού. Εγώ ήμουν ανάσκελα με το χέρι του στην κοιλιά μου. Του το χάιδεψα τρυφερά. Κάτσε, πώς έχει το χέρι του στην κοιλιά μου αφού μου έχει γυρίσει την πλάτη;

Άνοιξα πάλι τα μάτια μου. Το ταβάνι γύριζε ακόμα. Τα ξανάκλεισα. Άκουσα ένα γυναικείο μουρμουρητό και ένιωσα το χέρι που ήταν στην κοιλιά μου, και ΔΕΝ μπορούσε να είναι αυτό του Ανδρέα, να με χαϊδεύει. Άνοιξα πανικόβλητη τα μάτια μου, στα δεξιά μου, με την πλάτη στον τοίχο και με το χέρι της πάνω μου, ήταν η Χριστιάνα, η οποία κοιμόταν του καλού καιρού.

Η καρδιά μου γύρισε κάπως στη θέση της όταν συνειδητοποίησα πως και οι δύο ήμασταν ντυμένες, εγώ με την πιτζάμα μου και η Χριστιάνα με ένα φούτερ. Σήκωσα το πάπλωμα και κοίταξα από κάτω, εγώ φορούσα το κάτω μέρος της πιτζάμας μου και η Χριστιάνα φορούσε μια φόρμα.

Δεν ήταν όνειρο!!!!

Ο Ανδρέας, που μου είχε γυρισμένη την πλάτη, ήταν και αυτός ντυμένος με ένα t-shirt ενώ κάτω φορούσε και εκείνος μια φόρμα. Δεν είχα ιδέα πως βρεθήκαμε και οι τρεις μαζί στο κρεβάτι αλλά κατά τα φαινόμενα ήμασταν φρόνιμοι.

Σκούντησα τον Ανδρέα ο οποίος μουρμούρισε. Τον σκούντησα ξανά και τον άκουσα να μουρμουράει «άσε με ρε μαμά, δεν έχω σχολείο σήμερα!»

Τρία πουλάκια κάθονται.

Γύρισα προς τη μεριά της Χριστιάνας. Την σκούντησα ελαφριά και, σε αντίθεση με τον Ανδρέα, άνοιξε τα μάτια της, στην αρχή χωρίς να μπορεί να εστιάσει. Της πήρε κάμποση ώρα να καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά.

«Φοίβη;;;»

«Μη… μη φωνάζεις!» της είπα νιώθοντας το κρανίο μου να πάει να ανοίξει.

«Μα δε φώναξα!» είπε με δυσκολία. «Ο χριστός και η παναγία, που είμαστε;» ρώτησε μην έχοντας ιδέα που βρισκόταν και γιατί.

«Στο σπίτι του Ανδρέα» της απάντησα κλείνοντας τα μάτια μου. «Μη με ρωτάς το πως και το γιατί, δεν έχω ιδέα!»

«Πού είμαστε;» ρώτησε πετάχτηκε ξαφνικά όρθια και διαπίστωσε ότι αυτό που έκανε ήταν εξαιρετικά ατυχής ιδέα. «Ωωωωωχ, το κεφάλι μου!»

«Μη φωνάζεις, σε παρακαλώ» της είπα νιώθοντας το δικό μου πάλι να πάει να ανοίξει. «Θέλω μια ασπιρίνη… ή ένα ντεπόν… ή ένα πονστάν… ή οποιοδήποτε συνδυασμό τους!» είπα ξεψυχισμένα και εκεί ξύπνησε και ο Ανδρέας.

«Καλημέρα, μεθύστακες!» μας απάντησε κοροϊδευτικά.

«Μη φωνάζεις… ωωχ… το κεφάλι μου» είπα τρίβοντας απελπισμένα τα μηνίγγια μου.

«Ήρθε η ώρα της πληρωμής!» μας είπε κουνώντας το κεφάλι του. «Και σας τα έλεγα, να πεις ότι δεν σας τα έλεγα; Σταματήστε, μην πίνετε άλλο.»

«Χριστέ μου» είπε η Χριστιάνα τρίβοντας και αυτή το κεφάλι της. «Πόσο ήπιαμε;»

«Α, ξύπνησες και εσύ δεσποινίς “δεν πάω σπίτι μου απόψε”;» τη ρώτησε με πειρακτικό χαμόγελο ο Ανδρέας.

«Να χαρείς ό,τι αγαπάς, μη φωνάζεις» είπα με πολύ δυσκολία.

«Αφενός δε φωνάζω,» ξεκίνησε, «και αφετέρου πριν λίγες ώρες που μου τραγουδούσες τον ύμνο του ΠΑ.ΣΟ.Κ ήταν καλά, ε;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

«Τι έκανα λέει;» φώναξα δυνατά ξεχνώντας τα χάλια μου και ένιωσα το κεφάλι μου να ανοίγει στα δύο.  «Αααχ το κεφάλι μου,» κλαψούρισα απελπισμένα.

«Καθίστε, πάω να σας φέρω κάτι για το hangover!» είπε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Μεθύστακες!» συμπλήρωσε χαμογελώντας και με χάιδεψε τρυφερά στο μέτωπο πριν φύγει να πάει στην κουζίνα.

«Πόσο ήπιαμε;» με ρώτησε με κάποια ανησυχία στη φωνή της η Χριστιάνα.

«Δεν έχω ιδέα. Δεν έχω ιδέα τι έγινε, η τελευταία μου ανάμνηση από εχθές το βράδυ είναι που χορεύαμε Michael Jackson

«Εγώ κάπου θυμάμαι ότι πήγαμε στο αυτοκίνητο, αλλά πώς βρεθήκαμε εδώ;»¨

«Όσα ξέρεις, ξέρω» της είπα. «Δε λες καλά που είμαστε όλοι ντυμένοι;»

«Είναι κι αυτό» είπε και συμπλήρωσε «Θεέ μου το κεφάλι μου πάει να σπάσει!» είπε πιάνοντας το κεφάλι της σφιχτά, λες και αυτό θα το εμπόδιζε να ανοίξει στα δύο.

«Κι εμένα… και ανακατεύομαι κιόλας.»

Εκείνη την ώρα μπήκε ο Ανδρέας με ένα δίσκο με δύο ποτήρια. «Πιείτε το νερό και θα σας φέρω κι άλλο. Έχετε πάθει αφυδάτωση. Ανακατεύεστε; Έχει καμιά σας τάση για εμετό;»

«Ναι…» απαντήσαμε ξεψυχισμένα και οι δύο. «Depon

«Έχω κάτι καλύτερο» είπε και αφού γέμισε τα ποτήρια με νερό πέταξε μέσα μια ταμπλέτα στο καθένα, κάνοντας το νερό να αφρίσει.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Χριστιάνα.

«Alka-Seltzer» της απάντησε μονολεκτικά ο Ανδρέας.

Όταν οι ταμπλέτες διαλύθηκαν τελείως ο Ανδρέας μας έδωσε τα ποτήρια. «Πιείτε το όλο, μία κι έξω.» Ήπιαμε και οι δύο το φάρμακο και του δώσαμε τα ποτήρια μας. «Ξαπλώστε λίγο, θα πάρει γύρω στα 10-15 λεπτά ώστε να αρχίσει να επιδρά το φάρμακο. Στο μεταξύ θα πάω να σας φτιάξω και δύο καφέδες. Ελληνικούς καφέδες και δε θέλω μα-μου, το ξέρω ότι δε σ’ αρέσει Φοίβη, αλλά για το στομάχι είναι ό,τι πρέπει.»

«Ανδρέα… πως βρεθήκαμε όλοι εδώ;» τον ρώτησα αδύναμα.

«Θα τα πούμε όταν αρχίσετε να συνέρχεστε. Και τώρα ξάπλα και οι δυο, καθίστε και μη μιλάτε για να αρχίσει να σας πιάνει το φάρμακο.»

Βγήκε από το δωμάτιο και μάλλον πήγε προς την κουζίνα.

«Μάλλον του δώσαμε και κατάλαβε.» είπα ξεφυσώντας στην Χριστιάνα μόλις μείναμε μόνες.

«Understatement of the century! » μου απάντησε.

Αναστενάξαμε και οι δύο.

«Δε λες καλά που ξυπνήσαμε ντυμένες;» είπα εγώ.

«Ναι, σχετικά με αυτό… εγώ πώς βρέθηκα με αυτά τα ρούχα; Δε θυμάμαι να άλλαξα.»

«Δεν έχω ιδέα!» είπα και μου ήρθε το αίμα στο κεφάλι στην ιδέα να την έγδυσε και να την έντυσε ο Ανδρέας.

Αλλά από την άλλη… Αν ήθελε να κάνει το οτιδήποτε, μάλλον θα είχαμε ξυπνήσει χωρίς καθόλου ρούχα. Όχι ότι τον είχα ικανό για κάτι τέτοιο, ο Ανδρέας είναι Κύριος με Κ κεφαλαίο. Προτίμησα την εκδοχή της εναλλακτικής εξήγησης αντί να θυμώσω. Όπως έλεγε και το παραμύθι «τον αποψινό θυμό φύλαγέ τον το πουρνό.» Αν ήταν να έχω λόγο να θυμώσω, είχα όλο τον καιρό μπροστά μου.

«This is awkward» είπε η Χριστιάνα ξεροκαταπίνοντας.

«Αυτό ξαναπέστο!» της απάντησα αναστενάζοντας.

Καθίσαμε, η καθεμία βυθισμένη στις σκέψεις της, ενώ ο πονοκέφαλος και η ανακατωσούρα άρχισαν να περνάνε. Θαυματουργό αυτό το Alka-Seltzer! Περάσαν άλλα 20 λεπτά και ένιωσα ότι θα τα κάνω πάνω μου.

«Δε μου λες, είσαι σε θέση να σηκωθείς; Θέλω να πάω τουαλέτα, θα σκάσω!» της είπα πιάνοντας χαμηλά το στομάχι μου.

«Ναι, κι εγώ χρειάζεται να πάω τουαλέτα.» Ανασηκώθηκε καθιστή. «Οκ, σα να μου έχει περάσει η ζαλάδα. Για δες, μπορείς να σηκωθείς κι εσύ;»

«Here goes nothing» είπα και ανασηκώθηκα. Σε αντίθεση με το πριν, το δωμάτιο δε στριφογύριζε, ο πονοκέφαλος είχε γίνει αμυδρή ενόχληση και το στομάχι μου είχε ηρεμίσει. «Ρε συ τι είναι τούτο που μας έδωσε;» ρώτησα εντυπωσιασμένη,

«Έλα ντε!» απάντησε η Χριστιάνα εξίσου έκπληκτη. «Πριν από λίγο ένιωθα να έρχεται το τέλος του κόσμου και τώρα σχεδόν δεν νιώθω τον πονοκέφαλο.»

«Αν δεν κατουρήσω θα σκάσω!» της είπα και σηκώθηκα από το κρεβάτι.

«Κάνε γρήγορα σε παρακαλώ, μία από τα ίδια» άκουσα τη Χριστιάνα να λέει καθώς πήγα σχεδόν τρέχοντας στο μπάνιο.

Ίσα που πρόλαβα να καθίσω στη λεκάνη, μερικά δευτερόλεπτα ακόμα και θα τα είχα κάνει πάνω μου. Ένιωσα απίστευτη ανακούφιση ενώ το ρυάκι δεν έλεγε να τελειώσει. Εμ πως να μην έχω πάθει αφυδάτωση, ό,τι υγρό υπήρχε μέσα μου είχε γίνει κάτουρο! Σκουπίστηκα και τράβηξα το καζανάκι. Ήθελα να πλύνω και τα δόντια μου αλλά θυμήθηκα ότι απ’ έξω περίμενε—πιθανότατα διπλωμένη στα δύο—η Χριστιάνα.

Δεν είχα πέσει έξω!

Η Χριστιάνα μπήκε με τη σειρά της σα σίφωνας και, κρίνοντας από το πόση ώρα έκανε μέχρι να ακουστεί το καζανάκι θα πρέπει, και εκείνη να κατούρησε τα νεφρά της και πιθανώς το συκώτι της και ίσως και κάποιο κομμάτι από σπλήνα της.

Την περίμενα να βγει έξω και επιστρέψαμε στο σαλόνι. Εκεί ήρθε λίγο μετά και μας βρήκε ο Ανδρέας με ένα ποτήρι πορτοκαλάδα, ένα τοστ, ένα ελληνικό καφέ, και ένα ποτήρι νερό για την καθεμία μας.

«Την πορτοκαλάδα σας πρώτα!» μας δήλωσε σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση.

«Ανδρέα…» είπα προσπαθώντας να βρω το κουράγιο να ρωτήσω, καθώς δεν ήμουν καθόλου σίγουρη ότι θα μου άρεσαν οι απαντήσεις. «Τι έγινε χθες το βράδυ;» τον ρώτησα με φωνή που σχεδόν έτρεμε.

«Γίνατε ντέφια και οι δύο, αυτό έγινε,» μας απάντησε αναστενάζοντας. «Αφού πρώτα είχατε δώσει παράσταση, εις τετραπλούν, πρώτα χορεύοντας το “Time of my life”, μετά χορεύοντας Abba και Disco, μετά χορεύοντας rocknroll και τέλος με Michael Jackson. Ειδικά το “Girl, youll be a woman, soon” θα το θυμούνται όλοι μετά το γλωσσόφιλο που δώσατε στη μέση της πίστας.

Ξεροκατάπια και το ίδιο έκανε και η Χριστιάνα. Ο Ανδρέας έβαλε τα γέλια.

«Μας κοροϊδεύεις;» τον ρώτησα φουρκισμένη.

«Λίγο μόνο. Αν εξαιρέσεις το φιλί που δεν δώσατε η μία στην άλλη» — τόνισε επίτηδες το δεν, σηκώνοντας το φρύδι με θεατρική έμφαση — «όλα τα άλλα έγιναν όπως ακριβώς σας το λέω. Κάνατε show χθες· θα σας θυμούνται για πολύ καιρό.»

Τέντωσε τα χέρια του πάνω απ’ το κεφάλι με μισό αναστεναγμό, σαν να ξεφορτωνόταν ένα νοερό βάρος.

«Το πόσα κεράσματα σας έκαναν, έχασα τον λογαριασμό. Εγώ σταμάτησα να πίνω μετά το δεύτερο· εσείς του δώσατε και κατάλαβε, παρά τις παρακλήσεις μου να συμμαζευτείτε.»

Έκλεισε για λίγο τα μάτια, λες και ανακαλούσε σκηνές.
«Περνούσαμε όμως τόσο υπέροχα που δεν ήθελα να σας το χαλάσω… ωστόσο στο τέλος γίνατε κουδούνια. Μία-μία σηκωτές σας πήγα στο αυτοκίνητο, δεν μπορούσατε να πάρετε τα πόδια σας.»

«Και πώς βρεθήκαμε εδώ;» έκανε την ερώτηση του ενός εκατομμυρίου η Χριστιάνα, καμπουριάζοντας λίγο και στρίβοντας προς τα πίσω τις άκρες των μαλλιών της, σαν παιδί που το μάλωσαν.

«Γιατί όταν σε πήγα σπίτι σου» είπε κοιτάζοντας σχεδόν προς τη Χριστιάνα, μα με νόημα στράφηκε τελικά προς τη Φοίβη, «άρχισες να μου τραγουδάς—όχι, εσένα κοιτάζω Φοίβη που κάνεις την πάπια—“Δεν πάω σπίτι μου απόψε” και κόλλησες και τον έτερο μεθύστακα.»

Η Φοίβη γέλασε, μα αμήχανα· τράβηξε το φούτερ της προς τα γόνατά της και πήρε το βλέμμα της από πάνω του.

«Βρε αμάν, βρε ζαμάν εγώ· στην κοσμάρα σας και οι δυο σας.»

«Μετά, η χαμηλοβλεπούσα από εδώ»—έδειξε τη Χριστιάνα, που κατέβασε αυτόματα τα μάτια — «το έριξε στα συνθήματα. “Εμπρός Ανδρέα για μια Ελλάδα νέα!” Και ύστερα εσύ άρχισες να τραγουδάς τον “Ήλιο τον Πράσινο”... Προεκλογική συγκέντρωση του ΠΑ.ΣΟ.Κ μου το κάνατε. Μόνο τα Carmina Burana έλειπαν.»

«Και όχι τίποτε άλλο, αλλά γκαρίζατε κιόλας — και ήταν έξι το πρωί. Τι να κάνω, σας πήρα και τις δύο και σας έφερα σπίτι.»

Σταύρωσε τα χέρια.

«Σας άφησα στο σαλόνι, μετά πήγα μέσα και άλλαξα σεντόνια και μαξιλαροθήκες. Μετά έφερα εσένα μέσα» έκανε δείχνοντας εμένα «και σου έβγαλα το φόρεμα και σου έβαλα τις πιτζάμες.»

Σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα. «Σε πήγα στο μπάνιο και σου έριξα νερό στα μούτρα, μπας και ξυπνήσεις λίγο, να βοηθήσεις τη Χριστιάνα να αλλάξει.»

«Α, η Φοίβη με βοήθησε; Ουφ, γύρισε η καρδιά μου στη θέση της!» είπε η Χριστιάνα, χαμογελώντας ανακουφισμένη.

«Θά ’θελες» της απάντησε ο Ανδρέας ξερά, και εκείνη πάγωσε, και μεταξύ μας, το ίδιο έπαθα κι εγώ.

«Έκλεισα την πόρτα και περίμενα λίγη ώρα, αλλά χτύπησα και δεν πήρα καμία απάντηση. Μπήκα μέσα και είχατε πέσει πάνω από το πάπλωμα, αγκαλιά η μία με την άλλη, και ροχαλίζατε του καλού καιρού.»

Έτριψε τα μάτια του για μερικές στιγμές. «Με τα χίλια ζόρια σε ξύπνησα για να αλλάξεις, απειλώντας σε ότι αν δεν άλλαζες μόνη σου, θα το έκανα εγώ για σένα. Τελικά, με κάποιο μαγικό τρόπο τα κατάφερες.»

«Γύρισα στο κρεβάτι για να σας σκεπάσω να κοιμηθείτε.»

«Εσύ;» τον ρώτησε ξανά η Χριστιάνα με ένα βλέμμα που έγερνε προς την ανησυχία.

«Εγώ; Οι μπελάδες μου δεν είχαν τελειώσει ακόμα…» είπε αλλά αυτή τη φορά το πρόσωπό του ήταν χαμογελαστό. «Γιατί με τα πολλά κατάφερα να σας σκεπάσω και σας είπα ότι εγώ θα πάω να κοιμηθώ στο σαλόνι, η κυρά από εδώ,» είπε δείχνοντας εμένα άρχισε να φωνάζει “Όχιιιιι αγκαλίτσαααα”

Έκρυψα το πρόσωπό μου με τις παλάμες μου ενώ η Χριστιάνα άρχισε να χαχανίζει νευρικά.

«Κι εσύ μη γελάς, κυρία!» της είπε δείχνοντάς τη με το δάχτυλο. «Σιγόνταρες με πάθος» συνέχισε, και η Χριστιάνα κοκκίνισε ακόμα περισσότερο, από αυτιά μέχρι το λαιμό.

«Μετά η Φοίβη γύρισε προς τα σένα και παραλίγο να μου δώσετε παράσταση... Μυτιληνιά, αν με εννοείτε.»

Κούνησε το κεφάλι του και ξεφύσησε.

«Σας έβαλα τελικά τις φωνές πριν αρχίσετε να πετάτε τα ρούχα σας— που με τόσο κόπο είχα καταφέρει να σας ντύσω και τις δύο,» είπε χωρίς να γελάει καθόλου, κάνοντάς μας και τις δυο να νιώσουμε απαίσια.

«Ύστερα εσύ άρχισες να ζητάς φιλάκια,» είπε κοιτάζοντας εμένα. «Τι να σε κάνω; Η Χριστιάνα γύρισε προς τον τοίχο κι εσύ την πήρες αγκαλιά κουτάλα. Οπότε, περίσσεψε λίγος χώρος και για μένα…»

Επικράτησε μουγγαμάρα. Η Φοίβη έπαιζε με μια κλωστή από τη μπλούζα της και η Χριστιάνα είχε χώσει τα δάχτυλά της ανάμεσα στα μαλλιά, αποφεύγοντας τα βλέμματα.

«All in all,» συνέχισε ο Ανδρέας πιο ήρεμος τώρα, «κι αν εξαιρέσουμε το σουρεαλιστικό της επιστροφής, ήταν υπέροχη βραδιά. Και αν επίσης εξαιρέσουμε τα συμβάντα από τη στιγμή που φύγαμε και μετά… πολύ θα ήθελα να την επαναλάβουμε.»

Τινάχτηκε ελαφρά προς τα εμπρός, κοιτάζοντάς τες εναλλάξ.

«Και σας προειδοποιώ: την επόμενη φορά που θα είμαστε έξω οι τρεις μας και σας πω “σταματήστε να πίνετε” και εσείς συνεχίσετε, θα σας κόψω τα χέρια σύριζα και των δυο σας. Συνεννοηθήκαμε;»

«Μάλιστα» απάντησα εγώ και την ίδια απάντηση, με τον ίδιο τόνο, έδωσε και η Χριστιάνα.

«Παιδιά, σοβαρά τώρα. Αν ήταν κάποιος άλλος από εμένα, θα μπορούσατε να είχατε κάνει πράγματα που θα σκυλομετανιώνατε για μια ζωή.»

Εκεί έβαλα τα κλάματα, κανονικά. Και με ακολούθησε και η Χριστιάνα, πρίμο σεκόντο, έμπηξε κι εκείνη τα κλάματα, γέρνοντας ελαφρά πάνω μου.

«Συγγνώμη, μωράκι μου…» κατάφερα να πω ανάμεσα στα αναφιλητά.

«Συγγνώμη, Ανδρέα, που σε φέραμε σε τέτοια θέση…» είπε κι εκείνη, χαμηλόφωνα, σκουπίζοντας βιαστικά τα μάτια της.

Ο Ανδρέας μάς κοίταξε και έπιασε και τις δύο από τον ώμο, σχεδόν πατρικά. «Ελάτε τώρα. Ησυχάστε. Ναι, σας μάλωσα — αλλά όχι και να βάλετε τα κλάματα.»

Μας χάιδεψε μαλακά στην πλάτη και τις δυο.

«Και ναι, με φέρατε σε δύσκολη θέση… Όχι γιατί αρχίσατε να φιλιέστε και να μπαλαμουτιάζεστε. Αλλά γιατί…»

Κοντοστάθηκε λίγο· μας κοίταξε ξανά, πιο ζεστά αυτή τη φορά.

«…αν είναι να κάνετε κάτι τέτοιο, προτιμώ να το κάνετε νηφάλιες. Με πλήρη επίγνωση. Αυτός είναι ο λόγος που σας μάλωσα. Θέλω να το βάλετε και οι δυο σας, βαθιά, μέσα στα ξερά σας τα κεφάλια.»

Γέλασα μέσα απ’ τα δάκρυά μου.

«Σ’ αγαπάω… είσαι υπέροχος!» του είπα, με φωνή που ακόμα έτρεμε.

«Στο έλεγα. Δε στο έλεγα;» είπε η Χριστιάνα και γύρισε προς εμένα. «Γι’ αυτό τον συμπαθούσα τόσο πολύ από την πρώτη στιγμή. Ήταν πάντα Κύριος. Με όλα τα γράμματα κεφαλαία!»

Ο Ανδρέας χαμογέλασε με εκείνο το παιχνιδιάρικο ύφος που είχε όταν ήθελε να αλλάξει θέμα.

«Λοιπόν, σουρτούκες... πιείτε τα καφεδάκια σας και πάμε μια βόλτα στο ενετικό λιμάνι, να σας χτυπήσει λίγο ο αέρας.»

Σήκωσε το φλιτζάνι του και ήπιε μια μικρή γουλιά.

«Χριστιάνα, πρώτα θα περάσουμε από το σπίτι σου να αφήσεις το φόρεμα και να βάλεις κάτι πιο άνετο. Μετά πάμε στον Ηριδανό για κανονικό καφέ. Και μετά… σας κερνάω πίτσες από το Έβερεστ. Είστε;»

«Ναιιιιιι!» είπα ενθουσιασμένη, χτυπώντας παλαμάκια σαν παιδί, ξεχνώντας προς στιγμήν τις πομπές της νύχτας.

«Σε ευχαριστώ πολύ! Σας ευχαριστώ πολύ! Είστε και οι δύο υπέροχοι!» είπε η Χριστιάνα με φωνή που έτρεμε από συγκίνηση, τα μάτια της ακόμα υγρά, μα γελαστά.

«Ναι, είμαστε!» της είπε ο Ανδρέας μου και ακολούθησε νέος γύρος γέλιου.

«Λοιπόν, νεαρά, πήγαινε να αλλάξεις!» μου είπε, όταν τελειώσαμε τους καφέδες μας, και τους άφησα στο σαλόνι και πήγα στο δωμάτιο και έβαλα μια φόρμα, δε μου πήρε παραπάνω από δυο λεπτά. Κατάφερα και έπνιξα το χαμόγελό μου όταν είδα τη Χριστιάνα με φόρμα και γόβες αλλά τι να έκανε; Δεν μπορούσε να φύγει και ξυπόλητη.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και σε 10 λεπτά ήμασταν στη Φορτέτσα. Ευτυχώς δεν είχε γυρίσει ακόμα η Κατερίνα με το Βαγγέλη, θα ήταν πολύ awkward συζήτηση. Η Χριστιάνα ανέβηκε πάνω και γύρισε μετά από δέκα λεπτά. Δε φορούσε φόρμα, επέλεξε ένα απλό τζιν με μια απλή μακρυμάνικη μπλούζα και μια ζακέτα δεμένη στη μέση της. Την αμφίεσή της συμπλήρωνε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια.

Ούτε δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν στο Ενετικό Λιμάνι. Λόγω της λιακάδας είχε αρκετό κόσμο, ωστόσο σταθήκαμε τυχεροί, φτάσαμε την ώρα που κάποιος ξεπάρκαρε. Κατεβήκαμε και κάναμε όλη τη διαδρομή, μέχρι το τέλος του λιμενοβραχίονα. Την ίδια ακριβώς διαδρομή που είχα κάνει με τον Ανδρέα την επόμενη της πρώτης μας φοράς.

Καθίσαμε και οι τρεις στην άκρη της προβλήτας με τα πόδια να αιωρούνται πάνω από το νερό. Φυσούσε ελαφρύς νοτιάς, αν δεν ήξερες ότι ήταν Δεκέμβρης θα νόμιζες ότι είναι τέλη Απρίλη με αρχές Μάη.

«Ανδρέα… συγνώμη που σε φέραμε σε δύσκολη θέση και…» ξεκίνησε η Χριστιάνα αλλά ο Ανδρέας την έκοψε.

«Τα είπαμε αυτά. Δεν λέω, ήταν πολύ περίεργο, αλλά είναι από τις ιστορίες που θα τις λέμε στο μέλλον και θα ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια.»

Εγώ δεν είπα τίποτα, κοίταζα αμήχανα τα πόδια μου.

«Ακόμα ένα milestone της φοιτητικής μου ζωής» είπα με φιλοσοφική διάθεση.

«Σοβαρά ριχτήκαμε η μία στην άλλη χθες το βράδυ ή μας κάνεις και εδώ πλάκα;» ρώτησε η Χριστιάνα, έχοντας κοκκινήσει.

«Αλήθεια είναι. Για την ακρίβεια δεν ριχτήκατε η μία στην άλλη…» είπε και χαμογέλασε στην ανάμνηση. «Η σιγανοπαπαδιά από εδώ» είπε δείχνοντας εμένα «σου ρίχτηκε και εσύ ανταπέδωσες με τον δέοντα ενθουσιασμό.»

Κούνησε το κεφάλι του με προσποιητή απελπισία.

«Ομολογώ ότι ένα κομμάτι του εαυτού μου χτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο που σας διέκοψα όταν αρχίσατε να μπαλαμουτιάζεστε, αλλά από την άλλη…» είπε και σταμάτησε. Εκεί σοβάρεψε. «Αν το εκμεταλλευόμουν αυτό δε θα μπορούσα να κοιτάξω τον εαυτό μου στον καθρέφτη χωρίς να θέλω να τον φτύσω.»

Κοίταζα τα πόδια μου ευχόμενη να ανοίξει η γη να με καταπιεί.

«Έλα, δε θέλω να κάνετε έτσι» μας είπε ο Ανδρέας. «Δεν με πείραξε που αρχίσατε να φιλιέστε και να μπαλαμουτιάζετε…» είπε γελώντας πονηρά. «Αγοράκι είμαι, σιγά που θα με χαλούσε το θέαμα!» συνέχισε προσπαθώντας να μας φτιάξει τη διάθεση. Μετά σοβάρεψε και πάλι.

«Με πειράζει που χάσατε και οι δυο σας τον έλεγχο. Δεν είναι η πράξη καθαυτή, μη με κοιτάς έτσι Χριστιάνα,» είπε και η Χριστιάνα χαμήλωσε με τη μία το βλέμμα της. Μετά γύρισε προς τα εμένα.

«Το αυτό ισχύει και για σένα, μαδάμ. Θέλω να ξέρω ότι δε χρειάζεται να είμαι εγώ να σας κάνω τον μπαμπούλα για να μην ξεφύγετε και γίνετε λιάρδα και σας βρουν σε κανένα χαντάκι.»

«Στο ορκίζομαι, δεν θα το ξανακάνω» του είπα βουρκωμένη.

«Ματάκια μου, δεν θέλω να μου κάνεις τον ιερομόναχο. Θέλω να προσέχεις όταν πίνεις!» μου είπε σκουπίζοντας τρυφερά τα δάκρυα από τα μάτια μου. «Θυμάσαι τότε που είχες πάει για ρακόμελα με τα κορίτσια; Πάλι κουρούπελο είχες γίνει και ήταν η Μαρία που σε είχε σταματήσει,» συνέχισε χαϊδεύοντάς με απαλά στα μαλλιά.

Μετά γύρισε προς τη Χριστιάνα. «Σε παρακαλώ το ίδιο θέλω κι από εσένα,» της είπε με τη Χριστιάνα να γνέφει καταφατικά. «Να προσέχεις και εσύ, και όχι μόνο.»

Μας πήρε και τις δυο προστατευτικά στην αγκαλιά του.

«Θέλω να προσέχετε η μία την άλλη αν ξαναβγείτε και δεν είμαι κι εγώ μαζί σας. Σύμφωνοι;»

«Σύμφωνοι!» είπε η Χριστιάνα χωρίς να μπορέσει να συγκρατήσει τα δάκρυά της.

«Σύμφωνοι, σουσουράδα;» με ρώτησε τρυφερά.

«Σύμφωνοι Ανδρέα μου. Σ’ αγαπάω! Σ’ αγαπάω πολύ!»

«Κι εγώ σ’ αγαπάω, μπεκροκανάτα μου» μου είπε και το κλάμα μου μετατράπηκε σε κλαυσίγελο και εκεί άρχισε να κλαίει και πάλι η Χριστιάνα.

«Εσύ πάλι γιατί κλαις;» τη ρώτησε ο Ανδρέας.

«Γιατί είστε υπέροχο ζευγάρι! Μακάρι να βρω κι εγώ κάποιαν…» είπε και πάγωσε στη συνειδητοποίηση ότι είχε χρησιμοποιήσει θηλυκό γένος στην αντωνυμία.

«Θα τη βρεις και θα σε βρει κι εκείνη» της είπε απλά ο Ανδρέας, χρησιμοποιώντας και εκείνος με τη σειρά του θηλυκό γένος. Η Χριστιάνα τον κοίταξε δακρυσμένη. «Θα τη βρεις και θα σε βρει και εκείνη» της επανέλαβε.

«Μόνο… μόνο η Κατερίνα και η Φοίβη το γνώριζαν» είπε με σπασμένη φωνή η Χριστιάνα.

«Αν και δεν υπάρχει κανένας λόγος να σε κάνει να αισθάνεσαι άσχημα, στο ορκίζομαι σε ότι πιο ιερό έχω, ότι θα μείνει μεταξύ μας.» την καθησύχασε ξανά ο Ανδρέας. Τι υπέροχος άνθρωπος, πόσο απίστευτα τυχερή ήμουν; Πόσο;

Η Χριστιάνα μου πήρε το χέρι στο χέρι της και το έσφιξε. Γύρισα και της χαμογέλασα.

«Άντε κλαψιάρες, πάμε Ηριδανό να παίξουμε κανένα επιτραπέζιο!»

«Ναι, πάμε!» είπα.

Χάιδεψα τρυφερά το χέρι της Χριστιάνας, το άφησα και σηκώθηκα. Μετά, της το έδωσα πάλι και τη βοήθησα να σηκωθεί και εκείνη με τη σειρά της. Όταν φτάσαμε στην προβλήτα, κάναμε να πάμε προς το αυτοκίνητο, αλλά εκεί μας έκοψε ο Ανδρέας.

«Με τα πόδια, τεμπέλες!» είπε κοροϊδευτικά.

Μεταξύ μας δεν το είχα σκεφτεί αν και η απόσταση δεν ήταν πάνω από δέκα, δεκαπέντε λεπτά περπάτημα. Ανηφορίσαμε σιγά-σιγά την 25ης Αυγούστου και φτάσαμε στον Ηριδανό. Εκεί, ω του θαύματος, βρήκαμε την Ελένη και τον Τάσο που έπαιζαν τάβλι.

«Βρε βρε, καλώς τους» μας είπε η Ελένη.

«Γεια σας, γεια σας!» είπα εγώ και με τη σειρά τους χαιρέτησαν Ανδρέας και Χριστιάνα. «Πώς πήγε το προξενιό;»

«Κρίνοντας από την ταχύτητα που μας έτζασαν, μια χαρά πήγε. Τελικά κρίμα που χάσαμε το Μπάχαλο» είπε πάλι η Ελένη. «Εσείς πώς περάσατε;»

«Υπέροχα» απάντησε ο Ανδρέας. «Οι κυρίες από εδώ του έδωσαν και κατάλαβε, dancing queens, όχι μαλακίες. Γύρω στις 06:00 μαζευτήκαμε τελικά!»

«Μας έταξες πίτσα και να υπενθυμίσω, στην αυτού εξοχότης, ότι ακόμα δεν έχω φάει» είπε η Χριστιάνα.

«Κι εγώ πεινάω!» σιγοντάρισα με τη σειρά μου.

«Θα φάμε κροκόδειλοι, φρόνιμα!» είπε ο Ανδρέας κάνοντάς μας να χαμογελάσουμε. «Δε μου λέτε» συνέχισε απευθυνόμενος σε Ελένη και Τάσο «έχετε ακόμα πολύ; Λέγαμε να παίξουμε κανένα UNO

«Χμμμ, είναι η δεύτερη παρτίδα αλλά αν ψήνεται και η Ελένη, γιατί όχι;» είπε ο Τάσος.

«Ψήνεται η Ελένη, ψήνεται!» είπε η Ελένη. «Έπαιξα τάβλι μαζί του για να μη μου ζητήσει να παίξουμε σκάκι, δεν τον αντέχω!»

«Έλα, θα παίξουμε τρεις παρτίδες rapid» του είπα «όταν τελειώσουμε με το uno. Όχι ότι θα κρατούσαν παραπάνω ακόμα και αν παίζαμε κανονικό» συμπλήρωσα βγάζοντας τη γλώσσα μου.

«Τι είπε για τη μάνα σουυυυυυυυ» είπε ο Ανδρέας κάνοντάς μας όλους να σκάσουμε στα γέλια. Ο Τασούλης ήταν πολύ καλόβολο παιδί και δεν πειραζόταν ποτέ με τα εις βάρος του αστεία.

Η Ελένη μάζεψε το τάβλι και το έδωσε στον Ανδρέα για να το αφήσει μέσα, όταν ο τελευταίος πήγε να βρει μια τράπουλα για UNO. Γύρισε με την τράπουλα και εκείνη τη στιγμή ήρθε και η σερβιτόρα για να της δώσουμε παραγγελίες.

Δεν ήθελα καφέ, οπότε ακολούθησα την συμβουλή της Χριστιάνας και πήρα τσάι με γεύση τζίντζερ πορτοκάλι. Ο Ανδρέας—θαύμα θαυμάτων—πήρε ζεστό καφέ. Δεν είχαμε τελειώσει καν τον πρώτο γύρο, όταν μας έφεραν καφέ και τσάι.

Δε μας έμεινε άντερο από το γέλιο, έτσι όπως καθόμασταν, ο Τάσος είχε αριστερά του την Ελένη και δεν ξέρω πως το έφερε έτσι η τύχη αλλά όλα τα +4, +2 και τα χασίματα σειράς που είχε ο Τάσος του ερχόντουσαν πάντα όταν παίζαμε με τη φορά των δεικτών του ρολογιού.

Παίζοντας με stacking, νόμιζα ότι το αποκορύφωμα ήταν όταν σε κάποιο παιχνίδι ο Ανδρέας μου πέταξε +4, εγώ απάντησα με το δεύτερο τεσσάρι, η Χριστιάνα με το τρίτο και ο Τασούλης με το 4ο, κάνοντας την Ελένη να πάρει 16 φύλλα.

Εμείς κοντέψαμε να ξεραθούμε στο γέλιο, ενώ η Ελένη μάζευε τις κάρτες κοιτάζοντας με δολοφονικό βλέμμα τον Τάσο, που ευχόταν αντί να πετάξει το 4άρι κι αυτός, να είχε μαζέψει εκείνος 12 κάρτες.

Ε, δεν ήταν το αποκορύφωμα!

Το αποκορύφωμα ήρθε δυο παρτίδες αργότερα, όταν η Ελένη είπε “Uno” και πέσαν τεσσάρια από εμένα, τη Χριστιάνα και τον Τάσο. Πραγματικά, κόντεψε να με πιάσουν τα πνευμόνια μου από το γέλιο με το βλέμμα της Ελένης ενώ μάζευε 12 κάρτες κάνοντας τον φουκαρά τον Τάσο να σκεφτεί σοβαρά για καριέρα στην ανατολική Μογγολία.

Πώς πέρασε ένα δίωρο, ούτε που το καταλάβαμε και αν κάποια στιγμή δεν νιώθαμε την πείνα να μας θερίζει, ακόμα εκεί θα ήμασταν που λέει ο λόγος.

«Λοιπόν, πηγαίνετε να πάρετε τις πίτσες και θα κατέβω να πάρω εγώ το αυτοκίνητο από το λιμάνι,» είπε και στις δυο μας. «Μην τις πάρουμε και κατεβούμε περπατώντας γιατί θα κρυώσουν,» μας εξήγησε «Εγώ θέλω τρεις» μας δήλωσε δείχνοντας με τα δάχτυλά του. Δεν είχα πάρει πορτοφόλι μαζί μου—ωραία είμαι!—και έτσι μου άφησε λεφτά ο Ανδρέας για να πληρώσω τις πίτσες μας καθώς και τις πίτσες που είχε τάξει στη Χριστιάνα.

Πληρώσαμε και αφού χαιρετίσαμε τα παιδιά, και κινήσαμε προς το Έβερεστ, ενώ ο Ανδρέας είχε κιόλας περάσει από το ύψος του Αγίου Τίτου.

«Δύο θέλεις;»

«Δύο; Μία μια χαρά είναι.»

«Και το βράδι τι θα φας; Τα πόδια σου;»

«Είναι κι αυτό…» απάντησε η Χριστιάνα.

«7 πίτσες, παρακαλώ» είπα στο ταμείο.

«Θα πρέπει να περιμένετε, θα βγουν σε κανένα δεκάλεπτο.»

«Κανένα πρόβλημα» του είπα. Πλήρωσα τις πίτσες, και πήγαμε δίπλα στα παγκάκια να κάτσουμε και να περιμένουμε.

«Να σου πω…» ξεκίνησε η Χριστιάνα διστακτικά. «Δε… δε θέλω να γίνει κάτι και να χαλάσει η σχέση σου με τον Ανδρέα.» Κάθισε λίγο πιο ίσια. Δεν με κοίταζε· έπαιζε με τα μαλλιά της. «Είσαι πολύ-πολύ τυχερή. Είναι σπάνιο παιδί.»

«Αν—χτύπα ξύλο—ποτέ χαλάσει,» της είπα ήρεμα, «δεν θα είναι από αυτό, Χριστιάνα.»

Της χάιδεψα το χέρι για να με κοιτάξει.

«Ο Ανδρέας είναι πολύ μετρημένος στα λόγια του. Δεν τον πείραξαν οι περιπτύξεις μας. Τον πείραξε που χάσαμε τον έλεγχο με το αλκοόλ. Όχι για το τι έγινε, αλλά για το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί, αν συνέχιζε η απώλεια ελέγχου.»

Πήρα μια ανάσα.

«Ερεθίστηκε, μη νομίζεις. Δεν είπε ψέματα. Αλλά δεν είναι άνθρωπος που θα εκμεταλλευόταν δύο μεθυσμένες κοπέλες. Δεν είναι τέτοιος.»

Έγειρα πίσω και την κοίταξα σταθερά.

«Αν ήμασταν νηφάλιες και κάναμε τα ίδια, σε διαβεβαιώνω δεν θα τον χαλούσε καθόλου. Και αν τον αφήναμε να συμμετέχει… για εκείνον θα ήταν η απόλυτη Νιρβάνα.»

Γέλασα μαλακά, αλλά το βλέμμα μου έμεινε σοβαρό.

«Ναι, ξέρω… δε χρειάζεται να το πεις. Ούτε εκείνος πιστεύει ότι υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα. Απλώς… το θέλω εγώ. Και θέλει να μου το προσφέρει.»

Την ξανακοίταξα.

«Δεν ξέρω πώς το κάνει αυτό. Εγώ… εγώ δεν θα άντεχα να κάνω κάτι τέτοιο στη θέση του.»

Της έπιασα το χέρι.

«Και αυτό απαντάει και σε αυτό που δε σε άφησα να πεις. Ακόμα κι αν σου άρεσαν τα αγοράκια. Δεν χρειάζεται να κρύβεσαι από εμάς… από εμένα.»

Η Χριστιάνα έγειρε ελαφρά μπροστά.

«Ναι… δεν χρειάζεται…» μουρμούρισε. «Το ξέρω. Το ξέρω μετά λόγου γνώσης ότι δεν με τραβάνε οι άνδρες…»

Κατάπιε με κόπο.

«Στην πραγματικότητα το ήξερα και πριν. Πριν πάω για πρώτη μου φορά με κάποιον. Και μάλιστα… άνδρα.»

Το βλέμμα της σκοτείνιασε, άρχισε να πλέκει πάλι με αμηχανία τα μαλλιά της.

«Λες και ήθελα να αποδείξω στον εαυτό μου ότι μπορούσα...» Αναστέναξε. «Μα δεν μπορούσα,» συνέχισε με φωνή που έτρεμε. «Ήταν τρυφερός, υπομονετικός… αλλά κάθε φορά που με άγγιζε… μου ερχόταν αναγούλα.»

Κούνησε το κεφάλι της λες και προσπαθούσε να διώξει από μέσα του την ανάμνηση.

«Το ήξερα!» είπε ξεφυσώντας δυνατά. «Και παρόλα αυτά… δεν ήθελα να δοκιμάσω με γυναίκα. Γιατί κατά βάθος… ήξερα. Ήξερα μέσα μου ότι αυτό δε θα έχει επιστροφή.»

Σταμάτησε για λίγο. Η φωνή της έτρεμε όταν συνέχισε.

«Όταν με φιλούσες… όταν με χάιδευες… ένιωθα—νιώθω—σαν να με διαπερνάει ηλεκτρικό ρεύμα. Ήταν… ήταν η πιο έντονη αίσθηση που έχω νιώσει στη ζωή μου.» Με κοίταξε στα μάτια. «Δεν ξέρω γιατί νιώθω τόση ασφάλεια… τόση άνεση μαζί σου…» είπε και σταμάτησε για μερικές στιγμές.

«Ή μάλλον… ξέρω. Είναι γιατί εσύ δεν είσαι σαν εμένα. Σου αρέσει… σε ερεθίζει… αλλά δε θα μπορούσες ποτέ να με ερωτευτείς.»

Χαμήλωσε το βλέμμα της.

«Για μένα… θα είναι σαν παιχνίδι με τη φωτιά. Γιατί εγώ μπορώ. Και δε θέλω… δε θέλω να γίνει κάτι και να σε φέρω σε αυτή τη θέση.»

Κοντοστάθηκε. Ύστερα σήκωσε ξανά το κεφάλι.

«Και όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο… αυτό. Το γεγονός ότι, πέραν του όποιου όμορφου χρόνου περάσουμε… δεν έχει άλλη προοπτική… με απελευθερώνει.»

Δεν της απάντησα με λόγια. Της πήρα απλώς τα χέρια στα χέρια μου και της τα χάιδεψα απαλά.

«Ξέρεις…» ξεκίνησα, μαλακά. «Δεν ήταν εύκολο ούτε για μένα.»

Κρατούσα τα μάτια μου στα δικά της.

«Ξέρω ότι ελκύομαι σεξουαλικά και από γυναίκες. Αλλά με αρρώσταινε—με αρρωσταίνει—η σκέψη ότι θα πληγώσω τον Ανδρέα.»

Έκανα παύση.

«Δεν θα έκανα τίποτα αν δεν είχα τη συγκατάθεσή του.»

Έγειρα ελαφρά πιο κοντά της.

«Το είδα όμως προχθές στα μάτια του, όταν γύρισα από την έξοδό μας. Είχα περάσει τόσο όμορφα… και ο Ανδρέας… χαιρόταν.»

Χαμογέλασα με την ανάμνηση.

«Χαιρόταν με τη χαρά μου. Ήταν ειλικρινής. Μου είπε ότι στην αρχή τον ζόρισε, αλλά… ήταν “γλυκό ζόρι”, έτσι το είπε. Όμορφο.»

Έγειρα λίγο πίσω.

«Το καταλαβαίνω… και δεν το καταλαβαίνω. Εννοώ, κάποιες φορές… μ’ αρέσει να με πονάει.»

Σήκωσα τα χέρια καθησυχαστικά.

«Μη φρικάρεις. Το ίδιο αρέσει και σε εκείνον. Αν τον δεις καμιά φορά όταν έχω ανάψει πολύ… είναι λες και τον έχουν κλείσει σε σακί με γάτες!»

Γέλασα, αλλά αμέσως σοβάρεψα.

«Θέλω να πω… ο πόνος δεν έχει πάντα αρνητική υφή. Αυτό ακριβώς αισθάνεται. Ένα γλυκό ζόρι… που του αρέσει. Γιατί αφενός… τον φτιάχνει η σκέψη. Και αφετέρου… αντλεί ικανοποίηση από τη δική μου ικανοποίηση.»

Την κοίταξα με τρυφερότητα.

«Και… δεν είναι ο μόνος στη σχέση μας που το κάνει αυτό.»

«Δεν φρίκαρα» μου είπε χαμογελαστή η Χριστιάνα. «Ξέρεις… χμμμ… αυτά δεν λέγονται εδώ… Ουφ… καμιά φορά πιάνω τον εαυτό μου να… ουφ… να φαντασιώνεται ότι… είμαι με κάποια… και… και… και με χρησιμοποιεί όπως… όπως θέλει. Ωχ παναγία μου… ούτε στην Κατερίνα δεν τα έχω πει αυτά!»

«Luis… I think that this is the beginning of a beautiful friendship…» ξεκίνησα να λέω.

«Withbenefits» συμπλήρωσε χαμογελώντας ντροπαλά η Χριστιάνα.

Και εκεί επιτέλους ακούσαμε το παιδί από το Everest που μας φώναζε ότι οι πίτσες μας ήταν έτοιμες. Είχαν περάσει κιόλας δέκα λεπτά; Ούτε που το κατάλαβα. Σηκωθήκαμε και πήγανε να πάρουμε τις πίτσες, τις είχε βάλει σε κουτιά γιατί έτσι όπως έκαιγαν δεν μπορούσαμε να τις πάρουμε στο χέρι.

Και πάνω στην ώρα είδα και ένα πορτοκαλί Corolla να σταματάει στη στάση μπροστά από την πλατεία, βγάζοντας alarms. Προσεκτικά, πολύ προσεκτικά, πήγαμε στο αυτοκίνητο. Άφησα τις πίτσες στον ουρανό ώστε να περάσει στο πίσω κάθισμα η Χριστιάνα.

Μετά, τις έδωσα ένα-ένα τα κουτιά και τα τοποθέτησε δίπλα της. Κατέβασα το κάθισμα, μπήκα μέσα και ξεκινήσαμε. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, ήμασταν έξω από το σπίτι της Χριστιάνας, στην πλατεία της Φορτέτσας. Σηκώθηκα και ανέβασα το κάθισμα για να περάσει έξω.

«Σας ευχαριστώ πολύ-πολύ!» είπε η Χριστιάνα.

«Εμείς σ’ ευχαριστούμε, Χριστιάνα μου» είπε ο Ανδρέας.

«Μωρό μου, να ανέβω λίγο πάνω να… να χαιρετήσω τη Χριστιάνα, ιδιωτικά;» του ψιθύρισα.

«Ανέβα»

«Χριστιάνα περίμενε, κάτσε να ανέβω κι εγώ πάνω για να μου δώσεις τη φόρμα!»

«Βρε δεν χρειάζεται, την κατεβάζω εγώ!»

«Ανέβα βρε βάσανο!» της είπα και επιτέλους στρόφαρε.

Ανεβήκαμε και οι δύο τις σκάλες. Ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα. Αν και ήμασταν μόνες… better safe than sorry. Πέρασα κι εγώ μέσα. Έκλεισα πίσω μου την πόρτα και η Χριστιάνα γύρισε με τη φόρμα και το φούτερ και μου τα έδωσε.

Τα παράτησα δίπλα στην καρέκλα και την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα.  Ξαφνιάστηκε λίγο αλλά το ξεπέρασε σε χρόνο dt. Με έσφιξε πάνω της και ένιωσα τα στήθη της λίγο πάνω από τα δικά μου, είναι και μερικούς πόντους ψηλότερη. Μη σταματώντας το φιλί, τη χάιδεψα τρυφερά στα μαλλιά και μετά κατέβασα το χέρι μου πιο χαμηλά και τη χάιδεψα με την ίδια τρυφερότητα στην πλάτη.

Αργά, σχεδόν απρόθυμα, τραβηχτήκαμε η μία από την άλλη.

«Next time…» της υποσχέθηκα, κλείνοντάς της το μάτι.

«Next time…» μου απάντησε, με το χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό της.

Πήρα από την καρέκλα τα ρούχα και κατέβηκα στον Ανδρέα μου που με περίμενε στο αυτοκίνητο. Άνοιξα την πόρτα και πέρασα μέσα.

«Μωρό μου, μπορούμε να σταματήσουμε μισό λεπτό από το σπίτι μου να ταΐσω Σίμπα και γατιά και να πάρω τις ασκήσεις που έχω να λύσω;»

«Και το ρωτάς;» μου είπε και ξεκίνησε.

Όταν φτάσαμε, πετάχτηκα και πήγα σχεδόν τρέχοντας μέσα. Ο Σίμπα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε εμφανιστεί, ήρθε ποδοβολώντας και πήδησε πάνω μου, παραλίγο να με σκοτώσει ο μούργος. Τα γατιά ήταν άφαντα, αλλά ο Σίμπα ποτέ δεν πείραζε το φαγητό τους, οπότε γέμισα άφοβα και τα υπόλοιπα τρία πιατάκια.

Έβαλα τα τετράδια μου που θα χρειαζόμουν την επαύριο στο σακίδιο καθώς και τις δύο δισκέτες της Pascal. Κλείδωσα και γύρισα στον Ανδρέα που με περίμενε. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και 5 λεπτά αργότερα παρκάραμε μπροστά από το σπίτι του.

«Να φάμε πρώτα» μου είπε, «έχω λυσσάξει.»

«Δεν ξέρω αν είναι καλή ιδέα, θα γλαρώσεις μετά και άντε να διαβάσεις.»

«Δίκιο έχεις αλλά η μέγιστη απόλαυση στις πίτσες του Έβερεστ είναι να τις τρως αμέσως μόλις μπορείς να τις βάλεις στο στόμα χωρίς να πάθεις έγκαυμα. Και τώρα είναι ακριβώς σε αυτή τη θερμοκρασία.»

Δίκιο είχε οπότε δεν έφερα άλλες αντιρρήσεις και εδώ που τα λέμε είχα λυσσάξει κι εγώ στην πείνα. Ο Ανδρέας έφαγε δύο κομμάτια και εγώ έφαγα ενάμιση και οι πίτσες του Έβερεστ ήταν *μεγάλα* τετράγωνα κομμάτια, στην Κρήτη, όπως είχα διαπιστώσει, δεν αστειεύονται με τις μερίδες!

Άνοιξε και μια μπύρα αλλά η ιδέα του αλκοόλ—ακόμα και του λίγου που έχει η μπύρα—μου έκανε το στομάχι φιόγκο, οπότε εγώ ήπια Sprite. Έτριψα την κοιλιά μου, ουφ… δεν είχα καμία όρεξη να κάτσω να λύσω ασκήσεις τώρα. Συμμαζεύτηκα όταν τον είδα να ανοίγει τις σημειώσεις του και να αρχίζει να διαβάζει μουρμουρώντας μέσα από τα χείλη του, οπότε έκανα την ανάγκη φιλοτιμία και, αναστενάζοντας, έβαλα κι εγώ τις ασκήσεις και άρχισα να γράφω.

Όπως προχθές στις ασκήσεις του απειροστικού, έτσι και σήμερα, η τελευταία άσκηση των μιγαδικών μου έβγαλε την ψυχή ανάποδα. Να δειχτεί ότι

Κάπως ήμουν σίγουρη ότι αν το πήγαινα με επαγωγή δε θα έβγαζα άκρη, αλλά το προσπάθησα στην αρχή. Παράτησα την προσπάθεια και άρχισα να μετασχηματίζω το γινόμενο με βάση τον τύπο του Euler. Το 2n-1 εμφανίστηκε ως διά μαγείας, αλλά ο αριθμητής ήταν δράμα, είχε μετασχηματιστεί στο γινόμενο

όπου  οι n-οστές ρίζες της μονάδας, δηλαδή οι πραγματικές και μιγαδικές ρίζες της εξίσωσης

Χμμμ…

Από την άλλη όμως, από τη στιγμή που 1, ζ1, ζ2 κλπ. είναι ρίζες της ίδιας εξίσωσης, επάγεται:

όπου  οι n-οστές ρίζες της μονάδας. Σύμφωνα με το θεμελιώδες θεώρημα της άλγεβρας, η παραγοντοποίηση ενός πολυωνύμου είναι μοναδική. Συνεπώς:

 

για όλα τα x, άρα και για x=1, οπότε:

Να το και το n. Το αποτέλεσμα ήταν , ακριβώς αυτό που ζητούσε η άσκηση να αποδειχτεί. Πετάχτηκα και άρχισα να χτυπάω παλαμάκια, τρομάζοντας τον Ανδρέα που είχε απορροφηθεί στο δικό του διάβασμα.

«Τι… τι έγινε;»

«Τίποτα μωρό μου, έλυσα μια πολύ ζόρικη άσκηση στους Μιγαδικούς και ενθουσιάστηκα!»

«Μπράβο ματάκια μου» μου είπε χαμογελώντας.

Ο ενθουσιασμός μου δεν κράτησε πολύ καθώς ναι μεν είχα τελειώσει με τους μιγαδικούς αλλά είχα και Φυσική. Αναστέναξα και αλλάζοντας τετράδιο, άρχισα να λύνω τις ασκήσεις. Όταν τελείωσα και με δαύτες, κόντευε να πάει 21:30.

«Ουφ, θέλω να χωθώ στο καυτό νερό μέχρι να λιώσω» δήλωσα.

«Δηλαδή, καλά που άναψα το θερμοσίφωνα!» είπε κερδίζοντας τα ενθουσιώδη παλαμάκια μου. «Αυτή τη φορά σουσουράδα θα μπούμε μαζί, κι εγώ θέλω να χαλαρώσω!»

«Αμέ!» του είπα χαρίζοντας του ένα αστραφτερό χαμόγελο.

Με είχε πιάσει πάλι πείνα, μασούλησα τη μισή πίτσα που είχε μείνει αλλά πεινούσα ακόμα.

«Χμ, πεινάω πάλι. Έχεις όρεξη για μια ομελέτα;»

«Περιμένεις απάντηση, Φοίβη;»

«Τι ρωτάω κι εγώ…» είπα και σηκώθηκα να ετοιμάσω την ομελέτα. «Χμμμ, ξέρεις τι δεν πήραμε; Μανιτάρια!»

«Ε, καλά, δε χάλασε ο κόσμος. Ας τη φάμε χωρίς μανιτάρια!»

«Έχω στο σπίτι» του είπα αλλά όταν με αγριοκοίταξε άλλαξα τροπάριο «Χωρίς μανιτάρια, και το κρίμα στο λαιμό σου! Άντεεεε.»

«Θα σου μαυρίσω τον κώλο» με απείλησε με τη σειρά του.

«ΙΙΙΙΙΙΚ… δεν ντρέπεσαι να με κακομεταχειρίζεσαι;»

«Σε τρώει, ε;»

«Λίγο μόνο!» του είπα και του έστειλα ένα φιλάκι και γύρισα στην προετοιμασία της ομελέτας, βάζοντας το bacon να τηγανίζεται.

Όταν την έβγαλα από το τηγάνι και την σέρβιρα στην πιατέλα πέσαμε πάνω της σα να μην υπάρχει αύριο και εδώ που τα λέμε, από την οπτική της ομελέτας, αυτό ίσχυσε στο ακέραιο.

«Αααχ, αυτά είναι!» είπε ο Ανδρέας τρίβοντας την κοιλιά του. «Πάμε για μπανάκι ή προτιμάς πρώτα να σε δείρω και μετά να πάμε για μπανάκι;»

«Σου κάνει καρδιά να με δείρεις;» του είπα παίζοντας γλυκουλινιάρικα τα μάτια.

«Μωρέ θα σε τουλουμιάσω!» μου δήλωσε.

«Είσαι ένας κακούργος, αυτό έχω να δηλώσω!»

«Κάτσε να τελειώσουμε το μπάνιο και θα το δηλώσεις με όρεξη!» με ψευτοαπείλησε.

«Αχνε!» ήταν η απάντησή μου.

Εμ, δεν το κρατάω το ρημάδι κλειστό. Note to self, η ζώνη στα κωλομέρια μετά το ζεστό μπάνιο, πολύ κακή ιδέα. Φώναξα τόσο δυνατά που ο Ανδρέας τα χρειάστηκε, τόσο που σταμάτησε.

«Ζώνη τέλος! Ό,τι αρπάξεις από το χέρι!»

«Τέτχιος είσαι!» του είπα διαμαρτυρομένη εντόνως.

«Τέτχιος και χειρότερος» είπε. «Πού είχαμε μείνει, έχασα το μέτρημα!»

«Εχμ….»

«Καλά, δεν πειράζει, πάμε από την αρχή!» είπε.

«Ένα» είπα με ενθουσιασμό και μ΄ ένα ηλίθιο χαμόγελο να έχει ζωγραφιστεί στα χείλη μου.

«Ρε θα κάτσεις σοβαρή να σε τιμωρήσω;»

«Δεν είμαι εγώ σοβαρή;;; Με πλjηγόνjεις»

«Αυτό ήταν! Ξύλο τέλος. Τώρα θα δεις!»

Και με πέταξε στο κρεββάτι και με έκανε άλογο στο γαργαλητό.

ΤΟΝ ΑΓΑΠΩ, ΤΟΝ ΛΑΤΡΕΥΩ!!!!


21. Μην τάξεις σ’ άγιο κερί…

Ανδρέας

Δεν της έδειξα κανένα έλεος, την γαργάλησα μέχρι που κόντεψε να φτύσει τα πνευμόνια της.

«Όχι άλλο… όχι άλλο, σε παρακαλώ» μου είπε όταν σταμάτησα πάλι για λίγο για να βρει τις ανάσες της.

«Σ’ αγαπάω!» της είπα τρυφερά. Αντί απάντησης με αγκάλιασε από το σβέρκο και με τράβηξε πάνω της μέχρι που τα χείλη μου ακούμπησαν τα δικά της.

«Σ’ αγαπάω» μου είπε και εκεί οι γλώσσες μας μπλέχτηκαν σε ένα μανιασμένο φιλί.

Το χέρι μου ταξίδεψε στο στήθος της και το χάιδεψε απαλά. Δεν σταμάτησα εκεί, το κατέβασα πιο χαμηλά και ακόμα πιο χαμηλά, μέχρι τις αρχές του εφήβαιού της. Η Φοίβη κοκκάλωσε περιμένοντας το χέρι μου να βρεθεί ανάμεσα στα σκέλια της, αλλά δεν της έκανα τη χάρη. Έστριψα το χέρι μου και τη χάιδεψα στους μηρούς, ενώ σταματώντας το φιλί κατέβηκα προς το αριστερό της στήθος και πιπίλησα απαλά τη ρώγα της.

Την έπαιξα για λίγη ώρα στο στόμα μου και έφερα το χέρι μου πάλι στις αρχές του εφήβαιού της. Αυτό το ιδιότυπο πέρα δώθε συνεχίστηκε για λίγη ώρα, μέχρι που η Φοίβη, προσπάθησε να μου πιάσει το χέρι και να μου το βάλει ανάμεσα στα πόδια της.

Έβαλα δύναμη και το χέρι μου αντιστάθηκε στην κίνησή της. Με κοίταξε απορημένη και εκεί, δαγκώνοντας δυνατά τη ρώγα της, έφερα το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια της και έβαλα μέσα ένα δάχτυλο που στιγμές αργότερα το ακολούθησε και δεύτερο, κάνοντάς την να της ξεφύγει ένα δυνατός στεναγμός, μείξη πόνου με ηδονή.

Συνέχισα να αυξομειώνω την πίεση των δοντιών μου στη ρώγα της με τα δάχτυλά μου να μπαινοβγαίνουν μέσα της, κάνοντας τα βογγητά της να πολλαπλασιαστούν.

Σταμάτησα να τη δαγκώνω και, αφού έπαιξα την ερεθισμένη της ρώγα για λίγο με τη γλώσσα μου, την πήρα απαλά ανάμεσα στα χείλη μου. Τράβηξα τα δάχτυλά μου από μέσα της και άρχισα να της χαϊδεύω με το μεσαίο την κλειτορίδα της.

Συνέχισα έτσι για αρκετή ώρα, μέχρι που το κορμί της, από κάτω μου, άρχισε να τρέμει και ενέτεινα ακόμα περισσότερο το ρυθμό μου,  μετατρέποντας το τρέμουλο σε δυνατά τραντάγματα. Τεντώθηκε σαν τόξο και ξεφώνισε «ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥ… ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ»

Τη γύρισα μπρούμητα και, προσεκτικά, οδήγησα το όργανό μου μπροστά της. Μπήκα βαθιά μέσα στον κόλπο της και εκεί, πέρασα τα χέρια μου από κάτω της, χουφτώνοντας ένα στήθος με κάθε χέρι. Κάθισα για μερικές στιγμές ακίνητος και μετά άρχισα να μπαινοβγαίνω μέσα της με δαιμονιώδη ρυθμό. Εκεί το έχασε τελείως, ξέχασε να δαγκώσει τα χέρια της και αν δεν ακουστήκαμε μέχρι τα άσπρα κτήρια, να μη με λένε Ανδρέα.

Αλλά σάμπως εγώ ήμουν καλύτερος; Ήμουν τόσο καυλωμένος που σχεδόν τέλειωσα μέσα της, ίσα που πρόλαβε να βγει και το κεφαλάκι πριν αρχίσω να εκσπερματώνω. Το αποτέλεσμα ήταν να κάνουμε τα σεντόνια χάλια και όχι τίποτα, μόλις χθες τα είχα στρώσει. Έπεσα ξέπνοος ανάσκελα στο πλάι της και γύρισε προς τη μεριά μου.

«Νομίζω ότι ακουστήκαμε λιγάκι» είπε χαμογελώντας μου ντροπαλά, τώρα την πιάσανε οι ντροπές της!

«Να μη νομίζεις, να είσαι σίγουρη» της είπα καθόλου καθησυχαστικά. «Άξιζε τον κόπο πάντως, αυτό έχω να πω!»

«Απλά τον άξιζε; Αστεράκια είδα!»

Καθίσαμε για μερικές στιγμές ακίνητοι, ίσα να βρούμε τις ανάσες μας. Σηκωθήκαμε και η Φοίβη έβαλε τις πιτζάμες της και εγώ ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και το μποξεράκι μου. Ξεστρώσαμε το κάτω σεντόνι και το έβαλα στη σακούλα με τα άπλυτα, δεν την γλυτώναμε τη νέα βόλτα στο καθαριστήριο.

Αρχικά είχα βάλει τη μπλούζα μου γιατί σκεφτόμουν ότι θα δούμε λίγο τηλεόραση, χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει ότι κόντευε μεσάνυχτα. Κι εγώ και η Φοίβη έχουμε πολύ φορτωμένο πρόγραμμα τις Δευτέρες, οπότε αποφασίσαμε ότι τρία συνεχόμενα ξενύχτια ήταν too much.

«Οι τελευταίες μέρες ήταν πραγματικό ροντέο, αυτό έχω να δηλώσω!» είπε η Φοίβη.

Την κοίταξα με σηκωμένο φρύδι. Δεν είχε άδικο.

«Αυτό που έγινε σήμερα… κάποια στιγμή θα το λέμε και θα γελάμε. Όταν γυρίσαμε από το Μπάχαλο, ήταν πραγματικά να τραβάς τα μαλλιά σου από την απελπισία και ταυτόχρονα να σε πιάνει η κοιλιά σου από τα γέλια.»

Έγειρα το κεφάλι στο πλάι μην μπορώντας να κρατήσω το γέλιο μου.

«Μα τον ύμνο του ΠΑ.ΣΟ.Κ, βρε αθεόφοβη;» τη ρώτησα γελώντας ακόμα δυνατά.

Έβαλε κι εκείνη τα γέλια. «Αν είναι να πάρεις τον κατήφορο… be a legend

«Φοίβη, σε αυτό με το ποτό, πάντως, δεν αστειεύομαι,» της είπα σοβαρεύοντας απότομα.

«Έχεις δίκιο, μωρό μου. Δεν έχω κάτι άλλο να σου πω, πέρα από την υπόσχεση που σου έδωσα: δεν θα επαναληφθεί.»

Έκανε μια μικρή παύση. Με κοίταξε στα μάτια.

«Και για να σε προλάβω, εννοώ δε θα αφήσω τον εαυτό μου να χάσει το μέτρο στο ποτό. Στο υπόσχομαι.»

«Τέλος πάντων…» είπα και αναστέναξα. «Να σου εξομολογηθώ κι εγώ την αμαρτία μου; Το πρωί μου είχε γίνει πύραυλος.»

Χαμογέλασε πονηρά, περίμενε τη συνέχεια.

«Το διαβολάκι μέσα μου φώναζε “Κάν’ το! Κάν’ το!”»

Έσκυψα λίγο μπροστά, τονίζοντας τα λόγια μου.

«Βέβαια, δεν υπήρχε περίπτωση να το ακούσω… αλλά θα ήμουν ψεύτης αν πω ότι μου έγινε κατάρτι. Ειδικά…» είπα και σταμάτησα για μερικές στιγμές.

Την κοίταξα με νόημα.

«…ειδικά όταν απείλησα μισοαστεία-μισοσοβαρά τη Χριστιάνα ότι αν δεν άλλαζε μόνη της, θα το έκανα εγώ για εκείνη.»

Η Φοίβη σήκωσε το βλέμμα.

«Δεν το έκανες, όμως.»

Κούνησα το κεφάλι.

«Όχι, δεν το έκανα. Κι αν το σκηνικό επαναλαμβανόταν εκατό φορές, εκατό φορές την ίδια στάση θα κρατούσα.»

Αναστέναξα. Μετά, συνέχισα πιο ήρεμα:

«Γιατί, σκέψου το και αλλιώς: τι θα είχα καταφέρει πραγματικά; Ναι, θα είχα πηδήξει δυο μεθυσμένα κορίτσια, προδίδοντας την εμπιστοσύνη τους.»

Η φωνή μου χαμήλωσε.

«Και ακόμα και αν δεν έδινα δεκάρα για το ένα… δε θα άντεχα να ραγίσω την καρδιά του άλλου. Απλά… δε θα το άντεχα. Δε θα μπορούσα να… ξανακοιταχτώ στον καθρέφτη.»

Σώπασε για λίγο, ύστερα είπε σιγά:

«Όχι ότι έχει σημασία, αλλά έτσι κι αλλιώς… ακόμα και αν δεν ήσουν αυτός που είσαι, δε νομίζω ότι θα τα κατάφερνες.»

Με κοίταξε.

«Θα έπρεπε… να είναι η Χριστιάνα λιπόθυμη από το ποτό για να το καταφέρεις. Δεν… δεν είναι σαν εμένα που απλά με ελκύουν σεξουαλικά κάποιες γυναίκες.»

Κατέβασε το βλέμμα της.

«Η Χριστιάνα είναι λεσβία. Και όχι απλά είναι λεσβία… αλλά ακόμα δεν έχει καταφέρει να συμφιλιωθεί με τον εαυτό της και τη σεξουαλική της φύση.»

«Να συμφιλιωθεί; Μα δεν… Εννοώ… Καλά κάνει! Σε κανέναν δεν πέφτει λόγος!» είπα πιο έντονα απ’ όσο ήθελα.

«Μη το λες σε μένα.» Μου έσφιξε το χέρι. «Το μυστικό της το ξέρουμε μόνο η Κατερίνα, εσύ κι εγώ. Κανείς άλλος.»

«Και θα μείνει μυστικό της.»

«Το ξέρω, μωρό μου. Ωστόσο… για την ίδια δεν είναι καθόλου εύκολο.»

Κόμπιασε για λίγο. Την ενθάρρυνα με ένα νεύμα.

«Εδώ… εδώ δεν είναι εύκολο ούτε για μένα που….»

«Που;»

Με κοίταξε στα μάτια.

«Δε νομίζω ότι μπορώ να ερωτευτώ γυναίκα. Υπάρχει ένας συγκεκριμένος τύπος που με ελκύει σεξουαλικά, αλλά ως εκεί.»

Αναστέναξε.

«Ακόμα κι αν δεν ήμουν ερωτευμένη μαζί σου… δε νομίζω ότι θα μπορούσα να ερωτευτώ τη Χριστιάνα.»

Έγειρε ελαφρώς πίσω.

«Η ίδια το ξέρει. Το έχει καταλάβει. Και… και είναι ο μόνος λόγος που μου ανοίχτηκε έτσι. Γιατί δεν υπάρχει καμία απολύτως προοπτική πέραν του σεξουαλικού παιχνιδιού.»

Κοντοστάθηκε.

«Ανδρέα… το ξέρω ότι μου είχες πει ότι δεν έχεις κανένα πρόβλημα. Ωστόσο…»

Έσκυψε το κεφάλι.

«…θέλω να είναι απολύτως ξεκάθαρο: Αν αυτό το επιτρέπεις με την προοπτική κάποιου τρίο, έστω και ως αμυδρή ελπίδα, καλύτερα να το σταματήσω εδώ.»

«Δεν υπάρχει περίπτωση η Χριστιάνα να σε αφήσει να παίξεις μαζί της.»

Με κοίταξε, σχεδόν παρακλητικά.

«Η εκτίμηση και η συμπάθεια που σου έχει—και σε διαβεβαιώ, είναι πολύ μεγάλη—δεν αρκεί. Και εδώ που τα λέμε… ούτε εγώ ξέρω αν θα άντεχα να… σε δω με άλλη γυναίκα. Ακόμα…»

Την έκοψα.

«STOP. Δεν είναι tit for tat, Φοίβη. Με προσβάλλεις αν το σκέφτεσαι αυτό.»

Πήρα βαθιά ανάσα.

«Δεν το κάνω περιμένοντας ανταπόδοση. Κοίτα… δε θα πω ότι θα με χάλαγε—φωτιά να πέσει να με κάψει αν το πω—αλλά όχι tit for tat

Έβαλε το χέρι της στο στήθος μου.

«Συγγνώμη, μωρό μου. Δεν ήθελα να σε προσβάλλω.»

Με χάιδεψε στο μάγουλο.

«Απλά… ήθελα να είμαι 1000% ξεκάθαρη. Μερικές φορές δεν μπορώ να καταλάβω πώς σκέφτεσαι. Όχι με την αρνητική έννοια… απλώς… πώς γίνεται να υπάρχει ένας τέτοιος άνθρωπος και να τον έχω βρει εγώ;»

Χαμογέλασα κουρασμένα.

«Σου είχα πει πως αν κάτι που θέλεις περνάει από το χέρι μου να σου το δώσω, θα προσπαθήσω να το κάνω με όλες μου τις δυνάμεις.»

Της έπιασα τα δάχτυλα.

«Αυτό κάνω, Φοίβη. Και ξέρεις τι; Δεν θέλει καν προσπάθεια.»

Γέλασα με τα μάτια.

«Με καυλώνει η σκέψη των περιπτύξεών σου με τη Χριστιάνα. Αν είναι να αρκεστώ στη διήγηση, θα αρκεστώ στη διήγηση. Ποτέ δεν πίστεψα έτσι κι αλλιώς στα σοβαρά ότι θα κάναμε παρτούζα… η ζωή δεν είναι σενάριο τσόντας.»

Έμεινε σιωπηλή για λίγο. Μετά είπε διστακτικά:

«Πάντως…»

«Πάντως;» την ενθάρρυνα.

«Το… απλά να μας δεις… δεν θα το απέκλεια κατηγορηματικά.»

Κοκκίνισε ελαφρώς.

«Εννοώ… δεν ξέρω για τη Χριστιάνα. Αλλά εμένα… εμένα με ανάβει αυτή η ιδέα.»

Σήκωσα τα φρύδια.

«Δεν είναι tit for tat, μην τα ξαναλέμε!»

«Δεν είναι tit for tat! Είναι κάτι που θα άρεσε και σε μένα.»

Χαμογέλασε πονηρά.

«Θυμάσαι τη φαντασίωσή σου; Να κάνω στοματικό στη Χριστιάνα και να με παίρνεις από πίσω; Ε, πλέον δεν είναι μόνο δική σου φαντασίωση!»

Πήρε ανάσα.

«Μπορεί ο λογαριασμός να γίνεται χωρίς την ξενοδόχο… αλλά εγώ τουλάχιστον… όχι απλά είμαι δεκτική. Θα το ήθελα με τα χίλια. Αν… αν μπορούσε να γίνει.»

«Καλά… δείτε πρώτα αν πάει καλά μεταξύ σας. Γιατί καλά τα λέμε… αλλά μπορεί στο τέλος να μην τσουλήσει.»

Γέρνω το κεφάλι.

«Αν και οφείλω να ομολογήσω… η μεταξύ σας χημεία είναι απίστευτη.»

«Είναι…» μουρμούρισε. «Αν και…»

«Αν και;»

Σιώπησε λίγο. «Σήμερα που μιλήσαμε, η Χριστιάνα μου είπε ότι κάθε φιλί, κάθε άγγιγμά μου, κάνει το κορμί της να τρέμει.»

Με κοίταξε βαθιά. «Εγώ όμως… εγώ δεν νιώθω έτσι.»

Έκανε μια παύση, ίσα να πάρει ανάσα.

«Εννοώ… μ’ αρέσει, μη νομίζεις. Αλλά όχι τόσο πολύ. Ούτε το φιλί της, ούτε το άγγιγμά της με κάνουν να νιώθω όπως με κάνεις εσύ.»

Τα μάτια της χαμήλωσαν.

«Καμιά φορά απλά με χαϊδεύεις και… γίνομαι μούσκεμα. Όταν με χαϊδεύεις ερωτικά… νιώθω το κορμί μου να πετάει φλόγες,»

Σταμάτησε και πάλι για μερικές στιγμές σα να έψαχνε τις λέξεις.

«Μου άρεσε… μ’ αρέσει ο τρόπος που με φιλάει η Χριστιάνα. Ένιωσα διέγερση όταν τη χάιδευα και όταν με χάιδευε…»

Πήρε ανάσα.

«Αλλά… πώς να στο πω… αυτό το να θέλω να βγάλω εκείνη τη στιγμή τα ρούχα μου και να ορμίσω σα να μην υπάρχει αύριο… μόνο μαζί σου το νιώθω.»

«Άκου… η Χριστιάνα είναι πολύ ευάλωτη. Πρέπει να είσαι πολύ προσεκτική μαζί της.» Κοίταξα τη Φοίβη στα μάτια. «Αν δεν είσαι σίγουρη… μην το προχωρήσεις. Θα είναι πολύ σκληρό. Θα είναι απάνθρωπο για εκείνη.»

«Αν ένιωθα ότι αυτό που κάνουμε δε μου προκαλεί διέγερση, θα το είχα κόψει.»

Με κοίταξε έντονα.

«Τώρα είσαι εσύ που με προσβάλεις, Ανδρέα. Μ’ αρέσει η Χριστιάνα. Μου αρέσουν αυτά που κάναμε. Και θα ήθελα να προχωρήσουμε ακόμα περισσότερο.»

Μαλάκωσε η φωνή της.

«Απλά… δεν μου τα προκαλεί αυτά στον ίδιο βαθμό που το κάνεις εσύ.»

«Συγγνώμη, καρδούλα μου. Έχεις δίκιο. I should have known better.»

Χαμογέλασε. «As should I, earlier. Σ’ αγαπάω!»

«Κι εγώ σ’ αγαπάω, καρδούλα μου.»

Την αγκάλιασα σφιχτά.

«Λοιπόν… ύπνο τώρα, γιατί τα μάτια μου κλείνουν.»

«Καληνύχτα, μωράκι μου», μου ψιθύρισε και με φίλησε τρυφερά.

«Καληνύχτα, κοριτσάρα μου», της είπα, κι έκλεισα τα μάτια, κρατώντας τη στην αγκαλιά μου.

Το πρωί ξύπνησα εγώ πρώτος στις 06:45, άνοιξε το μάτι μου σαν της γαρίδας. Τότε μου ήρθε η ιδέα. Δηλαδή η ιδέα δε μου ήρθε τώρα, την είχα εδώ και αρκετό καιρό αλλά συνεχώς το ξεχνούσα!

Πήγα και άναψα το θερμοσίφωνα και, αφού έκανα την πρωινή μου τουαλέτα και έπλυνα τα δόντια μου, έφτιαξα στα γρήγορα ένα καφεδάκι για μένα. Κάθισα κανένα δεκάλεπτο στο τραπέζι πίνοντας τον καφέ μου μέχρι να boot-άρω τελείως και εκεί ξεκίνησα την προετοιμασία.

Άνοιξα το μάτι της κουζίνας στο χαμηλό και έβαλα πάνω του το τηγάνι. Το άφησα να ζεσταθεί για λίγο και μετά του έριξα βούτυρο. Μέχρι να λιώσει το βούτυρο, έβγαλα ένα μπολ και έριξα αλεύρι, baking powder, σόδα, γάλα και ζάχαρη.

Όταν έλειωσε τελείως το βούτυρο το έριξα στο μπολ και άρχισα να ανακατεύω τα υλικά μέχρι που το μείγμα έγινε λείο. Έριξα και δύο αυγά και άρχισα να ανακατεύω πάλι, μέχρι που το μείγμα έγινε όπως ακριβώς το ήθελα.

Στο μεταξύ ξέπλυνα καλά το τηγάνι και δυνάμωσα τη φωτιά. Έσκισα ένα φύλλο χαρτί κουζίνας και του έριξα λίγο λάδι. Άλειψα προσεκτικά όλο το τηγάνι και το έβαλα πάνω στο μάτι. Πήρα μια βαθιά κουτάλα και άδειασα δύο κουταλιές από το μείγμα στο κέντρο του τηγανιού και με το πίσω μέρος της κουτάλας το άπλωσα στο σχήμα που ήθελα.

Με το που άρχισαν να δημιουργούνται φουσκάλες στο πάνω μέρος, το γύρισα. Όταν ήταν έτοιμο το έβγαλα και το άφησα σε ένα πιάτο. Επανέλαβα τη διαδικασία άλλες 5 φορές και στο τέλος είχα 6 pancakes. Γέμισα ένα κατσαρολάκι με νερό και το έβαλα στο μάτι χωρίς να το χαμηλώσω.

Ήταν οι μέρες που η Φοίβη περίμενε περίοδο και για το λόγο αυτό και στα δύο σπίτια είχαμε προμήθειες σε σοκολάτα, μπισκότα και μερέντα. Έβαλα το βαζάκι με τη μερέντα στο νερό που είχε αρχίσει να ζεσταίνεται και το άφησα γύρω στο δίλεπτο, όσο η μερέντα να λιώσει και να γίνει ρευστή.

Στο μεταξύ άνοιξα ένα πακέτο μπισκότα μιράντα, άδειασα τα περιεχόμενα της πρώτης σειράς σε μια γαβάθα και τα θρυμμάτισα. Στη συνέχεια με το κουτάλι άλειψα με λιωμένη πραλίνα και τα έξι pancakes. Έριξα πάνω τους το θρυμματισμένο μπισκότο και συμπλήρωσα με μια μπανάνα την οποία έκοψα σε ροδέλες.

Ήπια άλλη μια ρουφηξιά από τον καφέ μου και πήγα να στύψω πορτοκαλάδα, μένοντας με την όρεξη, γιατί τα πορτοκάλια τα είχαμε ξεχάσει στο σπίτι της Φοίβης. Δε βαριέσαι, χωρίς πορτοκαλάδα. Κοίταξα το ρολόι μου, είχε πάει 07:40. Πήγα στη μπανιέρα και άνοιξα το νερό δοκιμάζοντας το με το χέρι μου.

Όταν έφτασε στην θερμοκρασία που ήθελα έβαλα την τάπα και την άφησα να γεμίζει με ζεστό νερό. Γύρισα στην κουζίνα και έφτιαξα ένα περιποιημένο νες. Όταν τελείωσε, γύρισα στη μπανιέρα που είχε αρχίζει να γεμίζει και έριξα δυο βόμβες αφρού. Το άφησα να τρέξει λίγο ακόμα και μετά το έκλεισα γιατί αν το άφηνα κι άλλο θα χυνόταν έξω όταν μπαίναμε και οι δύο στη μπανιέρα.

Γύρισα στην κουζίνα και έβαλα την πιατέλα με τα pancakes στο δίσκο. Ακούμπησα πάνω του και τους καφέδες και πήγα μέσα. Η Φοίβη κοιμόταν του καλού καιρού. Έσπρωξα το λαμπατέρ όσο πιο άκρη πήγαινε στο κομοδίνο και πήρα το Moby Dick και τον έβαλα στο συρτάρι μαζί με τα γυαλιά της Φοίβης, taking a mental note για αργότερα να θυμηθούμε να τα πάρουμε.

Ακούμπησα το δίσκο στο χώρο που είχα κάνει και έκατσα καθιστός στο κρεββάτι. Τη χάιδεψα απαλά στα χέρια μέχρι που άνοιξε τα μάτια της. Της χαμογέλασα και μου το ανταπέδωσε.

«Καλημέρα καρδούλα μου»

«Καλημέρα μωρό μου. Τι ώρα είναι;»

«Οκτώ παρά είκοσι.»

«Ε; Γιατί ξυπνήσαμε τόσο νωρίς;» με ρώτησε αλλά δεν της απάντησα. Γύρισα και έπιασα το δίσκο και τον έφερα προς το μέρος της. Γούρλωσε τα μάτια της όταν είδε τα pancakes με τη μερέντα, τα μπισκότα και τη μπανάνα.

«Surprise!!!»

«Pancakes! Μερέντα!!! Είσαι υπέροχος, σ’ αγαπάω! Σ’ αγαπάω!» είπε και μέσα στη φούρια της παραλίγο να τα πετάξει όλα κάτω προσπαθώντας να με πάρει αγκαλιά. Ευτυχώς προλάβαμε τα χειρότερα γιατί και τρίτο άλλαγμα σεντονιών μέσα σε ένα 48-ωρο δεν το ήθελε ούτε ο Θεός ούτε ο διάολος.

Φάγαμε χωρίς να μιλάμε τα pancakes μας και ήπιαμε τα καφεδάκια μας.

«Ααααχ, ήταν υπέροχα! Δεν ήξερα ότι ξέρεις να φτιάχνεις pancakes

«Ξέρω και ήθελα να το κάνω εδώ και πολύ καιρό. Κάθε μέρα εσύ με ξυπνάς με πρωινό και έλεγα συνεχώς ότι κάποια μέρα θα σου φτιάξω κι εγώ και όλο το ξεχνούσα. Εμ μου έχουν μείνει μυαλά, μου τα έχεις πάρει τελείως!»

«Καλά σου έχω κάνει!» μου δήλωσε με στόμφο.

«Και σου έχω ακόμα μία έκπληξη» της είπα κερδίζοντας πάλι τα ενθουσιώδη παλαμάκια της. «Για ελάτε μαζί μου κιουρία να πλύνουμε τα κουνελίσια δοντάκια!»

«Ουφ!» είπε τρίβοντας το πάνω χείλος της και κάνοντάς μου φατσούλα.

«Σταμάτα να ξεφυσάς σα δυστυχισμένος τυφώνας και σήκω!»

Σηκώθηκε και την πήγα από το χέρι μέσα. Άνοιξα την πόρτα.

«Κυρία, το μπάνιο σας είναι έτοιμο!» της είπα, κερδίζοντας ακόμα ένα γύρο ενθουσιώδη παλαμάκια, μια σφιχτή αγκαλιά και μια λαρυγγοσκόπηση. Πέταξε πιτζάμες και εσώρουχα σε χρόνο ρεκόρ και πήγε και χώθηκε στη μπανιέρα.

«Ααααααχ» είπε απολαυστικά.

«Μη βολεύεστε ακόμα μαδάμ, κι εμένα μανούλα μ’ έκανε» της είπα βγάζοντας τα ρούχα μου.

Σηκώθηκε όρθια γεμάτη αφρούς για να μου κάνει χώρο και κάθισα αναπαυτικά προς το βαθύ μέρος της μπανιέρας. Είχα υπολογίσει ελαφρά λάθος το νερό, παρά ήταν ζεστό. Τι να κάνω όμως, αφού μπήκα στο χορό, θα χόρευα.

«Για γκελ μπουρντά!» της είπα και κάθισε μπροστά μου και μετά ξάπλωσε με την πλάτη της προς το στέρνο μου. Τα χέρια μου πήγαν κατευθείαν στα στήθη της και άρχισα να τα μαλάζω απαλά κάνοντάς της να της ξεφύγει ένα σιγανό «ΜΜΜΜΜΜ» ικανοποίησης.

«Ήσανε υπέροχος, ήσανε!» μου δήλωσε η Φοίβη κάνοντάς με να χαμογελάσω. «Και όχι τίποτε άλλο αλλά έχω πρωινό ξύπνημα με Απειροστικό, στο καπάκι Γραμμική-Ι και μετά Εισαγωγή στην επιστήμη υπολογιστών και ψηφιακή σχεδίαση. Ευτυχώς έχω τελειώσει με την Pascal οπότε στις 17:00 θα επιστρέψω σπίτι. Ευκαιρία να φτιάξω και τα γιουβαρλάκια!»

«Αχ ναι, να τα φτιάξεις. Κι εγώ έχω μαθήματα μέχρι τις 15:00 και μετά πρέπει να πάω ΙΤΕ. Γύρω στις 19:00 θα γυρίσω. Θα λυσσάξω στην πείνα πάλι»

«Να φας κανένα τοστάκι το μεσημέρι. Κι εγώ αυτό θα κάνω!»

Γύρω στις 08:30 ανοίξαμε την τάπα να χυθεί το νερό και κάναμε ένα γρήγορο ντουζάκι να ξεπλυθούμε. Ντύθηκα και περίμενα τη Φοίβη που καθυστέρησε λίγο παραπάνω γιατί έπρεπε να στεγνώσει και το μαλλί της με το πιστολάκι. Όταν ντύθηκε και εκείνη, πήρα την τσάντα με τα άπλυτα και όταν πήγαμε στο αυτοκίνητο την έβαλα στο πορτ-μπαγκαζ.

Θα τα πήγαινα στο καθαριστήριο όταν θα κατέβαινα ΙΤΕ. Γύρω στις εννιά παρά ήμασταν στο κυλικείο. Παρά το γεγονός ότι είχα πιει ένα καφέ, χρειαζόμουν και δεύτερο. Η Φοίβη δεν ήθελε, ζήτησε ένα φυσικό χυμό πορτοκάλι. Κάθισε σε ένα τραπεζάκι να περιμένει και εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκαν Νίκος και Μαρία. Η Μαρία κάθισε με την Φοίβη και ο Νίκος ήρθε και στάθηκε δίπλα μου, καθώς ήμουν ο τελευταίος στην ουρά.

«Καλώς τον. Πήρες προμήθειες για την ερχόμενη εβδομάδα;»

«Για δυο μέρες. Θα έρθουν οι γονείς μου την Τετάρτη το πρωί, έχει να κάνει κάποιες εξετάσεις ο πατέρας μου στο ΠΕΠΑΓΝΗ και θα κάτσουν και την Πέμπτη. Θα μου μαγειρέψει η μάνα μου αλλά δε βαριέσαι, μετά μια εβδομάδα έμεινε και γυρίζω Ρέθυμνο. Εσείς θα την κάνετε νωρίτερα, σωστά;»

«Ναι, εμείς φεύγουμε Παρασκευή το βράδυ και θα επιστρέψουμε στις 10 του Γενάρη.»

«Μια χαρά. Τι κάνατε το Σ/Κ;»

«Πήγαμε Μπάχαλο!»

«Αυτά είναι. Έδωσε σόου πάλι η μικρή;»

«Ω ναι και αυτή τη φορά όχι σόλο.»

«Σιγά ρε Τραβόλτα!» μου είπε και έβαλα τα γέλια.

«Όχι εγώ ρε, είχε έρθει μαζί μας και η Χριστιάνα!» του εξήγησα.

«Α μπα; Τι κολλητιλίκια είναι αυτά στα ξαφνικά;» με ρώτησε με έκδηλη περιέργεια.

«Σάμπως με εμένα τα έχει; Με την Φοίβη πάνε να γίνουν κώλος και βρακί.» του απάντησα χαχανίζοντας. «Στην αρχή ήταν αμήχανα, δε λέω, αλλά δε βαριέσαι…»  του είπα και σταμάτησα για μερικά δευτερόλεπτα. «Και στο κάτω-κάτω, δεν της είχα τάξει και γάμο, ούτε καν για καφέ δεν της είχα ζητήσει να πάμε.»

«Ναι, αλλά αυτή δε σε γούσταρε;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με διερευνητικά.

«Όπως αποδείχτηκε όχι, αν δεν είχε βρεθεί στο δρόμο μου η Φοίβη θα είχα φάει μια χυλόπιτα όλη δική μου» του απάντησα σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους μου.

«Τι διάολο, όλοι ξινοί της πέφτουν;» με ρώτησε ξύνοντας το μέτωπό του.

«Τι να σου πω, ρε Νίκο,»| το είπα σηκώνοντας τα χέρια μου. «Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.»

«Ρε» μου είπε συνωμοτικά «λες να είναι λεσβία;»

«Δε νομίζω» του απάντησα χωρίς να χάσω την ψυχραιμία μου. «Όπως μας είπε η ίδια τα είχε με κάποιον στην Αθήνα και τα χάλασαν όταν ήταν στο πρώτο έτος.»

Δε μου αρέσει να λέω ψέματα και αυτό που είπα ήταν η μισή αλήθεια. Τη μοναδική της σχέση την είχε κάνει όταν πήγαινε ακόμα σχολείο. Ένιωσα λίγο άσχημα, είναι η αλήθεια, αλλά η προστασία της ιδιωτικότητας της Χριστιάνας είχε μεγαλύτερο βάρος από τις τύψεις μου για το αθώο ψέμα που είπα στο Νίκο.

Έξυσα το σβέρκο μου προσπαθώντας να φανώ αδιάφορος. «Τι να σου πω, μάλλον κάνει το Σαββατικό της, έτσι κι αλλιώς ανάγκη έχει; Ένα νεύμα να κάνει με τα δάχτυλά της και θα τρέχει από πίσω το μισό πανεπιστήμιο σα σκυλάκι.»

«Μόνο το μισό;» με ρώτησε γελώντας.

«Ε, το άλλο μισό είναι γυναίκες!»

«Χαχαχα, τι λες ρε μαλάκα; Επειδή στο τμήμα βιολογίας έχετε λίγες παραπάνω γυναίκες, έγινε ξαφνικά μισό-μισό;»

«Ένα δίκιο το έχεις» συμφώνησα μαζί τους χαχανίζοντας.

Η αλήθεια ήταν ότι στη σχολή θετικών επιστημών, στο Ηράκλειο τουλάχιστον, η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών ήταν φύλου αρσενικού. Μόνο το τμήμα βιολογίας και το χημικό είχε παραπάνω κοπέλες, στα υπόλοιπα τμήματα ήταν σαφώς πολύ λιγότερες.

«Ένα φραπέ γλυκό με γάλα και μια πορτοκαλάδα, φυσικό χυμό» είπα καθώς είχε φτάσει η σειρά μου.

«Ένα φραπέ και ένα νες μέτριο. Και τα δύο χωρίς γάλα» είπε ο Νίκος παραγγέλνοντας για εκείνον και τη Μαρία.

Αφού πληρώσαμε, πήραμε τα πράγματά μας και πήγαμε στο τραπέζι όπου καθόντουσαν Μαρία και Φοίβη.

«Τι λέγατε;»

«Για το πόσο όμορφα περάσαμε στο Μπάχαλο το Σάββατο.»

«Μαρία, εσύ είχες γάμο ε;»

«Ναι, είχαμε πάει Ομαλό. Μωρέ αυτό ήταν γλέντι, αυτό έχω να πω,» είπε με ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αφτιά. «Το διαλύσαμε σχεδόν… μεσημέρι την Κυριακή. Του φουκαρά του Σήφη δεν του έκλεινε το παντελόνι, εμ με τόσο που ήπιε και έφαγε,» συνέχισε χαχανίζοντας. «Όμορφα ήταν πάντως και ας μην κάναμε ξέφρενο κλάμπινγκ όπως ελόγου σας ή ελόγου σου, μη με κοιτάς εμένα έτσι Νίκο! Έστι δίκης οφθαλμός ος τα πανθ’ ορά, αυτό έχω να πω, μεσιέ!» του είπε σα δασκάλα που μάλωνε τον άτακτο μαθητή.

«Και τι ήθελες να κάνω ρε Μαρία, την Στέλλα Βιολάντη;» τη ρώτησε με προσποιητή αγανάκτηση.

«Έτσι μπράβο Νίκο! Δώσ’της να καταλάβει,» του έκανα χαχανίζοντας. «Χτύπα πιο δυνατά τα χέρια της με τα μαγουλάκια σου!» συνέχισα, κάνοντας Μαρία και Φοίβη να σκάσουν στα γέλια.

«Ρε δε γαμιέσαι κι εσύ κι ο γρύλος σου;» μου απάντησε, χαχανίζοντας και ο ίδιος.

Με γέλια και πειράγματα συνεχίσαμε μέχρι τις 09:15 όπου κάθε κατεργάρης έπρεπε να πάει στον πάγκο του. Στις 11:00 είχα ένα απρόοπτο κενό καθώς το πρωί έσπασαν τα νερά, νωρίτερα από το προγραμματισμένο, της γυναίκας του καθηγητή που δίδασκε το μάθημα, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να μην προλάβει να ορίσει αντικαταστάτη.

Η Φοίβη είχε μόλις μπει για το μάθημα της Γραμμικής-Ι και έτσι βρέθηκα μόνος μου, χωρίς να έχω κάτι να κάνω. Φλέρταρα με την ιδέα να πεταχτώ να αφήσω τα άπλυτα στο καθαριστήριο αλλά μου πέρασε γρήγορα.

Μην έχοντας τίποτε άλλο να κάνω πήγα στο κυλικείο και εκεί πέτυχα τη Χριστιάνα που πήγαινε να πάρει καφέ.

«Ακαδημαϊκό τέταρτο είναι δεσποινίς, όχι ακαδημαϊκό εικοσάλεπτο.»

«Καλημέρα» μου είπε χαμογελαστή. «Δεν έχω μάθημα τώρα, έχω στις 12:00 και ήρθα να πάρω ένα καφέ. Μόνος σου είσαι; Δεν έχεις μάθημα;»

«Είχα, αλλά γέννησε η γυναίκα του Παπαδάκη σήμερα το πρωί και επειδή αυτό έγινε λίγο νωρίτερα απ’ ότι το περίμεναν, δεν πρόλαβε να ορίσει αντικαταστάτη,» της εξήγησα. «Φοίβη, Μαρία και Νίκος είναι στα μαθήματά τους. Η Ελένη δεν ξέρω που κοπροσκυλιάζει αλλά κανονικά είχε και εκείνη Παπαδάκη σήμερα. Ομοίως και ο Τάσος, μάλλον τους πήρε ο ύπνος.»

«Το ίδιο και η Κατερίνα,» μου απάντησε χαμογελώντας στη σκέψη. «Έφυγε χθες το βράδυ ο Βαγγέλης και την προηγούμενη εβδομάδα είχαν ξελυσσάξει,» συνέχισε με πονηρό χαμόγελο γεμάτο υπονοούμενα.

«Ίσα που πρόλαβα να τη δω πέντε λεπτά χθες το βράδι, πήγε και έπεσε σαν τούβλο, σήμερα δεν έχει εργαστήριο οπότε την παίρνει να κάνει κοπάνα,» είπε στο τέλος.

«Άστο μωρέ το κορίτσι να ξεκουραστεί!» την πείραξα.

«Είπα εγώ τίποτα; Δε μου λες, θα κάτσεις εδώ; Να σε κεράσω ένα καφέ;»

«Αμέ θα κάτσω, τώρα που βρήκα παρέα θα φύγω; Καφέ όμως μη μου πάρεις, ο δεύτερός μου είναι ακόμα στη μέση.»

Πήγα και κάθισα σε ένα τραπεζάκι και χάζεψα για λίγο την τηλεόραση, είχε κάποιο πρωινάδικο στο mute. Σε λίγο ήρθε και η Χριστιάνα και κάθισε. Τράβηξε μια γερή γουλιά από τον καφέ της και άναψε τσιγάρο.

«Πώς τα περάσατε χθες, εννοώ, αφού γυρίσαμε από τον Ηριδανό»

«Βασικά διάβασμα, τελειώσαμε γύρω στις 21:30 να φανταστείς. Μετά έφτιαξε η Φοίβη μια ομελέτα και όταν φάγαμε, μπανάκι και νάνι. Τρία συνεχόμενα ξενύχτια ήταν too much, ειδικά με το πρόγραμμα που έχουμε Δευτεριάτικα. Εσύ;»

«Κι εγώ μια από τα ίδια, μη νομίζεις. Διάβασα κι εγώ μέχρι περίπου στις 20:00 και μετά έφαγα τη δεύτερη πίτσα και χαζολόγησα στην τηλεόραση, είχε διαφημίσεις με διάλειμμα για ταινία. Και να σου πω… οι διαφημίσεις ήταν πιο ενδιαφέρουσες!»

«Τόσο χάλια μωρέ; Κυριακές συνήθως βάζουν καλές ταινίες.»

«Mega και ANT1 είχαν περιπέτειες, δεν είναι του γούστου μου,» είπε κουνώντας τα χέρια της αδιάφορα. «Το STAR είχε κωμωδία, δηλαδή στη θεωρία ήταν κωμωδία αλλά τι να σου πω, δε μου άρεσε,» μου είπε σουφρώνοντας τα χείλη της. «Γύρω στις 22:00 ήρθε η αμαρτωλή κόρη, την οποία όπως σου είπα πρόλαβα να δω για πέντε λεπτά. Τελικά έκλεισα την τηλεόραση και το έριξα στο διάβασμα.»

«Ναι; Τι διαβάζεις;»

«Το τρίτο στεφάνι, του Ταχτσή. Δε μου έκανε καρδιά να το αφήσω κάτω, σκυλομετάνιωσα που αντί να το ξεκινήσω έφαγα μία ώρα να βλέπω τηλεόραση.»

«Για πες, τι υπόθεση έχει;»  τη ρώτησα με ενδιαφέρον.

«Είναι ιστορία δύο φιλενάδων, της Νίνας και της Εκάβης. Εξελίσσεται στην διάρκεια του Μεσοπολέμου και της Κατοχής.

«Καλό ακούγεται!» συμφώνησα μαζί της. «Έχω να σου προτείνω κι εγώ ένα, αν ενδιαφέρεσαι!»

«Αμέ!» μου είπε με φωνή γεμάτη έξαψη.

«Είναι πρόσφατο σχετικά, νομίζω πριν 3-4 χρόνια εκδόθηκε,» της είπα σκεπτικά. «Μπορεί να μην το ξέρεις, είναι τα Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά του Μουρσελά, τον έχεις ακουστά;»

«Όχι! Τι υπόθεση έχει;»

«Σε πολύ αδρές γραμμές είναι σαν ένας πιο ωμός, πιο χυδαίος Αλέξης Ζορμπάς στη μεταπολεμική Αθήνα. Είναι ώρες-ώρες αρκετά σοκαριστικό και έχει κάμποσες ερωτικές σκηνές αλλά all-in-all αξίζει. Σ’ εμένα, τουλάχιστον, άρεσε πολύ.»

«Μη με πάρεις με τις πέτρες αλλά δεν έχω διαβάσει τον Αλέξη Ζορμπά. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν έχω διαβάσει καθόλου Καζαντζάκη.»

«Τότε ξεκίνα με αυτόν. Έχω διαβάσει και τον Ζορμπά και το Αναφορά στο Γκρέκο και το Χριστός ξανασταυρώνεται και τον Τελευταίο Πειρασμό. Είναι όλα ένα κι ένα.»

«Χμμμ, με ποια σειρά θα μου πρότεινες;»

«Το αναφορά στο Γκρέκο θα το άφηνα τελευταίο, είναι ουσιαστικά αυτοβιογραφικό,» ξεκίνησα να της λέω. «Θα ξεκινούσα με τον βίο και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, μετά το Χριστός ξανασταυρώνεται και μετά τον Τελευταίο Πειρασμό.» Σταμάτησα για μερικές στιγμές. «Μου είπαν επίσης ότι αξίζουν και τα Όφις και Κρίνο, ο Καπετάν Μιχάλης και ο Φτωχούλης του Θεού, αλλά δεν τα έχω διαβάσει.»

«Πολύ πράγμα. Ίσως τελικά να αρχίσω με τα βαμμένα κόκκινα μαλλιά, που μου είπες στην αρχή.»

«Α, να σου πω και κάτι άλλο,» της είπα με χαμηλή φωνή γέρνοντας προς το μέρος της.

«Προηγουμένως ο Νίκος με ρώτησε—από περιέργεια, όχι για κάποιο άλλο λόγο—πώς ξαφνικά αρχίσαμε να κάνουμε παρέα…»

Με κοίταξε προσπαθώντας να καταλάβει που το πάω.

«Τους έκανε εντύπωση μωρέ γιατί… πριν τη Φοίβη… ε, ξέρεις, είχα αρχίσει να σε χμμμ… προσεγγίζω,» της είπα ντροπαλά, κερδίζοντας και το δικό της ντροπαλό χαμόγελο.

«Τέλος πάντων, κάπου είναι λογικό να ρωτάνε, γιατί για κάποιο λόγο όλοι το είχαν δέσει ότι ανταποκρινόσουν,» συνέχισα να της εξηγώ αλλά εκεί μου έφυγε ένα αμήχανο χαχανητό.

Σήκωσα ξανά το βλέμμα μου πάνω της.

« Όπως και να έχει—και επειδή όντως θα ήταν κάπως περίεργο—του είπα ότι απλά με συμπαθούσες. Και μου πέταξε στο ξαφνικό… ρε μήπως είναι… καταλαβαίνεις….»

«Και;» με ρώτησε με αγωνία που δεν κατάφερε να κρύψει.

«Του είπα όχι γιατί απ’ όσο ξέρω τα είχες με κάποιον από την Αθήνα όσο ήσουν πρωτοετής και τώρα είσαι… σε αγρανάπαυση. Οπότε αν γίνει ποτέ κουβέντα στην παρέα… απλά να το ξέρεις…» της απάντησα ξεφυσώντας.

«Άκου…δε μ’ αρέσει να λέω ψέματα, ούτε καν αθώα, αλλά η προστασία της προσωπικής σου ζωής—αν  και μεταξύ μας θεωρώ ότι δεν έχεις κανένα λόγο να κρύβεσαι, γιατί στο κάτω-κάτω της γραφής δεν οφείλεις δεκάρα σε κανέναν—έχει για μένα μεγαλύτερο βάρος από τις όποιες τύψεις μου που είπα ένα αθώο ψέμα στο Νίκο.»

«Σ’ ευχαριστώ πολύ, πραγματικά!» μου είπε και μου έπιασε το χέρι πάνω στο τραπέζι. «Όσο για το άλλο… είναι δύσκολο να σου δώσω να καταλάβεις αλλά…» πήγε να πει αλλά την έκοψα βάζοντας το άλλο μου χέρι πάνω στο δικό της.

«Δε χρειάζεται να καταλάβω, Χριστιάνα,» της είπα κοιτάζοντάς τη στα μάτια. «Ο λόγος που σου είπα τα καθέκαστα είναι απλά για να μην πέσουμε σε αντιφάσεις μεταξύ μας, αν ποτέ το φέρει η κουβέντα.»

«Σε ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ πολύ!» μου είπε με φωνή που έτρεμε και δάκρυα στα μάτια που δεν κατάφερε να συγκρατήσει.

«In another note, όπως σου είπα θα πάρω το αυτοκίνητο μαζί μου,» ξεκίνησα αλλάζοντας κουβέντα. «Στο λέω γιατί—μιας και θα έχεις πράγματα να πάρεις—να πάμε και οι τρεις μαζί στο πλοίο και το πρωί που θα φτάσουμε Αθήνα να σε αφήσουμε σπίτι σου.»

«Θα κατέβαινε να με πάρει από το λιμάνι ο πατέρας μου.»

«Μην τον τρέχεις μωρέ τον άνθρωπο πρωινιάτικα!» της είπα κάνοντας μια κίνηση με το χέρι.»

«Δε θέλω να σας βάλω σε κόπο!» μου είπε ντροπαλά.

«Έλα μωρέ Χριστιάνα,» της είπα κουνώντας το κεφάλι μου. «Κάνεις λες και θα σε κουβαλήσουμε στην πλάτη. Ή, ακόμα χειρότερα, λες και είσαι κάποια ξέμπαρκη που μας φορτώθηκε.»

«Καμιά φορά το σκέφτομαι και αυτό,» μου απάντησε χαμηλώνοντας το βλέμμα της.

«Κόψε τις παπαριές!» της είπα πιο εκνευρισμένα απ’ όσο σκόπευα, την είδα που μαζεύτηκε. Άλλαξα τόνο και προσπάθησα να το ρίξω στο χαβαλέ.

«Μπορεί εγώ να μη μπορώ να σε ξυλοφορτώσω αλλά έχε υπόψη σου ότι η Φοίβη έχει βαρύ χέρι, αν της πεις τίποτα τέτοιο θα στον μαυρίσει!»

«Δε θα περάσει ο φασισμός!» προσπάθησε να αστειευτεί.

«Ο φασισμός δε θα περάσει αλλά δε θα μπορείς να κάτσεις για καμιά βδομάδα αν σε περιλάβει! Είπα και λάλησα και αμαρτία ουκ έχω!»

«Ουφ….»

«Μην αρχίσεις πάλι τις ευχαριστίες, δώσαμε-δώσαμε.»

«Πάνω που έλεγα το Γενάρη που θα γυρίσουμε να πάρω μεγαλύτερο ταψί αλλά αφού το λες εσύ….»

«Τότε ΔΕΝ ΔΩΣΑΜΕ! ΔΕΝ ΔΩΣΑΜΕ!»

«Χαχαχα» είπε βάζοντας τα γέλια. «Κάπως ήμουν σίγουρη!»

«Κανείς ποτέ δεν είπε όχι στο παστίτσιο!» της είπα γλείφοντας τα χείλη μου στην ανάμνηση του παστίτσιου που μας είχε φτιάξει.

«Τόσο πολύ σας άρεσε;» με ρώτησε με χαρά που δε μπορούσε να κρυφτεί με τίποτα.

«Αχ Θεέ μου, τι ακούνε τα τρυφερά μου αυτάκια; Εδώ κόντευε να αρχίσει να μου βγαίνει το μακαρόνι από τη μύτη και δε μπορούσα να σταματήσω και μας ρωτάει αν μας άρεσε.»

«Απαπα, λύσσα!» μου είπε γελώντας πιο χαλαρωμένη.

«Ορίστε, πείνασα τώρα!» της είπα με ψεύτικη απελπισία.

«Πείνασες, ε; Ε, κάνε υπομονή μέχρι την Τετάρτη να σας ξαναφτιάξω παστίτσιο!» μου είπε και τα μάτια της άστραψαν παιχνιδιάρικα.

«Ψιτ, δεν παίζουν με αυτά! Μην τάζεις σ’ άγιο κερί και σε παιδί κουλούρι!» της απάντησα κουνώντας το δάχτυλο μου για έμφαση.

«Ε, καλά, κάτσε την Τετάρτη σπίτι σου αφού δε με πιστεύεις. Θα φάμε το παστίτσιο εγώ η Κατερίνα και η Φοίβη,» συνέχισε χαχανίζοντας.

«Χα! Μωρέ μπάστακας θα στηθώ!» της δήλωσα σταυρώνοντας τα χέρια μου.

«Χαχαχα, κάπως ήμουν σίγουρη, δις!»

«Άσχετο, τι μάθημα έχεις στις 12:00;»

«Ανόργανη-ΙΙ.»

«Ωχ,» της έκανα. «Καλή διασκέδαση.»

«Δε λες τίποτα….» απάντησε στενάζοντας.

«Σήμερα το απόγευμα θα πάω ΙΤΕ. Ισχύει ότι ενδιαφέρεσαι, έτσι;»

«Ναι! Ναι, φυσικά!»

«Ωραία, θα χρειαστεί να περάσεις μια συνέντευξη. Όχι τίποτα φοβερό, πέντε-δέκα λεπτά το πολύ, να δουν τι καπνό φουμάρεις.»

«Prince,» μου απάντησε χαχανίζοντας. Μετά σοβάρεψε. «Ναι, μου το είπες και προχθές. Φυσικά!»

«Ωραία, τι ώρες μπορείς αύριο ή μεθαύριο;»

«Μπορώ και αύριο και μεθαύριο μετά τις 17:00.»

«Α, ωραία!» είπα τρίβοντας τα χέρια μου. «Και τις δύο μέρες πρέπει να πάω ΙΤΕ και τις Τρίτες συνήθως έρχεται μαζί μου και η Φοίβη για να κάτσει σε κάποιο workstation, μαθαίνει Unix.» Χαμογέλασα φέρνοντας στο μυαλό μου την εικόνα της. «Εγώ βέβαια θα πρέπει να κάτσω μέχρι τις 19:00 ωστόσο μπορείτε να κάτσετε παρεούλα μέχρι να τελειώσω κι εγώ. Να τους πω για αύριο, αν γίνεται;»

«Ναι, βέβαια!»

«Κοίτα, στην αρχή και μέχρι να αρχίσεις να μαθαίνεις Fortran και SPSS θα έχει κάμποση χαμαλοδουλειά, κυρίως πληκτρολόγηση,» της είπα απολογητικά. «Ξέρεις από υπολογιστές, έτσι;»

«Ναι, έχω άνεση στη χρήση υπολογιστή, στην Αθήνα είχαμε ένα μαζί με τον αδερφό μου. Μπορώ να πληκτρολογήσω σε ικανοποιητική ταχύτητα.» Χαμογέλασε αυτάρεσκα. «Και παρακολουθώ και τα μαθήματα που κάνει το υπολογιστικό κέντρο σε TeX/LaTeX

«Α, γι’ αυτό μην ανησυχείς,» της έκανα κουνώντας αδιάφορα τα χέρια μου. «Έχουν έτοιμα templates ωστόσο θα εκτιμηθεί η ευχέρειά σου σε δαύτα.» Την κοίταξα με ενθαρρυντικό βλέμμα. «Κάποια βασικά στο Unix και στο VMS θα στα μάθω εγώ, άλλωστε κι εγώ όταν πήγα ήξερα λίγο Unix αλλά δεν ήξερα την τύφλα μου από VMS.» είπα στενάζοντας, το VMS μου είχε βγάλει την ψυχή ανάποδα. «Τον vi μπορείς να τον χειριστείς;»

«Βασικά αυτόν χρησιμοποιώ στα μαθήματα για το TeX. Κάποιοι χρησιμοποιούν Emacs αλλά εγώ δεν την πάλευα με δαύτον. Meta-Control-χέσε μέσα,» μου είπε γελώντας. «Vi, vi until the day I die που λένε και κάποιοι hardcore,» συνέχισε με πάθος ιεροκήρυκα.

«Ρώτησα γιατί συνήθως τα Sun Workstations είναι άδεια και στο ITE έχουμε x-windows text editors όπως ο xcoral ή ο nedit. Ωστόσο αν δεν υπάρχει θέση μπορεί να χρειαστεί να κάτσεις σε κάποιο από τα vt-510 που έχουμε, οπότε καλό είναι να μπορείς να γράψεις και σε terminal editor

«Κανένα πρόβλημα!» μου δήλωσε με σιγουριά.

«Δε μου λες, ξέρεις δηλωτή;» τη ρώτησα αλλάζοντας τελείως θέμα.

«Θα σού ‘λεγα τώρα τι κάνουν οι αρκούδες στο δάσος,» μου απάντησε χαχανίζοντας «αλλά έχε χάρη!»

«Lets put it to the test!» της είπα και πήγα να φέρω τράπουλα. «Τράβα.» Τράβηξε εφτάρι, τράβηξα πεντάρι. «Μοιράζω εγώ» είπα και ανακάτεψα την τράπουλα. «Κόψε.»

Πήραμε ο καθένας έξι φύλα και από κάτω μοίρασα τέσσερα ανοιχτά. Να σου γαμήσω, είχε κάτω το δύο σπαθί, δύο άσσους και ένα εξάρι. Βέβαια δεν μπορείς να κάνεις ξερή στο πρώτο χέρι αλλά αν είχε δεκάρι θα μάζευε μάνι-μάνι 4 πόντους. Αν όχι, θα τους μάζευα εγώ, γιατί είχα δεκάρι πάνω μου.

«Αυτό ήταν κόψιμο!» μου είπε και έβαλε τα γέλια.

«Μπα που κόψιμο να σε πιάσει!» της είπα όταν έριξε δεκάρι—και ήταν το δέκα καρό—και μάζεψε και τα τέσσερα φύλα, κάνοντάς τη να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.

Επειδή οι πιθανότητες ήταν με το μέρος μου έριξα κάτω το δεκάρι μου και ήταν και σπαθί π’ ανάθεμά το. «Σ’ ευχαριστώ, είσαι γλύκας!» μου είπε όταν το έκανα και μου έκανε ξερή, η άτιμη είχε δύο δεκάρια πάνω της.

«Καλά πήγε αυτό» είπα φιλοσοφημένα και έριξα κάτω ένα εφτάρι.

«Κάτι λέγαμε για δάση και αρκούδες!» μου είπε, κάνοντάς μου δεύτερη ξερή. Τι σκατά, ίδια φύλα είχαμε;

Δεν έκανε άλλη ξερή αλλά στη δηλωτή αν ο άλλος σου κάνει ξερή, πολύ δύσκολα θα κερδίσεις αν δεν κάνεις κι εσύ. Αν σου κάνει δε δύο, δεν μπορείς να το ισοφαρίσεις ακόμα και αν μαζέψεις όλη την υπόλοιπη τράπουλα και η Χριστιάνα είχε μαζέψει ήδη 26 πόντους στο πρώτο χέρι. Το υπόλοιπο της πρώτης παρτίδας ήταν διαδικαστικό.

Απορροφημένοι από το παιχνίδι, και με το σκορ στο 3-1 υπέρ της Χριστιάνας, δεν είδαμε τη Φοίβη που είχε διάλειμμα. Πω-πω, πώς είχε περάσει έτσι μια ώρα;

«Γεια σας!» είπε χαρίζοντάς μας το χαμόγελο της κουνελο-Colgate. «Τι κάνετε καλά μου παιδιά;»

«Εδώ, μαθαίνω στον αγαπουλίνο σου τι κάνουν οι αρκούδες στο δάσος!»

«Σ’ έχει κάνει άλογο, μωρουλίνι μου;» με ρώτησε χαϊδεύοντάς με τρυφερά.

«Πονάν μωρέ τα παλικάρια;» της απάντησα προσπαθώντας να κάνω τον ήρωα.

Τελικό σκορ 4-1 υπέρ της Χριστιάνας, καλά είχε πάει αυτό. Μαζέψαμε την τράπουλα και εκείνη τη στιγμή ήρθε και η Ελένη με τον Τάσο.

«Καλημέρα!» μας είπαν.

«Τι καλημέρα ρε; 12:00 έχει πάει!» τους απάντησα. «Πού είσαι εσύ μαντάμ, έχασες την πρώτη ώρα Παπαδάκη.»

«Μας πήραν τα παπλώματα και μας σήκωσαν» είπε ο Τάσος. «Και όχι τίποτε άλλο αλλά είχα πει στο Vasily ότι θα είμαι στο γραφείο στις 11:00. Παιδιά δε θα κάτσω, παίρνω καφέ και πάω πάνω» μας είπε και πήγε στον πάγκο πριν πλακώσει κι άλλος κόσμος.

«Τάσο, πάρε μου κι εμένα ένα καφέ σε παρακαλώ» του είπε η Ελένη. «Τι έχασα;» ρώτησε κοιτώντας εμένα.

«Την ώρα σου, δεν έχει μάθημα σήμερα,» της απάντησα χαχανίζοντας και μετά σοβαρεύτηκα για να της εξηγήσω τι είχε γίνει.

«Γέννησε πρόωρα η γυναίκα του Παπαδάκη και δεν πρόλαβε να ορίσει αντικαταστάτη. Αν βάλει την αναπλήρωση μέχρι την Παρασκευή έχει καλώς, αν όχι ατυχήσαμε. Αλήθεια, εσύ πότε θα πας στα πατρώα εδάφη;»

«Τα εξωτικά Γιάννενα θα με δουν στο τέλος της επόμενης εβδομάδας, θα κάτσω Ηράκλειο μέχρι και τις 23. Αχ θα με φάνε τα πλοία και τα λεωφορεία,» είπε σαν τραγική ηρωίδα δραματικού μυθιστορήματος. «Δε βαριέσαι, τουλάχιστον στο πλοίο και μέχρι την Άρτα θα έχω και τον Τασούλη.»

«Μια χαρά μωρή αχάριστη! Πόση ώρα είναι από εκεί μέχρι τα Γιάννενα;»

«Όχι πολλή» παραδέχτηκε. «Μία, μιάμιση ώρα.»

Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε και ο Vasily. Μας είδε και ήρθε χαμογελαστός προς το μέρος μας.

“Good morning, guys!”

“Good morning, Vasily. Let me introduce you to Christiana”

Nice to meet you!” της είπε και της έδωσε το χέρι. “Basically, I’m looking for Tasos”

“Yeah, about that” είπε η Ελένη. «Sorry, we just arrived, we didn’t hear the alarm. Tasos is getting his coffee» του είπε και του έδειξε τον Τάσο που ήταν στον πάγκο και μας είχε πλάτη.

“Ah, ok then. I ‘ll wait here if you don’t mind”

Sure, take a seat” του απάντησε η Ελένη. “So, we didn’t see you yesterday. How was your date?”

“Very good! I dare say, excellent.” είπε και γελούσαν ακόμα και τα ανύπαρκτα μουστάκια του.

Εκείνη την ώρα επέστρεψε και ο Τάσος.

“Good morning, Vasily, sorry for the delay, we didn’t hear the alarm!”

“No problem but we should get going!”

“What?” πετάχτηκε η Φοίβη. “Without even a game?”

“I would love to play but Tasos and I have some work to do. However, after we finish, I’m game, if you are available and still interested.”

“Well, I’ m free between 14:00 and 15:00”

“I think Anastasias’ shift is between 13:00 – 19:00, so if we are finished with Tasos, I will come straight here at 14:00”

Its a date” του απάντησε η Φοίβη.

«Ορίστε, μου κλείνει και ραντεβού! Για συμμαζέψου μαδάμ!»

«Ζουλιάρη!» μου είπε και μου έστειλε φιλάκι.

Ο Τάσος με το Vasily έφυγαν και το ίδιο έκαναν λίγη ώρα αργότερα Φοίβη και Χριστιάνα για να πάνε στα μαθήματά τους. Εγώ με την Ελένη είχαμε άλλη μια ώρα κενό, οπότε καθίσαμε εκεί που ήμασταν και το ρίξαμε στο τάβλι. Στις 13:00, στο διάλειμμά τους, ήρθαν και πάλι Φοίβη και Χριστιάνα και στις 13:15 αφήσαμε επιτέλους το τραπέζι και πήγε κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.

Δεν βγήκαμε στις 14:00 για διάλειμμα καθώς ο καθηγητής—επειδή κάτι του είχε τύχει—μας ζήτησε να κάνουμε σερί και να τελειώσουμε στις 14:30 αντί στις 15:00. Κατεβήκαμε κάτω με την Ελένη και βρήκαμε Φοίβη και Vasily στο μέσο της παρτίδας. Η Ελένη ξέρει σκάκι, αν και δεν είναι στο επίπεδο του Τάσου, πόσο μάλλον σε αυτό της Φοίβης και του Vasily, αλλά εγώ πέραν των ονομάτων των πιονιών και των βασικών τους κινήσεων, δεν ξέρω τίποτα.

Δεν είχα καν ιδέα για τον κανόνα του en passant και μου έκανε φοβερή εντύπωση όταν η Φοίβη σε μια κίνησή της αιχμαλώτισε το αντίπαλο πιόνι που ήταν δίπλα της και όχι διαγώνια. Το παιχνίδι δεν είχε τελειώσει μέχρι τις 15:00. Ήταν η σειρά της Φοίβης να παίξει και αυτό που έγινε δεν το είχα ξαναδεί και μου έκανε φοβερή εντύπωση.

Adjourned. Ι have a class at 15:00” είπε στο Vasily και εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Η Φοίβη σημείωσε κάτι σε ένα κομμάτι χαρτί και πήγε και το έδωσε σε κάποιον στο κυλικείο, ο οποίος πήρε το χαρτί κα το έβαλε μέσα σε ένα κουτί.

«Τι κάνατε;»

«Διακόψαμε το παιχνίδι. Κατέγραψα την κίνηση που θα έκανα και την έδωσα να τη φυλάξουν. Όταν βρούμε χρόνο να συνεχίσουμε, θα πάρουμε το χαρτί και θα παίξω αυτή την κίνηση.»

«Μα γιατί την κατέγραψες; Εννοώ δεν έχετε καταγράψει όλες τις κινήσεις σας;»

«Όλες εκτός από την τελευταία. Είναι κανόνας, αυτός που ζητάει διακοπή, να καταγράψει την κίνηση που θα έκανε, και όταν το παιχνίδι συνεχιστεί εκ νέου, υποχρεούται να κάνει την κίνηση που έχει καταγράψει, η οποία φυσικά φυλάσσεται από κάποιον τρίτο.»

«Μα δε θα ήταν πιο απλό να κάνεις την κίνησή σου τώρα και να το συνεχίσετε από εκεί;»

«Όχι, ζητώντας διακοπή, τυπικά ο αντίπαλός μου δεν ξέρει την κίνησή μου και έτσι δεν μπορεί να προετοιμάσει απάντηση σε αυτή.»

«Μα εσύ την ξέρεις την κίνησή σου, θα έχεις όλο το χρόνο να επεξεργαστείς τις πιθανές απαντήσεις του!»

«Ναι αλλά τυπικά δεσμεύομαι σε μια κίνηση που αν είχα και άλλο χρόνο μπορεί να μην έκανα,» μου εξήγησε. “Its as fair as can be…” Μετά γύρισε προς τον Vasily που μας κοιτούσε και του είπα «I was explaining to Andreas the adjournment rules» και ένευσε καταφατικά.

«Λοιπόν, κοριτσάρα μου, την κάνω, πάω ΙΤΕ. Θα περάσω από το σπίτι σου όταν σχολάσω, ναι;»

«Ναι μωρό μου. Σ’ αγαπάω!» μου απάντησε χαμογελαστή.

«Κι εγώ, πολύ-πολύ!» της απάντησα σε τρυφερό τόνο.

«Σιγά, μας πήραν τα μέλια» μας πείραξε η Ελένη.

«Πάνω που έλεγα να σε κατεβάσω στο κέντρο με το αυτοκίνητο, μιας και θα πάω από το καθαριστήριο, αλλά αφού προτιμάς το πεζό δύο ποιος είμαι εγώ να στο χαλάσω;» την πείραξα με τη σειρά μου.

«Είσαι ένας ωμός εκβιαστής!» μου δήλωσε με ψεύτικη αγανάκτηση.

«Προχώρα βρε γαϊδούρ!» της είπα. «Μ’λαρ!»

«Σαλάγα τα!» μου απάντησε χαχανίζοντας και κινήσαμε προς τα άσπρα κτήρια που είχα παρκάρει.

«Θα πάμε πρώτα από το καθαριστήριο και θα σ’ αφήσω στην πλατεία Ελευθερίας»

«Ναι, κανένα πρόβλημα!»

Άφησα τα άπλυτα στο καθαριστήριο, θα τα είχε έτοιμα Τετάρτη απόγευμα, και άφησα μετά την Ελένη στην πλατεία Ελευθερίας. Πήρα τη Δικαιοσύνης και μετά την Καλοκαιρινού και με τα πολλά περνώντας από Χανιόπορτα μπήκα στην 62 Μαρτύρων.

Μου βγήκε η ψυχή μέχρι να φτάσω Γιόφυρο, η 62 Μαρτύρων είναι το Ηρακλειώτικο ισοδύναμο της Κατεχάκη, με αποτέλεσμα τελικά να φτάσω στο ΙΤΕ γύρω στις 16:00. Κάθισα και άρχισα να κάνω document τον κώδικα. Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και ο προϊστάμενος του εργαστηρίου.

«Κύριε Βασίλη, μου είχατε πει αν έχω υπόψη μου κάποιο φοιτητή…» ξεκίνησα διστακτικά.

«Έχεις;» με ρώτησε με λαχτάρα.

«Ναι, έχω κάποια,» του απάντησα χαρούμενος. «Είναι ακόμα δευτεροετής, Fortran θα πάρει το επόμενο εξάμηνο.»

Το βλέμμα του εκεί σκοτείνιασε οπότε βιάστηκα να συνεχίσω.

 «Είναι καλή φοιτήτρια, έχει βαθμό 8,75 και φιλοδοξεί μετά την εξεταστική του Γενάρη να έχει φτάσει κοντά στο 9,» του είπα με μια ανάσα. «Έχει κάνει μαθήματα TeX/LaTeX και γενικά έχει εξοικείωση με τους υπολογιστές. Χμμμ, ξέχασα να τη ρωτήσω για ξένες γλώσσες,» συνέχισα με το πάθος πλανόδιου πωλητή.

«2ετής ε;» ρώτησε στενάζοντας. «Κάποιον στο έτος σου δεν έχουμε;»

«Φαντάζομαι θα υπάρχουν, αλλά εγώ τουλάχιστον δεν γνωρίζω κάποιον άλλον,» του είπα ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Καλώς, πες της να έρθει εδώ να τη δούμε.» Με κοίταξε λες και σήκωνε στις πλάτες του τα βάρη του κόσμου. «Αχ, που έχετε τα μυαλά σας, με το τουφέκι σας κυνηγάμε, ενώ θα έπρεπε να κάνετε ουρά να έρθετε να δουλέψετε εδώ!» μου είπε με απελπισία.

«Εγώ το ξέρω. Και η Χριστιάνα το ξέρει, έτσι τη λένε την κοπέλα που σας είπα,» του δήλωσα με σιγουριά και μετά σήκωσα αδιάφορα τους ώμους μου. «Για τους υπόλοιπους τι να σας πω. Πότε να τη φέρω; Μου είπε μπορεί και αύριο και μεθαύριο μετά τις 17:00.»

«Αύριο, μια χαρά είναι. Δε μου λες, από εδώ είναι;»

«Όχι, Αθηναία σαν εμένα!»

«Ωραία, για να εξαφανίζεστε και οι δύο στις γιορτές!» μου είπε στενάζοντας και πάλι.

«Εγώ πάντως σας το είχα πει εξ αρχής,» του απάντησα αμυντικά.

«Πότε φεύγεις;»

«Παρασκευή βράδυ. Πάντως έτρεξα την Παρασκευή την επεξεργασία της πρώτης μπατσιάς, τέλειωσε το Σάββατο το πρωί,» του είπα. «Το Σάββατο πέρασα από εδώ και τα φόρτωσα στο SPSS. Το είδαμε με το Μανώλη.»

«Ναι, μου τα έδειξε και εμένα. Το fit ήταν πολύ καλό. Για την ακρίβεια, τόσο καλό που με προβληματίζει.»

Έγειρε λίγο πίσω στην καρέκλα του και με κοίταξε που είχα πάρει αμυντικό ύφος.

«Μην παίρνεις αυτό το ύφος, δεν κατηγορώ την υλοποίησή σου. Τα πέρασα κι εγώ από ένα δικό μου, ένα μικρό δείγμα, γιατί το πρόγραμμά μου δεν κάνει scaling

Σταύρωσε τα χέρια του.

«Έτρεξα δειγματοληπτικά 5-6 sets. Βγάλαν σχεδόν τα ίδια αποτελέσματα με τα δικά σου. Για την ακρίβεια, η διαφορά ήταν στα δεκαδικά.»

Μικρή παύση.

«Σε κάθε περίπτωση, όταν συμφωνεί τόσο καλά η θεωρία με τα πειραματικά αποτελέσματα, από το πρώτο κιόλας iteration, γίνομαι επιφυλακτικός.» Σταμάτησε για μερικές στιγμές. «Σήμερα θα σου δώσει το δεύτερο batch ο Μανώλης;»

«Ναι, είπε θα το έχει σήμερα το απόγευμα ή αύριο το πρωί. Εγώ θα είμαι εδώ μέχρι τις 19:00, οπότε θα το βάλω να τρέξει σήμερα· αλλιώς, αύριο το απόγευμα.»

«Όχι, όχι. Αν τα έχει σήμερα, καλό θα ήταν να το τρέξουμε σήμερα.»

Έσκυψε προς την οθόνη μου.

«Για δείξε μου, σε παρακαλώ, πώς τρέχει το πρόγραμμα. Αν είναι, το βάζω εγώ να τρέξει.»

«Βεβαίως» του είπα, και το επόμενο μισάωρο το αφιέρωσα στο να του εξηγήσω τη γραμμογράφηση του αρχείου εισαγωγής καθώς και τις παραμέτρους του προγράμματος.

Καθώς του έδειχνα, άρχισα να εξηγώ.

«Με την επιλογή -a, προσπαθεί διαβάζοντας τα νούμερα να διαλέξει το πρόγραμμα μόνο του τις παραμέτρους λ, r και θ.»

«Με την -p επιλέγεις μέθοδο παρεμβολής. Με -pp{n} κάνει πολυωνυμική βαθμού n. Αν το αφήσεις κενό, το default είναι δευτεροβάθμια. Με -pe είναι εκθετική, με -pl λογαριθμική, και με -ps ελαχίστων τετραγώνων,» του εξήγησα με περηφάνια για την ευελιξία του προγράμματός μου.

«Γραμμική;» με ρώτησε γυρίζοντας το κεφάλι του προς τα μένα.

«Με -pp1. Τέλος, υπάρχει και η επιλογή -i{m}, όπου m είναι ο αριθμός των iterations. Με αυτό τον τρόπο, το πρόγραμμα θα τρέξει m φορές και κάθε φορά θα παίρνει ως αρχικό seed τις τιμές που του περάσαμε είτε εμείς είτε αυτές που είχε υπολογίσει από μόνο του αν είχε προηγηθεί η -a

«Χμμμ,» μου είπε με ενδιαφέρον, και συνέχισα:

«Θέλει κάποια δουλειά ο κώδικας· σηκώνει αρκετή βελτίωση στην ταχύτητα. Μέχρι να το κάνω αυτό, θα πρότεινα να μη βάζουμε πάνω από τρία iterations. Με τον όγκο των μετρήσεων που έχουμε, χρειάζεται περίπου τρεις ώρες ανά πέρασμα.»

Χαμογέλασα με ικανοποίηση και εξίσου χαμογελούσε και εκείνος.

«Μια χαρά. Πολύ καλή δουλειά. Μ’ αρέσει που έβαλες αυτόματο υπολογισμό παραμέτρων.»

«Μα το κάνουμε εμείς στο χαρτί βγάζοντας τα μάτια μας στο SPSS,» του είπα σηκώνοντας τους Γιατί να μπαίνουμε στη φασαρία όταν ο υπολογιστής το κάνει πιο γρήγορα και χωρίς να κουράζεται;»

Σήκωσε το βλέμμα και ρώτησε:

«Δε μου λες; Μπορείς να επιλέξεις συνδυασμούς παρεμβολών; Ή παράλληλη επεξεργασία περισσότερων του ενός;»

«Αυτή τη στιγμή, όχι. Άμα δεν βελτιστοποιήσω τον κώδικα, θα γίνει πάρα πολύ αργό.»

«Πόσο καιρό θα σου πάρει;»

«Γύρω στην εβδομάδα είχα υπολογίσει. Και μετά θα πρέπει να φτιάξω και την παραλληλία. Αυτό, η αλήθεια είναι, δεν το έχω σκεφτεί ακόμη πώς να το κάνω.»

«Ωραία, βήμα-βήμα. Ξεκίνα να δεις αν μπορείς να αυξήσεις την ταχύτητα.»

«Δεν υπόσχομαι ότι θα μπορέσω να τελειώσω μέχρι την Παρασκευή. Έχω και τα μαθήματα, οπότε δεν μπορώ να έρχομαι για πάνω από 3-4 ώρες. Ο υπολογισμός της εβδομάδας είναι με 8ωρα. Πάντως, στις 10 του μήνα θα είμαι πίσω, και οι εξετάσεις μου αρχίζουν στις 25. Την πρώτη εβδομάδα θα μπορώ να έρχομαι για ένα 6ωρο.»

«Με τα μαθήματα πώς πας;»

«Μια χαρά. Φιλοδοξώ στο τέλος του επόμενου εξαμήνου να έχω το πτυχίο μου. Αν και ουσιαστικά είμαι τριτοετής, τυπικά είμαι τεταρτοετής, καθώς είχα περάσει το 1990 αλλά την πρώτη χρονιά απλά είχα γραφτεί, δεν είχα παρακολουθήσει μαθήματα.»

Πήρε μια ανάσα.

«Έχω περάσει ήδη δύο μεταπτυχιακά μαθήματα, και τον Γενάρη θα δώσω άλλα δύο. Μου έχουν μείνει ακόμα τέσσερα προπτυχιακά, δύο από τα οποία τα δίνω αυτό το εξάμηνο.»

«Το άλλο εξάμηνο θα πάρω και από το Επιστήμης Υπολογιστών: Δομές και Βάσεις Δεδομένων, και Αλγόριθμους και Πολυπλοκότητα. Ναι μεν δεν χρειάζεται να τα περάσω για να πάρω πτυχίο, αλλά θα με ζορίσουν στον ίδιο βαθμό με τα μεταπτυχιακά.»

Έγνεψε αργά.

«Συνεπώς συνεχίζεις να θέλεις να κάνεις μεταπτυχιακό.»

«Ναι, εννοείται.»

«Θαυμάσια!»

Όταν έφυγα στις 19:00 ο Μανώλης δεν είχε φέρει ακόμα τα αποτελέσματα του δεύτερου iteration αλλά εκείνη τη στιγμή το μόνο που με απασχολούσε ήταν το στομάχι μου που ήταν άδειο.

Η αλήθεια είναι ότι, πέρα από την πείνα, ήθελα να ανοίξω και λίγο το τερατάκι μου, τον Θρασύβουλα, που λέει και το άλλο μου τερατάκι. Βρήκα την ευκαιρία όταν βγήκα στην Εθνική καθώς ήταν σχεδόν άδεια. Το άνοιξα μέχρι που έφτασα τα 170 και μετά άρχισα και πάλι να επιβραδύνω.

Κρατιόταν καλά ο μπαγάσας. Βγήκα στη διασταύρωση του Άη Γιάννη και στο φανάρι έκανα δεξιά και ανέβηκα την Κνωσσού. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε αλλά σταμάτησα στην κάβα και πήρα δύο μπουκάλια αγιωργίτικο. Δέκα λεπτά αργότερα ήμουν έξω από το σπίτι της Φοίβης.

Ο Σίμπα ήρθε όπως πάντα να με υποδεχτεί κουνώντας σα μανιακός την ουρά του. Μπορεί να με είχε κόψει η πείνα αλλά πολύ τον έκανα χάζι οπότε κάθισα πέντε λεπτά μαζί του έξω να παίξω, κάνοντας τον να ξετρελαθεί, το οποίο το εισέπραξα με γλείψιμο στα μούτρα και… ταγκό, καθώς σηκώθηκε στα δύο και με πήρε αγκαλιά. Και όχι τίποτε άλλο, αλλά σχεδόν με έφτανε στο μπόι.

Με τα χίλια ζόρια με άφησε να πάω προς το σπίτι. Μέσα είχε φώτα αλλά οι κουρτίνες ήταν κλειστές. Δεν είχε κλειδώσει ωστόσο, οπότε άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Και εκεί βρήκα Φοίβη, Μαρία και Χριστιάνα να σημειώνουν η κάθε μία σε ένα χαρτί!

«Μωρούλι μου!» είπε η Φοίβη και πετάχτηκε σαν ελατήριο και ήρθε και χώθηκε στην αγκαλιά μου.

«Απαρτία βλέπω» είπα χαμογελαστός.

«Καλώς τον» είπαν ταυτόχρονα Μαρία και Χριστιάνα.

«Τι κάνετε;»

«Παίζαμε όνομα-ζώο-πράγμα όσο σε περιμέναμε. Όταν τελείωσα στις 17:00 πήγα για καφέ στο κυλικείο και πέτυχα εκεί τη Χριστιάνα, η οποία περίμενε τη λέσχη να ανοίξει στις 18:00 για να πάρει φαγητό και να πάει σπίτι της. Εκείνη τη στιγμή κατέβηκε και η Μαρία και μας είδε. Ε, τους έκανα προσφορά που ήταν αδύνατο να αρνηθούν!»

«Τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται! Δεν ξέρω πως μου ήρθε αλλά καθώς ανέβαινα, κάτι με έκανε να σταματήσω στην Κάβα και να πάρω κρασί!» είπα δείχνοντας την τσάντα με τα μπουκάλια που κρατούσα στα χέρια μου.

«Ωραία, κάτσε κι εσύ να σερβίρω να φάμε!»

«Κόβω σαλάτα» είπε η Χριστιάνα.

«Εγώ θα τις επιβλέπω!» είπε η Μαρία.

Χαμογελώντας, άφησα τα κρασιά στο τραπέζι και πήγα στην τουαλέτα για να πλυθώ, ο Σίμπα με είχε κάνει σύγχρηστο. Όταν τελείωσα, γύρισα στο τραπέζι και βοήθησα τη Μαρία να επιβλέπει Φοίβη και Χριστιάνα να ετοιμάζουν το φαγητό. Όταν τελείωσαν τα σέρβιραν και, αφού καθίσαμε όλοι, πέσαμε με τα μούτρα στο φαγητό. Τα γιουβαρλάκια ήταν αριστούργημα. Δε θα κουραστώ να το λέω, αυτό το κορίτσι είναι χρυσοχέρα.

«Άσε τα πιάτα, θα τα πλύνω εγώ» είπα στη Φοίβη.

«Σ’ ευχαριστώ μωρουλίνι μου!»

Τα κορίτσια κάθισαν στο σαλόνι, Φοίβη και Μαρία στον καναπέ και Χριστιάνα στην πολυθρόνα κοντά στο παράθυρο για να μπορεί να καπνίσει. Όταν τέλειωσαν τα πιάτα, έπιασα και έπλυνα την κατσαρόλα, δυστυχώς δεν είχε μείνει τίποτα, και πώς άλλωστε; Μόνο εγώ έφαγα τρία πιάτα.

Χαζολογήσαμε γύρω στο μισάωρο και η Μαρία δήλωσε ότι έπρεπε να φύγει καθώς χρειαζόταν και δύο λεωφορεία για να πάει Μασταμπά.

«Παιδί μου τι λες; Θα σε πάω εγώ!»

«Όχι μωρέ μη σε βάζω σε φασαρία» είπε αλλά η αλήθεια είναι ότι χαμογελούσαν μέχρι και τ’ αφτιά της.

Άφησα Φοίβη και Χριστιάνα να κάθονται και κατέβασα τη Μαρία στο Μασταμπά μέσω της πλατείας Σινάνη. Στην επιστροφή ωστόσο, καθώς ανέβαινα την Παπαναστασίου, πέρασα έξω από τη βιοτεχνία που έφτιαχνε κρουασάν. Χαμογελώντας μέχρι και τα ανύπαρκτα μουστάκια μου, κατέβηκα και πήρα μια κούτα με μίνι κρουασάν με πραλίνα. Τα οποία γέμισε μπροστά μου εκείνη τη στιγμή. Νιρβάνα, αυτό έχω να πω! Πέντε λεπτά αργότερα παρκάρισα μπροστά από το σπίτι της Φοίβης.

«Τι σας έχω εγώ;» τις ρώτησα χαμογελώντας με το που μπήκα μέσα.

«Τι;;;;» ρώτησαν και οι δύο.

«Ελάτε να δείτε!» τους είπα και άφησα το κουτί στο τραπέζι.

Σηκώθηκαν και οι δύο και πήγαν πάνω από το κουτί ενώ εγώ κάθισα στον καναπέ.

«Κρουασάααααααν» φώναξε η Φοίβη χτυπώντας παλαμάκια, σήμα κατατεθέν. Όχι ότι η Χριστιάνα έδειξε λιγότερο ενθουσιασμό.

«Προσεκτικά μην καείτε, μόλις βγήκαν από το φούρνο» τις προειδοποίησα. Μωρέ, του έδωσαν και κατάλαβε.

«Άιιιι καίει!» είπε η Χριστιάνα. «Αχ, είναι υπέροχο! Σοκολάτα!»

«Μμμμμ» είπε η Φοίβη συμφωνώντας πλήρως. Είχαν πασαλειφθεί και οι δύο, είχαν γίνει χάλια.

«Για φωτογραφία είστε!» τους είπα έχοντας σκάσει στα γέλια.

«Σοκολάτααααααα!» είπε πάλι η Φοίβη και συνέχισαν το κρουασανικό τους όργιο.

«Σιγά βρε κροκόδειλοι, να μείνει και τίποτα για μένα!» τους έκανα με ψεύτικη απελπισία.

«Θα σας ειδοποιήσουμε!» μου απάντησε η Φοίβη, κάνοντας τη Χριστιάνα να χαχανίσει.

«Κατάλαβα, θα μείνω με τις καλύτερες των αναμνήσεων…» απάντησα στενάζοντας.

«Κάτι θα κάνουμε για εσάς, μεσιέ!» μου ανταπάντησε ρίχνοντας ένα πονηρό γελάκι.

Ωχ!


22. Venus rising

Φοίβη

Ούτε κι εγώ δεν ξέρω πως τελικά καταφέραμε και σταματήσαμε πριν ρημάξουμε όλα τα κρουασάν. Κοιταχτήκαμε με τη Χριστιάνα και βάλαμε τα γέλια, είχε δίκιο ο Ανδρέας, είχαμε γεμίσει σοκολάτες. Η Χριστιάνα πήγε μέσα να πλυθεί και όταν μείναμε μόνοι μας ο Ανδρέας μου ρίχτηκε!

«Τι, μόνο ο μούργος θα σε γλείφει στο πρόσωπο;» είπε. Μου έγλειψε τα δάχτυλα των χεριών μου και μετά γύρω από τα χείλη. Ανταπέδωσα το φιλί του παίρνοντάς τον πολύ προσεκτικά αγκαλιά γιατί τα χέρια μου δεν είχαν ακριβώς καθαρίσει.

Παραδομένοι στο φιλί, δεν ακούσαμε τη Χριστιάνα που βγήκε από το μπάνιο.

«Άμαχος πληθυσμός!» μας δήλωσε.

«Μωρέ μια χαρά μάχιμος είναι» της είπε ο Ανδρέας, κάνοντας την να κοκκινήσει.

«Πάω να πλυθώ» είπα αφήνοντας τον Ανδρέα, αλλά κινούμενη προς την τουαλέτα σταμάτησα. «Και μιας και λέγαμε για αναμνήσεις…» είπα και άρπαξα στην αγκαλιά μου τη Χριστιάνα και της έδωσα ένα βαθύ φιλί, το οποίο ναι μεν το ανταπέδωσε, έγινε ωστόσο ακόμα πιο κόκκινη. «Αφενός έταξα στο μωρουλίνι μου αναμνήσεις και αφετέρου τι, έτσι θα σε άφηνα;» της είπα παιχνιδιάρικα και κίνησα να πάω να πλυθώ αφήνοντάς την κόκκινο άγαλμα.

«Εισπνοή/εκπνοή. Εισπνοή/Εκπνοή» άκουσα τον Ανδρέα να την πειράζει πριν ανοίξω το νερό. Όταν βγήκα από το μπάνιο, δυο-τρία λεπτά αργότερα, η Χριστιάνα είχε ανακτήσει την ψυχραιμία της. Προς εμπέδωση της έδωσα και δεύτερο φιλί, αυτή τη φορά πιο απαλό, και αυτή τη φορά κατάφερε να το ανταποδώσει χωρίς να γίνει και πάλι κόκκινη. Η επανάληψη είναι η μαμά της μαθήσεως, καλά το λένε! Καθίσαμε και χαζολογήσαμε λίγη ώρα ακόμα και μετά, μιας και όλοι μας είχαμε διάβασμα, ο Ανδρέας ανέβασε τη Χριστιάνα στο σπίτι της. Όχι, δεν είχαμε ξεχάσει την ωραία κοιμωμένη, μαζί της η Χριστιάνα πήρε και ένα πιάτο γιουβαρλάκια.

Πέντε λεπτά αργότερα επέστρεψε και το ρίξαμε και οι δύο στο διάβασμα, δηλαδή ο Ανδρέας στο διάβασμα, εγώ στην κατασκευή. Ως τελευταία άσκηση στην ψηφιακή σχεδίαση είχαμε να φτιάξουμε ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι ράλι με led. Στον προσομοιωτή στη σχολή είχε δουλέψει, οπότε δεν έμενε παρά η κατασκευή. Η απαίτηση ήταν να υπάρχουν «στροφές» και να υπάρχουν τυχαία εμπόδια και φυσικά να τερματίζει αν έβγαινες έξω από το δρόμο ή χτύπαγες κι άλλα εμπόδια. Bonus πόντοι αν η ταχύτητα του παιχνιδιού άλλαζε με την πρόοδό του. Εγώ έκανα το βήμα παραπάνω και πρόσθεσα και χρόνο. Σκορ δεν μπορούσα να κρατήσω χωρίς κάποιο μικροεπεξεργαστή, ωστόσο μπορούσα πολύ εύκολα να προσθέσω κύκλωμα μέτρησης χρόνου το οποίο θα γινόταν reset μετά από κάθε έναρξη και θα σταματούσε στην πρώτη σύγκρουση.

Την κατασκευή την είχα ξεκινήσει από την προηγούμενη εβδομάδα και τελικά μου πήρε μία-μιάμιση ώρα για να την τελειώσω. Ο Ανδρέας είχε τελειώσει πρώτος και με περίμενε για να γίνει ο δοκιμαστής μου. Το πρώτο του παιχνίδι δεν κράτησε πολύ, είχα υπερεκτιμήσει την ταχύτητα και την σταδιακή της αύξηση με αποτέλεσμα να στουκάρει σχεδόν με το που άρχισε. Η ταχύτητα, ο συντελεστής αύξησής της και το χειριστήριο ήταν τρεις απλοί μετατροπείς αναλογικού σε ψηφιακό, οπότε με τη μέθοδο του trial and error κάποια στιγμή πέτυχα την ιδανική αναλογία.

Είχε πολλή πλάκα! Ο Ανδρέας είχε πορωθεί και εγώ τον κοίταγα τρισευτυχισμένη να παίζει ηλεκτρονικό παιχνίδι που είχα φτιάξει με τα ίδια μου τα χέρια!

«Φτου! Στούκαρα! Πλάκα έχει!» είπε και ξεκίνησε και δεύτερο παιχνίδι. Είχε βάλει στόχο να καταφέρει να αντέξει πάνω από 10 λεπτά, δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολο.

«Ουφ ορίστε, ασχολείται με το παιχνίδι και με έχει αφήσει μόνη» σκέφτηκα παραπονεμένη και τότε το διαβολάκι ξύπνησε μέσα μου. Χαμογέλασα στη σκέψη. Όπως ο Ανδρέας καθόταν στην καρέκλα έχοντας απορροφηθεί από το παιχνίδι, χώθηκα κάτω από το τραπέζι και τον πλησίασα στα τέσσερα. Άπλωσα το χέρι μου και τον χούφτωσα.

«Έι, με αποσυντονίζεις!» είπε.

«Και που είσαι ακόμα» σκέφτηκα και του ξεκούμπωσα κουμπί και φερμουάρ. Μπορεί το πάνω κεφάλι να ασχολούνταν με το ράλι αλλά το κάτω είχε ξυπνήσει. Δε βόλευε ιδιαίτερα, να πω την αλήθεια, ωστόσο τον πήρα στο στόμα μου και άρχισα να τον ρουφάω προσέχοντας να μην κοπανίσω το κεφάλι μου στο τραπέζι.

«Μηηηη» τον άκουσα να φωνάζει, όχι ιδιαίτερα πειστικά, και συνέχισα το θεάρεστο έργο μου. «Αυτό ήταν, θα σε κάνω μαύρη!» είπε και τραβήχτηκε και με τράβηξε και εμένα προσεκτικά. Με πήρε από το χέρι και με σήκωσε προσεκτικά. Όταν σηκώθηκα όρθια μου κατέβασε το παντελόνι που φορούσα και το κιλοτάκι. Νόμιζα ότι θα μου κάνει στοματικό αλλά τελικά το εννοούσε αυτό που είχε πει. Με έβαλε με το στομάχι στα πόδια του με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει τον κώλο μου στο σημείο που ήθελε. Οι σφαλιάρες στον κώλο έπεφταν απανωτές—και αρκετά δυνατές—κάνοντάς με πύραυλο. Όταν έκρινε ότι ο κώλος μου είχε κοκκινήσει αρκετά με σήκωσε και με έβαλε να σκύψω πάνω στο τραπέζι.

Έσφιξα τα δόντια μου περιμένοντας τον αναπόφευκτο πόνο του να μπει από πίσω μου αλλά ο Ανδρέας δεν είχε αυτό στο μυαλό του και μπήκε μπροστά μου κάνοντάς με να δω αστεράκια και πεταλουδίτσες. Πέρασε τα χέρια του μπροστά μου, μου σήκωσε τη μπλούζα και τη φανέλα και στο τέλος και το σουτιέν. Έσφιξε τα στήθη μου και καρφώθηκε μέσα μου κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένα δυνατό ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ. Άφησε τα στήθη μου και με άρπαξε από το πίσω μέρος των μαλλιών και με τράβηξε προς το μέρος του.

«Σ’ αρέσει μωρό μου;» μου ψιθύρισε στο αυτί, κάνοντας με να ανατριχιάσω σύγκορμη.

«Πολύ… πολύ….»

Άρχισε πάλι να κουνιέται, σιγά στην αρχή και σταδιακά αύξησε το ρυθμό του. Το είχα χάσει τελείως, αν με είχε αφήσει θα είχα χυθεί πάνω στο τραπέζι, το μόνο που με κρατούσε ήταν το χέρι του που με τραβούσε από τα μαλλιά ενώ το όργανό του μπαινόβγαινε με λύσσα μέσα μου.

Μπορεί να μην τελείωσα αλλά ήταν υπέροχο, υπέροχο!

«Φοίβηηηηη» τον άκουσα να λέει. «Γύρνα! Γύρνα!»

Γύρισα και γονάτισα μπροστά του και ίσα που πρόλαβα να τον πάρω στο στόμα μου πριν αρχίσει να εκσπερματώνει. Ευτυχώς και τον πρόλαβα γιατί έβγαλε μια σεβαστή ποσότητα που θα με γέμιζε από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Κατάπια και συνέχισα να τον περιποιούμαι για λίγη ώρα ακόμα μέχρι που άρχισε να χαλαρώνει και να ζαρώνει.

Ακόμα γονατισμένη, σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Είχε ακόμα κλειστά τα μάτια του, αλλά στο πρόσωπό του είχε ζωγραφιστεί αυτό το χαμόγελο που κάνει την καρδιά μου χορεύει κωλοτούμπες.

Άνοιξε τα μάτια του και με κοίταξε. Χαμογελώντας μου ακόμα με βοήθησε να σηκωθώ και με τράβηξε πάνω του και με φίλησε βαθιά.

«Έχω μια ιδέα!» του είπα. «Ντύσου!»

«Τι ιδέα; Τι εννοείς να ντυθώ;»

«Εννοώ σήκωσε το μποξεράκι σου και φόρα κανονικά το παντελόνι σου! Έρχομαι!» του είπα και πήγα στο δωμάτιο. Άνοιξα το κομοδίνο και πήρα από εκεί την κασέτα που ήθελα. Πήρα το κασετόφωνο και πήγα μέσα και το έβαλα στην πρίζα, δίπλα από τον καναπέ. Η κασέτα ήταν γυρισμένη στην αρχή. Πάτησα το play και οι πρώτες νότες του τραγουδιού πλημμύρισαν το χώρο. «Θα μου χαρίσετε αυτόν τον χορό;» τον ρώτησα. Χαμογελώντας από το ένα αυτί μέχρι το άλλο και με μάτια που γυάλιζαν ύποπτα με έσφιξε στην αγκαλιά του.

Love hurts, love scars,
Love wounds and marks
Any heart not tough
Or strong enough…

«Το τραγούδι μας» μου είπε σφίγγοντάς με ακόμα πιο δυνατά.

«Ναι μωρό μου, το τραγούδι μας.»

Αλλά η έκπληξη δεν τελείωσε εκεί. Αμέσως με το που τέλειωσε αυτό το τραγούδι, ξεκίνησε το επόμενο.

«Χμμμ» μου είπε μετά τις πρώτες νότες του Stairway to heaven. Δεν απάντησα, έκανα την αθώα, και συνεχίσαμε να λικνιζόμαστε απαλά.

“And she’s buying the stairway to heaven” τραγούδησε τον τελευταίο στίχο του τραγουδιού. «Βρε;» ξεκίνησε να λέει όταν ξεκίνησε το “tale that wasn’t right” των Halloween.

“Guilty as charged!”

In my heart, in my soul, I really hate to pay this toll.
Should be strong, young and bold,
But the only thing I feel is pain…

«Ανδρέα μου, έχεις υπέροχη φωνή… τόσο υπέροχη φωνή! Στο έχω πει;»

«Μόνο 500.000 φορές» μου είπε πειρακτικά και κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου. Συνεχίσαμε να χορεύουμε ενώ μετά ήρθε η σειρά του Catch the Rainbow και μετά του Hotel California και του Gypsy Queen και του Kozmic Blues και τέλος του Illusion.

Περιστέρι, Νοέμβριος 1989

«Νίκο! Νίκο!» τον έπιασα σχεδόν από το γιακά τη Δευτέρα το πρωί.

«Ώπα Φοίβη, σιγά!» μου είπε ξαφνιασμένος.

«Θέλω την κασέτα που έβαλες στο πάρτι! Αυτή με τις μπαλάντες.»

«Χμμμ.»

«Χμούξις!»

«Καλά, μη μας δείρεις κιόλας!»

«Γι’ αυτό μη ζορίζεις την τύχη σου!» του είπα και “φύτουλας” ή όχι ούσα  νταρντανοκοπέλα μπορούσα να γίνω αρκετά intimidating, ειδικά με το Νίκο που έφτανε/δεν έφτανε το 1,62.

Την επόμενη μέρα μου έφερε τις δύο 60λεπτες κασέτες που είχε φέρει στο πάρτι. Τις αντέγραψα σε μια 120άρα και μάλιστα σε τρία αντίγραφα—και ήταν πανάκριβες οι ριμάδες τότε—γιατί όπως λένε, όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά!

Ήταν οι αγαπημένες μου κασέτες και τις πρόσεχα σαν τα μάτια μου, για να τις φθείρω όσο λιγότερο μπορούσα, τις άκουγα εναλλάξ. Το 1989 ήμουν μια ερωτοχτυπημένη έφηβη και ποιος να μου το έλεγε ότι λίγα χρόνια αργότερα θα ήμουν ζευγάρι με τον εφηβικό μου έρωτα!

Όταν σταματήσαμε να χορεύουμε ο Ανδρέας γέμισε δυο ποτήρια με κρασί και πήγαμε και κάτσαμε στον καναπέ. Τσουγκρίσαμε και ήπιαμε μια γουλιά ο καθένας.

«Αύριο το απόγευμα που θα πάμε ΙΤΕ θα έρθει και η Χριστιάνα για να περάσει από συνέντευξη.»

«Α, ωραία!» απάντησα.

«Δε φαντάζομαι να της πάρει πολλή ώρα. Απλά εγώ θα κάτσω μέχρι τις 19:00 εκεί, ίσως και περισσότερο.»

«Δεν πειράζει. Εγώ έχω να κάνω ασκήσεις γραμμικής, φαντάζομαι ότι και η Χριστιάνα θα έχει να κάνει κάποιο διάβασμα. Το πολύ-πολύ να κάτσουμε να παίξουμε κανένα xblast, αν δηλαδή υπάρχουν ελεύθερα sun workstations.»

«Με το ζόρι κρατήθηκα προηγουμένως και δεν έβαλα τα γέλια. Πρέπει να άλλαξε όλα τα χρώματα του ορατού φάσματος η Χριστιάνα όταν τη φίλησες.»

«Τι χρώμα θα είχε η ζωή χωρίς αυτά τα μικρά απρόοπτα;» του απάντησα αθώα.

«Είσαι εσύ μία…»

«Ήμανε!» του απάντησα με ενθουσιασμό και του έσκασα ένα φιλάκι.

«Δε μου λες, το Σάββατο που θα είμαστε στην Αθήνα, τι προτιμάς; Ντίσκο ή Παλένκε;»

«Ουφ δεν ξέρω. Πρέπει να αποφασίσω από τώρα;»

«Όχι.»

«Δε θα προλάβουμε να πάμε Karaoke» του είπα παραπονεμένη.

«Ε, πάμε όταν γυρίσεις!»

«Όταν γυρίσω έχουμε να πάμε εκεί που μας έχει καλέσει ο Βαγγέλης. Την άλλη μέρα το απόγευμα θα επιστρέψουμε Ηράκλειο.»

«Ε δε θα φύγει από εκεί βρε χαζούλα. Πάμε άλλη φορά. Ή, αν θες, αντί να πάμε στο Παλένκε ή στη ντίσκο, πάμε στο karaoke.»

«Όχι-όχι! Θέλω να χορέψω!»

«Φυρί-φυρί το πας να στις ξαναβρέξω!» μου είπε με προσποιητή απειλή.

«Αχνε!» του απάντησα και σηκώθηκα όρθια και του τουρλώθηκα κουνώντας προκλητικά τον κώλο μου.

«Μισό θα με αφήσεις, λυσσάρα!»

«Είδες; Καλά που είχες πάρει αυτά τα δέκα κιλά που λες!» του είπα γυρίζοντας το κεφάλι και βγάζοντας του τη γλώσσα.

«Αυτό ήταν, θα σε μαυρίσω!»

«Όλο λόγια είσαι!» συνέχισα κοροϊδευτικά.

«Έτσι, ε;» είπε και αφού μου κατέβασε πάλι παντελόνι και κιλοτάκι με έβαλε και ξάπλωσα μπρούμητα πάνω του. «Πάρε και τούτη, πάρε κι εκείνη!» μου είπε ρίχνοντάς μου σιγανές. Και μετά άρχισε να με γαργαλάει και ένας θεός ξέρει πως κατάφερα και κράτησα τα γιουβαρλάκια μέσα μου. «Παραδίνεσαι;» με ρώτησε, κάνοντας διάλειμμα για να πάρω ανάσα.

«Παραδίνομαι! Παραδίνομαι!» είπα ξεψυχισμένα, κόντεψα να φτύσω το συκώτι μου, είμαι πολύ γαργαλιάρα.

Γύρισα και για δεύτερη φορά με πήρε στην αγκαλιά του και με πήγε μέσα στο δωμάτιο και με άφησε απαλά στο κρεβάτι. Κατέβασε παντελόνι και μποξεράκι και έκανα μέσα για να ξαπλώσει στο πλάι μου, εκείνος όμως δεν ξάπλωσε. Μου τράβηξε παντελόνι και κιλοτάκι για να βγουν τελείως και μετά κάθισε γονατιστός μπροστά μου. Μου σήκωσε τα πόδια ψηλά και με μια κίνηση μπήκε μέσα μου.

ΘΕΕ ΜΟΥ! ΤΙ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ;;;;;;

Κρατώντας μου τα πόδια ψηλά άρχισε να μπαινοβγαίνει με δύναμη μέσα μου. Ήμουν που ήμουν… απέγινα. Κάθε του κίνηση συνοδευόταν από ένα δυνατό μου βογγητό, ήταν ΑΠΙΘΑΝΟ. Προηγουμένως δεν είχα τελειώσει αλλά αυτή τη φορά κυριολεκτικά με πήρε και με σήκωσε. Οι εκρήξεις μέσα μου ερχόντουσαν διαδοχικά κάνοντάς με να χάσω κάθε άλλη αίσθηση και εκεί που ένιωθα ότι δεν αντέχω άλλο, ερχόταν το επόμενο κύμα με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Δεν είχα ξανανιώσει τόσο δυνατούς οργασμούς στη ζωή μου, δεν έβρισκα καν τη δύναμη να φωνάξω, μόνο κάτι πνιχτά ΜΜΜΝΝΝΝΧΝΧΧΧΧΧ μου έβγαιναν, και πάλι καλά να λέω γιατί από πάνω είχαμε και απόμαχο πληθυσμό!

Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα είχε περάσει όταν ο Ανδρέας τραβήχτηκε και παίζοντας το όργανό του τελείωσε στο εφήβαιό μου και στην κοιλιά μου. Δεν είχε περάσει ούτε μια ώρα που είχε τελειώσει στο στόμα μου, πού είχε μαζευτεί όλη αυτή η ποσότητα;

Δε βαριέσαι, αυτά είναι προβλήματα για όσους δεν έχουν ηλιακό. Έβγαλα μπλούζα, φανέλα και σουτιέν και πήγα στο μπάνιο με τον Ανδρέα να με ακολουθεί. Η αλήθεια είναι ότι ήθελα και τρίτο γύρο αλλά το μωρουλίνι μου κατά τα φαινόμενα δεν είχε άλλες δυνάμεις για απόψε, οπότε το σύντομο ντους τελείωσε χωρίς τρελλίτσες.

Όταν σκουπιστήκαμε γυρίσαμε στο δωμάτιο. Το βράδυ κοιμάμαι χωρίς σουτιέν οπότε από το συρτάρι έβγαλα ένα απλό βαμβακερό κιλοτάκι και φορώντας καλού-κακού και ένα σερβιετάκι γιατί περίμενα περίοδο. Αν και είχα και τακτικό κύκλο, το χάπι της επόμενης μέρας που είχα αναγκαστεί να πάρω είχε τινάξει τον προηγούμενο στον αέρα, σε σημείο που τα είχαμε χρειαστεί και οι δύο.

Φόρεσα φανελάκι, πιτζάμα και χοντρές κάλτσες και κουκουλώθηκα κάτω από το πάπλωμα. Ο Ανδρέας ξάπλωσε, όπως πάντα, μόνο με το μποξεράκι του και μου άνοιξε την αγκαλιά του.

«Α, η Χριστιάνα μας έχει καλέσει για παστίτσιο την Τετάρτη, ξέχασα να στο πω!»

«Ναιιιιι» είπα ενθουσιασμένη χωρίς αυτή τη φορά να χτυπήσω παλαμάκια.

«Και την Πέμπτη λέω να πάμε μεξικάνικο με τα παιδιά γιατί θα τους ξαναδούμε του χρόνου!»

«Αμέ, γιατί όχι!» του είπα χουρχουρίζοντας σχεδόν, ένιωθα τόσο ζεστά, βολικά και υπέροχα στην αγκαλιά του.

«Σου είπε τελικά ο μπαμπάς σου τι έκπληξη σου ετοιμάζει;»

«Όχι, θέλει να με σκάσει!»

«Δε βαριέσαι, την άλλη εβδομάδα θα μάθεις.»

Και εκεί με χτύπησε κατακούτελα η συνειδητοποίηση ότι θα έκανα τρεις σχεδόν εβδομάδες να δω τον Ανδρέα και με πήραν τα κλάματα.

«Τι έπαθες παιδάκι μου;» με ρώτησε ο Ανδρέας τρομαγμένος.

«Θα… μου… λείψεις…» είπα κλαίγοντας γοερά.

«Κι εμένα θα μου λείψεις μωρό μου. Εντάξει όμως, τρεις εβδομάδες είναι. Θα περάσουν!»

«Τρεις… εβδομάδες…» είπα και συνέχισα να κλαίω του καλού καιρού.

«Έλα τώρα κοριτσάκι μου, μην κάνεις έτσι. Μην κλαις σε παρακαλώ.» μου είπε απαλά χαϊδεύοντάς με τρυφερά. Μια κουβέντα ήταν αυτή, μου πήρε κάμποσο να ηρεμίσω. «Σ’ αγαπάω, κλαψιάρα μου! Πολύ πολύ πολύ.»

«Δεν είμαι κλαψιάρα!» διαμαρτυρήθηκα και μετά με πήραν πάλι τα ζουμιά. «Κι εγώ σ’ αγαπάω πολύ πολύ πολύ.»

Τελικά ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω. Ξύπνησα το πρωί πρώτη με έντονο πόνο στο στομάχι. Καλά που είχα φορέσει το σερβιετάκι, η περίοδός μου είχε ξεκινήσει. Κοίταξα το ρολόι, ήταν ακόμα 07:45. Σηκώθηκα και πήγα και άναψα το θερμοσίφωνα γιατί ο ηλιακός δε θα είχε προλάβει να ζεστάνει. Στο ενδιάμεσο έφτιαξα το πρωινό μας και έστυψα την πορτοκαλάδα μας. Άφησα τον Ανδρέα να κοιμάται και πήγα και έπλυνα τα δόντια μου. Έκανα ένα γρήγορο ντους και αφού άλλαξα εσώρουχο και σερβιέτα, πήγα και ντύθηκα με φόρμα, όπως κάνω κάθε φορά από τότε που άρχισα να έχω περίοδο. Είχε πάει 08:30 όταν ξύπνησα τον Ανδρέα.

Όταν τέλειωσε από την πρωινή του τουαλέτα και το πλύσιμο των δοντιών ήρθε και κάθισε να φάμε το πρωινό μας. Πρέπει να διψούσε γιατί ήπιε την πορτοκαλάδα μονορούφι. Όταν τέλειωσε το πρωινό του πήγε μέσα να ντυθεί και μέχρι να ετοιμαστεί έπλυνα τα δύο πιάτα και τα ποτήρια.

Μιας και θα φεύγαμε όλοι μαζί για το ΙΤΕ το απόγευμα και δεδομένου του πόσο κοντά έμενα στο Πανεπιστήμιο, πήγαμε με τα πόδια από την πάνω είσοδο. Ξεκινούσαμε το πρόγραμμά μας και οι δύο στις 10:00 οπότε πήγαμε στο κυλικείο να πιούμε το καφεδάκι μας μαζί με τους άλλους τέσσερεις, όπως γινόταν κάθε Τρίτη.

Αυτή τη φορά ήμασταν 8, καθώς εκτός από την γνωστή και μη εξαιρετέα τετράδα, μας βρήκαν Χριστιάνα και Κατερίνα αλλά και ο Vasily με την Αναστασία. Αφού έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις καθίσαμε και χαζολογήσαμε μέχρι να πάει 10:00 και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.

Σήμερα είχα μάθημα μέχρι τις 15:00 και, δεδομένου ότι ο Ανδρέας είχε μάθημα μέχρι τις 17:00 ενώ η Χριστιάνα εργαστήριο μέχρι την ίδια ώρα, σκέφτηκα να πάω σπίτι. Βαριόμουν να φτιάξω καφέ και έτσι πήγα στο κυλικείο να πάρω έναν αλλά εκεί πέτυχα το Vasily.

“Hey!”

“Thank God!” είπε βλέποντάς με.

“For what?”

“Tasos has a class, and Anastasia is working at the library. Do you care to continue the adjourned game?”

“Yes, why not?” είπα χαμογελώντας. Προτιμότερο αυτό από το να τρέχω σπίτι. Μα πριν ξεκινήσουμε μας βρήκε ο Αργύρης από τη Θεατρική Ομάδα.

«Πού γυρνάγατε εσείς πουλάκια μου την Κυριακή;» με ρώτησε. «Σας περιμέναμε και δεν εμφανίστηκε κανείς από τους δυο σας στην πρόβα!»

«Καλησπέρα!» του είπα και του έκανα τις συστάσεις με το Vasily. «Το ξενυχτήσαμε το Σάββατο που είχαμε πάει στο Μπάχαλο και την Κυριακή δεν μπορούσαμε να πάρουμε τα πόδια μας.» Τι να του έλεγα, ότι το είχαμε ξεχάσει τελείως και οι δύο;

«Να έρθετε την Κυριακή!»

«Δύσκολο, Παρασκευή φεύγουμε και θα γυρίσουμε στις 10 του Γενάρη.»

«Καλώς. Σε παρακαλώ όταν δεις τον Ανδρέα πες του ότι τον ψάχνω!»

«Βεβαίως, θα του το πω!» τον διαβεβαίωσα και έφυγε.

“So can we start?” με ρώτησε ο Vasily

“Sure thing” του είπα και πήγα και πήρα μια σκακιέρα και ζήτησα και το χαρτί που είχα καταγράψει την τελευταία μου κίνηση πριν διακόψουμε.

1. c4 e6 2. d4 d5 3. Nc3 c6 4. e4 de4 5. Ne4 Bb4 6. Nc3 c5 7. a3 Ba5 8. Nf3 Nf6 9. Be3 Nc6 10. Qd3 cd4 11. Nd4 Ng4 12. O-O-O Ne3 13. fe3 Bc7 14. Nc6 bc6 15. Qd8 Bd8 16. Be2 Ke7 17. Bf3 Bd7 18. Ne4 Bb6 19. c5 f5 20. cb6 fe4 21. b7 Rab8 22. Be4 Rb7 23. Rhf1 Rb5 24. Rf4 g5 25. Rf3 h5 26. Rdf1 Be8 27. Bc2 Rc5 28. Rf6 h4 29. e4 a5 30. Kd2 Rb5 31. b3 Bh5 32. Kc3 Rc5 33. Kb2 Rd8 34. R1f2 Rd4 35. Rh6 Bd1 36. Bb1 Rb5 37. Kc3 c5 38. Rb2 e5 39. Rg6 a4 40. Rg5 Rb3 41. Rb3 Bb3 42. Re5 Kd6 43. Rh5 Rd1

Στήσαμε τη σκακιέρα όπως την είχαμε αφήσει τελευταία φορά και του έδειξα το χαρτί το οποίο είχε σημειωμένο “e5” με το οποίο έκανα check τον βασιλιά του ως απάντηση στην κίνηση Rd1 που είχε κάνει απειλώντας τον αξιωματικό μου. Απάντησε με Kd5 μετακινώντας τον βασιλιά του και έτσι έπαιξα Bh7 απομακρύνοντας τον αξιωματικό μου από τον κίνδυνο. Περίμενα ότι θα απαντήσει με Ra1 αλλά έπαιξε Rc1 κάνοντας μου τσεκ.

Δεν κατάλαβα γιατί έκανε αυτή την κίνηση και το σκέφτηκα για μερικά λεπτά προσπαθώντας να καταλάβω τι είχε στο μυαλό του. Το πιο λογικό θα ήταν να παίξει Ra1 ώστε να απειλήσει το πιόνι μου στο a3 και μετά την ανταλλαγή αξιωματικών να έχουμε μείνει ο καθένας μας με τρία πιόνια και ένα πύργο, πράγμα, που εφόσον κάποιος δεν έκανε κάποια χοντρή γκάφα, θα οδηγούσε σε ισοπαλία. Ξανακοίταξα προσεκτικά τη σκακιέρα μήπως έχανα κάτι. Ήμουν ήδη ένα πιόνι παραπάνω και η κίνηση που έκανε σίγουρα δεν θα τον βοηθούσε, εκτός και αν είχε στήσει κάποια σατανική παγίδα την οποία αδυνατούσα να δω.

Αναλύοντας τη θέση  και, χωρίς τελικά να έχω καταλάβει γιατί έκανε αυτή την κίνηση, και ελπίζοντας ότι απλά ήταν κακός υπολογισμός από τη μεριά του, βρήκα τρόπο να την εκμεταλλευτώ. Έπαιξα Kb2, αναγκάζοντάς τον να απομακρύνει τον πύργο του παίζοντας Rg1 απειλώντας το πιόνι μου στο g2. Όμως ο βασιλιάς του ήταν εκτεθειμένος οπότε έπαιξα Bg8 αναγκάζοντάς τον να μετακινήσει το βασιλιά του στο c6 οπότε ακολούθησε νέο check παίζοντας Rh6 προετοιμάζοντας το έδαφος για ανταλλαγή αξιωματικών με σκοπό στο τέλος να βρεθώ με +2 πιόνια. Από εδώ και πέρα ήταν απλά θέμα προσοχής ώστε να εκμεταλλευτώ το πλεονέκτημά μου. Παίξαμε άλλες δέκα κινήσεις ακόμα μέχρι να παραιτηθεί.

“Damn, you are vicious. What’s your rating?”

“Just a hair above 1800, 1807. Don’t take it too hard, I am the current local champion, where I lived, I mean.”

“1807? Only? No fucking way. I can say with confidence that you are stronger player than I am, and my rating is around 2200.”

“Come on Vasily, stop messing with me!”

“I’m not. I have played against stronger players; I can recognize when I’m playing one. Your game is FIDE master’s level, it really is.” μου απάντησε με σιγουριά κάνοντάς με να κοκκινήσω. “Let’s play some rapid! Now, this should be interesting.”

Παίξαμε συνεχώς μέχρι τις 17:00 τρίλεπτα παιχνίδια χωρίς εξτρά χρόνο για κάθε κίνηση. Βέβαια το τρίλεπτο είναι σχετικό, αν παίζεις γρήγορα μπορεί να κρατήσει και τέταρτο η κάθε παρτίδα. Σε κάθε περίπτωση θα έλεγα ότι τον επιβεβαίωσα, το τελικό 9-3 το λες μάλλον συντριπτικό.

“1800 my ass!” μου είπε μετά την τελευταία παρτίδα. “I need to regroup. Damn, haven't had my ass handed to me like this since my early twenties.”

“Wait, how old are you?” τον ρώτησα. Early twenties? Δεν τον έκανα πάνω από 25.

“27”

“Then it wasn’t long ago” του είπα πειρακτικά.

“I was trying to forget…”

Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε σεινάμενος-κουνάμενος και ο Τάσος.

“Hello guys!” μας είπε χαρωπά. “Are you finished?”

“I surely am, she beat the crap out of me!” απάντησε ο Vasily μαζεύοντας το ρολόι.

“I can relate to that” του απάντησε στωικό ύφος και συνέχισε “So, Dr. Papadopoulou is waiting.”

“Yes! Yes, let’s go” είπε και σηκώθηκε από το τραπέζι. Έκανε μια μίνι υπόκλιση προς τη μεριά μου και πετώντας μου ακόμα ένα—όχι και τόσο ιπποτικό—“1800 my ass” πήρε τον Τάσο και έφυγαν από το κυλικείο.

Στις 17:10 κατέβηκε στο κυλικείο η Χριστιάνα αλλά πριν προλάβει να κάτσει μαζί μου, βγήκε και από το Αμφιθέατρο Α και ο Ανδρέας.

«Έτοιμες;» μας ρώτησε όταν πλησίασε. Δώσαμε και οι δυο καταφατική απάντηση και κινήσαμε στην πάνω έξοδο του Πανεπιστημίου. Περάσαμε απέναντι και η αλήθεια είναι ότι κοίταξα με λαχτάρα την Αθηνά, μια πείνα την είχα. Δεν είπα τίποτα ωστόσο και συνεχίσαμε μέχρι που φτάσαμε λίγο έξω από το σπίτι μου όπου είχαμε παρκάρει χθες βράδυ. Ευτυχώς ο Σίμπα δε μας πήρε χαμπάρι γιατί θα είχαμε δράματα. Ο Ανδρέας ξεκλείδωσε το αυτοκίνητο και η Χριστιάνα πέρασε στο πίσω κάθισμα. Κατέβασα τη θέση του συνοδηγού και έκατσα με τη σειρά μου. Ο Ανδρέας έβαλε μπροστά και ξεκινήσαμε.

«Πώς ήταν η μέρα σας;» ρώτησα και τους δύο.

«Μαθήματα και εργαστήρια» απάντησε η Χριστιάνα. «Ενδιαφέρουσα αλλά κουραστική.»

«Εσύ μοσιού;» ρώτησα τον Ανδρέα.

«Εμένα το μυαλό μου ήταν στο πείραμα, όλη τη μέρα. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ με την καμία και δε θα ησυχάσω αν δεν δω τα αποτελέσματα. Λες και είχε κολλήσει ο χρόνος. Εσύ;»

«Μέχρι τις 15:00 μια από τα ίδια. Τουλάχιστον σήμερα παρέδωσα τις εργασίες σε ψηφιακή, pascal και μιγαδικούς.»

«Τι, το έδωσες το παιχνίδι;;;» με ρώτησε με απόγνωση.

«Θα το πάρω μέχρι την Παρασκευή, πώς κάνεις έτσι;» τον ρώτησα αλλά η καρδούλα μου το ήξερε, η λαχτάρα με την οποία ήθελε να παίξει το παιχνίδι που είχα φτιάξει με τα χέρια μου έκανε την καρδιά μου να πεταρίζει.

«Ποιο παιχνίδι;» ρώτησε η Χριστιάνα.

«Η κυριά από εδώ στο εργαστήριο της Ψηφιακής ως τελευταία άσκηση είχε να φτιάξει ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι, ένα ραλάκι με led. Ε, το έφτιαξε και κόλλησα λίγο μαζί του, είχε πολλή πλάκα!»

«Θα το πάρω την Παρασκευή, θα το έχω και μαζί μου στο καράβι να ξελυσσάξεις!» του είπα με ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αφτιά.

“You do that!” μου δήλωσε.

«Μετά ήρθε ο Vasily και τελειώσαμε την παρτίδα που είχαμε διακόψει στη μέση και μετά παίξαμε rapid και του πήρα ελαφρώς το scalp!» συμπλήρωσα.

«Δηλαδή;»

«Κέρδισα την παρτίδα και μετά 9-3 τις παρτίδες rapid!»

«Μπράβο σου κοριτσάρα μου!» μου είπε έχοντας κι εκείνος ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αφτιά.

«Ναι, και μου είπε ότι αν το ΕΛΟ μου είναι 1800 αυτός είναι ο πάπας Πίος ο τρίτος. Δηλαδή δεν το έθεσε ακριβώς έτσι αλλά αυτό ήταν το πνεύμα.»

«Πώς το έθεσε, δηλαδή;» ρώτησε αυτή τη φορά η Χριστιάνα.

“1800 my ass” απάντησα κάνοντας Ανδρέα και Χριστιάνα να βάλουν τα γέλια.

Με τα πολλά βγήκαμε στην Εθνική και ο Ανδρέας το άνοιξε λίγο αλλά εδώ που τα λέμε ο δρόμος ήταν ουσιαστικά άδειος.

«Ανδρέα, δεν κόβεις λίγο;» του είπα καθώς το κοντέρ έδειχνε 140.

«Φοίβη μου, χρειάζεται που και που να το ανοίγω λίγο» είπε αλλά τελικά άρχισε να κόβει λίγη ώρα αργότερα μέχρι που έπεσε στα 100 και μετά ξεκίνησε να κόβει ακόμα πιο πολύ καθώς φτάναμε στην έξοδο για Γιόφυρο. Ούτε δέκα λεπτά μετά φτάσαμε στο ΙΤΕ.

Όταν πήγαμε στο γραφείο του, έβαλε τα στοιχεία του σε ένα SPARC-5 που ήταν άδειο και πήρε τη Χριστιάνα και πήγανε μέσα να βρουν τον προϊστάμενο του τμήματος. Εγώ πάλι άνοιξα το φυλλάδιο με τις ασκήσεις shell programming και άρχισα να γράφω. Το μάθημα C, Assembly & Unix είναι δεύτερου έτους αλλά ο κόσμος του Unix με τις μυριάδες εντολές του με είχε συνεπάρει και είχα βάλει στόχο να μάθω μόνη μου πριν πάρω το μάθημα, με τον ίδιο τρόπο που στον Amstrad είχα μάθει Basic, Logo και Z80 assembly.

Μετάνιωσα που έκατσα να μάθω logo αντί για C, καθώς μου είχαν δώσει ένα αντίγραφο της Hisoft-C αλλά η αλήθεια ήταν ότι ήμουν πιο μικρή και η logo με το χελωνάκι που έκοβε βολτίτσες στην οθόνη ήταν πιο διασκεδαστική από τη C που μου είχε φανεί πολύ στριφνή. Θα μου πείτε «καλά ρε Φοίβη, έμαθες assembly και σου φάνηκε στριφνή η C;» Ε, εξ ανάγκης έμαθα assembly προσπαθώντας να βρω κι εγώ τον τρόπο να κάνω τα pokes για να έχω άπειρες ζωές σε παιχνίδια ή άπειρη ενέργεια ή no sprite collision και τα ρέστα. Μετά απλά με γοήτευσε η απλότητά της με την έννοια ότι ο προγραμματιστής μιλώντας κατευθείαν με τη μηχανή έπρεπε να φροντίσει τα πάντα έχοντας διαθέσιμους μόνο το register file—αν και ο Z80 το είχε εις διπλούν—καθώς και τη μνήμη.

Η πρώτη φορά που κατάφερα να κάνω 16 bit διαίρεση και να εμφανίζονται στην οθόνη τα σωστά νούμερα σε πηλίκο και υπόλοιπο ήταν θρίαμβος. Ήταν τόσο απλό και συνάμα τόσο δύσκολο. Και δεν είχες να γράψεις μόνο τον αλγόριθμο της διαίρεσης, έπρεπε να τυπώσεις και τα αποτελέσματα και στην assembly δεν υπάρχει η εντολή print, και αυτή έπρεπε να τη γράψεις μονάχη!

Άφησα την αναπόληση και καταπιάστηκα με την άσκηση, σκοπός της ήταν να μάθεις τις εντολές cut, paste & join. Έχοντας απορροφηθεί τελείως δεν κατάλαβα τον Ανδρέα και τη Χριστιάνα που είχαν επιστρέψει, με σκούντησε ο Ανδρέας για να «ξυπνήσω.»

«Πώς πήγε;»

«Μια χαρά» είχε με ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά η Χριστιάνα. «Ξεκινάω το Γενάρη.»

«Ναιιιιιι» είπα χτυπώντας ενθουσιωδώς παλαμάκια. «Μπράβο!»

«Εσύ να τα βλέπεις που ανησυχούσες» της είπε ο Ανδρέας. «Τι κάνεις εσύ μαδάμ;» ρώτησε γυρνώντας προς το μέρος μου.

«Ασκήσεις Unix, από το φυλλάδιο που μου είχες δώσει!»

«Πρέπει να πάω να δω τα νούμερα» μας είπε. «Χριστιάνα, κάτσε στο SUN-4 δίπλα σε αυτό που κάθεται και η Φοίβη. Αυτό έχει και ήχο, στο ~apolit/music έχω κάμποσα audio files. Μπορείς να τα παίξεις με cat file > /dev/audio ή με το xau” είπε και πριν η Χριστιάνα καθίσει έκανε και εκεί login. «Λοιπόν πάω!» είπε και μας άφησε μόνες.

«Τελειώνω σε λίγο!» της είπα απολογητικά.

«Κάνε δουλειά σου, έχω να γράψω κι εγώ ένα κείμενο σε LaTeX» είπε και έβγαλε από την τσάντα της ένα φυλλάδιο σημειώσεων. «Ωχ, έχει και υποσημειώσεις» είπε κοιτάζοντάς το. «Καλά θα περάσουμε» συνέχισε αναστενάζοντας.

Έκανα τις ασκήσεις μου και έπιασα τη Χριστιάνα να κοιτάζει την οθόνη και να μουρμουράει μέσα από τα δόντια της, κοιτώντας το κείμενο. Χαμογέλασα και έπιασα το επόμενο κεφάλαιο, το οποίο ήταν η awk και ήταν αρκετά πιο ζόρικο. Αναστέναξα και άνοιξα τον editor για να γράψω το αρχείο που χρησιμοποιούσε σαν παράδειγμα η άσκηση. Η awk είναι κάτι παραπάνω από πρόγραμμα για επεξεργασία text αρχείων, διαθέτει τη δική της γλώσσα και μπορείς να κάνεις πολύ εξεζητημένους μετασχηματισμούς. Αναστέναξα, είχα πολύ δρόμο μπροστά μου αν ήθελα να μάθω την awk σε βάθος και τα manual pages αλλά και οι εισαγωγικές σημειώσεις που μου είχε δώσει ο Ανδρέας δεν πήγαιναν σε πολύ βάθος.

Μακάρι να είχα το δικό μου σύστημα Unix αλλά εδώ καλά-καλά δεν είχα PC και τα UNIX workstations  ήταν απλησίαστα εκτός και αν ήσουν κανένας τρελός λεφτάς. Η προοπτική από το δεύτερο έτος η πτέρυγα Γ να γίνει δεύτερο σπίτι μου πλησίαζε όλο και πιο απειλητικά. PC ωστόσο μπορούσα να πάρω και όσο και αν δεν ήθελα να φορτώνομαι στους γονείς μου δεν έβλεπα εναλλακτική. Έβλεπα στα διάφορα περιοδικά τους 486 DX και μου έτρεχαν τα σάλια αλλά, μεταξύ μας, και με ένα 286 ευχαριστημένη θα ήμουν.

Σταμάτησα την ονειροπόληση και συγκεντρώθηκα στην άσκηση. Το αρχείο είχε στήλες που χωρίζονταν με το χαρακτήρα «,» και εγώ έπρεπε να τυπώσω πρώτα τη δεύτερη στήλη (επίθετο), μετά την πρώτη (όνομα) και τελευταίο το τηλέφωνο αλλά με αλφαβητική σειρά με βάση το επίθετο, κάτι το οποίο μπορούσε να γίνει με τρεις τρόπους, ο πιο γρήγορος ήταν να περάσεις με pipe το output στη sort, ο δεύτερος ήταν να κάνεις print με pipe redirection μέσω της sort ενώ ο τρίτος ήταν να γράψεις awk script που να κάνει την ίδια δουλειά. Για την τρίτη μέθοδο είχα ακόμα αρκετά ψωμιά αλλά με τις άλλες δύο ήταν piece of cake.

«Μπα π’ ανάθεμά σε!» άκουσα την Χριστιάνα να βλαστημάει. «Υποσημείωση είσαι, τι δουλειά έχεις εκεί;»

«Ξέρεις τι μας είχαν πει στο πρώτο μάθημα στην εισαγωγή στην επιστήμη των Υπολογιστών;»

«Τι;» ρώτησε χωρίς να σηκώσει τα μάτια της από την οθόνη.

«Ο υπολογιστής κάνει ακριβώς αυτό που του λες και αυτό που του λες δε συμβαδίζει απαραίτητα με αυτό που θέλεις» είπα κάνοντάς την να χαμογελάσει.

«Μωρέ το ξέρω, κάτι κάνω λάθος αλλά έχω βγάλει τα μάτια μου και δεν καταλαβαίνω που είναι το ρημάδι.»

«Γαμώτο και δεν έχω ιδέα από TeX, δε μπορώ να σε βοηθήσω.»

«LaTeX είναι βασικά. Κάτσε να ξανακάνουμε RTFM!»

«Τι είναι το RTFM;» ρώτησα με απορία και έβαλε τα γέλια.

«Εσύ θα έπρεπε να το ξέρεις καλύτερα από εμένα κυρία προγραμματίστρια. Read the fucking manual! » μου απάντησε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Touché, αν και δεν έχω αποφασίσει ποιον τομέα θα ακολουθήσω.»

«Πρώτο εξάμηνο είσαι, έχεις καιρό!»

«Ισχύει» της απάντησα. «Βασικά θέλω να ακολουθήσω τη συμβουλή που δίνουν οι παλαιότεροι, να ξεμπερδέψω πρώτα με τα μαθηματικά και τις φυσικές γιατί όσο περνάει ο καιρός και όσο πιο πολύ εμβαθύνεις στα της Επιστήμης Υπολογιστών, τόσο πιο ζόρικο γίνεται να βρεις χρόνο να ασχοληθείς και με τα εισαγωγικά μαθηματικά.»

«Με το καλό, τότε. Πώς τα πας μέχρι τώρα;»

«Εξαιρετικά, θα έλεγα. Με εξαίρεση ένα 9 στην πρόοδο της Φυσικής-Ι, που ανάθεμά με και αν κατάλαβα που έκανα λάθος, σε όλα τα υπόλοιπα έχω δεκάρια στις ασκήσεις και στις προόδους.»

«Μπράβο σου βρε Φοίβη!» μου είπε χαμογελώντας αλλά στο μεταξύ είχα αρχίσει να πονάω πάλι. Δεν είχα πάρει ponstan το πρωί και ο πόνος είχε υποχωρήσει αλλά επανήλθε with vengeance.

«Θα πεταχτώ για λίγο στο κυλικείο. Θέλεις να σου φέρω κάτι;»

«Θα έρθω κι εγώ για την παρέα. Καλό θα μου κάνει να ξεμουδιάσω λίγο.»

Σηκώθηκα και πήγα προς το γραφείο που ήταν ο Ανδρέας με τον προϊστάμενο ερευνητή, τον Νικήτα και κοίταζαν μια οθόνη.

«Συγνώμη που διακόπτω, αλλά θα πάω στο κυλικείο. Θέλετε να σας φέρω τίποτα;»

«Όχι, ευχαριστώ» είπε ο Νικήτας.

«Θα μου φέρεις μια ζεστή σοκολάτα;» με ρώτησε ο Ανδρέας. Κοίτα να δεις που τελικά του το είχα κολλήσει.

«Ναι, βεβαίως» τον διαβεβαίωσα. «Εσείς σίγουρα δε θέλετε κάτι;» ρώτησα για τελευταία φορά το Νικήτα.

«Όχι κορίτσι μου, ευχαριστώ.»

Βγήκα στην πιο μεγάλη αίθουσα του εργαστηρίου, με τα μηχανήματα και τα SUN workstations, όπου με περίμενε η Χριστιάνα. Κατεβήκαμε κάτω και από τον εσωτερικό διάδρομο περάσαμε στο κτίριο που ήταν το κυλικείο, ακριβώς απέναντι από το Ινστιτούτο της Μοριακής βιολογίας. Ο διάδρομος οδηγούσε ακριβώς απέναντι από το κυλικείο.

«Ένα μπουκάλι νερό, όχι ψυγείου και μια ζεστή σοκολάτα, μέτρια.» είπα στην κοπέλα που ήταν εκεί. «Χριστιάνα θέλεις τίποτα;»

«Δε θα έλεγα όχι κι εγώ για μια ζεστή σοκολάτα» μου είπε. «Μέτρια κι εγώ.»

«Καν’ τες τρεις τις σοκολάτες»

Μου άφησε το νερό και πήγε να ετοιμάσει τις σοκολάτες. Άνοιξα την τσάντα μου και έβγαλα από μέσα το κουτί με τα Ponstan. Η Χριστιάνα με κοίταξε ερωτηματικά.

«Περίοδος, πρώτη μέρα» της απάντησα λακωνικά.

«Ουφ, καλή δύναμη»

Πληρώσαμε νερό και σοκολάτες και κινήσαμε να επιστρέψουμε στο γραφείο. Έδωσα στον Ανδρέα τη σοκολάτα του και πήγα στην τουαλέτα για να αλλάξω σερβιέτα. Όταν επέστρεψα βρήκα τη Χριστιάνα να μασουλάει το μολύβι της κοιτάζοντας πότε κάποιες σημειώσεις, πότε την οθόνη.

«Για να δούμε τι θα δούμε!» είπε και πάτησε enter. «Επιτέλους!» είπε όταν στην οθόνη εμφανίστηκε το κείμενο. «Κόντευε να με σκάσει το ρημάδι!»

«Τι λάθος είχες κάνει πριν;»

«Δεν είχα κάνει include το σωστό macro. Καλά που κάναμε αυτό το διάλειμμα!»

«Ναι, το έχω πάθει κι εγώ στον προγραμματισμό. Να κοιτάζω και να ξανακοιτάζω τον κώδικα και να μην καταλαβαίνω τι έχει πάει λάθος. Βοηθάει να απασχολήσεις το μυαλό σου με κάτι άλλο και τότε και μόνο τότε να επιστρέψεις.»

«In a not related note» ξεκίνησε «έχω λυσσάξει της πείνας. Δεν ξέρω αν ψήνεστε κι εσείς αλλά ευχαρίστως θα έκανα ένα πέρασμα από Ευτύχη!»

«Κι εγώ έχω λυσσάξει. Να το πούμε του Ανδρέα όταν τελειώσει, δε νομίζω να έχει αντίρρηση.»

«Στο μεταξύ βαριέμαι να γράψω άλλο κείμενο» μου είπε η Χριστιάνα. «Εσύ τελείωσες;»

«Ναι, τελείωσα κι εγώ. Δε μου λες, έχεις όρεξη για xblast;»

«Τι είναι αυτό;»

«Παιχνίδι για πολλούς παίχτες. Είσαι σε ένα λαβύρινθο και έχεις ένα ανθρωπάκι που μπορεί να αφήσει κάτω μια βόμβα και ο σκοπός είναι να τινάξεις στον αέρα όλους τους αντιπάλους. Υπάρχουν τουβλάκια που βγάζουν δωράκια, όπως παπουτσάκια για να πηγαίνεις πιο γρήγορα, μια μπότα που αν την πάρεις μπορείς να κλωτσήσεις τη βόμβα, ένα που μοιάζει με σοκολάτα και αυξάνει το μέγεθος της έκρηξης και τέλος τηλεχειριστήριο για να μπορείς εσύ να σκάσεις τη βόμβα όποτε θέλεις, καθώς και περισσότερες βόμβες. Έχει αρκετή πλάκα, παίζουμε συχνά με τον Ανδρέα.»

«Αμέ, γιατί όχι!» είπε η Χριστιάνα.

«Γράψε xblast—s kythnos” της είπα και έτρεξα εγώ το xblast σε server mode.

«Μου λέει not such file or directory» είπε η Χριστιάνα.

«Για δοκίμασε να γράψεις ~/games/xblast—s kythnos»

«Α, ναι άνοιξε. Πως παίζει;»

«Κινείσαι με τα βελάκια. Βόμβα αφήνεις με το space. Με βελάκι και space την κλωτσάς προς την κατεύθυνση που θέλεις. Όταν πάρεις το remote η βόμβα σκάει πατώντας enter. Έχε υπόψη ότι αν έχεις το remote και αφήσεις περισσότερες από μία βόμβες, τότε αυτές σκάνε με τη σειρά που τις άφησες. Επίσης να προσέχεις γιατί αν αφήσεις μια βόμβα μέσα στο βεληνεκές μιας προηγούμενης, θα ανατιναχτεί και εκείνη μαζί. Από την άλλη, αυτή την αλυσιδωτή αντίδραση μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις σαν όπλο. Θα το καταλάβεις καλύτερα παίζοντας.»

«Ωραία! Είμαι έτοιμη!»

«Στα 5;»

«Ας ξεκινήσουμε στα 5»

Το παιχνίδι είναι για δύο ως έξι παίχτες και έχει πολλή πλάκα, ειδικά αν παίζουν περισσότεροι από δύο. Το άλλο ομαδικό παιχνίδι που είχε εξίσου πλάκα, αν όχι περισσότερη, ήταν το netmaze αλλά αυτό χρειαζόταν τουλάχιστον τέσσερις παίχτες. Όπως και να έχει την πρώτη παρτίδα την πήρα σχετικά εύκολα με 5-0 αλλά η Χριστιάνα γρήγορα εξοικειώθηκε με το χειρισμό και είναι και εξαιρετικά έξυπνη. Τη δεύτερη παρτίδα την κέρδισα, σαφώς πιο δύσκολα, με 5-3. Την τρίτη παρτίδα την κέρδισε εκείνη με 5-4, την τέταρτη με 5-2 και την πέμπτη με 5-3.

«Αχ, πλάκα έχει!» είπε με το χαμόγελο της Colgate.

«Ναι. Είναι ακόμα καλύτερο όταν παίζουν περισσότεροι παίκτες. Να σου πω την αλήθεια, εγώ δεν είμαι ιδιαίτερα καλή. Ο Ανδρέας με κάνει άλογο κάθε φορά αλλά κάτι μου λέει ότι με σένα θα βρει το μάστορά του, ή έστω, τη μαστόρισσά του!»

«Έχει κανένα άλλο τέτοιο παιχνίδι;»

«Ναι, υπάρχει το netmaze που έχει ακόμα μεγαλύτερη πλάκα. Είναι τρισδιάστατο, είσαι σε ένα λαβύρινθο και ελέγχεις μια μπάλα που μπορεί να πυροβολήσει. Ο σκοπός είναι να βρεις και να σκοτώσεις όλες τις αντίπαλες μπάλες. Έχει πολύ γέλιο αλλά χρειάζεται τουλάχιστον τέσσερις παίχτες.»

«Κάποια άλλη στιγμή τότε!»

Επειδή ο Ανδρέας αργούσε ακόμα συνεχίσαμε να ανατινάζουμε η μία την άλλη στο xblast χωρίς να κρατάμε score. Είχε πολλή πλάκα και η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβουμε.

«Ορίστε, ορίστε! Ακόμα δεν ήρθε» είπε κάποια στιγμή ο Νικήτας αλλά γελούσαν και τα μουστάκια του. «Που το τρέχετε;» μας ρώτησε.

«Εδώ, στην Κύθνο» του απάντησα. «Ήθελα να της δείξω και το netmaze!»

«Αχ, ρημαδιό θα μου το κάνεις» είπε χωρίς να το εννοεί. Κάθισε σε ένα SUN παραδίπλα. «Ανδρέα, netmaze» είπε δυνατά. «Server η Κάσος, port 15000.»

«Γατάκια!» ακούστηκε από το γραφείο η φωνή του Ανδρέα. «Περιμένετε, έρχομαι κι εγώ» είπε και πράγματι πήγε και κάθισε στο τέταρτο SUN.

«Πώς το τρέχω;» με ρώτησε η Χριστιάνα.

«~/games/netmaze—s kasos:15000» της απάντησα γράφοντας την εντολή στον υπολογιστή.

Ε, μέχρι τις 21:30 παίζαμε netmaze, κυριολεκτικά ξελυσσάξαμε. Κάποια στιγμή νόμιζα ότι θα με πιάσει η κοιλιά μου από τα γέλια, η Χριστιάνα είχε εξαιρετική αίσθηση του χώρου και του προσανατολισμού και όπως είπα είναι πανέξυπνη. Έψαχνε να βρει τους άλλους που αντάλλαζαν πυροβολισμούς μεταξύ τους και περίμενε μέχρι να φθαρούν οπότε εμφανιζόταν από το πουθενά και τους σκότωνε με συνοπτικές διαδικασίες. Αποτέλεσμα ήταν να κερδίσει το ψευδώνυμο που την ακολούθησε σε όλο το διάστημα των σπουδών της: Το κοράκι.

«Αχ, μ’ έφαγε το Κοράκι!» φώναξε ο Νικήτας. «Παραιτούμαι!»

«Πού είναι; Πού είναι;» φώναξε ο Ανδρέας περιστρέφοντας τη μπάλα γύρω από τον εαυτό της σε μια απελπισμένη προσπάθεια να βρει τη Χριστιάνα.

«Bang-bang του είπα εγώ!» και τον έφαγα πισώπλατα και μπαμπέσικα.

«ΙΙΙΙ, εσύ ήσουν μωρή μουσίτσα;»

«Τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαιιιιιιι… αμάν από πού μου ήρθε αυτό;» φώναξα.

«Ντουμ-ντουμ-ντουμ, another one bites the dust!» τραγούδησε η Χριστιάνα κερδίζοντας και αυτό τον γύρο.

«Αμάν! Έχει πάει 21:30» είπε ο Ανδρέας.

«Ωχ! Θα με γδάρει η Μάγδα» είπε ο Νικήτας. «Θα με τεμαχίσει, θα ασελγήσει στο άγουρο κορμί μου» συνέχισε να μοιρολογάει. «Εσύ φταιιιες εσύ!» είπε στη Χριστιάνα. «Πάω να φάω το ξύλο μου σαν άντρας!» είπε και σηκώθηκε. Μετά, πιο σοβαρός γύρισε προς τον Ανδρέα. «Ανδρέα, σε παρακαλώ δώσε τα templates στη Χριστιάνα. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να αρχίσουμε να γράφουμε το κείμενο.»

«Ναι, βεβαίως!» είπε ο Ανδρέας.

«Χριστιάνα, θέλω να κάτσεις με τον Ανδρέα για να δεις τι κάνει.»

«Ναι, ευχαρίστως κύριε Μαθιουδάκη.»

«Κεριά και λιβάνια. Νικήτα με λένε» της είπε χαμογελαστός και συνέχισε: «Έχω αρχίσει και γράφω σε word αλλά το κείμενο πρέπει να υποβληθεί σε LaTeX κι εγώ δεν κατέχω από αυτά, είναι του διαβόλου πράγματα. Για να μην κάθεσαι να γράφεις από την εκτύπωση, να πάρεις το κείμενο, θα σου δείξει ο Ανδρέας πως και θα το χρησιμοποιήσεις στο LaTeX. Θα επίσης μάθεις και BibTex, τα references θα τα έχω στο word document.»

«Κανένα πρόβλημα!» του είπε η Χριστιάνα.

«Ωραία-ωραία. Στις 10 γυρίζεις κι εσύ, σωστά;» τη ρώτησε.

«Ναι, θα έρθω την ίδια μέρα με τον Ανδρέα και την Φοίβη.»

«Θαυμάσια. Λοιπόν παιδιά σας καληνυχτίζω!»

«Καληνύχτα» του απαντήσαμε και οι τρεις μαζί. Πήρε το μπουφάν του από τον καλόγερο και έφυγε λες και τον κυνηγούσαν.

«Εντωμεταξύ αν δείτε τη Μάγδα θα σκάσετε στα γέλια. Είναι μινιόν, γεματούλα και πολύ γλυκιά» μας είπε ο Ανδρέας όταν έφυγε ο Νικήτας. «Είναι αυτό που είπες, τα σιγανά ποτάμια να φοβάσαι.»

«Το σιγανό ποτάμι από εδώ έχει λυσσάξει στην πείνα. Η Χριστιάνα ομοίως και πρότεινε να πάμε από Ευτύχη. Ψήνεσαι;»

«Χέζουν οι αρκούδες στο δάσος;» με ρώτησε. «Χμμμ, όχι και πολύ πετυχημένη επιλογή ρήματος πριν πας έξω να φας. Λοιπόν, κιουρίες, για κάντε logout και πάμε!»

Το parking ήταν άδειο σχεδόν. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο, δεθήκαμε και 10 λεπτά αργότερα ήμασταν στο ύψος του Ευτύχη στην 62 Μαρτύρων. Βέβαια εκεί δεν μπορείς να στρίψεις οπότε έπρεπε να κατεβούμε προς κέντρο και στο φανάρι να κάνουμε αριστερά. Ε, επειδή 62 Μαρτύρων, αυτό μας πήρε άλλα δέκα λεπτά. Όταν τελικά μπήκαμε μέσα, οι μυρωδιά του κρέατος που ψήνεται πήγε να μας σπάσει τις μύτες.

Ήρθαν και πήραν την παραγγελία μας, κοτόπουλο παϊδάκια εγώ, αρνίσια παϊδάκια ο Ανδρέας και μπιφτέκι γεμιστό η Χριστιάνα, το είχε λατρέψει. Όταν μας έφερε τις γαβάθες με τη σαλάτα, τις πατάτες και το τζατζίκι και το ψημένο ψωμί με τη λαδορίγανη, ορμήσαμε σα λύκοι.

«Ωχ Παναγία μου, έσκασα!» είπε ο Ανδρέας τρίβοντας την κοιλιά του και αφήνοντας κάτω το τελευταίο κόκαλο από τα παϊδάκια του. «Δεν πάει ούτε ανάσα κάτω!» συνέχισε.

«Εμ! Έτσι που τρως λες σε κυνηγάνε!» τον μάλωσα. Εγώ με τη Χριστιάνα δεν είχαμε φτάσει καν στη μέση του δικού μας.

«Αυτό φταίει ή που λιάνισε σχεδόν όλη τη σαλάτα και τις πατάτες;» ρώτησε με τη σειρά της η Χριστιάνα.

«Και το ψωμί!» συμπλήρωσα εγώ.

«Με κοίταζαν με παράπονο που δεν τα καταδεχόσασταν. Τι να κάνω; Ξέρετε τι ψυχοπονιάρης ήμανε!»

«Κροκόδειλος, ήσανε!» του απάντησα τρυφερά.

«Και αυτό!» παραδέχτηκε. «Εγώ δε θα πιώ άλλη μπύρα, θα αρχίσει να μου βγαίνει από τα αφτιά. Να σας τη μοιράσω την υπόλοιπη;»

«Δώσε και σώσε!» του απάντησα. Ο Ανδρέας ξάπλωσε σαν βόας πάνω στην καρέκλα του ενώ εγώ με τη Χριστιάνα συνεχίσαμε το φαγητό μας. «Τι ώρα αύριο;» ρώτησα τη Χριστιάνα.

«Κατά τις 21:30 έλεγα. Η Κατερίνα αύριο γράφει πρόοδο 18:00 – 21:00» είπε.

«Μια χαρά είναι» συμφώνησε ο Ανδρέας και συνέχισε «Και αύριο μετά τις 21:00 λογικά θα φύγω από το ΙΤΕ!»

«Δε μου λες μαντάμ, εγώ τελειώνω στις 17:00 αύριο. Θέλεις να έρθω να σου κάνω παρέα και να σε βοηθήσω και στο μαγείρεμα;»

«Βεβαίως, πολύ ευχαρίστως» μου είπε χαμογελώντας μου μέχρι τ’ αφτιά.

Συνεχίσαμε το φαγητό μας μιλώντας περί ανέμων και υδάτων. Όταν αποφάγαμε η Χριστιάνα άναψε ένα τσιγάρο και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά.

«Αααχ, απόλαυση είναι το ρημάδι!» μας δήλωσε.

«Μα τι του βρίσκεις;» τη ρώτησα. Ποτέ δεν κατάλαβα τι απόλαυση έβρισκε κανείς στο τσιγάρο, εμένα με ενοχλούσε και μόνο η μυρωδιά του.

«Άμα δεν έχεις καπνίσει ποτέ, δεν το καταλαβαίνεις. Δηλητήριο είναι, το ξέρω, αλλά το ρημάδι είναι υπέροχο ώρες-ώρες.»

«Εγώ μια φορά δοκίμασα» είπε ο Ανδρέας «και διαπίστωσα ότι δε μου πάει το πράσινο. Δεν το ξαναέβαλα από τότε στο στόμα μου.»

«Εγώ δεν έχω δοκιμάσει ποτέ και ούτε έχω όρεξη να το κάνω» είπα με τη σειρά μου.

«Κάποια στιγμή θα το κόψω… προς το παρόν ωστόσο το απολαμβάνω.»

Όταν τέλειωσε με το τσιγάρο της η Χριστιάνα ζητήσαμε το λογαριασμό.

«Λοιπόν, τσούπρες, πάμε;» μας ρώτησε ο Ανδρέας.

«Ναι, πάμε» είπε η Χριστιάνα.

Εγώ σηκώθηκα και πήρα τη σακούλα με τα αποφάγια για τον Σίμπα. Είχε πάει 22:30. Μας πήρε γύρω στα 20 λεπτά μέχρι να πάμε και να αφήσουμε τη Χριστιάνα από το σπίτι της.

«Πάμε στο δικό μου για να ταΐσω και τον Σίμπα.»

«Θα σε αφήσω σπίτι σου και θα περάσω λίγο από το δικό μου, να πάρω και ένα τηλέφωνο στο σπίτι και κάποιες σημειώσεις που χρειάζομαι.»

«Τότε, ξέρεις τι; Μη σταματήσεις έξω από το σπίτι, άφησέ με στο τέρμα της Σόλωνος, να πάω να κάνω κι εγώ ένα τηλέφωνο στους δικούς μου.»

«Παιδάκι μου γιατί δεν έρχεσαι να πάρεις από το σπίτι μου;»

«Γιατί αν μπω μέσα μετά δε θα έχω όρεξη να ξαναβγώ, νιώθω ότι θέλω να λιώσω στο πάτωμα.»

«Χαχαχα, εντάξει» μου είπε γελώντας και πράγματι με άφησε στη διασταύρωση Σόλωνος με τη λεωφόρο Κνωσσού.

Πήγα στο καρτοτηλέφωνο που ήταν έξω από την Αθηνά και πήρα τηλέφωνο σπίτι. Αυτή τη φορά το τηλέφωνο το απάντησε η μητέρα μου. Μιλήσαμε για κάμποση ώρα. Ο μπαμπάς ήταν σε νυχτερινή άσκηση. Μίλησα και λίγο με τον Κωστάκη, μου είχε λείψει το κωλόπαιδο. Έκλεισα το τηλέφωνο πάνω που είδα το αυτοκίνητο του Ανδρέα να ετοιμάζεται να στρίψει προς την Σόλωνος. Ξεκίνησα με ελαφρύ τζόκινγκ και μέχρι να παρκάρει είχα φτάσει κι εγώ στο σπίτι.

Έριξα στο Σίμπα τα αποφάγια και γέμισα το υπόλοιπο  μπολ με την ξηρά τροφή που του δίνουμε. Έβαλα φαγητό και στις γάτες που, σε αντίθεση με το Σίμπα, ήθελαν πρώτα χάδια και μετά να φάνε. Καθίσαμε γύρο στο πεντάλεπτο παρέα με την αγέλη μας και μπήκαμε μέσα. Αν και κατά τη διάρκεια της μέρας είχε λιακάδα, η ώρα ήταν αρκετά προχωρημένη, οπότε για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο άνοιξα για ένα τεταρτάκι το θερμοσίφωνα. Σε αυτό το τέταρτο ο Ανδρέας είχε χυθεί στον καναπέ αλλά δεν τον ακολούθησα, δεν ήμουν σίγουρη πως αν έκανα το ίδιο θα είχα τη δύναμη να σηκωθώ.

Έκλεισα το θερμοσίφωνα και με τα χίλια ζόρια έπεισα τον Ανδρέα να σηκωθεί από τον καναπέ. Πήγαμε στο δωμάτιο και μείναμε με τα εσώρουχα. Μπήκα πρώτη στο μπάνιο, καθώς τις πρώτες δύο μέρες είχα έντονη ροή. Πλύθηκα καλά-καλά και αφού ξέπλυνα το πάτωμα της ντουζιέρας, έβαλα εσώρουχο και σερβιέτα και φόρεσα από πάνω φανελάκι όσο να στεγνώσω τα μαλλιά μου.

Όταν γύρισα στο δωμάτιο πήρα καρφί στο κρεββάτι ενώ ο Ανδρέας μπήκε με τη σειρά του για μπάνιο. Δεν άργησε, ούτε δέκα λεπτά αργότερα, ήρθε και ξάπλωσε δίπλα μου και χώθηκα στην αγκαλιά του. Με πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω αλλά κάποια στιγμή κατά τις 01:00 ξύπνησα. Ο Ανδρέας δεν κοιμόταν, διάβαζε ένα βιβλίο.

«Νόμιζα ότι νύσταζες!»

«Νυστάζω μωρό μου αλλά για κάποιο λόγο έχω υπερένταση και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Κλείνω τα μάτια μου αλλά το μόνο που καταφέρνω είναι να στριφογυρίζω. Και να πεις ότι έχω πιει πολλούς καφέδες, δύο έχω πιει όλους και όλους, τον τελευταίο μάλιστα το μεσημέρι.»

«Έχεις άγχος με το paper;»

«Όχι! Μέχρι στιγμής τα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά. Αύριο να φανταστείς απλά θα ασχοληθώ με τη βελτίωση του performance και έχω σκεφτεί και τρόπο για να κάνω παραλληλία. Δεν ξέρω γιατί νιώθω υπερένταση, απλά τη νιώθω. Δεν ήθελα να σε ενοχλήσω κι εσένα οπότε πήρα να διαβάσω το βιβλίο μπας και καταφέρω να κοιμηθώ.»

«Θα σε χαλαρώσω εγώ» του είπα χαμογελαστή και έκανα κατάδυση κάτω από τα σκεπάσματα. Πέρασα το χέρι μου μέσα από το μποξεράκι και το όργανό του φούσκωσε κατευθείαν.

«Φοίβη…» πήγε να πει αλλά σταμάτησε όταν τον πήρα στο στόμα μου. Χωρίς βιάση τον πήρα αργά άλλες δυο τρεις φορές στο στόμα μου και μετά άρχισα να διαγράφω με τη γλώσσα μου όλο το μήκος του οργάνου του. Τα χέρια μου ήταν ζεστά, οπότε ενώ με το ένα χέρι τον έπαιζε αργά με κυκλικές κινήσεις γύρω από τη βάση του συμπληρώνοντας το στόμα μου, με το άλλο χέρι τού χάιδευε τα μπαλάκια. Σήκωσε το σκέπασμα τελείως. «Θέλω να σε βλέπω» μου ψιθύρισε. Σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα με χαμογελαστό βλέμμα χωρίς ούτε στιγμή να σταματήσω να τον παίζω και να τον ρουφάω.

Το μυαλό μου πήγε στην πρώτη φορά που είχα ακούσει για στοματικό, εκεί στο λύκειο. Είχα ανατριχιάσει με τη σκέψη και είχα πει «να κάτι που δε θα κάνω ποτέ.» Καλά το λένε, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μη λες. Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και τις πρώτες μέρες που ήμουν με τον Ανδρέα δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα κάνω αυτό το πράγμα. Η οπτική μου άλλαξε όταν Μαρία και Ελένη μου είπαν ότι το έκαναν στα αγόρια τους και μάλιστα όχι απλά τους άφηναν να τελειώσουν στο στόμα τους, κατάπιναν και από πάνω.

Η σκέψη τότε εξακολουθούσε να με αηδιάζει αλλά όταν προχωρήσαμε περισσότερο με τον Ανδρέα το να χαϊδεύω και να χουφτώνω το μέλος του με είχε σχεδόν ξεμυαλίσει. Όταν προχωρήσαμε ακόμα περισσότερο, και άρχισα να τον παίζω, τελείωνε πάντα στα χέρια μου. Από εκείνο το βράδυ που τον είχα κάνει να τελειώσει όταν τρίφτηκα πάνω του, παρότι εκείνος φορούσε μποξεράκι κι εγώ κιλοτάκι, μου είχε μπει η ιδέα να δοκιμάσω τη γεύση του. Ούτε εκείνη τη φορά, ούτε τις άλλες, όταν πήγαινα να πλυθώ αφού είχε τελειώσει, είχα καταλάβει τη γεύση.

Και έτσι ένα βράδι ενώ τον έπαιζα με το χέρι μου, όταν μου ζήτησε να το σαλιώσω, απλά τον πήρα στο στόμα μου. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα σκοπό να τον αφήσω να τελειώσει στο στόμα μου αλλά όσο περισσότερο τον έπαιζα και τον ρούφαγα, τόσο περισσότερο μου άρεσε και η αίσθηση στο στόμα μου και—πολύ περισσότερο—η ικανοποίηση που του πρόσφερα. Καθώς το έκανα αποφάσισα να το πάω μέχρι τέλους, δεν ήμουν ακόμα σίγουρη ότι ήθελα να καταπιώ, αλλά υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα τον έκοβα.

Ο ίδιος προσπάθησε να με τραβήξει όταν πλησίαζε να τελειώσει και εγώ όχι απλά δεν τραβήχτηκα, τον πήρα ακόμα πιο βαθιά μέσα μου. Η πρώτη φορά που τον ένιωσα να δονείται και να σπαρταράει μέσα στο στόμα μου, ταυτόχρονα με τα βογγητά της ηδονής του, προκάλεσαν ένα κλικ μέσα μου. Μου άρεσε. Μου άρεσε πολύ. Σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Απλά τον κοίταξα, δεν χρειάστηκε τίποτε άλλο. Πατά το γεγονός ότι ο ίδιος μου είπε να περιμένω να μου φέρει χαρτοπετσέτα για να τα φτύσω, εγώ απλά κατάπια.

Επανήλθα στο παρόν. Χωρίς να το έχω καταλάβει, είχα εντείνει το ρυθμό μου και πλέον δεν χρειαζόταν να ακούω τις ανάσες του. Καταλάβαινα με το ίδιο μου το στόμα πότε ο Ανδρέας ήταν έτοιμος να τελειώσει. Το κεφάλι μου έμεινε ακίνητο και μόνο το χέρι μου εξακολουθούσε να τον παίζει ενώ το όργανό του άρχισε να δονείται μέσα στο στόμα μου αδειάζοντας το σπέρμα του. Κάθε δόνηση και μια ριπή. Σήμερα ήταν πικρούτσικο, δεν είχε σταθερή γεύση, αλλά δε με ένοιαζε καθόλου. Όπως και την πρώτη φορά, απλά σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα… και κατάπια.

Συνέχισα να τον γλείφω, όλο πιο απαλά, μέχρι που τον άφησα να βγει από το στόμα μου καθαρός από σπέρμα και σάλια. Ανασήκωσε τη λεκάνη του και του ανέβασα το μποξεράκι. Χαμογελώντας ακόμα με πήρε στην αγκαλιά του. Δεν μιλήσαμε. Έκλεισε το φως και απλά με χάιδευε στο σκοτάδι. Και εκεί έπεσε ο γενικός και για τους δυο μας.

Το πρωί ξύπνησε πρώτος και έφτιαξε πρωινό. Όμως αυτή τη φορά δε μου έφτιαξε pancakes, μου άλειψε φρυγανιές με βούτυρο και μερέντα. Είχε φτιάξει και πορτοκαλάδα και, αντί για καφέ, σοκολάτα και όλα αυτά ενώ εγώ ακόμα κοιμόμουν του καλού καιρού. Είχε ανοίξει και το θερμοσίφωνα ώστε να κάνω ένα γρήγορο ντουζάκι, το οποίο το χρειαζόμουν γιατί η ροή εξακολουθούσε να είναι έντονη.

«Σ’ αγαπάω!» του δήλωσα.

«Το καλό που σου θέλω» μου απάντησε χαμογελαστός.

Τελειώσαμε το πρωινό μας και ανεβήκαμε στη σχολή. Πήραμε και οι δύο καφέ καθώς το πρωί είχαμε πιει απλά σοκολάτα. Στο ενδιάμεσο ήρθαν και οι υπόλοιποι τέσσερεις.

«Αύριο βράδι λέμε για Μεξικάνικο, καθώς μετά θα σας δούμε όλους πάλι του χρόνου» είπε ο Ανδρέας.

«Γιατί όχι σήμερα;» είπε η Ελένη αλλά πριν προλάβω να απαντήσω, απάντησε ο Νίκος.

«Σήμερα δε γίνεται, το πρωί ήρθαν οι δικοί μου για να κάνει ο πατέρας μου τις εξετάσεις και θα μείνουν μέχρι αύριο το μεσημέρι.»

«Τι εξετάσεις;» ρώτησα εγώ.

«Α, τίποτα, ρουτίνας. Είναι οι γενικές που κάνει κάθε χρόνο. Θα μπορούσε να τις κάνει και στο Ρέθυμνο, αλλά ο ίδιος προτιμάει το ΠΕ.ΠΑ.Γ.Ν.Η. Από τη στιγμή που υπάρχει το σπίτι, why not? Χώρια που δύο μέρες θα τρώω σπιτικό φαγητό!»

«Γιατί ρε, χθες και προχθές τι έφαγες; Δεν είχε πάρει ταπεράκια από τη μάνα σου;» τον ρώτησε ο Ανδρέας.

«Άλλο πράγμα το φρεσκομαγειρεμένο!» είπε και εδώ που τα λέμε, τα είχε τα δίκια του.

Στις 09:00 πήγαμε ο καθένας στα μαθήματά αλλά την υπόλοιπη μέρα, και μέχρι να σχολάσω, είδα τον Ανδρέα μόνο στα διαλλείματα. Ούτε εγώ, ούτε εκείνος, είχαμε συνεχόμενα μαθήματα μέχρι το απόγευμα αλλά τα κενά μας δεν ταίριαζαν. Μιας και μαθήματα μέχρι τις 17:00 είχε και η Χριστιάνα της είχα πει να μην πάει αμέσως σπίτι της όταν τελειώσει, να με περιμένει να πάμε μαζί. Ο Ανδρέας μας ρώτησε αν ήθελε να μας πετάξει εκείνος στην πλατεία της Φορτέτσας αλλά επειδή χρειαζόταν να περάσω για λίγο και από το σπίτι του είπα όχι. Χαιρετηθήκαμε και κίνησε για το ΙΤΕ ενώ εγώ και η Χριστιάνα κινήσαμε για το σπίτι της.

«Μπορούμε να σταματήσουμε δέκα λεπτάκια να αλλάξω και να ταΐσω και την αγέλη;» τη ρώτησα όταν περνούσαμε έξω από το σπίτι μου

«Βεβαίως, το ρωτάς;»

Περάσαμε μέσα με το Σίμπα να χοροπηδάει ευτυχισμένος και να μην ξέρει ποια από τις δυο μας να πρωτογλείψει. Μπήκαμε στο σπίτι και γέμισα τα μπολ της αγέλης με το φαγητό τους και το νερό τους. Σε αντίθεση με το Σίμπα, που αν του βάλεις κάτι θα το φάει τη στιγμή που του το βάζεις, τα γατιά μου έχουν πρόγραμμα, ό,τι ώρα και να τους γεμίσεις τα μπολ, αυτά θα πάνε το βράδυ να φάνε και μιας και ο Σίμπα δεν πειράζει το φαγητό τους, βρίσκουν πάντα τα μπολ τους γεμάτα όταν πεινάσουν. Η Χριστιάνα είχε βγει έξω μαζί μου και κάπνιζε γερμένη στη μάντρα παρακολουθώντας το υπερθέαμα: Τον Σίμπα να τρώει σαν να μην υπάρχει αύριο.

«Δε μου λες, μιας και ήρθαμε που ήρθαμε εδώ, μπορείς να με περιμένεις λίγο παραπάνω να κάνω και ένα γρήγορο ντους; Θα μπω αμέσως, έχω ηλιακό θερμοσίφωνα οπότε δε χρειάζεται να περιμένουμε το νερό να ζεσταθεί.»

«Ναι παιδάκι μου, τι το συζητάς;»

«Θέλεις να σου φτιάξω ένα καφέ στα γρήγορα;»

«Όχι, δε χρειάζεται. Άλλωστε έλεγα να πιούμε καφεδάκι στο σπίτι μου.»

«Εντάξει» της είπα χαμογελαστή και πήγα στο δωμάτιο για να αλλάξω.

Συνηθισμένο στο να είμαι μόνη μου ή με τον Ανδρέα, ξεχάστηκα και βγήκα να πάω στο μπάνιο φορώντας μόνο το κιλοτάκι μου. Εγώ κοκκίνησα στην συνειδητοποίηση αλλά η Χριστιάνα δεν έδειξε ότι ταράχτηκε. Δηλαδή τι ταράχτηκε, άστραψαν τα μάτια της. Πήγα μέσα στο μπάνιο τρέχοντας. Έκανα γρήγορο ντους, χωρίς να βρέξω τα μαλλιά μου. Αυτή τη φορά τυλίχτηκα με το μπουρνούζι σαν πιροσκί και πήγα στο δωμάτιο να αλλάξω. Ντύθηκα με ένα φανελάκι και από πάνω ένα απλό μακρυμάνικο μπλουζάκι. Από κάτω φόρεσα ένα άνετο υφασμάτινο παντελόνι και τα συμπλήρωσα με τα oxfords μου.

Βγήκα από το δωμάτιο στο ενιαίο χώρο της σαλοτραπεζαρίας όπου με περίμενε μειδιώντας η Χριστιάνα.

«Βγάλε με πρώτα για ένα καφέ μωρή λυσσάρα!» μου είπε κάνοντάς με να κοκκινήσω και πάλι. «Ωχου το μωρέ, κοκκίνησε» είπε συνεχίζοντας το πείραγμα.

«Συγνώμη!» της είπα κοιτάζοντας τα παπούτσια μου. «Συνήθεια!»

«Και με πολύ που με χάλασε» μου είπε χαχανίζοντας. «Άλλωστε είναι το καλύτερο flash που έχω φάει στη ζωή μου.»

«Έχεις φάει και άλλα flashes;»

«Ναι, άλλη μια φορά, από ένα επιδειξία στην Αθήνα.»

«Ωχ, τι έγινε;»

«Α, το πήρα πολύ ψύχραιμα, για την ακρίβεια τον πήρα στο δούλεμα. In retrospect όχι και το πιο ασφαλές πράγμα, δεν ξέρει κανείς τι κουβαλάνε κάτι τέτοιοι στο μυαλό τους, αλλά ήμουν και 16 χρονών.»

«Τι του είπες;»

«Που πας με αυτό το κρύο ρε καημένε; Δεν έχω μικροσκόπιο μαζί μου!» μου είπε και έβαλα τα γέλια.

«Και; Τι σου είπε;»

«Τίποτα! Έγινε μπουχός!»

«Αυτά είναι! Λοιπόν, πάμε;»

«Ναι, πάμε!»

Πήραμε την ανηφόρα μέχρι την πλατεία της Φορτέτσας και σε λίγο ήμασταν σπίτι της. Ανεβήκαμε πάνω.

«Θα πάω να κάνω κι εγώ ένα ντουζάκι αν δεν σε πειράζει» μου είπε. «Δεν έχετε μόνο εσείς ηλιακό, κυρία μου! Δε μου λες, θες να σου φτιάξω ένα καφεδάκι όσο περιμένεις;»

«Πήγαινε να κάνεις το ντους και θα φτιάξω εγώ τα καφεδάκια.» της αντιπρότεινα.

«Έλεγα να φτιάξω γαλλικό»

«Ξέρω να φτιάχνω γαλλικό, δείξε μου που έχεις τα πράγματα και το αναλαμβάνω εγώ. Εσύ να πας να κάνεις το ντουζάκι σου να χαλαρώσεις» της απάντησα. Μου έδειξε που ήταν η καφετιέρα, τα φίλτρα και ο καφές και την έδιωξα για να πάει να κάνει το ντους της. Όταν τέλειωσε ο καφές, πήρα την γεμάτη κανάτα από την καφετιέρα και έβγαλα και τα φλιτζάνια από το ντουλάπι που μου είχε δείξει. Ήξερα ότι τον πίνει μέτριο τον Νες αλλά τον γαλλικό δεν ήξερα πως τον θέλει, οπότε απλά γέμισα τις κούπες και έβαλα και σε ένα μπολάκι ζάχαρη. Άνοιξα το ψυγείο της, δεν είχε γάλα. Πήγα έξω από το μπάνιο και της χτύπησα την πόρτα. «Χριστιάνα, έχεις γάλα;»

«Τι;»

«Έχεις γάλα;» τη ρώτησα πιο δυνατά.

«Ναι, έχω γάλατα μερίδες, είναι στο ντουλάπι δεξιά από εκεί που είναι οι καφέδες και η ζάχαρη»

«Ευχαριστώ» της φώναξα και γύρισα στην κουζίνα. Πήρα μαζί μου όλο το διχτάκι και βάζοντάς τα όλα σε ένα δίσκο τα πήγα στο σαλόνι. Η Χριστιάνα όντως δεν άργησε πολύ, δεκαπέντε λεπτά αργότερα ήρθε και με βρήκε στο σαλόνι φορώντας φόρμα και από πάνω ένα μακρυμάνικο t-shirt.

«Θα αλλάξω αφού ετοιμάσουμε το φαγητό» μου δήλωσε.

«Μωρέ κάτσε όπως είσαι, σπίτι σου είσαι! Όπως νιώθεις άνετα.»

Καθίσαμε και οι δύο στον καναπέ. Η Χριστιάνα δεν έβαλε ζάχαρη στο γαλλικό της, αλλά έβαλε τρεις μερίδες γάλα. Εγώ πάλι έβαλα μια κουταλιά και συμπλήρωσα με δύο μερίδες γάλα.

«Αααχ! Ωραίος είναι με τη γεύση αμύγδαλο» είπα ρουφώντας μια γουλιά από τον καφέ μου.

«Ναι είναι! Και όχι μόνο αυτό αλλά δεν χρειάζεται να βάλω καν ζάχαρη!»

Η ώρα ήταν ακόμα 18:00. Το παστίτσιο, σε αντίθεση με το τι πιστεύει ο κόσμος, δεν είναι ιδιαίτερα μπελαλίδικο φαγητό. Χρειάζεται 40 λεπτά για να το ετοιμάσεις και άλλη μισή ώρα για το μαγείρεμα. Θα ξεκινούσαμε να το φτιάχνουμε γύρω στις 20:00 οπότε είχαμε ακόμα αρκετή ώρα για σκότωμα.

Την παρατηρούσα όπως πίναμε τον καφέ μας και συζητούσαμε. Παρά το γεγονός ότι στο σπίτι μου το είχε ρίξει στο χαβαλέ όταν την φλάσαρα από αφηρημάδα, ένιωθα ότι κάτι την έτρωγε. Κοίταζε πολύ τα χέρια της, κατέβαζε αμέσως το βλέμμα της όταν την κοιτούσα και άλλαζε συνεχώς θέσεις.

«Έχεις κάτι;»

«Γιατί ρωτάς;» απάντησε προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο.

«Δεν ξέρω αλλά μου δίνεις την εντύπωση ότι κάτι σε τρώει.»

«Να σε ρωτήσω κάτι;» με ρώτησε με τη σειρά της.

«Να με ρωτήσεις» της απάντησα. Φάνηκε σαν να ψάχνει να βρει τις λέξεις.

«Να… προχθές… γιατί με φίλησες μπροστά στον Ανδρέα;»

«Σε πείραξε που το έκανα;»

«Αιφνιδιάστηκα!» ομολόγησε.

«Σε πείραξε όμως;»

«Όχι ακριβώς. Και η αλήθεια είναι ότι μετά ο Ανδρέας με πήρε στο ψιλό και όσο και αν αυτό φαίνεται περίεργο, με έκανε να ηρεμίσω.»

«Ήθελα και το έκανα.» της είπα. «Και το έκανα και μπροστά στον Ανδρέα για να σου φύγει όποια αμφιβολία σου έχει μείνει, ότι μπορεί να δημιουργηθεί πρόβλημα μεταξύ εμού και του Ανδρέα. Θέλω να νιώθεις άνετα μαζί του, θέλω να νιώθεις άνετα να είμαστε οι τρεις μας. Μη μου πάθεις εγκεφαλικό, δεν εννοώ να κάνουμε κάτι και οι τρεις μεταξύ μας, απλά ο Ανδρέας αυτή τη στιγμή—και ελπίζω για πολλά-πολλά χρόνια—είναι μεγάλο μέρος της ζωής μου και δε θέλω να υπάρχει αμηχανία, καμία αμηχανία, όταν ήμαστε μαζί και οι τρεις. Το τι κάνω με τον Ανδρέα ιδιωτικά αφορά εμένα και τον Ανδρέα και το τι κάνω με εσένα ιδιωτικά αφορά εμένα και εσένα. Θέλω και εσύ και ο Ανδρέας να νιώθετε άνετα, και ο Ανδρέας το κάνει. Θέλω να το κάνεις κι εσύ.»

«Μα νιώθω άνετα!»

«Άνετα σημαίνει ότι όταν είμαστε μεταξύ μας μπορώ να φιλήσω τον Ανδρέα και μπορώ να φιλήσω και εσένα, έτσι, επειδή μου ήρθε να σας φιλήσω. Δεν λέω να βγάλουμε ομαδικώς τα μάτια μας. Μεταξύ μας, δε θα με χάλαγε αυτό, αλλά έχω καταλάβει ότι είναι out of question, όσον αφορά εσένα, και όσο είναι out of question θα παραμείνει out of question, και θέλω να είμαι απόλυτα ξεκάθαρη σε αυτό.»

Με κοίταξε χωρίς να απαντήσει. Δεν χρειαζόταν απάντηση, είδα τα μάτια της. Άνοιξα την αγκαλιά μου και σχεδόν πήδησε μέσα της. Την έσφιξα πάνω μου και τη χάιδεψα τρυφερά. Η Χριστιάνα τρίφτηκε πάνω μου σα γατούλα. Ανασήκωσα με τα δάχτυλά μου το πρόσωπό της. Σήκωσε το βλέμμα της και με κοίταξε και έσκυψα και τη φίλησα απαλά στα χείλη. Στην αρχή το φιλί μας περιορίστηκε εκεί, σε χείλη που αγκαλιάζονται και εξερευνούν το ένα το άλλο. Οι γλώσσες μας ακολούθησαν, με το δικό τους χορό, λίγη ώρα αργότερα. Το φιλί από τρυφερό που ήταν στην αρχή, έγινε σταδιακά πιο άγριο, πιο παθιασμένο.

Χούφτωσα το στήθος της πάνω από την μπλούζα. Δεν φορούσε σουτιέν και οι ρώγες της ήταν πετρωμένες. Την έγειρα τελείως στην πλάτη του καναπέ και συνέχισα να της μαλάζω το στήθος ενώ οι γλώσσες μας πάλευαν η μία με την άλλη. Ένιωσα το χέρι της πάνω στο στήθος μου και μου ξέφυγε ένας αναστεναγμός, τα στήθη μου λόγω περιόδου ήταν πολύ περισσότερο ευαίσθητα από το συνηθισμένο, και όχι μόνο στον πόνο!

Της σήκωσα την μπλούζα και της την έβγαλα. Η Χριστιάνα είχε υπέροχα στήθη, λίγο πιο μικρά από τα δικά μου αλλά εξίσου στητά και σφιχτά. Οι ρώγες της… Θεέ μου, οι ρώγες της. Όρμισα πάνω τους με τέτοια λαχτάρα που δεν είχα ξανανιώσει. Το είχα κάνει αυτό και στον Ανδρέα αλλά το γυναικείο στήθος είναι *άλλο πράγμα*. Έγλειφα και πιπιλούσα πότε τη μια ρώγα πότε την άλλη ενώ το ελεύθερο χέρι μου χούφτωνε το άλλο στήθος.

Σταμάτησα και γδύθηκα τελείως από πάνω, βγάζοντας μπλουζάκι, φανελάκι και σουτιέν. Επιστρέψαμε στο φιλί μαλάζοντας η μία τα στήθη της άλλης και τότε η Χριστιάνα ξεκίνησε να μου ανταποδώσει το γλείψιμο στα στήθη. Το έκανε με τελείως διαφορετικό τρόπο από τον Ανδρέα, πιο μαλακά, πιο τρυφερά, αλλά εξίσου υπέροχα. Ένιωθα ότι θα χυθώ στον καναπέ.

«Έχεις υπέροχα στήθη» μου είπε κάποια στιγμή. «Μπορεί να μην το κατάλαβες, αλλά το κατά λάθος φλασάρισμα που μου έκανες στο σπίτι σου, σίγουρα μπαίνει στα highlights της μέχρι τώρα μου ζωής.»

«Κι εσύ έχεις υπέροχα στήθη. Όλη είσαι υπέροχη. Θέλω να σε φάω! Θέλω να σε φάω!» Εκείνη χαμογέλασε αλλά εγώ το εννοούσα!

Την έβαλα να σηκωθεί και σχεδόν της κατέβασα με ένα τράβηγμα τη φόρμα και το μαύρο κιλοτάκι που φορούσε. Σε αντίθεση με εμένα η Χριστιάνα ήταν τελείως ξυρισμένη από κάτω και ήταν… Θεέ μου, ήταν υπέροχη. Υπέροχη!

Ο Ανδρέας μου είχε κάνει στοματικό αλλά εγώ δεν είχα κάνει ποτέ αιδοιολειχία στη ζωή μου. Ό,τι μου έλειπε από πείρα, ωστόσο, το είχα σε ένστικτο. Την έβαλα να κάτσει, της άνοιξα τα πόδια, βάζοντας ένα σε κάθε μου ώμο, και σχεδόν της όρμισα. Μύριζε υπέροχα και το ίδιο υπέροχη ήταν και η γεύση της. Πιπιλούσα και έπαιζα την κλειτορίδα της, πότε μόνο με τα χείλη μου, πότε με τη γλώσσα, πότε και με τα δύο μαζί. Ανασηκώθηκα λίγο πιο πάνω και χωρίς να την αφήσω στιγμή από το στόμα μου, βούτηξα το δάχτυλο μου μέσα της. Ήταν σα να γλιστράς ζεστό μαχαίρι σε βούτυρο. Η Χριστιάνα στέναζε και βογκούσε. Ένιωσα το σώμα της να αρχίζει να έχει σιγανά τραντάγματα που όσο πήγαιναν και μεγάλωναν σε ένταση. Ενέτεινα το ρυθμό μου και κάποια στιγμή τέντωσε το σώμα της σαν τόξο, σχεδόν παγιδεύοντάς με ανάμεσα στα μπούτια της. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ»

Συνέχισα ακόμα πιο εντατικά και ένιωσα κάτι να με πιτσιλάει. Δοκίμασα τη γεύση της, ήταν αλμυρούτσικη, σαν τη δικιά μου, τουλάχιστον όπως την είχα δοκιμάσει από το στόμα του Ανδρέα.

«Μη… μη… όχι άλλο. ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ. Όχι… Όχι άλλο…» μου είπε αλλά δεν σταμάτησα αμέσως, συνέχισα ακόμα για λίγη ώρα, πολύ πιο απαλά και τρυφερά αυτή τη φορά, κερδίζοντας μερικά «ΑΑΑΑΑΧ ΜΧΧΜΜΜ ΑΑΑΧΜ» ακόμα.

Κατέβασα τα πόδια της από τους ώμους μου και της χαμογέλασα. Σηκώθηκα και κάθισα στον καναπέ με σκοπό να την πάρω αγκαλιά αλλά εκείνη έκανε κάτι που δεν το περίμενα καθόλου. Ακόμα γυμνή, σηκώθηκε όρθια και γονάτισε μπροστά μου ακουμπώντας το κεφάλι της στα γόνατά μου. Σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε. Το μυαλό μου αρνούνταν να πάρει στροφές.

«Σε ευχαριστώ! Σε ευχαριστώ!»  μου είπε και έβαλε τα κλάματα ενώ εγώ συνέχισα να την κοιτάζω αποσβολωμένη. «Δεν ήταν απλά αυτό που ονειρευόμουν» μου είπε ακόμα δακρυσμένη. «Ήταν δέκα φορές καλύτερο. Εκατό φορές καλύτερο. Σ’ ευχαριστώ»

Δεν είπα τίποτα, δεν ήξερα τι να πω. Απλά χαμογέλασα και άρχισα να τη χαϊδεύω τρυφερά στο κεφάλι, όπως ήταν ακουμπισμένη με το κεφάλι της στον δεξί μου μηρό, χαμογελώντας μου, με τα μάτια της ακόμα υγρά.


23. Η θεωρία στην πράξη

Ανδρέας

Ήμουν πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό μου, στα πρώτα δοκιμαστικά που έκανα η απόδοση είχε βελτιωθεί κατά 35% και στο μυαλό μου υπήρχαν και άλλα σημεία τα οποία πίστευα ότι σηκώνουν βελτίωση. Ωστόσο για την παραλληλία θα χρειαζόταν αρκετή δουλειά, στη Fortran δεν υπάρχει το ισοδύναμο της fork() που έχει η C για δημιουργία child process οπότε θα έπρεπε να το χειριστώ μέσω shell εντολών. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι θα έπρεπε να φτιάξω ένα απλοϊκό ισοδύναμο scheduler καθώς κάθε μέθοδος παρεμβολής είχε και διαφορετικό χρόνο ολοκλήρωσης και η παραλληλία απαιτούσε συγχρονισμό για κάθε επόμενο βήμα.

Για πολλοστή φορά—όπως εσχάτως άρχισε να κάνει και η Φοίβη—ευχήθηκα να υπήρχε τρόπος να είχα Unix στο σπίτι μου. Παράπονο δεν έχω, είμαστε αρκετά ευκατάστατη οικογένεια, και ο πατέρας μου και η μητέρα μου είναι υψηλόμισθοι, αλλά όχι στο βαθμό που να μπορώ να αγοράσω ένα SPARC5 ή έστω ένα SPARC4 για το σπίτι. Σε κάποια συζήτηση, κάπου είχε πάρει το αυτί μου ότι κάποιος Φιλανδός ή Σουηδός είχε γράψει μια έκδοση του Unix για PC, αλλά δεν του είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία. Θα μου πεις ότι ακόμα και αν αυτό ίσχυε, και δεν ήταν αρβύλα, ούτε PC είχα, αλλά PC μπορούσα να αγοράσω, απλά μέχρι τώρα δεν είχε υπάρξει κάποιος λόγος να θέλω να κάνω κάτι τέτοιο.

«Να θυμηθώ να το πω στη Φοίβη, να ρωτήσει στη σχολή της. Αν όντως υπάρχει κάποιο UNIX για PC να ρωτήσει, αυτοί σίγουρα θα ξέρουν!» σημείωσα νοερά.

Χαμογελάω στη σκέψη, 30 χρόνια αργότερα, πως αυτό το Unix like λειτουργικό που είχε φτιάξει ως hobby ένας Φιλανδός φοιτητής, ήταν πλέον το cornerstone του σημερινού δικτυωμένου μας κόσμου, με το Linux να τρέχει από Web Servers μέχρι και σε ρολόγια, και πως το όχι και τελευταίας έκδοσης κινητό μου έκρυβε μέσα του τόση υπολογιστική ισχύ που δεν τολμούσαν να την ονειρευτούν ακόμα και high end servers της δεκαετίας του ’90.

Κοίταξα το ρολόι μου, ήταν ακόμα 20:00, είχα τελειώσει νωρίτερα απ’ όσο είχα αρχικά προβλέψει. Έκανα logout και αφού μάζεψα τα πράγματά μου έφυγα από το εργαστήριο. Καθώς ανέβαινα την Κνωσσού—και επειδή δεν ήξερα αν η Φοίβη είχε περάσει πρώτα από το σπίτι της πριν πάει στη Χριστιάνα, ώστε να πάρει μαζί της κρασί—πέρασα από την κάβα και πήρα πάλι ένα μπουκάλι κόκκινο Αγιωργίτικο Νεμέας. Με τούτα και με κείνα, μου πήρε κοντά στη μισή ώρα να φτάσω σπίτι, ήθελα να κάνω ένα ντουζάκι και να αλλάξω πριν πάω στη Χριστιάνα.

Άναψα το θερμοσίφωνα. Είχα λυσσάξει στην πείνα και φλέρταρα για λίγο με τη σκέψη να φάω ένα τοστάκι όσο περίμενα, αλλά τελικά αποφάσισα να κρατήσω όσο περισσότερο χώρο χρειαζόταν για το παστίτσιο. Μέχρι να ζεστάνει το νερό χαζολόγησα για λίγο διαβάζοντας ένα περιοδικό για υπολογιστές, μπορεί να είμαι βιολόγος και μέχρι πρόσφατα να μην είχα καν νιώσει την ανάγκη να αγοράσω υπολογιστή, αλλά μου άρεσε να διαβάζω για δαύτους. Η Φοίβη μου είχε δείξει ένα laptop στο περιοδικό και δεν ξέρω γιατί, το είχα ερωτευτεί.

Καλά, όχι ότι σκόπευα να πάρω laptop, ήξερα αρκετά από υπολογιστές ώστε να γνωρίζω ότι αυτά είναι σχετικά αδύναμα σε σχέση με τους desktop υπολογιστές, πόσο μάλλον με τα θηρία spark-4, spark-5 και spark-10 που είχαμε στο εργαστήριο ή τα DEC του CC. Πάντως τον συγκεκριμένο τον είχα ερωτευτεί, είχε την mobile έκδοση του 486 και 8 ολόκληρα Mb RAM. 8 Mb είχε το spark-4, τα spark-5 είχαν 16 Mb και τα spark-10 32 ολόκληρα Mb. Τα dec του CC ξέφευγαν τελείως, idomeneas και talos είχαν 64 Mb, kerynia και pafos 128Mb και η cyprus 512 Mb… Jesus!!!!

Πέρασε ένα μισάωρο χωρίς να το καταλάβω, κόντευε σχεδόν 21:00. Έκλεισα το θερμοσίφωνα και πήγα και έκανα ένα γρήγορο ντουζ, σε 10 λεπτά είχα τελειώσει. Ντύθηκα με ένα απλό μακρυμάνικο t-shirt, τζιν και τα αθλητικά μου. Φεύγοντας παραλίγο να ξεχάσω και το κρασί, ευτυχώς το θυμήθηκα όταν άναψα το αυτοκίνητο. Επέστρεψα σε αυτό, με το κρασί μαζί αυτή τη φορά, και κίνησα για τη Φορτέτσα. Στις 21:30 πάρκαρα μπροστά από το σπίτι της Χριστιάνας και με το μπουκάλι αγκαλιά χτύπησα το κουδούνι και αμέσως άκουσα το χαρακτηριστικό βουητό της πόρτας που ξεκλείδωνε. Ανέβηκα τα σκαλιά και πήγα στον πρώτο. Η πόρτα του διαμερίσματος ήταν ανοιχτή και στην είσοδο με περίμενε η Φοίβη.

«Καλώς το μου» μου είπε και έκανε να με αγκαλιάσει.

«Κοριτσάρα μου» της είπα παίρνοντάς την αγκαλιά. Αφού φιληθήκαμε, περάσαμε μέσα. Το τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο. Η Κατερίνα ήταν στο σαλόνι, τη Χριστιάνα δεν την είδα, θα πρέπει να ήταν στην κουζίνα.

«Καλώς τον!» είπε η Κατερίνα.

«Καλώς σας βρήκα! Τι κάνεις εσύ, νεαρή; Σε χάσαμε!»

«Έκανα τουρ σε Ρέθυμνο και Χανιά!»

«Ναι, τις μάθαμε τις πομπές σου» της απάντησα πειρακτικά. «Περάσατε καλά;»

«Υπέροχα ήταν. Βέβαια ξεπλήρωσα τις αμαρτίες μου τη Δευτέρα, χθες και σήμερα!»

«Τη Δευτέρα κοιμόσουν όλη μέρα μας είπε η Χριστιάνα!»

«Πού τέτοια τύχη! Είχα πρόοδο οργανική-ΙΙ σήμερα, και επειδή τις προηγούμενες μέρες το είχα ρίξει στην τρελή, τις τελευταίες τρεις μέρες ξεπλήρωσα τις αμαρτίες μου. Εξάγωνα έγιναν τα μάτια μου.»

«Εξάγωνα;» τη ρώτησα παραξενεμένος.

«Ναι, εξάγωνα, σαν το βενζόλιο και τους λοιπούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες!» είπε και μου έκανε κλικ.

«Ξέχασες τα αρένια. Υπάρχουν και οι μη βενζολιοειδείς κυκλικοί αρωματικοί!» της είπα πειράζοντάς την.

«Αμ δεν τα ξέχασα, αυτό προσπαθώ, να τα ξεχάσω!

«Πώς έγραψες;» την ρώτησα επανερχόμενος στο θέμα.

«14»

«Φιλόδοξο!» της ανταπάντησα.

«Εγώ πάντως απάντησα όλα τα θέματα τα οποία έπιαναν 14 μονάδες. Οπότε με το 10άρι στην πρώτη πρόοδο και λογικά 10άρι και σ’ αυτή καθώς και στα εργαστήρια, δε θα χρειαστεί να δώσω τελικό το Γενάρη, και ευτυχώς να λέω, γιατί έχω πάρει 8 μαθήματα. Θέλω να ξεμπερδεύω με τα του πτυχίου όσο νωρίτερα μπορώ για να δώσω τις κατατακτήριες γιατί η ρημάδα η ιατρική είναι και 6 χρόνια, χωρίς την ειδικότητα. Αν συνεχίσω όπως είμαι τώρα, τέλος του 6 εξαμήνου θα έχω πάρει όλες τις απαραίτητες μονάδες για το πτυχίο.»

«Ναι, κάτι ανάλογο έκανα κι εγώ» της είπα. «Αν και τυπικά τεταρτοετής, μιας και την πρώτη χρονιά δεν παρακολούθησα, ουσιαστικά είμαι τώρα στο τρίτο έτος. Αν πάνε όλα καλά, τον Ιούνη θα πάρω πτυχίο.»

«Ναι, αυτό ακριβώς. Βέβαια ακόμα και αν τελειώσω στο τρίτο έτος δεν θα μπορέσω τυπικά να ορκιστώ, θα πρέπει να περιμένω να περάσει και το τέταρτο, από την άλλη ωστόσο θα μπορώ να πάρω τη βεβαίωση ότι έχω περάσει όλα τα απαραίτητα για το πτυχίο και συνεπώς θα μπορέσω να δώσω κατατακτήριες, ρώτησα στην Ιατρική της Αθήνας στη γραμματεία και μου το επιβεβαίωσαν.»

«Τότε, σου εύχομαι να σου πάνε όλα καλά!» της είπα. «Αλήθεια, η Χριστιάνα που είναι;»

«Εδώ είμαι» την άκουσα να λέει και γυρίζοντας το κεφάλι μου την είδα να βγαίνει από την κουζίνα με δύο μπύρες στο ένα χέρι και την ψωμιέρα στο άλλο. «Πήγα να φέρω μπύρες και συνειδητοποίησα ότι είχαμε ξεχάσει να κόψουμε ψωμί!» συνέχισε.

«Έχω φέρει Αγιωργίτικο Νεμέας, που είχαμε πιει και τις προάλλες.»

«Θαυμάσια! Εγώ θα προτιμήσω κρασί» είπε η Χριστιάνα. «Φοίβη, Κατερίνα;»

«Κι εγώ κρασί» είπε η Φοίβη

«Εγώ θα προτιμήσω τη μπύρα. Μην την πας μέσα, άστη εδώ, μάλλον θα την πιώ και αυτή» είπε η Κατερίνα.

«Ωραία! Λοιπόν, καθίστε!» μας είπε η Χριστιάνα και καθίσαμε όλοι στο τραπέζι. Η Χριστιάνα σέρβιρε το φαγητό, ενώ εγώ σέρβιρα εμένα και τα δύο κορίτσια το κρασί και στην Κατερίνα τη μπύρα της.

Ω, Θεοί, τι ήταν αυτό; Την πρώτη φορά που είχα φάει το παστίτσιο της Χριστιάνας είχα ζήσει τη Νιρβάνα, δεν είχα ξαναδοκιμάσει τόσο νόστιμο παστίτσιο. Ε, σήμερα, δεν ξέρω πως, το είχε κάνει ακόμα καλύτερο. Με το ζόρι δεν το κατάπια με μια χαψιά, και μου είχε βάλει τεράστιο κομμάτι, όχι αηδίες. Πίεσα τον εαυτό μου να φάει σιγά-σιγά, συνοδεύοντας το παστίτσιο και με σαλάτα και φυσικά με κρασί.

Όταν τα κορίτσια τελείωσαν, Χριστιάνα και Κατερίνα ανάψανε τσιγάρο. Εγώ πάλι έβαλα ακόμα ένα τεράστιο κομμάτι στο πιάτο μου και ξεκίνησα το δεύτερο γύρο, ενώ τα κορίτσια είχαν πιάσει συζήτηση περί ανέμων και υδάτων. Η αλήθεια είναι ότι δεν έδινα ιδιαίτερη προσοχή στο τι λέγανε, ήμουν πλήρως αφοσιωμένος στο παστίτσιο. Πάντως αυτή τη φορά τρίτο κομμάτι δεν έβαλα αλλά, εδώ που τα λέμε, μιας και ήμασταν λιγότεροι σήμερα, τα δύο κομμάτια που έφαγα παίζει να ήταν και μεγαλύτερη ποσότητα από τα τρία που είχα καταβροχθίσει την προηγούμενη φορά.

«Αααχ, αυτό ήταν!» είπα ξαπλώνοντας πίσω στην καρέκλα.

«Χόρτασες κροκοδειλάκι;» με ρώτησε τρυφερά η Φοίβη.

«Η αλήθεια είναι πως αν υπάρχει κάτι γλυκό, υπάρχει χώρος και γι’ αυτό!»

«Πες μου, πόσο μ’ αγαπάς;» ρώτησε η Κατερίνα.

«Πες μου ότι έφερες γλυκό!» της είπα με λαχτάρα.

«Γαλακτομπούρεκο!»

«Σ’ αγαπάω! Σε λατρεύω!» της είπα κάνοντας και τις τρεις να βάλουν τα γέλια. «Ναι, αλλά δεν βλέπω κίνηση!» συμπλήρωσα κερδίζοντας ένα νέο γύρο γέλιων.

«Χριστιάνα, μη σηκώνεσαι» της είπε η Κατερίνα, «πάω εγώ να βάλω. Ποιος άλλος θέλει;»

«Εγώ αλλά μικρό κομματάκι» είπε η Φοίβη. «Έτσι, για τη λιγούρα!»

«Ομοίως» είπε η Χριστιάνα.

«Δε θέλω μαλακίες! Αντρίκιο κομμάτι!» της είπα εγώ.

«Κάπως ήμουν σίγουρη» είπε η Κατερίνα και πήγε μέσα στην κουζίνα.

«Πάω να τη βοηθήσω, θα χρειαστούμε και νερό» είπε η Φοίβη και ακολούθησε την Κατερίνα στην κουζίνα.

«Επιτέλους μόνοι!» πείραξα τη Χριστιάνα, η οποία για κάποιο λόγο έδειξε ανεξήγητη αμηχανία. Προφανώς και μπορούσε να καταλάβει ότι αυτό ήταν πείραγμα, πόσο μάλλον όταν ξέρω τα γούστα της, και ακόμα περισσότερο δεδομένου ότι έχω σχέση με τη Φοίβη και δεν είμαι από εκείνους που ψάχνονται, οπότε παραξενεύτηκα ελαφρώς. «Χιούστον, λαμβάνει;» ξανα

«Ναι, ναι! Συγνώμη, αφαιρέθηκα για λίγο!»

«Το παστίτσιο σου έπεσε βαρύ, αυτό φταίει, αλλά μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ για να σε σώσω. Θα γίνω θυσία και θα πάρω το υπόλοιπο ώστε να μη σου ξανασυμβεί τέτοιο κακό!» της είπα κερδίζοντας το γέλιο της.

«Χαχαχα, αυτό θα πει “αρπάζω την ευκαιρία από τα μαλλιά!”» μου είπε γελώντας.

«Αμέ, τι νόμιζες;»

«Έτσι κι αλλιώς για την αυτού εξοχότητα έφτιαξα το παστίτσιο οπότε εξ αρχής το σχέδιο ήταν πως θα έφευγες με ταπεράκι!»

«Ταπεράρα!» τη διόρθωσα.

«Έστω» απάντησε χαμογελώντας. «Πώς πήγε σήμερα στο ΙΤΕ; Υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω, έστω και αύριο;»

«Αμέ. Μπορείς, όπως και εχθές, να έρθεις μαζί μας στο ΙΤΕ, η Φοίβη έρχεται μαζί μου κάθε Τρίτη και Πέμπτη. Α, ωστόσο μετά έχουμε κανονίσει με τα παιδιά να φάμε μεξικάνικο, οπότε αν δε θέλεις να έρθεις κι εσύ, θα σε αφήσουμε στα Λιοντάρια.»

«Μωρέ θέλω να έρθω, πως δε θέλω; Απλά πρέπει να αρχίσω να μαζεύω τα πράγματα για Αθήνα και την Παρασκευή έχω αρκετά γεμάτο πρόγραμμα οπότε δε θα προλάβω αν δεν αρχίσω αύριο.»

«Ξα σου, η πρόταση πάντως ισχύει.»

«Καλά θα δούμε, ίσως βρω λίγο χρόνο αύριο το πρωί, μέχρι τις 11:00 έχω κενό. Δεν το υπόσχομαι πάντως. Εντωμεταξύ, οι άλλες δύο πού πήγαν, στην πηγή για να γεμίσουν τη στάμνα;»

«Καλή ερώτηση» είπα αλλά εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκαν Φοίβη και Κατερίνα, η μία με το ταψί με το γαλακτομπούρεκο και η άλλη με ένα δίσκο με ένα μπουκάλι νερό και τέσσερα ποτήρια.

Και επειδή, duh, γαλακτομπούρεκο, οι κουβέντες κόπηκαν μαχαίρι μέχρι να κατέβει και η τελευταία μπουκιά κάτω και, ψεύτης μην είμαι, υπήρξε μια μικρή δυσκολία, καθώς το στομάχι μου είχε γεμίσει σχεδόν μέχρι τον οισοφάγο. Τι τα θες, αυτά έχει η καλοφαγία. Τις αμαρτίες μου τις ξεπλήρωσα όταν πήγα να πιώ νερό, καλό το γαλακτομπούρεκο αλλά φέρνει πολλή δίψα το ρημάδι, και ένιωσα όπως ένα μπαλόνι που ετοιμάζεται να σκάσει, πραγματικά κόντεψε να μου βγει από τη μύτη!

Τα κορίτσια το είχαν ρίξει πάλι στο περί ανέμων και υδάτων ενώ εγώ προσπαθούσα φιλότιμα να μην τους κάνω live αναπαράσταση της σκηνής του εστιατορίου από το Meaning of Life των Monty Python. Δεν θα πήγαινε καθόλου καλά αυτό! Τα έχωσα στον εαυτό μου, αυτή τη φορά το είχα παρακάνει. Πρέπει να φαινόταν και στο πρόσωπό μου γιατί η Φοίβη με είδε και ανησύχησε.

«Ανδρέα;» με ρώτησε. «Είσαι καλά;»

«Ναι καλά είμαι μωρό μου. Το παράκανα σήμερα!»

«Εμ, κι εσύ βρε μωρό, τρως σαν να μην υπάρχει αύριο!» με μάλωσε η Φοίβη.

«Ήταν τόσο νόστιμα αφού!» προσπάθησα να δικαιολογηθώ γέρνοντας πίσω στην καρέκλα. Καλύτερα στην πολυθρόνα, σκέφτηκα. «Με την άδειά σας, πάω να κάτσω στην πολυθρόνα» τους είπα και σηκώθηκα από το τραπέζι και κάθισα στην πολυθρόνα που ήταν δίπλα στη βιβλιοθήκη και που κοίταζε προς το τραπέζι της σαλοτραπεζαρίας. Χύθηκα μέσα ελαφρά ξαπλωτά και άρχισα να αισθάνομαι κάπως καλύτερα. Θα του έδινα κανένα εικοσάλεπτο/μισάωρο και θα σηκωνόμουν για ένα ελαφρύ περπάτημα, βασικά να κάνω το γύρο της πλατείας.

Τα κορίτσια μάζεψαν το τραπέζι και τα πήγαν στην κουζίνα. Στο σαλόνι άφησαν μόνο τα ποτήρια του κρασιού τους, Φοίβη και Χριστιάνα, και της μπύρας της, η Κατερίνα.

«Δεν έχω δύναμη να πλύνω πιάτα αυτή τη στιγμή, αύριο!» μας δήλωσε η Χριστιάνα.

«Δε θέλεις να σε βοηθήσουμε;» ρώτησε η Φοίβη.

«Όχι, δε χρειάζεται. Τέσσερα πιάτα και τέσσερα ποτήρια είναι όλα κι όλα. Έτσι κι αλλιώς έχω να βάλω το υπόλοιπο σε τάπερ για τον Ανδρέα.»

«Και μπράβο σου!» παρατήρησα εγώ ζωντανεύοντας ξαφνικά, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από καμία τους.

“It’s alive! Alive!” είπε η Κατερίνα αντιγράφοντας τον Gene Wilder από τη σκηνή στο Young Frankenstein.

«Είναι που άκουσε τη μαγική λέξη» με πείραξε η Φοίβη και η αλήθεια είναι ότι ένα δίκιο το είχε, δεν είχα καν τη δύναμη να διαμαρτυρηθώ, έστω και για τα μάτια του κόσμου, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τη Φοίβη. «ὅπερ ἔδει δεῖξαι, που γράφει σε κάθε απόδειξη στις σημειώσεις του απειροστικού ο Πνευματικός, Θεός σχωρέστον» συμπλήρωσε, κάνοντάς με να ανατριχιάσω· αν είχα παρακολουθήσει εξ αρχής τη σχολή, ενδεχομένως να ήμουν κι εγώ παρόν εκείνη την αποφράδα μέρα του Νοέμβρη του ’90.

«Μισό, φυσικός δεν ήταν ο Πνευματικός;» ρώτησε η Κατερίνα.

«Χμμμ!» είπε η Φοίβη. «Τώρα που το σκέφτομαι, οι σημειώσεις είναι από τον Α. Πνευματικό, όχι από τον Σ. Πνευματικό, οπότε έχεις κι εσύ τα δίκια σου.»

Τσάμπα η ανατριχίλα!

«Εντωμεταξύ η αστυνομία είχε ξαμοληθεί στο νησί για να βρει τον Πετροδασκαλάκη και τελικά τον βρήκαν κρεμασμένο μετά από έξι μήνες. Είχα διαβάσει κάπου ότι αυτοκτόνησε μια ώρα μετά το φονικό» είπε η Φοίβη.

«Τρεις ζωές χαμένες για το τίποτα. Μου είχαν πει ότι στην αρχή του μαθήματος ο Πετροδασκαλάκης ήταν ευδιάθετος και μάλιστα αστειευόταν με τον Ξανθόπουλο και τον Πνευματικό. Τι μύγα τον τσίμπησε και πήγε μετά και τους πυροβόλησε με το κυνηγετικό, ο Θεός και η ψυχή του» συμπλήρωσα.

«Είχα ακούσει μια φήμη ότι του τη βάρεσε γιατί πήγαν να του κλέψουν εργασία» είπε η Κατερίνα.

«Έλα ρε συ Κατερίνα, τι ανάγκη είχαν οι δυο τους να κλέψουν την εργασία ενός μεταπτυχιακού φοιτητή; Εννοώ ότι και ο Ξανθόπουλος και ο Πνευματικός ήταν φτασμένοι ερευνητές, με αμέτρητες δημοσιεύσεις. Μου είχε πει η Μαρία ότι υπάρχει μια λύση στη γενική σχετικότητα για συγκρουόμενα βαρυτικά κύματα που έχει όνομα “Λύση Ξανθόπουλου— Chandrasekhar”. Ο Πνευματικός ήταν τακτικό μέλος στο ερευνητικό κέντρο του Los Alamos και έδινε διαλέξεις σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου, από το Berkeley και το Stanford μέχρι την Τασκένδη. Και μάλιστα, οι δυο τους μαζί είχαν εξασφαλίσει και υποτροφίες στον Πετροδασκαλάκη. Δεν ξέρω τι πέρασε από το μυαλό του και έκανε αυτό το φονικό, πάντως να του έφαγαν κάποια εργασία Ξανθόπουλος και Πνευματικός, το θεωρώ ουσιαστικά απίθανο. Τέλος πάντων, αρκετά με δαύτο. Ας τον συγχωρήσει ο Θεός.»

«Και έτσι από βόας ξαναέγινε άνθρωπος!» με πείραξε η Φοίβη.

«Ωχ, τι μου το θύμισες!» ξεφύσησα τρίβοντας το στομάχι μου.

Τα κορίτσια συνέχισαν την κουβέντα αλλά εγώ είχα κλείσει τα μάτια γέρνοντας στην πολυθρόνα και δεν τις άκουγα. Δεν νύσταζα ακριβώς αλλά είχα βαρύνει πολύ, η Φοίβη είχε δίκιο, το είχα παρακάνει. Κάθισα έτσι γύρω στο μισάωρο και σηκώθηκα να κάνω τον περίπατο που είχα πει να κάνω προηγουμένως.

«Κορίτσια, πάω να περπατήσω και να πάρω λίγο αέρα» τους

«Θέλεις να έρθω κι εγώ;» με ρώτησε η Φοίβη.

«Όχι ματάκια μου, κάτσε. Δε θα αργήσω, ένα-δυο γύρους της πλατείας θα κάνω και θα επιστρέψω. Και—μεταξύ μας—αν βρω ανοιχτό το περίπτερο, λέω να πάρω και καμιά σόδα!»

«Εντάξει!» μου είπε η Φοίβη.

Σηκώθηκα και βγήκα έξω. Επίτηδες δεν πήρα μπουφάν, αφενός δεν έκανε και πολύ κρύο, και αφετέρου ήθελα να με χτυπήσει λίγο ο αέρας και να το νιώσω. Το σπίτι που έμεναν τα κορίτσια ήταν κοντά στο τέρμα της Ιπποκράτους, η οποία ήταν αδιέξοδος. Περπάτησα μέχρι την πλατεία της Φορτέτσας, στη συμβολή με τη Σόλωνος και συνέχισα μέχρι το τέλος της πλατείας. Ανέβηκα μέσω της πλατείας και πήγα στο περίπτερο, ήταν ακόμα ανοιχτό. Πήρα μια σόδα, και μετά το δρόμο της επιστροφής. Αν και η συνολική απόσταση που περπάτησα δεν ήταν πάνω από μισό χιλιόμετρο, όταν έφτασα έξω από το σπίτι των κοριτσιών είχα αρχίσει να αισθάνομαι αρκετά καλύτερα. Αποφάσισα αντί να μπω μέσα, να πάω άλλη μία μέχρι την αρχή της πλατείας και να ξαναγυρίσω, πράγμα που έκανα. Yeap, ένιωσα ακόμα καλύτερα. Χτύπησα την πόρτα και όταν μου άνοιξαν ανέβηκα πάνω.

«Νιώθεις καλύτερα;» με ρώτησε η Φοίβη όταν μπήκα μέσα.

«Ναι, πολύ καλύτερα!» απάντησα.

«Εμένα να με συγχωρέσετε αλλά κλείνουν τα μάτια μου» είπε η Κατερίνα και σηκώθηκε από το τραπέζι και αφού μας χαιρέτησε πήγε σπίτι της. Ήταν μόλις 22:30 αλλά μετά από τρεις μέρες εντατικό διάβασμα και αυτές μάλιστα μετά από συνεχόμενα ξενύχτια, ήταν λογικό να παραπατάει. Όταν έφυγε η Κατερίνα, εγώ χύθηκα και πάλι στην πολυθρόνα, καθώς με βόλευε πιο πολύ από τον καναπέ, ενώ Φοίβη και Χριστιάνα κάθισαν στον καναπέ.

«Χριστιάνα, θα έρθεις τελικά αύριο μαζί στο μεξικάνικο μετά το ΙΤΕ;»

«Όπως σου είπα και πριν, εξαρτάται από το αν καταφέρω αύριο το πρωί να ανοίξω νωρίς τα μάτια μου ώστε να αρχίσω να μαζεύω πράγματα για μεθαύριο. Από τις 11:00 που ξεκινάω αύριο, έχω μαθήματα μέχρι τις 17:00 με μόλις μία ώρα κενό, μεταξύ 14:00 και 15:00, αλλά μία ώρα δε θα μου φτάσει για να έρθω εδώ από πανεπιστήμιο, να μαζέψω πράγματα και να γυρίσω και πάλι πίσω. Από το Γενάρη που θα έχω μηχανάκι, θα μπορώ να το κάνω, τώρα όχι, δεν είμαι και ακριβώς απέναντι από το Πανεπιστήμιο, όπως η Φοίβη!»

«Εντάξει, δεν υπάρχει πρόβλημα. Την Παρασκευή το πλοίο φεύγει στις 19:15, το οποίο σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε εκεί μέχρι τις 18:30. Οπότε γύρω στις 18:00-18:10 θα έρθουμε να σε πάρουμε.»

«Ναι, κανένα πρόβλημα. Βέβαια κανονικά είχα μάθημα μέχρι τις 19:00 αλλά στις 17:00 θα ανέβω σπίτι.»

«Ακριβώς μία από τα ίδια κι εγώ»

«Αχ μωρέ Ανδρέα, ξέχασα να στο πω χθες, σε έψαχνε ο Αργύρης!» είπε η Φοίβη.

«Μη σκας, με βρήκε σήμερα στο μάθημα. Λέμε το άλλο εξάμηνο να κάνουμε παράσταση και θα πρέπει—όταν επιστρέψουμε όλοι Ηράκλειο—το Γενάρη να έχουμε ο καθένας μια πρόταση. Επίσης υπενθύμισε ότι μας χρωστάς μια ανάγνωση.»

«Είναι και αυτό. Ωραία, εκτός από τα μαθήματα θα έχω να ανησυχώ και για το πως θα απαγγείλω την πορεία προς το μέτωπο. Με τα σάπια λάχανα θα με πάρουν, από τον Κατράκη στη Μαρτίνου!»

«Μια χαρά θα τα πας, φοβητσιάρα!» της είπα τρυφερά.

«Ανδρέα, η θεατρική ομάδα έχει 20 άτομα, πως θα ανεβάσετε παράσταση για τόσο κόσμο;»

«Υπάρχουν θεατρικά για πολλούς ηθοποιούς, ωστόσο συνήθως επιλέγουμε δυο-τρία και χωριζόμαστε σε ομάδες και η κάθε ομάδα παίζει το δικό της έργο. Και υπάρχουν και άτομα που τους αρέσει να συμμετέχουν σε κλειστό κοινό αλλά δεν το έχουν να παίξουν μπροστά σε μεγαλύτερο πλήθος. Αυτοί συνήθως βοηθούν στις πρόβες και στη σκηνοθεσία, στο στήσιμο των σκηνικών και γενικά σε ό,τι άλλο χρειαστεί.»

«Και που ανεβάζετε τα έργα;»

«Συνήθως στο ΒΞ, Σάββατο ή Κυριακή εννοείται. Και σχεδόν πάντα είναι και γεμάτο, όχι παίζουμε!»

«Γιατί καθόμαστε στα μουγκά;» ρώτησε η Χριστιάνα και σηκώθηκε και άνοιξε το ράδιο. Βρήκε ένα σταθμό με ξένη μουσική και τον άφησε να παίζει.

«Τελικά αποφάσισες το Σάββατο τι προτιμάς; Παλένκε, Boom-Boom ή να πάμε στο Karaoke που μας είπε η Χριστιάνα;» ρώτησα τη Φοίβη.

«Εσύ τι προτιμάς;» την ρώτησε με τη σειρά της η Φοίβη.

«Αν πρέπει να είμαι κι εγώ οπωσδήποτε…» ξεκίνησε να λέει αλλά την έκοψε η Φοίβη.

«Θα είσαι!» της δήλωσε. Δημοκρατικές διαδικασίες, όχι μαλακίες!

«Χαχαχα, εντάξει. Η αλήθεια είναι ότι μου έχει λείψει το Latin!»

«Και ο ψωριάρης χώρια!» είπα μισοκακόμοιρα.

«Έλα γκρινιάρη» μου είπε με ασυνήθιστη γλυκύτητα η Χριστιάνα «δεν παίζει μόνο Latin το Παλένκε, παίζει και σύγχρονη χορευτική μουσική και ντίσκο και πιο αργά, συνήθως μετά τις 02:00, παίζει και ελληνικά, αλλά κυρίως παλιά λαϊκά. Εκτός και αν έχει αλλάξει ο DJ από την τελευταία φορά που είχα πάει, δεν βάζει Ελληνάδικα τσιφτετέλια της κακιάς ώρας.»

«Παλένκε τότε το Σάββατο. Πάμε Κυριακή στην Boom-Boom και σε κάποια επόμενη επίσκεψη, πάμε και στο Karaoke. Ο μπαμπάς κατεβαίνει μόνιμα Αθήνα αρχές Φλεβάρη και τον Ιούνη, όταν κλείσουν τα σχολεία, θα έρθει και η μαμά με τον Κωστή.»

«Στο IA θα πάει και ο Κωστής;» ρώτησα εγώ.

«Εξαρτάται, αν κληρωθεί για Βαρβάκειο θα πάει εκεί. Αν όχι, ναι, στο IA.»

«Αλήθεια, εσύ αν θυμάμαι καλά μένεις κοντά στον παλιό Ταξιάρχη, πώς και είχες έρθει στο ΙΑ και όχι στο 12ο;»

«Γιατί το 12ο δεν έχει λύκειο και από εκεί τους στέλνουν στο Λόφο. Επειδή δεν ξέραμε αν ο μπαμπάς θα φύγει από Αθήνα, με γράψανε στο IA ώστε αν μέναμε εκεί να συνέχιζα και στο Λύκειο. Και εδώ που τα λέμε από άποψη απόστασης, πιο κοντά είμαι στον Άγιο Αντώνη απ’ ότι στην Αγία Τριάδα.»

«Πού ακριβώς μένατε;»

«Λίγο πριν τη στροφή στη Φιλικών—ή για να είμαι πιο σωστή—λίγο μετά τη στροφή στη Φιλικών, μιας και εδώ και κάμποσα χρόνια είναι μόνο άνοδος.»

«Επιπλέον, αν τελικά πάμε στο Παλένκε, δε θα χρειαστεί να έρθετε να με πάρετε. Μένω λίγο κάτω από το Γήπεδο του Παναθηναϊκού, για μένα είναι 5-10 λεπτά περπάτημα. Και—ειδικά για σένα Ανδρέα—το καλύτερο στο έχω για το τέλος, όταν γυρνάμε!»

«Για λέγε, για λέγε!» είπα με ενδιαφέρον.

«Στη Μαβίλη έχει το καλύτερο βρώμικο της Αθήνας. Τουλάχιστον ο Θέμης, ορκίζεται στο όνομά του!»

«Ο Θέμης;» ρώτησα εγώ που το μυαλό μου πήγε στον κολλητό μου που είχα στο σχολείο.

«Ναι, ο αδερφός μου. Θέμη τον λένε.»

«Κοίτα να δεις σύμπτωση. Τον κολλητό μου, σε όλο το γυμνάσιο και το λύκειο, Θέμη τον λένε κι αυτόν! Ορίστε, είπα Θέμης και τον θυμήθηκα, τι να κάνει ο μπαγάσας; Είχε περάσει στο Αριστοτέλειο, Νομική. Ζωάρα κάνει στη Θεσσαλονίκη! Πω-πω, έχω να τον δω από το Πάσχα» εξακολούθησα να μονολογώ.

«Ε, και δεν τον παίρνεις ένα τηλέφωνο να μάθεις;» με ρώτησε η Φοίβη.

«Σάμπως και το έχω; Δεν ξέρω αν έχει καν!»

«Πάρε τους γονείς του βρε γάιδαρε για να το μάθεις!» με μάλωσε.

«Ε, ούτε και αυτός με πήρε κανένα τηλέφωνο!» διαμαρτυρήθηκα.

«Όταν τον δω, θα τα χώσω και σ’ αυτόν. Προς το παρόν, εσένα έχω διαθέσιμο, σε σένα τα χώνω!»

Η Φοίβη, έχοντας μεγαλώσει ουσιαστικά χωρίς φίλες από το γυμνάσιο και μετά, είχε πάρει το ζήτημα της φιλίας πολύ στα σοβαρά. Μου είχε εξομολογηθεί στην αρχή ότι ουσιαστικά Μαρία και Ελένη ήταν οι πρώτες της φίλες μετά το δημοτικό. Μετά μας προέκυψε και η Χριστιάνα, αν και εκεί διατηρούσα αμφιβολίες για το πόσο ακριβώς φιλικά έβλεπε η μία την άλλη, ή τουλάχιστον, κατά πόσο φιλικά το έβλεπε η ίδια η Χριστιάνα.  Η περί ούσης ο λόγος είχε γλαρώσει στον καναπέ.

«Νύσταξες; Θέλεις να φύγουμε;» 

«Όχι! Όχι! Απλά γλάρωσα λίγο, μ’ αρέσει να σας ακούω.»

«Άχου το μωρέ-μωρέ!» είπε η Φοίβη παίρνοντάς την αγκαλιά. Της έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο κεφάλι και μετά έκανε λίγο πιο αριστερά, στην ουσία κάθισε στην άκρη του καναπέ. «Ορίστε, ξάπλωσε» της είπε, δείχνοντας στην Χριστιάνα τα πόδια της. Δίστασε για λίγο και η αλήθεια είναι ότι πολύ την έκανα χάζι την αμηχανία της, προχθες αφού τη φίλησε η Φοίβη, δεν την είχα αφήσει σε χλωρό κλαρί. Αναρωτήθηκα φευγαλέα μήπως είμαι λιγάκι σαδιστής.

«Αν δεν πας εσύ, θα πάω εγώ!» την απείλησα.

«Εσύ μεσιέ να κάτσεις εκεί που είσαι» μου απάντησε δίκην λοχία η Φοίβη. «Χριστιάνα!» της είπε στον ίδιο τόνο.

Κοίτα να δεις! Η Χριστιάνα άφησε τις περιττές ντροπές, μαζεύτηκε σα μπογαλάκι, και ξάπλωσε το κεφάλι της με το μάγουλο στα πόδια της Φοίβης, ώστε να μπορεί να βλέπει προς την υπόλοιπη σαλοτραπεζαρία. Η Φοίβη την χάιδεψε τρυφερά στο κεφάλι και ορκίζομαι πως αν η Χριστιάνα ήταν γάτα θα άρχιζε να γουργουρίζει. Δεν θα έλεγα ότι με πείραξε αυτή η οικειότητα, εδώ είχα αποδεχτεί ακόμα χειρότερα που λέει ο λόγος, ωστόσο με παραξένεψε. Εκείνη τη στιγμή μου ήρθε ότι η λέξη αποδοχή δεν ήταν ακριβώς σωστή, δεν ήταν αποδοχή, με τις ευλογίες μου η Φοίβη είχε προχωρήσει και είχε κάνει ό,τι είχε κάνει, και ξεχάστηκα.

Καθίσαμε ακόμα μισή ώρα, γιατί κάποια στιγμή η Χριστιάνα είχε χαλαρώσει τόσο πολύ που την πήρε ο ύπνος. Η Φοίβη μου χαμογέλασε και μου την έδειξε.

«Κοίτα την!» μου είπε άηχα με τα χείλη της.

«Μήπως να την κάνουμε σιγά-σιγά;» τη ρώτησα ψιθυριστά.

Μου ένευσε καταφατικά και σκούντησε απαλά τη Χριστιάνα, η οποία άνοιξε τα μάτια της και τα γούρλωσε μέχρι να καταλάβει πώς είχε βρεθεί σε εκείνη τη θέση, κάνοντάς με να βάλω άθελά μου τα γέλια.

«Ξύπνα, υπναρού!» της είπε τρυφερά η Φοίβη. «Σε πήρε ο ύπνος, ήρθε η ώρα να φύγουμε και να σε αφήσουμε να πας να ξεκουραστείς.»

Η Χριστιάνα αναστέναξε και σηκώθηκε.

«Μισό λεπτάκι, να σου φέρω το τάπερ με το υπόλοιπο παστίτσιο» είπε και πήγε προς την κουζίνα.

«Να δω πότε θα το φας!» μου είπε η Φοίβη.

«Αύριο έχω κενό 13:00 – 14:00 κιουρία μου, μην ανησυχείς, δε θα μείνει!»

Γύρισε πέντε λεπτά αργότερα μαζί με ένα τάπερ στο οποίο είχε το υπόλοιπο παστίτσιο. Μεξικάνικο-ξεΜεξικάνικο αύριο το βράδυ, παστίτσιο δε θα έμενε! Μου το έδωσε και γύρισα προς τη Φοίβη.

«Πάμε τσαπερδόνα!» της είπα ρίχνοντάς της μια ξυλιά στα πισινά που έκανε τη Φοίβη να χοροπηδήσει και τη Χριστιάνα να βάλει τα γέλια από την αντίδρασή της.

«Γελάς ε;» της είπε η Φοίβη ρίχνοντας εκείνη αυτή τη φορά μια ξυλιά στα πισινά της Χριστιάνας κάνοντάς την να χοροπηδήσει με τη σειρά της.

«Αυτό λέγεται αλυσιδωτή αντίδραση!»

«Και αυτό σύντηξη» είπε η Φοίβη και πριν προλάβω καταλάβω τι εννοεί, βούτηξε τη Χριστιάνα και της έσκασε ένα γερό φιλί στο στόμα και εκεί πλέον δεν υπήρχαν περιθώρια παρανόησης! Η Χριστιάνα τα έχασε πάλι για μερικές στιγμές και το γούρλωμα των ματιών της με έκανε να βάλω τα γέλια.

«Μη τα κάνεις αυτά απότομα, θα μας μείνει!» είπα στη Φοίβη όταν άφησε τη Χριστιάνα, που το έριξε στο αγαλματάκια αμίλητα και ακούνητα.

«Θα στρώσει!» απάντησε αινιγματικά και μου όρμισε για να μην μείνω ρέστος στη διανομή. Εγώ πάντως, δεν γούρλωσα τα μάτια! Χα!

«Ζεις;» ρώτησε τη Χριστιάνα όταν με άφησε.

«Μήπως να της δώσεις το φιλί της ζωής;» συνέχισα εγώ το πείραγμα. «Δεν την βλέπω να απαντάει!»

«Ζω!» είπε η Χριστιάνα κόκκινη σαν αστακός.

Η Φοίβη γύρισε και τη χάιδεψε τρυφερά στο μάγουλο κλείνοντάς της το μάτι και η Χριστιάνα χαλάρωσε λιγάκι.

«Καληνύχτα» της είπε και της ακούμπησε απαλά το δάχτυλο στη μύτη λέγοντάς της «μπουπ!» και  κάνοντας τη Χριστιάνα να χαμογελάσει σα χαζή.

«Καληνύχτα ινδιανάκι» της είπα με τη σειρά μου.

«Καληνύχτα! Καληνύχτα!» είπε χαμογελαστή, βρίσκοντας ξανά τη λαλιά της.

Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και μπήκαμε μέσα.

«Ανδρέα, πάμε από το σπίτι μου να πάρω τα τετράδιά μου και αν είναι να πάμε στο σπίτι σου. Θα ήθελα ένα ζεστό μπανάκι.»

«Βεβαίως! Να σου πω, όταν πας μέσα, φέρε μου και το μαύρο τζιν που έχω αφήσει στη ντουλάπα σου, θέλω να βάλω αυτό για πλύσιμο.»

«Θέλεις κάτι άλλο;»

«Όχι, μωρό μου, μόνο το μαύρο τζιν!»

Σταμάτησα μπροστά από το σπίτι της και απασχόλησα για λίγο το Σίμπα ώστε να μη μπουρδουκλώνεται στα πόδια της. Ο Σίμπα περιχαρής μου έγλειψε δυο-τρεις φορές τη μούρη, για να μην ξεχνιόμαστε, αλλά τι να τον κάνεις; Είναι σκέτος γλύκας, αν καταφέρεις να ξεχάσεις ότι έχει μέγεθος γαϊδουριού.

«Αλήθεια, τον έχετε ζυγίσει; Πόσο είναι;» ρώτησα τη Φοίβη όταν γύρισε με τα πράγματα.

«Η ράτσα του είναι συνήθως από 65-80 κιλά αλλά η κυρά-Ματούλα μου είπε ότι είναι από τα πολύ μεγαλόσωμα της ράτσας του. Όταν τον είχε πάει στο γιατρό, όταν έγινε ενός χρόνου, ήταν 85 κιλά και ο κτηνίατρος της είχε πει ότι ο Σίμπα μπορεί να φτάσει τα 95, ίσως και τα 100. Ευτυχώς είναι τελείως φλούφλης, γιατί η αλήθεια είναι ότι έχει πολύ εκφοβιστική εμφάνιση.»

«Εγώ πάντως όταν τον είχα δει την πρώτη φορά να επελαύνει σα ρινόκερος τα είχα χρειαστεί!» της ομολόγησα.

Ο Σίμπα που κάπως είχε καταλάβει ότι μιλάμε γι’ αυτόν είχε σκαρφαλώσει στην πόρτα και προσπαθούσε κατά τα φαινόμενα να ξεκολλήσει την ουρά του.

«Τι είναι βρε λεχρίτη;» τον ρώτησα τρυφερά κερδίζοντας ακόμα ένα γλείψιμο στη μούρη. Ήμουν 1,85 και ο Σίμπα με έφτανε στο χαλαρό!

«Έλα εδώ βρε μούργο!» του είπε τρυφερά η Φοίβη και τον χάιδεψε με τη σειρά της, όπως ήταν σκαρφαλωμένος πάνω στην πόρτα, κερδίζοντας και εκείνη ένα μεγαλοπρεπέστατο σαλιωμένο γλείψιμο στα μούτρα!

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και έβαλα μπρος.

«Ανδρέα μου, πάμε μία στα Λιοντάρια; Θέλω ζεστή σοκολάτα με φράουλα από την κρεπερί» μου είπε παίζοντας παιχνιδιάρικα τα βλέφαρά της.

«Πάμε κοριτσάρα μου» της απάντησα και ξεκινήσαμε. Λόγω της ώρας δεν είχε κίνηση και δε μας πήρε πάνω από δέκα λεπτά να πάμε στα Λιοντάρια και όχι τίποτε άλλο αλλά βρήκα και να παρκάρω και σχεδόν δίπλα στην κρεπερί. Ως added bonus, εκεί πετύχαμε Τάσο και Ελένη που κατά τα φαινόμενα τους είχε πιάσει λιγούρα.

«Βρε βρε βρε» είπα. «Σαν τα χιόνια στην κορυφή των Ιμαλαΐων!»

«Τι κάνετε;» ρώτησε η Φοίβη. «Χαθήκαμε, από το πρωί έχουμε να τα πούμε!»

«Ήταν μια δύσκολη μέρα!» είπε με δραματικό ύφος η Ελένη. «Πώς από εδώ, καμάρια μου; Ήρθατε για κρέπα;»

«Ήρθαμε για ζεστή σοκολάτα που θέλει το κορίτσι μου. Εγώ δε θα πάρω τίποτα, έφαγα τόσο πολύ που δε χωράει καλά-καλά ο αέρας που ανασαίνω!»

«Εσύ να τα βλέπεις βρε αχρείε!» είπε στον Τάσο η Ελένη. «Ορίστε, ο Ανδρέας κατέβηκε από την Κνωσσό εδώ για να πάρει σοκολάτα στη Φοίβη κι εμένα μου έβγαλες την ψυχή και είμαστε και δίπλα!»

«Να σας κάνω μια μετάφραση: Εγώ ήμουν σπίτι μου και με πήρε τηλέφωνο η κυρία και μου είπε ότι ήθελε να φάει κρέπα και να τσακιστώ να έρθω στο σπίτι της για να μην κυλιστεί μόνη της στην αμαρτία. Εγώ ξαπλωμένος στο μεταξύ!»

«Είναι να την έχεις σκίσει τη γάτα!» είπα αστειευόμενος.

«Πουλάτε πνεύμα μεσιέ;» με ρώτησε η Φοίβη!

«Όχι μωρό μου, αν είναι δυνατόν!» είπα εγώ.

«Νιάου!» μου είπε ο Τάσος κάνοντας τους υπόλοιπους να βάλουν τα γέλια.

«Μην αλλάζεις κουβέντα, για τα δικά σου χαΐρια μιλάμε!»

«Πονάν μωρέ τα παλικάρια;» ρώτησε ξεφυσώντας.

«Τι έχετε πάρει;» ρώτησε η Φοίβη.

«Εγώ μια σοκολάτα-φράουλα-μπισκότο και ο κύριος “δεν πεινάω ρε Ελένη, που να τρέχω τώρα” μία αλμυρή με σχεδόν ό,τι υλικό έχει η κρεπερί!»

«Ε, αν είναι να κάνουμε κάτι, να το κάνουμε σωστά!» απάντησε ο κατηγορούμενος.

Καθίσαμε μέχρι να φτιαχτούν οι κρέπες των παιδιών και η σοκολάτα της Φοίβης και όταν μας τα έδωσαν, καληνυχτιστήκαμε δίνοντας ραντεβού την επαύριον το πρωί στις 09:00 στο κυλικείο, και πήραμε το κάθε ζευγάρι το δρόμο του. Σε δέκα λεπτά παρκάραμε έξω από το σπίτι μου και κατεβήκαμε. Όταν μπήκα στο σπίτι άναψα το θερμοσίφωνα και πήγαμε στο δωμάτιο και αλλάξαμε. Ώσπου να ζεσταθεί το νερό προσπαθήσαμε να χαζέψουμε λίγο στην τηλεόραση αλλά δεν είχε και τίποτα της προκοπής.

«Φοίβη, θέλω να σε ρωτήσω κάτι» της είπα όπως την κρατούσα στην αγκαλιά μου.

«Και γιατί δεν το κάνεις;» με ρώτησε γυρίζοντας να με κοιτάξει.

«Γιατί φιλάς τη Χριστιάνα μπροστά μου;»

«Το ίδιο με ρώτησε και εκείνη. Πριν σου απαντήσω, θα σου κάνω εγώ μια ερώτηση. Σε πειράζει;»

«Όχι, γιατί να με πειράξει; Εδώ δε με πειράζει που το κάνεις όταν δεν είμαι παρόν, θα με πειράξει όταν είμαι;»

«Ήμουν σίγουρη ότι θα το απαντούσες αυτό. Και αυτός είναι και ο λόγος που το κάνω, θέλω να νιώσει και η Χριστιάνα άνετα, θέλω να της φύγει τελείως ο φόβος που έχει ότι αυτό που γίνεται μεταξύ εμού και εκείνης θα επηρεάσει τη σχέση μου μαζί σου. Ωστόσο, υπάρχει ακόμα ένας λόγος: να χωνέψει ακόμα βαθύτερα, ότι ο Ανδρέας αυτή τη στιγμή—και ελπίζω για πολλά-πολλά χρόνια, είναι μεγάλο μέρος της ζωής μου και θέλω να παραμείνει μεγάλο μέρος της ζωής μου. Κοντολογίς, η σχέση μου μαζί της είναι φιλική-σεξουαλική, η σχέση μου μαζί σου είναι ερωτική.»

«Ξέρεις γιατί σε ρωτάω; Κάποια στιγμή που είχατε πάει μέσα με την Κατερίνα, της είπα αστειευόμενος “επιτέλους μόνοι” και έδειξε ανεξήγητη αμηχανία. Εννοώ, δε φαντάζομαι να νόμιζε ότι της την πέφτω.»

«Η εξήγηση εδώ είναι αρκετά πιο απλή»

«Και ποια είναι;»

«Αυτά δε λέγονται εδώ» μου είπε παιχνιδιάρικα χαϊδεύοντάς το όργανό μου.

Και τότε μου ήρθε κατακούτελα και ένιωσα σα χαζός. Προφανώς κάτι είχαν κάνει μεταξύ τους όταν ήταν μόνες τους και αυτός ήταν ο λόγος που η Χριστιάνα χτύπησε πειράκια όταν μείναμε για λίγο μόνοι μας. Με ντρεπόταν.

«Όσο ήσασταν μόνες σας… κάνατε κάτι;»

«Ναι» μου είπε χαϊδεύοντάς μου το όργανο ακόμα πιο αισθησιακά. «Αλλά δε θέλεις να περιμένεις να στα διηγηθώ μέσα, ξαπλωμένη γυμνή πάνω σου;»

Τις προηγούμενες φορές το ήξερα ότι θα συμβεί και κάπως είχα προετοιμάσει τον εαυτό μου. Αυτό μου ήρθε κατακούτελα και με βραχυκύκλωσε τελείως. Δεν ήταν ότι ένιωσα άσχημα, δεν ήταν ότι ένιωσα όμορφα… ήταν ότι δεν ήξερα τι νιώθω. Ναι, στη θεωρία μου άρεσε αυτό… εννοώ…Ανάθεμά με και αν ήξερα τι εννοώ.

Καλά το λένε: Η διαφορά της θεωρίας από την πράξη είναι μικρή στη θεωρία αλλά μεγάλη στην πράξη.

«Ανδρέα;» με ρώτησε ξαφνικά ανήσυχη η Φοίβη. «Γιατί δε μιλάς;»

«Μου ήρθε λίγο απότομα» απάντησα ακόμα βραχυκυκλωμένος.

«Μου είχες πει ότι δε σε πειράζει! Ότι θέλεις να το συνεχίσω!» μου είπε με σπασμένη φωνή. Βραχυκυκλωμένος ή όχι, της το είχα πει. «Ό,τι είναι στα χέρια μου να σου δώσω, θα προσπαθήσω να το κάνω.» Αυτό της είχα πει. «Ανδρέα;» με ρώτησε ακόμα πιο ταραγμένη. Αυτό ήταν. Η ταραχή της ήταν σαν το χέρι που άνοιξε την κουρτίνα και το σκοτεινό δωμάτιο πλημμύρισε φως. Η Φοίβη δεν ήταν Σοφία. Η Φοίβη δεν ήταν Κατερίνα. Η Φοίβη δεν ήταν Έλσα. Η Φοίβη ήταν η Φοίβη. Η Φοίβη μου. Της χαμογέλασα καθησυχαστικά.

«Αιφνιδιάστηκα» της ομολόγησα. «Κοίτα… τις άλλες φορές κάπως ήμουν προετοιμασμένος και, πως να στο πω, ήξερα ότι θα συμβεί. Σήμερα πιάστηκα εξ απήνης. Αλλά… κράτα αυτό που θα σου πω γιατί κι εγώ αυτό κρατάω. Δεν είσαι ούτε η Σοφία, ούτε η Κατερίνα, ούτε η Έλσα. Είσαι η Φοίβη μου.»

«Είμαι μωρό μου! Είμαι!» είπε και έβαλε τα κλάματα.

«Γιατί κλαις καρδούλα μου;»

«Γιατί τρόμαξα!» είπε με δυνατούς λυγμούς. «Τρόμαξα ότι σε πλήγωσα, τρόμαξα ότι κάτι έσπασε μέσα σου, τρόμαξα ότι δε θα θέλεις να είμαστε μαζί!»

«Τι είναι αυτά που λες βρε χαζούλα; Συγνώμη Φοίβη μου, δεν ήθελα να σε τρομάξω, απλά ξαφνιάστηκα. Τίποτα περισσότερο.»

Δεν απάντησε, χώθηκε στην αγκαλιά μου και την έσφιξα πάνω μου μέχρι που ηρέμισε.

«Άντεεεεε» μου είπε ακόμα δακρυσμένη.

«Συγνώμη κοριτσάκι μου, πραγματικά συγνώμη. Ξέρεις… έχω κι εγώ τα κουσούρια μου, απλά έγινε trigger κάτι που δεν είχε κανένα λόγο να γίνει. Αλλά εσύ δεν είσαι σαν τις άλλες. Εσύ είσαι η πιτσιρίκα που έκανα χάζι και που με είχε κάνει να ξεκαρδιστώ στα γέλια, που με είχε κάνει να ξεχάσω την κασκαρίκα μου με τη Σοφία, που… καμιά φορά ερχόμουν να βρω την Ευτυχία στην τάξη μόνο και μόνο μήπως και σε πετύχω….»

«Ε;;;;» μου είπε ανοίγοντας το στόμα της.

«Καλά που δεν είναι Αύγουστος» την πείραξα. «Ορίστε, σου είπα το ανομολόγητο μυστικό μου.»

«Ανδρέα….»

«Ναι…» είπα αναστενάζοντας. «Εκείνο το βράδυ δεν ήσουν η μόνη που έφυγες από το πάρτι τσιμπημένη. Δεν τολμούσα καν να το ομολογήσω στον εαυτό μου. Και όμως ήταν αλήθεια. Ολόκληρος γάιδαρος τότε και με είχε γοητεύσει ένα πιτσιρίκι τρία χρόνια μικρότερό μου.»

Αντί απάντησης με τράβηξε πάνω της και με φίλησε. Ανταπέδωσα το φιλί της ενώ τη χάιδευα τρυφερά με τα χέρια μου. Συνεχίζοντας να τη φιλάω, το χέρι μου πέρασε πάνω από το στήθος της, το οποίο χάιδεψα στην αρχή τρυφερά και μετά πιο δυνατά. Άφησα το στόμα της και, ξεκινώντας από το λαιμό, άρχισα να τη φιλάω και να τη γλείφω μέχρι που έφτασα στο αφτί της, κάνοντάς την να μυρμηγκιάσει ολόκληρη. Οι ανάσες της έγιναν πιο κοφτές. Τη βοήθησα να σηκωθεί και της έβγαλα το πάνω μέρος της πιτζάμας. Όταν πήγα να της βγάλω το κάτω με σταμάτησε.

«Έχω ακόμα…» περίοδο πήγε να πει, αλλά την έκοψα.

«Δε με νοιάζει» της είπα και της έβγαλα το κάτω μέρος της πιτζάμας και την κιλότα.

Γδύθηκα κι εγώ τελείως με τη σειρά μου και επέστρεψα στο φιλί και στα χάδια που της έκανα. Τα λάτρευα τα στήθη της αλλά αυτή τη φορά το παιχνίδι μου μαζί τους ήταν τρυφερό γιατί ήξερα ότι είναι ευαίσθητα λόγω της περιόδου. Το όργανό μου ήταν τόσο ερεθισμένο που ένιωθα ότι θα σπάσει. Χωρίς να χρονοτριβήσω περισσότερο ανέβηκα από πάνω της και, στηριζόμενος στα χέρια, μπήκα μέσα της.

Η Φοίβη δάγκωσε το πάνω μέρος του καρπού της προσπαθώντας να συγκρατήσει τη φωνή της. Της τράβηξα το χέρι και τη φίλησα ενώ ταυτόχρονα άρχισα να κινούμαι μέσα της. Ένιωθα σαν να γλιστράω σε λιωμένο βούτυρο, η αίσθηση ήταν υπέροχη. Συνέχισα σε χαλαρό ρυθμό για πολλή ώρα, προσπαθούσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου να μην αρχίσει να κουνιέται πιο γρήγορα γιατί αν το έκανα, ήξερα ότι δε θα άντεχα ούτε λεπτό. Η Φοίβη με είχε αγκαλιάσει από την πλάτη αλλά αυτή τη φορά με κρατούσε, δε με νύχιαζε. Η αλήθεια είναι ότι αυτός ο πόνος στην πλάτη μου άρεσε και όταν άρχισα να κινούμαι πιο γρήγορα, με πιο δυνατές κινήσεις, ήρθε κι αυτός καθώς η Φοίβη δεν κρατήθηκε και άρχισε να με γρατζουνάει, όχι πολύ δυνατά πάντως.

Τα στόματά μας έκλειναν το ένα το άλλο, αν δεν φιλιόμασταν μάλλον θα είχαμε ακουστεί και οι δύο. Ενέτεινα ακόμα περισσότερο, τόσο το ρυθμό όσο και τη δύναμη με την οποία έμπαινα μέσα της. Είχε περίοδο οπότε δεν υπήρχε λόγος να τραβηχτώ, μία φορά είχα τελειώσει όλη κι όλη μέσα της, και η αίσθηση του να τελειώσω μέσα στον κόλπο της δεν μπορούσε να συγκριθεί με τίποτα. Με το κορμί της Φοίβης να τραντάζεται κάτω από το δικό μου ένιωσα και τη δική μου έκρηξη να έρχεται. Κοκκάλωσα ολόκληρος ενώ το όργανό μου δονούνταν βαθιά μέσα στον κόλπο της, κάνοντάς τα μάτια μου σχεδόν να γυρίσουν από την απίστευτη ηδονή που ένιωθα. Ω Θεοί!

Τραβήχτηκα και έπεσα ξέπνοος δίπλα της αλλά ομοίως ξέπνοη ήταν και η Φοίβη.

«Θεούλη μου, τι ήταν αυτό;» είπε και με έκανε να χαμογελάσω μέχρι τα αφτιά.

«Δε λες τίποτα!» της απάντησα. «Σ’ αγαπάω, πολύ πολύ πολύ.»

«Κι εγώ μωρό μου! Τόσο και ακόμα περισσότερο!»

Καθίσαμε μέχρι να βρούμε τις ανάσες μας. Το νερό θα πρέπει να είχε ζεστάνει και έπρεπε να πάμε μέσα γιατί κόντευε και μεσάνυχτα.

«Ανδρέα, δώσε μου πέντε λεπτά να ξεπλυθώ καλά-καλά και μετά θα γεμίσω τη μπανιέρα. Έλα όταν σε φωνάξω, ναι;»

«Θα πρέπει να έρθω κι εγώ να ξεπλυθώ» της είπα και της έδειξα το όργανό μου που ήταν κόκκινο. «Θα το κάνω στο νιπτήρα, πάμε!»

Πήραμε μόνο τα εσώρουχά μας για να τα βάλουμε στα άπλυτα και κινήσαμε προς το μπάνιο. Η Φοίβη μπήκε στη μπανιέρα και τράβηξε την κουρτίνα για να μη χυθούν νερά έξω. Τσάμπα ο κόπος της γιατί ήμουν εγώ αυτός που γέμισε το πάτωμα νερά στην προσπάθειά μου να ξεπλύνω την αυτού εξοχότης στο νιπτήρα.

«Ανδρέα, μου δίνεις σε παρακαλώ το κουτί με τα ταμπόν;» με ρώτησε η Φοίβη πίσω από την κουρτίνα.

«Τώρα θα το βάλεις;»

«Εμ, πότε αύριο; Αφού θα χωθούμε στη μπανιέρα!»

Ένα δίκιο το είχε. Και δύο, μην πω.

Της έδωσα το κουτί και σε λίγο μου το έδωσε πίσω και το έβαλα πάλι στο ντουλάπι κάτω από το νιπτήρα. Στο μεταξύ η Φοίβη είχε αρχίσει και γέμιζε τη μπανιέρα με νερό και επειδή η αλήθεια είναι ότι κρύωνα, μπήκα κι εγώ μέσα.

Όταν γέμισε όσο έπρεπε, ξάπλωσα στη βαθιά μεριά και η Φοίβη κάθισε μπροστά μου, ξαπλώνοντας την πλάτη της πάνω μου. Τα χέρια μου πήγαν κατευθείαν στα στήθη της—είπαμε, τα λατρεύω—και άρχισα να τη χαϊδεύω.

«Μου είχες υποσχεθεί διήγηση με φρικιαστικές λεπτομέρειες!»

«Έκανα εγώ τέτοιο πράγμα;» είπε κάνοντάς μου την ανήξερη.

«Θα πατάξομεν! Θα πατήσομεν κάτω! Θα ποδηγετήσομεν!» της είπα, κάνοντάς τη να βάλει τα γέλια.

«Λοιπόν… Σου είπα ότι μου έκανε την ίδια ερώτηση που μου έκανες κι εσύ. Όταν της την απάντησα και κυρίως είδα στα μάτια της πως εξέλαβε την απάντηση, απλά την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα. Μετά από λίγο άρχισα να τη χαϊδεύω μέχρι που το χέρι μου έφτασε στο στήθος της. Όταν είχαμε φτάσει σπίτι της είχε πάει να κάνει ένα ντουζάκι και είχε αλλάξει, όταν επέστρεψε δεν φορούσε σουτιέν. Οι ρώγες της είχαν πετρώσει, τις ένιωθα να θέλουν να τρυπήσουν τη μπλούζα που φορούσε. Διστακτικά στην αρχή, και με περισσότερο θάρρος στη συνέχεια, άρχισε να με χαϊδεύει και να με χουφτώνει κι εκείνη. Το κάνει διαφορετικά απ’ ότι το κάνεις εσύ, πιο απαλά… δεν ξέρω πως να το πω. Λατρεύω όταν με χουφτώνεις αλλά και ο τρόπος που με χάιδευε και με χούφτωνε η Χριστιάνα, αν και διαφορετικός, ήταν σχεδόν εξίσου υπέροχος. Δεν κρατήθηκα και την έγδυσα από πάνω. Έχει υπέροχα στήθη.»

«Πώς είναι;» τη ρώτησα γερά καυλωμένος.

«Σαν τα δικά μου» μου απάντησε. «Λίγο μικρότερα, γεμάτα και στητά. Και έχει υπέροχες ρόγες, λίγο μεγαλύτερες από τις δικές μου.»

«Και οι δικές σου είναι υπέροχες»

«Σ’ ευχαριστώ μωρουλίνι μου αλλά της Χριστιάνας, πως να στο πω, έχουν τις τέλειες αναλογίες. Εμένα είναι λίγο μικρές….»

«Μια χαρά είναι, δεν είναι καθόλου μικρές!»

«Αναλογικά με το μέγεθος του στήθους μου, βρε μπουμπούνα!» μου είπε τρυφερά. «Της Χριστιάνας έχει τις τέλειες αναλογίες, πρέπει να το δεις για να το καταλάβεις.»

«Πού τέτοια τύχη…» απάντησα ξεφυσώντας ελαφρά.

«Ποτέ μη λες ποτέ!» μου απάντησε αινιγματικά. «Να παίξεις κι εσύ μαζί της δεν υπάρχει περίπτωση, χώρια που θα σου έβγαζα τα μάτια!»

«Μα….»

«Μαμούνια! Ωστόσο να τη δεις… ή μάλλον να μας δεις… ποιος ξέρει….»

«Ουφ…» είπα ξεφυσώντας για δεύτερη φορά.

«Μη μου κάνεις εμένα το δυστυχισμένο ανεμοστρόβιλο, θα προβώ σε ωμότητες!» μου δήλωσε.

«Αυτό είναι καταπίεση!»

«Θα πατάξομεν! Θα πατήσομεν κάτω! Θα ποδηγετήσομεν, που λέει και μια ψυχή!»

«Αυτό ήταν! Θα πάω να βρω Νίκο και Τάσο και θα συνδικαλιστούμε! Πολύ στην καταπίεση μας έχετε, κιουρίες!»

«Καλά σας κάνουμε! Τώρα θα κάνεις ησυχία να συνεχίσω ή…» είπε απειλητικά.

«Το βουλώνω!» της είπα. Είπαμε, είναι να την έχεις σκίσει τη γάτα…

«Λοιπόν, τι έλεγα; Α ναι, υπέροχα στήθη. Σχεδόν της όρμισα, καλά, όχι ότι τη χάλασε! Την έγλειψα αρκετή ώρα και μη βλέποντάς τη να παίρνει πρωτοβουλία, πήρα πάλι εγώ. Σηκώθηκα και γδύθηκα τελείως από πάνω και επέστρεψα στο φιλί και στο χούφτωμα. Με τα πολλά το έπιασε το υπονοούμενο και μου το ανταπέδωσε. Το έκανε πάλι με διαφορετικό τρόπο από το δικό σου αλλά Ανδρέα μου, στο ομολογώ, είδα αστεράκια, όπως την πρώτη φορά που μου το είχες κάνει. Όταν χορτάσαμε αμφότερες γύρισε και μου είπε ότι έχω κι εγώ υπέροχα στήθη. Ορίστε, το ξέχασα να στο πω και παραλίγο να χαθεί όλο το context. Πριν πάμε σπίτι της, περάσαμε από το δικό μου γιατί αφενός έπρεπε να ταΐσω την αγέλη και αφετέρου ήθελα να αλλάξω σερβιέτα. Μιας και είχε όλη τη μέρα λιακάδα, άρα και ζεστό νερό, της είπα αν γίνεται να με περιμένει να πάω να κάνω και ένα ντουζάκι. Ε, όταν πήγα στο δωμάτιο να αλλάξω, λόγω συνήθειας βγήκα γυμνή από πάνω, τη φλάσαρα κανονικά και με το νόμο!»

«Χαχαχα, θα ήθελα να είμαι από μια γωνιά να σε δω όταν το συνειδητοποίησες!»

«Μωρέ άλλαξα όλα τα χρώματα του ορατού φάσματος και πιθανά και κάποια του υπέρυθρου! Όταν βγήκα από το μπάνιο είχα τυλιχτεί σαν πιροσκί και η Χριστιάνα με πήρε από πάνω και στο ψιλό! Αίσχος! Αυτό έχω να δηλώσω. Τέλος πάντων, για να επιστρέψω στο πριν, μου είπε ότι το φλασάρισμα που της έκανα ήταν από τα highlights της ζωής της. Α και στα 16 της την είχε φλασάρει και κάποιος ανώμαλος στη μέση του δρόμου!»

«Ωχ;»

«Τον πήρε στο δούλεμα! Του είπε “τι το κάνεις με αυτό το κρύο; Μήπως έχεις και τίποτα να μας δείξεις;” και ο τυπάς έγινε μπουχός. Χαχαχα, κοίτα να δεις, δεν της το είχα!»

«Μην αλλάζεις θέμα, θα πάρω πέτρα!» την απείλησα.

«Ουφ, καλά! Λοιπόν, της είπα ότι και εκείνη είναι υπέροχη, τόσο υπέροχη που θέλω να τη φάω. Ε, και το έκανα!»

«Να τα και τα πιπεράτα! Για λέγε, εδώ έχει ζουμί!»

«Ναι, και από αυτό είχε, στο τέλος» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. «Το αυτό της….»

«Το μουνάκι της;» τη διόρθωσα.

«Ναι… αυτό!»

«Έχει όνομα! Nτρέπεσαι να μου πεις “το μουνί της”, σοβαρά τώρα; .»

«Χρουμφ! Το… το μουνί της είναι τελείως ξυρισμένο. Έχει υπέροχα χείλη, είναι όλη υπέροχη!»

«Εσύ είσαι υπεροχότερη!» τη διαβεβαίωσα.

«Ε, ναι λοιπόν, είμαι!»

«Συνέχισε, ψωνάρα!» της είπα γελώντας.

«Ναι, μύριζε πολύ όμορφα, θα πρέπει να τη ρωτήσω με τι καθαρίζεται εκεί, ζήλεψα!»

«Αχ θα την πνίξω!» είπα απελπισμένος.

«Καλά, χιχιχι. Λοιπόν, ναι, μύρισε πολύ όμορφα και είχε υπέροχη γεύση. Της έδωσα και κατάλαβε, ευτυχώς που η Κατερίνα έγραφε πρόοδο γιατί αποκλείεται να μην ακούστηκε στα γύρω διαμερίσματα.»

«Και είχε και ζουμί!» συμπλήρωσα.

«Ναι!» μου απάντησε ενθουσιωδώς. «Αλμυρούτσικη ήταν.»

«Κι εσύ αλμυρούτσικη είσαι!»

«Και μπράβο μου!»

«Και μπράβο σου!» της είπα σφίγγοντάς της τα στήθη.

«Χμμμ» είπε νιώθοντας το όργανό μου να αναδεύει, είχα γίνει πύραυλος.

Δεν είπα τίποτα, απλά έκανα κίνηση ότι θέλω να σηκωθώ και σηκώθηκε και εκείνη. Άνοιξε το νερό και το άφησε να τρέξει λίγο μέχρι να έρθει ζεστό. Μετά το γύρισε προς εμένα και μου χάιδεψε, ξεπλένοντάς το από τους αφρούς, το ερεθισμένο σε βαθμό που κόντευε να εκραγεί όργανο μου. Έκλεισε το νερό και γονατίζοντας με πήρε στο στόμα της. Πρέπει να έσπασα κάθε ρεκόρ, δεν πρέπει να μου πήρε ούτε δύο λεπτά να τελειώσω. Όταν τέλειωσαν οι σπασμοί μου μέσα της και άδειασα ότι είχα να αδειάσω σήκωσε τα μάτια της προς εμένα και κοιτάζοντάς με σταθερά στα μάτια, κατάπιε.

Αδειάσαμε τη μπανιέρα και κάναμε ένα γρήγορο ντουζ για να ξεπλυθούμε τελείως από τους αφρούς. Εγώ πήγα στο δωμάτιο και αφού φόρεσα ένα μποξεράκι χώθηκα κάτω από το πάπλωμα και άνοιξα την τηλεόραση. Η Φοίβη ήρθε αφού στέγνωσε τα μαλλιά της και φόρεσε τις πιτζάμες της. Είχε ακόμα τη σοκολάτα της οπότε ήμουν εγώ που πήγε προς τα μέσα. Είχε μια κωμωδία με τον Chevy Chase και το Dan Akroyd που φαινόταν υποσχόμενη αλλά, χωρίς να το καταλάβω, με πήρε ο ύπνος.


24. Τσούζει, Θανάση μου!

Φοίβη

Ο Ανδρέας δίπλα μου ροχάλιζε του καλού καιρού. Είχα κλείσει την τηλεόραση και το φως και καθόμουν μονάχη στο σκοτάδι και έπινα τη σοκολάτα μου. Ένιωθα υπερένταση και η ζεστή σοκολάτα δεν είχε βοηθήσει. Είχα τρομοκρατηθεί με την αρχική αντίδραση του Ανδρέα, σχεδόν είχα νιώσει φυσικό πόνο. Από το Σεπτέμβριο ένιωθα λες και είμαι σε κάποιο ονειρεμένο ροντέο και η σκέψη του απότομου τερματισμού έκανε το αίμα στις φλέβες μου να παγώνει. Βέβαια ο Ανδρέας κατάφερε και με καθησύχασε, απλά είχε αιφνιδιαστεί.

Και μπορεί να είμαστε μαζί μόλις από το Σεπτέμβρη αλλά είχα καταλάβει ότι αυτός ο άνθρωπος ποτέ δεν έλεγε κάτι που δεν μπορούσε να το υποστηρίξει με τις πράξεις του. Και με τα λόγια του και με τις πράξεις του μου το έδειξε. «Εσύ δεν είσαι ούτε η Σοφία, ούτε η Κατερίνα, ούτε η Έλσα. Είσαι η Φοίβη, η Φοίβη μου.» Θα μου πεις μα πώς μπορείς να ξέρεις ότι μπορείς να εμπιστευτείς κάποιον. Δεν το ξέρεις, αυτό ακριβώς σημαίνει εμπιστοσύνη.

Αμ το άλλο; Ότι είχε τσιμπηθεί κι εκείνος μαζί μου εκείνο το Σαββατιάτικο βράδυ του Νοέμβρη του 1989; Θα μου πεις τι σημασία έχει, σημασία έχει το τώρα ακόμα και αν τότε του γύριζαν τα άντερα και μόνο που μ' έβλεπε. Για εμένα είχε σημασία. Ακόμα και ετεροχρονισμένα, είχε τεράστια σημασία. Πάντα έβλεπα τον εαυτό μου σαν ασχημόπαπο, ψηλή και άχαρη. Ποτέ δεν είχα πιστέψει τη μαμά και το μπαμπά και τους παππούδες μου που μου έλεγαν ότι είμαι πολύ γλυκιά, αλλά τι θα μου έλεγαν, ότι είμαι σαν ανάποδο γαμώτο;

Εκείνο το Σάββατο, ήταν το highlight όλων των σχολικών μου χρόνων. Να χορεύω σφιχτά με το πιο όμορφο αγόρι του σχολείου και να τον κάνω να γελάει. Στο μυαλό μου το είχα δέσει ότι έμεινε μαζί μου όλο το βράδυ για να τη σπάσει στις συμμαθήτριές μου αλλά εκείνος το είχε κάνει απλά και μόνο γιατί περνούσε όμορφα. Μαζί μου! Τόσο όμορφα… τόσο όμορφα που το τέλος της βραδιάς τον είχε βρει τσιμπημένο μαζί μου. Μαζί μου!!!!

Εγώ είχα φύγει κεραυνοβολημένη σχεδόν, παρόλο που ήξερα ότι ήταν απλά ένα όμορφο παραμύθι, παρόλο που ήξερα ότι δεν είχα κανένα μέλλον μαζί του. Κάθε φορά που τύχαινε να με δει στο σχολείο ή τυχαία στο δρόμο μου χαμογελούσε και ποτέ δεν έμενε σε ένα τυπικό γεια, πάντα μου έπιανε λίγο κουβέντα. Ο Ανδρέας ήταν ανέκαθεν εξαιρετικά ευγενικός και απλά νόμιζα ότι και μαζί μου ήταν αυτό, απλά ευγενικός. Και εκείνος… εκείνος ομολόγησε ότι συχνά έψαχνε αφορμές να έρθει να βρει την Ευτυχία—καθώς στο ΙΑ το γυμνάσιο και το λύκειο είναι σε διαφορετικά κτίρια και ας μοιράζονται το ίδιο προαύλιο—μόνο και μόνο μήπως και με δει.

Είχα δακρύσει χωρίς να το καταλάβω. Δεν ήμουν το ασχημόπαπο, δεν ήμουν το ανάποδο γαμώτο παρά μόνο μέσα στο συγχυσμένο μου κεφάλι. Ήμουν η κοπελίτσα που είχε κάνει έστω και για ένα βράδυ τον Ανδρέα να ξεχάσει την καψούρα του, ήμουν η κοπελίτσα που έστω και για ένα βράδυ τον είχε γοητεύσει. Και ακόμα περισσότερο εδώ και σχεδόν τέσσερις μήνες ήμουν το κορίτσι του και ήταν το αγόρι μου. Ο πρώτος μου, σε όλα! Σε όλα!

Είχα βάλει κανονικά τα κλάματα ενώ ο Ανδρέας δίπλα μου ροχάλιζε του καλού καιρού. Όμως ήταν υπέροχο κλάμα, ήταν κλάμα ευτυχίας. Ήμουν… εκείνη τη στιγμή ήμουν πραγματικά ευτυχισμένη. Ουφ, πώς θα περνούσαν σχεδόν είκοσι μέρες μακριά του; Από εκείνη την Παρασκευή μετά το πρώτο μας φιλί που είχα χάσει τα κλειδιά μου, δεν είχαμε κοιμηθεί ούτε μια νύχτα χώρια και αν εξαιρέσεις τις ώρες των μαθημάτων ή τις φορές που πήγαινε στο ΙΤΕ ενώ εγώ είχα μάθημα, περνούσαμε όλες τις ώρες μαζί.

Ακόμα και στις εντάσεις μας, άνθρωποι ήμαστε, τις είχαμε και αυτές, ο Ανδρέας ήταν πάντα ήρεμος ακόμα και αν εγώ είχα κοκκινήσει. Συνήθως με άφηνε να τσακώνομαι μόνη μου μέχρι που να συνειδητοποιήσω ότι δεν υπήρχε πραγματικός λόγος έντασης και να κοκκινήσω σαν παντζάρι ζητώντας του συγνώμη. Και εκείνος πάντα να με χαϊδεύει στο πρόσωπο τρυφερά, να μου βγάζει παιχνιδιάρικα τη γλώσσα του και να με λέει γαλατικό χωριό.

Πώς να μην τα είχα χρειαστεί όταν είχε κοκκαλώσει στιγμιαία; Πώς να μην είχα τρομάξει ότι έγινε κάτι και όλο αυτό θα γινόταν θρύψαλα, θα μου έφευγε από τη χούφτα σαν τη λεπτή άμμο στην αμμουδιά; Μα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα στιγμιαίο αιφνιδιασμό. Μου το έδειξε με χίλιους τρόπους μα ακόμα περισσότερο με το πείραγμα που μου έκανε όταν του έλεγα την ιστορία. Αυτή η αιώνια πειρακτική του διάθεση ήταν εκεί και ήξερα ότι εκεί είναι και ο Ανδρέας. Ο Ανδρέας μου.

Όσο για αυτά που είχαν προηγηθεί; Ήταν τελείως πρωτόγνωρα, ήταν ένα δεύτερο ροντέο που απλά είχε συμβεί μέσα σε ένα απόγευμα. Όταν είχα δει την Αλεξάνδρα γυμνή στο μπάνιο του ξενοδοχείου στην πενταήμερη είχα ερεθιστεί αυτοστιγμεί. Είχα αρχίσει να εξερευνώ τον εαυτό μου από τις αρχές της πρώτης λυκείου αλλά ποτέ δεν είχα φανταστεί κάτι με γυναίκα. Εδώ που τα λέμε, η φαντασία μου δεν ήταν και πολύ πλούσια, ήξερα—έχοντας διαβάσει—τα βασικά, και τα παιχνίδια μου τα συντρόφευε η εικόνα κάποιου γνωστού ηθοποιού αλλά χωρίς αυτό να έχει κάποιες συγκεκριμένες πράξεις πέραν του να με κρατάει αγκαλιά και να με φιλάει.

Εκείνο το βράδυ… έφυγα νωρίτερα από το club που είχαμε πάει και είχα γυρίσει στο δωμάτιο ταραγμένη. Ξάπλωσα και άρχισα να χαϊδεύομαι φέρνοντας στο μυαλό μου την εικόνα της Αλεξάνδρας, όπως ήταν γυμνή στο μπάνιο, αλλά αυτή τη φορά αυτή η εικόνα είχε συνοδευτεί και από φαντασιώσεις πράξης. Να τη χαϊδεύω και να τη χουφτώνω. Να με χαϊδεύει και να με χουφτώνει. Παντού. Δεν είχα ξαναζήσει τέτοιας έντασης οργασμό, ευτυχώς που όλο το υπόλοιπο σχολείο ήταν στο club αλλιώς θα ήταν αδύνατο να μη με είχε ακούσει.

Αυτό ήταν το δικό μου κρυφό μυστικό. Μου άρεσαν και τα κορίτσια, ή τουλάχιστον κορίτσια συγκεκριμένου τύπου. Την πρώτη φορά που είχα γνωρίσει την Χριστιάνα, εκείνο το Σάββατο που κατεβήκαμε στη Ραφιναρία, η εμφάνισή της μου είχε κάνει αυτό το κλικ. Ένα κλικ τόσο δυνατό που δε μου είχε διαφύγει παρά το γεγονός ότι από τα ξημερώματα, και το πρώτο μου φιλί, ήμουν στην κοσμάρα μου. Ευτυχώς δεν ήξερα εκείνη τη στιγμή το—μικρό όπως αποδείχτηκε—παρελθόν μεταξύ Ανδρέα και Χριστιάνας αλλιώς μπορεί να είχα νιώσει απειλή και να είχα στραβώσει εξ αρχής.

Και μετά, έστω και σαν πείραγμα, είχα φιλήσει τη Μαρία στο Μεξικάνικο. Παρόλο που ήταν αυτό ακριβώς, πείραγμα, ήταν το πρώτο φιλί που είχα δώσει σε γυναίκα. Η Μαρία δεν ήταν ο τύπος κοπέλας που με έλκυε σεξουαλικά, η Χριστιάνα όμως ήταν. Ο Ανδρέας ήταν ο πρώτος στον οποίον εξομολογήθηκα, πραγματικά με την ψυχή στο στόμα, ότι με έλκυε και το δικό μου φύλο.

Η αντίδρασή του δεν ήταν αυτή που φοβόμουν. Όχι απλά δε με θεώρησε ανώμαλη, άρχισε να του αρέσει η σκέψη της σεξουαλικής μου συνεύρεσης με κάποια άλλη. Δηλαδή τι κάποια άλλη, εξαρχής τη Χριστιάνα είχαμε και οι δύο στο μυαλό μας. Δεν πίστευα στα αφτιά μου. Η αλήθεια ήταν ότι ζοριζόταν λίγο και, όσο και αν δε μου άρεσε να τον φέρνω σε δύσκολη θέση, το ζόρισμα αυτό με έκανε να νιώθω ασφάλεια. Δεν ήταν αδιάφορος, ζήλευε. Αλλά το έβλεπε σα γλυκιά ενόχληση, κάπως σαν τον πόνο που προκαλούμε μερικές φορές ο ένας στον άλλον πάνω στην ερωτική μας λύσσα. Και αυτό με είχε προβληματίσει, ο πόνος.

Δεν είμαι σαδίστρια, δε μ’ αρέσει να βασανίζω κανέναν, αλλά η εκτόνωσή μου όταν γρατζουνούσα με τα νύχια μου τον Ανδρέα πολλαπλασιαζόταν. Ακόμα περισσότερο, ωστόσο, με είχε προβληματίσει η ανατριχιαστικά ευχάριστη απόχρωση του να νιώθω εγώ πόνο. Από τη σφαλιάρα και τη ζώνη στους γλουτούς. Από τον πόνο της εισόδου του οργάνου του πίσω μου. Από τον πόνο του να με τραβάει από τα μαλλιά όταν ήμουν στα τέσσερα, αν ήταν δε στην πίσω μου πόρτα, η απόλαυση ήταν ακόμα μεγαλύτερη.

Ο ίδιος μου είχε πει ότι δεν του άρεσε να με πονάει αλλά η αντίδρασή μου στα χαστούκια στον κώλο ή στα τινάγματα που έκανα με τη ζώνη ή το χρώμα των γλουτών μου, μετά από αυτό το παιχνίδι, τον ξετρέλαινε. Η φαντασίωσή του, να κάνω στοματικό στη Χριστιάνα και ο Ανδρέας να με παίρνει από τον κώλο, είχε γίνει και δική μου. Μεταξύ μας—αν και δεν το είχα πει σε κανέναν από τους δυο τους, στην Χριστιάνα για να μην τρομάξει και λακίσει και στον Ανδρέα για να μην του γεννήσω ψεύτικες ελπίδες—είχα και άλλες φαντασιώσεις. Να του κάναμε στοματικό και οι δυο μας και να τέλειωνε στο στόμα είτε το δικό μου είτε της Χριστιάνας και μετά να φιλιόμασταν και να καταπίναμε το σπέρμα του και οι δύο.

Ή…ουφ… Να… Να του κάνει στοματικό η Χριστιάνα κι εγώ είτε να τους βλέπω είτε εκείνη να είναι στα τέσσερα και εγώ να είμαι από πίσω της και να τη γλείφω μπρος-πίσω, είτε να είναι γονατισμένη και να κάνει στοματικό στον Ανδρέα ενώ εγώ είμαι πίσω της και τη χουφτώνω τα στήθη της. Ή—κι άλλο ουφ—να είμαι γονατισμένη και να του κάνω στοματικό και να μας κοιτάζει η Χριστιάνα ή να είναι από πίσω μου και να μου μαλάζει τα στήθη ενώ εγώ προσφέρω το στόμα μου στον Ανδρέα.

Φαντασιώσεις που θα παρέμεναν φαντασιώσεις, η Χριστιάνα δεν είχε καμία διάθεση να πάει με άνδρα, όσο και αν συμπαθούσε τον Ανδρέα, και τον συμπαθούσε πολύ. Ίσως… ίσως… κάποια στιγμή στο μέλλον… ίσως να δεχόταν να κάνουμε οι δυο μας μεταξύ μας κάτι ενώ μας έβλεπε ο Ανδρέας αλλά ως εκεί. Όπως και να έχει πάντως, το απόγευμα αυτό που είχε γίνει… δεν ήταν μόνο κάτι παραπάνω απ’ ότι το ονειρευόταν η ίδια η Χριστιάνα, ήταν κάτι παραπάνω και απ’ όσο είχα τολμήσει να ονειρευτώ εγώ. Ήταν… ήταν υπέροχο, απλά υπέροχο. Δεν έβρισκα άλλη λέξη να το περιγράψω. Ήταν τελείως διαφορετικής υφής και φύσης με αυτά που κάναμε με τον Ανδρέα αλλά εξίσου υπέροχα.

Πίστευα μέσα μου βαθιά, ότι δε θα μπορούσα να ερωτευτώ τη Χριστιάνα ακόμα και αν δεν υπήρχε ο Ανδρέας. Όμως η Χριστιάνα ήταν διαφορετική. Δεν την έλκυαν απλά σεξουαλικά οι γυναίκες, δε μπορούσε καν να νιώσει ερωτικά συναισθήματα με άνδρα. Η Χριστιάνα θα μπορούσε να με ερωτευτεί και δεν ήθελα να γίνει κάτι τέτοιο και να πληγωθεί. Δεν μπορούσα να ανταποδώσω. Η ίδια μου είπε πως το τόλμησε αυτό μαζί μου ακριβώς γιατί ήξερε ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανταπόδοση από τη μεριά μου αλλά εμένα αυτό με χτυπούσε αρνητικά. Όχι γιατί δεν βόλευε στην περίσταση, ίσα-ίσα, αλλά γιατί αυτό φώναζε πως δεν είχε συμφιλιωθεί ακόμα με την τη φύση της. Γιατί να μην θέλει αποζητήσει τον έρωτα; Γιατί να αρκείται απλά σε ένα σεξουαλικό παιχνίδι;

Θυμήθηκα τον μακαρίτη τον παππού μου, ήταν από τις αγαπημένες του εκφράσεις. «Όποιος είναι έξω από το χορό πολλά τραγούδια ξέρει.» Αχ, μπαρμπα-Φοίβο, πόσο μου έχεις λείψει. Λίγες μέρες αφότου γεννήθηκα ο παππούς έπαθε εγκεφαλικό, οι γιατροί τον είχαν τελειωμένο, είπαν στους γονείς μου και στη γιαγιά μου ότι τη βγάζει δεν την βγάζει τη νύχτα. Οι γονείς μου με βάφτισαν εσπευσμένα δίνοντάς μου το όνομά του, αρχικά το όνομα που σκόπευαν να μου δώσουν ήταν της γιαγιάς μου από τη μεριά του πατέρα μου, Ελένη.

Και όμως έζησε και ανάρρωσε και ανέκαμψε και με κράτησε στα γόνατά του και με έπαιξε και ήμουν το αγαπημένο του εγγόνι. Τελικά έφυγε ένα κρύο πρωινό του Φλεβάρη του 1987, ζώντας σχεδόν δώδεκα χρόνια από την ημέρα που οι γιατροί τον είχαν ξεγραμμένο. Μου είχε στοιχήσει πολύ, σε συνδυασμό με την εσπευσμένη μετακόμιση στη μέση της χρονιάς και μάλιστα πάνω από το σπίτι που έμενε εκείνος με τη γιαγιά, ήρθε και έδεσε το γλυκό.

Ήθελα να έρθουν και η Χριστιάνα και η Κατερίνα στο Μεξικάνικο. Δεν ήθελα να έχω δύο παρέες, ήθελα να έχω μία παρέα με όλους τους φίλους μου μαζί. Ήθελα να γίνω φίλη με την Κατερίνα όπως ήμουν με την Μαρία και την Ελένη, για τη Χριστιάνα δεν το συζητάμε. Ήθελα να μπορούμε να βγούμε και κοριτσοπαρέα οι πέντε μας. Και μπορεί να είχα από μικρή ανασφάλειες με την εμφάνισή μου αλλά όχι με τις ικανότητές μου, σε οποιοδήποτε τομέα. What Phoebe wants is what Phoebe gets. Πάντα! Χωρίς να μου χαριστεί.

Το πρωί της Πέμπτης είχα μάθημα στις 11:00. Αποφάσισα αντί να πάω κυλικείο, να πάω να βοηθήσω τη Χριστιάνα το πρωί να ετοιμάσει τα πράγματά της. Εγώ την Παρασκευή είχα χαλαρό πρόγραμμα και, εδώ που τα λέμε, δε με ένοιαζε να κάνω και δεύτερη συνεχόμενη κοπάνα, οπότε είχα όλο το χρόνο να ετοιμάσω τα πράγματά μου. Ο Ανδρέας είχε πει ότι δεν έχει και πολλά πράγματα να πάρει, μόνο την τσάντα με άπλυτα, που δεν προλάβαινε να τα πάει στο καθαριστήριο, δεδομένου ότι αύριο το απόγευμα θα φεύγαμε. Εγώ ήθελα να πάρω τα δύο φορέματα που είχα αγοράσει εδώ με τη βοήθεια Ελένης και Μαρίας, ήθελα να τα δείξω στους γονείς μου. Θα χαιρόντουσαν.

Είχα πει και στον μπαμπά και τη μαμά ότι τα είχα με τον Ανδρέα. Του ταξίαρχου η αλήθεια είναι ότι του είχε έρθει κάπως στην αρχή αλλά βλέποντας τα δεκάρια να διαδέχονται το ένα το άλλο, του πέρασε γρήγορα, σε σημείο κάθε φορά που μιλάμε να με ρωτάει τι κάνει ο Ανδρέας και πως είμαστε. Βέβαια δεν ήξερε ούτε ο ένας ούτε η άλλη ότι περνούσαμε τα βράδια μας μαζί, υπάρχει και κάποιο όριο στο τι είσαι διατεθειμένη να μοιραστείς με τους γονείς σου. Με τη μητέρα μου είχα εξαιρετική και ανοιχτή σχέση, κατά πάσα πιθανότητα θα της έλεγα—χωρίς φυσικά να μπω σε λεπτομέρειες—ότι απώλεσα την παρθενιά μου. Όσον αφορά τα της Χριστιάνας… θα έμεναν μεταξύ εμού, της Χριστιάνας, του Ανδρέα και της Κατερίνας, εικάζω δηλαδή ότι θα τα είχε πει στην Κατερίνα, άλλωστε της είχα δώσει και την άδειά μου να το κάνει, όταν με είχε ρωτήσει σχετικά.

Ήπια την τελευταία γουλιά από την σοκολάτα και ξάπλωσα στο κρεββάτι. Έκλεισα τα μάτια και ο ύπνος δεν άργησε να έρθει να με βρει. Ξύπνησα από μόνη μου το πρωί, γύρω στις 08:00. Ο Ανδρέας δεν ήταν δίπλα μου, αλλά άκουσα φασαρία από την κουζίνα, μάλλον ετοίμαζε πρωινό. Σηκώθηκα και πήγα μέσα.

«Καλημέρα μωρό μου» του είπα, ήταν σκυμμένος πάνω από το τηγάνι.

«Καλημέρα Φοίβη μου. Έλα εδώ να σου δώσω ένα φιλάκι γιατί πρέπει να προσέχω το τηγάνι. Φτιάχνω κρέπες!»

«Κρέπες;» ρώτησα αποσβολωμένη

«Ναι μωρό μου, δεν είναι πολύ διαφορετικό από τα pancakes. Θα μου δώσεις αυτό το φιλάκι ή θα με αφήσεις με το παράπονο;»

«Δεν έχω πλύνει ακόμα τα δόντια μου!»

«Θα έρθεις να μου δώσεις το φιλάκι ή θα σου μαυρίσω τον κώλο με καθόλου ευχάριστο για σένα τρόπο;» με ξαναρώτησε.

«Ναιιιι» είπα και χτύπησα παλαμάκια. Αν και εννοούσα το φιλάκι ο Ανδρέας το πήρε διαφορετικά.

«Πρωινιάτικα βρε λυσσάρα;»

«Φιλάκι εννοούσα, έκφυλε!» του είπα και πήγα και του έδωσα ένα ρουφηχτό φιλί. «Πάω να πλύνω τα κουνελίσια δοντάκια μου—που λέει και ένας έκφυλος, αχαρακτήριστος, υπέροχος αγαπουλίνος—και επιστρέφω δημήτρια!»

Πήγα μέσα στο μπάνιο και έπλυνα τα δόντια μου. Είδα ότι είχε ζεστό νερό, μάλλον ο Ανδρέας είχε ανοίξει και θερμοσίφωνα. Αποφάσισα να κάνω ένα γρήγορο ντουζ χωρίς να βρέξω τα μαλλιά μου. Αφού καθαρίστηκα καλά-καλά, ειδικά κάτω, βγήκα και σκουπίστηκα  και όταν τελείωσα φόρεσα πάλι ταμπόν, είχα τρομάξει να τα συνηθίσω στην αρχή αλλά, όταν τα συνήθισα, ήταν φοβερά πιο βολικά από τις σερβιέτες. Πήγα με το μπουρνούζι στο δωμάτιο και ντύθηκα στα γρήγορα. Φανελάκι, μπλουζάκι και πουκαμίσα από πάνω, τζιν από κάτω και αθλητικά. Επέστρεψα στην κουζίνα. Ο Ανδρέας είχε φτιάξει δύο κρέπες, σοκολάτα, μπανάνα και μπισκότο.

«Πάλι ξεχάσαμε να πάρουμε πορτοκάλια. Δεν πειράζει, στο κυλικείο!» μου είπε ο Ανδρέας.

«Δεν πειράζει, μωρό μου! Α, επειδή θέλω να έρθουν και Χριστιάνα και Κατερίνα σήμερα στο μεξικάνικο, έχω μια ιδέα. Το πρωί να με ανεβάσεις στο σπίτι της Χριστιάνας. Θα της κάνω στρατιωτικό ξύπνημα—τι σόι κόρη ταξιάρχου θα ήμουν—και θα τη βοηθήσω να μαζέψει τα πράγματά της ώστε να έρθει και εκείνη τη βράδυ. Η Κατερίνα θα κάτσει άλλη μια μέρα, έχει πρόοδο Σάββατο πρωί, οπότε θα έχει όλο το χρόνο να ετοιμάσει τα δικά της.»

«Καλή ιδέα!» μου απάντησε. «Αλλά μήπως θα έχει διάβασμα η Κατερίνα και δεν θα μπορέσει;»

«Μωρέ θα την πάρω από το τσουλούφι αν χρειαστεί. Αυτό θα έλειπε τώρα να επιτρέψουμε στον καθένα να κάνει κουμάντο!»

«Εεε… εχμ…» είπε ο Ανδρέας.

«Εγώ δεν είμαι ο καθένας!»

«Ορίστε, μας κανονίζει και τα δωμάτια η συνταγματαρχίνα» είπε ξεκινώντας το παιχνίδι. «Κατίνα, πάψε να ρυθμίζεις τη ζωή των άλλων! Κατίνα… αλτ!»

«Τα αλτ και τις αγριάδες σου όχι σε μένα, στους νεοσύλλεκτους μπούλη. Και όταν λέω για τέσσερα δωμάτια κάτι ξέρω εγώ σα νοικοκυρά. Και σε παρακαλώ όταν μιλάω εγώ, εσύ ρούφα τ’ αυγό σου, ε;» απάντησα αναπαριστώντας τη σκηνή από το «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα» κάνοντας και τους δυο μας να βάλουμε τα γέλια.

«Αμάν! Το θερμοσίφουνο!» είπε ο Ανδρέας συνεχίζοντας.

«Άντε Παγώνα, κλείσ’ το!» του είπα. «Και πήγαινε να αλλάξεις. Να βάλεις το μαύρο σου τζιν σήμερα και όχι πάλι μπλούζα, φόρα κανένα πουκάμισο!»

«Εγώ… τι να εγώ πω τώρα Αντωνάκη μου, αφού αυτές τα είπανε και τα αποφασίσανε!» είπε συνεχίζοντας την παράσταση.

«Πνεύμα κάνεις του λόγου σου Μικέ;» τον ρώτησα συνεχίζοντας το ping pong κάνοντας και τους δυο μας να βάλουμε πάλι τα γέλια.

«Α-Α-Α, κρουαζιέρα θα σε πάω, α-α-α-α γιατί σε νοιάζομαι και σ’ αγαπάω, α-α-α Μύκονο και Σαντορίνη, α-α-α-α σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι!» μου είπε τραγουδιστά, κάνοντας την καρδιά μου να λιώσει.

«Άντε, πιγκουινάκι, πήγαινε να αλλάξεις!» του είπα τρυφερά.

«Πάω, πιγκουινάκι, πάω» μου είπε και σκάζοντάς μου ένα απαλό φιλί στο στόμα πήγε μέσα να κλείσει το θερμοσίφωνα και να αλλάξει.

Όταν γύρισε, συνεχίσαμε το πρωινό μας. Τελειώσαμε γύρω στις 08:30. Νωρίς ήταν ακόμα, αλλά όσο νωρίτερα πήγαινα στη Χριστιάνα τόσο νωρίτερα θα τελειώναμε. Από την άλλη όμως δεν ήθελα να αφήσω τον Ανδρέα μόνο του.

«Ανδρέα, θα χτυπήσω και θα ανέβω πάνω και όταν μου ανοίξει θα κατέβω και θα σου πω να έρθεις κι εσύ πάνω!»

«Να ανέβω πάνω να κάνω τι;»

«Δε θέλω να είσαι μισή ώρα μόνος σου, στις 09:00 έχουν πει ότι θα έρθουν οι υπόλοιποι!»

«Μη σκας παιδάκι μου, δεν υπάρχει πρόβλημα. Άλλωστε πρέπει να περάσω και από τη βιβλιοθήκη, χθες το βράδυ ήταν να επιστραφεί ένα βιβλίο που ψάχνω και δεν είναι να μου το προλάβει άλλος.»

«Σίγουρα μωρό μου;»

«Ναι, σίγουρα! Λοιπόν… πάμε;»

«Ναι, πάμε» του είπα. «Α, ρε συ Ανδρέα, κάπου έχω αφήσει τα γυαλιά μου και δεν τα βρίσκω. Νόμιζα ότι τα είχα αφήσει στο κομοδίνο αλλά δεν είναι. Να περάσουμε λίγο από το σπίτι; Όχι ότι τα πολυχρειάζομαι, αλλά πού στο καλό τα έχω αφήσει, κοντεύω να σκάσω!»

«Χμμμ… νομίζω ότι τα είχα βάλει στο συρτάρι στο κομοδίνο, καλά τόσες μέρες δεν σου έλειψαν;»

«Όχι, από τότε που έκανα την εγχείρηση ουσιαστικά δεν τα χρειάζομαι, απλά τα έχω γιατί καμιά φορά κουράζονται τα μάτια μου» του είπα πηγαίνοντας στο δωμάτιο. Άνοιξα το συρτάρι και όντως μέσα βρήκα τα γυαλιά μου. «Αχ, εδώ είναι!» είπα ανακουφισμένη και αφού τα καθάρισα λίγο, τα φόρεσα και έβαλα την θήκη τους στην τσάντα μου. «Λοιπόν πάμε, το απόγευμα θα πάρω από το ΙΤΕ την κυρά Ματούλα να βάλει στην αγέλη να φάει!» Πέντε λεπτά αργότερα με άφησε μπροστά από την πόρτα της Χριστιάνας. «Κάτσε λίγο να δούμε αν θα μου ανοίξει, αν δεν την ξυπνήσω μη μείνω εδώ ρέστη να βαράω τα κουδούνια!» του είπα βγαίνοντας από το αυτοκίνητο. Πάτησα το κουδούνι και το κράτησα πατημένο για μερικά δευτερόλεπτα. Από το θυροτηλέφωνο άκουσα τη νυσταγμένη φωνή της Χριστιάνας.

«Ποιος είναι;»

«Ξύπνα υπναρού, ήρθα να σε βοηθήσω να μαζέψεις!»

«Φοίβη;;» άκουσα τη φωνή της.

«Βρε άνοιξε και άσε τις ερωτήσεις. Ναι, η Φοίβη είμαι!» Άκουσα το χαρακτηριστικό βουητό της πόρτας. Άνοιξα την πόρτα και έβαλα το στοπ για να μην κλείσει. Πήγα στον Ανδρέα που είχε κατεβασμένο το παράθυρο. «Οκ, την ξύπνησα!» του είπα και του έδωσα ένα πεταχτό φιλί στο στόμα.

«Τα λέμε γύρω στις 11:00 στο κυλικείο» μου είπε και, κάνοντας αναστροφή, κίνησε για το πανεπιστήμιο. Έβγαλα το στοπ και πέρασα μέσα και ανέβηκα τις σκάλες. Η Χριστιάνα είχε ανοίξει την πόρτα και με περίμενε στην είσοδο. Από κάτω φορούσε ροζ πιτζάμα αλλά από πάνω ένα ελαφρύ t-shirt, χωρίς σουτιέν, οι ρώγες της διαγράφονταν ξεκάθαρα κάτω από το μπλουζάκι. Ουφ… αλλά δεν είχα έρθει εδώ γι’ αυτή τη δουλειά!

«Θέλω να έρθεις κι εσύ και η Κατερίνα μαζί μας το βράδυ στο μεξικάνικο. Θέλω να έχω μια παρέα με όλους τους φίλους μου!» της δήλωσα.

«Καλημέρα τυφώνα!» μου είπε χαμογελώντας.

Έκλεισε την πόρτα και, όταν το έκανε. την πήρα αγκαλιά και της έδωσα ένα τρυφερό φιλί στο στόμα, φιλί το οποίο ανταπέδωσε με τον δέοντα ενθουσιασμό.

«Λοιπόν, πήγαινε να αλλάξεις, θα πάω να φτιάξω εγώ γαλλικό καφέ, άλλωστε πια τα ξέρω τα κατατόπια»

«Να αλλάξω;» με ρώτησε. «Γιατί, τι έχω έτσι όμως είμαι;» συνέχισε με ειλικρινή απορία.

«Γιατί με αποσυντονίζεις» της απάντησα τσιμπώντας της απαλά τη δεξιά ρώγα. Η Χριστιάνα χαμήλωσε αυτόματα το βλέμμα και κοίταξε το στήθος της.

«Χιχιχι, έχει ψύχρα!» προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

«Μπορεί, αλλά εγώ ήρθα εδώ για δουλειά! Κοκό μετά!» της είπα βγάζοντας τη γλώσσα μου και κάνοντάς την να χαμογελάσει.

«Πάω-πάω!» είπε και έφυγε κουνώντας προκλητικά τον κώλο της. Της έριξα ένα απαλό χαστούκι στα μεριά κάνοντας την να χοροπηδήσει χαχανίζοντας.

Πήγα στην κουζίνα και έβαλα τον καφέ να ετοιμάζεται. Η Χριστιάνα ήρθε λίγη ώρα αργότερα, έχοντας κάνει την πρωινή της τουαλέτα και πλύνει τα δόντια της. Ακόμα με τις πιτζάμες ήταν ωστόσο αυτή τη φορά φορούσε και το από πάνω. Στο μεταξύ ο καφές είχε γίνει. Γέμισα τις κούπες και έβαλα τρία γαλατάκια στο δικό της ενώ στον δικό μου δύο γαλατάκια και μια κουταλιά ζάχαρη.

«Σε ευχαριστώ πολύ-πολύ!» μου είπε. Δεν της απάντησα, απλά χαμογέλασα. «Δε μου λες, πάμε μέσα στο σαλόνι να πιούμε λίγο τον καφέ μας σαν άνθρωποι, να κάνω και ένα τσιγάρο;»

«Ναι, πάμε» της είπα και παίρνοντας η κάθε μία την κούπα μας πήγαμε στο σαλόνι.

«Πώς κοιμήθηκες;»

«Σαν τούβλο» μου απάντησε. «Πολύ χαρούμενο τούβλο, οφείλω να ομολογήσω» μου είπε παιχνιδιάρικα.

«Αυτή είναι η ιδέα!»

«Εσύ;»

«Εγώ… αχ…» της είπα και της διηγήθηκα τα καθέκαστα.

«Ουφ…» μου είπε ξεφυσώντας όταν τελείωσα. «Αυτό να ξέρεις ήταν το άγχος μου!»

«Κανένας λόγος να αγχώνεσαι. Και να σου πω και κάτι, ο έρωτας που κάναμε μετά ήταν υπέροχος και μιας και έχω ακόμα τους Ρώσσους μπόρεσε να τελειώσει και μέσα μου και η αίσθηση αυτή είναι το κάτι άλλο.»

“Not my cup of tea…”

«Ναι, κάτι έχω καταλάβει» της είπα κλείνοντάς της το μάτι. «Αχ μωρέ Χριστιάνα, γιατί το έκανες αυτό ενώ ήξερες ότι δε σ’ αρέσει;»

«Γιατί… γιατί! Ξέρεις το γιατί. Κοίτα, δεν θα το έλεγα τραυματική εμπειρία· δεν ήταν, ωστόσο  επιβεβαίωσα χίλια τα εκατό ότι οι άνδρες δεν είναι του γούστου μου, ούτε σεξουαλικά ούτε ερωτικά.»

«Αν επιτρέπεται, κάνατε κάτι άλλο;»

«Ναι, του έκανα στοματικό και, να σου πω την αλήθεια, το προτιμούσα από τη διείσδυση. Προσπαθούσε να με κάνει να ερεθιστώ, μου έκανε πολλές φορές αυτά που μου έκανες κι εσύ χθες το βράδυ αλλά απλά …δεν. Τουλάχιστον ήταν πάντα καθαρός, και μύριζε όμορφα. Δεν θα έλεγα ότι λάτρευα να καταπίνω αλλά δεν το έκανα και θέμα, ειδικά όταν αυτό σήμαινε ότι δε θα είχε κάτι παραπάνω.» Γέλασε με κάτι που σκέφτηκε. Την κοίταξα ερωτηματικά. «Μου είχε πει ότι κάνω πολύ καλές πίπες… Τι τα θες, χαμένο θα πάει το όποιο ταλέντο μου,» συνέχισε προκαλώντας και στις δυο μας γέλιο.

«Τίποτα δεν πάει χαμένο, στη χαμένη σου ζωή, τ’ όνειρό σου ανασταίνω και το κάθε σου γιατί» της είπα τραγουδιστά κάνοντάς τη να χαμογελάσει.

«Εσύ με τον Ανδρέα τι έχετε κάνει;»

«Τα πάντα» της είπα. «Όπως κι εσύ έτσι κι εγώ καταπίνω, αλλά εμένα μ’ αρέσει. Κάθε φορά όταν τελειώνει τον κοιτάζω στα μάτια και καταπίνω. Δεν χρειάζομαι τίποτα περισσότερο από το να δω τα μάτια του. Και επίσης, σε αντίθεση με σένα, εμένα μ’ αρέσει όταν με παίρνει και κανονικά και παρά φύσιν. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πάντα οργασμό και κάπου αυτό τον χαλάει, όσο και αν τον διαβεβαιώνω ότι αυτό δεν είναι παρά το κερασάκι, ή έστω το καρπούζι, αλλά η ουσία είναι στην τούρτα.»

«Μπρρρ» είπε ανατριχιάζοντας. «Most definitely not my cup of tea! Από την άλλη βέβαια… αυτό που ένιωσα χθες… ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα!»

«Να σου εξομολογηθώ κάτι; Κι εγώ τον πιο δυνατό μου οργασμό, παίζοντας μόνη μου, τον πέτυχα έχοντας φαντασίωση με κορίτσι» είπα και της εξιστόρησα όλη την ιστορία με την Αλεξάνδρα, τη συνειδητοποίηση ότι μου άρεσαν και γυναίκες και το τι έγινε μετά. «Εσύ δεν παίζεις με τον εαυτό σου;»

«Μωρέ παίζω αλλά… κανένας οργασμός που είχα δεν συγκρίνεται με αυτόν που μου προσέφερες χθες το βράδυ! Κανένας!»

«Πολύ χαίρομαι που το ακούω! Ξέρεις… υπάρχει κάτι που θέλω να σε ρωτήσω γιατί μου έκανε φοβερή εντύπωση. Δεν με πείραξε, μην τρομάξεις, απλά δεν το περίμενα και… απλά μου έκανε εντύπωση!»

«Φυσικά, ρώτα με!»

«Όταν… όταν τελείωσες και σηκώθηκα με και με φίλησες μετά κάθισες ακόμα γυμνή γονατιστή μπροστά μου και έβαλες το κεφάλι σου στα πόδια μου. Γιατί… γιατί το έκανες αυτό;»

«Δεν έχω ιδέα! Δεν ξέρω πως μου ήρθε… αλλά ένιωσα… δεν ξέρω… ένιωσα τόση ευγνωμοσύνη που… δεν ξέρω… δεν μπορούσα να σκεφτώ άλλο τρόπο να στη δείξω. Και… μου ήρθε, απλά μου ήρθε! Ένιωσα… ένιωσα υπέροχα. Ένιωσα γαλήνη, ζεστασιά και ασφάλεια. Σαν… σαν να μην υπάρχει τίποτα που μπορεί να με ακουμπήσει. Και… και το ξαναένιωσα μετά… αργά… όταν μου είπες να γείρω το κεφάλι μου πάνω σου. Είχα γίνει μπαλάκι και με χάιδευες και ήταν τόσο υπέροχα που απορούσα πως δεν γουργουρίζω, σαν το γκρέμλιν μου που έχω στην Αθήνα!»

«Έχεις γάτα;»

«Περισσότερο σκύλος είναι παρά γάτα. Εκτός και όταν τον πιάνει το παιχνιδιάρικό του, δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Εξ ου και το γκρέμλιν. Και δεν είναι μόνο στο χαρακτήρα σα σκύλος, είναι τεράστιος, 13 κιλά ζωή να ‘χει, και σε καμία περίπτωση δεν είναι χοντρός. Αχ, μου έχει λείψει ο Τσάρλι μου!»

«Καλέ τι γάτα είναι 13 κιλά;» τη ρώτησα με το σαγόνι στο πάτωμα.

«Maine coon, είναι μεγαλόσωμη ράτσα αλλά στο χαρακτήρα είναι σα σκύλος. Εμείς γενικά είμαστε γατόφιλοι αλλά τέτοια γάτα δεν έχω ξαναδεί. Δεν υπάρχουν πολλά τέτοια στην Ελλάδα και εμάς, μη νομίζεις, είχε γεννήσει η γάτα ενός υπαλλήλου της αμερικάνικης πρεσβείας στα παιδιά του οποίου κάνει η μαμά μαθήματα πιάνου. Τον θυμάμαι όταν τον είχα πρωτοδεί, πριν τέσσερα χρόνια, ήταν σα χνουδωτό μπαλάκι. Και τώρα είναι απαλός και fluffy, είναι έρωτας σκέτος! Κάτσε, θα σου φέρω φωτογραφία του» μου είπε και πήγε μέσα στο δωμάτιό της και γύρισε με ένα καδράκι. Είχαν βγάλει φωτογραφία τον Τσάρλι να κάθεται στα πόδια της Χριστιάνας και εκεί συνειδητοποίησα το μέγεθός του, ήταν τεράστιος, σα σκύλος!

«Είναι κούκλος!» είπα με ειλικρινή θαυμασμό. Ειλικρινά, δεν είχα ξαναδεί πιο όμορφη ή πιο μεγάλη γάτα!

«Είναι, δεν είναι;»

«Ορίστε, να ακόμα ένα κοινό που έχουμε. Εσύ έχεις τεράστια γάτα κι εγώ έχω τεράστιο σκύλο!»

«Δικός σου είναι ο Σίμπα;»

«Τυπικά όχι, ουσιαστικά ναι. Μόνο εμένα ακούει, και κοιμάται πάντα στην πόρτα μου. Και αυτός είναι θηρίο, ο γιατρός είχε πει της κυρά-Ματούλας ότι μπορεί να φτάσει ακόμα και τα 100 κιλά! Για φαντάσου, εγώ είμαι 53 και αυτός πρέπει να τα έχει καβατζάρει τα 90, έχει μεγαλώσει κι άλλο το θηρίο από το Σεπτέμβρη που έκλεισε χρόνο και ο γιατρός είπε ότι θα μεγαλώνει μέχρι περίπου τα δύο, όχι σε μπόι, ή ελάχιστα περισσότερο σε μπόι, πιο πολύ σε όγκο.»

«Χαχαχα, 100 κιλά είμαστε και οι δυο μαζί. Οκ, 108, εγώ είμαι 55, αλλά και πάλι!»

«Εμένα με ξεπερνάει στο ύψος όταν σηκώνεται στα δύο και είμαι 1,74»

«Εδώ ξεπερνάει εμένα που είμαι 1,80» είπε η Χριστιάνα.

«Ορίστε, με λέει και κοντή!» ξεφύσησα πειραχτικά.

«Είσαι ένα υπέροχο δείγμα!» μου είπε εξίσου πειραχτικά, άκου δείγμα 1,74 γαϊδάρα!

«Στο γυμνάσιο ήμουν η δεύτερη πιο ψηλή κοπέλα της τάξης. Η Μαίρη ήταν πιο ψηλή. Σταμάτησα να ψηλώνω στο τέλος της πρώτης λυκείου και ευτυχώς εκεί σταμάτησε να αναπτύσσεται και το στήθος μου. Δεν ήθελα ποτέ να έχω τόσο μεγάλα στήθη όσο η μητέρα μου, που και εκείνη στο ύψος μου είναι, άντε να είναι ένα-δύο πόντους πιο κοντή. Τον καιρό που έγινε το πάρτι που σου είπα πριν, ήταν στις αρχές της τρίτης γυμνασίου, εσύ λογικά πρέπει να πήγαινες πρώτη λυκείου τότε, το 1974 δεν είσαι;»

«Όχι, το 1975 είμαι κι εγώ, απλά γεννήθηκα Μάρτη και κέρδισα χρονιά.»

«Με την πρώτη δεν πέρασες;»

«Ναι, με την πρώτη»

«Ε, άρα εσύ τότε πήγαινες πρώτη λυκείου. Τέλος πάντων, τον καιρό που έγινε το πάρτι ήμουν κοντά στο 1,70 και η συμμαθήτριά μου που σου λέω μου έριχνε κάμποσο. Λογικά και εκείνη θα πρέπει να έφτασε το 1,80, δεν ξέρω. Χώρια που δεν είχα πολλά πάρε-δώσε με κανέναν εκτός από την Ευτυχία και αν πετύχαινα πουθενά τον Ανδρέα, έφυγα και στο τέλος της χρονιάς καθώς ο πατέρας μου πήρε μετάθεση στη Χίο, σου έχω πει ότι είναι στρατιωτικός. Τέλος πάντων, η Μαίρη ήταν ερωτευμένη με τα μπούνια με τον Ανδρέα… αλλά  θα μου πεις, υπήρχε και καμιά στο σχολείο που να μην ήταν; Ομορφόσογο, τι να πεις.»

«Είναι, αν και ομολογώ ότι η αδερφή του είναι πιο πολύ του γούστου μου!»

«Την έχεις γνωρίσει;»

«Ναι, είχε έρθει τον Ιούλη για διακοπές αλλά τον Ιούλη είχε έρθει και ο Θέμης οπότε είχα μείνει κι εγώ εδώ μετά το τέλος της εξεταστικής. Όμορφα ήταν, γυρίσαμε όλο το νησί. Είχε νοικιάσει μηχανή, το παπάκι δεν είναι γι’ αυτή τη δουλειά, και ο Θέμης είναι φανατικός με τις μηχανές. Τέλος πάντων, για να μη μακρηγορώ, την έχω γνωρίσει την Ευτυχία και ναι είναι κούκλα! Ο Θέμης την είχε δαγκώσει ελαφρά τη λαμαρίνα, έστω και εξ αποστάσεως.»

«Έχω μια ιδέα!» της είπα! «Αν ο Θέμης δεν έχει κοπέλα και η Ευτυχία δεν έχει κάποιο αγόρι, λέω να τους καλέσουμε και αυτούς στο Παλένκε και ό,τι ήθελε προκύψει!»

«Δυστυχώς άργησες!» μου είπε. «Έχει κοπέλα και αυτή τη φορά την έχει δαγκώσει γερά τη λαμαρίνα!»

«Καλά, δεν πειράζει!» της είπα. «Καλύτερα μόνοι μας, θα μπορούμε να είμαστε και λιγότερο φρόνιμοι, αν μ’ εννοείς» της είπα και όπως καθόταν δίπλα μου την άρπαξα και της έδωσα ένα παθιασμένο φιλί, φιλί το οποίο το ανταπέδωσε με όχι λιγότερο πάθος. «Λοιπόν, κοντεύει 09:00» της είπα όταν σταματήσουμε να φιλιόμαστε. «Πάμε να μαζέψουμε;»

«Ναι! Πάμε»

Και το καταφέραμε! Ούτε 10:00 δεν είχε πάει καλά-καλά και τα πράγματα ήταν μαζεμένα και έτοιμα για ταξίδι. Παρά τους αρχικούς της ενδοιασμούς τελικά δε θα κουβαλούσε ούτε εκείνη πολλά πράγματα.

«Δε μου λες;» τη ρώτησα. «Η Κατερίνα έχει μάθημα το πρωί;»

«Όχι, κι εκείνη στις 11:00 έχει σήμερα!»

«Δεν πας να τη φωνάξεις να έρθει εδώ να πιει και εκείνη ένα καφέ; Έχουμε ακόμα μία ώρα και έχει ακόμα ζεστό καφέ η κανάτα!»

«Ωραία ιδέα!» μου είπε. «Πάω!» Ξάπλωσα πίσω στον καναπέ και περίμενα. Δύο λεπτά αργότερα επέστρεψε η Χριστιάνα.

«Μόλις είχε σηκωθεί. Θα ετοιμαστεί και θα έρθει από εδώ για να κατέβουμε όλες μαζί.»

«Ωραία!» είπα. Η Χριστιάνα άναψε ένα τσιγάρο, το δεύτερο της ημέρας, και τράβηξε μια δυνατή τζούρα. «Δε μου λες… έχεις πει στην Κατερίνα για εμάς;»

«Όχι για το χθεσινό, δεν έχω προλάβει. Όλα τα άλλα της τα έχω πει, μέχρι και το τι είχε γίνει τη βραδιά που είχαμε πάει στο Στρόμπολι.»

«Και τι λέει γι’ αυτά;»

«Τίποτα. Μόνο να προσέχω να μην… να μην σ’ ερωτευτώ και… και πληγωθώ. Η Φοίβη, μου είπε, όσο την έχω καταλάβει, δε θα στο ανταποδώσει. Απλά μην συμβεί κάτι και πληγωθείς, αυτό μόνο.»

«Χριστιάνα μου….»

«Δε χρειάζεται να πεις κάτι, το ξέρω. Είναι αυτό που σου είπα… Καρουζέλ… μέχρι να τελειώσει ο γύρος μου… όποτε και με όποιο τρόπο τελειώσει.»

«Νιώθω… νιώθω πιο τρυφερά για εσένα… πιο προστατευτικά απ’ ότι νιώθω για την Μαρία ή την Ελένη. Αλλά αυτό… αυτό δεν είναι….»

«Το καταλαβαίνω, Φοίβη μου. Μη φοβάσαι, όχι για μένα.»

«Φιλάκι!» της είπα. Μου χαμογέλασε και ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Την πήρα στην αγκαλιά μου και φιληθήκαμε, ούτε ακριβώς τρυφερά, ούτε ακριβώς παθιασμένα. Η Χριστιάνα είχε αφήσει επίτηδες την πόρτα μια χαραμάδα ανοιχτή, για να μη σηκώνεται μετά και να την ανοίξει και χωρίς να το ξέρουμε προσφέραμε θέαμα στο φιλοθεάμον κοινό.

«Εεεεπ, για μαζευτείτε!» ακούσαμε τη φωνή της Κατερίνας και παγώσαμε και οι δύο.

«Μας τσίμπησε το μακρύ χέρι της δικαιοσύνης!» είπα βρίσκοντας τη μιλιά μου.

«Guilty as charged» απάντησε με τη σειρά της η Χριστιάνα. «Καφέ έχει στην κουζίνα!» είπε στην Κατερίνα.

«Χα, σε γελάσανε! Για να ξεμοναχιαστείτε πάλι και να με έχετε να κρατάω το φανάρι!»

«Πήγαινε βρε βάσανο!»

«Βρε μανία να με ξεφορτωθείτε!» είπε πειρακτικά αλλά πήγε μέσα να βάλει καφέ. Γύρισε μετά από δύο λεπτά. Κάθισε στον καναπέ, ήπιε μια ρουφηξιά από τον καφέ της και άναψε τσιγάρο. «Για πείτε, τι κάνατε χθες αφού έφυγα;»

«Όχι και πολλά πράγματα. Η αλήθεια είναι ότι κουτουλούσα από τη νύστα, σχεδόν με πήρε ο ύπνος στον καναπέ» είπε η Χριστιάνα.

«Ναι, καθίσαμε κανένα μισάωρο, άντε καμιά ώρα παραπάνω. Μετά κατεβήκαμε στα Λιοντάρια γιατί ήθελα ζεστή σοκολάτα από την κρεπερί και εκεί πετύχαμε Ελένη και Τάσο, ή για να είμαι ακριβής την Ελένη που είχε σούρει με το ζόρι τον Τάσο για κρέπες. Ε αυτό, γυρίσαμε μετά σπίτι και πέσαμε για ύπνο. Δηλαδή προσπαθήσαμε να δούμε μια ταινία που είχε αλλά τον Ανδρέα τον πήρε ο ύπνος σχεδόν με το που άρχισε η ταινία, εγώ είδα λίγο παραπάνω αλλά τελικά την έκλεισα και έπεσα και ξεράθηκα και του λόγου μου!»

«Και πώς από εδώ πρωινιάτικα;» ρώτησε η Κατερίνα.

«Για να τη βοηθήσω να μαζέψει τα πράγματά της ώστε να τα έχει έτοιμα και να μπορέσει να έρθει μαζί μας το βράδυ στο μεξικάνικο. Όπως κι εσύ!»

«Εγώ δεν έχω ρούχα να μαζέψω!»

«Ναι, αλλά θα έρθεις στο μεξικάνικο. Θα μαζευτούμε όλοι καθώς θα τους ξαναδούμε μετά του χρόνου. Οπότε ό,τι διαβάσματα έχεις να κάνεις να τα έχεις τελειώσει μέχρι τις 20:30. 21:30 έχουμε δώσει ραντεβού στο Azteca’s. Το μόνο είναι ότι εμείς, και εννοώ η αφεντιά μου, ο Ανδρέας και η Χριστιάνα, θα είμαστε στο ΙΤΕ οπότε θα κατέβουμε κατευθείαν, οπότε θα πρέπει να έρθεις μόνη. Εννοείται ότι μετά θα φύγουμε όλοι μαζί!»

«Αμέ! Ευχαριστώ για την πρόσκληση, κανένα πρόβλημα, 21:30 θα είμαι εκεί, αλλά καλό θα είναι να είστε και εσείς, μην πάω μόνη μου ξεκάρφωτη.»

«Δίνουμε αν είναι ραντεβού έξω από το Έβερεστ και πάμε όλοι μαζί. Τέλος πάντων, αυτό κανονίζεται. Απλά να είσαι εκεί γύρω στις 21:30.»

«Θα είμαι» με διαβεβαίωσε η Κατερίνα.

Ήπιαμε το καφεδάκι μας, η Κατερίνα έκανε ακόμα ένα τσιγάρο. Η Χριστιάνα έκανε να πιάσει και εκείνη ένα αλλά πριν το κάνει με κοίταξε στα μάτια. Απομάκρυνε το χέρι της όταν συνοφρυώθηκα και δεν έκανε και τρίτο τσιγάρο. Η Κατερίνα δεν το πήρε χαμπάρι ή, αν το έκανε, δεν το σχολίασε. Εγώ πάλι για κάποιο ακατανόητο λόγο ερεθίστηκα ωστόσο δεν του έδωσα περισσότερη σημασία και σε λίγη ώρα το ξέχασα τελείως. Στις 10:45 κατηφορίσαμε προς το πανεπιστήμιο και κοντά στις 11:00 ήμασταν στο κυλικείο.

Έχοντας πιει γαλλικό δεν ήθελα άλλο καφέ, οπότε ακολούθησα τη Χριστιάνα στο τσάι με άρωμα τζίντζερ-πορτοκάλι. Δεν είχαν σχολάσει ακόμα από τα μαθήματα οπότε το κυλικείο ήταν σχετικά άδειο. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι και δεν είχαμε προλάβει καλά-καλά να κάτσουμε όταν ακούσαμε τη γνωστή φασαρία που γίνεται όταν αδειάζουν τα τρία αμφιθέατρα. Ο Ανδρέας με την Ελένη ήρθαν πρώτοι.

«Καλώς τους» είπα αφού φίλησα τον Ανδρέα.

«Καλημέρες!» είπε η Ελένη.

«Θα έρθουν και τα κορίτσια το βράδυ στο μεξικάνικο!» είπα στην Ελένη.

«Καλά που μου το είπες, θα πάω να τους πάρω τηλέφωνο για να κλείσω μεγαλύτερο τραπέζι, τις Πέμπτες γίνεται χαμός. Θα έρθει και ο Vasily με την Αναστασία, τους κάλεσε ο Τάσος.»

“The more, the merrier”

«Εννοείται. Και σήμερα θα κάνουμε και το initiation στον Vasily, η Αναστασία λογικά έχει δοκιμάσει δύο-φ!»

«Αμάν, μη μου το θυμίζεις!» είπε η Κατερίνα που, όπως κάθε φοιτητής της σχολής Θετικών Επιστημών του ΠιτσηΚ που σέβεται τον εαυτό του, είχε λάβει μέρος στην τελετή μύησης του Azteca’s. «Δεν σκουπιζόμουν καλύτερα με νέφτι, τι ήταν αυτό το πράγμα το βράδι!»

«Εμένα πάντως δεν με πείραξε» απάντησα. «Από την άλλη ο φουκαράς ο Ανδρέας φώναζε το βράδυ «Τσούζει Θανάση μου!» και από την μια τον λυπόμουν και από την άλλη κάθε φορά που το έλεγε έσκαγα στα γέλια!»

“The things we do for love” είπε ο Ανδρέας αναστενάζοντας και τον πήρα στην αγκαλιά μου χαρίζοντάς του μια δωρεάν λαρυγγοσκόπηση.

«Εμπρρρ, κιτσ-κιτσ-κιτς» ακούσαμε το Νίκο να λέει, δεν τον είχαμε πάρει χαμπάρι ότι είχε έρθει. «Για μαζευτείτε, αμέρικαν μπαρρρ το έχετε κάνει!» μας ψευτομάλωσε.

«Καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα!» είπα σε Νίκο και Μαρία.

“Hello baby” μου είπε η Μαρία πιάνοντάς με από το σαγόνι.

«Ο κήπος είναι ανθηρός!» της απάντησα κάνοντας—όσους καταλάβανε το αστείο—να ξεκαρδιστούνε στα γέλια, και ήταν οι περισσότεροι, καθώς ούτε μια εβδομάδα δεν είχε περάσει από την τελευταία φορά που—το Star νομίζω—είχε προβάλει το «Καλωσήρθε το δολάριο.»

Χαζολογήσαμε για μερικά λεπτά ακόμα και μετά κινήσαμε ο καθένας για το μάθημά του. Η μέρα πέρασε σχετικά γρήγορα και στις 17:00 επιστρέψαμε στο κυλικείο με τη Χριστιάνα για να περιμένουμε τον Ανδρέα. Κατέβηκε παρέα με το Vasily, κάπου τον είχε πετύχει, προφανώς, πάνω και ήρθανε μαζί.

“Hello Phoebe, hello Christiana!” μας είπε χαμογελαστός.

«Καλώς τον» του απάντησα, την είχε μάθει τη φράση.

«Καλώς σας βρήκα!» είπε με σπασμένα Ελληνικά κερδίζοντας το ενθουσιώδες χειροκρότημά μου, κάτι που τον έκανε να χαμογελάσει ακόμα πιο πλατιά.

«Χριστιάνα, μπορείς να έρθεις πάνω λίγο; Θέλουν να μας δουν ο κύριος Βασίλης και ο Νικήτας. Φοίβη, μπορεί να αργήσουμε λιγάκι!»

Ο κύριος Βασίλης ήταν το μικρό του προϊστάμενου του εργαστηρίου, ο οποίος ήταν και ο καθηγητής που δίδασκε υπολογιστική βιολογία στη σχολή, και ο Νικήτας ήταν ο προϊστάμενος ερευνητής και επισκέπτης καθηγητής.

«Ναι, ναι, βεβαίως!» είπε και πετάχτηκε πάνω.

“Alone, at last!” είπα παθιάρικα στον Vasily, κάνοντας τον να βάλει τα γέλια.

“Oh, no you don’t!” μου είπε με προσποιητή έκπληξη.

“Oh, yes I do!” του απάντησα απειλητικά και πήγα και έφερα τη σκακιέρα. Μωρέ γελούσαν και τα ανύπαρκτα μουστάκια του, αυτό έχω να πω. “Rapid, 3-1” του είπα εννοώντας συνολικό χρόνο τριών λεπτών που επαυξανόταν κατά ένα δευτερόλεπτο μετά από κάθε κίνηση.

“Let the games begin”

Μωρέ του σκάρωσα μια κασκαρίκα στο πρώτο, το φύσαγε και δεν κρύωνε. Είχα τα άσπρα και ξεκίνησα με e4 το οποίο απάντησε με e5 και συνέχισα με Nf3 το οποίο με τη σειρά του απαντήθηκε με Nc6. Συνέχισα με Bb5, κλασσικό Ruy Lopez το οποίο απάντησε με το όχι και πολύ συνηθισμένο Nge7. Συνέχισα με Nc3, απάντησε με Ng6 αλλά αυτή τη φορά είχα κάτι στο νου μου και δεν συνέχισα με b4 ή h4 όπως ήταν το συνηθισμένο αλλά έπαιξα Bc4. Ο Vasily ύψωσε το βλέμμα του με απορία, φαινόταν σαν σπατάλη τέμπο, αλλά ανταπέδωσα ανέκφραστη το βλέμμα, όποιος νομίζει ότι δεν χρειάζεται poker face στο σκάκι είναι βαθιά γελασμένος! Απάντησε με Bc5. Εγώ συνέχισα με h4 το οποίο απάντησε με h6 και συνέχισα με Nd5. Προτίμησε αντί για ροκέ στο βασιλιά να παίξει Nge7, ροκέ που έκανε ως απάντηση στην επόμενή μου κίνηση η οποία ήταν c3.

Συνεχίσαμε και στην 20 κίνηση συνειδητοποίησε τον κίνδυνο μετά την κίνηση Bc3 το οποίο με βρήκε με αξιωματικούς στην κάθετη, για την ακρίβεια έναν στο c3 και τον άλλον στο c2, έχοντας τη βασίλισσά μου στο h5. Απάντησε με Qh6 μπλοκάροντάς μου τη βασίλισσα αλλά ήταν λάθος κίνηση, θα ήταν για εκείνον προτιμότερο να είχε παίξει g6. Δεν προχώρησα σε ανταλλαγή βασιλισσών όπως περίμενε και ούτε μετακίνησα τη δική μου για να την προστατέψω. Αντιθέτως έπαιξα Re7 θυσιάζοντας τη βασίλισσά μου. Απάντησα με Rxg7+ κάνοντας σαχ και εκεί παραιτήθηκε βλέποντας το τέλος να έρχεται ποδοβολώντας.

“Damn! That was fucking impressive!” μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάσω. Μωρέ άλογο τον έκανα, όσο περιμέναμε τα παιδιά δύο ισοπαλίες κατόρθωσε να μου πάρει. Κάποια στιγμή ήρθε και ο Τάσος να παρακολουθήσει το διασυρμό του Vasily. Το σταματήσαμε με το Vasily να λέει στον Τάσο “I can’t take this beating any more.” και μετά γύρισε προς τα μένα. “1800 my ass! I resign!” είπε και μου έδωσε το χέρι του. Τελικό σκορ 6-1. «Guys, sorry for the abrupt leave, I lost track of time and Anastasia is expecting me” είπε και αφού μας χαιρέτησε έφυγε.

«Φοίβη, πρέπει οπωσδήποτε να έρθεις στη σκακιστική ομάδα. Προχθές ο Vasily διέλυσε τον Λέανδρο χωρίς καν να ιδρώσει κι εσύ εδώ τον έχεις τρελάνει στη φάπα σα να ήταν το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο!» μου είπε ο Τάσος όταν μας άφησε μόνους ο Vasily.

«Ε, ποιος είναι ο Λέανδρος;» 

«Μέχρι πριν λίγο πίστευα πως είναι ο καλύτερος παίχτης που έχουμε στη σχολή αλλά βλέποντάς σε να κερδίζεις έτσι εύκολα το Vasily… Ρε έχει κοντά 2200 ELO, είναι ένα βήμα πριν γίνει National Master στις ΗΠΑ κι εσύ τον κοπανάς σα χταπόδι! Jesus! Έλαβες μέρος σε πανελλήνιους αγώνες;»

«Όχι, δεν πρόλαβα, πέρσι πήρα το πρωτάθλημα στο νησί. Βασικά η αλήθεια είναι ότι πρώτη φορά έλαβα μέρος, σχεδόν με πήραν από τις κοτσίδες για να με πάνε να διαγωνιστώ, εγώ δεν πολυψηνόμουν.»

«Πρέπει οπωσδήποτε να έρθεις στην ομάδα ώστε να μπορείς να λάβεις μέρος στην Πανεπιστημιάδα. Δε νομίζω ότι θα μπορεί κανείς να σε ανταγωνιστεί!»

«Έλα τώρα, υπερβολές!»

«Φοίβη, ο Vasily απέχει μια επιτυχημένη διοργάνωση από το γίνει National Master στη UCF, καταλαβαίνεις τι σου λέω;»

«Οκ, οκ, θα έρθω όταν γυρίσουμε από τις διακοπές» τον διαβεβαίωσα.

Προσπαθούσα να το παίξω ψύχραιμη αλλά η καρδούλα μου το ήξερε. Παίζω σκάκι από μικρή και ήξερα ότι είμαι καλή, άλλωστε ήμουν πρωταθλήτρια Χίου, το πήρα στην πρώτη μου συμμετοχή και αρκετά εύκολα. In retrospect ίσως θα έπρεπε αυτό—ή το γεγονός ότι από τα 15 μου έκανα τον Amstrad-άκο μου του αλατιού στο Cyrus-ΙΙ Chess ακόμα και στο επίπεδο 9—να με είχε προϊδεάσει αλλά από την άλλη σκάκι έπαιζα επειδή μου άρεσε, ποτέ δεν είχα την όρεξη ή τη φιλοδοξία να το δω ανταγωνιστικά. Αλήθεια είχα πει, σχεδόν από τις κοτσίδες με είχαν πάει να λάβω μέρος στο πρωτάθλημα. Από τα 14 μου σχεδόν είχα αποφασίσει ότι το μέλλον μου ήταν οι υπολογιστές. Να πω πάντως ότι με χάλασε αυτή η αναγνώριση από Τάσο και κυρίως Vasily, θα ήταν τεράστιο ψέμα και θα έπεφτε φωτιά να με κάψει!

Ευτυχώς Ανδρέας και Χριστιάνα δεν αργήσαν να έρθουν, πάλι καλά. Ο Ανδρέας μου υπενθύμισε ότι θα έπρεπε πρώτα να περάσουμε από το καθαριστήριο, τα ρούχα ήταν έτοιμα από εχθές και δεν είχαμε περάσει να τα πάρουμε. Χωρίς χρονοτριβή—και επειδή κόντευε να πάει 18:00—μπήκαμε στο αυτοκίνητο και κατεβήκαμε στη Μίνωος Καλοκαιρινού που βρισκόταν τότε το καθαριστήριο. Ανεβήκαμε από τον κόμβο της Λεωφόρου Κνωσσού και βγήκαμε στην Εθνική, μας πήρε γύρω στο δεκάλεπτο να φτάσουμε στον κόμβο του Γιόφυρου και να βγούμε στην Ηρακλείου-Φαιστού. Γύρω στις 18:30 φτάσαμε στο ΙΤΕ.

«Εγώ έχω να αρχίσω να γράφω κείμενο» μου είπε η Χριστιάνα και άνοιξε την τσάντα της δείχνοντάς μου κάποιες χειρόγραφες σημειώσεις. Ο Ανδρέας είχε πάει ήδη στο γραφείο του.

«Δεν πειράζει, θα κάνω κι εγώ τις ασκήσεις μου στο Unix» της είπα και αμ έπος αμ έργο, καταπιάστηκα με τις ασκήσεις για την awk, που όσο πήγαιναν ζόριζαν. Δεν υπήρχε αναλυτικό εγχειρίδιο με τη γλώσσα της awk και τα manual pages δεν ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστικά, βρήκα το διάολο μου—και με πολύ trial and error—μέχρι να αρχίσω να αντιλαμβάνομαι την δομή και την σύνταξη της γλώσσας. Έχοντας οι δυο τους δουλειές με φούντες κι εγώ τις κλιμακούμενα ζόρικες ασκήσεις, δεν βρήκαμε χρόνο ούτε για xblast ούτε για netmaze. Τελειώσαμε γύρω στις 21:00. «Ανδρέα, είπαμε στην Κατερίνα να συναντηθούμε μπροστά στο Έβερεστ και να πάμε όλοι μαζί στη Χάνδακος.»

«Ναι, βεβαίως. Θα πρέπει να φεύγουμε σιγά-σιγά γιατί στην 62 Μαρτύρων θα γίνεται της κακομοίρας. Χριστιάνα, τελείωσες εσύ;»

«Ναι, τελείωσα κι εγώ. Μια χαρά φαίνονται. Ανδρέα, πότε θα μου ανοίξουν account για να μη χρησιμοποιώ το δικό σου;»

«Αμάν, ναι, να τι είχαμε ξεχάσει. Κάτσε να ανοίξω ένα ticket στο CC, αυτοί τα φτιάχνουν συνήθως. Λογικά αύριο θα τον ανοίξουν αλλά καλά κρασιά, θα το δούμε από τη νέα χρονιά!»

«Μήπως αντί να πάμε από 62 Μαρτύρων να πάμε από Εθνική και Κνωσσού;»

«Γιατί λιγότερη κίνηση θα έχει νομίζεις η Εθνικής Αντιστάσεως; Τέλος πάντων, πάμε και βλέπουμε!»

Φύγαμε και τελικά ο Ανδρέας ακολουθώντας τη συμβουλή μου πήγε από Εθνική και βγήκε στον κόμβο της Κνωσσού. Κάναμε τον κύκλο της πλατείας Ελευθερίας και μπήκαμε στην Ιδομενέως και σταθήκαμε τυχεροί, κάποιος μας έκανε την τιμή να ξεπαρκάρει και έτσι παρκάραμε κι εμείς, ακριβώς στο ύψος της Δαιδάλου. Η ώρα ήταν 21:20 όταν φτάσαμε στα Λιοντάρια, και στο Έβερεστ ήταν και μας περίμενε η Κατερίνα.

«Γεια σας!»

«Είσαι ώρα εδώ;»

«Όχι, πριν τέσσερα-πέντε λεπτά ήρθα!»

«Λοιπόν, πάμε;» είπε ο Ανδρέας.

Πήγαμε στο Μεξικάνικο και δώσαμε το επίθετο της Ελένης. Στο τραπέζι ήταν ήδη Vasily και Αναστασία, οι υπόλοιποι δεν είχαν έρθει ακόμα. Κάναμε τις συστάσεις και μέχρι να έρθουν οι υπόλοιποι παραγγείλαμε σαγκρία και από μια μαργαρίτα για τον καθένα μας, εμένα μου άρεσε πολύ η φράουλα! Τα δύο υπόλοιπα ζευγάρια δεν άργησαν να έρθουν, πρώτα ήρθε η Ελένη με τον Τάσο και μερικά λεπτά αργότερα Νίκος και Μαρία. Χαιρετηθήκαμε και κάθισαν στο τραπέζι. Εγώ στα αριστερά μου είχα τη Χριστιάνα και στα δεξιά μου τον Ανδρέα. Η Κατερίνα καθόταν αριστερά από την Χριστιάνα. Απέναντί μου καθόταν ο Vasily με την Αναστασία, η οποία σε αντίθεση με το Vasily ήταν μάλλον κλειστός χαρακτήρας και δε μιλούσε πολύ. Δίπλα στο Vasily κάθισαν Τάσος και Ελένη. Στη γωνία κάθισε η Μαρία και στο κεφάλι του τραπεζιού ο Νίκος.

Όταν ήρθε ο σερβιτόρος παραγγείλαν και οι υπόλοιποι ποτά αλλά του είπαμε να έρθει ξανά σε πέντε λεπτά καθώς σήμερα θα γινόταν και το initiation του Vasily και κάποιος έπρεπε να του εξηγήσει, κάτι που ανέλαβε να το κάνει ο Ανδρέας.

“Guys, you know that I live in California, right?” μας ρώτησε. “I don’t know about you, but if Mexican food doesn’t try to make me cry like a baby, I don’t put it into my mouth”.

Και έτσι για πρώτη φορά γίναμε μάρτυρες αυτού που μέχρι στιγμής το γνωρίζαμε μόνο ως urban legend. Ήταν 16 Δεκεμβρίου του 1993 όταν γίναμε αυτόπτες μάρτυρες της πρώτης επιβεβαιωμένης παραγγελίας φαγητού 3-Φ. Και όχι μόνο το έφαγε, ούτε καν δάκρυσε ο αθεόφοβος.

“It’s kinda mild, but ok, very good, nonetheless. Mmmm, yes, that’s better!” είπε τρώγοντας την πρώτη και μετά τη δεύτερη μπουκιά, αφήνοντάς μας όλους παγωτό, του γκαρσονιού και του σεφ συμπεριλαμβανομένων που είχαν έρθει να διαπιστώσουν με τα ίδια τους τα μάτια ότι κάποιος θα έτρωγε 3-φ!

Προφανώς  κάποιους δεν τους τσούζει, Θανάση μου!


25. Who da boss?

Ανδρέας

Αυτή τη φορά έδειξα χαρακτήρα και δεν έφαγα του σκασμού. Βοήθησε βέβαια ότι στο μεσημεριανό διάλειμμα είχα πεταχτεί από το σπίτι και εξαφανίσει τα περιεχόμενα του τάπερ. Αν και με αυτά που έτρωγα θα έπρεπε κανονικά να είχα προσθέσει άλλα δέκα κιλά στα σχεδόν δέκα που είχα βάλει από τη μέρα που ήρθα φοιτητής στη Λεβεντογέννα, τα ρούχα μου δε μού έδειχναν κάτι τέτοιο. Η αλήθεια είναι ότι όταν είχα έρθει ήμουν σα στειλιάρι, 65 κιλά για 1,87 μέτρα ύψος. Είχα φτάσει τα 74 αρχές Οκτώβρη και κρίνοντας από τα ρούχα κάπου εκεί θα πρέπει να ήμουν ακόμα.

Ο μπαγάσας ο Vasily δεν είχε καν ιδρώσει, μας είχε αφήσει όλους μαλάκες. Εγώ δακρύζω μόνο και που θυμάμαι το 2-φ και του λόγου του έφαγε το 3-φ χωρίς καν να παίξει το βλέφαρό του. Μέτρια καυτερό κατά τη γνώμη του, είχε φάει αρκετά πιο καυτερά στη ζωή του. Δεδομένου ότι θα καθόταν δύο χρόνια εδώ, τουλάχιστον σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό, ενδεχομένως το Azteca’s να πρόσφερε και 4-φ, έτσι για να λένε ότι υπάρχει και αυτό.

Η βραδιά πέρασε υπέροχα, με γέλια και εκατέρωθεν πειράγματα, Νίκος και Τάσος είχαν την τιμητική τους, Μαρία και Ελένη τους είχαν βάλει τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι. Βγάλε τη σκούφια σου και βάρα τους, μάλωσα τον εαυτό μου. Ερωτευμένοι και οι δύο, όπως του λόγου μου. Βαριές κουβέντες, το ξέρω, αλλά δεν βρίσκω τι δε θα έκανα για να έχω αυτό το κορίτσι χαμογελαστό στην αγκαλιά μου.

Ο τρόπος που είχε αντιδράσει στον μίνι-ντουβρουντζά μου ήταν που είχε τραβήξει από την πρίζα τους όποιους φόβους και ανασφάλειες είχα. Δε θα πω ψέματα, δε θα πω ότι δε ζήλεψα αλλά… δεν ξέρω, μήπως τελικά έχω κάτι μαζοχιστικό πάνω μου; Αλλά θα μου πεις αυτό το τσίμπημα δεν είναι πόνος, μου προκαλεί διέγερση. Και αυτό το μικρό αίσθημα ζήλειας αντί να με κάνει να θυμώσω με έκανε να καυλώσω.

Ποτέ δεν με είχα φανταστεί μέρος κάποιου ιψενικού ή μη τριγώνου. Όχι ότι δεν είχα φαντασιώσεις να πάω με δύο ή και περισσότερες γυναίκες αλλά όχι με αυτό τον τρόπο. Με τη Φοίβη και τη Χριστιάνα οι φαντασιώσεις μου είχαν γίνει πιο συγκεκριμένες και το γεγονός ότι ήξερα πως με τη Χριστιάνα δεν υπάρχει περίπτωση να πραγματοποιηθούν, ή τουλάχιστον όσες αφορούσαν παιχνίδι μεταξύ εμού και της Χριστιάνας, δεν τις εμπόδιζε να δημιουργούνται. Δεν τις είχα εξομολογηθεί στη Φοίβη γιατί φοβόμουν πως θα το πάρει, αλλά τις είχα.

Να παίρνω από πίσω τη Φοίβη ενώ κάνει στοματικό στη Χριστιάνα. Να παίρνω τη Χριστιάνα από πίσω ενώ κάνει στοματικό στην Φοίβη. Να κάνω στοματικό στη Χριστιάνα και να μου κάνει στοματικό η Φοίβη. Να κάνω εγώ στοματικό στη Φοίβη και να μου κάνει στοματικό η Χριστιάνα. Να μου κάνουν στοματικό και οι δύο μαζί. Να κάθεται η μία πάνω στο πρόσωπό μου και η άλλη πάνω στο όργανό μου. Τι τα έφερα στη σκέψη μου, ορίστε, καύλωσα πάλι.

Η Φοίβη δίπλα μου πείραζε την Αναστασία που είχε χαλαρώσει, στην αρχή ήταν πολύ σφιγμένη. Η Χριστιάνα κάτι έλεγε στη Μαρία κάνοντας Μαρία, Ελένη και Κατερίνα να ξεκαρδιστούν. Ο Τάσος είχε πάει δίπλα στο Νίκο με αναμμένο τον αναπτήρα της Κατερίνας υπονοώντας πως ο ίδιος με το Νίκο κρατούσαν το φανάρι. Η Vasily χαμογελούσε με το χαμόγελο της Αναστασίας και εγώ ντράπηκα, όχι για τις φαντασιώσεις μου, αλλά για το γεγονός ότι τις κρατούσα κρυφές από τη Φοίβη μου. Δεν ήθελα να της κρατήσω τίποτα κρυφό. Αποφάσισα το βράδυ που θα γυρνούσαμε σπίτι να της το πω. Το πολύ-πολύ να γινόταν πάλι γαλατικό χωριό, αλλά θα την άφηνα να ηρεμίσει, όπως έκανα πάντα.

Δεν είμαι «ζεν,» τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που εννοεί η Φοίβη, δεν είναι ότι δεν έχω έντονα συναισθήματα, απλά για κάποιο λόγο, όσο πιο έντονο ήταν το συναίσθημα, τόσο πιο πολύ μπορούσα να αποστασιοποιηθώ, καταφέρνοντας πάντα να διατηρώ την ψυχραιμία μου. Δεν ξέρω, ίσως γιατί από μικρός είχα μάθει να μην ανησυχώ για πράγματα για τα οποία εγώ προσωπικά δεν μπορώ να κάνω κάτι.

Με είχε τσούξει και με τη Σοφία και με την Κατερίνα και με την Έλσα, ειδικά με την πρώτη και την τρίτη, η δεύτερη τουλάχιστον είχε την αξιοπρέπεια να με χωρίσει πριν τα φτιάξει με άλλον. Θα μου πεις, πώς το ξέρεις ότι δεν το είχε κάνει ήδη; Δεν το ξέρω, οπότε επέλεξα να κρατήσω για τον εαυτό μου ότι δεν το είχε κάνει. Μα, θα ρωτούσε κάποιος, δε σε ενδιαφέρει; Η απάντησή μου είναι ότι το χειρότερο, ο χωρισμός δηλαδή, είχε συμβεί, ποιος ο λόγος να κάθομαι να βασανίζω τον εαυτό μου για το αν η στάμνα έσπασε πριν τη βρύση ή μετά την άφιξή της;

Το σπάσιμο της στάμνας είναι που έτσουξε. Όσο για τη Σοφία… τυπικά δεν τα είχαμε, ένα ανάλαφρο πεταχτό φιλί στο στόμα είχαμε ανταλλάξει όταν την είχα γυρίσει σπίτι της. Θα μου πεις αυτό δεν ήταν κάτι; Ε, αποδείχτηκε τελικά ότι δεν ήταν. Η Έλσα με είχε τσούξει για διαφορετικό λόγο. Μαρία και Ελένη με είχαν προειδοποιήσει, αλλά δεν τις είχα ακούσει. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία, σημασία έχει ότι η Φοίβη μου δεν ήταν σαν καμία τους.

«Πού έχετε παρκάρει;» ρώτησε η Κατερίνα όταν βγήκαμε και οι τέσσερεις μας έξω.

«Στην Ιδομενέως, σχεδόν μόλις βγούμε από τη Δαιδάλου»

«Θέλω σοκολάτα!» δήλωσε η Φοίβη.

«Ε, πάμε στην κρεπερί να πάρουμε σοκολάτα!»

«Μη με πάρετε με τις πέτρες αλλά εγώ θέλω κάτι κρύο» είπε η Χριστιάνα. «Λέω να πάρω milkshake!»

«Δε με λυπάσαι;» ρώτησε η Κατερίνα που εδώ και καιρό προσπαθούσε εις μάτην να χάσει πέντε κιλά. Ήταν γεματούλα, είναι η αλήθεια.

«Άστο μωρέ το κορίτσι να πάρει το milkshake της!» την ψευτομάλωσα. «Άλλωστε ούτε εγώ θα πάρω κάτι.»

«Μωρέ τι μας λες! Θα πάρω milkshake και το κρίμα στο λαιμό σας!» μας δήλωσε.

«Στο τέλος θα μας δείρει κι από πάνω!»

«Αυτή είναι δουλειά της Φοίβης!» απάντησε η Κατερίνα. «Εμείς τα είπαμε και τα αποφασίσαμε!» συνέχισε.

«Αυτό λέγεται καταπίεση!»

«Σε καταπιέζω αγαπουλίνι;» με ρώτησε η Φοίβη.

«Δε λέω για μένα, για ένα φίλο από το χωριό έλεγα!» απάντησα.

«Α, έλεγα μήπως!» συνέχισε.

Του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ και σοφά ποιόν, το έραψα! Πήγαμε στην κρεπερί και τα κορίτσια παράγγειλαν αυτά που ήθελαν. Εγώ δεν ήθελα να πάρω κάτι αλλά επειδή «τι, έτσι θα μείνεις, να μας κοιτάς σαν κουτάβι;» βρέθηκα κι εγώ με συνοπτικές, και καθόλου δημοκρατικές, διαδικασίες με μια ζεστή σοκολάτα με γεύση φράουλα. Πήραμε το δρόμο της επιστροφής, η ώρα ήταν σχεδόν 23:30. Φτάσαμε στη Φορτέτσα και πάρκαρα μπροστά από το σπίτι των κοριτσιών.

«Θέλετε να έρθετε πάνω να πιούμε τα milkshake και τις σοκολάτες;» μας ρώτησε η Χριστιάνα.

«Είναι 23:40, δεν έχει κανείς αύριο πρωινό ξύπνημα;» ρώτησα. Η Φοίβη είχε μάθημα στις 13:00. Εγώ από την άλλη είχα μάθημα 09:00 – 11:00 αλλά μετά είχα και δύο ώρες κενό.

«Εγώ όχι» είπε η Χριστιάνα. «Ξεκινάω μαθήματα στις 11:00.»

«Κι εγώ στις 11:00 ξεκινάω αλλά έχω διάβασμα για την πρόοδο του Σαββάτου, οπότε είτε συνεχίσετε είτε όχι, εγώ θα σας καληνυχτίσω» είπε η Κατερίνα.

«Εμένα η Παρασκευή είναι η καλύτερη μέρα, έχω μαθήματα 13:00 – 17:00» είπε η Φοίβη.

«Ε, τότε γιατί όχι; Εγώ αύριο έχω μάθημα στις 09:00 αλλά δε βαριέσαι, θα την κάνω κοπάνα, άλλωστε με δεκάρι στην πρόοδο, δεν έχω κάτι να ανησυχώ και η ύλη είναι απλά διάβασμα από το βιβλίο.»

«Ε, τότε κατεβείτε!» μας είπε η Χριστιάνα. Κατεβήκαμε όλοι και ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο. «Ρε συ Κατερίνα κάτσε κι εσύ λίγο, ξύπνα στις 10:00 αντί στις 09:00» είπε στην Κατερίνα.

«Δε φτάνει που μου χαλάς τη δίαιτα, με βάζεις και σε επιπλέον πειρασμούς! Άντε, κομμάτια να γίνει, θα κάτσω καμιά ώρα ακόμα!»

«Γιατί εμείς τι θα κάνουμε, θα κατασκηνώσουμε;» απάντησα.

«Δεν πάω σπίτι μου απόψε!» δήλωσε η Φοίβη.

«Α, να σας πω, μη μου αρχίσετε πάλι τα εμπρός Ανδρέα για μια Ελλάδα νέα και τους ύμνους του ΠΑ.ΣΟ.Κ!» τις ψευτομάλωσα.

«Δεν τα λύνουμε μέσα αυτά;» πρότεινε η Κατερίνα.

Περάσαμε στο σπίτι της Χριστιάνας και καθίσαμε στο σαλόνι. Οι τρεις σουσουράδες κάθισαν στον καναπέ και εμένα με άφησαν με την πολυθρόνα, ο ψωριάρης χώρια.

«Μου τα είπε η Χριστιάνα τα χαΐρια τους» είπε απευθυνόμενη προς εμένα η Κατερίνα.

«Άσε, θέαμα παραλίγο να γίνουμε. Γκάριζαν και οι δυο τους και η ώρα ήταν 06:00 το πρωί. Είχαν γίνει κουρούπελα, μιλάμε για σουρεαλιστικά σκηνικά. Πάντως, η αλήθεια είναι ότι δεν ένιωθα και καλά να αφήσω τη Χριστιάνα μόνη της, ακόμα και αν καταφέρναμε να ανέβουμε τις σκάλες. Εννοώ είχε γίνει τύφλα και φοβόμουν μην πάθει καμιά αναρρόφηση στον ύπνο της. Εσύ έλειπες, σπίτι της Φοίβης, και με το Σίμπα στην αυλή, δεν μπορούσα να τις πάω, οπότε τις πήρα σπίτι.»

“Aww” είπε η Χριστιάνα, «αυτό δεν μας το είχες πει. Είσαι γλύκας!»

«Αυτό δε σημαίνει ότι δε μου ήρθε να σας μαυρίσω τα κωλομέρια και των δυο σας. Την ψυχή μου βγάλατε!»

«Όχι βία στα γήπεδα!» πετάχτηκε η Φοίβη.

«Γελάω, νεαρή;» της είπα αυστηρά.

«Όχι» είπε κάνοντάς μου παραπονεμένη φατσούλα.

«Μη μου κάνεις γλυκουλουνιές, απατεώνα!» την ψευτομάλωσα.

«Λίγο μόνο!» μου απάντησε πεταρίζοντας τα βλέφαρα κάνοντάς με να μην κρατηθώ και να μου ξεφύγει το χαμόγελο ενώ έκανα τον συνοφρυωμένο.

«Σουσουράδα, ε, σουσουράδα!» της είπα ψεύτικα αυστηρά.

«Νιιιιιι» είπε χειροκροτώντας ενθουσιασμένη κάνοντας Χριστιάνα και Κατερίνα να βάλουν τα γέλια.

«Είσαι εσύ μία…» της είπε η Κατερίνα γελώντας ακόμα.

«Α, Κατερίνα» είπε η Φοίβη αλλάζοντας θέμα «την Κυριακή λέμε να πάμε Boom-Boom, ψήσε το Βαγγέλη να έρθετε κι εσείς!»

«Δεν μπορώ, Φοίβη μου, σ’ ευχαριστώ πάντως. Θα ανέβω μεν την Κυριακή το πρωί αλλά την Κυριακή έχει και τα γενέθλιά της η μητέρα μου.»

«Δεν πειράζει, να τη χαίρεσαι!»

«Σ’ ευχαριστώ πολύ!»

«Εσένα δε σε ρωτάω,» είπε στη Χριστιάνα.

«Αλλοίμονο!» απάντησε εκείνη και δεν μπόρεσα να πνίξω το γέλιο μου.

«Σας διασκεδάζουμε μεσιέ;» με ρώτησε γυρίζοντας προς το μέρος μου, κάνοντάς με να στραβοκαταπιώ.

«Δεν μίλησε  το ανθρωπάκι κυρία Μάρω μου, μη το δείρεις όταν πάτε σπίτι» είπε η Κατερίνα προκαλώντας ακόμα ένα γύρο γέλιου.

«Είναι να την έχεις σκίσει τη γάτα, που λέει μια ψυχή!» είπε η Φοίβη.

«Φέρτε μου τη Μαρίνα να τη σκίσω! Απόψε σκίζω Μαρίνες!» είπα με στόμφο και με κοιτάξανε και οι τρεις. «Δεν ξέρω αν το προσέξατε αλλά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα... είμαστε!» συμπλήρωσα κερδίζοντας ένα νέο γύρο από γέλια.

«Καλά όλα αυτά» είπε η Κατερίνα τραβώντας την τελευταία ρουφηξιά από το milkshake της «αλλά εγώ θα σας αφήσω!» συνέχισε και σηκώθηκε.

«Ρε συ δεν είπες ότι θα κάτσεις μια ώρα;»

«Sue me! Νυστάζω και έχω και διάβασμα γιατί σε αντίθεση με μερικούς και μερικές που αύριο και το Σάββατο θα κάνετε ζωάρα, εγώ έχω διάβασμα και πρόοδο!»

«Να σε χαιρετήσω τότε γιατί εγώ θα σε δω του χρόνου» της είπε η Φοίβη και σηκώθηκε και εκείνη με τη σειρά της και πήρε αγκαλιά την Κατερίνα και της έσκασε ένα φιλί σε κάθε μάγουλο. «Καλά Χριστούγεννα και με το καλό να μπει η νέα χρονιά σε σένα και τους δικούς σου.»

«Ευχαριστώ μούτρο» της απάντησε η Κατερίνα. «Επίσης καλά Χριστούγεννα και καλή χρονιά με χαρές και υγεία σε όλη την οικογένεια!» είπε και γύρισε προς εμένα που στο μεταξύ είχα σηκωθεί. «Μην τα ξαναλέω, ομοίως!» είπε όπως την είχα πάρει αγκαλιά και τη φιλούσα στο μάγουλο.

«Επίσης. Άντε, θα τα πούμε του χρόνου!»

«Άντε, καληνύχτα. Έτσι κι αλλιώς εμείς θα τα πούμε και αύριο και από Δευτέρα» είπε στην Χριστιάνα καθώς εκτός από παιδικές φίλες ήταν και γειτόνισσες.

«Καληνύχτα» της είπε η Χριστιάνα

«Θα έλεγα “επιτέλους μόνοι” αλλά τη λυπάμαι τη φουκαριάρα. Εντάξει μια μέρα είναι αλλά θα ταξιδεύει μόνη της»

«Η δεύτερη πρόοδος αρχικά είχε οριστεί για το Σάββατο που μας πέρασε αλλά το άλλαξαν, δεν ξέρω γιατί. Η μία ή η άλλη θα ήταν για την Κατερίνα, με την ακύρωση της προόδου είχε περισσότερο χρόνο με το Βαγγέλη. Δε νομίζω ότι τελικά τη χάλασε όπως ήρθαν τα πράγματα.» απάντησε η Χριστιάνα.

«Εσύ πώς και δεν πήρες ανόργανη-ΙΙ;»

«Γιατί εγώ δεν βιάζομαι να τελειώσω, επιλογής είναι, το παίρνω και του χρόνου.»

«Θα είναι πιο ζόρικο με το ΙΤΕ» της είπα. «Εντάξει, δε μας ζητάνε να ήμαστε κάθε μέρα εκεί, αλλά τρεις φορές την εβδομάδα τουλάχιστον ένα τρίωρο τη φορά, πρέπει να το κάνουμε.»

«Θα τα βολέψω, μην ανησυχείς, άλλωστε θα έχω και το μηχανάκι και οφείλω να ομολογήσω ότι αν δε μου είχε κάτσει η φάση με το μηχανάκι δε νομίζω ότι θα μπορούσα να έρθω εργαστώ εκεί. Χώρια που θα έπρεπε να μετακομίσω του χρόνου και το σπίτι που μένω μ’ αρέσει, άντε τώρα να ψάχνεις να πας αλλού. Εδώ είναι δύο τα λεωφορεία που μας βολεύουν για το Πανεπιστήμιο-Κέντρο-Πανεπιστήμιο και μας βγαίνει η Παναγία στο περίμενε, σκέψου τι στάση είχαμε να φάμε για Βούτες.»

«Δε μ’ αρέσει που θα φύγετε και εσείς και το φυσικό. Εντάξει δε θα χαθούμε αλλά από του χρόνου δε θα βλεπόμαστε στα διαλείμματα!» είπε η Φοίβη με παράπονο.

«Θα έχεις τον Τασούλη και τον Vasily» την πείραξα.

«Άσε με κι εσύ!» μου απάντησε και δεν το συνέχισα, είχα καταλάβει πότε αρχίζει να γίνεται γαλατικό χωριό. Αντί απάντησης ήπια μια γουλιά από τη σοκολάτα μου. Πέρασαν μερικές στιγμές και η Φοίβη κοιτάζοντάς με σαν κουτάβι μου είπε «Συγνώμη μωρουλίνι μου!»

«Θα το σκεφτώ!» της είπα βγάζοντας της κοροϊδευτικά τη γλώσσα.

«Να μη το σκεφτείς! Άντεεεε» μου είπε ψευτοπαραπονεμένα.

«Καλά, δεν το σκέφτομαι!»

«Νιιιιι» είπε και χτύπησε τα παλαμάκια.

«Είπα εγώ ότι σε συγχώρησα, Αυτοματίξ;»

«Ιιιιιικ, δε με συγχώρεσες;;;;»

«Αφού σου είπα ότι θα το σκεφτώ και μου είπες να μην το σκεφτώ! Ε, δεν το σκέφτηκα!»

«Είδες τι μου κάνει;» ρώτησε τη Χριστιάνα.

«I empathize with you αλλά τυπικά έχει δίκιο!»

«Ωραίοι είστε!»

«Ναι, είμαστε!» της απάντησα με στόμφο. «Θυμάσαι πως με κυνηγούσαν οι συμμαθήτριές σου;» της είπα βγάζοντας τη γλώσσα.

«Κάτσε γιατί τώρα θα αρχίσω να ζηλεύω κι εγώ!» είπε η Χριστιάνα.

«Εσύ γιατί;» τη ρώτησα με απορία.

«Γιατί θα προτιμούσα να κυνηγάνε εμένα οι συμμαθήτριες της!» απάντησε φλεγματικά, κάνοντάς εμένα και τη Φοίβη να σκάσουμε στα γέλια.

«Καθένας με το δικό του Γολγοθά» είπε η Φοίβη. «Εσένα σε κυνηγούσαν οι συμμαθήτριές μου, εσένα σε κυνηγούσαν οι συμμαθητές σου κι εγώ 6 χρόνια κυνηγούσα μύγες» είπε με μια δόση πίκρας.

Να της το έλεγα ή να μην της το έλεγα. Αν ήμασταν μόνοι μας θα της το είχα πει αλλά με τη Χριστιάνα παρούσα κωλυόμουν. Από την άλλη πάλι η ίδια ήταν που είχε φιλήσει τη Χριστιάνα μπροστά μου. Αυτοματίξ εσύ, μαδάμ; Αλφαβητίξ εγώ!

«Ναι αλλά στο τέλος της ημέρας και οι μεν και οι δεν πήραν τα τρία μας. Και αυτή που κυνηγούσε μύγες έχει και Ανδρέα και Χριστιάνα!» της είπα. Το τελευταίο πράγμα που περίμενα ήταν η Φοίβη να μείνει άλαλη και η Χριστιάνα να βάλει τα γέλια.

«Εσύ μαδάμ γιατί γελάς;» τη ρώτησε όταν βρήκε τη λαλιά της.

«Γιατί είτε μόνος του, είτε μαζί με εμάς τις δύο, πάλι τα τρία μας θα έπαιρναν οι άλλοι!» είπε και ξεράθηκε ακόμα περισσότερο στα γέλια. Την ακολουθήσαμε μερικές στιγμές αργότερα και οι δύο, καταλαβαίνοντας επιτέλους το υπονοούμενο.

Όταν ηρεμίσαμε σηκώθηκα από την πολυθρόνα και κάθισα στον καναπέ, δεξιά από τη Φοίβη, καθώς στα αριστερά της καθόταν η Χριστιάνα. Έσφιξα τη Φοίβη πάνω μου και της έδωσα ένα τρυφερό φιλί.

“Who da boss?”

“Me da boss?”

“You da boss” τη διαβεβαίωσα.

«Εσύ όχι φιλάκι;» είπε παραπονιάρικα στη Χριστιάνα και η τελευταία γούρλωσε πάλι τα μάτια της κοιτάζοντάς μας.

«Μη μας κοιτάς έτσι! She da boss!»

“Me da boss!” είπε η Φοίβη και χτύπησε τα χέρια στο στήθος κάνοντας τον Ταρζάν. Μη βλέποντας κίνηση, άρπαξε εκείνη τη Χριστιάνα και της έδωσε ένα τρυφερό φιλί. “Who da boss?” τη ρώτησε εκ νέου όταν απομακρύνθηκαν τα πρόσωπά τους.

“You da boss” της είπε απλά η Χριστιάνα

Αν ήταν σενάριο τσόντας κάπου εδώ θα πετάγαμε όλοι τα ρούχα μας και θα επιδιδόμασταν σε ολονύχτιο όργιο και όποιον πάρει ο χάρος. Δυστυχώς για μένα—που δε θα με χαλούσε καθόλου η προοπτική—η πραγματική ζωή είναι συνήθως πολύ πιο  πεζή. Η Χριστιάνα άναψε ένα τσιγάρο και σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο και το άνοιξε ελαφρά. Τράβηξε μια τζούρα και έβαλε τα γέλια, σαν κάτι να σκέφτηκε.

«Τι σκέφτηκε πάλι το σατανικό μυαλό σου;» τη ρώτησε η Φοίβη.

«Ότι καλά τα λέει το ρητό. Τα τρία καλύτερα πράγματα στον κόσμο είναι ένα ποτό πριν και ένα τσιγάρο μετά!» είπε κάνοντάς μας γελάσουμε παρότι το «ενδιάμεσο» προς το παρόν δεν ήταν παρά υγρή φαντασίωση, τουλάχιστον όσον αφορά την αφεντιά μου.

Καθίσαμε σχεδόν μέχρι τις 01:00 καθώς, αν και μάλλον θα έκανα κοπάνα το πρωί, νύσταζα. Χαιρετιστήκαμε και κινήσαμε να φύγουμε

«Να σου πω, αύριο το πρωί κατεβαίνοντας πέρνα από εμάς, να πάμε όλοι παρέα στο Πανεπιστήμιο» είπε στη Χριστιάνα.

«Έχω μάθημα στις 11:00.»

«Ωραία, πέρνα στις 10:45 να ανεβούμε παρέα.»

«Στις 13:00 δεν έχεις μάθημα;»

«Ναι, αλλά θέλω να περάσω να πάρω το παιχνίδι που έφτιαξα για την Ψηφιακή!»

«Αμάν, το είχα ξεχάσει αυτό. Ναι, ναι, να πας να το πάρεις!»

«Λοιπόν, καληνύχτα!»

«Καληνύχτα παιδιά!» μας είπε αλλά η Φοίβη την άρπαξε και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί γιατί τι, έτσι θα το αφήναμε το κορίτσι;

Κατεβήκαμε και πάρκαρα έξω από το σπίτι της Φοίβης. Ο Σίμπα, που είχε μάθει πια τον ήχο του αυτοκινήτου, ήρθε ποδοβολώντας σα ρινόκερος στην πόρτα για να μας υποδεχτεί.

«Πού είσαι εσύ βρε μούργο;» του είπε η Φοίβη έξω από την πόρτα κερδίζοντας ένα παραπονιάρικο γάβγισμα.

Μπήκαμε μέσα και μας πήρε αγκαλιά νουμεράδα, πρώτα τη Φοίβη, που της έριχνε και σε μπόι και μετά πάνω μου και κόντεψε να με ρίξει γιατί ναι μεν τον πέρναγα ελάχιστα στο ύψος αλλά στο βάρος μου έριχνε καμιά 20αριά κιλά στο χαλαρό! Η κυρά Ματούλα είχε βάλε φαγητό στην αγέλη, ο Σίμπα είχε εξαφανίσει το δικό του—αυτό θα έλειπε—αλλά Μάκης/Σάκης/Τάκης δεν είχαν φάει όλο το δικό τους.

«Ρε συ ο Μάκης είναι θηλυκό» είπα στη Φοίβη.

«Καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα!» είπε βγάζοντάς μου τη γλώσσα.

«Φοίβη, θα έχει νερό; Θέλω να κάνω ένα ντουζάκι πριν πέσουμε»

«Είχε λιακάδα όλη μέρα αλλά θα τον ανοίξω για ένα τεταρτάκι γιατί είναι και μαύρη νύχτα» και όπως το είπε έτσι και το έκανε. Όσο περιμέναμε το νερό να ζεστάνει καθίσαμε στο τραπέζι της κουζίνας—ή για να είμαι ακριβής—του ενιαίου χώρου που ήταν σαλόνι και κουζίνα. Το διαμέρισμά μου αν και είχε δωμάτιο, σαλόνι και κουζίνα σε διαφορετικούς χώρους, ήταν μικρότερο από τη γκαρσονιέρα της Φοίβης που είχε τεράστιο χώρο για σαλόνι κουζίνα και πολύ μεγάλο δωμάτιο με δύο ημίδιπλα κρεβάτια με χώρο για δύο κομοδίνα ανάμεσά τους. Πίσω από το δωμάτιο, είχε ένα αποθηκευτικό χώρο με φωταγωγό, που είχε μεν μικρό βάθος, γύρω στο 1,5 μέτρο αλλά έπιανε όλο το πλάτος της γκαρσονιέρας, καθώς δίπλα από το δωμάτιο της ήταν το μπάνιο της, που επίσης ήταν αρκετά μεγαλύτερο από το δικό μου.

«Αλήθεια, γιατί δεν έχει βάλει μπανιέρα η κυρά-Ματούλα;»

«Δεν ξέρω, πάντως δεν είναι ότι δεν έχει χώρο.»

«Όχι μπανιέρα, πισίνα χωράει στο μπάνιο σου. Μήπως να της ζητήσεις να σου φτιάξει μπανιέρα;»

«Βασικά αυτό που χρειάζομαι είναι βιβλιοθήκη και γραφείο, τόσος χώρος αριστερά από την κουζίνα πάει χαμένος και αναγκαζόμαστε να διαβάζουμε στο τραπέζι της κουζίνας. Και επειδή σκοπεύω να ζητήσω στους γονείς μου να πάρω PC, το γραφείο τουλάχιστον θα το χρειαστώ οπωσδήποτε.»

«Ναι, έχεις δίκιο. Και είναι και καλό σημείο για γραφείο καθώς είναι φωτεινό όλη τη μέρα.»

«Ναι, ένας από τους λόγους που το ερωτεύτηκα αυτό το σπίτι με τη μία είναι η πρόσοψή του, μόνο παράθυρα και γυάλινη πόρτα. Και παραλίγο να μην έρθουμε να το δούμε, η αγγελία έλεγε ημιυπόγειο και είχα τρομάξει από τα άλλα που είχαμε δει. Ευτυχώς επέμεινε η μάνα μου. Με το που μπήκα μέσα και το είδα της είπα αυτό είναι! Και μόνο 40.000 το μήνα, λαχείο σκέτο!»

«Ναι, το σπίτι σου είναι πραγματικά λαχείο. Φωτεινό, μεγάλο, με τεράστια αυλή και τον τριχωτό δεινόσαυρο για φύλακα. Για πες, τι PC θα πάρεις;» είπα αλλάζοντας κουβέντα.

«Λιγουρεύομαι ένα 486 DX2 αλλά—μεταξύ μας—και με ένα 386 ευχαριστημένη θα είμαι. Είναι ακριβά τα ρημάδια, αυτός που είχα δει στο περιοδικό και μου έτρεχαν τα σάλια κάνει 500.000, αλλά λογικό είναι με 16 Mb RAM, 250 Mb σκληρό, κάρτα ήχου και 1Mb κάρτα SVGA. 386 βρίσκεις και με 250-300 χιλιάρικα.»

«Εμένα μου έχει κάτσει αυτό το laptop που είδα στο RAM»

«Είναι όμορφος ο κερατάς. Αλλά κάνει και 750000!»

«Δεν είπα ότι θα τον πάρω. Μωρέ αν είχα τρελά λεφτά θα ήθελα ένα SPARCstation-10.»

«Πόσο κάνουν αυτοί;»

«Γύρω στα 5 εκατομμύρια.»

«Ο Χριστός και η Παναγία!»

«Που να δεις πόσο κάνουν τα DEC. Η cyprus κάνει γύρω στα 30 μύρια.»

«Εγώ είμαι απλό κορίτσι. Αρκούμαι και με ένα Pentium, τι είναι ένα ψωροεκατομμυριάκι μπροστά σε αυτά που κοστίζουν Sparc και DEC;»

«Απλό κορίτσι, πάμε να κάνουμε το μπανάκι μας;»

«Πήγαινε εσύ πρώτος αγαπουλίνι και όταν τελειώσεις θα μπω κι εγώ.»

«Δε θέλεις παρεούλα;» επέμεινα.

«Αμέ! Αλλά θα πρέπει να μπω εγώ πρώτη για λίγο μόνη»

«Εντάξει Φοίβη μου. Πήγαινε και όταν είσαι έτοιμη φώναξέ με.»

«Πάω!» μου είπε, σηκώθηκε και δίνοντάς μου ένα φιλάκι πήγε μέσα.

Βγήκε από το δωμάτιό της φορώντας μόνο το κιλοτάκι της. Η κίνηση που έκαναν τα στήθη της καθώς περπατούσε μου τον έκανε κατάρτι. Ωστόσο από την άλλη όσο είχε περίοδο μπορούσα να τελειώσω μέσα της, δεν πειράζει, ας λερωνόμουν. Το αίμα ξεπλένεται αλλά η ηδονή του να τελειώνεις μέσα σε κόλπο δε συγκρίνεται με τίποτα. Άκουσα το νερό να τρέχει και πέντε λεπτά αργότερα με φώναξε. Πήγα στο δωμάτιο και γδύθηκα σε χρόνο ρεκόρ.

Μπήκα στο μπάνιο, έβαλα το μποξεράκι στα άπλυτα και σπρώχνοντας την κουρτίνα μπήκα μέσα.Η Φοίβη δεν είχε μπανιέρα, το μπάνιο ήταν ένας μεγάλος χώρος που από τη μία είχε τοίχο με ένα μικρό ανακλινόμενο παράθυρο που έπιανε σχεδόν όλο το πλάτος του μπάνιου και από την άλλη μια σειρά τούβλα επενδυμένα με πλακάκι για να μη βγαίνουν τα νερά έξω και που έκλεινε με τη βοήθεια μιας μεγάλης και μακριάς πλαστικής κουρτίνας.

«Βρε έκφυλε!» μου είπε βλέποντάς με καυλωμένο.

«Δεν είμαι έκφυλος, είναι αστική ευγένεια! Είδε κυρία και σηκώθηκε!»

«Ώστε αυτά κάνει όταν δεν τον βλέπω;»

«Αυτά τα κάνει, τον βλέπεις δεν τον βλέπεις»

«Έτσι ε; Να κι εγώ!» είπε και άνοιξε το τηλέφωνο και το γύρισε προς τη μεριά μου. Το είχε κλείσει για λίγη ώρα που πλενόταν και αυτό που βγήκε θα το έλεγες και …δροσερό κάνοντάς με να μπήξω μια καθόλου κολακευτική τσιρίδα.

«Θα σε πνίξω» της είπα όταν βρήκα την ανάσα μου και άρχισα να τη γαργαλάω χωρίς έλεος. Στο πάτωμα ήταν απλωμένα πλαστικά για να μη γλιστράει και της έδωσα και κατάλαβε.

«Όχι άλλο! Ήμαρτον! Ήμαρτον!» μου είπε όταν την άφησα να βρει τις ανάσες της.

“Who da boss?”

“You da boss!” απάντησε αμέσως.

“Wash da boss!” τη διέταξα και άλλο που δεν ήθελε, αν κρίνω από τα παλαμάκια που έριξε ενθουσιασμένη, πιτσιλώντας με πάλι.

Πρώτα με έλουσε και μετά έβαλε στο σφουγγάρι το αφρόλουτρό μου και με έτριψε απαλά από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Λόγω του λουσίματος είχα κλείσει τα μάτια μου και το απολάμβανα. Δεν τα άνοιξα ούτε όταν άρχισε να με ξεπλένει. Τα άνοιξα μια και καλή όταν ένιωσα τη υπέροχα γνώριμη αίσθηση του οργάνου μου στο στόμα της. Πριν τη Φοίβη οι μόνες μου εμπειρίες από πίπες ήταν η Κατερίνα και η Έλσα αλλά καμιά δε με είχε φτάσει μέχρι τέλους, ήταν απλό προκαταρκτικό.

Η Έλσα το έκανε καλύτερα από την Κατερίνα αλλά σε καμία περίπτωση δεν έφτανε την τέχνη της Φοίβης που λόγω του ανύπαρκτου γκαγκ ρεφλέξ της—όπως λέει και η ίδια—μπορούσε να με πάρει εξ αρχής βαθιά στο στόμα της, καλά δεν το συζητάμε για τώρα που μπορούσε να με πάρει όλο!

Όσο και αν μου άρεσε ωστόσο η πίπα ούτε αυτή ούτε το παρά φύσιν συγκρίνονταν σε αίσθηση με αυτή του κόλπου. Τη σήκωσα και τη γύρισα προς τον τοίχο. Κόλλησα από πίσω της και αρπάζοντάς την από τα στήθη άρχισα να τα μαλάζω δυνατά ενώ ταυτόχρονα της δάγκωνα και της φιλούσα το σβέρκο. Της τράβηξα λίγο τη λεκάνη προς το μέρος μου και τον έτριψα στα χείλη της. Μπήκα μέσα της με μια απαλή κίνηση και ένιωσα πάλι την αίσθηση του καυτού μαχαιριού σε βούτυρο κερδίζοντας ταυτόχρονα και ένα βογγητό ηδονής.

Συνέχισα να μπαινοβγαίνω αργά μέσα της, η ψυχούλα μου το ήξερε με πόσο κόπο βαστιόμουν. Τα χέρια μου δεν είχαν φύγει ούτε στιγμή από τα στήθη της. Έκλεισα και πάλι τα μάτια μου και συνέχισα να μπαινοβγαίνω ρυθμικά μέσα της αρχίζοντας ωστόσο να επιταχύνω το ρυθμό μου, όλο και πιο γρήγορα, με όλο και πιο καρφωτές κινήσεις, απολαμβάνοντας τόσο το πλατάγιασμα των σωμάτων μας όσο και τα βογγητά της. Της άφησα το ένα στήθος και έφερα το χέρι μου στο στόμα της και το έκλεισα ενώ ταυτόχρονα άρχισα να καρφώνομαι με λύσσα μέσα της.

Το χέρι μου εμπόδιζε τα βογγητά της να ακουστούν στους πάνω ορόφους αλλά το όλο σκηνικό έκανε τον οργασμό μου να έρθει από το πουθενά και ήταν τόσο δυνατός ο ερχομός του που δεν μπόρεσα να τον ελέγξω. Καρφώθηκα για τελευταία φορά μέσα της και η αίσθηση του οργάνου μου να κάνει σπασμούς βαθιά μέσα στο μουνάκι της είναι πέραν πάσης περιγραφής.

«Ω Θεοί» ξεφώνισα όταν βρήκα τις ανάσες μου.

«Σ’ αγαπάω… σ’ αγαπάω Ανδρέα μου» είπε γυρίζοντας να με κοιτάξει στα μάτια. Αντί απάντησης την πήρα αγκαλιά και τη φίλησα.

Όταν τελειώσαμε την άφησα να στεγνώσει τα μαλλιά της και πήγα και ξάπλωσα στο αριστερό κρεββάτι. Το άλλο δεν το χρησιμοποιούσαμε σχεδόν ποτέ. Αν δεν ήταν τόσο τύφλα και οι δυο τους το Σάββατο, θα τις είχα φέρει εδώ, θα έβαζα τις δυο τους να κοιμηθούν στο ένα κρεββάτι κι εγώ στο άλλο. Αλλά και με τις δύο τύφλα και με το Σίμπα στην αυλή αυτό απλά δε μπορούσε να γίνει.

Η Φοίβη φόρεσε τις πιτζάμες της και κάλτσες—ποτέ δεν έμενε χωρίς κάλτσες όταν είχε περίοδο—και περνώντας από πάνω μου πήγε στη μέσα μεριά, προς τον τοίχο. Εμένα δε μου άρεσε να κοιμάμαι από μέσα, η Φοίβη όμως ήταν στο στοιχείο της, έλεγε ότι νιώθει μεγαλύτερη ζέστη και ασφάλεια.

«Το πρωί ήσασταν φρόνιμες;»

«Ναι! Μα σοβαρά το είπα ότι πήγα να τη βοηθήσω να μαζέψει!»

«Σε πιστεύω βρε! Απλά ρώτησα αν πριν ή μετά κάνατε και τίποτε άλλο!»

«Όχι Ανδρέα μου, θα στο έλεγα αν είχε γίνει. Πριν απλά ήπιαμε τον καφέ μας και μιλήσαμε και όταν τελειώσαμε, ξυπνήσαμε και την Κατερίνα για να μας κάνει κι εκείνη παρέα. Πάντως να σου εξομολογηθώ όταν άνοιξε την πόρτα με το ζόρι κρατήθηκα και δεν της όρμισα. Φορούσε ένα απλό φανελάκι και οι ρώγες της ήταν πετρωμένες και σου έχω πει τι υπέροχες ρώγες έχει. Την έστειλα να πάει να ντυθεί γιατί με αποσυντόνιζε και εγώ εκεί είχα πάει για δουλειά όχι για κοκό!»

«Ουφ τέτοια μου λες και με καυλώνεις και πάλι. Και όχι τίποτε άλλο αλλά ξέρω ότι θα μείνω και με την περιέργεια για το πως είναι το στήθος της και δεν έχει καθόλου πλάκα!»

«Καλά αυτό λύνεται και αλλιώς» μου είπε. «Δεν έχουμε παρά να την πάρουμε μια μέρα για μπάνιο στη θάλασσα, αρκεί να είμαστε οι τρεις μας ή έστω να είναι μαζί Ελένη και Μαρία ή ακόμα και η αδερφή σου, αν έρθει το καλοκαίρι. Αν τα πετάξουμε όλες, νομίζω ότι θα ακολουθήσε.»

«Μη μου το θυμίζεις αυτό με την Ευτυχία… ντουβρουτζάς μου είχε έρθει!»

«Το ξεπέρασες όμως!»

«Ναι αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολο, στην αρχή τουλάχιστον. Τέλος πάντων όπως και να έχει μου έχεις εξάψει την περιέργεια.»

«Μπορώ να σταματήσω να σου λέω!» είπε προσπαθώντας να με πειράξει.

«Αν θες να σε φυτέψω!» την απείλησα κάνοντάς τη να γελάσει. «Θέλω να σου πω και κάτι άλλο αλλά δεν ξέρω πως θα το πάρεις. Αλλά δε θέλω να σου κρύβω τίποτα, είπαμε μεταξύ μας να τα λέμε όλα!»

«Τώρα είσαι εσύ που μου εξάπτεις την περιέργεια μεσιέ» είπε φεύγοντας από την αγκαλιά μου και γυρίζοντας προς τη μεριά μου.

«Here goes nothing… Κοίτα, το ξέρω ότι είναι απλά φαντασιώσεις και θα παραμείνουν φαντασιώσεις αλλά… έχω φανταστεί τρίο με τη Χριστιάνα.»

«Το περίεργο θα ήταν να μην το είχες κάνει!» μου είπε. «Για πες, τι έχεις φαντασιωθεί;»

«Το πιο κλασσικό το ξέρεις, εσύ να κάνεις στοματικό στη Χριστιάνα κι εγώ να σε παίρνω από πίσω, είτε κανονικά είτε παρά φύσιν. Αλλά έχω φαντασιωθεί και το άλλο, να είσαι εσύ ξαπλωμένη και να σου κάνει στοματικό η Χριστιάνα και να την παίρνω από πίσω—ναι ξέρω ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ των ποτών. Επίσης έχω φαντασιωθεί να είμαι ξαπλωμένος και η Χριστιάνα να έχει ανέβει στο πρόσωπό μου και να τη γλείφω ενώ εσύ κάθεσαι πάνω μου. Και με την ανάποδη σειρά. Ναι, ξέρω…» συμπλήρωσα.

«Τι άλλο;»

«Χμμμ… Να μου κάνετε στοματικό και οι δύο και να τελειώνω στο στόμα είτε της μίας είτε της άλλης και να φιλιέστε ανταλλάσσοντας το σπέρμα μου. Ή να είστε και οι δύο καθισμένες με ανοιχτά πόδια και να κάνω στοματικό πότε στη μία και πότε στην άλλη μέχρι να τελειώσετε και οι δύο. Ή να μου κάνεις εσύ στοματικό και να κάνω εγώ στοματικό στη Χριστιάνα ή και το ανάποδο. Ή να μου κάνεις στοματικό και εγώ να παίζω με τα στήθη της Χριστιάνας και το ανάποδο. Ή να είσαι γονατισμένη και να μου κάνεις στοματικό και από κάτω σου να είναι η Χριστιάνα και να σου κάνει εσένα καθώς και το ανάποδο. Ή—τέλος—να μου κάνεις γονατιστή στοματικό και από πίσω σου να είναι γονατιστή και η Χριστιάνα και να σου μαλάζει τα στήθη… και φυσικά το ανάποδο. Και όπως σου είπα και πριν ξέρω ότι θα μείνουν φαντασίωση αλλά τι να κάνω, αυτό δε με εμποδίζει να τις έχω!»

«Μάλιστα!» μου είπε η Φοίβη.

«Θύμωσες;»

«Όχι μωρό μου. Να σου εξομολογηθώ… τη φαντασίωση να σου κάνουμε και οι δύο πίπα και να τελειώσεις στα στόματά μας την έχω κι εγώ. Όπως και την άλλη που είπες, να σου κάνω γονατιστή πίπα και από πίσω να με χουφτώνει η Χριστιάνα.»

«Σοβαρά;;;;» τη ρώτησα μην πιστεύοντας στ’ αφτιά μου.

«Σοβαρότατα… και ο λόγος που δεν στο είχα πει είναι για να μην σου γεννηθούν άδικα ελπίδες… Εννοώ ότι κι εγώ θα το ήθελα αλλά δε νομίζω η Χριστιάνα να συμφωνούσε ποτέ σε κάτι τέτοιο. Η αλήθεια είναι ότι έχει κάνει στοματικό σε άνδρα και μιλάμε μέχρι τέλους, κατάπινε, αλλά για λάθος λόγους. Εννοώ ότι προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι μπορεί να πάει με άντρα και όταν κατάλαβε ότι …δεν, απλά έκανε πίπες για να γλυτώνει τη διείσδυση. Και να φανταστείς ήταν εκείνος που της ζήτησε να χωρίσουν, ανάθεμά με και αν καταλαβαίνω γιατί είχε κάτσει και το είχε υπομείνει όλο αυτό. Εδώ ακόμα κοκκινίζει όταν τη φιλάω μπροστά σου… αλλά που θα μου πάει, εκεί τουλάχιστον θα τη στρώσω ή έτσι θέλω να ελπίζω!»

«Οι άλλες φαντασιώσεις μου σε πειράξανε;»

«Να σου πω… η φαντασίωσή σου πχ να κάνεις στοματικό στη Χριστιάνα και να σου κάνω εγώ στοματικό—ή και το ανάποδ0—δε θα με χαλούσε. Η ιδέα να μπεις μπροστά ή πίσω της από την άλλη… ναι, με ενοχλεί σαν ιδέα. Δεν ξέρω, είναι περίεργο. Εννοώ εσύ δεν έχεις πρόβλημα να βγάζω τα μάτια μου με τη Χριστιάνα κι εγώ ζορίζομαι στη σκέψη να συμμετάσχεις κι εσύ με διείσδυση μέσα της.»

«Φοίβη, ισχύει αυτό που σου είχα πει, δεν είναι tit-for-tat. Όπως και να έχει ακόμα και αν είχα τις ευχές σου, διείσδυση είναι out of question, όχι ότι τα περί στοματικού είναι ιδιαίτερα πιθανά. Απλά αν το στοματικό έχει 0.01% το άλλο είναι 0%, τέλος. Και όταν λέω 0.01% εννοώ να της κάνω εγώ στοματικό. Να μου κάνει εκείνη, ούτε 0.0001%.»

«Για το άλλο μην ορκίζεσαι, το δύσκολο θα είναι πειστεί να της το κάνεις πρώτη φορά. Με την τέχνη που έχεις θα λέει “δώσε και μένα μπάρμπα”.»

«Δε νομίζω ότι το εντός εισαγωγικών πρόβλημά της είναι η τέχνη αλλά ο τεχνίτης. Ακόμα και αν κάνω καλύτερα στοματικό σε γυναίκα απ’ ότι εσύ, το γεγονός και μόνο ότι της το κάνει άντρας, μάλλον θα την ξενέρωνε τελείως. Δηλαδή φαντάζομαι, δεν ξέρω. Στα δικά μου μάτια, από την οπτική της, το να της κάνει στοματικό ένας άνδρας θα ήταν το ισοδύναμο να μου κάνει εμένα στοματικό ένας άνδρας, όσο καλό και αν είναι και μόνο η ιδέα ότι είναι άνδρας… δεν ξέρω αν θα μου σηκωνόταν καν!»

«Μπορεί, τι να σου πω;»

«Φοίβη, μια τελευταία παρατήρηση και σε παρακαλώ μην το πάρεις ότι ζηλεύω. Θα πρέπει να είσαι πιο προσεκτική με τη Χριστιάνα. Ξέρω ότι η διαχυτικότητά σου είναι αυθόρμητη αλλά μπορεί να παρεξηγηθεί. Ή μάλλον όχι να παρεξηγηθεί, λάθος λέξη, αλλά να σπάσεις τις άμυνές της και να σε ερωτευτεί. Δεν ξέρω… εννοώ… πώς μπορεί να είσαι έτσι με κάποιον άνθρωπο και να μην σ’ ερωτευτεί; Εγώ… εμένα… δε μου πήρε ούτε καν μια μέρα από το πρώτο μας φιλί για να….»

«Μωρό μου εσύ!» μου είπε και με τράβηξε πάνω της. «Άργησες πάντως, εγώ ήμουν ερωτευμένη από το πρώτο μας φιλί!»

«Εγώ σε ερωτεύτηκα αφού τα φτιάξαμε!» της είπα πειράζοντάς την. «Όταν με ρώτησες αν τα έχουμε ήσουν τόσο γλυκιά… τόσο ευάλωτη. Ήταν τόσο αστείο το σκηνικό που με το ζόρι κρατιόμουν να μη βάλω τα γέλια και αυτό από το φόβο μη σε πληγώσω!»

«Κοίτα, νομίζω ότι κάπου το καταλαβαίνει και η ίδια. Εννοώ ότι δεν την βλέπω όπως την Μαρία ή την Ελένη ή την Κατερίνα, αυτό που νιώθω για τη Χριστιάνα είναι πιο τρυφερό, πιο ερωτικό αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι έρωτας, η ένταση αυτών που νιώθω για σένα είναι… πως να στο πω, άλλη τάξη μεγέθους. Είναι σα να συγκρίνω τη φωτιά στο τζάκι με τον Ήλιο!»

«Εντάξει, εφόσον είσαι σίγουρη για το τι κάνεις δεν έχω να πω κάτι περισσότερο. Εμπιστεύομαι την κρίση σου όπως εμπιστεύομαι εσένα την ίδια!»

«Πάντα στο τέλος ξουρίζουν το γαμπρό, έλεγε ο μπάρμπα-Φοίβος» μου είπε. «Μπήκε στο συγκεκριμένο χορό μαζί μου εις γνώση της και το ξέρει ότι ο χορός αυτός γίνεται μόνο με τη συγκατάθεσή σου όσο αυτή υπάρχει. Δε μ’ αρέσει καθόλου η σκέψη να πληγωθεί αλλά η απόλυτή προτεραιότητά μου είναι να μην πληγωθείς εσύ. Ναι μ’ αρέσει, αλλά ζω και χωρίς αυτό. Το χωρίς εσένα είναι που δεν μπορώ να αντέξω καν σα σκέψη. Είναι το ρίσκο που πήρε και είναι ενήλικη.»

«Όλοι παίρνουμε καθένας το δικό του ρίσκο, κανείς δεν ξέρει το μέλλον Φοίβη. Κι εγώ πήρα τα ρίσκα μου και εσύ πήρες τα όποια δικά σου. Για μένα δεν υπάρχει κάτι άλλο πέραν του ότι το θέλει η Φοίβη μου και περνάει από το χέρι μου να της το δώσω.»

«Σ’ αγαπάω! Σ’ αγαπάω τόσο πολύ!»

«Κι εγώ κοριτσάκι μου, τόσο κι άλλο τόσο κι ακόμα περισσότερο!»

«Όχι, εγώ περισσότερο!»

«Καλά, το ίδιο!»

«Οκ, το δέχομαι» μου είπε χαμογελαστή. «Αγκαλίτσα;»

«Φοίβη μου… και στην άλλη άκρη του κόσμου να είσαι, πάλι μέσα σε αυτή την αγκαλιά θα βρίσκεσαι!»

«Αγκαλίτσααααααααα»

«Έλα μούτρο, όρμα!» της είπα ανοίγοντας την αγκαλιά μου και σφίγγοντάς την δυνατά όταν μπήκε μέσα της.

«Είναι το καλύτερο και πιο χουχουλιάρικο μέρος του κόσμου!» μου δήλωσε.

«Ναι! Είναι» της είπα με στόμφο χαϊδεύοντάς την τρυφερά στα μαλλιά. Πέρασε λίγη ώρα έτσι και ένιωσα τα μάτια μου να βαραίνουν αλλά η κυρία είχε άλλα πράγματα στο νου της. Το χέρι της κινήθηκε ύποπτα προς το μποξεράκι μου, υποψία που έγινε …βεβαιότητα περνώντας το χέρι της μέσα του.

«Ανδρέα;» μου είπε χαμηλώνοντας προς τα κάτω. «Μη με ξεσκεπάσεις, θέλω να μη βλέπεις» μου είπε. Ελευθέρωσε το όργανό μου από το μποξεράκι και του έγλειψε απαλά το κεφαλάκι και μετά συνέχισε με τη γλώσσα της μέχρι τη βάση του. «Φαντάσου ότι είμαι η Χριστιάνα» μου είπε και μου έκανε το τσιμπούκι της ζωής μου!

Μεγάλο πράγμα το ανθρώπινο μυαλό. Εννοώ ότι δεν ήταν ότι η Φοίβη έκανε κάτι διαφορετικό αυτή τη φορά. Ήταν που στη φαντασία μου—και μάλιστα με τη δική της προτροπή—είχα φέρει τη Χριστιάνα να μου το κάνει πίπα. Ξέραμε και οι δυο μας ότι αυτό ήταν ουσιαστικά απίθανο να συμβεί στην πραγματικότητα αλλά αυτό ουδόλως εμπόδισε τη φαντασία. Ένιωσα τα μάτια μου να γυρνάνε στις κόγχες τους από την ηδονή καθώς άδειαζα μέσα στο στόμα της με το χέρι της να κάνει ακόμα σφιχτές, κυκλικές κινήσεις, λες και προσπαθούσε να με στραγγίσει.

Είχα πέσει στο μαξιλάρι και κοίταζα το ταβάνι προσπαθώντας να βρω τις ανάσες μου. Μα δεν είχε τελειώσει, η Φοίβη σηκώθηκε από τα σκεπάσματα κοιτάζοντάς με μέ πονηρό ύφος. Τι σχεδίαζε ο θηλυκός Μακιαβέλλι; Γρήγορα πήρα την απάντησή μου όταν με φίλησε, γευόμενος το ίδιο μου το σπέρμα. Το είχα ξανακάνει αυτό την πρώτη φορά που κάναμε έρωτα όταν τελείωσα στο στομάχι της αλλά αυτή τη φορά ήταν το δικό της στόμα που μου το πρόσφερε, όχι το δικό μου. Δε θα έλεγα ότι με ξετρέλαινε η ιδέα και ας ήμουν εγώ εκείνος που το είχε κάνει για πρώτη φορά. Ωστόσο μια και ήταν ιδέα της δεν ήθελα να της το χαλάσω.

«Ήθελα να δοκιμάσω πως είναι να φιλάω άλλο στόμα ενώ είναι το δικό μου που είναι γεμάτο σπέρμα. Εντάξει, όχι ακριβώς γεμάτο, κατάπια κάμποσο… αλλά you get the idea. Βέβαια το φιλί σου είναι διαφορετικό από αυτό της Χριστιάνας…» είπε και την έκοψα.

«Τι διαφορετικό έχει;»

«Είναι και αυτό πολύ όμορφο αλλά δεν συγκρίνεται με το πόσο υπέροχα με φιλάς εσύ. Το δικό σου φιλί… δεν ξέρω πως να το πω… είναι πιο ενεργητικό. Αν μπορούσα να το περιγράψω… πώς είναι που με κάνεις να λιώνω στην αγκαλιά σου όταν με φιλάς; Κάτι αντίστοιχο νιώθει και η Χριστιάνα όταν φιλιόμαστε, είναι πάντα πρόθυμο και παθιασμένο το φιλί της… αλλά πώς να το πω; Πιο δοτικό… πιο παθητικό. Κάπως έτσι το νιώθω κι εγώ μαζί σου… με αρπάζεις και με φιλάς και νιώθω να σου παραδίνομαι τελείως. Δεν ξέρω αν το νιώθεις εσύ έτσι αλλά αυτό που εκλαμβάνω από το φιλί της είναι ότι εκείνη είναι που μου παραδίδεται.»

«Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ έτσι» της ομολόγησα. «Πάντως… όπως το βλέπω εγώ, δε θα το ονόμαζα επιθετικό.»

«Όχι, όχι! Δεν είπα επιθετικό, ενεργητικό είπα» με διόρθωσε. «Πως να στο πω… Με κλείνεις στην αγκαλιά σου ακόμα και όταν είμαι εγώ που σε φιλάω πρώτη. Ε, το αντίθετο συμβαίνει με τη Χριστιάνα, είναι εκείνη που νιώθω ότι κλείνεται στη δική μου αγκαλιά. Δεν μπορώ να το προσδιορίσω ακριβέστερα.»

«Νομίζω ότι καταλαβαίνω σε γενικές γραμμές» της απάντησα. «Τέλος πάντων, η ουσία είναι ότι το απολαμβάνεις είτε έτσι είτε γιουβέτσι!»

«ΙΙΙΙΙΚ, υπέροχη ιδέα! Όταν γυρίσουμε το Γενάρη θα φτιάξω γιουβέτσι!» μου είπε κάνοντάς με να γελάσω.

«Μούτρο, πέφτουμε για ύπνο;»

«Ναι μωρό μου. Καληνυχτούδια, όνειρα γλυκά» μου είπε και ανασηκώθηκε ελαφρά από την αγκαλιά μου για να με φιλήσει, επιστρέφοντας μέσα της αμέσως μόλις το έκανε.

«Καληνύχτα μωρό μου» της είπα σφίγγοντάς την και ο ύπνος δεν άργησε να με πάρει.

Μιας και δεν χρειαζόταν να σηκωθεί κανείς μας πρωινιάτικα είχαμε βάλει το ξυπνητήρι στις 10:00. Όταν ξύπνησα ήταν 10:25. Η Φοίβη κατά τα φαινόμενα είχε ξυπνήσει, δεν ήταν δίπλα μου. Σηκώθηκα καθιστός και τεντώθηκα. Άκουσα νερό να τρέχει, μάλλον έκανε το πρωινό της ντουζ. Δεδομένου ότι είχαμε κάνει αμέσως πριν πέσουμε, εγώ αποφάσισα να μην κάνω. Σηκώθηκα και ντύθηκα περιμένοντάς την να τελειώσει και να βγει από το μπάνιο για να πάω να κάνω την πρωινή μου τουαλέτα και να πλύνω και τα δόντια μου.

Στο τραπέζι της κουζίνας είχε δύο πιάτα, το ένα με ένα τοστ και το άλλο με δύο. Τα ποτήρια με την πορτοκαλάδα ήταν σχεδόν ξέχειλα αλλά στην κανάτα είχε κι άλλη, προφανώς η Φοίβη έστυψε όλα τα πορτοκάλια καθώς σήμερα θα φεύγαμε. Στις 17:00 σχολούσαμε και οι δύο και, δεδομένου ότι δε θα είχαμε να πάρουμε και πολλά πράγματα μαζί μας, δε θα μας έπαιρνε ώρα να ετοιμαστούμε.

«Ξύπνησες μωρό μου;» μου είπε βγαίνοντας από το μπάνιο, τυλιγμένη με το μπουρνούζι της.

«Ναι καρδούλα μου» είπα και σηκώθηκα από την καρέκλα και της έδωσα ένα πεταχτό φιλί. «Πήγαινε να αλλάξεις μέχρι να τελειώσω» της είπα και μπήκα στο μπάνιο. Μέχρι να τελειώσω και το πλύσιμο των δοντιών είχε ετοιμαστεί και η Φοίβη. Καθίσαμε και αρχίσαμε να τρώμε, χωρίς να μιλάμε. Ένιωθα δίψα και ήπια το ένα ποτήρι πορτοκαλάδα μονοκοπανιά και το γέμισα ξανά. «Ουφ, έσκασα» της είπα όταν τέλειωσα και το δεύτερο τοστ και ήπια και το δεύτερο ποτήρι πορτοκαλάδα.

«Πιες ακόμα λίγο»

«Αυτή τη στιγμή δεν χωράει άλλο»

«Ούτε κι εγώ μπορώ να πιώ άλλο αλλά είναι αμαρτία να το πετάξουμε!» μου είπε. Δίκιο είχε αλλά τι να κάνω;

«Βάλ’τη στο ψυγείο να την πιώ το απόγευμα.» Κοίταξα το ρολόι, κόντευε 10:40.

«Ανδρέα, έχε το νου σου μήπως έρθει η Χριστιάνα μέχρι να πλύνω τα πιάτα.» Το σπίτι δεν είχε κουδούνι οπότε έπρεπε να σταθούμε καραούλι αν περιμέναμε κάποιον.

«Α, να τες!» της είπα και βγήκα έξω συνοδεία του Σίμπα να πάω να ανοίξω σε Κατερίνα και Χριστιάνα. «Καλώς τες, καθίστε να σας ανοίξω!» τους

«Ναι, εγώ δεν θα μπω μέσα!» είπε η Κατερίνα κοιτάζοντας τον Σίμπα.

«Δε θα σε πειράξει, είναι πολύ φιλικός!» τη διαβεβαίωσα.

«Δε σφάξανε! Αυτός είναι πιο ψηλός από μένα!» είπε και η αλήθεια είναι πως όπως είχε σκαρφαλώσει πάνω στην πόρτα, κάνοντας χαρούλες στη Χριστιάνα που είχε θάρρος μαζί του και τον χάιδευε, την περνούσε αρκετά σε μπόι. Εδώ περνούσε σε μπόι τη Χριστιάνα που ήταν πάνω από 15 πόντους πιο ψηλή από την Κατερίνα.

«Τι τέρας είσαι εσύ μωρέ; Ε; Τι τέρας; Ιιιιχ σίχαμα, μη με γλείφεις στη μούρη!» είπε η Χριστιάνα στον τρισευτυχισμένο Σίμπα.

«Ελάτε, πάμε. Σίμπα, κάτω!» του είπα. «Σίμπα!» επανέλαβα σε πιο έντονο τόνο και ο φουκαράς κάθισε κάτω με κατεβασμένα αφτιά και η θλιμμένη φάτσα του ξύπνησε τα μητρικά της Κατερίνας.

«Ει! Μην τον μαλώνεις!» μου είπε. Ο Σίμπα την κοίταξε και της κούνησε την ουρά.

«Χάιδεψέ τον» της είπα. «Δεν πρόκειται να σε πειράξει.»

«Σίγουρα;» είπε ακόμα προβληματισμένη η Κατερίνα αλλά εκείνη τη στιγμή ο θηλυκός …Μάκης βρήκε ευκαιρία και σκαρφάλωσε στην κεφάλα του Σίμπα παριστάνοντας τον παπαγάλο. «Ο Χριστός και η Παναγία» είπε βλέποντας τον τριχωτό δεινόσαυρο με ανοιχτό στόμα και τη γλώσσα έξω και με τον Μάκη πάνω στην κεφάλα του να γλείφει τα πόδια της κάνοντας ασκήσεις ισορροπίας. Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που λες «μακάρι να είχα μαζί μου μια φωτογραφική μηχανή.»

«Άντε, τι περιμένετε;» είπε η Φοίβη από την πόρτα.

«Την Κατερίνα να μαζέψει το σαγόνι της από το πάτωμα» είπα αστειευόμενος. «Έλα να βλέπω κίνηση» τους είπα και αφήσαμε τον Σίμπα με το Μάκη στο κεφάλι του και προχωρήσαμε προς τα μέσα.

«Εχμ, γιατί μπήκαμε εμείς μέσα και δε βγήκατε εσείς έξω για να πάμε στο Πανεπιστήμιο;» ρώτησε—και πολύ λογικά εδώ που τα λέμε—η Κατερίνα.

«Γι’ αυτό!» τους είπε η Φοίβη δίνοντας ένα ποτήρι γεμάτο πορτοκαλάδα στην καθεμιά τους.

«Ευχαριστώ μαμά!» της είπε η Κατερίνα και πήρε την πορτοκαλάδα από το χέρι της Φοίβης. Η Χριστιάνα χαμογελώντας αδιόρατα πήρε την άλλη πορτοκαλάδα. Με τη Φοίβη να παριστάνει τον κέρβερο ήπιαν και οι δύο αδιαμαρτύρητα τις πορτοκαλάδες τους.

«Τους ζυγούς λύσατε!» τους είπε με τόνο που θα ζήλευε και ο πιο φιλόδοξος λοχίας όταν της έδωσαν τα άδεια ποτήρια τα οποία αφού γέμισε νερό τα άφησε στο νεροχύτη, με προφανή σκοπό να τα πλύνει το απόγευμα.

Κινήσαμε με τα πόδια να πάμε στο πανεπιστήμιο, δεν είχαμε λόγο να πάμε με το αυτοκίνητο και 10:55 ήμασταν στο κυλικείο. Δεν είχαμε πιει καφέ σπίτι, αφενός γιατί δεν προλαβαίναμε την ώρα που ξυπνήσαμε και αφετέρου επειδή δε θέλαμε να ανοίξουμε γάλα και να μας μείνει, οπότε πήραμε καφέ από το κυλικείο. Βασικά εγώ πήγα και κάθισα για να πιάσω τραπέζι και πήγαν οι τρεις τους για τους καφέδες. Η Ελένη ήταν στο μάθημα στο οποίο είχα κάνει κοπάνα και ο Νίκος με τη Μαρία τις Παρασκευές ερχόντουσαν πάνω-κάτω την ίδια ώρα. «Ορίστε, δεν έλεγα έξι νούμερα;» σκέφτηκα μέσα μου βλέποντας Μαρία και Νίκο να έρχονται στο κυλικείο. Στις 11:01 βγήκε από το μάθημα και η Ελένη και ήρθε και μας βρήκε.

«Πού ήσουν εσύ βρε κοπανατζή;»

«Να έγραφες κι εσύ δέκα στην πρόοδο να γινόσουν και του λόγου σου!» της είπα πειράζοντάς την, η Ελένη ίσα που είχε πιάσει τη βάση στην ίδια πρόοδο.

«Θα σε κοπανίσω!» με απείλησε.

«Εεεπ! Δε θα μου φας εσύ τη δουλειά!» είπε η Φοίβη.

«Καλά, κοπάνα τον εσύ!» της είπε η Ελένη.

«Τώρα μάλιστα!» δήλωσε η Φοίβη κάνοντας τους υπόλοιπους να γελάσουν.

Είπαμε, είναι να την έχεις σκίσει τη γάτα!

Η μέρα πέρασε σαν αστραπή. Στις 17:00 είχαμε δώσει ραντεβού στην πάνω έξοδο του πανεπιστημίου αλλά εγώ καθυστέρησα μερικά λεπτά. Φοίβη, Χριστιάνα και Κατερίνα ήταν εκεί και με περίμεναν. Φύγαμε, κάνοντας μια στάση στο σπίτι της Φοίβης.

«Μωρό μου, θα πάω τα κορίτσια πάνω με το αυτοκίνητο και θα πάω να φτιάξω τα πράγματά μου. Θα είμαι εδώ πριν τις 18:00»

«Πήγαινε καρδούλα μου» μου είπε και μου έδωσε ένα φιλί.

«Τσούπρες;» είπα απευθυνόμενος σε Χριστιάνα και Κατερίνα. «Μπάτε μέσα!»

«Ανδρέα, δε χρειάζεται να σε τρέχουμε!» είπε η Κατερίνα.

«Ρε μπες μέσα και άσε την πάρλα!»

Τις άφησα σπίτι τους και αφού χαιρετήθηκα—ξανά—με την Κατερίνα, υπενθύμισα—επίσης ξανά—στη Χριστιάνα ότι κατά τις 18:00 θα περνούσαμε να την πάρουμε οπότε να είναι έτοιμη. Έκανα αναστροφή και γύρισα σπίτι μου. Γέμισα στα γρήγορα το μεγάλο μου σάκο με τα πράγματα που ήθελα να πάρω μαζί μου. Έκανα μια γενική επιθεώρηση σε όλο το σπίτι επιβεβαιώνοντας ότι όλοι οι διακόπτες ρεύματος/νερού ήταν κλειστοί και ότι δεν είχε μείνει κάτι στο ψυγείο. Έβαλα σε ένα σακουλάκι τις 4-5 φέτες ζαμπόν και τυρί που είχαν μείνει για να τα δώσω στο Σίμπα.

Στο ψυγείο είχε μόνο αναψυκτικά και μπύρες. Είχε μείνει και μισό βαζάκι μερέντα αλλά αυτό δε φοβόμουν ότι θα χαλάσει. Αφού βεβαιώθηκα ότι δεν είχα ξεχάσει τίποτα, κλείδωσα το σπίτι και, αφού έβαλα τα πράγματα στο πορτμπαγκάζ, ξεκίνησα για το σπίτι της Φοίβης. Μπήκα μέσα και τη βοήθησα να κουβαλήσει τα πράγματά της στο αυτοκίνητο, μια βαλίτσα είχε πάρει και εκείνη αλλά ήταν σα μπαούλο π’ ανάθεμά την.

«Καλά παιδί μου, τι έχεις βάλει μέσα;»

«Βιβλία και σημειώσεις για διάβασμα. Εσύ δεν πήρες;»

«Κι εγώ τα πήρα αλλά δε ζυγίζουν δύο τόνους!»

«Μόνο η Φυσική είναι δύο τόμοι και ο Σπίβακ άλλος ένας» ξεκίνησε να λέει αλλά τη διέκοψα.

«Καλά-καλά, όχι ότι θα τα πάρεις και στην πλάτη. Έτσι κι αλλιώς θα σε πάω εγώ στο αεροδρόμιο και φαντάζομαι ότι στη Χίο θα έρθουν να σε πάρουν οι δικοί σου!»

Ο Σίμπα λες και είχε καταλάβει ότι θα κάναμε πολλές μέρες να τον ξαναδούμε και είχε κατεβάσει τα μούτρα του μέχρι το πάτωμα και γαύγιζε παραπονεμένα. Ήταν κομμάτι δύσκολος ο αποχαιρετισμός, είχε σκαρφαλώσει στη Φοίβη και δεν την άφηνε να φύγει. Όχι ότι η αφεντιά της πήγαινε πίσω, όταν επιτέλους την άφησε ο Σίμπα να φύγει τα μάτια της ήταν κόκκινα.

«Έλα βρε, σε 20 μέρες θα τον ξαναδείς!»

«Θα μου λείψει ο μούργος!»

Ήταν η σειρά μου να κάνω χάδια στο Σίμπα και υπέμεινα στωικά το γλείψιμο. Ψεύτης μην είμαι, θα μου έλειπε και μένα ο κοπρίτης! Με το Σίμπα να μας κοιτάζει παραπονεμένος από την πόρτα ανεβήκαμε στη Φορτέτσα να πάρουμε τη Χριστιάνα. Η Φοίβη της χτύπησε το κουδούνι και όταν άνοιξε η πόρτα ανέβηκε πάνω για να τη βοηθήσει να κατεβάσουν τα πράγματά της. Η Χριστιάνα κατέβηκε με μια βαλίτσα κι ένα σάκο στην πλάτη. Έβγαλα το σάκο μου από το πορτμπαγκάζ και το έβαλα στο πίσω κάθισμα ώστε οι βαλίτσες να χωράνε η μία πάνω στην άλλη.

«Λοιπόν, πάμε;» τις ρώτησα όταν μπήκε και η Φοίβη στο αυτοκίνητο.

«Πάμε» μου είπε η Φοίβη και ξεκινήσαμε για το λιμάνι στο οποίο φτάσαμε δεκαπέντε λεπτά αργότερα. Σταμάτησα έξω από το καράβι και τους είπα να πάρουν τις τσάντες τους—που είχαν για το βράδι—και να με περιμένουν, καθώς ήμουν εγώ που είχα το εισιτήριο για τη Φοίβη, εμένα και φυσικά για το αυτοκίνητο. Σήμερα θα ταξιδεύαμε με το Ν. Καζαντζάκης. Έβαλα το αυτοκίνητο εκεί που μου είπαν και βγήκα προς τα έξω να βρω τα κορίτσια, τα οποία με περίμεναν στην άκρη της πλαϊνής εισόδου στο γκαράζ.

Αφού μας έλεγξαν τα εισιτήρια περάσαμε μέσα και ανεβήκαμε στη ρεσεψιόν για να μας οδηγήσουν στις καμπίνες μας. Εγώ δεν είχα πάρει τίποτα μαζί μου εκτός από τα κλειδιά του αυτοκινήτου και το πορτοφόλι μου, οπότε τα είχα βάλει στην τσάντα της Φοίβης. Είχαμε κλείσει δίκλινο β’ θέσης ενώ η Χριστιάνα ήταν και αυτή σε β’ θέση αλλά σε τετράκλινο. Δώσαμε ραντεβού στην καφετέρια και ακολουθώντας τους καμαρότους πήγαμε στις καμπίνες μας. Πρώτα φτάσαμε στην καμπίνα της Χριστιάνας οπότε εκεί την αφήσαμε και συνεχίσαμε για λίγο αλλά μόλις περάσαμε τον επόμενο διάδρομο, σταμάτησε και μας άνοιξε την πόρτα.

Του έδωσα πουρμπουάρ και αφήνοντάς μου τα κλειδιά με ευχαρίστησε και έφυγε. Περάσαμε μέσα και η Φοίβη άφησε τα πράγματά της στο κάτω κρεββάτι.

«Δε σε πειράζει να κοιμηθείς στο πάνω, έτσι μωρό μου;»

«Όχι καρδούλα μου, δε με πειράζει» τη διαβεβαίωσα.

«Κλείδωσε την πόρτα!»

«Γιατί;»

«Κλείσε την πόρτα παιδάκι μου και άσε τις ερωτήσεις!» μου είπε. Κάτι είχε στο σατανικό μυαλό της και καύλωσα προκαταβολικά. Κλείδωσα την πόρτα. Η Φοίβη είχε κάτσει στο κρεββάτι. «Έλα εδώ!» μου είπε και την πλησίασα. Χωρίς πολλά-πολλά μου κατέβασε το παντελόνι και το μποξεράκι και με πήρε στο στόμα της και άρχισε να με τσιμπουκώνει με ενθουσιασμό.

Δεν ήξερα τι την έπιασε στα καλά καθούμενα αλλά εδώ που τα λέμε ούτε σπατάλησα φαιά ουσία αναρωτώμενος, κάθισα και το απόλαυσα. Είχα κλείσει τα μάτια μου και το απολάμβανα, όταν ξαφνικά σταμάτησε. Άνοιξα τα μάτια μου και την κοίταξα. Χωρίς να πει τίποτα σηκώθηκε, κατέβασε το παντελόνι και το κιλοτάκι της και έσκυψε στο τραπέζι που ήταν κάτω από το σεβαστού μεγέθους φινιστρίνι.

«Πάρε με από πίσω! Θέλω να με πάρεις από πίσω!» μου δήλωσε.

«Πισωκολλητά, εννοείς;»

«Δε θα χρειαζόταν όλη αυτή η προετοιμασία αν ήθελα πισωκολλητό» μου δήλωσε. «Θέλω… θέλω να με πάρεις από πίσω!» μου είπε ξανά.

Όταν σου χαρίζουν γάιδαρο δεν τον κοιτάς στα δόντια, αυτό ξέρω! Χωρίς περισσότερη καθυστέρηση τον οδήγησα στην πίσω της τρυπούλα. Με το όργανό μου επαρκώς σαλιωμένο, άρχισα να σπρώχνω απαλά. Η Φοίβη μούγγρισε αλλά δε μου ζήτησε να σταματήσω κι έτσι συνέχισα να τον πιέζω να μπει μέσα της. Σταμάτησα πριν αρχίσω να μπαίνω για τα καλά μέσα της. Τραβήχτηκα λίγο και τον ξαναέβαλα μέσα της, λίγο περισσότερο αυτή τη φορά.

«Σε θέλω!» μου είπε. «Θέλω να σε νιώσω βαθιά μέσα μου» μου δήλωσε.

«Μωρό μου δε θέλω να σε πονέσω»

«Θέλω εγώ. Πάρε με… πάρε με από πίσω σε παρακαλώ»

Την υπάκουσα αλλά συγκρατήθηκα και ναι μεν μπήκα όλος μέσα της, αλλά το έκανα σιγά-σιγά. Η Φοίβη έμεινε να στηρίζεται στο ένα χέρι, δάγκωσε το άλλο για να πνίξει τη φωνή της. Τραβήχτηκα και σιγά-σιγά πάλι, ξαναμπήκα μέσα της. Αυτή τη φορά ένιωσα λιγότερη αντίσταση, ωστόσο από τα πνιχτά βογγητά της καταλάβαινα ότι την πονούσε ακόμα. Συνέχισα σε σιγανό ρυθμό και κάποια στιγμή ένιωσα την όποια αντίσταση να υποχωρεί. Αυτή τη φορά όταν μπήκα όλος μέσα της το βογγητό της ήταν το ηδονικό της. Άρχισα να κινούμαι πιο γρήγορα.

Κρατώντας την από τη μέση επιτάχυνα κι άλλο και αυτή τη φορά τα πνιχτά βογγητά ηδονής της Φοίβης τα συνόδεψαν και τα δικά μου. Αύξησα ακόμα περισσότερο το ρυθμό μου αρχίζοντας να της ρίχνω χαστούκια στον κώλο. Διόρθωση, δυνατά χαστούκια στον κώλο. Παρά το γεγονός ότι ένιωθα τον οργασμό μου κοντά αυτός άργησε σχετικά να έρθει με αποτέλεσμα τα μεριά της να έχουν γίνει κόκκινα. Όπως και χθες το βράδυ ο οργασμός μου ήρθε ξαφνικά, το μόνο που πρόλαβα ήταν να τη γραπώσω από το μαλλί και να την τραβήξω προς τα πίσω καρφώνοντας το όργανό μου όσο πήγαινε και κάθισα ακίνητος τελειώνοντας με σπασμούς.

«Ααααχ» είπα τραβώντας το όργανό μου από το κωλαράκι της. Είχε βγει καθαρό.

«Σου άρεσε μωρό μου;»

«Το ρωτάς; Αλλά… πώς κι έτσι;»

«Τι πως κι έτσι; Ξέρεις ότι μ’ αρέσει!»

«Ναι αλλά συνήθως εγώ στο ζητάω»

«Υπογράψαμε κανένα συμβόλαιο αποκλειστικότητας και μου είχε διαφύγει;» με ρώτησε πειρακτικά. «Σε πείραξε;» με ρώτησε πιο σοβαρά.

«Ναι, δε με βλέπεις πως υποφέρω;» της είπα σε δραματικό τόνο.

«Καημενούλη μου, τι τραβάς κι εσύ!»

Γδύθηκα τελείως από κάτω και μπήκα στο μικρό ντους της καμπίνας και πλύθηκα στα γρήγορα. Σκουπίστηκα και όταν βγήκα έξω μπήκε η Φοίβη.

«Ανδρέα, φέρε μου σε παρακαλώ το μικρό μου τσαντάκι που είναι μέσα στη μεγάλη τσάντα!» μου είπε. Άνοιξε την πόρτα ίσα για να της δώσω το τσαντάκι και την έκλεισε αμέσως. Άνοιξε πάλι την πόρτα. «Μωρό μου, πάρε τα ρούχα μου σε παρακαλώ» μου είπε και μου έδωσε παντελόνι, μπλούζα, φανελάκι και σουτιέν τα οποία τα ακούμπησα στο κρεββάτι.

Άκουσα το νερό να τρέχει αλλά ο ήχος του διακόπηκε από τον ήχο ειδοποίησης από τη ρεσεψιόν που μας πληροφόρησε σε τέσσερις γλώσσες ότι το εστιατόριο του πλοίου θα άνοιγε στις 19:30 και θα έμενε ανοιχτό μέχρι τις 21:30. Πεινούσα είναι η αλήθεια και το μοσχαρίσιο φιλέτο με ρύζι που σέρβιραν οι Μινωικές ήταν to kill for! Προσευχήθηκα να περιλαμβάνεται στο μενού. Η Φοίβη βγήκε τελείως γυμνή από το ντουζ. Στο ένα χέρι είχε το τσαντάκι της και στο άλλο το κιλοτάκι που φορούσε πριν. Καύλωσα με τη μία.

«Γιατί με κοιτάζεις έτσι;» με ρώτησε. Αντί για απάντηση την πλησίασα παίρνοντάς την αγκαλιά, τη φίλησα ενώ το χέρι μου κατέβηκε χαμηλά ανάμεσα στα πόδια της χαϊδεύοντάς την. «Μηηηη» πήγε να πει αλλά της έκλεισα το στόμα βάζοντας το δάχτυλό μου μέσα της. «Μας περιμένει η Χριστιάν…» πήγε να πει αλλά της έκλεισα και πάλι το στόμα.

«Ας περιμένει» της είπα και την έβαλα να ξαπλώσει στο κρεββάτι της, πετώντας σχεδόν τα ρούχα της στην καρέκλα.

Κατέβασα σε χρόνο ρεκόρ παντελόνι, μποξεράκι και βγάζοντας τα παπούτσια μου έμεινα τελείως γυμνός από κάτω. Ανέβηκα πάνω της και της άνοιξα τα πόδια. Στηριγμένος στο ένα μου χέρι οδήγησα το όργανό μου με το άλλο στο μουνάκι της. Ήταν υγρή, μούσκεμα, και όχι από το ντουζ από το οποίο είχε βγει. Σχεδόν γλίστρησα μέσα της και στηριζόμενος στα χέρια μου καρφώθηκα μέσα της, κερδίζοντάς ένα δυνατό βογγητό ηδονής. Αυτή τη φορά δεν ξεκίνησα αργά, ξεκίνησα με γρήγορες κινήσεις, καρφώνοντάς την δυνατά, όσο πήγαινε. Η Φοίβη είχε κλείσει τα μάτια της και με τον πήχη του χεριού της έκλεινε το στόμα της.

Η εικόνα της αυτή αύξησε ακόμα περισσότερο την ερωτική μου λύσσα, σχεδόν τη σφυροκοπούσα κάθε φορά που μπαινόβγαινα μέσα της. Η αίσθηση του οργάνου μου μέσα στο μουνάκι της ήταν πάσης περιγραφής, καλύτερη και από εχθές το βράδυ. Δεν ξέρω, το απλό ορθόδοξο ιεραποστολικό έχει και αυτό τη δικές του χάρες, ειδικά αν είσαι ερωτευμένος πιγκουίνος όπως οι αφεντιές μας. Νύχια στην στέρνο, τσεκ! Μπήχτηκαν ακόμα πιο βαθιά και παρόλο που με το άλλο της χέρι έφραζε το στόμα της, μάλλον ακούστηκε και στις διπλανές καμπίνες. Αυτό ήταν, λες και μου έδωσε το σύνθημα, καρφώθηκα για μια τελευταία φορά και έμεινα ακίνητος ενώ άδειαζα ότι είχε απομείνει από τον προηγούμενο γύρο!

«Θα πέσει φωτιά να με κάψει αν πω ότι έχω παράπονο από τις πίπες ή όταν παίρνω το κωλαράκι σου, αλλά μωρό μου, στ’ ορκίζομαι, η αίσθηση του να τελειώνω μπροστά δε συγκρίνεται με τίποτα, και σιγά που θα έχανα την ευκαιρία!»

«Αλίμονο!»

«Είμαι μακαρονάς, τι να κάνουμε;»

«Καλά, όχι ότι παραπονιέμαι» μου είπε η Φοίβη «αλλά τι θα πούμε στη Χριστιάνα που μας περιμένει;» με ρώτησε και έβαλα τα γέλια. «Γιατί γελάς εσύ μεσιέ;»

«Γιατί σκέφτηκα κάτι καλό!»

«Για πες!»

«Με το που τη δούμε θα της πούμε: Πού είσαι ρε Χριστιάνα; Γαμηθήκαμε μέχρι να σε βρούμε!»


26. Εν πλω

Φοίβη

Με έπιασε βήχας από το γέλιο, πραγματικά πόνεσε το στομάχι μου. Ο Ανδρέας ξαπλωμένος δίπλα μου προσπαθούσε να βρει τις ανάσες του αλλά κάθε φορά που ηρεμούσε τον έπιανε εκ νέου το γέλιο παρασέρνοντας κι εμένα. Όταν επιτέλους ηρεμίσαμε μπήκαμε πάλι για ένα γρήγορο ξέπλυμα στο ντουζ, αν και η ροή είχε μειωθεί πολύ, είχε ακόμα λίγο αίμα. Είχα τρελές καύλες, αφού του τον καθάρισα, με τα χίλια ζόρια συγκράτησα τον εαυτό μου να μην τον ξαναπάρω στο στόμα μου. Δε βαριέσαι, υπήρχε και το βράδυ.

Ουφ, θα μου έλειπε τρομερά όλες αυτές τις μέρες, πώς θα περνούσε ο χρόνος μακριά του; Και δεν ήταν μόνο ο Ανδρέας, όλους μου τους φίλους μετά το δημοτικό τους είχα κάνει στο πρώτο μου εξάμηνο εδώ, στο Ηράκλειο. Στη Χίο είχα την οικογένεια μου, όλοι οι άλλοι ήταν απλά γνωστοί. Η επικοινωνία μου με τον Ανδρέα θα περιοριζόταν σε ολιγόλεπτα τηλεφωνήματα, ήταν και πανάκριβα τα ρημάδια τα υπεραστικά.

Η μόνη παρηγοριά ήταν ότι από τον Ιούνη και μετά—και τουλάχιστον για δυόμισι χρόνια—το πρόβλημα αυτό θα λυνόταν καθώς τέλη Ιούνη θα επιστρέφαμε και πάλι στο σπίτι στο Περιστέρι, πάνω από τη γιαγιά. Θα μου πεις μέχρι τον Ιούνη τι κάνουμε; Ε, θα έτρωγα μια ανάλογη φρίκη το Πάσχα και αυτό ήταν. Δεν είναι ότι δεν μου έλειπαν οι γονείς μου και ο Κωστής αλλά από τη στιγμή που δεν υπήρχε απευθείας πτήση Ηράκλειο-Χίος—για καράβι δεν το συζητάμε—δεν ήταν καθόλου εύκολο να πάω να τους δω στη μέση της χρονιάς. Και αυτό θα λυνόταν με τον ερχομό τους Αθήνα, τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια με τη φοιτητική έκπτωση ήταν φτηνά, οπότε ένα Σ/Κ το δίμηνο, ή και πιο συχνά, θα μπορούσα να ανεβαίνω να τους βλέπω.

«Earth to Φοίβη!» άκουσα τον Ανδρέα να λέει.

«Είπες κάτι μωρουλίνι μου;»

«Πού ταξιδεύει το μυαλουδάκι σου;»

«Τίποτα… σκεφτόμουν πόσο θα μου λείψεις.»

«Κι εμένα θα μου λείψεις μωρό μου, πολύ» μου δήλωσε.

«Είμαστε κάθε μέρα όλη μέρα σχεδόν μαζί από το Σεπτέμβρη και για 20 σχεδόν μέρες θα μιλάμε λίγα λεπτά μόνο στο τηλέφωνο!»

«Μη σκας γι’ αυτό, θα μπορούμε να μιλήσουμε για περισσότερη ώρα, να είναι καλά η εταιρία του μπαμπά!»

«Μα πώς;»

«Έννοια σου, αρκεί να συνεννοηθούμε τις ώρες. Εντάξει δε θα μπορούμε να μιλάμε και όλη την ημέρα αλλά σίγουρα θα είναι παραπάνω από μερικά λεπτά» με διαβεβαίωσε χαμογελαστός.

«Νιιιιι!!!!!!» είπα με ενθουσιασμό χτυπώντας δυνατά παλαμάκια και κάνοντας τον Ανδρέα να χαμογελάσει από το ένα αφτί μέχρι το άλλο.

«Πολύ σε κάνω χάζι όταν το κάνεις αυτό!» μου είπε και έσκυψε και με φίλησε τρυφερά στο κεφάλι.

Ντυθήκαμε στα γρήγορα και πήγαμε στην καφετέρια. Είχε πολύ κόσμο σήμερα αλλά ευτυχώς η Χριστιάνα είχε βρει τραπέζι και είχε κάτσει και μας περίμενε.

«Άντε ρε παιδιά, που είσαστε; Νόμιζα ότι με ξεχάσατε!» είπε παραπονεμένα η Χριστιάνα.

«Άστα, γαμηθήκαμε μέχρι να σε βρούμε» της απάντησε ο Ανδρέας προσπαθώντας να μη γελάσει.

«Αφού εδώ είχαμε πει!» είπε με απορία η Χριστιάνα και δεν κρατηθήκαμε ούτε ο Ανδρέας, ούτε εγώ, σκάσαμε και οι δύο στα γέλια.

«Συγνώμη Χριστιάνα μου» της είπα όταν βρήκα τις ανάσες μου, ο Ανδρέας είχε γίνει κόκκινος από το γέλιο.

«Το αστείο που είναι δεν καταλαβαίνω!» είπε με ένα ίχνος εκνευρισμού στη φωνή της.

«Έλα πιο κοντά» της είπα. Με κοίταξε αβέβαιη αλλά με πλησίασε. «Αστείο ήταν… παρασυρθήκαμε λίγο στην καμπίνα… και αργήσαμε….»

«Παρασυρθή…» ξεκίνησε να λέει και εκεί της ήρθε κατακέφαλα η συνειδητοποίηση και χωρίς καμία προειδοποίηση ξέσπασε και εκείνη σε γέλια μέχρι που δάκρυσε. «Αχ η κοιλιά μου… σε καλό να μας βγει» είπε όταν ηρέμισε κι εκείνη.

«Για πες, πώς είναι η καμπίνα σου;»

«Γεμάτη!» μου απάντησε μονολεκτικά.

«Πάνω κρεββάτι έχεις ή κάτω;»

«Κάτω, αν σηκωθώ στο πάνω βρίσκω ταβάνι!» μου είπε. Αυτό δεν το είχα σκεφτεί που πήγα και καβάτζωσα το κάτω ενώ ο Ανδρέας μου ρίχνει πάνω από 10 πόντους σε ύψος.

«Ανδρέα, εσύ θα πάρεις το κάτω κι εγώ το πάνω!» του δήλωσα.

«Πριτς! Finders keepers!»

«Καλά, αν κουτουλήσεις την κεφάλα σου στο ταβάνι μη μου γκρινιάζεις μετά!» του είπα σταυρώνοντας τα χέρια. Χρουμφ!

Εκείνη τη στιγμή μας διέκοψε πάλι ανακοίνωση από την ρεσεψιόν ότι παρακαλούνται οι κύριοι επισκέπτες να ξεκουμπιστούν γιατί το πλοίο ετοιμάζεται για αναχώρηση. Μετά μας υπενθύμισε ότι ανοίγει η σειρά για όσους θέλουν να πάρουν καμπίνα και τέλος ότι στις 19:30 θα άνοιγε το εστιατόριο του πλοίου και το οποίο θα έμενε ανοιχτό μέχρι τις 21:30.

«Έχω λυσσάξει στην πείνα!» είπε ο Ανδρέας. «Θα πάμε να φάμε, έτσι;»

«Να πάμε πιο αργά» του είπα. «Αν χάσουμε το τραπέζι δε νομίζω ότι θα βρούμε άλλο, το καράβι είναι γεμάτο.»

«Εγώ δεν μπορώ να φάω στο καράβι» είπε η Χριστιάνα. «Οπότε μπορείτε να πάτε οι δυο σας και θα σας περιμένω.»

«Να σε αφήσουμε μόνη σου τόση ώρα;»

«Σκοπεύετε να περάσετε πάλι από την καμπίνα σας;» μας ρώτησε με πονηρό χαμόγελο κάνοντάς και τους δυο μας να γελάσουμε.

«Όχι! Pinky promise!» τη διαβεβαίωσα.

«Φοίβη, πάω στο μπαρ να παραγγείλω. Θέλεις καφεδάκι;»

«Ξέρεις τι; Αν έχει γαλλικό, πάρε μου έναν μέτριο με λίγο γάλα»

«Χριστιάνα, εσύ τι θα πάρεις;» τη ρώτησε επιτακτικά ο Ανδρέας. Είχε ανέβει και δεν είχε πάρει τίποτα όσο μας περίμενε, δεν υπήρχε περίπτωση ο Ανδρέας μου να την αφήσει έτσι.

«Πάρε μου κι εμένα ένα γαλλικό. Μισή κουταλιά ζάχαρη μόνο και αρκετό γάλα!»

«Ωραία, έρχομαι σε πέντε λεπτά» είπε και πήγε να παραγγείλει.

«Για πες, τι ηλικίας είναι η συνεπιβάτισσές σου;» ρώτησα τη Χριστιάνα.

«Τη μία είδα, οι άλλες είχαν έρθει ήδη και πρέπει να βγήκαν έξω. Απλά είχαν τα πράγματά τους στα κρεββάτια. Απορώ γιατί δεν τα αφήσανε κάτω, πολλή βαλίτσα ρε παιδί μου. Αυτή που είδα πρέπει να ήταν 30-40, η αλήθεια είναι ότι απλά άφησα το σάκο μου στο κρεββάτι και ήρθα αμέσως εδώ.»

«Ουφ, συγνώμη που σε αφήσαμε να περιμένεις. Είναι η τελευταία μου μέρα σήμερα και έχω λυσσάξει, σχεδόν του ρίχτηκα!» της είπα κάνοντάς την να χαμογελάσει. «Βέβαια μετά μου ρίχτηκε εκείνος, με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα!»

«Μωρέ καλά κάνατε!» με καθησύχασε.

«Αλήθεια, τι θα κάνετε τα Χριστούγεννα; Θα μείνετε Αθήνα ή θα πάτε πουθενά;»

«Εγώ με τον Θέμη θα μείνουμε εδώ, οι γονείς μου έχουν κανονίσει από καιρό να πάνε Βιέννη. Θα γυρίσουν την παραμονή της πρωτοχρονιάς.»

«Και θα είσαι μοναχούλα τα Χριστούγεννα;»

«Όχι, θα πάμε στους παππούδες μου, από τη μεριά της μάνας μου, να φάμε τα Χριστούγεννα. Οι άλλοι είναι στην Κέρκυρα, εκείνους τους βλέπουμε Πάσχα και καλοκαίρι. Χειμωνιάτικα η Κέρκυρα είναι μαύρο χάλι αλλά το Πάσχα εκεί είναι υπέροχο. Ε, ανεβαίνουμε και δυο-τρεις εβδομάδες Κέρκυρα για τα μπάνια μας, δηλαδή εγώ, ο αδερφός μου συνήθως πάει διακοπές με την παρέα του.»

«Εσύ δεν έχεις πάει μόνη σου διακοπές;»

«Είχαμε πάει με την Κατερίνα το καλοκαίρι μετά τις πανελλήνιες, Σκιάθο. Όμορφα ήταν. Ε, μετά περάσαμε και οι δύο Κρήτη, την πρώτη χρονιά είχαν έρθει εδώ το καλοκαίρι οι γονείς μου και οι γονείς της και φέτος ήρθε ο Θέμης. Όταν έχεις όλη την Κρήτη δική σου δεν ανησυχείς για τις καλοκαιρινές διακοπές.»

«Έχεις δίκιο. Εγώ δεν έχω πάει ποτέ μόνη μου διακοπές, πάντα με τους γονείς μου και τον αδερφό μου. Αν και το καλοκαίρι στη Χίο είναι σα να είσαι τρεις μήνες διακοπές. Από το προσεχές καλοκαίρι ωστόσο Χίος πάπαλα. Θα ανέβω μετά την εξεταστική για να βοηθήσω τη μαμά στη μετακόμιση αλλά μετά σκέφτομαι να κατέβω Ηράκλειο. Περιστέρι καλοκαιριάτικα δεν λέει με την καμία, δεν το συζητάω για Καρδίτσα. Θα πάω μία εβδομάδα να δω και τους άλλους παππούδες μου αλλά δεν είναι για περισσότερο, έχει απίστευτη ζέστη το καλοκαίρι. Ο Ανδρέας θα δουλεύει το καλοκαίρι στο ΙΤΕ… οπότε αρχές Ιούλη με βλέπω εδώ. Πολύ πιθανό μέσα στο καλοκαίρι να έρθουν και οι γονείς μου στο Ηράκλειο στην άδειά τους.»

«Κι εγώ μάλλον αυτό θα κάνω. Θα ανέβω μετά την εξεταστική καμιά εβδομάδα να δω γονείς και μετά θα επιστρέψω. Τον Αύγουστο μπορεί να πάω Κέρκυρα, θα δούμε. Άλλωστε από το Γενάρη ξεκινάω κι εγώ στο ΙΤΕ οπότε θα δουλεύω κι εγώ το καλοκαίρι.»

«Όμορφη είναι η Κέρκυρα» της είπα. «Έχουμε πάει οικογενειακώς. Όμορφες παραλίες αλλά αδερφάκι μου οι δρόμοι της είναι χάλι μαύρο!»

«Ναι, άστα να πάνε.»

«Οι παππούδες σου που μένουν;»

«Έχουν σπίτι και μέσα στην πόλη, εκεί μένουν το χειμώνα, ωστόσο το εξοχικό τους, Φοίβη μου, είναι άλλο πράγμα. Είναι πάνω σε ύψωμα και βλέπει προς τον όρμο του Ύψου, η θέα είναι υπεράνω πάσης περιγραφής. Βέβαια αν θέλεις θάλασσα χρειάζεσαι μεταφορικό μέσο για να κατέβεις στην παραλία αλλά με το μηχανάκι δεν είναι ούτε 10 λεπτά, απλά έχει πολλές στροφές, το σπίτι είναι σε υψόμετρο πάνω από 200-300 μέτρα με έντονη κατωφέρεια, οπότε δεν κινδυνεύουμε κιόλας να μας κλείσει κανείς! Πρέπει να σου δείξω φωτογραφίες που έχω τραβήξει από τη βεράντα, θα σου πέσει το σαγόνι. Εγώ πάντως να σου πω την αλήθεια, προτιμώ την πισίνα που έχει φτιάξει ο παππούς, ειδικά με τη θέα που έχει, και γλυτώνεις και την πολυκοσμία.»

«Κοίτα να δεις ο παππούς, άρχοντας! Με αυτά που μου λες απορώ πως δεν περνάς όλο το καλοκαίρι σου εκεί.»

«Όσο ήταν μικρός και ο Θέμης εκεί περνούσαμε όλα μας το καλοκαίρια, ειδικά από τότε που έφτιαξε και την πισίνα και δε χρειαζόμασταν να τρέχουμε κάτω στην παραλία. Η αλήθεια είναι ότι ο παππούς και η γιαγιά είναι πολύ κλειστοί άνθρωποι και αν και δεν παραπονέθηκαν ποτέ, καταλάβαινα ότι από ένα σημείο και πέρα ζοριζόντουσαν. Είναι λίγο περίεργη η σχέση μου μαζί τους… εννοώ με τον άλλο παππού και τη γιαγιά είμαστε πολύ πιο δεμένοι. Όχι ότι οι γονείς του μπαμπά δε μας αγαπάνε, ίσα-ίσα, αλλά… πως να στο πω, είναι πιο σφιχτοί, λιγότερο εκδηλωτικοί. Ο μπαμπάς μου είναι μοναχοπαίδι, τους έχει μοιάσει στο χαρακτήρα, δεν είναι ιδιαίτερα εκδηλωτικός. Μικρότερη αυτό με πείραζε να σου πω… αλλά ξέρω ότι μας αγαπάει με το δικό του τρόπο, απλά δεν ξέρει ή δε νιώθει άνετα να το δείχνει.»

Εκείνη τη στιγμή επέστρεψε και ο Ανδρέας με τους δύο καφέδες και μετά έφυγε πάλι και γύρισε με τον καφέ του και τρία μπουκάλια νερό.

«Συγνώμη που άργησα αλλά είδατε τι γίνεται!»

«Δεν πειράζει μωρό μου»

«Τι λέγατε;» μας ρώτησε.

«Τίποτα το ιδιαίτερο, τώρα μιλούσαμε για τους παππούδες μας.»

«Αυτά είναι. Τους δικούς μου θα τους δω τα Χριστούγεννα, που θα πάμε Ναύπλιο!»

«Η μία παππούδες στην Κέρκυρα, ο άλλος παππούδες στο Ναύπλιο κι εγώ με τη γιαγιά μου στο Περιστέρι και τους άλλους μου παππούδες στην εξωτική Καρδίτσα! Ουφ, θα αρχίσω να ζηλεύω!»

«Ε, καλά και εμένα οι άλλοι μου παππούδες Αθήνα είναι, στη Νέα Ερυθραία για την ακρίβεια.» είπε η Χριστιάνα.

«Οι δικοί μου είναι και οι δύο από Ναύπλιο» είπε ο Ανδρέας. «Με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια.»

«Πότε θα πας;»

«Θα πάμε την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν σχολάσουν οι γονείς μου από τη δουλειά τους. Εκείνοι θα επιστρέψουν στο Περιστέρι και θα κάτσουν εκεί μέχρι την παραμονή της πρωτοχρονιάς όπου θα έρθουν πάλι στο Ναύπλιο και θα επιστρέψουμε όλοι μαζί στις 3 του Γενάρη.»

«Καλά όλα αυτά» είπε η Χριστιάνα και άνοιξε την τσάντα της. «Είστε για καμιά παρτίδα;» μας ρώτησε δείχνοντάς μας τράπουλα του uno.

«Ναι!!!!!!» είπα ενθουσιασμένη χτυπώντας παλαμάκια.

Ξεκινήσαμε την παρτίδα την ώρα που ξεκίνησε και το πλοίο για το ταξίδι προς τον Πειραιά. Χάσαμε κάθε αίσθηση του χρόνου μέχρι που είδα το ρολόι μου και σφύριξα.

«Ανδρέα, έχει πάει 20:45! Δεν πεινάς;»

«Αμάν!» είπε και πετάχτηκε όρθιος.

«Καλά ηρέμισε, μέχρι τις 21:30 είναι ανοιχτό το εστιατόριο!»

«Άντε, πηγαίνετε να φάτε και σας περιμένω εδώ!» μας είπε η Χριστιάνα.

«Σίγουρα δε θέλεις να φας;» την ρώτησε ο Ανδρέας.

«Σίγουρα, σας είπα, δεν μπορώ να φάω στο καράβι. Έφαγα το μεσημέρι στη Λέσχη και το απόγευμα έφαγα και δύο τοστ και τάισα και με το ζόρι την Κατερίνα άλλα δύο για να μην μου μείνουν! Και τέλος, έχω και ένα πακέτο cream crackers  μαζί μου για κάθε ενδεχόμενο.»

«Ξα σου» της είπε ο Ανδρέας. «Φοίβη, πάμε;»

«Ναι, πάμε.» του είπα και σηκώθηκα και κινήσαμε προς το εστιατόριο, το οποίο ήταν self service. «Τι προτείνεις;» τον ρώτησα κοιτάζοντας τα φαγητά, η αλήθεια είναι ότι κανένα δε με ενθουσίαζε ιδιαίτερα.

«Το φιλέτο μοσχάρι με σάλτσα και ρύζι είναι καταπληκτικό. Αν δε θες κρέας, η μακαρονάδα με κόκκινη σάλτσα είναι αξιοπρεπέστατη. Με κιμά δεν έχω δοκιμάσει. Σήμερα έχει και ψάρι αλά Σπετσιώτα αλλά ούτε από αυτό έχω δοκιμάσει.»

«Χμμμ, μ’ αρέσει το αλά Σπετσιώτα, τουλάχιστον όπως το φτιάχνει η μαμά μου. Τι ψάρι λες να είναι; Κάπως αμφιβάλλω ότι θα είναι από φιλέτο ξιφία.»

«Για μπακαλιάρος μου μοιάζει αλλά ρώτα στο ταμείο, να σου πουν» μου είπε, πράγμα που έκανα. Πράγματι ήταν μπακαλιάρος.

«Μπακαλιάρος είναι. Λοιπόν, αυτό θα πάρω, έκλεισε» του είπα και πήγαμε να πάρουμε τους δίσκους μας. Ο Ανδρέας πήρε δύο φέτες ψωμί, εγώ μία και κινήσαμε να πάρουμε τα φαγητά μας.

«Θέλεις σαλάτα;» με ρώτησε. Είδα τις σαλάτες αλλά δε μ’ αρέσει να τρώω σαλάτα που είναι ώρα στο ψυγείο.

«Όχι ιδιαίτερα» του είπα. Ο Ανδρέας πήρε το φιλέτο του κι εγώ το αλά Σπετσιώτα μου. Τα γλυκά που είχε δεν φαινόντουσαν ιδιαίτερα promising οπότε αποφασίσαμε να μην πάρουμε γλυκό. Πήραμε και μια μπύρα, πληρώσαμε και κάτσαμε να φάμε. Έφαγα την πρώτη μπουκιά και ενθουσιάστηκα, το ψάρι ήταν πεντανόστιμο. Κοίτα να δεις, δεν τους το είχα. Η αλήθεια είναι πως όταν ταξιδεύαμε με καράβι πάντα είχε έτοιμο φαγητό η μαμά, συνήθως κεφτεδάκια  με πουρέ, καθώς και ντομάτες και ψωμί. Πρώτη φορά έτρωγα σε καράβι κάτι διαφορετικό από τοστ ή κανένα πατατάκι. «Εξαιρετικό!» είπα στον Ανδρέα. «Το δικό σου πως είναι;»

«Όπως το θυμάμαι… αχ, λιώνει στο στόμα!» είπε με απόλαυση.

«Άντε στην υγειά μας» είπα όταν γέμισα τα ποτήρια μας από το μπουκάλι με τη μπύρα. Τσουγγρίσαμε και ήπια αχόρταγα το μισό ποτήρι. Το φαγητό μου ήταν αρκετά πικάντικο και ένιωσα τη μπύρα σαν αμβροσία.

Τελειώσαμε το φαγητό μας και κατεβήκαμε στην καφετέρια. Εκείνη τη στιγμή άρχισε να κουνάει ελαφρά.

«Καλώς τους» μας είπε η Χριστιάνα. «Ήρθε η ώρα για το χάπι μου.»

«Χάπι;»

«Δραμαμίνη, με πιάνει η θάλασσα και έχει αρχίσει και κουνάει. Αν δεν πάρω το χάπι θα περάσω πολύ άσχημο βράδυ. Εσείς θέλετε; Έχω αν θέλετε!»

«Εγώ δε χρειάζομαι» είπε ο Ανδρέας. «Εσύ Φοίβη;»

«Ούτε εγώ, αντιθέτως με εσένα, εμένα αυτό το κούνημα με νανουρίζει!»

«Ουφ, σας ζηλεύω» είπε η Χριστιάνα και έβαλε το χάπι στο στόμα και ήπιε μερικές γουλιές νερό από το μπουκάλι της. «Πώς ήταν το φαγητό;»

«Πολύ ωραίο!» απάντησα. «Δεν τους το είχα, το ομολογώ. Πήρα αλά Σπετσιώτα και, αν εξαιρέσεις ότι ήταν αρκετά πικάντικο, κατά τα άλλα ήταν πολύ νόστιμο.»

«Εγώ έχω δηλώσει τον έρωτά μου για το φιλέτο τους και δεν απογοητεύτηκα!» είπε ο Ανδρέας.

«Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε ο Ανδρέας.

«Έχω μια ιδέα! Είστε να παίξουμε όνομα-ζώο-πράγμα;»

«Αμέ!» απάντησε ο Ανδρέας και εξίσου ενθουσιώδης ήταν η απάντηση της Χριστιάνας.

«Ωραία, πάω κάτω στην καμπίνα να φέρω χαρτί και στυλό!»

«Εχμ, συγνώμη, έχεις χαρτί και στυλό στην τσάντα σου;» με ρώτησε ο Ανδρέας.

«Εννοείται, τρία χρώματα, πάντα τα κουβαλάω σε ταξίδι!» του είπα και σηκώθηκα και πήγα στην καμπίνα. Άνοιξα το σάκο μου και έκοψα τρεις σελίδες από το μπλοκ σημειώσεων. Πήρα και τα τρία στυλό, ένα μαύρο, ένα μπλε και ένα πράσινο και ανέβηκα στην καφετέρια. «Αν συμφωνείτε, να παίξουμε την εμπλουτισμένη έκδοση. Όνομα, ζώο, πράγμα, φυτό, χώρα, πόλη, χρώμα, μάρκα, δημόσιο πρόσωπο. Το πόλη έχει γενικευμένη έννοια μπορεί να είναι και χωριό μπορεί να είναι και νομός, τοποθεσία κλπ.»

Αφού συμφώνησαν και οι άλλοι δύο ξεκινήσαμε και χωρίς να το καταλάβουμε πήγε 23:30, κοντέψαμε να εξαντλήσουμε και την αλφάβητο εδώ που τα λέμε. Επίσης τους πήρα τα σώβρακα, να τα λέμε αυτά. 12 πόντους εγώ, 5 η Χριστιάνα και τελευταίος και καταϊδρωμένος και με μόλις 2 πόντους ο Ανδρέας.

«Το λες και πανωλεθρία» είπε με στωικό ύφος. «Κορίτσια δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ νυστάζω.»

«Κι εγώ» είπε η Χριστιάνα. Εγώ δε νύσταζα αλλά τι να κάνω;

«Λοιπόν, να δώσουμε ραντεβού στις 05:30 εδώ; Να πιούμε και ένα καφέ!» είπε ο Ανδρέας. «Χριστιάνα να έχεις τα πράγματά σου ώστε να μη γυρίζεις στην καμπίνα, να φύγουμε απευθείας. Ενημέρωσες τους δικούς σου να μην κατέβουν να σε πάρουν, σωστά;»

«Ναι, τους το είπα.”

«Ωραία. Λοιπόν, καληνύχτα και τα λέμε το πρωί» της είπε και μετά γύρισε προς τα εμένα. «Πάμε;»

«Εχμ, στο ίδιο μέρος πάμε όλοι, απλά η Χριστιάνα είναι στον παρακάτω διάδρομο!» του υπενθύμισα.

Κατεβήκαμε και όταν φτάσαμε μπροστά στην πόρτα μας καληνυχτίσαμε τη Χριστιάνα και μπήκαμε μέσα. Είχα πάλι εξάψεις.

«Ανδρέα, κάτσε στην καρέκλα» του είπα πιάνοντας κότσο το μαλλί μου.

«Αχά!»

«Δεν βλέπω κίνηση!» του είπα με απειλητικό ύφος.

Χωρίς να πει άλλη κουβέντα κάθισε στην καρέκλα. Γονάτισα και του έβγαλα τα παπούτσια και μετά του τράβηξα παντελόνι και μποξεράκι κάτω. Το όργανό του πετάχτηκε, ήταν ήδη ερεθισμένος. Χωρίς να πω τίποτε άλλο, έσκυψα από πάνω του και τον πήρα όλο στο στόμα μου. Επανέλαβα κάμποσες φορές αυτή την κίνηση και μετά σταμάτησα και του το έγλειψα σε όλο του το μήκος, από τη βάση μέχρι το κεφαλάκι.

Έπιασα στη γροθιά μου τη βάση του και άρχισα να κάνω κυκλικές κινήσεις ενώ με τη γλώσσα μου έπαιζα με το κεφαλάκι του. Πού και πού σήκωνα τα μάτια μου και τον κοίταζα. Ο Ανδρέας είχε σφαλιστά τα μάτια του και είχε γύρει το κεφάλι του πίσω. Τον ξαναπήρα μέσα στο στόμα μου και άρχισα να ανεβοκατεβάζω το κεφάλι μου μη σταματώντας να κάνω κυκλικές κινήσεις σφιχτά με τη γροθιά μου στη βάση του. Ένιωσα το χέρι του στο κεφάλι μου και τραβώντας το δικό μου χέρι από τη βάση του οργάνου του, ακολούθησα υπάκουα το ρυθμό που μου έδινε παίρνοντάς τον όλο μέσα στο στόμα μου. Μου έσφιξε τα μαλλιά και μου έδωσε ακόμα πιο γρήγορο ρυθμό.

Έκλεισα τα μάτια μου και επικεντρώθηκα μόνο στο χρονισμό των αναπνοών μου καθώς και στα βογγητά ικανοποίησης που του ξέφευγαν. Επιτάχυνε και άλλο το ρυθμό που μου έδινε και, ακόμα και αν δεν ήταν οι ανάσες και τα βογγητά του, από την αίσθηση του οργάνου του μέσα στο στόμα μου κατάλαβα ότι πλησίαζε στο τέλος. Δεν διαψεύστηκα, μερικές στιγμές αργότερα με κράτησε ακίνητη με το όργανό του να αρχίσει να κάνει δυνατούς σπασμούς μέσα στο στόμα μου, πλημμυρίζοντάς το με σπέρμα.

Σεβαστή ποσότητα, το σώμα του δούλευε υπερωρίες κατά τα φαινόμενα, δεν εξηγείται αλλιώς, μόλις πριν μερικές ώρες το είχαμε κάνει δύο φορές. Κρατώντας ακόμα λίγο σπέρμα στο στόμα μου τραβήχτηκα από το όργανό του και ύψωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Το λάτρευα αυτό του το βλέμμα. Άνοιξα ελαφρά το στόμα μου και του έδειξα το σπέρμα που είχε μέσα του. Έκλεισα το στόμα μου και κατάπια για τελευταία φορά. Δε σταμάτησα εκεί όμως, τον ξαναπήρα στο στόμα μου και τον ρούφηξα απαλά μέχρι που τον καθάρισα τελείως από υπολείμματα σπέρματος και σάλιου.

«Ήταν υπέροχο» μου είπε. «Είσαι υπέροχη! Σ’ αγαπάω!»

«Κι εγώ σ’ αγαπάω μωρό μου, πολύ-πολύ!» του είπα και σηκώθηκα. Σηκώθηκε και εκείνος, με έσφιξε στην αγκαλιά του και μου έδωσε ένα βαθύ φιλί.

«Και τώρα ύπνο!» μου είπε και έβγαλε και την μακρυμάνικη μπλούζα που φορούσε και ανέβηκε στο πάνω μόνο με το κοντομάνικο που φορούσε από μέσα και το μποξεράκι. «Έχει δροσούλα!» μου είπε και χώθηκε κάτω από την κουβέρτα. «Καληνύχτα μωρό μου!»

«Καληνύχτα αγαπουλίνι μου» του είπα. Έβγαλα κι εγώ το παντελόνι και φόρεσα πιτζάμα από κάτω. Έβγαλα και το σουτιέν και έμεινα μόνο με το κοντομάνικο μπλουζάκι που φορούσα από κάτω. Παρά το γεγονός ότι δε νύσταζα ο ύπνος δεν άργησε να με πάρει.

Άνοιξα κάποια στιγμή τα μάτια μου από κάτι σαν τράνταγμα. Κάποιο κύμα θα πρέπει να ήταν, αν και δεν κουνούσε ιδιαίτερα. Άνοιξα το φως πάνω από το κεφάλι μου και κοίταξα το ρολόι. Ήταν 01:15. Προσπάθησα να κοιμηθώ και πάλι αλλά στριφογύριζα για αρκετή ώρα χωρίς να το καταφέρω. Κοίταξα πάλι το ρολόι, έλεγε 01:35. Σηκώθηκα και ντύθηκα, δε μπορούσε να με πάρει ο ύπνος. Αποφάσισα να κόψω καμιά βόλτα στο καράβι, μπας και νυστάξω. Ο Ανδρέας κοιμόταν του καλού καιρού. Δεν ήθελα να τον ξυπνήσω αλλά από την άλλη δεν ήθελα να ξυπνήσει και να μη με βρει.

«Ανδρέα; Ανδρέα μου;» τον ρώτησα σκουντώντας τον ελαφρά.

«Τι…τι;»

«Πάω μια βόλτα στο καράβι. Δεν με παίρνει ο ύπνος και δεν έχω όρεξη να διαβάσω. Ίσως βγω και λίγο στο κατάστρωμα να με χτυπήσει λίγο αεράκι.»

«Κάτσε… να… να σηκωθώ.»

«Δεν χρειάζεται μωρό μου» τον διαβεβαίωσα. «Κοιμήσου εσύ, σε κανένα μισάωρο το πολύ θα είμαι πίσω.»

«Εντάξει» μου είπε και έκλεισε τα μάτια του. Ούτε δευτερόλεπτα δεν του πήρε για να αρχίσει να ροχαλίζει ελαφρά, αυτός ο άνθρωπος είχε τον ύπνο στο τσεπάκι!

Έβαλα τα παπούτσια μου και πήγα προς τα πάνω. Το μπαρ έκλεινε στις 02:00, ήθελα να φάω κάτι γλυκό, κάτι με σοκολάτα. Έφτασα στο μπαρ και πήρα ένα κρουασάν με πραλίνα και ένα μπουκάλι νερό, το άλλο το είχα πιει. Τα τραπέζια ήταν όλα γεμάτα, πολλοί κοιμόντουσαν στις πολυθρόνες. Αποφάσισα να φάω το κρουασάν στο κατάστρωμα αλλά καθώς πήγαινα προς την έξοδο είδα σε ένα τραπέζι μόνη της τη Χριστιάνα. Είχε γείρει στην πολυθρόνα και κοιμόταν.

«Χριστιάνα;» τη σκούντησα.

«Ναι… Φοίβη; Φοίβη;»

«Παιδί μου γιατί κοιμάσαι εδώ και όχι στην καμπίνα σου;»

«Γιατί έκανα τη γνωριμία με τις άλλες δύο που ροχαλίζουν πρίμο σεκόντο. Και είναι και άπλυτες, π’ ανάθεμά τες, και βρωμάει το δωμάτιο. Ρε πούστη μου ταξιδεύουν με κόσμο, δεν ντρέπονται να βρωμάνε έτσι; Δηλαδή τι την πληρώνω την καμπίνα, καλύτερα κατάστρωμα!» μου είπε αγανακτισμένη. «Αλήθεια, εσύ γιατί δεν κοιμάσαι;»

«Ξύπνησα πριν κανένα 20λεπτο και δεν με έπαιρνε ο ύπνος παρά την προσπάθεια. Ανέβηκα να βολτάρω λίγο μπας και με πιάσει η νύστα και εδώ που τα λέμε ήθελα να φάω και κάτι γλυκό» της είπα και της έδειξα το κρουασάν.

“Asseyez-vous” μου είπε και κάθισα δίπλα της. «Δε λες καλά που βρήκα άδειο τραπέζι, τυχερή είμαι!»

«Στο τραπέζι θα τη βγάλεις;»

«Ε, τι να κάνω; Να βάλω μανταλάκια στη μύτη και καρότα στ’ αφτιά;» με ρώτησε με απόγνωση.

«Θα έρθεις μαζί μας!» της είπα. «Θα κοιμηθούμε στην κουκέτα μου, εντάξει, θα στριμωχτούμε λίγο αλλά χίλιες φορές από να την περάσεις σε μια πολυθρόνα!»

«Φοίβη μου δεν…» ξεκίνησε να μου λέει αλλά την έκοψα.

«Δεν ακούω κουβέντα!» της ξεκαθάρισα.

«Δεν έχω λόγια»

«Αλλοίμονο βρε Χριστιάνα!» της είπα. «Θέλεις το μισό κρουασάν;»

«Μια δαγκωνιά θα τη φάω» μου είπε χαμογελώντας ντροπαλά.

«Περίμενε, να βρω πραλίνα» της είπα και τράβηξα μια γερή δαγκωνιά πρώτη. Πράγματι, η πραλίνα άρχιζε από εκεί και μετά. Έδωσα το κρουασάν στη Χριστιάνα και έφαγε μια μικρή μπουκιά. «Και άλλο!» την προέτρεψα. Με κοίταξε και χωρίς να μιλήσει έφαγε και δεύτερη μπουκιά, αυτή τη φορά πιο μεγάλη. Έφαγα κι εγώ μια δαγκωνιά και της το έφερα μπροστά από το πρόσωπο. Δάγκωσε χωρίς να μιλήσει και έτσι, τρώγοντας διαδοχικά δαγκωνιές, φάγαμε όλο το κρουασάν. Νερό δε χρειάστηκε να μοιραστούμε, είχε δικό της μπουκάλι και ήταν γεμάτο.

«Να κάνω ένα τσιγάρο;» με ρώτησε και την κοίταξα με απορία.

«Γιατί με ρωτάς, παιδάκι μου;»

«Γιατί μετά… να, μη βρωμάει η ανάσα μου και τα ρούχα μου όταν πάμε να ξαπλώσουμε!»

«Βρε άναψε το τσιγάρο σου. Οδοντόκρεμα και οδοντόβουρτσα έχεις μαζί σου, δεν έχεις; Ε, όταν πάμε στην καμπίνα, πλύνε τα δόντια σου και αυτό ήταν!»

«Εντάξει!» μου είπε και άναψε το τσιγάρο της. Όταν τελείωσε κατεβήκαμε από την καμπίνα της να πάρει το σάκο της. Όταν άνοιξε η πόρτα με χτύπησε η μπόχα άπλυτων ποδιών και ο ήχος δυνατών ροχαλητών, για όνομα! Η φουκαριάρα η Χριστιάνα κρατώντας σχεδόν την αναπνοή της πήρε από την κουκέτα της το σάκο και βγήκε έξω.

Γυρίσαμε στην καμπίνα μου και άνοιξα την πόρτα. Μπήκαμε μέσα νυχοπατώντας με τη Χριστιάνα.

«Πήγαινε να αλλάξεις και να πλύνεις τα δόντια σου» της είπα και όταν έκλεισε η πόρτα του μπάνιου πήγα και σκούντησα τον Ανδρέα. «Ανδρέα;»

«Τι… τι μωρό μου;» μου είπε ανοίγοντας με δυσκολία τα μάτια του.

«Ήρθε μαζί μου και η Χριστιάνα. Θα κοιμηθεί εδώ!»

«Πώς αυτό;» ρώτησε ανοίγοντας τα μάτια του.

«Πρέπει να το ακούσεις και να το μυρίσεις για να το πιστέψεις. Στην καμπίνα της είναι δύο που ροχαλίζουν και βρωμάει ποδαρίλα, αναγούλα μου ήρθε! Η φουκαριάρα είχε ανέβει πάνω και κοιμόταν σε πολυθρόνα, δε μου έκανε η καρδιά να την αφήσω να περάσει τη βραδιά μόνη της στις πολυθρόνες.»

«Καλά έκανες Φοίβη μου, μην το συζητάς! Πού είναι η Χριστιάνα; Πήγε να πάρει τα πράγματά της;»

«Στο μπάνιο, αλλάζει και πλένει τα δόντια της.»

«Καλά που με ξεζούμισες πριν γιατί και μόνο η ιδέα μου τον έχει κάνει κατάρτι!» μου εξομολογήθηκε.

«Φρόνιμα εσύ! Για νάνι θα πάμε!»

«Εγώ φρόνιμος θα είμαι, για εσάς δεν ξέρω» μου είπε βγάζοντας κοροϊδευτικά τη γλώσσα του.

«Φρόνιμες θα είμαστε κι εμείς!» τον διαβεβαίωσα.

“I had to try!” μου είπε χαμογελαστά και του έσκασα ένα φιλάκι, ήταν ένας γλύκας!

Εκείνη την ώρα βγήκε και η Χριστιάνα από το μπάνιο. Φορούσε τη ροζ πιτζάμα της και ένα μπλουζάκι.

«Καλώς την» της είπε χαμογελαστά ο Ανδρέας.

«Στα είπε η Φοίβη, έτσι;» ρώτησε ελαφρά δαγκωμένη.

«Ναι, μου τα είπε. Πολύ καλά έκανε που σου είπε να έρθεις εδώ μαζί μας, και—μεταξύ μας—αν ήμουν εγώ που σε είχα πετύχει να κοιμάσαι στις πολυθρόνες το ίδιο θα έκανα.»

«Σας ευχαριστώ βρε παιδιά! Δεν έχω λόγια.»

«Αν θέλετε να παρλάρετε, μεταξύ σας και χαμηλόφωνα παρακαλώ! Και όχι συνθήματα του ΠΑ.ΣΟ.Κ, προπάντων όχι συνθήματα του ΠΑ.ΣΟ.Κ» μας είπε κάνοντας τη Χριστιάνα να χαλαρώσει.

«Δε θα περάσει ο φασισμός!» δήλωσα με στόμφο.

«Βρε πέστε για ύπνο, άθλιες σουφραζέτες! Λοιπόν, εγώ νάνι τώρα! Καληνύχτα!» μας είπε και γύρισε πλευρό.

Η Χριστιάνα ήρθε δίπλα μου και με κοίταξε αναποφάσιστη.

«Πέρνα μέσα» της είπα. Πέρασε μέσα και ξάπλωσε. Άλλαξα κι εγώ με τη σειρά μου και άφησα σουτιέν, τη μακρυμάνικη μπλούζα και το παντελόνι μου στην καρέκλα.

«Σε πειράζει να το βγάλω κι εγώ;» με ρώτησε σιγανά

«Γιατί να με πειράξει; Και για να έχουμε καλό ρώτημα γιατί δεν το έβγαλες μέσα;» τη ρώτησα ψιθυριστά.

Αντί απάντησης απλά ανασηκώθηκε και όταν το έβγαλε κατάλαβα γιατί το είχε κάνει. Οι ρώγες της ήταν πετρωμένες και διαγραφόντουσαν ξεκάθαρα κάτω από το μπλουζάκι, λες και προσπαθούσαν να το τρυπήσουν. Μου ξέφυγε ένα γελάκι και ξάπλωσα δίπλα της. Ξαπλωμένες ανάσκελα δε χωρούσαμε καλά, οι κουκέτες είναι μονές, οπότε αναγκαστικά γυρίσαμε πλευρό, αντικρύζοντας η μία την άλλη.

«Σ’ ευχαριστώ πολύ!» μου ψιθύρισε.

«Τι ευχαριστείς βρε μπούφο» της είπα χαϊδεύοντας τρυφερά το τσουλούφι που είχε πέσει στο πρόσωπό της. Η Χριστιάνα σχεδόν τρίφτηκε στο χέρι μου. Είχα γίνει πάλι πύραυλος και η ιδέα ότι από πάνω ήταν ο Ανδρέας—που ροχάλιζε του καλού καιρού—με άναβε ακόμα περισσότερο. «Τελικά δεν το γλύτωσες το ροχαλητό!» της είπα κερδίζοντας ένα σιγανό χάχανο.

«Έτσι ροχαλίζει πάντα;»

«Όχι, συνήθως δε ροχαλίζει ή ροχαλίζει πιο σιγά. Σήμερα μάλλον είπε να δώσει παράσταση στο κοινό του» της είπα προσπαθώντας να πνίξω το γέλιο μου.

Η Χριστιάνα με κοίταξε χαμογελαστή και σιγά-σιγά τα πρόσωπά μας πλησίασαν ακόμα περισσότερο το ένα το άλλο, όχι ότι τα χώριζε καμιά απόσταση από την αρχή. Ήθελα τόσο πολύ να τη φιλήσω αλλά δεν ήθελα να τη φέρω σε δύσκολη θέση. Μου έδωσε άθελά της η ίδια το σύνθημα καθώς έκλεισε ασυναίσθητα τα μάτια της. Αυτό ήταν, τα χείλη μας ακούμπησαν το ένα το άλλο και σε λίγο ακολούθησαν και οι γλώσσες μας. Χωρίς καθυστέρηση πέρασα το χέρι μου κάτω από την μπλούζα της και χωρίς να σταματήσω το φιλί μας, τη χούφτωσα δυνατά με το δεξί μου χέρι και άρχισα να τη μαλάζω. Η ρώγα της ήταν πετρωμένη.

Σταμάτησα να τη φιλάω και σήκωσα τη μπλούζα μου ελευθερώνοντας τα δικά μου στήθη. Σήκωσα και τη δική της και αρχίσαμε πάλι να φιλιόμασταν ενώ τα στήθη μας τριβόντουσαν μεταξύ τους. Την ξάπλωσα ανάσκελα και φιλώντας την απαλά κατέβηκα από το στόμα στο σαγόνι, από το σαγόνι στο λαιμό και από το λαιμό στο στήθος. Πήρα στο στόμα μου το αριστερό της ενώ το χέρι μου μάλαζε με δύναμη το δεξί της. Αν δεν ήταν η τελευταία μέρα της περιόδου μου και δεν ήταν από πάνω ο Ανδρέας θα την έβαζα να μου κάνει στοματικό επιτόπου, είχα γίνει πύραυλος. Το χέρι μου κατέβηκε από το στήθος της προς το μουνάκι της, ήταν μούσκεμα.

Της έκλεισα το στόμα με το στόμα μου για να μην της ξεφύγει κάποιο βογγητό ηδονής και της έβαλα μέσα της, όσο πήγαινε, το μεσαίο μου δάχτυλο. Η Χριστιάνα κοκκάλωσε για μερικές στιγμές και το στόμα της τεντώθηκε ασυναίσθητα, ευτυχώς χωρίς να κάνει ήχο. Την έπαιξα για λίγο και μετά τράβηξα το δάχτυλό μου έξω και με το ίδιο δάχτυλο άρχισα να τρίβω την πίσω της τρυπούλα, η Χριστιάνα είχε πολύ όμορφο κώλο και μου είχε γίνει έμμονη ιδέα να της βάλω δάχτυλο.

Έτριψα το δάχτυλό μου απαλά στη σχισμή της  και άρχισα να το βυθίζω σιγά-σιγά μέσα της. Το φιλί της έγινε ακόμα πιο άγριο, πιο παθιασμένο, δείχνοντάς μου με τον τρόπο της ότι το απολάμβανε. Με μια απότομη κίνηση το έβαλα μέσα στο κωλαράκι της όσο πήγαινε. Η Χριστιάνα κοκάλωσε και πάλι. Τράβηξα σιγά-σιγά το δάχτυλό μου έξω και έβαλα το δείκτη μου μπροστά της παίζοντάς τη λίγη ώρα. Ήθελα να της κάνω αυτό που μου έκανε ο Ανδρέας και με ξετρέλαινε, να μου βάζει ταυτόχρονα τον αντίχειρα στον κόλπο μου και το δείκτη του στο κωλαράκι μου και να με γαμάει με τα δάχτυλά του. Το σώμα της Χριστιάνας τεντώθηκε πάλι και αυτή τη φορά ξέφυγε ένα ελαφρύ βογγητό. Σταμάτησα επιτόπου και τραβήχτηκα από το φιλί μας χωρίς να τραβήξω ωστόσο τα δάχτυλά μου.

«Σσσς» της έκανα άηχα και έφερε το χέρι της και έφραξε το στόμα της ενώ εγώ βύθισα ξανά τα δάχτυλά μου μέσα της όσο πήγαιναν.

Το σώμα της τεντώθηκε πάλι. Συνέχισα για κάμποση ώρα, σχεδόν σαδιστικά, να την παίζω, με τη Χριστιάνα να προσπαθεί να συγκρατήσει τους στεναγμούς ηδονής της. Ένιωσα πολύ περίεργα μέσα μου, αυτή η εξουσία που είχα εκείνη τη στιγμή στο σώμα της… Θεέ μου, ένιωσα σα να με διαπερνάει ρεύμα. Τράβηξα το  χέρι μου και το έφερα μπροστά στο στόμα μου και το έγλειψα και μετά το έφερα στο στόμα της, απομακρύνοντας το χέρι της που το έφραζε.

Πιπίλησε αδιαμαρτύρητα το δείκτη που μόλις είχε βγει από τον κώλο της και ένιωσα να απλώνεται στα χαμηλά μου η γνωστή ζέστη που προηγούνταν του οργασμού μου. Της έκλεισα το στόμα με το στόμα μου προσπαθώντας να συγκρατήσω αυτή τη φορά τις δικές μου κραυγές ηδονής, Θεούλη μου τι ήταν αυτό; Μπορεί ο οργασμός να μην ήταν τόσο έντονος όσο όταν κάνω έρωτα με τον Ανδρέα, αλλά για πρώτη φορά ένιωσα οργασμό χωρίς να έχω αγγίξει καν τον εαυτό μου. Της έδωσα ένα τελευταίο τρυφερό φιλί και τραβήχτηκα απαλά από πάνω της.

«Είσαι υπέροχη» της ψιθύρισα. «Υπέροχη!» Δεν απάντησε, απλά μου χαμογέλασε σχεδόν ονειροπαρμένα προσπαθώντας να χαμηλώσει τις ανάσες και ταυτόχρονα να μην κάνει θόρυβο. Της κατέβασα τη μπλούζα και κατέβασα και τη δική μου. «Είσαι υπέροχη!» της είπα για τρίτη φορά και εκείνη αντί απάντησης με χάιδεψε τρυφερά στο πρόσωπο. Πήρε το χέρι μου που το είχα ακουμπήσει πάνω στο στήθος της και το έφερε στα χείλη της και το φίλησε.

«Είδα το Θεό» μου ψιθύρισε.

«Τελείωσες;»

«Τρεις φορές… δεν το κατάλαβες;»

«Κατάλαβα ότι κοκάλωσες αλλά νόμιζα….»

«Λάθος νόμιζες» μου είπε χαμογελώντας πονηρά. «Εσένα σου άρεσε;»

«Εγώ για πρώτη φορά στη ζωή μου είχα οργασμό χωρίς να ακουμπήσω το… το… το μουνάκι μου» της είπα. Ορίστε, την είπα τη λέξη! Δεν απάντησε κάτι, αλλά δε χρειάστηκε. Ο τρόπος που έκλεισε τα μάτια της και έσφιξε το πρόσωπό της χαμογελώντας ήταν χίλιες λέξεις. «Άντε, έλα να την πέσουμε τώρα γιατί το πρωί θα κουτουλάμε.»

«Ναι! Καληνύχτα Φοίβη μου» μου είπε και ήταν εκείνη που με φίλησε αυτή τη φορά.

«Καληνύχτα Χριστιάνα μου. Γύρνα μου στο πλάι να σε πάρω αγκαλιά» της είπα και γύρισε προς τη μεριά του τοίχου. Με το ένα χέρι μου κάτω από το κεφάλι της και με το άλλο μου χέρι να χουφτώνει το στήθος της με πήρε ο ύπνος.

Με ξύπνησε ο Ανδρέας σκουντώντας με ελαφρά στην πλάτη. Είχα ακόμα στην αγκαλιά μου τη Χριστιάνα. Τραβήχτηκα και προσπάθησα να γυρίσω.

«Καλημέρα μωρό μου» μου είπε ο Ανδρέας. «Είναι 05:30, σηκωθείτε να πάμε να πιούμε καφέ. Ξύπνα τη Χριστιάνα και πες της να αλλάξει εδώ, δε θα βγω από το μπάνιο αν δε μου χτυπήσετε την πόρτα, εντάξει;»

«Καλημέρα μωρουλίνι μου» του είπα νυσταγμένα. «Ναι, πήγαινε.»

Ντύθηκε στα γρήγορα και μπήκε στο μπάνιο. Όταν έκλεισε η πόρτα σκούντησα απαλά τη Χριστιάνα. Άνοιξε τα μάτια της και της πήρε λίγο μέχρι να bootάρει.

«Καλημερούδια!» της είπα. «Είναι 05:30, σήκω να αλλάξουμε. Ο Ανδρέας έχει κλειστεί στο μπάνιο μέχρι να τον φωνάξουμε.»

«Καλημέρα» μου είπε με νυσταγμένο χαμόγελο.

«Έλα, σήκω» της είπα. Πήρα το σουτιέν μου και το φόρεσα. Η Χριστιάνα σηκώθηκε από το κρεββάτι και έβγαλε από την τσάντα της ένα άλλο μπλουζάκι. Έβγαλε αυτό που φορούσε μένοντας γυμνή από πάνω. Της έκλεισα πονηρά το μάτι και κοκκίνησε ελαφρώς αλλά μου ανταπέδωσε το χαμόγελο πριν φορέσει πρώτα το σουτιέν της και από πάνω το νέο μπλουζάκι. Έβγαλε και την πιτζάμα της, φορούσε ένα απλό άσπρο κιλοτάκι, ασορτί με το σουτιέν της, και φόρεσε στα γρήγορα πρώτα τις κάλτσες της και μετά το μπλουτζίν της. Σηκώθηκε και κούμπωσε το παντελόνι της και φόρεσε από πάνω μια μακρυμάνικη μπλούζα.

«Έτοιμη» μου είπε. Εγώ ήμουν ακόμα με τις πιτζάμες καθώς προτίμησα να δω τη Χριστιάνα να ντύνεται από το να ντυθώ ταυτόχρονα. Πήγα και χτύπησα την πόρτα του μπάνιου.

«Έτοιμες, μπορείς να βγεις» του είπα και γύρισα προς τη Χριστιάνα. «Πέρνα εσύ πρώτη, να αλλάξω κι εγώ!»

«Neeeext» είπε ο Ανδρέας βγαίνοντας από το μπάνιο. «Καλημέρα» είπε στη Χριστιάνα.

«Καλημέρα και σε σένα!» του είπε χαμογελαστή και μπήκε στο μπάνιο με τη σειρά της.

«Εσύ γιατί δεν άλλαξες ακόμα;»

«Προτίμησα να κάνω μπανιστήρι στη Χριστιάνα που ντυνόταν» του είπα σοβαρή-σοβαρή.

«Μη μου τα λες απότομα αυτά και φοράω στενό τζιν, δε με λυπάσαι γέρο άνθρωπο;»

«Καθόλου!» του είπα χαμογελώντας παιχνιδιάρικα και αρχίζοντας να ντύνομαι. «Και δεν είσαι γέρος!»

«Αμ δε φταίει κανείς, εγώ φταίω που δεν άρχισα τα σφυρίγματα και τα χειροκροτήματα στο τέλος της νυχτερινής σας παράστασης» μου είπε με σιγανή φωνή και ένας ντουβρουτζάς μου ήρθε, είναι η αλήθεια. Αντί να μου εξηγήσει, μου έδειξε τον καθρέπτη κάτω από το φινιστρίνι κάνοντάς με να αλλάξω κι εγώ δεν ξέρω πόσα χρώματα.

«Μας… μας είδες;» του είπα σιγανά βρίσκοντας τη φωνή μου.

«Πρώτα σας άκουσα και μετά σας είδα. Εντάξει δεν είχε και πολύ φως και το σώμα σου έκρυβε κάμποσες λεπτομέρειες αλλά all-in-all δεν έχω παράπονο, μου έδωσες αρκετή άσκηση για το σπίτι για τις επόμενες 20 μέρες!» μου είπε χαμογελαστά. «Κλείσε το στόμα σου τώρα και χαλάρωσε, μη σε δει ταραγμένη η Χριστιάνα και καταλάβει τι έγινε και μας μείνει στον τόπο!»

Μια κουβέντα ήταν αυτή. Πήρα βαθιές ανάσες προσπαθώντας να ηρεμίσω και να ανακτήσω την αυτοκυριαρχία μου και μέχρι να βγει η Χριστιάνα το είχα καταφέρει. Δεν τολμούσα ακόμα να κοιτάξω σταθερά τον Ανδρέα στα μάτια, αλλά κατάλαβα ότι το είχε καταευχαριστηθεί ο σαδίσταρος! Αν κάποιος ήθελε παράδειγμα το πως ακριβώς μεταφράζεται η λέξη smirk δεν είχε παρά να δει τον Ανδρέα όπως χαμογελούσε εκείνη τη στιγμή. Μωρέ θα σε φτιάξω εγώ, υποσχέθηκα μέσα μου. Εκείνη την ώρα βγήκε και η Χριστιάνα από το μπάνιο.

«Έτοιμη κι εγώ!» μας είπε. Μπήκα μέσα με τη σειρά μου, έκανα την τουαλέτα μου, άλλαξα για τελευταία φορά σερβιέτα και έπλυνα τα δόντια μου. Όταν βγήκα έξω είχε πάει 05:40.

«Λοιπόν, πάμε;» ρώτησε ο Ανδρέας. «Χριστιάνα, έχεις τίποτα που χρειάζεται να πάρεις από την καμπίνα σου;»

«Όχι, ευτυχώς! Μπρρρ» είπε προκαλώντας μας το γέλιο. Ο Ανδρέας δεν κουβαλούσε τίποτα μαζί του στο καράβι, μόνο τα κλειδιά και το πορτοφόλι του, τα οποία τα είχα στην τσάντα μου, και την οδοντόβουρτσα ταξιδιού του την οποία είχε βάλει στο σάκο μου. Έβαλα και τη δική μου οδοντόβουρτσα μέσα καθώς και την οδοντόκρεμα και τον έκλεισα.

«Πάμε» τους είπα και ανεβήκαμε στην καφετέρια. Το τραπέζι που βρήκα τη Χριστιάνα να κάθεται πριν από μερικές ώρες ήταν ακόμα άδειο οπότε κάτσαμε εκεί.

«Θα πάω εγώ για καφέδες» μας δήλωσε ο Ανδρέας. «Τι θέλετε;»

«Τον γνωστό μου»

«Εγώ θέλω ένα γαλλικό όπως χθες, τον θυμάσαι;» ρώτησε η Χριστιάνα.

«Ναι, τον θυμάμαι. Όταν σας κάνω νόημα ελάτε κάποια να με βοηθήσει.»

«Βεβαίως» του απάντησα και κίνησε για το μπαρ. Εκεί ήταν άλλος ένας, δε  θα αργούσε όπως χθες. «Πώς κοιμήθηκες;» ρώτησα τη Χριστιάνα.

«Υπέροχα!» μου απάντησε με ένα χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. «Εσύ;»

«Κατέβηκε η παροχή. Εγώ δε θέλω άπλα στο κρεβάτι, θέλω στρίμωγμα, σαν τις γάτες στα κουτιά!»

«Join the club! Κι εγώ με τον αρκούδο μου αγκαλιά κοιμάμαι, να ήξερες τι δούλεμα έχω φάει από την Κατερίνα όλα αυτά τα χρόνια!»

«Κι εσύ; Μια από τα ίδια κι εγώ!» της ομολόγησα. «Βέβαια τους τελευταίους τέσσερεις μήνες χρέη αρκούδου εκτελεί ο Ανδρέας αλλά παράπονο δεν έχω, στάθηκες αντάξια των προσδοκιών!» της είπα με ύφος χιλίων καρδιναλίων κάνοντάς τη να βάλει τα γέλια. «Α, μην το ξεχάσω, πες μου το τηλέφωνο σου!» Σημείωσα στην ατζέντα μου το τηλέφωνο της και της είπα και το δικό μου. Είδα τον Ανδρέα να μας κάνει νόημα. «Πάω να φέρουμε τους καφέδες» της είπα και σηκώθηκα.

«Πώς κοιμήθηκες» ρώτησε ο Ανδρέας τη Χριστιάνα όταν επιστρέψαμε.

«Αυτό λέγαμε προ ολίγου με τη Φοίβη. Σαν πουλάκι. Παιδιά, δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω!»

«Μην αρχίσεις πάλι!» την έκοψε ο Ανδρέας.

«Κρίμα και έλεγα—μιας και δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω—να το κάνω με πράξεις, όταν επιστρέψουμε Ηράκλειο, και θα έχω φέρει και το μεγάλο ταψί αλλά αφού δε θέλεις…» του απάντησε πειρακτικά.

«Σοβαρά τώρα. Αν είναι να φτιάξεις το παστίτσιο, να το φτιάξεις για να φάμε όλοι παρέα, όχι ως ανταπόδοση στο αυτονόητο!»

«Δεν το θεωρούν όλοι αυτονόητο…» του απάντησε εξίσου σοβαρή.

«Εμείς όμως το θεωρούμε, οπότε τέλος συζήτησης!»

«Και μπράβο μας!» συμπλήρωσα.

Με το χαζολόγημα πέρασε η ώρα. Στις 06:15 το πλοίο έδεσε στο λιμάνι του Πειραιά αλλά εμείς δε σηκωθήκαμε αμέσως. Τελειώσαμε τα καφεδάκια μας με την ησυχία μας περιμένοντας να κατέβει ο πολύς κόσμος. Είχε πάει 06:45 όταν κατεβήκαμε από το καράβι. Έδωσα στον Ανδρέα τα κλειδιά του και βγήκα έξω με τη Χριστιάνα περιμένοντάς τον. Από το γκαράζ έβγαιναν ακόμα αυτοκίνητα αν και πολύ σποραδικά, φαίνεται οι περισσότεροι είχαν βγει έξω με το που έδεσε το πλοίο. Στο λιμάνι ο κόσμος είχε αρχίσει να αραιώνει. Λίγη ώρα αργότερα βγήκε και ο Ανδρέας και αφού προχώρησε λίγο για να μην εμποδίζει, έβαλε alarms και σταμάτησε. Έχοντας απλά ένα σάκο η κάθε μία δεν χρειάστηκε να ανοίξουμε το πορτμπαγκάζ. Περάσαμε μέσα και ξεκινήσαμε.

«Κανονικά θα πηγαίναμε από Πειραιώς» μας πληροφόρησε ο Ανδρέας «ωστόσο έχετε όρεξη για βόλτα; Να πάμε από παραλιακή και να ανεβούμε από Συγγρού.»

«Νιιιι» απάντησα χτυπώντας παλαμάκια! «Βολτίτσα Αθήνα!»

Βγήκαμε από το Λιμάνι και στρίψαμε δεξιά. Όπως περνούσαμε από τον Πειραιά είχε λίγο κίνηση παρά το γεγονός ότι δεν είχε πάει καλά-καλά 07:00. Πάντως δεν αργήσαμε να βγούμε στην Παραλιακή η οποία επίσης δεν ήταν άδεια. Δεν αργήσαμε πάντως να βγούμε στη Συγγρού η οποία ήταν σχετικά άδεια και μου θύμιζε αεροδρόμιο. Στρίβοντας στην Καλλιρόης βρήκαμε λίγο κίνηση αλλά τίποτα το τρομερό. Ομοίως και στη Βασιλίσσης Σοφίας αν και εκεί είχε πολύ φανάρι βρε αδερφάκι μου, κάθε 50 μέτρα σχεδόν σταμάτα-ξεκίνα.

«Χριστιάνα μένεις πάνω από την Αλεξάνδρας όπως ανεβαίνουμε ή κάτω;»

«Κάτω, θα πρέπει να στρίψεις στην Μαβίλη και μετά στη Δωριλέου. Εμένα θα με αφήσετε στη συμβολή με τη Φιλήμονος, μένω λίγο πιο πάνω. Εσείς θα πρότεινα να στρίψετε δεξιά στην Κόνιαρη και αυτή βγάζει Αλεξάνδρας, είναι στην ουσία δύο στενά πριν το γήπεδο του Παναθηναϊκού.»

«Μέχρι τη Μαβίλη ξέρω, από εκεί και πέρα θα πρέπει να μου πεις εσύ.» της είπε ο Ανδρέας.

«Ναι, φυσικά!»

«Δε μου λέτε, τι ώρα θα τα πούμε το βράδυ;»

«Το Παλένκε μαζεύει κόσμο μετά τις 23:00» είπε η Χριστιάνα. «Είναι πολύ κοντά σε μένα, δε χρειάζεται να έρθετε να με πάρετε, δίνουμε ραντεβού απ’ έξω. Να πούμε στις 23:30 ή θέλετε πιο νωρίς;»

«Να πούμε κατά τις 23:00;» είπα εγώ. «Έχω και μια γιαγιά, θα της φανεί κάπως αν σηκωθώ να βγω έξω μετά τις 23:00.»

«Μπορούμε να πάμε πρώτα για ένα καφεδάκι με την Ευτυχία» είπε ο Ανδρέας. «Δε χρειάζεται να φύγουμε στις 23:00.»

«Αμέ!» είπα εγώ χειροκροτώντας με ενθουσιασμό.

«Λοιπόν, έκλεισε; 23:30;» ρώτησε η Χριστιάνα.

«Ναι» της απάντησα εγώ.

«Ωραία. Ανδρέα, έχε το νου σου, στο επόμενο φανάρι στρίβεις αριστερά» του είπε η Χριστιάνα. Εγώ έχασα το λογαριασμό που ήμαστε όταν βγήκε από τη Β. Σοφίας, δε θυμόμουν και πολλά από Αθήνα, αλλά ο Ανδρέας ήξερε. «Εδώ με αφήνετε» είπε η Χριστιάνα 5 λεπτά αργότερα και ο Ανδρέας έβγαλε alarm και σταμάτησε. Βγήκε για να δώσει στη Χριστιάνα τη βαλίτσα της και φυσικά βγήκα κι εγώ να μπορέσει να βγει η Χριστιάνα που καθόταν από πίσω μου. «Παιδιά, δε θα κουραστώ να το λέω, σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου»

«Ευχαρίστησή μας!» είπε ο Ανδρέας. «Λοιπόν, τα λέμε το βράδυ!» είπε και μπήκε μέσα. Εγώ φίλησα στα γρήγορα—στα μάγουλα εννοείται—τη Χριστιάνα και μπήκα στο αυτοκίνητο. Μετά την Αλεξάνδρας θυμόμουν αμυδρά ότι περνούσαμε από Σταθμό Λαρίσης. Η μνήμη μου δε με είχε γελάσει. Από εκεί και πέρα θυμόμουν τη διαδρομή. Όταν περάσαμε τη Λένορμαν και μπήκαμε στο Περιστέρι ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει. «Θέλεις να περάσουμε από το παλιό μας σχολείο πριν σε πάω σπίτι σου;»

«Ναι, πάμε» απάντησα.

Φτάσαμε στην Κύπρου και στρίψαμε δεξιά και λίγη ώρα αργότερα περάσαμε μπροστά από το ΙΑ. Αν και ερχόμασταν μια φορά το χρόνο Αθήνα να δούμε τη γιαγιά, είχα 3,5 χρόνια να περάσω από το σχολείο μας. Σταματήσαμε στην Ψαρών μπροστά από την είσοδό του. Ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα. Η κυρά-Πόπη απέναντι είχε ανοίξει και ο πατέρας της καθόταν και έπινε το καφεδάκι του στο μοναδικό τραπέζι που ήταν έξω. Η κυρά-Μαρία ήταν κλειστή. Το μυαλό μου πλημμύρισε με τις αναμνήσεις από το Γυμνάσιο. Μετά από 4 χρόνια ωστόσο είχαν αποκτήσει μια πιο γλυκιά γεύση, πόσο μάλλον όταν δίπλα μου, και ερωτευμένο μαζί μου, είχα το εφηβικό μου crush που έμελλε να γίνει και ο πρώτος μου έρωτας.

«Πάμε μωρό μου» του είπα και έβαλε μπρος. Κάναμε κύκλο και ξαναβγήκαμε στην Κύπρου. Περάσαμε τη Μακαρίου και βγήκαμε στη Σοφοκλή Βενιζέλου και προχωρήσαμε μέχρι τη συμβολή με την Τομεζά όπου στρίψαμε αριστερά. Από εκεί θα βγαίναμε Φιλικών αλλά είχε σταματήσει ένα φορτηγό και μας έκλεινε το δρόμο. «Στρίψε δεξιά στην Αντιφάνους» του είπα «και στο πρώτο στενό αριστερά.» Έτσι βγήκαμε ξανά στη Φιλικών. «Αμέσως μετά το βενζινάδικο, σταματάς. Εδώ μένω» είπα και του έδειξα το διώροφο με τον κήπο. Σταμάτησε ακριβώς μπροστά από το πατρικό του πατέρα μου και κατεβήκαμε. Πήγε πίσω και έβγαλε τη βαλίτσα και μου την έδωσε.

«Λοιπόν, να περάσω κατά τις 20:00;»

«Ναι μωρό μου.»

«Ωραία, το τηλέφωνό μου το έχεις αν θέλεις κάτι.»

«Κι εσύ της γιαγιάς μου» του απάντησα χαμογελαστή.

Με πήρε στην αγκαλιά του και σφίγγοντάς με πάνω του μου έδωσε ένα βαθύ φιλί.

«Τα λέμε το απογευματάκι, κοριτσάρα μου» είπε και μπήκε στο αυτοκίνητο και έβαλε μπρος. Ο Ανδρέας δεν έμενε μακριά, στην πραγματικότητα είχαμε περάσει μπροστά από το σπίτι του πριν βγούμε στη Σοφοκλή Βενιζέλου. Τον παρακολούθησα για λίγη ώρα και μετά πήρα τη βαλίτσα στο χέρι και πέρασα στον κήπο. Είχα κλειδιά του σπιτιού της γιαγιάς οπότε δε χρειάστηκε να χτυπήσω κάποιο κουδούνι. Μπήκα μέσα στο σπίτι της και με πλημμύρισαν πάλι αναμνήσεις από τη γιαγιά και τον μπάρμπα-Φοίβο. Πέρασα μέσα και έβαλα τη κλειδιά στην τσάντα μου.

«Γιαγιά;» φώναξα.

«Κοριτσάκι μου!» είπε η γιαγιά μου βγαίνοντας από την κουζίνα. «Καλά σε άκουσα.» Την αγκάλιασα και τη φίλησα. «Πώς ήταν το ταξίδι σου;»

«Πολύ καλό!» της είπα χαμογελώντας πλατιά, και ας μη μπορούσα να της εξηγήσω γιατί ήταν τόσο καλό!

«Θες να σου φτιάξω μια πορτοκαλάδα;»

«Ναι, πάμε να σου κάνω παρέα και να τα πούμε» της είπα ακολουθώντας την στην κουζίνα.

«Μου τα λέει ο πατέρας σου αλλά θέλω να τα ακούσω και από εσένα. Πώς είναι η σχολή;»

«Υπέροχη, γιαγιάκα. Ήταν αυτό που ονειρευόμουν. Βέβαια έχει πολλά μαθηματικά, ειδικά τα πρώτα δύο χρόνια, αλλά κατά τα άλλα είναι όπως το φανταζόμουν!»

«Εσύ ήσουν πάντα καλή στα μαθηματικά, ποτέ δεν ήταν πρόβλημα. Είκοσι δεν είχες γράψει στις πανελλήνιες;»

«Ναι, είκοσι είχα γράψει αλλά τα μαθηματικά και η φυσική του πανεπιστημίου είναι πολύ πιο απαιτητικά από αυτά του λυκείου. Πάντως πολύ καλά έχω πάει, έχω πάρει 3 δεκάρια στις προόδους στα μαθήματα των μαθηματικών  και εννιά στη Φυσική. Ανάθεμά με και αν κατάλαβα γιατί δεν πήρα δέκα!»

«Μπράβο αγάπη μου!» μου είπε με φανερή υπερηφάνεια.

«Αμέ! Ο χειρότερος βαθμός που έχω μέχρι στιγμής ήταν στην πρώτη πρόοδο της ψηφιακής σχεδίασης, 7,5. Αλλά στη δεύτερη πρόοδο πήρα το αίμα μου πίσω, δεκάρι κι εκεί. Επίσης δεκάρια έχω και στις ασκήσεις της ψηφιακής και στις ασκήσεις της Pascal.»

«Τι είναι η Pascal;»

«Γλώσσα προγραμματισμού για να γράφεις προγράμματα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές» της εξήγησα.

«Τώρα αρχίζεις και μου μιλάς κινέζικα»  μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάσω. «Δε μου λες, έκανες φίλους;»

«Αν έκανα λέει! Καμία σχέση με το γυμνάσιο και το λύκειο! Έχω ήδη τέσσερεις φίλες και τρεις φίλους και… και τον Ανδρέα.»

«Ποιος είναι ο Ανδρέας;»

«Το αγόρι μου!»

«Αχ μεγάλωσε το κοριτσάκι μου. Που είσαι Φοίβο μου να δεις τι κοπελάρα έχει γίνει η εγγόνα σου» είπε συγκινημένη. «Θα σε καμαρώνει από ψηλά, το ξέρω ότι θα σε καμαρώνει!» μου είπε σχεδόν δακρυσμένη.

«Μου είχες λείψει» της είπα και σηκώθηκα και την έσφιξα στην αγκαλιά μου. «Από το καλοκαίρι θα τα λέμε πιο συχνά γιαγιάκα, ένα Σ/κ μέσα στο δίμηνο θα το βρίσκω να έρθω να σας βλέπω όλους εδώ.»

«Ο Στράτος έρχεται τον άλλο μήνα» είπε η γιαγιά.

«Ναι, αρχές Φλεβάρη παρουσιάζεται στο ΓΕΣ. Νομίζω ότι θα έρθει λίγο νωρίτερα, είπε ότι χρειάζεται και κάποιες δουλειές να γίνουν στο σπίτι.»

«Ναι, χρειάζεται. Αν και ο τελευταίος νοικάρης ήταν πολύ καλός, θέλει σίγουρα βάψιμο στους τοίχους και λούστρο στην κουζίνα. Αλλά μη μου αλλάζεις κουβέντα, για πες μου για τον Ανδρέα και τους φίλους σου» είπε δίνοντάς μου και την πορτοκαλάδα μου. «Έχεις φάει τίποτα; Να σου φτιάξω στα γρήγορα δυο αυγά μάτι;»

«Όχι γιαγιάκα, δε χρειάζεται. Έφαγα το βράδυ στο καράβι, είχε ανέλπιστα νόστιμο φαγητό. Μπακαλιάρος αλά Σπετσιώτα. Το είχαν κάνει αρκετά πικάντικο αλλά κατά τα άλλα ήταν πολύ νόστιμο.»

«Μάντεψε τι θα σου φτιάξω σήμερα!»

«Τι;;;» τη ρώτησα με αγωνία.

«Μαγειρίτσα» μου είπε και σχεδόν χοροπήδησα από τη χαρά μου.

«Ναιιιιιιιι! Μαγειρίτσα!!!!» είπα χτυπώντας παλαμάκια και κάνοντας τη γιαγιά μου να βάλει τα γέλια.

«Εσύ μαγειρεύεις στην Κρήτη ή τρως σε εστιατόρια;»

«Συνήθως μαγειρεύω αλλά τρώμε και απ’ έξω μη νομίζεις. Γιαγιά, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο τεράστια είναι τα σουβλάκια στο Ηράκλειο. Δε σου κάνω πλάκα, τέσσερις μήνες τώρα, δεν έχω καταφέρει να φάω ένα ολόκληρο. Όχι ότι πάει χαμένο, να είναι καλά ο Σίμπα.»

«Α ναι, ο σκύλος που έχει η σπιτονοικοκυρά σου. Μου είχε πει η μάνα σου γι’ αυτόν, έλεγε ότι την περνούσε σε μπόι.»

«Εδώ περνάει στο ύψος μια από τις φίλες μου που είναι 1,80, όχι εμένα και τη μαμά! Τώρα βέβαια ποιανού σκύλος είναι σηκώνει κουβέντα. Εννοώ ότι ξημεροβραδιάζεται μπροστά από την πόρτα μου μαζί με την υπόλοιπη αγέλη και η κυρά-Ματούλα λέει ότι εκείνη δεν την ακούει όπως εμένα!»

«Ποια αγέλη;» ρώτησε με απορία η γιαγιά.

«Αυτό πρέπει κάπως να το τραβήξω φωτογραφία για να το δεις και να το πιστέψεις. Έχει υιοθετήσει τρία γατάκια, δηλαδή το Σεπτέμβρη ήταν γατάκια, έχουν αρχίσει και μεγαλώνουν. Έπρεπε να τους δεις να κοιμούνται αγκαλιά ή να σκαρφαλώνουν στο κεφάλι του σαν τους παπαγάλους στον ώμο των πειρατών. Και τρώει και πολύ ο μούργος, ευτυχώς το φαγητό του το πληρώνει η κυρά-Ματούλα γιατί εγώ θα έπεφτα έξω. Τα σακιά των 15 κιλών βγάζουν-δε βγάζουν δύο εβδομάδες! Εγώ πληρώνω μόνο τις γατοτροφές, δε μου έκανε καρδιά να τις αφήσω έτσι.»

«Ναι αλλά πάλι μου αλλάξαμε θέμα. Για πες μου για τον Ανδρέα και τους φίλους σου.»

«Είναι γείτονας! Πίσω από τη Μέλισσα μένει. Συναντηθήκαμε τυχαία ένα πρωινό στο κυλικείο και…» της είπα και της εξιστόρησα τα καθέκαστα, αρχίζοντας με αναδρομή σε εκείνο το σαββατόβραδο στα τέλη του Νοέμβρη του 1989. Όταν τελείωσα τη διήγηση η γιαγιά μου είχε ένα χαμόγελο από το ένα αφτί μέχρι το άλλο.

«Όχι απλά την έχεις δαγκώσει τη λαμαρίνα…»

«Αχ μωρέ γιαγιά, τώρα νομίζεις ότι τη δάγκωσα τη λαμαρίνα; Δαγκωμένη την είχα από εκείνο το πάρτι… Ούτε που θα μπορούσα να το διανοηθώ ότι ένα αγόρι σαν τον Ανδρέα θα καταδεχόταν να με κοιτάξει.»

«Μια χαρά ήσουν πάντα, απλά σαν τον παππού σου είσαι αγύριστο κεφάλι.»

«Δεν το ένιωθα έτσι γιαγιάκα. Ξέρεις… ο Ανδρέας ήταν το πιο όμορφο αγόρι στο σχολείο, σχεδόν όλες ήταν ερωτευμένες μαζί του και με τον Μαλεβίτη.»

«Κάτσε, αυτός εδώ πιο πάνω δε μένει; Ο γιος των καθηγητών δεν είναι;»

«Ναι αυτός είναι. Με τον Ανδρέα ήταν τα πιο όμορφα αγόρια στο σχολείο. Να φανταστείς η φίλη της αδερφής του, η Μαίρη, ήταν τρελά και παλαβά ερωτευμένη με τον Ανδρέα και αυτός δεν της είχε ρίξει ούτε μια δεύτερη ματιά. Και η Μαίρη δεν ήταν απλά όμορφη… μετά τη Μαρκετάκη, που έτσι κι αλλιώς ήταν πέραν συναγωνισμού, ήταν το πιο όμορφο κορίτσι στο σχολείο.»

«Α, την ξέρω και αυτήν, στο πάνω στενό μένουν.»

«Άρα την έχεις δει… Σε ένα σχολείο που υπήρχε η Μαρκετάκη ή η Μαίρη, ή ακόμα και η Σοφία με την οποία είχε φάει σκάλωμα ο Ανδρέας, πού να φανταστώ ότι θα γύρναγε να με κοιτάξει. Και όμως γιαγιά… όχι απλά με κοίταξε, με είδε! Με είδε!» της είπα δακρυσμένη.

«Όλοι σε βλέπαμε, αγάπη μου. Μόνο εσύ δεν έβλεπες τον εαυτό σου.»


27. Η Αθήνα τη νύχτα

Ανδρέας

Έφτασα στο σπίτι και πάρκαρα απ’ έξω, στο πάρκινγκ ήταν το νέο μας αυτοκίνητο. Ήταν κουκλί το νέο Carina 2.0 E-GTS. Από τη μαμά του έβγαζε κοντά 160 άλογα αλλά ο μπαμπάς, όπως και το Θρασύβουλα, το είχε πειράξει, το δικό μας έβγαζε 227 άλογα και τελίκιαζε στα 220. Ήθελα σαν τρελός να το δοκιμάσω. Πολύ θα ήθελα να το κυκλοφορήσω σήμερα αλλά εκεί που θα πηγαίναμε ο Θρασύβουλας βόλευε περισσότερο για παρκάρισμα.

Δε βαριέσαι, μπορεί να το έπαιρνα το μεσημέρι να το πάω καμιά βόλτα, ίσως μέχρι τον Άγιο Στέφανο, από την Φιλαδέλφεια και μετά η Εθνική άνοιγε οπότε αν δεν είχε κίνηση θα μπορούσα να το γκαζώσω, τουλάχιστον μέχρι τον Άγιο Στέφανο. Μόλις το καλοκαίρι είχε δοθεί στην κυκλοφορία η βύθιση της Εθνικής στο ύψος της Καλυφτάκη και τα φανάρια είχαν καταργηθεί, όπως και αυτά στο ύψος της νέας Φιλαδέλφειας δύο χρόνια πριν.

Είχα ακούσει πως θα γκρέμιζαν τις παλιές διπλές ανά ρεύμα γέφυρες και θα έφτιαχναν νέες, με τέσσερις λωρίδες η κάθε μία στην Εθνική μετά τους Αγίους Αναργύρους και θα έκλειναν τελείως τον Κηφισό αλλά αυτό ήταν ακόμα μακριά. Δηλαδή τι μακριά, δεν ήξερα καν αν θα γίνει, απλά το είχα ακούσει από τον πατέρα μου που είναι ανώτατο στέλεχος σε μια μεγάλη και πολύ γνωστή κατασκευαστική. Μια χαρά όλα αυτά, μόνο η γαϊδουρινή του άρνησή να πάρει εταιρικό αυτοκίνητο μου την έδινε. Ρε άνθρωπε, δεν λέω, καλή η Toytota αλλά από τη δουλειά σου δίνουν Mercedes, δηλαδή γιατί;

Τέλος πάντων, ο κάθε άνθρωπος με τα κολλήματά του. «Δε θα γίνω εγώ σαν τους άλλους τους χαλβάδες» ήταν η μόνιμη επωδός του. Η αλήθεια είναι ότι είχε περάσει πολύ φτωχική παιδική ηλικία και είχε μάθει από μικρός να είναι ολιγαρκής. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι από εμένα ή την Ευτυχία έλειψε τίποτα η παιδαγωγική του μέθοδος στηριζόταν στο «Τα λεφτά τα έχουμε εγώ και η μητέρα σας, όχι εσείς.» Έτσι, αναγκαστικά και μη, και εγώ και η Ευτυχία μάθαμε από μικροί να είμαστε πολύ προσεκτικοί στο πως καταναλώναμε το χαρτζιλίκι μας, το οποίο ωστόσο οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν αρκετά μεγαλύτερο από αυτά των φίλων μας.

Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και πήρα το σακβουαγιάζ μου από το πίσω κάθισμα. Άνοιξα την πόρτα της αυλής και μπήκα μέσα. Αχ, μου είχε λείψει το σπιτάκι μου. Ανέβηκα στον πρώτο και άνοιξα με τα κλειδιά μου. Μάλλον κοιμόντουσαν ακόμα όλοι, πήγα στο δωμάτιό μου και έβγαλα τα πράγματα μου και τα ταχτοποίησα. Άφησα σημειώσεις, τετράδια και ένα βιβλίο πάνω στο γραφείο μου και πήρα τη σακούλα με τα άπλυτα και πήγα και τα άδειασα στο καλαθάκι. Η Ευτυχία κοιμόταν του καλού καιρού στο δωμάτιό της. Πήγα στο δωμάτιο των γονιών μου, κοιμόντουσαν και εκείνοι. Στάθηκα στην πόρτα και τους φώναξα.

«Μαμά, μπαμπά;» τους

«Αγόρι μου!» είπε η μητέρα μου και πετάχτηκε σαν ελατήριο από το κρεββάτι και ήρθε και με πήρε αγκαλιά και με φίλησε. «Μαρίνο! Μαρίνο!» φώναξε τον πατέρα μου. «Ξύπνα, ήρθε ο Ανδρέας.»

«Γιαβρί μου!» μου είπε με το αγαπημένο του χαϊδευτικό και σηκώθηκε και εκείνος και ήρθε και με πήρε αγκαλιά και με φίλησε. «Πώς ήταν το ταξίδι σου;»

«Πολύ ωραία ήταν. Καθίστε να πάω να σας φτιάξω δύο καφεδάκια να σας τα πω!» τους είπα. Μικρότερος λάτρευα αυτά τα πρωινά ξυπνήματα Σαββάτου και Κυριακής όπου έφτιαχνα καφέ στη μαμά και στο μπαμπά. Ελληνικό, μόνο ελληνικό!

«Τον δικό μου μέτριο Ανδρέα» είπε ο μπαμπάς μου. «Εντολή γιατρού.»

«Γιατί;» τον ρώτησα κάπως ανήσυχος.

«Είχα λίγο ψηλό το ζάχαρο και ο γιατρός μου είπε να ελαττώσω τα γλυκά. Του ξεκαθάρισα πάντως ότι στον καφέ η μόνη μου υποχώρηση είναι να είναι μέτριος, παρακάτω δεν έχει!»

«Ουφ, εντάξει. Λοιπόν, πάω να σας φτιάξω τα καφεδάκια σας.»

«Η Ευτυχία ξύπνησε;» με ρώτησε η μαμά.

«Όχι, κοιμάται του καλού καιρού. Θα της φτιάξω και εκείνης ένα καφεδάκι και θα πάω να της κάνω στρατιωτικό ξύπνημα!» τους είπα χαχανίζοντας. Μου είχαν λείψει όλοι, και οι γονείς μου και η αδερφή μου.

Πήγα μέσα και έφτιαξα δύο ελληνικούς για τους γονείς μου, προσέχοντας αυτή τη φορά μη τους μπερδέψω, καθώς η μάνα μου συνέχιζε να τον πίνει γλυκύ βραστό. Έφτιαξα και ένα φραπέ σκέτο στην Ευτυχία, απορώ πως μπορεί και το πίνει αυτό το πράγμα. Πήγα στο σαλόνι και άφησα τα φλυτζάνια και το ποτήρι με τον καφέ της Ευτυχίας και πήγα στο δωμάτιο για να την ξυπνήσω.

«Ξύπνα βοϊδούρι! Ήρθε ο αδερφός σου από την ξενιτιά!» της είπα σκουντώντας την δυο-τρεις φορές, η Ευτυχία αργούσε να πάρει μπρος!

«Καλημέρα!» μου είπε χαμογελαστή όταν bootαρε και σηκώθηκε από το κρεββάτι. «Καλώς τον ξενιτεμένο!!» μου είπε και με έσφιξε στην αγκαλιά της και με φίλησε.

«Και όχι απλά ήρθα από την εξωτική βόρεια Αφρική αλλά σας έχω φτιάξει και την καφεδάρα σας. Έλα πάμε, έχουν ξυπνήσει και ο μπαμπάς και η μαμά!»

«Έρχομαι σε πέντε λεπτά!. Allez!» μου είπε και με πέταξε με τις κλωτσιές από το δωμάτιό της για να αλλάξει. Πήγα στο σαλόνι όπου στο μεταξύ είχαν καθίσει οι γονείς μου, φορώντας και οι δυο τους ρόμπες.

«Έρχεται σε λίγο και η Ευτύχω» τους ενημέρωσα.

«Για πες, πώς είναι τα πράγματα στο νησί;» με ρώτησε ο μπαμπάς μου.

«Από τότε που μου έστειλες το αυτοκίνητο η ζωή μου έχει βελτιωθεί δραματικά» του είπα. «Και μόνο που μπορώ και πηγαινοέρχομαι στο ΙΤΕ ή μπορώ να κατεβαίνω στο κέντρο ή να πηγαίνω για ψώνια χωρίς να χρειάζεται να ξεροσταλιάζω στις στάσεις είναι τεράστια βελτίωση!»

«Προλαβαίνεις με το ΙΤΕ και τα μαθήματα;» με ρώτησε η μητέρα μου.

«Έχω ζοριστεί αρκετά είναι η αλήθεια αλλά έχω πάει εξαιρετικά. Θυμάστε που σας έλεγα ότι καλώς εχόντων των πραγμάτων, τον Ιούνη θα πάρω πτυχίο; Ε, είμαι πολύ κοντά στο στόχο. Έχω πάει εξαιρετικά και  αυτό το εξάμηνο, θα ανεβάσω και άλλο το μέσο όρο μου. Μέχρι τώρα ήταν 9,2, υπολογίζω ότι αν πάνε όλα καλά στο τέλος του εξαμήνου θα έχω γύρω στο 9,3 ή 9,4. Ουσιαστικά μου έχουν μείνει τα μαθήματα αυτού του εξαμήνου και μετά άλλα τέσσερα και τέλος!»

«Μπράβο αγόρι μου!» μου είπε ο πατέρας μου.

«Μα εσύ είσαι στο τρίτο έτος, πώς θα πάρεις πτυχίο;» με ρώτησε η μητέρα μου.

«Γιατί μετράει ως έτος και το 1990 παρόλο που δεν παρακολούθησα. Τυπικά είμαι τεταρτοετής, οπότε εφόσον έχω πάρει τις μονάδες θα μπορέσω να πάρω και το πτυχίο.»

«Θα πας φαντάρος μετά, όπως έλεγες;» με ρώτησε ο πατέρας μου.

«Αυτή ήταν αρχικά η ιδέα αλλά τώρα έχω αρχίσει και το σκέφτομαι. Δουλεύω ήδη στο ΙΤΕ και εφόσον πάρω το πτυχίο τον Ιούνη θα μπορέσω να εργαστώ full time, οπότε έστω και οι έξη μήνες διακοπής για το στρατό θα με αφήσουν πίσω.»

«Δε θα κάνεις μεταπτυχιακό;» με ξαναρώτησε ο πατέρας μου.

«Φυσικά και θα κάνω!» του απάντησα. «Ήδη έχω περάσει κάμποσα μεταπτυχιακά μαθήματα ως επιλογής, αυτά δε θα χρειαστεί να τα ξαναδώσω. Θα περάσω και τα υπόλοιπα για το τυπικό του Master και η εργασία που κάνω στο ΙΤΕ θα είναι και μεγάλο κομμάτι του διδακτορικού. Έχω μπει σε μια τροχιά και ο στρατός θα με πετάξει έξω, γι’ αυτό έχω αρχίσει και το ξανασκέφτομαι.»

«Να κάνεις ό,τι θεωρείς απαραίτητο!» είπε ο μπαμπάς μου. «Πάντως έχε υπόψη πως με τη νέα νομοθεσία μπορείς να κάνεις δύο διαδοχικά καλοκαίρια στρατό, τρεις μήνες τη φορά, μιας και έχεις διπλή υπηκοότητα.»

«Απαπαπα, δεν υπάρχει να θυσιάσω τα καλοκαίρια μου, ειδικά τώρα που έχω και αυτοκίνητο και… και κορίτσι!»

«Επιτέλους φτάσαμε στο διά ταύτα!» είπε ο μπαμπάς μου χαζογελώντας. «Ρε, πες που θα το αφήσω το κορίτσι να τρέχω στο στρατό και άσε τα σάπια λάχανα!»

«Χαχαχα όχι ότι η Φοίβη δεν είναι σημαντικό μέρος της απόφασης αλλά και τα υπόλοιπα που σου είπα ισχύουν. Βασικά, αν δεν είχα τη Φοίβη θα μπορούσα να κάνω αυτά τα δύο καλοκαίρια και να ξεμπερδεύω με τη μαμά πατρίδα αλλά τώρα….»

«Τώρα πια… είσαι ανάμνηση παλιά, κίτρινο γράμμα στο συρτάρι» τραγούδησε ο πατέρας μου δουλεύοντάς με κανονικά και με το νόμο!

«Απαρτία!» άκουσα την Ευτυχία να λέει μπαίνοντας στο σαλόνι.

«Εμείς μαμαζέλ εδώ ήμασταν» είπε ο μπαμπάς «εσύ κοιμόσουν του καλού καιρού!»

«Διαδόσεις!» είπε η Ευτυχία. «Με ξύπνησε πριν λίγη ώρα ο κανακάρης σου! Αχ, ωραία, μου έφτιαξε και καφεδάκι ο γλυκούλης!» είπε χαμογελώντας.

«Αμέ, στον έταξα, δεν στον έταξα; Έτσι θα σε άφηνα;»

«Αααχ, τη δροσιά του να έχεις» ήπιε τραβώντας μια γερή ρουφηξιά από το καλαμάκι. «Τι λέγατε;»

«Για τον ερωτευμένο πιγκουίνο» είπε χωρίς έλεος ο πατέρας μου.

«Που δεν ντράπηκε ολόκληρος γάιδαρος να το ρίξει στις μικρούλες! Το ξέρετε ότι η Φοίβη ήταν συμμαθήτριά μου στο γυμνάσιο;»

«Μας το είχες πει! Η κόρη του στρατιωτικού δεν είναι; Θα σε αφαλοκόψει φουκαρά μου αν το μάθει» μου είπε ο πατέρας μου.

«Χα, του το έχει πει του ταξιαρχούκου!» τους είπα. «Μου είπε πως ξεροκατάπιε λίγο αλλά το ξεπέρασε. Άλλωστε με τους βαθμούς που έχει η Φοίβη, δε θα μπορούσε να πει και τίποτα. Η κυρία αν συνεχίσει να παίρνει τους βαθμούς που παίρνει θα έχει μεγαλύτερο μέσο όρο από το δικό μου. Μέχρι στιγμής ο χειρότερος βαθμός της είναι ένα 9άρι, όλα τα άλλα είναι δεκάρια!»

«Δε μου κάνει εντύπωση» είπε η Ευτυχία. «Ήταν η καλύτερη μαθήτρια όλου του γυμνασίου. Είχε σταθερά πάνω από 19,7.»

«Εσύ πως τα πας μαντάμ με τα δικά σου μαθήματα;»

«Δεν είμαι Φοίβη να έχω μόνο δεκάρια μέχρι στιγμής αλλά γενικά πάω κι εγώ πολύ καλά. Ένα 8,5, δύο 9άρια και δύο δεκάρια.»

«Και μπράβο σου!»

«Για πες, τι κάνει η Φοίβη;»

«Μια χαρά είναι, το απόγευμα της είπα να πάμε όλοι μαζί για καφεδάκι. Το βράδυ λέμε να πάμε Παλένκε με μια άλλη συμφοιτήτριά μας που είναι από Αθήνα.»

«Για καφεδάκι πολύ ευχαρίστως» είπε η Ευτυχία «αλλά για το βράδυ έχω κανονίσει!»

«Καλά, δεν πειράζει. Αύριο λέμε να πάμε Boom-Boom, μπορείς να έρθεις κι εσύ!»

«Εγώ σε αντίθεση με εσένα που κάνεις τον τουρίστα έχω μάθημα τη Δευτέρα!»

«Τέλος πάντων. Δεν θα την αναγνωρίσεις, όταν την δεις. Έχει ψηλώσει κι άλλο, δεν φοράει πλέον πατομπούκαλα—έκανε εγχείρηση πέρσι—δε φοράει πια σιδεράκια και έχει βάψει τα μαλλιά της κόκκινα, μέχρι τους ώμους. Εγώ, θυμάσαι που στο είχα πει, ανέκαθεν τη θεωρούσα γλυκούλα, τώρα είναι κουκλί σκέτο!»

«Όχι απλά την έχει δαγκώσει τη λαμαρίνα, φτύνει και τα κουκούτσια» παρατήρησε η μητέρα μου.

«Τώρα τη δάγκωσε;» είπε η Ευτυχία. «Από τη βραδιά του πάρτι την είχε δαγκώσει, νομίζεις ότι δε σε είχαμε πάρει χαμπάρι μεσιέ;» δήλωσε και έγινα κόκκινος σαν παντζάρι. «Τρία χρόνια δεν τον είχα δει ούτε μια φορά να έρχεται στο κτίριό μου και μετά το πάρτι όλο σε μένα ερχόταν για κάτι δήθεν σημαντικό και ήταν πάντα χαζομάρες. Αν τους έβλεπες πως ήταν και οι δυο τους όταν μιλούσαν στο διάδρομο, θα καταλάβαινες. Μόνο οι ίδιοι δεν το είχαν πάρει χαμπάρι. Και μας το έπαιζε και ερωτευμένος με τη Σοφία, ο παιδεραστής!»

«Δεν είχα κάνει τίποτα με την Φοίβη» απάντησα κατακόκκινος.

«Αυτό θα σου έλειπε, 17 χρονών γάιδαρος με τη Φοίβη που ήταν τότε 14 χρονών κοριτσάκι!» είπε η Ευτυχία.

«Τώρα όμως είναι 18+ οπότε κομμένο το δούλεμα» είπα αρκετά εκνευρισμένος.

«Έλα χαζούλη σε πειράζω» είπε η Ευτυχία. «Αλλά το ότι είχες τσιμπηθεί μαζί της δεν το παίρνω πίσω, θα έπρεπε να είσαι στραβός να μην το δεις. Η Μαίρη είχε φάει τα λυσσιακά της, χαχαχαχα» συμπλήρωσε.

Το κωλόπαιδο με διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο και εγώ δεν είχα πάρει χαμπάρι… «φτου σου,» έφτυσα τον εαυτό μου από μέσα μου, «το έπαιζες και έξυπνος.» Οι γονείς μας στο μεταξύ παρακολουθούσαν το πινγκ-πονγκ μεταξύ εμού και της Ευτυχίας, χαμογελώντας.

«Μπαμπά, έχεις να πας πουθενά το μεσημέρι; Θέλω να πάω μια βόλτα το καινούργιο αυτοκίνητο» είπα αλλάζοντας κουβέντα. «Είναι κουκλί!»

«Όχι, δεν έχω να πάω κάπου αλλά Ανδρέα θέλω να προσέχεις. Ανοίγει πολύ πιο γρήγορα από το παλιό και είναι αρκετά πιο βαρύ.»

«Θα προσέχω, μην ανησυχείς!» του είπα. «Και δε θα πάω και κανένα ταξίδι, ίσα μέχρι τον Άγιο Στέφανο και θα γυρίσω. Έλα κι εσύ μαζί!»

«Όχι, πάρε την αδερφή σου ή τη Φοίβη σου και πηγαίνετε.»

«Εχμ…» είπα… αν έμπαινε μέσα η Φοίβη θα μ’ έκραζε έτσι και το πάταγα, δεν της άρεσε να τρέχω.

«Χμμμ. Δε σε αφήνει να τρέχεις ε; Μπράβο της!» είπε ο πατέρας μου. «Με τη Φοίβη ή καθόλου, να έχω και το κεφάλι μου ήσυχο!»

«Ουφ, καλά, με τη Φοίβη αν μπορεί!»

«Αν δεν μπορεί και αύριο μέρα είναι» μου είπε ο πατέρας μου.

«Μα τη Δευτέρα φεύγει, πάει Χίο!» του είπα με απόγνωση.

«Γι’ αυτό φρόντισε να κάνεις τις βόλτες σου μαζί της σήμερα ή αύριο» μου είπε χαμογελώντας πειρακτικά. Κάνε μπαμπά να δεις καλό, δε λέω τίποτε άλλο!

Μετά τον καφέ μας ξεκινήσαμε να κάνουμε κάποιες δουλειές που είχαν να γίνουν. Εγώ και ο πατέρας μου κατεβήκαμε και καθαρίσαμε τον κήπο και την αυλή, προχθές φυσούσε και έβρεχε και είχε γεμίσει με φύλλα και λάσπες. Βοήθησα επίσης τον πατέρα μου και καθαρίσαμε τα λούκια της κεραμοσκεπής ενώ η μαμά με την Ευτυχία έπλυναν τα μπαλκόνια. Σήμερα είχε και λαϊκή στον άγιο Αντώνη, πήγα με τη μητέρα μου για να τη βοηθήσω και όταν γυρίσαμε πέταξα την Ευτυχία στην Ευαγγελίστρια, που είχε να συναντηθεί με κάποιες φίλες της. Όταν γύρισα βρήκα τη μητέρα μου στην κουζίνα με τον πατέρα μου να της κρατάει συντροφιά και να τη βοηθάει.

«Γεμιστά;» είπα νιώθοντας τα σάλια μου να τρέχουν.

«Ε, θα σε αφήναμε πρώτη μέρα χωρίς το αγαπημένο σου φαγητό;» είπε η μητέρα μου χαμογελώντας.

«Για πες, πώς είναι η δουλειά;» με ρώτησε ο πατέρας μου.

«Πολύ καλά, ετοιμαζόμαστε για paper σε δυναμική πληθυσμών. Εκεί που έλεγα ότι ξέμπλεξα με τα μαθηματικά στην 3η λυκείου, τα έφαγα με το κουτάλι στο πανεπιστήμιο. Και όχι μόνο προσαρμοσμένα σε εμάς, να φανταστείς έχω πάρει τρία-τέσσερα μαθήματά τους, απειροστικούς, θεωρία προσεγγίσεων και αριθμητική ανάλυση. Είδα κι έπαθα, ειδικά στην θεωρία προσεγγίσεων. Και τέλος πήρα και θεωρία πιθανοτήτων γιατί η Στατιστική που κάνουμε στο τμήμα είναι αρκετά επιδερμική. Το επόμενο εξάμηνο θα πάρω μαθήματα και από την επιστήμη υπολογιστών, δομές και βάσης δεδομένων και αλγόριθμους και πολυπλοκότητα. Θα μου βγάλουν και αυτά την ψυχή κατά πάσα πιθανότητα καθώς, όπως και με τη θεωρία προσεγγίσεων, δεν έχω το απαραίτητο υπόβαθρο. Ευτυχώς δεν χρειάζεται να τα περάσω, εννοώ δε χρειάζομαι τις μονάδες τους για να πάρω πτυχίο.»

«Τα αγαθά κόποις κτώνται» μου είπε. «Γι’ αυτό σας καμαρώνουμε και εσένα και την αδερφή σου. Και εγώ και η μητέρα σου είμαστε πολύ περήφανοι για εσάς!»

«Σας ευχαριστώ» τους είπα σχεδόν κόκκινος. «Να δείτε κάτι υπολογιστές θηρία που χρησιμοποιούμε στο εργαστήριο, ο πιο φτηνός κάνει πάνω από πέντε εκατομμύρια!»

«Τους αγάπησες, ε;» με ρώτησε ο πατέρας μου και πάλι.

«Είναι να μην τους αγαπήσεις; Αυτό τον καιρό φτιάχνω ένα πρόγραμμα για μοντελοποίηση των μετρήσεων. Αυτό που πλέον το πρόγραμμά μου το κάνει σε δυο-τρεις ώρες, παλιότερα τρώγαμε μερόνυχτα ολόκληρα να τα κάνουμε με το χέρι *επίσης* με βοήθεια εξειδικευμένων προγραμμάτων, όπως το SPSS.»

«Α, αυτό το ξέρω κι εγώ!» είπε ο πατέρας μου. «Δεν το έχω χρησιμοποιήσει, το είχα δει όταν έπρεπε να κάνω εγκρίσεις προϋπολογισμού. Κάτι με στατιστική δεν έχει να κάνει; Αυτό μου είχαν εξηγήσει.»

«Ναι, είναι πρόγραμμα στατιστικής. Στο πανεπιστήμιο έχουμε και το macsyma και το Mathematica και την Matlab. Το πρόγραμμα που σου λέω το έχω γράψει σε Matlab και Fortran με δεδομένα που εξάγονται μετά από κανονικοποίηση από το SPSS και μετά τα εισάγουμε πάλι στο SPSS για ελέγχους ευστάθειας. Υπολογιστική βιολογία ήθελα, ας πρόσεχα!»

«Ανδρέα, μετάνιωσες που δεν έδωσες και τρίτη φορά για ιατρική;» με ρώτησε η μητέρα μου.

«Όχι, καθόλου. Αν ήθελα ιατρική θα μπορούσα να δώσω κατατακτήριες τον Ιούνη. Το είχα σκεφτεί στην αρχή, μη νομίζεις, αλλά η βιολογία με τράβηξε για τα καλά. Αν είχα τα μυαλά που έχω τώρα δε θα έχανα ένα χρόνο από τη ζωή μου για να ξαναδώσω πανελλήνιες και να χαντακωθώ ξανά σε έκθεση και τη δεύτερη χρονιά στη φυσική. Έχω δύο φίλες πάντως που σκοπεύουν να κάνουν ακριβώς αυτό, μετά το πτυχίο τους να δώσουν κατατακτήριες. Εγώ πλέον το σκέφτομαι και ανατριχιάζω!»

«Ωραία! Μου αρκεί ότι είσαι ευχαριστημένος με αυτό που επέλεξες» μου απάντησε χαμογελαστή.

«Ναι, είμαι!»

«Δε μου λες; Μπορείς να πεταχτείς μέχρι το φούρνο απέναντι από τον παλιό ταξιάρχη;»

«Φυσικά» της απάντησα «το ρωτάς; Αλλά γιατί εκεί και όχι στον άγιο Αντώνη;»

«Α, δεν το είδες, που να το δεις. Κάνει εργασίες στο μαγαζί, θα είναι κλειστός μέχρι και τα μέσα Γενάρη.»

«Εντάξει, πόσο να πάρω;»

«Ένα κιλό χωριάτικο» είπε η μητέρα μου.

Πήγα στο σαλόνι αλλά πριν βγω έξω είπα να πάρω τηλέφωνο τη Φοίβη, άλλωστε θα περνούσα από τη γειτονιά της.

«Παρακαλώ;» άκουσα μια φωνή από ηλικιωμένη γυναίκα στο τηλέφωνο, θα πρέπει να ήταν η γιαγιά της.

«Καλησπέρα σας» της είπα. «Θα μπορούσα να μιλήσω με τη Φοίβη; Πείτε της ότι τη ζητάει ο Ανδρέας!»

«Εσύ είσαι ο Ανδρέας!» μου είπε στο τηλέφωνο και δεν ήξερα πως να αντιδράσω.

«Ναι, εγώ είμαι» της απάντησα χαμογελαστός.

“Κάτσε να τη φωνάξω.» είπε και κατέβασε το ακουστικό. «Φοίβη;» την άκουσα να λέει. «Το αμόρε σου!» συνέχισε κάνοντάς με να χαμογελάσω σα χαζός.

«Μωρουλίνι μουυυυυυυυ» άκουσα την ενθουσιασμένη φωνή της στο τηλέφωνο.

«Τακτοποιήθηκες;»

«Ουυυ, τώρα μαγειρεύουμε! Guess what! Η γιαγιά φτιάχνει μαγειρίτσα! Νιαμ νιαμ! Και εγώ τη βοηθούσα για να μάθω πως γίνεται, απαπαπα, πολύ μπελαλίδικο φαγητό!»

«Ψωμί έχετε;»

«Διαβάζεις τις σκέψεις μου τώρα; Μόλις τώρα θα κατέβαινα να πάω στο φούρνο!» μου είπε με απορία.

«Χαχαχα, τα μεγάλα πνεύματα συναντιόνται. Ο φούρνος που πηγαίνουμε συνήθως κάνει εργασίες και είναι κλειστός, οπότε θα έρθω να πάρω από το φούρνο του παλιού ταξιάρχη. Με τα πόδια θα έρθω, οπότε να περάσω να σε πάρω να πάμε παρεούλα, μου έχεις λείψει κιόλας!» της ομολόγησα.

«Ναιιιι!!!!» την άκουσα να λέει και τη φαντάστηκα να χτυπάει ενθουσιασμένα παλαμάκια.

«Ωραία, ξεκινάω τώρα, σε πέντε λεπτάκια θα είμαι εκεί.» Γύρισα προς την κουζίνα. «Πάω τώρα μαμά, θέλουμε τίποτε άλλο;»

«Όχι αγόρι μου» είπε και κατέβηκα κάτω. Μιας και πήγαινα με τα πόδια, κατέβηκα από τη Νικηταρά και από εκεί στη Φιλικών. Ούτε πέντε λεπτά αργότερα ήμουν μπροστά από το σπίτι της Φοίβης που με περίμενε στην αυλή.

«Καλώς την» είπα χαμογελώντας προς την Φοίβη και την πήρα αγκαλιά κα τη φίλησα με πάθος. «Μου έλειψες»

«Κι εμένα μωρουλίνι μου.»

«Δε μου λες, το μεσημεράκι προς απόγευμα έχετε να κάνετε κάτι;»

«Όχι, η γιαγιά συνήθως κοιμάται μεταξύ 16:00 – 18:00, γιατί;»

«Να πάμε βόλτα με το καινούργιο αυτοκίνητο, μέχρι τον Άγιο Στέφανο! Όρος απαράβατος του πατέρα μου, να είσαι κι εσύ μαζί για να μην το γκαζώσω!»

«Σοφός ο πατέρας σου» μου απάντησε παιχνιδιάρικα. «Ναι, μπορούμε να πάμε. Πού είναι ο Άγιος Στέφανος, δε θυμάμαι;»

«Είναι μερικά χιλιόμετρα μετά την Κηφισιά. Λοιπόν, πάμε να πάρουμε το ψωμί;»

«Ναι μωρό μου πάμε!» μου είπε και πήρε το χέρι μου στο χέρι της. Κατεβήκαμε τη Φιλικών και στρίψαμε στην αγίας Λαύρας και την πήραμε μέχρι την εκκλησία των ταξιαρχών. Απέναντι ακριβώς από εκεί ήταν ο φούρνος. Η Φοίβη πήρε μία φραντζόλα του μισού κιλού ενώ εγώ πήρα δύο. Πήραμε και δυο πορτοκαλάδες κουτάκι και περάσαμε απέναντι στην πλατεία και κάτσαμε σε ένα παγκάκι να τις πιούμε. Η ώρα ήταν 13:30, είχαμε ακόμα ώρα. Η Ευτυχία είχε πει ότι θα γυρίσει στις 14:00.

«Για πες, τι κάνει η γιαγιά σου; Μίλησες με τους δικούς σου;»

«Ναι, εννοείται. Τους πήρα τηλέφωνο γύρω στις 09:00. Καλά είναι και η γιαγιά, έχει χαρεί πολύ που το καλοκαίρι επιστρέφουμε. Ε, της είπα πως περνάω στη σχολή, για τα μαθήματα, για τις φίλες… για σένα…» είπε με ντροπαλό χαμόγελο.

«Εμένα να δεις τι χουνέρι μου έκανε η Ευτύχω, παρεμπιπτόντως το απόγευμα θα έρθει για καφέ αλλά για το βράδι έχει κανονίσει η κυρία…» της είπα και της εξιστόρησα τα καθέκαστα. Καθίσαμε για κανένα τεταρτάκι εκεί και την επέστρεψα σπίτι της. «Λοιπόν, θα περάσω κατά τις 16:00» της είπα και αφού τη φίλησα κίνησα να επιστρέψω σπίτι. Ανέβηκα πάνω και άφησα το ψωμί στην κουζίνα.

«Πού χάθηκες εσύ;» με ρώτησε ο πατέρας μου. «Γονατιστός πήγες στον Ταξιάρχη;»

«Όχι, αλλά πέρασα να δω λίγο τη Φοίβη. Ήθελε και εκείνη να πάρει ψωμί και πήγαμε παρεούλα… ε και κάτσαμε λίγο να τα πούμε.»

«Μωρέ καλά στο έλεγα εγώ» είπε μητέρα μου. «Φτύνει και τα κουκούτσια!»

«Και στις 16:00 θα περάσω να την πάρω να πάμε τη βόλτα που λέγαμε.» είπα στον πατέρα μου.

«Κοίτα 19:00 να είσαι πίσω γιατί έχουμε να πάμε κάπου με τη μητέρα σου.»

«Ουυυ, θα είμαι πίσω γύρω στις 18:00, μπορεί και νωρίτερα. Θα πάμε για καφεδάκι το απόγευμα με την Ευτυχία και πρέπει να ετοιμαστούμε. Εμείς το βράδυ θα πάμε κέντρο, σε ένα κλαμπ που παίζει λάτιν. Η Φοίβη είναι ΑΠΙΘΑΝΗ χορεύτρια, δεν αστειεύομαι, και εξίσου ΑΠΙΘΑΝΗ χορεύτρια είναι και η συμφοιτήτριά μας με την οποία θα βγούμε σήμερα και αύριο. Αύριο θα πάμε ντισκοτέκ, θα ακούσουμε μουσική της εποχή σας!» τους είπα πειράζοντάς τους.

«Στη ντισκοτέκ δύσκολο. Αν πήγαινες σε κανένα ροκ μπαρ…» μου είπε ο πατέρας μου που ήταν φανατικός ροκάς και μοιραζόμασταν τα ίδια γούστα, αν και εμένα μου άρεσε και η μέταλ.

Γύρω στις 14:00 ήρθε και η Ευτυχία και καθίσαμε όλοι μαζί στο τραπέζι της κουζίνας να φάμε, κάτι που είχε να γίνει από τις αρχές του περασμένου Σεπτέμβρη. Τα λάτρευα τα γεμιστά της μαμάς, έφαγα και ντομάτα και πιπεριά και κολοκύθι. Δεν άφησα ούτε κόκκο ρυζιού στο πιάτο. Όταν τελειώσαμε μαζέψαμε με την Ευτυχία τα πιάτα και αφού τα ξεπλύναμε τα βάλαμε στο πλυντήριο πιάτων.  Ο μπαμπάς και η μαμά πήγαν στο δωμάτιο τους και άναψαν την τηλεόραση, όχι ότι κατάφερναν να μείνουν ποτέ τους ξύπνιοι όταν το έκαναν. Η Ευτυχία πήγε στο δωμάτιό της για να διαβάσει καθώς την ερχόμενη εβδομάδα είχε πρόοδο. Μη έχοντας τι να κάνω πήγα κι εγώ στο δωμάτιό μου. Η αλήθεια είναι ότι νύσταζα λίγο, είχα βαρύνει. Έβαλα το ξυπνητήρι του ρολογιού μου στις 16:00 και έκλεισα τα μάτια μου. Δεν ήταν το ξυπνητήρι που με ξύπνησε αλλά η Ευτυχία!

«Ανδρέα; Ανδρέα;» άκουσα μια φωνή και με το ζόρι άνοιξα τα μάτια μου.

«Τι;»

«Χτυπάει το ρολόι σου, δεν το ακούς;»

«Χαμπάρι δεν το πήρα. Σ’ ευχαριστώ Ευτύχω μου. Θέλεις να έρθεις για βόλτα μαζί μας με τη Φοίβη, λέμε να πάμε μέχρι άγιο Στέφανο.»

«Όχι, έχω να τελειώσω το διάβασμα. Τι ώρα θα πάμε για καφέ, στις 23:00 έχω δώσει ραντεβού έξω από τα goody’s στο Μπουρνάζι.»

«Έλεγα να πάμε κατά τις 20:00, θα σε κατεβάσουμε εμείς Μπουρνάζι φεύγοντας για Παλένκε.»

«Μια χαρά είναι στις 20:00. Που θα πάμε;»

«Έλεγα Fame.»

«Μια χαρά!»

«Λοιπόν, φεύγω τώρα γιατί έχω τάξει βόλτα στη Φοίβη και έχω αργήσει ήδη πέντε λεπτά!»

Πήρα τα κλειδιά από την κρεμάστρα δίπλα στην πόρτα και κατέβηκα κάτω. Τράβηξα λίγο πίσω το Θρασύβουλα γιατί έκλεινε το parking, τον κλείδωσα και πήγα στο καινούριο. Το εσωτερικό του ήταν εντυπωσιακό και μοντέρνο. Κάθισα στη θέση του οδηγού. Άναψα τα alarms και αργά και προσεκτικά βγήκα έξω. Ίσιωσα το αυτοκίνητο και πάτησα το μηχανισμό για να κλείσει αυτόματα η πόρτα. Όταν το είχαμε βάλει αυτό το μαραφέτι πριν μερικά χρόνια μου είχε φανεί σα μαγεία! Δεν ήμουν με τα πόδια και η Φιλικών ήταν μονόδρομος οπότε πήγα όπως το πρωί, χωρίς ωστόσο αυτή τη φορά να κάνω παράκαμψη στην Αντιφάνους. Έστριψα στην Φιλικών και σταμάτησα με alarms μπροστά από το σπίτι της Φοίβης, η οποία με περίμενε στο πεζοδρόμιο. Σηκώθηκα και βγήκα έξω για να τη χαιρετήσω.

«Συγνώμη που άργησα μωρό μου. Με είχε πάρει ο ύπνος και παρά το ότι είχα βάλει ξυπνητήρι δεν το άκουσα, ευτυχώς το άκουσε η Ευτυχία και με ξύπνησε» της είπα απολογητικά.

«Δεν πειράζει αγαπουλίνι. Καλορίζικο, φτου φτου, είναι πολύ όμορφο! Όχι σαν τον Θρασύβουλα, μην υπερβάλλουμε, αλλά κουκλί!» μου δήλωσε.

«Παρακαλώ περάστε» της είπα και της άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού. Γύρισα κι εγώ στη θέση μου και αφού βάλαμε ζώνες ξεκινήσαμε.

«Καλέ! Αυτό είναι τελείως αθόρυβο!» είπε η Φοίβη.

«Νέες τεχνολογίες μωρό μου. Για βάλε κανένα σταθμό»

«Αν ήξερα κιόλας!»

Σε αντίθεση με του Θρασύβουλα, το ραδιόφωνο εδώ ήταν ηλεκτρονικό. Άνοιξα και της είπα να βάλει Galaxy στους 92. Έπαιξε λίγο με τα κουμπιά, μέχρι που τον βρήκε. Στο μεταξύ εγώ είχα φτάσει στη συμβολή της Μελά με την Εθνάρχου Μακαρίου. Βγήκα προσεκτικά στον κεντρικό και προχώρησα μέχρι τα φανάρια βγάζοντας φλας αριστερά. Δεν είχε κίνηση, τι κίνηση να έχει μεσημεριάτικα Σάββατο. Στρίψαμε κάτω από την γέφυρα. Ο Κηφισός ήταν ακόμα φουσκωμένος, πρέπει να είχε ρίξει πολύ δυνατή βροχή προχθές, σε αντίθεση με το Ηράκλειο που την τελευταία εβδομάδα είχε συνεχώς λιακάδα.

Το νέο αυτοκίνητο ήταν πιο βαρύ, πιο στιβαρό από τον Θρασύβουλα. Ο τελευταίος μπορεί να πιάσει 170 αλλά από τα 120 και πάνω το καταλαβαίνεις. Δεν είχε κίνηση και είχα ανοίξει, χωρίς να το καταλάβω πήγαινα με 150. Χαμήλωσα λίγο ταχύτητα και έπεσα στα 130.

«Γιατί έκοψες;» με ρώτησε η Φοίβη που δεν είχε καταλάβει πόσο τρέχαμε.

«Γιατί πηγαίναμε με 150» της είπα και γούρλωσε τα μάτια της. «Κάπως έτσι ένιωσα κι εγώ, αν δεν έβλεπα το κοντέρ, δε θα το πίστευα!»

«Πόσα πιάνει. Το κοντέρ λέει 240, πιάνει 240;»

«Όχι, μέχρι 220 πάει και αυτό επειδή το έχει πειράξει ο πατέρας μου. Από τη μαμά του φτάνει μέχρι τα 190.»

«Και γιατί δείχνει μέχρι 240;» με ρώτησε ξανά.

«Δεν έχω ιδέα, για λόγους marketing φαντάζομαι… τι να σου πω, δεν είμαι στο μυαλό των γιαπωνέζων!»

Δε μιλήσαμε άλλο μέχρι που πλησιάσαμε το ύψος της Νέας Φιλαδέλφειας, στη στροφή για Αχαρνών. Εκεί ο δρόμος άνοιγε για κάμποσα χιλιόμετρα και ήταν και ουσιαστικά άδειος.

«Φοίβη μου, να το ανοίξω λίγο;»

«Μέχρι τα 170»

Εγώ ήθελα να το τελικιάσω αλλά τι να έκανα; Το άνοιξα και λίγο αργότερα φτάσαμε τα 170, απίστευτο, αν με ρωτούσες θα έλεγα ότι πηγαίνω με 120. Αθόρυβος κινητήρας και βαρύ αυτοκίνητο, αυτά είναι! Πάντως κράτησα το όριο που μου είχε θέσει και έκοψα σταδιακά μέχρι που πέσαμε στα 120. Όταν φτάσαμε στο ύψος της Πίτσας με το Μέτρο, στον κόμβο Καλυφτάκη γύρισα προς τη Φοίβη.

«Μόλις το καλοκαίρι δώσαν την γέφυρα που περάσαμε από κάτω της στην κυκλοφορία. Ξέρεις τι γινόταν εδώ στις εξόδους; Υπήρχαν φορές που έπηζε μέχρι το ύψος της Μεταμόρφωσης, 5-6 χιλιόμετρα πίσω μας. Στις μεγάλες εξόδους, έπηζε σχεδόν από τη Νέα Φιλαδέλφεια.»

«Γιατί;»

«Γιατί είχε φανάρια και στη Νέα Φιλαδέλφεια και εδώ. Πρώτα κατάργησαν τα φανάρια πίσω και μόλις πέρσι έφτιαξαν εδώ και την ανισόπεδη.»

Συνεχίσαμε και κάπου στο 20ο χιλιόμετρο, στο ύψος των 120, της έδειξα το κλαμπ στα δεξιά μας. «Εδώ είναι το Οκτάνιο, είναι πολύ ωραίο κλαμπ αλλά είναι καλοκαιρινό. Θα έρθουμε το καλοκαίρι αν θέλεις, είναι πολύ όμορφα αν και το βράδυ κάνει πολλή ψύχρα!» της είπα. Συνεχίσαμε, περάσαμε κάτω από τη γέφυρα του τραίνου και μετά από λίγο βγήκαμε στην έξοδο του Αγίου Στεφάνου. Είχαμε πει ότι θα γυρίσουμε στις 18:00 και ήταν μόλις 16:30, το αυτοκίνητο φύσαγε. «Δε μου λες, θέλεις να πάμε να δούμε το φράγμα;»

«Αμέ!» είπε χτυπώντας παλαμάκια με ενθουσιασμό. Βγήκαμε στη Λεωφόρο Κρυονερίου και μόλις περάσαμε τις γραμμές, στρίψαμε αριστερά στον Άγιο Στέφανο, ακολουθώντας τις ταμπέλες. Μας πήρε γύρω στα 20 λεπτά να φτάσουμε στο φράγμα και πάρκαρα στο άπλωμα πριν το φανάρι του φράγματος. Ευτυχώς είχαμε πάρει μπουφάν γιατί παρά τη λιακάδα είχε ψύχρα. Κατεβήκαμε και περπατήσαμε όλο το μήκος του φράγματος, περνώντας στη μεριά προς το Καλέντζι.

«Εδώ παλιά είχε μια καφετέρια, είναι χρόνια που έχει ερημώσει. Θυμάμαι που μας είχαν φέρει κάμποσες φορές εδώ οι γονείς μου όταν πηγαίναμε για κάποιο καλοκαιρινό μπάνιο στο Σχοινιά. Βέβαια από αρχές Ιούλη και μετά μας έστελναν στους παππούδες μας το Ναύπλιο, αλλά έχω ακόμα κάμποσες αναμνήσεις από το μέρος.

«Όσο ήμουν δημοτικό το καλοκαίρι είχαμε κάποιους οικογενειακούς φίλους που είχαν εξοχικό στη Χαλκίδα. Πηγαίναμε σχεδόν κάθε σαββατοκύριακο εκεί. Τα ζόρια ήρθαν όταν ήρθαμε στην Αθήνα. Μέναμε στο πατρικό του μπαμπά και πηγαίναμε στις κατασκηνώσεις του Άγιου Ανδρέα, εμένα δε μου άρεσε καθόλου αλλά τι να έκανα; Η εναλλακτική ήταν να πάω να ψηθώ στην εξωτική Καρδίτσα. Βέβαια δεν είχα παράπονο, ο παππούς και η γιαγιά μας πήγαιναν συχνά στην παραλία Λάρισας, και έχει πολύ όμορφες παραλίες εκεί, αλλά αυτά τα ζεστά ατελείωτα μεσημέρια στην ντάλα του κάμπου με έχουν στοιχειώσει. Τελικά το 1987 και αφού γλύτωσε από θαύμα ο παππούς, είχε πάθει θερμοπληξία, αγόρασαν κλιματιστικό.»

«Και εμείς τότε το αγοράσαμε» της είπα. Εμείς ήμασταν Ναύπλιο τον Ιούλιο και όσο και αν έκανε ζέστη είχαμε τη θάλασσα δίπλα και δεν το είχαμε καταλάβει. Τελικά αν θυμάμαι προς τα τέλη Ιούλη οι γονείς μου σηκώθηκαν και κατέβηκαν και αυτοί Ναύπλιο και καθίσαν μέχρι αρχές Αυγούστου. Ε, στα τέλη Αυγούστου ο πατέρας μου γέμισε το σπίτι κλιματιστικά, είχε πληρώσει ένα σκασμό λεφτά… όχι ότι του λείπουν, εδώ που τα λέμε.»

«Το ίδιο έκανε και ο πατέρας μου. Είχαμε χάσει τον παππού μου στις αρχές του Φλεβάρη το ’87 και πήρε την κυρά Λένη με το ζόρι και την έφερε στον Άγιο Ανδρέα μέχρι να περάσει ο καύσωνας. Ήταν αντισυνταγματάρχης τότε, δεν κατάλαβα πως τα κατάφερε όταν εκείνο το καλοκαίρι έμειναν έξω συνταγματάρχες και ταξίαρχοι.»

«Ποιος ξέρει;» ρώτησα στο πουθενά.

Καθίσαμε εκεί μέχρι που έπεσε ο ήλιος και το κρύο έγινε ακόμα πιο τσουχτερό. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήραμε το δρόμο της επιστροφής, γύρω στις 18:00 ήμασταν Περιστέρι. Σταμάτησα μπροστά από το σπίτι της και κατεβήκαμε και οι δύο. Την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα.

«Θα περάσω να σε πάρω στις 20:00. Θα είναι και η Ευτυχία μαζί. Το βράδυ, θα την αφήσουμε στις 23:00 στο Μπουρνάζι, που έχει ραντεβού και θα ανέβουμε κέντρο. Προλαβαίνεις να ετοιμαστείς, έτσι;»

«Ναι μωρουλίνι μου, προλαβαίνω, μην ανησυχείς. Άντε πήγαινε τώρα και τα λέμε στις 20:00» μου είπε. Της έστειλα ένα φιλάκι, χαμογέλασε και μπήκε στον κήπο της. Όταν έκλεισε την πόρτα μπήκα στο αυτοκίνητο και ένα λεπτό αργότερα ήμουν σπίτι. Το έβαλα στο πάρκινγκ και ανέβηκα πάνω.

«Δεν άργησα!» είπα στον πατέρα μου, καθόταν στο σαλόνι.

«Πώς σου φάνηκε;»

«Φυσάει, δεν έχω τι άλλο να πω. Σου είχα πει ότι δεν θα τρέχω αλλά κάποια στιγμή πήγαινα με 150 και δεν το είχα πάρει χαμπάρι. Χαμήλωσα αμέσως ταχύτητα όταν το είδα. Και δεν ήμουν μόνο εγώ που δεν το πήρα χαμπάρι, ούτε η Φοίβη το είχε πάρει και με ρώτησε με απορία γιατί κόβω ταχύτητα. Όταν της είπα με πόσο πηγαίναμε, της έπεσε το σαγόνι στο πάτωμα. Ομολογώ ότι μου έδωσε την άδεια και το πήγα μέχρι 170 αλλά δε με άφησε παραπάνω και δεν το πήγα, αμέσως μετά πάλι έκοψα στα 120. Ε, φτάσαμε πολύ νωρίς στον Άγιο Στέφανο, ούτε 16:30 δεν είχε πάει, οπότε πήγαμε μια βόλτα μέχρι το φράγμα. Πάρκαρα εκεί και σουλατσάραμε πάνω-κάτω μέχρι που πέρασε η ώρα και γυρίσαμε.»

«Χμμμ»

«Πραγματικά μπαμπά, δεν έτρεξα περισσότερο. Ίσα που είδα το 170 και μετά πάλι έκοψα. Καμία σχέση με το παλιό, έφτασα τα 170 και νόμιζα ότι πηγαίνω με 120.»

«Καλώς»

«Λοιπόν, πάω να κάνω ένα μπανάκι και να ετοιμαστώ!»

«Χα-χα, καλή τύχη. Έχουν κάνει κατάληψη, πρώτα η μάνα σου και τώρα η αδερφή σου. Και μετά θα μου γκρινιάζει ότι αργήσαμε πάλι!»

«Πού θα πάτε;»

«Μακάρι και να ‘ξερα.» μου ομολόγησε. «Κάποια γιορτή κάνουν στη δουλειά της μητέρας σου, δεν ξέρω και πολλές λεπτομέρειες, μόνο ότι στις 20:00 πρέπει να είμαστε στο Χίλτον. Οπότε όταν τελειώσει η Ευτυχία θα πρέπει να περιμένεις να μπω κι εγώ.»

«Εντάξει μπαμπά, θα σε περιμένω να τελειώσεις εσύ.»

Η Ευτυχία μας έκανε τη χάρη να βγει γύρω στις 18:40 και ο πατέρας μου πήγε ξεφυσώντας και μουρμουρίζοντας στο μπάνιο. Βγήκε στις 19:00 τουρτουρίζοντας. «Έφαγαν ένα θερμοσίφωνα νερό μάνα και κόρη! Ανδρέα, περίμενε να ζεστάνει, εγώ ξεπλύθηκα με κρύο νερό!» με προειδοποίησε. Πήγα μία τουαλέτα γιατί κόντευα να κατουρηθώ πάνω μου αλλά επέστρεψα στο δωμάτιό μου.

«Δε θα ξυριστείς;» άκουσα τη μητέρα μου να μαλώνει τον πατέρα μου.

«Να μου αφήνατε νερό μάνα και κόρη να ξυριστώ. Τώρα καλά κρασιά!»

Στις 19:30 έφυγαν. Η Ευτυχία ήταν ακόμα στο δωμάτιό της με την πόρτα κλειστή. Αναστέναξα και μπήκα στο μπάνιο. Όταν τελείωσα αποφάσισα κι εγώ να μην ξυριστώ, είχα γένια μερικών ημερών και η αλήθεια είναι ότι μου άρεσαν γιατί κατά τα άλλα έχω αρκετά παιδικό πρόσωπο. Σε αντίθεση με την Ευτυχία εμένα δε μου πήρε ούτε δέκα λεπτά να ετοιμαστώ. Φόρεσα ένα καθαρό τζιν, με κοντομάνικο t-shirt και από πάνω στενό πουκάμισο που το άφησα απ’ έξω. Καθάρισα τα καφέ μου τα παπούτσια και τα φόρεσα. Πήγα και χτύπησα την πόρτα της.

«Ευτυχία, είσαι έτοιμη; Σε 10 λεπτά θα περάσουμε να πάρουμε τη Φοίβη»

«Ναι, έτοιμη είμαι σχεδόν. Σε πέντε λεπτά τελειώνω»

Πράγματι, σε πέντε λεπτά ακριβώς βγήκε από το δωμάτιο. Η Ευτυχία είναι και αυτή καστανόξανθη και γαλανομάτα, όπως κι εγώ. Φορούσε ένα πολύ όμορφο γαλάζιο φόρεμα, το οποίο δεν ταίριαζε ακριβώς με την ροκ καφετέρια που θα πηγαίναμε αλλά μετά είχε και άλλη έξοδο.

«Που θα πάτε, μαντάμ;»

«Buzios» μου απάντησε μονολεκτικά. Clubbing στην παραλιακή η μικρά!

«Και πώς θα πας και θα έρθεις από κεί;»

«Θα έρθει να μας πάρει ένας συμφοιτητής μας από το Μπουρνάζι. Αυτός μένει Πετρούπολη, οπότε δεν τον βγάζουμε και τελείως από το δρόμο του.

«Συμφοιτητές θα είστε;»

«Όχι, θα είναι και η Μαίρη. Πρέπει να τη δεις πως έχει γίνει, μοντέλο.»

«Δε μου άρεσε ποτέ, μου φαινόταν πολύ κρυόκωλη!»

«Είναι που πάθαινε ταράκουλο στην παρουσία σου» μου είπε γελώντας. «Είναι πολύ καλή κοπέλα.»

«Το ξέρω Ευτύχω μου, η κολλητή σου είναι, but still….»

«Δε βαριέσαι, με τα πολλά σε ξεπέρασε. Τέλος πάντων, με τρώει η περιέργεια να δω τη Φοίβη!»

«Θα τη δεις σε λίγα λεπτά. Πάμε;»

Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και έβαλα μπρος. Δυο λεπτά αργότερα πάρκαρα μπροστά από το σπίτι της. Η Φοίβη είχε κατέβει και μας περίμενε. Ήταν σαν άγγελος, φορούσε ένα ανοιχτό μαύρο φόρεμα με εντυπωσιακό ντεκολτέ και σκίσιμο από το ύψος του μηρού μέχρι κάτω. Τα πόδια δεν φαινόντουσαν αλλά από το μπόι κατάλαβα ότι φορούσε τις μεσαίου ύψους γόβες της. Η Ευτυχία ένα ντιριντάχτα το έπαθε.

«Α, στο διάολο!» μονολόγησε. «Αν την έβλεπα στο δρόμο τυχαία ούτε σε 100 χρόνια δεν θα την αναγνώριζα!»

«Στο είπα, δεν στο είπα;»

Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο.

«Ευτυχία!!!!!!» της είπε η Φοίβη και σχεδόν της όρμησε σφίγγοντάς την στην αγκαλιά της. «Πόσα χρόνια! Φτου-φτου, είσαι κούκλα!»

«Τρία χρόνια… πως περάσαν έτσι;» απάντησε η Ευτυχία. «Αν σε έβλεπα στο δρόμο δε θα σε γνώριζα, πραγματικά.»

«Το ασχημόπαπο έγινε κύκνος»

«Είσαι χαζούλα! Ποτέ δεν ήσουν άσχημη, απλά για κάποιο λόγο έδειχνες σα να μη σε ενδιαφέρει καθόλου. Ποτέ δεν ήσουν άσχημη όμως. Το ξέρεις ότι ο ομορφονιός εδώ που τον κυνηγούσε όλο το σχολείο την είχε δαγκώσει τη λαμαρίνα μαζί σου;»

«Ναι, μου το είπε» απάντησε η Φοίβη με ένα χαμόγελο που φώτιζε το πρόσωπό της.

«Για αφήστε την πάρλα και μπείτε στο αυτοκίνητο!» τους είπα. Η Ευτυχία πέρασε πίσω και η Φοίβη κάθισε μπροστά.

«Πού θα πάμε;»

“Fame” της απάντησα μονολεκτικά. Δεν την ήξερε, λογικό είναι. Πήρα τη Φιλικών και στο τέρμα της έκανα αριστερά, περνώντας μπροστά από το σπίτι μου και βγήκα στο φανάρι της Μέλισσας. Στρίψαμε αριστερά και πέντε λεπτά αργότερα στρίψαμε στη Βάρναλη. Η Fame ήταν στη συμβολή της Βάρναλη με τη Μεγάλου Αλεξάνδρου. Προχώρησα λίγο παρακάτω μέχρι να βρω να παρκάρω και ανεβήκαμε στη Fame, η οποία ήταν στον πρώτο όροφο. Στις εξόδους μας στο λύκειο που με έχανες που με έβρισκες, στη fame ερχόμουν με τον Θέμη και την υπόλοιπη παρέα. Και όχι τίποτε άλλο, αλλά ένα από τα τρία αδέρφια που την είχα, Θέμη τον έλεγαν και αυτόν.

Καθίσαμε και παραγγείλαμε τους καφέδες μας. Στην αρχή η Φοίβη δεν ήθελε φραπέ αλλά επέμεινα, σε κανένα μαγαζί μέχρι στιγμής δεν έχω πιει τον καφέ που έπινα στη Fame. Και όπως πάντα, με έβγαλε ασπροπρόσωπο. Η ώρα πέρασε πολύ γρήγορα με την κουβέντα. Της είπαμε τα δικά της, μας είπε και η Ευτυχία τα δικά της. Το παιδί από την Πετρούπολη, ο Κώστας, δεν ήταν απλά συμφοιτητής, ήταν και το πρόσφατο αμόρε της. Εκεί μάθαμε κιόλας ότι η λέξη «μοντέλο» δεν ήταν υπερβολή όσον αφορά τη Μαίρη, ήταν πραγματικό μοντέλο. Κοίτα να δεις. Ψεύτης μην είμαι, ήταν ανέκαθεν εντυπωσιακή και παρά το γεγονός ότι ήταν κολλητή της Ευτυχίας, μου φαινόταν πολύ κρύα. Δεν ξέρω, ίσως είναι και αυτό που είπε η Ευτυχία. Η ετοιμόλογη, σπιρτόζα και με φοβερό χιούμορ Φοίβη ήταν ακριβώς ο τύπος του χαρακτήρα που έψαχνα σε μια κοπέλα.

Στις 22:55 βγήκα κάνοντας τον κύκλο στην 25ης Μαρτίου και την κατεβήκαμε μέχρι που φτάσαμε στην πλατεία του Μπουρναζίου. Σταμάτησα βγάζοντας alarms για να κατέβει η Ευτυχία, για παρκάρισμα ούτε λόγος. Η Φοίβη που καθόταν μπροστά είχε βγει και εκείνη έξω για να μπορέσει να περάσει η Ευτυχία. Εκεί την περίμενε η Μαίρη, που είδε τη Φοίβη και δεν την αναγνώρισε. Είδε εμένα ωστόσο και πλησίασε προς το αμάξι για να χαιρετήσει.

«Δεν άργησα, έτσι;» τη ρώτησε η Ευτυχία.

«Όχι, πάνω στην ώρα ήρθες» της είπε η Μαίρη.

«Ήθελα να στο φυλάξω έκπληξη. Να σε δω, θα την αναγνωρίσεις; Μπορείς να καταλάβεις ποια είναι;» τη ρώτησε δείχνοντάς της τη Φοίβη. Η Μαίρη την κοίταξε καλά-καλά για μερικές στιγμές και τότε της έκανε κλικ

«Ά στο διάολο. Μαρτίνου, εσύ είσαι;» τη ρώτησε μην πιστεύοντας στα μάτια της.

«Αυτοπροσώπως!» της απάντησε η Φοίβη χαρίζοντάς της ένα υπέροχο κουνελίσιο χαμόγελο.

«Τρόμαξα να σε γνωρίσω! Αν δε μου είχε πει η Ευτυχία για σένα και τον Ανδρέα ούτε σε 100 χρόνια δε θα σε γνώριζα. Και εδώ που τα λέμε» παραδέχτηκε «πιο πολύ σε αναγνώρισα επειδή έκανα τη σύνδεση παρά ότι σε κατάλαβα.» Μετά σκύβοντας προς το παράθυρο με χαιρέτησε. «Τι κάνεις εσύ;»

«Καλά είμαι, σήμερα ήρθαμε από Κρήτη.» Κάποιος κόρναρε από πίσω οπότε η Φοίβη χαιρετώντας βιαστικά Ευτυχία και Μαίρη μπήκε στο αυτοκίνητο. «Καλά να περάσετε» τους είπα. «Μαίρη, χάρηκα πολύ που σε είδα!»

«Ομοίως» μου απάντησε και ξεκίνησα γιατί έπεσε και δεύτερο κορνάρισμα.

«Καλά ντε, φεύγουμε!» είπα και ξεκίνησα στρίβοντας στην Κωνσταντινουπόλεως. Από εκεί μετά τα φανάρια της Εθνικής συνέχισα στη Δυρραχίου και από εκεί στην Αγίου Μελετίου μέχρι που βγήκαμε Αχαρνών. Με τα χίλια ζόρια φτάσαμε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και εκεί φάγαμε άλλο ένα τέταρτο μέχρι να καταφέρουμε να βγούμε Βασιλίσσης Σοφίας. Δεν ξέρω πως μας άνοιξε έτσι η σούφρα αλλά βρήκαμε να παρκάρουμε στην Ανακρέοντος, καμιά 50αριά μέτρα από την Ούλαφ Πάλμε όπου ήταν το Παλένκε. Κατεβήκαμε και σε 5 λεπτά, και με 15 λεπτά καθυστέρηση ήμασταν στην είσοδο. Εκεί μας περίμενε η Χριστιάνα, ντυμένη με ένα σκούρο ανοιχτό κόκκινο φόρεμα μέχρι τα γόνατα και κόκκινες γόβες. Από πάνω φορούσε το παλτό της.

«Συγνώμη που αργήσαμε» της είπα. «Είχε πολλή κίνηση ο δρόμος, είδαμε και πάθαμε για να βγούμε από Αχαρνών Αλεξάνδρας και για να περάσουμε την Αλεξάνδρας.»

«Καλώς τους» μας είπε και αγκάλιασε και φίλησε πρώτα τη Φοίβη και μετά εμένα. «Δεν πειράζει, κι εγώ να σας πω μέσα καθόμουν και έβγαινα κάθε πέντε λεπτά να δω αν ήρθατε και γύριζα μέσα. Βασικά έκλεισα και τραπέζι.»

«Σοβαρά;»

«Ναι! Θέλω να χορέψουμε ώσπου να μη μας βαστάνε τα πόδια μας. Ε, βολεύει να έχεις σίγουρο μέρος για να ξεκουράζεσαι!»

«Νιιιιιι» είπε η Φοίβη χειροκροτώντας. «Να χορέψουμε!»

Αν χορέψαμε λέει; Ακόμα κι εγώ που δεν έριξα ούτε καν το ένα τρίτο του χορού που ρίξανε, στο τέλος της βραδιάς ήμουν ξεθεωμένος. Πως το άντεχαν εκείνες, φορώντας μάλιστα και γόβες, ήταν απορίας άξιον. Οι σουσουράδες έδωσαν και πάλι παράσταση αλλά αυτή τη φορά ήταν πιο μετρημένες με τα κεράσματα. Το πόσα ζηλόφθονα βλέμματα τράβηξα πάνω μου εκείνο το βράδυ δε λέγεται, όχι ότι τα παίρνω στα σοβαρά αυτά, αλλά καλού-κακού ένα τηλεφωνικό ξεμάτιασμα θα το ζητούσα από τη γιαγιά Ευτύχω. Αν μη τι άλλο θα την άκουγα και στο τηλέφωνο, μου είχε λείψει.

Γέλασα στη σκέψη του που να ήξεραν τι παράσταση μου είχαν δώσει τη νύχτα οι δυο τους. Η αλήθεια είναι ότι το φως που έμπαινε από το φινιστρίνι δεν ήταν δυνατό αλλά ακόμα και έτσι είδα αρκετά. Και φυσικά πλέον γνώριζα πως είναι το στήθος της Χριστιάνας και μεταξύ μας πολύ θα ήθελα να το δω και υπό πλήρη φωτισμό αλλά… όνειρα, πουλιά μου ταξιδιάρικα. Πάντως οφείλω να ομολογήσω ότι η Φοίβη ήταν πολύ ακριβής στην περιγραφή της, όντος και η Χριστιάνα είχε καταπληκτικά στήθη, αν και μικρότερα από της Φοίβης μου. Η ρόγα της δεν φαινόταν καλά στο σκοτάδι και μέσα από τον καθρέφτη και όχι τίποτε άλλο αλλά προσπαθούσα και να μην κάνω φασαρία γιατί θα είχαμε πολλαπλά εγκεφαλικά.

Φεύγοντας κατά τις 04:30 περάσαμε και από την πλατεία Μαβίλη και δοκιμάσαμε το βρώμικο. Είχε δίκιο η Χριστιάνα, δεν είχα φάει νοστιμότερο. Μισή ώρα αργότερα την αφήσαμε στην άκρη του δρόμου αλλά τα είχαν πιει και είχαν περισσότερο θάρρος μεταξύ τους, έδωσαν η μία στην άλλη ένα γλωσσόφιλο που με έκανε πύραυλο. Εμένα—ω του παραδόξου—με άρπαξε η Χριστιάνα και μου έσκασε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα και έβαλε τα γέλια με τη σαστιμάρα μου και σε λίγο και οι δυο τους κακάριζαν στη μέση του δρόμου, πέντε το πρωί σα να μην τρέχει κάστανο. Ευτυχώς χωρίς «δεν πάω σπίτι μου απόψε» και «Εμπρός Ανδρέα για μια Ελλάδα νέα.»

Όταν με τα πολλά μπήκε και η Φοίβη στο αυτοκίνητο, πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Όταν φτάσαμε Περιστέρι ωστόσο δεν έστριψα στην Τομεζά, συνέχισα στη Σοφοκλή Βενιζέλου.

«Το πέρασες το σπίτι!»

«Το ξέρω!»

«Πού με πας κάθαρμα;»

«Κάπου που μπορώ να σε ξεμοναχιάσω με την ησυχία μου!» της είπα χωρίς να της δώσω περισσότερες λεπτομέρειες.

Πήγαμε στην Τσαλαβούτα και κατεβήκαμε πίσω από τα εργοστάσια και σταμάτησα σε ένα σκοτεινό σημείο και έσβησα το αυτοκίνητο. «Πάμε πίσω» της είπα και βγήκαμε και περάσαμε στο πίσω κάθισμα. Έκλεισα και κλείδωσα της πόρτες και της ρίχτηκα, πραγματικά της ρίχτηκα. Τη φιλούσα σαν να μην υπάρχει αύριο και το χέρι μου το είχα περάσει μέσα από το φόρεμά της και της μάλαζα με δύναμη το στήθος. Ούτε η Φοίβη, ούτε η Χριστιάνα φορούσαν σήμερα σουτιέν και τα φορέματά τους ήταν πολύ αποκαλυπτικά, μου είχαν πεταχτεί τα μάτια έξω για την ακρίβεια. Βάλε και την χθεσινοβραδινή παράσταση, δεν είναι να απορείς που ήμουν σε αναμμένα κάρβουνα όλο το βράδυ.

Όχι ότι η Φοίβη πήγαινε πίσω, να είναι καλά το σκίσιμο που είχε το φόρεμά της και το χέρι μου πέρασε εύκολα από μέσα χαϊδεύοντας το μουνάκι της. Ήταν μούσκεμα. Φιλώντας την στο στόμα, την ξάπλωσα όσο πήγαινε στην πλάτη του καθίσματος και άρχισα να παίζω την κλειτορίδα της. Ευτυχώς που το μέρος ήταν απόμερο γιατί ακούστηκε… ακούστηκε πολύ.

«ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΧ ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥ! ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥ!» επαναλάμβανε ενώ όλο το σώμα της τρανταζόταν. Δεν σταμάτησα, συνέχισα να τη χαϊδεύω μέχρι που δεν άντεχε άλλο. «Σταμάτα… σε παρακαλώ… όχι άλλο… όχι… σε παρακαλώ….»

Της πήρε κάμποση ώρα να βρει τις ανάσες της. Στο μεταξύ εγώ κατέβασα το παντελόνι μου και το μποξεράκι μου. Της πίεσα ελαφρά το κεφάλι προς τα κάτω και έσκυψε υπάκουα και με πήρε στο στόμα της και άρχισε να με τσιμπουκώνει βαθιά, κάνοντάς με να δω αστεράκια. Αν συνεχίζαμε έτσι δεν θα άντεχα ούτε λεπτό και ήθελα να κρατήσει ώρα, πολλή ώρα. Ήθελα να με τσιμπουκώνει μέχρι να πιαστεί το σαγόνι της, που λέει ο λόγος. Μου ήρθε ιδέα. Αρπάζοντας τη από τα μαλλιά και δίνοντας εγώ ρυθμό, ξεκίνησα να της μιλάω.

«Κάποια στιγμή άνοιξα τα μάτια μου και άκουσα κάτι σαν πνιχτό στεναγμό. Έχοντας μόλις ξυπνήσει το μυαλό μου δεν πήγε στο πονηρό. Έκανα να ανοίξω το φως όταν άκουσα και δεύτερο πνιχτό στεναγμό, στεναγμό ηδονής! Εκεί κατάλαβα ότι από κάτω μου γινόταν πάρτι. Δεν ήθελα να σας κόψω, όχι απλά γιατί το απολαμβάνατε, αλλά γιατί θα παθαίνετε και εγκεφαλικά, δεν ρισκάρουν με αυτά τα πράγματα.» Η Φοίβη έκανε να τραβηχτεί αλλά την πίεσα και κράτησα το όργανό μου μέσα στο στόμα της. «Μη σταματάς να με τσιμπουκώνεις» της είπα. Αφέθηκε και πάλι στον σιγανό ρυθμό που της έδινα με το χέρι μου και οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν αυτοί του ρουφήγματος που μου έκανε. «Γύρισα πολύ-πολύ-πολύ σιγά, ευτυχώς η κουκέτα μου δεν έτριζε, προς την έξω μεριά. Δεν ήξερα κι εγώ τι έκανα, εννοώ δεν μπορούσα να κρεμάσω το κεφάλι έξω και να σας κάνω ‘Τζα!’ Το μάτι μου πήγε τυχαία στον καθρέφτη και αν και το φως που έμπαινε από το φινιστρίνι δεν ήταν δυνατό, ήταν αρκετό ώστε να απολαύσω την παράστασή σας.»

Σταμάτησα να μιλάω για λίγο, επιταχύνοντας το ρυθμό αλλά σταμάτησα γρήγορα για να το κάνω να κρατήσει όσο περισσότερο γινόταν.

«Η Χριστιάνα ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα και εσύ είχες γείρει από πάνω της και φιλιόσασταν. Το χέρι της που σου χάιδευε το στήθος φαινόταν καθαρά. Εσύ ήσουν μπροστά και δεν την έβλεπα, μέχρι που κάποια στιγμή σταμάτησες να τη φιλάς και κατέβηκες και άρχισε να τη γλείφεις στο στήθος. Είδα καθαρά τα στήθη της—και συμφωνώ μαζί σου—είναι υπέροχα. Μη σταματάς να με τσιμπουκώνεις μωρό μου» είπα με καυλωμένη φωνή. «Ρούφα με, κάνε με να σε χύσω, θέλω να χύσω στο στοματάκι σου.» Η απάντησή της ήταν ένα καταφατικό «ΜΜΜΜ.» Συνέχισα την αφήγηση. «Μετά είναι η αλήθεια δεν κατάλαβα τι κάνατε, υπέθεσα ωστόσο ότι την έπαιξες με το χέρι σου.» Τη σταμάτησα και την τράβηξα από το μαλλί και τη σήκωσα. «Αυτό κάνατε;»

«Ναι… της… της έκανα αυτό που μου κάνεις κι εσύ και με τρελαίνεις. Την έπαιξα και μπροστά και πίσω, μπροστά με τον αντίχειρα και πίσω με το δείκτη.»

«Της άρεσε;»

«Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, πολύ. Τρεις φορές μου είπε. Δηλαδή κάτι είχα καταλάβει αλλά είπα μέσα μου ‘μπααα’. Ε τελικά το ένστικτό μου είχε δίκιο.»

«Εσύ;»

«Αυτό είναι το περίεργο» μου είπε ακόμα σκυμμένη πάνω από το όργανό μου το οποίο δεν απείχε ούτε ένα πόντο από τα χείλη της. «Ένιωσα… δεν ξέρω… ένιωσα εξουσία πάνω της, ειδικά όταν της έβαλα δάχτυλο πίσω. Ανδρέα… τέλειωσα… τέλειωσα χωρίς καν να με αγγίξει στο… στο μουνάκι μου. Δεν ήταν τόσο έντονος ή τόσο μεγάλης διάρκειας όσο αυτοί που νιώθω μαζί σου αλλά… αλλά ήταν εκεί!»

«Καθόλου περίεργο» της είπα και την πίεσα χώνοντας ξανά το όργανό μου μέχρι το λαρύγγι της. Αυτή την εξουσία ένιωθα κι εγώ εκείνη τη στιγμή πάνω της. Μπορώ να το καταλάβω και από τη μία και από την άλλη, εννοώ ότι με φτιάχνει εξίσου… δηλαδή τι εξίσου, ακόμα περισσότερο, όταν η Φοίβη έχει εξουσία πάνω μου. Αλλά ναι, αυτή τη στιγμή ήμουν εγώ που ασκούσα εξουσία με τη Φοίβη να με υπακούει πρόθυμα. Μπορούσα να καταλάβω πως ένιωσε. «Το ξέρω ότι είναι όνειρο αλλά θέλω να σας δω υπό πλήρες φως. Και ας μη συμμετέχω καθόλου, απλά να σας βλέπω.»

«Μμμμ» είπε η Φοίβη προσπαθώντας να μιλήσει αλλά δεν την άφησα.

 Την άρπαξα πιο σφιχτά από τα μαλλιά και ενέτεινα το ρυθμό μου. Από τη στιγμή που σταμάτησα να μιλάω δε μου πήρε ούτε λεπτό να νιώσω τη γνώριμη έκρηξη μέσα μου. Την κράτησα ακίνητη και οι σπασμοί που έκανε το όργανό μου γεμίζοντας τη με σπέρμα έκαναν σχεδόν τα μάτια μου να γυρίσουν στις κόγχες τους. Όταν άδειασα τελείως, δεν τη σταμάτησα, την έβαλα να με γλείψει ξανά και το όργανο που είχε αρχίσει να μαλακώνει, ξύπνησε πάλι.

Δεν το είχα κάνει ποτέ αυτό στη ζωή μου, αλλά ήταν τόσες οι καύλες μου που ένα τσιμπούκι δεν αρκούσε. Η Φοίβη συνέχισε υπάκουα και δέκα λεπτά αργότερα πήρε για δεύτερη φορά την ανταμοιβή των κόπων της καθώς το όργανό μου άδειαζε στο στόμα της ότι είχε μείνει από τον προηγούμενο γύρο. Τράβηξα το χέρι μου αλλά εκείνη δε σταμάτησε, συνέχισε να με γλείφει και να με ρουφάει, καθαρίζοντάς με τελείως. Σταματήσαμε και την άφησα να βρει τις ανάσες της. Σηκώθηκα και ανέβασα παντελόνι και μποξεράκι.

«Ήσουν υπέροχη» της είπα κοιτάζοντάς τη στα μάτια.

«Σ’ αγαπάω Ανδρέα μου. Είσαι… είσαι σαν το λόττο. Πώς μπορεί να είμαι τόσο τυχερή να έχω ένα αγόρι σαν εσένα;»

«Δεν ξέρω αν είσαι τυχερή, αλλά εγώ σίγουρα είμαι. Σ’ αγαπάω! Σ’ αγαπάω όσο δε φαντάζεσαι και άλλο τόσο. Θέλω… στο έχω ξαναπεί, ό,τι μου ζητήσεις, φτάνει να είναι στο χέρι μου, θα στο δώσω!»

«Κι εγώ σ’ αγαπάω μωρό μου, πολύ-πολύ-πολύ-πολύ-πολύ. Και να σου πω κάτι; Κι εγώ… κι εγώ θέλω να παίξουμε και οι τρεις μαζί, στα φανερά, όχι στη ζούλα. Δεν… δεν ξέρω αν θα το καταφέρω αλλά θα το προσπαθήσω. Για σένα, θα το προσπαθήσω.»

«Δε βιαζόμαστε μωρό μου, μην το πιέσεις και στραβώσει. Και δεν χρειάζεται να είναι τρίο, μου αρκεί να με αφήσετε να σας δω. Δε χρειάζεται να συμμετάσχω, απλά αφήστε με να δω.»

«Εγώ θα ήθελα να το κάνουμε αυτό που λες. Να της κάνω στοματικό και να με πάρεις από μπροστά ή από πίσω. Θα ήθελα να μου κάνει στοματικό και ταυτόχρονα εγώ να κάνω σε εσένα. Θα ήθελα ακόμα… ακόμα και να σου κάνουμε στοματικό και οι δύο και να μας χύσεις… στο στόμα; Στα πρόσωπα; Στα στήθη; Δε με νοιάζει.»

«Να έκανα εγώ στοματικό στη Χριστιάνα;»

«Αυτό ομολογώ ότι είναι πιο ζόρικο. Και εννοώ από τη μεριά μου. Θα μου πεις… ακόμα και αν το επιτρέψει αυτό η Χριστιάνα δεν έχω τίποτα να φοβάμαι ή να ζηλεύω, εννοώ ότι είναι η μόνη σίγουρη από την οποία δε θα κινδυνέψω να σε χάσω. Όμως Αντρέα μου… ό,τι λες για σένα ισχύει και για μένα. Ζόρικο ή όχι, εφόσον είναι στα χέρια μου θα στο δώσω. Θα μου πεις ότι αυτό δεν είναι μόνο στα δικά μου χέρια, αλλά στο υπόσχομαι, για σένα και μόνο για σένα θα το προσπαθήσω.»

«Δε θα με χάσεις χαζούλα! Σε αλλάζω εγώ τώρα που σε βρήκα; Τέσσερα σχεδόν χρόνια ήταν αρκετά, δε θέλω άλλα μακριά σου!»


28. Πάμε στη Λεωφόρο, έχουμε γκολ!

Φοίβη

Μπήκα στο σπίτι γύρω στις 06:00. Η γιαγιά κοιμόταν ακόμα. Πήγα και άλλαξα στα γρήγορα, φόρεσα τις πιτζάμες μου και έπεσα στο κρεββάτι. Το μυαλό μου βούιζε και δεν ήταν μόνο από το ποτό που είχαμε καταναλώσει. Είχαμε περάσει πολύ όμορφα το βράδυ, είχαμε χορέψει, είχαμε γελάσει, είχαμε πιει. Όταν αφήσαμε τη Χριστιάννα κοντά στο σπίτι της, χωρίς καν να το σκεφτούμε, πήραμε η μία την άλλη αγκαλιά και φιληθήκαμε με πάθος στη μέση του δρόμου. Εκείνη τη στιγμή δεν το σκεφτήκαμε καν. Μετά η Χριστιάνα έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα στον Ανδρέα που έμεινε άγαλμα, ήταν τόσο αστείο το ξάφνιασμά του που δεν μπορέσαμε να συγκρατήσουμε τα γέλια μας, σχεδόν μας έπιασε η κοιλιά μας.

Και μετά… ααααχ. Γενικά είμαι άνθρωπος που δε μ’ αρέσει να με σέρνουν δεξιά και αριστερά αλλά αυτό που έγινε ήταν… ήταν… κι εγώ δεν ξέρω τι ήταν. Με πήγε σε ένα απόμερο μέρος και με χρησιμοποίησε, έτσι απλά. Εννοώ… ακόμα… ακόμα και ο οργασμός που μου πρόσφερε… δεν ξέρω πως να το πω…Με έβαλε μετά και έκανα στοματικό, δύο συνεχόμενες φορές και… ήταν διαφορετικό. Μ’ αρέσει να του προσφέρω το στόμα μου αλλά αυτό ήταν το κάτι άλλο. Το λάτρεψα όπως με είχε αρπάξει από τα μαλλιά και μου μιλούσε και μου έλεγε «συνέχισε να με τσιμπουκώνεις, μη σταματάς.» Εκείνη τη στιγμή ήθελα να με πάρει, να μπει μέσα μου, δε με ένοιαζε αν αυτό θα ήταν πίσω ή μπροστά. Όμως δεν ήθελε… ήθελε απλά το στόμα μου. Και το πήρε. Και μου άρεσε, Θεέ μου, πόσο μου άρεσε!

Ήταν το ακριβώς αντίθετο από αυτό με τη Χριστιάνα, εκεί με ηδόνιζε η εξουσία που ένιωσα να έχω πάνω της. Το έχω νιώσει και με τον Ανδρέα αυτό, κάθε φορά που μου φτιάχνει τα νύχια γίνομαι μούσκεμα. Το ίδιο όταν μου γλείφει τα πόδια και μετά μου προσφέρει το στόμα του με το χέρι μου να τον τραβάει δυνατά από τα μαλλιά. Αλλά με τον Ανδρέα ποτέ δεν τέλειωσα χωρίς να κάνει κάτι με το …μουνάκι μου. Αν είναι δυνατόν, ντρεπόμουν ακόμα και να το πω. «Ξεκόλλα ρε Φοίβη!» σκέφτηκα. «Μουνάκι! Μουνάκι! Μουνάκι!»

Τέλος πάντων, η ουσία είναι ότι ήμουν εξαιρετικά καυλωμένη. Έβαλα το χέρι μου κάτω από την πιτζάμα και το κιλοτάκι μου και άρχισα να χαϊδεύομαι. Είχα ξεχάσει από πότε είχα να χαϊδευτώ μόνη μου, πέραν από τις φορές που μου το ζητούσε ο Ανδρέας, που λάτρευε να με βλέπει να το κάνω ενώ ταυτόχρονα μου έγλειφε τα πόδια. Άλλες φορές πάλι, απλά τον έχωνε μέσα στο στόμα μου ενώ εγώ συνέχιζα να χαϊδεύομαι. Όταν μου ερχόταν ο οργασμός μου τραβιόταν από το στόμα μου και τον έπαιζε μέχρι να τελειώσει στο πρόσωπό μου και τα στήθη μου.

Ουφ, τον ήθελα… τον ήθελα απελπισμένα μέσα μου εκείνη τη στιγμή. Ενέτεινα την ένταση που χάιδευα τον εαυτό μου. Έφερα στα μάτια της φαντασίας μου το σκηνικό η Χριστιάνα να μου κάνει στοματικό κι εγώ να κάνω πίπα στον Ανδρέα. Να με έκανε να τελειώσω εγώ και μετά ο Ανδρέας να τραβιόταν και να τον έχωνε πότε στο δικό μου στόμα και πότε στης Χριστιάνας. Να είμαστε σκυμμένες και οι δύο μπροστά του και να μας τρίβει το όργανό του στα πρόσωπά μας. Να ανοίγουμε τα στόματά μας και να τελειώνει μέσα στο ένα και μετά στο άλλο. Και μετά να φιλιόμαστε και να ανταλλάσσουμε το σπέρμα που έχουμε στα στόματά μας και να καταπίνουμε.

Δάγκωσα δυνατά το χέρι μου για να πνίξω τα βογγητά μου. Ένιωσα το ρεύμα πάλι να με διαπερνά και αυτή την περίεργη ζέστη χαμηλά στην κοιλιά και στα λαγόνια μου και ο οργασμός μου ήρθε σε κύματα και ήταν εξαιρετικά έντονος, είδα αστεράκια. Αφού δεν έκοψα κανένα κομμάτι από το χέρι μου, έτσι όπως το δάγκωσα, πάλι καλά να λέω. Αυτό που είπα στον Ανδρέα στο αυτοκίνητο δεν ήταν λόγια του αέρα. Θα το προσπαθούσα… θα το προσπαθούσα για εκείνον. Και γαία πυρί μιχθήτω.

Έκλεισα τα μάτια μου και κατέβηκε ο γενικός. Με ξύπνησε η γιαγιά μου κατά τις 13:00.

«Φοίβη, σε ζητάει μια φίλη σου στο τηλέφωνο. Η Χριστιάνα!» μου είπε κάνοντάς με να πεταχτώ από το κρεββάτι.

«Παρακαλώ;» είπα στο τηλέφωνο.

«Καλημέρα υπναρού!»

«Καλημέρα!» της είπα χαμογελώντας. «Πώς κοιμήθηκες;»

«Ξαναμμένη!»

«Μη μου τα λες απότομα αυτά!»

«Χαχαχα, μην ανησυχείς, είμαι μόνη μου. Ο Θέμης έχει πάει έξω με τα φιλαράκια του και το απόγευμα θα πάει γήπεδο. Οι γονείς μου έχουν βαφτίσια, πριν από λίγη ώρα έφυγαν.»

«Και σε αφήσαν μοναχούλα;»

«Βασικά γι’ αυτό σε πήρα. Θέλεις να έρθεις το μεσημέρι για να φάμε και να πιούμε καφέ; Εδώ, σπίτι! Να γνωρίσεις και τον Τσάρλι!»

«Αμέ!» είπα χτυπώντας τα χέρια μου ενθουσιασμένη. «Κάτσε τώρα να δω πως θα έρθω.»

«Έχω το μηχανάκι, το ξέχασες; Θα έρθω να σε πάρω και θα σε φέρω πίσω γύρω στις 19:00 για να προλάβουμε να ετοιμαστούμε για το βράδυ, ισχύει για Boom-Boom, έτσι;»

«Αμέ! Αν και τρέμουν ακόμα τα πόδια μου. Δε μου λες, τι θα έλεγες αντί για Boom-Boom να πάμε Karaoke; Δεν ξέρω αν θα αντέξω και τρίτο σερί ξενύχτι!»

«Μη με βάλετε να τραγουδήσω μόνο!»

«Δεν στο υπόσχομαι. Λοιπόν, πόση ώρα θα κάνεις να έρθεις;»

«Με το παπί; Δε φαντάζομαι παραπάνω από ένα μισάωρο.»

«Ωραία, για να μην ψάχνεσαι, θα σε βρω στον Άγιο Αντώνη. Θα τον καταλάβεις, όταν περάσεις τη Λένορμαν και μπεις Περιστέρι, κοντά στο χιλιόμετρο πιο κάτω θα δεις τις εργατικές πολυκατοικίες στα δεξιά σου, και αμέσως μετά είναι η πλατεία με την εκκλησία. Θα σε περιμένω εκεί. Εντάξει;»

«Εντάξει. Θα είμαι εκεί σε 20-25 λεπτά!»

«Ωραία, θα ντυθώ και θα σε περιμένω. Φιλάκια» της είπα και έκλεισα. «Γιαγιά, θα έρθει μια φίλη μου να με πάρει να πάμε για καφέ. Ουφ, νιώθω άσχημα που θα σε αφήσω μόνη» είπα στη γιαγιά μου νιώθοντας ξαφνικά τύψεις.

«Ανοησίες! Εγώ χαίρομαι που επιτέλους έχεις φίλους, δεν ήταν καλό το πόσο απομονωμένη ήσουν όλα αυτά τα χρόνια. Να πας και να περάσατε καλά!»

«Σ’ ευχαριστώ γιαγιάκα. Αύριο θα είμαι εδώ όλη τη μέρα!»

«Δε μου λες; Πες στον Ανδρέα αύριο να φάει μαζί μας. Τι του αρέσει;» με ρώτησε. Της απάντησα αφού μου πέρασε ο ντουβρουτζάς.

«Εχμ, θα του το πω. Του άρεσε πολύ το χανούμ που του είχα φτιάξει αλλά ξέρω ότι τρελαίνεται για παπουτσάκια.»

«Παπουτσάκια τότε! Θα πεταχτώ αύριο το πρωί στο μανάβη να πάρω μελιτζάνες. Κιμά έχω στην κατάψυξη.»

«Εγώ θα πάω στο μανάβη!» της είπα. «Εσύ να κάτσεις στα αυγά σου σε παρακαλώ!»

«Έχει ακόμα αρκετή μαγειρίτσα, να δω τι θα την κάνω…» μουρμούρισε.

«Ξέρεις τι; Θα πω στη Χριστιάνα να φάμε εδώ, δεν έχει φάει. Πάμε μετά για καφέ!»

«Θα λιποθυμήσω» είπε η γιαγιά «Σήμερα θα μου γνωρίσει φίλη της και αύριο το φίλο της. Πού είσαι Φοίβο μου να την καμαρώσεις!»

Αν μάθαινε τι είδους φίλη ήταν η Χριστιάνα μάλλον θα πήγαινε να συναντήσει το μπάρμπα-Φοίβο, σκέφτηκα μέσα μου. «Φάε τη γλώσσα σου, γρουσούζα!» μάλωσα τον εαυτό μου.

Την άφησα να μουρμουράει και πήρα τηλέφωνο τον Ανδρέα. Απάντησε μια βαθιά αντρική φωνή.

«Παρακαλώ;»

«Ναι, καλησπέρα σας. Μπορείτε σας παρακαλώ να μου φωνάξετε τον Ανδρέα; Είμαι… η… η Φοίβη» είπα μαγκωμένη.

«Καλησπέρα, Φοίβη!» μου είπε η φωνή στο τηλέφωνο. «Κάτσε να τον φωνάξω. Ανδρέα, έλα στο τηλέφωνο. Να έχεις και μια σαλιάρα μαζί σου, η Φοίβη σε ζητάει» του είπε και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα γέλια μου.

«Έλα μωρό μου» άκουσα τη φωνή του Ανδρέα στο τηλέφωνο μετά από λίγο.

«Σαλιάρη μου εσύ!» του είπα γελώντας.

«Άστα, με έχουν τρελάνει στο δούλεμα από εχθές. Είδες τι τραβάω;»

«Λοιπόν, θα στα πω ένα-ένα, και κοίτα να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό, παρατήρησα ότι ακόμα κυκλοφορούν μύγες!»

«Ωχ”

«Αύριο το μεσημέρι η γιαγιά σε έχει καλέσει για φαγητό. Θα έρθεις έτσι;»

«Ωχ Παναΐα’μ… φυσικά και θα έρθω.»

«Ανδρέα αν αισθάνεσαι άσχημα…» ξεκίνησα να λέω αλλά με έκοψε.

«Μου ήρθε απότομο αλλά όχι, δεν αισθάνομαι άσχημα. Λίγο περίεργα, ναι… άσχημα όχι!»

«Και θα φτιάξει και παπουτσάκια!»

«Και δε μου το έλεγες εξ αρχής βρε κορίτσι μου;» μου είπε γελώντας.

«Κροκοδειλάκι μου εσύ» του είπα γλυκουλινιάρικα.

«Ήμανε!» μου δήλωσε.

«Και τώρα για το δεύτερο. Θα έρθει από εδώ η Χριστιάνα. Βασικά με πήρε τηλέφωνο για να πάμε σπίτι της να φάμε και να πιούμε καφέ αλλά έχει μείνει αρκετή μαγειρίτσα, οπότε σκοπεύω να της πω να φάμε εδώ και μετά να πάμε σπίτι της!»

«Κρατήστε λίγο και για μένα!» μου είπε παραπονεμένα.

«Το νου σου στο κοκό εσύ!» τον μάλωσα.

«Μαγειρίτσα εννοούσα έκφυλη!» μου είπε και έβαλα τα γέλια. «Για το άλλο, δεν λέω… εννοείται… αν με εννοείς!»

«Σε εννοώ!» του είπα χαμογελαστή. «Εσείς τι θα κάνετε;»

«Κι εμείς θα φάμε σε λίγο. Το μεσημεράκι θα πάω για καφέ με τον Θέμη, κατέβηκε το ρεμάλι από Θεσσαλονίκη!»

«Θαυμάσια! Το βράδυ τελικά είπαμε να πάμε στο Karaoke και όχι στη Boom-Boom γιατί δε με βαστάνε και τα πόδια μου, να σου πω την αλήθεια. Πες του να έρθει και αυτός. Μην την πέσει στη Χριστιάνα μόνο, δε θα πάει καλά αυτό!»

«Χαχαχα, δεν πρόκειται, με την κοπέλα του είναι, συμφοιτήτρια του, και εκείνη από Αθήνα. Δεν ξέρω αν έχουν κανονίσει κάτι το βράδυ, να τους ρωτήσω. Και θα ρωτήσω και την Ευτύχω, φαντάζομαι ότι δε θα το ξενυχτήσουμε εκεί!»

«Να τη ρωτήσεις!» του είπα. «Λοιπόν, θα σε αφήσω για να ετοιμαστώ, η Χριστιάνα είπε ότι θα ξεκινήσει αμέσως και μιας και έρχεται με το μηχανάκι, είπε ότι δε θα αργήσει.»

«Εντάξει καρδούλα μου! Να προσέχετε στο δρόμο!»

«Φυσικά!» του είπα. «Σ’ αγαπάω, τα λέμε το βραδάκι γύρω στις 10:00.»

«Φιλάκια μωρό μου» μου είπε και το κλείσαμε. Η γιαγιά μου με κοίταζε χαμογελαστή.

«Πού είσαι Φοίβο μου να τη δεις!» ενώ ένα δάκρυ κυλούσε στο μάγουλό της.

Μπήκα στο μπάνιο και έκανα ένα γρήγορο ντουζ. Μετά από πολλή σκέψη αποφάσισα να βάλω καλά εσώρουχα. Από πάνω φόρεσα ένα δαντελένιο ημιδιάφανο φανελάκι. Πάνω από το φανελάκι φόρεσα ένα πουκάμισο και από κάτω το υφασμάτινο που τόσο άρεσε στον Ανδρέα. Συμπλήρωσα την ενδυμασία μου με τα oxfords μου. Λογικά η Χριστιάνα θα έφτανε σε λίγο, αν δεν είχε ήδη φτάσει. Βγήκα και ανέβηκα βιαστικά την Τομεζά και έστριψα δεξιά στην Σοφοκλή Βενιζέλου.

Προχώρησα για λιγότερο από 100 μέτρα και έστριψα αριστερά στην Πλαπούτα, που εκατό μέτρα μετά τερμάτιζε στη συμβολή με τη Γούναρη. Ο Άγιος Αντώνης ήταν ακριβώς απέναντι. Δυο λεπτά αργότερα ήμουν στην πλατεία και περίμενα γύρω στο πεντάλεπτο και τότε είδα ένα μηχανάκι να σταματάει, ήταν η Χριστιάνα. Έβγαλε το κράνος της και μου χαμογέλασε.

«Καλώς την» της είπα. «Αλλαγή σχεδίων, η γιαγιά μου χθες έφτιαξε μαγειρίτσα—είναι το αγαπημένο μου φαγητό—και έχει μείνει αρκετή, οπότε αν είναι να φάμε εδώ και να πάμε μετά σπίτι σου!»

«Καλώς σε βρήκα. Μαγειρίτσα; Να ξέρεις ότι σε αγάπησα λίγο παραπάνω!» μου είπε γελαστή, προκαλώντας τα ενθουσιώδη χειροκροτήματά μου. Πίσω από τη σέλα στο παπί είχε μια μπαγκαζιέρα. Την άνοιξε και έβγαλε ένα κράνος. «Φόρεσέ το σε παρακαλώ» μου είπε. Το φόρεσα, μου έπεφτε λίγο μεγάλο. Η Χριστιάνα με βοήθησε να το δέσω καλά. “Hop in” είπε. «Πώς πάμε στο σπίτι σου;»

«Στρίψε δεξιά εδώ» της είπα. «Μετά την εκκλησία πάλι δεξιά μέχρι το τέλος του δρόμου. Εκεί θα κάνεις πάλι δεξιά και θα βγούμε στα φανάρια που πέρασες πριν τις πολυκατοικίες.»

«Οκ. Κάθισες καλά; Ξεκινάμε.»

Κάναμε τον κύκλο του τετραγώνου ακολουθώντας τις οδηγίες μου. Της είπα μόλις περάσει το φανάρι να σταματήσει στο παρκάκι, πράγμα που έκανε.

«Εδώ μένει ο Ανδρέας» της είπα και της έδειξα το σπίτι. «Λοιπόν, κάνε αριστερά και μετά αμέσως δεξιά» της είπα και βγήκαμε στη Σοφοκλή Βενιζέλου. Ούτε δυο λεπτά αργότερα ήμασταν μπροστά από το σπίτι της γιαγιάς. «Βάλε το μηχανάκι μέσα στην αυλή» της είπα όταν κατέβηκα. Της άνοιξα την πόρτα και πέρασε μέσα το μηχανάκι. Κλείδωσα την πόρτα του κήπου. «Δε χρειάζεται να το κλειδώσεις, κλείδωσα εγώ την πόρτα του κήπου!»

Μπήκαμε στο σπίτι, η γιαγιά μας περίμενε στο χολ.

«Γιαγιά, να σου γνωρίσω τη φίλη μου τη Χριστιάνα. Είναι στο δεύτερο έτος βιολογία!»

«Καλώς την» της είπε χαμογελώντας της πλατιά η γιαγιά. «Ελένη!»

«Γεια σας κυρία Ελένη» της είπε ντροπαλά η Χριστιάνα. «Χαίρω πολύ!»

«Σου είπε η Φοίβη για τη μαγειρίτσα, έ;»

«Selling point!» της απάντησε χωρίς να σκεφτεί ότι η γιαγιά δεν ήξερε αγγλικά. «Τρελαίνομαι για μαγειρίτσα, δεν ήξερα ότι τη φτιάχνουν και εκτός του Πάσχα!»

«Όποτε θες την φτιάχνεις! Απλά είναι μπελαλίδικο φαγητό και φυσικά το Πάσχα είναι ευκαιρία καθώς ένα μέρος της συκωταριάς πάει εκεί» της είπε η γιαγιά. «Στο μεταξύ τηγάνισα και μερικές πατάτες.»

«Γιαγιά, δε χρειαζόταν να μπεις σε όλη αυτή τη φασαρία!» την ψευτομάλωσα.

«Σιγά τη φασαρία! Για βγάλτε τα μπουφάν σας και πάμε να φάμε!»

Αχ αυτές οι πατάτες της γιαγιάς! Μα τι έκανε και έβγαιναν πάντα τόσο τραγανές και υπέροχες; Είχε κόψει και ένα μεγάλο κομμάτι φέτα Κεφαλλονιάς και ριχτήκαμε στο φαγητό σα να μην υπήρχε αύριο.

«Κοντεύω να σκάσω και δεν μπορώ να σταματήσω!» είπε η Χριστιάνα. «Κυρία Ελένη, δεν σας λέω ψέματα, δεν έχω φάει νοστιμότερη μαγειρίτσα!»

«Που να δοκιμάσεις τη μαγειρίτσα του Κώστα, του άλλου της παππού. Αμ ξέρουν να τρώνε καλά οι καμπίσιοι!»

«Θα ψήσω τους δικούς μου αν γίνεται να πάμε Καρδίτσα το Πάσχα και φυσικά θα έρθεις κι εσύ!» της δήλωσα. Καλή η Χίος αλλά τα κρέατα που τρώγαμε το Πάσχα στην Καρδίτσα ήταν τελείως διαφορετικό επίπεδο!

«Καλά, θα δούμε» είπε. «Για πείτε μου, πως γνωριστήκατε;»

«Πρώτη φορά τη συνάντησα μαζί με την άλλη μας φίλη, την Κατερίνα, στη στάση περιμένοντας με τον Ανδρέα το λεωφορείο για να κατέβουμε στο λιμάνι, σε ένα κλαμπ. Πιάσαμε εκεί την πάρλα οπότε την επόμενη φορά που συναντηθήκαμε στο πανεπιστήμιο αρχίσαμε να μιλάμε πιο τακτικά. Παρέα αρχίσαμε να κάνουμε από τη βραδιά που πετύχαμε Χριστιάνα και Κατερίνα στο κυλικείο και πήγαμε όλοι μαζί να παρακολουθήσουμε τις πρόβες της θεατρικής ομάδας, ο Ανδρέας είναι μέλος και ίσως γίνω κι εγώ. Μετά πήγαμε για ποτά… ε και από τότε κολλήσαμε. Μένουμε και σχετικά κοντά, οπότε καταλαβαίνεις. Α, η Χριστιάνα ξεκινάει και αυτή να δουλεύει από το Γενάρη στο ΙΤΕ, στο ίδιο εργαστήριο με τον Ανδρέα.»

«Εσύ από που είσαι;» τη ρώτησε η γιαγιά.

«Αθηναία από τη μεριά της μητέρας μου, Κερκυραία από τη μεριά του πατέρα μου. Στους αμπελόκηπους μένουμε, πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού» της απάντησε η Χριστιάνα.

Καθίσαμε μέχρι τις 15:00 συζητώντας περί ανέμων και υδάτων. Η γιαγιά μας ζήτησε συγνώμη αλλά ήθελε να πάει να ξαπλώσει, οπότε κι εμείς κινήσαμε για να πάμε στο σπίτι της Χριστιάνας. Φοβόμουν λίγο με το μηχανάκι αλλά η Χριστιάνα ήταν έμπειρη οδηγός  και η αλήθεια είναι ότι με το μηχανάκι κινείσαι πιο γρήγορα και πιο εύκολα. Ούτε είκοσι λεπτά αργότερα ήμασταν σπίτι της. Έβαλε το μηχανάκι της στο πάρκινγκ και πήραμε το ασανσέρ για τον πέμπτο, το σπίτι της ήταν οροφοδιαμέρισμα στο ρετιρέ, με μεγάλη βεράντα. 

Πλουσιόσπιτο, σίγουρα πλουσιόσπιτο, αλλά επιπλωμένο με πολύ γούστο. Το σαλόνι μόνο ήταν σχεδόν σαν το σπίτι της γιαγιάς, τεράστιο. Είχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη, κάμποσες βιτρίνες και κοντά στον ένα τοίχο είχε ένα μεγάλο πιάνο. Αριστερά είχε ένα χώρο σα χολ και από πίσω ένα χώρο που έκλεινε με διπλή συρόμενη πόρτα, ήταν το γραφείο του πατέρα της. Μου έδειξε και το δωμάτιό της… καλέ τι ήταν αυτό; Ήταν μεγαλύτερο από το δικό μου και του Κωστή μαζί. Διπλό κρεββάτι, βιβλιοθήκη, γραφείο και προσωπικό μπάνιο.

«Σου αρέσει;»

«Είναι υπέροχο! Καλέ αυτό δεν είναι δωμάτιο, διαμέρισμα είναι!» της είπα και χαμογέλασε ντροπαλά.

Εκείνη την ώρα αποφάσισε να μας κάνει την τιμή να εμφανιστεί και ο Τσάρλι κάνοντάς με να λερώσω τα βρακιά μου. Ήταν τεράστιος, σα σκύλος μεσαίου μεγέθους και ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ. Πήγε και τρίφτηκε στη Χριστιάνα και μετά με πλησίασε επιφυλακτικά. Φαίνεται ότι του άρεσε αυτό που είδε γιατί τρίφτηκε και στα δικά μου πόδια, κάνοντας να λερώσω ακόμα πιο πολύ τα βρακιά μου. «Τι κούκλος είσαι εσύ; Θεέ μου, τι κούκλος είσαι εσύ;» ρώτησα χαζεμένη και κάθισα σκαμνάκι. Άπλωσα το χέρι μου και ήρθε και έτριψε το πρόσωπό του. Τον χάιδεψα στο κεφάλι και στο λαιμό και σήκωσε την ουρά του σαν κεραία. Όταν αποφάσισε ότι αρκετά ως εδώ, έκανε μεταβολή και έφυγε μεγαλοπρεπώς προς τα μέσα.

«Πώς σου φαίνεται;»

«Ρε συ τι θηρίο είναι αυτό! Μου είχε πέσει το σαγόνι όταν μου είχες πει ότι είναι 13 κιλά και τώρα αναρωτιέμαι μήπως τα 13 κιλά είναι λίγα!»

«Χαχαχα, όχι, τόσο είναι, τον ζυγίζουμε τακτικά. Σε συμπάθησε να ξέρεις, αν και γενικά είναι φιλικός με ανθρώπους που δε γνωρίζει, δεν συνηθίζει να τους τρίβεται κιόλας. Κάποιο κλικ του έκανες στη γατήσια κεφάλα του. Λοιπόν, πάμε να φτιάξουμε τα καφεδάκια μας;»

«Αμέ!» της είπα και πήγαμε μέσα στην κουζίνα. Επίσης τεράστια με μια μεγάλη νησίδα στη μέση της.

«Θα φτιάξω γαλλικό καφέ, εκτός και αν θέλεις νες»

«Όχι, όχι, μια χαρά είναι ο γαλλικός.»

«Έχω με άρωμα φουντούκι και με άρωμα βανίλια και σκέτο, τι προτιμάς;»

«Μπορείς να κάνεις συνδυασμό φουντούκι με βανίλια;»

«Μπορώ, αν και αυτό δεν το λες καφέ, χριστουγεννιάτικο special το λες» μου είπε κάνοντας με να γελάσω.

«Γιατί μωρέ, έχουμε να δώσουμε λογαριασμό σε κανέναν;»

«Ούτε καν!» είπε και ξεκίνησε την προετοιμασία. Πέντε λεπτά αργότερα ο καφές ήταν έτοιμος. «Πάμε στη βεράντα να κάνω και ένα τσιγάρο και μετά πάμε στο δωμάτιό μου.»

Φορέσαμε πάλι τα μπουφάν μας και βγήκαμε έξω. Η βεράντα του σπιτιού είχε υπέροχη θέα προς το Λυκαβηττό. Η Χριστιάνα άναψε ένα τσιγάρο και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά. Ήπια μηχανικά μια γουλιά από τον καφέ μου, ευτυχώς που δεν είχα βάλει ζάχαρη, δε θα μπορούσα να τον πιώ σε διαφορετική περίπτωση.

«Ήταν πολύ όμορφα χθες το βράδυ» είπα ξεκινώντας τη συζήτηση.

«Ναι! Ευχαριστήθηκα χορό!»

«Τον τρελάναμε τον Ανδρέα στο τέλος» της είπα γελώντας. «Πρώτα που φιληθήκαμε και μετά του έσκασες και εσύ ένα φιλί στο στόμα και ο φουκαράς προσπαθούσε να μαζέψει το σαγόνι του!»

«Δεν σε πείραξε ε;» με ρώτησε. «Δεν ξέρω πως μου ήρθε, ήταν πολύ γλυκούλης και μας κοίταζε σαν κούταβος!» συμπλήρωσε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Όχι, δε με πείραξε. Δε θα με πείραζε ακόμα και αν του έδινες γλωσσόφιλο, λέμε τώρα!» της είπα και χαχάνισε.

«Τον Ανδρέα;»

«Αυτόν και αν ΔΕΝ τον πείραξε!» της είπα τονίζοντας το «ΔΕΝ.» «Απλά δεν το περίμενε και έπαθε ντιριντάχτα!»

«Ουφ, καλά που μου το είπες… να σου πω την αλήθεια, μια ανησυχία την είχα!»

«Έλα βρε Χριστιάνα… Δεν λέω ότι δεν είμαι ζηλιάρα, αλλά από όλες τις γυναίκες του περιβάλλοντός μου εσύ είσαι η τελευταία από την οποία θα κινδύνευα να χάσω τον Ανδρέα!»

«Δεν εννοώ αυτό… Μου κάνει εντύπωση που δεν ζηλεύει. Δεν παραπονιέμαι αλλά, πώς να στο πω, δεν το καταλαβαίνω!» είπε σβήνοντας το τσιγάρο της.

«Ούτε εγώ το καταλάβαινα στην αρχή. Αλλά να σου πω; Δεν έχει τελικά σημασία. Ο Ανδρέας βλέπει ότι είναι κάτι που θέλω και περνάει από το χέρι του να μου το δώσει ή για να είμαι ακριβής, να μη με εμποδίσει να το πάρω. Η μεγαλύτερη ανησυχία του ξέρεις ποια είναι; Μην πληγωθείς εσύ. Με εμπιστεύεται, έτσι απλά.»

«Μα πως το ξέρει; Πώς μπορεί να το ξέρει;»

«Δεν το ξέρει Χριστιάνα. Αυτό ακριβώς είναι η εμπιστοσύνη. Όπως κι εγώ εμπιστεύομαι τα λεγόμενά σου ότι μπορείς να το διαχειριστείς χωρίς να πληγωθείς. Αν ο Ανδρέας ανησυχεί μία φορά, εγώ ανησυχώ πέντε!»

«Μην ανησυχείς Φοίβη μου» μου είπε και μου χάιδεψε το χέρι. «Νιώθω επιτέλους ελεύθερη! Ελεύθερη! Να το ζήσω, να το χαρώ! Χωρίς τύψεις! Χωρίς φόβους. Αν νιώθω κάτι, είναι ευγνωμοσύνη στη Θεά Τύχη!» με διαβεβαίωσε.

«Άναψε ένα ακόμα τσιγάρο!»

«Γιατί;» με ρώτησε με απορία.

«Γιατί θα το χρειαστείς!» τη διαβεβαίωσα.

«Χμμμ» είπε, ωστόσο το άναψε το τσιγάρο. Τράβηξε μια ρουφηξιά. «Ορίστε, το άναψα»

«Προχθές το βράδυ στο πλοίο…» ξεκίνησα και σταμάτησα.

«Ναι…;»

«Ο Ανδρέας μας πήρε χαμπάρι!» της είπα και την άφησα παγωτό. Τράβηξε δυο απανωτές τζούρες. Ξεφύσησε και πήρε βαθιά ανάσα αλλά δεν απάντησε. «Και όχι απλά μας πήρε χαμπάρι, μέσω του καθρέφτη μας πήρε και μάτι ο μπανιστιρτζής!» Δεν συνέχισα, την άφησα να κατακάτσει στο μυαλό της αυτό που της είπα. Η Χριστιάνα κοιτούσε το τσιγάρο της, χωρίς να μιλάει. Το πήρα από τα χέρια της και το έσβησα. «Εδώ, σε μένα!»

«Συγνώμη Φοίβη μου» είπε με σπασμένη φωνή.

«Αφενός το προχθεσινό το ξεκίνησα εγώ, οπότε αν κάποιος οφείλει να ζητήσει συγνώμη, αυτός ο κάποιος είμαι εγώ. Αφετέρου, όσον αφορά τον Ανδρέα, εκεί και αν δεν χρειάζεται συγνώμη. Χωρίς να το ξέρουμε του προσφέραμε το Χριστουγεννιάτικο δώρο της ζωής του!» της είπα καταφέρνοντας να της αποσπάσω ένα χαμόγελο. «Οπότε, θέλω να μου πεις εσύ πως νιώθεις!»

«Ντροπή νιώθω. Εννοώ… δεν ντρέπομαι που κάναμε αυτά που κάναμε αλλά… οκ, μου ήρθε κάπως, τώρα που μου το λες.»

«Κι εγώ στην αρχή αυτό ένιωσα» της είπα. «Ωστόσο όταν μου πέρασε η ταραχή και κάθισα και το σκέφτηκα... δεν υπήρχε κανένας λόγος να ντραπώ. Εννοώ έκανα κάτι που ήθελα, με κάποιαν που ήθελα έχοντας τις ευχές του. Όχι, δεν ντράπηκα όσον αφορά τον Ανδρέα. Ντράπηκα που αυτό έγινε εν αγνοία μας αλλά… δεν τον κατηγορώ.»

«Ούτε εγώ… απλά αισθάνομαι κάπως!»

«Λογικό» της απάντησα. «Εγώ πάντως, αν καταφέρεις ποτέ να νιώσεις τόσο άνετα, δε θα είχα πρόβλημα να επαναλάβω το παιχνίδι μας υπό πλήρη φωτισμό. Και όχι απλά δεν έχω πρόβλημα, είναι κάτι που έχω φαντασιωθεί να το κάνουμε.»

Με κοίταξε για μερικές στιγμές χωρίς να μιλήσει, ωστόσο ήταν φανερό πως η περιέργειά της είχε αρχίσει να κατανικάει την αμηχανία της. Δεν μίλησα, αφήνοντάς την να χωνέψει αυτό που μόλις της είχα πει.

«Δηλαδή…;» με ρώτησε, χωρίς να μπορεί να με κοιτάξει στα μάτια.

«Θέλεις να πάμε μέσα να σου πω;» της αντιπρότεινα.

«Θέλω» μου απάντησε εξακολουθώντας να μη με κοιτάει.

«Χριστιάνα, κοίτα με στα μάτια και πες το μου!» τη διέταξα. Σήκωσε τα μάτια της και με κοίταξε για μια στιγμή και τα χαμήλωσε. Ένιωσα να υγραίνομαι αυτόματα. Τα ξανασήκωσε και με κοίταξε στα μάτια.

«Θέλω»

Πήραμε τους καφέδες μας και πήγαμε μέσα στο δωμάτιό της.

«Κλείσε την πόρτα» της είπα και όχι απλά την έκλεισε, την κλείδωσε κιόλας.

«Όχι ότι θα έρθει κανείς» μου εξήγησε «αλλά better safe than sorry!»

Δεν απάντησα, την πλησίασα και τη φίλησα. Μύριζε τσιγάρο αλλά εκείνη τη στιγμή δεν είχε καθόλου σημασία. Την έσφιξα πάνω μου και το φιλί μας έγινε πιο παθιασμένο. Τραβήχτηκα απαλά και την πήρα από το χέρι και κινήσαμε προς το κρεββάτι της. Ήταν στρωμένο και πάνω είχε δύο μαξιλάρια και ένα τεράστιο αρκούδο. Έβγαλα τα παπούτσια μου και τα έβγαλε και εκείνη. Ξαπλώσαμε και οι δύο στο κρεββάτι, αντικρυστά η μία από την άλλη. Πέρασα το χέρι μου από τα μαλλιά της και τα χάιδεψα και μετά το κατέβασα τρυφερά προς τη μύτη της. Το ακούμπησα στα χείλη της. Έβγαλε τη γλώσσα της και το έγλειψε.

«Κάτσε καθιστή» της είπα και γύρισε ανάσκελα και σηκώθηκε. «Όχι, κάτσε γονατιστή πάνω στο κρεββάτι» της είπα διορθώνοντας την αρχική μου ιδέα.

Η Χριστιάνα με υπάκουσε χωρίς δισταγμό. Πήγα και γονάτισα και εγώ από πίσω της και τη φίλησα στο σβέρκο. Τα χέρια μου τη χάιδεψαν στους ώμους και κατέβηκαν προς τη μέση της περνώντας πλάι από τα στήθη της. Της σήκωσα τη μπλούζα και σήκωσε τα χέρια της για να με βοηθήσει να τη βγάλω και σε λίγο ακολούθησε και το φανελάκι. Της ξεκούμπωσα το σουτιέν και ξεκινώντας και πάλι να τη φιλάω και να την πιπιλάω στο σβέρκο, χούφτωσα τα δυο της στήθη και άρχισα να τα μαλάζω απαλά. Οι ρώγες της είχαν πετρώσει και τις έπαιξα απαλά με τα δάχτυλά μου κάνοντας τη να της ξεφύγει ένα βογγητό. «Σου αρέσει;» της ψιθύρισα;

«Πολύ!» μου απάντησε με καυλωμένη φωνή. Την άφησα και πήγα και κάθισα καθιστή στο προσκέφαλο του κρεβατιού της ακουμπώντας το μαξιλάρι.

«Ξάπλωσε πάνω μου» της είπα και όταν το έκανε την άρπαξα πάλι από τα στήθη και ξεκίνησα εκ νέου να τα μαλάζω απαλά. «Η πρώτη φαντασίωσή μου που περιλάμβανε εσένα και τον Ανδρέα μαζί, ήταν στην πραγματικότητα δική του. Με έβαλε να φαντασιωθώ ότι σου κάνω στοματικό και εκείνος με παίρνει από πίσω.»

«Μμμ» μου απάντησε καυλωμένη.

«Μετά άρχισα να έχω και άλλες φαντασιώσεις. Να έχω κάτσει στο πρόσωπό σου και να με τρως και δίπλα μου να είναι όρθιος ο Ανδρέας και να του παίρνω πίπα. Ή να κάθεσαι στα τέσσερα και να σε γλείφω από πίσω και από πίσω μου να είναι ο Ανδρέας και να μου κάνει το ίδιο, είτε να με παίρνει, από μπρος ή από πίσω, δεν έχει σημασία. Άλλη πάλι φαντασίωση είναι να είσαι όρθια και να σου κάνω γονατιστή στοματικό και από πίσω να είναι ο Ανδρέας και να μου μαλάζει τα στήθη. Επίσης έχω φαντασιωθεί να κάνουμε 69 και ο Ανδρέας απλά να μας κοιτάει και να τον παίζει.»

«Έχω καυλώσει!» μου απάντησε η Χριστιάνα.

«Αυτά όσον αφορά τη δική μου συμμετοχή. Αλλά έχω και κάμποσες φαντασιώσεις που απαιτούν και πιο ενεργή συμμετοχή από τη μεριά σου!»

«Τι εννοείς;»

«Όχι διείσδυση» τη διαβεβαίωσα. «Αλλά έχω φανταστεί να του κάνουμε και οι δύο πίπα και να τελειώνει στα στόματά μας ή στα πρόσωπά μας ή στα στήθη μας. Να τελειώνει στα στόματά μας και μετά να φιλιόμαστε. Να του κάνεις εσύ στοματικό και εγώ να σε γλείφω. Να κάθεσαι στο πρόσωπό του και να σε τρώει και εγώ να κάθομαι στο όργανό του.»

«Δε ζηλεύεις;» με ξαναρώτησε.

«Ζηλεύω… φαντάζομαι ότι νιώθω αυτό που νιώθει και ο Ανδρέας… αλλά η ίδια η σκέψη με καυλώνει αφάνταστα. Δεν του το είχα πει για να μην του δημιουργήσω ψεύτικες ελπίδες, αλλά είναι κάτι που θα ήθελα να κάνω… Αν φυσικά κι εσύ… εννοείται» της είπα τρώγοντας τα λόγια μου.

«Δεν ξέρω!» μου απάντησε. «Δεν το είχα σκεφτεί και ποτέ, είναι η αλήθεια, οι μόνες φαντασιώσεις που είχα από τότε που… που… ήταν με εσένα.»

«Χριστιάνα, στο είπα γιατί έκρινα ότι δεν υπάρχει λόγος να το κρατήσω κρυφό. Δεν είναι ωστόσο κάποιος όρος, δεν είναι δώσε μου να σου δώσω. Ακόμα και αν ήμουν εγώ τέτοιος άνθρωπος, ο Ανδρέας θα μου έκοβε τον κώλο. Μιλάω πολύ σοβαρά. Μπορεί να είναι κοινές μας φαντασιώσεις αλλά είναι αυτό ακριβώς, κοινές μας φαντασιώσεις. Δεν είναι όρος.»

«Κοίτα… στοματικό θα μπορούσα να του κάνω, ακόμα και να καταπιώ. Όμως….»

«Σταμάτα» της είπα. «Δε θέλω να το σκέφτεσαι έτσι. Αν είναι ποτέ να γίνει αυτό, όρος απαράβατος είναι να το θέλεις και η ίδια. Δε θέλω να κάνεις κάτι για να με καλοπιάσεις και δε θέλω να κάνεις κάτι ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Θα… θα με πλήγωνε κάτι τέτοιο.»

«Φοίβη, εγώ θα το έκανα αν μου το ζητούσες μόνο και μόνο γιατί το θες εσύ!»

«Όχι, δεν αρκεί να το θέλω εγώ! Πρέπει να το θέλεις κι εσύ, αλλιώς μη σώσουμε να το κάνουμε και ας βγάλει κάλους στα χέρια ο Ανδρέας. Υπάρχουν όρια που δεν θα υπερβώ για κανέναν, ούτε για τον ίδιο τον Ανδρέα.»

«Δε με καταλαβαίνεις… Δεν ξέρω πως να στο πω… Νιώθω… Δεν ξέρω… δεν το έχω δοκιμάσει στην πράξη… αλλά… Νιώθω πως αν… Πώς να στο πω, γαμώτο; Δεν… δεν είσαι η πρώτη τυχαία!»

Δαγκώθηκα από μέσα μου γιατί βαδίζαμε σε πολύ επικίνδυνα μονοπάτια. Αν είχε αρχίσει να με ερωτεύεται δε θα τελείωνε καθόλου καλά. Θα καταλήγαμε να πληγωθεί η Χριστιάνα και όλα θα γινόντουσαν σκατά. Δεν ήθελα να είμαι η αιτία που θα πληγωνόταν κανένας άνθρωπος, πόσο μάλλον κάποιος τόσο ευάλωτος και ευαίσθητος όπως η Χριστιάνα.

«Φοίβη, γιατί σταμάτησες να με χαϊδεύεις; Είπα κάτι που σε πείραξε;»

«Δε με πείραξε…» της είπα. «Με προβλημάτισε. Χριστιάνα, θα σε ρωτήσω στα ίσια, έχεις αρχίσει να με ερωτεύεσαι;»

«Όχι» μου απάντησε και γύρισε και με κοίταξε χαμογελαστή. «Αυτό που νιώθω για σένα είναι φιλία και έντονη σεξουαλική έλξη.»

«Δεν είναι έρωτας αυτός;»

«Όχι για μένα. Εννοώ… κοίτα, δεν έχω ερωτευτεί και ποτέ, αλλά είναι απλά σεξουαλική έλξη και φιλία ο έρωτας; Εννοώ… αν χώριζες με τον Ανδρέα θα στεναχωριόσουν επειδή έχασες το σεξ;»

«Όχι βέβαια!»

«Αν… αν σταματούσαμε αυτό που κάνουμε μεταξύ μας… δε λέω ότι δε θα μου έλειπε, αλλά δε θα ένιωθα θλίψη και ούτε θα σταματούσα να αισθάνομαι ζεστά για σένα. Μια αίσθηση απώλειας ναι, αλλά μικρή, εννοώ δε θα άλλαζε κάτι άλλο στο μεταξύ μας, τουλάχιστον όπως το βλέπω εγώ. Συνέχισε να με χαϊδεύεις σε παρακαλώ!»

«Είσαι σίγουρη;»

«Ναι!» μου απάντησε χωρίς ίχνος δισταγμού. «Και για να σου απαντήσω και το άλλο… ή έστω, να προσπαθήσω… Μόνη μου δε θα το έκανα ποτέ. Όμως αν το θέλεις κι εσύ… πως να στο δώσω να καταλάβεις… με κάνει να αλλάζω τον τρόπο που το βλέπω!»

«Θέλω να το θέλεις και η ίδια!»

«Ωραία, αν ποτέ το δοκιμάσουμε και σας πω ότι δεν μπορώ, τότε σταματάμε, σε καλύπτει;»

«Μόνο εφόσον αυτό δεν το κάνεις για να μη μου χαλάσεις τη διάθεση!»

“Pinky promise!” μου είπε χαμογελώντας.

«Χριστιάνα, γύρνα προς τα μένα» της είπα. Σηκώθηκε για να γυρίσει και έβγαλα πουκάμισο, φανελάκι και σουτιέν. «Φίλα με» της είπα και ξάπλωσα. Χαμογελώντας μέχρι τα αφτιά, με φίλησε τρυφερά στο στόμα και μετά κατέβηκε φιλώντας με στο λαιμό και από εκεί στα στήθη μου. Πήρε τη μια ρόγα μου στο στόμα της και την πιπίλησε απαλά ενώ το άλλο χέρι της ήταν πάνω στο στήθος μου και το χάιδευε απαλά. «Πιο δυνατά!» της είπα. «Με τα χείλη σου… με τα δόντια σου… πιο δυνατά!» Με υπάκουσε και άρχισε την εναλλαγή από δυνατό πιπίλισμα ως ελαφρύ δάγκωμα. «Ποιο δυνατά!» της είπα και πάλι. Με δάγκωσε πιο δυνατά αυτή τη φορά και ο πόνος ήταν υπέροχος. «Ναι… έτσι… μη σταματάς!» της είπα. Συνέχισε για αρκετή ώρα. Ξεκούμπωσα το παντελόνι μου και ανασήκωσα τη λεκάνη μου κατεβάζοντάς το. «Πιο χαμηλά» τη διέταξα.

Ξεκίνησε, πότε δαγκώνοντάς με απαλά και πότε φιλώντας με, και κατέβηκε στο στομάχι μου και μετά στην κοιλιά μου και μετά πιο χαμηλά. Μου τράβηξε το παντελόνι και μου το έβγαλε τελείως. Μετά, χωρίς να μου κατεβάσει το κιλοτάκι άρχισε να με ρουφάει πάνω από αυτό. Το σώμα μου τεντώθηκε. Μου κατέβασε το κιλοτάκι και άρχισε να πιπιλάει απαλά την κλειτορίδα μου. Τα έχασα τελείως, την έπιασα από το μαλλί και την κόλλησα πάνω μου. Πήρε στο στόμα της το μουνάκι μου τελείως και άρχισε να το ρουφάει.

Την έσφιξα και άλλο από τα μαλλιά. Έμεινε εκεί, κολλημένη, ανασαίνοντάς το. Πήρα το χέρι μου από το κεφάλι της και το δάγκωσα για να μην ουρλιάξω από την ηδονή. Πότε βύθιζε τη γλώσσα της στον κόλπο μου και πότε έπαιζε τα κάτω χείλη μου με τα χείλη της. Άρχισε πάλι να μου γλείφει την κλειτορίδα με τη γλώσσα της ενώ ταυτόχρονα μου έβαλε το μεσαίο δάχτυλο βαθιά μέσα μου και άρχισε να το κουνάει μπρος πίσω. Έχοντας πάρει την ιδέα από αυτό που της έκανα προχθές, τράβηξε το δάχτυλό της από μέσα μου και μη σταματώντας ούτε στιγμή να πιπιλάει, να γλείφει και να δαγκώνει την κλειτορίδα μου, μου έβαλε αργά αλλά σταθερά όλο το δάχτυλό της στο κωλαράκι μου, κάνοντας με να δω αστεράκια και να δαγκώσω ξανά το χέρι μου για να μην ακουστώ μέχρι το Λυκαβηττό.

 Συνέχισε χωρίς να σταματήσει το ρυθμό της και ένιωσα πάλι αυτή την αίσθηση του να με διαπερνάει το ρεύμα κάνοντας το κορμί μου να τρέμει και να τραντάζεται. Δευτερόλεπτα αργότερα ακολούθησε η ζέστη στα λαγόνια μου… και… και μετά ήρθε ο Νιαγάρας. Η Χριστιάνα τα κατάπιε όλα και συνέχισε να με γλείφει μέχρι που με έκανε λαμπίκο! Με κοίταξε χαμογελαστή ενώ εγώ προσπαθούσα να βρω τις ανάσες μου.

«Σου άρεσε Φοίβη μου; Το… το είχα ονειρευτεί… αλλά δεν το είχα ξανακάνει. Το έκανα καλά;» με ρώτησε με αγωνία.

«Αν αυτή είναι η πρώτη σου φορά… δεν μπορώ να φανταστώ πόσο καλύτερες θα είναι οι επόμενες! Αστεράκια και πεταλουδίτσες είδα!»

«Μιλάς σοβαρά ή….»

«Χριστιάνα, με προσβάλεις!» της είπα σοβαρή.

«Συγνώμη! Συγνώμη!»

«Ήταν… ήταν το κάτι άλλο.» Δεν ήταν ψέμα, και ο Ανδρέας έκανε καταπληκτικό στοματικό αλλά τόσο έντονο οργασμό σε στοματικό μαζί του είχα νιώσει άλλη μία φορά.

«Χαίρομαι!»

«Έλα εδώ» της είπα και την πήρα στην αγκαλιά μου. «Δε μου λες, χωνόμαστε κάτω από το πάπλωμα; Κρυώνω! Τι ώρα θα έρθουν οι δικοί σου;»

«Ουυυ, έχουμε ώρα! Όταν θα σε κατεβάσω Περιστέρι δε θα έχουν έρθει καν. Ομοίως και ο Θέμης, το παιχνίδι που θα πάει αρχίζει στις 19:00.»

Χωθήκαμε αγκαλιά κάτω από το πάπλωμα και χουχουλιάσαμε. Πριν το κάνουμε είχαμε γδυθεί και οι δύο τελείως και η αίσθηση του καυτού γυμνού κορμιού της ήταν υπέροχη. Όσο ήμασταν ξαπλωμένες κάτω από το πάπλωμα την έβαλα και μου έκανε και δεύτερη φορά στοματικό και είδα πάλι αστεράκια. Η Χριστιάνα έλαμπε στην αγκαλιά μου.

«Κάτσε στα τέσσερα» της είπα κάποια στιγμή.

Κάθισε με τη μία και χωρίς κανένα δισταγμό. Είχε υπέροχο κώλο, πήγα και στάθηκα από πίσω της και άρχισα να της τον γλείφω. Έσπρωξα με τα χέρια μου τους γλουτούς της όσο πήγαινε και προσπάθησα να χώσω το πρόσωπό μου μέσα της, γευόμενη την αλμύρα του κορμιού της. Ενώ έγλειφα τον κώλο της άρχισα ταυτόχρονα να παίζω με το χέρι μου την κλειτορίδα της. Βούτηξα το δάχτυλό μου μπροστά της και μετά το έβαλα πίσω και το έτριψα στην πίσω τρυπούλα της. Άρχισα να το βυθίζω μέσα της αργά αλλά σταθερά ενώ ταυτόχρονα πέρασα το άλλο χέρι μου μπροστά από το πόδι της και συνέχισα να της τρίβω την κλειτορίδα.

«Σ’ αρέσει;»

«Πολύ… πολύ…»

«Τι σου αρέσει;» τη ρώτησα μη σταματώντας να της γαμάω το κωλαράκι με το δάχτυλο.

«Αυτό… αυτό που… που μου κάνεις!»

«Τι σου κάνω; Θέλω να σε ακούσω να μου το λες.»

«Μου… μου… μου γαμάς… το… το κωλαράκι με… με το δάχτυλό σου.»

Τράβηξα το χέρι μου από μέσα της και της έριξα ένα μέτριας δύναμης χαστούκι στο κωλομέρι.

«Πες το μου χωρίς να τρως τα λόγια σου» τη διέταξα. Δεν απάντησε αμέσως και της έχωσα και δεύτερο χαστούκι στο κωλομέρι, λίγο πιο δυνατό.

«Κι άλλο!» μου είπε χάνοντάς το τελείως. «Κι άλλο… σε παρακαλώ!»

«Πρώτα θα μου πεις και μετά!» της είπα. Η εξουσία που είχα πάνω της εκείνη τη στιγμή με είχε κάνει ακόμα πιο πύραυλο.

«Μου… μου γαμάς το κωλαράκι με το δάχτυλό σου.»

«Αυτό θέλεις;» της είπα ρίχνοντας ένα τρίτο, ακόμα πιο δυνατό χαστούκι.

«Ναι… ναι! Κι άλλο!» μου είπε. Της έριξα 4-5 δυνατά χαστούκια ακόμα στα κωλομέρια και μετά γλείφοντας το δάχτυλό μου, το βούτηξα και πάλι στο κωλαράκι της ξεκινώντας να το γαμάω και πάλι. «Ναι… ναι… κι άλλο… μ’ αρέσει…ααααχ ααααχ… ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ.» Σταμάτησα και ξάπλωσα δίπλα της.

«Κάτσε πάνω μου… τρίψου πάνω μου» τη διέταξα. Μας πήρε λίγη ώρα να βρούμε το ρυθμό μας αλλά, Θεούλη μου, τι ήταν αυτό; Ένιωσα πάλι τη φωτιά να απλώνεται μέσα μου και χουφτώνοντάς τη δυνατά από τα στήθη βίωσα τον τρίτο, εξίσου δυνατό οργασμό μέσα σε λίγη ώρα. Προσπαθώντας ακόμα να βρω τις ανάσες μου την ξάπλωσα ανάσκελα και όρμισα ανάμεσα στα πόδια της, σχεδόν με λύσσα. Πήρα όλο το υπέροχο ξυρισμένο μουνάκι της στο στόμα μου και άρχισα να το ρουφάω ενώ η γλώσσα μου έπαιζε στα χείλη της.

«ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ» την άκουσα να λέει και το σώμα της τεντώθηκε ενώ το στόμα μου πλημμύρισε με τα υγρά της. Κατάπια τα μισά και μετά ανέβηκα και τη φίλησα στο στόμα αφήνοντας τα υγρά της να τρέξουν μέσα του. Ανταπέδωσε το φιλί με πάθος, σφίγγοντας με δυνατά πάνω της.

«Θεούλη μου» είπε ξαπλώνοντας ξέπνοη στο πλάι μου. «Θεούλη μου… τι ήταν αυτό;»

“The shape of the things to cum… με u” της απάντησα φλεγματικά, κάνοντας λογοπαίγνιο με τον τίτλο του μυθιστορήματος του George Wells και βάλαμε και οι δύο τα γέλια μέχρι που μας έπιασε η κοιλιά μας.

Οπωσδήποτε δεν ήμουν για Boom-Boom, δεν λέω τίποτε άλλο. Μέχρι να φύγουμε και να γυρίσουμε Περιστέρι, με είχε κάνει και είχα τελειώσει άλλες δύο φορές, έτρεμαν τα πόδια μου. Αυτό που με είχε αποστείλει στο τέλος, ωστόσο, δεν ήταν οι οργασμοί. Ήταν το παιχνίδι που κάναμε. Ο τέταρτος οργασμός μου και δεύτερος δικός της ήρθαν μετά από 69. Ο τρίτος δικός της ήρθε όταν της έκανα στοματικό, βάζοντάς την να κάτσει στο πρόσωπό μου. Ο πέμπτος δικός μου οργασμός ήταν με τον ίδιο τρόπο, εγώ να κάτσω πάνω στο πρόσωπό της.

Και στο τέλος… Όπως ήμουν ξαπλωμένη, πήγε και κάθισε γονατιστή στην απέναντι άκρη του κρεββατιού και πήρε τα πόδια μου και άρχισε πρώτα να τα φιλάει και να τα πιπιλάει και μετά να τα τρίβει. Είχα χαλαρώσει… είχα λιώσει. Πότε πότε της έπαιζα με το ελεύθερο πόδι μου το στήθος της κάνοντάς την κάθε φορά να σηκώνει το κεφάλι της και να μου χαμογελάει. Χαλάρωσα τόσο που με πήρε για λίγο ο ύπνος, αλήθεια λέω. Μετά ξαπλώσαμε πάλι κάτω από το πάπλωμα και καθίσαμε εκεί, κρατώντας η μία την άλλη αγκαλιά κουτάλα.

Πόσο μου άρεσε να μιλάμε και εγώ να της χουφτώνω το στήθος και να της το χαϊδεύω ή να μου το κάνει εκείνη, όταν ήμουν στη δική της αγκαλιά. Κατά τις 18:00 σηκωθήκαμε και ντυθήκαμε. Ζεστάναμε τους καφέδες μας που είχαν κρυώσει στο φούρνο μικροκυμάτων και φορώντας τα μπουφάν μας, βγήκαμε έξω για να καπνίσει ένα τσιγάρο. Αν και έκανε κρύο, ήταν πολύ όμορφα με όλα τα φώτα της μεγαλούπολης  αναμμένα.

«Δεν είχα τολμήσει καν να το ονειρευτώ αυτό που έζησα πριν λίγο» μου είπε. «Μέχρι που θα τραγουδήσω και το βράδυ και ας με πάρουν με τα σάπια λάχανα!» συμπλήρωσε κάνοντάς με να γελάσω.

«Είσαι υπέροχος άνθρωπος Χριστιάνα. Υπέροχος. Και ξέρεις τι; Μια μέρα θα τη βρεις και θα σε βρει εκείνη που θα ερωτευτείς και θα σε ερωτευτεί, και όλα αυτά που κάνουμε τώρα, όσο όμορφα και αν ήταν, δε θα είναι παρά ένα όμορφο πυροτέχνημα. Δε θα συγκρίνονται με αυτά που θα ζήσεις. Trust me!»

«Μακάρι!»

«Και αυτά που σου είπα προηγουμένως ισχύουν στο ακέραιο, δε θα κάνεις τίποτα που δεν το θέλεις η ίδια, ούτε για μένα, ούτε για κανέναν άλλον. Είσαι… είσαι δοτική και είσαι εξαιρετικά ευάλωτη, δε θέλω… δε θέλω να εκμεταλλευτεί κανείς την ανάγκη σου να… να δίνεσαι.»

«Μ’ αρέσει να δίνομαι Φοίβη μου. Δεν το καταλαβαίνεις; Δεν… δεν ξέρω πως να στο πω αλλιώς. Θυμάσαι τι σου είπα πριν; Δεν ξέρω πως να στο πω… το γεγονός… το γεγονός ότι είναι κάτι που θέλεις εσύ με κάνει… με κάνει να το βλέπω αλλιώς. Με έκανες και τελείωσα σήμερα τρεις φορές, είδα αστεράκια. Αλλά ξέρεις κάτι; Και μόνο το γεγονός ότι εσύ τελείωσες πέντε αρκούσε από μόνο του. Αρκούσε που έβλεπα το πρόσωπό σου. Δεν ξέρω… δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις.»

Θα ήταν ψέματα να πω ότι δεν την καταλάβαινα. Αυτό δεν ένιωθα κι εγώ για τον Ανδρέα ώρες-ώρες; Όλες τις φορές που είχαμε κάνει έρωτα και δεν είχα τελειώσει, αυτό δεν του έλεγα; Όταν του δινόμουν από πίσω ή τον έπαιρνα στο στόμα μου, αυτό δε γινόταν από εμένα; Μου αρκούσε μόνο να δω το πρόσωπό του, τίποτε άλλο. Και εκείνος στις αρχές, παρά τη ζήλια του, αυτό δεν έκανε; «Φτάνει να το θέλεις εσύ Φοίβη μου και εφόσον περνάει από το χέρι μου θα κάνω τα αδύνατα-δυνατά να στο δώσω,» έτσι μου είχε πει. Αλλά… αλλά με τον Ανδρέα ήμασταν ζευγάρι, ήμασταν ερωτευμένοι μεταξύ μας. Πώς… πώς μπορούσε η Χριστιάνα να νιώθει έτσι για μένα;

«Σταμάτα να το κάνεις αυτό,» μάλωσα τον εαυτό μου. «Δεν είπες ότι την εμπιστεύεσαι; Ξεκόλλα και δείξε το στην πράξη!»

«Εντάξει Χριστιάνα μου. Είπα ότι σε εμπιστεύομαι, αυτό ακριβώς θα κάνω, θα σε εμπιστευτώ.»

«Σ’ ευχαριστώ Φοίβη μου» μου είπε χαμογελώντας. «Στο υπόσχομαι… αν… αν ποτέ νιώσω άβολα με το οτιδήποτε, θα είσαι η πρώτη που θα το μάθει.»

«Μου αρκεί!» της είπα. Παρόλο που ήμασταν στο μπαλκόνι και παρόλο που είχε ακόμα τσιγάρο στο στόμα, σηκώθηκα, έσκυψα από πάνω της και τη φίλησα απαλά. «Δε μου λες, τι ώρα θα έρθουν οι δικοί σου;»

«Δεν έχω ιδέα, μετά τις 19:00 μου είχαν πει.

«Έλεγα… έλεγα ότι μιας και θα πάμε για Karaoke άρα δε χρειάζεται και δέκα ώρες προετοιμασία… να κατεβαίναμε μαζί κάτω… και να πηγαίναμε για ένα καφεδάκι, έξω, στο Περιστέρι. Αλλά αφού οι γονείς σου θα έρθουν μετά τις 19:00 δύσκολο, πώς θα τους το πεις;»

«Γι’ αυτό ανησυχείς; Θα πάρω τον πατέρα μου στο κινητό του και θα του το πω!»

«Έχει κινητό;» τη ρώτησα εντυπωσιασμένη. Τα κινητά τηλέφωνα ήταν τελείως καινούργιο φρούτο και πανάκριβα.

«Ναι, έχει.»

«Οοοοκ… θέλεις;»

«Αμέ!» μου είπε ενθουσιασμένη. «Μόνο να μου δώσεις ένα δεκάλεπτο να κάνω ένα γρήγορο ντουζ!»

«Έχει χώρο και για μένα;» της είπα παιχνιδιάρικα.

«Αν έχει λέει! Και είναι και δικό μου, τελείως δικό μου! Δεν έχουμε φόβο μη μας διακόψει κανείς!» μου είπε χαμογελώντας ακόμα πιο πλατιά! «Πάμε μέσα να πάρω το μπαμπά να του το πω. Τι ώρα λες να γυρίσουμε;»

«Δεν ξέρω, δεν έχω πάει και ποτέ σε Karaoke αλλά σήμερα είναι και Κυριακή. Δε φαντάζομαι να το τραβήξουμε πιο αργά από τις 01:00 με 02:00.»

Επιστρέψαμε στο σαλόνι και η Χριστιάνα πήγε να πάρει τον πατέρα της τηλέφωνο. Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε και ο Τσάρλι να επιθεωρήσει το βασίλειό του. Με είδε και προχώρησε νωχελικά προς το μέρος μου και ήρθε και τρίφτηκε δυο-τρεις φορές στα πόδια μου. Γονάτισα και άρχισα να τον χαϊδεύω στο κεφάλι, πίσω από τα αφτιά. Με άφησε και έριξε ένα σάλτο και ανέβηκε στον καναπέ. Σηκώθηκα και κάθισα και εγώ δίπλα του και άρχισα να τον χαϊδεύω. Σηκώθηκε νωχελικά και ήρθε και κάθισε πάνω μου, λες και ήμουν μαξιλάρι. Με κοίταξε και νιαούρισε σα να έλεγε «Τι με κοιτάζεις, άπραγη, peasant? Γρήγορα, χάιδεψε με που σου έκανα την τιμή να σε χρησιμοποιήσω σα στρώμα!» Άρχισα να τον χαϊδεύω στο κεφάλι και έγειρε πάνω μου και άρχισε να γουργουρίζει σαν τρακτέρ, κάνοντάς με πάλι να λερώσω τα βρακιά μου. Η Χριστιάνα επέστρεψε στο σαλόνι και μας είδε και έβαλε τα γέλια.

«Το ξέρεις ότι δεν θα σηκωθείς μέχρι να σου δώσει άδεια, έτσι;»

«Δε μας βλέπω να φεύγουμε» είπα. Ο κύριος είχε κλείσει τα μάτια και γουργούριζε του καλού καιρού.

«Οκ, πραγματικά σε έχει κατασυμπαθήσει. Σου είπα είναι φιλικός, περισσότερο σκύλος παρά γάτα, αλλά τέτοια δεν τον έχω να δει να κάνει σε κανέναν, πέραν εννοώ της οικογένειας, της Κατερίνας και του Βασίλη, του κολλητού του Θέμη.»

«Είναι υπέροχος! Υπέροχος!» της είπα χαϊδεύοντάς τον αχόρταγα.

«Ο Θέμης το καλοκαίρι θα φύγει από το σπίτι, θα πάει στο δικό του. Θα του τη δώσει του φουκαρά και, ναι μεν είναι γάτος που μπορεί να μείνει όλη τη μέρα σπίτι μόνος του, αλλά θέλει και αυτός παρέα και οι γονείς μου, τον αγαπάνε, δε λέω, αλλά δεν είναι σαν εμένα και τον Θέμη. Κοντολογίς, τον βλέπω το Σεπτέμβρη να μετακομίζει και του λόγου του στη Λεβεντογέννα, τον Θέμη δεν τον πολυεμπιστεύομαι να τον προσέχει, είναι λίγο στην κοσμάρα του, και εδώ που τα λέμε, με εμένα είναι δεμένος περισσότερο.»

«Νιιιιι» είπα και χτύπησα ενθουσιωδώς παλαμάκια, ταράζοντας την αυτού εξοχότητα που είχε γλαρώσει. Μου νιαούρισε αποδοκιμαστικά σα να μου έλεγε «φτου σου, peasant, που νομίζεις ότι βρίσκεσαι, στη στρούγκα σου;» και έριξε ένα σάλτο από πάνω μου και συνέχισε την επιθεώρηση του βασιλείου του. «Τον φαντάζεσαι στην κεφάλα του Σίμπα; That would be a challenge, even for him!» συνέχισα κάνοντας τη Χριστιάνα να χαχανίσει. Αχ, ήταν γλύκα όταν το έκανε αυτό!

«Πάμε να ξεπλύνουμε τα αμαρτωλά κορμιά μας;» μου είπε δραματικά κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Πάμε» της είπα και γυρίσαμε στο δωμάτιό της. Γδυθήκαμε και μπήκαμε στο μπάνιο του δωματίου της. Η μπανιέρα της ήταν μεγάλου μεγέθους, όχι αστεία, και αντί για κουρτίνα έκλεινε με συρόμενη γυάλινη πόρτα με αμμοβολή.

«Πώς το προτιμάς το νερό;»

«Καυτό σαν την κόλαση!»

«Αααχ, σε παντρεύομαι» μου δήλωσε και άνοιξε το νερό. «Πώς σου φαίνεται αυτό, το αντέχεις;» με ρώτησε και έβαλα δοκιμαστικά το χέρι μου. Θεέ μου, ήταν υπέροχα καυτό, ο Ανδρέας δεν αντέχει αυτή τη θερμοκρασία, παρά το γεγονός ότι και εκείνος κάνει μπάνιο με πολύ ζεστό νερό.

«Νιρβάνα!» της δήλωσα.

Έκλεισε την κάτω βρύση και άνοιξε το μεγάλο ντους από πάνω. Στριμωχτήκαμε και οι δυο μας κολλώντας τα κορμιά μας κάτω από τον καυτό καταρράχτη και το αφήσαμε να τρέχει για πάνω από δέκα λεπτά, ήταν βάλσαμο, ένιωθα να λιώνω. Έκλεισε το νερό και λούσαμε η μία την άλλη και, αφού ξεπλυθήκαμε καλά-καλά, έκλεισε πάλι το νερό και έβαλε αφρόλουτρο σε ένα απαλό σφουγγάρι και με έτριψε από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Μετά έβαλε κάτι στο χέρι της και με έτριψε και με καθάρισε απαλά στην ευαίσθητη περιοχή. Αφού δεν την βούτηξα επί τόπου να πάμε ακόμα ένα γύρο, καλά να λέω. Όταν τελείωσε, γεμάτη σαπουνάδες ακόμα, ξέπλυνα το σφουγγάρι και του έριξα αφρόλουτρο, ανταποδίδοντας την περιποίηση. Πήρα το μπουκαλάκι με το ειδικό σαπούνι και έριξα στο χέρι μου. Μου άρεσε πολύ που ήταν ξυρισμένη. Θα ρωτούσα τον Ανδρέα αν ήθελε να το κάνω και αν συμφωνούσε θα το έκανα κι εγώ.

«Είναι υπέροχο που είναι ξυρισμένο» της είπα. «Πώς το κάνεις;»

«Είναι αρκετά φασαριόζικο και παίρνει κάμποση ώρα. Την πρώτη φορά θα πρέπει πρώτα να τις κόψεις κοντά με το ψαλίδι. Μετά απολέπιση, ξύρισμα με gel ξυρίσματος και μετά δεύτερη απολέπιση. Αν μείνουν τρίχες, δυστυχώς πάντα μένουν μερικές, απομάκρυνση με το τσιμπιδάκι. Χρειάζεται καλό ξυραφάκι και δεν πρέπει να βάλεις καθόλου πίεση, απλά να το αφήσεις να κάνει τη δουλειά του μόνο του. Εναλλακτικά μπορείς να κάνεις κερί αλλά… η πρώτη φορά που το έκανα ήταν και η τελευταία.»

«Μάλιστα» είπα γνέφοντας καταφατικά. Εγώ απλά τις κούρευα, η αλήθεια είναι ότι δεν είχα έντονη τριχοφυΐα, ούτε καν στα πόδια και τις μασχάλες.

«Να σου πω; Εμένα μ’ αρέσει που είναι έτσι, με κοντές περιποιημένες τρίχες. Είναι υπέροχο. Εντάξει αν θέλεις να το ξυρίσεις κάνε το, αλλά… αλλά είναι υπέροχο όπως είναι. Εγώ δυστυχώς αναγκάζομαι γιατί εκεί… έχω αρκετά πυκνή τριχοφυΐα, τόση που καταντάει αντιαισθητικό. Εσύ όμως δεν έχεις τέτοιο πρόβλημα.»

«Θα δούμε»

Ξεπλυθήκαμε και η Χριστιάνα άνοιξε την πόρτα και έπιασε δυο πετσέτες. Σκουπιστήκαμε καλά-καλά και βγήκαμε έξω. Εκείνη φόρεσε το μπουρνούζι της αλλά σε εμένα έδωσε μια μεγάλη πετσέτα σώματος με την οποία τυλίχτηκα. Πήρε το σεσουάρ και άρχισε να μου στεγνώνει και να μου βουρτσίζει απαλά το μαλλί, κάνοντάς με να λιώσω και πάλι. Εμένα πάλι με έπιασε το διαολάκι και η Χριστιάνα στέγνωσε και βούρτσισε το μαλλί της με το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού μου χεριού στο κωλαράκι της. Και, τι να κάνει η φουκαριάρα με εμένα που έμπλεξε, το υπέμεινε. Εγώ φόρεσα πάλι τα ρούχα που είχα ενώ η Χριστιάνα άλλαξε και εσώρουχα και ρούχα.

«Χριστιάνα, να πάρουμε ένα ταξί, δε θέλω να έρθεις Περιστέρι με το μηχανάκι και να γυρίζεις μόνη σου μέσα στη νύχτα.»

«Δεν υπάρχει πρόβλημα…» πήγε να πει αλλά την έκοψα.

«Αυτό που σου είπα!» της δήλωσα χωρίς να σηκώνω κουβέντα.

«Μάλιστα» μου απάντησε και κατεβήκαμε κάτω. Αποφασίσαμε να πάμε προς τη Λεωφόρο αντί προς τη Βασιλίσσης Σοφίας, παρόλο που η τελευταία ήταν ελαφρά πιο κοντά. Πάντως δεν πρέπει να ήταν ούτε μισό χιλιόμετρο. Περάσαμε δίπλα από το γήπεδο της Λεωφόρου και στη διάβαση περάσαμε απέναντι. Ούτε δύο λεπτά αργότερα σταματήσαμε ένα ταξί και μπήκαμε μέσα.

«Περιστέρι» του είπα. «Παλιούς ταξιάρχες» Το ταξί ξεκίνησε και μισή ώρα αργότερα φτάσαμε έξω από το σπίτι της γιαγιάς μου. Πλήρωσα το ταξί και κατεβήκαμε. Μπήκαμε στο σπίτι, η γιαγιά ήταν στο σαλονάκι και έβλεπε τηλεόραση. «Ήρθαμε!»

«Καλώς τες» μας είπε χαμογελαστά. «Πώς τα περάσατε;»

«Πολύ-πολύ όμορφα!»

«Θα φτιάξω τσουρέκι πολίτικο για να πας αύριο στη μητέρα σου που της αρέσει. Έλεγα να το φτιάξω αύριο, αλλά έχετε όρεξη να με βοηθήσετε;»

«Βασικά λέγαμε να πάμε για καφέ… Χριστιάνα εσύ τι λες;»

«Προτιμώ να βοηθήσουμε τη γιαγιά σου από το να πιώ και τρίτο καφέ» μου δήλωσε. «Εκτός και αν θέλεις εσύ να πάμε έξω.»

«Όχι! Αμέ!»

«Αχ μπράβο!» είπε η γιαγιά μου και σηκώθηκε.

Πρώτη φορά βοηθούσα τη γιαγιά να φτιάξει τσουρέκι. Είναι πολύ πιο μπελαλίδικο απ’ όσο φαίνεται. Η γιαγιά το ζύμωνε στο χέρι. Δεν ξέρω πως τα κάνανε αυτά πριν την εποχή του μίξερ, μας βγήκαν τα χέρια κι εμένα και της Χριστιάνας. Είχε όμως πολλή πλάκα, αστειευόμασταν και πειραζόμασταν μεταξύ μας με τη γιαγιά να προσπαθεί να μας συμμαζέψει, αλλά το καταλάβαινα ότι το διασκέδαζε και εκείνη με την ψυχή της. Πήγε σχεδόν 21:00 χωρίς να το καταλάβουμε.

«Πάω να πάρω τηλέφωνο τον Ανδρέα. Χριστιάνα, έλα μαζί μου!» είπα και σήκωσα το τηλέφωνο. Το σήκωσε πάλι ο πατέρας του. «Καλησπέρα κύριε Μαρίνο» του είπα. «Η Φοίβη είμαι, μπορείτε να μου φωνάξετε τον Ανδρέα;»

«Καλησπέρα Φοίβη, πάνω στην ώρα πήρες, τώρα γύρισε ο αχαΐρευτός. Πολύ λάσκα τον έχεις!» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Τι να κάνω κύριε Μαρίνο, τον πάω λάου-λάου μη μου λακίσει» είπα κερδίζοντας αυτή τη φορά το δικό του γέλιο.

«Μωρέ άρπαξέ τον από το σβέρκο! Άκου με που σου λέω! Ανδρέα; Ανδρέα. Έλα στο τηλέφωνο, σε ψάχνει ο λοχίας» είπε κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια. Όσο περιμέναμε έδωσα το τηλέφωνο στη Χριστιάνα.

 «Όταν σου μιλήσει κάνε το λοχία!»

«Πώς να τον κάνω; Δεν έχω ιδέα!»

«Αυτοσχεδίασε!» της είπα και έβαλα το τηλέφωνο ανάμεσα από τα κεφάλια μας.

«Έλα μωρό» μου άκουσα τον Ανδρέα να λέει στο τηλέφωνο.

«Μωρό σου; Δέκα μέρες φυλακή!» του είπε η Χριστιάνα.

«Ωχ! Χριστιάνα;»

«Πού γύρναγες, ε; Δεν μπορούμε να σε αφήσουμε λίγη ώρα μόνο και αμέσως ξεπορτίζεις!»

«Ορίστε, με δουλεύει η οικογένειά μου με δουλεύουν και οι φίλοι μου! Που είστε εσείς, ακόμα στο σπίτι σου;»

«Όχι, στη γιαγιά της Φοίβης είμαστε, φτιάξαμε τσουρέκια!» είπε ενθουσιασμένη.

«Αχ, θα με τρελάνετε εσείς οι δύο!»

«Και πού είσαι ακόμα» του είπα παίρνοντας το ακουστικό. Και που είσαι ακόμα! 

29. Thunderbolts and lightning

Ανδρέας

Ορίστε, με πήρε στο ψιλό και η Χριστιάνα! Καλά, όχι ότι με πείραζε, στην πραγματικότητα γελούσαν και τα μουστάκια μου. Θα περνούσα να τις πάρω στις 22:00 από τη Φοίβη. Είχα φάει πόρτα και από Ευτυχία και από Θέμη, η πρώτη δεν ήθελε να ξενυχτίσει και ο δεύτερος με την κοπέλα του είχαν κανονίσει ήδη. Δεν πειράζει, εκείνοι έχαναν. Με έτρωγε η αγωνία—ή για να είμαι ακριβής, η ευχάριστη αγωνία—για το αν είχαν κάνει κάτι οι δυο τους στο σπίτι της Χριστιάνας. Καύλωσα και μόνο στη σκέψη, το βράδυ μάλλον θα είχε εκ νέου βόλτα από την Τσαλαβούτα.

«Μπαμπά, μαμά, φεύγω» τους είπα περνώντας έξω από το δωμάτιό τους, είχαν ξαπλώσει και έβλεπαν τηλεόραση.

«Πού θα πάτε;» με ρώτησε ο πατέρας μου.

«Σε είναι karaoke bar στον άγιο Στέφανο»

«Τι είναι αυτό πάλι;»

 «Μπαρ που παίζει τραγούδια και τους στίχους τους τραγουδάνε οι θαμώνες. Μου έχουν πει ότι έχει πολλή πλάκα.»

«Με τη Φοίβη;»

«Με τη Φοίβη και τη Χριστιάνα, μια συμφοιτήτριά μας που ανέβηκε και εκείνη Αθήνα. Είπα και στην Ευτυχία και στο Θέμη να έρθουν και με έφτυσαν στη μούρη και οι δύο. Αυτοί χάνουν!»

«Θα πας με το καινούργιο;»

«Δε βλέπω το λόγο, τρεις θα ήμαστε. Αν ερχόντουσαν και οι άλλοι να το έπαιρνα, τώρα τι νόημα έχει;»

«Θα χαλάσει ο καιρός, είπαν ότι θα αρχίσει να φυσάει πολύ από το βράδυ. Καλύτερα να πάρεις το καινούργιο που είναι και πιο βαρύ.»

«Εντάξει μπαμπά» του είπα. «Δε νομίζω ότι θα είστε ξύπνιοι όταν θα επιστρέψω. Όχι ότι θα το ξενυχτίσουμε κιόλας, το πιθανότερο είναι ότι κατά τις τρεις θα έχουμε γυρίσει.»

«Καλά να περάσετε» μου είπε και αφού τους καληνύχτισα κατέβηκα κάτω. Δύο λεπτά αργότερα ήμουν μπροστά στο σπίτι της Φοίβης. Οι δυο τους ήταν καθισμένες στο πεζούλι και κάτι έλεγαν και γελούσαν του καλού καιρού. Έσβησα το αυτοκίνητο και κατέβηκα.

«Γιατί γελάτε τσούπρες;» τις ρώτησα και αντί απάντησης ήρθαν η μία από τη μία πλευρά και η άλλη από την άλλη, με αγκάλιασαν και οι δυο τους και μου έσκασαν ένα φιλί στο μάγουλο, βάζοντας και πάλι τα γέλια καθώς έμεινα Παπαδόπουλος: «Τι έγινε ρε παιδιά; Μας πιάσανε;»

«Αχ, πάει, μας έμεινε!» είπε η Φοίβη προκαλώντας ένα νέο γύρο γέλιου.

«Το διασκεδάζετε;»

«Πολύ!» απάντησε η Φοίβη.

«Θα με τρελάνετε εσείς οι δύο!»

«Ναι, το είπαμε αυτό!»

«Με γεια το καινούργιο αυτοκίνητο» είπε η Χριστιάνα.

«Σ’ ευχαριστώ πολύ!»

«Γιατί δεν πήρες τον Θρασύβουλα;» με ρώτησε η Φοίβη.

«Γι’ αυτό» της απάντησα και άνοιξα την πίσω πόρτα. «Παρακαλώ κυρίες μου περάστε, ο σοφέρ σας ήρθε για να σας πάει να διασκεδάσετε!»

«Άχουτο μωρέ!» είπε η Φοίβη και μου τσίμπησε το μάγουλο. Πέρασε πρώτη στο πίσω κάθισμα και μετά την ακολούθησε και η Χριστιάνα! Έκλεισα την πόρτα τους και άνοιξα τη δική μου και κάθισα στη θέση μου.

«Karaoke;»

«Νιιιιι!» μου απάντησε χειροκροτώντας η Φοίβη.

Βγήκα στην Εθνική που είχε ακόμα λιγότερη κίνηση από εχθές το μεσημέρι, βρίσκοντας ευκαιρία να το πατήσω λίγο. Έφτασα τα 190 αλλά μετά έκοψα σταδιακά ταχύτητα και μέχρι τον Άγιο Στέφανο πήγα με 150. Τι ωραία που ήταν, οι τσούπρες πίσω μιλούσαν μεταξύ τους και χαχανίζανε χωρίς να δίνουν προσοχή στο δρόμο. Ήταν ύποπτα εύθυμες και επειδή η πιθανότητα να καπνίσανε μπάφο με τη γιαγιά ήταν μηδαμινή, κάτι καλό είχε παιχτεί το απόγευμα. Μωρέ αν δεν της πέταγα τα μάτια έξω στην Τσαλαβούτα, να μη με έλεγαν Ανδρέα, και όχι τίποτε άλλο αλλά το Carina είχε και μεγαλύτερη άπλα πίσω απ’ ότι ο Θρασύβουλας!

Η αλήθεια είναι ότι παιδεύτηκα λίγο μέχρι να βρούμε το Karaoke, η εποχή του GPS και του navigator ήταν επιστημονική φαντασία και απείχε ακόμα χρόνια. Τέλος πάντων, με τα πολλά το βρήκαμε. Και εννοείτε ότι κατέβηκα και τους άνοιξα την πίσω πόρτα, τι σκατά σοφέρ θα ήμουν αλλιώς; Η Φοίβη μου φορούσε ένα όμορφο πουκάμισο και από κάτω το υφασμάτινό της που τόσο μου άρεσε λόγω του τρόπου με τον οποίο αναδείκνυε τα υπέροχα οπίσθιά της. Όχι ότι η Χριστιάνα πήγαινε πίσω σε …οπίσθια ομορφιά, και του λόγου της φορούσε ένα υφασμάτινο που την αναδείκνυε. Καλά το έλεγα, είχαν βαλθεί να με τρελάνουν.

Παρότι ήταν Κυριακή το μπαρ είχε κάμποσο κόσμο, δεν ήταν άδειο. Δεν είχαν αρχίσει ακόμα το πρόγραμμα, απλά έπαιζε χορευτική ξένη μουσική. Δε θέλω να το παινευτώ αλλά έχω ωραία φωνή, μπορώ να πιάσω κάμποσες οκτάβες και η φωνή μου βγάζει αβίαστο βιμπράτο. Η αλήθεια είναι ότι θα την προτιμούσα να είναι κάπως περισσότερο βαρύτονη αλλά από την άλλη—και χωρίς να είμαι δα και ο Gillan—μπορούσα να πιάσω αρκετά υψηλές οκτάβες. Η Φοίβη έχει γλυκιά, κοριτσίστικη φωνή αλλά δεν το είχε με το τραγούδι. Η Χριστιάνα έχει φωνάρα, όχι αστεία, αλλά η ίδια διατείνεται ότι είναι φάλτσα.

Σε κάθε περίπτωση—και εφόσον καταφέρναμε να την πείσουμε—θα το μαθαίναμε. Όσο θυμάμαι τη Χριστιάνα ενάμιση χρόνο, πρώτη φορά την έβλεπα τόσο χαλαρή και γελαστή, είναι πολύ ντροπαλός και κλειστός άνθρωπος. Η Φοίβη την είχε ανοίξει σα στρείδι και το μαργαριτάρι που έκρυβε μέσα της είχε αρχίσει επιτέλους να φαίνεται. Δεν ήταν απλά κούκλα, όσο περισσότερο τη γνώριζα τόσο πιο φανερό μου γινόταν ότι το περιεχόμενο ήταν ακόμα ομορφότερο από το περιτύλιγμα.

Τα τραπέζια ήταν στρογγυλά και έβλεπαν όλα προς το σταντ των τραγουδιστών. Καθίσαμε στο δικό μας, στα αριστερά η Χριστιάνα, στη μέση η Φοίβη και στα δεξιά εγώ. Πάνω από το μικρόφωνο είχε μια οθόνη όπου φανταζόμουν πως ήταν το autocue. Ήρθε η σερβιτόρα και δώσαμε την παραγγελία μας. Δεν άργησε να μας φέρει τα ποτά μας, οι δυο τους πήραν white Russian ενώ ένα απλό τζιν με τόνικ.

«Πώς σας φαίνεται;»

«Πώς να μου φανεί, αφού δεν έχει ξεκινήσει ακόμα!» απάντησε η Φοίβη.

«Ο χώρος βρε»

«Πολύς καθρέφτης ρε παιδί μου, αλλά εντάξει. Έχει μια αισθητική ‘70s, δεν τον λες άσχημο» απάντησε η Χριστιάνα.

«Θα συμφωνήσω!» απάντησε και η Φοίβη.

«Πώς τα περάσατε το απόγευμα;» 

«Όμορφα ήταν! Γνώρισα και τον Τσάρλι. Ανδρέα δεν φαντάζεσαι, είναι σαν σκύλος μετρίου μεγέθους. Τεράστιος, μου έπεσε το σαγόνι όταν τον είδα, παρά το γεγονός ότι μου είχε δείξει τις προάλλες και φωτογραφία του. Άρχοντας, ήρθε και κάθισε στα πόδια μου και τον κατάλαβα για τα καλά, 13 κιλά! Α και δεν του αρέσει να χειροκροτώ! Μου νιαούρισε αποδοκιμαστικά και κοιτάζοντάς με επιτιμητικά έριξε ένα σάλτο και κατέβηκε από πάνω μου.»

«Περίμενες ότι θα του ταράξεις το ζεν χωρίς συνέπειες, κοινή θνητή;» την ρώτησε η Χριστιάνα και έβαλαν και οι δύο τα γέλια.

«Πλέμπα, παιδί μου, τι περίμενες;» συνηγόρησα πειράζοντας την Φοίβη.

«Αν δεις το σπίτι της Χριστιάνας κι εσύ έτσι θα νιώσεις! Το σαλόνι τους μόνο, είναι πιο μεγάλο από το σπίτι της γιαγιάς. Το δωμάτιό της είναι λίγο πιο μικρό από τη σαλοτραπεζαρία μου στην Κρήτη! Με ιδιωτικό μπάνιο παρακαλώ και μπανιέρα μεγαλύτερη από τη δική σου!» είπε κάνοντας τη Χριστιάνα να αλλάξει μερικά χρώματα. «Αχ σα σουπιά έγινες» της είπε βάζοντας τα γέλια. «Σουπιές είπα! Θα πω στη μητέρα μου να φτιάξει σουπιές μεθαύριο!» συνέχισε με μια ανάσα, πηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο. Πώς να μην είμαι ερωτευμένος μαζί της;

«Μια χαρά, ζωάρα κάνατε!»

«Αμέ, και στο τέλος κάναμε και μπανάκι παρεούλα!» μου πέταξε και οι σουπιές έγιναν δύο, η κάθε μία για διαφορετικούς λόγους.

«Φοίβη!» είπε βρίσκοντας τη φωνή της η Χριστιάνα.

«Ρωξάνη, εγώ ομιλώ Ρωξάνη!»

«Το δίκαννο!» φώναξα κι εγώ βρίσκοντας επιτέλους τη φωνή μου, η αλήθεια είναι ότι μου πήρε λιγάκι ώστε το αίμα που είχε μαζευτεί για λίγο στο κάτω κεφάλι, να επιστρέψει και στο πάνω.

Η Χριστιάνα βρήκε γρήγορα τη μιλιά της, μωρέ το στρείδι είχε αρχίσει να το καταευχαριστιέται το άνοιγμά του και αναρωτήθηκα και πάλι, φευγαλέα, μήπως έπαιζε με τη φωτιά και γινόμασταν όλοι μπουρλότο. Η ίδια η Φοίβη πάντως είχε τον αέρα και την αυτοπεποίθηση του ανθρώπου που ξέρει τι κάνει, πως το κάνει, πότε το κάνει και γιατί το κάνει οπότε απομάκρυνα τις αρνητικές σκέψεις από το μυαλό μου.

Το πρόγραμμα άρχισε γύρω στις 23:00 και είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος, δεν το φανταζόμουν. Και ναι, είχε πολύ πλάκα, οι περισσότεροι δεν το είχαν και το γέλιο και το εντός εισαγωγικών θάψιμο πήγαιναν και ερχόντουσαν. Ο DJ καθόταν δεξιά από το μπαρ, αν ήθελες κάποιο συγκεκριμένο τραγούδι πήγαινες και του το ζητούσες. Αποφάσισα να σπάσω εγώ τον πάγο.

«Πάω να ζητήσω τραγούδι» τους

«Αχ ναι; Ποιο;» ρώτησε η Φοίβη.

«Θα το μάθετε όταν ανέβω να το τραγουδήσω» της απάντησα και σηκώθηκα και πήγα στον DJ και τον ρώτησα αν το έχει. Το είχε, αλλά θα έπρεπε να κάνω λίγο υπομονή γιατί προς το παρόν ζητούσαν ελληνικά τραγούδια. Γύρισα στο τραπέζι μας χαμογελαστός. «Το έχει, αλλά θα πρέπει να περιμένουμε λίγο!»

«Νιιιιι!» είπε χειροκροτώντας η Φοίβη.

«Ελπίζω το χειροκρότημα να πηγαίνει στο ότι έχει το τραγούδι και όχι στο ότι θα αργήσει λίγο να το βάλει!» την πείραξα και αντί για απάντησης μου έκανε λαρυγγοσκόπηση. «Εσύ τι λες;»

«Όταν έχεις επιχειρήματα, έχεις επιχειρήματα!» της είπα και έβαλε τα γέλια χειροκροτώντας ενθουσιασμένη.

Η ώρα πέρασε με εμάς να γινόμαστε μάρτυρες κάμποσων δολοφονιών αλλά και ενός πιτσιρικά που μας έκανε να μαζεύουμε τα σαγόνια μας από το πάτωμα, τραγουδώντας το «Μαχαίρι» των Καββαδία/Μικρούτσικου. Κάποια στιγμή το γύρισε στα ξένα, δυο τρεις δολοφονίες αργότερα ο DJ μου έκανε νόημα ότι ήρθε η σειρά μου. Σηκώθηκα και—ψεύτης μην είμαι, με τα γόνατα να τρέμουν ελαφρά—πήγα και στάθηκα στο stand. Το τραγούδι το είχα επιλέξει in the spur of the moment, σαν πείραγμα. Πέσαν οι πρώτες νότες και Φοίβη και Χριστιάνα βάλανε τα γέλια. Ήταν κούκλες. Τα φώτα έπεσαν πάνω μου και ξαφνικά άρχισε να γελάει και ο υπόλοιπος κόσμος. Τι διάολο, μαρούλι στα δόντια είχα; Δεν πρόλαβα να το σκεφτώ καθώς άρχισε το τραγούδι.

Roxanne
You don't have to put on the red light.
Those days are over,
You don't have to sell your body to the night.

Roxanne
You don't have to wear that dress tonight.
Walk the streets for money.
You don't care if it's wrong or if it's right.

Παρά τα γέλια με τα οποία αντιμετωπίστηκα στην αρχή—χωρίς να έχω καταλάβει το λόγο—έλαβα μπόλικο και δυνατό χειροκρότημα. All-in-all, καλά τα είχα πάει, οπότε γύρισα στο τραπέζι μου φουσκωμένος σα διάνος. Εκεί η Φοίβη σηκώθηκε όρθια και αγκαλιάζοντάς μου έκανε εκ νέου λαρυγγοσκόπηση.

«Ήσουν υπέροχος!» είπε η Χριστιάνα, χαμογελώντας μεν αλλά σοβαρή. «Νομίζω, δηλαδή τι νομίζω, σίγουρα είσαι καλύτερος από τον τραγουδιστή που έχει το συγκρότημα του Βαγγέλη και της Κατερίνας, αλήθεια στο λέω!»

«Ρωξάνη, να ομιλείς Ρωξάνη, μην την ακούς την πλεμπαία!» της είπα κάνοντάς την να βάλει τα γέλια. «Ρε παιδιά, γιατί γελούσανε μαζί μου όταν έπεσαν τα φώτα πάνω μου, έχω μαρούλι στα δόντια;» ρώτησα κερδίζοντας το χαχανητό και των δυο τους.

«Μωρουλίνι μου, πήγαινε στην τουαλέτα να κοιταχτείς λίγο στον καθρέφτη» μου είπε χαμογελώντας mischievously η Φοίβη. «Ωχ, να δεις που όντως έχω μαρούλι στα δόντια» σκέφτηκα μέσα μου.

Ε, όταν πήγα στην τουαλέτα κατάλαβα κι εγώ γιατί με είχαν πάρει αρχικά στην μπαταρέλα. Όχι, δεν ήταν μαρούλι. Το ένα μάγουλο είχε αποτύπωμα από κόκκινο κραγιόν ενώ το άλλο μάγουλο είχε αποτύπωμα από μωβ. Και τα κωλόπαιδα με έστειλαν έτσι χωρίς να πουν τίποτα, γι’ αυτό χαχάνιζαν όλη την ώρα. Μωρέ θα της κάνω τον κώλο μαύρο, σκέφτηκα. Κανονικά δύο κώλους θα έπρεπε να μαυρίσω αλλά θα έπρεπε να αρκεστώ σε αυτόν που έφτανα. Δεν σκουπίστηκα πάντως, τα άφησα πάνω μου. Αν δεν μπορείς να κάνεις λίγο χαβαλέ με τον εαυτό σου, δεν έχεις χιούμορ, αυτό λέω εγώ. Και μιας και ήμουν εκεί, βρήκα την ευκαιρία να ρίξω και ένα κατούρημα, για κάποιο λόγο κόντευα να σκάσω. Έπλυνα τα χέρια μου και γύρισα πίσω σεινάμενος και  κουνάμενος, αλλά δεν κάθισα, έσκυψα ανάμεσά τους.

«Για πάμε ένα refresh γιατί τα προηγούμενα ξεθωριάζουν!» τους είπα. Έχω να δηλώσω ότι δεν κώλωσε ούτε η μία ούτε η άλλη, κόλλησαν και οι δύο τα χείλια τους πάνω σε κάθε μάγουλο γεμίζοντάς με κραγιόν. Με άφησαν και άρχισαν πάλι να χαχανίζουν και πήγα και κάθισα στη θέση μου σα να μην τρέχει κάστανο. «Εγώ το καθήκον μου το έκανα, σειρά σας!»

«Χριστιάνα, είπες θα τραγουδήσεις!» της είπε η Φοίβη.

«Αν μου πετάξουν σάπια λάχανα, εσείς θα φταίτε»

«Ναι, λες και όσοι έχουν τραγουδήσει ήταν αστέρια του πενταγράμμου!» της είπα εγώ προσπαθώντας να την ενθαρρύνω.

«Άντε, κομμάτια να γίνει» είπε και σηκώθηκε και πήγε στον DJ. «Μετά τον επόμενο είμαι εγώ!» μας πληροφόρησε. «Άντε, πάω εκεί να περιμένω και το κρίμα στο λαιμό σας.»

«Τι λες να διάλεξε;»

«Δεν έχω ιδέα. Εγώ δεν την πιστεύω ότι δεν μπορεί να τραγουδήσει καλά, νομίζω έτσι το λέει.» μου απάντησε η Φοίβη.

«Κι εγώ δεν μπορώ να φανταστώ, κρίνοντας από τη φωνή της ότι δεν μπορεί να τραγουδήσει. Αλλά ίσως πάλι όντως να είναι φάλτσα, δεν αρκεί μόνο η ωραία φωνή.» της ανταπάντησα.

«Θα δούμε» είπε και εκείνη τη στιγμή τέλειωσε το “Summer of ‘69” που είχε τραγουδήσει, και μάλιστα πολύ καλά, ο προηγούμενος, κερδίζοντας το ενθουσιώδες χειροκρότημα όλων μας.

Η Χριστιάνα ανέβηκε στο stand και είδα κάμποσα σαγόνια να πέφτουν στο πάτωμα.

«Δεν είμαστε με τα καλά μας» είπα όταν άρχισε η μουσική. «Δε μπορούσε να βρει κάτι πιο δύσκολο;»

«Σσσστ» με μάλωσε η Φοίβη.

Gloria, you're always on the run now
Running after somebody
You gotta get him somehow
I think you've got to slow down
Before you start to blow it
I think you're headed for a breakdown
So be careful not to show it

You really don't remember
Was it something that he said?
Are the voices in your head calling, Gloria?
Gloria, don't you think you're fallin'?
If everybody wants you
Why isn't anybody callin'?
You don't have to answer
Leave 'em hangin' on the line
Oh-oh, calling Gloria

Gloria (Gloria)
I think they got your number (Gloria)
I think they got the alias (Gloria)
That you've been living under (Gloria)
But you really don't remember
Was it something that they said?
Are the voices in your head calling, Gloria?

Μπορεί να μην ήταν Brannigan αλλά τραγουδούσε αξιοπρεπέστατα και το τραγούδι δεν το λες και εύκολο, ίσα-ίσα.

«Ρε συ η Χριστιάνα είναι πολύ καλή» είπα στη Φοίβη.

«Στο έλεγα εγώ, δεν στο έλεγα;» μου είπε η Φοίβη. «Εκείνο το βράδυ που πήγα να τη βοηθήσω πριν φάμε το παστίτσιο πήγε και έκανε ένα ντουζ, και την άκουσα να τραγουδάει, μάλλον αφηρημένη είχε ξεχάσει ότι είμαι μέσα!»

«Μιας που είπες για ντουζ, κάνατε όντως ντουζ μαζί σήμερα ή με πειράζεις;»

«Και όχι μόνο ντουζ! Θα στα πω μετά αυτά, τώρα σους!»

Και εκεί το αίμα μου αποφάσισε να επιστρέψει πάλι στο κάτω κεφάλι αφήνοντας το πάνω να βουίζει. Όταν τέλειωσε την παράστασή της η Χριστιάνα, που δεν τραγουδούσε απλά, χόρευε και κινούνταν σε όλη τη διάρκεια, το μαγαζί την αντάμειψε με ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Χαμογελώντας ντροπαλά έκανε μια ελαφριά υπόκλιση και επέστρεψε στο τραπέζι μας.

«Αυτό ήταν το τραγουδάω χάλια;» τη ρώτησα. «Δηλαδή το καλά πώς είναι;» τη ρώτησα κερδίζοντας ένα ακόμα ντροπαλό χαμόγελο, ήταν μια γλύκα! Η Φοίβη από την άλλη δεν της χαρίστηκε, την άρπαξε αγκαλιά και της έδωσε ένα ενθουσιώδες πεταχτό φιλί στο στόμα το οποίο η Χριστιάνα ανταπέδωσε κανονικά και με το νόμο. Κάθισε στην καρέκλα της ξαναμμένη.

«Σειρά σου!» είπε στη Φοίβη.

«Θα βάλω τα δυνατά μου να μαζέψω ό,τι σάπιο λαχανικό υπάρχει!»

«Τι θα πεις;» την ρωτήσαμε και οι δύο.

«Θα μάθετε όταν το πω!» μας είπε με τη σειρά της και πήγε στον DJ. Τον ρώτησε κάτι και από τα ενθουσιώδη παλαμάκια της κατάλαβα πως το είχε το τραγούδι. «Πάω κατευθείαν!» είπε. Μετά τη Χριστιάνα δεν είχε σηκωθεί κανείς.

Η Φοίβη ανέβηκε στο stand σχεδόν χοροπηδώντας και έκανε μια βαθιά υπόκλιση. Μετά άρχισε να στέλνει φιλιά δεξιά κι αριστερά και οι θεατρινισμοί της ήταν άλλο πράγμα. Δεν ξέρω πως αυτό το κορίτσι είχε μείνει 6 χρόνια στη σκιά, ήταν γεννημένη performer, τα πρώτα χειροκροτήματα είχαν αρχίσει να πέφτουν πριν καν ξεκινήσει η μουσική. Όταν έπεσαν οι πρώτες νότες δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα γέλια μου, δεν μπορούσε να έχει επιλέξει κάτι καλύτερο!

I come home, in the mornin' light,
My mother says, "When you gonna live your life right?"
Oh, momma dear, we're not the fortunate ones!
And girls, they wanna have fun!
Oh, girls just wanna have fun!

Η Φοίβη μου με την κοριτσίστικη φωνή της δεν μπορούσε να είχε διαλέξει κάτι καλύτερο. Βέβαια τις ξέφυγαν δυο τρία φάλτσα αλλά πάνω στο stand έδωσε παράσταση με τις κινήσεις της και τις γκριμάτσες της. Σε θεατρικότητα δεν της παράβγαινε κανείς! Κανείς! Απόδειξη ήταν ότι παρά τα κάμποσα φάλτσα της το μαγαζί σείστηκε από τα χειροκροτήματα και τα σφυρίγματα.

«Έλα εδώ μωρή θεατρίνα!» της είπα έχοντας σηκωθεί και περιμένοντάς την όρθιος.

«Νιιιιιι!» μου φώναξε και ήρθε και χώθηκε στην αγκαλιά μου.

«Είσαι εσύ μία!» της είπα και την άφησα και εκεί την πήρε αγκαλιά η Χριστιάνα.

«Αχ, είναι πολύ όμορφα!» είπε όταν κάθισε. «Χμμμ, έχω μια ιδέα!» Την κοίταξα αλλά δεν το είπε σε μένα, κάτι ψιθύρισε στη Χριστιάνα η οποία κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Πάω να τον ρωτήσω» της είπε ενώ η επόμενη είχε ανέβει στη σκηνή και τραγουδούσε το “like a prayer”. Ομολογώ ότι το έλεγε καλά. Κοίτα να δεις! Εκείνη τη στιγμή επέστρεψε η Φοίβη. «Το έχει!» της είπε. «Πάμε, είμαστε οι επόμενες!»

«Αφήστε την κοπέλα να τελειώσει» τους είπα. «Έτσι και σας δουν εκεί θα της φάτε τη δόξα, και τραγουδάει πολύ όμορφα, της αξίζει ένα ζεστό χειροκρότημα!»

«Έχεις δίκιο, μωρό μου» μου είπε. Δεν κάθισαν στο τραπέζι αλλά δεν πήγαν και στο stand, περίμεναν την κοπέλα που τραγουδούσε να τελειώσει. Τέταρτη στη βραδιά που προκάλεσε θύελλα χειροκροτημάτων, μετά τον πιτσιρικά και το «Μαχαίρι,» τη Χριστιάνα και τη Φοίβη. Το άξιζαν και οι τέσσερεις, να τα λέμε αυτά.

Οι δύο σουσουράδες πήγαν και κάθισαν στο stand, η Χριστιάνα χαμογελαστή αλλά πιο μαζεμένη και η Φοίβη δίνοντας πάλι show. Έπεσαν οι πρώτες νότες, στις επιλογές των τραγουδιών κεντούσε σήμερα το κορίτσι μου, αυτό έχω να πω.

You can dance, you can jive,
having the time of your life
See that girl, watch that scene
digging the Dancing Queen

Friday night and the lights are low.
Looking for a place to go
where they play the right music,
getting in the swing.

You come to look for a king.
Anybody could be that guy!
Night is young and the music’s high,
with a bit of rock music, everything is fine

You’re in the mood for a dance.
and when you get the chance
You are the Dancing Queen
young and sweet, only seventeen

Dancing Queen,
feel the beat from the tambourine!

You can dance, you can jive,
having the time of your life!
See that girl, watch that scene,
digging the Dancing Queen

OH MY GOD, τίποτε άλλο δεν λέω! Η Φοίβη είχε αφήσει τη Χριστιάνα να κάνει τα φωνητικά, συνοδεύοντάς την μόνο σε κάποια σημεία. Η Χριστιάνα τραγουδούσε και η Φοίβη χόρευε, και οι δυο τους έδιναν πραγματικό show. Απόδειξη ότι χωρίς να τις ρωτήσει o DJ έβαλε αμέσως το επόμενο, πάλι Abba, το “gimme gimme gimme”. Με εμένα να χαμογελάω σα τον βλαμμένο, ήρθε η σερβιτόρα κουβαλώντας τα ίδια ποτά που είχαμε πάρει και τρία σφηνάκια.

«Τι είναι αυτά;»

«Κερασμένα!» μου είπε και μου έδειξε τον DJ που μου έκανε νόημα με ένα χαμόγελο από το ένα αφτί μέχρι το άλλο. Η Χριστιάνα έδινε show με τη φωνή της, η Φοίβη έδινε show με το χορό της και ο κόσμος είχε σηκωθεί και χόρευε λες και βρισκόταν σε live.

Κατέβηκαν και οι δύο κόκκινες και άνοιξα την αγκαλιά μου και τις έκλεισα και τις δύο μέσα της και τις έσφιξα δυνατά, πολύ δυνατά.

«Παράσταση δώσατε σουσουράδες, κανονικές θεατρίνες!» τους

«Αχ μπράβο, παράγγειλες και δεύτερο γύρο!» μου είπε η Φοίβη χειροκροτώντας.

«Δεν παράγγειλα, και τα ποτά και τα σφηνάκια είναι κερασμένα!» τους

«Από ποιον;» με ρώτησε η Χριστιάνα.

«Από το DJ. Λοιπόν, πάρτε τα σφηνάκια σας και άσπρο πάτο!» Γυρίσαμε και οι τρεις στον DJ κάνοντάς του νεύμα και υψώνοντας τα ποτήρια στην υγειά του, τα ήπιαμε. Ήταν γλυκό το σφηνάκι, δεν το αναγνώρισα. Δεν ήταν σναπς, ήταν κάτι άλλο… Ό,τι και αν ήταν είχε πολύ ωραία γεύση πάντως!

«Αχ, ωραίο ήταν!» είπε η Φοίβη και συμπλήρωσε «Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εμένα μ’ αρέσει πολύ-πολύ εδώ! Πλάκα έχει!»

«Ναιιιιιιιιιι!» είπε η Χριστιάνα. «Ωχ, τ’ αφτιά μου» συνέχισε καθώς στη σκηνή είχε αρχίσει να τραγουδάει ο επόμενος υποψήφιος δολοφόνος.

«Είναι που φοβόσουν ότι θα σε πάρουν με τα σάπια λάχανα, σιγανοπαπαδιά!»

«Τι να πω, είμαι γεμάτη εκπλήξεις!”

«Κορίτσια, έχω μια ιδέα να τραγουδήσουμε και οι τρεις. Δύσκολο τραγούδι, αν είναι να φάμε στο τέλος σάπια λάχανα, να τα φάμε με στυλ!»

«Αχά!» είπε η Φοίβη. «Για πες!»

«Το bohemian rhapsody!» τους απάντησα. «Θα προσπαθήσω να τραγουδήσω τα σημεία που τραγουδούσε solo ο Mercury και όλοι μαζί τη χορωδία και όποιον πάρει ο χάρος. Είστε;»

«Μέσα!» είπε η Φοίβη.

«Μέσα κι εγώ!» είπε η Χριστιάνα. Σηκώθηκα και πήγα στον DJ.

«Καταρχάς να σας ευχαριστήσω για το κέρασμα. Κατά δεύτερον, το έχετε το Bohemian Rhapsody? Λέμε να το τραγουδήσουμε με τα κορίτσια!»

«Φιλόδοξο! Μου αρέσετε!» μου δήλωσε. «Ναι, το έχουμε. Θα γυρίσω στα ελληνικά σε λίγο, οπότε όταν τελειώσει αυτούς που τραγουδάει την κακοποίηση των αφτιών μας, ανεβείτε» είπε και συμπλήρωσε “This would be interesting”

«Α, σας ευχαριστώ!» του απάντησα και γύρισα στο τραπέζι μας. «Τσούπρες, σηκωθείτε» τους

Is this the real life?
Is this just fantasy?
Caught in a landside,
No escape from reality

Δεν ξέρω πως ακούγονταν στους υπόλοιπους αλλά εγώ νομίζω ότι καλά το πηγαίναμε.

Mamaaa,
Just killed a man,
Put a gun against his head, pulled my trigger,
Now he's dead
Mamaaa, life had just begun,
But now I've gone and thrown it all away
Mama, oooh,
Didn't mean to make you cry,
If I'm not back again this time tomorrow,
Carry on, carry on as if nothing really matters

«Καλά το πάμε» τους ψιθύρισα. Είχα ακόμα ένα solo και μετά μπαίναμε στα δύσκολα, στο οπερετικό κομμάτι. «Φοίβη, θα κάνεις τις λεπτές φωνές!» της είπα και ένευσε.

I see a little silhouetto of a man,
Scaramouch, Scaramouch, will you do the Fandango!
Thunderbolts and lightning, very, very frightening me
Galileo, Galileo
Galileo, Galileo
Galileo, Figaro – magnifico

I'm just a poor boy nobody loves me
He's just a poor boy from a poor family,
Spare him his life from this monstrosity

Easy come, easy go, will you let me go
Bismillah! No, we will not let you go

No, no, no, no, no, no, no
Oh mama mia, mama mia, mama mia, let me go
Beelzebub has a devil put aside for me, for me,
For meee

Κόντεψαν να με πιάσουν τα γέλια με το φάλτσο τσιριχτό «meeee» της Φοίβης αλλά κατόρθωσα να μη γελάσω. All in all, θα έλεγα ότι ήταν αξιοπρεπέστατη προσπάθεια η οποία έλαβε πολύ θερμό χειροκρότημα. Και μπράβο μας. Δεν τραγουδήσαμε άλλο τραγούδι, ήπιαμε με την ησυχία μας και το δεύτερο γύρο των ποτών μας και κατά τις 02:00 είπαμε να φύγουμε.

«Χριστιάνα, το βρώμικο είναι ανοιχτό και την Κυριακή;»

«Δεν έχω ιδέα, περνάμε και βλέπουμε. Όχι ότι πεινάω ιδιαίτερο, κοντέψαμε να φάμε και την κατσαρόλα στο τέλος!»

«Ρε, μου αφήσατε τίποτα;» ρώτησα τη Φοίβη.

«Σου αφήσαμε ένα πιάτο παραπονιάρη! Ποιος στη χάρη σου, θα φας και μαγειρίτσα και παπουτσάκια!»

«Ορίστε, ζήλεψα!» είπε η Χριστιάνα.

«Έλα κι εσύ!» της είπε η Φοίβη.

«Πολύ θα το ήθελα» είπε η Χριστιάνα «αλλά να με δει και λίγο το σπίτι μου. Ο μπαμπάς μού υποσχέθηκε αυτές τις μέρες θα έρχεται νωρίς για να τρώμε όλοι μαζί, δεν θέλω να τους κρεμάσω από την πρώτη κιόλας μέρα.»

«Εντάξει, εντάξει!» είπε η Φοίβη. «Ουφ, θα μου λείψετε» είπε και όπως καθόταν στη μέση μας πήρε αγκαλιά και τους δύο.

«Άντε, τσούπρες, σηκωθείτε» τους είπα. Βάλαμε τα μπουφάν μας και βγήκαμε έξω. Είχε δίκιο ο πατέρας μου, είχε αρχίσει να φυσάει πολύ δυνατά. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα να κατεβούμε στο κέντρο να αφήσουμε τη Χριστιάνα. Ουσιαστικά από τη στιγμή που βγήκαμε στη Λ. Μαραθώνος είναι μια ευθεία που λέει ο λόγος. Η Μαραθώνος στο ύψος της Εκάλης γίνεται Θησέως, από το Καστρί και μετά Ελευθερίου Βενιζέλου και από την Κηφισιά μέχρι και τη διασταύρωση με τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας λέγεται Κηφισίας και μετά Βασιλίσσης Σοφίας. Ουσιαστικά από τη διασταύρωση με τη Εθνική οδό στο Κρυονέρι μέχρι και τη διασταύρωση της με την λεωφόρο Βουλιαγμένης είναι ένας δρόμος με πολλά ονόματα.

Δεδομένου ότι θέλαμε να πάμε Μαβίλη, βγήκα από την Πανόρμου και πέρασα στη Βουρνάζου, περνώντας μπροστά από το Έλενα, στο οποίο είχε γεννηθεί η Ευτυχία. Η Χριστιάνα έμενε στο παράλληλο στενό, στη Φιλήμονος.  Εμείς ωστόσο θέλαμε να κατεβούμε στη Μαβίλη, οπότε δε σταματήσαμε εκεί. Το βρώμικο όχι απλά ήταν ανοιχτό, είχε και κόσμο, κάτι που δεν το περίμενα τέτοια μέρα και ώρα. Αν και ήμουν με τη …βάρκα, βρήκα να παρκάρω λίγο παρακάτω. Εδώ δε φυσούσε όσο στον άγιο Στέφανο όταν φύγαμε. Πήγαμε και περιμέναμε υπομονετικά στην ουρά να έρθει η σειρά μας. Παραγγείλαμε τα σάντουιτς μας, μικρά τα κορίτσια, μεγάλο εγώ, και πήγαμε και κάτσαμε σε ένα άδειο παγκάκι.

«Αυτά είναι!» είπα αφού κατάπια μια γερή δαγκωνιά από το σάντουιτς. «Μου κάνει εντύπωση που στο Ηράκλειο δεν υπάρχει ούτε ένας ξενύχτης!»

«Να κάνει τι;» είπε μασουλώντας η Χριστιάνα. «Τα λιοντάρια είναι ανοιχτά μέρα-νύχτα και έχουν τα πάντα, από σουβλάκια και πίτσα μέχρι και κρέπες.»

«Ναι, δε λέω, αλλά το βρώμικο είναι άλλο πράγμα!»

«Δε λέω, έχει τη χάρη του» ανταπάντησε η Φοίβη «αλλά εγώ, αν και μόλις από το Σεπτέμβρη στο νησί, δε θα το αντάλλαζα με τα θρακόψωμα ή τις πίτσες του Έβερεστ ή τις κρέπες στην Αγίου Τίτου. Και όχι τίποτε άλλο, από τα σπίτια μας είμαστε εκεί μέσα σε δέκα λεπτά, άντε τώρα να το κάνεις αυτό στην Αθήνα!»

She got a point, δεν επέμεινα. Μασουλήσαμε τα σάντουιτς μας χωρίς να πούμε περισσότερα επί του θέματος. Όταν τελειώσαμε καθίσαμε να κάνει ένα τελευταίο τσιγάρο η Χριστιάνα, η οποία ζήτημα είναι αν είχε καπνίσει δύο-τρία όλη τη βραδιά, καθώς ο καπνός του τσιγάρου ενοχλούσε τη Φοίβη. «Κοίτα να δεις, λες και της έχει κάνει μάγια» σκέφτηκα πάλι μέσα μου. Μου ξαναήρθε στιγμιαία ο φόβος μου ότι παίζαμε με τη φωτιά, αλλά γρήγορα τον κατέπνιξα και πάλι. Η Χριστιάνα έσβησε το τσιγάρο της και αμέσως έβγαλε από το τσαντάκι της ένα πακέτο τσίχλες και αφού πρόσφερε από μία στη Φοίβη και σε μένα, πήρε μία και άρχισε να τη μασουλάει. Σε λίγο μασουλούσαμε και οι τρεις σαν κατσίκια αν και η αλήθεια είναι ότι η γεύση της μέντας ήταν σχεδόν δροσιστική. Καθίσαμε κανένα πεντάλεπτο ακόμα και μετά μπήκαμε και οι τρεις στο αυτοκίνητο και δυο λεπτά αργότερα ήμασταν στη διασταύρωση με το δρόμο που έμενε η Χριστιάνα. Μιας και αύριο η Φοίβη θα έφευγε, δεν ήθελα να σταματήσω με alarms, οπότε έστριψα αριστερά στη Φιλήμονος και σταμάτησα μπροστά από το ομώνυμο πάρκο, μερικά μέτρα πριν το σπίτι της. Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και οι τρεις.

«Ποιο είναι το σπίτι σου;» τη ρώτησα και μου έδειξε. Μεγάλη πολυκατοικία που αριστερά της είχε είσοδο σε parking, όχι και κάτι πολύ συνηθισμένο. Σταθήκαμε στο παρκάκι, κάπως πλάγια σε σχέση με το σπίτι της. Τα κορίτσια στάθηκαν απέναντι η μία από την άλλη.

«Θα μου λείψετε» είπε η Χριστιάνα στη Φοίβη ενώ η τελευταία τη χάιδευε τρυφερά στο πρόσωπο, προκαλώντας μου ένα μικρό τσίμπημα ζήλειας, γιατί ναι μεν αναφέρθηκε στο δεύτερο πληθυντικό, αλλά ήμουν 1000% σίγουρος ότι αυτή που θα της έλειπε ήταν η Φοίβη και όχι η αφεντιά μου. Η Φοίβη δεν απάντησε, την φίλησε τρυφερά στο στόμα.

«Κι εμένα θα μου λείψετε» είπε τελικά. «Είκοσι μέρες είναι θα περάσουν!»

«Θα σας αφήσω λίγο μόνες» απάντησα. «Χριστιάνα μου, έλα να σε φιλήσω» της είπα και την πήρα στην αγκαλιά μου. Πήγα να τη φιλήσω σταυρωτά στα μάγουλα αλλά η Χριστιάνα κρατώντας με από το κεφάλι μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο στόμα, κάνοντάς με και πάλι να τα χάσω.

«Και οι δύο θα μου λείψετε, Ανδρέα» μου είπε χαϊδεύοντάς μου απαλά το μάγουλο προκαλώντας μου και νέο βραχυκύκλωμα.

«Κι… ναι… Εε…» προσπάθησα να μιλήσω αλλά αυτό που έβγαινε θύμιζε περισσότερο εγκεφαλικό παρά οτιδήποτε άλλο.

«Ωχ, θα μας μείνει τελείως!» είπε η Φοίβη γελώντας και σπάζοντας το spell από το φιλί της Χριστιάνας. Κατόρθωσα να βρω το χαμόγελό μου και έσφιξα πάνω μου τη Χριστιάνα. «Κι εμένα θα μου λείψεις» της είπα γλυκά, και το εννοούσα. Χωρίς να ξέρω κι εγώ που βρήκα το θάρρος της έδωσα με τη σειρά μου ένα τρυφερό φιλί στο στόμα και την άφησα.

«Θα σε περιμένω στο αυτοκίνητο» είπα στη Φοίβη. «Χριστιάνα μου, να περάσεις όμορφα με τους δικούς σου στις γιορτές και τα λέμε του χρόνου!»

«Επίσης, καλές γιορτές και με το καλό να μπει η νέα χρονιά» μου είπε. Έκανα μεταβολή και γύρισα στο αυτοκίνητο. Άνοιξα το ραδιόφωνο, είχε μείνει στο Galaxy.

Nights in white satin
Never reaching the end
Letters I’ve written
Never meaning to send

Μου άρεσε πολύ αυτή η υπέροχη μπαλάντα των Moody Blues. Δυνάμωσα τον ήχο και άρχισα να τραγουδάω κι εγώ.

Beauty I'd always missed
With these eyes before
Just what the truth is
I can't say anymore

'Cause I love you!
Yes, I love you!
Oh, how I love you!

Όταν τέλειωσε το τραγούδι μπήκε στο αυτοκίνητο η Φοίβη.

«Πάμε;» μου είπε χαμογελαστή.

«Πάμε, κοριτσάρα μου» της είπα και έβαλα μπρος. Είκοσι, εικοσιπέντε λεπτά αργότερα ήμασταν Περιστέρι.

«Μη στρίψεις στην Τομεζά»

«Δεν σκόπευα!» της απάντησα γελώντας, συνεχίζοντας για Τσαλαβούτα. Πάρκαρα πάλι σε ένα σκοτεινό στενό πίσω από ένα εργοστάσιο. «Πάμε πίσω!» της είπα. Βγήκαμε και γυρίσαμε μέσα από τις πίσω πόρτες. Άφησα το ραδιόφωνο να παίζει αλλά κλείδωσα τις πόρτες. Περιμέναμε μέχρι να σβήσει το εσωτερικό φως, και ορμίσαμε ο ένας στον άλλον. Αν και ήμουν τέρμα καυλωμένος, δεν ήθελα να ξεκινήσουμε ακόμα, με έτρωγε η περιέργεια για το τι είχε συμβεί το μεσημέρι. «Σα να ήταν μια τελείως διαφορετική Χριστιάνα, σήμερα» παρατήρησα. «Μολόγα τα όλα, τι κάνατε το μεσημέρι;»

«Μπορείς να κάνεις το μπροστινό κάθισμα εμπρός;»

«Γιατί;»

«Θες να σου πω ή δε θες;»

«Θέλω!» είπα και ξεκλείδωσα και βγήκα έξω. Κάθισα στην θέση του συνοδηγού και το τράβηξα μπροστά όσο δεν πήγαινε άλλο. Μετά έγειρα μπροστά και την πλάτη του καθίσματος. Έκλεισα την πόρτα και αυτή τη φορά μπήκα από την πίσω πόρτα του συνοδηγού, ενώ η Φοίβη έκανε πιο μέσα. Κάθισα στο κάθισμα και κλείδωσα πάλι, περιμένοντας να κλείσουν και τα φώτα.

«Κάτσε αναπαυτικά πίσω» μου είπε και το έκανα.

Με κάποιο τρόπο κατάφερε και χώθηκε γονατιστή ανάμεσα στα πόδια μου. Μου ξεκούμπωσε τα κουμπιά του τζιν και με βοήθησε να το βγάλω τελείως, όπως και το μποξεράκι. Χώθηκε ανάμεσα στα πόδια μου και έσκυψε και με πήρε στο στόμα της. Όχι ότι δε μου άρεσε η πίπα, αλλά πέθαινα να μάθω τι έγινε το μεσημέρι. Με ρούφηξε για λίγη ώρα και σταμάτησε.

«Αφού φάγαμε στη γιαγιά, πήγαμε σπίτι της. Χάζεψα, είναι πραγματικά σαν παλάτι. Φτιάξαμε καφέ και βγήκαμε στο μπαλκόνι για να μιλήσουμε.» Σταμάτησε να μιλάει και με πήρε πάλι στο στόμα της για ένα λεπτό. «Σου έδωσα μια υπόσχεση, και σκοπεύω να την κρατήσω. Της είπα ότι μας πήρες χαμπάρι προχθές στο πλοίο και μετά της είπα για τις κοινές μας φαντασιώσεις. Μου ζήτησε να της πω λεπτομέρειες και της είπα αν θέλει να πάμε στο δωμάτιό της να της τα πω πιο άνετα, αν με αντιλαμβάνεσαι. Την έγδυσα από πάνω και τη κάθισα στο προσκέφαλο του κρεβατιού της και την έβαλα να γείρει πάνω μου. Άρχισα να τη φιλάω στο σβέρκο και να τη χουφτώνω και ξεκίνησα να της λέω για τις φαντασιώσεις μου.»

Σταμάτησε και πάλι και με πήρε βαθιά στο στόμα της και είδα αστεράκια, ο συνδυασμός της περιγραφής της με την τέχνη της στο στοματικό ήταν άλλο πράγμα, απορώ πως κατάφερα και δεν τελείωσα επιτόπου.

«Και μετά της είπα και για τις φαντασιώσεις μου με πιο ενεργή τη συμμετοχή της. Και εννοώ σε σχέση με μένα και με σένα. Ξέρεις τι μου είπε; Αν το θέλεις εσύ, το θέλω κι εγώ. Μέχρι και πίπα να σου κάνει και να καταπιεί.»

«Ορίστε;» απάντησα αποσβολωμένος.

«Όπως σου το είπα. Αισθάνθηκα πολύ περίεργα όταν μου το πέταξε αυτό, ένιωσα ότι βαδίζουμε σε πολύ επικίνδυνα μονοπάτια. Τη ρώτησα στα ίσια αν είναι ερωτευμένη μαζί μου.»

«Και;»

«Μου είπε ότι δεν είναι, απλά πρώτη φορά νιώθει τόσο απελευθερωμένη.»

«Την πιστεύεις;»

«Την εμπιστεύομαι, Ανδρέα, ακριβώς όπως εμπιστεύεσαι εσύ εμένα και εγώ εσένα. Και όχι δεν μπορώ να ξέρω αλλά δε χρειάζεται, ακριβώς αυτό είναι η εμπιστοσύνη.»

«Ναι μωρό μου, αυτό ακριβώς είναι»

«Και μετά… μετά βγάλαμε τα ματάκια μας. Την έβαλα και μου έκανε δύο φορές στοματικό. Μετά… μετά να δεις τι έγινε» είπε αλλά σταμάτησε τη διήγηση, παίρνοντάς με πάλι στο στόμα της. Είχε πει ότι θα με τρελάνει και είχε βαλθεί να το κάνει. «Μετά την έβαλα να κάτσει στα τέσσερα και την πήρα από πίσω με το δάχτυλό μου. Και μετά άρχισα να της ρίχνω σφαλιάρες στο κωλαράκι. Να δεις πως έκανε. Μετά την έβαλα να κάτσει πάνω μου και αρχίσαμε να τρίβουμε τα… τα μουνάκια μας. Εκεί είχα τον τρίτο οργασμό μου. Σταμάτησα και την έβαλα να ξαπλώσει και της έκανα στοματικό, και έγινε του Νιαγάρα. Μετά κάναμε 69 και εκεί είχα τον τέταρτο οργασμό μου και τον δεύτερο δικό της. Μετά την έβαλα να κάτσει στο πρόσωπό μου και τη έφαγα, προσφέροντας της τον τρίτο της οργασμό. Μου το ανταπέδωσε με τον ίδιο τρόπο και στο τέλος δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου. Αυτός ήταν ο λόγος που σήμερα πήγαμε Karaoke και όχι Boom-Boom» είπε και σταματώντας με ξαναπήρε στο στόμα της. Τη σταμάτησα εγώ.

«Κάτσε πάνω μου» της είπα. Έβγαλε σε χρόνο ρεκόρ παντελόνι και κιλοτάκι και κάθισε πάνω μου. Της ξεκούμπωσα το πουκάμισο και σήκωσα φανελάκι και σουτιέν προς τα πάνω απελευθερώνοντας τα στήθη της. Τα χούφτωσα με δύναμη ενώ η Φοίβη ανεβοκατέβαινε πάνω μου.

«Μπορείς να τελειώσεις μέσα μου» μου είπε. «Είναι η πρώτη μέρα μετά την περίοδό μου, δεν κινδυνεύουμε» συμπλήρωσε και εκεί το έχασα τελείως. Μην αφήνοντας ούτε στιγμή τα στήθη της, άρχισα να κουνάω κι εγώ τη λεκάνη μου πηγαίνοντας κόντρα στη δική της κίνηση και καρφώνοντάς τον βαθιά μέσα της όσο πήγαινε. Στο μυαλό μου έκανα εικόνα τις δυο τους να κάνουν 69 και απορώ πώς κρατήθηκα και δεν τέλειωσα επιτόπου. Ο οργασμός ήρθε μαζί και στους δυο μας «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥ… ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩΩΩΩ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» την άκουσα να φωνάζει και αυτό ήταν, ένιωσα μέσα μου την έκρηξη και καρφώθηκα τελευταία φορά μέσα της, σφίγγοντάς της το στήθος ενώ το όργανό μου άδειαζε με σπασμούς μέσα της… και άδειαζε… και άδειαζε… και τελειωμό δεν είχε. Ήταν ο πιο δυνατός οργασμός στα 21 χρόνια της ζωής μου.

«Ω Θεοί, τι ήταν αυτό;» είπα ξέπνοος.

«All in all, υπέροχη μέρα! Μπούτι δεν έκλεισα» είπε η Φοίβη καθισμένη ακόμα πάνω μου, κάνοντας να βάλουμε και οι δύο τα γέλια. Σηκώθηκε, έβγαλε από την τσάντα της ένα σερβιετάκι, και ντύθηκε φορώντας το.

«Δεν είπες ότι σου πέρασε η περίοδος;» την ρώτησα με απορία, προσπαθώντας κι εγώ να ντυθώ.

«Τέλειωσες μέσα μου» μου απάντησε απλά. «Δε θα μείνουν όλα μέσα, έτσι που καθόμαστε!»

«Οκ!» απάντησα νιώθοντας λίγο σα χαζός, δε το είχα σκεφτεί καθόλου. Καθίσαμε λίγη ώρα αμίλητοι. «Φοίβη, τι ήταν αυτό που έκανε η Χριστιάνα στο τέλος της βραδιάς; Με φίλησε στο στόμα και πάλι και αυτό δεν ήταν μεθυσμένο teasing όπως προχθές!»

«Όχι, δεν ήταν. Ανδρέα, δε θα σου πω ψέματα, ταράχτηκα όταν μου είπε αυτό που μου είπε. Την έβαλα σχεδόν να ορκιστεί ότι αν γίνει το παραμικρό και δε νιώσει άνετα, να το σταματήσει επιτόπου. Θέλω… θέλω να κάνουμε πράγματα και οι τρεις μας, θέλω να είσαι κι εσύ μέρος του παιχνιδιού αλλά σε καμία περίπτωση να μην πιέσει τον εαυτό της. Υπάρχουν όρια που δεν είμαι διατεθειμένη να περάσω, ούτε καν για σένα. Όσο και αν….»

«Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα παραπάνω, μωρό μου. Καταλαβαίνω πως νιώθεις, δεν είναι μόνο δικό σου όριο αυτό, είναι και δικό μου. Όσο… όσο και αν θα ήθελα να παίξουμε και οι τρεις μας, όσο και αν καυλώνω στη σκέψη, εγώ σαν άνθρωπος δεν θα το δεχόμουν αυτό να γίνει εις βάρος ενός ανθρώπου τόσο ευαίσθητου και ευάλωτου όσο η Χριστιάνα. Αν ήθελα να σας πηδήξω και τις δύο, θα μπορούσα να το είχα κάνει εκείνο το Σάββατο. Η έστω, αν όχι να σας πηδήξω, να σας αφήσω να το κάνετε μπροστά μου, είχατε αρχίσει και χουφτώνατε η μία την άλλη χωρίς να δίνετε δεκάρα που ήμουν δίπλα. Αν… αν σας άφηνα να συνεχίσετε… δε θα μπορούσα μετά να ξανακοιτάξω τη μούρη μου στον καθρέφτη.»

«Το ξέρω μωρό μου. Εγώ ήμουν που ζήτησα στην Χριστιάνα να σε φιλήσει. Σε συμπαθεί πολύ περισσότερο απ’ όσο φαντάζεσαι, ήθελα να σε φιλήσει για να καταλάβω πως αυτό θα την έκανε να νιώσει. Τα πέντε λεπτά που κάτσαμε στο παρκάκι, δεν τα αναλώσαμε όλα σε αγκαλιές και φιλιά. Τη ρώτησα πως την έκανε να νιώσει το φιλί σου. Ξέρεις τι μου απάντησε;»

«Τι;»

«Φιλάς πολύ όμορφα. Και ούτε την έπιασε ταραχή, ούτε συναίσθημα αναγούλας, όπως με τον πρώτο και μοναδικό άνδρα που έχει πάει στη ζωή της. Δε σημαίνει ότι άλλαξαν τα γούστα της, καθόλου. Δεν είναι αρνητική πάντως να δοκιμάσουμε κάτι όλοι μαζί. Δεν την ρώτησα, απλά το κατάλαβα. Αν… αν είναι να γίνει, θα αρχίσουμε σιγά-σιγά, πολύ σιγά.»

«Δεν έχω καμία αντίρρηση, αυτό θα έλειπε. Δεν κοιτάς τον γάιδαρο στα δόντια, όταν στον χαρίζουν. Εννοώ… ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα!»

«Ανδρέα, μπορεί να παραμείνουν όνειρα. Θέλω να είναι απολύτως ξεκάθαρο πως αν καταλάβω ότι δεν μπορεί, θα το κόψω εγώ η ίδια.»

«Αν μείνουν όνειρα, έμειναν. Δεν αλλάζει τίποτα από αυτό που σου είπα, εγώ σε καμία περίπτωση δε θα σε εμποδίσω. Θέλω ωστόσο να σε ρωτήσω κάτι, πώς ένιωσες εσύ όταν με φίλησε η Χριστιάνα και τη φίλησα κι εγώ μετά;»

«Περίεργα, το ομολογώ. Ένιωσα ένα μικρό τσίμπημα ζήλειας, ψεύτρα μην είμαι, αλλά το excitement που ένιωσα, το υπερκάλυψε. Δεν είσαι μόνο εσύ που θέλεις να μου δώσεις ότι περνάει από το χέρι σου, αγάπη μου, το ίδιο θέλω κι εγώ.»

«Σ’ αγαπάω Φοίβη μου! Πολύ πολύ πολύ!»

«Κι εγώ σ’ αγαπάω Ανδρέα μου. Τόσο και άλλο τόσο και ακόμα περισσότερο.»

Κοίταξα το ρολόι μου, κόντευε να πάει 03:30.

«Πάμε σπίτια μας, καρδούλα μου; Έχει πάει 03:30.»

«Ναι, μωρό μου, πάμε.»

«Δε μου λες, τι ώρα να έρθω αύριο το μεσημέρι;»

«Έλα κατά τις 13:30, η γιαγιά τρώει νωρίς και δε θέλω να της αλλάξω τις συνήθειες.»

«Εντάξει, στις 13:30 θα είμαι εκεί. Τι γλυκό της αρέσει;»

«Της αρέσουν πολύ τα μπακλαβαδάκια. Κοίτα μην πάρεις καμιά μεγάλη ποσότητα, για τη γιαγιά μου μιλάμε!»

«Εντάξει, θα πάρω μισό κιλό μπακλαβαδάκια, δεν μπορώ να έρθω και με άδεια τα χέρια!»

«Μια χαρά είναι, θα της αρέσει. Ουφ, η γιαγιά φτιάχνει τα καλύτερα μελομακάρονα, εκτός από το τσουρέκι που τη βοηθήσαμε να φτιάξει, αύριο θα φτιάξει και μελομακάρονα και κουραμπιέδες, αλλά θα είναι μόνη της τις γιορτές και δε μ’ αρέσει που θα είναι μόνη της! Από του χρόνου τουλάχιστον θα είμαστε όλοι μαζί.»

«Γιατί δεν έρχεται στη Χίο, τις γιορτές τουλάχιστον;»

«Γιατί δε θέλει να μπει η χρονιά και να μην είναι κανένας στο σπίτι που έχτισε ο παππούς και μεγάλωσε τα παιδιά της.»

«Παιδιά; Έχει και άλλα παιδιά η γιαγιά σου, νόμιζα ότι είχε κάνει μόνο τον πατέρα σου.»

«Όχι, έχει και το θείο το Γιάννη αλλά αυτός μένει εδώ και πολλά χρόνια Καναδά. Έρχονται μια φορά το χρόνο, συνήθως καλοκαίρι η Πάσχα.»

«Κοίτα να δεις, νιώθω άσχημα τώρα, τόσο καιρό μαζί και δεν είχα ιδέα!»

«Δεν πειράζει Ανδρέα μου. Έχω και δύο ξαδέρφια, τον Φοίβο και την Evelyn, πήρε το όνομα της άλλης της γιαγιάς, η θεία μου είναι Καναδέζα.»

«Ο Φοίβος, Φοίβος όμως!» παρατήρησα.

«Χαχα, αυτό θα έλειπε.»

«Πόσο είναι τα ξαδέρφια σου;»

«Ο Φοίβος είναι 17 και η Evelyn 14. Αν τους δεις είναι ίδιοι η μάνα τους, ξανθομπάμπουρες και οι δυο. Μόνο στα μάτια μοιάζουμε. Έχουν και οι δυο τους τα ίδια μάτια με εμένα και τον παππού. Πως τα δικά μου βγήκαν ζαβά, ενώ ο παππούς και τα ξαδέρφια μου δεν είχαν ίχνος μυωπίας, είναι απορίας άξιο!»

«Μπορεί να είσαι λίγο γκαβούλιακας αλλά το χρώμα και το σχήμα των ματιών σου δεν θα τα άλλαζα με τίποτα!»

«Τώρα είμαι λίγο γκαβούλιακας. Στο γυμνάσιο και στο Λύκειο για να παίξουμε τυφλόμυγα δε χρειαζόταν μαντίλι, αρκεί να έβγαζα τα γυαλιά μου!»

«Ίσως, αλλά αυτές οι γυαλούμπες και αυτά τα κουνελίσια δοντάκια σε έκαναν αυτό που είσαι, Φοίβη. Σ’ αγαπάω!»

«Πολύ-πολύ-πολύ;»

«Τόσο και άλλο τόσο και ακόμα περισσότερο» της απάντησα. «Έλα, σουσουράδα, ώρα να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Πάμε μπροστά!»

Ούτε τρία λεπτά αργότερα σταμάτησα μπροστά από το σπίτι της. Την πήρα στην αγκαλιά μου και φιληθήκαμε παθιασμένα, για κάμποση ώρα. Πώς θα περνούσαν τόσες μέρες μακριά της; Καληνυχτιστήκαμε και περίμενα απ’ έξω μέχρι που άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της. Μου έστειλε ένα φιλάκι και μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα. Αναστέναξα και γύρισα στο αυτοκίνητο.

Ένα λεπτό αργότερα ήμουν σπίτι μου. Έβαλα το αυτοκίνητο στο parking, η συρόμενη πόρτα είχε ήδη αρχίσει να κλείνει. Έβαλα συναγερμό και ανέβηκα πάνω. Μπήκα μέσα και έκλεισα το έξω φως. Πήγα μία από την τουαλέτα, κόντευα να σκάσω, και αφού έπλυνα τα δόντια μου, πήγα στο δωμάτιό μου. Γδύθηκα ταχτοποιώντας τα ρούχα μου και χώθηκα κάτω από το πάπλωμα. Ο ύπνος με πήρε με το μυαλό μου στη σκέψη της Φοίβης μου.

Ξύπνησα γύρω στις 11:00 το πρωί. Στο σπίτι δεν ήταν κανένας, οι γονείς μου είχαν πάει στις δουλειές τους και η Ευτυχία στη σχολή της. Σηκώθηκα και φόρεσα από πάνω μπλούζα καθώς και το πάνω και το κάτω μέρος της φόρμας μου. Κατέβασα το παράθυρο, έξω έβρεχε και φυσούσε. Έκανα την πρωινή μου τουαλέτα και αφού έπλυνα τα δόντια μου, πήγα στην κουζίνα και έφτιαξα καφέ. Έκανε κρύο, οπότε αποφάσισα να φτιάξω νες και όχι τον φραπέ που έπινα συνήθως. Γύρισα στο δωμάτιό μου και μην έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνω, έβγαλα κάποιες σημειώσεις και ξεκίνησα το διάβασμα. Έχοντας ανάψει στο μεταξύ το θερμοσίφωνα, γύρω στις 13:00 σταμάτησα το διάβασμα και πήγα και έκανα ένα ζεστό ντουζ.

Ένιωθα υπέροχα κάτω από το σχεδόν καυτό νερό και το άφησα να κυλάει πάνω μου. Το μυαλό μου πήγε στα χθεσινοβραδινά κάνοντας το όργανό μου να πεταχτεί σαν κατάρτι. «Επιστροφή στο πλύσιμο στο χέρι» σκέφτηκα μέσα μου και άρχισα να τον παίζω στα όρθια, φέρνοντας με τη φαντασία μου να κάθομαι στον καναπέ στο σπίτι της Χριστιάνας, με τη Φοίβη γονατισμένη μπροστά μου να μου κάνει πίπα. Το δεξί μου χέρι να δίνει ρυθμό στη Φοίβη και με το αριστερό να το έχω περάσει μπροστά από τη Χριστιάνα που έχει γείρει πάνω μου και να τη χουφτώνω στο στήθος.

Όσο τον έπαιζα έκανα εναλλαγή σκηνικού, να χουφτώνω τη Φοίβη και να μου κάνει πίπα η Χριστιάνα. Αυτό ήταν, η έκρηξη ήρθε από το πουθενά και με το νερό να τρέχει ακόμα πάνω μου, έχυσα με δύναμη, πετάχτηκαν σχεδόν μέχρι τον τοίχο. Που στο διάολο πρόλαβε και μαζεύτηκε όλο αυτό το πράγμα μέσα σε τόσες λίγες ώρες;

Έκλεισα το νερό και λούστηκα και χωρίς να ξεπλυθώ, έβαλα στο σφουγγάρι αφρόλουτρο και έπλυνα όλο μου το σώμα. Άνοιξα και πάλι το νερό και αφού το άφησα να τρέξει λίγο, χώθηκα κάτω από το τηλέφωνο, που είχα από πριν αφήσει ψηλά, στη θέση για ντους. Ξεπλύθηκα απαλά και όταν έφυγαν όλες οι σαπουνάδες από τα μαλλιά μου, ξεκρέμασα το τηλέφωνο και ξεπλύθηκα προσεκτικά παντού. Είχα γένια κάμποσων ημερών, οπότε αποφάσισα να ξυριστώ. Όταν τέλειωσα, έμοιαζα πάλι με 17-χρονο αλλά τι να κάνω; Έτσι με έκανε η μαμά μου.

Αυτή τη φορά αποφάσισα να ντυθώ πιο καλά. Φόρεσα σακάκι και παντελόνι, ένα πιο παλιό, όχι αυτό που είχα στην Κρήτη, και καλά παπούτσια. Από πάνω φανελάκι και ένα από τα καλά μου πουκάμισα. Κόντευε να πάει 13:30, οπότε φόρεσα και τα παπούτσια μου και το παλτό μου και κατέβηκα γρήγορα και πήγα μπροστά στη Μέλισσα, για να πάρω τα μπακλαβαδάκια. Αν και το σπίτι της Φοίβης δεν είναι ούτε καν 500 μέτρα μακριά λόγω της βροχής αποφάσισα να πάω με το αυτοκίνητο.

Δεν μου πήρε ούτε δυο-τρία λεπτά για να φτάσω στο σπίτι της. Πάρκαρα ακριβώς έξω από την πόρτα του κήπου και κατέβηκα με τα γλυκά στο χέρι. Η πόρτα δεν ήταν κλειδωμένη, οπότε προχώρησα και στάθηκα στην εξώπορτα, που προστατευόταν από τη βροχή που στο μεταξύ είχε αρχίσει να δυναμώνει. Χτύπησα το κουδούνι και ούτε μισό λεπτό αργότερα άνοιξε η πόρτα, στην οποία με περίμενε χαμογελαστή η Φοίβη.

«Καλώς το μου» μου είπα και παίρνοντάς με αγκαλιά από το σβέρκο μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα. «Πέρνα μέσα, μούσκεμα έγινες! Δεν πήρες μαζί σου καμιά ομπρέλα; Θέλεις να κρυώσεις;» με μάλωσε, παίρνοντας το παλτό μου και βοηθώντας με να βγάλω το σακάκι μου.

«Συγνώμη μαμά, δε θα το ξανακάνω!» της είπα κάνοντάς την να χαχανίσει.

«Γιαγιά!» φώναξε και τσουπ, εμφανίστηκε μια πολύ συμπαθητική κυρία, που μεταξύ μας, δεν θα την έκανες πάνω από 65. Η Φοίβη στο μεταξύ κρέμασε το παλτό και το σακάκι στο πορτμαντό.

«Χαίρω πολύ κυρία Ελένη» της είπα και της έδωσα το χέρι μου, έχοντας φορτώσει τα γλυκά στη Φοίβη.

«Καλώς το παλικάρι μου» μου είπε ζεστά κάνοντάς με να λιώσω. «Τι καθόμαστε εδώ, δε θα ψηλώσετε άλλο, ντερέκια είστε!» είπε. «Πάμε να φάμε, σου έφτιαξα παπουτσάκια που το αμόρε σου λέει ότι σου αρέσουν!»

«Αν μου αρέσουν λέει!»

«Γιαγιά, μη του δίνεις θάρρος, είναι κροκόδειλος! Θα φάει και το ταψί!»

«Μην την ακούς! Κόπιασε παλικάρι μου!» είπε δείχνοντάς μου το δρόμο. Καθίσαμε να φάμε στην κουζίνα, μύριζε υπέροχα, μου είχε σπάσει η μύτη. «Η Φοίβη μου ζήτησε να σου κρατήσω και λίγο μαγειρίτσα, θέλεις;»

«Αμέ!!!!» απάντησα ενθουσιασμένος.

«Ωραία, ξεκίνα με τα παπουτσάκια και θα τη βάλω να ζεσταθεί!»

«Σας ευχαριστώ πολύ!» της απάντησα. Η κυρά-Λένη έβαλε την κατσαρόλα να ζεσταίνεται. Δεν ξεκινήσαμε, την περιμέναμε μέχρι να κάτσει κι εκείνη στο τραπέζι.

«Τι περιμένετε; Ξεκινήστε!» μας είπε σε τόνο που θα ζήλευε και λοχίας.

Τα παπουτσάκια ήταν νιρβάνα. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι διαφορετικό είχε, αλλά ρε παιδί μου και η μπεσαμέλ και ο κιμάς και οι μελιτζάνες… είχαν διαφορετική, ονειρική γεύση. Έμαθα αργότερα ότι τον κιμά τον έκανε με τρία είδη κρέατος, μοσχαρίσιο, χοιρινό και πρόβειο. Η μπεσαμέλ, εννοείται χειροποίητη, ήταν παχιά και οι μελιτζάνες… θεέ μου οι μελιτζάνες.

Και όλο αυτό να συνοδεύεται από κάτι απίθανες τηγανιτές πατάτες, δεν ξέρω πως η κυρά-Λένη ή η μητέρα μου ή οι γιαγιάδες μου κατάφερναν και τις έκαναν τόσο νόστιμες, έχω τηγανίσει κι εγώ πατάτες, δεν είναι δα καμιά επιστήμη, αλλά ούτε κατά διάνοια δε γινόντουσαν τόσο νόστιμες ή τόσο τραγανές. Ίσως τελικά να ήταν όντως επιστήμη, τι να πεις; Αντί σαλάτας, είχε βράσει χόρτα. Ομολογώ ότι με εξαίρεση τα κρίταμα και τα σπαράγγια, τα χόρτα δεν είναι του γούστου μου. Η Φοίβη και η γιαγιά της είχαν διαφορετικά γούστα, γιατί τους έδωσαν και κατάλαβαν.

«Δε θα φας χόρτα εσύ;» με ρώτησε η κυρά-Λένη.

«Δεν του αρέσουν, γιαγιά!» είπε η Φοίβη, βγάζοντάς με από τη δύσκολη θέση.

Προσπάθησα να συγκρατήσω τον εαυτό μου, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά για να έχει χώρο η μαγειρίτσα. Άδειασα το πιάτο μου, δηλαδή τι το άδειασα, το έγλειψα σχεδόν!

«Θέλεις άλλο;» με ρώτησε η κυρά-Λένη

«Αν θέλω λέει! Αλλά πρώτα τη μαγειρίτσα, αν μείνει χώρος μετά…» της είπα χωρίς να τελειώσω τη φράση.

«Φοίβη; Άνοιξε κανένα αναψυκτικό η μπύρα! Ξεροσφύρι θα φάμε;» τη μάλωσε η γιαγιά της.

«Αμέσως!» είπε και πετάχτηκε όρθια. «Ανδρέα, τι προτιμάς. Αναψυκτικό ή μπύρα;»

«Μπύρα»

«Γιαγιά εσύ θες μπύρα ή κρασί;» ρώτησε τη γιαγιά της.

«Κρασί για μένα» της είπε. «Η μαγειρίτσα είναι έτοιμη, βάλε του Ανδρέα.»

Αφού σέρβιρε το κρασί στη γιαγιά της και τη μπύρα σε μένα, μου σέρβιρε την μαγειρίτσα σε …γαβάθα. Όχι ότι παραπονέθηκα, θα έπεφτε φωτιά να με κάψει. Λατρεύω τη μαγειρίτσα και η κυρά-Λένη την είχε κάνει απίθανη. Και επειδή δεν αστειεύομαι, αυτό δεν ήταν πιάτο, γαβάθα ήταν, μάλλον θα μου έβγαινε από τη μύτη αν ζητούσα και δεύτερη μερίδα παπουτσάκια.

«Θα φας άλλο;» με ρώτησε η κυρά-Λένη όταν απόφαγα.

«Δεν χωράει άλλο!»

«Δεν πειράζει, θα σου βάλω το υπόλοιπο σε ένα τάπερ να το πάρεις μαζί σου. Για σένα την έφτιαξα άλλωστε!»

«Αχ, σας ευχαριστώ πολύ»

Έκανα να σηκωθώ να βοηθήσω τη Φοίβη στο τραπέζι αλλά η γιαγιά της μας έβγαλε απαγορευτικό.

«Εσύ να κάτσεις εκεί που κάθεσαι νεαρέ. Είσαι μουσαφίρης μου!»

«Μάλιστα» κατόρθωσα να ψελλίσω κάνοντας τη Φοίβη να σκάσει στα γέλια.

«Από που νομίζεις ότι πήρε το στρατιωτικό του ύφος ο μπαμπάς;» με ρώτησε γελώντας ακόμα.

Γυρίσαμε στο σαλόνι όπου κάτσαμε μέχρι τις 16:00. Η γιαγιά με πέρασε κανονική ανάκριση, δε μασούσε τα λόγια της σε αυτά που με ρωτούσε. Όπως και να έχει τελικά φαίνεται πως της άρεσαν οι απαντήσεις μου, οπότε αφού μας ανακοίνωσε ότι ήρθε η ώρα να ξαπλώσει, μας χαιρέτησε και πήγε μέσα.

«Τι ώρα πετάς» ρώτησα τη Φοίβη, όταν μείναμε μόνοι μας.

«Στις 21:45»

«Άρα θα πρέπει το πολύ στις 21:00 να είμαστε στο δυτικό αεροδρόμιο, αυτό δεν είναι της ολυμπιακής;»

«Ναι, αυτό είναι.»

«Δεν ξέρω τι κίνηση θα βρούμε, οπότε για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο, να ξεκινήσουμε κατά τις 19:30. Έχεις έτοιμα τα πράγματά σου;»

«Ναι, τα έχω μαζέψει.» μου είπε άτονα.

«Φοίβη μου τι έχεις;»

«Θα μου λείψεις μωρό μου» είπε και έβαλε τα κλάματα. «Πώς θα περάσουν τόσες μέρες μακριά σου;» Την πήρα στην αγκαλιά μου και την έσφιξα πάνω μου, χαϊδεύοντάς την τρυφερά.

«Θα περάσουν ματάκια μου. Κι εμένα θα μου λείψεις αλλά σκέψου ότι θα δεις τον πατέρα σου και τη μητέρα σου και τον αδερφό σου. Και θα μιλάμε στο τηλέφωνο όση ώρα θες, μην ανησυχείς. Και θα πω και στη Χριστιάνα πώς να σε παίρνει μέσω του τηλεφωνικού κέντρου της εταιρίας, θα μπορείς να μιλήσεις και μαζί της!»

«Σ’ ευχαριστώ μωρό μου… Θα μου λείψεις» είπε βάζοντας εκ νέου τα κλάματα.

Την χάιδεψα και την κράτησα στην αγκαλιά μου μέχρι να ηρεμίσει. Δεν έφυγα από εκεί μέχρι τις 18:00 που ξύπνησε η γιαγιά της. Με τα χίλια ζόρια την άφησα για να κάνει τις τελευταίες της ετοιμασίες. Η κυρά-Λένη, εκτός από τα παπουτσάκια μου έδωσε και ένα κουτί με μελομακάρονα και άλλο ένα κουτί με κουραμπιέδες.

«Σας ευχαριστώ πολύ κυρία-Ελένη!» της είπα. «Φοίβη μου, θα περάσω να σε πάρω στις 19:30, να είσαι έτοιμη, εντάξει;»

«Θα είμαι Ανδρέα μου» μου απάντησε. Με βοήθησε να βάλω σακάκι και παλτό και με ξεπροβόδισε. Τη φίλησα και ξεκίνησα για το σπίτι. Ο πατέρας μου είχε επιστρέψει, ευτυχώς, γιατί ήθελα να πάρω το μεγάλο αυτοκίνητο για να πάω τη Φοίβη στο αεροδρόμιο.

Ανέβηκα πάνω και χαιρέτησα τους γονείς μου. Τους είχα πει από εχθές ότι θα έτρωγα στη γιαγιά της Φοίβης. Δεν άντεξα πάντως, και ένα μελομακάρονο το έφαγα. Και μετά δεύτερο και μετά τρίτο. Με τα χίλια ζόρια συγκρατήθηκα και δε ρήμαξα το κουτί, ήταν απίστευτα νόστιμα και παρότι καλά μελωμένα ήταν ακόμα τραγανούτσικα. Ποίημα, σκέτο ποίημα!

«Μπαμπά, μπορώ να πάρω το μεγάλο; Έχω να πάω τη Φοίβη στο αεροδρόμιο, και κουβαλάει κάμποσα πράγματα.»

«Ναι αγόρι μου, βεβαίως» απάντησε ο πατέρας μου.

«Α, μπαμπά! Δοκιμάστε το βράδυ τα παπουτσάκια, η κυρά-Λένη έφτιαξε για ένα τάγμα!»

«Νόστιμα;» ρώτησε ο πατέρας μου.

«Δε σου λέω τίποτα, θα το καταλάβετε όταν τα φάτε!»

«Τι ώρα θα γυρίσεις;»

«Θα φύγω τώρα στις 19:30 ώστε να έχουμε χρόνο αν πέσουμε σε κίνηση. Πετάει στις 21:45, μέχρι τις 22:30 φαντάζομαι να έχω γυρίσει.»

«Καλύτερα να πας από Χαμοστέρνας» μου είπε ο πατέρας μου. «Μην πας από κέντρο, θα φας πολλή κίνηση.»

«Καλά που μου το είπες, σκόπευα να πάω από Ακρόπολη και να βγω Συγγρού!»

«Ούτε μεθαύριο!» μου είπε. «Καλύτερα από Πέτρου Ράλλη και Χαμοστέρνας.»

«Εντάξει, έτσι θα πάω»

Στις 19:30 κατέβηκα και παίρνοντας το μεγάλο αυτοκίνητο, πέρασα να πάρω τη Φοίβη. Ήταν έτοιμη, οπότε βοήθησα να πάρουμε τα πράγματα στο αυτοκίνητο και να τα αφήσουμε στο πορτμπαγκάζ. Είχε μια μεγάλη βαλίτσα, ένα μεγάλο σακίδιο και την τσάντα της. Το σακίδιο θα το έπαιρνε μαζί της στην καμπίνα. Χαιρέτησα ξανά τη γιαγιά της ενώ η Φοίβη την πήρε αγκαλιά και τη φίλησε, βάζοντας πάλι τα κλάματα και λέγοντας της πως θα της λείψει και πως θα έπρεπε να αφήσει τα πείσματα και να έρθει και εκείνη στη Χίο. Άφησα γιαγιά και εγγονή να αποχαιρετιστούν με την ησυχία τους, περιμένοντάς τες υπομονετικά.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήγαμε πάλι από Τσαλαβούτα, αυτή τη φορά με σκοπό να βγούμε στην Κηφισού. Παρόλο που είχε αρκετά πυκνή ροή και στην Κηφισού και στην Πέτρου Ράλλη, δεν αργήσαμε να φτάσουμε στη Χαμοστέρνας. Εκεί φάγαμε ένα πήξιμο, αλλά μέχρι τις 20:00 είχαμε φτάσει Συγγρού. Κατεβήκαμε στην παραλιακή και αν και είχε και εκεί κίνηση, γύρω στις 20:30 ήμασταν στο δυτικό αεροδρόμιο. Πάρκαρα και βοήθησα την Φοίβη με τα πράγματά της μέχρι να φτάσει στο check-in. Τσέκαρε το εισιτήριό της και επειδή είχαμε ακόμα κάμποση ώρα δεν πέρασε από τον έλεγχο χειραποσκευών καθώς από εκεί και μετά δε θα μπορούσα να την ακολουθήσω.

Το αεροδρόμιο είχε αρκετό κόσμο, γιορτές γαρ. Καθίσαμε και την πήρα στην αγκαλιά μου και την κράτησα χωρίς να μιλάμε. Η Φοίβη που και που ρουφούσε τη μύτη της προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Θα μου έλειπε και εμένα απίστευτα, αλλά τι να κάνουμε; Υπομονή είκοσι μέρες, θα περνούσαν. Ήλπιζα πραγματικά το Πάσχα να πείσει τους δικούς της να κατέβουν Καρδίτσα, έτσι θα την έβλεπα κάμποσο παραπάνω. Και από τον Ιούνη… είτε εδώ είτε Κρήτη, θα ήμασταν πάλι γείτονες, δε θα χρειαζόταν να ξαναχωριστούμε για τόσες μέρες.

«Φοίβη μου, σε παρακαλώ με το που μπεις σπίτι να με πάρεις τηλέφωνο, εντάξει;»

«Ναι μωρό μου, θα σε πάρω τηλέφωνο» είπε και έβαλε πάλι τα κλάματα. «Θα μου λείψεις πολύ!»

«Κι εμένα μωρό μου» της είπα σφίγγοντάς την ξανά πάνω μου.

«Α, Ανδρέα. Αυτές τις μέρες που θα είστε εδώ, πάρε καμιά μέρα τη Χριστιάνα να πάτε για κανένα καφέ. Θα είναι μεν η Κατερίνα εδώ αλλά θα έχει το Βαγγέλη της. Να πάτε για κανένα καφεδάκι, μην είναι μοναχούλα της.»

«Άμα θέλει πολύ ευχαρίστως» τη διαβεβαίωσα.

«Θα θέλει, γιατί να μη θέλει;»

«Εντάξει ματάκια μου, μην ανησυχείς. Μπορεί να της πω να βγούμε η τέσσερίς μας, τον είχα συμπαθήσει πολύ το Βαγγέλη, θα ήθελα να τον ξαναδώ!»

Ακούσαμε την ειδοποίηση από τα ηχεία, θα έπρεπε να περάσει στον έλεγχο χειραποσκευών. Σηκωθήκαμε και πήγαμε μέχρι εκεί. Γύρισε και με έσφιξε στην αγκαλιά της και φιληθήκαμε σαν να μην υπήρχε αύριο. Με άφησε αναστενάζοντας και πέρασε από τον έλεγχο. Στάθηκα και την παρακολούθησα μέχρι που πέρασε μέσα. Τη χαιρέτησα από μακριά και της έστειλα φιλάκια. Στάθηκε και με κοίταξε για μια στιγμή και παίρνοντας βαθιά ανάσα, πέρασε προς τα μέσα και την έχασα.

Γύρισα τελείως ανόρεχτος στο αυτοκίνητό μου. Η ώρα ήταν 21:30. Οδηγούσα μηχανικά, ούτε κι εγώ δεν κατάλαβα πως έφτασα Περιστέρι. Ανέβηκα πάνω και πήγα να βρω την οικογένειά μου στο σαλόνι.

«Γεια» είπα ανόρεχτα.

«Καλώς τη Μεγάλη Παρασκευή» μου είπε η μητέρα μου. «Θέλεις να σου βάλω να φας;»

«Όχι μαμά, ευχαριστώ, δεν πεινάω. Πού είναι η Ευτυχία;»

«Στη Μαίρη. Α, κατά φωνή» είπε η μητέρα μου καθώς εκείνη τη στιγμή μπήκε και η Ευτυχία μέσα. Καθίσαμε στο τραπέζι και κατά τις 23:15 χτύπησε το τηλέφωνο.

«Η Φοίβη θα είναι, της είπα να με πάρει όταν φτάσει σπίτι της» είπα και πήγα και σήκωσα το τηλέφωνο. «Παρακαλώ;»

«Έλα μωρό μου, μόλις μπήκα σπίτι.»

«Πώς ήταν η πτήση;»

«Μια χαρά ήταν, ούτε καθυστέρηση ούτε τίποτα. Στο αεροδρόμιο με περίμενε ο μπαμπάς. Παρκάρει και ανεβαίνει.»

«Εντάξει ματάκια μου. Το τηλέφωνό σου το έχω, τι ώρα μπορώ να σε πάρω αύριο;»

«Ό,τι ώρα θέλεις. Ο Κωστής και η μαμά θα είναι στο σχολείο και ο μπαμπάς στην Ταξιαρχία.»

«Ωραία, γύρω στις 10:00 φαντάζομαι θα έχω ξυπνήσει. Θα τα πούμε αύριο το πρωί, εντάξει; Σε αφήνω τώρα να δεις τους δικούς σου και να ξεκουραστείς. Σε αγαπάω!»

«Κι εγώ σ’ αγαπάω Ανδρέα μου. Καληνυχτούδια μωρό μου.»

«Καληνύχτα, ματάκια μου» της είπα και έκλεισα το τηλέφωνο.

Καθίσαμε για λίγη ώρα ακόμα και μετά οι γονείς μου πήγαν για ύπνο. Εγώ πήγα στο δωμάτιο της Ευτυχίας και καθίσαμε και τα λέγαμε μέχρι που πήγε σχεδόν 01:00. Την καληνύχτισα και πήγα στο δωμάτιό μου. Σήμερα θα ήταν η τρίτη μέρα που θα κοιμόμουν χώρια από τη Φοίβη μου. Από εκείνο το βράδυ μετά το πρώτο μας φιλί στη Χιτζάζ, δεν είχε περάσει ούτε μια νύχτα που κοιμηθήκαμε χώρια. Δεκαοχτώ και σήμερα, είπα μέσα μου μετρώντας τις μέρες σαν φαντάρος. Δεκαοχτώ και σήμερα…


30. Bella Ciao

Φοίβη

Προχώρησα μηχανικά και ανόρεχτα προς την πύλη αναχώρησης. Όταν έφτασα είχε αρκετό κόσμο, το αεροπλάνο θα ήταν πιθανότατα γεμάτο. Αν και μου άρεσε το ταξίδι με το αεροπλάνο, και συνήθως ανυπομονούσα να έρθει η στιγμή της πτήσης, εκείνη την ώρα δεν είχα καμία όρεξη. Δεν είχαν περάσει καν πέντε λεπτά από τη στιγμή που αποχαιρέτησα τον Ανδρέα μου και μου έλειπε ήδη. Πώς θα περνούσαν σχεδόν είκοσι μέρες μακριά του;

Το Σάββατο το βράδυ ήταν η πρώτη φορά, από τη μέρα που ήμασταν μαζί, που κοιμηθήκαμε χώρια. Μπορεί να ήμασταν μόλις από τις αρχές Οκτώβρη αλλά ήταν μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς μου. Όταν δεν ήμασταν στα μαθήματα ή δεν ήταν στο ΙΤΕ, ήμασταν μαζί. Κοιμόμασταν μαζί, ξυπνούσαμε μαζί, παίρναμε το πρωινό μας μαζί, τρώγαμε μαζί, διαβάζαμε μαζί, βγαίναμε μαζί.

Και δε θα μου έλειπε μόνο ο Ανδρέας, θα μου έλειπε και η Χριστιάνα. Όχι με τον ίδιο τρόπο, αλλά θα μου έλειπε και δεν εννοώ μόνο στο ερωτικό κομμάτι. Είχαμε αρχίσει να δενόμαστε πιο πολύ μεταξύ μας, να επικοινωνούμε πιο ανοιχτά, πιο ουσιαστικά. Το σεξουαλικό ήταν απλά κερασάκι στην τούρτα, δεν ήταν η Χριστιάνα ερωμένη που θα μου έλειπε, ήταν η Χριστιάνα η φίλη. Παρά το γεγονός ότι την εμπιστευόμουν, δεν μπορούσα να καταπνίξω αυτό το μικρό ίχνος της φοβίας ότι η Χριστιάνα θα με ερωτευόταν και θα έπρεπε να την απομακρύνω, πρωτίστως για το δικό της καλό. Εγώ για τον εαυτό μου ήμουν σίγουρη, ακόμα και αν έκοβα μαχαίρι τις ερωτικές μας περιπτύξεις, πάλι την ήθελα μέσα στη ζωή μου.

Ήταν τόσο όμορφα χθες. Της είχα πει τις φαντασιώσεις μου, φαντασιώσεις που περιλάμβαναν και τους δυο τους και η Χριστιάνα δεν είχε λακίσει. Δεν ξέρω πως να το πω, ένιωθα ότι έχω πάνω της μια εξουσία που από τη μία με ερέθιζε απίστευτα και από την άλλη τη φοβόμουν. Η σχέση μου με τον Ανδρέα ήταν διαφορετική και όχι μόνο λόγο φύλου. Εννοώ ότι στο ερωτικό παιχνίδι μου άρεσε να έχω το πάνω χέρι αλλά μου άρεσε όταν ο Ανδρέας αντέστρεφε τους ρόλους. Η Χριστιάνα δεν έπαιρνε τέτοιες πρωτοβουλίες από μόνη της και η αλήθεια είναι ότι κάποιες στιγμές το λαχταρούσα, όπως όταν ο Ανδρέας με βάζει κάτω, όπως τότε στο γραφείο του Τάσου, ή στα κατσάβραχα στα Μάταλα.

Η Χριστιάνα δεν έπαιρνε πρωτοβουλίες και δεν είχα κατασταλάξει μέσα μου αν ήταν έτσι από μόνη της ή ακόμα είχε συστολές που δεν είχε καταφέρει να απομακρύνει. Ωστόσο ένιωθα ενστικτωδώς ότι θα πρέπει εγώ να μαζέψω τα γκέμια και να μην την αφήσω να κάνει η ίδια πράγματα που δεν ήθελε. Μου είχε πει αναλυτικά για τον ένα και μοναδικό άντρα με τον οποίο είχε πάει στην απελπισμένη της προσπάθεια να πείσει τον εαυτό της ότι μπορεί. Το στοματικό ήταν το λιγότερο, του είχε δοθεί και από μπροστά και από πίσω κάμποσες φορές παρά το γεγονός ότι αυτό ήταν πράξη που την αρρώσταινε. Και δεν το είχε κάνει μόνο για να πείσει τον εαυτό της, το είχε κάνει γιατί μέσα της δεν ένιωθε καλά να μη δώσει αυτό που της ζητήθηκε.

Όταν της μίλησα για τον Ανδρέα και μου είπε «Κοίτα… στοματικό θα μπορούσα να του κάνω, ακόμα και να καταπιώ» συγκλονίστηκα. Και όχι μόνον αυτό, ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι αν την πίεζα να του δοθεί όπως του δίνομαι εγώ θα το έκανε. Θα το έκανε ακόμα και αν η ίδια η πράξη την αρρώσταινε. Ένιωσα φοβερά άσχημα. Τη ρώτησα στα ίσια αν ήταν ερωτευμένη μαζί μου και τα έκανε όλα αυτά για να μη με χάσει. Την κοίταξα στα μάτια όταν μου απάντησε αρνητικά. Όχι, δεν θα το έκανε για να μη με χάσει, δεν θα το έκανε επειδή ήταν ερωτευμένη μαζί μου, θα το έκανε γιατί θα ένιωθε πως αλλιώς θα με απογοήτευε.

Ήθελα να παίξουμε και οι τρεις μαζί αλλά αυτά που μου είπε και που για κάποιον άλλον θα ήταν λόγος για «βουρ και στον πατσά» σε εμένα σήμανε το ακριβώς αντίθετο. Πολύ αργά, πολύ προσεκτικά ώστε να καταλάβω ότι αυτό θα το έκανε επειδή θα το απολάμβανε σε κάποιο βαθμό και η ίδια και όχι να το απολαύσω μόνο εγώ με τον Ανδρέα, δε μου αρκούσε και δε θα το δεχόμουν. Ήταν το όριο που δε θα το περνούσα ούτε για τον ίδιο τον Ανδρέα.

Εγώ την έβαλα να φιλήσει τον Ανδρέα για να δω την αντίδρασή της. Και της είπα να το ξεκινήσει απλά, με ένα απλό τρυφερό φιλί στο στόμα, με χείλη αλλά όχι με γλώσσα. Η Χριστιάνα συμπαθούσε πολύ τον Ανδρέα, σε βαθμό που αν δεν ήξερα τα γούστα της, θα ένιωθα ανασφάλεια. Όταν μείναμε μόνες μας και την ρώτησα πως της φάνηκε, μου απάντησε ότι ο Ανδρέας φιλούσε όμορφα και πως αν και το φιλί μαζί του δεν συγκρινόταν με το μεταξύ μας, σε καμία περίπτωση δεν ένιωσε άσχημα, όπως με τον πρώην της. Ουδέτερα ευχάριστα, ήταν η περιγραφή της. Χριστέ μου, τι κάθομαι και σκέφτομαι; Πριν από τέσσερις μήνες δεν είχα καν φιληθεί και τώρα στο μυαλό μου έπλαθα ερωτικά τρίγωνα.

Η ανακοίνωση για τον έλεγχο των εισιτηρίων με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Πήρα το αρκετά μεγάλο σακβουαγιάζ που είχα αφήσει στα πόδια μου και πήγα και περίμενα υπομονετικά στην ουρά. Προτίμησα να μπω στο τέλος ώστε να βγω από τους πρώτους από το shuttle-bus προκειμένου να ανέβω από τους πρώτους στο αεροπλάνο και να καβαντζώσω θέση για το σακβουαγιάζ μου όσο είχε χώρο. Και επειδή what Phoebe wants is what Phoebe gets, το κατόρθωσα. Σήκωσα με κάποια δυσκολία και το στρίμωξα στον ειδικό χώρο πάνω από τη θέση μου, η οποία ήταν μπροστά και σε παράθυρο, πάντα ζητούσα παράθυρο αν μπορούσα. Κάθισα και δέθηκα χωρίς να περιμένω να μου το πει η αεροσυνοδός. Έβγαλα από την τσάντα μου το Walkman μου αλλά αρχικά το άφησα στο ράδιο, μου άρεσε πολύ o Rock FM, κρίμα που δεν θα έπιανε στη Χίο και στην Κρήτη.

Η πτήση προς τη Χίο ήταν κοντά μια ώρα. Είχα πάρει μαζί μου μια από τις κασέτες του Ανδρέα με ροκ τραγούδια και την ξεκίνησα λίγο μετά την απογείωση. Είχε συννεφιά οπότε ούτε καλά-καλά τα φώτα της Αθήνας δεν πρόλαβα να δω. Δε βαριέσαι, κάθισα όσο πιο αναπαυτικά μπορούσα και αφέθηκα στη μουσική που είχε επιλέξει το μωρουλίνι μου. Τι να έκανε τώρα; Θα έπρεπε είτε να έχει φτάσει σπίτι του, είτε να είναι να πλησιάζει. Βυθίστηκα και πάλι στις αναμνήσεις μου. «Το τραγούδι μας!» να μου λέει ενθουσιασμένος κα να με παίρνει αγκαλιά να το χορέψουμε.

Να τον αγκαλιάζω κι εγώ σφιχτά σταυρώνοντας τα χέρια μου πίσω από το σβέρκο του. Να σηκώνω τα μάτια μου να τον κοιτάξω και να τον βλέπω να σκύβει προς τα μένα, κάνοντάς τα να κλείσουν λίγο πριν τα χείλη μας ακουμπήσουν στο πρώτο μας φιλί. Την ταραχή μου που είχα χάσει τα κλειδιά μου. Που πήγα και τον βρήκα αγκαλιάζοντας σφιχτά το μαξιλάρι που μου είχε δώσει, ενώ αυτό που λαχταρούσα ήταν να με σφίξει στην αγκαλιά του. 

Το πρώτο βράδυ που κοιμήθηκα στην αγκαλιά του. Την πρώτη φορά που χαϊδευτήκαμε κάτω από τα ρούχα. Την πρώτη φορά που ένιωσα τα χείλη του στα στήθη μου. Την πρώτη φορά που ένιωσα τα χέρια του ανάμεσα στα πόδια μου. Την πρώτη φορά που ένιωσα την καυτή του ανάσα και τη γλώσσα του χαμηλά μου. Την πρώτη φορά που τον πήρα στο στόμα μου.  Την πρώτη φορά που μ’ έκανε δική του. Την πρώτη φορά που με πήρε από πίσω. Την πρώτη φορά που με έβαλε κάτω και μου κοκκίνησε τον κώλο με τα χέρια του. Την πρώτη φορά που το έκανε με τη ζώνη του. Την πρώτη φορά που μου έβαψε τα νύχια. Την πρώτη φορά που καθόμουν αναπαυτικά ενώ εκείνος με τη γλώσσα του περιποιούνταν τις πατούσες μου και τα δάχτυλα των ποδιών μου.

Από πρωτιές άλλο τίποτα από τότε που πήγα στο νησί. Κι εκείνο με πρωτιά είχε ξεκινήσει, είχα περάσει πρώτη στη σχολή εκείνο το έτος, με κάτι λιγότερο από 6300 μόρια και αυτό σήμαινε υποτροφία! Κάλυπτε μόνο το πρώτο έτος αλλά ήταν 30.000 το μήνα, σχεδόν έβγαζε το ενοίκιο που πλήρωνα στην κυρά Ματούλα. Μέχρι στιγμής είχα και τους καλύτερους βαθμούς στο έτος μου και η υποτροφία του καλύτερου φοιτητή του τμήματος, άλλη μια τριαντάρα το μήνα ήταν ένα καλό κίνητρο για να προσπαθήσω να έχω τους καλύτερους βαθμούς και στο τέλος του πρώτου έτους. Δεν θα ήταν εύκολο, υπήρχαν και άλλοι εξαιρετικοί φοιτητές, προς το παρόν τη διαφορά την έκαναν τα μαθηματικά. Είναι που γκρίνιαζα για το πόσα μαθηματικά είχαμε.

Προσπάθησα να αδειάσω το μυαλό μου ακούγοντας μουσική και αυτή τη φορά τα κατάφερα. Μας σέρβιραν καφέ η αναψυκτικό αλλά δεν είχα όρεξη για τίποτε από αυτά, οπότε αρνήθηκα ευγενικά. Η υπόλοιπη ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβω και η επαφή μου με το περιβάλλον επέστρεψε και πάλι όταν το αεροπλάνο ξεκίνησε τη διαδικασία προσγείωσης. Όταν σταμάτησε το αεροπλάνο, ζαλώθηκα το σακβουαγιάζ και κατέβηκα. Εδώ δεν είχε shuttle-bus, πεζό δύο και άγιος ο Θεός. Θα μου πεις τι να το κάνεις 50 μέτρα από την είσοδο στο κτήριο;

Είχα κάνει νωρίς check-in οπότε η βαλίτσα μου ήταν καταχωνιασμένη, έφαγα κάμποση ώρα να την περιμένω να εμφανιστεί. Ευτυχώς που είχε ροδάκια αλλιώς θα μου έβγαινε η ψυχή. Βγήκα στην αίθουσα αναμονής που γινόταν ένας μικρός χαμούλης και εκεί είδα τον πατέρα μου να με περιμένει. Ξεφώνισα από τη χαρά μου και παρατώντας κάτω βαλίτσα και σακβουαγιάζ πήγα να χωθώ στην αγκαλιά του.

«Μπαμπούλη μου!!!!!!» του είπα και χώθηκα μέσα στην αγκαλιά του.

«Κοριτσάκι μου!» μου απάντησε πριν αρχίζω να τον κατσιάζω στα φιλιά.

«Μου έλειψες μπαμπούλη, πολύ-πολύ-πολύ!»

«Κι εμένα μου έλειψες κοριτσάκι μου. Δώσε μου την βαλίτσα σου και το σακβουαγιάζ σου!»

«Ει! Δε θα σε φορτώσω σα γαϊδούρι ακόμα δε σε είδα!» διαμαρτυρήθηκα. «Θα πάρω εγώ το σακβουαγιάζ!»

«Ίδια η μάνα σου είσαι!» μου είπε. «Καλά, φέρε τη βαλίτσα. Αμάν παιδάκι μου, τι κουβαλάς μαζί σου, πέτρες;»

«Βιβλία! Πώς θα παραμείνω αριστούχα κάνοντάς σε περήφανο χωρίς τα βιβλία μου; Ε; Ε; Ε;» του είπα. Μου είχε λείψει η οικογένεια μου, έκανα σα χαζοχαρούμενο!

«Ναι, λες και περίμενα αυτό για να νιώσω περήφανος, μπούφο!»

«Αααχ, πόσο καιρό είχα να το ακούσω αυτό το μπούφο» του είπα χτυπώντας παλαμάκια με ενθουσιασμό, ήταν το αγαπημένο του πειρακτικό παρατσούκλι.

«Πώς ήταν η πτήση σου, κοριτσάκι μου;»

«Μια χαρά ήταν μπαμπούλη. Ούτε αναταράξεις, ούτε τίποτα!»

«Λοιπόν, πάμε, μας περιμένει η μαμά και ο Κωστής!»

«Ναι, πάμε!» του είπα. «Αααχ, το Ζετουλίνι μας!» φώναξα μόλις φτάσαμε στο αυτοκίνητο. Το είχε αγοράσει ο μπαμπάς στην αρχή της χρονιάς, VW Zetta, το οποίο είχα ονομάσει «Ζετουλίνι.»

Φορτώσαμε τα πράγματα στο πορτμπαγκάζ και ξεκινήσαμε για το σπίτι.

«Τι κάνει η γιαγιά;»

«Μια χαρά είναι, φτιάξαμε χθες και τσουρέκι για τη μαμά και σήμερα το πρωί τη βοήθησα να φτιάξει κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Τα έχω στο σακβουαγιάζ! Μπαμπά, πολύ στεναχωριέμαι που θα κάτσει μονάχη της τις γιορτές!»

«Ε, την ξέρεις τώρα.»

«Ξεροκέφαλη σαν το γιόκα της τον μεγάλο» την πείραξα. «Έχετε μιλήσει με το θείο το Γιάννη; Τι κάνουν;»

«Καλά είναι, φέτος θα πάνε να περάσουν τις γιορτές στο Βερμόντ, στα πεθερικά του.»

«Θα έρθουν Ελλάδα;»

«Είπε ότι θα έρθουν το Πάσχα, θα δούμε. Δεν ενθουσιάζομαι να περάσω το Πάσχα μου στο Περιστέρι.»

«Γιατί δεν πάμε Καρδίτσα; Ευκαιρία να ξεκουνηθεί και λίγο η γιαγιά και να φάμε και κρέας της προκοπής!»

«Θα δούμε»

«Μπαμπά, θα πάρεις το Ζετουλίνι Αθήνα ή θα το αφήσεις εδώ στη μαμά;»

«Θα το αφήσω στη μαμά, εγώ θα έχω υπηρεσιακό στην Αθήνα. Θα το κατεβάσει Ιούνη.»

«Το καλοκαίρι λέω να κάνω μαθήματα οδήγησης και να δώσω εξετάσεις για δίπλωμα.»

«Γιατί δεν κάνεις μαθήματα στο Ηράκλειο;»

«Άπαπαπα, με τους τρελούς εκεί! Αθήνα και πάλι Αθήνα!» του είπα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.

«Ναι, λες και είναι καλύτεροι στην Αθήνα!»

«Μπαμπά, στην Κρήτη είναι άλλο επίπεδο!»

«Τι άλλο κάνατε στην Αθήνα, νεαρή;»

«Το Σάββατο πήγαμε για χορό στο Παλένκε και χθες το βράδυ είχαμε πάει σε Karaoke. Αχ, είχε πολλή πλάκα!»

«Karaoke? Αυτό που παίζει μουσική και τραγουδάς;»

«Ναι! Το ξέρεις;»

«Με έχει φάει η μητέρα σου να με πάει, γέρο άνθρωπο!»

«Να πάτε! Να πάτε! Τι λέω, να πάμε όλοι μαζί! Έχει πολύ γέλιο μπαμπά, περάσαμε απίθανα χθες.»

«Με ποιος είχες πάει;»

«Με τον Ανδρέα και τη Χριστιάνα.»

«Τι κάνει το γαμπρουδάκι μου;» με ρώτησε πειρακτικά.

«Καλά είναι, ο Ανδρέας με πήγε στο αεροδρόμιο.»

«Ναι, μου τα πρόλαβε η γιαγιά σου!»

«Ορίστε, κάνε γιαγιά να δεις καλό. Teddygranny!» είπα κάνοντας τον πατέρα μου να βάλει τα γέλια.

«Το ήξερες ότι ο Μαρίνος είναι παιδικός φίλος του Γιάννη;» με ρώτησε κάνοντάς μου το σαγόνι μου να πέσει στο πάτωμα.

«Μιλάς σοβαρά;;;; Δεν είχα ιδέα!»

«Εμ, αν μου είχες πει νωρίτερα το επίθετο του Ανδρέα θα το είχες μάθει νωρίτερα.»

«Νόμιζα ότι το ήξερες, σου είχα πει ότι ήταν ο αδερφός της συμμαθήτριάς μου της Ευτυχίας.»

«Και που ήθελες να θυμάμαι το επίθετό τους βρε μπούφο;»

«Έχεις κι εσύ τα δίκια σου!»

«Τέλος πάντων, η γιαγιά σου ήταν που κατάλαβε ποιος ήταν ο πατέρας του γαμπρούλη μου.»

«Γκρρρρ. Σταμάτα να τον λες γαμπρούλη σου!»

«Τώρα είναι που δεν πρόκειται να σταματήσω!»

«Ουφ, είμαι πολύ χαρούμενη που σε είδα για να σου κρατήσω μούτρα! Από αύριο δε σου υπόσχομαι, να ξέρεις!» του είπα και σταύρωσα τα χέρια μου κερδίζοντας πάλι το γέλιο του. Λίγη ώρα αργότερα φτάσαμε στο σπίτι αλλά δεν είχε να παρκάρει μπροστά. Σταμάτησε το αυτοκίνητο με τα alarm και κατέβηκε για να βγάλει από το πορτμπαγκάζ βαλίτσα και σακβουαγιάζ.

«Ανέβα πάνω και θα αφήσω το αμάξι και θα έρθω κι εγώ. Η μαμά σου έχει φτιάξει στιφάδο που σ’ αρέσει, τώρα θα φάμε, σε περιμέναμε να φάμε όλοι μαζί!»

«Αχ μπαμπούλη μου σας ευχαριστώ!»

«Άντε, σουσουραδίτσα» είπε αποκαλώντας με το άλλο του αγαπημένο χαϊδευτικό, πήγαινε πάνω κι έρχομαι κι εγώ!»

Κατέβηκα στο πεζοδρόμιο και έβγαλα από την τσάντα μου τα κλειδιά που είχα να χρησιμοποιήσω από τις αρχές του Σεπτέμβρη, άνοιξα την πόρτα και σούρνοντας τη βαλίτσα πήγα μέχρι το ασανσέρ. Μέναμε κι εμείς σε ρετιρέ, αλλά δεν ήταν σαν το …παλάτι της Χριστιάνας. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα.

«Μαμά! Κωστή!» φώναξα παρατώντας τα πράγματα κάτω.

«Αγάπη μου!» είπε η μητέρα μου και χώθηκα στην αγκαλιά της κατσιάζοντάς την με τη σειρά της. «Μανουλίτσα μου! Μαμάκα μου! Μου έλειψες» της είπα συνεχίζοντας το κάτσιασμα.

«Ήρθες σπασίκλα;» άκουσα τον αδερφό μου να λέει που ωστόσο χαμογελούσε από το ένα αυτί μέχρι το άλλο.

«Έλα εδώ ρε βλαμμένο!» του είπα και τον πήρα αγκαλιά και τον γέμισα και  εκείνον φιλιά. «Ορίστε, μέχρι και η βλακόφατσά σου μου είχε λείψει, από εκεί να καταλάβεις» τον πείραξα.

«Μωρέ τι μας λες;» μου είπε και μου έβγαλε κοροϊδευτικά τη γλώσσα του.

«Ο μπαμπάς έχει πάει να παρκάρει» τους πληροφόρησα. «Μαμά, πάω να πάρω ένα τηλέφωνο τον Ανδρέα να του πω ότι έφτασα και επιστρέφω»

«Άντε, πήγαινε!»

Πήγα στο δωμάτιό μου, και άφησα τη βαλίτσα μου και γύρισα στο χολ όπου ήταν το ένα από τα δύο τηλέφωνα, το άλλο ήταν στο δωμάτιο των γονιών μου. Πήρα τηλέφωνο στο σπίτι του Ανδρέα. Μετά από μερικούς χτύπους το σήκωσε ο ίδιος.

«Παρακαλώ;» άκουσα τη φωνή του και παραλίγο να με πάρουν επιτόπου τα ζουμιά.

«Έλα μωρό μου, μόλις μπήκα σπίτι.»

«Πώς ήταν η πτήση;»

«Μια χαρά ήταν, ούτε καθυστέρηση ούτε τίποτα. Στο αεροδρόμιο με περίμενε ο μπαμπάς. Παρκάρει και ανεβαίνει.»

«Εντάξει ματάκια μου. Το τηλέφωνό σου το έχω, τι ώρα μπορώ να σε πάρω αύριο;»

«Ό,τι ώρα θέλεις. Ο Κωστής και η μαμά θα είναι στο σχολείο και ο μπαμπάς στην Ταξιαρχία.»

«Ωραία, γύρω στις 10:00 φαντάζομαι θα έχω ξυπνήσει. Θα τα πούμε αύριο το πρωί, εντάξει; Σε αφήνω τώρα να δεις τους δικούς σου και να ξεκουραστείς. Σε αγαπάω!»

«Κι εγώ σ’ αγαπάω Ανδρέα μου. Καληνυχτούδια μωρό μου.»

«Καληνύχτα, ματάκια μου» μου είπε και έκλεισα το τηλέφωνο.

«Σιγά, σου τρέχουν τα μέλια» με πείραξε ο αδερφός μου.

«Μιας και λέμε για σάλια που τρέχουν, τι κάνει η Αμαλία;» τον ρώτησα, πειράζοντάς τον. Ήταν η καψούρα του.

«Μου έριξε μια χυλόπιτα όλη δική μου» μου ομολόγησε αναστενάζοντας.

«Δεν πειράζει Κωστή μου, αυτή χάνει!»

«Μην τα λες σε μένα, σε αυτήν να τα πεις! Ορίστε, στεναχωρήθηκα τώρα, θα πάω να φάω μελομακάρονα της γιαγιάς; Που τα έχεις καταχωνιάσει;»

«Στο σακβουαγιάζ είναι» του είπα και γύρισα στο σαλόνι όπου καθόταν η μάνα μου.

«Τι κάνεις αγάπη μου;»

«Καλά είμαι μαμουλίνι μου. Πεινασμένη και κουρασμένη.» Εκείνη την ώρα ανέβηκε στο σπίτι και ο μπαμπάς. «Καλά βρε μπαμπά, πού πάρκαρες, στα Καρδάμυλα;»

«Κάπου εκεί κόντεψα να φτάσω. Τέλος πάντων. Ειρήνη, δε βάζεις να φάμε;»

«Ναι, πάω!» είπε.

«Έρχομαι κι εγώ» της είπα και πήγα μέσα να τη βοηθήσω. Έκοψα τη σαλάτα και το ψωμί. «Μαμά, μπύρα θα πιείτε;»

«Ναι, μπύρα» μου απάντησε. Αν και αναψυκτικά δεν πολυπίναμε στο σπίτι, λόγω της ημέρας είχαν πάρει μια κόκα-κόλα. Την έβγαλα για να πιει ο Κωστής, εγώ θα έπινα μπύρα.

«Για ελάτε» φώναξα είπα αφού έβαλα τη σαλάτα, το ψωμί, τα πιάτα και τα ποτήρια στο τραπέζι.

Πέσαμε πάνω στο φαγητό σα λύκοι. Συνήθως ο μπαμπάς ξεπλένει τα πιάτα και τα βάζει στο πλυντήριο ενώ η μαμά σκουπίζει το τραπέζι και αδειάζει τα αποφάγια στα σκουπίδια, αλλά αυτή τη φορά δεν τους άφησα, τα έκανα εγώ και τα δύο. Ο μικρός πήγε στο δωμάτιό του για να κοιμηθεί, είχε σχολείο την επόμενη. Κάθισα με τη μαμά και το μπαμπά στο σαλόνι και μέχρι σχεδόν τις 01:00 τους έλεγα για τη ζωή μου στην Κρήτη και για τη σχολή. Έλαμπαν και οι δύο από περηφάνια για τους βαθμούς μου, πολύ το χάρηκα. Πριν το σχολάσουμε ωστόσο ο πατέρας μου είχε την έκπληξη της βραδιάς.

«Και τώρα το δώρο, που σου είχα τάξει» μου είπε. Έβγαλε ένα χαρτί από το χαρτοφύλακά του και μου το έδωσε. Διάβασα το χαρτί και το σαγόνι μου έπεσε στο πάτωμα.

«Τι… τι είναι αυτό;»

«Μου το έφτιαξε ένας έφεδρος στην Ταξιαρχία, έχει τελειώσει πολυτεχνείο. Του ζήτησα το καλύτερο, χωρίς τσιγκουνιές και μου έδωσε αυτή τη λίστα. Μου είχες πει ότι θέλεις υπολογιστή, σου κάνει;»

«Μιλάς σοβαρά;» του είπα σχεδόν τρέμοντας. «Pentium, με 32 Mb Ram, 2Mb κάρτα γραφικών, κάρτα ήχου, έγχρωμη 15άρα οθόνη, 2x cd-rom και 520 Mb δίσκο και με ρωτάς αν μου κάνει; Θεούλη μου, πες μου ότι μιλάς σοβαρά, τρέμουν τα πόδια μου. Μπαμπά αυτός κάνει πάνω από εκατομμύριο!»

«Να μη σε νοιάζει πόσο κάνει, αυτό είναι δουλειά μου. Ο υπολογιστής σου κάνει; Θα κάνεις τη δουλειά σου;» και αντί απάντησης έβαλα τα κλάματα από τη συγκίνησή μου, ούτε σε χίλια χρόνια δε θα το περίμενα.

«Της κάνει» απάντησε η μητέρα μου.

«Σας ευχαριστώ! Σας ευχαριστώ!» τους είπα και πήγα και πήρα αγκαλιά πρώτα τον έναν και μετά τον άλλον.

«Θα τον παραλάβεις από το Πλαίσιο, στη Στουρνάρα, στις 7/01»

«Μπαμπά, το εισιτήριο μου είναι για τις 07/01 το απόγευμα, δε νομίζω να το προλάβω ανοιχτό»

«Ε θα πας το επόμενο πρωί να το πάρεις. Σάββατο πρωί είναι ανοιχτά. Το πρόβλημα θα είναι πως θα το κουβαλήσεις στο καράβι.»

«Αυτό δεν είναι πρόβλημα, να είναι καλά το …γαμπρουδάκι σας» τους πείραξα. «Ο Ανδρέας ανέβηκε με αυτοκίνητο στην Αθήνα.»

«Θα κάνω ότι δεν το άκουσα» είπε ο πατέρας μου. «Αρκετές συγκινήσεις είχα για μια μέρα, 55 χρονών άνθρωπος!» μου δήλωσε. «Ειρήνη, θα πάω να ξαπλώσω» είπε στη μητέρα μου.

«Έρχομαι κι εγώ, κλείνουν τα μάτια μου» είπε και εκείνη.

Τους καληνύχτισα φιλώντας τους και τους δύο. Όσο για μένα, άντε τώρα να με πάρει ο ύπνος! Πραγματικά έπεσα από τα σύννεφα, ο υπολογιστής που μου έκαναν δώρο ήταν πανάκριβος. Εγώ θα ήμουν ευχαριστημένη και με ένα 386 και μου έκαναν δώρο το θηρίο με τον Pentium! Πήγα στο δωμάτιό μου. Ο Amstrad, ήταν ακόμα εκεί, δεν άφηναν τον αδερφό μου να τον πάρει στο δωμάτιό του για να μην ξενυχτάει. Κάθισα και τον άνοιξα χαϊδεύοντας τρυφερά το πληκτρολόγιο. Έβαλα τη δισκέτα με το art-studio-ii και έγραψα run “studio”. Λίγη ώρα αργότερα φόρτωσε το αγαπημένο μου πρόγραμμα που χρησιμοποιούσα για να ζωγραφίζω στον υπολογιστή. Γέμισα την οθόνη με σύννεφα και καρδούλες και «Ανδρέα, σ’ αγαπώ»

Οι υπόλοιπες μέρες πέρασαν άλλοτε χωρίς να τις καταλάβω και άλλοτε βασανιστικά αργά, κυρίως με διάβασμα για την εξεταστική και χρόνο με την οικογένεια.  Ο Ανδρέας πάντως είχε κρατήσει το λόγο του, κάθε μέρα μιλούσαμε τουλάχιστον ένα τρίωρο. Ομοίως—αν και όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό—κατάφερα και μίλησα και με τη Χριστιάνα. Την Πέμπτη, τρεις μέρες αφού είχα φύγει, ο Ανδρέας βγήκε για ποτά με την Χριστιάνα, τον Βαγγέλη και την Κατερίνα. Πριν βγουν για ποτά είχαν πάει στο σπίτι ενός φίλου του Βαγγέλη στο οποίο έκανε πρόβες η μπάντα που είχαν. Ο Ανδρέας είχε βρει την ευκαιρία και είχε παίξει στην ηλεκτρική κιθάρα αλλά και τραγουδήσει κάποια κομμάτια.

Ο Βαγγέλης και η Κατερίνα ενθουσιασμένοι του είχαν ζητήσει να τραγουδήσει και να παίξει κιθάρα και ο Ανδρέας ως guest στο live που θα έκαναν στο ροκάδικο στο Χαλάνδρι, στις 9 του Γενάρη. Βέβαια έπρεπε να κάνουν κάμποσες πρόβες πριν, το οποίο σήμαινε με τη σειρά του ότι θα έπρεπε να γυρίσει από Ναύπλιο πιο νωρίς απ’ ότι υπολόγιζε, οπότε στην αρχή δεν το πολύ-έψηνε. Πέσανε πάνω του Χριστιάνα και Κατερίνα και, δύο παστίτσια και τρία γαλακτομπούρεκα αργότερα, είπε το ναι. Μεταξύ μας, είμαι σίγουρη πως από την αρχή ήθελε να πει το ναι, αλλά μας έκανε το δύσκολο για να περιδρομιάσει και πάλι, το κροκοδειλάκι.

Ουφ, ζήλευα που δεν ήμουν εκείνο το βράδυ μαζί τους ή δε θα παρακολουθούσα κι εγώ τις πρόβες αλλά τι να κάνω; Σάλιο και υπομονή, που έλεγε ο Τασούλης. Μεταξύ μας, τα κολπικά υγρά είναι προτιμότερα από το σάλιο σε αυτές τις περιστάσεις και το μωράκι μου σχεδόν πάντα τα προτιμούσε ως λιπαντικό, αν εξαιρέσουμε εκείνο το πρωί στα κατσάβραχα που έτσουξε Θανάση μου, με όλους τους δυνατούς τρόπους.

Το μόνο άλλο συναρπαστικό που συνέβη ήταν σε ένα σιμουλτανέ που είχε προγραμματίσει η σκακιστική λέσχη με καλεσμένο ένα πασίγνωστο—και συνομήλικό μου—grand master , τον Vladimir Kramnic, ο οποίος έκανε πλάκα σε όλους τους υπόλοιπους και την βρήκε από την yours truly, και μπράβο μου! Βέβαια η αλήθεια είναι πως αν ήταν πλήρως αφοσιωμένος σε μένα δε θα είχα καταφέρει να τον κερδίσω, πράγμα που αποδείχτηκε την επόμενη μέρα όταν σε πέντε παρτίδες rapid κέρδισε τις τρεις ενώ με τα χίλια ζόρια κατάφερα και του απέσπασα δύο ισοπαλίες και αυτές έχοντας τα άσπρα! That been said το γεγονός ότι μια «ντόπια» κατάφερε να κερδίσει τον Kramnic, έστω και σε σιμουλτανέ αγώνα επίδειξης, βρήκε το δρόμο του στα τοπικά πρωτοσέλιδα.

Θα έχω να το λέω μέχρι τα βαθιά μου γεράματα, ότι στα 18,5 μου πήρα παρτίδα από τον άνθρωπο που έμελλε να γίνει ο αδιαφιλονίκητος βασιλιάς στο σκάκι τη δεκαετία του 2000!!!

Το άλλο highlight ήταν όταν στις 4 του Γενάρη πήραν από το Πλαίσιο τηλέφωνο στο σπίτι και με ενημέρωσαν ότι ο υπολογιστής ήταν έτοιμος να περάσω να τον παραλάβω. Τους είπα ότι θα επέστρεφα Αθήνα απόγευμα Παρασκευής στις 7 του μήνα και ότι δε θα προλάβαινα και μου είπαν ότι θα μπορούσα να περάσω το Σάββατο μέχρι τις 14:00, από τη Στουρνάρα όπου ήταν το μαγαζί να το πάρω. Μου τρέχανε τα σάλια στη σκέψη και να δω που θα τον έβαζα όταν κατέβαινα Ηράκλειο. 

Το συζήτησα με τον πατέρα μου και είπε ότι θα μιλούσε με την Κυρά-Ματούλα ώστε να πληρώσουμε εμείς βιβλιοθήκη και γραφείο και να μας τα αφαιρέσει από το νοίκι. Το είπε και το έκανε και η κυρά-Ματούλα δέχτηκε, είχε γνωστό της ξυλουργό ο οποίος θα μπορούσε να το φτιάξει στο σχέδιο που θα του ζητούσα και σχετικά φτηνά.

Ομολογώ ότι εγώ δεν το έχω με το σχέδιο αλλά ας είναι καλά το βλαμμένο το αδερφάκι μου που κατάφερε να μετατρέψει την καρικατούρα μου σε κάτι αξιοπρεπές που δε θα έκανε τον ξυλουργό να βάλει τα κλάματα. Στον Κωστή άρεσε από μικρό τόσο το σχέδιο όσο και η ζωγραφική και το κωλόπαιδο είχε ταλέντο. Από μικρός ήθελε να γίνει αρχιτέκτονας, σαν το θείο το Γιάννη, και η αλήθεια είναι ότι και το ταλέντο είχε αλλά ήταν και του λόγου του πολύ επιμελής και καλός μαθητής, σαν τη μεγάλη του αδερφή. Και ,όχι επειδή είναι αδερφός μου, αλλά ήταν και γλυκούλης και ψηλός, αυτή η Αμαλία πρέπει να ήταν μεγάλο βλήμα για να του ρίξει χυλόπιτα!

Παρά το γεγονός ότι ανυπομονούσα να δω τον Ανδρέα η αλήθεια είναι ότι την Παρασκευή το απόγευμα που με πήγαν οικογενειακώς στο αεροδρόμιο, ένα σφίξιμο στην καρδιά μου το ένιωσα. Θα μου έλειπε η οικογένειά μου και εκτός εξαιρετικού απροόπτου θα τους έβλεπα ξανά όλους μαζί το Πάσχα. Προς τα τέλη του μήνα θα έφευγε και ο μπαμπάς από τη Χίο, οπότε η οικογένεια θα ήταν σκορπισμένη σε όλη την Ελλάδα. Μου είπε ότι θα πήγαινε γύρω στις 20 του μήνα καθώς έπρεπε να γίνουν κάποιες δουλειές στο σπίτι στο Περιστέρι. Μέρος της οικοσκευής που θα μετακόμιζε τέλη Γενάρη ήταν και το κρεββάτι μου, καθώς θα το χρησιμοποιούσε ο ίδιος μέχρι να κάνουμε την τελική μετακόμιση στα μέσα του Ιούνη.

Εμένα το δάκρυ πήγε κορόμηλο σε όλη τη διάρκεια από την άφιξη στο αεροδρόμιο μέχρι και τον έλεγχο χειραποσκευών. Τους αγκάλιασα και τους φίλησα και τους τρεις και με τα μάτια κόκκινα από το κλάμα πέρασα από το μηχάνημα. Γύρισα και τους χαιρέτησα από μακριά για τελευταία φορά και πήγα στην αίθουσα αναμονής της πύλης από την οποία θα βγαίναμε. Σε αντίθεση με τον ερχομό μου, στην επιστροφή δεν είχε πολύ κόσμο. Το σακβουαγιάζ αυτή τη φορά δεν θα έπιανε πολύ χώρο, οπότε ανέβηκα στο αεροπλάνο με την ησυχία μου.

Η αναχώρηση ήταν στις 19:30, καλώς εχόντων των πραγμάτων στις 20:30 θα ήμουν Αθήνα. Είχε καλό καιρό σε όλη τη χώρα οπότε το ταξίδι αναμενόταν ήσυχο και χωρίς αναταράξεις. Φύγαμε τελικά στις 19:45 με δεκαπέντε λεπτά καθυστέρηση. Η πτήση ήταν ήσυχη, όπως αναμενόταν, και στις 20:30 είδα από κάτω μας τα φώτα της Αθήνας. Προσγειωθήκαμε πέντε λεπτά αργότερα. Μέχρι τις 20:40 είχα πάρει και τη βαλίτσα μου, οπότε βγήκα έξω όπου με περίμενε το μωρουλίνι μου.

«Μωρουλίνι μου!!!!» φώναξα και πήγα και χώθηκα στην αγκαλιά του. Με άρπαξε και με σήκωσε και με έφερε τρεις σβούρες και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τις χαρούμενες τσιρίδες μου. Με έσφιξε πάνω του και επιτέλους μετά από τόσες μέρες, γεύτηκα ξανά τα χείλη του. Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα μείναμε κολλημένοι ο ένας στον άλλον, χαμένοι στο φιλί μας. «Μου έλειψες, πολύ-πολύ-πολύ» του είπα όταν καταφέραμε να ξεκολλήσουμε.

«Κι εμένα μου έλειψες καρδούλα μου. Μετρούσα αντίστροφα τις μέρες σαν το φαντάρο που περιμένει να απολυθεί!»

Πήρε τη βαλίτσα μου και πήγαμε στο πάρκινγκ, είχε έρθει με το Θρασύβουλα.

«Θρασυβουλίνι μου!!!» φώναξα χτυπώντας ενθουσιωδώς παλαμάκια κάνοντας τον Ανδρέα να γελάσει.

«Πέρνα μέσα βρε σουσουράδα!»

«Έτσι με λέει και ο μπαμπάς, σουσουραδίτσα!»

«Τα μεγάλα πνεύματα, συναντιόνται!» μου δήλωσε.

Δε ρώτησε πως τα πέρασα, κάθε μέρα μιλούσαμε γύρω στο τρίωρο.

«Μωρό μου, αύριο το πρωί θα πάμε στο πλαίσιο να πάρω τον υπολογιστή; Δε θέλω να ψάχνω ταξί φορτωμένη με δαύτον!»

«Ναι, καρδούλα μου, αφού το είπαμε!»

“Better safe than sorry!” του δήλωσα χαμογελαστή.

«Θέλεις να βγούμε αργότερα απόψε ή νιώθεις κουρασμένη;»

«Αμέ! Απλά να μην το ξενυχτίσουμε.»

«Όχι, δε θα το ξενυχτίσουμε, θέλω να είμαι και φρέσκος για αύριο το βράδυ!»

«Νιιιιιι» είπα χτυπώντας παλαμάκια.

«Άντε, να δούμε πως θα πάει κι αυτό!»

«Πολύ καλά θα πάει μωρουλίνι μου, θα τους σκίσεις!»

«Αν με πάρουν με τα σάπια λάχανα θα στρώσω στο κυνήγι Κατερίνα και Χριστιάνα μέχρι να πατήσουν μαύρο χιόνι!»

«Για το γαλακτομπούρεκο και το παστίτσιο το έκανες και άσε τα σάπια! Σε μάθαμε κύριε!»

«Αν είναι ποτέ δυνατόν!» μου είπε και καλά αγανακτισμένος. Με πειράγματα εκατέρωθεν και παρόλο που είχε κάμποση κίνηση δεν καταλάβαμε πότε φτάσαμε στο σπίτι της γιαγιάς, γύρω στις δέκα παρά. «Τι ώρα να περάσω;»

«Να δω λίγο τη γιαγιά, να κάνω ένα ντουζάκι και να αλλάξω. Να πούμε γύρω στις 23:00;»

«Ναι, μια χαρά. Έλα, θα φέρω εγώ τη βαλίτσα μέσα!» μου είπε και κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο. Πήγε στο πορτμπαγκάζ και ζαλώθηκε τη βαλίτσα μου και την κουβάλησε μέχρι την πόρτα. Του έδωσα ένα φιλάκι και έφυγε. Ξεκλείδωσα και μπήκα μέσα.

«Γιαγιά;» φώναξα.

«Στο δωμάτιο είμαι, έχω ξαπλώσει» μου απάντησε. Πήγα μέσα στο δωμάτιο και έσκυψα και τη φίλησα, έβλεπε τηλεόραση.

«Γιαγιάκα, θα κάνω ένα μπανάκι και θα βγούμε για ένα γρήγορο ποτό με τον Ανδρέα. Δε θα αργήσω, κατά τις 01:00 το πολύ θα είμαι πίσω, έχουμε αύριο το πρωί να πάμε και στο κέντρο να παραλάβω τον υπολογιστή μου.»

«Ναι, μου το είπε ο πατέρα σου. Αν πεινάς, στο φούρνο έχει μπιφτέκια και στο κατσαρολάκι πουρέ.»

«Εντάξει γιαγιάκα. Θα πάω να φάω και μετά θα κάνω ένα ντουζάκι. Θα σε προλάβω πριν φύγω;»

«Δε νομίζω, ήδη έχω γλαρώσει.»

«Τότε καληνύχτα γιαγιούλα μου» της είπα και έσκυψα και τη φίλησα. «Δε θα αργήσω το βράδυ!» συμπλήρωσα και έφυγα από το δωμάτιό της.

 Δεν πεινούσα είναι η αλήθεια αλλά μου άρεσε πολύ ο πουρές όπως τον έφτιαχνε η γιαγιά, αν και η μαμά και η άλλη γιαγιά τα έκαναν καλύτερα τα μπιφτέκια. Αποφάσισα όσο περίμενα τον θερμοσίφωνα να ζεστάνει, να πάω να τσιμπήσω. Ούτε τα μπιφτέκια ούτε ο πουρές είχαν κρυώσει τελείως, θα πρέπει να τα είχε φτιάξει ή να τα είχε ζεστάνει πριν καμιά ώρα. Δεν ήθελα να πιώ οπότε συνόδεψα το φαγητό με νεράκι του Θεού.

Όταν τελείωσα μάζεψα και έπλυνα τα πιάτα μου και πήγα στο δωμάτιο μου, γδύθηκα και μπήκα για ένα γρήγορο ντουζ. Είχα τρελές ορέξεις, τόσες μέρες δεν είχα παίξει με τον εαυτό μου και είχα αρχίσει να γίνομαι κουδούνι. Αποφάσισα ότι αντί για έξοδο θα τον έβαζα να πάμε πίσω από τα εργοστάσια για να τρυγήσω το άγουρο κορμί του, όχι ότι αυτό θα του κατέστρεφε το πρόγραμμα, αυτό θα του έλειπε!

Για να τον σκανδαλίσω ακόμα περισσότερο φόρεσα κοντή φούστα και από πάνω ένα προκλητικό μπλουζάκι με βαθύ ντεκολτέ, χωρίς σουτιέν. Αν και περισσότερο μπελάς, αποφάσισα να φορέσω και ένα ακόμα πιο προκλητικό δικτυωτό καλτσόν. Κόντευε να πάει 23:00 όταν τελείωσα, φόρεσα τα μαύρα μου γοβάκια που τόσο του αρέσουν και από πάνω το σακάκι μου. Φόρεσα και το παλτό μου και βγήκα έξω με σκοπό να τον περιμένω αλλά με είχε προλάβει. Κατέβηκε από τον Θρασύβουλα χαμογελαστός και ήρθε και με φίλησε.

«Τι κορίτσαρο έχω εγώ; Ωχ Παναγία μου» είπε όταν πρόσεξε το καλτσόν. «Θέλεις να παρεκτραπώ; Αυτό θέλεις;»

«Εμ, γιατί τα φόρεσα, για να πάμε στον εσπερινό;»

«Δε με λυπάσαι τόσες μέρες μοναχούλη;»

«Καθόλου!» τον διαβεβαίωσα κάνοντάς τον να αναστενάξει. Μου άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και πέρασα μέσα. Μπήκε και εκείνος και έβαλε μπροστά με το μάτι του πότε στο μπούστο μου, πότε στα πόδια μου. «Ψιτ νεαρέ, ευθεία κοιτάμε!» τον πείραξα.

«Μια κουβέντα είναι αυτή» είπε αναστενάζοντας. «Λέω να πάμε στη Le Chateau, είναι ένα ήσυχο μαγαζάκι κοντά στο ΙΚΑ.» Αν και είχα ντυθεί έτσι για να τον προκαλέσω να με πάει στα εργοστάσια να βγάλουμε τα μάτια μας, βλέποντάς τον να μη μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω μου, αποφάσισα να του παρατείνω λίγο την αγωνία. Βασικά αυτό που ήθελα ήταν να με βάλει κάτω και να μου πετάξει τα μάτια έξω και αν αυτό συνοδευόταν και από καμιά σφαλιάρα στα κωλομέρια, ακόμα καλύτερα. «Μωρέ θα σε κάνω άλογο» σκέφτηκα από μέσα μου.

«Ό,τι θες μωρουλίνι μου» του απάντησα, κερδίζοντας νέο στεναγμό.

Δέκα λεπτά αργότερα φτάσαμε στη Le Chateau. Ήταν Παρασκευή βράδυ και είχε αρκετό κόσμο. Ανατρίχιασα διαπιστώνοντας ότι τραβούσα πάνω μου τα αντρικά βλέμματα, κάτι το οποίο διαπίστωσε και ο Ανδρέας και με πήρε ευγενικά μεν κτητικά δε από το μπράτσο και πήγαμε και κάτσαμε. Ήταν όμορφο μαγαζί, όχι πολύ μεγάλο στο μέγεθος. Είχε και κήπο και τραπέζια έξω, αλλά αυτά ήταν για άνοιξη και καλοκαίρι. Η μουσική που έπαιζε ήταν μοντέρνα χορευτική. Ήρθε η σερβιτόρα και παραγγείλαμε ένα white Russian εγώ, το είχα λατρέψει, και ο Ανδρέας πήρε το συνηθισμένο του τζιν με τόνικ.

«Τι θα τραγουδήσεις αύριο;»

«Και θα παίξω και θα τραγουδήσω, ξεκωλοθήκαμε στις πρόβες για 4-5 τραγούδια, όλα κι όλα. Βασικά θα παίξουν αρκετά δικά τους αλλά εγώ δε θα συμμετέχω σε αυτά. Προβάραμε το Crazy Train, το Mr. Crowly, το Gypsy queen, το Mexican και το Sails of Charon.»

«Γυναίκα δεν το τραγουδάει το Mexican;»

«Θα το τραγουδήσει η Κατερίνα, η φωνή της ταιριάζει.»

«Αχ, ωραία!» είπα χτυπώντας παλαμάκια.

Ήπιαμε τα ποτά μας με χαλαρή συζήτηση αλλά κάποια στιγμή με πήρε πάνω του και με φίλησε και ένας Θεός ξέρει πως κρατηθήκαμε και δε βγάλαμε τα μάτια μας δημοσίως. Είχε γίνει πύραυλος, με μπαλαμούτιασε κανονικότατα. Όχι ότι εγώ πήγαινα πίσω, μπορεί να ήμασταν σε μια άκρη αλλά και μόνο η ιδέα ότι μου χούφτωνε το στήθος ενώ γύρω μας υπήρχε κόσμο είχε κάνει τα κάτω μου να θυμίζουν rainforest την εποχή των μουσώνων. Κρίνοντας από τη λύσσα του, μάλλον θα τον πετύχαινα το στόχο μου: να με βάλει κάτω και να μου αλλάξει τα φώτα. Τι να πω, what Phoebe wants is what Phoebe gets. Με το που τελειώσαμε τα ποτά μας, ούτε 40 λεπτά δεν είχαμε κάτσει, μου σφύριξε λήξη!

«Από τώρα θα φύγουμε, μωρουλίνι μου; Είπαμε ότι αύριο θα ξυπνήσουμε νωρίς, αλλά όχι και να πέσουμε για ύπνο από τις δώδεκα!»

«Με αυτό το πλευρό να κοιμάσαι!» μου είπε και με πήρε αγκαλιά από τη μέση και βγήκαμε έξω. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και σε χρόνο ρεκόρ, ήμασταν στα εργοστάσια πίσω από την Τσαλαβούτα.

«Αυτό είχες στο μυαλό σου αχρείε;» τον ρώτησα όταν φτάσαμε. Αντί απάντησης έκανε το κάθισμά του λίγο πιο πίσω.

«Ρωξάνη, ομιλείς πολύ Ρωξάνη!» μου είπε και με έπιασε και πίεσε το κεφάλι μου προς τα κάτω. Χαζή δεν ήμουν, το έπιασα το υπονοούμενο. Του έλυσα τη ζώνη του παντελονιού και του το ξεκούμπωσα. Δεν το έβγαλε, τράβηξε προς τα κάτω το μποξεράκι ελευθερώνοντας το …θηρίο. Αχ, πόσο μου είχε λείψει!

Χωρίς να χάσω δευτερόλεπτο τον πήρα στο στόμα μου και του έγλειψα απαλά το κεφαλάκι. Πίεσε το κεφάλι μου ακόμα περισσότερο και τον πήρα όλον στο στόμα μου. Πόσο μου είχε λείψει αυτή η υπέροχη, ανδρική του γεύση. Αφιερώθηκα με όλη μου την ψυχή στο θεάρεστο έργο μου. Πρέπει να είχε πολλές μέρες να εκτονωθεί, αφενός τέλειωσε σε χρόνο ρεκόρ και αφετέρου κόντεψε να με πνίξει. Μία ώρα κατάπινα και τελειωμό δεν είχε. Εμ δε με άφησε, συνέχισα να του τον ρουφάω και να του τον γλείφω μέχρι που του έγινε ξανά κάγκελο και—μεταξύ μας—δεν του πήρε και πολύ ώρα. 

Αν αποφάσιζε να αρχίσει τώρα τα προκαταρκτικά θα του άνοιγα το κεφάλι, ήμουν μούσκεμα! Μου έκανε νόημα να βγούμε έξω και φαντάστηκα ότι ήθελε να περάσουμε στο πίσω κάθισμα. Αμ δε! Ο λυσσάρης με έβαλε να γείρω πάνω στο αυτοκίνητο, μου σήκωσε τη φούστα, μου κατέβασε—προσεκτικά είναι η αλήθεια—το καλτσόν και το κιλοτάκι και χωρίς πολλά-πολλά οδήγησε το όργανό του μέσα μου προκαλώντας γαυγίσματα από τα σκυλιά της περιοχής που μάλλον δεν τους άρεσε το «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» που έκανα. Θα μου πεις σε σοκάκι ήμασταν, σκοτάδια είχε, αλλά ξέρω γω; Μπορεί να υπήρχε κανείς μπανιστιρτζής φύλακας. Δε βαριέσαι, αν υπήρχε θα απολάμβανε το σόου.

Με χούφτωσε από τα στήθη και άρχισε κυριολεκτικά να με οργώνει, κάνοντάς με να δω αστεράκια, πεταλουδίτσες και πουλάκια, από αυτά που κάνουν τσίου-τσίου και όχι πίου-πίου, όπως του κυρίου καλή ώρα. Είχα που είχα μέρες να κάνω σεξ, είχα που είχα τον Ανδρέα να κάνει σαν κάποιο που αποφυλακίστηκε μετά από 20 χρόνια, ήταν και η ιδέα… δηλαδή τι ιδέα, η πράξη, του δημόσιου σεξ, προκάλεσα ακόμα πιο δυνατά γαυγίσματα. Μωρέ να λυσσάξουν, εγώ ξελύσσαξα, τέλειωσα τρεις φορές!

Ο κύριος όμως καθώς ήταν μετά από πίπα είχε ακόμα αντοχές. Τραβήχτηκε από μέσα μου και με έβαλε και έσκυψα στο καπό. Βέβαια αυτό το ενάμισι μέτρο το έκανα σαν πιγκουίνος αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες! Σημασία είχε ότι και τις σφαλιάρες μου έφαγα στο κωλαράκι μου και το ίδιο ξανασυστήθηκε μετά από τόσες μέρες με τον πρόεδρο. Και μπορεί να έτσουξε Θανάση μου, αλλά μου άρεσε, πολύ μου άρεσε! Στην αρχή βέλαξα ελαφρώς, είναι η αλήθεια, αλλά αγριάδες δεν ήθελα; What Phoebe wants is what Phoebe gets, μου έκανε το κωλαράκι μου χωνί. Και να λέω πάλι καλά που είχε προηγηθεί πίπα πριν γιατί αν είχε βγάλει αυτή την ποσότητα όταν τέλειωσε μέσα στο κωλαράκι μου θα ήταν σαν κλύσμα. Και φυσικά δεν είχαμε ατύχημα γιατί καθότι προνοητικό κορίτσι, όταν έκανα ντουζ είχα πάρει τα μέτρα μου. Στο μεσο-μακροπρόθεσμο προγραμματισμό δε με πιάνει κανείς!

Τρίτο γύρο για το μωρουλίνι μου δεν είχε, αφενός γιατί ο πρόεδρος θα ζητούσε επίδομα βαρέων και ανθυγιεινών και αφετέρου δεν υπήρχε και κάποιο μέρος να ξεπλυθεί από την αμαρτία, και δεν είμαστε για κολπίτιδες. That been said, εγώ δεν είχα τέτοιο θέμα και με έβαλε κάτω ο Ανδρέας μου και έκανα τα σκυλιά να ξαναγαβγίσουν, παρόλο που είμασταν στο πίσω κάθισμα με κλειστά τζάμια, δικαιώνοντας πλήρως όσους υποστηρίζουν τη χρησιμότητα μιας ξένης γλώσσας.

«Μωράκι μου πάμε για νάνι; Νύσταξα και έχουμε να τρέχουμε και στο Πλαίσιο, πρωινιάτικα!»

«Δηλαδή με έφερες εδώ, με γλέντησες, με ξεζούμισες, τρύγησες το άγουρο κορμί μου και wham bam thank you ma’am;»

«Αν εξαιρέσουμε ότι εσύ με έφερες εδώ, κατά τα άλλα όπως τα είπες!»

«Ορίστε, με λέει τσούλο!»

«Όσο πατάει ο Σίμπα! Αχ, μου έχει λείψει ο μούργος!»

«Κι εμένα, εδώ που τα λέμε. Σύχρηστους θα μας κάνει μεθαύριο το πρωί, να προσεύχεσαι να μην έχει βρέξει στο Ηράκλειο γιατί αυτά για τον τριχωτό δεινόσαυρο είναι ασήμαντες λεπτομέρειες!»

«Εγώ πάντως όταν ντυθούμε το πρωί στο καράβι, φόρμα θα βάλω.»

«Αν φορέσεις αυτή που τονίζει το υπέροχο ποπουδάκι σου, θα έχουμε επανάληψη των σημερινών στην καμπίνα, είπα και ελάλησα και αμαρτία ουκ έχω!» μου δήλωσε.

«Το μυαλό σου στο κοκό, εσύ!»

«Λέει ο θηλυκός Μακιαβέλλι που μου τα πέταξε σήμερα όλα έξω με σκοπό να με φουντώσει για να με παρασύρει στα εργοστάσια να της εξηγήσω τ’ όνειρο!»

“What Phoebe wants is what Phoebe gets!” του δήλωσα με στόμφο.

«Κάτι έχω αρχίσει να καταλαβαίνω. Άντε, σουσουράδα, πάμε να κάτσουμε μπροστά για να γυρίσουμε σπίτια μας!»

Δύο λεπτά αργότερα σταμάτησε μπροστά από το σπίτι μου. Του έδωσα φιλάκι και τον καληνύχτισα και βγήκα από το αυτοκίνητο. Με περίμενε μέχρι να μπω και στο σπίτι. Πριν κλείσω την πόρτα του έστειλα ένα φιλάκι. Μου έστειλε κι εκείνος και ξεκίνησε για να επιστρέψει στο σπίτι του. Κόντευε να πάει 01:00, η γιαγιά κοιμόταν του καλού καιρού. Επιστρέφοντας είχαμε συνεννοηθεί το πρωί να περάσει γύρω στις 10:00 να πάμε για καφέ στο Μπουρνάζι και μετά θα ανεβαίναμε στη Στουρνάρα για να πάω να πάρω τον νέο μου υπολογιστή.

 Ακόμα καλύτερα είχε και προ εγκατεστημένα τα Windows 3.11 και  το Microsoft Office 4.0. Ο μπαμπάς με είχε ρωτήσει αν χρειάζομαι και εκτυπωτή και του είπα όχι. Αφενός μόνο ο υπολογιστής θηρίο με την οθόνη θα έπρεπε να του έχει κοστίσει πάνω από 1.000.000 δραχμές και αφετέρου δεν τον χρειαζόμουν, αν ήθελα εκτυπωτή είχε στο πανεπιστήμιο και ο Ανδρέας είχε πρόσβαση ακόμα και σε έγχρωμο, αν πραγματικά χρειαζόταν. Μια δισκέτα και το πρόβλημα λυνόταν.

Από το δικό μου κουμπαρά ήθελα να πάρω και κανένα παιχνίδι, να τα λέμε αυτά. Θα έπαιρνα δύο point & click adventures που είχα διαβάσει κριτικές και μου έτρεχαν τα σάλια, το Maniac Mansion II και το Myst. Θα μου άρεσε πολύ να τα παίξω αυτά είτε με τον Ανδρέα, είτε με τη Χριστιάνα είτε και με τους δυο μαζί. Για τον Ανδρέα μου θα αγόραζα και το Doom με τα απίθανα τρισδιάστατα γραφικά του. Εμένα δε μου πολυάρεσαν τέτοιου είδους παιχνίδια αλλά ο Ανδρέας θα ξετρελαίνονταν. Με αυτά στη σκέψη μου ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω.

Με ξύπνησε η γιαγιά στις 08:30, πιο νωρίς από αυτό που σκόπευα για να πάμε λαϊκή. Μου είχε φτιάξει πορτοκαλάδα και τοστάκι και παρόλο που νύσταζα δεν ήθελα να την κακοκαρδίσω. Της είπα ωστόσο ότι μέχρι τις 10:00 θα έπρεπε να έχουμε επιστρέψει γιατί θα περνούσε ο Ανδρέας να με πάρει για να πάμε να πάρουμε τον υπολογιστή. Η λαϊκή γινόταν δίπλα από τον Άγιο Αντώνη και ήμασταν εκεί γύρω στις 09:00. Δε χρειαζόταν βοήθεια η γιαγιάκα μου, δεν πήρε και πολλά πράγματα, παρεούλα με την εγγόνα της ήθελε η γλυκούλα μου. Αποφάσισα ότι όλο το μεσημέρι και το απόγευμα θα καθόμουν μαζί της, παρότι μ’ έτρωγε να ανοίξω τον υπολογιστή που μόλις θα είχα πάρει, για να ξελυσσάξω. Δε βαριέσαι, από μεθαύριο θα είχα όλο το χρόνο δικό μου για τον υπολογιστή, τη γιαγιάκα μου όμως δεν θα την είχα!

Μετά τη λαϊκή περάσαμε και από το ιχθυοπωλείο γιατί η γιαγιά—και με εξαίρεση όταν είχα έρθει τα Χριστούγεννα—κάθε Σάββατο έφτιαχνε απαρέγκλιτα ψάρι, κάτι που το είχε περάσει και στο μπαμπά και κατά συνέπεια και στους υπόλοιπους. Σήμερα θα είχε special treatment, είχαμε βρει φρέσκα μπαρμπούνια και μάλιστα θρεφτάρια, και μόνο που τα είδα μου έτρεξαν τα σάλια. Γυρίσαμε στο σπίτι γύρω στις 10 παρά. Τη βοήθησα να ταχτοποιήσει τα πράγματα και καθίσαμε στο σαλόνι μέχρι να περάσει ο Ανδρέας να με πάρει.

«Τι ώρα θα γυρίσεις για να βάλω να τηγανίσω;»

«Λογικά μέχρι τις 13:00 θα έχω επιστρέψει, μην ξεκινήσεις να μαγειρεύεις πριν έρθω, θα σου κάνω παρεούλα.»

«Ωραία!» μου είπε χαμογελαστή. «Το απόγευμα θα βγεις;»

«Όχι γιαγιάκα μου, εδώ θα κάτσουμε παρεούλα. Το βράδυ θα βγούμε, θα πάμε σε ένα μαγαζί στο Χαλάνδρι. Η Κατερίνα, η άλλη από τις τρεις μου φίλες, και το αγόρι της παίζουν μουσική σε ένα συγκρότημα. Σήμερα θα παίξουν στο μαγαζί που θα πάμε και μάλιστα κάποια τραγούδια θα παίξει και θα τραγουδήσει και ο Ανδρέας, σου είχα πει ότι παίζει και κλασσική και ηλεκτρική κιθάρα.»

«Και τι ώρα θα φύγετε;»

«Γύρω στις 21:00. Το πρόγραμμα ξεκινάει πιο αργά βέβαια αλλά θα πρέπει να πάμε από νωρίς για να γίνουν οι απαραίτητες προετοιμασίες. Από τους υπόλοιπους δηλαδή, εγώ και η Χριστιάνα θα αρκεστούμε στην ηθική συμπαράσταση!»

«Πολύ τη συμπάθησα τη φίλη σου.»

«Ναι είναι πολύ καλή κοπέλα!»

«Αυτή δεν έχει αγόρι;»

«Είχε αλλά τον σχόλασε πέρσι, λόγω απόστασης, και τώρα είναι σε αγρανάπαυση. Η φουκαριάρα είχε τραβήξει το διάβολό της πέρσι, είναι χαλαρά η πιο όμορφη κοπέλα στο πανεπιστήμιο και δεν είμαστε και πολλές στο Ηράκλειο. Κάπου την εκνεύρισε όλο αυτό και τώρα ακούει για σχέσεις και αλλάζει πεζοδρόμιο!»

«Ε, τυχερά είναι αυτά!» είπε η γιαγιά.

«Τυχερά δεν θα πει τίποτα, γιαγιάκα. Για φαντάσου να μην είχαμε συναντηθεί τυχαία εκείνο το πρωί στο κυλικείο!»

«Ανοησίες. Αν δεν είχατε συναντηθεί εκείνο το πρωί, θα είχατε συναντηθεί κάποιο άλλο πρωί, ο κόσμος είναι μικρός!»

«Ίσως. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία.» Κοίταξα το ρολόι μου, είχε πάει 10:00. «Λοιπόν γιαγιά, πάω τώρα γιατί όπου να ‘ναι θα έρθει ο Ανδρέας και όπως είπαμε, μην αρχίσεις να μαγειρεύεις μέχρι να έρθω!»

«Άντε, και καλορίζικος!»

«Ευχαριστώ γιαγιούλα μου» της είπα και σηκώθηκα και της έσκασα ένα φιλάκι. «Τα λέμε γύρω στις 13:00.»

Βγήκα έξω, είχε αραιή συννεφιά αλλά έκανε αρκετό κρύο. Ευτυχώς ο Ανδρέας δεν άργησε, ούτε δυο λεπτά αργότερα σταμάτησε μπροστά από την πόρτα.

«Καλημέρα μωρουλίνι» του είπα αφού μπήκα μέσα και τον φίλησα. «Που θα πάμε;»

«Κέντια» μου απάντησε. «Θα πιούμε το καφεδάκι μας στο χαλαρό να ανοίξει και το μάτι!» συμπλήρωσε και έβαλε μπρος το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε.

«Εμένα έχει ανοίξει ήδη. Με ξύπνησε στις 08:30 η γιαγιά για να πάμε για ψώνια, βασικά λαϊκή, ιχθυοπώλη και φούρνο. Σήμερα θα φάμε μπαρμπούνια, είχε κάτι θρεφτάρια που τα είδα και μου τρέχανε τα σάλια!»

«Χαχα, κι εσείς; Κι εμείς, πώς και δεν πετύχατε τον πατέρα μου; Πήγε και αυτός για ψάρια και γύρισε με δύο κιλά μπαρμπούνι!»

«Ίσως είχε πάει νωρίτερα, εμείς πήγαμε πρώτα λαϊκή.»

Για να πάμε Μπουρνάζι περνάμε μπροστά από το σπίτι του Ανδρέα. Εκείνη τη στιγμή ήταν ο κύριος Μαρίνος έξω και κλάδευε τα δεντράκια που ήταν στο πεζοδρόμιο. Ο Ανδρέας έβαλε alarms και σταμάτησε για λίγο.

«Μπαμπά; Από εδώ η Φοίβη!» του είπε και με έδειξε με καμάρι κάνοντάς με να γίνω κόκκινη σαν ινδιάνα που την νταλάκιασε ο ήλιος της Μοχάβι.

«Γεια σας κύριε Μαρίνο» του είπα ακόμα κόκκινη

«Γεια σου Φοίβη! Θυμήσου τι σου είπα, σφίξ’ του τα λουριά!»

«Έννοια σας κύριε Μαρίνο, άλογο θα τον κάνω!» του υποσχέθηκα.

«Εδώ είμαι, σας ακούω!» είπε ο Ανδρέας.

«Δέκα μέρες φυλακή!» του είπα! Όχι, παίζουμε!

«Φεύγω μπαμπά, δε θα αργήσουμε, γύρω στις 14:00 θα έχουμε γυρίσει!»

«13:00» τον διόρθωσα. «Έχουμε και μια γιαγιά να ταΐσουμε!»

«Καλά να περάσετε» μας είπε και επέστρεψε στο κλάδεμα.

Πέντε λεπτά αργότερα ήμασταν στην πλατεία του Μπουρναζίου. Παρκάραμε σε ένα στενάκι και το πήραμε με τα πόδια, καθώς είχε αρκετό κόσμο. Η Κέντια που είναι και μεγάλη καφετέρια, ήταν σχεδόν γεμάτη. Βρήκαμε τελικά να κάτσουμε στον πάνω όροφο. Ο Ανδρέας πήρε τον φραπέ του κι εγώ πήρα νες. Δε μου άρεσε ιδιαίτερα το μέρος, παρότι ήταν πολύ μεγάλο είχε κάμποση κάπνα και επιπλέον δεν ακουγόταν καν μουσική, μόνο η οχλαγωγία από τον κόσμο. Χίλιες φορές καλύτερα στον Ηριδανό ή στις καφετέριες στην πλατεία Κοραή.

 «Ανδρέα, θα πάρω και τρία παιχνίδια σήμερα!» του είπα. «Τα δύο είναι adventures για να τα παίζουμε παρεούλα μαζί σου ή και με τη Χριστιάνα ή την Κατερίνα που είναι και γειτόνισσες. Το άλλο θα στο κάνω δωράκι, για σένα θα το πάρω!»

«Ευχαριστώ καρδούλα μου. Ποια θα πάρεις;»

«Το Maniac Mansion II, το Myst και το Doom.»

«Το Doom! Ναι το Doom! Μπαμ μπαμ μπάμ!!!» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Να σου πω, το απόγευμα και αύριο το πρωί μην κανονίσουμε κάτι, θέλω να κάτσω λίγο με τη γιαγιά, να έχει και εκείνη λίγη παρεούλα έστω και για δυο μέρες.»

«Εντάξει καρδούλα μου. Θα στριμωχτούμε πάντως στο αυτοκίνητο με την υπολογιστή σου, την ηλεκτρική κιθάρα, τις βαλίτσες μας και τη βαλίτσα της Χριστιάνας. Να δω που θα χωρέσουμε και οι τρεις μας!»

«Η Χριστιάνα θα είναι με το μηχανάκι βρε χαζούλη!» του υπενθύμισα.

«Ναι μωρέ δίκιο έχεις. Εντάξει θα γεμίσουμε και το πίσω κάθισμα τότε!»

Ήπιαμε τα καφεδάκια μας και κατά τις 12:00 κατεβήκαμε για να πάμε κέντρο. Όταν φτάσαμε δεν έβρισκε να παρκάρει ούτε για αστείο οπότε αναγκάστηκε να κάνει γύρο στα τετράγωνα μέχρι να βγάλουμε τις κούτες έξω για να σταματήσει λίγο με τα alarms. Πήγα μέσα στο μαγαζί, τους είπα το όνομα του πατέρα μου και τον αριθμό της παραγγελίας και φυσικά έδειξα την ταυτότητα. Ο υπολογιστής ήταν σε τρεις κούτες, το πιο βαρύ και ογκώδες ήταν αυτό της οθόνης. Το κουτί του υπολογιστή ήταν σε μία κούτα ενώ σε μια τρίτη κούτα ήταν το πληκτρολόγιο, το mouse και τα εγχειρίδια που συνόδευαν τον υπολογιστή, τα windows και το office και τα CD τους. Σε μια τέταρτη ήταν τα ηχεία.

Όταν ζήτησα να αγοράσω τα παιχνίδια είχα μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Το Myst που ήταν το πρώτο παιχνίδι που κυκλοφόρησε σε CD ήταν δώρο μαζί με το CD, που εκείνη την εποχή ήταν εξωτική συσκευή για σπιτικό υπολογιστή. Εγώ δεν το είχα σκεφτεί καν, το είχε σκεφτεί ωστόσο ο δόκιμος, έχοντας την ατυχή εμπειρία να στήνει windows και office από δισκέτες.

Το Doom και το Maniac Mansion II δεν υπήρχαν σε CD ή δεν τα είχε το Πλαίσιο σε CD, οπότε πήρα άλλες δύο μικρές κούτες. Ο υπολογιστής ήταν ήδη πληρωμένος οπότε στην επόμενο γύρο του Ανδρέα του είπα να σταματήσει βάζοντας alarms. Άνοιξε το πορτμπαγκάζ και ήρθε και βοήθησε και εκείνος στη …μετακόμιση. Όταν βάλαμε όλα τα πράγματα στη θέση τους, μπήκαμε μέσα και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.

«Καλορίζικος μωρό μου!»

«Ευχαριστώ καρδούλα μου! Α, δε σου είπα! Πήγα να πάρω το Myst και μου είπε ότι είναι δώρο μαζί με το CD, αυτό και αν ήταν απρόσμενα ευχάριστη έκπληξη.»

«Δε μου λες, το CD του υπολογιστή σου μπορεί να παίξει CD μουσικής;»

«Δεν έχω ιδέα!» του απάντησα. «Θα διαβάσω το manual και θα σου πω.»

Στις 13:00, όπως είχα πει και στη γιαγιά, ήμασταν σπίτι μου. Ο Ανδρέας με άφησε να πάρω μόνο τα κουτί με το πληκτρολόγιο και του mouse, το κουτί με τα ηχεία και τις δισκέτες. Άνοιξα την πόρτα του κήπου και πήγε και έφερε την οθόνη. Γύρισε πίσω και πήρε το κουτί του υπολογιστή και το πήγε και αυτό και το άφησε στην είσοδο. Εγώ είχα τα άλλα κουτιά στο χέρι και τον περίμενα. Κλείδωσα και μπήκαμε και οι δύο μέσα. Του έδωσα τα κουτιά μου για να ανοίξω την πόρτα.

«Μπράβο, γύρισες!» μου είπε η γιαγιά που άκουσε την πόρτα να ανοίγει.

«Γιαγιά, θα αφήσω τον υπολογιστή εδώ στο χολ, για να μπορέσουμε να τον πάρουμε εύκολα αύριο.»

«Όχι όχι, θα σου κάνω χώρο εγώ στο αποθηκάκι που κλειδώνει κιόλας!»

«Σιγά βρε γιαγιά, δε χρειάζεται!»

«Μωρέ όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά. Ανδρέα, γιατί στέκεσαι στην πόρτα, πέρνα μέσα, δεν δαγκώνω!»

«Περίμενα να αποφασίσετε που να τα φέρω!» είπε και της έδειξε τα κουτιά.

«Πέρνα μέσα και δώστε μου πέντε λεπτά να σας κάνω χώρο» είπε. Γύρισε ούτε δυο λεπτά. «Πάρε πρώτα το μεγάλο» του είπε και τον πήγε στην αποθήκη και του είπε που να το αφήσει. Μετά έκαναν και δεύτερη βόλτα να φέρει και το κουτί του υπολογιστή. Τα υπόλοιπα, που ήταν και ελαφριά, τα βάλαμε πάνω από τις άλλες δύο κούτες. «Ανδρέα, έχουμε μπαρμπούνια, θα κάτσεις να σου κάνουμε το τραπέζι;» τον ρώτησε η γιαγιά.

«Ευχαριστώ κυρία Ελένη αλλά κι εμείς μπαρμπούνια έχουμε. Πήρε δύο κιλά ο μπαμπάς, μη μας μείνουν. Λοιπόν, Φοίβη φεύγω, θα περάσω να σε πάρω στις 21:00»

«Κάτσε, έρχομαι έξω!» του είπα και βγήκα για να τον ξεπροβοδίσω. «Σ’ ευχαριστώ μωρουλίνι μου!»

“The things men do for love!” μου είπε χαμογελαστός. Του έδωσα ένα φιλάκι και μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε.

Αχ, μπαρμπούνια! Μπήκα στο σπίτι με τα σάλια μου να τρέχουν, πριν καν ξεκινήσουμε να τα τηγανίζουμε. Των φρονίμων το παιδί είχε λυσσάξει στην πείνα! Το μεσημέρι η γιαγιά έπεσε για τον καθιερωμένο της δίωρο ύπνο οπότε εγώ βρήκα ευκαιρία και άρχισα να διαβάζω τα manuals. Το cd μπορούσε να παίξει με δύο τρόπους, ο προφανής ήταν να συνδέσω τα ηχεία με την έξοδο του cd player. Ωστόσο το τελευταίο ήταν συνδεδεμένο εσωτερικά και με την κάρτα ήχου οπότε δε χρειαζόταν να συνδέω και να ξεσυνδέω τα ηχεία αν ήθελα να ακούσουμε μουσικό cd.

Δεν πίστευα στην τύχη μου, πραγματικά το λέω ότι θα ήμουν ευχαριστημένη και με ένα 386 DX και αντί αυτού οι γονείς μου μού είχαν κάνει δώρο αυτό το θηρίο. Έχοντας τεράστιο δίσκο μέχρι και Linux θα μπορούσα να του βάλω ώστε να μη χρειάζομαι τα SUN workstations. Βέβαια μου είχαν πει ότι το στήσιμο του Linux θα μου έβγαζε την ψυχή ανάποδα και δεν ήταν σίγουρο και αν θα έπαιζαν όλες οι συσκευές—πχ η κάρτα ήχου—αλλά από την άλλη αν αυτό με γλίτωνε από το κυνήγι ελεύθερου SUN workstation και ξενυχτιών στη Γ’ θα άξιζε κάθε δευτερόλεπτο που θα έτρωγα για να το στήσω.

Το απόγευμα το πέρασα μαζί με τη γιαγιά βλέποντας τηλεόραση και συζητώντας. Γύρω στις 20:00 πήγα και έκανα ένα γρήγορο καυτό ντουζ και μετά πήγα να ντυθώ κατάλληλα για την περίσταση. Τις μέρες που είχα πάει στη Χίο είχα πάρει με τη μητέρα μου σβάρνα τα μαγαζιά με σκοπό να εμπλουτίσω την γκαρνταρόμπα μου. Μέχρι τα 18 μου σχεδόν με τράβαγε από τα αφτιά για να πάμε να ψωνίσω πράγματα για μένα, πλέον τα πράγματα είχαν αλλάξει. Βέβαια κι εγώ φρόντισα να μην το παρακάνω και παρόλη τη γκρίνια και την επιμονή της μάνας μου δεν σήκωσα όλα τα μαγαζιά της Χίου.

Για το σημερινό ωστόσο είχα φροντίσει να πάρω τα κατάλληλα παρά το στραβοκοίταγμα της μητέρας μου. Κοντή δερμάτινη ανοιχτή φούστα, διχτυωτό μαύρο καλτσόν, μποτάκια και από πάνω σιθρού μαύρο μπλουζάκι με μαύρο δαντελωτό σουτιέν. Άμα δεν στον έκανα πύραυλο τον κύριο να μη με λέγαν Φοίβη! Μεταξύ μας όλο αυτό είχε να κάνει και με μια μικρή ανασφάλεια. Ο Ανδρέας ήταν που ήταν ανέκαθεν κούκλος, θα έπαιζε και ηλεκτρική κιθάρα και θα τραγουδούσε, δεν ήθελα να έχει μάτια για καμιά εκτός από εμένα ή άντε τη Χριστιάνα την οποία είχα πάρει το μεσημέρι και της είχα ζητήσει σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση να ντυθεί ανάλογα.

«Παρακαλώ;»

«Καλησπέρα! Ντύθηκες όπως σου είπα;»

«Εννοείται κύριε Λοχαγέ» μου είπε κοροϊδευτικά.

«Ορίστε, με κοροϊδεύει και από πάνω!»

«Βρε χαζούλα ο Ανδρέας δεν έχει μάτια για άλλη!»

«Better safe than sorry. Αν είναι να κάνει μπανιστήρι σε κάποια, να είναι φίλη από την οποία δεν κινδυνεύω!»

«Είσαι όργιο!» με κατηγόρησε.

«Και μπράβο μου!»

«Εμένα που θα μου την πέφτουν δεν με λυπάσαι;»

«Καθόλου!» τη διαβεβαίωσα πειρακτικά.

«Αλλοίμονο!»

Μιλήσαμε για λίγη ώρα και μετά την άφησα για να τελειώσει την ετοιμασία της. Θα ερχόταν με τον Βαγγέλη και την Κατερίνα οπότε δε θα χρειαζόταν να περάσουμε να την πάρουμε. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, φτου μου, φτου μου! Η κυρά-Λένη πάντως δεν ενθουσιάστηκε με το ντύσιμό μου. Την άφησα να γκρινιάζει για κάμποση ώρα αλλά στο τέλος της έσκασα ένα ρουφηχτό φιλί και τι να έκανε κιόλας; Κόντευε να πάει 21:00, οπότε αφού την καληνύχτισα βγήκα έξω, πάνω που είχε έρθει και ο Ανδρέας.

«Δε με λυπάσαι καθόλου;» με ρώτησε βλέποντάς με. «Πώς θα συγκεντρωθώ όταν είσαι έτσι ντυμένη;»

«Είμαι σίγουρη ότι θα επιτελέσεις τα καθήκοντά σου!»

«Μωρέ θα σε πάω στην Πεντέλη να σε ακούσουν και οι λύκοι!»

«Έχει λύκους στην Πεντέλη;»

«Όχι αλλά έτσι που θα σε κάνω να φωνάζεις θα ακουστείς μέχρι την Πάρνηθα, εκεί έχει λύκους!»

«Το μυαλό σου στο κοκό έκφυλε!» τον κατηγόρησα.

«Ναι, είδα πόσο σε χάλασε χθες!»

«Τώρα μιλάμε για τις δικές σου πομπές!»

«Μπες μέσα βρε σουσουράδα να ξεκινήσουμε!»

«Τι, δε θα μου ανοίξεις την πόρτα;»

«Μόνο την πόρτα;» μου είπε κοροϊδευτικά αλλά ήρθε και μου άνοιξε την πόρτα.

Αν και το μαγαζί ήταν πάνω στην Πεντέλης μας έφαγε λίγη ώρα να το βρούμε καθώς ο Ανδρέας δεν ήξερε τα κατατόπια από εκεί. Βάλε και την κίνηση που είχε, αποτέλεσμα ήταν να φτάσουμε γύρω στις 10 παρά, κάμποσο καθυστερημένοι. Χριστιάνα, Βαγγέλης, Κατερίνα και οι υπόλοιποι του γκρουπ ήταν ήδη εκεί και έστηναν και ρύθμιζαν τα όργανα. Εγώ και η Χριστιάνα δεν είχαμε να κάνουμε κάτι και έτσι πήγαμε και κάτσαμε στο τραπέζι. Εκείνη και αν ήταν κούκλα, είχε φορέσει και εκείνη κοντή δερμάτινη φούστα αλλά, σε αντίθεση με τη δική μου, η δική της ήταν στενή. Από κάτω μαύρο καλτσόν με άρβυλα και από πάνω ένα υπέροχο μαύρο δερμάτινο με βαθύ ντεκολτέ, χωρίς σουτιέν.

«Ωραία, τώρα πέταξες και τα δικά μου μάτια έξω!» την κατηγόρησα.

«Γιατί, εσύ τι έκανες;» μου ανταπάντησε.

«Σ’ αρέσει;» τη ρώτησα ενθουσιασμένη.

«Αν μ’ αρέσει… Θεέ μου τι ακούν τα τρυφερά μου αυτάκια! Με το ζόρι βαστιέμαι να μη σου ορμίσω!»

«Αλλαγή θέματος γιατί κι εγώ κάτι ανάλογο νιώθω και θα γίνουμε θέαμα. Όχι ότι θα χαλάσει τους θαμώνες, λέμε τώρα! Πήρα τον υπολογιστή μου σήμερα και πήρα και δύο παιχνίδια point & click adventure. Θα έρχεσαι να παίζουμε παρέα;»

«Αμέ! Έπαιζα με τον Θέμη έτσι, αυτός καθόταν στον υπολογιστή και λύναμε παρέα τους γρίφους!»

«Υπέροχα! Πήρα το Myst—μου το έκαναν δώρο μαζί με το cd-player—και το Maniac Mansion II.»

«Με το Θέμη έχουμε παίξει το Maniac Mansion I. Πολύ ωραίο παιχνίδι! Δε μου λες, αλήθεια, το CD player παίζει και μουσικά CD;»

«Ναι, το επιβεβαίωσα σήμερα διαβάζοντας το manual!»

«Μια χαρά!»

«Άσχετο, αύριο πώς θα κατέβεις στο λιμάνι;»

«Θα έρθω με το παπί και θα κατέβει και ο Θέμης με το αυτοκίνητο του μπαμπά για να φέρει και τα υπόλοιπα πράγματα.»

«Ωραία, οπότε θα σας περιμένουμε απ’ έξω με τον Ανδρέα ώστε να φορτώσουμε τα πράγματά σου στο Θρασύβουλα. Να πούμε γύρω στις 18:00? Λέμε για νωρίς ώστε και να τακτοποιηθούμε αλλά και να προλάβουμε να βρούμε καμιά θέση στο σαλόνι για να κάτσουμε να πιούμε τους καφέδες μας. Και ελπίζω αυτή τη φορά να σταθείς πιο τυχερή με τις συνταξιδιώτισσες!»

«Έννοια σου και πήρα τα μέτρα μου. Έκλεισα όλο το δίκλινο, οπότε αυτή τη φορά θα είμαι μόνη μου!»

«Πλήρωσες ολόκληρο δεύτερο εισιτήριο ρε Χριστιάνα;»

«Μισό, χρησιμοποίησα και το πάσο της Κατερίνας.»

«Πονηρή η Κερκυραία!»

«Αμέ, τι νόμιζες;»

Ο κόσμος είχε στο μεταξύ αρχίσει να γεμίζει το μαγαζί. Το live πρόγραμμα θα ξεκινούσε γύρω στις 23:00, οπότε οι υπόλοιποι έχοντας τελειώσει το στήσιμο, ήρθαν και κάθισαν στο τραπέζι. Η ώρα πέρασε γρήγορα και τελικά γύρω στις 23:30, με μισή ώρα καθυστέρηση, το γκρουπ ανέβηκε στη σκηνή για να αρχίσουν το πρόγραμμα. Ο Ανδρέας θα ανέβαινε αργότερα, οπότε στο τραπέζι μείναμε οι τρεις μας. Η αλήθεια είναι ότι συνέλαβα κάμποσες φορές το βλέμμα του να πέφτει στο ντεκολτέ της Χριστιάνας και ψεύτρα μην είμαι, ένα τσίμπημα το ένιωσα. Από την άλλη την περισσότερη ώρα το βλέμμα του ήταν πάνω μου οπότε all-in-all το σατανικό μου σχέδιο είχε αποδώσει καρπούς.

Το συγκρότημα του Βαγγέλη και της Κατερίνας ξεκίνησαν να παίζουν γνωστά ξένα τραγούδια και ήταν καλοί, όχι αστεία. Στο ενδιάμεσο έπαιζαν και κάποια δικά τους που αν και δεν τα έλεγες άσχημα, δεν ξεσήκωναν τον κόσμο. Γύρω στις 12:15 έπαιξαν το “My Sharona” το οποίο ήταν το σύνθημα.

“This is my cue” μας είπε ο Ανδρέας και σηκώθηκε. «Το επόμενο θα είναι το Mexican, όπου θα παίξω εγώ κιθάρα!» είπε. “Wish me luck!”

“Break a leg!” του είπε η Χριστιάνα.

“Go get ‘em tiger!” του είπα εγώ.

Όταν τέλειωσε το My Sharona, που είχε ξεσηκώσει τον κόσμο, έκαναν για λίγο διάλειμμα για να βρέξουν τα παιδιά τα χείλη τους. Ο Βαγγέλης άφησε την ηλεκτρική κιθάρα και πήρε την κλασσική. Δίπλα του πήγε και κάθισε ο Ανδρέας έχοντας την κιθάρα του στο χέρι. Οι πρώτες νότες της κλασσικής κιθάρας πλημμύρισαν το χώρο κερδίζοντας τον ενθουσιασμό των θαμώνων που κατάλαβαν ποιο τραγούδι ήταν αυτό που ακολουθούσε. Στα είκοσι δευτερόλεπτα μπήκαν τα ντραμς και περίπου στα 25 ακολούθησε και η κιθάρα του Ανδρέα.

Chico Fernandez
Livin' on a gun
Dreams of Santa Anna
Fighting in the sun

Η Κατερίνα το είπε πολύ όμορφα αλλά εγώ περίμενα το σόλο στο τέλος.

Mornin', sad mornin'
What a laugh and out loud
Ha ha ha ha ha

Εκεί για μένα, μετά την εισαγωγή, ήταν το ομορφότερο μέρος του τραγουδιού, το σόλο της κιθάρας με τη μουσική του Morricone να παντρεύεται με το ρυθμό του Mexican, με τα δάχτυλα του Ανδρέα να χορεύουν στην κιθάρα. Όταν τέλειωσε το τραγούδι σηκώθηκα όρθια χειροκροτώντας ενθουσιασμένη, και στα κομμάτια όλοι τους. Το πρόγραμμα από εδώ και πέρα θα γινόταν πιο metal, ξεκινώντας με το Sails of Charon των Scorpions, στο οποίο ο Ανδρέας και θα τραγουδούσε και θα έπαιζε και κιθάρα. Αν και είναι πολύ όμορφο τραγούδι είναι πολύς κόσμος που δεν το ξέρει, οπότε όταν άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες νότες ήταν πολλοί που δεν το αναγνώρισαν.

Η ιδιαιτερότητα αυτού του κομματιού είναι ότι σε αντίθεση με τα περισσότερα τραγούδια που έχουν σόλο κιθάρα προς τη μέση ή προς το τέλος, εκείνο αρχίζει με σόλο κιθάρα ενώ οι πρώτοι στίχοι πέφτουν στο ενάμιση λεπτό και μπορεί ο Uli Jon Roth να το έπαιζε σα να μην είχε καμιά έγνοια στον κόσμο αλλά ο Ανδρέας μου είχε πει ότι του είχε βγει η ψυχή να το μάθει και επιπλέον είχε να το τραγουδήσει κιόλας. Εδώ και αν χόρευαν τα δάχτυλα του Ανδρέα…

Μπορεί πολλοί να μην ήξεραν το τραγούδι αλλά είναι πολύ ξεσηκωτικό, ειδικά με το αρχικό του σόλο και ο τρόπος που το έπαιξε την κιθάρα και τραγούδησε ο Ανδρέας ξεσήκωσε τον κόσμο. Πάντως το αποκορύφωμα της βραδιάς ήταν Mr. Crowley, το οποίο ήταν και το τελευταίο τραγούδι της βραδιάς. Η Κατερίνα άρχισε να παίζει τα πλήκτρα και ο κόσμος ξεσηκώθηκε εκ νέου. Λίγο αργότερα ακολούθησε η φωνή του Ανδρέα.

Mr. Crowley, what went on in your head?
Oh Mr. Crowley, did you talk to the dead?
Your lifestyle to me seemed so tragic
With the thrill of it all

Mr. Charming, did you think you were pure?
Mr. Alarming, in nocturnal rapport
Uncovering things that were sacred
Manifest on this Earth

Και εκεί ο Ανδρέας έπαιξε το κλάμα της κιθάρας κάνοντάς με να ανατριχιάσω σύγκορμη, μα σάμπως ήμουν η μόνη;

Was it polemically sent?
I wanna know what you meant
I wanna know
I wanna know what you meant, yeah

Και εκεί ήρθε το δεύτερο σόλο και μας αποτελείωσε όλους. Όλο το μαγαζί σηκώθηκε και φώναζε και σφύριζε. Όλα τα παιδιά της μπάντας μαζί με τον Ανδρέα ήρθαν μπροστά και υποκλίθηκαν ενώ από κάτω γινόταν πανζουρλισμός. Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ και σηκώθηκα και τον πήρα αγκαλιά και τον φίλησα θέλοντας κυριολεκτικά να του ρουφήξω την ψυχή και δεν έδωσα δεκάρα αν γίναμε θέαμα, στο διάβολο όλοι!

Καθίσαμε όλοι κάτω και ούτε καταλάβαμε πότε πήγε 04:00 το πρωί. Το μαγαζί είχε αδειάσει και τα παιδιά πήγαν να μαζέψουν τα όργανα. Εκεί ήταν και η τελευταία έκπληξη της βραδιάς. Ο Ανδρέας πήρε την κλασσική κιθάρα του Βαγγέλη και ήρθε στο τραπέζι και κάθισε.

«Για τα πιο όμορφα κορίτσια!» είπε σε μένα και τη Χριστιάνα και ξεκίνησε να τραγουδάει.


Una mattina mi sono alzato,
o bella, ciao! bella, ciao! bella, ciao, ciao, ciao!
Una mattina mi sono alzato,
e ho trovato l'invasor.

O partigiano, portami via,
o bella, ciao! bella, ciao! bella, ciao, ciao, ciao!
O partigiano, portami via,
ché mi sento di morir.

E se io muoio da partigiano,
o bella, ciao! bella, ciao! bella, ciao, ciao, ciao!
E se io muoio da partigiano,
tu mi devi seppellir.

E seppellire lassù in montagna,
o bella, ciao! bella, ciao! bella, ciao, ciao, ciao!
E seppellire lassù in montagna,
sotto l'ombra di un bel fior.

Tutte le genti che passeranno,
o bella, ciao! bella, ciao! bella, ciao, ciao, ciao!
Tutte le genti che passeranno,
Mi diranno «Che bel fior!»

«È questo il fiore del partigiano,»
o bella, ciao! bella, ciao! bella, ciao, ciao, ciao!
«È questo il fiore del partigiano,
morto per la libertà!»

Αυτό που έχω να πω είναι ότι δεν ήμουν η μόνη που έβαλε τα κλάματα.


31. Να δω στην Κρήτη μια κορφή…

Ανδρέας

Όταν σχεδίασα να τους κάνω έκπληξη τραγουδώντας τους το Bella Ciao—και να είναι καλά η Ευτύχω που με τα Ιταλικά της μου έγραψε τους στίχους και τους έμαθα απέξω χωρίς να καταλαβαίνω γρι τι λένε—το τελευταίο που περίμενα ήταν να δω Φοίβη και Χριστιάνα να βάλουν τα κλάματα πρίμο σεκόντο.

«Τι τους έκανες;» με ρώτησε με κατηγορηματικό τόνο η Κατερίνα.

«Τίποτα, στο ορκίζομαι. Το Bella Ciao τους τραγούδησα!»

«Πόσο χάλια το είπες κι εσύ βρε χριστιανέ μου;» με πείραξε.

«Υπέροχα το είπε το μω-ρου-λίνι μου» είπε η Φοίβη κλαίγοντας ακόμα.

«Ήταν πολύ ό-μορ-φο» σεκόνταρε, επίσης κλαίγοντας ακόμα, η Χριστιάνα.

«Τώρα θέλω να το ακούσω κι εγώ!» είπε η Κατερίνα.

«Για να βάλεις τα κλάματα κι εσύ και να νομίζουν όλοι πως σας κακοποιώ; Δε σφάξανε!»

«Σκάσε και παίζε!»

«Να σκάσω ή να παίξω;» τη ρώτησα αθώα. Με κοίταξε. Την κοίταξα. Αναστέναξα και πήρα και πάλι την κιθάρα. Είναι να τη σκίζεις τη γάτα.

Una mattina mi sono alzato,
o bella, ciao! bella, ciao! bella, ciao, ciao, ciao!
Una mattina mi sono alzato,
e ho trovato l'invasor.

Τελικά πρέπει να το έλεγα πολύ ωραία γιατί ακόμα και η Κατερίνα που είναι κάπως απόμακρη με πήρε αγκαλιά και μου έσκασε ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο.

«Εγώ δεν είμαι κλαψιάρα!» μου δήλωσε. Δόξα τω Θεώ!

«Αγκαλίτσαααααααα» φώναξε η Φοίβη και μου ρίχτηκε και τελικά είχαμε δεν είχαμε γίναμε θέαμα. Ευτυχώς είχα προλάβει να αφήσω την κιθάρα οπότε όταν έπεσε κάτω η καρέκλα με εμένα από κάτω και τη Φοίβη από πάνω η κιθάρα—και ήταν και ξένη π’ ανάθεμά τη—την σκαπούλαρε. Εγώ πάντως όχι, ένα καρούμπαλο το απέκτησα ως ενθύμιο της βραδιάς ενώ οι υπόλοιποι—της έτερης παθούσας συμπεριλαμβανομένης—έβαλαν τα γέλια.

«Χτύπησες μωρουλίνι μου» με ρώτησε αθώα όταν μας βοήθησαν να σηκωθούμε. Θα την πνίξω!!!!

«Τίποτα που να μη λύνεται με μια σακούλα πάγο!» είπα προσπαθώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Με τα πολλά ζαλωθήκαμε όλοι τα πράγματά μας και κινήσαμε στα αυτοκίνητά μας. Η Χριστιάνα ήρθε μαζί μας καθώς Βαγγέλης και Κατερίνα σκόπευαν να το ξημερώσουν. Βασικά κι εγώ ήθελα να πάρω τη Φοίβη και να την πάω στο βουνό για να της εξηγήσω τι εστί βερίκοκο αλλά τι να κάναμε, Κατερίνα και Βαγγέλης είχαν μόνο αυτές τις μέρες δικές τους οπότε δεν ήθελα να τους κάνω χαλάστρα, οπότε πήρα εγώ και τις δύο τσούπρες που η αλήθεια είναι τα είχαν κοπανίσει ελαφρώς. Όχι όπως στο Μπάχαλο, απλά είχαν κάνει κεφάλι και είχαν τρελό κέφι.

«Βρώμικο;»

«Ναι!!!!!» απάντησε ενθουσιασμένη η Φοίβη. «Αλλά θέλω και βολτίτσα!»

«Ολόκληρο ταξίδι είναι μέχρι τη Μαβίλη, δε σου κάνει;»

«Μου είχες πει ότι έχει καλό βρώμικο και στη Γλυφάδα! Θέλω Γλυφάδα!»

«Τη Χριστιάνα τη ρωτάς;» προσπάθησα να τη συμμαζέψω.

«Χριστιάνα θέλεις να πάμε Γλυφάδα;»

«Αμέ!» απάντησε εκείνη ενθουσιασμένη.

«Ωραία, το λύσαμε! Για πέρνα μέσα μαδάμ!» είπε στη Χριστιάνα. Όταν έκατσε η Χριστιάνα, έβαλε το κάθισμα πίσω και στρογγυλοκάθισε στη θέση του συνοδηγού. «Μικρέ, Γλυφάδα!» μου δήλωσε.

Και κάπως έτσι βρεθήκαμε στις 05:00 το πρωί να ψάχνουμε να βρούμε το βρώμικο στη Γλυφάδα και ευτυχώς ήταν κοντά στην πλατεία. Πάντως ψεύτης μην είμαι, το σάντουιτς του ήταν συγκρίσιμο με εκείνο της πλατείας Μαβίλη. Καθίσαμε στο παγκάκι και μασουλάγαμε το φαγητό μας με εμένα να προσπαθώ φιλότιμα να μην κοιτάζω το ντεκολτέ της Χριστιάνας, μου είχαν πεταχτεί τα μάτια έξω.

Όχι ότι η Φοίβη πήγαινε πίσω, είχε κάτσει και προκλητικά σταυροπόδι και είχε ανοίξει και εκείνη προκλητικά το σακάκι της αλλά εκεί τουλάχιστον μπορούσα να κοιτάζω ελεύθερα. Προσπαθούσα να μην το σκέφτομαι και αφιερώθηκα με πάθος στο σάντουιτς γιατί φορούσα πολύ στενό παντελόνι για να έχω καύλες πρωινιάτικα. Και όχι τίποτε άλλο αλλά όπως πήγαινε θα ξημέρωνε οπότε θα έμενα και με την όρεξη. Τελειώσαμε το φαγητό μας και η Χριστιάνα άναψε ένα τσιγάρο.

«Τι ώρα θα βρεθούμε αύριο στο λιμάνι;»

«Στις 18:00 έξω από το καράβι, το έχουμε κανονίσει» απάντησε η Φοίβη. «Η Χριστιάνα θα έρθει με το παπί αλλά μαζί θα έρθει και ο αδερφός της με το αυτοκίνητο του πατέρα της για να φέρει τα πράγματα.»

«Χριστιάνα, μην τον τρέχεις τον άνθρωπο» της είπα. «Ερχόμαστε εμείς από εκεί, άμα είναι, φορτώνουμε και φεύγουμε παρέα.

«Ευχαριστώ Ανδρέα μου αλλά δε χρειάζεται. Έτσι κι αλλιώς έχει κανονίσει και εκείνος μετά να πάει βόλτα με την κοπέλα του στο Πασαλιμάνι, μαζί θα κατέβουν.»

«Εντάξει τότε!» είπα μη δίνοντας συνέχεια.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήραμε το μακρύ δρόμο της επιστροφής αλλά τέτοια ώρα δεν είχε κίνηση ούτε η παραλιακή, ούτε η Συγγρού, ούτε η Βασιλίσσης Σοφίας, οπότε δε χρειαστήκαμε παραπάνω από μισή ώρα για να φτάσουμε έξω από το σπίτι της Χριστιάνας. Η Φοίβη σηκώθηκε και της άνοιξε και αφού της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα, η Χριστιάνα με χαιρέτησε και μπήκε στο σπίτι της. Εμείς πήραμε το δρόμο της επιστροφής και γύρω στις 06:00 ήμασταν Περιστέρι. Είχε ακόμα ώρα μέχρι να χαράξει οπότε εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία και πήγα στο τοπικό άντρο των οργίων, στα στενάκια πίσω από τα εργοστάσια στην Τσαλαβούτα.

«Είχες δεν είχες πάλι πας να με παρασύρεις στο βόρβορο!» με πείραξε η Φοίβη.

«Όλα εδώ πληρώνονται!» της δήλωσα και έκανα πίσω το κάθισμά μου. Κατέβασα με κάποια δυσκολία το παντελόνι μου και το όργανό μου πετάχτηκε έξω. «Και δε φτάνει που ντύθηκες έτσι, ήρθε και η φιλενάδα σου και με αποκάνατε!»

«Βασικά αυτός ήταν ο σκοπός» μου είπε αινιγματικά και έσκυψε και με πήρε στο στόμα της.

Τα μάτια μου σχεδόν γύρισαν στις κόγχες τους από την απίστευτη αίσθηση, η Φοίβη μου έβαλε όλη της την τέχνη και εγώ δεν ήθελα και πολλά-πολλά, πραγματικά μου είχαν πεταχτεί τα μάτια έξω όλο το βράδυ και με τη μία και με την άλλη. Την άρπαξα από το μαλλί και της έδωσα εγώ ρυθμό, ρυθμό τον οποίον ακολούθησε υπάκουα, παίρνοντάς με όλο μέσα στο στόμα της. Έγειρα το κεφάλι μου πίσω και συνέχισα δίνοντάς την πιο σιγανό ρυθμό σκοπεύοντας να το απολαύσω όσο πήγαινε.

Η Φοίβη συνέχιζε πρόθυμα με τα χείλη της και τη γλώσσα της να μου προσφέρει ηδονή. Χωρίς ο ίδιος να το καταλάβω καλά-καλά αύξησα τον ρυθμό μου μέχρι που ένιωσα την έκρηξη του οργάνου μου μέσα στο στόμα της. Την κράτησα ακίνητη και δεν κατάφερα να πνίξω τα βογγητά μου καθώς της πλημμύριζα το στόμα και είχα εξ’ αρχής τέτοιες καύλες που έχυνα και έχυνα και σταματημό δεν είχα. Την άφησα και η Φοίβη τραβήχτηκε απαλά, δίνοντας ένα φιλάκι στο κάτω κεφάλι.

«Από εχθές έχεις βαλθεί να με πνίξεις!» μου δήλωσε.

«Και να λες καλά που υπήρχε το χθεσινό αλλιώς ακόμα κάτω θα ήσουν!» της απάντησα πειραχτικά. «Για πες μου τώρα, τι εννοούσες λέγοντας ότι αυτός ήταν ο σκοπός!»

«Χιχιχι, ήθελα να μη μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω μου αλλά ακόμα και όταν το έκανες, να έχω εναλλακτική τη Χριστιάνα, από την οποία δεν κινδυνεύω!»

«Βρε θηλυκέ Μακιαβέλλι δεν ντρέπεσαι καθόλου;»

«Καθόλου όμως. Δικός μου είσαι, δε θα ανοίξουμε συζήτηση! Αυτά τα κομμουνιστικά που ήξερες να τα ξεχάσεις!»

«Καλά, εμένα που μου πετάχτηκαν τα μάτια έξω και προσπαθούσα να μην κοιτάζω το μπούστο της Χριστιάνας, δεν με λυπήθηκες. Τη φιλενάδα σου, δεν τη λυπάσαι;»

«Καθόλου. Και πέρα από την πλάκα, για ποιον νομίζεις ότι ντύθηκε έτσι Ανδρέα, για εσένα;»

«Αχά, το παραδέχεσαι ότι το σατανικό σου σχέδιο έμπαζε!»

«Καθόλου! Απλά κοντά στο βασιλικό ποτίστηκε και η γλάστρα!»

«Να υποθέσω ότι εγώ είμαι η γλάστρα;»

Αντί απάντησης έσκυψε και με ξαναπήρε στο στόμα της. Άτιμο θηλυκό! Προσπάθησα να κρατήσω χαρακτήρα και να της κάνω τη ζωή δύσκολη αλλά έβαλε τέτοια τέχνη που δεν μου πήρε ούτε πέντε-δέκα λεπτά να αδειάσω ξανά στο στόμα της ότι είχε απομείνει από την προηγούμενη.

«Είχες δεν είχες με στράγγισες!» την κατηγόρησα.

«Ναι καημενούλη μου, είδα πόσο σε χάλασε!»

«Ναι αλλά εγώ αισθάνομαι άσχημα, δεν μπορώ να στο ανταποδώσω.»

«Δε χρειάζεται μωρό μου. Άλλωστε το βράδυ θα είμαστε στο καράβι οπότε κοίτα να έχεις φάει καλά, ναι;»

«Πάντως να σου πω την αμαρτία μου, δε θα με χαλούσε να πέσει πάλι σε μπίχλες η Χριστιάνα!»

«Δεν πρόκειται, αυτή τη φορά πήρε τα μέτρα της, έκλεισε όλο το δίκλινο!»

«Χαχαχα, better safe than sorry, ε;»

«Εντελώς!»

«Κρίμα κι εγώ που ήλπιζα σε επανάληψη!» της είπα βγάζοντας τη γλώσσα μου.

«Πού ξέρεις, μπορεί και να υπάρξει!» μου είπε αινιγματικά. «Ψιτ, για μάζεψε τον πρόεδρο, παραγνωριστήκαμε σήμερα!» μου είπε κοιτάζοντας το όργανό μου που πήρε εκ νέου πρωτοβουλία.

«Μωρέ θα πληρώσεις όλες σου τις αμαρτίες, θηλυκέ Μακιαβέλλι» της είπα, σπρώχνοντας το κεφάλι της ξανά προς τα κάτω.

«Θες να πάθω καμιά κράμπα στο σαγόνι;» με ρώτησε αλλά πριν προλάβω να απαντήσω με πήρε πάλι στο στόμα της.

Τρεις φορές μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα ήταν too much και αυτή τη φορά όσο και αν ήθελα να τη βοηθήσω την παίδευσα. Τελικά έφερα στο μυαλό μου την εικόνα Φοίβη και Χριστιάνα να μου κάνουν πίπα εναλλάξ και αυτό ήταν το μυστικό της επιτυχίας κάνοντας τον πρόεδρο για τρίτη φορά να με βγάλει ασπροπρόσωπο και τη Φοίβη να μαζέψει περισσότερη πρωτεΐνη και από body builder που είναι στον όγκο.Παράπονο πάντως δε μου έκανε, όταν κατάπιε για τρίτη φορά—ε, δεν είχε μείνει και πολύ πράγμα, να τα λέμε αυτά—και αφού με γυάλισε, μου έσκασε και τρίτο φιλάκι στο κάτω κεφάλι. «Αυτό ήταν, δεν έχει άλλο!» μου δήλωσε.

«Και να ήθελες, σάμπως έμεινε και τίποτα; Μαμ Ρα με έκανες!» την πείραξα.

«Θα σε φτιάξω από αύριο το πρωί. Κάτι μου λέει ότι δεν έπινες πορτοκαλάδες όλες αυτές τις μέρες.»

“Guilty as charged”

«Ορίστε, δεν μπορούμε να λείψουμε για μερικές μέρες και επιστρέφει στις εργοστασιακές ρυθμίσεις!»

«Μα…» πήγα να διαμαρτυρηθώ.

«Μαμούνια! Ντύσου αχαΐρευτε, δίκιο έχει ο πατέρας σου, πολύ λάσκα σε έχω αφήσει! Τέρμα το διάλειμμα, από αύριο τα κεφάλια μέσα!»

«Μάλιστα κύριε Λοχαγέ»

«Κόρη Ταξιάρχου. Ταξιάρχου βεβαίως-βεβαίως!»

«Λοιπόν, άντε να πάμε σπίτια μας, να ρίξουμε και κανέναν ύπνο, με ξεζούμισες που με ξεζούμισες, να αναπληρώσω και κανένα υγρό!»

«Έτσι μπράβο λεβέντη μου» μου είπε. «Γιατί το βράδυ…» με απείλησε. Λέμε τώρα!

«Τι ώρα έχετε πει με τη Χριστιάνα;»

«Στις 18:00, δεν το είπαμε πριν; Να προλάβουμε να βρούμε να κάτσουμε κιόλας.»

«Μην ανησυχείς γι’ αυτό, θα βρούμε. Ο υπόλοιπος πληθυσμός των φοιτητών αναμένεται να επιστρέψει μετά τις 20 του Γενάρη. Όπως και να έχει θα περάσω να σε πάρω στις 17:20 για να φορτώσουμε κιόλας. Με τον υπολογιστή, την ηλεκτρική κιθάρα, τα πράγματά σου, τα πράγματά μου και τα πράγματα της Χριστιάνας θα το γεμίσουμε το πίσω κάθισμα. Οπότε μιας και η Χριστιάνα θα βάλει τα πράγματά της τελευταία καλό θα είναι να έχουμε ταχτοποιήσει καλά τα δικά μας. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, θα περάσω να σε πάρω στις 17:10.»

«Εντάξει μωρό μου» μου απάντησε. «Εχμ, θα έλεγα να μην ξεκινήσεις έτσι!» είπε και συνειδητοποίησα ότι ήμουν ακόμα με κατεβασμένο το παντελόνι και το μποξεράκι. Παρόλο που είχε αρχίσει να ξημερώνει και να έχει φως, βγήκα έξω από το αυτοκίνητο για να καταφέρω να σηκώσω μποξεράκι και παντελόνι. Απαπαπα, όμορφα αυτά τα δερμάτινα αλλά πολλή φασαρία ρε αδερφάκι μου.

Δυο-τρία λεπτά αργότερα σταμάτησα μπροστά από το σπίτι της γιαγιάς της. Της έδωσα ένα τρυφερό φιλί και την περίμενα μέχρι να μπει και στην εσωτερική πόρτα. Πριν την κλείσει μου έστειλε ένα φιλάκι και της το ανταπέδωσα. Έκλεισε την πόρτα και χαμογελώντας γύρισα κι εγώ στο σπίτι μου. Η ηλεκτρική κιθάρα και τα υπόλοιπα συμπράγκαλά της ήταν ήδη στο πορτμπαγκάζ οπότε μιας και θα την έπαιρνα μαζί μου τα άφησα εκεί.  Ήμουν πολύ κουρασμένος για να έχω όρεξη για πολλά-πολλά, με τα χίλια ζόρια σούρθηκα μέχρι το δωμάτιό μου και γδύθηκα. Έπεσα κάτω από το πάπλωμα και ο ύπνος με πήρε αμέσως.

Ξύπνησα γύρω στις 12:00, δηλαδή δεν ξύπνησα ακριβώς, με ξύπνησε η Ευτύχω για να κάτσουμε οικογενειακά όλο το υπόλοιπο διάστημα της μέρας. Τα πράγματά μου τα είχα μαζέψει και τα είχα ταχτοποιήσει από την προηγούμενη οπότε το μόνο που έμενε ήταν να τα κατεβάσω στο αυτοκίνητο. Όσο και αν χαιρόμουν που θα κατέβαινα και πάλι στη Λεβεντογέννα θα μου έλειπαν οι δικοί μου, οπότε το υπόλοιπο της μέρας πέρασε αρκετά μελαγχολικά.

Γύρω στις 17:00 κατέβασα τα πράγματά μου στο αυτοκίνητο και ανέβηκα πάνω να τους αποχαιρετήσω και ψεύτης μην είμαι, ένα γερό κόμπο στο στομάχι τον είχα. Αναστέναξα και κατέβηκα στο αυτοκίνητο και πήγα να πάρω τη Φοίβη. Εκεί μας πήρε κανένα δεκάλεπτο για να τακτοποιήσουμε τα πράγματα, αλλά κατόρθωσα να στριμώξω πίσω και τις κούτες του υπολογιστή της και την κιθάρα μου και το σακβουαγιάζ μου. Η βαλίτσα της δεν χωρούσε πίσω, οπότε την έβαλα στο πίσω κάθισμα.

Όπως και στον ερχομό, τα μόνα πράγματα που θα έπαιρνα πάνω στην καμπίνα ήταν το πορτοφόλι μου και τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Επειδή το πρωί θα είχε Σίμπα είχα προνοήσει και είχα φορέσει ήδη φόρμα. Η Φοίβη φορούσε και εκείνη φόρμα, μα τι υπέροχο κωλαράκι έχει το κορίτσι μου, και όταν έσκυβε όλο το αίμα κατέβαινε από το πάνω κεφάλι στο κάτω και όχι τίποτε άλλο, αλλά φορούσα και φόρμα και παρούσα ήταν και η κυρά-Λένη. Δεν ξέρω πως κατάφερα και δεν έγινα θέαμα, φαίνεται πως με λυπήθηκαν οι Θεοί του Ολύμπου και ίσως και αυτοί της Βαλχάλα.

Όταν ξεκινήσαμε η Φοίβη μου ήταν δακρυσμένη και πάλι, θα της έλειπε η γιαγιά της. Σε όλη τη διαδρομή, όταν το χέρι μου δεν ήταν στο λεβιέ των ταχυτήτων, ήταν στο χέρι της και τη χάιδευα τρυφερά. Στη Θηβών είχε αρκετά πυκνή κυκλοφορία ωστόσο καταφέραμε και στις 17:00 ακριβώς ήμασταν στον Άγιο Διονύση, όπου είναι η προβλήτα από την οποία φεύγουν τα καράβια για την Κρήτη.

Η Χριστιάνα ήταν ήδη εκεί, όπως και ο αδερφός της με την κοπέλα του. Ξέρω ότι είμαι όμορφος άντρας αλλά ο Θέμης ήταν μια κατηγορία μόνος του, όπως και η αδερφή του. Η κοπέλα του, η Ειρήνη, ήταν μια πολύ γλυκιά μινιόν καστανούλα με υπέροχη καμπανιστή φωνή η οποία με το ζόρι του έφτανε μέχρι τον ώμο. Όταν πήγαμε να πάρουμε τα πράγματα της Χριστιάνας, μου έπεσε το σαγόνι.

Το αυτοκίνητο του πατέρα της ήταν μια μαύρη 600 SEL και δεν ξέρω τι δουλειά έκανε ο πατέρας της αλλά ήταν λεφτάς, πραγματικός λεφτάς, το αυτοκίνητο αυτό έκανε περισσότερο από ένα τριώροφο στο Περιστέρι. Η Φοίβη μου είχε πει ότι το σπίτι της Χριστιάνας ήταν παλάτι αλλά δεν είχα δώσει σημασία. Κατάφερα να συμμαζευτώ και να μην το κοιτάζω με ανοιχτό στόμα σα χάνος, τέτοιο αυτοκίνητο είχα δει μόνο σε περιοδικό.

Φορτώσαμε τα πράγματα της Χριστιάνας στο αυτοκίνητό μου και πήγαμε προς το πλοίο. Έδειξα το εισιτήριο και μετά το έδωσα στη Φοίβη ώστε να περάσει μέσα χωρίς να περιμένει καθώς είχε αρχίσει να ψιχαλίζει. Δώσαμε και οι τρεις ραντεβού στη ρεσεψιόν και ακολουθώντας τη Χριστιάνα που ήταν με το παπάκι μπήκα στο γκαράζ του πλοίου. Δεν πρέπει να είχε πολύ κόσμο γιατί, σε αντίθεση με όταν είχαμε έρθει, αυτή τη φορά δε με έχωσαν στα τρίσβαθα του πλοίου. Η Χριστιάνα είχε αφήσει το παπί δίπλα από το κλουβί των αποσκευών σχεδόν, οπότε όταν ανέβηκα τελικά στη ρεσεψιόν ήταν ήδη εκεί με τη Φοίβη και με περίμεναν. Και όχι μόνο αυτό αλλά οι καμπίνες μας ήταν και κοντά η μία στην άλλη, δυο-τρεις παραδίπλα.

«Φοίβη, αν εξακολουθείς να θέλεις να τρυγήσεις το άγουρο κορμί μου θα πρέπει να κάνεις λίγη υπομονή, ψιλοκουτουλάω από τη νύστα!» της είπα όταν μείναμε μόνοι μας και αφού ταχτοποιηθήκαμε.

«Δεν πειράζει μωρουλίνι μου. Θα πάμε με τη Χριστιάνα να πιάσουμε τραπέζι και θα έρθω να σε ξυπνήσω κατά τις 20:30, για να πάμε να φάμε κιόλας.»

«Σ’ ευχαριστώ μωρό μου» της είπα και ξάπλωσα στο κάτω κρεβάτι, ξαφνικά δεν ένιωθα να έχω τη δύναμη να ανέβω τη σκάλα του κρεββατιού. Σκεπάστηκα και η Φοίβη έσκυψε και με φίλησε και εκεί έπεσε ο γενικός!

Άκουσα τη φωνή της Φοίβης και άνοιξα τα μάτια μου με μεγάλη δυσκολία.

«Ξύπνα παιδάκι μου, αμάν!»

«Τι…» προσπάθησα να απαντήσω αλλά το reboot δεν είχε ολοκληρωθεί.

«Είναι 20:30, σήκω να πάμε να φάμε!»

«Ναι… ναι…» μουρμούρησα με δυσκολία. Αναστέναξα και σηκώθηκα με ακόμα μεγαλύτερη.

«Πω-πω, εσύ έχεις σβήσει τελείως!»

Η αλήθεια είναι ότι ένιωθα απίστευτη κούραση, με το ζόρι κρατούσα τα μάτια μου ανοιχτά, κατάφερα ωστόσο να ντυθώ για να ανεβούμε πάνω καθώς η αλήθεια είναι ότι μια πείνα την έκανε.

«Η Χριστιάνα;»

«Μας κρατάει θέση στην καφετέρια, δεν τρώει στο καράβι, δε θυμάσαι;»

«Μετά δυσκολίας θυμάμαι πως με λένε» μουρμούρισα. Το μενού εκείνη την ημέρα δεν περιλάμβανε μοσχαρίσιο φιλέτο με σάλτσα, οπότε εγώ αρκέστηκα σε μακαρόνια με κιμά. Η Φοίβη πήρε και εκείνη με τη σειρά της μια μακαρονάδα με κόκκινη σάλτσα αλλά αυτή τη φορά δεν πήραμε ούτε γλυκό, ούτε μπύρα, συνοδέψαμε το φαγητό με σκέτο νερό. Τελειώσαμε το φαγητό και πήγαμε να βρούμε τη Χριστιάνα. Σε αντίθεση με το όταν ανεβαίναμε Αθήνα, σήμερα δεν είχε πολύ κόσμο, είχε πολλά τραπέζια άδεια.

«Καλώς τους» μας είπε όταν κάτσαμε στις καρέκλες μας. «Πώς ήταν το φαγητό;»

«Έχω φάει και καλύτερες μακαρονάδες» απάντησα. «Εντάξει, δεν ήταν άσχημο αλλά δεν ήταν και τίποτα το φοβερό.»

«Ουφ, ούτε τρεις ώρες στο καράβι και έχει αρχίσει και μου λείπει το σπίτι μου» παραπονέθηκε η Χριστιάνα. «Είναι περίεργο αυτό το συναίσθημα, εννοώ τόσες μέρες μου έλειπε το Ηράκλειο και τώρα που είμαστε στο δρόμο μου λείπει το σπίτι μου.»

«Κι εμένα μου λείπει το σπίτι μου και οι δικοί μου» είπε η Φοίβη. «Δε βαριέσαι, υπομονή μέχρι τον Ιούνη και μετά θα μπορώ να τους δω πιο συχνά, ένα Σαββατοκύριακο το δίμηνο θα μπορώ να το βρω. Τέλος πάντων, θα τους ψήσω το Πάσχα να πάμε Καρδίτσα και να πάρουμε και τη γιαγιά ώστε να είμαι με όλη την οικογένεια.»

«Ναι; Και ότι έλεγα να σε προσκαλέσω για Πάσχα στην Κέρκυρα» απάντησε η Χριστιάνα. «Είναι πολύ όμορφα!»

«Καλά να είμαστε και μπορούμε να το κάνουμε του χρόνου. Όσο οι δικοί μου είναι στη Χίο… καταλαβαίνεις.»

«Εντάξει, το καταλαβαίνω. Το καλοκαίρι όμως θα έρθεις! Δε σηκώνω συζήτηση. Αυτό ισχύει και για σένα μεσιέ» είπε κοιτάζοντάς με αυστηρά.

«Χα! Μου είπε η Φοίβη για το σπίτι των παππούδων σου. Το δύσκολο δε θα είναι να με καταφέρεις να έρθω, αλλά να με καταφέρεις να φύγω!» της είπα βγάζοντας κοροϊδευτικά τη γλώσσα μου.

«Νιιιιιι» είπε η Φοίβη χτυπώντας παλαμάκια. «Και θα πάρουμε και το Θρασύβουλα, έτσι Ανδρέα μου;»

«Εννοείται, κοριτσάρα μου!»

«Ναι, αλλά δε σας έχω πει το ακόμα καλύτερο!» είπε η Χριστιάνα.

«Σπίτι με θέα στον όρμο του Ύψου και με ιδιωτική πισίνα και έχει και ακόμα καλύτερο;»

«Ο παππούς μου έχει και σκάφος αναψυχής. Μπορούμε να πάμε και σε παραλίες που δεν μπορείς να τις προσεγγίσεις αλλιώς!»

«Σοβαρά;;; Και μπορείς να το οδηγήσεις;» τη ρώτησα εντυπωσιασμένος

«Καλέ μια μεγάλη βάρκα είναι, δεν είναι θαλαμηγός. Ούτε είναι κανένα σούπερ ταχύπλοο, απλά χρειάζεται τη δέουσα προσοχή να μην πλησιάζεις σε παραλία και δεν είναι και για να πας και πολύ μακριά. Υπάρχουν παραλίες που για να πας με τα πόδια θα πρέπει να σου βγει η γλώσσα στο περπάτημα αλλά για τη βάρκα δεν είναι τίποτα!»

«Εντάξει, εγώ ψήθηκα ήδη!» δήλωσα.

«Νιιιιιι» φώναξε πάλι χειροκροτώντας ενθουσιασμένη η Φοίβη. «Μωρουλίνι, θέλεις καφεδάκι;»

«Όχι ματάκια μου, θέλω να πάω να ξεραθώ, κλείνουν τα μάτια μου!»

«Και θα μας αφήσεις μοναχούλες;» με ρώτησε και παράπονο.

«Δε θέλω κοριτσάρα μου αλλά κουτουλάω» της απάντησα. «Χριστιάνα μου, θα σε καληνυχτίσω εδώ. Κανονίστε με τη Φοίβη που θα βρεθούμε το πρωί για να φύγουμε.»

«Εντάξει, καλή σου νύχτα!» μου είπε χαμογελώντας μου γλυκά.

«Χριστιάνα, πάω να βάλω το μωρουλίνι μου για ύπνο και επιστρέφω» της δήλωσε η Φοίβη και σηκωθήκαμε και κατεβήκαμε στην καμπίνα μας. Γδύθηκα στα γρήγορα και ξάπλωσα. Η Φοίβη έσκυψε προσεκτικά από πάνω μου για να μην κουτουλήσει στην πάνω κουκέτα και, αφού με σκέπασε, με φίλησε τρυφερά. «Όνειρα γλυκά μωρό μου, κι εγώ μη νομίζεις, το πολύ μέχρι τις 12:00 θα έχω έρθει να κοιμηθώ.»

«Καληνύχτα μωρό μου» της είπα. Έκλεισε το φως και βγήκε από την καμπίνα. Εκεί έπεσε εκ νέου ο γενικός. Την κατάλαβα όταν επέστρεψε στην καμπίνα για να κοιμηθεί. Κοίταξα το ρολόι μου, έλεγε 23:30. «Γύρισες μωρό μου;» τη ρώτησα νυσταγμένος.

«Ναι αγαπουλίνι μου. Κουτουλούσαμε και οι δυο μας οπότε αποφασίσαμε να πέσουμε για ύπνο νωρίς.» Έμεινε με τα εσώρουχά της αλλά αντί να ανέβει στην κουκέτα της, ήρθε στη δική μου, όχι ότι με χάλασε! Ξάπλωσε στην αγκαλιά μου και τη χάιδεψα τρυφερά στα μαλλιά.

«Τι συνεννοηθήκατε για αύριο;»

«Ραντεβού στις 05:30 στην καφετέρια για να πιούμε το καφεδάκι μας και να ξυπνήσουμε καλά-καλά. Αχ μου έχει λείψει το σπιτάκι μου στο Ηράκλειο και μου έχει λείψει και ο μούργος και τα γατάκια μου!»

«Θα μας ισοπεδώσει αύριο!» είπα ξεφυσώντας.

«Δε σου έχει λείψει ο Σίμπα;»

«Πώς δε μου έχει λείψει! Αλλά και εμείς θα του έχουμε λείψει και είναι και ατσούμπαλος π’ ανάθεμά τον. Χορεύοντας θα μας πάει μέσα!»

«Θα το υποστούμε!» μου δήλωσε.

«Γύρνα από την άλλη να σε πάρω κουτάλα» της είπα. Η Φοίβη το έκανε προσθέτοντας μια δόση αλατοπίπερο, έτριψε το κωλαράκι της πάνω μου και μπορεί το πάνω κεφάλι να νύσταζε αλλά το κάτω κατά τα φαινόμενα είχε ορεξούλες. «Αν συνεχίσεις να μου τρίβεσαι δε βλέπω να κοιμόμαστε» την προειδοποίησα. Αντί απάντησης μου τρίφτηκε ακόμα πιο έντονα. «Α, έτσι;»

«Έτσι και χειρότερα!» μου απάντησε. Της κατέβασα το κιλοτάκι και έβγαλα και το μποξεράκι μου. Έτριψα το όργανό μου στα χείλη της, ήταν μούσκεμα. Έπιασα το όργανό μου με το χέρι και το οδήγησα προσεκτικά στο μουνάκι της, κάνοντάς την να της ξεφύγει ένα βογγητό.

«Τώρα θα σου δείξω πόσα απίδια χωράει ο σάκος» της είπα και άρχισα να κινούμαι μέσα της. Μου πήρε λίγη ώρα να βρω το ρυθμό μου αλλά όταν το κατάφερα άρχισα να την οργώνω κανονικά. Με το ελεύθερο χέρι μου—και χωρίς να σταματήσω να μπαινοβγαίνω μέσα της—κατάφερα, με κάποια δυσκολία είναι η αλήθεια, να της ξεκουμπώσω το σουτιέν και να το κατεβάσω. Αμέσως μετά οδήγησα το χέρι μου πάνω στο δεξί της στήθος το οποίο χούφτωσα δυνατά. Τα λάτρευα τα στήθη της, μεγάλα αλλά όχι σε υπερβολικό βαθμό, σφιχτά και στητά. Της έσφιξα πολύ δυνατά τη ρώγα, κάνοντάς τη να της ξεφύγει μια φωνούλα πόνου.

«Πιο δυνατά…» μου είπε παρά τον πόνο που ένιωσε. «Πιο δυνατά! Πιο δυνατά!» Της έσφιξα ακόμα πιο δυνατά τη ρώγα εντείνοντας ακόμα περισσότερο το ρυθμό μου. Τραβήχτηκα από μέσα της και την έβαλα να ξαπλώσει μπρούμητα.

«Θέλω το κωλαράκι σου» της δήλωσα. «Το θέλω και θα το πάρω!»

«Ναι Ανδρέα μου. Πάρ’ το… πάρε με… όπως θέλεις…» μου είπε ξαναμμένη. Της έκλεισα το στόμα για να μη φωνάξει και σιγά αλλά σταθερά βύθισα τον πούτσο μου μέσα στο κωλαράκι της. Το χέρι μου έπνιξε το μουγκρητό της. «Φοίβη μου, πονάς;» τη ρώτησα ανήσυχος. «Θέλεις να σταματήσω;»

«Όχι!» μου απάντησε δίχως ίχνος δισταγμού. «Όχι! Μη σταματάς! Κι άλλο… Κι άλλο!»

Κι άλλο; Κι άλλο!

Με το χέρι μου της έκλεισα πάλι προσεκτικά το στόμα, προσέχοντας ωστόσο να αφήσω τη μύτη της ελεύθερη. Τον έβαλα ξανά σιγά-σιγά όλο μέσα της και άρχισα να κινούμαι, πιο απαλά στην αρχή, πιο γρήγορα στη συνέχεια, όταν ένιωσα το σφικτήρα της να χαλαρώνει και να σταματάει να προβάλει αντίσταση. Πλέον το βογγητό της σε κάθε μου κίνηση ήταν βογγητό ηδονής, τράβηξα το χέρι μου από το στόμα της και πέρασα και τα δύο χέρια μου κάτω από το σώμα της χουφτώνοντάς τη και με τα δύο χέρια, καθώς το σώμα της από κάτω, παραδομένο στις ορέξεις μου, βοηθούσε να κρατήσω τη στήριξή μου. Το όργανό μου ήταν όλο βυθισμένο στο κωλαράκι της και κινούμουν μόνο με τη λεκάνη μου.

«Πόσο θα ήθελα να σε γαμάω έτσι ενώ εσύ γλείφεις τη Χριστιάνα» της είπα. «Θα σου άρεσε μωρό μου;»

«Πολύ… πολύ….»

«Πες μου… τι θα σου άρεσε;» τη ρώτησα μέσα σε κοφτές ανάσες ενώ εξακολουθούσα να κινούμαι μέσα της.

«Να… να γλείφω τη Χριστιάνα κι… κι εσύ… κι εσύ να με… να με ξεσκίζεις.»

«Πώς… πώς το… προτιμάς; Έτσι… μπρούμητα… στα τέσσερα;»

«Όπως… όπως θέλεις… δε… δε με νοιάζει. Όπως… θέλεις!» μου απάντησε ξέπνοη.

Με τα χέρια μου να σφίγγω τα στήθη της δυνατά, το όργανό μου να κινείται με μανία βυθισμένο πίσω της και κάνοντας το παραπάνω εικόνα, δεν κρατήθηκα άλλο. Καρφώθηκα μια τελευταία φορά και κάθισα ακίνητος ενώ το όργανό μου άδειαζε με σπασμούς βαθιά πίσω της. Έπεσα ξέπνοος πάνω στη Φοίβη. Μας πήρε κάμποση ώρα να βρούμε τις ανάσες μας και οι δύο και όταν το καταφέραμε, πήγαμε ντουγρού για το μπάνιο για να πλυθούμε. Εγώ ξέπλυνα το όργανό μου καλά-καλά με δύο χέρια σαπούνι και μετά βγήκα για να την αφήσω να ξεπλυθεί κι εκείνη με την ησυχία της.

Δεν είχα βρέξει τα μαλλιά μου, οπότε όταν σκουπίστηκα τελείως με την πετσέτα, φόρεσα το μποξεράκι και ξάπλωσα στην κουκέτα. Πέντε λεπτά αργότερα βγήκε και η Φοίβη, ούτε εκείνη είχε βρέξει το μαλλί της. Φόρεσε μόνο το κιλοτάκι της και ένα φανελάκι και η εικόνα της, με το σέξι κιλοτάκι και τα στήθη της να διακρίνονται καθαρά κάτω από το φανελάκι ενώ οι ρόγες της προσπαθούσαν θαρρείς να το τρυπήσουν, με έκανε και καύλωσα εκ νέου. Ωστόσο εκεί η κούραση κατανίκησε τις καύλες.

«Θα είσαι φρόνιμος ή θα ξαπλώσω πάνω;»

«Θα κάνω ό,τι θέλω» της είπα και συμπλήρωσα. «Αν κάνεις ότι ανεβαίνεις στο πάνω κρεββάτι θα σου κόψω τον κώλο!»

«Γιατί, πριν τι έκανες;»

«Στον άνοιξα! Τελείως διαφορετικό πράγμα» της απάντησα κοροϊδευτικά.

«Τσούζει Θανάση μου» μουρμούρισε.

«Αφού σε ρώτησα, να σταματήσω;»

«Κι εγώ σου απάντησα!»

«Τότε τι παραπονιέσαι ότι τσούζει Θανάση σου;»

«Δεν παραπονιέμαι! Παρατήρηση έκανα! Άντεεεεεεε.»

«Αγκαλίτσα;» της είπα και άνοιξα την αγκαλιά μου.

«Αγκαλίτσαααααααα!» φώναξε και σχεδόν έκανε μακροβούτι πάνω μου.

«Σ’ αγαπάω πολύ-πολύ-πολύ» της είπα σφίγγοντάς την.

«Κι εγώ μωρουλίνι μου!»

«Λοιπόν, νάνι τώρα!»

«Θέλω να με νανουρίσεις!»

«Βρε διάολε!»

«Θα αρχίσω να σου τρίβομαι πάλι!» με απείλησε. Τι να κάνω, άρχισα να τραγουδάω.

Γεια σου χαρά σου Βενετιά,
Βγήκα σε θάλασσα πλατιά
Και τραγουδώ στην κουπαστή
Σ’ όλο τον κόσμο ν’ ακουστεί

«Φύσα αεράκι, φύσα με
Μη χαμηλώνεις ίσαμε
Να δω στην Κρήτη μια κορφή
Που’ χω μανούλα κι αδερφή
»

«Σ’ αγαπάω!»

«Κι εγώ σ’ αγαπάω σουσουράδα! Ύπνο τώρα!»

Την κράτησα ακόμα πιο σφιχτά πάνω μου και τη χάιδεψα μέχρι που με πήρε ο ύπνος. Το πρωί ήμουν εγώ που ξύπνησα πρώτος. Κοίταξα το ρολόι μου, έλεγε 05:20. Η Φοίβη με κρατούσε αγκαλιά, της σήκωσα απαλά τα χέρια και σηκώθηκα. Ντύθηκα στα γρήγορα γιατί παράκανε δροσούλα και πήγα να κάνω την πρωινή μου τουαλέτα. Όταν τελείωσα και αφού έπλυνα τα δόντια μου, πήγα να προσπαθήσω να ξυπνήσω τη Φοίβη, μου πήρε κάμποση ώρα να το καταφέρω. Όταν τέλειωσε και εκείνη με τις ετοιμασίες της, πήραμε τα πράγματά μας ώστε να μην υπάρχει λόγος να επιστρέψουμε ξανά στην καμπίνα.

«Πάω να ξυπνήσω τη Χριστιάνα» μου είπε και πήγε δύο καμπίνες πιο κάτω και χτύπησε την πόρτα. Η Χριστιάνα είχε ξυπνήσει από μόνη της γιατί άνοιξε και βγήκε έξω με τα πράγματά της στο χέρι.

«Καλημέρα παιδιά!» μας είπε χαμογελώντας.

«Καλώς την!» της απάντησα. «Λοιπόν, πάμε για καφεδάκι!»

«Ναι, ναι! Πάμε! Καφέεεεεεεεε» είπε η Φοίβη.

Φτάσαμε πάνω και αφήσαμε τα πράγματά μας σε ένα τραπέζι. Η Φοίβη πήγε να πάρει τους καφέδες και εγώ βγήκα λίγο έξω στο κατάστρωμα. Ήμασταν περίπου μισή ώρα έξω από το λιμάνι, στο βάθος φαινόντουσαν καθαρά τα φώτα του Ηρακλείου. Κάθισα για κανένα-δυο λεπτά και επέστρεψα στο σαλόνι, στο οποίο σιγά-σιγά άρχισε να μαζεύεται κόσμος.

«Ανδρέα, θα πρέπει να πάμε ΙΤΕ σήμερα;» ρώτησε η Χριστιάνα.

«Τυπικά θα έπρεπε αλλά σήμερα δε θα πάω. Πρέπει να κάνουμε καμιά δουλειά και στο σπίτι, τόσες μέρες κλειστό.»

«Ανδρέα, πρέπει να πάμε και για ψώνια στο σουπερμάρκετ, στο σπίτι δεν έχουμε τίποτα. Χριστιάνα, να κατέβεις κι εσύ να πάμε όλοι μαζί με το αυτοκίνητο.»

«Αρκεί να μου υποσχεθείτε ότι το μεσημέρι θα φάμε σε μένα. Μιας και δεν τα ευχαριστηθήκατε τα μακαρόνια χθες, θα σας φτιάξω εγώ μια περιποιημένη καρμπονάρα να έρθετε στα ίσια σας.»

«Τώρα μιλάς σωστά!» της απάντησα ενώ η Φοίβη χειροκροτούσε ενθουσιασμένη.

«Δεν ακολουθώ την ιταλική συνταγή με πεκορίνο και γκουαντσιάλε!» μας δήλωσε. «Εγώ την κάνω με κρέμα γάλακτος, αυγό, bacon και μανιτάρια.»

«Εγώ θα τη φάω όπως και αν τη φτιάξεις» τη διαβεβαίωσα. «Αλήθεια, η λέσχη πότε ανοίγει;»

«Στις 20 του μήνα» απάντησε η Χριστιάνα. «Αλλά και που θα ανοίξει, μήπως και τρώγεται το φαγητό της;»

«Θα τρώγεται μια χαρά. Ο Κώστας την αναλαμβάνει από το Γενάρη και όχι από το Σεπτέμβρη, όπως νομίζαμε! Έχει πει ότι η νέα λέσχη θα έχει επιλογή φαγητών και όχι μόνο ένα και όποιον πάρει ο χάρος.» τους

«Πού το ξέρεις;» με ρώτησε η Φοίβη.

«Το έχει πει ο ίδιος ο Κώστας» απάντησα. «Οπότε δε χρειάζεται να σηκώσουμε και το σούπερ μάρκετ. Ας πάρουμε τα βασικά για να μην τρώμε έξω αυτές τις μέρες και μετά τις 20 του μηνός βλέπουμε. Πάντως εγώ για αύριο το βράδυ, μετά το ΙΤΕ, ψηφίζω Ευτύχη, αν ψήνεστε!»

«Εγώ ψήνομαι και για σήμερα!» είπε η Φοίβη.

«Δευτέρες είναι κλειστός!» απάντησα. «Από αύριο!»

Η Χριστιάνα άναψε ένα τσιγάρο και συνεχίσαμε την κουβέντα περί ανέμων και υδάτων μέχρι που το καράβι έπιασε λιμάνι. Όπως και στο ανέβα, έτσι και σήμερα καθίσαμε στην καφετέρια μέχρι να αρχίσει να αδειάζει το καράβι. Μετά με τη Χριστιάνα κατεβήκαμε στο αμπάρι ώστε να πάρω εγώ το αυτοκίνητο και εκείνη το παπί της. Η Φοίβη κατέβηκε και μας περίμενε στο λιμάνι.

Όταν βγήκα έξω από το καράβι, η Χριστιάνα είχε σταματήσει δίπλα από τη Φοίβη με το μηχανάκι. Δώσαμε ραντεβού στο σπίτι της και ξεκίνησε. Η Φοίβη μπήκε στο αυτοκίνητο και αφού δέθηκε ξεκινήσαμε και εμείς. Όπως ήταν αναμενόμενο—και παρά το γεγονός ότι τέτοια ώρα δεν είχε κίνηση—η Χριστιάνα είχε φτάσει πριν από εμάς. Πάρκαρα έξω από το σπίτι της και με τη Φοίβη βγήκαμε και οι δύο έξω καθώς η βαλίτσα της Χριστιάνας ήταν στο πίσω κάθισμα.

«Λοιπόν, σας περιμένω γύρω στις 14:00»

«Ποιες 14:00 βρε; Ξέχασες ότι πρέπει να πάμε να ψωνίσουμε;» της υπενθύμισε η Φοίβη. «Έλα από το σπίτι μου γύρω στις 12:00.»

«Εντάξει, τα λέμε στις 12:00 τότε. Παιδιά σας ευχαριστώ πολύ-πολύ!»

«Αλλοίμονο βρε Χριστιάνα» της απάντησα και επιστρέψαμε στο αυτοκίνητο. Δύο λεπτά αργότερα ήμασταν μπροστά από το σπίτι της Φοίβης. Πραγματικά δεν είχα ξαναδεί το Σίμπα να κάνει έτσι. Χοροπηδούσε σα βάτραχος και έκλαιγε από τη χαρά του ενώ απορούσα πως η ουρά του κατόρθωνε να μείνει στη θέση της. Φυσικά και πήδηξε πάνω μας όταν μπήκαμε μέσα. Πήρε πρώτα αγκαλιά τη Φοίβη—και της έριχνε στο μπόι—και αφού την έγλειψε σε όλο το πρόσωπο, όρμισε πάνω μου για το δεύτερο γύρο ταγκό. Ήταν αδύνατο να μη συγκινηθείς από τη χαρά του, αυτή τη φορά δέχτηκα το γλείψιμο σε όλο μου το πρόσωπο αδιαμαρτύρητα.

Μετά μας πήρε συνοδεία από πίσω όταν ξεφορτώσαμε το αυτοκίνητο από τα πράγματα της Φοίβης. Όταν φτάσαμε στην είσοδο μας περίμεναν σαν σε παράταξη και τα τρία γατιά και εκεί είχαμε το δεύτερο γύρο πανηγυρικών. Μέχρι και σε εμένα έκαναν χαρές που συνήθως δε μου δίνουν ιδιαίτερη σημασία. Ευτυχώς δεν είχε βρέξει κάμποσες μέρες στο Ηράκλειο γιατί δε θέλω καν να φανταστώ πως θα μας είχε κάνει ο Σίμπα αν είχε κάτω λάσπες. Η Φοίβη από την άλλη, τους έδωσε την έκπληξή τους, τάισε το κάθε μέλος της αγέλης με κονσέρβα και όχι ξηρά τροφή. Η κονσέρβα του Σίμπα ήταν δύο κιλά, σχεδόν ξεχείλισε από τη γαβάθα του, ωστόσο την εξαφάνισε μέσα σε λίγα λεπτά. Τα γατιά έφαγαν πιο συγκρατημένα αλλά άδειασαν και εκείνα τα πιάτα τους.

Μιας και δεν είχε ακόμα γραφείο για να βάλει τον υπολογιστή της, αφήσαμε κλειστά τα κουτιά στο μέρος που αργότερα θα έμπαινε το γραφείο με τη βιβλιοθήκη.

«Λοιπόν, σε αφήνω, να πάω να κάνω καμιά δουλειά στο σπίτι και να το αερίσω, στις 12:00 θα είμαι εδώ»

«Εντάξει μωρό μου. Κι εγώ το ίδιο θα κάνω, μη νομίζεις» είπε και άνοιξε και τα δύο τεράστια παράθυρα που ήταν στην πρόσοψη του σπιτιού.

«Λοιπόν, πάω!» της είπα και αφού τη φίλησα κίνησα να πάω στο σπίτι με το Σίμπα στα πόδια μου που μου γκρίνιαζε καθώς δεν συμφωνούσε καθόλου με την απόφασή μου να μην κάτσω εκεί! «Θα γυρίσω σε λίγες ώρες βρε τέρας, μην ανησυχείς!» προσπάθησα να τον καθησυχάσω αλλά που! Στάθηκε και με κοιτούσε με το ύφος του παιδιού που ο πατέρας τους έφευγε για υπερατλαντικό ταξίδι, γεμίζοντάς με τύψεις. Κατάλαβες το κοπρόσκυλο;

Όταν έφτασα σπίτι και αφού ταχτοποίησα τα πράγματα, άνοιξα κι εγώ όλα τα παράθυρα αλλά και την εξώπορτα για να αεριστεί το σπίτι. Μετά ξεσκόνισμα,  σκούπισμα, και τέλος σφουγγάρισμα. Στο ενδιάμεσο είχα ανοίξει το θερμοσίφωνα οπότε όταν τέλειωσα με τη λάτρα και αφού στέγνωσε κάπως το πάτωμα, έκλεισα παράθυρα και πόρτες και πήγα να κάνω ένα ζεστό ντουζ. Δηλαδή αυτή ήταν αρχικά η ιδέα αλλά τελικά αποφάσισα να γεμίσω τη μπανιέρα με νερό και να χωθώ μέσα.

Ήταν σκέτη απόλαυση το καυτό νερό, ένιωσα σχεδόν να λιώνω. Και μεταξύ μας, όπως ήμουν ξαπλωμένος, με πήρε και μια ώρα ο ύπνος. Όταν άνοιξα τα μάτια μου το νερό είχε γίνει χλιαρό. Αναστέναξα και τράβηξα την τάπα για να χυθεί το νερό. Έκανα ένα γρήγορο ξέπλυμα με ζεστό νερό και βγήκα έξω. Κοίταξα το ρολόι μου, ήταν ακόμα 10:00. Μην έχοντας τίποτε άλλο να κάνω, ετοιμάστηκα και πήγα στη Φοίβη.

Ο Σίμπα ήταν σα να είχε πάθει τραύμα, όταν με είδε άρχισε πάλι να χοροπηδάει και να κλαίει λες και είχε να με δει μήνες. Τι να τον κάνω, μετά από ένα δεύτερο γύρο ταγκό, με άφησε μόνο όταν βεβαιώθηκε ότι με είχε γλείψει επαρκώς και το μόνο που χρειαζόταν ήταν απλά να με ταχυδρομήσει. Η Φοίβη δεν είχε τελειώσει ακόμα, η αλήθεια είναι ότι το σπίτι της είναι αρκετά μεγαλύτερο από το δικό μου. Μπήκα μέσα και ο Σίμπα με ακολούθησε σα να μην τρέχει τίποτα.

«Βρε, πάλι τα ίδια;» τον ψευτομάλωσε η Φοίβη. Ο Σίμπα απλά κούνησε ευτυχισμένος την ουρά του και πήγε και θρονιάστηκε δίπλα από τον καναπέ. «Ξεκολλημό δεν έχει!» μου είπε. «Είδα και έπαθα να τον βγάλω έξω να σφουγγαρίσω το σαλόνι. Καθόταν απ’ έξω και έκλαιγε. Κάτσε να κρατάς τα ίσια τώρα, γιατί έχω σφουγγαρίσει το μισό σαλόνι, έχω να κάνω το άλλο μισό και το δωμάτιο!»

«Εντάξει μωρό μου» της είπα και πήγα και κάθισα στο τραπέζι, κάτω από το εξεταστικό βλέμμα του Σίμπα. Όταν βεβαιώθηκε ότι κανείς από τους δυο μας δε θα έφευγε, ξάπλωσε στο πλάι και το έριξε στον ύπνο ροχαλίζοντας του καλού καιρού.

«Α, είδα το πρωί την κυρά-Ματούλα, της έδωσα το σχέδιο για το γραφείο και είπε θα το πάει σήμερα στον μαραγκό. Το απόγευμα θα μου πει πότε θα είναι έτοιμο. Επίσης μου πήρε και βιβλιοθήκη, θα τη φέρουν αύριο το πρωί!»

«Ωραία, ωραία!» της απάντησα. «Δε μου λες, θέλεις να πεταχτώ στο κυλικείο να φέρω δυο καφεδάκια;»

«Αχ ναι μωρό μου, δεν έχω γάλα! Θα μου πάρεις και ένα τοστ με τυρί, γαλοπούλα και ντομάτα;»

«Ναι μωρό μου, φυσικά. Θέλεις να σου φέρω και πορτοκαλάδα; Εννοώ φρέσκια.»

«Όχι μωρουλίνι μου, μόνο ένα τοστάκι. Και να πάρεις ένα και για σένα!»

«Μάλιστα κύριε Λοχαγέ, θα πάρω ένα και για μένα.» Ο Σίμπα σταμάτησε να ροχαλίζει και άνοιξε το μάτι του και με κοίταξε καχύποπτα. Ρε μπελά που βρήκαμε. «Δε μου λες, υπάρχει καμιά αλυσίδα να τον πάρω μαζί; Να πάμε ποδαράτο, να σε αφήσει κι εσένα να κάνεις καμιά δουλειά.»

«Ναι, έχει αλυσίδα αλλά και που την έχει… εννοώ, κανείς δεν έχει τη δύναμη να τον κρατήσει. Είσαι σίγουρος ότι είναι καλή ιδέα;»

«Ναι μωρέ, να βγει και αυτός λίγο έξω.»

«Κάτσε, πάω πάνω να τη φέρω!» είπε η Φοίβη και βγήκε έξω και πήρε το δρομάκι αριστερά από την είσοδό της που ανηφόριζε προς τα ενδότερα του οικοπέδου. Λίγη ώρα αργότερε κατέβηκε και μου έδωσε την αλυσίδα.

«Ρε συ, τον Σίμπα θα πάω βόλτα, δε θα ρίξω άγκυρα! Τι είναι αυτό;»

«Αυτό έχουν!» μου είπε. «Όχι ότι τον έχουν πάει ποτέ βόλτα, μια φορά δοκίμασε να το κάνει ο εγγονός της κυρά Ματούλας και ο Σίμπα τον αμόλησε χαρταετό.»

«Σε μένα δε θα κάνεις τέτοια, έτσι αγόρι μου;» του είπα δένοντας την αλυσίδα στο κολάρο του. Το έπιασε το υπονοούμενο και σηκώθηκε σε χρόνο dt. «Λοιπόν, πάμε!» είπα στη Φοίβη και ξεκινήσαμε. Παρά τους φόβους της Φοίβης ο Σίμπα συμπεριφέρθηκε εξαιρετικά. Όχι ότι δεν πήγε να με τραβήξει αλλά δεν το έκανε με δύναμη που θα με έριχνε κάτω αλλά δύο-τρεις φορές του μίλησα αυστηρά και σταμάτησε να το κάνει. Περάσαμε σαν κύριοι το δρόμο και ανεβήκαμε τα σκαλιά του πανεπιστημίου και πήραμε το δρόμο προς το κυλικείο. Δεδομένου ότι δεν μπορούσα να τον βάλω μέσα, χτύπησα στα πλαϊνά τζάμια του κυλικείου και του ζήτησα να μου φτιάξει τους δυο καφέδες και τα δύο τοστ και να μου τα περάσει από τα κάγκελα. Με κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει και του έκανα νόημα να χαμηλώσει τα μάτια του. Όταν είδε το Σίμπα του έπεσε το σαγόνι στο πάτωμα.

«Τι είναι αυτό το πράγμα;»

«Καυκάσιος» του απάντησα. «Και που ‘σαι, δεν έχει φτάσει ακόμα το τελικό του μέγεθος, μπορεί να πάρει άλλους 4-5 πόντους!»

«Ο Χριστός και η Παναγία! Αυτός είναι σα γάιδαρος!»

Τελικά είχαμε δεν είχαμε γίναμε θέαμα, όσοι ήταν μέσα στο κυλικείο βγήκαν έξω για να δουν το Σίμπα που είχε λερώσει τα βρακιά του από τη χαρά του, δεν ήξερε σε ποιον να πρωτοκάνει χαρές. Παρά την εκφοβιστική του εμφάνιση είναι καλούλης ο φουκαράς και αγαπάει όλο τον κόσμο. Και πήρε και τους μεζέδες του, να τα λέμε αυτά. Πέρασα τη σακούλα με τα τοστ στον καρπό του αριστερού μου χεριού και επίσης με το αριστερό πήρα τη βάση με τους καφέδες. Στο δεξί κρατούσα γερά την αλυσίδα προσευχόμενος σε όλους τους Θεούς μη γίνω κι εγώ χαρταετός.

Άδικα φοβόμουν, ο Σίμπα ήταν κύριος στην επιστροφή, αν εξαιρέσεις ότι σε κάθε κολόνα τράβαγε και ένα κατούρημα. Όπως και να έχει ένιωσα κάμποση ανακούφιση όταν περάσαμε στο σπίτι και έκλεισα την γκαραζόπορτα. Τον έλυσα και έφυγε τρέχοντας να πάει προς τη Φοίβη που μας περίμενε στην εξώπορτά της. Αυτή τη φορά δεν μπήκε μέσα, ξάπλωσε στην αγαπημένη του θέση δεξιά από την είσοδο του σπιτιού της.

«Πώς πήγε η βόλτα;» με ρώτησε. «Ήταν καλό παιδί;»

«Το καλύτερο! Να δεις πέραση που έχει, γίναμε θέαμα! Όλο το κυλικείο βγήκε έξω να τον δει, έπρεπε να τους δεις πως έκαναν. Όχι ότι τον χάλασε τον κύριο, το χάδι πήγε σύννεφο! Εσύ, τελείωσες;»

«Τις δουλειές, ναι. Τώρα θέλω να πιώ λίγο καφεδάκι, να φάω το τοστ και να πάω να κάνω ένα ντουζάκι.»

Έκλεισα τα παράθυρα και την πόρτα ενώ η Φοίβη κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας. Την ακολούθησα και πήρα κι εγώ το τοστ και άρχισα να μασουλάω. Όταν τελειώσαμε, η Φοίβη σηκώθηκε και πήγε να κάνει ντουζ. Εγώ γδύθηκα στα γρήγορα και πήγα και χώθηκα κάτω από το πάπλωμα, ξεστρώνοντας το κρεββάτι που μόλις είχε στρώσει η Φοίβη. Όταν τέλειωσε και βγήκε έξω, όπως ήταν φυσικό, δε με βρήκε στην κουζίνα.

«Ανδρέα;» φώναξε.

«Στο δωμάτιο είμαι» της είπα και σήκωσα τελείως το πάπλωμα, μένοντας γυμνός και με το όργανο μου να κάνει το κατάρτι.

«Βρε σάτυρε!»

«Ήμανε!» της απάντησα. «Για έλα εδώ, μαδάμ!» συνέχισα. Η Φοίβη έβγαλε την πετσέτα της μένοντας και εκείνη τελείως γυμνή. Χτύπησα το χέρι μου στο κρεββάτι κάνοντας της νόημα να έρθει να πέσει δίπλα μου, πράγμα που έκανε. Όταν ξάπλωσε μας σκέπασα και την πήρα αγκαλιά και τη φίλησα παθιασμένα. Το ένα χέρι μου ήταν πίσω από το σβέρκο της ενώ το άλλο, αφού τη χούφτωσε καλά-καλά στο στήθος, κατέβηκε χαμηλά ανάμεσα στα πόδια της και άρχισε να την παίζει. Η Φοίβη έκλεισε τα μάτια της απολαμβάνοντας το παιχνίδι του χεριού μου, παιχνίδι που σταμάτησε μετά από λίγο καθώς το ακολούθησε το στόμα μου.

Μου είχε λείψε απίστευτα να γλείφω το μουνάκι της, του έδωσα και κατάλαβε. Δεν την άφηνα να τελειώσει, κάθε φορά που την ένιωθα να πλησιάζει, έκοβα το ρυθμό μου, ήθελα να κρατήσει όσο περισσότερο γινόταν. Η γλώσσα μου είχε σχεδόν μουδιάσει και τα μάγουλα μου είχαν πιαστεί από το ρούφηγμα και το γλείψιμο, όταν την άφησα να τελειώσει. Ένιωσα το κορμί της να τραντάζεται λες και το χτυπάει ρεύμα και εκεί τεντώθηκε και κοκκάλωσε και ένιωσα τα υγρά της να γεμίζουν το πρόσωπο και το στόμα μου. Αλλά δεν είχα ούτε κατά διάνοια τελειώσει μαζί της.

Τράβηξα τελείως το πάπλωμα και όπως ήταν ξαπλωμένη, πήγα και τον έβαλα στο στόμα της. Όταν έγινε και πάλι κάγκελο την έβαλα να κάτσει στα τέσσερα και όταν το έκανε, πήγα από πίσω της και τον έβαλα προσεκτικά στο μουνάκι της. Την άρπαξα από τα μαλλιά, τραβώντας την προς τα πίσω, και άρχισα να μπαινοβγαίνω μέσα της σα μηχανάκι. Παρά τις απίστευτες καύλες που είχα, μπόρεσα να κρατάω σταθερό ρυθμό για αρκετή ώρα κάθε φορά, μέχρι να νιώθω το τέλος να πλησιάζει.

Κάθε φορά που γινόταν αυτό, έκοβα ρυθμό και της έριχνα από σιγανές ως δυνατές σφαλιάρες στα κωλομέρια, κάνοντάς τα στο τέλος κόκκινα. Η Φοίβη στηριζόταν στο ένα χέρι, το άλλο το είχε φέρει μπροστά στο στόμα της, προσπαθώντας να καταπνίξει τις κραυγές της ηδονής της. Αφέθηκα να τελειώσω μόνο όταν ένιωσα τα γόνατά μου να κοντεύουν να πιάσουν φωτιά, ήθελα να της προσφέρω όση ηδονή άντεχα αλλά αυτή τη φορά ήταν η Φοίβη που με έκοψε.

«Μην τελειώσεις!» με διέταξε και η αλήθεια είναι ότι τραβήχτηκα με πολύ μεγάλη δυσκολία καθώς ήμουν αρκετά κοντά στο τέλος. «Ξάπλωσε!» μου είπε και την υπάκουσα και πάλι. Ξάπλωσα ανάσκελα και κατέβηκε χαμηλά κάτω μου αλλά στο πλάι. «Θέλω να δοκιμάσω κάτι!»

«Οκ» της απάντησα κάπως αβέβαια. Δεν ήμουν σίγουρος τι είχε στο μυαλό της.

«Σήκωσε τα πόδια σου μωρό μου»

«Ορίστε;» τη ρώτησα με απορία.

«Σήκωσε τα πόδια σου!» επανέλαβε και την υπάκουσα αβέβαιος.

Άλλαξε στάση και έσκυψε το κεφάλι της ανάμεσα στα πόδια μου και με πήρε βαθιά στο στόμα της. Τραβήχτηκε και άρχισε να με γλείφει σε όλο το μήκος του οργάνου μου και μετά πιο χαμηλά μέχρι που η γλώσσα της έφτασε στον κώλο μου. Η αλήθεια είναι ότι μου άρεσε να τη γλείφω εκεί αλλά δεν είχα ποτέ σκεφτεί να μου το κάνει η ίδια. Η αίσθηση ήταν αρχικά περίεργη αλλά η αλήθεια είναι ότι άρχισα να το απολαμβάνω. Αυτό που δεν περίμενα ήταν να μου βάλει δάχτυλο, έμεινα τελείως μαλάκας.

Το αίσθημα ήταν ταυτόχρονα δυσάρεστο και ευχάριστο μα πριν προλάβω καν να διαμαρτυρηθώ μου είπε «Σσσστ» και πήρε το όργανό μου στο στόμα της ενώ ταυτόχρονα το δάχτυλό της έκανε κυκλικές κινήσεις μέσα στον κώλο μου. Ένιωθα υπέροχα δυσάρεστα, τόσο που κάθε φορά που ήμουν στο τσακ να τη σταματήσω, κατάπινα τη γλώσσα μου και την άφηνα να συνεχίσει, μέχρι που η ενόχληση εξαφανίστηκε και άρχισα να το απολαμβάνω. Να το απολαμβάνω πολύ. Την ώρα που το όργανό μου άρχισε να κάνει σπασμούς μέσα στο στόμα της γεμίζοντάς τη με σπέρμα, κάρφωσε το δάχτυλό της βαθιά μέσα στον κώλο μου και η ηδονή πολλαπλασιάστηκε επί δέκα.

Ούτε σε χίλια χρόνια δε μπορούσα να φανταστώ πόσο υπέροχη αίσθηση ήταν. Η Φοίβη δε σταμάτησε ούτε μια στιγμή να καταπίνει ενώ κάρφωνε ξανά και ξανά το δάχτυλό της όσο βαθιά μπορούσε να μπει μέσα στον κώλο μου. Όταν σχεδόν με γυάλισε με το στόμα της, και μόνο τότε, τραβήχτηκε τραβώντας απότομα το δάχτυλό της από τον κώλο μου, κερδίζοντας ακόμα μια κραυγή μου απορημένης απόλαυσης. «Σου άρεσε η ιδέα μου μωρό μου;»

«Δεν… εγώ… Ωχ…» είπα προσπαθώντας να βρω τα λόγια μου. «Δεν… δεν ξέρω πως σου ήρθε αυτό… αλλά… Φοίβη… είδα… είδα το Θεό!»

«Νιιιιιιιιι» είπε χειροκροτώντας ενθουσιασμένα. «Είχα φοβηθεί ότι δε θα σου άρεσε… εννοώ… δεν ήμουν σίγουρη. Εμένα… εμένα μ’ αρέσει όταν μου κάνεις στοματικό και μου βάζεις δάχτυλο πίσω, πολύ περισσότερο από το απλό στοματικό. Και… και η Χριστιάνα είχε την ίδια αντίδραση παρά το γεγονός ότι… ξέρεις… output only όπως και για σένα. Αλήθεια σου άρεσε;»

«Ήταν πολύ παράξενο στην αρχή. Ήταν… δεν ξέρω πως να το πω, υπέροχα δυσάρεστο. Ομολογώ ότι κάμποσες φορές ήμουν στο τσακ να σου ζητήσω να σταματήσεις αλλά κάθε φορά το στόμα μου αρνιόταν να ακολουθήσει… λες… λες και ήξερε τι θα επακολουθήσει. Όταν… όταν άρχισα να τελειώνω και μου κάρφωσες το δάχτυλο… δεν ξέρω πως να στο πω… η αίσθηση ήταν… ήταν απίστευτη, δέκα φορές, εκατό φορές… σου λέω είδα το Θεό!»

«Δηλαδή να το ξανακάνω;» με ρώτησε αβέβαιη.

«Βρε χαζούλα γιατί ρωτάς; Αφού… αφού σου είπα… και αν… αν κάποια στιγμή δεν νιώσω καλά, θα σου πω να σταματήσεις. Γιατί ανησυχείς;»

«Φοβήθηκα μη νευριάσεις…ξέρεις… επειδή….»

«Φοίβη, αν αυτό πήγαινε να το κάνει ο/η οποιοσδήποτε μπορεί να του έσπαγα το κεφάλι. Εσύ όμως δεν είσαι ο οποιοσδήποτε. Είσαι η Φοίβη μου. Η ΦΟΙΒΗ ΜΟΥ, κατάλαβες;»

«Ναι, Ανδρέα μου… κατάλαβα!» μου είπε χαμογελαστή.

«Ωραία, τώρα που το λύσαμε αυτό, πάμε να συνεχίσουμε το καφεδάκι μας!»

«Ναι, πάμε!»

Σηκωθήκαμε και ντυθήκαμε στα γρήγορα και επιστρέψαμε εγώ στην κουζίνα και η Φοίβη στο μπάνιο για να στεγνώσει τα μαλλιά της. Πέντε-δέκα λεπτά αργότερα, επέστρεψε και εκείνη στην κουζίνα.

«Ρε συ Φοίβη, αμαρτία δεν είναι να έχουμε τον υπολογιστή στο κουτί του; Δεν θέλεις να τον ανοίξουμε να τον χαρείς;»

«Ε, πού θα τον βάλω, αφού δεν έχω ακόμα γραφείο!»

«Τον βάζουμε εδώ στο τραπέζι προσωρινά και όταν με το καλό σου φέρει το γραφείο, τον μετακομίζουμε.»

«Δε θέλω μωρέ να έχω καλώδια από εδώ και από εκεί. Στο μέρος που θα βάλω το γραφείο έχει πρίζα, εδώ θα πρέπει να τραβήξουμε μπαλαντέζα.»

«Εντάξει Φοίβη μου, δεν επιμένω.»

«Τόσο καιρό ήμουν χωρίς υπολογιστή, θα αντέξω μερικές μέρες ακόμα. Και όπως και να έχει το απόγευμα η κυρά Ματούλα θα έχει απάντηση από το μαραγκό, δε φαντάζομαι να του πάρει πάνω από δυο-τρεις μέρες. Αν μας πει παραπάνω, το συζητάμε.»

«Θα πρέπει ωστόσο να κατέβουμε να πάρουμε ένα πολύμπριζο. Φαντάζομαι ότι χρειάζεται ένα για τον υπολογιστή, ένα για την οθόνη και ένα για τα ηχεία.»

«Δε χρειάζεται για την οθόνη, τραβάει ρεύμα από τον υπολογιστή, οπότε χρειαζόμαστε δύο πρίζες.»

«Εγώ θα έλεγα, μας και θα πάρεις γραφείο, να βάλεις και  ένα φωτιστικό στο γραφείο, μην είσαι με αυτό της κουζίνας.»

«Ναι μωρέ, έχεις δίκιο. Θα πάρω κάποιο φωτιστικό γραφείου αλλά θέλω να πάρω το γραφείο πρώτα, ώστε να διαλέξω κάτι που να ταιριάζει.»

«Δε μου λες, για να αλλάξουμε και θέμα, τι λες να κάνουμε απόγευμα και βράδυ; Εγώ λέω να κατέβουμε για καφέ και μπύρα στο κέντρο και το βραδάκι πίτσα από το Έβερεστ. Ψήνεσαι;»

«Αμέ!»

«Ωραία, να ρωτήσουμε και τη Χριστιάνα αν θέλει να έρθει για παρέα, αλλά γιατί να μη θέλει; Δεν έχει έρθει και κανείς… εκτός και αν θα το ρίξει στο διάβασμα.»

«Στις διακοπές των Χριστουγέννων, όπως μου είχε πει, έριξε το διάβασμά της, δε φαντάζομαι να πέσουν τα καράβια της έξω αν ξεκινήσει το διάβασμα από αύριο.»

«Μια που είπες για καράβια της… ρε συ, παίζει να έχει κανένα καράβι και να μην το ξέρουμε. Το αυτοκίνητο του πατέρα της κάνει πιο πολύ από το δικό μου και τι δικό σου σπίτι μαζί. Τι δουλειά κάνει ο πατέρας της;»

«Χρηματοοικονομικά, κάτι με επενδύσεις μου είχε πει η Χριστιάνα αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν πολυκατάλαβα και η ίδια δεν έδειχνε ιδιαίτερη προθυμία να εξηγήσει. Έχει λίγο περίεργη σχέση με τον πατέρα της, έχω καταλάβει. Οι γονείς του, οι παππούδες με το εξοχικό με την πισίνα στην Κέρκυρα, είναι μεγαλοοικογένεια και απ’ ότι κατάλαβα ο πατέρας της, που σπούδασε Αμερική, έκανε πολύ μεγάλη περιουσία εκεί. Βασικά, πάλι απ’ ότι έχω καταλάβει, πιο πολύ για να απασχολούνται με κάτι, δουλεύουν και ο πατέρας της και η μητέρα της, παρά γιατί το έχουν ανάγκη. Και αυτό είναι και το παράπονο της Χριστιάνας, ο πατέρας της δουλεύει πολλές ώρες παρά το γεγονός ότι ουσιαστικά δεν το έχει καμία ανάγκη. Δεν επέμεινα πάντως, νιώθει άβολα όταν η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το οικονομικό. Σου λέω αν δεις το σπίτι της θα σου πέσει το σαγόνι κάτω και φαντάσου ότι εκεί μένουν απλά προσωρινά, μέχρι να τελειώσει το νέο τους σπίτι που χτίζουν στη Σαρωνίδα.»

«Κοίτα να δεις!»

«Α, δε σου είπα και το άλλο, το Σεπτέμβρη μάλλον θα φέρει στην Κρήτη και τον Τσάρλι. Δεν έχω ξαναδεί πιο όμορφο και πιο μεγάλο γάτο!»

«Γιατί;»

«Γιατί ο αδερφός της μετακομίζει και η Χριστιάνα δεν τον εμπιστεύεται ότι θα τον προσέχει. Οι γονείς της λείπουν όλη μέρα και όσο και αν είναι γάτος που δεν έχει πρόβλημα να μένει για ώρες μόνος του, την θέλει την παρέα. Άλλωστε στην πραγματικότητα ο Τσάρλι περισσότερο δεμένος με τη Χριστιάνα είναι παρά με τους υπόλοιπους. Σου λέω αν τον δεις θα πάθεις, έχει το μέγεθος σκύλου!»

«Ωραία, μετά το σκύλο σε μέγεθος γαϊδουριού θα έχουμε και γάτα σε μέγεθος σκύλου. Όσο πάει και καλυτερεύει! Και μιας και που ανέφερα τον τριχωτό ρινόκερο που γαυγίζει, καλό θα είναι να τον πηγαίνουμε μια βόλτα την ημέρα. Δε λέω, το κτήμα είναι μεγάλο αλλά ο σκύλος χρειάζεται και τη βόλτα του, έπρεπε να δεις τον φουκαρά τι χαρές έκανε στο δρόμο.»

«Αρκεί να τον κρατάς εσύ! Εγώ δεν είμαι σίγουρη ότι θα μπορέσω να τον μαζέψω.»

«Καλά, ούτε εγώ θα μπορούσα αν αποφάσιζε ότι όντως ήθελε να με τραβήξει, απλά δυο-τρεις φορές που άρχισε να τον κάνει τον μάλωσα και μαζεύτηκε. Ωστόσο καλό θα είναι να του πάρουμε και πνίχτη, τουλάχιστον όταν βγαίνουμε έξω, ώστε να έχουμε χίλιες φορές το κεφάλι μας ήσυχο.»

«Σύμφωνοι. Καλό θα μας κάνει και λίγο περπάτημα γιατί από τότε που ανέβασες το αυτοκίνητο έχουμε καλομάθει!»

«Δε μου λες; Έχει πάει 11:30, δεν πάμε μία εμείς από τη Χριστιάνα; Βαριέμαι να κάθομαι άλλο εδώ, οπότε αν έχει τελειώσει κι εκείνη με τις δουλειές της να πάμε τώρα στο σουπερμάρκετ.»

«Αμέ! Κάτσε να βάλω τα παπά μου και πάμε!»

Γύρισε μετά από δυο λεπτά έχοντας φορέσει τα σνίκερς της. Όταν πήγαμε να φύγουμε, για κάποιο περίεργο λόγο που μόνο η γαιδουροσκυλίσια κεφάλα του Σίμπα γνωρίζει, δεν είχαμε δράματα όταν πήγαμε προς το αυτοκίνητο. Για την ακρίβεια όπως ήταν ξαπλωμένος, απλά μας κοίταξε και κούνησε την ουρά του και μετά συνέχισε τις ανηφόρες. Μπήκαμε μέσα και σε 3 λεπτά ήμασταν μπροστά από το σπίτι της Χριστιάνας.

«Ανέβα να της χτυπήσεις, θα σας περιμένω εδώ!» είπα στη Φοίβη, η οποία βγήκε από το αυτοκίνητο και χτύπησε το κουδούνι. Της άνοιξε σχεδόν αμέσως και η Φοίβη μπήκε μέσα και ανέβηκε τη σκάλα και την έχασα. Πάντως δεν περίμενα πολλή ώρα, ούτε πέντε λεπτά αργότερα κατέβηκαν και οι δυο τους γελαστές. «Καλώς την» είπα στη Χριστιάνα που μπήκε και κάθισε στο πίσω κάθισμα. «Υποθέτω ότι τέλειωσες με το συγύρισμα….»

«Γεια!» μου είπε μέχρι να βολευτεί. «Έχω τελειώσει εδώ και ώρα και είχα βαρεθεί τη ζωή μου και πάνω που αναρωτιόμουν αν είναι καλή ιδέα να κατέβω νωρίτερα κάτω, χτύπησε το κουδούνι! Τα μεγάλα πνεύματα συναντιόνται!»

«Χριστιάνα, όταν γυρίσουμε με τα ψώνια, θα κάνουμε μια μικρή στάση στο σπίτι να αφήσουμε τα δικά μας και μετά θα ανέβουμε όλοι μαζί σπίτι σου. Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω να μαγειρέψεις μόνη σου» της δήλωσε σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση η Φοίβη.

«Εντάξει!» απάντησε χαμογελαστή η Χριστιάνα που μάλλον της άρεσε η ιδέα.

«Και μιας και εσύ θα φτιάξεις την καρμπονάρα εγώ θα φτιάξω σαλάτα του σεφ!» συνέχισε η Φοίβη.

«Και εγώ θα φάω με χαρά αυτά που θα μαγειρέψετε, και μπράβο μου!» απάντησα με τη σειρά σου.

«Και μπράβο σου» απάντησαν και οι δύο ταυτόχρονα και έσκασαν στα γέλια. «Πιάσε κόκκινο» είπαν ξανά και οι δύο μαζί και ακολούθησε νέος γύρος χαχανητού. Χαμογελούσα με το γέλιο τους χωρίς ωστόσο να έχω καταλάβει για ποιο ακριβώς πράγμα γελάνε, αλλά δε βαριέσαι; Ποιος καταλαβαίνει τελείως τις γυναίκες;

32. Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου

Φοίβη

Ακούγοντας τη συμβουλή του Ανδρέα ότι σε δέκα μέρες θα άνοιγε η ανανεωμένη λέσχη και μάλιστα υπό το management του Κώστα, δεν σηκώσαμε το super market όταν πήγαμε στο Χαλκιαδάκη. Πάντως πορτοκάλια πήρα για ένα τάγμα, μου είχε γυρίσει στις εργοστασιακές ρυθμίσεις τόσες μέρες ο αχαΐρευτος μην τρώγοντας πρωινό και θα ξεπλήρωνε όλες του τις αμαρτίες. Για αύριο θα μαγείρευα εγώ μοσχαράκι κοκκινιστό στην κατσαρόλα που τόσο άρεσε του μπαμπά μου, αλλά και του Ανδρέα όταν το δοκίμασε.

Είχαμε την τύχη να βρούμε και σε προσφορά χωριάτικες χυλοπίτες, ποιος μας έπιανε! Φυσικά πήραμε και τα απαραίτητα υλικά για τα πρωινά μας—και καμιά φορά και βραδινά μας—τοστ καθώς και γάλατα που είχαν τελειώσει. Ούτε η Χριστιάνα έπινε πορτοκαλάδα στο πρωινό της αλλά δεν είναι κάτι που δεν διορθωνόταν με ένα ελαφρύ αγριοκοίταγμα και λίγο γκάζι, οπότε πήρε και εκείνη πορτοκάλια για να συνοδεύει με πορτοκαλάδα το πρωινό της.

Όταν τελειώσαμε από το σούπερ μάρκετ, κατεβήκαμε προς το κέντρο και πήγαμε σε ένα μαγαζί με ηλεκτρολογικό εξοπλισμό, αρχικά για να πάρω το πολύμπριζο και να το έχω έτοιμο όταν στήσω τον υπολογιστή και να δω και μερικά φώτα για το γραφείο. Χωρίς να το έχω έτοιμο δεν ήθελα να δεσμευτώ αγοράζοντας κάποιο, ωστόσο σημείωσα δυο-τρία που μου άρεσαν, μάλιστα ένα από αυτά το πρότεινε η Χριστιάνα. Ο Ανδρέας το έβλεπε πολύ πιο πρακτικά το ζήτημα «ρε φως να είναι!» οπότε από τη μεριά του δεν είχα επιπλέον προτάσεις.

Όταν τελειώσαμε και από εκεί, o Ανδρέας έριξε την ιδέα να κατέβουμε Λιοντάρια ώστε να μας κεράσει milk shakes, αλλά αυτό θα μπορούσε να γίνει και το βράδι, που έτσι κι αλλιώς είπαμε να κατέβουμε Αυγό για μπύρα, οπότε τελικά αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω ώστε να μαγειρέψουμε κιόλας. Για να μην έχουμε δράματα με τον Σίμπα, αποφασίσαμε και αφήσαμε τα ψώνια μας στο σπίτι του Ανδρέα και μετά, έχοντας μόνο τα απαραίτητα υλικά για τη σαλάτα του Σεφ καθώς και τα κουτιά με τις μπύρες, ανηφορήσαμε προς το σπίτι της Χριστιάνας. Φτάσαμε γύρω στις 13:00, οπότε αφού τη βοηθήσαμε να ταχτοποιήσει τα ψώνια της, στρωθήκαμε στην προετοιμασία του φαγητού, με τον Ανδρέα να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας να μας κάνει παρέα.

Έχω να δηλώσω, καθώς ήμασταν και οι τρεις με τις φόρμες, ότι συνέλαβα το μάτι του Ανδρέα να κοιτάει εκτός από το δικό μου κώλο και τον κώλο της Χριστιάνας, κατάλαβες ο κύριος; Η αλήθεια ήταν πως ήταν υπέροχος όπως διαγραφόταν κάτω από τη φόρμα και χαμογέλασα στη σκέψη καθώς χωρίς τη φόρμα είναι ακόμα πιο υπέροχος κι εγώ είχα την τύχη και την χαρά να τον δω από πολύ κοντά.

Κάποια στιγμή ζήτησα από τη Χριστιάνα λάδι και εκείνη έσκυψε να πιάσει το μπουκάλι από ντουλάπι που είχε κάτω και όπως έσκυψε μου τουρλώθηκε καλά-καλά. Συνέλαβα πάλι τον Ανδρέα να κοιτάζει με τρόπο και εκεί τον έκανα πύραυλο, έχωσα ένα γερό μπάτσο στο κωλαράκι της Χριστιάνας, κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι στον Ανδρέα, κάνοντας την πρώτη να χοροπηδήσει και τον δεύτερο να δαγκωθεί.

«Άου!» είπε η Χριστιάνα η οποία ξέχασε το λάδι και πετάχτηκε όρθια.

«Σους!» της είπα. «Και ξέχασες και το λάδι!» Η Χριστιάνα αναστέναξε και έσκυψε να πιάσει το λάδι και εκεί της έριξα και δεύτερη, ωστόσο αυτή τη φορά απλά χαχάνισε. «Ψιτ, μην το βρεις δικαιολογία να φέρεις το λάδι σε πάνω ντουλάπι!» την προειδοποίησα και ακολούθησε και δεύτερος γύρος χαχανητού. Το λάδι πάντως αυτή τη φορά δεν το ξέχασε. Μετά θυμήθηκε ότι ο Ανδρέας ήταν στην κουζίνα και μεταμορφώθηκε σε Ινδιάνα. Ανδρέας, ο οποίος πάλευε—προσπαθώντας φιλότιμα να μη φανεί—να ταχτοποιήσει τον πρόεδρο που μάλλον είχε ξετρελαθεί με το θέαμα. Έτσι, για να μάθεις να κοιτάς ξένους κώλους!

Όταν έγινε το φαγητό αποφασίσαμε να κάτσουμε να φάμε στο μικρό τραπεζάκι που είχε στην κουζίνα και αν μην τρέχουμε να στρώσουμε την τραπεζαρία. Οι τρεις μας με τα πιάτα μας και τη γαβάθα με τη σαλάτα χωρούσαμε μια χαρά. Μπορεί αυτή τη φορά να μην πέσαμε σα λύκοι, πάντως φάγαμε με πολλή όρεξη.

«Ωραίο πράγμα!» είπε ο Ανδρέας κατεβάζοντας μια πιρουνιά από τα μακαρόνια του.

«Θα συμφωνήσω» είπα με τη σειρά μου.

«Αχ, χαίρομαι που σας αρέσει!» είπε η Χριστιάνα. Στο μεταξύ ο Ανδρέας γέμισε και τα τρία ποτήρια με μπύρα και έκανε πρόποση.

«Άντε, καλώς ξαναβρεθήκαμε πάλι και καλή εξεταστική!» είπε και σήκωσε το ποτήρι του.

«Καλή αρχή!» είπε η Χριστιάνα και σήκωσε και εκείνη το ποτήρι της.

«Καλώς βρεθήκαμε και πάλι όλοι μαζί!» συμπλήρωσα εγώ και τσουγκρίσαμε και οι τρεις.

Όταν τελειώσαμε το φαγητό μας, τη βοήθησα να μαζέψει το τραπέζι και ο Ανδρέας μας έδιωξε με τις κλωτσιές για να πλύνει τα πιάτα. «Εσείς μαγειρέψατε, δεν ακούω κουβέντα!» είπε στη Χριστιάνα όταν πήγε να διαμαρτυρηθεί.

«Ναι αλλά εσύ μας πήγες για ψώνια!»

«Γκρρρ» απάντησε. «Φοίβη, κάνε τα κουμάντα σου!»

«Αμέσως!» του απάντησα και έχωσα μια σφαλιάρα στα μεριά της Χριστιάνας, κάνοντάς την να χοροπηδήσει σαν ξαφνιασμένη Ινδιάνα, το έχει εύκολο το κοκκίνισμα τελικά, είτε πάνω είτε κάτω! «Allez!» της είπα και πήγαμε και κάτσαμε στο σαλόνι. Όταν μείναμε μόνες μας, δεν κρατήθηκα, την άρπαξα και της έδωσα ένα βαθύ φιλί στο στόμα. Η Χριστιάνα δίστασε για μερικές στιγμές αλλά τελικά ανταπέδωσε. Εγώ όμως δεν έμεινα στο φιλί, το χέρι μου πέρασε και από το στήθος της, και από το μουνάκι της και από τον κώλο της, κάνοντάς την σχεδόν να παραλύσει. Την άφησα και κάθισα στον καναπέ και της έκανα νόημα με το χέρι να έρθει να κάτσει δίπλα μου. «Μου έλειψες»

«Κι εμένα» μου απάντησε. «Αλλά… ο Ανδρέας….»

«Ο Ανδρέας θα έδινε και το δεξί του χέρι να μας δει να παίζουμε μεταξύ μας, πόσες φορές θα πρέπει να στο πω να σταματήσεις να έχεις αυτό το φόβο; Το ξέρω ότι δεν είναι εύκολο, αλλά πραγματικά θέλω να νιώθεις άνετα μπροστά του.»

«Μα νιώθω άνετα μπροστά του απλά όχι… εννοώ… καταλαβαίνεις….»

«Το καταλαβαίνω… αλλά αυτό με ένα τρόπο ξεπερνιέται.»

«Τι εννοείς;»

«Αυτό!» της απάντησα και της ρίχτηκα στον καναπέ. Την ξάπλωσα και έπεσα πάνω της και άρχισα να τη φιλάω με πάθος ενώ το δεξί μου χέρι της μάλαζε δυνατά το στήθος πάνω από τη φόρμα της. Μετά μας σήκωσα πάλι και απλά την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα χωρίς να χουφτωνόμαστε. Ακούσαμε τον Ανδρέα να έρχεται προς το σαλόνι αλλά δε σταμάτησα. «Μη σταματάς, μωρό μου» της είπα. «Φίλα με….»

«Μωρό μου;» μου ψιθύρισε.

«Ναι, μωρό μου» της είπα φιλώντας την και πάλι. Ένιωσα πάνω μας το βλέμμα του Ανδρέα, πραγματικά το ένιωσα, αλλά δε σταμάτησα αμέσως. Το φιλί συνέχισε για λίγα λεπτά ακόμα και μετά αποτραβήχτηκα απαλά. Τη χάιδεψα στο πρόσωπο. «Μωρό μου» της είπα. Η Χριστιάνα με κοίταξε ντροπαλά πάλι, αλλά πιο λυμένη. «Ανδρέα, έλα εδώ» του είπα και του έδειξα να κάτσει αριστερά μου. «Είστε και οι δύο τα μωρά μου» τους είπα σφίγγοντάς τους πάνω μου.

«Ξέρεις ότι ήμαστε και οι δύο μεγαλύτεροί σου, έτσι;» ρώτησε ο Ανδρέας.

«Έτερον εκάτερον!» απάντησα. «Μωρό μου» τον ρώτησα, «σε πειράζει να φιλήσω το μωρό μου;»

«Θα πέσει φωτιά να με κάψει!» είπε.

Γύρισα προς τη Χριστιάνα και πιάνοντάς την απαλά από το πρόσωπο την τράβηξα προς τα μένα, αυτή τη φορά ακολούθησε υπάκουα και χωρίς κανένα δισταγμό. Όταν σταματήσαμε να φιλιόμαστε με τη Χριστιάνα, γύρισα και φίλησα και το άλλο μου μωρό, το οποίο ανταπέδωσε με ενθουσιασμό. Τραβήχτηκα και ξάπλωσα στην αγκαλιά του Ανδρέα, προτρέποντας τη Χριστιάνα να ξαπλώσει στη δική μου αγκαλιά. Ένιωθα… Ένιωθα υπέροχα. Πόσο είχε αλλάξει η ζωή μου μέσα σε μερικούς μήνες! Ένιωθα τον εαυτό μου ελεύθερο πλέον να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει.

Είναι… είναι απίστευτο το λυτρωτικό συναίσθημα της αποδοχής, ποτέ μου δεν το είχα νιώσει μέχρι που συνάντησα ξανά τον Ανδρέα στο κυλικείο. Μαζί του… μαζί του είχα ξεκινήσει το υπέροχο ταξίδι ανακάλυψης και αποκάλυψης πλευρών του εαυτού μου μόνο και μόνο… μόνο και μόνο γιατί ένιωθα μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής μου την αποδοχή… την αποδοχή αυτού που πραγματικά είμαι, γι’ αυτό που πραγματικά είμαι. Και… και δεν απελευθέρωνα μόνο τον εαυτό μου, έφερνα μαζί μου στην επιφάνεια και τη Χριστιάνα, την ντροπαλή, introvert Χριστιάνα, που κάτω από την εκρηκτική της εμφάνιση, έκρυβε ένα πραγματικό ηφαίστειο που κοιμόταν 20 χρόνια γιατί είχε ακριβώς τον ίδιο φόβο… το ίδιο τραύμα… Η αποδοχή του Ανδρέα με απελευθέρωσε και… και η δική μου αποδοχή απελευθέρωσε τη Χριστιάνα.

«Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε ο Ανδρέας.

«Δεν θα άλλαζα αυτή τη θέση μου αυτή τη στιγμή με τίποτα στον κόσμο!»

«Εμένα όμως θα μου επιτρέψετε να αλλάξω τη δική μου για… για τεχνικούς λόγους» μας είπε και σκάσαμε και οι δύο στα γέλια, του φουκαρά πρέπει να του είχε γίνει κάγκελο. «Άτιμα θηλυκά! Θα με στείλετε πριν την ώρα μου!» Μετά το ξανασκέφτηκε και συμπλήρωσε «Παρακαλώ να σημειωθεί ότι δεν παραπονιέμαι!»

«Αλλά τι κάνεις;» τον πείραξα.

«Προσπαθώ να βολευτώ!» είπε και έκανε κάποιες κινήσεις με τη λεκάνη του. «Καλύτερα έτσι» είπε με κάμποση ανακούφιση, προκαλώντας ένα νέο γύρο γέλιου.

«Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο!» είπε η Χριστιάνα και σηκώθηκε και πήγε μέσα να φέρει τα τσιγάρα της. Όταν επέστρεψε, ήρθε και ξαναχώθηκε στην αγκαλιά μου ενώ εγώ ήμουν ακόμα στην αγκαλιά του Ανδρέα. «Πρώτα αγκαλίτσα!» μας δήλωσε. Μετά ανασηκώθηκε και έκατσε λίγο πιο πολύ προς την άκρη και άναψε το τσιγάρο της. Στην αρχή—αν και δεν έλεγα τίποτα—με ενοχλούσε πολύ ο καπνός, αλλά είχα αρχίζει να τον συνηθίζω. Σε καμία περίπτωση δεν είχα σκοπό να αρχίσω κι εγώ το κάπνισμα, αλλά τουλάχιστον πλέον είχα μπορέσει να αρχίσω να το ανέχομαι. Η αλήθεια είναι πάντως ότι η Χριστιάνα δεν κάπνιζε πολύ, και τη παρουσία μου, κάπνιζε ακόμα λιγότερο.

Όταν έσβησε το τσιγάρο της πάντως, σηκώθηκε και πήγε να ανοίξει το παράθυρο να αεριστεί ο χώρος. Μετά γύρισε και χώθηκε ξανά στην αγκαλιά μου κλείνοντας τα μάτια της. Γύρισα προς τον Ανδρέα ελαφρά το κεφάλι μου και του χαμογέλασα δείχνοντάς του με μια κίνηση του κεφαλιού μου την Χριστιάνα που είχε ξαπλώσει και απολάμβανε το ελαφρύ μου χάδι σα γατάκι, μόνο το χουρχουρητό έλειπε. Ο Ανδρέας μου χαμογέλασε και εκείνος με τη σειρά του.

«Το βράδυ που θα βγούμε, θα πάρω τηλέφωνο και τη Μαρία να έρθει μαζί μας αν δεν έχει κανονίσει κάτι!» μας είπε. «Μπορεί να έχει έρθει και ο Νίκος από το Ρέθυμνο!»

«Ναι, να την πάρεις!» του είπα. «Ελένη και Τάσος πότε έρχονται;»

«Το άλλο Σάββατο, στις 22» μας είπε. «Επίσης από αύριο θα αρχίσω να πηγαίνω ΙΤΕ τα πρωινά και καλό είναι Χριστιάνα να αρχίσεις να έρχεσαι και εσύ.»

«Ναι, βέβαια!»

«Ουφ, κι εγώ θα μείνω μόνη μου;» παραπονέθηκα.

«Έλα κι εσύ βρε χαζούλα!» μου είπε  ο Ανδρέας. «Έχει ησυχία στο εργαστήριο οπότε μπορείς να διαβάσεις όταν εγώ και η Χριστιάνα θα έχουμε δουλειές. Και όπως είδες έχει και PC στο γραφείο, οπότε αν έχεις να κάνεις κάποια άσκηση σε Pascal, μπορείς να την κάνεις εκεί. Και τώρα που το σκέφτομαι, έχει χώρο στα γραφεία να στήσεις προσωρινά και το δικό σου PC, δεν υπάρχει λόγος να το έχουμε στην κούτα του μέχρι να σου έρθει το γραφείο.»

«Χα! Δεν το είχα σκεφτεί!» ομολόγησα.

«Οπότε θα έχεις τι να κάνεις όσο εγώ και η Χριστιάνα δουλεύουμε. Χριστιάνα, λέω να πηγαίνουμε και να ερχόμαστε όλοι μαζί, μην έρχεσαι με το μηχανάκι. Μπορείς, όπως και η Φοίβη, να κάνεις κι εσύ εκεί τα διαβάσματά σου.»

«Εντάξει, γιατί όχι;» απάντησε εκείνη χαμογελώντας πλατιά. «Τι ώρες θα πηγαίνουμε;»

«Λέω κατά τις 09:00, άντε 09:30 να είμαστε εκεί και θα καθόμαστε μέχρι τις 17:00. Έχω αρκετή δουλειά να κάνω, ευτυχώς έχω λιγότερα διαβάσματα από τις δυο σας οπότε με παίρνει μία, δύο ώρες το απόγευμα. Αν και αύριο λέω να πάμε λίγο πιο αργά, αφού θα πάμε σήμερα για τις μπυρίτσες μας, να μην το έχουμε άγχος να ξυπνήσουμε πρωινιάτικα. Τι λέτε;»

«Μέσα!» απαντήσαμε μαζί και οι δύο.

«Δε μου λέτε;» ρώτησε η Χριστιάνα. «Έχετε όρεξη για μια παρτίδα Monopoly;»

«Αμέ!» είπα εγώ. «Ανδρέα;»

«Ναι αλλά μη μου γκρινιάζετε που θα σας πάρω και τα σώβρακα!» μας δήλωσε.

«Σιγά ρε καπιτάλα!» του είπα γελώντας.

«Είπα και λάλησα και αμαρτία ουκ έχω!» μας δήλωσε.

Ένα έχω να πω, αν υπήρχε παραλλαγή strip Monopoly, όχι απλά θα μας είχε γδύσει, θα μας είχε πάρει ακόμα και το δέρμα. Με γέλια και πειράγματα εκατέρωθεν πέρασε η ώρα χωρίς να το καταλάβουμε, πήγε σχεδόν 17:00. Είπαμε στη Χριστιάνα ότι θα περάσουμε να την πάρουμε γύρω στις 21:00 και κατηφορίσαμε προς τα κάτω.

«Να σου πω, μιας που θα περάσουμε που θα περάσουμε από το σπίτι για να πάρουμε τα ψώνια και να τα φέρουμε στο δικό σου, θέλεις να κάνουμε μπανάκι;»

«Θα είσαι φρόνιμος;»

«Θεός φυλάξει! Φυσικά και όχι!» με διαβεβαίωσε.

«Σαν δεν ντρέπεσαι!»

«Καθόλου όμως!» μου είπε και συνέχισε προς το σπίτι του. Όταν φτάσαμε, έβαλε το θερμοσίφωνα να ζεστάνει και έπιασε την κλασσική του κιθάρα. «Τι θέλεις να σου παίξω;»

«Ό,τι θες εσύ!» του απάντησα χαμογελαστή.

Από τις πρώτες νότες αναγνώρισα το τραγούδι. The Doors, Spanish Caravan. Σε λίγο ακολούθησε η υπέροχη φωνή του Ανδρέα μου.

Carry me caravan, take me away.
Take me to Portugal, take me to Spain.
Andalusia, with fields full of grain.
I have to see you again and again.
Take me, Spanish Caravan, yes, I know you can.

Εκεί επιτάχυνε λίγο το ρυθμό της κιθάρας του.

Trade winds find Galleons lost in the sea,
I know where treasure is waiting for me,
Silver and gold in the mountains of Spain,
I have to see you again and again.
Take me, Spanish caravan, yes, I know you can.

«Σου άρεσε;»

«Πολύ-πολύ. Θα μου ξαναπείς το Bella ciao;»

«Βρε δεν πάει μετά τους Doors!»

«Ξανάαααααα» του είπα. Τι να κάνει, το ξαναείπε.

Una mattina mi sono alzato,
o bella, ciao! bella, ciao! bella, ciao, ciao, ciao!
Una mattina mi sono alzato,
e ho trovato l'invasor.

«Σ’ ευχαριστώ!» του είπα όταν τελείωσε.

«Τι με ευχαριστείς βρε;»

«Για όλα! Δεν έχω άλλον να ευχαριστήσω τόσο πολύ όσο εσένα!»

«Τι λες;» με ρώτησε απορημένος.

«Εσύ με έβγαλες από το καβούκι μου. Σε εσένα το χρωστάω αυτό. Η… η ζωή μου έχει αλλάξει ριζικά τους τελευταίους μήνες, επιτέλους νιώθω… νιώθω ελεύθερη… νιώθω ελεύθερη να απλώσω τα φτερά μου και να πετάξω και αυτό το οφείλω σε εσένα και μόνο σε εσένα!»

«Δεν… δεν ξέρω τι να σου απαντήσω. Αρκεί… αρκεί να μην πετάξεις μακριά μου»

«Για τρελούς ψάχνεις;» του απάντησα και όρμισα και χώθηκα στην αγκαλιά του. Ίσα πρόλαβε να κατεβάσει την κιθάρα. Εμένα με πήραν πάλι τα ζουμιά.

«Τι είναι κοριτσάκι μου; Γιατί κλαις;» με ρώτησε τρυφερά.

«Είμαι ευτυχισμένη» του δήλωσα και σφίχτηκα ακόμα πιο πολύ πάνω του.

Δεν είχε άλλο τραγούδι, κάθισα εκεί χωμένη στην αγκαλιά του, με τα χέρια του να με σφίγγουν πάνω του και να με χαϊδεύουν, κάνοντάς με να νιώθω ζεστασιά, ασφάλεια μα πάνω απ’ όλα αποδοχή. Για όλα όσα είμαι και όλα όσα δεν είμαι.

«Πάμε να χωθούμε στη μπανιέρα, κοριτσάρα μου;» με ρώτησε. Δεν του απάντησα, απλά έγνεψα καταφατικά. Μπήκαμε μέσα στο μπάνιο και αφέθηκα να με γδύσουν τα χέρια του τρυφερά και συνάμα ερωτικά. Του το ανταπέδωσα και αγκαλιαστήκαμε και οι δύο γυμνοί και φιλιόμασταν όσο το νερό γέμιζε τη μπανιέρα. Μπήκε πρώτα εκείνος και τον ακολούθησα, κάθισε στο βαθύ μέρος της μπανιέρας και ξάπλωσα πίσω και πάνω του. «Για πες μου τώρα, τι σε έπιασε πριν;»

«Τίποτα. Απλά αισθάνθηκα ευγνωμοσύνη!»

«Ευγνωμοσύνη; Τι λες βρε;»

«Ναι, ευγνωμοσύνη. Προς το σύμπαν που σε έριξε στο δρόμο μου και προς εσένα που με πήρες στην αγκαλιά σου. Που… που με αποδέχτηκες όπως ήμουν. Και δεν εννοώ τώρα… αλλά όταν μου είπες ότι… ότι είχες τσιμπηθεί μαζί μου από εκείνο τον πρώτο χορό… Πέρα από τους δικούς μου ήσουν… ήσουν ο πρώτος που με αποδέχτηκες όπως ακριβώς ήμουν, γι’ αυτό ακριβώς που ήμουν. Μέχρι… μέχρι που βρεθήκαμε ξανά και πάλι… ποτέ δε μου άρεσε ο εαυτός μου. Ποτέ δεν ένιωθα αυτοπεποίθηση. Είναι… είναι σα να ξεπήδησε μια νέα Φοίβη. Που της αρέσει ο εαυτός της, που δε φοβάται να… δε φοβάται. Γιατί… γιατί με είχες αποδεχτεί όπως ήμουν.»

«Δεν έχεις αλλάξει καρδούλα μου. Το μόνο που άλλαξε είναι επιτέλους το πως βλέπεις εσύ τον εαυτό σου. Για μένα είσαι η ίδια γλυκιά, σπιρτόζα κοπελίτσα που με είχε κάνει να ξελιγωθώ στα γέλια, που με είχε κάνει να τσιμπηθώ με την απίστευτη φατσούλα με τα σιδεράκια και τα πατομπούκαλα και κυρίως με αυτό το απίθανο τυπάκι που κρυβόταν μέσα της. Δεν κέρδισες τη δική μου αποδοχή, μωρό μου. Τη δική σου κέρδισες.»

Αυτό μου είχε πει και η γιαγιά μου.

«Και όμως στο βάθος του μυαλού σου το ξέρεις. Και με τον ίδιο τρόπο που άρχισες να βγαίνεις από το καβούκι σου, τράβηξες και τη φιλενάδα σου από το δικό της.»

«Είδες που έρχεσαι στα λόγια μου; Η αποδοχή σου με έκανε να αποδεχτώ εγώ τον εαυτό μου και η αποδοχή μου της Χριστιάνας την έκανε να αποδεχτεί και η ίδια τον δικό της εαυτό.»

«Δεν είναι το ίδιο, Φοίβη μου. Εσύ αποδέχτηκες επιτέλους τον εαυτό σου. Η Χριστιάνα απλά αποτίναξε τα ίδια της τα δεσμά.»

«Μου το είπε και η γιαγιά αυτό,» του είπα ακόμα αβέβαιη.

«Άκου, στο τέλος της ημέρας δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Σημασία έχει ότι αισθάνεσαι καλά με τον εαυτό σου και αυτό ισχύει και για εσένα και για τη Χριστιάνα. Και για μένα.»

«Για σένα;» τον ρώτησα παραξενεμένη.

«Για μένα, ναι. Τι νόμιζες, ότι έχω ανοσία από τους φόβους και τις ανασφάλειες; Δεν επηρέασες μόνο τη Χριστιάνα, επηρεάζεις και εμένα. Ξέρεις τι ένιωσα όταν σε είδα στο σαλόνι να φιλιέσαι με την Χριστιάνα;»

«Τι;» τον ρώτησα, κομμάτι ανήσυχη, είναι η αλήθεια.

«Ούτε ίχνος ζήλειας, μόνο ερωτισμό. Μόνο καύλα. Ούτε καν ένα ανεπαίσθητο ίχνος ζήλειας. Και δεν είναι επειδή είμαι απλά καυλοράπανο, που λες κι εσύ. Δεν αισθάνομαι πλέον ίχνος ανασφάλειας μαζί σου. Είσαι τόσο ανοιχτή, τόσο καθάρια, που για πρώτη φορά σε σχέση μου νιώθω τελείως ήσυχος. Πώς το ξέρω; Δεν το ξέρω, αλλά δεν έχει σημασία ή μάλλον έχει τεράστια σημασία. Δεν το ξέρω, ακριβώς αυτό είναι η εμπιστοσύνη. Και όσο και αν σου φαίνεται απίστευτο, η ταφόπλακα στα όποια απομεινάρια ζήλειας μου είχαν μείνει, είναι που αποκάλεσες μπροστά μου τη Χριστιάνα «μωρό μου.» Γιατί δεν ένιωσες καν την ανάγκη να κρύψεις την ερωτική σου έλξη και την τρυφερότητα που νιώθεις για εκείνη. Το ξέρω πως δεν την βλέπεις με τον ίδιο τρόπο που βλέπεις εμένα αλλά όσο και αν προσπαθείς να το κρύψεις από τον εαυτό σου, φοβούμενη και εγώ δεν ξέρω τι, σου έχω νέα. Έχεις αρχίσει και ερωτεύεσαι τη Χριστιάνα.»

Μου ήρθε ντουβρουτζάς και ο λόγος ήταν ότι μπροστά στα ίδια μου τα μάτια έγινε η αποκάλυψη αυτού που φοβόμουν ακόμα και να το σκεφτώ. Ναι, είχα αρχίσει να ερωτεύομαι και τη Χριστιάνα. Και το περίεργο είναι ότι αυτό δεν ερχόταν σε καμία αντίθεση με το τι ένιωθα για τον ίδιο τον Ανδρέα, με κάποιο περίεργο τρόπο, το ενίσχυε ακόμα περισσότερο.

«Κι… κι εσύ;» μπόρεσα μόνο να ψελλίσω;

«Εγώ το μόνο που έχω να σου πω είναι να της πεις την αλήθεια. Γιατί αυτό που έχεις αρχίσει και νιώθεις για τη Χριστιάνα δεν είναι μόνο από τη μεριά σου, είναι και από τη δική της και σε διαβεβαιώ πως από τη δική της είναι σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό. Ωστόσο Φοίβη μου, αυτό είναι κάτι που πρέπει να το ξεκαθαρίσετε μεταξύ σας. Να παραδεχτείτε την αλήθεια και να προχωρήσετε αγκαλιάζοντάς την και όχι καταπιέζοντάς την.  Αν νιώθετε μια φορά όμορφα όταν είστε μαζί, θα νιώσετε δέκα φορές καλύτερα, εκατό φορές. Χίλιες φορές.»

«Κι… κι εσύ;» επέμεινα.

«Εγώ τι, Φοίβη μου; Δε μου στερείς κάτι δίνοντας στη Χριστιάνα, δεν το καταλαβαίνεις; Μακάρι να μπορούσαμε και οι τρεις μαζί αλλά αυτό είναι μια απλή ευχή, ποτέ δεν ήταν—και ποτέ δε θα γίνει—προαπαιτούμενο. Άκουσε με ωστόσο, μιλήστε οι δυο σας, παραδεχτείτε την αλήθεια που τρομάζετε να δείτε και… και θα δείτε με τα ίδια σας τα μάτια πόσο ομορφότερο θα είναι.»

«Σ’ αγαπάω!» του είπα βάζοντας και πάλι τα κλάματα.

«Κι εγώ σ’ αγαπάω, κλαψιάρα!» με πείραξε τρυφερά. Συνέχισε να με χαϊδεύει, μέχρι που ηρέμισα τελείως. Καθίσαμε χαλαροί, ξαπλωμένοι μέσα στο καυτό νερό χωρίς να μιλάμε, απολαμβάνοντας απλά ο ένας την παρουσία του άλλου. Μείναμε γύρω στη μία ώρα ακόμα μέσα στο νερό και μετά, αφού σηκωθήκαμε και αδειάσαμε τη μπανιέρα, κάναμε ντουζ για να ξεπλυθούμε από τους αφρούς. Βγήκαμε και σκουπιστήκαμε. «Θα σε περιμένω μέσα» μου είπε, αφήνοντάς με να στεγνώσω τα μαλλιά μου. Δε μου πήρε πολλή ώρα, πήγα τρέχοντας μέσα, πέταξα το μπουρνούζι και χώθηκα γυμνή στην αγκαλιά του.

Με έσφιξε πάνω του και αρχίσαμε να φιλιόμαστε ενώ το χέρι του ταξίδευε πάνω στο κορμί μου, από το λαιμό και το στήθος μέχρι το κέντρο της θηλυκότητάς μου, ανάμεσα στα πόδια μου. Δεν χρειαζόταν κανένα άλλο προκαταρκτικό, ήμουν έτοιμη για εκείνον από τη στιγμή που άρχισε να μου τραγουδάει συνοδεία κιθάρας, μιάμιση ώρα πριν. Ανέβηκε πάνω μου και άνοιξα τα πόδια μου για να τον υποδεχτώ. Γλίστρησε μέσα μου κάνοντάς με να μου φύγει ένα βογγητό ηδονής και άρχισε να κινείται απαλά.

Ένιωθα τη φωτιά να ξεκινάει από τα λαγόνια μου και να απλώνεται προς το στομάχι μου και προς τα στήθη μου αλλά οι φλόγες της αντί για πόνο πρόσφεραν ηδονή και ηρεμία. Του δινόμουν με όλο μου το είναι και το βάρος του δεν με καταπλάκωνε, με έκανε να νιώθω ζέστη και ασφάλεια. Δεν είχα ποτέ νιώσει τόσο έντονα να ανήκω σε ένα άνθρωπο και δεν είχα νιώσει ποτέ τόσο έντονα να μου ανήκει κάποιος, όπως εκείνη τη στιγμή ο Ανδρέας.

Άνοιξα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Εκείνος με κλειστά τα δικά του και το μέτωπό του ιδρωμένο, συνέχιζε να κινείται μέσα μου με ρυθμό που όλο και αυξανόταν. Αυτό που είχε ξεκινήσει σα φωτιά στα λαγόνια μου είχε γίνει πυρκαγιά και με πυρπολούσε σε ψυχή και σώμα. Έμπηξα τα νύχια μου στο στήθος του και τον γρατζούνησα δυνατά ενώ ο οργασμός μου ήταν τόσο δυνατός που μου κόπηκε σχεδόν η ανάσα καθώς ο Ανδρέας είχε επιταχύνει τόσο πολύ που το κρεββάτι κοπανούσε στον τοίχο σε κάθε του κίνηση.

 Όταν έφτασε και εκείνος στο τέλος, τραβήχτηκε και ήρθε και τον έβαλε μέσα στο στόμα μου, το οποίο άνοιξα πρόθυμα παίρνοντάς τον σχεδόν όλο μέσα μου. Κοκκάλωσε ολόκληρος και τότε το όργανό του άρχισε να κάνει σπασμούς μέσα στο στόμα μου, γεμίζοντάς το με σπέρμα. Κατάπια για τελευταία φορά και τραβήχτηκε από το στόμα μου και ξάπλωσε ξέπνοος δίπλα μου. Στο στέρνο του έτρεχε λίγο αίμα από τις βαθιές νυχιές που του είχα κάνει πάνω στη λύσσα μου. Πέρασα το δάχτυλό μου από πάνω του, σκούπισα το αίμα και το έφερα στο στόμα μου γευόμενη τη μεταλλική του γεύση. Εκείνος άρχισε να τραγουδάει:

See these eyes so green
I can stare for a thousand years.
Colder than the moon
It’s been so long.

Feel my blood enraged!
It’s the fear of losing you.
Don’t you know my name?
You’ve been so long.

And I ‘ve putting out fire…
With gasoline!

«Αχ μωρό μου το λες υπέροχα, κι αυτό έπρεπε να το τραγουδήσετε προχθές!» του είπα ενθουσιασμένη. Εκείνος κοίταξε το στέρνο του.

«Cat people. Για σένα το έγραψαν, λυσσάρα!»

«Είμαι και φαίνομαι!» του απάντησα. «Θα το υποστείς!»

«Και… και να κάνεις και αυτό που σου είπα πριν.»

«Θα το κάνω» του υποσχέθηκα.

«Δε μου λες, το πρωί πήρες τηλέφωνο τους δικούς σου;»

«Ναι, όταν με άφησες πριν ξεκινήσω δουλειές. Εσύ;»

«Εγώ δεν βρήκα κανέναν και τους άφησα μήνυμα στον τηλεφωνητή. Λοιπόν, ντύσου, πάω να πάρω κι εγώ τηλέφωνο τη Μαρία.»

«Εντάξει μωρό μου» του είπα. Πήγε μέσα για να κάνει το τηλεφώνημα ενώ εγώ σηκώθηκα και άρχισα να ντύνομαι, βασικά πάλι φόρμα φόρεσα, θα άλλαζα σπίτι μου. Μετά από λίγο γύρισε. «Τη βρήκες;»

«Όχι, ήταν ο Σήφης στο τηλέφωνο. Η Μαρία είναι στον Ομαλό, στους παππούδες της. Θα γυρίσει την Τετάρτη.»

«Κρίμα» είπα. Μου είχε λείψει, όλοι μου είχαν λείψει, δεν έβλεπα την ώρα να τους ξαναδώ και πάλι.

«Λοιπόν, γύρω στις 20:00 θα σε πάω στη Χριστιάνα. Θέλω να κάνεις αυτό που σου είπα, θέλω να μιλήσετε. Θα γυρίσω να σας πάρω και τις δύο στις 21:00 να πάμε για τη μπυρίτσα μας.»

«Εντάξει μωρό μου.»

Πήραμε όσες σακούλες με ψώνια δεν προορίζονταν για το σπίτι του Ανδρέα και κινήσαμε για το σπίτι μου. Εκείνος είχε ντυθεί με αυτά που θα φορούσε το βράδυ, έμενε μόνο εγώ να ντυθώ. Όταν παρκάραμε απ’ έξω, ο Σίμπα μας περίμενε στην πόρτα χοροπηδώντας. Μιας και ήμουν εγώ με τη φόρμα, ανέλαβα εγώ να τον κατευνάσω, οπότε τον άφησα να με πάρει αγκαλιά και να με κάνει γραμματόσημο, δίνοντας έτσι το χρόνο στον Ανδρέα να πάει με τα πράγματα έξω από το σπίτι. Πάντως, έστω και αν δεν άφησε το Σίμπα να τον πάρει αγκαλιά, δεν τον άφησε χωρίς χάδια. Τα γατιά είχαν αποφασίσει πως όσο δώσανε, δώσανε, γιατί δεν εμφανίστηκαν ξανά μέχρι που ήρθε η ώρα για το τάισμα της αγέλης, λίγο πριν φύγουμε και πάλι με τον Ανδρέα.

Ο Σίμπα, που το πρωί είχε φάει δύο κιλά κονσέρβα, ρίχτηκε στις κροκέτες του λες και είχε να φάει από πρόπερσι. Τα γατιά ήταν πιο μπλαζέ, αλλά ρίχτηκαν και εκείνα στο φαγητό. Μιας και θα πηγαίναμε απλά για μπύρα δεν ντύθηκα εξεζητημένα, τζινάκι, μποτάκια και από πάνω μια μαύρη μπλούζα και ζακέτα. Όταν φτάσαμε έξω από το σπίτι της Χριστιάνας ήταν 20:00, χτύπησα το κουδούνι ελπίζοντας να μην την έχω πετύχει την ώρα που έκανε μπάνιο.

«Ποιος είναι;» ρώτησε η Χριστιάνα.

«Εγώ είμαι!»

«Στις 21:00 δεν είπαμε; Θεέ μου, στις 20:00 είπαμε; Δεν έχω τελειώσει ακόμα!»

«Παιδί μου μη σε πιάνει πανικός. Άνοιξέ μου και έχω ξεροσταλιάσει!» της είπα και άκουσα το βουητό της πόρτας που ξεκλείδωνε. Έκανα νόημα στον Ανδρέα να ξεκινήσει και μαζεύοντας ό,τι θάρρος είχα, ανέβηκα τις σκάλες. Η Χριστιάνα ήταν στην πόρτα και με περίμενε. Φορούσε φόρμα και το μαλλί της ήταν τυλιγμένο σε μια πετσέτα, μάλλον την είχα πετύχει μόλις βγήκε από το μπάνιο.

«Ο Ανδρέας;»

«Θα έρθει στις 21:00 που είχαμε πει. Εγώ ήρθα νωρίτερα γιατί… τέλος πάντων, θα σου πω μέσα!» της είπα. Περάσαμε και πήγαμε στο σαλόνι. Η Χριστιάνα με κοιτούσε με ένα ύφος ανησυχίας και η αλήθεια είναι πως δεν την αδικώ. Κάθισα στον καναπέ και χτύπησα το χέρι μου πάνω του, κάνοντας της νόημα να έρθει να κάτσει δίπλα μου.

«Τι συμβαίνει;» με ρώτησε, ακόμα ανήσυχη.

Αχ και πως το λένε αυτό;

Αντί απάντησης, την έπιασα  τρυφερά από το πρόσωπο και τη φίλησα απαλά στο στόμα. Ανταπέδωσε το φιλί, ακόμα μπερδεμένη. Τραβήχτηκα και πήρα βαθιά ανάσα.

«Πες μου. Συνέβη… συνέβη τίποτα;» με ρώτησε ακόμα πιο ανήσυχη.

«Όχι δε συνέβη τίποτα τώρα. Ή μάλλον έχει αρχίσει και συμβαίνει εδώ και μερικές μέρες.»

«Θα μου πεις ή θα με σκάσεις;»

«Δεν ξέρω πως να στο πω… οπότε θα στο πω απλά πως έχει: Έχω αρχίσει και σε ερωτεύομαι» κατάφερα επιτέλους να της το μπουμπουνίσω, ενώ εκείνη έμεινε κεραυνόπληκτη. «Γιατί στο λέω; Γιατί θέλω να το ξέρεις. Μου είχες πει ότι δε θέλεις έρωτες και σου είχα πει ότι δεν μπορώ να ερωτευτώ. Ε, τελικά μπορώ. Και το κάνω. Και δε θέλω να κρύβομαι ούτε από τον εαυτό μου ούτε πολύ περισσότερο από σένα. Φοβόμουν καν να το σκεφτώ, και ξέρεις πιο είναι το αστείο; Ότι ο Ανδρέας ήταν που μου άνοιξε τα μάτια και με έκανε να το συνειδητοποιήσω. Μου είπε πως έχω αρχίσει να σε ερωτεύομαι και αντί… αντί να το αντιπαλεύω, να το αγκαλιάσω. Αυτό μου είπε. Και… και επίσης μου είπε και κάτι άλλο….»

«Τι σου είπε;» με ρώτησε ξεψυχισμένα.

«Ότι το ίδιο κάνεις κι εσύ. Ισχύει;»

«Ισχύει» είπε χαμηλώνοντας το βλέμμα της. «Συγνώμη Φοίβη… σου είχα πει ότι… ξέρω τι σου είχα πει… αλλά… αλλά μου ήταν αδύνατο να μη σε ερωτευτώ.»

«Ε, κατά τα φαινόμενα έτσι την πάτησα κι εγώ.»

«Και τώρα;»

«Και τώρα απλά δε χρειάζεται να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας.»

«Και ο Ανδρέας;»

«Ο Ανδρέας ήταν αυτός που με ταρακούνησε και με έκανε να αντικρύσω την αλήθεια. Ο Ανδρέας ήταν που επέμεινε να μιλήσουμε. Γιατί… γιατί αυτό που νιώθουμε η μία για την άλλη…είναι κάτι όμορφο, κάτι υπέροχο. Δε θα έπρεπε να το φοβόμαστε, θα έπρεπε να το αγκαλιάσουμε. Και… και θέλω να το αγκαλιάσω, δε θέλω να το φοβάμαι.»

«Ούτε εγώ θέλω να φοβάμαι!» είπε η Χριστιάνα δακρυσμένη. «Ούτε εγώ θέλω να φοβάμαι» είπε ακόμα πιο δυνατά βάζοντας τα κλάματα. «Δε θέλω να φοβάμαι» μου είπε ξανά και χώθηκε στην αγκαλιά μου.

«Και δε χρειάζεται να φοβάσαι, μωρό μου» της απάντησα τρυφερά. «Δε χρειάζεται να φοβάσαι τίποτα. Κι εγώ το νιώθω… δεν… δεν ξέρω πως μπορώ να το νιώθω για δύο ανθρώπους αλλά μπορώ και το κάνω. Και δε με νοιάζει τίποτα. Τίποτα.»

Αντί απάντησης ύψωσε το κεφάλι της προς εμένα και γύρεψε το στόμα μου. Την πήρα αγκαλιά και φιλιόμασταν και φιλιόμασταν και φιλιόμασταν, και σταματημό δεν είχαμε. Ούτε χάδι, ούτε χούφτωμα, ούτε τίποτα. Φιλί, μόνο φιλί. Αλλά όχι απλό φιλί, όχι. Φιλί των ερωτευμένων. Πρέπει να φιλιόμασταν πάνω από δέκα λεπτά πριν τραβηχτούμε απαλά η μία από την άλλη. Η Χριστιάνα ήταν και πάλι κόκκινη και τα μάτια της ήταν κλαμένα αλλά χαμογελούσαν.

«Τι είδους σχέση είναι αυτή που έχουμε» αναρωτήθηκε τραβώντας μια τζούρα.

«Δεν έχω ιδέα πως λέγεται, και δε με νοιάζει κιόλας. Έχει σημασία;»

«Όχι ιδιαίτερη. Απλά… είχα το φόβο….»

«Να μην τον έχεις. Άκου Χριστιάνα μου, δεν το ξέρω το μέλλον, δεν είμαι η Πυθία, ξέρω μόνο το παρόν. Η ζωή μας είναι το παρόν. Δε μου αρέσουν τα μεγάλα λόγια και δεν θέλω να τα λέω. Η κατάσταση έχει όπως έχει οπότε μόνο μία ερώτηση μένει να απαντηθεί. Θέλεις; Εγώ την απάντηση στον εαυτό μου την έδωσα.»

«Σου απάντησα» μου είπε η Χριστιάνα.

«Μου απάντησες» παραδέχτηκα και την έσφιξα πάνω μου και βυθιστήκαμε σε ένα νέο βαθύ φιλί. Από το ραδιόφωνο ακουγόταν το κελάηδημα της φωνής της Γιοβάννας, λες και το σύμπαν μας έδινε εκείνη τη στιγμή τις ευλογίες του.

Στην αγκαλιά μου κι απόψε σαν άστρο κοιμήσου.
Δεν απομένει στον κόσμο ελπίδα καμιά.
Τώρα που η νύχτα κεντά με φιλιά το κορμί σου,
Μέτρα  τον πόνο και άσε με μόνο στην ερημιά.

Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου, σε περιμένω να ρθεις
Μ’ ένα τραγούδι του δρόμου να ‘ρθεις όνειρό μου
Το καλοκαίρι που λάμπει τ’ αστέρι με φως να ντυθείς.

«Και μιας που λέμε για ντύσιμο, δεν πας να ντυθείς; Σε λίγη ώρα θα περάσει ο Ανδρέας να μας πάρει να κατέβουμε κέντρο. Α, δε θα είναι η Μαρία, έχει πάει στους παππούδες της, θα γυρίσει την Τετάρτη.»

«Πάω! Θα ντυθώ κι εγώ απλά!»

«Ναι μωρό μου!» της είπα χωρίς να το σκεφτώ.

«Πόσο μ’ αρέσει που με λες μωρό σου!» μου είπε χαμογελώντας μέχρι τα αφτιά.

«Άντε σουσουραδίτσα—που λέει και ο πατέρας μου—πήγαινε να ντυθείς!»

«Πάω! Όχι, φιλάκι πρώτα!» είπε και έσκυψε και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί. «Πάω!»

Κάθισα χαμογελαστή στον καναπέ ενώ από μέσα άκουσα την Χριστιάνα να τραγουδάει και αυτή το “αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου.” Γύρισε μετά από κανένα δεκάλεπτο ντυμένη αλλά με το μαλλί της ακόμα βρεγμένο.

«Πάω να τα στεγνώσω, αν στο μεταξύ έρθει ο Ανδρέας άνοιξέ του» μου είπε και γύρισε μέσα να αρχίσει το στέγνωμα, κάτι που έπαιρνε κάμποση ώρα γιατί η Χριστιάνα έχει μακριά μαλλιά. Πράγματι, δεν είχε τελειώσει ακόμα με το στέγνωμα όταν από κάτω χτύπησε το κουδούνι. Πάτησα το κουμπί και του μίλησα.

«Ο Ανδρέας είμαι!» είπε στο θυροτηλέφωνο.

«Ανέβα πάνω σε παρακαλώ, δεν έχει τελειώσει ακόμα η Χριστιάνα» του είπα και όταν ανέβηκε του άνοιξα την πόρτα. Μου έδωσε ένα φιλάκι και μπήκε μέσα.

«Τα είπατε;»

«Αμέ! Γι’ αυτό καθυστερήσαμε και λίγο, η αλήθεια είναι πως όταν ήρθα μόλις είχε βγει από το μπάνιο.»

«Όλα καλά;» με ρώτησε με αγωνία

«Ναι, όλα καλά» του απάντησα και ήταν το ύφος ανακούφισης που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του που απέδειξε με τον πιο τρανταχτό τρόπο πως μόνο προσποιητή δεν ήταν η αγωνία του, και πως ήταν ειλικρινής σε όλα όσα μου είχε πει—όχι ότι αμφέβαλλα. Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και η Χριστιάνα.

«Καλώς τον, συγνώμη που άργησα λίγο!»

«Είχες καλό λόγο, φαντάζομαι» της είπε και της έκλεισε συνωμοτικά το μάτι.

«Τον καλύτερο!» του είπε κλείνοντάς του με τη σειρά της το μάτι.

«Λοιπόν αγαπουλίνια, πάμε;» τους είπα κάνοντας και τους δύο να γελάσουν.

«Πάμε!» απάντησαν και οι δύο και κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο.

Είκοσι λεπτά αργότερα ήμασταν στην πλατεία Ελευθερίας και βρήκαμε να παρκάρουμε σχετικά ψηλά στην Ιδομενέως οπότε δεν είχε πολύ περπάτημα μέχρι την Κοραή. Το Αυγό δεν ήταν άδειο αλλά δεν είχε και πολύ κόσμο, οπότε είχαμε πολλά τραπέζια στη διάθεσή μας. Τελικά προτιμήσαμε να κάτσουμε κάπου στο βάθος. Δώσαμε την παραγγελία μας και ούτε πέντε λεπτά αργότερα ήρθαν και οι μπύρες μας.

Η καρδιά μου χοροπηδούσε μέσα στα στήθη μου, ένιωθα απίστευτα όμορφα και χαλαρά. Πώς είχε αλλάξει έτσι η ζωή μου μέσα σε μόλις μερικούς μήνες; Ήταν σαν ψέμα, σαν παραμύθι. Και δεν ήταν μόνο η χημεία μου με τον Ανδρέα και με τη Χριστιάνα, ήταν και η μεταξύ τους χημεία. Μπορεί να μην έτρεφαν ο ένας προς τον άλλον τα αισθήματα που έτρεφαν προς εμένα αλλά ο easy going τρόπος του Ανδρέα και η φυσική του ευγένεια ήταν κάτι που μιλούσε στη Χριστιάνα κάνοντάς την να νιώθει πιο άνετα, πιο απελευθερωμένα.

Εννοώ… για παράδειγμα, ξέρω ότι δεν της αρέσει να μιλάει για την οικονομική της κατάσταση αλλά δεν είχα καταλάβει το λόγο μέχρι εκείνο το βράδυ μας είπε όλη την οικογενειακή της ιστορία. Πως ο πατέρας της έκανε στην Αμερική τεράστια περιουσία, και πώς γνώρισε εκεί την πρώτη του γυναίκα, η μητέρα της Χριστιάνας ήταν η δεύτερη. Ήταν θλιβερή ιστορία που χάραξε βαθιά τον πατέρα της και ήταν ο λόγος που ο τελευταίος τα παράτησε όλα και γύρισε Ελλάδα.

Δεν ξέραμε ότι η Χριστιάνα και ο Θέμης είχαν ένα ετεροθαλή αδερφό που σκοτώθηκε μαζί με τη μητέρα του όταν ο πατέρας της Χριστιάνας κουρασμένος έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και ντεραπάρισε, λίγο έξω από τη Βαλτιμόρη και πως ο ίδιος βγήκε από το κώμα μετά από δύο εβδομάδες μαθαίνοντας πως μόνο εκείνος είχε επιζήσει. Πώς γύρισε Ελλάδα για να ηρεμίσει και να βρει τον εαυτό του και πως μια βραδιά γνώρισε την πιανίστρια που θα τον έβγαζε από την προσωπική του κόλαση.

«Τέλος πάντων, η ουσία είναι πως όσο και αν ακούγεται κλισέ, τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία» είπε η Χριστιάνα. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα μπορούσα να κάνω χαβαλέ λέγοντας «ωστόσο είναι προτιμότερο να μπορείς να πνίξεις τον πόνο σου σε μοχίτο στην Καραϊβική απ’ ότι σε ταβέρνα στα Καμίνια» αλλά η περίσταση δεν σήκωνε αστεία.

Η ατμόσφαιρα είχε βαρύνει λίγο αλλά εκεί βοήθησε ο Ανδρέας αλλάζοντας με πολύ έντεχνο τρόπο την κουβέντα και λίγη ώρα αργότερα βρεθήκαμε να γελάμε και οι τρεις μας με κάποιες ιστορίες του πατέρα του από όταν ήταν φαντάρος. Που δεν ήταν φαντάρος, έφεδρος αξιωματικός ήταν, αλλά δεν αλλάζει κάτι. Σε κάθε περίπτωση όταν τελειώσαμε και την τρίτη μπύρα μας η ατμόσφαιρα είχε αλλάξει άρδην.

«Θέλετε να πάμε για πίτσα;» μας ρώτησε ο Ανδρέας.

«Αν πεινάτε, έχει μείνει ακόμα μακαρονάδα» είπε η Χριστιάνα.

«Δε θα έλεγα όχι» απάντησε ο Ανδρέας. «Φοίβη;»

«Δεν πεινάω ιδιαίτερα, αλλά συμφωνώ, γιατί όχι;»

Κάπως έτσι δεκαπέντε λεπτά αργότερα βρεθήκαμε στο σπίτι της Χριστιάνας. Καθίσαμε και οι τρεις στην κουζίνα ενώ εκείνη ζέσταινε το φαγητό.

«Θέλετε να κόψω σαλάτα;» μας ρώτησε.

«Όχι μωρέ!» απάντησε ο Ανδρέας. «Φοίβη θες εσύ;»

«Ούτε κι εγώ θέλω. Σας είπα, δεν πεινάω ιδιαίτερα.»

«Μωρέ είναι λίγα τα μακαρόνια, γι’ αυτό λέω» επέμεινε η Χριστιάνα.

«Δεν πειράζει, όσα είναι» της απάντησε και για τους δυο μας ο Ανδρέας.

Πράγματι δεν είχε μείνει και πολύ, δε νομίζω ότι ο Ανδρέας χόρτασε πραγματικά ωστόσο εκείνος επέμεινε ότι ήταν μια χαρά. Αυτή τη φορά αφήσαμε τα πιάτα στο νεροχύτη και γυρίσαμε στο σαλόνι όπου αφού βάλαμε το ραδιόφωνο να παίζει, καθίσαμε και οι τρεις στον καναπέ ενώ η Χριστιάνα άναψε ένα τσιγάρο. Η μουσική των Golden earing πλημμύρισε το σαλόνι.

When she is lonely and the longing gets too much
She sends a cable, coming in from above
Don't need no phone at all
We've got a thing that's called radar love
We've got a wave in the air
Radar love

Όταν τέλειωσε το τσιγάρο της, καθίσαμε πάλι όμως το μεσημέρι, εγώ είχα γείρει πάνω στον Ανδρέα με τη Χριστιάνα να έχει γείρει πάνω μου.

«Κορίτσια συγχωρείστε με αλλά θα σκάσω!» είπε ο Ανδρέας και σηκώθηκε και πήγε στην τουαλέτα. Και εγώ και η Χριστιάνα είχαμε πάει στην τουαλέτα στο Αβγό αλλά ο κύριος μας έκανε το δύσκολο και ιδού, ήρθε η ώρα να ξεπληρώσει τις αμαρτίες του. Εγώ, από την άλλη, έσφιξα την Χριστιάνα πιο δυνατά πάνω μου.

«Πως είσαι μωρό μου;»

«Νιώθω μια υπέροχη γλυκιά ζαλάδα!»

«Θέλεις να φύγουμε να σε αφήσουμε να κοιμηθείς, όταν επιστρέψει ο Ανδρέας;»

«Όχι!!!! Δε θέλω να φύγετε, μη φύγετε!»

«Καλά βρε!» της είπα. «Απλά είπα μήπως!»

«Να μη λες!» μου είπε και σφίχτηκε πάνω μου. Εκείνη τη στιγμή επέστρεψε και ο Ανδρέας. «Μη φύγετε!»

«Ε;» ρώτησε χωρίς να καταλαβαίνει.

«Τη ρώτησα αν θέλει να την αφήσουμε μόνη της να κοιμηθεί και έχει σηκώσει τα λάβαρα της επανάστασης!» του εξήγησα.

 «Βρε, πάλι ντίρλα έχεις γίνει;» την ρώτησε ο Ανδρέας.

«Όχι! Απλά… καλά δεν καθόμαστε; Τι σας έπιασε να φύγετε;»

«Μα δε μας έπιασε! Απλά σε ρώτησα… Ωχ, παραιτούμαι!»

«Και μπράβο σου!» μου ανταπάντησε.

«Μα τω Θεώ δε σας ξαναφήσω να πιείτε» μας απείλησε ο Ανδρέας.

«Μα…» πήγα να διαμαρτυρηθώ.

«Μαμούνια!»

«Δε θα περάσει ο φασισμός!» απάντησε με πάθος η Χριστιάνα.

«Ό,τι λέει η συντρόφισσα» απάντησα κάνοντας τον Ανδρέα να βάλει τα γέλια.

«Άντε, σουφραζέτες, κάντε στην άκρη να κάτσω κι εγώ!» μας είπε και σε λίγο βρεθήκαμε πάλι σε τριπλή αγκαλιά.

Ένιωθα υπέροχα μέσα στην αγκαλιά του Ανδρέα έχοντας ταυτόχρονα στη δική μου αγκαλιά την Χριστιάνα. Η αλήθεια είναι ότι ήμουν τρελά καυλωμένη και το ίδιο ήταν και ο Ανδρέας. Τους ήθελα και τους δύο αλλά πώς θα το ξεκινούσα; Και έπειτα, αν και ήμουν σίγουρη για τον Ανδρέα, για τη Χριστιάνα δεν ήμουν καθόλου και δεν ήθελα να τη φέρω σε δύσκολη θέση. Αν δεν βρέξεις κώλο ψάρι δεν τρως, είπα μέσα μου.

Ανασηκώθηκα λίγο και φίλησα τον Ανδρέα ενώ ταυτόχρονα κατέβασα το ελεύθερο χέρι μου στο δεξί στήθος της Χριστιάνας και άρχισα να το μαλάζω απαλά στην αρχή. Η ρώγα της ήταν πετρωμένη και αυτό μου έδωσε θάρρος. Σταμάτησα το φιλί με τον Ανδρέα και γύρισα προς τη Χριστιάνα και κόλλησα τα χείλη μου στα δικά της. Η Χριστιάνα ανταπέδωσε αμέσως και χωρίς δισταγμό. Ο Ανδρέας σηκώθηκε διακριτικά και πήγε και κάθισε απέναντι στην πολυθρόνα.

«Ανδρέα;» τον ρώτησα, σταματώντας.

«Εδώ είμαι μωρό μου» μου είπε χαμογελώντας μου καθησυχαστικά.

«Γιατί έφυγες;»

«Για να νιώσει άνετα η Χριστιάνα» μου απάντησε χωρίς δισταγμό.

«Νιώθεις άβολα μωρό μου;» τη ρώτησα. «Συγνώμη, δεν το είχα καταλάβει!»

«Όχι, δε νιώθω άβολα! Είναι λίγο περίεργα αλλά… αλλά δε νιώθω άβολα!»

«Δεν πειράζει! Μ’ αρέσει να σας βλέπω… αν δεν σας πειράζει!»

«Εμένα καθόλου!» του απάντησα και γύρισα προς τη Χριστιάνα. «Μωρό μου αν…συγνώμη… νιώθω ότι κάπου έχασα τον έλεγχο. Δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση.»

«Δεν το έχεις κάνει» με διαβεβαίωσε. «Λογικό δεν είναι να νιώθω λίγο περίεργα; Εννοώ… ότι… ότι δεν το έχω ξανακάνει αυτό… εννοώ… καταλαβαίνεις τι εννοώ! Αλλά είναι απλά περίεργο, δεν είναι δυσάρεστο ή άβολο. Άλλωστε ξέρω… ξέρω πως ούτε εσύ ούτε ο Ανδρέας θα μου κάνατε κάτι… κάτι που δε θέλω. Το ξέρω. Θυμάσαι; Αυτό είναι η εμπιστοσύνη. Σε εμπιστεύομαι… σας εμπιστεύομαι και τους δύο» μου είπε και με τράβηξε πάνω της και με φίλησε.

Αυτή τη φορά δεν υπήρχε επιστροφή. Αρχίσαμε να χαϊδεύουμε η μία την άλλη. Έβγαλα χωρίς δισταγμό μπλούζα και σουτιέν μένοντας γυμνή μπροστά της. Μπορεί να μου έλεγε ότι νιώθει άνετα αλλά το πραγματικό τεστ θα ήταν εδώ. Μπροστά μου είχε μείνει γυμνή, μπροστά στον Ανδρέα όχι. Όταν έκανα να τη γδύσω, το έκανε η ίδια χωρίς κανένα δισταγμό. Πέταξε μπλούζα και σουτιέν και έμεινε γυμνή από τη μέση και πάνω μπροστά στον Ανδρέα. Κατέβασα στα γρήγορα παντελόνι και κιλοτάκι και κάθισα στον καναπέ, γνέφοντας στη Χριστιάνα να με πλησιάσει.

Την έβαλα και γονάτισε μπροστά μου και τράβηξα τη λεκάνη μου προς την άκρη του καναπέ. Η Χριστιάνα χωρίς να πει δεύτερη κουβέντα έσκυψε και άρχισε να με γλείφει και να με ρουφάει. Ο Ανδρέας κατέβασε το παντελόνι του και έβγαλε το όργανό του έξω και άρχισε να το παίζει αργά ενώ η Χριστιάνα με περιποιόταν με τη γλώσσα της.

Τη σταμάτησα και τη σήκωσα. Αφού την έγδυσα τελείως, γονάτισα μπροστά της και άρχισα να τη γλείφω. Την άρπαξα από τους γλουτούς και την κόλλησα πάνω μου ενώ η γλώσσα μου πότε χάιδευε την κλειτορίδα της, πότε μπαινόβγαινε στο μουνάκι της. Ο Ανδρέας σηκώθηκε από την καρέκλα του και ήρθε και κάθισε από πίσω μου. Πέρασε τα χέρια του από μπροστά μου και άρχισε να μου μαλάζει τα στήθη ενώ εγώ έκανα στοματικό στη Χριστιάνα, πραγματοποιώντας μία από τις κοινές μας φαντασιώσεις.

«Πάμε μέσα;» ρώτησε με βραχνή φωνή η Χριστιάνα, εννοώντας το δωμάτιό της.

«Ναι, πάμε» απάντησα.

Σηκώθηκα και σηκώθηκε και ο Ανδρέας και όλοι μαζί κινήσαμε για το δωμάτιό της. Αν και η Χριστιάνα είχε διπλό κρεββάτι ο Ανδρέας στην αρχή δεν ξάπλωσε μαζί μας, κάθισε σε μια καρέκλα και μας κοίταζε. Εμείς ξαπλώσαμε και αρχίσαμε να φιλιόμαστε και να χαϊδεύουμε η μία την άλλη σε όλο το σώμα. Πρώτα της έγλειψα εγώ το στήθος και μετά ανέβηκα και με έγλειψε εκείνη. Μετά ξάπλωσα και η Χριστιάνα κάθισε στα τέσσερα με τον κώλο της σε πλήρη θέα στον Ανδρέα και άρχισε να μου κάνει στοματικό. 

Ο Ανδρέας που μέχρι εκείνη τη στιγμή απλά τον έπαιζε, κόντεψε να πάθει αποπληξία με τον υπέροχο κώλο της Χριστιάνας σε πλήρη θέα. Νιώθοντας ότι δε θα αντέξει ούτε μερικά δευτερόλεπτα, σταμάτησε να τον παίζει και ανέβηκε και εκείνος στο κρεββάτι, και ήρθε και τον έβαλε στο στόμα μου, φτάνοντάς τον μέχρι σχεδόν το λαρύγγι, αλλά ούτε που το κατάλαβα καθώς εκείνη τη στιγμή ένιωσα τη γνώριμη φωτιά να απλώνεται που ήταν το σημάδι του επικείμενου οργασμού. 

Το όργανο του Ανδρέα με έπνιγε και ενστικτωδώς τον έβγαλα από το στόμα μου για να μην του πατήσω καμιά δαγκωνιά πάνω στη λύσσα μου και έχουμε άλλα. Το σώμα μου άρχισε να τραντάζεται σαν να το χτυπάει ρεύμα ενώ ο Ανδρέας με το όργανό του μου έριχνε σκαμπίλια στο πρόσωπο. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ.» Θεέ μου, τι ήταν αυτό; ΤΙ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ;

Όταν ηρέμισα, έβαλα τη Χριστιάνα να ξαπλώσει και όρμισα σχεδόν στο μουνάκι της. Εκεί έγινε κάτι που δεν περίμενα ούτε εγώ, ούτε ο Ανδρέας. Η Χριστιάνα γύρισε και τον φίλησε. Ο Ανδρέας ξαφνιάστηκε στην αρχή αλλά ανταπέδωσε. Σε αντίθεση με όσα πίστευα, εκείνη τη στιγμή δεν ένιωσα ζήλεια, ίσα-ίσα, η καύλα μου πολλαπλασιάστηκε. Η Χριστιάνα έβαλε το χέρι της πάνω στο κεφάλι μου και με κόλλησε πάνω της. Ένιωσα το κορμί της να τραντάζεται και το στόμα μου πλημμύρισε με τα υγρά της ενώ τα ξεφωνητά της πνιγόντουσαν από το φιλί που έδινε ακόμα στον Ανδρέα. Με το στόμα μου γεμάτο ανέβηκα προς τα πάνω και φίλησα τον Ανδρέα δίνοντάς του μια γεύση από τα υγρά της Χριστιάνας.

«Μμμμ… υπέροχη γεύση» είπε ο Ανδρέας.

«Μωρό μου, κάτσε ξαπλωτός»

Ο Ανδρέας έκατσε ξαπλωτός και άνοιξε την αγκαλιά του, στην οποία η Χριστιάνα χώθηκε δίχως ίχνος δισταγμού. Η τελευταία εικόνα μου πριν πάρω το όργανό του στο στόμα μου και κλείσω τα μάτια ήταν η Χριστιάνα να έχει ανασηκωθεί και να φιλάει τον Ανδρέα ενώ το χέρι του της χάιδευε και της μάλαζε απαλά το στήθος. Με μένα να δίνω τον καλύτερο εαυτό μου στο τσιμπούκι και τον ίδιο να χαμουρεύεται ταυτόχρονα με τη Χριστιάνα, δεν άντεξε ούτε λεπτό και το στόμα μου γέμισε από το σπέρμα του.

Αυτή τη φορά ωστόσο τα κατάπια όλα, καθώς πριν μπορεί να ήμουν σίγουρη ότι ο Ανδρέας δε θα είχε καμία αντίρρηση να δοκιμάσει τα υγρά της Χριστιάνας, τώρα όμως δεν ήμουν καθόλου σίγουρη ότι η Χριστιάνα θα ήθελε να δοκιμάσει αυτά του Ανδρέα. Θα το έκανε αν τη φιλούσα αλλά δεν ήθελα να γίνει, όχι έτσι. Ανέβηκα στο κρεββάτι και ξάπλωσα στη μέση, έχοντας αριστερά μου τη Χριστιάνα και δεξιά μου τον Ανδρέα, Ανδρέα ο οποίος ακόμα πάλευε να βρει τις ανάσες του.

«Πώς ήταν;»

«Πρέπει να έχω πεθάνει και να είμαι στον Παράδεισο, δεν εξηγείται αλλιώς!» απάντησε ο Ανδρέας κάνοντας εμένα και τη Χριστιάνα να βάλουμε τα γέλια.

«Φοίβη… Ανδρέα… ελπίζω… ελπίζω να μην σας πείραξε που… που….»

«Που με φίλησες; Να με πειράξει; Πας καλά παιδί μου; Ούτε σε χίλια χρόνια δεν το περίμενα… Πώς… πώς σου ήρθε;» τη ρώτησε ο Ανδρέας.

«Φοίβη;» με ρώτησε με αγωνία.

«Δε με πείραξε μωρό μου. Σε αντίθεση με όσα φανταζόμουν όχι απλά δεν ένιωσα ζήλεια… αλλά η… η καύλα μου πολλαπλασιάστηκε επί δέκα. Εννοώ… εγώ… εγώ είμαι ερωτευμένη και με τους δυο σας αλλά… ξέρω ότι… εννοώ…» είπα μασώντας τα λόγια μου. Μακάρι και να ήξερα και η ίδια τι εννοούσα.

«Δεν ξέρω πως μου ήρθε. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ήταν όμορφο. Δεν… δεν ένιωσα αηδία όπως με… ξέρεις… Και… και όταν με χάιδεψε… το έκανε τόσο τρυφερά, τόσο όμορφα. Ένιωσα… ένιωσα άνετα, δεν ξέρω πως να το πω. Ήθελα… εννοώ….»

«Χριστιάνα, είχα πει κάτι στη Φοίβη και θα το πω και σε εσένα. Δεν είναι tit for tat και ελπίζω να μην το έκανες γι’ αυτό το λόγο.»

«Όχι… το ήθελα… το ήθελα και η ίδια. Εννοώ… η Φοίβη μας ήταν γονατισμένη και σου έκανε στοματικό… ήθελα να σου δώσω κι εγώ κάτι, αυτό στο βαθμό που μπορώ… όχι από αίσθηση ευγνωμοσύνης… αλλά επειδή το ένιωθα και η ίδια. Ένιωσα… ένιωσα απίστευτη ηδονή… ήθελα… ήθελα και η δική σου να είναι… Εγώ το ήθελα.»

«Κορίτσια, θέλω… θέλω κάτι αν… αν θέλετε κι εσείς!»

«Τι;»

«Θέλω… θέλω να… να σας βάψω κάποια στιγμή τα νύχια των ποδιών!»

«Ορίστε;» τον ρώτησε η Χριστιάνα.

«Του αρέσει να μου βάφει τα νύχια και σε διαβεβαιώ ότι το κάνει καλύτερα απ’ όσο το κάνω εγώ!» της είπα. «Δε θα το μετανιώσεις, that I can promise!»

«Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε αβέβαιη.

«Μου αρέσουν τα όμορφα γυναικεία πόδια και δάχτυλα και οι δυο σας είστε το κάτι άλλο. Μ’ αρέσει να τα περιποιούμαι!»

«Ε, τότε μη σου χαλάσω το χατίρι» του είπε πειρακτικά.

«Όχι, να μη μου το χαλάσεις!»

«Παιδιά; Να σας ζητήσω κι εγώ μια χάρη;» μας ρώτησε η Χριστιάνα.

«Για πες»

«Μη φύγετε απόψε.»

«Ανδρέα, τι λες;»

«Δεν πάω σπίτι μου απόψε!» μου απάντησε. «Επίσης, ο ήλιος ο πράσινος, ο ήλιος που ανατέλλει μας οδηγεί!»

«Νιιιιιιιι» είπα χτυπώντας ενθουσιασμένη παλαμάκια. Ουφ, παρά τον απίστευτο δυνατό οργασμό που είχα, οι καύλες μου δεν είχαν πέσει. «Και τώρα θέλω κι εγώ μια χάρη» τους

«Τι χάρη;» ρώτησε η Χριστιάνα.

«Γύρνα την πλάτη σου προς εμένα» της είπα. Πέρασα το χέρι μου από κάτω της και την πήρα αγκαλιά κουτάλα. Ξεκίνησα να τη φιλάω στο σβέρκο ενώ με το ελεύθερο χέρι μου άρχισα να μαλάζω το στήθος της. «Ανδρέα… μωρό μου…» είπα και του τούρλωσα το κωλαράκι μου, το έπιασε αμέσως το υπονοούμενο.

Ξάπλωσε στο πλάι από πίσω μου και άρχισε να τρίβει το όργανό του μέχρι που του έγινε κατάρτι. Σάλιωσε το δάχτυλό του και το έβαλε στο κωλαράκι μου. Ταυτόχρονα, κατέβασα το δικό μου ελεύθερο χέρι και το βύθισα στο μουνάκι της Χριστιάνας και ξεκίνησα να την παίζω. Όταν τα δάχτυλά μου υγράνθηκαν επαρκώς, σταμάτησα να παίζω το μουνάκι της και βύθισα το δάχτυλό μου στο κωλαράκι της, ακριβώς πάνω στο στιγμή που το όργανο του Ανδρέα άρχισε να βυθίζεται στο δικό μου.

«Αααααααχ» φώναξα νιώθοντας ταυτόχρονα ηδονή και πόνο. Άρχισα να γαμάω το κωλαράκι της Χριστιάνας με το δάχτυλό μου, ενώ το άλλο μου χέρι, αυτό που ήταν κάτω από το σβέρκο της, το έφερα μπροστά στο στόμα της βάζοντας μέσα της τον μέσο, τον οποίο η Χριστιάνα πιπίλησε πρόθυμα. «ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ» φώναξα πάλι καθώς ο Ανδρέας γυρισμένος στο πλάι όργωνε το κωλαράκι μου.

Η Χριστιάνα βογκούσε και εκείνη από ηδονή και ήταν εκείνη που πήρε την επόμενη πρωτοβουλία. Ο Ανδρέας είχε ακουμπήσει το χέρι του πάνω μου προσπαθώντας να στηριχτεί για να έχει δύναμη να καρφώνεται μέσα μου. Η Χριστιάνα πήρε το χέρι του και το έβαλε πάνω στο δεξί της στήθος, μη σταματώντας ούτε στιγμή να μου πιπιλάει το δάχτυλο του ενός χεριού ενώ το άλλο ήταν βαθιά μέσα στο κωλαράκι της.

Ο Ανδρέας γράπωσε για τα καλά τη Χριστιάνα από το στήθος και έτσι άρχισε να με καρφώνει ακόμα πιο δυνατά κάνοντάς με να το χάσω τελείως. Το κωλαράκι μου είχε ανοίξει τελείως και ο Ανδρέας το γαμούσε χωρίς έλεος, σφίγγοντας και μαλάζοντας εναλλάξ τα στήθη της Χριστιάνας της οποίας ήμουν εγώ που της γαμούσα το κωλαράκι χωρίς έλεος.

Παρά το γεγονός ότι ήταν πίσω μου και όχι μπροστά μου, ένιωσα και πάλι τη φωτιά να απλώνεται ξεκινώντας από τα λαγόνια μου και ο οργασμός μου ήρθε την ίδια στιγμή που ο Ανδρέας καρφώθηκε για τελευταία φορά μέσα μου και οι σπασμοί του βαθιά μέσα στο κωλαράκι μου πολλαπλασίασαν την ένταση του δικού μου σε βαθμό που δεν μπορούσα να φανταστώ ότι μπορούσα να νιώσω στο παρά φύσιν.

Όταν τραβήχτηκε από μέσα μου, τους άφησα και πήγα στην τουαλέτα ώστε να μη λερωθεί το σεντόνι από το σπέρμα που θα έφευγε από το κωλαράκι μου—είχαμε μάθει από τις ατυχείς μας εμπειρίες. Γύρισα μετά από λίγο, Ανδρέας και Χριστιάνα ήταν ξαπλωμένοι ανάσκελα και οι δυο τους και προσπαθούσαν να βρουν τις ανάσες τους. Ήταν η σειρά του Ανδρέα να πάει μέσα να ξεπλυθεί. Γύρισε μετά από λίγο και ξάπλωσε και αυτός.

«Όλο εκπλήξεις είσαι σήμερα» είπε στη Χριστιάνα.

«Ε τι να κάνω η έρμη; Η Φοίβη είχε απασχολημένα και τα δύο της χέρια και τα κορίτσια ήθελαν σφίξιμο.»

«Από αυτό άλλο τίποτα. Όποτε θέλουν τα κορίτσια σφίξιμο, εγώ θα είμαι πάντα εδώ!»

«Καημενούλη μου» του είπα κοροϊδευτικά. «Θυσία γίνεσαι!»

«Είμαι μια σύγχρονη Ιφιγένεια, τι να πω!»

«Να μην πεις τίποτα! Καλά περάσαμε εμείς οι δύο αλλά αφήσαμε το κορίτσι χωρίς οργασμό!»

«Δεν παραπονέθηκα!» είπε η Χριστιάνα.

«Δε σε ρωτήσαμε, μαδάμ!» της είπα και χαμήλωσα ανάμεσα στα πόδια της και άρχισα να της κάνω στοματικό.

«Χριστιάνα, μου επιτρέπεις;» τη ρώτησε ο Ανδρέας και όταν εκείνη του έγνεψε καταφατικά, χαμήλωσε πάνω από το στήθη της και άρχισε να πιπιλάει τη ρώγα της ενώ με το άλλο του χέρι της χάιδευε το στήθος. Εγώ ρίχτηκα με ακόμα περισσότερη όρεξη στο έργο μου και με τη βοήθεια του πρώτου μου μωρουλινίου, κάναμε το δεύτερο μου μωρουλίνι να τραντάζεται και να ξεφωνίζει σε χρόνο λιγότερο από πέντε λεπτά.

«Πιο δυνατά!» φώναξε η Χριστιάνα, μάλλον απευθυνόμενη στον Ανδρέα γιατί εγώ, τι να έκανα πιο δυνατά η δόλια; Και σιγά μην της χαλούσε το χατίρι η ψευτο-Ιφιγένεια του γλυκού νερού, γιατί σε λίγο οι φωνές και τα τραντάγματα πολλαπλασιάστηκαν κι άλλο. Δεν ξέρω αν έχετε ακούσει την έννοια “flash flood” αλλά εγώ ακριβώς έτσι ένιωσα, τα τραντάγματα τα ακολούθησε ο Νιαγάρας.

«Ένα έχω να πω» είπε ο Ανδρέας όταν ξαπλώσαμε και οι τρεις κάτω από το πάπλωμα. «Αυτό… ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα!»

«Θέλω τσιγάρο!» είπε η Χριστιάνα. «Θα έρθετε να μου κάνετε παρέα;»

«Εγώ δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου» απάντησε ο Ανδρέας.

«Πάμε μωρό μου, θα έρθω εγώ. Δυνατό φύλο σου λέει μετά, πφφφφ» είπα περιφρονητικά. Σηκωθήκαμε και οι δύο και πήγαμε στο σαλόνι τσίτσιδες. Εκεί διαπιστώσαμε ότι αυτό ήταν εξαιρετικά κακή ιδέα και γυρίσαμε στο δωμάτιο και πήραμε δύο μικρά κουβερτάκια και επιστρέψαμε τυλιγμένες και οι δύο στο σαλόνι.

«Αααχ» είπε η Χριστιάνα τραβώντας ηδονικά μια τζούρα. «Καλά το λένε, τα τρία καλύτερα πράγματα στον κόσμο είναι ένα ποτό πριν και ένα τσιγάρο μετά!»

«Στην περίπτωσή μας ήταν καρμπονάρα!» της υπενθύμισα.

«Potatoes – potatos»

«Ήταν πολύ όμορφα»

«Ήταν» μου απάντησε χαμογελώντας πλατιά.

«Πώς σου φάνηκε;»

«Όπως ακούστηκε» μου απάντησε βάζοντας τα γέλια.

«Ομολογώ ότι με εξέπληξες πάντως. Δεν περίμενα να αποζητήσεις ενεργή συμμετοχή του Ανδρέα.»

«Κοίτα» μου απάντησε σοβαρά. «Δεν είναι το ίδιο όπως το δικό σου φιλί και άγγιγμα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν άσχημο. Και έπειτα… πώς θα μπορούσα να τον αφήσω έξω;»

«Χριστιάνα, θα θυμώσω τώρα. Δε θυμάσαι τι σου είπαμε και οι δύο;»

«Φοίβη, περιπλέκεις τα πράγματα χωρίς λόγο. Αν θέλεις κάτι κι εσύ το θέλω κι εγώ, πώς να στο δώσω να το καταλάβεις; Και μόνο το γεγονός ότι το θέλεις εσύ με κάνει να το θέλω κι εγώ, δεν ξέρω με πόσους διαφορετικούς τρόπους να στο πω.»

«Δηλαδή αν σου πω πήγαινε και πάρ’ του πίπα, εσύ θα το κάνεις;»

«Ναι Φοίβη θα το κάνω.»

«Χριστιάνα, τι λες;»

«Αυτό που δεν θέλεις να καταλάβεις. Αν το θέλεις εσύ, το θέλω κι εγώ. Δεν θα το κάνω για τον Ανδρέα και ας μη μου είναι αδιάφορος, θα το κάνω για σένα.»

«Από μόνη σου, από τελείως μόνη σου, θα το έκανες;»

«Όχι, δε θα το έκανα. Ωστόσο Φοίβη μου, δεν είμαι μόνη μου. Δεν είμαι. Και μου άρεσε όταν τον φίλησα, και μου άρεσε όταν με έγλειφε και μου χάιδευε τα στήθη και μου άρεσε όταν μου τα έσφιγγε και τα δάγκωνε. Γιατί δεν είμαι μόνη μου. Γιατί ο Ανδρέας ως Ανδρέας είναι απλά φίλος αλλά ο Ανδρέας με τη Φοίβη όπως ήταν σήμερα… ήταν κάτι άλλο…Είναι κάτι άλλο. Δεν ξέρω πως να στο δώσω να το καταλάβεις. Εκτός… εκτός και αν σε πειράζει εσένα.»

«Όχι μωρό μου» τη διαβεβαίωσα. «Δεν είναι ζήλεια, δεν σου κάνω ζήλεια. Ξέρεις… μου το είχε πει και ο Ανδρέας και η ξερή μου η κεφάλα αδυνατούσε να το καταλάβει. Μου είχε πει… αν θέλω κάτι εγώ και περνάει από το χέρι του να μου το δώσει, θέλει να το αποκτήσω. Όχι… δε με πείραξε. Απλά… απλά φοβήθηκα… φοβάμαι μη σε κάνω να κάνεις κάτι παρά τη θέλησή σου.»

«Φοίβη, κοίτα με στα μάτια και ακου προσεκτικά αυτό που θα σου πω. ΜΕ ΤΗ ΘΕΛΗΣΗ ΜΟΥ ΤΟ ΕΚΑΝΑ. Αν μου πεις «πήγαινε και πάρ ’του πίπα» με τη θέλησή μου θα το κάνω. Αν κάτι περνάει από το χέρι μου να στο δώσω, θα στο δώσω. Γιατί το δέχεσαι αυτό από τον Ανδρέα και δεν το δέχεσαι από μένα;»

«Δεν ξέρω… Έχεις δίκιο… Με τρομάζει… με τρομάζει αυτό.»

«Ένας λόγος παραπάνω να νιώθω ασφαλής.» μου απάντησε απλά.

«Ροντέο, είναι πραγματικό ροντέο.»

«Carpe diem, quam minimum credula postero» που έλεγε και ο Οράτιος. «Εσύ το είπες το απόγευμα με διαφορετικά λόγια. Η ζωή είναι στο παρόν.»

«Το είπα» παραδέχτηκα.

«Μετάνιωσες;»

«Καθόλου. Ο φόβος μου είναι μήπως το μετάνιωσες εσύ.»

«Χαζό δεν είναι; Παραδεχτήκαμε ότι είμαστε ερωτευμένες η μία με την άλλη και ακόμα και τώρα το φοβόμαστε.»

«Έχεις δίκιο μωρό μου. Έχεις δίκιο» της είπα και την έσφιξα στην αγκαλιά μου.

«Πω-πω, απανωτά εγκεφαλικά θα πάθει η Κατερίνα.»

«Είναι λίγο ασυνήθιστη η κατάστασή μας είναι η αλήθεια αλλά είναι αυτό που είναι! Λοιπόν, πάμε να ξαπλάρουμε;»

«Ναι, πάμε» μου απάντησε και γυρίσαμε στο κρεββάτι.

Ο Ανδρέας είχε κουκουλωθεί κάτω από το πάπλωμα. Το σήκωσε και ξαπλώσαμε και οι δύο γυμνές κάτω από τα σκεπάσματα.

«Καλώς τα μου» μας είπε. «Και τώρα ύπνο γιατί αύριο έχουμε και ΙΤΕ.» Ο Ανδρέας είχε ξαπλώσει στην μία άκρη, εγώ στη μέση και η Χριστιάνα στην άλλη άκρη. Έδωσα ένα φιλάκι και στους δύο και πήρα την Χριστιάνα αγκαλιά κουτάλα ενώ ο Ανδρέας πήρε με τη σειρά του εμένα με τον ίδιο τρόπο. «Καληνύχτα κοριτσάρες μου»

«Καληνύχτα!» του απαντήσαμε και οι δύο. Έσφιξα γερά πάνω μου τη Χριστιάνα και ο ύπνος ήρθε χωρίς να τον καταλάβω.


33. Πέρα μέσα στα χρυσά νταριά

Ανδρέας

Τα κορίτσια κατά τα φαινόμενα είχαν ξυπνήσει πριν από εμένα καθώς όταν άνοιξα τα μάτια μου—και μου πήρε κάμποσο να θυμηθώ ποιος είμαι, που είμαι και γιατί υπάρχω—ήμουν μόνος μου και γυμνός κάτω από τα σκεπάσματα. Εκεί συνειδητοποίησα ότι αυτά που έζησα χθες το βράδυ δεν ήταν κάποιο πυρετικό παραλήρημα, ήταν η πραγματικότητα· κάτι που δεν είχα τολμήσει να τη φανταστώ ούτε στα πιο υγρά μου όνειρα.

Προσπάθησα να απομακρύνω τις χθεσινοβραδινές εικόνες από το μυαλό μου γιατί ο πούτσος μου είχε γίνει κάγκελο και όχι τίποτε άλλο, κατουριόμουν κιόλας. Αναστέναξα και σηκώθηκα από το κρεββάτι. Πάνω στην καρέκλα μου είχαν αφήσει διπλωμένα προσεκτικά τα ρούχα μου. Ντύθηκα και με τον πρόεδρο να μην λέει να σταματήσει τις σούζες πήγα μέσα.

«Κορίτσια;» φώναξα.

«Στο σαλόνι είμαστε» απάντησε η Φοίβη ωστόσο πριν πάω στο σαλόνι, είχα να κάνω μια επίσκεψη από το μέρος. Έκλεισα τα μάτια μου και πήρα βαθιές ανάσες καθώς αυτό δεν ήταν απλές πρωινές κατουρόκαυλες, ήταν μια κατηγορία μόνο του. Μου πήρε κανένα δεκάλεπτο να καταφέρω να κατουρήσω αλλά τα κατάφερα. Κοίταξα το ρολόι μου, έλεγε 12:30. Καλά κρασιά, να δω πότε θα πηγαίναμε στο ΙΤΕ. Έπλυνα τα χέρια μου και γύρισα στο σαλόνι.

«Καλώς το μου» μου είπε η Φοίβη. «Σου έχω φτιάξει καφεδάκι, μωρό μου» μου είπε και μου έδειξε το τραπεζάκι.

«Καλημέρα!» μου είπε χαμογελαστή η Χριστιάνα. Ήταν και οι δύο ντυμένες με φόρμα, προφανώς η Χριστιάνα είχε δώσει κάποια δεύτερη στη Φοίβη και ναι μεν η Χριστιάνα ήταν πιο ψηλή αλλά αυτοί οι 6 πόντοι δεν ήταν σοβαρή διαφορά ώστε τα ρούχα να φαίνονται παράταιρα πάνω στη Φοίβη μου.

«Καλημέρα» απάντησα κι εγώ και κάθισα κι εγώ στον καναπέ, στο χώρο που μου έκαναν. «Έχετε ξυπνήσει ώρα;»

«Γύρω στις 11:00, φτιάξαμε καφεδάκι και πρωινό. Σε παρακαλώ να πας να φας το τοστ σου και να πιείς την πορτοκαλάδα σου. Το τοστ είναι στο τραπέζι και το ποτήρι με την πορτοκαλάδα το έχουμε βάλει στο ψυγείο» μου είπε η Φοίβη.

«Ναι μαμά, πάω!» της είπα πειρακτικά, αλλά η αλήθεια είναι ότι πεινούσα. Μου είχαν φτιάξει όχι ένα αλλά δύο τοστ, με τυρί, γαλοπούλα, ντομάτα και αυγό και σως. Έβγαλα την πορτοκαλάδα από το ψυγείο και μέχρι να φάω και την τελευταία μπουκιά από το τοστ, είχα πιεί και την υπόλοιπη πορτοκαλάδα. Αφού έπλυνα πιάτο και ποτήρι γύρισα στο σαλόνι και κάθισα στον καναπέ.

«Σου άρεσαν τα τοστ;» με ρώτησε η Χριστιάνα.

«Ναι, πολύ!» απάντησα. «Είχαμε πάρει σως χθες; Δεν το είχα προσέξει!»

«Όχι» απάντησε η Χριστιάνα. «Την έφτιαξα εγώ το πρωί, δική μου συνταγή! Σου άρεσε;»

«Πολύ! Και έδενε υπέροχα και με την τομάτα και με το αυγό!»

«Η Φοίβη ήθελε να φάμε καλό πρωινό, ποια είμαι εγώ να της πάω κόντρα;» της είπε χαμογελώντας της.

«Μωρέ θα σας βάλω και τους δύο σε τάξη!» μας ψευτοαπείλησε.

«Εντωμεταξύ να δω τι ώρα θα πάμε στο ΙΤΕ» τους

«Αυτό λέγαμε πριν» μου είπε η Φοίβη. «Θα πάμε το μεσημεράκι και θα κάτσουμε μέχρι το απόγευμα και μετά θα γυρίσουμε σπίτι μου να σας φτιάξω το κοκκινιστό. Πάμε Ευτύχη αύριο αν είναι που θα έχουν επιστρέψει Μαρία και Νίκος!»

«Sold!» τους απάντησα. «Να περάσουμε μόνο πρώτα από το σπίτι σου να πάρουμε τον υπολογιστή! Και να κάνουμε και ένα ντουζ» τους

«Εμείς κάναμε» είπε χαμογελώντας σκανταλιάρικα η Φοίβη.

«Μεταξύ άλλων» συμπλήρωσε τελείως ξεψαρωμένη η Χριστιάνα και χαχάνισαν και οι δυο τους. Κοίτα να δεις!

«Δε μου λέτε, θέλετε να με πεθάνετε;»

«Τα τοστ, τους καφέδες και τις πορτοκαλάδες εννοούσαμε έκφυλε, που πήγε το πορνοδιαστροφικό μυαλό σου;» με μάλωσε η Φοίβη.

«Μεταξύ άλλων» είπε πάλι η Χριστιάνα και αυτή τη φορά δεν ήταν απλά χαχανητό, κόντεψαν να πνιγούν στο γέλιο και οι δυο τους.

«Πάω να ντυθώ» είπε η Φοίβη και σηκώθηκε αφήνοντάς με μόνο με τη Χριστιάνα.

«Πολύ χαίρομαι που το διασκεδάζετε»

«Έπρεπε να δεις το πρόσωπό σου!»

«Χριστιάνα» της είπα σοβαρός παίρνοντάς της τα χέρια στα χέρια μου. «Το εννοώ αυτό που είπα. Μπορεί να το είπα πειρακτικά αλλά το εννοώ. Θέλω… θέλω να το καταλάβεις.»

«Σε πιστεύω» μου είπε με μάτια που έλαμπαν.

«Άντε, πήγαινε να αλλάξεις κι εσύ σουσουράδα» της είπα. Μου χαμογέλασε και σηκώθηκε. Μετά σα να σκέφτηκε κάτι και γύρισε προς τα εμένα. «Σ’ ευχαριστώ» μου είπε και έσκυψε και με πήρε αγκαλιά. «Σ’ ευχαριστώ!»

«Δεν έχεις λόγο να με ευχαριστείς» της είπα χαϊδεύοντάς την τρυφερά στο πρόσωπο. Τη φίλησα απαλά στο μέτωπο. «Άντε, πήγαινε να ντυθείς!»

«Πάω! Πετάω!» μου είπε και έφυγε σχεδόν χοροπηδώντας. Εγώ συνέχισα τον καφέ μου ενώ από μέσα άκουγα τσιρίδες ενθουσιασμού συνοδευόμενες από χαχανητά. Χαμογέλασα στη σκέψη ότι δεν είχα ιδέα τι είδους σχέση ήταν αυτή που άρχισε να αναπτύσσεται μεταξύ μας αλλά για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν έδινα δεκάρα για την ονοματολογία.

Ήταν αυτή που ήταν. Γύρισαν και οι δύο μετά από κανένα πεντάλεπτο, η Φοίβη φορούσε τα ίδια που είχε βάλει χθες, ενώ η Χριστιάνα φορούσε ένα απλό τζιν με ένα απλό μακρυμάνικο μπλουζάκι και από κάτω σνίκερς. Δεν φύγαμε αμέσως, τελειώσαμε τους καφέδες μας ενώ η Χριστιάνα άναψε κι ένα τσιγάρο. Όταν τελειώσαμε μάζεψε τα ποτήρια και το τασάκι και πήγε στην κουζίνα.

«Το είπα στη Χριστιάνα, θα το πω και σε σένα» είπα στη Φοίβη όταν μείναμε μόνοι μας. «Χαίρομαι που το διασκεδάζετε και δεν το λέω ούτε ειρωνικά, ούτε πειρακτικά.»

«Το ξέρω μωρό μου» μου απάντησε η Φοίβη. «Το ξέρω!»

«Το ξέρω πως το ξέρεις αλλά θέλω να με ακούσεις να στο λέω κιόλας!»

«Δε χρειάζεται να μου πεις τίποτα. Το ξέρω… το ξέρω από την αγωνία που είχες χθες όταν με ρώτησες πως πήγε η… η εξομολόγηση που κάναμε η μία στην άλλη. Το ξέρω από την ανακούφιση που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό σου όταν σου είπα πως όλα ήταν εντάξει. Δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα περισσότερο, αγαπούλα μου, μου μίλησε το ίδιο σου το σώμα με τρόπο χίλιες φορές πιο εύγλωττο.»

«Η Χριστιάνα;»

«Και η Χριστιάνα το ξέρει. Της το έδειξες χθες.»

«Κι όμως, μου φαίνεται σα να υπάρχει κάτι που σε προβληματίζει.»

«Όχι μωρό μου. Απλά… απλά προσπαθώ να συνηθίσω την ιδέα. Θυμάσαι τι μου είχες πει; Ό,τι θέλεις και περνάει από το χέρι μου θέλω να στο δώσω. Με είχε τρομάξει λίγο στην αρχή και με είχε τρομάξει πως να διαχειριστώ τέτοιο πράγμα, τέτοιο δόσιμο. Και η Χριστιάνα… και η Χριστιάνα το ίδιο μου είπε. Και δεν είναι ένας, είστε δύο. Με τρομάζει… σα να έχω κάποια μαγική δύναμη πάνω σας και… δεν ξέρω πως να στο πω, κάπως με τρομάζει.»

«Ξέρεις τι; Το γεγονός ότι αυτό σε τρομάζει θα έπρεπε να σε καθησυχάζει ταυτόχρονα.»

«Huh… την ίδια ακριβώς παρατήρηση έκανε και η Χριστιάνα.»

«Είδες; Δε στο λέω μόνο εγώ. Αυτό σε έτρωγε;»

«Ναι μωρό μου.»

«Να μη σε τρώει!»

«Δε θέλω να κάνετε κάτι χωρίς τη θέλησή σας επειδή το θέλω!»

«Φοίβη, αν κάνω κάτι επειδή το θέλεις θα το κάνω με τη θέλησή μου. Αν… αν δω ότι δεν θέλω, δεν μπορώ να το κάνω, δε θα το κάνω! Αλλά αυτό που σου είπα δεν αλλάζει, εφόσον είναι στα χέρια μου, θα κάνω τα αδύνατα δυνατά για να στο δώσω.»

«Το ξέρω Ανδρέα, το ξέρω γιατί σε ξέρω. Όμως… όμως τώρα αρχίζω και μαθαίνω σε βάθος τη Χριστιάνα και παρά το γεγονός ότι μου είπε ακριβώς το ίδιο, δε νιώθω την ίδια σιγουριά.»

«Θα τη νιώσεις με τον καιρό, Φοίβη μου. Baby steps!»

«Σ’ αγαπάω!»

«Κι εγώ μωρό μου.» Εκείνη την ώρα επέστρεψε και η Χριστιάνα από την κουζίνα.

«Έτοιμη κι εγώ!» μας δήλωσε.

«Ωραία, σηκωθείτε τσούπρες» τους είπα και κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο. Δύο λεπτά αργότερα ήμασταν μπροστά από το σπίτι της Φοίβης με τον Σίμπα να μην ξέρει σε ποιον να πρωτοκάνει χαρές. Πήρε αγκαλιά την Χριστιάνα και εκείνη τον έσφιξε πάνω της και του μιλούσε γλυκά ενώ ο Σίμπα την έγλειφε τρισευτυχισμένος σε όλο της το πρόσωπο. Κινήσαμε προς το σπίτι της Φοίβης. Στο μπαλκόνι είχε βγει η κυρά-Ματούλα.

«Καλά που ήρθες, σε λίγο φέρνουν τη βιβλιοθήκη» της είπε χωρίς να σχολιάσει άλλο την απουσία της εκείνο το βράδυ. «Τώρα με πήραν τηλέφωνο ότι ξεκινάνε, και ότι θα κατέβαινα για να δέσω τον Σίμπα.»

«Δεν χρειάζεται κυρά-Ματούλα, θα τον δέσω εγώ!» είπε η Φοίβη.

«Έχω μια καλύτερη ιδέα» τους είπα. «Χριστιάνα, έχεις όρεξη να πάμε ποδαράτο μέχρι το κυλικείο για να πάρουμε καφέδες για να έχουμε μαζί μας; Θα πάρουμε μαζί και το Σίμπα, να κάνει και αυτός τη βόλτα του.»

«Ναι!!!!» είπε χειροκροτώντας η Φοίβη! «Να πάτε, να πάτε!»

«Θα τον κρατάς εσύ, έτσι;» με ρώτησε η Χριστιάνα.

«Ναι εγώ θα τον κρατάω! Εσύ θα κρατάς τους καφέδες στο γυρισμό!»

«Εντάξει!» είπε χαμογελαστή.

«Σίμπα, έλα εδώ!» του είπα και του έδειξα την αλυσίδα. «Βόλτα;»

«Τι αλυσίδα είναι αυτή;» ρώτησε η Χριστιάνα. «Άγκυρα θα ρίξουμε;»

«Ακριβώς το ίδιο ρώτησα κι εγώ χθες όταν την είδα!» της απάντησα. Ο Σίμπα ήρθε χαρούμενος και του έβαλα την αλυσίδα στο κολάρο.

Αυτή τη φορά δε χρειάστηκε να χτυπήσω στο παράθυρο καθώς είχε έρθει μαζί και η Χριστιάνα. Ωστόσο αν δε χτύπησα εγώ, το έκανε για λογαριασμό μου ο Σίμπα που σκαρφάλωσε και αυτός και έβαλε την κεφάλα του για να δει τι γίνεται στο κυλικείο, κατορθώνοντας όπως και χθες να βγάλει σχεδόν όλο τον κόσμο έξω για να ασχοληθεί μαζί του. Τα χάδια και τα κεράσματα πήγαν σύννεφο κάνοντας το Σίμπα να ξετρελαθεί από τη χαρά του. Με χίλια ζόρια και κατόπιν έντονων διαμαρτυριών τόσο από αυτόν, όσο και των θαμώνων του κυλικείου που τον έκαναν χάζι, πήραμε το δρόμο της επιστροφής μισή ώρα αργότερα.

«Απίθανος είναι» μου είπε η Χριστιάνα.

«Είναι ο κερατάς!» συμφώνησα.

Αν και ο Σίμπα δεν ήταν επιθετικός, τα σκυλιά και τα γατιά που συναντούσαμε αλλάζανε δρόμο βάζοντας τα πόδια στην πλάτη όταν τον βλέπαν και—μεταξύ μας—δεν τα αδικούσα, ήταν πραγματικά θεόρατος. Αποφασίσαμε να γυρίσουμε από την άλλη μεριά, κάνοντας βόλτα πίσω από τα άσπρα κτήρια ώστε ο Σίμπα να περπατήσει λίγο παραπάνω. Κάναμε τη βόλτα μας χωρίς να βιαζόμαστε και όταν επιστρέψαμε πίσω, βρήκαμε την βιβλιοθήκη τοποθετημένη και τη Φοίβη να χαμογελάει σα χαζή. Η κυρά Ματούλα δεν είχε κάνει τσιγκουνιές, η βιβλιοθήκη ήταν μεγάλη και μοντέρνα.

«Καλορίζικη!» της είπα ενώ η Φοίβη είχε αρχίσει ήδη να τη γεμίζει βιβλία.

«Δεν είναι υπέροχη; Κοίτα, έχει και φωτισμό!»

«Το γραφείο πότε θα το έχει έτοιμο;»

«Την άλλη εβδομάδα. Το φτιάχνει αυτός που έφτιαξε και τη βιβλιοθήκη, τώρα πήρε τα μέτρα ώστε να χωράνε όλα όπως πρέπει.»

«Ωραία, ωραία. Λοιπόν κορίτσια, καθίστε να πάω να κάνω ένα ντουζάκι και να αλλάξω και φεύγουμε!» τους

Έκανα ένα γρήγορο καυτό ντουζ και αφού σκουπίστηκα προσεκτικά και τυλιγμένος σαν πιροσκί με το μπουρνούζι πήγα γρήγορα στο δωμάτιο της Φοίβης και άλλαξα. Ντύθηκα κι εγώ με τζιν και φούτερ και όταν τελείωσα βγήκα και τις είδα να κάνουν διάσκεψη για το τι επιπλέον μπιχλιμπίδια θα έπρεπε να βάλουν στη βιβλιοθήκη, καθώς δε θα γέμιζε μόνο με βιβλία. Μιλούσαν χαμογελαστές και αναψοκοκκινισμένες και οι δύο από τη χαρά τους και δεν μπορούσα να μην τις κάνω χάζι, οπότε αντί να τις διακόψω, κάθισα στο τραπέζι απλά παρατηρώντας τες. Δεν παρακολουθούσα τι έλεγαν, πάντως σε κάποια φάση η Φοίβη πάτησε μια ευτυχισμένη τσιρίδα και αφού χτύπησε παλαμάκια πήρε αγκαλιά τη Χριστιάνα και τη φίλησε πεταχτά.

«Ανδρέα!!! Ανδρέα!!!» μου φώναξε.

«Εδώ είμαι!»

«Η Χριστιάνα είχε μια υπέροχη ιδέα!»

«Για πες!»

«Στον τοίχο δίπλα από τη βιβλιοθήκη, εκεί που από κάτω θα είναι το γραφείο, να βάλω ένα κάδρο που θα έχει ακόμα πιο μικρά καδράκια και να τα γεμίσω με φωτογραφίες από την αγέλη μας! Και θα μου δώσει και φωτογραφία του Τσάρλι!!!! Και δίπλα να κρεμάσω ακόμα ένα τέτοιο κάδρο με φωτογραφίες απ’ όλη την παρέα!!!!»

«Καλά, μην κατουρηθείς κιόλας!» της είπα πειρακτικά.

«Καλά που μου το θύμισες!» είπε και έφυγε τρέχοντας προς την τουαλέτα, κάνοντας και εμένα και τη Χριστιάνα να βάλουμε τα γέλια, η Φοίβη ήταν μια ζωγραφιά! Όταν επέστρεψε στο σαλόνι τη ρώτησα αν ήθελε να πάρουμε μαζί τον υπολογιστή στο ΙΤΕ.

«Ναι μωρέ, να έχω κι εγώ κάτι να ασχοληθώ!» μας είπε. «Έχω να κάνω και την τελική εργασία στην Pascal, τηλεφωνικό κατάλογο με τα menu του και τα όλα του!»

«Ωραία, θα πάρω εγώ το monitor που είναι και το πιο βαρύ και πάρτε οι άλλες δύο τα υπόλοιπα» τους είπα. Ζαλώθηκα το κουτί με το monitor, που δεν ήταν και το πιο βολικό πράγμα και κίνησα προς το αυτοκίνητο. Η Χριστιάνα πήρε τα κουτιά με το πληκτρολόγιο και τα ηχεία και τα προγράμματα ενώ η Φοίβη πήρε το κουτί του υπολογιστή. Τα φορτώσαμε προσεκτικά στο πορτμπαγκάζ και ξεκινήσαμε.

«Δε θα πάμε ΙΤΕ;» με ρώτησε η Φοίβη όταν έστριψα στη Ναθένα.

«Θα πάμε αλλά μιας και θα έχουμε CD-Player, αμαρτία είναι να είμαστε στα μουγκά!»

«Νιιιιι» είπε χτυπώντας παλαμάκια. «Μουσική!!!!!»

Λίγη ώρα αργότερα σταμάτησα μπροστά από το σπίτι μου και κατέβηκα και γύρισα φορτωμένος με κάμποσα CD. Τα έδωσα στη Φοίβη να τα κρατάει και ξεκινήσαμε. Ούτε στην Κνωσσού ούτε στην Εθνική είχε ιδιαίτερη κίνηση, μας πήρε γύρω στα 20 λεπτά για να φτάσουμε στο ΙΤΕ. Ζαλωθήκαμε τα πράγματα και πηγαίνοντας σιγά-σιγά καταφέραμε και φτάσαμε στο εργαστήριο. Αφού χαιρετηθήκαμε και για το τυπικό πήραμε την άδεια να στήσουμε τον υπολογιστή της Φοίβης σε ένα άδειο γραφείο, τη βοηθήσαμε να ξεπακετάρει και μετά εγώ γύρισα στο workstation μου.

Έβγαλα από την τσάντα μου τα χαρτιά με τα αδρά σχεδιαγράμματα που είχα κάνει σχετικά με τις βελτιστοποιήσεις που είχα στου νου και ξεκίνησα να γράφω κώδικα.  Σήκωσα το κεφάλι μου από εκεί δύο ώρες αργότερα. Φοίβη και Χριστιάνα καθόντουσαν δίπλα-δίπλα και η Φοίβη κάτι εξηγούσε στη Χριστιάνα που κουνούσε κάθε τόσο καταφατικά το κεφάλι της.

Αποφάσισα ότι είχε έρθει ώρα για διάλειμμα και πήγα και κάθισα κι εγώ δίπλα στα κορίτσια. Η Φοίβη έδειχνε τα windows 3.1 στην Χριστιάνα ανοίγοντας παράθυρα αριστερά και δεξιά. Ο υπολογιστής της ήταν τέρας, δεν καταλάβαινε τίποτα.

«Σύνδεσες το CD player;» τη ρώτησα κάποια στιγμή.

«Ναι, το έχω συνδέσει και έχουμε δύο τρόπους να παίξουμε μουσική, μπορώ να συνδέσω τα ηχεία και στην κάρτα ήχου αλλά και στην έξοδο του CD.»

«Έχει κάποιο πρόγραμμα; Μπορείς να διαλέξεις τι θα παίξεις;»

«Αμέ, το συνοδευτικό CD έχει και πρόγραμμα για να παίξει μουσική.»

«Ωραία ωραια!» είπα και πήγα μέσα και γύρισα με ένα CD. Πάτησα το κουμπί του CD player και το πορτάκι άνοιξε. Τοποθέτησα το CD και πάτησα πάλι το eject και το τράβηξε μέσα. Η Φοίβη άνοιξε το πρόγραμμα και επέλεξε το πρώτο track και πάτησε play. Η μουσική του Hendrix πλημμύρισε το χώρο.

“There must be some kind of way outta here!”
Said the joker to the thief.
“There's too much confusion,
I can't get no relief.
Businessmen they drink my wine,
Plowmen dig my earth,
None will level on the line,
Nobody offered his word.”

«Αυτά είναι! » είπα ευχαριστημένος. «Με γεια σου καρδούλα μου!»

«Ευχαριστώ μωρουλίνι μου. Ουφ αρκετά χαζέψαμε, έχω να ξεκινήσω και την Pascal»

«Κι εγώ είμαι στη μέση» είπε η Χριστιάνα. «Υπολόγιζα ότι θα μου πάρει δυο μέρες αλλά αν συνεχίσουμε έτσι μέχρι το τέλος θα έχω τελειώσει το πρώτο μέρος. Ο Νικήτας το βράδυ θα μου έχει έτοιμο και το δεύτερο μέρος, το οποίο είναι αρκετά πιο πολύπλοκο, οπότε αντί για οργανική θα κοιτάξω να τελειώσω το πρώτο σήμερα. Εσύ πώς πας;»

«Τσακώνομαι με τον debugger» απάντησα ξερά. «Λοιπόν, επιστρέφω κι εγώ στο κλουβί μου!»

Ούτε πως κατάλαβα πως πέρασε η ώρα. Μία φορά ακόμα η Φοίβη ήρθε και μου έφερε ένα τρίτο καφέ και σχεδόν δε σήκωσα κεφάλι. Κάποια στιγμή ήρθε και με σήκωσε με το ζόρι.

«Σήκω, έχει πάει 19:30. Δεν πεινάς;»

«Τώρα που το λες… αλλά δώσε μου πέντε λεπτάκια ακόμα!»

«Αυτό μου είπες και στις 19:00, και έξι πεντάλεπτα αργότερα ζητάς και έβδομο. Η αίτησή σας απορρίπτεται, τους ζυγούς λύσατε!»

«Αυτό λέγεται καταπίεση!»

«Καλά σου κάνω! Κλείσε τον υπολογιστή, τώρα!»

«Εντάξει εντάξει!» είπα υποχωρώντας. «Ορίστε, έσωσα το αρχείο και έκανα log-out!» Σηκώθηκα από το γραφείο και βγήκα έξω. «Πού είναι Νικήτας;»

«Έχει φύγει εδώ και ένα δίωρο!»

«Χριστιάνα τελείωσες;»

«Ένα έχω να σου πω, εδώ και μια ώρα διαβάζω οργανική-ΙΙ, δε σε σώζει τίποτα!»

«Άργησα λίγο, ε;» ρώτησα αθώα για να πάρω απάντηση κάτι σε ΜΧΡΜΦΧΦΓΚΡΡ και από τις δυο. Φρονίμως ποιών το βούλωσα και δεν είπα τίποτα. Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και είκοσι λεπτά αργότερα ήμασταν στο σπίτι της Φοίβης.

«Μπορείς να με πας σπίτι μου να κάνω ένα γρήγορο ντουζάκι;» με ρώτησε η Χριστιάνα. «Δε χρειάζεται να με περιμένεις, θα κατέβω με το μηχανάκι.»

«Και το ρωτάς;»

«Εγώ κατεβαίνω, πάω να ξεκινήσω την προετοιμασία του φαγητού!» είπε η Φοίβη και κατέβηκε από το αυτοκίνητο. «Ντύσου απλά και άνετα» τη διέταξε με ύφος drill sergeant.

«Δηλαδή;» τη ρώτησε η Χριστιάνα.

«Βάλε καμιά φόρμα να είσαι άνετα, δεν είναι επίσημο δείπνο!» της δήλωσε.

«Μάλιστα» της απάντησε και βγήκε έξω και κάθισε στο μπροστινό κάθισμα και με το που δέθηκε ξεκινήσαμε. Σε πέντε λεπτά ήμουν και πάλι πίσω. Με το Σίμπα κατά πόδας μπήκα στο σπίτι της Φοίβης.

«Θες καμιά βοήθεια μωρό μου;»

«Όχι μωρουλίνι μου, κάνε μου απλά παρεούλα!» Πρώτα πήγα και την αγκάλιασα όπως ήταν πάνω από τις κατσαρόλες και της έδωσα ένα φιλάκι στο σβέρκο και μετά κάθισα στο τραπέζι.

«Για πες, πώς σου φάνηκε ο καινούργιος υπολογιστής;»

«Αχ, είναι τέλειος» μου απάντησε. «Όταν έκανα το πρώτο compile με το που πάτησα το enter με έβγαλε πάλι στο command prompt, νόμιζα ότι είχε error αλλά αυτό είχε κάνει compile αστραπιαία! Που το μισό λεπτό που περίμενα στα χρέπια της Γ. Και έχω και τα windows και το office. Και έχει και πασιέντζα!»

«Μπράβο μωρό μου. Ουφ, έπηξα σήμερα.»

«Ναι μωρέ Ανδρέα, δεν σήκωσες κεφάλι. Δεν κάνει καλό να κάθεσαι τόση ώρα χωρίς ούτε ένα διάλειμμα!»

«Έχεις δίκιο μωρό μου, απλά απορροφήθηκα τελείως. Πάντως νομίζω ότι είμαι σε καλό δρόμο, μου πετάει κάποια σκόρπια errors και κάποιες φορές χάνει το συγχρονισμό αλλά θα το λύσω, που θα πάει. Υπάρχει πάντως μεγάλη βελτίωση στην ταχύτητα και παίρνει και άλλο!»

«Μπράβο μωρό μου» μου απάντησε. Συνεχίσαμε την περί ανέμων και υδάτων κουβέντα για κανένα δεκάλεπτο ακόμα και τότε ήρθε η Χριστιάνα.

«Με τα πόδια ήρθες;»

«Όχι, με το μηχανάκι! Αφού σας είπα!»

«Και που είναι το μηχανάκι;»

«Έξω, που θες να είναι;»

«Πήγαινε φέρ’το μέσα παιδάκι μου» τη μάλωσα.

«Κι ο Σίμπα;»

«Ο Σίμπα και ορθάνοιχτη να του αφήσεις την πόρτα δεν βγαίνει έξω. Allez!»

«Ουφ καλά» απάντησε και ένα λεπτό αργότερα γύρισε με το μηχανάκι. Ο Σίμπα πήγε και το μύρισε και του έριξε και ένα κατούρημα στη ρόδα. «Βρε σίχαμα, τι είναι αυτά που κάνεις;» τον ψευτομάλλωσε η Χριστιάνα και εκείνος της κούνησε ευτυχισμένος την ουρά του. Μετά ξάπλωσε δίπλα από το μηχανάκι και ρίχνοντας ένα βαρύ αναστεναγμό, έκλεισε τα μάτια και το έριξε στον ύπνο.

Μιας και το φαγητό ήταν στις κατσαρόλες του ήδη και γινόταν και δε χρειαζόταν άλλη επιτήρηση, η Φοίβη μας δήλωσε ότι θα πάει να κάνει ένα γρήγορο ντουζάκι. Πράγματι μπήκε στο μπάνιο και ούτε δέκα λεπτά αργότερα βγήκε τυλιγμένη με το μπουρνούζι της και πήγε στο δωμάτιό της. Μ’ αρέσει που ξαφνικά μας είχαν πιάσει οι ντροπές μας ενώ χθες είχαμε βγάλει τα μάτια μας με όλους τους τρόπους και είχαμε κοιμηθεί και οι τρεις γυμνοί στο ίδιο κρεββάτι.

Η Φοίβη γύρισε μετά από λίγο φορώντας φόρμα αλλά από πάνω την είχε ξεκούμπωτη και από μέσα φορούσε ένα αρκετά προκλητικό φανελάκι και χωρίς σουτιέν αν κρίνω από τις πετρωμένες ρώγες της οι οποίες διαγράφονταν ξεκάθαρα, το κορίτσι είχε ορέξεις! Η Χριστιάνα την είδε πάντως και ξεροκατάπιε και εγώ αποφάσισα να τις αφήσω λίγο μόνες.

«Λοιπόν, πάω να κάνω κι εγώ ένα ντουζάκι και να αλλάξω τους είπα.» Μπήκα στο μπάνιο με σκοπό να κάνω ένα γρήγορο ντουζ αλλά ήταν τόσο υπέροχη η αίσθηση του καυτού νερού πάνω μου, που κάθισα πάνω από δέκα λεπτά και έλουσα και τα μαλλιά μου ενώ στην αρχή σκόπευα απλά να κάνω ένα χέρι μόνο το σώμα μου.

Για να μη χρειάζεται να τρέχω κι εγώ μέσα με τα μπουρνούζια είχα πάρει τη φόρμα που θα φορούσα μαζί μου και έτσι όταν στέγνωσα τελείως, ντύθηκα και βγήκα έξω.  Τα κορίτσια ήταν ακόμα στο τραπέζι και χαχανίζανε, ίσως να είχα παρεξηγήσει τις προθέσεις της Φοίβης ή ίσως είχε κρίνει ότι δεν ήταν ακόμα η ώρα και δεν υπήρχε από κανέναν αμφιβολία για το ποιος ήταν ο ηγέτης της  αυτής της ιδιότυπης τριάδας. «Έχασα τίποτα;»

«Μπα, χαζομάρες λέγαμε» απάντησε η Φοίβη. Χωρίς να απαντήσω πήγα από πίσω της και άρχισα να την τρίβω απαλά στο σβέρκο και στους ώμους.

«Ααααχ, μωρό μου… ααααχ» είπε η Φοίβη με φανερή απόλαυση ενώ εγώ συνέχισα να την τρίβω και στην πλάτη και στα χέρια για κανένα δεκάλεπτο ακόμα.

«Χριστιάνα, θες να σου κάνω κι εσένα ένα μασαζάκι;»

«Αμέ!» μου απάντησε χωρίς δισταγμό, η αλήθεια είναι ότι δεν το περίμενα. Πραγματικά είχε αρχίσει να νιώθει περισσότερη οικειότητα μαζί μου. Πήγα από πίσω της και άρχισα να την τρίβω και εκείνη απαλά και την ένιωσα να λιώνει κάτω από τα χέρια μου.

«Σ’ αρέσει;» τη ρώτησα. Αντί απάντησης άρχισε να κάνει σα γάτα που χουρχουρίζει κάνοντάς μας να βάλουμε τα γέλια. Την περιποιήθηκα και εκείνη κανένα δεκάλεπτο τρίβοντάς την καλά-καλά σε ώμους, σβέρκο, χέρια και πλάτη. Σταμάτησα και γύρισα προς τη Φοίβη.

«Μωρό μου, πόση ώρα θέλει ακόμα το φαγητό;»

«Καμιά ώρα ακόμα το κρέας και μετά κανένα 20λεπτο οι χυλοπίτες, πείνασες;»

«Όχι, ήθελα να δω αν έχω ώρα!»

«Για ποιο πράγμα;»

«Foot massage!» της είπα και η Φοίβη χτύπησε παλαμάκια ενθουσιασμένη.

«Νιιιιιι! Foot massage!» είπε.

«Λοιπόν, πηγαίνετε και καθίστε και οι δύο στον καναπέ» τους είπα. Μέχρι να το κάνουν πήγα στο αποθηκάκι που ήταν πίσω από το υπνοδωμάτιο και έφερα τις δύο λεκάνες, βέβαια η μία ήταν μεγάλη αλλά τι να κάνω; Όπως και να έχει πήγα στο μπάνιο και τις γέμισα και τις δύο με ζεστό νερό. Πήγα στον καναπέ και πήρα στα χέρια μου πρώτα τα πόδια της Φοίβης. Της έβγαλα τα σνίκερς και τις κάλτσες που φορούσε και σήκωσα τη φόρμα της μέχρι το γόνατο.

Έτριψα απαλά για λίγη ώρα τα πόδια της και μετά την έβαλα να κάτσει βουτώντας τα πόδια της μέσα στη λεκάνη. Γύρισα προς την Χριστιάνα και έκανα ακριβώς το ίδιο, πρώτα της έλυσα το παπούτσι και της έβγαλα αργά—σχεδόν ερωτικά—τις κάλτσες και αφού την έτριψα και εκείνη για λίγο και της σήκωσα τη φόρμα μέχρι τα γόνατα την έβαλα να κάτσει και εκείνη με τα πόδια μέσα.

Γύρισα στο μπάνιο και πήρα το απαλό σφουγγάρι, το αφρόλουτρο και τον τρίφτη ποδιών. Πρώτα άνοιξα το φως της εξώπορτας και μετά έκλεισα τα φώτα στο σαλόνι οπότε σε συνδυασμό με τις κουρτίνες να μη φαινόμαστε απ’ έξω. Επειδή ήταν αρκετά σκοτεινά, πήγα και άναψα το φωτισμό της βιβλιοθήκης και ρύθμισα το ροοστάτη ώστε να είναι απαλός. Έπειτα γύρισα μπροστά από τον καναπέ στον οποίον κάθονταν τα κορίτσια και, αφού έβαλα ένα μαξιλάρι στο πάτωμα, κάθισα οκλαδόν μπροστά από τη Φοίβη. Βούτηξα το σφουγγάρι στο νερό για να βραχεί καλά και του έριξα λίγο αφρόλουτρο.

Μετά πήρα το αριστερό της πόδι στα χέρια μου και άρχισα να το τρίβω απαλά με το σφουγγάρι, στη φτέρνα, στην πατούσα, ανάμεσα στα δάχτυλα και μετά στην καμάρα, χωρίς να αφήσω εκατοστό απεριποίητο. Της ακούμπησα το πόδι πάλι στη λεκάνη και μετά έπιασα το δεξί της πόδι και επανέλαβα τη διαδικασία. Η όλη διαδικασία με είχε καυλώσει απίστευτα και με έκανε να νιώθω μια γλυκιά υπερένταση.

Όταν πήρα το δεξί πόδι της Χριστιάνας και άρχισα να το τρίβω απαλά η τελευταία δεν κατόρθωσε να κρύψει ένα ηδονικό αναστεναγμό. Αυτό κάπως τρίγκαρε τη Φοίβη που γύρισε προς τη Χριστιάνα και άρχισε να τη φιλάει παθιασμένα ενώ το χέρι της άρχισε απαλά να μαλάζει πάνω από τη φόρμα τα στήθη της δεύτερης που είχε κυριολεκτικά αρχίσει να λιώνει. Χωρίς δισταγμό η Φοίβη κατέβασε το φερμουάρ της φόρμας της Χριστιάνας και σηκώνοντάς το σουτιέν της τελευταίας προς τα πάνω τα χούφτωσε καλά-καλά και πάλι, πριν σκύψει και αρχίσει να της πιπιλάει τις ρώγες.

Μιας και δεν είχα αρχίσει ακόμα το σαπούνισμα του ποδιού της Χριστιάνας, το έφερα στο στόμα μου και άρχισα να πιπιλάω απαλά τα δάχτυλά της, ενώ το χέρι μου ακόμα της έτριβε την πατούσα. Πήρα όσο χωρούσε μέσα μου το πόδι της στο στόμα μου και άρχισα να το δαγκώνω απαλά και να το ρουφάω ενώ η Φοίβη ρουφούσε και δάγκωνε τις ρώγες του δεξιού στήθους της Χριστιάνας ενώ το με το άλλο χέρι της μάλαζε με δύναμη το αριστερό. Άφησα το δεξί πόδι της Χριστιάνας και επανέλαβα με το αριστερό. Είχα καυλώσει τέρμα, τον ένιωθα να κοντεύει να σπάσει.

Πήρα την πετσέτα που είχα φέρει μαζί μου και στέγνωσα καλά-καλά τα πόδια, πρώτα της Χριστιάνας και μετά της Φοίβης. Εκείνες όπως ήταν βυθισμένες στο ερωτικό τους παιχνίδι, σχεδόν δεν το πήραν χαμπάρι. Ήταν και οι δύο γυμνές από πάνω και φιλιόντουσαν και χούφτωναν η μία την άλλη με πάθος. Όταν τους πρότεινα να πάμε να συνεχίσουμε μέσα, ακολούθησαν χωρίς δισταγμό. Η Φοίβη στο δωμάτιό της έχει δύο ημίδιπλα κρεββάτια, στο ένα κοιμόμασταν και το άλλο δεν το χρησιμοποιούσαμε ποτέ, εκτός από τις φορές που πετάγαμε πάνω του τα ρούχα μας πριν ορμίσουμε ο ένας στον άλλον.

Άφησα τα κορίτσια να πάνε στο κρεββάτι που κοιμόμαστε και κάθισα στο απέναντι κρεββάτι να χαζέψω το θέαμα. Πρέπει να με είχαν ευλογήσει όλες οι θεότητες όλων των θρησκειών του κόσμου, δεν μπορούσε να εξηγηθεί αλλιώς αυτό που ζούσα. Άρχισα να τον παίζω ενώ τα κορίτσια έκαναν 69, με τη Χριστιάνα ξαπλωμένη από κάτω και τη Φοίβη από πάνω. Τον έπαιζα πολύ αργά γιατί αν αύξανα ταχύτητα και στο παραμικρό δε νομίζω ότι θα μπορούσα να συγκρατηθώ ούτε μερικά δευτερόλεπτα, πόσο μάλλον ακούγοντας τους πνιχτούς ήχους και το αγκομαχητό των κοριτσιών καθώς πρόσφεραν ηδονή η μία στην άλλη.

Παρά το γεγονός ότι θα ήθελα να μπω κι εγώ στο μουνάκι ή το κωλαράκι της Φοίβης—και μην λέω ψέματα, και της Χριστιάνας παρόλο που ήξερα ότι γι’ αυτό δεν υπήρχε καμία περίπτωση—τις άφησα να περιποιηθούν η μία την άλλη χωρίς να τις διακόψω. Εκείνες σταμάτησαν το 69 και η Φοίβη κάθισε πάνω στη Χριστιάνα και άρχισαν να τρίβονται δυνατά με τη Φοίβη να έχει γείρει το κεφάλι της πίσω και τη Χριστιάνα να της χουφτώνει και τα δύο στήθη με δύναμη.

«Πιο δυνατά!» διέταξε η Φοίβη. «Πιο δυνατά!» και η Χριστιάνα υπάκουσε και έσφιξε ακόμα περισσότερο τα στήθη της πρώτης ενώ ταυτόχρονα τσιμπούσε τις ρώγες της  με τον αντίχειρα και το δείκτη. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ κι άλλο… κι άλλο!!!» είπε πνιχτά η Φοίβη.

«ΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜ» έκανε με τη σειρά της και η Χριστιάνα, είχαν αρχίσει και οι δυο τους να ανεβάζουν ένταση και δεν ήμασταν για τέτοια. Σταμάτησα να τον κάνω λάστιχο και έβαλα στα γρήγορα την πρώτη κασέτα που βρήκα στο συρτάρι του κομοδίνου και πάτησα play. Ομολογώ ότι η μουσική δεν ταίριαζε με την περίσταση αλλά στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι. Αν η Χριστιάνα δεν ήξερε τα—ομολογουμένως περίεργα για την ηλικία της—μουσικά γούστα της Φοίβης θα το μάθαινε σήμερα.

Κάτω στης μαργαρίτας τ’ αλωνάκι
Στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα
Ιδρώνει ο ήλιος τρέμει, τρέμει, τρέμει το νερό
Στάχια ψηλά λυγίζουνε στο μελαμψό ουρανό.

Πέρα μέσα στα χρυσά νταριά
κοιμούνται αγοροκόριτσα
Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά
Στα δόντια τους ο ήλιος σπαρταράει

Σε κάθε περίπτωση ο σκοπός επετεύχθη, η φωνή της Κοχ κάλυψε τις κραυγές τους. Και μεταξύ μας ένιωθα βαθιά μέσα μου ότι η δεύτερη στροφή, γεμάτη ωμό, πρωτόγονο ερωτισμό, ταίριαζε σε αυτό που βιώναμε τον τελευταίο καιρό. Πέσανε και οι δύο ξέπνοες στο κρεββάτι οπότε κι εγώ πάτησα στοπ.

«Συγνώμη για την παράταιρη μουσική υπόκρουση αλλά είχατε αρχίσει να ακούγεστε» τους είπα απολογητικά.

«Μα κι εσύ Κοχ βρήκες να βάλεις βρε Ανδρέα;» με ρώτησε η Φοίβη.

«Πήρα την πρώτη κασέτα που βρήκα στην τύχη, τι να κάνω;»

«Ήταν λίγο άκυρη η μουσική» είπε η Χριστιάνα. «Μη με παρεξηγείς, δεν ήταν άσχημη, απλά δεν ταίριαζε» είπε απολογητικά στη Φοίβη.

«Κορίτσια, σας άρεσε το foot massage;»

«Εσύ τι λες» μου απάντησε η Φοίβη ενώ η Χριστιάνα χαχάνισε. Αν είχα καμία αμφιβολία για το κατά πόσο ένιωθε άνετα η τελευταία στην παρουσία μου, πλέον εξαφανίστηκε. Ούσα τελείως γυμνή –έστω και κάτω από τον απαλό φωτισμό—δεν έκανε καμία κίνηση να κρύψει τη γύμνια της. «Πήγαινε σε παρακαλώ να ανάψεις το θερμοσίφωνα μωρό μου, δε νομίζω ότι το νερό θα φτάσει» μου ζήτησε.

«Πάω καρδούλα μου» της είπα και πετάχτηκα μέσα και άνοιξα το θερμοσίφωνα. Γύρισα πίσω και η Φοίβη μου έκανε νόημα να πάω κι εγώ στο κρεββάτι τους και να κάτσω στη μέση. Ένιωσα πολύ άβολα—είναι η αλήθεια—καθώς μην έχοντας εκτονωθεί ο πρόεδρος είχε υψωθεί σαν κατάρτι αλλά κατάφερα να το παίξω άνετος. Κάθισα στη μέση και τα δύο κορίτσια χώθηκαν στην αγκαλιά μου και όταν έγινε αυτό ένας Θεός μόνο ξέρει πως δεν έχυσα αυτεπάγγελτα.

«Χάιδεψέ με» είπε η Χριστιάνα.

«Ο… ορίστε;» ρώτησα απορημένος.

«Χάιδεψέ με» μου είπε ξανά και τότε η Φοίβη κατέβηκε προς τα κάτω και με πήρε στο  στόμα της. Μου ανταπέδιδαν με κάποιο τρόπο το δωράκι που τους είχα κάνει και όσο και αν έλεγα ότι δεν είναι “tit-for-tat” δεν έφερα καμία αντίρρηση, άλλωστε δεν τους το ζήτησα εγώ, εκείνες μόνες τους αποφάσισαν να μου το προσφέρουν.

Χούφτωσα απαλά το στήθος της Χριστιάνας και άρχισα να το μαλάζω προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω τη γλώσσα του σώματός της. Αν έδειχνε την παραμικρή δυσφορία θα το έκοβα επί τόπου, όσο και αν με καύλωνε αυτό που κάναμε, υπήρχαν κάποια όρια που δεν ήμουν διατεθειμένος να τα περάσω, όχι τουλάχιστον αν ήθελα να μπορώ να κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη χωρίς να θέλω να τον φτύσω.

Θα μου πεις όταν έπαιρνα από πίσω τη Φοίβη—και κάποιες φορές το έκανα αρκετά… χμμμ… όχι ακριβώς βίαια… έντονα ας πούμε, δεν την πονούσα; Δεν της προκαλούσα δυσφορία; Βέβαια πάντα τη ρωτούσα και πάντα μου έλεγε να συνεχίσω αλλά στην αρχή τουλάχιστον υπήρχε δυσφορία. Η διαφορά ήταν ότι με τη Χριστιάνα δεν νομίζω ότι η δυσφορία θα μετατρεπόταν σε ευχαρίστηση.

Οποιαδήποτε σκέψη κόπηκε μαχαίρι καθώς η Χριστιάνα με φίλησε στο στόμα βάζοντας γλώσσα. Δεν ξέρω αν το έκανε για μένα ή για τη Φοίβη, πάντως δεν έδειξε δυσφορία οπότε σταμάτησα να το σκέφτομαι και αφέθηκαν να το απολαύσω. Από τη στιγμή που σταμάτησα να ανησυχώ για τη Χριστιάνα, με τα χέρια μου να χουφτώνουν και να μαλάζουν τα στήθη της ενώ η γλώσσες μας χάιδευαν η μία την άλλη και με τη Φοίβη να μου προσφέρει περιποίηση με το στόμα της, δε μου πήρε ούτε μερικά λεπτά για να φτάσω το σημείο της μη επιστροφής.

Κοκκαλώνοντας ολόκληρος και σφίγγοντας το στήθος της Χριστιάνας άδειασα με ηδονικούς σπασμούς μέσα στο στόμα της Φοίβης μου η οποία με το στόμα της με στράγγιζε ρουφώντας, καταπίνοντας και πιπιλώντας ενώ με τα χέρια της μου μάλαζε τα μπαλάκια κάνοντάς με να δω το Θεό. Όταν τέλειωσε και αφού κατάπιε για τελευταία φορά, ανέβηκε και χώθηκε στην αγκαλιά μου ενώ το ίδιο έκανε και η Χριστιάνα από την άλλη μεριά.

«Δε σε ρωτάω αν σου άρεσε, παραλίγο να με πνίξεις!» μου είπε η Φοίβη χαμογελώντας.

«Σας ευχαριστώ» είπα και στις δύο.

«Φιλάς πολύ όμορφα!» μου είπε η Χριστιάνα.

«Χμμμ…» μουρμούρισε η Φοίβη.

«Αλλά όχι σαν τη Φοίβη!» βιάστηκε να συμπληρώσει κάνοντας εμένα αυτή τη φορά να χαχανίσω.

«Χριστιάνα με τα κίτρινα ποιον αγαπάς καλύτερα, ποιον αγαπάς καλύτερα τη Φοίβη σου ή το γείτονα!» άρχισα να τραγουδάω κάνοντάς και τις δύο να γελάσουν.

«Δε φοράω κίτρινα!» μας δήλωσε και σηκώθηκε πάνω από το στέρνο μου και φίλησε τη Φοίβη που ανταπέδωσε κάνοντας τον πρόεδρο να πεταχτεί πάλι σούζα.

«Ψιτ, παραγνωριστήκαμε!» είπε η Φοίβη απευθυνόμενη προς το όργανό μου.

«Χριστιάνα, να σε ρωτήσω κάτι;»

“Shoot” μου απάντησε μονολεκτικά.

«Τι νιώθεις όταν σε φιλάω; Τι νιώθεις όταν σε χαϊδεύω;»

«Αν με ρωτάς αν αισθάνομαι άσχημα, η απάντηση είναι όχι. Δεν αισθάνομαι άσχημα.»

«Μα… εσύ… εννοώ ότι σου αρέσουν μόνο οι γυναίκες… πώς… Εννοώ ρε παιδί μου, εγώ δε θα αισθανόμουν καλά να φιλούσα ή να με χούφτωνε ένας άνδρας.»

«Δεν ξέρω πως να το περιγράψω… ή μάλλον ξέρω. Η Φοίβη δρα ως καταλύτης.»

“Now, this is an interesting analogy” είπα εντυπωσιασμένος. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι αλλά η αναλογία που έκανε η Χριστιάνα ήταν TO THE POINT. Όπως οι καταλύτες βοηθάνε με την παρουσία τους να γίνουν χημικές αντιδράσεις μεταξύ ενώσεων που δε θα αντιδρούσαν ποτέ μεταξύ τους, έτσι και η παρουσία της Φοίβης δρούσε ακριβώς με τον ίδιο αναλογικά τρόπο, ως ερωτικός καταλύτης.

«Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι!» ομολόγησε και η Φοίβη από τη μεριά της. «Εξαιρετική αναλογία!»

«Με την εξαίρεση ότι ο εν λόγω καταλύτης αντιδρά άψογα και με τις δύο ενώσεις, ενώ συνήθως οι καταλύτες κάνουν τις πάπιες!»

«Όχι παίζουμε! Περιμένατε κάτι λιγότερο από μένα;» μας ρώτησε.

«Να μας ταΐσεις!» της είπα πειρακτικά.

«Είναι και αυτό… άντε, σηκωθείτε, πάμε μέσα!» είπε και όσον αφορά εμένα μπορεί να είχα ακόμα ορεξούλες αλλά είχα λυσσάξει και στην πείνα.

 Πιθανότατα και τα κορίτσια το ίδιο. Με τις ερωτικές μας περιπτύξεις κόντευε να περάσει η ώρα, το κρέας ήταν σχεδόν έτοιμο. Στο μεταξύ η Φοίβη έφτιαξε και τις χυλοπίτες και είκοσι λεπτά αργότερα—που μου φάνηκαν αιώνας, να τα λέμε αυτά—το φαγητό ήταν έτοιμο. Εδώ που τα λέμε δεν ήμουν ο μόνος που είχε λυσσάξει, αν κρίνω με τι όρεξη έφαγαν το φαγητό και οι δυο τους και όχι μόνο αυτό: Με συνόδεψαν και στο δεύτερο πιάτο, για την ακρίβεια εγώ έφαγα ακόμα μία μερίδα, έστω και μικρότερη, ενώ τα κορίτσια μοιράστηκαν και αυτά μια μερίδα μεταξύ τους. Βάλε και το ένα μπουκάλι μπύρα που ήπιαμε ο καθένας μας, δεν ήταν παράλογο που στο τέλος ξαπλώσαμε πίσω στις καρέκλες σα χορτασμένοι βόες. Η Χριστιάνα έκανε να σηκωθεί να πάει στο παράθυρο να ανάψει ένα τσιγάρο αλλά τη σταμάτησε η Φοίβη.

«Άνοιξε το παράθυρο λίγο και έλα κάτσε εδώ, μην στέκεσαι όρθια!»

«Σίγουρα, δε σας ενοχλεί;» ρώτησε η Χριστιάνα.

«Τι να σε κάνουμε που σε αγαπάμε;» της είπε η Φοίβη. «Έλα, μη στέκεσαι μόνη στην άκρη σαν τον ψωριάρη!»

«Ουφ, σας ευχαριστώ» είπε η Χριστιάνα, ωστόσο κάθισε στην άλλη άκρη του τραπεζιού, σχετικά μακριά μας ώστε να μη μας ενοχλεί με τον καπνό. Άναψε το τσιγάρο της και τράβηξε ηδονικά μια τζούρα. «Πρέπει να το κόψω κάποια στιγμή το ρημάδι, αλλά είναι απόλαυση!» μας δήλωσε.

«Αλήθεια, από πότε καπνίζεις;»

«Από τα 16 μου»

«Η Κατερίνα στο κόλλησε;» τη ρώτησα ξανά.

«Όχι, η Κατερίνα το ξεκίνησε αργότερα, στο πανεπιστήμιο και πριν ρωτήσεις, όχι δεν την κόλλησα εγώ!»

«Και πώς το ξεκίνησες;»

«Κάπνιζε ο Άλκης… ξέρεις… ο… ο…Τέλος πάντων, in retrospect η νευρικότητα και το πόσο χάλια ένιωθα όταν… ξέρετε… θα έπρεπε να με είχαν κάνει να βάλω τα πόδια στην πλάτη αλλά ήθελα να αποδείξω στον εαυτό μου ότι είμαι φυσιολογική.»

«Είσαι φυσιολογική, τι είναι αυτά που λες ρε Χριστιάνα;» της είπα φουντωμένος. Η Φοίβη δε μιλούσε.

«Δε μου ήταν εύκολο…Τέλος πάντων, στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα. Πάντως ακόμα και με τον Άλκη δεν ήταν όλα χάλια… εννοώ… μπορεί οι πράξεις καθαυτές να μη μου άρεσαν αλλά μου άρεσε που το ευχαριστιόταν.»

«Και αυτό ήταν αρκετό;» τη ρώτησα με φανερή απορία.

«Όχι, δεν ήταν αρκετό αλλά το έκανε ανεχτό, σε ένα βαθμό τουλάχιστον.»

«Εντάξει… αυτό το καταλαβαίνω κάπου… εννοώ καμιά φορά η Φοίβη στη λύσσα της με νυχιάζει αρκετά βαθιά και παρόλο που πονάει μ’ αρέσει γιατί το ευχαριστιέται το κορίτσι μου. Φαντάζομαι με τον ίδιο τρόπο που της αρέσει όταν της ρίχνω εγώ σφαλιάρες στα πισινά.»

«Δεν είναι ακριβώς το ίδιο» παρατήρησε η Φοίβη. «Εννοώ ότι οι σφαλιάρες στα πισινά μ’ αρέσουν έτσι κι αλλιώς και απλά ταιριάζουμε στο ότι σου αρέσει κι εσένα να τις ρίχνεις.»

«Εσύ γιατί κοκκίνησες;» ρώτησα την Χριστιάνα.

«Γιατί και εκείνης της αρέσει να τις τρώει στα πισινά!» απάντησε για λογαριασμό της η Φοίβη κάνοντάς τη Χριστιάνα να γίνει ακόμα πιο κόκκινη.

«Σε λάθος μέρος κοκκίνησες» την πείραξα και κέρδισα το γέλιο και των δυο τους.

«Ουφ, ποιος βγαίνει έξω τώρα» είπε με απόγνωση η Χριστιάνα.

«Γιατί δεν κάθεσαι εδώ βρε χαζούλα;» τη ρώτησε η Φοίβη.

«Ε όχι… δε θέλω να σας φορτωθώ!»

«Δε μου λες; Θέλεις να με νευριάσεις τώρα;» απάντησε η Φοίβη. «Δηλαδή εμείς χθες σου φορτωθήκαμε;»

«Όχι… όχι βέβαια!» απάντησε δαγκωμένη η Χριστιάνα.

«Τότε μη σε ξανακούσω να το πεις αυτό το πράγμα» επέμεινε η Φοίβη αυστηρά.

«Μάλιστα… συγνώμη!»

«Έτσι μπράβο.»

«Είσαι χαζούλα» είπα εγώ πιο τρυφερά στη Χριστιάνα.

«Είμαι» απάντησε εκείνη φανερά στεναχωρημένη.

«Έλα, λήξη!» είπε ξανά η Φοίβη και σηκώθηκε και πήγε στη Χριστιάνα και τη χάιδεψε απαλά. Η Χριστιάνα τρίφτηκε πάνω της σα γατάκι.

«Τσούπρες; Έχετε όρεξη να βγάλουμε μια βόλτα τον Σίμπα, να περπατήσουμε και λίγο για να ξεφουσκώσουμε;»

«Αμέ!» απάντησαν και οι δυο τους. Αφήσαμε τα πιάτα στο νεροχύτη για να τα πλύνουμε αργότερα και βγήκαμε έξω όπου ο Σίμπα εκτελούσε χρέη χαλιού. Για πότε πετάχτηκε ο μούργος πάνω όταν του είπαμε τη λέξη «βόλτα» δεν λέγεται.

Με εμένα να κρατάω το Σίμπα και τα κορίτσια αριστερά μου βγήκαμε στο δρόμο και ανηφορήσαμε προς το πανεπιστήμιο. Περπατήσαμε σιγά-σιγά, φτάσαμε στα άσπρα κτήρια και μετά πήραμε το δρόμο από πίσω και φτάσαμε μέχρι τη γειτονιά μου και μετά επιστρέψαμε από την πίσω πλευρά, πάλι στα άσπρα κτήρια. Εκεί ο Σίμπα έκανε τη γνωριμία και με τη Μπέλλα, μια κοπροσκυλίτσα που είχε υιοθετήσει το πανεπιστήμιο, η οποία παρά το γεγονός ότι ήταν δεν ήταν το ένα τρίτο του Σίμπα και σε αντίθεση με τα υπόλοιπα σκυλιά που βλέπαμε στο δρόμο, δεν έκοψε ρόδα μυρωμένα. Ο Σίμπα κόντεψε να χεστεί από τη χαρά του όταν η Μπέλλα  τον άφησε να τη μυρίσει χωρίς να το βάλει στα πόδια.

Δε μας έκανε καρδιά να γυρίσουμε πίσω έχοντας Σίμπα και Μπέλλα  να κάνουν χαρούλες ο ένας στην άλλη και έτσι κάναμε ακόμα ένα γύρο όλου του πανεπιστημίου, μέχρι που η λαίδη αποφάσισε πως αρκετό PR έκανε για μια μέρα και αφού τη χάιδεψαν τα κορίτσια έφυγε προς το κυλικείο. Ο Σίμπα έκανε να με τραβήξει δυνατά και του πάτησα ένα γερό γκάζι και με κατεβασμένα αφτιά και κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία μας ακολούθησε στην επιστροφή χωρίς να χρειαστεί να τον τραβάω.

Πρέπει να είχαμε περπατήσει πάνω από μία ώρα όταν επιστρέψαμε σπίτι. Η Φοίβη έβαλε στην αγέλη να φάει και για πρώτη φορά είδα το Σίμπα να πέφτει σε βαθιά περισυλλογή και να μην ορμάει με τη μία στο φαγητό. Πότε πρόλαβε και ερωτεύτηκε ο κόπρος; Βέβαια πέντε λεπτά αργότερα αποφάσισε ότι αρκετά οι έρωτες για σήμερα και ρίχτηκε στην κατσαρόλα με τις κροκέτες σα να μην υπήρχε αύριο. Στο μεταξύ εγώ και η Χριστιάνα πλύναμε και σκουπίσαμε τα πιάτα και όταν τελειώσαμε καθίσαμε πάλι στο τραπέζι.

«Είστε για μια αγωνία;»

«Έχω μια καλύτερη ιδέα!» είπε η Φοίβη. «Πάμε να κάνουμε ένα ντουζάκι και οι τρεις μαζί!» είπε κάνοντας και εμένα και τη Χριστιάνα να ξεροκαταπιούμε. «Έλα δε θέλω ντροπές, τόσα έχουμε κάνει από χθες! Allez»

Όταν σου χαρίζουν γάιδαρο δεν τον κοιτάς στα δόντια, αυτό έχω να πω.

 Βάλαμε το τηλέφωνο στη θέση του ντουζ και ανοίξαμε το νερό. Ήταν η ΑΠΟΛΥΤΗ νιρβάνα, τα γυμνά μας κορμιά αλλάζανε συνεχώς θέσεις και πότε εγώ ήμουν στη μέση, πότε η Φοίβη ήταν στη μέση και πότε η Χριστιάνα. Βέβαια εγώ είχα και ένα μαρτζαφλάρι που εξείχε αλλά αυτό δεν ενοχλούσε καμιά από τις δυο τους, ίσα ίσα που τις έκανε να χαχανίζουν.

Ειδικά όταν ήμουν στη μέση και ένιωθα τα γυμνά στήθη των κοριτσιών να πιέζουν το στέρνο και την πλάτη μου ένιωθα ότι θα μείνω από την καύλα. Τα κορίτσια χουφτώνονταν αβέρτα μεταξύ τους και το ίδιο έκανα κι εγώ, ήταν η πρώτη φορά που χούφτωσα το μουνάκι και το κωλαράκι της Χριστιάνας. Το χάδι μου δεν την ενόχλησε αλλά η αλήθεια είναι ότι δε μου ανταπέδωσε το χούφτωμα, μόνο η Φοίβη με χούφτωνε.

Νόμιζα ότι τα είχα δει όλα μέχρι που βάλαμε τη Χριστιάνα στη μέση και άρχισε να τη γλείφει η Φοίβη μπροστά ενώ εγώ από πίσω της της έγλειφα το σβέρκο και της χούφτωνα τα στήθη. Χαμήλωσα κι εγώ και άρχισα να της γλείφω την πίσω τρυπούλα ενώ ο Φοίβη της έκανε στοματικό και η Χριστιάνα τα είδε όλα. Δάγκωσε το χέρι της για να μην ακουστεί μέχρι …τα Χανιά αλλά ακόμα και έτσι δεν μπόρεσε να καλύψει τελείως τα βογγητά της.

 Χωρίς να τη ρωτήσουμε αλλάξαμε θέσεις και άρχισα εγώ να της κάνω στοματικό ενώ η Φοίβη ήταν όρθια πίσω της και με το ένα χέρι τη χούφτωνε στο στήθος ενώ το άλλο το είχε χώσει μέσα στο κωλαράκι της Χριστιάνας και τη γαμούσε με αυτό. Συνεχίστηκε αυτό για μερικά λεπτά και τότε η Χριστιάνα με γράπωσε από τα μαλλιά και με κόλλησε πάνω της. Την ένιωσα να τρέμει και να τραντάζεται και τέλειωσε στο στόμα μου.

Σήκωσα το κεφάλι μου και την κοίταξα χαμογελαστός, γλείφοντας τα χείλη μου. Η Χριστιάνα μου έγνεψε να σηκωθώ και όταν το έκανα με πήρε αγκαλιά και με φίλησε με πάθος στο στόμα. Μετά ήταν η σειρά της Φοίβης να τη βάλουμε στη μέση και να της κάνουμε το ίδιο και δεν είχα παράπονο, έφαγα πολύ κώλο εκείνη την ημέρα.

Άφησα τη Χριστιάνα να της κάνει στοματικό και σηκώθηκα και έκανα στη Φοίβη ότι έκανε και η ίδια πριν λίγα λεπτά στη Χριστιάνα, τη χούφτωνα και της γαμούσα τον κώλο με το δάχτυλο. Όταν την ένιωσα να πλησιάζει προς το τέλος άρπαξα το κεφάλι της και το γύρισα ελαφρά προς το μέρος μου και της έκλεισα το στόμα με το στόμα μου πνίγοντας τα βογγητά της στο φιλί.

Και μετά ήρθε η σειρά μου. Η Φοίβη γονάτισε και με πήρε στο στόμα της και άρχισε να με ρουφάει με ενθουσιασμό. Η Χριστιάνα γονάτισε από πίσω της και άρχισε να τη χουφτώνει και να της μαλάζει τα στήθη όσο η Φοίβη με περιποιούνταν με το στόμα της. Μετά η Φοίβη σταμάτησε, με έβγαλε από το στόμα της και ζήτησε στη Χριστιάνα να γονατίσει δίπλα της και κάπως έτσι βρέθηκα και με τα δύο κορίτσια γονατισμένα μπροστά μου και το όργανό μου να κινδυνεύει να σπάσει.

Η Φοίβη με πήρε πρώτα βαθιά στο στόμα της και μετά τραβήχτηκε και φιλήθηκε βαθιά με τη Χριστιάνα που ανταπέδωσε χωρίς κανένα δισταγμό. Αυτό συνεχίστηκε μερικές φορές και τότε η Φοίβη έβγαλε τον πούτσο μου και τον έτριψε στο στόμα της Χριστιάνας η οποία έβγαλε χωρίς να διστάσει τη γλώσσα της έξω με μου έγλειψε το κεφαλάκι. Μετά ο πούτσος μου επέστρεψε στο στόμα και …το λαρύγγι της Φοίβης και μετά πάλι τα ίδια, μόνο που αυτή τη φορά η Χριστιάνα πήρε το κεφαλάκι στο στόμα της με τη γλώσσα της να με παίζει. Τα είχα δει όλα, δεν άντεχα άλλο…

«Αααχ… δεν … δεν αντέχω… αααχ» είπα και τραβήχτηκα από το στόμα της Χριστιάνας και άρχισα να τον παίζω χωρίς να το σκεφτώ. Προσπάθησα να κατευθύνω το όργανό μου προς τη Φοίβη αλλά τα σκάγια πήραν και τη Χριστιάνα και κάμποσα πετάχτηκαν στο στόμα της που ήταν ακόμα ανοιχτό. Πάντως το περισσότερο πήγε εκεί που στόχευα αλλά όταν τελείωσα αισθάνθηκα άσχημα. «Χριστιάνα συγνώμη… ήρθε απότομα… δεν πρόλαβα…» ξεκίνησα να λέω.

Και εκεί η Χριστιάνα αντί απάντησης έκλεισε το στόμα και κατάπιε αυτά που είχαν πέσει μέσα του. Μου έκλεισε το μάτι παιχνιδιάρικα ενώ η Φοίβη έγλειψε όσο σπέρμα είχε πέσει στο πρόσωπο της Χριστιάνας και δεν είχε μπει στο στόμα της. Στη συνέχεια η Χριστιάνα έκανε ακριβώς το ίδιο στη Φοίβη και εγώ ακόμα όρθιος προσπαθούσα φιλότιμα να κλείσω το στόμα μου για να μην καταπιώ ό,τι έντομο κυκλοφορούσε.


34. Sex shopping therapy

Φοίβη

Σηκώσαμε και οι δύο τα μάτια μας και είδαμε τον Ανδρέα να μας κοιτάζει σα χάνος με ανοιχτό το στόμα και δεν καταφέραμε να συγκρατήσουμε και οι δύο τα χαχανητά μας. Ήξερα πως η Χριστιάνα τα είχε κάνει όλα με τον Άλκη αλλά δεν ήθελα να τα κάνει και με τον Ανδρέα μόνο και μόνο για να μη με δυσαρεστήσει. Η κίνηση που έκανα πριν από  μερικά λεπτά, ενώ έπαιρνα πίπα στον Ανδρέα, να τον βγάλω από το στόμα μου και να τον τρίψω στο πρόσωπο της Χριστιάνας, δεν ήταν κάτι αυθόρμητο και στιγμιαίο.

Ο Ανδρέας μου με λέει θηλυκό Μακιαβέλλι και τουλάχιστον εδώ δεν είχε άδικο. Πρώτα την φίλησα μόλις έχοντας βγάλει το όργανο του Ανδρέα από το στόμα μου και από το ίδιο το φιλί κατάλαβα ότι δεν προσποιούνταν, αλλά μετά—και πάλι υπολογισμένα—έτριψα το όργανό του στο στόμα της, παρατηρώντας της σα γεράκι, προσπαθώντας να τη διαβάσω.

Η Χριστιάνα έβγαλε έξω τη γλώσσα της και του έγλειψε το κεφαλάκι και η κίνησή της ήταν αυθόρμητη, ήθελε και το έκανε. Όπως ήθελε και το έκανε όταν τον πήρε λίγο αργότερα στο στόμα της. Όπως ήθελε και κατάπιε το έστω και ελάχιστο σπέρμα που πετάχτηκε στο στόμα της όταν ο Ανδρέας τέλειωσε τόσο ξαφνικά που ίσα που πρόλαβε να τραβηχτεί. Μπήκε στο στόμα της και πιτσιλίστηκε και στο πρόσωπο μέχρι ο Ανδρέας να καταφέρει να βρει στόχο, δηλαδή εμένα.

Ο φουκαράς είχε παγώσει νομίζοντας πως έστω και άθελά του θα είχε εξοργίσει τη Χριστιάνα και εκείνη του έκλεισε το μάτι, έγλειψε τα χείλη της και κατάπιε. Πήγα και της έγλειψα και της καθάρισα το πρόσωπο από το σπέρμα του Ανδρέα αλλά την κίνηση να μου το ανταποδώσει και με μετά να φιληθούμε την έκανε η ίδια και το πρόσωπό μου είχε μαζέψει πολύ περισσότερο σπέρμα από το δικό της.

Κοιταχτήκαμε και οι δύο παιχνιδιάρικα και μετά, λες και ήμασταν συντονισμένες, σηκώσαμε και οι δύο τα μάτια μας προς τον Ανδρέα που έχασκε σα χάνος προσπαθώντας να κάνει το μυαλό του να πιστέψει αυτό που είχαν δει τα μάτια του. Ήταν τόσο γλυκούλης με αυτό το ύφος μίξης απορίας, ανακούφισης και δυσπιστίας αλλά ακόμα και έτσι δεν κατορθώσαμε ούτε η μία, ούτε και η άλλη να πνίξουμε τα γέλια μας.

«Θα με τρελάνετε εσείς οι δύο» ήταν το μόνο που είπε.

«Ναι, πες μου ότι σε χάλασε!» του απάντησα προκλητικά.

«Όχι, θα πέσει φωτιά να με κάψει» είπε ενώ βοηθούσε και τη Χριστιάνα να σηκωθεί με τη σειρά της. «Απλά… ήταν τόσο ξαφνικό… Χριστιάνα;» τη ρώτησε αβέβαια ο Ανδρέας.

«Όταν τελείωσα στο στόμα σου, παραπονέθηκες;» τον ρώτησε.

«Όχι!» απάντησε ο Ανδρέας «αλλά εγώ… εννοώ εσύ….»

«Δεν έχει εγώ και εσύ. Προσφέραμε ευχαρίστηση ο ένας στον άλλον.»

«Μα εσένα δε σου αρέσει!» της είπε ο Ανδρέας.

«Αυτό είναι που δεν λέτε να καταλάβετε και οι δυο σας» μας δήλωσε η Χριστιάνα. «Μαζί σας μ’ αρέσει.»

«Δεν μπορώ να το καταλάβω!» είπε ο Ανδρέας.

«Δεν χρειάζεται» του είπε η Χριστιάνα. «Σου άρεσε που με έκανες να τελειώσω;» τον ρώτησε.

«Φυσικά, το ρωτάς;»

«Για τον ίδιο λόγο μ’ αρέσει κι εμένα.»

«Ναι, αλλά εμένα μ’ αρέσει και η πράξη, εσένα όχι!»

«Μπορεί να μην πετάω τη σκούφια μου αλλά μ’ αρέσει η κατάληξή της. Δεν είσαι ο πρώτος τυχόντας Ανδρέα!»

«Ρε συ Ανδρέα, θυμάσαι τι μου έλεγες όταν σου έλεγα τις δικές μου φοβίες; Σταμάτα να το κουράζεις κορίτσι μου και απόλαυσέ το. Ε, κάνε το ίδιο!» του απάντησα θέλοντας να τελειώσει αυτή η συζήτηση. Για όνομα! Ήμασταν και οι τρεις γυμνοί και αντί να συνεχίζουμε να βγάζουμε τα μάτια μας καθόμασταν και το υπεραναλύαμε, δηλαδή κάπου ώπα!

«Απλά… απλά ήθελα να… οκ, δεν έχει σημασία.» είπε τελικά. «I will enjoy the ride!»

«Ακριβώς» του απάντησα χουφτώνοντάς τον.

«Θα με ξεζουμίσετε!» με ψευτοκατηγόρησε.

«Καλά θα σου κάνουμε!»

Βγήκαμε έξω να σκουπιστούμε και μιας και δεν είχαμε βρέξει τα μαλλιά μας δεν μας πήρε και πολύ ώρα. Πήγαμε σχεδόν τρεχάλα στο δωμάτιο.

«Ξάπλωσε» τον διέταξα, πράγμα που έκανε. Γονάτισα και τον πήρα στο στόμα μου και άρχισα να τον ρουφάω μέχρι που του έγινε και πάλι κατάρτι. «Χριστιάνα, κάτσε στο πρόσωπό του» της είπα και υπάκουσε χωρίς δισταγμό.

Με το που το έκανε ο Ανδρέας άρχισε να τη ρουφάει και να τη γλείφει κάνοντας τη Χριστιάνα να μη μπορέσει να συγκρατήσει τους στεναγμούς της. Τον ρούφηξα για λίγο ακόμα και μετά κάθισα αργά και προσεκτικά πάνω του και το όργανό του βυθίστηκε βαθιά μέσα στον κόλπο μου κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένα μουγκρητό. Η Χριστιάνα έκανε τη λεκάνη της μπρος πίσω και τότε μου ήρθε μια άλλη ιδέα.

«Αλλαγή στάσης, Χριστιάνα γύρνα προς τα εμένα.»

Βέβαια έτσι ο Ανδρέας δεν μπορούσε να της κάνει αιδοιολειξία αλλά συνέχισε γλείφοντάς της το κωλαράκι και δε νομίζω να χάλασε κανέναν από τους δύο. Έσκυψα ελαφρά προς τα μπροστά και χωρίς να σταματήσω να κάνω κινήσεις με τη λεκάνη μου, κάνοντας κάθε φορά το όργανο του Ανδρέα να καρφώνεται βαθιά μέσα μου, φίλησα τη Χριστιάνα. Δεν ήταν εύκολο να βρούμε ρυθμό έτσι, το παραδέχομαι, αλλά το όλο σκηνικό ήταν υπέροχο.

“Αααααχ” φώναξε η Χριστιάνα και στην αρχή δεν κατάλαβα γιατί αλλά κοίταξα χαμηλά και είδα πως ο Ανδρέας είχε καταφέρει να περάσει το χέρι του από κάτω της, παίζοντάς την. Η Χριστιάνα ανασηκώθηκε λίγο ώστε να έχει περισσότερο ελεύθερο το χέρι του ο Ανδρέας και σε λίγο αρχίσαμε τα «ΜΜΜΜΜ» και τα «ΑΑΑΑΧ» ντουέτο. Το παιχνίδι αυτό κράτησε πολλή ώρα μέχρι που κουράστηκα και εγώ και ο Ανδρέας και παρά το γεγονός ότι κανείς μας δεν είχε οργασμό, ως παιχνίδι ήταν υπέροχο. Και εκεί η Χριστιάνα αποφάσισε να αποδείξει οριστικά στον Ανδρέα ότι αυτά που έλεγε πριν στο μπάνιο, δεν ήταν λόγια του αέρα. Όταν σηκώθηκα με ρώτησε «Μου επιτρέπεις;» και όταν της απάντησα γνέφοντας καταφατικά, σηκώθηκε και κατέβηκε προς το κάτω μέρος του κρεββατιού και έσκυψε και πήρε το όργανο του Ανδρέα στο στόμα της.

Ομολογώ ότι ένιωσα λίγο περίεργα βλέποντας μια άλλη γυναίκα να έχει τον Ανδρέα στο στόμα της καθώς αυτή τη φορά—και παρά την καύλα που ένιωθα—αυτή συνοδεύτηκε με ένα μικρό τσίμπημα ζήλειας. Δεν είπα τίποτα ωστόσο, απλά ανακάθισα δίπλα στον Ανδρέα που είχε κλείσει τα μάτια και είχε πιάσει γραμμή με Βαλχάλα και παρατηρούσα τη Χριστιάνα να τον τσιμπουκώνει. Ο Άλκης της είχε πει ότι το έκανε καλά και, βλέποντας και εκείνη να το κάνει και το πως το απολάμβανε ο Ανδρέας, μάλλον είχε τα δίκια του.

Αναρωτήθηκα πως θα ήταν να έκανα κι εγώ στοματικό σε άλλο άνδρα με τον Ανδρέα να μας κοιτάει, και τι το ήθελα; Ένιωσα τα λαγόνια μου να σφίγγονται και το κορμί μου να ηλεκτρίζεται, η σκέψη με καύλωσε Α-Π-Ι-Σ-Τ-Ε-Υ-Τ-Α. Μετά ένιωσα αμέσως τύψεις και παραλίγο να με πιάσουν τα κλάματα την ίδια στιγμή και άντε μετά να εξηγήσεις τα τι και πως, αλλά ευτυχώς κατάφερα να συγκρατηθώ. Η Χριστιάνα ανασήκωσε τα μάτια της και με κοίταξε, μάλλον ένιωθε τον Ανδρέα να είναι κοντά στο τέλος και με ρωτούσε τι να κάνει.

Της έγνευσα και πάλι καταφατικά και όταν ο Ανδρέας πήγε να τη σπρώξει, του έκανε το χέρι στην άκρη και σφάλισε τα χείλη της γύρω από το όργανό του ενώ εκείνο έκανε σπασμούς μέσα στο στόμα της αδειάζοντας το περιεχόμενό του. Η Χριστιάνα κατάπιε τις πρώτες ριπές και μετά τα μάζεψε στο στόμα της και ήρθε και με φίλησε, ανταλλάσσοντας ακόμα μία φορά μαζί μου το σπέρμα του Ανδρέα, Ανδρέας ο οποίος τσιμπιόταν—και δεν κάνω πλάκα—προσπαθώντας να καταλάβει αν αυτό που είχε ζήσει ήταν κάποιο τρελό, υγρό όνειρο.

«Ξύπνιος είσαι, μην τσιμπιέσαι» του είπα ενώ το μυαλό μου στη σκέψη που είχε κάνει πριν από μερικά λεπτά.

«Κορίτσια, θέλετε σοκολάτα;» μας ρώτησε και τις δύο τελείως άκυρα.

«Ναι, πολύ θα ήθελα αγαπουλίνι μου.»

«Κακάο είναι ή σοκολάτα;» τον ρώτησε η Χριστιάνα.

«Σοκολάτα με γάλα. Είναι γλυκιά οπότε δε χρειάζεται ζάχαρη» της απάντησε

«Ωραία, ούτε κι εγώ θα πω όχι!» του είπε χαμογελαστή.

Ο Ανδρέας σηκώθηκε και πήγε μέσα ενώ εμείς ξαπλώσαμε κάτω από το πάπλωμα αντικρυστά η μία στην άλλη.

«Φοίβη… ελπίζω να μη σε πείραξε η πρωτοβουλία μου.»

«Με αιφνιδίασες είναι η αλήθεια αλλά όχι δε με πείραξε.»

«Οι δυο σας είστε ζευγάρι από το Σεπτέμβρη και γνωρίζεστε κάποια χρόνια. Το ξέρω ότι δε με βλέπετε έτσι—και σε παρακαλώ μη νευριάσεις που θα στο πω—αλλά μερικές φορές όταν σας βλέπω νιώθω… νιώθω κάπως παρείσακτη. Μη με διακόψεις σε παρακαλώ, το ξέρω ότι δε με βλέπετε έτσι, σου λέω πως νιώθω εγώ μερικές φορές. Αν… Αν ο Ανδρέας δεν το είχε θελήσει δε θα είχε γίνει τίποτα μεταξύ μας, ποτέ δε θα το έκανες αυτό κόντρα στη θέλησή του. Νιώθω… δεν ξέρω πως να στο πω, νιώθω ευγνωμοσύνη. Το ξέρω ότι λέτε ότι δεν είναι tit-for-tat αλλά δεν μπορώ να νιώσω καλά με τον εαυτό μου αν δεν του το ανταποδώσω με κάποιο τρόπο.»

«Καταλαβαίνω τι θες να πεις μωρό μου» της είπα. «Αλλά αν αυτό σε κάνει να αισθάνεσαι άσχημα….»

«Μα αυτό προσπαθώ να σου πω, Φοίβη μου, άσχημα θα ένιωθα αν δεν έκανα αυτό που έκανα. Δεν το συζητάω ότι απολαμβάνω πολύ περισσότερο το να γλείφω εσένα από το να παίρνω πίπα στον Ανδρέα αλλά η ίδια η πράξη δε μου προκαλεί απέχθεια. Το έκανα και στον Άλκη για άλλους λόγους αλλά ο Ανδρέας δεν είναι Άλκης. Σε εκείνον το έκανα μηχανικά και επειδή προτιμούσα να τελειώνει στο στόμα μου από το να κάνουμε σεξ είτε κανονικά είτε παρά φύσιν. Με τον Ανδρέα δεν το κάνω μηχανικά, θέλω να το ευχαριστηθεί μόνο και μόνο επειδή θέλω να το ευχαριστηθεί. Δεν είναι απλά κάποιος άντρας, είναι το αγόρι σου… ένα υπέροχο, τρυφερό και ευγενικό αγόρι που με αγκάλιασε όπως με αγκάλιασες κι εσύ.»

«Εντάξει, μωρό μου» της είπα. «Αφού είναι κάτι που σου αρέσει και στην ίδια, ας τον κάνουμε κάθε φορά να βλέπει το Θεό. Γιατί έχεις δίκιο, δεν είναι ο πρώτος τυχαίος. Είναι ο Ανδρέας. Ο Ανδρέας μου. Και εσύ… εσύ είσαι η Χριστιάνα μου.»

«Πόσο μ’ αρέσει να μου το λες αυτό» μου είπε χαμογελώντας μου. «Να σου εκμυστηρευτώ και κάτι άλλο;»

«Αμέ!»

«Θα ήθελα να… να μου κάνεις ό,τι σου κάνει ο Ανδρέας.»

«Ναι, εδώ έχουμε ένα μικρό τεχνικό πρόβλημα!» της είπα  κάνοντάς τη να βάλει τα γέλια.

«Υπάρχει τρόπος!»

«Δηλαδή;»

«Υπάρχουν ξέρεις και… ομοιώματα!»

«Μιλάς για δονητή;» τη ρώτησα. Μέχρι εκεί γνώριζα.

«Όχι… το είχα δει σε ένα πορνοπεριοδικό. Είναι πλαστικό πέος το οποίο μπορείς να το φορέσεις με ζώνη και… και να με… ξέρεις… με δαύτο.»

«Εχμ… οκ, τώρα με μπέρδεψες.»

«Γιατί;»

«Γιατί σου αρέσουν οι γυναίκες που δεν διαθέτουν τέτοιο εξάρτημα!» της είπα κάνοντας τη να βάλει τα γέλια.

«Δεν είναι το εξάρτημα που δε μ’ αρέσει, Φοίβη μου… Οι συνήθεις φορείς του είναι! Θα… θα ήθελα πολύ να το κάνουμε μαζί έτσι!»

«Να κάτι που δεν είχα φανταστεί!»

«Σε ενοχλεί η σκέψη;»

«Όχι, καθόλου! Απλά δεν το είχα σκεφτεί. Πώς να το σκεφτώ; Εννοώ θεωρούσα ότι δεν σου αρέσει η αίσθηση του πέους στον κόλπο σου.»

«Η αίσθηση του πέους μ’ αρέσει… αυτοί που έχουν πέη δε μου αρέσουν» μου απάντησε. «Όταν μου το έκανε ο Άλκης απλά έσφιγγα τα δόντια μου και το υπέμενα. Η σκέψη να μου το κάνεις εσύ… κάνει τη βρύση να τρέχει!» μου είπε και έπιασε το χέρι μου και το οδήγησε στο μουνάκι της. Όντως, ήταν μούσκεμα.

«Αυτό το εξάρτημα προς το παρόν δεν το έχω…» ξεκίνησα να λέω ενώ ταυτόχρονα χαμήλωσα και κάθισα ανάμεσα στα πόδια της. «Έχω όμως αυτό!» της είπα και της έδειξα το χέρι μου και χωρίς να περιμένω απάντηση της έβαλα δύο δάχτυλα μέσα στο μουνάκι της και άρχισα να την παίζω. Η Χριστιάνα τεντώθηκε και της ξέφυγε μια φωνούλα ηδονής.

«Έτοιμες και οι σοκο…» ξεκίνησε να λέει ο Ανδρέας αλλά σταμάτησε βλέποντάς με να παίζω το μουνάκι της Χριστιάνας. Άφησε τις σοκολάτες στο κομοδίνο και κάθισε στο απέναντι κρεββάτι παρακολουθώντας το θέαμα. Σταμάτησα για λίγο.

«Ανδρέα, κάτσε με την πλάτη στο κεφαλάρι. Χριστιάνα ξάπλωσε με την πλάτη σου στον Ανδρέα» τους είπα, πράγμα που έκαναν αμέσως.

Εγώ άρχισα πάλι να παίζω με το μουνάκι της Χριστιάνας, η οποία είχε γείρει πάνω στον Ανδρέα, που αμέσως άρχισε να χουφτώνει δυνατά και με τα δυο του χέρια τα στήθη της. Πήρε στα δάχτυλά του τις ρώγες της και άρχισε να τις τσιμπάει αυξάνοντας τη δύναμή του. Το βογγητό της ήταν μείξη πόνου και ηδονής. Εγώ αύξησα ακόμα περισσότερο την ένταση, κάνοντας το σώμα της Χριστιάνας να τεντωθεί. Ο Ανδρέας έφερε το ένα χέρι του μπροστά από το στόμα της και της το έκλεισε προσεκτικά χωρίς να σταματήσει με το άλλο χέρι να μαλάζει και να τσιμπάει εναλλάξ τα στήθη της. Τα πνιχτά βογγητά της αυξήθηκαν και το σώμα της τεντώθηκε πάλι σαν τόξο και λίγα στιγμές αργότερα το χέρι μου πλημμύρισε από τα υγρά της.

Η Χριστιάνα έπεσε ξέπνοη στο πλάι αλλά ο Ανδρέας είχε ορέξεις, σηκώθηκε και βάζοντάς με να κάτσω με τα τέσσερα πάνω στο κρεββάτι ήρθε από πίσω μου. Τον βύθισε μέσα στο μουνάκι μου κάνοντάς με να δω αστεράκια. Η Χριστιάνα αποφάσισε να λάβει και αυτή μέρος και ήρθε και κάθισε γονατιστή μπροστά μου, βάζοντας τα στήθη της στο πρόσωπό μου. Με τον Ανδρέα να με γαμάει με μανία και με την Χριστιάνα να τρίβει τα στήθη της στο πρόσωπό μου δεν χρειάστηκαν να περάσουν ούτε μερικά λεπτά πριν νιώσω το γνώριμο κάψιμο που άρχισε να απλώνεται στα λαγόνια μου, με τα βογγητά του οργασμού μου να πνίγονται πάνω στα στήθη της Χριστιάνας.

Ο Ανδρέας τραβήχτηκε και άρχισε να μου ρίχνει δυνατά χαστούκια στα κωλομέρια. Μετά τον ακούμπησε στο κωλαράκι μου και χωρίς να διστάσει άρχισε να τον βυθίζει μέσα του. Ήταν τέτοια η καύλα και η λύσσα μου που ο πόνος σχεδόν δεν έγινε καν register. Ο Ανδρέας επιτάχυνε το ρυθμό του αλλά το τσούξιμο που ένιωθα ήταν… ήταν τόσο γλυκό… τόσο υπέροχο…

«Πιο δυνατά!» φώναξα. «Πιο δυνατά!»

Με γράπωσε από τα μαλλιά και έφερε το κεφάλι μου προς τα πίσω ενώ το όργανό του όργωνε το κωλαράκι μου. Ο σφικτήρας μου είχε παραδοθεί τελείως στις ορέξεις του και σε κάθε του κίνηση καρφωνόταν βαθιά μέσα μου κάνοντάς τα σώματά μας να πλαταγίζουν. Η Χριστιάνα πέρασε τα χέρια της από κάτω και άρχισε να μου τσιμπάει και να μου στρίβει τις ρώγες, Θεέ μου, ήταν υπέροχος ο πόνος. Ένιωσα τη φωτιά και πάλι να απλώνεται στα λαγόνια μου. Ο Ανδρέας κοκκάλωσε μέσα μου τελειώνοντας και η φωτιά στα λαγόνια μου έγινε έκρηξη…

…Και μετά έφυγα σίφωνας για την τουαλέτα για να μην έχουμε άλλα. Γύρισα λίγα λεπτά αργότερα. Και οι δύο τους ήταν ντυμένοι και η αλήθεια είναι ότι αν δεν κάναμε κάτι να ζεσταθούμε, μια δροσούλα την είχε. Εγώ να πω την αμαρτία μου είχα ακόμα ορέξεις αλλά ο Ανδρέας ήταν ένα παϊδάκι από το έμφραγμα, έτσι όπως τον είχαμε ξεζουμίσει σήμερα, οπότε αποφάσισα για το υπόλοιπο της βραδιάς να το δώσω ρεπό. Έβαλα κι εγώ τις πιτζάμες μου και κάθισα οκλαδόν στο κρεββάτι και ο Ανδρέας έπιασε τη σοκολάτα μου και μου την έδωσε.

«Δεν ξέρω για εσάς» ξεκίνησε ο Ανδρέας «αλλά εγώ έχω αρχίσει και πιστεύω στη μετενσάρκωση!»

«Πώς έτσι;»

«Δεν εξηγείται αλλιώς, κάτι πολύ καλό πρέπει να έκανα στην προηγούμενη ζωή μου για να αξιωθώ στην παρούσα να ζήσω αυτό που ζω!»

«Έχεις σκεφτεί ότι απλά μπορεί να έκανες κάτι πολύ καλά σε αυτή σου τη ζωή;»

«Χριστιάνα… ααααχ!»

«I take you liked it…»

«Δε φάνηκε;»

“You’re in for a treat, then” του είπε αινιγματικά.

«Θυμάσαι που ανησυχούσες για τα δέκα κιλά που είχες πάρει;» τον πείραξα.

«Ναι, καλό θα είναι η απώλεια να μην περιορίζεται σε υγρά!»

«Εντάξει, θα σου κάνουμε περισσότερη γυμναστική τότε!» τον πείραξε με τη σειρά της η Χριστιάνα κάνοντάς με να χαχανίσω.

«Δεν ξαναμιλάω!» είπε και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά από τη σοκολάτα του.

«Έτσι μπράβο, αναπλήρωσε υγρά εσύ και μη σε μέλει!» τον πείραξα.

«Πίσω λυσσάρες!» μας είπε κάνοντας το σήμα του σταυρού.

«Πφφφ, δυνατό φύλο σου λέει μετά. Ρε συ Χριστιάνα πώς το λένε αυτό το πράγμα που μου είπες προηγουμένως;»

«Ποιο πράγμα;»

«Αυτό το πλαστικό που το δένεις στη ζώνη.»

«Ααα…χαχαχα» είπε γελώντας. «Strap onτο λένε. .»

«Να πάρουμε να έχουμε!» της είπα. «Μην το πεθάνουμε το παλικάρι!»

«Τι λέτε μωρέ; Τι να το κάνω εγώ το strap-on;»

«Α, πουλάκι μου, ξέρεις τι είναι;»

«Φυσικά και ξέρω. Εσύ δεν καταλαβαίνω τι το θέλεις… ααααααα… οκ! Ναι, δεν το είχα σκεφτεί αυτό!» είπε συνειδητοποιώντας τι το ήθελα.

«Και πού το βρίσκουμε αυτό;»

«Ξέρω γω; Σε κανένα sex shop φαντάζομαι.»

«Sex shop??;» είπα εγώ που δεν είχα ακούσει ξανά τέτοιο πράγμα νιώθοντας σα να έχω μεγαλώσει σε κάποιο ιδιότυπο μεσαίωνα.

«Ναι… έχει διάφορα πράγματα, χειροπέδες, ζώνες, μαστίγια…» είπε η Χριστιάνα

«Μαστίγια;» είπα ανοίγοντας το στόμα μου σα χάνος.

«Χειροπέδες! Ωραία ιδέα!» είπε ο Ανδρέας.

«Εντάξει, νιώθω σα να έχω πέσει με αλεξίπτωτο από τον Άρη!» τους

«Έλα μωρέ μη νομίζεις, κι εγώ σε κάποιο τσοντοπεριοδικό το είχα διαβάσει» είπε ο Ανδρέας.

«Υπάρχει κανένα τέτοιο στο Ηράκλειο;» 

«Δεν έχω ιδέα» απάντησε ο Ανδρέας. «Φαντάζομαι ότι όλο και κάποιο θα υπάρχει αλλά εγώ τουλάχιστον δεν ξέρω. Να ρωτήσουμε τη Μαρία, αυτή μπορεί να ξέρει!»

«Και τι θα της πούμε μωρέ; Θέλουμε να πάρουμε strap-on;»

«Όχι βρε μπούφο!» μου είπε ο Ανδρέας. «Μπορούμε να πούμε ότι ψάχνουμε άλλα πράγματα, πχ κάποιο ζευγάρι χειροπέδες ή τίποτα ιδιαίτερα προκλητικά εσώρουχα ή κάτι τέτοιο.»

«Υπάρχει παιδιά, υπάρχει. Μου το είχε πει η Κατερίνα, είχε κατέβει για ψώνια και το είχε δει, κάπου κοντά στην αρχή της Καλοκαιρινού. Μπορούμε να κατέβουμε μια βόλτα στο κέντρο και να το ψάξουμε.»

«Καλή ιδέα!»

«Εντωμεταξύ δεν ξέρω αν το έχετε πάρει χαμπάρι αλλά έχει πάει 01:00» συνέχισε αλλάζοντας θέμα η Χριστιάνα και η αλήθεια είναι ότι με τις περιπτύξεις μας είχα χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου.

«Εγώ πάντως θα ξεραθώ. Λοιπόν, τσούπρες, ύπνο!» είπε ο Ανδρέας. Μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί και στέλνοντας ένα πεταχτό προς τη Χριστιάνα μας γύρισε την πλάτη και κατέβασε γενικό. Τον έχει εύκολο τον ύπνο—δεν λέω—αλλά δεν του πήρε ούτε λεπτό να αρχίζει να ροχαλίζει ελαφρά. Η αλήθεια ήταν ότι στο κρεββάτι της Χριστιάνας ήταν πιο βολικά αλλά προς το παρόν δεν ήταν διαθέσιμο. Ξαπλώσαμε με τα πρόσωπά μας να βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής.

«Ήταν πολύ όμορφες οι δύο τελευταίες μέρες» της είπα σιγανά.

«Ναι, ήταν υπέροχες. Ακόμα τρέμουν τα πόδια μου, με την καλή έννοια!»  μου είπε και αντί απάντησης την φίλησα τρυφερά και σε λίγο οι γλώσσες μας αγκαλιάζονταν μέσα στα στόματά μας.

Χωρίς να σταματήσω το φιλί πέρασα το χέρι μου κάτω από την φανέλα της Χριστιάνας και άρχισα να της χαϊδεύω και να της μαλάζω απαλά τα στήθη ενώ ταυτόχρονα ένιωθα τα δικά της χέρια πάνω στα στήθη μου να κάνουν το ίδιο. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά στο στήθος μου. Δεν ξέρω πως το είχα καταφέρει αλλά το αίσθημα αυτό πλέον δεν μου ήταν πρωτόγνωρο, το αναγνώρισα αμέσως. Ήταν έρωτας, ήμουν ερωτευμένη με τη Χριστιάνα και αυτό τα έκανε όλα ακόμα πιο όμορφα. Είχε δίκιο ο Ανδρέας μου, από τη στιγμή που ανοιχτήκαμε και ομολογήσαμε η μία στην άλλη τον έρωτά μας η απόλαυση πολλαπλασιάστηκε.

«Να σου εξομολογηθώ κάτι;»

«Αμέ!»

«Όταν… όταν πήρες στο στόμα σου τον Ανδρέα, εδώ στο κρεββάτι, φαντάστηκα στιγμιαία τον εαυτό μου να κάνει πίπα σε κάποιον άλλον και ο Ανδρέας να με κοιτάζει.»

«Και;»

«Κόντεψα να τελειώσω και μόνο με τη σκέψη και μετά ένιωσα τύψεις και παραλίγο να βάλω τα κλάματα και μετά θα είχαμε άλλα γιατί εσύ εκείνη την ώρα τον είχες στο στόμα σου και άντε να σας εξηγήσω τι με έπιασε και γιατί, οπότε συμμάζεψα τον εαυτό μου και κάθισα και σας είδα. Ήταν πολύ ερωτικό!»

«Η αλήθεια είναι ότι αν έβαζες εκείνη τη στιγμή τα κλάματα θα το παίρναμε αλλιώς!» παραδέχτηκε η Χριστιάνα. «Όσο για το άλλο… φαντασίωση είναι Φοίβη μου, γιατί αισθάνεσαι άσχημα;»

«Γιατί δε νομίζω ότι κάτι τέτοιο θα άρεσε στον Ανδρέα!»

«Πολύ πιθανό. Από την μία δεν ήταν παρά μια σκέψη και από την άλλη, ακόμα και στη σκέψη αυτή, ο Ανδρέας ήταν πάλι παρόν. Και στην τελική σε έχει δει να κάνεις σε εμένα στοματικό, τον είδες να διαμαρτύρεται;»

«Δεν είναι το ίδιο!»

«Ακριβώς το ίδιο είναι, Φοίβη. Το ότι εγώ είμαι γυναίκα και όχι άνδρας δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο Ανδρέας σε έχει δει να προσφέρεις ικανοποίηση με το στόμα σου σε κάποιον άλλον εκτός από τον ίδιο. Το φύλο μπορεί να είναι διαφορετικό αλλά στην ουσία της η πράξη ως πράξη είναι η ίδια.»

«Μπορεί» απάντησα. «Ωστόσο ακόμα και αν όλα είναι μια ιδέα η ιδέα καθαυτή έχει τη δική της σημασία!»

«Δεν διαφωνώ σε αυτό, εξ ου και η αρχική μου απάντηση ότι είναι πολύ πιθανό. Η ιδέα να με πάρεις εσύ με strap-on με κάνει και υγραίνομαι, η ιδέα να μπει μέσα μου κάποιος άντρας, not so much.»

«Εσύ να τ’ ακούς που μου έλεγες ότι αν σου ζητήσω να δώσεις κώλο στον Ανδρέα θα το έκανες!»

«Θα το έκανα, Φοίβη. Δε θα το ευχαριστιόμουν όσο αν μου το έκανες εσύ, αλλά θα το έκανα, όχι για τον Ανδρέα αλλά για σένα. Και αυτή είναι η διαφορά με την πίπα που του έκανα πριν, αυτήν την έκανα για τον ίδιο.»

«Μη με βάζεις σε πειρασμό!»

«Δεν προσπαθώ να σου αποδείξω κάτι» μου είπε. «Προσπαθώ να σου δώσω να καταλάβεις ότι αν κάτι σου προκαλεί ευχαρίστηση και μπορώ να στο δώσω εγώ, θα στο δώσω και αυτό θα μου δώσει ικανοποίηση. Το γεγονός ότι στο συγκεκριμένο αυτός που θα το λάβει είναι ο Ανδρέας είναι added bonus που θα με κάνει να νιώσω ακόμα καλύτερα. Αλλά δε θα σου πω ψέματα, θα προτιμούσα αυτό να μου το κάνεις εσύ παρά ένας άνδρας, ακόμα και αν αυτός ο άνδρας είναι ο Ανδρέας.»

«Εντάξει, το δέχομαι. Αλλά μη μου παραπονεθείς αν σου πω κάτσε στα τέσσερα, δεν λέω, μ’ αρέσει το παρά φύσιν, αλλά τις τελευταίες μέρες μου έχει αλλάξει τα φώτα το μωρουλίνι μου και τα κωλαράκια είναι φτιαγμένα για άλλη δουλειά!» της είπα πειρακτικά.

«Δε θα σου παραπονεθώ!» μου υποσχέθηκε.

«Σε πειράζω βρε χαζούλα!»

«Το ξέρω Φοίβη μου αλλά αυτό που σου είπα ισχύει.»

«Έχω ερεθιστεί πάλι» της είπα και της έπιασα το χέρι και το οδήγησα μέσα από την πιτζάμα και κάτω από το κιλοτάκι. «Θέλω το στόμα σου» συνέχισα. Δεν απάντησε, απλά χαμήλωσε στο κρεββάτι και ανασήκωσα τη λεκάνη μου βοηθώντας την να μου κατεβάσει πιτζάμα και κιλοτάκι. Με τον Ανδρέα δίπλα μας, να ροχαλίζει του καλού καιρού, χαλάρωσα και αφέθηκα στην απόλαυση που μου πρόσφερε η Χριστιάνα με το στόμα της και παρόλο που της πήρε αρκετή ώρα κατάφερε να με κάνει να τελειώσω για ακόμα μία φορά στη βραδιά. Με βοήθησε να βάλω ξανά τα ρούχα μου και χώθηκε στην αγκαλιά μου και της χάιδευα απαλά τα μαλλιά μέχρι που με πήρε ο ύπνος.

Το πρωί ο Ανδρέας σηκώθηκε κατά τα φαινόμενα πρώτος γιατί όταν άνοιξα τα μάτια μου στο κρεββάτι ήμουν μόνη μου με τη Χριστιάνα. Σηκώθηκα και πήγα μέσα, καθόταν στην κουζίνα πίνοντας το καφέ και διαβάζοντας κάποιες σημειώσεις.

«Καλημέρα μωρό μου» μου είπε και πήγα και τον φίλησα. «Πήγαινε να πλύνεις τα δόντια σου να σου φτιάξω καφεδάκι» συνέχισε. Πράγματι πήγα μέσα και έκανα την πρωινή μου τουαλέτα και όταν τελείωσα και έπλυνα και τα δόντια μου ο καφές με περίμενε στο τραπέζι.

«Αααχ» είπα τραβώντας ηδονικά μια γερή γουλιά. «Πώς κοιμήθηκες;»

«Πιάστηκα λίγο. Την επόμενη φορά τσούπρες θα σας αφήσω και θα πάω στο άλλο κρεβάτι, αν μη τι άλλο ώστε να μπορείτε να βγάλετε και τα μάτια σας χωρίς να την πληρώνει ο άμαχος πληθυσμός!»

«Χιχιχι, μας κατάλαβες;»¨

«Προς το τέλος, ναι. Αφού προς στιγμή νόμιζα ότι γινόταν σεισμός όπως τρανταζόσουν αλλά ακούγοντας τις πνιχτές φωνές σου το έπιασα το υπονοούμενο!»

«Δεν είπες τίποτα!» τον κατηγόρησα.

«Τι να πω βρε μωρό μου; Νύσταζα κιόλας και ξέρω ‘γω; Σας έχει φοβηθεί το μάτι μου, είπα να κάνω την πάπια πριν μου προκαλέσετε ολική αφυδάτωση!»

«Ναι, πες ότι έχεις και παράπονο!»

«Όχι βέβαια. Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα να μου κάνει πίπα η Χριστιάνα αλλά σάμπως και περίμενα τίποτα από αυτά που έχω ζήσει τις τελευταίες μέρες;»

«Πώς ήταν;»

«Εξαιρετική, οφείλω να ομολογήσω. Ωστόσο συνολικά Φοίβη μου εσύ το κάνεις καλύτερα.»

«Η αλήθεια είναι ότι έχω βαθύ λαρύγγι» τον πείραξα.

«Ναι, έχεις, αλλά δεν είναι μόνο αυτό, και η Χριστιάνα με πήρε χθες αρκετά βαθιά στο στόμα της. Η διαφορά Φοίβη μου είναι ότι εσένα σου αρέσει που μου το κάνεις.»

«Η Χριστιάνα το έκανε για εσένα Ανδρέα, όχι για εμένα.»

«Δεν λέω ότι δεν το έκανε με όρεξη ή ότι δεν έδωσε τον καλύτερο εαυτό της μωρό μου. Δεν λέω ότι δεν το απόλαυσα. Λέω ότι η διαφορά σας είναι ότι εσύ το κάνεις όχι απλά για να με ευχαριστήσεις αλλά γιατί απολαμβάνεις την ίδια την πράξη και πίστεψέ με, είναι σημαντική λεπτομέρεια. Αλλά άσε με εμένα, αγοράκι είμαι, σιγά μην και δεν ευχαριστιόμουν μια καλή πίπα, εσύ πώς ένιωσες βλέποντάς μας;»

«Στην αρχή ένιωσα ένα τσίμπημα ζήλειας, το ομολογώ. Όμως σαν εικόνα ήταν πολύ διεγερτική και επιπλέον το απολάμβανες τόσο που σε καμία περίπτωση δε θα επέτρεπα στον εαυτό μου να σου κάνει χαλάστρα. Έπειτα… έπειτα αυτό Ανδρέα ήταν κάτι που ήθελε η ίδια η Χριστιάνα να το κάνει για σένα, ήθελε να σε ευχαριστήσει. Μου το είπε μετά, όταν πήγες να φτιάξεις σοκολάτες.»

«Λένε ότι όταν σου χαρίζουν γάιδαρο να μην τον κοιτάς στα δόντια ωστόσο σε αυτή την περίπτωση δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, Φοίβη. Η Χριστιάνα δεν είναι γάιδαρος που μου χαρίζεται, είναι ένας άνθρωπος που έχει γίνει σημαντικός και για τους δυο μας.»

«Ανδρέα μου, κράτα αυτό:  ήθελε να το κάνει και της άρεσε που το έκανε και της άρεσε ακόμα περισσότερο που το έκανε για σένα. Της αρέσει να προσφέρει. Μου το είπε χωρίς περιστροφές. Ναι, προφανώς και της αρέσει περισσότερο να γλείφει εμένα από το να κάνει πίπα σε σένα ωστόσο είναι κάτι που θα το κάνει με μεγάλη χαρά και προθυμία *ΓΙΑ ΣΕΝΑ* και το κάνει επειδή το επιθυμεί η ίδια. Το επιθυμεί η ίδια.»

«Εντάξει. Ωχ που να τα έλεγα αυτά και να μην με περνούσαν για τρελό!»

«Αυτοί που σε ξέρουν και σε καταλαβαίνουν δε θα σε περνούσαν ούτε στιγμή για τρελό γιατί θα καταλάβαιναν μια χαρά τους ενδοιασμούς σου. Αλλά στην περίπτωσή μας ισχύει αυτό που μου είχες πει και εσύ τις προάλλες: Σταμάτα να ανησυχείς γι’ αυτό και απόλαυσέ το!»

«Η αλήθεια είναι ότι το απόλαυσα!» μου είπε γελαστός.

«Ε, τότε η Χριστιάνα πέτυχε αυτό που ήθελε γιατί ήθελε ακριβώς αυτό: Να το απολαύσεις!»

«Εντάξει, εντάξει, το κατάλαβα!»

«Έχω κι εγώ ωστόσο να σου εξομολογηθώ κάτι.»

«Ναι ε; Σαν τι;» με ρώτησε με περιέργεια.

«Να το βράδυ… που έβλεπα τη Χριστιάνα να σου κάνει πίπα… αναρωτήθηκα φευγαλέα πως θα ήταν εγώ να κάνω πίπα σε κάποιον άντρα και εσύ να μας βλέπεις. Και… και καύλωσα τόσο πολύ στην εικόνα που έκανα που κόντεψα να τελειώσω μόνο με τη σκέψη. Και μετά με έπιασαν τύψεις και παραλίγο να βάλω τα κλάματα και ευτυχώς κρατήθηκα γιατί θα το παίρνατε και οι δύο τελείως διαφορετικά και άντε μετά να σας εξηγήσω τι και πως….»

«Ένα-ένα μου τα βγάζεις»

«Ναι, το φαντάστηκα ότι δε θα σου άρεσε η εικόνα… αλλά δεν ήθελα να μη στο πω.»

«Θα ήθελες να το κάνεις αυτό;»

«Απλά το φαντασιώθηκα για μερικές στιγμές. Δεν ξέρω αν θα ήθελα ποτέ να κάνω τέτοιο πράγμα… εννοώ δεν έχω φανταστεί τον εαυτό μου με κάποιον άλλον και ούτε θέλω να κάνω κάτι τέτοιο… Εννοώ… αυτό που με έφτιαξε δεν ήταν η πίπα σε κάποιον άλλον αλλά το γεγονός ότι αυτό γινόταν μπροστά σου.»

«Γιατί αυτό συγκεκριμένα;»

«Δεν ξέρω μωρό μου. Απλά βλέποντας εσένα να έχεις γείρει και να απολαμβάνεις την πίπα που σου έκανε η Χριστιάνα… απλά μου ήρθε πώς θα μου φαινόταν να είμαι εγώ που κάνω πίπα σε κάποιον ενώ εσύ να μας βλέπεις… και… και καύλωσα, έτσι απλά!»

«Έλα εδώ» μου είπε και σηκώθηκα και στάθηκα μπροστά του. Δεν τολμούσα καν να τον κοιτάξω, έτρεμα από μέσα μου. Μου έκανε νόημα και έκατσα στα πόδια του. «Σε ευχαριστώ που μου το είπες.»

«Σε στεναχώρησα όμως!»

«Μου είπες κάτι που δεν ήξερες πως θα αντιδράσω όταν το ακούσω. Μου το είπες όμως Φοίβη, δεν το έκρυψες…  δικαιώνοντας ακόμα μια φορά την εμπιστοσύνη που σου έχω!»

«Δε θα το έκανα ποτέ αυτό!» του είπα. «Απλά το φαντασιώθηκα για μερικές στιγμές!»

«Πόσα πράγματα δεν έχουμε κάνει τον τελευταίο καιρό που στην αρχή ήταν απλά φαντασίωση για μερικές στιγμές; Ομολογώ ότι δεν είχα φαντασιωθεί ποτέ κάτι τέτοιο και η ίδια η εικόνα δε θα έλεγα ότι με ξετρελαίνει αλλά από την άλλη… Φοίβη, χθες εσύ είδες εμένα να μου κάνει τσιμπούκι μια άλλη γυναίκα.»

«Δεν είναι το ίδιο μωρό μου, ήταν η Χριστιάνα, δεν ήταν μια απλή γυναίκα.»

«Και αν ποτέ γίνει αυτό που… δε θα είναι με τον πρώτο τυχαίο στο δρόμο. Όπως και να έχει, δε θέλω να νιώθεις άσχημα για τις φαντασιώσεις. Οι φαντασιώσεις είναι απλά φαντασιώσεις και στο τέλος της ημέρας… αυτό που έχει σημασία είναι οι πράξεις.»

«Σ’ αγαπάω!»

«Κι εγώ σ’ αγαπάω μωρό μου» μου απάντησε. «Αλλά προς το παρόν μόνο έναν άνδρα θέλω να πάρεις στο στόμα σου» συμπλήρωσε.

Χαμογέλασα και  σηκώθηκα από πάνω του. Ο Ανδρέας σηκώθηκε από την καρέκλα και έβγαλε πιτζάμα και μποξεράκι. Γονάτισα μπροστά του και αγκαλιάζοντάς τον από τους γλουτούς τον πήρα στο στόμα μου δίνοντας τον καλύτερο εαυτό μου. Έκλεισα τα μάτια μου και αφέθηκα στο ρυθμό που μου έδινε το χέρι του. Μου άρεσε να του κάνω πίπα, μου άρεσε το όργανό του να γεμίζει το στόμα του, μου άρεσε η γεύση του, μου άρεσε η μυρωδιά του, μου άρεσαν οι κοφτές του ανάσες μα πάνω απ’ όλα μου άρεσε η ηδονή που του πρόσφερα.

Έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου, όλο το είναι μου είχε επικεντρωθεί στην αίσθηση του γεμάτου στόματος μου και στις ανάσες του. Ένιωσα το γνώριμο τρεμούλιασμα και τους πρώτους σπασμούς και με κράτησε ακίνητη ενώ το στόμα μου πλημμύριζε με το σπέρμα του. Κατάπια ξανά και ξανά και ξανά μέχρι που δεν έμεινε τίποτα. Τραβήχτηκα απαλά φιλώντας του το κεφαλάκι και σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Κάθε μα κάθε φορά αυτή ήταν η ανταμοιβή μου, το βλέμμα του.

«Σε μένα και στον Ανδρέα είχε λείψει το πρωινό ή σε σένα;» με ρώτησε η Χριστιάνα που στεκόταν ακουμπώντας στην κάσα της πόρτας, δεν την είχαμε πάρει καθόλου χαμπάρι.

«Είσαι ώρα εδώ;» τη ρώτησα προσπαθώντας να σηκωθώ.

«Πριν λίγο σηκώθηκα και δεν έχω παράπονο, ήταν ενδιαφέρον το ξύπνημα!»

«Χριστιάνα, στο ντουλαπάκι δίπλα στον καθρέφτη έχω μια καινούργια οδοντόβουρτσα. Άνοιξέ την για να πλύνεις τα δόντια σου. Στο μεταξύ θέλεις καφεδάκι;» τη ρώτησα αλλάζοντας κουβέντα.

«Αχ ναι, θέλω ένα. Ξέρεις, μέτριο με λίγο γάλα!»

«Ξέρω μωρό μου»

«Τι ξέρεις μωρό σου, αφού εγώ θα τον φτιάξω!» είπε ο Ανδρέας.

«Ξέρεις μωρό της!» του είπε πειρακτικά η Χριστιάνα και μπήκε στο μπάνιο.

«Ορίστε, μας δουλεύει και από πάνω!» είπε και σηκώθηκε να φτιάξει τον καφέ της Χριστιάνας. Λίγη ώρα αργότερα βγήκε και η Χριστιάνα. Πήγε και άνοιξε τα παράθυρα και μετά κάθισε στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Ο Ανδρέας της έδωσε τον καφέ της και η Χριστιάνα ήπιε μια γερή γουλιά και άναψε ένα τσιγάρο.

«Ευχαριστώ Ανδρέα μου» του είπε με το χαμόγελο της Colgate ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της.

«Άντε, πιείτε τα καφεδάκια σας να ξεκινάμε σγα-σγα» είπε ο Ανδρέας.

«Γίνεται να κάνουμε κοπάνα από το ΙΤΕ το πρωί;»

«Εγώ δεν μπορώ, μωρό μου, έχω πολλή δουλειά!»

«Ουφ καλά!»

«Πλέον έχουμε το μηχανάκι. Ούτε εγώ έχω ιδιαίτερη δουλειά και η αλήθεια είναι ότι θέλω να ξεκινήσω τις επαναλήψεις. Έρχομαι και σε παίρνω αργότερα αν είναι και πάμε παρέα στο ΙΤΕ» μου είπε η Χριστιάνα.

«Νιιιι» είπα χτυπώντας παλαμάκια. «Και μπορούμε να περάσουμε και χμ… από την Καλοκαιρινού!»

«Το νου σου στο κοκό εσύ!» με πείραξε ο Ανδρέας.

«Πρρρρρ» του έκανα με τη γλώσσα και τα χείλη κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.

«Είσαι ζωγραφιά!» μου είπε ο Ανδρέας κάνοντάς με να χτυπήσω και πάλι παλαμάκια ενθουσιασμένη. «Ναι, κάντε το έτσι. Στο μεταξύ όταν πάω ΙΤΕ θα πάρω τηλέφωνο Νίκο και Μαρία για να κανονίσουμε Ευτύχη για το βράδυ!»

«Ναι αλλά δε θέλω να σε αφήσω μοναχούλη!» του είπα παραπονεμένα.

«Δε θα είμαι καλή παρέα μωρό μου, πρέπει να τελειώσω τις τροποποιήσεις που κάνω και έχω ακόμα αρκετό δρόμο μπροστά μου.»

«Ουφ καλά!» του είπα ξεφυσώντας. «Εσύ γιατί γελάς, μαδάμ;» ρώτησα τη Χριστιάνα.

«Τίποτα, απλά σας κάνω χάζι!»

«Λοιπόν, εγώ πάω να κάνω ένα ντουζάκι και έφυγα.»

«Ανδρέα, θέλεις να σου φέρουμε τίποτα από το κέντρο;»

«Ναι, δύο πίτσες από τα Έβερεστ και ένα περιποιημένο μεγάλο ποτήρι φραπέ από την κρεπερί.»

«Εντάξει μωρό μου» του είπα και ο Ανδρέας πήγε στο μπάνιο για να κάνει ντουζ.

«Θέλεις να διαβάσουμε παρεούλα;» ρώτησα τη Χριστιάνα.

«Δεν έχω εδώ τα βιβλία μου!»

«Πάμε σπίτι σου να διαβάσουμε, θα πάρω εγώ τις δικές μου σημειώσεις μαζί.»

«Αμέ, γιατί όχι; Τι θα διαβάσεις;»

«Απειροστικό και γραμμική άλγεβρα. Φρεσκάρισμα στη θεωρία και κυρίως θα λύσω ασκήσεις.»

«Εντάξει, κι εγώ θα κάνω πάλι επανάληψη Οικολογία-Ι και Οργανική-ΙΙ.»

Καθίσαμε λίγη ώρα και φλυαρούσαμε μέχρι που βγήκε και ο Ανδρέας από το μπάνιο. Πήγε μέσα και άλλαξε και λίγο αργότερα ήρθε να μας βρει στην κουζίνα. Πάνω στην ώρα, θα έλεγα, καθώς εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι, ήταν η κυρά-Ματούλα. Σηκώθηκα και πήγα και άνοιξα την πόρτα.

«Καλημέρα κορίτσι μου. Σου έχω καλά νέα, με πήρε τηλέφωνο ο Χατζάκης, θα σου έχει έτοιμο το γραφείο αύριο το πρωί και όχι την επόμενη εβδομάδα που είχε πει αρχικά!»

«Υπέροχα!» είπα χαμογελαστή. «Έλα μέσα να δεις τη βιβλιοθήκη!»

«Καλημέρα κυρά Ματούλα» της είπαν ντουέτο Ανδρέας και Χριστιάνα.

«Καλημέρα παιδιά μου» τους απάντησε και γύρισε να επιθεωρήσει τη βιβλιοθήκη.

«Εδώ κι εδώ λέμε να βάλουμε κάδρα!»

«Να το στολίσεις όπως σ’ αρέσει!»

«Κυρά Ματούλα, θέλεις να σου φτιάξω ένα καφεδάκι;»

«Όχι Φοίβη μου, σ’ ευχαριστώ. Έχω να πάω τον Ανδρέα στο ΠΕ.ΠΑ.Γ.Ν.Η για τις εξετάσεις του και θα φύγουμε σε λίγο.»

«Θα σας πάει η Ελένη;» ρώτησα εννοώντας την κόρη της.

«Όχι, η Ελένη είναι δουλειά. Θα καλέσουμε ραδιοταξί.»

«Κυρά Ματούλα δεν χρειάζεται» της είπε ο Ανδρέας. «Σε λίγο θα ανέβω στο ΙΤΕ, μπορώ να σας πάω εγώ στο ΠΕ.ΠΑ.Γ.Ν.Η, δίπλα είναι!»

«Αχ, σ’ ευχαριστώ αγόρι μου» του είπε η κυρά-Ματούλα. «Μέχρι να τελειώσεις τον καφέ σου θα έχω κατέβει με τον Ανδρέα»

«Με την ησυχία σας κυρά-Ματούλα» της ανταπάντησε ο Ανδρέας και εκείνη αφού μας χαιρέτησε ανέβηκε πάνω. «Λοιπόν, τι θα κάνετε εσείς κορίτσια;»

«Διάβασμα. Απλά θα διαβάσουμε παρεούλα.»

«Ωραία, ωραία. Και κατά τι ώρα λέτε να έρθετε πάνω;»

«Τι ώρα είναι τώρα; 10:30; Ε, μετά τις τρεις, να κάνουμε και το διάβασμά μας, να περάσουμε και μια βόλτα από το κέντρο. Λοιπόν, πάω να κάνω κι εγώ ένα ντουζάκι και επιστρέφω» τους είπα και τους άφησα και πήγα να κάνω ένα γρήγορο ντουζ. Ουφ, τι ωραία που ήταν χθες που είχαμε μπει μαζί και οι τρεις. «Φοίβη, συμμαζέψου» μάλωσα τον εαυτό μου, «έχεις και διάβασμα!» Κάθισα όλη κάτω από το καυτό νερό και το άφησα να κυλάει στο κορμί μου. Έλουσα τα μαλλιά μου και τρίφτηκα σε όλο το σώμα με το απαλό σφουγγάρι. Όταν τελείωσα έριξα και ένα γρήγορο σφουγγάρισμα και βγήκα για να πάω να αλλάξω. Μέχρι να στεγνώσω και το μαλλί μου, είχε κατέβει η κυρά-Ματούλα με τον κυρ-Ανδρέα.

«Λοιπόν, κορίτσια φεύγω!» μας είπε ο Ανδρέας και ήρθε να μου δώσει ένα πεταχτό φιλί. «Τα λέμε το απογευματάκι, να προσέχετε σας παρακαλώ!»

«Θα προσέχουμε μωρό μου» του απάντησα. «Λοιπόν, Χριστιάνα, έτοιμη κι εγώ, κάτσε να βάλω στην αγέλη να φάει και φεύγουμε!»

«Θέλεις βοήθεια;»

«Όχι, κατέβα με το μηχανάκι στην είσοδο και έρχομαι κι εγώ» της είπα. Έβαλα στην αγέλη να φάει και μετά βάζοντας στην τσάντα μου τις σημειώσεις απειροστικού και γραμμικής κατέβηκα και βρήκα τη Χριστιάνα που με περίμενε. Μου έδωσε το κράνος, το φόρεσα, ανέβηκα και ξεκινήσαμε. Δε μας πήρε ούτε 3 λεπτά να φτάσουμε έξω από το σπίτι της. Ανεβήκαμε πάνω και κάθισα στο τραπέζι του σαλονιού αδειάζοντας τις σημειώσεις μου.

«Πάω να κάνω κι εγώ ένα γρήγορο ντουζάκι και έρχομαι. Στο μεταξύ θα βάλω και γαλλικό να ετοιμάζεται.»

«Μια χαρά!» της είπα και την άφησα να πάει μέσα.

Έβγαλα χαρτί και στυλό και άρχισα να μουρμουράω διαβάζοντας και γράφοντας. Απορροφημένη στο διάβασμα δεν κατάλαβα πότε πέρασε η ώρα μέχρι να έρθει στο σαλόνι και η Χριστιάνα με τους καφέδες. Τους άφησε στο τραπέζι και ξαναπήγε μέσα για να φέρει τα βιβλία και τις σημειώσεις της και ξεκίνησε και εκείνη το διάβασμα. Ανά μια ώρα κάναμε διάλλειμα δέκα λεπτά για να καθαρίσει το κεφάλι μας και μετά επιστρέφαμε στα διαβάσματά μας. Κόντευε 14:00 όταν αποφασίσαμε να σταματήσουμε για σήμερα. Η Χριστιάνα ήταν ντυμένη με τη φόρμα της οπότε πήγε μέσα για να αλλάξει, καθώς το βράδυ θα πηγαίναμε στον Ευτύχη.

Κατεβήκαμε στο κέντρο και η αλήθεια είναι ότι με το μηχανάκι μας πήρε πολύ λιγότερη ώρα. Μιας και ξέραμε μόνο στο περίπου που ήταν το sex shop, πήγαμε στην αρχή της Καλοκαιρινού και την ανεβήκαμε μέχρι τη Μακαρίου χωρίς να το βρούμε. Κάναμε ένα μεγάλο γύρο, ξαναβγήκαμε στην Ίδης και μετά πήραμε την πρώτη παράλληλη της Καλοκαιρινού και εκεί ανακύψαμε σε ένα στενάκι το sex shop. Σταμάτησε το μηχανάκι και κατεβήκαμε και οι δύο ελαφρώς αμήχανες.

«Άντε πάμε!» είπα στην Χριστιάνα με προσποιητό κουράγιο. “Act like you have it and it shall be given to you” ή αλλιώς “fake it until you make it”

Μπήκαμε στο sex shop και προσπαθούσα να κρατήσω το στόμα μου κλειστό με αυτά που έβλεπα.

«Μπορώ να σας βοηθήσω;» μας ρώτησε ο υπάλληλος του μαγαζιού αλλά τι να του έλεγα;

«Όχι ευχαριστούμε, απλά κοιτάμε!» του είπα, τι να του πω.

«Για δες αυτό» μου έκανε με νόημα η Χριστιάνα.

«Ο Χριστός και η Παναγία! Αυτό δεν είναι για σεξ, για ανασκολοπισμό είναι» είπα βλέποντας ένα πλαστικό πέος τεραστίου μεγέθους κάνοντας τη Χριστιάνα να βάλει τα γέλια. «Αυτό πώς σου φαίνεται;» τη ρώτησα δείχνοντάς της κάτι σε πιο φυσιολογικό μέγεθος. Το έπιασε στο χέρι της και το περιεργάστηκε.

«Δεν ξέρω! Καλό μου φαίνεται για δες κι εσύ!» μου είπε και το έπιασα στο χέρι μου. Ήταν περίεργη η αίσθηση αλλά δεν απείχε και τρομερά—στην αφή τουλάχιστον—από αυτή ενός κανονικού πέους. «Μεγαλούτσικο μου φαίνεται, μήπως να βρούμε κάτι μικρότερο;»

«Δεν ξέρω… σάμπως έχω ξαναδοκιμάσει;» με ρώτησε και συνεχίσαμε την αναζήτηση. Βρήκαμε ένα σε πιο βολικό μέγεθος αλλά δε μας άρεσε ούτε το χρώμα του ούτε η υφή του. Τελικά αποφάσισα να πάρω τη βοήθεια του υπαλλήλου.

«Παρακαλώ;»

«Έχετε κάτι σαν αυτό αλλά σε λίγο μικρότερο μέγεθος; Και… και που είναι η ζώνη του;»

«Αυτό είναι σκέτη dildo. Βλέπετε από πίσω που έχει αυτή την εσοχή;»

«Ναι…» του απάντησα αβέβαιη.

«Είναι για να μπορεί να προσαρμοστεί σε ζώνη» είπε και μου έδειξε μια συλλογή. Δεν ήταν ακριβώς ζώνες, κάποιες έμοιαζαν με εσώρουχο που μπροστά είχε μια τρύπα.

«Αυτή!» μου είπε η Χριστιάνα δείχνοντάς μου μια ζώνη η οποία είχε και τιράντες και στη φωτογραφία οι τιράντες περνούσαν μπροστά από τα στήθη του μοντέλου.

«Μπαίνει αυτό το πράγμα εκεί;» την ρώτησα. Το κοιτάξαμε αναποφάσιστες και μετά ζητήσαμε εκ νέου την βοήθεια του υπαλλήλου. Μας έδειξε πως κούμπωνε. Μια χαρά, κρατήσαμε τη ζώνη και την dildo στην άκρη και ψάξαμε μήπως βρούμε και κάτι άλλο. Κάποια στιγμή είδα κάτι που έμοιαζε με μικρή ρακέτα. «Τι είναι πάλι τούτο;» ρώτησα φωναχτά.

«Αυτό είναι paddle» μας εξήγησε ο υπάλληλος που νόμιζε ότι μιλούσα σε εκείνον. Το κοίταξα πιο προσεκτικά και από την εικόνα δίπλα κατάλαβα τον προορισμό του. Χμμμ… εμένα μου άρεσε να τις τρώω με το χέρι. «Χριστιάνα, έλα λίγο εδώ»

«Τι είναι αυτό;»

«Paddle, της απάντησα. «Καταλαβαίνω ότι είναι για ξυλιές αντί του χεριού.» Το πήρα στα χέρια μου και μου έριξα μια δοκιμαστική στον κώλο αλλά με το τζιν που φορούσα δεν κατάλαβα. Η Χριστιάνα φορούσε υφασμάτινο παντελόνι. Κοίταξα γύρω και όταν βεβαιώθηκα ότι ήμασταν μόνες, της έριξα μια με το paddle.

«Άου!»

«Πώς ήταν;»

«Πόνεσε!»

«Ναι, το κατάλαβα από το άου. Σε σχέση με το χέρι, πως ήταν;»

«Λίγο πιο έντονο!»

«Οκ, sold» απάντησα και συνέχισα να ψάχνω. Είχε μαστίγια, είχε βίτσες, είχε πολύ πράγμα. Πήρα μια βίτσα και έριξα μια δοκιμαστική στο χέρι μου. Δεν κατάλαβα κάτι. Μου έριξα μια γερή στα μπούτια και εκεί το κατάλαβα και το παρακατάλαβα. Πολύ οξύς πόνος. Από την άλλη η ιδέα να με χτυπάει ο Ανδρέας με τη βίτσα ή να το κάνω εγώ στη Χριστιάνα ήταν πιο διεγερτική από το paddle. Αποφάσισα να πάρω και τη βίτσα και το πολύ-πολύ να μας ξέμενε.

«Φοίβη, έλα να δεις!» μου είπε και πήγα και τη βρήκα μπροστά από μια συλλογή από δονητές. «Αχ, το ερωτεύτηκα αυτό!» μου είπε και μου έδειξε ένα μαρτζαφλάρι που είχε δύο εξογκώματα.

«Τι είναι τούτα;»

«Αυτό μπαίνει μπροστά, το άλλο μέρος αν θες μπαίνει πίσω και αυτό κάνει μασάς στην κλειτορίδα!» μου είπε. Εγώ δεν ενθουσιάστηκα με την προοπτική αλλά από την άλλη εγώ δε χρειαζόμουν και δονητή. Η Χριστιάνα έκανε να το αφήσει.

«Γιατί δεν το παίρνεις;»

«Ουφ, ντρέπομαι λίγο!»

«Κι εγώ αλλά τι να κάνω;» και της έδειξα το paddle, τη βίτσα και τη ζώνη με την πλαστική dildo. «Είδες πουθενά χειροπέδες;»

«Όχι!»

«Του Ανδρέα του άρεσε η ιδέα!»

«Ναι, το κατάλαβα… αλλά θέλει και κρεβάτι με κάγκελα!»

«Γιατί, ντε και σώνει πρέπει να δεθούμε στο κρεββάτι;»

«Τι να σου πω, ξέρω όσα είδα στο Βασικό Ένστικτο!»

«Δεν το έχω δει.»

«Να το νοικιάσουμε να το δούμε!»

«Πού να το νοικιάσουμε και που να το δούμε;»

«Εχμ, στο σπίτι δεν έχω μόνο τηλεόραση, έχω και βίντεο!»

«Σοβαρά; Δεν το είχα προσέξει!»

«Ναι, όταν ήμασταν στο δωμάτιο ήμασταν απασχολημένες με άλλα» μου είπε χαμογελώντας μου πονηρά.

Συνεχίσαμε την περιήγησή μας και βρήκαμε και τις χειροπέδες αλλά το sex shop δεν είχε μόνο σεξουαλικά αντικείμενα, είχε και βιβλία, είχε και ρούχα είχε και εσώρουχα. Είδα ένα baby doll που το λάτρεψα.

«Ωραίο είναι!» μου είπε η Χριστιάνα όταν της το έδειξα. Τελικά διαλέξαμε ένα η κάθε μία μας και, αφού βεβαιωθήκαμε ότι θα μας έκανε, είμαστε και ψηλά κορίτσια, τι να κάνουμε, πήγαμε στο ταμείο με ένα ζευγάρι χειροπέδες, δύο baby doll, ένα δονητή, ένα paddle, μία βίτσα, ένα dildo και μια ζώνη για δαύτο. Εκεί κατόπιν παραινέσεως του παιδιού που δούλευε εκεί, πήραμε και δύο μπουκάλια με λιπαντικό.

«Ναι, δεν τα παίρνω αυτά μαζί μου στο ΙΤΕ!» είπα στη Χριστιάνα.

«Δεν χρειάζεται, να είναι καλά το μηχανάκι!»

Δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν έξω από το σπίτι μου. Πήρα τα δικά μου πράγματα και τα πήγα μέσα και τα καταχώνιασα μέσα σε ένα σάκο στην ντουλάπα. Η βίτσα δε χωρούσε οπότε αναγκαστικά την άφησα έξω, στριμώχνοντάς την σε μια γωνιά στο βάθος. Γύρισα και ανεβήκαμε στο σπίτι της Χριστιάνας για να αφήσουμε εκεί και τα δικά της πράγματα. Χαχανίζοντας και οι δύο κατεβήκαμε και πάλι στο μηχανάκι και πήγαμε Λιοντάρια για να πάρουμε τις πίτσες και τους καφέδες. 

Ευτυχώς η κρεπερί, είχε ειδικές σακούλες που έμπαιναν οι καφέδες που ήταν ό,τι έπρεπε για όσους έχουν μηχανάκι. Πήρα μια μονή και μια διπλή και τις άφησα για λίγο στην Χριστιάνα. Πετάχτηκα στο Έβερεστ και πήρα τέσσερεις πίτσες, δύο για τον Ανδρέα και από μία για μένα και τη Χριστιάνα και όταν γύρισα πίσω, και αφού έβαλα το κράνος, ανέβηκα προσεκτικά στο παπί και η Χριστιάνα μου έδωσε τις άλλες δυο σακούλες.

Αυτή τη φορά—μιας και δεν ψάχναμε—ανεβήκαμε στα γρήγορα όλη την Καλοκαιρινού και πέντε λεπτά αργότερα βγήκαμε στην 62 Μαρτύρων, που ήταν πραγματικά μαρτυρική για όσους έχουν αυτοκίνητο. Με το παπί την περάσαμε στο τσακ-μπαμ και δεν αργήσαμε να φτάσουμε στο ΙΤΕ.

«Ήρθαμε!» είπα μπαίνοντας στο γραφείο του Ανδρέα, Ανδρέας ο οποίος μασουλούσε ένα μολύβι και μίλαγε μέσα από τα δόντια του.

«Καλώς τες!»

«Ορίστε και το καφεδάκι σου και οι πίτσες σου! Μίλησες με τα παιδιά;»

«Ναι αμέ, δώσαμε ραντεβού στις 21:00.»

«Ανδρέα, όταν φεύγουμε θα πρέπει να πακετάρουμε και το PC μου, αύριο θα μου φέρει το γραφείο!»

«Κανένα πρόβλημα καρδούλα μου. Η Χριστιάνα;»

«Μέσα, με το Νικήτα κάτι λένε.»

«Πώς πήγε το διάβασμα;»

«Μια χαρά, δε σηκώσαμε κεφάλι μέχρι τη στιγμή που κατεβήκαμε κέντρο!»

«Το βρήκατε;»

«Αμέ! Θα τα δεις το βράδυ, δεν τα πήραμε μαζί μας!»

«Χαχαχα, εντάξει.»

«Λοιπόν, μωρουλίνι, πάω μέσα να τελειώσω την εργασία μου στην Pascal και να δω τι θα κάνω μέχρι την ώρα που θα φύγουμε.»

«Εντάξει Φοίβη μου»

Γύρισα στο μεγάλο χώρο του εργαστηρίου και κάθισα στο γραφείο που είχα στήσει τον υπολογιστή μου, δίπλα από αυτόν που καθόταν η Χριστιάνα και ξεκίνησα. Εκεί είχα τη φαεινή ιδέα—επηρεασμένη από τα μαθήματα Unix—να δώσω δυνατότητα στο πρόγραμμα να μπορεί να δουλέψει και από command line, παρόλο που εν γένει ήταν menu driven. Αυτό σήμαινε κάμποσο rewrite στα internals αλλά σάμπως είχα να κάνω και τίποτε άλλο; Εκεί σκέφτηκα και άλλο abstraction, να μπορώ να ορίσω με custom configuration τη δομή του καταλόγου ώστε να μπορείς να προσθέσεις δυναμικά νέα πεδία ή να ορίσεις τελείως δική σου δομή.

Μου άρεσε πολύ η νέα μου ιδέα και έπεσα με τα μούτρα να γράφω κώδικα. Ο τηλεφωνικός κατάλογος είχε μετατραπεί σε μίνι βάση δεδομένων της οποίας ο χρήστης μπορούσε να ορίσει τη δομή, τα πεδία, να κάνει αναζητήσεις, να μπορεί να αλλάξει on the fly βάση και να χρησιμοποιεί μια άλλη και φυσικά να μπορεί να τυπώσει σε εκτυπωτή ή οθόνη ή να εξάγει τα δεδομένα, είτε όλα είτε μέρος τους. Δε σήκωσα κεφάλι, με τράβηξε σούρνοντας η Χριστιάνα δύο φορές για να κάνουμε διάλειμμα. Καλά που τα έχωνα χθες στον Ανδρέα, δηλαδή!

«Κορίτσια, λέω να την κάνουμε σιγά-σιγά» είπε ο Ανδρέας. Κοίταξα το ρολόι μου, είχε πάει ήδη 19:30

«Αν καταφέρεις να ξεκολλήσεις την κυρία από το PC της» είπε αποδοκιμαστικά η Χριστιάνα κοιτώντας με.

«Από τώρα; Στις 21:00 δεν έχουμε ραντεβού με τα παιδιά;» ρώτησα προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο, είχα πάρει φωτιά και δεν ήθελα να σταματήσω.

«Αύριο θα σου έρθει το νέο γραφείο, πρέπει να πάρουμε τον υπολογιστή μαζί μας και δεν θέλω να τον κουβαλάω με το αυτοκίνητο στο κέντρο, μπορεί να μη βρούμε να παρκάρουμε κοντά και δε θέλω να το έχουμε άγχος. Και έπειτα είναι ευκαιρία να αφήσει και η Χριστιάνα το παπί στο σπίτι της και να κατεβούμε στον Ευτύχη όλοι μαζί με ένα αυτοκίνητο!»

«Ουφ καλά!» είπα και σώζοντας το πρόγραμμα και σε δίσκο και σε δισκέτα, έκλεισα τον υπολογιστή. Τα κουτιά τα είχαμε βάλει στο γραφείο του Ανδρέα, οπότε δέκα λεπτά αργότερα ήταν όλα πακεταρισμένα και έτοιμα για την επιστροφή στο σπίτι. Κατεβήκαμε κουβαλώντας όλοι πράγματα στο parking και τα ταχτοποιήσαμε στο αυτοκίνητο.

«Θα περάσουμε να σε πάρουμε στις εννιά παρά!» της είπε ο Ανδρέας.

«Εντάξει, θα σας περιμένω!» μας είπε και αφού μας χαιρέτησε ανέβηκε στο μηχανάκι και ξεκίνησε. Ξεκινήσαμε κι εμείς λίγο αργότερα.

Η Χριστιάνα αποφάσισε να πάει από Εθνική και έτσι την ακολουθήσαμε και εμείς και ο Ανδρέας φρόντισε να την έχει μπροστά του, με αρκετό χώρο ώστε να μπορεί να φρενάρει, χωρίς ωστόσο να αφήνει να χωθεί κάποιο άλλο αυτοκίνητο. Στρίψαμε στον Άη Γιάννη και πήραμε την Παπαναστασίου και πέντε λεπτά αργότερα ήμασταν μπροστά από το σπίτι. Η Χριστιάνα μας χαιρέτησε και ξεκίνησε ξανά. Ο Ανδρέας έβαλε μέσα το αυτοκίνητο και το έφερε σχεδόν μέχρι την πόρτα ώστε να μην μας πέσουν τα πάκια κουβαλώντας και πλέον ήμασταν οι δυο μας. Με το Σίμπα να μπλέκεται στα πόδια μας μας πήρε κάμποσο μέχρι να τακτοποιήσουμε όλα τα πράγματα. Τα άφησα στην κούτα τους, θα τα ταχτοποιούσα αύριο που θα ερχόταν και το γραφείο.

Κοίταξα το ρολόι, ήταν ακόμα 20:00 και είχα αρχίσει να πεινάω, η πίτσα δεν έφτανε. Είχα ξεχάσει τελείως τα πράγματα που είχαμε αγοράσει από το sex shop, μου τα θύμισε ο Ανδρέας.

«Για δείξε μου τι πήρατε!»

«Αμέσως!» του είπα και πήγα στο δωμάτιο και έφερα τα πράγματα έξω.

«Τι είναι αυτό;» με ρώτησε δείχνοντας το paddle.

«Paddle» του απάντησα, «για να μην κουράζεις τα χεράκια σου.»

«Χμμμ» είπε. «Ενδιαφέρον!»

«Α, ξέχασα και τη βίτσα!» είπα και σηκώθηκα να πάω μέσα.

«Την ποια;» με ρώτησε γουρλώνοντας τα μάτια του.

«Αυτό!» του έδειξα όταν επέστρεψα από την ντουλάπα.

«Ρε συ αυτό θα πονάει πολύ!»

«Ναι, η αλήθεια είναι ότι τσούζει!»

«Και που το ξέρεις εσύ;» με ρώτησε καχύποπτα κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Έριξα μια δοκιμαστική στα μπούτια μου και φαντάσου ότι ήταν και πάνω από το παντελόνι. Θέλει λίγη προσοχή!»

«Δεν ξέρω…» είπε διστακτικά. «Να σου πω την αλήθεια στη σκέψη είναι πιο… διεγερτικό από τη ρακέτα που πήρες….»

«Paddle λέγεται» τον διόρθωσα.

«Ορίστε, έγινε και ειδική!»

«Μη διακόπτεις! Ορίστε, κοίτα τι πήρα για σένα» του είπα και του έδειξα το baby doll. «Πήρε και η Χριστιάνα ένα αλλά μη γλείφεσαι, πρώτα πρέπει να τα πλύνουμε!»

«Να σε δω με τι μούτρα θα πας να τα πάρεις από το καθαριστήριο!»

«Με τα δικά σου!» του απάντησα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.

«Μωρέ καλά σε λέω θηλυκό Μακιαβέλλι!» μου είπε γελώντας ακόμα!

«Ήμανε!» τον διαβεβαίωσα. «Επίσης πήρα και αυτό» του είπα και του άνοιξα το κουτί με τις χειροπέδες.

“Now you talking!”

«Α, και πήρα και ένα μπουκάλι λιπαντικό!»

«Χμμμ… τσούζει Θανάση μου;»

«Το κωλαράκι είναι φτιαγμένο για άλλη δουλειά και μου έχεις αλλάξει τα φώτα τις τελευταίες μέρες!»

«Ναι, δεν έχω παράπονο!»

«Αυτό θα σου έλειπε. Πήραμε επίσης και ένα strap-on και ζώνη για να το φορέσω. Θα σου αρέσει, έχει και ζώνη και τιράντες.»

«Μακριά απ’ τον κώλο μου!» απάντησε ο Ανδρέας.

«Δεν στο υπόσχομαι!» του δήλωσα «αλλά ναι, βασικά για αλλού προορίζεται. Δεν το πήρα μαζί μου, το άφησα στη Χριστιάνα. Επίσης η κυρία πήρε και δονητή αλλά εγώ δε χρειάζομαι, έχω εσένα!» του δήλωσα.

«I will do my best, ma’am” είπε πειρακτικά.

«Το καλό που σου θέλω αλλιώς θα σε κυνηγάω με το strap-on να δεις κι εσύ τη γλύκα, μεσιέ!»

«Η γλύκα θα είναι να μη με πιάσεις!» μου είπε βγάζοντας πειρακτικά τη γλώσσα του.

«Τέτοιος είσαι;» του είπα. «Άνοιξε το χέρι σου!»

«Μαααα….»

«Μαμούνια!»

«Ουφ» ξεφύσησε και μου άπλωσε τα χέρια του ανοιχτά. Πήρα τη βίτσα και του έριξα μερικές σε κάθε χέρι, όχι ιδιαίτερα δυνατές. «Αι! Αυτό πονάει!»

«Που να το φας στον κώλο!»

«Είχα την εντύπωση πως η κεντρική ιδέα ήταν να το φας στον δικό σου κώλο!»

«Και της Χριστιάνας» απάντησα αφηρημένη.

«Δεν υπάρχει περίπτωση» μου είπε σοβαρεύοντας ξαφνικά.

«Όχι εσύ βρε, εγώ!»

«Έχει τέτοιες ορέξεις η Χριστιάνα;»

«Με το χέρι της αρέσει πάντως. Η αλήθεια είναι ότι σαν ιδέα μ’ αρέσει να σας ρίξω μερικές στα κωλαράκια σας με δαύτο.»

«Άσε το κωλαράκι μου ήσυχο!»

«Γι’ αυτό κανόνισε φουκαρά μου!» τον ψευτοαπείλησα.

«Μη με απειλείς, μην πάρω την βίτσα και στον μαυρίσω!»

«Χιχιχι, αυτή είναι η ιδέα!» του είπα βγάζοντάς του τη γλώσσα.

«Σ’ αγαπάω!»

«Κι εγώ σ’ αγαπάω μωρουλίνι μου, πολύ πολύ πολύ!»

«Αλήθεια, τι σε έπιασε σήμερα και δε σήκωσες κεφάλι από τον υπολογιστή σου; Νόμιζα ότι είχες τελειώσει!»

«Είχα τελειώσει αλλά μετά σκέφτηκα να του προσθέσω και κάποιες extra λειτουργικότητες ώστε να μπορεί να κάνει κάποια βασικά πράγματα και από command line και αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε αλλαγή των internals και εκεί σκέφτηκα και άλλες αλλαγές και τελικά από τηλεφωνικός κατάλογος θα είναι μίνι βάση δεδομένων, ο χρήστης θα μπορεί να ορίσει ελεύθερα τα πεδία, τον τύπο τους, τα input masks και τα validations για καθένα από αυτά. Ουσιαστικά το ξαναγράφω από την αρχή.»

«Θα προλάβεις;»

«Ναι βρε. Και στη χειρότερη, έχω και την αρχική έκδοση που είναι μόνο τηλεφωνικός κατάλογος. Για μένα το κάνω, όχι για το μάθημα, μ’ αρέσει ο προγραμματισμός.»

«Οπότε αύριο δε θα έρθεις στο ΙΤΕ, ε;»

«Όχι μωρουλίνι μου… σε πειράζει;»

«Όχι, έχω κι εγώ αρκετή δουλειά ακόμα οπότε έτσι κι αλλιώς δε θα είχαμε και πολλά πάρε δώσε. Θα πάω από νωρίς αλλά θα γυρίσω αν είναι γύρω στις 17:00.»

«Ωραία-ωραία, έχει μείνει λίγο μοσχάρι με μακαρόνια, κόβουμε και μια σαλάτα και αν χρειαστεί τηγανίζουμε και καμιά πατάτα.»

«Ουφ, μη μιλάμε για φαγητό, έχω λυσσάξει στην πείνα!» παραπονέθηκε ο Ανδρέας.

«Μια από τα ίδια, μη νομίζεις.»

«Να σου πω, δεν ξεκινάμε σιγά-σιγά;»

«Στις 21:00 δεν είπες στα παιδιά;»

«Δεν πειράζει, θα παραγγείλουμε ορεκτικά και θα τους περιμένουμε, να τσιμπήσουμε έστω καμιά πατάτα ή λίγο σαλάτα.»

«Εντάξει μωρό μου, πάμε» του είπα και ξεκινήσαμε να πάρουμε τη Χριστιάνα. Κατέβηκα και χτύπησα το κουδούνι.

«Ποιος είναι;» ρώτησε στο θυροτηλέφωνο.

«Εμείς είμαστε Χριστιάνα, έχουμε λυσσάξει και οι δύο στην πείνα και λέμε να πάμε λίγο νωρίτερα.»

«Κανένα πρόβλημα, κατεβαίνω αμέσως!» μου είπε και πράγματι ένα λεπτό αργότερα κατέβηκε τα σκαλιά.

«Γρήγορα κατέβηκες!» της είπε ο Ανδρέας.

«Μα έτοιμη ήμουν, απλά είχα βάλει μουσική και σας περίμενα.»

«Ωραία, έμπα μέσα να ξεκινήσουμε.»

Είκοσι λεπτά αργότερα, και είκοσι λεπτά νωρίτερα από το αρχικά προγραμματισμένο ραντεβού, ήμασταν στον Ευτύχη. Παραγγείλαμε τα ορεκτικά και τις μπύρες και του είπαμε ότι περιμέναμε άλλους δύο για να παραγγείλουμε και τα κυρίως πιάτα. Η αλήθεια είναι ότι είχαμε λυσσάξει στην πείνα και οι τρεις και με πολύ κόπο συγκρατηθήκαμε και δεν ορμίσαμε στα ορεκτικά. Πάντως έστω και τσιμπολογώντας λίγες πατάτες, σαλάτα και ψωμί, έκανε την αναμονή πιο εύκολη. Στις 21:05 και με πέντε λεπτά καθυστέρηση εμφανίστηκαν Νίκος και Μαρία. Πετάχτηκα ενθουσιώδης και πήρα στην αγκαλιά μου τη Μαρία και της έσκασα δύο φιλιά στα μάγουλα.

«Μαράκι μουυυυυυυυ» της φώναξα και την άρπαξα στην αγκαλιά μου και έτσι όπως είναι και μινιόν, την έκανα και δυο σβούρες.

«Σιγά βρε τυφώνα, θα με διαλύσεις» μου είπε χαμογελώντας.

«Εμένα στο φτύσιμο, ε;» είπε ο Νίκος.

«Έλα εδώ βρε παραπονιάρη!» του είπα και τον έσφιξα στην αγκαλιά μου δυνατά.

«Σιγά βόα!» με πείραξε.

«Για να μη λες!» του ανταπάντησα. Αφού χαιρετήθηκαν και με τον Ανδρέα και με τη Χριστιάνα καθίσαμε όλοι μαζί στο τραπέζι και αρχίσαμε να λέμε πως τα περάσαμε την περίοδο των διακοπών. Στο μεταξύ ήρθαν από το μαγαζί και παραγγείλαμε και τα κυρίως πιάτα και συνεχίσαμε την κουβέντα μέχρι που ήρθε το φαγητό. Ένα έχω να πω, παραλίγο να αρχίσει να μου βγαίνει από τα αφτιά.

«Αααχ, από την πρόοδο στην Κβάντο-1 είχα να φάω έτσι» είπε ο Νίκος.

«Να φας ή να τον φας;» τον πείραξε η Μαρία.

«Λεπτομέρειες!”

«Δεν πειράζει, θα τους σκίσεις στην εξεταστική του Γενάρη» είπα προσπαθώντας να τον ενθαρρύνω.

«Με την όπισθεν» απάντησε αναστενάζοντας.

«Αισιόδοξος» τον πείραξε η Χριστιάνα.

«Ρεαλιστής» ανταπάντησε. «Τέλος πάντων, ό,τι είναι να γίνει θα γίνει!»

«Αφού δεν μπορείς να το αποφύγεις, προσπάθησε να το απολαύσεις!» τον πείραξε ξανά η Χριστιάνα.

«Μπα-μπα, πολύ ξεθάρεψε τούτη!» είπε ο Νίκος κοιτάζοντάς την.

«Κακές παρέες παιδί μου, τι περίμενες;» απάντησε χωρίς να διστάσει η Χριστιάνα.

«Οι χειρότερες!» τον διαβεβαίωσα και η Χριστιάνα με κοίταξε χαμογελαστή.

«Να δεις τι σου ‘χω για μετά!» σκέφτηκα μέσα μου και με πολλή προσπάθεια κατάφερα να πνίξω ένα πονηρό γελάκι.


35. Έμπαινε Γιούτσο!

Ανδρέας

Χαιρετίσαμε τα παιδιά και κινήσαμε για το αυτοκίνητο έχοντας μια σακούλα αποφάγια για τον τριχωτό κροκόδειλο που ζούσε στην αυλή της Φοίβης. Τα κορίτσια ήθελαν να πάρουμε σοκολάτα και να δούμε ταινία στο βίντεο οπότε δεν τους χάλασα το χατίρι. Πάρκαρα κοντά στα λιοντάρια και τις άφησα να πάνε στο βίντεο κλαμπ και εγώ πήγα στην κρεπερί και πήρα τρεις ζεστές σοκολάτες, η μία με γεύση φράουλα και οι άλλες δύο με γεύση μπανάνα. Πήρα τις σοκολάτες στη βάση και γύρισα στο αυτοκίνητο για να τις περιμένω.

«Τη βρήκαμε!» είπε η Φοίβη χαρούμενη. Δεν είχα ιδέα ότι είχαν κάποια συγκεκριμένη στο μυαλό τους.

«Ποια ψάχναμε;» τη ρώτησα όταν μπήκαν μέσα και ξεκινήσαμε.

«Το βασικό ένστικτο»

«Ενδιαφέρουσα επιλογή!» είπα χαμογελώντας πονηρά.

«Κι εσύ την έχεις δει;»

«Δεν την έχω δει αλλά έχω ακούσει τα καλύτερα!»

«Είναι ωραίο θρίλερ» είπε η Χριστιάνα.

«Οι περιγραφές που έχω ακούσει δεν παραπέμπουν σε θρίλερ!» την πείραξα.

«Και όμως είναι, θα δεις!» με διαβεβαίωσε.

«Μη ξεχάσεις να σταματήσεις από το σπίτι για να δώσω τα κόκαλα στο Σίμπα.» μου υπενθύμισε η Φοίβη.

«Εντάξει μωρό μου» της είπα και πράγματι, όταν φτάσαμε στη Σόλωνος σταμάτησα έξω από το σπίτι της.

«Δε χρειάζεται να βγείτε, δε θ’ αργήσω!» είπε η Φοίβη και κατέβηκε από το αυτοκίνητο.

«Επιτέλους μόνοι» πήγα να πειράξω την Χριστιάνα.

«Αχνε!» μου απάντησε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. Πόσο είχε αλλάξει μέσα σε λίγο καιρό.

«Καλά το είπε ο Νίκος, έχεις ξεψαρώσει τελείως εσύ μαδάμ!»

«Μου πήρε λίγο αλλά τα κατάφερα!» απάντησε βγάζοντάς μου γλώσσα.

«Τι να πεις, είναι θαυματουργό αυτό το κορίτσι!»

«Μην υποτιμάς τον εαυτό σου και δεν αστειεύομαι τώρα Ανδρέα. Όλο αυτό που έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σε σένα.»

«Σ’ ευχαριστώ αλλά νομίζω…» ξεκίνησα να λέω αλλά η Χριστιάνα με διέκοψε.

«Δεν έχει “αλλά” Ανδρέα και δεν το λέω μόνο εγώ και η Φοίβη το ίδιο λέει.»

«Εγώ δεν το βλέπω έτσι. Εννοώ ότι η Φοίβη είναι στα μάτια μου το ίδιο γοητευτική όσο ήταν η 14-χρονη Φοίβη στον 17χρονο Ανδρέα και ας μην είχε γίνει τίποτα τότε μεταξύ μας. Μπορεί να μη φοράει τα χοντρά γυαλιά και τα σιδεράκια αλλά για εμένα δεν θα άλλαζε τίποτα, όπως δεν είχε αλλάξει για τον 17χρονο εαυτό μου που είχε τσιμπηθεί με ένα απίθανο 14χρονο μούτρο που τον έκανε να ξεκαρδίζεται στα γέλια και να μη θέλει να το αφήσει από την αγκαλιά του. Μόνη της έκανε τα όποια βήματα.»

«Ξέροντας ότι έχει εσένα δίπλα της, Ανδρέα, μην υποτιμάς τη συμβολή σου. Θυμάμαι… θυμάμαι εκείνο το μεσημέρι στο λιμάνι που μου είχε ξεφύγει… κι εσύ απλά μου χαμογέλασες ζεστά και μου είπες “θα τη βρεις και θα σε βρει κι εκείνη” λες… λες και ήταν το πιο φυσιολογικό….»

«Χριστιάνα!» της είπα αυστηρά.

«Λάθος λέξη… οκ, σα να ήταν το πιο συνηθισμένο πράγμα! Αυτό!»

«Εγώ δε θεωρώ επίτευγμα να αποδέχομαι τους κοντινούς μου ανθρώπους γι’ αυτό που είναι. Το θεωρώ περίπου αυτονόητο.»

«Θα έπρεπε αλλά δεν είναι» μου απάντησε. «Πέραν της Κατερίνας κανείς…» πήγε να πει αλλά τη διέκοψα.

«Έδωσες σε κανέναν την ευκαιρία;

«Όχι…» απάντησε διστακτικά.

«Δώσε την ευκαιρία και μπορεί να εκπλαγείς. Στο μεταξύ θα έχεις δίπλα σου και την Κατερίνα και την Φοίβη και εμένα και μην πεις “σ’ ευχαριστώ” θα πάρω πέτρα!»

«Αυτό λέγεται καταπίεση!»

«Να διαμαρτυρηθείς στο σωματείο!» την πείραξα.

«Αλήθεια, τι κάνει το σωματείο μια ώρα;»

«Καλή ερώτηση» απάντησα και αναρωτήθηκα τι να σχεδίαζε πάλι ο θηλυκός Μακιαβέλλι. Δεν προλάβαμε να αναρωτηθούμε περισσότερο γιατί εκείνη την ώρα βγήκε με ένα σάκο στο χέρι η περί ούσας ο λόγος. «Τι κουβάλησες πάλι;» την ρώτησα όταν μπήκε μέσα.

«Πήρα τις σημειώσεις μου για να κάτσω αύριο το πρωί να διαβάσω με τη Χριστιάνα»

«Αφού βρε όργιο αύριο το πρωί θα έρθει ο μαραγκός με το γραφείο σου» της υπενθύμισα.

«Χα! Αυτό νόμιζα κι εγώ αλλά πέτυχα την κυρά Ματούλα που πότιζε τις τριανταφυλλιές και μου είπε ότι ο ξυλουργός θα έρθει αύριο γύρω στις 14:00 οπότε μιας και εσύ θα πας πρωινιάτικα ΙΤΕ να κάνουμε κι εμείς κανένα διάβασμα!»

«Βρε την ξενοδόχα τη ρώτησες;»

«Η ξενοδόχα θέλει να βγει έξω και να αρχίζει να χορεύει από τη χαρά της!» απάντησε από πίσω η Χριστιάνα.

«Ορίστε άπιστε!» μου δήλωσε με στόμφο. Δεν απάντησα, τι να απαντούσα άλλωστε; Σε τρία λεπτά παρκάραμε μπροστά από το σπίτι της Χριστιάνας και ανεβήκαμε πάνω.

«Παιδιά, δώστε μου μισό να πάω να φορέσω κάτι πιο άνετο» είπε η Χριστιάνα.

«Ωραία βολευτήκατε εσείς» τους είπα, εγώ ήμουν ακόμα με πουκάμισο και τζιν.

«Σταμάτα γκρινιάρη, σου έφερα κι εσένα τις πιτζάμες σου» μου είπε η Φοίβη και τις έβγαλε από το σάκο και μου τις έδωσε. Ένιωσα λίγο άβολα να αλλάζω στο σαλόνι αλλά τι να έκανα; Γδύθηκα στα γρήγορα και φόρεσα τις πιτζάμες μου και δίπλωσα προσεκτικά πουκάμισο και παντελόνι. Η Φοίβη έβγαλε από το σάκο και τις δικές της πιτζάμες και το paddle. Μου χαμογέλασε συνωμοτικά και πήγε μέσα στο δωμάτιο της Χριστιάνας και σε λίγο ακούστηκε ένα «Άουυυ» και δυνατά χαχανητά. «Ανδρέα, έλα και φέρε και τις σοκολάτες» άκουσα από μέσα την Φοίβη.

«Μάλιστα κύριε Λοχαγέ» απάντησα και πήρα τις σοκολάτες και πήγα μέσα.

Οι τσούπρες είχαν ξαπλώσει στο υπέρδιπλο κρεβάτι της Χριστιάνας και χαχανίζανε. Τους έδωσα τις σοκολάτες. Στο μεταξύ η Χριστιάνα είχε ανοίξει τηλεόραση και βίντεο οπότε απλά έβαλα την κασέτα μέσα και ανέβηκα κι εγώ στο κρεβάτι. Με τη Φοίβη στη μέση, ξαπλώσαμε αναπαυτικά και βάλαμε την ταινία να παίζει. Και δε φτάνει το ερωτικό περιεχόμενο της ταινίας, είχα και τη Φοίβη να μου βάζει χέρι σε διάφορες σκηνές, με αποτέλεσμα να με έχει κάνει πύραυλο.

Προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στην ταινία και δεν ήταν καθόλου εύκολο. Για παράδειγμα στη σκηνή που ο πρωταγωνιστής πήρε από πίσω την ψυχολόγο, η Φοίβη μου τον έπαιζε κανονικά και με το νόμο. Σε άλλη σκηνή την πήρα πρέφα να χαϊδεύει έτσι τη Χριστιάνα, αν κρίνω από τους μορφασμούς που έκανε το πρόσωπό της. «Ρε θα μας αφήσεις να δούμε την ταινία;» την κατηγόρησα.

«Γιατί μωρό μου, σε εμποδίζω;» μου απάντησε αθώα.

«Με παρενοχλείς σεξουαλικά!»

«Καλά σου κάνω!» μου απάντησε θρασύτατα.

«Έτσι ε;» της είπα και πήρα το τηλεκοντρόλ, πάτησα στοπ και της ρίχτηκα και άρχισα να τη γαργαλάω. «Χριστιάνα, κράτα την ακίνητη!» φώναξα ενώ η Φοίβη από κάτω γελούσε και πάλευε να μου ξεφύγει.

«Προδοσία!» φώναξε μέσα από τα γέλια της η Φοίβη όταν τελικά η Χριστιάνα την άρπαξε από τη μία μεριά κρατώντας την γερά κάτω.

«Μωρέ θα ξεπληρώσεις όλες σου τις αμαρτίες» της φώναξα γελώντας ενώ ταυτόχρονα τη γαργαλούσα κάνοντάς την να χοροπηδάει. Την άφησα για λίγο για να βρει τις ανάσες της και μετά της όρμισα και πάλι. Την ίδια ιδέα είχε η Χριστιάνα και κάπως καταφέραμε και κοπανίσαμε τα κεφάλια μας, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει ένας νέος γύρος γέλιου ενώ η Φοίβη βρήκε την ευκαιρία και ελευθερώθηκε, κατέβηκε από το κρεββάτι και άρχισε να μας κάνει «νια νια νια νια νια» κοροϊδευτικά.

«Από καρούμπαλο σε καρούμπαλο πάω!» δήλωσα. «Στο τέλος θα βγει η βρώμα ότι με κακοποιείτε!»

«Άχου το το καημενούλι» είπε η Χριστιάνα.

«Α, έτσι ε;» της είπα και αυτή τη φορά της ρίχτηκα και άρχισα να τη γαργαλάω και εκείνη.

«Μηηηηηη χαχαχαχαχαχα μηηηηηηηη» πήγε να φωνάξει και εκεί ήρθε να με βοηθήσει και η Φοίβη κρατώντας την ακίνητη.

«Όλα εδώ πληρώνονται» της είπε και άρχισε και εκείνη να γαργαλάει τη Χριστιάνα με τη σειρά της, κάνοντας την τελευταία να κοντέψει να κατουρηθεί πάνω της από τα γέλια. Σταματήσαμε μόνο όταν κόντεψε να μας κοπεί η ανάσα και των τριών από τα γέλια. Πέσαμε και οι τρεις τάβλα ανάσκελα προσπαθώντας να βρούμε τις ανάσες μας.

«Αφού δεν κατουρήθηκα τώρα, δε θα κατουρηθώ ποτέ!» είπε η Χριστιάνα, ακόμα λαχανιασμένη.

«Για να μάθεις!» της είπε η Φοίβη. «Ορίστε, είδες τώρα τι μου έκανες;»

«Τι σου έκανα;» τη ρώτησε η Χριστιάνα.

«Μου θύμισες ότι κατουριέμαι!» είπε και ξεφυσώντας σηκώθηκε από το κρεββάτι και πήγε στην τουαλέτα.

«Ορίστε, πάλι εγώ φταίω!» μου ψευτοπαραπονέθηκε η Χριστιάνα.

«Είσαι η χειρότερη!» τη διαβεβαίωσα.

«Κι εσύ Βρούτε;»

«Ταξιάρχου παρόντος…» της είπα κάνοντάς την να χαμογελάσει.

«Αυτό που το πας;»

Δεν είπαμε κάτι άλλο, περιμέναμε τη Φοίβη να γυρίσει και όταν το έκανε συνεχίσαμε την ταινία από εκεί που είχαμε μείνει. Τελικά όντως ήταν ωραία ταινία και αρκετά ερεθιστική. Όταν τελειώσαμε, εγώ τουλάχιστον, είχα και πάλι καύλες και αν ήμασταν μόνοι μας θα είχα βάλει κάτω τη Φοίβη και θα της πετούσα τα μάτια έξω αλλά δεν είχα ακόμα αποκτήσει αυτό το θάρρος παρουσία της Χριστιάνας.

«Λοιπόν, τι κάνουμε τώρα; Την πέφτουμε για ύπνο;»

«Από τώρα;» ρώτησε η Φοίβη.

«Βρε, κοντεύει να πάει μία η ώρα»

«Δε νυστάζωωωωω» είπε παραπονεμένα. «Εσείς νυστάζετε;» μας ρώτησε.

«Όχι» απάντησε η Χριστιάνα.

«Ούτε κι εγώ νυστάζω ιδιαίτερα αλλά έχω και πρωινό ξύπνημα» της υπενθύμισα.

«Έλα μωρέ Ανδρέα, δε θα πας να μοιράσεις και το γάλα. Θα χαλάσει ο κόσμος αν πας στις 12:00 και όχι στις 09:00;» με ρώτησε και η αλήθεια είναι ότι ένα δίκιο το είχε.

«Και τι θα κάνουμε;»

«Παίζουμε αλήθεια ή θάρρος;» ρώτησε η Φοίβη. «Δεν έχω παίξει ποτέ!»

«Γιατί όχι;» είπα εγώ.

«Ουφ, αρκεί να μη με βάλετε να χτυπάω κουδούνια νυχτιάτικα!» είπε η Χριστιάνα που μάλλον είχε προηγούμενη και όχι τόσο ευχάριστη εμπειρία.

«Όχι-όχι!» τη διαβεβαίωσε η Φοίβη. «Πώς ξεκινάμε;»

«Χριστιάνα, βγάλε την τράπουλα του uno. Τραβάμε ένα φύλλο ο καθένας, αυτός με το μικρότερο ξεκινάει και μετά αυτός με το δεύτερο μικρότερο φύλλο και τέλος ο τρίτος.» Το κάναμε και η Χριστιάνα τράβηξε το μικρότερο φύλλο και εγώ το δεύτερο μικρότερο και το μεγαλύτερο η Φοίβη. «Λοιπόν Χριστιάνα, θάρρος ή αλήθεια;»

«Αλήθεια!»

«Ανδρέα, μπορώ να κάνω εγώ ερώτηση;» με ρώτησε η Φοίβη.

«Ευχαρίστως»

«Λοιπόν, έχεις φιλήσει ποτέ άλλο κορίτσι από εμένα;» είπε κάνοντας τη Χριστίνα να κοκκινήσει. «Χμμμ, γιατί κοκκίνησες εσύ; Κάτι ύποπτο έχεις κάνει!»

«Δεν… δεν ήταν ακριβώς όπως εσένα αλλά ναι, έχω φιλήσει άλλο κορίτσι. Στην 3η γυμνασίου, παίζοντας πυθία. Εκεί άρχισα να καταλαβαίνω ότι… ότι προτιμώ τα κορίτσια από τα αγόρια. Εννοώ… στο ίδιο παιχνίδι φιλήθηκα και με αγόρια και με κορίτσια αλλά… αλλά μου άρεσε πολύ περισσότερο όταν απέναντί μου είχα κορίτσι.»

«Αχά!» απάντησε η Φοίβη. «Ωραία, σειρά του Ανδρέα τώρα. Αλήθεια ή θάρρος;»

«Αλήθεια»

«Ωραία, Χριστιάνα θέλεις να κάνεις εσύ ερώτηση ή να κάνω εγώ;»

«Ξεκίνησε εσύ» της απάντησε η Χριστιάνα.

«Ωραία, από πότε είχες βάλει στο μάτι τη Χριστιάνα, εννοώ πριν συμβεί ό,τι συμβεί με εμάς;»

«Χμμμ…» είπα προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο, δεν περίμενα αυτή την ερώτηση αλλά σιγά που θα μου χαριζόταν η Φοίβη. «Την είχα προσέξει από πέρσι που ήταν πρώτο έτος… μεταξύ μας, ποιος δεν το είχε κάνει, αλλά τότε τα είχα με άλλη. Την τύχη μου μαζί της αποφάσισα να τη δοκιμάσω μετά τη χλαπάτσα που έφαγα με την Έλσα αλλά πριν προλάβω να φάω κι εγώ τη χυλόπιτά μου, προέκυψες εσύ και… the rest is history» της είπα χαμογελαστός.

«Σειρά σου» της είπα. «Αλήθεια η θάρρος;»

«Εγώ δεν είμαι κοτάρα σαν κι εσάς, θάρρος!»

«Ναι ε; Ωραία, βγες γυμνόστηθη στο μπαλκόνι»

«Χα! Μασάω νομίζεις;» είπε και πέταξε το από πάνω μέρος της πιτζάμας της. Από κάτω δε φορούσε σουτιέν. Σηκώθηκε και πήγε προς το παράθυρο του δωματίου και το άνοιξε και βγήκε στο μπαλκόνι. «Μπρρρρ» ήταν το μόνο που είπε, ωστόσο κάθισε έξω μέχρι να της πω εγώ μετά από λίγα δευτερόλεπτα να μπει μέσα. Με το που το έκανε, χώθηκε κάτω από το σκέπασμα. «Χριστιάνα η σειρά σου.»

«Ναι, εγώ δεν είμαι για κρυοπαγήματα νυχτιάτικα. Αλήθεια!»

«Θα σου κάνω εγώ ερώτηση» της είπα. «Από τη σχολή εδώ, πέρα από τη Φοίβη, σου αρέσει κάποια άλλη;»

«Χμμμ… ναι, μ’ αρέσει μια ψηλή συμφοιτήτρια της Φοίβης, δεν ξέρω το όνομά της και… και η… η Ελένη» είπε κοκκινίζοντας ελαφρά.

«Να ‘τα και τα πιπεράτα!» είπε η Φοίβη. «Ποιαν λες, την Εύη;»

«Δεν ξέρω πως την λένε, είναι συμφοιτήτριά σου πάντως. Ψηλή, καστανή με σπαστά μαλλιά και φοράει και στρογγυλά γυαλάκια.»

«Ναι, την Εύη λες. Πιάσε κόκκινο, και εμένα πέραν από εσένα η Εύη είναι που… που… ξέρεις τώρα! Αλλά εντάξει, εμένα μου αρέσουν συγκεκριμένου τύπου γυναίκες… η Ελένη πώς προέκυψε; Εννοώ… έχει τελείως διαφορετικό στυλ από την Εύη, είναι πολύ μινιόν!»

«Δεν ξέρω, μ’ αρέσει πολύ ο τύπος της, ο δυναμισμός της.»

«Περί ορέξεως!» απάντησε η Φοίβη. «Σαν φίλη δεν κάνω διακρίσεις αλλά σα γυναίκα, εγώ προτιμώ τη Μαρία και ας είναι κι εκείνη μινιόν για τα γούστα μου. Ανδρέα, σειρά σου!»

«Επειδή με είπες κοτάρα, θα επιλέξω θάρρος!»

«Θάρρος ε;» απάντησε η Φοίβη. «Περίμενε εδώ, Χριστιάνα έλα μαζί μου» είπε η Φοίβη και σηκώθηκαν και πήγαν και οι δύο στο σαλόνι προκαλώντας μου ένα ελαφρύ σύγκρυο, τι είχε βάλει στο μυαλό της ο θηλυκός Μακιαβέλλι; «Μοσιού, για γκελ μπουρντά!» είπε η Φοίβη μετά από λίγη ώρα και πήγα και τις βρήκα και τις δύο να χαμογελάνε σα διαολάκια. «Ωχ!» είπα από μέσα μου. Η Φοίβη έκανε νόημα στην Χριστιάνα η οποία πάτησε play στο στέρεο. Αμέσως ακούστηκαν οι πρώτοι στοίχοι.


Step inside, walk this way

You and me babe, hey hey


Αναγνώρισα αμέσως το κομμάτι, ήταν το “Pour some sugar on me” των Def Leppard. Τις κοίταξα χωρίς να καταλαβαίνω.

«Κάνε μας strip-tease» μου είπε η Φοίβη. «Να σου γαμήσω!» σκέφτηκα μέσα μου. «Έλα να βλέπω κίνηση!» είπε και κάθισαν και οι δύο αναπαυτικά στον καναπέ, η Φοίβη ακόμα γυμνόστηθη από πάνω.

Τι να κάνω, ήπια το πικρό ποτήρι μέχρι τέλους και όχι τίποτε άλλο αλλά ήμουν και τέρμα καυλωμένος. Χόρεψα μέχρι που έμεινα τελείως τσίτσιδος και με το όργανο να μην λέει να πέσει παρά το γεγονός ότι μέσα μου ευχόμουν να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Τα κορίτσια άρχισαν να χειροκροτούνε και να σφυρίζουν και πάνω που είχα αρχίσει να προσεύχομαι στα σοβαρά να πέσει κάποιος μετεωρίτης πάνω μου η Φοίβη σηκώθηκε και ήρθε και χουφτώνοντάς με καλά-καλά με κοίταξε στα μάτια.

«Ο κήπος είναι ανθηρός» μου είπε με φωνή γεμάτη πάθος και αυτή τη φορά ήμουν εγώ που κόντεψα να κατουρηθώ από τα γέλια. Η άτιμη είναι απίθανη, στη φωτιά να μου ζητούσε να πέσω θα το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη. Όταν ηρεμίσαμε και οι τρεις από τα γέλια κινήσαμε να πάμε στο δωμάτιο γιατί μια δροσούλα την είχε.

«Λοιπόν κιουρία, σειρά σου!» της είπα. «Αλήθεια ή θάρρος;»

«Ας πω κι εγώ αλήθεια, έτσι για την αλητεία!»

«Κύριε-κύριε, να ρωτήσω εγώ;» είπε η Χριστιάνα κάνοντας μας και τους δύο να βάλουμε τα γέλια.

“Be my guest”

«Έχεις φιλήσει, στο στόμα εννοώ, άλλο αγόρι ή άλλο κορίτσι εκτός από εμάς τους δύο;»

«Α, αυτό είναι ευκολάκι. Ο Ανδρέας ήταν ο πρώτος άνδρας που φίλησα στο στόμα και εσύ είσαι η πρώτη γυναίκα… Χμμμ… λάθος, η Μαρία ήταν η πρώτη που φίλησα σαν πείραγμα στο Μεξικάνικο αλλά ήταν απλά πείραγμα. Ουφ,  μέχρι που μου ζήτησε να πάμε για καφέ το μωρουλίνι μου δεν είχα βγει ποτέ καν ραντεβού! Σειρά σου, αλήθεια ή θάρρος;» την ρώτησε η Φοίβη.

«Δε γαμιέται… θάρρος» είπε η Χριστιάνα και μας κοίταξε προκλητικά.

«Γδύσου τελείως, πέσε στα τέσσερα και πήγαινε στην κουζίνα και φέρε μου ένα ποτήρι νερό» της είπε η Φοίβη κάνοντάς τα μάτια μου να γουρλώσουν… και είχε και συνέχεια! «Στα τέσσερα!» Η Χριστιάνα κοίταξε για λίγο τη Φοίβη και μετά χαμηλώνοντας τα μάτια σηκώθηκε από το κρεββάτι και γδύθηκε τελείως. Μετά έπεσε στα τέσσερα και πήγε προς την κουζίνα.

«Φοίβη;» της είπα κοιτάζοντάς την με απορία.

«Τι; Θάρρος είπε!»

«Μήπως το παρατραβάμε;» τη ρώτησα αβέβαιος.

«Trust me» μου απάντησε απλά. Με το ποτήρι στο χέρι της πήρε λίγη ώρα της Χριστιάνας να έρθει στο δωμάτιο. Η Φοίβη σηκώθηκε και πήγε μπροστά της. Η Χριστιάνα κάθισε γονατιστή και της έδωσε το νερό. Η Φοίβη το πήρε και το ήπιε στα γρήγορα. Μετά χάιδεψε τη Χριστιάνα. «Good girl!» της είπε και της έβαλε ένα δάχτυλο στο στόμα, δάχτυλο το οποίο η Χριστιάνα άρχισε να πιπιλάει κατευθείαν και χωρίς να χρειαστεί να της πει τίποτε άλλο η Φοίβη. Ο πούτσος μου κόντευε να σπάσει.

Η Φοίβη σηκώθηκε και έβαλε τη Χριστιάνα να κάτσει και πάλι στα τέσσερα. Μετά έβγαλε από την τσάντα της τη ζώνη και την dildo και τα φόρεσε. Αν τα μάτια μου ήταν γουρλωμένα μια φορά πριν, τώρα κόντεψαν να βγουν από τις ρίζες τους. Η Φοίβη χωρίς να πει τίποτε άλλο πήγε πίσω από τη Χριστιάνα και αφού της έτριψε για λίγο την dildo στο μουνάκι της, της το βύθισε μέσα του κάνοντας τη Χριστιάνα να μη μπορέσει να συγκρατήσει ένα μουγκρητό ηδονής. Εγώ χωρίς να το σκεφτώ άρχισα να τον παίζω ενώ η Φοίβη καθισμένη στα γόνατα πίσω από τη Χριστιάνα γαμούσε την τελευταία σα να μην υπάρχει αύριο. Που και που έχωνε καμιά στα κωλομέρια της Χριστιάνας η οποία δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα βογγητά της.

«Σ’ αρέσει μωρό μου;» τη ρώτησε η Φοίβη. «Σ’ αρέσει που σε γαμάω;»

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ με τρελαίνει!» της απάντησε μέσα στα βογγητά της η Χριστιάνα ενώ η Φοίβη όργωνε με σταθερό ρυθμό το μουνάκι της. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» της ξέφυγε ένα πολύ δυνατό της Χριστιάνας ενώ η Φοίβη ενέτεινε ακόμα πιο πολύ τον ρυθμό της.

Αν πετύχει η μαλακία τύφλα να έχει το γαμήσι λένε και να σας πω, εκείνη τη φορά δικαιώθηκαν. Ίσα που πρόλαβα να σηκωθώ και να πάω δίπλα της και η Φοίβη καταλαβαίνοντας άνοιξε το στόμα της και της τον κάρφωσα μέσα. Κατάφερε και να καταπιεί το σπέρμα που πλημμύρισε το στόμα της χωρίς να τρέξει στάλα και να μου τον γυαλίσει σχεδόν και να μην χάσει το ρυθμό που γαμούσε τη Χριστιάνα και αν δεν μας άκουσαν σε όλη τη Φορτέτσα και εμένα και τη Χριστιάνα, να μη με λένε Ανδρέα. Δεν έχω λόγια να περιγράψω το βλέμμα της Χριστιάνας, είχε πιάσει γραμμή με το Θεό και δεν υπερβάλω. Η Φοίβη τραβήχτηκε και πήγε μπροστά της και τη σήκωσε.

«Σου άρεσε, μωρό μου;» τη ρώτησε κάνοντας τη Χριστιάνα να αρχίσει να κλαίει με λυγμούς.

«Ήταν υπέροχο! Υπέροχο! Ήταν… ήταν καλύτερο και απ’ όσο είχα τολμήσει να ονειρευτώ.» Η Φοίβη τη χάιδεψε τρυφερά και της σκούπισε τα δάκρυα.

«Μωρό μου, ξάπλωσε σε παρακαλώ στο κρεββάτι» της είπα. «Είναι η σειρά μας να σε περιποιηθούμε!»

«Ναι!!!» είπε η Χριστιάνα. Η Φοίβη χαμογέλασε και ξάπλωσε στο κρεββάτι. Πέσαμε πάνω της και οι δύο, εγώ στο αριστερό στήθος και η Χριστιάνα στο δεξί. Μετά άφησα τη Χριστιάνα να κατέβει προς τα κάτω και εγώ συνέχισα να πιπιλάω και να δαγκώνω το ένα της στήθος ενώ με το άλλο μου χέρι χούφτωνα και τσιμπούσα τη ρώγα του άλλου. Η Χριστιάνα είχε χώσει το πρόσωπό της ανάμεσα στα πόδια της Φοίβης και την περιποιούνταν με το στόμα της. Δώσαμε και οι δυο μας τον καλύτερό μας εαυτό και δεν μας πήρε πάνω από δέκα λεπτά για να κάνουμε το σώμα της Φοίβης να τρέμει και να τραντάζεται.

«Ωχ Θεούλη μου, τι ήταν αυτό;» είπε η Φοίβη προσπαθώντας να βρει τις ανάσες της. «Ήταν απίστευτα δυνατός και παρατεταμένος, αστεράκια είδα!»

«Χαίρομαι που σου άρεσε μωρό μου» της είπα χαϊδεύοντάς την τρυφερά. Η Χριστιάνα είχε γείρει στην αγκαλιά της Φοίβης και σχεδόν χουρχούριζε.

Ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω αλλά, όπως διαπίστωσα όταν ξύπνησα κάποια στιγμή αργότερα, τα κορίτσια δεν είχαν τελειώσει. Άνοιξα ξαφνικά τα μάτια μου και γύρισα να τις κοιτάξω τη στιγμή που έκαναν 69. Ποιοι Θεοί με είχαν ευλογήσει να ζω αυτό που ζούσα; Ο πούτσος μου έγινε κάγκελο στη στιγμή αλλά κρατήθηκα και δεν τις διέκοψα, είχαν πιάσει και οι δύο γραμμή με Βαλχάλα και δεν είχαν πάρει χαμπάρι ότι είχαν φιλοθεάμον κοινό. Με κατάλαβαν μόνο όταν τέλειωσαν και οι δύο και γύρισαν να ξαπλώσουν παρά το γεγονός ότι τον είχα βγάλει και τον έπαιζα.

«Μη με ρωτήσετε τι κάνω, γιατί σίγουρα δεν περιμένω το τρόλεϊ» τους είπα κάνοντας και τις δύο να βάλουν τα γέλια.

«Καυλοράπανο!» με κατηγόρησε η Φοίβη.

«Ναι, βγάλτε τη σκούφια σας και βαράτε με!»

«Άλλος βαράει τώρα!» είπε η Χριστιάνα προκαλώντας ένα νέο γύρο γέλιου.

«Kάτσε στην άκρη του κρεβατιού» μου είπε η Φοίβη και τσακίστηκα να την υπακούσω. «Χριστιάνα, ξεκίνα εσύ!»

«Μάλιστα» της απάντησε η Χριστιάνα και σηκώθηκε και ήρθε στη μεριά μου. Γονάτισε, έπιασε κότσο τα μαλλιά της και με πήρε στο στόμα της. Όχι ότι δε μου άρεσε αλλά κοίταξα τη Φοίβη ερωτηματικά. Εκείνη έβαλε το δάχτυλο στο στόμα της κάνοντάς μου νόημα να σωπάσω. Μετά μου είπε άηχα «ξέρω τι κάνω.» Μπορεί η Φοίβη να έκανε καλύτερο τσιμπούκι αλλά η Χριστιάνα δεν επιδείκνυε λιγότερη τέχνη. Σίγουρα ήταν πολύ καλύτερη και από τις τρεις πρώην μου—αν και με εκείνες δεν είχε γίνει ποτέ μέχρι τέλους—και μπορούσε και με έπαιρνε αρκετά βαθιά. Η Φοίβη ήρθε από πίσω μου και άρχισε να με φιλάει στο σβέρκο κάνοντάς με να ανατριχιάσω.

«Σ’ αρέσει μωρό μου;» με ρώτησε ψιθυριστά.

«Πολύ» της απάντησα στον ίδιο τόνο.

«Πιάσε της το κεφάλι και δώσε της ρυθμό»

«Φοίβη, μήπως…» πήγα να της πω αλλά με διέκοψε.

«Ξέρω τι κάνω μωρό μου»

Έβαλα τα χέρια μου στο κεφάλι της Χριστιάνας και άρχισα να της δίνω εγώ το ρυθμό, ρυθμό τον οποίον ακολούθησε υπάκουα. Με ρουφούσε και με έπαιζε με τη γλώσσα της και μπορεί τα γούστα της να ήταν διαφορετικά αλλά το κορίτσι ήξερε να κάνει τσιμπούκι, όχι αστεία. Η Φοίβη από πίσω μου συνέχισε να με φιλάει στο σβέρκο και στα αφτιά.

«Πού θα τελειώσω;» τη ρώτησα ψιθυριστά.

«Στο στόμα της»

Ενέτεινα τον ρυθμό μου ενώ η Φοίβη σταμάτησε να με φιλάει και άρχισε να με δαγκώνει. Ο συνδυασμός του πόνου από τις δαγκωνιές και η τέχνη που έβαζε η Χριστιάνα με έκαναν να χάσω τα αυγά και τα πασχάλια. Ο οργασμός μου ήρθε από το πουθενά, κράτησα την Χριστιάνα ακίνητη ενώ το όργανό μου άδειαζε με σπασμούς μέσα στο στόμα της. Μου ξέφυγε ένα μουγκρητό ηδονής ανάμειχτο με πόνο καθώς η Φοίβη με δάγκωσε πολύ δυνατά την ώρα που έχυνα. Δηλαδή τι δυνατά, κομμάτι κόντεψε να μου κόψει αλλά η καύλα ήταν πέραν πάσης περιγραφής. Η Χριστιάνα κατάπιε για τελευταία φορά και ύψωσε το βλέμμα της προς τα μένα, έχοντας ακόμα τον πούτσο μου στο στόμα της. Τραβήχτηκε απαλά και δίνοντάς στο κεφαλάκι ένα απαλό φιλί, σηκώθηκε.

Αυτή τη φορά ήταν η σειρά μου. Γονάτισα μπροστά της και χωρίς να τη ρωτήσω έπεσα στα πόδια της και άρχισα να τα πιπιλάω ανεβαίνοντας σιγά-σιγά μέχρι το υπέροχο μουνάκι της. Το έπαιξα με τη γλώσσα μου και άρχισα να το ρουφάω. Η Χριστιάνα έπλεξε τα χέρια της στα μαλλιά μου και με κόλλησε πάνω της. Μη σταματώντας ούτε στιγμή να της γλείφω την κλειτορίδα, της έβαλα πρώτα τον αντίχειρα και μετά το δείκτη στο μουνάκι της, και όταν τέλειωσα άρχισα να της γαμάω ταυτόχρονα μουνί και κώλο, στο μουνάκι ο αντίχειρας στον κώλο ο δείκτης. Τα βογγητά της ηδονής της μου έδωσαν περισσότερο θάρρος και συνέχισα με ακόμα μεγαλύτερη ένταση να την περιποιούμαι με τη γλώσσα μου και τα δάχτυλά μου.

Η Φοίβη είχε κάτσει στο κρεββάτι και μας κοιτούσε. Αναρωτήθηκα ακόμα μία φορά πώς ένιωθε η ίδια βλέποντας αρχικά μια άλλη γυναίκα να μου κάνει στοματικό και λίγη ώρα αργότερα να της το ανταποδίδω. Προσπάθησα να φέρω τον εαυτό μου στη θέση της. Πώς θα ήταν να έβλεπα τη Φοίβη να κάνει πίπα σε κάποιον άλλον; Όταν μου το είχε πει το πρωί, δεν το κρύβω ότι είχα σοκαριστεί. Εκείνη ωστόσο τη στιγμή η ίδια σκέψη που το πρωί με είχε σοκάρει τώρα με καύλωσε. Με καύλωσε και με ενοχλούσε και όσο πιο πολύ με ενοχλούσε τόσο πιο πολύ με καύλωνε. Στο μεταξύ εγώ ήμουν γονατισμένος μπροστά σε μια άλλη γυναίκα και της πρόσφερα το στόμα μου.

Αν μπορούσε να το κάνει αυτό η Φοίβη, θα μπορούσα να το κάνω κι εγώ. Η πάλη αυτή μέσα μου είχε μετατραπεί σε ένταση με την οποία έκανα στοματικό στην Χριστιάνα ενώ με τα δάχτυλά μου της γαμούσα μουνί και κώλο. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου και το μυαλό μου είχε παρασυρθεί σε ένα χαοτικό στρόβιλο, άκουγα χωρίς να ακούω και έβλεπα χωρίς να βλέπω, όταν το στόμα μου πλημμύρισε από τα υγρά της Χριστιάνας, η οποία ταυτόχρονα έσφιγγε τόσο πολύ τα μαλλιά μου που κόντεψε να τα ξεριζώσει και ο πόνος… ο πόνος ήταν υπέροχος.

«Θεούλη μου» είπε η Χριστιάνα πασχίζοντας να βρει την ανάσα της.

«Για τους φίλους Ανδρέας» της είπα κάνοντάς την να ξεσπάσει σε ένα αμήχανο γέλιο που εντάθηκε και στο τέλος κόντεψε να την πνίξει.

«Θα με πνίξεις!» είπε, την είχε πιάσει βήχας από το γέλιο και έφυγε τρέχοντας προς την κουζίνα.

«Στάσου, μύγδαλα!» της φώναξα κερδίζοντας ένα νέο γύρο γέλιου αυτή τη φορά και από τη Φοίβη.

«Νερόοοοο» φώναξε από μέσα η Χριστιάνα.

«Ναι κι εγώ θέλω αλλά μην έρθεις πάλι στα τέσσερα, θα τσούξει ο κώλος σου» της είπε η Φοίβη.

Φρονίμως ποιούσα η Χριστιάνα γύρισε στα δύο.

«Μην το πιείς όλο» είπα στη Φοίβη.

«Άσ’την, θα σου φέρω εγώ άλλο» είπε και έφυγε προς τα μέσα και πράγματι λίγη ώρα αργότερα γύρισε με ακόμα ένα ποτήρι νερό. Το πήρα στα χέρια μου και το ήπια σχεδόν μονοκοπανιά. Η Χριστιάνα το πήρε από τα χέρια μου και πριν προλάβω να διαμαρτυρηθώ πήγε μέσα και το γέμισε εκ νέου.

«Σε ευχαριστώ αλλά δεν ήταν ανάγκη βρε Χριστιάνα, θα πήγαινα εγώ»

«Μ’ αρέσει να σας περιποιούμαι!» μου είπε απλά και μου έδωσε το ποτήρι με το νερό. Το ήπια και αυτό.

«Θέλεις άλλο;» με ρώτησε και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Πάω τα ποτήρια μέσα» είπε και πήρε και τα δύο ποτήρια και εξαφανίστηκε. Την ακούσαμε να μπαίνει στο μπάνιο.

«Φοίβη;»

«Τι είναι μωρό μου;»

«Αν θέλεις να το δοκιμάσουμε αυτό, θα το κάνω.»

«Ποιο;»

«Να… αυτό που μου είπες… Να… να κάνεις στοματικό σε κάποιον άνδρα κι εγώ να σε βλέπω.»

«Πώς σου ήρθε αυτό τώρα;»

«Σκεφτόμουν… σκεφτόμουν πριν πως… αν μου ζητούσες να πέσω στη φωτιά θα το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη.»

«Δε θα το κάνω ποτέ αυτό!»

«Το ξέρω καρδούλα μου. Ωστόσο αυτό δεν αλλάζει αυτό που νιώθω. Αν… αν πραγματικά θέλεις κάτι και είναι στο χέρι μου να στο δώσω, θα το κάνω.»

«Ανδρέα, μια φαντασίωση της στιγμής ήταν, όχι κάτι που έχω βάλει σκοπό να κάνω αμέτι μουχαμέτι.»

«Αν μπορείς να το κάνεις εσύ, μπορώ να το κάνω κι εγώ. Εννοώ… έχεις δει δύο φορές μια άλλη γυναίκα να μου κάνει στοματικό και να της κάνω κι εγώ.»

«Η Χριστιάνα δεν είναι η πρώτη τυχούσα.»

«Και ούτε φαντάζομαι ότι αν ποτέ γίνει το άλλο θα είναι με τον πρώτο τυχόντα.»

«Be that as it may, προς το παρόν δεν υπάρχει λόγος να το συζητάμε.»

«Εντάξει μωρό μου» της είπα και εκείνη τη στιγμή ήρθε στο δωμάτιο και η Χριστιάνα και ήταν η σειρά μου να πάω τρέχοντας στην τουαλέτα. Γύρισα μετά από λίγη ώρα, τα κορίτσια είχαν ξαπλώσει. Ξάπλωσα κι εγώ με τη σειρά μου κάτω από το πάπλωμα και έπιασα κουτάλα την Φοίβη που με τη σειρά της είχε πιάσει κουτάλα τη Χριστιάνα. Ξεθεωμένοι και οι τρεις μας πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβουμε.

Όταν ξύπνησα ήμουν μόνος μου. Κοίταξα το ρολόι μου, έλεγε 10:00. Σηκώθηκα και ντύθηκα στα γρήγορα και πήγα τουαλέτα, νόμιζα ότι θα σπάσει η φούσκα μου. Εκεί με περίμενε μια έκπληξη, υπήρχαν δύο νέες οδοντόβουρτσες στη ράχη των οποίων είχε ένα κολλημένο χαρτάκι. Το ένα έλεγε «Φοίβη ❤️» και το άλλο «Ανδρέας❤️» Χαμογέλασα και πήρα την οδοντόβουρτσα με το όνομά μου και έπλυνα τα δόντια μου. Τα κορίτσια ήταν στο τραπέζι του σαλονιού, φορώντας πιτζάμες. Έπιναν τον καφέ τους και διάβαζαν.

«Καλώς το μου» είπε η Φοίβη και σηκώθηκε και μου έδωσε ένα φιλάκι.

«Καλημέρα» τους είπα χαμογελαστός.

«Καλημέρα» μου είπε χαμογελώντας μου και η Χριστιάνα και μου γέμισε το φλυτζάνι με γαλλικό καφέ. Μου έβαλε μιάμιση κουταλιά ζάχαρη και γάλα, μπορεί ο γαλλικός να μην είναι ιδιαίτερα του γούστου μου αλλά η Φοίβη είχε κατατοπίσει την Χριστιάνα για το πως προτιμάω γενικά τους καφέδες μου. Στο τραπέζι ήταν επίσης και ένα πιάτο με δύο τοστ και ένα ποτήρι πορτοκαλάδα και η αλήθεια είναι ότι μια πείνα την έκανα.

«Μωρουλίνι μου, θα πρέπει να πας και αυτά στο καθαριστήριο» μου είπε η Φοίβη και μου έδωσε μια σακούλα η οποία φαντάστηκα ότι περιείχε τα baby dolls. Από τη μία ντρεπόμουν ελαφρώς να πάω εκεί μόνο για τα baby dolls, από την άλλη η σκέψη να τα φορέσουν οι δυο τους ήταν άκρως ερεθιστική.

«Μην ξεχάσεις ότι θα έρθει σήμερα το γραφείο» της υπενθύμισα, ακόμα μπουκωμένος.

«Δεν το ξεχνάω, θα κατεβούμε με τη Χριστιάνα στο σπίτι. Σου έχουμε και έκπληξη, σήμερα το κορίτσι θα φτιάξει και παστίτσιο με το οποίο θα συμπληρώσουμε το κοκκινιστό καθώς δεν έχει μείνει και πολύ!»

“Sold!” τους απάντησα. «Έχουμε ένα μπουκάλι με Αγιωργίτικο στο σπίτι σου, έτσι δεν είναι;»

«Δύο έχουμε!» μου υπενθύμισε.

Όταν τέλειωσα το πρωινό μου ήπια σχετικά γρήγορα και τον καφέ και αφού τις χαιρέτησα κατέβηκα στο αυτοκίνητο. Πρώτα πήγα μια γρήγορη από το σπίτι μου για να αλλάξω, δεν ήθελα να εμφανιστώ στο εργαστήριο με τα ίδια ρούχα που φορούσα χθες. Μετά κατέβηκα και άφησα τη σακούλα με τα baby dolls στο καθαριστήριο. Μου είπαν ότι το απόγευμα θα τα είχαν έτοιμα. Ήθελα απεγνωσμένα ένα φραπέ οπότε αποφάσισα ότι άξιζε το πήξιμο που θα έτρωγα. Σταμάτησα με alarms μπροστά από την κρεπερί, για θέση parking εκείνη την ώρα ούτε για αστείο, και ζήτησα να μου φτιάξουν φραπέ ελπίζοντας να μην έρθει κανείς γιατί από το στενό δρόμο δε θα χωρούσε να περάσει αυτοκίνητο και έτσι θα έπρεπε να κάνω κύκλο.

Ήμουν τυχερός, δεν πέρασε κανείς στα λίγα λεπτά που χρειάστηκε να μου φτιάξουν το φραπέ. Τον πήρα σε μια βάση, πλήρωσα και έφυγα. Η 62 Μαρτύρων ήταν όνομα και πράγμα εκείνο το πρωί, έφαγα κοντά στα 40 λεπτά μέχρι να βγω στον Γιόφυρο. Τελικά γύρω στις δώδεκα παρά έφτασα στο γραφείο και έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Σηκώθηκα μόνο για κατούρημα και για να πάω να πάρω ένα δεύτερο φραπέ.

«Πώς πάει;» με ρώτησε ο κύριος Βασίλης.

«Μια χαρά, τέλειωσα με την παραλληλία οπότε το μόνο που μένει είναι να γράψω και το shell script που κάνει το συγχρονισμό.»

«Σου έχει δώσει το νέο batch ο Νικήτας;»

«Μου το έδωσε ο Μανώλης χθες, με υποσύνολό του έχω κάνει τους βασικούς ελέγχους. Σήμερα θα το τρέξω και με την παλιότερη έκδοση, την ίδια που έχουμε επεξεργαστεί και τα δύο πρώτα batches. Όταν τελειώσει θα τρέξω και τα τρία με τη νέα μέθοδο αλλά λόγω παραλληλίας είναι πολύ γρηγορότερη, υπολογίζω ότι μέσα σε ένα εξάωρο θα έχει τελειώσει και τα τρία batches. Και μετά θα κάνουμε την προσευχή μας ώστε τα νούμερα να είναι τα ίδια!»

«Αμήν!» απάντησε και με άφησε να συνεχίσω. Έπεσα με τα μούτρα και αν δεν χτύπαγε κάποια στιγμή το τηλέφωνο, ακόμα εκεί θα ήμουν.

«Παρακαλώ;» απάντησα.

«Έλα μωρουλίνι μου, πού είσαι; 19:00 έχει πάει!»

«Αμάν!» είπα κοιτάζοντας το ρολόι μου, είχα χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. «Συγνώμη μωρό μου.»

«Άσε τις συγνώμες και έλα γρήγορα, έχουμε λυσσάξει της πείνας.»

«Ναι καρδούλα μου, έρχομαι. Α, θα πρέπει να περάσω και από το καθαριστήριο.»

«Ακόμα εκεί είσαι;» με ρώτησε με ίχνος εκνευρισμού στη φωνή της.

«Τσακίζομαι» της απάντησα και έκανα στα γρήγορα logout. Σηκώθηκα και έφυγα λες και με κυνηγούσε ο Smaug. Ευτυχώς δεν είχε κίνηση και το καθαριστήριο ήταν κοντά στη έξοδο της Εθνικής προς την Κνωσσού. Πήρα τα δύο baby dolls τα οποία ήταν το καθένα προσεκτικά τοποθετημένο σε πλαστική σακούλα. Στο καπάκι πήγα στο ανθοπωλείο που ήταν δίπλα και πήρα δύο τριαντάφυλλα, ένα κόκκινο και ένα πορτοκαλί. Πήρα τα λουλούδια και κίνησα για το σπίτι της Φοίβης. Εκεί με περίμενε ο τριχωτός Smaug για να μου κάνει χαρούλες και ένα βαλς το ρίξαμε μέχρι να φτάσω στην είσοδο του διαμερίσματος της Φοίβης.

«Μπα, τον βρήκες το δρόμο πουλάκι μου;» με ρώτησε η Φοίβη σε mood Γαλατικού χωριού.

«Χίλια συγνώμη καρδούλα μου» της είπα. Εκεί έβγαλα το ένα τριαντάφυλλο και της το έδωσα κοιτάζοντάς την σαν κουτάβι

«Μην πας να με καλοπιάσεις εμένα Πολιτάκη!» μου είπε προσπαθώντας να πνίξει το χαμόγελο που πήγε να σχηματιστεί βλέποντας το λουλούδι.

«Αν είναι ποτέ δυνατόν!» της είπα αθώα. «Αγκαλίτσα;»

«Θα σε πνίξω!» μου είπε και με φίλησε τρυφερά στο στόμα. Γύρισα προς τη Χριστιάνα.

«Κυρία μου!» της είπα και της έδωσα το πορτοκαλί τριαντάφυλλο.

«Αχ, σ’ ευχαριστώ!» μου είπε με μάτια που έλαμπαν.

«Είσαι εσύ ένας!» είπε η Φοίβη χαμογελώντας.

«Μα δεν είμαι πραγματικά υπέροχος;» απάντησα χαμογελώντας αθώα και προκαλώντας την τύχη μου.

«Πολιτάκη, θα σε πνίξω!» με απείλησε η Φοίβη.

«Εμένα; Που σας έφερα και αυτά;» της είπα δείχνοντας της τις δύο σακούλες που είχαν μέσα τα baby dolls.

«Πήγαινε κάνε ένα γρήγορο ντουζάκι και έλα να φάμε!» είπε η Φοίβη και αμ έπος αμ έργο. Πήγα γρήγορα στο μπάνιο και χώθηκα κάτω από το ντουζ. Το καυτό νερό ήταν ότι έπρεπε, η αλήθεια είναι ότι είχα πιαστεί και τόση ώρα να κάθομαι στο γραφείο. Λούστηκα και πλύθηκα καλά με το σφουγγάρι. Όταν τελείωσα, σκουπίστηκα καλά-καλά και τυλιγμένος με την πετσέτα πήγα στο δωμάτιο και φόρεσα μια φόρμα.

«Το κοκκινιστό;» ρώτησα μην βλέποντας την κατσαρόλα.

«Το φάγαμε!» μου απάντησε η Φοίβη. «Για να μάθεις άλλη φορά να αργείς τόσο!»

«Χίλια συγνώμη βρε κορίτσια, πραγματικά!»

«Όχι ότι είχε μείνει και πολύ, λοιπόν κάτσε να φάμε!»

«Καθίστε εσείς. Θα σας σερβίρω εγώ» της είπα. Η Χριστιάνα κοίταξε τη Φοίβη και αφού η τελευταία της ένευσε, κάθισαν και οι δύο στο τραπέζι. Ήταν πολύ φανερή η εξουσία που είχε αρχίσει να αποκτά πάνω στη Χριστιάνα η Φοίβη αλλά θα μου πεις σάμπως εγώ πήγαινα πίσω; Έβγαλα το ταψί που το είχαν στο φούρνο για να μείνει ζεστό και το ακούμπησα στο τραπέζι. Πήρα τη σπάτουλα και έβαλα ένα κομμάτι στη Χριστιάνα και μετά ένα κομμάτι στη Φοίβη και στο τέλος έβαλα και για μένα. Άνοιξα το κρασί και τους γέμισα τα ποτήρια. «Θέλετε να κόψω σαλάτα;»

«Όχι μωρό μου, κάτσε να φάμε» μου είπε η Φοίβη.

Κάθισα κι εγώ στο τραπέζι και ξεκινήσαμε να τρώμε. Η Χριστιάνα είχε ζωγραφίσει και πάλι, το παστίτσιο ήταν απίθανο. Όταν αποφάγαμε μάζεψα τα πιάτα και τα πήγα στο νεροχύτη και τα έπλυνα. Η Χριστιάνα πήγε στο παράθυρο και άναψε ένα τσιγάρο και άρχισε να το καπνίζει. Η Φοίβη πήγε δίπλα της και κάτι είπανε ψιθυριστά και αρχίσανε να χαχανίζουν. Τελείωσα με τα πιάτα και αφού τα σκούπισα στα γρήγορα τα έβαλα στην πιατοθήκη. Τα ποτήρια δεν τα είχα μαζέψει καθώς ακόμα πίναμε και οι τρεις μας. Τελείωσα και πήγα να επιθεωρήσω το καινούριο γραφείο. Ήταν πολύ όμορφο και μεγάλο και είχε πολύ χώρο παρά το γεγονός ότι πάνω του ήταν ο υπολογιστής, το monitor και τα ηχεία.

«Δε μου λέτε» τους είπα. «Είναι ακόμα 20:00, τα μαγαζιά είναι ανοιχτά. Θέλετε να πεταχτούμε να πάρουμε φωτιστικό για το γραφείο;»

«Χριστιάνα, έχεις όρεξη;» την ρώτησε η Φοίβη.

«Αμέ!» απάντησε εκείνη.

Ήμασταν και οι τρεις ντυμένοι με φόρμες οπότε δε χρειάστηκε να αλλάξουμε. Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και πήγαμε στο μαγαζί με τα ηλεκτρικά είδη που είχαμε πάει τις προάλλες. Η Φοίβη είχε βάλει στο μάτι δυο φωτιστικά αλλά εκεί τα κορίτσια εντόπισαν και ένα τρίτο με το οποίο ερωτεύτηκαν και οι δύο. Ήταν πολύ ακριβότερο και από τα άλλα δύο μαζί αλλά ήταν πολύ όμορφο και κυρίως φοβερά εργονομικό. Ήταν μαύρο ματ και είχε τριπλό βραχίονα ο οποίος μπορούσε να στρίψει σε πολλές διαφορετικές γωνίες. Επίσης μπορούσε να τοποθετηθεί με διαφορετικούς τρόπους χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα τρυπάνι. Η Φοίβη έφυγε και πήγε να δει και άλλα φωτιστικά και έμεινα εγώ με τη Χριστιάνα.

«Χριστιάνα» της είπα σιγά-σιγά. «Απασχόλησέ την να πεταχτώ δίπλα στο ATM να βγάλω χρήματα. Αυτό της αρέσει, αυτό θέλω να πάρει!»

«Θέλεις να της το κάνουμε δώρο μισό-μισό; Δεν έχω πάνω μου χρήματα αλλά μπορώ να στα δώσω αύριο.»

«Αμέ!» της είπα χαμογελαστός. «Πήγαινε τώρα απασχόλησέ την με τρόπο ώστε να πάω να βγάλω τα λεφτά.»

«Πετάω!» μου είπε και πήγε να βρει τη Φοίβη.

Σιγά-σιγά και προσπαθώντας να μη με δει η Φοίβη βγήκα έξω και πετάχτηκα δίπλα όπου είχε ATM και τράβηξα το απαραίτητο ποσό. Γύρισα πίσω στα γρήγορα αλλά η Χριστιάνα είχε κάνει καλά τη δουλειά της, η Φοίβη δεν είχε πάρει χαμπάρι ότι είχα ξεπορτίσει. Πήγα στον υπάλληλο του ταμείου και του έδειξα το φωτιστικό που άρεσε στην Φοίβη και του έκανα νόημα να μην κάνει φασαρία. Μου χαμογέλασε και του έδωσα τα χρήματα. «Πάω να το φέρω από την αποθήκη» μου είπε ψιθυριστά. Εγώ σα να μην τρέχει τίποτα γύρισα και πάλι στα κορίτσια.

«Ουφ, δεν μπορώ να αποφασίσω ποιο από τα δύο. Βοηθήστε ρε παιδιά!» μας είπε η Φοίβη.

«Δεν ξέρω, εμένα μου αρέσουν και τα δύο» της είπα. «Χριστιάνα εσύ τι λες;»

«Δεν μπορώ να αποφασίσω» μου είπε. Καθόμασταν και κάναμε πως συλλογιζόμασταν.

«Ουφ» έκανε η Φοίβη ξεφυσώντας.

Εκείνη την ώρα ήρθε ο υπάλληλος με την κούτα. Μου χαμογέλασε και μου την άφησε με τρόπο δίπλα μου.

«Αποφάσισα» είπα τελικά.

«Κι εγώ» είπε η Χριστιάνα, έχοντας δει το κουτί δίπλα μου

«Ναι, ποιο;» με ρώτησε η Φοίβη χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει. Την έπιασα και την έκανα να γυρίσει.

«Αυτό» της είπα και της έδειξα το κουτί με το φωτιστικό που τόσο της άρεσε.

«Θα συμφωνήσω με τον κ. Πολιτάκη» είπε η Χριστιάνα με ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά. Η Φοίβη έμεινε να μας κοιτάει σα χάνος για μερικές στιγμές.

«Από εμένα και τη Χριστιάνα» της είπα απλά. «Με γεια σου.»

«Με γεια σου Φοίβη μου» της είπε και η Χριστιάνα με τη σειρά της.

«Δεν… δεν έχω λόγια» μας είπε βρίσκοντας επιτέλους τη φωνή της.

“What Phoebe wants is what Phoebe gets” της είπα πειρακτικά.

«Κερνάω milkshakes!» είπε η Χριστιάνα και η Φοίβη ήταν ακόμα κεραυνοβολημένη για να χτυπήσει παλαμάκια.

«Σας ευχαριστώ! Σας ευχαριστώ πολύ» είπε και ξέσπασε σε λυγμούς.

«Έλα κλαψιάρα» της είπα τρυφερά. «Πάμε να πάρουμε τα milkshakes μας.»

«Ναι αλλά θα κεράσω εγώ και δεν σηκώνω κουβέντα!» μας δήλωσε.

Λίγη ώρα αργότερα ήμασταν στα Λιοντάρια. Πάρκαρα πίσω από το πάρκο και Φοίβη και Χριστιάνα κατέβηκαν παρέα για να πάνε να πάρουν τα milkshakes. Εγώ έμεινα στο αυτοκίνητο χαμογελώντας σα ζαβό. Τα κορίτσια δεν άργησαν πάντως και 25 λεπτά αργότερα ήμασταν στο σπίτι. Τελικά αποδείχτηκε ότι δεν χρειαζόταν ούτε καν κατσαβίδι για να το συναρμολογήσουμε και να το τοποθετήσουμε, στο κουτί υπήρχε ένα μίνι κλειδάκι/κατσαβίδι που ταίριαζε με όλες τις βίδες και τα παξιμάδια που είχε το φωτιστικό. Είναι αυτό που λένε «ό,τι πληρώνεις παίρνεις,» μπορεί να ήταν πανάκριβο αλλά άξιζε τα λεφτά του μέχρι δεκάρας.

Τελικά το τοποθετήσαμε στο πλαϊνό πλευρό της βιβλιοθήκης και διαπιστώσαμε ότι μπορούσες να το στρίψεις με ακόμα περισσότερους τρόπους απ’ όσους αρχικά πιστεύαμε. Τοποθετήσαμε και την dimmer λάμπα αλογόνου, καθώς το φωτιστικό διέθετε και ροοστάτη και το ανάψαμε. Παίξαμε με το ροοστάτη και στο τέρμα του το φως ήταν σχεδόν εκτυφλωτικό. Το φωτιστικό έστριβε με χίλιους διαφορετικούς τρόπους και το αποτέλεσμα ήταν μια ευτυχισμένη Φοίβη με ένα χαμόγελο από το ένα αφτί μέχρι το άλλο.

«Αχ σας ευχαριστώ τόσο πολύ!» μας είπε και αυτή τη φορά μπορούσε να εκδηλωθεί. Πήρε πρώτα εμένα αγκαλιά και με φίλησε βαθιά στο στόμα και μετά έκανε το ίδιο και με τη Χριστιάνα. «Θέλετε να παίξουμε;» μας ρώτησε.

«Αμέ!» απαντήσαμε και οι δύο.

«Ποιο προτιμάτε, το Myst ή το Maniac Mansion;» Εγώ δεν ήξερα κανένα από τα δύο και μεταξύ μας δεν είχα πρόβλημα όποιο από τα δύο και αν έβαζε. Η Χριστιάνα ωστόσο είχε προτίμηση και την είπε.

«Θέλετε να παίξουμε το Maniac Mansion? Έχω παίξει με τον Θέμη το πρώτο!»

«Αμέ, γιατί όχι!» είπε η Φοίβη.

Πήραμε δυο καρέκλες και κάτσαμε ο ένας αριστερά της και ο άλλος δεξιά της. Η Φοίβη άνοιξε τον υπολογιστή και από το DOS menu επέλεξε να βγει σε DOS αντί να συνεχίσει σε Windows. Έβαλε μέσα την πρώτη δισκέτα με το Maniac Mansion II και ακολούθησε τη διαδικασία του installation. Όταν με τα πολλά τελείωσε, ξεκίνησε το παιχνίδι. Η εισαγωγή ήταν πάνω από πέντε λεπτά, είχε απίθανα γραφικά και κατά τα φαινόμενα το παιχνίδι είχε πολύ χιούμορ. Παίξαμε γύρω στη μια ώρα και εκεί αποφασίσαμε ότι αρκετά για σήμερα, όσον αφορούσε τουλάχιστον το παιχνίδι στον υπολογιστή.

«Ρε Φοίβη, προχώρησες καθόλου τον κατάλογο;»

«Αμέ! Κάτσε να σας δείξω» μου είπε και μας έκανε επίδειξη κάμποσων λειτουργιών. Το κορίτσι δεν είχε μόνο ταλέντο στον προγραμματισμό αλλά είχε σχεδιάσει και πολύ όμορφο και χρηστικό UI. Στο αρχείο που χρησιμοποιούσε για demo είχε ήδη περάσει κάμποσα τηλέφωνα και διευθύνσεις. Μετά μας έδειξε ένα άλλο αρχείο για ένα απλοϊκό μεν, λειτουργικό δε video club. Εκείνη τη στιγμή ούτε εγώ το ήξερα ούτε η Φοίβη, αλλά το απίστευτα κοφτερό μυαλό της είχε ανακαλύψει από μόνο του τις σχεσιακές δομές δεδομένων.

Πού να το ξέραμε τότε ότι αυτό το κορίτσι έμελλε να γίνει ο δημιουργός και ο κύριος maintainer του LRDEINO, μιας open source light βάσης δεδομένων που χρησιμοποιείται σχεδόν παντού όπου χρειάζεσαι SQL database engine και έχεις περιορισμένους πόρους ή δε χρειάζεσαι τέρατα όπως Oracle, MS SQL, Postgres και MySQL, και πως το όνομα Phoebe Martinos θα είχε το δικό του λήμμα στη Wikipedia, με το σπόρο να έχει φυτευτεί από αυτή την εργασία στην Pascal-I του πρώτου εξαμήνου.

«Μπράβο μωρό μου» της είπα εντυπωσιασμένος.

«Νιιιιι» είπε και χτύπησε παλαμάκια με ενθουσιασμό κάνοντας και εμένα και τη Χριστιάνα να χαμογελάμε σαν κρετίνοι.

«Ουφ!» αναστέναξε η Χριστιάνα. «Παιδιά, θα πρέπει να φύγω, έχω να επιστρέψω και την κασέτα.»

«Ωραία, κατεβήκαμε κέντρο και δε μας έκοψε να περάσουμε να την επιστρέψουμε!» είπα εγώ. «Να σας πω, έχετε όρεξη για τσάρκα; Να πας σπίτι να αλλάξεις και να κατέβεις εδώ και μετά να κατεβούμε για μπυρίτσα στο κέντρο και να αφήσουμε και την κασέτα!»

«Νιιιιι!» είπε πάλι η Φοίβη χειροκροτώντας! «Αυτό να κάνουμε!»

«Αμέ!» απάντησε η Χριστιάνα με το χαμόγελο να έχει επιστρέψει. «Δώστε μου μισή ωρίτσα να προλάβω να κάνω και ένα ντουζάκι. Έτσι κι αλλιώς το βίντεο κλαμπ είναι ανοιχτό μέχρι τις 23:00.»

«Αν θέλεις περισσότερη ώρα δεν υπάρχει πρόβλημα» της είπα. «Και που είσαι, μην κατέβεις με το μηχανάκι, θα ανέβουμε εμείς να σε πάρουμε.»

«Εντάξει. Ωραία, να περάσετε να με πάρετε σε μία ώρα από τώρα;»

«Εντάξει, σε μια ώρα. Πού λέτε να πάμε; Αυγό;»

«Χιτζάζ!» είπε η Φοίβη. «Να δούμε πως είναι και να κάθεσαι σε τραπέζι, δε φαντάζομαι να γίνεται πατείς με πατώ σήμερα!»

«Ό,τι θέλουν οι κοριτσάρες μου» τους

«Λοιπόν πάω! Πετάω!» είπε η Χριστιάνα!

«Προσεκτικά γιατί θα σε αφαλοκόψω φουκαριάρα μου!» της είπε η Φοίβη.

«Ναι μαμά, θα προσέχω!» της είπε η Χριστιάνα και σηκώθηκε και εκεί η Φοίβη βρήκε ευκαιρία και της έριξε μια δυνατή στα μεριά κάνοντας τη Χριστιάνα να χοροπηδήσει χαχανίζοντας.

Όταν έφυγε η Χριστιάνα η Φοίβη μπήκε να κάνει ένα γρήγορο ντουζ, εγώ είχα κάνει με το που γύρισα οπότε το μόνο που χρειαζόταν ήταν να αλλάξω. Η Φοίβη ωστόσο μπήκε μέσα και έκανε ντουζ με το πάσο της. Αφού στέγνωσε τα μαλλιά της πήγε μέσα στο δωμάτιο για να αλλάξει.

«Μωρό μου, βάλε στην αγέλη να φάει σε παρακαλώ» μου φώναξε από μέσα, πράγμα που έκανα.

Πρέπει να τους είχε κόψει λόρδα γιατί απ’ έξω με περίμεναν σε παράταξη και οι τέσσερεις. Γέμισα με ξηρά τροφή τη γαβάθα του Σίμπα και μετά έβαλα φαγητό και στα γατιά και κάθισα και τα χάζεψα για λίγο όσο τρώγανε, ειδικά το Σίμπα που έκανε σα λυσσασμένος παρά το γεγονός ότι όπως κάθε πρωί έτρωγε μια κατσαρόλα με κρέας και ρύζι που του έφτιαχνε η κυρά-Ματούλα. Υπολογίζω ότι κάθε μέρα έτρωγε δυόμιση με τρία κιλά φαγητό. Γύρισα μέσα και κάθισα να περιμένω τη Φοίβη να ετοιμαστεί. Είχε ντυθεί με τα ίδια ρούχα που είχε βάλει το Σάββατο στο live κάνοντάς με να αναθεωρήσω και το δικό μου ντύσιμο. Δερμάτινο δεν ήμουν διατεθειμένος να βάλω και πάλι ωστόσο επέλεξα κι εγώ ένα πιο ταιριαστό outfit.

«Κούκλα είσαι!»

«Ήμανε!» μου είπε. «Λοιπόν, πάμε να πάρουμε τη Χριστιάνα!»

«Δεν έχει περάσει ακόμα μια ώρα!»

«Βρε πάμε που σου λέω!» επέμεινε οπότε τι να κάνω κι εγώ; Πράγματι τρία-τέσσερα λεπτά αργότερα ήμασταν από κάτω. «Κατέβα, δε χρειάζεται να περιμένεις στο αυτοκίνητο!» είπε και βγήκε και χτύπησε το κουδούνι.

«Ναι;» ακούστηκε από το θυροτηλέφωνο.

«Άνοιξε, ήρθαμε!»

«Δεν έχω προλάβει να ντυθώ!» διαμαρτυρήθηκε η Χριστιάνα.

«Γι’ αυτό ήρθα, για να σε προλάβουμε! Άνοιξε!»

Αντί για απάντηση ακούσαμε το βουητό της πόρτας που ξεκλειδώνει και ανεβήκαμε πάνω. Η Χριστιάνα ήταν με στεγνό μαλλί ωστόσο τυλιγμένη ακόμα με το μπουρνούζι. Είδε τη Φοίβη και ξεροκατάπιε.

«Οκ, I got it» είπε αφού περάσαμε μέσα.

«Πάμε» της είπε η Φοίβη και πήγαν και οι δύο μέσα στο δωμάτιο.

Η αλήθεια είναι ότι πολύ θα ήθελα να ακολουθήσω κι εγώ αλλά κατάλαβα ότι το πρώτο πληθυντικό δεν με περιλάμβανε, οπότε τι να κάνω, κάθισα στο σαλόνι να τις περιμένω. Από μέσα από το δωμάτιο άκουσα χαρούμενες φωνές και χαχανητά. Καλά που δεν είχα φορέσει το δερμάτινο, θα ήταν εξαιρετικά άβολο με τις καύλες που είχα εκείνη τη στιγμή. Έβαλα μουσική προσπαθώντας να αποσπάσω το μυαλό μου από τις εικόνες που γεννούσε. Που εδώ που τα λέμε δε χρειαζόταν και φαντασία, αρκούσε η αναδρομή στις προηγούμενες ημέρες.

«Έτοιμες κι εμείς!» μου ανακοίνωσε η Φοίβη. Η Χριστιάνα είχε φορέσει και εκείνη το φόρεμα που είχε φορέσει το Σάββατο και παρόλο που από τότε την είχα δει αρκετές φορές γυμνή, το μάτι μου καρφώθηκε και πάλι στο ντεκολτέ της.

«Σ’ αρέσουν τα μάτια μου;» με πείραξε.

«Σα δεν ντρέπεσαι, μπανιστιρτζή!» με κατηγόρησε η Φοίβη. «Λυσσάρη!» συμπλήρωσε.

«Δε μου λέτε, θέλετε να σας μαυρίσω τα ποπουδάκια και των δυο σας;» έκανα πως αγρίεψα.

«Αχνε!» μου απάντησαν ταυτόχρονα και έσκασαν στα γέλια. Τα κωλόπαιδα!

«Λοιπόν τσούπρες, πάμε!» τους είπα και κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο. Βρήκαμε να παρκάρουμε κάπου πίσω από τα Λιοντάρια και αφού πρώτα πήγαμε να αφήσουμε την κασέτα, πήγαμε μετά στην Χιτζάζ.

Παρά το γεγονός ότι ήταν καθημερινή, είχε αρκετό φοιτητόκοσμο, κάθε κατεργάρης σιγά-σιγά γύριζε στον πάγκο του. Πάντως στον δεύτερο όροφο βρήκαμε τραπεζάκι να κάτσουμε. Φοίβη και Χριστιάνα ήταν εντυπωσιακές, τραβούσαν όλες τις αντρικές ματιές κάνοντας να χαμογελάνε ακόμα και τα μουστάκια μου. Παραγγείλαμε τα ποτά μας και στην αρχή δε μιλούσαμε, απλά ακούγαμε τη μουσική.

«Και όχι τίποτε άλλο αλλά τέτοια ώρα δεν μπορώ να πάρω και τη γιαγιά μου για να σας ξεματιάσει!» τους

«Ποιος ήρθε;» ρώτησε η Φοίβη.

«Σας τρώνε όλοι με τα μάτια, δεν το έχετε πάρει χαμπάρι;»

«Στο λαιμό να τους κάτσουμε!» ήταν η απάντησή της.

«Βασικά αλλού θα θέλαν να τους κάτσετε!» συνέχισα εγώ το πείραγμά μου.

«Μη φάνε, έχουμε γλάρο!» απάντησε αυτή τη φορά η Χριστιάνα.

«Κι εσένα σε κοιτάνε μεσιέ!» μου είπε η Φοίβη.

«Τα αγοράκια δεν είναι του γούστου μου!»

«Δεν αναφέρομαι στα αγοράκια, η κοριτσοπαρέα απέναντι σε έχει φάει!»

«Να τις φωνάξω να γίνουμε πολλές;» την πείραξα.

«Κανόνισε φουκαρά μου και θα σου κάνω εγώ ξεμάτιασμα, στην κυριολεξία!»

«Αυτό λέγεται καταπίεση!»

«Καλά σου κάνω! Δικός μου είσαι!» μου είπε. «Και εσύ νεαρά μην κοιτάς αλλού, κι εσύ δική μου είσαι! Και οι δύο είστε δικοί μου!» μας δήλωσε.

«Χριστιάνα, εγώ λέω να συνδικαλιστούμε!»

«Εμένα μ’ αρέσει η καταπίεση!» μου δήλωσε.

«ΙΙΙΙΙΙΙΚ, ψευταρού!  Χθες μου είπες ότι σε καταπιέζω όταν σου είπα μην τολμήσεις να μου πεις ευχαριστώ!»

«Δεν εννοούσα από εσένα!» μου είπε και μου έβγαλε κοροϊδευτικά τη γλώσσα.

“Good girl” της είπε η Φοίβη και χαχανίσανε και οι δύο.

«Ένας στο χώμα χιλιάδες στον αγώνα!» απάντησα με πάθος αλλά μέσα μου το καταδιασκέδαζα, μου άρεσε απίστευτα αυτό το ping-pong που παίζαμε.

Η υπόλοιπη βραδιά κύλισε όμορφα με συνεχή γέλια και πειράγματα. Γύρω στις 01:30 αποφασίσαμε να το διαλύσουμε καθώς την άλλη μέρα έπρεπε να πάμε στο ΙΤΕ και εγώ και η Χριστιάνα. Μόνο που όταν πήγαμε να αφήσουμε τη Χριστιάνα σπίτι της, διαπίστωσα ότι η Φοίβη είχε άλλα σχέδια.

«Μέσα θα κάτσεις;» με ρώτησε όταν βγήκαν και οι δύο από το αυτοκίνητο. Όχι ότι έφερα καμιά αντίρρηση, αυτό θα έλειπε! Κατέβηκα και εγώ και ανεβήκαμε και οι τρεις στο σπίτι της Χριστιάνας. «Ανδρέα βάλε μουσική!» μου είπε και πήρε τη Χριστιάνα και πήγαν στο δωμάτιο. Εγώ πάλι κουράστηκα κάμποσο να βρω σταθμό που έπαιζε απαλή μουσική αλλά τα κατάφερα. «Κλείσε τα μάτια σου» άκουσα τη Φοίβη να μου λέει και αυτό έκανα. «Μπορείς να τα ανοίξεις τώρα» μου είπε και όταν το έκανα όλο το αίμα στο σώμα μου μαζεύτηκε στο κάτω κεφάλι.

Και οι δυο τους φορούσαν αυτά τα απίθανα baby dolls που τόνιζαν τις καμπύλες τους καλύπτοντας τα απολύτως απαραίτητα ώστε να δίνουν τροφή στη φαντασία. Φοίβη και Χριστιάνα πήγαν και έκατσαν στον καναπέ και άρχισαν να φιλιούνται και να μπαλαμουτιάζονται. Αποφάσισα να μη συμμετάσχω και απλά κάθισα απέναντι στην πολυθρόνα να τις βλέπω. Τα κορίτσια δεν έμειναν και πολλή ώρα με τα baby dolls. Η Φοίβη χωρίς να σταματήσει να φιλάει τη Χριστιάνα την έβαλε να ξαπλώσει ανάσκελα και κάθισε από πάνω της. 

Κατέβηκε σιγά-σιγά προς τα στήθη της και συνέχισε να χαμηλώνει μέχρι που βρέθηκε ανάμεσα στα πόδια της. Όταν άρχισε να την γλείφει η Χριστιάνα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα αναφιλητά της ηδονής της. Εγώ είχα κατεβάσει παντελόνι και μποξεράκι αλλά δεν τολμούσα να τον παίξω, δεν ήμουν σίγουρος ότι θα κρατούσα ούτε δευτερόλεπτο και αρκέστηκα απλά στον να τον χαϊδεύω.

«Ανδρέα έλα εδώ» μου είπε κάποια στιγμή η Φοίβη και με έβαλε να συνεχίσω εγώ το στοματικό στη Χριστιάνα, πράγμα που έκανα με μεγάλη μου ευχαρίστηση αν, και όπως διαπίστωσα, με λιγότερη ευχαρίστηση εκ μέρους της Χριστιάνας.

Όχι ότι δεν της άρεσε αλλά ήταν φανερό ότι προτιμούσε χίλιες φορές τη Φοίβη η οποία είχε εξαφανιστεί. Γύρισε μετά από λίγο φορώντας το strap-on και με το paddle στο χέρι. Οι πρώτες έπεσαν στο δικό μου κώλο και δεν ήταν ιδιαίτερα δυνατές. «Έτσι και χάσεις το ρυθμό σου θα στον μαυρίσω!» μου είπε και συνέχισε να μου ρίχνει με το paddle στα κωλομέρια. Αν και κάποιες ήταν κάμποσο δυνατές δεν έχασα το ρυθμό μου και συνέχισα να γλείφω τη Χριστιάνα όσο καλύτερα μπορούσα. Η Φοίβη με σταμάτησε για λίγο και βύθισε τα δάχτυλά της στο μουνάκι της Χριστίνας που ήταν περισσότερο υγρό από rainforest την εποχή των μουσώνων.

Σταμάτησε να με βαράει με το paddle αλλά δεν είχε σκοπό να με αφήσει στην ησυχία μου. Λίγο μετά ένιωσα τα δάχτυλά της στον κώλο μου και χωρίς να διστάσει μου έχωσε το μεσαίο δάχτυλο μέσα μου όσο πήγαινε. Το συναίσθημα ήταν απίστευτα ευχάριστα δυσάρεστο αλλά η όποια δυσφορία αρχικά ένιωθα άρχισε σιγά-σιγά να καταλαγιάζει. Αν και προς στιγμή είχα φοβηθεί ότι θέλει να χρησιμοποιήσει πάνω μου το strap-on τελικά αρκέστηκε να μου γαμάει τον κώλο με το δάχτυλό της όσο εγώ έγλειφα και πιπιλούσα το μουνάκι της Χριστιάνας.

«Σ’ αρέσει;»

«Πολύ» απάντησα πνιχτά.

“Good boy” μου είπε και συνέχισε να με γαμάει με το δάχτυλό της. Η όποια δυσφορία είχε πάει περίπατο, εκείνη τη στιγμή ακόμα και αν μου έβαζε το strap-on στον κώλο είμαι σχεδόν σίγουρος ότι θα καθόμουν χωρίς να πω κουβέντα. Τράβηξε το δάχτυλό της βίαια. «Σταματήστε» μας είπε. Εκείνη τη στιγμή είχε την απόλυτη εξουσία πάνω μας και ούτε καν μας περνούσε από το μυαλό να της εναντιωθούμε. «Ανδρέα, κάτσε στην πολυθρόνα!» με διέταξε. Σηκώθηκα και κάθισα στην πολυθρόνα. «Χριστιάνα κάτσε στα τέσσερα και πάρ’ του τσιμπούκι» τη διέταξε. Η Χριστιάνα χωρίς να διστάσει σηκώθηκε από τον καναπέ και στην αρχή γονάτισε και μετά κάθισε στα τέσσερα μπροστά μου και με πήρε στο στόμα της. Ούτε ο ίδιος δεν ξέρω πως κατάφερα και δεν έχυσα με το που ένιωσα το όργανό μου στο στόμα της. Η Φοίβη, από την άλλη, κάθισε στα γόνατα πίσω από την Χριστιάνα και κάρφωσε πισωκολλητά το strap-on στο μουνάκι της τελευταίας και άρχισε να τη γαμάει. Δεν άντεξα άλλο.

«ΑΑΑΑΑΑΑΧ χύνωωωωω» είπα και γραπώνοντας την Χριστιάνα από το κεφάλι της το κράτησα ακίνητο ενώ ο πούτσος μου άδειαζε με ηδονικούς σπασμούς μέσα στο στόμα της κάνοντας τα μάτια μου σχεδόν να γυρίσουν.

«Ναι μωρό μου, χύσε την, χύσε την!» φώναξε από πίσω η Φοίβη μη σταματώντας ούτε στιγμή να γαμάει τη Χριστιάνα που προκειμένου να μην αρχίζει να ξεφωνίζει από την καύλα, προτίμησε να με κρατήσει στο στόμα της κάνοντάς μου δεύτερο συνεχόμενο τσιμπούκι. Ομολογώ ότι το δεύτερο δεν είχε την ποιότητα του πρώτου καθώς συχνά έχανε το ρυθμό της παρασυρόμενη από τη δική της ηδονή. Τον έβγαλε από το στόμα της φοβούμενη μην το δαγκώσει και πιάνοντάς τον από ψηλά του άρχισε να μου τον γλείφει από τη βάση του μέχρι που έβρισκε στο χέρι της σταματώντας μόνο για να ξεφωνίσει από τους απανωτούς οργασμούς.

Μετά η Φοίβη φόρεσε το strap-on στη Χριστιάνα και γονάτισε μπροστά της και του πήρε τσιμπούκι κανονικά και με το νόμο, κάνοντας το σαγόνι μου να πέσει στο πάτωμα. Ήταν απίστευτα ερωτικό και προς στιγμή ξέχασα ότι η Φοίβη ήταν γονατισμένη μπροστά από μια άλλη γυναίκα και τσιμπούκωνε ένα απλό strap-on, άρχισα να τον παίζω φανταζόμενος ότι ήταν γονατισμένη και τσιμπούκωνε έναν άλλο άνδρα και…

…και το τέλος ήρθε από το πουθενά και ο οργασμός ήταν τόσο έντονος… τόσο απίστευτος… που ίσα που πρόλαβα να πλησιάσω τη Φοίβη και να χύσω στο πρόσωπό της σαν να μην υπήρχε αύριο, αιφνιδιάζοντάς την κομμάτι είναι η αλήθεια. Μέχρι και στα μαλλιά της πετάχτηκαν, την έκανα σύχρηστη αλλά εκείνη το έριξε στο χαβαλέ.

«Τα λεφτά μου πίσω! Το manual δεν έλεγε για εκσπερμάτωση!» είπε.

«Από αλλού το περίμενες, από αλλού σου ήρθε»

«Ε, αυτό είναι το θέμα, δεν το περίμενα αλλά αυτό ήρθε από το πουθενά!»

«Κάτσε να φέρω λίγο χαρτί να σε σκουπίσω» της είπε η Χριστιάνα και πήγε στην κουζίνα και γύρισε μετά από λίγο κουβαλώντας κάμποσες χαρτοπετσέτες και καθάρισε προσεκτικά τη Φοίβη. «Και όχι τίποτε άλλο, προηγουμένως κόντεψες να με πνίξεις, πότε πρόλαβες και γέμισες;»

«Εχμ…» είπα ευχόμενος να ανοίξει η γη να με καταπιεί. «Τι να σας πω βρε παιδιά, όταν έχω έντονο οργασμό… δεν ξέρω… κάπως βγαίνει και… και το δεύτερο δεν ξέρω… ήρθε τόσο ξαφνικά και….»

«Έλα χαζούλη, σε πειράζουμε!» είπε η Φοίβη. «Πάμε στο δωμάτιο, θέλω να δοκιμάσω κάτι άλλο. Εσείς καλά το διασκεδάσατε!» μας είπε και σηκώθηκε και πήγε μέσα. Έκανα νόημα στη Χριστιάνα—η οποία φορούσε ακόμα το strap on—να περάσει και την ακολούθησα από πίσω και πήγαμε στο δωμάτιο που μας περίμενε η Φοίβη. «Χριστιάνα, ξάπλωσε σε παρακαλώ μωρό μου» της είπε. Η Χριστιάνα έκανε να βγάλει το strap-on αλλά η Φοίβη την έκοψε. Όταν ξάπλωσε, η Φοίβη κάθισε πάνω στο strap-on αφήνοντας ένα δυνατό βογγητό. «Μωρό μου κράτα το» είπε στη Χριστιάνα και άρχισε να κινείται πάνω κάτω σε στυλ lady on top. Μπορεί να είχα χύσει δύο …κουβάδες πριν αλλά βλέποντας αυτή την εικόνα καύλωσα εκ νέου. Η Φοίβη μου έκανε νόημα να πάω από δίπλα της και χωρίς να σταματήσει να κουνιέται με πήρε στο στόμα της. Σταμάτησε και έγειρε αργά και προσεκτικά προς το μέρος της Χριστιάνας προσέχοντας να μη βγει το strap-on. Όταν έφτασε τόσο χαμηλά που τα στήθη τους βρήκαν μεταξύ τους γύρισε και με κοίταξε. «Σκίσε μου το κωλαράκι!»

Πήγα από πίσω της. Δεν ήταν τελείως στα τέσσερα, θα χρειαζόταν να κάνω ακροβατικά για να καταφέρω να μπω μέσα της. Κάθισα γονατιστός από πίσω της και προσπάθησα να την ανασηκώσω. Η Φοίβη κατάλαβε τι είχα στο μυαλό μου και ανασήκωσε όσο μπορούσε το κωλαράκι της προσέχοντας ωστόσο να μη βγει το strap-on από το μουνάκι της.

«Χριστιάνα, που έχεις βάλει το λιπαντικό;» τη ρώτησε η Φοίβη.

«Στο συρτάρι»

«Ανδρέα βάλε σε παρακαλώ λιπαντικό και πάνω μου και πάνω σου.»

Πήγα στο συρτάρι και το άνοιξα. Έβγαλα ένα μπουκαλάκι και το έδειξα στη Χριστιάνα. Μου ένευσε καταφατικά, οπότε το πήρα και πήγα πίσω από τη Φοίβη. Έβαλα κάμποσο στο δάχτυλό μου και το βύθισα σιγά-σιγά στο κωλαράκι της. Έκανα για λίγη ώρα κυκλικές κινήσεις μέσα της για να την ανοίξω. Όταν τέλειωσα έριξα λίγο ακόμα λιπαντικό ανάμεσα από τους γλουτούς της και το άπλωσα στην περιοχή δίπλα και μέσα από την πίσω τρυπούλα της. Μετά έριξα και στο όργανό μου και ένιωσα κάτι σαν ελαφρύ κάψιμο αλλά πέρασε πολύ γρήγορα.

Ακούμπησα το όργανό μου στην τρυπούλα της και άρχισα να σπρώχνω απαλά. Το όργανό μου αν και συνάντησε αντίσταση άρχισε να γλιστράει μέσα της και ομολογώ πως η αίσθηση ήταν πολύ ανώτερη και από το σκέτο σάλιο αλλά και από τα κολπικά υγρά. Ήταν… δεν ξέρω πως να το πω καλύτερα, σα να έμπαινα σε πολύ σφιχτό μουνάκι. Βυθίστηκα σιγά-σιγά μέσα της αλλά λόγω της στάσης μπορούσε να μπει μόνο μέχρι τη μέση. Άρχισα να κινούμαι πιο γρήγορα παίρνοντας θάρρος από τα ηδονικά βογγητά της Φοίβης.

Η Φοίβη προσπάθησε να κινηθεί ελαφρά μπρος πίσω αλλά δεν της βγήκε. Ομοίως ούτε η Χριστιάνα κατάφερε να μιμηθεί τον τρόπο που κινείται ένας άνδρας στο lady on top οπότε η Φοίβη αρκέστηκε στην αίσθηση να της γαμάω το κωλαράκι έχοντας το strap-on στο μουνάκι της. Ομολογώ ότι η αίσθηση ήταν αρκετά περίεργη και για μένα, ήταν σαν κάποιος να μου έβαζε κόντρα και λόγω της θέσης δεν μπορούσα να μπω όσο βαθιά ήθελα αλλά στο κορίτσι μου άρεσε πολύ αυτό που γινόταν, οπότε έδωσα κι εγώ τον καλύτερο εαυτό μου. Τη γαμούσα για πολλή ώρα έτσι μέχρι που κάποια στιγμή η Φοίβη μου ζήτησε να τραβηχτώ.

«Πήγαινε να πλυθείς» μου είπε και τσακίστηκα να πάω στην τουαλέτα να πλύνω καλά-καλά το όργανό μου.

Άκουσα δυνατά βογγητά και όταν γύρισα η Φοίβη ήταν στα τέσσερα και από πίσω της η Χριστιάνα τη γαμούσε με το strap on. Μου έκανε νόημα να κάτσω στο κρεββάτι και όταν το έκανα έσκυψε και με πήρε στο στόμα της. Το θέαμα με τα στήθη της Χριστιάνας να χοροπηδάνε καθώς πηδούσε τη Φοίβη σε συνδυασμό με την εξαιρετική τέχνη της Φοίβης ήταν too much και κάπως έτσι τέλειωσα για τρίτη φορά στη βραδιά. Όπως η Χριστιάνα προηγουμένως, έτσι και η Φοίβη, δε σταμάτησε να με τσιμπουκώνει προσπαθώντας να κρατήσει το στόμα της κλειστό, ριψοκινδυνεύοντας πάνω στην καύλα της στιγμής να με κάνει …καστράτο. Όταν άρχισε να της έρχεται ο οργασμός τραβήχτηκε πάντως γιατί το τσιμπούκι της δυσκόλευε την ανάσα.

«ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ.»

Ε πες το έτσι!

Λογικά ακουστήκαμε και πάλι αλλά χαλάλι. Ξάπλωσαν και οι δύο ξεθεωμένες, η μία αριστερά μου η άλλη δεξιά μου.

«Λοιπόν, η εκτίμηση μού για τους άνδρες ανέβηκε μερικούς πόντους!» μας δήλωσε η Χριστιάνα. «Ξεθεώθηκα!»

«Όχι, να δείτε τι θυσίες κάνουμε για σας!»

«Θα σου ‘λεγα τίποτα!» απάντησε από δίπλα μου η Φοίβη. «Να σ’ έβλεπα μεσιέ με το μαρτζαφλάρι μέχρι τον οισοφάγο ή στο κωλαράκι σου και θα σου έλεγα!»

«Εσύ γιατί γκρινιάζεις μαντάμ “σκίσε μου το κωλαράκι μου”, δε σ’ άρεσε;»

«Χιχιχι» είπε γελώντας πονηρά.

«Ελάτε να σας πάρω αγκαλίτσα» τους είπα και χωρίς να χάσουν λεπτό ξάπλωσαν και οι δύο τα κεφάλια τους στο στέρνο μου. «Πολύ μ’ αρέσει να σας έχω έτσι!»

«Νιιιι» είπε η Φοίβη. «Και μπορούμε να κάνουμε και αυτό!» είπε και ανασηκώθηκε ελαφρά και φίλησε τη Χριστιάνα.

«Για καθίστε φρόνιμα, δεν είμαι για τέταρτο γύρο!»

«Τότε κάτσε στ’ αυγά σου!» μου είπε η Χριστιάνα και με καβάλησε κανονικά και ρίχτηκε στη Φοίβη.

«Λυσσάρες!» είπα και έκανα στην άκρη για να τους δώσω χώρο. Έτσι όπως μπαλαμουτιάζονταν δίπλα μου ο κώλος της Χριστιάνας τρίφτηκε στον πούτσο μου και παρά τα προ ολίγου λεγόμενά μου το όργανό μου έγινε κατάρτι.

«Ανδρέα κρατάς πιστόλι ή χαίρεσαι που μας βλέπεις;» με ρώτησε η Χριστιάνα.

«Συγνώμη!» της είπα. «Απλά όπως τρίφτηκες πάνω μου απλά….»

«ΙΙΙΙΚ, τρίβεις τον κώλο σου στον πρόεδρο;» την ρώτησε η Φοίβη.

«Κατά λάθος!» είπε η Χριστιάνα.

«Μωρέ θα στον μαυρίσω» της είπε η Φοίβη. «Κάτσε στα τέσσερα!»

«Μάλιστα» της είπε η Χριστιάνα μαγκωμένη και σηκώθηκε και κάθισε στα τέσσερα. Η Φοίβη πήρε το paddle.

«Πάρε κι αυτή, πάρε και τούτη, πάρε και κείνη!» της είπε αλλά πρέπει να ήταν εξαιρετικά σιγανές γιατί η Χριστιάνα άρχισε να χαχανίζει. Ξαπλώσανε και πάλι και τότε το λόγο τον πήρε η Χριστιάνα.

«Ουφ, προς στιγμή τρόμαξα» είπε στη Φοίβη.

«Γιατί μωρό μου;» τη ρώτησε.

«Να… αν και έγινε κατά λάθος, πραγματικά, νόμιζα ότι θύμωσες!»

«Όχι βρε χαζούλα, τι λες;»

«Εγώ νόμιζα ότι θύμωσες εσύ, Χριστιάνα»

«Γιατί να θυμώσω; Εννοώ δεν πήρες εσύ να αρχίσεις να τον τρίβεις πάνω μου, εγώ τρίφτηκα έστω και κατά λάθος πάνω του.»

«Πολλές συγκινήσεις για μια μέρα!» είπα εγώ.

«Ναι, το διαπιστώσαμε εις τριπλούν!» είπε η Φοίβη βάζοντας τα γέλια.

«Με συγχωρείτε, κοντεύω να σκάσω!» είπε η Χριστιάνα και πήγε στην τουαλέτα.

«Αλήθεια, τι σ’ έπιασε εσένα πριν;»

«Τι εννοείς;»

«Στο σαλόνι, που με έκανες χάλια! Δεν σε έχω ξαναδεί να τελειώνεις τόσο γρήγορα, ούτε μισό λεπτό δε σου πήρε και όχι τίποτε άλλο, είχε προηγηθεί και στοματικό!»

«Δε θα το πιστέψεις… αλλά….»

«Αλλά;»

«Καύλωσα τόσο πολύ με το σκηνικό που φαντάστηκα στη θέση της Χριστιάνας να είναι… να είναι άλλος άντρας. Ήταν τόσο απίστευτη η καύλα που δεν άντεξα ούτε μερικά χτυπήματα!»

«Σοβαρά;;» με ρώτησε η Φοίβη.

«Θα σου έλεγα κάτι τέτοιο για πλάκα ρε Φοίβη;»

«Όχι μωρό μου, συγνώμη.»

«Όπως και να έχει…δεν ξέρω… Ένιωσα απίστευτη καύλα σου λέω, το τέλος ήρθε από το πουθενά και ήταν… ήταν φοβερά έντονο!»

«Θα το έχω υπόψη μου» μου δήλωσε μισό-αστεία μισό-σοβαρά.

«Επίσης… πάλι τέλειωσα στο στόμα της Χριστιάνας χωρίς να την προειδοποιήσω. Και καλά χθες που μου το ζήτησες εσύ, αλλά σήμερα….»

«Εμένα με ρωτάς που θέλεις να τελειώσεις όταν σου κάνω πίπα;»

«Όχι ρε Φοίβη αλλά είναι διαφορετικό!»

«Όχι, δεν είναι. Η σχέση δεν είναι Ανδρέας-Φοίβη και Φοίβη-Χριστιάνα, είναι Ανδρέας-Φοίβη-Χριστιάνα.»

«Δεν είναι έτσι ακριβώς βρε Φοίβη. Η Χριστιάνα λατρεύει να την παίρνεις με το strap on, δε νομίζω ότι θα εκτιμούσε να της κάνω το ίδιο με τον πρόεδρο.»

«Μπορεί, αλλά στοματικό δεν έχει κανένα απολύτως θέμα να στο προσφέρει και αν δεν το έχεις καταλάβει η ίδια λατρεύει να δίνεται σε αυτούς που της το βγάζουν. Της αρέσει που σε ικανοποιεί ακόμα και αν δεν ξετρελαίνεται για την πράξη καθαυτή. Οπότε σταμάτα να το σκέφτεσαι.» Εκείνη τη στιγμή επέστρεψε η Χριστιάνα.

«Τι λέγατε;»

«Για σένα!» της απάντησε η Φοίβη.

«Τι λέγατε για μένα;» μας ρώτησε με ενδιαφέρον.

«Ο μεσιέ ένιωσε άσχημα που τέλειωσε στο στόμα σου ξανά χωρίς να σε προειδοποιήσει.»

«Αχ, τι γλυκούλης!» είπε η Χριστιάνα χαμογελώντας.

«Ρε με δουλεύετε και οι δύο;» τους

«Χριστιάνα, πες του εσύ!»

«Τι να του πω;»

«Που να τελειώνει όταν του κάνεις στοματικό!»

«Όπου θέλει.»

«Μην το λες σε μένα, σε εκείνον πέσ’το»

«Όπου θέλεις» είπε η Χριστιάνα κοιτάζοντάς με σταθερά στα μάτια μέχρι που αναγκάστηκα να κατεβάσω εγώ το βλέμμα μου.

«Ξέρεις τι άλλο μου είπε;» είπε η Φοίβη. «Ωχ!» σκέφτηκα μέσα μου. «Μου είπε ότι όταν έκανα πίπα στο strap-on με φαντασιώθηκε να είμαι γονατιστή και να κάνω στοματικό σε άλλον άνδρα! Δε θέλω να έχουμε μυστικά μεταξύ μας.»

«Εεεε» πήγα να πω αλλά με διέκοψε.

«Δε θέλω να έχουμε μυστικά μεταξύ μας!» επανέλαβε η Φοίβη. «Ανδρέα, είσαι straight αγόρι, σταμάτα να νιώθεις τύψεις που σ’ αρέσει ο κώλος και το στήθος της Χριστιάνας. Σταμάτα να νιώθεις τύψεις που θα ήθελες να την πάρεις από παντού.» Χαμήλωσα το βλέμμα μου μην αντέχοντας να κοιτάξω ούτε τη μία ούτε την άλλη. «Χάρη σε σένα είμαστε και οι τρεις στο ίδιο κρεββάτι. Χάρη σε σένα ζούμε αυτό το ροντέο. Η σχέση δεν είναι Ανδρέας-Φοίβη και Φοίβη-Χριστιάνα, είναι Ανδρέας-Φοίβη-Χριστιάνα. Θέλω καθένας από τους τρεις μας να μπορεί να ικανοποιηθεί και να προσφέρει ικανοποίηση στον άλλον χωρίς τύψεις. Οκ, δεν είναι όλα για όλους, η Χριστιάνα μπορεί να μην θέλει τον πρόεδρο μπρος ή πίσω της όπως κι εσύ δε θα ήθελες να σε πηδήξω εγώ ή εκείνη με strap-on αλλά αυτό δεν αλλάζει κάτι.»

Δεν μίλησα ούτε εγώ ούτε η Χριστιάνα. Εδώ και μέρες ήταν φανερό ότι τα γκέμια ήταν στα χέρια της Φοίβης και εκείνη ήταν απλά η στιγμή στην οποία το συνειδητοποίησε και η ίδια.

«Και δε θέλω αντιρρήσεις!»

«Μα εγώ δεν είπα τίποτα!» είπε η Χριστιάνα.

«Εσύ φύλα τον κώλο σου γιατί σάμπως και μου άρεσε το δάχτυλο!» ομολόγησα.

«Ορίστε, το μυαλό του στο κοκό!» είπε η Χριστιάνα πειράζοντάς με.

«Να μη μου τρίβεσαι!»

«Μπα; Τι μας λες; Ό,τι θέλει θα σου κάνω!» είπε.

«Ε;»

«Η Φοίβη! Φοίβη, να του τριφτώ;»

«Κάν’τον άλογο!» της είπε και η Χριστιάνα την καβάλησε και ήρθε και μου τούρλωσε τον κώλο της.

«Ε, δεν τρώγεσαι» της είπα και της έχωσα μια γερή σφαλιάρα στα πισινά!

«Αχνε!» απάντησε η Χριστιάνα και κοντέψαμε να μείνουμε και οι τρεις από τα γέλια.


36. Σικελική άμυνα

Φοίβη

Έχοντας έρθει κατευθείαν από τη βραδινή μας έξοδο, δεν ήθελα να βγω το επόμενο πρωί έξω φορώντας αυτά που φορούσα. Από την άλλη ,δε μου έκανε καρδιά να αφήσουμε τη Χριστιάνα μόνη της, πόσο μάλλον μετά τον παθιασμένο λόγο που είχα βγάλει. Χωρίς πολλά-πολλά, της είπα να πάρει μια αλλαξιά ρούχα για να έχει αύριο να φορέσει πηγαίνοντας στο ΙΤΕ και να φορέσει κάτι άνετο. Η Χριστιάνα με χαμόγελο από το ένα αφτί μέχρι το άλλο, σηκώθηκε και ντύθηκε στα γρήγορα φορώντας φόρμα και μέχρι να διαλέξει τι θα φορούσε αύριο, είχαμε ντυθεί και εγώ και ο Ανδρέας. Κατεβήκαμε στο δικό μου σπίτι και επειδή ήταν αρκετά αργά πήγαμε κατευθείαν για ύπνο.

«Όχι ότι δε μ’ αρέσει η παρέα σας αλλά θα προτιμούσα για σήμερα να κοιμηθώ στο άλλο κρεββάτι!» μας είπε ο Ανδρέας.

«Αν ελπίζεις σε νυχτερινό μπανιστήρι, να τα ξεχάσεις αυτά μεσιέ, είμαι κουρασμένη!»

«Εγώ όχι!» μου είπε η Χριστιάνα βγάζοντας τη γλώσσα της.

«Κάτσε καλά εσύ, γιατί θα βγάλω τη βίτσα από τη ντουλάπα!» την ψευτοαπείλησα.

«Το ράβω!»

«Σοβαρά Φοίβη, νιώθω λίγο πιασμένος και θα ήθελα να μπορώ να απλωθώ.» μου είπε ο Ανδρέας.

«Εντάξει μωρουλίνι μου.» Του έδωσα ένα τρυφερό φιλάκι και μένοντας μόνο με το φανελάκι και το κιλοτάκι, ξάπλωσα στο άλλο κρεββάτι. «Εσύ μαντάμ τι περιμένεις, πρόσκληση;» ρώτησα τη Χριστιάνα. Δεν απάντησε, έβγαλε και αυτή το πάνω και το κάτω μέρος της φόρμας της και περνώντας από πάνω μου πέρασε στη μέσα μεριά του κρεβατιού.

«Καληνύχτα κοριτσάρες μου!» μας είπε ο Ανδρέας

«Καληνύχτα!» του απαντήσαμε και οι δύο. Η Χριστιάνα χώθηκε στην αγκαλιά μου και μηχανικά άρχισα να της χαϊδεύω τα μαλλιά. Σε λίγο κοιμόντουσαν του καλού καιρού και οι δύο, το κατάλαβα από το ελαφρύ ροχαλητό του Ανδρέα και από τις ανάσες της Χριστιάνας.

Χθες, όταν έφυγε ο Ανδρέας για να πάει στο ΙΤΕ, συνεχίσαμε να διαβάζουμε με τη Χριστιάνα μέχρι που πήγε 13:30 οπότε και κατεβήκαμε στο σπίτι μου. Τα υλικά για το παστίτσιο τα είχαμε και στο δικό μου σπίτι, οπότε το μόνο που χρειάστηκε να πάρουμε μαζί μας ήταν το ταψί καθώς αυτό που είχα εγώ ήταν αρκετά μικρότερο. Όταν φτάσαμε στο σπίτι καθίσαμε λίγο και χαζολογήσαμε περιμένοντας τον μαραγκό να έρθει, ο οποίος οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν Άγγλος, στις 14:00 ακριβώς ήρθε σπίτι. Του φουκαρά του Σίμπα δεν του άρεσε καθόλου να είναι δεμένος και μας το έδειξε με πολύ εμφατικό τρόπο, κλαψουρίζοντας όλη την ώρα που έμεινε δεμένος. Ο μαραγκός είχε κάνει εξαιρετική δουλειά και η τελική συναρμολόγηση δεν πήρε πάνω από μισή ώρα.

Βέβαια πριν καν ξεκινήσω να φτιάχνω το γραφείο, πήγα και έλυσα τον Σίμπα ο οποίος έκανε λες και αποφυλακίστηκε από 30 χρόνια φυλακή. Βγάλαμε τον υπολογιστή από τα κουτιά του και τον βάλαμε στο γραφείο. Ο υπολογιστής ήταν σε μορφή tower και ήταν στην άκρη δεξιά, με το ένα του πλευρό να ακουμπάει το αριστερό πλευρό της βιβλιοθήκης. Η οθόνη και τα ηχεία μπήκαν στη μέση και παρά το μέγεθός της, 15άρα γαρ, χώρεσε μια χαρά στο γραφείο αφήνοντάς μου χώρο και για να διαβάζω και για να γράφω.

Η Χριστιάνα συνέχισε το διάβασμά της, ενώ εγώ καταπιάστηκα με τις βελτιώσεις που ήθελα να κάνω στο πρόγραμμα του καταλόγου και απορροφήθηκα τελείως, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι είχα πιαστεί.

«Ουφ, χρειάζομαι απελπισμένα ένα μασάζ» είπα μονολογώντας αλλά η Χριστιάνα με άκουσε και σηκώθηκε και ήρθε από πίσω μου και άρχισε να με τρίβει στο σβέρκο και τους ώμους, κάνοντάς με σχεδόν να λιώσω. Αφέθηκα στην περιποίησή της και αν ήμουν γάτα το γουργούρισμά μου θα ακουγόταν μέχρι το πανεπιστήμιο. «Αχ, είσαι υπέροχη» της είπα και πήρα απαλά τα χέρια της από πάνω μου και γύρισα την καρέκλα προς τη μεριά της ώστε να την βλέπω. «Τα πόδια έτσι θα τα αφήσεις;» της είπα πειρακτικά αλλά η Χριστιάνα χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή γονάτισε μπροστά μου και άρχισε να μου τρίβει τις πατούσες. «Βρε, πλάκα έκανα!» της είπα αλλά η αλήθεια είναι ότι ένιωσα να υγραίνομαι από την προθυμία που μου έδειξε.

«Μ’ αρέσει να σε περιποιούμαι!» μου απάντησε απλά.

«Θα ζηλέψει ο Ανδρέας!» της είπα μισοαστεία-μισοσοβαρά.

«Αυτό λύνεται εύκολα. Αγοράκι είναι, θα τον τρελάνω στην πίπα!» μου είπε στον ίδιο τόνο.

«Χμμμ…» μουρμούρισα.

«Με την άδειά σου, εννοείται!»

«Όχι δε λέω αυτό. Εννοώ… δεν ξέρω ρε συ Χριστιάνα, ώρες-ώρες μου φαίνεται σαν να σε εκμεταλλευόμαστε!»

«Καμία σχέση. Πώς μπορείς να εκμεταλλεύεσαι κάποιον όταν του δίνεις αυτό ακριβώς που θέλει;»

«Οκ, μαζί μου σε ένα βαθμό το καταλαβαίνω αλλά….»

«Δεν υπάρχει αλλά, Φοίβη. Δεν είσαι μόνη σου, έρχεσαι πακέτο με τον Ανδρέα. Και στην τελική-τελική δεν είναι το ίδιο όπως με τον Άλκη. Εκεί… εκεί το έκανα απλά διαδικαστικά, με τον Ανδρέα δεν είναι το ίδιο. Ναι, μαζί σου είμαι ερωτευμένη, όχι μαζί του αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν νιώθω διαφορετικά για εκείνον απ’ ότι για όλους τους υπόλοιπους άνδρες.»

«Κοντά στο βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα;»

«Ο βασιλικός βρίσκεται μέσα στη γλάστρα, Φοίβη.»

Δεν συνεχίσαμε άλλο αυτή τη συζήτηση, σηκώθηκα και τη φίλησα τρυφερά στα χείλη, ωστόσο το μυαλό μου γύρναγε με χίλιες στροφές. Ναι, είχε δίκιο η Χριστιάνα. Πλέον δεν ήμασταν εγώ και ο Ανδρέας και εγώ και η Χριστιάνα, ήμασταν εγώ και ο Ανδρέας και η Χριστιάνα. Η Χριστιάνα το είχε ήδη συνειδητοποιήσει. Κάπως θα έπρεπε να το συνειδητοποιήσει και ο Ανδρέας ώστε να σταματήσει να είναι διστακτικός με τη Χριστιάνα. Και οκ, μπορεί κάποια πράγματα να έμεναν εκτός συγκλονιστικού απροόπτου έξω από το menu but still…

Προσπάθησα να σπρώξω το πρόβλημα αυτό προς το ασυνείδητό μου με τον ίδιο τρόπο που κάνω κάθε φορά που χρειάζομαι μια δημιουργική λύση. Απέσπασα την προσοχή μου σε κάτι άλλο, είπα στη Χριστιάνα να μαγειρέψουμε, πράγμα που κάναμε ωστόσο ο Ανδρέας αργούσε, οπότε για να μη φάμε το παστίτσιο, ζέστανα το κοκκινιστό που είχε μείνει και η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε μείνει και πολύ. Αν τρώγαμε και οι τρεις θα ήταν απλός μεζές ωστόσο τις δυο μας κατάφερε κάπως να μας μετριάσει την πείνα.

Συνεχίσαμε το διάβασμά μας μέχρι που κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι κόντευε να πάει 19:00 και ο κύριος ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Πεταχτήκαμε μέχρι την Αθηνά ώστε να τον πάρω τηλέφωνο και εκεί βρήκαμε ευκαιρία και πήραμε η κάθε μία τους δικούς μας. Όπως και να έχει το υποσυνείδητό μου βρήκε τη λύση και οδήγησα την βραδιά ώστε να πάρει την τροπή που ήθελα. What Phoebe wants is what Phoebe gets. Ο ύπνος τελικά με πήρε χωρίς να το καταλάβω.

Το πρωί ξύπνησε πρώτος ο Ανδρέας και μας έφτιαξε pancakes με μερέντα το μωρουλίνι μου.  Η Χριστιάνα ξύπνησε και εκείνη νωρίτερα αλλά δε με ξύπνησε, όταν σηκώθηκα πήγα και τους βρήκα να κάθονται και να πίνουν καφέ τρώγοντας τα pancakes τους. Η Χριστιάνα είχε φτιάξει και πορτοκαλάδα την οποία ο Ανδρέας έκανε ότι την είχε ξεχάσει όταν έφτιαξε τα pancakes. Καλά, θα τον φτιάξω εγώ!

«Λοιπόν, εμείς θα φύγουμε τώρα» είπε ο Ανδρέας γύρω στις 10:00.

«Ναι, κοίτα μη μου κάνεις τα χθεσινά!»

«Μωρέ θα τον αρπάξω από το τσουλούφι!» δήλωσε η Χριστιάνα.

«Όχι βία στα γήπεδα!» είπε ο Ανδρέας.

«Εσύ τι θα κάνεις;» με ρώτησε η Χριστιάνα.

«Θα συνεχίσω τις αλλαγές που κάνω και λέω να πεταχτώ και μια από το Πανεπιστήμιο να δω αν έχει βγει το πρόγραμμα!»

«Λογικά από Δευτέρα θα το ανεβάσουν» είπε ο Ανδρέας. «Αλλά δε χάνεις και κάτι να πας να δεις.»

«Τι ώρα θα γυρίσετε;»

«Υπολογίζω γύρω στις 17:00 να έχουμε γυρίσει πίσω.» απάντησε ο Ανδρέας.

«Δε μου λέτε, έχετε όρεξη για μεξικάνικο το βράδυ;»

«Αμέ!» απάντησαν και οι δύο.

«Ωραία, θα πάρω τηλέφωνο και τη Μαρία όταν πάω στο πανεπιστήμιο για να της το πω.»

Τους φίλησα και τους δύο και έφυγαν για να πάνε στο ΙΤΕ. Βγήκα έξω για να παίξω λίγο με το Σίμπα και με φώναξε από πάνω η κυρά-Ματούλα.

«Καλημέρα. Φοίβη, μπορείς να ανέβεις να πάρεις την κατσαρόλα να ταΐσεις το σκύλο γιατί έχω τη μέση μου;»

«Βεβαίως!» της απάντησα και πήγα σπίτι της να πάρω την κατσαρόλα.

«Σε ευχαριστώ κορίτσι μου»

«Τίποτα κυρά-Ματούλα, αν είναι δυνατόν» της είπα. «Άσε την κατσαρόλα, θα την πάρω εγώ!» της είπα για να μη χρειαστεί να τη σηκώσει. «Θέλεις αύριο το πρωί να του μαγειρέψω εγώ;»

«Μπορείς;» με ρώτησε με λαχτάρα.

«Και το ρωτάς! Φυσικά και μπορώ.»

«Κάτσε να σου βάλω σε μια σακούλα το κρέας!»

«Μη σκύβεις κυρά-Ματούλα, θα τα μαζέψω εγώ» της είπα. Τα κρέατα τα είχε βγάλει για να αρχίσουν να ξεπαγώσουν. Έσκυψα και από τον τενεκέ που είχε γέμισα και μια πλαστική σακούλα με τη βαθιά κουτάλα τις δέκα κουταλιές ρύζι που μου είπε.»

«Εντωμεταξύ αύριο πρέπει να τον πάμε και για το εμβόλιό του. Μπορείς να βοηθήσεις την Ελένη;»

«Θα τον πάω εγώ με τον Ανδρέα κυρά-Ματούλα, μη μου ανησυχείς!»

«Τι υπέροχο παιδί είσαι! Καλά σε κατάλαβα από την πρώτη ματιά!»

«Μην το συζητάς, άλλωστε βλέπω το Σίμπα σχεδόν σα δικό μου!»

«Μόνο εσένα ακούει» είπε αναστενάζοντας. «Τους τα έλεγα εγώ και δε με άκουγαν, ο σκύλος δεν είναι παιχνίδι! Λογικό είναι να είναι μαζί σας όλη την ώρα, μόνο εσείς ασχολείστε μαζί του κι εγώ που τον ταΐζω! Και τους τα έλεγα!»

«Μη μου ανησυχείς κυρά-Ματούλα μου! Τον λατρεύουμε το Σίμπα!»

«Το ξέρω κόρη μου.»

«Θα μου δώσεις τη διεύθυνση του κτηνίατρου; Εκτός από το εμβόλιο έχει και τίποτε άλλο να κάνουμε;»

«Ε ναι, να τον δει και να τον ζυγίσει. Κοντεύει ενάμιση χρονών, πόσο θα μεγαλώσει ακόμα; Μου είχε πει μέχρι τους 15 μήνες αλλά αυτός όλο και μεγαλώνει!»

«Θα τον ρωτήσω κυρά-Ματούλα. Τη διεύθυνση να μου δώσεις!»

«Ναι! Εδώ την έχω» είπε και άνοιξε ένα συρτάρι και από εκεί αφού ψαχούλεψε βρήκε μια κάρτα και μου την έδωσε.

«Εσύ πήγαινε να ξαπλώσεις και να ξεκουραστείς. Θα του μαγειρεύω εγώ κάθε μέρα, δεν μου είναι πρόβλημα!»

«Όχι κορίτσι μου, δε θέλω να το φορτωθείς και αυτό!»

«Δεν είναι φόρτωμα κυρά-Ματούλα, σου λέω τον λατρεύω το μούργο!»

«Τα κρέατα και το ρύζι θα τα παίρνεις από εμένα και δε σηκώνω κουβέντα!» μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάσω.

«Εντάξει κυρά-Ματούλα. Λοιπόν, πάω να τον ταΐσω» της είπα και την χαιρέτησα και κατέβηκα κάτω με τη συνοδεία του Σίμπα που με ακολουθούσε χοροπηδώντας σαν κατσίκι… σαν κατσίκι σε μέγεθος γαϊδάρου. Του έβαλα να φάει και πήγα μέσα για να πλύνω την κατσαρόλα. Έβαλα τα κρέατα με τη σακούλα στο νεροχύτη ώστε να ξεπαγώσουν και έχωσα τη σακούλα με το ρύζι σε ένα ντουλάπι. Όταν τέλειωσα από αυτά, κάθισα στο γραφείο και άνοιξα τον υπολογιστή και δεν σήκωσα κεφάλι μέχρι που πήγε σχεδόν 14:00

Ήθελα καφέ αλλά μιας και θα πήγαινα στη Σχολή αποφάσισα να πιώ καφέ στο κυλικείο. Ανέβηκα από την πάνω είσοδο και πέρασα από τη γραμματεία να ρωτήσω αν είχε βγει το πρόγραμμα και μου είπαν ότι θα έβγαινε τη Δευτέρα το πρωί, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Ανδρέας. Κατέβηκα στο κυλικείο για να πάρω καφέ και εκεί πέτυχα τον Vasily να κάθεται μόνος του και να διαβάζει. Δεν με πήρε χαμπάρι μέχρι που έφτασα στο τραπέζι του, όταν με είδε το πρόσωπό του έλαμψε.

“Phoebe!!!!” μου είπε και σηκώθηκε και με πήρε αγκαλιά, αιφνιδιάζοντάς με λίγο είναι η αλήθεια, δεν τον είχα δει ποτέ να είναι τόσο διαχυτικός.

“Vasily” του είπα και τον αγκάλιασα κι εγώ με τη σειρά μου. Φιληθήκαμε στα μάγουλα και καθίσαμε.

“Would you like me to get you a coffee?” με ρώτησε και δεν ήθελα να του κάνω τη δύσκολη.

“I would love to!” του απάντησα και το χαμόγελο φώτισε ξανά το πρόσωπό του.

“Ehm, how do you drink it?”

“Ask them for a Nescafé, sweet with cream!”

“OK, got it.” μου είπε και πετάχτηκε να πάρει τον καφέ. Έριξα μια ματιά στο περιοδικό που διάβαζε, ήταν για το σκάκι. Αλίμονο! Πρώτα σου βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι. Επέστρεψε μετά από λίγο με τον καφέ μου.

“So, when did you get back?”

“Yesterday, through Istanbul, sadly there is no direct flight from San Fransisco. Then from there to Athens and from Athens to here. Well, thankfully I won’t have to do this again till the summer.”

“What are you going to do on Easter?”

“I have no clue whatsoever, though returning to San Fran is not an option.”

“Where is Anastasia?”

“Sadly, Anastasia broke up with me.”

“What? Why?”

“To get back with her old boyfriend, she just broke up with me before leaving for Christmas. At least she had the decency of breaking up with me before returning to him”

“Didn’t you ask her? I mean if she was in love with her old boyfriend, why did she start a relationship with you?”

“I didn’t pursuit it further, what would be the point anyway? It's all water under the bridge now.”

“I’m very sorry to hear that.”

“Such is life…”

“Tasos is coming tomorrow” του είπα προσπαθώντας να αλλάξω θέμα.

“Yes, I know that.”

“So, do you have any plans for tonight?”

“Besides playing chess against my computer or reading, none whatsoever.”

“Ok, do you want to go out with me, Andreas and Christiana to Azteca’s?”

“Do you want me to? I mean, you know… I don’t want to impose!”

“You most certainly don’t, I was the one who asked!”

“Then I would love to!”

“How about a game?”

“I though you’d never ask!” μου είπε χαμογελώντας σαν να έπαιζε σε διαφήμιση οδοντόκρεμας. Σηκώθηκα και έφερα την σκακιέρα. Έβγαλα ένα πιόνι και το έκρυψα πίσω από την πλάτη μου. Του πρότεινα το χέρι μου και ο Vasily επέλεξε το άλλο χέρι από αυτό που είχα κρύψει το πιόνι, οπότε πήρα εγώ τα άσπρα.

Έπαιξα e4 και απάντησε με c5 πηγαίνοντας για Σικελική άμυνα. Συνεχίσαμε με Nf3 το οποίο απάντησε με d6 και μετά με d4 και cxd4 και στη συνέχεια Nxd4 Nf6 και Nc3 a6, με τη βαριάντα Νάιντορφ σε εξέλιξη. Συνεχίσαμε με 6.Bg5 Nbd7 7.Qe2 e6 8.O-O-O Qc7 9.f4 b5 10.f5 b4 11.fxe6 bxc3 12.exd7+ Nxd7. Στην 13η κίνηση έπαιξα Qc4 προτείνοντας ανταλλαγή βασιλισσών ωστόσο εκείνος δεν το δέχτηκε και αντιθέτως απάντησε με cxb2+ κάνοντάς μου ρουά οπότε απάντησα με Kb1 το οποίο ανταπάντησε με Nc5. Τον κοίταξα χαμογελαστή.

“Are you looking to start a bloodbath?”

“It’s certainly more exciting with the queens on the board” μου απάντησε. Ok, challenge accepted. Συνέχισα με e5 περιμένοντας ότι θα απαντήσει με Rb8 αλλά εκείνος αντιθέτως έπαιξε dxe5. Κάθισα και το σκέφτηκα γύρω στο 5-λεπτο. «Μωρέ θα σε χορέψω στο ταψί» είπα μέσα μου παίζοντας Nb5 απειλώντας ταυτόχρονα τη βασίλισσα. Δεν υπήρχε επιλογή να τη μετακινήσει καθώς το a7 καλυπτόταν από τον ίππο, όλη η d από τον πύργο μου και μετακίνηση σε οποιαδήποτε ελεύθερη θέση θα σήμαινε ματ στην επόμενη κίνηση παίζοντας απλά Rd8. Αναγκαστικά θα έπρεπε να μου πάρει τον ίππο οπότε απάντησε με axb5. Το έβλεπα ξεκάθαρα μπροστά μου οπότε το ταγκό που ακολούθησε ήταν σα να έπαιζα blitz, κάθε του κίνηση την απαντούσα άμεσα χωρίς να χρειάζεται να το σκεφτώ. Συνεχίσαμε με 17.Qd5 Nd7 18.Qxa8 Bc5 19.Rxd7 Kxd7 20.Bxb5+ Ke6 21.Bc4+ Kf5 22.h4 Kg6 23.g4 Rf8 24.Bd3+ f5 25.gxf5+ Rxf5 26.Bxf5+ Kxf5 27.Rf1+ Ke6 28.Qe4 Bd4 29.Qxh7 Kd5 30.Qd3 Be6 31.Be3 Qa7 32.Bxd4 exd4 33.Re1 Bf7 34.Qb5+ Kd6 35.a4 Bd5 36.Qb4+ Kc6 37.Re7 και εκεί έριξε το βασιλιά του καθώς το τέλος ήταν αναπόφευκτο.

“Be careful what you wish for!” του είπα χαμογελώντας σκανταλιάρικα.

“Damn, that hurt more than Anastasia dumping me!”

“Hey, don’t blame me! You should have accepted the queen trade or played Rb8 on the next move.”

“Something tells me that you had a plan for this also!”

“And now you will never know!” του απάντησα πειρακτικά.

“Ok, let’s play some blitz if you have time.”

“I do!” το απάντησα. “Better of five?”

“Deal”. Πήρε να κρύψει ένα πιόνι αλλά του είπα να πάρει τα λευκά, άλλωστε ήταν η σειρά του.

“Hey, do you know Kramnic?”

“Of course!”

“I beat him in an exhibition game that took place in Chios!”

“WHAT?” με ρώτησε με το σαγόνι να πέφτει στο πάτωμα.

“Yes! That’s a story I’m going to tell my grandchildren!”

“You beat fucking Kramnic? He has an ELO rating of 2700+, last year he won the gold medal in Chess Olympiad and destroyed Ivanchuk at Linares. And you beat him????”

“I did” του είπα γεμάτη περηφάνια. “Though I admit that it was only an exhibition game. After that we played five games and he destroyed me, I only managed to take two draws having the whites.”

“What the fuck are you doing here, Phoebe? You should strongly consider competitive chess!”

“No way Jose! I play chess for the love of the game; I didn’t like it when they forced me to participate in tournaments. It stresses me out, because each time is like I must prove something to myself and to the world and that mental stress is exhausting.”

“Ιf you love chess then you love the mental challenge it brings. You can’t have this mental challenge, at least playing chess, with anybody here!”

“You underestimate yourself Vasiliy, you are a very strong player.”

“Not at your level, Phoebe!”

“Nonsense. You are a classical chess guy and I’m a speed chess gal and almost all our games are speed chess. So, instead of freaking blitz, let’s play a good old-fashioned game. One and a half hour for the first 40 moves and then time bonus”

Και είχα δίκιο. Την πρώτη παρτίδα, με κέρδισε σε 27 κινήσεις σε μία ώρα παιχνιδιού και στη δεύτερη παρτίδα την κέρδισε κάνοντάς με να ξεμείνω από χρόνο προσπαθώντας να βρω να του απαντήσω.

“I hate it when I’m right” του είπα χαμογελαστή.

“Well, thank you for letting me have some of my ego back!”

“By getting mine bruised a little bit!”

“Well, you can’t have it both ways!”

“You’d be surprised” του είπα αινιγματικά.

“Not in zero-sum games”

“True, but not all games are zero-sum”

“Be that as it may, chess is.”

“A single game, it is indeed. However, friendly competition among strong players eventually benefits all of them!”

“You know what? You’re right!”

“I know. So, I’ll make you a deal, one hour each day dedicated to chess, should of course our schedule allow it!” του πρότεινα.

“I’d love to!”

“For the time being however we must adjourn, it’s getting 17:00. So, we will see you at Azteca’s, let’s say about 21:00.”

“Sure, I’ll be there!”

Αφού τον χαιρέτησα, πήγα να πάρω τηλέφωνο τη Μαρία. Το σήκωσε ο Σήφης και προς στιγμήν φοβήθηκα ότι τον είχα ξυπνήσει από το μεσημεριανό ύπνο του.

«Ναι, καλησπέρα κύριε Σήφη, ελπίζω να μην ενοχλώ. Η Φοίβη είμαι, φίλης της Μαρίας!»

«Δεν ενοχλείς κορίτσι μου. Κάτσε να στη φωνάξω, μέσα είναι, διαβάζει» μου είπε και πράγματι λίγες στιγμές μετά στο τηλέφωνο ήταν η Μαρία.

«Yellow!»

«Μελετηρό κορίτσι έμαθα! Εύγε νεαρά μου!»

«Αχ βαχ, το κεφάλι μου που είναι κουρκούτι το ξέρει. Πού γυρνάς εσύ; Που είναι το αμόρε σου;»

«Στο ΙΤΕ, έχει πάει από το πρωί και όχι τίποτε άλλο αλλά έχει πάει και η Χριστιάνα και με άφησαν να με φάνε οι αράχνες! Τέτοιοι είναι!»

«Άχου το μωρέ, γούτσου-γούτσου!»

«Μη με κοροϊδεύεις κι εσύ και μου πήρε και τα σώβρακα ο Vasily στο σκάκι.»

«Τουλάχιστον ήταν καθαρά ή θα σου βγει το όνομα και θα σε περάσει για καμιά μπίχλα;» συνέχισε το πείραγμα η Μαρία.

«Μωρή κάτσε καλά γιατί θα σε βάλω να φας 2-φ απόψε!»

«Ωωω, είναι αυτό που νομίζω;»

«Αυτό ακριβώς είναι. Στις 21:00 στο Azteca’s και να το πεις και στον προκομένο σου. Και θα είναι και ο Vasily να κρατάει το φανάρι.»

«Πώς έτσι; Δεν έχει γυρίσει η ψηλή;» είπε εννοώντας την Αναστασία.

«Αφ’ ενός όλοι είναι ψηλοί σε σχέση με σένα!» της είπα πειράζοντάς την «και αφετέρου τον χώρισε.»

«What? Πότε πρόλαβε;»

«Έλα μου ντε; Τον ρώτησα, του είπε ότι τα ξαναβρήκε με τον πρώην της.»

«Είχε πρώην;»

«Τι να σου πω, έτσι του είπε, οπότε φαντάζομαι ότι είχε πρώην που είναι νυν.»

«Βρε το φουκαρά, και κερατάς και δαρμένος!»

«Ο ίδιος είπε ότι τον χώρισε πριν γυρίσει στον πρώην της αλλά ποιος ξέρει; Τι να σου πω, δεν την είχα κόψει για τέτοια!»

«Δε βαριέσαι, συμβαίνουν αυτά. Ε, ας φάει 4-φ σήμερα—αν υπάρχει—να ξεχάσει!»

«Λοιπόν, δώσαμε ραντεβού στις 21:00, θα έρθετε έτσι;»

«Εννοείται!» με διαβεβαίωσε.

«Να σου πω, δεν πιστεύω να ξύπνησα τον πατέρα σου;»

«Όχι, άλλωστε πριν λίγο γύρισε κι αυτός από τη δουλειά.»

«Ουφ, εντάξει! Λοιπόν, τα λέμε το βραδάκι!»

«Φιλάκια!»

«Φιλάκια!» της απάντησα και το έκλεισα.

Γύρισα στο σπίτι, θεωρητικά σε λίγη ώρα θα επέστρεφαν Ανδρέας και Χριστιάνα και αν κρίνω από εμένα, μάλλον πεινασμένοι. Δεν είχα πολύ χρόνο οπότε έφτιαξα στα γρήγορα μια ομελέτα του χωριάτη, βάζοντας μέσα κρεμμύδι, πιπεριά και ντομάτα να συμπληρώσει το μανούρι. Δεδομένης της βραδινής εξόδου μας για Μεξικάνικο δεν ήθελα να την κάνω βαριά οπότε δεν έβαλα μέσα αλλαντικά. Όταν τέλειωσε η ομελέτα, καπάκωσα το τηγάνι και περίμενα Ανδρέα και Χριστιάνα να επιστρέψουν. Μην έχοντας τι να κάνω, άνοιξα τον υπολογιστή και φορτώνοντας τα windows το έριξα στην πασιέντζα. Ήμουν στη μέση της δεύτερης παρτίδας όταν τα παιδιά ήρθαν σπίτι.

«Καλώς τα μου» τους είπα όταν πέρασαν μέσα και έκλεισαν την πόρτα. Σηκώθηκα και φίλησα και τους δύο.

«Μμμ, τι μυρίζει τόσο όμορφα;» με ρώτησε ο Ανδρέας.

«Το νου σου στο φαΐ, εσύ!» τον ψευτομάλωσα.

«Μεταξύ μας, μια πείνα την κάνει!» μου είπε η Χριστιάνα.

«Έχω μπλέξει με κροκόδειλους!» είπα σηκώνοντας και καλά απελπισμένη το βλέμμα μου στον ουρανό. «Έχω φτιάξει ομελέτα του χωριάτη, με τομάτα, κρεμμύδι, πιπεριά και μανούρι!»

«Οι χωριάτες είχαν και γουρουνάκια, και το bacon μανούλα το έκανε!» είπε ο Ανδρέας.

«Έχουμε μεξικάνικο το βράδυ και κάτσε καλά φουκαρά μου γιατί σε βλέπω με 2-φ σήμερα!»

«ΙΙΙΙΙΙΚ, απεταξάμην το bacon!»

«Έτσι μπράβο!»

Καθίσαμε να φάμε και τους διηγήθηκα και τα καθέκαστα.

«Ομολογώ πως δεν της το είχα» είπε ο Ανδρέας.

«Γιατί, την ήξερες καλά;»

«Όχι μωρέ, απλά δε μου φαινόταν τέτοιος τύπος. Τέλος πάντων, ποιος ξέρει; Μπορεί όντως να είχε μεγάλη ιστορία με τον πρώην της.»

«Ο Vassily πώς το πήρε;» με ρώτησε η Χριστιάνα.

«Στωικά. Δεν μου φάνηκε ιδιαίτερα πεσμένος να σας πω την αλήθεια, οπότε μπορεί όντως το “water under the bridge” που μου είπε, να ισχύει.»

«Δεν την έχω ακούσει αυτή την έκφραση» είπε ο Ανδρέας.

«Εικάζω ότι είναι το ισοδύναμο του “δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από τη σπασμένη στάμνα”, τουλάχιστον κάπως έτσι μου φάνηκε.»

«Περασμένα-ξεχασμένα είναι η πιο κοντινή απόδοση» μας είπε η Χριστιάνα.

«Ναι, αυτό ταιριάζει καλύτερα» παραδέχτηκα. «Τέλος πάντων, παίξαμε τρεις παρτίδες σκάκι, στην πρώτη τον νίκησα αλλά στις άλλες δύο μου πήρε το σκαλπ. Είναι πολύ καλύτερος στο κλασσικό σκάκι απ’ ότι στο rapid και στο blitz, οπότε είπαμε να προπονήσουμε ο ένας τον άλλον, εκείνος εμένα στο κλασσικό και εγώ εκείνον σε rapid και blitz. Εφόσον το πρόγραμμά μας το επιτρέπει θα αφιερώνουμε μία ώρα την ημέρα να παίζουμε μεταξύ μας. Α, επίσης του είπα να έρθει κι εκείνος το βράδυ μαζί μας στο μεξικάνικο, εγκεφαλικά θα πάθει ο μάγειρας όταν τον δει πάλι να του λέει ότι το 3-φ του είναι μέτρια καυτό! Δεν σας πειράζει, έτσι;»

«Γιατί να μας πειράζει ρε Φοίβη, στο σβέρκο μας θα κάτσει;» με ρώτησε ο Ανδρέας.

«Και τέλος βρήκα και τη Μαρία οπότε θα έρθουν μαζί με το Νίκο.»

«Ωραία! Τι ώρα είπατε;»

«Στις 21:00. Α, Ανδρέα, αύριο θα πρέπει να πάμε τον Σίμπα στον κτηνίατρο.»

«Γιατί; Τι έχει;» ρώτησε ανήσυχος ο Ανδρέας.

«Τίποτα μωρό μου, απλά να του γίνει επαναληπτικό εμβόλιο, να τον ζυγίσει και γενικά να τον δει ο γιατρός. Επίσης από αύριο θα του μαγειρεύω εγώ του Σίμπα γιατί η Κυρά-Ματούλα έχει τα αρθριτικά της και όσο να ‘ναι ταλαιπωρείται. Τα κρέατα και τα ρύζια θα τα παίρνει εκείνη, εγώ απλά θα του μαγειρεύω και θα τον ταΐζω.»

«Μήπως να τον πάρουμε μαζί και στις διακοπές μας το καλοκαίρι;» με ρώτησε ο Ανδρέας.

«Μη μου βάζεις ιδέες!» του είπα για να τον συμμαζέψω.

«Αν έρθετε Κέρκυρα, το κτήμα του παππού είναι 5 στρέμματα.» μας είπε η Χριστιάνα σιγοντάροντάς με.

«Και που θα τον βάλουμε μωρέ; Αυτός δεν χωράει στο πορτμπαγκάζ!»

«Αυτό ομολογώ ότι είναι πρόβλημα!» είπα. «Πώς διάολο θα τον πάμε στον γιατρό;»

«Αυτά θα έπρεπε να τα σκεφτείς πριν δίνεις υποσχέσεις!» με μάλωσε ο Ανδρέας. «Πω-πω, σκατά θα το κάνει το αυτοκίνητο. Πρέπει να πάμε να βρούμε κανένα μουσαμά ή κάτι τέτοιο.»

«Θα πάω να ρωτήσω την κυρά-Ματούλα αν έχει κάποια παλιά σεντόνια. Κάπως θα τον είχαν πάει την προηγούμενη φορά, το αυτοκίνητο της Ελένης δεν είναι μεγαλύτερο!»

«Ήταν μικρότερος ο Σίμπα, καμάρι μου! Τέλος πάντων, που είναι ο κτηνίατρος;»

«Μου είπε ότι είναι κοντά σε ένα κινηματογράφο προς το δρόμο για Αλικαρνασσό. Κάτσε να δω τη διεύθυνση.»

«Τον Κρόνο θα εννοεί» είπε η Χριστιάνα. «Τουλάχιστον εγώ δεν ξέρω άλλο κινηματογράφο προς τα εκεί.»

«Έχει κι άλλο σινεμά εκτός από την Αστόρια;» ρώτησα εγώ.

«Εσύ τι λες βρε Φοίβη;» με ρώτησε ο Ανδρέας.

«Ε, πού να το ξέρω; Σάμπως με έχεις πάει;»

«Ορίστε, πάλι εγώ φταίω!» είπε.

«Εννοείται!» του είπα, χαρίζοντάς του ένα λαμπερό χαμόγελο. «Εσείς για πείτε, πώς ήταν η μέρα σας;»

«Σήμερα ήταν πολύ ωραία! Αφήσαμε τον κύριο να κάτσει να βγάλει τα μάτια του στον υπολογιστή και πήγαμε με τον Νικήτα και το Μανώλη και πήραμε τις μετρήσεις για το τρίτο batch που ήθελε από εδώ ο μεσιέ. Επιτέλους και λίγη δράση, δακτυλογράφος κόντευα να γίνω.»

«Να ξέρεις ότι ο Μανώλης σε αγάπησε λίγο σήμερα! Βέβαια αυτό εξατμίστηκε όταν μας πήρες ομαδικώς τα σώβρακα στο netmaze, κοράκι!»

«Α, πουλάκια μου! Εγώ σας έστειλα για δουλειά και εσείς παίζατε παιχνιδάκια!» τους κατηγόρησα.

«Για πες μας, πόση ώρα έπαιζες σκάκι με τον Vasily;» ανταπάντησε ο Ανδρέας.

«Τώρα μιλάμε για τις δικές σας τις πομπές!»

«Μονά-ζυγά δικά σου ρε απατεώνα;» με ρώτησε ο Ανδρέας.

«Αμ τι νομίζατε πουλάκια μου;»

«Εγώ δεν είπα τίποτα!» είπε η Χριστιάνα.

«Έτσι μπράβο, σούζα!» είπα και βάλαμε και οι τρεις τα γέλια.

«Λοιπόν, εγώ λέω να πάω μία από το σπίτι μου να ρίξω μια ξάπλα και μετά να κάνω ένα ζεστό μπανάκι, γιατί νιώθω ότι θα διαλυθώ» είπε η Χριστιάνα.

«Η αλήθεια είναι ότι έναν υπνάκο θα τον έριχνα κι εγώ!» είπε ο Ανδρέας.

«Ορίστε, φάγατε καλά-καλά και τώρα θα πάτε να ξαπλώσετε σαν τους βόες!»

«Οι ολέθριες συνέπειες των ολονυχτιών!» είπε ο Ανδρέας.

«Ναι, πες μου πως σε χάλασε!»

«Καθόλου! Αλλά να κοιμηθούμε και λίγο! Χριστιάνα, σήκω, θα σε πετάξω εγώ σπίτι σου και το βράδυ θα έρθουμε να σε πάρουμε.» είπε ο Ανδρέας και μετά γύρισε προς τα μένα. «Φοίβη, πρέπει να πάω από το σπίτι μου γιατί μου τελειώνουν τα ρούχα. Θες να έρθεις κι εσύ μαζί;»

«Όχι μωρό μου, έχω ακόμα δουλειά με το πρόγραμμα.»

«Εντάξει. Λοιπόν Χριστιάνα, πάμε;»

«Κάτσε βρε να πλύνουμε και κανένα πιάτο!» είπε η Χριστιάνα.

«Αμάν, ναι!» είπε κόκκινος, αλλά τον έκοψα. «Πηγαίνετε βρε, θα τα κάνω εγώ, σιγά το πράγμα τρία πιάτα. Πηγαίνετε να ξεκουραστείτε!»

«Σ’ αγαπάω!» μου είπε ο Ανδρέας και με φίλησε.

Αφού φίλησα και τη Χριστιάνα, έφυγαν και έμεινα μόνη μου. Αποφάσισα να μαγειρέψω από σήμερα για το Σίμπα για να μην το έχω αύριο το πρωί, οπότε γέμισα την μεγάλη κατσαρόλα που μου έδωσε η κυρά-Ματούλα και έβαλα το κρέας να βράζει. Στο μεταξύ επέστρεψα στον υπολογιστή από τον οποίον σηκώθηκα δύο φορές, μία για να χαμηλώσω τη φωτιά και να προσθέσω το ρύζι και άλλη μία για να σβήσω το μάτι. Γύρω στις 19:30 αποφάσισα ότι αρκετά για σήμερα και μπήκα και πήγα και έκανα ένα καυτό ντουζ. Η αίσθηση του καυτού νερού πάνω μου  ήταν υπέροχη και όταν ήρθε η ώρα να ξεπλυθώ έκατσα κάτω από το τηλέφωνο μέχρι που το νερό άρχισε να κρυώνει.

Βγήκα από το μπάνιο και πήγα να ετοιμαστώ, όχι τίποτα το εξεζητημένο. Φανέλα, πουκαμίσα και υφασμάτινο παντελόνι και μιας και περίμενα περίοδο καλού-κακού φόρεσα και ένα σερβιετάκι. Κοίταξα το μαλλί μου, χρειαζόταν και πάλι βάψιμο. Μου άρεσε το κόκκινο που τα είχα βάψει και αποφάσισα να το κρατήσω, οπότε μία από τις επόμενες μέρες θα έκλεινα ραντεβού με τη Στέλλα. Κοίταξα το ρολόι μου, η ώρα είχε πάει 20:15 και εκείνη τη στιγμή ήρθε και ο Ανδρέας.

«Καλώς το μου» του είπα όταν μπήκε μέσα και του έδωσα ένα τρυφερό φιλί. «Ξεκουράστηκες;»

«Μωρέ σαν τούβλο έπεσα, ευτυχώς προνόησα να βάλω θερμοσίφωνα πριν κοιμηθώ αλλιώς θα ερχόμουν εδώ για μπάνιο. Πριν μισή ώρα σηκώθηκα!»

«Θα είχες ατυχήσει, άδειασα το θερμοσίφωνα όταν ξεπλύθηκα!»

«Τέτοια είσαι!» με κατηγόρησε.

«Τέτοια και χειρότερη!» του απάντησα σκανταλιάρικα.

«Έτσι ε;» είπε και όπως ήμουν όρθια ήρθε και με σήκωσε στα χέρια του κάνοντάς με να βγάλω μια τσιρίδα ενθουσιασμού! «Τώρα, θα σε φτιάξω εγώ!» μου είπε και με πήρε και με πήγε προσεκτικά στο δωμάτιο.

Με άφησε στο κρεββάτι προσεκτικά και μετά με γύρισε μπρούμητα και μου κατέβασε παντελόνι και κιλοτάκι. Εννοείται ότι δεν πρόβαλα καμία αντίσταση, για χαζούς ψάχνετε; Το όλο σκηνικό ήταν αρκετό για να γίνω μούσκεμα. Ο Ανδρέας χωρίς να πει κουβέντα, κατέβασε το παντελόνι του και το μποξεράκι του και ξάπλωσε από πάνω μου. Ένιωσα το όργανό του να τρίβεται χαμηλά στα χείλη μου, κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένα σιγανό ΜΜΜΜΜΜΜΜ το οποίο μετατράπηκε σε μακρύ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ όταν μπήκε μέσα μου και άρχισε να κινείται.

«Περιμένω περίοδο, μπορείς να τελειώσεις μέσα μου» τον πληροφόρησα.

«Είσαι σίγουρη μωρό μου;»

«Ναι αγάπη μου» του είπα, είχα εξαιρετικά τακτικό κύκλο, ακόμα και μετά το τίναγμα στον αέρα που του είχα κάνει με το χάπι της επόμενης μέρας.

Τα αγκομαχητά της ηδονής του και η καυτή του ανάσα στο σβέρκο μου συμπλήρωναν το απίστευτο αίσθημα πληρότητας και ηδονής που μου χάριζε το όργανό του κινούμενο βαθιά μέσα μου και τα ΜΜΜΜΜΜΜΜ και τα ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ μου πολλαπλασιάστηκαν παρά το γεγονός ότι με έπαιρνε με το πάσο του προσπαθώντας να το επιμηκύνει όσο περισσότερο γινόταν. Παρόλο που δεν τέλειωσα ήταν απίστευτα όμορφο, ειδικά όταν καρφώθηκε για τελευταία φορά και τον ένιωσα να αδειάζει βαθιά μέσα μου. 

«Μην τραβηχτείς, κάτσε λίγο ακόμα μέσα μου σε παρακαλώ…»

Καθίσαμε ακίνητοι για λίγη ώρα και κάποια στιγμή αφού με φίλησε τρυφερά στο πίσω μέρος του κεφαλιού τραβήχτηκε από πάνω μου. Σηκώθηκα και πήγα στην τουαλέτα να ξεπλυθώ όσο μπορούσα και επέστρεψα στον ενιαίο χώρο. Ο Ανδρέας είχε καθίσει στο τραπέζι της κουζίνας.

«Τις επόμενες μέρες θα κλείσω ραντεβού με τη Στέλλα να πάω να βαφτώ και να κουρευτώ» τον πληροφόρησα.

«Εντάξει μωρό μου, αν και αν με ρωτούσες θα σου έλεγα ότι μ’ αρέσει το μαλλί σου στο μήκος που είναι, μη σου πω ότι θα μου άρεσε και μεγαλύτερο.»

«Λες να μην κουρευτώ;»

«Να κάνεις αυτό που θέλεις μωρό μου, εγώ σου είπα απλά ότι μ’ αρέσει το μαλλί σου μακρύ.»

«Αφού σου αρέσει θα της ζητήσω να το πάρει λίγο στις άκρες για να δυναμώσει και ως εκεί. Αλλά το χρώμα θα ήθελα να το κρατήσω!»

 «Να το κρατήσεις, Φοίβη μου» μου είπε χαμογελώντας μου.

«Νι! Και αύριο όταν γυρίσουμε από το γιατρό να μου κάνεις και τα νύχια!»

«Χιχιχι, εννοείται! Χμμμ, θα το πω και στη Χριστιάνα! Αχ Θεέ μου, νιρβάνα ζω!»

«Ποιος στη χάρη σου!»

«Δεν πιστεύω να την πειράξει, ε;» με ρώτησε λίγο ανήσυχος.

«Πας καλά; Σιγά μην την πειράξει, εσένα μπορεί να σ’ αρέσει αλλά για εμάς είναι κάμποση φασαρία. Ειδικά αν δει πόσο ωραία κάνεις τα δικά μου νύχια!»

«Ωραία! Ωραία!» είπε ενθουσιασμένος. Κοίτα να δεις, δεν είμαι σίγουρη ότι θα έδειχνε περισσότερο ενθουσιασμό αν του έλεγα ότι η Χριστιάνα θα του κάτσει απ’ όπου θέλει.

«Ούτε κώλο να σου έδινε!» τον πείραξα.

«Χαχαχα, όχι ότι θα με χαλούσε αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε με ενθουσιάζει το γεγονός ότι αύριο θα περιποιηθώ δύο ζευγάρια υπέροχων ποδιών!»

«Κάπως ήμουν σίγουρη» τον πείραξα. Κοίταξα το ρολόι, είχε πάει 20:30. «Δε μου λες, δεν πάμε να πάρουμε και τη Χριστιάνα; Στις 21:00 έχω πει στα παιδιά!»

«Ναι, πάμε!»

«Κάτσε να ταΐσουμε την αγέλη πρώτα» του είπα και πήγαμε μαζί και βάλαμε σε Σίμπα και Μάκη-Σάκη-Τάκη να φάνε. Ο Μάκης βέβαια είχε αποδειχτεί ότι είναι κοριτσάκι αλλά το όνομα το είχε μάθει οπότε έμεινε.

«Κάποια στιγμή θα πρέπει να πάμε να στειρώσουμε το Μάκη γιατί θα γεμίσουμε γατιά.»

«Θα την πάρουμε μαζί μας αύριο.»

«Καλή διασκέδαση στο πίσω κάθισμα!» μου είπε και αναστέναξα.

Θα ήταν ενδιαφέρουσα η αυριανή επίσκεψή μας στον κτηνίατρο. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και δυο-τρία λεπτά αργότερα ήμασταν κάτω από το σπίτι της Χριστιάνας. Κατέβηκα και της χτύπησα το κουδούνι. Ήταν έτοιμη οπότε της είπα να κατέβει. Πέρασε πίσω και όταν μπήκα και έκλεισα την πόρτα ξεκινήσαμε. Γύρω στις εννιά παρά ήμασταν κέντρο αλλά φάγαμε κανένα δεκάλεπτο να βρούμε να παρκάρουμε, οπότε φτάσαμε στο Azteca’s γύρω στα πέντε λεπτά καθυστερημένοι. Δεν μας περίμενε κάποιος στην είσοδο, οπότε ανεβήκαμε πάνω. Ο Vasily είχε ήδη κάτσει, αλλά μιας και δεν ήξερε ότι θα έρθουν Μαρία και Νίκος είχε κάτσει σε τραπέζι για τέσσερις, πράγμα που λύθηκε μετακινώντας ένα τραπέζι ακόμα. Καλά το λένε, όλοι οι καλοί χωράνε!

“Sorry we are late” του απολογήθηκα. “It’s difficult to find a place to park a car downtown on Friday.”

“No problem, actually I just sat.”

“Hello Vasily” του είπαν Ανδρέας και Χριστιάνα.

“Hello guys” ανταπέδωσε εκείνος. “How it’s going?”

“Fine, the usual. When did you return to Crete?” τον ρώτησε ο Ανδρέας.

“Tuesday, late at night. I was travelling all day, from San Franciso to Istanbul, from Istanbul to Athens and from Athens to Heraklion. Not a fun experience.”

“It could be worse. If not for my father, I would have to have two consecutive trips by boat to go to Chios, both legs about 10 hours long. What was the duration of your flights?”

“From San Fran to Istanbul give or take 13 hours. From there to Athens one hour and from Athens to Heraklion also about an hour. However, there was an additional waiting, four hours in Istanbul and three hours in Athens. All in all, I was traveling a whole day.”

Εκείνη τη στιγμή ήρθαν και η Μαρία με το Νίκο και αφού χαιρετηθήκαμε κάτσανε και αυτοί στο τραπέζι. Παραγγείλαμε και σαγκρία και μαργαρίτες και όταν ήρθε η ώρα για το φαγητό, ο Vasily ζήτησε και πάλι 3-φ. Ο σερβιτόρος ήταν άλλος από αυτόν που μας είχε σερβίρει την πρώτη φορά που ήρθε ο Vasily στο Azteca και γούρλωσε τα μάτια του ρωτώντας τον αν είναι σίγουρος.

«Την προηγούμενη φορά που έφαγε εδώ, είχε πάρει πάλι 3-φ. Ξέρεις πως το χαρακτήρισε;»

«Πώς;»

“Mild!” απάντησα και έβαλα τα γέλια με τη σαστισμάρα του. «Καλιφορνέζος παιδί μου, τι περιμένεις;»

Προφανώς αυτός ο διάλογος μεταφέρθηκε στον μάγειρα, που αποφάσισε να προσφέρει έξτρα περιποίηση στο κυρίως πιάτο του Vasily και ο οποίος μάλιστα ήρθε και πάλι για να δει τα αποτελέσματα.

“Now you talking!” είπε επιδοκιμαστικά ο Vasily όταν δοκίμασε την πρώτη μπουκιά.

«Του αρέσει!» έκανε τη μετάφραση η Μαρία και ξεκινήσαμε να τρώμε και οι υπόλοιποι.

«Αύριο έρχεται και η Ελένη με τον Τάσο» τους είπα στα ελληνικά ξεχνώντας προς στιγμή ότι στην παρέα ήταν και ο Vasily ο οποίος με κοίταξε ερωτηματικά και αναγκάστηκα να το επαναλάβω στα αγγλικά. Είχε αρχίσει να μαθαίνει κάποια κουτσοελληνικά αλλά δεν ήταν ακόμα στο επίπεδο να καταλαβαίνει τι λέμε και φυσικά ούτε λόγος για να μιλήσει ελληνικά και ο ίδιος. Ο Νίκος πρότεινε να πάμε όλοι αύριο το βράδυ στο «Αυγό του κόκορα.» Δεν είχα πάει ποτέ σε ρεμπετάδικο και ενθουσιάστηκα με την ιδέα. Και το αστείο είναι ότι ο Vasily παρότι Αμερικάνος το ήξερε το μαγαζί γιατί τον είχε πάει εκεί ο Τάσος ένα βράδι.

Όταν τελειώσαμε το φαγητό ήταν μόλις 10:30 οπότε ομοφώνως συμφωνήσαμε και πήγαμε στο Αυγό για να πιούμε και τα ποτάκια μας. Η βραδιά συνεχίστηκε όμορφα μέχρι περίπου τις 00:30 και παρόλο που την επόμενη ήταν Σάββατο είπαμε να το διαλύσουμε νωρίς καθώς αύριο είχαμε να πάμε και τον Σίμπα στον κτηνίατρο και η κυρά-Ματούλα είχε κλείσει ραντεβού στις 10:00. Ανανεώσαμε το ραντεβού μας με τα παιδιά για αύριο στις 22:00 στο αυγό του κόκορα και ήταν ο Ανδρέας που θα αναλάμβανε να ενημερώσει αύριο το πρωί Ελένη και Τάσο και μετά ο κάθε κατεργάρης γύρισε στον πάγκο του.

«Χριστιάνα, αύριο το πρωί αφού επιστρέψουμε από τον κτηνίατρο θα κάνω τα νύχια της Φοίβης» της είπε ο Ανδρέας. «Ψήνεσαι;»

«Αμέ!» απάντησε εκείνη με ενθουσιασμό.

«Ωραία, γύρω στις 11:00 λογικά θα έχουμε τελειώσει οπότε κατέβα να μας βρεις στο σπίτι της Φοίβης.»

«Γιατί δεν έρχεστε εσείς στο δικό μου; Θα σας φτιάξω και καφεδάκι.»

«Γιατί όχι;» απάντησα εγώ.

«Αν δεν σας πειράζει θα ήθελα να με αφήσετε σπίτι απόψε» είπε η Χριστιάνα. «Είναι η πρώτη μου μέρα και… δεν έχει πλάκα!»

«Κοίτα να δεις… κι εγώ αύριο την περιμένω!» απάντησα με τη σειρά μου.

«Καλά θα πάει αυτό» είπε ο Ανδρέας.

«Ορίστε, το μυαλό του πάλι στο κοκό!» είπα εγώ.

«Δεν λέω γι’ αυτό βρε όργιο! Που θα πονάς και θα είσαι γκρινιάρα το λέω!»

«Ποιος στη χάρη σου τότε!» του είπε η Χριστιάνα. «Γιατί κι εγώ γίνομαι γκρινιάρα που πονάω!» τον πείραξε.

«Όπως είπα, καλά θα πάει αυτό!»

«Γι’ αυτό φρόντισε αύριο το πρωί να έχεις ευχαριστημένες πελάτισσες φουκαρά μου» τον ψευτοαπείλησα.

«Or else;» με ρώτησε προκλητικά.

«Πλύσιμο στο χέρι για το προσεχές διάστημα» του δήλωσα.

«Ορίστε, μου κάνει τη Λυσιστράτη τώρα!» είπε και η Χριστιάνα έβαλε τα γέλια.

«Εσύ γιατί γελάς μαδάμ;» τη ρώτησε ο Ανδρέας.

«Τίποτα, απλά σας κάνω χάζι! Είστε υπέροχοι!»

«Αμ τι μας πέρασες, για τίποτα τριτοδεύτερους;»

«Σας υπενθυμίζω και στους δύο ότι μέχρι τις 15:00 πρέπει να έχουμε τελειώσει, 15:30 έχω δώσει ραντεβού με το Vasily στο κυλικείο.»

«Μέχρι τι ώρα θα κάτσετε;»

«Ε, το πολύ μέχρι τις 19:00 θα έχω τελειώσει.»

«Ωραία, οπότε ευκαιρία είναι να πεταχτώ κι εγώ από το ΙΤΕ να δω πώς πήγε το μαγείρεμα. Χριστιάνα θα έρθεις;»

«Pass για αύριο, πρέπει να συνεχίσω τις επαναλήψεις.»

Αφήσαμε τη Χριστιάνα σπίτι της και επιστρέψαμε στο δικό μου. Βάλαμε το αυτοκίνητο μέσα για να μη χρειάζεται να το κάνουμε αύριο και ο Σίμπα αφού το επιθεώρησε καλά-καλά, του κατούρησε και την πίσω αριστερή ρόδα για να μην ξεχνιόμαστε. Είχα αρχίσει να νιώθω ήδη τα πρώτα πονάκια οπότε δεν είχα όρεξη για πολλά-πολλά, πέραν του να κουκουλωθώ και να κουρνιάσω στην αγκαλιά του Ανδρέα. Παρά τον πόνο που είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητικός κατάφερα να κοιμηθώ. Το πρωί που ξύπνησα ήμουν μόνη στο κρεβάτι. Το μωρουλίνι μου όχι απλά είχε σηκωθεί και μου είχε φτιάξει καφεδάκι, τοστ και πορτοκαλάδα αλλά είχε πεταχτεί και στο περίπτερο και μου είχε πάρει σοκολάτες και πατατάκια. Χειροκρότησα ενθουσιασμένη και τον τρόμαξα λίγο καθώς δεν με είχε πάρει χαμπάρι.

«Σ’ αγαπάω!» του φώναξα.

«Αν δεν πάθω κανένα έμφραγμα! Μη μου τα κάνεις αυτά τα ξαφνικά!»

«Αφού!» του είπα και του έσκασα ένα ρουφηχτό φιλί. Είχα έντονη αιμορραγία και είχε αρχίσει να επιστρέφει και ο πόνος οπότε αναγκαστικά χαπακώθηκα.

«Δεν έχω βάλει φαγητό στον Σίμπα, δεν ξέρω αν κάνει πριν τον γιατρό!»

«Δε θα του κάνουμε εξετάσεις αίματος!»

«Δηλαδή να τον ταΐσω;»

«Δεν ξέρω, κάτσε να ντυθώ και να πάω να ρωτήσω την κυρά-Ματούλα!»

«Κάτσε να φας το πρωινό σου γιατί θα σου μαυρίσω το υπέροχο κωλαράκι σου. Θα πάω να τη ρωτήσω εγώ!»

«Ευχαριστώ μωρουλίνι μου. Και ρώτα την αν έχει κανένα παλιό σεντόνι ή κάτι τέτοιο!» του είπα και συνέχισα να τρώω το πρωινό μου. Λίγη ώρα αργότερα γύρισε και ο Ανδρέας. «Μου είπε μην τον ταΐσω πριν τον πάμε γιατί μπορεί να ζαλιστεί στο αυτοκίνητο. Επίσης μου έδωσε αυτό, είναι χάπι για τη ναυτία και θα πρέπει να του το δώσουμε να το φάει και εκεί μου ευχήθηκε καλή τύχη. Και μου έδωσε και δύο παλιά διπλά σεντόνια που είχε.»

«Γιατί σου ευχήθηκε καλή τύχη;»

«Γιατί μάλλον θα έχουμε μάχη για να φάει το χάπι του.»

«Καλά, άστο σε εμένα» του είπα. Σηκώθηκα και πήγα και έκοψα ένα μικρό κομμάτι από κρέας. Έσπασα το χάπι σε πολύ μικρά κομματάκια και το έχωσα μέσα στο κρέας. Μετά το έδωσα στο Σίμπα που το έκανε μια χαψιά. «Ορίστε, problem solved» είπα στον Ανδρέα. «Ψιτ, εσύ που πας μεσιέ;» είπα στο Σίμπα που παίρνοντας θάρρος μπήκε μέσα και στρογγυλοκάθισε μπροστά από τον καναπέ.

«Τώρα είναι αργά!» μου είπε ο Ανδρέας. Ο Σίμπα είχε κάτσει ανάσκελα και έτριβε την πλάτη του στο πάτωμα γεμίζοντάς το τρίχες.

«Μπα π’ ανάθεμά σε κερατόσκυλο!» τον μάλωσα αλλά εκείνος μου έκανε ένα «Αουβ» και η μουσούδα του σχεδόν χαμογελούσε.

«Είναι να την έχεις σκίσει τη γάτα!» με πείραξε ο Ανδρέας. Όταν τέλειωσα με το πρωινό μου πήγα με τον Ανδρέα ώστε να στρώσουμε τα σεντόνια στα πίσω καθίσματα. «Να δω πως στο καλό θα τον βάλουμε μέσα!» μου είπε. «Αυτός δε θέλει αυτοκίνητο, καρότσα θέλει!»

«Ναι, δεν το είχα σκεφτεί αυτό!» είπα ξύνοντας το κεφάλι μου. Όντως, πως στο καλό θα χώραγε το γαϊδούρι στο πίσω κάθισμα; Θα έπρεπε να ρίξουμε τελείως εμπρός την πλάτη και να πάμε το κάθισμα όσο μπροστά γινόταν, μόνο και μόνο για να χωρέσει. «Μα κι εσείς, γιατί δεν πήρατε τετράπορτο;» τον πείραξα.

«Σε τρώει το κωλαράκι σου, κοριτσάρα μου;»

Τον άφησα να μουρμουρίζει μόνος του και πήγα μέσα και άλλαξα, δηλαδή φόρεσα τη φόρμα μου και τα αθλητικά μου.

«Μεσιέ, για κούνα τον κώλο σου» είπε ο Ανδρέας στο Σίμπα ο οποίος απλά κούνησε την ουρά του χωρίς να κινηθεί ρούπι.

«Ανδρέα, φέρε την αλυσίδα και θα ζωηρέψει!» τον συμβούλεψα και έτσι και έγινε. Με το που είδε την αλυσίδα σηκώθηκε στα γρήγορα. Βέβαια αυτό ήταν το εύκολο, μας έβγαλε την ψυχή ανάποδα για να μπει μέσα στο αυτοκίνητο και ο φουκαράς δε χωρούσε καλά-καλά πίσω.»

«Ανδρέα βλέπεις;»

«Το Σίμπα σε όλο του το μεγαλείο. Κάτσε κάτω βρε κερατά!» τον μάλωσε και ο Σίμπα κλαψούρισε χωρίς να καταλαβαίνει.

Η όλη διαδικασία δεν του άρεσε καθόλου και αν και τελικά παλουκώθηκε κάτω φρόντισε να μας κάνει εμφανή τη δυσαρέσκειά του για αυτή την πρωινή κακομεταχείριση. Και όχι τίποτε άλλο αλλά δεν βρίσκαμε και να παρκάρουμε κοντά στον κτηνίατρο, το οποίο σημαίνει ότι θα έπρεπε να σούρνουμε το Σίμπα μέσα στο δρόμο. Ευτυχώς χάρη στο χάπι ήταν αρκούντως ζαβλακωμένος για να τον ενδιαφέρει το οτιδήποτε και έτσι καταφέραμε και φτάσαμε στο Ιατρείο χωρίς άλλα απρόοπτα.

Μέσα ήταν άλλοι δύο, ο ένας με σκύλο και ο άλλος με δυο γάτες, και αν δεν έκαναν τα βρακιά τους καφέ όταν είδαν τον Σίμπα, να μη με λένε Φοίβη. Το σκυλί ήταν ένα σχετικά μεγαλόσωμο Λαμπραντόρ που όταν είδε το Σίμπα χέστηκε πάνω του και κόντεψε να σκαρφαλώσει πάνω στον ιδιοκτήτη του από την τρομάρα που πήρε, παρά το γεγονός ότι ο φουκαράς ο Σίμπα δεν έκανε καν κίνηση προς το μέρος του.

«Μη φοβάστε, είναι πολύ ήσυχος!» προσπαθήσαμε να καθησυχάσουμε τον ιδιοκτήτη του Λαμπραντόρ. «Και τα πάει καλά και με τις γάτες» είπα στον άλλο κύριο.

«Ξεχάσαμε το Μάκη!» μου είπε ο Ανδρέας.

«Φτου» είπα εγώ. «Ορίστε, είδες τι μας έκανες για να μας βγάλεις την ψυχή να μπεις στο αυτοκίνητο; Ξεχάσαμε τον Μάκη και αν τον γκαστρώσει κανείς θα έχεις νέα γατάκια να σε τραμπουκίζουν!» ψευτομάλωσα τον Σίμπα που κούνησε ανόρεχτα την ουρά του. Οι άλλοι δύο μας κοίταζαν σαν χαζοί. «Μην κοιτάτε που τον λέμε Μάκη, είναι θηλυκό!» προσπάθησα να τους εξηγήσω.

Σε λίγο ήρθε η βοηθός του και πήρε τον κύριο με τις δύο γάτες μέσα. Στο μεταξύ το Λαμπραντόρ, η Τίκι, ξεθάρρεψε όταν είδε ότι η αρκούδα που είχαμε φέρει δεν σκόπευε να την κάνει μια χαψιά και άρχισε να χοροπηδάει και να του γαβγίζει παιχνιδιάρικα παρά το γεγονός ότι λόγω του χαπιού ο Σίμπα δεν ήταν για πολλά-πολλά. Εκείνη την ώρα βγήκε ο γιατρός έξω.

«Βρε μούργο; Μεγάλωσες κι άλλο;» είπε χαδιάρικα στο Σίμπα που τον αναγνώρισε και κούνησε χαρούμενος την ουρά του. «Θα περιμένετε λίγο σας παρακαλώ, τα κάναμε λίγο σαλάτα με το πρόγραμμα αλλά ο κύριος Μαρκάκης είχε κλείσει ραντεβού πιο πριν.»

«Κανένα πρόβλημα» του είπα.

Όταν τέλειωσε ο κύριος με τις γάτες μπήκε στο εξεταστήριο η Τίκι με το αφεντικό της αλλά ευτυχώς δεν έκατσαν πολύ ώρα. Η Τίκι μάλιστα κλαψούρισε λίγο όταν έφευγαν, κοιτάζοντας τον Σίμπα. «Κοίτα να δεις ο γόης!» είπα και βάλαμε τα γέλια. Μας έκανε νόημα να περάσουμε μέσα και ο Σίμπα σαν κάπως να ζωντάνεψε.

«Για έλα εδώ να σε ζυγίσουμε, τερατάκι!» του είπε ο γιατρός και ο Σίμπα άρχισε να κουνάει την ουρά του σαν τρελός βάζοντας σε κίνδυνο ότι δεν ήταν καρφωμένο. Περίμενε μέχρι η ηλεκτρονική ζυγαριά να ανάψει πράσινο φωτάκι και όταν έγινε αυτό, ανέβασε πάνω στην πλατφόρμα τον Σίμπα, που ίσα χωρούσε ο φουκαράς. «Ο Χριστός και η Παναγία» είπε ο γιατρός. «113 κιλά, ζωή να έχει.»

Και όχι τίποτε άλλο αλλά μέγεθος γαϊδάρου ή όχι, χοντρό τον Σίμπα δεν τον έλεγες με την καμία.

«Πόσο θα φτάσει;»

«Τι να σας πω δεσποινίς. Όταν τον είχα δει για πρώτη φορά είχα πει ότι θα φτάσει μέχρι τα 90. Ε, τα έφτασε όταν ήταν 9 μηνών. Ύψος άλλο δεν πρόκειται να πάρει ή αν πάρει θα είναι δυο-τρεις πόντοι ακόμα, είναι 18 μηνών, αλλά μέχρι τα δύο χρόνια θα αυξάνει σε όγκο και μυϊκή μάζα. Λογικά θα ξεπεράσει τα 120, είναι τεράστιος ακόμα και για τη ράτσα του. Ο μεγαλύτερος καυκάσιος που είχα δει ως τώρα ήταν στην Αρμενία που είχα πάει για ένα συνέδριο και ήταν 95 κιλά. Το είχα πει και στην Ματούλα ότι αυτός ο σκύλος θέλει φοβερή προσοχή, αν και έχουν γενικά πράο χαρακτήρα διαθέτουν τεράστια δύναμη, για τους καυκάσιους το να τα βάλουν με λύκους ή ακόμα και αρκούδες είναι απλά Δευτέρα. Μου έχει κάνει φοβερή εντύπωση η αδυναμία που σας δείχνει, τα σκυλιά αυτής της ράτσας είναι φοβερά κυριαρχικά και δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους!»

«Ποιος μωρέ;» δεν κρατήθηκα εγώ. «Ο Σίμπα που τον τραμπουκίζουν τα γατάκια;»

«Σας διαβεβαιώ δεσποινίς ότι ο Σίμπα τα βλέπει σαν μέλη της αγέλης του και θα τα προστατέψει, όπως και εσάς, με τη ζωή του.»

«Μα αυτός κάνει χαρές σε όλο τον κόσμο!»

«Αν δεν αισθανθούν κίνδυνο, σας είπα, έχουν πράο χαρακτήρα. Ωστόσο αν νιώσουν ότι κινδυνεύει ο χώρος τους ή οικογένειά τους, αλλοίμονο σε αυτόν που θα βρεθεί στο διάβα τους. Της είχα πει της Ματούλας ότι αυτό το σκυλί είναι για πολύ έμπειρους, δε με είχε ακούσει. Ευτυχώς τουλάχιστον με άκουσε και του έκανε μια βασική εκπαίδευση όσο ήταν μικρός. Σίμπα, σήκω» του είπε και ο Σίμπα τον κοίταξε. «Ναι, η εκπαίδευση θα πρέπει να είναι συνεχής…» είπε αναστενάζοντας. «Σίμπα, σήκω!» είπε και έκανε μια κίνηση με το χέρι του. Ο Σίμπα σηκώθηκε. «Μπράβο το καλό παιδί!» του είπε. «Κάτσε κάτω!» του είπε και έκανε πάλι μια κίνηση κατεβάζοντας το χέρι. Ο Σίμπα κάθισε κάτω.

“I’ll be damned” είπα εντυπωσιασμένη. «Δεν είχα ιδέα ότι τα έκανε αυτά. Βέβαια όταν του λέω να κάτσει με τα πολλά με ακούει, αλλά αυτό πρώτη φορά το βλέπω.»

 «Για να δούμε» είπε και κατέβασε το τραπέζι. «Σίμπα, όρθιος» του είπε κάνοντας πάλι κίνηση με το χέρι και ο Σίμπα σηκώθηκε. «Πάνω!» του είπε και έκανε κίνηση χτυπώντας το τραπέζι. Ο Σίμπα σε αντίθεση με πριν που μας έβγαλε την Παναγία να τον σπρώχνουμε να μπει στο αυτοκίνητο, έκανε ένα επιτόπιο άλμα και ανέβηκε στο τραπέζι. «Ξάπλωσε!» του είπε κάνοντας πάλι μια κίνηση με το χέρι του, ελαφρά διαφορετική από το «Κάτσε» και ο Σίμπα ξάπλωσε βάζοντας το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια του. Αφού τον ψηλάφισε καλά-καλά, του είπε «γύρνα» και ο Σίμπα γύρισε και ξάπλωσε στο πλάι. Πραγματικά είχα εντυπωσιαστεί, δεν είχα ιδέα ότι του είχαν κάνει εκπαίδευση. Η εξέταση πήρε γύρω στο 10λεπτο και μετά του έκανε και το εμβόλιο και παρά το γεγονός ότι κλαψούρισε λίγο στην ένεση, κατά τα άλλα ήταν κύριος. «Αυτό που έκανα εγώ θα πρέπει να το κάνετε κάθε μέρα και φυσικά θα πρέπει να τον επιβραβεύετε με χάδια και λιχουδιές. Πείτε της Ματούλας να σας πει τις εντολές που τον είχαν μάθει ή ακόμα καλύτερα να σας πάει στον εκπαιδευτή να σας τα πει ξανά ο ίδιος.»

«Με αυτά που άκουσα δε νιώθω άνετα να τον κυκλοφορήσουμε πάλι στο δρόμο. Φοίβη, θα πάω να φέρω το αυτοκίνητο από κάτω να τον βάλουμε κατευθείαν μέσα και ελπίζω να πιάσουν τα ταχυδακτυλουργικά που έκανε προηγουμένως ο γιατρός γιατί αν κλείσουμε το δρόμο θα πάει η παναγία σύννεφο.»

Συμφώνησα μαζί του και αφού πληρώσαμε το γιατρό κατεβήκαμε κάτω. Δεν βγήκα έξω από την είσοδο, κάθισα μέσα και περίμενα τον Ανδρέα να φέρει το αυτοκίνητο. «Ωραία!,» είπα μέσα μου. «Σκύλο δεν είχαμε, σκύλο αποκτήσαμε.» Κανείς άλλος δεν ασχολούνταν μαζί του πέραν από εμένα τον Ανδρέα και την κυρά-Ματούλα, δεν είναι να απορείς που δεν ξεκολλούσε από δίπλα μας και μας θεωρούσε οικογένεια.

Όταν ήρθε ο Ανδρέας, έβγαλε τα alarm και σταμάτησε και σηκώθηκε τρέχοντας να πάει να ανοίξει την πόρτα του συνοδηγού και να ρίξει το κάθισμα. Επειδή δεν εμπιστευόμουν τον εαυτό μου ότι θα μπορούσα να τον κρατήσω, είπα στον Ανδρέα να έρθει να τον πάρει, αλλά η αλήθεια είναι πως αν ο Σίμπα αποφάσιζε να μας τραβήξει, δε νομίζω ότι θα καταφέρναμε ακόμα και οι δύο μαζί να τον σταματήσουμε. Σε κάθε περίπτωση, πήγα από την πόρτα του οδηγού όταν ο Ανδρέας έφερε το Σίμπα στην πόρτα του συνοδηγού.

«Σίμπα, ανέβα!» του είπα χτυπώντας με το χέρι μου το κάθισμα του αυτοκινήτου. Ο Σίμπα με κοίταξε διστακτικά και έκανε ένα βήμα πίσω. «Σίμπα, ανέβα!» του είπα χτυπώντας ξανά το κάθισμα και ο Σίμπα έκανε ένα σάλτο και ανέβηκε στο πίσω κάθισμα. «Μπράβο το αγόρι μου!» του είπα και τον χάιδεψα. «Ξάπλωσε!» του είπα αντιγράφοντας την κίνηση που είχα δει να κάνει ο γιατρός και ο Σίμπα ξάπλωσε στο πίσω κάθισμα. «Μπράβο η αγορίνα μου, είσαι το καλύτερο σκυλάκι του κόσμου!»

Σκυλάκι…

Ο Ανδρέας έφτιαξε το κάθισμα του συνοδηγού, έκλεισε την πόρτα για να μην μπαίνουν ιδέες στην κεφάλα του Σίμπα και ήρθε από τη μεριά του οδηγού και πέρασε μέσα. Εγώ έκανα τον κύκλο και κάθισα στη θέση μου και ξεκινήσαμε. Είκοσι λεπτά αργότερα, αντί να πάμε σπίτι, πήγε προς το πανεπιστήμιο.

«Που πάμε;»

«Αρχικά να κάνουμε μερικούς γύρους τον Σίμπα, να περπατήσει λίγο και μετά να πάμε να πάρουμε καφεδάκι.»

Για μερικούς γύρους ξεκινήσαμε και τελικά κάπως καταφέραμε και φτάσαμε μέχρι τον Άγιο Γιάννη. Ο Σίμπα πάντως είχε χεστεί από τη χαρά του και όταν φτάσαμε στο κυλικείο και ο κόσμος ξαναβγήκε να δει το αξιοθέατο, έζησε τη Νιρβάνα του. Μέχρι και η Μπέλλα του έκανε την τιμή να εμφανιστεί και με τις χαρές που έκανε ο ένας με τον άλλον δεν μας έκανε καρδιά να τους σταματήσουμε. Δε βαριέσαι, ωραία μέρα είχε έξω, ήπιαμε τον καφέ μας στο πλάτωμα πάνω από τα σκαλιά που κατεβαίνουν Κνωσσού.

«Έχεις πάνω σου τηλεκάρτα;»

«Ναι, βέβαια!» του απάντησα και την έβγαλα από το τσαντάκι που είχα στη μέση.

«Πρέπει να πάρω τηλέφωνο Τάσο και Ελένη για το βράδυ!»

«Να πας!» του είπα και χαμογέλασα χαζεύοντας τις χαρές που έκανε ο αρκούδος με την Μπέλλα που χοροπηδούσε και τον έγλειφε στη μούρη.

Ο Ανδρέας γύρισε μετά από πέντε λεπτά πίσω έχοντας ειδοποιήσει αμφότερους για το βράδυ, οπότε κάθισε και εκείνος στην καρέκλα και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά από τον καφέ του. Κάτσαμε εκεί πίνοντας τον καφέ μας, κάνοντας χάδια στα σκυλιά και συζητώντας μέχρι που πήγε σχεδόν 12:00.

«Δε γυρνάμε πίσω; Έχω κάτι νύχια να βάψουμε και πάει 12:00» μου υπενθύμισε κάποια στιγμή ο Ανδρέας.

«Ναι, να αφήσουμε το μούργο και να πάρω κι εγώ το τσαντάκι μου» του είπα και αμ έπος αμ έργο.

Ο Σίμπα αυτή τη φορά μπήκε μόνος του πίσω όταν ανοίξαμε την πόρτα και κατεβάσαμε το κάθισμα. Πήγαμε σπίτι και όταν κλείσαμε την γκαραζόπορτα τον αμόλησα. Δηλαδή τρόπος του λέγειν, γιατί και ελεύθερο που τον άφησα, πάλι ήρθε μαζί μας μπλέκοντας στα πόδια μας. Του έβαλα να φάει, καθώς είχε λυσσάξει στην πείνα και αφού πήγα μέσα και άλλαξα και πάλι σερβιέτα, κινήσαμε προς τη Χριστιάνα, η οποία είχε ξυπνήσει προ πολλού και μας είχε φτιάξει και γαλλικό καφέ.

«Καλώς τους!» μας είπε όταν ανεβήκαμε πάνω.

«Καλημέρα!» της είπα και αγκαλιάζοντάς την της έδωσα ένα πεταχτό φιλί.

«Καλημέρα!» της είπε ο Ανδρέας. «Πώς είσαι;»

«Δεν κοιμήθηκα πολύ καλά, είναι η αλήθεια» μουρμούρισε.

«Έχεις πάρει τίποτα;» την ρώτησα εγώ.

«Και που πήρα…» είπε αναστενάζοντας. «Για πείτε, πώς πήγε η επίσκεψη στο γιατρό;»

«113 κιλά έχει φτάσει το τέρας» της είπα και το σαγόνι της έπεσε στο πάτωμα. «Κατά τα άλλα είναι μια χαρά και σήμερα μάθαμε ότι έχει περάσει και εκπαίδευση. Καλά μη νομίζεις, τα βασικά, ξέρεις… σήκω, κάτσε, ανέβα/κατέβα κλπ. Μακάρι να το ξέραμε το πρωί, μας έβγαλε την Παναγία να τον βάλουμε στο αυτοκίνητο. Μας τα έδειξε τα κόλπα ο γιατρός. Επίσης η αλήθεια είναι ότι μας είπε να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί με δαύτον γιατί αν νιώσει απειλή είτε αυτός είτε τα μέλη της οικογένειάς του, δηλαδή οι γάτες, η κυρά-Ματούλα και εγώ με τον Ανδρέα, μαύρο φίδι που τον έφαγε αυτόν που θα το κάνει. Τα χρειάστηκα κάμποσο, τον είχα για τελείως φλούφλη.»

«Ο Σίμπα;;;;» ρώτησε με ανοιχτό στόμα η Χριστιάνα.

«Ναι! Λέει μην τον βλέπουμε έτσι. Τα σκυλιά αυτά γενικά έχουν πράο χαρακτήρα αλλά αν νιώσουν απειλή… μας είπε επί λέξη “το να τα βάζουν με λύκους ή ακόμα και για αρκούδες για αυτά τα σκυλιά είναι απλά Δευτέρα”. Σου λέω, τα χρειάστηκα! Συν το γεγονός ότι είναι γιγαντόσωμος ακόμα και για τη ράτσα του, καταλαβαίνεις.»

«Πες και τα άλλα!» μου είπε ο Ανδρέας.

«Ποια άλλα;»

«Ότι ουσιαστικά τον υιοθέτησες από χθες!»

«Αφενός τον υιοθετήσαμε και μη μου βγάζεις την ουρά σου απ’ έξω και αφετέρου, σιγά… Απλά θα του μαγειρεύω και το φαγητό του αφού η κυρά-Ματούλα δεν μπορεί, δεν την λυπάσαι να κατεβαίνει κάθε πρωί με τα αρθριτικά της κουβαλώντας την κατσαρόλα, που μόνο το ρύζι με το κρέας είναι 2,5 κιλά;»

«Φοίβη μιλάω πολύ σοβαρά» μου είπε ο Ανδρέας. «Είναι πολύ μεγάλη η ευθύνη που αναλαμβάνεις. Τι θα γίνει αν χρειαστεί για οποιοδήποτε λόγο να φύγεις και χτύπα ξύλο έχει πεθάνει η κυρά-Ματούλα; Θα τον πάρεις μαζί σου;»

«Ναι, αν χρειαστεί να τον πάρω μαζί μου, θα το κάνω!» του απάντησα έχοντας αρχίσει να αρπάζω. «Για ποια με πέρασες;»

«Μην νευριάζεις μωρό μου. Απλά θέλω να είσαι 1000% σίγουρη!»

«Εγώ δεν είμαι Ελένη και ο Σίμπα δεν είναι παιχνίδι» του είπα προσπαθώντας να ηρεμίσω.

«Εντάξει Φοίβη μου» είπε ο Ανδρέας προσπαθώντας να κατεβάσει τόνους.

«Φοίβη, ο Ανδρέας έχει κάποιο point.» είπε η Χριστιάνα.

«Το ξέρω» ομολόγησα. «Αλλά τον αγαπάω τον μούργο και εκτός από εμάς τους δύο και την κυρά-Ματούλα κανείς δεν δίνει δεκάρα για δαύτον.»

«Έι!» διαμαρτυρήθηκε η Χριστιάνα. «Κι εγώ τον αγαπάω τον τριχωτό ρινόκερο!» μας είπε και τα γέλια βοήθησαν να σπάσει τελείως η όποια ένταση.

«Γαλατικό χωριό!» με κατηγόρησε τρυφερά ο Ανδρέας.

«Ήμανε! Θα το υποστείτε!»

«Λοιπόν κορίτσια, έχουμε και δουλειές!» συνέχισε ο Ανδρέας. «Χριστιάνα έχεις δύο λεκάνες νερό;»

«Αμέ!» του είπε χαμογελώντας. «Κατέβηκα το πρωί στη λαϊκή και πήρα!»

«Ωραία, καθίστε εσείς να πιείτε τα καφεδάκια σας και πάω να αρχίσω την προετοιμασία. Χρειάζομαι βαμβάκι και λίγο σελοτέιπ.»

«Κάτσε να στα δώσω, να φέρω και το τσαντάκι μου με το μανό!» είπε η Χριστιάνα και πήγαν με τον Ανδρέα μέσα. Γύρισε μετά από λίγο και κάθισε δίπλα μου. «Ήθελα να τα κάνω γαλλικό αλλά δε θέλω να του χαλάσω το χατίρι να μου κάνει εκείνος τα νύχια.»

«Κάνει εξαιρετικό γαλλικό! Τα δικά μου νύχια ο Ανδρέας τα κάνει καλύτερα από μένα, οπότε αν θέλεις γαλλικό του το ζητάς.»

«Κοίτα να δεις!» είπε εντυπωσιασμένη. «Εσύ σε τι χρώμα θα τα βάψεις;»

«Πορτοκαλί! Να αυτό λέω!» της είπα και της έδειξα το μπουκάλι με το βερνίκι. «Σ’ αρέσει;»

«Πολύ ωραίο και φωτεινό! Ναι, σου πάει και πάει και με το χρώμα των μαλλιών σου.»

«Το οποίο χρειάζεται βάψιμο, έχει αρχίσει και φαίνεται για τα καλά η ρίζα. Έλεγα να τα κόψω αλλά του Ανδρέα του αρέσουν μακριά οπότε θα πάρω μόνο τις άκρες.»

«Συμφωνώ μαζί του. Δε μου λες, που θα πας;»

«Στη Στέλλα, είναι στην 62 Μαρτύρων κοντά στον Ευτύχη. Η Μαρία μου την είχε συστήσει, είναι εξαιρετική.»

«Θέλω κι εγώ κούρεμα και η δική μου τα Χριστούγεννα είχε τρεχάματα με τον πατέρα της και το είχε κλείσει. Μπορείς να κλείσεις και για μένα;»

«Αμέ! Το απόγευμα θα κατέβω στο Πανεπιστήμιο για να παίξω σκάκι με τον Vasily, οπότε θα την πάρω τηλέφωνο να κλείσω ραντεβού μέσα στην εβδομάδα. Ποια μέρα σε βολεύει;»

«Όποια να ‘ναι!»

«Ωραία, θα το κανονίσω!»

Η Χριστιάνα άναψε ένα τσιγάρο και εκείνη τη στιγμή ήρθε ο Ανδρέας με μία λεκάνη γεμάτη νερό. Επέστρεψε μέσα στο μπάνιο και γύρισε μετά από λίγο και με μια δεύτερη. Το νερό ήταν θολό, κάτι είχε βάλει μέσα.

«Τι έχεις βάλει στο νερό;» τον ρώτησα περίεργη.

«Μυστικά του επαγγέλματος!» μας είπε χαμογελαστός.

Μετά γονάτισε μπροστά μου και μου έβγαλε παπούτσια και κάλτσες και μου σήκωσε γυρνώντας τη φόρμα μέχρι σχεδόν το γόνατο. Μου έτριψε για λίγο και τις δύο πατούσες και μετά έφερε τη λεκάνη και βύθισε τα πόδια μου στο υπέροχα καυτό νερό, κάνοντάς με να νιώθω πως θα λιώσω. Επανέλαβε τις ίδιες κινήσεις και με τη Χριστιάνα, η οποία είχε κλείσει τα μάτια της με ένα χαζό χαμόγελο να έχει ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της.

Ένα έχω να πω, σχεδόν μια ώρα λιώσαμε στα χέρια του. Μας έκανε μασάζ στα πόδια και η περιποίηση νυχιών είχε τα πάντα και όταν λέω τα πάντα εννοώ τα πάντα. Από προσεκτικό λιμάρισμα μέχρι και το τελικό βάψιμο. Ακόμα και όταν ήμασταν γεμάτες βαμβάκια ανάμεσα στα δάχτυλα το μωρουλίνι μου μας έτριβε τις πατούσες. Στο τέλος της συνεδρίας ήμασταν και οι δύο με άψογα νύχια και πατουσάκια απαλά σαν μωρού.

«Μήπως να μάθεις και να κουρεύεις;» τον πείραξε η Χριστιάνα.

«Μπορεί να μην κουρεύει αλλά αν σου κάνει λούσιμο θα ξεχάσεις το όνομά σου!» της απάντησα. Ο Ανδρέας δεν απάντησε, απλά χαμογέλασε.

«Λοιπόν, πώς σας φαίνονται;» μας ρώτησε όταν στέγνωσαν και τα νύχια μας.

«Άψογα!» απάντησε η Χριστιάνα πραγματικά εντυπωσιασμένη.

«Τη δική μου την απάντηση την ξέρεις!» του είπα χαμογελώντας του.

«Ωραία, και τώρα η ανταμοιβή μου!» μας είπε και σήκωσε απαλά το πόδι μου και άρχισε να μου πιπιλάει τα δάχτυλα.

Ένιωσα το σώμα μου να ηλεκτρίζεται. Αφού πιπίλισε καλά-καλά όλα τα δάχτυλα του δεξιού μου ποδιού παίρνοντας κάμποσες φορές όσο χωρούσε το πόδι μου στο στόμα του, έπιασε το αριστερό. Ταυτόχρονα εγώ είχα πιάσει το χέρι της Χριστιάνας και την έβαλα να μου μαλάζει απαλά τα στήθη τα οποία ήταν εξαιρετικά ευαίσθητα λόγω περιόδου. Όταν τελείωσε μαζί μου, αντιστρέψαμε τους ρόλους, έβαλα την Χριστιάνα να γείρει πάνω μου και ήμουν εγώ που της μάλαζα απαλά τα στήθη ενώ ο Ανδρέας περιποιούνταν με το στόμα του τα πόδια της.

Βάλε και ότι ήμασταν και οι δύο στις μέρες μας, το μωρουλίνι μου κατάφερε και μας έκανε πύραυλους και τις δύο. Και δεν σταμάτησε εκεί, όταν τέλειωσε με τη Χριστιάνα ξαναγύρισε σε μένα και μετά πήγε και πάλι στη Χριστιάνα. Όταν σηκώθηκε ήταν τέρμα καυλωμένος. Σεξ σήμερα δε μπορούσαμε να κάνουμε αλλά θα μπορούσαμε να του κάνουμε μια πίπα να ξεχάσει το όνομά του. Εκείνος ωστόσο με έκοψε απαλά όταν πήγα να κάνω την κίνηση να του κατεβάσω τη φόρμα. Τον κοίταξα με απορία.

«Όχι τώρα μωρό μου!»

«Γιατί;»

«Γιατί μερικές φορές η αναμονή είναι ακόμα πιο γλυκιά»

Κοίταξα το ρολόι μου, είχε πάει 14:00. Στις 15:30 είχα ραντεβού με τον Vasily στο κυλικείο.

«Τελικά θα πας ΙΤΕ;»

«Όχι, καλύτερα Δευτέρα!»

«Γιατί έτσι;»

«Γιατί αν τα νούμερα δεν έχουν βγει σωστά δε θα μπορώ να σηκωθώ από εκεί μέχρι να βρω το λάθος και δε θέλω να το κάνω αυτό Σαββατιάτικα. Έτσι κι αλλιώς κι εγώ έχω να κάνω επαναλήψεις.»

«Έλα εδώ να διαβάσουμε παρέα!» του είπε η Χριστιάνα.

«Χμμμ» είπε ο Ανδρέας. «Καλή ιδέα!»

«Νιιι!» είπα εγώ χειροκροτώντας με ενθουσιασμό. «Αυτό να κάνετε!»

«Εσύ τι ώρα θα τελειώσεις με τον Vasily;»

«Λογικά μέχρι τις 18:00 θα έχω τελειώσει.

«Ωραία, θα κατέβω να σε πάρω. Έχω ένα σατανικό σχέδιο!»

«Τι σχέδιο;» τον ρώτησα περίεργη.

«Να σας λούσω και τις δύο!»

«Μ’ αρέσει όταν γίνεσαι σατανικός!» του είπα χαρίζοντάς του ένα από τα λαμπερότερα χαμόγελά μου. «Εδώ;»

«Σπίτι σου που δεν έχει μπανιέρα. Όχι πως δε θα προτιμούσα μπανιέρα γεμάτη καυτό νερό αλλά μας την έπεσε ο κόκκινος στρατός. Θα βάλουμε μέσα μια από τις πλαστικές καρέκλες, θα κάτσετε με τη σειρά κάτω τα όμορφα κωλαράκια σας και εγώ θα κάνω τα υπόλοιπα.»

«Νιιι» είπα χειροκροτώντας και πάλι.

Είχε πάει 14:00 και η αλήθεια είναι ότι μας είχε κόψει η πείνα. Ο Ανδρέας πρότεινε να κατέβουμε Αθηνά για να φάμε αλλά εγώ δεν ψηνόμουν. Τελικά με τη Χριστιάνα αποφασίσαμε και πήγαμε και φτιάξαμε στα γρήγορα μια απλή μακαρονάδα με σάλτσα. Απλή ή όχι, πέσαμε πάνω της σαν λύκοι! Γύρω στις 15:15 ο Ανδρέας με κατέβασε στη Σχολή και εκείνος πήγε από το σπίτι του για να πάρει βιβλία και σημειώσεις ώστε να διαβάσει μαζί με τη Χριστιάνα. Έχοντας πιει από το πρωί τρεις καφέδες, δεν ήθελα τέταρτο οπότε πήρα τσάι με γεύση τζίντζερ πορτοκάλι. Στο κυλικείο δεν είχε κόσμο, μόνο ο Κώστας ήταν και άλλη μια τετράδα φοιτητών που έπεσαν μπιρίμπα. Εκμεταλλεύτηκα το χρόνο που είχα και πήρα τη Στέλλα και έκλεισα ραντεβού και για μένα και για τη Χριστιάνα την Τετάρτη το πρωί. Γύρισα στο κυλικείο, πήρα μια σκακιέρα και επέστρεψα στο τραπέζι μου. Στις 15:30, Άγγλος στο ραντεβού του, ήρθε και ο Vasily.

“Hello!” μου είπε πρόσχαρα.

“Hello!” του απάντησα κι εγώ στον ίδιο τόνο.

“So, let me take a coffee and I’ll be back in a jiffy!”

“Sure!” του απάντησα και μην έχοντας τι άλλο να κάνω έστησα τη σκακιέρα. Ο Vasily επέστρεψε μετά από λίγο.

“How was your day?”

“Fine, the usual. Yours?”

“Not quite usual” του είπα και του διηγήθηκα την ιστορία με τον Σίμπα. Μετά αποφασίσαμε για σήμερα να ξεκινήσουμε με κλασσικό σκάκι, 1:30 ώρα για τις πρώτες 40 κινήσεις και μετά time bonus, 30 λεπτά για το υπόλοιπο του παιχνιδιού με 30 δευτερόλεπτα επιπλέον bonus για κάθε κίνηση, ξεκινώντας από την πρώτη.

Η πρώτη παρτίδα ήταν συναρπαστική και μετά από ένα take-take-take storm έμεινα εγώ με δύο αξιωματικούς και δύο πιόνια εναντίον ενός πύργου με τρία πιόνια. Ο Vasily προσπάθησε λυσσωδώς να αμυνθεί αλλά εκτός και αν κάνεις κάποιο σοβαρό λάθος, οι δύο αξιωματικοί έχουν πλεονέκτημα σε σχέση με τον πύργο μόνο του. Δεν έκανα κάποιο blunder και παραιτήθηκε μόλις κατάφερα να προάγω το ένα από τα δύο πιόνια μου.

Στο επόμενο παιχνίδι είχα εγώ τα μαύρα αλλά δεν μας πήρε πολλή ώρα, έκανα όχι ακριβώς blunder αλλά όχι ιδιαίτερα ακριβής κίνηση και ο Vasily με πήρε φαλάγγι. Δεν υπήρχε νόημα να μπω σε endgame με βασίλισσα και ίππο όταν εκείνος είχε δύο πύργους και δύο αξιωματικούς, με τον Τάσο μπορεί και να το δοκίμαζα αλλά ο Vasily δεν ήταν Τάσος. Παίξαμε και τρίτο παιχνίδι αλλά όταν μείναμε ο καθένας με ένα πύργο και δύο πιόνια συμφωνήσαμε σε ισοπαλία καθώς και εγώ και ο Vasily ήμασταν αρκετά δυνατοί παίχτες για να πατήσουμε την μπανανόφλουδα.

“Υou must join the chess team. I have played stronger players, and I know when I’ m facing one.”

“I’m not stronger than you!” του είπα αν και κοκκίνησαν μέχρι και τ’ αφτιά μου.

“Yes, you are! You are on par with my game on classic chess, but you are way better in speed chess. Playing consistently no matter what the time constraints are, is a very strong indicator. And you won fucking Kramnik!”

“He obliterated me when we played solemnly against each other!”

“He has a rating over 2700. He is one of the top players in the world. Exhibition game or not, it takes extremely talented player to be able to pull this off. Most probably he underestimated you but mark my words; he didn’t let you win. Tell me, how did the game unfold? Do you remember?”

“Of course I do!”

“You led him to a forced checkmate?”

“No, he resigned after the 50th move.”

“Can you show me?” με ρώτησε. Όχι ότι δεν ήξερα την παρτίδα απ’ έξω και ανακατωτά, ωστόσο ανάτρεξα στο σημειωματάριό μου και του την έδειξα.

“So, when he resigned, you’d have a queen on your next move, a knight and a rook. He’d have three pawns, a rook, a bishop, and a knight. And he resigned!”

“Of course he did, my pieces were stronger.”

“He had quite enough material to wipe out without even sweating any weak player, Phoebe. He recognized that he hadn’t any chance against *you*” είπε τονίζοντας τη λέξη “you”. “It would be futile, as it was futile five moves after we went to the endgame in our first game. You are too strong of a player to let that game slip out from your reach. Kramnic realized that and resigned. He honored you by resigning!”

“And the next day he beat the hell out of me!”

“Of course he did. You won his respect, and he treated you accordingly. Mark my words Phoebe; Kramnic sooner or later will dethrone Kasparov.”

“That’s why I’m saying that that is the story I’m going to tell my grandchildren” του είπα χαμογελώντας. Κοίταξα το ρολόι μου, κόντευε να πάει 18:00. “Well, I have to go now, we will see you tonight. Tasos and Helen will also join us.”

“Yes, I know, Tasos called me. So, tomorrow then?”

“Yes, around 16:00”

“I’m looking forward” μου είπε και αφού χαιρετηθήκαμε επέστρεψα σπίτι. Αν και είχε λιακάδα σήμερα για καλό και για κακό άναψα και τον θερμοσίφωνα. Δεν περίμενα πολλή ώρα, στις 18:30 ήρθαν.

«Πώς πήγε το διάβασμα;»

«Καλά πήγε αλλά έχω ένα κεφάλι κουδούνι» είπε η Χριστιάνα.

«Τώρα που θα μας αναλάβει το μωρουλίνι μου θα ξεχάσεις και το όνομά σου!» τη διαβεβαίωσα. Ο Ανδρέας πήγε πρώτα στο δωμάτιο και έβγαλε τη φόρμα και φόρεσε ένα απλό σορτσάκι. Μετά πήγε μέσα στο μπάνιο την μια πλαστική καρέκλα και τον ακούσαμε να προετοιμάζει το νερό. Βγήκε μετά από δυο-τρία λεπτά.

«Ποια θα περάσει πρώτη;» μας ρώτησε.

«Χριστιάνα, πήγαινε εσύ!» της είπα. Η Χριστιάνα έβγαλε τη φόρμα της, μένοντας με ένα σορτσάκι και ένα μπλουζάκι και πέρασε στο μπάνιο.

«Λοιπόν, κάτσε να ξεκινήσουμε» άκουσα τον Ανδρέα και λίγο μετά αργότερα το ακολούθησε ο ήχος του νερού που τρέχει.

Αυτό που στην αρχή είχε ξεκινήσει σαν φαντασίωση είχε καταλήξει ως σχέση και το μέλλον ήταν δικό μας! 

Έκλεισα τα μάτια αδημονώντας να έρθει η σειρά μου.


37. Lucy in the sky with diamonds

Ανδρέας

Η Χριστιάνα πέρασε μέσα στο μπάνιο, φορώντας μόνο μια μπλούζα κι ένα σορτσάκι. Της έκανα νόημα να κάτσει στην καρέκλα ενώ άνοιξα το νερό να τρέχει. Όταν πήρε τη θερμοκρασία που ήθελα της έκανα νόημα να δοκιμάσει το νερό στο χέρι της.

«Λίγο πιο ζεστό αν γίνεται!» Τι να πεις, γυναίκες, εμένα το δέρμα μου θα ξεφλούδιζε αν τολμούσα να κάνω μπάνιο σε αυτή τη θερμοκρασία. Άνοιξα λίγο περισσότερο το ζεστό, μέχρι που πήρε που ίσα μπορούσε να ανεχτεί το χέρι μου. «Μια χαρά!» μου δήλωσε χαμογελαστή.

«Λοιπόν, κάτσε να ξεκινήσουμε.»

Έχοντας βγάλει τα μάτια μας τις τελευταίες μέρες οι ντροπές της είχαν αρχίσει να εξαφανίζονται οπότε χωρίς να διστάσει έβγαλε το μπλουζάκι που φορούσε, μένοντας γυμνή από πάνω και κάνοντάς με να ξεροκαταπιώ. Και όχι τίποτε άλλο, αλλά όπως ήμουν κι εγώ με το σορτσάκι ο ερεθισμός μου δεν μπορούσε να κρυφτεί με τίποτα, κάτι που έκανε τη Χριστιάνα να χαχανίσει.

“Sorry, not sorry! Λοιπόν, κάτσε για να ξεκινήσουμε!»

Έκατσε στην καρέκλα και άνοιξα το νερό για να ξεκινήσω το λούσιμο αλλά όπως έκανε πίσω το κεφάλι της βρήκε στον πρόεδρο!

«Κυρία, κυρία!» φώναξε η Χριστιάνα. «Ο αγαπουλίνος σας έχει οπλίσει και μας απειλεί!» είπε χαχανίζοντας.

«ΙΙΙΙΙΙΚ! Δεν ντρέπεσαι βρε σάτυρε;» είπε η Φοίβη μπαίνοντας στο μπάνιο.

«Δε με βλέπεις που έχω κοκκινήσει;»

«Εμ στο είπα προηγουμένως να σε περιποιηθούμε και μου έκανες το δύσκολο! Λούσου τα τώρα!»

«Πρώτα η διασκέδαση και μετά η διασκέδαση!» της απάντησα βγάζοντας της γλώσσα.

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡ!» μας έκανε και βγήκε από το μπάνιο, αφήνοντάς μας μόνους.

Ακόμα φοβερά ερεθισμένος, αναγκάστηκα να κάνω λίγο πιο πίσω ώστε όπως έγερνε το κεφάλι της να μη με βρίσκει. Άνοιξα το νερό ενώ η Χριστιάνα είχε γείρει πίσω και είχε κλείσει τα μάτια της. Όταν θεώρησα ότι είχαν ποτίσει καλά τα μαλλιά της έκλεισα το τηλέφωνο και γέμισα τη χούφτα μου από το σαμπουάν της Φοίβης το οποίο είχε ένα υπέροχο φρουτώδες άρωμα που δεν μπορούσα να προσδιορίσω ακριβώς. Άπλωσα προσεκτικά το σαμπουάν σε διάφορα σημεία στο κεφάλι της και κατά το μήκος των μαλλιών της και άρχισα να τη μαλάζω απαλά κάνοντας ταυτόχρονα σαπουνάδα αλλά και απλώνοντας το σαμπουάν ακόμα περισσότερο. Καθώς της μάλαζα απαλά το κεφάλι λούζοντάς την με έπιασε και άρχισα να τραγουδάω.

Picture yourself in a boat on a river
With tangerine trees and marmalade skies
Somebody calls you, you answer quite slowly
A girl with kaleidoscope eyes

Η Χριστιάνα έβγαλε μια ευχάριστη φωνούλα έχοντας αναγνωρίσει το τραγούδι αλλά με άφησε να πω και τη δεύτερη στροφή μόνος μου.

Cellophane flowers of yellow and green
Towering over your head
Look for the girl with the sun in her eyes
And she's gone

Όταν φτάσαμε όμως στο refrain άρχισε να τραγουδάει μαζί μου

Lucy in the sky with diamonds
Lucy in the sky with diamonds
Lucy in the sky with diamonds

Σταμάτησα το τραγούδι και συνέχισα αλλά πλέον από λούσιμο είχε γίνει απαλό μασάζ στο κεφάλι. Η Χριστιάνα είχε παραδοθεί στα χέρια μου, το ευχαριστιόταν και δεν το έκρυβε. Άνοιξα το νερό και την ξέπλυνα προσεκτικά.

«Αααχ, ήταν υπέροχο!» είπε η Χριστιάνα κάνοντας να σηκωθεί.

«Κάτσε βρε, δεν τελειώσαμε. Έχουμε μάσκα και μαλακτική» της είπα.

«Σ’ ευχαριστώ Ανδρέα μου αλλά έχω διαφορετικό τύπο μαλλιών από της Φοίβης και δεν έχω φέρει εδώ τα δικά μου.»

«Γιατί, τι πειράζει;» τη ρώτησα με απορία. Για μένα ήταν όλα τα ίδια!

«Εγώ έχω ίσιο μαλλί ενώ η Φοίβη σπαστό» μου εξήγησε. «Δεν μου κάνει ούτε η μάσκα της ούτε η μαλακτική της.»

«Εδώ με πιάνεις αδιάβαστο!» απάντησα και δεν επέμεινα. Την άφησα στην καρέκλα και πήγα και έφερα μια πετσέτα για τα μαλλιά της. Η Χριστιάνα σκούπισε τα μαλλιά της και μετά τα τύλιξε με την πετσέτα. Σηκώθηκε από την καρέκλα, φόρεσε τη μπλούζα της ενώ εγώ στο μεταξύ πήγα και φώναξα τη Φοίβη.

«Σειρά μου!!!» είπε χτυπώντας παλαμάκια ενθουσιασμένη και πέταξε τη μπλούζα της πριν κάτσει στην καρέκλα μένοντας γυμνή από πάνω. «Τι θα μου τραγουδήσεις;»

«Ζουλιάρα!» την πείραξα αρχίζοντας να βρέχω το μαλλί της.

«Τι, έτσι θα μ’ αφήσεις;» μου έκανε με παραπονεμένη φωνή.

«Εννοείται πως όχι» της είπα και άφησα τα μαλλιά της και τη χούφτωσα στα στήθη αρχίζοντας να τα μαλάζω.

«Αυτό δεν είναι τραγούδι!» μου είπε.

«Δεν είπα πως θα σου τραγουδήσω» της απάντησα και άρχισα να παίζω με τις ρόγες της κερδίζοντας ένα ηδονικό στεναγμό.

«Ψιτ, λούσιμο πρώτα!» μου είπε σταματώντας με.

Όπως και στη Χριστιάνα έβαλα στη χούφτα μου σαμπουάν και άρχισα να το απλώνω πάνω στο μαλλί της Φοίβης. Μιας και το κορίτσι ήθελε τραγούδι, συνέχισα από εκεί που είχαμε μείνει.

Follow her down to a bridge by a fountain
Where rocking horse people eat marshmallow pies
Everyone smiles as you drift past the flowers
That grows so incredibly high

Newspaper taxis appear on the shore
Waiting to take you away
Climb in the back with your head in the clouds
And you're gone

Στο ρεφραίν με ακολούθησε και η Φοίβη, ακριβώς όπως είχε κάνει πριν λίγο η Χριστιάνα.

Lucy in the sky with diamonds
Lucy in the sky with diamonds
Lucy in the sky with diamonds

Την ξέπλυνα και όταν τελείωσα της άπλωσα προσεκτικά τη μάσκα, το οποίο σημαίνει ότι θα έπρεπε να κάτσουμε γύρω στα 10 λεπτά για να απορροφηθεί πριν συνεχίσουμε με τη μαλακτική.

«Δεν είχα ιδέα ότι η μάσκα σου και η μαλακτική σου δεν κάνει για τη Χριστιάνα!»

«Ναι, έχει ίσιο μαλλί με πιο λεπτή τρίχα» με πληροφόρησε η Φοίβη.

«Too complicated!»

«Αμ τι νόμιζες;»

«Καλά, όχι ότι με έκαιγε το συγκεκριμένο θέμα.»

«Παιδιά, συγνώμη μπορώ να μπω να πάρω το σεσουάρ;» ρώτησε απ’ έξω η Χριστιάνα.

«Παιδί μου μπες και στέγνωσε το μαλλί σου» της απάντησα. «Έχουμε απλώσει τη μάσκα και περιμένουμε.»

«Ευχαριστώ!» απάντησε και μπήκε μέσα και άρχισε να στεγνώνει τα μαλλιά της.

«Όταν τελειώσεις με τη Φοίβη μπορείς να με πετάξεις στο σπίτι μου για να ετοιμαστώ;»

«Φυσικά!»

«Τι θα φορέσεις;» τη ρώτησε η Φοίβη.

«Τζιν και πουκαμίσα» της απάντησε η Χριστιάνα. «Εσύ;»

«Κι εγώ κάτι τέτοιο. Μπορεί να φορέσω μπλούζα αντί για πουκάμισο.»

Μέχρι να τελειώσει το στέγνωμα των μαλλιών της η Χριστιάνα είχε περάσει και η ώρα οπότε ξέπλυνα τη μάσκα και της έβαλα conditioner. Εδώ σταμάτησα και την άφησα να ξεμπερδέψει τα μαλλιά της με την πιρούνα. Όταν τέλειωσε την ξέπλυνα και της έφερα και εκείνης την πετσέτα της να τα σκουπίσει. Όπως και η Χριστιάνα πριν από λίγη ώρα όταν τα σκούπισε καλά φόρεσε την πετσέτα σαν τουρμπάνι, έβαλε τη μπλούζα της και βγήκαμε από το μπάνιο. Η Χριστιάνα είχε καθίσει στο τραπέζι και κοίταζε κάτι στις σημειώσεις της.

«Φτάνει το διάβασμα!» της είπα. «Έλα να σε πάω σπίτι σου». Είχε ντυθεί με τη φόρμα της και ήταν έτοιμη.

«Τι ώρα θα περάσετε να με πάρετε;» ρώτησε.

«22:00 έχουμε πει με τους άλλους, θα περάσουμε γύρω στις 21:45» της απάντησα.

«Θα προλάβουμε;»

«Γιατί, νομίζεις πως θα είναι κανένας στην ώρα του;» της απάντησα.

«Θα είναι μάλλον ο Vasily» μου υπενθύμισε.

«Ωραία, θα έρθουμε γύρω στις 21:30. Λοιπόν, πάμε!» της είπα και βγήκαμε έξω. Την άφησα σπίτι και πέντε λεπτά αργότερα είχα επιστρέψει. Η Φοίβη ήταν στο μπάνιο και στέγνωνε τα μαλλιά της. «Μωρό μου γύρισα» της είπα.

«Τελειώνω κι εγώ σε λίγο» με πληροφόρησε από μέσα. Πήγα και κάθισα στον υπολογιστή και τον άνοιξα. Δεν με πήγε κατευθείαν στα windows οπότε χρειάστηκε να τα τρέξω με το χέρι. Άναψα τα ηχεία και έβαλα μέσα ένα CD που είχα με τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Jimi Hendrix. Χαμογέλασα με την ειρωνεία του πράγματος, το πρώτο τραγούδι δεν ήταν καν δικό του, ήταν του Dylan, αν και χωρίς καμία αμφιβολία η διασκευή του All along the watch tower ήταν κλάσεις ανώτερη από το πρωτότυπο.

“There must be some kind of way out of here,”
Said the joker to the thief
“There's too much confusion
I can't get no relief…”

«Αχ, μου αρέσει αυτή η εκτέλεση,» είπε η Φοίβη βγαίνοντας από το μπάνιο.

«Είδες, τα καλύτερα έχεις μαζί μου!»

«Αμέ!» μου είπε και ήρθε και μου έσκασε ένα φιλάκι.

«Δε μου λες, ψιλοβαριέμαι και έχουμε ακόμα μιάμιση ώρα» της είπα. «Έχεις όρεξη να βγάλουμε μια βόλτα το μούργο;»

«Αμέ!» μου απάντησε με ενθουσιασμό. Πήγε στο δωμάτιο και φόρεσε μια φόρμα και τα αθλητικά της και γύρισε. «Έτοιμη!» μου είπε. Βγήκα έξω, ο Σίμπα όπως πάντα καθόταν δίπλα από την είσοδο και έκανε το χαλί.

«Έλα μούργο σήκω, πάμε βόλτα!» του είπα και ο Σίμπα πετάχτηκε όρθιος σαν ελατήριο κλαψουρίζοντας με ανυπομονησία. Του έβαλα την αλυσίδα και έκανε να με τραβήξει. «Σίμπα, κάτω!» του είπα και του έκανα την κίνηση με το χέρι. Την πρώτη φορά με έγραψε εκεί που δεν πιάνει μελάνι αλλά τη δεύτερη με άκουσε. Σε λίγο ήρθε και η Φοίβη και ξεκινήσαμε.

«Προς τα πού να πάμε;» με ρώτησε.

«Την κλασσική διαδρομή, λέω, μήπως πετύχει και το αμόρε του!» απάντησα εννοώντας την Μπέλλα.

Ο Σίμπα είχε βάλει κάτω το κεφάλι και έκανε το λαγωνικό μυρίζοντας τα πάντα και ταυτόχρονα κατουρώντας όποια κολόνα, δέντρο ή θάμνο είχε στο δρόμο του. Περάσαμε απέναντι και ανεβήκαμε από την πάνω είσοδο του Πανεπιστημίου και κινήσαμε προς το κυλικείο το οποίο για Σάββατο απόγευμα είχε αξιοσημείωτα πολύ κόσμο.  Εκεί μας βρήκε και η Μπέλλα η οποία ήρθε τρέχοντας κατά πάνω μας γαυγίζοντας χαρούμενη. Μαζί της ήταν και κάτι άλλα σκυλιά αλλά βλέποντας τον Σίμπα προτίμησαν να κόψουν ρόδα μυρωμένα, γαυγίζοντας από απόσταση ασφαλείας.

Ο Σίμπα από την άλλη τους κοιτούσε με ένα απαθές βλέμμα το οποίο φάνηκε να τους εξαγριώνει ακόμα περισσότερο, αν κρίνω από την ένταση των γαυγισμάτων, παραμένοντας πάντα σε απόσταση ασφαλείας από εμένα, τη Φοίβη, τη Μπέλλα και τον τριχωτό ρινόκερο. Η αυτού μεγαλειότητα τους έριξε ένα τελευταίο βλέμμα γεμάτο απαξία, λες και επιθεωρούσε κλουβί με μαϊμούδες να πούμε, και σηκώνοντας μεγαλοπρεπέστατα το πίσω δεξί του πόδι, τράβηξε ακόμα ένα κατούρημα και επικεντρώθηκε στην Μπέλλα η οποία χοροπηδούσε προσπαθώντας να τον γλείψει στη μούρη. Συνεχίσαμε τη βόλτα μας πηγαίνοντας πίσω από τα άσπρα κτήρια μέχρι που φτάσαμε έξω από το σπίτι μου.

«Κράτα τον λίγο» είπα στη Φοίβη, «πάω να τους φέρω ένα μεζέ!» συμπλήρωσα και μπήκα στο σπίτι και πήρα από το ψυγείο δύο φέτες ζαμπόν, τις οποίες αμφότεροι χλαπάκιασαν μέχρι να πεις κύμινο. Κλείδωσα και συνεχίσαμε την βόλτα μέχρι που φτάσαμε πάλι μπροστά από την πάνω είσοδο του Πανεπιστημίου. Εμείς κατεβήκαμε τα σκαλιά ενώ η Μπέλλα επέστρεψε προς το κυλικείο. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι είχε περάσει κοντά μία ώρα, έλυσα τον Σίμπα ο οποίος όρμισε στον κουβά με το νερό και επιστρέψαμε στο σπίτι για να αλλάξουμε.

«Και τώρα μολόγατα όλα, καυλοράπανο!»

«Τι να ομολογήσω ο αθώος;»

«Που πας και βγάζεις όπλο σε αθώες κορασίδες!»

«Αφενός με τέτοιες βυζάρες δεν είναι αθώα, αφετέρου τη μέρα που θα …σταματήσω να βγάζω όπλο βλέποντας στήθη σαν της Χριστιάνας, you’d better shoot me!» της είπα κάνοντάς τη να βάλει τα γέλια.

«Είδες πώς ξεθάρεψε;»

«Αυτό θα έλειπε να ήταν ακόμα ψαρωμένη ενώ έχουμε βγάλει τα μάτια μας με όλους τους δυνατούς και αδύνατους τρόπους.»

«Ε, καλά, δεν το έχετε κάνει και με όλους τους τρόπους!»

«Και κατά πάσα πιθανότητα και ούτε πρόκειται.»

«Ξέρεις τι μου είπε; Πως αν της πω να κάτσει στα τέσσερα να την πάρεις με όποιο τρόπο θέλεις, θα το κάνει χωρίς δεύτερη κουβέντα.»

«Ναι, όσο και αν φαντασιώνομαι το κωλαράκι της, θα σε παρακαλούσα να μην το κάνεις ποτέ αυτό. Θα το κάνει για σένα, αλλά αν δεν το κάνει για μένα δε θέλω να το κάνει καθόλου. Και μη με ρωτήσεις τι διαφορά έχουν οι πίπες που μου έχει κάνει, η ίδια είπε ότι τις κάνει για μένα, και ας μην πετάει τη σκούφια της. Είναι ωστόσο διαφορετικό πράγμα να κάνει κάτι που δεν πετάει τη σκούφια της *για μένα* παρά να κάνει *με μένα* κάτι που δεν πετάει τη σκούφια της *για σένα*»

«Το ξέρω μωρό μου. Όχι, δε θα της ζητήσω ποτέ τέτοιο πράγμα και ας ορκίζεται ότι εφόσον το θέλω εγώ θα το θέλει κι εκείνη.»

«Ναι, αλλά εδώ takes three to tango, με αυτό τον τρόπο δεν το θέλω εγώ. Καλά, έτσι κι αλλιώς επί του θεωρητικού μιλάμε, ξέρω—και εννοώ πως σε εμπιστεύομαι—πως δε θα της ζητούσες ποτέ κάτι τέτοιο.»


38. Και ζήσανε αυτοί καλά

Φοίβη

Ηράκλειο, Ιούλιος 2001

Κοιτάζω ξανά και ξανά το τεστ. Δύο γραμμές. Τα μάτια μου δακρύζουν καθώς το βάζω μέσα σε ένα κουτάκι και το τυλίγω σα δώρο. Στις 13 Ιούλη, σε μερικές μέρες δηλαδή, είχε τα γενέθλιά του, αυτό και αν θα ήταν δώρο! 

Δεν είχε γίνει κατά τύχη, με τον Ανδρέα το είχαμε συζητήσει πολύ πριν το αποφασίσουμε. Σχεδόν οκτώ ολόκληρα χρόνια μαζί, πλέον είμασταν έτοιμοι για το επόμενο βήμα και μετά από προσπάθειες δυο μηνών τα καταφέραμε! 

Είχα καθυστέρηση—και εγώ έχω πολύ τακτικό κύκλο—αλλά μέχρι να βεβαιωθώ δεν του είχα πει τίποτα, δεν ήθελα να του προκαλέσω ενθουσιασμό και μετά να του τον γκρεμίσω. Φυσικά δεν είχα αρκεστεί στο τεστ, έκανα και αιματολογικές εξετάσεις που επιβεβαίωσαν ότι ήμουν έγκυος.

Είχα πάρει άδεια σήμερα, ήθελα να ετοιμαστώ για το γάμο της Μαρίας και του Νίκου. Μπορεί η Μαρία να έμενε Ηράκλειο αλλά η καταγωγή της ήταν και εκείνης από το Ρέθυμνο. Ο γάμος θα γινόταν στο Ατσιπόπουλο, εκεί που είχε παντρευτεί και ο Μηνάς, ο αδερφός τη Νίκου. Δεν το ξέραμε αλλά εκεί είχε παντρευτεί και ο Σήφης το Κατερινιώ, οπότε κανείς από τους δύο τους δεν έφερε αντιρρήσεις.

Θα ερχόταν και η Ελένη. Είχαν χωρίσει κάμποσα χρόνια με τον Τάσο, ο τελευταίος ήταν καθηγητής σε ένα πανεπιστήμιο στην Αγγλία, είχε πει ότι δε θα μπορέσει να έρθει. Η Ελένη είχε πάρει πτυχίο το ‘95 και είχε μπει με κατατακτήριες στην ιατρική Κρήτης. Τον Ιούνη είχε περάσει και το τελευταίο της μάθημα, σε ένα εξάμηνο θα έκανε το αγροτικό της και μετά θα γυρνούσε να κάνει ειδικότητα.

Με τη Χριστιάνα η τριπλή μας σχέση κράτησε μέχρι και τα τέλη του 1997, καθώς με την ολοκλήρωση του μεταπτυχιακού της πήγε στο Berkeley για να κάνει εκεί το διδακτορικό της. Ο πρώτος καιρός ήταν δύσκολος και για τους τρεις μας, αλλά έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Φυσικά έχουμε ακόμα επαφές και μάλιστα έχουμε προγραμματίσει το επόμενο καλοκαίρι να πάμε να τη βρούμε στην Καλιφόρνια. Δεν είναι μόνο του το κορίτσι μας, γύρω στα μέσα του 1998 γνώρισε την Jude και στις αρχές του έτους απέκτησαν και κορούλα, από μια «ατυχή» περιπετειούλα με τον FB τους, η Jude είναι BI. Και το όνομα αυτής; Φοίβη. Όταν μας το είπε στο τηλέφωνο άνοιξαν οι βρύσες και δεν έλεγαν να κλείσουν, εδώ μέχρι και ο Ανδρέας που είναι τέρας ψυχραιμίας και είχε δακρύσει, εγώ θα έμενα έτσι;

Ο Vasily είχε επιστρέψει Αμερική και εδώ και μερικά χρόνια δίδασκε στο Stanford. Που να το είχα φανταστεί εκείνο το πρωί που μας τον γνώρισε ο Τασούλης πως ο Vasily θα γινόταν ο πρώτος μας FWB, εννοείται ότι τη Χριστιάνα ποτέ δεν την λογαριάσαμε έτσι. Στην αρχή ο Ανδρέας είχε ζοριστεί, το ομολογώ, αλλά τελικά καταφέραμε να το ξεπεράσουμε με τη βοήθεια της Χριστιάνας που τον κρατούσε απασχολημένο, αποσπώντας του την προσοχή από τις ερωτικές μου περιπτύξεις με το Vasily, στις αρχές και μέχρι να το συνηθίσει. Παρά το ότι ζορίστηκε, ποτέ δεν απαίτησε να σταματήσω, κάτι που με έκανε να τον αγαπήσω ακόμα περισσότερο, όπως φυσικά και τη Χριστιάνα, που ούσα λεσβία δεν ήταν ακριβώς η νιρβάνα της να "περιποιείται" τον Ανδρέα.

Σε αντίθεση με την Χριστιάνα, δεν ήμουν ερωτευμένη με τον Vasily, αλλά το sex μαζί του ήταν υπέροχο, και επιπλέον ήταν και πιο πρόθυμος να πειραματιστεί στα σαδομαζοχιστικά παιχνίδια απ’ ότι ο Ανδρέας, που είχε όρια στο πόσο επέτρεπε στον εαυτό του να με πονέσει. Εννοείται ότι έχουμε κρατήσει ακόμα επαφές και πως θα τον δούμε και εκείνον του χρόνου που θα πάμε Καλιφόρνια. 

Η Κατερίνα είχε μπει και εκείνη με κατατακτήριες αλλά τις είχε δώσει στην Αθήνα, ήθελε να γυρίσει πίσω και ας μην ήταν πια με το Βαγγέλη. Ο Νίκος όταν τέλειωσε τη σχολή πήγε αμέσως φαντάρος και όταν γύρισε έπιασε δουλειά σε φροντιστήριο. Η Μαρία συνέχισε κάνοντας και εκείνη μεταπτυχιακό και διδακτορικό και, όπως κι εγώ και ο Ανδρέας, δούλευε στο ΙΤΕ και δίδασκε στη σχολή της, εκείνη φυσική υψηλών ενεργειών, εγώ θεωρία υπολογισμού και αλγόριθμους και πολυπλοκότητα και ο Ανδρέας υπολογιστική βιολογία και στατιστική για βιολόγους.

Η Ευτυχία είχε κάνει το μεταπτυχιακό της, στο London School of Economics παρακαλώ!, και η ζωή της ήταν πλέον στην Αγγλία. Την είχαμε επισκεφτεί δυο-τρεις φορές στην Αγγλία αλλά και εκείνη είχε έρθει δυο-τρεις φορές στην Κρήτη για διακοπές. Την τελευταία φορά είχε έρθει μαζί της με τον Ιταλό της, τον Valerio. Τον είχα κατασυμπαθήσει, ήταν απίθανος τύπος, από τους πιο αλέγκρο ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου.

Ο πατέρας μου είχε πάρει τη σύνταξή του ως υποστράτηγος και εξακολουθούσαν να μένουν πάνω από τη γιαγιά, στο Περιστέρι. Ο Κωστής μόλις είχε τελειώσει το τέταρτο έτος στο Μηχανολόγων-Μηχανικών του ΕΜΠ. Κι εγώ και ο Ανδρέας είχαμε κάνει το διδακτορικό μας εδώ και αμφότεροι εργαζόμαστε στο ΙΤΕ. Ομολογώ ότι ο μισός χρόνος που ήταν φαντάρος ήταν δύσκολος, μου είχε λείψει αφάνταστα. Πού να μην είχε τη διπλή υπηκοότητα και να έκανε δεκαοχτάμηνο. Όμως και αυτό είχε περάσει.

Μέναμε πλέον μαζί, στο ίδιο σπίτι ακόμα, κάτω από την κυρία Ματούλα. Θα στεναχωριόμουν πολύ όταν θα φεύγαμε για να πάμε να μείνουμε στο δικό μας, κάτι που είχαμε προγραμματίσει να κάνουμε μετά το γάμο μας… όταν! Ο κυρ-Ανδρέας είχε πεθάνει το ’98 και η κυρία Ματούλα είχε μείνει μόνη της αλλά για μένα ήταν σαν οικογένεια. Ο στρατηγούκος είχε ξεροκαταπιεί όταν του ανακοίνωσα ότι θα συζούσα με τον Ανδρέα αλλά τι να κάνει; Πάντως, ειδικά από τότε που πήρε τη σύνταξή του έπαιρνε τη μαμά και κατέβαιναν συχνά Κρήτη, οπότε και ο φουκαράς ο Ανδρέας αναγκαζόταν να εξοριστεί στο σπίτι του Νίκου, αν και αυτό θα κοβόταν από αύριο. Πρέπει κάπως να το λύσουμε αυτό την επόμενη φορά που θα έχουμε …στρατηγική επιθεώρηση, γιατί βλέπω το φουκαριάρικο το μωρό μου να κοιμάται στα σκαλιά, αγκαλιά με τον τριχωτό δεινόσαυρο και τις τρεις γάτες!

Είχα κλείσει για αύριο το πρωί ραντεβού με τη Στέλλα. Μπορεί να άλλαζα γυναικολόγο όταν η Ελένη θα έπαιρνε την ειδικότητά της αλλά τη Στέλλα δεν την άλλαζα με τίποτα! Πλέον έκανε και νύχια αλλά… εδώ και πολλά χρόνια αυτό ήταν του Ανδρέα μου ο οποίος όχι απλά τα έβαφε εξαιρετικά, είχε μάθει μέχρι και σχέδια να κάνει. Πάντα του άρεσε να με περιποιείται—ακριβώς όπως άρεσε και σε μένα να κάνω το ίδιο—αλλά όντας και ποδολάγνος τα πόδια μου ζούσαν κοντά του τη Νιρβάνα.

Μπήκα στο μπάνιο. Το ’97 είχα ζητήσει από την κυρά-Ματούλα την άδεια να αλλάξω τη ντουζιέρα σε μπανιέρα, η τουαλέτα είχε χώρο, με έξοδα δικά μου, εννοείται! Η κυρά-Ματούλα δεν άκουγε κουβέντα και τελικά συμβιβαστήκαμε να το πληρώσουμε μισό-μισό. Το σπίτι είχε γίνει αγνώριστο από την πρώτη φορά που μπήκα μέσα το Σεπτέμβρη του ’93. Του είχα βάλει βιβλιοθήκη και είχαμε αλλάξει τους καναπέδες με καινούργιους. Το καλοκαίρι του ’98 η κυρά-Ματούλα αποφάσισε να μου αλλάξει και κουζίνα, και όχι μόνο αυτό, με πήγε να διαλέξω εγώ το σχέδιο και το χρώμα και δε με άφησε να πληρώσω δεκάρα και από πάνω.

«Πλήρωσες τον καναπέ και τη βιβλιοθήκη και το μισό μπάνιο, θα πέσει φωτιά να με κάψει αν μου ξαναδώσεις δεκάρα και δεν είναι για το νοίκι!» μου δήλωσε και αυτό ήταν. Βέβαια έγινε και αυτό καθώς με τον Ανδρέα αγοράσαμε διπλό κρεββάτι, αντικαθιστώντας τα δύο ημίδιπλα που υπήρχαν παλιότερα, αλλά γι’ αυτό, μιας και θα το παίρναμε μαζί μας φεύγοντας, δεν μας έκανε γκρίνια.

Χώθηκα στη μπανιέρα και κάθισα στο καυτό νερό μέχρι να μουλιάσω, παρά το γεγονός ότι ήταν Ιούλης. Χαμογέλασα στη σκέψη ότι την πρώτη Αυγούστου θα ερχόντουσαν και πάλι Ευτυχία και Valerio, θα γυρίζαμε πάλι όλη την Κρήτη με τον Θρασύβουλα, ο οποίος, παρότι κόντευε να κλείσει τα τριάντα, ήταν σκυλί μαύρο ή έστω πορτοκαλί μεταλλικό. Με τον Ανδρέα είχαμε γυρίσει σχεδόν όλη την Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια.

Βγήκα από το μπάνιο και πήγα να ετοιμάσω το φαγητό, σήμερα, παρόλο που στην αρχή δεν ήταν προγραμματισμένο, θα είχε σπέσιαλ πρόγραμμα. Η κυρά-Βούλα, η μητέρα του Ανδρέα, με είχε μάθει να φτιάχνω σουτζουκάκια σμυρναίικα τα οποία ο Ανδρέας μου τα λάτρευε. Ήρθε το απόγευμα με το Σίμπα να μπλέκεται στα πόδια του. Παρόλο που κόντευε τα δέκα, ήταν το ίδιο μαλακοπίτουρας όσο την πρώτη φορά που τον είχα δει, και ακόμα αυτοκόλλητος με τις τρεις γάτες του.

«Καλώς μου τον» του είπα και τον πήρα στην αγκαλιά μου και τον φίλησα.

«Μωρό μου!» μου είπε σφίγγοντάς με πάνω του.

«Τάξε μου» του είπα όταν γύρισε αφού είχε αλλάξει.

«Χμμμ… καλά το μυρίστηκα! Είναι αυτό που νομίζω;» με ρώτησε με χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο.

«Κροκοδειλάκι μου, εσύ!» του είπα και έβαλα και στους δυο να φάμε.

«Δε θα πιείς μπύρα εσύ;» με ρώτησε όταν του έκανα νόημα ότι δεν ήθελα να μου βάλει στο ποτήρι.

«Όχι μωρουλίνι μου, είναι λίγο φουσκωμένο το στομάχι μου» του είπα και χαμογέλασα στη σκέψη ότι αυτό δεν απείχε και πολύ από την πραγματικότητα. «Πώς ήταν η μέρα σου;» τον ρώτησα, και συνεχίσαμε την πάρλα.

Η αλήθεια είναι ένιωθα λιγάκι αμήχανη, παρά το γεγονός ότι το είχαμε επιδιώξει, ε, δεν λες και κάθε μέρα στο σύντροφό σου ότι θα γίνει πατέρας! Τελειώσαμε και σηκώθηκε και έπλυνε τα πιάτα. Όταν τέλειωσε πήγα και τον πήρα αγκαλιά από πίσω. Γύρισε χαμογελαστός και με φίλησε. Τον πήρα και πήγαμε και κάτσαμε στον καναπέ.

«Σου έχω ακόμα μια έκπληξη» του είπα. «Κλείσε τα μάτια σου!» Έκλεισε τα μάτια του και του έδωσα ένα κουτί με το τεστ που είχα τυλίξει σα δώρο. Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε το κουτί.

«Τι γιορτάζουμε;»

«Άνοιξε και θα δεις»

«Χμμμ… Δεν μπορεί να είναι των γενεθλίων μου, αυτά είναι την άλλη εβδομάδα. Τι μου ετοιμάζεις πάλι θηλυκέ Μακιαβέλλι;»

Εδώ κανονικά λένε «θα το ανοίξεις ή θα μας γκαστρώσεις;» αλλά αυτό το είχε κάνει ήδη!

«Άνοιξέ το βρε!» επέμεινα.

Χαμογελώντας έλυσε το φιόγκο και άνοιξε το κουτί. Έμεινε αμίλητος βλέποντας τις δύο γραμμές. Στο μάτι του κύλισε ένα δάκρυ.

«Φοίβη…» είπε με τρεμάμενη φωνή… «Είναι… είναι αυτό… αυτό που νομίζω;»

«Θα γίνεις μπαμπάς!» του είπα δακρυσμένη και ο Ανδρέας ξέσπασε σε λυγμούς, δεν τον είχα δει ποτέ μου να κλαίει. Με έσφιξε στην αγκαλιά του, κόντεψε να με σκάσει.

«Θα γίνω μπαμπάς! Θα γίνω μπαμπάς!» μονολογούσε μέσα σε λυγμούς.

«Θα γίνεις μπαμπάς, μάτια μου» του είπα «αλλά πρώτα έχεις να γίνεις αύριο κουμπάρος!»

«Μωρό μου, έχω μια ιδέα» μου είπε όταν με τα πολλά ηρέμισε.

«Πες μου» του είπα χαμογελαστή.

«Αν είναι κοριτσάκι να την ονομάσουμε Χριστιάνα.»


Ηράκλειο, Ιούλιος 2022

«Στα είπε ο Ανδρέας, Φοίβη; Θα έρθουμε αρχές Αυγούστου.»

«Ναι, μου το είπε. Ελπίζω να κατέβετε Κρήτη!»

«Εννοείτε βρε, θα με τηγάνιζε ζωντανή η Φοίβη αν δεν ερχόμασταν να δει τους νονούς της» μου είπε γελώντας η Χριστιάνα. «Όχι ότι η Jude πάει πίσω, την έχει ερωτευτεί τη Λεβεντογέννα! Το έχεις πει στην Χριστιάνα;»

«Όχι, θέλω να της το πεις εσύ!»

«Βεβαίως! Είναι εκεί;»

«Ναι, εδώ είναι, δώσε μου δυο λεπτάκια να τη φωνάξω, φιλιά από εμένα!» της είπα. «Χριστιάνα;» φώναξα χωρίς να πάρω απάντηση. «Χριστιάνα!» ξαναφώναξα.

«Έλα μαμά!» την άκουσα να λέει από μέσα.

«Έλα στο τηλέφωνο, σε θέλει η νονά σου!» της είπα και ήρθε σχεδόν τρέχοντας. Μου πήρε το τηλέφωνο από το χέρι με το χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό της.

«Νονά!!! Τι κάνεις; Μου έχεις λείψει, άντε πότε θα σας δούμε; Τι;;;; Σοβαρά μιλάς; Ναιιιιι» είπε χτυπώντας παλαμάκια με ενθουσιασμό, μπορεί στην εμφάνιση και στο ύψος να είχε πάρει από το μπαμπά της, αλλά στη μανιέρα ήταν φωτοτυπία της μάνας της.

Η Χριστιάνα, στα είκοσι και μισό, είχε μόλις τελειώσει το τρίτο έτος στην Ιατρική Ηρακλείου, μπαίνοντας με την πρώτη, ούσα καλύτερη στην έκθεση από τον μπαμπά και τη θεία Ελένη, ενώ για φυσική δε σχολιάζω, θα την έπνιγε η θεία Μαρία αν τολμούσε να κάνει αλλιώς. Φανατική σκακίστρια, και ακόμα πιο δυνατή παίκτρια από εμένα, θα μπορούσε να είχε ασχοληθεί επαγγελματικά με το σκάκι, αν το είχε επιδιώξει.

Πριν μερικές μέρες σε εκδήλωση που είχε διοργανώσει το ΙΤΕ προς τιμήν της Ευδοκίας Πέτρου, που στις αρχές του μήνα είχε γίνει μόλις η δεύτερη γυναίκα στην ιστορία που είχε κερδίσει το βραβείο Fields, είχαμε παίξει μαζί της σκάκι σε αγώνες επίδειξης, καθότι και εκείνη, και ο Stolsberg, που είχε έρθει μαζί της στην εκδήλωση, άλλωστε σε κοινή τους εργασία αποδείχτηκε το εξαιρετικά σημαντικό για το πεδίο τους θεώρημα που έφερε το όνομά της, ήταν φανατικοί σκακιστές και εξαιρετικά δυνατοί παίκτες.

 Όπως και να 'χει τους πήραμε τα σκαλπ, και εγώ και η Χριστιάνα, και μετά το καμάρι μου πήρε και το δικό μου, αλλά εγώ το είχα πια συνηθίσει, με έκανε του αλατιού από τα δεκαπέντε της. Αυτές είναι οι ολέθριες συνέπειες του να παίζεις συνέχεια σκάκι με τον θείο Vasily, που εδώ και πολλά χρόνια είναι grand master.

«Αχ, τι όμορφη έκπληξη ήταν αυτή;» μου είπε ενθουσιασμένη, λίγη ώρα αργότερα, όταν τελείωσε με τη νονά της και έκλεισε. 

«Ναι, και το καλύτερο είναι ότι θα είναι εδώ και ο Στρατής μας!»

Ο Στρατής, ο μικρότερός μας, κληρονόμησε, εκτός από την εμφάνιση, και τον χαρακτήρα του πατέρα του, αλλά σε αντίθεση με τον Ανδρέα αποφάσισε να ακολουθήσει την καριέρα του παππού του, γεμίζοντας τον στρατηγούκο χαρά και υπερηφάνεια, δηλαδή τι χαρά, τα βρακιά του λέρωσε! Σπούδαζε στην Σχολή Ευελπίδων και θα μας επισκεπτόταν σύντομα, στις αρχές του Αυγούστου.

Η αλήθεια είναι ότι ο Ανδρέας μουρμούρισε λίγο στην αρχή καθώς ο Στρατής έχει πολύ λαμπρό μυαλό και θα μπορούσε να γίνει εξαιρετικός επιστήμονας, αλλά φυσικά το κράτησε μέσα του και δεν του είπε τίποτα, καθώς πέρα και πάνω απ' όλα θέλαμε τα παιδιά μας να είναι ευτυχισμένα ακολουθώντας το μονοπάτι που τα ίδια επέλεξαν. 

Παρά την αρχική του μουρμούρα πάντως, το Δεκέμβρη, στην ορκωμοσία του Στρατή— ως αρχηγού της τάξης του παρακαλώ!—μαζί με τους υπόλοιπους πρωτοετείς της σχολής, πιο περήφανος χαζομπαμπάς από τον Ανδρέα δεν πρέπει να υπήρξε. Καλά, για τον παππού του, δεν το συζητάμε, έπιασα κάμποσες φορές γαμπρό και πεθερό με τα μάτια τους να γυαλίζουν ύποπτα, όχι δηλαδή πως εγώ πήγα πίσω, να τα λέμε αυτά. 

«Ουφ, μη του το πεις γιατί θα πάρει αέρα, αλλά μου έχει λείψει το κωλόπαιδο!» «Χαχαχα, καλά, θα προσπαθήσω να κρατήσω το στόμα μου κλειστό!» της υποσχέθηκα.

«Άντε με τον κωλοκόβιντ, μας γάμησε δύο καλοκαίρια!»

«Χριστιάνα, γλώσσα!»

«Μμμμμ» μου είπε βγάζοντας τη γλώσσα της και δεν κρατήθηκα, έβαλα τα γέλια. «Ίδια η μάνα σου είσαι!»

«Και μπράβο μου» είπε σκάζοντάς μου ένα φιλάκι. «Ουφ, άντε να περιμένουμε τον Αύγουστο τώρα!»

«Θα αντέξουμε δύο εβδομάδες!» της είπα με δραματικό ύφος.

«Μου έχουν λείψει πολύ… και η νονά και η Jude και η Φοίβη!»


Ηράκλειο, Αύγουστος 2022

Ο Στρατής είχε συνηθίσει τα πρωινά ξυπνήματα αλλά η Χριστιάνα όχι.

«Μαμά, να την ξυπνήσω εγώ στρατιωτικά;» με είχε ρωτήσει το πρωί.

«Να σου πω, αν δεν καταφέρω να την ξυπνήσω σε 5 λεπτά, θα γίνει κι αυτό!»

«Άντε ρε παιδιά!» φώναξε από μέσα ο Ανδρέας.

«Στην κόρη σου να τα πεις!» είπε ο Στρατής.

Καταφέραμε και ήμασταν στο λιμάνι και οι τέσσερις μας την ώρα που το καράβι άρχισε να δένει. Είχαμε πάει με δύο αυτοκίνητα, στο ένα ήταν ο Στρατής με τη Χριστιάνα και στο άλλο εγώ με τον Ανδρέα. Ο Θρασύβουλας ήταν σχεδόν 50 χρονών αλλά τον είχαμε κρατήσει και τον προσέχαμε σαν τα μάτια μας. Δεν τον είχαμε σε ακινησία, ίσα-ίσα, πολλές φορές βόλευε να πάμε κέντρο με αυτόν και όχι με το άλλο που είχε το μέγεθος μαούνας. Toyota και αυτό, ο Ανδρέας δεν άλλαζε με τίποτα, αλλά να κατέβεις κέντρο με το station wagon δεν το λες και βολικό.

Κατεβήκαμε από τα αυτοκίνητα και περιμέναμε Χριστιάνα, Jude και Φοίβη να κατέβουν από το καράβι. Και τα δυο μας παιδιά είχαν πάρει το ύψος του μπαμπά τους, ο Στρατής ήταν 1,87 ενώ η Χριστιάνα 1,82. Από εμένα είχαν πάρει το χρώμα των ματιών μου αλλά ευτυχώς χωρίς τη στραβομάρα που τα συνόδευε μέχρι που έκανα εγχείρηση.Ο Στρατής είχε μια μικρή μυωπία αλλά καμία σχέση με τη δική μου που κάποτε είχε φτάσει κοντά 9 βαθμούς, είχε 0.75 βαθμούς στο ένα μάτι και 1,25 στο άλλο. Κατά τα άλλα ήταν σχεδόν φωτοτυπία του πατέρα του, αν εξαιρέσεις τα γυαλάκια που φορούσε.

Η Χριστιάνα είχε πάρει το δικό μου χρώμα των μαλλιών και το σωματότυπό μου με εξαίρεση το ύψος, κάποια στιγμή νομίζαμε ότι θα φτάσει το μπαμπά της. Τη νονά της πάντως, έστω και για δύο πόντους, την περνούσε στο ύψος. Ο ερχομός της Χριστιάνας το Φλεβάρη του 2002 μας είχε ανατρέψει τα σχέδια να πάμε εμείς Αμερική το καλοκαίρι του 2002 ωστόσο σαν δεν πάει το βουνό στο Μωάμεθ πάει ο Μωάμεθ στο Βουνό. Το Σεπτέμβρη ήρθαν οικογενειακώς στην Κρήτη, όχι απλά για διακοπές, είχαμε να βαφτίσουμε και τις κόρες μας. 

Χριστιάνα και Φοίβη. Όταν μου είχε πει ότι θα δώσει το όνομά μου στη θετή της κόρη είχα ρίξει τέτοιο κλάμα που δε λέγεται. Ήταν ιδέα του ίδιου του Ανδρέα όταν έμαθε ότι θα γίνει πατέρας το καλοκαίρι του 2001 να δώσουμε στο παιδί μας το όνομά της, αν έβγαινε κορίτσι, πράγμα που έγινε. Εκείνο το Σεπτέμβρη γνωρίσαμε την Jude από κοντά. Βέβαια είχαμε δει φωτογραφίες της αλλά η αλήθεια είναι ότι την αδικούσαν. Περίπου στο ύψος μου, φυσική κοκκινομάλλα με λίγες φακίδες, ήταν κούκλα.

Η Jude ήταν bisexual και έμεινε έγκυος μετά από ατύχημα με προφυλακτικό σε ένα τρίο που είχαν με τον περιστασιακό FB τους, τον Jeremy, τα μέσα της άνοιξης του 2000. Καθώς Χριστιάνα και Jude ήταν μαζί ήδη δύο χρόνια και δεδομένου ότι και οι δυο τους ήθελαν παιδί, δεν το σκέφτηκαν καθόλου. Η Φοίβη έμοιαζε πολύ στη μητέρα της και οι λίγες περισσότερες φακίδες που είχε, αν μη τι άλλο, τόνιζαν ακόμα περισσότερο την υπέροχη φατσούλα της. Από τον Jeremy είχε πάρει το χρώμα των υπέροχων σμαραγδένιων ματιών του και σε συνδυασμό με το αμυγδαλωτό σχήμα των ματιών που πήρε από την Jude έχω να το λέω: η βαφτιστήρα μου έχει τα πιο όμορφα μάτια που έχω δει σε άνθρωπο και αντιρρήσεις δε σηκώνω.

Όπως και να έχει το Σεπτέμβρη του 2002 στο Ρέθυμνο είχαμε διπλή βάφτιση, να είναι καλά Νίκος & Μηνάς που ήξεραν τον παππά, είχαμε τραβήξει το διάολό μας με δαύτους για να βαφτιστεί η Φοίβη. Κάπως έτσι εγώ και ο Ανδρέας βρεθήκαμε οι νονοί της Φοίβης και η Χριστιάνα νονά της Χριστιάνας, η Jude ήταν καθολική και ο παπάς είχε όρια στο πόσο μπορούσε να κάνει τα στραβά μάτια.

Τελικά το ταξίδι στο Σαν Φρανσίσκο το κάναμε την επόμενη χρονιά και εκεί είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε ακόμα ένα φίλο, τον Αρίστο, συνάδελφο που τότε δούλευε στην Google και που είχε κάνει το διδακτορικό του στο ίδιο πανεπιστήμιο με τη Χριστιάνα. Το 1998 που έκανα το μεταπτυχιακό μου, στο μάθημα της Θεωρίας Υπολογισμού μου είχε ανατεθεί σαν εργασία η διατριβή του, και ήταν αυτό τελικά που έγειρε την πλάστιγγα ώστε να ακολουθήσω κι εγώ αυτή την κατεύθυνση, αφήνοντας πίσω μου την άλλη μου αγάπη, τις δομές και βάσεις δεδομένων.

Το 2008 συνέβη ακόμα ένα ευχάριστο γεγονός. Στο τμήμα επιστήμης υπολογιστών δίδασκε και ο Νίκος ο Μαθιόπουλος, συμμαθητής του Ανδρέα από το σχολείο, και ένα πρωί, έσκασε στο γραφείο του Ανδρέα μαζί με τον Μάριο και τη Μπίλι. Είχε απίστευτη πλάκα ο Ανδρέας όταν μου εξομολογήθηκε, μετά από 15 σχεδόν χρόνια, ότι η Σοφία ήταν fallback και πως η πραγματική του καψούρα, ήταν η Μπίλι. Καλά, όχι ότι τον αδικώ, όπως έχω πει η τελευταία ήταν εξωπραγματική, σα βασίλισσα των ξωτικών. Από τη στιγμή που βρεθήκαμε ξανά κρατήσαμε επαφές και, όπως και τον Αρίστο, τους βλέπουμε κάθε φορά που ανεβαίνουμε είτε με τον Ανδρέα, είτε όλη η οικογένεια, στην Αθήνα και η Χριστιάνα έχει γίνει και φίλη με τις κόρες τους.

«Να τοι!» φώναξε η Χριστιάνα και σούρνοντας σχεδόν τον Στρατή έτρεξαν προς τη νονά της. Πήρα κι εγώ αγκαζέ τον Ανδρέα και προχωρήσαμε γελαστοί. Η Χριστιάνα είχε πάρει αγκαλιά τη Φοίβη και φωνάζαν και οι δύο σαν τρελές ενώ ο Στρατής προσπαθούσε απεγνωσμένα να μείνει σοβαρός.

«Καλώς τες» είπα και στις τρεις, αγκαλιάζοντάς τες και φιλώντας τες με τη σειρά. Ακολούθησε ο Ανδρέας.

«Πηγαίνετε σπίτι» τους είπε ο Ανδρέας όταν γεμίσαμε το station wagon με τις αποσκευές τους. «Εγώ και οι μαμάδες σας θα πάμε να πάρουμε καφεδάκι και θα σας βρούμε εκεί.»

Μπήκαμε στο Θρασύβουλα οι τέσσερίς μας και ξεκινήσαμε. Η 25ης Αυγούστου εδώ και χρόνια ήταν πεζόδρομος, οπότε πήγαμε πίσω από το πάρκο. Δυστυχώς το Έβερεστ είχε κλείσει και η Θράκα είχε μεταφερθεί αλλού. Νέα καταστήματα είχαν έρθει στη θέση τους. Ούτε το Αυγό υπήρχε πλέον, ούτε η Χιτζάζ, ούτε η Ραφιναρία, ούτε το Μπάχαλο, ούτε το Στρόμπολι. Τουλάχιστον το Azteca’s—που ποτέ δεν πρόσθεσε 4-φ στον κατάλογό του—ήταν εκεί, στην ίδια θέση και απ’ όσο γνωρίζουμε ο Vasily είναι η μοναδική επιβεβαιωμένη περίπτωση ανθρώπου που έφαγε 3-φ, κάτι το οποίο επαναλάμβανε κάθε φορά που πηγαίναμε μεξικάνικο, ανοίγοντας μια φιλική κόντρα με το μάγειρα που το είχε πάρει προσωπικά.

Η κυρά Ματούλα είχε πεθάνει ξαφνικά το 2003 γεμίζοντάς μας με θλίψη. Όταν μετακομίσαμε με τον Ανδρέα, λίγο πριν τον γάμο μας, οι κόρες της μας παρακάλεσαν να πάρουμε μαζί μας το Σίμπα καθώς τοις πράγμασι τα δέκα τελευταία χρόνια εγώ και ο Ανδρέας ήμασταν τα αφεντικά του. Ευτυχώς το σπίτι που μετακομίσαμε ήταν και αυτό μέσα σε ένα τεράστιο κτήμα, αλλιώς δεν ξέρω τι θα κάναμε. Ο Σίμπα πέρασε ευτυχισμένος τα γεράματά του μαζί μας και με τα τρία του γατιά—τα είχαμε πάρει και αυτά, τι να κάναμε;—και έφυγε πλήρης ημερών το 2008, στα 16 του. Το κλάμα που είχαμε ρίξει οικογενειακώς δεν λέγεται, και μπορεί να έχουν περάσει τόσα χρόνια αλλά ακόμα μου λείπει ο μούργος μας…

Το νέο μας σπίτι ήταν κοντά στο παλιό του Ανδρέα, αλλά πριν πάμε εκεί είχαμε να κάνουμε κάτι άλλο. Παρκάραμε στα άσπρα κτήρια και κατεβήκαμε. Περπατήσαμε κρατημένοι χέρι-χέρι εγώ με τον Ανδρέα και η Χριστιάνα με τη Jude και φτάσαμε έξω από την παλιά κάτω είσοδο. Μπορεί οι φυσικοί και οι βιολόγοι να είχαν μετακομίσει το 1994 στα νέα κτήρια στις Βούτες αλλά για όσους τα προλάβαμε, η ψυχή της Σχολής Θετικών Επιστημών του ΠτσιΚ ήταν αυτά τα άσχημα, προκάτ κτήρια.

Καθίσαμε εκεί για πέντε λεπτά αμίλητοι, ο καθένας βυθισμένος στις δικές τους σκέψεις. Για φαντάσου, ήταν σαν χθες και όμως έχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια. Ήταν Τετάρτη, 29 του Σεπτέμβρη του 1993. Ήταν η μέρα που συναντηθήκαμε για πρώτη φορά, μετά από 4 σχεδόν χρόνια, τυχαία στο κυλικείο, μα ήταν κάτι παραπάνω… ήταν το χάραμα της νέας μας ζωής.

“Ok, guys, let’s get going”

“Sure” απάντησαν Χριστιάνα και Jude αλλά ο Ανδρέας δεν είχε ακούσει.

«Τι είπες μωρό μου;»

«Πάμε;» είπα χαϊδεύοντας του τρυφερά το χέρι. «Τα παιδιά μας περιμένουν.»



No comments: