Search This Blog

Saturday, January 13, 2024

The tomboy



Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο
καθόμασταν στο διπλανό θρανίο
κι όταν μου έδινες το βιβλίο
μού 'λεγες «σ' αγαπώ»

Στης γειτονιάς το κοντινό παρκάκι
έπαιζες πάντα σα μικρό παιδάκι
κι όταν φιλιόμασταν στο παγκάκι
μού 'λεγες «σ' αγαπώ»

2024

Μια φορά κι έναν καιρό

Με λένε Βασιλική, αλλά από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου όλοι με φωνάζουν Μπίλι. Κανείς δεν ξέρει ποιος το ξεκίνησε—ίσως ο Στέλιος, ίσως ο Λευτέρης, μπορεί και να κόλλησε από μόνο του. Όπως και να ‘χει, το Βασιλική το θυμόντουσαν μόνο οι μεγάλοι. Για τους φίλους μου, ήμουν απλώς ο Μπίλι, πήρε κάμποσα χρόνια να γίνω η Μπίλι.

Αλλά μην προτρέχω.

Γεννήθηκα τέλη Απρίλη του ‘73, στην Αθήνα, και μεγάλωσα στους Παλιούς Ταξιάρχες, μια ήσυχη γειτονιά στο Περιστέρι. Όταν λέω ήσυχη, εννοώ ότι οι μεγάλοι την έλεγαν ήσυχη. Για εμάς, τα παιδιά, ήταν ένας κόσμος ολόκληρος, γεμάτος δρόμους, αλάνες και κρυψώνες. Οι τηλεοράσεις ήταν ασπρόμαυρες, με δύο κανάλια όλα κι όλα, κι αυτά έπαιζαν μόνο κάποιες ώρες τη μέρα. Το πρόγραμμα άνοιγε με το σήμα της ΕΡΤ και έκλεινε με τον εθνικό ύμνο. Τα τηλέφωνα ήταν βαριά και μαύρα, καρφωμένα στον τοίχο, με το καλώδιο να μπερδεύεται αν μιλούσες ώρα.

Τα παιδιά τότε δεν είχαν τίποτα ηλεκτρονικό να τα κρατήσει μέσα στο σπίτι. Οπότε, μόλις τέλειωνε το μεσημεριανό, ξεχυνόμασταν έξω. Στις αυλές, στις αλάνες, στα σοκάκια, στις σκονισμένες ανοιχτές αλάνες που μύριζαν χώμα κι ιδρώτα. Τρέχαμε μέχρι που το σώμα πονούσε, οι ανάσες κόβονταν, και τα γόνατα ήταν γεμάτα γρατζουνιές. Μέχρι να μαζευτούμε μόνοι μας ή να μας τραβήξουν οι μανάδες μας απ’ τα αφτιά.

Κορίτσια και τα αγόρια εκτός από κανένα κρυφτό δεν έπαιζαν μαζί. Τα κορίτσια είχαν τις κούκλες, τα κουζινικά, το σχοινάκι και το μήλα. Τα αγόρια είχαν τη μακριά γαϊδούρα, το ποδόσφαιρο και το φυσοκάλαμο. Εγώ; Εγώ έπαιζα με τα αγόρια.

Ούτε κούκλες ούτε κουζινικά—μου έφερναν και απλώς τα πέταγα στην άκρη, σαν να μην υπήρχαν. Στην αρχή, τ’ αγόρια δε με ήθελαν στα παιχνίδια τους. Με κοίταζαν στραβά, μου έλεγαν να πάω «με τα κορίτσια». Ποτέ δεν έφευγα. Έμενα, επέμεινα, κι όποτε χρειάστηκε, έδειξα ότι μπορούσα να παίξω με τους όρους τους. Αν έπρεπε να πέσει ξύλο για να το κερδίσω, τόσο το καλύτερο. Δεν ήμουν η πιο δυνατή. Ήμουν όμως η πιο πεισματάρα.

Και πάνω απ’ όλα, δεν έκλαιγα. Ό,τι και να γινόταν, δεν διαμαρτυρόμουν, δεν ζήτησα ποτέ χάρη, δεν μαρτύρησα κανέναν. Έτσι, από εκεί που ήμουν η ενοχλητική που χώθηκε ανάμεσά τους, έγινα μία από αυτούς. Κι αυτοί μου κόλλησαν το όνομα που τελικά έμεινε: ο Μπίλι. Έτσι με έλεγαν, ο Μπίλι. Για τα αγόρια ήμουν ένα από αυτούς. Το είχα κερδίσει με το σπαθί μου.
⇽∙
Ο Μάριος ήρθε στη γειτονιά μας όταν ήμουν πέντε. Δεν ήταν σαν εμάς. Ήσυχο παιδί, μαζεμένο. Ένα χρόνο μεγαλύτερος, λεπτός, μελαχρινός, με βλέμμα που ζύγιζε τους ανθρώπους. Δεν έτρεχε ξυπόλυτος, δεν κυλιόταν στις λάσπες, δεν φώναζε σαν τους άλλους.

Και γι’ αυτό έγινε στόχος. Δεν ήθελε να παίξει πόλεμο, δεν του άρεσαν οι καβγάδες, κι έτσι του κόλλησαν το “Μαρία”. Δεύτερη φορά δεν υπήρξε—δεν πρόλαβαν. Ο πρώτος που το δοκίμασε βρέθηκε ανάσκελα στο χώμα, με τη μύτη του να τρέχει αίμα. Από τότε κανείς δεν τον ξαναπείραξε. Δεν είχε το δικό μου πείσμα, δεν έμπλεκε εύκολα σε καβγάδες. Αλλά αν το έκανε, τελείωνε το θέμα πριν καν αρχίσει.

Στο ποδόσφαιρο, όμως, ήταν σκέτη μαγεία. Αέρινος. Δεν είχε δύναμη, αλλά ήξερε να ξεφεύγει, να περνάει ανάμεσα από πόδια, να βλέπει το γήπεδο σαν σκακιέρα. Εγώ δεν είχα την τεχνική του, αλλά ήμουν γρήγορη, ευλύγιστη, και δεν φοβόμουν να ρίξω στο δοξαπατρί αν χρειαζόταν και έτσι έγινε νόμος: Αν μια ομάδα πάρει τον Μπίλι η άλλη θα πάρει τον Μάριο.
⇽∙
Δεν ξέρω πότε ακριβώς, αλλά γίναμε αυτοκόλλητοι. Έγινε από μόνο του. Ούτε χαριζόμασταν ο ένας στον άλλον, ούτε είχαμε ανάγκη να πούμε πολλά. Απλώς ξέραμε. Το σπίτι του ήταν σαν παλάτι, είχαν μέχρι και έγχρωμη τηλεόραση. Την πρώτη φορά που την είχα δει, έμεινα να την κοιτάζω μαγεμένη. Οι γονείς του ήταν καθηγητές στο Πολυτεχνείο, πλούσιοι, καλλιεργημένοι, με βιβλία σε κάθε τοίχο.

«Δες αυτό.» Μου έδινε ένα βιβλίο, πάντα με το ίδιο χαμόγελο, λες και μου έδινε ένα μυστικό.
«Τι είναι;»
«Διάβασέ το και θα δεις.»

Αν έχω γίνει βιβλιοφάγος, το χρωστάω σ’ εκείνον.

Παίζαμε και «ξύλο» μεταξύ μας. Όχι αληθινό, βέβαια. Το κόλπο που είχε κάνει στον ψευτονταή με είχε χαζέψει. Προσπαθούσα κι εγώ να το εφαρμόσω πάνω του. Ποτέ δεν τα κατάφερα. Όσο ευλύγιστη και αν ήμουν, πάντα κατάφερνε να με βάλει κάτω και να κάτσει από πάνω μου, με μένα να χτυπιέμαι και να προσπαθώ να του ξεφύγω. Και πάντα γινόταν το ίδιο πράγμα:

«Παραδίνεσαι;» 
«Ποτέ!»

Λάθος απάντηση. Η ποινή του «ποτέ» ήταν πάντα η ίδια: Γαργάλημα μέχρι να φτύσω τα πνευμόνια μου.
⇽∙
Οι γονείς μου τον αγαπούσαν σαν γιο τους και η δική τους εμένα σαν κόρη και σαν γιο, γιατί η αλήθεια είναι πώς ήμουν και τα δύο. Και για τους γονείς του, και για τους γονείς μου.

«Αμάν βρε Βασιλική, δε μπορείς να είσαι λίγο φρόνιμη, σαν τον Μάριο;» γκρίνιαζε η μάνα μου κάθε φορά που γύρναγα με ματωμένα γόνατα.
«Βρε Μάριε, βγες λίγο να παίξεις, δες τη φίλη σου τη Βασιλική!» γκρίνιαζαν οι δικοί του όταν εκείνος καθόταν μέσα και διάβαζε.

Δύο κόσμοι διαφορετικοί. Και κάπου στη μέση, εγώ κι εκείνος.

1984

Ο κόκκινος στρατός

Η εφηβεία μας άλλαξε και τους δύο. Ο Μάριος ψήλωσε απότομα, τα χέρια και τα πόδια του σαν να μην ήξεραν πού να σταματήσουν, η φωνή του βάρυνε, κι όταν μιλούσε, έβγαινε ένα μπάσο που στην αρχή με έκανε να γελάω. Άρχισε να αποκτά έναν αέρα διαφορετικό, πιο σταθερό, πιο σίγουρο.

Εγώ, από την άλλη, άρχισα ν’ αλλάζω αλλού. Τα στήθη μου φούσκωναν και μ’ ενοχλούσαν κάθε φορά που έτρεχα· οι μπλούζες μου ξαφνικά δεν έπεφταν όπως πριν, τεντώνονταν άβολα στο στήθος και κολλούσαν στην πλάτη μου. Κάθε φορά που τραβούσα διακριτικά το ύφασμα να ξεκολλήσει, ένιωθα σαν να με κοιτάνε όλοι.

Και λίγο μετά τα έντεκα, μου ήρθε περίοδος, κι εκεί ο ουρανός στο κεφάλι. Όταν είδα το αίμα, πάγωσα για μια στιγμή, και μετά τα χέρια μου έτρεμαν τόσο πολύ που παραλίγο να σκίσω το χαρτί. Δεν είναι ότι η μάνα μου δεν με είχε προετοιμάσει, το αντίθετο. Μου τα είχε εξηγήσει όλα από καιρό, μου είχε μιλήσει ψύχραιμα, ήρεμα, σαν να ήταν κάτι που απλώς θα συνέβαινε, χωρίς ιδιαίτερο βάρος.

Αλλά άλλο να στα λένε, κι άλλο να σου συμβαίνει στα καλά καθούμενα.

Ένιωθα σαν κάτι μέσα μου να είχε χαλάσει, σαν να είχε χαθεί κάτι που μέχρι το προηγούμενο βράδυ ήταν δεδομένο. Το πρωί ξύπνησα όπως πάντα, ήπια γάλα με κακάο, πήρα τη μπάλα κι έτρεξα έξω με τις κάλτσες να γλιστράνε στα παπούτσια μου και τα κορδόνια λυμένα.

Το μεσημέρι… όχι. Όχι ποδόσφαιρο. Όχι τρέξιμο. Όχι τίποτα. Κρατούσα τη μπάλα σφιχτά, τα δάχτυλά μου άσπριζαν από την πίεση, κι απλώς καθόμουν στα σκαλιά και έβραζα στο ζουμί μου, χτυπώντας νευρικά τη μύτη του παπουτσιού στο πεζοδρόμιο.

«Πώς και δεν παίζεις μπάλα;» με ρωτάει ο Μάριος, πλησιάζοντας αθόρυβα από πίσω μου.
Αναστενάζω, στρέφοντας το κεφάλι μου ελαφρά προς το πλάι, χωρίς να τον κοιτάξω. «Δεν έχω όρεξη,» του απαντάω ξερά.
Εκείνος γέρνει ελαφρά το κεφάλι του, ψάχνοντας το πρόσωπό μου. «Θες να πάμε να δούμε τηλεόραση;» με ρωτάει αβέβαια.
«Σου είπα δεν έχω όρεξη!» του απαντάω ακόμα πιο εκνευρισμένη.
Τα χείλη του σφίγγονται. «Τι έπαθες ρε Μπίλι σήμερα, μύγα σε τσίμπησε;» ρωτάει, σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος και γέρνοντας προς τα πίσω.
«Ώχου, άσε με ρε Μάριε, τίποτα δεν έχω!» του λέω κάνοντάς του τη χειρονομία να με αφήσει στην ησυχία μου και τον παρατάω σύξυλο στα σκαλιά. Μπαίνω στο σπίτι και πάω τρέχοντας στο δωμάτιό μου και κλείνω πίσω μου την πόρτα με δύναμη. Πέφτω στο κρεββάτι μου μπρούμητα και χώνω το πρόσωπό μου στο μαξιλάρι.
Λίγο μετά η πόρτα χτυπάει ελαφρά, είναι η μάνα μου. «Σε ζητάει ο Μάριος.»
«Πες του να μ’ αφήσει ήσυχη!» φωνάζω με το πρόσωπο μου χωμένο ακόμα στο μαξιλάρι. Ακούω την πόρτα να ανοίγει και η μητέρα μου μπαίνει μέσα.
«Σε ζητάει ο Μάριος,» μου επαναλαμβάνει.
«Πες του να με αφήσει ήσυχη, είπα!» της κάνω νευριασμένα, γυρνώντας ανάσκελα.
Στέκεται για λίγο στο κατώφλι, τα μάτια της μελετάνε το πρόσωπό μου προσεκτικά. «Τι έγινε, τσακωθήκατε;» ρωτάει μαλακά, προχωρώντας λίγα βήματα μέσα στο δωμάτιο.
«Όχι…» λέω, και από το πουθενά βάζω τα κλάματα, οι ώμοι μου να τραντάζονται αθόρυβα.

Τα χέρια μου πιάνουν σφιχτά την κουβέρτα, σαν να προσπαθούν να αγκιστρωθούν από κάπου. Εγώ. Που δεν κλαίω ποτέ! Τα μάγουλά μου καίνε από τη ντροπή και τα δάκρυα κατεβαίνουν καυτά, χωρίς να προλάβω να τα σκουπίσω.

Η μάνα μου κάθεται δίπλα μου στο κρεβάτι και με τραβάει στην αγκαλιά της, τα χέρια της να χαϊδεύουν αργά τα μαλλιά μου, τα δάχτυλά της απαλές γραμμές ανακούφισης. «Γιατί να μου συμβαίνει αυτό;» αναρωτιέμαι γεμάτη παράπονο μέσα στους λυγμούς μου.
«Αγάπη μου, σε όλα τα υγιή κορίτσια συμβαίνει αυτό, τα έχουμε πει αυτά,» μου λέει και σταματάει για μερικές στιγμές. Η φωνή της είναι γλυκιά, αλλά οι λέξεις πέφτουν βαριές, αμετάκλητες. «Κι εσύ είσαι και από τις τυχερές, ούτε πόνους έχεις ούτε τίποτα.»
Σηκώνω απότομα το κεφάλι μου από τον ώμο της, τα μάτια μου φλογισμένα και οι γροθιές μου σφιγμένες. «Να το βράσω από τη στιγμή που δε μπορώ να παίξω έξω με τους φίλους μου!» φωνάζω πεισμωμένη, η φωνή μου να τρέμει από την αδικία που νιώθω να με πνίγει.
Η μάνα μου χαμογελάει ελαφρά και τα μάτια της γεμίζουν κατανόηση. «Μπορείς να παίξεις άλλα παιχνίδια με τους φίλους σου, καρδούλα μου,» λέει, χαϊδεύοντας το μπράτσο μου με αργές κυκλικές κινήσεις, «κάνε λίγο υπομονή, μερικές μέρες κρατάει.»
Αναστενάζω απότομα, τα μάτια μου στενεύουν κι ένα κύμα πείσματος με κατακλύζει. «Και είναι και αυτά!» λέω θυμωμένα, δείχνοντας τα στήθη μου που έχουν αρχίσει να μεγαλώνουν εδώ και μερικούς μήνες. Τα χέρια μου σταυρώνουν αμυντικά μπροστά στο στήθος, τα δάχτυλά μου να σφίγγουν άβολα το ύφασμα. «Πόσο άλλο θα μεγαλώσουν; Έχουν αρχίσει και με κοιτάνε περίεργα,» προσθέτω, και τα μάγουλά μου κοκκινίζουν από την ντροπή.
Η μάνα μου χαμογελάει, το βλέμμα της ζεστό και ήρεμο. Ακουμπάει το χέρι της στο γόνατό μου και το πιέζει απαλά, σαν να προσπαθεί να με καθησυχάσει. «Τα είπαμε αυτά, Βασιλική μου,» μου λέει, η φωνή της ήρεμη σαν απάνεμο λιμάνι. «Θα μεγαλώνουν μέχρι τα 15-16 σου, όπως και θα συνεχίσεις να ψηλώνεις μέχρι τότε.»
«Γιατί;;;» ρωτάω γεμάτη παράπονο.
«Γιατί γίνεσαι γυναίκα,» μου απαντάει λες και είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, χαμογελώντας γλυκά και περνώντας το χέρι της ξανά στα μαλλιά μου.
«Δε θέλω να γίνω γυναίκα!» φωνάζω σχεδόν με απόγνωση.
Η μάνα μου αναστενάζει κι εκείνη ελαφρά, τα χέρια της σταματούν για λίγο και μετά συνεχίζουν αργά, ρυθμικά. «Θέλουμε δε θέλουμε, Βασιλική μου, δεν έχουμε επιλογή σ’ αυτό,» λέει και τελειώνει εκεί τη συζήτηση, το βλέμμα της απαλό αλλά αποφασιστικό. «Τέλος πάντων, τι να πω στον Μάριο;»
Αναστενάζω βαθιά, σκουπίζω βιαστικά τα μάτια μου με την ανάστροφη του χεριού μου και κατεβάζω το βλέμμα στο πάτωμα. Το στομάχι μου είναι κόμπος και τα δάχτυλά μου παίζουν νευρικά με τις άκρες της μπλούζας μου. «Πες του να έρθει,» της λέω τελικά.
Η μάνα μου χαμογελάει και πιάνει απαλά το πηγούνι μου, αναγκάζοντάς με να την κοιτάξω. «Έτσι μπράβο,» λέει απλά και φεύγει, κλείνοντας την πόρτα αθόρυβα πίσω της.

Λίγη ώρα αργότερα, η πόρτα του δωματίου μου ανοίγει αργά, και ο Μάριος ξεπροβάλλει διστακτικά, κρατώντας την ανάσα του. Τα μάτια του ψάχνουν το πρόσωπό μου, αλλά εγώ δεν γυρίζω να τον κοιτάξω. Ανακάθομαι στο κρεβάτι με την πλάτη ίσια, τα χέρια μου ακουμπισμένα στα γόνατα και το βλέμμα μου καρφωμένο στον απέναντι τοίχο.

Κλείνει την πόρτα και πλησιάζει αργά προς το μέρος μου. «Γιατί μου έβαλες τις φωνές, ρε Μπίλι;» με ρωτάει αβέβαια κοιτάζοντάς με στα μάτια.
Τα χείλη μου σφίγγονται ασυναίσθητα και οι ώμοι μου πέφτουν βαριά. «Συγνώμη,» του λέω μετανιωμένη, η φωνή μου σχεδόν ψιθυριστή, τα μάτια μου κατεβασμένα. Νιώθω την ντροπή να με πνίγει, τα μάγουλά μου καίνε και τα χέρια μου σφίγγουν τόσο πολύ το στρίφωμα που οι αρθρώσεις μου άσπρισαν. Τι μου έφταιγε αυτός που γεννήθηκα κορίτσι;
Αναστενάζει, τα χέρια του βγαίνουν από τις τσέπες και περνάει το ένα μέσα από τα μαλλιά του, ανακατεύοντάς τα αμήχανα. Κάνει ένα βήμα πιο κοντά, η ματιά του μαλακώνει. «Θα έρθεις έξω; Λέμε να παίξουμε κρυφτό μετά τη μπάλα,» λέει μ’ έναν τόνο που προσπαθεί να ακουστεί αδιάφορος αλλά δεν τα καταφέρνει.
Τα μάτια μου σηκώνονται επιτέλους από τον απέναντι τοίχο και τον κοιτάζουν φευγαλέα. Τα δάχτυλά μου σταματούν να παίζουν με το στρίφωμα και σφίγγονται νευρικά στις άκρες της μπλούζας μου. «Ναι, έρχομαι,» του απαντάω και σηκώνομαι απότομα, τόσο που παραλίγο να σκοντάψω.
Κάνω να βγω από το δωμάτιο σχεδόν τρέχοντας, αλλά η φωνή του με σταματάει απότομα, γεμάτη ξαφνική ένταση. «Μπίλι; Μπίλι, σταμάτα!» μου λέει σχεδόν αμέσως.
Σταματάω απότομα, οι φτέρνες μου κολλάνε στο ξύλινο πάτωμα μ’ έναν υπόκωφο θόρυβο. Γυρίζω προς το μέρος του απορημένη, τα φρύδια μου συνοφρυωμένα και τα μάτια μου μισόκλειστα. «Γιατί;»
Ανοίγει το στόμα του να μιλήσει αλλά το κλείνει σχεδόν αμέσως, σαν να προσπαθεί να βρει τα σωστά λόγια. Το πρόσωπό του κοκκινίζει ελαφρά και το βλέμμα του κατεβαίνει αμήχανα στο πάτωμα. «Το… το παντελόνι σου…» ξεκινάει δειλά, η φωνή του να σπάει ελαφρά. Κοκκινίζει ακόμα περισσότερο με τα μάτια του κολλημένα στο πάτωμα. «Λε… λερώθηκε,» συνεχίζει κοιτάζοντας το πάτωμα.

Το βλέμμα μου κατεβαίνει αυτόματα στο παντελόνι μου και με το που βλέπω το λεκέ το στομάχι μου γίνεται κόμπος. Τα μάγουλά μου παίρνουν φωτιά.

«Μάριε, φύγε σε παρακαλώ…» του λέω, μην τολμώντας να τον κοιτάξω και παρακαλώντας να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Η φωνή μου τρέμει και τα μάτια μου καίνε. Σφίγγομαι και με πολύ κόμπο καταφέρνω να μη βάλω τα κλάματα μπροστά του.
Κουνάει το κεφάλι του καταφατικά και μου μιλάει ήρεμα, καθησυχαστικά. «Έξω θα είμαι,» μου λέει και στρίβει αργά και πιάνει το χερούλι της πόρτας. Σταματάει για μια στιγμή, αναστενάζει και ρίχνει μια γρήγορη ματιά πίσω του. Μου χαμογελάει «Άλλαξε και έλα, σε περιμένω,» συνεχίζει σαν να μην τρέχει κάστανο.

Κλείνει την πόρτα αθόρυβα πίσω του και μένω μόνη μου στο δωμάτιο. Τα μάτια μου καρφώνονται στο παντελόνι μου και το μόνο που θέλω είναι να εξαφανιστώ. Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά και νιώθω να με πνίγει το άδικο. Παίρνω βαθιές ανάσες προσπαθώντας να κρατηθώ, μα δεν τα καταφέρνω, βάζω τα κλάματα και πάλι.

Δεν βγήκα έξω εκείνη την ημέρα και δεν σκόπευα να βγω ούτε την επόμενη. Είχα πάρει την απόφαση να κάτσω κλεισμένη στο σπίτι μέχρι να μου τελειώσει η περίοδος.

Ο Μάριος έρχεται την άλλη μέρα και βάζω τη μάνα μου να τον διώξει, αλλά αρνιέται να το κάνει. Στέκεται στην πόρτα με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και με κοιτάζει μ’ ένα βλέμμα που δεν αφήνει περιθώρια. «Αν θες να είσαι γαϊδούρα, πήγαινε να τον διώξεις μόνη σου.»

Αναστενάζω, και σηκώνομαι από το κρεβάτι με μια απότομη κίνηση, και πάω προς τα μέσα με βαριά βήματα. Είναι στο χολ και στέκεται με τα χέρια στις τσέπες, ένα αμήχανο χαμόγελο και τα μάτια του γεμάτα ανησυχία. Μόλις βλέπω το χαμόγελό του, οι τύψεις με χτυπάνε κατακέφαλα και δεν μου κάνει καρδιά να τον διώξω.

«Πώς είσαι, Μπίλι;» με ρωτάει καθώς πηγαίνουμε στο δωμάτιό μου.
«Καλά είμαι,» του λέω ουδέτερα και κάθομαι στο κρεβάτι, σταυρώνοντας τα χέρια μου μπροστά στο στήθος.
Κάθεται στην καρέκλα του γραφείου μου, γέρνοντας ελαφρά μπροστά με τους αγκώνες στα γόνατα και τα χέρια του να μπλέκονται νευρικά μεταξύ τους. «Θα έρθεις έξω; Λέμε να παίξουμε και πάλι κρυφτό,» λέει με τα μάτια του να ψάχνουν το πρόσωπό μου, αλλά εγώ αποφεύγω να τον κοιτάξω.
«Όχι,» του απαντάω κοφτά, σφίγγοντας τα χέρια μου λίγο περισσότερο. «Πήγαινε εσύ αν θέλεις.»

Μορφάζει ελαφρά και χάνει για μια στιγμή τη σιγουριά του. Αναστενάζει και σηκώνεται από την καρέκλα. Έρχεται και κάθεται σκαμνάκι μπροστά μου, φέρνοντας το κεφάλι του στο ύψος του δικού μου, τόσο κοντά που νιώθω την ανάσα του ζεστή στο πρόσωπό μου.

Αποφεύγω να τον κοιτάξω, τα μάτια μου είναι καρφωμένα στις πτυχές της μπλούζας μου που τις τσαλακώνω ασυναίσθητα. Τα μάγουλά μου καίνε από ντροπή και τα χείλη μου σφίγγονται αθέλητα. Δεν θέλω να με βλέπει έτσι. Δεν θέλω να δείχνω αδύναμη, ειδικά μπροστά του.

«Μέχρι πότε θα κάθεσαι μέσα και θα μας αποφεύγεις όλους;» ρωτάει με σιγανή φωνή.
«Μέχρι να μου περάσει!» ξεσπάω με φωνή πιο δυνατή απ’ ό,τι σκόπευα.
Κλείνει για μια στιγμή τα μάτια του. «Μπίλι…» λέει και κομπιάζει. Η φωνή του είναι τρυφερή. «Μπίλι, κοίταξέ με σε παρακαλώ.»

Σηκώνω διστακτικά το βλέμμα μου και τον κοιτάζω στα μάτια. Τα μάγουλά μου καίνε. Αυτό που βλέπω μέσα τους δεν είναι ούτε οίκτος, ούτε σιχασιά, ούτε λύπηση. Είναι το ίδιο βλέμμα που ξέρω από τα πέντε μου, το βλέμμα του Μάριου μου, του καλύτερου φίλου μου σε όλο τον κόσμο.

«Ξέρω… ξέρω τι είναι. Δεν είναι κάποια αρρώστια για να λες πως θα σου περάσει,» μου λέει απαλά με το βλέμμα του σταθερό και ήρεμο. Μου χαμογελάει αβέβαια.
«Τι ξέρεις εσύ από αυτό;» τον ρωτάω γεμάτη παράπονο με τα μάτια μου να τσούζουν από τα δάκρυα που προσπαθώ με δυσκολία να συγκρατήσω.
«Ξέρω τι είναι. Σε όλα τα κορίτσια συμβαίνει από μια ηλικία και μετά,» μου απαντάει καθησυχαστικά.
«Δε θέλω να είμαι κορίτσι!» ξεσπάω με μια φωνή που σχεδόν ραγίζει και τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα που δεν μπορώ να συγκρατήσω.
Ανασηκώνει τα φρύδια του, τα μάτια του γεμάτα απορία. «Γιατί;» ρωτάει απλά, η φωνή του απαλή σαν χάδι.
«Γιατί…» ξεκινάω να λέω αλλά κομπιάζω.

Τα μάτια μου καρφώνονται στα χέρια μου που τρέμουν και το στομάχι μου γίνεται κόμπος. Δεν ξέρω τι να του απαντήσω, δεν ξέρω τι να του πω. Ήμουν ένα κορίτσι που δεν ταίριαζα στα στερεότυπα εκείνης της εποχής, που είχα αγωνιστεί για να γίνω αποδεκτή, που έπρεπε συνεχώς ν’ αποδεικνύω πως ήμουν εξίσου καλή, αν όχι καλύτερη, από τ’ αγόρια. Ήμουν μόλις έντεκα χρονών και δεν μπορούσα, δεν είχα τους όρους να εκφράσω επακριβώς αυτά που ένιωθα, είχα απλά πειστεί ότι έπρεπε να δίνω διαρκώς μάχες για να με δεχθούν, κάτι που δεν συνέβαινε με κανένα αγόρι στη γειτονιά.

«Τι σημασία έχει που είσαι κορίτσι; Είσαι καλύτερη απ’ όλα τα υπόλοιπα αγόρια μαζί. Τι άλλο θέλεις;» μου λέει μ’ ένα τόνο που δεν σηκώνει αμφιβολία. Τα μάτια του με κοιτάζουν σταθερά, γεμάτα πείσμα και μια ειλικρίνεια που με πιάνει απροετοίμαστη.
Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου για μια στιγμή, νιώθοντας το στομάχι μου να σφίγγεται. Τα δάχτυλά μου παίζουν νευρικά με την άκρη της μπλούζας μου και το βλέμμα μου φεύγει φευγαλέα προς το πάτωμα. «Γιατί είμαι καλύτερη;» ρωτάω με μια φωνή που τρέμει ελαφρά, σχεδόν ψιθυριστά.
«Δεν έχει γιατί, γιατί έτσι!» μου απαντάει και τα μάτια του λάμπουν με εκείνο το γνώριμο πείσμα που ξέρω από πάντα. «Γιατί είσαι η Μπίλι μου.» Η φωνή του είναι απαλή, ζεστή και τόσο φυσική σαν να μου λέει κάτι αυτονόητο.

Τον κοιτάζω χωρίς να του απαντήσω. Το βλέμμα μου ψάχνει για μια στιγμή το πρόσωπό του, προσπαθώντας να διακρίνω αν το εννοεί πραγματικά. Αλλά αυτό που βλέπω στα μάτια του είναι τόσο ειλικρινές που κάνει το στομάχι μου να σφίγγεται ακόμα περισσότερο.

Αναστενάζει και γέρνει ελαφρά προς τα πίσω, περνώντας το χέρι του από τα μαλλιά του. Το βλέμμα του μαλακώνει και τα χείλη του στρίβουν σε ένα κουρασμένο χαμόγελο. «Θα έρθεις να παίξουμε κρυφτό;» ρωτάει τελικά.
«Όχι,» του απαντάω κοφτά, τα χέρια μου σταυρώνονται μπροστά στο στήθος και τα μάτια μου καρφώνονται στο πάτωμα.
Αναστενάζει ξανά, αυτή τη φορά πιο βαριά, και κουνάει το κεφάλι του σαν να τα παρατάει.  Αντί όμως να σηκωθεί και να φύγει, σταυρώνει τα χέρια στο στήθος και με κοιτάζει μ’ ένα πείσμα που σχεδόν με εξοργίζει. «Τότε θα κάτσω κι εγώ εδώ,» δηλώνει απλά, γέρνοντας πίσω στην καρέκλα. Σταυρώνει τα χέρια του και με κοιτάζει.
Σηκώνω απότομα το κεφάλι μου. «Γιατί;»
Ανασηκώνει τους ώμους του σχεδόν αδιάφορα. «Για να σου κάνω παρέα. Για να μην είσαι μόνη σου,» μου απαντάει. «Γι’ αυτό δεν είναι οι φίλοι;» συνεχίζει χαμογελώντας αβέβαια.

Θέλω να του την πω αλλά τα λόγια δεν μου βγαίνουν. Νιώθω ένα περίεργο σφίξιμο στο στήθος και μια ζεστασιά να με πλημμυρίζει. Τα μάτια μου τσούζουν και πάλι, αλλά σφίγγω τα χείλη μου και καταπνίγω το κύμα που ανεβαίνει στον λαιμό μου.

«Είσαι πολύ κωλόπαιδο,» του λέω τελικά, αλλά εκείνος απλώς γελάει.
«Θα έρθεις;» με ρωτάει με το πρόσωπό του να φωτίζεται. Το χαμόγελό του είναι τόσο ειλικρινές που δεν μπορώ να μην νιώσω ζέστη στο στήθος μου.
Αναστενάζω, σηκώνω τα μάτια μου προς το ταβάνι και σηκώνομαι από το κρεβάτι με μια απότομη κίνηση. «Άντε, πάμε…» του κάνω υποχωρώντας.

Πετάγεται όρθιος σαν ελατήριο, το χαμόγελό του φωτίζει ολόκληρο το πρόσωπό του και τα μάτια του λάμπουν σαν να του έκανα το μεγαλύτερο δώρο. Μου πιάνει το χέρι ασυναίσθητα και το σφίγγει για μια στιγμή πριν το αφήσει βιαστικά, σαν να συνειδητοποιεί τι έκανε.

Χαχανίζω ελαφρά, τα μάγουλά μου καίνε ακόμα, αλλά νιώθω την καρδιά μου λίγο πιο ανάλαφρη. Και δεν το μετανιώνω, τελικά περνάμε πολύ όμορφο απόγευμα.

1985

Τέλος εποχής

Επιτέλους έκλεισαν τα σχολεία! Η αλήθεια είναι ότι τις τελευταίες μέρες ζήλευα λίγο τον Μάριο. Τα γυμνάσια τελείωσαν τέλη Μαΐου, ενώ εμείς στο δημοτικό έπρεπε να καθίσουμε άλλα δέκα μέρες, που μου φάνηκαν αιώνας, ειδικά όταν έβλεπα τον Μάριο και τους φίλους του να αλωνίζουν όλη μέρα.

Καλά, όχι ότι έχει και μεγάλη σημασία. Από τη στιγμή που μπήκε για τα καλά η άνοιξη, κάθε απόγευμα ξεχυνόμαστε στους δρόμους σχεδόν μετά το μεσημεριανό και καθόμαστε μέχρι να πέσει η νύχτα ή μέχρι να μας τραβήξουν οι γονείς μας από τα τσουλούφια, ό,τι γίνει πρώτο.

Νιώθω περίεργα, ένα κράμα χαράς και λύπης, πασπαλισμένο με μια παράξενη, γλυκιά αγωνία. Μεγαλώνω. Έχω κλείσει τα δώδεκα από τα τέλη του Απρίλη και το Σεπτέμβρη θα πάω γυμνάσιο. Για φαντάσου, γυμνάσιο!

Το δημοτικό, ειδικά τα τρία πρώτα χρόνια με τις ποδιές, μου είχε φανεί ατελείωτο, σαν μια τεράστια διαδρομή που δεν έλεγε να τελειώσει. Και τώρα, ξαφνικά, βρέθηκα στο τέλος του—και στην αρχή μιας άλλης. Θα μου λείψει; Δεν ξέρω.

Ξέρω, όμως, ότι μου πήρε πολύ περισσότερο κόπο απ' όσο έπρεπε για να κερδίσω ξανά το δικαίωμά μου να παίζω μπάλα. Στην αρχή της πρώτης δημοτικού, είχα μάθει με τον δύσκολο τρόπο ότι άλλαζαν οι κανόνες.

Στη γειτονιά, με τον Μάριο και τους υπόλοιπους, τα πράγματα ήταν απλά, έπαιζα μαζί τους από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, οπότε δεν υπήρχε κανένα “τα κορίτσια δεν παίζουν μπάλα”.

Στο σχολείο, όμως, ήταν αλλιώς. Αρχικά ήταν οι ποδιές, άργησαν να καταργηθούν για τα κορίτσια και εγώ στα χαρτιά ήμουν κορίτσι. Τρία μίζερα χρόνια. Και όταν καταργήθηκαν οι ποδιές οι συμμαθητές μου δεν με άφηναν να παίξω μαζί τους και το σχολείο δεν ήταν γειτονιά για να το λύσουμε παίζοντας φάπες.

Τελικά το πρόβλημα λύθηκε με τη βοήθεια των ξένων γλωσσών, και δεν αστειεύομαι. Ένας από την Τετάρτη, ο Γιάννης, πήγαινε στο ίδιο φροντιστήριο αγγλικών με εμένα και το Μάριο, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι είμαι περίπου ο θηλυκός Πελέ. Δεν ήμουν βέβαια τόσο καλή, αλλά ήμουν πολύ γρήγορη και λυγερή και μπορεί να ήμουν κορίτσι, αλλά δεν το είχα σε τίποτα να βαρέσω στο ψαχνό.

Με την υποστήριξη του Γιάννη, και παρά το γεγονός ότι ήμουν ακόμα στην Τρίτη δημοτικού—και ακόμα χειρότερα κορίτσι—με άφησαν να παίξω μαζί τους δοκιμαστικά. Στην αρχή με πήραν στην πλάκα, μέχρι που με είδαν να τους περνάω σα σταματημένους μοιράζοντας σακούλες αριστερά και δεξιά. Και στην άμυνα, σκυλί μαύρο, τάκλιν, κλωτσίδια, αγκωνιές, δε μάσαγα μία.

Κάποια στιγμή κάνω ντρίμπλα στον Μάρκο αφήνοντάς τον να ψάχνει σακούλα για εμετό. Στην επόμενη φάση πάω να κάνω το ίδιο και με σηκώνει στον αέρα, παίζει να έκανα πραγματικά κωλοτούμπα, και σκάω κάτω σαν καρπούζι. Παγώνουν όλοι πιστεύοντας ότι θα βάλω τα κλάματα και θα έρθουν οι δάσκαλοι έξω να μας τιμωρήσουν.

Κυρία εγώ. Κοιτάω το Μάρκο με δολοφονικό βλέμμα, σηκώνομαι, τινάζομαι και συνεχίζω σα να μην τρέχει τίποτα. Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά όμως, και δυο-τρεις φάσεις μετά του κάνω τάκλιν και τον στέλνω στο γειτονικό ταχυδρομικό κωδικό. Κοιτάζει απορημένος καθώς δεν κατάλαβε από που του ήρθε και πάω δίπλα του και του δίνω το χέρι.

«Μπορούμε να παίξουμε μπάλα ή μπορούμε να παίξουμε kung-fu» του λέω. «Εμένα το ίδιο μου κάνει.»

Οι υπόλοιποι σκάνε στα γέλια καθώς είμαι περίπου η μισή από το Μάρκο. 

«Κοίτα να δεις ο Χασάπης» λέει και βάζει τα γέλια, βγάζοντάς μου το παρατσούκλι που έμελλε να με ακολουθήσει στη μπάλα.

Του δίνω το χέρι και τον βοηθάω να σηκωθεί. Αυτό ήταν! Από εκείνη τη μέρα, ήμουν μέσα στο παιχνίδι. Δεν υπήρχε πια συζήτηση. Έπαιζα με τα αγόρια της μεγαλύτερης τάξης, κι ας μου ζητούσαν οι συμμαθητές μου να παίξω και μαζί τους. Πριτς! Είχα κερδίσει τη θέση μου, και δεν είχα καμία όρεξη να την αφήσω. Ανυπομονώ να ξαναβρώ τα παλιά μου φιλαράκια στο γυμνάσιο, και το ακόμα καλύτερο, θα πηγαίνω στο ίδιο σχολείο με τον κολλητό μου.

Όσο για το διάβασμα, δεν με διάβασαν ποτέ οι γονείς μου. Δε χρειάστηκε. Ο Μάριος ήταν η βασική μου πηγή γνώσης και—εκεί που με ήξεραν σαν αλητάκι με ματωμένα γόνατα—ξαφνικά έβλεπαν τη Μπίλι τους να κάθεται ήσυχη και να διαβάζει με τις ώρες.

Έμαθα να γράφω και να διαβάζω από πέντε χρονών, επειδή απλά κόλλησα στον Μάριο. Η μαμά του, η κυρία Χριστίνα, τον είχε μάθει να διαβάζει πριν πάει σχολείο. Και επειδή ήμουν η σκιά του, έμαθα κι εγώ. Όταν μπήκα στην πρώτη, ήμουν η μόνη που μπορούσε να διαβάζει και να γράφει σωστά.

Και ήμουν η μόνη αριστερόχειρας. Και φυσικά, έπεσα σε δασκάλα-κελεπούρι. Ήθελε ντε και καλά να με κάνει να γράφω με το δεξί. Στο σχολείο του Μάριου—μου το είχε πει ο ίδιος— στην πρώτη δημοτικού η δασκάλα μάθαινε στα παιδιά πως να γράφουν αν είναι δεξιόχειρες και πως αν είναι αριστερόχειρες. Μουλάρωσα. Εκείνη φώναξε τους γονείς μου.

Ο πατέρας μου με πήρε έξω από την τάξη και όταν ξαναμπήκε μέσα, έγινε το έλα να δεις. Δεν τον είχα ακούσει ποτέ να φωνάζει τόσο δυνατά. Όταν τελικά βγήκε, η δασκάλα έμοιαζε με δαρμένο σκυλί.

«Θα γράφεις όπως σου αρέσει καλύτερα, αγάπη μου,» μου λέει απλά ο πατέρας μου.

Τελικά, η δασκάλα μουλάρωσε κι εκείνη και προσπάθησε να μου κάνει—στην αρχή τουλάχιστον—τη ζωή δύσκολη, αλλά έπεσε στην περίπτωση. Ήμουν η καλύτερη μαθήτρια στην τάξη. Και όταν κάτι τέτοιο δεν μπορείς να το αλλάξεις, το αποδέχεσαι.

Κοντά στον Μάριο, αγάπησα το διάβασμα. Δεν ξέρω αν ήταν επειδή ήθελα να του μοιάσω ή επειδή απλά είχε ενδιαφέροντα βιβλία, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Οι γονείς μου δεν πίστευαν στα μάτια τους βλέποντας το αλητάκι τους να διαβάζει ήσυχα. Οι γονείς του Μάριου με λάτρευαν για τον ακριβώς αντίθετο λόγο. Εκείνοι έβλεπε το “καλό της παιδί” να βγαίνει έξω, να παίζει, να κοινωνικοποιείται.

Και κάπως έτσι, καταλήξαμε να είμαστε σχεδόν υιοθετημένοι—ο ένας από την οικογένεια του άλλου.
⇽∙
Είναι μεσημεράκι όταν γυρνάω από την τελευταία μου μέρα στο δημοτικό. Ο ήλιος χτυπάει λοξά τα τζάμια των παραθύρων και ο αέρας έχει μια παράξενη γλύκα. Στα σκαλιά του σπιτιού μου κάθεται μόνος του ο Μάριος και με περιμένει.

Έχει τα χέρια χωμένα στις τσέπες του σορτς του και τα πόδια του τεντωμένα μπροστά. Το κεφάλι του είναι λίγο σκυφτό, αλλά μόλις με βλέπει, σηκώνει απότομα το βλέμμα και τα μάτια του φωτίζονται. Χαμογελάει πλατιά, σχεδόν αυτόματα.

«Γεια!» του κάνω και κάθομαι δίπλα του· δεν πάω καν μέσα να χαιρετήσω τη μαμά μου. Κάθομαι σταυροπόδι και το ένα πόδι μου κουνιέται ρυθμικά, τα δάχτυλά μου παίζουν νευρικά με την άκρη της μπλούζας μου.
«Καλώς τη!» μου λέει χαμογελώντας με ζεστό βλέμμα. Κουνάει το κεφάλι του λίγο προς τα πλάγια και το ένα χέρι του ξεμυτίζει από την τσέπη. «Πώς ήταν η τελευταία μέρα στο δημοτικό;» με ρωτάει με μια φωνή που προσπαθεί να ακουστεί αδιάφορη, αλλά δεν τα καταφέρνει και πολύ καλά.
«Όπως και η προτελευταία!» του λέω και του βγάζω κοροϊδευτικά τη γλώσσα. Τα χέρια μου στηρίζονται πίσω από την πλάτη μου και κουνάω τα πόδια μου ρυθμικά πέρα-δώθε. 
«Χα χα χα, γελάσαμε!» μου λέει ειρωνικά, κυλώντας τα μάτια του προς τα πάνω και κάνοντας μια κίνηση με το χέρι του σαν να θέλει να με σπρώξει ελαφρά.
«Από το Σεπτέμβρη θα είμαστε μαζί στο σχολείο!» του λέω χαρούμενη, τα μάτια μου λάμπουν και τα χέρια μου χτυπάνε ελαφρά τα γόνατά μου από την ανυπομονησία. Γέρνω λίγο μπροστά προς το μέρος του, το χαμόγελό μου τόσο πλατύ που σχεδόν πονάω από την προσπάθεια να μη φαίνεται υπερβολικό.
«Ναι ρε!» μου κάνει και κουνάει το κεφάλι του αποφασιστικά. Τα χέρια του ξεθάβονται επιτέλους από τις τσέπες και τρίβει τα γόνατά του αφηρημένα. «Θα γνωρίσεις και την παρέα!» συνεχίζει μ’ ένα στραβό χαμόγελο και τα μάτια του στενεύουν παιχνιδιάρικα.
Κατεβάζω το βλέμμα μου για μια στιγμή, τα δάχτυλά μου στριφογυρίζουν τις άκρες από τα μανίκια μου και δαγκώνω ελαφρά το κάτω χείλι μου. «Θα με θέλουν;» τον ρωτάω αβέβαια, η φωνή μου χαμηλή και κάπως ανασφαλής.

Ο Μάριος κουνάει τα μάτια του σχεδόν ενοχλημένος, αναστενάζει υπερβολικά και τινάζει το κεφάλι του μ’ έναν τρόπο που κάνει τις μπούκλες του να χορεύουν.

«Σε θέλω εγώ,» μου λέει αποφασιστικά και το βλέμμα του είναι τόσο σταθερό που νιώθω τα μάγουλά μου να ζεσταίνονται. Χτυπάει ελαφρά τη γροθιά του στον ώμο μου και χαμογελάει πλατιά, τα μάτια του γελάνε πιο πολύ και από το στόμα του. «Σιγά που θα τους ρωτήσουμε κιόλας!» συμπληρώνει με μια φωνή που δεν σηκώνει αντίρρηση.
Το χαμόγελό μου πλαταίνει, τα μάτια μου λάμπουν και σπρώχνω ελαφρά τον ώμο του με τη γροθιά μου. «Σιγά ρε, μη σε πάρουν και τα ζουμιά!» του λέω πειρακτικά, αλλά η φωνή μου είναι πιο μαλακή απ’ όσο θα ήθελα.
Και εκείνος βάζει τα γέλια, πετάγεται πίσω από τα σκαλιά με έναν ελαφρύ πήδο και μου ρίχνει ένα βλέμμα που λέει «Σ’ έχω». Και κάπου εκεί, ανάμεσα στα γέλια και στα χαζά πειράγματα, καταλαβαίνω πως δεν έχει καμία σημασία αν με θέλουν οι άλλοι.

Ο Μάριος με θέλει. Και αυτό είναι αρκετό.

Αυτό που μας ενώνει

Πρώτη μέρα στο γυμνάσιο και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Ακούγεται βαρύγδουπο, σχεδόν σαν κάτι σπουδαίο, αλλά προς το παρόν το μόνο που νιώθω είναι ένα κράμα ενθουσιασμού και βαρεμάρας. Εντάξει, είμαι περίεργη για το πώς θα είναι, ποιοι θα είναι οι καθηγητές, πώς θα είναι το καινούργιο μου τμήμα, αλλά από την άλλη… σχολείο. Το ίδιο ξύπνημα, το ίδιο πρωινό τρέξιμο, οι ίδιες φωνές της μάνας μου. Σαν να μην πέρασε μια μέρα.

Κάθομαι στην κουζίνα, πίνω το γάλα μου και περιμένω τον Μάριο να περάσει να με πάρει. Για πρώτη φορά θα πάμε στο σχολείο μαζί!

«Πιες το γάλα σου, θ’ αργήσεις!» μου γκρινιάζει η μάνα μου, βάζοντας τα χέρια στη μέση, σαν να δίνει δραματικό βάρος στην παρατήρησή της.
«Τώρα τελειώνω, μια γουλιά έμεινε!» της απαντάω βαριεστημένα, παρότι είναι η ίδια ιεροτελεστία κάθε χρόνο.

Δεν προλαβαίνω να χαρώ την προσωρινή μου νίκη, γιατί η επίθεση συνεχίζεται από άλλο μέτωπο.

«Δε μπορείς να βάλεις ένα φουστανάκι, πρώτη μέρα; Αγιασμός είναι!»

Πόσο προβλέψιμη… Την κοιτάζω πάνω από το ποτήρι μου, σηκώνοντας ελαφρώς το φρύδι.

«Γιατί, θα παρεξηγηθεί το Άγιο Πνεύμα άμα πάω με παντελόνι;»
«Μη μου πουλάς πνεύμα, Βασιλική!»

Ωχ, το βαρύ πυροβολικό. Το «Βασιλική» πέφτει πάντα στις στιγμές της μέγιστης μητρικής αγανάκτησης.

«Έλα, μωρέ μαμά, τώρα…» μουρμουρίζω, αλλά το βλέμμα της παραμένει καρφωμένο πάνω μου.
«Θεέ μου, κόρη έχω εγώ ή βάσανο;» αναστενάζει θεατρικά, κουνώντας το κεφάλι.
«Να μ’ έκανες γιο!» της απαντάω με θράσος.

Δεν απαντάει αμέσως. Χαμηλώνει το βλέμμα για μια στιγμή και έπειτα αναστενάζει αθόρυβα, με έναν τρόπο που κάνει το χαμόγελό μου να παγώσει λίγο.

«Δεν το ήθελε ο Θεός…» λέει σχεδόν ψιθυριστά και με χτυπάει σαν γροθιά στο στομάχι.

Δεν το λέει συχνά, αλλά ξέρω τι εννοεί. Ξέρω πως κάποτε περίμεναν αδερφάκι για μένα. Είχαν αρχίσει να με προετοιμάζουν. Ξέρω πως δεν ήρθε ποτέ. Ξέρω ότι μέχρι τότε δεν είχα δει ποτέ τη μητέρα μου να κλαίει. Ξέρω πως, όσο κι αν έχει περάσει καιρός, ορισμένες πληγές δεν κλείνουν. Δεν θέλω να τη βλέπω έτσι. Δεν θέλω να της το θυμίζω.

«Θα έλεγα τίποτα βαρύ και για δαύτον!» πετάω για να της αλλάξω τη διάθεση και με κοιτάζει σκανδαλισμένη, αλλά δεν αντέχει και σκάει ένα γέλιο. «Έκανε τη μαμά μου να κλάψει, σιγά που θα βάλω και φουστάνι! Άντε μην πάω με φόρμα!» συνεχίζω με ύφος αναρχικού που καταγγέλλει το σύστημα, και η μητέρα μου βάζει τα γέλια.

Σηκώνομαι και την αγκαλιάζω, δίνω ένα γρήγορο φιλί στο μάγουλό της. Τη νιώθω να παγώνει για μια στιγμή—δεν το συνηθίζω, είμαι πιο άγαρμπη σε αυτά—αλλά μετά με σφίγγει κι εκείνη.

«Σ’ αγαπάω πολύ-πολύ, μανούλα!» της λέω με ασυνήθιστη για μένα τρυφερότητα.

Με κοιτάζει απορημένη, σαν να προσπαθεί να καταλάβει αν μου έπεσε κανένα βαρύ αντικείμενο στο κεφάλι.

«Πάω να φορέσω φουστάνι!» συνεχίζω, με ένα υπερβολικά δραματικό ύφος, και την βλέπω να κοντεύει να πέσει από την καρέκλα.
«Να κάτσεις στ’ αυγά σου!» μου λέει, αλλά η φωνή της είναι γεμάτη τρυφερότητα. «Μπορεί να είσαι βάσανο, αλλά είσαι το πιο γλυκό βάσανο του κόσμου.»

Χτυπάει το κουδούνι. Ο Μάριος. Πίνω στα γρήγορα κάτω το υπόλοιπο γάλα, φιλάω τη μάνα μου και βγαίνω. Ο Μάριος στέκεται στην εξώπορτα, με το γνωστό του αυτάρεσκο χαμόγελο.

«Και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του!» μου λέει αντί για καλημέρα.
«Άντε, πάμε να μας αγιάσουν!» του απαντάω, και ξεκινάμε.
Στο σχολείο είναι ένα χάος. Φασαρία, παιδιά τρέχουν πάνω-κάτω, οι καθηγητές προσπαθούν να βάλουν τάξη, πιο πολύ πανδαιμόνιο θυμίζει παρά Αγιασμό. Δηλαδή κατάβρεγμα και βαρετές ομιλίες. Μέσα στη φασαρία, βλέπω τον Αλέκο, τον ξάδερφό μου. Είναι στην ίδια τάξη και στο ίδιο τμήμα με τον Μάριο. Τον πλησιάζω, του ρίχνω μια φιλική αγκωνιά.

«Βρε-βρε ο Αλέκος!» του κάνω.
«Ωχ, θα σε τρώω κι εδώ στη μάπα;» μου κάνει πειρακτικά. Καλά κρασιά, αυτός έτσι όπως είναι στην κοσμάρα του, παίζει και να μην είχε πάρει χαμπάρι ότι πλέον ήμαστε στο ίδιο σχολείο.
«Όχι που θα γλύτωνες!» του κάνω και εκεί σταματάω γιατί μας ζητάνε να μαζευτούμε.

Μετά το κατάβρεγμα, μας βάζουν σε γραμμές και αρχίζουν να ανακοινώνουν τα τμήματα.

Α3.

Ωραία. Τουλάχιστον βλέπω γνωστές φάτσες από το δημοτικό, αλλά και κάποιες άγνωστες. Οι μισοί έρχονται από το 1ο Δημοτικό και δεν ξέρω κανέναν. Ο Μάριος, όμως, μου κάνει τις συστάσεις με τους φίλους του, τον Νίκο και τον Βαγγέλη. Δεν δείχνουν ιδιαίτερα ενθουσιασμένοι που θα έχουν ένα κορίτσι στα πόδια τους, αλλά σιγά μη με πτοήσει αυτό. Σάμπως είναι η πρώτη φορά που βλέπω ξινισμένα αγορίστικα μούτρα;

Πάντως, το καλό είναι ότι βρήκα και πάλι τα φιλαράκια μου από την έκτη. Στα διαλείμματα το προαύλιο γινόταν το βασίλειό μου. Όχι πάντα, όχι σε κάθε διάλειμμα, αλλά όσο μπορούσα, έπαιζα. Οι παλιοί μου συμμαθητές μιλούσαν για μένα λες και ήμουν κανένας αστικός μύθος—η Μπίλι o Βραζιλιάνος, η Μπίλι ο Χασάπης.

(Άσχετο: πόσο γαμάτο θα ήταν το παρατσούκλι Θεριστής; Βαθιά ποιητικό. Δε μπορούσαν να με λένε έτσι αντί του πεζού χασάπης; Τέλος πάντων … Σημασία έχει ότι το εμπέδωσαν. Με την καλή, και όπου χρειάστηκε και με την ανάποδη. Όμορφη ξε-όμορφη, κορίτσι ξε-κορίτσι, ή η μπάλα θα περνούσε ή ο παίκτης. Τα δύο μαζί, ποτέ.)

Και κάπου εκεί, οι ψευδαισθήσεις μου άρχισαν να διαλύονται. Όχι γιατί δεν ήθελαν να παίζω μαζί τους—κάθε άλλο, τσακώνονταν για το ποια ομάδα θα με πρωτοπάρει. Αλλά γιατί σιγά-σιγά καταλάβαινα ότι δεν ήταν μόνο επειδή ήμουν καλή. Το ένιωθα στα βλέμματά τους. Στον τρόπο που με κοίταζαν μετά από ένα πετυχημένο τάκλιν. Στο πώς το ένα ρε μαλάκα, τι έκανε πάλι αυτή; είχε αρχίσει να αντικαθίσταται με ένα κάπως αλλιώτικο ρε μαλάκα… τι έκανε πάλι αυτή.

Αυτό το κάτι που δεν υπήρχε πριν. Δεν ήμουν απλά η Μπίλι που έπαιζε μπάλα και τσακωνόταν στα ίσα. Ήμουν η Μπίλι που μεγάλωνε. Και μαζί μου, μεγάλωνε και ο τρόπος που με έβλεπαν. Δε θα το έλεγα δυνατά ούτε στον εαυτό μου, αλλά με εκνεύριζε.

Κι όμως, ίσως γι’ αυτό—ακριβώς γι’ αυτό—ποτέ κανείς δεν με είπε φύτουλα. Και αν και έγινα η μαθήτρια με τους καλύτερους βαθμούς στο σχολείο—φάε τη σκόνη μου, Μάριε—ούτε κοροϊδευτικά, ούτε χλευαστικά, ούτε με το ύφος που έλεγαν άλλους “σπασίκλες”.

Καλά το λένε, ο φόβος φυλάει τα έρμα.

Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν ο μόνος λόγος. Τα κορίτσια δε μ’ έλεγαν έτσι μπροστά μου γιατί θα έπεφτε κουτουλίδι που θα μετρούσαν δόντια—εγώ δεν το είχα σε τίποτα να παίξω ξύλο με τον οποιονδήποτε, οπότε ναι, για αυτές ο φόβος φύλαγε τα έρμα.

Τα αγόρια ήταν άλλη ιστορία. Για εκείνα, στη μπάλα ήμουν ο χασάπης—ένας τίτλος που φορούσα με περηφάνια. Έξω από τη μπάλα όμως με κάποιο τρόπο έπαυα να είμαι ο χασάπης και γινόμουν η γκομενάρα, και αυτό ήταν και το πιο ευγενικό από άλλους επιθετικούς προσδιορισμούς σε -άρα… που άκουσα να λένε για μένα.

Πότε έγινε αυτό; Πότε σταμάτησα να είμαι απλά η Μπίλι και έγινα κάτι άλλο; Τι στο διάολο άλλαξε; Τα ίδια έκανα πάντα, τα ίδια ρούχα φορούσα, τα ίδια αγόρια κλώτσαγα! Αλλά κάτι είχε αλλάξει και το ένιωθα.

Σκατά.
∙⇾
Και έγινε ακόμα χειρότερο όταν κάποιος μαλάκας—που πήγαινε και λύκειο κιόλας—μου έβαλε χέρι.

Είχαμε κενό, και κατέβηκα στο προαύλιο. Εκείνη την ώρα το τμήμα του Μάριου είχε γυμναστική, τους είχε βγάλει η Γαϊτάνου και έτρεχαν γύρω-γύρω. Πήγα προς τις βρύσες που είναι έξω από το κλειστό για να πιώ λίγο νερό. Σκοπός μου ήταν να κάτσω στο πεζούλι στην κλειστή είσοδο και να τους χαζέψω, μέχρι να τους αφήσουν, οπότε θα είχε μπάλα!

Στις βρύσες ήταν και πέντε άτομα από το λύκειο, που συστεγάζεται με το Γυμνάσιο. Είναι σε διαφορετικό κτήριο αλλά μοιράζονται το ίδιο προαύλιο. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία όταν πέρασα από μπροστά τους, μέχρι που ένιωσα ένα χέρι να μου χουφτώνει τον κώλο. Πάγωσα τελείως. Γυρίζω και βλέπω αυτόν που μου είχε βάλει χέρι να με κοιτάζει σαν ηλίθιος.

«Μουνάρα μου, εσύ! Τι απίστευτο κωλαράκι είναι αυτό που έχεις;»  μου κάνει, και μαζί με τ’ άντερα μου γυρνάει και ο διακόπτης.

Ο κόσμος σχεδόν σκοτεινιάζει γύρω μου και χωρίς καν να το σκεφτώ του τραβάω μια κλωτσιά στα μούτρα. Το πόδι μου τον πετυχαίνει μ’ έναν υγρό ήχο και πέφτει πίσω ξερός, με σπασμένη μύτη και μερικά δόντια λιγότερα.

«Μωρή πουτάνα!» κάνει ένας και προσπαθεί να σηκωθεί, με τα μάτια του να γυαλίζουν από οργή. Δεν προλαβαίνει, χωρίς κανένα απολύτως δισταγμό του ρίχνω κλωτσιά στα πλευρά μ’ ένα μπάσο ήχο. Πέφτει ξερός με κομμένη την ανάσα και για μερικές στιγμές παλεύει να ανασάνει.
«Πουτάνα να πεις τη μάνα σου!» του κάνω ενώ αυτός είναι ακόμα κάτω και σπαρταράει με την ανάσα του κομμένη.

Οι άλλο τρεις με κοιτάζουν για μερικές στιγμές αποσβολωμένοι κι εγώ κάνω μερικά βήματα πίσω για να έχω χώρο περιμένοντας τα χειρότερα. Λίγες στιγμές μετά σηκώνονται και οι τρεις και έρχονται απειλητικά προς το μέρος μου.

Το αίμα μου βράζει και οι ανάσες μου βγαίνουν κοφτές, σαν να έχω τρέξει κατοστάρι. Ο χρόνος ξαφνικά κυλάει σαν σε αργή κίνηση. Βλέπω τις εκφράσεις τους, τα χέρια που σφίγγουν, τις γροθιές που σηκώνονται. Χώνω την πρώτη κλωτσιά σε κάποιο γόνατο και τον βλέπω να λυγίζει. Χωρίς να χάσω χρόνο του ορμάω με μπουνιές.

Το μάτι μου πιάνει τη Γαϊτάνου να έρχεται σχεδόν τρέχοντας προς το μέρος μας, τα χέρια της σηκωμένα και το στόμα της ανοιγοκλείνει χωρίς να ακούω λέξη. Το αίμα στα αυτιά μου βουίζει σαν τύμπανο. Αλλά την προλαβαίνουν Μάριος, Βαγγέλης και Νίκος και γινόμαστε ροντέο.

Ο Μάριος ορμάει πρώτος, τα μάτια του πετάνε σπίθες και τα χέρια του είχαν γίνει ήδη γροθιές. Ένας από τους τύπους πάει να τον σταματήσει, αλλά ο Μάριος τον πιάνει από το μπλουζάκι και του χώνει μια γερή μπουνιά στο στομάχι. Ο τύπος διπλώνει στα δύο, ανοιγοκλείνοντας το στόμα του σαν ψάρι έξω από το νερό.

Ο Βαγγέλης ορμάει κατευθείαν στον πιο ψηλό από αυτούς και τον ρίχνει κάτω με έναν ώμο στα πλευρά. Ο Νίκος, ο πιο μικροκαμωμένος απ’ όλους, με μια φλέβα να πετάει στο κούτελό του, ορμάει σε αυτόν στον οποίο έχω ορμίσει κι εγώ και παίζουμε μπουνίδια.

Τα πάντα έγιναν θολά, ένα μπέρδεμα από φωνές, βρισιές και γροθιές. Το προαύλιο γέμισε από σπρωξίματα και βογκητά πόνου, οι ανάσες μου βγαίναν κοφτές και βαριές και οι παλάμες μου έτσουζαν από τα χτυπήματα. Δεν υπήρχε χρόνος για σκέψη. Μόνο ένστικτο, μόνο οργή που έβραζε κάτω από το δέρμα μου και με έσπρωχνε να χτυπήσω ξανά και ξανά.

Μιλάμε ότι εκείνη την ημέρα στο προαύλιο έπεσε το ξύλο της αρκούδας, όχι μαλακίες, παραλίγο να χρειαστεί να φέρουν την αστυνομία να μας χωρίσουν. Μέσα στο χαμό νομίζω ότι έριξα και μια αδέσποτη στο Βαγγέλη. Η Γαϊτάνου προσπαθεί να μας χωρίσει. Κάποιος από τους συμμαθητές των παιδιών τρέχει προς το γραφείο των καθηγητών.

Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή, το σαγόνι μου πονούσε από την ένταση και το αίμα χτυπούσε στα αυτιά μου σαν τύμπανο. Τα πόδια μου δεν σταματούσαν να κινούνται, τα χέρια μου δεν κατέβαιναν και ο φόβος είχε γίνει ένα με την αδρεναλίνη, ένα καυτό κύμα που με έκανε να νιώθω πιο ζωντανή από ποτέ.

Πραγματικά από ένα σημείο και πέρα έχασα τι έγινε. Αυτός που μου έβαλε χέρι είναι ακόμα κάτω ξερός και ουρλιάζει από τους πόνους. Ο άλλος σπαρταράει σαν το ψάρι, προσπαθώντας ακόμα να βρει τις ανάσες του. Οι άλλοι τρεις, όπως και εμείς, είμαστε γεμάτοι μώλωπες και γδαρσίματα. Καταφέρνουν να μας χωρίσουν. Κάποιος καλεί ασθενοφόρο.

Δεν υπήρχαν διλήμματα, δεν υπήρχαν δεύτερες σκέψεις, μόνο ανελέητο βρομόξυλο γι’ αυτούς που τόλμησαν να μου επιτεθούν. Μα αυτό δεν ήταν σαν τα παιχνίδια στη γειτονιά που το ξυλίκι ήταν ένας εναντίον ενός. Μου την έπεσαν πέντε άτομα, και για πρώτη φορά ένιωσα πώς δεν είμαι μόνη μου. Όταν απειλήθηκα πραγματικά οι φίλοι μου έτρεξαν να με υπερασπιστούν.

Ο Μάριος; Δεν υπήρχε περίπτωση να σκεφτεί ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Δεν ήμουν απλά φίλη του. Ήμουν η Μπίλι του. Αν κάποιος τολμούσε να με αγγίξει με λάθος τρόπο, δεν υπήρχε διαπραγμάτευση. Μόνο φάπες. Ο Βαγγέλης και ο Νίκος; Αυτό ήταν. Αυτό ήταν η στιγμή της αποδοχής. Μέχρι τώρα, ήμουν η “γκομενάρα”, o “χασάπης”, η “τρελή” που έπαιζε σαν άντρας. Τώρα ήμουν κάτι άλλο. Κάτι πολύ πιο βαθύ. Ήμουν δική τους.

Είμαστε κλεισμένοι στο γραφείο των καθηγητών. Ο αέρας μέσα είναι βαρύς και μύριζε περίεργα από το ιώδιο και το αίμα. Οι καρέκλες είναι σκληρές και κάθε φορά που κουνιέμαι, νιώθω τα πλευρά μου να διαμαρτύρονται. Κάποιος πήρε αυτόν που του έσπασα τη μούρη και τον πάει στο νοσοκομείο. Δεν έχουν φωνάξει ασθενοφόρο, γιατί μάλλον δεν ήθελαν μπλεξίματα.
⇽∙∙∙⇾
«Ρε μαλάκα, μου έχωσες μία στην κοιλιά, με πήρε και με σήκωσε!» μου λέει ο Βαγγέλης, κρατώντας τα πλευρά του και προσπαθώντας να μην γελάσει. Το πρόσωπό του είναι ματωμένο και το ένα του μάτι αρχίζει ήδη να μελανιάζει. Βάζουμε και οι τρεις τα γέλια, αλλά μετά πονάμε ακόμα περισσότερο και ξινίζουμε τα μούτρα μας.

Σηκώνομαι από την άβολη καρέκλα, κρατώντας τα πλευρά μου με το ένα χέρι και το άλλο να τρέμει ελαφρά. Κοιτάζω και τους τρεις τους σχεδόν με λατρεία, τα μάτια μου τσούζουν. Οι ανάσες μου είναι κοφτές και η καρδιά μου χτυπάει ακόμα δυνατά.

«Σας ευχαριστώ,» τους λέω σχεδόν δακρυσμένη, και η φωνή μου βγαίνει βραχνή και σπασμένη.

Ο Μάριος σηκώνεται από την καρέκλα του σχεδόν απότομα, τα μάτια του είναι κόκκινα και τα μαλλιά του ανακατωμένα. Πριν καλά-καλά καταλάβω τι γίνεται, με τραβάει στην αγκαλιά του και με σφίγγει δυνατά. Το πηγούνι μου τρεμοπαίζει και οι ανάσες μου γίνονται κοφτές. Χωρίς να το συνειδητοποιήσω, χώνομαι ακόμα πιο βαθιά στην αγκαλιά του, τα δάχτυλά μου σφίγγουν την μπλούζα του σαν να είναι το μόνο που με κρατάει όρθια.

Οι ανάσες του είναι βαριές πάνω στο κεφάλι μου, και ο ρυθμικός χτύπος της καρδιάς του είναι σχεδόν νανουριστικός. Τα μάτια μου καίνε και τα βλέφαρά μου τρεμοπαίζουν. Με σφίγγει ακόμα πιο δυνατά και καταφέρνω να ηρεμίσω.

«Τι ευχαριστείς ρε μαλάκα;» μου λέει τρυφερά, χαμογελώντας μου, και η φωνή του έχει έναν τόνο που δεν τον έχω συνηθίσει.
«Άου…» κάνει ο Νίκος προσπαθώντας να βολευτεί στην καρέκλα, κρατώντας το πλάι του και μορφάζοντας κάθε φορά που κουνιέται. «Δε θα μπορώ να κάτσω για μια βδομάδα!»
«Ο άλλος ο μαλάκας θα τρώει με ορούς για κανένα μήνα,» του υπενθυμίζω και βάζουμε και οι τρεις τα γέλια, και «αχ!» και «ωχ!» καθώς τα πλευρά μας πονάνε ακόμα, και θα πονάνε για κάμποσες μέρες. Το γέλιο μας είναι τραχύ, ανακατεμένο με πόνο, αλλά τόσο αληθινό που σχεδόν το νιώθω να σκάει στα πλευρά μου.

Πρώτος καταφτάνει ο κύριος Σταύρος, ο πατέρας του Βαγγέλη, που είναι δικηγόρος. Η πόρτα ανοίγει απότομα και το βήμα του είναι βαρύ. Μπαίνει στο γραφείο και μας κοιτάζει και τους τέσσερις προσεκτικά. Τα μάτια του είναι παγωμένα και το βλέμμα του μας σκανάρει από την κορυφή μέχρι τα νύχια.

«Τι έγινε;» είναι η μόνη ερώτηση που κάνει.

Για μερικά δευτερόλεπτα δεν απαντάει κανείς. Τα μάτια μου καρφώνονται στο πάτωμα, τα δάχτυλά μου στριφογυρίζουν ασυναίσθητα την άκρη της μπλούζας μου. Πρώτη μιλάω εγώ.

«Ένας από το λύκειο μου έβαλε χέρι στο προαύλιο,» του απαντάω και στην ανάμνηση της σκηνής με πιάνει και πάλι ρίγος. Κλείνω τα μάτια μου και παίρνω βαθιές ανάσες προσπαθώντας να ηρεμίσω, τα χέρια μου τρέμουν ελαφρά. «Του έχωσα κλωτσιά στη μούρη,» λέω τελικά.
«Μάλιστα,» μου λέει. Η φωνή του είναι ήρεμη αλλά τα μάτια του πετάνε σπίθες. «Μετά;»
«Μετά έστειλα και τον δεύτερο από τους πέντε στα πιτς,» του κάνω, χαμογελώντας με άσχημο τρόπο, τα χείλη μου είναι σφιγμένα και το βλέμμα μου σκοτεινό. Σηκώνω το βλέμμα μου ξανά προς τον πατέρα του Βαγγέλη. «Και μετά μου όρμισαν οι άλλοι τρεις.»

Ο κύρος Σταύρος αναστενάζει βαθιά και πιέζει τη γέφυρα της μύτης του με τα δάχτυλά του, σα να προσπαθεί να συγκρατηθεί.

Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο πατέρας μου. Τα μάτια του είναι ορθάνοιχτα και το πρόσωπό του χλωμό. Έρχεται κατά πάνω μου και το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να μ’ αγκαλιάσει. Τα χέρια του τυλίγονται γύρω μου με τόση δύναμη που για μια στιγμή δεν μπορώ να ανασάνω.

«Είσαι καλά;» είναι η πρώτη του ερώτηση.
«Όχι,» του κάνω σχεδόν τρέμοντας. Το σαγόνι μου τρέμει και τα μάτια μου καίνε. «Πονάω παντού,» συνεχίζω αυτή τη φορά με χαμόγελο, και αν και η ανησυχία του δεν εξαφανίζεται, η ανακούφισή στο βλέμμα του είναι εμφανής.
«Τι έγινε;» με ρωτάει.
«Ένας από το λύκειο μου έβαλε χέρι,» του λέω και νιώθω το σώμα του να σφίγγεται. Τα χέρια του με σφίγγουν ακόμα περισσότερο, τα δάχτυλά του τρέμουν ελαφρά στην πλάτη μου. «Του έχωσα κλωτσιά στη μούρη,» του κάνω ξερά. Τα μάτια μου καρφώνονται στα δικά του, γεμάτα οργή που ακόμα δεν έχει καταλαγιάσει. «Και μετά μου όρμισαν οι άλλοι τέσσερεις…» του κάνω και σταματάω για μερικά δευτερόλεπτα. «Και τότε ήρθαν Μάριος, Νίκος και Βαγγέλης και έπεσε το ξύλο της αρκούδας.»

Ο πατέρας μου αναστενάζει βαθιά, πιέζει τα βλέφαρά του με τα δάχτυλα και μετά με τραβάει ξανά στην αγκαλιά του.

«Καλά του έκανες,» λέει τελικά. Η φωνή του είναι χαμηλή αλλά τόσο σταθερή που σχεδόν μου κόβεται η ανάσα.

Και κάπου εκεί νιώθω τον κόμπο στο στομάχι μου να χαλαρώνει λίγο. Για πρώτη φορά από τότε που έγινε ό,τι έγινε, νιώθω ότι μπορώ να ανασάνω κανονικά.

Χωρίς να πει άλλη κουβέντα ο πατέρας μου πηγαίνει μπροστά στο Μάριο ο οποίος σηκώνεται με κάποια δυσκολία. Δεν προλαβαίνει να πει κουβέντα, ο Ηλίας τον παίρνει στην αγκαλιά του και τον σφίγγει δυνατά πάνω του. Με τα χίλια ζόρια καταφέρνω να πνίξω ένα γελάκι με το βλέμμα απορίας του Μάριου. Τον αφήνει και η σκηνή επαναλαμβάνεται με Νίκο και Βαγγέλη. Και μετά δίνει το χέρι του στον κύριο Σταύρο και το σφίγγει με θέρμη.

«Θέλετε να κάνετε μήνυση;» ρωτάει τον πατέρα μου ο κύριος Σταύρος, με τη φωνή του να ακούγεται σχεδόν επίσημη, αλλά τα μάτια του είναι καρφωμένα πάνω μου, γεμάτα ανησυχία.

Ο πατέρας μου στρέφει αργά το βλέμμα του πάνω μου, τα φρύδια του ελαφρώς τραβηγμένα προς τα πάνω, σαν να προσπαθεί να καταλάβει πώς νιώθω.

«Όχι,» κάνω κουνώντας το κεφάλι σταθερά. Τα δάχτυλά μου σφίγγουν τα μανίκια της μπλούζας μου, οι αρθρώσεις μου λευκές από την ένταση. «Όχι!» επαναλαμβάνω πιο δυνατά, σχεδόν φτύνοντας τη λέξη, και το βλέμμα μου καρφώνεται στο πάτωμα, τα μάτια μου καίνε.
Ο κύριος Σταύρος αναστενάζει βαθιά και τρίβει τη γέφυρα της μύτης του με δύο δάχτυλα. Τα χαρακτηριστικά του μαλακώνουν, η φωνή του γίνεται πιο ήρεμη, σχεδόν πατρική. «Ίσως θα έπρεπε,» λέει αργά, σαν να ζυγίζει τα λόγια του. «Οι καθηγητές έξω μου είπαν ότι αυτόν που σου… σου επιτέθηκε, τον πήγαν νοσοκομείο.» Σταματάει για λίγο, κοιτάζοντάς με από πάνω μέχρι κάτω με ένα βλέμμα ανάμεσα στο σοκ και την ανησυχία. «Και μάλλον θα πάνε και τον δεύτερο, φοβούνται μη του έχεις σπάσει κανένα πλευρό.»

Ο πατέρας μου με κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια. Τα χείλη του μένουν μισάνοιχτα και το βλέμμα του πηγαινοέρχεται από τον κύριο Σταύρο σε μένα, σαν να προσπαθεί να καταλάβει αν άκουσε καλά. Για κλάσματα του δευτερολέπτου δεν λέει τίποτα, και μετά, σχεδόν ασυναίσθητα, περνάει το χέρι του πάνω από το πρόσωπό του και τρίβει τα μάτια του.

Για κείνον ήμουν απλά το αλητάκι, το αγρίμι, δεν είχε ιδέα πόσο βίαιη μπορώ να γίνω αν χρειαστεί. Οι γροθιές μου σφίγγονται ασυναίσθητα και τα δάχτυλά μου τρέμουν ελαφρά, οι ανάσες μου είναι κοφτές και η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Παίζω ξύλο με τ’ αγόρια από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Μιας και δεν ήμουν η πιο δυνατή, έμαθα να είμαι η πιο βρώμικη, η πιο αποτελεσματική.

Τα μάτια μου στενεύουν και ο σαγόνι μου σφίγγεται τόσο που νιώθω τα δόντια μου να τρίζουν. Βέβαια μέχρι τώρα δεν είχα φτάσει ποτέ σε αυτό το σημείο, αλλά και πάλι δεν είχα ποτέ απειληθεί με αυτόν τον τρόπο.

«Ο δεύτερος με είπε πουτάνα,» του λέω ξερά, η φωνή μου βραχνή, χωρίς ίχνος τρέμουλου. Τα μάτια μου είναι καρφωμένα στα δικά του, και το βλέμμα μου είναι τόσο σκληρό που τον βλέπω να αναριγεί ανεπαίσθητα. «Έκανε να κουνηθεί και του έχωσα κλωτσιά στα πλευρά και έπεσε ξερός. Πουτάνα να πεις τη μάνα σου, του είπα,» συνεχίζω κοιτάζοντας τον πατέρα μου στα μάτια, χωρίς να αποστρέφω το βλέμμα μου ούτε για μια στιγμή. Η φωνή μου βγαίνει χαμηλή, σχεδόν απειλητική.

Ο πατέρας μου σφίγγει τα χείλη του και το σαγόνι του πετάγεται ελαφρά. Τα μάτια του σκοτεινιάζουν και τα χέρια του ενώνονται μπροστά του, οι αρθρώσεις του τεντωμένες.

«Ήταν πέντε, μπαμπά, και ήμουν μόνη μου.» Η φωνή μου τρέμει ελαφρά στο τέλος, αλλά καταφέρνω να την κρατήσω σταθερή. Τα μάτια μου καίνε και τα δόντια μου σφίγγονται με τόση δύναμη που σχεδόν πονάω. «Δεν… δεν είχα δει Μάριο, Νίκο και Βαγγέλη να έρχονται,» παραδέχομαι, και η φωνή μου σπάει ελάχιστα στο τέλος. Τα χέρια μου σφίγγουν τα μανίκια μου πιο δυνατά και το κεφάλι μου χαμηλώνει λίγο, οι ώμοι μου πέφτουν βαριά.

Ο πατέρας μου δεν λέει τίποτα για μερικά δευτερόλεπτα. Τα μάτια του είναι υγρά και το βλέμμα του μαλακώνει απότομα. Αναστενάζει βαθιά και κλείνει τα μάτια του για μια στιγμή, περνώντας το χέρι του αργά πάνω από το πρόσωπό του, σαν να προσπαθεί να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά. Με κοιτάζει και πάλι.

«Καλά τους έκανες,» μου απαντάει και νιώθω ένα βάρος να φεύγει από το στήθος μου.
⇽∙∙∙⇾
Μονοήμερη αποβολή εγώ, ο Μάριος, ο Βαγγέλης και ο Νίκος. Η λέξη “αποβολή” χτυπάει στα αυτιά μου σαν καμπάνα, αλλά δεν με νοιάζει. Οι ανάσες μου είναι ακόμα βαριές και το σαγόνι μου πονάει από την ένταση. Ο Μάριος κάθεται δίπλα μου στο πεζούλι με το ένα χέρι να κρατάει τα πλευρά του και να μορφάζει κάθε φορά που ανασαίνει βαθιά. Ο Βαγγέλης τρίβει το σαγόνι του, ενώ ο Νίκος προσπαθεί να ξεκολλήσει το ξεραμένο αίμα από το φρύδι του με τη γλώσσα του να βρίζει ψιθυριστά.

Πενταήμερη και δαρμένοι οι φίλοι του μαλάκα που μου έβαλε χέρι. Σχεδόν χαμογελάω στη σκέψη. Αν ήταν καλά, μπορεί να τους είχα λυπηθεί κιόλας. Μπορεί.

Αποβολή διά παντός από το σχολείο ο τελευταίος, με σπασμένη μύτη και μερικά δόντια λιγότερα. Τον θυμάμαι να σφαδάζει στο πάτωμα, το αίμα να στάζει από τη μούρη του και να βάφει το πλακάκι κόκκινο. Η ανάμνηση κάνει τα δάχτυλά μου να τρέμουν ακόμα, αλλά δεν μετανιώνω. Ούτε στο ελάχιστο. Στην αρχή παραλίγο να φάμε και εμείς πενταήμερη, και ποιος είδε Ηλία, Ανδρέα, τον κύριο Σταύρο και τον κύριο Θάνο—πατέρα του Νίκου—και δεν τους φοβήθηκε.

Ο Ηλίας με το βλέμμα του να πετάει σπίθες, τα χέρια του να χτυπάνε στο γραφείο τόσο δυνατά που νόμιζα ότι θα το σπάσει. Ο κύριος Ανδρέας, με το κύρος του καθηγητή του Πολυτεχνείου, να στέκεται δίπλα του με τα μπράτσα σταυρωμένα και τα μάτια του στενά, το σαγόνι του τεντωμένο. Ο κύριος Θάνος σιωπηλός, με σκοτεινό βλέμμα. Ο κύριος Σταύρος με το κοστούμι του να φαίνεται ακόμα πιο επιβλητικός, η φωνή του παγερή, κοφτή, σαν λεπίδα.

Ο τελευταίος, μάλιστα, τους υποσχέθηκε ότι αν είναι κάτι παραπάνω από μονοήμερη θα τους τρέξει μέχρι να πατήσουν μαύρο χιόνι. Η φράση του ακόμα ηχεί στα αυτιά μου. «Θα τους πάω στα δικαστήρια και δεν θα ξέρουν από πού τους ήρθε,» είχε πει, και το βλέμμα του δεν σήκωνε αμφιβολίες.

Ο Νίκος γελάει μέσα από τα δόντια του και φτύνει λίγο αίμα στο πεζούλι. «Ρε μαλάκες, καλά δεν τους κάναμε;» λέει με ένα μισοσπασμένο χαμόγελο. Ο Μάριος αναστενάζει και μορφάζει από τον πόνο, αλλά το χαμόγελό του είναι τόσο πλατύ που φαίνεται γελοίο με το σκισμένο χείλος του.

Όσο για τον Βαγγέλη και τον Νίκο; Δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος να μου δείξουν την αποδοχή τους. Μπορεί να με διαόλιζαν, μπορεί να με πείραζαν ασταμάτητα, και μια-δυο φορές στο τσακ γλίτωσαν το κουτουλίδι—αν και φυσικά για τελείως διαφορετικούς λόγους από τον μαλάκα που μου έβαλε χέρι—αλλά ήξερα ότι όταν τα πράγματα σοβάρευαν, όταν έφτανε η στιγμή που πραγματικά μετρούσε για μένα, ήταν εκεί.

Ο Βαγγέλης με χτυπάει φιλικά στην πλάτη και γελάει τραχιά, μορφάζοντας αμέσως από τον πόνο. Ο Νίκος τρίβει τον αυχένα του και με κοιτάζει με ένα βλέμμα μίξης απορίας και θαυμασμού. Ο Μάριος, από την άλλη, δεν λέει τίποτα. Απλά μου ρίχνει ένα βλέμμα που τα λέει όλα.

Δεν ήμουν απλά “η Μπίλι που έπαιζε σαν αγόρι”. Δεν ήμουν “η τύπισσα με τον απίθανο κώλο που τρέχει σαν σίφουνας.” Δεν ήμουν “η σπασίκλα που κανείς δεν τολμούσε να την πει έτσι”. Ήμουν μία από αυτούς.

Και αν υπήρχε έστω και μια πιθανότητα να το ξεχάσω, εκείνη τη μέρα μου το έκαναν ξεκάθαρο. 

Ο Μάριος, με τα μάτια του να είναι ακόμα σκοτεινά από την οργή, περνάει το χέρι του γύρω από τους ώμους μου και με σφίγγει χωρίς να πει τίποτα. Ο Βαγγέλης ακουμπάει τον αγκώνα του στο γόνατό μου και μου ρίχνει ένα στραβό χαμόγελο. Ο Νίκος, με το μισό του πρόσωπο ακόμα κοκκινισμένο, αναστενάζει και ακουμπάει το κεφάλι του στον τοίχο.

Δεν ήμουν μόνη μου.

1987

Happy birthday to you

Σήμερα κλείνω τα δεκατέσσερα. Έχω αρχίσει και μεγαλώνω, αλλά όχι όπως θα ήθελα. Δεν ξέρω πώς ακριβώς θα ήθελα, αλλά σίγουρα όχι έτσι. Το σώμα μου έχει αρχίσει να κάνει του κεφαλιού του, σαν να μην είναι δικό μου. Το στήθος μου μεγαλώνει ανεξέλεγκτα—και δε μιλάμε για ανεπαίσθητες αλλαγές, αλλά για κάτι που φαίνεται και κάνει τους άλλους να το προσέχουν. Όσο για την περίοδο, ας μην το συζητήσουμε καλύτερα. Δώδεκα φορές τον χρόνο, υπενθύμιση πως η Μπίλι δεν είναι πια ο Μπίλι.

Θυμάμαι ακριβώς τη στιγμή που έγινε η μετάβαση. Ήμουν στο δωμάτιό μου, και τα αγόρια είχαν μαζευτεί για μπάλα. Βγαίνω στο παράθυρο και ακούω τον Κώστα να ρωτάει: «Να περιμένουμε τη Μπίλι ή να ξεκινήσουμε;»

Τη Μπίλι.

Ένιωσα ένα περίεργο σφίξιμο στο στομάχι. Όχι από χαρά, ούτε από ενόχληση—κάτι ανάμεσα σε απορία και σύγχυση. Μέχρι τότε, ακόμα και στους γονείς μου, τα παιδιά έλεγαν «Πού είναι ο Μπίλι;». Οι γονείς μου δεν έδιναν σημασία. Εγώ δεν έδινα σημασία. Και ξαφνικά, έτσι απλά, μια λέξη, μια μικρή αλλαγή στη σύνταξη, και κάτι μέσα μου έκανε κλικ. Μου πήρε καιρό να συνειδητοποιήσω ότι αυτή η μικρή αλλαγή δεν ήταν τυχαία. Ούτε προσωρινή. Και σίγουρα, δεν ήταν επιλογή μου.

Και δεν είναι μόνο ότι γίνομαι σιγά-σιγά γυναίκα—αρέσω κιόλας, τρομάρα να μου ‘ρθει. Εντάξει, δε λέω, πάντα μου έλεγαν ότι είμαι όμορφο κορίτσι, αλλά δεν έδινα σημασία. Όταν παίζεις μπάλα και πόλεμο, δεν έχει σημασία αν είσαι η Miss Υφήλιος ή ο Κουασιμόδος—κανένας δεν σου χαρίζεται. Ή έτσι νόμιζα, μέχρι που στην έκτη δημοτικού πήραν τ’ αφτιά μου πως ο λόγος που τα αγόρια τσακώνονταν για το ποιος θα με έχει στην ομάδα του δεν ήταν μόνο οι ποδοσφαιρικές μου ικανότητες.

Αυτό δεν πήγε καλά για κανέναν τους.

Από μικρή είχα μάθει να βαράω στο ψαχνό, και η ιδέα ότι με διάλεγαν όχι για το παιχνίδι μου, αλλά γιατί με έβλεπαν αλλιώς, με έκανε να εκραγώ. Αν ήθελαν τη Μπίλι για άλλο λόγο πέρα από την ταχύτητά της, το τάκλιν, και τις ντρίμπλες που προκαλούσαν εμετούς, θα την είχαν και από πάνω τους. Έχω σηκώσει στον αέρα κόσμο και κοσμάκη, έχω κάνει τάκλιν που έμειναν αξέχαστα, και το αποτέλεσμα; Η πρώτη φορά που μου κόλλησε στο δημοτικό το παρατσούκλι “Χασάπης” έμεινε.

Τερματοφύλακα δε με έβαλαν ποτέ να παίξω. Δηλαδή με έβαλαν, αλλά την πρώτη φορά που συνέβη αυτό, την είδα Σουμάχερ κάνοντας τον Λάμπρο Μπατιστόν—σε σημείο που του κόλλησε ως παρατσούκλι, ο Λάμπρος ο Μπατιστόν!—αποφάσισαν ότι για λόγους σωματικής τους ασφαλείας να μην κάτσω ποτέ ξανά τέρμα, και ει δυνατόν όχι άμυνα.

Είμαι πολύ γρήγορη—πιο γρήγορη απ’ όλα σχεδόν τα αγόρια, και, ακόμα περισσότερο, ευέλικτη. Όχι ότι θέλω να το παινευτώ, αλλά ντριμπλάρω σαν Βραζιλιάνος και, αν είναι να πέσω, θα πέσω μαχόμενη. Και όχι, δεν έχω σηκώσει μόνο εγώ κόσμο στον αέρα—έχω βρεθεί κι εγώ στο προαύλιο, ανάσκελα, με τη μπάλα να κυλάει παραπέρα και το μυαλό μου να αναρωτιέται από πού μου ήρθε.

Αλλά δε θα το άλλαζα με τίποτα στον κόσμο. Μπορεί να με ήθελαν για λάθος λόγους, αλλά όταν παίζαμε μπάλα, αυτά έμεναν στην άκρη. Εκεί δεν υπήρχε ωραίο κορίτσι, ούτε θηλυκές αντωνυμίες. Υπήρχε μόνο η Μπίλι. Και όποιος ζήσει, έζησε. Καλά όλα αυτά, αλλά επειδή η ζωή δεν είναι μόνο μπάλα, ο τρόπος που με βλέπουν πλέον τα αγόρια έχει αλλάξει. Μέχρι και ο Μάριος άλλαξε, γαμώ το.

Από μικρά παλεύαμε μεταξύ μας—όχι βίαια φυσικά, παιχνίδι ήταν, δοκιμές αντοχής και δύναμης, ένα δικό μας τελετουργικό. Εγώ προσπαθούσα να μάθω να του κάνω το αεροπλανικό που είχε κάνει και ο ίδιος σε έναν ψευτονταή που τον είχε πει Μαρία—και τον έστειλε αεροπορικώς σε άλλη γειτονιά. Το προσπάθησα άπειρες φορές, αλλά το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο: εγώ ανάσκελα, με τον Μάριο από πάνω μου, να γελάει και να περιμένει να παραδοθώ ή να φτύσω τα πνευμόνια μου από τα γέλια.

Ε, και αυτό κόπηκε.

Όλα άλλαξαν από τότε που άρχισαν να μεγαλώνουν τα ρημάδια τα στήθη μου. Μια μέρα, όπως με είχε ανάσκελα και πάλευα να του ξεφύγω, κατά λάθος με έπιασε από το στήθος. Και πάγωσε. Δεν λέω μεταφορικά, πραγματικά πάγωσε. Λες και τον χτύπησε ρεύμα, λες και είχε αγγίξει απαγορευμένο κουμπί. Άσπρισε, πετάχτηκε πίσω λες και έπιασε γυμνό καλώδιο, και άρχισε να μου ζητάει συγγνώμη. Ξανά και ξανά.

Στην αρχή, δεν κατάλαβα καν τι έγινε. Εγώ ήμουν ακόμα μες στη φάση της πάλης, και τον κοιτούσα σαν να ήταν χαζός. «Τι συγγνώμη, ρε;» Και μετά το συνειδητοποίησα. Α, αυτό ήταν. Τα στήθη μου. Τα στήθη μου άλλαξαν το παιχνίδι.

Ε, και με έπιασε μια τσαντίλα άλλο πράγμα. Βυζιά είναι, δε δαγκώνουν! Δεν είναι ότι μου έβαλε χέρι, κατά λάθος έγινε, γαμώ το κεφάλι μου! Αλλά όχι, ο κύριος είχε πάθει σοκ. Συνέχισε να ζητάει συγγνώμη, μέχρι που τελικά τον διαολόστειλα και ησύχασα, και όχι τίποτε άλλο αλλά, ήμουν εγώ αυτή που είχε πέσει κάτω. Το κακό όμως είχε γίνει.

Η πάλη κόπηκε μαχαίρι.

Δοκίμασα να την ξαναρχίσω, άπειρες φορές. Μόλις βρισκόμουν ανάσκελα, ο Μάριος σηκωνόταν. Στην αρχή έλεγε «έλα, άσ’ το τώρα», μετά δεν έλεγε τίποτα, απλά σταματούσε. Και τα γαργαλήματα; Ούτε λόγος. Όταν ήμασταν πιο μικροί, αν έκανα το λάθος να δείξω έστω ένα χιλιοστό εκτεθειμένης κοιλιάς, ο Μάριος έβρισκε την ευκαιρία να με πεθάνει στα γαργαλητά. Είχα καταλήξει να κοιμάμαι με σταυρωμένα τα χέρια από ένστικτο, μην τυχόν και ξεμείνω απροστάτευτη.

Τώρα; Τίποτα.

Ούτε παλεύουμε, ούτε γαργαλιόμαστε, ούτε καν αγγιζόμαστε όπως πριν. Τα χέρια του Μάριου έχουν πλέον ένα αόρατο όριο, μια no-touch zone, σαν να μην επιτρέπεται να με αγγίξει εκτός αν το πω εγώ. Και αυτό μου τη δίνει στα νεύρα.

Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, αναγκάστηκα στο τέλος να κόψω και τα σορτσάκια που φοράω από μικρή. Δε μου έφτανε που κάθε φορά που έπαιζα μπάλα έπρεπε να βάζω σουτιέν τόσο σφιχτό που μ’ έκανε να νιώθω σα μούμια, είχα και προβλήματα του κώλου. Κυριολεκτικά.

Τους είχα πιάσει κάμποσες φορές να ρίχνουν κρυφές ματιές, και στην αρχή δεν είχα πάρει χαμπάρι τι παιζόταν. Ε, μέχρι που στρίμωξα τον Μάριο και τα ξέρασε όλα. Σύμφωνα με τ’ αγόρια, είχα απίθανο κώλο—Θεέ μου, τι λέω;—και δεν έχαναν ευκαιρία να τον θαυμάσουν. Αυτό το “όλα” ήταν που με εκνεύρισε περισσότερο. Διότι δεν είχα καν με ποιον να μιλήσω.

Με τον Μάριο είμαστε σαν αδέρφια, αλλά κάποια πράγματα δε λέγονται σε άλλο αγόρι, ρε παιδί μου. Και το να το κρατάω μέσα μου με έκανε να βράζω χειρότερα. Όχι μόνο γιατί με έβλεπαν αλλιώς, αλλά γιατί όσο κι αν εγώ έβλεπα τον εαυτό μου σαν αγόρι, έβλεπα και ότι δεν ένιωθα τον κόσμο όπως τον ένιωθαν τα υπόλοιπα αγόρια.

Τραίνα, αυτοκινητάκια, μηχανές, όλα αυτά τα λάτρευα, ακριβώς όπως και εκείνοι. Αλλά υπήρχαν και πράγματα που τους συγκινούσαν—όλους όμως—για τα οποία εγώ δεν έδινα δεκάρα. Και όχι τίποτε άλλο, τα κουβαλούσα και σαν κράχτη στο ίδιο μου το σώμα. Δύο βυζιά μπροστά, ένας κώλος πίσω.

Και κάπου εκεί, έγινε το θαύμα. Η Κατερίνα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, έκανα φίλη. Μέχρι που άρχισα να συνειδητοποιώ μέσα μου ότι παρόλο που έβλεπα τον εαυτό μου σαν αγόρι, τα ίδια τα αγόρια έβλεπαν τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο, δεν το είχα καν συνειδητοποιήσει πόση ανάγκη το είχα. Αλλά το είχα.

Μετακόμισε το καλοκαίρι του '86 από του Ζωγράφου, και κολλήσαμε από την πρώτη μέρα. Φοβερό τυπάκι, όσο και εγώ στο μπόι, καστανομάλλα, ελαφρά γεματούλα, και με χιούμορ που σκότωνε. Δεν ήμασταν απλά συμμαθήτριες, ήταν το πρώτο κορίτσι με το οποίο ένιωσα φιλικά συναισθήματα.

(Η ξαδέρφη μου, η συνονόματη, δεν μετράει.)

Και το καλύτερο; Έμενε δυο στενά παρακάτω από εμάς. Δεν έπαιζε μπάλα, αλλά στα ομαδικά παιχνίδια της γειτονιάς ήταν μέσα σε όλα. Κρυφτό, κυνηγητό, λάστιχο—ήταν σαν να ήταν εδώ από πάντα. Και επειδή κόλλησε απίστευτα και με τον Μάριο, κατέληξε να γίνουμε αυτοκόλλητοι και οι τρεις και εκεί μας κόλλησαν το παρατσούκλι που μας έμεινε μέχρι που τελειώσαμε το σχολείο: “το τρίο Stooges.”

Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που με ρώτησε αν παίζει κάτι με μένα και τον Μάριο. Την κοίταξα σαν να είχε φυτρώσει δεύτερο κεφάλι.

«Ρε συ, είναι πολύ όμορφο αγόρι!» μου λέει κοιτάζοντάς με στα μάτια, σα να προσπαθούσε να με διαβάσει.
«Ναι, και;» της κάνω σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους μου.  «Σάμπως θα τον παντρευτώ;»
Με κοιτάζει για λίγο σκεπτική. «Μη θυμώσεις με αυτό που θα σου πω, αλλά... δε νομίζω ότι σε βλέπει απλά σαν φίλη.»
Βάζω τα γέλια. «Όχι, ρε, δεν παίζει κάτι τέτοιο!» απαντάω, χωρίς καν να το σκεφτώ. Και τότε μου έρχεται κατακούτελα: Ρε μήπως της αρέσει ο Μάριος και προσπαθεί να καταλάβει αν παίζει κάτι μεταξύ μας. Της το πετάω στα ίσια κοιτάζοντάς την με τη σειρά μου εξεταστικά: «Ρε μπας και σου έχει γυαλίσει;» τη ρωτάω και βάζω ένα γελάκι. «Εγώ κουμπάρα!»
Κι εκεί έγινε η αποκάλυψη του αιώνα. «Ο μαλάκας ο ξάδερφός σου μου έχει γυαλίσει!» μου ομολόγησε, και σκάω στα γέλια.

Ο Αλέκος. Η απόλυτη περιπτωσάρα. Ζεν, δεν τον νοιάζει τίποτα, δεν ανησυχεί για τίποτα, δεν τον αγγίζει τίποτα, δεν παίρνει χαμπάρι τίποτα, σε βαθμό που οι θείοι μου είχαν ανησυχήσει. Δεν είχε κανένα είδους νοητικής υστέρησης—είναι πανέξυπνος—απλά είναι ο χαρακτήρας του τέτοιος. Αφηρημένος, δε δίνει δεκάρα για το περιβάλλον του και εστιάζει μόνο σε αυτά που τον ενδιαφέρουν, για παράδειγμα αν παίξεις σκάκι μαζί του θα πας άκλαυτος. Αλλά πέρα από αυτό; Ο κόσμος μπορεί να καταρρεύσει κι εκείνος να μη γυρίσει καν το κεφάλι.

«Βρήκες κι εσύ αγόρι, ρε μαλάκα!» της λέω γελώντας ακόμα.
«Δε λες τίποτα...» μου απαντάει στενάζοντας τόσο δυνατά που φοβήθηκα πως θα πλευριτώσω. «Εσένα δε σ’ αρέσει κανείς;»
Την κοιτάζω με γνήσια απορία. «Από τ’ αγόρια;»
«Όχι, από τα ποδήλατα,» μου κάνει, και βάζω τα γέλια.
«Όχι,» της απαντάω, και το εννοώ. Γελάω στη σκέψη. «Ρε συ Κατερίνα, έχω μεγαλώσει μαζί τους!»
Κουνάει το κεφάλι της. «Και αυτά μαζί σου έχουν μεγαλώσει αλλά έχεις δει πως σε κοιτάνε;»

Αυτό ήταν. Από το γελάκι στην απόλυτη ξενέρα σε λιγότερο από δευτερόλεπτο. Γέρνω πίσω, σταυρώνω τα χέρια, και στενάζω τόσο δυνατά που μου επιστρέφει το βλέμμα της με μια υποψία ειρωνείας.

«Μη μου το θυμίζεις...»

Αλήθεια τώρα, τι να της πω; Ότι κάθε φορά που παίζω μπάλα νιώθω τα βλέμματα καρφωμένα πάνω μου—και δεν είναι για τις ντρίπλες μου; Ότι δεν μπορώ να κάνω τάκλιν χωρίς να αναρωτιέμαι αν η μπλούζα μου κολλάει λάθος πάνω μου; Ότι ξέχασα τα αμάνικα—και τώρα πρέπει να σκέφτομαι ακόμα και το άνοιγμα στα μανίκια;

Ότι τα σορτσάκια πέθαναν και πλέον ανησυχώ μήπως η φόρμα μου μπαίνει στον κώλο μου; Ότι μέχρι και ο Μάριος σταμάτησε να παλεύει μαζί μου, λες και ξαφνικά έγινα γυάλινο αγαλματάκι που φοβάται μη σπάσει; Σιχτίρ, δηλαδή. Όχι, δεν θέλω να το σκέφτομαι. Και δεν θέλω να μιλάω γι’ αυτό. Και έρχεται η Κατερίνα και μου το πετάει στα μούτρα. Κάνε φίλες σου λέει…
⇽∙∙∙⇾
Στο σπίτι μου έχουν μαζευτεί οι πάντες για να γιορτάσουμε τα γενέθλιά μου: ο Μάριος με την Κατερίνα, τον Νίκο και τον Βαγγέλη, ο Αλέκος με τη μικρή μου ξαδέρφη, τη Βασιλική και τους θείους μου, η νονά μου και ο νονός μου—που δεν έκαναν ποτέ παιδί, ο κύριος Ανδρέας και η κυρία Χριστίνα—οι γονείς του Μάριου—και φυσικά οι γονείς μου. Η τούρτα έχει πάνω δεκατέσσερα κεριά και μόλις τα ανάβω, ο Μάριος δεν χάνει την ευκαιρία να το ρίξει στο δούλεμα.

«Να ζήσεις Βασίλω και χρόνια πολλά…» ξεκινάει, και ένας Θεός ξέρει πως δεν τον διαβολοστέλνω επιτόπου. Το “Βασίλω” με διαολίζει.
«Μεγάλη να γίνεις, ν’ αφήσεις μαλλιά!»
«Αμήν και πότε,» πετάγεται η μάνα μου με τον καημό της για το μαλλί που δεν το αφήνω να μακρύνει, και όλοι ξεραίνονται στα γέλια, ακόμα κι εγώ.
«Παντού να σκορπίζεις της νιότης το φως, και όλοι να τρέχουν να γίνουν μπουχός!» συνεχίζει ο άθλιος και σκάμε ξανά στα γέλια.

ΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ! Με μία ανάσα, τα κεριά σβήνουν όλα.

«Χρόνια πολλά, αγάπη μου!» λέει η μάνα μου και με σφίγγει στην αγκαλιά της, δίνοντάς μου ένα φιλί. Σήμερα είναι στις έξτρα καλές της γιατί της έκανα το χατίρι και φόρεσα το ένα και μοναδικό φόρεμα που διαθέτω—το “φόρεμα για γάμους”.
«Χρόνια πολλά, βάσανο!» λέει ο πατέρας μου, με σηκώνει στον αέρα και με φιλάει τρυφερά στο μέτωπο. Σειρά παίρνουν οι υπόλοιποι, αν και ο Μάριος έχει extra περιποίηση για μένα: ένα ηχηρό ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ στο μάγουλο που με γεμίζει σάλια, το σίχαμα.
...
Ο πατέρας μου έχει στήσει υπερπαραγωγή στον κήπο: κοντοσούβλι, παϊδάκια—αρνί και κοτόπουλο—και λουκάνικα, γιατί ως γνωστόν αν δε φας του σκασμού, γιορτή δεν το λες. Ο καπνός από τα κάρβουνα σηκώνεται αργά στον αέρα και η μυρωδιά από το ψημένο κρέας μπλέκεται με τη δροσιά της ανοιξιάτικης βραδιάς. Κάθομαι σε μια από τις καρέκλες του κήπου, με τα πόδια απλωμένα και τα χέρια σταυρωμένα πίσω από το κεφάλι, απολαμβάνοντας την τσίκνα που πλανιέται γύρω μας.

Και κάπου εκεί και τελείως από το πουθενά, η Κατερίνα αποφασίζει να ανοίξει συζήτηση για ζώδια. Κάνει μεταβολή απότομα και με κοιτάζει σαν να ανακάλυψε τη μεγαλύτερη συνωμοσία του αιώνα.

«Τι ώρα γεννήθηκες;» με ρωτάει με ύφος ανακριτή.
Σηκώνω το φρύδι μου και της ρίχνω ένα βλέμμα που λέει “σοβαρά τώρα;” αλλά δεν μπορώ να κρατήσω το χαμόγελο που μου ξεφεύγει. «Θα μου κάνεις φάκελο;» τη ρωτάω χαχανίζοντας.
Η Κατερίνα μου ρίχνει ένα ελαφρύ χαστούκι στο στέρνο, τόσο που πιο πολύ γαργαλάει παρά πονάει. Τα μάτια της είναι γεμάτα σπίθες και το χαμόγελό της πλατύ. «Για να σου κάνω το ζωδιακό σου χάρτη!» μου λέει χτυπώντας με στο στέρνο.
Εγώ από την άλλη, συνεχίζω το χαβαλέ: «Τι πάθαμε;»

Σταυρώνω τα χέρια στο στήθος και την κοιτάζω με προσποιητή σοβαρότητα, αλλά το ένα μου φρύδι σηκώνεται πονηρά. Ο Μάριος που κάθεται δίπλα μου πνίγει ένα γελάκι και κουνάει το κεφάλι του.

«Λέγε, μωρή, τι ώρα γεννήθηκες και άσε τα σάπια!» μου λέει κοιτώντας με μέ μισό μάτι.

Βάζω και πάλι τα γέλια, η πλάτη μου γέρνει προς τα πίσω και το κεφάλι μου ακουμπάει στην πλάτη της καρέκλας. Τα μάγουλά μου καίνε και σχεδόν δακρύζω από τα γέλια. «Στις πέντε το πρωί. Ακόμα μου γκρινιάζει η Άννα, λες και έφταιγα εγώ!»
O Μάριος πετάγεται πριν καλά-καλά τελειώσω τη φράση μου. «Εσύ δε βγήκες απ’ την κοιλιά της; Ποιος να φταίει δηλαδή;»
«Εγώ ή αυτός που με έχωσε με το έτσι θέλω μέσα της;» πετάω τη σπόντα μου προς τον πατέρα μου που κάνει ότι δεν ακούει.

Ο πατέρας μου γυρίζει δήθεν αδιάφορα το κρέας στη σχάρα, αλλά η άκρη των χειλιών του τραβιέται προς τα πάνω. Ο Μάριος κρύβει το στόμα του με την παλάμη για να μη σκάσει στα γέλια και η Κατερίνα σηκώνει τα μάτια στον ουρανό.

Μετά εξαφανίζεται μέσα στο σπίτι και επιστρέφει με την τσάντα της και από μέσα βγάζει ένα βιβλίο. Το ξεφυλλίζει με μανία, τα μάτια της καρφωμένα στις σελίδες και τα φρύδια της ενωμένα από τη συγκέντρωση. Κάνει υπολογισμούς με το δάχτυλο να ακολουθεί τις γραμμές σαν πυρηνικός επιστήμονας που απενεργοποιεί βόμβα.

«Ταύρος με ωροσκόπο Κριό στο τρίτο του δεκαήμερο!» ανακοινώνει με ύφος δόκτορα που μόλις διέγνωσε σπάνιο φαινόμενο.

Κοιτάζω τον Μάριο που έχει ήδη αρχίσει να βγάζει από το στόμα του ένα “Ωχ Παναγιά μου”, και βάζουμε και οι δύο τα γέλια. Η Κατερίνα μου ρίχνει ένα βλέμμα που λέει “θα σου βγάλω τα μάτια”.

«Είναι σοβαρό, γιατρέ; Θα ζήσω;» δεν μπορώ να κρατηθώ εγώ και σκάμε όλοι στα γέλια.

Η Κατερίνα αγριοκοιτάζει και τινάζει το κεφάλι της προς τα πίσω, τα μαλλιά της ανεμίζουν επιδεικτικά. Ξεροκαταπίνει και συνεχίζει. «Εσύ το κοροϊδεύεις αλλά είναι επιστήμη,» ξεκινάει, αγνοώντας τα πνιχτά γέλια μας. «Ο Ήλιος σου είναι στον Ταύρο, που σημαίνει ότι είσαι πεισματάρα, σταθερή και αποφασιστική, όταν βάλεις κάτι στο μυαλό σου, ο Θεός ο ίδιος να κατέβει, δεν αλλάζεις γνώμη. Θες τη βολή σου, τα ωραία σου φαγητά, και γενικά δε σηκώνεις πολλά-πολλά.»
«Η Μπίλι; Όχι δα!» λέει ειρωνικά ο Μάριος αλλά η Κατερίνα δε του δίνει σημασία.
«Α, και επειδή είσαι στο τρίτο δεκαήμερο του Κριού, αυτό σου δίνει έναν συνδυασμό τρέλας, επιμονής και τεράστιας αντοχής. Είσαι το είδος του ανθρώπου που άμα του πει κάποιος ‘αποκλείεται να το κάνεις’, το παίρνει προσωπικά και το κάνει από πείσμα,» συνεχίζει το χαβά της η Κατερίνα
O Μάριος, από την άλλη, βρίσκει ευκαιρία να συνεχίσει το δούλεμα: «Όχι ρε, έχετε δει ποτέ τη Μπίλι να πεισμώνει;» ρωτάει ειρωνικά, και ακολουθεί νέος γύρος γέλιου.
«Και το καλύτερο,» συνεχίζει με έξαψη η Κατερίνα, «έχεις και κάτι άλλο που σου δίνει αυτός ο ωροσκόπος. Κανείς δε σε ξεγελάει εύκολα. Μπορεί να μη μιλάς, αλλά βλέπεις τα πάντα, καταλαβαίνεις πολύ περισσότερα απ’ όσα αφήνεις να φανεί, και άπαξ και μυριστείς ότι κάποιος πάει να σε κοροϊδέψει, του το γυρνάς μπούμερανγκ πριν προλάβει να πει ‘καλημέρα’.»
«Άρα, για να συνοψίσουμε,» λέει ο Μάριος, παίρνοντας τάχα μου το ύφος του σοφού γέροντα. «Έχουμε ένα Ταύρο που κανονικά θα έπρεπε να κάθεται ήσυχα και να απολαμβάνει τη ζωή του, αλλά επειδή έχει ωροσκόπο Κριό, έχει αποφασίσει να τρέχει, να χτυπιέται, να πλακώνεται στο ξύλο και να τσακώνεται από πείσμα. Και αν την πειράξεις, είτε βάζεις τα πόδια στην πλάτη και τρέχεις μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι είτε το μετανιώνεις για το υπόλοιπο της ζωής σου, δηλαδή για τα επόμενα πέντε λεπτά μέχρι να σε φυτέψει!»
«Ή να σε στείλει σε οδοντίατρο και πλαστικό!» πετάει ο Νίκος υπενθυμίζοντας το συμβάν με το άγριο ξυλίκι στο προαύλιο του σχολείου. Έχοντας περάσει δύο χρόνια πλέον μπορούμε και γελάμε μ’ αυτό.
«Και βαράει και δυνατά!» λέει ο Βαγγέλης που πάνω στον πανικό—και όπως είχαμε γίνει κουβάρι—είχε φάει μια αδέσποτη που προορίζονταν για έναν από τους μαλάκες που μου είχαν επιτεθεί.
«Ακόμα το θυμάσαι μωρέ;» τον πειράζω.
«Ξεχνιέται αυτό; Από το μπουνίδι που άρπαξα εκείνη την ημέρα, αυτό μου έχει μείνει!»
«Ναι, αλλά ρίξαμε το περισσότερο!» συμπληρώνει ο Νίκος με το Μάριο να χαμογελάει. Στον τελευταίο δεν του άρεσε να τσακώνεται αλλά άμα το έκανε, το έκανε, δεν αστειευόταν.
«Με άλλα λόγια,» συνεχίζει η Κατερίνα, «είσαι ο πιο μεγάλος συνδυασμός γκαζιού και φρένου ταυτόχρονα.»
«Επιστήμη παιδί μου!» την πειράζει ο Μάριος αλλά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
«Για πες μου και τα δικά σου μεσιέ!»
«Εεε…»
«Έξις και ξερός!» του κάνει και σκάμε ξανά στα γέλια όλοι. «Μολόγα!»
«7 Αυγούστου στις 11 το πρωί,» λέει και μετά γυρίζει προς τα μένα. «Εγώ δεν είμαι σαν μερικές-μερικές, τουλάχιστον άφησα τη μάνα μου να πιει το καφεδάκι της,» μου πετάει τη σπόντα του.
Η Κατερίνα τον κοιτάζει με σηκωμένο φρύδι, ξεφυλλίζει ξανά το βιβλίο της με ύφος απόλυτης σοβαρότητας, και μετά από μερικά δευτερόλεπτα ανασηκώνει το κεφάλι μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο ικανοποίησης. «Ωραία, ωραία! Λοιπόν, κύριε Μάριε, εσείς είστε Λέων με ωροσκόπο Ζυγό στο τρίτο του δεκαήμερο!» ανακοινώνει με στόμφο.
Ο Μάριος ανοιγοκλείνει τα μάτια. «Τι πάθαμε;»
«Φίλε μου, είσαι walking contradiction!» και συνεχίζει ακάθεκτη. «Λέων, ίσον εγωισμός, περηφάνια, χρυσή καρδιά και καμάρι μέχρι αηδίας! Αν σε αφήσουμε, θα πιστέψεις ότι ο ήλιος γυρίζει γύρω από σένα!»
«Ναι, τι; Δε γυρίζει;» ρωτάει με ύφος δήθεν απορημένο κάνοντάς μας όλους να βάλουμε και πάλι τα γέλια.
Η Κατερίνα αγνοεί παντελώς το τρολάρισμα και συνεχίζει. «Αλλά… ωροσκόπος Ζυγός!» χτυπάει με το δάχτυλο το βιβλίο της. «Που σημαίνει ότι, ενώ φαίνεσαι αρχοντικός και όμορφος»—εδώ του ρίχνει ένα επιδεικτικό βλέμμα—«κατά βάθος είσαι γατάκι που θέλει ισορροπία, αγάπη και στοργή!»
«Νιάου! Νιάου βρε γατούλα, με τη ροζ μυτούλα!» του κάνω εγώ μιμούμενη τη Βουγιούκλω.
«Τσα τσα τσα» απαντάει ο ίδιος με λεπτή φωνή και εκεί μέχρι και ο πατέρας μου, που έκανε ότι δεν άκουγε, έβαλε τα γέλια.
Η Κατερίνα κάνει μια θεατρική κίνηση με το χέρι. «Με λίγα λόγια, έχεις τον εγωισμό του Λέοντα αλλά την ανάγκη να αρέσεις και να σε αγαπάνε του Ζυγού! Θες να είσαι το κέντρο του κόσμου αλλά ταυτόχρονα δε θες και να τους κακοκαρδίζεις. Γι’ αυτό κάνεις τον άνετο, αλλά άμα κάποιος σε στραβοκοιτάξει, τρώγεσαι μέσα σου!»
«Ο Μάριος; Άπαπαπαπα!» κάνει ο Βαγγέλης.
Η Κατερίνα, ωστόσο, δεν έχει τελειώσει. «Και άκου τώρα το καλύτερο…»
Ο Μάριος τη στραβοκοιτάζει ακόμα πιο έντονα. «Έχει κι άλλο;!»
«Αν έχει λέει;» απαντάει πανηγυρικά. «Το τρίτο δεκαήμερο του Ζυγού βγάζει και λίγο κλασάτη αλητεία—εξ ου και το νταηλίκι, αλλά με χαμόγελο!»
«Αυτό και αν έχει!» απαντάω εγώ σχεδόν γοητευμένη.
«Ρε, καταλαβαίνετε ότι είστε ΤΑΥΡΟΣ ΜΕ ΚΡΙΟ και ΛΕΩΝ ΜΕ ΖΥΓΟ;» μας λέει επιδεικτικά.
Ο Μάριος κι εγώ κοιταζόμαστε. «Ναι, και;» ρωτάω εγώ.
Η Κατερίνα σηκώνει το ποτήρι της. «Και εγώ κουμπάρα,» μας λέει και σκάμε όλοι στα γέλια αν και προς στιγμή μου φάνηκε πως το γέλιο του Μάριου ήταν… πως να το πω; Επιτηδευμένο; Αμήχανο;

Μπα, ιδέα μου θα ‘ναι. 

Dirty Dancing

Στο ΙΑ που πηγαίναμε, το γυμνάσιο και το λύκειο μοιράζονταν το ίδιο προαύλιο, ένα μεγάλο, ανοιχτό χώρο όπου οι μεγαλύτεροι κινούνταν με έναν αέρα υπεροχής, ενώ οι μικρότεροι προσπαθούσαν να βρουν τη θέση τους χωρίς να μπλέξουν σε ανεπιθύμητες καταστάσεις. Από τον Σεπτέμβρη, εγώ και η Κατερίνα είχαμε ήδη ξεκινήσει την τρίτη γυμνασίου, ενώ ο Μάριος, όπως και ο ξάδερφός μου, ο Αλέκος, είχε περάσει στο λύκειο.

Ο Μάριος με είχε επιβάλει στην παρέα του ήδη από την πρώτη γυμνασίου, λες και ήταν κάτι αυτονόητο—κάτι που κανείς δεν είχε δικαίωμα να αμφισβητήσει. Με τον ίδιο τρόπο επιβάλαμε κι εμείς την Κατερίνα. Δεν υπήρχε διαπραγμάτευση· όποιος είχε πρόβλημα, ας το κρατούσε για τον εαυτό του. Έτσι, οι τρεις μας κάναμε παρέα και στα διαλείμματα—όταν δηλαδή δεν έπαιζα μπάλα.

Εγώ και ο Μάριος, όμως, είχαμε κάτι ακόμα που μας έδενε πέρα από τη σχολική καθημερινότητα. Πηγαίναμε μαζί αγγλικά και γαλλικά από τότε που ήμουν στην τρίτη δημοτικού. Εκείνος είχε πει στους γονείς του ότι ήθελε να ξεκινήσει ξένες γλώσσες, κι εγώ, προφανώς, δεν υπήρχε περίπτωση να μείνω πίσω. Δεν ήθελα απλώς να κάνω ό,τι έκανε—ήθελα να το κάνω μαζί του.

Τότε, βέβαια, δεν ήταν συνηθισμένο να ξεκινάει κανείς ξένες γλώσσες από τόσο μικρή ηλικία, και οι γονείς μου είχαν κάποιους δισταγμούς. Φοβούνταν μήπως ήταν νωρίς, μήπως με ζόριζε, μήπως βαριόμουν, μήπως, μήπως, μήπως… Δεν χρειάστηκε καν να τους πείσω εγώ. Το έκαναν οι γονείς του Μάριου. Τους διαβεβαίωσαν ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, ότι ήμουν εξαιρετικά έξυπνο παιδί, ότι λόγω του Μάριου διάβαζα περισσότερο απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς για την ηλικία μου, και ότι όχι μόνο θα τα κατάφερνα, αλλά πιθανότατα θα με ωφελούσε.

Και έτσι κι έγινε.

Όσο για τον Μάριο, δεν τον είχε ενοχλήσει καθόλου που θα ήμασταν στις ίδιες τάξεις και στα αγγλικά και στα γαλλικά. Το αντίθετο· το είχε βρει απόλυτα φυσιολογικό, σχεδόν απαραίτητο. Του άρεσε που θα διαβάζαμε μαζί και για τις ξένες γλώσσες, και όταν λέω «διαβάζαμε», το εννοώ. Ο Μάριος ήταν άριστος μαθητής και δεν αστειευόταν.

Δεν ξέρω αν μου το είχε περάσει εκείνος ή αν ήταν κάτι που κουβαλούσα πάντα μέσα μου, αλλά όσο κι αν έπαιζα μπάλα, όσο κι αν έκανα τάκλιν και πλακωνόμουν σαν να μην υπήρχε αύριο, στο διάβασμα ήμουν το ίδιο αυστηρή με τον εαυτό μου και αυτό ήταν ακόμα ένα από τα πράγματα που μας έδεναν. Αν ήταν να διαβάσουμε, θα διαβάζαμε. Δεν υπήρχαν δικαιολογίες, δεν υπήρχαν μισές δουλειές. Δεν ήταν του στιλ του να χασομεράει, να πηγαίνει αδιάβαστος, να αφήνει πράγματα στην τύχη. Ήταν από εκείνους που, αν έπαιρναν εικοσάρι σε ένα διαγώνισμα, θα ήθελαν να ξέρουν αν υπήρχε τρόπος να πάρουν εικοσιένα.

Από την πρώτη γυμνασίου είχαμε ανοίξει ακόμα μια φιλική κόντρα, ποιος θα είναι ο καλύτερος μαθητής του σχολείου. Στην πρώτη και στη Δευτέρα γυμνασίου ήμουν εγώ, ενώ στην Τρίτη που έφαγα τη σκόνη της Μαρτίνου—ένα πρωτάκι που είχε έρθει στη μέση της χρονιάς—εκείνος ήταν πλέον λύκειο. Με το που πήγα στο λύκειο όμως η κόντρα ξεκίνησε εκ νέου, μια κόντρα που κράτησε μέχρι που ο Μάριος τέλειωσε το λύκειο και βρήκε και πάλι εμένα νικήτρια. Και μπράβο μου!

Από κόντρες οι δυο μας άλλο τίποτα. Στο ποδόσφαιρο λόγω του άγραφου κανόνα πάντα αντίπαλοι, στην πάλη—όσο δηλαδή κράτησε, μέχρι που άρχισαν να αναπτύσσονται τα ρημαδιασμένα τα στήθη μου και το έκοψε ο ίδιος μαχαίρι—το ίδιο, στα παιχνίδια, στις ξένες γλώσσες, όλα ήταν για μας κόντρα. Και όσο και αν φαίνεται περίεργο, η κόντρα αυτή μας έδεσε ακόμα περισσότερο.
⇽∙∙∙⇾
Είναι τέλη Νοεμβρίου και εδώ και λίγες μέρες έχει βγει στους κινηματογράφους το Dirty Dancing, μια από αυτές τις ρομαντικές σαχλαμάρες που συνήθως αποφεύγω όπως ο διάβολος το λιβάνι. Η Κατερίνα, όμως, έχει λυσσάξει να πάμε να το δούμε. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, τίποτα αυτή. Και σαν να μην έφτανε αυτό, έχω και τον Μάριο να με δουλεύει ψιλό γαζί.

«Έλα μωρέ, μην γίνεσαι τέτοια» λέει η Κατερίνα, σταυρώνοντας τα χέρια και κάνοντάς μου puppy eyes.
«Έλα μωρέ, μη γίνεσαι τέτοια» επαναλαμβάνει με το γνωστό του ύφος ο Μάριος, μιμούμενος τη φωνή της και κουνώντας ειρωνικά τους ώμους.
«Δε μας χέζεις;» του λέω αγανακτισμένη, με τη φωνή μου να βγαίνει πιο έντονη απ’ ό,τι σκόπευα. «Δεν είσαι εσύ που θα χάσεις δυο ώρες από τη ζωή σου!»
Ο Μάριος σηκώνει τα χέρια του δήθεν αθώα, αλλά το μισό χαμόγελό του τον προδίδει. «Χαλάρωσε, ρε Μπίλι, μια κουβέντα είπαμε!»
«Άσε μας, μωρέ» συνεχίζει ακάθεκτη η Κατερίνα. «Τι καλύτερο έχεις να κάνεις δηλαδή το Σάββατο;»
«Οτιδήποτε άλλο είναι καλύτερο!» επιμένω, τραβώντας το χέρι μου από το δικό της και σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά στο στήθος μου. «Και έπειτα, σιγά μη με αφήσουν ο Ηλίας και η Άννα να πάω μόνη μου σινεμά.»
«Αφενός δε θα πας μόνη σου και αφετέρου, τους ρώτησες;» επιμένει η Κατερίνα, σηκώνοντας το φρύδι και σταυρώνοντας τα χέρια της.
«Όχι, αλλά ξέρω τι θα απαντήσουν!» λέω με ύφος που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.
«Τι έχεις να χάσεις τότε;» επιμένει η Κατερίνα, γέρνοντας ελαφρά μπροστά με τα χέρια στη μέση. «Ρώτησέ τους!»
«Καλά, θα τους ρωτήσω» της λέω μόνο και μόνο για να την ξεφορτωθώ. Ξέρω πολύ καλά ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μου δώσουν άδεια, οπότε, το θέμα θα λήξει εκεί.
⇽∙∙∙⇾
Είναι Πέμπτη βράδυ, και είμαστε με τον Μάριο στο σπίτι μου, διαβάζοντας τα μαθήματά μας. Ο Μάριος κάθεται ανάποδα στην καρέκλα ενώ εγώ είμαι κουλουριασμένη στη δική μου με το ένα πόδι πάνω της. Οι γονείς του σήμερα κάπου έχουν πάει, οπότε μετά το διάβασμα θα κάτσει να φάει μαζί μας για βράδυ. Όχι και τίποτα σπουδαίο, εδώ που τα λέμε—πόσες και πόσες φορές έχουμε φάει ο ένας στο σπίτι του άλλου.

Γύρω στις 20:30, η μητέρα μου εμφανίζεται στην πόρτα, σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά της. «Τελειώνετε να στρώσω;» ρωτάει με το γνωστό της ύφος που δεν αφήνει περιθώρια για αντίρρηση.
«Ναι, εγώ τελειώνω τώρα, κυρία Άννα,» απαντάει ο Μάριος με το χαμόγελο του καλού παιδιού, αυτό που χρησιμοποιεί πάντα όταν μιλάει στη μάνα μου.
«Ναι, κι εγώ τελειώνω» λέω κι εγώ και μαζεύω τα τετράδια μου με μια ταχύτητα που θα έκανε ακόμα και σπρίντερ να ντραπεί.

Λίγη ώρα αργότερα καθόμαστε όλοι στο τραπέζι, και η μυρωδιά από τα σουτζουκάκια με πνίγει ευχάριστα. Ο Μάριος αρπάζει αμέσως ένα κομμάτι ψωμί και το βουτάει στη σάλτσα, κι εγώ τον κλωτσάω κάτω από το τραπέζι.

«Α! Μπαμπά, μαμά, η Κατερίνα έχει φαγωθεί να πάμε σινεμά το Σάββατο, να δούμε το Dirty Dancing,» λέω όσο πιο αδιάφορα μπορώ, κοιτώντας το πιάτο μου σαν να είναι το πιο ενδιαφέρον πράγμα στον κόσμο.
«Τι είναι αυτό;» με ρωτάει ο πατέρας μου, σηκώνοντας το φρύδι.
«Μια ρομαντική σαχλαμάρα…» απαντάω αδιάφορα.
«Και θέλεις να το δεις;» ρωτάει δύσπιστα η μητέρα μου.
«Όχι ιδιαίτερα,» της απαντάω ανόρεκτα. «Η Κατερίνα είναι που έχει λυσσά-ξει να πάμε να το δούμε,» συνεχίζω ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους.
«Αν σας συνοδεύσει ο Μάριος ή ο Αλέκος, να πάτε» λέει ο πατέρας μου.

Να σου γαμήσω! Γυρνάω πανικόβλητη προς τον Μάριο και του κάνω νόημα να πει όχι, τα μάτια μου γουρλωμένα και τα χείλη μου να σχηματίζουν ένα σιωπηλό «ΜΗ».

Το κωλόπαιδο με κοιτάζει προκλητικά, με το ένα φρύδι σηκωμένο και χαμογελάει πλατιά, και πριν προλάβω να κάνω οτιδήποτε, ξεστομίζει τη φράση που φοβόμουν: «Πολύ ευχαρίστως, κύριε Ηλία.» Αν το βλέμμα μου μπορούσε να σκοτώσει, θα τον κλαίγαμε το μακαρίτη.

Και κάπως έτσι, το Σάββατο το απόγευμα, βρισκόμαστε στο Φοίβο. Κάθομαι στη μέση, με τον Μάριο αριστερά μου και την Κατερίνα δεξιά μου. Τα καθίσματα είναι μαλακά, αλλά εγώ είμαι πιασμένη σαν να έχω κοιμηθεί όρθια. Δεν είμαστε οι μόνοι από το σχολείο, μέσα βλέπω κάμποσους συμμαθητές και συμμαθήτριες. Το στομάχι μου δένεται κόμπος και κρύβομαι σχεδόν στο κάθισμα, βάζοντας το χέρι μπροστά στο πρόσωπό μου.

«Τι κρύβεσαι, ρε μαλάκα;» με ρωτάει ο Μάριος, ρίχνοντάς μου ένα στραβό χαμόγελο και χτυπώντας με τον αγκώνα του στα πλευρά.
«Χέσε με, ρε Μάριε, θα μου κρεμάσουν κουδούνια!» ψιθυρίζω, νιώθοντας τα μάγουλά μου να καίνε.
«Θα σου κλάσουν. Ξεκόλλα επιτέλους!» λέει και σηκώνει τα μάτια του στον ουρανό.
«Μα την Παναγία, αν μου πει κανείς στη μπάλα “Μπίλι, κάνε μας μια πιρουέτα”, εσείς θα την πληρώσετε!» τους προειδοποιώ με τα δόντια σφιγμένα.
«Κανείς δε θα στο πει!» με διαβεβαιώνει, κουνώντας το κεφάλι του σαν να μιλάει σε πεντάχρονο.
«Πώς το ξέρεις;» ρωτάω επιφυλακτικά, σηκώνοντας το φρύδι.
«Για να μην φάνε τάκλιν στην καρωτίδα!» μου λέει, και δεν κρατιέμαι—σκάω στα γέλια, κλείνοντας το στόμα με την παλάμη μου για να μην ακουστώ.
«Σιγά ρε μαλάκα, δεν είμαι και ο Σουμάχερ!» του λέω, αναφερόμενη στον τερματοφύλακα της Εθνικής Γερμανίας που στο Μουντιάλ του ’82, στον ημιτελικό με τη Γαλλία—ναι, το θυμάμαι!—είχε κάνει ένα δολοφονικό τάκλιν στον Μπατιστόν, στέλνοντάς τον στο νοσοκομείο με σπασμένα πλευρά και τρία δόντια λιγότερα.
«Μα τολμάει και κανείς να σε βάλει τερματοφύλακα;» ρωτάει γελώντας ο Μάριος, αναφερόμενος στο αξέχαστο περιστατικό της μίας και μοναδικής φοράς που με βάλανε τέρμα. Γελάω ακόμα πιο δυνατά.

Και κάπου εκεί, μέσα στις σαχλές ατάκες και τα πειράγματα, σχεδόν ξεχνάω το γεγονός ότι είμαι εδώ, εγκλωβισμένη σε μια κινηματογραφική αίθουσα, αναγκασμένη να δω έναν τύπο να σηκώνει μια κοπέλα στον αέρα, και το χειρότερο όλων—να πρέπει να το υπομείνω χωρίς να ρίξω φάπες σε κανέναν.
⇽∙∙∙⇾
Αρνιόμουν για πολύ καιρό να το πω, αλλά τελικά η ταινία δεν ήταν τόσο χάλια όσο αρχικά φοβόμουν. Αυτό, ωστόσο, που αρνιόμουν να παραδεχτώ—ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό—ήταν πως η φαντασίωση του Μάριου στο ρόλο του Swayze, μ’ εμένα στη θέση της Grey, έκανε την καρδιά μου να χτυπάει λίγο πιο δυνατά.

Και δεν ήταν απλά η εικόνα. Ήταν ο τρόπος που με σήκωνε στα χέρια του στο παιχνίδι. Ο τρόπος που γελούσε όταν με έριχνε κάτω στην πάλη—πριν κόψει το παιχνίδι μαχαίρι, πριν τα ρημαδιασμένα τα στήθη μου αλλάξουν τους όρους. Ήταν η σιγουριά του, η αίσθηση πως, αν έπεφτα, θα με έπιανε. Όχι επειδή ήμουν αδύναμη. Αλλά επειδή έτσι έπρεπε.

Και όχι τίποτε άλλο, πώς το λέω αυτό στην Κατερίνα; Θα με πάρει με τα σάπια λάχανα! Αφού με έχει ρωτήσει επανειλημμένα αν είμαι τσιμπημένη με τον Μάριο και η απάντησή μου ήταν πάντα η ίδια: να την κοιτάζω σαν να είναι τρελή.

Μαλάκα μου, να δεις που στο τέλος η τρελή θα είμαι εγώ.

«Γιατί ρε μωρή δεν παραδέχεσαι ότι σου άρεσε η ταινία;» με ρωτάει κάποια στιγμή, εκνευρισμένη από το πείσμα μου.
«Γιατί δε μου άρεσε!» της απαντάω ξεροκέφαλα, αλλά μεταξύ μας, δεν είναι και ακριβώς αλήθεια.

Μπορεί να με πήρε ο ύπνος σε κάποια κομμάτια, γιατί όντως οι ρομαντικές σάχλες δεν είναι του γούστου μου, αλλά το τέλος μου άρεσε, και όσο και αν ντρέπομαι για τα χάλια μου, μου άρεσε πολύ. Ειδικά όταν με συνέλαβα επ’ αυτοφώρω να φαντασιώνομαι εμένα στη θέση της αχώνευτης και τον Μάριο στη θέση του Swayze.

«Μπίλι,» μου λέει με το βλέμμα “σε τα μας ρε μωρή;”, “τον Μάριο μπορεί να τον δουλεύεις, αλλά σε μένα δεν πιάνουν αυτά!»
«Τι λες μωρέ; Πότε τον δούλεψα;» τη ρωτάω με γνήσια αγανάκτηση.
«Κοίτα, μπορεί να είναι πανέξυπνος, αλλά είναι αγοράκι, και τα αγοράκια είναι μούσκαροι σε κάποια πράγματα!» λέει και βάζω τα γέλια.

Ήταν μία από τις πολλές διαφορές που σταδιακά ανακάλυψα—από τότε που άρχισα να μεγαλώνω—μεταξύ εμού και των υπόλοιπων αγοριών με τα οποία μεγάλωσα μαζί. Σε μερικά πράγματα. αδερφάκι μου, όντως δε νογάνε, είναι τα ζα μου αργά. Ακόμα και ο Μάριος.

«Καλά, εντάξει, αν και ο συγκεκριμένος είναι μούσκαρος παντός καιρού,» της λέω με τη σειρά μου, προσπαθώντας να κάνω χαβαλέ.
«Με το μισό σχολείο ερωτευμένο μαζί του. Όσες δηλαδή δεν είναι με τον Πολιτάκη!»

Ναι, τον ήξερα αυτόν, αρχικά από την Κατερίνα και τα κουτσομπολιά της για το ποια είναι καψούρα με ποιον—όχι ότι το θέμα με ενδιέφερε ιδιαίτερα—και μετά μου τον έδειξε κιόλας, και χέστηκε η Φατμέ στο Γενί τζαμί. Όντως ήταν εμφανισιακά πολύ όμορφος, αλλά για μένα στο συγκεκριμένο θέμα, από δω παν κι άλλοι.

«Και εσύ διάλεξες τον Αλέκο ρε μαλάκα! Τον Αλέκο!» της απαντάω, προσπαθώντας να αλλάξω την κουβέντα, αλλά η Κατερίνα είναι πανέξυπνη, δεν της ξεφεύγει το παραμικρό.
«Μη μου αλλάζεις κουβέντα, τώρα μιλάμε για τα δικά σου τα χαΐρια!»
«Ποια δικά μου, μωρή μαλάκω;» τη ρωτάω προσπαθώντας να το παίξω αδιάφορη.
«Ρε μαλάκα, μα τω Θεώ, μπορεί να είσαι άσος στα μαθηματικά, αλλά μην παίξεις ποτέ πόκερ, θα μείνεις χωρίς βρακί!»
«Τι θες να σου πω, ρε Κατερίνα;» τη ρωτάω έχοντας αρχίσει να φορτώνω.
«Την αλήθεια!» μου λέει με ύφος ανακριτή.
«Την αλήθεια σου λέω. Δεν τον βλέπω σαν κάτι διαφορετικό από φίλο…»

Δεν απαντάει. Με κοιτάζει σταθερά στα μάτια, και το βλέμμα της είναι σταθερό, αμετακίνητο. Το αντέχω για τρία δευτερόλεπτα. Μετά, το ρίχνω στο πάτωμα. Μπα που να σε πάρει!

«Οκ…» λέω ξεφυσώντας σαν δυστυχισμένος τυφώνας. Αν δε μιλήσω, δε θα σταματήσει. «Ομολογώ ότι καμιά φορά φέρνω τον εαυτό μου στη θέση αυτής της αχώνευτης στο Dirty Dancing και τον Μάριο στο ρόλο του Swayze…»
Η Κατερίνα ανασηκώνει το φρύδι της. «Και…;»
Μπα που να σε πάρει και να σε σηκώσει! «Ε… αυτό. Δεν έχει άλλο!»
«Τίποτε άλλο;» με ρωτάει καχύποπτα.

Δε μ’ αρέσει να λέω ψέματα, ούτε καν για να προστατέψω τον εαυτό μου. Αυτό είχα μάθει από μικρή. Πώς το λένε στο Αμέρικα; Truth will set you free…

«Η σκέψη αυτή μερικές φορές…» ξεκινάω και δαγκώνομαι. «Κάνει… κάνει την καρδιά μου να χτυπά λίγο πιο δυνατά,» λέω τελικά, ομολογώντας την αλήθεια που δεν τολμούσα να πω ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό.

Η Κατερίνα χαμογελάει. Όχι ειρωνικά. Όχι κοροϊδευτικά. Σχεδόν… ζεστά. «Είδες; Δεν ήταν τόσο δύσκολο τελικά,» μου λέει ήρεμα.

Έτσι νομίζεις;

1988

Το νησί της Αφροδίτης

Είναι λίγες μέρες μετά το τέλος της σχολικής χρονιάς, και σήμερα ανεβάζουμε επιτέλους το θεατρικό: Το Νησί της Αφροδίτης του Αλέξη Πάρνη. Από τον Γενάρη και μετά, κάναμε καθημερινές πρόβες, μια ρουτίνα που στην αρχή ήταν διασκεδαστική αλλά, όσο περνούσαν οι μήνες, κατέληξε να γίνεται καταναγκαστικό έργο.

Πέρσι, οι μαθητές της τρίτης γυμνασίου είχαν ανεβάσει την Αντιγόνη, με τον Μάριο—ποιον άλλον—στο ρόλο του Αίμωνος. Οι καθηγητές αποφάσισαν να συνεχιστεί και φέτος η παράδοση, και ύστερα από την επιμονή του Μάριου, αποφάσισα να συμμετάσχω κι εγώ. Στην αρχή, δεν ήμουν ενθουσιασμένη με την ιδέα. Δεν ήμουν από εκείνους που ονειρεύονταν να πατήσουν θεατρική σκηνή, δεν είχα καμία απολύτως φιλοδοξία προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά ο Μάριος είχε τον τρόπο του.

Το δοκιμαστικό δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο—μας έδωσαν ένα βιβλίο με ποιήματα και μας ζήτησαν να απαγγείλουμε. Δεν είχαμε καν ιδέα ποιο έργο θα ανεβάζαμε, το μάθαμε αργότερα, όταν μας μοίρασαν τους ρόλους. Όταν είδα το όνομά μου δίπλα από εκείνο της Κέιτ Πάτερσον, αρχικά δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία.

Μόλις όμως διάβασα το έργο, το μετάνιωσα, αλλά ήταν αργά για δάκρυα. Όχι απλά δε μου άρεσε ο χαρακτήρας που έπρεπε να υποδυθώ, τον αντιπάθησα σφοδρά. Αν εξαιρέσεις τον Ρίτσαρντ Κιτς, τον Ντέιβ, τη Βίκυ, τον Αναστάση και τη Λαμπρινή, όλους τους υπόλοιπους χαρακτήρες τούς βρήκα αφόρητους—και η Κέιτ δεν ήταν εξαίρεση. Αφελής, ρηχή, χειριστική, καμία σχέση με μένα, καμία σχέση με το πώς έβλεπα τον κόσμο. Ήταν σαν να με είχαν βάλει να φορέσω ένα ξένο, στενό κουστούμι που με έπνιγε.

Το μόνο που με παρηγορούσε ήταν ότι δεν ήμουν η μόνη που έπρεπε να παίξει ρόλο που δε μου ταίριαζε.

Και σα να μην είχα τον πόνο μου που έπρεπε να υποδυθώ την αχώνευτη, είχα και να τραγουδήσω στο τέλος το “Αν βουληθώ να σ’ αρνηθώ.” Δεν είχα τραγουδήσει ποτέ μπροστά σε κόσμο, ούτε είχα και καμιά κάψα. Η ιδέα και μόνο μου φαινόταν εφιάλτης. Αλλά ο σκηνοθέτης—που ήταν επαγγελματίας και θείος ενός συμμαθητή—είχε εντελώς διαφορετική άποψη. Με είχε ακούσει μια φορά να μουρμουρίζω τη μελωδία στη διάρκεια μιας πρόβας.

«Ποια το τραγουδούσε αυτό;» ρωτάει και όλοι κοιτάζουν εμένα.
«Εγώ,» απαντάω διστακτικά.
«Μάλιστα,» μου κάνει και ξύνει ελαφρά το αφτί του. «Για τραγούδησέ το ξανά. Την πρώτη στροφή!»

Ξεροκαταπίνω και αρχίζω να τραγουδάω την πρώτη στροφή και βλέπω το πρόσωπό του να φωτίζεται. Ξεροκαταπίνω και πάλι, γούστο θα έχει να μου ζητήσει να το τραγουδήσω.

Εμ δεν έπαιζα καλύτερα προ-πό;

«Πλούσιο, φυσικό βιμπράτο…» μουρμουρίζει και τον κοιτάω λοξά. Με βρίζει στα ιταλικά; Δεν είχα ιδέα τι είναι το βιμπράτο! «Υπέροχο χρώμα στη φωνή, γνήσιο συναίσθημα… χμμμ» εξακολουθεί να μονολογεί και ξύνει το κεφάλι του. «Κανονικά αυτό θα έπρεπε να το πει ο Αναστάσης…» συνεχίζει το μονόλογο. «Εσύ θα το τραγουδήσεις στο τέλος!» είναι η απόφαση του δικαστηρίου.

Δεν είχα ιδέα τι σημαίνει βιμπράτο, ούτε καταλάβαινα τι πάει να πει αυτό το “χρωματίζεις τη φωνή σου,” τότε το έμαθα. Και σα να μην έφτανε αυτό, έπρεπε να φοράω και φορέματα, για να μην αναφέρω ότι μιας και ο ρόλος το απαιτούσα θα έπρεπε να αφήσω και τα μαλλιά μου μακρύτερα. Μωρέ καλά το λένε, η τέχνη απαιτεί θυσίες.

Αχ, θα τον σκίσω, αυτός τα φταίει όλα που πήγα κι έμπλεξα. Αν δεν μου τα είχε κάνει νταούλια, τώρα θα ήμουν στο προαύλιο και θα έπαιζα μπάλα σαν άνθρωπος, όχι να τραγουδάω και να φοράω φουστάνια και ν’ αφήνω μαλλιά σα χίπης. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες, κι εγώ—πού μυαλό—χώθηκα με τα μούτρα στο κοτέτσι.
⇽∙∙∙⇾
«Γιε μου… Παλληκάρι μου… Θαρρώ πώς πήρα σωστή απόφαση. Έτσι δεν είναι; Αχ! Όλη μου τη ζωή, κάθε μέρα, κάθε νύχτα, θα με βασανίζει τούτο το ρώτημα… Και πάντα θ' αποκραίνουμε… Έκανα σωστά… Έκανα αυτό που πρέπει… Όμως εσύ, γυιόκα μου, ξέρεις… Πολύ υποφέρουν σε τούτο τον κόσμο οι άνθρωποι που ξέρουν να κάνουν αυτό που πρέπει. Πολύ βασανίζονται, γυιόκα μου… Πολύ!»

Μόλις η φωνή της σβήνει, βγαίνουμε όλοι στη σκηνή. Έχω αλλάξει, φοράω ένα μαύρο φόρεμα και μια μαντίλα στα μαλλιά, όπως η Μάρθα. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Έχω πει αυτό το τραγούδι άπειρες φορές στις πρόβες, αλλά τώρα… τώρα νιώθω σαν να μην έχω φωνή. Τα πόδια μου τρέμουν. Μπροστά μας, το κοινό—οι συμμαθητές μας, οι καθηγητές, οι γονείς μας. Η μητέρα μου, ο πατέρας μου, είναι εκεί.

Αναζητώ τον Μάριο με το βλέμμα μου. Όταν τα μάτια μας συναντιούνται, μου χαμογελάει. Σαν να μου λέει "πάμε, μπορείς". Παίρνω βαθιά ανάσα. Ο Γιάννης, που έπαιζε τον Αναστάση, ακουμπάει τα δάχτυλά του στο μπουζούκι. Η πρώτη νότα δονεί την αίθουσα. Σχεδόν αμέσως, η Εύα—φοιτήτρια, ξαδέρφη ενός συμμαθητή—τον ακολουθεί με το σαντούρι της.
Η στιγμή είναι εδώ. Παίρνω ακόμα μία ανάσα. Και αρχίζω.


Αν βουληθώ να σ' αρνηθώ,
να σ' απολησμονήσω,
να μην εβρώ νερό να πιώ,
μη ρούχο να φορήσω.

Η φωνή μου γεμίζει τον χώρο. Ο χρόνος μοιάζει να σταματά.

Αν βουληθώ να σ' αρνηθώ,
να σ' απολησμονήσω,
να μη μπορώ φιλί να βρω,
μη δάκρυ να δακρύσω.

Μόλις το τραγούδι τελειώνει, για μια στιγμή επικρατεί απόλυτη σιγή. Και μετά, όλοι σηκώνονται όρθιοι. Το χειροκρότημα ξεσπάει σαν κύμα. Αποθέωση. Κρατιόμαστε από τα χέρια, κάνουμε μια βαθιά υπόκλιση. Τα χειροκροτήματα δυναμώνουν, το ξέρω, το νιώθω, αλλά δεν είναι αυτά που με ενδιαφέρουν.

Τα μάτια μου ψάχνουν τη μητέρα μου. Στέκεται στην πρώτη σειρά. Τα μάτια της δακρυσμένα.

Αλλά… δεν είναι η μόνη. Προσπάθησε να το κρύψει, αλλά δεν τα κατάφερε. Είδα καθαρά ότι είχε δακρύσει και ο Μάριος.
⇽∙∙∙⇾
Την επόμενη μέρα πηγαίνω για κούρεμα. Το μαλλί μου, σκούρο ξανθό, το είχα πάντα κοντό σε στυλ à la garçon. Αλλά η Κατερίνα είχε άλλη άποψη και τελικά με πείθει να δοκιμάσω το pixie cut, που πλέον μπορώ, αφού, λόγω του θεατρικού, το είχα αφήσει να μακρύνει λίγο τους τελευταίους μήνες.
«Θα πάω να κουρευτώ το Σάββατο,» της λέω και ξεφυσάω, περνώντας το χέρι μου νευρικά μέσα από τα μαλλιά μου. Τα νιώθω να με ενοχλούν, να μπλέκονται στον σβέρκο μου, και το μόνο που θέλω είναι να τα ξεφορτωθώ, δεν τ’ αντέχω άλλο!
«Τι;» πετάγεται η Κατερίνα με μάτια γουρλωμένα. «Όχι! Καλά είναι όπως είναι! ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ μακρύνανε λίγο!»
«Έλα, ρε Κατερίνα, μη μου γίνεσαι Άννα κι εσύ!» της κάνω κοιτάζοντάς την με φωνή γεμάτη απόγνωση. Μια ώρα τα ίδια μου έλεγε η μάνα μου χθες. «Δεν τα αντέχω άλλο. Πέφτουν όλη την ώρα στο πρόσωπό μου…» λέω και παίρνω βαθιά ανάσα. «Δεν τ’ αντέχω!»
«Ρε μωρή έχεις τόσο όμορφο πρόσωπο… του γαμάς τη μάνα που πας και κουρεύεσαι σα νεοσύλλεκτος,» μου λέει με δραματικό τόνο και μια γερή δόση υπερβολής, δεν τα κουρεύω δα και τόσο κοντά!
«Άσε με ρε Κατερίνα. Έχω μοιράσει ήδη πέντε χυλόπιτες,» της λέω με φωνή γεμάτη εκνευρισμό. «Το τελευταίο που θέλω είναι να μαζέψω κι άλλους θαυμαστές!»
«Και γουλί να κουρευτείς, πάλι όμορφη θα είσαι,» μου απαντάει με απόλυτη βεβαιότητα. «Και στο κάτω-κάτω της γραφής, ρε μωρή,» συμπληρώνει κάνοντας έντονες κινήσεις με τα χέρια της, «θα αλλάξεις εσύ γι’ αυτούς;» μου λέει χώνοντας μια κατακέφαλη στον εγωισμό μου.
«Δε θα αλλάξω,» της λέω πεισμωμένη κουνώντας έντονα το κεφάλι μου. «Θα γίνω πάλι αυτή που ήμουν!» και την κοιτάζω σχεδόν θριαμβευτικά.
«Ναι ε;» μου λέει με μάτια που γυαλίζουν. «Έχεις κόψει τα σορτσάκια, για να μην λένε για τον κώλο σου, και έχεις κόψει τα αμάνικα, για να μη φαίνονται τα μεμέ σου! Μια χαρά έχεις αλλάξει για δαύτους,» μου λέει και με ρουμπώνει χωρίς οίκτο.

Γαμώ το Δία μου γαμώ.

Σκύβω το κεφάλι μου και φυσάω και πάλι μια ενοχλητική τούφα που έχει πέσει στα μάτια μου.

Η φωνή της μαλακώνει. «Μπίλι, είσαι κορίτσι, και ακόμα καλύτερα, πολύ όμορφο κορίτσι,» μου κάνει χαμογελώντας. «Μαλάκα μου, τι λέω;» ρωτάει και βάζει τα γέλια. «Ούτε να στα έριχνα ρε μωρή!» μου λέει, και βάζω κι εγώ τα γέλια.
«Δεν τα μπορώ μωρέ Κατερίνα,» της κάνω. «Ασχέτως με αυτά που λες, μ’ ενοχλούν!»
«Ωραία, κουρέψου αλλά όχι πάλι αγορίστικα. Χμμμ…» μου κάνει και σταματάει να το σκεφτεί. «Μισό λεπτάκι,» λέει και τρέχει μέσα στο σαλόνι της, και επιστρέφει με ένα περιοδικό. «Κοίτα εδώ, να πώς πρέπει να το κάνεις!» λέει, δείχνοντάς μου με το δάχτυλο μια τύπισσα με ένα κοντό κούρεμα.

Ρίχνω μια ματιά χωρίς πολλή όρεξη, αλλά… οκ, όχι κι άσχημο. Το μαλλί της είναι κοντό αλλά όχι αγορίστικο, πιο πολύ σαν να έχει πει «ναι, είναι κοντά, αλλά μπορώ να σου ανοίξω και το σπίτι». Το πάνω μέρος είναι λίγο πιο μακρύ, με τούφες που πέφτουν ανάλαφρα προς το μέτωπο, χωρίς να μοιάζουν κολλημένες ή σαν να της τις έκαναν με χάρακα. Μια φράντζα ασύμμετρη, στο πλάι, που μάλλον αν φυσάει λίγο αέρας θα χώνει τούφες στα μάτια της.

Οι πλευρές είναι πιο κοντές αλλά δεν είναι σαν ξυρισμένες με την ψιλή, ευτυχώς. Σβήνουν σταδιακά προς τα κάτω, έτσι ώστε να φαίνεται πιο… καθαρό, να το πω; Όχι σαν να το κούρεψε με το μαχαίρι του ψωμιού.

Το πίσω μέρος έχει επίσης αυτό το σβήσιμο, πιο κοντό προς τον αυχένα, αλλά όχι ξυρισμένο – σαν να είπε στον κομμωτή «κόφ’ το, αλλά μη μου πάρεις και το σκαλπ».

«Ε, πώς σου φαίνεται;» με ρωτάει η Κατερίνα, τα μάτια της να γυαλίζουν.
Ξύνω το κεφάλι μου, κοιτάζω ξανά το περιοδικό. «Δεν είναι κι άσχημο,» μουρμουρίζω. «Δείχνει λίγο… ροκ.»
«Αυτό λέω κι εγώ, ρε μαλάκα!» κάνει, σχεδόν ανακουφισμένη. «Άσε τα αγορίστικα και κάν’το έτσι!»
«Θα το σκεφτώ,» της λέω, αλλά η αλήθεια είναι ότι το έχω σχεδόν αποφασίσει.

Γιατί μεταξύ μας, δείχνει όντως γαμάτο.
To αποτέλεσμα τη δικαίωσε. Το κούρεμα μου πηγαίνει υπέροχα, πιο όμορφο από ό,τι περίμενα, πιο εγώ από ό,τι νόμιζα. Και τελικά, μου αρέσει. Αλλά το καλύτερο; Η μητέρα μου, που είχε απογοητευτεί όταν της είπα ότι θα κουρευτώ, χαμογέλασε όταν με είδε.

Μ’ ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια.

Επιμερισμός

Πρώτη λυκείου. Το λέω και δεν το πιστεύω—πρώτη λυκείου! Πώς πέρασαν τα χρόνια χωρίς να το καταλάβω; Πότε πρόλαβα και τέλειωσα το δημοτικό και το γυμνάσιο; Προχθές είχαμε τον αγιασμό, χθες πήραμε τα βιβλία και σήμερα ξεκινάνε τα πρώτα μαθήματα.

Η μέρα αρχίζει με γεωμετρία. Ο καθηγητής, ο Κωνσταντόπουλος, αφού μας συστήνεται και του λέμε κι εμείς τα ονόματά μας, πιάνει κατευθείαν δουλειά.

«Θέλω να σας δείξω γιατί είναι απαραίτητη η θεμελίωση των μαθηματικών μέσα από ορισμούς και αξιώματα. Ας πάρουμε ένα απλό παράδειγμα: μπορείτε να αποδείξετε ότι η πρόσθεση είναι αντιμεταθετική, ότι δηλαδή για κάθε πραγματικό αριθμό α και β ισχύει πως α + β = β + α; Σας δίνω πέντε λεπτά να το σκεφτείτε.»

Οι περισσότεροι συμμαθητές μου βαριούνται τη ζωή τους, αλλά εμένα το πρόβλημα με ιντριγκάρει. Παίρνω το μολύβι και αρχίζω να γράφω στο τετράδιό μου. Η σκέψη μου τρέχει γρήγορα, και ξαφνικά μου έρχεται μια ιδέα. Χαμογελάω στον εαυτό μου—και μάλλον αυτό δεν περνάει απαρατήρητο, γιατί ο Κωνσταντόπουλος με βλέπει.

Σηκώνω το χέρι μου.

«Για πες μας…»
«Μαρκετάκη» απαντάω, υπενθυμίζοντάς του το όνομά μου. «Δεχόμαστε ότι η πρόσθεση είναι προσεταιρεστική και ότι ο πολλαπλασιασμός είναι επιμεριστικός προς αυτήν; Αν ναι, τότε μπορούμε να αποδείξουμε την αντιμεταθετική ιδιότητα. Αν όχι… όχι!»

Ο Κωνσταντόπουλος χαμογελάει, και είναι ένα χαμόγελο που αγγίζει μέχρι και τα μάτια του.

«Ας πούμε ότι το δεχόμαστε. Για σήκω στον πίνακα να μας το δείξεις.»

Δεν έχω κανένα θέμα να σηκωθώ στον πίνακα, είμαι μαθημένη. Από την πρώτη γυμνασίου και μετά ήμουν η καλύτερη του σχολείου—μόνο πέρσι μου έφαγε την πρωτιά ένα πρωτάκι. Παίρνω την κιμωλία στο χέρι και ξεκινάω.

«Αρχικά, χρησιμοποιούμε την υπόθεση πως ο πολλαπλασιασμός είναι επιμεριστικός ως προς την πρόσθεση.» Γράφω στον πίνακα:


2(α+β) = (1+1)(α+β) => 2α+2β = α+β+α+β => α+α+β+β = α+β+α+β

Γυρνάω προς την τάξη. «Εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι η πρόσθεση είναι προσεταιρεστική, προσθέτουμε από αριστερά το –α και από δεξιά το –β και στα δύο σκέλη της ισότητας.»

Γράφω:

-α+(α+α+β+β)-β = -α+(α+β+α+β)-β => (-α+α)+(α+β)+(β-β) = (-α+α)+(β+α) +(β-β) => α+β = β+α

Στρίβω το κεφάλι να δω τον Κωνσταντόπουλο, που χαμογελάει από αυτί σε αυτί.

«Εξαιρετικά» λέει, και σχεδόν μου φαίνεται ότι γελάνε μέχρι και τα μούσια του. «Ωστόσο, όταν θα πάτε στην τρίτη λυκείου—και όσοι ακολουθήσετε την πρώτη δέσμη—θα μάθετε τις έννοιες της ομάδας, του δακτυλίου, και του σώματος. Τότε θα δείτε ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η επιμεριστική ιδιότητα είναι πιο σύνθετη από την προσεταιρεστική και την αντιμεταθετική, καθώς συνδυάζει δύο πράξεις. Παρ’ όλα αυτά, ο συλλογισμός σου, Μαρκετάκη, ήταν εξαιρετικός. Μπορείς να καθίσεις.»

Επιστρέφω στη θέση μου με τα μάγουλα να καίνε—αλλά όχι από ντροπή, από ενθουσιασμό. Τα δάχτυλά μου στριφογυρίζουν ασυναίσθητα το στυλό, τα πόδια μου χτυπάνε ρυθμικά κάτω από το θρανίο. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από τα μαθηματικά να βγάζουν νόημα μπροστά στα μάτια σου.

Η Κατερίνα με σκουντάει με τον αγκώνα της, το χαμόγελό της πλατύ και γεμάτο νόημα. Τα μάτια της λαμπυρίζουν πονηρά, και πριν προλάβω να της ρίξω ένα βλέμμα που να λέει “τι θες τώρα”, σκύβει πιο κοντά μου.

«Ωραία, τώρα πρόσθεσες και καθηγητή στους θαυμαστές σου» μου ψιθυρίζει πονηρά, τα χείλη της να τραβιούνται σε ένα σατανικό χαμόγελο.

Κυλάω τα μάτια μου, αλλά το χαμόγελο που παλεύω να κρύψω κάνει τα μάγουλά μου να καίνε ακόμα πιο πολύ. Σηκώνω τους ώμους μου με προσποιητή αδιαφορία και της βγάζω τη γλώσσα.

«Ναι, το έχω αυτό» της λέω, και το βλέμμα μου γλιστράει ασυναίσθητα προς την έδρα, όπου ο Κωνσταντόπουλος γυρνάει προς τον πίνακα. Κουνάω τα πόδια μου πιο νευρικά και δαγκώνω το κάτω χείλος μου για να μη χαμογελάσω πιο πλατιά.

Η Κατερίνα κουνάει το κεφάλι της με ένα βλέμμα που λέει “Δεν παίζεσαι” και σκύβει ακόμα πιο κοντά μου, τα μάτια της να λάμπουν πονηρά.

«Και είναι και κούκλος!» μου ψιθυρίζει με ένα υφάκι που μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι.

Γυρίζω απότομα και τη στραβοκοιτάζω, τα μάτια μου να στενεύουν επικίνδυνα. Τα δάχτυλά μου σφίγγουν νευρικά το στυλό, και η φωνή μου βγαίνει χαμηλή και δηκτική.

«Μπα, τον ξεπέρασες τον Αλέκο;» την πειράζω, σηκώνοντας ένα φρύδι με νόημα.

Η Κατερίνα ανοίγει το στόμα της, τα μάγουλά της παίρνουν ένα απαλό ροζ και τα μάτια της γυαλίζουν από την έκπληξη και τον εκνευρισμό μαζί. Αλλά πριν προλάβει να απαντήσει, η φωνή του Κωνσταντόπουλου σκάει σαν κεραυνός πάνω από τα κεφάλια μας.

«Μαρκετάκη, τι λες; Να συνεχίσουμε το μάθημα;»

Ο τόνος του είναι αυστηρός, αλλά η άκρη των χειλιών του συσπάται ανεπαίσθητα, σαν να προσπαθεί να μην χαμογελάσει.

Γίνομαι κόκκινη σαν ινδιάνα, τα μάγουλά μου καίνε τόσο που νιώθω ότι θα πάθω εγκεφαλικό. Τα δάχτυλά μου παίζουν νευρικά με το στυλό, και το βλέμμα μου καρφώνεται στο τετράδιο μπροστά μου με τέτοια ένταση που νομίζω ότι θα ανοίξει τρύπα από μόνο του.

Ακούω την Κατερίνα δίπλα μου να καταπνίγει τα γέλια της, ο ώμος της να τρέμει ελαφρά καθώς καλύπτει το στόμα της με το χέρι της. Την κλωτσάω κάτω από το θρανίο με τρόπο που να φαίνεται τυχαίο, αλλά το βλέμμα της που αστράφτει από πείραγμα με κάνει να θέλω να την κλωτσήσω πιο δυνατά.

Μαζεύομαι στην καρέκλα μου και προσπαθώ να κάνω ότι γράφω σημειώσεις, αλλά το στυλό τρέμει στα χέρια μου και η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή.
⇽∙∙∙⇾
Αν και η πρώτη μέρα στο λύκειο ξεκίνησε όμορφα, η συνέχεια μου άφησε μια πικρή γεύση. Τα δάχτυλά μου παίζουν νευρικά με το λουρί της τσάντας μου, τα πόδια μου κινούνται βιαστικά στο πλακόστρωτο, αλλά το στομάχι μου είναι ήδη δεμένο κόμπος.

Κατά τη διάρκεια του διαλείμματος βίωσα για ακόμα μία φορά τη δυσάρεστη εμπειρία να ακούσω αγόρια να κάνουν σεξιστικά σχόλια για την εμφάνισή μου—όχι κρυφά, όχι ψιθυριστά, αλλά άνετα, με θράσος, λες και δεν ήμουν λίγα μέτρα μακριά.

Η φωνή τους διαπερνά το θόρυβο του προαυλίου σαν αγκάθι στο δέρμα. Σφίγγω τα δόντια μου και τα νύχια μου καρφώνονται στις παλάμες μου.

«Είχε δεν είχε, πάλι μας πέταξε τα μάτια έξω η Μαρκετάκη.»
«Ναι ρε μαλάκα, τι απίθανο κωλαράκι είναι αυτό που έχει η ρουφιάνα; Μπορεί να σηκώνεται κάθε μέρα στον πίνακα;»
«Ή έστω τις μέρες που έχουμε και γυμναστική και έρχεται με φόρμα.»

Γέλια. Ακούω τα γέλια τους και νιώθω το στομάχι μου να δένεται ακόμα πιο σφιχτά. Ο αέρας μου φαίνεται ξαφνικά πηχτός και βαριάς, σαν να προσπαθώ να αναπνεύσω μέσα από βαμβάκι. Κλείνω τα μάτια μου για μια στιγμή και παίρνω μια κοφτή ανάσα.

Οι φωνές τους συνεχίζουν και η θερμοκρασία του προσώπου μου ανεβαίνει επικίνδυνα. Η καρδιά μου χτυπάει στα αυτιά μου σαν τύμπανο πολέμου. Τα μάτια μου ανοίγουν απότομα και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, όλα κοκκινίζουν.

Αν ορμήσεις, δεν πρόκειται να σταματήσεις…

Ευτυχώς, προλαβαίνει ο πρώτος να αρχίσει να μιλάει, και κάπως καταφέρνω να ηρεμίσω πριν τους πάρει ο διάολος. Σφίγγω το σαγόνι μου τόσο που ακούω σχεδόν τα δόντια μου να τρίζουν. Τα πόδια μου καρφώνονται στο έδαφος και γέρνω ελαφρά προς τα μπρος, έτοιμη να φύγω τρέχοντας ή να ορμήσω, δεν έχω αποφασίσει ακόμα.

«Ρε μαλάκα, θα το λέμε και δε θα μας πιστεύει κανείς, η ωραιότερη γκόμενα στο σχολείο είναι φύτουλας, παίζει ποδόσφαιρο, τρέχει σαν σπρίντερ, ντριμπλάρει σαν Βραζιλιάνος και κλαδεύει σαν τσεκούρι!»

Οκ, το γκόμενα και το φύτουλας είναι σχεδόν βρισιές. Τα μάτια μου στενεύουν επικίνδυνα, και το χέρι μου κάνει μια κίνηση προς τα πίσω, σαν να ψάχνω κάτι που θα μπορούσα να τους πετάξω. Από την άλλη, ο τρόπος με τον οποίο μίλησε για τις ικανότητές μου στο ποδόσφαιρο και την ταχύτητά μου δείχνει πραγματικό θαυμασμό. Τα χέρια μου χαλαρώνουν ανεπαίσθητα και ο κόμπος στο στομάχι μου γίνεται λίγο πιο υποφερτός.

Και η συνέχεια; Κάτι ανάμεσα σε δέος και φόβο.

«Μην κάνεις καμιά μαλακία και της πετάξεις τίποτα τέτοιο, θα σε κλάψει η μανούλα σου! Στην πρώτη γυμνασίου είχε στείλει δυο τυπάδες από το λύκειο στο νοσοκομείο!»
«Λες να μην το ξέρω; Από το δημοτικό είμαστε μαζί…»

Η ανάσα μου επιτέλους σταθεροποιείται. Ανασηκώνω τους ώμους μου, σαν να προσπαθώ να ξεφορτωθώ το βάρος των λέξεών τους από πάνω μου. Κάνοντας πως δεν άκουσα, γυρίζω το κεφάλι μου από την άλλη, τα μάτια μου καρφώνονται στο σημείο που ξέρω ότι θα είναι ο Μάριος. Οι παλάμες μου όμως εξακολουθούν να είναι ιδρωμένες, και σφίγγω τα δόντια μου τόσο που νιώθω έναν αμυδρό πόνο στο σαγόνι.

Με γρήγορα, σταθερά βήματα, απομακρύνομαι και πάω να βρω το Μάριο, που κάθεται σε ένα παγκάκι με την Κλαίρη και τον Βαγγέλη. Το κεφάλι μου ψηλά, η πλάτη μου ίσια, αλλά τα χέρια μου ακόμα τρέμουν ελαφρά.

1989

Το party

Είναι Σάββατο και η Κλαίρη κάνει πάρτι και είναι το πρώτο μου, αφού υποκύπτω στην τριπλή πίεση του Μάριου, της Κατερίνας και της ίδιας της Κλαίρης. Η μάνα μου έχει συγκινηθεί που με βλέπει με φόρεμα, ο πατέρας μου βάζει τους δικούς του όρους.

«Στις δύο η ώρα να είσαι πίσω,» μου λέει και παραλίγο να γίνω μυγοχάφτης. Κυριολεκτικά! Δεν περίμενα ότι θα μ’ αφήσει μετά τα μεσάνυχτα.
«Θα είναι, κύριε Ηλία, θα τη γυρίσω εγώ ο ίδιος» τον διαβεβαιώνει ο Μάριος.

Βγαίνουμε από το σπίτι μου και πάμε να πάρουμε την Κατερίνα.

«Πώς και με φόρεμα;» με ρωτάει επιτέλους αυτό που τον έτρωγε με το που με είδε με δαύτο.  «Δεν είχα ιδέα ότι έχεις και δεύτερο!»
«Καινούργιο είναι, αυτό που ξέρεις το είχα για βαφτίσεις, γάμους και τέτοιες μαλακίες,» του απαντάω μηχανικά.
«Και πήρες και δεύτερο;» επιμένει; «Πώς κι έτσι;»
«Να είναι καλά η μαλάκω η φιλενάδα μας,» του απαντάω ειλικρινά, με μια μικρή δόση εκνευρισμού.
«Η Κατερίνα; Τι σχέση έχει;» με ρωτάει με απορία.
«Εμ ποια άλλη, ρε Μάριε;» του απαντάω, γιατί όντως, η ερώτηση είναι τελείως κούκου. Ποια άλλη θα μπορούσε να είναι, η Μαρία η Πενταγιώτισσα; «Είχε πάει η μαλάκω τις προάλλες για ψώνια, το είδε, το ερωτεύτηκε και αποφάσισε ότι μου ταιριάζει,» ξεκινάω την εξιστόρηση. Γυρνάω και τον κοιτάω όπως περπατάμε. «Κι έκανε κόμμα με τη μάνα μου,» του λέω και βάζει τα γέλια. «Τι γελάς ρε μαλάκα; Τσουρέκια μου τα έκαναν όλη την εβδομάδα,» λέω στενάζοντας. «Για να τις ξεφορτωθώ πήγα χθες με τις δυο τους και το πήραμε, δεν είχα σκοπό να το φορέσω.»
«Το φόρεσες όμως!»
«Φέρε τον έλεγχο να σου βάλω άριστα!» του κάνω ειρωνικά. «Τι να κάνω ρε μαλάκα;» του λέω και μετά συνεχίζω πιο μαλακωμένη. «Τη λυπήθηκα την Άννα που κάθισε να το πλύνει και να το σιδερώσει, δε μου έκανε καρδιά μετά απ’ όλ’ αυτά να μην το φορέσω. Δε γαμιέται, μια φορά στο τόσο δε θα πάθω τίποτα, και θα γλιτώσω και τη μουρμούρα.»
«Σου πάει πολύ πάντως. Και οι γόβες σου πάνε, μ’ αρέσουν πολύ!» μου λέει, και ξαφνικά η καρδιά μου κάνει μια κωλοτούμπα. Νάτα και τα πιπεράτα…
«Γιατί δεν τις φοράς, περπάτα εσύ με δαύτες και έλα πες μου!», προσπαθώ να αστειευτώ.
«Μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος!»
«Ρε δε με χέζετε και οι τρεις σας;» του κάνω για να τον ξεφορτωθώ και αυτόν, και εμένα. Κυρίως εμένα. Μαλάκα, τι γίνεται εδώ;
⇽∙∙∙⇾
Η Κλαίρη έχει μεγάλο σπίτι και έχει καλέσει πολύ κόσμο. Ο Αλέκος είναι εδώ, και η Κατερίνα τον ακολουθεί σαν σκυλάκι. Της εύχομαι πολλή και καλή τύχη. Τον αγαπάω τον ξάδερφό μου, αλλά είναι στην κοσμάρα του. Αν δεν του ζητήσει η ίδια να τα φτιάξουν ή αν δεν μου πει να του μιλήσω, δεν πρόκειται να το πάρει χαμπάρι. Και να τα φτιάξουν, πόσο νομίζει ότι θα τον αντέξει; Τέλος πάντων, δικό της πρόβλημα.

Είμαι στο σαλόνι και διασκεδάζω με την Κατερίνα και τον Αλέκο, όταν έρχεται ένας συμμαθητής μου ο Κώστας ο Μελετίου και με χαιρετάει.

«Γεια!» μου κάνει κάπως αμήχανα. Η αλήθεια είναι πως αν και είμαστε στο ίδια τμήμα δεν έχουμε και πολλές-πολλές επαφές. «Δε σε είχα για party animal,» προσπαθεί να αστειευτεί.
Τον κοιτάζω για μερικές στιγμές και του απαντάω ειλικρινά. «Αν δεν ήταν για την Κατερίνα και την Κλαίρη δε θα ερχόμουν,» του λέω και σταματάω γιατί δε θέλω να φανώ ψηλομύτα. Του χαμογελάω ζεστά. «Τελικά έχει τη φάση του,» συμπληρώνω. «Εσύ είσαι party animal, να υποθέσω;» τον ρωτάω προσπαθώντας να κάνω χαβαλέ.
«Από τα λίγα!» μου λέει και βάζει τα γέλια, και παρασύρομαι κι εγώ.

Επικρατεί αμήχανη σιωπή για μερικές στιγμές. Δηλαδή υποθέτω ότι για εκείνον είναι αμήχανη, γιατί εκείνος ήρθε και μου μίλησε. Ξαφνικά νιώθω άσχημα για λογαριασμό του, και παίρνω εγώ την πρωτοβουλία να συνεχίσω την κουβέντα αλλά δεν ξέρω τι να πω. Την κατάσταση την σώζει—άθελά της, γιατί μεταξύ μας είναι μεγάλη μαλάκω—η Ποταμιάνου.

“All hail the queen,” του λέω ειρωνικά, με σιγανή φωνή, κερδίζοντας το γέλιο του.
«Ψωνάρα από τις λίγες,» μου λέει, κερδίζοντας και πάλι το γέλιο μου.
«Ναι, υπάρχει και αυτός ο κίνδυνος όταν τρέχουν όλοι από πίσω σου σαν κουτάβια,» του λέω χαχανίζοντας. «Όχι ότι τους αδικώ, είναι κούκλα!» συμπληρώνω για να μην παρανοήσει ότι τα λέω επειδή ζηλεύω.
«Εσύ είσαι ακόμα πιο όμορφη αλλά δεν έχεις τουπέ,» μου κάνει αφήνοντάς με κόκκαλο. Δεν είναι ότι δεν ξέρω ότι τα αγόρια με θεωρούν όμορφη, και μπορεί για μένα να είναι μόνιμη πηγή εκνευρισμού, αλλά δεν παύει να είναι και η ξερή πραγματικότητα.
«Δε βαριέσαι,» του κάνω λυγίζοντας τον καρπό μου. «Στην μπάλα δεν έχει σημασία αν είσαι η ωραία Ελένη ή ο Κουασιμόδος…»
“Per aspera ad astra,” μου λέει και τον κοιτάζω απορημένη. Χαμογελάει και μου εξηγεί: «Λατινική παραλλαγή του “τα αγαθά κόποις κτώνται.” Μέσα απ’ τις δυσκολίες, στ’ αστέρια.»
«Δεν το ήξερα!» του απαντάω χαμογελαστή, και ελαφρά εντυπωσιασμένη. «Όμορφη φράση,» λέω και την επαναλαμβάνω λόγω του πόσο μ’ αρέσει όπως ακούγεται: “Per aspera ad astra…”
«Έχω να φάω λατινικό που θα πω το δεσπότη Παναγιώτη,» μου κάνει και βάζω και πάλι τα γέλια. «Γαμώ τη δικηγορία μου μέσα!»
«Κι άλλος wannabe χασοδίκης,» τον πειράζω. «Και η Κατερίνα νομική θέλει να σπουδάσει!»
«Την επόμενη φορά που θα δείρεις κάποιον μη ζητήσεις υπεράσπιση,» μου λέει πειράζοντάς με και βάζω και πάλι τα γέλια.
«Έλα μωρέ, πότε έδειρα κάποιον!» του κάνω χαχανίζοντας. «Αυτό στην πρώτη γυμνασίου δε μετράει!» του λέω και σταματάω για λίγο. «Ήμουν… πώς το λέτε εσείς οι δικηγόροι; Σε νόμιμη άμυνα!»
Βάζει τα γέλια. «Το σωστό να λέγεται!» μου κάνει, και του χαρίζω ένα από τα πιο αστραφτερά μου χαμόγελα.

Ναι, δεν ξέρω τι έγινε, γιατί με το επόμενο που μου είπε, μου έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι.

«Μπίλι;» μου λέει διστακτικά και αρχίζουν να χτυπάνε καμπανάκια μέσα μου: έχω ξανακούσει αυτή την εισαγωγή.

Ελπίζοντας ότι δεν είναι αυτό που φοβάμαι, προσπαθώ να αστειευτώ: «Διατάξτε!» του λέω, και αντί να γελάσει σφίγγεται ακόμα περισσότερο.

DANGER WILL ROBINSON!

Φυσάει και ξεφυσάει, και το άγχος μου μεγαλώνει. «Μπίλι… μου… μου αρέσεις… πολύ»

ΩΧ!

Κοντοστέκεται για μερικές στιγμές και εγώ νιώθω σαν παγιδευμένο ζώο.

ΜΗ ΤΟ ΠΕΙΣ! ΜΗ ΤΟ ΠΕΙΣ! ΜΗ ΤΟ ΠΕΙΣ.

Ίσως επειδή το ξεκίνησε και δεν μπορεί να το πάρει πίσω, ή—πολύ πιθανότερο—επειδή δεν έχει καταλάβει τίποτα από τη στάση μου αυτές τις τελευταίες στιγμές, μου μπουμπουνάει αυτό που δεν ήθελα ν’ ακούσω.

«Θέλεις να τα φτιάξουμε;»

Τετέλεσται… Δεν τα καταλαβαίνω τ’ αγόρια, πραγματικά όμως. Από που και ως που ρε φίλε μου ζητάς να τα φτιάξουμε; Αυτά τα πέντε τελευταία λεπτά έχουμε μιλήσει περισσότερο απ’ όσο είχαμε μιλήσει όλη τη χρονιά, και να πεις ότι είμαι καμιά απλησίαστη ή ακατάδεκτη; Δηλαδή, ακόμα και αν όντως με ενδιέφεραν τα αγόρια, τι περίμενε να κάνω; Να τρέξω στην αγκαλιά του κλαίγοντας «Ρωμαίο, ω, Ρωμαίο, επιτέλους ήρθες;»

Δεν του έχω απαντήσει ακόμα, και αν δεν το έχει πάρει το μήνυμα καλά κρασιά. Που και να το πάρει, κάτι θα πρέπει να του πω γαμώ τα πάντα μου και τα κοάλα μου και ένα τζάμπο τζετ με αγίους και το Χριστό πιλότο. Με κοιτάζει και κατεβάζει τα μάτια του. Μίλα μωρή γαϊδάρα, πες κάτι.

«Κώστα…» του κάνω, προσπαθώντας να βρω τις λέξεις.

Και να πεις ότι δεν έχω εμπειρία; Είναι η δέκατη χυλόπιτα που ρίχνω. Κάθε φορά τα ίδια σκατά, να τους λέω όχι και μετά να με τρώνε οι τύψεις γιατί αυτή η γαμημένη η απόρριψη δεν τρώγεται με τίποτα. Μπορεί να είναι για τελείως διαφορετικούς λόγους, αλλά το έχω ζήσει στο γαμημένο το πετσί μου.

«Δεν…» ξεκινάω να του πω και κομπιάζω και πάλι. Το παίρνει επιτέλους το μήνυμα αλλά δε μου πάει να το αφήσω έτσι. «Συγνώμη ρε Κώστα…» “Τι συγνώμη μωρή μαλάκω;” μαλώνω τον εαυτό μου. «Δεν… δεν σε βλέπω έτσι,» του λέω τελικά και με τα χίλια ζόρια.
Κουνάει το κεφάλι του. «Δεν έχει νόημα να ζητάς συγνώμη ρε Μπίλι,» μου λέει και χαμογελάει πικρά. «Εννοώ… τι νόημα έχει; Τι μου φταις που δε με βλέπεις όπως εγώ;»
«Γιατί… Δεν…» λέω και σταματώ. «Στο δημοτικό… όταν με τα πολλά καταργήθηκαν οι ποδιές, τ’ αγόρια δεν ήθελαν να παίξω μαζί τους μπάλα. Μπορεί να μην είναι το ίδιο…»
Μου χαμογελάει, πιο ζεστά αυτή τη φορά. «Ο καθείς μας το δικό του Γολγοθά…» μου λέει και παρά το μελό του πράγματος, καταφέρνω να μην γελάσω και κάνω τα πράγματα ακόμα χειρότερα για εκείνον.
«Αυτό που ήθελα να σου πω…» πάω να του πω και με κόβει.
«Κατάλαβα, Μπίλι μου, κατάλαβα. For what it matters… σ’ ευχαριστώ.»
«Για ποιο πράγμα;» τον ρωτάω ειλικρινά απορημένη.
«Άστο, μαλακία πήγα να πω…» μου κάνει. Τον κοιτάζω ερωτηματικά. «Δεν είσαι από εκείνες που θα κορόιδευαν ρίχνοντας χυλόπιτα.»
«Όχι,» του κάνω κουνώντας έντονα το κεφάλι.
«Γι’ αυτό σου λέω…» μου κάνει και σταματάει. Μου χαμογελάει και πάλι, αλλά το βλέπω καθαρά, μέσα του έχει σκοτεινιάσει. «Τα λέμε…»
«Τα λέμε…» του απαντάω και τον βλέπω να απομακρύνεται, και μ’ αφήνει στις σκέψεις μου.

Από πέρσι που έγινε η αρχή με το Μάκη, σχεδόν μια φορά το μήνα επαναλαμβάνεται η ίδια ιστορία. Μήπως τελικά κάνω κάτι εγώ λάθος; Μήπως τελικά τα αγόρια παρεξηγούν την άνεση, τη χαλαρότητα και την οικειότητα που έχω μαζί τους και νομίζουν ότι τα γουστάρω; Αλλά πάλι, εδώ μου ζήτησε να τα φτιάξουμε ο Λάμπρος ο Μπατιστόν που μένει στη γειτονιά μου και με ξέρει από μωρό.

Η διάθεσή μου έχει βουλιάξει και πάλι. Αυτό που του είπα ισχύει στο ακέραιο, δεν είναι ωραίο συναίσθημα αυτό της απόρριψης. Τι να κάνω, γαμώτο; Με το ζόρι χαλβάς δε γίνεται, που λέει και ο πατέρας μου.
⇽∙∙∙⇾
Πηγαίνω στο μπαλκόνι να με χτυπήσει λίγο ο αέρας, να καθαρίσει το μυαλό μου. Κάθομαι στην άκρη, παρακολουθώ τις σκόρπιες φωτεινές κουκκίδες της πόλης και αφήνω το βλέμμα μου να χαθεί στο σκοτάδι. Λίγο μετά, δύο αγόρια βγαίνουν έξω να καπνίσουν.

Δεν με παίρνουν χαμπάρι, και εγώ δεν τους μιλάω. Δεν τους ξέρω παρά μόνο φατσικά, και ειλικρινά, το τελευταίο που έχω όρεξη αυτή τη στιγμή είναι να πιάσω κουβέντα με άσχετους. Άλλωστε, η Κατερίνα κάνει το κυνηγόσκυλο στον ξάδερφό μου, ενώ ο Μάριος είναι μέσα και κάνει δημόσιες σχέσεις με τις υπόλοιπες καρακάξες.

Πέρα από την Κατερίνα και την Κλαίρη δεν τρέφω καμία εκτίμηση στις υπόλοιπες συμμαθήτριές μου. Καμία. Και κάπως έτσι, με τον αέρα να μου μουδιάζει τα μάγουλα, κλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να χαλαρώσω.

Αν και τους ακούω δεν δίνω σημασία στη συζήτηση τους. Τυπικά αγόρια, μιλάνε για τα κορίτσια στο πάρτι, και οι μούσκαροι δεν έχουν καν πάρει χαμπάρι ότι είμαι δίπλα και μπορώ να τους ακούσω. Καπνίζουν αρειμανίως και σχολιάζουν με τον άγαρμπο τρόπο τους, υπενθυμίζοντάς μου, για ακόμα μια φορά, πώς όσο και αν είχα κοινά ενδιαφέροντα με τ' αγόρια, στο πως βλέπαμε τον κόσμο μας χώριζε η άβυσσος.

«Είδες την Ποταμιάνου;»

Η Ποταμιάνου είναι συνομήλικη του Μάριου, αν και στο Β4 σε αντίθεση με εκείνον που είναι στο Β3. Μπορεί να τη θεωρώ μεγάλη μαλάκω και ψωνάρα αλλά η αλήθεια είναι πως είναι πολύ όμορφη, εντυπωσιακή κοπέλα. Από την άλλη ωστόσο πάλι καλά που υπάρχει και δαύτη, όσο περισσότεροι τρέχουν από πίσω της σα σκυλάκια, τόση περισσότερη ησυχία έχω.

«Ποια Ποταμιάνου και τ’ αρχίδια μου κουνιούνται ρε μαλάκα; Εσύ τη Μαρκετάκη την είδες;»

Ώπα, εδώ έχει ψωμί. Χώνομαι μέσα για να μη με προσέξουν και στήνω αυτί σα νυχτερίδα. Τι το ήθελα ο μαλάκας;

«Ναι ρε φίλε, τι απίστευτο θεόμουνο είναι αυτό; Την είχες δει ποτέ ξανά με φόρεμα;»
«Ποτέ! Πέρα από τις παρελάσεις, και πέρσι στο θεατρικό, ούτε καν με φούστα δεν την είχα δει, μόνο με παντελόνι, φόρμα ή σορτσάκι. Δηλαδή όσο τα φορούσε, έχω να τη δω με σορτσάκι από το γυμνάσιο! Μαλάκα μου, τι απίστευτο κωλαράκι έχει η πουτάνα;»

Δεν ξέρω κι εγώ που βρίσκω τη δύναμη και κάθομαι και τους ακούω χωρίς να τους ορμίσω στα λαρύγγια. Δεν είμαι σίγουρη ότι θα κρατηθώ και δε θα τους πετάξω από το μπαλκόνι του πέμπτου που βρισκόμαστε.

«Ναι ρε μαλάκα… Τόσα αγέννητα παιδιά παίζει να μην έχουν σκοτώσει ούτε όλες οι γκόμενες του Playboy μαζί!»
«Μαλάκα, τις βυζάρες τις πρόσεξες;»
«Μόνο τώρα; Δε θυμάσαι πέρσι στα μπουγέλα την τελευταία μέρα που της είχε κολλήσει το μπλουζάκι πάνω της και δεν είχε πάρει χαμπάρι; Το μισό σχολείο παραλίγο να τα κατεβάσει και να αρχίσει να την παίζει για την πάρτη της!»
«Αν το θυμάμαι λέει; Κάλους είχα βγάλει το απόγευμα!»
«Κι εγώ! Παίζει να την έπαιξα και πέντε φορές για πάρτη της εκείνη τη μέρα. Χαλαρότατα η ωραιότερη γκόμενα που έχουν δει τα μάτια μου.»
«Γι’ αυτό σου λέω ρε μαλάκα, ποια Ποταμιάνου και τ’ αρχίδια μου κουνιούνται;»

Κλείνω τα μάτια μου. Τα νύχια μου καρφώνονται στο ύφασμα του φορέματός μου.

«Όντως, είναι τρελό θεόμουνο η ρουφιάνα. Πάντως, μαλάκα, μη τη βλέπεις έτσι γλυκούλα και ομορφούλα, τις προάλλες που παίζανε μπάλα σήκωσε τον Θεοδώρου στον αέρα!»
«Χαχαχα. Σοβαρά ρε μαλάκα; Αυτός είναι κτήνος!»
«Φίλε, τον απογείωσε, μιλάμε για δολοφόνο, τυχαία νομίζεις της έχει βγει το παρατσούκλι ‘ο Χασάπης’;»
«Και να ήταν μόνο στη μπάλα… Έχει μοιράσει χυλόπιτες στο μισό λύκειο!»

Εντάξει, το σύμπαν πρέπει να έχει γαμηθεί στα γέλια με την πάρτη μου. Ούτε επίτηδες να το έκαναν.

«Εγώ μαλάκα σου λέω ότι τα έχει με τον Μαλεβίτη, συνέχεια μαζί είναι!»

Νιώθω να με χτυπάει κεραυνός. WHAT?

«Δε νομίζω ρε μαλάκα, θα το κρατούσαν κρυφό; Τους έχεις απ’ αυτούς που ντρέπονται;»
«Σιγά μωρέ με το φύτουλα!»

Ούτε το μισό του δαχτυλάκι δε φτάνετε, μαλάκες.

«Φύτουλας ξε-φύτουλας, ξέρεις πόσες τον γουστάρουν και δε τους ρίχνει ούτε μια δεύτερη ματιά; Εγώ σου λέω ότι είναι καψουρεμένος με τη Μαρκετάκη και κάνει το σκυλάκι της.»

Το στομάχι μου σφίγγεται. Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ο Μάριος; Ο Μάριος που ξέρω από τα πέντε μου; 

Γούστο θα 'χει!

Και τότε συνειδητοποιώ πως η καρδιά μου έχει αρχίσει να χτυπάει πιο γρήγορα. Δεν προλάβω να το επεξεργαστώ και ο ένας από τους δύο μαλάκες πετάει «Ρε λες να είναι λεσβία;» και μου γυρίζει το μάτι ανάποδα.

Αυτό ήταν, θα γίνει της πουτάνας. Κάνω ένα βήμα μπροστά, αλλά με προλαβαίνει ο Μάριος που βγαίνει εκείνη τη στιγμή στο μπαλκόνι.

«Ποια είναι λεσβία;» ρωτάει σα να ήταν μέρος της κουβέντας.
Πριν προλάβουν να του απαντήσουν βγαίνω από τα σκοτάδια, κοιτάζοντάς τους με σταυρωμένα χέρια. «Κατά τα φαινόμενα, εγώ. Για μένα λένε.»

Κοιτάζω τους δυο μαλάκες στα μάτια με το ύφος “εδώ θα γίνει ο τάφος σας” και επειδή ξέρουν ότι εγώ δεν το έχω σε τίποτα να πλακωθώ στο ξύλο με τον οποιονδήποτε και ότι έχω και βαρύ χέρι, παθαίνουν εγκεφαλικό. Ο ένας γουρλώνει τα μάτια, ο άλλος καταπίνει τόσο απότομα που σχεδόν πνίγεται. Η σιωπή πέφτει βαριά.

Ο Μάριος με κοιτάζει, σοβαρός για μισό δευτερόλεπτο και επειδή έχει πάρει χαμπάρι ότι είμαι στο mood “ΘΑ ΣΑΣ ΚΑΘΑΡΙΣΩ ΣΑΝ ΑΥΓΑ” προσπαθεί να αποκλιμακώσει την κατάσταση κάνοντας χαβαλέ.

«Κι εγώ γιατί το μαθαίνω πάλι τελευταίος ρε μαλάκα;» ρωτάει και προσποιείται το παράπονο.
«Δε μου λέτε,» λέω, με τη φωνή μου να στάζει απειλή, «θέλετε να πάρει ο διάολος και τους τρεις σας;»
«Όχι… όχι… συγνώμη ρε Μπίλι» λέει ο ένας με το κεφάλι σκυφτό.
«Συγνώμη» μουρμουρίζει και ο άλλος, χωρίς να με κοιτάζει στα μάτια.
Ο Μάριος, που δεν έχει ιδέα πώς βρέθηκε ξαφνικά μπλεγμένος, σηκώνει τα χέρια. «Εγώ τι φταίω;»
«Εσύ κι αν φταις!» του πετάω, χωρίς να του εξηγώ το γιατί, ενώ ο Μάριος γυρνώντας προς τους άλλους δύο τους δίνει το μήνυμα με τα μάτια.

“RUN”

Οι δυο τους κοιτάζονται για μερικές στιγμές αναποφάσιστοι. Ο Μάριος εξακολουθεί να τους κοιτάζει επίμονα, και επιτέλους λαμβάνουν το μήνυμα και γίνονται και οι δυο Λούηδες. Πιο ήσυχος, γυρίζει προς εμένα. «Εδώ έχει ψωμί! Τι παίχτηκε;» με ρωτάει, κοιτάζοντάς με προσεκτικά, λες και προσπαθούσε να με διαβάσει.

Του εξηγώ τα καθέκαστα—αν και φυσικά αποφεύγω να του αναφέρω τι έλεγαν για εκείνον και για μένα. Κι ο γάιδαρος τι κάνει; Βάζει τα γέλια.

«Καλός μαλάκας είσαι και του λόγου σου» του λέω, ακόμα φουρκισμένη.
«Εντάξει, αυτό που σε είπαν λεσβία ήταν μεγάλη μαλακία.»
«Ενώ ας πούμε τα υπόλοιπα, όχι;»
«Εντάξει ρε μαλάκα κι εσύ, δε σου έβρισαν και τη μάνα, απλά τα είπαν χύμα, αγόρια είναι!»
«Κι εσύ αγόρι είσαι, αλλά δε σ’ έχω ακούσει να μιλάς ποτέ έτσι για κάποιο κορίτσι!»
«Είναι που αγαπάω τη ζωούλα μου,» λέει με αφοπλιστικό χαμόγελο. «Ο φόβος φυλάει τα έρμα.»
Σκάω ένα χαμόγελο, αν και ακόμα η θερμοκρασία μου δεν έχει κατέβει. «Το καλό που σου θέλω, φουκαρά μου!»
«Τέλος πάντων, αν εξαιρέσεις το καφριλίκι, δεν είπαν κάτι περίεργο.» Με κοιτάζει χαμογελώντας, λες και του φαίνομαι αστεία που έχω γίνει έξαλλη. «Έλα ρε Μπίλι, κάνεις λες και δεν το ξέρεις. Πάντα ήσουν το πιο όμορφο κορίτσι όπου και αν βρισκόσουν και κουρευόσουν σαν αγόρι. Από πέρσι που άλλαξες κούρεμα, έχεις χαζέψει τον κόσμο.»
Τα μάγουλά μου παίρνουν φωτιά. «Τρομάρα μου…» μουρμουρίζω.
«Τρομάρα σου ξε-τρομάρα σου είναι η αλήθεια και το ξέρεις.»
«Τέλος πάντων,» λέω γρήγορα, για να ξεφύγω, «αν ξαναφορέσω φόρεμα, να μου τρυπήσετε τη μύτη.»

Ο Μάριος σκάει στα γέλια και εκείνη τη στιγμή, βγαίνει έξω η Κατερίνα.

«Σας τσάκωσα!»
«Φουκαριάρα μου, πρόσεξε τι θα πεις, εσύ θα τα πληρώσεις!»

Η Κατερίνα που μόλις έχει βγει στο μπαλκόνι πετάει μια ματιά προς το μέρος μου: «Τι έπαθε τούτη, μύγα την τσίμπησε;» ρωτάει τον Μάριο.

«Η κολλητή σου δολοφονεί αθώες νεανικές καρδιές και, κατά τα φαινόμενα, είναι και λεσβία και μας το έκρυβε» της λέει σοβαρός, αλλά τα μάτια του γυαλίζουν από συγκρατημένο γέλιο.
Η Κατερίνα τον κοιτάζει για μισό δευτερόλεπτο και μετά ξεσπάει. «Καλά το πρώτο το ξέραμε, αλλά το άλλο τώρα το μαθαίνω! Από πότε είσαι λεσβία, ρε μωρή;» με ρωτάει, κρατώντας το στομάχι της από τα γέλια.
«Κατά τα φαινόμενα εδώ και κανένα δεκάλεπτο,» της απαντάω ξινισμένα. «Κοίτα να δεις που στο τέλος θα μου βγει το όνομα, και λεσβία και χασάπης και δολοφόνος… Και όχι τίποτε άλλο, από timing σκίζουν. Ούτε μισή ώρα πριν μου τα έριξε ο Μελετίου.»
«Τι να κάνουμε ρε Μπίλι, το λέει η μοίρα σου. Και δολοφόνος, και λεσβία, και η απόλυτη καταστροφή των αρσενικών του σχολείου!» λέει η Κατερίνα κάνοντάς με να θέλω να τη στραγγαλίσω.
Και τότε παίρνει σειρά το άλλο το μαλακιστήρι. «Another one bites the dust! Πόσο πάει το κοντέρ, ρε δολοφόνε;» ρωτάει και συνεχίζει με σοβαρό ύφος: «Μάλλον πρέπει να σε φωνάζουμε Τζακ»
«Τζακ;» ρωτάει η Κατερίνα με απορία, ενώ προσπαθεί να σταματήσει τα γέλια της.
«Ο αντεροβγάλτης» της απαντάει και σκάει ένα θριαμβευτικό χαμόγελο, το μαλακισμένο.
Η Κατερίνα δεν αφήνει την ευκαιρία να πάει χαμένη. «Λες να είναι τυχαίο που το αγαπημένο της φαγητό είναι το κοκορέτσι;» λέει, ρίχνοντας λάδι στη φωτιά.

Ο Μάριος τραντάζεται από τα γέλια και στηρίζεται στο κάγκελο για να μη σωριαστεί. Η Κατερίνα κλαίει από τα γέλια και δεν μπορεί να μιλήσει.

«Τα δικά σου σπασμένα πληρώνω, μωρή μαλάκω!» της λέω διαολισμένη, αλλά τίποτα. Έχουν μπει σε loop. «Εσύ λύσσαξες να πάρω αυτό το φόρεμα!»
Η Κατερίνα με κοιτάζει, ακόμα προσπαθώντας να πάρει ανάσα. «Επειδή ο Αλέκος είναι ξάδερφός σου και δεν κινδυνεύω. Από τη στιγμή που είστε ξαδέρφια, δεν πα’ νά 'σαι και η μις Υφήλιος;»
«Ρε δεν πάτε στο διάολο και οι δυο σας;»

Στ’ αρχίδια τους τελείως. Ο ένας έχει πέσει πάνω στον άλλον, σχεδόν κλαίγοντας από τα γέλια. Τους αφήνω να γελάνε σαν ηλίθιοι και σηκώνομαι να πάω μέσα, και όχι τίποτε άλλο, αλλά είχα βγει και χωρίς το μπουφάν μου και τον έχω δαγκώσει. Αν αρρωστήσω, θα τους πάρει όλους ο διάολος.

When lights go out

Ακόμα διαολισμένη πάω και κάθομαι κάπου μόνη μου, και σαν από ένστικτο με αποφεύγουν όλοι. Τι το ήθελα το γαμημένο το φόρεμα; Και όχι τίποτε άλλο αλλά είναι και αποκαλυπτικό. Έχω… έχω αρκετά πλούσιο στήθος αλλά με τα ρούχα που φορούσα ποτέ δεν είχε φανεί. Και να που μετά τον κώλο μου και τα πόδια μου, έγιναν και αυτά αντικείμενα πόθου από τα μαλακισμένα.

Ναι, μαλάκα, το φόρεμα περίμεναν, δεν σε είχαν δει με τη βρεγμένη μπλούζα. Το είχα απωθήσει από τη μνήμη μου… Μου έρχονται απανωτά εγκεφαλικά και μόνο στην ανάμνηση.

Δεν είχα πάρει χαμπάρι τίποτα το ζώον, και αν δεν ήταν η Κλαίρη—η Κατερίνα δεν είχε προλάβει να με δει καθώς έτρεχε να γλιτώσει το μπουγέλο—θα είχα γίνει ακόμα μεγαλύτερο θέαμα. Με είδε και ήρθε και κόλλησε πάνω μου και με πήρε αγκαλιά, κάνοντας πως γελάει, και στην αρχή είχα μείνει μαλάκας, γιατί η Κλαίρη, όπως κι εγώ, δεν είναι ιδιαίτερα διαχυτική.

«Μπίλι, η μπλούζα σου,» μου ψιθυρίζει στ’ αυτί.
«Η μπλούζα μου τι;» τη ρωτάω απορημένη.
«Έχει βραχεί και έχει κολλήσει πάνω σου και δε φοράς σουτιέν,» μου εξηγεί  και τότε επιτέλους στροφάρω.
«Ευχαριστώ!» της κάνω και όπως απομακρύνεται διακριτικά, τραβάω τη μπλούζα μου να ξεκολλήσει. Αυτό ήταν, μπουγέλα τέλος, έφυγα από το σχολείο σαν κυνηγημένη να πάω ν’ αλλάξω.

Και μετά το μυαλό μου πάει σε αυτό που είπαν για το Μάριο. Μπορεί τα αγόρια να είναι τα ζώα μου αργά σε κάποια πράγματα, αλλά η αλήθεια είναι ότι μεταξύ τους καταλαβαίνονται καλύτερα. Μήπως είχαν δει κάτι που ούτε εγώ, ούτε η Κατερίνα είχαμε δει στο Μάριο;

Είμαι τελείως μπερδεμένη. Από τη μία είναι αλήθεια, το Μάριο τον θυμάμαι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ποτέ δεν τον είχα δει διαφορετικά από αδερφικό φίλο. Ή τουλάχιστον, δεν τον είχα δει ποτέ έτσι μέχρι αυτή τη γαμημένη ταινία με τη μαλάκω και τον Swayze. Εκεί ήταν που συνέλαβα τον εαυτό μου για πρώτη φορά να με φαντασιώνομαι ως ζευγάρι με το Μάριο, και μου είχε έρθει τελείως απότομα.

Η Κατερίνα με κορόιδευε ότι τον γουστάρω και ότι απλά είμαι πολύ ξεροκέφαλη για να το παραδεχτώ. Κλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να πάρω μια βαθιά ανάσα. Όταν ο ένας από τους δύο μαλάκες ανέφερε σαν ενδεχόμενο ότι ο Μάριος είναι καψουρεμένος μαζί μου και τρέχει πίσω μου σα σκυλάκι, αντί να νευριάσω ή να γελάσω με τη μαλακία, η καρδιά μου χτύπησε για μερικές στιγμές πειράκια.

Και τότε μου έρχεται η συνειδητοποίηση. Όχι ότι θα ήθελα να τρέχει από πίσω μου σα σκυλάκι, εγώ δεν είμαι σαν την μαλάκω την Ποταμιάνου, αλλά θα ήθελα να είναι αλήθεια ότι είναι καψουρεμένος μαζί μου. Γιατί… γιατί αλλιώς θα είχα φάει φρίκη στην ίδια τη σκέψη ότι ο Μάριος μπορεί να με γουστάρει, ειδικά μετά από αυτό που έγινε με το Λάμπρο το Μπατιστόν.

Όταν μου είχε ζητήσει να τα φτιάξουμε μου είχε πέσει ο ουρανός στο κεφάλι, τον ξέρω από μωρό παιδί, και ήταν ένα από τα φιλαράκια μου. Και ο Μάριος δεν είναι Λάμπρος, σημαίνει πολλά περισσότερα για μένα. Άρα; Άρα η Κατερίνα έχει δίκιο.

Πίνω μηχανικά το αναψυκτικό μου προσπαθώντας να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου. Τι θα έκανα αν ο Μάριος ερχόταν και μου ζητούσε να τα φτιάξουμε; Το γεγονός ότι δεν παθαίνω εγκεφαλικό και μόνο στη σκέψη, είναι τελικά απάντηση. Από την άλλη, πάλι, μπορεί να είμαι τελείως άσχετη σε θέματα σχέσεων, αλλά από αυτές έρχονται και παρέρχονται, η φιλία είναι τελείως διαφορετικό πράγμα. Αν τα φτιάχναμε και μετά τα χαλάγαμε, θα μπορούσαμε να είμαστε οι ίδιοι όπως πριν;

Με κόβει κρύος ιδρώτας στη σκέψη, γιατί είναι μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Το ίδιο δε θα συνέβαινε αν του έριχνα χυλόπιτα—αν υποθέσουμε ότι όντως του έριχνα χυλόπιτα, πράγμα για το οποίο δεν είμαι καθόλου σίγουρη. Δεν έχω απάντηση, όλο αυτό μου είχε έρθει ξαφνικό. Αφενός γιατί τις όποιες στιγμιαίες φαντασιώσεις είχα πλάσει με το Μάριο ως Swayze τις απωθούσα σχεδόν αμέσως, και αφετέρου…

Δεν έχει αφετέρου. Τις απωθούσα ακριβώς γιατί δεν ήθελα να μπω στο τριπάκι να σκεφτώ τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Η Κατερίνα το είχε καταλάβει. Τι μαλάκας είσαι ρε Μπίλι, μαλώνω τον εαυτό μου. Δεν το έκανε για να σου σπάσει τα μεταφορικά σου αρχίδια, το έκανε για να σε βάλει να σκεφτείς, πρώτον: αν όντως συμβαίνει, και δεύτερον: τι μπορεί να σημαίνει αυτό.

Kαι κάπως έτσι βρέθηκα ξεβράκωτη στο λάκκο με τα κωλοδάχτυλα.

Κοιτάζω το ρολόι μου, κοντεύει έντεκα. Έχει πολύ ψωμί ακόμα, και τι ωραία που περνάω… Και τότε τα φώτα χαμηλώνουν και μπαίνουν τα slow. Ούτε μισό λεπτό αργότερα έρχεται ένας από τη Δευτέρα λυκείου, ούτε καν το όνομά του δεν ξέρω.

«Χορεύουμε;» με ρωτάει.
Το τελευταίο πράγμα που θέλω να κάνω τώρα είναι να χορέψω αγκαλιά με κάποιο αγόρι, αλλά δε θέλω να φανώ ακατάδεκτη. Μαζεύω το κουράγιο μου και σηκώνομαι όρθια. Του χαμογελάω. «Αμέ!»

Με παίρνει από το χέρι και πάμε προς το κέντρο του σαλονιού που ήδη έχουν αρχίσει και χορεύουν κάποια ζευγάρια. Δεν βλέπω πουθενά το Μάριο και την Κατερίνα. Με παίρνει σφιχτά αγκαλιά, και τον αγκαλιάζω κι εγώ, αρκετά πιο χαλαρά και αρχίζουμε και χορεύουμε.
When lights go down, I see no reason
For you to cry, we've been through this before
In every time, in every season
God knows I've tried,
So please don't ask for more
Ευτυχώς δε μου μιλάει όσο χορεύουμε. Βλέπω την Κατερίνα να φέρνει σχεδόν σούρνοντας τον Αλέκο στο σαλόνι, και με τα χίλια ζόρια συγκρατώ ένα χάχανο, γιατί τι να πεις και τι να εξηγήσεις. Στο σαλόνι έρχονται και ο Πολιτάκης με την Ποταμιάνου. The king and the queen of the prom, σκέφτομαι μέσα μου, και πνίγω και πάλι ένα χαχανητό. Γαμώτο, γιατί να μην είναι εδώ ο Μάριος να κάνουμε χαβαλέ;

Πού στο διάολο έχει εξαφανιστεί για να έχουμε καλό ρώτημα;

Το τραγούδι τελειώνει και τραβιέμαι. Ο καβαλιέρος μου, αρκετά απρόθυμα με αφήνει, αλλά δεν προλαβαίνω να κάνω ούτε ένα βήμα και τότε με πλησιάζει ο Μάρκος, αυτός που μου είχε βγάλει το παρατσούκλι χασάπης στο δημοτικό. Μεγάλος σαν αρκούδα και γαμώ τα παιδιά.

«Χορεύουμε;» μου κάνει ντροπαλά.

Του χαρίζω το πιο φωτεινό μου χαμόγελο, και αντί απάντησης τον αρπάζω εγώ αγκαλιά, και μάλλον αιφνιδιάζεται.

Καμία σχέση με τον προηγούμενο. Αν και κωλόγαυρος, και τρωγόμαστε σαν τα κοκόρια στα αθλητικά, έχει φοβερό χιούμορ. Χορεύουμε το τραγούδι και όταν τελειώνει και κάνει να τραβηχτεί, του κάνω «Στάσου, μύγδαλα» και αφού γαμιόμαστε και οι δύο στα γέλια συνεχίζουμε να χορεύουμε μαζί. Κάποια στιγμή, όμως, τελειώνει και αυτό, και με αφήνει. Το κέρατό μου μέσα, δεν προλαβαίνω βήμα να κάνω κι έρχεται πάλι ένας άσχετος και μου ζητάει να χορέψουμε.

Μέχρι τις δώδεκα που προφασίζομαι πως έχω κορακιάσει δε με έχω βρει ησυχία, με το που με αφήνει ο ένας μου ζητάει χορό ο άλλος, μιλάμε νουμεράδα κανονική, όχι μαλακίες. Γεμίζω ένα ποτήρι κόκα-κόλα, το πίνω μονορούφι, γεμίζω ξανά, και πάω να καθίσω στον καναπέ. Το πίνω αργά, πολύ αργά, ελπίζοντας να τελειώσει γρήγορα αυτό το μαρτύριο.

«Χορεύετε, δεσποινίς;» ακούω τη φωνή του Μάριου.

Σηκώνω το κεφάλι και τον βλέπω, χαμένη στη μιζέρια μου δεν τον είχα πάρει χαμπάρι. Μου χαμογελάει. Το επόμενο τραγούδι έχει ξεκινήσει ήδη και δε θα μπορούσε να είναι πιο ταιριαστό. Το “Chain” των Fleetwood Mac. Του χαρίζω το πιο γλυκό μου χαμόγελο και αφήνω το ποτήρι κάτω.

«Thought you’d never ask!» του λέω και χαχανίζει.

Μου δίνει το χέρι του και με σηκώνει. Τα δάχτυλά του είναι ζεστά, η λαβή του σίγουρη. Δεν είναι ο πρώτος που με κρατάει σφιχτά απόψε, το ίδιο έκαναν κι οι προηγούμενοι. Με εξαίρεση ωστόσο το Μάρκο είναι ο μόνος που τον αγκαλιάζω κι εγώ σφιχτά, σταυρώνοντας τα χέρια μου πίσω από το σβέρκο του. Αρχίζουμε και οι δυο να λικνιζόμαστε.

«Πού χάθηκες εσύ μια ώρα;» του παραπονιέμαι. «Μαλάκες με αφήσατε μόνη μου και με πήραν νουμεράδα!» του κάνω και βάζει τα γέλια.
«Θα σου πω!» μου απαντάει συνωμοτικά.
«Δε βιαζόμαστε… Για την ακρίβεια, αν κάνεις ότι φεύγεις, θα σου κόψω τον κώλο!» τον απειλώ.
«Δυστυχώς θα σας απογοητεύσουμε,» μου λέει και μου έρχεται να του ανοίξω το κεφάλι. «Με περιμένουν!» μου δηλώνει.
Τον κοιτάζω παραξενεμένη. «Ποιοι σε περιμένουν;»

Παίρνει μια ανάσα, σαν να προσπαθεί να χωνέψει κι ο ίδιος αυτό που πρόκειται να πει. «Λοιπόν… κρατήσου… Τα έφτιαξα με τη Βίκυ!»

Αν η ζωή μου ήταν κωμωδία τώρα θα άρχιζα να τραγουδάω «Το φεγγάρι, κάνει βόλτα, στης αγάπης μου την πόρτα» σαν τον Εξαρχάκο στη Γκαρσονιέρα για δέκα. Δεν είναι όμως, και όπως μου ήρθε κατακέφαλα το μόνο που καταφέρνω να πω είναι: “What?”
And if you don’t love me now, you will never love me again
I can still hear you saying, “You will never break the chain.”
«Γι’ αυτό δεν μπορώ να κάτσω να χορέψω μαζί σου…» Χαμογελάει χωρίς να έχει καταλάβει ότι μου ήρθε ντουβρουτζάς. «Απλά ήθελα να στο πω!»
And if you don’t love me now, you will never love me again
I can still hear you saying, “You will never break the chain.”
Το μυαλό μου δεν μπορεί να επεξεργαστεί αυτό που μόλις άκουσε. Μέχρι σήμερα, παρά το γεγονός ότι εμφανισιακά του άρεσαν κάμποσες, ποτέ δεν είχε δείξει πραγματικό ενδιαφέρον για κάποια. Ακόμα και κορίτσια που και του άρεσαν και ήξερε ότι τον γούσταραν, τα άφηνε να περνάνε. Και τώρα… η Βίκυ;

«Καλά, πώς… πώς έγινε;» ρωτάω, προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή.

Μου μιλάει για τη Βίκυ, αλλά δεν τον ακούω, είμαι τελείως αλλού. Πραγματικά νιώθω μουδιασμένη. Ο Μάριος είναι χαρούμενος, θα έπρεπε να χαρώ, θα έπρεπε να τον αρχίσω στο δούλεμα δείχνοντας την αγάπη μου όπως του την έδειχνα όλα αυτά τα χρόνια που πειράζαμε και τσιγκλάγαμε ανελέητα ο ένας τον άλλον. Συνεχίζει να μου μιλάει για τη Βίκυ με το πρόσωπό του να λάμπει, κι εγώ κουνάω το κεφάλι μου, του γνέφω, αλλά η φωνή μου έχει πάρει άδεια από τη σημαία. Και το μούδιασμα… το μούδιασμα.
Chain, keep us together, running in the shadows…
Chain, keep us together, running in the shadows…
Chain…
Το τραγούδι φτάνει στο τέλος του χωρίς να το καταλάβω. «Λοιπόν, σε αφήνω, πάω να χορέψω με το αμόρε» μου λέει και με αφήνει.

Τα χέρια του λύνονται από τη μέση μου και απομακρύνεται ενώ εγώ στέκομαι ακόμα σαν το μαλάκα στη μέση του σαλονιού, αποσβολωμένη, προσπαθώντας να χωνέψω τι έγινε. Και έτσι, μοιραία έρχεται και ο επόμενος να μου ζητήσει να χορέψουμε.

Είναι ο Ανδρέας Πολιτάκης. Πολύ όμορφο αγόρι και του λόγου του, όσες δεν ήταν ερωτευμένες με τον Μάριο ήταν με την αφεντιά του. Νιώθω τα βλέμματα όλων πάνω μου. Των αγοριών που θα ήθελαν να χορέψουν μαζί μου. Των κοριτσιών που με ζήλευαν και θα ήθελαν να είναι εκείνες με τις οποίες θα χορέψει μαζί τους ο Πολιτάκης. Αυτός δεν ήταν πριν με την Ποταμιάνου; αναρωτιέμαι στο τελείως άκυρο.
Every time I look in the mirror 
All these lines in my face getting clear,
The past is gone
It went by like dusk to dawn
Isn't that the way?
Everybody's got their dues in life to pay
Τον αγκαλιάζω μηχανικά. Κινούμαι μηχανικά. Του χαμογελάω μηχανικά. Ο Μάριος έχει φτάσει ήδη στη Βίκυ. Τον παίρνει αγκαλιά, του χαμογελάει. Το πρόσωπό της λάμπει. Ο Ανδρέας λέει κάτι. Του απαντάω μηχανικά. Και τότε το βλέπω. Ο Μάριος σκύβει. Τη φιλάει. Η καρδιά μου βουλιάζει. Και ξαφνικά όλα βγάζουν νόημα. Η ταραχή μου έχει όνομα.

Λέγεται ζήλια.

«Μπίλι, είσαι εδώ;»

Η φωνή του Ανδρέα με φέρνει πίσω στο τώρα. Ούτε που έχω καταλάβει πόση ώρα έχω χαθεί στις σκέψεις μου.

«Ναι, εδώ είμαι.» του απαντάω σιγανά.
«Θα με βοηθήσεις;»
Σηκώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω. «Να κάνεις την Ποταμιάνου να ζηλέψει;» Το λέω ξερά, χωρίς να κρύψω τη δυσπιστία μου. «Γιατί το ζητάς από μένα;»
«Γιατί είσαι το πιο όμορφο κορίτσι στο σχολείο,» μου απαντάει ορθά-κοφτά, χωρίς καμία υπεκφυγή. «Δηλαδή ποιο σχολείο… Σε ολόκληρο το Περιστέρι, μη σου πω και την Αθήνα.»
«Έλα τώρα, ρε Ανδρέα…» του απαντάω σχεδόν ενοχλημένη.
«Είσαι όμως.» Τον κοιτάζω στα μάτια. Σηκώνει τους ώμους του. «Και στο λέω εγώ που είμαι καψουρεμένος με τη Σοφία. Γι’ αυτό θέλω τη βοήθειά σου.»
«Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω πού το πας,» του απαντάω ξερά. Και δεν ενδιαφέρομαι να μάθω, είναι αυτό που δεν του λέω. Τα ερωτικά του αυτή τη στιγμή είναι το τελευταία πράγμα που με απασχολεί.
«Το πάω στο ότι είσαι η μόνη που ξέρω ότι ζηλεύει.»
Έλα μουνί στον τόπο σου, όσο πάει γίνεται και καλύτερο. «Εμένα;» τον ρωτάω με ειλικρινή απορία. «Από πού και ως πού;»
«Ναι, εσένα. Και ο λόγος είναι αυτός που σου είπα,» μου λέει και σταματάει για λίγο. Τραβάω το κεφάλι μου ελαφρά προς τα πίσω κοιτάζοντάς ακόμα πιο μπερδεμένη. «Γιατί ρε Μπίλι, είσαι όμορφη με έναν τρόπο που εκείνη δεν είναι, και το ξέρει. Και σε ζηλεύει.»

Μαλάκα μου τι λέει; Η Ποταμιάνου, μαλάκω ή όχι, είναι κούκλα.

«Ρε Ανδρέα, τι λες; Τι σκατά ζηλεύει από μένα; Δεν έχουμε τίποτα κοινό οι δυο μας, έχουμε παντελώς διαφορετικά ενδιαφέρονται και παρέες, και στην τελική-τελική είναι πολύ όμορφη.»
«Γιατί εσύ... εσύ είσαι διαφορετική.» Σταματάει για μια στιγμή, σαν να αναζητά τις σωστές λέξεις. «Δεν μοιάζεις με καμία άλλη. Δεν ξέρω καν πώς να το εκφράσω, ρε Μπίλι...» Το βλέμμα του περιπλανιέται ψηλά, σαν να ψάχνει τη σωστή διατύπωση. «Δεν είναι κάτι συγκεκριμένο... Είναι τα μάτια σου, αυτό το γκρι χρώμα τους… Είναι σαν τα μάτια της γάτας, δεν ξέρω πώς αλλιώς να το περιγράψω… Έχουν… έχουν κάτι το μυστηριώδες, σχεδόν απόκοσμο. Και όχι μόνο τα μάτια σου… όλο σου το πρόσωπο, βασικά. Είναι λες και… δεν ξέρω, λες και δεν ανήκεις ακριβώς εδώ.»

Τον κοιτάζω, περιμένοντας να ολοκληρώσει, και για μια στιγμή πιστεύω πως δε θα το κάνει, πως θα σταματήσει εκεί, αμήχανος, μέχρι που ξαφνικά το βλέμμα του επιστρέφει σε μένα και τα χείλη του σχηματίζουν τις λέξεις που φαίνεται να βρήκε.

«Η Σοφία είναι όμορφη, πολύ όμορφη. Εσύ δεν… δεν είσαι απλά όμορφη…» μου λέει και σταματάει και πάλι. Τον κοιτάζω, δεν είμαι σίγουρη που το πάει και έχουν αρχίσει και πάλι να βαράνε μέσα μου καμπανάκια. Και τότε μου το μπουμπουνάει και με αφήνει τελείως μαλάκα: «Είσαι η βασίλισσα των ξωτικών.»

WHAT THE FLYING FUCK?

Νιώθω τα μάτια μου να γουρλώνουν σαν του βατράχου.

Και εκεί έρχεται η δεύτερη συνειδητοποίηση: Μου αρέσει. Όχι ο Πολιτάκης, αλλά αυτό που μου είπε. Για πρώτη φορά, κάποιος δεν στάθηκε απλώς στο ότι είμαι όμορφη. Δεν με παρομοίασε με κάτι κοινότοπο, με κάτι αναμενόμενο, με κάτι ανθρώπινο. Δεν είπε πως έχω ωραία μαλλιά, δεν είπε πως έχω όμορφο πρόσωπο, δεν είπε πως τα μάτια μου είναι εντυπωσιακά. Είπε πως μοιάζω με κάτι με κάτι υπερβατικό,  με κάτι που δεν ανήκει σε τούτο τον κόσμο αλλά αυτού των παραμυθιών. Και δεν το είπε για να με κολακεύσει, το εννοούσε.

Ανασηκώνω ελαφρώς το πηγούνι, λες και θέλω να διώξω από πάνω μου τη στιγμή. «Έστω κι έτσι, δεν το καταλαβαίνω,» του λέω, και η φωνή μου ακούγεται στα αυτιά μου κάπως πιο κοφτή απ’ όσο ήθελα. «Γιατί το κάνεις αυτό, ρε Ανδρέα; Τι πραγματικά θα κερδίσεις;» Κοιτάζω κάπου αλλού, λες και αν αποφύγω το βλέμμα του, θα αποφύγω και την αλήθεια. «Αν δε σε θέλει, δε σε θέλει!»
«Δεν είναι ότι δε με θέλει…» ξεκινάει, και όταν τον κοιτάζω ξανά, μοιάζει να αναζητά τις σωστές λέξεις.
«Αλλά;» τον ρωτάω με ειλικρινή περιέργεια.
«Είναι μέρος του παιχνιδιού. Κάνει ότι δε με θέλει και κάνω ότι στρέφω το βλέμμα μου αλλού.»
«Πολύ παιδιάστικο μου φαίνεται αυτό,» του λέω με πλήρη ειλικρίνεια. «Αν κάποιος χρειάζεται να του κάνεις κόλπα για να σε προσέξει, στα δικά μου μάτια δεν αξίζει τον κόπο,» συνεχίζω αναστενάζοντας. «Τέλος πάντων, όχι ότι είμαι και καμιά ειδική στις σχέσεις.»
Μου χαμογελάει αμυδρά. «Μερικές φορές ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Έτσι παίζεται το παιχνίδι ρε Μπίλι, τι να κάνω; Δεν το έφτιαξα εγώ. Έχει τους δικούς του κανόνες, με πρώτο και βασικότερο το “αν δεν παίξεις χάνεις.”»

Δεν του το είχα. Η φωνή του είναι ήρεμη, κυνική, σαν να μιλάει για κάτι αυτονόητο. Δεν ξέρω τι με ξενίζει περισσότερο—ο κυνισμός του ή το ότι μπορεί στο παιχνίδι αυτό ο κυνισμός να είναι όντως τελικά απαραίτητος;

«Ωραία. Πες μου με ποιον τρόπο θέλεις να σε βοηθήσω και θα σου πω αν μπορώ.»
Χαμογελάει πιο πλατιά αυτή τη φορά. «Μπορείς. Δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα πέραν του να χορέψεις μαζί μου όσο παίζει slow.»
«ΟΚ,» του απαντάω μονολεκτικά.

Σάμπως έχω και τίποτα καλύτερο να κάνω; Αν σταματήσω να χορεύω μαζί του, τότε είτε θα πρέπει να υπομείνω τον επόμενο, και μετά τον επόμενο, και μετά τον επόμενο, μέχρι να αλλάξει το πρόγραμμα, είτε να το παίξω ακατάδεκτη, και αυτή τη στιγμή δεν είμαι σίγουρη ποιο είναι το χειρότερο.

Ο Ανδρέας με κρατάει σφιχτά και, χωρίς να το συνειδητοποιήσω στην αρχή,  το ίδιο κάνω κι εγώ. Σαν δυο άνθρωποι που παλεύουν να κρατηθούν ο ένας από τον άλλον. Αλλά δεν είναι το ίδιο. Εκείνος, τουλάχιστον, μπορεί να ονειρεύεται. Εγώ…

Εγώ πληρώνομαι με το ίδιο νόμισμα με τ’ αγόρια που μου ζήτησαν να τα φτιάξουμε.

Κλείνω τα μάτια για μια στιγμή. Μπορεί να μην έφαγα χυλόπιτα, αλλά στην ουσία δεν αλλάζει κάτι. Όπως κι εκείνα, έτσι κι εγώ, θέλησα κάποιον που δεν μπορούσα να έχω.

Καθώς χορεύουμε αργά, γυρίζω ελαφρώς το κεφάλι μου. Το βλέμμα μου τον βρίσκει μέσα στο πλήθος. Ο Μάριος. Τα χέρια της Βίκυς περασμένα γύρω από το λαιμό του. Τα δικά του στη μέση της. Φιλιούνται πάλι και η καρδιά μου κάνει ένα οδυνηρό τίναγμα. Με πονάει.

Και μετά το επόμενο τραγούδι και μετά το επόμενο, μέχρι που κάποια στιγμή οι μπαλάντες τελειώνουν. Ο Ανδρέας με ευχαριστεί και με αφήνει από την αγκαλιά του. Το πάρτι συνεχίζεται αλλά η ώρα κοντεύει δύο, είναι το όριο που μου έχει βάλει ο πατέρας μου.

Exeunt omnes.
⇽∙∙∙⇾
Πηγαίνω να βρω το Μάριο και την Κατερίνα. Ο πρώτος είναι ακόμα με τη Βίκυ. Ο περιορισμός της ώρας είναι σε μένα, όχι σ’ εκείνη ή το Μάριο.

«Συγνώμη που σας διακόπτω, πιτσουνάκια μου,» προσπαθώ να αστειευτώ, «αλλά η ώρα κοντεύει δύο και αν αργήσω ο Ηλίας δεν πρόκειται να μ’ αφήσει να βγω ξανά έξω…»
«Βίκυ μου, υποσχέθηκα στον πατέρα της ότι θα τη γυρίσω ο ίδιος στο σπίτι της,» γυρνάει και της λέει.
«Μάριε, δε χρειάζεται…» του κάνω. Το τελευταίο πράγμα που έχω αυτή την ώρα όρεξη είναι να τον ακούω να μιλάει για τη Βίκυ, γιατί αυτό θα γίνει αν φύγουμε μαζί.
«Είπα στον Ηλία ότι θα σε γυρίσω εγώ σπίτι και όταν δίνω λόγο εγώ τον κρατάω,» λέει κόβοντάς με. Μετά γυρνάει στη Βίκυ «Θα με περιμένεις;» τη ρωτάει χαμογελώντας της, όπως δεν είχε χαμογελάσει ποτέ σε μένα.
«Πήγαινε,» του λέει η Βίκυ ανταποδίδοντάς του το χαμόγελο. «Θα σε περιμένω!»
«Σε δέκα λεπτάκια θα είμαι πίσω!» της λέει φιλώντας την απαλά.
«Μούδιασμα… Μια χαρά ήταν το μούδιασμα,» σκέφτομαι μέσα μου. «Τώρα είναι χίλιες φορές χειρότερο.»

Βρίσκουμε και την Κατερίνα και παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής. Ο Μάριος είναι στον έβδομο ουρανό κι εγώ προσπαθώ να μη δείξω ότι ο  δικός μου μού έχει πέσει στο κεφάλι. Η Κατερίνα το καταλαβαίνει, δεν έχει σημασία που με ξέρει λιγότερα χρόνια απ’ ότι ο Μάριος, με κάποιο τρόπο μπορεί να με καταλάβει καλύτερα. Την αφήνουμε σπίτι της και δυο λεπτά αργότερα φτάνουμε στο δικό μου.

«Λοιπόν τα λέμε αύριο το πρωί,» μου κάνει. «Ή μεσημέρι!» συνεχίζει γελώντας σα χαζό. «Ό,τι ώρα ξυπνήσω, όπως καταλαβαίνεις θα κοιμηθώ λίγο πιο αργά.»
“Go Romeo, go!” του κάνω εγώ προσπαθώντας να διατηρήσω το ύφος που είχα όλα αυτά τα χρόνια μαζί του.
«Έφυγα!» μου κάνει και ξεκινάει βιαστικός να γυρίσει στο σπίτι της Κλαίρης όπου τον περιμένει η Βίκυ.

Μένω και τον κοιτάζω μέχρι που χάνεται στη στροφή.

Μπαίνω στο σπίτι. Στο σαλόνι είναι ο πατέρας μου και βλέπει τηλεόραση. Ή για την ακρίβεια, προσπαθούσε να δει τηλεόραση όσο περίμενε να γυρίσω, τώρα είναι στον τρίτο ύπνο. Ασυναίσθητα χαμογελάω τρυφερά και πηγαίνω από πάνω του και σκύβω και τον φιλάω.

«Μπαμπάκα, γύρισα!» του λέω τρυφερά χαϊδεύοντάς του το χέρι.
Ξυπνάει. «Τι ώρα είναι;» με ρωτάει νυσταγμένα.
«Λίγο πριν τις δύο,» του απαντάω και μετά σκύβω και τον φιλάω και πάλι. «Άντε, πήγαινε για ύπνο, γύρισε η άσωτη κόρη!»
Σηκώνεται από τον καναπέ με τα χίλια ζόρια και τεντώνεται. «Πώς τα περάσατε, κοριτσαρούδα μου;»
«Όμορφα,» του απαντάω χαμογελαστή, προσπαθώντας σκληρά να φανώ πειστική. Τυχερή είμαι, μέσα στη νύστα του δεν είναι για πολλά-πολλά.

Άλλωστε, τι να του έλεγα; Τι το ήθελα το γαμημένο το πάρτι; Μέσα σε ένα βράδι είχα φάει τόσες κατραπακιές μαζεμένες όσες δεν είχα να φάω χρόνια ολόκληρα. Και δεν είναι και τελείως ψέμα, κάποιοι από εμάς, δηλαδή η Κατερίνα—και ακόμα περισσότερο ο Μάριος—πέρασαν όμορφα.

«Μπαμπάκα, πάω για ύπνο! Κοίτα μη σε πάρει πάλι ο ύπνος στην πολυθρόνα!»
«Ναι μαμά!» μου κάνει και παρά την κακοκεφιά μου δε μπορώ να μη χαμογελάσω.

Πάω στο δωμάτιο και γδύνομαι. Διπλώνω προσεκτικά το φόρεμα, παρά το ότι θα θέλει και πάλι πλύσιμο. Το φόρεμα δεν πήγαινε με σουτιέν—ή πιο σωστά, δεν πήγαινε με τα σουτιέν που έχω—οπότε το φόρεσα χωρίς. Βάζω τις πιτζάμες μου και πέφτω στο κρεββάτι να κοιμηθώ αλλά που ύπνος; Το μυαλό μου είναι στο Μάριο που τώρα θα είναι με τη Βίκυ. Κοιτάζω το ταβάνι και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ ξανά και ξανά είναι το φιλί τους που μ’ έκοψε στα δύο. Οι στοίχοι του The Chain μου έχουν καρφωθεί στο μυαλό και δε λένε να φύγουν.
And if you don’t love me now, you will never love me again
I can still hear you saying “You will never break the chain”
Έτσι άραγε ένιωθαν τ’ αγόρια που μου ζητούσαν να τα φτιάξουμε και τους έριχνα χυλόπιτα; Από μικρό παιδί έχω φάει στο πετσί μου την απόρριψη, αλλά ήταν διαφορετική. Ήταν επειδή ήμουν κορίτσι και ήθελα να παίζω με τ’ αγόρια. Με ενοχλούσε και με διαόλιζε και έφερνα τον κόσμο ανάποδα μέχρι να καταφέρω το δικό μου. Αλλά δεν πονούσε.

Και τότε θυμάμαι το τελευταίο τραγούδι που χόρεψα με τον Αντρέα πριν αλλάξει το πρόγραμμα. How fitting…
I know it isn’t true. I know it isn’t true.
Love is just a lie, made to make you blue.
Love hurts.
Αν πονάει, λέει;

Συννεφιασμένη Κυριακή

Ο ύπνος δεν ήρθε, με τιμώρησε. Με άφησε να στριφογυρίζω με τις σκέψεις μου να με βασανίζουν. Και όταν παραδόθηκα στην κούραση, όταν τελικά τα μάτια μου έκλεισαν από μόνα τους, ο γιος του, ο Μορφέας, ήρθε να συνεχίσει το βασανιστήριο με ανήσυχα όνειρα. Δεν τα θυμάμαι καν αλλά ξέρω ότι ήταν εκεί, σαν κάτι που αφέθηκε μισοθαμμένο στο σκοτάδι.

Κι έτσι, παρά το ξενύχτι μου, παρά τον ύπνο που δεν ήταν ύπνος, τα μάτια μου άνοιξαν στις εννιά το πρωί, σαν κάποιος να μου τράβηξε τα βλέφαρα με το ζόρι. Δεν σηκώθηκα.

Έμεινα ξαπλωμένη, ακίνητη, με το βλέμμα στο ταβάνι, όπως ένας ναυαγός που κοιτάζει τον ουρανό από τα συντρίμμια του καραβιού του. Η αναπνοή μου βαριά, λες και έχω τρέξει μαραθώνιο, μόνο που δεν έχω κουνηθεί καν.

Χθες το βράδυ η πραγματικότητα με πέταξε ξεβράκωτη στο λάκκο με τα κωλοδάχτυλα, και με άφησε εκεί.. Και ποιος έφταιγε; Μόνο η ξερή μου η κεφάλα. Το είχα δει να έρχεται—όχι, δεν το είχα δει. Το είχα απωθήσει. Το είχα αρνηθεί. Το είχα θάψει.

Γυρίζω απότομα στο πλάι, χωρίς λόγο, απλά για να ξεφύγω από το ίδιο μου το σώμα. Το μαξιλάρι είναι ψυχρό από τη μια πλευρά και καυτό από την άλλη, σαν ούτε το ίδιο να μη με αντέχει και να προσπαθεί να με διώξει. Μισοκλείνω τα μάτια, σφίγγοντας τα χέρια μου κάτω από το πηγούνι, σαν να προσπαθώ να κρατηθώ από κάτι σταθερό, αλλά δεν υπάρχει τίποτα.

Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που με έσουραν να δω το γαμημένο Dirty Dancing. Από τότε… το μυαλό μου πήγε κάπου που δεν έπρεπε να πάει ποτέ. Κάθε φορά που μου ερχόταν η εικόνα να χορεύω με τον Μάριο, την έδιωχνα τρομαγμένη. Δεν ήταν σκέψη. Ήταν απειλή. Και να που κατάπια την ειρωνεία αμάσητη.

Με μια απότομη κίνηση, αρπάζω το μαξιλάρι και το κολλάω στο πρόσωπό μου, σαν να θέλω να με πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια. Γυρίζω μπρούμητα και το χώνω κάτω από το κεφάλι μου, πιέζοντας το μέτωπό μου πάνω του.

Όταν ο Λάμπρος—ο Λάμπρος ρε μαλάκα, που με ξέρει από τριών χρονών—μου ζήτησε να τα φτιάξουμε, μου έπεσε κεραμίδα στο κεφάλι. Είχαμε κυλιστεί στις λάσπες. Είχαμε τρέξει μαζί στους δρόμους και τις σκονισμένες αλάνες. Είχαμε φάει ξύλο από τους δικούς μας για τις αταξίες μας. Είχαμε παίξει ξύλο μεταξύ μας. Ήταν ο μόνιμος συνένοχός μου σε όλες μου τις διαολιές.

Σφίγγω τις γροθιές μου μέσα στα σκεπάσματα, ακόμα και τα δάχτυλά μου κουλουριάζονται, σαν να προσπαθούν να αποτυπώσουν στο σώμα μου την τρέλα της σκέψης αυτής. Πώς… πώς είναι δυνατόν; Πώς ήταν δυνατόν αυτός ο άνθρωπος ξαφνικά να με δει αλλιώς; 

Κλείνω σφιχτά τα μάτια μου, λες και αν το κάνω θα σταματήσω να βλέπω την απίστευτη ειρωνεία. Αν ο Λάμπρος ήταν μια φορά παιδικός μου φίλος, ο Μάριος ήταν κάτι πολύ περισσότερο, ήταν σχεδόν αδερφός. Ο Μάριος, ο λογικός, ο ήσυχος, ο Μάριος που απέφευγε τις διαολιές και τις αταξίες.

Και όμως, εκείνος ήταν που με έστειλε αδιάβαστη.

Περπατούσα πάνω στις ράγες αγνοώντας τες, μέχρι που η πραγματικότητα με διέλυσε, περνώντας από πάνω μου σα φορτηγό τραίνο. Το αρχικό μου μούδιασμα, όταν μου ανακοίνωσε ότι τα έφτιαξε με τη Βίκυ, ήταν χάδι μπροστά στην ξανάστροφη που έφαγα όταν τον είδα να τη φιλάει.

Αφήνω μια κοφτή ανάσα, δυνατή, σαν να θέλω να ξεφορτωθώ κάτι από πάνω μου. Το ίδιο κεφάλι που απορούσε για το Λάμπρο, τώρα ήθελε να κοπανιστεί στον τοίχο.

Η Κατερίνα το είχε δει. Και εγώ εκεί, να το αρνιέμαι πεισματικά. Πώς ήταν δυνατό να νιώθω έτσι; Γυρίζω απότομα στο άλλο πλευρό, χωρίζοντας το κρεβάτι στα δύο, σαν να υπάρχει μια πλευρά πριν και μια μετά.

Με το Μάριο μεγαλώσαμε σαν αδέρφια!

Όταν είχα αρχίσει να κάνω παρέα με την Κατερίνα, τότε που νόμιζα ότι τον γούσταρε, όχι απλά δεν είχα ενοχληθεί—μου είχε αρέσει η ιδέα.

Ασυναίσθητα, σηκώνω το χέρι μου και τρίβω το μέτωπό μου.

Ή μήπως… δεν ήταν έτσι; Ή μήπως ασυνείδητα έσπρωχνα την Κατερίνα σ’ αυτή την κατεύθυνση για να μην το βρω μπροστά μου; Δεν ξέρω… Δεν ξέρω… Και ακόμα χειρότερα—δεν έδωσα ποτέ στον εαυτό μου την ευκαιρία να κάτσει να το σκεφτεί.

Σφίγγω τα δόντια μου.

Με το Μάριο; Πώς είναι δυνατόν να ζηλεύω; Πώς είναι δυνατόν να μη χαίρομαι που είναι με τη Βίκυ, που ήξερα ότι του αρέσει; Που η ίδια τον τσιγκλούσα και τον έλεγα κοτάρα που δίσταζε να κάνει το επόμενο βήμα; Πώς είναι δυνατόν να νιώθω σαν το Γαλάτη που του έχει πέσει ο ουρανός στο κεφάλι;

Το γέλιο μου βγαίνει από τη μύτη—ένα πνιχτό, αυτοσαρκαστικό χάχανο, άψυχο. Ο Μάριος με έλεγε γαλατικό χωριό και τελικά δικαιώθηκε.

Για τελείως λάθος λόγο.

Δεν σηκώνομαι παρά μόνο όταν άρχισα να νιώθω ότι θα κατουρηθώ πάνω μου. Με τα χίλια ζόρια σούρνομαι μέχρι το μπάνιο. Οι γονείς μου είναι στην κουζίνα, τους ακούω που πίνουν τον καφέ τους και κουβεντιάζουν. Τελειώνω, πλένω και τα δόντια μου και επιστρέφω στο δωμάτιο μου για να ντυθώ. Κοιτάζω το κρεββάτι με λαχτάρα, θέλω να πέσω και να κοιμηθώ και όταν ξυπνήσω όλα αυτά να είναι ένας μακρινός εφιάλτης. Ο στρουθοκαμηλισμός στα καλύτερά του. Πιέζω τον εαυτό μου και βγαίνω από τις πιτζάμες μου.

Παίρνω βαθιά ανάσα, δεν έχω ιδέα πως θα αντιμετωπίσω την Άννα. Μπορεί ο πατέρας μου να μην κατάλαβε τίποτα χθες το βράδυ, αλλά έτσι όπως είμαι η Άννα θα με διαβάσει σαν ανοιχτό βιβλίο, και τι να της πω, και τι να καταλάβει; Ατσαλώνω τον εαυτό μου, έχω μάθει να πειθαρχώ πάνω του από τότε που άρχισα να διαβάζω, με ποιον άλλον, το Μάριο.

Διαόλου κάλτσα από μικρή, ήμουν σα να είχα καταπιεί ελατήρια, δεν έβαζα κάτω κώλο με τίποτα. Ταρζάν με ανέβαζαν οι δικοί μου, Τσίτα με κατέβαζαν. Μπορεί ο Μάριος να ήταν ο καλύτερός μου φίλος, αλλά ο Λάμπρος ήταν ο μόνιμος σύντροφος μου στις αταξίες. Έχουμε φάει ένα δάσος ξύλο και οι δύο από τις ζημιές που έχουμε κάνει.

Το κέρατό μου μέσα, πάλι εκεί γυρίζει στο μυαλό μου. Στο Λάμπρο να μου ζητάει να τα φτιάξουμε και να τον κοιτάζω με γουρλωμένα μάτια σαν τον χάνο, αδυνατώντας να καταλάβω από που μού ‘ρθε. Το Μπατιστόν ρε μαλάκα, που τη μια και μόνη φορά που έκανα τον τερματοφύλακα παραλίγο να τον στείλω στο νοσοκομείο έτσι άτσαλα που έπεσα πάνω του. Έτσι του βγήκε το παρατσούκλι, ήταν πρόσφατο το μουντιάλ της Ισπανίας όταν συνέβη εκείνο το περιστατικό.

Με το Μάριο έμαθα πειθαρχεία. Όταν διάβαζε το εννοούσε, ήταν τελείως διαφορετικός από το Λάμπρο. Θέλοντας και μη, έμαθα να βάζω τον κώλο μου κάτω, μέχρι να τελειώσω αυτά που έπρεπε να τελειώσω, και όχι μόνο το διάβασμα. Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση που ήταν ο ίδιος που ταχτοποιούσε το δωμάτιό του και όχι η κυρία Χριστίνα.

Την πρώτη φορά που με είδε η Άννα να συμμαζεύω—ή έστω να κάνω φιλότιμη προσπάθεια να συμμαζέψω—το χάος που είχα δημιουργήσει, την έπιασα να σταυροκοπιέται λες και είχε δει κανένα φάντασμα. Δεν είναι να απορείς που οι γονείς μου τον λάτρευαν σα γιο! Αυτό που ούτε οι ίδιοι δεν είχαν καταφέρει—να συμμαζέψουν το αλητάκι τους—το κατάφερνε ο ίδιος χωρίς καν να προσπαθήσει.

Από την άλλη βέβαια, ενώ με το Λάμπρο έχουμε παίξει κλωτσομπουνίδια κάμποσες φορές που είχαμε τσακωθεί, με το Μάριο η πάλη μας ήταν πάντα παιχνιδιάρικη και τέλειωνε με εμένα από κάτω και τον ίδιο να μου ζητάει να παραδοθώ ή να με γαργαλήσει μέχρι να φτύσω το γάλα της μάνας μου. Με το Μάριο ποτέ δεν είχαμε τσακωθεί σοβαρά, είχε τον τρόπο του να με κάνει να  ξεφουσκώνω, και μετά να του ζητάω και συγνώμη από πάνω!

Αν και με το Λάμπρο είχαμε αραιώσει πολύ από τότε που ξεκινήσαμε το γυμνάσιο, τον αγαπούσα και είχα στραβώσει άσχημα που ακόμα και ένα αγόρι που μεγαλώσαμε μαζί με είδε ξαφνικά αλλιώς. Και αν το να ρίξω χυλόπιτα, όπως—κακή ψυχρή και ανάποδη ώρα—χθες στον Μελετίου μου χαλούσε την ψυχολογία, με το Λάμπρο ήταν ακόμα χειρότερο.

Και να που ο μαλάκας κατάφερα και βρέθηκα στη θέση του. Ερωτευμένη; Δεν είχα ιδέα, σάμπως είχα ερωτευτεί και ποτέ; Καψουρεμένη; Η Κατερίνα που είναι εδώ και ένα χρόνο καψουρεμένη με τον Αλέκο—με τον Αλέκο ρε μαλάκα, δηλαδή ήμαρτον!—κάνει σα χαζοχαρούμενο, καμία σχέση δηλαδή. Από την άλλη δεν υπάρχει ανταγωνισμός για τα μάτια του!

Μου ξεφεύγει ένα χάχανο. Αν είμαι εγώ για τις κλωτσιές με το Μάριο, τι να πω για την Κατερίνα με τον καμένο τον ξάδερφό μου; Όσο για την ίδια… θα με πάει πινέλο, και θα έχει και τα δίκια της! 

Αποφασίζω να κόψω την ενδοσκόπηση και να πάω να αντιμετωπίσω τη μοίρα μου σαν άντρας. Το κέρατό μου, χάθηκε ο κόσμος να είχα γεννηθεί αγόρι; Από την άλλη κάπως ήμουν σίγουρη πως αν είχα γεννηθεί αγόρι, ο Μάριος θα είχε γεννηθεί κορίτσι και θα είμασταν στα ίδια σκατά από την ανάποδη. Ή θα είχα φάει χυλόπιτα από την Κατερίνα.

Και γιατί όχι; Όμορφη είναι, έξυπνη είναι, χιούμορ έχει, τίποτα δε της λείπει, αν ξεκολλήσει από την ανασφάλεια για την εμφάνισή της. Ο Μάριος τη λέει μπαμπάτσικη, αλλά βασικά είναι το πολύ μεγάλο στήθος της που την κάνει να φαίνεται πιο γεμάτη απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα. «Δε μπορούσαν να ήταν σαν τα δικά σου;» είναι το μόνιμο παράπονό της. Καλά, ούτε τα δικά μου τα λες ακριβώς μικρά, αλλά μπροστά της καμία σχέση!

Βασικά όταν πηγαίνουμε για ψώνια αντιμετωπίζουμε το ίδιο δράμα, να βρούμε σουτιέν στα μέτρα μας. Εκείνη λόγω του μεγέθους της, κι εγώ επειδή το δικά μου ξεπέρασε το 75C στο οποίο ήλπιζα να σταματήσω, και τα παλιά μου είναι άβολα και το 75D, που είναι το επόμενο, μου φαίνεται χαλαρό. Και είμαι και κοντά στις μέρες μου, το κέρατό μου μέσα.

Πάω στην κουζίνα αποφασισμένη να κάνω την κουφή τυρόπιτα, και ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Ο Λιάγκουρας καθαρίζει πατάτες—όχι που δεν θα τον έχωνε ο λοχίας—ενώ η μάνα μου τις κόβει. Ωραία, πέσαμε σε λόχο αγγαρείας, όσο πάει γίνεται και καλύτερο.

«Καλημέρα!» τους λέω χαμογελώντας με το δυστυχισμένο ύφος του πατέρα μου και τεντώνομαι επιδεικτικά, σα να κουβαλάω στους ώμους μου τα βάσανα όλου του κόσμου.
«Ξύπνησες καμάρι μου;» μου κάνει ενώ παλεύει με την πατάτα, κρατώντας την στο αριστερό χέρι ενώ το δεξί, με το μαχαίρι, κάνει μια αδέξια απόπειρα να τη γδάρει χωρίς να του φύγει από τα χέρια.
«Όχι, βλέπεις παραισθήσεις,» του απαντάω χαχανίζοντας, στηριγμένη στο περβάζι της κουζίνας.

Πάω και σκάω ένα φιλάκι στην Άννα, ξαφνικά, ύπουλα, αιφνιδιάζοντάς την. Η κίνηση την κάνει να τιναχτεί ελαφρώς προς τα πίσω, ενώ με κοιτάζει με το μυαλό της να γυρίζει σε χίλιες στροφές. Δεν τους έχω συνηθίσει σε τέτοιες γλύκες. Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση!

«Καλημέρα μαμά!» της κάνω τραβώντας ελαφρώς το πρόσωπό μου προς τα πίσω, περιμένοντας την αντίδραση.
«Κάτι έχεις κάνει εσύ!» μου λέει, αλλά χαμογελαστή, σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά της.
«Ορίστε, δεν τη φιλάω μου γκρινιάζει! Τη φιλάω, με κατηγορεί ότι κάτι μαγειρεύω!» λέω στον πατέρα μου, ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια μου σε μια κίνηση θεατρικής αθωότητας. Και πάλι άμυνα, γιατί η Άννα με πήρε γραμμή, παρά ήμουν… επιθετική!
«Μη με ανακατεύεις εμένα!» μου λέει αφήνοντας την πατάτα κάτω στο ξύλο κοπής, ενώ αναστενάζει σα να του έπεσαν τα καράβια έξω. Πριν προλάβω να απαντήσω, πιάνει την επόμενη και συνεχίζει την αγγαρεία του, σαν να έχει πειστεί ότι εκεί βρίσκεται η αληθινή του μοίρα.
«Πώς περάσατε χθες;» με ρωτάει η μητέρα μου, κάνοντας πως ασχολείται με το κόψιμο των πατατών, αλλά στην πραγματικότητα περιμένει την απάντησή μου πιο προσεκτικά κι από δικαστής σε ανώτατο δικαστήριο. Όχι που δε θα ρωτούσε πώς ήταν το πρώτο πάρτι που πήγε η κόρη της.

Ανασηκώνω τους ώμους μου με προσποιητή αδιαφορία, σκύβοντας πάνω από το ξύλο κοπής για να κόψω ένα πορτοκάλι. Δε θέλω γάλα σήμερα.

«Καλά ήταν, ξέρω γω;» συνεχίζω σε αδιάφορο ύφος. «Σάμπως είχα ξαναπάει και ποτέ για να τα συγκρίνω;»
Η Άννα ωστόσο δε τσιμπάει. «Κάθισες σε μια γωνιά, δηλαδή;» ρωτάει και γυρίζει ελαφρώς προς το μέρος μου, με το ένα φρύδι σηκωμένο.
«Σάμπως και με άφησαν;» της κάνω αδιάφορα, χωρίς να σταματήσω να κόβω πορτοκάλια. «Νουμεράδα με πήραν όταν ξεκίνησαν τα slow.»
«Βασιλική, γλώσσα!» μου λέει η Άννα αυστηρά, αλλά δεν της ξεφεύγει το ελάχιστο σήκωμα της άκρης των χειλιών της—μια ελάχιστη, σχεδόν ανεπαίσθητη ένδειξη διασκέδασης.
Ο πατέρας μου, που μέχρι στιγμής καθάριζε πατάτες ατάραχος, πετάγεται σα να τον χτύπησε ρεύμα. «Τι έγινε λέει;» με ρωτάει, και αφήνει κάτω την πατάτα του με ένα ξερό παφ στον πάγκο.

Αντιστέκομαι στον πειρασμό να χαχανίσω γιατί θα καρφωθώ, τσίμπησε το δόλωμα σα χάνος. Αντί γι’ αυτό, συνεχίζω ατάραχη να κόβω το πορτοκάλι, αν και οι κινήσεις μου έχουν γίνει λίγο πιο νευρικές, πιο γρήγορες. Δε λες που τα έχω και αυτά και μπορώ να ξεσπάσω πάνω τους!

«Δε με άφησαν σε ησυχία,» εξηγώ σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους μου και συνεχίζοντας να κόβω. «Με το που τέλειωνε ο ένας ερχόταν και μου ζητούσε να χορέψουμε ο άλλος.»
«Και ο Μάριος που ήταν;» ρωτάει, και εκεί μου γυρίζει μπούμερανγκ γιατί το ύφος με το οποίο με ρωτάει μου ανάβει τα λαμπάκια.
Σφίγγω το χερούλι της κανάτας λίγο πιο δυνατά απ’ όσο χρειάζεται. «Αφενός ο Μάριος δεν είναι ο κηδεμόνας μου,» του λέω εκνευρισμένη στα σοβαρά, γυρίζοντας απότομα προς το μέρος του. «Και αφετέρου δεν πήγε στο πάρτι για να κάνει το φύλακα στη σίκαλη.»

Ο πατέρας μου, με το μαχαίρι ακόμα στο χέρι, με κοιτάζει με αυτό το γνωστό, πατρικό ύφος τού «εγώ κάτι δεν καταλαβαίνω εδώ».

«Βασιλική ηρέμισε!» μου λέει, κλείνοντας λίγο τα μάτια του, λες και προσπαθεί να κρατήσει το κεφάλι του στη θέση του μετά από ξαφνικό πονοκέφαλο.
«Τι να ηρεμίσω ρε μπαμπά;» σηκώνω τα χέρια μου αγανακτισμένη, κρατώντας ακόμα τον στίφτη στο ένα. «Ο Μάριος στο πάρτι πήγε για την πάρτη του, όχι για να κάνει το μπουλντόγκ στην κόρη σου. Κι έπειτα, τι περίμενες να κάνω; Να το παίξω αφ’ υψηλού και μη μου άπτου; Εγώ;»
«Καλά σου λέει, το παιδί,» επεμβαίνει εκεί η μητέρα μου, σηκώνοντας τα χέρια της σε μια κίνηση «μην το συνεχίζουμε τώρα» και τερματίζει τη συζήτηση.

Πού να του έλεγα δηλαδή τι άκουσα να λένε για μένα στο μπαλκόνι. Ή για τη χυλόπιτα που έριξα στο Μελετίου. Τον αγαπάω τον πατέρα μου αλλά ώρες-ώρες με βγάζει έξω από τα ρούχα μου, λες και είμαι κανένα παιδάκι. Πού να ήμουν δηλαδή και κάποια που τα γουστάρει κάτι τέτοια, άκλαυτος θα πήγαινε με την πέραση που έχω. Ξεσπάω τα νεύρα μου στα πορτοκάλια, με τελικό αποτέλεσμα η πορτοκαλάδα να γίνει πιο γρήγορα απ’ όσο υπολόγιζα.

Κάθομαι στο τραπέζι, φέρνω την καρέκλα λίγο πιο κοντά με μια απότομη κίνηση που τρίβεται στο πάτωμα και πίνω δυο-τρεις γουλιές από την πορτοκαλάδα μου. Η ξινή της γεύση δεν είναι αρκετή να με ξυπνήσει, αλλά βοηθάει λίγο στο να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη.

Απλώνω το χέρι μου και παίρνω κι εγώ μια πατάτα από το σωρό. Δεν ξέρω γιατί το κάνω—μάλλον γιατί η μιζέρια θέλει συντροφιά. Αρχίζω να την καθαρίζω αργά, περισσότερο παίζοντας παρά κάνοντας δουλειά.

«Γκρινιάρη!» του κάνω με ένα στραβό χαμόγελο και τον αγγίζω ελαφρά με τον αγκώνα μου.
Ο πατέρας μου σηκώνει το βλέμμα του και με κοιτάζει με μισό μάτι, σταματώντας για λίγο το καθάρισμα. Κουνάει αργά το κεφάλι του. «Είσαι εσύ μία!» μου λέει και ξανασκύβει στην πατάτα του.
«Εσύ φταις που δε μ’ έκανες “έναν” και τραβάμε αυτά που τραβάμε!» του λέω για να τον τσιγκλήσω. Ο πατέρας μου ήθελε κοριτσάκι, και του βγήκα εγώ! Και μετά αλλάζω συζήτηση. «Αλήθεια, γιατί καθαρίζουμε πατάτες;»
«Αρνάκι στο φούρνο!» μου απαντάει η μητέρα μου, και για λίγο ξεχνάω τα χαΐρια μου. Τρώω όλα τα φαγητά, αλλά το αρνάκι είναι η αδυναμία μου!
«Αχ!» κάνω με τόση χαρά, που βάζει τα γέλια. 
«Σουσουράδα, ε σουσουράδα,» μου λέει χαμογελώντας μου τρυφερά. «Τι άλλο κάντε στο πάρτι;» ρωτάει, επιστρέφοντας στην επίθεση, γιατί σιγά που θα με άφηνε έτσι.
Ξαναπιάνω την πατάτα μου, την περιστρέφω στα χέρια μου και δίνω στεγνά την κολλητή μου. «Η Κατερίνα κυνηγούσε τον Αλέκο σα σκυλάκι!» της κάνω, συνεχίζοντας να καθαρίζω την πατάτα σα να μην τρέχει κάστανο. Ο πατέρας μου σηκώνει αδιάφορα τα φρύδια του, η μητέρα μου χαμογελάει. «Μέχρι που τον πήρε σούρνοντας στα slow,» συνεχίζω, και αυτή τη φορά οι δυο τους βάζουν τα γέλια.
«Καλά, εσένα δε σου αρέσει κανένας,» ρωτάει ύπουλα η Άννα. Εμένα λέει σουσουράδα, αλλά είναι και του λόγου της μία.
«Δεν τον λυπάσαι τον αντρούλη σου, που θα μας μείνει;» της λέω τάχα μου αθώα, κερδίζοντας ένα μουγκρητό από τον Λιάκο και το χάχανο της Άννας.

Παρά το χάχανο, η Άννα δεν τσιμπάει. Σκουπίζει τα χέρια της στην πετσέτα, με μια αργή, μεθοδική κίνηση, και σηκώνεται από τη θέση της. Πλησιάζει το τραπέζι, ακουμπάει τα χέρια της στην πλάτη της καρέκλας μου και γέρνει ελαφρώς προς το μέρος μου.

«Ρε δεν τ’ αφήνεις τα σάπια;» μου πετάει, και παραλίγο να πνιγώ με την πορτοκαλάδα.

Βήχω ελαφρώς, σκουπίζω το στόμα μου με την ανάστροφη του χεριού μου, και αποφασίζω να το ρίξω στην παλαβή. Σηκώνω το φρύδι και αρχίζει το θέατρο της Δευτέρας.

«Ε, ναι λοιπόν, το παραδέχομαι!» της λέω δραματικά. «Στο πάρτι ήταν και ο ήρωάς μου, με το άσπρο άλογο, την άσπρη πανοπλία, την άσπρη ασπίδα, τις άσπρες μπότες, τα άστρα σπιρούνια και τις άσπρες καυτές σέλες!» της κάνω, για να εισπράξω μια με το δάχτυλό της στη μύτη. «Τι βαράς καλέ;»
«Μη μου πουλάς εμένα πνεύμα, σπόρε!» με ψευτομαλλώνει!
«Αν είναι δυνατόν!» της κάνω με προσποιητή αγανάκτηση, και εκείνη τη στιγμή χτυπάει το κουδούνι.
«Περιμένουμε κανέναν;» ρωτάει ο πατέρας μου.
«Όχι,» απαντάει η μητέρα μου.
«Και ακάλεστος και θα μου φάει το αρνί; Βαστάτε τούρκοι τ’ άρματα!» κάνω, σηκώνομαι απότομα, τραβώντας την καρέκλα προς τα πίσω με μια απότομη κίνηση, και πάω να ανοίξω.

Τόμπολα! Η Κατερίνα! Με πήρε πρέφα χθες όταν φύγαμε από το πάρτι, αλλά με το Μάριο παρόν προφανώς και δε μπορούσαμε να μιλήσουμε. Δεν την γλιτώνω τελικά την ιερά εξέταση.

«Καλημέρα!» της κάνω, κοιτάζοντάς την δήθεν παραξενεμένη. «Στον ύπνο σου με είδες;»
«Ρε άσε τα σάπια,» μου κάνει, με ύφος που δε σηκώνει αντιρρήσεις. «Θα μου τα πεις με το νι και με το σίγμα!» μου λέει, χτυπώντας το δάχτυλό της στο στέρνο μου.
Παίρνω βαθιά ανάσα παραδεχόμενη την ήττα μου. «Πέρνα,» της κάνω και στρίβω για να της ανοίξω το δρόμο, και πάμε και οι δύο μέσα. Πρώτη στάση, κουζίνα.
«Καλημέρα!» τους λέει χαμογελώντας τους.
«Καλώς το κορίτσι!» της λέει η μητέρα μου ανταποδίδοντας το χαμόγελο. Μπορεί να τον αγαπάει το Μάριο σα γιο, αλλά το πόσο χαρεί όταν έμαθε ότι είχα κάνει την πρώτη μου φίλη, δεν περιγράφεται. «Τι κάνεις, αγάπη μου;»
«Μια χαρούλα είμαι κυρία Άννα, εσείς;»
«Καθαρίζουμε πατάτες,» της απαντάει ο πατέρας μου ξεφυσώντας σα τυφώνας σε μικρογραφία, κάνοντας την Κατερίνα να βάλει τα γέλια.
«Τα ύστερα του κόσμου,» του κάνει ως νέος Πατριαρχέας, κάνοντας τον Ηλία θέλοντας και μη να βάλει τα γέλια.
«Κατερίνα, θες πορτοκαλάδα;» τη ρωτάω. Εγώ δεν έχω πιει ακόμα τη δική μου και αισθάνομαι άσχημα εγώ να έχω κάτι να πιώ και εκείνη όχι.
Το σκέφτεται για μερικές στιγμές. «Αμέ, γιατί όχι;»

Πάω να στύψω την πορτοκαλάδα της και στο μεταξύ η Άννα, μη βγάζοντας άκρη μαζί μου, γυρεύει να πάρει πληροφορίες από την Κατερίνα. Και καλή της τύχη, η Κατερίνα θέλει να γίνει δικηγόρος αλλά αν με ρωτάτε, μπορούσε να πάει και από τώρα να γραφεί στο δικηγορικό σύλλογο.

«Πώς περάσατε χθες;»
«Αν βρουν τον ανιψιό σου σε κανένα χαντάκι, από τα χεράκια μου θα έχει πάει!» της κάνει και οι γονείς μου βάζουν και οι δυο τα γέλια. Όλος ο κόσμος ξέρει για την καψούρα της Κατερίνας, εκτός από τον ίδιο τον Αλέκο, που είναι στην κοσμάρα του και δε φεύγει από εκεί μήτε σουβλάκι να του τάξεις.

Όπως έχω γυρισμένη την πλάτη μου δε με βλέπουν. Η Κατερίνα, ξέροντας ότι η καψούρα της για τον Αλέκο είναι running joke—και μη δίνοντας δεκάρα γι’ αυτό—έστρεψε την προσοχή της Άννας αλλού, βγάζοντάς με από τη δύσκολη θέση. Μπορεί να είναι χαζοχαρούμενα τσιμπημένη με τον Αλέκο, αλλά το μυαλό της είναι κοφτερό σαν ξυράφι: σε πουλάει και σ’ αγοράζει χωρίς να το καταλάβεις. Προφανώς και είχε καταλάβει από πολύ πιο πριν ότι κάτι τρέχει με μένα και το Μάριο, και το γεγονός ότι με άφηνε όλο αυτό τον καιρό να το παίζω μαλάκας περισσότερο ήταν δική της επιλογή της, παρά η δική μου ικανότητα να ξεγλιστράω.

Με τη wannabe χασοδίκη δεν είχε τέτοια.

Τελειώνω την πορτοκαλάδα, έστυψα και λίγο παραπάνω για να γεμίσω και το δικό μου ποτήρι, και πάμε στο δωμάτιο, εγώ μπροστά και η Κατερίνα από πίσω σα το δεσμοφύλακα, λες και θα πηδούσα από το παράθυρο, ξέρω ‘γω. Ανεβαίνω πάνω στο κρεββάτι και ακουμπάω προς τον τοίχο, αγκαλιάζοντας τα γόνατά μου. Η Κατερίνα, με ύφος εφέτη-ανακριτή, παίρνει την καρέκλα, και τη βάζει δίπλα από το κρεββάτι. Βγάζει τα παπούτσια της και απλώνει και αυτή τα πόδια της.

«Λοιπόν, λέγε,» μου κάνει, με ύφος που μου θυμίζει ένα ανέκδοτο για την KGB.

Είχαν βρει και καλά ένα σκελετό προϊστορικού ανθρώπου και οι επιστήμονες δεν μπορούσαν να βγάλουν άκρη, είχε χαρακτηριστικά και Κρο-Μανιόν και ανθρώπου του Νεάντερταλ. Εκεί η KGB προτείνει να τους βοηθήσει. Επιστρέφει το σκελετό δυο μέρες μετά. «Νεάντερταλ είναι,» λένε στους επιστήμονες. «Καλά, πώς το καταλάβατε;» ρωτάνε με απορία για να λάβουν την απάντηση: «Το ομολόγησε ο ίδιος.»

Ε, κάπως έτσι θα έκανα κι εγώ με τον θηλυκό Ντε Τορκεμάδα.

«Στη συζήτηση που άκουσα στο μπαλκόνι ειπώθηκε και κάτι άλλο που δεν σας είπα,» της κάνω αναστενάζοντας.

Στρέφει ελαφρά το βλέμμα της, αλλά καταλαβαίνει ότι η εισαγωγή που κάνω δεν είναι “μπάλα-εξέδρα,” οπότε με αφήνει να συνεχίσω.

«Ένας από τους δυο μαλάκες πέταξε ότι εγώ και ο Μάριος μπορεί να τα έχουμε,» της λέω ξεσταυρώνοντας τα χέρια μου από τα γόνατά μου. Κάνει το κεφάλι της πίσω σα να μην πίστεψε αυτό που άκουσε κι εγώ της κάνω το νεύμα “αυτό είπε, τι θες να κάνω;”.
Ξύνει λίγο τη μύτη της. «Για συνέχισε.»
Αγκαλιάζω και πάλι τα γόνατά μου. «Ο άλλος δεν πείστηκε, και υποστήριξε ότι ο Μάριος είναι καψουρεμένος μαζί μου και με ακολουθεί σα σκυλάκι.»

Χαμογελάω στη σκέψη, αλλά όχι με την έννοια του ότι το βρίσκω αστείο. Το χαμόγελό μου είναι μείξη ειρωνείας και πίκρας. Δεν έχω ξεχάσει ποια έχω απέναντί μου, ξέρω ότι θα με διαβάσει, αλλά τι βρεγμένη, τι μούσκεμα. Θα τα ξεράσω που θα τα ξεράσω όλα, δε χρειάζεται να φοράω και τη μάσκα που φορούσα με τους γονείς μου. Χώνω για μερικές στιγμές το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και συνεχίζω.

«Τα αγόρια μπορεί να είναι μούσκαροι,» της κάνω γελώντας ειρωνικά, «αλλά μεταξύ τους καταλαβαίνονται καλύτερα,» λέω και γνέφει καταφατικά. «Μαλάκα, λες να βλέπουν κάτι που δε βλέπω; Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μου πέρασε από το μυαλό.»
«Αν δεν είχε φύγει χθες με τη Βίκυ, το ίδιο πίστευα κι εγώ,» μου λέει και με κοιτάζει έντονα στα μάτια. «Και στο είχα πει ρε μωρή!»
«Να που κάνατε λάθος και οι τρεις…» λέω και κάνω παύση. «Έστω οι δύο, ο άλλος ο μαλάκας νόμιζε ότι τα έχουμε κι από πάνω!»

Σηκώνομαι από τη θέση μου για να πιάσω το ποτήρι με την πορτοκαλάδα. Πίνω μια γουλιά, και το αφήνω. Αυτή τη φορά ακουμπάω την πλάτη μου στο προσκέφαλο του κρεββατιού μου.

«Ο Μάριος; Λέω μέσα μου. Είναι δυνατόν; Θυμάσαι τη φάση με το Λάμπρο;» τη ρωτάω.
«Ξεχνιέται! Με εγκεφαλικό μου είχες έρθει!» μου λέει στενάζοντας.
«Και εκεί μου έγινε το κλικ. Τόμπολα, φιλενάδα!» της κάνω γεμάτη πίκρα. «Ποιο Dirty dancing και ιστορίες για αγρίους…» της κάνω κουνώντας τα χέρια μου εμφατικά. «Το γεγονός και μόνο ότι δεν έπαθα απανωτά εγκεφαλικά στην πιθανότητα ο Μάριος να τρέφει για μένα τέτοιου είδους αισθήματα…» λέω και η σιωπή μετά είναι πιο εύγλωττη από το οτιδήποτε θα μπορούσα να πω. “You get the idea…” κάνω και, αποφεύγοντας να την κοιτάξω στα μάτια, πίνω άλλη μια γουλιά από την πορτοκαλάδα μου.
«Ψιτ, εδώ είμαι,» μου κάνει. Δεν αρκείται στη διήγηση, θέλει να την κοιτάζω και στα μάτια, π’ ανάθεμά τη. Υψώνω το βλέμμα της πάνω μου και μου κάνει νόημα να συνεχίσω.
«Και μετά πέταξαν αυτό το «ρε μπας και είναι λεσβία;» και είναι τυχεροί που εκείνη τη στιγμή βγήκε ο Μάριος από το μπαλκόνι, γιατί θα είχαν φύγει από τον πέμπτο!» της λέω προσπαθώντας να κάνω χαβαλέ. Μπα… Παίρνω βαθιά ανάσα. «Βάλε το πέσιμο που είχα φάει μισή ώρα νωρίτερα από το Μελετίου, βάλε τα νεύρα μου με τους δυο μαλάκες, βάλε και αυτό που πέταξαν με το Μάριο, βγήκες μετά κι εσύ και με αρχίσατε στο τρολάρισμα…» της κάνω και σταματάω. «Μαλάκα ήθελα να σας πνίξω και τους δύο!»
«Θα μου πεις άλλη ώρα για το Μελετίου,» μου κάνει και κουνάω το κεφάλι μου κάνοντας το νεύμα του θέλω να ξεράσω.
«Τέλος πάντων, είχα αρχίσει να κρυώνω κιόλας, είχα βγει με το φορεματάκι έξω…» της λέω και ξαφνικά σταματάω. «Μαλάκα θα σε γαμήσω!» της κάνω ενθυμούμενη και πάλι τους δυο μαλάκες και το “Μαλάκα, τις βυζάρες τις πρόσεξες;” Και σα να μην έφτανε κι αυτό, μου θύμισαν και το περσινό μπουγέλο που μην έχοντας φορέσει εκείνη τη μέρα σουτιέν είχα γίνει θέαμα με την βρεγμένη μπλούζα. Με γάμησες με το φόρεμα!»
Αντί απάντησης παίζει λίγο τα δάχτυλα στα γόνατά της. “Nice try,” μου κάνει. «Συνέχισε.»
Ξύνω λίγο το δεξί μου μηνίγγι και συνεχίζω. «Πήγα μέσα και κάθισα σε μια άκρη προσπαθώντας να γίνω αόρατη…» λέω και αναστενάζω. «Και τι καλά που πήγε αυτό…» Δαγκώνω το νύχι του δεξιού μου αντίχειρα. «Κι εκεί άρχισα να σκέφτομαι για πρώτη φορά στα σοβαρά πως θα αντιδρούσα αν αντί για το Μελετίου μου τα είχε ρίξει ο Μάριος,» της λέω και κλείνω τα μάτια μου.
Της ξεφεύγει ένα γελάκι. «Θα τα είχες φτιάξει μαζί του την ίδια στιγμή.»
«Χαίρω πολύ, Βασιλική Μαρκετάκη,» της λέω πικρά. «Μου πήρε λίγο καιρό να το καταλάβω…» της κάνω, εκπνέοντας από τη μύτη. «Τέλος πάντων, κάθισα στον καναπέ αρχίζοντας να κάνω όνειρα και τότε ξεκίνησαν τα slow.» Ξεφυσάω ακόμα πιο δυνατά. «Νουμεράδα. Νουμεράδα όμως!» της λέω και αυτή τη φορά βάζει τα γέλια.
Εκείνη τη στιγμή έρχεται η μάνα μου και μας κόβει. «Κατερίνα, σε θέλει η μάνα σου στο τηλέφωνο,» της λέει.
«Ευχαριστώ κυρία Άννα,» λέει και πετάγεται από την καρέκλα, ούτε καν τα παπούτσια της δε βάζει. «Επιστρέφω!» μου κάνει, και φεύγει να πάει να δει τι την θέλει η μητέρα της. Δυο λεπτά αργότερα γυρίζει σουφρωμένη. «Το κέρατό μου μέσα, είχαμε κανονίσει να πάμε στους παππούδες μου και το μαλακιστήρι έκανε πυρετό,» λέει αναφερόμενη στον αδερφό της. «Αν μ’ έχει κολλήσει θα τον στραγγαλίσω!» μου κάνει και βάζω τα γέλια.
«Ρε συ! Σήμερα έχουμε αρνί με πατάτες στο φούρνο, θες να φας εδώ;»
«Το κέρατό μου μέσα!» μου κάνει και πάλι, και φεύγει σίφωνας. Γελάω, αγόρασε, πάει να μιλήσει στη μητέρα της. Επιστρέφει πάλι δυο λεπτά πιο μετά. «Νομ νομ!» μου κάνει, και ξαναβάζω τα γέλια. «Που είχαμε μείνει;» με ρωτάει, λες και δεν ήξερε το καθίκι!
«Στη νουμεράδα,» της κάνω και χαχανίζει. «Γελάς μαλάκα, αλλά ήμουν να το ρίξω στα σκληρά! Κάποια στιγμή μου ζήτησε να χορέψουμε ο Μάρκος, και όταν πήγε να τραβηχτεί κόλλησα πάνω του σα βδέλλα!» της λέω και βάζει τα γέλια, ξέρει ότι ο Μάρκος είναι από τις μεγάλες μου συμπάθειες. «Για άτομο που έχει το μέγεθος αρκούδας, έχει αξιοσημείωτη ευελιξία,» συνεχίζω χαχανίζοντας. «Μου ξεγλίστρησε σα χέλι μετά το δεύτερο χορό!»
«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ,» κάνει βάζοντας ακόμα πιο δυνατά γέλια. «Να πέσεις μαλάκα στον έρωτά του και να μη σε θέλει! ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ»
«Γάμησέ τα!» της κάνω χαχανίζοντας. «Εσύ είχες σβερκώσει το μαλάκα τον ξάδερφό μου και ο άλλος ο μαλάκας είχε εξαφανιστεί,» της λέω, εννοώντας φυσικά το Μάριο, «και για μια ώρα έγινα φλιπεράκι, από τον έναν στον άλλον! Φλιπεράκι όμως!» της λέω αναστενάζοντας, κάνοντάς τη να βάλει και πάλι τα γέλια. «Γελάει ο μαλάκας!» της κάνω δείχνοντάς τη με το χέρι, αλλά γελάω κι εγώ με τη χθεσινή γκαντεμιά μου, δε με ήθελε με τίποτα!
«Τι να κάνω ρε μωρή; Ο καθένας μας το Γολγοθά του, εγώ τι να πω με τον μαλάκα τον Αλέκο; Μαλάκα μου, αν η αναπνοή δεν ήταν αντανακλαστική, ο μαλάκας ο ξάδερφός σου θα είχε πεθάνει δυο λεπτά μετά τη γέννα! Μα είναι δυνατόν;» μου λέει με απόγνωση, και αυτή τη φορά είμαι εγώ που βάζω τα γέλια.
«Μαλάκα, αυτό με το Γολγοθά μου το είπε και ο Μελετίου!» της λέω μ’ ένα πνιχτό γέλιο. Κουνάω το κεφάλι μου και σηκώνω ψηλά τα χέρια. «Τι διάολο, όλοι οι wannabe χασοδίκες το ίδιο λυσάρι έχετε;»
«Μελετίου αργότερα! Σκάσε και μίλα!» μου λέει και βάζω και πάλι τα γέλια.
«Κάποια στιγμή κοντά στα μεσάνυχτα, έγινα λούης προφασιζόμενη ότι έχω κορακιάσει,» συνεχίζω τη διήγηση.  «Και τσουπ! Να σου και ο λεβέντης μας!»

Για μερικές στιγμές σκύβω μπροστά και χώνω το μέτωπό μου στις παλάμες μου, κλείνοντας τα μάτια μου. Γέρνω και πάλι πίσω, σταυρώνω τα χέρια μου πάνω στα στήθη μου—που να πέσουν να ξεραθούν τα γαμημένα, από την ώρα που άρχισαν να φουσκώνουν άρχισαν και τα προβλήματά μου.

«Και πάνω στο χορό μου το μπουμπούνισε για τη Βίκυ, και έγινε η κέντα!» της κάνω, κουνώντας το κεφάλι μου. Παίρνω βαθιά ανάσα. «Σουρεάλ, απολύτως σουρεάλ. Μαλάκα ήταν σα να σου έχουν ρίξει με μπαζούκας,» της λέω προσπαθώντας να βρω τις σωστές λέξεις. «Να βλέπεις την τρύπα στο στέρνο σου και να είναι τέτοιο το μούδιασμα που το μόνο που σκέφτεσαι “ρε που πήγαν τα βυζιά μου; Εδώ δεν ήταν πριν λίγο;”»
Η Κατερίνα αναστενάζει, ενθυμούμενη τα δικά της ευμεγέθη στήθη, και πηγή των ανασφαλειών της. «Μη με βάζεις σε πειρασμό…»
«Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα!» της λέω κουνώντας το κεφάλι μου. Η αλήθεια είναι ότι αυτό ταίριαζε σα γάντι στη νοητική μου κατάσταση μετά τη βόμβα του Μάριου. Ούτε που τον άκουγα τι μου έλεγε, μέσα μου σκεφτόμουν τελείως άκυρα πράγματα. «Όταν τέλειωσε το τραγούδι έμεινα στο κέντρο του σαλονιού σαν το μαλάκα. Και εκεί το σκηνικό έγινε ακόμα πιο σουρεαλιστικό!»
«Για τον Πολιτάκη, λες;» με ρωτάει με περιέργεια. Προφανώς και δεν της πέρασε απαρατήρητο μέχρι που τελικά άλλαξε το πρόγραμμα, και πάλι στα χορευτικά, δεν έφυγα από την αγκαλιά του.
«Ναι, για δαύτον,» της απαντάω ανόρεχτα.
«Μαλάκα, μη μου πεις ότι στα έριξε και αυτός;» μου κάνει με δυσπιστία.
«Ρε μαλάκα αν μου τα έριχνε και συνέχιζα να χορεύω όλο το βράδυ μαζί του θα καθόμασταν να μιλάμε για το Μάριο;» της λέω ξαφνικά εκνευρισμένη.
«Σωστό και αυτό,» μου κάνει και πίνει επιτέλους τις πρώτες γουλιές από την πορτοκαλάδα της, μούσια κόντευε να βγάλει. Μετά βάζει τα γέλια. «Ρε μωρή, έπρεπε να δεις την Ποταμιάνου πως σας κοίταζε, αν τα μάτια πετούσαν πραγματικά φλόγες θα είχες γίνει η Ρώμη του Νέρωνα!» συνεχίζει, γελώντας ακόμα.
«Ε, τότε έπιασε το κόλπο!» της κάνω αναστενάζοντας.
Γέρνει το κεφάλι πίσω απορημένη. «Ποιο κόλπο;»
Στενάζω και πάλι βαθιά. «Όταν άρχισε ο επόμενος χορός, στην αρχή ούτε που πρόσεχα τι μου έλεγε ο Πολιτάκης…» της κάνω.

Αγκαλιάζω και πάλι τα γόνατά μου και χώνω το κεφάλι μου ανάμεσα απ’ τα χέρια μου. Παίρνω βαθιές ανάσες και κάθομαι και πάλι λίγο πιο πίσω. Αφήνω τα πόδια μου και παίρνω αγκαλιά το μαξιλάρι.

«Τα μάτια μου ήταν πάνω στο Μάριο που χόρευε με τη Βίκυ, και όταν έσκυψε και τη φίλησε…»

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει. Λαλεί πουλί, κλέβει σπυρί, και η μάνα το ζηλεύει.

Κλείνω τα μάτια μου και κουνάω το κεφάλι μου. Ζηλεύει, είναι η λέξη κλειδί. Και η συνειδητοποίηση ότι αυτό που ένιωθα εκείνη τη στιγμή ήταν ζήλεια, ήταν το τραίνο που πέρασε από πάνω μου.

Σηκώνω το βλέμμα μου προς την Κατερίνα. «Εκεί συνειδητοποίησα ότι αυτό που ένιωθα έχει όνομα. Λέγεται ζήλεια…» της κάνω, και σηκώνω το μαξιλάρι και χώνω το κεφάλι μου μέσα του για μερικές στιγμές.

Δε μου απαντάει… Κι εδώ που τα λέμε τι να μου πει κι εκείνη.

«Και εκεί που έχει περάσει από πάνω μου τραίνο, να σου και ο Πολιτάκης που μου λέει ότι θέλει τη βοήθειά μου για να κάνει την Ποταμιάνου να ζηλέψει,» λέω και κουνάω το κεφάλι μου με δυσπιστία.
«Αν ήταν αυτός ο σκοπός του, το κατάφερε,» μου κάνει χαχανίζοντας. «Δεν την είχα ξαναδεί έτσι!»
«Χέστηκα,» της απαντάω τελείως ωμά. «Να μην του έκανε τη δύσκολη. Μαλάκα μου, δεν το καταλαβαίνω. Αφού γουστάρετε ο ένας τον άλλον, τι μαλακίες είναι αυτές; Να δεις που θα το φάει το κεφάλι του ο μαλάκας, η Ποταμιάνου κόβω το μουνί μου ότι είναι ελέφαντας, δε θα το ξεχάσει αυτό.  Εδώ θα ‘σαι και εδώ θα ‘μαι.»
«Ευτυχώς που θυμήθηκες ότι έχεις και από αυτό,» μου πετάει την ταβανόπροκά της η Κατερίνα.

ΦΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΠ!

Χώνω και πάλι το κεφάλι μου στο μαξιλάρι, μαλάκα μου αυτό και αν ήταν ξανάστροφή. Είναι έκφραση που η Κατερίνα τη χρησιμοποιούσε συχνά, εγώ δεν το είχα κάνει ποτέ… ποτέ μέχρι σήμερα. Αφήνω κάτω το μαξιλάρι και δαγκώνω και πάλι τα δάχτυλά μου. Γελάω ειρωνικά.

«Αυτή που ζηλεύει η Ποταμιάνου…» λέω κουνώντας το κεφάλι μου με πίκρα. «Για ένα ολόκληρο γαμημένο σχολείο αυτό είμαι…»
«Ρε Μπίλι…» πάει να μου πει και την κόβω.
«Ξέρεις τι μου πέταξε κάποια στιγμή ο Πολιτάκης; Ότι η Ποταμιάνου μπορεί να είναι πολύ όμορφη αλλά εγώ είμαι η βασίλισσα των ξωτικών…»
“Woah!” είναι η απάντησή που παίρνω.
«Και κολακεύτηκα μαλάκα. Κολακεύτηκα.» Γελάω και πάλι πικρά. «Για τα αγόρια είμαι η γκομενάρα… και όλα τα άλλα σε εις -άρα. Και για το μόνο αγόρι που θα ήθελα να με δει ως γυναίκα, είμαι… είμαι ο Μπίλι…»

Τι να κάνει ο κύριος στην κυρία;

Είμαι ερωτευμένη με τον Μάριο. Το ξέρει και η Κατερίνα. Μόνο εκείνη. Ο νταλκάς της με τον Αλέκο δεν έχει σβήσει, οπότε, καταλήξαμε να γινόμαστε παρηγοριά η μία για την άλλη, ανταλλάσσοντας σιωπηλές ματιές γεμάτες κατανόηση κάθε φορά που τα αγόρια της ζωής μας έκαναν άλλη μια ηλίθια κίνηση, αγνοώντας επιδεικτικά το προφανές.

Στα δεκαέξι μου, και με εξαίρεση εκείνη τη ρημαδοβραδιά του πάρτι που έβαλα φόρεμα—και τι καλά που πήγε αυτό—εξακολουθώ να φοράω μόνο unisex ρούχα. Αλλά δεν με νοιάζει πια. Έχω συμφιλιωθεί με το σώμα μου. Τα στήθη μου μεγάλωσαν όσο ήταν να μεγαλώσουν, το ύψος μου σταθεροποιήθηκε στο 1,67, η περίοδός μου έχει μπει σε πρόγραμμα από τα δώδεκα.

Η μάνα μου είχε δίκιο. Σε σχέση με την Κατερίνα, αλλά και πολλές από τις συμμαθήτριές μου που τις πρώτες μέρες σέρνονται από τους πόνους, εγώ είμαι τυχερή—μόνο λίγα πονάκια, λίγο πρήξιμο, μια ενόχληση στα στήθη που τη δεύτερη μέρα σχεδόν εξαφανίζεται.

Ο χορός με τον Ανδρέα στο πάρτι αποδείχτηκε… αποκαλυπτικός. Ήταν δημοφιλής και, σε αντίθεση με τον Μάριο, εξωστρεφής, οπότε τ’ αφτιά του ήξεραν πολλά κουτσομπολιά. Όταν τον ρώτησα γιατί διάλεξε εμένα για να κάνει την Ποταμιάνου να ζηλέψει, μου το πέταξε στα ίσια:

«Γιατί είσαι το πιο όμορφο κορίτσι στο σχολείο. Δηλαδή ποιο σχολείο, σε ολόκληρο το Περιστέρι, μη σου πω και την Αθήνα. Και είσαι η μόνη που ζηλεύει η Σοφία.»

Και είχε και συνέχεια. Με αποκάλεσε ‘Βασίλισσα των Ξωτικών’ και εκεί συνειδητοποίησα πως παρά τις μεγαλοστομίες μου δεν είχα ανοσία στα κομπλιμέντα που αφορούσαν την εμφάνισή μου. Ήξερα ότι θεωρούμουν όμορφη, αλλά αυτό που είπε ο Ανδρέας— και το εννοούσε· έχω ακούσει τόσα κομπλιμέντα που πλέον ξέρω να ξεχωρίζω τα τυπικά από τα ειλικρινή—με έστειλε αδιάβαστη.

Γιατί όσο κι αν προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως δε με άγγιζαν τέτοια λόγια, η αλήθεια είναι πως κανείς ποτέ δε μου είχε μιλήσει έτσι. Το να σε αποκαλούν όμορφη είναι ένα πράγμα· το να σε βλέπουν σαν κάτι υπερβατικό, σαν πλάσμα από άλλο κόσμο, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.

«Όλα σχεδόν τ’ αγόρια σε γουστάρουν,» πρόσθεσε, σαν να μου έλεγε κάτι αυτονόητο. «Και μάλλον αυτός είναι κι ο λόγος που πολλά κορίτσια σε ζηλεύουν. Δηλαδή τι πολλά, και πάλι σχεδόν όλα.»

Και εδώ ήταν το αποκορύφωμα της σχιζοφρένειας. Από τη μία κολακεύτηκα και από την άλλη δε με έκανε καθόλου χαρούμενη αυτό το γεγονός, ακριβώς το αντίθετο. Δεν ήθελα να είμαι όμορφη ή—μάλλον—δεν ήθελα να είμαι απλά η όμορφη. Αν ό,τι έχω πετύχει μέχρι τώρα—η αποδοχή μου, η θέση μου ανάμεσα στα παιδιά—αν όλα αυτά δεν είναι δικά μου, αλλά κάτι που μου χαρίστηκε επειδή αρέσω στα αγόρια, τότε τι σκατά νόημα είχαν όλοι οι αγώνες μου;

«Γιατί βρε μαλάκα,» μου απάντησε η Κατερίνα όταν της τα εξομολογήθηκα όλα αυτά, «αυτό που σε κάνει να ξεχωρίζεις από όλες τις άλλες queen bees, είναι ότι εσύ είσαι κάτι παραπάνω. Αυτές μπορεί να τις γουστάρουν για την εμφάνιση, αγόρια είναι, αλλά εσένα σε γουστάρουν και για όλα τα υπόλοιπα. Η ομορφιά περνάει, ο χαρακτήρας όχι.»

Παρά τους αρχικούς μου φόβους, η Βίκυ δεν με έβαλε στο περιθώριο. Οι επαφές μου με τον Μάριο δεν μειώθηκαν ούτε στο ελάχιστο. Και αυτό ήταν ταυτόχρονα καλό και κακό.

Καλό, γιατί δεν έχασα τον καλύτερό μου φίλο. Κακό, γιατί αυτό ακριβώς ήμουν για εκείνον: η καλύτερή του φίλη. Αυτό ήμουν γιατί αυτό ήθελε να είμαι. Και τίποτα περισσότερο.
⇽∙∙∙⇾
Είναι τέλη Μάη, λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία, και έχουμε μαζευτεί μετά το σχόλασμα στο σπίτι της Κλαίρης. Είμαστε μόνοι μας. Κάποιοι καπνίζουν, και ο καπνός αιωρείται γύρω μας σαν μόνιμο πέπλο, αλλά εγώ ποτέ δεν το χώνεψα αυτό το πράγμα. Ο Μάριος είναι άκεφος. Από τότε που τα χάλασε με τη Βίκυ, μοιάζει να κουβαλάει ένα βάρος πάνω του, κάτι που με κάνει να θέλω να τον ταρακουνήσω και ταυτόχρονα να τον αγκαλιάσω. Και μετά νιώθω τύψεις, γιατί μέσα μου χαίρομαι. Και μόνο που σκέφτομαι ότι είναι ελεύθερος, η καρδιά μου φτερουγίζει σαν ηλίθια. Ξέρω, δεν θα γίνει ποτέ τίποτα, αλλά η ιδέα του «ποτέ» πονάει λιγότερο έτσι.

Κάποιος πετάει την ιδέα να παίξουμε Πυθία. Ούτε εγώ ούτε η Κατερίνα έχουμε ξαναπαίξει. «Γιατί όχι;» σκέφτομαι. Η φήμη μου—και η ζήλια κάποιων κοριτσιών—φαίνεται να λειτουργούν σαν αόρατο τείχος. Κανείς δεν με έχει επιλέξει μέχρι στιγμής. Ο Μάριος, από την άλλη, έχει ήδη φιλήσει την Κλαίρη και τη Μαρία, και όσο κι αν κάνω την αδιάφορη, έχω πρασινίσει από μέσα μου.

Τώρα είναι η σειρά του Νίκου να κλείσει τα μάτια της Πυθίας και να διαλέξει το επόμενο ζευγάρι. Είναι από εκείνους που δεν χαμπαριάζουν και ζουν για το τζέρτζελο. Κλείνει τα μάτια του Βαγγέλη—που παίζει την Πυθία—και τον ρωτάει:

«Τι να κάνει ο κύριος στην κυρία;» Πρώτα δείχνει το Μάριο και μετά δείχνει εμένα κάνοντας την καρδιά μου να χάσει μερικούς χτύπους.
«Να της δώσει γαλλικό φιλί,» λέει ο Βαγγέλης, και πηγαίνω σε χρόνο dt από αρρυθμίες σε ταχυκαρδία.

Στο πλάι μου, η Κατερίνα με τα χίλια ζόρια καταφέρει να συγκρατήσει μια χαρούμενη τσιρίδα που θα μ’ έδινε στεγνά. Ο Μάριος χαμογελάει, χαλαρός, ανέμελος. Θεέ μου, είναι κούκλος.

«Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο,» μου λέει, και η φωνή του έχει αυτή τη γνώριμη χροιά του πειράγματος, ενώ εγώ τον κοιτάζω σαν αποχαυνωμένη.

Χαμογελάω, αλλά ξέρω πως είναι ένα νευρικό, αλλοπρόσαλλο χαμόγελο. Δεν με έχει φιλήσει ποτέ κανείς, αλλά δεν είναι αυτό που με τρομάζει. Είναι πως αυτός που θα με φιλήσει είναι ο Μάριος. Ο  Μάριος, που τον ξέρω από τα πέντε μου και μου πήρε δέκα ολόκληρα χρόνια να καταλάβω πως είναι ο ένας από την πρώτη φορά που τον συνάντησα στα σκαλοπάτια του σπιτιού μου.

«Έλα ρε Μπίλι, μην κάνεις έτσι, δε θα σε φάω,» λέει, χωρίς να έχει ιδέα τι γίνεται μέσα μου.

Η παρέα αρχίζει να φωνάζει ρυθμικά “Kiss! Kiss! Kiss!” και χτυπάνε τα πόδια τους στο πάτωμα. Ο Μάριος κάνει να κάτσει δίπλα μου, και η Κατερίνα, καταλαβαίνοντας τις προθέσεις του, πετάγεται όρθια με ένα βλέμμα γεμάτο νόημα. Τώρα είναι δίπλα μου. Πολύ κοντά. Τα πρόσωπά μας έχουν να βρεθούν τόσο κοντά από τις μέρες που παλεύαμε μεταξύ μας και το παιχνίδι μας δεν είχε τίποτα το ερωτικό. Χωρίς να το θέλω χάνομαι στο σμαραγδένιο των ματιών του. Και δε με νοιάζει. Δε με νοιάζει τίποτα.

Ακόμα και αν είναι ένα γαμημένο παιχνίδι ο Μάριος θα είναι το πρώτο αγόρι που θα με φιλήσει στο στόμα. Ό,τι και αν συμβεί, αυτή του την πρωτιά δε θα μπορέσει κανείς να του την πάρει. Μου χαμογελάει καθησυχαστικά, μα δεν βλέπει, δεν καταλαβαίνει πως, αν με αγγίξει, το σύμπαν μου θα εκραγεί. Με πλησιάζει αργά, αργά.

Τα μάτια μου κλείνουν από μόνα τους και τα χείλη του ακουμπούν τα δικά μου. Δεν υπάρχει πια κόσμος, υπάρχει μόνο αυτό. Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά που αν κάποιος μιλούσε, δεν θα τον άκουγα. Τα χείλη του χαϊδεύουν τα δικά μου και για μια στιγμή είναι σαν να έχουν γεννηθεί μόνο γι’ αυτό. Η γλώσσα του αγγίζει απαλά τα χείλη μου και, χωρίς να το καταλάβω, το στόμα μου ανοίγει. Οι άκρες των γλωσσών μας συναντιούνται διστακτικά και για λίγες στιγμές παίζουν μεταξύ τους.

Θέλω να μείνουμε έτσι. Δε θέλω να φύγει. Δε θέλω να τραβηχτεί. Ούτε εκείνος τραβιέται, μέχρι που οι υπόλοιποι αρχίζουν να μας κράζουν. Εγώ δεν τους ακούω καν, έχω χαθεί τελείως. Τους ακούει όμως ο Μάριος. Το φιλί σταματάει. Αργά, σχεδόν διστακτικά τραβιέται, απαλά κι εγώ επανέρχομαι στην πραγματικότητα. Ο γύρος μου στο καρουζέλ τελείωσε, ήρθε η ώρα να κατέβω από τ’ αλογάκι. Θέλω δε θέλω. Ανοίγω τα μάτια και τον κοιτάζω. Μου χαμογελάει.

«Είδες;» μου λέει. «Στο είπα ότι δε θα σε φάω.» 
«Επειδή θα σου καθόμουν στο λαιμό!» τον πειράζω, προσπαθώντας σκληρά να έρθω στα ίσια μου. Δεν είναι εύκολο. Δεν είναι καθόλου εύκολο.

Οι άλλοι γελάνε, αλλά εγώ δεν ακούω τίποτα. Τα χέρια μου τρέμουν, τα δάχτυλά μου σφίγγονται στο ύφασμα του τζιν μου, και προσπαθώ να θυμηθώ πώς να αναπνέω. Κανείς δεν το προσέχει. Κανείς δεν βλέπει ότι τα μάτια μου έχουν ακόμα κολλήσει στα χείλη του, ότι ο κόσμος γύρω μου μοιάζει να έχει θαμπώσει, λες και η πραγματικότητα δεν είναι παρά μια σκιά αυτού που μόλις συνέβη.

Για μένα, αυτή η στιγμή δεν ήταν ένα απλό παιχνίδι. Δεν ήταν μια χαζή πρόκληση μέσα σε μια παρέα που γελούσε και φώναζε. Ήταν όλα όσα φοβόμουν και όλα όσα λαχταρούσα μαζί. Ήταν ο χτύπος της καρδιάς μου που έσπασε το στήθος μου, ήταν η επιβεβαίωση ενός έρωτα που ήξερα πως δεν είχε ελπίδα. Ήταν τα πάντα.

Μα ήταν ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι… και τίποτα παραπάνω.

Ήμουν πολύ ταραγμένη για να προσέξω ότι, μέσα σε μια στιγμή, η διάθεσή του άλλαξε και από συννεφιασμένη Κυριακή έγινε ξανά ο χαμογελαστός, ο άνετος, ο ανέμελος Μάριος, σαν η Βίκυ να μην είχε υπάρξει ποτέ.

1990

Δημήτρη μου, Δημήτρη μου

Είναι αρχές Μάρτη και ο μήνας δεν έχει μπει καλά, ο Μάριος εδώ και δύο εβδομάδες τα έχει φτιάξει με την Αναστασία, μια συμμαθήτριά μας στα Γαλλικά, και βρίσκομαι και πάλι να βράζω στο ζουμί μου. Ήμουν που ήμουν ερωτευμένη μαζί του, ήρθε και εκείνο το φιλί στην Πυθία, και με αποτελείωσε.

Και δεν μου έφτανε ο πόνος μου, είχα και τους θαυμαστές μου που συνέχιζαν να μη λαμβάνουν το μήνυμα “αγόρια, δεν ενδιαφέρομαι” συνεχίζοντας να μου την πέφτουν και να πηγαίνουν οι χυλόπιτες σύννεφο και μετά να νιώθω και τύψεις από πάνω.
⇽∙∙∙⇾
«Γαμώτο, λες και έχουν βάλει στοίχημα ποιος θα με ρίξει» λέω εκνευρισμένη, σταυρώνοντας τα χέρια μου μπροστά στο στήθος και χτυπώντας νευρικά τη μύτη του παπουτσιού μου στο πλακάκι.

Το βλέμμα μου καρφώνεται κάπου στο κενό, αλλά τα δάχτυλά μου σφίγγουν τα μανίκια του φούτερ. Ο Μάριος κάθεται χαλαρός, αλλά τα μάτια του παρακολουθούν κάθε μου κίνηση, ενώ η Κατερίνα τυλίγει μια τούφα από τα μαλλιά της στο δάχτυλο και με κοιτάζει με μια μίξη κατανόησης και ενόχλησης.

«Ξέρεις πόσες σε ζηλεύουνε;» με ρωτάει η Κατερίνα.
Αναστενάζω, κυλώντας τα μάτια προς το ταβάνι και ξεφυσώντας με δύναμη. «Ευχαρίστως να ανταλλάξουμε θέσεις, όποιος είναι έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια ξέρει» της απαντάω γεμάτη πίκρα. Τα δάχτυλά μου παίζουν ασυναίσθητα με το κορδόνι της κουκούλας, στριφογυρίζοντάς το. «Για όνομα του θεού, έχω αναγκαστεί να ρίξω πάνω από είκοσι χυλόπιτες, δεν το έχουν πάρει το μήνυμα ότι δεν ενδιαφέρομαι;»
Ο Μάριος μασάει την άκρη από το καλαμάκι του φραπέ, τα φρύδια του ενωμένα ελαφρά. Σηκώνει το βλέμμα του από το ποτήρι, τα μάτια του πετάνε σπίθες από το φως του ήλιου που πέφτει λοξά από το παράθυρο. «Έχουν πάρει το μήνυμα ότι δεν ενδιαφέρεσαι για αυτούς που τους έχεις ρίξει χυλόπιτα» απαντάει αδιάφορα και τραβάει μια γερή ρουφηξιά. «Καθένας ελπίζει ότι θα είναι εκείνος που θα ακούσει το ναι.»
Κάθομαι πίσω στην καρέκλα, σταυρώνω τα πόδια μου και κουνάω το πέλμα μου νευρικά. Τα μάτια μου στενεύουν, και τα φρύδια μου ενώνονται τόσο που σχεδόν πονάω από την ένταση. «Πώς ρε Μάριε; Με τους περισσότερους δεν έχω ανταλλάξει περισσότερες από μερικές κουβέντες, δηλαδή τι πιστεύουν, ότι θα τους ερωτευτώ εξ όψεως;» ρωτάω νευριασμένη.

Αν και η ερώτηση δεν είναι ακριβώς ρητορική, δεν παίρνω απάντηση. Και να πεις ότι είμαι και καμιά ψηλομύτα;

Παίζω τα δάχτυλά μου ρυθμικά το τραπέζι. «Και να πεις ότι είμαι καμιά απλησίαστη ή ακατάδεχτη όπως αυτή η μαλάκω η Ποταμιάνου;»
Ο Μάριος κουνάει τους ώμους του αδιάφορα και επιστρέφει το βλέμμα του στο ποτήρι, ενώ η Κατερίνα αφήνει ένα ειρωνικό γελάκι. «Αυτή και αν σε ζηλεύει!» μου λέει, και τα μάτια της λαμπυρίζουν πονηρά πάνω από την άκρη του ποτηριού της.
«Ρε δε γαμιόμαστε,» λέω ακόμα πιο φουρκισμένη. Ο Πολιτάκης στο πάρτι μου είχε εξηγήσει γιατί με ζηλεύει η μαλάκω, και πραγματικά στο μυαλό μου δεν έβγαζε κανένα νόημα. «Να πάει να γαμηθεί και αυτή και ο γρύλλος της.» Σηκώνω τους ώμους μου με μια απότομη κίνηση, και το πόδι μου συνεχίζει να κουνιέται νευρικά κάτω από το τραπέζι.
Η Κατερίνα ακουμπάει το πιγούνι της στο χέρι της, με κοιτάζει από την κορφή ως τα νύχια και σκάει στα γέλια. «Στο πάρτι της Κλαίρης την είχες κάνει τούρμπο, πάντως» συνεχίζει με μια ικανοποίηση που με διαολίζει ακόμα περισσότερο.
«Εγώ μωρέ την έκανα τούρμπο;» ξεκινάω να λέω και σταματάω. Δε μπορούσα να πω μπροστά στο Μάριο ότι εκείνη την ώρα εγώ είχα τα δικά μου και ότι ο Μάριος ήταν ο λόγος. «Καλή μαλάκω του λόγου της, καλός μαλάκας και ο Πολιτάκης,» λέω φυσώντας και ξεφυσώντας. Κουνάω το κεφάλι μου. «Καλός μαλάκας κι εγώ, που έκανα πλάτες στον Πολιτάκη,» συμπληρώνω πιο χαμηλόφωνα κοιτάζοντας το τραπέζι.
Ο Μάριος μασάει το καλαμάκι με περισσότερη δύναμη και το βλέμμα του γίνεται πιο σκοτεινό. «Γιατί του έκανες πλάτες τότε;» με ρωτάει και γίνομαι και πάλι τούρμπο αλλά μαζεύομαι αμέσως. Του λόγου του ήταν η αιτία.
«Εσύ χαριεντιζόσουν με τη Βίκυ, η άλλη η μαλάκω,» κάνω δείχνοντας την Κατερίνα, «σαλιάριζε με τον Αλέκο, κι εγώ είχα γίνει φλιπεράκι από τον ένα στον άλλον. Τουλάχιστον με τον Ανδρέα είπαμε και μερικές μαλακίες…» λέω, και ξεφυσάω και πάλι.

Η Κατερίνα χαχανίζει και ο Μάριος ρουφάει τον φραπέ του με έναν ήχο που σχεδόν θυμίζει αναστεναγμό.

«Όσο για την μαλάκω, ξυδάκι της. Στην τελική-τελική, δεν της έφαγα δα και το γκόμενο! Εκείνη γούσταρε ο Πολιτάκης, ας μη του έκανε τη δύσκολη,» λέω κουνώντας νευρικά τα πόδια μου κάτω από το τραπέζι. «Τέλος πάντων, και χέστηκα τι κάνει και τι δεν κάνει η Ποταμιάνου με τους θαυμαστές της,» συνεχίζω ακόμα πιο εκνευρισμένη, και το τραπέζι σχεδόν χοροπηδάει έτσι όπως το κουνάω με τα πόδια μου. «Με τους δικούς μου θαυμαστές να δω τι θα κάνω γαμώ την καταδίκη μου μέσα!» συνεχίζω, σταυρώνοντας ξανά τα χέρια μου μπροστά στο στήθος.

Φυσικά, αυτή η συζήτηση δεν έβγαλε πουθενά, περισσότερο να τα βγάλω από μέσα μου ήθελα παρά κάτι άλλο. Ό,τι και να πίστευε ο καθένας, η αλήθεια ήταν απλή: με εκνεύριζε αφόρητα που το μόνο στο οποίο επικεντρώνονταν τα αγόρια στο σχολείο ή στις ξένες γλώσσες ήταν η εμφάνισή μου. Και να πεις ότι προκαλούσα, όπως κάποιες που έρχονταν στο σχολείο ντυμένες λες και κατέβαιναν σε πασαρέλα;

Ούτε το ένα έκανα, ούτε το άλλο. Φορούσα απλά unisex ρούχα, μέχρι και τα σορτς είχα κόψει, μόνο φόρμες στη γυμναστική. Μια κοκεταρία την είχα, αλλά στοιχειώδη πράγματα—ρούχα που ταίριαζαν μεταξύ τους, περιποιημένα μαλλιά και νύχια, και αυτά άβαφα, σε αντίθεση με τις περισσότερες συμμαθήτριές μου.

Ναι, ήξερα ότι θεωρούμαι όμορφη, αν και μέχρι που μου μπουμπούνισε τα περί “βασίλισσας των ξωτικών” ο Πολιτάκης δεν είχα ιδέα σε ποιο βαθμό. Αλλά ποτέ δεν έκανα κάτι για να το τονίσω και ούτε θεώρησα ποτέ αυτονόητο ότι αυτό θα μου ανοίξει πόρτες. Αυτό που ήξερα είναι πως είμαι αυτή που είμαι και σε καμία περίπτωση δε θα μασκαρευόμουν σε γριά μάγισσα μπας και σταματήσουν να μου την πέφτουν. Ας κόψουν το λαιμό τους.

Το πραγματικό μου πρόβλημα, όμως, δεν ήταν αυτό. Το πρόβλημά μου ήταν ο Μάριος με τον οποίον ήμουν ερωτευμένη μέχρι τα μπούνια. Και για να δέσει το γλυκό, πάει και τα φτιάχνει με την Αναστασία.
⇽∙∙∙⇾
Ήξερα πως του είχε γυαλίσει η λεγάμενη, μας το είχε πει. Γλυκιά κοπέλα, λίγο πιο ψηλή από μένα, με καστανά μαλλιά και μάτια και κοντό καρέ μαλλί. Σε αντίθεση με τους περισσότερους συμμαθητές μας στα Γαλλικά, με τους οποίους είμαστε μαζί από την πρώτη προκαταρκτική, η Αναστασία είναι μαζί μας από το Σεπτέμβρη, καθώς ο πατέρας της είναι στρατιωτικός και πήρε μετάθεση, κι έτσι ήρθε από Αλεξανδρούπολη εδώ.

«Ρε μαλάκα, πολύ τη γουστάρω!» μου λέει κάποια στιγμή ο Μάριος, τα μάτια του να λάμπουν από ενθουσιασμό. Τα χείλη του χαμογελάνε πλατιά, αλλά εγώ νιώθω καρφίτσες στην καρδιά μου και την έντονη ανάγκη να του χώσω μπουνιά στα μούτρα. Τα χέρια μου σφίγγουν αυτόματα τις άκρες από τα μανίκια του φούτερ μου. Μαλακίες, λες και μου φταίει εκείνος… «Λέω να της την πέσω!» συνεχίζει και γελάει ελαφρά, τρίβοντας τον σβέρκο του με αμηχανία.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και κοιτάζω τον ουρανό, προσπαθώντας να μη δείξω τίποτα. Τα δάχτυλά μου παίζουν νευρικά με το κορδόνι της κουκούλας μου. «Να μου κρατήσετε ένα κανελί,» του λέω προσπαθώντας να αστειευτώ και να κρύψω τη ζήλεια μου. Το χαμόγελό μου είναι ψεύτικο, αναγκασμένο, αλλά ευτυχώς ο Μάριος δεν το προσέχει.
«Αν δε φάω χυλόπιτα…» μου λέει με ένα στραβό χαμόγελο και σκύβει ελαφρά προς τα πίσω, με τα χέρια του να πέφτουν χαλαρά στο πλάι. Κλείνω τα μάτια μου για μια στιγμή και κουνάω το κεφάλι μου με απόγνωση. Πώς είναι δυνατόν να μην το βλέπει ότι η Αναστασία τον γουστάρει με χίλια;

Από την άλλη ίσως να γίνομαι άδικη μαζί του. Όντας κολλητός με μένα και με την Κατερίνα, κι έχοντας φυσικά φοβερή άνεση και εξοικείωση μαζί μας, δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει εύκολα τα σήματα που του στέλνουν οι υπόλοιπες κοπέλες, καθώς δεν μπορεί να διαχωρίσει το φλερτ από τη φιλική συμπεριφορά.

«Δε θα φας,» του κάνω, προσπαθώντας να το παίξω cool—η καρδούλα μου το ξέρει. Σταυρώνω τα χέρια μου μπροστά στο στήθος και κουνάω ελαφρά τον αστράγαλό μου με νευρικότητα. «Σε γουστάρει.»
Ανασηκώνει τα φρύδια του, το καλαμάκι στα χείλη του παγώνει για μια στιγμή. Με κοιτάζει για μερικές στιγμές με ένα βλέμμα μίξης ελπίδας και αβεβαιότητας. «Είσαι σίγουρη;» με ρωτάει, τα δάχτυλά του να παίζουν νευρικά με το λουρί του σακιδίου του.
Ανασηκώνω δήθεν αδιάφορα τους ώμους μου, το βλέμμα μου πέφτει στο πεζοδρόμιο για να μη δει τα μάτια μου να γυαλίζουν. «Όσο σίγουρος μπορεί να είναι κανείς για τέτοια πράγματα.» Τα δάχτυλά μου παίζουν με το κορδόνι της κουκούλας μου πιο νευρικά από πριν.
Σουφρώνει τα χείλια του και ξύνει λίγο τη μύτη του. Γέρνει ελαφρά προς τα πίσω και σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος, σα να προσπαθεί να μαζέψει το κουράγιο του. «On va voir,» μου κάνει στα γαλλικά, κλείνοντας το μάτι παιχνιδιάρικα. «Θα δείξει.»
«Τώρα θα πας;» τον ρωτάω με απορία.
«Όχι ρε μαλάκα!» μου κάνει γελώντας. «Άλλη ώρα αυτό, τώρα πάω να κάνω δημόσιες σχέσεις!» λέει με παιχνιδιάρικο βλέμμα και το πρόσωπο του λάμπει. Μου χαρίζει ένα πονηρό χαμόγελο και την κάνει αλά Γαλλικά, pun intended.
«Μην ξεχάσεις το κανελί που σου ζήτησα!» του πετάω, προσπαθώντας και πάλι να αστειευτώ, ενώ τα μέσα μου ουρλιάζουν. Σφίγγω τα χέρια μου και τα μάτια μου τον παρακολουθούν καθώς φεύγει.
«Τι μαλάκας είσαι!» μου λέει γελώντας, κουνάει το κεφάλι του και πάει στην Αναστασία, αφήνοντάς με μόνη μου.

Τον κοιτάζω να απομακρύνεται και η καρδιά μου βουλιάζει και πάλι. Βγάζω ένα χαρτομάντηλο και φυσάω απαλά τη μύτη μου. Το τσαλακώνω νευρικά στα χέρια μου και μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό κάθομαι στα σκαλοπάτια με έναν υπόκωφο θόρυβο, σα να σωριάζομαι, και οι ώμοι μου πέφτουν βαριά προς τα κάτω.

«Σιγά, θα μας πλευριτώσεις,» ακούω τη φωνή του Δημήτρη, και γυρίζω προς το μέρος του με ένα στραβό χαμόγελο.

Του χαμογελάω και του κάνω με το χέρι το ισοδύναμο του «ρε χέσε μας κι εσύ», με έναν μορφασμό που θα έκανε και τον πιο φιλικό άνθρωπο να το ξανασκεφτεί πριν μου μιλήσει. Ο Δημήτρης όμως γελάει χαμηλόφωνα, τα μάτια του λάμπουν και δεν φαίνεται να πτοείται στο ελάχιστο. Κάθεται δίπλα μου με μια χαλαρότητα που σχεδόν ζηλεύω, αφήνει την τσάντα του μπροστά στα πόδια του και σκύβει ελαφρά προς το μέρος μου. Οι αγκώνες του ακουμπάνε στα γόνατά του και παίζει ασυναίσθητα με το φερμουάρ του φούτερ του.

«Τι γίνεται;» τον ρωτάω, προσπαθώντας να μην ακουστώ τόσο ταραγμένη όσο νιώθω. Τα χέρια μου παίζουν νευρικά με το κορδόνι της κουκούλας μου και το βλέμμα μου είναι καρφωμένο κάπου στο πλακάκι του πεζοδρομίου μπροστά μου.
«Βράζει και χύνεται!» μου απαντάει κοροϊδευτικά και το βλέμμα του έχει μια σπίθα που με κάνει να χαχανίσω. «Α, μην ξεχάσω, ευχαριστούμε για χθες, βαζέλια,» προσθέτει, με ένα ειρωνικό χαμόγελο.

Σηκώνω τα μάτια μου προς τα πάνω με έναν βαθύ αναστεναγμό και του κάνω μια αδιάφορη κίνηση με το χέρι, δείχνοντάς του ότι το θέμα δε με ενδιαφέρει ιδιαιτέρως σήμερα.

«Σου έπεσαν τα καράβια έξω;» με ρωτάει, γέρνοντας το κεφάλι του στο πλάι με ένα στραβό χαμόγελο που θα με εκνεύριζε αν δεν ήταν τόσο γλυκούλης.
«Δευτέρα…» του απαντάω ανόρεχτα, χτυπώντας με τα νύχια μου ρυθμικά το γόνατό μου, προσπαθώντας να βγάλω κάπου τον εκνευρισμό μου. «Ο άλλος ο μαλάκας,» του κάνω κουνώντας διακριτικά το κεφάλι μου και δείχνοντάς του το Μάριο, που βρίσκεται λίγα μέτρα πιο πέρα, «κάνει τα γλυκά μάτια στην Αναστασία, και με βλέπω το Σάββατο να κρατάω φανάρι, σ’ αυτόν και την άλλη τη μαλάκω.»
Ανασηκώνει τα φρύδια του και τα μάτια του ανοιγοκλείνουν για μια στιγμή, με απορία. «Ποια άλλη μαλάκω;» με ρωτάει, ξύνοντας ελαφρά το πηγούνι του με το νύχι του αντίχειρά του.
«Την Κατερίνα ρε, ποια άλλη;» του λέω, και το ύφος μου είναι μισό κοροϊδευτικό, μισό απορημένο. Τα μάτια μου στενεύουν και τα χέρια μου σταυρώνονται σφιχτά μπροστά στο στήθος μου.
«Ααα, την κολλητή σας…» μου γνέφει καταλαβαίνοντας, και το βλέμμα του μαλακώνει. Χαμογελάει με κατανόηση, ανασηκώνει τους ώμους του ελαφρά, και τα δάχτυλά του αρχίζουν να παίζουν νευρικά με την τιράντα της τσάντας του.
«Ναι αυτή. Χρόνια καψούρα με τον ξάδερφό μου τον Αλέκο, κάπως τον κατάφερε και τα φτιάξανε!» του λέω και σηκώνω αδιάφορα τους ώμους μου, στρέφοντας για λίγο το βλέμμα μου αλλού, για να μη δει τη φευγαλέα πίκρα στα μάτια μου. Μετά γελάω ξαφνικά, τα χέρια μου πέφτουν από το στήθος μου και ένα ειλικρινές χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό μου. «Αν και δεν είμαι σίγουρη πως ο ίδιος το ξέρει! Μιλάμε για τελείως στην κοσμάρα του!» συνεχίζω, γελώντας πιο δυνατά, και γελάει κι αυτός.

Τινάζει πίσω το κεφάλι του γελώντας, τα χέρια του πιάνουν την κοιλιά του και τα μάτια του λάμπουν από το γέλιο. Και τότε, με μια απότομη κίνηση, σταματάει να γελάει και γυρίζει προς το μέρος μου. Το βλέμμα του είναι ξαφνικά πιο σταθερό, πιο αποφασιστικό.

«Γουστάρεις τότε καφεδάκι το Σάββατο;» μου πετάει έτσι ξαφνικά που σχεδόν μου κόβεται η ανάσα.

Ο τρόπος ωστόσο που μου το λέει δεν έχει καμία σχέση με τον τρόπο των αγοριών που μου ζητούσαν να βγούμε έξω ή—ακόμα χειρότερα—που μου ζητούσαν να τα φτιάξω μαζί τους χωρίς καν να έχουν έρθει να μου ζητήσουν να πάμε για ένα καφέ πρώτα, ρε αδερφέ! Είναι τελείως casual, τελείως φυσικός, χωρίς ίχνος αμηχανίας ή τρακ.

Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου, τα χέρια μου παγώνουν πάνω στο κορδόνι της κουκούλας και σουφρώνω ελαφρά τα χείλη μου, με το βλέμμα μου να γλιστράει πάνω του εξεταστικά. «Καφεδάκι, ε;» ρωτάω αφηρημένα.
«Ε, ναι!» μου κάνει γελώντας και ξύνει τον σβέρκο του αμήχανα. «Στο ορκίζομαι, θα σε αποκαταστήσω!» συνεχίζει με ένα πλατύ χαμόγελο, και τα μάτια του μισοκλείνουν παιχνιδιάρικα. «Αλλά μην πάρουμε και γουρούνι στο σακί, να σε δοκιμάσω πρώτα!» συμπληρώνει, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
Σκύβω μπροστά και τον σπρώχνω ελαφρά στον ώμο. «Τι μαλάκας είσαι…» του λέω ανάμεσα στα γέλια και μετά τον κοιτάζω στα μάτια με ένα φωτεινό χαμόγελο, τα μάτια μου λάμπουν. «Για πού λες;»
Χαμογελάει ακόμα πιο πλατιά και ξύνει λίγο τη μύτη του. «Για καμιά Fame,» μου απαντάει.
«Ναι αμέ, γιατί όχι;!» του κάνω, χαρίζοντάς του ένα φωτεινό χαμόγελο.

Win-win, σκέφτομαι, ενώ τα μάτια μου γυρίζουν φευγαλέα προς την κατεύθυνση που είχε πάει ο Μάριος. Και τον συμπαθώ πολύ, και με κάνει να γελάω, και δε θα χρειαστεί να κρατάω το φανάρι… και δεν έχει καθόλου πλάκα να κρατάω το φανάρι στο Μάριο…

Αναστενάζω σχεδόν ανεπαίσθητα και επαναφέρω το βλέμμα μου στον Δημήτρη, που χαμογελάει ακόμα πλατιά. Με το κέφι μου να έχει επανέλθει, κάπως, σηκωνόμαστε και μπαίνουμε μέσα για το μάθημα.
⇽∙∙∙⇾
Τρεις εβδομάδες τώρα, που ο Μάριος είναι με την Αναστασία, δεν περνάω καλά. Βγήκα μια φορά για καφέ με το Δημήτρη, βγήκα και δεύτερη, αλλά δεν μπορώ να συνεχίσω να αποφεύγω τους κολλητούς μου. Αφενός δεν θέλω να καρφωθώ με το Μάριο, και αφετέρου δε θέλω να δώσω και πολύ θάρρος στο Δημήτρη.

Νομίζω, δηλαδή είμαι σχεδόν σίγουρη ότι με γουστάρει, αλλά και τις δύο φορές που βγήκαμε έξω δεν ένιωσα ούτε μια στιγμή να στριμώχνομαι. Και τις δύο φορές ήταν χαλαρός και άνετος, και παρόλο που τον έπιασα να με κοιτάζει περισσότερο απ’ όσο θα ήταν φυσικό για κάποιον που σε βλέπει απλά σα φιλαράκι, δεν έκανε καμία κίνηση που θα μ’ έφερνε σε δύσκολη θέση.

Και όχι μόνο αυτό, αλλά διαπίστωσα ότι πέρασα και τις δυο φορές πολύ όμορφα μαζί του. Αν δεν υπήρχε ο Μάριος, θα μπορούσα να είχα τσιμπηθεί με την πάρτη του. Και γλυκούλης είναι, και χιούμορ έχει, και οι συζητήσεις μας κυλάνε αβίαστα, τίποτα δεν του λείπει. Εντάξει, είναι ΑΕΚτζής και πάει στο ΚΓ, αλλά ουδείς τέλειος.

Στις δυο φορές που βγήκαμε με Μάριο, Αναστασία, Αλέκο και Κατερίνα δεν πέρασα καθόλου καλά. Καθόλου όμως. Έρχεται το ΣΚ και την Παρασκευή ο Δημήτρης μου ζητάει να πάμε και πάλι για καφέ, και δέχομαι χωρίς να το σκεφτώ περισσότερο. Δε θέλω να ρίξω και πάλι εξαφανιζόλ σε Μάριο και Κατερίνα, οπότε το πολύ-πολύ μετά τον καφέ πάμε και τους βρίσκουμε. 
⇽∙∙∙⇾
«Το Σάββατο λέμε να πάμε στην 100» μου λέει ο Μάριος, ακουμπώντας νωχελικά την πλάτη του στο κάθισμα και παίζοντας με το καλαμάκι του φραπέ του. Το βλέμμα του είναι αδιάφορο, αλλά τα μάτια του με παρακολουθούν προσεκτικά κάτω από τα μισόκλειστα βλέφαρα.
Σηκώνω το ένα φρύδι, γέρνω ελαφρά πίσω και σταυρώνω τα χέρια μου στο στήθος μ’ έναν αέρα άνεσης που δεν νιώθω. «Με τις ευχές μου, εγώ θα βγω με τον Δημήτρη για καφέ,» λέω όσο πιο αδιάφορα μπορώ, και το πόδι μου κουνιέται νευρικά κάτω από το τραπέζι. Κρατάω το βλέμμα μου στο ποτήρι μου για να μη δω την αντίδρασή του. «Μπορεί να περάσουμε μετά να σας βρούμε!» συνεχίζω με την ίδια προσποιητή αδιαφορία, στριφογυρίζοντας το κορδόνι της κουκούλας μου.
Σταματάει να παίζει με το καλαμάκι, σηκώνει το κεφάλι του και με κοιτάζει μ’ ένα στραβό χαμόγελο. «Μπα-μπα, κι άλλο καφεδάκι με τον Δημητράκη;» μου λέει πειρακτικά, το φρύδι του ανασηκωμένο και το βλέμμα του λάμπει με εκείνη τη σπίθα που ξέρω πολύ καλά.
Τα χέρια μου σφίγγουν τις άκρες από τα μανίκια μου και ανασηκώνω ελαφρά το πηγούνι μου, προσπαθώντας να το παίξω άνετη. «Γιατί, ζηλεύεις;» του πετάω και τον κοιτάζω κατάματα, αλλά η καρδιά μου πάει να σπάσει από την ένταση. Τα δάχτυλά μου στριφογυρίζουν το κορδόνι της κουκούλας με δύναμη.
Εκείνος γελάει όλο σημασία. «Καλός μαλάκας είσαι, αλλά άμα σου την πέσει, μη ζητάς τα ρέστα!» μου λέει και παίρνει μια γερή ρουφηξιά από τον φραπέ του, το βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου.
Τα δόντια μου σφίγγονται ασυναίσθητα. Γέρνω ελαφρά μπροστά με μάτια που πετάνε φλόγες. «Έχουμε βγει δυο φορές για καφέ, αν ήταν να μου την πέσει, δεν θα το είχε κάνει ήδη;» τον ρωτάω κοφτά και τα χέρια μου σφίγγουν τόσο δυνατά τα μανίκια μου που νιώθω τα νύχια μου να μπήγονται μέσα από το ύφασμα. «Και ξέρεις κάτι; Σε αντίθεση με τους άλλους, αυτός τουλάχιστον έχει πάτημα. Και μιλάμε, και τον συμπαθώ, και μου αρέσει,» προσθέτω και νιώθω τα μάγουλά μου να καίνε, αλλά κρατάω το βλέμμα μου σταθερό πάνω του του.
Σηκώνει το φρύδι και το χαμόγελό του σβήνει για μια στιγμή. Γέρνει ελαφρά μπροστά, το καλαμάκι παγώνει στα χείλη του. «Σου αρέσει;» με ρωτάει αργά και τα μάτια του γυαλίζουν μ’ έναν τρόπο που δεν μπορώ να αποκρυπτογραφήσω. «Δε μας τα είχες πει αυτά μωρή Βασίλω!» συνεχίζει πειρακτικά, με τα μάτια του λάμπουν και πάλι παιχνιδιάρικα.
Ξέρει πολύ καλά ότι το «Βασίλω» με διαολίζει. «Θα σού ‘λεγα τώρα τίποτα βαρύ!» συνεχίζω, και το βλέμμα μου καρφώνεται στο δικό του μ’ ένα μίγμα εκνευρισμού και πείσματος.
Χαμογελάει ακόμα πιο πλατιά. «Χαλάρωσε, ρε μαλάκα,» μου λέει με ύφος “ωχ αδερφέ τώρα.” Ακουμπάει ξανά πίσω και σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος με μια χαλαρότητα που με κάνει να θέλω να του χώσω μπουνιά στη μούρη. «Τι να σου πω, με το καλό τότε. Και κράτα μου κανένα κανελί!» συμπληρώνει χαχανίζοντας και κλείνοντάς μου πειρακτικά το μάτι.

Σκάει σαν μαχαιριά. Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα για μια στιγμή πριν προλάβω να τα μαζέψω και νιώθω το στομάχι μου να δένεται κόμπος. Είπε ακριβώς την ίδια φράση που είχα πει εγώ όταν μου ανακοίνωσε ότι τα έφτιαξε με την Αναστασία. Τα νύχια μου μπήγονται στις παλάμες μου και τα μάτια μου καρφώνονται στο τραπέζι για να μη δει την αναστάτωσή μου.

«Έτσι είσαι, πουλάκι μου;» σκέφτομαι και σφίγγω τα δόντια τόσο που νιώθω τους κροτάφους μου να βροντάνε. Τα μάγουλά μου καίνε και νιώθω μια πίκρα να απλώνεται στο στόμα μου.

Θα μου πεις, ο Μάριος δε με βλέπει έτσι. Και εγώ η ίδια έλεγα πάντα ότι το να προσπαθείς να κάνεις τον άλλο να ζηλέψει είναι χαζό και παιδιάστικο και, κυρίως, ανάξιό μου. Σταυρώνω τα χέρια μου ακόμα πιο σφιχτά στο στήθος μου και τα μάτια μου στενεύουν.

Hell hath no fury like a woman scorned.

Νιώθω τα μάγουλά μου να καίνε ακόμα πιο πολύ και η ανάσα μου είναι κοφτή. «Μπα, έγινες γυναίκα τώρα;» τσακώνομαι άηχα με τον εαυτό μου, τα χέρια μου σφίγγουν τα μανίκια μου τόσο που το ύφασμα τεντώνει επικίνδυνα.

Στο διάολο όλα. Πείσμωσα τώρα.

Το πόδι μου χτυπάει νευρικά το πλακάκι και τα μάτια μου γυαλίζουν από ένα πείσμα που με καίει ολόκληρη. Σκύβω ελαφρά μπροστά και σφίγγω τα δόντια τόσο που νιώθω μια αχνή γεύση μετάλλου στο στόμα μου. Ας τολμήσει να μου πει και τίποτα άλλο. Θα δει πόσα απίδια χωράει ο σάκος!

Δάσκαλε που δίδασκες

Το Σάββατο το απόγευμα, πριν βγω για καφέ με τον Δημήτρη, ρίχνω μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη. Έχω μουλαρώσει τόσο πολύ που, για πρώτη φορά, βάζω μέχρι και το φόρεμα που μου είχε διαλέξει η Κατερίνα, κάνοντας τη μάνα μου να σταυροκοπηθεί. Οι ζέστες των τελευταίων ημερών μου δίνουν την τέλεια αφορμή να το φορέσω, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν το κάνω για τον καιρό. Θέλω να κάνω τον Μάριο να δει τι χάνει. Δεν ξέρω αν ο Δημήτρης θα μου την πέσει, αλλά δεν έχει σημασία. Αν το κάνει, τόσο το καλύτερο. Αν όχι, δεν πειράζει. Οι συγκυρίες ευνοούν τον προετοιμασμένο.

Φτάνω στην πλατεία 25ης Μαρτίου ακριβώς στην ώρα μου. Ο αέρας είναι δροσερός και τα χέρια μου παίζουν νευρικά με την άκρη του φορέματος μου. Το βλέμμα μου σαρώνει τον χώρο και τότε τον βλέπω. Ο Δημήτρης είναι ήδη εκεί, ακουμπάει με τον ώμο σε έναν στύλο και παίζει αφηρημένα με τα κλειδιά του. Με το που με βλέπει, τα μάτια του φωτίζονται και το χαμόγελό του πλαταίνει. Σφίγγω ασυναίσθητα τα δάχτυλά μου στις πτυχές του φορέματός μου και προχωρώ προς το μέρος του.

Το βλέμμα του στέκεται ένα κλάσμα του δευτερολέπτου παραπάνω απ’ ό,τι θα έπρεπε. Περνάει από την κορυφή ως τα νύχια, σταματάει για λίγο στο μπούστο μου πριν επανέλθει στο πρόσωπό μου. Κάνω πως δεν το παρατηρώ, αλλά τα μάγουλά μου καίνε. Δεν μου λέει αμέσως κάτι, αλλά βλέπω το χαμόγελό του να μεγαλώνει. ΟΚ, το πρόσεξε.

«Καλώς την!» λέει τελικά, η φωνή του χαλαρή και κάπως… αμήχανη. «Στις ομορφιές σου είσαι,» μου κάνει χαμογελώντας μου ντροπαλά. «Πρώτη φορά σε βλέπω με φόρεμα,» συνεχίζει χωρίς παύση. «Σου πάει πολύ,» συμπληρώνει και του ξεφεύγει ένα νευρικό γελάκι.
«Ευχαριστώ,» του απαντάω, ελαφρά αμήχανα, το βλέμμα μου φεύγει φευγαλέα προς τα πλάγια. Τα χέρια μου παίζουν ασυναίσθητα με το στρίφωμα του φορέματος και νιώθω τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν. Και επειδή η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση, κάνω ένα στριφογύρισμα για να με δει απ’ όλες τις μεριές, και του σκάω ένα πονηρό χαμόγελο.
«Κούκλα, κούκλα!» μου κάνει, αλλά μ’ ένα τρόπο παιχνιδιάρικο, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που χρησιμοποιεί όταν πειραζόμαστε. Μετά ωστόσο κάνει κάτι που δεν το είχε κάνει τις πρώτες δύο φορές. «Πάμε;» με ρωτάει και μου προτείνει το μπράτσο του να τον πάρω αγκαζέ και το χέρι του αιωρείται αβέβαια για μερικές στιγμές στον αέρα.

Τα μάτια μου πηγαίνουν από το πρόσωπό του στο χέρι του και πίσω. Δεν έχω περπατήσει ποτέ με αγόρι με αυτό τον τρόπο, ούτε καν με το Μάριο. Περνάω το χέρι μου στο δικό του κάπως διστακτικά και το βλέμμα του φωτίζεται. Η καρδιά μου χτυπάει λίγο πιο δυνατά από ό,τι θα ήθελα να παραδεχτώ και νιώθω τις παλάμες μου να ιδρώνουν ελαφρά. Νιώθω αρκετά περίεργα αλλά προσπαθώ να μην το δείξω.

Ξεκινάμε για τη Fame. Μιλάμε για διάφορα, γελάμε, αλλά η ανάσα μου είναι κοφτή και τα μάτια μου πηγαίνουν πού και πού στα χέρια μας που αγγίζονται. Μόλις φτάνουμε, βρίσκουμε ένα τραπέζι και, αντί να καθίσουμε αντικριστά όπως τις προηγούμενες φορές, μου προτείνει να περάσω μέσα. Κάθομαι, και εκείνος κάθεται δίπλα μου, τα γόνατά μας σχεδόν αγγίζονται. Δεν μπορώ να αγνοήσω ότι αυτή τη φορά η απόσταση ανάμεσά μας είναι διαφορετική.

Σφίγγω τα δάχτυλά μου στις άκρες του φορέματος και το βλέμμα μου φεύγει για μια στιγμή στο παράθυρο, αλλά νιώθω τη ζεστασιά του δίπλα μου. Ο Δημήτρης δείχνει κάπως νευρικός στην αρχή—τρίβει τον σβέρκο του, ξεροκαταπίνει, τα χέρια του παίζουν με την άκρη του τραπεζομάντιλου.

Τον πιάνω να κοιτάζει το μπούστο μου περισσότερες φορές απ’ όσες μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο. Τα μάγουλά μου καίνε, αλλά κάνω πως δεν το βλέπω. Μπορεί να φόρεσα το φόρεμα ακριβώς γι’ αυτό το σκοπό αλλά στην πράξη δε μου κάθεται καλά—όχι το φόρεμα, αλλά ο σκοπός για τον οποίο το έχω φορέσει. Προσπαθώ να χαλαρώσω, αλλά τα δάχτυλά μου παίζουν νευρικά με τις πτυχές του φορέματος.

Όσο περνά η ώρα, κάτι μέσα μου σφίγγεται. Το βλέμμα μου κατεβαίνει στα χέρια μου που σφίγγουν ασυναίσθητα το ύφασμα. Το βλέμμα του Μάριου μου έρχεται ξανά και ξανά στο μυαλό. Τα μάτια του που με κοιτούσαν όταν μου είπε εκείνο το «Κράτα μου κανένα κανελί». Ο τρόπος που το είπε, η χροιά της φωνής του. Είχα πεισμώσει τότε, και ιδού τ’ αποτελέσματα.

Ο Δημήτρης αρχίζει να λύνεται, και καθώς το κλίμα χαλαρώνει, με κάνει να γελάσω. Κι εκεί, στη μέση μιας κουβέντας για το ποιος είναι ο χειρότερος διαιτητής που έχουμε δει, ξαφνικά συνειδητοποιώ κάτι που δεν ήθελα να παραδεχτώ: μου αρέσει. Είναι καλό παιδί, τον συμπαθώ, έχει ωραία μάτια, είναι γλυκός. Αν δεν υπήρχε ο Μάριος, θα μπορούσα να τσιμπηθώ μαζί του.

Αλλά αν η γιαγιά μου είχε ρουλεμάν, θα ήταν πατίνι.

«Μπα σε καλό σου!» του λέω γελώντας ακόμα, σκύβοντας ελαφρά μπροστά και ακουμπώντας το χέρι μου στο χέρι του χωρίς να το καταλάβω. «Κόντεψες να με πνίξεις!»
«Μ’ αρέσει να σε κάνω να γελάς,» απαντάει χαμογελώντας ντροπαλά, τα μάτια του να φεύγουν για μια στιγμή στα χείλη μου πριν επανέλθουν στα μάτια μου.

Δεν έχω τι να του πω, του χαμογελάω κι εγώ αμήχανα και τραβάω το χέρι μου από πάνω του, προσπαθώντας να διώξω το περίεργο σφίξιμο που νιώθω στο στομάχι μου.

«Μπίλι…» ξεκινάει διστακτικά, τα χέρια του τρίβουν τα γόνατά του και το βλέμμα του φεύγει για λίγο στο πάτωμα πριν επανέλθει. «Μου αρέσεις. Μου αρέσεις πολύ.»

Και ξαφνικά ο αέρας γίνεται βαρύς. Ξέρω τι εννοεί. Ξέρω πού οδηγεί αυτή η κουβέντα. Και το χειρότερο; Ξέρω ήδη τι θα απαντήσω. Δεν είναι ψέμα. Αλλά δεν είναι και η αλήθεια. Προσπαθώ να γίνω κυνική και δε μου βγαίνει. Αναστενάζω και ο Δημήτρης δεν το παίρνει χαμπάρι. Μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει να τελειώνουμε… και γαία πυρί μιχθήτω.

«Κι εμένα μου αρέσεις,» του λέω, και μόλις το ακούω από τα ίδια μου τα χείλη, νιώθω το πρώτο κύμα ενοχής να με βαραίνει.
Το βλέμμα του φωτίζεται, αλλά όχι για πολύ. «Αλλά…;» ρωτάει διστακτικά, σχεδόν σίγουρος ότι από πίσω υπάρχει ένα “αλλά.” Τα χέρια του σφίγγουν την άκρη του τραπεζιού, σχεδόν ασπρίζουν.
«Δεν έχει αλλά,» του απαντάω, λέγοντάς του εν γνώσει μου ψέματα. Σα να ακούω τη φωνή του Πολιτάκη μέσα στο κεφάλι μου: «Έτσι παίζεται το παιχνίδι ρε Μπίλι, τι να κάνω; Δεν το έφτιαξα εγώ. Έχει τους δικούς του κανόνες, με πρώτο και βασικότερο το “αν δεν παίξεις χάνεις.”»

Κοιτάζω το ποτήρι μου αλλά εκείνος το παίρνει τελείως διαφορετικά. Η αμηχανία μου δεν είναι επειδή παραδέχομαι ότι μου αρέσει, αλλά γιατί παρότι είναι αλήθεια, από μόνο του δε σημαίνει τίποτα. Νιώθω το βλέμμα του πάνω μου και τον κοιτάζω κι εγώ. Με κοιτάζει, σαν να προσπαθεί να διαβάσει κάτι πίσω από τα λόγια μου.

«Μπίλι, εννοώ… μου αρέσεις σαν κοπέλα,» λέει, με έναν τόνο που έχει και σιγουριά και αβεβαιότητα μαζί. «Θέλεις… θέλεις να γίνεις το κορίτσι μου;» μου λέει, κρατώντας σχεδόν την ανάσα του.

Ή ταν ή επί τας.

«Θέλω,» του απαντάω, πιο γρήγορα απ’ ότι θα απαντούσα αν πραγματικά το ήθελα, αλλά δεν το καταλαβαίνει ή αν το καταλαβαίνει το παρερμηνεύει τελείως. Τα μάτια του γουρλώνουν, μένει για λίγο ακίνητος, σαν να μην πιστεύει στ’ αυτιά του.
«Δημήτρη, ζεις;» τον ρωτάω παιχνιδιάρικα, προσπαθώντας να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα.
«Μισό λεπτάκι… έμφραγμα είναι, θα μου περάσει!» λέει και το χαμόγελό του γίνεται πιο πλατύ από ποτέ. Χαχανίζω, αλλά το στομάχι μου είναι κόμπος.
«Αν με κάνεις χήρα καλά-καλά δεν τα φτιάξαμε, θα σε σκοτώσω!» τον πειράζω, και αυτή τη φορά είναι η σειρά του να γελάσει.

Μου πιάνει το χέρι, το χαϊδεύει αργά, με κοιτάζει στα μάτια και πλησιάζει προς το μέρος μου. Θέλει να με φιλήσει. Ξέρω ότι θα έρθει αυτή η στιγμή. Ξέρω ότι την έχω προκαλέσει. Και ξέρω ότι δεν το θέλω πραγματικά. Τα μάτια αντί να κλείσουν, όπως τότε με το Μάριο στην Πυθία, μένουν ορθάνοιχτα…

Τα χείλη μας ενώνονται, και το φιλί του είναι απαλό, τρυφερό, σχεδόν διστακτικό. Ευτυχώς δεν βάζει γλώσσα, δόξα τω Θεώ. Δεν είναι άσχημο. Δεν είναι λάθος. Είναι γλυκό, είναι τρυφερό… αλλά δεν κάνει την καρδιά μου να χτυπά. Αυτό που χτυπά είναι οι τύψεις, σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Ούτε δύο λεπτά δεν πέρασαν από το «ναι» μου και ήδη το μετανιώνω. Θυμάμαι αυτό που είχα πει στον Ανδρέα, και η ντροπή με πνίγει ακόμα περισσότερο.

Τι κάνεις, τι κάνεις; Λες μαλάκω την Ποταμιάνου, αλλά σάμπως του λόγου σου είσαι καλύτερη; Χρησιμοποιείς έναν άνθρωπο που τον συμπαθείς και δε σου φταίει σε τίποτα, απλά και μόνο για να κάνεις τον Μάριο να ζηλέψει; Ο Μάριος δε σε θέλει με τον ίδιο τρόπο που τον θέλεις εσύ. Ξεκόλλα. Προχώρα παρακάτω. Δεν του αξίζει του Δημήτρη κάτι τέτοιο. Σταμάτα τα παιδιαρίσματα. Ή χώρισέ τον τώρα, ή δώσ’ του μια πραγματική ευκαιρία.

Γύρω μας, κάμποσα βλέμματα μάς κοιτάζουν. Είμαστε στην Fame, και ξέρω ήδη ποιοι συμμαθητές μας θα το κάνουν θέμα. Ο Δημήτρης γέρνει να με ξαναφιλήσει, και παρά το βάρος που νιώθω στο στήθος, ανταποδίδω. Αυτή τη φορά πιο έντονα, πιο παθιασμένα, και αυτή τη φορά συμμετέχουν και οι γλώσσες μας, τα μάτια μου ωστόσο μένουν και πάλι ανοιχτά.

Και πάλι, δεν είναι το ίδιο. Δεν είναι όπως όταν με φίλησε ο Μάριος στην Πυθία. Δεν είναι εκείνο το φιλί που έκανε το αίμα μου να βράζει και την καρδιά μου να πετάγεται έξω από το στήθος μου. Είναι απλώς… ένα φιλί. Μακάρι να χτυπούσε η ρημάδα η καρδιά μου, ο Δημήτρης είναι καταπληκτικό παιδί και μ’ αρέσει, αλήθεια μ’ αρέσει, αλλά γαμώ τα πάντα όλα μου, είμαι αλλού.

Η μόνη ικανοποίηση που νιώθω είναι η ζήλεια των συμμαθητών μου όταν μας βλέπουν να φιλιόμαστε. Τόσες και τόσες χυλόπιτες αργότερα και να που βρέθηκε ο εκλεκτός, και δεν είναι κανείς τους.

Που θα με πείτε λεσβία, μαλακιστήρια! Όχι ρε μαλάκες, δεν είναι άγουρα τα σταφύλια.

«Δημήτρη, θέλεις μετά να πάμε στην 100; Θα είναι εκεί και ο Μάριος με την Αναστασία και η Κατερίνα με τον Αλέκο.»
«Ναι, αμέ! Επιτέλους να γνωρίσω κι εγώ την κολλητή σας και τον ξάδερφό σου!» μου λέει χαμογελαστός, φανερά ενθουσιασμένος.
⇽∙∙∙⇾
Μένουμε στη Fame μέχρι τις δέκα, και ύστερα κατηφορίζουμε προς το Μπουρνάζι. Όταν φτάνουμε στην 100, βρίσκουμε τα δύο ζευγάρια, και φυσικά δεν τους διαφεύγει το γεγονός ότι κρατιόμαστε χέρι-χέρι. Η Κατερίνα με κοιτάζει εξεταστικά από τη μια κορυφή μέχρι την άλλη. Χαμογελάω αμήχανα και για μια στιγμή, το βλέμμα του Μάριου σκοτεινιάζει—ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται.

Νιώθω ένα κύμα ενθουσιασμού να με πλημμυρίζει. Ζήλεψε; Όμως, προτού προλάβω να πείσω τον εαυτό μου γι’ αυτό, ο ενθουσιασμός μου κόβεται μαχαίρι. Μάλλον απλώς ξαφνιάστηκε, γιατί μετά από είκοσι τρεις χυλόπιτες, ο Δημήτρης είναι ο πρώτος στον οποίο είπα το «ναι».

Ο τελευταίος είναι στον έβδομο ουρανό, αλλά όσο περνάει η ώρα, τόσο περισσότερο νιώθω ότι πνίγομαι. Προσπαθώ να χορέψω μαζί του, να τον φιλήσω, να πείσω τον εαυτό μου ότι όλο αυτό είναι σωστό, ότι είναι αληθινό, αλλά τίποτα από αυτά δεν μου βγαίνει φυσικά. Ο Δημήτρης δεν δείχνει να το καταλαβαίνει, ή τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω, αλλά η Κατερίνα… η Κατερίνα καταλαβαίνει τα πάντα. Ο Μάριος μπορεί να με ξέρει από πέντε χρονών, αλλά εκείνη με διαβάζει καλύτερα.

Κάποια στιγμή, πάμε οι δυο μας στην τουαλέτα και, πριν καν προλάβω να πω κάτι, με κοιτάζει με εκείνο το βλέμμα που με κάνει να νιώθω γυμνή μπροστά της.

«Για πες τώρα…» λέει, με έναν τόνο που δεν αφήνει περιθώρια υπεκφυγών. «Τι έγινε και τα έφτιαξες με τον Δημήτρη;»
«Ε, πώς γίνονται αυτά τα πράγματα;» της λέω με προσποιητή αδιαφορία.
Η Κατερίνα ωστόσο δεν πείθεται. «Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις,» μου λέει κοιτάζοντάς με σταθερά στα μάτια.
«Γιατί, ρε Κατερίνα, κακό είναι;» τη ρωτάω. Αποστρέφω τη ματιά μου γιατί την ξέρω την απάντηση. Την ξέρω καλύτερα απ’ όλους.
Το καταλαβαίνει. «Αν τα είχες φτιάξει με το Δημήτρη γιατί σου αρέσει, όχι δε θα ήταν καθόλου κακό, ίσα-ίσα!» μου λέει και με καρφώνει με τα μάτια της. Τα νιώθω πάνω μου, νιώθω τελείως γυμνή μπροστά τους. Δεν απαντάω, και αυτό είναι απάντηση από μόνο του. «Καλά το κατάλαβα…» μου λέει και με την άκρη των ματιών μου τη βλέπω να κουνάει αποδοκιμαστικά το κεφάλι της.
«Μου αρέσει. Δεν είναι ότι δε μου αρέσει,» ξεκινάω να πω προσπαθώντας να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα, αλλά …τρίχες. Ούτε εγώ δεν πιστεύω αυτά πάω να πω.

Η Κατερίνα δε λέει τίποτα, περιμένει. Την κοιτάζω για μια στιγμή, και μετά χαμηλώνω ντροπιασμένη το βλέμμα μου.

«Έχω αρχίσει ήδη να το μετανιώνω…» της λέω σιγανά.
«Και δεν κρύβεται, σε όποιον έχει μάτια να δει,» μου λέει κουνώντας αργά το κεφάλι της.
Αναστενάζω βαθιά, προσπαθώντας να βάλω σε λέξεις όλα όσα με πνίγουν. «Ο Μάριος είναι αλλού, δε με βλέπει όπως τον βλέπω εγώ. Είμαι σχεδόν σίγουρη γι’ αυτό. Τον αγαπάω, αλλά πρέπει να προχωρήσω παρακάτω,» της λέω και σταματάω. Δε μου κάνει τη χάρη να συνεχίσει για μένα, το ποτήρι είναι δικό μου και θα το πιώ μέχρι τέλους. Τινάζω τους ώμους μου και χαμηλώνω ξανά το βλέμμα μου. «Τουλάχιστον… τουλάχιστον με το Δημήτρη έχει νόημα να κάνω μια προσπάθεια,» λέω σχεδόν ψιθυριστά.
Η Κατερίνα σταυρώνει τα χέρια της και με κοιτάζει αυστηρά. «Δεν είναι fair για το Δημήτρη.»
«Το ξέρω, ρε Κατερίνα, λες να μην το ξέρω;» της λέω με σπασμένη φωνή.
«Άκου, Μπίλι,» μου λέει ήρεμα μεν, αλλά σε σοβαρό τόνο. «Αν πραγματικά σου αρέσει ο Δημήτρης, αν πραγματικά πιστεύεις ότι η σχέση μαζί του μπορεί να προχωρήσει και να σε βοηθήσει να ξεκολλήσεις από το Μάριο, τότε δώσ’ του την ευκαιρία. Αν όμως το έκανες απλά και μόνο από αντίδραση, ή—ακόμα χειρότερα—ελπίζοντας να κάνεις το Μάριο να ζηλέψει…» λέει και σταματάει. Τι να πει; Τι μπορούσε να πει;
Σφίγγω τα χείλη μου. «Δεν ξέρω τι να κάνω, ρε Κατερίνα…» της λέω γεμάτη απόγνωση.

Εκείνη γέρνει ελαφρώς το κεφάλι της και με κοιτάζει με μια θλίψη που με κάνει να νιώσω ακόμα πιο άθλια.

«Εσύ πώς θα ένιωθες αν ο Μάριος τα έφτιαχνε μαζί σου μόνο και μόνο για να κάνει μια άλλη κοπέλα να ζηλέψει;»
⇽∙∙∙⇾
Η συνειδητοποίηση αυτού που μου είπε η Κατερίνα με διέλυσε. Δυο μέρες τώρα παλεύω με τον εαυτό μου, προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν είναι τόσο άσχημο αυτό που έκανα, ότι μπορεί και να λειτουργήσει. Αλλά η αλήθεια είναι αμείλικτη, δε νιώθω τίποτα για το Δημήτρη και δε μπορώ να νιώσω τίποτα για το Δημήτρη. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος, θα πρέπει να του ζητήσω να χωρίσουμε. Δεν νιώθω καλά όταν ρίχνω χυλόπιτα, αλλά αυτό είναι χειρότερο. Δέκα φορές χειρότερο. Εκατό.

Όταν φτάνουμε στα Γαλλικά, βλέπω τη χαρά στα μάτια του όταν μας βλέπει να πλησιάζουμε με τον Μάριο. Η καρδιά μου βουλιάζει γιατί ξέρω τι τον περιμένει και είμαι εγώ που θα του γκρεμίσω τη χαρά του. Ο Μάριος μας αφήνει, πηγαίνει στην Αναστασία, την παίρνει αγκαλιά, της δίνει ένα απαλό φιλί. Ο Δημήτρης κάνει το ίδιο. Τον φιλάω κι εγώ αλλά το φιλί μου είναι διστακτικό.

«Καλώς τη μου!» μου λέει χαμογελαστά αλλά εγώ καταφέρνω μόνο να του ανταποδώσω ένα αμήχανο, σφιγμένο χαμόγελο και σε συνδυασμό με το διστακτικό φιλί οι κεραίες του τελικά του το πιάνουν ότι κάτι δεν πάει καλά. «Συμβαίνει κάτι;» με ρωτάει και το στομάχι μου σφίγγεται. «Μπίλι;» με ρωτάει ξανά καθώς δεν του απαντάω.

Δεν μπορώ να το αναβάλλω άλλο. Παίρνω βαθιά ανάσα. «Δημήτρη…» ξεκινάω, αλλά η φωνή μου τρέμει. «Θέλω να τα χαλάσουμε.»
Η έκπληξή του είναι ειλικρινής. Με κοιτάζει σαν να προσπαθεί να καταλάβει αν του κάνω πλάκα. «Με βαρέθηκες καλά-καλά δεν τα φτιάξαμε;» ρωτάει με ένα στραβό χαμόγελο, λες και θέλει να το κάνει να ακουστεί ανάλαφρο.
«Όχι. Όχι, δεν… Δεν σε βαρέθηκα. Απλά…» Νιώθω τα λόγια να κολλάνε στο λαιμό μου. «Απλά δεν σε βλέπω όπως εσύ. Δεν μπορώ να σε δω σαν κάτι περισσότερο από φίλο.»
Το χαμόγελό του σβήνει αμέσως. «Και τότε γιατί μου είπες ότι σου αρέσω; Γιατί τα έφτιαξες μαζί μου;»
Η ερώτησή του με χτυπάει σαν γροθιά στο στομάχι. «Γιατί μου αρέσεις, Δημήτρη…» του λέω διστακτικά. «Αλήθεια μου αρέσεις, δεν στο λέω έτσι,» του λέω προσπαθώντας να γίνω λίγο πιο πειστική καθώς είναι η μισή αλήθεια, και το ξέρω.
«Τότε δεν καταλαβαίνω ρε Μπίλι…» μου λέει σιγανά κουνώντας το κεφάλι του. «Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω…» συμπληρώνει και με κοιτάζει στα μάτια.
«Μου αρέσεις…» του λέω και κομπιάζω. Χαμηλώνω το βλέμμα μου.
«Μόνο που τελικά υπάρχει αυτό το γαμημένο το “αλλά”, έτσι;» μου λέει πικρά. «Γιατί σε ρώτησα και το Σάββατο, Μπίλι,» μου υπενθυμίζει, κάνοντάς να εύχομαι να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Και έχει και συνέχεια. «Όταν μου είπες ότι κι εγώ σου αρέσω, μην πιστεύοντας στην τύχη μου, σε ρώτησα αν υπάρχει κάποιο “αλλά.”»

Προσπαθώ να του απαντήσω αλλά δεν βγαίνουν οι λέξεις. Κλείνω τα μάτια μου προσπαθώντας… ούτε κι εγώ δεν ξέρω τι.

«Γιατί…» πάει να ρωτήσει, και εκεί ξαφνικά σταματάει. Το βλέμμα του αλλάζει απότομα. Σκληραίνει. Βλέπω τα μάτια του να κλείνουν για μια στιγμή, και όταν τα ανοίγει ξανά το βλέμμα του είναι ψυχρό. «Γιατί είσαι ερωτευμένη με το Μάριο, ε;» ρωτάει χαμηλόφωνα. Γελάει πικρά, «Γι’ αυτό τα έφτιαξες μαζί μου; Για να ζηλέψει;»

Η ερώτησή του κάνει σμπαράλια τα όποια ίχνη αξιοπρέπειας μου είχαν απομείνει. Η φωνή του είναι κοφτή, και οι λέξεις του πέφτουν σα δυνατά χαστούκια, καθένα πιο βαρύ από το προηγούμενο. Τα μάτια μου χαμηλώνουν, το στομάχι μου δένεται κόμπος.

«Δεν έχω καμιά δικαιολογία…» ψιθυρίζω μην μπορώντας να τον κοιτάξω στα μάτια.

Νιώθω το βλέμμα του να με καίει, αλλά δεν έχω τη δύναμη να τα σηκώσω πάνω του. Ο Δημήτρης δεν είναι χαζός. Δεν ήταν ποτέ χαζός. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και κοιτάζει τον ουρανό, σα να βλαστημάει από μέσα του. Κουνάει το κεφάλι του ελαφρά.

«Ας πρόσεχα…» μου λέει τελικά με φωνή γεμάτη πίκρα.
«Δημήτρη…»
«Άσε με, ρε Μπίλι,» μου κάνει και κουνάει το χέρι του με απαξίωση.

Η φωνή του δεν είναι θυμωμένη. Δεν φωνάζει. Και αυτό είναι που με διαλύει ακόμα περισσότερο. Με κοιτάει με τέτοια περιφρόνηση που με κάνει να θέλω να χαθώ από προσώπου γης· λιγότερη ντροπή θα ένιωθα αν κυκλοφορούσα τσίτσιδη στο προαύλιο του σχολείου.

«Αν υπήρχε ένα κορίτσι που θα έβαζα το χέρι μου στη φωτιά ότι δεν είναι σαν τις άλλες, ήσουν εσύ…» μου λέει κοιτάζοντάς με λες και είμαι σωρός από σκατά. Η φωνή του γίνεται ακόμα πιο περιφρονητική. «Όλες ίδιες είστε τελικά. Όλες!» μου κάνει, φτύνοντας σχεδόν τις λέξεις. Ρουθουνίζει ειρωνικά. «Μ’ αρέσει που μου λες ότι με βλέπεις σα φίλο. Έτσι κάνουν οι φίλοι;»

Γυρνάει την πλάτη του και απομακρύνεται. Τον κοιτάζω να φεύγει και μένω μόνη μου, να παρακαλάω και πάλι να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Έχει όλα τα δίκια του κόσμου. Μπράβο μου. Και μια τρύπα στο νερό έκανα και έχασα κι έναν φίλο. Και δεν έχω και πολλούς.

Πώς το λένε οι Αμερικάνοι; Play stupid games, win stupid prizes.

Ας πρόσεχα. Και όχι τίποτε άλλο, αλλά άντε να εξηγήσω τώρα στον Μάριο—που θα ρωτήσει—το πώς και το γιατί. Και μιας και δε θα βγάλει άκρη μαζί μου θα ρωτήσει την Κατερίνα, φέρνοντάς την και αυτή σε δύσκολη θέση, γιατί τι θα του πει;

«Μπράβο μαλάκα,» λέω μέσα μου. «Πιο σκατά δε μπορούσες να τα κάνεις…»

Οι κανόνες του παιχνιδιού

Είναι Ιούνης, ο Μάριος δίνει Πανελλήνιες και τις τελευταίες μέρες έχουμε χαθεί. Όπως και οι δυο του γονείς, έτσι κι εκείνος, θέλει να γίνει Μηχανολόγος. Το ίδιο θέλω κι εγώ, αλλά έχω μπροστά μου ακόμα ένα ολόκληρο χρόνο και η σχολή έχει υψηλές βάσεις. Για εκείνον δεν έχω καμία αμφιβολία—όχι απλά θα περάσει, θα είναι από τους πρώτους.

Εγώ είμαι εξαιρετική μαθήτρια, αριστούχος κάθε χρονιά από την πρώτη Γυμνασίου, αλλά άλλο πράγμα το σχολείο και άλλο οι Πανελλήνιες. Ποτέ δεν είχα κάνει φροντιστήριο, αλλά από τον Σεπτέμβρη θα το ξεκινούσα κι αυτό. Και όχι τίποτε άλλο, αλλά από τον Σεπτέμβρη, εκτός από τα Γαλλικά, θα χαθούμε ακόμα περισσότερο.

Εκείνος θα έχει τη σχολή του—το έχω σίγουρο—κι εγώ θα έχω το φροντιστήριο και τα διαβάσματα, και για τις Πανελλήνιες και για το Supérieur III. Η χρονιά που πέρασε ήταν ήδη εξαντλητική, γιατί δεν είχε μόνο τις Πανελλήνιες για τον Μάριο. Είχε, όπως κι εγώ, τις εξετάσεις για το Proficiency και το Supérieur II.

Lower και Certificat τα είχαμε πάρει και οι δύο με άριστα—εγώ τελειώνοντας το Γυμνάσιο, εκείνος τελειώνοντας την πρώτη Λυκείου. Την επόμενη χρονιά είχαμε δώσει το Supérieur I, ενώ παράλληλα ξεκινήσαμε την προετοιμασία για το Proficiency. Κι αυτά τα πήραμε αμφότεροι με άριστα.

Αλλά όσο κι αν χαίρομαι για όλα αυτά, ένα σφίξιμο δεν φεύγει από το στήθος μου. Δεν ξέρω αν είναι επειδή φοβάμαι τις Πανελλήνιες, επειδή φοβάμαι το μετά ή επειδή καταλαβαίνω, έστω και ανομολόγητα, ότι κάτι αλλάζει. Και δεν έχω τρόπο να το σταματήσω.
⇽∙∙∙⇾
Είμαι σπίτι, ξαπλωμένη στον καναπέ, με το ραδιόφωνο να παίζει χαμηλά, όταν χτυπάει το κουδούνι. Σηκώνομαι μηχανικά, χωρίς να βιάζομαι—κανείς δεν έχει πει ότι περιμένει να περάσει. Ανοίγω την πόρτα και πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει, βρίσκομαι στον αέρα, να στριφογυρίζω τρεις φορές γύρω από τον εαυτό μου, ενώ μια φωνή σχεδόν σκίζει τα τύμπανά μου.

«Έσκισα! Μαλάκα, έσκισα! Είμαι σίγουρος ότι έχω γράψει 160!» μου λέει ενώ εγώ βρίσκομαι στον αέρα και στριφογυρίζω μην έχοντας καταλάβει από που μου ήρθε στα καλά καθούμενα.

Ο Μάριος με αφήνει κάτω, κι εγώ παραπατάω ελαφρώς, ακόμα ζαλισμένη από την ξαφνική επίθεση χαράς.

«Μπράβο ρε Μάριε!» του λέω, χαρούμενη. «Όχι ότι είχα καμιά αμφιβολία δηλαδή… στο έλεγα, δε στο έλεγα;» του λέω και του ρίχνω μια απαλή στη μύτη με το δάχτυλο.
«Μου το έλεγες ρε Μπίλι, αλλά ξέρεις πώς πάνε αυτά...» μου λέει ξεφυσώντας σαν ανακουφισμένος ανεμοστρόβιλος.

Τα μάτια του λάμπουν, και στη χαρά και τον ενθουσιασμό που νιώθω που έγραψε καλά, προστίθεται και η δική του ενέργειά του, και χαμογελάω τόσο πλατιά που πονάνε τα μάγουλά μου.

«Δεν ξέρω, αλλά φαντάζομαι ότι θα μάθω του χρόνου,» του απαντάω με μια μικρή αβεβαιότητα, και ποιος είδε τον Μάριο και δεν τον φοβήθηκε!
«Κοίτα μαλάκα να μου κάνεις καμιά μαλακία και να μην περάσεις μηχανολόγους, θα σε αφαλοκόψω!» με απειλεί, και το εννοεί, κάνοντας την καρδιά μου να χτυπήσει δυνατά και ας μην το εννοεί με τον ίδιο τρόπο που το εννοώ εγώ.
«Ρε συ, θα έχουμε καθηγητές τους δικούς σου!» του λέω γελώντας. Μετά και καλά σοβαρεύω και συμπληρώνω «Τώρα αυτό δεν ξέρω αν θα είναι καλό ή κακό!» και ξεκαρδίζεται.
«Πίπα-κώλο θα μας πάνε!» μου δηλώνει με σιγουριά και βάζω τα γέλια.
«Χαχαχα, είμαι σίγουρη.»

Ακόμα ξεχειλίζει από ενθουσιασμό. Δεν μπορεί να σταθεί σε μια μεριά, κινείται νευρικά, σαν να έχει πιει πέντε διπλούς εσπρέσο. Ξαφνικά με κοιτάζει με μια σπίθα στο μάτι.

«Δε μου λες, λέμε το άλλο Σάββατο που θα έχουμε τελειώσει να πάμε ολοήμερη Αίγινα, ψήνεσαι;»
Τι ρωτάς ρε άνθρωπε, σοβαρά τώρα; Χασκογελάω. «Μωρέ εγώ ψήνομαι… Ηλίας και Άννα δεν βλέπω να ψήνονται!»
«Καλά ρε μαλάκα,» μου λέει με ψεύτικη αγανάκτηση. «Δεκαεπτά χρονών είσαι, ταμένη σε έχουν, να πούμε;» ρωτάει και βάζει και πάλι τα γέλια.
«Έλα ρε Μάριε, λες και δεν τους ξέρεις,» του κάνω κουνώντας το κεφάλι μου. «Και που με αφήνουν να κάθομαι μέχρι τις 02:00 σε κανένα πάρτι, και αυτό μόνο αν είμαι μαζί σου ή με τον Αλέκο, πάλι καλά να λέω.»
«Τέλος πάντων…» λέει, ξεφυσώντας. «Δε μου λες, δε φτιάχνεις κανένα φραπεδάκι;»
«Δε θα πας να κάνεις τίποτα τελευταίες επαναλήψεις;»
Με κοιτάζει λες και του πρότεινα να πάει ποδαράτο μέχρι τη Θεσσαλονίκη. «Είσαι τρελή; Χθες τελείωσα με δαύτες. Ό,τι διάβασα, διάβασα. Άσε να χαλαρώσω και λίγο, με πήγε αίμα φέτος.»
«Άντε, πάμε» του λέω και κατευθυνόμαστε στην κουζίνα. Του φτιάχνω τον καφέ, κι εκείνος κάθεται στην καρέκλα, με το ίδιο χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπο.
«Δε μου λες, σε βρήκε ο Μάνος που σ’ έψαχνε;» με ρωτάει ακαδημαϊκά και αδιάφορα, περισσότερο για να επιβεβαιώσει ότι με βρήκε αυτός που με έψαχνε, παρά για το έχει πραγματική περιέργεια και καίγεται να μάθει. 
«Μη μου το θυμίζεις…» γρυλίζω ενθυμούμενη το λόγο που με ήθελε ο Μάνος, και δεν ήταν για τα μαθήματα. «Ρε μαλάκα, το ήξερες ότι ήθελε να μου τα ρίξει;» τον ρωτάω εκνευρισμένη.
«Σοβαρά μιλάς;» σηκώνει το φρύδι με αληθινή απορία.
«Μάριε, μη μου κάνεις τον αθώο!» του λέω με μάτια που πετάνε φλόγες.
«Ειλικρινά, δεν είχα ιδέα!» μου λέει τονίζοντας την κάθε λέξη. Μετά τον πιάνει η μαλακία του. «Πού έχει φτάσει το κοντέρ;»
«Με αυτόν 30» του απαντάω αδιάφορα, ανακατεύοντας τον καφέ μου. Αδιάφορα… η ψυχούλα μου το ξέρει. Δε μου αρέσει να ρίχνω χυλόπιτες, γιατί δε με αφήνουν στην ησυχία μου γαμώ τα πάντα μου μέσα;
«Άλλοι δυο και καίγεσαι!» μου λέει συνεχίζοντας το χαβαλέ.
«Καίγομαι…» επαναλαμβάνω ειρωνικά. «Κάηκα σε αυτή που δεν έριξα…» συνεχίζω πικρά, παίζοντας ακόμα με το καλαμάκι. Σοβαρεύει αμέσως.
«Ακόμα δεν έχω καταλάβει τι παίχτηκε μ’ εσένα και το Δημήτρη,» μου λέει μαλακά. «Ούτε μαζί σου έβγαλα άκρη, ούτε με την Κατερίνα.»
«Μαλακία!» του απαντάω μονολεκτικά, κάνοντας χαβαλέ σε μια μάταιη προσπάθεια να στρέψω την κουβέντα αλλά ο Μάριος δεν τσιμπάει.
«Το μόνο σίγουρο,» απαντάει, χωρίς να κάνει χαβαλέ. «Αφού σου άρεσε, η ίδια το είπες. Σου έκανε κάτι;» Παίρνει τη σιωπή μου τελείως λάθος και ξαφνικά ο τόνος του αλλάζει. «Θα του γαμήσω ό,τι έχει και δεν έχει,» μου λέει σε απειλητικό τόνο.

Η προστατευτικότητα του από τη μια κάνει την καρδιά μου να χτυπά δυνατά και από την άλλη με πληγώνει ακόμα περισσότερο. Γιατί για εκείνον είμαι απλά η παιδική του φίλη. Θα έπεφτε και στη φωτιά για μένα, αλλά για άλλους λόγους από αυτούς που πραγματικά επιθυμούσα. Όχι δηλαδή ότι είχα πραγματική επιθυμία να πέσει στη φωτιά για μένα, λέμε τώρα.

«Όχι, καμία σχέση!» βιάζομαι να το συμμαζέψω πριν τα πράγματα γίνουν ακόμα χειρότερα. «Αν κάποιος έκανε κάτι κακό σε κάποιον άλλον, αυτή ήμουν εγώ, Μάριε.»
Η σιωπή ανάμεσά μας είναι πιο δυνατή και από πύραυλο που εκτοξεύεται. «Δεν καταλαβαίνω,» μου λέει τελικά.
«Γιατί βαρέθηκα να είμαι το μπακούρι της παρέας. Γιατί εσύ ήσουν με την Αναστασία, η Κατερίνα με τον μαλάκα τον ξάδερφό μου, κι εγώ αυτή που κρατούσε το φανάρι. Πιάστηκα από το Δημήτρη όπως αυτός που πνίγεται πιάνεται από τα μαλλιά του.»

Και αν εν μέρει είναι αλήθεια, είναι η μισή, και αυτό με κάνει να αισθάνομαι ακόμα χειρότερα: Του λέω εν γνώση μου ψέματα. Γιατί η αλήθεια, ολόκληρη η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Το έκανα μόνο και μόνο για να τον κάνω να ζηλέψει, να δει τι χάνει. Δεν ήμουν Πολιτάκης, αν είναι έτσι το παιχνίδι, τότε το παιχνίδι δεν είναι για μένα.

Τα λόγια του Δημήτρη αντηχούν ακόμα στ’ αφτιά μου σα σφυριά. «Αν υπήρχε ένα κορίτσι που θα έβαζα το χέρι μου στη φωτιά ότι δεν είναι σαν τις άλλες, ήσουν εσύ. Όλες ίδιες είστε τελικά. Όλες.» Ήταν τα λόγια που μ’ έκαναν να συνειδητοποιήσω με τον πιο σκληρό τρόπο το μέγεθος της προδοσίας μου. Γιατί αυτό ήταν, προδοσία.

Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού, και έτσι, ξαναγύρισα στις εργοστασιακές μου ρυθμίσεις. Χυλόπιτα και πάλι χυλόπιτα, και όχι τίποτε άλλο αλλά είχα πολλούς θαυμαστές. Δεν ήξεραν, όμως. Δεν είχαν ιδέα. Και το χειρότερο; Με το φιάσκο του Δημήτρη, είχαν πάρει θάρρος. Καλά το λένε: οι μαλακίες επιστρέφονται με τόκο.

Νιώθω πάνω μου το βλέμμα του όση ώρα είμαι χαμένη στις σκέψεις μου και δεν τολμάω να τον αντικρύσω. Του είπα ψέματα. Ποτέ δεν έλεγα ψέματα, για κανένα λόγο, πόσο μάλλον στο Μάριο. Αυτό που ξεκίνησε σαν κατρακύλα έγινε χιονοστιβάδα, παρασέρνοντας τα πάντα στο δρόμο της. Και δεν μπορώ να κάνω τίποτα να τη σταματήσω.

«Δε βαριέσαι,» μου λέει μαλακά. «Σάμπως κι εγώ είμαι καλύτερος;»
«Τι εννοείς;» τον ρωτάω με περιέργεια, ξεχνώντας για λίγο τα χαΐρια μου.
Με κοιτάει για μερικές στιγμές και μετά παίρνει τα μάτια του από πάνω μου. «Δεν είσαι η πρώτη που μαθαίνεις ότι το fake it until you make it δε δουλεύει εδώ. Όλοι κάνουμε τις μαλακίες μας, Μπίλι, όλοι στο κεφάλι κάποιου φουκαρά κασίδη μαθαίνουμε. Είχε δίκιο ο Πολιτάκης σε αυτό που σου είχε πει στο πάρτι. Έτσι είναι αυτό το παιχνίδι. Μπορεί παίζοντας να μην κερδίσεις, αλλά αν δεν παίξεις χάνεις.»
«Και ουαί τοις ηττημένοις;» ρωτάω πικρά.
«Έτσι ήταν πάντα ρε Μπίλι,» μου λέει και μετά χαμογελάει παιχνιδιάρικα. «Όπως παλιά που σ’ έκανα μαύρη στο ξύλο!»
Τα μάτια μου σχεδόν γουρλώνουν. Είναι δυνατόν, θέλει να παίξουμε; Με κοιτάζει προκλητικά. Μήνυμα ελήφθη! «Ποιαν είπες ότι έκανες μαύρη, μωρή λινάτσα;» τον ρωτάω και του ρίχνομαι.

Η παλιά μας συνήθεια. Μια μάχη που είχε πάντα νικητή τον ίδιο και ατέλειωτα γέλια από το γαργάλημα που μου έκανε. Τουλάχιστον, έτσι ήταν παλιά. Μέχρι που μια φορά, πριν χρόνια, τον είδα να παγώνει. Να με κρατάει ακίνητη, να ταράζεται, να ασπρίζει λες και είδε φάντασμα. Είχε αγγίξει το στήθος μου κατά λάθος προσπαθώντας να με κρατήσει ακίνητη. Μου ζήτησε συγγνώμη αμέσως, σηκώθηκε, μου έδωσε το χέρι του και από τότε… τέλος.

Ομολογώ ότι δεν είχα καταλάβει την αντίδρασή του, δεν το είχε κάνει επίτηδες, και άλλες φορές είχαμε αγγίξει κατά λάθος στην πάλη μας ο ένας τον άλλον, αλλά ποτέ δεν το κάναμε θέμα. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί άλλαξε έτσι ξαφνικά.

Από τότε προσπάθησα ξανά και ξανά να τον προκαλέσω, να ξαναφέρουμε πίσω την ανεμελιά των παιδικών μας χρόνων, αλλά κάθε φορά που έφτανε στο σημείο να με έχει καρφωμένη στο πάτωμα, σηκωνόταν. Με βοηθούσε να σταθώ στα πόδια μου, και τελείωνε εκεί. Σταμάτησα να προσπαθώ.

Αλλά τώρα… τώρα τον έχω ξανά από πάνω μου. Ο Μάριος έχει ακινητοποιήσει τα χέρια μου, το βάρος του με καθηλώνει στο πάτωμα, η ανάσα μου είναι κομμένη. Κοιταζόμαστε. Και ξαφνικά, το βλέμμα του αλλάζει. Μια σκιά περνάει από τα μάτια του, μια λαχτάρα που δεν την έχω ξαναδεί—ή ίσως την έχω δει και δεν ήθελα να τη δω. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει τρελά, το στήθος μου να ανεβοκατεβαίνει σαν να τρέχω. «Φίλα με!» Η σκέψη μου εκρήγνυται μέσα στο κεφάλι μου, τόσο δυνατή που σχεδόν περιμένω να την ακούσει. «Φίλα με, ρε μαλάκα… φίλα με, π’ ανάθεμά σε…»

Και για μια απειροελάχιστη στιγμή, νομίζω πως θα το κάνει. Αλλά όχι. Ανασαίνει βαριά, σαν να διστάζει, σαν να προσπαθεί να συγκρατηθεί. Κλείνει προς στιγμή τα μάτια του και τα ανοίγει πάλι. Χαμογελώντας χαλαρώνει τη λαβή του, σηκώνεται και μου δίνει το χέρι του.

Και τότε καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω γιατί με προκάλεσε. Παίρνω το χέρι του, αφήνω να με τραβήξει πάνω, αλλά μέσα μου βουλιάζω και πάλι. Και δεν είναι η πρώτη φορά.
⇽∙∙∙⇾
Ο Μάριος τελείωσε με τις πανελλήνιες και, εκτός από την έκθεση, ήταν σίγουρος για όλα. Όχι ότι δεν ήταν καλός, απλά τα μαθηματικά, η φυσική και η χημεία ήταν σαν προγραμματισμένα—αν ήξερες, ήξερες. Είχαν κανονίσει ολοήμερη στην Αίγινα. Θα έφευγαν χαράματα Κυριακή, θα γυρνούσαν βράδυ. Ήθελα να πάω, αλλά άντε να το πεις στους γέρους μου.

Τελικά, ο Μάριος μπήκε μπροστά. «Κυριακή θα πάμε Αίγινα με την παρέα, έλα κι εσύ ρε Μπίλι» πέταξε τάχα μου αδιάφορα.
Έπιασα το βλέμμα των γονιών μου. «Μπαμπά; Μαμά; Να πάω; Θα είμαι με το Μάριο και θα έρθει και η Κατερίνα.»
Χαζοί δεν ήταν. Αλλά στριμώχτηκαν. «Νεαρέ, σε καθιστώ υπεύθυνο!» είπε τελικά ο πατέρας μου. Ήθελα να του την πω. Να του πω ότι δεν ήμουν δώδεκα, ότι μπορούσα να προσέχω τον εαυτό μου. Αλλά το κατάπια. Τη δουλειά μου την είχα κάνει.

Η Αίγινα ήταν υπέροχη. Θάλασσα, ήλιος, γέλια, μια ελευθερία που δεν την είχα συχνά. Μέχρι εκείνο το απόγευμα, σε μια καφετέρια. Πετάχτηκα μέχρι το περίπτερο να πάρω ένα τηλέφωνο στους δικούς μου. Επιστρέφοντας, πήγα πρώτα στις τουαλέτες. Μια αντρική, μια γυναικεία, και κοινός χώρος για τα χέρια. Είμαι έτοιμη να σηκωθώ όταν ακούω τη φωνή του Μάριου.

«Κατειλημμένη, περιμένουμε...»

Και μετά, η φωνή του Νίκου: «Ρε μαλάκα, τόσα χρόνια που κάνουμε παρέα, κόντευα να ξεχάσω τι θεόμουνο είναι αυτή η Μπίλι, μου έπεσε το σαγόνι όταν την είδα μόνο με το μαγιό της.»

Ο Νίκος ήταν ανέκαθεν κάφρος, οπότε αρχικά δε δίνω ιδιαίτερη σημασία, και άλλωστε ό,τι ήταν να μου αποδείξει μου το απέδειξε στην πρώτη γυμνασίου, όταν μισή μερίδα—γιατί τόσο ήταν τότε—έπαιξε ξύλο για πάρτη μου με πολύ μεγαλύτερους χωρίς να το σκεφτεί καν.

Η φωνή του Μάριου ήταν ουδέτερη, ψυχρή σχεδόν. «Ναι, είναι πολύ όμορφη κοπέλα.»
«Μόνο όμορφη, ρε μαλάκα; Το “θεόμουνο” την αδικεί! Το κορίτσι τα έχει όλα κι άλλα τόσα. Κούκλα, απίθανες βυζάρες, ποδάρες, κώλο που σκοτώνει… Ούτε στο Playboy δεν βρίσκεις τέτοια γκόμενα! Μαλάκα, λες να είναι και κάτω ξανθιά;»

«Ιερεμία, ψυχραιμία» προσπαθώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου για να μη βγω έξω με τα βρακιά κάτω να του ανοίξω το κεφάλι.

Ο τόνος του Μάριου άλλαξε. «Νίκο, κόφ’ το.»
«Τι έπαθες, ρε μαλάκα;»
«Κόφ’ το, λέμε. Δε μ’ αρέσει να ακούω να μιλάνε έτσι για τη Μπίλι.»
«Ε;»
«Τι ε, μωρέ μαλάκα; Δεν γουστάρω να ακούω να μιλάνε για τη Μπίλι σαν να ’ναι κομμάτι κρέας,» του λέει ακόμα πιο εκνευρισμένος.
«Ώπα-ώπα…» Ο Νίκος μαλάκωσε. «Συγγνώμη ρε μαλάκα… εντάξει, καταλαβαίνω...»
«Τι καταλαβαίνεις, ρε μαλάκα; Την ξέρω από τα έξι μου. Μεγαλώσαμε μαζί. Τι περιμένεις να ακούσεις; Θα σου άρεσε να μιλάω έτσι για την αδερφή σου;»
«Χέσε μας, ρε μαλάκα,» του απαντάει ο Νίκος  σε επιτιμητικό τόνο. «Σε ποιον τα πουλάς αυτά; Αδερφή σου ήταν όταν τη φίλησες στην Πυθία και μετά ήσουν όλο χαμόγελα και χαρές, ξεχνώντας σε μια στιγμή τη Βίκυ; Για πόσο μαλάκες μας έχεις;»

Και εκείνη την ώρα ο μαλάκας που ήταν στη διπλανή τουαλέτα αποφάσισε ότι χέσιμο τέλος και τραβάει το καζανάκι κάνοντας τη κουβέντα να μείνει στη μέση. Γαμώ την τύχη μου γαμώ. Γαμώ τα πάντα μου και τα κοάλα μου μέσα. Κόκκινη από τα νεύρα για τη γκαντεμιά που με δέρνει δεν κουνιέμαι ρούπι μέχρι να βεβαιωθώ πως Νίκος και Μάριος έχουν φύγει. Βγαίνω από την πλαϊνή πόρτα, κάνω τον γύρο του μαγαζιού και πάω κατευθείαν στο τραπέζι.

«Πού ήσουν μια ώρα ρε μαλάκα;» με ρωτάει η Κατερίνα. «Ανάκριση τρίτου βαθμού σου έκαναν οι δικοί σου;»
«Κάτι τέτοιο,» της απαντάω ενώ ο Μάριος κάθεται ακίνητος χωρίς να μιλάει, και εμφανώς εκνευρισμένος. «Τι έπαθε τούτος;» ρωτάω, κάνοντας ότι δεν έχω ιδέα.
«Του ήρθε περίοδος,» απαντάει ο Νίκος γελώντας κάνοντας τον Μάριο να τον κοιτάξει δολοφονικά. Αν τα μάτια σκότωναν, θα τον κλαίγαμε το μακαρίτη.
⇽∙∙∙⇾
Έχουν περάσει δυο μέρες και ο διάλογος του Μάριου με τον Νίκο έχει καρφωθεί στο μυαλό μου σαν σκλήθρα. Τα δάχτυλά μου παίζουν νευρικά με την άκρη της μπλούζας μου, τη στρίβω ξανά και ξανά, προσπαθώντας να το αγνοήσω, να το βγάλω από το κεφάλι μου, αλλά δεν φεύγει. Το ξέρω πως του πέρασε γρήγορα ο νταλκάς του για τη Βίκυ, αλλά δεν είχα σκεφτεί ποτέ να το συνδέσω με εκείνο το φιλί στην Πυθία.

Δεν έχω πει τίποτα σε κανέναν, ούτε στην Κατερίνα. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως επειδή δεν είμαι σίγουρη τι σημαίνει, ή ίσως επειδή φοβάμαι ότι αν το ξεστομίσω, θα γίνει αληθινό. Το στομάχι μου δένεται κόμπος κάθε φορά που το σκέφτομαι, και το μόνο που θέλω είναι να του μιλήσω.

Το πρωί πάω σπίτι του για καφέ. Όχι απλά για καφέ. Για απαντήσεις.

Πατάω το κουδούνι λίγο παραπάνω απ’ ό,τι χρειάζεται και σταυρώνω τα χέρια μου μπροστά στο στήθος, χτυπώντας νευρικά τη μύτη του παπουτσιού μου στο πάτωμα. Ανοίγει σχεδόν αμέσως. Είναι γυμνός από πάνω, με ένα σορτσάκι που κρέμεται χαλαρό στους γοφούς του. Τα μάτια του δεν έχουν ανοίξει ακόμα καλά-καλά, και τα μαλλιά του είναι ανακατεμένα.

«Βρε καλώς την,» λέει με φωνή βαριά από τη νύστα, και ακουμπάει το χέρι του στο πλαίσιο της πόρτας, μισοκλείνοντας τα μάτια του. Ακόμα και μέσα στη νύστα του τόσο όμορφος… Κοντοστέκομαι για μερικές στιγμές. Τα μάγουλα μου κοκκινίζουν ελαφρά, τα νιώθω να ανάβουν. «Περιμένεις ειδική πρόσκληση;» με ρωτάει, και χασμουριέται και πάλι.
«Ακόμα κοιμάσαι;» κάνω και τον κοιτάζω σηκώνοντας το φρύδι μου, προσπαθώντας να μην επικεντρωθώ στο στέρνο του.
«Γιατί, έχω να μοιράσω το γάλα;» μου απαντάει και ξύνει το κεφάλι του, οι ώμοι του πέφτουν χαλαροί, σαν να τον βαραίνει ακόμα το σεντόνι.
«Ποιο γάλα ρε μαλάκα, έντεκα έχει πάει.»
«Γάμησέ μας, ρε Μπίλι, πρωινιάτικα… προχθές τέλειωσα τις πανελλήνιες.» Τρίβει τα μάτια του και ξύνει το πηγούνι του, κι εγώ είμαι μεταξύ να του χώσω μπουνιά στη μούρη και να τον σφίξω πάνω μου και να τον φιλήσω.

Στο στόμα.

Αντί των παραπάνω το ρίχνω στο χαβαλέ. «Έτσι να σε γαμήσω; Δε θα με βγάλεις ούτε για έναν καφέ πρώτα;»
Ο Μάριος μορφάζει με ένα πνιχτό γελάκι, το μισό του στόμα να σηκώνεται πονηρά. «Τι μαλάκας είσαι…» γελάει και κουνάει το κεφάλι, η φωνή του ζεστή και παιχνιδιάρικη. «Πάω να φτιάξω, θες;»
«Ναι, φτιάξε τον καφέ, σε γαμάω αργότερα,» του λέω χαμογελώντας του πονηρά.
«Σιγά ρε Ροκαβλόν, κατούρα και λίγο,» λέει γελώντας, το βλέμμα του παιχνιδιάρικο και τα μάτια του να γυαλίζουν.
«Πού είναι οι δικοί σου,» τον ρωτάω προσπαθώντας να ανοίξω κουβέντα.
«Στις νήσους Μπόρα-Μπόρα,» μου απαντάει ειρωνικά, κερδίζοντας επάξια μία στη μύτη με το δάχτυλό μου. «Στο Πολυτεχνείο είναι ρε μαλάκα,» μου λέει τρίβοντας ελαφρά τη μύτη του. «Πού θες να είναι, πρωινιάτικα;»

Φτιάχνει τους καφέδες και καθόμαστε στο σαλόνι. Κρατάει το ποτήρι με τα δύο χέρια, τα δάχτυλά του να χτυπάνε απαλά το πλαστικό, και πίνει μια γουλιά με τα μάτια μισόκλειστα.

Κάθομαι στην πολυθρόνα με τα πόδια σταυρωμένα, παίζω με το καλαμάκι μου, το γυρίζω μέσα στον καφέ, ξανά και ξανά. Οι λέξεις είναι στο στόμα μου, αλλά δεν βγαίνουν.

«Άσε τον καφέ ρε μαλάκα,» λέει και τα μάτια του καρφώνονται στα χέρια μου. «Με ξύπνησες που με ξύπνησες, τι στο διάολο τον ανακατεύεις τόση ώρα;»

Τα δάχτυλά μου παγώνουν στη μέση της κίνησης. Σηκώνω το βλέμμα μου, και η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά που νομίζω ότι θα τον ακούσει.

Μαζεύω όλο μου το κουράγιο. «Σας άκουσα προχθές στην τουαλέτα. Εσένα και τον Νίκο.»
Ο Μάριος παγώνει. Τα δάχτυλά του σφίγγουν το ποτήρι λίγο παραπάνω, οι κόμποι των δαχτύλων του ασπρίζουν ελαφρά.
«Ε;»
«Όταν γύρισα από το περίπτερο πήγα τουαλέτα. Δεν είχα προλάβει καν να καθίσω καλά-καλά, και μπήκατε μέσα.»
«Και γιατί δεν είπες τίποτα ρε μαλάκα;» ρωτάει, η φωνή του λίγο πιο κοφτή απ’ ό,τι συνήθως.
«Τι να πω ρε Μάριε;» τον ρωτάω σηκώνοντας τα χέρια μου ψηλά. «Να βγω με τα βρακιά κάτω να του σπάσω το κεφάλι;»
Ανασηκώνει το φρύδι του, ένα στραβό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη του. «Αν έβγαινες με τα βρακιά κάτω, πολύ που θα τον χάλαγε ό,τι και να του έκανες.»
Παρά την ένταση, γελάω. Το χέρι μου καλύπτει το στόμα μου για να πνίξω το γέλιο, αλλά το βλέμμα μου γλιστράει αμήχανα στο πλάι. «Σ’ ευχαριστώ που τον έβαλες στη θέση του.»
Στρίβει το καλαμάκι στο ποτήρι του, το βλέμμα του καρφωμένο στον καφέ. «Δεν χρειάζεται να μ’ ευχαριστείς,» μουρμουρίζει.
Κουνάω το κεφάλι μου έντονα. «Κάνεις λάθος…» του λέω τονίζοντας και τις δύο λέξεις. «Αν… αν μιλούσες κι εσύ έτσι για μένα…» λέω και σταματάω και παίρνω μια βαθιά ανάσα. «Θα με σκότωνες,» λέω τελικά χαμηλόφωνα, σχεδόν ψιθυριστά.
«Ρε Μπίλι…» σηκώνει το βλέμμα του και με κοιτάζει σοβαρά με τα μάτια του να καρφώνονται ίσια πάνω στα δικά μου. «Μ’ έχεις για τέτοιο άνθρωπο;»
«Όχι.» Κατεβάζω τα μάτια στο ποτήρι μου, τα δάχτυλά μου παίζουν νευρικά με το καλαμάκι. «Γι’ αυτό σου είπα πως αν έκανες κάτι τέτοιο, θα με σκότωνες,» μουρμουρίζω.
Αναστενάζει, περνάει το χέρι του στα μαλλιά του, τα ανακατεύει νευρικά. «Για οποιαδήποτε άλλη, μπορεί και να το έκανα, δεν είμαι άγιος,» μου λέει και κάνει μια σύντομη παύση. Με κοιτάζει και πάλι κατάματα. «Αλλά όχι για σένα, ρε Μπίλι…» μου λέει. Όχι για σένα.»

Η φωνή του είναι χαμηλή αλλά σταθερή, και τα μάτια του με κρατάνε καρφωμένη στη θέση μου.

Κάτι σπάει μέσα μου. Μένουμε σιωπηλοί. Το βλέμμα μου γλιστράει στο πάτωμα, οι παλάμες μου ιδρώνουν.

Το ξέρω πως τώρα είναι η στιγμή. Τα μάτια μου γυαλίζουν για μια στιγμή, το στόμα μου ανοίγει, αλλά η φωνή μου μένει κλειδωμένη στο λαιμό μου. Τα δάχτυλά μου σφίγγουν το καλαμάκι τόσο που ακούγεται ένα μικρό “κρακ”.

Τώρα ή ποτέ, λέω στον εαυτό μου παλεύοντας να μαζέψω το κουράγιο. Παίρνω βαθιά ανάσα και εκεί χτυπάει το γαμημένο το τηλέφωνο.

«Μισό,» μου κάνει και πάει και απαντάει. «Όχι, λάθος κάνετε!» λέει και το κλείνει.

Δε με θέλει με την καμία, λες και το σύμπαν μου δίνει σημάδια. Πρώτα το γαμημένο το καζανάκι στην Αίγινα, και τώρα τηλέφωνο. Λάθος νούμερο γαμώ τα πάντα όλα μου. Δηλαδή πόσο γαμημένη γκαντεμιά.

«Λάθος νούμερο,» λέει και τραβάει μια γερή ρουφηξιά από τον καφέ του. Γυρίζει προς τα μένα. «Τι λέγαμε;»

Έχω χάσει τελείως το θάρρος μου. Προσπαθώ και πάλι να το μαζέψω, αλλά το παιχνίδι είναι χαμένο. Κατεβάζω το κεφάλι, κρύβοντας το πρόσωπό μου πίσω από τα μαλλιά μου.

Δεν τον ρωτάω για την Πυθία.

1991

Σαν κάποιο γλυκό ανοιξιάτικο όνειρο

Πενταήμερη! Πρώτη φορά θα είμαι κάπου όπου δε θα έχω περιορισμό με ποιους θα βγω και τι ώρα θα γυρίσω. Δεν αισθάνομαι την ίδια έξαψη που νιώθουν οι συμμαθητές μου, αλλά δε θα πω ψέματα: υπάρχει ένας μικρός ηλεκτρισμός στην ατμόσφαιρα.

Η φετινή χρονιά ήταν δύσκολη, το φροντιστήριο και τα διαβάσματα για τις Πανελλήνιες είχαν σχεδόν εξαφανίσει κάθε άλλη πτυχή της ζωής μου. Και σαν να μην έφτανε αυτό, είχα από πάνω και το Supérieur-3. Ευτυχώς που έπεσαν οι καταλήψεις, και για ενάμιση μήνα το πρωί δεν είχα σχολείο—αλλιώς δεν ξέρω πώς θα την είχα βγάλει καθαρή.

Με τον Μάριο δεν έχουμε χαθεί τελείως. Έρχεται κάποιες φορές και διαβάζουμε μαζί, έστω και σιωπηλά, ο καθένας τα δικά του μαθήματα. Και φυσικά έχουμε ακόμα τα Γαλλικά, τις εξόδους μας τις Παρασκευές και τα Σάββατα. Ούτε η Αναστασία στέριωσε, ούτε οι υπόλοιπες που ακολούθησαν. Μόνο που, σε αντίθεση με τη Βίκυ, αυτή τη φορά δε φάνηκε να τον παίρνει τόσο βαριά.

Εγώ, από την άλλη, είχα σκυλομετανιώσει τη μαλακία που έκανα με τον Δημήτρη. Αλλά πλέον ήταν αργά για δάκρυα. Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει.
⇽∙∙∙⇾
Είναι η  πρώτη μέρα μας στη Ρόδο. Το ξενοδοχείο είναι τεράστιο, αλλά εμάς μας έχουν βάλει στα bungalows. Ευτυχώς που με έβαλαν με την Κατερίνα—δε θα το άντεχα να περάσω πέντε μέρες κλεισμένη σε ένα δωμάτιο με άτομα που δεν έχω τίποτα κοινό.

Είναι μόλις 27 Μαρτίου, αλλά ο καιρός είναι καλοκαιρινός. Μόλις τακτοποιούμαστε, μια ομάδα τολμηρών αποφασίζουμε να βουτήξουμε στη θάλασσα. Στο δωμάτιο, βγάζω το μπικίνι από τη βαλίτσα και το κρατάω για λίγο στα χέρια μου. Ξέρω ότι θα ακούσω σχόλια. Δε με νοιάζει. Ή, τουλάχιστον, έτσι λέω στον εαυτό μου. Όταν φτάνουμε στην παραλία, βλέπω ότι σχεδόν όλες οι συμμαθήτριές μου φοράνε ολόσωμα. Μόνο εγώ και άλλη μια έχουμε τολμήσει το μπικίνι.

Η σκέψη και μόνο των βλεμμάτων των συμμαθητών μου να με σαρώνουν σαν ακτίνες Χ με σπρώχνει να βουτήξω κατευθείαν στο νερό. Κακή επιλογή - το νερό είναι παγωμένο. Καθώς βγαίνω, νιώθω το κρύο να διαπερνά το κορμί μου, και τότε το συνειδητοποιώ. Ο αδυσώπητος νόμος της φυσικής μόλις επιβεβαιώθηκε: το βλέπω στα πεινασμένα βλέμματά τους, το ακούω στα υποτίθεται ψιθυριστά σχόλια που ηχούν πιο δυνατά απ' όσο φαντάζονται. Αν είχα αμφιβολίες, θα τις διέλυαν αργότερα, όταν έμαθα ακριβώς τι ειπώθηκε. Μερικοί ξαναπήγαν για μπάνιο τις επόμενες μέρες. Για μένα, μία ήταν αρκετή.
⇽∙∙∙⇾
Το βράδυ, βγαίνουμε σε ένα κλαμπ κοντά στο ξενοδοχείο. Πρώτη φορά που, αν το θέλω, μπορώ να κάτσω μέχρι το πρωί. Οι περισσότερες συμμαθήτριες μου έχουν ντυθεί λες και βγαίνουν σε πασαρέλα. Εγώ, από την άλλη, αποφασίζω να κρατήσω ένα πιο χαμηλό προφίλ. Για δικά τους δεδομένα, δηλαδή, γιατί για τα δικά μου, η επιλογή μου παρά είναι αποκαλυπτική.

Φοράω μια ανθρακί κοντομάνικη μπλούζα με ανοιχτό ντεκολτέ—χωρίς σουτιέν. Δένει με κόμπο κάτω από το στήθος και αφήνει την κοιλιά ακάλυπτη. Τη συνδυάζω με ασορτί εφαρμοστό υφασμάτινο παντελόνι. Την πρώτη φορά που τη δοκίμασα στο δοκιμαστήριο, έπαθα σοκ. Αν έβλεπαν οι γονείς μου πώς βγήκα σήμερα, το εγκεφαλικό θα ήταν το λιγότερο.

«Ρε συ, Κατερίνα, μήπως είναι υπερβολικά αποκαλυπτικό το μπλουζάκι;» ρωτάω κοιτάζοντας το είδωλό μου στον καθρέφτη.
«Αμάν, ρε Μπίλι, ξεκόλλα!» μου κάνει κουνώντας το χέρι της αδιάφορα.
«Φαίνεται πολύ το στήθος μου,» λέω κοιτάζοντας χαμηλά. Νιώθω άβολα.
«Ναι, και; Κλεμμένο το ’χεις;» μου λέει με ένα ίχνος εκνευρισμού. Η ίδια έχει μεγάλη ανασφάλεια με το σώμα της. «Οι πιο πολλές θα σκοτώναμε να έχουμε το σώμα σου, κι εσένα σε πιάνουν οι ντροπές;» μου λέει με μια γερή δόση πίκρας στη φωνή.
«Θα αρχίσουν τα σχόλια πάλι…» λέω αβέβαια, αναστενάζοντας.
«Στ’ αρχίδια σου,» μου κάνει και κοιτάζεται στον καθρέφτη.
«Εμ, αυτό είναι το θέμα,» της λέω αναστενάζοντας και πάλι. Δεν είναι στ’ αρχίδια μου.»
«Να γίνει,» μου λέει χωρίς καν να γυρίσει να με κοιτάξει.

Μια κουβέντα είναι αυτό.
Το κλαμπ είναι φίσκα. Τα φώτα αναβοσβήνουν ρυθμικά και η μουσική πάλλεται τόσο δυνατά που νιώθω το μπάσο να διαπερνά το στήθος μου. Δεν είμαστε το μόνο σχολείο που έχει έρθει πενταήμερη. Αναγνωρίζω κάποιες φάτσες από το ΚΓ. Σε κάποια φάση, βλέπω τον Δημήτρη. Κάνει ότι δε με βλέπει. Και μεταξύ μας, δεν τον αδικώ. Τα μάτια μου χαμηλώνουν για μια στιγμή και δαγκώνω ελαφρά το κάτω χείλος μου, προσπαθώντας να διώξω την ξαφνική αμηχανία.

Χορεύω με την Κατερίνα, τα χέρια μας σηκώνονται στον ρυθμό της μουσικής, αλλά δεν έχω ιδιαίτερη διάθεση. Τα βλέφαρά μου βαραίνουν από την κούραση και το χαμόγελό μου είναι τυπικό, βεβιασμένο. Ξεγλιστρώ από την πίστα, αποφεύγοντας τους ώμους και τα χέρια που με ακουμπούν τυχαία, και πάω προς το μπαρ, θέλοντας απλώς να πάρω μια ανάσα.

Μερικά λεπτά αργότερα, μου δίνουν ένα σφηνάκι που δεν έχω παραγγείλει. Σηκώνω το βλέμμα μου αιφνιδιασμένη, τα φρύδια μου ανασηκώνονται και η καρδιά μου κάνει ένα μικρό άλμα. Ο μπάρμαν κλείνει το μάτι και μ’ ένα διακριτικό νεύμα δείχνει προς κάποιον που κάθεται λίγο πιο πέρα.

Τα μάτια μου ακολουθούν την κατεύθυνση του βλέμματός του και παγώνω. Ένα πολύ όμορφο ξανθούλη με μακρύ μαλλί κάθεται λίγα μέτρα πιο κει. Το φως από τα σποτ αναδεικνύει τις ανοιχτές αποχρώσεις των μαλλιών του και το δέρμα του φαίνεται σχεδόν χρυσό. Με το που καταλαβαίνει ότι τον κοιτάζω, υψώνει το ποτήρι του και μου χαμογελάει. Το χαμόγελό του είναι ζεστό, παιχνιδιάρικο, ανεπιτήδευτο—είναι από εκείνα που διαλύουν την κακή διάθεση σε μια στιγμή.

Τα χείλη μου σχηματίζουν ένα αυθόρμητο χαμόγελο και τα μάτια μου αστράφτουν. Του ανταποδίδω το χαμόγελο και παίρνω το σφηνάκι που μου έστειλε. Τα δάχτυλά μου αγγίζουν το ποτήρι, ελαφρώς διστακτικά, αλλά η περιέργεια και η αδρεναλίνη υπερισχύουν. Snaps. Η καυτή αίσθηση του ποτού καίει ελαφρά τον ουρανίσκο μου, ξυπνώντας όλες μου τις αισθήσεις. Ο νεαρός παίρνει θάρρος και πλησιάζει με σταθερά, αλλά ανεπιτήδευτα βήματα.

“Hello,” μου λέει, και η φωνή του είναι ακριβώς όπως την περίμενα—βαθιά αλλά απαλή, με εκείνη την ανεπαίσθητη μουσικότητα της γαλλικής προφοράς. Τα μάτια του είναι φωτεινά, γεμάτα αυτοπεποίθηση, αλλά όχι προκλητικά.
“Hello,” του απαντάω χαμογελώντας και νιώθω τη θερμοκρασία μου να ανεβαίνει ελαφρά. Το βλέμμα του δεν φεύγει από πάνω μου και νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα.
“May I sit? I’m Jean-Claude,” μου λέει, χαρίζοντάς μου ένα γλυκό χαμόγελο που κάνει την καρδιά μου να χοροπηδήσει. Μ’ αρέσει! Μ’ αρέσει πολύ! Τα δάχτυλά μου παίζουν με το άδειο ποτηράκι, και προσπαθώ να μην καρφωθώ από το πώς τον κοιτάζω.
« Bien sûr, Jean-Claude. Tu es Français ?» τον ρωτάω στα γαλλικά, το όνομα και η προφορά του το μαρτυρούν. Σηκώνει ελαφρώς τα φρύδια του και ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο σχηματίζεται στις άκρες των χειλιών του.
«Non, je suis Canadien,» μου αποκρίνεται ελαφρώς έκπληκτος. « Est-ce que tu sais parler français ?»

Τα μάτια του γυαλίζουν με ενδιαφέρον και μια ανεπαίσθητη ζεστασιά.

« Oui, je maîtrise bien le français, alors nous pouvons poursuivre dans cette langue, si tu le souhaites, » του λέω, παίζοντας ασυναίσθητα με την άκρη της μπλούζας μου. Τα μάγουλά μου έχουν αρχίσει να ζεσταίνονται και η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή.
«Πώς σε λένε;» με ρωτάει, κοιτάζοντάς με σχεδόν παιχνιδιάρικα. Τα μάτια του σκανάρουν διακριτικά το πρόσωπό μου και στέκονται για λίγο παραπάνω στα χείλη μου.
«Μπίλι.» Διασκεδάζω με την έκπληξή του και γέρνω ελαφρώς το κεφάλι στο πλάι, χαμογελώντας πονηρά. «Ναι, το ξέρω ότι είναι αγορίστικο, αλλά έτσι με φωνάζουν οι φίλοι μου από μικρή.»
«Γοητευμένος,» μου λέει αλλά δεν το λέει απλά ευγενικά, τα μάτια του δεν λένε ψέματα. Η καρδιά μου χάνει και πάλι ένα χτύπο. Μου χαρίζει άλλο ένα από εκείνα τα χαμόγελα που με κάνουν να λιώνω. Τα δάχτυλά του παίζουν ασυναίσθητα με το ποτήρι του, και πλησιάζει λίγο πιο κοντά, χωρίς να γίνεται πιεστικός.
«Εκδρομή με το σχολείο;» ρωτάει, γέρνοντας λίγο μπροστά, και η φωνή του έχει εκείνη την ανεπαίσθητη, βαθιά χροιά που στέλνει ρίγη στη σπονδυλική μου στήλη.
«Ναι. Εσύ;» απαντάω και σταυρώνω τα πόδια μου αργά, προσπαθώντας να κρατήσω το χαμόγελό μου συγκρατημένο.
«Σπουδάζω στη Σορβόννη, αλλά είναι κλειστά λόγω του Πάσχα και ήρθαμε με κάποιους συμφοιτητές μου για μίνι διακοπές. Φτάσαμε χθες και θα κάτσουμε μέχρι τη Δευτέρα,» μου λέει και μια σκιά στεναχώριας περνάει από τα μάτια του. Το βλέμμα του χαμηλώνει για μια στιγμή στο ποτήρι του, και τα δάχτυλά του το στριφογυρίζουν αργά, σαν να προσπαθεί να συγκρατήσει κάτι.
«Εμείς ήρθαμε σήμερα το πρωί,» του λέω και ασυναίσθητα χαϊδεύω τις άκρες των μαλλιών μου. Το συνειδητοποιώ ότι καρφώνομαι και προσπαθώ να μαζευτώ. Τα μάγουλά μου καίνε, και τα χέρια μου κατεβαίνουν νευρικά στην αγκαλιά μου.

Η συζήτηση κυλάει αβίαστα. Ο Jean-Claude έχει ένα τρόπο να μιλάει που σε κάνει να ξεχνάς τον χρόνο. Η φωνή του είναι απαλή, ρυθμική, και τα μάτια του δεν φεύγουν από πάνω μου ούτε στιγμή. Τα δάχτυλά του παίζουν ασυναίσθητα με το ποτήρι του, σχεδιάζοντας μικρούς κύκλους στο παγωμένο γυαλί, και το βλέμμα του έχει εκείνη τη ζεστασιά που με κάνει να αναρωτιέμαι αν με φλερτάρει ή αν είναι απλώς τόσο γοητευτικός από τη φύση του.

Μιλάμε για τις ζωές μας, για τις πόλεις μας, για τις σπουδές μας. Τα χέρια μου παίζουν νευρικά με την αλυσίδα που φοράω στο λαιμό, και κάθε τόσο τα πόδια μου αλλάζουν θέση κάτω από το ψηλό σκαμπό, σαν να μη μπορώ να βρω ησυχία. Μου λέει ότι είναι είκοσι ενός και σπουδάζει Ιατρική, κι εγώ νιώθω τα μάτια μου να αστράφτουν από ενδιαφέρον.

Τα χείλη μου σχηματίζουν ένα αυθόρμητο χαμόγελο και οι άκρες των δαχτύλων μου χαϊδεύουν το ποτήρι μου μηχανικά. Του λέω ότι είμαι σχεδόν δεκαοκτώ και πως ετοιμάζομαι να δώσω Πανελλήνιες για το Πολυτεχνείο, προσπαθώντας να κρατήσω τον τόνο μου άνετο και αδιάφορο, αλλά η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή.

Τη στιγμή που η Κατερίνα εμφανίζεται δίπλα μου, είμαι ήδη απόλυτα γοητευμένη. Τα μάγουλά μου έχουν μια ανεπαίσθητη ζεστασιά και τα μάτια μου έχουν την αδιόρατη λάμψη της προσμονής. Στρίβω το κεφάλι μου απότομα όταν την ακούω, το χαμόγελό μου μεγαλώνει και νιώθω τα μάγουλά μου να ζεσταίνονται ακόμα περισσότερο.

«Jean-Claude, να σου συστήσω την Κατερίνα, είναι η καλύτερή μου φίλη, αλλά δε μιλάει γαλλικά, θα πρέπει να της μιλήσεις αγγλικά!» λέω με ένα χαμόγελο τόσο αυθόρμητο που σχεδόν ξεχνάω να αναπνεύσω. Τον κοιτάζει από την κορυφή μέχρι τα νύχια και μου ξεφεύγει ένα αυθόρμητο χάχανο.
“Hello Catherine, nice to meet you,” της λέει ευγενικά, γέρνοντας ελαφρά προς το μέρος της και απλώνοντας το χέρι του για χειραψία. Τα δάχτυλά του είναι μακριά, προσεγμένα, και το χαμόγελό του δεν έχει ίχνος προσποίησης.
“Hello Jean-Claude, nice to meet you too,” του απαντάει η Κατερίνα, αλλά το βλέμμα της μετά πέφτει πάνω μου. Τα φρύδια της σηκώνονται πονηρά και τα μάτια της λάμπουν. Την κοιτάζω με ένα βλέμμα του τύπου “Κόφ’ το!” αλλά εκείνη χαμογελάει ακόμα πιο πλατιά.
«Ρε μωρή, πότε πρόλαβες και πού τον ψώνισες τον παίδαρο;» μου λέει και τα μάτια της αστράφτουν από πονηριά.

Γελάω αυθόρμητα και τα μάγουλά μου καίνε. Κοιτάζω προς τον Jean-Claude και εκείνος χαμογελάει διακριτικά, με τα μάτια του να λάμπουν από διασκέδαση.

«Αυτός με ψώνισε, με κέρασε ποτό και πιάσαμε την κουβέντα!» της λέω γελώντας, και το γέλιο μου είναι τόσο αυθόρμητο που ξαφνιάζει κι εμένα την ίδια. Τα δάχτυλά μου ακουμπούν απαλά την άκρη του μπράτσου της, σαν να προσπαθούν να την ηρεμήσουν.
«Λοιπόν, σας αφήνω μοναχούλια,» λέει η Κατερίνα στα ελληνικά και κάνει ένα θεατρικό νεύμα με τα χέρια της, σαν να μας ευλογεί. Κοιτάζω τον Jean-Claude και εκείνος χαμογελάει ακόμα, λίγο πονηρά αυτή τη φορά.
“Ok, I’m returning to the dance floor, I lost your track and for a while I got worried that you ‘ve returned to the hotel.”

Το βλέμμα του θολώνει για μια στιγμή και τα μάτια του κατεβαίνουν στα χείλη μου, σχεδόν ανεπαίσθητα.

«Θέλεις να επιστρέψεις στο ξενοδοχείο;» με ρωτάει, και η φανερή του απογοήτευση με κάνει να χαμογελάσω. Το χαμόγελό μου είναι ζεστό, καθησυχαστικό, και τα μάτια μου μισοκλείνουν παιχνιδιάρικα.
«Όχι βέβαια, εκείνης της μπήκε η ιδέα ότι θέλω να φύγω.»
Τα μάτια του χαλαρώνουν και παίρνει μια μικρή ανάσα ανακούφισης, που προσπαθεί να κρύψει πίσω από το ποτήρι του.
«Θες να πάμε να χορέψουμε;» ρωτάει, και η φωνή του είναι λίγο πιο βαθιά από πριν. Το βλέμμα του έχει μια αδιόρατη αυτοπεποίθηση, σχεδόν πρόκληση.
«Αμέ! Να πιούμε πρώτα το ποτό μας, όμως; Δε θέλω να το αφήσω χωρίς κάποιος να το προσέχει!» λέω, και τα μάτια μου αστράφτουν παιχνιδιάρικα. Πίνω μια μικρή γουλιά από το ποτό μου και οι άκρες των χειλιών μου ανασηκώνονται πονηρά, ενώ τα δάχτυλά μου χαϊδεύουν το γυαλί νευρικά.
«Ναι, καλά κάνεις! Ωραία, με περιμένεις να φέρω κι εγώ το δικό μου;» λέει και το χαμόγελό του είναι τόσο ζεστό και ειλικρινές που νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα.
«Βεβαίως!» του λέω, χαμογελώντας του σαν διαφήμιση οδοντόκρεμας. Τα μάγουλά μου έχουν αρχίσει να καίνε και τα μάτια μου δεν φεύγουν από πάνω του καθώς απομακρύνεται για λίγο. Δεν θέλω να φύγει από το οπτικό μου πεδίο ούτε για ένα δευτερόλεπτο.

Τα δάχτυλά μου αγγίζουν το λαιμό μου σχεδόν μηχανικά, προσπαθώντας να ηρεμήσουν τον παλμό μου. Δεν ξέρω αν είναι η μουσική, το ποτό ή εκείνος, αλλά νιώθω τις άκρες των δαχτύλων μου να μυρμηγκιάζουν. Είμαι ήδη χαμένη, το ξέρω. Και, για πρώτη φορά, δεν με νοιάζει καθόλου.

Νιώθω κεραυνοβολημένη. Ο Jean-Claude μου αρέσει πολύ. Μιλάμε για πολύ. Μου αρέσει τόσο που για μερικές στιγμές ξεχνάω τελείως τον Μάριο, και όταν τον θυμάμαι, νιώθω τύψεις. Θυμώνω με τον εαυτό μου. Από πού κι ως πού να νιώθω τύψεις που μ’ αρέσει ένας άλλος άντρας; Στην τελική, ο Μάριος δε με θέλει όπως τον θέλω εγώ. Δεν είμαστε με τα καλά μας!

Επιστρέφει, και καθόμαστε στο μπαρ πίνοντας τα ποτά μας. Του λέω πως δεν έχω αγόρι. Δεν ξέρω γιατί, αλλά κάτι με κάνει να του πω όλη την αλήθεια, πως είμαι ερωτευμένη με τον παιδικό μου φίλο και πως εκείνος δε με βλέπει έτσι. Μου λέει ότι είχε μια κοπέλα στον Καναδά, αλλά χωρίσανε όταν πήγε στο Παρίσι για σπουδές και πως αυτόν τον καιρό δεν είναι με κάποια.

«Μου επιτρέπεις;» με ρωτάει κάποια στιγμή, και η φωνή του είναι τόσο απαλή που σχεδόν δεν ακούγεται πάνω από τη μουσική. Τα μάτια του είναι καρφωμένα στα δικά μου, σκοτεινά και ζεστά, κι εγώ νιώθω τα μάγουλά μου να καίνε.

Τον κοιτάζω ερωτηματικά, με τα φρύδια μου να σηκώνονται ανεπαίσθητα, αλλά πριν προλάβω να πω κάτι, με πιάνει απαλά από το σαγόνι. Τα δάχτυλά του είναι ζεστά πάνω στο δέρμα μου και η καρδιά μου χάνει ένα χτύπο. Τραβιέμαι ανεπαίσθητα, όχι γιατί δεν το θέλω—το θέλω σαν τρελή—αλλά γιατί δεν είμαι συνηθισμένη σε κάτι τόσο άμεσο. Το βλέμμα του δεν φεύγει από τα μάτια μου και το άγγιγμά του είναι τόσο προσεκτικό, σαν να φοβάται μην με τρομάξει.

Με πλησιάζει αργά, τόσο αργά που το στομάχι μου δένεται κόμπος από την προσμονή. Είμαι σχεδόν σίγουρη ότι θέλει να με φιλήσει, και συνειδητοποιώ ότι το ίδιο θέλω κι εγώ. Το θέλω πολύ. Τα μάτια μου αρχίζουν να κλείνουν από μόνα τους, οι βλεφαρίδες μου τρεμοπαίζουν, αλλά πριν οι ανάσες μας γίνουν μία, σταματάει.

« Tes yeux... Mon Dieu, tes yeux... Je pourrais me perdre dans cet incroyable gris. Me perdre pour toujours... Sans jamais m'inquiéter de retrouver le chemin du retour... »

Η φωνή του είναι βραχνή και σχεδόν ψιθυριστή, και τα μάτια του λάμπουν από κάτι που δεν μπορώ να προσδιορίσω. Οι άκρες των δαχτύλων του χαϊδεύουν απαλά τη γραμμή του σαγονιού μου, και νιώθω ένα κύμα ανατριχίλας να με διαπερνά ολόκληρη.

Μένω άφωνη. Τα χείλη μου είναι μισάνοιχτα, η ανάσα μου έχει κολλήσει κάπου ανάμεσα στον λαιμό και το στήθος μου, και το μόνο που μπορώ να ακούσω είναι η καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, σχεδόν βασανιστικά. Δεν μπορώ να βγάλω λέξη. Τα μάτια μου είναι καρφωμένα στα δικά του, μεγάλα και ελαφρώς γουρλωμένα από το σοκ.

Κι έχει και συνέχεια.

«Θέλω να σε ζωγραφίσω. Πρέπει να σε ζωγραφίσω!»

Η φωνή του είναι γεμάτη πάθος, σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο να με ζητάει έτσι. Το βλέμμα του πέφτει από τα μάτια μου στα χείλη μου και μετά πάλι πίσω, κι εγώ νιώθω τα γόνατά μου να λυγίζουν. Η ανάσα μου είναι ρηχή και τρέμει ελαφρά. Προσπαθώ να μαζέψω το μυαλό μου που έχει γίνει πουρές.

«Ζωγραφίζεις;» τον ρωτάω επιτέλους, βρίσκοντας τη φωνή μου που ακούγεται σχεδόν βραχνή από την ένταση. Οι λέξεις βγαίνουν κοφτές, σαν να φοβάμαι μην πω κάτι λάθος και χαλάσω τη στιγμή.
«Αμέ!» μου απαντάει γελαστά και το χαμόγελό του είναι τόσο φωτεινό που δεν μπορώ να συγκρατήσω το δικό μου. Τα μάτια του έχουν εκείνη τη σπίθα του ενθουσιασμού και τα δάχτυλά του απομακρύνονται αργά από το σαγόνι μου, αφήνοντας πίσω τους μια αίσθηση ζεστασιάς. «Ζωγραφίζω, παίζω μουσική, και τραγουδάω. Πήρα την καλλιτεχνική φύση της μητέρας μου!»

Εντάξει, σπουδάζει ιατρική, ζωγραφίζει, παίζει μουσική, τραγουδάει, και είναι και από τους πιο όμορφους άνδρες που έχουν δει τα μάτια μου. Πώς να μην έχουν αρχίσει τα μυαλά μου να γίνονται πουρές; Τα δάχτυλά μου παίζουν ασυναίσθητα με την άκρη του ποτηριού μου και προσπαθώ να συγκρατήσω ένα χαζοχαρούμενο χαμόγελο που απειλεί να απλωθεί στο πρόσωπό μου.

«Τι παίζεις;» τον ρωτάω με έναν τόνο που προσπαθεί να ακουστεί αδιάφορος, αλλά δεν τα καταφέρνει. Τα μάτια μου λάμπουν από περιέργεια και η φωνή μου ακούγεται λίγο πιο γλυκιά από ό,τι θα ήθελα.
«Κιθάρα,» μου απαντάει και ανασηκώνει ανεπαίσθητα τους ώμους του, με έναν τρόπο σχεδόν αφοπλιστικό. «Κλασσική και ηλεκτρική. Η παρέα που έχουμε έρθει στην πραγματικότητα είμαστε μπάντα, μία από τις πολλές που υπάρχουν στη Σορβόννη!»

Τα μάτια του γυαλίζουν παιχνιδιάρικα και τα χείλη του σχηματίζουν ένα μισό χαμόγελο που με κάνει να θέλω να τον φιλήσω επιτόπου.

«Και τι μουσική παίζετε;» τον ρωτάω και τα δάχτυλά μου στρίβουν ασυναίσθητα μια τούφα από τα μαλλιά μου. Νιώθω σαν να μου έχει ρίξει ξόρκι. Τα μάτια μου τον κοιτάζουν χωρίς να μπορώ να τα τραβήξω.
«Κυρίως ροκ, δε μου φαίνεται;» με ρωτάει και ένα γελάκι ξεφεύγει από τα χείλη μου. Τα χέρια μου ανεβοκατεβαίνουν αργά στο ποτήρι μου, προσπαθώντας να βρουν κάπου να κρατηθούν.
«Πράγματι, είναι σαν να έχεις βγει από εξώφυλλο δίσκου!» του λέω γελώντας, και νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει τόσο δυνατά που φοβάμαι ότι θα το καταλάβει. Τα μάτια του σκοτεινιάζουν για μια στιγμή, και το χαμόγελό του γίνεται πιο πονηρό. Τα μάγουλά μου καίνε και τα πόδια μου αλλάζουν θέση νευρικά.

Το βλέμμα του χαμηλώνει αργά στα χείλη μου για μια στιγμή και ξανανεβαίνει στα μάτια μου με έναν τρόπο που με κάνει να αναρωτιέμαι αν θα αντέξω να μην τον φιλήσω πριν τελειώσει το ποτό μας. Και, όπως φαίνεται, η απάντηση είναι μάλλον όχι.

Όταν τελειώνουμε τα ποτά μας, πάμε στην πίστα και χορεύουμε. Δεν δίνουμε δεκάρα για τα βλέμματα που τραβάμε πάνω μας. Είναι ψηλός, λεπτός, αλλά με αθλητικό σώμα, με σκούρο ξανθό σπαστό μαλλί και υπέροχα ανοιχτά γαλάζια μάτια.

Και στην πρώτη μπαλάντα που παίζει ο DJ, αλλάζοντας για λίγο το πρόγραμμα, με παίρνει σφιχτά στην αγκαλιά του. Τον σφίγγω κι εγώ, σταυρώνοντας τα χέρια μου πίσω από το σβέρκο του. Λικνιζόμαστε απαλά, με τη μουσική να σβήνει τον κόσμο γύρω μας, να σβήνει τα πάντα. Και όταν σκύβει και με φιλάει, του ανταποδίδω χωρίς δεύτερη σκέψη. Όσο για το φιλί… Θεέ μου.

Δεν είναι σαν αυτό που είχα δώσει στο Δημήτρη. Είναι σαν αυτό που είχα δώσει στο Μάριο, νιώθω το σώμα μου να έχει αρπάξει φωτιά. Είναι το φιλί όπως τον ονειρευόμουν από τότε που το γεύτηκα για πρώτη φορά με το Μάριο σε εκείνο το παιχνίδι.

Δε σταματάμε να φιλιόμαστε παρά μόνο όταν ο DJ αλλάζει και πάλι το πρόγραμμα, βάζοντας χορευτικά. Καθόμαστε μέχρι τις πέντε το πρωί. Όταν φεύγουμε, του λέω πού μένουμε και δίνουμε ραντεβού στις έντεκα το πρωί στην είσοδο του ξενοδοχείου για καφέ. Και πριν φύγει… φιλιόμαστε ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Δεν μπορούμε να ξεκολλήσουμε.
...
Γυρίζω στο δωμάτιο όπου με περιμένει η Κατερίνα. «Γύρισες πουλάκι μου;» μου κάνει αλλά τα μάτια της γελάνε.
«Με τα χίλια ζόρια!» της λέω χαμογελώντας ονειροπόλα. Στα χείλη μου νιώθω σχεδόν ακόμα τη γεύση των φιλιών του. Χαμογελώντας σαν χαζή ξεκινάω να γδύνομαι… όχι ότι έχω να βγάλω και πολλά εδώ που τα λέμε!
«Μωρή, εσύ την έχεις δαγκώσει κανονικά και με το νόμο!» μου λέει με τα μάτια της να το διασκεδάζουν. Σταυρώνει τα χέρια της στο στήθος της και με κοιτάει με το φρύδι σηκωμένο, και το ύφος “Μολόγα τα όλα!”
«Ρε συ, πραγματικά δεν ξέρω τι μ’ έπιασε,» κάνω και περνάω τα δάχτυλά μου στα μαλλιά μου νευρικά, τα νύχια μου να χαϊδεύουν τον αυχένα μου.

Πετάω τη μπλούζα στο κρεββάτι και για μερικά δευτερόλεπτα μένω γυμνή από πάνω, αλλά τόσα χρόνια με την Κατερίνα, δε νιώθω καμιά αμηχανία. Τα μάγουλά μου καίνε.

«Ειλικρινά σου μιλάω, δεν έχω ξανανιώσει τέτοιο πράμα,» της λέω και βγάζω και το παντελόνι μου, μένοντας μόνο με το κιλοτάκι. Ανοίγω τη βαλίτσα μου και βγάζω τις πιτζάμες μου και τις φοράω στα γρήγορα.
«Αυτό που σου είπα σ’ έπιασε—τη δάγκωσες κανονικά και με το νόμο.» Κάνει έναν θεατρινίστικο μορφασμό και σταυρώνει τα χέρια της πίσω από το κεφάλι, ξαπλωμένη στο κρεβάτι σαν βασίλισσα που απολαμβάνει τη θέα. «Εντάξει, δεν σε αδικώ, είναι παίδαρος ο Καναδός σου!» συμπληρώνει και κλείνει το μάτι.
«Είναι, π’ ανάθεμά τον!» αναστενάζω και σκύβω το κεφάλι, τα μάγουλά μου καίνε ακόμα περισσότερο. Παίζω νευρικά με το ρολόι μου, προσπαθώντας να αποφύγω το βλέμμα της Κατερίνας, αλλά εκείνη με καρφώνει σαν γεράκι.
«Και ο Μάριος;» Η φωνή της ξαφνικά σοβαρεύει. Το χαμόγελο ξεθωριάζει και με κοιτάζει εξεταστικά, σαν να προσπαθεί να με διαβάσει.
«Ο Μάριος…» Αναστενάζω βαθιά, τα πόδια μου με οδηγούν αυτόματα προς το κρεβάτι και πέφτω ανάσκελα με τα χέρια απλωμένα και τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι. «Ο Μάριος είναι αλλού…» μουρμουρίζω και νιώθω ένα σφίξιμο στο στομάχι.

Σωριάζομαι στο κρεββάτι σαν σωρός από τούβλα. Γυρνάω προς το μέρος της, η Κατερίνα είναι ακόμα όρθια και κουνάει το κεφάλι της. Ξεσταυρώνει τα χέρια της από το στήθος της. «Καλά… αν ούτε ο Jean-Claude δεν σε κάνει να ξεχάσεις το Μάριο, δεν έχεις ελπίδα,» μου λέει, και κάθεται στην άκρη του κρεβατιού μου.

«Δυστυχώς, τον Jean-Claude θα τον χάσουμε από την Κυριακή,» μουρμουρίζω και κλείνω τα μάτια. Η φωνή μου βγαίνει πιο πνιχτή απ’ όσο θα ήθελα και δαγκώνω το χείλος μου για να μη φανεί.
Αλλάζει στάση και κάθεται σταυροπόδι. Παίρνει βαθιά ανάσα σα να είναι έτοιμη να βγάλει λόγο αλλά τελικά μου λέει απλά: «Ξέρεις κάτι; Ζήσ’ το! Αλλιώς θα το μετανιώνεις μια ζωή! Ζήσ’ το!» φωνάζει και χτυπάει το χέρι της στο στρώμα για έμφαση.
Κλείνω τα μάτια και αναστενάζω ξανά, σφίγγοντας την κουβέρτα μου. «Το ακριβώς αντίθετο φοβάμαι…» λέω με φωνή σιγανή, σχεδόν ψιθυριστή. «Ότι θα μετανιώνω μια ζωή που το έζησα.»
«Καλύτερα να μετανιώσεις για κάτι που έκανες, παρά για κάτι που δεν έκανες,» μου λέει με τόνο που δεν σηκώνει κουβέντα.
Τραβάω την κουβέρτα πιο ψηλά και για μερικές στιγμές χώνομαι τελείως από κάτω της. Ξεφυσώντας ξεσκεπάζομαι και πάλι. «Πώς τα καταφέρνω και ελκύομαι από αγόρια που δεν είναι διαθέσιμα, γαμώ τη μου μέσα;» ρωτάω και η φωνή μου είναι γεμάτη πίκρα. Τα χείλη μου τρέμουν ελαφρά και γυρίζω στο πλάι για να μη με δει. «Ο Μάριος δε με θέλει έτσι, και με τον Jean-Claude δεν υπάρχει κανένα μέλλον.»
«Μπορεί,» λέει η Κατερίνα ήρεμα, αλλά το βλέμμα της είναι μαλακό και τρυφερό. Ακουμπάει το χέρι της στο πόδι μου, πάνω από την κουβέρτα. «Αλλά υπάρχει παρόν. Ζήσ’ το. Γιατί σε βλέπω να κοπανάς το κεφάλι σου, αλλά τότε θα έχει πετάξει το πουλί.»

Τη βλέπω και ξέρω ότι έχει δίκιο. Τα μάτια μου καίνε, αλλά καταπίνω και παίρνω βαθιά ανάσα. Ξέρω ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό που νιώθω για τον Μάριο. Ξέρω επίσης ότι ο Jean-Claude είναι το απόλυτο ανοιξιάτικο παραμύθι—και ότι αυτά κρατάνε όσο κρατάει η στιγμή.

«Αυτό σκοπεύω να κάνω…» της λέω τελικά, η φωνή μου σχεδόν ψιθυρίζει. Το στομάχι μου ακόμα δένεται κόμπος αλλά ένα βάρος φεύγει από πάνω μου. Κλείνω τα μάτια και αφήνω την ανάσα μου να βγει αργά. «Και ο Θεός βοηθός.»
Η Κατερίνα χαμογελάει πλατιά, τα μάτια της γεμάτα ικανοποίηση και μια σπίθα που λέει “επιτέλους”. «Αμήν,» λέει και με σκουντάει απαλά στον ώμο.

Σβήνουμε τα φώτα και πέφτουμε για ύπνο, αλλά εγώ μένω ξύπνια να κοιτάζω το ταβάνι, τα μάτια μου να συνηθίζουν αργά το σκοτάδι. Τα δάχτυλά μου στριφογυρίζουν το σεντόνι και η καρδιά μου χτυπάει ακανόνιστα. Το μυαλό μου δεν σταματάει να γυρίζει γύρω από τα λόγια της Κατερίνας και τα μάτια του Μάριου και το χαμόγελο του Jean-Claude.

Αχ, και να δούμε πώς θα κοιμηθώ εγώ απόψε.
⇽∙∙∙⇾
Στις 11:00 το πρωί, όπως είχαμε συμφωνήσει, ο Jean-Claude ήρθε και με βρήκε στην είσοδο του ξενοδοχείου.

«Καλημέρα, ξανθούλα μου» μου λέει με εκείνο το ζεστό, ανέμελο χαμόγελο που ήδη έχω αρχίσει να λατρεύω. Με παίρνει στην αγκαλιά του και τα χείλη του ακουμπούν απαλά τα δικά μου, ένα φιλί που μοιάζει με υπόσχεση για τη μέρα που μόλις ξεκινά.
«Καλημέρα και σε σένα, ομορφούλη» του απαντάω χαμογελώντας, και πιάνει το χέρι μου καθώς αρχίζουμε να περπατάμε προς μια κοντινή καφετέρια. Παραγγέλνουμε καφέδες, και καθώς καθόμαστε, νιώθω ήδη το σώμα μου να χαλαρώνει δίπλα του, σα να έχουμε ξαναβρεθεί εδώ, σαν να μην είναι η δεύτερη μέρα που τον γνωρίζω.
«Πώς κοιμήθηκες;» με ρωτάει, τα δάχτυλά του χαϊδεύουν αφηρημένα το χείλος της κούπας του.
«Σαν πουλάκι. Εσύ;»
«Εμένα άργησε λίγο να με πάρει ο ύπνος» μου εξομολογείται, το βλέμμα του παιχνιδιάρικο. «Δεν μπορούσα να σε βγάλω από το μυαλό μου.»
Χαμογελάω σα χαζή, νιώθοντας μια γλυκιά θέρμη να με πλημμυρίζει. «Κι εγώ σε σκεφτόμουν» παραδέχομαι. «Ήταν πολύ όμορφα χθες.»

Αντί για απάντηση, σκύβει προς το μέρος μου, και το φιλί του έρχεται σαν κάτι φυσικό, σαν κάτι που έπρεπε να γίνει ακριβώς εκείνη τη στιγμή. Αδιαφορώ για τα βλέμματα που νιώθω να πέφτουν πάνω μας—μερικά γνωστά, κάποια πιθανόν γεμάτα κουτσομπολιό. Αυτή η στιγμή ανήκει σε εμάς.

Όπως και στο κλαμπ, το σώμα μου τρεμουλιάζει και πάλι. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει, δεν ξέρω τι θέλω, ξέρω μόνο ότι δε θέλω να σταματήσει. Και δε σταματάει, όλο μας το πρωινό περνάει έτσι, κουβεντούλα και φιλί, ατελείωτο φιλί. Νιώθω τα βλέμματα ακόμα πιο έντονα πάνω μας, και για πρώτη φορά νιώθω τόσο ελεύθερη. Δε με νοιάζει, δε δίνω δεκάρα. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο πέρα από εμένα, εκείνον και το φιλί μας.

Καθόμαστε εκεί μέχρι το μεσημέρι, κι έπειτα επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο, παίρνουμε την Κατερίνα και πάμε να βρούμε τους φίλους του για φαγητό. Το γέλιο ρέει φυσικά, οι ώρες περνούν σαν νερό, και όσο περισσότερο γνωρίζω τον Jean-Claude, τόσο πιο πολύ νιώθω ότι αυτό δεν είναι απλά μια φευγαλέα περιπέτεια.

Το βράδυ, πάμε σε άλλο κλαμπ, κι εκείνος έρχεται να μας βρει. Σήμερα, μετά από την ατελείωτη μουρμούρα της Κατερίνας—που έχει αποδειχτεί master της ψυχολογικής πίεσης—έχω φορέσει το φόρεμα που μου είχε διαλέξει, και αν πετύχαινα ξανά τον Δημήτρη εκεί μέσα, τόσο το καλύτερο. Εμ, δεν έπαιζα καλύτερα έξι νούμερα στο Λόττο;

Η μουσική αλλάζει για λίγο σε μπαλάντες, και φυσικά χορεύουμε αγκαλιά. Χαλαρώνω εντελώς στα χέρια του, κλείνω τα μάτια και αφήνομαι στα φιλιά του, από τη στιγμή που ξεκινάμε να λικνιζόμαστε μέχρι τη στιγμή που η μουσική επιστρέφει στους δυνατούς χτύπους των χορευτικών κομματιών. Όταν ανοίγω τα μάτια, βλέπω τον Δημήτρη.

Το βλέμμα του είναι καρφωμένο πάνω μου. Θλίψη, απογοήτευση, οργή—ένα μείγμα συναισθημάτων που δεν είναι και ό,τι καλύτερο. Νιώθω και πάλι το τσίμπημα των τύψεων. Δεν είμαι αναίσθητη, δεν είμαι γαϊδούρα. Αυτό που του έκανα είναι ασυγχώρητο. O Jean-Claude καταλαβαίνει την αναστάτωσή μου και με κοιτάζει ερωτηματικά. Τον παίρνω απ’ το χέρι και επιστρέφουμε στους καναπέδες.

«Τι συμβαίνει ξανθούλα μου;»
«Παλιές μου αμαρτίες,» του απαντάω και του γυμνώνω την ψυχή μου, λέγοντας όλη την ιστορία, όλη την πικρή, ξερή αλήθεια. Δε με διακόπτει σε κανένα σημείο, με αφήνει να τελειώσω.
« Que celui de vous qui est sans péché jette le premier la pierre contre elle, » μου απαντάει απλά. «Όστις αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω.»

Η ανάσα μου τρεμοπαίζει για μια στιγμή. Γλείφω τα χείλη μου νευρικά, προσπαθώντας να καταπιώ το κόμπο που μου έχει σφηνώσει στο λαιμό.

«Δεν είναι τόσο απλά ρε Jean-Claude…» του λέω στενάζοντας βαθιά.

Τα δάχτυλά του χαϊδεύουν απαλά το μάγουλό μου, ο αντίχειράς του κυλάει αργά πάνω στην επιδερμίδα μου, σαν να θέλει να σβήσει τις ρωγμές που μόλις άνοιξα μπροστά του.

«Κι όμως είναι,» μου απαντάει και η φωνή του είναι σαν χάδι. «Τα λάθη μας κάνουν ανθρώπους, ξανθούλα μου…» και μετά χαμογελάει, εκείνο το χαμόγελο που κάνει τα πόδια μου να λυγίζουν ελαφρά. «Ίσως γι’ αυτό και έπεσες από τον ουρανό στην αγκαλιά μου,» συνεχίζει, η φωνή του ζεστή και παιχνιδιάρικη, μα τα μάτια του είναι σοβαρά. Η καρδιά μου χτυπάει άτακτα, μια τρελή μελωδία που μόνο εκείνος φαίνεται να ακούει.

Τα δάχτυλά μου σφίγγουν ασυναίσθητα το ύφασμα από το μανίκι του, σαν να ψάχνουν κάτι σταθερό να κρατηθούν.

«Και αν μοιάζεις με άγγελο, δεν είσαι· είσαι άνθρωπος και οι άνθρωποι κάνουν λάθη.»

Τον κοιτάζω στα μάτια, το βλέμμα του απαλό, καθησυχαστικό, σαν να μου λέει πως ό,τι και να γίνει, δεν πρόκειται να με αφήσει να πέσω. Η παλιά πληγή είναι ακόμα εκεί, και μπορεί η αγκαλιά του να μην είναι η κολυμβήθρα του Σιλωάμ, αλλά το τσούξιμο μουδιάζει.

Αφήνομαι λίγο παραπάνω, τα δάχτυλά μου ξεσφίγγουν το μανίκι του και γλιστρούν για να πλέξουν με τα δικά του. Και για πρώτη φορά, μετά από τόσο καιρό, δεν νιώθω τύψεις. Μόνο μια γλυκιά κούραση, σαν να θέλω να κλείσω τα μάτια μου και να μείνω εκεί, σ’ αυτή τη ζεστή, ασφαλή αγκαλιά.

Τον φιλάω σαν να μην υπάρχει αύριο. Δηλαδή τι «σαν…» Δεν υπάρχει αύριο. Δε δίνω δεκάρα για τα βλέμματα που τραβάμε πάνω μας. Τα μυαλά μου έχουν γίνει κυριολεκτικά πουρές, και δεν είναι μόνο επειδή ο Jean-Claude είναι κούκλος. Έχει χιούμορ, μιλάει στην καρδιά μου με χίλιους διαφορετικούς τρόπους, και δεν είναι απλά μορφωμένος· είναι βαθύτατα καλλιεργημένος και μπορεί να μιλήσει για τα πάντα. Για να μην πω για την καλλιτεχνική του φύση, είναι ερασιτέχνης ζωγράφος, παίζει κιθάρα και τραγουδάει, η παρέα με την οποία ήρθε είναι ένα από τα ερασιτεχνικά φοιτητικά ροκ συγκροτήματα στη σχολή του και στο οποίο είναι κιθαρίστας και τραγουδιστής.

Κάποια στιγμή, ο Jean-Claude με οδηγεί προς έναν καναπέ και βγάζει από την τσέπη του μια Polaroid. «Θέλω να σε τραβήξω μια φωτογραφία.»
Γέρνω ελαφρώς το κεφάλι, ενώ εκείνος μελετά τη στάση μου. «Κοίτα ίσια, ακούμπα το ένα χέρι σου πάνω στην πλάτη του καναπέ… ναι, έτσι όπως είσαι!» Προσπαθώ να χαμογελάσω, αλλά με σταματάει απαλά. «Δε χρειάζεται να χαμογελάς, ξανθούλα . Απλά κοίτα με. Θέλω να έχεις φυσική στάση.»

Το φλας ανάβει, και σε λίγα δευτερόλεπτα η φωτογραφία βγαίνει από τη μηχανή. Πριν καν προλάβω να τη δω, με βάζει να καθίσω ξανά στην ίδια στάση και τραβάει δεύτερη.

«Μία για μένα και μία για σένα» λέει με παιχνιδιάρικη τρυφερότητα.

Τον κοιτάζω με ένα χαμόγελο που έρχεται αβίαστα. «Θέλω κι εγώ δική σου φωτογραφία.»
«Πού θέλεις να κάτσω;»

«Όπως είσαι!» του λέω και τον πλησιάζω, θέλω να του τραβήξω μια κοντινή.

Τον τραβάω τη φωτογραφία και περιμένω να εμφανιστεί. Το αποτέλεσμα με ικανοποιεί απόλυτα. Και η δική μου φωτογραφία, και η δική του. Κρατάω τη δική του προσεκτικά, σα να είναι κάτι πολύτιμο. Και ίσως, τελικά, να είναι.


∙⇾
Το βράδυ της τρίτης μέρας έχουμε πάει πάλι στο κοντινό κλαμπ και κάποια στιγμή ο Jean-Claude μου ζητάει να φύγουμε και να πάμε κάπου έξω οι δυο μας. Στην πραγματικότητα, έχω καταλάβει πως θέλει να με ξεμοναχιάσει—και η αλήθεια είναι πως κι εγώ θέλω ακριβώς το ίδιο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αισθάνομαι ασφαλής μαζί του, κάτι που δε συμβαίνει συχνά.

Βγαίνουμε από το κλαμπ, και καθώς περπατάμε αγκαλιά στη σιωπηλή, νυχτερινή παραλία, νιώθω την άμμο κρύα κάτω από τα πόδια μου, παρότι η βραδιά είναι ακόμα ζεστή. Τα φώτα της πόλης έχουν μείνει πίσω, και το μόνο που μας φωτίζει είναι το φεγγάρι που καθρεφτίζεται στη θάλασσα. Τα κύματα γλείφουν την ακτή απαλά, ένας αδιάκοπος, σχεδόν νανουριστικός ήχος που μοιάζει να συντονίζεται με τον ρυθμό της καρδιάς μου.

Σταματάμε σε ένα σημείο, και πριν προλάβω να το συνειδητοποιήσω, ο Jean-Claude γυρίζει και με φιλάει. Το φιλί του είναι βαθύ, έντονο, και ανταποδίδω με ενθουσιασμό, ξεχνώντας για λίγο τα πάντα. Καταλήγουμε να ξαπλώσουμε στην άμμο, εγώ ανάσκελα, εκείνος γυρισμένος στο πλάι, το σώμα του σχεδόν να ακουμπά το δικό μου.

Καθώς φιλιόμαστε, το χέρι του χαϊδεύει τα πλευρά μου, αργά, εξερευνητικά, σαν να θέλει να αποτυπώσει κάθε καμπύλη μου στη μνήμη του. Το άγγιγμά του είναι ανάλαφρο στην αρχή, αλλά γρήγορα γίνεται πιο τολμηρό καθώς περνάει απαλά πάνω από το δεξί μου στήθος. Δεν τραβιέμαι—ούτε παγώνω. Παίρνει θάρρος, το χουφτώνει λίγο πιο σφιχτά, και χωρίς να σταματήσει στιγμή να με φιλάει, αρχίζει να το μαλάζει απαλά, σαν να θέλει να με κάνει να συνηθίσω την αίσθηση.

Η αλήθεια είναι ότι είναι η πρώτη φορά που κάποιος με αγγίζει έτσι, και η αίσθηση είναι πρωτόγνωρη και δυνατή, πολύ δυνατή. Τα χείλη του δεν αφήνουν τα δικά μου, και τα χάδια του κάνουν το κορμί μου να τρέμει. Όταν το χέρι του γλιστράει κάτω από τη μπλούζα μου, άθελά μου μού ξεφεύγει ένας ελαφρύς στεναγμός—και μόνο τότε καταλαβαίνω πόσο με έχει επηρεάσει. Δεν φοράω σουτιέν, κι αυτό κάνει την αίσθηση ακόμα πιο έντονη.

Ξαφνικά σφίγγομαι για μια στιγμή—μια στιγμιαία, ανεπαίσθητη κίνηση, αλλά αρκετή για να το καταλάβει. Δεν προχωράει παραπέρα. Μένει εκεί, στα στήθη μου, συνεχίζοντας να με φιλάει, συνεχίζοντας να με χαϊδεύει, χωρίς να πιέζει για τίποτα άλλο. Αυτή η λεπτομέρεια, το γεγονός ότι δεν κάνει καμία προσπάθεια να με σπρώξει προς κάτι περισσότερο, με κάνει να τον θέλω ακόμα περισσότερο. Δε νιώθω εγκλωβισμένη, νιώθω… ελεύθερη.

Δε σταματήσαμε παρά μόνο όταν άρχισαν να χαράζουν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου. Όταν επιτέλους αποφασίζουμε να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο, ο Jean-Claude με κρατάει από το χέρι καθώς περπατάμε πίσω, αμίλητοι, χαμογελώντας πού και πού σαν να μοιραζόμαστε ένα μυστικό που μόνο εμείς γνωρίζουμε. Η καρδιά μου είναι ακόμα άτακτη. Το σώμα μου ακόμα καίει.

Μπαίνω στο δωμάτιο και Κατερίνα που έχει ανησυχήσει σοβαρά μου ρίχνει τον εξάψαλμο. Εγώ βέβαια είμαι ακόμα στην κοσμάρα μου και της διηγούμαι τα καθέκαστα αναλυτικά, ποιος να το περίμενε ότι εγώ θα ήμουν η πρώτη από τις δυο μας που θα το προχωρούσα πιο πολύ από χάδι στο στήθος και μάλιστα και κάτω από τα ρούχα!

Ναι, είχα πει πως θα το ζήσω και αυτό έκανα στο βαθμό που μπορούσα, παρά το γεγονός ότι ήξερα πως την Κυριακή θα τσούξει. Οι ώρες που περνούσα μαζί του κυλούσαν με ταχύτητα αστραπής.
⇽∙∙∙⇾
Το τελευταίο μας βράδυ στη Ρόδο, ο Jean-Claude μου ζητάει να φύγουμε από την κοντινή ντισκοτέκ και να πάμε στο δωμάτιο που είχαν νοικιάσει. Στην αρχή είμαι διστακτική—όχι επειδή φοβάμαι, αλλά επειδή, παρά τα όσα είχαν συμβεί το προηγούμενο βράδυ στην αμμουδιά, δεν θέλω να προχωρήσω περισσότερο. Από την άλλη, κάτι με κάνει να αισθάνομαι ασφαλής μαζί του. Είναι παράξενο πόσο φυσικά μου βγαίνει αυτή η εμπιστοσύνη, σχεδόν πρωτόγνωρο.

Αποφασίζω να του κάνω το χατίρι. Αλλά όταν φτάνουμε, συνειδητοποιώ πως ο λόγος που ήθελε να με φέρει εδώ δεν είναι απλώς για να ξεμοναχιαστούμε.

Τον κοιτάζω ξαφνιασμένη. «Το εννοούσες, ε; Νόμιζα ότι το είχες πει έτσι!»
«Καθόλου έτσι. Θέλω να σε ζωγραφίσω, θέλω να έχεις κάτι από μένα.»
Χαμογελάω. Πραγματικά νόμιζα ότι μου το είχε πει απλά ως κομπλιμέντο, αλλά μ’ αρέσει η σκέψη. «Αμέ, γιατί όχι. Πώς θέλεις να κάτσω;»
«Κάτσε στον καναπέ, γείρε ελαφρά το σώμα σου προς τα μπρος και κοίταξέ με.»

Ακολουθώ τις οδηγίες του, παίρνω την πόζα που θέλει και τον αφήνω να με κατευθύνει μέχρι να βρει ακριβώς αυτό που έχει στο μυαλό του. Μετά πιάνει τη φωτογραφική και με τραβάει μία φωτογραφία.

«Δεν είπες πως θα με ζωγραφίσεις;»
«Θα πιαστείς αν κάτσεις τόση ώρα έτσι. Θα σε ζωγραφίσω από τη φωτογραφία.»

Χαμογελώ και γέρνω πάνω του για να δω καλύτερα καθώς ετοιμάζει τα σύνεργά του. Χρωματιστά μολύβια, κερομπογιές. Είναι οργανωμένος, μεθοδικός. Δεν ξέρω γιατί, αλλά η εικόνα του να στήνει τα πάντα με αυτή τη φυσική άνεση, με μαγεύει. Σκύβω από πάνω του, τον αγκαλιάζω προσεκτικά, φροντίζοντας να μην εμποδίζω τα χέρια του. Γυρίζει, με κοιτάζει, μου χαμογελάει. Σκύβω κι εγώ λίγο περισσότερο και του δίνω ένα απαλό φιλί.

Παραγγέλνουμε ποτά—εκείνος Merlot, εγώ Pinacolada—και όσο περιμένουμε, παρακολουθώ τη μαγεία να ξετυλίγεται μπροστά μου. Ο άσπρος καμβάς γεμίζει αργά-αργά χρώματα και γραμμές, και σε λιγότερο από μια ώρα, βλέπω τον εαυτό μου να παίρνει μορφή πάνω στο χαρτί.

«Σ’ αρέσει;» με ρωτάει, κρατώντας το σκίτσο μπροστά μου.
Το κοιτάζω με θαυμασμό. «Είναι πανέμορφο…»

Αφήνουμε τα πάντα στην άκρη και πηγαίνουμε στον καναπέ, τα ποτά μας στο χέρι. Είναι εκεί που, για πρώτη φορά, είμαι εγώ που του ρίχνομαι. Δεύτερη σκέψη δεν υπάρχει, δεν υπάρχει αμφιβολία, δεν υπάρχει συστολή. Χθες με είχε χαϊδέψει κάτω από τη μπλούζα. Σήμερα, εγώ προχωράω περισσότερο—η μπλούζα και το σουτιέν βγαίνουν με συνοπτικές διαδικασίες, και μένω για πρώτη φορά γυμνή από πάνω μπροστά σε άντρα.

Αν το χάδι των χεριών του στο στήθος μου χθες με είχε κάνει να τρέμω, το χάδι της γλώσσας του με διαλύει. Ολόκληρη παίρνω φωτιά. Το σώμα μου δεν είναι πια δικό μου, είναι δικό του, και για πρώτη φορά στη ζωή μου αφήνομαι ολοκληρωτικά.

Και όμως, ο Jean-Claude δεν προχωράει παραπάνω. Πέρα από ένα φευγαλέο χάδι ανάμεσα στα πόδια μου—πάνω από το παντελόνι μου—δεν κάνει τίποτα περισσότερο. Είναι σαν να ξέρει ακριβώς πότε να σταματήσει, σαν να διαβάζει το σώμα μου καλύτερα απ’ ό,τι το διαβάζω εγώ.

Όταν σταματάμε για να πάρουμε ανάσα, με κοιτάζει. «Είσαι πανέμορφη.»

Δεν ξέρω τι να απαντήσω. Απλά χαμογελάω.

«Θέλω να σε ζωγραφίσω ξανά… γυμνή.»
Η καρδιά μου χτυπάει πιο δυνατά. «Γυμνή;»
«Ναι. Τουλάχιστον από πάνω.»
Πιάνω τον εαυτό μου να το σκέφτεται. «Αρκεί να μη με βγάλεις φωτογραφία.»
Βάζει τα γέλια. «Δε θα σε τραβήξω φωτογραφία.»

Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν μπορώ να του πω όχι. Ακολουθώ τις οδηγίες του. Κάθομαι στο κρεβάτι, αφήνω τα χέρια μου να πέσουν χαλαρά στο πλάι, τον κοιτάζω καθώς ξεκινάει. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή, αλλά δεν ντρέπομαι.

«Έχεις ζωγραφίσει κι άλλες;»
Χαμογελάει, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του από το σκίτσο. «Δεν είσαι η πρώτη, αν με ρωτάς αυτό.»
«Γυμνές εννοώ.»
«Κατάλαβα τι εννοείς.» Για λίγο δεν μιλάει. «Όλες όσες έχω ζωγραφίσει μέχρι τώρα ήταν μοντέλα…»
«Εγώ είμαι ερασιτέχνης,» προσπαθώ να αστειευτώ, αλλά η φωνή μου βγαίνει χαμηλή.
Αφήνει κάτω το μολύβι, σηκώνει το βλέμμα του και με κοιτάζει κατάματα. «Και ταυτόχρονα η πιο όμορφη κοπέλα που έχω συναντήσει στη ζωή μου.» Χάνω τη μιλιά μου. «Δεν έχω λόγο να σου πω ψέματα, ξανθούλα μου.»

Δεν του απαντώ. Δεν υπάρχει τίποτα να πω. Χαμογελώ. Το μυαλό μου ταξιδεύει στις στιγμές που ζήσαμε αυτές τις λίγες μέρες. Κάπου μέσα μου, ξέρω ότι δεν θα κρατήσει. Ξέρω ότι το πρωί της Κυριακής θα πονέσει.

Αλλά αυτή τη στιγμή… αυτή τη στιγμή υπάρχει μόνο ο Jean-Claude και το μολύβι του που χορεύει πάνω στο χαρτί, αποτυπώνοντας την εικόνα μου σαν κάτι που δεν θέλει να ξεχάσει ποτέ.

Χάνω την αίσθηση του χρόνου. Όταν τελικά σηκώνομαι για να δω το σκίτσο, ξέρω ήδη πως θα μου αρέσει.

Κοιτάζω το σκίτσο για μερικές στιγμές, νιώθοντας την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Είναι όμορφο. Πάρα πολύ όμορφο. Και με έναν τρόπο που δεν μπορώ να εξηγήσω, είναι σαν να βλέπω τον εαυτό μου μέσα από τα μάτια του. Πριν προλάβω να το σκεφτώ, τον αρπάζω και τον τραβάω ξανά στον καναπέ, τα χέρια μου τυλίγονται γύρω του, το σώμα μου αναζητά ξανά τη θέρμη του.

Αυτή τη φορά δεν σταματά μόνο στα στήθη μου. Τα δάχτυλά του γλιστρούν ανάμεσα στα πόδια μου, και για μια στιγμή τρομάζω με την αντίδρασή μου—δεν είναι ότι δεν θέλω να σταματήσει, είναι ότι θέλω κι άλλο. Περισσότερο.

«Όχι άλλο…» ψιθυρίζω αδύναμα, δεν ξέρω από πού βρίσκω τη δύναμη να τον σταματήσω. Αλλά τη βρίσκω.

Και τότε καταλαβαίνω πως ό,τι κι αν ήταν αυτό που με έκανε να νιώθω ασφαλής μαζί του, δεν ήταν λάθος. Γιατί με το που του το λέω, τραβάει αμέσως το χέρι του. Δεν δείχνει απογοητευμένος, δεν πιέζει. Συνεχίζουμε να φιλιόμαστε, το ένα του χέρι μαλάζει αργά το στήθος μου, το άλλο χαϊδεύει απαλά τη μέση μου, και η στιγμή δεν χάνει τη μαγεία της.

Κάποια στιγμή σκύβει και τα χείλη του βρίσκουν τη ρώγα μου. Νιώθω το κορμί μου να ανατριχιάζει, αφήνω έναν ανάλαφρο αναστεναγμό, αλλά εκείνος δεν προχωρά περισσότερο. Παίρνουμε μια μικρή ανάσα, παραγγέλνουμε ακόμα ένα ποτό, και μετά πιάνουμε την κουβέντα, γελώντας, αγγίζοντας ο ένας τον άλλον χωρίς καμία βιασύνη, σαν να έχουμε μπροστά μας όλο τον χρόνο του κόσμου.

Πιάνει την κιθάρα του. Είναι μόνο με το  μποξεράκι του και είμαι μόνο με το κιλοτάκι μου. Πώς είναι δυνατό να μη δίνω δεκάρα; Και όμως είναι. Τον κοιτάζω γοητευμένη και εκείνος ξεκινάει να παίζει στην κιθάρα και να μου τραγουδάει:
Elle a des yeux qui voient la mer
A travers la pluie qui descend
Elle fait des rêves où elle se perd
Entre les grands nuages blancs
Elle ne sait plus le jour ni l'heure
Elle a des larmes au fond du cœur
Qui lui font peur
Τον ακούω γοητευμένη. Η φωνή του είναι υπέροχη και οι στίχοι μιλάνε στην καρδιά μου.
Elle n'entend pas ce que je dis
Et sa main dans ma main s'endort
Je voudrais être ce pays
Où elle s'en va chercher encore
Dans le miroir de son passé
Ce rêve qui s'était brisé
Un soir d'été
Η νύχτα κυλάει γρήγορα, και προτού το καταλάβουμε, μας βρίσκει ξανά το ξημέρωμα. Με συνοδεύει μέχρι το ξενοδοχείο μου, κι εκεί, έξω από την είσοδο, σταματάμε. Φιλιόμαστε. Δεν είναι ένα γρήγορο αποχαιρετιστήριο φιλί, αλλά ένα φιλί που κρατά όλη την ένταση και την επιθυμία της βραδιάς. Και όταν τελικά χωριζόμαστε, έχουμε ήδη δώσει ραντεβού για τις 11:00—σε τέσσερις ώρες.
⇽∙∙∙⇾
Κοντεύει 07:00 όταν μπαίνω στο δωμάτιο και, περιέργως, αυτή τη φορά η Κατερίνα δεν μου ρίχνει τον εξάψαλμο.

«Μπα, το βρήκες το δωμάτιο;» μου λέει παιχνιδιάρικα.
«Με τα χίλια ζόρια!» της απαντάω και πέφτω στο κρεβάτι γελώντας.
«Το φαντάστηκα… Πώς περάσατε;»
«Πολύ-πολύ όμορφα… Με ζωγράφισε!»
Τα μάτια της γουρλώνουν. «Σε ζωγράφισε;»
«Ναι!» της λέω και της δείχνω το σκίτσο.
«Woah!»
«Σ’ αρέσει;»
«Είναι πανέμορφο!!!»
«Έτσι δεν είναι; Και δεν του πήρε πάνω από μια ώρα!»



Η Κατερίνα σηκώνει το βλέμμα της από το σκίτσο και με κοιτάζει με τρόπο που δεν μου αρέσει. «Και όλη την άλλη ώρα τι κάνατε; Μολόγα τα όλα!»
«Πολλά!» της απαντάω σκανταλιάρικα, και της διηγούμαι τα πάντα.

Τη βλέπω να μένει με το στόμα ανοιχτό, αλλά δεν ξέρω αν αυτό που την σοκάρει περισσότερο είναι όσα της λέω ή το γεγονός ότι τον άφησα να με ζωγραφίσει γυμνόστηθη.

«Μωρή, σοβαρά μιλάς;»
«Δεν μπορούσα να του πω όχι… Όταν… ειλικρινά σου μιλάω, όταν χαϊδευόμασταν, με τα χίλια ζόρια τον σταμάτησα. Και δεν εννοώ ότι με πίεσε—δεν ήθελα η ίδια να σταματήσει!»

Η Κατερίνα αναστενάζει και κουνάει το κεφάλι της. «Καλά… εσύ δεν την έχεις δαγκώσει απλά, τον έχεις ερωτευτεί μέχρι τα μπούνια.»

Κοιτάζω το σκίτσο στα χέρια μου, μετά κοιτάζω το ταβάνι.

«Δεν ξέρω αν είναι έρωτας… Ναι, μου έχει πάρει τα μυαλά, το παραδέχομαι, αλλά έρωτας;» Μένω σιωπηλή για λίγο. «Κάμποσες φορές έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται το Μάριο.» Η Κατερίνα σηκώνει το φρύδι της. «Θα το έκανα αν ήμουν πραγματικά ερωτευμένη με τον Jean-Claude;»

Δεν απαντάει. Δεν έχω ιδέα τι είναι αυτό που νιώθω για τον Jean-Claude. Ίσως να είναι μόνο ενθουσιασμός, ίσως κάτι παραπάνω. Αλλά ξέρω τι νιώθω για τον Μάριο. Ο συνδυασμός και των δύο κάνει την καρδιά μου να βουλιάξει. Ξημέρωσε τελευταία μας μέρα στο νησί.

Και θα πονέσει. Θα πονέσει πολύ.
⇽∙∙∙⇾
Ξημέρωσε. Η τελευταία μας μέρα στο νησί, και η αίσθηση του αναπόφευκτου με βαραίνει σαν πέτρα στο στήθος. Κάθομαι στην άκρη της πισίνας, τα χέρια σφιγμένα, το βλέμμα καρφωμένο στο νερό που αντανακλά τον ήλιο. Ξέρω ότι έρχονται οι τελευταίες ώρες, το ξέρει κι εκείνος, και το στομάχι μου έχει δεθεί κόμπος. Μα πώς διάολο τα καταφέρνω πάντα και διαλέγω αυτούς που δεν μπορώ να έχω; Karma is a bitch, που λένε οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι. Ίσως, σκέφτομαι πικρά, κάπως έτσι ξεπληρώνω όλες τις χυλόπιτες που είχα ρίξει.

Ή, ακόμα χειρότερα, τη χυλόπιτα που δεν έριξα.

Πριν προλάβω να χαθώ περισσότερο στις σκέψεις μου, μια σκιά πέφτει πάνω μου και ξέρω ήδη ποιος είναι πριν σηκώσω το βλέμμα. Ο Jean-Claude στέκεται μπροστά μου, με το γνώριμο φωτεινό του χαμόγελο, αυτό που πάντα τον κάνει να μοιάζει λες και δεν ανήκει σ’ αυτόν τον κόσμο.

«Γεια σου, ξανθούλα μου» λέει με τη γνώριμη τρυφερότητα, και πριν προλάβω να απαντήσω, σκύβει και μου δίνει ένα απαλό φιλί.
«Πού το βρίσκεις το κέφι, μωρέ Jean-Claude;» του λέω, προσπαθώντας να κρύψω τη θλίψη που μου καίει το στήθος.
«Γιατί είμαι με το πιο όμορφο κορίτσι σε όλο το νησί» μου απαντάει και με κοιτάζει σαν να θέλει να αποτυπώσει κάθε λεπτομέρεια του προσώπου μου.
«Για λίγες ώρες ακόμα» του απαντώ πικρά, και ο Jean-Claude χαμηλώνει ελαφρά το κεφάλι.
«Έτσι είναι αυτά, ξανθούλα μου» λέει με εκείνη την ήρεμη, σχεδόν φιλοσοφημένη φωνή του. «Όλα τα καλά κάποτε τελειώνουν.»
Κλείνω τα μάτια, προσπαθώντας να μη νιώσω το τράβηγμα στον λαιμό μου από την ανάγκη να κλάψω. «Και μετά;» ρωτάω χαμηλόφωνα.
«Και μετά… μετά μας μένουν οι όμορφες αναμνήσεις» απαντάει και χαμογελά, σαν να μου λέει κάτι αυτονόητο. «Κράτησέ τις, Μπίλι μου, και αντί να λυπάσαι γι’ αυτό που πέρασε και χάθηκε, χαμογέλα στη σκέψη του πόσο όμορφο ήταν αυτό που ζήσαμε.»
«Μια κουβέντα είναι αυτή…» ψελλίζω, με το βλέμμα μου χαμηλωμένο.
«Ίσως, αλλά δεν αλλάζει την αλήθεια της» λέει απλά. «Είναι ο τρόπος που βλέπω τη ζωή, ξανθούλα μου. Να απολαμβάνω ό,τι όμορφο μου δίνει, όσο αυτό διαρκέσει, και όταν τελειώσει, να θυμάμαι πόσο ευτυχισμένο με έκανε όσο το είχα, αντί να θρηνώ που τελείωσε. Δες το κι έτσι: αν αυτό που σου μένει είναι η πίκρα γι’ αυτό που έχασες, δεν είναι σαν να το μετάνιωσες;»

Μένω σιωπηλή, γιατί ξέρω πως δεν έχω απάντηση.

«Όλα τα πράγματα στη ζωή είναι εφήμερα» συνεχίζει, και η φωνή του έχει αυτή την ήρεμη βεβαιότητα που τόσο θαυμάζω. «Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν από τη ζωή μας, αυτή είναι η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, και κάθε ένας αφήνει το δικό του σημάδι. Εγώ θα σε κρατήσω στην καρδιά μου σαν μια όμορφη, μια υπέροχη ανάμνηση, σαν ένα γλυκό ανοιξιάτικο όνειρο.»
Η φωνή μου σπάει καθώς ψιθυρίζω, «Είσαι υπέροχος.» Εκείνος χαμογελά και με αγκαλιάζει, και για μια στιγμή, καθώς μένω ακίνητη μέσα στα χέρια του, εύχομαι να μπορούσε να σταματήσει ο χρόνος. Όμως δε σταματά. Η μέρα κυλάει σαν άμμος μέσα από τα δάχτυλά μου και πριν το καταλάβω, η στιγμή που φοβόμουν έχει φτάσει.

Το απόγευμα μας φωνάζουν για την επιβίβαση στα πούλμαν. Ο Jean-Claude με κρατάει σφιχτά, σαν να προσπαθεί να παρατείνει το αναπόφευκτο, και τα δάκρυα που πάλεψα να κρατήσω όλη τη μέρα απειλούν να ξεφύγουν.

«Αντίο, Μπίλι μου» λέει, σκουπίζοντας ένα δάκρυ από το μάγουλό μου. «Θα σ’ έχω για πάντα στην καρδιά μου.»

Δαγκώνω τα χείλη μου και σφίγγω τα δάχτυλά μου γύρω από το χαρτί που κρατώ. Μου είχε ζητήσει επίμονα να του δώσω τα στοιχεία μου, για να μπορούμε τουλάχιστον να αλληλογραφούμε, και στην αρχή το αρνήθηκα, ήξερα θα πονέσω που δεν θα τον ξαναέβλεπα ποτέ, οπότε γιατί να το έκανα ακόμα πιο σκληρό απ’ όσο ήταν; Το σκεφτόμουν όλο το πρωί. Ακόμα θυμάμαι τα λόγια της Κατερίνας:
«Αν δεν του τη δώσεις πριν χωριστείτε δε θα μπορέσεις ποτέ να το πάρεις πίσω» μου είπε, και ήταν αυτό που μ’ έκανε να πάρω την απόφασή μου.
«Έχω κάτι τελευταίο για σένα» του λέω και του δίνω ένα μικρό, διπλωμένο χαρτάκι. Το κοιτάζει και το χαμόγελό του φωτίζει ολόκληρο το πρόσωπό του. Το διπλώνει προσεκτικά και το βάζει στην τσέπη του.
«Αντίο Μπίλι μου,» μου λέει δίνοντάς μου το τελευταίο μας φιλί.
«Αντίο Jean-Claude μου» του κάνω όταν τελικά—και με μεγάλη δυσκολία—τα χείλη μας απομακρύνονται, και φεύγω για να πάω να πάρω τα πράγματά μου για να τα πάω στο πούλμαν. Πιο δυνατή από το μυθικό Ορφέα, βρίσκω τη δύναμη να μη γυρίσω να κοιτάξω πίσω μου. Όταν βγαίνω από το bungalow με τα πράγματά μου ο Jean-Claude έχει πια φύγει.
Κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
Σε όλο το ταξίδι της επιστροφής είμαι αμίλητη, απλά κάθομαι και κοιτάζω τις φωτογραφίες που είχαμε τραβήξει στο club. Τα πρώτα δάκρυα δεν αργούν καθώς μέσα στ’ αφτιά μου ακούω ξανά και ξανά τον Jean-Claude να μου τραγουδάει.
Elle a des yeux qui voient la mer
A travers la pluie qui descend
Elle fait des rêves où elle se perd
Entre les grands nuages blancs
Elle ne sait plus le jour ni l'heure
Elle a des larmes au fond du cœur
Qui lui font peur
⇽∙∙∙⇾
Πόνεσε το ρημάδι, πόνεσε πολύ, και για δυο-τρεις εβδομάδες δε μιλιόμουν. Δεν το μετάνιωσα, όμως. Ήταν ακριβώς όπως το είπε ο Jean-Claude—ένα όμορφο ανοιξιάτικο όνειρο που χάθηκε στο πρώτο φως της αυγής, αλλά με άφησε με το χαμόγελο στα χείλη, κι ας ήταν πικρό το ξύπνημα. Τι αξία θα είχε άλλωστε κάτι που έχασες, αν δεν το πένθησες έστω και λίγο;

Στο Μάριο είπα όλη την ιστορία. Ή σχεδόν όλη. Υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν τα μοιράζεσαι με ένα αγόρι, πόσο μάλλον όταν είναι το αγόρι που αγαπάς. Πέρα από το ότι ήμουν ερωτευμένη μαζί του και τον πραγματικό λόγο που τα είχα φτιάξει με τον Δημήτρη, δεν του έκρυψα τίποτε άλλο—δεν είχαμε μυστικά μεταξύ μας. Δεν ήξερα τι περίμενα να δω στο βλέμμα του καθώς μιλούσα, αλλά σίγουρα δεν περίμενα αυτό. Όσο κι αν ήταν ξεκάθαρο πως ο Jean-Claude με είχε μαγέψει, ο Μάριος δεν έδειξε ούτε να ζηλεύει ούτε να θυμώνει. Ούτε καν όταν του εξομολογήθηκα ότι πόζαρα για εκείνον γυμνόστηθη. Το μόνο που έκανε ήταν να με τραβήξει κοντά του και να με κρατήσει σφιχτά στην αγκαλιά του, σα να ήθελε να με προστατέψει από κάτι που είχε ήδη περάσει.

«Δε σε αδικώ που ξεμυαλίστηκες» παραδέχτηκε, όταν του έδειξα τη φωτογραφία του Jean-Claude. «Είναι πολύ όμορφος άντρας.» Έπειτα, με κοίταξε με τρόπο που δεν κατάλαβα. «Όσο για το άλλο που σου είπε, τον πιστεύω. Δεν είναι ο μόνος που δεν έχει γνωρίσει στη ζωή του πιο όμορφη κοπέλα από σένα…»

Δεν είχε κρύψει ποτέ του πόσο όμορφη με θεωρούσε, οπότε δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Αλλά όταν με έσφιξε ακόμα περισσότερο πάνω του, όταν με άφησε να κλάψω μέσα στην αγκαλιά του, χωρίς να ρωτήσει τίποτα, χωρίς να απαιτήσει εξηγήσεις, η άμυνά μου κατέρρευσε. Μπορεί να μην με αγαπούσε όπως τον αγαπούσα εγώ, αλλά αυτή η αγκαλιά θα ήταν πάντα εκεί για μένα, σταθερή, ανοιχτή, χωρίς προϋποθέσεις. Και κάπως έτσι, θρηνώντας την απώλεια του Jean-Claude στην αγκαλιά του Μάριου, κατέληξα να τον ερωτευτώ ακόμα περισσότερο.

Μπράβο μου, όχι, μπράβο μου…

03:06

Ήταν πολύ δύσκολη χρονιά γεμάτη διάβασμα, φροντιστήρια και ατελείωτες ώρες μπροστά σε βιβλία. Κι αν το βάρος της προετοιμασίας ήταν ήδη αρκετό, η απουσία του Μάριου έκανε τα πάντα να μοιάζουν λίγο πιο μοναχικά. Όχι πως χαθήκαμε—είχαμε ακόμα τα γαλλικά, τα καφέ τα Σαββατοκύριακα, τις σποραδικές φορές που διαβάζαμε μαζί και μετά βλέπαμε ταινίες. Αλλά δεν ήταν το ίδιο. Μου έλειπε. Μου έλειπε το να τον έχω κοντά μου χωρίς τα όρια που ξαφνικά είχε θέσει η ζωή.

Όταν είχε περάσει πρώτος στο Πολυτεχνείο, με 6.370 μόρια, τον έγραψαν μέχρι και οι εφημερίδες. Δεν του το είχα πει, αλλά τις είχα αγοράσει όλες και είχα κρατήσει τα αποκόμματα σαν θησαυρό, φυλαγμένα σε ένα μικρό κουτάκι, σαν κάτι ιερό που μόνο εγώ είχα το δικαίωμα να αγγίξω.

Κι αν ο χρόνος δεν περίμενε κανέναν, το τέλος αυτής της διαδρομής ήρθε ξαφνικά, χωρίς να προλάβω να το συνειδητοποιήσω.
⇽∙∙∙⇾
Τέλη Ιουλίου. Ο ήλιος καίει ήδη από το πρωί και νιώθω τις σταγόνες του ιδρώτα να κυλάνε αργά στη ραχοκοκαλιά μου, μα δεν είναι η ζέστη που κάνει τον ιδρώτα μου κρύο. Σήμερα το πρωί ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των Πανελληνίων. Η Κατερίνα έχει σπάσει τα τηλέφωνα. Ο Μάριος, που μόλις γύρισε από μια εκδρομή με τους συμφοιτητές του, με έχει κάνει Χριστό να πάμε να τα δούμε. Πήγε μεσημέρι μέχρι να βρω το κουράγιο.

Ήταν η χρονιά της μεγάλης σφαγής των Μαθηματικών, και οι βάσεις αναμένονταν να κάνουν βουτιά. Είμαι σίγουρη ότι έχω γράψει πολύ καλά, αν όχι άριστα, σε όλα εκτός από την έκθεση, που ποτέ δεν ήξερα πώς θα μου βγει. Αλλά μέχρι να δω τους βαθμούς, τίποτα δεν ήταν σίγουρο. Νιώθω τα χέρια μου παγωμένα, παρά τη ζέστη, και τα δάχτυλά μου παίζουν νευρικά με το στρίφωμα της μπλούζας μου.

Φτάνουμε στο σχολείο. Άδειο. Οι σόλες των αθλητικών μας κάνουν ελαφρύ θόρυβο στο τσιμέντο και ο ήχος αντιλαλεί λίγο στην άδεια αυλή. Κοιτάζω την είσοδο σαν να είναι η πύλη για την κόλαση.

«Άντε, κούνα τον κώλο σου,» λέει ο Μάριος, χτυπώντας ελαφρά τον ώμο μου με τον αγκώνα του.
«Μάριε… φοβάμαι,» μουρμουρίζω, η φωνή μου πιο εύθραυστη απ’ όσο θα ήθελα. Τα δάχτυλά μου σφίγγουν το λουράκι της τσάντας μου, λες και από αυτό εξαρτάται η ζωή μου.

Εκείνος κοντοστέκεται, με κοιτάζει για μια στιγμή και μετά βάζει τα χέρια στις τσέπες του. Κάνει ένα βήμα πιο κοντά, τα μάτια του γελάνε, αλλά η φωνή του είναι μαλακή.

«Έλα ρε μαλάκα που φοβάσαι, θα δεις ότι έχεις γράψει άριστα.»
«Δεν μπορώ…» Η φωνή μου ακούγεται ψιθυριστή, σχεδόν αδύναμη.
«Μπίλι, ξεκόλλα!» κάνει και σηκώνει τα χέρια σαν να παραδίνεται, αλλά τα μάτια του είναι τρυφερά.
«Πήγαινε εσύ και πες μου,» τον εκλιπαρώ, κατεβάζοντας το βλέμμα και παίζοντας νευρικά με την άκρη του σορτς μου.

Με κοιτάζει για μια στιγμή, αναστενάζει θεατρικά και τελικά προχωράει προς τον πίνακα με τα αποτελέσματα, τα βήματά του αργά και αποφασιστικά.

«Για να δούμε… Μανουσάκης… Μαντάκα… Μαρκετάκη! Σε βρήκα!» φωνάζει τελικά με μια έξαψη στη φωνή του.

Η καρδιά μου πάει να σπάσει, νιώθω τα χέρια μου να τρέμουν ελαφρά και τα γόνατά μου να μαλακώνουν.

«160 Μαθηματικά. 160 Φυσική. 160 Χημεία. 153 Έκθεση.» Με κοιτάζει με χαμόγελο μέχρι τα αφτιά, τα μάτια του λάμπουν. «Μαλάκα, έχεις πιάσει 6.330 μόρια. Όχι απλά πέρασες. Παίζει να είσαι κι εσύ πρώτη των πρώτων.»

Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα και νιώθω την ανάσα μου να κολλάει στον λαιμό μου.

«Μη μου κάνεις πλάκα!» καταφέρνω να ψελλίσω, τα μάγουλά μου καίνε και η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά που είμαι σίγουρη ότι την ακούει.
«Να μη σε χαρώ, Μπίλι μου.» Η φωνή του είναι μαλακή, τρυφερή.

Δεν έχω υπάρξει ποτέ ιδιαίτερα κλαψιάρα. Αλλά η ένταση, η ανακούφιση, η χαρά—όλα ξεσπούν ταυτόχρονα. Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα πριν το καταλάβω και φέρνω τα χέρια μου στο πρόσωπό μου, ξεσπώντας σε λυγμούς χωρίς να με νοιάζει ποιος με βλέπει.

Ο Μάριος κάνει δύο βήματα και με σφίγγει πάνω του, τα χέρια του τυλίγονται γύρω μου και το πηγούνι του ακουμπάει στο κεφάλι μου. Εγώ χώνομαι στην αγκαλιά του, αφήνοντας τα δάκρυα να τρέξουν χωρίς ντροπή, νιώθοντας το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει αργά και σταθερά.

«Μην κλαις από τώρα ρε μαλάκα. Περίμενε την πρώτη εξεταστική του Γενάρη και θα κλάψεις με περισσότερη όρεξη,» με πειράζει, και το κλάμα μου γίνεται κλαυσίγελος.
«Πέρασα!» ψελλίζω ανάμεσα σε λυγμούς και γέλια, με τη φωνή μου να σπάει.
«Μόνο πέρασες ρε μαλάκα; Αν δεν έχεις περάσει πρώτη, θα φάω τις κοτσίδες μου.»
«Ποιες κοτσίδες βρε παπάρα;» του κάνω και του ρίχνω μια αδύναμη μπουνιά στον ώμο, ενώ γελάω ακόμα με δάκρυα στα μάτια.
«Λέμε τώρα! Ορίστε, είχα δεν είχα, πάλι θα σε φορτωθώ.» λέει και κάνει πως αναστενάζει δραματικά.
«Και ένα χρόνο που σε άφησα λάσκα, πολύ ήταν!» του απαντάω και σκουπίζω πρόχειρα τα μάτια μου με την ανάστροφη του χεριού μου.
«Πω-πω! Ρε μαλάκα, από τον Σεπτέμβρη θα είμαστε συμφοιτητές, μόνο στο δημοτικό δεν ήμασταν μαζί! Μου είχες λείψει πολύ όλη τη χρονιά ρε Μπίλι… κοίτα να δεις που στο τέλος θα βάλω κι εγώ τα κλάματα.»
«Άχου το μωρέ!» τον πειράζω, αλλά η φωνή μου βγαίνει πιο μαλακή απ’ ό,τι θα ήθελα. Το χαμόγελό μου είναι ακόμα τρεμάμενο και τα μάτια μου καίνε από τα δάκρυα.

Εμένα να δεις πόσο μου είχες λείψει, π’ ανάθεμά σε…

Παίρνω μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να ισιώσω το χαμόγελό μου πριν γίνει εντελώς χαζοχαρούμενο, αλλά είναι δύσκολο όταν νιώθω το στήθος μου να πάλλεται από τη χαρά και την ανακούφιση. Τα μάγουλά μου καίνε ακόμα, και προσπαθώ μάταια να σκουπίσω τα μάτια μου με την ανάστροφη του χεριού μου. Ο Μάριος με κοιτάζει χαμογελώντας, με εκείνο το βλέμμα που λέει «το ήξερα».

«Ουφ, κάτσε να με θαυμάσω κι εγώ και μετά πάμε να δούμε τι έκανε και η Κατερίνα!» του λέω, κάνοντας τάχα μου τη σνομπ.

Πηγαίνουμε μαζί προς τον πίνακα, εγώ κοιτάζω ακόμα τα χαρτιά με δυσπιστία, λες και φοβάμαι πως θ’ αλλάξουν ξαφνικά οι βαθμοί μου.

«Πού είναι αυτή;» με ρωτάει, ενώ εγώ ακόμα χωνεύω τους βαθμούς μου.
«Διακοπές με τους δικούς της. Αν δεν της τα πω όταν με ξαναπάρει, θα με γαμήσει, έχει σπάσει τα τηλέφωνα από το πρωί!»
«Για να δούμε… Μιχαλοπούλου… 160 Αρχαία, 155 Λατινικά, 150 Έκθεση, 150 Ιστορία. Εντάξει, 6150 μόρια έπιασε ο χασοδίκης!» ανακοινώνει με ύφος ξερόλα, δείχνοντας το όνομα με το δάχτυλό του.
«Πέρασε!!!!!» φωνάζω ενθουσιασμένη και αρχίζω να χοροπηδάω επιτόπου, τα χέρια μου σφίγγονται σε γροθιές και τα μάτια μου λάμπουν.
Ο Μάριος με κοιτάζει σχεδόν με δυσπιστία, αλλά το χαμόγελό του δεν κρύβεται. «Απλά πέρασε; Μαλάκα, κι αυτή παίζει να είναι πρώτη! Τι σκατά λίπασμα σας βάλανε φέτος;»
«Λέει ο αρχιφύτουλας με τα 6370 μόρια.» του πετάω γελώντας και τον σπρώχνω ελαφρά στον ώμο.
«Το αντιπαρέρχομαι!» μου λέει σουφρώνοντας το στόμα του και μου γυρίζει θεατρικά την πλάτη. Μετά γυρνάει και πάλι προς το μέρος μου με έξαψη που δεν κρύβεται: «Λοιπόν μαλάκα, το βράδυ πάμε έξω να γίνουμε κάλτσες και μη μου πεις για Ηλία και Άννα, έχεις ενηλικιωθεί από τα τέλη Απρίλη. Χώρια δηλαδή που με τους βαθμούς που πήρες, τι θα σου πουν;»
«Δεν έχεις να βγεις με την Ελένη;» τον ρωτάω, τάχα αδιάφορα, αλλά η ψυχούλα μου το ξέρεις.
Εκείνος σηκώνει τους ώμους και σουφρώνει τα χείλη. «Πάει αυτή» μου λέει απλά, και η καρδιά μου κάνει μια τούμπα.
«Πότε πρόλαβες ρε μαλάκα;» ρωτάω και προσπαθώ να ακουστώ ανέμελη, αλλά μάλλον δεν το καταφέρνω και πολύ καλά γιατί με κοιτάζει με ένα μικρό στραβό χαμόγελο.
«Εγώ; Αυτή με σούταρε!» μου λέει και γελάει ειρωνικά «Γαμώ τες εκδρομές πέρασα!»
«Πάλι;» κάνω, τάχα απορημένη, και κατεβάζω το βλέμμα στις μύτες των αθλητικών μου, σφίγγοντας τα χέρια μου στις τσέπες.
«Τι να πω, φαίνεται έχω γυναικοδιώχτη,» μου απαντάει σηκώνοντας τους ώμους. «Δε με αντέχει καμιά.»
«Ναι, αλλά γιατί;» τον ρωτάω, προσπαθώντας να ακουστώ αδιάφορη αλλά μάλλον το φαλτσάρω λίγο.
Εκείνος σηκώνει τα μάτια προς τον ουρανό και κουνάει το κεφάλι. «Γιατί προφανώς κάτι κάνω λάθος.»
«Ναι, αλλά τι;» τον ρωτάω μαζεμένα.
Με κοιτάζει για μια στιγμή, λες και θέλει κάτι να μου πει αλλά γρήγορα το μετανιώνει. «Τώρα θα το λύσουμε αυτό; Άντε, πάμε να τα πεις στους δικούς σου και να πάρεις τηλέφωνο και την Κατερίνα.»

Δεν επιμένω. Νιώθω τα μάγουλά μου να καίνε και το στομάχι μου να σφίγγεται με έναν τρόπο που δεν εξηγείται.

Γυρνάμε σπίτια μας, και μπαίνω μέσα πάνω που χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνω βιαστικά, σχεδόν παραπατώντας.

«Παρακαλώ;»
«Αν δεν έχεις πάει ακόμα θα σε στραγγαλίσω με τα ίδια σου τα άντερα!» Η φωνή της Κατερίνας τσιρίζει τόσο δυνατά που σχεδόν τραβιέμαι πίσω.
«Αφενός κι εγώ σ’ αγαπάω και αφετέρου θα μου κλάσεις, χασοδίκη!» της λέω και χαχανίζω, και την ακούω να τσιρίζει σαν σειρήνα. «Σωστά καταλάβατε δεσποινίς Μιχαλοπούλου, περάσατε με τα τσαρούχια.»
«Πώς το ξέρεις ότι πέρασα;;;;» Η φωνή της τρέμει από αγωνία.
«160 Αρχαία, 155 Λατινικά, 150 Έκθεση και 150 Ιστορία. Μαλάκα, έχεις πιάσει 6150 μόρια!» ανακοινώνω και σχεδόν την ακούω να σκάει από την άλλη γραμμή.
«Πέρασα! Πέρασα!» την ακούω έτοιμη να βάλει τα κλάματα στο τηλέφωνο, και χαμογελάω τόσο πολύ που πονάνε τα μάγουλά μου. «Εσύ;» με ρωτάει με αγωνία.
«Κι εγώ έσκισα, κοριτσάρα μου! 6330 μόρια, όχι απλά έχω περάσει στη σχολή, αλλά ο Μάριος πιστεύει ότι θα είμαι και εγώ πρώτη των πρώτων, όπως η αφεντιά του πέρσι. Και εδώ που λέμε, κι εσύ παίζει να πέρασες πρώτη στη Νομική.»
«Μωρέ και τελευταία να περνούσα και πάλι πάρτι θα έκανα, σοβαρά τώρα;»
«Ναι, αλλά δες το κι έτσι, ακόμα και αν δεν είσαι πρώτη, δε θα έχεις το άγχος μέχρι να βγουν οι βάσεις!»
«Από άγχος άλλο τίποτα φέτος. Ευχαριστώ Θεούλη μου, τελειώσαμε με δαύτο!» λέει, και από την άλλη γραμμή ακούω τον ήχο από κάτι που μοιάζει με μπουρμπουλήθρες—λογικά έχει βουτήξει στο νερό και πανηγυρίζει.

Μιλάμε για λίγη ώρα ακόμα και την αφήνω να πάει να τα πει στους δικούς της. Εγώ μένω καθισμένη στο κρεβάτι μου με το τηλέφωνο ακόμα να καίει στο χέρι μου, τα δάχτυλά μου να τρέμουν ελαφρά, και την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή. Χαζεύω το ταβάνι, τα πόδια μου κρέμονται και κουνιούνται ρυθμικά σαν παιδάκι που περιμένει το παγωτό του.

Το χαμόγελό μου είναι τόσο πλατύ που πονάνε τα μάγουλά μου. «Πολυτεχνείο σου έρχομαι!» λέω μέσα μου και δεν μπορώ καλά-καλά να το πιστέψω.

Η φωνή μου ακούγεται παράξενα ξένη, σαν να μην ανήκει σε μένα. Τα μάτια μου καίνε ελαφρά και προσπαθώ να πνίξω έναν χαζό λυγμό που απειλεί να ξεφύγει. Όλοι οι κόποι μου, όλο το διάβασμα, όλη η κούραση αυτή τη χρονιά, ανταμείφθηκαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Γελάω μόνη μου, μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι και φέρνω το μαξιλάρι στην αγκαλιά μου, το σφίγγω τόσο δυνατά που αν είχε φωνή θα τσίριζε. Γελάω στη σκέψη ότι θα έχω τους γονείς του Μάριου—τους δεύτερους δικούς μου γονείς—καθηγητές. Και το Μάριο συμφοιτητή! Θα είμαστε και πάλι όλη τη μέρα μαζί, και αν και η αίσθηση είναι γλυκόπικρη, αυτή τη στιγμή δε με νοιάζει τίποτα!

Ακούω την πόρτα να ανοίγει, ένας θόρυβος τόσο καθημερινός και γνώριμος που για μια στιγμή δεν το επεξεργάζομαι. Όταν όμως συνειδητοποιώ ότι γύρισαν ο πατέρας μου και η μητέρα μου, πετάγομαι από το κρεβάτι σαν ελατήριο. Τρέχω στο διάδρομο, σχεδόν γλιστράω με τις κάλτσες μου στα πλακάκια, τα χέρια μου ήδη σηκωμένα ψηλά.

«Τάξτε μου!» τους λέω και το χαμόγελό μου είναι τόσο δυνατό που κάνει σχεδόν το πρόσωπό μου να πονάει. Τα μάτια μου λάμπουν, η φωνή μου τρέμει από τον ενθουσιασμό.

Η μητέρα μου φέρνει το χέρι της στο στόμα της, τα μάτια της γουρλωμένα από την αγωνία και την ελπίδα. Ο πατέρας μου παγώνει για μια στιγμή, τα κλειδιά ακόμα στο χέρι του, και με κοιτάζει λες και δεν το πιστεύει.

«Έγραψες καλά;» ρωτάει η μητέρα μου, η φωνή της σχεδόν ψιθυριστή.
«160 Μαθηματικά,» ξεκινάω, και μαζί με το πρώτο χαμόγελο, η μάνα μου πνίγει έναν λυγμό και το χέρι της τρέμει ελαφρά. «160 Φυσική,» συνεχίζω, και ο πατέρας μου αφήνει τα κλειδιά να πέσουν κάπου στο έπιπλο, χωρίς να τα προσέξει καν. Το πρόσωπό του αρχίζει να σπάει, τα μάτια του να υγραίνονται. «160 Χημεία!» συνεχίζω, και αυτή τη φορά η φωνή μου σπάει, και χωρίς να το καταλάβω τα μάτια μου έχουν αρχίσει και τσούζουν. «Εντάξει, στην έκθεση πάτωσα,» τους λέω και γελάω με τον στιγμιαίο πανικό τους. «Μόλις 153!» συνεχίζω χαχανίζοντας.
«Κοριτσάρα μου!» ουρλιάζει σχεδόν ο πατέρας μου και με αρπάζει πριν προλάβω να κάνω οτιδήποτε. Με σηκώνει από το έδαφος σαν να είμαι πέντε χρονών, με σφίγγει στην αγκαλιά του τόσο δυνατά που νιώθω τον αέρα να φεύγει από τα πνευμόνια μου. Με κατσιάζει στα φιλιά και τα γένια του με τσιμπάνε, αλλά δε με νοιάζει καθόλου, γελάω τόσο πολύ που ξεκαρδίζομαι.

Μετά σειρά έχει η μάνα μου, που είναι λίγο κλαψιάρα, να τα λέμε αυτά. Με σφίγγει πάνω της με τόση δύναμη που θα έκανε αγκάλιασμα πύθωνα να μοιάζει με κρύα χειραψία.

«Αέρα!» της κάνω και καλά σα να μου έχει κοπεί η ανάσα, αλλά τρίβω το πρόσωπό μου πάνω της σαν μικρό παιδί που ζητάει κι άλλη αγκαλιά.

Καθόμαστε στο σαλόνι, εγώ ανάμεσα τους, οι δικοί μου με μάτια κόκκινα και περήφανα και τα δικά μου να καίνε ακόμα. Το χαμόγελό μου δεν λέει να σβήσει, και πού να σβήσει δηλαδή.

«Ο Μάριος πιστεύει ότι θα είμαι κι εγώ πρώτη των πρώτων,» τους λέω γεμάτη περηφάνεια.
Ο πατέρας μου σφυρίζει χαμηλά, κουνώντας το κεφάλι του λες και ακόμα δεν το πιστεύει. «Κοίτα την κόρη μας!» μουρμουρίζει, με τη φωνή του να τρέμει από την περηφάνια.

Και κάπως έτσι με συνοπτικές διαδικασίες πάρθηκε η απόφαση το βράδυ να βγούμε έξω με το Μάριο και τους γονείς του να το γιορτάσουμε. Το στομάχι μου κάνει τούμπες από τη χαρά και έχω τόσο όμορφη διάθεση που, εντελώς ασυνείδητα, βγάζω από την ντουλάπα το φόρεμα που μου είχε διαλέξει η Κατερίνα.

Όταν εμφανίστηκα έτοιμη, η μαμά μου κοντοστάθηκε στην πόρτα με ένα ύφος σαν να προσπαθούσε να επεξεργαστεί το γεγονός. Τα μάτια της γούρλωσαν ελαφρά και το χέρι της έμεινε μετέωρο στη μέση της κίνησης.

«Να πάω να ανάψω ένα κερί;» ψέλλισε τελικά, το βλέμμα της γεμάτο μείγμα δέους και καμάρι.
«Αν θες, ανάψ’ το και βάλε και τάμα» της απαντάω, πετώντας τα μαλλιά μου πίσω επιδεικτικά, με ύφος δήθεν σταρ του Χόλυγουντ.

Η μητέρα μου γελάει—το γάργαρο, αληθινό γέλιο που σπάνια βγαίνει έτσι εύκολα—και έρχεται και με φιλάει στο μάγουλο, τα χέρια της να τρέμουν ελαφρά.

Και εγώ, με το φόρεμα που μου είχε διαλέξει η Κατερίνα και τα μάτια που λάμπουν ακόμα από τα δάκρυα, σκέφτομαι ότι δεν θα άλλαζα αυτή τη στιγμή με τίποτα.
Κατά τη διάρκεια του δείπνου, η κυρία Χριστίνα με κοιτούσε με ένα βλέμμα γεμάτο περηφάνια και συγκίνηση.

«Πού να το φανταζόμουν όταν μου ζήτησες να σε μάθω να διαβάζεις και να γράφεις, πως θα ερχόταν η μέρα που θα σ’ είχα φοιτήτρια» είπε χαμηλόφωνα, και η φωνή της έτρεμε ελαφρώς. «Μπράβο, Βασιλικούλα μου, χίλια μπράβο. Δεν έκανες μόνο τους δικούς σου περήφανους, έκανες κι εμάς!»
«Κι εσείς δικοί μου είστε» της απαντάω εξίσου συγκινημένη.

Ο πατέρας μου καθάρισε τον λαιμό του, και όταν μίλησε, η φωνή του βγήκε πιο βραχνή απ’ ό,τι περίμενα.

«Ποιος κερατάς καθαρίζει κρεμμύδια;»

Όλοι, εκτός από τη μάνα μου, που φαινόταν να έχει επηρεαστεί εξίσου από τα αόρατα κρεμμύδια, έβαλαν τα γέλια.

Ο κύριος Ανδρέας, ο πατέρας του Μάριου, έγειρε λίγο προς το μέρος μου. «Να ξέρεις πάντως, Βασιλική, πως οι πανελλήνιες ήταν το εύκολο κομμάτι.»
Δεν πρόλαβα να απαντήσω, γιατί ο Μάριος μίλησε πρώτος: «Εγώ της το είπα το απόγευμα που έβαλε τα κλάματα όταν είδε τους βαθμούς. “Μην κλαις από τώρα, περίμενε την πρώτη εξεταστική του Γενάρη και θα κλάψεις με όρεξη.”»

Αυτή τη φορά γέλασε όλο το τραπέζι.

Το δείπνο κύλησε όμορφα, με τους γονείς μου σε μεγάλα κέφια. Η ατμόσφαιρα ήταν ανάλαφρη, χαρούμενη, με το κρασί να ρέει και τα αστεία να δίνουν και να παίρνουν. Όταν γυρίσαμε σπίτι, ωστόσο, είχα μια αγωνία για το αν θα με άφηναν να βγω τέτοια ώρα.

«Μπαμπά, μαμά, λέμε να βγούμε με την παρέα για κανένα ποτάκι. Δεν πέρασα μόνο εγώ, γράψαμε όλοι καλά. Κρίμα μόνο που δεν είναι εδώ και η Κατερίνα, την άλλη εβδομάδα γυρίζει.»
Η μητέρα μου δεν απάντησε αμέσως, μελέτησε λίγο το πρόσωπό μου πριν χαμογελάσει. «Να βγείτε, αγάπη μου, το κερδίσατε με την αξία σας.»

Στην τρίτη λυκείου οι γονείς μου, επιτέλους ακούγοντας τους γονείς του Μάριου, είχαν χαλαρώσει αρκετά τα λουριά. Μου είχαν δώσει τον αέρα που χρειαζόμουν για να ξεφεύγω λίγο από τα διαβάσματα. Καθημερινές δεν έβγαινα, αλλά Παρασκευή και Σάββατο με άφηναν να κάτσω μέχρι τις τρεις. Αν και η αλήθεια είναι ότι δεν έκανα ούτε μία φορά χρήση του προνομίου—συνήθως γύρω στις δύο ήμουν ήδη σπίτι.

«Μέχρι τις τρεις θα είμαι πίσω» τους λέω, αλλά αυτή τη φορά δεν ένιωσα την ανάγκη να τους διαβεβαιώσω.

Ο πατέρας μου, αντί να συμφωνήσει ή να ορίσει κάποιον περιορισμό, έγειρε λίγο προς τα πίσω και με κοίταξε με ένα ύφος που δεν μπορούσα να αποκρυπτογραφήσω.

«Είσαι ενήλικη πλέον.»

Περίμενα να πει κάτι άλλο, να προσθέσει ένα «αλλά», να βάλει έναν όρο, όμως δεν συνέχισε.

Έκανε μια παύση και ύστερα πρόσθεσε: «Μπορείς να κάτσεις μέχρι τις τρεις και πέντε.»

Γελάω.

«Βασιλική, σοβαρά τώρα» συνεχίζει. «Από εδώ και πέρα, δεν θα έχεις περιορισμό στην ώρα, αλλά απαιτούμε από εσένα δύο πράγματα: να ξέρουμε πού και με ποιους είσαι και να τηρείς την ώρα που έχεις πει ότι θα γυρίσεις.»

Το μυαλό μου σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα. «Θα το κάνω, μπαμπά. Στο υπόσχομαι.»
Η μητέρα μου με κοίταξε τρυφερά. «Άντε, πήγαινε να ετοιμαστείς. Να περάσετε όμορφα.»
«Έτοιμη είμαι!» χαμογελάω. «Θα περάσω να πάρω τον Μάριο και θα πάμε να βρούμε τους υπόλοιπους στον Άγιο Αντώνη.»
Η μαμά μου με κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω. «Θα βγεις με φόρεμα;»
«Λόγω της ημέρας, μην παίρνεις θάρρος!» της λέω και πετάω ένα φιλί στον αέρα. «Λοιπόν, πάω κι εγώ! 03:06 θα είμαι πίσω.»
Ο πατέρας μου αναστενάζει. «Τη γλώσσα της να κόψει, όχι τα μαλλιά της.»
⇽∙∙∙⇾
Κλαίρη, Βαγγέλης και Νίκος είχαν δώσει για δεύτερη φορά φέτος. Εγώ και η Κατερίνα είμασταν σίγουρες στις πρώτες μας επιλογές και σχεδόν σίγουροι ήταν Βαγγέλης και Κλαίρη, έστω και στις δεύτερες. Ο Νίκος, που φέτος είχε δώσει μόνο φυσική και έκθεση, κρατώντας τους εξαιρετικούς βαθμούς που είχε πάρει πέρσι σε μαθηματικά και χημεία, ήλπιζε βάσιμα σε πτώση των βάσεων για να περάσει στην πρώτη του επιλογή και όπως έδειχναν τα πράγματα μάλλον θα στέκονταν τυχερός· με τη σφαγή που είχε γίνει τον Ιούνη στα μαθηματικά της πρώτης δέσμης οι βάσεις αναμένονταν να κάνουν εντυπωσιακή βουτιά.

Δυο τρία τηλέφωνα αργότερα δίνουμε ραντεβού στον Άγιο Αντώνη, και από εκεί θα δούμε που θα πάμε.

Το μεγάλο μυστικό μου

Μετά από πρόταση του Βαγγέλη, αποφασίζουμε να πάμε σε καραόκε. Γαμώτο, κρίμα που λείπει η Κατερίνα, θα ρίξουμε το γέλιο της αρκούδας.

«Και πού θα βρούμε καραόκε;» ρωτάει ο Μάριος.
«Ξέρω ένα στον Άγιο Στέφανο» απαντάει ο Βαγγέλης.
«Και πώς θα πάμε εκεί;» ρωτάω εγώ απορημένη.
«Με αυτοκίνητο, τι ερώτηση είναι αυτή ρε Μπίλι; Πέντε ήμαστε, χωράμε!» απαντάει ο Μάριος. «Θα πάμε με των δικών μου, δεν έχουν να πάνε πουθενά.»
«Ο Θεός να μας λυπηθεί!» λέω κάνοντας χαβαλέ.
«Αν τραγουδήσουμε εμείς, σίγουρα!» απαντάει η Κλαίρη γελώντας. «Για σένα, και αν κρίνω από το θεατρικό, μάλλον θα έχει standing ovation!»
«Μη μου το θυμίζετε…»
«Γιατί ρε μαλάκα, το είχες πει πολύ καλά» απαντάει ο Μάριος.
«Ο ψυχούλα μου το ξέρει!»
«Δες το θετικά, σήμερα ό,τι και αν αποφασίσουμε να τραγουδήσουμε δε θα έχουμε από κάτω ολόκληρο το σχολείο. Όσο κόσμο και αν έχει, πού τους είδαμε πού τους ξέρουμε.»

Χωρίς άλλα, γυρνάμε όλοι μαζί από τον Άγιο Αντώνη που είχαμε δώσει αρχικά ραντεβού στη γειτονιά μας για να πάρουμε το αυτοκίνητο. Ο Μάριος ανεβαίνει στο σπίτι του και μερικά λεπτά αργότερα κατεβαίνει με τα κλειδιά. Ο Βαγγέλης είναι πιο ψηλός αλλά μιας και είναι μαζί και η Κλαίρη κάθεται πίσω μαζί μας ενώ μπροστά περνάει ο Νίκος.

«Βαγγέλη, ξέρεις που είναι το μπαρ ή θα πάμε ψάχνοντας;»
«Ξέρω ότι είναι κοντά στο σταθμό. Ρωτάμε εκεί και μας λένε, δεν μπορεί, κάποιος θα το ξέρει.»

Ξεκινάμε και ούτε μισή ώρα αργότερα βρισκόμαστε σε μια πλατεία λίγο πάνω από το σταθμό του Αγίου Στεφάνου. Ο Νίκος κατεβαίνει και πηγαίνει σε ένα περίπτερο που έχει εκεί να ρωτήσει που είναι το καραόκε.

«Μάριε, πάρκαρε όπου βρεις εδώ» του λέει. «Είναι πολύ κοντά.»

Πράγματι, αφού παρκάρει στην πλατεία κατεβαίνουμε και πέντε λεπτά αργότερα μπαίνουμε στο μπαρ. Η αισθητική του είναι πολύ seventies, για την ακρίβεια θυμίζει ντισκοτέκ. Παρά το γεγονός ότι είναι σχεδόν τέλη Ιούλη και βρίσκεται και στου διαόλου το κέρατο, έχει αρκετό κόσμο. Καθόμαστε σε ένα τραπέζι και παραγγέλνουμε τα ποτά μας.

Έχει όντως πολλή πλάκα, το τι γέλιο ρίχνουμε με αυτούς που τραγουδάνε δε λέγεται, κάποιοι είναι παντελώς ατάλαντοι, αλλά εντάξει, δεν είναι και το «Να η ευκαιρία», για να διασκεδάσει έχει έρθει ο κόσμος. Δεν ξέρω τι είδους κόσμο μαζεύει το μπαρ, αλλά μέχρι στιγμής όλα τα τραγούδια που έχουμε ακούσει, ελληνικά και ξένα, είναι πραγματικές δολοφονίες.

«Λοιπόν, κοτάρες, πάω εγώ πρώτος!» λέει ο Νίκος που είναι ο πιο χαβαλές της παρέας καμιά ώρα μετά.
«Τι θα μας πεις;» τον ρωτάει ο Μάριος.
«Θα το ακούσετε!»
«Αυτό φοβάμαι!» απαντάω εγώ και βάζουμε τα γέλια.

Κάθομαι δίπλα στο Μάριο και καθώς είμαι στο τρίτο white Russian—και όπως είμαι και αμάθητη—έχω αρχίσει να γίνομαι κουδούνι και οι αναστολές μου έχουν αρχίσει να πηγαίνουν περίπατο. Τον αγγίζω, τον σπρώχνω, γέρνω κοντά του και ναι μεν αποκρίνεται, αλλά όχι με τον τρόπο που επιθυμώ πραγματικά.

Π’ ανάθεμά τον.

Ο Νίκος έχει επιλέξει να τραγουδήσει το Blaze of Glory, αν και όπως το τραγούδησε το Blaze of shame θα ταίριαζε περισσότερο. Σειρά λίγη ώρα αργότερα παίρνουν μαζί Βαγγέλης και Κλαίρη που προσπαθούν να πουν το “Something’s Gotten Hold Of My Heart” και ενώ η Κλαίρη είναι αξιοπρεπής, ο Βαγγέλης είναι χειρότερος ακόμα και από τον Νίκο, πράγμα αξιοσημείωτο.

«Εσύ θα πεις κάτι;» με ρωτάει ο Μάριος.
«Αν έχει αυτό που θέλω, ναι, αλλιώς θα μείνετε με την όρεξη!»
«Τι θα πεις;»
«Θα δείτε,» τους απαντάω και πάω να ζητήσω το τραγούδι στο DJ. Αν δεν είχα πιει τόσο δεν υπήρχε ούτε μία στο εκατομμύριο να το πω, αφενός ως τραγούδι είναι εξαιρετικά δύσκολο, και αφετέρου αν δεν το έπιανε και τώρα το υπονοούμενο, καλά κρασιά. Πλησιάζω τον DJ, που με κοιτάει από την κορυφή ως τα νύχια με τρόπο που αν δεν ήμουν στην κατάσταση που είμαι, θα μου έκανε το μάτι να γυρίσει ανάποδα. «Έχετε το μεγάλο μυστικό μου;» τον ρωτάω και γουρλώνει τα μάτια του.
«Της Δενάρδου;»
«Ναι!»
«Ναι… ναι το έχω. Θα πρέπει να περιμένεις ωστόσο να γυρίσουμε στα ελληνικά, έχει κάμποσα ξένα ακόμα. Well… this should be interesting» μου απαντάει και επιστρέφω στο τραπέζι μας.
«Το έχει αυτό που θέλεις;» με ρωτάει ο Μάριος.
«Ναι, αλλά θα πρέπει να περιμένουμε να γυρίσει στα ελληνικά!»
«Τότε να πάω να ζητήσω κι εγώ που θέλω, ξένο είναι!» μου λέει και πηγαίνει στο DJ. Επιστρέφει μετά από λίγο. «Είμαι ο επόμενος, wish me luck!»
“Break a leg!” του απαντάω.
«Μισό, περίμενε να βρούμε πιρούνια!» του λέει ο Νίκος.
«Τι να τα κάνετε;» ρωτάει ο Μάριος.
«Να τα καρφώσουμε στ’ αφτιά μας!» απαντάει ο άλλος και βάζουμε όλοι τα γέλια.
«Ρε σάλτα fuck!» του λέει και ο Μάριος γελώντας και πηγαίνει στο stand. Λίγη ώρα αργότερα ξεκινάει η εισαγωγή. Χειροκροτώ ενθουσιασμένη, το τραγούδι που έχει επιλέξει είναι από τα αγαπημένα μου και το ξέρει. Είναι το “Everything is coming up roses” του Black.

You don't believe me
I can tell it by your eyes
There's a kind of magic to be had from your lies
I used to say that today is like tomorrow
Don't sell it short for truth

I should have known
I should have known
Should have known how
I should have known
I should have known by now
But now

Everything is coming up roses
Everything is coming up roses

Το λέει όμορφα πάντως και τον ακούω σα μαγεμένη. Είναι καλός, είναι πολύ καλός, είμαι κι εγώ ερωτευμένη μέχρι τα μπούνια, μέχρι και η Κλαίρη μου λέει κάποια στιγμή «Κλείσε το στόμα σου, θα χάψεις καμιά μύγα.»

Είναι και ο πρώτος στη βραδιά, τουλάχιστον όσο είμαστε εμείς εκεί, που κερδίζει κάτι περισσότερο από ένα ζεστό χειροκρότημα. Κάθεται δίπλα μου χαμογελαστός και αναψοκοκκινισμένος.

«Πώς σας φάνηκα;» μας ρωτάει.
«Άξιος! Άξιος!» απαντάει ο Νίκος, με τους υπόλοιπους τρεις να συμφωνούμε με ενθουσιασμό.
«Άντε, μόνο εσύ έμεινες» λέει ο Μάριος.
«Θα έρθει και η σειρά μου» του απαντάω εγώ και μιας και έχει τελειώσει το ποτό μου παραγγέλνω και τέταρτο, και εδώ που τα λέμε, το χρειάζομαι για να πάρω και θάρρος.
«Σιγά, θα γίνεις ντέφι!» μου λέει ο Μάριος.
«Το ‘χω» τον διαβεβαιώνω.

Λίγη ώρα αργότερα αλλάζει το πρόγραμμα και ξεκινάνε τα ελληνικά. Το τραγούδι που έχω επιλέξει είναι μπαλάντα οπότε με τα λαϊκά που παίζει τώρα δεν κολλάει ιδιαίτερα, οπότε κάνω υπομονή. Δυο-τρεις δολοφονίες αργότερα, ο DJ μου κάνει νόημα. Πίνω μια γερή γουλιά από το ποτό μου και σηκώνομαι.

“Break a leg!” μου ανταποδίδει το πείραγμα ο Μάριος.

Αν δεν το πιάσει και τώρα το υπονοούμενο το πιο πιθανό πράγμα να σπάσει είναι το κεφάλι του και όχι το πόδι μου.

Σηκώνομαι και πηγαίνω στο stand. Οι πρώτες νότες πέφτουν και από κάτω ακούγεται ένα “Woa!”—κάποιοι μάλλον το ξέρουν το τραγούδι. Στην αρχή σκόπευα να τον κοιτάζω όσο τραγουδούσα αλλά πάνω στο stand χάνω το θάρρος μου. Ξεκινάω κοιτάζοντας στο πουθενά.
Το μεγάλο μυστικό μου
φύλαξέ το λίγο ακόμα
λυπημένη μου καρδιά.
Φύλαξέ το άλλη μια μέρα,
κράτα το άλλη μια βραδιά.
Φύλαξέ το μην το μάθει,
κράτησέ το μην το πεις.
Μια κι αυτός δε μ' αγαπάει
τι που εγώ τον αγαπώ.
Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά που νιώθω πως θα σπάσει. Δεν απλώς ερμηνεύω το τραγούδι—το ζω, το αφήνω να ξεχειλίσει από μέσα μου. Και οι θαμώνες το καταλαβαίνουν. Πέρα από τη μουσική και τη φωνή μου, δεν ακούγεται ούτε ψίθυρος.
Το μεγάλο μυστικό μου,
τον κρυφό, πικρό μου πόνο,
την κρυφή μου τη φωτιά.
Τρέμω μήπως το προδώσουν
μια μου λέξη ή μια ματιά.
Να τα πω εγώ δεν ξέρω,
ούτε λόγο, ούτε σκοπό.
Μια κι αυτός δε μ' αγαπάει
τι που εγώ τον αγαπώ.
Το τραγούδι τελειώνει αλλά αυτό που συνέβη δεν το περίμενα. Αν ο Μάριος είχε κερδίσει ζεστό χειροκρότημα, μ’ εμένα τα πράγματα κυλάνε αρκετά διαφορετικά. Σηκώνονται και με χειροκροτούν όρθιοι, και το ίδιο κάνει και η παρέα μου. Το βλέμμα του Μάριου είναι ανεξιχνίαστο, αυτό που μπορώ ωστόσο να καταλάβω είναι το πάθος με το οποίο χειροκροτάει.

Κάνω μια βαθιά υπόκλιση κερδίζοντας ακόμα πιο δυνατά χειροκροτήματα, και χαμογελαστή και συγκινημένη επιστρέφω στο τραπέζι μας, με το χειροκρότημα να μην έχει σταματήσει ακόμα.

«ΜΑΛΑΚΑ ΜΟΥ ΤΙ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ;» λέει ο Νίκος χωρίς να μπορεί να κρύψει το θαυμασμό του.
“I did my best!” τους απαντάω.
«Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός που δε σ’ αγαπάει, αλλά αν δεν σε έχουν ερωτευτεί όλοι οι θαμώνες να μη με λένε Βαγγέλη!» λέει ο Βαγγέλης.

Προσπαθώ να μην κοιτάξω το Μάριο για να μην καρφωθώ αλλά αν δεν τον κοιτάξω θα καρφωθώ. Δεν έχω επιλογή.

«Δεν έχω λόγια» μου ψιθυρίζει όταν κάθομαι.
«Σου άρεσε;» τον ρωτάω κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Βλέπω το βλέμμα του, βλέπω τη λαχτάρα του. Μίλα βρε χριστιανέ μου, γιατί δε μιλάς;
«Όσο τίποτα,» μου απαντάει, αλλά δεν κάνει καμία άλλη κίνηση.

Δεν θέλω να τον φέρω σε πιο δύσκολη θέση οπότε δεν το συνεχίζω. Ό,τι μπορούσα να κάνω από τη μεριά μου το έκανα, αν με θέλει και εκείνος, θα πρέπει να κάνει ο ίδιος το βήμα. Αν δεν το κάνει… είναι και αυτό μια απάντηση, υποθέτω.
⇽∙∙∙⇾
Η «χειραφέτηση» μου δεν περιορίστηκε στην ώρα που θα γυρίζω σπίτι από τις εξόδους μου, για πρώτη φορά φέτος μου επέτρεψαν να πάω και διακοπές μόνη μου. Καλά, όχι ακριβώς μόνη μου, με την παρέα ή τέλος πάντων με όσους είχαμε απομείνει σε αυτή, καθώς άρχισε να σπάει πέρσι με το που οι μεγαλύτεροι τέλειωσαν το λύκειο.

Έχουμε πια απομείνει έξι από τους αρχικούς δέκα plus, και είπαμε να πάμε Σκιάθο όπου είχε σπίτι η Κλαίρη. Θα είμαι εγώ, ο Μάριος, η Κατερίνα, η Κλαίρη, ο Νίκος και ο Βαγγέλης, που εδώ και έξι μήνες τα έχει με την Κλαίρη. Περίεργο πράγμα όμως, συμμαθητές σε όλο το σχολείο και τα έφτιαξαν αφού το τελείωσαν.

Κάτω απ' την Αυγουστιάτικη πανσέληνο

Είμαστε πρώτη μέρα στη Σκιάθο και το βράδυ έχουμε πάει σε κλαμπ. Κοντεύει να πάει μία και απ’ όλη την παρέα έχουμε μείνει μόνο εγώ και ο Μάριος. Βαγγέλης και Κλαίρη θέλανε να ξεμοναχιαστούν και έχουν φύγει λίγο μετά τα μεσάνυχτα ενώ Κατερίνα και Νίκος έφυγαν πριν λίγη ώρα για να πάνε να φάνε κρέπες, αν και μας είπαν ότι θα γυρίσουν πιο μετά.

Είμαστε στην πίστα και χορεύουμε όταν ένας εμφανώς μεθυσμένος τουρίστας με αρπάζει αγκαλιά και προσπαθεί να με φιλήσει. Δεν παλεύω, δεν προσπαθώ να του ξεφύγω, του ρίχνω κουτουλιά στη μούρη, και με το που κάνει πίσω ζαλισμένος του χώνω ένα γερό κλωτσίδι στο στομάχι που τον κάνει να διπλωθεί στα δύο. Ο Μάριος με κρατάει πριν του χώσω κλωτσιά στη μούρη, και με την οργή που είχα, μπορεί να τον άφηνα στον τόπο και να είχαμε άλλα.

Η μουσική σταματάει. Γύρω μου έχει ανοίξει ένας κύκλος και ο μόνος που είναι μέσα είναι ο Μάριος. Όποιος άλλος μπει θα τον κλάψει η μάνα του. Εκείνος, μωβ κι ο ίδιος από τα νεύρα, απλά στέκεται δίπλα μου, έτοιμος να χιμήξει στο λαρύγγι του οποιονδήποτε κάνει απειλητική κίνηση αλλά τελικά δε χρειάζεται.

“Peace!” λέει ένας κάποιος από την παρέα του μεθυσμένου. Τον βοηθάνε να σηκωθεί με το πρόσωπο γεμάτο αίματα και μερικά δόντια λιγότερα. Ανεβαίνει και ο μπράβος του μαγαζιού και αφού μιλάει με τον DJ και ιδιοκτήτη, έρχεται δίπλα μας και κάνει νόημα στους τουρίστες να την κάνουν. Παίρνουν τον φίλο τους και αποχωρούν σιγά-σιγά. Ο DJ—και ιδιοκτήτης του κλαμπ—έρχεται και μου ζητάει συγνώμη και προτείνει να μας κεράσει ποτά. Ο Μάριος του γνέφει καταφατικά και με παίρνει να πάμε προς το μπαρ. Σε λίγο η μουσική ξεκινάει και πάλι και ο κόσμος αρχίζει να χορεύει.

«Είσαι καλά;» με ρωτάει με βλέμμα γεμάτο ανησυχία.
«Θα κάνω καρούμπαλο…» του απαντάω και το πρόσωπό του χαλαρώνει μέσα σε μια στιγμή. Βάζει τα γέλια. «Τι γελάς ρε μαλάκα;» τον ρωτάω αλλά με πιάνουν κι εμένα τα γέλια.
«Α, ρε Μπίλι, είσαι Θεός, ήλιος καλοκαιρινός. Βρήκε ο μαλάκας άτομο να την πέσει!» μου λέει γελώντας ακόμα πιο δυνατά.
«Μάριε, λέω να μην το πούμε στους υπόλοιπους, δεν υπάρχει λόγος να τους ταράξουμε,» του κάνω αυτή τη φορά στα σοβαρά.
«Εντάξει,» αποκρίνεται χαμογελώντας και κλείνοντάς μου συνωμοτικά το μάτι. «Θα είναι το μυστικό μας!»

Πίνουμε το ποτό μας και η ταχυπαλμία πέφτει λίγο αλλά αποφασίζουμε να μην κάτσουμε άλλο. Πάμε στην κρεπερί όπου βρίσκουμε το Νίκο και την Κατερίνα. Αυτοί θέλουν να συνεχίσουν σε άλλο κλαμπ αλλά ούτε εγώ, ούτε ο Μάριος έχουμε όρεξη, θέλουμε και οι δύο αέρα. Τους αφήνουμε να πάνε μόνοι τους και περπατάμε προς τα κάτω μέχρι που φτάνουμε στο Μπούρτζι. Έχει κόσμο και φασαρία οπότε φεύγουμε και πάμε προς τις Πλάκες που εκείνη τη στιγμή είναι ερημιά.

Πάμε πάνω από τα βράχια μέχρι που φτάνουμε στην άκρη. Η πάνω μεριά τους είναι λεία, ξαπλώνουμε και οι δύο βάζοντας τα χέρια μας ως μαξιλάρια και χαζεύουμε τον ουρανό, εδώ δεν είναι Αθήνα και ο νυχτερινός ουρανός, ακόμα και με το ολόγιομο φεγγάρι, είναι γεμάτος άστρα που λαμπυρίζουν σαν διαμάντια.

«Τι όμορφα που είναι!» λέω στενάζοντας με φωνή γεμάτη θαυμασμό. Τ’ αστέρια μοιάζουν με διαμάντια κεντημένα σε βελούδινο πέπλο,» του κάνω και γυρίζω το κεφάλι μου και τον κοιτάζω σχεδόν ονειροπαρμένα.
«Αν θέλεις να με ρίξεις, πιο ρομαντικό πράγμα από την κουτουλιά που έριξες στη μούρη αυτού του μαλάκα δεν υπάρχει!» μου λέει κάνοντας χαβαλέ.
«Έλα ρε μαλάκα, μη το γαμάς» του λέω με παράπονο και τον σκουντάω στον ώμο για να συμμαζευτεί.

Δεν απαντάει. Γυρνάει προς το πλάι και με κοιτάζει χωρίς να μιλήσει. Το βλέμμα του… Κάτι έχει το βλέμμα του… Δεν μπορώ να το προσδιορίσω αλλά κάνει την καρδιά μου να χοροπηδήσει μέσα στα στήθη μου. Λαχτάρα είναι; Τι είναι; Γυρίζω κι εγώ στο πλάι, ξαπλώνω στον αγκώνα μου και τον κοιτάζω στα μάτια όπως τον λούζει το φως του ολόγιομου φεγγαριού.

«Μια πεντάρα για τη σκέψη σου» προσπαθώ να τον πειράξω αλλά η φωνή μου βγαίνει περισσότερο τρυφερή παρά παιχνιδιάρικη.

Στέκεται και με κοιτάζει αναποφάσιστος, σα να ψάχνει να βρει το κουράγιο του. Η καρδιά μου αρχίζει και χτυπάει δυνατά.

«Θυμάσαι που με ρώτησες τι κάνω λάθος;» Η φωνή του είναι χαμηλή, σχεδόν σβησμένη.
«Ναι…;» τον ρωτάω και δεν τολμώ ούτε το βλέφαρο να παίξω, δεν θέλω να τον κόψω.
«Δεν κάνω κάποιο λάθος ρε Μπίλι… απλά… απλά δεν αισθάνομαι τίποτα.» Το λέει απότομα, σχεδόν σαν να τον πνίγει η αλήθεια.
«Τι εννοείς;» τον ρωτάω και νιώθω την καρδιά μου να χάνει έναν χτύπο.
Mένει για λίγο σιωπηλός. «Εννοώ… ότι… ρε μαλάκα…» λέει και σταματάει και πάλι. Παίρνει μια βαθιά ανάσα. «Πώς να στο πω και να μη με πάρεις με τις πέτρες;»
«Δε θα σε πάρω, στο υπόσχομαι,» του απαντάω σοβαρά.

Δεν τον έχω ξαναδεί έτσι. Όχι τον Μάριο. Όχι τον Μάριο μου.

Σηκώνει τα μάτια του, και σφίγγει για μια στιγμή τα χείλη του. Με κοιτάζει και πάλι. «Δεν κάνουν… δεν κάνουν την καρδιά μου να χτυπήσει.»
Τον κοιτάω για μερικές στιγμές αφήνοντας τον εαυτό μου να νιώσει το βάρος της απάντησής του. Τον κοιτάζω ερωτηματικά στα μάτια. «Τότε γιατί ήσουν με τις πλερέζες όταν σε χώρισε η Βίκυ;»
Γελάει πικρά και κουνάει το κεφάλι του μπρος-πίσω. «Γιατί… γιατί μου είπε κάτι που μ’ έτσουξε,» μου λέει και στενάζει.
«Τι σου είπε;» τον ρωτάω ήρεμα προσπαθώντας να κρύψω την ταραχή μου.
Σκύβει το κεφάλι και ξύνει αμήχανα το αυτί του. «Μου είπε… απλά… μου είπε κάτι, και συνειδητοποίησα ότι είχε δίκιο.»
«Τι σου είπε ρε μαλάκα, θα με σκάσεις!» του λέω χωρίς να μπορώ να κρατηθώ.

Ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, αλλά σταματάει. Σκύβει το κεφάλι, σηκώνει το χέρι του να τρίψει τον σβέρκο του, αφήνει μια βαθιά, βαριά ανάσα να φύγει από μέσα του. Όταν ξαναμιλάει, η φωνή του είναι σπασμένη.

«Όταν τη ρώτησα γιατί μου ζήτησε να χωρίσουμε… μου είπε…» Κλείνει τα μάτια του, σαν να προσπαθεί να ανακαλέσει τα ακριβή λόγια. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και λέει τις λέξεις που θα μου αλλάξουν τη ζωή: «Γιατί δε θέλεις εμένα, όχι πραγματικά. Άργησα, μα το κατάλαβα,» μου λέει και σταματάει για μερικές στιγμές. «Δε θα δεχτώ να γίνω αντικαταστάτρια, Μάριε, κανείς που σέβεται τον εαυτό του δε θα δεχόταν τέτοιο πράγμα.» Σταματάει και πάλι και με κοιτάζει στα μάτια. Παίρνει βαθιά ανάσα. «Καμία δεν είναι σαν τη Μπίλι σου.»

Παγώνω. Η ανάσα μου κόβεται. ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ! ΑΚΟΥΣΑ ΚΑΛΑ;;;;;;;;

«Αυτή είναι η αλήθεια, Μπίλι,» μου λέει και η φωνή του είναι θαρρείς και βγαίνει κατευθείαν από την ψυχή του. «Δε στεριώνω με καμία… γιατί καμία δεν είναι εσύ.»

Με κοιτάζει στα μάτια αβέβαια και χαμογελάει πικρά. Εμένα πάλι το μυαλό μου έχει κολλήσει, αρνείται να πάρει στροφές.

«Ψάχνω… κι εγώ δεν ξέρω τι ψάχνω…» μου λέει και γέρνει το κεφάλι του ελαφρά. «Αλλά αυτή που λαχταράω… είσαι εσύ…» Με κοιτάζει για λίγο και αμέσως παίρνει τα μάτια το από πάνω μου, σα να ντρέπεται.

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΣΤΑΜΑΤΑΕΙ. ΚΑΛΑ ΑΚΟΥΣΑ!!!!!!!!

«Μπίλι… συγγνώμη.» Η φωνή του είναι σπασμένη, σχεδόν τρέμει. «Δεν… δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση. Δεν ξέρω ρε Μπίλι, δεν ξέρω.» Αφήνει μια βαριά ανάσα, λες και κουβαλάει έναν ολόκληρο κόσμο στην πλάτη του. «Από… από εκείνη τη βραδιά στο καραόκε δε μπορούσα να σε βγάλω από το μυαλό μου.»

Σταματάει, σαν να παλεύει με τον ίδιο του τον εαυτό. Σαν να φοβάται αυτό που πάει να πει.

«Ήλπιζα με όλη μου την ψυχή να εννοείς εμένα.» Με κοιτάζει στα μάτια και νιώθω τη βαρύτητα αυτών των λέξεων να πέφτει πάνω μου σαν κεραυνός. «Μακάρι… μακάρι να το ήξερα… ώστε να σε πιάσω… να σου πω ‘Κάνεις λάθος. Σε αγαπάει.’» Τα μάτια του καίνε. Δεν έχω ξαναδεί τόση ένταση στον Μάριο μου. «Γιατί… γιατί για μένα δεν υπάρχει άλλη.»

Η καρδιά μου πάει να σπάσει. «Γιατί δε μου μίλησες ποτέ γι’ αυτό;» τον ρωτάω με φωνή που τρέμει.

Γελάει πικρά, κοιτάζει αλλού, σαν να μην αντέχει να με κοιτάξει όταν μιλάει. «Γιατί είμαστε φίλοι από τότε που θυμόμαστε τους εαυτούς μας… και δεν ήθελα να το ρισκάρω.» Γυρνάει ξανά προς το μέρος μου. «Φοβόμουν ότι αν… αν δεν ένιωθες το ίδιο, θα σε έχανα.»

Θα με έχανε. Ο Μάριος, ο Μάριος μου, είχε προτιμήσει να ζήσει με αυτό το βάρος, με αυτό το απύθμενο γαμημένο κενό, παρά να ρισκάρει να με χάσει.

Παίρνει βαθιά ανάσα, σαν να μαζεύει όλο το κουράγιο του. «Truth will set you free, που λένε οι Αμερικάνοι. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πρέπει κάπως να προχωρήσω…» Αφήνει μια βαθιά, βαριά ανάσα να φύγει από μέσα του. «Απλά δε θέλω να σε χάσω.»
Μου χαμογελάει. Τα μάτια του είναι υγρά.
«Δε θα με χάσεις!» του απαντάω σιγανά. Η φωνή μου σπάει. Δεν αντέχω άλλο, δεν μπορώ να το κρατήσω μέσα μου άλλο! «Σ’ αγαπάω, βρε μπούφο!»

Παγώνει. Με κοιτάζει, τα μάτια του γεμάτα έκπληξη, γεμάτα φόβο, γεμάτα κάτι άλλο, κάτι που δεν έχω ξαναδεί.

«Μ’ αγαπάς, το ξέρω.» Η φωνή του είναι σχεδόν ψίθυρος. «Αλλά… αλλά δεν ξέρω αν μ’ αγαπάς με τον τρόπο που σ’ αγαπάω εγώ.»

Ώρες-ώρες αυτό το παιδί γίνεται τελείως Αλέκος! Ανασηκώνομαι στα γόνατα, τον πιάνω από το πρόσωπο, τον τραβάω προς το μέρος μου, αναγκάζω τα μάτια του να κοιτάξουν τα δικά μου!

«ΕΙΣΑΙ ΗΛΙΘΙΟΣ, ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ; ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΡΟΠΟ Σ’ ΑΓΑΠΑΩ!!!» του λέγω αργά και εμφατικά, λες και μιλάω σε καθυστερημένο.
Ανοιγοκλείνει τα μάτια του. Δεν μιλάει. Ανασαίνει βαριά. «Νιώθεις… νιώθεις το ίδιο;» Η φωνή του τρέμει,  λες και ακόμα δε μπορεί να το πιστέψει.

Θεέ μου, θα τον πνίξω! Θα τον πνίξω και θα μείνω με την όρεξη!

«ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΡΑ, ΒΡΕ ΟΡΓΙΟ!!!» του φωνάζω και κάνω την κίνηση ότι τραβάω τα μαλλιά μου από την απελπισία. 
Σηκώνει το χέρι του, το φέρνει στο μάγουλό μου. «Μπίλι…» Η φωνή του σπάει. «Θέλω… θέλω να σε φιλήσω.»
Η καρδιά μου σταματάει. «Δεν θα σε κουτουλήσω, στο λόγο της τιμής μου!»

Γελάμε και είναι το πιο όμορφο γέλιο που έχω κάνει σε όλη μου τη ζωή. Όλη η ένταση σπάει σαν σαπουνόφουσκα. Χαμογελάει—όχι με το γνωστό του χαμόγελο, αλλά μ’ ένα άλλο. Κάτι άλλο υπάρχει στο βλέμμα του τώρα. Κάτι καινούργιο.

«Α, ρε Μπίλι.» Το λέει γελώντας, κλείνοντας τα μάτια του για μια στιγμή, σαν να μην το πιστεύει. «Τι θα σε κάνω;»
«Θα με φιλήσεις,» του απαντάω κοφτά. Διστάζει για μερικές στιγμές. «Άντε βρε χριστιανέ μου, τι περιμένεις;» του λέω και γέρνω το κεφάλι μου μπροστά, πλησιάζοντάς τον.

Γέρνει προς το μέρος μου, και τότε συμβαίνει. Τα μάτια μου κλείνουν από μόνα τους καθώς τα χείλη μας συναντώνται σε ένα απαλό, διστακτικό στην αρχή, φιλί, και ο χρόνος σταματάει. Αλήθεια συμβαίνει αυτό; Ο Μάριος μου με φιλάει. Ο Μάριος μου! Και τότε κάτι μέσα μου σπάει—ή μήπως ενώνονται όλα; Τον τραβάω πάνω μου, ανοίγω το στόμα μου στο δικό του, τον νιώθω, τον πίνω, τον απομνημονεύω, λες και προσπαθώ να χαράξω αυτή τη στιγμή στη μνήμη μου για πάντα. Δεν είναι όνειρο. Δεν είναι λάθος. Δεν είναι παιχνίδι. Είναι το τέλος κάθε αναμονής, είναι μια νέα αρχή.

Μέσα στη νύχτα, κάτω από την Αυγουστιάτικη πανσέληνο, μια νέα μέρα ξημέρωσε για μένα και τον Μάριο. Τον Μάριο μου.

ΜΟΥ.

Μόλις εξομολογηθήκαμε ο ένας στον άλλον τον έρωτά μας και φιλιόμαστε, φιλιόμαστε σαν εραστές. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά μέσα στα στήθη μου, και, όπως και εκείνη τη φορά που παίζαμε Πυθία, θέλω ο χρόνος να σταματήσει, να μείνουμε εδώ, να μείνουμε εμείς. Το φιλί μας μου ρουφάει την ψυχή, τη νιώθω να πετάει μέσα από τα χείλη μου, σαν να διαλύεται στον αέρα και να ξαναγυρνάει σε μένα, ανανεωμένη, διαφορετική. Αυτή τη φορά δεν υπάρχει κανείς να μας διακόψει, δεν υπάρχει τίποτα να μας χωρίσει…

Αυτή τη φορά βρισκόμαστε ακριβώς εκεί που ανήκουμε.

Η ένταση του φιλιού έχει αυξηθεί, έχει γίνει πιο άγριο, πιο παθιασμένο. Με ξαπλώνει και γέρνοντας πάνω μου αρχίζουμε και φιλιόμαστε με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Το χέρι του με χαϊδεύει στα πλευρά και μετά κινείται διστακτικά το χέρι του προς το αριστερό μου στήθος προσπαθώντας να καταλάβει την αντίδρασή μου. Του πιάνω το χέρι και το πιέζω πάνω στο στήθος μου. Παίρνει το μήνυμα και αρχίζει να με χουφτώνει και να με μαλάζει απαλά, κάνοντάς με να ριγήσω.

Η αίσθηση, αν και δεν είναι πρωτόγνωρη καθώς και ο Jean-Claude είχε χαϊδέψει και φιλήσει τα στήθη μου, είναι πολύ πιο έντονη αυτή τη φορά, το σώμα μου τρεμουλιάζει και νιώθω μια γλυκιά ζέστη να απλώνεται στα λαγόνια μου. Σταματάει το φιλί και ξεκινάει να με φιλάει στο λαιμό και μετά πάει στο αυτί μου και η αίσθηση είναι τόσο υπέροχη που νιώθω ότι θα εκραγώ.

Δεν έχει σταματήσει ούτε στιγμή να μαλάζει πότε το ένα και πότε το άλλο μου στήθος. Περνάει διστακτικά το χέρι του κάτω από τη μπλούζα μου, η οποία το παραδέχομαι, έχει αρκετά αποκαλυπτικό ντεκολτέ—για την ακρίβεια είναι η ίδια μπλούζα που φορούσα τη βραδιά που γνώρισα τον Jean-Claude, γουρλίδικη είναι τελικά!—και τον αφήνω. Όπως και τότε δεν φοράω σουτιέν και η αίσθηση κάτω από το ύφασμα είναι ακόμα πιο δυνατή.

Οι ανάσες μου γίνονται κοφτές, σχεδόν σαν αναφιλητά. Μου μαλάζει απαλά το στήθος, οι ρώγες μου έχουν πετρώσει. Κάνει να μου ανεβάσει τη μπλούζα και διστάζει προς στιγμή. Το σώμα μου τον θέλει και του το δείχνει με κάθε τρόπο, αλλά ο Μάριος δεν έχει την εμπειρία του Jean-Claude.

«Μη σταματάς» του ψιθυρίζω.

Μου την ανεβάζει τελείως, μέχρι το ύψος του λαιμού. Τα στήθη μου είναι γυμνά για δεύτερη φορά μπροστά σε κάποιο αγόρι και το νυχτερινό αεράκι τα χαϊδεύει σαν εραστής, κάνοντας με να ανατριχιάσω ακόμα περισσότερο. Σκύβει από πάνω τους και τρυφερά, πολύ τρυφερά, αρχίζει και πιπιλάει τη ρώγα του δεξιού μου στήθους ενώ με το άλλο του χέρι μαλάζει απαλά το αριστερό.

Η ζέστη που είχε απλωθεί στα λαγόνια μου έχει γίνει πυρκαγιά. Νιώθω τόσο όμορφα που είναι σχεδόν αβάσταχτο, ενώ τα χείλη και η γλώσσα του παίζουν με τις ρώγες μου που έχουν πετρώσει τόσο πολύ που σχεδόν πονάνε… αλλά… αλλά αυτός δεν είναι πόνος… δεν ξέρω τι ακριβώς είναι, το μόνο που ξέρω είναι πως κοντεύω να χάσω τα μυαλά μου. Αν σ’ ένα δωμάτιο στη Ρόδο είχα χάσει μια φορά τα μυαλά μου, αυτό που ζω αυτή τη στιγμή δεν έχω λόγια να το περιγράψω, είναι πέραν κάθε σύγκρισης.

Συνεχίζει πολλή ώρα έτσι, πότε πιπιλώντας το ένα στήθος και πότε το άλλο. Κάποια στιγμή σταματάει, μου φιλάει απαλά τη ρόγα και μου ανεβάζει ξανά τη μπλούζα, καλύπτοντάς και πάλι τα στήθη μου. Μου δίνει ένα τρυφερό φιλί, γέρνει στο πλάι μου, με κοιτάζει που ξαπλωμένη ανάσκελα μοιάζω να κοιτάω το άπειρο και βάζει ένα γελάκι.

«Σ’ αγαπάω» μου λέει απλά. Δυο λέξεις, δυο απλές λεξούλες που για μένα σημαίνουν τα πάντα. Γιατί δεν είναι οι λέξεις, είναι αυτός που της λέει. Ο Μάριος. Ο Μάριός μου. Το αγόρι με το οποίο μεγαλώσαμε μαζί, ο αχώριστος σύντροφός μου σε όλες τις ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου. Και τώρα αυτό. Τα μάτια μου δακρύζουν, καίνε, αλλά δε με νοιάζει καθόλου. Δίπλα του μπορώ να σπάσω, μπορώ να διαλυθώ, γιατί ξέρω πως θα με ενώσει πάλι κομμάτι-κομμάτι. Απλά και μόνο γιατί υπάρχει.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω,» του λέω με τα μάτια μου να τρέχουν. «Σ’ αγαπάω όσο δε φαντάζεσαι, και άλλο τόσο και άλλο τόσο… και άλλο τόσο.»
«Κλαψιάρα,» μου λέει πειράζοντάς με τρυφερά.
«Καλά κάνω» του λέω και τον τραβάω ξανά πάνω μου.

Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα φιλιόμαστε, και αυτή τη φορά δεν έχει χάδια, είναι μόνο φιλί. Βαθύ, ατέλειωτο, ερωτικό φιλί. Νιώθω ξανά την ψυχή μου σχεδόν να ρουφιέται από τα χείλη μου και να φεύγει… να πετάει…

Τραβιέται απαλά και τον αφήνω απρόθυμα. Γυρνάει στο πλάι και το ίδιο κάνω κι εγώ. «Θα τους πέσει κεραμίδα στο κεφάλι» μου λέει αναφερόμενος στην υπόλοιπη παρέα.
«Θα το ξεπεράσουν» του απαντάω, προσπαθώντας ακόμα να βρω τις ανάσες μου.
«Κερνάω κρέπα!» μου λέει, το νου του στο φαγητό ο κροκόδειλος.
Αμ δε! Τόσα χρόνια περίμενα γι’ αυτό. «Κρέπες αργότερα» του απαντάω και τον τραβάω ξανά πάνω μου.»

Χάνουμε και πάλι την αίσθηση του χρόνου αλλά αυτή τη φορά είμαι εγώ που τερματίζω απαλά το φιλί. Σηκώνομαι όρθια και σηκώνεται κι εκείνος.

«Σ’ ΑΓΑΠΑΩ! Σ’ ΑΓΑΠΑΩ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ, Σ’ ΑΓΑΠΑΩ!» φωνάζω με όλη τη δύναμη της φωνής μου μέσα στη νύχτα, χωρίς να μπορώ να το συγκρατήσω άλλο.
Πριν προλάβει να μου απαντήσει, μια φωνή ακούγεται από το πουθενά: «Κι εμείς τι σου φταίμε, ρε κοπελιά; Δεν μπορείς ν’ αγαπάς τον μαλάκα σου πιο σιγά;»

Μένουμε αποσβολωμένοι για μερικά δευτερόλεπτο και μετά καταρρέουμε  από τα γέλια. Κυριολεκτικά. Ο Μάριος ακουμπάει το μέτωπό του στον ώμο μου, τρέμοντας από τα γέλια, κι εγώ δεν μπορώ να πάρω ανάσα.

«Τομπούλογλου!» καταφέρνει να ψελλίσει και σαν παιδάκια που έκαναν σκανταλιά, τρέχουμε μέσα στη νύχτα, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον και γελώντας μέχρι που δεν αντέχουμε άλλο.

Φτάνουμε ξανά στο κέντρο και σταματάμε στην κρεπερί. Μοιραζόμαστε μια γλυκιά κρέπα και, φυσικά, γινόμαστε χάλια από μερέντα. Σκουπίζουμε ο ένας τον άλλον με φιλιά, χαχανίζοντας, με μια χαρά που δεν μπορεί να χωρέσει πουθενά. Αχ, Έρωτα! Και ας μην ήταν κάτω από την ανθισμένη την πορτοκαλιά του Λόρκα. Ήταν κάτω από την Αυγουστιάτικη πανσέληνο της Σκιάθου.

«Από πότε είσαι ερωτευμένη μαζί μου;» με ρωτάει, η φωνή του απαλή, γεμάτη περιέργεια.
«Δεν το είχα συνειδητοποιήσει μέχρι που μου είπες ότι τα έφτιαξες με τη Βίκυ. Μου ήρθε κατακούτελα!» του απαντάω σφίγγοντας τα χείλη μου.
«Χαχαχα, κοίτα να δεις που στο τέλος θα πρέπει να της πάμε και γλυκά!» μου λέει γελώντας.
«Έλα ντε! Εσύ… εσύ πότε κατάλαβες ότι είσαι ερωτευμένος μαζί μου;» τον ρωτάω χαμογελώντας σα χαζή.
«Από εκείνη την ημέρα που ήρθα και σε σήκωσα με το ζόρι για να βγούμε έξω να παίξουμε κρυφτό!» μου απαντάει χαμογελώντας μου ντροπαλά. «Από δώδεκα χρονών,» μου κάνει και κουνάει το κεφάλι του χαχανίζοντας αμήχανα.
«Είχαμε μια διαφορά φάσης…» του λέω χαμογελώντας εξίσου αμήχανα. «Βασικά…» του λέω και ξύνω ελαφρά το μάγουλό μου. «Η πρώτη φορά που ένιωσα τσίμπημα στην καρδιά μου ήταν…» λέω και σταματάω. «Μαλάκα, έτσι και γελάσεις στο ορκίζομαι θα με κάνω χήρα επιτόπου!» του λέω με έμφαση κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
“Cross my heart and hope to die!” μου απαντάει στα αγγλικά, χαχανίζοντας.
«Γέλα και η ευχή σου θα πραγματοποιηθεί!» του κάνω ψευτοαπειλητικά κουνώντας το δάχτυλό μου μπροστά στη μύτη του. «Λοιπόν… ήταν μετά το Dirty Dancing!» του λέω κάνοντάς τον να νιώσει σαν το στρατιώτη μπροστά στον Πιλάτο στη σκηνή του Bigus Dicus.

Προσπαθεί με το ζόρι να συγκρατηθεί ενώ εγώ τον πλησιάζω και αρχίζω και του κάνω μορφασμούς. Αντέχει για μερικά δευτερόλεπτα και μετά καταρρέει πλήρως, και τι να κάνω, βάζω κι εγώ τα γέλια, ξεχνώντας τις περί χηρείας απειλές μου.

“Now, I’ve had the time of my life” μου λέει τραγουδιστά και του χώνω μια παιχνιδιάρικη φάπα για να τον συμμαζέψω.
«Τέλος πάντων, τουλάχιστον εγώ δε σε ζόρισα!» του λέω και τον χτυπάω με το δάχτυλο στο κούτελο. «Τέσσερα χρόνια μου έψησες το ψάρι στα χείλη, π’ ανάθεμά σε!»
«Ε όχι και δε με ζόρισες!» μου λέει και είναι σειρά του να με χτυπήσει με το δάχτυλο στο κούτελο. «Με τον Jean-Claude ειδικά μού ‘δωσες και κατάλαβα, δεν ήξερα από που μου ήρθε!» μου λέει και αναστενάζει. «Με είχε πάρει και με είχε σηκώσει…» μου λέει στενάζοντας βαριά.
«Ξέρεις ποιο είναι το περίεργο;» του κάνω χαμογελώντας. «Μετά τον Jean-Claude σε ερωτεύτηκα ακόμα περισσότερο,» συνεχίζω χαϊδεύοντάς τον στο πρόσωπο.
Πιάνει το χέρι μου που του χαϊδεύει το πρόσωπο και το φιλάει τρυφερά. «Αυτό που θυμάμαι εγώ ήταν πως ήσουν τρελή και παλαβή μαζί του,» μου λέει στενάζοντας. «Αίμα με είχε πάει…»
«Ήμουν, είχα ξεμυαλιστεί τελείως μαζί του, ίσως γιατί ήξερα ότι δεν υπάρχει κανένα μέλλον. Άφησα τον εαυτό μου να το ζήσει και ήταν πολύ όμορφο, αλλά όταν τελείωσε έτσουξε πολύ… πολύ όμως. Αλλά και πάλι ήσουν εκεί, Μάριε.»
«Η ψυχούλα μου το ξέρει,» μου λέει κουνώντας το κεφάλι του.
«Σημασία έχει ότι πραγματική παρηγοριά βρήκα μόνο στην αγκαλιά του παιδικού μου φίλου, παρόλο που νόμιζα ότι δε με θέλει όπως τον ήθελα εγώ,» του λέω χαϊδεύοντάς τον τρυφερά.

Η φωνή μου χαμηλώνει.

«Ακόμα και έτσι όμως, συνειδητοποίησα ότι αυτή η αγκαλιά ήταν ανοιχτή για μένα, και ήταν εκείνη τη στιγμή που την είχα περισσότερο ανάγκη από κάθε τι.»

Αφήνει κάτω την κρέπα και χώνομαι στην αγκαλιά του. Με κρατάει σφιχτά, είναι το λιμάνι μου. Υψώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω στα μάτια.

«Έκλαιγα μέσα της, και εσύ το μόνο που έκανες ήταν να με κρατάς ακόμα πιο σφιχτά. Εκεί… εκεί σε ερωτεύτηκα ακόμα περισσότερο.»

Χανόμαστε και πάλι για μερικά λεπτά σ’ ένα βαθύ, ατελείωτο φιλί.

«Και σου χρωστάω ακόμα κάτι,» του λέω αφού τραβιόμαστε. Ένα χρόνο τώρα μ’ έτρωγε μέσα μου που δεν μπορούσα να του το πω.
«Τι μου χρωστάς;» με ρωτάει παραξενεμένος.
«Να σου πω όλη την αλήθεια για το Δημήτρη.» Δε μου απαντάει, απλά με κοιτάει περιμένοντας να συνεχίσω. «Σου είπα ένα ψέμα γιατί δε μπορούσα να σου πω την αλήθεια, και με τρώει ρε Μάριε, με τρώει.»
«Τι ψέμα μου είπες;»
«Ο πραγματικός λόγος δεν ήταν ότι είχα βαρεθεί να είμαι το μπακούρι. Ζήλεψα Μάριε, ζήλεψα που ήσουν με την Αναστασία και όχι μαζί μου,» του λέω με σπασμένη φωνή. «Με το Δημήτρη δεν τα έφτιαξα προσπαθώντας να πάω παρακάτω. Τα έφτιαξα μαζί του για να σε κάνω να ζηλέψεις. Πρόδωσα εν γνώση μου έναν άνθρωπο που εκτιμούσα. Δεν το έκανα ελπίζοντας να ξεχάσω, το έκανα υπολογίζοντας να κερδίσω.» Χαμογελάω πικρά. «Πήγα να παίξω κι εγώ το παιχνίδι, γιατί μου είχε καρφωθεί αυτό που μου είχε πει ο Πολιτάκης: Αν δεν παίξεις, χάνεις. Ωστόσο αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι ακόμα και αν κερδίσεις—και δεν κέρδισα—αν το τίμημα είναι να χάσεις τον εαυτό σου, δεν αξίζει. Δεν αξίζει το γαμημένο.»
Ο Μάριος κλείνει τα μάτια του και γελάει σιγανά, αλλά όχι κοροϊδευτικά. Σα να προσπαθεί να μη βρίσει. «Αχ βρε Μπίλι… αχ!»
«Δεν κάνω συχνά μαλακίες» του λέω σιγανά, «αλλά όταν κάνω είναι επικού μεγέθους. Ήταν ασυγχώρητο αυτό που έκανα. Ακόμα με στοιχειώνει αυτό που μου είπε.»
«Τι σου είπε;»
Κλείνω τα μάτια μου για μια στιγμή προσπαθώντας να μαζέψω το κουράγιο μου. «Αν υπήρχε ένα κορίτσι που θα έβαζα το χέρι μου στη φωτιά ότι δεν είναι σαν τις άλλες, ήσουν εσύ. Όλες ίδιες είστε τελικά. Όλες.»
«Μάλιστα…» μου απαντάει απλά.

Χαμηλώνω τα μάτια μου, δεν έχω το κουράγιο να τον κοιτάξω στα μάτια. Νιώθω το χέρι του στο πιγούνι μου, με σπρώχνει απαλά προς τα πάνω. Αντιστέκομαι, φοβάμαι να τον κοιτάξω, τρέμω τι θα δω στα μάτια του.

«Κοίταξέ με!» μου λέει και η φωνή του είναι ζεστή, τρυφερή, όχι παγωμένη. Ακόμα κι έτσι με τρομερή δυσκολία υψώνω το βλέμμα μου πάνω του. Το δικό του του δείχνει στεναχώρια, δεν είναι επικριτικό. «Αν είχα τ’ αρχίδια να σου μιλήσω θα σε είχα γλιτώσει απ’ όλα αυτά,» μου λέει σιγανά.

Σιωπή. Μια μικρή, βαριά σιωπή, γεμάτη όλα όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ.

«Πώς χάσαμε τόσα χρόνια ρε Μπίλι;»
Ανασαίνω. Χαμογελάω αβέβαια. «Κάλιο αργά παρά ποτέ.»
«Κάλιο αργά παρά ποτέ…» επαναλαμβάνει, μηχανικά στην αρχή, αλλά μετά σα να συνειδητοποιεί τι σημαίνει αυτό, και το πρόσωπό του φωτίζεται. «Κάλιο αργά παρά ποτέ!» μου λέει και πάλι, αυτή τη φορά χαμογελώντας, διαλύοντας τα σύννεφα που είχαν μαζευτεί.

Μου χαμογελάει με αυτό το χαμόγελο που αγαπώ περισσότερο από κάθε τι. Θεέ μου, είναι τόσο όμορφος, τόσο υπέροχος. Και είναι… είναι δικός μου κι εγώ δική του.

«Δε μου λες, πάμε να βρούμε τον Νίκο και την Κατερίνα;» τον ρωτάω με το που τελειώνουμε την κρέπα μας.
«Ναι, πάμε,» μου απαντάει ο Μάριος, και μετά χαμογελάει στραβά. «Πω-πω, θα μας μείνει η Κατερίνα!»
«Από τη χαρά της. Το ξέρει ότι ήμουν ερωτευμένη μαζί σου πολλά χρόνια.»
Ο Μάριος παγώνει. «Γιατί δε μου είπε τίποτα; Γιατί ρε γαμώτο, τόσος καιρός χαμένος άδικα!»
«Γιατί, βρε μπουμπούνα, η Κατερίνα είναι φίλη και των δυο μας. Όπως εσύ δε μπορούσες να ρισκάρεις να με χάσεις, όπως εγώ δε μπορούσα να ρισκάρω να σε χάσω, έτσι κι εκείνη δε μπορούσε να χάσει κανέναν από τους δυο μας.» Παύση. «Αν της είχες μιλήσει εσύ για σένα, ίσως και να στο έλεγε. Αλλά έλα στη θέση της. Είμαστε το τρίο Stooges!»
Ο Μάριος χαμογελάει, αλλά τα μάτια του έχουν ακόμα μια σκιά. «Έχεις δίκιο, μωρέ, Μπίλι,» μου λέει και σταματάει για λίγο. Μετά, το βλέμμα του φωτίζεται ξανά, κι ένα πλατύ, ολοκληρωτικά δικό του χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό του. «Έχεις δίκιο, Μπίλι ΜΟΥ!»
«Μπίλι ΣΟΥ» του απαντάω, και πριν προλάβω να πω οτιδήποτε άλλο, με τραβάει πάνω του και φιλιόμαστε στη μέση του δρόμου, κερδίζοντας πειρακτικά σφυρίγματα από κάποιους περαστικούς.
Ο Μάριος απομακρύνεται, στρέφεται προς αυτούς και κάνει μια βαθιά θεατρική υπόκλιση. «Ευχαριστούμε, ευχαριστούμε!»

Σκάω στα γέλια. Πηγαίνουμε στο κλαμπ που μας είχαν πει και τους βρίσκουμε.

«Μπα, αλλάξατε γνώμη, πουλάκια μου;» μας ρωτάει η Κατερίνα, πίνοντας μια γουλιά από το ποτό της. «Πού γυρνάγατε;»
«Είχαμε πάει για φρέσκα,» της απαντάει ο Μάριος με το πιο αθώο ύφος του κόσμου.
«Φρέσκα τα λέμε τώρα;» τον πειράζει η Κατερίνα.
Ο Μάριος γέρνει ελαφρώς μπροστά, χαμογελώντας αινιγματικά. «Πιο φρέσκα δεν έχει.»

Η Κατερίνα γυρνάει και με κοιτάζει. Μας κοιτάζει και τους δυο. Εγώ δεν μιλάω. Αντί άλλης απάντησης, απλώνω το χέρι, πιάνω τον Μάριο από τον γιακά και τον φιλάω βαθιά, χωρίς να νοιάζομαι ποιος βλέπει, χωρίς να με ενδιαφέρει τίποτα άλλο στον κόσμο.

Όταν σταματάμε, η Κατερίνα έχει φέρει το χέρι της μπροστά στο στόμα της, σαν να προσπαθεί να πνίξει μια κραυγή. Μας κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια. Ο Μάριος με παίρνει ξανά στην αγκαλιά του και, για λίγες στιγμές, νιώθω και πάλι τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια μου.

«ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!» ακούγεται η φωνή του Νίκου. «ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!»

Η Κατερίνα αφήνει ένα ενθουσιώδες τσιριχτό και μας παίρνει και τους δυο στην αγκαλιά, κατσιάζοντάς μας στα φιλιά. Είναι δακρυσμένη.

«Κι εγώ κουμπάρα,» μας λέει συνωμοτικά, κάνοντάς μας να βάλουμε τα γέλια.
«Τι, εγώ στο πηγάδι κατούρησα;» ρωτάει ο Νίκος.
«Καλά, κι εσύ κουμπάρος!» του λέει η Κατερίνα.
«Ναι, αλλά δε σου κάθομαι!» της απαντάει ο Νίκος. «Ξέρεις, ο κουμπάρος την κουμπάρα… και τα ρέστα!»

Η Κατερίνα σηκώνει το ποτήρι της, τον κοιτάζει και με μια τέλεια, αριστοτεχνική κίνηση του κάνει ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ! κατευθείαν στα μούτρα, γεμίζοντάς τον σάλια, με εμένα και τον Μάριο να καμπουριάζουμε από τα γέλια, κλαίγοντας σχεδόν.

«Μπα π’ ανάθεμά σε, λούτσα μ’ έκανες!»
«Να μάθεις να μη μου κάθεσαι!» τον πειράζει, και ξαναβάζουμε τα γέλια.
⇽∙∙∙⇾
Δυο μέρες αργότερα αποφασίσαμε να πάμε στον μικρό Ασέληνο αλλά όταν φτάσαμε και οι υπόλοιποι είδαν ότι θέλει πρώτα κατάβαση και μετά ορειβασία, γκρίνιαξαν να πάμε στον μεγάλο, που είναι και οργανωμένη και τελικά πήγαμε εκεί. Την επόμενη μέρα νοικιάσαμε γουρούνα και πήγαμε μόνοι μας οι δυο μας στο μικρό Ασέληνο, όχι που θα κάτσουμε να σκάσουμε! Κάτω είναι ερημιά, ζήτημα αν είναι εκεί δυο-τρεις παρέες. Ο μικρός Ασέληνος είναι μια υπέροχη μινιόν παραλία σε ένα μικρό όρμο, με άμμο και βαθιά, πεντακάθαρα νερά. Αριστερά, αφού περάσεις τα βράχια, έχει ακόμα έναν μικρότερο κολπίσκο, και αυτός με άμμο, οπότε αποφασίζουμε να πάμε εκεί ώστε να είμαστε τελείως μόνοι.

«Μπίλι;» μου λέει ο Μάριος όταν στρώσαμε τις πετσέτες. «Βγάλε το πάνω σου, είμαστε μόνοι». Δεν θα δει κάτι που δεν είχε δει χθες και προχθές, έστω και στο φως του φεγγαριού, αλλά η αλήθεια είναι ότι διστάζω λίγο. «Έλα βρε Μπίλι, έχεις τόσο όμορφο στήθος,» μου λέει και με κοιτάζει παρακλητικά. «Την ομορφιά τη δείχνουμε, δεν την κρύβουμε!» μου κάνει χαμογελώντας σκανταλιάρικα.
«Θα είσαι φρόνιμος μετά;» τον ρωτάω παιχνιδιάρικα, και βάζει τα γέλια.
«Για μαλάκες ψάχνεις;» κάνοντάς μου με τα χέρια λες και μου έστριψε η βίδα.
«Όχι, έναν που έχω μου φτάνει!» τον πειράζω και του χώνω μια απαλή με το δάχτυλο στη μύτη, αλλά του κάνω το χατίρι και βγάζω το πάνω μέρος του μαγιό μου.
Με κοιτάει σα λιγούρης για μερικές στιγμές και μετά χαμογελάει πονηρά. «Έλα τώρα να βάλουμε και λαδάκι!»
«Κάπως ήμουν σίγουρη» του λέω πειρακτικά αλλά αφήνομαι να με αλείψει λάδι.

Ξεκινάει από την πλάτη μου και μετά συνεχίζει στα στήθη μου αφιερώνοντας πολύ περισσότερη ώρα απ’ όσο πραγματικά χρειάζεται. Όπως κάθεται πίσω μου και με χουφτώνει κανονικά και με το νόμο παριστάνοντας ότι μου απλώνει λάδι, νιώθω τον ερεθισμό του και βάζω τα γέλια.

«Λάδι είπαμε να βάλεις, μη μας γαμήσεις κιόλας!» του λέω πειρακτικά.
«Ε, κάποια στιγμή θα πρέπει να σταματήσω να είμαι μαλάκας, δε νομίζεις;» με ρωτάει πονηρά.
Του χώνω μια στα χέρια του που με χουφτώνουν χαχανίζοντας. «Και να αφήσεις πίσω σου τέτοια καριέρα; Ποτέ!»

Τελειώνει, και παρά το ότι με έχει κάνει πύραυλο με τα χάδια του στα στήθη μου, είμαι πολύ χαλαρωμένη. Φυσάει ελαφρό αεράκι και η αίσθηση του πάνω στα γυμνά μου στήθη είναι υπέροχη. Λίγη ώρα μετά μπαίνουμε στα καθάρια νερά και κολυμπάμε, και παίζουμε, κάνουμε πατητές, κάνουμε μακροβούτια και είναι τόσο όμορφα, όλα είναι τόσο όμορφα!

Βγαίνουμε έξω και ξαπλώνουμε στις πετσέτες και σε λίγο, αδιαφορώντας πλήρως για το ότι μπορεί να έρθει κανείς από εδώ και να μας δει, ξεκινάμε να φιλιόμαστε και πολύ γρήγορα καταλήγουμε να χαμουρευόμαστε. Το χάδι της γλώσσας του στα στήθη μου κόβει και πάλι την ανάσα και όταν κατεβάζει το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου δεν τον σταματάω αλλά εκείνος δεν προχωράει περισσότερο πέρα από ένα απαλό χάδι πάνω από το μαγιό. 

«Μια πεντάρα για τη σκέψη σου» του λέω τρυφερά όταν σταματήσαμε, έτσι είχαμε ξεκινήσει προχθές καταλήγοντας στο τέλος της βραδιάς ζευγάρι. Καταλήγοντας εκεί που οι καρδιές μας βρισκόντουσαν εδώ και πολλά χρόνια.

Γυρίζουμε ο ένας αντίκρυ στον άλλον. Με κοιτάζει και το σμαραγδένιο των ματιών του σχεδόν επισκιάζει το φως του ήλιου.

«Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου!»
«Και κανείς δεν είναι σαν τον Μάριο μου!» του απαντάω απλά. Ποτέ κανείς δεν ήταν, ποτέ κανείς δε θα γίνει.
«Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει χαϊδεύοντάς με τρυφερά στο πρόσωπο.
«Να θυμηθούμε να πάρουμε γλυκά στη Βίκυ!» του απαντάω και βάζουμε και πάλι τα δυνατά γέλια, μέχρι που δακρύζουμε, μέχρι που μας πιάνουν οι κοιλιές μας.

Μωρό σου;

Είναι πρωί κι έχω πάει στο σπίτι του για να πιούμε καφέ. Στους δικούς μας δεν έχουμε πει ακόμα τίποτα, και προσέχουμε πολύ να μη μας πάρουν χαμπάρι. Οι βάσεις είχαν βγει από τα τέλη Αυγούστου και, όπως κι εκείνος πέρσι, έτσι κι εγώ φέτος, πέρασα πρώτη των πρώτων. Κάπως έτσι, ο Μάριος κατάφερε να διατηρήσει ανέπαφες τις μεταφορικές του κοτσίδες.

Ο Ιούλης με το 160 στα Μαθηματικά και το 6330 συνολικά, τη χρονιά της μεγάλης σφαγής, με είχε βάλει κι εμένα στις εφημερίδες, και όπως φάνηκε, είχαν λυσσάξει όταν κατάλαβαν ότι οι πρώτοι των πρώτων, περσινός και φετινή, είναι γείτονες και φίλοι από μικρά παιδιά. Και όχι μόνο αυτό, αλλά πως η πρώτη στη Νομική, και πέμπτη συνολικά, είναι και κολλητή τους, και κάπως έτσι το τρίο Stooges έγινε γνωστό και στο πανελλήνιο.

Αυτή τη φορά δεν ήμουν εγώ που μάζεψα τα αποκόμματα. Το έκανε εκείνος. Κι όταν μου τα έδειξε, πήγα και άνοιξα το κουτί και του έδειξα αυτά που είχα κρατήσει εγώ. Δεν είχα ανάγκη πια να το κρατάω μυστικό. Και δεν ήταν μόνο αυτό που είχε αλλάξει από εκείνη την όμορφη αυγουστιάτικη βραδιά. Είχε επιστρέψει μετά από χρόνια ξανά στη ζωή μας η πάλη, αν και πλέον ως καθαρά ερωτικό παιχνίδι.

Δεν είχαμε προχωρήσει περισσότερο από το χαμούρεμα στο στήθος και φευγαλέα χάδια κάτω, αλλά δε μας πήρε και πολύ να παραδεχτούμε ο ένας στον άλλον το πόσο μας ερέθιζε να με βάζει κάτω και να με ακινητοποιεί. Ο Μάριος μου εξομολογήθηκε ότι αυτός ήταν και ο λόγος που ο ίδιος είχε αρχικά σταματήσει να παλεύει μαζί μου, και εγώ του εξομολογήθηκα ότι την τελευταία φορά που είχε γίνει αυτό παρακαλούσα από μέσα μου να με φιλήσει.

Με το χέρι του να παίζει με το ποτήρι με ρωτάει «Τι θα κάνουμε το βράδυ;» Θέλεις να πάμε σινεμά;»
«Ναι αμέ!» του απαντάω ενθουσιασμένη. «Σε θερινό, έτσι;» τον ρωτάω με λαχτάρα, είχαμε πολύ καιρό να πάμε σε θερινό κινηματογράφο!
«Εννοείται!» μου απαντάει με μάτια που αστράφτουν.
«Σ’ αγαπάω!» του λέω και πετάγομαι ενθουσιασμένη και τον αγκαλιάζω ανακατεύοντάς του παιχνιδιάρικα το μαλλί. Δε χορταίνω να του το λέω, δε χορταίνω να τον ακούω να μου το λέει.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω, Μπίλι μου,» μου λέει τρυφερά και παίρνει το χέρι μου στο χέρι του και του δίνει ένα φιλάκι.
«Λοιπόν, πάω να πάρω τα παιδιά να το κανονίσουμε,» του λέω και κάνω να σηκωθώ από την πολυθρόνα.
«Θέλω να βγούμε μόνοι μας,» μου λέει σχεδόν ντροπαλά.
Χαμογελάω καθώς το πρόσωπό του έχει κοκκινήσει ελαφρά. «Εντάξει» του απαντάω και του ανακατεύω και πάλι το μαλλί. «Πού θα πάμε;»
«Δεν έχω ιδέα!» μου λέει και σηκώνεται από την θέση του. «Κάτσε να πάω να βρω τη χθεσινή εφημερίδα,» μου λέει και ανοίγει την εφημερίδα που ήταν πάνω στο τραπεζάκι. «Τρίτη είναι σήμερα, δεν αλλάζουν πρόγραμμα,» μονολογεί και τότε χτυπάει την εφημερίδα. «Ρε συ, έχει τη Σιωπή των Αμνών που το χάσαμε το χειμώνα,» μου λέει με ενθουσιασμό!
«Αμέ!» του απαντάω εξίσου ενθουσιασμένη. «Πού το παίζει;» τον ρωτάω με περιέργεια.
«Στη Μπομπονιέρα στην Κηφισιά,» μου απαντάει αφήνοντας κάτω την εφημερίδα.
«Με τραινάκι θα πάμε, έτσι;» τον ρωτάω ξύνοντας αφηρημένα το μάγουλό μου.
«Ναι μωρέ,» μου απαντάει κουνώντας το κεφάλι του. «Δυο ώρες είναι, δε θα μας πάρει η νύχτα.»
«Θα είσαι φρόνιμος στο τραίνο;» τον ρωτάω χαχανίζοντας, «ή θα με κάνεις και πάλι ρεζίλι;»

Μου κάνει ένα νεύμα και καλά ότι η ερώτησή μου τον πρόσβαλε και πάει προς το μπάνιο. Εκεί ξυπνάει μέσα μου το διαβολάκι και πάω και κρύβομαι στο δωμάτιό του, προσπαθώντας να κρατήσω τα γέλια μου. Λίγη ώρα αργότερα ακούω το καζανάκι και το νερό να τρέχει στο νιπτήρα. Βγαίνει από το μπάνιο και πάει στο σαλόνι.

«Μπίλι;» φωνάζει, αλλά δεν απαντάω. «Πού στο διάολο πήγε;» τον ακούω να μουρμουράει. Κοντοστέκεται για λίγο και πηγαίνει στην κουζίνα. «Δεν είμαστε με τα καλά μας» συνεχίζει να μουρμουράει, αυτή τη φορά χαμηλόφωνα. «Ρε Μπίλι;» φωνάζει ξανά, αυτή τη φορά με πιο σταθερή φωνή.

Έρχεται προς το δωμάτιό του, το βλέπω από τη χαραμάδα της ντουλάπας που έχω κρυφτεί. Διστάζει λίγο στην πόρτα, έπειτα μπαίνει μέσα, κοιτάζει γύρω, αλλά δε με βλέπει. Απορεί. Μένει για λίγα δευτερόλεπτα ακίνητος, τα μάτια του ψάχνουν για σημάδια μου, τα φρύδια του ελαφρώς ενωμένα σε μια σκιά αμφιβολίας. Είναι η στιγμή. Πετάγομαι έξω και του ορμάω από πίσω, σκαρφαλώνω στην πλάτη του ξαφνιάζοντάς τον.

«Ρε μαλάκα, μου έκοψες το αίμα!» μου λέει, ενώ εγώ από πίσω προσπαθώ απελπισμένα να τον κάνω να χάσει την ισορροπία του. «Έτσι είσαι;» Γέρνει ξαφνικά μπροστά και χάνω την ισορροπία μου και προσπαθώ να κρατηθώ. «Θα σου δείξω πόσα απίδια χωράει ο σάκος» μου λέει γελώντας, ενώ εγώ, γελώντας και τσιρίζοντας—ναι, μου ξεφεύγουν καμιά φορά—προσπαθώντας να κρατηθώ σφιχτά πάνω του.

Πάει και στέκεται στα πόδια του κρεβατιού του. Γέρνει προς τα πίσω και πέφτουμε και οι δύο με δύναμη πάνω στο στρώμα—εγώ από κάτω, εκείνος από πάνω μου. Στριφογυρίζει και η ανάσα μου κόβεται για μια στιγμή, το στήθος μου να κολλάει στο δικό του. Κάποτε τα στήθη μου ήταν η αιτία που είχε κοπεί το παιχνίδι… πλέον είναι στόχος.

Με ακινητοποιεί, τα χέρια του κλείνουν γύρω απ’ τους καρπούς μου, το βλέμμα του είναι παιχνιδιάρικο αλλά… αλλά και κάτι άλλο. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή… και όχι από την ένταση της πάλης.

Το νιώθω. Το βάρος του, τη δύναμή του, την αμετακίνητη βεβαιότητα πως, όσο και να αντισταθώ, εκείνος θα με νικήσει. Και δεν με τρομάζει—με συναρπάζει. Μια βαθιά, πρωτόγονη αίσθηση με διαπερνά, μια γνώση θαρρείς αρχέγονη, χαραγμένη στο είναι μου, μη συνειδητή. Δεν είναι φόβος, δεν είναι αδυναμία. Είναι η παράδοση που δε ζητείται. Είναι αυτή που κερδίζεται.

«Παραδίνομαι» του λέω χωρίς να μου το ζητήσει, και νιώθω το κορμί μου να λιώνει κάτω από το δικό του.

Τον πιάνω και τον τραβάω πάνω μου, και τα χείλη μας συναντιούνται ξανά σε φιλιά που δεν έχουν καμία σχέση με πριν. Είναι πιο άγρια, πιο βαθιά, πιο απαιτητικά. Νιώθω το σώμα του να πιέζεται πάνω μου, το λεπτό ύφασμα του σορτς του να γίνεται ένα με το δέρμα μου, και δεν χρειάζεται να σκεφτώ για να καταλάβω πόσο ερεθισμένος είναι. Η ανάσα του μπερδεύεται με τη δική μου, και οι γλώσσες μας μπλέκονται σε ένα παιχνίδι που δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το πού οδηγούμαστε.

Το χέρι του ανεβαίνει αργά, σταθερά, χαϊδεύοντας τα πλευρά μου, και όταν φτάνει στο στήθος μου το χουφτώνει με τέτοια δύναμη που με κάνει να βογκήξω σιγανά. Ο ήχος τον κάνει να σταματήσει για μια στιγμή, να με κοιτάξει μέσα στα μάτια, λες και περιμένει να δει αν θα τον σταματήσω. Δεν το κάνω. Του δίνω το πράσινο φως χωρίς να πω κουβέντα, μόνο με τον τρόπο που κολλάω το κορμί μου πάνω στο δικό του, με τον τρόπο που δαγκώνω το κάτω χείλος μου όταν τα χείλη του κατεβαίνουν στον λαιμό μου, όταν γλιστρούν πιο κάτω, αφήνοντας καυτά, υγρά φιλιά πάνω στο δέρμα μου.

Με μια κίνηση, η μπλούζα μου βρίσκεται στο πάτωμα. Δεν έχω ιδέα πώς το έκανε τόσο γρήγορα. Το βλέμμα του σαρώνει το γυμνό μου στήθος, και για μια στιγμή νιώθω ότι ο χρόνος σταματάει. Τον νιώθω να με κοιτάζει σαν κάτι ιερό, σαν κάτι που του κόβει την ανάσα. Μετά, χωρίς άλλη σκέψη, κλείνει τα χείλη του γύρω από τη ρώγα μου και το μυαλό μου γίνεται θολό. Τα δάχτυλά μου χωμένα στα μαλλιά του, τον τραβάνε πιο κοντά, πιο δυνατά, πιο πολύ.

Όταν ανεβαίνει ξανά προς το πρόσωπό μου, ο τρόπος που με φιλάει είναι σχεδόν λυσσασμένος, σαν να προσπαθεί να αποτυπώσει τη στιγμή πάνω μου, μέσα μου. Το χέρι του γλιστράει ξανά προς τα κάτω, χαϊδεύει το στομάχι μου, τις καμπύλες των γοφών μου, σταματάει για μια στιγμή στο λάστιχο του σορτς μου. Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά που νομίζω ότι θα τη νιώσει μέσα από το δέρμα μου.
Στέκεται για μια στιγμή. Περιμένει.

Δεν τον σταματάω.

Το χέρι του γλιστράει διστακτικά κάτω από το σορτς μου, χαϊδεύοντας απαλά το ύφασμα του εσωρούχου μου. Ο τρόπος που με αγγίζει, η προσοχή του στις αντιδράσεις μου, η αργή, βασανιστική του κίνηση, με κάνουν να λιώνω από μέσα προς τα έξω. Και μετά, τα δάχτυλά του γλιστρούν κάτω από το ύφασμα, και το πρώτο άγγιγμα πάνω μου με κάνει να τιναχτώ. Κρατάω την ανάσα μου, και για μια στιγμή νομίζω ότι θα σταματήσει. Κάνω την κίνηση πριν από εκείνον—του πιάνω το χέρι, το κρατάω εκεί. Του δείχνω ότι το θέλω.

Το άγγιγμά του είναι εξαιρετικά αργό, βασανιστικά στοχευμένο. Ξέρει πού να πιέσει, πώς να κινήσει τα δάχτυλά του, πόση δύναμη να βάλει. Ένα κύμα ζεστασιάς απλώνεται σε ολόκληρο το σώμα μου, και οι ήχοι που ξεφεύγουν από τα χείλη μου είναι ακούσιοι, ανεξέλεγκτοι. Όσο περισσότερο με αγγίζει, όσο περισσότερο νιώθω την ανάσα του να καίει το λαιμό μου, τόσο πιο πολύ βυθίζομαι σε αυτή τη θολούρα της ηδονής που με κάνει να μη σκέφτομαι τίποτα άλλο εκτός από το πόσο πολύ τον θέλω. Τον θέλω. Όχι απλά να με χαϊδεύει. Όχι απλά να με αγγίζει.

Τον θέλω μέσα μου.

Με πιάνει ξαφνικά πανικός και αυτό σημαίνει ένα πράγμα και μόνο: παρά την φωτιά που έχει απλωθεί μέσα μου, παρά την ανάγκη μου, δεν είμαι έτοιμη να του δοθώ.

«Όχι άλλο,» του λέω με φωνή που ίσα που βγαίνει. Η φωνή μου είναι χαμηλή και λίγο τρεμάμενη, και σχεδόν φοβάμαι την αντίδρασή του, δεν θέλω να ξενερώσει.

Ο Μάριος σταματάει αμέσως. Τα χέρια του αποτραβιούνται αργά, με προσοχή, σαν να φοβάται μήπως με πληγώσει κατά λάθος. Τα μάτια του καρφώνονται στα δικά μου, ήρεμα, βαθιά, με εκείνο το ζεστό βλέμμα που με κάνει πάντα να νιώθω ασφαλής.

Δεν ρωτάει τίποτα. Δεν μου λέει «γιατί». Δεν προσπαθεί να με πείσει. Απλά απομακρύνει το χέρι του και το φέρνει απαλά στο πρόσωπό μου, τα δάχτυλά του χαϊδεύουν αργά το μάγουλό μου με μια στοργή που σχεδόν πονάει.

Με κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια, και η αναπνοή μου είναι ακόμα ασταθής. Δεν είναι απογοήτευση, δεν είναι θυμός. Είναι αγάπη. Είναι κατανόηση. Μου χαμογελάει, και οι άκρες των χειλιών του σηκώνονται απαλά, σαν να θέλει να μου πει πως όλα είναι εντάξει.

«Εντάξει, Μπίλι μου.» Αυτό, τίποτε άλλο. Μικρές λέξεις, αλλά το βάρος τους μου γεμίζει το στήθος με μια απέραντη ευγνωμοσύνη. Για μένα, αυτό σημαίνει τα πάντα.

Σηκώνεται αργά και μου δίνει τη μπλούζα μου, το βλέμμα του ήρεμο και γλυκό, χωρίς ίχνος πίεσης ή ενόχλησης. Εγώ ανεβάζω εσώρουχο και σορτσάκι που είχαν βρεθεί στους μηρούς μου, τα χέρια μου τρέμουν ελαφρά από την ένταση που δεν έχει φύγει ακόμα. Τα μάτια του με παρακολουθούν διακριτικά, προσπαθώντας να καταλάβουν αν είμαι εντάξει.

Στέκομαι στην άκρη του κρεβατιού και με κοιτάζει, το ένα του χέρι μπλεγμένο στα μαλλιά του και το άλλο να κρέμεται χαλαρά στο πλάι. Είναι ακόμα γελαστός αλλά στα μάτια του υπάρχει μια σκιά ανησυχίας.

«Δε σου άρεσε;» ρωτάει διστακτικά, με μια αδιόρατη νευρικότητα στη φωνή του, σαν να φοβάται την απάντηση.
«Το πρόβλημα ήταν ότι μου παρά-άρεσε!» του απαντάω, και τα μάγουλά μου κοκκινίζουν ανεπαίσθητα. Η ανακούφιση στο πρόσωπό του είναι σχεδόν αστεία—τα μάτια του φωτίζονται και το στήθος του φαίνεται να ξεφουσκώνει από την ένταση.
Με χαϊδεύει τρυφερά στο πρόσωπο, τα δάχτυλά του ζεστά και απαλά. «Έλα, πάμε μέσα να συνεχίσουμε το καφεδάκι μας,» μου λέει και μου δίνει το χέρι του, η φωνή του χαμηλή και καθησυχαστική.

Του χαμογελάω και βάζω το χέρι μου μέσα στο δικό του. Τα δάχτυλά μας μπλέκονται και η ζεστασιά του με ηρεμεί. Επιστρέφουμε στο σαλόνι, εκείνος πρώτος και εγώ από πίσω του, με μια αίσθηση γαλήνης να απλώνεται στο στήθος μου.

«Μάριε, να σε ρωτήσω κάτι;» του κάνω διστακτικά, τα δάχτυλά μου παίζουν ασυναίσθητα με την άκρη της μπλούζας μου. Το βλέμμα μου είναι καρφωμένο στο πάτωμα και το στομάχι μου έχει δεθεί κόμπος.
Εκείνος γέρνει λίγο προς το μέρος μου, στηρίζοντας τον αγκώνα του στο γόνατό του και το πηγούνι του στην παλάμη του. Τα μάτια του είναι ήρεμα, ζεστά. «Να με ρωτήσεις κάτι,» μου λέει χαμογελώντας, και η φωνή του είναι απαλή, χωρίς το συνηθισμένο του χαβαλέ. Συνήθως θα μου απαντούσε «δε ρώτησες μόλις τώρα;» αλλά αυτή τη φορά δεν κάνει πλάκα.
«Το έχεις ξανακάνει αυτό, έτσι; Εννοώ με άλλα κορίτσια.» ρωτάω, η φωνή μου λίγο πιο αδύναμη απ’ ό,τι θα ήθελα. Ακουμπάω τις παλάμες μου στα γόνατά μου για να μην τρέμουν.
Εκείνος με κοιτάζει για μια στιγμή χωρίς να μιλήσει, σαν να θέλει να καταλάβει αν πραγματικά θέλω να μάθω. «Ναι, το έχω ξανακάνει» μου απαντάει τελικά, με μια ηρεμία σχεδόν αφοπλιστική. Το βλέμμα του δεν φεύγει από τα μάτια μου ούτε για μια στιγμή, σαν να μου λέει ότι δεν έχει τίποτα να κρύψει.
Παίζω νευρικά με την άκρη της μπλούζας μου, το βλέμμα μου κατεβαίνει στα χέρια μου. «Έχεις κάνει έρωτα;» τον ρωτάω ακόμα πιο διστακτικά, και η φωνή μου είναι τόσο χαμηλή που σχεδόν δεν την ακούω ούτε εγώ.

Μπορεί να λέγαμε σχεδόν τα πάντα ο ένας στον άλλον, να γινόμαστε κάφροι στις περιγραφές που δε μας αφορούν, μέχρι και τσόντες έχουμε δει μαζί, αλλά υπάρχουν κάποια πράγματα που δε λεγόντουσαν. Ούτε τον είχα ρωτήσει, ούτε μου είχε πει ο ίδιος τι έκανε και τι δεν έκανε με τις προηγούμενες σχέσεις του. Ακόμα κι εγώ που του είχα πει στα ίσια ότι είχα ποζάρει γυμνόστηθη στον Jean-Claude, δεν του είχα δώσει περισσότερες λεπτομέρειες, και ούτε είχε γυρέψει να τις μάθει. Κάποια πράγματα ήταν μόνο μεταξύ εμού και της Κατερίνας.

Εκείνος χαμηλώνει το βλέμμα του για μια στιγμή, σαν να σκέφτεται πώς να απαντήσει, και μετά ξανασηκώνει τα μάτια του στα δικά μου. «Όχι, αυτό δεν το έχω κάνει ακόμα,» μου λέει και σταματάει για μερικά δευτερόλεπτα. Το χαμόγελό του είναι απαλό και το βλέμμα του σταθερό, γεμάτο μια αφοπλιστική ειλικρίνεια. «Άλλωστε πότε να προλάβω μωρέ Μπίλι, σάμπως στέριωνα και με καμιά;»
Γελάω νευρικά και σηκώνω το βλέμμα μου, παίζοντας ακόμα με την άκρη της μπλούζας μου. «Είναι κι αυτό…» του απαντάω.
Με κοιτάζει και πάλι, σαν κάτι να σκέφτηκε. Τα μάτια του σοβαρεύουν για μια στιγμή και το χαμόγελό του σβήνει ελαφρά. «Δεν πρόκειται ποτέ να σε πιέσω.» Τα χέρια του είναι ακίνητα, αλλά τα δάχτυλά του σφίγγονται ασυναίσθητα πάνω στο γόνατό του, σαν να θέλει να με διαβεβαιώσει ότι το εννοεί.
Νιώθω ένα κύμα ανακούφισης να πλημμυρίζει το στήθος μου. Τα χείλη μου ανοίγουν πριν το σκεφτώ. «Το ξέρω μωρό μου» του απαντάω αυθόρμητα, χωρίς να το σκεφτώ. Και με το που το λέω, παγώνει. Τα μάτια του πετάνε σπίθες και το στόμα του ανοίγει διάπλατα από την έκπληξη.
«Γιατί με κοιτάς έτσι;» τον ρωτάω απορημένη.
«Με είπες μωρό σου!» μου λέει και βάζει τα γέλια, και το γέλιο του είναι τόσο δυνατό και αυθόρμητο που δεν μπορώ να μην γελάσω κι εγώ. «Με είπες μωρό σου!!!!» επαναλαμβάνει ακόμα πιο ενθουσιασμένος και πριν προλάβω να κάνω κάτι, σηκώνεται και έρχεται και με αρπάζει στην αγκαλιά του. Τα χέρια του είναι σφιχτά γύρω από τη μέση μου και τα χείλη του βρίσκουν τα δικά μου σε ένα φιλί ζεστό και γεμάτο αγάπη. «Σ’ αγαπάω!!!» μου λέει με φωνή που σχεδόν τραγουδάει και εγώ γελάω μέσα στο φιλί.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω, πολύ-πολύ» του απαντάω, χαμογελώντας με τον ενθουσιασμό του. Το γέλιο μου σβήνει μέσα στο δικό του και νιώθω τα μάγουλά μου να καίνε ακόμα περισσότερο. «Αλήθεια σε είπα μωρό μου;» τον ρωτάω, δεν είμαι ακόμα σίγουρη ότι δε με δουλεύει.
Με κοιτάει με το ύφος “Σοβαρά τώρα;” και μου απαντάει «Ναι… μωρό μου,» μου απαντάει χαχανίζοντας. «Αλήθεια με είπες μωρό σου!»

Δεν του απαντάω κάτι, απλά χαμογελάω ντροπαλά και συνειδητοποιώ ότι έχω κοκκινήσει. Μαλάκα μου δεν είμαστε με τα καλά μας, δεκαοκτώ χρονών γαϊδάρα και κάνω σαν ντροπαλή πιτσιρίκα. Ο λεβέντης μου από την άλλη με κοιτάει και τα μάτια του γυαλίζουν σαν παιδάκι που είναι έτοιμο να κάνει διαολιά.

«Ρε συ, ξέρεις τι μου ήρθε τώρα;» μου λέει με πονηρό ύφος.
«Τι;» τον ρωτάω υποψιασμένη, βλέποντάς το να μου ‘ρχεται. 
«Ότι απαντήθηκε και η απορία του Νίκου!» Τα μάτια του λαμπυρίζουν και το χαμόγελό του γίνεται όλο και πιο πονηρό.

Ναι, το ότι το είδα να μου έρχεται δε σημαίνει ότι είχα καταλάβει ακριβώς τι μου έρχεται!

«Ε;» τον ρωτάω, κοιτάζοντάς τον σα χαζή, ή—για να είμαι ακριβής—με το σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδας.
«Είσαι ξανθιά και κάτω!» μου λέει χαρίζοντάς μου ένα χαμόγελο γεμάτο σημασία και παίζοντας πονηρά τα βλέφαρά του.
Τα μάτια μου ασυναίσθητα κοιτάνε χαμηλά, παρά το γεγονός ότι φοράω το σορτσάκι μου. Σηκώνω το βλέμμα μου προς τα πάνω του και βάζω τα γέλια με το παντελώς άκυρο του πράγματος. «Και τι περίμενες βρε μαλάκα;» τον ρωτάω. «Μωβ φτερά;»

Και κάπως έτσι επιστρέφουμε στις εργοστασιακές μας ρυθμίσεις.

Μ' όποιον δάσκαλο καθίσεις

Εδώ και λίγες μέρες έχουν ξεκινήσει τα μαθήματα στη σχολή. Έχουμε διαφορετικά προγράμματα ωστόσο καταφέρνουμε να τα κανονίσουμε με τέτοιο τρόπο ώστε να πηγαίνουμε και να φεύγουμε μαζί. Όταν επιστρέφουμε, φροντίζουμε κάθε μέρα να κάτσουμε τουλάχιστον μία ώρα να κάνουμε ο καθένας επανάληψη τα μαθήματα που κάναμε στη μέρα, διαβάζαμε σπίτι του ή σπίτι μου, και οι γονείς μας -που δεν τους το είχαμε πει- συνέχισαν να μην υποψιάζονται τίποτα, όσο τους αφορούσε, και με διακοπή ενός χρόνου, ήταν και πάλι business as usual, διαβάζαμε μαζί από μικρά παιδιά και με τους βαθμούς μας, και ο ένας, και ο άλλος, τους είχαμε αποδείξει ότι όντως διαβάζαμε, δεν το ρίχναμε στην παλαβή.

Όταν ανακοινώσαμε στην παρέα ότι ήμασταν ζευγάρι, μόνο η Κατερίνα είχε πέσει από τα σύννεφα, οι άλλοι τρεις είχαν πει «Επιτέλους, Ανάσταση!» κάνοντάς μας αμφότερες να νιώσουμε ελαφρώς μαλάκες, πώς δεν είχαμε πάρει χαμπάρι ότι ο Μάριος έτρεφε ακριβώς του ίδιου τύπου αισθήματα με μένα; Δε βαριέσαι, κάλιο αργά παρά ποτέ. Από εκείνη τη βραδιά και μετά περίμενα την κάθε νέα μέρα με ανυπομονησία, να βρεθούμε και πάλι κοντά, να τον δω, να με πάρει στην αγκαλιά του, να φιληθούμε, να χαϊδευτούμε, να πειράξουμε ο ένας τον άλλον, να γελάσουμε, ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της μέχρι τότε μου ζωής.

Βαγγέλης και Κλαίρη πέρασαν στις δεύτερές τους επιλογές -και οι δύο Αθήνα- αλλά η πτώση των βάσεων στην πρώτη δέσμη βοήθησε το Νίκο να περάσει στην πρώτη δική του, και από τα μέσα του Σεπτέμβρη είχε κατέβει Ηράκλειο, στη σχολή Επιστήμης Υπολογιστών. Σήμερα η Κατερίνα μας είπε ότι θα ερχόταν μαζί και ο Θανάσης, συμφοιτητής της, πρωτοετής και αυτός στη Νομική. Μου είχε πει ότι τη φλέρταρε, και επειδή κι εκείνης της άρεσε πολύ, τον κάλεσε να βγούμε μαζί, να γνωρίσει και την παρέα.
⇽∙∙∙⇾
Αποφασίζουμε να ανέβουμε Νέο Ψυχικό, εκεί που έμενε ο Θανάσης, και να τον βρούμε εκεί. Στριμωχνώμαστε και οι πέντε στο αυτοκίνητο του πατέρα του Μάριου και ξεκινάμε και αυτή τη φορά είμαι εγώ που κάθομαι μπροστά και όχι ο Βαγγέλης. Στη διαδρομή το ρίχνουμε στο χαβαλέ, πειράζοντας ανενελέητα την Κατερίνα που δεν την χωράει ο τόπος από την προσμονή.

Γνωρίζουμε και το Θανάση, που μας φαίνεται και στους τέσσερις πολύ συμπαθητικός, και όταν γυρνάμε, η Κατερίνα μας λέει πως στο τέλος της βραδιάς της ζήτησε να βγουν οι δυο τους. Τις δίνουμε τις ευχές μας και αφού αφήνουμε Βαγγέλη και Κλαίρη στον Άγιο Αντώνη και την Κατερίνα στο σπίτι της, και έχοντας και οι δυο ορεξούλες, αντί να επιστρέψουμε στα σπίτια μας, πάμε στα εργοστάσια απέναντι από το 26ο, στην αρχή της Φιλικών και σταματάμε σ' ένα απόμερο σημείο.

Βγαίνουμε για λίγο από το αυτοκίνητο και τραβάμε τα μπροστινά καθίσματα μπροστά για περάσουμε στο πίσω. Κλειδώνουμε τις πόρτες, ο Μάριος με τραβάει προς το μέρος του, και αρχίζουμε να φιλιόμαστε. Κάθε φορά κάνουμε τα ίδια πράγματα με την ίδια σειρά μα κάθε φορά είναι σα να είναι η πρώτη.

Φιλιόμαστε και με χουφτώνει στα στήθη και μετά με γλείφει στα αφτιά και στο λαιμό, και μετά με γδύνει από πάνω και παίζει τα στήθη μου με το στόμα του για πολλή ώρα. Μετά ανεβαίνει και πάλι και με φιλάει, μου ξεκουμπώνει το παντελόνι, αν φοράω κάποιο με κουμπιά η φερμουάρ, ή περνάει το χέρι του από κάτω, αν φοράω κάτι πιο ελαστικό, και με παίζει.

Έχω πιεί λίγο παραπάνω από το συνηθισμένο μου και είμαι αρκετά χαλαρωμένη, απολαμβάνω όπως κάθε φορά το χάδι των χεριών του στην κλειτορίδα και τον κόλπο μου, μα σήμερα το νιώθω ακόμα πιο έντονα. Ο Μάριος παίρνει θάρρος και μου κατεβάζει το παντελόνι και το κιλοτάκι μου και εγώ τον αφήνω. Με ρωτάει αν του επιτρέπω να μου τα βγάλει και με πιάνει ένας στιγμιαίος πανικός. «Τι θέλεις να κάνεις;» τον ρωτάω αλλά η ματιά του με καθησυχάζει. «Θα δεις» μου απαντάει εξίσου καθησυχαστικά.

Μένω τελείως γυμνή και με βάζει να ξαπλώσω στο κάθισμα, σκύβει προς το μέρος μου και, ανοίγοντάς μου ελαφρά τα πόδια, χώνει το κεφάλι του ανάμεσα τους. Μου ξεφεύγει ένας δυνατός αναστεναγμός όταν παίρνει απαλά την κλειτορίδα μου στα χείλη του και αρχίζει να την πιπιλάει. Μετά ακολουθεί η γλώσσα του, και το πάνω-κάτω της στην κλειτορίδα κάνει το σώμα μου να τεντωθεί.

Ο οργασμός δεν μου ήταν κάτι πρωτόγνωρο από τότε που άρχισα να παίζω με τον εαυτό μου, αλλά αυτόν που μου προσφέρει με το στόμα του δεν έχω λόγια να τον περιγράψω. Το σώμα μου τραντάζεται σαν να το διαπερνούν χιλιάδες βολτ, οι αναστεναγμοί μου γίνονται αναφιλητά και στην κορύφωση τεντώνομαι τόσο πολύ που νιώθω ότι θα σπάσω. Είναι τόσο δυνατό που γίνεται σχεδόν αφόρητο, μα έχει κι άλλο, μου κόβεται σχεδόν η ανάσα. Τραβιέται απαλά, η ένταση καταλαγιάζει σιγά-σιγά και κλείνω τα μάτια προσπαθώντας βρω τις ανάσες μου. Με βοηθάει να φορέσω και πάλι εσώρουχο και παντελόνι.

«Σ’ άρεσε;» με ρωτάει με τρυφερή φωνή.
«Δεν το κατάλαβες;» του απαντάω γελαστή, έχοντας βρει με τα χίλια ζόρια τη φωνή μου. Θεούλη μου, τι ήταν αυτό;
«Είσαι… είσαι η πρώτη που το κάνω αυτό…» μου λέει διστακτικά.

Τον κοιτάζω στα μάτια—όχι για να δω αν μου λέει αλήθεια, ο Μάριος δε θα μου έλεγε ποτέ ψέματα—απλά και μόνο γιατί νιώθω τόσο τρυφερά που δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.

«Ήταν υπέροχο,» του λέω χαϊδεύοντάς τον στα μάγουλα. «Αστεράκια και πεταλουδίτσες είδα!» συμπληρώνω και γελάει. Χαμογελάω κι εγώ και επειδή είμαι με το Μάριο μου, ξεκινάει και πάλι το δούλεμα. «Άλλωστε τόσες τσόντες που έχεις δει…»
Του έρχεται λίγο ξαφνική η αλλαγή του τόνου αλλά βάζει τα γέλια. «Τι μαλάκας είσαι ρε Μπίλι!»
«Εσύ έβλεπες τις τσόντες, εγώ είμαι ο μαλάκας;» τον ρωτάω, συνεχίζοντας το πείραγμα και κάνοντάς τον να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.
«Όσο έβλεπα τις τσόντες δεν ήμουν μαλάκας…» μου απαντάει αμέσως και βάζω τα γέλια, όχι γι’ αυτό που είπε, αλλά γι’ αυτό που άφησε να εννοηθεί.
«Αλήθεια, εσένα στο έχουν κάνει ποτέ αυτό;» τον ρωτάω μετά από λίγο.
“Nope” μου απαντάει μονολεκτικά. «Να σου πω… θέλω να πάμε κάπου ένα διήμερο οι δυο μας, τι θα έλεγες για Ναύπλιο;» με ρώτησε αλλάζοντας κουβέντα.
«Μέσα!!!!» του απαντάω χαμογελαστή. Θα είχα και την ευκαιρία μου να πραγματοποιήσω ένα από τα όνειρα που έκανα, να κοιμηθώ στην αγκαλιά του και να ξυπνήσω στην αγκαλιά του. «Σ’ αγαπάω.»
«Κι εγώ σ’ αγαπάω Μπίλι μου» μου λέει και με χαϊδεύει τρυφερά στο πρόσωπο.

Δεν ξέρω τι θα κάνω αλλά δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση μετά απ’ όλο αυτό να τον αφήσω έτσι. Καμία απολύτως. Γέρνω προς το μέρος του και αρχίζουμε και φιλιόμαστε και πάλι, αλλά αυτή τη φορά αναλαμβάνω εγώ την πρωτοβουλία. Τον τραβάω πάνω μου και παίρνω το χέρι του και το πιέζω πάνω στο στήθος μου. Φιλιόμαστε και πάλι ενώ με το χέρι του να μου σφίγγει δυνατά το στήθος.

Σταματάω το φιλί και του βγάζω τη μπλούζα και είμαι εγώ αυτή τη φορά που σκύβω και του πιπιλάω τις ρόγες. Σηκώνομαι ξανά προς τα πάνω και τον φιλάω στο λαιμό, το χέρι μου τον χαϊδεύει στα πλευρά και μετά κατεβαίνει στα μπούτια του. Του χαϊδεύω το όργανο πάνω από το παντελόνι, δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνω, αλλά σήμερα προχωράω παρακάτω.

Του το ξεκουμπώνω χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματήσω να τον πιπιλάω στο λαιμό. Περνώ το χέρι μου πάνω από το εσώρουχό του και τον αγγίζω πάνω από το ύφασμα. Η ανάσα του γίνεται πιο βαριά και τότε περνάω το χέρι μου κάτω από το εσώρουχό του και πιάνω για πρώτη φορά στα γυμνά μου χέρια το όργανό του. Σταματάω για λίγο και το κοιτάζω. Αυτό που κάποτε με χώριζε από τ’ αγόρια χωρίς να κάνει καμία διαφορά. Αυτό που πλέον κάνει όλη τη διαφορά του κόσμου.

Το χαϊδεύω και ενστικτωδώς το αγκαλιάζω με τη χούφτα μου και αρχίζω να το παίζω αργά αλλά η στάση δε με βολεύει. Τον βοηθάω να κατεβάσει παντελόνι και εσώρουχο, και το παίρνω στο χέρι μου. Ο Μάριος έχει ξαπλώσει στην πλάτη του καθίσματος με κλειστά μάτια και δείχνει να το απολαμβάνει. Δεν είχε δει μόνο εκείνος τσόντες, κι εγώ είχα δει, για την ακρίβεια κάμποσες τις είχαμε δει παλιότερα μαζί στη ζούλα, κάνοντας χαβαλέ και σχολιάζοντας σα γνήσιοι κάφροι.

Μπορεί να τα έχουμε μόλις από τα τέλη Αυγούστου αλλά είμαι ερωτευμένη μαζί του πολλά χρόνια, και ας χρειάστηκε να τον δω να φιλιέται με τη Βίκυ στο πάρτι για να το καταλάβω. Πριν λίγο δεν ήξερα τι θα κάνω, ήξερα μόνο πως δεν ήθελα να τον αφήσω έτσι. Ξαφνικά ξέρω. Παλιότερα η ίδια η σκέψη με αναγούλιαζε, αλλά μαζί του είναι τελείως διαφορετικά. Θα γίνω η πρώτη που θα του κάνει στοματικό και ο Θεός βοηθός.

Χωρίς να σταματήσω να τον παίζω αργά και ρυθμικά, χαμηλώνω το κεφάλι μου πάνω από το όργανό του και τον παίρνω, διστακτικά στην αρχή στο στόμα μου. «Μπίλι;» με ρωτάει έκδηλη έκπληξη στη φωνή του. «Σσσσς» του κάνω και τον ξαναπαίρνω στο στόμα μου. Η μυρωδιά του και η γεύση του με κάνουν να υγρανθώ από το πουθενά είναι υπέροχες… είναι… δεν ξέρω κι εγώ τι είναι. Όχι απλά δε νιώθω αηδία, το απολαμβάνω κι από πάνω.

Κοίτα να δεις!

Προσπαθώ να θυμηθώ τι έκαναν στις τσόντες. Σφίγγω απαλά τα χείλη μου γύρω από το όργανό του και τον παίρνω στο στόμα μου κάπως απρόσεκτα και φτάνει στο σημείο που μου προκαλεί το gag reflex. Πνίγομαι ξαφνικά και σταματάω για λίγο. Αρχίζω και πάλι, αυτή τη φορά αρκετά πιο προσεκτικά, ώστε να μην πνιγώ και πάλι. Δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος—νομίζω δηλαδή, σάμπως έχω πρότερες εμπειρίες; Πρέπει να είναι γύρω στους 15 πόντους και καταφέρνω να τον πάρω σχεδόν μέχρι τη μέση χωρίς να πνιγώ.

Μένω ακίνητη για μερικές στιγμές, και ξεκινάω να ανεβοκατεβάζω ρυθμικά το κεφάλι μου, προσέχοντας να μην τον ακουμπήσω με τα δόντια, και μετά θυμάμαι τις τσόντες. Τον αγκαλιάζω με τη χούφτα μου από τη βάση και αρχίζω να τον παίζω κάνοντας κυκλικές κινήσεις. Μου παίρνει λίγο να καταφέρω να συντονίσω τις κινήσεις χεριών και κεφαλιού, αλλά γρήγορα βρίσκω το ρυθμό μου.

Αν κρίνω από τις ανάσες του που έχουν γίνει κοφτές, και από τους μικρούς στεναγμούς και βογγητά που του ξεφεύγουν το πάω καλά. Σταματάω για μερικές στιγμές και τον κοιτάζω· με τα μάτια του κλειστά έχει ξαπλώσει στην πλάτη του καθίσματος, γέρνοντας το κεφάλι προς τα πίσω. Αρχίζω και πάλι να κινούμαι έχοντας βρει το ρυθμό μου και λίγες στιγμές αργότερα  αρχίζω να επιταχύνω, προκαλώντας αύξηση τόσο στην ένταση όσο και στη συχνότητα των βογγητών του.

Νιώθω το χέρι να πλέκεται μέσα στα μαλλιά μου στην πίσω μεριά του κεφαλιού μου. Για μερικές στιγμές το κρατάει ακίνητο εκεί, και μετά έχοντας με γραπωμένη από τα μαλλιά μου δίνει το ρυθμό που θέλει εκείνος. Το χάνω για λίγο στην αρχή, αλλά καταφέρω να συντονίσω τις ωθήσεις του με τις κινήσεις μου, και τα βογγητά του γίνονται ακόμα πιο δυνατά.

Και εκεί με σταματάει. «Μπίλι…αν συνεχίσουμε έτσι θα τελειώσω.» 

Παίρνω στιγμιαία την απόφασή μου. Δεν ξέρω τι θα κάνω αφού τελειώσει αλλά για το πού ούτε λόγος. Είτε καταπιώ είτε όχι, δεν πρόκειται να τον κόψω πάνω στο καλύτερο. Σηκώνω το βλέμμα μου πάνω του.

«Αυτή είναι η ιδέα…» του απαντάω απλά και τον ξαναπαίρνω στο στόμα.
«Είσαι σίγουρη;»
«Μχ» του κάνω καταφατικά χωρίς να σταματήσω ούτε στιγμή.

Με γραπώνει και πάλι και μου δίνει πιο γρήγορο ρυθμό, κι όπως είμαι και άπειρη, ζορίζομαι λίγο, αλλά καταφέρνω να τον ακολουθήσω. Παρόλο που έχει αρχίσει να κουράζεται το στόμα μου, η αλήθεια είναι ότι μου αρέσει αυτό που του κάνω, και όχι μόνο λόγω του πόσο το απολαμβάνει, μου αρέσει η ίδια η πράξη. Συνεχίζουμε έτσι για λίγη ώρα ακόμα και τα βογγητά του γίνονται ακόμα πιο δυνατά. Νιώθω το όργανό του να αναδεύεται στο στόμα μου.

Με κρατάει ακίνητη, βογκάει ακόμα πιο δυνατά, και το όργανό του αρχίζει να κάνει σπασμούς μέσα του, με κάθε σπασμό να τον συνοδεύει και μια ριπή σπέρματος. Το στόμα μου γεμίζει και—στιγμιαία και πάλι—παίρνω και την επόμενη απόφαση. Καταπίνω. Γλυκούτσικο είναι, δεν έχει δυσάρεστη γεύση. Οι σπασμοί του σταματάνε, έχοντας αδειάσει ό,τι ήταν να αδειάσει. Καταπίνω ό,τι έχει μείνει και τραβιέμαι απαλά.

«Κάτσε, σου φέρνω χαρτομάντηλο από μπροστά,» μου κάνει και με κοιτάει λες και δεν ήμουν εγώ εκείνη που δεν τον άφησε να τραβηχτεί.
«Τι να το κάνω;» ρωτάω σηκώνοντας το φρύδι πονηρά.
«Κατάπιες;» με ρωτάει με γουρλωμένα μάτια.
«Εσύ τι λες, να τα κράτησα για γαργάρες;» του απαντάω, γυρνώντας το και πάλι στην καφρίλα, και εκείνος σκάει στα γέλια τόσο δυνατά που σκύβει μπροστά, κρατώντας την κοιλιά του.
«Είσαι μεγάλος μαλάκας!» μου λέει ακόμα γελώντας, τα μάτια του να λάμπουν.
«Μαθήτευσα κοντά στον καλύτερο!» του λέω πειρακτικά, κλείνοντάς του το μάτι και κάνοντας μια ψευτο-υπόκλιση. «Με όποιο δάσκαλο καθίσεις!»
«Χαχαχα, αυτό ξαναπές το.» κάνει προσπαθώντας να σταματήσει το γέλιο.
«Με όποιο δάσκαλο καθίσεις!» επαναλαμβάνω, βγάζοντάς του γλώσσα και κάνοντας μια δραματική κίνηση με το χέρι σαν ηθοποιός σε σαπουνόπερα.
«Χαχαχα, είσαι όργιο!» μου κάνει και κουνάει το κεφάλι του, αλλά το χαμόγελο δεν λέει να φύγει από τα χείλη του.

Όπως είμαστε στο πίσω κάθισμα το ρίχνει στα ζογκλερικά για να βάλει ξανά εσώρουχο και παντελόνι. Εγώ πιο άνετη φοράω το σουτιέν μου, το οποίο είχα προνοήσει να είναι από αυτά που έχουν κούμπωμα μπροστά, και φοράω και τη μπλούζα μου.

Ίσα που προλαβαίνω, με αρπάζει στην αγκαλιά του και με σφίγγει πάνω του. Ανασηκώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω στα μάτια πονηρά, δαγκώνοντας ελαφρά το κάτω χείλι μου για να μη χαμογελάσω.

«Εγώ όργιο κι εσύ πρώην μαλάκας,» του λέω, και αυτή τη φορά τον πιάνει βήχας από τα γέλιο. «Καλά, μη μου μείνεις κιόλας!» κάνω δήθεν ανήσυχη, χτυπώντας του ελαφρά την πλάτη σαν να τον συνεφέρω.
«Και με καριέρα δεκαεννιά ολόκληρων χρόνων,» μου απαντάει όταν με τα πολλά βρίσκει τις ανάσες του. Εγώ του κάνω ένα πειρακτικό νεύμα τύπου “άστο, δεν το ’χεις”, σηκώνοντας τα φρύδια μου με εκείνο το ύφος της θειας στο χωριό που σχολιάζει.

Με κοιτάζει, σαν κάτι να θέλει να με ρωτήσει αλλά διστάζει, το βλέμμα του πηγαίνει από τα μάτια μου στα χείλη μου και πάλι πίσω.

«Γλυκό!» του απαντάω γελώντας πονηρά στην ερώτηση που δεν έκανε.

Με τραβάει πάνω του και χανόμαστε και πάλι σε ένα βαθύ, ατελείωτο φιλί, τα δάχτυλά του γλιστρούν απαλά στην πλάτη μου.

1992

Η πρώτη μας νύχτα

«5…4…3…2…1… Χρόνια πολλά, ευτυχισμένο το 1992!!!!!»

Κόβουμε τη βασιλόπιτα. Του σπιτιού, του Χριστού, του μπαμπά, της μαμάς, της μεγάλης Βασιλικής, μόνο οι φίλοι και τα ξαδέρφια μου με φωνάζουν Μπίλι, του θείου του Κώστα, της θείας της Αρετής, του Αλέκου και της μικρής Βασιλικής. Το φλουρί πέφτει στη θεία την Αρετή και χειροκροτούμε όλοι χαρούμενοι. Το πραγματικό φλουρί σε μένα έπεσε εκείνη την όμορφη Αυγουστιάτικη βραδιά στη Σκιάθο.

Θέλοντας χρονιάρα μέρα να κάνω το χατίρι της μητέρας που το έχει καημό, άλλωστε σήμερα είναι και η ονομαστική μου γιορτή, φόρεσα το ένα από τα δύο μου φορέματα, αυτό που έχω για όταν είναι να πάμε σε κανένα γάμο ή βάφτιση. Δεν είναι ότι δεν φοράω ποτέ μου φουστάνι, εξακολουθώ ωστόσο να προτιμώ τα unisex ρούχα γιατί τα έχω συνηθίσει τόσα χρόνια και μου φαίνονται πιο βολικά. Η αλήθεια είναι πάντως ότι μου πάει το φόρεμα και αυτό που βλέπω στον καθρέφτη μου αρέσει.
⇽∙∙∙⇾
Στην πρώτη δημοτικού, το μακρινό 1979, ήταν ακόμα υποχρεωτικές οι ποδιές. Πρώτα καταργήθηκαν για τ’ αγόρια—φυσικά, γιατί ποιος νοιάζεται αν αυτά φοράνε μπλε παντελόνια ή τζιν—και δυόμιση χρόνια αργότερα, το Φλεβάρη του 1982, τις ξήλωσαν και από τα κορίτσια. Μεγάλη χαρά, υποτίθεται. Αλλά για μένα, ήταν ήδη αργά.

Για δυόμιση ολόκληρα χρόνια, η ποδιά δεν ήταν απλώς ρούχο. Ήταν φραγμός. Ήταν σαν να μου φόρεσαν ένα σύνορο, να μου έβαλαν ένα αόρατο αλλά απόλυτο όριο ανάμεσα σε μένα και στα αγόρια που έτρεχαν στο προαύλιο, κυνηγούσαν μια μπάλα, σκονίζονταν, έπεφταν, σηκώνονταν και ξανά από την αρχή. Για δυόμιση χρόνια, ήμουν η Μπίλι, αλλά έπρεπε να είμαι ένα κορίτσι με ποδιά. Και δε μπορούσα να παίξω ποδόσφαιρο, γιατί “τα κορίτσια με ποδιές δεν παίζουν μπάλα.”

Τις πρώτες φορές δοκίμασα να το κάνω έτσι κι αλλιώς, αλλά δεν άργησα να καταλάβω πως δεν ήταν μόνο θέμα πρακτικότητας—πώς να τρέξεις όταν η ποδιά ανεμίζει σαν πανί καραβιού;—ήταν θέμα αντίληψης. Μπορεί να με είχαν μάθει ως Μπίλι, αλλά τώρα υπήρχε κάτι που τους υπενθύμιζε ότι ήμουν κάτι διαφορετικό.

Και δεν έφτανε αυτό, αλλά στο 35ο δημοτικό, που πήγαινα, δεν ήξερα και κανέναν. Όλα τα παιδιά της γειτονιάς πήγαιναν στο 26ο. Δεν καταλάβαινα γιατί με έστειλαν αλλού, αλλά όταν οι γονείς μου το εξήγησαν, μου φάνηκε λογικό—απλώς τότε δεν καταλάβαινα τη σημασία. Αν πήγαινα στο 26ο, μετά θα έπρεπε να πάω στο 12ο γυμνάσιο, το οποίο δεν είχε λύκειο, και μετά να καταλήξω στο Λόφο ή στο ΙΑ. Από το 35ο όμως, θα πήγαινα κατευθείαν στο ΙΑ για γυμνάσιο και λύκειο, χωρίς να χάσω όσες παρέες είχα κάνει στο δημοτικό.

Στα χαρτιά, ήταν έξυπνος προγραμματισμός. Στην πράξη; Όταν με τα πολλά μπόρεσα να παίξω μπάλα, τ’ αγόρια της τάξης μου είχαν φτιάξει τις ομάδες τους και, μιας και δε με ήξερε κανείς από τη γειτονιά, δεν μ’ άφηναν να παίξω μαζί τους. Ας είναι καλά ο Γιάννης από τ’ αγγλικά. Είδες; Καλά το λένε, οι ξένες γλώσσες βοηθάνε!
⇽∙∙∙⇾
Καθόμαστε περίπου μέχρι τη 01:00 και μετά ο καθένας από τα παιδιά έχει να βγει με την παρέα του. Τα μάτια μου πηγαίνουν από το ρολόι στον καθρέφτη και πάλι πίσω, τα δάχτυλά μου στρίβουν ασυναίσθητα το κορδόνι από το παλτό μου. Αποφασίζω τελικά να μην αλλάξω και ας είναι ανοιξιάτικο το φόρεμα—φοράω παλτό από πάνω, και στην τελική, με αυτοκίνητο θα πάμε εκεί που έχουμε κανονίσει. Στρίβω λίγο το κεφάλι μου, τα μαλλιά μου πέφτουν στους ώμους μου, και πιάνω τον εαυτό μου να χαμογελάει ελαφρά, κάτι ανάμεσα σε αμηχανία και ενθουσιασμό.

Ο Αλέκος και η Βασιλική έχουν φύγει και εγώ κάθομαι περιμένοντας τον Μάριο να περάσει να με πάρει. Σφίγγω το παλτό λίγο πιο πολύ γύρω μου, τα πόδια μου κινούνται νευρικά πάνω στο χαλί. Ο ήχος από το ρολόι στο σαλόνι μοιάζει πιο δυνατός από ποτέ. Χτυπάει το κουδούνι, του ανοίγω και περνάει μέσα.

«Χρόνια πολλά! Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος!» λέει σε όλους και με αγκαλιάζει, ενώ φιλιόμαστε στα μάγουλα—καθώς ακόμα δεν έχουμε πει τίποτα στους δικούς μου. «Είσαι κούκλα,» μου λέει ψιθυριστά.

Η φωνή του είναι απαλή και σχεδόν ντροπαλή. Τα μάτια του με κοιτάνε κατευθείαν και το χαμόγελό του είναι πλατύ και αληθινό. Μια αμυδρή ανατριχίλα διατρέχει τη σπονδυλική μου στήλη. Κάνω πως ισιώνω το παλτό μου για να κρύψω το πώς τα χέρια μου τρέμουν ελαφρά.

Χαιρετάει και τους γονείς μου και τους θείους μου, και κατεβαίνουμε κάτω. Τα βήματά μας αντηχούν στην είσοδο, και για μια στιγμή τα χέρια μας ακουμπούν φευγαλέα, σαν από ατύχημα. Η καρδιά μου χτυπάει πιο δυνατά.

Θα περάσουμε να πάρουμε την Κατερίνα και θα πάμε στο Παλένκε, εκεί θα μας βρει ο Θανάσης, που από τον Οκτώβρη είναι το αγόρι της. 
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα ανέβηκε και ο Νίκος με την κοπέλα του, τη Ντίνα—συμφοιτήτριά του στη σχολή, που μένει επίσης Αθήνα—και θα έρθουν μαζί με τον Βαγγέλη και την Κλαίρη.

«Πώς και με φόρεμα;» με ρωτάει γεμάτη περιέργεια η Κατερίνα όταν με βλέπει.

Τα μάτια της με περιεργάζονται από την κορυφή ως τα νύχια μ’ έναν τρόπο πειρακτικό, και τα χείλη της στριφογυρίζουν για να μην της ξεφύγει ένα χαμόγελο. Σταυρώνει τα χέρια της στο στήθος και το φρύδι της σηκώνεται πονηρά.

«Καλά έκανε, είναι κούκλα!» υπερθεματίζει ο Μάριος και τα μάτια του αστράφτουν, κάνοντάς με να κοκκινήσω ελαφρά.
«Δεν είμαι εγώ που πρέπει να πειστεί ότι της πηγαίνουν τα φορέματα,» του ανταπαντάει και με κοιτάει με μισό μάτι.
«Λόγω της ημέρας,»  τους λέω με προσποιητή αδιαφορία, «Μη σας ανοίγει όρεξη.»
«Τώρα πάει, πέταξε το πουλί, πάει στη στεριά την αντικρινή!» με πειράζει ο Μάριος. Η φωνή του είναι γεμάτη χάρη και το βλέμμα του παιχνιδιάρικο. Ανασηκώνει τα φρύδια του και το χαμόγελό του είναι ένα μείγμα πειράγματος και αληθινής χαράς.
«ΜΜΜΜΜΜ» του κάνω, βγάζοντας τη γλώσσα μου.

Σταυρώνω τα χέρια μου μπροστά στο στήθος και σηκώνω πεισματικά το κεφάλι μου, αλλά τα μάτια μου χαμογελάνε πριν προλάβω να το κρύψω.

«Είστε όργια,» λέει γελώντας η Κατερίνα από πίσω.

Κάνω πως αναστενάζω, αλλά το χαμόγελό μου είναι φωτεινό και δεν μπορώ να κρύψω τη ζεστασιά που ανεβαίνει στα μάγουλά μου. Τα μάτια του Μάριου μαλακώνουν στιγμιαία και η ματιά του κρατάει λίγο παραπάνω από το συνηθισμένο, πριν χαμογελάσει πλατιά.

Τα φώτα της πόλης έξω από το παράθυρο περνούν σαν θολές γραμμές και το αμάξι γεμίζει από τις ανάσα μας και την απαλή μουσική που παίζει στο ραδιόφωνο. Ο Μάριος έχει το ένα χέρι του στο τιμόνι και το άλλο στις ταχύτητες και οδηγάει προσεκτικά, συμμετέχοντας ωστόσο στην πάρλα με εμένα και την Κατερίνα.

Το Παλένκε είναι γεμάτο κόσμο. Τα τραπέζια είναι στριμωγμένα και οι φωνές πλέκονται με τη μουσική, δημιουργώντας έναν ζεστό, σχεδόν μεθυστικό θόρυβο. Οι φλόγες από τα κεριά και τα μικρά φαναράκια στα τραπέζια τρεμοπαίζουν, καθώς ο αέρας μεταφέρει τις νότες της μουσικής από τη μία άκρη του χώρου στην άλλη.

Ο καπνός των τσιγάρων αιωρείται σαν διάφανο πέπλο, και το φως του χώρου έχει αυτή τη χαρακτηριστική χρυσαφένια απόχρωση που κάνει τα πάντα να μοιάζουν λίγο πιο απαλά, λίγο πιο όμορφα. Τα δάχτυλά μου παίζουν ασυναίσθητα με την άκρη του τραπεζομάντιλου, και το βλέμμα μου περιπλανιέται ανάμεσα στα πρόσωπα που γελάνε, στα ποτήρια που τσουγκρίζουν, στους χορευτές που περιστρέφονται στην πίστα.

Η μουσική είναι κυρίως λάτιν, αλλά βάζουν και disco και rocknroll, και όταν οι κιθάρες και τα κρουστά πιάνουν ρυθμό, σηκωνόμαστε όλοι να χορέψουμε. Το φόρεμά μου στροβιλίζεται γύρω από τα πόδια μου, και τα χέρια του Μάριου είναι σταθερά στη μέση μου. Τα μάτια του είναι φωτεινά και το χαμόγελό του πλατύ, και κάθε φορά που με στριφογυρίζει, γελάω χωρίς να το θέλω.

Κάποια στιγμή, τα φώτα χαμηλώνουν λίγο, και η μπάντα ξεκινά ένα ταγκό. Οι πρώτες νότες είναι βαριές, σχεδόν τελετουργικές, και κάτι στην ατμόσφαιρα αλλάζει. Στην πίστα ανεβαίνουν δυο-τρία ζευγάρια, τα βήματά τους κοφτά και ακριβή, οι κινήσεις τους σαν να σκίζουν τον αέρα. Ο Μάριος με τραβάει λίγο πιο κοντά, και χωρίς να το συνειδητοποιήσω, γέρνω στην αγκαλιά του. Τα δάχτυλά του κάνουν μικρούς κύκλους στην πλάτη μου, και οι ανάσες μας μπερδεύονται καθώς παρακολουθούμε.

«Ουφ, ζηλεύω,» του λέω αναστενάζοντας με τα μάτια μου καρφωμένα στα ζευγάρια που χορεύουν και περιστρέφονται αβίαστα, με χάρη, σαν να μην πατάνε στο πάτωμα αλλά στον αέρα.
Ο Μάριος χαμογελάει. «Είναι υπέροχος χορός,» μου κάνει συμφωνώντας, «αλλά προτιμώ τη Μπίλι μου, που με χορεύει στο ταψί,» συνεχίζει με ζεστή, παιχνιδιάρικη φωνή, και με σφίγγει ακόμα πιο δυνατά πάνω του.
«Εγώ σε χορεύω στο ταψί, βρε αθεόφοβε;» τον ρωτάω κοιτάζοντάς τον με υποτιθέμενη αγανάκτηση και σκουντώντας το πόδι του κάτω από το τραπέζι.
«Που λέει ο λόγος, βρε μωρό μου!» μου λέει σκανταλιάρικα.
«Άχου το, με είπε μωρό μου πάλι!» τον πειράζω, αλλά το χαμόγελό μου είναι πλατύ και τα μάτια μου λάμπουν.
«Τι μαλάκας είσαι,» μου λέει γελώντας και ανακατεύοντάς μου το μαλλί, και επιστρέφουμε γελώντας στις εργοστασιακές μας ρυθμίσεις.
«Ο ρομαντισμός θα μας φάει!» του λέω χαχανίζοντας.
«Στο λαιμό να του κάτσουμε! Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου,» μου λέει και με χαϊδεύει τρυφερά.
«Και κανείς σαν το Μάριο μου,» του απαντάω, κοιτάζοντάς στον στα μάτια.

Τα δάχτυλά του περνάνε αργά από το μάγουλό μου και κατεβαίνουν προς τον ώμο μου, ζεστά και απαλά. Νιώθω τη θερμότητα να ανεβαίνει από το σημείο που με αγγίζει και να φτάνει μέχρι τα αυτιά μου. Τα μάτια μου καρφώνονται στα δικά του και ο κόσμος γύρω μας χάνεται, η μουσική γίνεται ένας μακρινός απόηχος και υπάρχει μόνο εκείνος.

Μόνο το βλέμμα του, ζεστό και βαθύ, και η ανάσα του που μπλέκεται με τη δική μου. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή και το χέρι του σφίγγει το δικό μου λίγο παραπάνω. Για μια στιγμή, δεν υπάρχουν ούτε καπνοί ούτε φώτα ούτε μουσική. Υπάρχουν μόνο δυο μάτια—τα δικά του, και χάνομαι μέσα τους.
⇽∙∙∙⇾
Το ΠΣΚ έχουμε κανονίσει όλα τα ζευγάρια ομαδική εκδρομή στο Πήλιο. Θα πάμε με δύο αυτοκίνητα: εγώ, ο Μάριος, η Κατερίνα και ο Θανάσης με το αυτοκίνητο του Μάριου—οι γονείς του πήραν καινούργιο και του άφησαν το παλιό, μια δίπορτη Jetta του ’85—και ο Νίκος, η Ντίνα, ο Βαγγέλης και η Κλαίρη με το αυτοκίνητο της Ντίνας.
Είναι η πρώτη φορά που θα κοιμηθούμε μαζί.

Η σκέψη αυτή είναι εκεί—δεν φεύγει, δεν με αφήνει. Τις πρώτες μέρες ήταν απλά ένας γλυκός ενθουσιασμός. Επιτέλους, χωρίς να μετράμε τον χρόνο, χωρίς να χωριζόμαστε στο τέλος της βραδιάς. Χωρίς να χρειάζεται να σταματήσουμε.

Γιατί δεν είναι απλά ότι θα κοιμηθούμε στο ίδιο δωμάτιο. Ξέρω τι σημαίνει αυτή η εκδρομή. Ξέρω τι σημαίνει για μένα.

Έχω πάρει την απόφασή μου. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θέλω να του δοθώ, είμαι έτοιμη να του δοθώ. Και μόνο η σκέψη με κάνει να νιώθω μια γλυκιά ανυπομονησία, ένα σφίξιμο που δεν είναι φόβος, ούτε δισταγμός—αλλά κάτι που δεν μπορώ να περιγράψω.

Θα είναι η πρώτη μου φορά.

Δεν έχω μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτό, ούτε καν στην Κατερίνα. Το ξέρει, φυσικά. Όπως ξέρω κι εγώ για εκείνη και τον Θανάση. Αλλά άλλο να ξέρεις και άλλο να το λες. Ούτε στον Μάριο το έχω πει ξεκάθαρα, αλλά το ξέρει. Το νιώθει. Δεν μου έχει ζητήσει ποτέ τίποτα. Δεν με έχει πιέσει ποτέ για τίποτα. Δεν χρειάστηκε.

Και το ότι ξέρω πως θα το καταλάβει, πως δεν θα βιαστεί, πως δεν θα κάνει τίποτα που δεν θα είμαι απόλυτα έτοιμη να του δώσω, είναι που κάνει αυτή τη σκέψη τόσο γλυκιά, τόσο δυνατή—και τόσο δική μου. Όσο το σκέφτομαι, με πιάνω να χαμογελάω. Η Παρασκευή είναι κοντά.

Και για πρώτη φορά στη ζωή μου, δεν με νοιάζει καθόλου αν δεν κοιμηθώ.
⇽∙∙∙⇾
Δεν έχουμε προχωρήσει περισσότερο από όσο πήγαμε εκείνη τη βραδιά πίσω από τα εργοστάσια. Και παρόλο που νιώθω πλέον έτοιμη για το επόμενο βήμα, δε μας έχει δοθεί ακόμα η ευκαιρία. Ουσιαστικά, ο μόνος λόγος που δεν το έχουμε κάνει ακόμα είναι επειδή ούτε ο Μάριος, ούτε κι εγώ, θέλουμε να γίνει στο αυτοκίνητο ή σε κάποιο φτηνό ξενοδοχείο της μιας βραδιάς—«γαμηστρώνα», που λέει και ο ίδιος με την απόλυτη φυσικότητα που μπορεί να πετάξει τις πιο ακατάλληλες ατάκες στις πιο ακατάλληλες στιγμές.

Θα μου πεις, τα σπίτια τι τα έχουμε;

Από εκείνη την ημέρα που παραλίγο να με τσακώσει η μητέρα μου γονατισμένη—και προφανώς όχι για να προσευχηθώ στον Μάριο—τα πιο προχωρημένα μας παιχνίδια γίνονται μόνο στις βραδινές μας εξόδους τις Παρασκευές ή τα Σάββατα. Και πάντα στο αυτοκίνητο, εκεί στα εργοστάσια της Τσαλαβούτα. Δεν είναι το πιο βολικό μέρος, αλλά better safe than sorry.

Σπίτι; Μόνο χαμούρεμα. Και αυτό πάντα με όλα μας τα ρούχα. Καλά το λένε: όποιος καεί στον χυλό, φυσάει και το γιαούρτι.

Τώρα που το σκέφτομαι, αυτό δεν είναι ακριβώς αλήθεια Στα τέλη του Νοέμβρη, σε ένα πάρτι που είχε διοργανώσει ένας συμφοιτητής, του είχα κάνει στοματικό στην τουαλέτα.
⇽∙∙∙⇾
Τα φώτα χαμηλώνουν και οι νότες της πρώτης μπαλάντας γεμίζουν το χώρο. Κάποιοι από αυτούς που χόρευαν φεύγουν από το κέντρο του σαλονιού και στη θέση τους έρχονται μερικά ζευγάρια. Ένα από αυτά είμαστε εγώ και ο Μάριος, ο οποίος με πήρε από το χέρι. Με πιάνει σφιχτά αγκαλιά από τη μέση, πλέκω τα χέρια μου πίσω από το σβέρκο του και αρχίζουμε και λικνιζόμαστε απαλά στη μουσική.
I guess this time you’re really leaving
I heard your suitcase say goodbye
Well, as my broken heart lies bleeding
You say true love, it’s suicide
Σκύβει και με φιλάει. Οι γλώσσες μας παίζουν στις άκρες των χειλιών μας ενώ το χέρι μου του χαϊδεύει απαλά το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Τα χέρια του που στην αρχή ήταν στη μέση, κατεβαίνουν λίγο πιο χαμηλά και το χάδι του στους γλουτούς μου κάνει το σώμα μου να μυρμηγκιάσει. 
I'll be there for you
These five words I swear to you
When you breathe, I wanna be the air for you
I'll be there for you
Είμαι στη δεύτερη μέρα της περιόδου μου και οι ορμόνες μου έχουν βαρέσει κόκκινα, έχω απίστευτη διέγερση. Νιώθω να λιώνω σε αυτό το φιλί, και ενώ το ένα του χέρι είναι ακόμα στους γλουτούς μου, το άλλου του γίνεται ακόμα πιο τολμηρό. Φεύγει από τους γλουτούς μου και ταξιδεύοντας στη μέση μου και στα πλευρά μου, φτάνει στο στήθος μου. Το μαλάζει απαλά και μου κόβεται η ανάσα.

Λόγω της περιόδου τα στήθη μου είναι πιο ευαίσθητα και, όταν αρχίζει να μαλάζει το αριστερό μου πιο δυνατά, η ανατριχίλα μου γίνεται ακόμα πιο έντονη. Είναι αυτή η ανατριχίλα ανάμεσα στα λαγόνια μου, που με εντελώς ξενέρωτο τρόπο μου υπενθυμίζει ότι κατουριέμαι.

Τραβιέμαι από το φιλί. «Μωρό μου, πρέπει να πάω στο μπάνιο,» του κάνω.

Λύνω τα χέρια μου από το σβέρκο του, με αφήνει και εκείνος, και πηγαίνω προς το μπάνιο. Στο διάδρομο είμαι μόνη μου. Η πόρτα του μπάνιου είναι ελαφρώς ανοιχτή και μέσα έχει σκοτάδι. Παίζω για λίγο με τους διακόπτες, και τελικά βρίσκω αυτόν του μπάνιου. Νιώθω ένα χέρι στα οπίσθιά μου, που για μια στιγμή—και μέχρι να καταλάβω ότι είναι του Μάριου—χτυπάει στο μυαλό μου συναγερμό.

«Μπες μέσα,» μου κάνει με προστακτικό τόνο, και η στιγμιαία διέγερση με κάνει να ξεχάσω ότι κατουριέμαι!

Μπαίνω μέσα και με ακολουθεί. Κλείνει την πόρτα και με στριμώχνει πάνω της. Αρχίζει και με φιλάει στο λαιμό και μου κατεβάζει σχεδόν βίαια το φόρεμα. Μου ξεκουμπώνει το σουτιέν και χουφτώνει δυνατά και τα δυο μου στήθη, κόβοντάς μου σχεδόν και πάλι την ανάσα.

Με πιάνει από το χέρι, με κάνει να γυρίσω και με αγκαλιάζει από πίσω. Ακουμπάει εκείνος στην πόρτα, και με δαγκώνει απαλά μεταξύ του λαιμού και των ώμων μου, χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματήσει να μαλάζει δυνατά και τα δυο μου στήθη. Κατεβάζω το χέρι μου και τον χαϊδεύω πάνω από το παντελόνι, είναι τέρμα ερεθισμένος.

Πάντα με το ένα χέρι, με κάποιο τρόπο καταφέρνω να του λύσω τη ζώνη, να του ξεκουμπώσω το κουμπί, και να του κατεβάσω και το φερμουάρ. Το χέρι μου περνάει μέσα, και αγγίζω το όργανό του πάνω από το μποξεράκι του. Με σταματάει και με γυρίζει προς το μέρος του. Με κοιτάζει με βλέμμα που με κάνει να ανατριχιάσω από την προσμονή, και μετά πιέζει σταθερά τους ώμους μου προς τα κάτω, δείχνοντάς μου ότι θέλει να γονατίσω.

Ήταν η πρώτη φορά που μου το ζήτησε ενεργητικά, μέχρι τότε εγώ έπαιρνα την πρωτοβουλία να τον πάρω στο στόμα μου και οι καύλες μου όχι απλά χτύπησαν ταβάνι, το τρύπησαν! Γονατίζω υπάκουα και απελευθερώνω το μέλος του από την φυλακή του. Τον ανασαίνω για λίγο και η μυρωδιά του ανδρισμού του με μεθάει.

Για μερικές στιγμές παίζω με το κεφαλάκι του, κάνοντας τον Μάριο να ανατριχιάσει. Τον γλείφω αισθησιακά σε όλο του το μήκος, από τη βάλανο μέχρι τη βάση του, και μόλις φτάνω και πάλι στο κεφαλάκι, με μια γρήγορη κίνηση τον παίρνω στο στόμα μου. Όλο. Μου πήρε κάμποσο καιρό να το καταφέρω, αλλά όπως λένε η επανάληψη είναι η μητέρα της μάθησης.

Αγοράκι είναι, λατρεύει τις πίπες, και το εν λόγω κοριτσάκι λατρεύει να κάνει το εν λόγω αγοράκι να χάνει τα μυαλά του. Με πιάνει από τα μαλλιά και με κρατάει για μερικές στιγμές ακίνητη. Του αρέσει πολύ αυτό, να με κρατάει ακίνητη και να μου γαμάει το στόμα. Δε μου είναι ιδιαίτερα εύκολο έτσι, η αίσθηση του πνιγμού είναι έντονη αν δεν ελέγχω εγώ το ρυθμό, αλλά δεν φέρνω κόντρα. Έτσι με θέλει; Έτσι θα μ’ έχει.

Το χέρι μου ασυναίσθητα κατεβαίνει ανάμεσα στα πόδια μου, και παρόλο που έχω περίοδο αρχίζω και χαϊδεύομαι, ενώ το όργανό του μπαινοβγαίνει στο στόμα μου. Σταματάω να χαϊδεύομαι γιατί αποσυντονίζομαι και χάνω τις ανάσες μου, και με το Μάριο να έχει εντείνει το ρυθμό του, δε μου το κάνει εύκολο.

Τραβιέται έξω και σταματάει για μερικές στιγμές, δίνοντάς μου χρόνο να βρω τις ανάσες μου. Αγκαλιάζω με το χέρι μου τη βάση του οργάνου του και αρχίζω να το παίζω με κυκλικές κινήσεις, και σε λίγο ακολουθεί και το στόμα μου. Συντονίζω κινήσεις χεριού με κεφάλι, και τα βογγητά του Μάριου γίνονται ακόμα πιο έντονα από πριν.

Νιώθω στο στόμα μου τα προσπερματικά υγρά του και πλέον έχω μάθει πως ο οργασμός του είναι κοντά. Εντείνω ακόμα περισσότερο το ρυθμό μου, και το όργανό του αρχίζει να τρεμουλιάζει. Τα χέρια του επιστρέφουν στα μαλλιά μου, με αρπάζει και με κρατάει ακίνητη. Το τρεμούλιασμα στο μέλος του μετατρέπεται σε σπασμούς.

Αφήνει ένα ακόμα δυνατό βογγητό και το στόμα μου πλημμυρίζει από διαδοχικές ριπές. Το χέρι μου εξακολουθεί να τον μαλάζει στη βάση του, και καταπίνω την πρώτη ριπή. Και μετά δεύτερη, και μετά τρίτη. Κάθε σπασμός και μια ριπή, κάθε ριπή και ένα ακόμα δυνατό βογγητό.

Καταπίνω για τελευταία φορά και με τη γλώσσα μου τον σκουπίζω προσεκτικά από το κεφαλάκι μέχρι τη βάση. Σηκώνω τα μάτια μου προς το Μάριο. Έχει γείρει ακουμπώντας το πίσω μέρος του κεφαλιού του στην πόρτα και τα μάτια του είναι κλειστά. Χαμογελάω, δίνω ένα τελευταίο φιλάκι στο κεφαλάκι του, και σηκώνομαι.

Και κάπου εκεί θυμάμαι ότι κοντεύω να τα κάνω πάνω μου, και τον πετάω έξω με συνοπτικές διαδικασίες.
⇽∙∙∙⇾
Και μόνο που το θυμάμαι, με πιάνει ένα μικρό—ανεπαίσθητο—κοκκίνισμα. Όχι γιατί το μετανιώνω. Κάθε άλλο. Αλλά γιατί ακόμα δεν έχω συνηθίσει τη σκέψη ότι είμαι τέτοιος άνθρωπος.
Το μέρος που είχαμε κλείσει δεν ήταν ακριβώς ξενοδοχείο. Ήταν ένας μεγάλος, πέτρινος ξενώνας, χωμένος μέσα στη φύση, με τον αέρα να φέρνει τη μυρωδιά του ξύλου και του τζακιού. Στο ισόγειο είχε μια μεγάλη σάλα με βαριές πολυθρόνες, ένα ξύλινο μπαρ και ένα τζάκι που σιγόκαιγε, κάνοντας τις σκιές να παίζουν στους τοίχους. Μια κεντρική σκάλα οδηγούσε στον επάνω όροφο, όπου υπήρχαν οχτώ μεγάλα δωμάτια, το καθένα με το δικό του τζάκι, ιδιωτικό μπάνιο και ένα μικρό μπαλκόνι. Ήταν ψηλά στο βουνό και από κάτω έβλεπες, σαν σε πιάτο, το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου.

Αύριο το πρωί θα πηγαίναμε στις Μηλιές και το απόγευμα θα κατεβαίναμε στον Βόλο, αλλά σήμερα, πρώτη μέρα, θα μέναμε εκεί.

Εδώ και έναν μήνα έχω αρχίσει κι εγώ τα μαθήματα για να βγάλω δίπλωμα, αλλά ο Μάριος το είχε κάνει από πέρσι και ήταν ήδη καλός οδηγός. Παρά το γεγονός ότι το αυτοκίνητό τους ήταν πειραγμένο—σιγά μη το άφηνε ο κύριος Ανδρέας έτσι—ο Μάριος δεν ήταν ούτε νευρικός ούτε έτρεχε. Σε όλο το ταξίδι μια φορά το άνοιξε για να μας δείξει ότι πάει μέχρι 170 και μετά έκοψε, δεν πήγε πάνω από 120.

Οι άλλοι, μάθαμε αργότερα, το έκαναν σερί. Εμείς, αντιθέτως, πήγαμε με την ησυχία μας, κάνοντας στάση για καφεδάκι στον Άγιο Κωνσταντίνο, στο ίδιο μέρος που είχαμε πιει και τους καφέδες μας πριν επιβιβαστούμε στο καράβι για Σκιάθο, πέρσι τον Αύγουστο.

Όταν φτάσαμε αργά το απόγευμα, βρήκαμε τους άλλους τέσσερις στη σάλα, μπροστά από το τζάκι. Ήταν από εκείνες τις σκηνές που σου μένουν στο μυαλό, με το φως από τις φλόγες να φωτίζει χαλαρά τα πρόσωπά τους και την κουβέντα να κυλάει ήρεμα.

Καθίσαμε κι εμείς μαζί τους, ήπιαμε τους καφέδες μας και μετά φάγαμε κιόλας, αφού στον ξενώνα σερβίριζαν και τα τρία γεύματα. Κάποια στιγμή, τα ζευγάρια άρχισαν να ανεβαίνουν στα δωμάτιά τους. Ανεβήκαμε και εμείς και το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να ανάψουμε το τζάκι, περισσότερο για την ατμόσφαιρα, παρά για ό,τι άλλο, ήταν ζεστά στο δωμάτιο.

Μπαίνω πρώτη στο μπάνιο για ένα ντουζάκι και όταν βγαίνω, ακολουθεί και ο Μάριος. Φοράω ένα απλό φανελάκι από πάνω και το αγαπημένο μου μποξεράκι. Τα λατρεύω τα μποξεράκια, γιατί έχουν ταυτόχρονα τον ρόλο κοντού σορτς και εσώρουχου, αλλά κυρίως γιατί τονίζουν τα οπίσθιά μου και ο Μάριος λατρεύει το θέαμα.

Πάω και κάθομαι μπροστά από το αναμμένο τζάκι και χαζεύω για μερικά λεπτά τη φλόγα . Ακούω το νερό από το ντους, ακούω τα ξύλα που σιγοκαίνε στο τζάκι. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά από την προσμονή. Φεύγω από το τζάκι και πάω να στεγνώσω τα μαλλιά μου. 

«Μου αρέσει που τα έχεις αφήσει να μακρύνουν λίγο παραπάνω» μου λέει βγαίνοντας από το μπάνιο και βλέποντάς με να τα στεγνώνω. Τα κουρεύω ακόμα σε στυλ pixie και στα δικά μου μάτια έχουν παραμακρύνει.
«Να τα αφήσω κι άλλο, λες;»
«Αν θέλεις… αλλά εμένα μου αρέσουν πολύ στο μήκος που είναι τώρα!»
«Χμμμ…» λέω και κοιτάζομαι στον καθρέφτη σκεπτική, φυσώντας ένα τσουλούφι που πέφτει στο πρόσωπό μου.
«Και μπορώ να σε γραπώνω και καλύτερα από το μαλλί, αυτό που το πας;»
Τον κοιτάζω από τον καθρέφτη με ανασηκωμένο φρύδι. «Δικέ μου την πάτησες, ε; Έκλεισες τάφο ρε; Εμένα ένας που είπε ότι θα με γραπώσει τον έκανα αφίσα, ακόμα τον ξεκολλάνε απ' τον τοίχο» του λέω αντιγράφοντας τον Μίκη από το The Kopanoi. Το είχαμε δει πριν κανένα μήνα στο βίντεο και δε μας είχε μείνει άντερο.
«Μη μου λες τέτοια και φρικάρω! Να μάθεις να μη λες στον άλλο πως θα κουρεύεται η έτσι του! Ποιος είσαι ρε και κάνεις υποδείξεις, ο Ροκαβλόν;» μου απαντάει αντιγράφοντας με τη σειρά του τον Γκόγκο, και βάζουμε και οι δύο τα γέλια.

Τον βλέπω να πλησιάζει με εκείνο το μισό χαμόγελο που ξέρει πως με ρίχνει κάθε φορά. Οι κινήσεις του χαλαρές, αλλά το βλέμμα του έχει μια σπίθα πειράγματος. Καθώς τον παρακολουθώ να έρχεται πίσω μου, νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει λίγο πιο δυνατά, αλλά προσποιούμαι ότι δεν με πειράζει. Ξέρω τι έχει στο νου του και λιώνω στη σκέψη του επερχόμενου μασάζ.

Ακουμπάει τα χέρια του στους ώμους μου, τα δάχτυλά του πιέζουν απαλά αλλά σταθερά, και κλείνω τα μάτια πριν προλάβω να το συνειδητοποιήσω. Η ζεστασιά τους περνάει μέσα από το μπλουζάκι μου, και κάθε κύκλος που κάνει με τους αντίχειρές του μοιάζει να λιώνει έναν κόμπο έντασης. Ο Μάριος κάνει καταπληκτικό μασάζ, και κάθε φορά που το κάνει νιώθω κυριολεκτικά πως θα χυθώ.

«ΜΜΜΜ» κάνω και σηκώνω τους ώμους μου κλείνοντας τα μάτια, το κεφάλι μου γέρνει ελαφρά μπροστά, σαν να προσκαλώ τα χέρια του να συνεχίσουν. Τα χείλη μου μισανοίγουν και η φωνή μου βγαίνει πιο χαλαρή, σχεδόν βραχνή. Δεν είχα καταλάβει πόση ένταση κουβαλούσα στους ώμους μου μέχρι που αρχίζει να τη διώχνει.
«Μήπως να αλλάξεις καριέρα;» τον ρωτάω με μια φωνή που έχει αρχίσει να βγαίνει πιο βαθιά και νυσταγμένη. «Θα γλιτώσεις και την εξεταστική του Γενάρη.»

Τα χέρια του συνεχίζουν να κινούνται αργά και μεθοδικά, και νιώθω τις άκρες των δαχτύλων του να κατεβαίνουν προς τις ωμοπλάτες μου, το άγγιγμά του ζεστό και σταθερό. Κλείνω ξανά τα μάτια, αλλά ο Μάριος σκύβει προς το αυτί μου, η ανάσα του γαργαλάει τον λαιμό μου και ανατριχιάζω σύγκορμη.

«Α, ναι;» με ρωτάει με τη σειρά του, η φωνή του γεμάτη παιχνιδιάρικη πρόκληση. «Θέλεις να με δεις να κάνω μασάζ και σε άλλες;»

Σταματάω απότομα να χαλαρώνω, τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα και οι ώμοι μου σφίγγονται ενστικτωδώς. Γυρίζω το κεφάλι μου προς το μέρος του και τον κοιτάζω με τα φρύδια μου συνοφρυωμένα.

«Εχμ! Αυτό ομολογώ ότι δεν το είχα σκεφτεί!» κάνω και βγάζω έναν ήχο ανάμεσα σε πνιχτό γέλιο και επιφύλαξη.
Ο Μάριος κλείνει το μάτι με έναν αέρα που μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι. «Αλλά τώρα που το λες…» προσθέτει, και δεν κρατιέμαι.
Τραβιέμαι αμέσως μπροστά και τον κοιτάζω ψεύτικα στραβωμένη, τα χείλη μου σφιγμένα αλλά τα μάτια μου να πετάνε σπίθες. «Δε τη λυπάσαι τη μανούλα σου που θα σε κλάψει;» του λέω με τόνο απειλητικό αλλά και γεμάτο πείραγμα.
«Ζηλιάρα!» γελάει και το βλέμμα του είναι τόσο ζεστό που νιώθω τα μάγουλά μου να καίνε.
«Καλά κάνω!» τον προκαλώ, σηκώνοντας το πιγούνι μου με πείσμα. «Άντε μη σε δείρω καλά-καλά δεν ήρθαμε!»
«Κοίτα μη σου φύγει κανένας πόντος!» μου πετάει και το ύφος του είναι τόσο αυτάρεσκο που σκάω.
«Έχω προνοήσει, γι’ αυτό δε φοράω ποτέ καλτσόν!» του λέω και το βλέμμα μου τον προκαλεί.
«Ψεύτρα! Φορούσες προχθές με το φόρεμα!» Η φωνή του είναι γεμάτη ικανοποίηση και τα μάτια του στενεύουν παιχνιδιάρικα.
«Τι πας και θυμάσαι κι εσύ…» κάνω και γυρίζω τα μάτια μου, αλλά η αλήθεια είναι πως το να θυμάται τέτοιες λεπτομέρειες μου αφήνει ένα χαζό χαμόγελο.
«Ξεχνιέσαι εσύ, Μπίλι μου;» με ρωτάει με τόση γλύκα στη φωνή του που θέλω να του ορμήξω.
Μου χαμογελάει με το βλέμμα που με κάνει πάντα να λιώνω. «Εσύ να τα βλέπεις που θέλεις να κάνεις μασάζ σε άλλες!» κάνω τάχα θυμωμένα, αλλά τα μάγουλά μου είναι κόκκινα και το χαμόγελό μου σκάει πριν προλάβω να το κρύψω.
«Εγώ ρε μαλάκα; Εσύ μου το πρότεινες, και θα γλιτώσω και την εξεταστική, αυτό που το πας;» λέει και γελάει, και το γέλιο του είναι τόσο ζεστό που με κάνει να χαμογελάσω κι εγώ παρά τη μουρμούρα μου.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, του ορμάω με ένα πνιχτό γέλιο και τα χέρια μου προσπαθούν να τον σπρώξουν πίσω. «Αυτό ήταν, θα σε δείρω τώρα!» φωνάζω γελώντας.  Και όπως κάθε φορά που παλεύουμε, η κατάληξη είναι η ίδια. Έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα ανατροπών και χαχανητών, βρίσκομαι ανάσκελα στην παχιά φλοκάτη, με τον Μάριο από πάνω μου.

Τα χέρια του έχουν φυλακίσει τα δικά μου στο πάτωμα και το πρόσωπό του είναι τόσο κοντά που νιώθω την ανάσα του να χαϊδεύει τα χείλη μου. Η καρδιά μου έχει αρχίσει να χτυπάει πιο δυνατά—και αυτή τη φορά, δεν είναι επειδή γελάω. Είμαι παραδομένη στα χέρια του και η αίσθηση αυτή και πάλι ξυπνάει μέσα μου κάτι πρωτόγονο, κάτι ενστικτώδες.

Δεν χρειάζεται να παλέψουμε για να νιώσω δική του, είμαι δική του—και ας μου πήρε χρόνια ολόκληρα να το καταλάβω—από τότε που θυμάμαι τον ίδιο μου τον εαυτό. Και όμως από τότε που αρχίσαμε και πάλι να παλεύουμε, αυτή η πάλη είχε αλλάξει. Όταν ήμασταν μικρά ήταν παιχνίδι… Και τώρα παιχνίδι ήταν… άλλου είδους.

Τα μάτια του έχουν μια περίεργη λάμψη, που κάνει να νιώθω φωτιά στα λαγόνια μου. Το βλέμμα του πέφτει στα χείλη μου για μια στιγμή, πριν επιστρέψει στα μάτια μου. Τα δάχτυλά του χαλαρώνουν ελαφρά, αλλά δεν με αφήνουν. Το χαμόγελό του πλατύ και λίγο πονηρό.

«Παραδίνεσαι;» ρωτάει με φωνή χαμηλή και ζεστή, και το βλέμμα του γλιστράει από τα μάτια μου στα χείλη μου και πάλι πίσω.
«Μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι» του λέω, παλεύοντας να ξεφύγω, αλλά τα χέρια του με κρατούν σφιχτά.
«Είσαι στο έλεός μου, μουαχαχαχα» κάνει γελώντας σατανικά και το κωλόπαιδο μου στρίβει τις ρόγες, κάνοντάς με να τσιρίξω.

Ο γάιδαρος βάζει τα γέλια χωρίς ούτε στιγμή να πάψει να με κρατάει βιδωμένη στην απαλή φλοκάτη. Σταματάει και μου βάζει τα χέρια πίσω, σκύβει πάνω μου και με φιλάει παθιασμένα. Το σώμα μου παίρνει φωτιά στη στιγμή.

Κρατώντας με ακίνητη, αρχίζει και με φιλάει και με δαγκώνει στο σαγόνι, μετά στο λαιμό, και συνεχίζει δαγκώνοντας τα στήθη μου πάνω από το φανελάκι. Ξεφωνίζω—και δεν είναι γιατί πονάω. Που πονάω δηλαδή, αλλά το ξεφωνητό δεν είναι πόνου. Ή, για να είμαι ακριβής, δεν είναι μόνο πόνου.

Μου σηκώνει τη φανέλα προς τα πάνω και αρχίζει να με φιλάει στην κοιλιά. Τα χέρια του αφήνουν τα δικά μου ελεύθερα, αλλά δε σκέφτομαι καν να κινηθώ. Νιώθω τα δάχτυλά του να χαϊδεύουν τα στήθη μου, να μαλάζουν τις ρόγες μου, ενώ η ανάσα του καίει το δέρμα μου πιο χαμηλά.

Με αγγίζει εκεί. Το κάνει πάνω από το ύφασμα, αργά, σαν να χαϊδεύει κάτι ιερό. Μια φλόγα εκρήγνυται μέσα μου και αφήνω έναν ήχο που δεν είμαι σίγουρη αν τον έχω βγάλει ποτέ ξανά στη ζωή μου. Και τότε σταματάει.

Τα μάτια μου ανοίγουν απότομα.

«Μη σταματάς» του λέω με κομμένη την ανάσα. «Μη σταματάς, σε παρακαλώ.»
«Δεν σκοπεύω» μου λέει χαμογελαστός και προς στιγμή μπερδεύομαι. Σηκώνεται και με βοηθάει να σηκωθώ κι εγώ. «Όχι στη φλοκάτη, όμως!»

Ο τρόπος που το λέει, ο τρόπος που με κοιτάζει, με κάνει να νιώσω ξανά εκείνη τη φλόγα μέσα μου. Ξαπλώνω στο κρεββάτι και έρχεται από πάνω μου, το βάρος του κορμιού του πάνω στο δικό μου με ξετρελαίνει, τον αρπάζω και τον τραβάω πάνω μου και φιλιόμαστε παθιασμένα, οι γλώσσες μας σχεδόν παλεύουν στις άκρες των χειλιών μας.

Με ανασηκώνει και σηκώνω κι εγώ τα χέρια μου, βοηθώντας τον να μου βγάλει το φανελάκι. Σταματάει για λίγο, κλείνει το φως του δωματίου και ανάβει το πορτατίφ. Από πάνω είναι γυμνός και από κάτω φοράει το μποξεράκι με τον Taz που του έκανα δώρο μια μέρα που είχα πάει ψώνια με την Κατερίνα, το ερωτεύτηκα με το που το είδα!

Αρχίζει και με φιλάει στο λαιμό και στα αυτιά και χαμηλώνει και πάλι προς τα στήθη μου αλλά αυτή τη φορά είναι πιο τρυφερός, το δάγκωμά του είναι πιο απαλό, το χάδι της γλώσσας του πιο γλυκό. Πιπιλάει για λίγη ώρα τη ρόγα του ενός μου στήθους και μετά κάνει το ίδιο και στο άλλο, και όταν τελειώνει ξεκινάει να κατεβαίνει προς τα κάτω γλείφοντας και πιπιλώντας με στην κοιλιά.

Φτάνει λίγο πάνω από το μποξεράκι μου, κοντοστέκεται για μερικές στιγμές και πάει να το κατεβάσει. Ανασηκώνω τη λεκάνη μου για να τον βοηθήσω και λίγες στιγμές αργότερα βρίσκομαι τελείως γυμνή μπροστά του. Με γλείφει στην κορυφή της ήβης και κατεβαίνει πιο χαμηλά αλλά δεν πηγαίνει εκεί που λαχταρώ, αντιθέτως πιπιλώντας στο σημείο που ενώνεται ο κορμός με τα πόδια, κατεβαίνει σιγά σιγά, πότε φιλώντας και πότε δαγκώνοντας, στο εσωτερικό των μηρών, και μετά πιο κάτω, μέχρι που φτάνει σχεδόν στα πόδια μου.

Μου σηκώνει το πόδι και μου φιλάει τρυφερά την πατούσα και μου ξεφεύγει ένα γελάκι. Μου γελάει και εκείνος και μετά παίρνει το άλλο πόδι στο χέρι του και κάνει το ίδιο, και ακολουθώντας ανάποδη φορά φτάνει ξανά ανάμεσα στα πόδια μου. Νιώθω τη γλώσσα του πάνω στα χείλη μου και μου ξεφεύγει ένας δυνατός στεναγμός, στεναγμός που γίνεται ακόμα πιο δυνατός, όταν αρχίζει να παίζει την κλειτορίδα μου με τη γλώσσα.

Φέρνω τα χέρια μου στο κεφάλι του και του σφίγγω τα μαλλιά, κάνοντας τον να κολλήσει το πρόσωπό του πάνω μου. Με χουχουλιάζει και η καυτή του ανάσα στα χαμηλά μου κάνει το σώμα μου να τεντωθεί άθελά μου σαν τόξο. Τον θέλω! Τον θέλω μέσα μου! Είμαι η Μπίλι του, είναι ο Μάριος μου, θέλω να είναι ο πρώτος μου, ο πρώτος που θα περάσει το άβατο των άβατων.

«Σε θέλω… σε θέλω μωρό μου… σε θέλω μέσα… μέσα μου,» του λέω και τον σφίγγω πάνω μου θέλοντας να νιώσω το βάρος του κορμιού του πάνω στο δικό μου.

Σκύβει και με φιλάει με πάθος. Σταματάει και με χαϊδεύει στο πρόσωπο. Τα μάτια του λάμπουν από έρωτα κάνοντάς μου την καρδιά μου να χοροπηδήσει μέσα στα στήθη μου.

«Κι εγώ σε θέλω Μπίλι μου,» μου λέει συνεχίζοντας να με χαϊδεύει. «Σ’ αγαπάω.»
«Η Μπίλι σου…» του κάνω με φωνή γεμάτη πάθος. «Κάνε με δική σου, μωρό μου… δική σου… μόνο δική σου.»

Σηκώνεται για λίγο και πάει στην τσάντα του και βγάζει ένα κουτί προφυλακτικά και το ανοίγει. Σαν κάτι να σκέφτεται και πηγαίνει προς το μπάνιο και γυρίζει με μια πετσέτα.

«Σήκω λίγο μωρό μου να τη βάλουμε από κάτω» μου λέει και επιτέλους στροφάρω, είμαι παρθένα και δε θέλουμε να λερώσουμε νυχτιάτικα τα σεντόνια.

Κάνω λίγο στο πλάι και μου στρώνει την πετσέτα και γυρίζω ξανά ξαπλώνοντας πάνω της. Αφήνει το κουτί με τα προφυλακτικά στο κομοδίνο, και γυρίζοντας στο κρεββάτι ξαπλώνει δίπλα μου και με φιλάει. Γδύνεται τελείως, φοράει προσεκτικά το προφυλακτικό και ανεβαίνει πάνω μου ενώ ανοίγω τα πόδια μου για να τον υποδεχτώ.

Ξέρω ότι θα πονέσω, αλλά από μικρή έχω μάθει να αντέχω, ο πόνος ποτέ δε με φόβισε. Δεν χρειάζομαι κανένα άλλο προκαταρκτικό, είμαι έτοιμη να του δοθώ, έτοιμη να γίνω δική του. Οδηγεί το όργανό του στα χείλη μου αλλά διστάζει, φοβάται μη με πονέσει. Με κοιτάζει στα μάτια.

«Είμαι έτοιμη…» του λέω απλά κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «Σε θέλω…» του λέω ξανά με φωνή σχεδόν ψιθυριστή από τον αβάσταχτο πόθο που νιώθω.

Αρχίζει και σπρώχνει προσπαθώντας να μπει μέσα μου και νιώθω οξύ πόνο καθώς ο παρθενικός μου υμένας του παραδίνεται. Μου ξεφεύγει μια φωνούλα, αλλά ο πόνος δεν είναι παρά μια ιδέα, μπροστά στην πληρότητα που νιώθω εκείνη τη στιγμή, τίποτα… τίποτα δεν έχει σημασία.

Ξεκινάει να κινείται με αργές, ρυθμικές κινήσεις και είναι τόσο όμορφο που το τσούξιμο δεν είναι παρά μια μικρή, ασήμαντη ενόχληση. Νιώθω πολύ όμορφα, πολύ τρυφερά, οι ηδονικοί στεναγμοί του κάνουν την ψυχή μου να πετάει και παρά το τσούξιμο, η αίσθηση του μέσα μου είναι…δεν ξέρω… δεν είναι τόσο έντονη όσο όταν με παίζει με τη γλώσσα του και το δάχτυλό του αλλά είναι πιο βαθιά, δεν ξέρω πως να το πω αλλιώς.

Οι ανάσες του γίνονται κοφτές, αρχίζει να επιταχύνει και οι στεναγμοί μου συνοδεύουν τους δικούς του, και κινείται ακόμα πιο γρήγορα, και ακόμα πιο γρήγορα, μέχρι που μια στιγμή τεντώνεται και μένει ακίνητος με τα μάτια κλειστά και νιώθω το όργανό του να κάνει σπασμούς μέσα μου.

Του ξεφεύγει ένα παρατεταμένο «ΑΑΑΑΑΑΑΧ», σα να έχει κρατήσει την αναπνοή του, σα να έχει ξεχάσει πως εκπνέουν. Δεν τραβιέται, ανοίγει τα μάτια του και σα να βυθίζεται στα δικά μου.

Του χαϊδεύω το ιδρωμένο του πρόσωπο.

«Είμαι η Μπίλι σου»
«Είμαι ο Μάριος σου»

Είναι 3 του Γενάρη του 1992. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτή τη μέρα όσο ζω.

You better come home Speedy Gonzalez

Είναι 27 Απρίλη, Δευτέρα του Πάσχα, και έχω τα γενέθλιά μου, σήμερα κλείνω τα 19. Στο σπίτι μου έχουν έρθει τα ξαδέρφια μου και έχει μαζευτεί και όλη η παρέα, ακόμα και ο Νίκος με τη Ντίνα, που λόγω Πάσχα έχουν ανέβει Αθήνα.

«Να ζήσεις ρε Μπίλι και χρόνια πολλά μεγάλη να γίνεις με άσπρα μαλλιά, παντού να σκορπίζεις της γνώσης το φως και όλοι να λένε να μία σοφός»
«ΦΦΦΦΦΦ» κάνω και σβήνω τα δύο κεριά που σχηματίζουν τον αριθμό 19 και όλοι χειροκροτούν ενθουσιασμένοι.

Τρώμε την τούρτα και βγαίνουμε όλοι μαζί, πάμε στην Κηφισιά για bowling. Είμαστε όλοι τελείως άσχετοι και το γέλιο που ρίχνουμε δεν λέγεται, και το κλου της βραδιάς είναι όταν ο φουκαράς ο Αλέκος κάποια στιγμή φεύγει μαζί με τη μπάλα. Τρέχω προς το μέρος του, ανήσυχη μεν, μην μπορώντας να συγκρατήσω τα γέλια μου δε.

«Είσαι καλά ξαδερφούλη;»
«Δε βαριέσαι» λέει με το αιώνιο ατάραχο του ύφος. «Έχω πάθει και πολύ χειρότερα!»

Ήμασταν δώδεκα χρονών εγώ, δέκα η Βασιλική και δεκατρία εκείνος, είχαμε σκαρφαλώσει σε ένα δέντρο όταν ακούστηκε ένα δυνατό «κρακ» και ο Αλέκος βρέθηκε στο χώμα, και τα είχα χρειαστεί πολύ άσχημα. Κατέβηκα σχεδόν κουτρουβαλώντας αλλά ο Αλέκος είχε σηκωθεί και τιναζόταν σαν να μην είχε γίνει τίποτα. «Είσαι καλά;» «Εντάξει μωρέ, καλά είμαι. Μπορεί να χρειαστεί να αλλάξω σώβρακο, αλλά εντάξει, ευτυχώς δεν πάθαμε και τίποτα»

«Έχεις φέρει σώβρακο ν' αλλάξεις;» τον ρωτάω γελώντας ακόμα.
«Όχι, αλλά φοράω καφέ παντελόνι» απαντάει σα να ήταν το πιο φυσικό πράγμα, και ρίχνω τέτοιο γέλιο που νομίζω ότι πρέπει στο τέλος να έφτυσα το συκώτι μου και ίσως και λίγη σπλήνα.

Αφού πίνουμε και τα ποτά μας, τους αφήνουμε Κηφισιά και φεύγουμε, για σήμερα ο Μάριος έχει σπέσιαλ πρόγραμμα, θα πάμε σε δωμάτιο με τζακούζι. Από τότε που κάναμε για πρώτη φορά έρωτα, εκεί στο Πήλιο, είχαμε γίνει αν όχι τακτικοί, τουλάχιστον συχνοί πελάτες σε διάφορα «πονηρά» ξενοδοχεία στην Αθήνα.

Σπίτια μας ακόμα δεν τολμούσαμε, εκείνο το μεσημέρι που γύρισε η μητέρα μου χωρίς να την περιμένουμε, και παραλίγο να με πιάσει στα πράσα την ώρα που του έκανα πίπα, μας είχε σημαδέψει! Ο Μάριος δεν είχε προλάβει καν να φορέσει το παντελόνι του, είχε χωθεί κάτω από το γραφείο κάνοντας ότι διαβάζει, κι εγώ είχα κάτσει αριστερά του, σκύβοντας πάνω από το γραφείο, προσπαθώντας να τον καλύψω. Αν η μητέρα μου είχε μπει μέσα στο δωμάτιο αντί να μας ρωτήσει από την πόρτα αν θα καθόταν ο Μάριος να φάει μαζί μας, θα μας είχε πιάσει με τα παντελόνια κατεβασμένα! Κυριολεκτικά!

Εκείνο το βράδυ στο Πήλιο είχαμε κάνει και άλλες τρεις φορές έρωτα και σταματήσαμε μόνο όταν ξεμείναμε από προφυλακτικά. Αναπληρώσαμε την επόμενη που κατεβήκαμε Βόλο και την Κυριακή το πρωί δε μπορούσαμε να πάρουμε τα πόδια μας! Ήταν πολύ όμορφα και μετά από αυτό άντε βολέψου στο αυτοκίνητο!

Καλά, όχι ότι δεν το είχαμε κάνει κι αυτό, ψεύτρα μην είμαι, αλλά το κρεββάτι είναι πιο βολικό και άσε τους άλλους να λένε. Και το Jetta του αν και δίπορτο, δεν το λες και μικρό, πώς στο διάολο τα βολεύουν η Κατερίνα με τον Θανάση στο Autobianchi του;

Πάντως ομολογώ πως οι γαμιστρώνες έχουν την πλάκα τους, ειδικά όταν έχει αναμονή, κάμποσες φορές έχουμε φάει σχεδόν το μισό χρόνο μας στο δωμάτιο σχολιάζοντας τα ζευγάρια που είδαμε κάτω. Το καλύτερο πάντως ήταν μια φορά που στο διπλανό δωμάτιο ήταν δύο ζευγάρια μαζί, αντί να βγάλουμε τα μάτια μας είχαμε στήσει αυτί και μετά ο Μάριος μου έκανε αναπαράσταση από Γερμανικές τσόντες και στο τέλος ξεχάσαμε γιατί είχαμε πάει εκεί εξ αρχής.

Δε βαριέσαι, είναι από τις ιστορίες που θα λες στα εγγόνια σου. Ναι… δεν θα λες ακριβώς στα εγγόνια σου, αλλά νομίζω ότι καταλαβαινόμαστε.

Ανεβαίνουμε στο δωμάτιο, το οποίο έχει ένα μεγάλο στρογγυλό τζακούζι στη μέση. Μέχρι να γεμίσει νερό, ξεκινάμε τον πρώτο γύρο και έχουμε τέτοιες ορέξεις που το πρώτο γκολ μπαίνει σχεδόν με την έναρξη και ο Μάριος γίνεται κόκκινος σαν παντζάρι.

Well, this is awkward” λέει κόκκινος σαν παντζάρι και βγάζει προσεκτικά το προφυλακτικό που δεν είχε φορέσει ούτε καν μισό λεπτό πριν.
Είναι σκέτος γλύκας και δεν μπορώ να μην τον τσιγκλήσω. “You better come home, Speedy Gonzales” αρχίζω και του τραγουδάω και ξεχνάει την κασκαρίκα του και βάζει τα γέλια.
«Τι μαλάκας είσαι ρε αδερφάκι μου» λέει προσπαθώντας ακόμα να βρει τις ανάσες του.
«Είναι που έχω μαθητεύσει κοντά στον καλύτερο!» του κάνω χαρίζοντάς του το πιο αστραφτερό μου χαμόγελο.
«Μωρέ θα σε τουλουμιάσω!» μου λέει και μου ορμάει και προσπαθεί να με γυρίσει ανάποδα, ενώ εγώ παλεύω γελώντας, και που και που, τσιρίζοντας. Δε μου αρέσει να τσιρίζω αλλά μερικές φορές απλά δε μπορώ να το ελέγξω το ρημάδι. Καταφέρνει να με γυρίσει μπρούμητα και μου σκάει μια στον κώλο που με κάνει να χοροπηδήσω, πράγμα αξιοσημείωτο όπως είμαι ξαπλωμένη στα γόνατά του.
«Θα σε σκίσω!» του φωνάζω, όχι πολύ πειστικά, το παραδέχομαι.
«Καλά, γύρνα πρώτα!» μου λέει και μου χώνει και δεύτερη και με αφήνει και εκεί συνειδητοποιώ ότι ΔΕΝ θέλω να μ’ αφήσει.
«Έκλεισες τάφο ρε;» του λέω τσιγκλώντας τον και καταπίνει το δόλωμα αμάσητο.

Με ακινητοποιεί ξανά και μου ρίχνει μερικές ακόμα και ο αφιλότιμος τις ρίχνει δυνατές! Έλα όμως που μ’ αρέσει! Πώς είναι δυνατόν να μου αρέσει; Σ’ εμένα! Σ’ εμένα που όποιος άπλωνε το ξερό του πάνω μου του το έκοβα σύριζα. Σ’ εμένα που έχω στείλει δυο μαντράχαλους που πήγαν να μου βάλουν χέρι στον οδοντογιατρό για εμφυτεύματα. Τα ύστερα του κόσμου!

Αμ εκείνος πάει πίσω; Του έχει γίνει κατάρτι. Με αφήνει να σηκωθώ και τον αιφνιδιάζω πετώντας τον στο κρεββάτι, και του ορμάω και τον παίρνω στο στόμα μου με τέτοια μανία, που λίγη ώρα αργότερα μπαίνει και το δεύτερο γκολ, και πότε στο διάολο πρόλαβε να μαζευτεί τόσο πράγμα;

Δε λέει τίποτα αλλά το όλο σκηνικό δεν του έχει διαφύγει. Τα μάτια του με παρακολουθούν με εκείνο το γνώριμο ύφος—σαν να προσπαθεί να μαντέψει τι σκέφτομαι χωρίς να ρωτήσει. Ανασηκώνω το φρύδι μου προκλητικά, αλλά εκείνος κάνει πως δεν καταλαβαίνει και γυρίζει προς το τζακούζι, ακουμπώντας τα χέρια του στα πλαϊνά.

Το τζακούζι έχει γεμίσει και το νερό αχνίζει, οι φυσαλίδες στροβιλίζονται στην επιφάνεια. Μπαίνουμε μέσα και νιώθω τη ζεστασιά να χαλαρώνει τους μυς μου σχεδόν αμέσως. Τα χέρια μου ακουμπούν στα πλαϊνά, και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Δεν ξέρω τι περίμενα, αλλά τελικά το τζακούζι μου φάνηκε πολύ κακό για το τίποτα. Το ζεστό νερό είναι ωραίο, δε λέω, αλλά δεν είναι και η κορύφωση της απόλαυσης που νόμιζα.

Του ρίχνω μια λοξή ματιά. Τα μάτια του είναι μισόκλειστα και έχει γύρει το κεφάλι προς τα πίσω, σαν να είναι στην απόλυτη νιρβάνα. Χαμογελάω ανεπαίσθητα. Αφού του αρέσει τόσο, δε θέλω να του το χαλάσω.

Στρίβει το κεφάλι του προς τα μένα, ένα πλατύ χαμόγελο απλώνεται στα χείλη του. «Θέλω να δοκιμάσουμε κάτι μετά,» λέει, και το βλέμμα του γυαλίζει μ’ έναν τρόπο που με κάνει να δαγκώσω το χείλος μου ασυναίσθητα.
Κάνω ότι το σκέφτομαι για μισό δευτερόλεπτο πριν απαντήσω. «Μήπως να με μαστιγώσεις;» του λέω κάνοντας χαβαλέ και ανασηκώνω το φρύδι μου παιχνιδιάρικα.
Στραβώνει το στόμα του και μορφάζει. «Σε πείραξε; Νόμιζα ότι σου άρεσε! Ρε συ Μπίλι…» πάει να πει, αλλά τον κόβω πριν προλάβει να ολοκληρώσει.
«Σε πειράζω ρε ούφο!» του κάνω και του ρίχνω λίγο νερό στη μούρη γελώντας. «Αμάν αδερφάκι μου, ώρες-ώρες είσαι τελείως Αλέκος!»
Η μάτια του σκοτεινιάζει για λίγο. «Ρε μαλάκα, μερικά πράγματα δεν είναι αστεία!» μου λέει, ξεφυσώντας με ανακούφιση.
«Εντάξει, εντάξει, συγνώμη!» κάνω σηκώνοντας τα χέρια μου υποχωρητικά αλλά το χαμόγελό μου δεν λέει να σβήσει. «Όχι απλά δε με πείραξε, σου πέταξα το δόλωμα και το κατάπιες σα χάνος!» του εξομολογούμαι μ’ ένα χαχανητό που δεν μπορώ να κρατήσω.
Ανοιγοκλείνει τα μάτια του για μια στιγμή και με κοιτάζει με απορία. «Τι εννοείς;» ρωτάει και γέρνει λίγο μπροστά, τα χέρια του να πιέζουν τις άκρες του τζακούζι.
Κάνω ότι μελετάω τα νύχια μου και απαντάω ανέμελα: «Το “έκλεισες τάφο ρε;”»
Τα μάτια του πετάγονται διάπλατα και το στόμα του μένει ανοιχτό για μερικά δευτερόλεπτα πριν ξεσπάσει σε γέλια. «Πουλάκι μου!!!!» μου λέει, χτυπώντας το χέρι του στο νερό, οι φυσαλίδες να πετάγονται γύρω μας.
I have the right to remain silent,” του πετάω αγγλιστί και του κάνω ένα ψεύτικο αθώο χαμόγελο, γέρνοντας το κεφάλι μου στο πλάι.
Αναστενάζει θεατρικά και φέρνει το χέρι του στο μέτωπο, κάνοντας τον δραματικό. «Μωρή Μεσσαλίνα! Μωρή Λουκρητία Βοργία!» φωνάζει με το μάτι του να αστράφτει παιχνιδιάρικα.
«Τι να πω, είμαι γεμάτη εκπλήξεις!» τον πειράζω και σηκώνω τους ώμους μου με προσποιητή αθωότητα. «Για πες τώρα, τι θέλεις να δοκιμάσουμε;»
Το χαμόγελό του γίνεται ακόμα πιο πονηρό και γέρνει προς το μέρος μου, τα χείλη του σχεδόν να ακουμπάνε το αυτί μου. «Θα δεις!» μου λέει και γελάει. «Ή μάλλον δε θα δεις!»
Γουρλώνω τα μάτια μου και κάνω πίσω. «Ε;» του κάνω μην καταλαβαίνοντας, και τον κοιτάζω με το κεφάλι γερμένο στο πλάι σαν κουτάβι που προσπαθεί να καταλάβει.
«Όλα εν καιρώ, σήμερα θα πληρώσεις όλες σου τις αμαρτίες!» λέει με φωνή που προσπαθεί να ακουστεί απειλητική αλλά το χαμόγελό του τον προδίδει. Ανασηκώνει με νόημα δυο φορές τα φρύδια του, και βάζω και πάλι τα γέλια.
«Κατούρα και λίγο ρε!» του κάνω γελώντας και τον σπρώχνω ελαφρά στον ώμο. Με κοιτάει με νόημα! «ΟΧΙ ΕΔΩ!» με μάτια ορθάνοιχτα. Η έκφραση φρίκης που τον κάνει να βάλει τα γέλια τόσο δυνατά που η ανάσα του κόβεται.
«Θα σε πνίξω!» του λέω και βάζω κι εγώ τα γέλια και όπως τρανταζόμαστε και οι δύο κάνουμε το νερό στο τζακούζι να κυματίσει. Το βλέμμα του μαλακώνει και τα μάτια του χαμογελάνε. Μου ρίχνει μια τελευταία πειραχτική ματιά και σηκωνόμαστε και οι δύο.

Βγαίνουμε από το τζακούζι με τα μαλλιά μου να κολλάνε στο πρόσωπο και τις πετσέτες τυλιγμένες πρόχειρα γύρω μας. Αλλά το βλέμμα του δεν έχει φύγει στιγμή από πάνω μου. Κι εγώ… εγώ δεν μπορώ να σταματήσω να χαμογελάω. Σκουπιζόμαστε πάμε και ξαπλώνουμε γυμνοί κάτω από τα σκεπάσματα και ξεκινάμε το μπαλαμούτι αλλά σταματάει και σηκώνεται από το κρεββάτι.

«Πού πας;» τον ρωτάω απορημένη αλλά αντί να μου απαντήσει, γυρνάει με τη μπλούζα του στο χέρι. Την τυλίγει και έρχεται και μου τη δένει πάνω από τα μάτια κλείνοντάς τα. Με γυρίζει μπρούμητα, μου βάζει τα χέρια μπροστά, σκύβει από πάνω μου και αρχίζει να με δαγκώνει απαλά στην πλάτη κάνοντάς με τούρμπο, αλλά αυτό δεν είναι παρά μόνο η αρχή.

Κατεβαίνει πιο κάτω, μέχρι που φτάνει στους γλουτούς μου, εκεί τους δαγκώνει πιο δυνατά και μετά… και μετά… μετά νιώθω τη γλώσσα του πίσω μου και μου ξεφεύγει ένα επιφώνημα, κράμα καύλας και έκπληξης, η αίσθηση είναι απίστευτη!

Σταματάει να με γλείφει, περνάει το χέρι του από κάτω μου, βυθίζει το μεσαίο του δάχτυλο μέσα και ξεκινάει να με παίζει. Με γυρνάει ανάσκελα και αφού παίζει για λίγο την κλειτορίδα μου με τη γλώσσα του, μου βυθίζει μέσα πρώτα τον αντίχειρα και στη συνέχεια το μέσο κάνοντάς με να νιώσω σα να με περνάει ρεύμα… μα αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που έγινε στη συνέχεια.

Κρατώντας τον αντίχειρά του μέσα στον κόλπο μου, βάζει το δείκτη του πίσω μου και εκεί δεν μπορώ να συγκρατήσω ένα δυνατό ηδονικό στεναγμό, και αρχίζει να τα βάζει μέσα έξω και ο οργασμός μου έρχεται από το πουθενά και είναι …εκκωφαντικός! Με αφήνει να βρω τις ανάσες μου αλλά ούτε μια στιγμή δε βγάζει το δάχτυλό του από πίσω μου.

«Σ’ αρέσει;»
«Πολύ!» του απαντάω σχεδόν ξεψυχισμένα.
«Μπίλι… θέλεις… θέλεις να δοκιμάσουμε αλλιώς;»
«Θέλω!» του απαντάω χωρίς κανένα απολύτως δισταγμό.
«Εννοώ…» πάει να πει αλλά τον κόβω.
«Κατάλαβα τι εννοείς. Ναι, θέλω» του λέω ξανά.

Μην είμαι ψεύτρα, από τότε που κάναμε για πρώτη φορά έρωτα, είχα κάνει αυτή την ερώτηση στον εαυτό μου, τι θα έκανα αν μου ζητούσε να με πάρει από πίσω; Ήξερα ότι του άρεσαν πολύ τα οπίσθιά μου, δεν έχανε ευκαιρία να μου το λέει. Από κανονικά το είχαμε κάνει με όλους τους δυνατούς τρόπους, το κλασσικό, στα πλάγια, στα τέσσερα, ξαπλωμένη μπρούμητα, από πάνω του με πρόσωπο προς αυτόν, από πάνω του με γυρισμένη την πλάτη, μέχρι και ανάσκελα ξαπλωμένη πάνω του!

Στο μεταξύ το τελευταίο αποδείχτηκε αξιοσημείωτα δύσκολο, του έβγαινε συνεχώς έξω οπότε το παρατήσαμε. Κάνοντας σεξ δεν είχα νιώσει ακόμα οργασμό αλλά δε με πείραζε, αφενός η πράξη μου άρεσε, έστω και χωρίς οργασμό, και αφετέρου ο Μάριος ποτέ δε με άφηνε χωρίς να με ικανοποιήσει, πριν ή μετά, με το στόμα του.

Και αν είχα κάνει την ερώτηση στον εαυτό μου, είχα δώσει και την απάντηση. Αντιδραστική ή όχι, αγύριστο κεφάλι ή όχι, ο Μάριος ήταν ο μόνος άνθρωπος στον οποίο δε μπορούσα να πω όχι, το είχε κερδίσει με το σπαθί του από τότε που ήμουν έντεκα χρονών κοριτσάκι, από τότε που είπε ότι προτιμάει να κάτσει μαζί μου και να μου κάνει παρέα, από το να βγει έξω με τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς.

Από τότε που είπε ότι δεν είχε σημασία που ήμουν κορίτσι γιατί ήμουν καλύτερη απ’ όλα τ’ αγόρια μαζί. Ήταν ο Μάριος, ο Μάριος μου, αυτός που μέχρι τα δεκαεννιά του δεν μπορούσε να στεριώσει σε καμιά σχέση, γιατί δεν του έκανε καμιά κοπέλα την καρδιά του να χτυπήσει γιατί καμιά δεν ήταν σαν τη Μπίλι του.

Με βάζει να ξαπλώσω μπρούμητα, μου βάζει ένα μαξιλάρι κάτω από την κοιλιά, και ξεκινάει να με γλείφει και πάλι από πίσω. Ανεβαίνει από πάνω μου και βυθίζει το όργανό του μπροστά μου. Δε φοράει προφυλακτικό αλλά δεν έχει σημασία, εκεί που θα μπει μετά δεν κινδυνεύουμε από ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη.

«Σ’ αγαπάω» μου λέει.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω μωρό μου. Σ’ αγαπάω τόσο που σχεδόν με πονάει.»
«Καλομελέτα κι έρχεται» μου λέει, κάνοντας ακόμα και εκεί χαβαλέ ο αθεόφοβος. Πώς να μην είμαι ερωτευμένη μαζί του;

Νιώθω το όργανό του πίσω μου, προσπαθεί να με ανοίξει σιγά, προσπαθεί να με πονέσει όσο λιγότερο γίνεται. Κλείνω τα μάτια και σφίγγω τα δόντια, με πιέζει πιο έντονα, ο πόνος αυξάνεται απότομα και ξαφνικά ο σφικτήρας μου υποχωρεί και δεν μπορώ να πνίξω ένα βογγητό.

«Μη σταματάς» του λέω ψιθυριστά, δε θέλω να φοβηθεί και να σταματήσει, θέλω να του δώσω αυτό που ζητάει.

Αρχίζει με σιγανές ρυθμικές κινήσεις και ο πόνος σταδιακά υποχωρεί, χάνεται στο βάθος, γίνεται μια απλή ενόχληση. Αρχίζει να κινείται πιο γρήγορα, νιώθω την ανάσα του καυτή στο σβέρκο μου και η ενόχληση γίνεται ευχαρίστηση και η ευχαρίστηση γίνεται ηδονή, τα βογγητά μου παύουν να είναι βογγητά πόνου, γίνονται απόλαυσης. Σταματάει και τραβιέται από μέσα μου και μου ζητάει να κάτσω στα τέσσερα.

Αν και θα το κάνουμε για πρώτη φορά από πίσω, το στα τέσσερα είναι η αγαπημένη του στάση, του αρέσει να με βλέπει τουρλωμένη και με καμπυλωμένη μέση. Κάνω αυτό που μου ζητάει και τον ξαναβάζει μέσα μου κάνοντας τον πόνο να επιστρέψει για μερικές στιγμές.

Αρχίζει και κινείται πάλι αργά και μου ξεφεύγει ένας στεναγμός πόνου κι ευχαρίστησης. Με γραπώνει από τους γλουτούς και τον βυθίζει μέσα μου όσο πάει και δεν μπορώ να πνίξω μια μικρή κραυγή πόνου.

«Μη σταματάς» του λέω και αρχίζει και κινείται και πάλι.

Αφήνει τους γλουτούς μου και με πιάνει από τη μέση και αρχίζει να επιταχύνει και το αίσθημα ηδονής επιστρέφει και πάλι. Μου ρίχνει μια δυνατή σφαλιάρα στον αριστερό γλουτό και το «ΜΜΜ» που μου βγαίνει είναι απόλαυσης.

Ρίχνει μερικές ακόμα και σταματάει, με γραπώνει από τους ώμους και καρφώνεται ξανά όσο πάει μέσα μου, κάθεται ακίνητος μερικές στιγμές και ξεκινάει και πάλι επιταχύνοντας το ρυθμό του. Δεν το περίμενα ποτέ ότι θα συμβεί με αυτό τον τρόπο αλλά έχω ερεθιστεί όσο δεν πάει, όσο αυξάνει το ρυθμό του και τη δύναμη με την οποία μπαινοβγαίνει μέσα μου, τόσο αυξάνεται και η ένταση των δικών μου στεναγμών.

Ο ρυθμός του έχει γίνει φρενήρης και πάνω στο κρεσέντο κοκκαλώνει μέσα μου και τελειώνει βογκώντας δυνατά. Τραβιέται από μέσα μου και μου ρίχνει μια τελευταία σιγανή στον αριστερό γλουτό. Ξαπλώνει δίπλα μου και κάνει να μ’ αγκαλιάσει.

«Εχμ, μισό λεπτάκι, με ειδοποιούν απ’ το control…» του λέω και φεύγω σίφωνας για το μπάνιο.

Δε λέω, ωραίο ήταν, αλλά στο τέλος ένιωσα σα να μου κάνουν κλύσμα. Γελάω στη σκέψη, δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα. Αφού τελειώνω κάνω ένα γρήγορο ντουζ και επιστρέφω στο κρεββάτι τυλιγμένη σε μια πετσέτα, και έχουμε αλλαγή βάρδιας, κάνει και αυτός το ντουζάκι του και επιστρέφει.

«Να σου εξομολογηθώ κάτι;» με ρωτάει, η φωνή του χαμηλή και ζεστή. Τα μάτια του έχουν εκείνη τη λάμψη που με κάνει πάντα να θέλω να τον πειράξω, να τον κάνω να χαμογελάσει ακόμα πιο πλατιά.
Ακουμπάω τον αγκώνα μου στο στήθος του και τον κοιτάζω με τα φρύδια ανασηκωμένα. «Θα σε δείρω;» τον ρωτάω πειρακτικά.
Κάνει ένα προσποιητό μορφασμό και κουνάει το κεφάλι του, τα χέρια του να πιέζουν απαλά τη μέση μου. «Μπορείς να προσπαθήσεις!» μου απαντάει στο ίδιο ύφος, τα μάτια του να γυαλίζουν από το πείραγμα. «Αυτό… αυτό που κάναμε,» συνεχίζει, και ο τόνος του γίνεται κάπως πιο σοβαρός, πιο βαθύς. Νιώθω τα χέρια του να σφίγγουν λίγο παραπάνω τη μέση μου. «Το φαντασιώνομαι εδώ και πολλά χρόνια!» λέει τελικά, και το βλέμμα του δεν ξεκολλάει από πάνω μου.
Γέρνω το κεφάλι μου στο πλάι και τον κοιτάζω δήθεν απορημένη, τα χέρια μου να παίζουν νευρικά με την άκρη του μπλουζάκι του. «Κάπως δεν εκπλήσσομαι καθόλου,» του λέω τραβώντας τη φράση, και οι λέξεις βγαίνουν σχεδόν σαν γουργουρητό. «Καλά σε είχα κόψει για μεγάλο μαλάκα!»

Πετάει το κεφάλι του πίσω και σκάει στα γέλια, το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει και η ανάσα του να κόβεται από τα χαχανητά. Τα μάτια του αστράφτουν και τα χέρια του γλιστράνε από τη μέση μου στους γοφούς μου, τραβώντας με λίγο πιο κοντά του.

«Είσαι απίθανη ρε Μπίλι,» μου λέει ακόμα γελαστός, τα μάτια του μισόκλειστα από τα γέλια και το χαμόγελό του τόσο πλατύ που νιώθω το στομάχι μου να κάνει μια τούμπα.
Σηκώνω το κεφάλι μου και του κλείνω το μάτι. 
«Γι’ αυτό μ’ αγαπάς!» του πετάω με τη φωνή μου να γλυκαίνει ασυναίσθητα στο τέλος, και νιώθω το πρόσωπό μου να ζεσταίνεται.

Φέρνει το χέρι του στο πρόσωπό μου και τα δάχτυλά του χαϊδεύουν απαλά το μάγουλό μου, ο αντίχειράς του να περνάει ανεπαίσθητα πάνω από το κόκαλο κάτω από τα μάτια μου.

«Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου,» μου λέει με τρυφερή φωνή.

Για μια στιγμή, το δωμάτιο είναι ήσυχο, τα πάντα παγώνουν, και το μόνο που ακούω είναι η ανάσα του και ο χτύπος της καρδιάς μου, τόσο δυνατός που είμαι σίγουρη ότι τον ακούει κι εκείνος. Δεν ξέρω τι να πω, δεν μπορώ να πω τίποτα. Το μόνο που καταφέρνω είναι να γείρω ελαφρά προς το μέρος του, σαν να θέλω να χωθώ ολόκληρη στην αγκαλιά του και να μη βγω ποτέ ξανά.

Και εκείνος, σαν να το καταλαβαίνει, φέρνει τα χέρια του και με τραβάει κοντά του, το μέτωπό του να ακουμπάει το δικό μου. Κλείνω τα μάτια και αφήνω την ανάσα μου να βγει αργά. Αν μπορούσα να παγώσω το χρόνο, θα το έκανα τώρα. Ακριβώς τώρα. Μου ανοίγει την αγκαλιά του και χώνομαι μέσα της και είναι η πιο υπέροχη αγκαλιά του κόσμου, γιατί κανείς δεν είναι σαν τον Μάριο μου.

Είναι δικός μου και είμαι δική του.

Είναι ο Μάριος μου και είμαι η Μπίλι του.

Στη μάνα σου τό πες;

Είναι Μάης και επιτέλους αποφασίζουμε να κάνουμε αυτή τη ρημάδα την εκδρομή στο Ναύπλιο που λέγαμε από πέρσι, και έχοντας διαθέσιμο εδώ και καιρό το αυτοκίνητο του Μάριου, δε θα μας φάνε και τα ΚΤΕΛ. Εδώ και ένα μήνα, λίγο πριν τα γενέθλιά μου, πήρα κι εγώ δίπλωμα οδήγησης, και αν και στις εξόδους μας σχεδόν πάντα οδηγεί ο Μάριος, κάποιες φορές το δίνει και σε μένα ‘για να ξεψαρώσεις’ όπως ισχυρίζεται.

Η αλήθεια είναι ότι μου αρέσει το περπάτημα και ακόμα και τώρα που μπορώ να πάρω το αυτοκίνητο των δικών μου, προτιμώ να πηγαίνω με τα πόδια όταν με παίρνει. Στη σχολή πηγαίνουμε με το αυτοκίνητο του Μάριου οπότε οι ευκαιρίες μου που μου δίνονται να οδηγήσω δεν είναι και πολλές.

Είμαστε στο δωμάτιό μου και καθόμαστε, ενώ μέσα η μάνα μου μαγειρεύει. Ο μπαμπάς δεν έχει επιστρέψει ακόμα από τη δουλειά του. Είμαι ξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεββάτι μου, με τα χέρια μου πίσω από το κεφάλι μου. Ο Μάριος κάθεται στην άκρη του κρεββατιού μου με τα πόδια σταυροπόδι. Η μυρωδιά από το φαγητό τρυπώνει μέσα από την πόρτα και μας σπάει τις μύτες.

Εμένα η σκέψη μου πετάει στα χθεσινά. Είχαμε επιστρέψει από την έξοδό μας και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί για καληνύχτα—στη γειτονιά ήμασταν πάντα προσεκτικοί μη μας δει κανένα μάτι—και σχεδόν εκείνη τη στιγμή βγήκε έξω ο πατέρας μου να πετάξει τα σκουπίδια.

«Μαλάκα μου, παραλίγο να μας κάνει τσακωτούς ο πατέρας μου χθες το βράδυ, στο τσακ τη γλιτώσαμε!» λέω ανατριχιάζοντας σχεδόν στη σκέψη και κουνάει το κεφάλι του καταφατικά.
«Δε λες τίποτα» μου απαντάει κουνώντας το κεφάλι του με μια σκιά φόβου να ζωγραφίζεται πάνω του.
«Τουλάχιστον φορούσαμε τα ρούχα μας. Θυμάσαι τι πάθαμε τη φορά που γύρισε η μητέρα μου;» του είπα ενθυμούμενη το περιστατικό που παραλίγο να μας τσακώσει να του κάνω στοματικό. «Στο τσακ πρόλαβες και χώθηκες κάτω από το γραφείο, αν είχε μπει μέσα…»
«Καλά, εκεί δε θα μας έσωζε τίποτα,» μου λέει ροχαλίζοντας.
«Γάμησέ τα,» του απαντάω συμφωνώντας και ανακατεύω αμήχανα τα μαλλιά μου.
Ο Μάριος αλλάζει πόδι και τα χέρια του να κρέμονται χαλαρά στα γόνατά του. «Ρε συ, μήπως να τους το πούμε ότι τα έχουμε; Πόσο θα το κρατάμε ακόμα κρυφό;»

Στη σκέψη και μόνο νιώθω ένα τσίμπημα στην καρδιά μου και τα χέρια μου σφίγγουν το σεντόνι.

«Δεν ξέρω ρε Μάριε. Αφενός θα πάθουν ταράκουλο, αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Ηλίας και Άννα θεωρούν ότι μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι όταν είμαι μαζί σου.»
«Και η τύχη τους δουλεύει…» απαντάει κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. Ο Μάριος ανασηκώνει τους ώμους του με εκείνο το αυθάδικο ύφος που με τρελαίνει.
«Ρε συ νομίζουν ότι βλέπουμε ο ένας τον άλλον σαν αδέλφια!» του λέω και πάλι ανακατεύοντας αμήχανα τα μαλλιά μου.
«Γιατί, οι δικοί μου τι νομίζεις ότι κάνουν;» με ρωτάει ανασηκώνοντας τους ώμους του και αλλάζοντας και πάλι πόδι.
«Μήπως να περιμένουμε;» αναρωτιέμαι και το κάτω χείλος μου πιάνεται ανάμεσα στα δόντια μου. «Όχι τίποτε άλλο αλλά έχουμε και το Ναύπλιο το ΣΚ.»
Ο Μάριος κυλάει τα μάτια του. «Ε, και; Το Γενάρη είχαμε πάει τριήμερο στο Πήλιο!»
«Ναι αλλά είχαμε πάει όλη η παρέα. Τώρα ξέρουν ότι θα πάμε οι δυο μας, και αν τους πούμε ότι είμαστε και ζευγάρι θα τους έρθει κόλπος,» του λέω και δεν μπορώ να πνίξω ένα γελάκι.
«Έλα μωρέ Μπίλι τώρα…» μου κάνοντας μια αδιάφορη κίνηση με το χέρι του. «Δε φαντάζομαι οι δικοί σου να πιστεύουν ότι φιλάς την παρθενιά σου για το γάμο!» μου λέει χαμογελώντας μου πονηρά.
«Καλά, μη παίρνεις και όρκο ότι δεν το πιστεύουν!» του απαντάω θεατρικά και βάζει τα γέλια. «Με διέφθειρες και να δούμε τώρα τι σεντόνι θα απλώσω,» συνεχίζω και καλά με δραματικό ύφος αλλά και πάλι δεν μπορώ να πνίξω ένα χαχανητό.
«Καλά, θα σου βρω εγώ ένα κόκορα άλλο πράγμα!» μου πετάει, κάνοντάς με να βάλω εγώ τα γέλια αυτή τη φορά.
«Δε μου λες, πώς το φαντάζεσαι;» τον ρωτάω με περιέργεια.
«Κρασάτο με μακαρονάδα, μην πάει χαμένη η θυσία του!» μου απαντάει χαχανίζοντας.
«Πως θα το πούμε στους δικούς μας βρε όργιο!» του λέω γελώντας και του πετάω το μαξιλάρι στα μούτρα.
«Ε, πώς τα λένε αυτά τα πράγματα ρε Μπίλι;» με ρωτάει σηκώνοντας τα μάτια του ψηλά, και πετώντας μου το μαξιλάρι πίσω.
«Και που θες να ξέρω βρε μαλάκα, μήπως το έχω ξανακάνει;» τον ρωτάω χαχανίζοντας ακόμα, και ανακάθομαι στο κεφάλι του κρεβατιού και παίρνω αγκαλιά το μαξιλάρι.
«Όχι και μπράβο σου που φυλούσες τον εαυτό σου για μένα, κάποιου γαλλοκαναδού εξαιρουμένου!» μου λέει και του πετάω και πάλι το μαξιλάρι στα μούτρα γελώντας.
«Ξέχνα τον αυτόν, ηράσθειν σφόδρα!» του απαντάω χαχανίζοντας ακόμα.
«Δηλαδή;» με ρωτάει με ενδιαφέρον.
«Ξέρεις ότι είναι ερασιτέχνης ζωγράφος—» ξεκινάω την εισαγωγή από την εποχή των δεινοσαύρων.
«Και όχι μόνο!» με κόβει και μου ρίχνει μια με το μαξιλάρι, Ήξερε, καθώς του το είχα πει, ότι στον Jean-Claude είχα ποζάρει γυμνόστηθη.
«Μην με κόβεις και μην αλλάζεις κουβέντα!» του λέω χαζογελώντας για τη ζήλεια του. «Λοιπόν, ο μεσιέ μου τα έγραψε χαρτί και καλαμάρι στο τελευταίο του γράμμα,» του λέω με έμφαση. «Ερωτεύτηκε μια κοπελίτσα που πόζαρε για μοντέλο, τη Michele, και είναι με τα μυαλά στο mixer,» συνεχίζω χαμογελώντας πλατιά.

Γέρνω αριστερά και ανοίγω το συρτάρι του κομοδίνου μου και βγάζω ένα φάκελο. Τον ανοίγω προσεκτικά και βγάζω από μέσα το γράμμα του.

«Λοιπόν, κάτσε να σου διαβάσω το σχετικό απόσπασμα!» του λέω χτυπώντας ελαφρά το χαρτί, και ξεκινάω το διάβασμα. Μιας και ο Μάριος ξέρει και αυτός καλά γαλλικά δε χρειάζεται μετάφραση.
“Ma blondinette, je suis follement amoureux ! Pour être honnête, ça m’a pris un peu plus de temps. Mais vois les choses autrement : avant Michelle—c’est ainsi qu’elle s’appelle—il y avait toi. Comment pourrais-je t’oublier, toi ? Alors, Michelle est d’origine irlandaise, elle a le même âge que moi et travaille comme mannequin. C’est comme ça que je l’ai rencontrée : elle posait pour moi. Je t’ai envoyé une photo d’elle, et quand tu la verras, tu comprendras pourquoi mon cœur a recommencé à bondir…”

«Ξανθούλα μου, ε;» μου κάνει και σηκώνεται από την καρέκλα και έρχεται και μου χώνει μια απαλή φάπα στο πάνω μέρος του κεφαλιού μου.
«Ζηλιάρη!» του κάνω βάζοντας τα γέλια. Είναι γλύκας όταν μου κάνει αυτές τις μικρές ζήλειες. Αρχικά γιατί δεν το κάνει στα σοβαρά—ο Μάριος μπορεί να είναι κτητικός αλλά δεν είναι ζηλιάρης. Κι έπειτα… ε… Μ’ αρέσει όταν μου το κάνει αυτό! Sue me!

Του δείχνω και τη φωτογραφία, είναι από αυτές που τραβιούνται σε κάποιο αυτόματο booth. Κάθονται αγκαλιά και χαμογελάνε. Κοιτάξω ξανά τη φωτογραφία και η καρδιά μου χάνει μερικούς χτύπους. Δεν ξέρω πως τα είχα καταφέρει αλλά ενώ ήμουν ερωτευμένη από τα δεκαπέντε μου με το Μάριο, κατάφερα να ερωτευτώ και τον Jean-Claude, γιατί fling ή όχι, είχα δαγκώσει τη λαμαρίνα μέχρι τα μπούνια, και όχι απλά επειδή είναι ο πιο όμορφος άνδρας έχω που δει στη ζωή μου. Ήταν το τρόπος του, ο αέρας του, η αύρα του, που μου είχαν κάνει τα μυαλά πουρέ· τόσο που όταν μου ζήτησε να του ποζάρω γυμνόστηθη τα πέταξα και του πόζαρα χωρίς καν να το σκεφτώ.

«Όπως και να έχει η Μπίλι-Α κάθισε σε σένα!» του λέω χαμογελαστή, και γνέφοντας με ενθουσιασμό μου δίνει ένα πεταχτό φιλί στη ζούλα. «Λοιπόν, άντε, θα τους το πω σήμερα και ό,τι βρέξει ας κατεβάσει!» του κάνω αναστενάζοντας ελαφρά.
«Θα το κάνω κι εγώ. Λοιπόν, την κάνω τώρα και τα λέμε το βραδάκι!» μου λέει και μου στέλνει ένα πεταχτό φιλί.
«Αν με αφήσουν να ξαναβγώ από την πόρτα!» του απαντάω με δραματικό ύφος.
«Σιγά ρε Βιολάντη!» μου κάνει χαχανίζοντας και φεύγει.
⇽∙∙∙⇾
Μετά από πολλή σκέψη, αποφασίζω να μην τους το πω ούτε πριν ούτε μετά το φαγητό. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή και τα δάχτυλά μου παίζουν νευρικά με το στρίφωμα της μπλούζας μου. Το στομάχι μου είναι δεμένο κόμπος, και κάθε φορά που σκέφτομαι τι πρόκειται να τους πω, νιώθω τα γόνατά μου να κόβονται. Αποφασίζω ότι θα τους το πω το απόγευμα, όταν θα κάθονται στο σαλόνι να δουν τηλεόραση.

Όταν έρχεται η ώρα, παίρνω μερικές βαθιές ανάσες, τα μάγουλά μου καίνε και οι παλάμες μου ιδρώνουν. Ξεροκαταπίνω και πηγαίνω προς το σαλόνι με βήματα που μοιάζουν πιο βαριά από ποτέ. Ο πατέρας μου έχει απλωθεί στον καναπέ με το ένα χέρι να κρατάει το τηλεκοντρόλ και η μητέρα μου κάθεται στην πολυθρόνα, με τα πόδια σταυρωμένα και τα μάτια καρφωμένα στην οθόνη.

«Μαμά, μπαμπά, θέλω να σας πω κάτι!» λέω, και η φωνή μου βγαίνει λίγο πιο τσιριχτή απ’ ό,τι ήθελα. Τα χέρια μου σφίγγονται μεταξύ τους, σαν να προσπαθώ να πάρω κουράγιο.
Ο πατέρας μου πατάει mute και γυρίζει προς το μέρος μου με το φρύδι ελαφρώς ανασηκωμένο. «Ορίστε, πες μας.»

Η μητέρα μου γέρνει ελαφρώς μπροστά, τα μάτια της μελετητικά και το βλέμμα της ζεστό, αλλά και λίγο ανήσυχο.

Αχ, και πώς το λένε αυτό;

Τα πόδια μου μοιάζουν να έχουν κολλήσει στο πάτωμα, και το στομάχι μου έχει γεμίσει πεταλούδες. Παίρνω βαθιά ανάσα, τα χέρια μου τρέμουν ελαφρά και το κεφάλι μου γέρνει ελαφρώς προς τα κάτω, σαν να προσπαθώ να βρω το κουράγιο να τους κοιτάξω στα μάτια.

«Δεν ξέρω πώς να σας το πω αλλιώς, οπότε θα σας το πω όσο πιο απλά γίνεται,» ξεκινάω τη δραματική εισαγωγή. Ξεροκαταπίνω. «Με τον Μάριο από τον Αύγουστο δεν είμαστε απλά φίλοι.»

Η φωνή μου τρέμει ελαφρά στο τέλος, και τα δάχτυλά μου σφίγγουν νευρικά το ύφασμα της μπλούζας μου.

Νεκρική σιγή.

Οι γονείς μου μένουν με το στόμα μισάνοιχτο, τα μάτια τους ελαφρώς γουρλωμένα από την έκπληξη. Ο πατέρας μου χαϊδεύει αμήχανα τον αυχένα του, και η μητέρα μου φέρνει το χέρι στο στήθος της, τα χείλη της ανοίγουν αλλά δεν βγαίνει ήχος.

«Είμαστε ερωτευμένοι μεταξύ μας …αρκετά χρόνια, αλλά δεν είχαμε βρει το θάρρος να εξομολογηθούμε ο ένας στον άλλον,» τους λέω χαμογελώντας αμήχανα. «Ε, πέρσι στη Σκιάθο… το βρήκαμε!» συνεχίζω κοιτάζοντας το πάτωμα. Χαμογελάω και πάλι αμήχανα. «Μας πήρε λίγο καιρό, αλλά τι είναι μερικά χρόνια μπροστά στην αιωνιότητα;» τους κάνω προσπαθώντας να αστειευτώ, αλλά η φωνή μου βγαίνει πνιχτή και τα μάγουλά μου καίνε.

Οι γονείς μου κοιτάζονται μεταξύ τους μην ξέροντας από που τους ήρθε. Ο πατέρας μου ξύνει αμήχανα το πηγούνι του, και η μητέρα μου δαγκώνει ελαφρώς το κάτω χείλος της, τα δάχτυλά της σφίγγουν το μπράτσο της πολυθρόνας.

«Συνελόντι ειπείν τα έχουμε!» συνεχίζω, προσπαθώντας να κάνω χαβαλέ μιμούμενη το Μιχαλακόπουλο από τον ένα ιππότη για τη Βασούλα, αν και η αλήθεια είναι ότι η σιωπή τους έχει αρχίσει και με ταράζει. Το στομάχι μου δένεται ακόμα πιο σφιχτά και η ανάσα μου βγαίνει κοφτή.

Τελικά, τη σιωπή τη σπάει ο πατέρας μου. Ξύνει το πηγούνι του και αναστενάζει βαθιά.

«Να πω ότι περίμενα ποτέ κάτι τέτοιο, θα είμαι ψεύτης,» λέει με ήρεμη φωνή μεν, με μια γερή δόση σοκ, δε. «Τόσα χρόνια που είστε φίλοι… σχεδόν αδέρφια… έτσι νόμιζα ότι βλέπετε ο ένας τον άλλον.»
«Ναι, το καταλαβαίνω,» του απαντάω σιγανά, το κεφάλι μου κατεβασμένο, και το βλέμμα μου καρφωμένο στο πάτωμα.
«Βασιλική μου είστε μεγάλα παιδιά,» συνεχίζει προσεκτικά, αυτή τη φορά η μητέρα μου. «Δε θα σας πούμε εμείς τι να κάνετε αλλά… να προσέχετε καρδούλα μου.» Η φωνή της είναι ήπια και τα μάτια της γυαλίζουν ελαφρά. «Είναι άλλο πράγμα η φιλία, άλλο πράγμα οι έρωτες. Είστε φίλοι από πέντε χρονών παιδιά, κάνετε μαζί τα πάντα. Μη μας ρωτάς αν εγκρίνουμε το Μάριο, για μας είναι σα γιος και το ξέρετε και οι δύο,» λέει και σταματάει και πάλι. «Μη… μη ρισκάρετε τη φιλία σας, θα είναι αμαρτία από το Θεό, αγάπη μου. Αυτό μόνο, δεν έχω να πω κάτι παραπάνω.»
Εκεί μιλάει και πάλι ο πατέρας μου. «Ό,τι είπε η μάνα σου. Απ’ όλους τους γαμπρούς που θα μπορούσες να μας κουβαλήσεις—»
«Ε, καλά, δεν τού ‘ταξα και γάμο!» του λέω με προσποιητή αγανάκτηση και σηκώνω τα χέρια μου με ένα μικρό γελάκι που δεν μπορώ να συγκρατήσω.
«Άλλο θέλω να πω,» μου λέει ο πατέρας μου χαμογελώντας. «Μεγάλωσες, έχεις γίνει γυναίκα, λογικό ήταν να ερωτευτείς κι εσύ κάποια στιγμή,» λέει και σταματάει γελώντας παιχνιδιάρικα. «Αν και να περίμενες δυο-τρεις αιώνες, δε θα έλεγα όχι!» μου λέει κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
«ΜΜΜΜ» του κάνω πειρακτικά.
Σοβαρεύει και πάλι «Ξέρεις κάτι όμως;» ρωτάει περισσότερο τον εαυτό του παρά εμένα. «Δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερη επιλογή από το Μάριο, δεν υπάρχει άλλο αγόρι που θα μας έκανε να κοιμόμαστε πιο ήσυχοι γνωρίζοντας ότι είσαι μαζί του.»
«Εγκρίνετε;» τους λέω σχεδόν δακρυσμένη και ο πατέρας μου γελάει.
«Έχει σημασία, αγάπη μου;»
«Ναι, για μένα έχει!» τους λέω.
«Τότε την έχεις την απάντησή σου και η ευχή μου είναι να μη συμβεί ποτέ κάτι που θα χαλάσει τη φιλία σας. Καταλαβαίνω ότι τα μυαλά και των δυο σας είναι αλλού, αλλά κανείς έρωτας δεν αξίζει όσο μια τέτοια φιλία.»
«Εκτός κι αν συνδυάζεται!» επιμένω εγώ με φωνή που βγαίνει πεισματικά αλλά και λίγο σπασμένη.
Ο πατέρας μου γελάει τελικά, ένα βαθύ, ζεστό γέλιο που γεμίζει το δωμάτιο και λύνει λίγο τον κόμπο στο στομάχι μου. «Έστω,» μου λέει χαμογελαστός.

Και πριν προλάβουν να αντιδράσουν, πετάγομαι από την πολυθρόνα και όπως κάθονται στον καναπέ, σκύβω πάνω τους και τους παίρνω αγκαλιά και τους δυο μαζί. Τα μάτια μου είναι ήδη θολά, τα δάκρυα τρέχουν καυτά στα μάγουλά μου, και η ανάσα μου βγαίνει κοφτή. Τους φιλάω στα μάγουλα και τα χέρια μου τους σφίγγουν με όλη μου τη δύναμη.

«Σας αγαπάω! Σας αγαπάω!» τους λέω κατσιάζοντάς τους στα φιλιά.
⇽∙∙∙⇾
Το βράδυ που βγαίνουμε με τον Μάριο, με το που μπαίνουμε στο αυτοκίνητο, δεν κρατιέμαι. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή και το χαμόγελό μου απλώνεται από αυτί σε αυτί.

«Τα είπα στους δικούς μου!» του λέω σχεδόν θριαμβευτικά, τα μάτια μου γυαλίζουν από ενθουσιασμό.
Ο Μάριος γυρνάει απότομα το κεφάλι του προς το μέρος μου, τα μάτια του ανοιχτά διάπλατα. «Και;» με ρωτάει με αγωνία και τα δάχτυλά του σφίγγουν στιγμιαία το τιμόνι.
«Η απάντηση του μπαμπά ήταν ‘Απ’ όλους τους γαμπρούς που θα μπορούσες να μας κουβαλήσεις δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερη επιλογή από το Μάριο, δεν υπάρχει άλλο αγόρι που θα μας έκανε να κοιμόμαστε πιο ήσυχοι γνωρίζοντας ότι είσαι μαζί του.’» λέω και δεν μπορώ να συγκρατήσω ένα πνιχτό γελάκι.
Ο Μάριος με κοιτάει για μια στιγμή με το στόμα ανοιχτό και μετά ξεσπάει σε γέλια. «Μας πάντρεψε κιόλας;» ρωτάει γελώντας ακόμα.
«Τα λέει για να σφίγγουν οι κώλοι!» τον πειράζω και του ρίχνω ένα παιχνιδιάρικο χτύπημα στο μπράτσο, και του κλείνω το μάτι με νόημα. «Εσύ;» τον ρωτάω με αγωνία και τα χέρια μου σφίγγουν νευρικά το τσαντάκι μου.
«Κι εγώ τα είπα, τους ήρθε ντουβρουτζάς!» Ο τόνος του είναι γεμάτος χιούμορ αλλά και μια δόση ανακούφισης που δεν μπορεί να κρύψει. 
«Καλά, μη νομίζεις, και στους δικούς μου κεραμίδα τους είπε όταν τους το μπουμπούνισα, νόμιζα ότι θα μου μείνουν. Όπως και να έχει, το μόνο που μου είπαν είναι να προσέχουμε να μη χαλάσουμε τη φιλία μας» του λέω χαμογελώντας ακόμα στην ανάμνηση της κουβέντας, τα μάτια μου λάμπουν.
Ο Μάριος μου ρίχνει ένα βλέμμα όλο τρυφερότητα και μου χαμογελάει πλατιά, η ζεστασιά στο βλέμμα του με κάνει να κοκκινίζω ελαφρά. «Ε, τα ίδια ακριβώς μου είπαν Ανδρέας και Χριστίνα. Λοιπόν, οδηγάς εσύ;»

Το ύφος του είναι πειρακτικό, αλλά η φωνή του βγαίνει πιο απαλή από ό,τι συνήθως.

«Ναι αμέ!» του λέω χαρούμενη, το χαμόγελό μου φτάνει μέχρι τα μάτια και τα μάγουλά μου καίνε. Βγαίνουμε και οι δυο από το αυτοκίνητο για ν’ αλλάξουμε θέσεις. Κάθομαι στη θέση του οδηγού και φτιάχνω το κάθισμα με χέρια που τρέμουν από τον ενθουσιασμό.

Περνάμε από την Κατερίνα να την πάρουμε και μετά θα ανέβουμε Χαλάνδρι όπου θα μας περιμένει και ο Θανάσης. Μόλις μπαίνει στο αυτοκίνητο και κάθεται στο πίσω κάθισμα, στρίβω το κεφάλι και της ρίχνω ένα πονηρό χαμόγελο, τα φρύδια μου να σηκώνονται παιχνιδιάρικα.

«Τάξε μου!» της λέω με το που βολεύεται και ανασηκώνει το φρύδι της, το βλέμμα της γεμάτο περιέργεια.
«Χμμμ…» μας κάνει κοιτάζοντάς μας εξεταστικά, με το βλέμμα της να ταξιδεύει πρώτα σ’ εμένα και μετά στον Μάριο.
«Το είπαμε στους δικούς μας!» της λέω θριαμβευτικά.
Η Κατερίνα μένει για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου με το στόμα ανοιχτό και μετά τινάζεται από το κάθισμα σαν ελατήριο. «Ώπα-ώπα! Εδώ έχει ψωμί, τι έγινε; Πώς το πήραν;» Τα μάτια της πετάνε σπίθες και τα χέρια της χτυπάνε ενθουσιασμένα το προσκέφαλο του καθίσματος.
«Ένα σου λέω, και ους Ηλίας-Άννα-Ανδρέας-Χριστίνα συνέζευξαν Μάριο-Βασιλική μη χωριζέτο! Μόνο στην εκκλησία με το ζόρι δε μας τράβηξαν!» λέω προσπαθώντας να μην ξεσπάσω στα γέλια.
«Καλά, όχι ότι δεν παίζει να το σκέφτηκαν!» λέει χαχανίζοντας ο Μάριος κάνοντας και τις δυο μας να βάλουμε τα γέλια.

Βάζω την πρώτη και ξεκινάω, τα χέρια μου σφίγγουν το τιμόνι αλλά οι ώμοι μου είναι πιο χαλαροί από ποτέ. Η μέρα είχε ξεκινήσει πολύ όμορφα και συνέχιζε ακόμα καλύτερα. Ο Μάριος δίπλα μου, η Κατερίνα πίσω να γελάει, και η καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, όχι από άγχος αυτή τη φορά, αλλά από μια γλυκιά, ζεστή ευτυχία που με πλημμυρίζει ολόκληρη.
⇽∙∙∙⇾
Είναι Παρασκευή απόγευμα και έχω ήδη μαζέψει τα πράγματά μου. Ο σάκος είναι παραγεμισμένος και τον έχω ακουμπήσει δίπλα στην πόρτα, έτοιμη να φύγω. Τα πόδια μου κινούνται νευρικά, και τα δάχτυλά μου παίζουν με το κορδόνι της μπλούζας μου καθώς περιμένω τον Μάριο. Μην έχοντας τι να κάνω, κάθομαι στο σαλόνι με τους γονείς μου. Η μητέρα μου βλέπει τηλεόραση με τα πόδια μαζεμένα στον καναπέ, ενώ ο πατέρας μου έχει απλωθεί στην πολυθρόνα του με την εφημερίδα ανοιχτή μπροστά του.

«Έτοιμη κι εγώ!» τους λέω και αφήνω τον σάκο μ’ έναν μικρό γδούπο στο πάτωμα. Το βλέμμα της μητέρας μου μετακινείται από την τηλεόραση σε μένα, και ο πατέρας μου κατεβάζει την εφημερίδα.
«Πήρες μαγιό;» με ρωτάει η μητέρα μου, κοιτάζοντάς το σάκο λες και μπορεί να δει μέσα του.
«Πήρα, αλλά όσο καλό καιρό και αν έχει, δεν ξέρω αν θα κάνουμε μπάνιο, η θάλασσα θα είναι μπούζι ακόμα! Στην πενταήμερη νόμιζα ότι βούτηξα μέσα στα παγόβουνα!» κάνω και τρίβω ελαφρά τα μπράτσα μου στην ανάμνηση, λες και προσπαθώ να ζεσταθώ.
Η μητέρα μου γελάει απαλά και ανασηκώνει ελαφρώς τους ώμους της. «Ε, καλά, τότε ήταν και τέλη Μάρτη αν θυμάμαι.»
«Ένα δίκιο το έχεις…» της απαντάω. «Τέλος πάντων, καλού-κακού το πήρα μαζί μου, καλύτερα να το έχω και να μη το χρειάζομαι παρά να το χρειάζομαι και να μην το έχω!» συνεχίζω, κουνώντας το κεφάλι μου με σοβαρότητα.
Ο πατέρας μου αφήνει την εφημερίδα στο πλάι και σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος. «Να πάτε και Μυκήνες!» μου λέει και το βλέμμα του γίνεται πιο ζεστό.
«Είχαμε πάει στην ολοήμερη πρόπερσι!» του υπενθυμίζω σουφρώνοντας τα χείλη μου.
Η μητέρα μου ανασηκώνει το φρύδι της. «Πού θα μείνετε;» με ρωτάει αθώα, αλλά τα μάτια της με περνάνε από ακτίνες Χ.
«Δεν έχω ιδέα πού έχει κλείσει δωμάτιο ο Μάριος,» κάνω αδιάφορα, σηκώνοντας τους ώμους μου. Προσπαθώ να κρατήσω τη φωνή μου ήρεμη, αλλά το βλέμμα της μητέρας μου με κάνει να νιώθω σαν να είμαι στο ανακριτικό τραπέζι.
«Δωμάτιο;» ρωτάει αυτή τη φορά ο πατέρας μου, κοιτάζοντάς με μέ μισό μάτι. «Δύο κρεββάτια, ε;» ρωτάει και με πιάνει νευρικό γέλιο.
«Με ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα και τάφρο με κροκόδειλους στο κενό ανάμεσά τους,» του απαντάω χαχανίζοντας και κοιτάζοντάς τον με το βλέμμα “σοβαρά τώρα ρε μπαμπά;”.
«Δε με λυπάσαι γέρο άνθρωπο;» μουρμουρίζει ο πατέρας μου μέσα από τα δόντια του και ξεφυσώντας σαν τυφώνας σε μικρογραφία.
«Πού δηλαδή να μην ενέκρινες κιόλας!» συνεχίζω το δούλεμα. «Πού να τα είχα φτιάξει με τον Λάμπρο, δηλαδή!» του απαντάω.
«Τι έγινε λέει;» με ρωτάει γουρλώνοντας τα μάτια του.
«Ναι, αυτό είχα πάθει κι εγώ όταν μου ζήτησε να τα φτιάξουμε,» του απαντάω αναστενάζοντας στην ανάμνηση.

Παρόλο που είχαμε αρχίσει να απομακρυνόμαστε από τότε που ξεκίνησα γυμνάσιο, αυτή η χυλόπιτα είχε βάλει και το τελευταίο καρφί στη μεταξύ μας σχέση. Μου είχε στοιχήσει πολύ αυτό· μπορεί με το Μάριο να ήμασταν σαν αδέρφια αλλά όλες μου τις διαολιές τις έκανα με το Λάμπρο.

«Μου είχε έρθει ο ουρανός στο κεφάλι…» συμπληρώνω, αναστενάζοντας και πάλι με το πρόσωπό μου να μη μπορεί να κρύψει τη στεναχώρια μου αυτή παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει τόσα χρόνια από εκείνο το συμβάν. «Τέλος πάντων, ό,τι έγινε, έγινε,» συνεχίζω και παίρνω και πάλι πονηρό χαμόγελο. «Το ενέκρινες το γαμπρουδάκι σου,» τον τσιγκλάω, «τώρα είναι αργά για δάκρυα!»
«Κάνε παιδιά να δεις καλό!» μουρμουρίζει ο πατέρας μου κουνώντας το κεφάλι του και η μάνα μου βάζει τα γέλια. «Ε, βέβαια, μάνα και κόρη έκαναν κόμμα πάλι, και άντε βρες το δίκιο σου φουκαρά Ηλία!» συνεχίζει τη μουρμούρα, αλλά το βλέμμα του είναι χαμογελαστό. Γυρνάει δαγκώνει τη χούφτα του με το βλέμμα “τι θα σε κάνω!”

Χαμογελαστή πάω και του σκάω ένα φιλάκι στο μάγουλο και του λέω τραγουδιστά:
The phone rings in the middle of the night
my father yells what you gonna do with your life
oh daddy dear you know you're still number one
but girls, they want to have fun
oh girls just want to have fun
Ο πατέρας μου γελάει, το κεφάλι του γέρνει προς τα πίσω και τα μάτια του σπινθηροβολούν από τη διασκέδαση. «Πας να με τουμπάρεις άθλιο θηλυκό! Ίδια η μάνα σου!» μου λέει και μου τσιμπάει τη μύτη παιχνιδιάρικα.
«Μόνο στην εμφάνιση, κατά τα άλλα είμαι αγοράκι!» του λέω πειρακτικά και σταυρώνω τα χέρια στο στήθος με δήθεν αυστηρότητα.
Ο πατέρας μου ξεσπάει σε γέλια, το κεφάλι του κουνιέται πέρα-δώθε. «Γιατί γελάς;» τον ρωτάω απορημένη, τα μάτια μου στενεύουν ελαφρώς από περιέργεια.
«Γιατί για γιο, σε λες και gay!» με πειράζει και βάζουμε και οι τρεις τα γέλια, τα μάγουλά μου καίνε αλλά γελάω τόσο δυνατά που σχεδόν δακρύζω.

Η μητέρα μου σκουπίζει τα μάτια της, ο πατέρας μου γελάει ακόμα και το γέλιο του είναι βαθύ και γεμάτο.

Τους λατρεύω. Μπορεί να μην είχα τις ελευθερίες που είχαν άλλες κοπέλες, μπορεί μέχρι τα δεκαοχτώ μου να μου επέτρεπαν να γυρίσω μετά τα μεσάνυχτα μόνο όταν συνοδευόμουν από τον Μάριο ή τον Αλέκο και—παρά τη γκρίνια της μάνας μου για να φοράω καμιά φούστα—ποτέ δεν ένιωσα φυλακισμένη.

Παρά τη θηλυκή μου εμφάνιση ήμουν πάντα περισσότερο αγόρι παρά κορίτσι, και οι γονείς μου με αγαπούσαν ακριβώς γι’ αυτό που ήμουν. Από μικρό παιδί.

Και οι γονείς μου, και οι θείοι μου, και οι νονοί μου. Από τη στιγμή που κατάλαβαν ότι τα παιχνίδια που μου άρεσαν ήταν τα αγορίστικα, ποτέ δε μου πήραν κάτι που δε θα το διάλεγα και η ίδια.

Τραινάκια. Αυτοκινητάκια. Μηχανές. Αεροπλανάκια. Να παίζω μπάλα, να παίζω πόλεμο, να γυρνάω με ματωμένα γόνατα και αγκώνες, και η μόνη τους έγνοια να είναι «πού τσακίστηκες πάλι βρε αλητάκι; Δε μπορείς να μην είσαι διάολος; Δες το φίλο σου το Μάριο πόσο ήσυχο παιδί είναι!» Αυτό! Τίποτα περισσότερο. Μια γονική γκρίνια, πάντα γεμάτη από αγάπη και κατανόηση. Μπορεί να χρειάστηκε να δώσω αγώνες για να με αποδεχτούν οι υπόλοιποι, αλλά ποτέ η οικογένειά μου.

Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το κουδούνι, οπότε αγκαλιάζω και φιλάω τους γονείς μου, και μετά τα δεκαπέντε ‘να προσέχετε’, ‘να μην πίνετε,’—and good luck with that—και τα ‘καλά να περάσετε,’ παίρνω τα πράγματά μου και κατεβαίνω κάτω.

Ναύπλιο σου ερχόμαστε!

Μιγαδικός αριθμός εραστών

«Μωρουλίνι μου!» του λέω ενθουσιασμένη—και τελείως out of character—και τον βλέπω να παγώνει στη θέση του, με τα μάτια γουρλωμένα. Τα χέρια του, που μέχρι πριν λίγο ήταν χαλαρά στις τσέπες του, μένουν μετέωρα για μια στιγμή. «Ωχ, μού’ μεινε αυτός!» συνεχίζω γελώντας, προσπαθώντας να πνίξω το γέλιο μου με το χέρι μου αλλά δεν τα καταφέρνω και πολύ καλά.
Ανοιγοκλείνει δυο-τρεις φορές τα μάτια του και μετά σκάει στα γέλια. «Ρε μαλάκα, μη μου τα κάνεις απότομα αυτά!» μου λέει, αλλά το χαμόγελο του τον προδίδει. Τα μάτια του λάμπουν και το βλέμμα του είναι τόσο ζεστό που νιώθω τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν.
Στριφογυρίζω μια τούφα από τα μαλλιά μου και τον κοιτάζω με μάτια που πετάνε σπίθες. «Είσαι το μωρουλίνι μου, και να σκάσεις!» επιμένω, κάνοντας ασυνήθιστες γλυκουλινιές. Είμαι ενθουσιασμένη και δεν κρύβεται.
Αναστενάζει θεατρικά, και μου χαμογελάει. «Και μπράβο μου!» μου κάνει μειδιώντας. Με αρπάζει από τη μέση και με τραβάει πάνω του, τα χέρια του να με τυλίγουν σφιχτά, και τα χείλη του βρίσκουν τα δικά μου σε ένα φιλί τόσο παθιασμένο που σχεδόν ξεχνάω να ανασάνω.

Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή στο στήθος μου και τα χέρια μου κλείνουν σφιχτά αγκαλιάζοντας το σβέρκο του. Ορίστε, έχει και τα καλά της η… αποντουλαποποίησή μας, δε χρειάζεται να φιλιόμαστε στη ζούλα όταν είμαστε στη γειτονιά!

Τραβιέμαι λιγάκι, τα μάτια μου λάμπουν και το χαμόγελο δεν φεύγει από τα χείλη μου. «Να οδηγήσω εγώ; Θέλω να οδηγήσω!» του λέω παρακαλεστικά, και ανοιγοκλείνοντας παιχνιδιάρικα τα μάτια μου.
Κουνάει το κεφάλι του χαμογελώντας. «Να οδηγήσεις… μωρουλίνι μου,» λέει ανταποδίδοντας τις γλυκουλινιές. Πάει, τον χάλασα!
Κουνάω τα χέρια μου ενθουσιασμένη και τον σπρώχνω ελαφρά προς το αυτοκίνητο. «Λοιπόν, move your magnificent ass in και πάμε!» λέω και του ρίχνω μια παιχνιδιάρικη ξυλιά στον πισινό, κάνοντάς τον να γελάσει.
Κουνάω τα χέρια μου ενθουσιασμένη και τον σπρώχνω ελαφρά προς το αυτοκίνητο. «Λοιπόν, move your magnificent ass in και πάμε!» λέω και του ρίχνω μια παιχνιδιάρικη ξυλιά στον πισινό, κάνοντάς τον να γελάσει.
Μορφάζει θεατρικά, αλλά το χαμόγελο του προδίδει πόσο το διασκεδάζει. «Αν ο δικός μου κώλος είναι magnificent, ο δικός σου τι είναι, οut of this world?» με ρωτάει χαμογελώντας μου πονηρά. Κοιτάζει προσεκτικά αν είναι κανείς γύρω, και μου ρίχνει μια στα πισινά με το χέρι του μένει κολλημένο στους γλουτούς μου για μερικά δευτερόλεπτα.
Ξεφυσάω, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος. «Και να έμενες μόνο στο να βγάζεις λόγους για δαύτον…» τον πειράζω κερδίζοντας ένα πνιχτό γελάκι.
«Είμαι μακαρονάς, τι να κάνω;» μου λέει κοιτάζοντάς με τάχα μου αθώα.
«Εσύ είσαι ο μακαρονάς, ο δικός μου κώλος έχει γίνει χωνί!» του λέω με ψεύτικη απελπισία κάνοντάς τον να βάλει για τα καλά τα γέλια. «Και όχι τίποτε άλλο αλλά τσούζει Θανάση μου,» του κάνω με ψεύτικο παράπονο.
«Πονάν μωρέ τα παλικάρια;» μου δίνει πληρωμένη απάντηση και με ύφος γεμάτο πρόκληση. Κουνάω το κεφάλι μου αποδοκιμαστικά, αλλά δεν μπορώ να κρατήσω τα γέλια μου. «Μην ανησυχεί πάντως, Μπίλι μου, με μια φορά δε γίνεσαι πούστης!» συνεχίζει και με κοιτάζει με ύφος τόσο σοβαρό που δεν μπορώ να μη γελάσω.
«Και πού το ξέρεις εσύ, για νά 'χουμε καλό ρώτημα;» τον ρωτάω με ύφος ανακριτή που βρήκε αντίφαση σε μαρτυρία. 
Ο Μάριος κουνάει το κεφάλι του και κάνει μια χειρονομία προς το τιμόνι. «Ξεκίνα ρε κέρατο!» λέει γελώντας.
Βάζω πρώτη και ξεκινάω, τα χέρια μου σφιγμένα στο τιμόνι αλλά τα χείλη μου δεν σταματούν να χαμογελάνε. «Σύμφωνα με τον πατέρα μου, πάντως, για γιο με λες και gay!» του πετάω, και ξεσπάει ξανά σε γέλια.
«ΠΟΣΑ ΤΟΥΣ ΕΙΠΕΣ ΚΙ ΕΣΥ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ;» με ρωτάει με ψεύτικο πανικό, και σταματάω πριν καν ξεκινήσω, γιατί με πιάνουν πάλι ασταμάτητα γέλια.
...
Πέντε λεπτά αργότερα βγαίνουμε στην Καβάλας. Έχω τα χέρια μου σταθερά στο τιμόνι, που πλέον έχω μάθει και κρατάω χαλαρά· στις αρχές οι αρθρώσεις των δαχτύλων μου άσπριζαν από το σφίξιμο. Ο Μάριος κάθεται χαλαρός, με τα πόδια απλωμένα και τον κορμό του να κινείται απαλά στο ρυθμό της μουσικής.

Μέχρι το ύψος του Χαϊδαρίου είναι καλά, αλλά από εκεί και πέρα—και μέχρι το Σκαραμαγκά—είναι άσκηση υπομονής. Καλά, όχι ότι μας νοιάζει και ιδιαίτερα. Έχουμε βάλει μια κασέτα με δυνατή ροκ να παίζει και το ρίχνουμε και στην πάρλα. Ο Μάριος τραγουδάει επίτηδες φάλτσα κάνοντας χαβαλέ.

Τελικά, ούτε καταλάβαμε για πότε φτάσαμε στα διόδια της Ελευσίνας. Από εκεί και πέρα ο δρόμος άνοιξε για τα καλά και περνώντας από τον Ισθμό αποφασίσαμε να κάνουμε στάση. Κατεβαίνουμε από το αυτοκίνητο, ο Μάριος τεντώνεται σαν γάτος, σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά, και εγώ στρίβω τα μάτια μου αλλά δεν μπορώ να μη χαζέψω την πλάτη του.

Περπατάμε τη γέφυρα, ο αέρας σηκώνει ελαφρά τα μαλλιά μου και μου δροσίζει τα μάγουλα. Ο Μάριος ακουμπάει τους αγκώνες του στο κάγκελο και σκύβει ελαφρά μπροστά για να κοιτάξει κάτω. Στέκομαι δίπλα του, και νιώθω το στομάχι μου να σφίγγεται κοιτάζοντας κάτω.

«Πω-πω, αν πέσεις από εδώ δε θα βρουν ούτε κοκαλάκι» μου λέει και κάνει έναν ψεύτικο μορφασμό φόβου.
«Μφφφ,» του κάνω ειρωνικά, σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος. «Είσαι και μηχανικός τρομάρα σου. Ούτε καν την τερματική ταχύτητα δε θα φτάσεις» συνεχίζω, κάνοντας κάποιους γρήγορους υπολογισμούς στο μυαλό μου.
Τα δάχτυλά μου χτυπάνε ρυθμικά στο κάγκελο και το βλέμμα μου μένει κολλημένο στο κενό από κάτω.
«Με κάπου κοντά στα 120 χιλιόμετρα ανά ώρα θα σκάσεις αν πηδήξεις από εδώ,» του λέω και τον κοιτάζω σκεφτική. «Αν θυμάμαι καλά το ύψος της γέφυρας είναι γύρω στα εξήντα μέτρα.» Χαχανίζω ελαφρά. «Καλά, όχι ότι θα ζήσεις αν δεν σκάσεις με τα πόδια, και πολύ πιθανό να τα σπάσεις κιόλας κατά την πρόσκρουση στο νερό,» συνεχίζω, προσπαθώντας να ακουστώ σοβαρή αλλά η φωνή μου βγαίνει πιο πειρακτική απ’ ό,τι σκόπευα.
Ο Μάριος αναστενάζει θεατρικά, κυλάει τα μάτια του τόσο έντονα που σχεδόν φοβάμαι ότι θα του μείνουν εκεί πάνω. «Που λέει ο λόγος ρε μαλάκα!» μου απαντάει, επιστρέφοντας στις εργοστασιακές μας ρυθμίσεις, ξεχνώντας τις προηγούμενές μας γλυκουλινιές.
Σηκώνω τα χέρια μου και τον κοιτάζω πειρακτικά. «Να σου υπενθυμίσω, μεσιέ, ότι άλλος έχτισε ολόκληρη καριέρα ως μαλάκας!»
Ο Μάριος ανασηκώνει τους ώμους και χτυπάει το στήθος του με το χέρι του σαν να παραδέχεται την κατηγορία. «Και έρχεται μια Μπίλι, και πάει περίπατο η ένδοξη καριέρα! Sic transit gloria mundi,» μου απαντάει στο ίδιο ύφος.
Βάζω τα γέλια και του χτυπάω παιχνιδιάρικα το μπράτσο. «Μωρουλίνι μου, αν σε καταπιέζω σεξουαλικά, πες το μου και ξαναγίνεσαι μαλάκας σε dt!» του λέω και του ρίχνω ένα βλέμμα γεμάτο νόημα.
Χαχανίζοντας μου απαντάει «Βασικά χρειάζεται μερικά λεπτά, δεν είμαι και ο Speedy Gonzalez—» και εκεί παγώνει και δαγκώνεται. Δυο-τρεις εβδομάδες πριν, στο ξενοδοχείο, του ήρθε οργασμός με το που μπήκε μέσα μου, και το δούλεμα είχε πάει σύννεφο.
Ανασηκώνω τα φρύδια μου και σταυρώνω τα χέρια μου στο στήθος. «Τι έλεγες;» τον ρωτάω αθώα προσπαθώντας να πνίξω το γέλιο μου.
«ΓΚΡΡΡΡΡΡΡΡ!» γρυλίζει και σκύβει ελαφρά προς το μέρος μου και με τα μάτια του να πετάνε σπίθες.
Γελάω και του τσιμπάω παιχνιδιάρικα τη μύτη. «Αγροίκε μου εσύ!» του κάω και του σκάω ένα φιλάκι στη μύτη, κάνοντάς τον να χαχανίσει και πάλι.
«Πάμε βάσανο!» μου λέει τραβώντας με από τη μέση προς την κατεύθυνση του αυτοκινήτου, τα χέρια του ζεστά και σταθερά.
«Βάσανο εγώ; Η Μπίλι σου;» του κάνω αθώα, κουνώντας τις βλεφαρίδες μου θεατρικά.
«Προχώρα ρε βάσανο!» μου λέει και μου σκάει μια γερή στα πισινά που με κάνει να χοροπηδήσω γελώντας. «Επίσης τώρα θα οδηγήσει ο άντρας του σπιτιού, άντε που το κάναμε εδώ ισοπέδωμα το κάναμε! Σουφραζέτα!»
«Τεχνικά μιλώντας αυτό δεν είναι suffrage!» τον πειράζω. «Πάμε άντρα του σπιτιού, πάμε κολώνα μου!»
«ΡΟΑΡΡΡΡΡ!» μου κάνει σα λιοντάρι που του πάτησαν την ουρά, και βάζω τα γέλια. Αχ, πως να είμαι τρελά και παλαβά ερωτευμένη μαζί του;

Γύρω στις οχτώ φτάνουμε στο Ναύπλιο και παρκάρουμε στο λιμάνι. Τα πράγματά μας δεν είναι πολλά και σύμφωνα με τον Μάριο το δωμάτιο που έχει νοικιάσει είναι αρκετά κοντά, οπότε κατεβαίνουμε και το παίρνουμε ποδαράτο. Πράγματι, ούτε πέντε λεπτά αργότερα φτάνουμε εκεί που έχει κλείσει, και αφού παίρνουμε τα κλειδιά από τη ρεσεψιόν ανεβαίνουμε στο δωμάτιο.

Δεν έχω παράπονο, στα καλύτερα με έφερε. Μεγάλο δωμάτιο με σαλονάκι, και που διαθέτει ένα πραγματικά τεράστιο υπέρδιπλο κρεββάτι που πάνω του χωράνε πέντε άτομα να πούμε. Φωτεινό, με μεγάλα παράθυρα, διαθέτει και ένα μικρό μπαλκόνι το οποίο βλέπει στο δρόμο, αλλά είναι μικρό, ίσα για να σταθείς και να πάρεις αέρα, τίποτα το αξιομνημόνευτο δηλαδή.

«Έλα να δεις!» μου κάνει, και τραβώντας με από το χέρι με πάει στο μπάνιο.

Οκ, αυτό ήταν αξιομνημόνευτο. Η μπανιέρα είναι τεράστια και επιπλέον είναι και τζακούζι. Καλά, όχι ότι είχα εντυπωσιαστεί από αυτό που είχαμε δοκιμάσει στα 3Χ, αλλά του Μάριο του άρεσε πολύ, και δε μπορούσα να μη χαμογελάσω με τον παιδιάστικο σχεδόν ενθουσιασμό του.

«Δε μου λες, θες να κάνουμε ένα ντουζάκι πριν κατέβουμε;» με ρωτάει με βλέμμα γεμάτο υπαινιγμούς.
«Ντουζάκι το λέμε τώρα;» τον ρωτάω κοιτάζοντάς τον δήθεν αυστηρά.
«Και ντουζάκι!» μου λέει και μου κλείνει πονηρά το μάτι.

Η αλήθεια είναι ότι έκανε ζέστη και είχαμε ιδρώσει, οπότε ένα ντουζάκι—μετά συνοδευτικών ή άνευ—δεν το έλεγες και κακή ιδέα. Μείναμε σε χρόνο ρεκόρ με την αδαμιαία περιβολή μας και μπήκαμε στο μπάνιο. Τον άφησα να φτιάξει εκείνος το νερό, γιατί αν το διάλεγα εγώ στη θερμοκρασία που πραγματικά προτιμάω, θα μου γινόταν βραστό κοτόπουλο, και όχι τίποτε άλλο, δεν είναι και γέρος για να έχει και ζουμί!

Πάντως, παρά τις απειλές του ότι δε θα κάτσει φρόνιμος, έκατσε τελικά. Μάλλον τον είχε κόψει η πείνα—και ψεύτρα μην είμαι, το ίδιο είχε κόψει και μένα—οπότε αφήσαμε τα τσιλιμπουρδίσματα για αργότερα. Τον βλέπω να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, να τρίβει την κοιλιά του σαν να μην έφαγε εδώ και μια βδομάδα, και κουνάω το κεφάλι μου χαμογελώντας.

Φοράω στα γρήγορα ένα αμάνικο και τζιν, αλλά καλού-κακού, παίρνω μαζί μου και ένα ελαφρύ τζιν μπουφάν. Βάζω το ένα πόδι στο παντελόνι και παραπατάω για μια στιγμή, ακούγοντας τον Μάριο να πνίγει ένα γελάκι. Του ρίχνω μια φονική ματιά από τον καθρέφτη που με κοιτάει δήθεν αθώα.

«Μωρό μου, όχι ότι με χαλάει, αλλά δεν φοράς σουτιέν και φαίνεται το στήθος σου!» μου κάνει και το βλέμμα του κατεβαίνει με νόημα, τα μάτια του να χαμηλώνουν για λίγο και να ξανασηκώνονται πονηρά.
«Χμμμ…» κάνω και τα μάγουλά μου κοκκινίζουν ελαφρά.

Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελα να φορέσω σουτιέν, αλλά πάλι δεν ήθελα να γίνω και ατραξιόν για το φιλοθεάμον κοινό, από σεξιστικά σχόλια για το σώμα μου είχα μπουχτίσει από δεκατεσσάρων χρονών κοριτσάκι. Δαγκώνω το κάτω χείλος μου αναποφάσιστη, και ο Μάριος το πιάνει αμέσως.

«Μπίλι μου, δε στο λέω γιατί ζηλεύω,» συνεχίζει, σηκώνει τα χέρια του αμυντικά, αλλά το χαμόγελό του προδίδει ότι κάθε άλλο παρά αθώος είναι. «Τη θεωρία μου την ξέρεις, το καλό πράγμα πρέπει να φαίνεται! Για σένα το λέω, για να μη νιώσεις άσχημα!»
«Μωρέ δεν πάνε να γαμηθούν όλοι,» του απαντάω και σταυρώνω τα χέρια μου στο στήθος με πείσμα, τα μάτια μου να αστράφτουν. «Ας φάνε τα μάτια ψάρια, ο περίδρομος είναι για σένα και μόνο!» του λέω και του ρίχνω ένα βλέμμα όλο νόημα.
«Τώρα μιλάς σωστά!» μου λέει και, πριν προλάβω να πω τίποτα άλλο, με αρπάζει από τη μέση και με τραβάει πάνω του. Νιώθω τα χέρια του ζεστά ακόμα και πάνω από το ύφασμα, και τα χείλη μας κολλάνε σε ένα βαθύ ερωτικό φιλί.
«Λοιπόν, πάμε κοριτσάρα μου;» μου λέει όταν επιτέλους ξεκολλάμε. Μου χαμογελάει και μου φτιάχνει μια ατίθαση φράντζα που πέφτει στο πρόσωπό μου.
«Κοριτσάρα σου; Ορίστε, έζησα να το ακούσω κι αυτό!» του απαντάω πειρακτικά αλλά μέσα μου απλώνεται μια γλυκιά ζέστη.
«Αν θες σε λέω και αγορίνα μου, δεν έχω προκαταλήψεις!» μου απαντάει και βάζω τα γέλια και του κάνω ένα όρσε.
«Πάμε!» του κάνω τελικά και παίρνω το χέρι του στο δικό μου. Τα δάχτυλά μας μπλέκονται και σφίγγει τα δικά ελαφρά χαμογελώντας από τη μια μεριά του προσώπου του μέχρι την άλλη.

Κατεβαίνουμε τα σκαλιά και από εκεί, ακόμα πιασμένοι χεράκι-χεράκι, κατηφορίζουμε για το λιμάνι. Το αεράκι είναι ζεστό αλλά όχι ενοχλητικό.

«Δε μου λες, θες να πάμε πρώτα για ένα καφέ ή πάμε κατευθείαν για μάσα;»
«Δε θέλω άλλο καφέ» του απαντάω. «Πάμε να φάμε, και μετά πάμε να πιούμε καμιά μπυρίτσα και να περπατήσουμε στο λιμάνι!» λέω και του ρίχνω ένα πλάγιο βλέμμα, τα χείλη μου να τραβιούνται σε ένα μικρό χαμόγελο.
«Αμέ!» μου κάνει και κατεβαίνουμε στο λιμάνι και αρχίζουμε το σουλάτσο ψάχνοντας να βρούμε που θα φάμε. Το βλέμμα του τρέχει από τα μαγαζιά σε μένα και πάλι πίσω, το χέρι του δεν λέει να αφήσει το δικό μου.
«Πώς σου φαίνεται εδώ;» με ρωτάει, δείχνοντάς μου ένα όμορφο μαγαζί με θαλασσινά. Η φωνή του προσεκτική, σαν να προσπαθεί να μαντέψει τη σκέψη μου.
«Μωρέ καλό είναι,» λέω και στραβώνω λίγο τη μύτη μου, το βλέμμα μου να γλιστράει στις τιμές. «Αλλά τις τιμές τις είδες; Δε θα μας πιάσουν απλά τον κώλο, θα μας βάλουν και δάχτυλο!» λέω και ο Μάριος σκάει στα γέλια, τα μάτια του να γυαλίζουν από το πείραγμα.
«Ου φροντίς!» μου κάνει κλείνοντάς μου το μάτι.
«Καλά, αλλά μη μου λες μετά “Τσούζει Θανάση μου!”» του πετάω και τον κοιτάζω προκλητικά.
«Δε θα το πω εγώ, εσύ θα το πεις στο τέλος της βραδιάς» μου πετάει τη σπόντα και τα μάγουλά μου ανάβουν αυτόματα.

Καλά κρασιά!

Καλά, όχι ότι δεν μας έπιασαν τελικά τον κώλο, δηλαδή του Μάριου—γιατί εκείνος πλήρωσε αγριοκοιτάζοντάς με όταν έκανα να βγάλω το πορτοφόλι μου, γιατί ‘εγώ σε έφερα εδώ, εγώ πληρώνω, και άντε γιατί άντε’—αλλά άξιζε, το φαγητό ήταν υπέροχο, παρόλο που μετά νιώθαμε και οι δύο σαν κροκόδειλοι που έχουν φάει νεροβούβαλο.

Τι δεν πήραμε! Καλαμαράκια, χταποδάκι με λαδορίγανη, αχνιστά μύδια, γαύρο—που κακό χρόνο να χουν—ξιδάτο, αθερίνα, μελιτζανοσαλάτα, παντζάρια, πατάτες τηγανητές, βάλε και τη μια μπύρα ο καθένας μας, απορώ πως δεν γίναμε η σκηνή από το meaning of life.

Μετά κόπων και βασάνων σηκωθήκαμε να περπατήσουμε για να κατέβει και λίγο το φαγητό, αν και μεταξύ μας αμφέβαλα αν θα προλάβαινε να κατέβει ακόμα και αν το κόβαμε ποδαράτο μέχρι την Καλαμάτα. Βρήκαμε την ευκαιρία και σταματήσαμε σε ένα θάλαμο να πάρουμε τηλέφωνο τους δικούς μας να τους πούμε πως φτάσαμε, και μετά κάναμε μια βόλτα μέχρι το τέλος του λιμανιού, και αφού γυρίσαμε, φτάσαμε μέχρι το φάρο και κάτσαμε εκεί, και ο Μάριος δεν έχασε την ευκαιρία να το παίξει γιαπωνέζος τουρίστας, βγάζοντάς με ένα σκασμό φωτογραφίες.

Και όχι τίποτε άλλο, αλλά όταν γυρίσαμε δεν αμαρτάναμε κακό χρόνο να ‘χει. Πήγα στο μπάνιο αλλά όταν βγήκα έξω γυμνή και με ορέξεις, τον κύριο τον είχε πάρει ο ύπνος, είχε αρχίζει να ροχαλίζει κιόλας. Τον κοίταξα που κοιμόταν και ένιωσα την καρδιά μου να χοροπηδάει και πάλι στα στήθη μου, ένιωθα τόσο γλυκά, τόσο ζεστά…

Δηλαδή τι ζεστά, είχα ανάψει τόσο πολύ που θα έκανα σουπερνόβα να μοιάζει με δροσούλα, αλλά τι να τον κάνω το μούργο; Μπήκα κι εγώ κάτω από τα σκεπάσματα και χώθηκα ετσιθελικά στην αγκαλιά του. Μουρμούρισε κάτι στον ύπνο του και χωρίς να ξυπνήσει με έσφιξε πάνω του. Ακουμπισμένη με το κεφάλι μου πάνω στο σημείο που ενώνεται ώμος με στέρνο, έκλεισα τα μάτια μου και έπεσε η παροχή χωρίς να το καταλάβω.

Όταν ανοίγω τα μάτια μου έχει ξημερώσει για τα καλά. Χαμογελάω, είμαι ακόμα στην αγκαλιά του, και αν υπάρχει κάτι καλύτερο από το να κοιμάσαι στην αγκαλιά του αγαπημένου σου, είναι να ξυπνάς σε αυτήν. Κοιτάζω το ρολόι μου, λέει 09:02. Δεν κοιμηθήκαμε απλά, σβήσαμε, μας βγήκε όλη η συσσωρευμένη κούραση των διαβασμάτων της σχολής. Γυρνάω προς τη μεριά του και τον φιλάω απαλά για να τον ξυπνήσω.

«Καλημέρα!» μου κάνει χαρίζοντάς μου ένα νυσταγμένο χαμόγελο, τα μάτια του ακόμα μισόκλειστα και τα μαλλιά του ανακατεμένα από τον ύπνο να πέφτουν στο μέτωπό του. Τεντώνεται και χασμουριέται και όπως σηκώνει τα χέρια του το σεντόνι γλιστράει ελαφρά, αποκαλύπτοντας το γυμνό του στέρνο.
«Καλημέρα υπναρά!» τον πειράζω και του κάνω δίνοντάς του ένα μικρό χτύπημα με το δάχτυλο στη μύτη, λες κι εγώ ήμουν καλύτερη να πούμε. «Είναι λίγο μετά τις εννιά!»
«Τι ώρα είναι;» λέει ξανά και πετάγεται σαν να τον τσίμπησε σφήκα. Τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα και χάνει για λίγο την ισορροπία του, στηριζόμενος στον αγκώνα του. «Ρε συ, πόση ώρα κοιμόμασταν; Ούτε δέκα δεν ήταν όταν γυρίσαμε!» συνεχίζει, ξύνοντας το κεφάλι του με φανερή απορία.
«Εμένα μου λες, γάιδαρε;» του απαντάω, τα χέρια μου να ακουμπούν στη μέση μου και το βλέμμα μου να τον καρφώνει με αγανάκτηση. «Που σε άφησα πέντε λεπτά να πάω να ετοιμαστώ για να σου έρθω όμορφη κι εσύ ροχάλιζες του καλού καιρού και έμεινα με την όρεξη!» του λέω, και βάζει τα γέλια. «Ωραία, γελάει ο αναίσθητος!» λέω, αλλά χασκογελάω και του λόγου μου.
«Συγνώμη, κοριτσάρα μου!» μου λέει κάνοντάς μου τα γλυκά μάτια και σκύβει να μου δώσει ένα πεταχτό φιλί.
«Τι να σε κάνω βρε μούργο που σ’ αγαπάω;» του απαντάω, ανασηκώνοντας τους ώμους μου και χτυπώντας τον παιχνιδιάρικα στον ώμο.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω αλλά αν δεν πάω για κατούρημα θα σκάσω.» λέει, αναστενάζοντας και κλείνοντας τα μάτια του για μια στιγμή σαν να πονάει.
«Ναι;» του λέω και χωρίς καν να το σκεφτώ τον χουφτώνω μέσα από το μποξεράκι κοιτάζοντάς τον προκλητικά. Του γίνεται με τη μία κάγκελο ενώ τα μάτια του γουρλώνουν για μερικά δευτερόλεπτα, και το πρόσωπό του κοκκινίζει.
«Καλό κατούρημα μωρό μου!» του λέω κόβοντάς τον πάνω στο καλύτερο και του σκάω ένα φιλί  και πετάγομαι από το κρεβάτι γελώντας.
«Θα σε λιανίσω, άτιμο γύναιο!» γρυλίζει, κάνει ένα βήμα μπροστά με τα μάτια του να πετάνε σπίθες, αλλά πριν προλάβει να με πιάσει, του βγάζω τη γλώσσα.
«Νια-νια-νια-νια-νια-νια!» του κάνω και ξεκινάμε το κυνηγητό μέσα στο δωμάτιο, γελάμε και σκοντάφτουμε πάνω σε καρέκλες και σεντόνια που πέφτουν στο πάτωμα.
«Ωχ, θα σκάσω!» μου ξανακάνει, σταματώντας απότομα με το ένα χέρι στην κοιλιά του και το άλλο να κρατάει το μέτωπό του. «Πώς θα κατουρήσω, μωρή κακούργα, τώρα;» μου λέει με απελπισμένη φωνή.
«Άρχισε να τραγουδάς ‘ήταν ένα σύννεφο-σύννεφο-σύννεφο’!» του λέω, χαχανίζοντας και κλείνοντας το μάτι.
«Αχ, θα τη μαυρίσω!» φωνάζει, σηκώνοντας απειλητικά το χέρι του, αλλά το χαμόγελό του τον προδίδει.
«Καλά, κάτσε να πάω εγώ πρώτη που μπορώ, και για σένα… έχει ο Θεός!» του λέω και του στέλνω ένα φιλάκι στον αέρα πριν τρυπώσω στο μπάνιο, το γέλιο μου να αντηχεί πίσω από την πόρτα.

Βγαίνω λίγη ώρα αργότερα και τον βρίσκω διπλωμένο στα δύο, με τα χέρια στα γόνατα και να δαγκώνει το δάχτυλό του σαν να προσπαθεί να κρατηθεί. Δαγκώνοντάς το δάχτυλό του και απειλώντας ότι θα με σκίσει, μπαίνει τρέχοντας στο μπάνιο και, με τον ερεθισμό που έχει, θα του πάρει λίγη ώρα.

Να μάθει να κοιμάται και να μ’ αφήνει στα κρύα του λουτρού, ο γάιδαρος!

Η αλήθεια είναι ότι του πήρε λίγη ώρα ακόμα, και αν και θέλω να πλύνω τα δόντια μου, τον αφήνω στην ησυχία του γιατί εντάξει, το πείραγμα έχει και κάποιο μέτρο, μη μου πάθει και καμιά ζημιά, είχαν περάσει σχεδόν έντεκα ώρες από την τελευταία φορά που είχε πάει στο μπάνιο.

«Ξαλάφρωσες, μωρό μου;» τον ρωτάω μ’ ένα πονηρό χαμόγελο όταν βγαίνει με τα πολλά.
«Νιώθω άλλος άνθρωπος!» μου απαντάει ανακουφισμένος.
«Λοιπόν, πάμε να πλύνουμε δοντάκια και μετά καφεδάκι ν’ ανοίξει το μάτι!» του λέω, πιάνω το χέρι του και τον τραβάω προς το μπάνιο, τα δάχτυλά μου να μπλέκονται στα δικά του.
«Δε θα πάμε για μπάνιο;»
«Και είναι ανάγκη να πάμε από τώρα βρε χριστιανέ μου;» τον ρωτάω με κουρασμένη φωνή. «Να πιούμε και κανένα καφεδάκι πρώτα!»
«Δίκιο έχεις μωρέ!» μου λέει και αναστενάζει παραδεχόμενος το δίκιο μου. Περνάει το χέρι του γύρω από τη μέση μου και ακουμπάει το πιγούνι του στον ώμο μου και περνάει το ένα του χέρι από πίσω και με χαϊδεύει τρυφερά στην πλάτη. «Τι θα βάλεις;»
«Το γκούτσι φόρεμά μου!» του κάνω γελώντας και του ανακατεύω το μαλλί παιχνιδιάρικα.
«Άλλο λέω βρε παπάρα!» μου κάνει. «Να βάλουμε μαγιό από τώρα;»
«Δε βρίσκω το λόγο! Πέντε λεπτά είναι το λιμάνι, μετά τον καφέ ερχόμαστε και αλλάζουμε!»
«Είναι και αυτό» μου κάνει.

Μπαίνουμε παρέα στο μπάνιο και πλένουμε τα δόντια μας και γυρνάμε για να αλλάξουμε. Δηλαδή να ντυθώ, γιατί ακόμα τσίτσιδη ήμουν από εχθές το βράδυ, ενώ ο Μάριος φορούσε τουλάχιστον το μποξεράκι του. Φοράω το εσώρουχό μου και βάζω ένα από τα σορτς μου που ξέρω ότι του αρέσουν, και τρώω μια …επιβεβαιωτική στα μεριά που με κάνει να χαχανίσω. Ούτε τώρα θέλω να φορέσω σουτιέν, οπότε φοράω απλά ένα κοντομάνικο.

«Ορεξούλες;» μου λέει, το βλέμμα του να κατεβαίνει πονηρά προς το στήθος μου, όπου οι ρώγες μου διακρίνονται καθαρά κάτω από το ύφασμα. Τα μάτια του αστράφτουν και με κοιτάζει με πονηρό χαμόγελο.
«Ορεξάρες,» του απαντάω κοιτάζοντάς όπως η αλεπού ένα θρεμμένο κοκόρι. «Αλλά πρώτα καφέ και μετά κοκό!» συνεχίζω, κλείνοντάς του πονηρά το μάτι. «Εκτός και αν το εννοούσες ότι θέλεις να γυρίσεις στην προηγούμενή σου καριέρα!»
«Δεκαεννιά χρόνια μαλάκας!» μου κάνει, αναστενάζοντας δραματικά. «Ολόκληρη καριέρα!»
«Περήφανος μαλάκας!» τον τσιγκλάω, το χαμόγελό μου πλατύ και τα χέρια μου να ακουμπούν στους γοφούς μου, η μία γωνία του στόματός μου να τραβιέται ελαφρά προς τα πάνω.
«Μωρέ, αν πετύχει…» μου απαντάει, κάνει μια αόριστη κίνηση με το χέρι του σαν να αφήνει κάτι στη μοίρα. Τα μάτια του στενεύουν ελαφρά από το πείραγμα και το χαμόγελό του γίνεται ακόμα πιο πλατύ.
«Ναι, δε λέω, καλή η μαλακία…» ξεκινάω και του ρίχνω ένα βλέμμα όλο νόημα, «αλλά με το σεξ γνωρίζεις και κόσμο!» συνεχίζω κάνοντάς τον να βάλει και πάλι τα γέλια.
«Μπίλι μου,» μου λέει ακόμα γελώντας, σκουπίζοντας την άκρη των ματιών του με τον αντίχειρά του, «πριν τα φτιάξουμε δεν ήμουν μαλάκας, απλά έκανα μιγαδικό σεξ!»
«Ε;» του κάνω και σηκώνω το φρύδι μου, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος μου και χτυπώντας το πόδι μου ελαφρά στο πάτωμα.
Ο Μάριος φοράει σοβαρό ύφος και μου το πετάει: «Αν το καλοσκεφτείς, τι είναι η μαλακία; Δεν είναι παρά σεξ με μιγαδικό αριθμό εραστών, με τον τύπο 1+ni, όπου n οι φανταστικοί extra!» μου λέει και αυτή τη φορά είμαι εγώ εκείνη που βάζω τα γέλια. 

Τον κερατά, που το σκέφτηκε αυτό; 

Κατεβαίνουμε στο λιμάνι, και αφού κάνουμε μια καλή βολτίτσα, αποφασίζουμε πριν πιούμε καφέ να φάμε πρωινό. Καλά, αν δεν πάρω δέκα κιλά μέσα σε δυο μέρες να με φωνάζουν Βασίλω. Όποιος ντρέπεται μένει νηστικός, και επειδή αν μη τι άλλο δεν είμαι από εκείνες που ντρέπονται, δεν άφησα το Μάριο να φάει μόνος του του σκασμού, έφαγα κι εγώ.

Όταν τελειώσαμε, κάναμε άλλη μια μεγάλη βόλτα στο λιμάνι για να κάτσει το πρωινό, και επειδή λύσσαξε μπήκαμε σε ένα μαγαζί και πήραμε ψάθινα καπέλα. Δε βαριέσαι, όχι ότι θα μου χάλαγε το μαλλί, το pixie cut που κάνω αδιαλείπτως από τα 15 μου, το λες και αναρχοαυτόνομο για στυλ μαλλιού. Δεν είναι το αγορίστικα κοντό pixie cut, τα μαλλιά μου είναι λίγο πιο μακριά, αλλά το στυλ μου δεν το αλλάζω από την πρώτη φορά που το δοκίμασα.

Καθόμαστε για να πιούμε τα καφεδάκια μας χαζολογώντας και μιλώντας κυρίως για τη σχολή. Η αλήθεια είναι ότι το πολυτεχνείο είναι αρκετά πιο ζόρικο από το σχολείο. Δεν είναι ότι δεν μου τα είχε πει και ο ίδιος όταν ξεκίνησε τη σχολή, αλλά άλλο πράγμα να στο λένε και άλλο πράγμα να το ζεις. Στο δεύτερο εξάμηνό μου εγώ, στο τέταρτο ο Μάριος, είχαμε ακόμα πολλά ψωμιά μπροστά μας.

Από την άλλη από μικρά είχαμε μάθει να διαβάζουμε μαζί, και επειδή τα διαβάσματα ήταν ένα από τα ελάχιστα πράγματα με τα οποία δεν έκανε χαβαλέ, συμπαρέσυρε και μένα, γιατί ο Μάριος μπορεί να είναι το κλασσικό nerd, αλλά εγώ ήμουν ανέκαθεν το δυναμικό αλητάκι με τους ματωμένους αγκώνες και τα γόνατα. Στη γειτονιά τον φωνάζαμε «ο ατσαλάκωτος» αλλά ήταν περισσότερο επειδή πρόσεχε πάντα την εμφάνισή του, παρά για τη συμμετοχή του στα παιχνίδια, αν και πόλεμο δεν έπαιζε ποτέ με εμάς τους υπόλοιπους.

«Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει κάποια στιγμή.
«Ότι είμαστε η Λαίδη και ο αλήτης, από την ανάποδη!» του απαντάω.
«Λεβέντη μου και αλήτη μου, δεν πάω απόψε σπίτι μου, μαζί σου θα τα σπάσω!» μου λέει τραγουδιστά, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
«Βουγιούκλω μου, εσύ!» του κάνω, και εκεί αρχίζει δεύτερος γύρος.
«Έχω ένα μυστικό κρυμμένο στις καρδιάς τα βάθη» αρχίζει και μου τραγουδάει με λεπτή φωνή και δε μου μένει άντερο, γινόμαστε πραγματικό θέαμα.

Ατσαλάκωτος ή όχι, ήταν ελάχιστα πράγματα τα οποία τα έπαιρνε πραγματικά στα σοβαρά. Είχα χάσει το μέτρημα το πόσες φορές στο τραίνο μας έκανε την Αλίκη πηγαίνοντας από στύλο σε στύλο και τραγουδώντας, πότε το έχω ένα μυστικό, πότε το γλάρο, κάνοντας όλους τους επιβάτες να βάζουν τα γέλια με τα καμώματά του.

«Σ’ αγαπάω!» του λέω με μάτια που λάμπουν.
«Το μάθαμε κυρία μου το μεγάλο μυστικό σου!» μου απαντάει πειρακτικά, αλλά το πρόσωπό του φωτίζεται ολόκληρο.
«Το ακόμα μεγαλύτερο μυστικό είναι πως κρατήθηκα και δε σου άνοιξα το κεφάλι εκείνο το βράδυ!» του λέω σταυρώνοντας τα χέρια μου. Παρά το γεγονός ότι γελάει, κατά το ήμισυ το εννοώ! Πραγματικά ήθελα να του ανοίξω το κεφάλι, του γαϊδάρου!
«Ξέρεις κάτι όμως;» μου λέει και παίρνει τα χέρια μου που ήταν σταυρωμένα στο στήθος μου και μου τα κρατάει και με τα δυο του χέρια. «Εκείνο το τραγούδι ήταν που με έκανε να βρω τελικά το θάρρος να σου εξομολογηθώ ότι ήμουν ερωτευμένος μαζί σου,» μου εξομολογείται και σηκώνει τα χέρια μου και τους δίνει ένα φιλί.
«Και ένα μήνα σχεδόν με άφησες να βράζω στο ζουμί μου!» του λέω κοιτάζοντάς τον και καλά με μισό μάτι. «Γάιδαρε!»
«Το καλό πράγμα αργεί να γίνει… λεβέντη μου!» μου λέει και με τουμπάρει, δε μπορώ να συγκρατήσω το χάχανό μου.
«Τι να σε κάνω βρε μούργο που σ’ αγαπάω;» του λέω κουνώντας ελαφρά το κεφάλι μου.
«Να μου δώσεις ένα φιλάκι, κατά προτίμηση χωρίς κουτουλιά!» μου λέει και τον αρπάζω, τον φέρνω προς το μέρος μου, και κολλάω τα χείλη μου στα δικά του. Έχοντας πάρει τη δόση μας τον αφήνω μερικές στιγμές αργότερα, γιατί εντάξει, έχει και κόσμο με παιδιά.

Be all my sins remember'd

Τελικά καθόμαστε μέχρι τις 12:30 και κάπου εκεί αποφασίζουμε να πάμε να δοκιμάσουμε την τύχη μας στη θάλασσα. Βοηθάει και η μέρα, για μέσα Μάη έχει ασυνήθιστη ζέστη, οπότε πηγαίνουμε ελπίζοντας ότι δε θα γίνουμε ανθρώπινα παγάκια. Το μαγιό που έχω φέρει μαζί μου είναι και αυτό με το οποίο είχε προκαλέσει τα σχόλια του Νίκου—που αν του συγχώρησα τα παντελώς άξεστα σεξιστικά σχόλια που είχα ακούσει στην τουαλέτα είναι γιατί δεν το έκανε επίτηδες, είναι φύσει κάφρος—και αυτό με το οποίο είχε θαυμάσει το φιλοθεάμον κοινό στην πενταήμερη.

Από τότε που άρχισαν να αναπτύσσονται τα στήθη μου, εκεί γύρω στα έντεκα, και μέχρι που γνώρισα και την Κατερίνα, φορούσα πάντα ολόσωμα μαγιό, γιατί η αλήθεια είναι ότι ήμουν αρκετά αναπτυγμένη και ντρεπόμουν. Δεν είμαι ιδιαίτερα ψηλή, το ύψος μου είναι 1,67, και αν και οι αναλογίες μου είναι κανονικές, το στήθος μου είναι ελαφρά μεγαλύτερο για το μπόι μου, είναι αυτό που Αμερικάνοι λένε d-cup. Για την ακρίβεια είμαι μεταξύ του c-cup και του d-cup και μερικές φορές βρίσκω το διάολο μου σε σουτιέν και μαγιό, γιατί τα μεν c-cup με τείνουν να με πιέζουν ενώ τα d-cup τα νιώθω αρκετά χαλαρά.

Όπως και να έχει, το μαγιό με πήγε σούρνοντας να το πάρω όταν της είχα δείξει το ολόσωμο που είχα μέχρι τότε, και μιας και από τα 15 δεν αναπτύχθηκα άλλο, δεν έκανα τον κόπο να εμπλουτίσω την γκαρνταρόμπα μου, σε μαγιό τουλάχιστον. Βρίσκω που βρίσκω το διάολο μου να βρω τα σωστά σουτιέν, δεν ήθελα να έχω ακόμα ένα πονοκέφαλο. Ο Μάριος λατρεύει τα στήθη μου, και αν τον ρωτούσες δε θα ήθελε να φοράω καθόλου το από πάνω μέρος, τουλάχιστον. Στη Σκιάθο πέρσι, μια-δυο φορές που πήγαμε μόνοι μας για μπάνιο πάντως, μου ζήτησε να το βγάλω, και τη δεύτερη φορά δεν ήμασταν και τελείως μόνοι, είχε και άλλο κόσμο. Οφείλω να ομολογήσω πάντως ότι η αίσθηση μέσα στο νερό χωρίς το πάνω μέρος είναι πολύ καλύτερη, και χαλάλι να γίνει το θέαμα που προσφέρω.

Πέντε λεπτά αργότερα είμαστε πίσω στο δωμάτιο, όπου απλά αλλάζω το εσώρουχο με μαγιό και φοράω και το πάνω μέρος του μπικίνι. Κάνει ζέστη, οπότε αποφασίζω να μη φορέσω από πάνω μπλούζα και από κάτω ένα ελαφρύ παρεό αντί για σορτσάκι. Ψάθες, πετσέτες και τα ρέστα, τα έχουμε αφήσει στο αυτοκίνητο, οπότε αφού κάναμε στάση στο περίπτερο να πάρουμε δύο μεγάλα μπουκάλια νερό, κινήσαμε να πάμε στην παραλία που είχε ο Μάριος στο μυαλό του.

Όταν φτάσαμε στο Κονδύλι, χάζεψα λίγο, να τα λέμε αυτά. Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα και το στόμα μου σχημάτισε ένα σιωπηλό «ουάου» καθώς κοίταζα τα γαλαζοπράσινα νερά και το λεπτό βότσαλο που απλωνόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι.

Η αύρα από τη θάλασσα μύριζε αλάτι, και το ελαφρύ αεράκι μου ανακάτευε τα μαλλιά, κάνοντάς τα να πετάνε. Προτιμώ το βότσαλο από την άμμο, πάντα. Δεν κολλάει παντού, δεν μένεις να τρίβεσαι μέχρι το βράδυ. Και το Κονδύλι, με τη μεγάλη του παραλία και την άπλα, ήταν ιδανικό.

«Είδες;» με ρωτάει ο Μάριος, το βλέμμα του γεμάτο περηφάνια. Μου ρίχνει ένα πονηρό χαμόγελο, τα μάτια του να αστράφτουν παιχνιδιάρικα. «Στα καλύτερα σε φέρνω!»
«Είδα το φως το αληθινό!» του λέω και τα χέρια μου ανοίγουν διάπλατα σε μια κωμικά δραματική κίνηση, κάνοντας τον Μάριο να σκάσει στα γέλια.
“So, who da boss?” μου λέει και σηκώνει τα φρύδια του με ύφος αυτάρεσκο, το βλέμμα του να με καρφώνει με έναν τρόπο που με κάνει να δαγκώσω το κάτω χείλος μου για να μην χαμογελάσω σαν χαζή.
“You da boss, λαίδη μου!” τον πειράζω, και υποκλίνομαι θεατρικά, ενώ εκείνος μου πετάει ένα δήθεν αυστηρό βλέμμα, τα χείλη του όμως να τραβιούνται ανεπαίσθητα σε ένα χαμόγελο.
«Ωραία, βγάλε τώρα και το πάνω σου να κάνουμε μπάνιο σαν άνθρωποι!» μου κάνει και τα μάτια του κατεβαίνουν αστραπιαία στο στήθος μου, τόσο φανερά που τον στραβοκοιτάζω.
«Και οφθλαλμόλουτρο η υπόλοιπη παραλία» μουρμουρίζω, σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος ενστικτωδώς.
«Τι να κάνουμε, δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα δικά μας. Allez, βγάλτα!» λέει και μου κάνει ένα νεύμα με το κεφάλι, το βλέμμα του γεμάτο προσμονή και ανυπομονησία.
«Σας μισώ, απαίσια στρουμφάκια!» του κάνω και ξεροκαταπίνω, τα δάχτυλά μου τρέμουν λίγο καθώς πιάνω το πάνω μέρος του μαγιό μου. Τελικά, παίρνω μια βαθιά ανάσα και το βγάζω.

Νιώθω εξαιρετικά ευάλωτη—και το απεχθάνομαι αυτό—αλλά κάνω το κορόιδο. Κοιτάζω γύρω μου νευρικά να δω αν με κοιτάζουν αλλά δεν βλέπω κάποιον να καρφώνεται, στα φανερά τουλάχιστον. Ο λεβέντης μου, πάντως, με κοιτάει λες και με βλέπει πρώτη φορά, και παρόλη την αμηχανία μου δε μπορώ να μη χαμογελάσω με το ύφος του.

«Κλείσε το στόμα σου βρε λιγούρη. Εσύ με τη βερμούδα θα μείνεις;» τον πειράζω και σηκώνω το φρύδι μου, προσπαθώντας να δείχνω πιο χαλαρή απ' ό,τι νιώθω.
«Εχμ, έχουμε τεχνικές δυσκολίες» μου λέει και κοκκινίζει ελαφρά, ξύνοντας τον σβέρκο του αμήχανα, και δεν κρατιέμαι—σκάω στα γέλια.
«Όοοοχι, καργιόλη, εδώ θα υποφέρεις μαζί μου!» του λέω χωρίς κανένα έλεος. «Εγώ τα πέταξα για σένα, η σειρά σου να πληρώσεις τις συνέπειες!»
«Ρε μαλάκα θα γίνω θέαμα!» μου κάνει και κάνει μια κίνηση προς τα πίσω, σαν να θέλει να κρυφτεί, αλλά το κόκκινο στα μάγουλά του τον προδίδει.
«Ενώ εγώ ας πούμε δεν έχω γίνει;» του απαντάω και σταυρώνω τα χέρια μου στο στήθος με πείσμα.
«Εσύ είσαι θέαμα που αγαπάει όλος ο κόσμος! Εγώ θα γίνω άλλου είδους θέαμα!» λέει και το βλέμμα του πέφτει στο έδαφος, το πόδι του να σκάβει αμήχανα το βότσαλο.
«Η τέχνη απαιτεί θυσίες. Βγάλε τη βερμούδα σου κερατά γιατί την επόμενη φορά που θα πάμε για μπάνιο θα φοράω μπούργκα!» του κάνω και σηκώνω το πηγούνι μου ψηλά, τα μάτια μου να αστράφτουν από αποφασιστικότητα.
«Έγινα κερατάς κιόλας;» μου κάνει, και τα χείλη του να τραβιούνται σε ένα πονηρό χαμόγελο.
«Όχι αλλά αν συνεχίσεις θα γίνει κι αυτό!» τον πειράζω και του βγάζω τη γλώσσα, κάνοντάς τον να σκάσει στα γέλια.
«Άπιστο γύναιο! Θα σε σφάξω στο γόνατο!» λέει και σηκώνει το χέρι του δραματικά, σαν να κρατάει σπαθί, αλλά τα μάτια του γελάνε.
«Κατούρα και λίγο!» του κάνω και του ρίχνω ένα βλέμμα όλο νόημα.
«Σάμπως και μπορώ έτσι όπως είμαι!» μου κάνει και κοκκινίζει ακόμα πιο πολύ, το χέρι του να ανεβοκατεβαίνει στον αέρα αμήχανα.
«Δεν βλέπω κίνηση!» του λέω, και κάνω έναν δραματικό μορφασμό δήθεν απογοήτευσης.

Και τι να κάνει ο φουκαράς, αναστενάζει βαθιά, ρίχνει μια κλεφτή ματιά γύρω του και βγάζει τη βερμούδα διστακτικά. Με το που τον βλέπω, το χέρι μου πετάγεται αυτόματα μπροστά στο στόμα μου για να πνίξω το γέλιο, αλλά είναι αδύνατο. Σηκώνω ψηλά τα χέρια μου και με κοιτάει με απορία.

«Τι, δεν είναι όπλο;» τον πειράζω ξανά, πνίγοντας ένα χαχανητό.
«Τι μαλάκας είσαι…» μου απαντάει, και βάζει τα γέλια.

Περάσαμε υπέροχα, καθίσαμε σχεδόν μέχρι τις 18:00 το απόγευμα στην παραλία. Είχαμε και τα αντηλιακά μας, φορούσαμε και τα καπέλα μας, και έτσι κατορθώσαμε να μη νταλακιάσουμε από τον ήλιο, και αν δε μας είχε κόψει η λόρδα, μπορεί να καθόμασταν ακόμα παραπάνω. Αποφασίσαμε να μη γυρίσουμε σπίτι, να πάμε να φάμε και μετά να πάμε στην Ακροναυπλία, αν και όχι από τα σκαλοπάτια, μετά από τόσες ώρες στην παραλία δεν ήμασταν για τέτοια.

Με τούτα και με κείνα, γυρίσαμε στο δωμάτιο γύρω στις 22:00, δηλαδή την ίδια ώρα που χθες είχαμε ξεραθεί. Η ιδέα ήταν να κάνουμε ένα γρήγορο ντουζάκι, να ντυθούμε και μετά να κατέβουμε για ποτό, έχοντας φάει σχετικά αργά δεν πεινούσαμε ιδιαίτερα, στη χειρότερη τρώγαμε κανένα σουβλάκι μετά και όλα εντάξει.

Στο μπάνιο αυτή τη φορά δεν περιοριζόμαστε στο ντουζ. Τόσο ο Μάριος όσο κι εγώ έχουμε φοβερές ορέξεις οπότε λίγη ώρα αργότερα βρίσκομαι γονατισμένη και με το στόμα γεμάτο. Δίνω τον καλύτερό μου εαυτό και απορώ που καταφέρνει να συγκρατηθεί, δε με αφήνει να ολοκληρώσω το έργο μου, και λίγες στιγμές αργότερα βρίσκεται εκείνος γονατισμένος και εγώ να έχω πιάσει κουβέντα με το Θεό. Σταματάει μετά από λίγη ώρα και φοράει προφυλακτικό, και αν δεν ακουστήκαμε μέχρι το Τολό να μη με λένε Billy, να με λένε Θρασύβουλα, ξέρω-γω!

Θεούλη μου, τι ήταν αυτό;

«Να δεις τι σού χω για μετά!» μου υπόσχεται κάνοντάς με να ανατριχιάσω σύγκορμη. Αν ζήσω έζησα, και ώχου και δε με νοιάζει! 

Και κοίτα να δεις ποιον πετύχαμε στο Ναύπλιο! Με το που τους είδαμε από μακριά, το στομάχι μου δέθηκε κόμπος. Ένιωσα τα χέρια μου να κρυώνουν ξαφνικά και η καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, σαν να είχα κάνει σπριντ. Ο Μάριος, από την άλλη, σήκωσε το χέρι του σε ένα χαλαρό χαιρετισμό, το χαμόγελό του πλατύ και άνετο, σαν να μην τρέχει τίποτα.

Ο Δημήτρης με την Ειρήνη. Ο Δημήτρης, που πέρα από μια τυπική και ψυχρή καλημέρα και καλησπέρα, δε μου μιλούσε—όχι ότι τον αδικώ. Ένιωσα το πρόσωπό μου να ζεσταίνεται, τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν, και έπιασα το χέρι του Μάριου ασυναίσθητα, σφίγγοντάς το ελαφρά.

«Βουνό με βουνό δε σμίγει!» λέει ο Μάριος και σκάει στα γέλια, χτυπώντας τον Δημήτρη φιλικά στον ώμο.
«Καλώς τους!» λέει η Ειρήνη, το βλέμμα της να ταξιδεύει από τον Μάριο σε μένα και πάλι πίσω. Το χαμόγελό της είναι ευγενικό, αλλά το βλέμμα της είναι λίγο πιο ψυχρό απ' ό,τι το θυμάμαι.

Λογικά πρέπει να της έχει πει ο Δημήτρης τι παίχτηκε μεταξύ μας.

«Μα τι διάολο, πουθενά δε μπορώ να απαλλαγώ από τις φάτσες σας;» μας πείραξε ο Δημήτρης και το φρύδι του ανασηκώθηκε παιχνιδιάρικα. «Από την Τετάρτη Δημοτικού μέχρι και την Τρίτη Λυκείου σας έφαγα στη μάπα!»
«Πού να πηγαίναμε και στο ίδιο σχολείο, καπαγαμημένε!» τον πείραξε με τη σειρά του ο Μάριος, και του έδωσε μια ελαφριά σπρωξιά στον ώμο. Το χαμόγελό του ήταν πλατύ, τα μάτια του να γυαλίζουν από το πείραγμα.

Η έχθρα μεταξύ του ΙΑ που πηγαίναμε εμείς και του ΚΓ που πήγαινε ο Δημήτρης, ήταν θρυλική.

«Εγώ με τους γιωταλήτες και μάλιστα βάζελους; ΟΥΣΤ!» έκανε ο Δημήτρης και τα χέρια του πετάχτηκαν στον αέρα σε μια κωμικά αποδοκιμαστική κίνηση.
«Αχ, μίλα μου πρόστυχα χανούμα μου! Κούνα μου την κοιλίτσα σου!» συνέχισε το ping-pong ο Μάριος κάνοντας ότι χορεύει τσιφτετέλι.

Εγώ από την άλλη έκανα το μαλάκα γιατί αισθανόμουν παντελώς άβολα. Κοιτούσα μια τα παπούτσια μου, μια τον Μάριο και τα δάχτυλά μου έπαιζαν νευρικά με την άκρη του σορτς μου. Το βλέμμα της Ειρήνης ένιωθα να με τρυπάει, κι ας έκανε πως κοιτάζει αλλού.

«Τι στέκετε όρθιοι ρε βαζέλια; Δε θα ψηλώσετε άλλο!» είναι η πρόσκληση του Δημήτρη για να κάτσουμε μαζί τους.

Δεν μπορούσα να αρνηθώ την πρόσκληση, αν και το στομάχι μου είναι δεμένο κόμπος. Αφενός θα καρφωνόμουν και αφετέρου, μπορεί εγώ να τα είχα κάνει σκατά, αλλά ο Μάριος δε μου έφταιγε σε τίποτα. Κάθομαι τελικά στην καρέκλα, σφίγγοντας νευρικά την άκρη της τσάντας μου.

Παραγγέλνουμε και εμείς τα ποτά μας. Αν τον Δημήτρη τον πείραξε που μας είδε μαζί δεν το έδειξε καθόλου. Ίσως πλέον να το είχε ξεπεράσει και πραγματικά να μην τον πείραζε, και ήλπιζα με όλη μου την καρδιά να ισχύει το δεύτερο. Νιώθω πολύ άβολα, και παρόλο που προσπαθώ να συμμετέχω στην κουβέντα νιώθω σα να κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα. Κάποια στιγμή επιτέλους βρίσκω το θάρρος.

«Δημήτρη, μπορώ να σου πω λίγο;» τον ρωτάω, με χαμηλή και ελαφρώς τρεμάμενη φωνή. Τα δάχτυλά μου σφίγγουν το λουρί της τσάντας μου τόσο που νιώθω τις αρθρώσεις μου να πονάνε.

Ο Δημήτρης σηκώνει το βλέμμα του αργά. Κοιτάζει τον Μάριο, κοιτάζει εμένα, κοιτάζει και την Ειρήνη. Τα μάτια του στενεύουν ελαφρά, αλλά τελικά μου γνέφει. Σηκωνόμαστε και πάμε λίγο στην άκρη. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει σαν σφυρί, τα πόδια μου βαριά σαν να είναι φτιαγμένα από μολύβι.

Δε μιλάει, απλά σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος και μου κάνει νόημα να μιλήσω. Παίρνω βαθιά ανάσα και ξεκινάω. Η φωνή μου είναι αδύναμη, σχεδόν ψιθυριστή.

«Δημήτρη, ξέρω ότι αυτό που έκανα είναι ασυγχώρητο.» Κλείνω τα μάτια για μια στιγμή και στενάζω. Το βλέμμα μου κολλημένο στο έδαφος, οι παλάμες μου ιδρωμένες. «Αν μη τι άλλο σου οφείλω μια εξήγηση.»
«Δε μου οφείλεις τίποτα,» μου απαντάει ξερά. Η φωνή του είναι κοφτή και τα μάτια με καρφώνουν, κάνοντάς με να κατεβάσω το βλέμμα μου.
«Όχι,» του κάνω, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου, χωρίς ωστόσο να έχω βρει ακόμα το κουράγιο να τον κοιτάξω στα μάτια.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και συνεχίζω. Σφίγγω τα δάχτυλά μου σε γροθιά, και με μεγάλη δυσκολία σηκώνω τα μάτια μου πάνω του.

«Ακόμα και αν θεωρείς ότι δε σου οφείλω εξήγηση, τουλάχιστον σου οφείλω μια μεγάλη συγνώμη,» του λέω στενάζοντας ελαφρά και κοιτάζοντάς τον στα μάτια.

Κλείνει τα μάτια του και κουνάει λίγο αριστερά και δεξιά το κεφάλι του. Παίρνει μια βαθιά ανάσα, οι ώμοι του πέφτουν λίγο λες και κάτι βαρύ τον πιέζει.

«Μου ράγισες την καρδιά ρε Μπίλι...» μου λέει και στενάζει. «Με τσάκισες,» συμπληρώνει, χωρίς καμιά προσποίηση, χωρίς καμία προσπάθεια να μη δείξει αδυναμία. Η φωνή του είναι χαμηλή, σπασμένη. Νιώθω το βάρος της να με πλακώνει.
«Το ξέρω, Δημήτρη,» του απαντάω χωρίς περιστροφές. Η φωνή μου χαμηλώνει και τρέμει ανεπαίσθητα. «Μακάρι να μπορούσα το πάρω πίσω. Μακάρι να μπορούσα να ξεκάνω τη μαλακία που έκανα,» του λέω και σταματάω για λίγο. Το βλέμμα μου πέφτει στα παπούτσια μου, τα πόδια μου καρφωμένα στο έδαφος.
«Δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από τη σπασμένη στάμνα» μου λέει, αλλά η πίκρα στη φωνή του δείχνει άλλα.
«Μπορεί το κλάμα μπορεί να μην έχει νόημα…» του λέω κοιτάζοντας στο πουθενά, «…η αναγνώριση του σφάλματος, όμως, έχει.» Η φωνή μου βγαίνει πνιχτή. Υψώνω και πάλι το βλέμμα πάνω του και συνεχίζω. «Και ακόμα περισσότερο να ζητήσεις μια συγνώμη…»

Δε μου απαντάει, μου γνέφει με τα χέρια να συνεχίσω. Η σιωπή του βαραίνει τον αέρα, τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου, άκαμπτα.

«Ακόμα και αν δεν λάβεις τη συγχώρεση ποτέ…» του λέω στενάζοντας και κοιτάζοντας και πάλι το πάτωμα. Παίρνω βαθιά ανάσα και υψώνω ξανά το βλέμμα μου πάνω του. «Πλήγωσα έναν από τους ελάχιστους ανθρώπους που εκτιμούσα και θεωρούσα φίλους.»

Κουνάει το κεφάλι του παραμένοντας σιωπηλός.

«Και δεν ήταν ότι δε μου άρεσες ρε Δημήτρη…» ξεκινάω και η φωνή μου γίνεται πιο διστακτική. «Μετά… μετά το Μάριο ήσουν ο πρώτος που μου έκανε κάποιο κλικ…»
«Δεν έφτανε όμως…» μου λέει κόβοντάς με, με ξερό, σχεδόν κλινικό τρόπο.
«Όχι, δεν έφτανε» ομολογώ αναστενάζοντας βαθιά. Χαμηλώνω και πάλι το βλέμμα μου για μερικές στιγμές και μετά το σηκώνω πάνω του και πάλι. «For what it matters, δεν υπάρχει κάποιο πράγμα που να έχω κάνει στη ζωή μου και να το έχω μετανιώσει περισσότερο.» Σταματάω και τον κοιτάζω σχεδόν ικετευτικά:  «Συγνώμη Δημήτρη, πραγματικά. Ακόμα και αν δε με συγχωρέσεις ποτέ, σου ζητώ ειλικρινά συγνώμη.»
Το πρόσωπό του χαμογελάει. «Το μόνο πραγματικά ασυγχώρητο είναι ότι είσαι βάζελος» μου κάνει και χαμογελώ κι εγώ αβέβαια. «Δε γαμιέται, μια ζωή την έχουμε…» μου κάνει κοιτάζοντάς με στα μάτια.

Κουνάει το κεφάλι του χαμογελώντας, και αυτή τη φορά το χαμόγελο είναι και πάλι πικρό.

«Όλα περαστικά είναι ρε Μπίλι,» μου λέει ως διαπίστωση και συνεχίζει: «και όσο και αν ένιωσα ότι με μαχαίρωσες κατάστηθα, τουλάχιστον βγήκα σοφότερος,» συνεχίζει χαμογελώντας πικρά. Κάνει μια σύντομη παύση, σαν να σκέφτηκε κάτι και ρουθουνίζει. «Καλοί οι έρωτες, αλλά, χωρίς μια γερή δόση κυνισμού, είναι συνταγή για καταστροφή,» μου λέει κουνώντας το κεφάλι του με νόημα.

Παρά το αρχικό του αστείο η συνέχεια με χτυπάει σα γροθιά. Δεν το κάνει για να πάρει το αίμα του πίσω, είναι απλά ωμά ειλικρινής. Ο κυνισμός που αναφέρει είναι δικό μου δημιούργημα. Δικό μου και μόνο.

«Τότε δεν έγινες σοφότερος ρε Δημήτρη» του λέω με ραγισμένη φωνή.
«Κι όμως, έγινα. Στο τέλος της ημέρας, πρέπει πάντα να κρατάμε κάτι για τον εαυτό μας, αν μη τι άλλο είναι ο μόνος με τον οποίο ισχύει εγγυημένα το ‘till death do us part.’»

Σηκώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω για μια στιγμή, αλλά το κατεβάζω αμέσως, δεν αντέχω να τον δω κατάματα. Σηκώνω και πάλι το κεφάλι μου, τα μάτια μου είναι υγρά αλλά αυτό δε λέγεται με κατεβασμένο κεφάλι.

«Συγνώμη» του μουρμουρίζω με τα μάτια μου ακόμα πιο υγρά.
«Έλα, όχι κι έτσι» μου λέει με απαλή φωνή. «Συγχωρεμένη και sin no more!»
«Το εννοείς;» τον ρωτάω με μάτια που καίνε και φωνή που τρέμει.
«Το εννοώ!» μου απαντάει, και μου πιάνει τα χέρια απαλά. «Το εννοώ,» λέει και πάλι κοιτάζοντάς με στα μάτια.

Η καρδιά μου ξεσφίγγεται λίγο, και επιτέλους ανασαίνω βαθιά. Σκουπίζω διακριτικά ένα δάκρυ από την άκρη του ματιού μου και του χαμογελάω αχνά.

«Ευχαριστώ…» του ψιθυρίζω, και νιώθω επιτέλους το βάρος ν’ αρχίσει να φεύγει από το στήθος μου.

Παίρνει μια βαθιά ανάσα, σαν να αφήνει κάτι πίσω του. Κοιτάζει για μια στιγμή τον ουρανό, σαν να σκέφτεται αν πρέπει να πει κάτι ακόμα. Τελικά, χαμογελάει—όχι με εκείνο το παλιό, πικρό χαμόγελο, αλλά αληθινά. Όπως… όπως μου χαμογελούσε παλιά. Η φωνή του, όταν μιλάει ξανά, είναι ελαφριά. Μετά, το βλέμμα του αλλάζει, γυρνώντας ξανά στο γνώριμο, άνετο ύφος του.

«Και τώρα πάμε πίσω στους δικούς μας, μη νομίζουν ότι το ρίξαμε στην τρελή και με σφάξει η Ειρήνη στο γόνατο. Είναι και λίγο ζηλιάρα…» Κάνει μια παύση και με κοιτάζει με νόημα. «Είσαι κι εσύ… αυτή που είσαι.» Άλλη μια μικρή παύση, λες και συνειδητοποιεί τι πάει να πει. «Τέλος πάντων, μη φάω ξύλο χωρίς λόγο!» συνεχίζει πιο ανάλαφρα, κάνοντας να διαλυθεί τελείως και η δική μου ένταση και μετά από πολλή ώρα χαμογελάω κι εγώ πραγματικά.
«Δέρνει;» τον ρωτάω πειρακτικά.
«Και δέρνει!» μου απαντάει και βάζουμε και οι δύο τα γέλια και γυρνάμε πίσω, εγώ εμφανώς πιο ξαλαφρωμένη.

Δεν είχαμε δράματα με την Ειρήνη, με το Μάριο δεν ετίθετο τέτοιο θέμα, χώρια που κατάλαβε χωρίς να του πω γιατί ζήτησα να μιλήσω για λίγο μόνη μου με το Δημήτρη. Καθίσαμε εκεί μέχρι τις 02:00 και τα κοπανίσαμε μέχρι που γίναμε και οι τέσσερις κουδούνια. Από ένα σημείο και μετά, οι συζητήσεις σταμάτησαν να βγάζουν νόημα, τα γέλια έγιναν ανεξέλεγκτα, και το μόνο που είχε μείνει ήταν το αίσθημα ότι όλα ήταν—επιτέλους—εντάξει.

Με πρόταση της Ειρήνης πήγαμε όλοι μαζί για σουβλάκια, και στα δικά μου κιτάπια η μόνη απάντηση στην ερώτηση «θέλετε να πάμε για σουβλάκια;» είναι αριθμός, και όχι άρνηση ή κατάφαση. Εγώ και ο Μάριος πάντως, πήραμε από δύο ο καθένας με τα ούλα τους, και κρεμμύδι και τζατζίκι, και τα παπούτσια μέσα άμα λάχει!

Τι να πω, από ρομαντισμό σκίζουμε και οι δύο! Μωρέ αν δεν ταιριάζαμε, δε θα συμπεθεριάζαμε, αυτό ξέρω!

Μετά τα σουβλάκια αποφασίζουμε να επιστρέψουμε στο δωμάτιο, ο Μάριος θέλει να κάτσουμε στο τζακούζι και μου λέει ότι μου έχει και έκπληξη. Δεν καταλαβαίνω τι του βρίσκει, αλλά δε θέλω να του χαλάσω το χατίρι, και αμ έπος αμ έργο, πέντε λεπτά αργότερα έχουμε επιστρέψει. Με πετάει με τις κλωτσιές από το μπάνιο αλλά του γκρινιάζω ότι κοντεύω να σκάσω, και έτσι μου επιτρέπει να μπω. Καλοσύνη του!

Εμ, δεν κράτησε και πολύ, καλά-καλά δεν πρόλαβα να σκουπιστώ, και μπήκε μέσα και με έτζασε με συνοπτικές διαδικασίες, ούτε το παντελόνι μου δε με άφησε να ανεβάσω, πιγκουινάτο επέστρεψα στο δωμάτιο. Ρε τι πάθαμε στα καλά καθούμενα! Τι να κάνω η έρμη, και, αφού θα μπω που θα μπω στο μπάνιο, γδύνομαι τελείως και χώνομαι κάτω από τα σκεπάσματα· έχει και δροσούλα και—αν και δεν θα το παραδεχτώ ποτέ ανοιχτά—είμαι αρκετά κρυουλιάρα, και τι καλά που είχε πάει αυτό το μεσημέρι στην παραλία, προς μεγάλη χαρά του φιλοθεάμονος κοινού να προσθέσω, καθώς οι ρώγες μου είχαν γίνει πέτρα.

Καμιά δεκαριά λεπτά αργότερα, και πάνω που έχω αρχίσει να γλαρώνω και τον βλέπω να μένει με την όρεξη, με φωνάζει να πάω μέσα. Η αλήθεια είναι πως αυτή τη στιγμή το τελευταίο πράγμα που έχω όρεξη είναι να ξεχουχουλιαστώ, αλλά τι να τον κάνω; Σηκώνομαι και πηγαίνω μέσα. Η μπανιέρα είναι γεμάτη και ο κύριος μου έχει στρογγυλοκάτσει σαν πασάς στα Γιάννενα. Εντωμεταξύ δεν ξέρω τι έχει κάνει, αλλά έχει τόσο αφρό πάνω στο νερό, που μόνο που δεν άρχισα να του τραγουδάω “The party gets groovy and everyone here loses control, yeah!”

«Μαντάμ, για γκελ μπουρντά!» μου κάνει. Μπαίνω μέσα και κάθομαι από την αντίθετη πλευρά. “Are you ready to rock?” με ρωτάει, και χωρίς να περιμένει απάντηση ανοίγει το μηχανισμό, και γίνεται της μπουρμπουλήθρας το κάγκελο.
«Μόνο ο ελέφαντας λείπει!» τον πειράζω, αλλά η αίσθηση του ρεύματος του ζεστού νερού σε διάφορα σημεία του σώματός μου μού αρέσει. Καμία σχέση με το τζακούζι του 3Χ. «Αχ!» πετάγομαι, καθώς νιώθω από το πουθενά ένα μπαμπέσικο ρεύμα νερού σε πολύ άβολο σημείο της ανατομίας μου.
«Χα!» μου κάνει ο γάιδαρος, και μετά μου αρπάζει τα πόδια με το έτσι θέλω  και αρχίζει να μου τρίβει τις πατούσες. Εντάξει, τό σωσε! «Τα βρήκατε να υποθέσω με το Δημήτρη;»
«Τα βρήκαμε» του απαντάω στενάζοντας. Μπορεί ο Δημήτρης να με είχε συγχωρήσει ωστόσο εγώ δεν είχα συγχωρήσει ακόμα τον εαυτό μου, είχα μπροστά μου δρόμο…
«Τότε γιατί μου κάνεις σα δυστυχισμένος τυφώνας;»
«Τι γιατί ρε Μάριε; Το γεγονός ότι με συγχώρησε δεν αναιρεί το πόσο τον πλήγωσα τότε, ούτε διώχνει τις τύψεις μου. Ξέρεις τι μου είπε; Ότι βγήκε σοφότερος και πιο κυνικός. Δικό μου έργο.»
«Δε στο λέω για να σε παρηγορήσω, αλλά αν δεν ήσουν εσύ θα ήταν κάποια άλλη. Καλώς ή κακώς Μπίλι μου, όλους κάποιος μας κάνει σοφότερους και όλοι μας κάνουμε κάποιους σοφότερους. Σάμπως εγώ με τη Βίκυ ήμουν καλύτερος;»
«Δεν είναι το ίδιο, Μάριε.» Τα δάχτυλά μου βυθίζονται στο νερό, χαράζοντας σχήματα που διαλύονται αμέσως. «Εσύ δεν τα έφτιαξες με τη Βίκυ για να με κάνεις να ζηλέψω. Τα έφτιαξες μαζί της γιατί το ήθελες—ή τουλάχιστον, πίστευες ότι το ήθελες. Δεν την κορόιδεψες, ούτε κορόιδεψες τον εαυτό σου, ακόμα και αν ήταν εκείνη που σε έκανε τελικά να συνειδητοποιήσεις ότι αυτή που πραγματικά θέλεις είμαι εγώ. Εγώ, από την άλλη, έκανα κάτι ασυγχώρητο. Τον χρησιμοποίησα, και το ήξερα.»

Η απάντησή του έρχεται τραγουδιστά, με τη φωνή του χαμηλή, σχεδόν παιχνιδιάρικη:
“Sweet dreams are made of this
And who am I to disagree?
I travelled the world and the seven seas
And everybody is looking for something”
Κλείνω για μια στιγμή τα μάτια.

«Δεν αλλάζει κάτι αυτό…» του απαντάω χαμηλώνοντας το κεφάλι.
«Μπίλι, σε συγχώρησε;»
«Ναι, έτσι μου είπε.» Παύση. Μια ανάσα. «Και ξέρεις κάτι; Τον πιστεύω.»
«Μπίλι μου, η συγχώρεσή του δε θα έχει καμιά αξία αν δεν συγχωρήσεις και η ίδια τον εαυτό σου. Αν μπόρεσε να σε συγχωρέσει ο Δημήτρης, το ίδιο μπορείς να κάνεις κι εσύ.»

Κοιτάζω τη φουσκωμένη επιφάνεια του νερού, σαν να ψάχνω να βρω κάτι εκεί μέσα.

«Θα μου πάρει λίγο χρόνο.» Στενάζω, το κεφάλι μου γέρνει στιγμιαία προς το μέρος του.
«Εμένα μου πήρε τρία χρόνια να κάνω το ίδιο λάθος ξανά και ξανά, Μπίλι.» Η φωνή του είναι ήρεμη, αλλά ακούω κάτω από την επιφάνεια ένα βάρος που δεν είχε πριν. «Γιατί από εκείνη τη βραδιά που με χώρισε η Βίκυ, ήξερα τι ήθελα. Και αντί να ψάξω μέσα μου να βρω το κουράγιο να έρθω να στα πω στα ίσια, και ό,τι έβρεχε ας κατέβαζε, τι έκανα; Προσπαθούσα ξανά και ξανά και ξανά. Ξέρεις ποιος είναι ο ορισμός της παράνοιας; Να κάνεις κάθε φορά το ίδιο και να ελπίζεις το αποτέλεσμα να είναι διαφορετικό.»
«Δεν είναι το ίδιο, μωρό μου.» Σηκώνω το βλέμμα μου, θέλω να το καταλάβει. «Δεν είχες μόνο τον φόβο της απόρριψης, είχες και τον φόβο του τι επίπτωση μπορεί να είχε αυτή η απόρριψη από κάποιον άνθρωπο που τον θυμάσαι από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου. Δεν χρησιμοποίησες καμία από τις κοπέλες με τις οποίες ήσουν. Προσπάθησες να κάνεις το επόμενο βήμα, με το χαμηλότερο δυνατό ρίσκο. Προσπάθησες να πας παρακάτω.»
Ο Μάριος χαμογελάει πικρά. «Δεν το κάνει λιγότερο λάθος, μωρό μου.» Με κοιτάζει στα μάτια, αλλά η φωνή του είναι σχεδόν ψιθυριστή. «Στο τέλος της ημέρας, το αποτέλεσμα μετράει. The road to hell is paved with good intentions, λένε, και υπάρχει λόγος. Μπορεί ο σκοπός μου να ήταν λιγότερο κυνικός από τον δικό σου, αλλά το αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Έκανα όλες μου τις σχέσεις σοφότερες, με τον έναν τρόπο ή τον άλλο.»
Αναστενάζω. «Η πρόθεση εξακολουθεί να μετράει.»
«Μπορεί.» Παύση. «Αλλά, Μπίλι μου, ασχέτως των προθέσεων, μετράει και το αποτέλεσμα. Κανείς δεν είναι αλάνθαστος. Το μόνο που έχει αξία είναι να μην κάνουμε ξανά τα ίδια λάθη.»

Το στομάχι μου σφίγγεται. Η φωνή μου βγαίνει σχεδόν σιγανή, αλλά απόλυτα ειλικρινής.

«Καλύτερα να μου κοπεί το χέρι.»

Ο Μάριος με κοιτάζει για λίγο σιωπηλός. Μετά, χαμογελάει—εκείνο το ζεστό, βαθύ χαμόγελο που πάντα με κάνει να νιώθω ότι όλος ο κόσμος συρρικνώνεται σε μια στιγμή.

“Alors, ton cœur est exactement là où il doit être.” Η προφορά των γαλλικών του είναι τέλεια, και ο τρόπος που το λέει… είναι σαν να κάνει δήλωση, σαν να μου λέει ότι είμαι σωστή, όπως είμαι.
«Το ίδιο και η δική μου.» Μου γνέφει να πλησιάσω. Πλησιάζω.

Χώνομαι στην αγκαλιά του και ξεσπάω με λυγμούς. Η αγκαλιά του είναι το μόνο μέρος στον κόσμο όπου μπορώ να διαλυθώ χωρίς να φοβάμαι. Εκεί, μέσα στα χέρια του, καμία από τις άμυνες που έχω μάθει να χτίζω από παιδί δεν έχει σημασία. Δε μου μιλάει, δε μου λέει λόγια παρηγοριάς, δε μου ψιθυρίζει πως όλα θα πάνε καλά. Δεν προσπαθεί να με φτιάξει, απλά με κρατάει. Και αυτό είναι το μόνο που χρειάζομαι.

Θα έπεφτα και στη φωτιά για εκείνον αν μου το ζητούσε. Ο Μάριος είναι το κέντρο της ύπαρξής μου. Και αυτή η συνειδητοποίηση… όχι απλά δε με τρομάζει—με γαληνεύει. Γιατί είμαι εκεί που θέλω να είμαι. Ανήκω εκεί που θέλω να ανήκω.

Τι παράξενο… Θέλω να ανήκω.

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, έκανα του κεφαλιού μου. Έκανα αυτό που πραγματικά ήθελα και στον διάολο όλα. Γιατί… γιατί δεν άνηκα πουθενά. Ήμουν κορίτσι αλλά ήθελα να είμαι αγόρι. Ήμουν εκείνη που έπρεπε πάντα να κερδίζει με το σπαθί της το πιο βασικό ανθρώπινο δικαίωμα: να ανήκω κάπου. Να μη νιώθω ότι είμαι πάντα η εξαίρεση στον κανόνα.

Ο Μάριος… Ο Μάριος με είχε αποδεχτεί από έξι χρονών παιδί. Με είχε αποδεχτεί χωρίς ερωτήσεις, χωρίς αστερίσκους, χωρίς «ναι, αλλά…». Για εκείνον ήμουν απλά εγώ.

Ποτέ δεν τον ένοιαξε αν ήμουν όμορφη.

Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν αν ήμουν καλή στη μπάλα και αν ήμουν καλή στα μαθήματα. Το μόνο που μετρούσε για εκείνον ήταν αυτό που είχα κερδίσει με το δικό μου κόπο—και όχι αυτό που μου είχε χαρίσει η φύση.

Ξέρω ότι με θεωρεί όμορφη. Πάντα μου το έλεγε, σχεδόν μηχανικά, ότι ήμουν το πιο όμορφο κορίτσι που είχε δει ποτέ του. Αλλά το έλεγε όπως λες «ο ουρανός είναι μπλε.»

Η αληθινή ζεστασιά στη φωνή του ερχόταν όταν του έκανα ντρίπλα. Όταν τον έκοβα. Όταν έλυνα το πρόβλημα πριν από εκείνον. Το πρώτο ήταν απλά μια διαπίστωση. Το δεύτερο ήταν θαυμασμός.

Πάντα.

«Σ’ αγαπάω! Σ’ αγαπάω!» του λέω κλαίγοντας ακόμα πιο δυνατά.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω Μπίλι μου.»

Ούτε αγάπη μου, ούτε λατρεία μου, ούτε καμένη μπαταρία μου. Μπίλι μου. Δεν ήμουν μια αφαίρεση. Δεν ήμουν απλώς «η κοπέλα του». Για τον Μάριο αυτή η λεξούλα, το όνομά μου, το παρατσούκλι που μου είχαν κολλήσει τα αγόρια από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, σήμαινε τα πάντα.

Μπίλι του.

«Ναι, μωρό μου» του απαντάω, ακόμα κλαίγοντας. «Η Μπίλι σου. Δική σου. Και μόνο δική σου.»
«Δική μου. Και μόνο δική μου.»

Η φωνή του χαμηλώνει, ζεστή και απόλυτη, και με σφίγγει ακόμα πιο δυνατά στην αγκαλιά του. Δεν χρειάζεται να πει τίποτα άλλο. Δεν χρειάζεται να πω τίποτα άλλο. Απλά μένουμε εκεί. Μέχρι που, σιγά-σιγά, καταφέρνω να ηρεμήσω.

Σηκώνομαι από το νερό και του δίνω το χέρι μου. Τον θέλω. Τον έχω ανάγκη. Θέλω να νιώσω το βάρος του πάνω μου. Θέλω να νιώσω τη ζέστα του κορμιού του πάνω στο δικό μου. Τον θέλω, τον θέλω μέσα μου. Όχι για να με κάνει δική του, είμαι ήδη δική του—πάντα ήμουν. Θέλω να γίνουμε ένα. Ποτέ δεν είχα νιώσει μεγαλύτερη ανάγκη απ' ότι αυτή τη στιγμή. Σκουπιζόμαστε στα γρήγορα και πάμε και ξαπλώνουμε στο κρεβάτι. Ξεκινάει να με χαϊδεύει αλλά τον σταματάω. Καταλαβαίνει.

Χάνομαι στα μάτια του καθώς τα σώματα μας γίνονται ένα…

Ένα… Όπως οι ψυχές μας.
When all are one and one is all.
To be a rock and not to roll… 

Σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι

Είναι κανένας μήνας που είπαμε επιτέλους στους γονείς μας ότι είμαστε ζευγάρι και ένας νταμπλάς τους ήρθε, να τα λέμε αυτά. Αν τους έλεγες ότι βρήκαν εξωγήινους στο Περιστέρι, λιγότερο θα τους ξάφνιαζε. H αλήθεια είναι πως ήμασταν τόσα χρόνια φίλοι που οι γονείς και των δυο μας πίστευαν ότι βλέπουμε ο ένας τον άλλον σαν αδέρφια. Ναι, καμία σχέση.

Τουλάχιστον δεν μας έβαλαν σε καμιά καραντίνα ούτε μας πέρασαν από ανάκριση τρίτου βαθμού. Το μόνο που μας είπαν ήταν να προσέχουμε μη συμβεί κάτι και χαλάσει η φιλί μας—και μεταξύ μας—δεν είχαν και άδικο.

Έχουμε τελειώσει με την εξεταστική μας, και οι δύο με εξαιρετικούς βαθμούς—ο Μάριος μέχρι στιγμής έχει πάνω από 9,7 μέσο όρο, ενώ εγώ είμαι λίγο παρακάτω, στο 9,5. Σαν να μην έφτανε το άγχος των εξετάσεων, είχαμε και την οικογενειακή «επιτήρηση». Όπως είχε προβλέψει, στα μαθήματα που δίδασκαν οι γονείς του μας πήγαν πίπα-κώλο, και αν τολμούσαμε ας μην παίρναμε αμφότεροι δεκάρια. Όλα καλά, καμία πίεση!

Αλλά όσο περίμενα την κυρία Χριστίνα να αναρτήσει τη βαθμολογία στη «Μηχανική Α»—και ούτε για αστείο να πάω να τη ρωτήσω, κι ας μένει στο διπλανό σπίτι, και ας την βλέπω σχεδόν κάθε μέρα—είχα χεστεί πάνω μου. Σχεδόν ένιωθα το ίδιο άγχος με πέρσι τον Ιούλη που περίμενα τη βαθμολογία των πανελληνίων.

«Το τσίμπησες το δεκαράκι σου» μου λέει ο Μάριος, ξαφνιάζοντάς με καθώς θαυμάζω τον πίνακα των αποτελεσμάτων. Μόνο εγώ έχω δεκάρι και οι υπόλοιποι—όσοι δηλαδή το έχουν περάσει—έχουν από οχτώ και κάτω. Η κυρία Χριστίνα δεν αστειεύεται.
«Ας έκανα κι αλλιώς!»
«Εμένα μου λες; Εμένα παραλίγο να μου κόψει μονάδα ο πατέρας μου επειδή έκανα ορθογραφικό λάθος στη Μηχανική Ρευστών. Ξέρεις τι άκουσα;»
«Σκληρός καργιόλης!» του λέω αυθόρμητα, μη γνωρίζοντας ότι εκείνη τη στιγμή γεννιόταν η φράση-μύθος.
«Ναι, αλλά μη του το πεις!» μου λέει γελώντας.
«Για τρελούς ψάχνεις; Ωραία, τελειώσαμε με τον έναν πεθερό, one to go.»
«Καλά θα περάσεις» με προειδοποιεί.
“Don’t I know that?” του λέω ξεφυσώντας. «Του χρόνου αυτά. Επιτέλους διακοπές!»
«Δεν είναι γαμάτο να μην έχεις να δώσεις κανένα μάθημα το Σεπτέμβρη;»
«Γι’ αυτό μας έγινε η σούφρα να!» του απαντάω.
«Ε, σε βοήθησα κι εγώ λίγο σ’ αυτό!» με πειράζει.
«Ρε άντε στο διάολο!» του λέω και βάζω τα γέλια.

Από εκείνη την ημέρα στο γαμηστρώνα, αν και όχι συχνά, είχε προστεθεί και το παρά φύσιν στο ερωτικό μας ρεπερτόριο, αλλά υπήρξαν και οι φορές που ξεκινήσαμε αλλά το σταματήσαμε γιατί δεν άντεχα τον πόνο. Δεν ξέρω… Κάποιες φορές με ξετρελαίνει η πράξη, άλλες φορές είναι meh και το κάνω μόνο και μόνο επειδή αρέσει στο Μάριο, αλλά είναι μερικές φορές, αδερφάκι μου, που δεν αντέχεται με τίποτα.

Την πρώτη φορά που συνέβη αυτό, δεν είχα πει τίποτα, αλλά ο Μάριος το κατάλαβε και άκουσα τον εξάψαλμο. Από τότε του υποσχέθηκα ότι όποτε νιώθω ότι δεν αντέχω θα του το λέω ώστε να σταματήσει αμέσως. Οκ, το παραδέχομαι, μια-δυο φορές, μη θέλοντας να του το χαλάσω, έκανα την πάπια. Αλλά γενικά, όταν νιώθω ότι… δεν, απλά του το λέω και σταματάει.

Και ποτέ μα ποτέ δεν παραπονέθηκε, ούτε έδειξε να δυσανασχετεί. Αν είναι κάτι που έχω μάθει από το Μάριο, είναι ότι η απόλαυση πρέπει να είναι αμοιβαία. Αν δεν είναι, απλά δε γίνεται.

«Δε μου λες, μαμαζέλ, μιας και ανέφερες τις διακοπές, έχεις καμιά καλή ιδέα για φέτος;»
«Αμέ! Αλλά θα ήθελα να πάμε οι δυο μας, όπως το Μάη που πήγαμε Ναύπλιο.»
«Θα συμφωνήσω μαζί σου. Καλή η παρέα, αλλά ρε παιδί μου, το να μην έχεις ανάγκη κανέναν για να κάνεις το πρόγραμμά σου είναι ακόμα καλύτερο. Για πες, για πού λες;»
«Σαντορίνη έλεγα!»
«Χμμμ, εξαιρετική ιδέα!»
«Ωραία, να το κανονίσουμε ωστόσο από τώρα, γιατί αν τρέχουμε τελευταία στιγμή, θα τα εισπράξουμε!»
«Ναι, γιατί όχι; Ωραία, αύριο το πρωί με τον καφέ να κάνουμε τα τηλεφωνήματά μας!»
«Το βράδυ τι θα κάνουμε; Να πάρω κανένα τηλέφωνο την Κατερίνα;»
«Ναι αμέ, πες της άμα είναι πως θα πάμε να πάρουμε εμείς το Θανάση από το Νέο Ψυχικό. Έλεγα να πάμε για καμιά μπυρίτσα στο Χαλάνδρι.»
«Ωραία, θα την πάρω με το που γυρίσουμε σπίτι.»

Γυρνάμε στα σπίτια μας και παίρνω την Κατερίνα για να συνεννοηθούμε. Το βραδάκι βγαίνουμε οι τέσσερίς μας για ποτό στο Χαλάνδρι, αλλά γύρω στα μεσάνυχτα το διαλάμε. Το πρωί μου ήρθε περίοδος, και την πρώτη μέρα οι ενοχλήσεις είναι πιο έντονες, παρόλο που σε σχέση με αυτό που περνάνε άλλα κορίτσια—όπως η ίδια η Κατερίνα—εγώ το περνάω βόλτα στο πάρκο.

Ο Μάριος έχει ορεξούλες, το βλέπω, το νιώθω, αλλά εγώ δεν έχω ιδιαίτερη διάθεση. Έτσι, πάμε σπίτια μας, εκείνος χωρίς να πει τίποτα, εγώ με ένα βάρος μέσα μου. Ουφ, δε μου αρέσει να τον αφήνω έτσι. Με κάνει να αισθάνομαι άσχημα, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ποτέ δεν παραπονέθηκε. Δεν ξέρω… ή μάλλον ξέρω. Ο Μάριος είναι ο μόνος άνθρωπος του οποίου τα θέλω είναι πέρα και πάνω από οτιδήποτε δικό μου. Αλλά καμιά φορά, όσο και αν το πνεύμα είναι πρόθυμο, δεν αρκεί… Και μετά, κάθομαι και βράζω μονάχη στο ζουμί μου.

Το πρωί ξυπνάω γύρω στις 11:00 και πάω στο σπίτι του. Κοιμόταν ακόμα, και άργησε να απαντήσει το κουδούνι. Όταν ανοίγει, μου εμφανίζεται μισοκοιμισμένος, μόνο με ένα μποξεράκι, τα μαλλιά του σαν να πέρασε ανεμοστρόβιλος, το βλέμμα του χαμένο στην ομίχλη του ύπνου.

«Καλημέρα μωρό μου» του λέω, και μου δίνει ένα πεταχτό φιλάκι στο στόμα πριν καν προλάβει να ξυπνήσει εντελώς.
«Καλημέρα Μπίλι μου» μου απαντάει με φωνή αγουροξυπνημένη.

Τον στέλνω κατευθείαν στο μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του και να πλύνει τα δόντια του, ενώ εγώ πάω να μας φτιάξω καφέ. Τόσα χρόνια έχουμε τόση οικειότητα με τα σπίτια μας, που δε νιώθω καμία διαφορά αν είμαι στο δικό του ή στο δικό μου.

Μέχρι να τελειώσει με την πρωινή του τουαλέτα, έχω ήδη ετοιμάσει τους φραπέδες μας—ίδια γεύση στη ζάχαρη, αλλά εκείνος τον προτιμάει με λίγο περισσότερο γάλα. Τον περιμένω στο σαλόνι, τα πόδια μου μαζεμένα στον καναπέ, και σκέφτομαι τη χθεσινή βραδιά.

Ναι, ήταν μια από αυτές τις μέρες που δεν είχα διάθεση. Και ο Μάριος, όπως πάντα, δεν είπε τίποτα. Δεν έκανε μορφασμό, δεν με πίεσε, δεν άλλαξε ούτε η χροιά της φωνής του. Κι όμως, εγώ έπεσα για ύπνο με ένα κόμπο μέσα μου.

Ο Μάριος έρχεται και κάθεται δίπλα μου, παίρνει τον καφέ του και πίνουμε χαλαρά, φλυαρώντας. Μερικά τηλεφωνήματα αργότερα έχουμε και τα τηλέφωνα διάφορων καταλυμάτων στη Σαντορίνη, αλλά και πρακτορείων. Ο Μάριος ξεκινάει τα τηλεφωνήματα, κι εγώ… εγώ παίρνω μια απόφαση.

Θα του κάνω έκπληξη. Θα του δώσω σήμερα αυτό που δεν είχα διάθεση να του δώσω χθες. Δεν το κουράζω. Απλά κάθομαι αναπαυτικά στον καναπέ, τον κοιτάζω που μιλάει, τον βλέπω τόσο ήρεμο, τόσο δικό μου—και το αποφασίζω.

Έχω ξεπεράσει πλέον τη φοβία μας μήπως μας πιάσουν στα πράσα, τουλάχιστον στο σπίτι του. Μέχρι και έρωτα έχουμε κάνει εδώ μέσα, οπότε η πίπα μπορείς να την πεις και business as usual. Αλλά αυτή τη φορά, ο Μάριος δεν το περιμένει με τίποτα.

Πόσο μάλλον την ώρα που μιλάει στο τηλέφωνο.

Σηκώνομαι ήρεμα από τον καναπέ και γονατίζω μπροστά του. Τα μάτια του καρφώνονται πάνω μου, το τηλέφωνο ακόμα στο αυτί του, αλλά το στόμα του έχει μείνει ανοιχτό.

«Τι κάνεις εκεί;» με ρωτάει με μια δόση πανικού, σκεπάζοντας το ακουστικό.

Η έκφρασή του είναι priceless.

«Εσύ τι λες ότι κάνω;» του απαντάω πειρακτικά και τον παίρνω στο στόμα μου και για μερικές στιγμές τον αφήνω μαλάκα. Βέβαια, τυπικά μιλώντας, μαλάκα θα τον άφηνα αν το σταματούσα εκεί, αλλά δεν έχω καμία τέτοια πρόθεση. Ο Μάριος ακόμα με κοιτάει καλά-καλά έχοντας σκεπασμένο το ακουστικό, οπότε σταματάω. «Εσύ τη δουλειά σου» του λέω και τον παίρνω και πάλι στο στόμα.

Ναι, αν και η αλήθεια είναι ότι στην αρχή μια δυσκολία στη συνεννόηση την είχε, δεν τον χάλασε καθόλου τον κύριο, αυτό θα του έλειπε. Είχα μάθει με τα πολλά να τον παίρνω όλο στο στόμα μου και η περιποίηση που του πρόσφερα σήμερα ήταν έξτρα σπέσιαλ, τον ξετρέλαινε όταν τον έγλειφα με τη γλώσσα από τη βάση μέχρι το κεφαλάκι, και σήμερα τον έκανα να πει το δεσπότη Παναγιώτη.

Τελικά δεν άντεξε, με γράπωσε από τα μαλλιά και με πίεσε με τόση ένταση που κόντεψε να μου φτάσει μέχρι το στομάχι, αλλά κυρία εγώ, αφού κατάφερα να μην πνιγώ—και το κυριότερο να μην του κόψω κανένα κομμάτι—συνέχισα το θεάρεστο έργο μου ενώ ο Μάριος προσπαθούσε να διαπραγματευτεί τις τιμές.

Εδώ και καιρό είχα αρχίσει να καταλαβαίνω πότε κοντεύει να φτάσει σε κορύφωση και δε διαψεύστηκα, έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο και έπιασε το κεφάλι μου και με τα δυο του χέρια, και ευτυχώς που είναι πρωί και οι από πάνω έλειπαν, γιατί δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα βογγητά του καθώς τελείωνε στο στόμα μου, και όχι τίποτε άλλο, είχαμε να αμαρτάνουμε κάμποσες μέρες και κόντεψε να με πνίξει.

«Θα με τρελάνεις εσύ!» μου λέει προσπαθώντας ακόμα να βρει τις ανάσες του. Το βλέμμα του είναι μια μείξη απόλαυσης και απόλυτης παράδοσης.
«Έχεις χάσει τη φόρμα σου» του πετάω. «Που πήγε ο μαλάκας που αγάπησα; Να με πνίξεις κόντεψες!»

Βάζει τα γέλια, αλλά στα μάτια του υπάρχει κάτι άλλο—εκείνη η λάμψη που με κάνει να νιώθω πως του ανήκω απόλυτα.

«Σ’ αγαπάω!» μου λέει, και η φωνή του έχει ακόμα εκείνο το χρώμα της ζεστής, απόλυτης αφοσίωσης.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω, μωρό μου, πολύ-πολύ» του λέω, και μετά τον κοιτάζω με μισό χαμόγελο. «Και ο Θεός να με κάψει αν παραπονεθώ, αλλά τράβα και καμιά παχιά ρε αδερφάκι μου, τι τα μαζεύεις;»
Ξαναβάζει τα γέλια. «Για να μου λες όπως τις προάλλες ότι ήταν ύποπτα λίγα;»
«Εμ, δεν το κλείνω κι εγώ το ρημάδι μου,» του απαντάω με ψεύτικη απελπισία, πράγματι του το είχα πει τις προάλλες.
«Αυτή είναι η ιδέα, μωρό μου» με πειράζει, το χαμόγελό του πιο παιχνιδιάρικο από ποτέ.

Κάθομαι πάνω του, γέρνω πίσω και τεντώνομαι. Τον βλέπω να με κοιτάζει έτσι όπως είμαι και καταλαβαίνω ότι το μυαλό του αρχίζει να πηγαίνει αλλού.

«Δε μου λες, πέτυχες καμιά καλή τιμή ή θα πονέσουν τα κωλαράκια μας;»

Ο Μάριος ανασηκώνει ένα φρύδι και χαμογελάει με τον γνωστό του τρόπο—εκείνον τον χαμόγελο που υπόσχεται μπελάδες.

«Το δικό σου θα πονέσει για άλλους λόγους» μου πετάει με σατανικό βλέμμα.
«Ωχ, μού’ ρθε η ταχυπαλμία» του απαντάω δραματικά, αλλά πριν προλάβω να συνεχίσω, σοβαρεύει.
«Δεν ήταν ιδιαίτερα φτηνό αυτό που έκλεισα, αλλά μην ανησυχείς γι’ αυτό. Όσα έχεις στο budget σου, τα υπόλοιπα τα καλύπτω εγώ.»

Τον κοιτάζω και ένα πειραχτικό χαμόγελο ανεβαίνει στα χείλη μου.

«Κατάλαβα…» του λέω αργά, παίζοντας με τη λαιμόκοψη της μπλούζας μου. «Τα υπόλοιπα σε είδος!»
Βάζει τα γέλια και πετάει το κεφάλι πίσω. «Γαμώτο, με πήρε πρέφα!»
«Γι’ αυτό μου λες ότι θα πονέσει το κωλαράκι μου, μωρή λινάτσα;»
«I’m pleading the fifth» μου πετάει με το πιο θεατρικό ύφος και κάνει ότι σφυρίζει αδιάφορα.

Δεν προλαβαίνει να πάρει ανάσα.

Του ορμάω, τον πιάνω από τους ώμους και τον γκρεμίζω κάτω. Πέφτω από πάνω του και παλεύουμε σαν δύο παιδιά που δεν έχουν μεγαλώσει ούτε στο ελάχιστο. Προσπαθώ να τον γαργαλήσω, αλλά όπως πάντα, λίγες στιγμές αργότερα βρίσκομαι στο πάτωμα, με τον Μάριο από πάνω μου.

«Παραδίνεσαι;»

Τα χείλη του είναι τόσο κοντά στα δικά μου που με δυσκολία συγκρατούμαι.

«Ποτέ!» του κάνω, κουνώντας τους γοφούς μου για να του ξεφύγω, αλλά ξέρω πως είναι μάταιο.

Αρχίζει και με γαργαλάει μέχρι που κόντεψα να κατουρηθώ πάνω μου.

«Παραδίνομαι! Παραδίνομαι!» φωνάζω ξέπνοη, γελώντας σαν τρελή.

Σταματάει, αλλά το βλέμμα του έχει αλλάξει. Με κοιτάζει με εκείνο το βλέμμα.

«Βρε καυλοράπανο;» τον ρωτάω νιώθοντας τον ερεθισμό του να πιέζεται πάνω μου.
«Guilty as charged» μου λέει, και πριν προλάβω να πω το οτιδήποτε άλλο, με τραβάει πάνω του και ξεκινάμε να φιλιόμαστε σα να μην υπάρχει αύριο.

Δεν υπάρχει λογική, δεν υπάρχει χρόνος. Μόνο εμείς. Λίγες στιγμές αργότερα, με σηκώνει στα χέρια του και με πηγαίνει στο δωμάτιό του. Το βλέμμα του δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Με γυρνάει έτσι ώστε να του έχω πλάτη και με χουφτώνει δυνατά στα στήθη, ενώ ταυτόχρονα τα χείλη του καίνε το σβέρκο μου.

Το μυαλό μου αδειάζει.

Μου βγάζει τη μπλούζα, τη ρίχνει κάπου πίσω μας, και μετά κατεβάζει τελείως το σορτσάκι και το εσώρουχό μου. Και τότε το συνειδητοποιώ.

«Έχω περίοδο!» του λέω βιαστικά, σαν να προσγειώνομαι απότομα στην πραγματικότητα.
Το χέρι του σταματάει για ένα δευτερόλεπτο. Και τότε σκύβει στο αυτί μου και ψιθυρίζει με εκείνη τη φωνή που με διαλύει: «Don’t care.»

Με βάζει να σκύψω πάνω στο γραφεί του, με πιάνει από τη μέση και χωρίς πολλά-πολλά μπαίνει μέσα μου κάνοντάς με να ξεφωνίσω από την ηδονή, και όπως είναι και η δεύτερη μέρα της περιόδου μου που τα πονάκια υποχωρούν και με πιάνουν τρελές ορέξεις, την ακούω στέρεο. Δεν φοράει προφυλακτικό, καθώς δεν κινδυνεύουμε για τις επόμενες μέρες από ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, και η αίσθηση του οργάνου του χωρίς αυτό μέσα στον κόλπο μου μού κόβει σχεδόν την ανάσα.

Έχοντας προηγηθεί πίπα έχει μεγάλη αντοχή και παρόλο που έχει επιταχύνει το ρυθμό του, έχουμε ακόμα δρόμο μπροστά μας, και φωτιά να πέσει να με κάψει αν παραπονεθώ. Που και που μου ρίχνει και μερικές δυνατές ξυλιές στο κωλαράκι. Μου άρεσε πολύ όταν το έκανε αυτό, και από εκείνη τη βραδιά στο γαμηστρώνα, την ημέρα των γενεθλίων μου, είχε μπει στο παιχνίδι, καθώς όσο μου άρεσε εμένα να τις τρώω, άλλο τόσο του άρεσε κι εκείνου να μου τις ρίχνει.

Σταματάει λίγο, ίσα για να ανοίξει το air-condition, γιατί όπως έχουμε κλειστά τα παράθυρα για να μην ακουστούμε στο δρόμο θα σκάσουμε, και ξαναμπαίνει μέσα μου αυξάνοντας ακόμα περισσότερο το ρυθμό του. Κάποια στιγμή με γραπώνει από τα μαλλιά και με τραβάει προς τα πίσω και κάπου εκεί αρχίζω να πιάνω γραμμή με Βαλχάλα και ο οργασμός μου δεν αργεί να έρθει. Μπορεί να μην κλιμακώνω συχνά με διείσδυση αλλά τις φορές που συμβαίνει, του δίνω και καταλαβαίνει.

Λίγες στιγμές αργότερα καρφώνεται και εκείνος για τελευταία φορά μέσα μου και κοκαλώνει τελειώνοντας λίαν θορυβωδώς. Κάθεται ακίνητος μέχρι να αδειάσει τελείως και μετά, ρίχνοντάς μου μια αποχαιρετιστήρια στο δεξί κωλομέρι, τραβιέται από μέσα μου. Με γυρίζει προς το μέρος του και κολλώντας με πάνω του με φιλάει παθιασμένα.

«Εχμ, πάω να πλυθώ!» μου λέει όταν σταματάμε το φιλί, η αλήθεια είναι ότι το όργανό του είναι κατακόκκινο.
«Άντε, πήγαινε» του λέω. «Πάω κι εγώ σπίτι να κάνω ένα ντουζάκι και ν’ αλλάξω σερβιέτα, και μέχρι να τελειώσεις θα έχω επιστρέψει.»
«Εντάξει μωρό μου» μου λέει και πάει προς το μπάνιο.

Αναστενάζω, μαζεύω από κάτω τα πεταμένα ρούχα μου, ντύνομαι στα γρήγορα και πάω σπίτι μου για να κάνω αυτά που είπα. Όταν φτάνω σπίτι διαπιστώνω ότι στη σερβιέτα έχει τρέξει και σπέρμα, καλά έχει πάει αυτό. Κάνω το ντουζάκι μου και αλλάζοντας και εσώρουχο, ντύνομαι και επιστρέφω στο σπίτι του, όπου περνάμε όλο το υπόλοιπό μας πρωινό ακούγοντας μουσική και συζητώντας περί ανέμων και υδάτων.
⇽∙∙∙⇾
Έχει έρθει Αύγουστος, ο ήλιος καίει, το λιμάνι βουίζει από κόσμο, και ο Μάριος έχει απίθανα κέφια. Από τη στιγμή που ανεβήκαμε στον ηλεκτρικό, μέχρι και τώρα που ετοιμαζόμαστε να επιβιβαστούμε στο πλοίο, του έχει κολλήσει το «Κρουαζιέρα θα σε πάω» και μου έχει πάρει τ’ αυτιά.

Αααα, κρουαζιέρα θα σε πάω
Αααα, γιατί σε νοιάζομαι και σ’ αγαπάω
Αααα, Μύκονο και Σαντορίνη
Αααα, σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι

«Να σου κατεβάσω το παντελόνι να πάμε πιγκουϊνάτο;»

Τον κοιτάζω με μισόκλειστα μάτια.

«Αν θέλεις να σε κλάψει η μανούλα σου, γιατί δεν προτιμάς κάτι πιο απλό, π.χ. στρυχνίνη;»
«Τι πλάκα θα είχε έτσι;» μου λέει, χαμογελώντας σαν διαολάκι, και πριν προλάβω να αντιδράσω, μου σκάει μέσα στον κόσμο μια σφαλιάρα στον κώλο.
Γυρνάω απότομα. «Βρε κάτσε ήσυχα, είμαστε σε κόσμο!» του λέω, αλλά η αλήθεια είναι ότι μέσα μου χαμογελάνε ακόμα και τα μεταφορικά μου μουστάκια.
«Ποτέ! Οι άλλοι μπορούν να θαυμάζουν το κωλαράκι σου από μακριά, εγώ όχι!»

Kαι πριν προλάβω να ανοίξω το στόμα μου, μου σκάει άλλη μια, ακόμα πιο δυνατή, κάνοντας με σχεδόν να χοροπηδήσω..

«Μάριε!!!!» φωνάζω, ενώ ο κόσμος γυρνάει να δει τι συμβαίνει.

Ο άτιμος γελάει—γελάει από την ψυχή του, γελάει όπως μόνο αυτός μπορεί να γελάσει, με εκείνο το χαμόγελο που λιώνει τα πάντα γύρω του.

«Μια ζωή την έχουμε και αν δεν την γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντίσουμε;» αρχίζει να τραγουδάει και πάλι, εντελώς ξεδιάντροπα.

Τον κοιτάζω με ένα μισό-εκνευρισμένο, μισό-ερωτευμένο βλέμμα.

«Ρε, τι έχεις πιει; Θέλω κι εγώ!»
«Πάω διακοπές στη Σαντορίνη με το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου που το αγαπάω από μικρό παιδί! Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου! Τίποτα δεν έχω πιει, είμαι πολύ-πολύ-πολύ happy!»

Με κοιτάζει λες και είμαι ό,τι καλύτερο του έχει συμβεί ποτέ.

Λιώνω.

«Σ’ αγαπάω!» του λέω, και το νιώθω παντού—στα κόκκαλά μου, στις αναμνήσεις μου, σε κάθε βήμα που έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου.
«Εγώ να δεις!» μου κάνει και μου ρίχνει άλλη μία σφαλιάρα στο κωλαράκι, ο άτιμος!

Τώρα γελάω κι εγώ, δεν το παλεύω άλλο. Νομίζω περιττεύει να πω πώς καταφέραμε και γίναμε θέαμα, αλλά δε βαριέσαι—σάμπως μας ξέρανε ή τους ξέραμε; Για δέκα μέρες θα ήμασταν μαζί όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα.

Και, το κυριότερο, θα μπορούσαμε να κοιμηθούμε αγκαλιά. Μετά το Πήλιο, αυτό δεν θα το αντάλλασσα ούτε για όλους τους θησαυρούς του κόσμου.

Μπορεί να είμαι ακόμα δεκαεννιά και κάτι, αλλά δε μπορώ να διανοηθώ τη ζωή μου χωρίς την παρουσία του. Τον θυμάμαι σχεδόν από τότε που άρχισα να θυμάμαι τον ίδιο μου τον εαυτό.

Δεν αστειεύομαι. Έχω ελάχιστες μνήμες πριν τα πέντε μου, και τον Μάριο τον γνώρισα πέντε χρονών και κάτι, ένα απόγευμα που ήρθε ο πατέρας μου και με πήρε από τον παιδικό σταθμό, και τον είδα να κάθεται στα σκαλιά του σπιτιού μας, να βλέπει τα υπόλοιπα αγόρια να παίζουν μπάλα.

Και από εκείνη τη στιγμή, όλα τα άλλα ήρθαν μόνα τους. Μας πήρε λίγο παραπάνω, να τα λέμε αυτά, αλλά δε βαριέσαι; Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
⇽∙∙∙⇾
«Μάριε, πόσα έδωσες;» τον ρωτάω μόλις περνάμε το κατώφλι του δωματίου.

Δηλαδή, τι δωμάτιο; Δυάρι κανονικό! Ξεχωριστό υπνοδωμάτιο, ένα τεράστιο σαλόνι με άνετους καναπέδες, μια μπανιέρα μεγαλύτερη απ’ το μπάνιο μου, και το απόλυτο κερασάκι στην τούρτα: infinity pool με θέα που κόβει την ανάσα. Σταματάω στο κατώφλι της βεράντας. Δεν έχω λόγια. Ολόκληρη η Καλντέρα απλώνεται μπροστά μας, τα άσπρα σπιτάκια της Οίας μοιάζουν να κρέμονται από τα βράχια, με τα μπλε τρούλους να λαμπυρίζουν στον ήλιο.

Το φως του απογεύματος λούζει τη θάλασσα σε χρυσές και μπλε αντανακλάσεις, ενώ παρακάτω ένα ιστιοφόρο κόβει το νερό με μια χάρη που μοιάζει σχεδόν κινηματογραφική. Ο ορίζοντας μοιάζει να εκτείνεται για πάντα. Γυρνάω και τον κοιτάζω. Ούτε τύψεις, ούτε ενοχές, ούτε τίποτα. Αυτός απλά καμαρώνει το δωμάτιο σαν βασιλιάς που ετοιμάζεται να εγκατασταθεί στο παλάτι του.

«Να μη σε νοιάζει!» μου απαντάει τελείως άνετος. «Είναι οι πρώτες μας πραγματικές διακοπές που πάμε μόνοι,» μου λέει χαμογελώντας. «Τις διήμερες εκδρομές δεν τις λογαριάζω. Θέλω να μας μείνουν αξέχαστες.»

Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να του πω τίποτα. Πάντα έτσι ήταν. Δεν κάνει τίποτα απλά. Ή το κάνει με την ψυχή του, ή δεν το κάνει καθόλου.

«Δε λέω βρε μωρό μου, αλλά μην ξεπαραδιαστούμε κιόλας!» του λέω, αν και ήδη έχω παραδοθεί.
«Ου φροντίς!» μου κάνει. Δεν του καίγεται καρφί. Και λογικό. Η οικογένειά του είναι άνετη οικονομικά. «Και άλλωστε, είπαμε…» συνεχίζει, πλησιάζοντάς με. «Θα το ξεπληρώσεις σε είδος!» μου λέει παιχνιδιάρικα, με αυτό το χαμόγελο που ξέρει ακριβώς τι μου κάνει.

Σφίγγω τα χείλη μου να μην του χαμογελάσω πίσω. Δε θα του δώσω τη νίκη τόσο εύκολα.

«Θα σου έλεγα τίποτα βαρύ τώρα…»
«Αλλά…;»
«Αλλά… έχω ορεξούλες!» του λέω και του ορμάω.

Δεν προλαβαίνουμε καν να φτάσουμε στο κρεβάτι. Κάνουμε έρωτα στο πάτωμα, με τη θέα της Καλντέρας να απλώνεται μπροστά μας, σαν σκηνικό σε ταινία που κανένας σκηνοθέτης δε θα μπορούσε να φτιάξει καλύτερα.
⇽∙∙∙⇾
Οι δέκα μέρες που περάσαμε στη Σαντορίνη ήταν παραμυθένιες. Γυρίσαμε όλο το νησί, περπατήσαμε στα καλντερίμια της Οίας, χαθήκαμε στα στενά των Φηρών, απολαύσαμε ηλιοβασιλέματα που έμοιαζαν ψεύτικα.

Ξενυχτούσαμε κάθε βράδυ σε διαφορετικό κλαμπ, πίναμε τα καφεδάκια μας αγκαλιά στην ιδιωτική μας πισίνα, κάναμε έρωτα σχεδόν παντού. Και μία νύχτα… το παρακάναμε.

Είναι η τρίτη μας νύχτα στο νησί και έχουμε γίνει ντίρλα από τα ποτά.

Γυρνάμε στο δωμάτιο παραπατώντας από τα γέλια, αγκαλιά, με τη μουσική της πόλης να ακούγεται ακόμα μακρινή πίσω μας. Το δέρμα μας καίει από τη ζέστη και το αλκοόλ, και με το που κλείνουμε την πόρτα πίσω μας, τα πετάμε και οι δυο χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο Μάριος είναι ήδη γυμνός.

Τον ακολουθώ χαμογελώντας πονηρά, και πριν καλά-καλά προλάβω να συνειδητοποιήσω τι κάνουμε, χωρίς λόγια, χωρίς σκέψη, βουτάμε ολόγυμνοι στην infinity pool. Το νερό είναι ζεστό, μεταξένιο, απαλό στο δέρμα μας.

Και γύρω μας, η Καλντέρα, φωτισμένη μόνο από τα φώτα της Οίας και τη λάμψη της θάλασσας. Δεν είναι η πρώτη φορά που κολυμπάμε γυμνοί.

Φέτος, κατόπιν επιμονής του Μάριου, έχω αρχίσει να κάνω μπάνιο τόπλες, κάτι που στην αρχή με ενοχλούσε. Τα βλέμματα, τα ύπουλα χαμόγελα των αγνώστων, το πώς με κοιτούσαν όταν περπατούσα με το μαγιό μου στο χέρι… Αλλά εκείνος με κοιτούσε σαν να ήμουν η ωραιότερη γυναίκα στον κόσμο. Και όταν με κοιτάζει έτσι, όλα τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία.

Όπως και τώρα.

Το νερό γλιστράει στο δέρμα μου, οι σταγόνες λάμπουν πάνω του σαν διαμάντια στο φως του φεγγαριού.

Χωρίς καν να το σκεφτώ, τον βάζω να κάτσει στο πεζούλι με τα πόδια μέσα στην πισίνα και τον παίρνω στο στόμα μου. Παρά το γεγονός ότι έχουμε κλείσει τα φώτα η σκέψη του ότι αυτό γίνεται δημοσίως μας έχει κάνει και τους δύο πύραυλους.

Ξεκινάω με σκοπό να τον κάνω να τελειώσει στο στόμα μου αλλά ο Μάριος έχει άλλες ιδέες. Με σταματάει και βουτάει και εκείνος στην πισίνα και με παίρνει και στεκόμαστε στην άλλη άκρη της πισίνας, που βλέπει στο γκρεμό. Με γυρίζει να του έχω πλάτη και χουφτώνοντάς μου τα στήθη αρχίζει να μου τα μαλάζει δυνατά, φιλώντας με ταυτόχρονα στο σβέρκο.

«Σε θέλω» του λέω έχοντας χάσει τα αυτά και τα πασχάλια. «Σε θέλω μέσα μου!» Αντί απάντησης οδηγεί προσεκτικά το όργανό του μέσα στον κόλπο μου και αρχίζει να κινείται. Μπορεί να είμαι ντίρλα αλλά δεν είμαι τόσο ντίρλα! «Μωρό μου δεν έχεις φορέσει προφυλακτικό.»
“Guess why!” μου ψιθυρίζει χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματήσει να μπαινοβγαίνει, και το πιάνω το υπονοούμενο. «Θέλω το κωλαράκι σου» μου ψιθυρίζει, κάνοντάς με να ανατριχιάσω.

Ξέρει ότι αν του πω να μην το κάνει, δε θα το κάνει. Ξέρω πως αν του πω να σταματήσει, θα σταματήσει. Δεν του απαντάω, και αυτό είναι από μόνο του απάντηση.
Ο Μάριος τραβιέται από μπροστά μου και τον ακουμπάει πίσω μου και σφίγγω τα δόντια στην αναμονή του αναπόφευκτου πόνου, πάντα με πονάει στην αρχή ακόμα και όταν μετά το ευχαριστιέμαι. Μου κλείνει το στόμα και τον βυθίζει σιγά-σιγά μέσα μου, ο σφικτήρας μου του παραδίνεται κάνοντάς με σχεδόν να βελάξω, πονάει, πονάει πολύ, αλλά δε με φέρνει στα όριά μου, οπότε δεν τον σταματάω. Δεν θέλω να τον σταματήσω.

Ο Μάριος δεν έχει καταλάβει πόσο με πονάει και έτσι όπως είναι και τέρμα ερεθισμένος, σχεδόν καρφώνεται μέσα μου στην κάθε του κίνηση. Κάποια στιγμή ο πόνος αρχίζει να υποχωρεί και μπορεί σήμερα να μην είναι από τις φορές που το ευχαριστιέμαι κι εγώ, ωστόσο το ευχαριστιέται εκείνος και αυτό είναι αρκετό για μένα.

Κλείνω τα μάτια μου και αφήνομαι μόνο στην αίσθηση της αφής και της ακοής, έτσι όπως με κρατάει αυτή τη στιγμή από τα στήθη μπαινοβγαίνοντας μέσα μου, και όπως ακούω τις κοφτές του ανάσες και τους στεναγμούς της ηδονής του. Επιταχύνει κι άλλο το ρυθμό του, τα χέρια του σφίγγουν τα στήθη μου ακόμα πιο δυνατά, και ξαφνικά καρφώνεται όλος μέσα μου και μένει ακίνητος και με ένα δυνατό βογγητό τελειώνει βαθιά μέσα μου.

Καθόμαστε για μερικές στιγμές τελείως ακίνητοι και νιώθω τις δονήσεις του οργάνου του, μέχρι που τελικά σταματάει. Με φιλάει τρυφερά στο σβέρκο και τραβιέται απαλά από μέσα μου.

«Σου άρεσε μωρό μου;» τον ρωτάω.
«Πολύ!» μου απαντάει σχεδόν ξέπνοος.
«Αξέχαστες διακοπές ήθελε ο Μάριος μου, αξέχαστες διακοπές θα έχει» του λέω και με τραβάει πάνω του και φιλιόμαστε σα να μην υπάρχει αύριο.

Βγαίνω από την πισίνα και πάω στο μπάνιο, και μου δίνει το χρόνο μου, πριν με ακολουθήσει κι εκείνος για να καθαριστεί.

«Ντουζάκι;» τον ρωτάω.
«Όχι μωρό μου, πάμε στην πισίνα να κάτσουμε.»
«Ό,τι θέλει ο Μάριος μου,» του λέω χαμογελώντας του και φιλώντας τον τρυφερά στα χείλη.

Ναι, δεν είχα ακριβώς στο νου μου ότι θα με βάλει στην ξαπλώστρα, θα γονατίσει ανάμεσα στα πόδια μου και θα με κάνει να δω περισσότερα αστεράκια απ’ ότι είχε ο ουρανός. Δεν είμαι μόνο εγώ που είχα μάθει να κάνω καλό στοματικό, το ίδιο είχε μάθει κι εκείνος.

Και όχι τίποτε άλλο, αλλά ήμασταν και έξω και δε μπορούσα να φωνάξω. Καλά πήγε αυτό…
⇽∙∙∙⇾
Το απόγευμα της τελευταίας μέρας μας στο νησί μοιάζει με καρτ ποστάλ αλλιώτικη απ’ τις άλλες. Ο ήλιος, που μέχρι χθες έλουζε τα πάντα με χρυσό, κρύβεται πίσω από βαριά, γκρίζα σύννεφα, και η θάλασσα παίρνει μια απόκοσμη, ασημένια λάμψη. Το χρώμα του νερού αλλάζει, όπως αλλάζει και η διάθεσή μου.

Μελαγχολία.

Όχι βαριά, όχι πνιγηρή—αλλά αυτή η γλυκιά, σχεδόν ποιητική μελαγχολία που έρχεται κάθε φορά που κάτι όμορφο τελειώνει. Σκέφτομαι πως σε λίγες ώρες, δε θα είμαστε πια εδώ. Δε θα ξυπνήσουμε μαζί σε αυτό το δωμάτιο, δε θα βουτήξουμε στην πισίνα με το πρώτο φως της μέρας, δε θα περπατήσουμε ξυπόλητοι στην άμμο, χέρι-χέρι, χωρίς τίποτα να μας νοιάζει.

Ο Μάριος με κοιτάζει. Ξέρει. Ξέρει τι σκέφτομαι, το βλέπει στα μάτια μου. Μου ζητάει να με βγάλει μια φωτογραφία. Εκεί, στην παραλία. Στέκομαι μπροστά του, ο άνεμος παίζει με τα μαλλιά μου, και προσπαθώ να χαμογελάσω, να μη χαλάσω τη δική του διάθεση.

Αλλά δεν ξέρω αν τα κατάφερα. Το βλέμμα του είναι απαλό, γεμάτο αγάπη. Το μέλλον είναι δικό μας, σκέφτομαι, και το χαμόγελό μου γίνεται αληθινό. Ακόμα κι αν η φωτογραφία δεν βγήκε τέλεια, ακόμα κι αν φαίνεται η θλίψη στα μάτια μου, δεν πειράζει.

Εμείς να είμαστε καλά…

1993

Λεβέντης Εροβόλαγε

Επιτέλους τέλος με την εξεταστική και φέτος είχα τη χαρά και την τιμή στο τέταρτο εξάμηνο να έχω τον έτερο πεθερό ως καθηγητή. Καλά το έλεγα, σκληρός καργιόλης ο κύριος Ανδρέας. Όπως και πέρσι με την κυρία Χριστίνα, έτσι και φέτος, το μεγαλύτερο μου άγχος ήταν το μάθημα μαζί του παρά όλα τα υπόλοιπα. Βέβαια στη διόρθωση των γραπτών γλίτωσα το άγχος γιατί ένα απόγευμα, και σε εξαιρετικά κακή διάθεση—μάλλον είχε δει τα αίσχη—μου ανακοίνωσε ότι αν δεν είχε κι εμένα σα φοιτήτρια, θα πήγαινε να γίνει γιδοβοσκός, γιατί τα πραγματικά γίδια θα ήταν καλύτερα στη μηχανική ρευστών από τους φοιτητές του.

Δέκα εγώ—και τρέμω στη σκέψη να έγραφα καν 9.999—και ο επόμενος με 7.5. Και μπράβο μου, αλλά η ψυχούλα μου το ξέρει. Ο Μάριος εξακολουθούσε να έχει μέσο όρο 9,7 και εμένα είχε ανέβει λίγο ακόμα, στο 9.6. Στο σχολείο έτρωγε τη σκόνη μου αλλά στη σχολή τα πράγματα είχαν έρθει τούμπα. Καλά, όχι ότι με ένοιαζε ιδιαίτερα, αυτό θα έλειπε να παραπονιέμαι με 9.6.

Κάπως έτσι και μετά από ένα μήνα που μας είχε πάει αίμα στο διάβασμα, βγήκαμε το πρώτο καφεδάκι χωρίς άγχος με Κατερίνα, Θανάση, Βαγγέλη και Κλαίρη. Ο Νίκος είχε μείνει Κρήτη, μαλάκας ήταν να ανέβει Αθήνα ντάλα καλοκαίρι; Κάποια στιγμή θα έπρεπε να μαζέψουμε τους κώλους μας και να κατέβουμε να τον δούμε και δαύτον.
⇽∙∙∙⇾
Είναι Σάββατο πρωί και έχουμε κανονίσει να πάμε για ψώνια με την Κατερίνα. Βασικά εγώ ένα τζιν παντελόνι θέλω και μια-δυο μπλούζες. Δηλαδή αυτός ήταν ο αρχικός σκοπός, γιατί ο θηλυκός Μακιαβέλλι έχει και άλλα πράγματα στο νου του. Πώς την πατάω έτσι σαν πρωτάρα, λες και δεν την ξέρω; Βέβαια, να είμαστε και ειλικρινής μεταξύ μας, παραδέχομαι ότι το γούστο της στα ρούχα είναι πολύ καλύτερο από το δικό μου.

«Αυτή!» μου λέει και μου δείχνει μια κοντή πλισέ φούστα, που φτάνει μέχρι τη μέση των μηρών μου.
«Ναι, τι;» τη ρωτάω η αφελής.
«Την παίρνεις και πάμε να τη δοκιμάσεις!»
«Δε θέλω φούστα!»
«Θέλεις και δεν το ξέρεις,» μου κάνει με θράσος χιλίων πιθήκων.
«Άσε με στην ησυχία μου ρε βάσανο!»
«Μπίλι, μη μου τα σκοτίζεις. Αφού το ξέρεις ότι στο τέλος θα την πάρεις και θα πεις και ένα τραγούδι!»
«Καλή ιδέα,» της λέω προσπαθώντας να αλλάξω κουβέντα. «Μιας και είχες χάσει το  υπερθέαμα πέρσι, ψήνεσαι να τους πούμε να πάμε καραόκε; Έχει πολύ γέλιο, ειδικά αν τραγουδήσει ο Βαγγέλης. Είναι απίθανος, γάιδαρος που του πατάνε την ουρά είναι Παβαρότι μπροστά του! Λόγο!» της κάνω και βάζει τα γέλια.
«Ωραία, λύσαμε το πρόβλημα του τραγουδιού, τώρα πάρε τη φούστα και μη μου αλλάζεις κουβέντα, σε μέλλουσα δικηγορίνα μιλάς!»
«Άσε με στην ησυχία μου ρε wannabe χασοδίκη!»
«ΠΑΡΕ ΤΗ ΦΟΥΣΤΑ ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΝΑ ΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΕΙΣ!» μου κάνει σε τόνο που θα ζήλευε και ο λοχίας στο full medal jacket. Ορίστε, τι το θυμήθηκα το ρημάδι, στα χάπια κόντεψα να το ρίξω μετά την ταινία.

Φυσάω και ξεφυσάω αλλά η μάχη είναι χαμένη, και offside ή όχι το γκολ μετράει, γαμώ τη διαιτησία μου μέσα. Μπαίνουμε και οι δυο μαζί στο δοκιμαστήριο και κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του λοχία βγάζω το παντελόνι που φορούσα και βάζω τη φούστα.

«Μωρή τι είναι αυτό που φοράς;» με ρωτάει με το που με βλέπει με το εσώρουχο. «Η γιαγιά σου είσαι;»
«Ρε χέσε με πρωινιάτικα, σιγά μη φορέσω και string για να βγω για ψώνια!»
«Γιατί, έχεις;» με ρωτάει με καχύποπτο ύφος.
«Να συστηθούμε;»
«Οκ, μετά θα πάμε και για εσώρουχα!»
«Μωρή εγώ δεν έχω τα λεφτά του Μάριου και έχεις και ακριβά γούστα!»
“You pay peanuts you buy monkeys!”
«Ρε ουστ! Αφενός δεν θέλω εσώρουχα και αφετέρου με τι θα τους πληρώσω μωρή, σε είδος; Οι πωλήτριες δεν εντυπωσιάζονται από τα κάλλη μου!» της κάνω ειρωνικά.
«Ένα ζευγάρι εσώρουχα της προκοπής θα τα πάρεις, και μη το συζητάμε!» Ρε μπελά που βρήκαμε! «Λοιπόν, μια χαρά είναι η φούστα, κατοχυρώθηκε.»
«Τι καλή!» της κάνω ειρωνικά και αφού τη βγάλω βάζω και πάλι το παντελόνι μου.

Νόμιζα ότι είχα ξεμπερδέψει, αλλά φευ. Με πάει σούρνοντας στις μπλούζες για να διαλέξουμε—πληθυντικός της μεγαλοπρέπειας γιατί όπως καταλάβατε δε μου πέφτει λόγος—και το από πάνω. Επιλέγει δυο τρία crop tops—και με τραβάει, και πάλι σούρνοντας, στο δοκιμαστήριο. Τσιτσιδώνομαι από πάνω χωρίς πολλά-πολλά, άλλωστε τόσα χρόνια φίλες η Κατερίνα—αν και για τελείως διαφορετικούς λόγους—είναι ο μόνος άνθρωπος εκτός του Μάριου μπροστά στον οποίο μπορώ να γδυθώ χωρίς καν δεύτερη σκέψη.

Η αλήθεια είναι ότι το γαλάζιο πλεκτό μου αρέσει. Ανοιχτό ντεκολτέ που σταυρώνει μπροστά μισή παλάμη πάνω από τον αφαλό αφήνοντας τη μισή κοιλιά έξω. Αρκετά προκλητικό για το μέγεθος του στήθους που έχω αλλά όχι τελείως φόρα παρτίδα—δε θα φορούσα ποτέ κάτι τέτοιο και η Κατερίνα το ξέρει. Η λαιμόκοψη κολάρο που έχει ισορροπεί το υπόλοιπο σύνολο και το δένει όμορφα.

«Αυτό της κάνω!»
«Ωραία, πάει και με τη φούστα, δε θα χρειαστεί να τρέχουμε και για δεύτερη.»

Yay!

Εντωμεταξύ το εννοούσε ότι θα με πάρει για εσώρουχα, και έτσι το κάναμε και αυτό. Εντωμεταξύ το στήθος μου που είναι μεταξύ c-cup και d-cup, κάνει την αναζήτηση σουτιέν που να μου ταιριάζει σε κάτι από σαφάρι, αλλά η Κατερίνα είχε επιμονή απλήρωτου πιστωτή, και από εδώ το πήγε, από εκεί το έφερε, τελικά μου βρήκε ένα μαύρο σετ με δαντέλα που και αρκετά σέξι είναι, και θα μπορούσε να το δει στο πλυντήριο η Άννα χωρίς να πάθει αποπληξία. Τώρα, για το πόσο βολικό θα είναι… θα το μάθουμε το βράδυ, αν προλάβω δηλαδή να τα πλύνω και να τα στεγνώσω.

Όταν γυρίσαμε σπίτι πέρασα και ταξιαρχική επιθεώρηση από την Άννα, που όταν της είπα ότι πήρα φούστα άρχισε να σταυροκοπιέται λες και είδε μπροστά της τον άγιο Ονούφριο να πούμε. Της άρεσε και η μπλούζα και η φούστα, και αν και ψιλοδαγκώθηκε με το σετ των εσώρουχων, μου υποσχέθηκε ότι θα κάνει τα κουμάντα της ώστε να μπορώ να τα φορέσω το βράδυ, όπως άλλωστε φούστα και τοπ.

«Γιατί ξεφυσάς;» με ρωτάει η μάνα μου.
«Δεν είναι πολύ προκλητικό, έτσι;» τη ρωτάω αβέβαιη κοιτάζοντας το στήθος μου μέσα από το τοπ.
«Μια χαρά είναι, δείχνει τόσο όσο. Δεν είμαστε στα 1800!»
«Να τα πεις εσύ στον Ηλία που θα με δει και θα του έρθει κόλπος!»
«Μωρέ τα λυσσιακά του να φάει!» μου απαντάει και βάζουμε και οι δυο τα γέλια.
«Λοιπόν, πάω να αλλάξω και έρχομαι να σε βοηθήσω!» της κάνω. «Αλήθεια, που αλητεύει ο άντρας σου; Πολύ λάσκα τον έχεις!»
«Κάπου έχει πάει με τον πεθερό σου!»

Ορίστε, μας πάντρεψαν κιόλας… Αλλά θα μου πεις κι εγώ πεθερό δεν τον λέω, έστω και στην πλάκα;
⇽∙∙∙⇾
Απόγευμα της ίδιας μέρας. Είμαι έτοιμη και περιμένω τον Μάριο να έρθει να με πάρει. Ο πατέρας μου είναι στον καναπέ, με το ένα πόδι πάνω στο τραπεζάκι, και η μητέρα μου—που υπό κανονικές συνθήκες θα του έκοβε τον κώλο γι’ αυτό—διασκεδάζει με τον “πόνο” του. Εγώ, εν τω μεταξύ, προσπαθώ να αγνοήσω τη διαπεραστική ματιά του Ηλία, που από τη στιγμή που με είδε με την κοντή φούστα και το αποκαλυπτικό τοπ, έχει πάρει ύφος οργισμένου πατριάρχη που σκέφτεται να καλέσει συμβούλιο γερόντων.

Δεν προλαβαίνω να τον ειρωνευτώ—το κουδούνι χτυπάει. Ανοίγω την πόρτα και ο Μάριος μένει κάγκελο. Ξεροκαταπίνει. Τα μάτια του ταξιδεύουν πάνω μου από πάνω μέχρι κάτω—και ξανά πάνω. Τρία δευτερόλεπτα απόλυτης σιγής.

«Κλείσε το στόμα σου, κυκλοφορούν μύγες!» τον πειράζω.
«Εγώ φταίω που δε σε κλείδωσα σε μπουντρούμια!» πετάγεται ο Ηλίας.

Εγώ και ο Μάριος, σοφά ποιώντας, κάνουμε τις πάπιες και αφήνουμε την Άννα να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά.

«Σιγά ρε Παναγή Βιολάντη!» του κάνει, και μου ξεφεύγει ένα πνιχτό χάχανο.
«Ε, βέβαια! Μάνα και κόρη, τα γνωστά!» κάνει με ψεύτικη απελπισία, και πάνω εκεί και του σκάω ένα φιλάκι για να τον καλοπιάσω! «Θα σε αφαλοκόψω, άτιμο θηλυκό!» μου κάνει. «Και έτσι όπως τον έχεις και έξω, ούτε δυο λεπτά δε θα μου πάρει!»
«Κόναν μου εσύ!» του κάνω και του σκάω άλλο ένα φιλάκι. «Λοιπόν, εμείς την κάνουμε σιγά-σιγά. Έχω τάξει στην Κατερίνα ότι θα ψήσω την παρέα να πάμε για καραόκε, λογικά μέχρι τις 04:00 θα έχουμε γυρίσει.»
«Ποιος θα οδηγάει;» ρωτάει ο πατέρας μου.
«Εγώ, κύριε Ηλία!»
Ο πατέρας μου γυρίζει και κοιτάζει τον …μελλοθάνατο. «Εσύ νεαρέ, έτσι όπως έχει ντυθεί, καλό θα ήταν να μη μου θυμίζεις την ύπαρξή σου!»

Μιας και μιλάμε για το Μάριο, ωστόσο, που έχουμε μεγαλώσει μαζί και για τους γονείς μου είναι σα γιος, δε χάνει ευκαιρία να τρολλάρει. Με βαρύ και ασήκωτο ύφος που θα ζήλευε και ο Καζαντζίδης αρχίζει την καντάδα στον πατέρα μου.
Υπάρχω, κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω
Σκλάβα τη ζωή σου θα χω
Κι ας βαδίζουμε σε δρόμους χωριστούς.
Εντάξει, εγώ και η Άννα κοντέψαμε να χάσουμε τα νεφρά μας από το γέλιο, ενώ το γούρλωμα των ματιών του πατέρα μου θα το ζήλευε και ο πιο φιλόδοξος βάτραχος του πιο trendy βάλτου. Του περνάει γρήγορα πάντως, ο Ηλίας δεν είναι από αυτούς που ξαφνιάζονται εύκολα ή που αφήνουν τις προκλήσεις αναπάντητες. Καντάδα εσύ; Καντάδα κι εγώ. Καζαντζίδη εσύ; Δημητριάδη εγώ!
Ποιος κατεβαίνει σήμερα στον Άδη;
Ποιον κουβεντιάζει η γειτονιά κι ανανταριάζει;
Γιατί βουβά είναι τα βουνά και οι κάμποι;
Λεβέντης εροβόλαγε
Πάει και το άλλο νεφρό!
⇽∙∙∙⇾
Γύρω στις 20:00 έχουμε όλοι μαζευτεί σε μια καφετέρια στο Μπουρνάζι, και πριν τους πω καν για το καράοκε τους πετάω ιδέα: «Πάμε αύριο για μπάνιο;» ρωτάω, και λαμβάνω πέντε ενθουσιώδη Yay!
«Γουστάρετε Λιμανάκια;» προτείνει ο Βαγγέλης; «Να κάνουμε και καμιά βουτιά, πλάκα θα έχει!»
«Κατάλαβα, επανάληψη του καραόκε, θα γελάνε με τα χάλια μας.» πετάω εγώ τη σπόντα μου, και καταπίνουν το δόλωμα αμάσητο.
«Λέει αυτή για την οποία είχαν σηκωθεί όλοι και χειροκροτούσαν όρθιοι!»

Φυσικά όλοι ήξεραν την ιστορία, και ο μόνος που δεν είχε καταλάβει ποιο ήταν το μεγάλο μυστικό μου ήταν—ποιος άλλος—ο καλός μου. Το κράξιμο που είχε φάει στη Σκιάθο όταν τους είπαμε ότι τα φτιάξαμε είχε πάει σύννεφο, όχι τόσο πολύ για μένα, όσο για το Μάριο. Μετά τα «επιτέλους ρε μαλάκες, επιτέλους», ξεκίνησαν τα «η κοτούλα κο-κο-κο». Καμία υπεράσπιση, ένα μήνα με είχε αφήσει να βράζω στο ζουμί μου, καλά να πάθει ο αχαΐρευτος.

«Ορίστε, τα καλύτερα έχω χάσει!» λέει η Κατερίνα.
«Ε, πάμε σήμερα!» πετάει ο Μάριος, κι αυτός στο κόλπο.
«Δε γαμιέται, πάμε,» λένε πάνω-κάτω και οι υπόλοιποι τρεις.

Βέβαια έξι δε χωρούσαμε στη Zetta αλλά αυτό λυνόταν καθώς ο Θανάσης, που είχε κατέβει Περιστέρι, ήταν φυσικά με αυτοκίνητο. Θα έπαιρνε την Κατερίνα, τον Βαγγέλη και την Κλαίρη που ήξεραν που είναι το μαγαζί, και θα πήγαινα εγώ με τον Μάριο.

«Ωραία, κλείστηκε αυτό. Διακοπές;» ρωτάει ο Μάριος.
Και εκεί πετάει την ιδέα ο Θανάσης. «Γουστάρετε Πεταλίδι;»
«Πεταλίδι; Πού είναι αυτό;» ρωτάω εγώ.
«Λίγο πιο κάτω από την Καλαμάτα. Έχουμε εξοχικό εκεί!» μας απαντάει και μετά πιάνει δουλειά ο …συνήγορος/χασοδίκης της παρέας.
«Μου έχει δείξει φωτογραφίες, μαλάκες ήμουν σαν τα cartoon, μου έπεσε το σαγόνι στο πεζοδρόμιο. Πράσινα νερά, άμμος, βράχια, δέντρα μέχρι σχεδόν το νερό, μιλάμε θα πάθετε ζημιά!»
«Βέβαια τα βράδια είναι νέκρα,» μας λέει ο Θανάσης, «αλλά δε βαριέσαι, τόσο η Καλαμάτα όσο και η Κορώνη είναι δίπλα. Και αν έχουμε και αυτοκίνητο…»
«Θα έχουμε,» τον διακόπτει ο Μάριος.
«Ακόμα καλύτερα!» συνεχίζει ο Θανάσης. «Μπορούμε να πάμε και τις εκδρομές μας, η Πελοπόννησος είναι πανέμορφη και έχει απίθανες παραλίες.»
«Μονεμβάσια;» ρωτάει ο Μάριος.
«Είναι λίγο μακριά, καμιά διακοσαριά χιλιόμετρα. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο η απόσταση όσο η ποιότητα των δρόμων. Υπολόγιζε ότι θα πάρει πάνω από τρίωρο.»
«Το πήγαινε-έλα;» ρωτάω αφελώς και βάζει τα γέλια.
«Μόνο το πήγαινε. Οπότε εκτός και αν φύγουμε μέσα στη μαύρη νύχτα και γυρίσουμε μέσα στη μαύρη νύχτα, το προτιμότερο θα ήταν αν τελικά πούμε να πάμε εκεί, να κάτσουμε και ένα βράδυ.»
«Αυτό κανονίζεται!» λέει ο Μάριος. «Ωραία, αγόρασα!» συνεχίζει, και γνέφουμε όλοι καταφατικά.
Τη σειρά παίρνει η Κατερίνα: «Θα πρέπει να πάμε ωστόσο το πολύ αρχές Αυγούστου, μετά τον δεκαπενταύγουστο οι γονείς του Θανάση παίρνουν άδεια.»
«Αν με ρωτήσετε, η καλύτερη περίοδος είναι η τελευταία εβδομάδα του Ιούλη με την πρώτη του Αυγούστου, που έχει και σχετικά λιγότερο κόσμο,» λέει ο Θανάσης.
«Ωραία,» λέει ο Μάριος. «Να βρούμε ένα ημερολόγιο να το κανονίσουμε. Τι λέτε οι υπόλοιποι;»
«Ό,τι πει η ομάδα!» απαντάω εγώ, αυτό που με ενδιέφερε ήταν το που και με ποιους, το πότε δε με απασχολούσε ιδιαίτερα. Ούτε εγώ ούτε ο Μάριος είχαμε αφήσει μαθήματα για Σεπτέμβρη, οπότε και τότε να πηγαίναμε διακοπές το ίδιο μου έκανε.

Fata Morgana

Είναι ακόμα 20:00 και το καραόκε ανοίγει στις 23:00, οπότε, αφού πίνουμε τους καφέδες μας, την κάνουμε γύρω στις 22:00 και πάμε να φάμε burgers στα Wendys, γιατί καλά τα Goody’s και ελληνικά, αλλά το μπιφτέκι των πρώτων απλά δεν υπήρχε. Φάγαμε του σκασμού—ήμασταν ανέκαθεν φαγανό παρεάκι—και μετά το ρίξαμε στο περπάτημα για να μας κάτσει το φαγητό κάτω, καθότι ως γνωστό οι αμαρτίες πληρώνονται.

Γύρω στις 23:00 χωριστήκαμε και δώσαμε ραντεβού στον Άγιο Στέφανο. Βάλε το ότι ο Θανάσης έχει Autobianchi και ήταν τέσσερα άτομα, βάλε το ότι ο Μάριος είχε το κωλοπειραγμένο Zetta, δεν είναι να απορείς που φτάσαμε πρώτοι στον Άγιο Στέφανο. Το bar δεν είχε αρχίσει να μαζεύει ακόμα κόσμο, οπότε βρήκαμε και καλό τραπέζι. Πήραμε τα ποτά μας, White Russian εγώ—δεν το αλλάζω με τίποτα—και βότκα πορτοκάλι ο Μάριος και το ρίξαμε στη χαζοκουβέντα.

«Αύριο να είσαι έτοιμη να προσφέρεις θέαμα!» μου λέει κάποια στιγμή. «Βουτιές και με το μπικίνι…»
«Καλά θα πάει αυτό…» λέω εγώ αναστενάζοντας.
«Κοίτα, όσο και αν μ’ αρέσει να κάνεις μπάνιο τόπλες, δε θα έλεγα ότι να κάνεις βουτιά από το βατήρα των τριών μέτρων χωρίς το πάνω σου είναι καλή ιδέα. Απλά, πριν βγεις από το νερό, ρίξε και καμιά ματιά!»
«Ναι, άλλη όρεξη δεν είχα, να τα πετάξω μπροστά σε όλους!»
«Θα το κάνεις έτσι κι αλλιώς στο Πεταλίδι!» μου λέει με μια σιγουριά που με διαολίζει.
«Μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι!» του απαντάω.
“Famous last words!” μου λέει. «Αφού σ’ αρέσει η αίσθηση, γιατί το ζορίζεις βρε μωρό μου;»
«Η αίσθηση μου αρέσει, το πώς με κοιτάνε δε μ’ αρέσει!»
«Αρέσει όμως σ’ εμένα!» μου λέει χαμογελώντας μου σα διαφημιστικό οδοντόκρεμας και μου έρχεται να τον πνίξω, γιατί έχει πάντα τον τρόπο του να με τουμπάρει το κάθαρμα.
«Μη φας, έχουμε γλάρο!» επιμένω εγώ και δεν απαντάει, απλά μου κλείνει το μάτι και μου χαμογελάει με το ύφος ‘εδώ θα σαι κι εδώ θα ‘μαι,» κάνοντάς με να βγάλω καπνούς, και ανάβω κι εύκολα. Μέχρι και οι συμφοιτητές μου στο πολυτεχνείο με είχαν πάρει χαμπάρι, χαρίζοντάς μου το παρατσούκλι ‘κοντό φυτίλι.’

Πριν προλάβουμε να γίνουμε γαλατικό χωριό, δηλαδή να πλακώνομαι μόνη μου και μετά να του ζητάω συγνώμη που του έβαλα τις φωνές, έρχονται και οι υπόλοιποι, οπότε προς το παρόν αναβάλλεται η συζήτηση. Μπορεί να καπνίζω από μέσα μου αλλά κάπως είμαι σίγουρη ότι στο τέλος θα κάνω αυτό που μου λέει και θα πω κι ένα τραγούδι. Τα ίδια δεν είχαν γίνει σε Ναύπλιο και Σαντορίνη; Χρουμφ!

Η Κατερίνα βάζει τα γέλια με το που με βλέπει. «Τι της έκανες;» Ο Μάριος την κοιτάζει με αθώο βλέμμα και σηκώνει τους ώμους του σα να λέει ‘Απ’ αυτές είναι που χρειάζονται ειδική πρόσκληση για να γίνουν μπουρλότο, λες και δε την ξέρεις!» αλλά η Κατερίνα δεν πείθεται και γυρνάει προς τα μένα. «Να τον δείρω;»
«Γιατί, εγώ χεράκια ποδαράκια δεν έχω;» της απαντάω, και βάζουν όλοι τα γέλια.
Ο Μάριος με παίρνει αγκαλιά και μου σκάει ένα τρυφερό φιλάκι στη μύτη. «Γαλατικό χωριό μου εσύ!» και οποία έκπληξη, με τουμπάρει και πάλι. Είναι να το ‘χει η κούτρα σου, καλά το λένε.

Το πρόγραμμα έχει αρχίσει με ξένη μουσική, και κάποιοι θαρραλέοι έχουν ξεκινήσει, αν και οι πρώτοι τρεις το μόνο που έχουν είναι θάρρος, γιατί από φωνή και ρυθμό, κλάφ’ τα Χαράλαμπε. Παίρνω απόφαση σήμερα να είμαι εγώ η πρώτη που θα τραγουδήσει, οπότε πάω στο DJ και τον ρωτάω αν έχει το τραγούδι που θέλω.

«Κάπου σ’ έχω ματαξαναδεί,» μου λέει με βεβαιότητα.
«Σε κάποιο καραόκε μπαρ στον Άγιο Στέφανο, το δίχως άλλο,» του απαντάω κάνοντας χαβαλέ, καθώς έχει καταφέρει να μην με κοιτάξει στο ντεκολτέ. Θα μου πεις, τι το φοράς Χριστιανή μου αν δε θέλεις να σε βλέπουν; Εμ, δεν το φοράω για δαύτους, για το Μάριο το φοράω.
«Θα το βρω, που θα μου πάει!» μου κάνει.
«Σού ‘χω απόλυτη εμπιστοσύνη!» τον διαβεβαιώνω, συνεχίζοντας να τον τρολλάρω.
«Είσαι η μεθεπόμενη,» μου λέει αναστενάζοντας και γυρίζω στο τραπέζι μας.
«Είμαι η μεθεπόμενη!» τους λέω. «Αυτόγραφα στο τέλος της παράστασης, θα τηρηθεί αυστηρή σειρά προτεραιότητας!»

Κανονικά εδώ θα έπρεπε να μου πουν «κατούρα και λίγο ρε φιλαράκι,» αλλά όταν είχα πει το ‘μεγάλο μυστικό μου’ τους είχα αφήσει μαλάκες, οπότε το κράτησαν κλειστό και μπράβο τους. Ο τυπάς που έχει πει είναι καλός, λέει το “You really got me,” και όταν τελειώσει κερδίζει το θερμό χειροκρότημα όλου του μαγαζιού.

“Break a leg,” μου λέει ο Μάριος καθώς ετοιμάζομαι να πάω στο stand.
«Το κεφάλι θα σου σπάσω!» του λέω με όλη μου την αγάπη και την τρυφερότητα, και πηγαίνω στο stand.

Ακούγονται οι πρώτες νότες και όσοι δεν έχουν πέσει σήμερα από τον Άρη, αναγνωρίζουν το τραγούδι και πέφτει προκαταβολικό χειροκρότημα.
A goddess on a mountain top
Was burning like a silver flame
The summit of beauty and love
And Venus was her name
Αυτή τη φορά μπορεί να μην είχε standing ovation, δεν είναι κάθε μέρα του Άη Γιαννιού, αλλά πάντως το χειροκρότημα που κέρδισα είναι το πιο δυνατό μέχρι στιγμής, και μπράβο μου! Κάνω μια βαθιά υπόκλιση, κερδίζοντας και πάλι δυνατό χειροκρότημα, και γυρίζω στο τραπέζι όπου ο Μάριος με παίρνει αγκαλιά και μου κάνει λαρυγγοσκόπηση.

Εντωμεταξύ η ψωνάρα μέσα μου έχει ξυπνήσει για τα καλά, οπότε τους δηλώνω ότι θα πω κι άλλο τραγούδι. «Είναι η πρώτη από τις δύο αφιερώσεις,» κάνω στο Μάριο.
«Θα έχει και δεύτερη;»
«Αν έχει το τραγούδι που θέλω…» του κάνω.
«Έχεις κι άλλο μεγάλο μυστικό;» με πειράζει η Κλαίρη.
«Όχι, η δεύτερη αφιέρωση θα είναι πολύ φανερή!» της απαντάω, και σηκώνομαι και ξαναπηγαίνω στον DJ. «Χαθήκαμε,» του κάνω, και βάζει τα γέλια. Του ζητάω το τραγούδι που θέλω, και αφού με διαβεβαιώνει ότι θα είμαι η επόμενη από αυτόν που μας παίρνει τ’ αφτιά, επιστρέφω στο τραπέζι.
«Ετοιμαστείτε να με δοξάσετε εκ  νέου!» τους κάνω, και με το που τελειώνει ο δολοφόνος του “I’ll be there for you,” ανεβαίνω στη σκηνή. Πριν ξεκινήσει το τραγούδι, πιάνω το μικρόφωνο: «Εξαιρετικά αφιερωμένο στο αγόρι μου!» λέω και δείχνω το Μάριο που καμαρώνει σα γύφτικο σκεπάρνι.

Πέφτουν οι πρώτες νότες, και μιας και το τραγούδι είναι αρκετά γνωστό πέφτει νεκρική σιγή.
Billy Ray was the preacher's son
And when his daddy would visit he'd come along
When they gathered 'round and started talkin'
That's when Billy would take me walkin'
Out through the back yard we'd go walkin'
Then he'd look into my eyes
Lord knows, to my surprise
The only one who could ever reach me
Was the son of a preacher man
The only boy who could ever teach me
Was the son of a preacher man
Yes, he was, he was, ooh, yes, he was
Πρέπει να το λέω πολύ καλά, γιατί αν κρίνω από τις αντιδράσεις του κόσμου, φαίνεται να το καταδιασκεδάζει. Ο Μάριος μου χαμογελάει και πιάνει το στήθος του, στέλνοντάς μου και ένα φιλάκι. Κάνω ότι το πιάνω στον αέρα, και ακουμπώ κι εγώ το στήθος μου, κερδίζοντας ένα δυνατό “AWWW” από κάτω.
How well I remember
The look that was in his eyes
Stealin' kisses from me on the sly
Takin' time to make time
Tellin' me that he's all mine
Learnin' from each other's knowin'
Lookin' to see how much we've grown
The only one who could ever reach me
Was the son of a preacher man
The only boy who could ever teach me
Was the son of a preacher man
Yes, he was, he was, oh, yes, he was
Το τραγούδι τελειώνει και το χειροκρότημα αυτή τη φορά είναι ακόμα πιο δυνατό από το Venus. Κάνω και πάλι μια βαθιά υπόκλιση και στέλνω φιλάκια στους νεοαποκτηθέντες θαυμαστές, και επιστρέφω στο τραπέζι, αρχικά για μια δεύτερη λαρυγγοσκόπηση από το Μάριο, και έπειτα για τα συχαρίκια.

«Μωρό μου, θέλεις να πούμε ένα μαζί;» τον ρωτάω σιγανά, γιατί αν ακουστεί να τον λέω ‘μωρό μου’ θα με τρολλάρουν μέχρι να πεθάνει ο Highlander.
«Αμέ!» μου λέει χαμογελαστά. «Ποιο;»
«Το “The Chain,”» του απαντάω και φυσικά το πιάνει, έχουμε συζητήσει εκτεταμένα στο παρελθόν αυτή τη σκηνή στο πάρτι.
«Θέλουμε και τρίτο,» μου λέει, δίκιο έχει.
«Κατερίνα, θα πούμε το chain,» της λέω.
«Προς τι το πρώτο πληθυντικό;»
«Γιατί θα το πούμε οι τρεις μας!» της απαντάω.
«Ωχ Παναγία μου!» κάνει, αλλά δεν αρνιέται, η Κατερίνα δεν είναι από αυτές που αφήνουν challenges αναπάντητα. «Και πώς θα το πούμε;»
«Προτείνω εγώ με το Μάριο να λέμε τους στοίχους κι εσύ να κάνεις τις επαναλήψεις, και στο τέλος όλοι μαζί. Εγώ θα λέω το “and if you don’t love me now  you will never love me again,” και εσύ θα επαναλαμβάνεις το “never break the chain”.  Στο τέλος οι δυο μας θα λέμε μαζί το “chain keep us together” και ο Μάριος θα λέει το “running in the shadows.”»
«Μωρή θα μας πετάξουν σάπια λάχανα!»
«Ενώ ας πούμε τώρα τραγουδάνε οι Bangles» της λέω, καθώς μια κοριτσοπαρέα δολοφονεί το “Walk like an Egyptian.”
Πάω να το ζητήσω,» μας λέει ο Μάριος και επιστρέφει μετά από δύο λεπτά. «Το έχει, είμαστε οι επόμενοι.»

Οι Wannabe Bangles τελειώνουν με χειροκρότημα, γιατί μπορεί από φωνή να μην το είχαν, αλλά κάνανε και χορευτικό και είχαν απίστευτη φάση.

«Θα σας θυμόμαστε με αγάπη,» μας τρολλάρει η υπόλοιπη παρέα. «Ή,  και όχι!» συμπληρώνουν. Κάνε φίλους, σου λέει!

Ανεβαίνουμε και οι τρεις στη σκηνή και πέφτουν οι πρώτες νότες, κερδίζοντας ένα παρατεταμένο “AWWWW” από κάτω, καθώς το τραγούδι είναι και πασίγνωστο και δύσκολο. Δύσκολο όχι γιατί απαιτεί φοβερά φωνητικά, αλλά γιατί χρειάζεται πολύ καλό συγχρονισμό. Και ο Μάριος και η Κατερίνα διαθέτουν εξαιρετικές φωνές, αν και του Μάριου είναι λίγο πιο μπάσα απ’ ότι απαιτεί το τραγούδι. Αν τα καταφέρουμε στο συγχρονισμό έχουμε ελπίδες να μη γίνουμε τελείως ρόμπες.

Καλά, χεστήκαμε κιόλας, εδώ που τα λέμε. Είμαι ήδη στο τρίτο White Russian, κι εγώ δε θέλω και πολλά-πολλά για να γίνω κουδούνι. Και άλλωστε για το χαβαλέ μας ήρθαμε εδώ, όχι για να κάνουμε δοκιμαστικό με τη Sony, να πούμε.

Ξεκινάμε μαζί με το Μάριο.
Listen to the wind blow, watch the sun rise.
Run in the shadows, damn your love, damn your lies.
Μετά συνεχίζω μόνη μου.
And if you don’t love me know, you will never love me again
I can still hear you sayin’ “You will never break the chain”
Και μπαίνει και η Κατερίνα
You will never break the chain
And if you don’t love me know, you will never love me again
I can still hear you sayin’ “You will never break the chain”
Never break the chain.
Σκίσαμε, αυτό έχω να πω, κάποιοι από τους θαμώνες μάλιστα σηκώθηκαν και χειροκροτούσαν όρθιοι, και παρόλο το τρολάρισμα, το ίδιο έκαναν και ο Βαγγέλης και η Κλαίρη και ο Θανάσης.

Ξέρετε ποιος με άφησε μαλάκα; Ο Θανάσης. Ζήτησε και τραγούδησε το Μαχαίρι, και το είπε τόσο καλά που θα χειροκροτούσε όρθιος μέχρι και ο Παπακωνσταντίνου. Εκεί αποφασίζω ότι πριν κάνω τη δεύτερη αφιέρωση στο Μάριο, θέλω να τραγουδήσω, αν τα έχει, το αγαπημένο τραγούδι της μητέρας μου και το αγαπημένο τραγούδι του πατέρα μου.

Πάω και πάλι στο DJ. «Σαν τα χιόνια,!» μου κάνει χαβαλέ.
«Ναι, χαθήκαμε! Θέλω να πω τρία τραγούδια, αν τα έχεις.»
«Ελληνικά;»
«Ναι Ελληνικά. Το τρίτο δεν ταιριάζει ακριβώς για βραδιά καραόκε, είναι τρολάρισμα στο αγόρι μου που θα τον σφάξει στο γόνατο ο πατέρας μου που του αποπλάνησε την κόρη.»

O DJ με κοιτάζει από την κορυφή μέχρι τα νύχια, και αυτή τη φορά στέκεται στο μπούστο μου πολύ παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε.

«Αλλά μπορεί να συμπεριλάβω και εσένα στην αφιέρωση,» του κάνω μισό-αστεία, μισό-σοβαρά, «μόνο που εσύ θα έχεις την τιμή να πας από τα δικά μου χεράκια, αν συνεχίσεις να με κοιτάς έτσι,» και βάζει τα γέλια σηκώνοντας τα χέρια ψηλά.
«Έχεις τη Fata Morgana?»
«Το έχω!» μου λέει ψάχνοντας τα κιτάπια του.
«Πρώτο αυτό. Μετά θέλω το βρέχει πάλι απόψε, το έχεις;»
«Το έχω και αυτό!» μου απαντάει μετά από λίγη ώρα.
«Και το τρίτο, η αφιέρωση, είναι ο Λεβέντης!»
«Ο Λεβέντης;» με ρωτάει με γουρλωμένα μάτια. 
«Όχι αυτός του καναλιού 67,» του λέω κάνοντας χαβαλέ. «Του Θεοδωράκη, το είχε τραγουδήσει η Δημητριάδη!»
«Ναι, κατάλαβα ποιο λες. Τι να σου πω ρε παιδάκι μου, δώσε μου να ψάξω, δε νομίζω να το έχω, πάντως. Ποιος τραγουδάει Θεοδωράκη σε καραόκε;»
«Εγώ!» τον διαβεβαιώνω και χαχανίζει για μερικές στιγμές. Ψάχνει τα κιτάπια του, και προς δική μου χαρά—και δική του έκπληξη—το έχει και αυτό.
«Κοίτα να δεις…» μουρμουράει μόνος του.
«Ωραία, μην τα ξεκινήσεις αμέσως, θέλω πριν να κάνω και τις αφιερώσεις μου!»
«Εντάξει,» μου απαντάει. «Ωραία, έχω άλλους δύο που έχουν σειρά, μετά είσαι εσύ,» μου λέει και μετά συνεχίζει να μουρμουράει μόνος του. «Άκου Θεοδωράκης σε καραόκε, έζησα να το δω κι αυτό…»
Επιστρέφω στην παρέα μου και γυρίζω προς το Μάριο: «Θα την έχεις και τη δεύτερη αφιέρωσή σου, ποιος τη χάρη σου!»

Τρίτη λαρυγγοσκόπηση. Πάμε παρακάτω.

Περιμένω υπομονετικά να έρθει η σειρά μου και ανεβαίνω και πάλι στο stand, και αυτή τη φορά τα χειροκροτήματα πέφτουν πριν καν ξεκινήσει η μουσική.

«Το πρώτο είναι για τη μαμά μου!» κάνω, και κερδίζω ακόμα ένα AWWW, ενώ πέφτουν και οι πρώτες νότες. Αρχίζω να τραγουδάω.
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
Στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου,
Σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο, Αλγερινό,
Που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Πουθ’ έρχεσαι; Από τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του Κυκλώνα;
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς την λεν; Fata Morgana.
Δίνω τον καλύτερό μου εαυτό. Είναι δύσκολο κομμάτι, όχι μόνο γιατί έχει ψηλές νότες, αλλά γιατί χρειάζεται πραγματικό συναίσθημα για να το αποδώσεις, αλλά ως το αγαπημένο τραγούδι της Άννας για μένα δεν ήταν δύσκολο το συναίσθημα. Και πάλι έπεσε δυνατό χειροκρότημα, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που με απασχολούσε. Ο Μάριος είχε δακρύσει ακούγοντάς με, και ήταν και το μόνο που πραγματικά μετρούσε για μένα.

«Και τώρα για τον πατέρα μου» κάνω, και λίγη ώρα αρχίζω να τραγουδάω και πάλι με όλο μου το σκέρτσο, προσπαθώντας να μιμηθώ τη Μαβίλη. Το τραγούδι αυτό δεν είναι απλά το αγαπημένο του πατέρα μου, από πίσω του έκρυβε ολόκληρη ιστορία. Η μητέρα μου ήταν—και ακόμα δηλαδή είναι—πολύ όμορφη γυναίκα, στα νιάτα της να φανταστείτε ότι την αποκαλούσαν “η Πενταγιώτισσα.” Την είχε ερωτευτεί κόσμος και κοσμάκης αλλά ο Ηλίας ήταν αυτός που την κέρδισε.

Από κάτω ακούω σφυρίγματα και επιδοκιμασίες, και όπως έχω γίνει και κουδούνι από τα ποτά, είναι σχεδόν Νιρβάνα!

Βρέχει πάλι απόψε στα σπιτάκια τα φτωχά
Κι όμως στη δική σου τη γωνιά είναι ζεστά
Έχεις λησμονήσει την αγάπη τη παλιά
Βρέχει πάλι απόψε στη μικρή τη γειτονιά
Κάποιος περνάει απ' το σπίτι σου μπροστά
Στέκει και κλαίει στη γωνιά
Έχει στο στήθος, της αγάπης τη φωτιά
Στα χείλη του τη παγωνιά
Η τρίτη στροφή ήταν λες και ήταν γραμμένη για τη μητέρα μου. Την Άννα που έκαιγε ανδρικές καρδιές και που ερωτεύτηκε τον Ηλία και από τότε δεν είχε μάτια για κανέναν άλλον.
Έλαμπες σαν άστρο στη μικρή σου την αυλή
Κι ήσουν για τ' αγόρια μια ολόγλυκια πληγή
Τώρα το σκοτάδι πέφτει αργά στη γειτονιά
Έχεις λησμονήσει την αγάπη τη παλιά
Κάποιος περνάει απ' το σπίτι σου μπροστά
Στέκει και κλαίει στη γωνιά
Έχει στο στήθος της αγάπης τη φωτιά
Στα χείλη του τη παγωνιά
Το χειροκρότημα είναι ακόμα πιο δυνατό αυτή τη φορά και βρίσκομαι να πετάω στον ουρανό.

«Το επόμενο τραγούδι είναι λίγο ασυνήθιστο, για βραδιά καραόκε, αλλά please bear with me. Εξαιρετικά αφιερωμένο στο αγόρι μου» λέω και δείχνω θεατρικά το Μάριο «που θα τον αφαλοκόψει ο πατέρας μου που του διέφθειρε την κόρη, την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη...» Όλοι σκάνε στα γέλια, και μετά πέφτουν και οι πρώτες νότες και τα γέλια γίνονται ακόμα πιο δυνατά. “Avanti Maestro” λέω στο μικρόφωνο, κερδίζοντας ακόμα ένα γύρο δυνατού γέλιου.
Σαν τον αετό φτερούγαγε στη στράτα
Τον καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια
Με χαμηλά τα πράσινα τα μάτια
Λεβέντης εροβόλαγε
«Μαύρα λέει το τραγούδι!» μου λέει κάποιος από κάτω, και ακούγονται δυνατά γέλια.
«Είναι πρασινομάτης, τι να τον κάνω;» απαντάω κάνοντας τα γέλια που ακούγονται ακόμα πιο δυνατά. Θεοδωράκης ξε-Θεοδωράκης από κάτω γίνεται της μουρλής από τα γέλια όταν φτάνω στην επίμαχη στροφή:
Ποιος κατεβαίνει, σήμερα στον Άδη
Ποιον κουβεντιάζει η γειτονιά κι ανανταριάζει;
Γιατί βουβά είναι τα βουνά και οι κάμποι;
Λεβέντης εροβόλαγε.
Εντάξει, από κάτω γίνεται της πουτάνας, πραγματικός πανζουρλισμός, χειροκροτάνε και γελάνε. Θα έχουν να το λένε, Θεοδωράκης σε καραόκε. Μετά την τέταρτη λαρυγγοσκόπηση, παίρνει σειρά η Κλαίρη και μας τραγουδάει τη μεθυσμένη πολιτεία. Το λέει πάρα πολύ όμορφα, κερδίζοντας και εκείνη ένα δυνατό χειροκρότημα. Μετά ανεβαίνει ο Βαγγέλης και το ρίχνει στο χαβαλέ.

«Διαθήκες κάνατε;» ρωτάει και από κάτω βάζουν τα γέλια, που γίνονται ακόμα πιο δυνατά όταν αρχίσει να τραγουδάει—διόρθωση, να δολοφονεί φρικιαστικά με τρόπο που θα έκανε τον Jason Voorhees να μοιάζει με αδαή ερασιτέχνη—το “Η ζωή εδώ τελειώνει!”

Η ζωή συνεχίστηκε, πάντως, έστω και χωρίς ακοή!

Ρώσικη ρουλέτα …with a twist

Τελικά κατά τις μιάμιση το διαλάμε, κατά πως φαίνεται εγώ και ο Μάριος δεν είμαστε οι μόνοι που θέλουμε να ξεμοναχιαστούμε. Δίνουμε ραντεβού την άλλη μέρα το πρωί στα Λιμανάκια, ο Βαγγέλης θα πάει με δικό του αυτοκίνητο με την Κλαίρη γιατί το απόγευμα κάπου έχουν να πάνε οι δυο τους, οπότε θέλουν να μπορούν να φύγουν νωρίτερα. Το τρίο Stooges θα πάει μαζί στα Λιμανάκια και εκεί θα μας βρει και ο Θανάσης. Αντί να βγούμε Εθνική από Κρυονέρι, ο Μάριος στρίβει πιο πριν.

«Πού με πας, σάτυρε;» τον ρωτάω.
«Σε αυτό δεν έχουμε ξαναπάει!» μου λέει εννοώντας ένα 3X που είχαμε δει στον παράδρομο της Εθνικής καθώς ανεβαίναμε Άγιο Στέφανο.

Η αλήθεια είναι ότι οι “γαμιστρώνες”, όπως τους λέει ο Μάριος, έχουν το χαβαλέ τους, και σίγουρα είναι απείρως πιο βολικοί από το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Κάφροι και οι δυο μας, πολλές φορές αντί να κάνουμε αυτό για το οποίο πήγαμε, αναλώναμε το χρόνο μας να σχολιάζουμε ζευγάρια που βλέπαμε στην αναμονή, και μετά τρεχάτε ποδαράκια μου.

Αποτέλεσμα, «επειδή βιαζόμαστε» να με κοπανάει, συνήθως στα τέσσερα, στα χταπόδι για να μαλακώσω, πού σε πονεί και πού σε σφάζει, δηλαδή. Από την άλλη, έχοντας ανακαλύψει ότι μας αρέσει το …ας το πούμε άγριο σεξ, δεν το κάνουμε και θέμα. Μέχρι και σύνεργα πήγαμε και πήραμε, μαζί με τον τρίτο κάφρο της παρέας, την Κατερίνα.

Εντάξει, στο sex shop που είχαμε πάει κοντά στην ομόνοια, δε μας έμειναν νεφρά από τα γέλια με αυτά που είδαμε. Εκεί ανακάλυψα μάλιστα ότι τα προφυλακτικά βγαίνουν και σε γεύσεις, μόνο τζατζίκι δεν είχε να πούμε. Βέβαια στο χαβαλέ όλα αυτά καθώς προφυλακτικό χρησιμοποιούσαμε μόνο για σεξ, στοματικό του έκανα χωρίς. Πάντως και αυτό βοηθάει, γιατί αν έχουμε …πτώση ενώ το έχει φορέσει, ε προτιμότερο είναι η γεύση φράουλα ή κεράσι από το …καμένο λάστιχο.

Κάποια στιγμή η Κατερίνα βλέπει ένα θεόρατο μαύρο dildo. «Α! Αυτό είναι σαν του Θανάση!» μας κάνει, και ο άλλος κάφρος δεν χάνει ευκαιρία.
«Τόσο μαύρο;» τη ρωτάει με deadpan ύφος αλλά η Κατερίνα είναι εξίσου ετοιμόλογη.
“Once you go black, you never go back!” του απαντάει σαν να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. «Με ζόρισε στις αρχές-αρχές…»¨
«Αλλά τώρα ανοιχτοί ορίζοντες!» πετάει ο Μάριος κάνοντάς μας και τις δύο να πνιγούμε στα γέλια.
«Α, εμένα το μωρουλίνι μου—η Κατερίνα είναι η μόνη μπροστά στην οποία κάνω ανοιχτά γλυκουλινιές στο Μάριο—δε με ζόρισε καθόλου!»

Και αρχίζω το τρολάρισμα κάνοντας το Μάριο κόκκινο.

«Είναι μικρή και τριανταφυλλένια! Μικρή, τριανταφυλλένια» του λέω τραγουδιστά, και η Κατερίνα, παρόλο που μεταξύ μας τα λέμε όλα, άρα ξέρει για τον κολλητό της ανατομικές λεπτομέρειες που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα γνώριζε, βάζει τα γέλια.
«Άχου το μωρέ, γούτσου-γούτσου!» του κάνει, ενώ ο Μάριος, ακόμα πιο κόκκινος, παρακαλεί μέσα του να ανοίξει η γη να τον καταπιεί!

Απλή ωμή καφρίλα και δε θα το άλλαζα για τίποτα στον κόσμο. Και να λέω πάλι καλά, γιατί έτσι όπως του αρέσει το από πίσω, αν ήταν σαν του Θανάση, θα μου είχε κάνει το κωλαράκι μου σπηλιά του Αλή Μπαμπά με τους σαράντα κλέφτες και δυο τρεις διμοιρίες των ΜΑΤ, μαζί με τις κλούβες τους.

Στο ξενοδοχείο γίνεται της μουρλής. Σαββατόβραδο σήμερα, λογικό είναι να έχει πελατεία. Περιμένουμε σε ένα σαλονάκι υπομονετικά τη σειρά μας, και μιας και έχουμε ζητήσει το extra special, με το τζακούζι—λύσσα κακιά που τον έχει πιάσει με δαύτο—θα περιμένουμε λιγότερο. Στο μπαρ/σαλονάκι παίζει σκυλάδικα του κερατά, από αυτά που σε κάνουν να λες Βαγγέλης και πάλι Βαγγέλης, τουλάχιστον με δαύτον μουδιάζουν και οι αισθήσεις για αυτοπροστασία.

Εντωμεταξύ είναι ένας τυπάς με δύο κοπέλες και χαριεντίζονται και οι τρεις μεταξύ τους και πιάνω το Μάριο να τους κοιτάζει καλά-καλά.

«Μη γλείφεσαι, θα σου σπάσω το κεφάλι!» του κάνω και γυρίζει και με κοιτάζει πανικόβλητος. «Και μη μου αρχίσεις τα αγάπη μου δεν είναι αυτό που νομίζεις! Όχι απλά είναι αυτό που νομίζω, αλλά μάλλον έχει και άλλα που ούτε καν τα έχω σκεφτεί!»
«Όχι εγώ…»
«Οχιά δημούτσουνη!» του κάνω με όλη μου την τρυφερότητα.
«Μα για την επιστήμη αναρωτιέμαι!» προσπαθεί να δικαιολογηθεί.
«Επιστήμη θέλεις πουλάκι μου; Πώς σου φαίνεται η μέτρηση ζαχάρου τη στιγμή που θα στον κόβω με νυχοκόπτη;» τον ρωτάω και ξεροκαταπίνει, δεν είναι σίγουρος ότι αστειεύομαι και—μεταξύ μας—καλά κάνει.

Saved by the bell, μας φωνάζουν ότι είναι η σειρά μας και αφού παίρνουμε το κλειδί και πάμε πάνω. Κοντεύει δύο, και παρόλο που το δωμάτιο μπορούμε να το κρατήσουμε τρεις ώρες, στον Ηλία του είχα πει το πολύ μέχρι τις τέσσερις και φροντίζω πάντα να είμαι ακριβής στην ώρα που τους έχω πει ότι θα επιστρέψω. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα σκεφτεί το ενδεχόμενο της …ενδιάμεσης στάσης, αλλιώς θα του είχα πει πιο αργά.

Μπαίνουμε στο δωμάτιο και το πρώτο πράγμα που πάει να κάνει είναι να ανοίξει το τζακούζι να γεμίσει, και μιας και αυτό θα πάρει λίγη ώρα ξεκινάμε τα προκαταρκτικά. Γυρίζει και με παίρνει αγκαλιά σφιχτά και με φιλάει βαθιά. Πλέκω το χέρι μου στα μαλλιά του, πίσω από το κεφάλι του και σχεδόν λιώνω στην αγκαλιά του. Σταματάει το φιλί και με γυρνάει αργά να του έχω πλάτη και μετά τα χέρια του αρχίζουν και ταξιδεύουν πάνω στο κορμί μου ενώ ταυτόχρονα με φιλάει στο σβέρκο, κάνοντάς με να ανατριχιάσω ολόκληρη.

Τα χέρια με χαϊδεύουν πρώτα στους ώμους μου, μετά στα πλευρά μου, και μετά τα φέρνει μπροστά μου και μου χαϊδεύει το στομάχι που είναι γυμνό κάτω από το top. Στέκεται εκεί για μερικές στιγμές, και ανεβάζει τα χέρια του προς τα πάνω αγκαλιάζοντας και τα δυο μου στήθη πάνω από τη μπλούζα. Παρόλο που το πρωί αγόρασα σετ εσώρουχων, και παρόλο που το σουτιέν δεν ήταν άβολο, φαινόταν αρκετά με το εν λόγω τοπ, οπότε το φόρεσα χωρίς σουτιέν. Μου σηκώνει τη μπλούζα και σηκώνω ψηλά τα χέρια μου για να τον βοηθήσω να μου τη βγάλει.

Σκύβει και πάλι και με πιπιλάει και με δαγκώνει ανάλαφρα στο σβέρκο ενώ και με τα δυο του χέρια μου μαλάζει τα στήθη, πότε-πότε τσιμπώντας απαλά τις ρώγες μου που έχουν πετρώσει από τον ερεθισμό μου. Το νιώθω, είμαι μούσκεμα κάτω. Με σφίγγει λίγο πιο δυνατά και μου ξεφεύγει ένα “Αχ”, μείξη πόνου και καύλας. Πού να το είχα φανταστεί ποτέ ότι ήμουν παθητική αλγολάγνος; Με το Μάριο το ανακάλυψα, και μιας και αυτός είναι από τη μεριά του ενεργητικός, κουμπώσαμε τέλεια.
⇽∙∙∙⇾
Στο sex shop είχαμε πάει ακριβώς για να αγοράσουμε τέτοια παιχνίδια, για την ακρίβεια paddle και βίτσα. Ειρωνικό δεν είναι; Στο δημοτικό είχαμε ένα δάσκαλο που βάραγε με το χάρακα στα χέρια για τιμωρία, η μόνη στην οποία δεν τόλμησε να το κάνει ποτέ αυτό ήταν σε μένα. Αφενός ούσα η καλύτερη μαθήτρια δεν έδινα αφορμές στο μάθημα, και αφετέρου την πρώτη φορά που πήγε να γίνει αυτό, του είπα στην ψύχρα πως αν το κάνει αυτό, ο πατέρας μου θα τον φυτέψει. Γούρλωσε τα μάτια του, ωστόσο δεν με χτύπησε με το χάρακα. Φώναξε αντιθέτως τους γονείς μου να τους παραπονεθεί ότι αντιμιλάω, κι εκεί έγινε το έλα να δεις.

«Δεν σας αντιμίλησα, σας εξήγησα πως αν με χτυπήσετε με το χάρακα, θα το πω στον πατέρα μου και στην καλύτερη θα σας κόψει το χέρι σύριζα.»
Ο πατέρας μου με κοιτάει γουρλώνοντας τα μάτια. «Τι πράγμα;»
«Είδατε πως μιλάει;» τον ρωτάει ο δάσκαλος.
«Εσένα ρώτησα!» του λέει στην ψύχρα ο πατέρας μου, κόβοντας τον πληθυντικό. «Απείλησες την κόρη μου ότι θα σηκώσεις χέρι ΠΑΝΩ ΤΗΣ;» τον ρωτάει, τονίζοντας τις δύο τελευταίες λέξεις, και ο άλλος χάνει το χρώμα του.
«Μα…» πάει να πει αλλά ο πατέρας μου δε σηκώνει κουβέντα.
«Βάλ’τη να γράψει 1000 φορές τη φράση “δε θα είμαι άτακτη”. Αλλά χέρι που θα σηκωθεί πάνω της, θα το κόψω σύριζα, έγινα κατανοητός;»

Έγινε. Και δεν γλίτωσα μόνο εγώ, γλίτωσαν και οι υπόλοιποι. Ψεύτρα μην είμαι, μεγαλώσαμε σε διαφορετική εποχή, με διαφορετική αντίληψη περί τιμωρίας. Έχω φάει σκαμπίλι και ξυλιές στον κώλο και από τον πατέρα μου και από τη μητέρα μου—δεν ήμουν και το υπόδειγμα ήσυχου παιδιού, Ταρζάν με ανέβαζαν, Τσίτα με κατέβαζαν. Αυτό ωστόσο ήταν ένα, και το να σηκώσει κάποιος ξένος—ακόμα και δάσκαλος—χέρι πάνω μου ήταν άλλο· εκεί ποιος τους έβλεπε και δεν τους φοβόταν.

Και να που ανακάλυψα ότι με το Μάριο μου άρεσε να τις τρώω στα μεριά μου, με το χέρι, με paddle, με βίτσα, μέχρι και με ζώνη! Φυσικά η μόνη εκτός του Μάριου που τα ήξερε όλα αυτά ήταν η Κατερίνα, που όταν της είχα πει για την πρώτη φορά που έγινε spanking με είχε κοιτάξει σαν εξωγήινη. Βέβαια από εκεί και πέρα έγινε η γνωστή Κατερίνα.

«Σ’ αρέσει παιδάκι μου;»
«Ναι, τι λέμε!»
«Ε, τότε τι κάνεις σαν να σε πιάσαμε στα πράσα με το χέρι στο βάζο με τα μπισκότα;»

Ένα δίκιο το είχε.
⇽∙∙∙⇾
Επιστρέφω στο παρόν έχοντας μείνει μόνο με το κάτω εσώρουχο και το Μάριο να έχει σκύψει από πίσω μου και να μου έχει χουφτώσει και τους δυο μου γλουτούς, κάνοντάς τους ερωτική εξομολόγηση με τέτοια ευγλωττία που με πιάνουν τα γέλια· και είναι και φοβερός γλωσσοπλάστης τρομάρα του! Που πάει και τα σκέφτεται;

«Μα δεν είναι κώλος αυτό, είναι ποίηση, είναι η απόδειξη ότι υπάρχει Κάλλος στο σύμπαν!»
«Στο κεφάλι σου έχεις κάλους!» του απαντάω εγώ, αλλά αυτός συνεχίζει απτόητος. «Ακούς εκεί να γλείφεσαι στο σαλόνι!»
«Μα σου εξήγησα, για την επιστήμη!»
«Ναι, τότε για την επιστήμη κι εγώ έπρεπε να αφήσω τον DJ να θαυμάζει το μπούστο μου!» του λέω και ξυπνάει!
«Τι έκανε λέει;»
«Ζηλεύουμε;»
«Κοίταζε στο μπούστο σου, ο τοξοκρόταλος; Ο γύπας; Ο αιδιολάγνος;» μου λέει και αρχίζω και τραντάζομαι από τα γέλια. «Κοίταζε τα βυζιά σου, ο παπαλούτσαρδος, ο ηλιθιόσαυρος, ο μουνοκαρτέρης, ο μοναχογαμιάς, ο λαχταρομούνης, κι εσύ τον άφησες;»
«Για την επιστήμη μωρό μου, για την επιστήμη!» κατορθώνω με τα πολλά να του απαντήσω, καθώς νόμιζα ότι θα κατουρηθώ από τα γέλια.
«Άτιμη, θα σε σφάξω!»
«Δε θα με σουβλίσεις;» του πετάω τη σπόντα.
«Σε τρώει το φαντασμαγορικό κωλαράκι σου μωρό μου;» με ρωτάει και αντί απάντησης του τον κουνάω προκλητικά, και χάφτει το δόλωμα σα χάνος. Η πρώτη πέφτει αλλά είναι αρκετά σιγανή.
«Πού να ήσουν και νηστικός!» τον τσιγκλάω και η δεύτερη είναι αρκετά πιο δυνατή.

Ήταν να μην το πάρω απόφαση ότι μ’ αρέσει, από τη στιγμή που το πήρα, μισές δουλειές θα κάνουμε; Βέβαια αύριο έχει και μπάνιο με τους άλλους και επειδή δεν είμαστε να γίνουμε θέαμα, φροντίζει απλά να πάει μέχρι έντονο κοκκίνισμα, παρά που μεταξύ μας εγώ το ήθελα πιο δυνατό. Και μετά θυμάμαι το τζακούζι και μουτζώνομαι, το είχα ξεχάσει αυτό! Η αίσθηση του πολύ ζεστού νερού μετά το spanking, δεν το λες και nirvana.

«Άτιμο γύναιο! Μεσσαλίνα! Λουκριτία Βοργία,» το χαβά του αυτός. «Ζήτα ταπεινά γονατιστή συγνώμη!»
«Για τη συγνώμη θες να γονατίσω,» τον πειράζω και τρώω ακόμα μία στα μεριά που με κάνει και χαχανίζω.
«Και για τη συγνώμη!»

Τυπικό αγοράκι, κάν’του πίπα και παρ’του την ψυχή. Όχι ότι με αφήνει μετά παραπονεμένη, φωτιά θα πέσει να με κάψει, γραμματόσημο θα με κάνει ο καλός μου! Και, όχι τίποτε άλλο, αλλά εσχάτως έχει ξυπνήσει για τα καλά μέσα του ο ποδολάγνος και όταν λέμε από την κορυφή μέχρι τα νύχια, το εννοούμε.

Όπως και να έχει γονατίζω και τον παίρνω στο στόμα μου, και με τα πολλά έχω μάθει να τον παίρνω όλο μέσα, κάνοντας το Μάριο να ζει τη Νιρβάνα του. Καλά το λένε, τελικά το μέγεθος μετράει. Στη σκέψη βάζω ένα γελάκι και πνίγομαι και σταματάω, και με κοιτάζει καχύποπτα.

«Έχει και τα καλά του να είναι μικρή και τριανταφυλλένια!» του λέω ζορίζοντας την τύχη μου.
«Ορίστε, στο τέλος θα μου προκαλέσει κόμπλεξ!» μου γκρινιάζει.
«Όχι μωρό μου, μια χαρά είναι! Νομίζω δηλαδή, σάμπως έχω δει και άλλον;» τον πειράζω και τον ξαναπαίρνω στο στόμα μου.
«Θέλεις να πειραματιστούμε, μωρό μου;» με ρωτάει και σταματάω.
«Θεωρείς ότι είναι καλή ιδέα να μου τα λες αυτά την ώρα που τον έχω στο στόμα μου;» του λέω και σκάει στα γέλια.
«Έχω μια καταπληκτική ιδέα,» μου λέει και βάζει τα γέλια μοναχός του, ενώ εγώ, γονατιστή ακόμα σταματάω και τον κοιτάω καχύποπτα.
«Τι είδους ιδέα;» τον ρωτάω σε τόνο “πρόσεξε τι θα πεις, είσαι μια δαγκωνιά μακριά από το να μην γνωρίσεις ποτέ απογόνους.”
«Παραλλαγή της ρωσικής ρουλέτας! Glory holes, σαν αυτά που βλέπαμε στις τσόντες, αλλά πίσω από μία από αυτές κρύβεται κανίβαλος!»

Εντάξει, πρέπει να έβαλα τα κλάματα από τα γέλια αφήνοντας την πίπα στη μέση. Πραγματικά, μ’ έπιασαν τα πλευρά μου. Όταν με τα πολλά κατάφερα να βρω τις ανάσες μου με πήρε από το χέρι και αφού τσιτσιδωθήκαμε τελείως, μπήκαμε στο τζακούζι, το οποίο ήταν μεγάλο και στρογγυλό. Ο Μάριος κάθισε σαν πασάς στα Γιάννενα και κάνοντάς μου νόημα, πήγα και κάθισα ανάμεσα στα ανοιχτά του πόδια, ξαπλώνοντας προς τα πίσω.

«Δεν πιστεύω να πήρες στα σοβαρά ότι θέλω να πειραματιστώ με άλλες, έτσι;» με ρωτάει, αυτή τη φορά είναι σοβαρός.
«Όχι, μωρό μου, χαβαλέ έκανα κι εγώ. Και όσο για το άλλο που σε δουλεύω, μια χαρά είναι στο μέγεθος ο μικρός Μάριος!»
«Ορίστε, πάλι μικρό τον είπε!» μου λέει, και βάζω τα γέλια με τη γκάφα μου.
«Δε σε αλλάζω με κανέναν,» τον διαβεβαιώνω. «Κι έπειτα, σ’ αγαπάω, σ’ εκτιμάω, αλλά αν είχες μαρτζαφλάρι σαν κι αυτό που είδαμε στο sex shop, θα συνέχιζες να κάνεις λαμπρή καριέρα ως μαλάκας!»
«Η Κατερίνα άλλα λέει!»
«Ναι, αλλά η Κατερίνα δεν κάνει στο Θανάση τα κόλπα που σου κάνω εγώ!»
«Ναι, καλά, λες και είναι η Αγνή του Θεού να πούμε! Ρε, αυτή σε καφρίλα μέχρι και στο Νίκο ρίχνει στ’ αφτιά!»
«Μπορεί, αλλά στο συγκεκριμένο έχει ακόμα ψωμιά, και με το μέγεθος που έχει ο Θανάσης, δεν την αδικώ. Οπότε μια χαρά είσαι, ούτε του παππά!»

Αν και τα μεριά μου καίνε και το σχεδόν καυτό νερό στο τζακούζι δε βοηθάει ιδιαίτερα, χαλαρώνω στην αγκαλιά του κλείνοντας τα μάτια μου. Ο Μάριος με κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά του, και παρόλο που νιώθω τον ερεθισμό του—πίσω μου σ’ έχω Σατανά—το χάδι του είναι απαλό, τρυφερό. Αυτή τη φορά δε με χουφτώνει, όπως είναι η αγαπημένη του συνήθεια όταν καθόμαστε έτσι, απλά με χαϊδεύει αφηρημένα, με τα δάχτυλά του να διαγράφουν γραμμές πάνω στα στήθη μου και την κοιλιά μου.

Με κοιτάζει διστακτικά, το βλέμμα του αβέβαιο, σχεδόν νευρικό. Τα χέρια του κινούνται ανεπαίσθητα κάτω από το νερό, σαν να προσπαθεί να βρει κάτι να πιάσει για να στηριχτεί, αλλά τελικά απλώς σφίγγει τις παλάμες του.

«Μπίλι, να σε ρωτήσω κάτι;» λέει σιγανά, λες και φοβάται την ίδια την ερώτηση.
Γέρνω ελαφρά το κεφάλι, τον κοιτάζω με περιέργεια. «Να με ρωτήσεις, μωρό μου.»

Τον βλέπω να διστάζει για μερικές στιγμές και να δαγκώνει τα χείλη του νευρικά, προτού συνεχίσει: «Μη θυμώσεις όμως.»
Σηκώνω το φρύδι μου. «Δε βοηθάς, έτσι όπως το θέτεις.» Ξεγλιστρώ απαλά από την αγκαλιά του, αφήνοντας τη ζεστασιά του για να καθίσω απέναντί του μέσα στο τζακούζι, θέλοντας να τον δω καθαρά. Τυλίγω τα χέρια μου γύρω από τα γόνατά μου και τον κοιτάζω εξεταστικά.
«Μην πάει ο νους σου στο κακό… απλά με τρώει κάτι,» λέει σχεδόν αμήχανα, αποφεύγοντας για λίγο το βλέμμα μου.
«Τι;»
Αναστενάζει και τρίβει τον σβέρκο του, σα να μαζεύει θάρρος. «Θα σου φανεί ανόητο…»
«Τότε γιατί να θυμώσω;» του απαντώ, γέρνοντας ελαφρά μπροστά.
«Γιατί είναι κατά βάση αδιακρισία!» λέει, κάνοντας μια αόριστη χειρονομία με το χέρι.
Σκάω ένα μικρό χαμόγελο. «Δε θα θυμώσω, αλλά δε θα σου απαντήσω για την Κατερίνα!» του απαντάω σταυρώνοντας τα χέρια μου.
Με κοιτάζει για μερικές στιγμές απορημένος και μετά στροφάρει. «Εσένα αφορά!» συνεχίζει με έντονο ύφος. «Ρε Μπίλι…» μου κάνει κουνώντας το κεφάλι του. «Για όνομα!»
«Συγνώμη μωρό μου,» λέω βιαστικά, συνειδητοποιώντας την πατάτα μου. Το πρόσωπό του χαλαρώνει. «Αν αφορά εμένα ρε Μάριε, τι αδιακρισίες και αηδίες είναι αυτά που μου λες;» του λέω, χαμογελώντας καθησυχαστικά. «Λες κι έχουμε μυστικά ο ένας από τον άλλον.»
Αναστενάζει και χαμηλώνει το βλέμμα για μια στιγμή. «Δεν είναι μυστικό μωρέ… Ουφ, θα σε ρωτήσω, κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει.» Σηκώνει το βλέμμα του και με κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια. «Με… με τον Jean-Claude, πόσο είχατε προχωρήσει;»
Αυτή τη φορά είμαι εγώ που ξεφυσάω ανακουφισμένη. «Έλα μωρέ Μάριε, αυτό ήταν και ανησύχησα;» του λέω και τον πιτσιλάω παιχνιδιάρικα.

Χαμογελάω και επιστρέφω στην αγκαλιά του, κουρνιάζοντας πάνω του, τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του. Νιώθω τους μυς του να χαλαρώνουν αμέσως κάτω από το νερό, σαν να περίμενε με αγωνία την απάντησή μου.

«Όχι μακριά,» του λέω χαμηλόφωνα, με το στόμα μου να ακουμπάει σχεδόν στο αυτί του. «Χαμούρεμα από πάνω και από κάτω χάδι, πάνω από το εσώρουχο, ως εκεί.»
Ξεροκαταπίνει, και μετά από μια μικρή παύση, με ρωτάει σχεδόν ψιθυριστά. «Πώς… πώς ήταν;»

Η φωνή του είναι αβέβαιη, σχεδόν τρέμει, σαν να φοβάται την απάντηση που ο ίδιος ζήτησε. Γυρνάω προς το μέρος του και σηκώνω το βλέμμα μου, ψάχνοντας τα μάτια του. Το νερό του τζακούζι χαϊδεύει το δέρμα μας, οι φυσαλίδες ανεβαίνουν στην επιφάνεια σαν να προσπαθούν να καλύψουν τη σιωπή που απλώνεται ανάμεσά μας.

«Φοβερά έμπειρος,» του απαντάω ειλικρινά, χωρίς περιστροφές. Το βλέμμα του σκοτεινιάζει ανεπαίσθητα, όχι από θυμό—ο Μάριος δεν είναι τέτοιος—αλλά από μια ζήλια που δεν μπορεί να κρύψει. Ξέρω τι σκέφτεται, ξέρω πού τρέχει το μυαλό του, και πριν προλάβει να αφήσει τη φαντασία του να καλπάσει, συνεχίζω:
«Θυμάσαι που μερικές φορές έπαιρνα το χέρι σου και το έβαζα πάνω μου; Καταλάβαινα τι ήθελες να κάνεις, το σώμα μου στο έδειχνε με τις αντιδράσεις του, αλλά δεν τις καταλάβαινες. Στο τέλος έπαιρνα εγώ την πρωτοβουλία να σου δείξω ότι μ’ αρέσει αυτό που κάνεις.»

Τα δάχτυλά μου χαϊδεύουν μηχανικά τον καρπό του. Νιώθω τους παλμούς του να ανεβαίνουν.

«Με το Jean-Claude… ήταν διαφορετικά. Ήξερε, μπορούσε να διαβάσει μέχρι ποιο βαθμό το απολάμβανα και σε ποιο σημείο άρχιζα να αισθάνομαι άβολα, και σταματούσε αμέσως.»

Ο Μάριος ανασαίνει βαριά, το βλέμμα του καρφώνεται στα χείλη μου, αλλά δεν μιλάει αμέσως. Μελετάει τα λόγια μου, τα γυροφέρνει στο κεφάλι του, προσπαθεί να τα καταπιεί.

«Σαν… σαν εμπειρία;»

Ο τόνος του είναι σχεδόν σιγανός, σαν να φοβάται ότι αν το πει δυνατά, η απάντησή μου θα αλλάξει.

«Όμορφη, πολύ όμορφη, δε με είχε αγγίξει ποτέ άνδρας με τέτοιο τρόπο.»

Βλέπω τα χείλη του να σφίγγονται. Βάζω το χέρι μου στο μάγουλό του και τον αναγκάζω να με κοιτάξει.

«Όχι γιατί δεν υπήρχε, άντε μη σου σπάσω το κεφάλι!» του λέω και ένα αμήχανο χαμόγελο σπάει στο πρόσωπό του, έστω και για μια στιγμή. «Δεν συγκρίνεται μαζί σου, όμως.»

Ανασηκώνει ελαφρώς τα φρύδια του. Είναι έτοιμος να με ρωτήσει “Γιατί;” αλλά τον προλαβαίνω.

«Θυμάμαι… θυμάμαι το πρώτο μας βράδυ στις πλάκες… τη γλώσσα σου στα στήθη μου και να έχω αρπάξει φωτιά ολόκληρη, να τρέμω. Ναι, ήταν όμορφο με τον Jean-Claude, αλλά όσο και αν μου είχε κάνει τα μυαλά πουρέ, δεν ήσουν εσύ. Το δικό σου φιλί, το δικό σου χάδι, το δικό σου άγγιγμα, δε συγκρίνεται με κανενός μωρό μου. Κανενός απολύτως.»
Τα μάτια του γυαλίζουν. «Δε θύμωσες, έτσι;»
«Όχι, δε θύμωσα χαζούλη,» του λέω τρυφερά, σφίγγοντας την παλάμη του μέσα στη δική μου. «Αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να ζηλεύεις, ούτε τον Jean-Claude ούτε κανέναν άλλον. Για ποιον νομίζεις βρε μπούφο ότι έχω αφήσει μακρύτερα τα μαλλιά μου; Για ποιον νομίζεις ότι φόρεσα τη φούστα και το τοπ και το άβολο εσώρουχο; Νομίζεις ότι δεν μπορώ να δαγκώσω την Κατερίνα αν με πιέσει να κάνω κάτι που δε θέλω;»
Τα δάχτυλά του χαϊδεύουν μηχανικά το μηρό μου κάτω από το νερό. «Για μένα το κάνεις;» με ρωτάει με σπασμένη φωνή.
«Εμ για ποιον, για το γείτονα;» του απαντάω χωρίς να σπάσω το βλέμμα μου από πάνω του. «Άκου Μάριε, η εμφάνισή μου είναι το τελευταίο πράγμα που με απασχολεί, και το ξέρεις. Δε θέλω να αναφέρονται σε μένα ως η όμορφη…»
Τα δάχτυλά του ανεβαίνουν στο πρόσωπό μου και χαϊδεύουν το μάγουλό μου. «Το ξέρω μωρό μου,» μου λέει χαμηλόφωνα, διακόπτοντάς με.
«Όμως όταν είμαι μαζί σου το πράγμα αλλάζει. Θέλω να είμαι η όμορφη. Θέλω να είμαι η εντυπωσιακή. Όχι γιατί ζηλεύω μη δεις καμιά άλλη—που παρεμπιπτόντως αν το κάνεις θα σου κόψω τον κώλο, και όχι μόνο…» του λέω και βάζει τα γέλια, «αλλά γιατί θέλω να είμαι όμορφη για σένα.»
Ακουμπάει το μέτωπό του πάνω στο δικό μου. «Και σακί με πατάτες να φορέσεις, δεν υπάρχει πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο από σένα, μωρό μου.» 

Νιώθω τα χέρια του να με σφίγγουν ακόμα πιο κοντά του.

«Θυμάσαι τότε που σου είχε πει ο Jean-Claude ότι είσαι η πιο όμορφη κοπέλα που είχε δει στη ζωή του; Θυμάσαι τι σου είχα απαντήσει; Δεν ήταν ο μόνος. Αλλά δε με νοιάζει, Μπίλι.»

Η φωνή του χαμηλώνει, σχεδόν ψιθυρίζει.

«Για μένα θα ήσουν το πιο όμορφο κορίτσι στον κόσμο ακόμα και αν ήσουν η Βασιλειάδου. Ποτέ δε λογάριασα την εμφάνισή σου, δεν ερωτεύτηκα το ξωτικό, που έλεγε και ο Πολιτάκης. Το αλητάκι μου ερωτεύτηκα, τη Μπίλι που τρέχει σαν αέρας, που ντριμπλάρει σαν Βραζιλιάνος και που θερίζει σαν το Χάρο. Τη Μπίλι, που αυτόν που πήγε να τη χουφτώσει του έκοψε το χέρι σύριζα. Τη Μπίλι, που έχωσε κουτουλιά σε αυτόν που πήγε να την αγκαλιάσει με το ζόρι. Τη Μπίλι μου, που τη θυμάμαι σχεδόν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.»

Η φωνή του τρέμει ελαφρώς, και τα δάχτυλά του σφίγγουν τα δικά μου σαν να φοβάται μην τον αφήσω. Γλιστράω πιο κοντά του, και χωρίς να του πω τίποτα, τον φιλάω αργά, με όλη τη σιγουριά που φαίνεται πως χρειάζεται.

«Κανείς δεν είναι σαν το Μάριο μου,» του λέω και τον βάζω να κάτσει στο πεζούλι. Κάθομαι γονατιστή μπροστά του και τον κοιτάζω στα μάτια. «Κανείς απολύτως» ψιθυρίζω, και τον παίρνω και πάλι στο στόμα μου.

Και αυτή τη φορά δε σταματάω.

Splash and Flash

Σοφά ποιώντας είχαμε δώσει ραντεβού για να κατεβούμε στα Λιμανάκια γύρω στις 13:00, να προλάβουμε να κοιμηθούμε κιόλας, γιατί η προηγούμενη νύχτα… ας πούμε ότι είχε αρκετή ένταση. Όπως είχα πει και στους γονείς μου, σπίτι γύρισα λίγο πριν τις 04:00, και ακόμα ένιωθα το σώμα μου σαν να αιωρείται κάπου ανάμεσα στην εξάντληση και την ικανοποίηση.

Ο Μάριος, έχοντας ρωτήσει και μάθει αυτό που τον έτρωγε, και κυρίως συνειδητοποιώντας πως αδίκως τον έτρωγε όλο αυτό τον καιρό, ήταν σα να είχε φύγει από πάνω του ένα βάρος που δεν ήξερε καν ότι το κουβαλάει. Στα μάτια του, στα χέρια του, στον τρόπο που με κοίταζε, υπήρχε μια ηρεμία, μια απελευθέρωση που δεν είχα ξαναδεί.

Όταν βγήκαμε από το τζακούζι, με ξάπλωσε στο κρεβάτι και μου ανταπέδωσε το στοματικό, και το ρημάδι το δωμάτιο δεν είχε και καλή μόνωση. Ακούγαμε εμείς τους δίπλα, οπότε, λογικά θα ακουστήκαμε κι εμείς. Δε μου αρέσει να “ακούγομαι”, αλλά χθες το βράδυ δεν είχα και επιλογή. Ο Μάριος ήταν αποφασισμένος να με διαλύσει, πρώτα με το στοματικό, και έπειτα πηδώντας με σα να προσπαθούσε να αναπληρώσει κάθε χαμένο δευτερόλεπτο που είχε σπαταλήσει σε άχρηστες ανασφάλειες.

Και μπορεί το εγώ στα τέσσερα και ο Μάριος από πίσω να με κάνει χταποδάκι ριγανάτο να είναι περίπου συνηθισμένο—και μεταξύ μας, η αγαπημένη μου στάση—αλλά με το που τελειώνει και τραβιέται έξω, παθαίνουμε αμφότεροι το εγκεφαλικό της χρονιάς.

“Huston, we have a problem” μου λέει και μου δείχνει το προφυλακτικό. Κοιταζόμαστε. Η σιωπή που απλώνεται είναι τόσο εκκωφαντική, που θα μπορούσε να σταματήσει την κίνηση στο Σύνταγμα.
«Να σου γαμήσω!» λέω γεμάτη απελπισία.

Εντάξει, δε λέω, υπάρχει και το χάπι της επόμενης μέρας, δεν ήμαστε στην εποχή των σπηλαίων, αλλά μετά σου κάνει τον κύκλο μαντάρα. Παθόντες και μαθόντες από εκείνη τη φορά που πάνω στη λύσσα μου και με τα μυαλά στο μίξερ του ζήτησα να τελειώσει μέσα μου και ο Μάριος—καλός μαλάκας και του λόγου του—με άκουσε. Τρεις μήνες μου πήρε να ξαναέρθει ο κύκλος μου στα ίσια του και δεν ήμουν για τέτοια.

Ο Μάριος πετάγεται και τρέχει στη βρύση με το προφυλακτικό στο χέρι. Εγώ μένω στο κρεββάτι, ξαπλωμένη ανάσκελα, με τα πόδια μου ακόμα να τρέμουν, και τα μέσα μου να προσπαθούν να επιστρέψουν στις κανονικές τους θέσεις μετά το κοπάνισμα. Τελικά το τεστ της βρύσης δείχνει ότι το προφυλακτικό δεν ήταν σπασμένο, τα υγρά αυτά δεν ήταν δικά του και έρχεται και πέφτει και αυτός στο κρεβάτι με ένα βογκητό που μοιάζει κάπου ανάμεσα σε ανακούφιση και μετατραυματικό σοκ.
⇽∙∙∙⇾
Ξυπνάω γύρω στις 12:00, με το κορμί μου να διαμαρτύρεται και το μυαλό μου να προσπαθεί ακόμα να βρει σήμα. Παραπατώντας ακόμα, πηγαίνω στην κουζίνα για να φτιάξω καφέ, γιατί αν δε ρέει καφεΐνη στις φλέβες μου, δεν υφίσταμαι ως άνθρωπος. Στο σαλόνι, οι γονείς μου είναι στις συνηθισμένες τους θέσεις—η μάνα μου βυθισμένη σε ένα βιβλίο, ο πατέρας μου πίσω από την εφημερίδα του.

«Μπα, ξύπνησες, καμάρι μου;» μου λέει ο πατέρας μου, κατεβάζοντας λίγο την εφημερίδα του και ρίχνοντάς μου μια ματιά πάνω από τα γυαλιά του.
«Δεν είμαι σίγουρη ότι έχω ξυπνήσει ακόμα,» μουρμουρίζω, και σαν να θέλω να το αποδείξω, του χαρίζω ένα χασμουρητό όλο δικό του.
«Σιγά, θα μας πλευριτώσεις,» με πειράζει η μητέρα μου, χωρίς να σηκώσει καν το βλέμμα της από το βιβλίο.
«Τι ώρα γυρίσατε;» συνεχίζει ο πατέρας μου, ανασηκώνοντας τα φρύδια του.
«Αυτή που σας είχα πει, λίγο πριν τις τέσσερις.» Βυθίζομαι στον καναπέ απέναντί τους, αφήνοντας το σώμα μου να χαλαρώσει τελείως.
«Πώς τα περάσατε;» ρωτάει η μάνα μου, χαμηλώνοντας επιτέλους το βιβλίο.
«Όμορφα, πολύ όμορφα,» απαντάω και δεν μπορώ να συγκρατήσω το χαμόγελό μου. «Χθες του έδωσα και κατάλαβε, έξι τραγούδια είπα,» τους λέω και σταματάω για λίγο, απολαμβάνοντας την προσμονή στα βλέμματά τους. «Και μάλιστα δύο από τα τραγούδια ήταν αφιερώσεις σε εσάς!» συνεχίζω χαμογελώντας ντροπαλά, αλλά και με μια δόση περηφάνειας.
Ο πατέρας μου αφήνει εντελώς κάτω την εφημερίδα και η μάνα μου κλείνει το βιβλίο, δίνοντάς μου όλη τους την προσοχή. «Μπα;» κάνει εκείνος, χωρίς να μπορεί να κρύψει ένα μεγάλο χαμόγελο. «Τι τραγούδησες;»
«Για τη μαμά είπα το ‘Fata Morgana’ και για σένα το ‘Βρέχει πάλι απόψε,’» απαντάω, και βλέπω τη μητέρα μου να γέρνει λίγο προς τα πίσω, το χαμόγελό της να μαλακώνει, ενώ ο πατέρας μου σφίγγει ελαφρά τα χείλη του, λες και προσπαθεί να μην αφήσει καμία συγκίνηση να φανεί. «Μη μου κάνεις το σκληρό αντράκι εμένα, Ηλία!» του λέω παιχνιδιάρικα. «Σε βλέπω που πας να χυθείς από την πολυθρόνα!»

Δε μου απαντάει, κάτι μουρμουράει από μέσα του και επιστρέφει στην εφημερίδα, κάνοντάς με να γελάσω.

«Για το Μάριο δεν τραγούδησες τίποτα;» με ρωτάει, δήθεν αδιάφορα, πίσω από την εφημερίδα.
«Αμέ! Για τον μελλοθάνατο, τραγούδησα το ‘Λεβέντη’» τους μπουμπουνάω και βάζουν και οι δυο τα γέλια.
⇽∙∙∙⇾
Γύρω στις 12:30 πηγαίνω στο δωμάτιό μου και βάζω το μαγιό μου και παρόλο που παίρνω μαζί μου ένα φανελάκι δεν το φοράω, φοράω μόνο ένα παρεό και τα σανδάλια μου. Παίρνω και τα αντηλιακά μου γιατί είμαι και ανοιχτόχρωμη και έχω την τάση να με βαράει ο ήλιος, παίρνω το ψάθινο καπέλο που είχε αγοράσει ο Μάριος από το Ναύπλιο, φοράω και τα γυαλιά ηλίου, και μετά την ταξιαρχική επιθεώρηση «έτσι θα βγεις έξω;» του πατέρα μου και «σιγά μη φορέσει και κελεμπία, μια χαρά είναι» της μητέρας μου, πάω και χτυπάω στο Μάριο.

«Η Μπίλι είμαι,» λέω στο θυροτηλέφωνο.
«Περίμενε, κατεβαίνω!» τον ακούω, και πράγματι, δυο λεπτά αργότερα μου κατεβαίνει κουνιστός και λυγιστός. «Καλημέρα κοριτσάρα μου!» μου λέει και με σηκώνει και με φέρνει σβούρες τρεις, και μετά μου δίνει ένα τρυφερό φιλάκι, ενώ εμένα ο κόσμος μου ακόμα γυρίζει.
«Σιγά κανίβαλε, θα με διαλύσεις!»
«Αφού άντεξες το χθεσινό, δε σε φοβάμαι!» μου λέει συνωμοτικά, για να αρπάξει μια στη μύτη με τα δάχτυλα όλη δική του. «Όχι βία στα γήπεδα!» μου κάνει.
«Μωρέ θα σε πατήσω χάμω!» του κάνω, κερδίζοντας ακόμα ένα ενθουσιώδες φιλάκι.
«Τσαούσα μου εσύ!»
«Λοιπόν, πάμε να πάρουμε και τον έτερο Καπαδόκη;»
«Ναι, πάμε!» μου κάνει και μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και πηγαίνουμε να πάρουμε την Κατερίνα. Κατεβαίνω και της χτυπάω το κουδούνι, και δυο λεπτά αργότερα, να σου και η κυρία.
«Καλώς τη μου» της κάνω και της ανοίγω να περάσει πίσω. Κάθομαι κι εγώ μέσα και ξεκινάμε. «Τι ώρα μαζευτήκατε εσείς;»
«Γύρω στις 04:00, νομίζω δηλαδή. Αφού θυμάμαι τ’ όνομά μου, πάλι καλά να λες,» μας λέει ο κάφρος υπονοώντας—δηλαδή τι υπονοώντας, λέγοντάς μας μέσ’ στα μούτρα μας—ότι έβγαλε τα μάτια της. «Εσείς;»
«Μια από τα ίδια, αν και ένα έμφραγμα το πάθαμε!» της απαντάω.
«Γιατί;» ρωτάει με ξαφνική ανησυχία.
«Γιατί νομίζαμε ότι έσπασε η καπότα, και έτσι όπως με κοπανούσε ο δικός σου δεν ήθελε και πολύ!» της κάνω και βάζει τα γέλια.
«Αχ, το έχω πάθει κι εγώ!» μας απαντάει. «Δεν είχε καθόλου πλάκα!»
«Εμένα μου λες;» της απαντάω με τη σειρά μου. «Τέλος πάντων, τέλος καλό, όλα καλά.»
⇽∙∙∙⇾
Όταν φτάνουμε στα Λιμανάκια, ο ήλιος έχει αρχίσει να καίει για τα καλά και το απαλό αεράκι κάνει τα νερά από κάτω να γυαλίζουν εκτυφλωτικά. Πλησιάζουμε στον βατήρα και βλέπουμε τον Θανάση να έχει πιάσει άπλα σε κάτι βραχάκια, με το γνωστό ύφος του ανθρώπου που έχει ιδανική θέα και σκοπεύει να μη σηκωθεί από εκεί μέχρι να δύσει ο ήλιος.

«Καλημέρα, μωρό μου!» του κάνει η Κατερίνα, δίνοντάς του ένα τρυφερό φιλί στο στόμα.
«Καλώς τη μου,» της απαντάει, τραβώντας την κοντά του, πριν γυρίσει προς εμάς. «Καλώς τους!»
«Έχεις ώρα εδώ;» ρωτάει ο Μάριος, αφού τον χαιρετάμε και οι δύο.
«Μπα, κανένα δεκάλεπτο. Και ήμαστε και τυχεροί, εδώ καθόταν μια παρέα που έφυγε με το που ήρθα. Ήθελα να βουτήξω, να σας πω την αλήθεια, αλλά σας περίμενα μη μας φάει κανείς την καβάτζα.»
«Ας τολμήσει κανείς!» λέω εγώ, αναλαμβάνοντας επάξια τον ρόλο του τραμπούκου της παρέας. «Δε μου λέτε, θα βουτήξουμε ή θα περιμένουμε και τον Βαγγέλη με την Κλαίρη;»
«Με τις ευχές μου όποιος θέλει να βουτήξει. Εγώ θα κάνω πρώτα λίγο ηλιοθεραπεία,» δηλώνει η Κατερίνα, τραβώντας το παρεό της και ξαπλώνοντας επιδεικτικά.
«Εγώ πάντως μια βουτιά θα την έριχνα,» λέει ο Μάριος, και βιάζομαι να συμφωνήσω μαζί του.

Πλακωνόμαστε στις κρέμες, γιατί αλλιώς το βλέπω να γυρνάμε σαν καβουρδισμένα αμύγδαλα, και μετά πηγαίνουμε προς τον βατήρα. Ο Θανάσης, εντελώς ακομπλεξάριστος, παίρνει φόρα και κάνει μια εντυπωσιακή βουτιά με το κεφάλι, προσθέτοντας και μια στροφή έτσι, για το εφέ. Ο Μάριος κι εγώ κοιταζόμαστε για λίγο, πριν πάρουμε τη σοφή απόφαση να βουτήξουμε με τα πόδια.

Όμως, την ώρα που στέκομαι στην άκρη του βατήρα, το στομάχι μου κάνει μια κωλοτούμπα. Δεν είναι και κανένας γκρεμός, τρία μέτρα περίπου, αλλά το νερό από κάτω δείχνει αλλιώτικο από εδώ πάνω. Δεν έχει τίποτα από τη γαλάζια ηρεμία που βλέπεις όταν είσαι ήδη μέσα. Από εδώ, είναι απλά κενό. Το μυαλό μου έχει ήδη αρχίσει να κάνει κάτι σενάρια τύπου «κι αν πέσεις στραβά; κι αν είναι πιο ρηχό απ’ όσο φαίνεται;» και κάπου εκεί αποφασίζω να βουτήξω πριν προλάβω να το σκεφτώ παραπάνω. Παίρνω φόρα και πηδάω, και αν ζήσω έζησα.

Το πρώτο δευτερόλεπτο, δεν ακούω τίποτα, δεν νιώθω τίποτα. Μόνο αέρα και το σώμα μου να εκτοξεύεται προς τα κάτω. Και μετά—κρααααπ!—το νερό με καταπίνει, τυλίγοντας κάθε μου κύτταρο σε μια παγωμένη έκρηξη. Ανοίγω τα μάτια αμέσως και βλέπω τις φυσαλίδες να ανεβαίνουν σαν λευκές φλόγες προς την επιφάνεια, καθώς το σώμα μου επιβραδύνει και αρχίζει να ανεβαίνει φυσικά προς τα πάνω.

Όταν βγαίνω στην επιφάνεια, φυσάω το νερό από το πρόσωπό μου, σπρώχνω τα μαλλιά μου πίσω και ακολουθώντας το Μάριο κατευθύνομαι για να βγω έξω. Με το που κάνω να βγω κι εγώ βλέπω το βλέμμα του. Δεν κοιτάζει το πρόσωπό μου. Δεν κοιτάζει καν εμένα στα μάτια. Κοιτάζει… πιο χαμηλά. Τον ακολουθώ με το βλέμμα μου και συνειδητοποιώ πως το πάνω μέρος του μαγιό δεν είναι στη θέση του και πως τα στήθη μου είναι ακάλυπτα.  Δεν έχει ανέβει λίγο, έχει ανέβει όλο!

«Θα σε πνίξω!» του λέω και βυθίζομαι κατευθείαν κάτω από το νερό, τραβώντας υστερικά το ύφασμα στη θέση του.
«Εγώ σου είπα να προσέχεις πως θα βγεις!» μου λέει αμυντικά, σηκώνοντας τα χέρια.
«ΚΑΙ ΔΕΝ ΣΚΕΦΤΗΚΕΣ ΝΑ ΜΟΥ ΤΟ ΠΕΙΣ;»
«Τι πλάκα θα είχε έτσι;» μου λέει παίζοντας με τη φωτιά.

Η Κατερίνα έχει σκάσει στα γέλια και ο Θανάσης σφυρίζει αδιάφορα. Όσο για τον φιλοθεάμων αντρικό πληθυσμό, που προφανώς είδε περισσότερα απ’ όσα έπρεπε, ας πρόσεχα.

Φυσώντας και ξεφυσώντας πήγαμε για το δεύτερο γύρο. Όπως και πριν, έτσι και τώρα, βούτηξα και πάλι με τα πόδια, και βγήκα έξω μόνο όταν—και προς μεγάλη απογοήτευση του φιλοθεάμονος κοινού—σιγούρεψα απ’ όλες τις μπάντες ότι το πάνω μέρος του μαγιό μου ήταν στη θέση του. Όσοι είδαν, είδαν, όπως κι εγώ, ας είχαν και εκείνοι το νου τους!

Λίγη ώρα αργότερα, εμφανίζονται επιτέλους ο Βαγγέλης με την Κλαίρη, με τον πρώτο να παραπονιέται ότι έπεσε σε κίνηση και τη δεύτερη να τον δουλεύει ότι αν δεν έψαχνε δεκαπέντε λεπτά για πάρκινγκ με σκιά, θα είχαν έρθει νωρίτερα. Όπως και να ‘χει, σηκώνουμε με τα χίλια ζόρια την Κατερίνα—που είχε ήδη απλώσει τις ρίζες της πάνω στα βράχια σαν καλογυαλισμένη φώκια—και το ρίχνουμε ομαδικώς στις βουτιές.

Τις πρώτες φορές, ο Μάριος κι εγώ επιμέναμε στις ασφαλείς βουτιές με τα πόδια, γιατί το να σκάσεις με την πλάτη στο νερό δεν είναι εμπειρία που θέλει κανείς να ζήσει ξανά. Αλλά όσο περνούσε η ώρα και η αδρεναλίνη ανέβαινε, αρχίσαμε να παίρνουμε θάρρος. Στο τέλος, το τόλμησα—βουτιά με το κεφάλι, χωρίς να σκάσω σαν άπλυτο τζιν στον πάτο του νεροχύτη.

Εντάξει, κωλοτούμπες και εντυπωσιακά σπιναρίσματα όπως του Θανάση δεν κάναμε, αλλά από την άλλη, δε σκάσαμε και με την πλάτη να κλαίει η μάνα του Πελέ, το λες και επιτυχία.

Η Κλαίρη και η Κατερίνα, πιο έμπειρες ή απλά πιο προνοητικές, είχαν διαλέξει ολόσωμα μαγιό και δεν είχαν τον παραμικρό λόγο ανησυχίας. Σε αντίθεση με εμένα, που με το μπικίνι μου είχα ήδη χαρίσει ένα θέαμα στην πρώτη μου βουτιά, επανέλαβα τον άθλο και στην πρώτη μου βουτιά με το κεφάλι. Πάνω στη χαρά μου που δεν έσκασα σαν καρπούζι ξέχασα να ελέγξω το μαγιό, χαρίζοντας απλόχερα θέαμα και σε αυτούς που είχαν χάσει το prequel.

Τη δεύτερη φορά πάντως αντέδρασα πιο ψύχραιμα, και αντί να βουτήξω πανικόβλητη στο νερό, απλά σήκωσα το μαγιό στη θέση του, ρίχνοντας κεραυνούς με τα μάτια μου στο Μάριο, που από τη μια ήθελε να σκάσει στα γέλια, και από την άλλη—σοφά ποιώντας—δεν ήθελε να ρισκάρει τη σωματική του ακεραιότητα.

“Niiiice,” ήταν το μόνο κομπλιμέντο που άκουσα από τον άλλο κάφρο, το Βαγγέλη, για να φάει μια με την πετσέτα στη μούρη από την Κλαίρη, όλη δική του.
“Niiice,” απάντησα με τη σειρά μου κάνοντας high-five μαζί της, με Μάριο, Κατερίνα και Θανάση να έχουν κατουρηθεί από τα γέλια.

Λίγο πριν τις έξι, η Κλαίρη με τον Βαγγέλη την κάνουν, ενώ εμείς συνεχίζουμε μέχρι σχεδόν το σούρουπο, με το δέρμα μας να έχει πάρει εκείνη την κοκκινωπή απόχρωση του ‘σε λίγο θα τσούζει’. Ευτυχώς, είχαμε νερά σε ψυγειάκι—και μπράβο στο Θανάση που το σκέφτηκε και το κουβάλησε—οπότε δεν κορακιάσαμε.

Κάπου εκεί το διαλύσαμε, και όπως μας είχε νταλακιάσει ο ήλιος δεν ήμασταν για πολλά-πολλά, οπότε ο Θανάσης έφυγε μόνος του και το τρίο Stooges επέστρεψε μαζί στο Περιστέρι. Έχοντας λυσσάξει στην πείνα και οι τρεις κάναμε επιδρομή στα Wendys, και αν στα Λιμανάκια είχα γίνει θέαμα για το μαγιό που είχε κατέβει, εκεί έγινα θέαμα για τα μουστάκια από μαγιονέζα και κέτσαπ.

Δε βαριέσαι, αν είναι να γίνεις ρόμπα, be a legend!

Ο χορός ως εξισώσεις Kerr-Shcild

Κανονίσαμε στο Πεταλίδι να πάμε Δευτέρα 26 Ιουλίου και Αθήνα να γυρίσουμε τη Δευτέρα στις 9 Αυγούστου, το οποίο σημαίνει ότι τα γενέθλια του Μάριου, στις 7 Αυγούστου, και της Κλαίρης, στις 29 Ιουλίου θα τα γιορτάζαμε όντας σε διακοπές, το οποίο σημαίνει ότι θα γινόμασταν και πάλι κάλτσες. Καλά, εγώ δε θέλω και πολύ για να γίνω ντίρλα, ωστόσο οι υπόλοιποι έχουν σοβαρά μεγαλύτερες αντοχές από εμένα στο ποτό.

Δεδομένου ότι δε χωράμε και οι έξι σε ένα αυτοκίνητο, και δεδομένου ότι ο Θανάσης θα κάτσει εκεί περιμένοντας τους δικούς του, αποφασίσαμε ότι το ζεύγος θα φύγει δυο μέρες νωρίτερα με το ΚΤΕΛ, και η υπόλοιπη τετράς με το αυτοκίνητο του Μάριου και στην επιστροφή θα πάρουμε και την Κατερίνα.

Εμείς από την άλλη αποφασίσαμε να κάνουμε και οι τέσσερεις το διήμερό μας στο Ναύπλιο, και μετά να κατέβουμε στο Πεταλίδι. Κάπως έτσι, η Παρασκευή απόγευμα με βρίσκει στο χολ με τα συμπράγκαλά μου για τις επόμενες δύο και κάτι εβδομάδες. Ούσα “οικονομική” ο καλός μου δε με απείλησε «κοίτα μην πάρεις μαζί σου και το πιάνο,» κάτι που φρόντισε να τονίσει στην Κλαίρη, που στη Σκιάθο είχε πάρει τόσα πράγματα λες και θα μετακόμιζε μόνιμα στο νησί.

Εγώ είχα απλά ένα μεγάλο σάκο, ένα μικρό σακίδιο και το τσαντάκι ζώνης. Η Άννα, που με βοηθάει να τακτοποιήσω τα πράγματα, γιατί είμαι και κομμάτι ατσούμπαλη, παθαίνει ένα ντιριντάχτα βλέποντάς με να πακετάρω εκτός από το τοπ και τη φούστα μου, γόβες και το ανοιξιάτικο/καλοκαιρινό μου φόρεμα, αυτό που είχαν κάνει κόμμα με την Κατερίνα για να το πάρω.

«Δε θα μείνει φούρνος για φούρνος!» μου λέει, αλλά το χαμόγελό της την προδίδει, χαμογελάει από τη μία άκρη ως την άλλη.
“The things we do for love…” της απαντάω αφηρημένα, και μιας και η μητέρα μου δεν ξέρει αγγλικά με κοιτάζει ερωτηματικά. «Για το γαμπρουδάκι σου το πήρα,» της εξηγώ και βάζει τα γέλια.
«Καλά θα πάει αυτό με τον πατέρα σου!»
“Ignorance is a bliss,” της λέω πάλι στα αγγλικά, αλλά αυτή τη φορά έχω το νου μου και το συμπληρώνω: «Η άγνοια κάποιες φορές είναι ευλογία!» της εξηγώ και της κλείνω πονηρά το μάτι, και η Άννα βάζει και πάλι τα γέλια.
«Είσαι εσύ μία…» μου λέει, κουνώντας το κεφάλι της, αλλά η ματιά της μαλακώνει καθώς ανοίγει τα χέρια της και με τραβάει σε μια αγκαλιά. Μένουμε έτσι για λίγο, και μετά, όταν απομακρύνεται, το χαμόγελό της παίρνει μια πιο νοσταλγική χροιά. «Θυμάμαι που ήσουν μικρή και μας χτυπούσαν τα κουδούνια και μας έλεγαν “Πού είναι ο Μπίλι…”» συνεχίζει χαμογελώντας γλυκά, με μια σπίθα συγκίνησης στα μάτια.
Χαμογελάω κι εγώ. «Την πρώτη φορά που τους άκουσα από το παράθυρο να λένε “Να περιμένουμε ΤΗ Μπίλι ή ξεκινάμε,” μου είχε έρθει απότομα,» της εξομολογούμαι, ακουμπώντας τον ώμο μου στην κάσα της πόρτας.
Η Άννα γελάει και κουνάει το κεφάλι της. «Και να που έγινες ολόκληρη γυναίκα!» λέει με καμάρι, ακουμπώντας τα χέρια της στη μέση της.
Σηκώνω το ένα φρύδι, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος. «Αν εξαιρέσεις το Μάριο, πολύ που θα με χαλούσε αν γινόμουν ολόκληρος άνδρας,» λέω με προσποιητή σοβαρότητα.
Η μάνα μου σκάει στα γέλια, αλλά δεν αφήνει την ευκαιρία να πάει χαμένη. «Τα καλύτερα θα έχανες,» μου πετάει, χωρίς να χάσει beat.
«Και θα είχε και λιγότερους πονοκέφαλους ο Ηλίας,» συνεχίζω το χαβαλέ και η μάνα μου γελάει και πάλι και μετά αναστενάζει απαλά.
«Εντωμεταξύ ο πατέρας σου ήθελε κορίτσι λυσσωδώς, όταν γεννήθηκες είχε τρελαθεί από τη χαρά του,» λέει και το βλέμμα της γλυκαίνει από την ανάμνηση.
Ναι, την ήξερα την ιστορία, την είχα ακούσει χιλιάδες φορές. «Και του βγήκα εγώ!» της απαντάω και βάζει και πάλι τα γέλια.
«Ο καλύτερος δυνατός συνδυασμός!» μου λέει με περηφάνια και μου ισιώσει λίγο τα μαλλιά.
«Τότε γιατί με σκότιζες να φοράω φούστες;» την τσιγκλάω.
Η απάντηση έρχεται αβίαστα, χωρίς καμία απολογία. «Για να σου δώσω να καταλάβεις, μπούφο, ότι μπορούσες να είσαι και ο εαυτός σου ό,τι και αν φορούσες. Και επειδή, όσο και αν η ξερή σου κεφάλα αρνείται να το δει, σου πάνε.»
Στρίβω λίγο το κεφάλι, προσπαθώντας να επεξεργαστώ την απάντηση, αλλά δεν κρατιέμαι και ξαναχαμογελάω. «Η εμφάνισή μου είναι κάτι που δε με απασχολούσε ποτέ,» της απαντάω κλείνοντας το σάκο μου.
Η Άννα όμως δεν κάνει πίσω. «Ναι αλλά την είχες.» Με κοιτάζει έντονα, ακουμπώντας τα χέρια της στη μέση της. «Είμαι περήφανη για σένα που ποτέ δε βασίστηκες σε δαύτη, που ποτέ δε τη χρησιμοποίησες για να κερδίσεις κάτι, αλλά δεν είναι και εμπόδιο, αγάπη μου. Είναι κάτι δικό σου, που απλά στο έδωσε η φύση αντί να το κερδίσεις. Αλλά είναι εκεί, δεν υπήρχε ποτέ λόγος να το κρύβεις.»
Μένω να την κοιτάζω για λίγο, σιωπηλά. Και μετά, με ένα μικρό χαμόγελο, κλείνω το σακίδιό μου. “The things we do for love,” επαναλαμβάνω, και αυτή τη φορά δε χρειάζεται να της το εξηγήσω, το καταλαβαίνω στο χαμόγελό της.
⇽∙∙∙⇾
Και όπως πέρσι και πρόπερσι, πριν φύγω, με αγκάλιασαν και οι δύο λες και θα μπάρκαρα σε γκαζάδικο και θα έκαναν να με δουν κανένα χρόνο, ξέρω γω. Και μετά, φυσικά, άρχισαν τα γνωστά: «Να προσέχετε, να μην πίνετε, να μην τρέχετε…»
«Να αναπνέουμε;» τους πειράζω και ο Ηλίας μου χώνει μια στη μύτη με το δάχτυλο, με την ακρίβεια βετεράνου sniper.
«Γλωσσού!» μου κάνει και μου ανακατεύει τα μαλλιά κάνοντάς τα μαντάρα. Καλά, όχι ότι μου χάλασε την κόμμωση—έχει τα καλά του το pixie cut, λίγη αταξία του πάει γάντι.
«Μπαμπακουλίνο μου εσύ!» του λέω, με ασυνήθιστη για μένα γλυκύτητα, και παγώνει λες και τον χτύπησε κεραυνός. «Μη μου μείνεις!» συνεχίζω το πείραγμα, χτυπώντας ελαφρά το στήθος του με την παλάμη μου, κι εκείνος αντιδρά ακαριαία—μια απαλή κλωτσιά στον κώλο όλη δική μου.
«Ρε άει πάγαινε, σκατό!» μου λέει, δήθεν αγανακτισμένος, αλλά γελάνε μέχρι και τα μουστάκια του.

Γυρνάω στη μάνα μου και την αγκαλιάζω σφιχτά, τρίβοντας το μάγουλό μου πάνω στο δικό της, σε μια έξαρση συναισθηματικής επίθεσης, πράγμα εξίσου ασυνήθιστο. Η Άννα, όμως—γνήσια Ελληνίδα μάνα—δεν καταλαβαίνει από τέτοια κόλπα. Με τα δάχτυλά της πιάνει απαλά το πρόσωπό μου και το χαϊδεύει, προτού απλώσει το χέρι της στα μαλλιά μου σε μια μάταιη προσπάθεια να ισιώσει το χάος που είχε δημιουργήσει ο Ηλίας.

«Μη μου κάνεις εμένα γλύκες για να με καλοπιάσεις! Σουσουράδα, ε, σουσουράδα!»
«Αν είναι ποτέ δυνατόν!» της απαντάω, χαρίζοντάς της το πιο αθώο μου χαμόγελο. Και επειδή όπως λέγανε και οι αρχαίοι “Έστι δίκης οφθαλμός ος τα πανθ’ ορά,” τρώω άλλη μια στα καπούλια, προσφορά του Ηλία.
«Φύγε πριν το μετανιώσω και σε κλείσω στο κάστρο και αναγκαστείς ν’ αφήσεις μακρύ το μαλλί σου!» με απειλεί γελώντας, και αυτή τη φορά ξεσπάω κι εγώ σε γέλια.
«Έπρεπε να το είχες σκεφτεί νωρίτερα! Μακρύ μαλλί δεν αφήνω για κανέναν!» του απαντάω, κάνοντάς του μουσουδίτσα.
Ο πατέρας μου μισοκλείνει τα μάτια, κουνώντας αργά το κεφάλι, ενώ το βλέμμα του γίνεται ύποπτα πονηρό. «Ναι, καλά…» μου λέει. «Να δεις πως το είπες… Α, ναι! The things we do for love!»
Μου κλείνει το μάτι, και εγώ γυρίζω στη μάνα μου με ψεύτικη αγανάκτηση. «Με έδωσες, έτσι;»
«Στεγνά,» μου απαντάει χωρίς ίχνος ενοχής, και βάζω ξανά τα γέλια.
«Άντε, σουσουράδα, πήγαινε και να προσέχετε!» προσθέτει ο πατέρας μου, αυτή τη φορά με λίγο περισσότερη σοβαρότητα στη φωνή.

Τους παίρνω ακόμα μια αγκαλιά, σκάω ένα φιλάκι σε κάθε μάγουλο, ζαλώνομαι τα πράγματά μου και ξεκινάω να πάω να χτυπήσω στο Μάριο.
⇽∙∙∙⇾
Με το που βγαίνω έξω με τα συμπράγκαλά μου, το πρώτο πράγμα που βλέπω είναι ο Μάριος στο δρόμο, να τακτοποιεί τα πράγματά του στο αυτοκίνητο με τη μεθοδικότητα ανθρώπου που μόλις τελείωσε Tetris expert mode. Μόλις με βλέπει, φωτίζεται το πρόσωπό του και μου χαρίζει το πιο γλυκό του χαμόγελο.

«Καλησπέρα,» μου λέει, και όταν τον πλησιάζω, μου δίνει ένα πεταχτό φιλάκι, απ’ αυτά τα βιαστικά, τα σχεδόν παιχνιδιάρικα, που όμως έχουν πάντα μέσα τους κάτι τρυφερό.
«Καλησπέρα, μωρό μου,» του απαντάω με την ίδια γλύκα και του δίνω τον μεγάλο σάκο, τον οποίο πιάνει χωρίς δεύτερη κουβέντα και τον τακτοποιεί στο πορτμπαγκάζ πολύ προσεκτικά, λες και είναι γεμάτο TNT, να πούμε.
«Το σακίδιο λέω να το πάρω μπροστά, χωράει στα πόδια μου,» του κάνω, δείχνοντάς του το με μια μικρή κίνηση του χεριού.
Ο Μάριος, χωρίς να σταματήσει να φορτώνει, σηκώνει το βλέμμα και με κοιτάζει ερωτηματικά. «Έχεις κάτι μέσα που θα το χρειαστείς αν κάνουμε στάση;»
Το σκέφτομαι για μερικές στιγμές, ζυγίζοντας τα πράγματά μου στο μυαλό μου. «Μπα, όχι!» απαντάω τελικά, ανασηκώνοντας ελαφρά τους ώμους.
«Ε, τότε φέρ’ το μου να το βάλω πίσω,» μου λέει με τον κλασικό του πρακτικό τόνο, και χωρίς να επιμένω, του το δίνω. Το τοποθετεί και αυτό προσεκτικά, κλείνει το πορτμπαγκάζ και στέκεται για λίγο, επιθεωρώντας το έργο του σαν μάστορας που ελέγχει αν όλα είναι όπως πρέπει.
«Εντάξει είμαστε νομίζω,» λέει τελικά, αλλά μετά σηκώνει ένα φρύδι με υπερβολική σοβαρότητα. «Εκτός και αν η Κλαίρη κουβαλήσει κανένα πιάνο πάλι!»
Γελάω και του χαϊδεύω απαλά την κορυφή των μαλλιών. «Έλα βρε υπερβολικέ!» τον πειράζω κοιτάζοντάς τον τρυφερά. «Λοιπόν, πάμε;»
«Ναι, πάμε!» συμφωνεί και, ανοίγοντας την πόρτα του οδηγού, με κοιτάζει ξανά. «Έχω συνεννοηθεί με τα παιδιά, θα μας περιμένουν στο σπίτι της Κλαίρης.»
«Τέλεια,» λέω, κουμπώνοντας τη ζώνη μου.
Ο Μάριος κοντοστέκεται για λίγο και μετά με κοιτάζει πλάγια. «Θα πρέπει να κατέβεις να τους χτυπήσεις το κουδούνι.»
«Ναι, κανένα πρόβλημα,» του απαντάω, χαϊδεύοντάς του τρυφερά το χέρι.

Μπαίνει στο αυτοκίνητο, ελέγχει για μια στιγμή τους καθρέφτες, κι έπειτα, με ένα χαμόγελο που μαρτυρά την ανυπομονησία του, βάζει μπροστά.

“Let the good times roll!” μου λέει, και ξεκινάμε.

Πέντε λεπτά αργότερα, σταματάμε μπροστά από το σπίτι της Κλαίρης. Ο Μάριος παρκάρει και βγαίνουμε και οι δύο από το αυτοκίνητο—εκείνος κατευθύνεται προς το πορτμπαγκάζ, κι εγώ προς το θυροτηλέφωνο.

Πιέζω το κουμπί και πλησιάζω το στόμα μου στο μικρόφωνο. «Η Μπίλι είμαι,» ανακοινώνω με τη χαρακτηριστική μου σιγουριά. «Κατεβείτε!»
«Ερχόμαστε!» ακούγεται η φωνή της Κλαίρης, και πράγματι, δυο-τρία λεπτά αργότερα, κατεβαίνει κουνιστό και λυγιστό το ζεύγος.

Ο Μάριος, που ήδη στέκεται με τα χέρια στις τσέπες, τους σκανάρει για μερικά δευτερόλεπτα—βλέποντας ότι, προς μεγάλη του ανακούφιση, αυτή τη φορά η Κλαίρη δεν έχει κάνει μετακόμιση.

Του ρίχνω μια πλάγια ματιά και του ψιθυρίζω χαμογελώντας: «Και χωρίς πιάνο!»
Ο Μάριος πνίγει ένα γέλιο, αλλά η Κλαίρη—που προφανώς το άκουσε—βάζει τα χέρια στη μέση της. «Θες να πεις κάτι, μεσιέ;»
«Όχι, τίποτα!» κάνει εκείνος, σηκώνοντας τα χέρια ψηλά.
Εκείνη τον κοιτάζει με μισό μάτι για μερικές στιγμές. «Έλεγα…» του κάνει με ύφος νονού της νύχτας έτοιμο να σε στείλει για βουτιά στο λιμάνι με τσιμεντένια βατραχοπέδιλα.
«Η κοτούλα κο-κο-κο…» του λέω τραγουδιστά, κάνοντας όλη την παρέα να βάλει τα γέλια.
«Είναι να την έχεις σκίσει τη γάτα!» του κάνει ο Βαγγέλης, που του παίρνει μερικές στιγμές να καταλάβει το μέγεθος της γκάφας του.
«Να ζήσουμε να σε θυμόμαστε!» του κάνω εγώ χαχανίζοντας, ενώ η Κλαίρη του ρίχνει μια τρυφερή σφαλιάρα στο σβέρκο.
«Θα σε δείρω όταν μείνουμε μόνοι στο ξενοδοχείο, καθότι πολιτισμένη,» του κάνει, κερδίζοντας ακόμα ένα γύρο γέλιου.

Σε αντίθεση με την προηγούμενη φορά που είχαμε πάει Ναύπλιο, αυτή τη φορά δεν κάναμε στάση στον Ισθμό—πήγαμε κατευθείαν. Το πρώτο κομμάτι της διαδρομής, μέχρι να περάσουμε το Σκαραμαγκά, ήταν αργό, βαρετό και με την καθιερωμένη νεύρα της κίνησης. Ο Μάριος, ωστόσο, το είχε πάρει απόφαση και απλά τύλιξε τα δάχτυλα γύρω από το τιμόνι, χτυπώντας ρυθμικά το δείκτη του πάνω στο δέρμα του τιμονιού. Μόλις περάσαμε το Σκαραμαγκά ωστόσο, ο δρόμος άνοιξε.

Και φυσικά, πέρα από το χαβαλέ και τα πειράγματα, είχαμε και τη μουσική για το δρόμο, mix tapes που είχε φτιάξει ο Μάριος ειδικά για μεγάλα ταξίδια με το αυτοκίνητο. Κάποια στιγμή παίζει το Sweet child of mine, και όλοι ξεσαλώνουμε, ειδικά στο σημείο του “where do we go.”
Where do we go? Where do we go now?
Where do we go? Ooh, where do we go?
Where do we go now? Oh, where do we go now?
Where do we go? (Sweet child) Ooh, where do we go now?
Ay, ay, ay, ay, ay, ay, ay, ay
Where do we go now? Ah-ah-ah-ah-ah, wow
Από ένα σημείο και μετά Μάριος και Βαγγέλης σταματάνε γιατί απλά δεν μπορούν να πιάσουν τις ψηλές οκτάβες, αφήνοντας εμένα και την Κλαίρη να βγάλουμε τα κάστανα απ’ τη φωτιά.
Where do we go? Oh, where do we go now?
Oh, where do we go? Where do we go now?
Where do we go? Ooh, where do we go now?
Now, now, now, now, now, now, now
Sweet child, sweet child o' mine
«Αμάν αδερφάκι μου, τραγουδάς σαν γάιδαρος που του πατήσαν την ουρά,» λέω στο Βαγγέλη και βάζουν και οι τρεις τα γέλια και η Κλαίρη δε χάνει ευκαιρία να τον πειράξει κι εκείνη.
«Το ‘σαν’ τι το βάζεις, για να γεμίσεις την πρόταση;» πετάει το καρφί της. Δηλαδή τι καρφί, σαρανταπεντάρα πρόκα ήταν!
«Κλαψ, λυγμ!» κάνει με ψεύτικη στεναχώρια ο Βαγγέλης και βάζουμε ξανά τα γέλια, ενώ η Κλαίρη τον αγκαλιάζει τρυφερά και του δίνει ένα φιλάκι. «Κακοφωνίξ μου εσύ!»

Όταν φτάνουμε Ναύπλιο έχει νυχτώσει για τα καλά. Βγαίνουμε από το αυτοκίνητο και τεντωνόμαστε για να ξεπιαστούμε από τη διαδρομή. Έχει ζέστη και υγρασία και ο αέρας μυρίζει θάλασσα.

«Λοιπόν, πάμε να ταχτοποιηθούμε, και να κατέβουμε για φαγητό,» λέει ο Μάριος και όλοι βιαζόμαστε να συμφωνήσουμε, μια πείνα την κάνει. Και δύο, μην πω.

Χωρίς άλλες κουβέντες παίρνουμε τα σακίδιά μας από το πορτμπαγκάζ και ανηφορίζουμε προς τα δωμάτια που έχουμε κλείσει. Είναι το ίδιο μέρος με αυτό που είχαμε κλείσει πέρσι, και το selling point σε Κλαίρη και Βαγγέλη ήταν ότι έχει τζακούζι! Αμάν λύσσα κακιά με δαύτο!
⇽∙∙∙⇾
Αφού τρώμε του σκασμού—είπαμε, φαγανό παρεάκι—περπατάμε πάνω-κάτω στο λιμάνι για να μας κάτσει το φαγητό. Ο αέρας μυρίζει αλάτι και γιασεμί από τις γλάστρες των παραλιακών καφέ, ενώ η θάλασσα απλώνεται δίπλα μας, γυαλιστερή και ήρεμη κάτω από τα φώτα. Πετυχαίνουμε ένα τύπο με σαξόφωνο λίγο πιο πέρα, και με το που αρχίζει να παίζει το “Careless Whisper” ο Μάριος γυρίζει και με κοιτάζει με αυτό το ύφος που με λιώνει:

«Χορεύουμε;» μου λέει κοιτάζοντας με παιχνιδιάρικα, και μου δίνει το χέρι του.

Δε μιλάω, απλά του γνέφω χαμογελαστή και του δίνω το χέρι μου. Το πιάνει και με φέρνει στην αγκαλιά του και αρχίζουμε να χορεύουμε μέσα στον κόσμο. Κάποιοι γελάνε και κάποιοι χειροκροτάνε, ενώ η Κλαίρη κοιτάζει το Βαγγέλη, που έστω και αργά το πιάνει το μήνυμα, και την παίρνει στην αγκαλιά του και αρχίζουν και χορεύουν και αυτοί.

Τι όμορφα που είναι! Ο Μάριος σκύβει και με φιλάει βαθιά και ο χρόνος σταματάει. Το σύμπαν μου συστέλλεται, και μέσα σε μια στιγμή από άπειρο γίνεται απειροελάχιστο, σημειακό. Οι νόμοι του να καταρρέουν σε μια άχρονη μοναδικότητα.  Ο χωροχρόνος μου έχει καμπυλώσει γύρω από την τροχιά μας τόσο, που ούτε το  ίδιο το φως δεν μπορεί να ξεφύγει.

Ο χώρος γύρω μας έχει γίνει ο ορίζοντας των γεγονότων που πέρασα ανίκανη να αντισταθώ. Και στο κέντρο του, σ’ αυτή τη μοναδικότητα που ύλη και ενέργεια συναντούν το πραγματικό, το απόλυτο άπειρο, και που η ίδια ή ύπαρξη χάνει το νόημά της, βρίσκομαι εγώ και ο Μάριός μου.

Τραβιέται απαλά και το σύμπαν μου επιστρέφει στο φυσιολογικό του μέγεθος και ο χρόνος αρχίζει να κυλάει και πάλι. «Σ’ αγαπάω» μου λέει με το βλέμμα του. «Σ’ αγαπάω,» του απαντάω με το δικό μου. Ο Μάριος είναι τόσο χαρούμενος που αφήνει ολόκληρο πεντοχίλιαρο στον σαξοφωνίστα, που το κοιτάζει και δεν πιστεύει στα μάτια του.

Γυρνάμε στο δωμάτιο ίσα για να ντυθούμε λίγο καλύτερα για το βράδυ, αν και για να είμαι ειλικρινής, το μόνο που άλλαξα ήταν το σανδάλι με πέδιλο. Βάζω ένα αρκετά προκλητικό φανελάκι και τα σέξι μου εσώρουχα, δηλαδή αυτά τα οποία με έσουρε η Κατερίνα. Ο Μάριος με βλεφαριάζει καλά-καλά και μου χαμογελάει, κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι.

Από μπαρ, δόξα τω Θεώ, έχουμε τις άπειρες επιλογές. Αποφεύγουμε τους τουριστομαγνήτες με τα φωτάκια και τα cocktails που σερβίρονται σε ανανάδες και τελικά καταλήγουμε στο ίδιο μπαράκι που πέρσι είχαμε πετύχει Δημήτρη και Ειρήνη. Όμορφη μουσική, χαμηλός φωτισμός και χαλαρή διάθεση, είναι ό,τι πρέπει.

Το πρώτο ποτό το πίνουμε αργά, συνοδεύοντάς το με ψιλή κουβέντα. Το δεύτερο κατεβαίνει ακόμα πιο εύκολα, και το τρίτο έρχεται σαν φυσική συνέχεια του προηγούμενου. Κάπου εκεί η συζήτηση αρχίζει να γίνεται “ό,τι θυμάμαι χαίρομαι,” με τον καθένα μας να λέει το μακρύ του και το κοντό του.

«Λέω να γράψω βιβλίο,» δηλώνω εγώ.
«Τίτλος;» ρώτησε η Κλαίρη, ανακατεύοντας αφηρημένα το ποτό της.
«Ο χορός ως εξισώσεις Kerr-Schild» απαντάω σοβαρά, και με κοιτάνε και οι τρεις με γουρλωμένα μάτια.
“What the actual fuck?” ρωτάει για όλους ο Βαγγέλης, και άντε να τους εξηγήσεις τώρα τι ένιωσα όταν χόρευα με το Μάριο στο λιμάνι.

Κάπου μετά το τρίτο ή το τέταρτο ποτό η συζήτηση έπαψε να βγάζει νόημα, οι λέξεις είχαν αρχίσει να παρασύρονται από τα γέλια, τη μουσική, τη ζάλη του αλκοόλ. Τα φώτα του μπαρ μοιάζουν λίγο πιο απαλά, οι φωνές γύρω μας λίγο πιο μακρινές, και η ώρα είχε πάει σχεδόν τρεις χωρίς να το καταλάβουμε. Κάπου εκεί αποφασίζουμε να επιστρέψουμε στα δωμάτιά μας—αφενός για να μην ξυπνήσουμε μεθαύριο, και αφετέρου γιατί ο barman έχει αρχίσει και μας αγριοκοιτάζει.

Αποχωριζόμαστε με τα παιδιά πάνω στα δωμάτια, καθώς είχαμε κλείσει διπλανά και τα δύο ζευγάρια. Με το που μπαίνουμε μέσα, πετάω τα ρούχα μου σε χρόνο ρεκόρ, μένοντας μόνο με τα εσώρουχα—αυτά τα σέξι τα οποία είχα πληρώσει χρυσά πριν ένα μήνα, με δαντέλες που φώναζαν «κοίτα με». Και ο γάιδαρος δεν μου ρίχνει ούτε μια δεύτερη ματιά. Τίποτα. Nada. Zero. Απλά πάει κατευθείαν να ετοιμάσει το τζακούζι αφήνοντάς με να βράζω στο ζουμί μου..

ΘΑ ΤΟΝ ΠΝΙΞΩ.

«Θα έρθεις μέσα;» ακούω το μελλοθάνατο να με φωνάζει από το μπάνιο.

Τι να τον κάνω, πάω μέσα και ο κύριος έχει στρογγυλοκαθίσει και με κοιτάζει χαμογελώντας μου σα διαφημιστικό οδοντόκρεμας. Εγώ από την άλλη θέλω να τον πνίξω—λέμε τώρα—οπότε μπαίνω κι εγώ στο μπάνιο και του κάνω τη μουτρωμένη.

«Ρε γάιδαρε,» ξεκινάω την εισαγωγή μου «πήγα και αγόρασα προκλητικά εσώρουχα και εσύ…» Εκεί με κόβει ανασηκωνόμενος ελαφρώς και δείχνοντάς μου τη …σημαία, οπότε αλλάζω τροπάριο. «Βρε μουνοκαρτέρη, λαχταρομούνη, μουνείλωτα! Βρε τοξοκρόταλε αιδοιολάγνε…»

Και κάπου εκεί σηκώθηκε ...και ο υπόλοιπος, και μου έκλεισε το στόμα… Και άντε να μιλήσεις μπουκωμένη!

Βυζάκια έξω λοιπόν

Να πω ότι κοιμηθήκαμε, θα ήταν ποιητική υπερβολή. Με τις ορέξεις που είχαμε και οι δύο, μπούτι δεν έκλεισα όλη νύχτα. Μία πίπα στο μπάνιο—μέχρι τέλους, έτσι; Άλλη μία πισωκολλητό, και είχε ξεχάσει και τα προφυλακτικά και έτρεξε στο δωμάτιο με την τσουτσού έξω να τα φέρει, γεμίζοντας το σύμπαν νερά. Μία ορθόδοξο ιεραποστολικό και στο τέλος και μια οθωμανικό, μη μείνει καμία θρησκεία παραπονεμένη.

Κάπως έτσι, και με το …φαντασμαγορικό κωλαράκι μου να τσούζει ελαφρώς, έγειρα στην αγκαλιά του και έπεσε ο γενικός. Πρέπει να είχε πάει κοντά στις μία, όταν ξύπνησα ακούγοντας την πόρτα να χτυπάει. Μου πήρε λίγη ώρα να θυμηθώ ποια είμαι και που βρίσκομαι. Σκεπάζω το Μάριο που είναι τσίτσιδος, ντύνομαι πρόχειρα στα γρήγορα και πάω να ανοίξω την πόρτα, είναι η Κλαίρη.

«Αμάν παιδάκι μου, σε καταληψία πέσατε;» με ρωτάει με το που της ανοίγω την πόρτα.
«Σε κάτι άλλο έπεσα,» της λέω και βάζει τα γέλια. Μπορεί μαζί της να μην είμαι τόσο χύμα όσο με την Κατερίνα, αλλά και του λόγου της ένα καφριλίκι το κουβαλάει, δε θα έκανε χωριό με το Βαγγέλη αλλιώς. «Μπούτι δεν έκλεισα!»
«Φουκαριάρα μου τι τραβάς κι εσύ!» μου κάνει με προσποιητή συμπάθεια.
«Ενώ εσύ μωρή, καλόγρια!» της λέω, αμ δεν ήμασταν οι μόνοι που είχαμε ακουστεί τη νύχτα. Ή έστω το ξημέρωμα!
«Ακουστήκαμε ε;» με ρωτάει χαχανίζοντας.
«Κομμάτι!» της κάνω.
«Βγάλ’ τη σκούφια σου και βάρα με!» μου απαντάει.
«Το φαντάστηκα,» της λέω φιλοσοφημένα. Το οθωμανικό είχε τσούξει λίγο παραπάνω απ’ ότι συνήθως.
«Εγώ λέω να κατέβουμε από το μπαλκόνι, πάντως!» μου πετάει και μπήζω τα γέλια.
«Γιατί μωρή, τους ξέρουμε και μας ξέρουν;»
«Δεν μας ήξεραν πριν, το βράδυ μας έμαθαν!» μου πετάει με deadpan ύφος.
«Δε γαμιέται,» λέω χαχανίζοντας.
«Το πρόβλημα ήταν ακριβώς το αντίθετο!» μου κάνει, με το ίδιο ύφος, και αυτή τη φορά γελάω ακόμα πιο δυνατά. «Λοιπόν, ξύπνα τον αχαΐρευτο να πάμε για κανένα μπανάκι.»
«Εντάξει, ντυνόμαστε και σας χτυπάμε,» της κάνω και επιστρέφω μέσα και τρέχω σίφωνας στο μπάνιο γιατί κόντευα να κατουρηθώ.

Κατεβαίνουμε στο λιμάνι και πιάνουμε θέση σε μια καφετέρια για πρωινό και καφέ, μπας και λειτουργήσει το σύστημα. Έχει ζέστη σήμερα, περισσότερη από χθες, αλλά είναι εκείνη η ευπρόσδεκτη, καλοκαιρινή ζέστη. Αυτή του «αχ να μπω στη θάλασσα» και όχι αυτή του να εύχεσαι να ήσουν πιγκουΐνος στο σταθμό McMurdo στην Ανταρκτική.

Έχω ήδη φορέσει το μαγιό μου, καλυμμένο μόνο από ένα παρεό—κάτι ανάμεσα σε beach chic και “δεν βαριέσαι, διακοπές είμαστε.” Η Κλαίρη έχει επιλέξει πιο συντηρητική εμφάνιση, ενώ τα αγόρια ακολουθούν τον αιώνιο συνδυασμό παντελονιού-μαγιό με t-shirt.

Το δικό μου μαγιό, παρά το αρκετά πλούσιο μπούστο μου, δεν το λες και προκλητικό—τουλάχιστον το πάνω μέρος του. Εδώ που τα λέμε, ούτε το κάτω είναι ιδιαίτερα προκλητικό, αλλά όπως γίνεται συνήθως με τα μαγιό, το πάνω κάνει καλύτερη δουλειά στο θέμα της κάλυψης. Εξ ου και το παρεό γιατί φαντασμαγορικό ή όχι—που λέει και ο Μάριος μου—το ποπουδάκι μου είναι ΙΧ.

Τρώμε σα γνήσιοι κροκόδειλοι και πίνουμε και τις καφεδάρες μας, και μέχρι να έρθουμε στα ίσια μας έχει κοντεύει να πάει δυόμιση. Μιας και ήμασταν όλοι με τα μαγιό και τα πράγματα για τη θάλασσα ήταν ήδη στο αυτοκίνητο, πήγαμε κατευθείαν στην παραλία να γίνουμε λιαστές ντομάτες.

Εγώ δηλαδή, που είμαι αρκετά ανοιχτόχρωμη και αρπάζω εύκολα, οι άλλοι δεν έχουν τα ίδια προβλήματα. Αυτή τη φορά ο Μάριος δε με πιέζει να βγάλω το πάνω μέρος του μαγιό μου. Νομίζω περισσότερο ανησυχεί για τη σωματική ακεραιότητα του Βαγγέλη, αν τον συλλάβει η Κλαίρη να με κοιτάζει με λάθος τρόπο, παρά ότι ζηλεύει.

Είναι κτητικός, πολύ, αλλά δε ζηλεύει. Το ίδιο είμαι κι εγώ, και αυτό είναι ένα από τα πολλά πράγματα που μας δένουν. Δεν υπάρχουν χαζές ανασφάλειες· εμπιστευόμαστε τυφλά ο ένας τον άλλον. Ο Μάριος είχε μια και μόνο ανασφάλεια σε σχέση με τον Jean-Claude. Και δεν ήταν καν ανασφάλεια, ήταν κάτι χειρότερο: αμφιβολία αν ο ίδιος είναι αρκετά καλός.

Του είχα μιλήσει στα ίσια, χωρίς φιοριτούρες, χωρίς να προσπαθήσω να του το απαλύνω, και ο Μάριος αυτό το είχε εκτιμήσει πάνω απ’ όλα. Ο Jean-Claude ήταν απλά πιο έμπειρος, ήξερε να διαβάζει καλύτερα το σώμα μου. Αλλά η αίσθηση με τον Μάριο; Καμία σύγκριση. Ο πρώτος ήταν ένα κεφάλαιο στη ζωή μου, ο Μάριος είναι το ίδιο το βιβλίο.

Κλαίρη και Βαγγέλης έχουν βγει έξω, μέσα στο νερό έχω μείνει μόνη μου με τον Μάριο. Έχουμε ανοιχτεί λίγο παραπάνω, και ήμαστε μόνοι. Χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα, βγάζω το πάνω μέρος του μαγιό μου και νιώθω τη νιρβάνα του στήθους μου γυμνού μέσα στο νερό. Εκείνος μου χαμογελάει, χωρίς να το σχολιάσει. Το κάνω εγώ.

«Π’ ανάθεμά σε!» του λέω γεμάτη αγάπη και βάζει τα γέλια.
«Δάγκωσες το μήλο, ε;» μου λέει και του πετάω νερό στα μούτρα. «Μπίλι, πλάκα σου έκανα,» συνεχίζει πιο σοβαρός. «Δε θα σου ζητήσω ποτέ να τα πετάξεις μπροστά σε γνωστούς.»
«Το ξέρω, μωρό μου,» του λέω χαμογελώντας του.
«Αυτό που ήθελα είναι να σε κάνω να νιώθεις άνετα. Μ’ αρέσει να σε βλέπω έτσι, μ’ αρέσει να σε θαυμάζουν, όσο και αν αυτό σε διαολίζει!»
«Με διαολίζει…» του επαναλαμβάνω μηχανικά. «Ξέρεις τι μου είπε η Άννα προχθές που με βοηθούσε να μαζέψω;»
«Τι;»
«Ότι δε με έπρηζε να φοράω φουστάνια για να μου κάνει πόλεμο νεύρων, αλλά για να με κάνει να καταλάβω ότι μια εμφάνιση που μου πάει…» του λέω και σταματάω για λίγο. «Τουλάχιστον, σύμφωνα με τα δικά της αισθητικά κριτήρια…»
«Και όχι μόνο, ματάκια μου,» μου λέει τρυφερά.
«Έστω,» του χαμογελάω. «Αυτό που ήθελε να πει είναι ότι δεν κάνουν τα ρούχα που φοράω τη Μπίλι… Δεν είχε σημασία αν είναι φόρμα και παπούτσια με τάπες, ή φόρεμα και γόβες. Η Μπίλι είμαι εγώ η ίδια, όχι τα ρούχα που φοράω.»
«Χμμμ… έχει και δίκιο και άδικο,» μου λέει. «Το ντύσιμο είναι και αυτός ένας τρόπος έκφρασης, και, εφόσον δεν είσαι κάποιο ψώνιο που σούρνεται από τη μόδα, είναι αυστηρά προσωπικός,» συμπληρώνει, και το σκέφτομαι για μερικές στιγμές.
«Σου αρέσει να με βλέπεις ντυμένη πιο γυναικεία, όμως!» του λέω.
«Ναι, μου αρέσει, γιατί στα δικά μου μάτια αυτό το ντύσιμο σου πάει ακόμα περισσότερο…» μου κάνει και κάνει παύση για μερικές στιγμές. «Στο ξαναείπα, όμως, δε θα μ’ ένοιαζε ακόμα και αν φορούσες ένα σακί από πατάτες.»
“The things we do for love…” του λέω τρυφερά και στην προσπάθειά του να με φιλήσει, πίνουμε και λίγο νερό.

Oh, well…
⇽∙∙∙⇾
Καθίσαμε στην παραλία μέχρι σχεδόν τις οκτώ, και μετά, λυσσασμένοι στην πείνα, επιστρέψαμε στο Ναύπλιο να φορτίσουμε. Κλαίρη και Βαγγέλης ήθελαν θαλασσινά, και έτσι πήγαμε στην ίδια ψαροταβέρνα που είχαμε πάει πέρσι με τον Μάριο, για να φάμε τα θαλασσινά μας, και να μας πιάσουν και τους κώλους. Δε βαριέσαι, ούτε η Κλαίρη ούτε ο Βαγγέλης είναι από αυτούς που έχουν οικονομικό πρόβλημα, ο μόνος κώλος που έτσουξε στο τέλος ήταν και πάλι ο δικός μου, και αυτή τη φορά όχι με καλό τρόπο όπως χθες.

Και κοίτα που βγαίνοντας ξανατρακάραμε στο Δημήτρη και την Ειρήνη.

«Μπα πανάθεμά σας σκατοβάζελοι,» μας λέει γεμάτος αγάπη, κάνοντάς μας να χαχανίσουμε. Πέρσι τα είχαμε βρει, με είχε συγχωρέσει, και έτσι το απρόοπτο πλέον ήταν ευχάριστο.
«Τι θα γίνει ρε μαλάκα με την πάρτη σου;» του λέει ο Μάριος συνεχίζοντας το χαβαλέ. «Κάθε φορά που ερχόμαστε στο Ναύπλιο θα βλέπουμε τη σκατόφατσά σου!»
Εγώ, πιο πρακτική κάνω τις συστάσεις. «Από εδώ ο Δημήτρης και η Ειρήνη, συμφοιτητές μας στα γαλλικά από τότε που πηγαίναμε τρίτη δημοτικού. Καλά παιδιά, αν εξαιρέσεις τον καπαγαμημένο αεκτζή μαλακοπίτουρα!» τους κάνω δείχνοντας το Δημήτρη, που μου χώνει μια με το δάχτυλο στη μύτη για να μην ξεχνιόμαστε. Χαχανίζοντας συνεχίζω τις συστάσεις: «Από εδώ Βαγγέλης και Κλαίρη, συμμαθητές του Μάριου, κάνουμε παρέα από το γυμνάσιο.»

Και η Κλαίρη και ο Βαγγέλης ήξεραν την ιστορία μου για το Δημήτρη αλλά δεν τον είχαν δει ποτέ. Οκ, μπορούν να φύγουν από τον μάταιο τούτο κόσμο ήσυχοι.

«Αλήθεια, πώς από δω;» ρωτάει ο Δημήτρης.
«Ήρθαμε χθες και θα φύγουμε αύριο το πρωί, θα πάμε Πεταλίδι. Είναι εκεί η Κατερίνα και ο φίλος της, ο Θανάσης» του εξηγώ. «Εσείς;»
«Εγώ έχω καταγωγή από το Ναύπλιο ρε ούφο!» μου υπενθυμίζει, το είχα ξεχάσει τελείως.
«Δε μου λέτε, έχετε κανονίσει τίποτα για το βράδυ;» ρωτάει αυτή τη φορά ο Μάριος.
«Όχι μωρέ,» απαντάει αυτή τη φορά η Ειρήνη. «Για ποτάκι στο χαλαρό βγήκαμε.»
«Ωραία, εμείς μόλις γυρίσαμε από την παραλία, θα πάμε να κάνουμε ένα ντουζάκι και θα κατέβουμε για ποτό, που θα βόσκετε;»
«Λέγαμε να πάμε στο Deuce,» απαντάει ο Δημήτρης, ήταν το μπαρ που είχαμε κάτσει και χθες.
«Ωραία, πιάστε τραπέζι αν βρείτε και θα έρθουμε και ‘μεις!» του λέει ο Μάριος.
«Ποιος σου είπε ότι θέλω να ξαναδώ τη σκατόφατσά ρε κωλοβάζελε;» του απαντάει πειρακτικά ο Δημήτρης.
«Για την Ειρήνη θα έρθουμε,» του κάνει ο Μάριος χωρίς να χάσει beat. «Άντε, και για σένα αν μας κουνήσεις την κοιλίτσα σου, χανούμα μου» του κάνει και του χαϊδεύει τη μπάκα, που έχει μεγαλώσει από πέρσι.
Ο Δημήτρης από την άλλη κοιτάζει την κοιλιά του, και ξεφυσάει. «Μη μου τη θυμίζεις!»
⇽∙∙∙⇾
Όταν λέμε γίναμε ντίρλα, γίναμε ντίρλα. Με κάποιο τρόπο, δεν έχω ιδέα πως, καταφέραμε να βρούμε το δρόμο προς τα δωμάτια που είχαμε νοικιάσει. Και εκεί τα πράγματα άρχισαν να γίνονται ενδιαφέροντα.

Με το κεφάλι μου ακόμα να γυρίζει προσπαθώ να καταλάβω τι έχει γίνει. Η Κλαίρη είναι κουρνιασμένη στην αγκαλιά μου και κοιμάται του καλού καιρού. Αριστερά μου είναι ο Μάριος. Ακόμα πιο αριστερά είναι ο Βαγγέλης. Κλείνω τα μάτια μου και τα ξανανοίγω. Είμαστε και οι τέσσερεις στο ίδιο κρεββάτι. Με τα ρούχα. Μάριος και Βαγγέλης, που κοιμούνται τετ-α-τετ, δεν έχουν βγάλει καν τα παπούτσια τους.

Μαλάκα πόσο ήπιαμε; Δε θυμάμαι παρά σκόρπιες εικόνες.

«Μωρή,» της κάνω σκουντώντας την. Ανοίγει με δυσκολία τα μάτια της, προσπαθώντας να εστιάσει. Ή ίσως να θυμηθεί πώς την λένε. Το booting ολοκληρώνεται. Συνειδητοποιεί ότι είναι στην αγκαλιά μου και τα μάτια της ανοίγουν σαν του βατράχου.
«Πώς βρέθηκα εδώ;» με ρωτάει.
«Δεν έχω ιδέα, αλλά ελπίζω να ήσουν τρυφερή μαζί μου,» της κάνω και παρά το σουρεαλιστικό της κατάστασης, της ξεφεύγει ένα χάχανο. «Έλα να δεις τα πιτσουνάκια,» της λέω ψιθυριστά.

Σηκώνεται και βλέπει το Μάριο με τον Βαγγέλη να είναι σε αισθαντικό τετ-α-τετ και μου κάνει νόημα να κάνω σιωπή. Σηκώνεται σαν τη γάτα και πάει στην τσάντα της. Την ψαχουλεύει για λίγη ώρα, και βρίσκει τα κλειδιά.

«Έρχομαι, μην τους ξυπνήσεις!» μου ψιθυρίζει και βγαίνει από το δωμάτιο. Επιστρέφει δυο-τρία λεπτά αργότερα με τη φωτογραφική της. Τραβάει την πρώτη φωτογραφία, και προσπαθώ να κρατηθώ μη βάλω δυνατά γέλια και τους ξυπνήσω. «Βάλε το χέρι του Μάριου πάνω στο Βαγγέλη,» μου λέει ψιθυριστά, και πάλι με δυσκολία πνίγω το γέλιο μου.

Παίρνω το χέρι του Μάριου απαλά και το ακουμπάω πάνω στο Βαγγέλη. Ο Μάριος μουρμουρίζει κάτι στον ύπνο του και παγώνω, αλλά ευτυχώς δεν ξυπνάει. Η Κλαίρη έρχεται και βγάζει και δεύτερη φωτογραφία. Λίγη ώρα μετά αλλάζει θέση και βγάζει και τρίτη, ενώ εγώ προσπαθώ να μην κατουρηθώ πάνω μου, και κατουριέμαι κιόλας!

«Βάλε το χέρι του Βαγγέλη πάνω σε αυτό του Μάριου!» μου ψιθυρίζει.

Μάριος και Βαγγέλης κοιμούνται σαν πιτσουνάκια, όταν βγουν οι φωτογραφίες δε θα έχουν που να κρυφτούν!

«Μην τους ξυπνήσεις ακόμα!» της λέω και πάω στην τουαλέτα.

Γυρίζω ανακουφισμένη δυο λεπτά αργότερα. Με τον αφρό ξυρίσματος του Μάριου στο χέρι. Η Κλαίρη μουγκρίζει σχεδόν προσπαθώντας να πνίξει το γέλιο της. Πάω από πάνω τους και βάζοντας απαλά αφρό στο χέρι μου αρχίζω και το απλώνω στα καμάρια μας, με την Κλαίρη να έχει βγει από το δωμάτιο για να μπορέσει να γελάσει χωρίς να τους ξυπνήσει. Κι άλλη φωτογραφία. Και μετά κι άλλη.

Κάπου εκεί, με φωνή που θυμίζει νευριασμένο λοχία, η Κλαίρη ξυπνάει το πιτσουνάκι της: «Ώστε έτσι ε; Κοιμάσαι αγκαλιά με άλλον;» του λέει ταρακουνώντας τον, και ξυπνάνε και οι δύο, σχεδόν αγκαλίτσα. Πετάγονται πανικόβλητοι πίσω, ενώ εγώ και η Κλαίρη κρατάμε τις κοιλιές μας από τα γέλια. Οι φωτογραφίες θα είναι ΕΠΟΣ!
⇽∙∙∙⇾
Εντάξει, το τρολάρισμα που έπεσε εκείνο το πρωί, δηλαδή μεσημέρι-προς-απόγευμα, ήταν έπος. Το ακόμα καλύτερο είναι ότι Μάριος και Βαγγέλης μπήκαν στο πετσί του ρόλου, και άρχισαν να λένε ο ένας τον άλλον «μωρό μου», με αποτέλεσμα να μη μας μείνει άντερο. Έχουμε πάει να πιούμε τους καφέδες μας και έρχεται η σερβιτόρα να πάρει παραγγελία.

«Φαντάζομαι δεν σερβίρετε πρωινό, ε;» τη ρωτάει αθώα ο Μάριος και η γκαρσόνα τον κοιτάζει με απόγνωση.
«Είναι τέσσερεις το απόγευμα!» του λέει.
«Μωρό μου, παρακοιμηθήκαμε,» κάνει ο Μάριος χαϊδεύοντας το πρόσωπο του Βαγγέλη που καθόταν απέναντι, και μου ξεφεύγει ακόμα ένα ροχαλητό.
«Σάμπως και με άφησες να κοιμηθώ, βάναυσε σατράπη;» του κάνει ο Βαγγέλης με λεπτή φωνή, και το χάνουμε τελείως, με τη γκαρσόνα να μας κοιτάζει και τους τέσσερεις σαν ηλίθια.
«Αδερφάρες! Ανώμαλοι!» κάνω εγώ με προσποιητή αγανάκτηση και σηκώνομαι από τη θέση μου και δίνω ένα πεταχτό φιλί στο στόμα στην Κλαίρη, που μπαίνει στο πετσί του ρόλου και το ανταποδίδει.

Πρέπει να πόνεσε η κοιλιά μας από τα γέλια, και για να γλυκάνουμε την γκαρσόνα που άθελά της έπεσε θύμα της μαλακίας που μας είχε πιάσει, ο Μάριος της έδωσε ένα χιλιάρικο και της είπε τα ρέστα δικά της. Αφού ήπιαμε τις καφεδάρες μας, και μιας και είχαμε κατέβει και πάλι με τα μαγιό μας, μπήκαμε στο αυτοκίνητο να πάμε να παίξουμε το «Λιαστές ντομάτες vol.2, Η επιστροφή.»

Και σήμερα για πρώτη φορά με είδαν ανοιχτά γυμνόστηθη και οι φίλοι μας. Και ήταν αποτέλεσμα αγνής, γνήσιας αφηρημάδας από μέρους μου, και διάθεσης τρολλαρίσματος από το Μάριο. Όπως και χθες,  όταν ανοιχτήκαμε έβγαλα το πάνω μέρος και το έδεσα στο χέρι μου για να μην το χάσω. Σε αντίθεση με χθες, ωστόσο, βγαίνοντας το ξέχασα, και έκανα ένα φλασάρισμα στην παραλία όλο δικό μου.

Το παίρνω χαμπάρι μόνο όταν ακούω το Μάριο να γελάει ενώ Κλαίρη και τον Βαγγέλη με κοιτάνε με ανοιχτό στόμα—αν και εικάζω ο καθένας τους για διαφορετικούς λόγους. Ρε δε γαμιέστε όλοι, λέω ξαφνικά φουρκισμένη από μέσα μου, και ΔΕΝ το φοράω, μένω έτσι. Ο Βαγγέλης έχοντας ανεπτυγμένο αίσθημα αυτοσυντήρησης σταμάτησε να κοιτάζει σα χάνος. Η Κλαίρη από την άλλη, τι να πει;

Πήρα την ικανοποίησή μου από την αντίδραση του Μάριου, που αλλιώς το περίμενε και αλλιώς του ήρθε. Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, μεσιέ! Πάρε φόρα και έλα με την όπισθεν!
⇽∙∙∙⇾
Μιας και αύριο το πρωί θα κατεβούμε Πεταλίδι, το βράδυ μαζευόμαστε σχετικά νωρίς. Ο Μάριος πάει να ετοιμάσει και πάλι το τζακούζι και τα πετάω κι εγώ στα γρήγορα και πάω μέσα μαζί του. Ο ίδιος είναι επίσης γυμνός και όπως έχει σκύψει για να δει τη θερμοκρασία του νερού, του χώνω μια γερή στα καπούλια για να έχει να πορεύεται.

«Άουτς!» μου κάνει, και τρώει και δεύτερη.
«Έλα να βλέπω πάθος!» του κάνω χαχανίζοντας!
«Θα σε σουρομαδήσω, άτιμο γύναιο!» μου λέει ακόμα σκυμμένος, και για να με τιζάρει μου κουνάει προκλητικά τον κώλο του.
«Κάτσε καλά νεαρέ και είσαι ήδη με την όπισθεν!» του πετάω και βάζει τα γέλια.

Τον αφήνω για μερικές στιγμές στην ησυχία του και πάω να πλύνω τα δόντια μου. Κοιτάζομαι για μερικές στιγμές στον καθρέφτη. Πάρα έχουν μακρύνει τα μαλλιά μου, αποφασίζω. Μετά την επιστροφή από διακοπές θα πρέπει να πάω για κούρεμα. Όπως πλένω τα δόντια μου, έρχεται ο καλός σου και κολλάει από πίσω μου, και όχι τίποτε άλλο, αλλά έχει έρθει και οπλισμένος.

Τουλάχιστον με άφησε να ξεπλύνω το στόμα μου πρώτα, τι καλός! Με το που γυρίζω με πιέζει πίσω στο νιπτήρα. Τον αγκαλιάζω και φιλιόμαστε για λίγο με πάθος. Μετά τραβιέται και με πιέζει προς τα κάτω. Οι διαμαρτυρίες μου πάνε χαμένες!

«Μόλις έπλυνα τα δόντια μου βρε αθεόφοβε!»
«Και από τότε που άλλαξες οδοντόκρεμα, κοίτα τον! Λάμπει!» μου κάνει ο αθεόφοβος και βάζω τα γέλια.

Γονατίζω και τον παίρνω στο στόμα, αλλά με σταματάει μετά από λίγη ώρα, πάνω που είχα πάρει φόρα. Κατάλαβες ο κύριος;

Με παίρνει από το χέρι και μπαίνουμε και οι δύο στη γεμάτη πια μπανιέρα. Κάθεται στη μία άκρη και μου γνέφει να πάω προς το μέρος του. Ανοίγει τα πόδια του και κάθομαι ανάμεσά τους, και γέρνω στον κορμό του. Αν και τον νιώθω ότι είναι …ορεξάτος, δεν πάει στο ψητό. Με φιλάει στα μαλλιά και με σφίγγει πάνω του.

«Να σου εξομολογηθώ, κάτι;» με ρωτάει.
«Αμέ!»
«Στη θάλασσα… που ξεχάστηκες…» μου λέει διστακτικά.
«Ναι;» του λέω ενθαρρυντικά.
«Ο Βαγγέλης σε κοίταζε με το στόμα ανοιχτό!» μου λέει και του ξεφεύγει ένα γελάκι. «Καλά που είχε μείνει και η Κλαίρη μαλάκας, γιατί θα τον είχε φυτέψει στην άμμο!»
«Θύμωσες;» του λέω γέρνοντας λίγο στο πλάι και στρέφοντας το κεφάλι μου για να μπορώ να τον κοιτάζω.
«Όχι…» μου λέει. «Βασικά… βασικά αυτό ήθελα να σου εξομολογηθώ.»
«Ποιο; Ότι δε θύμωσες;» τον ρωτάω προσπαθώντας να καταλάβω που το πάει.
«Όχι απλά δε θύμωσα… μου άρεσε που σε κοίταζε σα λιγούρης,» μου μπουμπουνάει.
«Σου άρεσε;» τον ρωτάω έκπληκτη.
«Ναι,» μου απαντάει με αφοπλιστική ειλικρίνεια. «Κάτι σαν επιδειξιμανία!»
“What?” του λέω τελείως αιφνιδιασμένη.
«Μη θυμώσεις… Δεν ξέρω πως να το πω αλλιώς, με εξιτάρει να σε βλέπουν, ξέροντας ότι μόνο εγώ μπορώ να σε αγγίξω,» μου λέει, και κάνει την καρδιά μου να επιστρέψει, τρόπον τινά, στη θέση της.
«Ρε μαλάκα με άγχωσες για μερικές στιγμές,» του λέω. «Φοβήθηκα προς στιγμή μήπως έχεις αρχίσει να φαντασιώνεσαι παρτούζες!»
“What?” μου κάνει με τη σειρά του. «Όχι ρε μαλάκα, καμία σχέση. Και μόνο στη σκέψη να σε ακουμπήσει κάποιος άλλος θολώνει το μυαλό μου!»
“Ok,” του απαντάω μονολεκτικά. «Καλά και τότε…» ξεκινάω και με κόβει.
«Δεν έχω ιδέα,» μου λέει και τον νιώθω να ανασηκώνει ασυναίσθητα τους ώμους του. «Απλά με εξιτάρει η ιδέα του φάτε μάτια ψάρια, ξέροντας ότι ο περίδρομος είναι δικός μου. Είσαι δική μου, μόνο δική μου!» μου λέει και με σφίγγει πάνω του κτητικά.
«Δική σου είμαι μωρό μου, μόνο δική σου,» του απαντάω.
Τον νιώθω στην πλάτη μου, έχει γίνει τούρμπο. «Μπίλι, πάρε με στο στόμα σου,» μου ζητάει σχεδόν επιτακτικά, και γίνομαι κι εγώ τούρμπο.

Κι όχι από τα νεύρα.

Κάθεται στο περβάζι και γονατίζω ανάμεσα στα πόδια του. Τον παίρνω βαθιά στο στόμα μου και αρχίζω να κουνάω το κεφάλι μου πάνω κάτω. Το χέρι του είναι στο κεφάλι μου αλλά δε μου δίνει ακόμα ρυθμό. Στις αρχές είχα αναρωτηθεί γιατί με φτιάχνει τόσο πολύ όταν μου επιβάλλεται στην πάλη, ή όταν μου ζητάει κάτι ενεργητικά, πχ να με πιέζει να γονατίσω, να με γυρνάει και να με βάζει να σκύψω και τα ρέστα.

Λογικό δεν είναι; Από μικρή ήμουν τσαμπουκαλού και αγύριστο κεφάλι, και το να με πιέσει ο οποιοσδήποτε ήταν αιτία να του επιτεθώ στο λαρύγγι. Με το Μάριο ήταν τελείως διαφορετικά. Θα μου πεις ποτέ δε μου είχε ζητήσει να κάνω το οτιδήποτε δεν ήθελα η ίδια, αλλά και πάλι… Δεν ξέρω. Βάλε και ότι μου άρεσε να μου τις βρέχει στον κώλο, ήρθε και έδεσε.

Τελικά αποφάσισα να μείνω στα λόγια της Κατερίνας. «Σου αρέσει χριστιανή μου; Αν ναι σταμάτα να το κουράζεις, λογαριασμό δεν έχεις να δώσεις σε κανέναν.»

Αφήνω το μυαλό μου να καθαρίσει και επικεντρώνομαι στο να κάνω το Μάριό μου να μιλήσει με το Θεό. Νόμιζα ότι ήθελε πίπα, οπότε απορώ που με σταματάει. Μου δίνει το χέρι του και σηκώνομαι από το νερό. Βγαίνει για μια στιγμή από τη μπανιέρα, ίσα για να φέρει το κουτί με τα προφυλακτικά. Μετά έρχεται η σειρά του να γονατίσει μπροστά μου…

«Σε θέλω!» του λέω σπρώχνοντας ενστικτωδώς το κεφάλι του πάνω μου.

Σηκώνεται και ανοίγει το κουτί. «Φράουλα!» μου κάνει και το φοράει. Χαχανίζοντας γονατίζω και τον παίρνω και πάλι στο στόμα μου, όχι ότι χρειαζόταν, αλλά μην πάει χαμένη η γεύση, αμαρτία είναι!

Με σηκώνει όρθια. Με φιλάει στο σβέρκο κάνοντάς με να ανατριχιάσω ολόκληρη. Περνάει τα χέρια του μπροστά και χουφτώνει δυνατά και τα δυο μου στήθη και τα μαλάζει για λίγη ώρα, κάνοντάς με να μου ξεφύγουν σιγανά βογγητά ηδονής. Τον θέλω μέσα μου σαν τρελή! Κουνάω τους γλουτούς, τρίβοντάς τους πάνω του προκλητικά.

«Βιάζεσαι μωρό μου;» μου ψιθυρίζει στο αυτί.
«Σε θέλω,» του λέω ξεψυχισμένα.
«Με θέλεις πολύ;» μου ψιθυρίζει.
«Πολύ!» του απαντάω κι εγώ ψιθυριστά.

Παίρνει το ένα χέρι του από το στήθος μου και το κατεβάζει ανάμεσα στα πόδια μου. Με δαγκώνει απαλά στο σβέρκο και αρχίζει να με παίζει. Τα βογγητά και οι αναστεναγμοί μου γίνονται ακόμα πιο δυνατή, και η ανάγκη μου ακόμα μεγαλύτερη.

«Σε θέλω,» του λέω ξανά, αλλά με αγνοεί. «Σε θέλω! Σε θέλω!»
«Παρακάλεσε με,» μου λέει, και εκεί χάνω και τα αυγά και τα πασχάλια, και γενικά τα πάντα όλα και τα κοάλα τίποτα. Αντί θυμού, νιώθω ένα περίεργο και απίστευτα ηδονικό μείγμα εξευτελισμού και ταπείνωσης, όχι γιατί μου το ζητάει, αλλά γιατί τα μέσα μου ουρλιάζουν τι να του απαντήσω.
«Σε παρακαλώ,» του κάνω βραχνά.
«Με παρακαλείς να κάνω τι;» μου λέει, εντείνοντας ακόμα περισσότερο το παιχνίδι του. Το σώμα μου τρέμει, η ανάγκη μου να τον νιώσω μέσα μου, βαθιά μέσα μου, κάνει τα μάτια μου να θολώνουν.
«Ναι μπεις… να μπεις μέσα μου,» του κάνω. Δεν απαντάει, δεν είναι η απάντηση που θέλει να ακούσει. «Να με γαμήσεις!» του λέω ξεψυχισμένα. «Να με γαμήσεις, να μου πετάξεις τα μάτια έξω…»
«Πες το όλο μαζί,» μου κάνει και τραβάει το δάχτυλό του από μέσα μου, και μου το καρφώνει πίσω μου. Η ταπείνωση και ο εξευτελισμός που νιώθω, δεκαπλασιάζονται, και το ίδιο και η ανάγκη μου να… να με γαμήσει. Να με σκίσει. Να μου πετάξει τα μάτια έξω.
«Σε παρακαλώ… γάμησέ με… είμαι δική σου… δική σου…»

Τρίβει το όργανό του στα χείλη μου και σχεδόν κοκαλώνω από την προσμονή. Με βασανίζει για μερικά δευτερόλεπτα, και μετά τον καρφώνει όλο μέσα του, κάνοντάς με να ουρλιάξω σχεδόν από την αβάσταχτη ηδονή. Ο πρώτος μου οργασμός έρχεται ενώ καλά-καλά δεν έχει αρχίσει να κινείται. Και εκεί που νόμιζα ότι τα έχω δει όλα, πέφτει και η πρώτη σφαλιάρα στα βρεγμένα κωλομέρια μου.

Η αίσθηση είναι απίστευτη, επιταχύνει και τα χτυπήματά του γίνονται ακόμα πιο δυνατά. Νιώθω το σώμα μου να μυρμηγκιάζει και πάλι. Εντείνει τις κινήσεις του και ο δεύτερος οργασμός μου είναι ακόμα πιο εκκωφαντικός. Δε δίνω δεκάρα, δε με νοιάζει τίποτα. Και τρίτος. Κοντεύει να μου κοπεί η ανάσα, δεν μπορούσα να πιστέψω πως υπάρχει τόσο δυνατή ηδονή.

Σταματάει και τραβιέται. «Γονάτισε,» με διατάζει. Τσακίζομαι να τον υπακούσω. «Άνοιξε το στόμα σου,» μου κάνει και το ανοίγω κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Τον παίζει για μερικές στιγμές και τελειώνει στο πρόσωπο και στο στόμα μου. Με τα δάχτυλά του σκουπίζει το πρόσωπό μου και με βάζει να του το γλείψω. Το πιπιλάω χωρίς να το σκεφτώ.

Τρίβει το όργανό του στο πρόσωπό μου και μου το βάζει στο στόμα. Με γραπώνει από τα μαλλιά, και κρατώντας με ακίνητη αρχίζει στην κυριολεξία να μου γαμάει το στόμα. Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται αυτό, έχει γίνει ξανά σε κάποιο πάρτι. Δεν είχαμε χρόνο, με έβαλε να γονατίσω και του έκανα πίπα με αυτό τον τρόπο. Παρόλο που έχω πια μάθει να τον παίρνω όλο στο στόμα μου, αυτός ο τρόπος με ζορίζει.

Δεν το πάει μέχρι τέλους, σταματάει και τραβιέται. Ακόμα γονατιστή, σηκώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω. Μου χαμογελάει και με βοηθάει να σηκωθώ. Με σφίγγει πάνω του και με φιλάει βαθιά, κάνοντάς με να λιώσω και πάλι στην αγκαλιά του.

«Σ’ αγαπάω,» μου λέει χαϊδεύοντας τα βρεγμένα μου μαλλιά.
«Πολύ-πολύ;» τον ρωτάω παιχνιδιάρικα.
«Μέχρι την άκρη του ουράνιου τόξου,» μου απαντάει με ένα γελάκι.
«Μόνο;» του κάνω με ψεύτικο παράπονο.
«Τόσο, κι άλλο τόσο, κι άλλο τόσο!» μου λέει και φιλιόμαστε και πάλι.

Σκουπιζόμαστε και πηγαίνει μέσα στο δωμάτιο να με περιμένει να στεγνώσω τα μαλλιά μου. Λίγη ώρα αργότερα επιστρέφω κι εγώ στο κρεββάτι και χώνομαι στην ανοιχτή του αγκαλιά. Το χέρι μου χαϊδεύει αφηρημένα το στέρνο του ενώ το δικό του μου χαϊδεύει τα μαλλιά.

«Σου άρεσε;» με ρωτάει και ανασηκώνω το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω στα μάτια.
«Με ξετρέλανες!» του απαντάω και το σώμα μου ανατριχιάζει από την ευχαρίστηση και μόνο που θυμάμαι τις στιγμές στο μπάνιο. «Καλά που φεύγουμε αύριο,» του λέω προσπαθώντας να κάνω χαβαλέ, «γιατί θα μας πετούσαν με τις κλωτσιές.»
«Ναι, φώναξες λίγο παραπάνω σήμερα,» μου λέει σκανταλιάρικα.
«Πώς σου ήρθε όλο αυτό;» τον ρωτάω με περιέργεια.
«Δεν ξέρω…» πάει να μου πει αλλά μετά αλλάζει ρότα. «Ή, μάλλον, ξέρω. Με… με φτιάχνει απίστευτα ο τρόπος που μου δίνεσαι!»
«Τι εννοείς;» τον ρωτάω με περιέργεια. Γυρνάω και ξαπλώνω μπρούμητα πάνω στο στέρνο του, βάζοντας τα χέρια μου πάνω του και ακουμπώντας σε αυτά το σαγόνι μου.
«Χμμμ,» κάνει σουφρώνοντας ταυτόχρονα τα χείλη του. «Είσαι δυναμική, τσαμπουκαλού και δε σηκώνεις μύγα στο σπαθί σου…»
«Χαρήκαμε!» του λέω ειρωνικά, και τρώω μια στη μύτη! Άουτς!
«Μη με κόβεις ρε μαλάκα, έχασα τον ειρμό μου!» μου λέει. «Θες να σου πω ή δε θες;»
«Θέλω!» του απαντάω. «Συγνώμη μωρό μου!»
«Θα σε δείρω αργότερα!» μου κάνει και του βγάζω τη γλώσσα μου και του κάνω «ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» κερδίζοντας το γέλιο του. «Χμμμ, το βρήκα! Είναι σαν την πάλη!» μου λέει, και μου κάνει κλικ, αρχίζω να καταλαβαίνω που το πάει. «Όταν παλεύουμε οι δυο μας και καταφέρνω να σε βάλω κάτω, μας φτιάχνει και τους δύο. Αλλά δεν είναι πραγματική πάλη!»
«Νομίζεις!» του κάνω χαχανίζοντας, αλλά καταλαβαίνω τι εννοεί.
«Είναι ερωτική, γιατί είμαστε οι δυο μας. Σε έχω δει να πλακώνεσαι, μην το ξεχνάς! Δε χαρίζεις κάστανα, βαράς δυνατά, και παίζεις βρώμικα!» μου λέει, για να κερδίσει και πάλι ένα χαχανητό μου. «Αλλά είναι μεταξύ μας και έτσι, ενώ δε μου χαρίζεσαι, δεν είσαι επιθετική. Σου αρέσει να σε κολλάω στο πάτωμα, επειδή είμαι εγώ.»
Του χαμογελάω. «Ναι, καταλαβαίνω που το πας.»
«Γονατίζεις υπάκουα, στήνεσαι υπάκουα, και γενικά, παρότι είσαι αυτή που είσαι, όταν η σκηνή είναι ερωτική απλά υπακούς. Έξω από εκεί, είσαι η Μπίλι που γνώρισα από τα έξι μου, η Μπίλι που καμιά δεν είναι σαν εκείνη. Ούτε σε μένα τον ίδιο δε χαρίζεις κάστανα, πόσες και πόσες φορές δε μου τα έχεις χώσει σα να μην υπάρχει αύριο;»
«Γαλατικό χωριό, αφού!» του κάνω και βάζει τα γέλια.
«Ακριβώς!» μου λέει χτυπώντας μου ελαφρά τη μύτη μου με το δάχτυλο.

Γελάω και φεύγω από την αγκαλιά του ξαπλώνοντας ανάσκελα. Ο Μάριος γυρίζει προς εμένα, και το αριστερό του χέρι αρχίσει να ταξιδεύει πάνω στο κορμί μου. Με χαϊδεύει με τα ακροδάχτυλά του και κλείνω τα μάτια μου και απολαμβάνω την αίσθηση. Όπως περνάει το χέρι του από την άκρη της ήβης μου, το σώμα μου μυρμηγκιάζει και πάλι, και μου ξεφεύγει ένας ηδονικός στεναγμός.

Ανεβάζει το χέρι του προς τα πάνω, και βάζει το δάχτυλό του στον αφαλό που ξέρει ότι με διαολίζει, αλλά αυτή τη φορά απλά χαχανίζω. Το χέρι του ανεβαίνει ακόμα πιο ψηλά, και χαϊδεύει τη βάση του δεξιού μου στήθους. Ανατριχιάζω ολόκληρη καθώς με τις άκρες των δαχτύλων του χαϊδεύει φευγαλέα τη ρώγα μου που πετρώνει μέσα σε μερικές στιγμές. Οι ανάσες μου έχουν γίνει κοφτές, νιώθω και πάλι την ανάγκη μου να φουντώνει.

Έχω υγρανθεί και πάλι, νιώθω μια σιγανή φωτιά να απλώνεται στα λαγόνια μου, και επιλέγει εκείνη τη στιγμή για να περάσει φευγαλέα τη γλώσσα του πάνω από τη ρώγα του αριστερού μου στήθος. Μου ξεφεύγει ακόμα ένας ηδονικός στεναγμός, και νιώθω τη ρόγα μου ανάμεσα στα χείλη του. Το χέρι του σταματάει το χάδι, και χουφτώνοντάς το δεξί μου στήθος αρχίζει να μου το μαλάζει απαλά.

Ξαφνικά σταματάει. Ανεβαίνει πάνω μου και τα πόδια μου λυγίζουν και ανοίγουν σαν από μόνα τους. Μπαίνει μέσα μου και αρχίζει να κινείται. Τα πόδια μου κλείνουν και τον αγκαλιάζουν, τον σφίγγουν προς το μέρος μου, να μπει μέσα μου. Να μπει μέσα μου όσο πιο βαθιά γίνεται. Η αίσθηση κάνει το σώμα μου να μουδιάσει και πάλι, και εκεί συνειδητοποιώ ότι παρά είναι καλή. Δεν έχει φορέσει προφυλακτικό!

«Μάριε,» του λέω με φωνή που ίσα βγαίνει. «Δεν έχεις φορέσει προφυλακτικό… δεν…» λέω και σταματάω καθώς καρφώνεται και πάλι μέσα μου, κάνοντάς με να ξεφωνίσω. Δαγκώνω τη ράχη του χεριού μου για να μην ακουστώ και πάλι.
«Σσσστ,» μου κάνει και παρά το γεγονός ότι θα αναγκαστώ να πάρω και πάλι το χάπι της επόμενης μέρας—που θα μου κάνει τον κύκλο μαντάρα—η αίσθηση είναι τόσο… τόσο… που σταματάω τις διαμαρτυρίες.

Τραβιέται και κατεβαίνει από πάνω μου. Προσπαθεί να με γυρίσει και τότε καταλαβαίνω τι έχει στο μυαλό του, θέλει να με πάρει από πίσω. Παίρνει το μαξιλάρι και μου το βάζει κάτω από το στομάχι, σχεδόν στο σημείο που ενώνονται τα πόδια με τον κορμό. Κάθεται στο πλάι μου γονατιστός, και βουτάει το δάχτυλό του στην υγρασία μου. Με παίζει για λίγη ώρα και μετά σκύβει. Λίγες στιγμές αργότερα νιώθω τη γλώσσα του πίσω μου, και μου ξεφεύγει ακόμα ένας ηδονικός στεναγμός, με ξετρελαίνει αυτό.

Λίγη ώρα ακολουθεί και το δάχτυλό του. Παρόλο που είναι ηδονικό, είναι ταυτόχρονα και αρκετά ενοχλητικό στην αρχή. Δεν υπάρχει πόνος με το δάχτυλο, ο πόνος έρχεται μετά, και μερικές φορές είναι τόσο δυνατός που απλά δεν αντέχω, οπότε το σταματάμε. Δεν θέλω να τον κόψω, θέλω να του δώσω αυτό που θέλει. Παρακαλάω από μέσα μου αυτή τη φορά ο αρχικός πόνος να είναι αυτός που αντέχω.

Τραβάει το δάχτυλό του και έρχεται από πίσω μου. Μου ανοίγει ελαφρά τα πόδια, και ανασηκώνω κι εγώ τη λεκάνη μου για να τον βοηθήσω. Δεν ξέρω αν θα μου ζητήσει μετά να κάτσω στα τέσσερα, άλλες φορές το κάνει, άλλες όχι. Τρίβει το όργανό του πίσω μου και δαγκώνω το μαξιλάρι. Αρχίζει και με σπρώχνει αλλά δεν κάνει βιαστικές κινήσεις. Μπαίνει λίγο μέσα μου. Δεν έχει γίνει ακόμα πόνος, ακόμα απολαμβάνω την αίσθηση.

Σπρώχνει πιο δυνατά. Αρχίζει και με πονάει, και σπρώχνει ακόμα πιο δυνατά, αλλά κρατιέται, δεν μπαίνει μέσα. Ο πόνος σταδιακά υποχωρεί. Κάνει μικρές κινήσεις μπρος πίσω, και μετά αρχίζει και σπρώχνει. Νιώθω ένα μικρό στιγμιαίο πόνο καθώς κερδίζει μερικούς πόντους μέσα μου. Τραβιέται και πάλι πίσω, και μετά σπρώχνει και πάλι.

Δαγκώνω δυνατά το μαξιλάρι και μου ξεφεύγει ένα πνιγμένο βογγητό, καθώς το όργανό του κερδίζει ακόμα ένα-δύο πόντους. Ο πόνος υπάρχει, αλλά δεν είναι δυνατός. Δε θα του το χαλάσω σήμερα, και στη σκέψη η καρδιά μου χτυπάει λίγο πιο δυνατά. Σπρώχνει κι άλλο, ο πόνος εμφανίζεται και πάλι, και τότε ο σφικτήρας μου του παραδίδεται. Αρχίζει και κινείται προσεκτικά μέσα-έξω και ο πόνος μου σταδιακά υποχωρεί.

Πέφτει πάνω μου και βάζει το χέρι του μπροστά από το στόμα μου. Μένει ακίνητος. Σκύβει προς τα μένα και νιώθω την ανάσα του καυτή στο σβέρκο μου, και ανατριχιάζω και πάλι ολόκληρη.

«Πες το μου,» μου ψιθυρίζει… «Θέλω να το ακούσω…»
«Γάμα με… Σε παρακαλώ… γάμα με μωρό μου… σκίσε μου το κωλαράκι… γάμα με… σε παρακαλώ… σε παρακαλώ…»

Αρχίζει και κινείται και πάλι. Μπαίνει όλος μέσα μου και καρφώνεται, ενώ το χέρι του μου κλείνει το στόμα και πνίγει το βογγητό μου. Και δεν είναι πόνου, είναι ηδονής. Επιταχύνει το ρυθμό του. Το κωλαράκι μου του έχει παραδοθεί πλήρως. Του έχω παραδοθεί πλήρως. Και μ’ αρέσει… μ’ αρέσει… Θεέ μου πόσο μου αρέσει.

Σταματάει και σκύβει ξανά πάνω από πάνω μου. Το στόμα του είναι κοντά στο αυτί μου και μου ψιθυρίζει. «Θέλω να σε βγάλω φωτογραφία,» μου κάνει. «Γυμνή! Θέλω να σε φωτογραφίσω γυμνή!»
«Τι;» του κάνω και τότε καρφώνεται μέσα μου, και μου ξεφεύγει ακόμα ένα ηδονικό βογγητό. Το μυαλό μου είναι σούπα. Να με φωτογραφίσει; Γυμνή;

Καρφώνεται και πάλι μέσα μου και αρχίζει να με γαμάει δυνατά. Καρφώνεται μέσα μου όσο πάει και μετά τραβιέται πίσω και ξανά το ίδιο. Ο Jean-Claude με είχε ζωγραφίσει γυμνόστηθη… Καρφώνεται ξανά μέσα μου. Δεν… δεν είναι το ίδιο… Επιταχύνει και πάλι. Φωτογραφία;

«Θέλω να σε φωτογραφίσω γυμνή,» μου ψιθυρίζει μέσα σε κοφτές ανάσες. «Θέλω να κρατήσω κάποιες στιγμές για πάντα!» μου κάνει και καρφώνεται και πάλι. «Είσαι δική μου, ακούς;» μου λέει με κοφτή φωνή και αρχίζει και πάλι να μπαινοβγαίνει μέσα μου.
«Δική σου… δική σου…» είναι το μόνο που λέω… «Ό,τι θες… ό,τι θες»

Ο ρυθμός του γίνεται φρενήρης, το κρεββάτι τρίζει, του έχω παραδοθεί πλήρως. Τα βογγητά μου—βογγητά ηδονής και μόνο—πολλαπλασιάζονται, γίνονται ακόμα πιο δυνατά… και πιο δυνατά… και πιο δυνατά.

Καρφώνεται μέσα μου για τελευταία φορά και τα βογγητά του συνοδεύουν τα δικά μου, καθώς κοκκαλώνει μέσα μου. Το όργανό του κάνει σπασμούς, και η αίσθηση των υγρών του που ξεχύνονται βαθιά μέσα κάνει το σώμα μου να μουδιάσει και πάλι…
⇽∙∙∙⇾
Και όπως είπε το έκανε. Στο Πεταλίδι κάποια στιγμή με ξεμονάχιασε και πήγαμε σε ένα απόμερο μέρος που ήμασταν μόνοι μας και μου ζήτησε να βγάλω το πάνω μέρος του μαγιό μου.

«Πώς θες να κάτσω;»
«Γονατιστή με ανοιχτά τα πόδια. Θέλω να γύρεις ελαφρά το σώμα σου προς τα πίσω και να στηριχτείς στα χέρια σου.»

Κάνω αυτό που μου ζητάει και προσπαθώ να χαμογελάσω, γιατί η αλήθεια είναι πως νιώθω έντονη αμηχανία. Φυσικά και τον εμπιστεύομαι τυφλά, αλλά και πάλι, δεν είναι εύκολο. Και άλλωστε σάμπως θα ήταν και η πρώτη φορά; Και ο Jean-Claude κάπως έτσι με είχε ζωγραφίσει.

«Δε θα φαίνεται το πρόσωπό σου, μωρό μου,» μου απαντάει. «Να είσαι φυσική!»
«ΜΜΜΜΜΜ» του κάνω και του βγάζω τη γλώσσα προσπαθώντας να διώξω την αμηχανία μου με χαβαλέ.
«Καμιά δεν είναι σα την Μπίλι μου,» μου λέει και ακούω το κλικ.

1995

Τα πρόστυχα τα μαύρα τα εσώρουχά σου

Σήμερα για πρώτη φορά στη ζωή μου, έβαψα τα νύχια μου. Ή μάλλον, με έσυρε η Κατερίνα σε μια μανικιουρίστα και μου τα έκανε. Όπως πάντα, γκρίνιαξα. Και, όπως πάντα, αποδείχτηκε ότι είχε δίκιο.

Το βάψιμο λεγόταν γαλλικό—όλο το νύχι σε ένα απαλό ροζ και η κορυφή του άσπρη. Φυσικά, μιας και φτιάξαμε τα νύχια, η Κατερίνα θεώρησε αδιανόητο να μην πάρουμε κάτι που να τ’ αναδεικνύει. Και παρόλο που δεν πετάω τη σκούφια μου για τακούνι, τελικά κατέληξα μ’ ένα υπέροχο ζευγάρι γόβες με λεπτό, χαμηλό τακούνι. Και επειδή η ψυχή της δε θα ησύχαζε, με έσυρε να μου δείξει κι ένα αμάνικο μαύρο midi φόρεμα, που είχε σταμπάρει.

«Ωραίο είναι, θα σου πηγαίνει» της λέω απλά, αγνοώντας τι έρχεται.
«Ναι, δεν είναι για μένα, εσύ θα το πάρεις!» μου κάνει δείχνοντάς με μέ το δάχτυλό της.
«Τα ίδια θα έχουμε πάλι;» της κάνω ανόρεχτα κουνώντας το κεφάλι μου;
«Μπίλι, θα το πάρεις που θα το πάρεις, μη μου τα σκοτίζεις!» μου κάνει χτυπώντας με μέ το δάχτυλό της στο στέρνο. «Πάμε μέσα να το δοκιμάσεις!»
«Ρε ουστ!» της κάνω τινάζοντας το χέρι.
«ΠΑΜΕ ΜΕΣΑ ΤΩΡΑ!» μου λέει τονίζοντας την κάθε λέξη. Αναστενάζω και για να γλιτώσω τη γκρίνια μπαίνω μέσα να δοκιμάσω το φόρεμα. Η αλήθεια; Και πάλι είχε δίκιο. Μου πήγαινε γάντι. Και με τις γόβες, ακόμα καλύτερα. «Είδες που με γκάστρωσες;»
«Βασικά, εσύ με γκάστρωσες!» της απαντάω χαχανίζοντας ωστόσο μετά σοβαρεύομαι. «Αλλά έχεις δίκιο, το ομολογώ!» συνεχίζω στενάζοντας ελαφρά και παίρνοντας την απόφαση να αγοράσω και το φόρεμα και τις γόβες.
Βγαίνουμε από το μαγαζί και κατηφορίζουμε προς την Όαση, όπου έχουμε ραντεβού με τον Μάριο. Ακόμα δεν έχει έρθει. Καθόμαστε στον κήπο και παραγγέλνουμε τα καφεδάκια μας.
«Δε μου λες, τι κανονίσατε για του Αγίου Πνεύματος;» με ρωτάει πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ της.
«Δε μου έχει πει. Μου το φυλάει, λέει, για έκπληξη,» της απαντάω τινάζοντας τους ώμους μου ελαφρά. «Α, ήθελα να στο πω,» της κάνω σηκώνοντας ελαφρά το χέρι μου. «Σήμερα το βράδυ δε θα κάτσουμε μέχρι αργά στο πάρτι, οπότε θα μείνετε μοναχούλια!»
«Γιατί έτσι;»
«Γιατί αφενός, μόλις χθες μου τελείωσε η περίοδος,» της απαντάω χαμογελώντας της πονηρά «και, αφετέρου, οι γονείς του έχουν πάει Ζάκυνθο και θα κάτσουν όλη την εβδομάδα…» συνεχίζω κλείνοντάς της το μάτι. «Και όπως καταλαβαίνεις το σπίτι του θα είναι όλο δικό μας!» καταλήγω με το χαμόγελο της Colgate.
«Χαχαχα,» μου κάνει βάζοντας τα γέλια. «μπούτι δε θα κλείσεις όλη νύχτα!»
“I surely hope so!” της απαντάω χαχανίζοντας με τη σειρά μου. Μετά τη χτυπάω με το δάχτυλο απαλά στον ώμο. «Λες κι εσύ, με τον Θανάση, έχεις γίνει καλόγρια!»
«Εμένα, τουλάχιστον, το ποπουδάκι μου είναι αγνό και παρθένο!» μου λέει χαμογελώντας πονηρά. «Όχι σαν μερικών-μερικών…»
«Δεν ξέρεις τι χάνεις!» της κάνω παίζοντας τα βλέφαρά μου.
«Και με τον Θανάση, δε θέλω να μάθω!» μου λέει και βάζω τα γέλια.

Είχε ζοριστεί πολύ τις πρώτες φορές που έκαναν έρωτα. Παρά το δούλεμα που του έκανα αποκαλώντας τη ακριβώς έτσι, όχι ότι του ήταν μικρή και τριανταφυλλένια, αλλά είκοσι πόντοι δεν ήταν με την καμία.

«Άσχετο, το καλοκαίρι θα πάτε πάλι σόλο διακοπές;» με ρωτάει, ακουμπώντας τον αγκώνα της στο τραπέζι και γέρνοντας προς το μέρος μου με περιέργεια.
«Όχι, φέτος λέμε να σας παίξουμε κι εσάς!» της απαντάω με ένα πλατύ χαμόγελο, κουνώντας το ποτήρι μου κυκλικά στο χέρι.
Σηκώνει τα χέρια της με ψεύτικη συγκίνηση. «Αχ, τι καλοί που είστε, με σκλαβώνετε!» κάνει, πριν με δείξει παιχνιδιάρικα με το δάχτυλό της. «Πάντως, και εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι, εγώ δεν πρόκειται να τα πετάξω όπως κάνεις του λόγου σου!»
Τινάζω το κεφάλι πίσω και γελάω. «Εντάξει, κι εγώ είχα ζοριστεί λίγο στις αρχές…» σηκώνω τους ώμους μου αδιάφορα. «Αλλά, όπως έλεγε και μια ψυχή στην πενταήμερη, δεν τα έχω και κλεμμένα!»
Ακουμπά το πιγούνι της στο χέρι της και με κοιτάζει με ένα μειδίαμα. «Ναι, σε είδα στο Ρόδο, πόσο ζορίστηκες να γίνεις έργο τέχνης.» Ανασηκώνει ελαφρώς το φρύδι της. «Για να μην αναφέρω το Πεταλίδι.»
Κάνω μια γκριμάτσα. «Εκεί είχα όντως ζοριστεί,» ομολογώ, ξύνοντας το πλάι του σαγονιού μου. «Εντάξει, να τα πετάς μπροστά σε αγνώστους είναι ένα πράγμα, μπροστά σε γνωστούς, ειδικά σε αγόρια—προφανώς εσύ και η Κλαίρη δε μετράτε—τελείως διαφορετικό.» Παίζοντας με το ποτήρι του καφέ συνεχίζω: «Πάντως, δε μπορώ να πω,» συνεχίζω, σηκώνοντας το ποτήρι μου ελαφρώς, «και ο Βαγγέλης και ο Θανάσης ήταν κύριοι.»
«Ναι, καλά, ας μην είχαν το φόβο του Θεού και θα σου έλεγα εγώ…» μου απαντάει μειδιώντας και βάζω κι εγώ τα γέλια γέρνοντας πίσω στην καρέκλα. 
«Δε μου λες, τι έχετε κανονίσει εσείς για του Αγίου Πνεύματος;» τη ρωτάω αλλάζοντας θέμα.
Ακουμπά το δάχτυλό της στο πηγούνι της, παριστάνοντας τη σκεπτική. «Προσευχή και περισυλλογή!» λέει με υπερβολικά σοβαρό ύφος. «Έχουμε και εξεταστική που έρχεται ποδοβολώντας.»
Τη στραβοκοιτάζω. «Γιατί, μωρή, εγώ κι ο Μάριος δεν έχουμε;»
Με κοιτάζει μισοκλείνοντας τα μάτια, χαμογελώντας. «Εσείς είστε φύτουλες, δεν έχετε ανάγκη.» Κάνει μια αργή, θεατρική κίνηση με το χέρι, σαν να ποτίζει φυτά. «Λίγο λίπασμα, και λίγο ήλιο…»
Ανοίγω διάπλατα τα χέρια μου, τραγουδώντας σχεδόν. «Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου!»
Σκάει στα γέλια και χτυπάει ελαφρώς το χέρι της στο τραπέζι. «Κάπως έτσι κι εγώ, αλλά με πολύ καφέ και καθόλου θάλασσα!»
Σηκώνω το φρύδι μου, πίνοντας μια γουλιά. «Αλλά τ’ αγόρι, αγόρι!»
Γέρνει το κεφάλι της πίσω, κλείνει τα μάτια της και σηκώνει τα χέρια της σαν να παραδίδεται. «Ε, στο είπα, θα γαμηθούμε στο διάβασμα!» μου λέει, και γελάμε και οι δυο.
Αφήνω το ποτήρι στο τραπέζι και την κοιτάζω εξεταστικά. «Αλήθεια, εσύ πού γύρναγες το πρωί;»
Την βλέπω να παίρνει το πιο αθώο ύφος της, αλλά οι λεπτές ρυτίδες σκέψης στο μέτωπό της την προδίδουν. «Είχα δουλειές, γι’ αυτό σου είπα να δώσουμε ραντεβού στο δημαρχείο.»
Σηκώνω το φρύδι μου, γέρνοντας το κεφάλι ελαφρώς στο πλάι. «Τι δουλειές;»
Χαμογελάει με νόημα, ακουμπώντας τα δάχτυλά της στο πιγούνι της. «Αν σου πω, θα πρέπει να σε σκοτώσω!»
Σταυρώνω τα χέρια μου και την κοιτάζω με μια υποτιμητική γκριμάτσα. «Σιγά, ρε υπερκατάσκοπε των επτά θαλασσών και των πέντε ηπείρων!» Και εκείνη τη στιγμή, εμφανίζεται ο Μάριος, κρατώντας δυο τσάντες στο χέρι.
«Καλώς το μου!» του λέω, σκύβει και μου δίνει ένα πεταχτό φιλάκι.
«Τι κάνετε, τσούπρες; Πώς πήγε το ρεκτιφιέ;»
«Δεν χρειάστηκε να τη δείρω πολύ» του απαντάει η Κατερίνα, πίνοντας μια γουλιά καφέ. «Κάθισε φρόνιμη και δεν δάγκωσε τη μανικιουρίστα!»
Ο Μάριος γέρνει το κεφάλι με ύφος τάχα μου σοκαρισμένου. «Για να δω!»

Του δείχνω τα χέρια μου πρώτα, κάνοντας μια υπερβολικά θεατρική κίνηση, και μετά σηκώνομαι όρθια να δει και τα πόδια μου. Δεν είχα φορέσει τα πέδιλα—δεν είμαι ακόμα έτοιμη για τέτοιες τυμπανοκρουσίες—οπότε ποζάρω με τα σανδάλια μου, περιμένοντας την ετυμηγορία.

«Σ’ αρέσει;»
Ο Μάριος χαμογελάει πλατιά. «Πολύ! Αμάν, ρε κορίτσι μου, πότε θα μάθεις να την ακούς την Κατερίνα;»
«Αυτό της λέω κι εγώ!» σιγοντάρει η ίδια με ύφος «επιτέλους, ένας λογικός άνθρωπος».
Στριφογυρίζω τα μάτια μου. «Δε συμφέρεις, κάθε φορά που με πας επειδή κάτι σου γυάλισε, τσούζει μετά ο κώλος μου! Έχεις και ακριβά γούστα!»
Ο Μάριος γελάει. «You pay peanuts, you buy monkeys! Τι πήρατε;»
«Πήρα και ένα ζευγάρι χαμηλοτάκουνα πέδιλα… και ένα φόρεμα!»
«Έλα, Χριστέ και Παναγία! Πήρες φόρεμα;» με ρωτάει γουρλώνοντας τα μάτια σα βάτραχος.
«Τι να πω, ήταν πολύ πειστική!» του απαντάω και χαμογελάει με νόημα. «Μην ξερογλείφεσαι πάντως, υπομονή και θα το δεις το βράδυ!»
«Καλά ντε, δε σου ζήτησα να πας και στην τουαλέτα ν’ αλλάξεις!»
«Ικανό σε είχα!»
«Όχι ότι θα με χαλούσε!»
« Tu m'en diras tant! » του απαντάω ειρωνικά στα γαλλικά, σηκώνοντας το φρύδι. «Δε μου λες, εσύ τι πήρες;»
«Για μένα πήρα ένα παντελόνι…»  Σταματάει για μερικές στιγμές και με κοιτάζει με ένα από αυτά του τα σκανταλιάρικα χαμόγελα. «Και για σένα πήρα αυτό,» συμπληρώνει, και μου δίνει την μία τσάντα.
Κοιτάζω την τσάντα με μισό μάτι. «Τι είναι αυτό;» Πάω να το ανοίξω, αλλά με σταματάει.
«Ναι… δε θα έλεγα ότι είναι καλή ιδέα να το ανοίξεις εδώ!» Και μετά σκάει στα γέλια. Το ίδιο κάνει και η Κατερίνα. Υπόπτως.
Γυρνάω και την κοιτάζω με μισόκλειστα μάτια. «Εσύ, μωρή, γιατί γελάς; Ξέρεις τι μου πήρε;»
«Κομμάτι…» μου λέει, και συνεχίζει να γελάει.
«Πουλάκια μου… αυτές ήταν μωρή οι δουλειές που είχες να κάνεις το πρωί;»
Η Κατερίνα σηκώνει το χέρι της με μια δραματική κίνηση. «Όχι, το πρωί όντως είχα δουλειές.»
«Και τότε πώς ξέρεις τι έχει μέσα η τσάντα;»
Σταυρώνει τα χέρια της και με κοιτάει σα να είμαι χαζή. «Γιατί δεν είναι μόνο δικός σου κολλητός, ρε μωρή! Το παιδί μου ζήτησε βοήθεια προχθές, κι εγώ του την πρόσφερα απλόχερα! Και όχι μόνο αυτό… αλλά έχει και εξαιρετικό γούστο! Θα τα λατρέψεις!»
Κοιτάζω την τσάντα. Ξανακοιτάζω την Κατερίνα. Ξανακοιτάζω την τσάντα. «Ποια;»
Η Κατερίνα χτυπάει τη γλώσσα της στον ουρανίσκο και μου κάνει ένα you poor thing βλέμμα. «Τα περιεχόμενα της τσάντας. Και καλό θα ήταν να μην τα ανοίξεις εδώ.» Η υποψία μου μεγαλώνει. «Και προπάντων να μην τα βάλεις στο πλυντήριο με τα υπόλοιπα ρούχα, γιατί βλέπω την Άννα να παθαίνει αποπληξία!»
Ο Μάριος, προσπαθώντας να κρατηθεί σοβαρός, συμπληρώνει: «Δε θα χρειαστεί—σήμερα τουλάχιστον!» Και μετά, γέρνει συνωμοτικά μπροστά και χαμηλώνει τη φωνή. «Πριν από λίγο τα πήρα από το καθαριστήριο… Και σας το ορκίζομαι, ρε παιδιά, η ταμίας με κοίταξε πολύ περίεργα!» συενίζει βάζοντας τα γέλια.
⇽∙∙∙⇾
Καθίσαμε εκεί μέχρι το μεσημεράκι, γελάσαμε, κουτσομπολέψαμε, και όταν γυρίσαμε στα σπίτια μας, βρήκα την ευκαιρία να δείξω στη μητέρα μου τα νύχια μου και τις καινούργιες μου γόβες. Για το φόρεμα δεν της είπα κουβέντα, ήθελα να της κάνω έκπληξη. Και φυσικά, για τα εσώρουχα που μου πήρε ο Μάριος, ούτε λόγος!

«Καλά που πήγα και πήρα ψωμί το πρωί, δηλαδή, δε θα έχει μείνει φούρνος για φούρνος στη γειτονιά!» μου λέει πειράζοντάς με και με χαμόγελο μέχρι τ’ αφτιά. «Φτου-φτου, κούκλα είσαι!»
«Είναι που πήρα από τη μαμά μου» της λέω, την παίρνω αγκαλιά και της σκάω ένα φιλί. Πάντα απολάμβανε αυτές τις αυθόρμητες εκδηλώσεις τρυφερότητας, ακόμα κι αν της έβγαινε να μουρμουρίσει λίγο, απλά για το τυπικό. «Αλήθεια, τι θα φάμε σήμερα;»
«Μπαρμπούνια! Βρήκε κάτι θρεφτάρια ο πατέρας σου, άλλο πράγμα!»
«Μην ξεκινήσεις περιγραφές!» της λέω γελώντας. «Πάω να αλλάξω και θα έρθω να σε βοηθήσω.»

Βασικά, θέλω να της κάνω έκπληξη με το φόρεμα, αλλά μετά όντως θα κάτσω να της κάνω παρέα. Πηγαίνω στο δωμάτιό μου και βγάζω τα ρούχα μου. Στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη και φοράω το καινούργιο μου φόρεμα. Το ύφασμα του γλιστράει στο δέρμα μου και καθώς ισιώνω λίγο τις τιράντες, μου έρχεται η συνειδητοποίηση ότι μου αρέσει η εικόνα που βλέπω. Γυρίζω δεξιά, αριστερά, προσπαθώ να με δω από κάθε γωνία. Έχει δίκιο η Κατερίνα, μου πάει. Θα του αρέσει του Μάριου, που βασικά είναι και ο κύριος λόγος που ψήθηκα ν’ αγοράσω το φόρεμα. Βάζω και τις γόβες και πάω στην κουζίνα να με δει η μητέρα μου.

«Μαμά, κλείσε τα μάτια σου!» της φωνάζω έξω απ’ την κουζίνα.
«Γιατί;»
«Κλείσε και θα δεις!»
«Άσε με, βρε διάολε, γριά γυναίκα!»
«Ε, όχι και γριά! Μπουμπούκι είσαι!» επιμένω. «Έλα, κλείσε τα μάτια σου!»
Την ακούω να ξεφυσάει, αλλά ξέρω ότι χαμογελάει. «Ορίστε, τα έκλεισα!»
Μπαίνω στην κουζίνα και στέκομαι μπροστά της. «Άνοιξέ τα!»
Τα μάτια της γουρλώνουν από την έκπληξη. Για μια στιγμή δεν μιλάει, με κοιτάζει σαν να βλέπει κάτι που δεν περίμενε, σαν να προσπαθεί να με αναγνωρίσει μέσα σ’ αυτό το σύνολο.
«Πήρες φόρεμα;» ρωτάει, αλλά η φωνή της έχει αυτή τη χροιά που ξέρω καλά—ένα μείγμα χαράς, συγκίνησης και μιας ελαφριάς δυσπιστίας ότι εγώ πήρα φόρεμα.
«Ναι!» της λέω γελώντας με την έκπληξή της. «Δηλαδή η Κατερίνα με έσυρε—κλασικά εικονογραφημένα—αλλά η αλήθεια είναι ότι μου άρεσε!»

Η μαμά δεν λέει τίποτα για λίγα δευτερόλεπτα, αλλά βλέπω τα μάτια της να υγραίνονται. Δεν είναι το φόρεμα, δεν είναι καν η αλλαγή στο στιλ μου. Είναι το ότι μεγάλωσα.

«Αχ, το κοριτσάκι μου έγινε ολόκληρη γυναίκα…» ψιθυρίζει και σκουπίζει βιαστικά τα μάτια της. «Ηλία! Ηλία!» φωνάζει ξαφνικά, καλώντας τον πατέρα μου να έρθει.

Ο Ηλίας μπαίνει ανυποψίαστος στην κουζίνα κρατώντας ακόμα την εφημερίδα του και όταν με βλέπει μένει και εκείνος με το στόμα ανοιχτό.

«Ο Χριστός και η Παναγία!» λέει αφήνοντας την εφημερίδα στο τραπέζι και με κοιτάζοντάς με από την κορυφή ως τα νύχια. Ανασηκώνει το φρύδι του και παίρνει εκείνο το ύφος μεταξύ πλάκας και ειλικρινούς κατάπληξης. «Βασιλικούλα μου… είσαι καλά; Να σου βάλουμε θερμόμετρο;»
«Σ’ αρέσει;»
Δεν απαντάει αμέσως. Με κοιτάζει λίγο ακόμα, λες και θέλει να αποτυπώσει αυτή τη στιγμή στη μνήμη του. «Πώς μεγάλωσες έτσι, π’ ανάθεμά σε…» λέει πιο ήρεμα. Η φωνή του έχει μια υποψία νοσταλγίας. «Μέχρι χθες ήσουν μισό μέτρο σκατό, πότε πρόλαβες κι έγινες ολόκληρη γυναίκα;»

Και τότε το συνειδητοποιώ, καθώς βλέπω τα μάτια τους να καθρεφτίζουν κάτι πολύ βαθύτερο από ένα απλό φόρεμα. Δεν είναι τα πέδιλα που κάνουν τη φωνή της μητέρας μου να ραγίζει, ούτε το φόρεμα που κάνει τον πατέρα μου να με κοιτάζει λες και προσπαθεί να παγώσει το χρόνο.

Είναι η στιγμή που συνειδητοποιούν ότι το μικρό τους κορίτσι, το αγοροκόριτσό τους που έτρεχε με λασπωμένα γόνατα στις αλάνες, μεγάλωσε. Είναι η στιγμή που βλέπουν μπροστά τους μια γυναίκα που κατάφερε επιτέλους να συμφιλιώσει την έμφυτη θηλυκότητά της με το αγοροκόριτσο μέσα της. Όχι σαν δύο αντίθετες δυνάμεις που παλεύουν, αλλά σαν κομμάτια του ίδιου παζλ που επιτέλους βρήκαν τη θέση τους.
⇽∙∙∙⇾
Όπως είχα πει και στην Κατερίνα, το βράδυ θα πηγαίναμε αρχικά στο πάρτι και μετά στο σπίτι του Μάριου. Όταν φόρεσα τα εσώρουχα που μου πήρε, η αλήθεια είναι ότι στην αρχή στραβοκατάπια. Μαύρο ημιδιάφανο δαντελένιο σουτιέν με ασορτί δαντελένιο κιλοτάκι. Αυτό που είχα πάρει με την Κατερίνα, ήταν και αυτό δαντελένιο αλλά αυτό που μου πήρε ο Μάριος… καμία σχέση. Μικρό… πολύ μικρό. Δεν είχα φορέσει ποτέ στη ζωή μου κάτι τέτοιο.

Στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη και σηκώνω λίγο τα φρύδια. Οκ, αντικειμενικά, δεν μπορώ να πω ότι δε μου πάει. Από την άλλη τόσο μικρό που είναι, το αισθάνομαι περίεργα, δε μου είναι ιδιαίτερα βολικό. Και όχι τίποτε άλλο αλλά μου μπαίνει και πίσω, και από τότε που τ’ αγόρια άρχισαν να με κοιτάνε αλλιώς, μου είχε γίνει και έγνοια να μη μου μπαίνουν η φόρμα ή το σορτσάκια πίσω, και η αίσθηση του εσώρουχου χτύπαγε μέσα μου λάθος συναγερμούς.

Αλλά τι να τον κάνω που τον αγαπάω τον μούργο; Που, όταν μου τα έδωσε, έλαμπε ολόκληρος; Που όταν με δει να τα φοράω θα φωτιστεί όλο του το πρόσωπο; Και όχι μόνο. Του το είχα πει κάποια στιγμή, και το εννοούσα: Για εκείνον ήθελα να είμαι όμορφη, ήθελα να είμαι εντυπωσιακή. Γιατί; Γιατί δεν ήταν η εμφάνισή μου που τον είχε κερδίσει. “Δεν ερωτεύτηκα το ξωτικό, που έλεγε ο Πολιτάκης. Το αλητάκι μου ερωτεύτηκα, τη Μπίλι μου, που την ξέρω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.” 

Φοράω το μαύρο midi φόρεμα και τις καινούργιες μου γόβες και στέκομαι πάλι μπροστά στον καθρέφτη. Τόσο οικεία εικόνα και μαζί τόσο ξένη. Μέχρι τώρα φορούσα τα δύο φορέματα που είχα χωρίς πραγματικά να το θέλω. Είτε για να πάμε σε κάποιο γάμο ή βαφτίσια, είτε για να κάνω την Άννα να πάρει μια μικρή χαρά. Ή, ακόμα χειρότερα, τότε, με το Δημήτρη, το είχα φορέσει σαν όπλο. Και τι καλά που πήγε… Αναστενάζω, παίρνω την τσάντα μου, και πάω να βρω τους δικούς μου.

«Μαμά, μπαμπά, θα αργήσω λίγο σήμερα, έχουμε να πάμε σε πάρτι που κάνει ένας συμφοιτητής μας,» τους λέω μπαίνοντας στο σαλόνι και ο  πατέρας μου, που έβλεπε τις ειδήσεις, στρέφει το βλέμμα του πάνω μου και με κοιτάζει από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
«Ποιος θα οδηγεί;» με ρωτάει, χωρίς να σχολιάσει το γεγονός ότι φοράω φόρεμα και γόβες. Ή που δεν το έχει συνειδητοποιήσει ακόμα, ή που έχει επιλέξει τη στρατηγική του μη σχολιάζεις, μη σχολιάζεις, μη σχολιάζεις και ίσως το σύμπαν επανέλθει στην κανονική του κατάσταση.
«Κανείς, ο συμφοιτητής μας μένει κοντά στο ΙΚΑ, με τα πόδια θα πάμε» τον καθησυχάζω. «Λοιπόν, πάω να πάρω το Μάριο και φεύγουμε. Λογικά γύρω στις πέντε θα έχουμε γυρίσει!»
«Να περάσετε όμορφα» λέει η μητέρα μου και της σκάω ένα φιλί στο μάγουλο πριν φύγω.
Πηγαίνω δίπλα, χτυπάω το κουδούνι και ακούω από το θυροτηλέφωνο τη φωνή του Μάριου: «Μπίλι, έλα λίγο μέσα, δεν έχω τελειώσει ακόμα!»

Ανεβαίνω και τον βρίσκω στο μπάνιο, να ξυρίζεται, τυλιγμένος μόνο με μια πετσέτα.

«Κάτσε, τελειώνω το ξύρισμα και έρχομαι!» μου φωνάζει μέσα από τον καθρέφτη.

Χαμογελάω και κάθομαι στο σαλόνι. Όταν επιτέλους βγαίνει, είναι έτοιμος, φορώντας τζιν και ένα γαλάζιο πουκάμισο που του πάει γάντι. Σηκώνει το βλέμμα του, με βλέπει και… παγώνει.

«Θεέ μου.»

Κάνει ένα βήμα πιο κοντά. Τα μάτια του με διατρέχουν από την κορυφή μέχρι τα νύχια, στέκονται λίγο παραπάνω στις λεπτομέρειες. Στα βαμμένα νύχια, στις γόβες, στο φόρεμα που αγκαλιάζει το σώμα μου.

«Θεέ μου, είσαι κούκλα.»

Το χαμόγελό μου φτάνει μέχρι τ’ αυτιά.

«Σ’ αρέσει;»
«Είσαι… είσαι… δεν έχω λόγια!»

Αφήνει κάτω ό,τι κρατάει και έρχεται και με αρπάζει στην αγκαλιά του. Με φιλάει με πάθος, τόσο δυνατά που παραπατώ, αλλά με κρατάει σφιχτά. Όταν τελικά απομακρύνεται, με ξανακοιτάζει πάλι από πάνω μέχρι κάτω.

«Εγώ λέω να μην πάμε στο πάρτι!» μου λέει με το πιο πονηρό του χαμόγελο.
Γελάω και του χτυπάω το στήθος παιχνιδιάρικα. «Εσύ να είσαι φρόνιμος και να τελειώνεις, μας περιμένει η Κατερίνα!»
«Party pooper!»
«Καλά κάνω!»
«Καλάθια, να μην μου παραπονιέσαι μετά αν σε στριμώξω πάλι σε καμιά τουαλέτα!»
«Πότε σου παραπονέθηκα βρε αχάριστε;» τον πειράζω, θυμίζοντάς του ότι από τότε που του είχα κάνει πίπα στην τουαλέτα ενός φοιτητικού πάρτι, το κάναμε παράδοση, και δεν είχαμε μείνει μόνο σε πίπες· έγινε το φετίχ μας. 
Ο Μάριος γελάει. «Τα φόρεσες αυτά που σου πήρα ή έχεις ακόμα τα ρούχα σου;»
«Τι να σε κάνω που σε αγαπάω; Τα φόρεσα, χθες ήταν η τελευταία μου μέρα!» 
«Ω ρε μάνα μου!» λέει με μάτια που γυαλίζουν.
«Το μυαλό σου στο κοκό!» τον πειράζω.
«Τη μέρα που το μυαλό μου θα σταματήσει να πηγαίνει στο κοκό βλέποντάς σε έτσι, σε παρακαλώ κάνε μου μια χάρη: Πυροβόλησέ με στο κεφάλι!» μου λέει, και βάζω τα γέλια.
«Λοιπόν, πάμε γιατί αν συνεχίσουμε την κουβέντα δε μας βλέπω να φεύγουμε!» του λέω για να τον επαναφέρω στην τάξη.

Με πιάνει από το χέρι και με τραβάει προς την πόρτα, αλλά όχι πριν μου δώσει άλλο ένα φιλί.
⇽∙∙∙⇾
Πάμε και παίρνουμε Κατερίνα και Θανάση και μετά ανηφορίζουμε στο σπίτι που μένει ο συμφοιτητής μας. Γύρω στις 01:00 βρίσκουμε την ευκαιρία και πάμε στο μπάνιο και ο Μάριος σχεδόν μου ορμάει, αλλά η αλήθεια είναι πως και του λόγου μου είμαι φοβερά ερεθισμένη. Ψαχουλευόμαστε για λίγη ώρα και μετά με βάζει να γονατίσω και να του πάρω πίπα.

Βασικά άλλο θέλαμε και οι δύο αλλά ούτε προφυλακτικά έχουμε φέρει μαζί μας και αν και—σήμερα τουλάχιστον—μπορεί να τελειώσει μέσα μου, το σέξι εσώρουχο που φοράω δεν είναι για τέτοια καθώς δεν μπορώ να βάλω σερβιετάκι, οπότε προς το παρόν περιοριζόμαστε στην πίπα, και ήταν ήδη τόσο ερεθισμένος που δεν μου πήρε ούτε πεντάλεπτο για να τον κάνω να τελειώσει—και ήταν και πάλι σεβαστή η ποσότητα που χρειάστηκε να καταπιώ, τρομάρα του!

«Πού χαθήκατε εσείς;» με ρωτάει η Κατερίνα με το που γυρνάμε.
«Άμα σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω» της απαντάω και βάζει τα γέλια. Τόσα χρόνια φίλες δεν έχουμε μεταξύ μας μυστικά. Βέβαια δεν είναι μόνο δική μου κολλητή, είναι και του Μάριου, αλλά εντάξει, υπάρχουν και κάποια πράγματα που τα κοριτσάκια τα λέμε μόνο μεταξύ μας.

Γύρω στις δύο τους καληνυχτίζουμε, Κατερίνα και Θανάσης θα κάτσουν και άλλο, και επιστρέφουμε στο σπίτι του Μάριου, όπου ο ποδολάγνος μέσα του ξεσαλώνει!

«Εχμ, είμαι και η υπόλοιπη εδώ» του λέω κάποια στιγμή χάνοντας την υπομονή μου. Αν και στην αρχή μου είχε φανεί περίεργο, τόσα χρόνια μαζί του το είχα συνηθίσει. Και δεν λέω, μου άρεσε που μου πιπιλούσε και μου έγλειφε τα δάχτυλα αλλά σήμερα ειδικά το είχε παραξηλώσει.

Ναι, δε με άφησε παραπονεμένη, να τα λέμε αυτά, μωρέ μ’ έβαλε κάτω και μου άλλαξε τα φώτα. Δεν είχα βγάλει το φόρεμα, ήμουν ακόμα καθιστή στο κρεββάτι, όπως μου είχε ζητήσει, και τόση ώρα που ήταν γονατισμένος γλείφοντάς μου τα δάχτυλα, απόρησα πως δεν τον είχε πιάσει η μέση του.

Μου ζητάει να σηκωθώ και να φορέσω ξανά τις γόβες μου και στην αρχή δεν καταλαβαίνω το γιατί, η ιδέα είναι να βγάλουμε τα ρούχα μας, όχι να τα βάλουμε. Βέβαια, όταν σηκώθηκε και ήρθε από πίσω μου και άρχισε να με φιλάει στο σβέρκο, μαλάζοντάς μου δυνατά τα στήθη πάνω από το φόρεμα, το έπιασα το υπονοούμενο.

Καθώς το φόρεμα είναι ανοιχτό και επιτρέπει ζογκλερικά, μου το σηκώνει και με βάζει να σκύψω πάνω από το γραφείο του. Γονατίζει και πάλι, και τραβώντας ελαφρά το στρινγκάκι αρχίζει και με γλείφει από πίσω και ταυτόχρονα έχει περάσει το χέρι του μπροστά και με παίζει, κάνοντάς με πύραυλο.

Με βάζει να γονατίσω και πάλι και να τον πάρω στο στόμα μου για λίγη ώρα και μετά με σηκώνει και με βάζει και πάλι να σκύψω πάνω από το γραφείο, όπου μου σηκώνει και πάλι το φόρεμα και αυτή τη φορά μου κατεβάζει το εσώρουχο.

«Σιγά-σιγά μωρό μου» του λέω έχοντας πολύ καλή ιδέα του τι θέλει να μου κάνει. Του αρέσει πολύ να με παίρνει από πίσω και δε θέλω να τον παρασύρει ο ενθουσιασμός του γιατί όσο και αν μου αρέσει να του δίνομαι με τον τρόπο που επιθυμεί, το από πίσω πονάει στην αρχή και θέλει τη ρέγουλά του.

«Θα προσέχω μωρό μου» με διαβεβαιώνει. «Και έχω και αυτό!»
«Αυτό; Ποιο;» τον ρωτάω.
«Πήρα λιπαντικό!» μου λέει μα πριν προλάβω να απορήσω νιώθω το δάχτυλό του σχεδόν να γλιστράει πίσω μου.

Πάντα το έκανε αυτό πριν ξεκινήσει, αλλά σε αντίθεση με το σάλιο ή τα κολπικά μου υγρά, το δάχτυλό του μπαίνει πολύ πιο άνετα μέσα μου. Έχω κλείσει τα μάτια μου και αρχίζω να το απολαμβάνω σε βαθμό που δεν περίμενα, όχι τόσο γρήγορα. Το από πίσω είναι λίγο περίεργο, άλλες φορές με κάνει σχεδόν να βελάξω από τον πόνο—κάμποσες φορές έχουμε σταματήσει γιατί απλά δεν τον άντεχα. Κάποιες άλλες φορές είναι απλά ενοχλητικό· το υπομένω μόνο και μόνο γιατί ξέρω πόσο του αρέσει. Υπάρχουν όμως και αρκετές φορές που από λίγη ώρα και μετά αρχίζει να μου αρέσει.

Ε, σήμερα είναι μια από αυτές, άρχισε να μου αρέσει με το που μου έβαλε σχεδόν το δάχτυλο. Κοίτα να δεις τι διαφορά μπορεί να σου κάνει το λιπαντικό, που για να έχουμε καλό ρώτημα πότε το πήρε; Τραβάει το δάχτυλό του και ακουμπάει το όργανό του πίσω μου και παρά τον ερεθισμό που νιώθω, κλείνω τα μάτια μου και σφίγγω τα δόντια στην αναμονή του αναπόφευκτου πόνου. Ναι, υπάρχει, αλλά είναι ασύγκριτα μικρότερος με τις άλλες φορές. Το βογγητό που μου ξεφεύγει δεν είναι πόνου, είναι ηδονής!

«Σε πόνεσα μωρό μου;» με ρωτάει σταματώντας παρερμηνεύοντας το βογγητό.
«Αν σταματήσεις τώρα βρες λαγούμι να κρυφτείς!» του λέω με φωνή βραχνή από την καύλα.
«Είσαι σίγουρη;» με ρωτάει και πάλι.
«Σκάσε και γάμα με, κουβέντα θ’ ανοίξουμε;» του λέω προκλητικά.
«Πουλάκι μου! Μωρέ άλογο θα σε κάνω!» μου λέει και τραβώντας με από τα μαλλιά καρφώνεται πίσω μου, και μπορεί να έτσουξε λίγο, Θανάση μου, αλλά πολύ μου άρεσε!

Και όπως το είπε έτσι και το έκανε, αυτό έχω να πω. Και δεν ήταν μόνο η δύναμη με την οποία καρφωνόταν όλος μέσα μου, πέφταν και τα δυνατά χαστούκια στα κωλομέρια, και αν ήμουν μία φορά πύραυλος πριν, έγινα δέκα. All-in-all απόψε ήταν πολύ μακράν του δεύτερου το καλύτερο από πίσω που είχαμε κάνει ποτέ, και ευτυχώς να λέω, καθώς λόγω της πίπας που είχε προηγηθεί στο πάρτι του πήρε κάμποση ώρα να τελειώσει.

«Σ’ αρέσει μωρό μου;» με ρωτάει αγκομαχώντας.
«Πολύ…» του λέω σχεδόν ξεψυχισμένα κάνοντάς τον να επιταχύνει κι άλλο, σχεδόν με κοπανούσε τόσο δυνατά που τα μπούτια του πλατάγιζαν στους γλουτούς μου.

Αυτό συνεχίζεται για λίγη ώρα ακόμα, μέχρι που κάποια στιγμή, και τραβώντας με δυνατά από τα μαλλιά, καρφώνεται μέσα μου όσο δεν πήγαινε, κάθεται ακίνητος, και τελειώνει με ένα παρατεταμένο βογγητό. Τραβιέται και φεύγω τρέχοντας για το μπάνιο. Με το που τελειώνω και κάνω να βγω, τον βρίσκω να με περιμένει έξω από την πόρτα.

«Θέλεις να κάνουμε ντουζάκι;»
«Αμέ!» του λέω χαμογελαστή και γδύνομαι σε χρόνο ρεκόρ, και το ίδιο κάνει και εκείνος.

Στο ντουζ έχει και δεύτερο γύρο, με βάζει και πάλι να σκύψω αλλά αυτή τη φορά μπαίνει μπροστά μου. Δεν κλιμακώνω, σπάνια συμβαίνει αυτό με διείσδυση, αλλά ήταν πολύ όμορφο, και το κυριότερο ήταν ότι τέλειωσε μέσα μου, και τη λατρεύω αυτή την αίσθηση. Δε βρέξαμε τα μαλλιά μας και έτσι μετά από ένα γρήγορο σκούπισμα γυρίζουμε και ξαπλώνουμε γυμνοί στο κρεββάτι του. Μακάρι να μπορούσαμε να ξενυχτίσουμε, λατρεύω να κοιμάμαι και να ξυπνάω στην αγκαλιά του, αλλά δεν πειράζει, θα κάνω υπομονή μια εβδομάδα.

«Δε μου είπες, που θα πάμε του αγίου πνεύματος;»
«Πόζαρ!» μου λέει και σχεδόν χοροπηδάω από τη χαρά μου. Πέρσι, η Κατερίνα με το Θανάση είχαν πάει διακοπές στη Χαλκιδική και βρήκαν μια μέρα ευκαιρία και πήγαν στα Πόζαρ και είχαν ξετρελαθεί. «Έχω ήδη κλείσει ξενοδοχείο.»
«Αχ ναι!!! Υπέροχα!!!»
«Μόνο που θα πρέπει να μοιράσουμε λίγο την οδήγηση.»
«Κανένα πρόβλημα, μωρό μου!» τον διαβεβαιώνω, ενθουσιασμένη.

Γέρνει πάνω μου και αρχίζει και με φιλάει ενώ τα χέρια του μου χαϊδεύουν απαλά τα στήθη. Φιλιόμαστε για λίγη ώρα και μετά αρχίζει να με γλείφει και να με δαγκώνει απαλά στο λαιμό και στο σαγόνι και συνεχίζει έτσι μέχρι που φτάνει στα στήθη μου κάνοντάς με και πάλι να ανατριχιάσω. Μου γλείφει και μου πιπιλάει τις ρόγες εναλλάξ ενώ εγώ τον χαϊδεύω απαλά στα μαλλιά. Σταματάει για μερικές στιγμές, και, συνεχίζοντας τα απαλά δαγκώματα σε όλο μου το κορμί, φτάνει μέχρι κάτω, βάζοντας και πάλι φωτιά στα λαγόνια μου.

Παίζει την κλειτορίδα μου με τη γλώσσα και τα χείλη του, ενώ ταυτόχρονα μου μαλάζει δυνατά και τα δυο στήθη και, πότε-πότε, μου τσιμπάει και τις ρώγες. Σε αντίθεση με τις φορές που μου το κάνει αιφνιδιαστικά—κάνοντάς με να τσιρίξω ενώ ο γάιδαρος ξεκαρδίζεται στα γέλια—ο πόνος είναι πιο γλυκός και έχει μια απίστευτα ηδονική χροιά. Το σώμα μου τεντώνεται άθελά μου, νιώθω σα να με διαπερνάει ηλεκτρικό ρεύμα.

«Σε θέλω…» καταφέρνω να ψελλίσω. «Μέσα μου… σε θέλω μέσα μου… Σε θέλω…» του κάνω, το έχω χάσει τελείως!

Δεν απαντάει, συνεχίζει για λίγη ώρα το βασανιστικά ηδονικό του παιχνίδι και μετά σταματάει και ανεβαίνει πάνω μου. Αν και σωματικά μ’ ερεθίζει πολύ περισσότερο το να είμαι στα τέσσερα ή να τον καβαλάω, η αλήθεια είναι ότι το να νιώθω το βάρος του κορμιού του πάνω στο δικό μου, και το να μπορώ να τον κοιτάζω στα μάτια την ώρα που με κάνει δική του, δεν συγκρίνεται με τίποτα!

«Κάνε με δική σου μωρό μου!» σχεδόν τον εκλιπαρώ.
«Δική μου… μόνο δική μου» μου λέει τρίβοντάς σαδιστικά το όργανό του στα κάτω μου χείλη.
«Δική σου… μόνο δική σου… είμαι η Μπίλι σου…»

Είναι υπέροχα, υπέροχα! Κινείται μέσα μου χωρίς βιάση και συνεχίζει έτσι για πολλή ώρα. Οι στεναγμοί μου γίνονται βογγητά και όταν αρχίζει να επιταχύνει, τα βογγητά γίνονται αναφιλητά, και μπορεί να μην τελειώνω συχνά με αυτό τον τρόπο, αλλά σήμερα είναι μια από αυτές τις φορές!

Το νιώθω, το καταλαβαίνω από τη φωτιά που έχει απλωθεί στα λαγόνια μου και με καίει, το καταλαβαίνω από τους σπασμούς που κάνει άθελά μου το κορμί μου. Κοιταζόμαστε στα μάτια και βυθίζομαι στο σμαραγδένιο των ματιών του. Η ψυχή μου λες και πετάει, η φωτιά γίνεται πυρκαγιά και η πυρκαγιά έκρηξη, είναι τόσο δυνατός ο οργασμός μου που νιώθω σχεδόν την ψυχή μου να μ’ εγκαταλείπει.

«Μπίλι μου… Μπίλι μου…» σχεδόν φωνάζει κοκκαλώνοντας μέσα μου.
«Ναι μωρό μου… ναι… η Μπίλι σου… η Μπίλι σου» βρίσκω τη δύναμη να πω ενώ το όργανό του κάνει σπασμούς βαθιά μέσα μου και η αίσθηση χωρίς το προφυλακτικό είναι… είναι απερίγραπτη. Δεν τραβιέται αμέσως, ξαπλώνει προσεκτικά πάνω μου και χανόμαστε και πάλι σ’ ένα ατελείωτο φιλί.
«Σ’ αγαπάω… Θεέ μου, πόσο σ’ αγαπάω!» μου λέει κοιτάζοντάς με στα μάτια.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω, Μάριε, σ’ αγαπάω όσο δε φαντάζεσαι, κι άλλο τόσο, κι άλλο τόσο» του λέω χαϊδεύοντας τον τρυφερά στο πρόσωπο.
«Θες σοκολάτα;» με ρωτάει από το πουθενά και βάζω τα γέλια.
«Ναι, γιατί όχι;» του απαντάω χαμογελαστή, και σηκωνόμαστε και οι δύο τσίτσιδοι και πάμε στην κουζίνα μέσα στη μαύρη νύχτα για να φτιάξουμε καλοκαιριάτικα ζεστή σοκολάτα. Γυρνάμε στο σαλόνι, βάζει μουσική και καθόμαστε να πιούμε τις σοκολάτες μας.
«Βρε αθεόφοβε, πάλι έχεις καύλες;» τον ρωτάω βλέποντάς τον και πάλι ερεθισμένο.
«Ένεκα της καλής παρέας!» μου κάνει.
«Τρεις φορές μέσα σε μια ώρα, για να μην πω για την πίπα στο πάρτι! Μη μου μείνεις!» τον πειράζω.
«Γι’ αυτό ήθελα σοκολάτα, να αναπληρώσω υγρά!»
«Γεμίζεις;» τον πειράζω.
Αυτό ακριβώς έκανε, καθώς αφήνει τη σοκολάτα, με βάζει να κάτσω στα τέσσερα στον καναπέ. «Έρχομαι, μου λέει.»

Και πηγαίνει μέσα στο δωμάτιο και φέρνει τη βίτσα,  και που σε πονεί και που σε σφάζει, Μπίλι. Και όχι, δεν αναφέρομαι στη βίτσα, εκεί ο πόνος είναι προβλεπέ και καλοδεχούμενος. Στο κοπάνισμα στα χταπόδι αναφέρομαι, καθώς μετά ακολούθησε και τέταρτος, γύρος και πέμπτος και έκτος. Μου έδωσε και κατάλαβα, ήταν ακριβώς όπως το είχε προβλέψει η Κατερίνα, μπούτι δεν μ’ άφησε να κλείσω όλο το βράδυ.

Πραγματικά απορώ που στο τέλος της βραδιάς μπορούσε να πάρει τα πόδια του, γιατί εγώ, στις 05:00 που έφυγα για να γυρίσω σπίτι, με δυσκολία μπόρεσα να πάρω τα δικά μου, πονώντας σε μέρη του σώματός μου που δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν.

Oh, well… αυτά είναι προβλήματα!

Αν μου βάλεις λαδορίγανη, με σερβίρεις όπως είμαι.

Έρχεται το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος αλλά μιας και τα μαθήματα έχουν τελειώσει θα το κάνουμε πενταήμερο, θα ξεκινήσουμε για Πόζαρ την Πέμπτη το πρωί και θα επιστρέψουμε αργά το απόγευμα της Τρίτης. Η εξεταστική του Ιουνίου θα είναι και η τελευταία για το Μάριο, το δέκατο εξάμηνό του αναλώθηκε όλο στην διπλωματική του εργασία καθώς είχε φροντίσει να ξεμπερδέψει με όλα τα υπόλοιπα μαθήματα από το τέλος του ένατου, κάτι το οποίο σκοπεύω να κάνω κι εγώ.

Οι βαθμοί που έχουμε και οι δύο είναι εξαιρετικοί, ο Μάριος έχει μέχρι στιγμής 9,7 ενώ εγώ έχω πέσει στο 9,5 και εκτός αν ξαναδώσω κάποια μαθήματα, δεν προλαβαίνω να τον φτάσω ακόμα και αν πάρω δεκάρια σε όσα μαθήματα μου έχουν μείνει. Καλά, όχι ότι έχω καμιά ιδιαίτερη κάψα να το κάνω καθώς ακόμα και αν πιάσω απλά τη βάση σε όσα έχουν μείνει η τελική μου βαθμολογία δεν θα πέσει κάτω από το 9.3.

Του λόγου του από το επόμενο εξάμηνο θα ξεκινήσει και μεταπτυχιακά, αν και μου εξομολογήθηκε ότι θα ψαχτεί αν μπορεί να πάρει υποτροφία σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού. Προφανώς και δεν βάζω τίποτα πάνω από το καλό του, αλλά ένας Θεός ξέρει πως θα την παλέψουμε αν φύγει για καμιά Αμερική και δεν βρω κι εγώ κάποια ανάλογη υποτροφία για εκεί. Τέλος πάντων, όπως λένε και οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι, “We will cross that bridge if and when we get there.”
⇽∙∙∙⇾
Τα ξημερώματα της Κυριακής που γύρισα σπίτι δεν μπορούσα να πάρω καλά-καλά τα πόδια μου, με είχε κάνει άλογο το μωρουλίνι μου. Καλά, όχι ότι παραπονιέμαι, αυτό θα έλειπε. Λόγω της ώρας—και πάλι καλά να λέω—οι δικοί μου κοιμόντουσαν, γιατί αν με έβλεπαν πως περπατούσα, δε θα πήγαινε καθόλου καλά. Και όχι τίποτε άλλο, να δω πως θα το έπλενα αυτό το ρημάδι το εσώρουχο, αν το έβλεπε η Άννα θα πάθαινε πολλαπλά εγκεφαλικά.

Τι να κάνω, άλλαξα σε κάτι πιο βολικό και το καταχώνιασα μέχρι να βρω την ευκαιρία να το πλύνω—και αυτό ήταν το μισό πρόβλημα, το άλλο μισό ήταν που θα το απλώσω να στεγνώσει. Όπως και να έχει έπεσα για ύπνο με όλο το σώμα μου να πονάει, έτσι όπως με κοπανούσε σα χταπόδι όλο το βράδυ ο Μάριος, μόνο η λαδορίγανη έλειπε.

Το πρωί—λέμε τώρα—και όπως είχαμε κανονίσει με την Κατερίνα πήγαμε στο Μπουρνάζι για καφέ. Δοκίμασα να ξυπνήσω και το Μάριο, αλλά την τρίτη φορά που με απείλησε ότι θα μου κάνει τον κώλο πιο κόκκινο απ’ ότι συνήθως—και με τα παιχνίδια μας γινόταν αρκετά—τον άφησα στη ησυχία του.

Η Κατερίνα με περιμένει έξω από το σπίτι της, και βλέποντάς με να σούρνομαι αρχίζει τα χάχανα. «Καλώς το μου!» λέει γελώντας. «Πώς είσαι;»
Αναστενάζω βαριά, σαν άνθρωπος που μόλις επέστρεψε από πολεμικό μέτωπο. «Αν μου βάλεις λαδορίγανη, με σερβίρεις όπως είμαι!»
Η Κατερίνα ξεκαρδίζεται. «Κατάλαβα! Που σε πονεί και που σε σφάζει, ε;»
«Δε λες τίποτα, όταν έφυγα στις 05:00 δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου. Πονάω σε μέρη που δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν!»
Σηκώνει το φρύδι της, ενώ τα μάτια της γυαλίζουν από περιέργεια. «Καλά μωρή… Τι κάνατε;»
«Δεν ρωτάς καλύτερα τι δεν κάναμε;» της λέω ύφος ανθρώπου που τα έχει δει όλα στη ζωή του. «Μικρότερη θα είναι η λίστα,» συνεχίζω κάνοντάς την να γελάσει πονηρά.
«Μήπως να πάμε με αυτοκίνητο και όχι με τα πόδια;» με ρωτάει βλέποντάς με να μην μπορώ να πάρω τα πόδια μου.
«Αν μπορείς, θα με υποχρεώσεις!» της απαντάω κοιτάζοντάς την με ευγνωμοσύνη.

Δέκα λεπτά αργότερα φτάνουμε στην καφετέρια, η οποία θυμίζει λαϊκή αγορά Σαββάτου, αλλά με καφέδες αντί για μαρούλια και ντομάτες. Καταφέρνουμε να βρούμε μια απόμερη γωνιά, γλιτώνοντας ταυτόχρονα κάπνα και βαβούρα.

«Μέχρι τι ώρα κάτσατε με το Θανάση;»
«Γύρω στις τρεις το διαλύσαμε.»
«Και μετά;»
«Μετά πήγαμε για φρέσκα.»
«Καλά που ορκιζόσουν πως δεν θα το ξανακάνεις σε Autobianchi!» της λέω πετσοκόβοντάς την, αλλά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά!
«Όχι Autobianchi!» μου δηλώνει αυτάρεσκα. «Γαμηστρώνας, κρεβατάκι και γαμήσι μέχρι τελικής πτώσεως,» μου απαντάει με θριαμβευτικό βλέμμα!
«Άξιος!» της λέω ξεκαρδισμένη.
«Άξιος αλλά θα τον πάρει κανένας διάολος…» μου κάνει με ένα ίχνος εκνευρισμού. «Έχει λυσσάξει να το κάνουμε από πίσω,» μου λέει με ένα βλέμμα απελπισίας.
«Ναι, στο μέγεθος που λες ότι έχει φαντάζομαι θα είναι πρόβλημα,» της απαντάω γεμάτη κατανόηση. «Εδώ υπάρχουν φορές που καλά-καλά ούτε εγώ δεν την παλεύω, που μ’ αρέσει κιόλας, και του Μάριου δεν είναι και κανένας τεράστιος.»
«Είδα κι έπαθα να μπορώ να τον πάρω αξιοπρεπώς στο στόμα μου!» μου λέει και συνεχίζει με ύφος γεμάτο απόγνωση: «Μα δεν είναι τσουτσού αυτό που έχει, είναι από αυτά που χρησιμοποιούσαν οι βασανιστές στον μεσαίωνα για ανασκολοπισμό!» συμπληρώνει κάνοντάς με να μου φύγει ένα ροχαλητό.
«Ναι, αλλά τουλάχιστον τώρα πια στο ορθόδοξο το ευχαριστιέσαι!» της λέω παρηγορητικά, χαϊδεύοντάς της το χέρι.
«Ναι, ψεύτρα μην είμαι!» μου κάνει χαμογελώντας. «Και στο ορθόδοξο, και στο καθολικό, και στο διαμαρτυρόμενο μη σου πω…» Δραματική παύση. «Στο οθωμανικό είναι που έχουμε το πρόβλημα!» μου λέει και δεν μπορώ και πάλι να πνίξω τα γέλια μου, κερδίζοντας ένα κεραυνοβόλημα όλο δικό μου!
«Ωχ μωρέ κι εσύ,» της κάνω κουνώντας το χέρι μου. «Το πολύ-πολύ δεν του κάθεσαι, τι θα γίνει, με το ζόρι;»
«Εσύ πως την παλεύεις ρε μωρή;» με ρωτάει με ξαφνική περιέργεια.

Σηκώνω μα μάτια μου ψηλά, την έχουμε ξανακάνει αυτή τη συζήτηση αλλά κατά τα φαινόμενα, μόνη μου τα έλεγα, μόνη μου τα άκουγα.

«Τα έχουμε ξαναπεί αυτά,» της υπενθυμίζω και μου κάνει ένα ανυπόμονο νεύμα τύπου “ναι, καλά, σκάσε και λέγε”. «Αφενός δεν είναι ανακόντα στο μέγεθος…» της λέω κερδίζοντας κι ένα δικό της ροχαλητό, « και αφετέρου με προετοιμασία, πολλή προετοιμασία. Σάλιο και υπομονή, που λένε…»
«Τσούζει Θανάση μου;» με ρωτάει βάζοντας τα γέλια.
«Είναι περίεργο να σου πω την αλήθεια…» της εξομολογούμαι.  «Υπάρχουν κάποιες φορές που δεν την παλεύω με την καμία. Την πρώτη φορά δεν του είπα τίποτα γιατί δεν ήθελα να τον κόψω…»
«Καλός μαλάκας είσαι…» μου λέει κόβοντάς με.
«Ε, με ξέρεις τώρα. Τέλος πάντων, το πήρε ο ίδιος χαμπάρι και με πήρε ο διάολος και με σήκωσε, μου τα έχωνε όλο το υπόλοιπο βράδυ!» της λέω αναστενάζοντας, είχα φάει το χεσίδι της ζωής μου!
«Καλά σου έκανε ρε μωρή!» μου λέει νευριασμένη.
“The things we do for love…” της λέω κερδίζοντας ακόμα ένα κεραυνό. «Τέλος πάντων, για να επανέλθουμε. Θέλει τη ρέγουλά του γιατί πάντα πονάει στην αρχή. Πάντως χθες…» λέω και σταματάω στη μέση της πρότασης. «Μωρή, κάπου πήγε και πήρε λιπαντικό! Πού το βρήκε;»
Η Κατερίνα σηκώνει τους ώμους. «Πού θες να ξέρω ρε μωρή; Δεν ήμουν μαζί του όταν το αγόρασε. Σε κάποιο sex shop λογικά. Για πες τώρα, λιπαντικό; Κάνει δουλειά;»
«Αν κάνει λέει; Χίλιες φορές καλύτερο και από το σάλιο και από τα κολπικά υγρά,» της λέω με το μυαλό μου να πηγαίνεις στις χθεσινοβραδινές μας πομπές. «Χθες… όχι απλά δεν πόνεσα ιδιαίτερα, την άκουσα στέρεο, ό,τι πιο κοντά σε οργασμό έχω νιώσει κάνοντας το έτσι!» της λέω με το ύφος της χορτασμένης γάτας.
«Χμμμ… με βάζεις σε σκέψεις!» μου κάνει σουφρώνοντας τα χείλη και με το βλέμμα της βαθιάς περισυλλογής.
«Κοιμάται ο Θανάσης και η τύχη του δουλεύει!» της απαντάω χαχανίζοντας.
«Μωρέ μ’ έκανε και είδα το Χριστό Φαντάρο με στολή παραλλαγής το βράδυ, τ’ αυγά και τα πασχάλια έχασα,» μου απαντάει αναστενάζοντας.
«Τι καλός!»
«Δεν ξέρω αν θα του δώσω τελικά τον απαυτό μου… αλλά εδώ και λίγο καιρό δεν μένει παραπονεμένος στο άλλο.»
Η έκπληξη που ζωγραφίζεται στο πρόσωπό μου είναι πιο εύγλωττη και από «Τι έγινε εδώ ρε παιδιά» από τον Παπαδόπουλος στους Απαράδεκτους. «Ώπα! Ώπα! Αποφάσισες να …γευτείς το νέκταρ του;» τη ρωτάω με γουρλωμένα μάτια; Πού είσαι Πολιτάκη να δεις το ξωτικό σου βάτραχο!
«Και να το γευτώ και να το καταπιώ. Μια ιδέα ήταν τελικά, δίκιο είχες,» μου λέει με τόση φυσικότητα λες και μιλάει για πορτοκαλάδα.
«ΤΙ!ΛΕΣ!ΤΩΡΑ! Α, εσύ προχώρησες πολύ!» της λέω εντυπωσιασμένη.
«Ε, τι, μισές δουλειές θα κάνουμε;» με ρωτάει αυτάρεσκα, κάνοντάς με τούρμπο.
«Αυτό δε σου έλεγα μωρή κι εγώ και με δούλευες;»
«Είδα το φως το αληθινό!» μου λέει χαρίζοντάς μου ένα αστραφτερό χαμόγελο.
«Και μπράβο σου!» της λέω ανταποδίδοντας το χαμόγελο. Και τότε θυμάμαι και αυτό που ήθελα να της πω: «Α! Παραλίγο να το ξεχάσω να στο πω, έχεις χαιρετισμούς από τον Jean-Claude, προχθές έλαβα το γράμμα του.»
«Μπα, μπα;» μου κάνει γέρνοντας το κεφάλι της. «Τι κάνει ο Καναδός σου;»
«Ζωάρα, τα έχει εδώ και τρία χρόνια με μια κοπελίτσα που του πόζαρε ως μοντέλο, τη Μισέλ, και είναι με τα μυαλά στο μίξερ. Μου έχει στείλει παλιότερα και φωτογραφία που είναι οι δυο τους, είναι κουκλί. Κοκκινομάλλα, Ιρλανδέζα γαρ!»
«Ναι μωρή, μου το είχες πει,» μου γνέφει ανυπόμονα. «Τίποτα νεότερο;»
«Μπα, τα ίδια, εξακολουθεί να κάνει ζωάρα, αν και τελευταία είναι στο πτυχίο του και του έχει φύγει η ούγια. Και μετά έχει και ειδικότητα.»
«Καρδιολόγος δεν ήθελε να γίνει;»
«Ναι, καρδιολόγος.»
«Καρδιολόγος και καρδιοκατακτητής!» μου λέει, τσιγκλώντας με.
«Εμένα μου λες;» τη ρωτάω αναστενάζοντας.
«Σιγά, θα πουντιάσουμε έτσι που ξεφυσάς. Του απάντησες;»
«Όχι ακόμα, θα του απαντήσω και θα τον κράξω που πήγε και κούρεψε τα μαλλιά του, ο αχαΐρευτος,» της λέω φυσώντας ένα τσουλούφι που μου είχε πέσει στα μαλλιά, μου είχε έρθει ντουβρουτζάς όταν τον είδα κουρεμένο.
«Και αυτός θράσος, να πάει να κουρευτεί χωρίς να σε ρωτήσει…» μου κάνει ειρωνικά!
«Μα είδες;» της απαντάω, και επειδή η ιερή μου αγανάκτηση είναι αληθινή, σκάει στα γέλια.
⇽∙∙∙⇾
Ήπιαμε τα καφεδάκια μας και συνεχίσαμε την πάρλα μέχρι που πήγε σχεδόν 15:00, οπότε πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Σήμερα η μάνα μου είχε φτιάξει γεμιστά, και πήγα και ξύπνησα και τον αχαΐρευτο για να φάμε. Μωρέ αν δεν ήταν τα γεμιστά ούτε μέχρι το βράδυ δε θα σηκωνόταν, αλλά έλα που τα λατρεύει, ειδικά όπως τα φτιάχνει η Άννα.

Με το που μπαίνει στην κουζίνα, τραβάει καρέκλα και κάθεται με ύφος ανθρώπου που ξέρει ότι του έφτιαξε η μέρα. «Αχ, για τα χέρια σου, κυρία Άννα!» αναστενάζει θεατρικά, κοιτώντας το πιάτο μπροστά του σαν να είναι έργο τέχνης.
«Ναι, αλλά να συνεχίσω να έχω χέρια, έτσι;» τον πειράζει η μάνα μου, πετώντας του μια χαρτοπετσέτα, γιατί έτσι όπως έτρωγε, κάποια στιγμή φοβηθήκαμε ότι θα φάει κι εμάς!
“I’ll do my best!” απαντάει σοβαρά-σοβαρά ο αθεόφοβος, συνεχίζοντας να τρώει σα να μην υπάρχει αύριο. Σταματάει μόνο για να πιει λίγο νερό και μετά σηκώνει το βλέμμα του προς τον πατέρα μου. «Α, κύριε Ηλία, να μην το ξεχάσω! Με πήρε χθες ο πατέρας μου και μου είπε να σου πω ότι τον βρήκε το μηχανικό που ήθελες, και πως όταν μιλήσεις μαζί του, να του πεις ότι είσαι συστημένος.»
Ο πατέρας μου γνέφει και απλώνει το χέρι να πάρει το αλάτι. «Ωραία, θα τον πάρω αύριο.»
Εγώ, που μέχρι εκείνη την ώρα μασούσα αμέριμνα, κοντοστέκομαι με το πιρούνι στον αέρα. «Μηχανικό;»
«Ναι, δεν στο είπα.» Ο πατέρας μου σηκώνει το βλέμμα και μετά το κατεβάζει πάλι στο πιάτο του. «Μας έκαναν πρόταση για αντιπαροχή.»
Το πιρούνι μου σταματάει οριστικά. «Τι;»
«Δύο διαμερίσματα, ένα δυάρι και ένα τριάρι, ρετιρέ. Και δύο parking,» απαντάει ατάραχα, εξακολουθώντας να μη με κοιτάει.
Η καρδιά μου χτυπάει λίγο πιο δυνατά. «Θέλεις να δώσεις το σπίτι;» Η φωνή μου βγαίνει κομμένη, ανάμεσα σε απορία και εκνευρισμό.
«Να δώσουμε,» απαντάει ήρεμα η μάνα μου, κοιτάζοντας με στα μάτια. «Να δώσουμε εκατό τετραγωνικά για να πάρουμε πίσω εκατόν-εβδομήντα. Δεν το έχουμε αποφασίσει ακόμα.»
Τα δόντια μου σφίγγονται. «Δεν είναι εκατό τετραγωνικά,» απαντάω πιο κοφτά. «Έχουμε και τον κήπο μας!»
«Ο κήπος είναι πενήντα τετραγωνικά,» απαντάει matter-of-factly η μητέρα μου, χωρίς να χάσει τη ψυχραιμία της. Ο πατέρας μου την αφήνει να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. «Όλο το σπίτι, μαζί με το οικόπεδο, είναι εκατόν-πενήντα. Και πάλι μας δίνουν παραπάνω.»
Τα χέρια μου σφίγγονται γύρω από το πιρούνι. «Ναι, αλλά αν θέλαμε, θα μπορούσαμε να χτίσουμε και δεύτερο όροφο!» Η φωνή μου έχει ανέβει ελάχιστα, και νιώθω το βλέμμα του Μάριου να με σκανάρει διακριτικά. Δεν έχει σχολιάσει τίποτα ακόμα.
«Και ο δεύτερος όροφος δεν έχει την είσοδο και το γκαράζ,» συνεχίζω με πείσμα, «μπορεί να βγει 120 τετραγωνικά!»
Ο πατέρας μου ακουμπάει κάτω το πιρούνι και τελικά σηκώνει το βλέμμα του πάνω μου. «Και με τι λεφτά θα χτίσουμε το δεύτερο όροφο, Βασιλική;» ρωτάει, με ύφος που δεν σηκώνει αντιρρήσεις. «Για να μην αναφέρουμε ότι το σπίτι είναι από τα μέσα του ’60, ενώ αν πάρουμε αντιπαροχή, θα είναι του κουτιού. Πιο μεγάλη αξία θα έχει το δυάρι, το ρετιρέ και τα δύο parking απ’ όσο έχει τώρα το σπίτι μαζί με το οικόπεδο.»
Δεν έχω τι να απαντήσω, αλλά και δεν θέλω να απαντήσω. Το στομάχι μου έχει γίνει κόμπος. «Δεν υπάρχει καν λόγος να χτίσουμε δεύτερο όροφο!» πετάω πεισμωμένα, σταυρώνοντας τα χέρια.
Ο πατέρας μου σηκώνει το φρύδι. «Και πού θα μείνεις όταν κάνεις οικογένεια;»
«Στα παγκάκια αν χρειαστεί!» του πετάω και το βλέμμα του σκοτεινιάζει.
«Βασιλική, ηρέμισε σε παρακαλώ,» μου λέει κοφτά, και μετά η φωνή του γλυκαίνει ελάχιστα. «Καλύτερα να μας κοπούν χέρια και πόδια, παρά να μην έχεις σπίτι όταν το χρειαστείς.»
Ο Μάριος, που μέχρι τώρα απλά παρακολουθούσε, αφήνει κάτω το πιρούνι του και μπαίνει ήρεμα στη συζήτηση. «Έχει δίκιο ο πατέρας σου.»
Γυρνάω και τον καρφώνω με το βλέμμα μου. «Μάριε...»
«Σκέψου το,» συνεχίζει ήρεμα. «Όπως δε θα δεχόσουν να φύγουν οι δικοί σου από το σπίτι τους για να μείνεις εσύ, έτσι δε δέχονται και εκείνοι να αφήσουν το παιδί τους χωρίς σπίτι, εφόσον είναι στο χέρι τους να του το παρέχουν.»
«Το ξέρω,» μουρμουρίζω μέσα από τα δόντια μου.
Ο Μάριος σηκώνει τους ώμους του. «Και οι δικοί μου, μη νομίζεις… Κάποια στιγμή που θα πάρουν σύνταξη, θα πουλήσουν το σπίτι και θα πάνε Ζάκυνθο να μείνουν.»
Τον κοιτάζω συνοφρυωμένη. «Κι εσύ;»
«Εκατόν-τριάντα τετραγωνικά είναι πολλά για ένα άτομο.» Χαμογελάει στραβά. «Υποθέτω ότι θα βρω κάπου αλλού.»
Ο πατέρας μου συνειδητοποιεί ότι μου έχει χαλάσει η διάθεση και αλλάζει ελαφρώς τόνο. «Τέλος πάντων, μην προτρέχουμε.» Σηκώνεται, παίρνει ένα ποτήρι νερό και γυρνάει ξανά προς το Μάριο. «Να δούμε πρώτα τι θα μας πει ο μηχανικός και μετά βλέπουμε.»
Ο Μάριος χτυπάει το τραπέζι ελαφρά με την παλάμη του. «Ωραία. Μου άφησε το τηλέφωνο ο πατέρας μου, το έχω σημειώσει. Πετάγομαι μια στιγμή να το φέρω!»
«Κάτσε να φας, βρε!» τον μαλώνει η μάνα μου.
«Ένα διάλειμμα για να κάνω χώρο το χρειάζομαι,» της απαντάει γελώντας και σηκώνεται. «Επιστρέφω Δημήτριος!»
«Κατάλαβα, πάει το βραδινό!» τον πειράζει ξανά η μάνα μου.
Ο Μάριος, ήδη στην πόρτα, γυρνάει με ύφος εντελώς ατάραχο. «Μην ανησυχείς, θα φάω και για βράδυ!»

Αυτό ήταν. Ο πατέρας μου ξεσπάει σε γέλια, η μάνα μου αναστενάζει χαμογελώντας, εγώ τινάζω το κεφάλι μου και χαμογελάω παρά τη μουντζούρα στη διάθεσή μου.

Πέντε λεπτά αργότερα επιστρέφει με το τηλέφωνο του μηχανικού, και κρατώντας λόγο, συνέχισε να τρώει. Πού στο διάολο τα βάζει, μου λέτε;

Ο πατέρας μου ακουμπάει το πιρούνι του στο πιάτο και μας ρίχνει μια σκεπτική ματιά. «Τελικά τι θα κάνετε του Αγίου Πνεύματος;»
«Λέμε για λουτρά Πόζαρ,» απαντάω εγώ, σκουπίζοντας τα χείλη μου με την πετσέτα.
Ο πατέρας μου ανασηκώνει το φρύδι. «Πόζαρ; Στην Αριδαία;»
«Ναι, για εκεί λέμε,» του ξαναλέω, γιατί προφανώς δεν το εμπέδωσε με την πρώτη.
Τρίβει το πιγούνι του, μάλλον προσπαθώντας να θυμηθεί αν έχει πάει ποτέ. «Και πότε θα πάτε και πότε θα γυρίσετε;»
«Λέμε να φύγουμε Πέμπτη πρωί,» απαντάει αυτή τη φορά ο Μάριος, μασώντας ακόμα μια μπουκιά. «Θα το πάμε με την ησυχία μας, θα κάνουμε και δυο-τρεις στάσεις στο δρόμο. Θα είμαστε πίσω Τρίτη βράδυ, ούτε εγώ, ούτε η Μπίλι έχουμε κάτι για την Τρίτη.»
Ο πατέρας μου γνέφει αργά, σαν να ζυγίζει την απόφαση. «Πολλά χιλιόμετρα. Ναι, καλά θα κάνετε να το πάτε έτσι και να γυρίσετε και έτσι.»
«Άλλωστε δε θα το πάρει σερί όλο ο Μάριος, θα οδηγήσω κι εγώ,» προσθέτω εγώ, χωρίς να σκεφτώ ότι μόλις του έδωσα λαβή για σχόλια.
Ο πατέρας μου γέρνει πίσω στην καρέκλα και χαμογελάει πλατιά, προτού πετάξει το αναμενόμενο πείραγμα. «Πες το μου έτσι να ησυχάσω!»

Δεν του κάνω τη χάρη να απαντήσω σοβαρά. Τον κοιτάζω ανέκφραστα για μια στιγμή και μετά ανοίγω το στόμα μου.

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ!»
⇽∙∙∙⇾
Μετά το φαγητό, οι γονείς μου αποσύρονται για ύπνο και εμείς πηγαίνουμε σπίτι του.

«Φτιάχνουμε φραπεδάρες;» με ρωτάει με βλέμμα που δηλώνει ότι η ερώτηση είναι καθαρά ρητορική.

Βγάζουμε τα πράγματα και ξεκινάμε την ιεροτελεστία που απαιτεί το σωστό φραπέ. Ο Μάριος σταματάει απότομα και με κοιτάζει.

«Για πες, τι λέγατε με την Κατερίνα;»
Ακουμπάω τους αγκώνες στον πάγκο και σηκώνω το φρύδι. «Να ξυπνούσες και να ερχόσουν να άκουγες!»
«Μπορούσα να πάρω τα πόδια μου έτσι όπως με κατάντησες;» μου πετάει με ένα βλέμμα που υπονοεί πολλά. «Σουραύλι μ’ έκανες!»
Γέρνω λίγο το κεφάλι, κοιτώντας τον με ψεύτικη αγανάκτηση. «Ναι, πες ότι φταίω κι από πάνω!»
«Φυσικά και φταις! Είναι δυνατόν να έχω μια γυναίκα σαν εσένα και να είμαι φρόνιμος;» απαντάει το τσίρκο και μετά το γυρίζει σε Χατζηχρήστο στον Ηλία του 16ου έκτου. «Να είμαστε και λογικοί, μην είμαστε και πλεονέκτες!»
Σταυρώνω τα χέρια μου και τον κοιτάζω δήθεν με μισό μάτι. «Δηλαδή, δε φτάνει που με κοπάνισες σα χταπόδι, δε φτάνει που πονάω σε σημεία του σώματος που μέχρι χθες δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν, δε φτάνει που τα μεριά μου έχουν αρπάξει φωτιά από την τριβή, φταίω κι από πάνω!»
«Είμαι φλογερός εραστής!» μου απαντάει σηκώνοντας τα φρύδια.
«Μεσιέ, για συμμαζέψου γιατί σε βλέπω να επιστρέφεις στις εργοστασιακές σου ρυθμίσεις!» τον ψευτοαπειλώ, δείχνοντάς τον με το κουτάλι του καφέ.
«Ναι, δε θα πάρω,» μου κάνει λες και είναι στο χέρι του. «Καλή η μαλακία, δε λέω, αλλά με το σεξ γνωρίζεις και κόσμο!»
«Σάμπως να παραγνωριστήκαμε!» του κάνω με ψεύτικη αγανάκτηση.
«Να γνωρίσω άλλες;» με ρωτάει χαμογελώντας μου πονηρά.
«Θες να σε φυτέψω;» του πετάω και αφήνω το κουτάλι στο ποτήρι με έναν μεταλλικό γδούπο.
«Μα…» κάνει, τάχα μου αθώος.
«Μαμούνια!» του λέω, και πριν προλάβει να απαντήσει, βάζει τα γέλια, σηκώνοντας τα χέρια σαν να παραδίνεται.
«Κοριτσάρα μου εσύ! Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου!» μου λέει και έρχεται πιο κοντά, σκύβοντας προς το μέρος μου.
«Άντε μη σε βιάσω!» του λέω, αλλά δεν έχω προλάβει να τελειώσω τη φράση και τα χέρια του έχουν ήδη τυλιχτεί γύρω από τη μέση μου.
«Τώρα δε μου γκρίνιαζες βρε βάσανο;»
«Καλά σου έκανα!»

Χαμογελάει πονηρά και αφήνει τον καφέ στη μέση. Με ένα απότομο, αλλά απόλυτα ελεγχόμενο τράβηγμα, με αρπάζει από το χέρι και με οδηγεί προς το δωμάτιό του.

«Και τώρα,» ανακοινώνει, κλείνοντας την πόρτα πίσω του με μια αργή, υποσχόμενη κίνηση, «θα πληρώσεις τις πομπές σου!»

Με πετάει χωρίς πολλά-πολλά στο κρεββάτι, και μου κατεβάζει σορτς και εσώρουχο, πέφτοντας πάνω μου με τα μούτρα. Κυριολεκτικά! Τον αρπάζω από τα μαλλιά και τον κολλάω πάνω μου. Όπως με παίζει με τα χείλη και τη γλώσσα του, και παρόλο που χθες είχα γίνει χταπόδι από το κοπάνισμα, είναι τέτοια η τέχνη του στο στοματικό, που τα μάτια μου γυρίζουν ανάποδα.

Περνάει το ένα χέρι του κάτω από το φανελάκι και με γραπώνει στο αριστερό στήθος, χωρίς να σταματήσει ούτε μια στιγμή το παιχνίδι με τα χείλη και τη γλώσσα του. Μου σφίγγει δυνατά τη ρόγα, κάνοντάς με να ξεφωνίσω από τον πόνο και την ηδονή. Έτσι όπως το πάμε ούτε πέντε λεπτά δε θα αντέξω! Νιώθω το γνωστό μυρμήγκιασμα σε όλο μου το κορμί, και μερικές στιγμές αργότερα τεντώνομαι ξεφωνίζοντας, σα να διαπερνούν το σώμα μου χιλιάδες βολτ.

Και πάνω που έλεγα ότι δεν γίνεται πιο δυνατός οργασμός, μου βάζει και δάχτυλο πίσω μου, και το λες και θαύμα που δεν του μένω στον τόπο, για μερικές στιγμές πραγματικά πίστεψα ότι θα αφήσω το μάταιο τούτο κόσμο—και με χαμόγελο τόσο ύποπτο—που θα αναγκαζόντουσαν να με θάψουν με κλειστό φέρετρο.

«Ζεις;» με ρωτάει έχοντας τελειώσει το έργο του. Για μένα δε μιλάμε, έχω τελειώσει με κάθε δυνατό και αδύνατο τρόπο.
«Μετά βίας!» του απαντάω ξεψυχισμένη, πασχίζοντας να βρω τις ανάσες μου.
“A job very well done!” μου λέει με το χαμόγελο της Colgate και ανεβαίνει προς τα πάνω, και χώνομαι στην αγκαλιά του.
«Σ’ αγαπάω!» του λέω τρυφερά.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω Μπίλι μου, σ’ αγαπάω όσο τίποτα!»
«Μάριε… νόμιζα ότι θα σου μείνω και θα αναγκαστείτε να με θάψετε με κλειστό φέρετρο, γιατί, με το χαμόγελο που είχα, θα γινόμασταν θέαμα!» του είπα και παρά το μακάβριο του αστείου έσκασε στα γέλια.
«Τόσο καλά;» με ρωτάει αυτάρεσκα.
«Γδύσου!» του λέω χωρίς περιστροφές.
«Εχμ, Μπίλι μου…» μου κάνει διστακτικά.
«Σκάσε και γδύσου!» τον διατάζω με ύφος που θα ζήλευε και ο πιο αυστηρός drill sergeant.
«Το μεν πνεύμα πρόθυμο, η δε σάρκα ασθενής,» μου δηλώνει κάνοντας τον ψόφιο κοριό. «Σάμπως μου έχει μείνει και κανένα υγρό, νιώθω σα μούμια!»
Εγώ στο μεταξύ δεν ακούω κουβέντα. «I don’t care, γδύσου!» του λέω ακόμα πιο επιτακτικά.

Τι να κάνει, γδύνεται αναστενάζοντας και χωρίς να χάσω δευτερόλεπτο χαμηλώνω προς τα κάτω και τον πάρω στο στόμα μου. Δίνω όλη μου την τέχνη, αλλά κατά πως φαίνεται όντως είχε ξεζουμιστεί χθες το βράδυ. Το μηχάνημα κάτω δε λέει να πάρει μπρος. Δεν υπάρχει περίπτωση να τον αφήσω έτσι—θέλει δεν θέλει—οπότε καταφεύγω στα μεγάλα μέσα.

Τον βάζω να την παίξει κι εγώ σκύβω από πάνω του και του γλείφω το κεφαλάκι. Το κόλπο φάνηκε να πιάνει, και του σηκώθηκε και πάλι, αλλά όταν τον ξαναπήρα στο στόμα μου, ο προδόταρος μας αφήνει και πάλι χρόνους.

«Κάτσε να δοκιμάσουμε κάτι άλλο,» μου λέει και με βάζει να ξαπλώσω στο πλάι. Με πιάνει από το κεφάλι και, κρατώντας με ακίνητη, μου το βάζει μέσα μου. Στην αρχή είναι πλαδαρό αλλά το κόλπο τελικά πιάνει, κάποια στιγμή το μηχάνημα ξυπνάει και αρχίζει—κυριολεκτικά—να με γαμάει στο στόμα. Αυτό όλως παραδόξως δεν το είχαμε κάνει όλο αυτό τον καιρό, στο ξαπλωτό εννοώ, με εμένα γονατιστή το είχαμε κάνει κάμποσες φορές έτσι, ειδικά όταν πιεζόμασταν από χρόνο.

Εντείνει το ρυθμό του ακόμα περισσότερο αλλά—και όσο και αν είχα μάθει να τον παίρνω πια όλο στο στόμα μου—η όλη στάση με ζορίζει, σχεδόν κοπανάει το λαρύγγι μου ο λυσσάρης. Ήθελές τα, έπαθές τα, εγώ το ξεκίνησα αυτό, οπότε σκάσε κα ρούφα, Μπίλι.

Αυτό συνεχίζεται για κανένα πεντάλεπτο όταν με ανακούφιση—γιατί κοντεύω να γίνω μωβ—νιώθω το όργανό του να δονείται στο στόμα μου, και πράγματι λίγες στιγμές αργότερα με κρατάει ακίνητη και τελειώνει με ένα δυνατό βογγητό. Για ξεζουμισμένος, πάντως, η ποσότητα ήταν αξιοσημείωτη, αν και όχι με τη συνήθη υφή ή γεύση, σήμερα παρά είναι πικρό.

Όπως και να έχει δεν έκανα κανένα παράπονο, τα καταπίνω όλα, και αφού τον γλείφω από το κεφαλάκι μέχρι τη βάση για να τον καθαρίσω από τα σάλια μου, του δίνω κι ένα τελευταίο φιλάκι και τον αφήνω να πάρει το ρεπό, που—αν μη τι άλλο—το κέρδισε με το σπαθί του!

Ήσυχα κυλάει το ποταμάκι…

Μέχρι να φτάσει η Πέμπτη το πρωί που θα φεύγαμε για Πόζαρ, λες και κόλλησε ο χρόνος, δεν περνούσε με τίποτα. Τρεις μέρες ήμουν λες και είχα καταπιεί σούστες, δεν μπορούσα να κάτσω σε μια γωνιά ήσυχη. Τα πόδια μου χτυπούσαν ρυθμικά στο πάτωμα, τα δάχτυλά μου έπαιζαν νευρικά με την άκρη της μπλούζας μου, και κάθε λίγο και λιγάκι πήγαινα και κοιτούσα το ρολόι σαν να μπορούσα με τη σκέψη μου να επιταχύνω τους δείκτες.

Μέχρι και η Άννα κάποια στιγμή μου την είπε!

«Αμάν βρε κορίτσι μου, ελατήρια έχεις καταπιεί;» μου λέει με απηυδισμένο βλέμμα, σκουπίζοντας το χέρι της στην ποδιά της.

Εντωμεταξύ εγώ γεμάτη αλεύρι από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Τα μαλλιά μου είχαν αποκτήσει μια λευκή απόχρωση, και κάθε φορά που αναστέναζα, μικρά σύννεφα αλευριού σηκώνονταν μπροστά στο πρόσωπό μου. Χαχανίζω, προσπαθώντας να κρύψω την αμηχανία μου. Είχα προσφερθεί να βοηθήσω να φτιάξει σπανακόπιτα, αλλά η μητέρα μου το βρήκε ευκαιρία να με μάθει να ανοίγω φύλλο. Και τι καλά που πήγε!

«Εγώ φταίω;» ρωτάω με προσποιητή απορία, ανασηκώνοντας τους ώμους μου αθώα. Το πρόσωπό μου σοβαρό, αλλά τα μάτια μου να γυαλίζουν από το πείραγμα. «Δεν έχεις πάρει καλό αλεύρι, μου κάνει το δύσκολο!» συνεχίζω, κλείνοντας το μάτι στην Άννα, μόνο για να αρπάξω μια με το δάχτυλό της στη μύτη μου.

«Το αλεύρι σου φταίει βρε ανεπρόκοπη;» με ρωτάει γελώντας και μου δίνει μια απαλή στα μεριά μου. Σκουπίζω τη μύτη μου με την ανάστροφη του χεριού μου—κακή ιδέα, γιατί τώρα έχω αλεύρι παντού.

Η αλήθεια είναι ότι μικρότερη, είχα φάει …λιγότερο απαλές στα μεριά μου, τόσο από τη μάνα μου όσο και από τον πατέρα μου. Ήμουν διάολος σκέτος και η παρέα με το Λάμπρο, άλλος διάολος και του λόγου του, δε βοηθούσε. Ακόμα και όταν μπήκε ο Μάριος στη ζωή μου, εκεί στα πέντε, οι διαολιές μου με το Λάμπρο δε σταμάτησαν, έχουμε φάει και οι δυο ένα δάσος ξύλο!

Τι να πεις, άλλες εποχές εκείνες.

«Εγώ ανεπρόκοπη;» της κάνω με προσποιητή αγανάκτηση, κοιτάζοντάς την με μισό μάτι και τα χέρια μου σταυρωμένα επιδεικτικά στο στήθος—ωραία, τώρα γέμισα αλεύρι και το μπλουζάκι μου, και είναι και μαύρο τρομάρα μου! «Ολόκληρη μηχανολόγος-μηχανικός και η μοναδική στις εξετάσεις που πήρα δεκάρι στα μαθήματα Ανδρέα και Χριστίνας;»

Η Άννα κουνάει το κεφάλι της χαμογελώντας, ένα χαμόγελο μισό πείραγμα, μισό καμάρι. «Τολμούσες να μην πάρεις δεκάρι στα… πεθερικά σου;» μου λέει γελώντας και μου ρίχνει μια πλάγια ματιά γεμάτη νόημα.

Γελάω και τυλίγω μια τούφα από τα μαλλιά μου που έχει γεμίσει αλεύρι πίσω από το αυτί μου. «Χαχαχα, για τρελούς ψάχνεις; Μετανάστης στην ανατολική Μογγολία θα πήγαινα!» της λέω γελώντας, και αρχίζω να παλεύω και πάλι με τον πλάστη. Οι κινήσεις μου αδέξιες και νευρικές, το φύλλο λες και παίζει εκδικητικά να κολλήσει παντού.

«Σιγά παιδί μου, δεν στρώνεις άσφαλτο!» μου κάνει με απελπισία, και μου ξεφεύγει ένα ροχαλητό. «Ρίξε λίγο αλεύρι ακόμα!»

Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το κουδούνι, και να σου λυγιστός και κουνιστός ο λεβέντης μου. Με βλέπει σαν αλευρωμένη μαρίδα και βάζει τα γέλια, η φωνή του να γεμίζει την κουζίνα.

«Με τη μύτη πλάθεις;» με ρωτάει χαχανίζοντας αντί για καλημέρα, τα μάτια του να γυαλίζουν πονηρά.

«Σε τρώει το κωλαράκι σου, μεσιέ;» του κάνω και σηκώνω απειλητικά τον πλάστη, με φωνή ωστόσο παιχνιδιάρικη και λίγο πιο ψηλή απ’ ότι συνήθως.

Πλησιάζει και με τα χέρια του να τυλίγονται στιγμιαία γύρω από τη μέση μου μού δίνει ένα απαλό φιλί στο στόμα, γεμίζοντας και αυτός με τη σειρά του αλεύρια. Τραβιέται και με κοιτάζει κοροϊδευτικά: «Καλά, μην το παίρνεις προσωπικά… Χάρη Αλευρόπουλε,» μου κάνει με ένα στραβό χαμόγελο.

Και εκεί έχουμε την επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων. «Για καθίστε φρόνιμοι. Μάριε, παλουκώσου κάτω να την αφήσεις να τελειώσει,» του λέει η μητέρα μου με ύφος λοχία.

«Sir, yes, Sir,» της απαντάει τρολάροντας, χαιρετώντας τη στρατιωτικά. Και μετά, κάνει μεταβολή και παλουκώνεται σε μια καρέκλα… η κοτάρα!

Σειρά μου να τρολλάρω. «Η κοτούλα κο-κο-κο…» αρχίζω να τραγουδάω, κάνοντας και την κίνηση με τους αγκώνες μου όπως τα μικρά παιδάκια.

«Το κοκοράκι κικιρικικίιιιιιιιιιιιιι» τραγουδάει ο Μάριος, το βλέμμα του όλο πονηριά και το χαμόγελό του να φτάνει μέχρι τα μάτια του.

Κάνω πως δεν τον ακούω και πέφτω με τα μούτρα στο πλάσιμο του φύλλου, αλλά η ανάσα μου είναι πιο κοφτή και τα χέρια μου τρέμουν ελαφρά από τα νευρικά γελάκια που πνίγω.

«Θα σας το βγάλω το αυτίιιιιιιιιιιιιι,» τραγουδάει αυτή τη φορά η Άννα, και το πιάνουμε και οι δυο το υπονοούμενο.

Και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του!

Τελικά για πρώτη απόπειρα δεν τη λες άσχημη, το φύλλο βγήκε μια χαρά, προς μεγάλη χαρά της μητέρας μου. Οι σπανακόπιτες που φτιάχνει είναι έπος, και φυσικά ένα ολόκληρο μπαστούνι το λιάνισε το καμάρι μου.
∙∙∙
Τετάρτη απόγευμα πάω να φτιάξω τα πράγματα που θα πάρω μαζί μου στο ταξίδι. Το δωμάτιό μου είναι ανάστατο, με ρούχα απλωμένα πάνω στο κρεβάτι και τη βαλίτσα ανοιχτή στο πλάι. Περνάω το χέρι μου στα μαλλιά, αναστενάζω και κοιτάζω τη στοίβα από τα σορτσάκια και τις μπλούζες λες και είναι γρίφος για προχωρημένους.

Θέλω να πάρω μαζί μου και τα σέξι εσώρουχα που μου έκανε δώρο το καμάρι μου. Ρίχνω μια ματιά στην πόρτα να βεβαιωθώ ότι δεν στέκεται κανείς εκεί—αν δει η Άννα τα εσώρουχα αυτά θα μου μείνει—τα βρίσκω και με μια κίνηση τα στριμώχνω διακριτικά κάτω από τις πιο καθημερινές μπλούζες.

«Δε θα πάρεις κανένα φόρεμα μαζί σου;» με ρωτάει η Άννα, προβάλλοντας ξαφνικά στο κατώφλι της πόρτας με τα χέρια στη μέση και παραλίγο να χοροπηδήσω, ίσα που πρόλαβα!
«Βρε τι πήγα να πάθω!» της λέω χτυπώντας δραματικά το κούτελό μου. «Πώς είναι δυνατό να ανέβεις το ποτάμι και να σκαρφαλώνεις τα κατσάβραχα χωρίς φόρεμα και τουλάχιστον δωδεκάποντο;» της απαντάω ειρωνικά, και αρπάζω μια παιχνιδιάρικη, αλλά αρκετά δυνατή, σφαλιάρα στα μεριά μου.

Τι να πεις, μερικές συνήθειες δεν αλλάζουν. Και ο Ηλίας καμιά φορά, αν τον παίρνω στο ψιλό μου ρίχνει παιχνιδιάρικες, κλωτσιές. Παίρνω δυο ζευγάρια φόρμες, μαζί με τις ζακέτες τους και ας είναι καλοκαίρι, εκεί που θα πάμε έχει δροσούλα. Παίρνω επίσης και δύο ζευγάρια αθλητικά παπούτσια, τα σνίκερς μου για βόλτα, και το ζευγάρι που έχω—και το πλήρωσα πανάκριβα, αλλά άξιζε μέχρι δεκάρας τα λεφτά του—για τρέξιμο και για περπάτημα.

«Εγώ λέω να πάρεις κι ένα φόρεμα έτσι για καλό και για κακό,» μου κάνει κουνώντας μου το δάχτυλο.
«Καλά, καλά…» της λέω και πηγαίνω και βγάζω από τη ντουλάπα ένα ελαφρύ καλοκαιρινό φλοράλ. Το διπλώνω και το βάζω και αυτό προσεκτικά μέσα. «Χαρούμενη τώρα;» της κάνω ειρωνικά
«Τώρα μάλιστα,» μου κάνει χαμογελώντας και αγνοώντας τελείως το ειρωνικό μου βλέμμα.

Χαμογελάω, την αρπάζω αγκαλιά και της σκάω ένα ρουφηχτό φιλάκι στο μάγουλο. Κοντοστέκεται έκπληκτη για μια στιγμή—δεν την έχω συνηθίσει σε τέτοιες οικειότητες—αλλά το βλέμμα της μαλακώνει αμέσως, γελάει και μου χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά, τα δάχτυλά της να γλιστρούν απαλά στις τούφες μου. «Θα με τρελάνεις εσύ!» μου κάνει και κουνάει ελαφρά το κεφάλι της με το χαμόγελο να της φωτίζει το πρόσωπο.
⇽∙∙∙⇾
Είχαμε βγει για ψώνια με τη μάνα μου—δηλαδή εκείνη, εγώ βασικά για να την παρέα είχα πάει—και είδε ένα νόστιμο φλοράλ φορεματάκι που θεώρησε ότι θα μου πήγαινε. Θυμάμαι τα χέρια της που έσφιξαν την τσάντα της και τα χείλη της χαμογέλασαν ανεπαίσθητα.

Σε αντίθεση με την Κατερίνα, που όταν κάτι της γυάλιζε για μένα με έσουρνε από το σβέρκο μέχρι να το πάρω, η Άννα απλά μου “γκρίνιαζε.” Με κοιτούσε πλάγια, προσπαθώντας να φανεί αδιάφορη, αλλά τα μάτια της την πρόδιδαν.

Κάνοντας ότι δεν την κατάλαβα, και τάχα μου αδιάφορη, πάω να το δω από κοντά. Παίζω με το ύφασμα στα δάχτυλά μου και μου αρέσει η αίσθηση. Είναι ελαφρύ και δροσερό με μικρά λουλουδάκια που το κάνουν να μοιάζει με κάτι βγαλμένο από καλοκαιρινό απόγευμα. Σκέφτομαι το χαμόγελο της Άννας αν με δει με αυτό το φόρεμα και κάτι μέσα μου μαλακώνει.

«Μαμά,» της κάνω, φωνάζοντάς την, γιατί είχε πάει αλλού και χάζευε κάτι τσάντες.

Γυρίζει το βλέμμα της προς τα πάνω μου και με βλέπει να κρατάω το φόρεμα και τα μάτια της αστράφτουν.

«Πώς σου φαίνεται αυτό;» ρωτάω δήθεν αδιάφορα, παίζοντας ακόμα με την άκρη του φορέματος και κοιτώντας την πάνω από τον ώμο μου.

Το χαμόγελό  φώτισε το πρόσωπό της. «Είναι πανέμορφο!» μου λέει σχεδόν αμέσως. «Θα σου πηγαίνει πολύ!»

«Χμμμ,» κάνω τάχα μου σκεπτική. «Λες να το δοκιμάσω;» ρωτάω αλλά δεν περιμένω απάντηση. Σουφρώνω τα χείλη μου. «Πάω να το δοκιμάσω!» της κάνω και έρχεται μαζί μου και με περιμένει έξω από το δοκιμαστήριο.

Βγάζω στα γρήγορα μπλούζα και φόρμα και το φοράω. Με κοιτάζω στον καθρέφτη, και χαμογελάω. Είναι όμορφο και χαρούμενο και αγκαλιάζει το σώμα μου υπέροχα.

«Λοιπόν;» της λέω βγαίνοντας από το δοκιμαστήριο.
«Είσαι κούκλα, σου πάει υπέροχα!» μου λέει χαμογελώντας από τη μια μεριά του προσώπου μέχρι την άλλη.

Μόνο και μόνο για το χαμόγελό της Άννας άξιζε η αγορά του. Βλέποντάς την να με κοιτάζει έτσι, νιώθω μια ζεστασιά να απλώνεται στο στήθος μου. Και εδώ που τα λέμε, το καλοκαίρι το φορεματάκι είναι πιο δροσερό από τα τζιν. Χαμογελάω και σκέφτομαι ότι ίσως και να μην ήταν τελικά τόσο κακή ιδέα.

Και μετά την έβγαλα και για καφεδάκι στα μέρη μου, αμέ! Η αμηχανία της στην αρχή, ανάμεσα σε όλη τη νεολαία, ήταν πολύ χαριτωμένη. Και όπως είναι και κούκλα—Πενταγιώτισσα την φώναζαν στα νιάτα της—δεν ήμουν η μόνη που τραβούσε πάνω της τα ανδρικά βλέμματα, κάποιοι κοιτούσαν την Άννα σαν ξερολούκουμο, με δυσκολία κρατούσα τα χάχανά μου.

Ένας-δυο μεγαλύτεροι στο απέναντι τραπέζι, που πίνανε τον φραπέ τους με την εφημερίδα απλωμένη μπροστά τους, δεν μπορούσαν να κρύψουν τα βλέμματά τους, κι εγώ πάλευα να μη σκάσω στα γέλια. Η Άννα προσπαθούσε να το παίξει αδιάφορη, αλλά έπιασα το χέρι της να παίζει ασυναίσθητα με την αλυσίδα της και τα μάγουλά της να παίρνουν ένα ανεπαίσθητο ροζ. Έχει πλάκα να βλέπεις τη μητέρα σου να κοκκινίζει σαν κοριτσάκι.

«Σ’ αρέσει ο καφές;» τη ρώτησα και χαμογέλασα πονηρά, τάχα μου τυχαία. Εκείνη σούφρωσε τα χείλη της προσπαθώντας να μείνει σοβαρή, αλλά τα μάτια της την πρόδιδαν.
«Καλός είναι,» απάντησε και πήρε μια γουλιά, αλλά η άκρη των χειλιών της τρεμόπαιξε.

Μπορεί να ήταν παντρεμένη χρόνια, μπορεί η κόρη της να ήταν εικοσιδύο χρονών γαϊδάρα, αλλά η μπογιά της περνούσε ακόμα! Όταν τελικά γυρίσαμε σπίτι, εκείνη η ανεπαίσθητη αμηχανία είχε δώσει τη θέση της σε μια διάθεση πιο ανάλαφρη. Έλαμπε, και μακάρι να αξιωθώ κι εγώ στα 45 μου να έχω τη λάμψη, τη χάρη, και την ομορφιά της, και ας μου την έπεφταν οι πάντες.

Μικρό το τίμημα.
⇽∙∙∙⇾
Επιτέλους ξημέρωσε! Είχα τόση υπερένταση που το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ, κι όμως το μάτι μου άνοιξε στις 07:00 το πρωί σαν της γαρίδας. Πετάχτηκα από το κρεβάτι σχεδόν σαν να είχα ελατήρια, και αφού έκανα την πρωινή μου ρουτίνα και έπλυνα τα δόντια μου, ακόμα με τις πιτζάμες, πήγα στην κουζίνα να τους βρω.

«Καλημέρα τιμημένα γηρατειά!» τους κάνω πειρακτικά, μπαίνοντας στην κουζίνα με τα χέρια σηκωμένα ψηλά σαν να τους χαιρετάω επίσημα. Τους πλησιάζω με γοργά βήματα και σκάω ένα φιλί στον καθένα τους.
«Ποιον είπες γέρο ρε κωλόπαιδο;» με πειράζει ο πατέρας μου, δήθεν αγανακτισμένος, ανακατεύοντας τα μαλλιά μου μ’ ένα πλατύ χαμόγελο που διαγράφεται κάτω από το μουστάκι του.
«Καλημέρα αγάπη μου,» μου λέει η μαμά μου, αδιαφορώντας πλήρως για το πείραγμα. Τα μάτια της λάμπουν από τρυφερότητα, καθώς τεντώνει το χέρι της και χαϊδεύει απαλά το μάγουλό μου, ενώ με το άλλο προσπαθεί μάταια να συμμαζέψει τα ανακατωμένα από τον ύπνο μαλλιά μου. Αν και 45 χρονών, δεν την κάνεις μέρα πάνω από 35, και το ξέρει πολύ καλά.

Θέλω κι εγώ καφέ για να ξυπνήσω, αλλά θέλω και πορτοκαλάδα. Well, both and more που έλεγε και ο κύριος Ανδρέας όταν μας πήγαινε αίμα με τις εργασίες που μας έβαζε στο μάθημά του. Ετοιμάζω γρήγορα τον καφέ μου, γεμίζω και ένα μεγάλο ποτήρι με πορτοκαλάδα, και κάθομαι ανακούρκουδα στην καρέκλα, βάζοντας τα πόδια μου πάνω, σαν μικρό παιδί. Οι γονείς μου επιστρέφουν στην περί ανέμων και υδάτων κουβέντα, μέχρι να τακτοποιηθώ κι εγώ.

«Τι ώρα θα φύγετε;» με ρωτάει ο πατέρας μου, με ένα βλέμμα τρυφερό, αλλά και λίγο ανήσυχο, από αυτά που φοράνε οι μπαμπάδες όταν δεν θέλουν να δείξουν πως αγωνιούν.
«Ό,τι ώρα ξυπνήσει το γαμπρουδάκι σου,» του κάνω πειρακτικά, σηκώνοντας πονηρά το ένα φρύδι.
«Δε με λυπάσαι γέρο άνθρωπο;» με ρωτάει με δήθεν πικρία, κάνοντας πως κρατάει την καρδιά του με δραματικό ύφος.
«Μπα; Έγινες γέρος άνθρωπος τώρα; Πριν με έλεγες κωλόπαιδο!» τον πειράζω, κλείνοντάς του το μάτι και κουνώντας ελαφρά το κεφάλι δεξιά-αριστερά.
«Ορίστε το πνεύμα αντιλογίας!» κάνει αυτός, υψώνοντας χέρια και βλέμμα στον ουρανό δήθεν αγανακτισμένος. «Ήθελα κι εγώ ένα κοριτσάκι να είναι γλυκό, τρυφερό και υπάκουο στο μπαμπά της, και ιδού τα ολέθρια αποτελέσματα!»
«ΜΜΜΜΜΜ!» του κάνω πειρακτικά, βγάζοντάς του τη γλώσσα και κλείνοντας τα μάτια μου κοροϊδευτικά.
«Είσαι εσύ μία…» μου κάνει κουνώντας το κεφάλι του, ενώ το χαμόγελό του μαλακώνει με στοργή και αγάπη.
«Εσύ να τα βλέπεις που γκρινιάζεις!» του κάνω σηκώνοντας τους ώμους μου σε στυλ «εσύ φταις», και εκείνος δαγκώνει παιχνιδιάρικα το χέρι του, προσποιούμενος ότι ετοιμάζεται να μου το δαγκώσει σαν σκύλος.

Γύρω στις 07:30 κίνησαν για να πάνε στις δουλειές τους, και αφού τους φίλησα και άκουσα σε πεντηκοστή επανάληψη “να προσέχετε, μην τρέχετε, μην πίνετε, μην ανασαίνετε” και τα ρέστα, έφυγαν από το σπίτι. Τους αποχαιρέτησα χαμογελώντας και μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω τους, έμεινα να τους κοιτάζω για λίγο μέσα από το παράθυρο να μπαίνουν στο αμάξι, γελώντας ακόμα με την υπερπροστατευτικότητα που τους είχε πιάσει τελευταία.

Εγώ πάλι περίμενα μέχρι τις 08:00 για να σιγουρευτώ ότι θα έχει ζεστό νερό από τον ηλιακό, και πήγα να κάνω ένα γρήγορο ντουζάκι. Μετά, δεν ξέρω τι μ’ έπιασε αλλά τελικά αποφάσισα να μη φορέσω φόρμα. Άνοιξα την βαλίτσα μου και τράβηξα από μέσα το καλοκαιρινό μου φορεματάκι.

Το φόρεσα με μια αίσθηση παράξενης αυτοπεποίθησης, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και χαμογέλασα πλατιά, νιώθοντας ένα ανεπαίσθητο κοκκίνισμα στα μάγουλά μου. Τελευταία στιγμή θυμήθηκα ότι έχει οδήγηση, οπότε φόρεσα τα αθλητικά μου με κοντά σοσόνια, γιατί δεν ήθελα να οδηγήσω με πέδιλα.

Ήμουν έτοιμη, και μην έχοντας τίποτε άλλο να κάνω, πήρα ένα βιβλίο στο χέρι και πήγα στο σαλόνι να το διαβάσω, πίνοντας το καφεδάκι μου. Τα πόδια μου ήταν μαζεμένα πάνω στον καναπέ και είχα χαθεί στις σελίδες, όταν γύρω στις 09:00 χτύπησε το κουδούνι και ο λεβέντης μου. Άφησα τον καφέ και το βιβλίο βιαστικά στο τραπεζάκι και σηκώθηκα σχεδόν χοροπηδώντας από χαρά να πάω να του ανοίξω. Περίμενα να τον δω αγουροξυπνημένο, αλλά το καμάρι μου ήταν φράπα, και ένα πλατύ χαμόγελο φώτιζε το πρόσωπό του—πρέπει να είχε ξυπνήσει και του λόγου του νωρίς.

«Κοριτσάρα μου εσύ!» μου λέει και με αρπάζει αμέσως στην αγκαλιά του, κλείνοντάς με μέσα της, και μου δίνει ένα απαλό φιλί στα χείλια, κάνοντάς με να αναστενάξω από ευτυχία.
Τραβιέμαι ελαφρά προς τα πίσω, κοιτάζοντάς τον με προσποιητή καχυποψία, και ανασηκώνω το ένα φρύδι μου πονηρά. «Κάτι έκανες εσύ!» του λέω, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να μη χαμογελάσω. Το «κοριτσάρα μου» είναι η πειρακτική του γλυκουλινιά, και συνήθως κάτι σκαρώνει όταν τη χρησιμοποιεί.
«Είμαι αθώος κυρία πρόεδρε!» μου κάνει γελώντας και σηκώνει δραματικά τα χέρια ψηλά, τάχα σε παράδοση. Όμως αμέσως τα κατεβάζει και με γραπώνει παιχνιδιάρικα και από τα δυο κωλομέρια, τραβώντας με πιο κοντά του.
«Νομίζω ότι μου βάζεις χέρι!» του λέω πειρακτικά, γουρλώνοντας τάχα έκπληκτη τα μάτια και κουνώντας ελαφρά το κεφάλι μου, προσπαθώντας να συγκρατήσω ένα γελάκι.
«Ιδέα σου είναι!» μου λέει εκείνος χαμογελώντας πονηρά και με τσιμπάει παιχνιδιάρικα, κάνοντάς με να τιναχτώ ελαφρά. «Πώς και με φορεματάκι;» ρωτάει κοιτάζοντάς με από πάνω ως κάτω, εμφανώς εντυπωσιασμένος.
«Δεν ξέρω, έτσι μού ‘ρθε!» του απαντάω σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους μου, αλλά νιώθω ήδη τα μάγουλά μου να παίρνουν φωτιά από το βλέμμα του. Βιαστικά αλλάζω θέμα για να καλύψω την αμηχανία μου: «Είσαι έτοιμος εσύ; Έχεις μαζέψει τα πράγματα;»
«Τα δικά μου είναι ήδη στο αυτοκίνητο!» μου απαντάει με ύφος υπερήφανο για την οργάνωσή του, και μετά γυρνάει το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, δήθεν ψάχνοντας κάτι. «Πού είναι τα πράγματά σου;»
«Τα έχω βγάλει στην ταράτσα να αερίζονται!» του κάνω, κουνώντας κοροϊδευτικά το κεφάλι μου και χώνω το δάχτυλό μου παιχνιδιάρικα στη μύτη του. «Στο δωμάτιό μου είναι βρε μπούφο, πού ήθελες να είναι;»
«Ωραία! Ωραία!» απαντάει τρίβοντας τα χέρια του με ενθουσιασμό και σχεδόν αναπηδώντας σαν παιδί στην ιδέα της εκδρομής. «Λοιπόν, πάμε;»
«Ναι, κάτσε να φέρω τα πράγματά μου και φύγαμε!» του κάνω, και αμ έπος αμ έργον πάω τρέχοντας στο δωμάτιο και φέρνω τον ταξιδιωτικό μου σάκο, φορτώνοντάς τον στον ώμο μου. «Δε μου λες, πώς θα το μοιράσουμε;»
«Βασικά θα σταματήσουμε Άγιο Κωνσταντίνο για καφεδάκι;» με ρωτάει ενώ ήδη κατευθυνόμαστε προς την έξοδο.
«Ναι αμέ!» του απαντάω με ένα τεράστιο χαμόγελο ενθουσιασμού.
«Ωραία, τότε ξεκινάς εσύ. Μετά το παίρνω εγώ μέχρι τη Λάρισα, εσύ μέχρι τη Θεσσαλονίκη και από εκεί ξανά εγώ μέχρι το Πόζαρ,» μου λέει αποφασιστικά.
«Μια χαρά!» του κάνω συμφωνώντας με ενθουσιασμό και χαμογελώντας πλατιά.

Κλειδώνω το σπίτι, βάζουμε το σάκο μου στο πορτμπαγκάζ, και μπαίνω εγώ στη θέση του οδηγού με τον Μάριο δίπλα μου. Βάζω μπρος, του ρίχνω μια τελευταία χαμογελαστή ματιά, και ξεκινάμε. Στην άνοδο της Εθνικής έχει λίγη κίνηση, καθημερινή γαρ, αλλά τίποτα το φοβερό. Επίτηδες αποφασίσαμε να πάμε από Πέμπτη, αν φεύγαμε αύριο για τριήμερο, μαζί με την υπόλοιπη Αθήνα,  θα βλαστημούσαμε.

Η zetta ήταν κωλοπειραγμένη από τον κύριο Ανδρέα, και όχι απλά λίγο. Το μοντέλο, 1.8GT από τη μαμά του έβγαζε 136 άλογα, αλλά με το tuning που είχε κάνει ο μπαμπάς του Μάριου, είχε φτάσει σχεδόν εκατό παραπάνω—στα 227 άλογα στον τροχό. Ομοίως, και η τελική του είχε αυξηθεί εντυπωσιακά· από τα εργοστασιακά 176 χιλιόμετρα την ώρα που είχε από μαμά, τώρα έπιανε άνετα 220. Το είχαμε δοκιμάσει μια φορά με τον Μάριο, αργά ένα βράδυ στην Εθνική στο ύψος της Νέας Φιλαδέλφειας. Ακόμα θυμάμαι την αδρεναλίνη να τρέχει στις φλέβες μου όταν είχα δει το κοντέρ να πιάνει τα 220 και να σταθεροποιείται εκεί χωρίς να ζορίζεται καθόλου.

Έχοντας χρόνια το δίπλωμα στα χέρια μου—και με το Μάριο να μη χάνει ευκαιρία να με αφήνει να την οδηγώ συχνά-πυκνά—ήμουν πλέον εξοικειωμένη με το αυτοκίνητο. Έτσι, στο δρόμο την άνοιγα όσο με έπαιρνε. Καλά, μη φανταστείτε και τίποτα το τρομερό, δεν οδηγούσα σαν τρελή—κάπου μεταξύ 130 με 160 την πήγαινα, ίσα-ίσα για να νιώθω λίγο αυτή τη γλυκιά αίσθηση της ταχύτητας. Σε καμία περίπτωση, φυσικά, δεν την τελίκιαζα—μια φορά το είχαμε κάνει, και αυτό ήταν αρκετό.

Μετά από δύο περίπου ώρες ταξιδιού, φτάσαμε στον Άγιο Κωνσταντίνο, όπου κάναμε το προγραμματισμένο διάλειμμα για καφέ. Καθισμένοι σε ένα καφέ δίπλα στη θάλασσα, αρχίσαμε να κάνουμε σχέδια για τις πεζοπορίες που θα κάναμε τις επόμενες ημέρες, χαζογελώντας και πειράζοντας ο ένας τον άλλον για το ποιος θα αντέξει περισσότερο στα ορεινά μονοπάτια.

Μετά τον καφέ, ανέλαβε ο Μάριος το τιμόνι. Οδηγούσε με τη συνηθισμένη του σιγουριά, και αν και δεν ήταν στο πρόγραμμα, σταματήσαμε και στα Τέμπη, αφού έτσι κι αλλιώς ήμασταν καλά από χρόνο. Παρά τη ζέστη της ημέρας, εκεί είχε μια υπέροχη, αναζωογονητική δροσιά κάτω από τα δέντρα, δίπλα στο ποτάμι.

Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και περπατήσαμε στο μονοπάτι πλάι στο ποτάμι, αφήνοντας τον ήχο του νερού και τη δροσιά από τα δέντρα να διώχνουν την κούραση του ταξιδιού. Μετά από λίγα μέτρα, ο Μάριος έβγαλε τη φωτογραφική από την τσάντουλα που κουβαλούσε πάντα μαζί του και άρχισε να με απαθανατίζει με διάφορες πόζες. Η καλή μου διάθεση ήταν τέτοια που αρχικά πόζαρα χαριτωμένα, με δήθεν ντροπαλά χαμόγελα, αλλά μετά το πήρα πολύ πιο χαλαρά και άρχισα να κάνω ακόμα και γκριμάτσες στην κάμερα.

Κάποια στιγμή τον είδα να βγάζει την άλλη φωτογραφική μηχανή και χαμογέλασα πονηρά, ξέροντας πολύ καλά τι είχε στο μυαλό του. Δεν άργησα να επιβεβαιωθώ όταν, χαμογελώντας πονηρά, μου έκανε νόημα να καθίσω σε έναν επίπεδο, ηλιόλουστο βράχο δίπλα στο ποτάμι.

«Μπίλι… το φόρεμα,» μου είπε με το ύφος του καλλιτέχνη που μόλις τον είχε επισκεφθεί η μούσα.

Τον κοίταξα παιχνιδιάρικα, δαγκώνοντας λίγο το κάτω χείλος μου, και υπάκουσα χωρίς δισταγμό. Χαμήλωσα τις τιράντες και άφησα το φόρεμα να πέσει στη μέση μου, μένοντας γυμνόστηθη κάτω από το φως που περνούσε ανάμεσα από τα δέντρα. Έγειρα ελαφρά προς τα πίσω, στηρίζοντας το βάρος μου στα χέρια, και τον κοίταξα με βλέμμα που ήξερα ότι θα τον τρελάνει. Εκείνος γονάτισε και έφερε προσεκτικά τη μηχανή στο μάτι του, παίρνοντας το χρόνο του για να βρει την τέλεια γωνία. Το πρόσωπό του ήταν απόλυτα συγκεντρωμένο, η ανάσα του ήρεμη, σχεδόν σαν να ζωγράφιζε.

Στη δεύτερη φωτογραφία αρχικά μου ζήτησε να βγάλω τελείως το φόρεμα και μετά με κατεύθυνε να ξαπλώσω μπρούμητα πάνω στον ίδιο βράχο, και μου ζήτησε απαλά και ήρεμα να βολευτώ μέχρι να νιώσω άνετα. Ήταν λείος και η αίσθηση της ζεστής πέτρας πάνω στα γυμνά μου στήθη ήταν υπέροχη.

Χαλάρωσα και όταν ήμουν έτοιμη, ήρθε από τα πλάγια και με κοίταξε από διάφορες γωνίες προσπαθώντας να βρει την καλύτερη. Το βλέμμα του ήταν τόσο επαγγελματικό και σοβαρό που μ’ έκανε να χαμογελάσω. Όταν έβγαλε και τη δεύτερη λήψη, μου χαμογέλασε θερμά, με εκείνη τη βαθιά ικανοποίηση που είχε κάθε φορά που έκανε κάτι πραγματικά όμορφο.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που με τραβούσε γυμνή, και κάθε φορά θαύμαζα πόσο προσεκτικός και καλλιτεχνικός ήταν. Δεν έκανε ποτέ τίποτα φτηνό, τίποτα πρόχειρο. Χρησιμοποιούσε πάντα ένα πανάκριβο, λεπτόκοκκο ασπρόμαυρο φιλμ, και μετά πήγαινε τις φωτογραφίες σε ειδικό εργαστήριο στου Ψυρρή για εμφάνιση. Οι πόζες μου ήταν πάντα γεμάτες αισθησιακό ερωτισμό, τόσο, που θα μπορούσαν άνετα να έχουν βγει από τις σελίδες κάποιου καλλιτεχνικού περιοδικού. Όχι επειδή ήταν δικές μου, αλλά ήταν αλήθεια. Ο Μάριος είχε πραγματικό ταλέντο.

Εντωμεταξύ ήμασταν και τυχεροί· ίσα που είχα προλάβει να ξαναφορέσω το φόρεμά μου όταν έσκασε δίπλα μας μια οικογένεια. Ο μπαμπάς, η μαμά, και δυο δίδυμα κοριτσάκια γύρω στα πέντε, ντυμένα ασορτί με χαριτωμένα ροζ φορεματάκια και κοτσιδάκια που χοροπηδούσαν καθώς έτρεχαν γελώντας στο μονοπάτι. Ήταν τόσο γλύκες που ένιωσα την καρδιά μου να κάνει τούμπες μέσα στο στήθος μου. Κοίταξα τον Μάριο φευγαλέα και μετά έκλεισα τα μάτια μου, χαμογελώντας ασυναίσθητα καθώς η εικόνα μιας δικής μας οικογένειας εισέβαλε απρόσκλητη στη φαντασία μου.

Μα τι διάολο; Τι σκέψεις ήταν αυτές που μου είχαν έρθει ξαφνικά; Ήμουν μόλις εικοσιδύο χρονών και το τελευταίο πράγμα που είχα στο μυαλό μου ήταν να κάνω οικογένεια—η μητέρα μου με είχε αποκτήσει στα εικοσιτρία της, κι εγώ δεν είχα καμία απολύτως όρεξη να ακολουθήσω τον ίδιο δρόμο. Παρ' όλα αυτά, όσο κι αν προσπάθησα να διώξω τη σκέψη, αυτή η εικόνα με εμάς τους δύο, να περπατάμε χέρι-χέρι με τις κόρες μας να τρέχουν μπροστά, δεν έλεγε να φύγει.

Δεν ξέρω από πού προέκυψε, ούτε γιατί, μα η ζεστασιά που ένιωσα στο στήθος μου ήταν τόσο έντονη που με τρόμαξε και ταυτόχρονα με γλύκανε όσο τίποτε άλλο. Σαν μια κλεφτή ματιά στο μέλλον—ένα μέλλον που ούτε είχα σκεφτεί, ούτε είχα φανταστεί, αλλά τώρα, με κάποιον παράξενο τρόπο, δεν το ένιωθα τόσο μακρινό.

«Κουκλιά είναι!» μου είπε ο Μάριος χαμογελώντας γλυκά, καθισμένος δίπλα μου στον κορμό ενός δέντρου, καθώς έβαζε στην άκρη τη φωτογραφική του.
«Είναι!» του απάντησα κάπως αφηρημένα, με το βλέμμα μου ακόμα να ακολουθεί τα δυο κοριτσάκια που έπαιζαν ανέμελα και με το μυαλό μου να ταξιδεύει σε εικόνες που είχα πλάσει πριν λίγο.
«Θέλω να τα φωτογραφίσω!» είπε με ενθουσιασμό και πετάχτηκε όρθιος σαν να είχε μόλις ανακαλύψει κάτι πολύτιμο. Με το χαμόγελό του να απλώνεται σε όλο του το πρόσωπο, πλησίασε την οικογένεια που είχε μόλις καθίσει στην άκρη του ποταμού.
«Καλημέρα σας!» είπε ευγενικά, και οι γονείς γύρισαν αιφνιδιασμένοι προς το μέρος του. «Μου επιτρέπεται να τις τραβήξω μια φωτογραφία; Είναι κουκλιά!» πρόσθεσε με τέτοιο ζεστό, ειλικρινές χαμόγελο, που οι αρχικές επιφυλάξεις της οικογένειας διαλύθηκαν στη στιγμή.

Παρατηρούσα το σκηνικό με χαμόγελο καθώς ο Μάριος γονάτισε μπροστά από τα δύο κοριτσάκια, δείχνοντάς τους με υπομονή πώς να στηθούν για να τις τραβήξει τη φωτογραφία. Η αδεξιότητα και η παιδική αμηχανία των μικρών με έκαναν να χαμογελάσω τρυφερά.

«Μια ακόμα όλοι μαζί!» τους προέτρεψε μετά, κάνοντας νόημα στους γονείς να τις αγκαλιάσουν. Η μαμά πήρε την Κρινιώ στην αγκαλιά της, και ο μπαμπάς έβαλε τη Μυρσίνη στους ώμους του. Ο Μάριος έσκυψε ελαφρά, έκανε ένα βήμα πίσω για να πιάσει καλύτερα το πλάνο, και τράβηξε τη φωτογραφία χαρίζοντάς τους ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο.
«Ευχαριστώ πολύ!» τους είπε χαρούμενα, καθώς η μαμά γελούσε τρυφερά και ο μπαμπάς έκανε μια ευγενική κίνηση με το χέρι του.

Μετά έκανε τις συστάσεις. Τους έδωσε πρώτα το χέρι του και μετά γύρισε προς το μέρος μου, καλώντας με κοντά τους με ένα βλέμμα γεμάτο ζεστασιά. Και κάπως έτσι γνωρίσαμε τον Μάνθο, τη Ζωή και τα δυο κουκλιά τους. Τα παιδιά ανέβαιναν Χαλκιδική για να κάνουν τριήμερο με τους γονείς της Ζωής που είχε καταγωγή από εκεί. Ο Μάνθος έδωσε τα στοιχεία του στο Μάριο για να τους στείλουμε τις φωτογραφίες και εκεί χαιρετηθήκαμε και σιγά-σιγά γυρίσαμε στο αυτοκίνητο, καθώς είχαμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας.

Αυτό ναι, είναι τζακούζι!

Αν και αρχικά σκοπεύαμε να το πάμε σερί μέχρι το Πόζαρ, κοντά στη Λεπτοκαρυά ο Μάριος μου ζήτησε να βγω από την Εθνική για να πάμε να κάνουμε καμιά βουτιά. Η ζέστη εκείνης της ημέρας ήταν αφόρητη, και η ιδέα μιας βουτιάς στη θάλασσα ακούστηκε ξαφνικά απίστευτα δελεαστική, οπότε γιατί όχι;

Σταματήσαμε στην πρώτη βολική παραλία, αλλά πριν βουτήξουμε, αποφασίσαμε να πάρω ένα τηλέφωνο τους δικούς μας, για να μη νομίζουν ότι μας έφαγε κανένα μαύρο φίδι. Κατευθύνθηκα στον κοντινό θάλαμο του ΟΤΕ, ψάρεψα την τηλεκάρτα από την τσάντα μου και τους τηλεφώνησα.

«Τους βρήκες;» με ρώτησε ο Μάριος μόλις επέστρεψα, με μια ελαφριά ανησυχία στο βλέμμα, που αμέσως έσβησε βλέποντας το χαλαρό χαμόγελό μου.
«Ναι, μωρό μου, μην ανησυχείς,» του είπα ακουμπώντας τρυφερά το χέρι μου στο μπράτσο του. «Βασικά, με τη μάνα σου μίλησα, εκείνη βρήκα πρώτη στο τηλέφωνο. Μετά βρήκα και τον πατέρα μου, οπότε όλα καλά, τους είπα ότι λογικά θα φτάσουμε νωρίς το απόγευμα.»
Ο Μάριος έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης και με αγκάλιασε από τη μέση, σφίγγοντάς με απαλά. «Μια χαρούλα,» μου είπε, και ένιωσα τους ώμους του να χαλαρώνουν εντελώς. Με κοίταξε πονηρά, και το βλέμμα του άστραψε ξανά παιχνιδιάρικα. «Δε μου λες, θες να φάμε εδώ ή αντέχεις μέχρι τα Πόζαρ;»
Σκέφτηκα λίγο, αλλά το στομάχι μου ήδη είχε αρχίσει να κάνει τα δικά του. «Εγώ θα έλεγα να τσιμπήσουμε εδώ ώστε να μην πάμε λυσσασμένοι στην πείνα. Να τα ευχαριστηθούμε τα λουτρά μωρέ…» του απάντησα με χαμόγελο και ένα ελαφρύ τρίψιμο της κοιλιάς μου για έμφαση.
«Ναι, δίκιο έχεις,» μου είπε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του. «Κανονικό φαγητό ή καμιά τυρόπιτα;» πρόσθεσε κάνοντας έναν μορφασμό σκέψης, σαν να αξιολογούσε προσεκτικά τις επιλογές μας.

Τελικά συμφωνήσαμε στο δεύτερο. Λίγα λεπτά αργότερα είχαμε ανακαλύψει έναν ωραίο, μοσχομυριστό φούρνο, από αυτούς που σου σπάνε τη μύτη από μακριά. Μπήκαμε μέσα και πήραμε ένα ολόκληρο κουτί γεμάτο με μικρά τυροπιτάκια, λουκανικοπιτάκια, σπανακοπιτάκια και άλλες λιχουδιές. Ο Μάριος έτριψε ενθουσιασμένος τα χέρια του, σαν μικρό παιδάκι που μόλις του πήραν παγωτό, ενώ εγώ ήδη είχα αρχίσει να τσιμπάω κρυφά ένα-δυο από το κουτί πριν καν βγούμε από τον φούρνο.

«Μια χαρά μας έκατσε τελικά!» του είπα χαχανίζοντας, καθώς επιστρέφαμε στο αυτοκίνητο, κρατώντας ακόμα το κουτί με τις μυρωδάτες λιχουδιές.
«Άσε, έχω ήδη καταλάβει ότι δε θα φτάσουν μέχρι τα Πόζαρ,» μου απάντησε γελώντας και μου έριξε μια πονηρή ματιά γεμάτη υπονοούμενα.

Ήμασταν πια στην παραλία, και με το που βγάλαμε τα παπούτσια μας, αναστέναξα. Η άμμος ήταν πυρωμένη, κάνοντάς με να πηδάω αστεία στις μύτες των ποδιών, ενώ ο Μάριος χαχάνιζε σαν παλιοχαρακτήρας βλέποντας τη φάτσα μου.

Μπαίνω στο νερό και αρχίζω να περπατάω. Περπατάω. Περπατάω ακόμα. Γυρίζω προς το Μάριο με ύφος απόγνωσης, έχοντας φτάσει στα μισά της διαδρομής προς το απέναντι πόδι της Χαλκιδικής, και το νερό ακόμα μόλις που μου φτάνει στους γοφούς.
«Καλά ρε μαλάκα, πού με έφερες να κολυμπήσουμε; Στην παιδική πισίνα του δήμου;» τον ρωτάω κουνώντας τα χέρια μου δραματικά στον αέρα.
«Τι να σου πω; Εγώ νόμιζα ότι είσαι άνθρωπος που εκτιμά την ασφάλεια!» μου απαντάει εκείνος, κάνοντας τον δήθεν σοβαρό.

Τελικά, μετά από επικές προσπάθειες και βηματισμό που θα έκανε το Μωυσή να πρασινίσει από τη ζήλια του, βρήκα ένα σημείο που βάθυνε αρκετά για να βουτήξω. Το νερό πάντως ήταν δροσερό και γάργαρο, και όταν βγήκα, παρά τη γκρίνια, ένιωσα ανανεωμένη.

Όταν μπήκαμε ξανά στο αυτοκίνητο, έριξα μια πονηρή ματιά στο κουτί με τα σφολιατοειδή. Ο Μάριος έπιασε τη ματιά μου και ανασήκωσε πειρακτικά το ένα φρύδι.
«Τι; Πείνασα,» λέω τραβώντας δήθεν αδιάφορα το πρώτο πιτάκι.
«Φάε, μωρό μου. Κανείς δεν πρόκειται να στα πάρει,» μου κάνει γελώντας, αλλά δε χάνει χρόνο να χώσει κι αυτός το χέρι του στο κουτί.

Και το κακό δεν άργησε να γίνει. Τα χέρια μας πήγαιναν και έρχονταν σαν πεινασμένοι γλάροι πάνω από το κουτί, με τον Μάριο να οδηγεί και να τσιμπάει ταυτόχρονα, και εμένα να τα καταβροχθίζω σχεδόν χωρίς ανάσα.

Καλά-καλά δεν είχαμε περάσει ακόμα την Αλεξάνδρεια, όταν το κουτί έμεινε πια απελπιστικά άδειο. Γύρισα και τον κοίταξα, δήθεν αθώα, με μάτια όλο απορία.

«Μήπως έχεις καμία ιδέα τι απέγιναν τα πιτάκια μας;» του κάνω με ψεύτικη έκπληξη.
Εκείνος ανασηκώνει τους ώμους του και μου ρίχνει ένα χαμόγελο γεμάτο πονηριά. «Κάτι θα πήρε το αυτί μου για μια ακρίδα που πέρασε από εδώ μέσα…»

Βάζουμε και οι δύο τα γέλια και συνεχίζουμε τον δρόμο μας, χορτάτοι και ευδιάθετοι. Όπως το είχαμε υπολογίσει, ήταν νωρίς απόγευμα όταν φτάσαμε στο Πόζαρ. Αρχικά, αφού παρκάραμε το αυτοκίνητο και πήραμε τα πράγματά μας, κατευθυνθήκαμε στο δωμάτιο. Μόλις μπήκαμε μέσα και είδα το τζακούζι, γύρισα και κοίταξα το Μάριο με σηκωμένο το ένα φρύδι και ύφος γεμάτο υπονοούμενο.

«Ρε συ, ήρθαμε στα Πόζαρ και έκλεισες δωμάτιο με τζακούζι; Τι λύσσα είναι αυτή που σ’ έχει πιάσει!» του κάνω κουνώντας το κεφάλι μου. Αφήνω
Ο Μάριος έρχεται κοντά μου και με αγκαλιάζει από τη μέση, τραβώντας με πάνω του. «Στο τζακούζι γίνονται οι καλύτερες ακολασίες!» μου λέει χαμηλόφωνα, παίζοντας τα φρύδια του πονηρά και χαμογελώντας μου μ’ εκείνο το διαβολικό χαμόγελο που μού κόβει τα πόδια.
«Α, μάλιστα!» του κάνω εγώ, τάχα σοβαρή, σπρώχνοντάς τον παιχνιδιάρικα στον ώμο, προσπαθώντας ταυτόχρονα να κρύψω το χαμόγελο που έχει ήδη προδώσει την «αγανάκτησή» μου. «Κάποιος βλέπω έχει άγριες διαθέσεις!»
«Τις αγριότερες!» μου λέει αποφασιστικά, κλείνοντας μου το μάτι και δίνοντάς μου ένα απαλό αλλά πονηρό χαστουκάκι στα μεριά, τόσο ώστε να πεταχτώ λίγο στον αέρα. Πετάγομαι γελώντας και κάνω ένα βήμα πίσω δήθεν θιγμένη.
«Άντε, πάμε ν’ αλλάξουμε!» μου λέει τρίβοντας τα χέρια του με προσμονή και ένα ύφος μικρού παιδιού που ετοιμάζεται να κάνει σκανταλιά.
«Θα είσαι φρόνιμος ρε;» τον ρωτάω προσπαθώντας να διατηρήσω ένα δήθεν σοβαρό ύφος, βάζοντας τα χέρια μου στη μέση και γέρνοντας το κεφάλι ελαφρώς στο πλάι με επιτηδευμένη αυστηρότητα.
«Τη μέρα που θα είμαι φρόνιμος μαζί με εσένα γυμνή μπροστά μου, κάνε μου μια χάρη και πυροβόλησέ με να με απαλλάξεις από τη μιζέρια μου!» μου απαντάει, πιάνοντας θεατρικά την καρδιά του και κάνοντας δήθεν τον ετοιμοθάνατο.

Τι να τον κάνω τον μούργο; Γελάω με το θεατρινίστικο δράμα του, κουνώντας το κεφάλι μου δήθεν απελπισμένη από την κατάστασή του, αλλά στην πραγματικότητα έχω ήδη παραδοθεί. Πριν προλάβω καλά-καλά να βγάλω το φορεματάκι και να φορέσω το μαγιό μου, βλέπω το βλέμμα του να καρφώνεται πάνω μου με πονηρή λάμψη και αναστενάζω.

«Φρόνιμα!» του κάνω σηκώνοντας το δάχτυλο σαν δασκάλα που μαλώνει άτακτο παιδάκι, αλλά το χαμόγελό μου είναι εντελώς προδοτικό.

Με κοιτάζει με εκείνο το βλέμμα του, αυτό το ακαταμάχητα κουταβίσιο που με αφοπλίζει εντελώς, και σηκώνει τους ώμους του αθώα, δήθεν παραπονεμένα. Κουνάω το κεφάλι γελώντας, γιατί όσο κι αν παριστάνω την αυστηρή, ξέρουμε κι οι δύο ότι έχω ήδη παραδοθεί στις διαθέσεις του. Πλάκα έχουν τ’ αγοράκια!

«Βρε, θα συμμαζευτείς;» του κάνω βάζοντας τα γέλια, καθώς ο Μάριος στην προσπάθειά του να φορέσει το μαγιό έχει μπουρδουκλωθεί, μένοντας τελικά τσίτσιδος μπροστά μου, με τη σημαία του—ας το πούμε κομψά—στον ιστό της. Με κοιτάζει δήθεν απορημένος, σηκώνοντας τους ώμους του με μια αθώα έκφραση που κάθε άλλο παρά αθώα είναι.

Ξαφνικά παίρνει το ύφος του ηθοποιού σε αρχαία τραγωδία και αρχίζει να τραγουδάει δήθεν δραματικά, βάζοντας το ένα χέρι στο στήθος και τ' άλλο απλωμένο μπροστά σαν να απευθύνεται στο κοινό του.

«Στη στεριά δε ζει το ψάρι…» αρχίζει να μοιρολογάει, κάνοντας την πιο πετυχημένη (και ταυτόχρονα γελοία) μίμηση Σουλιώτισσας που έχω δει στη ζωή μου. Δαγκώνω τα χείλη μου, προσπαθώντας μάταια να κρατηθώ από τα γέλια που ήδη αναβλύζουν από μέσα μου σαν χείμαρρος. Εκείνος, απολαμβάνοντας ξεκάθαρα την αντίδρασή μου, αποφασίζει να κλιμακώσει την παράσταση.
«Κι ούτε κνίτης με φρικιά!» συνεχίζει θεατρικά, δίνοντας πόνο και ψυχή στην ερμηνεία του, πριν γυρίσει επιδεικτικά το γοφό του προς το μέρος μου, με τον ανδρισμό του να λικνίζεται απειλητικά, απόλυτα συντονισμένος με το ρυθμό του τραγουδιού. Εντάξει, το πήγε στο «ντίσκο τσουτσούνι» και κάπου εκεί το έχασα τελείως.

Ξεσπάω σε γέλια που σχεδόν με λυγίζουν, κρατώντας την κοιλιά μου και νιώθοντας ότι όπου να 'ναι θα μου κοπεί η ανάσα. Όσο γελάω, εκείνος συνεχίζει το λίκνισμα, απολύτως αδιάφορος που είναι γυμνός και σχεδόν σε πλήρη στύση, απολαμβάνοντας φανερά την «παράσταση» που μου δίνει.

«Θα συμμαζευτείς, ρε νούμερο;» του λέω μέσα στα γέλια και σκουπίζω τα μάτια μου που έχουν αρχίσει να δακρύζουν. Αλλά εκείνος απτόητος, συνεχίζει τον χορό του κάνοντας το ακριβώς αντίθετο από αυτό που του λέω.

Είναι ακριβώς αυτός—αυτό το χιούμορ, αυτή η άνεση, αυτή η τρέλα—που με κάνει να τον λατρεύω σαν τρελή. Και με κάνει και πάλι να παραδέχομαι, ακόμα και μέσα στα ασυγκράτητα γέλια, πως δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που να αγαπάω όσο εκείνον.

Γελώντας και οι δυο σαν τα βλαμμένα, σε σημείο που στη ρεσεψιόν μας κοιτούσαν περίεργα, πάμε στο αυτοκίνητο και πέντε λεπτά αργότερα φτάνουμε στις πηγές. Κατεβαίνοντας, ο Μάριος με πιάνει από τη μέση και με φιλάει απαλά στο μάγουλο.

«Έτοιμη για βράσιμο, μικρή μου κοτούλα;» με πειράζει χαμογελώντας, κλείνοντας πονηρά το μάτι του.
«Κοτούλα; Εγώ, βρε αχαΐρευτε; Θα δούμε ποιος θα βγει πρώτος!» τον προκαλώ, σπρώχνοντάς τον απαλά με τον ώμο μου.

Στο ταμείο, η υπάλληλος μας ενημερώνει ότι εκτός από τα δημόσια λουτρά υπάρχουν και τα ιδιωτικά, ένας χώρος με εσωτερική γούρνα και καυτό ιαματικό νερό κατευθείαν από το ποτάμι. Καθώς είναι Πέμπτη και δεν έχει ιδιαίτερο κόσμο, αποφασίζουμε να το δοκιμάσουμε.

«Για πόση ώρα θέλετε;» μας ρωτάει ευγενικά η κοπέλα.
«Καμιά ωρίτσα, ίσως και παραπάνω;» προτείνω εγώ με ενθουσιασμό.
«Δυστυχώς, μόνο μισάωρο μπορούμε να κλείσουμε ανά άτομο,» μας εξηγεί ευγενικά. «Είναι για λόγους υγείας, ειδικά για άτομα με υπέρταση. Δεν επιτρέπεται μεγαλύτερη παραμονή.»

Κοιταζόμαστε με τον Μάριο με απορία.

«Μα δεν είμαστε υπερτασικοί...» της λέει μπερδεμένος ο Μάριος.
«Το καταλαβαίνω, αλλά αυτή είναι η πολιτική του κέντρου,» μας απαντά εκείνη χαμογελώντας απολογητικά.
«Δεν πειράζει,» πετάγομαι εγώ. «Τότε να κλείσουμε δύο συνεχόμενα μισάωρα;»
«Βεβαίως,» απαντάει εκείνη, ολοκληρώνοντας την κράτηση.

Λίγα λεπτά αργότερα, με τα κλειδιά στο χέρι, μπαίνουμε στον ιδιωτικό χώρο, κλείνοντας καλά την πόρτα πίσω μας. Ανταλλάσσουμε ένα γρήγορο βλέμμα πονηριάς και, χωρίς δεύτερη σκέψη, πετάμε από πάνω μας τα μαγιό.

«Έτσι το προόριζε η φύση, άλλωστε,» λέει ο Μάριος παιχνιδιάρικα, κοιτάζοντάς με από πάνω ως κάτω μ’ ένα πονηρό χαμόγελο.
«Κοίτα να δεις που μας προέκυψε και φυσιολάτρης!» του απαντάω γελώντας και τραβώντας τον προς το ντους. Ανοίγω το νερό και ο Μάριος σχεδόν τινάζεται πίσω.
«Ρε Μπίλι, αυτό δεν είναι νερό για ντους, είναι για να βράσεις κοτόπουλο,» μου λέει με απόγνωση κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
«Σώπα μωρέ γκρινιάρη, δώσ’ του λίγο χρόνο!» του λέω χαχανίζοντας καθώς τον τραβάω να τον βάλω κάτω από το νερό.
«Τι χρόνο να του δώσω, που θα με βγάλετε κόκκινο σαν αστακό;»
«Μια χαρά είσαι,» του λέω γελώντας ξανά, χαϊδεύοντας τρυφερά το στήθος του. «Λοιπόν, μην είσαι κοτάρα! Πάμε!» του κάνω χώνοντάς του μια στα καπούλια.
«Άντε, πάμε,» μου κάνει αναστενάζοντας ψεύτικα και ακολουθώντας με δήθεν παραίτηση.

Η γούρνα είναι φυσική, απλώς έχει διαμορφωθεί σε παραλληλόγραμμο σχήμα και οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με πλακάκια, ενώ ο πυθμένας είναι γεμάτος στρογγυλεμένα βότσαλα. Ο χώρος είναι μικρός και ζεστός, ο ατμός πυκνός, και η ατμόσφαιρα απίστευτα χαλαρωτική. Βυθίζομαι αργά στο νερό, και αμέσως ένας αναστεναγμός απόλαυσης βγαίνει αυθόρμητα από μέσα μου.

«Θεέ μου... Αυτό είναι νιρβάνα…» ψιθυρίζω με τα μάτια μου κλειστά, αφήνοντας έναν βαθύ, ανακουφιστικό αναστεναγμό να μου ξεφύγει. Το καυτό νερό τυλίγει απαλά το σώμα μου, χαλαρώνοντας έναν-έναν όλους τους σφιγμένους μύες μου. Νιώθω να παραδίνομαι ολοκληρωτικά στη μαγεία της στιγμής και χαμογελάω ασυναίσθητα.

Ο Μάριος, αντίθετα, γκρινιάζει χαριτωμένα καθώς προσπαθεί να συνηθίσει τη θερμοκρασία του νερού, πατώντας στις μύτες των ποδιών του και κάνοντας κάτι περίεργες γκριμάτσες που με κάνουν να κρυφογελάω.

«Aie, aie, aie, aie, aie, aie, Puerto Rico,» αρχίζει να τραγουδάει μιμούμενος τους Vaya con Dios αλλά με το ύφος πονεμένης τραγουδίστριας του παλιού ελληνικού σινεμά, κάνοντάς με να ανοίξω τα μάτια και να τον κοιτάξω σκασμένη στα γέλια.
«Ρε μωρό μου, σοβαρά τώρα;» του λέω, γελώντας τόσο που σχεδόν πνίγομαι από το νερό που έχει αγγίξει τα χείλη μου. Εκείνος με κοιτάζει τάχα προσβεβλημένος, κρατώντας το χέρι στο στήθος του σαν πληγωμένη ντίβα.
«Βραστός θα γίνω κι εσύ, κακούργα, γελάς!» διαμαρτύρεται δραματικά, βάζοντας το ελεύθερο χέρι του στο μέτωπο, σαν να παίζει σε τραγωδία.
«Καλά, δε ντρέπεσαι καθόλου; Εσύ δεν ήσουν που τρως τα λυσσιακά σου για τζακούζι;» του λέω, σηκώνοντας πειρακτικά το φρύδι και βουλιάζοντας ακόμα πιο βαθιά στο νερό. Μου αρέσει τόσο πολύ η ζέστη που νιώθω σχεδόν το σώμα μου να λιώνει, οι ώμοι μου να χαλαρώνουν, και το μυαλό μου να καθαρίζει από κάθε έγνοια.

Ο Μάριος κάνει μια αστεία γκριμάτσα, παραδεχόμενος σιωπηλά την ήττα του, και ξαφνικά αφήνεται κι εκείνος να γλιστρήσει μέχρι που το νερό καλύπτει τους ώμους του. Το πρόσωπό του γλυκαίνει αμέσως.

«Μπα; Σ’ αρέσει τώρα, ε;» του πετάω πειραχτικά, κουνώντας το κεφάλι μου και πιτσιλώντας τον ελαφρά με τα δάχτυλα.
«Εντάξει, ομολογώ, παραδίδομαι… Αυτό είναι τέλειο,» λέει με μια έκφραση απόλυτης χαλάρωσης.

Κλείνω πάλι τα μάτια μου χαμογελώντας θριαμβευτικά, αφήνοντας τον αυχένα μου να γείρει πίσω και νιώθοντας το καυτό νερό να ξεκλειδώνει έναν προς έναν τους σπονδύλους μου. «Αυτό ναι! Αυτό είναι τζακούζι!» του κάνω με νόημα, πριν βυθιστώ ολόκληρη στο νερό, απολαμβάνοντας τη γλυκιά αίσθηση της απόλυτης χαλάρωσης.

Ξαφνικά, νιώθω τις φυσαλίδες που αναδύονται από τα βότσαλα στον πυθμένα να γλιστράνε πάνω μου σαν απαλό χάδι, αγγίζοντας σημεία που δεν πρέπει και με κάνουν να πεταχτώ στιγμιαία, ξαφνιασμένη και γελώντας νευρικά.

«Ρε συ!» του λέω με το πρόσωπό μου κατακόκκινο από έκπληξη και γέλιο, «Το νερό μου βάζει χέρι!»

Ο Μάριος ανοίγει διάπλατα τα μάτια και το στόμα του, δήθεν σοκαρισμένος. Σηκώνει δραματικά το χέρι του έξω από το νερό, δείχνοντάς με με κατηγορηματικό ύφος εισαγγελέα:

«Ιιιιιι! Άπιστο γύναιο! Ακόμα και το νερό πείραξες;»
«Εγώ μωρέ; Εσύ φταις που μ’ έφερες στη γούρνα με… τα κωλοδάχτυλα!» του αντιγυρίζω ανάμεσα σε γέλια και μισοκλείνω πονηρά το μάτι μου, πιτσιλώντας τον παιχνιδιάρικα.

Εκείνος ξεκαρδίζεται και πλησιάζει κοντά μου, τυλίγοντας ένα χέρι γύρω από τη μέση μου. Με τραβάει τρυφερά προς το μέρος του και ακουμπάει ένα φιλί στο μάγουλό μου, ψιθυρίζοντας δήθεν συνωμοτικά στ’ αυτί μου:

«Θα λογαριαστώ εγώ αργότερα με το θρασύτατο νερό που τολμά να απλώνει χέρι στο κορίτσι μου.»

Γελάω πάλι και αφήνομαι τελείως στην αγκαλιά του, γέρνοντας απαλά το κεφάλι μου στον ώμο του. Τα βλέφαρά μου κλείνουν αργά, και αφήνω το σώμα μου να βυθιστεί ακόμα περισσότερο μέσα στο καυτό νερό. Νιώθω τους μυς μου να χαλαρώνουν ένας προς έναν, με κάθε αργή, απολαυστική αναπνοή.

Τα χέρια του Μάριου γλιστρούν φυσικά γύρω από τη μέση μου, και φυσικά σιγά που θα έχανε την ευκαιρία να με χουφτώσει, το καυλοράπανο! Τα δάχτυλά του μου πιέζουν παιχνιδιάρικα τη λεκάνη, και ασυναίσθητα δαγκώνω το χείλος μου. Γυρίζω το κεφάλι μου προς το μέρος του και ανοίγω τα μάτια μου, κοιτάζοντάς τον δήθεν με μισό μάτι.

«Τι θα γίνει με την πάρτη σας, μεσιέ;» του λέω δήθεν αυστηρά, αν και ένα χαμόγελο έχει ήδη τρυπώσει στις άκρες των χειλιών μου.
Ο Μάριος ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους του, κάνοντας το γνωστό του θεατρικό ύφος και υψώνοντας το ένα φρύδι με προσποιητή απορία. «Τι, μόνο το νερό θα σου βάζει χέρι κι εγώ στην απ’ έξω;» μου απαντάει με ύφος Χατζηχρήστου από τον Ηλία του 16ου. «Να είμαστε λογικοί, μην είμαστε και πλεονέκτες!»

Τα λόγια του με κάνουν να γελάσω ακόμα πιο δυνατά, και η φωνή μου αντηχεί απαλά στον μικρό κλειστό χώρο. Αν δεν μπορείς να αντισταθείς, χαλάρωσε και απόλαυσέ το, λένε, κι αυτό ακριβώς κάνω.

Ξαφνικά μου περνάει μια σκέψη από το μυαλό. «Ρε συ, δεν πήραμε τους δικούς μας τηλέφωνο!» του λέω λίγο απότομα, ανασηκώνοντας το σώμα μου απότομα μέσα στο νερό και κοιτώντας τον με ελαφριά ανησυχία.
Εκείνος, εντελώς ατάραχος, απλά χαμογελάει, με τα μάτια του σχεδόν κλειστά από την απόλαυση. Τα δάχτυλά του συνεχίζουν να με χαϊδεύουν απαλά στη μέση. «Ε, καλά, δε χάθηκε ο κόσμος,» μου λέει με καθησυχαστική φωνή, αφήνοντας ένα ακόμα φιλί στον ώμο μου. «Τους παίρνουμε με το που βγαίνουμε. Ακόμα νωρίς το απόγευμα είναι.»

Η ζεστασιά του νερού με παρασέρνει ξανά, και νιώθω να χαλαρώνω πάλι στην αγκαλιά του. Η αναπνοή μου ηρεμεί ξανά, και η μικρή ένταση εξαφανίζεται τόσο γρήγορα όσο εμφανίστηκε.

«Αλήθεια,» συνεχίζει εκείνος μετά από λίγο, τραβώντας απαλά τα μαλλιά μου πίσω από το αυτί μου, «είπες στην Κατερίνα και το Θανάση να κάνουμε μαζί διακοπές φέτος;»
«Ναι,» του απαντάω χαλαρά, γέρνοντας και πάλι το κεφάλι μου προς τα πίσω, πάνω στον ώμο του. «Της το είχα πει όταν πίναμε καφεδάκι στην Όαση. Πού λες να πάμε φέτος;»
«Θάσο!» μου λέει αποφασιστικά, με έναν μικρό ενθουσιασμό στη φωνή του, σχεδόν σαν παιδάκι που προτείνει κάτι στον καλύτερο του φίλο. «Τι λες κι εσύ;»

Τον κοιτάζω στα μάτια, αφήνοντας τον εαυτό μου να χαθεί στο αγαπημένο μου βλέμμα, αυτό που μου είχε κλέψει την καρδιά πριν χρόνια και που εξακολουθεί να με τρελαίνει το ίδιο ακόμα και σήμερα. Γυρίζω και ακουμπάω απαλά την παλάμη μου στο μάγουλό του.

«Μαζί σου και στη Γυάρο,» ψιθυρίζω τρυφερά και πλησιάζω το πρόσωπό του, αφήνοντας τα χείλη μου να αγγίξουν απαλά τα δικά του σε ένα φιλί γεμάτο γλυκύτητα, υπόσχεση και απόλυτη ευτυχία.

Με το που ακούει τα λόγια μου, το χαμόγελό του γίνεται στιγμιαία πιο γλυκόπικρο. Χωρίς να χάσει την τρυφερότητά του, με αγκαλιάζει λίγο πιο σφιχτά, ακουμπώντας απαλά το κεφάλι του πάνω στο δικό μου, αφήνοντας έναν ανάλαφρο αναστεναγμό.

«Ναι, καλύτερα Θάσο!» λέει τελικά, με ένα ελαφρύ γέλιο που διώχνει τη σκιά από το πρόσωπό του.
«Ναι, καλύτερα!» συμφωνώ κι εγώ, γέρνοντας ακόμα περισσότερο πάνω του και παίζοντας αφηρημένα με τα δάχτυλά μου πάνω στα χέρια του που με κρατούσαν σφιχτά. Για μερικά δευτερόλεπτα μένουμε έτσι, απολαμβάνοντας απλά τη στιγμή, πριν ο Μάριος χαλαρώσει τη λαβή του γύρω μου και μου χαρίσει ένα ακόμα φιλί στα μαλλιά.

Σκέφτομαι πόσο παράξενο ήταν που ένα αστείο μας οδήγησε ξαφνικά σε κάτι τόσο βαθύ, τόσο προσωπικό. Η αναφορά στη Γυάρο πάντα τον έκανε να συννεφιάζει έστω και στιγμιαία, σαν μια ελαφριά σκιά να πέρναγε από τα μάτια του. Ήξερα καλά την ιστορία της οικογένειάς του, και ίσως γι’ αυτό η αγκαλιά μου τώρα τον έσφιγγε λίγο πιο προστατευτικά, σχεδόν σαν να προσπαθούσα να διώξω αυτή τη μικρή σκιά.

Και οι δυο γονείς του ήταν φανατικοί κομμουνιστές. Ο πατέρας του, ο κύριος Ανδρέας, είχε εξοριστεί στη Γυάρο στα νιάτα του αρνούμενος να υπογράψει δήλωση. Με το που βγήκε έφυγε από την Ελλάδα, πήγε Γερμανία. Εκεί γνώρισε την κυρία Χριστίνα, η οποία ήταν ομογενής δεύτερης γενιάς, από οικογένεια εξίσου εκτοπισμένη λόγω πολιτικών φρονημάτων. Εκεί γεννήθηκε και ο Μάριος το 1972, στην Ελλάδα γύρισαν το 1976, δύο χρόνια πριν έρθουν να μείνουν στη γειτονιά.

Ακόμα και στην εποχή της μεταπολίτευσης, το να βρουν και οι δύο θέση στο Πολυτεχνείο αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολο, παρά τις εντυπωσιακές ακαδημαϊκές τους περγαμηνές. Ο κύριος Ανδρέας, με το βαρύ όνομά του και τις πολυάριθμες δημοσιεύσεις του στη Μηχανική Ρευστών, και η κυρία Χριστίνα, με ανάλογο πλήθος δημοσιεύσεων και την εξειδίκευσή της στην τεχνολογία κατεργασιών, αντιμετώπιζαν συνεχώς κλειστές πόρτες.

Η κατάσταση είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο που το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Μονάχου—όπου δίδασκαν και έκαναν έρευνα και οι δύο στο παρελθόν—έτριβε τα χέρια του, έτοιμο να τους δεχτεί πίσω. Τελικά, μετά από έντονες πιέσεις ενός παλιού καθηγητή του πατέρα του Μάριου, άνοιξαν επιτέλους δύο θέσεις στο ΕΜΠ, δίνοντας τέλος στην αβεβαιότητα.

Φαντάζομαι πως για τους υπόλοιπους φοιτητές—που δεν τους είχαν ζήσει όπως εγώ—οι γονείς του Μάριου πρέπει να φαίνονταν πραγματικά δύσκολοι άνθρωποι. Οι γερμανικές τους επιρροές ήταν ολοφάνερες, τόσο στον τρόπο που δίδασκαν όσο και γενικά στον τρόπο σκέψης τους.

Εξαιρετικοί καθηγητές, αναμφίβολα, αλλά άτεγκτοι στα εργαστήρια και αμείλικτοι στις εξετάσεις, όσο δίκαιοι κι αν ήταν. Δεν είναι να απορεί κανείς που μου κόβονταν τα πόδια στα μαθήματά τους· μπορεί για μένα να ήταν σαν δεύτεροι γονείς, αλλά στη σχολή δεν είχε αστεία ούτε κατά διάνοια.

Και φυσικά πήρα δεκάρια. Και φυσικά αν μ’ έπαιρνε, ας έκανα και αλλιώς! Και, για να είμαστε ξεκάθαροι, τα δεκάρια που πήρα δεν μου χαρίστηκαν. Αίμα έφτυσα και εγώ και ο Μάριος, γιατί αν με τους υπόλοιπους φοιτητές ήταν αυστηροί μία φορά, με εμάς τους δύο ήταν δέκα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα; Ο κύριος Ανδρέας παραλίγο να κόψει στον Μάριο ολόκληρη μονάδα για ένα ορθογραφικό λάθος—και δεν αστειεύομαι καθόλου!

Όπως ήμουν βολεμένη στην αγκαλιά του, και όπως με είχε χουφτώσει και μου μάλαζε απαλά τα στήθη—η αγαπημένη του ενασχόληση—ε, άνθρωπος είμαι κι εγώ, στο τέλος ερεθίστηκα. Εκεί ξυπνάει μέσα μου το διαολάκι, και το χέρι μου γλιστράει προς τα πίσω και του βάζω χέρι κι εγώ, αμ πως, στο πηγάδι κατούρησα; Του είναι ήδη κατάρτι—και χωρίς τη βοήθεια του χεριού μου—και δε μπορώ να συγκρατήσω ένα χάχανο.

Κάνω το σώμα μου ελαφρά αριστερά για να μπορέσω να γυρίσω το κεφάλι μου και τον κοιτάζω μ’ ένα πονηρό βλέμμα. «Όλο σε στάση προσοχής τον έχεις τον φουκαρά, άστον να κάτσει και λίγο ημιανάπαυση!»
«Δε βοηθάς έτσι!» μου απαντάει με εξίσου πονηρό βλέμμα. «Δηλαδή και να ήθελα να κάτσω ήσυχος…μ’ αφήνεις;»
«Βρε κερατά!» του κάνω δήθεν αγανακτισμένη αλλά με τα μάτια μου ν’ αστράφτουν παιχνιδιάρικα, «τόση ώρα που με χουφτώνεις, εγώ σου φταίω;»
«Και φταις, και δε φταις!» μου κάνει βγάζοντας πειρακτικά τη γλώσσα του και τσιμπώντας μου απαλά το αριστερό στήθος.
«Ποιον είπες κεφτέ μωρή λουμπίνα;» του κάνω και ξεφεύγοντας από την αγκαλιά του γυρίζω προς το μέρος του και αρχίζω να τον γαργαλάω.
Απίστευτα γαργαλιάρης σχεδόν του κόβεται η ανάσα αλλά ο Μάριος δεν είναι από εκείνους που αφήνουν τις προκλήσεις αναπάντητες. Καταφέρνει και με γραπώνει, με ακινητοποιεί και επιστρέφουμε στα παιδικάτα μας και πάλι. «Παραδίνεσαι;» με ρωτάει και αρχίζει και με γαργαλάει.
«Ποτέ!» καταφέρνω να πω μέσα από τα γέλια μου, προσπαθώντας μάταια να ξεφύγω από τα χέρια του, αλλά το μόνο που καταφέρνω είναι να κάνω ακόμα περισσότερες σπασμωδικές κινήσεις, με τις παλάμες του να μην αφήνουν περιθώρια διαφυγής. 
«Χέλι! Όλο γλιστράς!» μου κάνει μιμούμενος τη Φρόσω από το The Κόπανοι και τα γέλια μου ανανεώνονται αμέσως, δυνατά και αβίαστα, να αντηχούν ξανά στο δωμάτιο.

Κλαίω σχεδόν από τα γέλια, με την κοιλιά μου να πονάει από την ένταση, και αυτός συνεχίζει το μαρτύριο, με τα δάχτυλά του να βρίσκουν καινούργια σημεία να με γαργαλήσουν. Τα δάχτυλά του κινούνται ανελέητα στα πλευρά μου, και οι τσιρίδες μου αντηχούν στα πλακάκια του ιδιωτικού λουτρού, πνιγμένες από τα γέλια και τις μπουρμπουλήθρες που σκάζουν γύρω μας.

«Παραδίνεσαι;» με ρωτάει ξανά, η φωνή του μισό γελάκι, μισό απειλή, τα μάτια του να αστράφτουν παιχνιδιάρικα.

Είναι από πάνω μου τώρα, με έχει πιάσει κανονικά, τα χέρια του ατσάλινα αλλά ταυτόχρονα τόσο τρυφερά που δεν με πειράζει καθόλου. Αντίθετα, το απολαμβάνω όσο τίποτα.

«Ποτέ!» καταφέρνω να φωνάξω ανάμεσα στα ξεσπάσματα γέλιου, τα μάτια μου μισόκλειστα από την προσπάθεια να ανασάνω και το πρόσωπό μου ήδη να καίει από τη ζέστη και την έξαψη.

Τα μάγουλά μου έχουν πάρει ένα βαθύ κόκκινο, και τα μαλλιά μου κολλάνε ακανόνιστα στο πρόσωπό μου, αλλά ειλικρινά, ποσώς με νοιάζει. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι το πώς με κοιτάζει ο Μάριος—αυτό το βλέμμα που είναι γεμάτο λατρεία και μια ανεξάντλητη δόση πονηριάς.

«Θα σε σκίσω» φωνάζω μισογελώντας, και με μια απότομη κίνηση προσπαθώ να ξεγλιστρήσω από τα χέρια του. Καταφέρνω να του ξεφύγω για μερικά δευτερόλεπτα, μόνο και μόνο για να με αρπάξει ξανά, με το χαμόγελό του να πλαταίνει όλο ικανοποίηση.
«Κάτσε κάτω να φας το ξύλο σου σαν άντρας» φωνάζει ψεύτικα αγανακτισμένος και με μια γρήγορη κίνηση με φέρνει ξανά στην αγκαλιά του, τα σώματά μας να κολλάνε το ένα πάνω στο άλλο κάτω από το καυτό νερό. Το γέλιο του είναι βαθύ και τρανταχτό, και το νιώθω να διαπερνά το στέρνο του και να φτάνει ως εμένα.
«Δεν είμαι άντρας!» του κάνω, λαχανιασμένη και ακόμα να προσπαθώ να βρω τις ανάσες μου, αλλά με τα χέρια μου ήδη να τυλίγονται γύρω από τον λαιμό του ενστικτωδώς, γιατί δεν θέλω να ξεφύγω στ’ αλήθεια. Το χαμόγελό μου είναι τεράστιο και ανεξέλεγκτο, και είμαι απόλυτα βέβαιη πως δεν έχω ξαναγελάσει τόσο δυνατά και τόσο αληθινά εδώ και χρόνια.
«Μπα, έγινες γυναίκα τώρα;» μου απαντάει, και η φωνή του πέφτει σε έναν πιο τρυφερό τόνο, τα χέρια του να χαλαρώνουν και να με κρατάνε απαλά πάνω του.
«Για σένα και μόνο» του κάνω, και τα μάτια μου λάμπουν ακόμα από το γέλιο, η φωνή μου μισό χαμόγελο, μισό ψίθυρος. Γέρνω ελαφρά το κεφάλι μου και αφήνω τα χείλη μου να ακουμπήσουν απαλά τα δικά του, το φιλί μας καυτό, σαν το νερό που μας περιβάλλει.

Αχ, έρωτα!

Χωρίς να το σκεφτώ, κάθομαι γονατιστή και τον παίρνω στο στόμα μου. Τον κοιτάζω για μια στιγμή, ακουμπάει πίσω στα πλακάκια και κλείνει τα μάτια του. Βάζω το χέρι μου στη βάση του και αρχίζω να του τον παίζω με κυκλικές κινήσεις και ακολουθεί και το στόμα μου. Του ξεφεύγει ένα δυνατό βογγητό καθώς βάζω όλη μου την τέχνη.

Ακόμα και αν είναι απλό γαργάλημα, η πάλη μας είναι ερωτική, και όπως πάντα έχω γίνει τούρμπο. Αυτή τη στιγμή ωστόσο—και παρά τις ορέξεις μου—το μόνο που θέλω είναι να του προσφέρω, και ο ενθουσιασμός μου τον κάνει να βλέπει αστεράκια και πεταλουδίτσες, αν κρίνω από τα βογγητά του. Συνεχίζω το έργο μου με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό και δε μου παίρνει ούτε πέντε λεπτά να γευτώ τους κόπους μου.

Κυριολεκτικά!

Να με πνίξει κόντεψε πάλι, μα πότε προλαβαίνει και μαζεύεται όλο αυτό το πράγμα; Χθες το πρωί στη ζούλα του είχα κάνει και πάλι πίπα, που και πάλι είχε κοντέψει να με πνίξει.

«Πολύ πράγμα,» του κάνω όταν με τα πολλά τελειώνω. «Πότε προλαβαίνεις και τα μαζεύεις ρε αδερφάκι μου;» του λέω με ψεύτικη απελπισία.

Αντί απάντησης τινάζει αδιάφορα τους ώμους του και μετά με γραπώνει από το κεφάλι και πάει να μου τον βάλει ξανά στο στόμα.

«Πάλι;» τον ρωτάω απορημένη κοιτάζοντάς τον στα μάτια, αλλά αντί απάντησης τον σπρώχνει μέσα στο στόμα μου και τα μάτια μου κλείνουν από μόνα τους.

Ναι, δεν είχε αυτό στο νου του, ένα λεπτό μετά με σταματάει και με παίρνει και πάμε στα σκαλοπάτια. Κάθεται στο τελευταίο, το οποίο είναι μέσα στο νερό, και με βάζει να κάτσω πάνω του έχοντας του γυρισμένη την πλάτη. Κάθομαι προσεκτικά πάνω του και όπως μπαίνει μέσα μου δεν μπορώ να συγκρατήσω ένα δυνατό ηδονικό στεναγμό.

Με γραπώνει από τα στήθη και ξεκινάω να κουνιέμαι πάνω-κάτω, και αυτή τη φορά είμαι εγώ εκείνη που ζει την απόλυτη Νιρβάνα. Με την πίπα που προηγήθηκε ο Μάριος έχει μεγάλες αντοχές, και του δίνω και καταλαβαίνει. Όπως σχεδόν χοροπηδάω πάνω του, τα βογγητά μου γίνονται όλο και πιο δυνατά και δαγκώνω το πίσω μέρος του χεριού μου γιατί αν συνεχίσω έτσι θα ακουστώ μέχρι το χωριό.

Εντάξει, την άκουσα τελείως, ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που βίωσα πολλαπλό οργασμό, δε μου είχε ξανασυμβεί. Εκείνος όμως δεν είχε τελειώσει, οπότε γονάτισα μπροστά του και άρχισε να τον παίζει και τον έβαλε στο στόμα μου μόνο στο τέλος.

Τόση πρωτεΐνη εκείνο το απόγευμα, ούτε body builder στον όγκο!

Μη γίνεσαι απλή ρόμπα, γίνε θρύλος!

Μου πήρε λίγη ώρα να βρω τις ανάσες μου—και ο Μάριος τις δικές του—αυτές είναι οι ολέθριες συνέπειες του να αμαρτάνεις σε θερμά λουτρά. Καθισμένη στα πλακάκια του ντους, αφήνω το νερό να κυλήσει πάνω μου, προσπαθώντας να διώξω την έντονη ζέστη από το δέρμα μου. Ο Μάριος, από δίπλα, ανασηκώνεται αργά και περνάει το χέρι του μέσα από τα βρεγμένα μαλλιά του, φυσώντας με δύναμη τον αέρα από τα χείλη του.

«Δεν ξέρω αν φταίει το νερό ή οι ατασθαλίες μας, αλλά έχω αρχίσει και νιώθω σαν τυρί του τοστ!» μου λέει και μου ρίχνει μια ματιά που με κάνει να χαχανίσω.
«Εμ δε σου έφτανε το λουτρό, ήθελες και φίκι-φίκι!» του κάνω και του ρίχνω ένα παιχνιδιάρικο σκούντημα με το πόδι μου στο καλάμι.

Όπως και να έχει, μάλλον είχαν δίκιο που έλεγαν ότι ο κλειστός χώρος δεν είναι για χόρταση—στο τέλος της ώρας που είχαμε κλείσει δε βλέπαμε την ώρα και τη στιγμή να βγούμε έξω να πάρουμε λίγο αέρα. Ντυνόμαστε με χαλαρές κινήσεις, ακόμα νιώθοντας τη ζέστη να έχει φωλιάσει κάτω από το δέρμα μας, και αφού παίρνουμε τα πράγματά μας, κατευθυνόμαστε προς την έξοδο.

Το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να πάμε να βρούμε καρτοτηλέφωνο να πάρουμε τους γονείς μας και να τους πούμε ότι φτάσαμε. Ο Μάριος ψάχνει στην τσέπη του για την τηλεκάρτα ενώ εγώ ακουμπάω τη μέση μου στον ξύλινο στύλο του καρτοτηλεφώνου, παρακολουθώντας τον με μισό μάτι.

«Βρήκες τηλεκάρτα;» του κάνω.
«Εδώ την έχω, γκρινιάρα!» μου λέει και μου τη δείχνει επιδεικτικά πριν τη βάλει στο τηλέφωνο.

Πήρα πρώτα στο σπίτι και αυτή τη φορά το σήκωσε η μητέρα μου.

«Παρακαλώ;» ακούω τη φωνή της στην άλλη άκρη του καλωδίου.
«Έλα μαμά, φτάσαμε!» της λέω γρήγορα, παραλείποντας διακριτικά να την πληροφορήσω ότι είχαμε φτάσει εδώ και περίπου μιάμιση ώρα γιατί θα τα ακούγαμε!
«Μπράβο αγάπη μου. Πώς ήταν το ταξίδι σας; Τακτοποιηθήκατε;»
«Μια χαρά ήταν, δε σου είπε ο μπαμπάς ότι κάναμε και δεύτερη στάση;»
«Ναι, μου το είπε. Καλά κάνατε, εκδρομή πήγατε, δεν υπήρχε κανένας λόγος να βιαστείτε!»

Χασκογελάω ενθυμούμενη τη στάση μας στα Τέμπη και κοιτάζω τον Μάριο που έχει σταυρώσει τα χέρια στο στήθος και με κοιτάζει με βλέμμα «τι σκαρώνεις πάλι;»

«Ξέρεις τι έκανε ο τρελάρας ο γαμπρός σου;» της λέω με παιχνιδιάρικη φωνή, ενώ ο Μάριος κουνάει το κεφάλι του με ένα μειδίαμα.
«Τι;»
«Στα Τέμπη που είχαμε σταματήσει και εκεί που τραβούσαμε φωτογραφίες, είδε ένα ζευγάρι με τις κορούλες τους,» της λέω χαμογελώντας σα χαζή στην ανάμνηση. «Ήταν κουκλιά! Κουκλιά!» λέω και στενάζω. «Πήγε λοιπόν στο ζευγάρι και τους ζήτησε την άδεια να τα τραβήξει φωτογραφίες. Τράβηξε τα κοριτσάκια και μόνα τους και με τους γονείς τους.»

Ακούω τη μάνα μου να χαζογελάει στο τηλέφωνο, ενώ ο Μάριος σηκώνει τα χέρια του στον αέρα με ένα βλέμμα «εγώ φταίω τώρα;».

«Και φυσικά έκανε και τις δημόσιες σχέσεις του, αλίμονο, και πήρε τα στοιχεία τους ώστε όταν βγουν οι φωτογραφίες να τους τις στείλει!» συνεχίζω και τον κοιτάζω με νόημα.
«Καλά έκανε! Εσένα σε τράβηξε καμιά φωτογραφία ο αχαΐρευτος;» με ρωτάει η μάνα μου και δεν μπορώ να συγκρατήσω ένα χάχανο στο «αχαΐρευτος.»

Ο Μάριος αναστενάζει με θεατρικό ύφος και χαμογελάει σαν να είναι περήφανος για τον νέο του τίτλο.

«Βασικά, εμένα τραβούσε φωτογραφίες όταν ήρθαν εκεί που ήμασταν το ζευγάρι με τα παιδιά τους,» της εξηγώ, παραλείποντας φυσικά να της πω τι είδους φωτογραφίες με τράβαγε.

Ο Μάριος κάνει πως βήχει διακριτικά, αλλά το μάτι του γυαλίζει από τα γέλια που συγκρατεί.

«Λοιπόν μαμά, θα σε κλείσω να πάρουμε και τους γονείς του Μάριου να τους πούμε ότι φτάσαμε!» λέω βιαστικά, πριν αρχίσει περαιτέρω ανάκριση.
«Τι θα κάνετε τώρα;»
«Προς το παρόν θα πάμε να πιούμε μια μπυρίτσα και μετά, ανάλογα τα κέφια, μπορεί να πάμε στα δημόσια λουτρά, μπορεί να ανηφορήσουμε λίγο το ποτάμι και μετά θα πάμε να τσιμπήσουμε και τίποτα, γιατί με μόνο τις σφολιάτες που πήραμε στην Κατερίνη, θα αρχίσει να κάνει μαύρη πείνα σε λίγη ώρα…» κάνω μια μικρή παύση και πιάνω την κοιλιά μου δραματικά. «Δηλαδή τι λίγη ώρα, έχει ήδη αρχίσει να κάνει, αλλά αν πάμε να φάμε τώρα μετά δε θα μπορούμε να πάρουμε τα πόδια μας.»
«Εντάξει αγάπη μου. Λοιπόν, καλά να περάσετε και να προσέχετε!»
«Μη μου ανησυχείς. Φιλάκια! Και δώσε φιλάκια και στο μπαμπά!» της λέω και κλείνω το τηλέφωνο. «Να τους πάρω εγώ;»
«Ναι, πάρε εσύ και θα τους μιλήσω κι εγώ,» μου απαντάει.
Παίρνω το τηλέφωνο και καλώ στο σπίτι του Μάριου. Αυτή τη φορά το σηκώνει η κυρία Χριστίνα.  «Καλησπέρα κυρία Χριστίνα!»
«Καλησπέρα Βασιλικούλα μου, φτάσατε;»
«Ναι, φτάσαμε, τακτοποιηθήκαμε στο ξενοδοχείο και ήρθαμε να κάνουμε μια πρώτη βόλτα στα λουτρά!»
«Πώς ήταν το ταξίδι σας;»
«Ήσυχο, και με τις δύο στάσεις που κάναμε κιόλας αρκετά ξεκούραστο. Κάτσε να σου δώσω και το καμάρι σου να σου μιλήσει και αυτός! Φιλάκια από εμένα!» της λέω και του δίνω το ακουστικό.
«Ωραία, τελειώσαμε και μ’ αυτό!» μου λέει με ένα πλατύ χαμόγελο όταν κλείνει το τηλέφωνο. «Πάμε για μπυρίτσα;»
«Ναι, πάμε!» του απαντάω ενθουσιασμένη, πετώντας τη τηλεκάρτα στην τσάντα μου και τυλίγοντας τη βρεγμένη πετσέτα γύρω από τους ώμους μου. Ανυπομονώ να πιώ μια παγωμένη μπύρα. Είχα κορακιάσει!
Ο Μάριος με κοιτάζει με σηκωμένο φρύδι, καθώς η τηλεκάρτα εξαφανίζεται επιδέξια στην τσέπη μου. «Βρε κλεφτοκοτά!» φωνάζει, βάζοντας τα χέρια στη μέση του σαν αγανακτισμένος πατέρας που πιάνει το παιδί του να κάνει ζαβολιά. «Βρε κατσικοκλέφτη!»
Του πετάω ένα αυτάρεσκο χαμόγελο και κάνω ένα βήμα πίσω, τάχα αθώα. «Α, εσύ μου ήθελες βασίλισσα των ξωτικών!» τον πειράζω, παίζοντας με την άκρη της πετσέτας μου. «Τι, έτσι θα την έβγαζες;»
Ο Μάριος σταυρώνει τα χέρια στο στήθος και κουνάει το κεφάλι του, λες και προσπαθεί να χωνέψει το θράσος μου. «Τα δικά σου δικά σου και τα δικά μου δικά σου;»
«Έλα μωρέ, πως κάνεις έτσι;» του λέω αδιάφορα, πετώντας μια χειρονομία του στιλ «σιγά τα ωά.» «Μια οικογένεια είμαστε. Μου δίνεις… σου παίρνω… τη μια χάνεις… την άλλη κερδίζω… ξέρεις πως πάνε αυτά!»

Με κοιτάζει για μια στιγμή με αυτό το βλέμμα του «θα σε κανονίσω εγώ» και δεν προλαβαίνω να κάνω ούτε δυο βήματα και με αρπάζει και ξαφνικά βρίσκομαι στον αέρα, τα πόδια μου να κλοτσάνε στον αέρα.

«Άσε με κάτω, βρε γομάρι!» τσιρίζω, προσπαθώντας να ακουστώ σοβαρή, αλλά τα γέλια μου με προδίδουν.
«Μια οικογένεια είμαστε, σωστά;» μου λέει δήθεν αθώα, ενώ αρχίζει να μου ρίχνει παιχνιδιάρικες σφαλιάρες στα μεριά μου, λες και είμαι πιτσιρίκι που έκανε αταξία.
«Θα σε σκίσω!» τον απειλώ μέσα από τα γέλια μου, βαράω με τις παλάμες μου την πλάτη του, αλλά φυσικά είναι σαν να χτυπάω βράχο.
«Τα δικά μου δικά σου, τα δικά σου δικά σου, ε;» συνεχίζει το ρεμάλι. «Οπότε πάρε τις ξυλιές σου για να μη σου χρωστάω!» μου λέει και μου ρίχνει άλλη μια, πριν με αφήσει κάτω επιτέλους.
«Θέαμα γίναμε!» του λέω, πιο κόκκινη και από Ινδιάνα σε σάουνα, ισιώνοντας την πετσέτα μου και ρίχνοντάς του μια δολοφονική ματιά—που φυσικά αγνοεί τελείως.

Η καφετέρια είναι χτισμένη σε ένα σημείο-καρτ-ποστάλ, ακριβώς δίπλα στο ποτάμι, και σήμερα—ευτυχώς για εμάς—δεν έχει πολύ κόσμο. Έτσι, βρίσκουμε εύκολα τραπέζι ακριβώς πάνω στο νερό, με τη θέα να κόβει την ανάσα. Το μέρος είναι πνιγμένο στο πράσινο· πλατάνια και ιτιές σκύβουν πάνω από το ποτάμι, δημιουργώντας μια φυσική σκιά που δροσίζει ευχάριστα την ατμόσφαιρα. Ο αέρας μυρίζει γη, νερό και φύλλα, κι ένας αμυδρός ήχος τρεχούμενου νερού γίνεται το ιδανικό χαλαρωτικό soundtrack.

Κάτω από εμάς, το ποταμάκι κυλάει ήσυχο, σχηματίζοντας σε διάφορα σημεία φυσικές γούρνες, όπου ήδη κάποιοι λουόμενοι έχουν βρει τη δική τους μικρή όαση. Κάθονται μέσα τους, ξαπλωμένοι μέχρι τον λαιμό στο ζεστό ιαματικό νερό, με τα πρόσωπά τους χαλαρωμένα, σχεδόν νωχελικά, λες και έχουν αφεθεί εντελώς στην αγκαλιά της φύσης. Σε κάποια γούρνα, ένα ζευγάρι γελάει χαμηλόφωνα, ανταλλάσσοντας πειράγματα, ενώ λίγο πιο πέρα, ένας τύπος έχει κλείσει τα μάτια του και απολαμβάνει το φυσικό υδρομασάζ, σαν να μη θέλει να ξαναβγεί ποτέ.

Καθώς ανεβαίναμε προς την καφετέρια, περάσαμε από το πρώτο ανοιχτό δημόσιο λουτρό, ένα σημείο που μοιάζει βγαλμένο από παραμύθι. Η γούρνα είναι χτισμένη ακριβώς δίπλα σε έναν καταρράκτη, το νερό πέφτει με δύναμη, δημιουργώντας έναν συνεχόμενο, χαμηλό βρυχηθμό που γεμίζει τον αέρα. Είναι σίγουρο ότι θα περάσουμε από εδώ αργότερα· και επειδή δεν είναι κλειστός χώρος, δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός.

Επιπλέον, η γούρνα δεν είναι η μόνη επιλογή. Αν βγεις έξω και προχωρήσεις λίγα βήματα, μπορείς να σταθείς κάτω από έναν από τους δύο καταρράκτες: ο πρώτος, ο πιο κοντινός, τροφοδοτείται με το ζεστό, ιαματικό νερό της θερμοπηγής, δημιουργώντας την απόλυτη εμπειρία χαλάρωσης. Ο δεύτερος, όμως, στα αριστερά, είναι μια τελείως διαφορετική ιστορία. Είναι το φυσικό, παγωμένο νερό του ποταμού—και είναι μόνο για τους τολμηρούς.

Τη στιγμή που περνούσαμε, πέσαμε πάνω σε έναν τέτοιο «γενναίο» που αποφάσισε να δοκιμάσει τα όριά του. Ο τύπος—που όσο τον είδαμε ούτε Σκανδιναβός φαινόταν, ούτε κάποιος που συχνάζει σε κρυοθεραπείες—μπήκε αποφασιστικά κάτω από τον παγωμένο καταρράκτη. Και ακριβώς ένα δευτερόλεπτο αργότερα, ακούστηκε μια ιαχή που πρέπει να έφτασε μέχρι το χωριό. Σοβαρά, αν δεν τον άκουσαν μέχρι το Λουτράκι, να μη με λένε Μπίλι.

Ο Μάριος ακουμπάει την πλάτη του χαλαρά στην καρέκλα και με ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη γέρνει ελαφρώς μπροστά, φέρνοντας το πρόσωπό του πιο κοντά στο δικό μου. Τα μάτια του πετούν σπίθες ενθουσιασμού, αυτή τη λάμψη της πρόκλησης που πάντα με έκανε να σηκώσω το γάντι, ακόμα κι όταν ήξερα πως ήταν παγίδα.

«Θέλω να το δοκιμάσω κι εγώ!» ανακοινώνει με απόλυτη αυτοπεποίθηση, λες και μόλις δήλωσε συμμετοχή για εξερεύνηση στην Ανταρκτική.
Σηκώνω το φρύδι μου και τον κοιτάζω δήθεν δύσπιστα, ακουμπώντας τον αγκώνα μου στο τραπέζι και φέρνοντας το ποτήρι μου κοντά στα χείλη. «Μιας και δεν είσαι Φινλανδός,» του λέω πειρακτικά, «θα έλεγα να μην το αποτολμήσεις!» Πίνω μια γουλιά μπύρα και σκουπίζω τα χείλη μου με την ανάστροφη του χεριού μου. «Εκτός κι αν φιλοδοξείς να τραγουδήσεις κι εσύ άρια!» προσθέτω και σκάω στα γέλια.

Ο Μάριος μισοκλείνει τα μάτια, η έκφρασή του γίνεται ακόμα πιο προκλητική. Σηκώνει το ποτήρι του και πίνει σχεδόν το μισό σε μια γουλιά πριν το ακουμπήσει με δύναμη στο τραπέζι.

«Θα το κάνω!» λέει πεισμωμένος, σηκώνοντας ελαφρώς το πιγούνι του. «Εγώ δεν είμαι κοτάρα σαν μερικές-μερικές!» συνεχίζει με ύφος αθώας προβατίνας που μόλις ειρωνεύτηκε τον λύκο.
Σηκώνω το δάχτυλό μου και το ακουμπάω στη μύτη του, κουνώντας το παιχνιδιάρικα. «Μικρέ, ξέρω τι κάνεις!» λέω με ψεύτικη αυστηρότητα. «Προσπαθείς να με προκαλέσεις για να μη γίνεις μόνος σου ρόμπα!»
Ο Μάριος με κοιτάζει με ένα ύφος που λέει «εγώ; ποτέ!» και μετά χαμογελάει πλατιά. «Μμμμμμ» μου κάνει ειρωνικά, γέρνοντας ελαφρώς πίσω και πίνοντας ξανά από τη μπύρα του. Κάνει ένα γρήγορο νεύμα προς το ποτάμι, σαν να με προκαλεί σιωπηλά. «Πάμε κόντρα; Ποιος θα κάτσει περισσότερη ώρα!»

Με κοιτάζει χαμογελώντας προκλητικά, και ξέρω ότι ανήκει ήδη στη χαμένη πλευρά, αλλά αυτό δεν τον σταματά.

Σταυρώνω τα χέρια μου και τον κοιτάζω με ένα μείγμα διασκέδασης και ανυπομονησίας. «Μωρή λινάτσα,» του λέω και σκύβω προς το μέρος του, «εσύ είσαι και κρυουλιάρης και δεν αντέχεις και το πολύ ζεστό νερό. Πού πας ξεβράκωτος στο λάκκο με τ’ αγγούρια;»
Ο Μάριος γελάει, αλλά η λάμψη στο βλέμμα του παραμένει. «Τι στοίχημα βάζεις;» ρωτάει με αποφασιστικότητα, ακουμπώντας τους αγκώνες του στο τραπέζι και φέρνοντας το πρόσωπό του ακόμα πιο κοντά.
Χαμογελάω πλατιά και σηκώνω τους ώμους μου, η αυτοπεποίθηση ξεχειλίζει από μέσα μου. «Ό,τι θες» του απαντάω, σίγουρη για τη νίκη μου.

Ο Μάριος ακουμπάει πίσω στην καρέκλα του με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο και τρίβει τα χέρια του, σα να έχει ήδη κερδίσει τη μονομαχία. Με κοιτάζει με εκείνο το βλέμμα της πρόκλησης που ξέρει ότι πάντα με τσιγκλάει.

«Ωραία, ο χαμένος θα κατέβει στο πρωινό φορώντας τη ρόμπα πάνω από τα ρούχα του και από πίσω θα έχει ένα κολλημένο χαρτί που θα λέει “Είμαι μεγάλη ρόμπα!”» λέει, γελώντας και χτυπώντας παιχνιδιάρικα τα δάχτυλά του στο τραπέζι.
Γέρνω λίγο μπροστά και τον κοιτάζω μισοκλείνοντας τα μάτια μου, τάχα σοβαρή. «Το ότι είσαι μεγάλη ρόμπα το ξέρει όλη η Αθήνα,» του λέω γελώντας, «και αύριο θα το μάθει και η Βόρεια Ελλάδα!»
Ο Μάριος πετάγεται ελαφρώς μπροστά και με δείχνει με το δάχτυλο, τα μάτια του γεμάτα υποτιθέμενη απειλή. «Μεγάλες κουβέντες!» ανακοινώνει δραματικά και χτυπάει ξανά τα δάχτυλά του στο τραπέζι, σα να δίνει το τελεσίγραφο. Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι και χαμογελάει ύπουλα. «Θυμήσου την ώρα που το είπες αυτό!»
Κοιτάζω το ρολόι μου με επισημότητα και μετά τον κοιτάζω ξανά, με το πιο φαρμακερό μου χαμόγελο. «Εφτά και τέταρτο,» του λέω χαχανίζοντας και του δίνω μια μικρή σπρωξιά στο μπράτσο. Στη συνέχεια, χαμηλώνω λίγο τη φωνή μου και τον κοιτάζω με ένα πιο τρυφερό χαμόγελο, χαϊδεύοντας απαλά το χέρι του πάνω στο τραπέζι. «Εγώ πάντως σ’ αγαπάω, έστω και ρόμπα!»

Ο Μάριος κάνει μια κοροϊδευτική γκριμάτσα, τραβώντας παιχνιδιάρικα το χέρι του από κάτω μου, και σηκώνει τα φρύδια του λες και προσπαθεί να συγκρατήσει το γέλιο του. Το βλέμμα του είναι όλο πρόκληση, λες και ξέρει ήδη πως το στοίχημα θα γυρίσει υπέρ του.

«Και θα στο κάνω και ακόμα καλύτερο!» του λέω παιχνιδιάρικα, κλείνοντάς του το μάτι και σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος μου με ύφος απόλυτης αυτοπεποίθησης.

«Ο χαμένος θα σταθεί στη γούρνα και θα βγάλει ανακοίνωση σε όλο τον κόσμο. Σε τρεις γλώσσες, Ελληνικά, Αγγλικά και Γαλλικά» συνεχίζω, πετώντας τα χέρια στον αέρα σαν να αποκαλύπτω τη μεγαλύτερη ανακάλυψη του αιώνα.
Ο Μάριος γέρνει ελαφρώς το κεφάλι του στο πλάι, μισοχαμογελώντας, ενώ τα μάτια του σπινθηρίζουν από διαβολιά. «Χμμμ, σαν τι;» με ρωτάει, περνώντας το χέρι του από τα μαλλιά του με τρόπο που υποδηλώνει πως ήδη το διασκεδάζει.
«Ξέρω γω;» λέω ανασηκώνοντας τους ώμους μου, ενώ το μυαλό μου δουλεύει με φρενήρεις ρυθμούς. Σηκώνω το δείκτη μου σαν να μου ήρθε επιφοίτηση. «Κάτι σε…» παύω για λίγο, αφήνοντας την αγωνία να χτιστεί. «Παρακαλώ την προσοχή σας!» λέω δυνατά, σηκώνοντας το χέρι μου σαν μεγάλος ρήτορας.
Ο Μάριος ήδη αρχίζει να χαχανίζει, αλλά εγώ συνεχίζω, παίζοντας το θέατρο του παραλόγου. «Ενώπιον Θεού και ανθρώπων…» λέω μεγαλόπρεπα, ακουμπώντας δραματικά το χέρι στο στήθος μου, «ομολογώ την απόλυτη, συντριπτική μου ήττα!» Ρίχνω ελαφρώς το κεφάλι προς τα πίσω, κοιτάζοντας το ταβάνι σαν απελπισμένη ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας.
Ο Μάριος γελάει πιο δυνατά τώρα, κουνώντας το κεφάλι του. «Καλά το πας!» σχολιάζει, αλλά εγώ δεν τελείωσα.
Κάνω ακόμα μια μικρή παύση, λες και χτίζω την ένταση πριν το αποκορύφωμα. «Και μετά… κάτι σε…» σηκώνω το χέρι μου σαν να διαβάζω έναν φανταστικό πάπυρο. «Ο/η [Μάριος/Μπίλι] είναι μεταμφιεσμένος/η Σκανδιναβός/ή…» ρίχνω μια δραματική ματιά στον Μάριο και μετά χαμηλώνω τη φωνή μου για το τελειωτικό χτύπημα. «…κι εγώ η ρόμπα του. Γιατί είμαι ρόμπα! Είμαι μεγάλη ρόμπα!» τελειώνω, ανοίγοντας τα χέρια σαν να περιμένω το κοινό να ξεσπάσει σε χειροκροτήματα.
Ο Μάριος σκάει στα γέλια και χτυπάει το τραπέζι με την παλάμη του. «Μέσα!» λέει με ένα σατανικό χαμόγελο και σηκώνεται λίγο προς το μέρος μου. «Και για να το κάνουμε τελείως επικό…» πλησιάζει λίγο πιο κοντά, με τα μάτια να γυαλίζουν από ενθουσιασμό. «…η ανακοίνωση να γίνει με δραματικό, θεατρικό τόνο!» λέει και τινάζει τα χέρια του στον αέρα σαν σκηνοθέτης που δίνει οδηγίες σε ηθοποιό.
«Κόλα το!» του λέω με ένα πλατύ χαμόγελο και δίνουμε τα χέρια.
«Αυτό θα είναι ιστορικό!» μουρμουρίζει ο Μάριος γελώντας, ενώ εγώ αναρωτιέμαι πόσο πιο ξεφτίλα θα γίνουμε—αλλά, δε βαριέσαι, σάμπως τους ξέρουμε και μας ξέρουν; Θα έχουν κάτι να θυμούνται… και εκείνοι, και εμείς!

Τελειώσαμε τη μπύρα μας και χωρίς να χάσουμε άλλο χρόνο πήγαμε στην ανοιχτή γούρνα δίπλα στους καταρράκτες, στην οποία βρίσκονταν ήδη μια παρέα πιτσιρικάδες, γύρω στα 17-18, οι οποίοι θα με έβγαζαν από τα ρούχα μου με τον τρόπο που με κοιτούσαν, αν δεν είχα βγει ήδη από τα ρούχα μου για να βουτήξω στη γούρνα. Αγόρια ή άντρες, όλοι ίδιοι είναι π’ ανάθεμά τους. Καθίσαμε μέσα στη γούρνα για κανένα τέταρτο και μετά πήγαμε δίπλα στους καταρράκτες, καθώς είχε έρθει η ώρα του στοιχήματος.

Ο Μάριος χαμογελάει σατανικά «Λοιπόν, πρώτα στους ζεστούς και μετά στους κρύους!» ανακοινώνει πανηγυρικά.
«Μέσα!» απαντάω αμέσως, χωρίς να το πολυσκεφτώ. «Μούρη ή πλάτη;»
«Πλάτη… αν είναι να τσιρίξεις να σε ακούσει όλη η Αριδαία!»
Τον κοιτάζω με το πιο περιφρονητικό ύφος που μπορώ να επιστρατεύσω, σηκώνοντας αργά το φρύδι μου. «Εγώ θα τσιρίξω, μωρή ρόμπα;» Και πριν προλάβει να πάρει ανάσα, πιτσιλάω με δύναμη το παγωμένο νερό πάνω του.
Ο Μάριος τινάζεται πίσω σαν να τον έχουν χτυπήσει ηλεκτροφόρα καλώδια, τινάζοντας τα χέρια του και παίρνοντας μια άναρθρη κραυγή που μόνο ως μίξη έκπληξης, σοκ και γνήσιου πανικού: «ΑΑΑΑΑΑΑ!»
Η πρώτη ένδοξη τσιρίδα του διαπερνά τον αέρα, κάνοντάς με να σκάσω στα γέλια. «Πού πας ξεβράκωτος στο λάκκο με τ’ αγγούρια, μωρουλίνι μου;» του πετάω κοροϊδευτικά, κρατώντας την κοιλιά μου από το γέλιο. «Ακούστηκες ακόμα δε μπήκες!»
«Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά!» μου απαντάει με σφιγμένα δόντια, προσπαθώντας να κρατήσει τα προσχήματα και να μη φανεί ότι μόλις έπαθε μίνι έμφραγμα από το σοκ.

Για λίγα λεπτά ξεχνάμε το στοίχημα και χανόμαστε στην απόλαυση του καυτού νερού που πέφτει πάνω μας με δύναμη. Το σώμα μου λιώνει κάτω από την πίεση του φυσικού μασάζ που προσφέρει το νερό, οι μύες μου χαλαρώνουν, και για μια στιγμή ξεχνάω ακόμα και το στοίχημα. Ρε φίλε, αυτό εδώ είναι ζωή.

«Ω ρε φίλε, δε βγαίνω ποτέ από εδώ!» μουρμουρίζω ηδονικά, ακουμπώντας το κεφάλι μου πίσω στον βράχο.
Ο Μάριος δεν απαντάει, αλλά ξέρω ήδη γιατί. Η χαλάρωση διαρκεί ακριβώς όσο η προθεσμία εκτέλεσης πριν την κρεμάλα. «Έτοιμη να γίνεις ρόμπα;» μου κάνει και του βγάζω τη γλώσσα μου. Στεκόμαστε μπροστά από τον κρύο καταρράκτη και μόνο οι σταγόνες που πέφτουν πάνω μας με κάνουν να δαγκωθώ.
«Με το ένα, με το δύο, με το τρία, ΠΑΜΕ!» φωνάζει ο Μάριος και ακουμπάω την πλάτη μου στον βράχο και αμέσως μετανιώνω όλες μου τις επιλογές.

Η θερμοκρασία του παγωμένου νερού με χτυπάει σαν σωρός από τούβλα. Ή για να είμαι ακριβής σαν σωρός από παγοκολόνες. Είναι λες και με έχουν πετάξει με τα ρούχα μέσα σε καταψύκτη και κάποιος έχει κλειδώσει την πόρτα από έξω. 

Σφίγγω τα δόντια, αντιστέκομαι στο αρχέγονο ένστικτο να ΟΥΡΛΙΑΞΩ, και κοιτάζω λοξά τον Μάριο, σίγουρη ότι είναι θέμα δευτερολέπτων μέχρι να βγει τρέχοντας σαν δαρμένο κουτάβι. Και όντως, ο καημένος έχει μαζευτεί σαν γάτα που την έλουσαν με λάστιχο.

Τον έχω! Δε θα αντέξει, είναι πολύ κρυουλιάρης. Η νίκη είναι δική μου.

…μέχρι που αρχίζουν τα σφυρίγματα. Πολλά σφυρίγματα. Πολύ περισσότερα από αυτά που δικαιολογούνται από το απλό θέαμα δύο ηλιθίων που βασανίζονται σε παγωμένο καταρράκτη. Και τότε, κάτι μέσα μου αρχίζει να χτυπάει συναγερμό. ΓΙΑΤΙ ΣΦΥΡΑΝΕ;
Κοιτάζω αριστερά—τίποτα. Κοιτάζω δεξιά—τίποτα. Κοιτάζω κάτω…

ΤΟ ΜΑΓΙΟ ΜΟΥ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΩ ΜΟΥ. ΤΟ ΜΑΓΙΟ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ.
Η τσιρίδα μου σκίζει την ατμόσφαιρα στα δύο, προκαλώντας σεισμικές δονήσεις που ίσως φτάσουν και μέχρι τη Θεσσαλονίκη.

Ο Μάριος, οι πέτρες, ο καταρράκτης και οι παρευρισκόμενοι σταματούν ό,τι κάνουν και με κοιτάζουν, λες και μόλις έγινε αποκάλυψη. Προσπαθώντας να καλύψω όπως-όπως το στήθος μου, βγαίνω από τον καταρράκτη μέσα σε πλήρη πανικό, παλεύοντας ταυτόχρονα να μη σκοτωθώ στα βράχια.

Πίσω μου, η παρέα των πιτσιρικάδων που είχε μαζευτεί στη γούρνα για χαβαλέ έχει σηκωθεί όρθια και χειροκροτεί.

«ΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ!»
«ΠΑΛΙ! ΠΑΛΙ! ΔΕΝ ΕΙΔΑ ΚΑΛΑ!»
«ΜΑΛΑΚΑ, ΤΙ ΣΟΥ ΕΛΕΓΑ! ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!»

Ό,τι δυνάμεις μου έχουν απομείνει επιστρατεύονται στη διαδικασία διάσωσης του άτιμου του μαγιό που έχει κολλήσει σε μια πέτρα λίγο πιο κάτω. Το αρπάζω, το φοράω όπως-όπως, παίρνω βαθιά ανάσα. Κοιτάζω τον Μάριο.

Κάθεται ακριβώς εκεί που τον άφησα, βρεγμένος, με χέρια στη μέση, και προσπαθεί να μην ξεραθεί στα γέλια. Αλλά δε μπορεί. Σηκώνει τα χέρια, «Ό ρόμπε μίοοοοοοοοοοοοοοοοοοο!» τραγουδάει με θεατρικό οίστρο, και μετά καταρρέει από τα γέλια, διπλώνοντας το κορμί του στη μέση.

ΝΑ ΣΟΥ ΓΑΜΗΣΩ! ΝΑ ΣΟΥ ΓΑΜΗΣΩ!

Και έγινα και ρόμπα και έπρεπε να βγάλω και λόγο στους πιτσιρικάδες που τους είχα φλασάρει και από πάνω.

ΤΗΝ ΤΥΧΗ ΜΟΥ ΜΕΣΑ!!!!

Γυρίζω σα βρεγμένη γάτα προς τον καταρράκτη, όπου ο Μάριος με περιμένει με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Τα μαλλιά μου στάζουν νερό, η ανάσα μου είναι ακόμα κομμένη από το σοκ, και το κοκκίνισμα στο πρόσωπό μου ανταγωνίζεται σε ένταση το καυτό νερό του ιαματικού λουτρού.

Ο Μάριος με κοιτάζει με εκείνο το βλέμμα του καθαρού σαδιστικού χαβαλέ, το ίδιο που έχει κάθε φορά που πετυχαίνει να με κάνει ρόμπα δημοσίως. Οι ώμοι του τρέμουν από την προσπάθεια να μην σκάσει στα γέλια ξανά, αλλά όσο πλησιάζω, τόσο πιο δύσκολο του γίνεται.

Όσο για μένα, βράζω. Όχι γιατί μου την έκανε ο Μάριος—δεν μου φταίει σε τίποτα, δεν με ξεγύμνωσε αυτός, το γαμημένο το μαγιό μου το έκανε! Και δε μου συμβαίνει πρώτη φορά. Το μυαλό μου πηγαίνει κατευθείαν σε εκείνο το καλοκαίρι στα Λιμανάκια, όταν μετά τη βουτιά βγήκα με το πάνω μέρος του μαγιό κατεβασμένο. ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ!!!! Και να που το κατάφερα και τρίτη...

Όταν πλησιάζω αρκετά, με κοιτάζει με πειρακτικό βλέμμα και μου λέει χαχανίζοντας αδιάντροπα «Καλώς την κοκκινορομπίτσα μου.»

Σταυρώνω τα χέρια μου στο στήθος και τον καρφώνω με ένα δολοφονικό βλέμμα. Ο Μάριος συγκρατεί λίγο το γέλιο του, αλλά οι άκρες των χειλιών του τρέμουν. Το βλέμμα του όμως γλυκαίνει.

«Δε μετράει το στοίχημα,» μου λέει τελικά, και ανοίγει τα χέρια του σε μια αγκαλιά προσφοράς ανακωχής.

Όλα τα νεύρα μου εξαφανίζονται με τη μία. Πώς να του κρατήσω μούτρα όταν είναι έτσι, όταν με κοιτάζει μ’ εκείνο το ήρεμο, τρυφερό χαμόγελο που είναι αποκλειστικά δικό μου; Χαμογελάω, κουνάω το κεφάλι μου με ένα αδιόρατο “είσαι αδιόρθωτος” βλέμμα, και τον πλησιάζω, τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του.

«A bet is a bet,» του ψιθυρίζω, αφήνοντας ένα απαλό φιλί στα χείλη του, που εκείνος φυσικά αρπάζει και παρατείνει όσο μπορεί. Αναστενάζω δραματικά, αλλά με το χαμόγελο να μην έχει φύγει από τα χείλη μου. «Πάμε να βγάλω λόγο!» λέω γελώντας με την ίδια μου την γκαντεμιά.

Η επιστροφή μας στη γούρνα έχει κάτι από Γολγοθά. Οι πιτσιρικάδες είναι ακόμα εκεί, λες και περίμεναν να δουν τη συνέχεια της παράστασης, και από την προσμονή στα πρόσωπά τους καταλαβαίνω πως έχουν καταλάβει ότι κάτι πρόκειται να συμβεί.

Ο Μάριος, μη χάσει ευκαιρία να το τραβήξει στα άκρα, αρχίζει να φωνάζει ρυθμικά «Λόγο! Λόγο!», κι εκείνα τα ξεφτέρια, λες και ήταν συνεννοημένα, πιάνουν αμέσως το σύνθημα και το επαναλαμβάνουν ακόμα πιο δυνατά. Ξεροκαταπίνω καθώς συνειδητοποιώ ότι πάνω από εμάς έχουν σταθεί και κάμποσοι άλλοι νοματαίοι, που στηρίζονται από τα κάγκελα και παρακολουθούν τα τεκταινόμενα  με ενδιαφέρον.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και με μια μεγαλοπρεπή κίνηση ανεβαίνω στο πεζούλι, ανοίγοντας τα χέρια μου σαν αρχαία τραγωδός που ετοιμάζεται να εκφωνήσει λόγο ιστορικής σημασίας. «Την προσοχή σας, παρακαλώ!» ανακοινώνω με στόμφο, και ξαφνικά πέφτει απόλυτη σιγή. Σα να είμαι ο Μωυσής έτοιμος να τους διαβάσω τις Δέκα Εντολές, ένα πράγμα. Ξεροβήχω και ξεκινάω.
«Θέλω να δηλώσω ενώπιον Θεού και ανθρώπων…» αρχίζω με σοβαρό ύφος, και αμέσως ακούγονται τα πρώτα χαχανίσματα από τους πιτσιρικάδες. Παύση. Τους ρίχνω ένα αυστηρό βλέμμα και συνεχίζω, «…αν και για κάποιους από αυτούς έχω αμφιβολίες!» προσθέτω, κοιτώντας τους αυστηρά, και κερδίζοντας ακόμα πιο δυνατά χάχανα, τόσο από τους πιτσιρικάδες όσο και από το φιλοθεάμον κοινό που έχει μαζευτεί από πάνω. 
«Ότι ο Μάριος, ο λεβέντης μου, η ψυχή της ψυχής μου…» λέω, δείχνοντάς τον με δραματική χειρονομία, και το ξεφτιλισμένο το ρεμάλι μου κάνει υπόκλιση τζέντλεμαν. «…που θα τον πάρει ο διάολος και θα τον σηκώσει όταν πάμε στο ξενοδοχείο…» συνεχίζω, και τα γέλια φουντώνουν ακόμα περισσότερο, ενώ ο Μάριος χαμογελάει θριαμβευτικά, ρίχνοντας ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού στους πιτσιρικάδες, που έχουν λιώσει.
«…Είναι μεταμφιεσμένος Σκανδιναβός κι εγώ η ρόμπα του. Γιατί είμαι ρόμπα! Είμαι μεγάλη ρόμπα!» δηλώνω με απόλυτη σοβαρότητα, κάνοντας μια θεατρική υπόκλιση. 

Το κοινό ξεσπάει σε χειροκροτήματα, σφυρίγματα και επιδοκιμασίες, αλλά σηκώνω το χέρι μου επιτακτικά, απαιτώντας ησυχία.

«Ladies and gentlemen, your attention please!» συνεχίζω, αυτή τη φορά στα αγγλικά, με τον ίδιο στόμφο. Νέα κύματα γέλιου. « Mesdames et messieurs, votre attention s'il vous plaît !» συνεχίζω στα γαλλικά.
«Ιταλικά, δεν έχει;» ρωτάει ένα από τα πιτσιρίκια της παρέας.

Εκεί μου έρχεται η ιδέα. Ιταλικά δεν ξέρω τίποτα περισσότερο από το «την προσοχή σας παρακαλώ» που είχα ακούσει πρόπερσι στο καράβι. Μωρέ, θα σας χορέψω όλους στο ταψί!

“Signore e Signori, attenzione prego!” τους λέω και πριν προλάβω να το μετανιώσω, σηκώνω το πάνω μέρος του μαγιό μου με μια θεατρική κίνηση.

Νεκρική σιγή! Για μερικές στιγμές κυριολεκτικά κανείς δεν αναπνέει. Οι πιτσιρικάδες που στην αρχή είχαν μείνει αποσβολωμένοι, συνέρχονται γρήγορα και αρχίζουν και σφυρίζουν και χειροκροτούν με ενθουσιασμό.

«Για να με θυμάστε!» τους λέω και κλείνω το μάτι παιχνιδιάρικα πριν κατεβάσω και πάλι το μαγιό μου.
Γυρίζω προς τον Μάριο, που στέκεται με το στόμα ανοιχτό. Ορκίζομαι, αν υπήρχαν χελιδόνια τριγύρω, θα είχε ήδη κάνει φωλιά μέσα στο στόμα του.
«Κλείσε το στόμα σου, χρυσό μου,» του λέω θριαμβευτικά, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι μου στο πλάι. «Θα χάψεις καμιά μύγα.»

Ο Μάριος συνέρχεται σχετικά γρήγορα—τουλάχιστον εξωτερικά, γιατί μέσα του είμαι σίγουρη ότι ακόμα επεξεργάζεται το σοκ. Τα μάτια του γυαλίζουν από τη μίξη θαυμασμού, ξεκαρδίσματος και καθαρού, ατόφιου έρωτα. Ανεβαίνει δίπλα μου με μια ρευστή, σχεδόν θεατρική κίνηση, με αρπάζει από τη μέση και μου δίνει ένα πεταχτό φιλί, που όμως έχει μέσα του μια δόση περηφάνειας και υπόσχεσης για εκδίκηση—ίσως αργότερα, πίσω από κλειστές πόρτες.

Μετά γυρνάει προς το φιλοθεάμον κοινό, που ακόμα γελάει και σφυρίζει, και με μια δραματική χειρονομία με δείχνει σαν να παρουσιάζει το μεγαλύτερο θαύμα του κόσμου. «Κυρίες και Κύριοι… η Μπίλι!» ανακοινώνει με πανηγυρικό ύφος και κάνει ένα βήμα πίσω, χαρίζοντάς μου όλη τη σκηνή. Και τότε, σαν να βρισκόμαστε σε κάποιο κοσμοϊστορικό γεγονός, αρχίζει να με χειροκροτάει με αργό, επιδεικτικό τέμπο, χαμογελώντας με εκείνο το ύφος που λέει «δεν υπάρχει άλλη σαν κι εσένα».

Δεν αργούν να τον ακολουθήσουν. Οι πιτσιρικάδες ξεσπούν σε ζητωκραυγές, χτυπώντας τα χέρια τους στο νερό, εκτοξεύοντας σταγόνες παντού. Από ψηλά, το κοινό των περίεργων που είχε μαζευτεί ανταποκρίνεται στο κάλεσμα και αρχίζουν κι αυτοί να χειροκροτούν, μερικοί μάλιστα σφυρίζουν, ενώ κάποιοι άλλοι γελάνε και χειρονομούν μεταξύ τους, προφανώς συζητώντας το θέαμα που μόλις παρακολούθησαν.

Και κάπως έτσι, μετά το «Μεγάλο Μυστικό μου» στο καραόκε, κέρδισα και δεύτερο standing ovation. Όχι μόνο από τους πιτσιρικάδες στη γούρνα, αλλά κι από το ετερόκλητο κοινό που είχε μαζευτεί από πάνω.

Γιατί, αν είναι να γίνεις ρεζίλι, μη γίνεσαι απλή ρόμπα.

Γίνε θρύλος.

Κατεβαίνουμε και οι δυο από το πεζούλι γελώντας, τα γέλια μας μπερδεύονται με τον ήχο του νερού, και πηγαίνουμε να χωθούμε κάτω από το μικρό καταρράκτη της γούρνας. Αυτή τη φορά, όμως, έχω φροντίσει να δέσω καλά το μαγιό μου—αρκετά φλασαρίσματα για μια μέρα πρόσφερα στο φιλοθεάμον κοινό.

Κλείνω τα μάτια μου και αφήνω το ζεστό νερό να πέσει με δύναμη πάνω στο σώμα μου, χαλαρώνοντας τους ώμους μου. Η αίσθηση είναι σχεδόν υπνωτική, και αυτή τη φορά δεν υπάρχει κανένα στοίχημα να μου την κόψει.

«Καλό το υδρομασάζ αλλά έχει αρχίσει και κάνει πείνα!» μου λέει ο Μάριος, τρίβοντας επιδεικτικά την κοιλιά του με το ένα χέρι, λες και θέλει να με πείσει ότι είναι άδεια σαν την κεφάλα του.
Γελάω και απλώνω το χέρι μου, χτυπώντας τον παιχνιδιάρικα με το δάχτυλό μου στη μύτη. «Το φάτε μάτια ψάρια δεν έπιασε;»
«Το φάτε μάτια ψάρια είναι για τους άλλους!» μου λέει με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο, σηκώνοντας ελαφρώς τους ώμους του. «Εγώ έχω πρόσβαση απευθείας στην πηγή!» συνεχίζει και προς επίρρωση μου ρίχνει μια απαλή, αλλά εντελώς ύπουλη τσιμπιά στα κωλομέρια.

Τινάζομαι ελαφρώς, αλλά ευτυχώς δεν φαίνεται τίποτα από τον τρόπο που καθόμαστε—αρκετό θέαμα προσφέραμε για μια μέρα.

Τον κοιτάζω στενεύοντας τα μάτια μου. «Κάτσε φρόνιμος, ρεμάλι,» τον ψευτοαπειλώ, σηκώνοντας προειδοποιητικά το φρύδι μου. «Γιατί σε βλέπω να πλένεις στο χέρι τις επόμενες μέρες!» του λέω και τον χτυπάω εμφατικά στο στέρνο με τον αριστερό μου δείκτη.
Ο Μάριος ανοίγει διάπλατα τα μάτια του, τάχα μου έκπληκτος. «Δεν είμαι εγώ φρόνιμος;»

Ταυτόχρονα, πριν προλάβω να αντιδράσω, μου πατάει άλλη μια δυνατή τσιμπιά στα μεριά. Σχεδόν πνίγω ένα τσιριχτό, τραβιέμαι ενστικτωδώς και του ρίχνω ένα αγριεμένο βλέμμα.

«Θα στα κόψω τα χέρια… και όχι μόνο!» τον απειλώ τάχα μου, δείχνοντάς του τα δόντια και κάνοντας ότι δαγκώνω τον αέρα.

Με κοιτάζει με το πιο αθώο βλέμμα που μπορεί να βγάλει, σαν κουτάβι που έχει μόλις κάνει ζημιά και θέλει να τη γλιτώσει. Δεν βαστιέμαι και ξεσπάω και πάλι σε χάχανα.

«Ρε, θα κάτσεις φρόνιμος να σε μαλώσω σωστά;» του λέω, προσπαθώντας να πάρω σοβαρό ύφος, εκείνος, όμως, αντί απάντησης, μου χαμογελάει σα διαφημιστικό οδοντόκρεμας και μου τραβάει άλλη μία τσιμπιά.
«Ρεμάλι!» του λέω εμφατικά, σηκώνοντας το χέρι μου για να τον δείξω. «Κάτσε καλά, ρεμάλι!» επαναλαμβάνω, προσπαθώντας απεγνωσμένα να κρατήσω σοβαρό ύφος, αλλά μπα…
«Καλά, καλά…» μου κάνει, σηκώνοντας τα χέρια του σαν να παραδίνεται, αλλά με ένα βλέμμα γεμάτο σκανταλιά. «Την κάνουμε να πάμε ν’ αλλάξουμε;»
«Αν έχει κοκκινήσει ο κώλος μου από τις τσιμπιές, βρες μέρος να κρυφτείς!» του λέω, δείχνοντάς τον απειλητικά.

Σηκωνόμαστε και οι δύο όρθιοι και κάνουμε να βγούμε από τη γούρνα. Καθώς περνάμε δίπλα από μια παρέα πιτσιρικάδων, ακούγονται και πάλι πνιχτά χάχανα.

Κοιτάζω τον Μάριο με μισό μάτι. «Αν κρίνω από τα χάχανα, μάλλον μετά θα έχει… κρυφτό!» του λέω κερδίζοντας νέα χάχανα. Για παν ενδεχόμενο, πάντως, τυλίγω την πετσέτα γύρω από τη μέση μου σαν φούστα, σφίγγοντάς τη καλά, και παίρνουμε το δρόμο για το πάρκινγκ. Καθώς περπατάμε δίπλα-δίπλα, νιώθω ένα ελαφρύ τσούξιμο στα μεριά μου. Του ρίχνω μια πλάγια ματιά.

«Κάτι μου λέει ότι μου έχεις κάνει τα μεριά κόκκινα από τις τσιμπιές,» του λέω, σουφρώνοντας τα χείλη και κοιτάζοντάς τον με μισό μάτι.
Ο Μάριος βάζει τα χέρια στις τσέπες του και με κοιτάζει αθώα. «Έχω το δικαίωμα να μη μιλήσω!» μου απαντάει κοροϊδευτικά και μου βγάζει τη γλώσσα και πριν προλάβω να τον πιάσω, γλιστράει γρήγορα στο αυτοκίνητο και κλείνει την πόρτα του οδηγού.
Σταυρώνω τα χέρια μου και τον κοιτάζω μέσα από το παράθυρο. «Θα λογαριαστούμε οι δυο μας στο ξενοδοχείο!» του λέω, ανοίγοντας την πόρτα του συνοδηγού και κάθομαι δίπλα του, χαμογελώντας με νόημα.

Ο Μάριος στρίβει το κλειδί στη μίζα, αλλά το βλέμμα του λέει ξεκάθαρα: Ανυπομονώ.

Δέκα λεπτά αργότερα, είμαστε στο ξενοδοχείο. Με το που περνάμε την πόρτα του δωματίου, πετάω τα πράγματά μου στην καρέκλα και ορμάω κατευθείαν στο μπάνιο.

«Πρώτη!» ανακοινώνω, σηκώνοντας το χέρι σαν να έχω κερδίσει αγώνα δρόμου.
«Μα…» πάει να διαμαρτυρηθεί ο Μάριος, αλλά ήδη έχω κλείσει την πόρτα και κλειδωθεί μέσα.

Ακουμπάω τα χέρια στο νιπτήρα και αναστενάζω. Χρειαζόμουν αυτή τη στιγμή μόνη μου. Αφού ξελαφρώνω—κόντευα να κατουρηθώ πάνω μου—και πριν κάνω οτιδήποτε άλλο, πιάνω το μικρό καθρεφτάκι και το φέρνω πίσω μου, ελέγχοντας τα μεριά μου.
Κοκκινίλες. Φυσικά και έχω κοκκινίλες.

«ΘΑ ΣΕ ΘΑΨΩ!» του φωνάζω με αγανάκτηση.
«Να κατουρήσω πρώτα!» μου απαντάει απ’ έξω με φωνή γεμάτη απόγνωση, και δεν κρατιέμαι—ξεσπάω σε γέλια.
«Κάνε υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός!» του λέω τραγουδιστά, στρίβοντας τη βρύση και αφήνοντας το νερό να τρέξει.

Αφήνω το νερό να με χαλαρώσει, τρίβοντας το πρόσωπό μου με τις παλάμες μου. Το μεταλλικό νερό μπορεί να ήταν απόλαυση, αλλά όχι για τα μαλλιά μου. Κάνω και ένα καλό λούσιμο, βγάζω όλο το χλώριο και τις ιστορίες, και μετά τυλίγω τα μαλλιά μου με μια πετσέτα.

Εντωμεταξύ, έξω, ο Μάριος εξακολουθεί να παρακαλάει. «Άνοιξε, σε παρακαλώ!» λέει κλαψουρίζοντας.

Τον αγνοώ επιδεικτικά και αρχίζω να στεγνώνω τα μαλλιά μου με το πιστολάκι. Κάνω πως δεν ακούω τα γεμάτα απελπισία «πλιιιζ» που μου ρίχνει από την άλλη πλευρά της πόρτας, και τον αφήνω να βράσει στο ζουμί του για πέντε λεπτά ακόμα. Τελικά, με έναν θεατρικό αναστεναγμό, γυρίζω το κλειδί και ανοίγω την πόρτα.

«Έμπα!» του λέω ξερά, γυρνώντας του την πλάτη και συνεχίζοντας το στέγνωμα των μαλλιών μου.

Μπαίνει μέσα σαν σίφουνας, με ύφος επιτέλους σωτηρία, και στέκεται μπροστά στη λεκάνη. Αλλά… τίποτα.

«Άντε, κατούρα!» του λέω διασκεδάζοντας, χωρίς να γυρίσω να τον κοιτάξω.
«Δεν μπορώ!» μου απαντάει απελπισμένος.

Κοιτάζει το ταβάνι, μετά το πάτωμα, παίρνει βαθιά ανάσα. Μετά, κοιτάζει προς τα κάτω, με τα χέρια του να ξεκινούν σχεδόν καβγά με τον εαυτό του.

«Κατούρα-κατούρα-κατούρα!» προσπαθεί να διατάξει το ξεροκέφαλο—pun intended—μέλος του, αλλά προφανώς αρνείται να συνεργαστεί.
Γελάω και τραγουδάω πειρακτικά: «Ήταν ένα σύννεφο-σύννεφο-σύννεφο!»

Με καρφώνει με ένα βλέμμα που αν μπορούσε να σκοτώσει, θα ήμουν ήδη αλειμμένη με λουλούδια και θυμίαμα.

Βάζω τα γέλια, κατεβάζω το πιστολάκι, του ρίχνω μια τελευταία πονηρή ματιά και βγαίνω από το μπάνιο, αφήνοντάς τον στην ησυχία του. Μη μου σκάσει κιόλας στο τέλος.

Πηγαίνω στο υπνοδωμάτιο και στέκομαι μπροστά στη βαλίτσα μου, αναποφάσιστη. Τι να φορέσω; Κοιτάζω τα ρούχα μου, τα ανακατεύω λίγο και τελικά αποφασίζω να βάλω πάλι το φλοράλ φορεματάκι μου. Αυτή τη φορά, όμως, με πέδιλα—δεν θα οδηγήσω, άρα μπορώ να την παίξω πιο άνετη.

Ακούω το νερό να τρέχει στο μπάνιο. Επιτέλους. Ο Μάριος κάνει και εκείνος το ντους του, και λίγα λεπτά μετά εμφανίζεται στην πόρτα, ακόμα με νωπά μαλλιά και μια πετσέτα δεμένη χαλαρά στη μέση του.

«Μωρή κακούργα, κόντεψα να σκάσω!» λέει με ύφος τα πέρασα δύσκολα και μου χώνει μια δυνατή σφαλιάρα στα μεριά.
Πετάγομαι ελαφρώς. «Όλα εδώ πληρώνονται,» του λέω με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο και τραβώντας του την πετσέτα κάτω ανταποδίδω τη σφαλιάρα, αυτή τη φορά με μεγαλύτερη δύναμη. Το χτύπημα βρίσκει στόχο στο γυμνό, ακόμα βρεγμένο του δέρμα, και ακούγεται ένα απολαυστικό πλααατς.
«Άουυυυ!» κάνει, χοροπηδώντας στο ένα πόδι και τρίβοντας το σημείο με το χέρι του.
«Θα σε σουρομαδήσω, άτιμο γύναιο!» με ψευτοαπειλεί, τεντώνοντας τα δάχτυλά του προς το μέρος μου, σαν να είναι έτοιμος να μου ορμήσει. Γέρνω το κεφάλι στο πλάι, και τον κοιτάζω μειδιώντας. «Αμ και κάθεσαι και σου βάζει χέρι το νερό, αμ και το αφήνεις να σου κάνει στριπτίζ, αμ μου τα πετάς και στο τέλος λες και είσαι η Μπο Ντέρεκ να πούμε!»
Βάζω τα γέλια, σηκώνω τους ώμους μου με αδιαφορία και του πετάω: «Ε, δεν ήξερα ιταλικά!»
Σκάει κι αυτός στα γέλια, κουνώντας το κεφάλι του. «Είσαι Θεά! Θεά!» μου λέει και με αγκαλιάζει σφικτά. Ανοίγω τα χέρια μου και τον αφήνω να με σφίξει λίγο πριν τραβηχτώ ελαφρώς. «Μας άφησες όλους μαλάκες!» συνεχίζει, χαχανίζοντας.
«Και θα παραμείνετε μαλάκες!» του απαντάω γελώντας, κάνοντας ένα βήμα πίσω και δείχνοντάς τον παιχνιδιάρικα με το δάχτυλό μου στο στέρνο του. «Και οι πιτσιρικάδες… κι εσύ!» προσθέτω, τονίζοντας κάθε λέξη και χτυπώντας τον ξανά απαλά στο στήθος, αυτή τη φορά για να τον πειράξω.
«Σταύρωσε τις παλάμες σου, σα να κάνεις προσευχή!» μου πετάει από το πουθενά. Τον κοιτάζω απορημένη, ανασηκώνοντας ελαφρώς το φρύδι μου, σα να τον ρωτάω τι σκαρώνει πάλι. Ο Μάριος μου χαμογελάει ενθαρρυντικά, γέρνοντας ελαφρώς προς το μέρος μου. «Κάν’ το!»

Στενεύω τα μάτια μου υποψιασμένη, αλλά τελικά υπακούω. Σταυρώνω τις παλάμες μου και συνεχίζω να τον κοιτάζω με αβέβαιη περιέργεια.

«Ωραία!» λέει με μια λάμψη στα μάτια του. «Τώρα, χωρίς να ξεπλέξεις τα δάχτυλά σου, τέντωσε προς τα πάνω αυτά του αριστερού σου χεριού!»
Ακόμα περισσότερο μπερδεμένη, σηκώνω ελαφρώς το κεφάλι μου, κοιτάζοντας τα χέρια μου σαν να προσπαθώ να καταλάβω τη λογική πίσω από αυτό το κόλπο, αλλά κάνω αυτό που μου λέει. Και τότε, πριν καν προλάβω να αντιδράσω, μπλέκει τα δικά του δάχτυλα ανάμεσα στα δικά μου, κλείνοντας σφιχτά τη λαβή. Αιφνιδιάζομαι. «Μα τι—» πάω να πω αλλά δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω τη φράση μου.

Σηκώνει το χέρι του ψηλά, αναγκάζοντας και το δικό μου να ακολουθήσει, και με μια απότομη αλλά ελεγχόμενη κίνηση, με σπρώχνει απαλά προς τον τοίχο. Η πλάτη μου ακουμπάει στη σκληρή επιφάνεια και το σώμα του έρχεται και κολλάει στο δικό μου. Το συναίσθημα που με κατακλύζει είναι απίστευτα ερεθιστικό—μια ανάμειξη αιφνιδιασμού και καθαρής έντασης.

Ανοίγω ελαφρώς τα χείλη, το βλέμμα μου καρφώνεται στο δικό του. Το χαμόγελό μου, που αρχικά ήταν ένα μείγμα απορίας και έκπληξης, από τη μια στιγμή στην άλλη μετατρέπεται σε κάτι τελείως διαφορετικό. Πλησιάζει το πρόσωπό του προς το δικό μου και τα μάτια μου κλείνουν από μόνα τους, και μερικές στιγμές αργότερα νιώθω τα χείλη του στα δικά μου.

Με κρατάει ακίνητη, καρφωμένη στον τοίχο, και το φιλί του, γεμάτο πάθος με κάνει και λιώνω. Κρατώντας με ακόμα ακίνητη με το ένα του χέρι, το άλλο με χουφτώνει πάνω από το φόρεμα στο αριστερό στήθος, και μου ξεφεύγει ένας δυνατός ηδονικός στεναγμός. Το χέρι του μένει για μερικές στιγμές εκεί και μετά κατηφορίζει. Μου σηκώνει το φόρεμα περνώντας το χέρι του από κάτω, μέχρι που φτάνει ανάμεσα στα πόδια μου, κάνοντάς με να στενάξω ακόμα πιο δυνατά.

Με παίζει για μερικές στιγμές και νιώθω τα πόδια μου να τρέμουν. Με κάποια δυσκολία μου κατεβάζει το εσώρουχο και με κάνει μια στροφή και με γυρίζει με πρόσωπο προς τον τοίχο. Όπως έχει αφήσει τα χέρια μου, ακουμπώ τους πήχεις μου στον τοίχο, ενώ ο Μάριος από πίσω μου με φιλάει και με δαγκώνει στο σβέρκο. Τρίβει το όργανό του ανάμεσα στα πόδια μου, και με τραβάει προς τα πίσω να λυγίσω τη λεκάνη.

Μπαίνει μέσα μου και ταυτόχρονα με τραβάει από τα μαλλιά προς τα πίσω, και η αίσθηση είναι ακόμα πιο έντονη και ο στεναγμός που ξεφεύγει από τα χείλη μου ακόμα πιο δυνατός.

«Είσαι δική μου,» μου λέει φωνή βραχνή από την καύλα. «Οι άλλοι μπορούν να πάνε να λιώσουν στη μαλακία…» μου κάνει και σταματάει. «Εγώ όχι!» συμπληρώνει και μου τραβάει το μαλλί προς τα πίσω ενώ ταυτόχρονα καρφώνεται σχεδόν όλος μέσα μου, κάνοντάς με να ακουστώ ακόμα πιο δυνατά. «Πες το μου!» με διατάζει.
«Εσύ… εσύ όχι…» του λέω με φωνή που τρέμει από την ένταση της ηδονής που φέρνει αυτή μου η παράδοση.
«Εγώ θα σε γαμάω όποτε θέλω, με όποιο τρόπο θέλω,» μου κάνει στο αφτί, κάνοντάς με να νιώθω πως θα διαλυθώ από την ηδονή. «Πες το μου,» με διατάζει ξανά. «Θέλω να σε ακούσω να το λες,» επαναλαμβάνει, αρπάζοντάς με και πάλι από το μαλλί και κρατώντας με ακίνητη.
«Εσύ… εσύ θα με γαμάς όποτε… όποτε θέλεις…» του απαντάω νιώθοντας να το έχω χάσει τελείως. «Με… ΑΑΑΑΧ… με όποιο ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ… με όποιο τρόπο… ΑΑΑΑΑΑΑΧ θέλεις…»
«Είσαι δική μου, ακούς;» με ρωτάει και καρφώνεται ξανά μέσα μου.
«Δική σου… δική σου…» του απαντάω νιώθοντας το γνώριμο μούδιασμα που πάντα προηγείται του οργασμού μου.

Αρχίζει και επιταχύνει το ρυθμό του, και το μούδιασμα στα λαγόνια μου μετατρέπεται σε σπασμούς, λες και χιλιάδες βολτ διαπερνούν το κορμί μου. Τα βογγητά μου γίνονται ακόμα πιο δυνατά, δε μπορώ να τα συγκρατήσω και εκείνη τη στιγμή δε με νοιάζει καθόλου. Η φλόγα μέσα μου έγινε φωτιά, και η φωτιά πυρκαγιά που κατατρώει τα πάντα στο διάβα της.

«Χύσε μέσα μου…» του κάνω. Το ξέρω ότι το χάπι της επόμενης μέρας θα μου κάνει πάλι τον κύκλο μαντάρα αλλά αυτή τη φορά… αυτή τη φορά, χαλάλι του.

Ναι, το έκανε με διαφορετικό τρόπο από αυτό που είχα στο μυαλό μου. Τραβιέται από μπροστά μου, και χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή αρχίζει και τον τρίβει στην πίσω πόρτα μου. Είμαι τόσο καυλωμένη που παρά τον πόνο που νιώθω καθώς τα πίσω μου παραδίδονται στις ορέξεις μου, το βογγητό μου είναι και πάλι ηδονής, όχι πόνου.

«Αυτό θα κάνω,» μου απαντάει με κομμένη σχεδόν την ανάσα και αρχίζει και κινείται. Στην αρχή και μέχρι να με ανοίξει κινείται αργά. Στην συνέχεια αυξάνει το ρυθμό του, τόσο μέχρι που τα μεριά μου πλαταγιάζουν από τους μηρούς του όπως καρφώνεται μέσα μου σα να μην υπάρχει αύριο.

Και για δεύτερη φορά στη ζωή μου, μετά την πρώτη πέρσι στο Ναύπλιο, έχω οργασμό κάνοντας σεξ από πίσω. Λίγες στιγμές αργότερα καρφώνεται για τελευταία φορά και κοκαλώνει. Νιώθω τους σπασμούς του βαθιά μέσα μου και τα βογγητά μου συνοδεύουν και τα δικά του.

Κρατώντας με ακόμα από τα μαλλιά μου ψιθυρίζει και πάλι «Είσαι δική μου!» και μετά με τραβιέται απαλά. Γυρίζω και τον κοιτάζω με λατρεία ενώ τα πόδια μου σχεδόν τρέμουν από την ένταση και την απίστευτη ηδονή που έζησα μερικές στιγμές πριν.

«Θεέ μου…» μου λέει πιάνοντάς με από το σαγόνι και κοιτάζοντάς με βαθιά στα μάτια. «Θέλω να σε βγάλω φωτογραφία,» μου κάνει. «Γδύσου,» μου λέει και το κάνω χωρίς να διστάσω στιγμή.
Χαμογελώντας ελαφρά μου δίνει τη ρόμπα και με παίρνει από το χέρι και πάμε δίπλα στο τζακούζι. «Κράτα τη ρόμπα στο ύψος του αφαλού, να κρύβει τη γύμνια σου από κάτω,» μου λέει και συνεχίζει «μετά ακούμπα πίσω στην εσοχή,» και εννοεί την εσοχή που χωρίζει το τζακούζι από το μπάνιο.
Στέκομαι όπως μου ζητάει και πηγαίνει λίγο πίσω για να βρει καλύτερη γωνία. «Θέλω να φαίνεται και το πρόσωπό σου,» μου δηλώνει και απλά γνέφω καταφατικά. «Κοίτα με μωρό μου… κοίτα με και σκέψου ότι είσαι δική μου… δική μου…» μου λέει με πάθος.

Λίγες στιγμές μετά ακούω το κλικ.


Όλα τα χρόνια που ήμασταν μαζί με τράβηξε 60-70 φωτογραφίες γυμνή. Αυτή στα Πόζαρ, έμελλε να είναι μακράν η καλύτερη.

1996

Άμστερνταμ-Παρίσι

Είναι τέλη Μάρτη. Παρασκευή απόγευμα και είμαι σπίτι μόνη μου, κάπου έχουν πάει οι δικοί μου. Ο Μάριος πέρσι πήρε το πτυχίο του—με 9,75 παρακαλώ!—και τώρα είναι στο δεύτερο εξάμηνο του μεταπτυχιακού του. Εγώ κατάφερα να βελτιώσω ακόμα περισσότερο τη βαθμολογία μου και αυτό το εξάμηνο παλεύω με τη σειρά μου για την πτυχιακή μου, αν όλα πάνε καλά θα πάρω το πτυχίο με βαθμό 9,6.

Και ο Μάριος και οι γονείς του με πίεσαν να δώσω ξανά κάποια μαθήματα ώστε να αυξήσω ακόμα περισσότερο το βαθμό μου, αλλά δεν ψήθηκα. Η Κατερίνα, παρά τη γκρίνια της, πήρε και αυτή με 9,2 το πτυχίο της στη Νομική και, μιας και η νομική είναι τέσσερα έτη, φέτος είναι και εκείνη στο πρώτο έτος του μεταπτυχιακού της, και, όπως έχει δηλώσει, θα συνεχίσει και για διδακτορικό.

Χώρισε με τον Θανάση, και εκεί που φοβόμασταν ότι θα της πέσει ο ουρανός στο κεφάλι, εκείνη τον έκλαψε για λίγες μέρες και πήγε παρακάτω, τώρα είναι στα ζαχαρώματα με το νέο της αμόρε, το Γιώργο, και σήμερα έχουμε κανονίσει να βγούμε οι τέσσερις μας.

Λίγο πριν ετοιμαστώ να πάω για μπάνιο, χτυπάει το κουδούνι. Πηγαίνω να ανοίξω και πριν προλάβω καν να πω λέξη, ο Μάριος σκάει μέσα σαν σίφουνας, με ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά.

«Μπίλι μουυυυυυυυυυυυ!» φωνάζει λες και είχαμε να βρεθούμε χρόνια.
«Καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα!» του κάνω, γελώντας, και χώνομαι στην αγκαλιά του. Κλείνει τα χέρια του γύρω μου σφιχτά και με σηκώνει ελάχιστα από το έδαφος. «Πού γύριζες βρε ρεμάλι;»
Αντί για απάντηση, τα μάτια του λάμπουν πονηρά και χαμηλώνει τη φωνή του σχεδόν συνωμοτικά. «Χιχιχι, κλείσε τα μάτια σου!»
Τον κοιτάζω μισό δευτερόλεπτο δύσπιστα. «Γιατί;»
«Κλεισ’ τα μάτια σου βρε βάσανο!» λέει με ανυπομονησία, κουνώντας το χέρι του σαν να με διώχνει.
Σταυρώνω τα χέρια και σηκώνω το φρύδι. «Βάσανο εγώ; Η Μπίλι σου;»
«Θα πάρω πέτρα!»
«Ουφ!» του λέω, αλλά κάνω αυτό που μου ζητάει.
«Άνοιξέ τα!»
Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω έναν φάκελο στα χέρια του. «Τι είναι αυτό;» ρωτάω, ζυγίζοντας τον φάκελο με το βλέμμα.
Ο Μάριος κουνιέται πέρα-δώθε από τη χαρά του, λες και κρατάει το Άγιο Δισκοπότηρο. «Άνοιξέ το και θα δεις!» λέει σχεδόν τραγουδιστά, σε κατάσταση υστερικής ευθυμίας.

Ξεκολλάω το αυτοκόλλητο και τραβάω το περιεχόμενο. Και εκείνη τη στιγμή, αν δεν έγινα βάτραχος από το γούρλωμα των ματιών, να μη με λένε Μπίλι.

Μέσα έχει έξι εισιτήρια—δύο για τον ημιτελικό της ερχόμενης Τετάρτης μεταξύ Άγιαξ και Παναθηναϊκού, και τέσσερα εισιτήρια για το Final Four που γίνεται στο Παρίσι σε δυο βδομάδες από σήμερα.

Το στόμα μου μένει ορθάνοιχτο.

«Κλείσε το στόμα σου, θα χάψεις καμιά μύγα!» γελάει ο Μάριος και πριν προλάβω να αρθρώσω λέξη συνεχίζει: «Φεύγουμε Τρίτη βράδυ, Τετάρτη έχουμε το παιχνίδι, καθόμαστε Ολλανδία μέχρι την Κυριακή και μετά οδικώς Παρίσι για το Final Four!»
Αν και άθεη, μου ξεφεύγει ένα «Ο Χριστός και η Παναγία».
Ανασηκώνει τα φρύδια του θριαμβευτικά. «Είδες τι κάνω για σένα, μωρό μου;»
Ανοίγω και κλείνω το στόμα μου σαν ψάρι. «Βρε παλαβέ, πόσα έδωσες;»
Ο Μάριος γέρνει λίγο το κεφάλι και χαμογελάει αθώα. «Να μη σε νοιάζει, και στην τελική, μαζί μου θα τα πάρω ρε Μπίλι;»

Δεν το σκέφτομαι. Του χώνω μια γερή στο σβέρκο.

«Άουτς!»
«Θα σε πατήσω χάμω αν το ξαναπείς αυτό!»
Σηκώνει τα χέρια του αμυντικά, αλλά γελάει. «Εντάξει βρε μωρό μου, τρόπος του λέγειν! Ρε συ, η Πανάθα παίζει ημιτελικό στο πρωταθλητριών και είμαστε και στο Final Four στο μπάσκετ, πόσες φορές θα έχουμε στη ζωή μας ξανά αυτή την ευκαιρία;»

Το σκέφτομαι για μια στιγμή. Δεν έχει κι άδικο. Και οι δύο είμαστε φόλα Παναθηναϊκοί, πάμε γήπεδο συχνά-πυκνά, και εδώ με είχε ξεσηκώσει να τρέχουμε στο αεροδρόμιο στην υποδοχή του Ντομινίκ το Σεπτέμβρη.

«Και τα μαθήματα;»
«Έλα ρε Μπίλι, γάμα τα μαθήματα μια φορά!»
Γέρνω ελαφρώς μπροστά, σηκώνοντας ένα φρύδι. «Καλά, άσε τα μαθήματα. Τι θα πω στους γέρους μου;»
«Την αλήθεια!»
Γελάω ειρωνικά. «Ρε συ, θα με σουβλίσουν!»
«Γιατί; Τα Χριστούγεννα που πήγαμε Πράγα, σε σούβλισαν;»
«Όχι… αλλά…»
«Δεν έχει αλλά! Λοιπόν, είναι done deal έτσι κι αλλιώς, έχω κλείσει και τα αεροπορικά και τα ξενοδοχεία, δεν ακούω κουβέντα! Και μιας και θα πάμε και Παρίσι, θα έχεις την ευκαιρία να δεις ξανά τον Καναδό σου, θα το καταπιώ και αυτό, και θα σε δείρω αργότερα!» λέει με ύφος θιγμένου αρραβωνιαστικού.
Σταυρώνω τα χέρια μου και τον κοιτάζω ειρωνικά. «Μπα, θα μας δείρετε κιόλας;»
Με κοιτάζει με προσποιητή σοβαρότητα και κλείνει το μάτι. «Και θα σας δείρουμε!»

Δεν κρατιέμαι. Σκάω στα γέλια. Αν δεν είχα το φόβο μην γυρίσουν ξαφνικά οι δικοί μου, θα τον είχα βάλει κάτω και θα τον είχα …βιάσει επί τόπου, αλλά τέτοια κόλπα μόνο σπίτι του ή σε κανένα ξενοδοχείο, το σκηνικό που παραλίγο να μας πιάσει στα πράσα η μητέρα μου την ώρα που του έκανα πίπα με είχε στοιχειώσει!

«Λοιπόν» συνέχισε ο Μάριος, με ύφος τελείως αδιάφορο, λες και μόλις δεν είχε ρίξει βόμβα, «πάω σπίτι να κάνω ένα ντουζάκι. Τι ώρα έχουμε πει με τα παιδιά;»

Κάθομαι ακόμα με τα εισιτήρια στο χέρι, λες και προσπαθώ να επεξεργαστώ τι συνέβη τα τελευταία λεπτά.

«Είπαμε να περάσουμε να πάρουμε την Κατερίνα στις 21:00 και θα βρούμε το Γιώργο στο Κεφαλάρι,» απαντάω, ενώ ακόμα προσπαθώ να μπω σε κανονική λειτουργία εγκεφάλου.
Ο Μάριος κάνει ένα ικανοποιημένο νεύμα. «Ωραία, ωραία! Όταν ετοιμαστείς κι εσύ, έλα από το σπίτι.»
Αναστενάζω ελαφρά, αλλά χαμογελάω. «Εντάξει, μωρό μου,» λέω και τον παίρνω στην αγκαλιά μου, τραβώντας τον κοντά για ένα βαθύ φιλί.

Μωρέ, καλά που ήμουν συγκρατημένη και δεν του είχα ορμήσει νωρίτερα, γιατί πάνω στη στιγμή ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν μέσα οι δικοί μου.

«Άμαχος πληθυσμός!» κάνει η μητέρα μου με μισό χαμόγελο, βλέποντάς μας ακόμα κολλημένους.

Πετάγομαι σαν ελατήριο, παίρνοντας αμέσως το πιο αθώο μου ύφος.

«Πού σουρτουκεύατε εσείς;» λέω προσπαθώντας να γυρίσω το παιχνίδι. «Δε μπορεί μια κόρη να λείψει λίγο από το σπίτι της και αμέσως να ξεπορτίσετε εσείς; Teddyfather και teddymother!»

Ο πατέρας μου με κοιτάζει με μισό μάτι, αλλά η μάνα μου χαμογελάει στραβά. Ο Μάριος όμως δεν έχει καμία όρεξη να αναμιχθεί στη μάχη—ή απλά έχει μάθει πότε να κάνει έξοδο διαφυγής.

«Λοιπόν, εγώ σας αφήνω! Μπίλι, τα είπαμε, όταν ετοιμαστείς, πέρνα από το σπίτι να πάμε να πάρουμε την Κατερίνα!» λέει και γίνεται Λούης λες και τον κυνηγάει η εφορία. 

Ούτε που προλαβαίνω να απαντήσω, έχει ήδη ανοίξει την πόρτα και έχει εξαφανιστεί, την έκανε και μ’ άφησε να βγάλω μόνη μου τα κάστανα από τη φωτιά, η κοτάρα. Κάθομαι λίγο αμήχανη, κοιτάζοντάς τους. Ο πατέρας μου με κοιτάζει εξεταστικά που προσπαθώ να βρω το κουράγιο μου. Μωρέ καλά το λέει η Κατερίνα, αν έπαιζα πόκερ δε θα μου έμενε βρακί για βρακί.

«Λοιπόν,» ξεκινάω με τρόπο ανάλαφρο, «επειδή αυτό δε λέγεται έτσι, θα σας παρακαλούσα να κάτσετε πρώτα, είστε και γέροι άνθρωποι!»
Ο πατέρας μου σηκώνει τα φρύδια. «Αν υποψιαστώ ότι θα μας πεις ότι θα γίνουμε παππούδες…»
Ανοίγω διάπλατα τα μάτια μου και κουνάω γρήγορα τα χέρια μου. «Τι;;; Τι λες ρε μπαμπά, ούτε καν!»
«Ε, πες μας τότε, τι μας πιλατεύεις;» λέει και κάθεται στον καναπέ με έναν μικρό αναστεναγμό ανακούφισης.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Οκ, here goes nothing: «Ουφ… Λοιπόν, ο Μάριος πήγε και πήρε εισιτήρια για τον ημιτελικό της Τετάρτης με τον Άγιαξ και για το Final Four που γίνεται στο Παρίσι.»
Ο πατέρας μου, χωρίς να αλλάξει έκφραση, κλείνει τα μάτια για μισό δευτερόλεπτο, λες και προσπαθεί να επεξεργαστεί την πληροφορία. Μετά, απλά λέει «Ωχ.»

Ωχ, όντως.

«Ε, ναι… δεν τα έκλεισε για να πάει μόνος του…» συνεχίζω, με το βλέμμα μου να περιφέρεται από τον έναν στον άλλον. «Φεύγουμε Τρίτη βράδυ, και γυρνάμε Μεγάλη Παρασκευή το πρωί… Θα μείνουμε Άμστερνταμ μέχρι την Κυριακή και μετά οδικώς Παρίσι.»

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει. Λαλεί πουλί, κλέβει σπυρί, και η μάνα το ζηλεύει…

Η μάνα μου ακουμπάει τα χέρια στη μέση της και με κοιτάζει με εκείνο το βλέμμα του «τι ήταν πάλι αυτό;». Ο πατέρας μου τρίβει το σαγόνι του. «Και τα μαθήματά σου;»
«Την πτυχιακή μου κάνω ρε μπαμπά, και άλλωστε στο Παρίσι θα είμαστε τη Μεγάλη Εβδομάδα…»
Ο πατέρας μου ανοιγοκλείνει το στόμα του σαν να θέλει να πει κάτι, αλλά τελικά κλείνει τα μάτια του ξανά και γέρνει πίσω στον καναπέ. «Καλά… πόσα έδωσε;»
Κάνω μια μικρή γκριμάτσα. «Δε μου είπε…»
Ο πατέρας μου ανοίγει το στόμα του, αλλά η μάνα μου τον διακόπτει σηκώνοντας το χέρι. «Δηλαδή μου λες τώρα πήγε και έκλεισε αεροπορικά, ξενοδοχεία, εισιτήρια για ημιτελικό και Final Four και δε σε ενημέρωσε καν πριν το κάνει;»
Ανασηκώνω αμήχανα τους ώμους μου. «Αμέ, πως δε με ενημέρωσε! Εκ των υστέρων. Και μετά έγινε καπνός αφήνοντάς με να βγάλω εγώ το φίδι από την τρύπα,» της λέω χαχανίζοντας.
Ο πατέρας μου γελάει σιγανά. «Τουλάχιστον είναι μεθοδικός.»
Η μάνα μου σηκώνει τα χέρια ψηλά. «Είστε τρελοκομεία.»

Εντάξει, την πήραμε την έγκριση! Πάω να κάνω το μπάνιο μου και να ετοιμαστώ και, όπως έχουμε συμφωνήσει, όταν τελειώνω πάω να πάρω τον Μάριο από το σπίτι του.
Χτυπάω το κουδούνι και μετά από λίγα δευτερόλεπτα μου ανοίγει ο κύριος Ανδρέας.

«Καλώς το κορίτσι,» μου λέει ζεστά, με εκείνο το χαρακτηριστικό του χαμόγελο που πάντα σε κάνει να νιώθεις ευπρόσδεκτος.
«Καλησπέρα!» του λέω, χαμογελώντας του γλυκά. Τον ξέρω από τότε που ήμουν πέντε χρονών παιδάκι, και παρόλο που ακόμα τον λέω «κύριο Ανδρέα», τον νιώθω σαν δεύτερο πατέρα μου. Το ίδιο και την κυρία Χριστίνα. Στο σπίτι αυτά, βέβαια… γιατί στο Πολυτεχνείο ήταν άλλη ιστορία. Μπορεί να πήρα δεκάρια και στα δύο μαθήματα που δίδασκαν—αν ήθελα, ας έκανα κι αλλιώς—αλλά η ψυχούλα μου το ‘ξερε!
«Πέρνα μέσα, δεν έχει τελειώσει ακόμα ο ανεπρόκοπος!» μου λέει με μια υποψία πειράγματος.

Γελάω και προχωράω στο σαλόνι, όπου κάθεται και η κυρία Χριστίνα με το τηλεκοντρόλ στο χέρι, βλέποντας τηλεόραση.

«Καλησπέρα!» της λέω, πλησιάζοντάς την.
«Καλησπέρα, Βασιλικούλα μου,» μου απαντάει με εκείνη τη ζεστασιά που μου είναι τόσο γνώριμη. «Έχεις φάει;»
«Ναι, κυρία Χριστίνα, έφαγα όταν γύρισαν οι δικοί μου.»

Χαμογελάει ικανοποιημένη και μου κάνει νόημα να κάτσω. Πιάνουμε την κουβέντα, χαζεύοντας παράλληλα την τηλεόραση, μέχρι που εμφανίζεται ο Μάριος, φρεσκοσιδερωμένος και περιχαρής.

«Απαρτία!» λέει με ενθουσιασμό, ανοίγοντας τα χέρια του.
Σηκώνομαι και τον κοιτάζω σηκώνοντας το φρύδι. «Πού ήσουν βρε αχαΐρευτε;» τον ψευτομαλλώνω, καθώς με πλησιάζει και μου δίνει ένα τρυφερό φιλί στα μαλλιά.
«Το καλό πράγμα αργεί να γίνει!» μου κάνει, χαμογελώντας πονηρά.
«Λογικά μέχρι τις 02:00, άντε 03:00, θα έχουμε γυρίσει,» ενημερώνει τους γονείς του και, αφού τους καληνυχτίζουμε, κατεβαίνουμε κάτω και πάμε προς το αυτοκίνητό του.

Φοράει και τα γυαλάκια του· εδώ και λίγο καιρό ανακαλύψαμε, μετά από κρίση πονοκεφάλων, ότι στα γεράματα είχε αποκτήσει ελαφρά μυωπία. Του πάνε πάντως, τον κάνουν να φαίνεται πιο intellectual. Αν και δεν ξέρω αν θέλει να φαίνεται intellectual ή να παραμείνει ο γνωστός τρελάρας.

Ξεκινάμε για να πάρουμε το Κατερινιώ, που μας περιμένει ήδη έξω από το σπίτι της, χτυπώντας το πόδι της στο πεζοδρόμιο. Μόλις βγαίνω από το αυτοκίνητο για να περάσει, αρχίζουμε τις αγκαλιές και τα φιλιά, λες και έχουμε να βρεθούμε μήνες.

«Πού χάθηκες, μωρή εσύ; Έτσι κάνουν οι φίλοι;» ρωτάει ο Μάριος, μόλις περνάει μέσα.
Η Κατερίνα κάνει μια γκριμάτσα αγανάκτησης. «Διαβάσματα, μου έχει γίνει η σούφρα να!» προσπαθεί να δικαιολογηθεί, σηκώνοντας τα χέρια της θεατρικά.

Λες κι εμείς τρέχουμε στα λιβάδια σαν τη Μαρία Φον Τραπ στη Μελωδία της Ευτυχίας, να πούμε!

«Μωρή, ξέρεις τι έκανε ο τρελάρας;» τη ρωτάω με φωνή γεμάτη μυστήριο, γυρνώντας να την κοιτάξω.
Η Κατερίνα ανασηκώνει το φρύδι της. «Τι;»
«Έκλεισε εισιτήρια για τον ημιτελικό στο ποδόσφαιρο, με τον Άγιαξ—στο Άμστερνταμ παρακαλώ!—και για το Final Four του μπάσκετ στο Παρίσι!»
Η Κατερίνα μένει για ένα δευτερόλεπτο παγωμένη. «What???» πετάει τελικά, γουρλώνοντας τα μάτια.
Ο Μάριος χαχανίζει αυτάρεσκα από τη θέση του οδηγού. «Χιχιχι.»
«Από Τρίτη βράδυ θα μας χάσεις, θα γυρίσουμε τη Μεγάλη Παρασκευή!» συνεχίζω, απολαμβάνοντας το σοκ της.
«Με την κούπα!» πετάγεται ο Μάριος, χτυπώντας το τιμόνι με το χέρι του για έμφαση.
Η Κατερίνα τον κοιτάζει με μισό μάτι. «Από το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί!» λέει, σταυροκοπώντας ειρωνικά. «Αν και ποτέ δεν κατάλαβα τη μανία σας με τα αθλητικά, θα είναι καλή φάση!» δηλώνει, χαμογελώντας.
Ο Μάριος και εγώ ανταλλάσσουμε βλέμματα. «Καλή φάση θα είναι αν πάρουμε αξιοπρεπές αποτέλεσμα στο πρώτο παιχνίδι και σηκώσουμε την κούπα!» δηλώνω κατηγορηματικά.
Η Κατερίνα ξεφυσάει και μας κοιτάζει εναλλάξ. «Ε, δεν είστε με τα καλά σας!» λέει, κουνώντας το κεφάλι της, ενώ ο Μάριος κι εγώ σκάμε στα γέλια.

Η βραδιά ξεκινάει υπέροχα.

Ο Παναθηναϊκός παγώνει το Άμστερνταμ

Παρά τον αρχικό μου αιφνιδιασμό όταν μου ανακοίνωσε ότι αγόρασε τα εισιτήρια, ο χρόνος μέχρι την Τρίτη το βράδυ έμοιαζε να έχει κολλήσει. Οι μέρες περνούσαν βασανιστικά αργά, λες και το σύμπαν είχε αποφασίσει να μας κάνει να νιώσουμε κάθε δευτερόλεπτο της αναμονής.

Το Σάββατο το πρωί κάναμε επιδρομή στις μπουτίκ του Παναθηναϊκού—ξεκινήσαμε για «μερικά μπλουζάκια» και τελικά φύγαμε φορτωμένοι με κασκόλ, καπέλα, φούτερ, μέχρι και κάλτσες. Στο αεροδρόμιο, ντυμένοι στα πράσινα, μοιάζαμε με οργανωμένη αποστολή. Το βράδυ θα βαφόμασταν κιόλας—μας είχε πιάσει η τρέλα.

Σάμπως ήμασταν οι μόνοι; Σχεδόν όλο το αεροπλάνο ήταν γεμάτο οπαδούς της τριφυλλάρας που ταξίδευαν στην Ολλανδία για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Κάθεσαι στη θέση σου; «Πάμε ρε Πανάθα!» Πηγαίνεις τουαλέτα; «Πράσινο το Άμστερνταμ!» Το πλήρωμα απλά σήκωνε τα μάτια στον ουρανό κάθε φορά που ξεκινούσε νέο σύνθημα.
«Το κάναμε Λεωφόρο, το κάναμε!» μονολόγησα, κοιτάζοντας γύρω μου γελώντας.
Ο Μάριος έγειρε προς το μέρος μου με ύφος συνωμοτικό. «Και το Παρίσι θα γίνει πράσινο! Θα το δεις!»

Η πτήση ήταν βραδινή, οπότε με το που φτάσαμε στο Άμστερνταμ, και αφού ξεμπλέξαμε με τα διαδικαστικά, δώσαμε ραντεβού με τους υπόλοιπους για καφέ το πρωί και πήγαμε κατευθείαν στο ξενοδοχείο για ξεκούραση.

Ο Μάριος άφησε τη βαλίτσα του δίπλα στο κρεβάτι και έβγαλε το κινητό του. «Τι ώρα να βάλω ξυπνητήρι;»
Τον κοίταξα συνοφρυωμένη. «Πήρες μαζί σου ξυπνητήρι;»
Σηκώνει το βλέμμα, μου ρίχνει ένα βλέμμα γεμάτο απόγνωση. «Στο κινητό, βρε ούφο!»

Α! Ναι, το είχα ξεχάσει. Ο Μάριος ήταν και πλούσιος και γκατζετάκιας, αλλά το κινητό το χρησιμοποιούσε περισσότερο για να παίζει φιδάκι—ε, και εγώ τι, στο πηγάδι κατούρησα;—παρά για άλλο λόγο.

«Ξέρω ‘γω; Τι ώρα σερβίρουν το πρωινό;»
«Νομίζω 07:30 – 10:00.»
«Ε, βάλ’ το γύρω στις 09:30, να προλάβουμε να φάμε και τίποτα!»
«Done,» λέει, πατώντας επιδεικτικά μερικά κουμπιά. «Δε μου λες, θες να πέσουμε για ύπνο;»
Κάνω μια γκριμάτσα και ξαπλώνω ανάσκελα, κοιτώντας το ταβάνι. «Δε νυστάζω, να σου πω την αλήθεια… Αλλά τέτοια ώρα τι θα κάνουμε;»
«Πάμε για καμιά μπύρα;» με ρωτάει με μάτια που αστράφτουν.
Το σκέφτομαι για μερικές στιγμές και όσο περισσότερο το σκέφτομαι τόσο περισσότερο ψήνομαι. «Πάμε!» του λέω χαμογελώντας με έξαψη.

Αμ έπος, αμ έργον! Κατεβαίνουμε κάτω, ακόμα ντυμένοι στα πράσινα, και βγαίνουμε στους δρόμους του Άμστερνταμ αναζητώντας μπυραρία. Στο πρώτο κιόλας στενό πέφτουμε πάνω σε άλλους Παναθηναϊκούς. Στο δεύτερο, σε ακόμα περισσότερους, λες και είχε συνάντηση συνδέσμων!

Οι Ολλανδοί στους δρόμους μάς κοίταζαν με περιέργεια, κάποιοι με φιλική διάθεση, κάποιοι άλλοι πιο ειρωνικά.

«5-0!» μας φώναξαν δύο τύποι, χαμογελώντας σαρδόνια.
Ο Μάριος σήκωσε το φρύδι του και ανταπέδωσε ακαριαία. «In your wildest dreams!»

Γέλια, πειράγματα, πειράγματα κι από εμάς πίσω. Βέβαια, κακά τα ψέματα, με την ομαδάρα που είχε εκείνη τη χρονιά ο Άγιαξ, το 5-0 δεν ήταν τόσο εξωπραγματικό όσο θέλαμε να πιστεύουμε αλλά είχαμε πίστη στην ομάδα μας. Και το Άμστερνταμ, τουλάχιστον για ένα βράδυ, έγινε πράσινο.

Οι επιλογές στις μπύρες είναι απίστευτες, δεν είχα ιδέα ότι υπήρχαν τόσα πολλά είδη. Αγαπημένη μου αποδεικνύεται τελικά η Trappist, με το βαθύ ρουμπινί κόκκινο χρώμα και την απίθανη, αρωματική, γλυκιά της γεύση. Ο Μάριος δηλώνει «κόκκινο ποτέ!» και το ρίχνει στις μαύρες. Εντάξει ρε φίλε, κι εγώ Παναθηναϊκός είμαι, δεν κάνω έτσι!

Αν και κατεβήκαμε για μια μπύρα, γυρίσαμε τελικά στις τέσσερις το πρωί, και οι δύο ελαφρώς κουδούνια και με τις φούσκες μας έτοιμες να σπάσουν. Τον αφήνω να πάει πρώτος, γιατί θα κάνει λιγότερη ώρα, και περιμένοντας εμπεδώνω για τα καλά την έννοια της σχετικότητας του χρόνου· τα δύο λεπτά που του πήρε μου φάνηκαν ώρες! Βγαίνω από το μπάνιο και βρίσκω τον κύριο να έχει ξαπλώσει στο κρεββάτι γυμνός και με την τσουτσού ορθωμένη.

“Hey girl, let’s go for a ride!” μου λέει χαχανίζοντας, κάνοντάς με να βάλω κι εγώ τα γέλια.

Δεν ήταν ο μόνος που έχει ορεξούλες, πετάω τα ρούχα μου με συνοπτικές διαδικασίες και πάω και ξαπλώνω δίπλα του. Γυρνάει προς το μέρος του και αρχίζουμε να φιλιόμαστε, μπαλαμουτιάζοντας ο ένας τον άλλον, και λίγη ώρα αργότερα είμαι κι εγώ μούσκεμα, ειδικά όταν χαμηλώνει ανάμεσα στα πόδια μου και αρχίζει να με γλείφει.

Σταματάμε, ίσα για να αλλάξουμε βάρδια, και σε λίγο είμαι εγώ που τον έχω στο στόμα μου, όχι ότι είχε ιδιαίτερη ανάγκη, κατάρτι ήταν από πριν, κατάρτι είχε μείνει. Μου δίνει ένα προφυλακτικό, του το φοράω, και σκαρφαλώνω και κάθομαι πάνω του οδηγώντας το όργανό του μέσα μου.

«ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» κάνω μη μπορώντας να κρατηθώ. Κλείνω τα μάτια μου και, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι μου πίσω, αρχίζω να κουνιέμαι ενώ ο Μάριος μου χουφτώνει δυνατά και τα δυο μου στήθη.
«Ναι… ναι μωρό μου…» μου κάνει και το χούφτωμα παίρνει προαγωγή, αρχίζει να μου τα μαλάζει ακόμα πιο δυνατά, τσιμπώντας που και που τις ρώγες μου· εδώ και κάμποσα χρόνια είχα ανακαλύψει μαζί του ότι ο πόνος μερικές φορές έχει ηδονική χροιά.
«ΑΑΑΑΑΑΧ» κάνω μην μπορώντας να συγκρατήσω ένα στεναγμό πόνου, καθώς στον ενθουσιασμό τον το παράκανε λίγο, αλλά το καταλαβαίνει και χαλαρώνει κάπως το σφίξιμο.

Συνεχίζουμε έτσι για κάμποση ώρα και μετά αλλάζουμε ελαφρά τρόπο, με φέρνει να γείρω προς τα πάνω του και, κρατώντας με από τη λεκάνη, αρχίζει να μπαινοβγαίνει μέσα μου με διαρκώς αυξανόμενη ταχύτητα και ένταση. Δεν είχα πάντα οργασμό όταν κάναμε σεξ αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε μου άρεσε, ακριβώς το αντίθετο! Σήμερα, πάντως, η τούρτα θα έχει και κερασάκι!

Το καταλαβαίνω από τη φωτιά που άρχισε να απλώνεται από τα λαγόνια μου στο υπόλοιπο σώμα, και δεν διαψεύδομαι, λίγο αργότερα αρχίζω να νιώθω μέσα μου τις απανωτές εκρήξεις που συνοδεύουν τον οργασμό μου, και δεν καταφέρνω να καταπνίξω τα δυνατά ηδονικά μου βογγητά.

Ο ρυθμός του έχει γίνει φρενήρης, είναι και ο Μάριος κοντά στο τέλος. Πράγματι, μερικές στιγμές αργότερα, κοκαλώνει και νιώθω τους σπασμούς που κάνει το όργανό του βαθιά μέσα στον κόλπο μου, σπασμούς που τους συνοδεύει κι εκείνος με δυνατά βογγητά.

Τραβιέμαι προσεκτικά και ξαπλώνω απαλά πάνω του ενώ εκείνος, με τα μάτια κλειστά, παλεύει ακόμα να βρει τις ανάσες του. Τον κοιτάζω με λατρεία, δεν έχω τις λέξεις να περιγράψω τα αισθήματα που έχω γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Ανοίγει κι εκείνος τα μάτια του.

«Σ’ αγαπάω! Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου!»
«Το καλό που σου θέλω!» του λέω αστειευόμενη. «Κι εγώ σ’ αγαπάω μωρό μου, πολύ πολύ πολύ!»
«Μιας που λέμε για αγάπες, έστειλες mail στον Jean-Claude?»
«Έλα κρυάδες!» του απαντάω. «Ναι, του έστειλα, θα χαρεί πολύ να μας δει και να μας γνωρίσει και την κοπέλα του!»

Σηκώθηκε για να πετάξει το προφυλακτικό και για να πάει να πλυθεί και λίγο αργότερα γύρισε και πάλι στο κρεββάτι. Χώθηκα στην αγκαλιά του και αφού φιληθήκαμε, πέσαμε και οι δύο ξεροί, μιλάμε δεν πρόλαβα να κλείσω καλά-καλά τα μάτια μου πριν με πάρει ο ύπνος.

Το πρωί με τα χίλια ζόρια ακούσαμε το ξυπνητήρι αλλά κάναμε την ανάγκη φιλοτιμία, καθώς η αλήθεια είναι ότι μια πείνα την έκανε, και κατεβήκαμε να φάμε το πρωινό μας. Επιστρέψαμε, και αφού κάναμε ένα ντουζάκι, κατεβήκαμε ξανά κάτω για να κάνουμε βόλτα στην πόλη, πέφτοντας παντού πάνω σε οπαδούς της ομάδας, και το φιλικό δούλεμα με τους Ολλανδούς που μας έλεγαν συνεχώς «5-0» πήγαινε σύννεφο.

Το βράδυ πηγαίνουμε στο γήπεδο, και η ατμόσφαιρα είναι ήδη ηλεκτρισμένη. Τα φώτα των προβολέων κόβουν στα δύο τη νύχτα, ο αέρας μυρίζει ιδρώτα, μπύρα και καπνογόνα. Οι φωνές των οπαδών μπλέκονται σε έναν ασταμάτητο, υπόκωφο βόμβο που ανεβοκατεβαίνει σε κύματα, λες και το γήπεδο αναπνέει μαζί μας.

Η κερκίδα μας είναι δεξιά από την εστία που στο πρώτο ημίχρονο αμύνεται ο Παναθηναϊκός. Τα τύμπανα βαράνε ασταμάτητα, και η δόνηση από τα πόδια που χτυπούν ρυθμικά τις εξέδρες ανεβαίνει μέσα από το σώμα μου, από τα πόδια μέχρι το στομάχι. Ο ήχος των συνθημάτων είναι τόσο δυνατός που νιώθω τη φωνή μου να διαλύεται μέσα του, ένα μικρό κύμα σε μια τεράστια, ανεξέλεγκτη τρικυμία.

Το καρδιοχτύπι πάει σύννεφο. Κάθε επίθεση του Άγιαξ μυρίζει γκολ. Η ομάδα μας αμύνεται με λύσσα. Ο Βάντσικ έχει κατεβάσει τα ρολά—είναι παντού, χέρια, σώμα, πόδια, αποκρούει τα πάντα. Και όμως, ακόμα κι όταν η μπάλα φεύγει ξυστά, ακόμα κι όταν η μεριά των Ολλανδών σηκώνεται έτοιμη να πανηγυρίσει γκολ, εμείς δεν σταματάμε ούτε στιγμή να τραγουδάμε, να χοροπηδάμε, να κρατάμε την εξέδρα ζωντανή.

Αν μέχρι το τέλος του αγώνα η φωνή μου δεν έχει γίνει σαν της Μπέλλου και το στήθη μου δεν έχουν φτάσει στο πάτωμα από το χοροπηδητό, να μη σώσω να ξανακούσω να με φωνάζουν Μπίλι.

Στο ημίχρονο, βρίσκω την ανάσα μου με δυσκολία. «Πώς τα βλέπεις τα πράγματα;» με ρωτάει ο Μάριος, το πρόσωπό του αναψοκοκκινισμένο από την ένταση.
Το μυαλό μου ακόμα προσπαθεί να επεξεργαστεί όσα είδα. «So far, so good,» του αποκρίνομαι, σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπό μου. «Τηρουμένων των αναλογιών, δεν έχουμε κινδυνέψει ιδιαίτερα. Ναι, έχουν κάνει τις ευκαιρίες τους, αλλά έχει πάει καλύτερα απ’ όσο φανταζόμουν. Άντε, ένα ημίχρονο ακόμα. Αν καταφέρουμε να μη φάμε γκολ, όλα θα είναι ανοιχτά στη ρεβάνς!»
«Άντε να δούμε…»

Το δεύτερο ημίχρονο ξεκινάει με την ίδια αγωνία. Ο Άγιαξ επιτίθεται ξανά κατά κύματα, η μπάλα αλλάζει διαρκώς κατοχή, το γήπεδο μοιάζει με καζάνι έτοιμο να εκραγεί.

Στο 70ό λεπτό, η πρώτη μεγάλη στιγμή. Ο Μπορέλι πετάει μια κάθετη ποίημα στον Γεωργιάδη, που σπάει το τεχνητό οφσάιντ και βγαίνει μόνος του, τετ-α-τετ με τον Φαν ντερ Σαρ. Η καρδιά μου σταματάει. Τα δευτερόλεπτα διαστέλλονται. Ο Γεωργιάδης πλασάρει, ο Ολλανδός ανοίγει τα πόδια και αποκρούει γαμώ το σπιτάκι του μέσα. Ουρλιαχτά απογοήτευσης σκίζουν την ατμόσφαιρα, χέρια αρπάζουν τα κεφάλια, ο κόσμος χτυπάει τα κάγκελα.

Το παιχνίδι έχει γίνει ροντέο, και παρά το ότι παίζουμε καταπληκτική άμυνα η μπάλα λες και έχει κολλήσει στο μισό του γηπέδου. Ο χρόνος κυλάει απελπιστικά αργά και η αγωνία έχει χτυπήσει—φτου κακά—κόκκινο.

Πέντε λεπτά ακόμα, συν τις καθυστερήσεις. Τα πόδια μου τρέμουν από την εξάντληση, αλλά δεν σταματάω ούτε στιγμή να χοροπηδάω, να φωνάζω. Αν καθόμασταν, αφενός δε θα βλέπαμε την τύφλα μας—όλοι είναι όρθιοι και χοροπηδάνε—και αφετέρου, θα είχα ήδη κάνει εγκεφαλικό από το άγχος.

Και τότε έρχεται η στιγμή που έμελλε να περάσει στην ιστορία. Σέντρα από τα δεξιά. Ο επιθετικός του Άγιαξ πηδάει μπροστά από τους δικούς μας και πιάνει την κεφαλιά. Η μπάλα τινάζεται στον αέρα και πάει… Θεέ μου όχι! Αλλά δεν είναι καλή. Πάει πλάγια.
Ο Δώνης προλαβαίνει, την αρπάζει, ξεκινάει σαν δαιμονισμένος από τα πλάγια της μικρής περιοχής. Τρέχει. Περνάει τη σέντρα. Ακόμα τρέχει.

«Ο ΒΑΖΕΧΑ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ, ΔΩΣΕ ΠΑΣΑ» ουρλιάζω, με το λαιμό μου ήδη διαλυμένο, λες και θα μπορούσε να με ακούσει. Και όμως! Σαν να άκουσε τη φωνή μου, σαν να ένιωσε το κάλεσμα ολόκληρης της πράσινης εξέδρας, ο Δώνης σπάει αριστερά στον αμαρκάριστο Βαζέχα.

Ο χρόνος παγώνει.

Ο Βαζέχα είναι μόνος του με το τέρμα. Ο Φαν ντερ Σαρ ορμάει μπροστά του, κάνει μπλονζόν, ανοίγει το κορμί του να καλύψει το τέρμα. Ο Βαζέχα πλασάρει από πάνω του. Η μπάλα σηκώνεται. Περνάει τον τερματοφύλακα. Σαν σε αργή κίνηση κατεβαίνει…

Και καρφώνεται στο γάμα της εστίας.

Για ένα απειροελάχιστο κλάσμα του δευτερολέπτου, η σιωπή είναι εκκωφαντική.

Και μετά, έκρηξη.

Δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από ουρλιαχτά, φωνές, κραυγές, ξέφρενη παράνοια. Τα σώματα σπρώχνονται μεταξύ τους, αγκαλιές, κλάματα, παντού χέρια, σημαίες, καπνογόνα.

Το «ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΛ!» είναι τόσο δυνατό που ορκίζομαι ότι θα ακουστεί μέχρι τα αγιασμένα χώματα της Λεωφόρου, λες και μαζί με τη φωνή μας βγαίνει η ψυχή μας από το ίδιο μας το στόμα. Ο Μάριος με γραπώνει, με φιλάει, με σφίγγει στην αγκαλιά του. Δεν ξέρω τι λέει, δεν ακούω, τίποτα δεν έχει σημασία. Και μετά, παραλίγο και δεύτερο!

«Άγιαξ, μαλάκα, σε παίζουμε για πλάκα!» ουρλιάζουμε μέσα στην απόλυτη φρενίτιδα.

Η εξέδρα είναι μια πράσινη  ανταριασμένη θάλασσα· δεν υπάρχει ούτε ένας που να μη χοροπηδάει ουρλιάζοντας εκστασιασμένος, και πού τη βρίσκουμε τη φωνή και φωνάζουμε; Νιώθω ότι ο λαιμός μου έχει γίνει κόκκινος. Ο διαιτητής σφυρίζει τη λήξη και βάζω τα κλάματα, έχω να κλάψω από την ημέρα που έμαθα τους βαθμούς μου στις πανελλήνιες.

Ο Μάριος με αγκαλιάζει και με φιλάει και ουρλιάζει και δεν ξέρω τι λέει, δεν ακούω, σηκώνομαι και πάλι και χοροπηδάω εκστασιασμένη μαζί με την υπόλοιπη εξέδρα. «Βουντού-βουντού, βουντού-βουντού και πράσινη μαγεία, τον Άγιαξ τον γαμήσαμε μέσα στην Ολλανδία»

Είναι απίστευτες οι στιγμές παράνοιας που ζούμε όσο περιμένουμε το γήπεδο να αδειάσει από τους Ολλανδούς για να φύγουμε κι εμείς. Ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει—μια αιώνια, πράσινη ευφορία έχει κυριεύσει την κερκίδα μας, λες και δεν θέλουμε να φύγουμε, λες και αν καθίσουμε εδώ λίγο ακόμα, αν κρατήσουμε αυτή την αίσθηση ζωντανή, τότε τίποτα δε θα μπορέσει να την αλλάξει.

Η πραγματικότητα έχει πάρει μια ονειρική χροιά, ένα παράξενο φίλτρο που κάνει τα πάντα να μοιάζουν πιο έντονα και πιο θολά ταυτόχρονα. Με πιάνω να τσιμπιέμαι—εγώ, η απόλυτα ορθολογική Μπίλι—για να βεβαιωθώ πως όλο αυτό συμβαίνει στ’ αλήθεια. Μα ναι. Είμαστε εδώ. Νικήσαμε τον Άγιαξ μέσα στην έδρα του, τον Άγιαξ που είχε να χάσει δύο ολόκληρα χρόνια. Τον Άγιαξ των γαμημένων ιερών τεράτων, τον Άγιαξ των άτρωτων.

Και όμως, εμείς τους νικήσαμε. Σχεδόν εικοσιπέντε χρόνια μετά τον Ιούνη του 1971 απέχουμε μόλις ενενήντα λεπτά από ένα δεύτερο Wembley.
Δεν υπάρχει ύπνος εκείνο το βράδυ.

Γυρνάμε σαν υπνωτισμένοι μέσα στη νύχτα, χαμένοι στους δρόμους του Άμστερνταμ, τρελαμένοι από την ευτυχία. Περνάμε από κανάλια, από γέφυρες, από πλατείες, φωνάζουμε, τραγουδάμε, γελάμε. Η πόλη, παρόλο που δεν είναι δικιά μας, μοιάζει να μας ανήκει απόψε.

Και όταν, με τα πολλά, επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο, τότε μόνο νιώθουμε το σώμα μας να διαμαρτύρεται από την εξάντληση. Ούτε εγώ ούτε ο Μάριος μπορούμε να μιλήσουμε, θαρρείς ότι αφήσαμε τις φωνές μας στο γήπεδο.

Δεν ήταν απλά ένα παιχνίδι. Ήταν η αυλαία του Ντε Μεερ. Το τελευταίο μεγάλο ευρωπαϊκό ματς αυτού του ιστορικού γηπέδου, που από του χρόνου ο Άγιαξ θα το άφηνε πίσω του για να μετακομίσει στην Amsterdam Arena.

Και σ’ αυτή την αυλαία, σ’ αυτή την ιστορική νύχτα, ο Παναθηναϊκός δεν ήταν ο κομπάρσος.

Ήταν ο πρωταγωνιστής.

Κλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να φανταστώ τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Αθήνα. Δεν χρειάζεται να προσπαθήσω πολύ—ξέρω. Η Ομόνοια θα έχει πάρει φωτιά. Ο κόσμος θα έχει βγει στους δρόμους, κορναρίσματα, συνθήματα, πράσινες σημαίες να κυματίζουν από παράθυρα αυτοκινήτων και μπαλκόνια.

Το λέω και δεν το πιστεύω. Είμαστε ενενήντα λεπτά μακριά από τον τελικό του κυπέλλου πρωταθλητριών! Ενενήντα λεπτά από ένα δεύτερο Wembley, στην κυριολεξία: Ο τελικός φέτος θα γίνει και πάλι στο Wembley.

Θεέ μου τι ζούμε!

Μπαίνουμε και οι δύο μαζί στο μπάνιο και ορμάμε κυριολεκτικά ο ένας στον άλλον με το νερό να τρέχει πάνω μας αλλά τη φωτιά που μας καίει αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει καμιά ποσότητα νερού πάνω σ’ αυτή τη Γη για να μας τη σβήσει.

Είμαστε τόσο με τα μυαλά στο μίξερ που δε φοράει καν προφυλακτικό, με γυρίζει προς τον τοίχο, με αρπάζει από τα στήθη και δαγκώνοντάς με στο σβέρκο μπαίνει μέσα μου και δεν έχω φωνή να φωνάξω από την καύλα. Ευτυχώς, και παρά την τρέλα της στιγμής, ο Μάριος διατηρεί μια στάλα λογικής και τραβιέται πριν τελειώσει μέσα μου.

Με το που τραβιέται, γυρίζω και γονατίζω μπροστά του και τον παίρνω στο στόμα μου, και ίσα που προλαβαίνω να κλείσω τα χείλη μου στο όργανό του, πριν αρχίσει να τραντάζεται πλημμυρίζοντάς το, και όχι τίποτε άλλο, είναι και αρκούντως σεβαστή ποσότητα.

Δεν ξέρω αν θα μου κάνει καλό στο λαιμό, αλλά η αλήθεια είναι πως ένα ζεστό το χρειαζόμουν, και ο Μάριος μου δε με απογοήτευσε, να με πνίξει κόντεψε. Έχω αναρωτηθεί και άλλες φορές, πότε στο διάολο καταφέρνει και μαζεύει όλο αυτό το πράγμα;

Κόβει εντυπωσιακά ο Βράνκοβιτς

Παρά το… βραδινό ρόφημα, το πρωί ξυπνήσαμε σαν να είχαμε περάσει τη νύχτα φωνάζοντας σε συναυλία, μόνο που η μουσική ήταν το ίδιο μας το ουρλιαχτό από τον πανηγυρισμό. Ο λαιμός μου έκαιγε και, όταν άνοιξα το στόμα να μιλήσω, το μόνο που βγήκε ήταν κάτι ανάμεσα σε ξερό γρύλισμα και βραχνό ψίθυρο. Ο Μάριος με κοίταξε από δίπλα, άνοιξε το στόμα του, αλλά το μόνο που ακούστηκε ήταν ένα συριγμός. Καταφέραμε να επικοινωνήσουμε με χειρονομίες και γκριμάτσες που συνοδεύονταν από σιωπηλά γέλια, πριν αποφασίσουμε να σταματήσουμε να βασανίζουμε τους ήδη διαλυμένους λαιμούς μας.

Το μόνο πρόβλημα ήταν πως έπρεπε να μιλήσουμε και στους γονείς μας, και άντε να τους εξηγήσεις με τη φωνή σου να θυμίζει ετοιμοθάνατο κοράκι. Ούτε καν είχαμε διάθεση να πούμε πολλά, το μυαλό μας ήταν ακόμα στο Ντε Μέερ, σε εκείνη τη μπάλα που έφευγε από τα πόδια του Βαζέχα και κατέληγε στο γάμα της εστίας. Το ξαναζούσαμε σε λούπα, σαν να μην είχε συμβεί στ’ αλήθεια, σαν κάποιος να μας έκανε πλάκα και να περιμέναμε τη στιγμή που θα ακούγαμε το ξυπνητήρι και θα συνειδητοποιούσαμε ότι το είχαμε απλώς ονειρευτεί.

Οι υπόλοιπες μέρες στην Ολλανδία κύλησαν σαν νερό, γεμάτες από βόλτες στα κανάλια και από εκείνη την εσωτερική αναστάτωση που προκαλεί η προσμονή του επόμενου σταδίου. Πριν καλά-καλά το καταλάβουμε, είχε φτάσει η Κυριακή των Βαΐων και φεύγαμε οδικώς για το Παρίσι.

Η ατζέντα της Μεγάλης Εβδομάδας ήταν γεμάτη: Μεγάλη Τρίτη, ημιτελικός με την CSKA. Αν όλα πήγαιναν όπως θέλαμε, Μεγάλη Πέμπτη, τελικός με μία εκ των Ρεάλ ή Μπαρτσελόνα. Το πιθανότερο την πρώτη.

Και κάπου μέσα σε όλα αυτά, το βράδυ της Κυριακής είχαμε ραντεβού με τον Jean-Claude. Θα ήταν με τη Michèle, την κοπέλα του, που σπούδαζε ζωγραφική και εργαζόταν ως μοντέλο, εκεί όπου οι καλλιτέχνες ήθελαν μια ζωντανή έμπνευση για τα έργα τους. Έτσι γνωρίστηκαν.

Ο Μάριος ήξερε για εκείνον. Ήξερε πως είχα ποζάρει γι’ αυτόν. Ήξερε για την πρώτη μου πόζα. Του την είχα δείξει. Για τη δεύτερη, του είχα απλώς πει. Είχα περιγράψει πώς ήταν. Είχα τουλάχιστον εξηγήσει ότι είχε συμβεί. Δεν την είχε δει, αλλά είχε καρφωθεί στο μυαλό του.

Όταν είχε μάθει πως θα συναντιόμασταν, είχε πει χωρίς δισταγμό: «Να τη φέρει να τη δούμε.»

Του το ζήτησα. Ο Jean-Claude, σχεδόν γελώντας, απάντησε πως πλέον την είχε κάνει κάδρο. Και αντί να βγούμε έξω, μας πρότεινε να πάμε σπίτι τους, να μας κάνουν το τραπέζι και να τη θαυμάσουμε από κοντά.

Στέκομαι απέναντί του, και μέσα μου νιώθω και πάλι την καρδιά μου να χάνει μερικούς χτύπους… όπως τότε. Τα μακριά του τα μαλλιά που είχε στη Ρόδο ήταν παρελθόν, τώρα ήταν πιο κοντά αλλά το ίδιο ατίθασα. Το πρόσωπό του είχε αλλάξει ελαφρώς, αλλά η γοητεία του είχε γίνει πιο έντονη. Εκείνη η σκιά γενειάδας του πήγαινε περισσότερο απ’ όσο θα ήθελα να παραδεχτώ.
Και δίπλα του, η Michèle.

Μινιόν στο μέγεθος, κοκκινομάλλα και με σκούρα πράσινα μάτια και με φακίδες που απλώνονταν στο πρόσωπό της σαν σκόρπιες πινελιές από το ίδιο της το πινέλο. Είναι σκέτη γλύκα, μοιάζει με την ενσάρκωση μιας παριζιάνικης καρτ-ποστάλ, μόνο που ήταν από αυτές που δε σκονίζονται και δε φθείρονται με τον χρόνο.

Ο Jean-Claude χαμογελά πλατιά, και η φωνή του κουβαλά όλη την ανεμελιά που θυμόμουν.

«Jean-Claude…» του λέω, και πριν προλάβω να επεξεργαστώ του τι κάνω, βρίσκομαι ήδη τυλιγμένη στην ανοιχτή του αγκαλιά. Με σφίγγει δυνατά πάνω του και το ίδιο κάνω κι εγώ.
« Ma blondinette ! » μου λέει με ένα χαμόγελο που του φωτίζει ολόκληρο το πρόσωπο. « Tu es encore plus belle que dans mes souvenirs ! » μου λέει, κάνοντάς με να χαμογελάσω σα χαζή.

Με κρατά σφιχτά για λίγα δευτερόλεπτα παραπάνω, σαν να βεβαιώνεται πως είμαι αληθινή, κι εγώ δεν κάνω καμία προσπάθεια να ξεφύγω. Όταν τελικά απομακρύνεται, γυρίζει στον Μάριο χαμογελαστός και του απλώνει το χέρι.

«Hello, you must be Marios.»

Ο Μάριος, που όλη αυτή την ώρα παρακολουθεί τη σκηνή μ’ ένα βλέμμα πιο μετρημένο, του ανταποδίδει την χειραψία με σταθερότητα.

«Δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσουμε στα αγγλικά,» απαντά με απόλυτη φυσικότητα, σε άψογα γαλλικά, τσάμπα μας έγινε η σούφρα τρομπόνι για να τα πάρουμε τα ρημάδια τα Supérieur;
Η Michèle σηκώνει το φρύδι ελαφρώς, και στα χείλη της σχηματίζεται ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο. « Tu es aussi charmant qu’elle le disait. » λέγοντάς του ότι είναι πιο γοητευτικός από τις φωτογραφίες και τις περιγραφές μου στην αλληλογραφία μου με τον Jean-Claude.
Ο Μάριος την κοιτάζει για μια στιγμή, σαν να ζυγίζει τα λόγια της, και τελικά απαντά χαμογελώντας. «J’espère qu’elle n’a pas trop exagéré.»

Ο Jean-Claude γελάει και μας κάνει τις επίσημες συστάσεις, αν και την Michèle την ήξερα ήδη από τις αμέτρητες φορές που μου είχε μιλήσει για εκείνη. Την είχα δει σε φωτογραφίες, είχα διαβάσει τις γεμάτες θαυμασμό περιγραφές του στα γράμματα που μου έστελνε, και τώρα στεκόταν μπροστά μου, φέρνοντας μαζί της έναν αέρα που δε μπορούσα να προσδιορίσω. Είναι σα ζωγραφιά, πραγματικά σα ζωγραφιά.

Ξεκινάμε από τη στάση του μετρό που μας περίμεναν και προχωράμε προς το σπίτι τους. Περπατάμε χαλαρά · ο Jean-Claude μιλάει για το Παρίσι, η Michèle παρεμβαίνει με μικρά σχόλια και εμείς τους ακούμε. Ο αέρας έχει τη μυρωδιά της βροχής που έπεσε νωρίτερα, ανακατεμένη με τη γνώριμη υγρασία του Σηκουάνα. Οι λάμπες του δρόμου ρίχνουν μια απαλή, κιτρινωπή λάμψη στα στενά, και κάπου στο βάθος, κάποιος παίζει βιολί.

Φτάνουμε σπίτι τους και η Michele ανοίγει την πόρτα και μπαίνουμε πρώτοι εγώ και ο Μάριος. Το διαμέρισμα είναι γεμάτο ζωή, ένας χώρος που αποπνέει τη δημιουργικότητα των ανθρώπων που ζουν μέσα του. Οι τοίχοι είναι γεμάτοι καμβάδες, μερικοί τελειωμένοι, άλλοι ακόμα σε εξέλιξη.

Προσχέδια, πινελιές χρώματος, φωτογραφίες από ταξίδια, κομμάτια μιας καθημερινότητας που μοιάζει απλή και ταυτόχρονα βαθιά καλλιτεχνική. Είναι φιλόξενο, ζεστό, ένας χώρος που δείχνει πως εδώ μέσα δεν υπάρχει τίποτα περιττό—μόνο όσα έχουν σημασία.

Και μετά το βλέπω. Τη ζωγραφιά. Τη μία από τις δύο που είχε ζωγραφίσει το τελευταίο μας βράδυ στο Ρόδο. Την είχε κάνει κάδρο, όπως μας είχε πει. Όχι σε μια γωνιά του σπιτιού. Είναι σε κορνίζα, τοποθετημένη σε περίοπτη θέση, στο κέντρο του σαλονιού, δίπλα από το πορτραίτο της Μισέλ.

Σαν ένα έργο που δεν έχει απλώς συναισθηματική αξία, αλλά καλλιτεχνική βαρύτητα. Μια στιγμή που έχει καταγραφεί για πάντα, το δέρμα μου αποτυπωμένο πάνω στον καμβά, η γύμνια μου αποδομένη με έντονα χρώματα, σε στυλ σχεδόν pop-art, με εκείνη την ιδιόμορφη ισορροπία μεταξύ ευαισθησίας και δύναμης που είχε ο Jean-Claude στα έργα του.

Ο Μάριος σταματάει. Δεν κινείται, δεν μιλάει.

Στέκομαι δίπλα του και τον παρατηρώ, προσπαθώντας να διαβάσω την αντίδρασή του. Η ανάσα του βαθαίνει ανεπαίσθητα, το βλέμμα του μένει ακίνητο, σαν να προσπαθεί να απορροφήσει κάθε λεπτομέρεια. Δεν σφίγγεται, δεν κοιτάζει αλλού, δεν προσπαθεί να κρύψει κάποια ενόχληση. Δεν είναι θυμός αυτό που βλέπω στα μάτια του—ο Μάριος δεν είναι τέτοιος. Είναι κάτι άλλο, κάτι πιο λεπτό, πιο περίπλοκο, κάτι που για μια στιγμή δεν μπορώ να προσδιορίσω.

Κάνει ένα μικρό βήμα πιο κοντά. Το βλέμμα του αλλάζει, αλλά όχι με τον τρόπο που περίμενα. Δεν υπάρχει ζήλια. Δεν υπάρχει καν ενόχληση. Υπάρχει θαυμασμός. Η φωνή του βγαίνει χαμηλή, σαν να μιλάει περισσότερο στον εαυτό του παρά σε οποιονδήποτε άλλο. Δεν είναι σχόλιο, δεν είναι αμήχανο χιούμορ, δεν είναι κάτι που είπε για να κρύψει όσα πραγματικά νιώθει. Του ξεφεύγει, λες και είναι η μόνη αλήθεια που μπορεί να ειπωθεί αυτή τη στιγμή.

«Chef-d’œuvre... Chef-d’œuvre... Αριστούργημα… Αριστούργημα…»

Η Michele σηκώνει ελαφρώς τα φρύδια, ρίχνει μια διακριτική ματιά προς το μέρος μου, σαν να προσπαθεί να καταλάβει αν υπάρχει κάποια υποβόσκουσα ένταση που της διαφεύγει. Ο Jean-Claude χαμογελάει, όχι με εκείνο το χαμόγελο του καλλιτέχνη που εισπράττει αναγνώριση, αλλά με ένα χαμόγελο που μοιάζει σχεδόν… ανακουφισμένο. Ίσως περίμενε μια διαφορετική αντίδραση. Ίσως να είχε προετοιμαστεί για κάποια αμήχανη σιωπή ή για κάποιο σχόλιο που θα έριχνε την ένταση της στιγμής.

Ο Μάριος δε μιλάει, απλά κοιτάζει τον πίνακα σαν υπνωτισμένος. Και τότε το καταλαβαίνω. Δεν είναι ανταγωνισμός. Δεν είναι μια σύγκριση του ποιος ήταν πιο έμπειρος, του ποιος ήξερε να διαβάζει καλύτερα το σώμα μου. Δεν είναι καν για το αν νιώθει ότι ο Jean-Claude είχε κάτι που εκείνος δεν είχε. Είναι κάτι πολύ πιο βαθύ. Είναι η εικόνα.

Δεν βλέπει απλώς ένα γυμνό πορτρέτο μου. Βλέπει εμένα όπως με είδε κάποτε ο Jean-Claude. Βλέπει τον τρόπο που εκείνος με αποτύπωσε, μέσα από τα δικά του μάτια, και το αποδέχεται. Δεν αισθάνεται απειλή από αυτό. Δεν χρειάζεται να συγκριθεί. Με βλέπει μέσα από μάτια διαφορετικά από τα δικά του και απλά γοητεύεται.

Απλώνει το χέρι του και αγγίζει ανεπαίσθητα την κορνίζα, σαν να προσπαθεί να αισθανθεί κάτι πέρα από αυτό που βλέπει. Το κορίτσι στον καμβά… τη Μπίλι του. Χωρίς να το σκεφτώ, τυλίγω τα χέρια μου γύρω από τη μέση του και ακουμπάω τα χείλη μου απαλά στον ώμο του. Είναι μια μικρή κίνηση, σχεδόν ανεπαίσθητη, αλλά τον νιώθω να χαλαρώνει αμέσως.

« Chef-d’œuvre... Chef-d’œuvre… » επαναλαμβάνει μαγεμένος.
«Σ’ ευχαριστώ!» του λέει απλά ο Jean-Claude και ο Μάριος γυρίζει και τον κοιτάζει στα μάτια.
«Όταν μου είχε δείξει την Polaroid της είχα πει ότι δεν την αδικούσα που της είχες κάνει τα μυαλά πουρέ,» του λέει και είναι η Michele που βγάζει ένα γελάκι. «Και τώρα…» λέει σιγανά… «τώρα κατάλαβα τον πραγματικό λόγο.»
Ο Jean-Claude κουνάει το κεφάλι του χαμογελώντας. «Μπορεί να της έκανα τα μυαλά πουρέ, αλλά η καρδιά της ήταν αλλού,» του λέει ανταποδίδοντας το βλέμμα. «Πάντα ήταν αλλού…»
«Βλάκα!» του κάνω στα γαλλικά και ο Jean-Claude με τη Michele αφήνουν να τους ξεφύγει ένα σιγανό γελάκι.
«Guilty as charged!» απαντάει στα αγγλικά, και το πρόσωπό του φωτίζεται και πάλι. « Mieux vaut tard que jamais, » κάλιο αργά παρά ποτέ.

Μετά μας κάνουν περιήγηση και βλέπουμε και άλλα έργα τους, και μπορεί ο Jean-Claude να είναι μελλοντικός καρδιολόγος αλλά έχει καντάρια ταλέντου. Ο Μάριος ωστόσο γοητεύεται ακόμα περισσότερο με τη ζωγραφική της Michele και το υπέροχο self-portrait της που είναι κρεμασμένο δίπλα από τον πίνακα που έχει εμένα.

« Magnifique. Absolument magnifique... » επαναλαμβάνει γυρίζοντας και κοιτάζοντας την Michel.

Η Michel, πιο ενθουσιώδης από τον Jean-Claude, του χαρίζει το πιο λαμπερό της χαμόγελο. Είναι απίθανο κουκλί, και ο σχεδόν παιδιάστικος ενθουσιασμός της κάνει την καρδιά μου να λιώσει.

Περάσαμε υπέροχα εκείνο το βράδυ. Όχι ότι δεν την ήξερα ήδη, αλλά μας είπαν όλη την ιστορία τους, και με τον ίδιο τρόπο άκουσαν και τη δική μας. Και όχι μόνο αυτό, μέχρι που τραγουδήσαμε κιόλας, του είχα γράψει για το καραόκε και μου είχε πει ότι αν ξαναβρεθούμε από κοντά θα ήθελε να με ακούσει να τραγουδάω. Μπορεί να μην είχαμε μηχάνημα καραόκε, αλλά ο Jean-Claude είχε τις κιθάρες του, και την ακουστική και την ηλεκτρική. Κοίταξα το Μάριο και χαμογελώντας μου μου ένευσε να το κάνω.

Ο Jean-Claude θέλει να τους κάνουμε έκπληξη, και με παίρνει λίγο μέσα για διαβούλευση. «Το ξέρεις το Piece of my heart?»
«Της Janis Joplin?» του απαντάω με γουρλωμένα μάτια.
«Ναι,» μου απαντάει σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
«Είσαι με τα καλά σου, άνθρωπέ μου;» τον ρωτάω και βάζει τα γέλια.
«Είναι το αγαπημένο τραγούδι της Michele» μου απαντάει απλά.
«Δεν τους ξέρω όλους τους στίχους!»
«Τους έχω εγώ,» μου απαντάει και ανοίγει ένα συρτάρι και μετά από λίγη ώρα ξεθάβει ένα χαρτί και μου το δίνει.
«Αν μας πάρουν στην καζούρα μη μου ζητάς τα ρέστα!» του κάνω υποχωρώντας. 

Γυρίζουμε στο σαλόνι και ο Jean-Claude πιάνει την κιθάρα του και παίζει το πρώτο riff. Φυσικά και ο Μάριος και η Michele αναγνωρίζουν το τραγούδι. Παίρνω βαθιά ανάσα και ξεκινάω. Δεν το τραγουδάω μόνη μου, έρχονται δίπλα μου για να βλέπουν τους στίχους και στο chorus με συνοδεύουν και οι δυο τους.
Oh, come on, come on, come on, come on
Didn't I make you feel like you were the only man? Yeah
And didn't I give you nearly everything that a woman possibly can?
Honey, you know I did
And each time I tell myself that I, well I think I've had enough
But I'm gonna show you, baby, that a woman can be tough.
I want you to come on, come on, come on, come on and take it
Take another little piece of my heart now, baby
(whoa, break it)
Break another little bit of my heart now, darling, yeah, yeah, yeah
(whoa, have a)
Have another little piece of my heart now, baby
You know you got it if it makes you feel good
Oh, yes indeed
Εντάξει, καλά το είπα, κρίνοντας από την ενθουσιαστική αγκαλιά και φιλί στο μάγουλο, από τη Michele και τη λαρυγγοσκόπηση του Μάριου. Και δεν ήμουν και η μόνη που το υπέστην, η Michele όρμισε στον Jean-Claude και τον ρούφηξε, καλά-καλά δεν πρόλαβε να ακουμπήσει κάτω την κιθάρα!

Τελικά το διαλύσαμε σχεδόν το ξημέρωμα, ήταν τόσο όμορφα που το χάσαμε τελείως και οι τέσσερις. Παίξαμε, τραγουδήσαμε, συζητήσαμε, μέχρι και ένα γρήγορο σκίτσο μας έκανε η Michele, εμένα και το Μάριο, και ο τελευταίος σχεδόν κατουρήθηκε πάνω του. Για να μην πω για το φαγητό, ήταν και οι δυο εξαιρετικοί μάγειρες. Φεύγοντας δώσαμε ραντεβού για να ξαναβγούμε την Τετάρτη, στην ανάπαυλα μεταξύ των δύο αγώνων του Παναθηναϊκού, για να τους βγάλουμε εμείς έξω για φαγητό και για ποτό.

«Πώς σου φάνηκαν;» τον ρώτησα γεμάτη αγωνία, όταν φύγαμε από το σπίτι τους για να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο.
«Στην αρχή ήταν λίγο περίεργα, μη σου πω ψέματα. Ωστόσο, όταν σε είδα μέσα από τα μάτια του Jean-Claude… μαγεύτηκα, πραγματικά μαγεύτηκα. Και όσο και αν από κοντά είναι ακόμα πιο όμορφος από τις φωτογραφίες… το είδα… δεν ήταν αυτός ο λόγος που σου έκανε τα μυαλά πουρέ. Έχει έναν αέρα… μια αύρα…»
«Μα η καρδιά μου ήταν αλλού…» του λέω κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
«Ναι, στο μαλάκα που σου έκανε τη ζωή δύσκολη για τρία χρόνια. Τρία χρόνια… Παρόλο που ήξερε από το βράδυ που η Βίκυ του άνοιξε τα μάτια ότι δεν υπήρχε χώρος στην καρδιά του για κάποια άλλη από τη Μπίλι του…»
«Κάλιο αργά παρά ποτέ, μωρό μου.»
«Ναι..» μου λέει χαμογελώντας. «Κάλιο αργά παρά ποτέ. Αλήθεια, ποιος το διάλεξε το τραγούδι;»
«Ο Jean-Claude, και στην αρχή έπαθα αποπληξία. Τι να τον κάνω, μου είπε ότι είναι το αγαπημένο της Michele…»
Ο Μάριος βγάζει ένα γελάκι. «Μπούφο!» μου λέει και τον κοιτάζω καλά-καλά. «Δεν ήταν μόνο επειδή είναι το αγαπημένο της Michele. Ο Jean-Claude ήξερε ότι θα το πεις με όλη σου την ψυχή… για μένα.»
Παγώνω για μερικές στιγμές και μένω να τον κοιτάω σα μαλάκας. Και ξαφνικά όλα μου μέσα δένουν. «Θα τον πνίξω!» του λέω με ψεύτικη αγανάκτηση και ο Μάριος βάζει τα γέλια για τα καλά. “He played you like a two dollar banjo!”
«Θα τον σκίσω!» λέω βάζοντας με τη σειρά μου τα γέλια. 
«Τέλος πάντων, για να συνεχίσω από εκεί που είχα μείνει τον συμπάθησα τον κερατά. Και όποια ζήλεια και ανασφάλεια μου είχε μείνει διαλύθηκε όταν είδα πως κοίταζε και πως μιλούσε στη Michele.»
«Ναι, είναι πολύ ερωτευμένος, σχεδόν σε κάθε του mail μου λέει η Michele έκανε αυτό, η Michele έκανε εκείνο, έκανε το άλλο…»
«Αφού δεν έχει εκείνη πρόβλημα να έχει το κάδρο με εσένα δίπλα σε αυτό που είναι η ίδια, τι πρόβλημα να έχω εγώ; Και δεν λέω, όμορφη και γλυκούλα και με ωραίο σώμα, αλλά Μπίλι μου, μπροστά σου δεν πιάνει μπάζα ούτε αυτή που παίζει στη διαφήμιση του Martini, όχι η Michele. Καλά, όχι ότι έχει σημασία για μένα, στο έχω ξαναπεί…»
«Άντε βρε υπερβολικέ!»
«Στο είπα εγώ, στο είπε ο Jean-Claude, στο είπε και η ίδια η Michele, οπότε περιττές οι μετριοφροσύνες!»
«Αχ, αυτά μου λες και με λιώνεις!»
«Εσύ να τα βλέπεις αυτά που ξεμυαλίζεσαι με Γαλλοκαναδούς!»
«Απεταξάμην!» του είπα βάζοντας τα γέλια.

Και δεν έμεινα στα λόγια, με το που επιστρέψαμε στο δωμάτιο, τον έβαλα κάτω, γονάτισα, και αν κρίνω από την “προσπαθώ να θυμηθώ πως με λένε αλλά μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή” έκφρασή του στο τέλος, πρέπει να του έκανα την πίπα της ζωής του. Δεν ξέρω αν είμαι πιο όμορφη από την Theron, αυτή εννοούσε, αλλά στις πίπες είχα γίνει expert με τον καλό μου! Όχι, παίζουμε!
⇽∙∙∙⇾
Είναι Πέμπτη και είμαστε στο Palais de Bercy και σε λίγο θα ξεκινήσει ο μεγάλος τελικός μεταξύ Παναθηναϊκού και Μπαρτσελόνα. Το άγχος και η προσμονή έχουν χτυπήσει—φτου κακά—κόκκινα. Ο ημιτελικός με τους Ρώσους, και παρά το άγχος μας, είχε κυλήσει χωρίς ιδιαίτερες συγκινήσεις, τους κερδίσαμε σχετικά εύκολα, ενώ στον άλλο ημιτελικό η Μπαρτσελόνα έκανε την έκπληξη, αποκλείοντας την περσινή κάτοχο του τροπαίου, Ρεάλ. Εύχομαι ο μεγάλος τελικός να τους βρει ξεζουμισμένους, άλλωστε και ο γαύρος σε δύο σερί τελικούς το ίδιο έπαθε. Τέλος πάντων, μην τους μελετάω, κακό χρόνο να ‘χουν, δεν είναι μέρα ν’ ασχολούμεθα με losers.

Χθες είχαμε βγει και πάλι με τα παιδιά και αυτή τη φορά τους πήγαμε εμείς έξω να φάμε, και μετά πήγαμε για ποτό και, όπως και την Κυριακή, περάσαμε πολύ όμορφα. Σε μια φάση τον πιάνω απαλά από το μπράτσο και τον τραβάω στην άκρη, μακριά από τα αυτιά των άλλων, για να του ξηγήσω τ' όνειρο. Ο Μάριος, που ξέρει τι έχω κατά νου, βάζει τα γέλια και παίρνει στην άκρη τη Michel, που κι εκείνη βάζει με τη σειρά της τα γέλια.

«Ρε κάθαρμα» του κάνω, σπρώχνοντάς τον ελαφρά με τον ώμο μου, «δεν ήταν μόνο επειδή είναι το αγαπημένο τραγούδι της Michel ο λόγος που μ' έβαλες να τραγουδήσω το Piece of my heart, έτσι;»
«Μα είναι!» μου κάνει μειδιώντας και σηκώνοντας τα φρύδια του με προσποιητή αθωότητα.
«Δε μου απάντησες!» επιμένω, γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι και καρφώνοντάς τον με το βλέμμα μου, προσπαθώντας να κρατήσω σοβαρό ύφος αλλά νιώθοντας ότι τα χείλη μου αρχίζουν να τρεμοπαίζουν από το συγκρατημένο γέλιο.
«Ναι, είδες;» μου απαντάει, και το πρόσωπό του μεταμορφώνεται σε εκείνο το γνώριμο πονηρό χαμόγελο. Γέρνει ελαφρά προς το μέρος μου συνωμοτικά, και καθώς μου κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι.
“Well played, Sir… Very well played,” του απαντάω στα Αγγλικά.
“Am I the best, or what!” μου απαντάει αυτάρεσκα.
“Don’t push your luck!” του απαντάω, κερδίζοντας το βροντερό του γέλιο.
⇽∙∙∙⇾
Η αδρεναλίνη, που ήδη κυλούσε στις φλέβες μας από την πρώτη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας στο Παρίσι, είχε φτάσει σε επίπεδα ασύλληπτα. Μπορεί να ήρθαμε για τον Ζαν-Κλοντ, για την Michele, για τον τουρισμό, για να χαθούμε στα στενά του Παρισιού και να αφήσουμε τις εικόνες του να τυπωθούν ανεξίτηλες στο μυαλό μας, αλλά τίποτα, τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με το μπάσκετ.

Ο Παναθηναϊκός είχε ραντεβού με την ιστορία, και εμείς βρισκόμασταν εκεί για να το ζήσουμε.

Τα προηγούμενα 24ωρα είχαν γεμίσει με ατελείωτο ποδαρόδρομο. Λούβρο, Πύργος του Άιφελ, καραβάκι στο Σηκουάνα—κάθε κλικ της κάμερας του Μάριου αποθανάτιζε τις στιγμές μας, μέχρι που είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι αν είχαν μείνει καρούλια φιλμ στη Γαλλία μετά την απόβασή μας. Αλλά όλα αυτά ήταν τα… προεόρτια. Η πραγματική κορύφωση θα ερχόταν μέσα στο γήπεδο.

Το παιχνίδι ξεκινάει, και από νωρίς φαίνεται ποιος κάνει κουμάντο. Ο Παναθηναϊκός παίρνει προβάδισμα δέκα πόντων, και το συντηρεί με άνεση. Ο Ντομινίκ είναι μια κατηγορία μόνος του, κινείται στο παρκέ σαν χορευτής, σκοράρει, οργανώνει, διαλύει την άμυνα των Ισπανών. Το MVP είναι ήδη στο τσεπάκι του, το νιώθω.

Το γήπεδο είναι γεμάτο και από οπαδούς της Μπαρτσελόνα, αλλά οι φωνές τους χάνονται κάτω από τη δική μας ηχητική καταιγίδα. Το έχουμε κάνει τάφο του Ινδού. Κάθε φορά που οι Ισπανοί προσπαθούν να πλησιάσουν, τους κόβουμε τον βήχα. Η ομάδα είναι αλάνθαστη. Η διαφορά παραμένει ασφαλής.

Μέχρι που φτάνουμε στα τελευταία τέσσερα λεπτά. Ξαφνικά, το παιχνίδι γίνεται πόλεμος. Οι διαιτητές αποφασίζουν να βάλουν το χεράκι τους, αφήνοντας τη Μπαρτσελόνα να παίζει άμυνα-ξυλοκόπος. Σπρωξίματα, χτυπήματα, μαρκαρίσματα στα όρια της σφαγής. Και δεν ακούγεται ούτε σφύριγμα.

Σαν να έχουμε περάσει σε άλλη διάσταση, η διαφορά ροκανίζεται. Ένα πόντο μπροστά. Μία κατοχή. Κρατάμε τη μπάλα. Αν βάλουμε καλάθι, τελειώσαμε. Δεν θα μείνει τίποτα στους Ισπανούς πέρα από ψίχουλα χρόνου. Αλλά η επίθεση μας κολλάει.

Ο χρόνος κυλάει, η μπάλα στριφογυρνάει, από τον Κόρφα στο Ντομινίκ, από τον Ντομινίκ στον Βράνκοβιτς και από τον Βράνκοβιτς στο Γιαννάκη. Οι παίχτες μοιάζουν αναποφάσιστοι. Ο χρόνος της επίθεσης τελειώνει, ο Γιαννάκης προσπαθεί να μπει προς τα μέσα, μπουρδουκλώνεται και πέφτει φαρδύς πλατύς στο παρκέ.

Οι παίχτες της Μπαρτσελόνα κλέβουν και ξεχύνονται στον αιφνιδιασμό. Η καρδιά μου σταματάει, ο χρόνος σταματάει, έχει παγώσει. Κυριολεκτώ, το χρονόμετρο έχει κολλήσει στα 4,6 δευτερόλεπτα. Θέλω να κλείσω τα μάτια μου για να μη δω το μοιραίο να συμβαίνει αλλά δε μπορώ. Μέσα σε μια θολούρα βλέπω το Βράνκοβιτς να τρέχει από τη μια μεριά του γηπέδου στην άλλη.

Διασχίζει όλο το γήπεδο, πηδάει πάνω από πεσμένα κορμιά. Ο παίκτης της Μπαρτσελόνα κάνει το lay-up και εκεί ο Βράνκοβιτς με ένα σάλτο που δεν είναι ανθρώπινο, πηδάει στο Θεό. ΤΟΥ ΚΑΤΕΒΑΖΕΙ ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ, η μπάλα πάει προς τα έξω, πάλι στη Μπαρτσελόνα. Το χρονόμετρο ξεκολλάει και ο Γκαλιλέα που έχει τη μπάλα πανικοβάλλεται. Προσπαθεί να μπει προς τη ρακέτα και, όπως ο Γιαννάκης πριν μερικά δευτερόλεπτα, μπουρδουκλώνεται και του φεύγει η μπάλα.

Ο χρόνος μηδενίζεται. Η κόρνα της λήξης ακούγεται και οι παίχτες γίνονται ένα κουβάρι και πανηγυρίζουν. Γύρω μου η κερκίδα έχει γίνει ένα ατελείωτο, εκκωφαντικό κύμα πράσινης τρέλας. Όλοι φωνάζουν, κλαίνε, ουρλιάζουν. Το μυαλό μου σταματά. Τα μάτια μου βλέπουν, αλλά το μυαλό μου αρνείται να πάρει μπροστά.

Ο Παναθηναϊκός είναι πρωταθλητής Ευρώπης!

Ο Μάριος γυρνάει προς το μέρος μου και με φιλάει τόσο βαθιά, που νομίζω ότι θα μου ρουφήξει η ψυχή.

«Το πήραμε, Μπίλι μου, ΤΟ ΠΗΡΑΜΕ!!!»

Κάθομαι εκεί, χαμένη, σφίγγοντας τα χέρια του, τα μάτια μου πλημμυρισμένα, το μυαλό μου ακόμα να δυσκολεύεται να επεξεργαστεί την πραγματικότητα.

«ΤΟ ΠΗΡΑΜΕ! ΤΟ ΠΗΡΑΜΕ!»

Εντάξει, δεν υπάρχουν αυτά που ζήσαμε εδώ και μία εβδομάδα, πρώτα η απίστευτη νίκη επί του Άγιαξ μέσα στην έδρα του και τώρα η πρώτη ευρωπαϊκή κούπα στο μπάσκετ. Θα φανεί προκλητικό αυτό που θα πω, έχοντας ζήσει αυτό το έπος από κοντά, αλλά πραγματικά ζήλευα αυτούς που ήταν στην Αθήνα και θα ξεχύνονταν στους δρόμους για να πανηγυρίσουν, ξανά, τα κατορθώματα της πράσινης αρμάδας.

Παρά το γεγονός ότι την επόμενη πετούσαμε το πρωί, για εμάς, όπως και την προηγούμενη Τετάρτη, δεν υπήρξε ύπνος, και σε αντίθεση με την προηγούμενη εβδομάδα, εδώ κυριολεκτώ! Είδαμε την απονομή και μετά βγήκαμε έξω μαζί με άλλους συν-οπαδούς μας να βρέξουμε την κούπα. Στο ξενοδοχείο πρέπει να γυρίσαμε γύρω στις πέντε το πρωί αλλά δεν πέσαμε ούτε στιγμή για ύπνο, πού να τον βρούμε άλλωστε;

Κάναμε ένα ντουζάκι για να ξεπλυθούμε από τον ιδρώτα, και μετά ορμίσαμε ο ένας στον άλλον και βγάλαμε τα μάτια μας με όλους τους πιθανούς και απίθανους τρόπους, κάτι σαν πέρσι όταν φόρεσα για πρώτη φορά σέξι εσώρουχα.

Και μπορεί να έτσουξε και λίγο—δηλαδή τι λίγο, τέλος πάντων—το κωλαράκι μου όταν με πήρε από πίσω, σε μία από τις πολλές φορές που κάναμε σεξ εκείνο το ξημέρωμα, αλλά  είχαμε τόση ενέργεια και διάθεση που μέχρι και το “ξάπλα ανάσκελα πάνω του” κατορθώσαμε να κάνουμε, κάτι που δεν είχαμε καταφέρει να πετύχουμε όσες φορές το είχαμε προσπαθήσει, και που όταν τελείωσε το πανηγυρίσαμε σχεδόν όσο την κούπα!
Τι να πεις, είδες τι μπορεί να σου κάνει μια τάπα;
⇽∙∙∙⇾
Τελικά το όνειρο του Wembley ήταν πολύ όμορφο για να γίνει πραγματικότητα. Στον επαναληπτικό, και εκμεταλλευόμενοι την απουσία του Ουζουνίδη, οι Ολλανδοί ήταν ανώτεροι και βάζοντας γκολ στα πρώτα λεπτά, έφεραν το παιχνίδι εκεί που ήθελαν και τελικά ήταν αυτοί που πέρασαν στον τελικό.

Καλά, όχι ότι έκαναν και τίποτα, τον έχασαν στα πέναλτι από την Γιουβέντους, αλλά τι να το κάνεις; Για εμάς είχε πετάξει το πουλί. Τέλος πάντων, όπως λέει και ο πατέρας μου, όταν επιστρέψαμε σκασμένοι από το ΟΑΚΑ «Μακάρι όλες οι στεναχώριες σου στη ζωή να είναι τέτοιας μορφής»

Είμαι σχεδόν σίγουρη ότι ο Μάριος θα πάρει θετικές απαντήσεις στις αιτήσεις που έχει κάνει στα αμερικανικά πανεπιστήμια, ποιο δε θα ήθελε έναν φοιτητή με το υπόβαθρο, τις γνώσεις και την ωμή νοημοσύνη που έχει ο αγαπημένος μου;

Θα έρθει αυτή η στιγμή, το ξέρω, το νιώθω μέσα μου, και πραγματικά, δεν ξέρω τι θα κάνω…


Ε, άμα τώρα κάπου πέρασαν χρόνια
Δεν ήταν μόνο παρά μια εικόνα
Που έχει μείνει μες στην καρδιά μου
Να μου λέει «σ’ αγαπώ»

Μα κάποια μέρα θα ‘ρθεις πάλι πίσω
Τα δυο γλυκά σου χείλη να φιλήσω
Κι όταν αγάπη μου σε ρωτήσω
Θα μου πεις «σ’ αγαπώ»

2007

Όσα φέρνει μια στιγμή...

Με τον Μάριο χωρίσαμε στα τέλη του 1996 και ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου. Κέρδισε υποτροφία για μεταπτυχιακά στο MIT, δε μπορούσε να πει όχι, και όσο και αν με πόνεσε δεν θα τον άφηνα να πει όχι. Μου στοίχησε ο χωρισμός μας, μου στοίχησε πολύ, δεν έχασα μόνο το αγόρι μου, έχασα μαζί και τον καλύτερό μου φίλο, τον άνθρωπο που από τα πέντε μου ήμασταν συνέχεια μαζί.

Στην αρχή είχαμε κάποια επικοινωνία αλλά τελικά αποφασίσαμε να διακόψουμε τελείως τις επαφές γιατί η πληγή δεν έκλεινε, ήταν αφόρητο, και μάθαινα τα νέα του από τους δικούς του, μέχρι που και αυτοί έφυγαν, γυρίζοντας στη Ζάκυνθο, τόπο καταγωγής του πατέρα του.
⇽∙∙∙⇾

Αθήνα, Ιούλης 1998

Έχει περάσει ενάμισης χρόνος που χωρίσαμε με το Μάριο. Ενάμισης χρόνος. Αιώνες πριν… στιγμές πριν… λες και ο χρόνος χωρίς την παρουσία του έχει τρελαθεί, δεν ξέρει πώς να κυλήσει.

Μαθαίνω νέα του από τους δικούς του που τα λένε στους δικούς μου, και κάθε φορά γίνεται το ίδιο πράγμα. Ο κόσμος μου καταρρέει και βρίσκομαι στο κρεββάτι μου αγκαλιά με το μαξιλάρι να πλαντάζω στο κλάμα.

Όσο κλάμα δεν είχα ρίξει μέχρι τα 23 μου το έχω ρίξει αυτόν τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Μου λείπει… μου λείπει φρικτά. Μου λείπει αφόρητα.

Μόνο μια φορά έχουμε μιλήσει από τότε που αποφασίσαμε να διακόψουμε τις επικοινωνίες γιατί κάθε φορά είχαν την ίδια κατάληξη: γοερό κλάμα και στις δύο άκρες της γραμμής.

Και αν δεν την πάλευα μία με τον εαυτό μου, το κλάμα του Μάριου ήταν χίλιες φορές πιο δυνατή μαχαιριά στα στήθη μου. Δεν άντεχα… απλά δεν άντεχα.

Και η τελευταία φορά που μιλήσαμε είχε την ίδια κατάληξη με όλες τις προηγούμενες. Να είμαι κουβαριασμένη στο κρεββάτι μου και να κλαίω με λυγμούς και να μη θέλω να δω άνθρωπο.

Μάταια προσπαθούσε η μητέρα μου να με παρηγορήσει. Αφενός αυτά δε γίνονται μέσω τηλεφώνου—από το Σπτέμβρη του 1997 ήμουν Γενεύη, στην École Polytechnique Fédérale για το διδακτορικό μου—και αφετέρου δεν υπήρχε παρηγοριά. Η απουσία του Μάριου δεν ήταν απλά ένα κενό, την ένιωθα σχεδόν σα φυσική παρουσία.

Ειρωνικό, ε; Παρουσία απουσίας…

Αν δεν είχα την Κατερίνα και το μεταπτυχιακό μου θα μου είχαν γυρίσει τα μυαλά. Το σύμπαν με κορόιδευε στα μούτρα, όπως κορόιδευα αυτά που κάποτε θεωρούσα ως ρομαντικές σαχλαμάρες, τους αιώνιους έρωτες και κολοκύθια τούμπανα.

Μέχρι που το έζησα στο πετσί μου.

Και όσο και αν είμαι ακόμα μικρή, όσο και αν είμαι μόλις 25, αυτό το κενό μέσα μου δεν βλέπω πως μπορεί να πληρωθεί.

Ξένη σε ξένη χώρα, δεν είχα καν την «προστασία» του να με γνωρίζουν και έτσι να μη μου την πέφτουν από αριστερά και δεξιά.

Και τι να κάνω; Έβλεπαν μια κοπέλα που τους άρεσε και προσπαθούσαν να την προσεγγίσουν ερωτικά. Όσο και αν προσπαθούσα να εκνευριστώ για να έχω να κατηγορήσω κάποιον, πάντα στο τέλος η κατάληξη ήταν η ίδια. Απόρριψη, τύψεις για την απόρριψη, και μετά το κενό να μεγαλώνει.

Τουλάχιστον το Κατερινιώ μου ήταν καλά με το Γιώργο της, πριν μερικούς μήνες είχε γίνει και μανούλα. Ηρώ θα την ονόμαζαν και όσο και αν ήθελα να είμαι η νονά της, ο Γιώργος το είχε τάξει στον αδερφό του που πάλευε με καρκίνο, και φυσικά η Κατερίνα δεν είχε φέρει αντιρρήσεις. Δεν πειράζει, αν πάνε για δεύτερο, εδώ θα είμαστε.

Ομοίως καλά είναι και ο Jean-Claude με τη Michele, που το πάνε πλέον σοβαρά, και εννοώ κουλούρα. Αν όλα πάνε καλά-και δεν υπάρχει λόγος να μην πάνε-του χρόνου τέτοιο καιρό θα παντρευτούν και φυσικά σκοπεύω να είμαι παρούσα στο γάμο τους.

Βαγγέλης και Κλαίρη είχαν χωρίσει και εκείνοι για τους ίδιους λόγους με εμάς. Η Κλαίρη είχε πάει για μεταπτυχιακό Αγγλία και τους έφαγε η απόσταση. Ο Βαγγέλης δεν ήθελε να πάει Αγγλία και η Κλαίρη δεν ήθελε να γυρίσει Ελλάδα και κάπως έτσι η σχέση τους έλαβε τέλος. Η διαφορά μας ήταν ότι του λόγου τους το πήραν καλύτερα. Όχι ότι δεν υπήρξε κλάμα εκατέρωθεν, αλλά εύκολα ή δύσκολα το έκαναν το επόμενο βήμα.

Ο Νίκος τέλειωσε τη σχολή του, με εννιά παρακαλώ—δεν του το είχα—και έκανε και εκείνος μεταπτυχιακό στο Ηράκλειο και κατά τα λεγόμενά του θα έκανε και διδακτορικό. Τον τελευταίο χρόνο είχε δεσμό και με μια κοπέλα, και εκείνη από το Ηράκλειο, η οποία σπούδαζε στην παιδαγωγική στο Ρέθυμνο. Απόσταση, θα μου πεις, αλλά απόσταση που μπορούσες να τη διασχίσεις σε μια ώρα. 

Εδώ και μερικές μέρες είμαι Αθήνα και η γνώση ότι αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα δω το σπίτι μου κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Οι γονείς μου τελικά αποφάσισαν να το δώσουν αντιπαροχή. Του χρόνου το σπιτάκι μας, με τον κηπάκο του με τις τριανταφυλλιές και τη λεμονιά θα είναι παρελθόν, θα έχει δώσει τη θέση του σε μια μοντέρνα πολυκατοικία.

Θέλω να ουρλιάξω μα δεν έχω φωνή. Θέλω να ξεσπάσω αλλά δεν ξέρω σε ποιον. Η Κατερίνα μου λέει ότι έχω πάθει κατάθλιψη και ότι θα πρέπει να πάω σε ψυχολόγο. Μπορεί και να έχει δίκιο, δεν ξέρω. Στην Γενεύη δεν έχω το χρόνο για να την αφήσω να εκδηλωθεί αλλά στην Αθήνα… είμαι σαν περιπλανώμενη κηδεία.

Μέχρι και οι γονείς μου τρομάξανε. Μπορεί να μην υπάρχει σωματική αλλαγή, μπορεί να μην είμαι σα να έχω κάνει απεργία πείνας ή να το έχω ρίξει στις σοκολάτες και τα παγωτά, αλλά η ζωντάνια και η ενέργεια που με χαρακτήριζε μας έχει αφήσει χρόνους. Σα να φορώ μια μάσκα που κάνει το πρόσωπό μου ανέκφραστο.

Και μπορεί οι έξοδοί μου στη Λοζάνη να είναι πολυτέλεια χρόνου που δεν έχω αλλά με το που γύρισα στην Αθήνα δεν έχω να κάνω και τίποτα. Ο αρχι-κός σκοπός ήταν να επιστρέψω στη Λοζάνη αρχές Αυγούστου αλλά ήδη από τις πρώτες μέρες έχω αρχίσει και δεν την παλεύω. Έχω πολύ ελεύθερο χρόνο και δεν πάει καλά. Εδώ και ενάμιση χρόνο όσο λιγότερο ελεύθερο χρόνο έχω, τόσο το καλύτερο.

Και έχω και την Κατερίνα που δε με αφήνει σε ησυχία. Παρόλο που έχει μερικών μηνών παιδί, με τρέχει όσο μπορεί αριστερά και δεξιά. Fake it until you make it, είναι το μάντρα της. Την ακολουθώ, περισσότερο για να μην την κακοκαρδίσω που προσπαθεί για μένα, παρά γιατί πιστεύω ότι θα με βοηθήσει. Και από τη στιγμή που διστάζω να πάω σε ψυχολόγο, σάμπως έχω και τίποτα καλύτερο να κάνω;

Τουλάχιστον πίνω—με μέτρο, έτσι;—και ξεχνιέμαι. Λέμε καμιά μαλακία, γελάμεή τουλάχιστον προσπαθώ να γελάσωμε τις πεφτικές που μου γίνονται, και μετά επιστροφή στο δωμάτιο μου αγκαλιά με το μαξιλάρι. Και όχι τίποτε άλλο αλλά πλέον δεν έχω πια τα δάκρυα, νιώθω σα να έχω στερέψει.

Σήμερα, Σαββατόβραδο, είπαμε να πάμε στο Καραόκε. Θα έρθει και ο Γιώργος, θα αφήσουν την Ηρώ στους παππούδες του. Και θα δούμε ξανά το Βαγγέλη και το Νίκο, ο τελευταίος είχε ανέβει πριν μερικές μέρες από την Κρήτη και θα επέστρεφε και του λόγου του μέσα Ιούλη στη Λεβεντογέννα.

Οφείλω να ομολογήσω ότι η ιδέα του καραόκε αποδείχτηκε εξαιρετική. Αφενός και μετά από αρκετό καιρό έριξα πραγματικό γέλιο—η αλήθεια είναι ότι τα είχα κοπανίσει και λίγο περισσότερο απ’ ότι συνήθως—και αφετέρου μπόρεσα να ξεσπάσω δημιουργικά. Το 1991, που είχα τραγουδήσει για το Μάριο «Το μεγάλο μυστικό μου» μπας και τον κάνω να καταλάβει ότι ήμουν ερωτευμένη μαζί του, είχα κερδίσει το πρώτο standing ovation στη ζωή μου.

Σήμερα ήταν η μέρα που λάμβανα και το δεύτερο.

«ΧΑ! Σε θυμάμαι εσένα!» μου είπε ο DJ και ιδιοκτήτης του μαγαζιού. «Σε χάσαμε!»
«Με έφαγε η ξενιτιά!» του απαντάω σε ανάλαφρο τόνο.
«Ξενιτιά;» με ρώτησε με περιέργεια.
«Ναι, εδώ και ενάμιση χρόνο κάνω μεταπτυχιακό,» του λέω και μετά αλλάζω θέμα. «Μήπως έχεις το Total eclipse of the heart
«Ναι, το έχω!» μου απάντησε ενθουσιασμένος και αυτή τη φορά χωρίς να γουρλώσει τα μάτια του με έκπληξη. Μπορεί να μην έχω τη βραχνάδα της Bonnie Tyler, αλλά τη φωνή για να πιάσω τις ψηλές οκτάβες την έχω.

Και το συναίσθημα το έχω. Και το vibrato το έχω. Αναστέναξα. Μόνο το Μάριο δεν έχω πια.

Και γι’ αυτό είχα επιλέξει αυτό το τραγούδι. Για όλα όσα είχαμε, για όλα όσα χάσαμε.

«Θα σου κάνω νόημα,» με διαβεβαίωσε. «Θα είσαι η μεθεπόμενη.»
«Τι θα μας τραγουδήσεις;» ρώτησε ο Γιώργος με το που γύρισα στο τραπέζι.
«Θα δείτε!» του απαντάω προσπαθώντας να διατηρήσω το suspense. «Ή, μάλλον, θ’ ακούσετε!»
«Το μεγάλο μυστικό σου;» ρωτάει ο Νίκος χαχανίζοντας.
«Μπορείς να το πεις κι έτσι,» του απαντάω χωρίς να δώσω περισσότερες εξηγήσεις.
«Γαμώτο, κι έλεγα να τραγουδήσουμε ντουέτο!» μου είπε ο Βαγγέλης που τραγουδούσε με την ίδια τέχνη με γάιδαρο που του πάτησαν την ουρά.
«Γιατί όχι,» του απάντησα χαχανίζοντας. «Αλλά όχι αυτό!»
«Λόγο;» με ρωτάει ο Βαγγέλης.
«Λόγο!» του απαντάω. «Απλά θα κάτσεις μπροστά όταν θα αρχίσουν να μας πετάνε σάπια λαχανικά!»
«Χα! Συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια,» τον πείραξε αυτή τη φορά η Κατερίνα. Μετά γύρισε προς τα μένα. «Είσαι καλά;» με ρώτησε με χαμηλή φωνή χαϊδεύοντάς μου το χέρι.
«Μετά το τραγούδι δεν ξέρω πως θα είμαι,» της απάντησα με ειλικρίνεια, «αλλά τώρα είμαι, Κατερινιώ μου.»

Δε με ρώτησε τι θα τραγουδήσω. Η Κατερίνα με ήξερε, δεν είχε νόημα να με ρωτήσει. Ό,τι ήταν να δείξω θα το έδειχνα όταν ερχόταν η σειρά μου στο stand.

Ένα τραγούδι αργότερα ο DJ μου έκανε νόημα να πάω στη σκηνή. Σήμερα, όπως και τις προηγούμενες φορές που είχαμε έρθει εδώ, φορούσα φόρεμα. Τότε το φορούσα γιατί του Μάριου του άρεσε να με βλέπει ντυμένη έτσι ακόμα και όταν είμασταν απλά φίλοι. Τώρα το φορούσα για την Κατερίνα που με είχε σούρει να το πάρω με το ζόρι και για τη μάνα μου που με το πρόσωπό της να λάμπει είχε σταυροκοπηθεί και πάλι όταν με είδε ντυμένη φορώντας το με γόβες.

Κάθομαι μπροστά από το μικρόφωνο και πέφτουν οι πρώτες νότες. Ένα μακρόσυρτο «Ωωωωω» ακούγεται και μετά-σε αντίθεση με τους προηγούμενους-πέφτει νεκρική σιγή. Το κομμάτι είναι πολύ γνωστό και πολύ δύσκολο και δεν ξέρουν τι να περιμένουν.

(Turn around)
Every now and then, I get a little bit lonely
And youre never coming round

Η σιγή που επικρατεί είναι τόσο έντονη που θαρρείς μπορείς να την κόψεις με μαχαίρι. Έχω πάρει το μικρόφωνο στα χέρια χωρίς να ρίξω ούτε μια δεύτερη ματιά στο teleprompter.

(Turn around)
Every now and then, I get a little bit tired
Of listening to the sound of my tears

Τα μάτια μου είναι ανοιχτά αλλά δεν βλέπουν. Όλο μου το σύμπαν έχει συρρικνωθεί σε ένα τετραγωνικό. Τα μάτια μου έχουν αρχίσει να τρέχουν. Η καρδιά μου έχει σφιχτεί. Το τρέμουλο της φωνής μου δεν είναι επιτηδευμένο, είναι πραγματικό.

(Turn around)
Every now and then, I get a little bit nervous
That the best of all the years have gone by

(Turn around, bright eyes)
Every now and then, I fall apart
(Turn around, bright eyes)
Every now and then, I fall apart

Μπαίνω στην δεύτερη και τελευταία επανάληψη. Κοιτάζω την παρέα μου, η Κατερίνα έχει κρύψει το πρόσωπό της και κλαίει με λυγμούς. Ο Γιώργος την έχει αγκαλιάσει και τη χαϊδεύει. Νίκος και Βαγγέλης με κοιτάζουν αμήχανοι. Δεν ξέρω τι κάνουν οι υπόλοιποι θαμώνες. Τα μάτια μου τρέχουν και προσπαθώ κι εγώ απελπισμένα να μη σπάσω.

And I need you now tonight
And I need you more than ever
And if you only hold me tight
We’ll be holding on forever

And we’ll only be making it right
‘Cause we’ll never be wrong
Together, we can take it to the end of the line
Your love is like a shadow on me all of the time

I don’t know what to do, I’m always in the dark
We’re living in a powder keg and giving off sparks

I really need you tonight
Forever’s gonna start tonight
(Forever’s gonna start tonight)

Once upon a time, I was falling in love
But now I’m only falling apart
Nothing I can do
A total eclipse of the heart

Once upon a time, there was light in my life
But now there’s only love in the dark
Nothing I can say
A total eclipse of the heart

A total eclipse of the heart
A total eclipse of the heart
(Turn around, bright eyes)

Exeunt omnes.

Αναστενάζω βαθιά και βάζω το μικρόφωνο στη θέση του. Για μερικές στιγμές επικρατεί άκρα του τάφου σιωπή και μετά ένας-ένας, όλοι οι θαμώνες, σηκώνονται όρθιοι και ξεκινάνε να χειροκροτούν. Μόνο χειροκρότημα, ούτε σφυρίγματα, ούτε φωνές.

Κάνω μια μικρή υπόκλιση και με πόδια που τρέμουν και μάτια που τρέχουν χωρίς σταματημό επιστρέφω στην παρέα μου και πέφτω στην αγκαλιά της Κατερίνας. Νίκος και Βαγγέλης που με ξέρουν από την πρώτη γυμνασίου δε με είχαν δει ποτέ να κλαίω. Ούτε μια φορά.

Εκείνη τη μέρα με είδαν.
⇽∙∙∙⇾
Προσπάθησα κι εγώ να προχωρήσω τη ζωή μου αλλά βρέθηκα στην ίδια θέση που είχε βρεθεί και ο Μάριος πριν τα φτιάξουμε, καμιά μου σχέση δε στέριωνε γιατί με κανέναν δεν κατάφερνα να νιώσω το παραμικρό. Η πρώτη μου σχέση που κράτησε περισσότερο από τρεις μήνες ήταν με τον Ανδρέα, τον πρώην σύζυγό μου.

Δεν τον ερωτεύτηκα αλλά έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει έστω και λίγο, και στον πανικό και την απελπισία μου βιάστηκα να τον παντρευτώ. Στο χρόνο πάνω κάναμε και την κορούλα μας, τη Μαριάννα, που βαφτίστηκε ως Άννα-Μαρία. Μπορεί όλα όσα οδήγησαν στο γάμο να ήταν ένα τεράστιο λάθος που γρήγορα οδήγησε στο διαζύγιο αλλά δεν το μετανιώνω, χωρίς αυτό δε θα είχα στη ζωή μου το αγγελούδι μας.

Αν και τον Ανδρέα τον πλήγωσε πολύ ο χωρισμός μας, το διαζύγιο βγήκε φιλικά, και έχω να το λέω, είναι τύπος και υπογραμμός, πολύ καλός πατέρας και πάντα συνεπής. Παντρεύτηκε ξανά πριν από δύο χρόνια μια εξαιρετική κοπέλα που λατρεύει τα παιδιά και εδώ και ένα χρόνο η Μαριάννα έχει και αδερφούλη, τον Πάρη, και πέντε χρονών σκατό, έχει πάρει το ρόλο της μεγάλης αδερφής πολύ στα σοβαρά.

Η Μαριάννα περνάει με τον πατέρα της δύο σαββατοκύριακα και μία εβδομάδα το μήνα καθώς και ένα μήνα το καλοκαίρι και από τότε που γεννήθηκε ο Πάρης και μια έξτρα εβδομάδα τα Χριστούγεννα για να είναι μαζί με το αδερφάκι της. Ήμουν εγώ που το πρότεινα σε Ανδρέα και Αλεξάνδρα και η τελευταία έβαλε τα κλάματα από τη χαρά της, με συγκίνησε πραγματικά!

Μετά το διδακτορικό και το MBA γύρισα πίσω. Δεν ενδιαφερόμουν για ακαδημαϊκή καριέρα και έτσι ξεκίνησα σε μια μεγάλη κατασκευαστική. Αν και ακολούθησα ένα εξαιρετικά απαιτητικό managerial path—έφτασα να γίνω C-level executive—προτεραιότητα πλέον στη ζωή μου έχει η Μαριάννα.

Θέλω να τη μεγαλώσουμε εγώ και ο πατέρας της—και ας είμαστε χωρισμένοι—και όχι οι γονείς μου. Βέβαια δε μου κακοπέφτει που την έχουν τα πρωινά και πηγαίνουν και την φέρνουν εκείνοι από τον παιδικό σταθμό. Πάντως, και εκτός κάποιων εξαιρέσεων, συνήθως γύρω στις 19:00 είμαι σπίτι, και είμαι η μόνη C-suite που το κάνει.

Για το σπίτι που δώσαμε, όσο ήμουν στην Λοζάνη, πήραμε αντιπαροχή δύο διαμερίσματα και δύο θέσεις parking. Οι δικοί μου μένουν σε ένα μικρό διαμέ-ρισμα στον δεύτερο όροφο ενώ εγώ και η κόρη του γείτονα έχουμε πάρει τα δύο ρετιρέ.

Ακόμα και τώρα μου λείπει το παλιό μας σπίτι με την αυλή του και τον κηπάκο με τη λεμονιά και τις τριανταφυλλιές. Τέλος πάντων, δε θέλω να γίνω συναισθηματική γιατί θα μου χαλάσει και πάλι η διάθεση.
⇽∙∙∙⇾
Είναι η εβδομάδα που η Μαριάννα είναι με τον πατέρα της, όταν γυρίσω στο σπίτι το απόγευμα σκοπεύω να πάω να κάτσω έξω στη βεράντα. Είναι τέλη Ιούνη και ο καιρός είναι ακόμα γλυκός, δεν έχουν πιάσει οι ζέστες. Θα φάω και μετά θα βγω έξω να πιώ το κρασάκι μου διαβάζοντας.

Σήμερα μου την έδωσε από το πουθενά να φάω γαριδομακαρονάδα και έτσι το απόγευμα, φεύγοντας από το γραφείο, πηγαίνω για ψώνια σ’ ένα κοντινό συνοικιακό super market, καθώς πέρα από γαρίδες και σοκολάτες—είμαι στις μέρες μου—δεν χρειάζομαι κάτι άλλο. Δεν ξέρω πως τα καταφέρνω αλλά τελικά γεμίζω όλο το καλάθι, καλά το λένε, μην πας να κάνεις ποτέ ψώνια πεινασμένη.

Είμαι στο διάδρομο με τα ρύζια, κρατάω ένα πακέτο και το ζυγίζω ασυναίσθητα στα χέρια μου. Μακαρονάδα ή κινέζικο;

Και τότε το ακούω.

«Μπίλι;»

Δεν είναι δυνατόν. Ο εγκέφαλός μου παγώνει, το σώμα μου αρνείται να αντιδράσει. Τα δάχτυλά μου σφίγγουν το πακέτο με το ρύζι, τόσο που ακούω το πλαστικό να τεντώνεται. Αυτή η φωνή… Δε γίνεται. Δεν μπορεί.

Γυρίζω και τον κοιτάζω μην πιστεύοντας στα μάτια μου. Ο γελαστός άνδρας που με κοιτάζει είναι ο Μάριος. Μεγάλωσε, οι κρόταφοί του έχουν αρχίσει να γκριζάρουν και φοράει γυαλάκια αλλά σάμπως εγώ δε μεγάλωσα; Δε φοράω αμιγώς unisex ρούχα—αν και εξακολουθώ να προτιμώ τα παντελόνια—και εδώ και αρκετά χρόνια φοράω γόβες, βάφομαι, βάφω τα νύχια μου και καμιά φορά και τα μαλλιά μου. Το μόνο που δεν έχω αλλάξει είναι το κούρεμα μου, ακόμα τα κόβω σε στυλ pixie.

«Μάριε;» του λέω χωρίς καλά-καλά να πιστεύω στα μάτια μου, δεν είναι άλλος, δεν μπορεί να είναι άλλος!
«Αυτοπροσώπως» μου απαντάει χαμογελώντας.

Χίλιες ερωτήσεις γυρνάνε μέσα μυαλό μου μα δε βρίσκω τι να πω. Τι μπορούσα να πω; Απέναντί μου δεν έχω κάποιον τυχαίο παλιό γνωστό που έτυχε να συναντήσω μετά από καιρό, απέναντί μου είναι ο μόνος άνθρωπος που ερωτεύτηκα στη ζωή μου. Δεν είχα πάψει ποτέ να τον σκέφτομαι, δεν είχα πάψει ποτέ να τον αγαπάω, δεν είχε πάψει ποτέ να μου λείπει.

«Τι κάνεις;» τον ρωτάω τελικά. «Πώς και είσαι Ελλάδα;»
«Καλά είμαι. Δεν το ξέρεις, ε; Που να το ξέρεις… Έχω γυρίσει από πρόπερσι στην Ελλάδα, διδάσκω στη σχολή μας, στο Πολυτεχνείο.»
«Δεν… δεν είχα ιδέα. Τι κάνεις; Τι κάνουν η γυναίκα σου και η κόρη σου;»
«Ναι…» Στην αρχή χαμογελάει, αλλά το χαμόγελο ξεθωριάζει, σαν να σβήνει από μέσα του. Τα μάτια του χαμηλώνουν για μια στιγμή. «Έχουμε χωρίσει. Δεν… δεν ήθελε παιδί. Και όταν ήρθε η Χριστίνα-Βασιλική…» Κάνει μια μικρή παύση και ξεροκαταπίνει. «Ας πούμε ότι δεν έκανε καλό στο γάμο μας.»
«Αχ μωρέ Μάριε, πολύ λυπάμαι» του λέω στεναχωρημένη.
«Δε βαριέσαι… Βέβαια μου ανέτρεψε τα σχέδια, δεν το είχα πρόγραμμα να επιστρέψω Ελλάδα, ωστόσο δεν ήθελα να μεγαλώσει το παιδί μου η baby sitter και μόνος μου δε μπορούσα, οπότε επιστρέψαμε Ελλάδα… αλλά τέλος πάντων, μη σε ζαλίζω.»
«Τι είναι αυτά που λες ρε Μάριε, άκου με ζαλίζεις. Πού είναι τώρα η κόρη σου;»
«Διακοπάρει με τους παππούδες της στο νησί, την πήγα με το που έκλεισαν τα σχολεία. Για πες τώρα, εσύ τι κάνεις; Έχω να μάθω νέα σου από τότε που έφυγαν οι γονείς μου για Ζάκυνθο.»

Αν ήταν ο οποιοσδήποτε θα του απαντούσα ένα «Καλά είμαστε και το αυτό επιθυμώ και δι’ υμάς» και θα τον έστελνα στην ευχή του Θεού αλλά δεν είναι ο οποιοσδήποτε, δεν είναι ο πρώτος τυχόντας, είναι ο Μάριος… ο Μάριος …μου. Ναι, τυπικά δεν είναι πια “μου” αλλά κατά κάποιο τρόπο δεν έπαψε ποτέ να είναι ο Μάριος μου.

«Μάριε… άκου… αν δεν έχεις κανονίσει κάτι, θες μετά τα ψώνια να πάμε να σου κάνω το τραπέζι και να τα πούμε;»
«Σπίτι σου;» με ρωτάει, λίγο ξαφνιασμένος, λίγο σκεπτικός.
Χαμογελάω πλάγια. «Γιατί, φοβάσαι μη σε σαπίσω στο ξύλο πάλι;»
Μου ρίχνει μια ματιά και ξεσπάει σε γέλια. «Μπορείς να προσπαθήσεις! μου απαντάει με χαμόγελο που κάνει το πρόσωπό του να φωτιστεί. «Δεν έχω κανονίσει κάτι… Ναι, πολύ θα το ήθελα, αλλά σίγουρα δε σε βάζω σε κόπο;»
«Θα σου έλεγα τι μαλάκας είναι, αλλά αυτό πάλιωσε» τον πειράζω με περισσότερο θάρρος και δικαιώνομαι, αυτή τη φορά δε χαμογελάει απλά, γελάει! «Και θα δεις και τον Ηλία και την Άννα.»
«Τι κάνουν οι δικοί σου;»
«Θα σου τα πουν οι ίδιοι!» του απαντάω. «Λοιπόν, τέλειωσες με τα ψώνια σου;»
«Ναι, ένα πακέτο ρύζι κατέβηκα να πάρω, εσύ;»
Χαμογελάω ανεπαίσθητα. «Εγώ, ας πούμε… αποφάσιζα τη μοίρα των γαρίδων. Κινέζικο ή μακαρονάδα;»
«Α, ναι, κρίσιμη απόφαση,» μου κάνει χαχανίζοντας.
«Πλάκα στην πλάκα είναι η πρώτη φορά που θα φας φαγητό μαγειρεμένο από τα χεράκια μου!» του λέω παιχνιδιάρικα. «Δηλαδή κάτι διαφορετικό από μια ομελέτα ή ένα τοστ ή μια γρήγορη μακαρονάδα,» συμπληρώνω.
«Είμαι βαθιά συγκινημένος,» μου λέει πειρακτικά. «Ό,τι σου είναι πιο εύκολο. Προτιμώ να κάτσουμε να τα πούμε, μη σου πω να παραγγείλουμε και καμιά πίτσα αν είναι!»
«Όχι δα!» του κάνω. «Ωραία, ούτε κι εγώ έχω κάτι άλλο να πάρω, πάμε!»
«Δεν έχω έρθει με το αυτοκίνητο, μένω πολύ κοντά, αλλά ξέρεις κάτι; Πάμε με το δικό σου και το πολύ-πολύ φεύγω με ταξί.»
«Σιγά μη σ’ αφήσω να φύγεις με ταξί, θα σε φέρω εγώ και δεν ακούω κουβέντα!»

Όταν φτάνουμε σπίτι Ηλίας και Άννα δεν ήταν εκεί, κάπου είχαν ξεπορτίσει τα πουλάκια μου, το αυτοκίνητό τους έλειπε. Βάζω το δικό μου στο parking και κατεβαίνουμε.

«Πόσα χρόνια είχα να περάσω από τη γειτονιά, δε θα την αναγνώριζα!» μου λέει, βοηθώντας με να πάρουμε πάνω τα ψώνια.

Ο τόνος του έχει μια ελαφριά μελαγχολία. Το βλέμμα του γλιστρά πάνω στις πολυκατοικίες, εκεί όπου κάποτε υπήρχαν μονοκατοικίες με αυλές και γιασεμιά.

«Άλλαξε τόσο πολύ…»
«Άλλαξε…» συμφώνησα αναστενάζοντας. «Καμιά φορά θυμάμαι τα παιδικά μας χρόνια και η νοσταλγία γίνεται σχεδόν αφόρητη.»

Ανεβαίνουμε στο διαμέρισμά μου και με το που μπαίνουμε μέσα στο σπίτι το μάτι του πέφτει σε ένα πορτραίτο μου που είχε ζωγραφίσει ο Ανδρέας, ο οποίος είναι εξαιρετικός ζωγράφος, και στέκεται λίγο και τον θαυμάζει.


«Τι όμορφο!» λέει καθώς πλησιάζει το πορτρέτο μου. Το κοιτάζει για αρκετά δευτερόλεπτα, σχεδόν σαν να το αποτυπώνει στη μνήμη του. «Ποιος σε ζωγράφισε; Δε φαντάζομαι ο Καναδός ζωγράφος σου, ε;» ρωτάει αναφερόμενος στον Jean-Claude, με τον οποίο είχα—και ακόμα έχω—επικοινωνία, αν και εδώ και χρόνια η αλληλογραφία είναι πλέον ηλεκτρονική.
«Χαχαχα, όχι, ο Ανδρέας, ο πρώην σύζυγός μου.» 
Σηκώνει το φρύδι, εμφανώς έκπληκτος. «Ο πρώην σου ζωγράφιζε τόσο καλά;»
«Ναι, με ζωγράφισε λίγο πριν το γάμο μας, δώρο για τα γενέθλιά μου» του απαντάω χαμογελώντας με την αντίδρασή του. «Είναι εξαιρετικός ζωγράφος και υπέροχος άνθρωπος»
«Το πρώτο πάντως το βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια» λέει θαυμάζοντας ακόμα τον πίνακα. «Αλλά τι μοντέλο είχε, ε; Δεν άλλαξες σχεδόν καθόλου από τότε.»
«Σ’ ευχαριστώ» του απαντάω κολακευμένη, συνήθως τα κομπλιμέντα με ενοχλούν, αλλά όχι από τον Μάριο, οπωσδήποτε όχι από τον Μάριο!

Μετά συνεχίζει βλέποντας τις φωτογραφίες της Μαριάννας και πλέον έχω και του Πάρη. Έχουμε φωτογραφίες και εγώ με τον Ανδρέα και τη Μαριάννα αλλά και φωτογραφίες της Μαριάννας με τον Ανδρέα, τον Πάρη και την Αλεξάνδρα, τη δεύτερη γυναίκα του, και μπερδεύεται.

«Πάμε να μου κάνεις παρέα να μαγειρέψω και θα σου λύσω όλες σου τις απορίες». Πάμε στην κουζίνα και βάζω τα πράγματα στα ντουλάπια. «Θα τις κάνω μακαρονάδα με ντομάτα και φέτα που σου άρεσε.»
«Σ’ ευχαριστώ βρε Μπίλι, αλλά αν θες κινέζικο δεν έχω πρόβλημα, στη Βοστώνη έφαγα πολύ κινέζο…»
«Ένας λόγος παραπάνω!»
«Εντάξει τότε!» μου λέει χαμογελαστός. «Λοιπόν, για πες μου τώρα, γιατί η αλήθεια είναι ότι έχω μπερδευτεί. Δεν έγινες χίπισσα σε κοινόβιο, έτσι;»
«Χαχαχα όχι!» του λέω, ξεκινώντας την προετοιμασία του φαγητού. «Όπως σου είπα, παντρεύτηκα τον Ανδρέα το 2001 και το 2002 κάναμε τη Μαριάννα.»
Ανασηκώνει ελαφρώς τα φρύδια. «Μαριάννα;»
«Άννα-Μαρία τη βαφτίσαμε.»
«Α, Μαρία λένε την άλλη γιαγιά;»
Σταματάω για μια στιγμή, αφήνω το μαχαίρι στην επιφάνεια κοπής, γυρίζω και τον κοιτάζω. «Όχι.» Παίρνω μια ανάσα. «Μάριο λένε εσένα.»

Ο Μάριος παγώνει. Το χαμόγελό του δεν σβήνει, αλλά αλλάζει. Μαλακώνει, γίνεται κάτι άλλο—κάτι πιο βαθύ, κάτι που μοιάζει με ανάμνηση και υπόσχεση ταυτόχρονα. Χαμογελάει ξανά, αλλά αυτή τη φορά, υπάρχει μέσα του κάτι που με κάνει να νιώθω πως αν απλώσω το χέρι μου, θα αγγίξω ένα κομμάτι του παρελθόντος μας.

«Πιάσε κόκκινο… Την κόρη μου τη βάφτισα Χριστίνα-Βασιλική.»
«Ναι, το έμαθα,» του αποκρίνομαι, χαμογελώντας μελαγχολικά. «Μου το είπαν οι δικοί σου και με είχαν πάρει τα ζουμιά. Και ξέρεις, δεν το έχω και εύκολο!»

Παίρνω μια ανάσα και συνεχίζω.

«Τέλος πάντων, ο γάμος μου με τον Ανδρέα μπορεί να ήταν λάθος, αλλά μόνο και μόνο για τη Μαριάννα, δεν το μετανιώνω. Δυο χρόνια αφού χωρίσαμε, εκείνος παντρεύτηκε ξανά. Αυτή που βλέπεις στις φωτογραφίες είναι η δεύτερη γυναίκα του, η Αλεξάνδρα. Πέρσι έκαναν και παιδάκι, τον Πάρη. Με τον Ανδρέα... ναι, του ήρθε ο ουρανός στο κεφάλι, αλλά χωρίσαμε φιλικά. Και όχι μόνο αυτό—έχουμε πολύ καλή σχέση. Η Μαριάννα έχει πλέον δύο οικογένειες. Οπότε, στο σπίτι μας τουλάχιστον, έχω φωτογραφίες και από τις δύο.»

Με κοιτάζει σκεπτικός, με ένα χαμόγελο που δεν φτάνει μέχρι τα μάτια του.

«Μπράβο σας, ρε Μπίλι…» λέει τελικά, αλλά η φωνή του έχει μια παράξενη βραχνάδα. «Μακάρι και η Liz να είχε έστω και το 1/100 από τα δικά σου μυαλά.»

Σηκώνει το ποτήρι του, το στριφογυρίζει στα χέρια του.

«Με παράτησε με ενός χρόνου παιδί, ρε φίλε. Η Χριστίνα-Βασιλική δεν έχει ουσιαστικά γνωρίσει τη μάνα της…»

Δεν ξέρω τι να πω. Δεν υπάρχουν λόγια για κάτι τέτοιο.

«Λυπάμαι, ρε συ Μάριε,» λέω τελικά, και αυτή τη φορά το εννοώ όσο δεν έχω εννοήσει τίποτα άλλο στη ζωή μου.

Χαμογελάει, αλλά είναι το είδος του χαμόγελου που μοιάζει πιο πολύ με σκιά.

«Δε βαριέσαι…» μουρμουρίζει. «Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα. Εννοώ, τουλάχιστον το έκανε όταν η Χριστίνα-Βασιλική ήταν ενός χρόνου. Αν το είχε κάνει αργότερα, αν είχε προλάβει η μικρή να δεθεί μαζί της…»

Δεν τελειώνει τη φράση του. Δεν χρειάζεται.

Φτιάχνω το φαγητό και του προτείνω να πάμε να καθίσουμε στη βεράντα. Τρώμε και πίνουμε το κρασί μας, προσπαθώντας να γεμίσουμε το κενό που άφησαν τα έντεκα χρόνια χωρίς επαφή. Η συζήτηση κυλάει φυσικά, σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα, μέχρι που, σχεδόν νομοτελειακά, η κουβέντα γυρίζει στα τέλη του 1996 και στον χωρισμό μας.

«Μου στοίχησε πολύ, ρε Μπίλι,» λέει ο Μάριος, μου λέει στενάζοντας χωρίς ν’ αφήσει κανένα περιθώριο για αμφιβολία. «Έχασα το μέτρημα πόσες φορές συγκράτησα τον εαυτό μου με τα χίλια ζόρια για να μην πάρω το πρώτο αεροπλάνο για Ελλάδα. Δεν είχα χάσει μόνο το κορίτσι με το οποίο ήμουν ερωτευμένος από τα δώδεκα, έχασα και την καλύτερή μου φίλη.»
Σκύβω ελαφρά το κεφάλι, νιώθοντας ένα σφίξιμο στο στήθος. «Σε νιώθω. Κι εμένα μου στοίχησε, Μάριε. Κι εγώ έχασα εκτός από το αγόρι μου και τον καλύτερό μου φίλο. Με ξέρεις από παιδί, ποτέ δεν το είχα εύκολο το κλάμα, αλλά τότε έριξα τόσο όσο δεν έχω ρίξει σε όλη μου τη ζωή. Μου έλειπες… μου έλειπες φριχτά.»
Αφήνει κάτω το ποτήρι του και με κοιτάζει σκεπτικός. «Ας αλλάξουμε θέμα, γιατί, μα τω Θεώ ρε Μπίλι, η πληγή αυτή δεν λέει να κλείσει… Κι ας λένε ότι ο χρόνος τα γιατρεύει όλα.»
«Αυτό ξαναπές το.» Παίρνω μια βαθιά ανάσα και χαμηλώνω ελαφρά τη φωνή μου. «Να σου εξομολογηθώ κάτι;»
«Και το ρωτάς;»
«Μου πήρε πολύ χρόνο να προχωρήσω.» Χαμογελάω πικρά κοιτάζοντας χαμηλά. «Δηλαδή να προσπαθήσω να προχωρήσω,» Και το προσπάθησα, Μάριε, το προσπάθησα.» του λέω υψώνοντας και πάλι το βλέμμα μου και κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «Πάθαινα ό,τι πάθαινες κάποτε κι εσύ. Καμιά σχέση δε μου στέριωνε, για τους ίδιους ακριβώς λόγους που δε στέριωνε και σε σένα…» Χαμογελάω αμήχανα. «Θα σου φανεί χαζό, αλλά με έπιασε πανικός.» Κουνάω το κεφάλι μου και το χαμόγελό μου γίνεται και πάλι πικρό. «Τον Ανδρέα τον παντρεύτηκα μέσα στο χρόνο, όχι γιατί τον ερωτεύτηκα, αλλά επειδή έκανε απλά την καρδιά μου να χτυπήσει έστω και λίγο. Αλλά κανείς… κανείς δεν ήταν… δεν ήταν…» Κομπιάζω, καθώς τα μάτια μου αρχίζουν να τσούζουν.
Χαμογελάει μελαγχολικά. «Σαν το Μάριο σου;»
«Σαν το Μάριο μου,» του απαντάω, παλεύοντας να συγκρατήσω τα δάκρυά μου.
Η νύχτα έχει πάψει εδώ και χρόνια να έχει τη σιγαλιά των παιδικών μας χρόνων, αλλά θαρρείς και όλοι οι ήχοι έχουν σταματήσει. Αναστενάζω και πίνω μια γουλιά από το κρασί μου, ενώ εκείνος με κοιτάζει, με εκείνο το βλέμμα που κάποτε με έκανε να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου.
Είναι το ίδιο βλέμμα, εκείνο το γεμάτο λαχτάρα, εκείνο που με είχε κοιτάξει εκείνη την αυγουστιάτικη νύχτα κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι. Για λίγες στιγμές η ψυχή μου ταξιδεύει πίσω, εκεί που τόσα χρόνια λαχταρούσε να βρεθεί και πάλι. Μου είχε λείψει… Θεέ μου, πόσο μου είχε λείψει.

«Τι κάνουμε εδώ, ρε Μπίλι;» με ρωτάει αναστενάζοντας.
Η καρδιά μου βουλιάζει. «Τι… τι εννοείς;» ψελλίζω με φωνή που ακόμα τρέμει.
«Τι κάνουμε; Τι κάνουμε εδώ;» επαναλαμβάνει, κι αυτή τη φορά δεν είναι απλώς μια ερώτηση. Είναι μια ανάγκη, σχεδόν μια κραυγή.

Δίκιο έχει. Ανόητη! Παρασυρθήκαμε. Τι το αναμοχλεύουμε το παρελθόν; Δεν πονέσαμε και οι δύο αρκετά;

Δεν ξέρω τι να του απαντήσω αλλά με προλαβαίνει ο ίδιος. Παίρνει μια βαθιά ανάσα, σα να ψάχνει τις λέξεις. Ξαφνικά, το μυαλό μου γυρίζει πίσω δεκάξι χρόνια… σχεδόν νιώθω το αεράκι πάνω στο κορμί μου, σχεδόν ακούω τους σιγανούς παφλασμούς των κυμάτων στα βράχια. Και τότε τον ακούω.

«Θέλεις… θέλεις το Σάββατο το βράδυ να βγούμε για ποτό; Οι δυο μας;»

Το στομάχι μου σφίγγεται. Διστάζω. Όχι επειδή δεν το θέλω, αλλά επειδή το θέλω πάρα πολύ. Δεν είμαστε παιδιά πλέον, τα χρόνια της ανεμελιάς έχουν περάσει και δεν γυρίζουν πίσω. Όσο και αν το επιθυμώ, όσο και αν η καρδιά μου το λαχταρά, μπορούμε; Μπορούμε να βρεθούμε ξανά εκεί;

Μπορούμε να ξεκινήσουμε από εκεί που είχαμε μείνει; Δεν ξέρω τι φοβάμαι περισσότερο, μην χαθούμε ξανά τώρα που βρεθήκαμε ή μήπως αποδειχτεί ότι όλα όσα ζήσαμε ήταν μια όμορφη ανάμνηση και πως η φωτιά που κάποτε θέριευε μέσα μας έσβησε οριστικά.

«Θέλω,» του απαντάω διστακτικά. «Αλλά…»
«Αλλά…;» ρωτάει με την καρδιά του να φαίνεται στο βλέμμα του.
«Δεν ξέρω, ρε Μάριε. Δεν είμαστε παιδιά… δεν ξέρω καν αν είμαστε οι ίδιοι.»
«Ξέρω, Μπίλι μου,» λέει και το βλέμμα του είναι γεμάτο αλήθεια. «Σε παρακαλώ, μην θυμώσεις με αυτό που θα σου πω… αλλά όλο το είναι μου ουρλιάζει να σε πάρω αγκαλιά, να σε σφίξω πάνω μου, να σε φιλήσω, να σε χαϊδέψω…»
Σταματάει για μια στιγμή.
«Αλλά ναι… δεν είμαστε παιδιά,» συνεχίζει ήρεμα. «Γι’ αυτό αντί να κάνω αυτά που λαχταρώ, σου ζητάω να βγούμε απλά για ένα ποτό. Και μετά, αν το θέλουμε ακόμα, και για δεύτερο και για τρίτο…»
Η φωνή του χαμηλώνει, όπως και το βλέμμα του.
«Είναι σαν το σύμπαν να μας δίνει μια δεύτερη ευκαιρία, Μπίλι… Και θα είναι αμαρτία να τη χάσουμε.» Σφίγγω τα χέρια μου στο τραπέζι και με κοιτάζει ξανά στα μάτια. «Αν… αν δε νιώθεις το ίδιο… εντάξει…» προσθέτει σιγανά. «Αλλά αν το νιώθεις… αν το νιώθεις κι εσύ… έλα μαζί μου το Σάββατο. Πάμε να πιούμε ένα ποτό, όπως παλιά. Όπως τότε.»
Τον κοιτάζω. Θέλω να πω κάτι, αλλά δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί να ειπωθεί. Γνέφω απλά, με μάτια που έχουν θολώσει. «Το θέλω. Το θέλω πολύ,» του λέω με σιγανή φωνή, που σχεδόν τρέμει.
Χαμογελάει, κι αυτή τη φορά δεν είναι απλώς ένα χαμόγελο. Φωτίζεται όλο το πρόσωπό του. “It’s a date then.”
Αφήνω την ανάσα μου να βγει αργά, σαν να συνειδητοποιώ μόλις τώρα τι συνέβη. «Μάριε;»
«Πες μου.»
«Με είπες… με είπες Μπίλι σου.»
Χαμογελάει μαλακά. «Ποτέ δεν έπαψες να είσαι η Μπίλι μου. Και ό,τι κι αν γίνει, ποτέ δε θα πάψεις να είσαι.»
«Και…;» ρωτάω παιχνιδιάρικα.
Το χαμόγελό του μεγαλώνει—αυτό το χαμόγελο που αγάπησα από παιδί. «Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου.»
«Πόσα χρόνια είχα να το ακούσω αυτό...» λέω χαμηλόφωνα, η φωνή μου γεμάτη νοσταλγία.
Μου χαμογελάει και το βλέμμα του ζεστό, παιχνιδιάρικο. «Κάλιο αργά παρά ποτέ.»

Χαμογελάω κι εγώ, πλατιά αυτή τη φορά, γιατί δεν είναι απλώς μια φράση. Είναι η φράση μας, αυτή που κουβαλάμε μια ζωή, όπως και την άλλη—την πιο δική μας απ’ όλες: Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου / Κανείς δεν είναι σαν τον Μάριο μου.

Σηκώνει το ποτήρι του, αλλά πριν πιει, με κοιτάζει λίγο αμήχανα, σαν να διστάζει.

«Να σου εξομολογηθώ κάτι;»
Τον παρατηρώ με περιέργεια. «Αμέ!»
Κατεβάζει το βλέμμα του στιγμιαία και το χαμόγελό του μαλακώνει, σαν να το κρατάει μόνο για μένα. «Έχω… έχω ακόμα φυλαγμένα τα αποκόμματα από τις εφημερίδες από τη χρονιά που έδωσες πανελλήνιες. Ακόμα και όταν χωρίσαμε, τα κράτησα. Όπως και όλες μας τις φωτογραφίες. Τα φύλαξα σαν τον πιο ακριβό μου θησαυρό.»

Μέσα μου κάτι σπάει. Ο Θεός ξέρει πώς καταφέρνω να συγκρατηθώ και δεν βάζω τα κλάματα.

«Θες να με δεις να κλαίω, πάλι;» του λέω με φωνή σπασμένη.
Χαμογελάει πλατιά, με εκείνο το βλέμμα που πάντα με έκανε να λιώνω. «Αν είναι από χαρά, ναι!»
Παίρνω μια αργή ανάσα. «Δεν είσαι ο μόνος που έχει φυλαγμένο τον θησαυρό του, Μάριε.»

Τα μάτια του σκοτεινιάζουν για μια στιγμή—όχι από λύπη, αλλά από κάτι πιο βαρύ, πιο βαθύ.

«Αν δεν ταιριάζαμε, δε θα συμπεθεριάζαμε,» μουρμουρίζει και σηκώνει το ποτήρι του.
Σηκώνω κι εγώ το δικό μου. «Στην υγειά μας.»
«Στην υγειά μας, Μπίλι μου.»

Τσουγκρίζουμε απαλά, και για λίγο, είναι σαν να έχει παγώσει ο χρόνος. Κλείνω για λίγο τα μάτια, αφήνω τη στιγμή να με τυλίξει, και μετά, σχεδόν ψιθυριστά, τον ρωτάω:

«Πού θα με πας;»

Γέρνει το κεφάλι ελαφρώς, σαν να το σκέφτεται, αλλά το χαμόγελό του μαρτυρά ότι ήξερε την απάντηση από την αρχή.

«Έλεγα για κάπου προς τα νότια… Να δούμε και λίγο θάλασσα.»
Ο ενθουσιασμός μου σκάει αυθόρμητα, όπως παλιά. «Ναι!!!»

Γελάει, και μέσα σε αυτό το γέλιο, για πρώτη φορά ύστερα από τόσα χρόνια, νιώθω πως είμαστε ξανά οι ίδιοι.
⇽∙∙∙⇾
Η υπόλοιπη βραδιά κυλάει σα νεράκι. Θυμόμαστε τις όμορφες στιγμές που ζήσαμε μαζί, γελάμε, πειραζόμαστε, και για πρώτη φορά μετά από χρόνια μπορώ να μιλάω γι’ αυτές χωρίς να με πνίγει η μελαγχολία. Η νοσταλγία από πικρή γίνεται ξανά γλυκιά. Σα να μην πέρασε μια μέρα, και όμως… πέρασαν.

Είχε δίκιο. Το σύμπαν μάς έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία.

Η καρδιά μου κοντεύει να σπάσει από χαρά και προσμονή, αλλά δεν είμαστε πλέον παιδιά να παρασυρόμαστε από τον ενθουσιασμό, όσο δικαιολογημένος κι αν είναι. Θα πάμε για ένα ποτό. Και μετά, αν το θέλουμε ακόμα, για δεύτερο. Και ύστερα για τρίτο. Ένα βήμα τη φορά.

Άλλωστε, ακόμα και ένα ταξίδι χιλιάδων μιλίων, όσο απότομα κι αν σταμάτησε, χρειάζεται μόνο ένα βήμα για να ξεκινήσει και πάλι.

Μπορεί… μπορεί ν’ αποδειχτεί ότι όλα όσα νιώθουμε τούτη τη στιγμή δεν είναι τίποτα περισσότερο από έναν παιδιάστικο ενθουσιασμό που τον πυροδότησαν οι αναμνήσεις. Μα όσο κι αν το φοβάμαι, θα το κάνω αυτό το βήμα. Θα το κάνω μαζί του. Και όπου μας βγάλει.

Γιατί όσα χρόνια κι αν πέρασαν, όσο κι αν αλλάξαμε, υπάρχει κάτι που δεν άλλαξε ποτέ.

Ποτέ δεν έπαψε να είναι ο Μάριός μου.

Ποτέ δεν έπαψα να είμαι η Μπίλι του.
⇽∙∙∙⇾
«Αμάν!» πετάγεται ξαφνικά. «Ρε συ έχει πάει σχεδόν δύο!» μου λέει κάνοντας τα μάτια μου να γουρλώσουν από έκπληξη.

Πω-πω, έχουν περάσει σχεδόν οκτώ ώρες από τη στιγμή που τρακάραμε ο ένας πάνω στον άλλον στο super market και είναι σα να μην έχουν περάσει παρά λίγα δευτερόλεπτα.

«Καλά, αν δεν είχα να βαθμολογήσω γραπτά, παίζει και να μη με ένοιαζε να φύγω και στις 08:00 για το πολυτεχνείο!» μου λέει παιχνιδιάρικα.
«Θες να σου στρώσω εδώ και να σε ανεβάσω το πρωί στο Ηράκλειο;» τον ρωτάω.
«Δεν είμαι σίγουρος ότι θα είμαι φρόνιμος!» μου λέει παιχνιδιάρικα. «Δε με λυπάσαι;»
«Γιατί, νομίζεις ότι εγώ είμαι καλύτερη;» του λέω εξίσου παιχνιδιάρικα.
«Όχι, πρώτα θα με βγάλεις για ποτό, λυσσάρα!» μου λέει και βάζω και πάλι τα γέλια. Σαν να μην πέρασε μια μέρα! «Σας υπενθυμίζω μεσιέ ότι εσείς μου ζητήσατε να με βγάλετε για ποτό!»
«Είμαι παλαιών—»
«Πατρών Γερμανός;» τον διακόπτω και αυτή τη φορά είναι εκείνος που βάζει τα γέλια.
«Καλά, θα τα πούμε οι δυο μας το Σάββατο!» με απειλεί χαβαλεδιάρικα.
«Αχνε!» του κάνω και ξαναβάζει τα γέλια. «Λοιπόν… άντε, σήκω να σε πάω σπίτι σου πριν προβώ σε ωμότητες!»
«Θα με δείρεις;»
«Και θα σε δείρω!» του απαντάω και βάζει και πάλι τα γέλια.
Το βλέμμα του αλλάζει και πάλι, γίνεται ξαφνικά τρυφερό. Με χαϊδεύει απαλά στο πρόσωπο. «Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου» μου λέει και σκύβει και μου δίνει ένα ανάλαφρο φιλί στα χείλη.

Η καρδιά μου κάνει δέκα κωλοτούμπες στα στήθη μου. Έντεκα ολόκληρα χρόνια… και είναι σαν να μην έχει περάσει ούτε μια μέρα.

Η φωτιά που δεν έσβησε

Είναι Σάββατο, μόλις προχθές τον συνάντησα τυχαία στο super market μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια, και ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω. Σα να βγήκε από ένα παλιό όνειρο, ένα όνειρο που νόμιζα ότι είχε τελειώσει.

Νιώθω περίεργα. Από τη μια, θέλω σαν τρελή να βγούμε ξανά, όπως τότε, όπως παλιά. Από την άλλη, η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή, όχι μόνο από χαρά—αλλά κι από άγχος. Λογικό δεν είναι; Μπορούμε στ’ αλήθεια να ξεκινήσουμε και πάλι; Ναι, νιώθω τη φωτιά να καίει ξανά μέσα μου, έντεκα χρόνια είχε να το κάνει. Αλλά είναι αυτό αρκετό; Δεν είμαστε πια ανέμελοι έφηβοι…

Τέλος πάντων. Αυτό είναι κάτι που θα το μάθουμε πολύ σύντομα. Και γι’ αυτό το άγχος μου είναι ακόμα μεγαλύτερο. Γιατί όσο και αν το μυαλό λέει να πάμε προσεκτικά, η καρδιά λαχταρά, κάνει όνειρα. Και αν… Θεέ μου, δεν θέλω καν να το σκέφτομαι.

Προχθές το βράδυ, όταν τον γύρισα σπίτι του, πριν αποχωριστούμε, μου έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη. Ένας Θεός ξέρει πώς κατάφερα να συγκρατηθώ. Όλο μου το είναι ούρλιαζε να χωθώ στην αγκαλιά του, να με κρατήσει όπως τότε, να με κάνει ξανά δική του, να γίνουμε ξανά ένα.

Το ραντεβού μας είναι στις 21:00. Εγώ, φυσικά, έχω ετοιμαστεί από τις 20:00. Και τώρα κάθομαι και περιμένω σε αναμμένα κάρβουνα.

Το ντύσιμο ήταν άλλο ένα άγχος. Εδώ και χρόνια φοράω φορέματα και γόβες, αλλά σήμερα… σήμερα είναι αλλιώς. Να βαφτώ; Να μην βαφτώ; Να ντυθώ απλά, όπως τότε, ή να κάνω τη διαφορά;

Θυμάμαι ακόμα τότε στα 22 μου, όταν κατόπιν λύσσας—ποιας άλλης;—της Κατερίνας, έκανα τα νύχια μου με γαλλικό. Ο Μάριος είχε ξετρελαθεί. Εγώ, από μόνη μου, δεν το έκανα, το βαριόμουν. Αλλά σήμερα το πρωί πήγα στη μανικιουρίστα μου και έκανα χέρια και πόδια.

Το φόρεμα που διάλεξα είναι απλό. Κοντό, μπεζ, με λαιμόκοψη που τονίζει διακριτικά τις καμπύλες μου. Και καλά έκανα, γιατί δεν θα πάει χαμένος τόσος ιδρώτας που έχω χύσει στο γυμναστήριο για να τις διατηρήσω σε αξιοπρεπή επίπεδα! Μπορεί να ήμουν ανέκαθεν αγοροκόριτσο, αλλά πάντα πρόσεχα την εμφάνισή μου, ακόμα και όταν φορούσα unisex ρούχα. Μια κοκεταρία την έχω.

Μου άρεσαν ανέκαθεν τα μποξεράκια—γιατί αν μη τι άλλο είναι βολικά—και ήξερα ότι του άρεσε να με βλέπει να τα φοράω, καθώς αναδείκνυαν  τον κώλο μου με τρόπο που λάτρευε. Από την άλλη, αυτό που λάτρευε ακόμα περισσότερο ήταν όταν φορούσα προκλητικά εσώρουχα.

Το πρόβλημα; Δε βολεύουν, π’ ανάθεμά τα.

Είχα πάρει ένα ζευγάρι κατόπιν γκρίνιας της Κατερίνας, αλλά όχι, έπρεπε να μου πάρει και του λόγου του. Πήρε τον άλλο Καπαδόκη και μου αγόρασε κι εκείνος. Δεν ήταν σαν αυτά που είχα πάρει εγώ, το κάτω ήταν μικροσκοπικό και δε με βόλευε καθόλου. Τι να τον κάνω που τον αγαπούσα και δε μπορούσα να του χαλάσω χατίρι; Την πρώτη φορά που φόρεσα το δώρο του πάντως, μου είχε πετάξει τα μάτια έξω, τα πόδια μου δε μπορούσα να πάρω.

Δεν ξέρω πού μπορεί να καταλήξει η βραδιά, ωστόσο, για παν ενδεχόμενο, φοράω ένα ζευγάρι καλά, σέξι εσώρουχα. Καλύτερα να τα έχεις και να μη τα χρειαστείς, παρά να τα χρειαστείς και να μην τα έχεις! Και εδώ που τα λέμε, σήμερα είναι και η πρώτη μέρα μετά το τέλος της περιόδου μου. Δηλαδή, πόσα άλλα σημάδια να μας δώσει αυτό το ρημάδι το σύμπαν;

Κάθομαι και αναπολώ το παρελθόν. Για σχεδόν έναν χρόνο, η σχέση μας ήταν κρυφή από τους γονείς μας—μέχρι που τους το είπαμε και τους έπεσε μια κεραμίδα στο κεφάλι. Όχι ότι άλλαξε κάτι. Πλέον ήμασταν μεγάλα παιδιά, ούτε για τις διακοπές δεν γκρίνιαξαν. Και από τη Σκιάθο και μετά, κάθε χρόνο τις περνούσαμε μαζί, είτε οι δυο μας, είτε με παρέα.

Και οφείλω να ομολογήσω… αν κάνω πλέον ακομπλεξάριστα μπάνιο topless, το οφείλω στον Μάριο. Ακόμα κάνω. Και θα συνεχίσω όσο νιώθω ότι κρατιέμαι καλά. Μπορεί το σώμα μου να μην έχει πια τη σφριγηλότητα που είχε στα είκοσι μου, αλλά ακόμα και μετά τη γέννα δεν έχω παράπονο. Μια χαρά κρατιέμαι.

Φτου μου, φτου μου!

Χθες μιλήσαμε αρκετή ώρα στο τηλέφωνο και, στην αρχή, η αμηχανία ήταν εμφανής. Η αλήθεια είναι πως παλιά σπάνια μιλούσαμε έτσι—τι να το κάναμε το τηλέφωνο όταν μέναμε σε διπλανά σπίτια; Και οι λίγες τηλεφωνικές συνομιλίες μετά τον χωρισμό μας… ε, ας πούμε ότι δεν ανήκουν στις πιο ευχάριστες αναμνήσεις.

Μεταξύ μας, ειδικά με τον Μάριο, πάντα προτιμούσα το τετ-α-τετ από το τηλέφωνο. Αλλά δεν ήμασταν πια γείτονες. Οι γονείς του πούλησαν το σπίτι όταν έφυγαν για Ζάκυνθο και, όταν ο Μάριος επέστρεψε, έπιασε διαμέρισμα στο Νέο Ηράκλειο.

Κι εκεί ήταν που το πράγμα έγινε… περίεργο.

Γιατί το Νέο Ηράκλειο; Δεν είχε καμία σχέση με την περιοχή. Δεν ήταν καν κοντά στο Πολυτεχνείο. Και όμως, εκεί έπιασε σπίτι. Και εκεί έχει έδρα η εταιρία που εργάζομαι.

Προσθέτω άλλο ένα κομμάτι στο παζλ: Από το πουθενά με έπιασε λιγούρα για γαριδομακαρονάδα. Ενώ δεν είχα τη Μαριάννα αυτή την εβδομάδα, έφυγα ακριβώς στις 18:00—χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Και αντί να πάω στον Σκλαβενίτη στο Περιστέρι, όπως έκανα πάντα, πήγα στο μικρό συνοικιακό super market κοντά στα κεντρικά της εταιρίας.

Και δεν έφτανε αυτό.

Μου ήρθε ξαφνικά να αφήσω στην άκρη τη μακαρονάδα και να φτιάξω τις γαρίδες με κινέζικη συνταγή, με αποτέλεσμα να σταθώ τουλάχιστον ένα δεκάλεπτο μπροστά στα ρύζια, προσπαθώντας να αποφασίσω. Και εκείνη τη στιγμή, ακριβώς εκεί, κατεβαίνει ο Μάριος να πάρει ρύζι γιατί—εννοείται—του είχε τελειώσει.

Κοίτα να δεις κάτι πράγματα.

Όταν τα βάζεις όλα κάτω, δεν μπορείς να το δεις αλλιώς. Ήταν σαν το σύμπαν να αποφάσισε να μας φέρει ξανά τον έναν στον δρόμο του άλλου, να μας δώσει μια δεύτερη ευκαιρία. Για κάποιον λόγο.

Ακόμα κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα. Αλλά μιας και μιλάμε για τον Μάριο—και όχι για τον πρώτο τυχόντα—σηκώνω το τηλέφωνο και τον καλώ, χαμογελώντας πονηρά. Ώρα για χαβαλέ.

«Καλώς την!» μου απαντάει και το πρόσωπό μου φωτίζεται στον ήχο της φωνής του.
«Πού είσαι βρε ρεμάλι;» τον μαλώνω στα ψέματα.
«Σπίτι είμαι!» μου λέει και σχεδόν βλέπω το χαμόγελό του.
«Ακόμα;» του κάνω με προσποιητή αγανάκτηση.
«Στις 21:00 δεν είπαμε βρε βάσανο;» μου λέει χαχανίζοντας!
«Μη μου κάνεις εμένα τον Άγγλο!» τον απειλώ.
«Να έρθω πιο αργά;» με ρωτάει, ε, τον τρώει κώλος του τώρα!
«Δε μου λες, δε σου έφτανε το ξύλο που έτρωγες μέχρι τα 25 σου;»
«Ok, το έλαβα το μήνυμα!» μου λέει χαχανίζοντας ξανά.
«Και μπράβο σου, αλλά δε βλέπω κίνηση!»
«Χαχαχα, εντάξει, ξεκινάω!» μου κάνει δήθεν υποχωρώντας.
«Εύγε, νέε μου! Ψιτ, να προσέχεις, ε;» του λέω σα δεύτερη μαμά του.
«Ναι, μαμά, θα προσέχω!» παίρνω την πληρωμένη απάντηση.
«Μαμούνια!» του λέω και γελάμε κι οι δύο.
«Τα λέμε σε λίγη ώρα, φιλάκια. Εχμ… δε θα με κουτουλήσεις, έτσι;» με ρωτάει κάνοντάς με να βάλω τα γέλια
«Γιατί ρε γκρινιάρη, προχθές σε κουτούλησα;» του ψευτογκρινιάζω με τη σειρά μου.
«Εσύ με πήρες και με κράζεις, εγώ είμαι ο γκρινιάρης;»
«Και λίγα σου έσουρα!» του δηλώνω. «Λοιπόν, move it, move it, move it!»
«Φιλάκια, έρχομαι!» μου λέει χαχανίζοντας και πάλι.
«Φιλάκια, σε περιμένω!» του απαντάω και κλείνω το τηλέφωνο κοιτάζοντας στο άπειρο.

Το τηλεφώνημα με έκανε να νιώσω πολύ καλύτερα. Είχα τόσα χρόνια να ανυπομονώ έτσι για ένα ραντεβού, λογικό να έχω πεταλούδες στο στομάχι—ακόμα και αν στην περίπτωσή μας δεν ήταν ακριβώς ένα απλό ραντεβού, αλλά κάτι πολύ περισσότερο.

Για πρώτη φορά, δεν ήταν “fake it until you make it”. Δεν ήταν μια απόπειρα να πείσω τον εαυτό μου ότι κάτι υπήρχε, ενώ ήξερα ότι δεν υπήρχε. Και αν με τον Ανδρέα, τουλάχιστον, υπήρχε μια σπίθα, όσο μικρή κι αν ήταν, το είχα νιώσει εξ αρχής ότι κάτι έλειπε. Τότε, όμως, δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Όταν έμαθα πως ο Μάριος είχε παντρευτεί, με έπιασε πανικός.

Διόρθωση. Με έπιασε κατάθλιψη και απελπισία. Ο πανικός ήρθε αργότερα. Όχι επειδή ήθελα να κάνω οικογένεια, αλλά επειδή δεν άντεχα να είμαι άλλο μόνη μου… και ας νόμιζα πως είχα χάσει για πάντα αυτό που πραγματικά με γέμιζε. Ο Μάριος είχε προχωρήσει, το ίδιο θα έπρεπε να κάνω και του λόγου μου. Αυτό, ή να χωθώ στο πρώτο διαθέσιμο ράφι και να κλαίω τη μοίρα μου. Και ήταν αυτό που με τρόμαξε πάνω απ’ όλα: Η προοπτική της μοναξιάς.

Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου. Εγώ, που ήμουν πάντα τόσο σίγουρη για όλα, που ποτέ δεν άφηνα τις ανασφάλειες να με κυριεύσουν, έκανα ακριβώς αυτό που ποτέ δεν πίστευα ότι θα κάνω.

“Ψεύτρα,” μάλωσα τον εαυτό μου. “Το ίδιο είχες κάνει και με τον Δημήτρη.” 

Και αν το είχα κάνει για διαφορετικούς λόγους, η ουσία δεν άλλαζε. Χώρια που τότε ήμουν δεκάξι. Στα εικοσιεπτά μου, ποια ήταν η δικαιολογία μου;

Δεν έχω αμφιβολία ότι η δεύτερη φορά με τον Μάριο θα είναι αλλιώς. Σίγουρα δεν είμαστε πια παιδιά, έχουμε κάνει παιδιά, έχουμε μεγαλώσει, έχουμε αλλάξει, αλλά η διαφορά αυτή δεν έχει αρνητικό πρόσημο. Και, πάνω απ’ όλα, αυτή τη φορά, δεν έχω αμφιβολία ότι η καρδιά μου είναι εκεί που θέλει να είναι.

Δεν έχω μιλήσει ακόμα με την Κατερίνα—δεν θέλω να το γρουσουζέψω. Είναι το μόνο άτομο που ξέρω πως θα καταλάβει ακριβώς τι νιώθω, αλλά θέλω πρώτα να σιγουρευτώ. Αν όλα πάνε όπως ελπίζω, θα της το πούμε μαζί.

Το κινητό μου χτυπάει.

Put a spell on you.

Η καρδιά μου σφίγγεται. Από την πρώτη στιγμή που έβαλα τον αριθμό του στο κινητό, ήξερα ποιο θα ήταν το ringtone του. Ένα από τα αγαπημένα του τραγούδια, εκείνο που μου αφιέρωνε πάντα. Από τότε που χωρίσαμε, το απέφευγα επιμελώς. Δεν ήθελα να το ακούσω, δεν ήθελα να το σκέφτομαι.

Δεν ήταν εύκολο. Είναι γνωστό τραγούδι, παίζει συχνά. Σαν να το ήξερε το σύμπαν και έπαιζε σαδιστικά μαζί μου.
I put a spell on you, because you're mine
You better stop the thing that you're doin'
I said, "Watch out, I ain't lyin'", yeah
Το αφήνω να παίξει μέχρι να ακουστεί ολόκληρη η πρώτη στροφή.

«Ήρθατε μεσιέ;» του λέω με το που απαντάω στην κλήση.
«Με ανησύχησες για μερικές στιγμές, άργησες ν’ απαντήσεις!» μου λέει, και όντως ακούστηκε ανακουφισμένος. Μάλωσα τον εαυτό μου, δεν ήθελα να του προκαλέσω τρομάρα.
«Ήθελα να ακούσω το ringtone!» του απαντάω απολογητικά. «Συγνώμη ρε Μάριε,» του λέω μετανιωμένη.
«Έλα βρε χαζούλα, δεν υπάρχει λόγος να ζητάς συγνώμη,» μου λέει τρυφερά και μετά η φωνή του γίνεται και πάλι παιχνιδιάρικη. «θέλω να το ακούσω κι εγώ!»
«Υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός!» τον πειράζω ξαλαφρωμένη Κατεβαίνω, φιλάκια!»
«Εγώ δε σου υποσχέθηκα ότι δε θα σε κουτουλήσω!» με τσιγκλάει με τη σειρά του, κάνοντάς με να χαμογελάσω από τη μία άκρη του προσώπου μέχρι την άλλη.
«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» του κάνω στο τηλέφωνο και ακούω το γέλιο του. 

Κλείνω το τούβλο που έχω για κινητό και το βάζω στο μικρό τσαντάκι. Καλού-κακού ρίχνω μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη και κατεβαίνω. Και τότε, τη βλέπω και παγώνω.

Την κόκκινη Jetta του.

Σταματάω απότομα, λες και με χτύπησε κεραυνός. Δεν μου το είχε πει, δεν το περίμενα ότι θα έχει ακόμα αυτό το αυτοκίνητο. Πίστευα ότι θα την είχε πουλήσει, πως θα είχε μείνει στο παρελθόν όπως τόσα άλλα. Αλλά είναι εδώ. Είναι εδώ. Η κόκκινη Jetta. Η «Μαγδάλω μας» όπως τη λέγαμε.

Ο Μάριος βγαίνει από το αυτοκίνητο και με κοιτάζει χαμογελαστός, διαβάζοντας την έκπληξη στο πρόσωπό μου. «Δεν το περίμενες, ε;»

Δεν του απαντάω, γιατί δεν εμπιστεύομαι τη φωνή μου. Του γνέφω αρνητικά, προσπαθώντας να συγκρατήσω τα μάτια μου που θολώνουν επικίνδυνα. Τα συναισθήματα έρχονται καταπάνω μου σαν τρικυμία, ξεχύνονται ανεξέλεγκτα. Κρατιέμαι. Κρατιέμαι. Κρατιέμαι. Και μετά, δεν κρατιέμαι.

Βουρκώνω.

«Κλαψιάρα!» με πειράζει τρυφερά.
Καταφέρνω να ψελλίσω: «Πάρε με τηλέφωνο.» Βγάζω το κινητό. «Πάρε και άσ’ το να χτυπήσει.»
«ΟΚ, I’ll bite,» λέει και μπαίνει ξανά στο αυτοκίνητο, παίρνοντας το κινητό του. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ακούγεται η μουσική. Το τραγούδι μας. Αυτό που δήλωνε κτητικά ότι είμαι δική του.

Ποτέ δεν έπαψα να είμαι δική του.

Ο Μάριος σφίγγει τα χείλη του. Βλέπω τα μάτια του να γυαλίζουν. Δεν κρατιέμαι.

«Μη μου κάνεις εμένα το σκληρό αντράκι, σε είχα δει που είχες δακρύσει και στο νησί της Αφροδίτης και στο καραόκε,» τον πειράζω τρυφερά.
“I know,” μου απαντάει χαμογελαστός και με πλησιάζει.

Χώνομαι στην αγκαλιά του. Δεν υπάρχει δισταγμός, δεν υπάρχει φόβος, δεν υπάρχει χρόνος. Μόνο η αγκαλιά του. Ο Οδυσσέας γύρισε στην Ιθάκη του. Είμαι σπίτι. Σηκώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω, χάνομαι για μια φορά ακόμα στα σμαραγδένια μάτια του. Όπως παλιά… όπως τότε. Και μετά, σκύβει.

Τα μάτια μου κλείνουν από μόνα τους καθώς τα χείλη μας ενώνονται και οι γλώσσες μας συναντιούνται ξανά μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια. Δεν με νοιάζει που είμαι στην είσοδο της πολυκατοικίας, δεν με νοιάζει που έξω υπάρχει κόσμος. Είμαι στην αγκαλιά του Μάριου μου. Και τίποτε άλλο δεν μετράει.

Το φιλί μας είναι απαλό, τρυφερό, οικείο, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Οι γλώσσες μας συνεχίζουν για λίγη ώρα ακόμα το παιχνίδι τους, και όταν τελικά τραβιόμαστε, χαμογελάμε και οι δυο, με δάκρυα στα μάτια και οι δυο. Κοιταζόμαστε σαν να μην πιστεύουμε αυτά που βλέπουμε. Σαν να φοβόμαστε πως είναι όνειρο, πως κάποιος θα μας ξυπνήσει και θα χαθεί.

Με κοιτάζει από την κορυφή ως τα νύχια. «Πάρε με κι εσύ τηλέφωνο,» μου λέει παιχνιδιάρικα. Πατάω το κουμπί και περιμένω. Μόλις ξεκινάει να παίζει η μουσική, τα χέρια μου τρέμουν.
A goddess on a mountain top,
Was burning like a silver flame.
The summit of beauty and love,
And Venus was her name.
She's got it.
Yeah, baby, she's got it.
Well, I'm your Venus,
I'm your fire, at your desire!
Με το που ακούω τις πρώτες νότες, δεν μπορώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Ξεσπάω σε λυγμούς και γέρνω ξανά στην αγκαλιά του, ενώ ο Μάριος με κρατάει σφιχτά πάνω του.

Το “Venus” των Shocking Blue. Το τραγούδι που πάντα μου αφιέρωνε. Αυτό που το είχα τραγουδήσει για εκείνον στο καραόκε. Το τραγούδι που κάθε φορά που το άκουγα τότε, ήξερα πως δεν υπήρχε άλλη για εκείνον, πως για τον Μάριο ήμουν η κορυφή της ομορφιάς και της αγάπης. Και τώρα, το ακούω ξανά, από το δικό του τηλέφωνο, σαν να μην πέρασε μια μέρα.

«Εντωμεταξύ πού πήγαν οι τρόποι σου, Μπίλι; Ούτε μια κουτουλιά;» μου λέει κάνοντάς μου χαβαλέ, ο αιώνιος Μάριος, και το κλάμα μου μετατρέπεται μέσα σε μια στιγμή σε κλαυσίγελο.
«Τι μαλάκας είσαι!» του πετάω αυθόρμητα, γυρίζοντας και πάλι στα είκοσι μου και κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια. Το γέλιο του, Θεέ μου το γέλιο του. Πόσο μου είχε λείψει;
«Σα να μην πέρασε μια μέρα!» μου λέει και με χαϊδεύει στα μαλλιά. «Σα να μην πέρασε μια μέρα!» επαναλαμβάνει και σφίγγομαι και πάλι πάνω του, βαθιά στην αγκαλιά του. Εκεί που ανήκω, εκεί που νιώθω γεμάτη, εκεί που τίποτα δε μπορεί να με αγγίξει.
«Μου έλειψες… μου έλειψες τόσο πολύ…» του λέω κλαίγοντας και πάλι με λυγμούς, λες και είμαι κοριτσάκι. Με κρατάει ακόμα πιο σφιχτά πάνω του, με αφήνει να ξεσπάσω. Μέσα στην μόνη αγκαλιά που μπορούσα να αφήσω τον εαυτό μου να διαλυθεί, γιατί ήξερα ότι ο Μάριος μου θα είναι εκεί, για να με μαζέψει κομμάτι-κομμάτι, και να με κολλήσει ξανά.

Που να ήμουν δηλαδή και πραγματικά κλαψιάρα…

«Κι εσύ μου έλειψες Μπίλι μου,» μου λέει χαϊδεύοντάς μου τρυφερά τα μαλλιά και σκουπίζοντας τα δάκρυά μου. «Δε μπορείς να φανταστείς πόσο μου έλειψες…»
«Αν ονειρεύομαι, μα την Παναγία με το που ξυπνήσω θα έρθω και θα σε βρω στην Αμερική και θα σου σπάσω το κεφάλι!» του κάνω, κερδίζοντας το γέλιο του.

Μπορεί να είναι χαβαλές και όμως, ακόμα φοβάμαι ότι δεν είναι κάποιο από αυτά τα όνειρα που έβλεπα όλα αυτά τα χρόνια, για να ξυπνήσω και πάλι μέσα στην κατάθλιψη.

«Φταίω δε φταίω, φταίω, ε;» μου κάνει χαμογελώντας μου παιχνιδιάρικα.
«Το καλό που σου θέλω, κακομοίρη μου!» του κάνω και πάλι, και αυτή τη φορά το χαμόγελο γίνεται και πάλι γέλιο.

Και τότε μου πατάει μια ξεγυρισμένη τσιμπιά στο κωλομέρι, όλη δική μου, κάνοντάς με άθελά μου να τσιρίξω. Αν μου το είχε κάνει αυτό κάποιος άλλος τώρα θα τον έκλαιγε η μάνα του. Ο Μάριος…; Τον κοιτάζω στα μάτια προσπαθώντας να μη χαχανίσω.

«Δεν ονειρεύεσαι!» μου κάνει κλείνοντάς μου παιχνιδιάρικα το μάτι, και αυτή τη φορά δε μπορώ να συγκρατήσω τα γέλια μου. «Λοιπόν, πάμε να πιούμε το ποτάκι μας… και ιδέα, γουστάρεις μετά boom-boom?»
«Και μετά Μαβίλη για βρώμικο;» τον ρωτάω, δακρυσμένη ξανά.
«Πάντα!» μου λέει και αφού με φιλάει στο μέτωπο, με αφήνει από την αγκαλιά του.

25 Αυγούστου του 1991 ήταν η πρώτη μας επέτειος, 30 Ιούνη του 2007 θα είναι η δεύτερη. Και, τι σύμπτωση και πάλι! Σήμερα, όπως και τότε, είναι πανσέληνος…

Πυγμαλίων και Γαλάτεια

Όπως είχαμε πει από προχθές πάμε θάλασσα, είναι όμορφη νύχτα, έχει πανσέληνο, ακριβώς όπως και τη νυχτιά που εξομολογηθήκαμε τον έρωτά μας ο ένας στον άλλον, σχεδόν 16 χρόνια πριν. Καθόμαστε δίπλα-δίπλα στον καναπέ, έχω γείρει στην αγκαλιά του και κοιτάζουμε τ’ ολόγιομο φεγγάρι.

«Τι όμορφα που είναι… Πανσέληνος και σήμερα… όπως… όπως τότε…Θυμάσαι;» του λέω σφίγγοντάς του το χέρι, που τόση ώρα του το χάιδευα αφηρημένα.
«Δεν το ξέχασα ποτέ Μπίλι μου, ποτέ!» μου απαντάει με φωνή που ακούγεται σαν ψίθυρος.
Γέρνω λίγο το κεφάλι μου προς το μέρος του και του χαμογελάω. «Μπίλι μου… πόσο μου είχε λείψει να το ακούω…»
«Πόσο μου είχε λείψει να το λέω…» μου λέει χαϊδεύοντας τρυφερά τα μαλλιά μου.
«Πες μου ότι δεν είναι όνειρο, πες μου ότι δε θα ξυπνήσω το πρωί και πάλι μελαγχολική…» του λέω κοιτάζοντάς τον στα μάτια με φωνή που τρέμει.
«Δεν είναι όνειρο Μπίλι μου και ας είναι όμορφο σαν όνειρο…» μου απαντάει και προς εμπέδωση σκύβει και με φιλάει τρυφερά.
«Όχι τσίμπημα στο κωλομέρι;» τον τσιγκλάω. Νιώθω σαν το ψάρι που από το τηγάνι βρέθηκα και πάλι στο δροσερό νερό.
«Είναι που δε θέλω να φύγεις από την αγκαλιά μου…» μου λέει και πάλι ψιθυριστά. Μετά το πρόσωπό του γίνεται και πάλι παιχνιδιάρικο. «Εμείς να είμαστε καλά και θα πεις το δεσπότη Παναγιώτη!» μου δηλώνει γελώντας πονηρά και κάνοντάς με να χαχανίσω. Και μετά θυμάμαι το Κατερινιώ μας.
«Μάριε, θέλω να το πούμε μαζί στην Κατερίνα!» του λέω χαμογελώντας στη σκέψη της. Αν και έφυγε και ζει πλέον στην Αγγλία, ούτε με την Κλαίρη έχουμε χαθεί, τα λέμε τουλάχιστον μια φορά το μήνα, αλλά η Κλαίρη ποτέ δεν ήταν Κατερίνα. Από εκείνη την ημέρα που τη γνώρισα, στις αρχές της δευτέρας γυμνασίου, η Κατερίνα ήταν πάντα στη ζωή μου.
«Χαχαχα, αμέ! Θα της στραβώσει και πάλι το στόμα,» μου λέει και βάζω τα γέλια, η Κατερίνα όταν βίωνε μεγάλη έκπληξη στράβωνε πάντα το στόμα της λες και πάθαινε εγκεφαλικό… φτου-κακά, μακριά από μας!
«Να ήξερες με πόσο ζόρι κρατιέμαι…» του εξομολογούμαι.  «Σαν τρελή ήθελα να της μιλήσω… από προχθές βράζω στο ζουμί μου!»
«Και γιατί δεν το έκανες» με ρωτάει με εύλογη απορία. 
«Θα γελάσεις…» του απαντάω και χαμηλώνω το βλέμμα μου.
«Δε θα γελάσω,» μου κάνει, και βάζει το δάχτυλό του κάτω από το πιγούνι μου, αναγκάζοντάς με να σηκώσω το βλέμμα μου πάνω του.
«Να… να μην το γρουσουζέψω…» του λέω και κατεβάζω ξανά τα μάτια μου στο πάτωμα.
«Να το γρουσουζέψεις…» μου κάνει αναστενάζοντας. «Τι άλλο σημάδι να μας έδινε αυτό το ρημάδι το σύμπαν ότι μας θέλει ξανά μαζί;» μου λέει και χαμογελάω πικρά.
«Όταν οι άνθρωποι κάνουν όνειρα οι Θεοί γελούν, το ξέχασες;» του λέω με φωνή που σχεδόν τρέμει.
«Γι’ αυτό δε θα τους βάλαμε σε πειρασμούς, το πάμε ένα βήμα τη φορά!» μου απαντάει χαμογελαστός. Και μετά, σαν κάτι να σκέφτεται, και μου ανακατεύει παιχνιδιάρικα το μαλλί. «Άλλωστε, τι; Με ένα ραντεβουδάκι μόνο θα τη βγάλουμε;»
Το γέλιο μου βγαίνει αυθόρμητα. «Εμείς να είμαστε καλά…» του απαντώ. Γυρίζω και τον κοιτάζω ξανά στα μάτια. «Ωστόσο… το πρώτο βήμα έγινε, δεν έγινε;»
«Έγινε, Μπίλι μου,» μου απαντάει και σκύβει και για μερικές στιγμές μου κλείνει τα χείλη με τα χείλη του, κάνοντάς με άθελα να κλείσω τα μάτια μου.
«Μπίλι σου!» ψιθυρίζω, περισσότερο στον εαυτό μου, όταν τελειώνει το φιλί.
«Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου!» μου λέει και τραβώντας με προς το μέρος του με φιλάει και πάλι, κάνουμε σαν ερωτευμένοι έφηβοι.
«Κάποια στιγμή θα πρέπει να το πω και στον Ανδρέα…» του λέω αναστενάζοντας,  «και δεν θα το πάρει καλά.»
Σηκώνει το φρύδι του. «Γιατί;»
«Γιατί…» ξεκινάω μα σταματάω αμέσως. Παίρνω βαθιά ανάσα και του εξηγώ.  «Γιατί δεν του είπα την αλήθεια για το παρελθόν μας. Για εκείνον, απλά ήσουν ο παιδικός μου φίλος που στις αρχές του ’97 έφυγε για την Αμερική.»
Με κοιτάζει σιωπηλός για λίγη ώρα, σαν να προσπαθεί να το χωνέψει. «Γιατί;» με ρωτάει και πάλι.
Κουνάω πικρά το κεφάλι μου. «Γιατί δεν μπορούσα να του μιλήσω για σένα χωρίς να καταλάβει… Χωρίς να δει πόσο δυνατά ήταν για σένα τα αισθήματά μου και πόσο αδύναμα σε σύγκριση τα δικά μου για εκείνον.»

Δεν μιλάει. Σηκώνει το ποτήρι του, αλλά δεν πίνει αμέσως. Στριφογυρίζει το κρασί αργά. Δε με κοιτάει επικριτικά, με κοιτάζει προσπαθώντας να με καταλάβει. Αναστενάζει και πίνει μια γουλιά.

«Μόνο για τον Jean-Claude ήξερε την αλήθεια…» συνεχίζω να του εξηγώ. «Αλλά όσο και αν μου είχε κάνει τα μυαλά πουρέ, δεν ήταν παρά ένα fling. Εσύ… εσύ ήσουν τελείως διαφορετική ιστορία.»
«Μα δε σε ρώτησε;» με ρωτάει με γνήσια απορία.
«Με ρώτησε, πώς δε με ρώτησε; Με τον Jean-Claude επικοινωνούσαμε μέσω e-mail και σποραδικών τηλεφωνημάτων ενώ μ’ εσένα καθόλου. Δεν ήταν χαζός.»
«Και τι του είπες;» με ρωτάει κοιτάζοντάς με εξεταστικά.
Κοντοστέκομαι μερικές στιγμές και μου ξεφεύγει ένας στεναγμός. «Τη μισή αλήθεια και ένα ψέμα.»
Κουνάει ελαφρά το κεφάλι του. «Δηλαδή;»
«Του είπα ότι ήσουν ερωτευμένος μαζί μου και ότι όταν έφυγες για Αμερική το βρήκες σαν ευκαιρία να ξεκολλήσεις και μου ζήτησες να μην επικοινωνούμε μέχρι να το καταφέρεις.»

Δεν απαντάει, απλά μου γνέφει να συνεχίσω.

«Από το ’98 και μετά ήταν ο πρώτος που… που ένιωσα κάτι… κάτι… Έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει και πάλι,» λέω και αναστενάζω. «Αλλά σε σχέση με όσα είχα νιώσει για σένα…»

Σταματάω και απλά κουνάω το κεφάλι μου.

Ο Μάριος παγώνει. «’98;»
«Ναι… μου πήρε κοντά δυο χρόνια να βρω το κουράγιο να δοκιμάσω…» του λέω και σταματάω. «Να δοκιμάσω…» επαναλαμβάνω ειρωνικά. «Ήμουν στη Λοζάνη και ένας Τσέχος, ο Martin, διδακτορικός φοιτητής και αυτός μου ζήτησε να βγούμε έξω. Πολύ γλυκούλης, έξω-καρδιά, και με πολύ χιούμορ,» λέω και σταματάω και πάλι. Κουνάω το κεφάλι μου. «Πέρασε και δεν ακούμπησε…»

Αφήνει το ποτήρι του και με κοιτάζει ακόμα πιο προσεκτικά.

«Και αυτός… και οι επόμενοι… Μέχρι που γνώρισα τον Ανδρέα. Ήταν ο πρώτος που η σχέση μας άντεξε πάνω από τρεις μήνες…» λέω και σταματώ για να πιώ μια γουλιά κρασί. Στα χαρτιά είχε τα πάντα που θα μπορούσα να ζητήσω από έναν άντρα…» συνεχίζω στενάζοντας.
«Αλλά;» με ρωτάει κοιτάζοντάς με στα μάτια.
«Αλλά δεν ήσουν εσύ,» του απαντάω ανασηκώνοντας τους ώμους. Χαμογελάω πικρά. «Μάλωνα τον εαυτό μου, του έλεγα ξανά και ξανά ξεκόλλα, αλλά…» λέω και σταματάω.
“Been there, done that…” μου λέει αφηρημένος. 
«Μόνο που εγώ δεν ήμουν έφηβη πλέον, Μάριε,» του λέω πικρά. «Και τότε… τότε έμαθα ότι παντρεύτηκες,» του κάνω και με κάποιο τρόπο, σαν μετατραυματικό σοκ, νιώθω ξανά την ίδια παγωνιά στην ψυχή μου. Τα μάτια μου κλείνουν, και ένα δάκρυ ξεφεύγει και τρέχει στο μάγουλό μου.
Με σφίγγει πάνω του δαγκώνοντας τα χείλη του. «Άστο μάτια μου,» μου κάνει τρυφερά. «Άλλη φορά…»
«Όχι… θέλω να στα πω. Θέλω να στα πω όλα,» του λέω, ακόμα δακρυσμένη.
«Αρκεί να θυμάσαι πως όλα αυτά είναι στο παρελθόν,» μου κάνει σκουπίζοντάς μου το δάκρυ. «Είμαι εδώ. ΕΔΩ!» μου λέει τονίζοντας την τελευταία λέξη και σφίγγοντάς με πάνω του.
Παίρνω βαθιά ανάσα και συνεχίζω. «Ήξερα ότι αργά ή γρήγορα θα γινόταν και αυτό,» λέω και γελάω πικρά. «Θεωρία και πράξη…» λέω αναστενάζοντας και πάλι. «Μου ήρθε ο ουρανός στο κεφάλι, Μάριε. Μου ήρθε ο ουρανός στο κεφάλι και αν δεν προχωρούσα μπροστά έστω και με το ζόρι θα με κατάπινε η άβυσσος.»

Σταματάω και πίνω ακόμα μια γουλιά.

«Δεν του είπα ποτέ όλη την αλήθεια. Και όρκισα την Κατερίνα να κάνει το ίδιο. Ακόμα χειρότερα—για εκείνον, εννοώ—το δεύτερο όνομα της κόρης μας είναι το δικό σου. Και όταν του πω ότι είμαστε μαζί, χαζός δεν είναι. Θα καταλάβει ότι του είχα πει ψέματα.»
«Αχ, βρε Μπίλι…» μου ψιθυρίζει. Τα μάτια του είναι γεμάτα πόνο, ο πόνος μου έγινε και δικός του. Παίρνει μια βαθιά ανάσα. «Ο Jean-Claude;»
«Ο Jean-Claude, τι;» τον ρωτάω αφηρημένα.
«Εννοώ… Ήσουν ελεύθερη. Και… ήταν ο Jean-Claude… Εννοώ…» μου λέει και σταματάει, σα να μη βρίσκει τις λέξεις.
«Ναι, κατάλαβα τι εννοείς,» του λέω και χαμογελάω. Γυρίζω και τον κοιτάζω ξανά στα μάτια. «Εγώ μπορεί εγώ να ήμουν ελεύθερη, εκείνος όμως δεν ήταν. Είχε τη Michele του, την ξέχασες;»
«Ναι… έχεις δίκιο…» μου λέει και τινάζει τους ώμους του. «Τι κάνει αυτός, μιλάτε ακόμα;»
«Ναι,» του απαντάω και για πρώτη φορά μετά από αρκετή ώρα χαμογελάω και πάλι. «Πλέον τα λέμε και μέσω Skype, μιλάμε τουλάχιστον ένα δίωρο το μήνα!»
«Είναι ακόμα με τη Michele?» με ρωτάει με ειλικρινές ενδιαφέρον.
«Και όχι μόνο,» του απαντάω χαμογελώντας. «Τώρα έχει και τη Valérie!»
«Ορίστε;» μου κάνει γουρλώνοντας τα μάτια και βάζω τα γέλια.
«Πού πήγε το νου σου βρε έκφυλε;» τον ρωτάω και του χτυπάω τη μύτη. «Η κορούλα τους είναι!» του εξηγώ και βάζει τα γέλια με τη γκάφα του. «Την έκαναν το 2000… Είχα πάει και στο γάμο τους το 1999, με την Κατερίνα κιόλας, και τους τους επισκέφτηκα και το 2001. Με είχαν φιλοξενήσει, είχα καθίσει κοντά μια εβδομάδα.»

Πίνω μια γουλιά από το κρασί μου και συνεχίζω.

«Με τον Ανδρέα, όμως, τα έκανα όλα λάθος. Όλα. Δεν φτάνει που τον παντρεύτηκα χωρίς να τον αγαπώ…» Σταματάω και πάλι για μερικές στιγμές. «Όχι, δεν είναι αλήθεια αυτό, τον αγαπούσα, ακόμα τον αγαπάω. Αλλά… αλλά δεν ένιωσα ποτέ μαζί του αυτό που ένιωσα για σένα.»
«Ό,τι έγινε, έγινε, Μπίλι μου.» Η φωνή του είναι χαμηλή, σκεπτική. «Δεν αλλάζει το παρελθόν.»
«Το ξέρω.» Κοιτάζω το ποτήρι μου. «Όπως ξέρω πως θα πληγωθεί. Και ας μη το δείξει. Όπως ξέρω πως, για το καλό της Μαριάννας, δε θα πει τίποτα. Είναι… υπέροχος άνθρωπος, Μάριε. Και αυτό που του έκανα…» Η φωνή μου σπάει. «…είναι ασυγχώρητο.»
«Τέλος πάντων…» αναστενάζει. «Όπως είπα και πριν, ό,τι έγινε, έγινε. Και να σου πω κάτι—και ας ακουστεί κάπως… Απ’ όλους όσους σε επιθύμησαν, πόσοι είχαν την τύχη να σε χαρούν όπως ήθελαν; Θυμάμαι το μέτρημα είχε σταματήσει στους 30, και δεν είχες κλείσει καν τα 18…»
Χαμογελώ αχνά. «Μεγαλώσαμε, Μάριε. Ο αριθμός δεν αυξήθηκε ιδιαίτερα. Στην τελική, η άρνησή μου για ραντεβού ήταν αρκετή για να δώσει το μήνυμα ότι εγώ… δεν.»
«Κι εκείνοι που το δοκίμασαν, αλλά… δεν;»
«Υπήρξαν και αυτοί, αλλά όχι πολλοί. Το είχα πάρει το μάθημά από τα εφηβικά μου χρόνια: η χαλαρή, άνετη συμπεριφορά συχνά παρερμηνεύεται ως ενδιαφέρον, οπότε πρόσεχα να μην αφήνω περιθώρια,» του εξηγώ. Χαμογελάω μόνη μου. «Από δολοφόνος και βασίλισσα των ξωτικών, έγινα η ice queen,» του λέω αναφερόμενη στα νέα μου παρατσούκλια.
“Ice queen?” μου λέει και γελάει. «Τι διάολο, με πεντάχρονα έκανες παρέα;»
«Από μια οπτική τα αγοράκια με κάποιο τρόπο μένετε στα πέντε, ακόμα και αν γίνετε εκατόν πέντε!» του απαντάω και βάζει τα γέλια. «Κάποτε ήμουν κι εγώ αγοράκι, θυμάσαι;» τον ρωτάω νοσταλγικά. «Και μετά άρχισα να μεγαλώνω, και όσο μεγάλωνα, τόσο μεγάλωναν και οι διαφορές μου από τα υπόλοιπα αγόρια.»
«Once a μαλάκας, always a μαλάκας!» μου απαντάει deadpan και παραλίγο να μου βγει το κρασί από τη μύτη.
«Και τι μαλάκας, περήφανος!» του λέω και βάζει τα γέλια και πάλι.
«Και βρέθηκε μια Μπίλι και μου τη γκρέμισε!» που λέει χτυπώντας με στον ώμο.
«Μπα, στα αγοράκια δεν δουλεύει έτσι. Ισχύει αυτό που είπες, once a μαλάκας, always a μαλάκας!» του λέω χτυπώντας τον με το δάχτυλο στη μύτη.
«Ναι, αλλά κοίτα μπράτσα!» μου κάνει και βάζουμε και πάλι τα γέλια. Αυτό έκανε πάντα. Πάντα. Είχε τον τρόπο του να μου φτιάχνει τη διάθεση, ακόμα και τις φορές που η αιτία ήταν ο ίδιος και ήθελα να του ανοίξω το κεφάλι.
Αρκετά πιο χαλαρωμένη, συνεχίζω από εκεί που είχα μείνει. «Τέλος πάντων, υπήρξαν φορές που κάποιος προσπάθησε να με φιλήσει στο τέλος του ραντεβού και απέκρουσα την κίνηση. Το σύνηθες ήταν να λέω όχι στο δεύτερο ραντεβού, οπότε και πάλι έπαιρναν το μήνυμα.»

Μου γνέφει καταφατικά, και στριφογυρίζω λίγο για να βολευτώ καλύτερα στην αγκαλιά του.

«Και, για να συνεχίσω, υπήρξαν—αν και αρκετά σπάνιες—οι περιπτώσεις που το πρώτο δεύτερο οδηγούσε σε δεύτερο, και σε τρίτο ραντεβού, ακόμα και σχέση, αλλά…» λέω και σταματάω και πάλι.
«Αλλά;» με ρωτάει.
«Δεν κρατούσε πάνω από δύο-τρεις μήνες. Τον πρώτο που κατάφερε να περάσει αυτό το όριο, τον παντρεύτηκα,» του λέω ξεφυσώντας.

Με κοιτάζει για λίγο σιωπηλός, πριν ρωτήσει διστακτικά: «Αν μου επιτρέπεις… σεξ δεν έκανες; Δεν σου έλειπε; Εσύ…» σταματάει για μια στιγμή. «Εσύ ήσουν φωτιά και λαύρα.»
Γελάω πικρά, με μια δόση σαρκασμού. «Μου έλειπε…» Πίνω ακόμα μια γουλιά κρασί, αφήνοντας το ποτήρι να γυρίσει αργά ανάμεσα στα δάχτυλά μου. «Κοίτα, δεν μόνασα. Έκανα σεξ και στις σύντομες σχέσεις μου, και—να τα λέμε κι αυτά—έκανα και τις ξεπέτες μου... μέχρι...»

Σταματάω απότομα. Δεν ήθελα να το πω. Δεν ήθελα καν να το σκεφτώ. Κι όμως, το άφησα να ξεφύγει, και τώρα αιωρείται ανάμεσά μας, μια ανάμνηση που δεν έχει θέση εδώ. Γέρνει λίγο μπροστά, τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου, σκοτεινά, προσεκτικά.

«Μέχρι;» με ρωτάει διστακτικά, η φωνή του χαμηλή, σχεδόν κουμπωμένη.

Παίρνω μια αργή ανάσα και βάζω το ποτήρι στο τραπέζι. Ξαφνικά το κρασί μού φαίνεται πιο βαρύ απ’ ό,τι πριν.
⇽∙∙∙⇾
Έχοντας χωρίσει με τον Ανδρέα, γύρισα και πάλι στις παλιές μου συνήθειες, τις αρπαχτές. Μπορεί να μου πήρε πάνω από έξι μήνες για να επιστρέψει η διάθεση για σεξ με …μη μιγαδικό αριθμό παρτενέρ, αλλά όταν μου ήρθε με βάρεσε κατακούτελα. Και όπως κάθε φορά, πήγα στο Wild Rose, ελπίζοντας να βρεθεί κάποιος χριστιανός που δεν κωλώνει και μείνω και πάλι με την όρεξη.

Όπως κάθε φορά που γίνεται αυτό, είμαι ντυμένη αρκετά προκλητικά για το χαρακτήρα μου. Ολόσωμο μαύρο midi φόρεμα μέχρι τη μέση των μηρών, με αρκετά αποκαλυπτικό ντεκολτέ, και ασορτί μαύρα εσώρουχα: strapless δαντελωτό σουτιέν, με ξεκούμπωμα μπροστά, και το ανάλογο κιλοτάκι.

Τα δύο πλαϊνά μου σκαμπό είναι άδεια. Όπως κάθε φορά νιώθω τα ανδρικά βλέμματα πάνω μου αλλά… Μου θυμίζει τα ντοκιμαντέρ που έβλεπα, σα να είμαι καρχαρίας και περνάω ανάμεσα από κοπάδι από σαρδέλες. Μου το είχε εξηγήσει η Κατερίνα αλλά τι να την κάνεις την εξήγηση;

Σήμερα είμαι τυχερή πάντως. Δεν έχω πιει καλά-καλά τις πρώτες γουλιές από το ποτό μου όταν με πλησιάζει κάποιος. Τον κοιτάζω πλαγίως για να μην καρφωθώ. Γύρω στα 50, με στρογγυλά γυαλάκια, ντυμένος παράταιρα—για το Wild Rose—με κοστούμι, χωρίς γραβάτα. Περισσότερο θυμίζει καθηγητή, Πανεπιστημίου παρά κάποιον θαμώνα της υπόγας της Πανεπιστημίου.
Όταν φεύγω με κάποιον, πηγαίνω *πάντα* σε γαμιστρώνα, και *πάντα* με το δικό μου αυτοκίνητο. Είναι take it or leave it. Όχι ότι και πάλι δεν υπάρχει ρίσκο να πέσω σε κανέναν περίεργο, αλλά προσπαθώ να το μειώσω όσο δυνατόν γίνεται. Γιατί και το σεξ με άγνωστο που ψώνισα σε ένα μπαρ, έχει και αυτό το ρίσκο ως το δικό του take it or leave it.

Ο μπάρμπας—ούτε το όνομά του δε θυμάμαι πια—είναι πολύ καλός στην περιποίηση. Μπορεί να ήταν ο αέρας του που με κέρδισε, ο δυναμισμός του, η αυτοπεποίθησή του, αλλά σεξουαλικά είναι έμπειρος. Πολύ έμπειρος. Η γλώσσα του με παίζει με απίστευτη τέχνη και δεν του παίρνει ώρα να κάνει το κορμί μου να τραντάζεται. Αλλά δεν πήγα εκεί γι’ αυτό. Θέλω να νιώσω κορμί πάνω σε κορμί, θέλω να νιώσω το βάρος του ανδρικού σώματος πάνω μου.

«Σ’ άρεσε,» με ρωτάει και ξενερώνω με τη ζωή μου. Καλά, δεν το κατάλαβε;
«Ναι,» του απαντάω απλά, και περιμένω να κάνει την επόμενη κίνηση, να φορέσει προφυλακτικό και να έρθει να με πηδήξει. Γι’ αυτό βγήκα σήμερα, γι’ αυτό έκανα τις αρπαχτές όταν το εργόχειρο δεν ήταν αρκετό. Για να πηδηχτώ χωρίς αύριο. Μεταφορικά και κυριολεκτικά.

Κάποιοι το καταλάβαιναν και δε μου ζητούσαν τηλέφωνο. Κάποιοι άλλοι προσπαθούσαν, και τους το ξέκοβα. Once only και από εκεί και πέρα “δε με είδες, δε με ξέρεις, υποφέρω και υποφέρεις.”

«Πάρε με στο στόμα σου,» μου λέει και παγώνω για μερικές στιγμές.

Είναι το ύφος του; Είναι ο τόνος του; Δεν είναι απειλητικός, δεν κρύβεται κάποιο “or else…” Το απαιτεί με φυσικότητα, σα να μου ζητούσε να του βάλω ένα ποτήρι νερό.
Χαμηλώνω και τον παίρνω στο στόμα μου και αρχίζω να του κάνω πίπα. Στην αρχή το κάνω μηχανικά και με σταματάει σχεδόν αμέσως.

«Όχι έτσι. Κάν’το με όρεξη ή μην το κάνεις καθόλου,» μου λέει και πάλι μ’ ένα ύφος που δεν μπορώ να προσδιορίσω αλλά με κάνει να αισθάνομαι πολύ άσχημα. Λίγη.
Τον ξαναπαίρνω στο στόμα μου και αυτή τη φορά δίνω τον καλύτερό μου εαυτό. Με σταματάει και πάλι. Τον κοιτάζω ερωτηματικά.

Με σταματάει. «Θα καταπιείς» μου δηλώνει, και για λίγες στιγμές οι ματιές μας παλεύουν. Τα μέσα μου επαναστατούν αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορώ να του πω να πάει να γαμηθεί και αυτός και ο γρύλος του. Δεν είναι ότι δεν έχω καταπιεί, το έκανα κάθε φορά που έκανα στοματικό είτε στο Μάριο είτε στον Ανδρέα είτε στις σύντομες σχέσεις μου, αλλά δεν το είχα κάνει ποτέ σε ξεπέτα. Τι λέω, ούτε καν πίπα δεν είχα κάνει σε ξεπέτα.

Βάζει το χέρι του πάνω στο κεφάλι του και με σπρώχνει απαλά. Ξέρει τι κάνει, αν με είχε σπρώξει δυνατά θα είχε γίνει της πουτάνας. Παραδίνομαι τελείως και τον παίρνω ξανά στο στόμα μου, συνεχίζοντας την πίπα.

«Μπράβο το πουτανάκι μου,» μου λέει, και κρατώντας με από το κεφάλι μου δίνει το ρυθμό που θέλει. Ο μισός εαυτός μου ουρλιάζει να σταματήσω και ο άλλος μου μισός ουρλιάζει κάτι τελείως διαφορετικό. «Κάνε με να σε χύσω… έτσι… έτσι…»

Από τη μια θέλω να του πατήσω μια δαγκωνιά και να του τον κόψω σύριζα και από την άλλη τα ίδια μου τα σωθικά μου ουρλιάζουν να συνεχίσω. ΜΗ ΣΤΑΜΑΤΑΣ! ΕΣΥ ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΣΕΣ! TI ΣΟΥ ΦΤΑΙΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΑΦΗΣΕΙΣ ΕΤΣΙ; ΕΣΥ ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΣΕΣ! ΕΣΥ ΤΟΝ ΕΦΕΡΕΣ ΕΔΩ! ΕΣΥ! ΕΣΥ!

Ο ρυθμός γίνεται όλο και πιο γρήγορος. Νιώθω το όργανό του να κάνει τους πρώτους σπασμούς. Ξέρω τι θα επακολουθήσει και παρά το γεγονός ότι με κρατάει ακίνητη, δεν κάνω καν απόπειρα να κουνηθώ. Αδειάζει μέσα μου με ριπές κάνοντάς με να αναγουλιάσω. Καταπίνω και παρόλο που η γεύση του δεν είναι άσχημη, με τα χίλια ζόρια καταφέρνω να μην ξεράσω πάνω στο σεντόνι.

«Κοίταξέ με!» με διατάζει με το που τραβιέμαι. Σηκώνω τα μάτια μου προς το μέρος του. «Καθάρισέ τον καλά,» μου λέει στον ίδιο τόνο που χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί με σπρώχνει να τον υπακούσω. Κλείνω τα μάτια μου και τον παίρνω ξανά στο στόμα μου κάνοντας αυτό που μου ζητάει.

Μπάρμπας ή όχι, δεν του παίρνει ούτε μερικά δευτερόλεπτα να καυλώσει και πάλι. Ίσως γι’ αυτό μου το ζήτησε, δεν ξέρω. Μου βάζει ξανά το χέρι στο κεφάλι και μου δίνει ρυθμό, τον οποίο ακολουθώ υπάκουα. Έχω μουδιάσει τελείως. Και είμαι καυλωμένη, απίστευτα καυλωμένη.

Με σταματάει μετά από λίγη ώρα και μου κάνει νόημα να έρθω να ξαπλώσω πλάι του. Ο ίδιος γυρίζει ελαφρά προς το κομοδίνο που έχει δίπλα του και από το τσαντάκι του βγάζει ένα προφυλακτικό. Το φοράει στα γρήγορα και χωρίς να χάσει περισσότερο χρόνο, ανεβαίνει πάνω μου. Τα πόδια μου ανοίγουν από μόνα τους, σα να έχουν δική τους θέληση.

Μπαίνει μέσα μου και μου ξεφεύγει ένα βογγητό ηδονής. Αρχίζει και κινείται με αργό ρυθμό και τυλίγω τα πόδια μου γύρω του και τον σπρώχνω προς τα μένα, θέλω να μπει μέσα μου βαθιά, όσο πιο βαθιά γίνεται. Σταματάει και με κοιτάζει στα μάτια. Αρχίζει και κινείται και πάλι μέσα μου. Τα μάτια μου κλείνουν από μόνα τους.

«Κοίτα με. Θέλω να με κοιτάς όταν σε γαμάω!» με διατάζει με φωνή βραχνή από την καύλα. «Κοίτα με είπα!»

Υπακούω και τον κοιτάζω στα μάτια καθώς αρχίζει και πάλι να κινείται μέσα μου. Αρχίζουν να μου ξεφεύγουν και πάλι βογγητά ηδονής και ο μισός μου εαυτός θέλει να ανοίξει η γη να τον καταπιεί και ο άλλος μισός έχει παραδοθεί πλήρως στην πράξη. Νιώθω απίστευτη ταπείνωση που τον κοιτάζω στα μάτια την ώρα που με γαμάει, και όσο περισσότερο τη νιώθω, τόσο πιο δυνατά γίνονται τα βογγητά μου.

Δε μου παίρνει ούτε πέντε λεπτά για να έρθει ο πρώτος μου οργασμός. Σχεδόν ουρλιάζω από την ηδονή και εκεί σταματάει και μου ρίχνει ένα απαλό χαστούκι.

«Σκασμός πουτανίτσα!» μου λέει.

Τον κοιτάζω προκλητικά. Πέφτει και δεύτερο. Και τρίτο. Χαστούκι στο πρόσωπο δε μου είχε ρίξει ούτε καν ο Μάριος, που είχε χρησιμοποιήσει στα μεριά μου από χέρι μέχρι βίτσα και ζώνη. Καρφώνεται μέσα μου και μου ξεφεύγει ακόμα ένα βογγητό. Τα χαστούκια πέφτουν απανωτά και με κάνουν να το χάσω τελείως.

Τραβιέται. «Κάτσε στα τέσσερα,» με διατάζει και τσακίζομαι να τον υπακούσω. Με γραπώνει από τα μαλλιά και με τραβάει δυνατά πίσω. Τρίβεται για λίγο στα χείλη μου και με μια κίνηση μπαίνει μέσα μου, κάνοντάς με να μου ξεφύγει ακόμα ένα ηδονικό βογγητό. Αρχίζει και κινείται, στην αρχή αργά και μετά πιο γρήγορα. Κλείνω το στόμα μου για να μην ουρλιάξω από την απίστευτη ένταση του δεύτερου οργασμού μου. «Και τώρα σειρά έχει το απίστευτο κωλαράκι σου,» μου λέει με φωνή σχεδόν κομμένη.

Σεξ από πίσω δεν είχα κάνει ούτε με τον Ανδρέα! Και είμαι με ένα άγνωστο που μου δηλώνει ότι θα με πάρει από πίσω και αντί να σηκωθώ να του σπάσω τα μούτρα κάθομαι υπάκουα στη θέση μου. Τρίβει το όργανό του πίσω μου και με ήρεμες αλλά σταθερές κινήσεις αρχίζει να σπρώχνει. Είχα να κάνω σεξ με αυτό τον τρόπο πάνω από εφτά χρόνια. Πονάει. Πονάει πολύ.

«ΜΜΜΜΜΜΜ» μου ξεφεύγει ένα δυνατό βογγητό πόνου καθώς με πιέζει δυνατά και ο σφικτήρας μου του παραδίδεται. Παρόλο που δεν είναι μεγάλος στο μέγεθος νιώθω για μερικές στιγμές να με ανοίγει στα δύο.
«Πονάς;» με ρωτάει και διακρίνω καθαρά μια σκιά ανησυχίας στη φωνή του. «Θέλεις να σταματήσω;»
«Όχι!» του απαντάω. «Μη σταματάς!»

Κατεβάζω το κεφάλι μου ενώ εκείνος με γραπώνει από τη μέση και αρχίζει να κινείται, και στην αρχή το κάνει πολύ αργά και προσεκτικά. Ο πόνος σιγά-σιγά υποχωρεί και σταδιακά μετατρέπεται σε ηδονή.

«Γάμα με!» του φωνάζω χωρίς να το σκεφτώ. Λες και υπάρχει μέσα μου μια άλλη Μπίλι που έχει πάρει τον έλεγχο και είμαι επιβάτισσα στο ίδιο μου το σώμα.
«Γαμήσι θέλει η πουτανίτσα μου;» με ρωτάει και μου χώνει ένα αρκετά δυνατό σκαμπίλι στα μεριά.
«Πιο δυνατά!» του κάνω. «Πιο δυνατά!»

Νιώθω εξευτελισμό και ταπείνωση μα οι καύλες μου με έχουν κυριαρχήσει πλήρως. Με γαμάει δυνατά, οι μηροί του πλαταγίζουν πάνω στα καπούλια μου κάθε φορά που καρφώνεται μέσα μου, και αύριο οι κώλος μου θα είναι μωβ από τα δυνατά χαστούκια. Με γραπώνει από το μαλλί και με τραβάει πίσω, και μου ξεφεύγει ακόμα ένα δυνατό ηδονικό βογγητό. Επιταχύνει ακόμα περισσότερο και για δεύτερη φορά στη ζωή μου, μετά από εκείνη τη νυχτιά στο Ναύπλιο με το Μάριο, έχω οργασμό με σεξ παρά φύσιν. Ούτε καν με εκείνον δεν το είχα καταφέρει δεύτερη φορά.

«Γύρνα,» με διατάζει καθώς τραβιέται από πίσω μου. Βγάζει με μια κίνηση το προφυλακτικό και έρχεται και αρχίζει και τον παίζει μπροστά από το πρόσωπό μου. «Άνοιξε το στόμα σου πουτανίτσα!» με διατάζει και κάνω αυτό που μου λέει.

Βάζει το κεφαλάκι του στο στόμα μου και αρχίζει να τον παίζει. Ακούω τα αγκομαχητά του. Επιταχύνει το ρυθμό που τον παίζει ενώ εγώ του γλείφω το κεφαλάκι. Μου τον βάζει μέσα στο στόμα και νιώθω τα πρώτα του τραντάγματα. Κάθε τράνταγμα και ένα αγκομαχητό, κάθε αγκομαχητό και μια ριπή στο στόμα μου. Καταπίνω για τελευταία φορά και τραβιέται έξω και τον τρίβει στο πρόσωπό μου. Νιώθω σα φτηνή πουτάνα.
Κάτι μέσα μου σπάει. Νιώθω το κρακ στα βάθη της ψυχής μου.

Κατόρθωσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου μέχρι που μπήκα στο σπίτι μου. Ούτε να ξεβαφτώ δεν πρόλαβα, σωριάστηκα στο κρεββάτι μου και έσπασα. Έκλαιγα μέχρι το ξημέρωμα.
Όταν το είπα αυτό στην Κατερίνα, δε με μάλωσε. Δε μου την είπε. Μου έκανε μια ερώτηση μόνο: «Γιατί;»
«Δεν ξέρω… δεν ξέρω…» της είπα και ξέσπασα και πάλι σε λυγμούς.

Το μόνο που ήξερα ήταν το παιχνίδι αυτό είχε τελειώσει οριστικά για μένα.
⇽∙∙∙⇾
Η φλασιά μου δεν κράτησε ούτε μερικά δευτερόλεπτα. Ήταν αρκετά για να παγώσει και πάλι η ψυχή μου. Δεν αντέχω να τον κοιτάξω στα μάτια.

«Μέχρι που...» λέω και αναστενάζω, κοιτώντας αλλού.
Δεν περιμένει. «Μπίλι;» λέει το όνομά μου, και αυτή τη φορά δεν υπάρχει ούτε ίχνος πειράγματος, ούτε μια σπίθα παιχνιδιού στη φωνή του. Μόνο ανησυχία.

Σηκώνω το βλέμμα μου και τον βρίσκω να με κοιτάζει προσεκτικά, σαν να προσπαθεί να μαντέψει αν θέλω να συνεχίσω ή να σταματήσω. Η γλώσσα του σώματός του έχει αλλάξει – είναι πιο στητός, πιο συγκεντρωμένος. Όπως είμαι στην αγκαλιά του, νιώθω το σώμα του να σφίγγεται.

«Ήταν μια δυσάρεστη εμπειρία. Όχι… γιατί ήταν άσχημο, αλλά γιατί έχασα τον έλεγχο του εαυτού μου» του λέω γρήγορα, αν και ξέρω πως αυτό μόνο πιο ανήσυχο τον κάνει. Σηκώνω το χέρι μου, σαν να θέλω να κόψω την ένταση στον αέρα. «Δεν έφταιγε ο εφήμερος παρτενέρ μου.»
Δεν μιλάει αμέσως. Ξέρω ότι έχει ακόμα ερωτήσεις, αλλά κρατιέται. Αντί να πιέσει, σηκώνει το ποτήρι του, το περιστρέφει για μερικές στιγμές, και το αφήνει πίσω στο τραπέζι χωρίς να πιει. «Οκ,» λέει τελικά, ήρεμα.
Γέρνω λίγο μπροστά. «Θα σου πω...»
Αλλά πριν προλάβω να συνεχίσω, το βλέμμα του μαλακώνει και κουνάει ελαφρά το κεφάλι του. «Άλλη ώρα...»

Ο τόνος της φωνής του είναι καθησυχαστικός, προστατευτικός, σαν να μου δίνει μια διέξοδο, μια ευκαιρία να το αφήσω για τώρα. Αλλά δεν θέλω.

«Όχι, δε θέλω να σου κρύψω τίποτα,» του λέω ξεροκέφαλα.
Τα χείλη του τεντώνονται ελάχιστα, μια υποψία χαμόγελου που δεν φτάνει στα μάτια του. «Δε μου κρύβεις κάτι, Μπίλι μου.» Αφήνει το βάρος του πίσω στην καρέκλα, τα χέρια του πιο χαλαρά, αλλά τα μάτια του παραμένουν καρφωμένα πάνω μου. «Από τη στιγμή που δεν ήταν αυτό... αυτό που φοβήθηκα προς στιγμή... ότι... ότι κάποιος σε...»
Διστάζει. Σταματάει.
«Όχι, όχι... δεν ήταν κάτι τέτοιο.» Η φωνή μου είναι σιγανή, ήρεμη, αλλά το στομάχι μου είναι κόμπος. Ακουμπάω την άκρη των δαχτύλων μου στο πόδι μου κάτω από το τραπέζι, μηχανικά, σαν να ψάχνω να κρατηθώ. «Δε με πίεσε καν.»

Σταματάω. Κοιτάζω το τραπέζι για μια στιγμή, νιώθοντας το στομάχι μου να συσπάται ανεπαίσθητα.

«Έχασα τελείως τον έλεγχο,» συνεχίζω, αναστενάζοντας. Τον κοιτάζω στα μάτια. «Ένιωσα σαν επιβάτης στο ίδιο μου το σώμα. Και δεν έφταιγε εκείνος. Δεν… δεν θέλω καν να το θυμάμαι.»

Τα φρύδια του σμίγουν για μια στιγμή, και μετά η έκφρασή του αλλάζει. Δεν λέει τίποτα. Δεν ρωτάει τίποτα. Απλά απλώνει το χέρι του πάνω στο δικό μου. Ζεστό, δυνατό, χωρίς πίεση.

«Τότε μπορούμε να το πούμε κάποια άλλη στιγμή, Μπίλι μου,» μου λέει απλά. Το δάχτυλό του περνάει απαλά πάνω από το δικό μου, μια ανεπαίσθητη, καθησυχαστική κίνηση.

Αναστενάζω. Νιώθω την ένταση να φεύγει, έστω και λίγο. «Εντάξει,» του κάνω χαμηλόφωνα και κουρνιάζω και πάλι στην αγκαλιά του.

Κλείνει τα χέρια του γύρω μου, με κρατάει σφιχτά, σαν να μπορεί να με προστατεύσει όχι μόνο από το παρόν, αλλά και από το παρελθόν. 

Εκεί... στο μόνο μέρος στον κόσμο που δε με αγγίζει τίποτα. 

Νιώθω το βλέμμα του πάνω μου. Δεν είναι επικριτικό αλλά δεν μπορώ να το διαβάσω. «Μάριε;» ψιθυρίζω. «Γιατί με κοιτάζεις έτσι;»
«Δεν σε κατακρίνω,» μου λέει ήρεμα, σχεδόν τρυφερά. «Απλά… Απλά… σε ξέρω μια ζωή, και τώρα μου περιγράφεις κομμάτια του εαυτού σου που δεν έζησα.» Παύση. «Έντεκα χρόνια είναι πολλά,» συνεχίζει. «Είναι σχεδόν το ένα τρίτο της μέχρι τώρα ζωής μας. Και… ναι… είναι περίεργο. Είναι σαν να μου μιλάς για κάποιον άλλο, όχι για τη Μπίλι μου.»
Χαμηλώνω το βλέμμα μου. «Ναι,» του απαντάω ήσυχα. «Γιατί αυτά τα κομμάτια της Μπίλι σου… δεν υπήρχαν ποτέ όταν ήσουν στη ζωή μου.» Τα χέρια του σφίγγουν λίγο γύρω μου, σχεδόν ανεπαίσθητα.
«Δεν θ’ αλλάξει κάτι.» Η φωνή του είναι ήρεμη, σίγουρη. «Εννοώ, θέλω να μάθω γι’ αυτό το κομμάτι της ζωής σου, αλλά… δε με αφορά, δεν είναι εμπόδιο σε αυτό που ξεκινήσαμε. Για μένα, η Μπίλι που έχω αυτή τη στιγμή στην αγκαλιά μου είναι η ίδια Μπίλι που άφησα πίσω. Δεν άλλαξε τίποτα.»
«Ξεκινήσαμε!» επαναλαμβάνω, αφήνοντας τη λέξη να κυλήσει στα χείλη μου, να την επεξεργαστώ, να τη νιώσω πραγματική.
«Είχες αμφιβολία;» ρωτάει με εκείνο το γνώριμο ύφος, και πριν προλάβω να απαντήσω, χαμογελάει πονηρά. «Μπούφο!»

Γελάω, η καρδιά μου ελαφραίνει, και με σφίγγει ακόμα πιο δυνατά πάνω του.

Με κοιτάζει και το βλέμμα του μαλακώνει. «Ξέρεις κάτι; Αν δεν ήταν η Χριστίνα-Βασιλική, θα έβλεπα την Αμερική ως το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. Όμως… όμως τώρα έχω το κοριτσάκι μου. Πώς θα μπορούσα να το μετανιώσω;»
Νιώθω τα λόγια του να με χτυπούν στην καρδιά. Χαμογελάω αχνά. «Το καταλαβαίνω… κι εγώ έτσι νιώθω για τη Μαριάννα.» Σταματάω για λίγο. Πώς να το εκφράσω αυτό που θέλω να πω; «Ήταν… δεν ξέρω πώς να το περιγράψω. Ήταν σαν να μπήκε στη ζωή μου για να με ισορροπήσει, να μου δώσει έναν σκοπό που δεν ήξερα ότι χρειαζόμουν.» Παίρνω μια ανάσα και γέρνω ελαφρά πίσω. «Ξέρεις πως μ’ έλεγαν στην εταιρία στις αρχές; Μπορείς να μαντέψεις;»
Μου χαμογελάει και με κοιτάζει παιχνιδιάρικα. «Δολοφόνο;»
Χαμογελάω κι εγώ, μισοκλείνοντας τα μάτια μου. «Δολοφόνο.» Πίνω μια γουλιά από το κρασί μου και συνεχίζω. «Αναρριχήθηκα πολύ γρήγορα στην ιεραρχία, μα όταν γέννησα τη Μαριάννα, όταν άκουσα το πρώτο της κλάμα, όταν μου την έβαλαν στην αγκαλιά μου… έκανε τα πάντα να φαίνονται τόσο μικρά. Τόσο ασήμαντα.»

Δε μιλάει, απλά με κοιτάζει με τα υπέροχα σμαραγδένια του μάτια και με αφήνει να συνεχίσω.

«Δεν σταμάτησα να είμαι καλή στη δουλειά μου, δεν σταμάτησα να είμαι απαιτητική με τον εαυτό μου. Αλλά η ιεραρχία των φιλοδοξιών μου άλλαξε. Η πρώτη μου έγινε να γίνω καλή μητέρα.»

Δεν απαντάει, απλά κουνάει το κεφάλι του καταφατικά, δείχνοντας μου ότι καταλαβαίνει και συμφωνεί. Παίζω αφηρημένα με το ποτήρι μου, και συνεχίζω.

«Με το που γύρισα από την άδεια εγκυμοσύνης, το ξέκοψα. “Στις έξι θα φεύγω.” Πράγμα σχεδόν αυτοκτονικό για την καριέρα μου,» του λέω και χαμογελάω ελαφρά, σχεδόν σαρκαστικά.

Γέρνει ελαφρώς μπροστά, με κοιτάζει με ενδιαφέρον. Ακόμα μια μεριά της Μπίλι του που ποτέ δεν είχε δει.

«Γιατί χαμογελάς;»

Πίνω μια γουλιά από το κρασί μου, στρέφοντας το ποτήρι αργά ανάμεσα στα δάχτυλά μου.

«Θυμάσαι πως το έλεγε ο μπάρμπα-Θουκυδίδης;» σηκώνω το βλέμμα μου και του χαμογελώ πονηρά. «Δίκαια μὲν ἐν τῷ ἀνθρωπείῳ λόγῳ ἀπὸ τῆς ἴσης ἀνάγκης κρίνεται…» και τα ρέστα;»

Ανασηκώνει το φρύδι του, σα να το σκέφτεται.

«Κάθε εταιρία που σέβεται τον εαυτό της,» συνεχίζω, ακουμπώντας το ποτήρι στο τραπέζι, «σου υπενθυμίζει με όλους τους τρόπους πως ουδείς αναντικατάστατος…»

Το χαμόγελό μου γίνεται λιγότερο αθώο.

«Το μαχαίρι, όμως, κάποιες φορές είναι δίκοπο.» Γέρνω ελαφρώς μπροστά, τα δάχτυλά μου ακουμπούν απαλά στο τραπέζι, σαν να χαράζω μια αόρατη γραμμή ανάμεσα μας. «Δεν ήθελαν να πάω στον ανταγωνισμό.»

Τα μάτια του εστιάζουν έντονα πάνω μου. Ξέρω τι βλέπουν, σχεδόν μπορώ να ακούσω τις σκέψεις του. Η Μπίλι που είχε γνωρίσει ήταν πίτμπουλ. Η Μπίλι που είχε μπροστά του ήταν λεοπάρδαλη.

«Μπορεί να μην ήμουν ο Αθηναίος,» λέω αργά, τονίζοντας τις λέξεις. «Αλλά δεν ήμουν και ο Μήλιος.»

Γέρνει προς τα πίσω, σταυρώνοντας τα χέρια του πάνω μου. Χαμογελάει και κουνάει το κεφάλι του με κατανόηση.

«Το ήξερα,» συνεχίζω ήρεμα. «Και το ήξεραν.» Σηκώνω το ποτήρι μου ξανά, περιστρέφοντας το κρασί μέσα του, αλλά αυτή τη φορά δεν πίνω. «Και έτσι ήρθαμε σε συμφωνία.»

Δεν μιλάει. Δεν χρειάζεται. Κατάλαβε.

«Και είμαι καλή. Πολύ καλή.»  Ακουμπάω το ποτήρι στο τραπέζι. «Έφτασα να γίνω C-Level executive πέρσι—λίγο πριν κλείσω τα τριάντα-τρία.» Κάθομαι και πάλι αναπαυτικά στην αγκαλιά του. «Εντάξει, δε λέω, υπάρχουν και περιπτώσεις που χρειάζεται να κάτσω παραπάνω,» προσθέτω μ’ έναν τόνο σχεδόν ανέμελο. «Αλλά αυτές είναι η εξαίρεση.»

Με κοιτάζει, ακόμα σιωπηλός, με εκείνο το βλέμμα που είχε πάντα όταν καταλάβαινε βαθύτερα από ό,τι λέγεται φωναχτά.

«Να σου πω την αλήθεια;» συνεχίζω, χαμογελώντας με την ειρωνεία του πράγματος. «Μου αρέσει η δουλειά μου. Αν δεν υπήρχε η Μαριάννα, μπορεί να το τράβαγα μέχρι το βράδυ, μόνο και μόνο γι’ αυτό. Και μεταξύ μας; Την εβδομάδα που την έχει ο Ανδρέας, το κάνω με ελάχιστες εξαιρέσεις.» Χαμογελάω. «Όπως προχθές!»

Χαμογελάει κι εκείνος και με σφίγγει δυνατά πάνω του. Αν δεν είχα φύγει ακριβώς την ώρα που είχα φύγει, δεν θα είχαμε συναντηθεί. Δε θα ήμουν στην αγκαλιά του. Δε θα ήμουν στη θέση μου.

«Αλήθεια, πώς και δεν ακολούθησες ακαδημαϊκή καριέρα;» με ρωτάει.
Δε νομίζω ότι δεν ξέρει ήδη μέσα του την απάντηση, ωστόσο του απαντάω έτσι κι αλλιώς: «Αφενός, δε με τράβαγε ιδιαίτερα, αφετέρου… το οικονομικό. Ο μισθός και τα bonus που μου δίνει η εταιρία, ειδικά στο επίπεδο που είμαι τώρα, δε θα μου τα έδινε κανένα πανεπιστήμιο. Τουλάχιστον στην Ελλάδα. Και δεν είναι μόνο τα λεφτά στην τσέπη,» του λέω και με κοιτάζει ερωτηματικά. «Οι υπόλοιπες παροχές,» του εξηγώ. «Μετοχές, εταιρική πιστωτική κάρτα με μεγάλο όριο, εταιρικό αυτοκίνητο, πληρωμένες βενζίνες και διόδια και τα ρέστα…»
«Γιατί έφυγες από την Ελβετία; Κι εκεί θα τα έβρισκες αυτά… Νομίζω, δηλαδή.»
«Δεν πήγα εκεί για να μείνω, εξ αρχής ο σκοπός μου ήταν να κάνω το διδακτορικό μου και να γυρίσω Ελλάδα,» του λέω ανασηκώνοντας τους ώμους μου. Σουφρώνω λίγο τα χείλη μου. «Και ούτε καν το είχα στο μυαλό μου, εδώ που τα λέμε. Αρχικά ήθελα να συνεχίσω στο ΕΜΠ, αλλά οι γονείς σου… ας πούμε ότι ήταν πειστικοί…» λέω και χαμογελάω στην ανάμνηση. Με είχαν βάλει να κάνω αιτήσεις σχεδόν με το πιστόλι στο κεφάλι.

Δεν μου είχε λείψει μόνο ο Μάριος, από τότε που έφυγαν για Ζάκυνθο μου είχαν λείψει και οι γονείς του. Υψώνω ξανά το βλέμμα μου πάνω του.

«Σε καλό μου βγήκε τελικά, γιατί εκεί εκτός από το διδακτορικό, έκανα και το MBA μου. Κάτι ήξεραν τελικά Ανδρέας και Χριστίνα που είχαν λυσσάξει,» του λέω χαμογελώντας ακόμα πιο έντονα. «Με ήξεραν καλύτερα και από τον εαυτό μου, ο χρόνος του MBA ήταν ο καλύτερός μου στην Ελβετία…»
Γελάει. «Χαχαχα, ναι, μου το είχαν πει… Βέβαια τότε δεν γελούσα. Καταλαβαίνεις…»
«Καταλαβαίνω, μωρό μου,» του λέω, και αυτό το “μωρό μου” μού βγαίνει φυσικά, δε το σκέφτομαι καν.
«Με είπες μωρό σου!» μου λέει και το χαμόγελό του τον κάνει να λάμπει. 
«Το ξέρω!» του απαντάω εξίσου χαμογελαστή. «Είσαι ο Μάριος μου… ποτέ δεν έπαψες να είσαι ο Μάριος μου, ακόμα και όταν δεν ήσουν ο Μάριος μου…»
«Θυμίζει λίγο αντιπρόεδρο Εδεσσαϊκού το παραπάνω!» μου λέει και τον κοιτάζω για λίγο γιατί δεν έχω ιδέα σε τι αναφέρεται.
«Δεν τον ξέρω τον κύριο!» του απαντάω, χωρίς να δώσω περισσότερη σημασία.
«Θύμισέ μου κάποια στιγμή να στο δείξω στο YouTube, δε θα σου μείνει άντερο…» μου λέει και σταματάει για λίγο και με κοιτάζει ερωτηματικά. «Εχμ, το ξέρεις το YouTube, έτσι;»
«Μεσιέ, το γεγονός ότι δεν πήγαμε εις τας Αμερικάς δε σημαίνει ότι ζούμε και στις σπηλιές!» του λέω με δήθεν ιερή αγανάκτηση.
«Καλά ντε, μη βαράς!» μου λέει σηκώνοντας τα χέρια του.
«Μωρέ άλογο θα σε κάνω!» του δηλώνω. « Τόσα χρόνια που έχω να σε δείρω, μού ‘χει λείψει!» συμπληρώνω κοιτώντας τον προκλητικά, και φυσικά τσιμπάει και πάλι το δόλωμα σα χάνος! Όπως τότε! Χαμογελάω και πάλι.
«Να προσπαθήσεις, εννοείς!» μου λέει κοιτάζοντάς με μέ μισό μάτι. 
«Να τα ξεχάσεις αυτά που ήξερες!» του δηλώνω με σιγουριά. «Πλέον είμαι Νίντζα!» του κάνω, κάνοντας θεατρικά τον Bruce Lee.
Ξεκαρδίζεται στα γέλια. «Χαχαχα, τι μαλάκας είσαι!»
«Τα είπαμε αυτά! Με όποιον δάσκαλο καθίσεις…» του απαντάω φλεγματικά, και μετά από έντεκα χρόνια έχουμε και πάλι λαρυγγοσκόπηση.

Χα! What Billie wants is what Billie gets!

Πίνουμε σιγά-σιγά το κρασί μας και ούτε μια στιγμή δεν φεύγω από την αγκαλιά του. Αυτά τα έντεκα ατελείωτα χρόνια έμοιαζαν σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ—σα να μην είχαμε χαθεί ποτέ. Γελάμε και πειραζόμαστε σαν η τελευταία μας έξοδος να ήταν πριν μερικές μέρες και όχι πριν μια ολόκληρη ζωή. Όλα μαζί του είναι τόσο απλά, κυλάνε σα νερό. Δεν ξέρω, δε μου αρέσουν τα κλισέ, αλλά… είναι σα να είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλον.

«Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει, βλέποντάς με σκεφτική.
«Πόσο απλό, πόσο εύκολο, πόσο φυσικό είναι που είμαι μαζί σου…» του λέω κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Μου απομακρύνει τρυφερά το τσουλούφι που έχει πέσει μπροστά στα μάτια μου, και συνεχίζω: «Μπορεί να ακουστεί βαρύ, αλλά ρε Μάριε… είναι σαν να πλαστήκαμε ο ένας για τον άλλον.»
Μου χαμογελάει, μ’ εκείνο το χαμόγελο που είναι μόνο δικό μου. «Από πέντε χρονών παιδιά κάθε μέρα μαζί. Μαζί στο παιχνίδι, μαζί στο διάβασμα, μαζί στις ξένες γλώσσες, από το γυμνάσιο και μετά μαζί στο σχολείο, μαζί στο Πολυτεχνείο…» Σταματάει και με κοιτάζει βαθιά στα μάτια. «Δεν πλαστήκαμε ο ένας για τον άλλον, Μπίλι μου. Εμείς οι ίδιοι πλάσαμε ο ένας τον άλλον. Είμαι ο Πυγμαλίωνας σου και είσαι η Γαλάτεια μου. Είμαι η Γαλάτεια σου και εσύ ο Πυγμαλίωνας μου.»
Η καρδιά μου σφίγγεται από αγάπη. «Μάριε;»
«Πες μου,» μου λέει κοιτώντας με στα μάτια. Με αυτό το βλέμμα… αυτό που με είχε κοιτάξει στις Πλάκες… αυτό το γεμάτο προσμονή.
«Δε θέλω να πάμε στη Boom-boom σήμερα.» του λέω. Κουνάω το κεφάλι μου. «Δε θέλω κόσμο, θέλω εσένα. Μόνο εσένα.» του λέω και σταματάω και πάλι. Αναστενάζω. «Έντεκα χρόνια ήταν αρκετά… Φτάνει. Φτάνει.»
Δεν απαντάει αμέσως. Απλώνει το χέρι του, πιάνει το δικό μου και το σφίγγει μέσα στη χούφτα του. «Πού θες να πάμε;» με ρωτάει τρυφερά.
«Δε με νοιάζει… σπίτι σου… σπίτι μου… σε μια ερημική παραλία… σε μια πλαγιά… Δε με νοιάζει. Μόνο να είμαστε οι δυο μας. Μόνο αυτό.»
Το βλέμμα του μαλακώνει. «Ό,τι θέλει η Μπίλι μου.»

Κάνει νόημα στη γκαρσόνα να έρθει και πληρώνει εκείνος.

Τυπικά δική μου σειρά ήταν—στην τελευταία μας έξοδο πριν έντεκα χρόνια πάλι εκείνος είχε πληρώσει—αλλά δε λέω τίποτα. Δε θέλω να χαλάσω τη μαγεία της στιγμής κάνοντας χαβαλέ. Καλά να είμαστε, και στο μέλλον από χαβαλέ, άλλο τίποτα. Αλλά όχι τώρα. Τώρα έχω μία και μόνο μία ανάγκη. Μία και μόνο.

Να με σφίξει στην αγκαλιά του. Γυμνή. Να νιώσω ξανά τη ζέστα της σάρκας του πάνω στη δική μου. Την ανάσα του καυτή στο πρόσωπό μου. Το βάρος του κορμιού του πάνω μου. Να τον νιώσω μέσα μου. Να με κάνει και πάλι δική του, να γίνουμε και πάλι ένα.

Και ξανά. Και ξανά. Και ξανά.

Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο. Με κοιτάζει στα μάτια. «Είσαι σίγουρη;»

Ξέρω γιατί ρωτάει. Και οι δύο ξέρουμε που θα οδηγήσει το ξεμονάχιασμά μας. Μα ο Μάριος δεν είναι μια επιπόλαιη σχέση. Ο Μάριος δεν είναι η ξεπέτα που ορκίστηκα στον εαυτό μου να μην κάνω ποτέ. Είπαμε να το πάμε αργά, είπαμε να μη βιαστούμε, αλλά η φωτιά μέσα μας δεν έσβησε ποτέ. 

Μια λεξούλα χρειάστηκε: «Ξεκινήσαμε.»

Και η φλόγα έγινε πυρκαγιά.

Του ανταποδίδω το βλέμμα. «Όσο δεν έχω υπάρξει ποτέ άλλοτε στη ζωή μου.»

Ad Astra

Στη διαδρομή μέχρι το σπίτι του δε μιλάμε. Η μουσική παίζει χαμηλά στο ράδιο, μια απαλή ροή ήχων που γεμίζει τη σιωπή μας χωρίς να την βαραίνει. Το μόνο που κάνω είναι να χαϊδεύω αργά το χέρι του πάνω στο λεβιέ των ταχυτήτων, σαν να επιβεβαιώνω ότι είναι πραγματικός, ότι είναι εδώ. Δεν σκέφτομαι τίποτα, δεν χρειάζεται. Η νύχτα είναι ήρεμη, όπως κι εμείς.

Δε συνειδητοποιώ καν πότε φτάνουμε στο Νέο Ηράκλειο. Το σπίτι του είναι μόλις δύο τετράγωνα πιο μέσα από τα κεντρικά της εταιρείας. Η πολυκατοικία φαίνεται νεόκτιστη, μοντέρνα, με έναν μεγάλο υπόγειο χώρο στάθμευσης. Ο Μάριος παρκάρει δίπλα σε ένα θηριώδες SUV.

«Τι είναι αυτό καλέ;» ρωτάω έκπληκτη.
«Hummer,» λέει χαμογελώντας. «Του Μιχάλη, του Κρητικού που μένει στο ρετιρέ. Πριν καμιά εικοσαριά μέρες επέστρεψε, πηγαινοέρχεται Γερμανία, κάνει το διδακτορικό του εκεί. Μηχανολόγος κι αυτός.»
«Και γιατί πήρε τανκ;» τον πειράζω.
«Τι να σου πω, φαίνεται πως το φυσάει το παραδάκι ο Κρητίκαρος. Το αυτοκίνητο είναι πανάκριβο και το ρετιρέ δικό του, δεν το νοικιάζει. Κι εδώ που τα λέμε, σχεδόν δυο μέτρα παλικάρι και γεμάτος. Γιατί να στριμώχνεται σε κάτι μικρότερο, αφού έχει τα φράγκα για μεγαλύτερο;»
Γελάω. «Ε, ναι, μη χάσει!»

Μπαίνουμε στην πολυκατοικία και ανεβαίνουμε στο διαμέρισμά του. Δεν είναι μεγάλο, αλλά είναι ζεστό και διαμορφωμένο με γούστο. Ξύλινα ράφια, άνετος γκρι καναπές, βιβλία παντού. Στο σαλόνι, μια σειρά από φωτογραφίες μαρτυρούν την πιο σημαντική του ιδιότητα: του πατέρα. Σταματάω μπροστά τους, χαμογελώντας. Η κόρη του έχει τα μάτια του, αλλά τα χαρακτηριστικά της πρέπει να τα πήρε από τη μητέρα της. Είναι ένα κουκλί με ανοιχτά ξανθά μαλλιά.

«Είναι υπέροχη,» λέω απαλά.
«Ναι…» Η φωνή του έχει εκείνη την ανεπαίσθητη τρυφερότητα που έχουν οι γονείς όταν μιλούν για τα παιδιά τους.

Το βλέμμα μου πέφτει σε μια άλλη φωτογραφία. Σταματάω απότομα. Το χαμόγελό μου παγώνει. Τη θυμάμαι αυτή τη φωτογραφία. Σαντορίνη. Ήταν το απόγευμα της τελευταίας μέρας μας πριν επιστρέψουμε στην Αθήνα. Είχα προσπαθήσει να χαμογελάσω, αλλά στο βλέμμα μου υπήρχε μελαγχολία. Την είχε τραβήξει λίγο πριν φύγουμε, λίγο πριν αποχαιρετίσουμε ένα καλοκαίρι που ξέραμε πως δε θα ερχόταν ποτέ ξανά το ίδιο. Τα μάτια μου καίνε.


«Τη θυμάσαι;» ακούω τη φωνή του πίσω μου.

Δεν εμπιστεύομαι τη φωνή μου. Γνέφω απλά καταφατικά. Μου χαμογελάει γλυκά, διακριτικά. Δεν λέει τίποτα περισσότερο, δεν χρειάζεται. Η στιγμή είναι δική μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και καταφέρνω να χαμογελάσω.

«Θέλεις να πάμε έξω να πιούμε λίγο κρασάκι;» με ρωτάει χαμογελαστός.
«Πολύ!» του απαντάω, και σκουπίζω βιαστικά ένα δάκρυ που δεν κατάφερα να συγκρατήσω.

Πάμε στη βεράντα, το διαμέρισμά του διαθέτει, παρόλο που δεν είναι ρετιρέ, και είναι και αρκετά μεγάλη. Είναι γεμάτη γλάστρες και έχει και μια μεγάλη κούνια. Η πολυκατοικία είναι εξαώροφη και το διαμέρισμά του, βρισκόμενο στον πέμπτο, έχει αρκετά καλή θέα.

«Πού θέλεις να κάτσουμε;»
«Στην κούνια!»
«Ό,τι θέλει το κορίτσι μου, πάω να γεμίσω τα ποτήρια μας,» μου λέει και κάθομαι στην κούνια, ρουφώντας τη ζεστή καλοκαιριάτικη νύχτα. Η βεράντα είναι ήσυχη, ο αέρας δροσερός, και το φως της πανσελήνου πασπαλίζει τη νύχτα με ασημόσκονη.

Μετά από λίγο, επιστρέφει με το κρασί και μου δίνει το ποτήρι. Κάθεται δίπλα μου, τα πόδια μας αγγίζονται ελαφρά.

«Στην υγειά μας, Μπίλι μου,» λέει και σηκώνει το ποτήρι του. Μου χαμογελάει και το πρόσωπό του φωτίζει τη νυχτιά.
«Στην υγεία μας, Μάριε μου,» απαντώ, και τα ποτήρια μας συναντιούνται με έναν καθαρό, γυάλινο ήχο.

Και τότε, από κάπου πάνω μας, ακούγεται ένας ήχος. Ένα γυναικείο βογγητό. Σηκώνω το φρύδι μου και βάζει τα γέλια.

«Ναι, ξέχασα να στο πω, μπορεί να έχουμε και… υπόκρουση,» λέει, κλείνοντάς μου το μάτι.
«Ο κρητίκαρος;» ρωτάω αμέσως, γιατί ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι.
«Ναι! Από τότε που επέστρεψε, κάθε βράδυ είναι και με διαφορετική!» μου λέει χαχανίζοντας. «Στις είκοσι μέρες που είναι εδώ, δεν έχω δει ούτε μια φορά την ίδια,» λέει με φανερό θαυμασμό, κερδίζοντας μια αγκωνιά όλη δική του! «Άου!» μου κάνει με ψεύτικη αγανάκτηση.
«Έντεκα χρόνια αρκετά σουρτούκεψες!» του κάνω σταυρώνοντας τα χέρια μου. «Και τα σκυλιά, δεμένα, αντιλαβού;» του κάνω και βάζει και πάλι τα γέλια.
«Μάλιστα κύριε Λοχαγέ!» μου κάνει, και κερδίζει ακόμα μια αγκωνιά. «Γιατί;» με ρωτάει απορημένος!
«Για να μην ξεχνιόμαστε!»
«Για να συνεχίσω εκεί που είχα μείνει πριν με διακόψεις διά της βί…» μου λέει και του τσιμπάω το χέρι.
«Δια της ΒΙ…?» του κάνω, κοιτάζοντάς τον προκλητικά!
“VIVA LAS VEGAS ?” μου κάνει και βάζω τα γέλια. «Έλεγα λοιπόν… αλήθεια, τι έλεγα;» με ρωτάει ξύνοντας το κεφάλι του.
«Για τον Κρητίκαρο!» του υπενθυμίζω.
«Α, ναι! Κάθε μέρα και διαφορετική, και όλες πιτσιρίκες!»
«Πιτσιρίκες;» ρωτάω κοιτάζοντάς τον με μισό μάτι, λες και ήταν ο Μάριος που τις είχε συλλογή!
«Όχι ανήλικες, βρε! Εικοσάρες, κάπου εκεί γύρω. Αλλά να μου πεις, κι αυτός 23-24 είναι, μη φανταστείς καμιά μεγάλη διαφορά. Δεν έχουμε μιλήσει πολλές φορές…» μου λέει και το σκέφτεται για μερικές στιγμές. «Βασικά μου έχει πει ότι έχει καταγωγή από το Ηράκλειο, κάνει διδακτορικό στο Aachen, και… ε, από ό,τι ακούω, πρέπει να είναι και καλός!» μου λέει χαμογελώντας πονηρά.

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, τα βογγητά από πάνω γίνονται πιο έντονα.

«Ελπίζω μέχρι το Σεπτέμβρη να φτιάξει την ηχομόνωσή του,» συνεχίζει, «γιατί όταν γυρίσει η Χριστίνα-Βασιλική, θα έχουμε θέμα!»
«Κανείς δεν είναι σαν το Μάριο μου,» του απαντάω παιχνιδιάρικα.
«Ο Μάριος σου στο συγκεκριμένο θέλει λαδάκι γιατί έχει σκουριάσει!»
«Κατά ιδίαν δήλωση, έχεις τουλάχιστον γυμνασμένα μπράτσα!» του πετάω, χαμογελώντας αθώα.
Σταματάει, με κοιτάζει, και ξεσπάει σε γέλια. «Τι μαλάκας είσαι!» λέει, κουνώντας το κεφάλι του, αλλά γελάει τόσο που κοντεύει να πνιγεί ο ίδιος.
«Εσύ έχεις κάνει τα μπράτσα, εγώ είμαι ο μαλάκας;» τον πειράζω ακόμα περισσότερο.
Βήχει, προσπαθώντας να βρει την ανάσα του. «Σε καλό σου!» λέει, τελικά. Με κοιτάζει με ένα βλέμμα που για λίγο γίνεται σοβαρότερο. «Α ρε Μπίλι… Πώς τα καταφέραμε πάλι και χάσαμε τόσα χρόνια από τις ζωές μας;»

Δεν απαντάω αμέσως. Σηκώνω το ποτήρι μου.

«Το κάλλιο αργά παρά ποτέ ήταν ανέκαθεν η φράση μας,» λέω, κλείνοντάς του το μάτι. «Στα γεράματα θ’ αλλάζαμε;»
«Συμφωνεί και η από πάνω,» μου λέει, καθώς τα γυναικεία βογγητά έχουν φτάσει πλέον σε μια κορύφωση… σχεδόν θρησκευτικού επιπέδου.
«Άσ’ την αυτήν, έχει πιάσει κουβέντα με το Θεό,» του λέω χαχανίζοντας.
Χαμογελάει μερικές στιγμές και μετά το βλέμμα του αλλάζει και πάλι, γίνεται παιχνιδιάρικο. «Χορεύετε, δεσποινίς;»

Δεν χρειάζεται να απαντήσω. Παίρνω το χέρι του και σηκώνομαι. Πάει στο CD player, το ανοίγει και ψάχνει λίγο πριν βάλει ένα δισκάκι. Οι πρώτες νότες ηχούν στον χώρο, κι αμέσως το αναγνωρίζω.

Listen to the wind blow,
watch the sun rise.

Είναι το The Chain των Fleetwood Mac. Το τραγούδι που είχαμε χορέψει εκείνο το βράδυ στο πάρτι της Κλαίρης. Το τραγούδι που, χωρίς να το ξέρουμε τότε, σημάδεψε μια στιγμή που άλλαξε τα πάντα. Δεν υπάρχει πια καμία Βίκυ να μου χαλάσει τη διάθεση. Δεν υπάρχει τίποτα να μας κρατήσει χώρια. Μόνο εμείς, η μουσική, και ό,τι νιώθουμε.

Με αγκαλιάζει σφιχτά από τη μέση, και τα χέρια μου σταυρώνονται πίσω από το σβέρκο του. Λικνιζόμαστε αργά, αφήνοντας το τραγούδι να μας παρασύρει. Υψώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω. Χαμηλώνει το κεφάλι του, και πριν καν το συνειδητοποιήσω, τα χείλη μας συναντιούνται ξανά. Δεν υπάρχει δισταγμός. Δεν υπάρχει φόβος. Υπάρχει μόνο το φιλί μας, βαθύ, ερωτικό, γεμάτο υποσχέσεις που δεν ειπώθηκαν με λέξεις. Τα χέρια του χαϊδεύουν την πλάτη μου, το άγγιγμά του είναι γνώριμο, και όμως κάθε στιγμή μοιάζει σαν την πρώτη φορά.

And if you don’t love me now,
you will never love me again.
can still hear you saying
Υou will never break the chain.

Οι στίχοι αντηχούν μέσα μου. Τον θέλω. Τον θέλω όπως δεν έχω θελήσει ποτέ κανέναν άλλον. Δεν είναι πόθος της στιγμής, δεν είναι νοσταλγία. Είναι κάτι πολύ πιο βαθύ. Είναι η αίσθηση ότι έπρεπε να είμαστε εδώ, τώρα, ξανά μαζί.

«Σε θέλω,» ψιθυρίζω πάνω στα χείλη του.

Δεν απαντάει. Δεν χρειάζεται. Το βλέμμα του μου λέει όσα τα λόγια δεν μπορούν. Παίρνει το χέρι μου, με τραβάει απαλά προς τα μέσα, και εγώ τον ακολουθώ χωρίς δεύτερη σκέψη. Η μουσική παίζει ακόμα, σαν soundtrack μιας σκηνής που περίμενε έντεκα χρόνια να ξαναγραφτεί.

Chain keep us together, running in the shadows
Chain…

Πάμε στην κρεβατοκάμαρά του. Το υπέρδιπλο κρεβάτι είναι στρωμένο, τα πάντα τακτοποιημένα. Δε μου κάνει εντύπωση – ανέκαθεν ο Μάριος ήταν έτσι, ενώ εγώ ήμουν πάντα η πιο χύμα. Σταματάμε, και με γυρνάει απαλά, έτσι ώστε να του έχω πλάτη. Τα χέρια του γλιστρούν στα πλευρά μου, το άγγιγμά του αργό, εξερευνητικό. Κλείνω τα μάτια μου, νιώθοντας τη ζεστασιά του πίσω μου. Φέρνω τα χέρια μου πίσω και τα σταυρώνω πίσω από το κεφάλι του, σαν να προσπαθώ να τον κρατήσω όσο πιο κοντά γίνεται.

Τα χείλη του βρίσκουν τον σβέρκο μου, και με το πρώτο απαλό φιλί, και ένα ρίγος να διαπεράσει τη ραχοκοκαλιά μου. Τα χείλη του ακολουθούν μια αργή, βασανιστικά γλυκιά διαδρομή προς τον ώμο μου, ενώ τα δάχτυλά του χαράζουν αόρατες διαδρομές στο σώμα μου, σαν να αποτυπώνουν ξανά από την αρχή κάθε εκατοστό που γνώριζαν ήδη.

Γέρνω το κεφάλι μου στο πλάι, προσφέροντας του περισσότερο χώρο να με εξερευνήσει, και νιώθω την ανάσα του ζεστή πάνω στο δέρμα μου. Το φόρεμά μου γλιστράει ελαφρά καθώς τα χέρια του κατεβαίνουν προς τους γοφούς μου, και μια λαχτάρα με τυλίγει, οικεία αλλά και νέα ταυτόχρονα.

Γυρίζω προς το μέρος του, και τα μάτια του καίνε όπως εκείνη την πρώτη φορά, τότε που όλα ήταν πρωτόγνωρα, τότε που ανακαλύπταμε ο ένας τον άλλον με την αθωότητα και την έξαψη των πρώτων ερώτων. Μα τώρα, υπάρχει κάτι ακόμα πιο δυνατό ανάμεσά μας—η γνώση ότι αυτό που έχουμε δεν είναι απλώς μια ανάμνηση, αλλά κάτι ζωντανό, κάτι που δεν χάθηκε ποτέ, όσα χρόνια κι αν πέρασαν.

Τον τραβάω πάνω μου και φιλιόμαστε ξανά, πιο βαθιά, πιο αχόρταγα. Τα χέρια μας κινούνται με σιγουριά αλλά και με λαχτάρα, σαν να προσπαθούμε να καλύψουμε τα χρόνια που χάσαμε. Το δωμάτιο γεμίζει με τις ανάσες μας, το φως του φεγγαριού που μπαίνει από το παράθυρο χαϊδεύει τα σώματά μας, και για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό, νιώθω απόλυτα πλήρης.

Η αλυσίδα δεν έσπασε ποτέ. Και τώρα, ξαναβρίσκει τη φυσική της θέση, κρατώντας μας ενωμένους όπως πάντα έπρεπε να είμαστε. Ο χρόνος χάνεται. Το μόνο που υπάρχει είναι η αίσθηση, η ένταση, η επιθυμία. Έντεκα χρόνια μετά, επιστρέφουμε εκεί που ανήκαμε πάντα. Ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.

Μου ξεφεύγει μια δυνατή ανάσα τη στιγμή που φέρνει τα χέρια του πάνω στα στήθη μου και μου τα χουφτώνει απαλά, ενώ το στόμα του παίζει με το λοβό του δεξιού μου αφτιού. Μου μαλάζει τα στήθη για λίγη ώρα και μετά αργά, βασανιστικά αργά, κατεβάζει το ένα του χέρι προς τα κάτω και επιτέλους φτάνει εκεί που λαχταρώ και με χαϊδεύει πάνω από το φόρεμα. Σταματάει και μου το σηκώνει απαλά, ξεσταυρώνω τα χέρια μου από το κεφάλι του και τα σηκώνω ψηλά για να τον βοηθήσω να μου το βγάλει.

Μου ξεκουμπώνει το σουτιέν και τον βοηθάω να μου το βγάλει. Με τραβάει ξανά προς το μέρος του, ακουμπάω και πάλι πάνω του, και αυτή τη φορά νιώθω τον ερεθισμό του. Φέρνει ξανά τα χέρια του πάνω στα στήθη μου και μου τα μαλάζει, πιο δυνατά αυτή τη φορά. Έχω σηκώσει και πάλι τα χέρια μου αλλά αυτή τη φορά τα έχω σταυρώσει πίσω από το δικό μου κεφάλι. Παίζει για λίγο με τις ρώγες μου και μετά και με τα δυο του χέρια με χαϊδεύει στα πλευρά και μετά στην κοιλιά και μετά… Μου ξεφεύγει και πάλι ένας δυνατός στεναγμός. Σταματάει και μου κατεβάζει το εσώρουχο και μετά από έντεκα χρόνια βρίσκομαι και πάλι γυμνή μπροστά του.

Γυρίζω προς το μέρος του και τα χείλη μας συναντιούνται και πάλι ενώ με ένα μου χέρι του ξεκουμπώνω το πουκάμισο. Το βγάζει και βγάζει και το φανελάκι του. Σέρνω τ’ ακροδάχτυλά μου πάνω στο στέρνο του κάνοντάς την άλω του να ανατριχιάσει. Ξεκινάμε να φιλιόμαστε και πάλι και κατεβάζω το χέρι μου προς τα κάτω, τον χουφτώνω πάνω από το παντελόνι του και με το ένα μου χέρι καταφέρνω να του ξεκουμπώσω και τη ζώνη και τα κουμπιά. Περνάω το χέρι μου μέσα από το ανοιχτό παντελόνι και το εσώρουχό του και πιάνω το όργανό του στο χέρι μου.

Σταματάμε για να τον βοηθήσω να βγάλει παντελόνι και εσώρουχο, βγάζει και τις κάλτσες του, και μένουμε τελείως γυμνοί. Με τραβάει πάνω του και με φιλάει παθιασμένα, επιθετικά, και νιώθω και πάλι να λιώνω στα χέρια του. Κατεβάζω το χέρι μου στο στέρνο του και τον χαϊδεύω. Σταματάω το φιλί στο στόμα και αρχίζω και τον φιλάω και να τον δαγκώνω απαλά στο σαγόνι και στο λαιμό. Συνεχίζω να τον φιλάω στο στέρνο, και στα στήθη του και μετά πιο χαμηλά ενώ ταυτόχρονα λυγίζω τα πόδια μου και χαμηλώνω, και όλο χαμηλώνω, μέχρι που τελικά στέκομαι γονατισμένη μπροστά του.

Με μεθάει η μυρωδιά του ανδρισμού του και χωρίς να διστάσω ούτε στιγμή τον παίρνω όλο μέσα στο στόμα μου, έχω μάθει εδώ και χρόνια να μπορώ να το κάνω. Ακούω το βογγητό του και συνεχίζω με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό, μπορεί να θέλω να μπει μέσα μου αλλά ακόμα περισσότερο θέλω να του προσφέρω ικανοποίηση, ο Μάριος, πέρα από την Μαριάννα μου, είναι ο μόνος άνθρωπος στη ζωή μου του οποίου τα θέλω τα έβαζα *πάντα* πάνω από οτιδήποτε δικό μου.

Με σταματάει απαλά και με βοηθάει να σηκωθώ. Ξαπλώνουμε στο κρεββάτι και ανεβαίνει πάνω μου και τον αγκαλιάζω και τον τραβάω προς τα μένα, θέλω να νιώσω το βάρος του κορμιού του πάνω στο δικό μου. Με φιλάει και μετά κατεβαίνει απαλά στα στήθη μου και μετά ανάμεσα στα πόδια μου. Τον αρπάζω από το μαλλί και τον κολλάω πάνω μου και το άγγιγμα της γλώσσα του στα χαμηλά μου, με κάνει άθελά μου να τεντωθώ.

«Σε θέλω…κάνε με δική σου και πάλι… σε θέλω… σε θέλω…» του λέω με πνιχτή φωνή, και σταματάει για λίγο.

Σηκώνεται, ανοίγει το συρτάρι του και αρχίζει να ψάχνει, προσεκτικά στην αρχή, με μεγαλύτερο άγχος στη συνέχεια. Γυρίζει προς τα μένα σχεδόν απελπισμένος.

«Μπίλι μου… δεν… δεν έχω προφυλακτικά… Νόμιζα ότι είχα…»
«Δεν πειράζει» του λέω. «Είναι η πρώτη μου μέρα μετά τους Ρώσσους» του εξηγώ.

Με κοιτάζει για μερικά δευτερόλεπτα αναποφάσιστος.

«Αν δε θες χωρίς προφυλακτικό, δεν πειράζει,» του λέω χαϊδεύοντάς τον τρυφερά, προσπαθώντας να τον ηρεμίσω.

Η καρδιά μου βουλιάζει, αλλά κάπου τον καταλαβαίνω. Δε νομίζω ότι το άγχος του είναι μην μείνω κατά λάθος έγκυος. Και το παρελθόν μου με τις ξεπέτες, δεν βοηθάει. Κάνω να χαμηλώσω προς τα κάτω, να τον πάρω στο στόμα μου. Ας είναι κι έτσι. Δε μ’ αφήνει.

«For what it matters, είμαι αιμοδότρια,» του λέω, παρόλο που έχει πάρει ήδη την απόφασή του να συνεχίσει χωρίς προφυλακτικό.
«Ε, πες το ρε μαλάκα!» μου κάνει με τη φυσικότητα που μιλούσαμε μαζί στα είκοσι μας, λες και δεν έχουν περάσει έντεκα ολόκληρα χρόνια από την τελευταία μας φορά, και η έντασή μου διαλύεται σα φούσκα.

Επιστρέφει στο έργο του, κάνοντάς και πάλι το σώμα μου να τεντωθεί, και παρόλο που του είπα ότι θέλω να μπει μέσα μου δε σταματάει, συνεχίζει με ακόμα μεγαλύτερο πάθος και τη γλώσσα του τη συνοδεύουν και τα δάχτυλά του, και όπως και την πρώτη φορά που μου τα έβαλε ταυτόχρονα μπροστά και πίσω, ο οργασμός μου έρχεται από το πουθενά και ξεπληρώνουμε τις φωνές της από πάνω με τόκο! Σταματάει και βρίσκω με κάποια δυσκολία τις ανάσες μου.

«Σε θέλω!» του λέω και πάλι. «Κάνε με δική σου… κάνε με δική σου και πάλι!»
«Δώσε μου λίγο…» μου λέει και το μυαλό μου πάει αλλού.
«Το μετάνιωσες;» τον ρωτάω προσπαθώντας να κρύψω την απογοήτευσή μου.
«Τι λες παιδάκι μου, είσαι τρελή;» με ρωτάει με φυσικότητα που με κάνει να χαχανίσω.
«Τότε;»
«Άμα ξεκινήσω όπως είμαι τώρα, θα αρχίσεις πάλι να μου τραγουδάς για τον Speedy Gonzalez» μου εξηγεί, και αυτή τη φορά δε μένω στο χάχανο, βάζω τα γέλια.
«Don’t care! Δε μπορώ να περιμένω άλλο, δε θέλω να περιμένω άλλο!»

Αντί απάντησης κουνάει το κεφάλι του γελαστός και έρχεται προς το μέρος μου. Ανεβαίνει από πάνω μου και ανοίγω τα πόδια μου για να τον υποδεχτώ. Στέκεται ακίνητος για μερικές στιγμές και μετά σχεδόν γλιστράει μέσα μου, κάνοντάς με να ξεφωνίσω από την ηδονή και την πληρότητα. Ανοίγω και πάλι τα μάτια μου και τον κοιτάω όπως είναι όλος μέσα μου, ακίνητος.

«Σ’ αγαπάω» μου λέει.
«Σ’ αγαπάω» του απαντάω.

Αρχίζει και κινείται απαλά και τα μάτια μου κλείνουν από μόνα τους και οι χτύποι της καρδιάς μου είναι τόσο δυνατοί που θαρρείς πως καλύπτουν τις κοφτές του ανάσες καθώς μπαινοβγαίνει με υπνωτικό σχεδόν ρυθμό μέσα μου. Επιταχύνει σταδιακά και οι ανάσες μου γίνονται στεναγμοί και μετά βογγητά και στο τέλος αναφιλητά αλλά δεν είναι κλάματος, είναι ηδονής.

Νιώθω να έχω αρπάξει φωτιά και ο Μάριος όλο και συνεχίζει να επιταχύνει και παρά τους φόβους του συνεχίζει για αρκετή ώρα, τόση που νιώθω ότι δε θα αντέξω, θα του μείνω, και γίνομαι ξανά σαν την από πάνω, τα αναφιλητά μου γίνονται φωνές και πάνω στην κορύφωση του οργασμού μου έρχεται και ο δικός του. Καρφώνεται μέσα μου και μένει ακίνητος και νιώθω μέσα μου τα γνώριμα διαδοχικά κύμματα ζέστης.

«Μείνε μέσα μου… σε παρακαλώ, μην τραβηχτείς…» σχεδόν τον εκλιπαρώ, τα χέρια μου σφιγμένα γύρω του, σαν να φοβάμαι πως αν χαλαρώσω έστω και λίγο, θα χαθεί ξανά.
«Δεν πάω πουθενά!» μου αποκρίνεται χαμογελαστός, η φωνή του βραχνή, γεμάτη σιγουριά.

Νιώθω ξανά το βάρος του κορμιού του καθώς ξαπλώνει πάνω μου, το σώμα του κουμπώνει πάνω στο δικό μου σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα.

«Δεν πάω πουθενά…» ψιθυρίζει και πάλι. «Είμαι εκεί που ανήκω.»

Μένουμε έτσι, ακίνητοι, με τις καρδιές μας να χτυπούν η μία πάνω στην άλλη, σε έναν ρυθμό που είχα ξεχάσει, αλλά τώρα θυμάμαι σαν να μην τον έχασα ποτέ. Και όταν τελικά μετακινείται, δεν απομακρύνεται. Ξαπλώνει δίπλα μου και μου ανοίγει την αγκαλιά του—και εγώ, χωρίς δεύτερη σκέψη, χώνομαι μέσα της, κουλουριάζομαι πάνω του, το κεφάλι μου φωλιάζει στη θέση που μου έλειψε πιο πολύ απ’ όλες: ανάμεσα στο χέρι και το στέρνο του.

Μπορεί να είναι μόνο το πρώτο βήμα, αλλά η πληρότητα που νιώθω με γεμίζει αισιοδοξία.

Μετά από έντεκα ατελείωτα χρόνια, ο Μάριος μου είναι και πάλι με τη Μπίλι του.

In the Imagicon

Tέσσερις μέρες έχουν περάσει. Κοιμήθηκα στο σπίτι του εκείνο το βράδυ, και κάναμε έρωτα ξανά και ξανά και ξανά. Την Κυριακή το βράδυ ήταν να πάρω τη Μαριάννα και εκεί και πάλι το σύμπαν ήρθε να μας προσφέρει τη βοήθειά του.
⇽∙∙∙⇾
Έχουμε σηκωθεί και είμαστε στη βεράντα και πίνουμε τον καφέ μας όταν χτυπάει το τηλέφωνό μου, είναι ο Ανδρέας. Κάνω νόημα στο Μάριο να μη μιλήσει και απαντάω:

«Καλημέρα Ανδρίκο μου!» του λέω. Έτσι τον φώναζα, το διαζύγιο δεν το άλλαξε αυτό.
«Καλημέρα Μπίλι!» ακούω τη ζεστή φωνή του στο τηλέφωνο. Μπορεί να μην τον ερωτεύτηκα όσο το Μάριο, αλλά τον αγάπησα, πραγματικά τον αγάπησα, και τον αγαπώ ακόμα. Μπορεί να μην είναι Μάριος αλλά δεν είναι και ο πρώτος τυχαίος, είναι ο πατέρας του παιδιού μου.
«Τι κάνετε, πώς τα περνάτε;»
«Όπως στα είπε το καμάρι μας χθες το πρωί!» μου απαντάει και βγάζω ένα γελάκι. «Άλλο πήρα να σου πω!»
«Είμαι όλη αφτιά!»
«Μπορούμε να κρατήσουμε την Μαριάννα και αυτή την εβδομάδα; Κέρδισα πενταήμερη κρουαζιέρα στο Αιγαίο από τη δουλειά. Ξεκινάμε Τρίτη και επιστρέφουμε Σάββατο βράδυ. Αν δεν την πάρω τώρα, θα πρέπει να περιμένουμε τον Οκτώβρη και είναι αμαρτία!»
«Ορίστε, θα μου πάρει την κόρη και θα μου την κάνει γιαπωνέζο τουρίστα!» του αστειεύομαι, δίνοντάς του με αυτό τον τρόπο την συγκατάθεσή μου.
«Μπα, έτσι ξανθομπάμπουρας που είναι δύσκολα θα την περάσουν για γιαπωνέζα!» μου απαντάει. «Δε μου λες, τι ώρα μπορώ να περάσω από το σπίτι να πάρω και κανένα άλλο ρούχο μαζί της;»
«Ό,τι ώρα θες από το απόγευμα και μετά. Και να σου πω, πάρε μαζί σου και το μούτρο να τη δω που μου έχει λείψει!»
«Βεβαίως!» μου απαντάει και από τη φωνή του καταλαβαίνω ότι χαμογελάει από τη μια μεριά του προσώπου του μέχρι την άλλη. «Λοιπόν, σε αφήνω και να τα πούμε γύρω στις έξι;»
«Αμέ, μια χαρά!»
«Α, να σου πω, αν φας το μεσημέρι φάει κάτι πρόχειρο, θα σου φέρω μουσακά από τα χεράκια της Αλεξάνδρας!»
«Ψιτ, όχι τσιγκουνιές, ε;» του λέω. Τον λατρεύω το μουσακά της, δεν ξέρω τι διάολο βάζει μέσα αλλά τέτοιο μουσακά δεν έχω βρει πουθενά!
«Χαχαχα, μη μου ανησυχείς! Από τ’ αφτιά θα σου βγει!»
Εκεί κλείνουμε το τηλέφωνο και γυρίζω προς το Μάριο που πίνει τον καφέ του χωρίς να ξέρει τι του μέλλεται.
«Ο Ανδρέας ήταν, θα κρατήσουν τη Μαριάννα και αυτή την εβδομάδα γιατί κέρδισε πενταήμερη κρουαζιέρα στο Αιγαίο!»
«Αυτά είναι! Αν έχεις τύχη διάβαινε, και μπράβο του!»
«Και μπράβο του αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Εσύ τη διαθήκη σου την έκανες;»
«Απειλητικό ακούστηκε!» μου λέει γελώντας. «Προλαβαίνω να τελειώσω τον καφέ μου;»
«Έλα δε θέλω αηδίες!» του λέω και παίρνοντάς τον από το χέρι πάμε ξανά στο δωμάτιό του και γίνεται του Ελ Αλαμέιν.

Επιστρέφουμε μετά από μια ώρα στο μπαλκόνι, με το Μάριο ξεζουμισμένο να αναρωτιέται για τις επιλογές της ζωής του. Λέμε τώρα, μπορεί να τον έχω κάνει σαν τον Μαμ-Ρα, αλλά το χαμόγελό του θα γέμιζε τις διαφημίσεις οδοντόκρεμας υπαρξιακά ερωτήματα. 

«Λοιπόν, το πρόγραμμα έχει ως εξής…» πάω να ξεκινήσω αλλά με κόβει.
«Ορίστε, μας κανονίζει και το πρόγραμμα η συνταγματαρχίνα. Κατίνα, Αλτ!»
«Τα αλτ και τις αγριάδες σου όχι σ’ εμένα, στους νεοσύλλεκτους, Μπούλη. Και σε παρακαλώ όταν μιλάω εγώ εσύ ρούφα τ’ αυγό σου, ε;» του απαντάω με τη μία, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
«Θα με δείρεις κιόλας;»
«Και θα σε δείρω! Λοιπόν, όπως ξεκίνησα να λέω, το πρόγραμμα έχει ως εξής: Το απογευματάκι θα γυρίσω σπίτι για να περιμένω να έρθει ο Ανδρέας με τη Μαριάννα να πάρει τα πράγματά της και να τη δω και λίγο. Εσύ στο μεταξύ καλό θα ήταν να αρχίσεις να πίνεις ό,τι υπάρχει σε χυμό, και καλό θα ήταν και κανένα γιαουρτάκι με μέλι και καρύδια. Όταν φύγουν θα έρθεις σπίτι μου και εφόσον αύριο το πρωί είσαι ακόμα ζωντανός—πράγμα το οποίο δε σου υπόσχομαι—αύριο το πρωί θα σε φέρω πίσω ανεβαίνοντας στο γραφείο για δουλειά. Το απόγευμα θα μου κάνεις το τραπέζι, να δω τι έμαθες τόσα χρόνια μόνος σου και πως ταΐζεις τη Χριστίνα-Βασιλική.»
«Τίποτε άλλο;» με ρωτάει ειρωνικά.
«Όχι, τους ζυγούς λύσατε!»
⇽∙∙∙⇾
Μαγειρεύει υπέροχα ο άτιμος, και όχι μόνο. Τη Δευτέρα μετά το γραφείο δε με περίμενε γεύμα, είχε στήσει υπερπαραγωγή. Τι να πιάσω και τι να αφήσω; Από το ότι μου είχε ετοιμάσει ζεστό μπάνιο; Από το μασάζ που μου έκανε και με μετέτρεψε σε υγρή μορφή να φοβάμαι ότι θα χυθώ από την τρύπα της αποχέτευσης του μπάνιου; Από το υπέροχο στρογκανώφ πάνω σε τραπέζι με κεριά; Από την απαλή acid jazz που είχε ως μουσική υπόκρουση; Από το κρεββάτι του που ήταν στρωμένο με ροδοπέταλα;

Μέχρι και προφυλακτικά με γεύση φράουλα είχε πάρει ο κερατάς για να θυμηθούμε τρολάροντας τα παλιά μας, τότε που είχαμε πάει σε sex shop με την Κατερίνα μαζί και οι τρεις μας για να πάρουμε παιχνίδια κι εγώ χάζευα τα προφυλακτικά με γεύσεις και παραλίγο να σηκώσω το μισό μαγαζί, ενώ υποτίθεται ότι είχαμε πάει για βίτσα,  paddles και χειροπέδες.

Τι γέλιο είχαμε ρίξει εκείνη τη μέρα. Μπορεί να μην ήταν και πολύ συνηθισμένο για εκείνα τα χρόνια, αλλά οι τρεις μας, δηλαδή εγώ, ο Μάριος και η Κατερίνα, μιλούσαμε πολύ χύμα μεταξύ μας. Εντάξει, κάποιες πολύ γυναικείες λεπτομέρειες δεν τις μοιραζόμασταν μαζί του, αλλά κατά τα άλλα, ώρες-ώρες  συναγωνιζόμασταν τον Νίκο στο καφριλίκι.

Αχ το Κατερινιώ μου, αν δεν την είχα στη ζωή μου όταν έμαθα ότι ο Μάριος παντρεύτηκε—ή, αργότερα, όταν έμαθα και τ’ όνομα της κόρης του—στην καλύτερη θα το είχα ρίξει στα αντικαταθλιπτικά.

«Πώς ήταν;» με ρώτησε με φανερή αγωνία όταν τελειώσαμε το φαγητό.
«Υπέροχο! Πότε έμαθες να μαγειρεύεις τόσο καλά;»
«Η ανάγκη είναι η μητέρα της επινόησης!» μου απαντάει με νόημα.
«Ήταν πραγματικά υπέροχο, μωρό μου!»
«Να τα και τα πιπεράτα!» μου κάνει, αναφερόμενη στο μωρό μου.
«Είσαι και να σκάσεις!» του κάνω με το ίδιο πείσμα που είχα στα δεκαοκτώ μου.
«Είμαι και θα σκάσω!» με διαβεβαιώνει, κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια. Είχα ξεχάσει πόσα χρόνια είχα να γελάω τόσο όσο τις τελευταίες μέρες.
«Μάριε, έχω μια ιδέα!»
«Για πες!»
«Τετάρτη να καλέσω την Κατερίνα να έρθει από το σπίτι μου να πιούμε κρασί. Και θα σ’ έχω κρυμμένο μέσα και θα σ’ εμφανίσω σα φάντη μπαστούνι!»
«Μη μας μείνει γριά-γυναίκα!» μου λέει και βάζω και πάλι τα γέλια, η Κατερίνα είχε κερδίσει χρόνο, για την ακρίβεια ήταν 10 μήνες μικρότερή μου.
⇽∙∙∙⇾
Όπως ήταν φυσικό αυτές τις τρεις μέρες του είχα πει για την Κατερίνα. Για τον άντρα της, το Γιώργο, και για τις κόρες της, την Ήρα και την Βιολέτα. Πως ήμουν η νονά της Βιολέτας και ήταν η νονά της Μαριάννας. Δεν ήταν στην τρέλα της στιγμής η απόφασή μου να δώσω στην κόρη μας ως δεύτερο όνομα το όνομα του Μάριου. Για μένα ήταν χαμένος οριστικά, αλλά θα ζούσε στις αναμνήσεις μου και στο όνομα του παιδιού μου.

Ο Ανδρέας, μη γνωρίζοντας όλη την αλήθεια για το Μάριο—και θεωρώντας ότι είναι απλά συναισθηματισμός για τον αδελφικό μου φίλο—δεν είχε φέρει αντιρρήσεις. Μ’ αρέσει που είχα ορκιστεί στο Ναύπλιο ότι καλύτερα να κοπεί το χέρι μου σύριζα παρά να προδώσω την εμπιστοσύνη κάποιου ανθρώπου. Και τι έκανα; Παντρεύτηκα τον Ανδρέα στον πανικό μου, γιατί ήταν ο πρώτος τη μετά Μάριο εποχή που μίλησε στην καρδιά μου, παρόλο που ήξερα ότι αυτό δεν αρκούσε. Και σα να μην έφτανε αυτό, δώσαμε και στην κόρη μας ως δεύτερο όνομα το δικό του.

Όρκισα την Κατερίνα να μην πει τίποτα στον Ανδρέα. Έφαγα το κράξιμο της αρκούδας, και από εκείνη και από τους δικούς μου, αλλά ήμουν ανένδοτη. Δική μου απόφαση. Το σεβάστηκαν και έτσι ο Ανδρέας έμεινε στο σκοτάδι και όταν μάθει όλη την αλήθεια για τη σχέση μου με το Μάριο τι καλά που θα πάει αυτό. Όπως και ο Δημήτρης, τότε, έτσι και ο Ανδρέας, μόνο χαζός δεν είναι.

Ο Μάριος δεν είπε κάτι περισσότερο από το «Αχ, βρε Μπίλι, αχ!» και αν δεν ήταν και το πρώτο μας ραντεβού μετά από τόσα χρόνια, μάλλον θα μου είχε ρίξει και αυτός ένα χεσίδι όλο δικό μου, πάντα μου την έλεγε έξω από τα δόντια, και ειλικρινά δεν περίμενα και κάτι λιγότερο. Όπως και να έχει, και in no uncertain terms, μου έδειξε ότι όποτε συμβεί αυτό, θα είναι δίπλα μου.

Ο πραγματικός μου φόβος όμως δεν είναι  μόνο ότι θα πληγωθεί ο Ανδρέας αλλά και πως αυτό θα επηρεάσει τη σχέση μας, γιατί μπορεί να έχουμε χωρίσει αλλά έχουμε και ένα παιδί μαζί, και δε θέλω να το πάρει η μπάλα. Που είμαι σίγουρη πως δε θα το πάρει γιατί ο Ανδρέας δε βάζει τίποτα πάνω από τα παιδιά του, αλλά θα πληγωθεί και αυτό θα είναι ακόμα μια μαχαιριά στην όποια σχέση μας, μαχαιριά που δεν υπάρχει ούτε μία στο εκατομμύριο να επουλωθεί: Η προδοσία δεν ξεχνιέται. Ποτέ.
⇽∙∙∙⇾
Τέλος πάντων, αυτά γι’ αργότερα. Προς το παρόν έχουμε τα ευχάριστα μπροστά μας, την επανένωση μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια του τρίο Stooges. Κάνω νόημα στο Μάριο να σωπάσει και παίρνω την Κατερίνα στο τηλέφωνο στο σπίτι, το σηκώνει ο σύζυγός της ο Γιώργος.

«Παρακαλώ;»
«Καλησπέρα κουμπάρε!» του απαντάω, εγώ τους είχα παντρέψει.
«Βρε-βρε. Τι κάνεις Μπίλαρε;—έτσι με φωνάζει πάντα, Μπίλαρο—»
«Μια χαρά George. Τι κάνουν κουμπάρα και κόρες;»
«Κάπου έχουν ξεπορτίσει, κατάλαβες φίλε μου; Δε μπορεί να λείψει ένας άνδρας από το σπίτι του και γινόμαστε στου γιαλού τα βοτσαλάκια! Αίσχος!» λέει με ψεύτικη αγανάκτηση και βάζω τα γέλια, ο Γιώργος—ή όπως τον φωνάζω George—είναι φοβερά χαβαλές.
«Το ακούω και φρίττω κουμπαρούλη μου!»
«Προς τι οι γλύκες μωρή Λουκριτία; Τι ετοιμάζεις πάλι;»
«Ορίστε εγώ τον λέω κουμπαρούλη και αυτός με λέει Λουκριτία!»
«Καλά σου κάνω! Ψιτ, αύριο έχει μπάλα, δεν πιστεύω να το ξέχασες;»
«Έφυγαν οι Ρώσσοι! Πλύντε κωλαράκια, κάντε χωρίστρες και θα σας κάνω άντρες!» τον πειράζω με τη σειρά μου.

Κάθε Τρίτη, απαρέγκλιτα, παίζουμε ποδόσφαιρο σε 5x5, αλλά την προηγούμενη ήμουν στη δεύτερη μέρα της περιόδου μου και δεν μπορούσα να συμμετάσχω. Αν και παίζουμε κυρίως μεταξύ μας, έχουμε κάνει και ομάδα, η οποία προς …τιμή μου, έχει ονομαστεί “The Hillbillies!” 

«Τσουτσουριάσαμε τώρα!»
«Αύριο το βράδυ που θα σε στείλω στη γυναίκα σου σα μαδημένο κοτόπουλο να θυμάσαι τη στιγμή που τσουτσούριασες! Δε μου λες τώρα, το έχει πάρει το κινητό μαζί σας ή την έχει δει Τσε;» τον ρωτάω, καθώς η Κατερίνα αντιπαθούσε σφόδρα τα κινητά.
«Το έχει πάρει, οπότε μπορείς να την πάρεις εκεί. Και μιας και θα τα πείτε, να της πείτε ότι ο άντρας του σπιτιού θα την κάνει μαύρη, που γυρίζει αριστερά και δεξιά χωρίς άδεια!»

Σιωπή…

«Και μετά πες της ότι λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα!» συνεχίζει και με πιάνει βήχας από τα γέλια.
Κλείνουμε το τηλέφωνο και παίρνω στα καπάκια την ανεπρόκοπη. «Που είσαι μωρή Μεσσαλίνα;» τη ρωτάω «που έχεις αφήσει την κολώνα του σπιτιού σου μόνη της στο σπίτι;»
«Έτσι σου λέει;»
«Α όχι! Μου είπε όταν μιλήσουμε να σου πω ότι όταν γυρίσεις σπίτι θα σε μαυρίσει στο ξύλο που ξεπορτίζεις χωρίς άδεια!»
«Έτσι σου είπε;»
«Και μετά να σου πω ότι λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα!» συμπληρώνω και βάζει τα γέλια. «Πού γυρνάς εσύ;»
«Πήρα τα καμάρια μου από τα γερμανικά και τώρα λέμε να πάμε για κανένα παγωτάκι. Κάτσε να σου δώσω τη βαφτιστήρα σου γιατί θα γίνει επανάσταση!»
«Νονάααααααα!» ακούω τη χαρούμενη τρίλια της Βιολέτας.
«Κοριτσάρα μου, τι κάνεις;»
«Καλά είμαι! Πότε θα έρθεις να με δεις;»
«Γιατί βρε αχάριστη, παράπονο έχεις; Κάθε δεύτερο Σάββατο δε σας βλέπω όλους;»
«Trust but verify που λέει και ο μπαμπάς,» μου λέει οκτώ χρονών σκατό.
«Αν περιμένετε την Κυριακή, που θα γυρίσει και η Μαριάννα, να σας πάω όλες για bowling!»
«Ναιιιιιιιιιιιιιιιιιι!» φωνάζει ενθουσιασμένη η Βιολέτα αλλά κάπου εκεί φαίνεται να ήρθαν τα παγωτά και είχε άμεση αλλαγή προτεραιοτήτων, οπότε βρέθηκα να μιλάω και πάλι με την Κατερίνα.
«Σιγά βρε κροκόδειλοι,» την ακούω να τους μαλώνει τρυφερά στο τηλέφωνο. «Για πες εσύ μαντάμ, τι κάνεις;»
«Σου έχω νέα, αλλά δε θα στα πω, να σκάσεις! Να έρθεις την Τετάρτη σπίτι να πιούμε το κρασάκι μας και θα τα μάθεις!»
«Γκρρρρ! Δε με λυπάσαι μωρή γαϊδάρα να με αφήσεις δυο μέρες στα σκοτάδια να τρώγομαι με τα ρούχα μου;»
«Καθόλου, και καλή σου όρεξη! Λοιπόν, σε περιμένω την Τετάρτη, γύρω στις οκτώ, or else!»
«Δε θα γίνω δικαστίνα ρε μωρή,» μου λέει και βάζω τα γέλια, το λατρεύω αυτό το “ρε μωρή,” «θα σε στείλω στα γκούλαγκ!»
«Πάρε φόρα και έλα με την όπισθεν… και σε είχε κάνει και ευρύχωρη ο Θανάσης!» της πετάω, και παραλίγο να μου μείνει.

Είμαι λίγο κάφρος, τι να κάνω; Το ίδιο έπαθε και ο Μάριος που εκείνη τη στιγμή έπινε τη μπύρα του και του έφυγε από τη μύτη, αλλά ευτυχώς δεν ακούστηκε. Πώς το λένε στο Αμέρικα; Thank God for small favors.

«Μαλάκα θες να με πεθάνεις;» ρωτάει ο Μάριος αφού κλείσαμε και κατόρθωσε να βρεις τις ανάσες του.
“Oh yes,” του λέω και τον σούρνω από το μπαλκόνι στην κρεβατοκάμαρα διά τα περαιτέρω.
«Σουραύλι με έχεις κάνει!» μου λέει ενώ εγώ για τεχνικούς λόγους δεν μπορώ να απαντήσω, συνεχίζω με ακόμα περισσότερο ενθουσιασμό το έργο μου, και μερικές στιγμές αργότερα οι διαμαρτυρίες μετατρέπονται σε ηδονικά βογγητά.

Δεν φτάνει που τον έχω ξεζουμίσει στο σεξ, μου είχε λείψει απίστευτα και το στοματικό. Ή για να είμαι ακριβής, όχι το σεξ και το στοματικό, αλλά το σεξ στο Μάριο και το στοματικό στο Μάριο. Ήμουν καλή στα …νιάτα μου, αστέρι με είχε κάνει ο καλός μου, αλλά μετά από έντεκα χρόνια ήμουν ακόμα καλύτερη, και σουραύλι ή όχι, είχε πιάσει και πάλι γραμμή με Βαλχάλα.

Με σταματάει και με βάζει να ξαπλώσω στο πλάι, και εκεί ξεκινάει το mouthfuck, ορίστε μέχρι και πώς το λένε είχα μάθει! Του άρεσε πολύ αυτό, αλλά παλιότερα—αν και το κατάφερνα—στο τέλος έβγαινα πιο μωβ και από τον Ομπράντοβιτς, να πούμε. Τώρα, στα τριαντατέσσερά μου, ήμουν σαφώς καλύτερη, οπότε δεν είναι να απορείς που μέσα σε τρεις μέρες τον είχα κάνει μούμια.

Νιώθω το όργανό του να κάνει σπασμούς στο στόμα μου, και δεν μπορεί να κρατήσει ένα πολύ δυνατό βογγητό του, καθώς με κρατάει ακίνητη και τελειώνει. Πικρός, πρέπει να του αλλάξω διατροφή, αποφασίζω, ενώ ο …Ράμσις προσπαθεί να βρει τις ανάσες του.

Έλα όμως που τις βρήκε; Και έλα που μου ανταπέδωσε στα ίσια; Και έλα που είχε γίνει και αυτός καλύτερος όλα αυτά τα χρόνια; Κάναμε σαν ξαναμμένοι έφηβοι, αν κατορθώναμε να βγούμε αμφότεροι ζωντανή την πρώτη …διαβολοβδομάδα, το μέλλον ανοιγόταν μπροστά μας. Γιατί μπορεί να μην είχαν περάσει ούτε καν τέσσερεις μέρες από τότε που τρακάραμε τυχαία ο ένας πάνω στον άλλον, αλλά μέσα μου δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Αμφότεροι είχαμε επιστρέψει στη θέση μας, εκεί που ανήκαμε.

Ο ένας στον άλλον.
⇽∙∙∙⇾
Λίγη ώρα αργότερα επιστρέφουμε στη βεράντα του για να καταστρώσουμε το σατανικό μας σχέδιο. Η ιδέα είναι ο Μάριος να έρθει και πάλι στη ζούλα σπίτι μου. Στη ζούλα… Εννοώ να μην τον δουν ακόμα οι δικοί μου. Όχι φυσικά ότι φοβάμαι, αλλά έχω ορκιστεί στον εαυτό μου ότι η πρώτη που θα το μάθει πως είμαστε και πάλι μαζί θα είναι το Κατερινιώ μας. Μετά οι δικοί μας, μετά ο Ανδρέας—και τι καλά που θα πάει αυτό—και στο τέλος να αρχίσουμε να προετοιμάζουμε και τα παιδιά μας.

«Λοιπόν, έχουμε και λέμε,» του κάνω, σταυρώνοντας τα χέρια και γέρνοντας ελαφρώς προς το μέρος του, το βλέμμα μου κοφτερό, σε mode project manager. «Όπως άκουσες, της έταξα κινέζικο για να καταπιεί το δόλωμα, καθώς απ’ όλη την οικογένειά της μόνο στην Κατερίνα αρέσει.»
«Κάτσε, ο Γιώργος δεν τρώει κινέζικο;» ανασηκώνει το φρύδι του. «Θυμάμαι ότι είχαμε πάει μια φορά μαζί… Αρχές καλοκαιριού ήταν!»
«Καλά το θυμάσαι ότι είχαμε πάει,» του απαντώ, γέρνοντας ελαφρώς μπροστά και δείχνοντάς τον με το δείκτη μου. «Αυτό που δε θυμάσαι είναι ότι δεν του άρεσε καθόλου!»
«Όχι, το είχα ξεχάσει, μάλλον το είχα απωθήσει τελείως από τη μνήμη μου,» μου κάνει, σκύβοντας λίγο μπροστά με ένα στραβό χαμόγελο. Χαχανίζουμε και οι δύο.
«Ούτε οι κόρες της;»
«Κανείς σου λέω!» κάνω μια απότομη κίνηση με τα χέρια. «Τι να πεις, περί ορέξεως,» προσθέτω, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Οπότε, μιας και θα έρθει γύρω στις οκτώ, να έχουμε κάνει την παραγγελία, να πούμε στις πέντε-δέκα λεπτά πριν; Μέχρι να έρθουν να πιούμε και το κρασάκι μας.»
«Παραγγελία;» με ρωτάει απορημένος, γέρνοντας ελαφρώς το κεφάλι του.
«Η τέχνη μου στο κινέζικο φτάνει μέχρι το τηγανητό ρύζι,» του απαντώ, σηκώνοντας και πάλι τους ώμους μου, χαμογελώντας αθώα.
«Η δική σου μπορεί, η δική μου πάει παραπάνω!» μου δηλώνει αυτάρεσκα, σταυρώνοντας τα χέρια και γέρνοντας ελαφρώς πίσω στην καρέκλα. «Θα μαγειρέψω εγώ!»
«Πότε θα προλάβεις ρε άνθρωπε;» τον ρωτάω απορημένη κάνοντας ελαφρά το κεφάλι μου πίσω. «Εγώ σχολάω στις έξι!»
«Εσύ!» μου κάνει δείχνοντάς με. «Εγώ όχι!»
«Και θα κατεβούμε από το Νέο Ηράκλειο με τις κατσαρόλες;» τον ρωτάω με ύφος που δείχνει ότι δεν τον παίρνω στα σοβαρά.
Σηκώνει το βλέμμα του στον ουρανό, λες και κάνει υπομονή με την αφέλειά μου. «Θα μαγειρέψουμε σπίτι σου, βρε μπούφο!» μου κάνει, λες και είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.
Μου παίρνει ένα δευτερόλεπτο να το επεξεργαστώ. «Εγώ δεν είμαι δημόσιο να κάνω ζωάρα σα μερικούς-μερικούς!» του λέω δείχνοντάς τον επιδεικτικά με το δάκτυλο. 
«Και οι δημόσιοι δεν βλέπουν τη μισθάρα σου ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα!» μου πετάει πίσω το μπαλάκι με ύφος μην τα θέλεις όλα δικά σου.
«Και είναι και ο λόγος που δεν μπορώ να φύγω πριν τις 18:00,» του κάνω πεισμωμένη, σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά στο στήθος.
«Πάρε άδεια μια μέρα, βρε μπούφο!» μου λέει, κάνοντας μια απλή κίνηση με το χέρι, λες και η λύση ήταν εκεί όλη την ώρα και δεν την είδα.
Με κοιτάζει με εκείνο το ελαφρύ, αυτάρεσκο χαμόγελο, και ξαφνικά συνειδητοποιώ πόσο απλή είναι η λύση. Χαχανίζω. «Ναι, αυτό δεν το είχα σκεφτεί! Σάμπως μου έχεις αφήσει μυαλά;»
Εκείνος γελάει, με έναν ήχο βαθύ, γνώριμο, και μετά γέρνει μπροστά, ακουμπώντας τους αγκώνες στα γόνατά του. «Τουλάχιστον δεν έχεις γίνει σα σταφίδα!» μου λέει χαμογελώντας πονηρά.
«Υπονοείς ότι σε έχω ξεζουμίσει, αγαπουλίνι μου;» του απαντάω χωρίς καν να το σκεφτώ ότι είχα έντεκα ολόκληρα χρόνια να τον πω αγαπουλίνι μου. Το πιάνει εκείνος για μένα.
«Δεν το υπονοώ, ΑΓΑΠΟΥΛΙΝΙ ΜΟΥ,» μου λέει τονίζοντας τις λέξεις, μέχρι να στροφάρω. «Στο λέω στην ψύχρα!»

Σύντομη διακοπή για διαφημιστικά. Παρά τη δήθεν γκρίνια του ότι τον έχω ξεζουμίσει, και μετά τα πολύ σύντομα προκαταρκτικά, φόρεσε το προφυλακτικό, με έβαλε να κάτσω στα τέσσερα και παίξαμε ροντέο. Μισή ώρα αργότερα, με μένα με το χαμόγελο του χορτασμένου γάτου και με τον Μάριο ακόμα πιο ξεζουμισμένο, επιστρέφουμε στη βεράντα.

«Όπως λέγαμε… ΑΓΑΠΟΥΛΙΝΙ…» λέω αργά και σταματάω απότομα, χαμογελώντας πονηρά. «Τι λέγαμε;» τον ρωτάω αφηρημένη, γυρνώντας να τον κοιτάξω.
«Νερόοοοοο,» μου κάνει και βάζω και πάλι τα γέλια.
«Συγκεντρώσου, ρεμάλι!» του λέω προσπαθώντας να θυμηθώ που είχαμε μείνει. «Α, ναι… μου είπες να πάρω άδεια. Sold!»
«Ωραία, οπότε με το που σχολάσω…» πάει να πει και βλέποντάς με να τον κοιτάζω με μισό μάτι, αλλάζει ρότα. Από ένστικτο επιβίωσης, σκίζει! «Οπότε αύριο το βράδυ…» ξεκινάει διστακτικά.
«Αύριο το βράδυ, μετά το 5x5, και αφού ξηγήσω τ’ όνειρο στον κουμπάρο μου, θα έρθω να σε πάρω από το σπίτι σου. Στο Μαρούσι παίζουμε μπάλα, οπότε θα είσαι στο δρόμο μου.»
«Να μην έρθω με το αυτοκίνητο μου;» με ρωτάει διστακτικά. 
«Υπάρχει λόγος;» τον ρωτάω ανασηκώνοντας ελαφρά τους ώμους μου. «Την Πέμπτη το πρωί που θα ανέβω γραφείο σε φέρνω στο σπίτι σου,» του λέω και μετά τον κοιτάζω πονηρά. «Ναι, έτσι θα κάνουμε, να είσαι και στο έλεός μου!» του λέω κάνοντας και ένα υποτιθέμενα σατανικό ΜΟΥΑΧΑΧΑ.
«Εμ, πέσ’το μου έτσι!» μου κάνει γελώντας. Κουνάει καταφατικά το κεφάλι του. «Ο-κεικ!» μου κάνει, ακόμα χαμογελαστός. «Θα πάω και εγώ το απογευματάκι αν είναι να πάρω τα υλικά,» μου απαντάει και σταματάει για μερικές στιγμές σα να το σκέφτεται. «Χμμμ… τι να φτιάξω;»
“You da boss,” του κάνω αδιάφορα, αφήνοντάς την απόφαση πάνω του.
«Λοιπόν, τι λες για Hóngshāo Ròu, με συνοδεία Garlic Mushroom,» με ρωτάει σοβαρά-σοβαρά, λες και ξέρω τι είναι αυτά που μου λέει.
«Το πρώτο δεν ξέρω τι είναι,» του λέω κουνώντας ελαφρά το κεφάλι μου δεξιά-αριστερά. «Κάνε μου έκπληξη!»
«Δεν κατάλαβες, νεαρά!» μου κάνει κοιτάζοντάς με μέ μισό μάτι. «Μαζί θα μαγειρέψουμε!»
«Αμέ!» του απαντάω με το πρόσωπό μου να λάμπει από ενθουσιασμό.
«Όταν θα έρθει η Κατερίνα εγώ που θα βρίσκομαι;» με ρωτάει.
«Θα μας περιμένεις στη βεράντα,» του λέω χαμογελώντας στη σκέψη. Να σε δει φάντη μπαστούνι!» συνεχίζω χαχανίζοντας.
«Ρε συ θα πάθει κόλπο!» μου λέει χαχανίζοντας με τη σειρά του.
«Μη φοβάσαι, είναι σκυλί μαύρο, θα αντέξει,» του λέω και του κλείνω το μάτι. Αναστενάζω. «Εδώ αντέξαμε εμείς ρε Μάριε όταν τρακάραμε ο ένας πάνω στον άλλο!»
«Είναι και αυτό!» μου λέει και εκείνη τη στιγμή χτυπάει το τηλέφωνό του «Έλα μωρό μου, τι κάνεις; Καλά τα περνάτε με τον παππού και τη γιαγιά; Απαπαπα, έκανε ο παππούς τέτοιο πράγμα; Χαχαχα. Όχι, δεν είμαι σπίτι ματάκια μου, ο μπαμπάς έχει ξεπορτίσει! Τι; Να μη σε νοιάζει νιάνιαρο! (γέλια). Όχι, στο λόγω της τιμής μου, δεν τρώω παγωτό κρυφά από σένα! Α, άθλιε απαταιώνα, ο μπαμπάς να μην τρώει παγωτό, η Χριστίνα-Βασιλική να τρώει, ε;»

Ακούω το όνομά της και δακρύζω και πάλι, παρόλο που το έχω ακούσει τόσες φορές. Γιατί το ίδιο που έκανα εγώ με τη Μαριάννα είχε κάνει και ο Ανδρέας με την κόρη του. Ο Μάριος με κοιτάζει που είμαι δακρυσμένη και μου χαμογελάει τρυφερά ενώ συνεχίζει να μιλάει με την κόρη του. Ο Μάριος μου μπαμπάς. Τον ακούω με τη τρυφερότητα μιλάει στην κόρη του και γίνομαι και πάλι a Billie shaped pool of goo.

«Γιατί με κοιτάζεις έτσι;» με ρωτάει παιχνιδιάρικα και τρυφερά, όταν τέλειωσε το τηλέφωνο με την κόρη του.
«Γιατί ο Μάριός μου έγινε μπαμπάς. Και ο τρόπος που μιλάς στην Χριστίνα-Βασιλική, γεμάτος αγάπη και τρυφερότητα… με έκανε να λιώσω.»
«Άμα σε δουν σε βίντεο οι Hillbillies ίσα που αλλάζουν όνομα,» με πειράζει. «Από σκληρή καργιόλα σε awwwww, μέσα σε πέντε λεπτά!»
«Έκλεισες τάφο ρε;» του λέω και του ρίχνομαι.

Έντεκα ολόκληρα χρόνια είχαμε να το κάνουμε αυτό. Τριαντατεσσάρων χρονών γαϊδάρα εγώ, τριανταπέντε αυτός, και πέφτουμε και κυλιόμαστε και παλεύουμε στο πάτωμα λες και είμαστε ακόμα παιδάκια. Και όπως πάντα βρίσκομαι από κάτω με συνοπτικές διαδικασίες.

«Παραδίνεσαι;»
«ΠΟΤΕ!» του απαντάω, και ξαφνικά βρίσκομαι ξανά στα πέντε μου. Με γαργαλάει χωρίς έλεος και αυτή τη φορά τα στήθη μου δεν χαλάνε το παιχνίδι. Είναι ακόμα καλύτερο, αυτή τη φορά τα στήθη μου είναι ΣΤΟΧΟΣ!

Ξαπλώνει πλάι μου στο ξύλινο πάτωμα και με αφήνει να βρω τις ανάσες μου, όπως και αυτός τις δικές του. Γυρνάω και γέρνω πάνω του και χώνομαι στην αγκαλιά του. Στο σημείο μου. Στη θέση μου. Εκεί, μεταξύ του κορμού του και των χεριών του. Κλείνω τα μάτια μου και ανασαίνω το ιδρωμένο του στέρνο. Το χέρι μου κάνει κύκλους αφηρημένα πάνω στην κοιλιά του ενώ το δικό του μου χαϊδεύει τα μαλλιά.

Δε μιλάμε. Δε χρειάζεται να μιλήσουμε. Δεν υπάρχει κάποιο κενό που νιώθεις την ανάγκη να το γεμίσεις με λόγια. Έξι μέρες έχουν περάσει και ακόμα μου φαίνεται σαν όνειρο, σαν ψέμα. Σαν αυτά τα σκληρά όνειρα που έβλεπα όλα αυτά τα ατελείωτα έντεκα χρόνια πως ήμασταν ξανά μαζί. Μα η νύχτα περνούσε και το όνειρο έσκαζε σα φούσκα στο πρώτο φως του χαράματος, και το μόνο που έμενε ήταν αβάστακτη μελαγχολία.

Μα δεν είναι όνειρο. Είναι δίπλα μου. Είμαι ξαπλωμένη πάνω του. Το κεφάλι μου ανεβοκατεβαίνει σε κάθε του ανάσα. Το χέρι του είναι πλεγμένο στα μαλλιά μου και μου τα χαϊδεύει τρυφερά. Θυμήθηκα μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας που είχα διαβάσει εδώ και μερικά χρόνια, το “In the Imagicon.”

Έντεκα ολόκληρα χρόνια… Δε θα τα πω χαμένα, θα ήταν ύβρις. Άλλωστε πώς θα μπορούσα να μετανιώσω όταν αυτά μου έδωσαν τη Μαριάννα μου; Από την άλλη, αυτό το κενό μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια, είχε και αυτό τη χρησιμότητά του. Γιατί όπως έλεγε και η ιστορία που ανέφερα: «Τι θα ήταν ο ουρανός αν δεν είχες το χώμα για να τον συγκρίνεις; Δίχως μια γεύση κόλασης, πώς θα μπορούσες να εκτιμήσεις τον παράδεισο;»

Το τρίο Stooges

Είχα τάξει στην Κατερίνα Κινέζικο. Ο σκοπός μου ήταν να παραγγείλουμε αλλά ο Μάριος δεν άκουγε κουβέντα και αποφάσισε να μαγειρέψει Hóngshāo Ròu, με συνοδεία Garlic Mushroom και Pinot Noir. Για να προλάβουμε την υπερπαραγωγή για αύριο έχω ζητήσει day off και το ίδιο έχει κάνει και εκείνος. Με το που τέλειωσα τη μπάλα, πήγα και τον πήρα από το σπίτι του και πήγαμε στο δικό μου.

Λέω εμένα λυσσάρα αλλά σάμπως ο ίδιος ήταν καλύτερος; Ούτε ντουζ δε με αφήνει να κάνω να φύγει η μπίχλα από  πάνω μου. Μπαίνω στο ντουζ τελείως ανυποψίαστη και αθώΑΧΑΧΑΧΑΧΑ και με το που ανοίγω το νερό, να σου και ο κύριος με την τσουτσού έξω, και σκύψε ευλογημένη. Και σα να μην έφτανε αυτό, Όπως με κοπανάει σα χταπόδι κάποια στιγμή κουτουλάω και στον τοίχο.

Και αντί ο γάιδαρος να κάνει κράτει, μου πετάει ένα «πονάν μωρέ τα παλικάρια;» και που σε πονεί και που σε σφάζει. Και όχι τίποτε άλλο αλλά στη μανία του του βγήκε καμιά-δυο φορές έξω και απορώ πως δεν τον στραμπούλισε πουθενά να τον τρέχω νυχτιάτικα στα νοσοκομεία. Για να μην πω και πόσο έτσουξε Θανάση μου, από πίσω είχα να το κάνω από εκείνη την ξεπέτα που έχασα τον έλεγχο του εαυτού μου.

«Έτσι γαμάει η Λεωφόρος!» μου πετάει τη στιγμή που καρφώνεται τελευταία φορά πίσω μου και κοκαλώνει, λες κι εγώ είμαι καμιά γαυρίνα να πούμε. Μου είχε λείψει αυτή η αίσθηση, ψεύτρα μην είμαι. Αυτό που δε μου είχε λείψει—καθόλου όμως—ήταν η αίσθηση του μετά, που ένιωθες σα να σου έχουν κάνει κλύσμα.

Που εδώ που τα λέμε, δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα.

Και ο γάιδαρος δεν ξεκουνάει καν, κάθεται να απολαύσει το θέαμα, με εμένα να έχω γίνει πιο κόκκινη και από υπεραιμικό ινδιάνο που τον έχει νταλακιάσει ο ήλιος της Μοχάβι. Και να έχω και τραγούδι.

«Κάνε μου λιγάκι ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ!»
«Μπα π’ ανάθεμά σε!» του κάνω προσπαθώντας να είμαι …ήσυχη, αλλά σάμπως μπορούσα;

Χώρια το πιγκουινάτο για να πάω να ντυθώ, γιατί είπαμε, έτσουξε Θανάση μου. Δηλαδή τι να ντυθώ, ένα σορτσάκι φόρεσα, ούτε το πάνω μου δε με αφήνει να φορέσω ο κανίβαλος. Και δε λέω, ακόμα και μετά από ένα παιδί τα στήθη μου κρατούνται αξιοπρεπέστατα και περήφανα στη θέση τους—minus ένα μικρό, καίτοι αναπόφευκτο, κρέμασμα. Δεν είναι πλέον στα είκοσι μου, γαμώ τη βαρύτητά μου μέσα, γαμώ.

«Είσαι ακόμα πιο όμορφη!» μου λέει και τα μάτια του αστράφτουν. Τα χέρια του χαϊδεύουν απαλά τη μέση μου και το χαμόγελό του είναι τόσο ζεστό που νιώθω τα μάγουλά μου να καίνε. «Τώρα έχεις πάνω σου τη λάμψη της γυναίκας, τη λάμψη της μητέρας,» συνεχίζει, και η φωνή του είναι γεμάτη θαυμασμό. Τα μάτια μου γλυκαίνουν, και νιώθω να λιώνω κυριολεκτικά στην αγκαλιά του. «Και το στήθος σου είναι μια χαρά, καλύτερο από τις περισσότερες εικοσάρες!» συμπληρώνει με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο και τα φρύδια του να σηκώνονται ελαφρά.

Σουφρώνω τα χείλη μου και τον κοιτάζω με μισό μάτι, το ένα φρύδι ανασηκωμένο. «Και που το ξέρεις;» τον ρωτάω σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος μου, αλλά το υπονοούμενο χαμόγελο στις άκρες των χειλιών μου με προδίδει.
«Από φωτογραφίες!» απαντάει βιαστικά, κουνώντας τα χέρια του αμυντικά, με το ύφος του «όχι εγώ, ένας ξάδερφος απ’ το χωριό…». Σχεδόν πνίγομαι από τα γέλια, αλλά προσπαθώ να κρατήσω το σοβαρό μου ύφος.
«Α, είπα!» του λέω με μια προσποιητή αυστηρότητα, συνεχίζοντας να τον κοιτάζω με μισό μάτι, αλλά το γέλιο στα μάτια μου με προδίδει.
«Η εικοσάρα που ήταν μαζί μου, ήταν έτσι κι αλλιώς ανώτερη απ’ όλες τις εικοσάρες του κόσμου!» μου απαντάει ο γαλίφης, και το βλέμμα του γίνεται τρυφερό καθώς χαϊδεύει απαλά το μάγουλό μου με τον αντίχειρά του.
Γέρνω το κεφάλι μου ελαφρά, μισοκλείνω τα μάτια και σηκώνω το φρύδι. «Εντάξει, το έσωσες, μη συνεχίζεις,» του απαντάω χαχανίζοντας και του δίνω ένα απαλό χαστουκάκι στο μπράτσο.
«Αλλά και η τριαντάρα που είναι μαζί μου τώρα, πάλι τις βάζει όλες κάτω!» συνεχίζει πεισματικά και το χαμόγελό του γίνεται ακόμα πιο πλατύ.
«Το έσωσες είπα!» του λέω χαχανίζοντας πιο δυνατά, χτυπώντας τον παιχνιδιάρικα στο στήθος, ενώ εκείνος γελάει και τραβάει το χέρι μου για να με φέρει πιο κοντά.
«Δεν το κάνω γι’ αυτό ρε Μπίλι!» μου λέει με τη φωνή του να γλυκαίνει, και τα μάτια του μαλακώνουν, γεμάτα λατρεία. Τα δάχτυλά του παίζουν απαλά με μια τούφα από τα μαλλιά μου, και νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα.
«Το ξέρω, μωρό μου,» του απαντάω τρυφερά, το χέρι μου ακουμπά απαλά στο μάγουλό του. «Σε πειράζω.»
«Χώρια που το κωλαράκι σου ακόμα σκοτώνει!» συνεχίζει, σηκώνοντας τα φρύδια του με νόημα και μ’ ένα πονηρό χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό του. «Και μπράβο σου!»
«Μπορεί, αλλά τσούζει Θανάση μου,» του απαντάω στην ανάμνηση των χθεσινοβραδινών μας πομπών, και το πρόσωπό μου παίρνει φωτιά.
Τα μάτια του σπινθηρίζουν από την πονηριά. «Ήμουν λίγο βάναυσος, το παραδέχομαι,» μου κάνει την αθώα τυρόπιτα, σηκώνοντας ελαφρά τους ώμους του και κοιτώντας με δήθεν αθώα μάτια.
«Λίγο βάναυσος,» του λέω καγχάζοντας και τον σπρώχνω ελαφρά στον ώμο. «Σα να λέμε “Στην Κατρίνα είχε αεράκι και έριξε ψιχάλα,”» συμπληρώνω με ένα ειρωνικό μειδίαμα και τα μάτια μου να λάμπουν από το πείραγμα, κάνοντάς τον να χαχανίσει δυνατά.
Αναστενάζει με ένα χαμόγελο που φωτίζει ολόκληρο το πρόσωπό του. «Σ’ αγαπάω!» μου λέει ξαφνικά και με σφίγγει πάνω του, τα χέρια του να τυλίγονται προστατευτικά γύρω από τη μέση μου.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω,» του αποκρίνομαι, και γέρνω το κεφάλι μου στον ώμο του, κλείνοντας τα μάτια και κουρνιάζοντας στην αγκαλιά του. Το χέρι μου βρίσκει το δρόμο του πάνω στο στήθος του και το ακούω να χτυπάει γρήγορα, κάνοντάς με να χαμογελάσω.

Και μετά… μετά ήρθαν οι μέλισσες. Ξαφνικά μου έρχεται στο μυαλό κάτι που όλα αυτά τα χρόνια το είχα καταχωνιάσει, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα και πετάγομαι από την αγκαλιά του, σχεδόν παραπατώντας.

«Κάτσε και θα δεις,» του λέω με ένα πλατύ χαμόγελο που φωτίζει ολόκληρο το πρόσωπό μου, και νιώθω μέχρι και τα αυτιά μου να κοκκινίζουν από τον ενθουσιασμό. «Ντύσου και πήγαινε να με περιμένεις στη βεράντα!»
Με κοιτάζει απορημένος, το ένα φρύδι σηκωμένο, αλλά σηκώνει τα χέρια του ψηλά σαν να παραδίνεται και μου χαμογελάει. «Ό,τι πεις, αφεντικό!» μου λέει γελώντας και απομακρύνεται με το βήμα του λίγο πιο ανάλαφρο απ’ ό,τι πριν.

Μέσα στη φούρια, τρέχω σχεδόν παραπατώντας στο δωμάτιό μου, με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή και τα χέρια μου σχεδόν να τρέμουν από τον ενθουσιασμό. Βάζω τη φορητή σκάλα βιαστικά και σκαρφαλώνω στην πάνω ντουλάπα, σχεδόν σκοντάφτοντας σε ένα κουτί με παλιά βιβλία. Τα δάχτυλά μου ψάχνουν μανιωδώς μέχρι που αγγίζουν την τραχιά επιφάνεια από το κουτί που έψαχνα. Το κατεβάζω με προσοχή και σκουπίζω λίγο τη σκόνη με την ανάστροφη του χεριού μου.

Μέσα στο κουτί υπήρχε και ένα μικρό φορητό χρηματοκιβώτιο. Χαμογελάω και το παίρνω μαζί μου. Και κάποια στιγμή θα πρέπει να βγάλω τις φωτογραφίες από εκεί, και να γεμίσω και πάλι τα άλμπουμ μου. Επισήμως ήμαστε μαζί μόλις από το Σάββατο, αλλά είμαι σίγουρη όπως ποτέ στη ζωή μου. Ο Μάριος επέστρεψε για να μείνει.

Αν ήμουν στην παραλία δε θα μ’ ένοιαζε, αλλά η βεράντα, ακόμα και αυτή του πέμπτου ορόφου, δεν είναι για να βγεις με τα βυζιά έξω φόρα-παρτίδα. Βιάζομαι να βάλω από πάνω μου ένα φανελάκι, τραβώντας το ύφασμα νευρικά για να κάτσει καλά, και πάω να τον βρω στη βεράντα. Το στομάχι μου είναι κόμπος από την προσμονή. Έχει φέρει δύο παγωμένες μπύρες και με περιμένει, ακουμπισμένος στο κάγκελο με μια έκφραση ανάμεσα στο αμήχανο και το χαμογελαστό.

«Τι είναι αυτό;» με ρωτάει γεμάτος περιέργεια, τα φρύδια του σηκώνονται και τα μάτια του καρφώνονται στο κουτί που κρατάω.
«Θα δεις αν μπορέσεις να ανοίξεις το χρηματοκιβώτιο!» του λέω προκαλώντας τον και γέρνω το κεφάλι μου ελαφρά, με ένα πονηρό χαμόγελο που κάνει τα μάτια μου να σπινθηρίζουν. Κουνάει το κεφάλι του χαχανίζοντας, περνώντας μια χούφτα στα μαλλιά του με εκείνο το σχεδόν νευρικό του συνήθειο.
«Μηχανολόγος είμαι, όχι ο Αρσέν Λουπέν!» απαντάει γελώντας, αλλά το βλέμμα του έχει ήδη γλυκάνει.
«Ο κωδικός είναι 8 ψηφία!» του λέω και του δίνω το χρηματοκιβώτιο προσεκτικά, είναι και βαρύ τρομάρα του! Τα δάχτυλά του αγγίζουν για λίγο τα δικά μου και το χαμόγελό του φτάνει μέχρι τα μάτια.

Ο Μάριος με κοιτάζει για μερικές στιγμές σκεπτικός. Δεν του μιλάω, απλά γεμίζω τα ποτήρια μας με μπύρα. Τα χέρια μου τρέμουν ελαφρά, αλλά προσπαθώ να το κρύψω. Χαμογελάει και πατάει τα πλήκτρα αργά, σαν να προσπαθεί να θυμηθεί κάτι. Με κοιτάζει προκλητικά και πατάει το enter. Το χρηματοκιβώτιο ξεκλειδώνει με ένα απαλό «κλικ».

«25081991» μου λέει με φωνή που σχεδόν τρέμει. Τα μάτια του γυαλίζουν και τα χέρια του σφίγγουν ελαφρά το κουτί. «Πίστευες ότι θα μπορούσα ποτέ να το ξεχάσω;»
«Όχι,» του κάνω τρυφερά και του κουνάω το κεφάλι μου με ένα χαμόγελο που δεν μπορώ να συγκρατήσω. «Μέρος του παιχνιδιού είναι κι αυτό! Ήθελα να σου κάνω ένα δωράκι!» του λέω και τα μάτια μου γυαλίζουν από τη συγκίνηση.
Γέρνει το κεφάλι του πίσω και με κοιτάει χαμογελώντας, το βλέμμα του γεμάτο ζεστασιά και λατρεία. «Τι δωράκι;» ρωτάει, και η φωνή του ακούγεται πιο απαλή, σχεδόν ψιθυριστή.
«Άνοιξε και θα δεις,» του απαντάω, γεμάτη προσμονή για την αντίδρασή του. Τα χέρια μου μπλέκονται ασυναίσθητα μπροστά μου και τα δάχτυλά μου στρίβουν το φανελάκι μου. Ξέρω τι έχει το κουτί και η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή.
«Ok, I’ll bite!» μου λέει εξακολουθώντας να χαμογελάει, και βγάζει από μέσα έναν κίτρινο φάκελο. Τον κοιτάει για μερικές στιγμές και κοιτάζει και πάλι εμένα, το ένα φρύδι σηκωμένο και το χαμόγελό του να σβήνει λίγο από την περιέργεια. «Τι μου ετοιμάζεις βρε Μακιαβελικέ ξανθομπάμπουρα;» μου κάνει και βάζω τα γέλια, πετώντας παιχνιδιάρικα τα μαλλιά μου πίσω.
Ανοίγει το φάκελο, βγάζει την πρώτη φωτογραφία και παγώνει. Τα μάτια του γουρλώνουν και τα χείλη του ανοίγουν ελαφρά από την έκπληξη. «Τις κράτησες;» με ρωτάει χωρίς να πιστεύει στα μάτια του, και η φωνή του σπάει ελαφρά.
Κουνάω το κεφάλι μου αργά, το χαμόγελό μου τρυφερό και τα μάτια μου υγρά. «Φυσικά και τις κράτησα, βλάκα,» του λέω χαμηλόφωνα και τα μάτια μου καρφώνονται στα δικά του.

Ήταν φωτογραφίες μου. Γυμνές. Τις είχε τραβήξει ο ίδιος τα χρόνια που ήμασταν μαζί. Την πρώτη φορά που μου το είχε ζητήσει μου είχε έρθει κόλπος, αλλά ο Μάριος ήταν ο μόνος άνθρωπος που δε μπορούσα να του πω όχι. Με τράβηξε όχι μια και δυο φορές. Μέσα στο φάκελο υπήρχαν πάνω από 50-60 φωτογραφίες μου, σε διάφορες πόζες.

Τις εμφάνιζε σε ένα φωτογραφείο στου διαόλου το κέρατο και τις έκρυβε σε μέρος που δεν μπορούσαν να το βρουν οι δικοί του. Όταν έφυγε για Αμερική, μέσα στη δυστυχία μου, δεν με είχαν απασχολήσει αυτές οι φωτογραφίες, τις είχα ξεχάσει τελείως. Μέχρι που μια μέρα, μέσα του 1997 ήταν, με πήρε στο τηλέφωνο.
⇽∙∙∙⇾
«Παρακαλώ;» λέω σηκώνοντας το τηλέφωνο, τα δάχτυλά μου σφίγγουν ασυναίσθητα το ακουστικό και νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή, λες και διαισθάνομαι κάτι.
«Μπίλι… συγνώμη που σε πήρα έτσι… ξέρω τι είχαμε πει,» μου λέει και για μια στιγμή νιώθω σαν να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου.

Τα γόνατά μου λυγίζουν και κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού, προσπαθώντας να κρατήσω την ανάσα μου σταθερή. Οι αρθρώσεις μου ασπρίζουν από τη δύναμη που κρατάω το ακουστικό και το στήθος μου σφίγγεται τόσο πολύ που πονάει.

Τους τελευταίους μήνες είχα ρίξει τόσο κλάμα όσο δεν είχα ρίξει σε όλη μου τη ζωή. Μου έλειπε φρικτά, ο πόνος μου ήταν σχεδόν φυσικός. Τα μάτια μου αρχίζουν να τσούζουν αμέσως, αλλά καταπίνω τον κόμπο στον λαιμό μου και παίρνω βαθιά ανάσα προσπαθώντας να βρω το κουράγιο μου.

«Είσαι καλά;» είναι το πρώτο που τον ρωτάω, η φωνή μου τρέμει ελαφρά, σχεδόν ψιθυριστή. Το χέρι μου σφίγγει το καλώδιο του τηλεφώνου μέχρι που νιώθω τα νύχια μου να τρυπάνε την παλάμη μου.
«Καλά…» μου λέει με φωνή που σημαίνει “σκατά είμαι”. Προσπαθώ… Εσύ τι κάνεις;» συνεχίζει, και τα μάτια μου αρχίζουν ήδη να γυαλίζουν επικίνδυνα.
«Μια από τα ίδια,» του απαντάω, αλλά η φωνή μου βγαίνει τόσο αδύναμη που δεν την αναγνωρίζω. Κλείνω τα μάτια μου για μια στιγμή, προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυα, και παίζω νευρικά με το κορδόνι από την μπλούζα μου.
«Μπίλι… Δε θα σε ενοχλούσα αλλά είχα κάτι… κάτι που πλέον δεν έχω το δικαίωμα να έχω στην κατοχή μου.» Η φωνή του είναι σπασμένη, και το στομάχι μου δένεται κόμπος. Νιώθω τα χείλη μου να τρέμουν και το χέρι μου στο ακουστικό ιδρώνει.
Είμαι πολύ μουδιασμένη για να στροφάρω. «Τι;» τον ρωτάω απλά, και η φωνή μου ακούγεται κούφια, σχεδόν μηχανική.
«Τις… τις φωτογραφίες σου… ξέρεις…» μου λέει με δυσκολία. Και τότε στροφάρω. Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα και η ανάσα μου κόβεται απότομα. «Θα στις στείλω…» συνεχίζει, και νιώθω τα μάγουλά μου να καίνε.
«Να τις κάνω τι ρε Μάριε;» του λέω γεμάτη πίκρα, η φωνή μου σπασμένη και τα χείλη μου τρέμουν ανεξέλεγκτα. «Αν δε θες να τις κρατήσεις, κάψ’τες, πέτα τες.» Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα και το στήθος μου πονάει από την προσπάθεια να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή.
«Δε μπορώ ρε Μπίλι,» μου λέει και βουρκώνει. «Δε μπορώ να τις…» και κόβεται η φωνή του καθώς βάζει τα κλάματα.

Κλείνω τα μάτια μου και τα δάκρυα τρέχουν αβίαστα στα μάγουλά μου. Το χέρι μου πιάνει το στόμα μου για να πνίξω τον λυγμό που ανεβαίνει απότομα. Βάζω κι εγώ τα κλάματα και για μερικά λεπτά κλαίμε ντουέτο, τα δάκρυα μουσκεύουν τα δάχτυλά μου και το στήθος μου ανεβοκατεβαίνει σπασμωδικά.

Καταφέρνω να ανακτήσω πρώτη την ψυχραιμία μου. Σκουπίζω βιαστικά τα μάτια μου με την ανάστροφη του χεριού μου, αλλά τα χείλη μου συνεχίζουν να τρέμουν. «Εντάξει,» του λέω με φωνή που μόλις και μετά βίας ακούγεται. «Πάντως… Μάριε… αν θες να τις κρατήσεις… το ξέρεις ότι σ’ εμπιστεύομαι…» Η φωνή μου σπάει στις τελευταίες λέξεις και τα μάτια μου τρέχουν ξανά.
«Το ξέρω Μπίλι μου,» μου λέει και αυτό το “μου” μου καρφώνεται στα στήθη σα μαχαιριά. Τα δάκρυα αρχίζουν να τρέχουν πιο έντονα και κλείνω τα μάτια μου σφιχτά. «Δεν μπορώ… δεν έχω το δικαίωμα να τις κρατήσω.»
«Εντάξει,» του κάνω με τα χίλια ζόρια. Η φωνή μου είναι ένα σκέτο ψιθύρισμα. Το χέρι μου σφίγγει το ακουστικό τόσο δυνατά που νιώθω τα δάχτυλά μου να πονάνε. «Πώς θα τις στείλεις;» καταφέρνω να ρωτήσω με δυσκολία, η φωνή μου βραχνή από το κλάμα.
«Σε ταχυδρομική θυρίδα. Και σε άλλο γράμμα, συστημένο, θα σου στείλω και τις οδηγίες.»
«Οκ…» του απαντάω μονολεκτικά, η φωνή μου αδύναμη, σχεδόν ανύπαρκτη. Καταπίνω τον κόμπο στον λαιμό μου, αλλά δεν βοηθάει σε τίποτα.

Κλείσαμε το τηλέφωνο μ’ ένα awkward αποχαιρετισμό, και μετά μένω για μερικά δευτερόλεπτα ακίνητη, κοιτάζοντας το ακουστικό λες και δεν μπορώ να καταλάβω τι συνέβη. Το στομάχι μου είναι πέτρα και τα πόδια μου τρέμουν. Γυρίζω σαν το ρομπότ στο δωμάτιό μου και πέφτω στο κρεββάτι μου.

Κουλουριάζομαι αγκαλιάζοντας το μαξιλάρι και παίρνω βαθιές ανάσες… αλλά μάταια. Το κλάμα μου ξεσπάει βίαια, οι λυγμοί με τραντάζουν, μου κόβουν σχεδόν την ανάσα, μα δε μπορώ να σταματήσω. Τα χέρια μου σφίγγουν τα σεντόνια και το μαξιλάρι μουσκεύει από τα δάκρυα, και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι πως δεν υπάρχει χειρότερος πόνος από αυτόν που νιώθω. 
⇽∙∙∙⇾
Επιστρέφω στο παρόν, χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει η ίδια έχω δακρύσει. Στο παρόν, το υπέροχο παρόν μου, που ο Μάριός μου είναι μαζί μου και κοιτάζει τις φωτογραφίες σα να τον έχει χτυπήσει κεραυνός.

«Αυτή είναι η μόνη εικοσάρα που σου επιτρέπω να βλέπεις σα λιγούρης!» του λέω κάνοντας χαβαλέ, προσπαθώντας να διώξω τον στιγμιαίο πόνο που μου προκάλεσε αναπόφευκτα η αναδρομή στο παρελθόν. Του χαμογελάω, προσπαθώντας να έχω το ύφος του “…or else…” αλλά η σαστισμάρα του είναι τελικά αυτό που μου μετατρέπει το βεβιασμένο χαμόγελο σε πραγματικό. Τον έχω αφήσει τελείως μαλάκα, και το χάχανο μου βγαίνει αυθόρμητα.

Με κοιτάει για μερικές στιγμές, και είναι εκείνος που σηκώνεται, με αρπάζει από το χέρι και με πάει μέσα να ξεπληρώσω—σε είδος—όλες μου τις αμαρτίες. Αν ήταν ποδοσφαιρικό παιχνίδι θα ήταν διασυρμός, μου έβαλε πέντε γκολ, και βάλε και το offside στην μπάνιο, να σου και πάλι η Μπίλι να μη μπορεί να πάρει τα πόδια της.

Καλά το λένε: τα καλύτερα γκολ μπαίνουν στα φιλικά!
⇽∙∙∙⇾
Είναι Τετάρτη απόγευμα και είμαστε στην κουζίνα με το Μάριο για να φτιάξουμε την Κινέζικη υπερπαραγωγή. Πέρα από πολύ πρόχειρα φαγητά, καμιά ομελέτα, καμιά μακαρονάδα, δεν είχαμε μαγειρέψει ποτέ μαζί στο παρελθόν. Έχει πλάκα, ο Μάριος έχει μεταμορφωθεί σε project manager και με κοιτάει με μισό μάτι που του κάνω χαβαλέ.

«Θα σοβαρευτείς ή θα σου κάνω τον κώλο μαύρο;» με ρωτάει και σκάω στα γέλια. «Τι ρωτάω ο μαλάκας,» χαχανίζει και ο ίδιος.
«Αχ ναι, δείρε με, χτύπησέ με σα χταπόδι, πέτα με στα βράχια, βάναυσε Σατράπη μου!» του λέω ξεκαρδισμένη.

Δαγκώνει το δάχτυλό του και προσπαθεί να το παίξει αγριεμένος, αλλά ούτε ο ίδιος καταφέρνει να κρατηθεί. Και τότε στο ράδιο αρχίζει να παίζει ένα τραγούδι που μου προκαλεί μετατραυματικό σοκ. Δεν είχα καν προσέξει την εισαγωγή μου, το μυαλό μου έκανε catchup όταν αρχίζει να τραγουδάει ο Καρβέλας.
Κράτησέ με απόψε πιο σφιχτά
άσε τον ιδρώτα στο κορμί να κυλά
άκου την καρδιά μου πως χτυπά
σου φωνάζει ακόμα πόσο σ’ αγαπά.
Το γέλιο μου παγώνει και το μυαλό μου γυρνάει στα τέλη του 1996, τότε που ο Μάριος έφευγε για Αμερική. Ο “τελευταίος χορός» είναι πολύ γνωστό τραγούδι και είχε τύχει να το ακούσω άθελά μου στο ραδιόφωνο αρκετές φορές μετά το χωρισμό μας. Κάθε φορά είχα την ίδια αντίδραση, η ψυχή μου πάγωνε και άλλαζα αμέσως σταθμό ή έκλεινα το ραδιόφωνο, και μετά μου έπαιρνε κάμποση ώρα να έρθω στα ίσια μου. Τινάζω το κεφάλι μου να καθαρίσει. Κοιτάζω το Μάριο που έχει παρατήσει την κουτάλα και με κοιτάζει. Πιέζω τον εαυτό μου να χαμογελάσει: ήρθε η ώρα να ξορκίσουμε το δαίμονα.

«Χορεύουμε;» του κάνω και αντί απάντησης παρατάει την κουτάλα στην κατσαρόλα και με παίρνει στην αγκαλιά του.
«Ποτέ ξανά!» μου λέει σφίγγοντάς δυνατά. Πολύ δυνατά.
«Ποιο δυνατά,» του ψιθυρίζω. «Πιο δυνατά.»

Αρχίζουμε και στροβιλιζόμαστε αργά στο ρυθμό της μελαγχολικής μπαλάντας.
Φίλησέ με απόψε πιο πολύ
άσ’ τον έρωτα στο δάκρυ να πνιγεί
Πως τα φέρνει έτσι η ζωή
δε θα είμαστε ποτέ ξανά μαζί 
Σε μια ώρα θα ’χουν όλα τελειώσει
πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός
Ας πεθαίναμε αγκαλιά πριν τελειώσει ο τελευταίος χορός 
Σε μια ώρα θα ’χουν όλα τελειώσει
πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός 
Ας πεθαίναμε αγκαλιά πριν τελειώσει ο τελευταίος χορός
Ο τελευταίος χορός… Ο τελευταίος χορός.
Το τραγούδι τελειώνει. Τραβιέμαι λίγο και τον κοιτάζω στα μάτια. «Ποτέ ξανά!» μου ψιθυρίζει σαν όρκο.

«Ποτέ ξανά!» του απαντάω και παραδίδομαι στο φιλί του.

Ποτέ ξανά.

Μας παίρνει λίγη ώρα να ανασυνταχθούμε. Στην αρχή είμαι πιο σοβαρή απ’ ότι πριν, αλλά όσο περνάει η ώρα το διαολάκι μέσα μου ξυπνάει, και τελικά λίγη ώρα αργότερα ο Μάριος έχει μεταμορφωθεί και πάλι σε project manager κι εγώ σε ξεροκέφαλο πόρο, και με την υπόσχεση πως αν το βράδυ δε μου κάνει τον κώλο μωβ να μην τον λένε Μάριο.

«Ναι, καλά, τρομάξαμε τώρα,» σκέφτομαι μέσα μου χαχανίζοντας.
⇽∙∙∙⇾
Χτυπάει το κουδούνι. Πανικόβλητος, σχεδόν σκουντουφλώντας, ο Μάριος τρέχει στη βεράντα. Τον κοιτάω για μια στιγμή και μου ξεφεύγει ένα χάχανο. Κοιτάζομαι για λίγο στον καθρέφτη, φτιάχνω τα μαλλιά μου όπως-όπως και ισιώνω τη μπλούζα μου. Μια χαρά. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να συγκρατήσω το ηλίθιο χαμόγελο που απειλεί να μείνει κολλημένο στα χείλη μου.

Ανοίγω την πόρτα και στέκομαι στην είσοδο με το χέρι ακουμπισμένο στο πλάι, προσπαθώντας να φανώ όσο πιο χαλαρή γίνεται. Η Κατερίνα βγαίνει από το ασανσέρ και πριν καν πει λέξη την παίρνω αγκαλιά και τη φιλάω σα να είχα να τη δω από πέρσι να πούμε, τα χέρια μου τη σφίγγουν τόσο που την αναγκάζω να κάνει ένα βήμα πίσω.

«Σιγά ρε μωρή, θα με κατσιάσεις!» μου κάνει χαμογελώντας και με τα χέρια της να με χτυπάνε παιχνιδιάρικα στην πλάτη.
«Εγώ φταίω που σ’ αγαπάω και σου κάνω γλυκουλινιές, αχάριστη!» της λέω τραβώντας τη λίγο πιο κοντά και της βγάζω τη γλώσσα, τα μάτια μου γελάνε.
«Μωρή, έβαλες κανένα θερμόμετρο; Γιατί χθες ο Γιώργος μου είπε ότι έστειλες τον Ρούσο για σπίρτα!» λέει με ένα υποψιασμένο βλέμμα, τα φρύδια της υψώνονται με καχυποψία.
«Ναι, η αλήθεια είναι ότι τον έμαθα να πετάει. Ή μάλλον προσπάθησα. Δεν πετάει, έσκασε σαν καρπούζι!» της απαντάω κάνοντας μια κίνηση με το χέρι σα να περιγράφω την πτώση και χαχανίζω.

Πέρα από την πλάκα, μεγαλώνοντας πλέον έπαιζα πιο ήρεμα, αυτό που έγινε χθες στην πραγματικότητα ήταν ότι μπουρδουκλωθήκαμε και βρεθήκαμε να τρώμε χορτάρι και οι δυο σαν πεινασμένα γελάδια, με τους υπόλοιπους τους γάιδαρους να έχουν σκάσει από τα γέλια. Χαϊδεύω αμήχανα το πίσω μέρος του κεφαλιού μου και χαμογελάω μισά.

«Τι μυρίζει;» με ρωτάει κοιτώντας με καχύποπτα, ρουθουνίζοντας υπερβολικά και γέρνοντας το κεφάλι της λοξά.
«Το κινέζικο που παραγγείλατε, your honor,» της απαντάω και υποκλίνομαι ελαφρά, κάνοντας μια επιτηδευμένη κίνηση με το χέρι.
«Κάτσε να περάσω πρώτα στη σχολή,» μου κάνει στενάζοντας.
«Γιατί, υπάρχει καμιά αμφιβολία;» της λέω χαμογελώντας πλατιά και της κλείνω το μάτι.
«Κάτσε, εσύ μαγείρεψες;» με ρωτάει και η αλήθεια είναι ότι δε μαγείρεψα εγώ, οπότε της απαντάω κάνοντας χαβαλέ, με τα χέρια να τινάζονται θεατρικά στον αέρα.
«Όχι, το φαγητό διακτινίστηκε στην κατσαρόλα!» της λέω, και οι ώμοι μου τραντάζονται από τα χαχανητά.
«Μωρή με δουλεύεις;» με ρωτάει σουφρώνοντας τα χείλη της και βάζοντας τα χέρια στη μέση.
«Αν είναι δυνατόν!» της λέω και κάνω μια επιτηδευμένα προσβεβλημένη γκριμάτσα. «Λοιπόν, θες να φάμε τώρα ή να πιούμε πρώτα το κρασάκι μας;» συνεχίζω γλυκαίνοντας τη φωνή μου και κουνώντας τα φρύδια με νόημα.
«Πρώτα θα τα ξεράσεις όλα και μετά το φαγητό!» μου κάνει και με δείχνει με το δάχτυλο, λες και είναι εισαγγελέας στο δικαστήριο.
«Ναι, το ανάποδο δε θα πήγαινε καλά» της απαντάω και τα χείλη μου τρέμουν από τα γέλια που προσπαθώ να συγκρατήσω.

Παίρνω το κρασί και τα ποτήρια και πάω έξω με προσεκτικά βήματα, μην τυχόν και μου πέσουν. Δεν της δίνω να κρατήσει κάτι γιατί δεν εμπιστεύομαι ότι δε θα της πέσει από τα χέρια όταν δει μπροστά της το Μάριο Φάντη μπαστούνι. Βγαίνουμε στο μπαλκόνι και ο Μάριος δεν είναι εκεί. Μένω μια στιγμή σαν τον μαλάκα, τα μάτια μου πετάγονται δεξιά κι αριστερά σα να ψάχνω να δω αν είναι κρυμμένος κάπου.

«Τι έπαθες παιδάκι μου;» μου κάνει η Κατερίνα, στραβοκοιτάζοντάς με και βάζοντας το χέρι στη μέση της, το κεφάλι της γέρνει ελαφρώς λοξά.

Τι να της πω; Το κινητό μου βουίζει. Αφήνω τα πράγματα στο τραπέζι και ανοίγω το κινητό μου. Μήνυμα από το λεβέντη μου. Το διαβάζω και δεν μπορώ να κρατηθώ, με πιάνουν τα γέλια.

Μ’ ΕΠΙΑΣΕ ΚΟΨΙΜΟ, ΣΥΓΝΩΜΗ! ΣΤΕΙΛΕ ΜΟΥ ΜΗΝΥΜΑ ΝΑ ΒΓΩ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΘΕΟΥ ΜΗΝ ΤΗΝ ΑΦΗΣΕΙΣ ΝΑ ΕΡΘΕΙ ΣΤΗΝ ΤΟΥΑΛΕΤΑ, ΤΟ ΝΑ ΜΕ ΔΕΙ ΜΕ ΤΑ ΒΡΑΚΙΑ ΚΑΤΕΒΑΣΜΕΝΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ REUNION ΠΟΥ ΕΙΧΑ ΚΑΤΑ ΝΟΥ!

«Τι γελάς μωρή;» με ρωτάει η Κατερίνα με τα μάτια της να στενεύουν υποψιασμένα.
«Τίποτα, κάτι μου έστειλε ένας συνάδελφος!» της λέω κάνοντας την αθώα περιστέρα, αλλά τα μάγουλά μου έχουν κοκκινίσει από το γέλιο.
«Χμμμ… αυτό ήταν το νέο που ήθελες να μου πεις; Ψήνεις κάτι με κάποιον συνάδελφο; Χμμμ…» λέει με πονηρό χαμόγελο και υψώνει το ένα φρύδι, ενώ τα χέρια της διασταυρώνονται στο στήθος της.
«Όχι, όχι…» της λέω αλλά δε με πιστεύει. Κουνάει το κεφάλι της αργά-αργά, λες και με ζυγίζει.
«Οχιά διμούτσουνη! Μωρή εσύ γελάς σα χαζή!» μου λέει η Κατερίνα με εξεταστικό βλέμμα, τα χέρια της ακουμπούν στη μέση και τα μάτια της στενεύουν υποψιασμένα. Το στόμα της στραβώνει λες και προσπαθεί να αποφασίσει αν πρέπει να γελάσει ή να με στραγγαλίσει.

Με το ένα χέρι ακόμα να τρέμει από τα γέλια, αρπάζω το κινητό μου και γράφω βιαστικά στο Μάριο: ΕΛΑ ΤΩΡΑ ΕΞΩ ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΣΕ ΓΑΜΗΣΩ, ΚΙ ΕΣΕΝΑ ΔΕ ΘΑ ΣΟΥ ΑΡΕΣΕΙ. Τα δάχτυλά μου σχεδόν μπλέκονται πάνω στο πληκτρολόγιο, και πατάω αποστολή πριν καλά-καλά το συνειδητοποιήσω.

ΕΡΧΟΜΑΙ, μου απαντάει, και αφήνω ένα γελάκι ανακούφισης που προσπαθώ να πνίξω καλύπτοντας το στόμα μου με την παλάμη.

Δεν της απαντάω, εξακολουθώ να κάνω το μαλάκα, κρατώντας το ύφος μου όσο πιο αδιάφορο γίνεται, αλλά η άκρη των χειλιών μου προδίδει το χαμόγελο που παλεύω να συγκρατήσω. Τα μάτια μου κοιτάζουν επίμονα το πάτωμα, ενώ η Κατερίνα με κοιτάζει από την κορυφή ως τα νύχια για μερικές στιγμές, λες και περιμένει να ομολογήσω.

Παλιά με διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο· με καταλάβαινε καλύτερα από τον ίδιο το Μάριο. Εδώ και χρόνια, όμως, δε διαβάζομαι ούτε απ’ τον παππά—που λέει ο λόγος—αν δεν το επιτρέψω η ίδια. Της κλείνω παιχνιδιάρικα το μάτι παίζοντας μαζί της όπως η γάτα με το ποντίκι.

«Δε μου λες, θα μου πεις…» λέει και ξαφνικά παγώνει. ΠΑΓΩΝΕΙ. Τα μάτια της γουρλώνουν και το στόμα της στραβώνει, όπως κάνει κάθε φορά που νιώθει έντονη έκπληξη. Κοιτάζει το Μάριο σαν να βλέπει φάντασμα. «Μάριε;» λέει χωρίς καλά-καλά η ίδια να το πιστεύει. Η φωνή της βγαίνει πνιχτή, σχεδόν ψιθυριστή, και κάνει ένα αβέβαιο βήμα μπροστά, τα χέρια της κρέμονται αμήχανα στα πλευρά της.
«Κατίνα! Σαλαμάκι!» της κάνει ο Μάριος, ανοίγοντας τα χέρια του διάπλατα με ένα χαμόγελο τόσο πλατύ που φαίνεται μέχρι τα πίσω δόντια. Ήταν το αγαπημένο του πείραγμα, και το «Κατίνα» τη διαόλιζε πάντα.
Η Κατερίνα τσιρίζει τόσο δυνατά που είμαι σίγουρη ότι μας ακούσανε μέχρι τον Ταξιάρχη. Πετάγεται όρθια και χώνεται στην αγκαλιά του με τόση φόρα που παραλίγο να τον ρίξει κάτω. Ο Μάριος τη σφίγγει πάνω του και την κάνει δυο σβούρες, τα πόδια της σχεδόν αιωρούνται, πριν την αφήσει ξανά κάτω γελώντας.
«Εγώ είμαι, δε βλέπεις φαντάσματα!» της λέει γελώντας ακόμα, και της χτυπάει φιλικά τον ώμο.
Η Κατερίνα τον κοιτάει δακρυσμένη, τα μάτια της γυαλίζουν και το κάτω χείλος της τρέμει ανεπαίσθητα. Σηκώνει το χέρι της και του χτυπάει τον ώμο παιχνιδιάρικα, αλλά η φωνή της είναι ακόμα τρεμάμενη.
«Πώς; Πώς;» καταφέρνει να ψελλίσει, με την ανάσα της να κόβεται από τα συναισθήματα που παλεύουν να ξεχυθούν.
«Έχω γυρίσει Ελλάδα από πρόπερσι» της λέει και ξεκινάει να της λέει τη δική του ιστορία.

Πετάγομαι μέσα να φέρω ποτήρι και στο Μάριο, του το γεμίζω με χέρια που τρέμουν ελαφρά και τους αφήνω να τα πούνε. Κολλητοί και οι τρεις μας από τα δεκατρία μας, ο Μάριος δεν είχε λείψει μόνο σ’ εμένα, και σ’ εκείνον δεν είχα λείψε μόνο εγώ. Χαλαρώνω στην καρέκλα και τους αφήνω να μιλάνε, κρύβοντας ένα χαμόγελο πίσω από το ποτήρι μου.

«Καλά, έτσι; Σε παράτησε και έφυγε έτσι;» τον ρωτάει η Κατερίνα, τα φρύδια της υψωμένα τόσο που σχεδόν ενώνονται με τη γραμμή των μαλλιών της, και τα χέρια της να τινάζονται προς τα πάνω με αγανάκτηση.
Ο Μάριος αναστενάζει και περνάει το χέρι του στα μαλλιά του, κοιτάζοντας το πάτωμα για μια στιγμή. «Με παράτησε… Δε με παράτησε, ακριβώς, Κατερίνα. Το είχε ξεκαθαρίσει εξ αρχής ότι δε θέλει παιδί…» λέει με τη φωνή του χαμηλή, τα μάτια του καρφωμένα στο τραπέζι, και τα δάχτυλά του να παίζουν νευρικά με το ποτήρι.
«Εξασφαλίστηκες;» τον ρωτάει η δικηγόρος μέσα της.
«Από χίλιες μεριές,» τη διαβεβαιώνει. «Πλήρωσα τα μαλλιά της κεφαλής μου στη Wilkinson & Finkbeiner για να το εξασφαλίσω. Η Liz κάθισε μαζί μου μέχρι που χρόνισε η Χριστίνα-Βασιλική. Δεν μπορώ να την καταλάβω… εννοώ δεν ήταν ψυχρή προς το παιδί. Ναι, δεν ήταν η τυπική χαζομαμά αλλά ρε παιδί μου δεν ήταν και τελείως αδιάφορη. Τέλος πάντων, η επιμέλεια είναι airtight, και με τη δική της υπογραφή.»
«Και πότε γύρισες πίσω;» τον ρωτάει ξανά η Κατερίνα, γέρνοντας ελαφρά μπροστά με τα μάτια της να αστράφτουν από περιέργεια. Τα χέρια της ακουμπάνε στη μέση της, τα δάχτυλά της σφίγγονται νευρικά.
«Σου είπα, πριν δύο χρόνια. Κάθισα μέχρι πρόπερσι στην Αμερική, αλλά δε μπορούσα να τη μεγαλώσω μόνος μου, οπότε τελικά αποφάσισα και γυρίσαμε Ελλάδα,» απαντάει ο Μάριος και αναστενάζει αθόρυβα, περνώντας το χέρι του στα μαλλιά του. Η φωνή του είναι χαμηλή, σχεδόν νοσταλγική. «Δεν ήταν εύκολη απόφαση με παιδί στα πέντε, αλλά τι να έκανα; Τουλάχιστον εδώ έχω και τους γονείς μου.» Κουνάει τους ώμους του ελαφρά, λες και προσπαθεί να ελαφρύνει το βάρος των λέξεων. «Και εντάξει, μπορεί να μένουν Ζάκυνθο αλλά έρχονται συχνά Αθήνα και βοηθάνε όσο μπορούν, και φυσικά περνούν μαζί της όλο το καλοκαίρι.»
Η Κατερίνα σταυρώνει τα χέρια της μπροστά στο στήθος και τον κοιτάζει με μισόκλειστα μάτια. Τα φρύδια της σηκώνονται απειλητικά, και το ένα πόδι της χτυπάει το πάτωμα ελαφρά. «Και είσαι εδώ βρε γάιδαρε δυο ολόκληρα χρόνια και δεν είπες τίποτα;» του ρωτάει με τη φωνή της οκτάβες ψηλότερα, τα χέρια της κουνιούνται σαν να θέλουν να τον βαρέσουν.
Ο Μάριος σφίγγει τα χείλη του για μια στιγμή πριν απαντήσει, τα μάτια του αποφεύγουν το βλέμμα της και καρφώνονται στο ποτήρι του. «Είχα μάθει από τους γονείς μου ότι η Μπίλι παντρεύτηκε, δεν ήξερα ότι είχε χωρίσει… και… και δεν ήξερα αν θα άντεχα να τη δω με άλλον άντρα, οπότε αποφάσισα να κρατήσω τις αποστάσεις μου.» Σηκώνει τους ώμους του σχεδόν απολογητικά, τα χέρια του σφίγγουν το ποτήρι του.

Η Κατερίνα τον κοιτάζει εξεταστικά, τα χείλη της σουφρωμένα και το κεφάλι της γερμένο λοξά. Το βλέμμα της σαρώνει το πρόσωπό του λες και ψάχνει για ψέματα. Εγώ στριφογυρίζω αμήχανα το ποτήρι μου, το βλέμμα μου κατεβασμένο και τα πόδια μου να χτυπάνε νευρικά το πάτωμα.

«Και τώρα πώς και το αποφάσισες;» ρωτάει με τα χέρια της ακόμα σταυρωμένα, η φωνή της πιο μαλακή αλλά ακόμα γεμάτη δυσπιστία.
«Δεν το αποφάσισα εγώ, το αποφάσισε η τύχη.» Ο Μάριος χαμογελάει αχνά και τρίβει τον αυχένα του αμήχανα. «Τρακάραμε ο ένας τον άλλον στο σούπερ μάρκετ στο Νέο Ηράκλειο!»
Η Κατερίνα γουρλώνει τα μάτια της και τα χέρια της πέφτουν στα πλευρά της. «Ποιο Νέο Ηράκλειο, μωρέ;» τον ρωτάει απορημένη, κάνοντας ένα μικρό βήμα μπροστά.
«Εκεί μένω βρε! Δύο-τρία στενά πιο κάτω από τα κεντρικά της εταιρίας που δουλεύει η Μπίλι!» της εξηγεί ο Μάριος, κουνώντας τα χέρια του σχεδόν θεατρικά.
«Σοβαρά μιλάς;» ρωτάει η Κατερίνα μην πιστεύοντας στ’ αφτιά της, η φωνή της πνιχτή και τα χέρια της να σηκώνονται ως το στήθος.
«Και δεν φαντάζεσαι την αλυσίδα των συμπτώσεων που χρειάστηκαν για να τρακάρουμε ο ένας πάνω στον άλλον,» ξεκινάω και γελάω, παίζοντας με την άκρη του τραπεζομάντηλου νευρικά.

Της διηγούμαι όλη την ιστορία με γρήγορες κινήσεις των χεριών, τα μάτια μου να αστράφτουν από ενθουσιασμό και λίγο άγχος.

«Εντάξει, το έσωσες. Ναι, αυτό ήταν νέο που αξίζει να πιούμε στην υγειά του,» μας λέει η Κατερίνα ακόμα ανυποψίαστη, και σηκώνει το ποτήρι της με ένα χαμόγελο που ακουμπάει και τα μάτια της. «Καλώς ξαναβρεθήκαμε και πάλι!»
«Καλώς ξαναβρεθήκαμε!» κάνουμε και οι δύο και τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας με ένα ελαφρύ γέλιο. Η Κατερίνα πίνει μια γουλιά και κλείνει τα μάτια της ευχαριστημένη.
«Και μην ξαναχαθούμε, θα σε πάρει ο διάολος!» τον απειλεί η Κατερίνα, υψώνοντας το δείκτη της με ψεύτικη αυστηρότητα. «Η Μπίλι στα έχει πει τα δικά μας;»
«Ναι, μου τα είπε,» της λέει χαμογελαστός ο Μάριος, και κλείνει το μάτι του παιχνιδιάρικα.
Η Κατερίνα αναστενάζει υπερβολικά και χαμογελάει πλατιά. «Αχ, πολύ χάρηκα ρε παιδιά!» κάνει και σκουπίζει δήθεν ένα ανύπαρκτο δάκρυ από την άκρη του ματιού της.
Κοιταζόμαστε με τον Μάριο για μια στιγμή και χαμογελάμε πονηρά. «Λοιπόν, πάω να φέρω το φαγητό» τους λέω και κάνω να σηκωθώ.
«Έρχομαι να βοηθήσω!» μου κάνει ο Μάριος και σηκωνόμαστε και οι δυο, τα χέρια μας συναντιούνται διακριτικά για μια στιγμή.

Πριν η Κατερίνα προλάβει να σηκωθεί και αυτή, ο Μάριος με αρπάζει απαλά από τη μέση και με φιλάει βαθιά. Τα μάτια μου κλείνουν ασυναίσθητα και τα χέρια μου πλέκονται γύρω από τον λαιμό του. Όταν τραβιόμαστε απαλά, βλέπω την Κατερίνα με το στόμα της στραβωμένο και τα μάτια της γουρλωμένα.

Ήταν 27 Απριλίου του 1987,» της λέω με ένα χαμόγελο γεμάτο νόημα. «Κάποια, ονόματα δε λέμε, μας είπε εκείνη τη μέρα “Κι εγώ κουμπάρα.” Της κλείνω παιχνιδιάρικα το μάτι. «Θα την έχεις την ευκαιρία σου!» Κλείνει το στόμα της με τα χέρια της και τα μάτια της είναι ακόμα πιο γουρλωμένα. «Είμαστε και πάλι μαζί.»

Βάζει πρώτη τα κλάματα, τα χέρια της τρέμουν καθώς σκεπάζει το πρόσωπό της. Μετά τα βάζω κι εγώ, τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα πριν καλά-καλά το καταλάβω, και μερικές στιγμές αργότερα μας ακολουθεί και ο Μάριος, τα μάγουλά του να κοκκινίζουν ανεπαίσθητα. Μας κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά του και κλαίμε και οι τρεις του καλού καιρού, σαν ελληνικό μελόδραμα.

Έντεκα ολόκληρα χρόνια μετά, το τρίο Stooges είναι και πάλι μαζί.
...
Μετά την Κατερίνα είχαν σειρά και οι γονείς μας. Τα ζόρια ξεκινούσαν μετά, γιατί εγώ είχα και τον Ανδρέα, πριν αρχίσουμε να προετοιμάζουμε και τις κόρες μας. Για τη Μαριάννα τα πράγματα να ήταν ίσως λίγο πιο εύκολα, όπως συνήθισε τις δυο μαμάδες, εμένα και την Αλεξάνδρα, θα συνήθιζε και τους δυο μπαμπάδες, όπως και την extra αδερφή. Στη θεωρία δηλαδή, και η πράξη πολλές φορές είναι άλλο ανέκδοτο.

Η Χριστίνα-Βασιλική, που δεν είχε προλάβει να γνωρίσει τη μητέρα της, ήταν η μεγάλη άγνωστη μεταβλητή. Ο Μάριος, που την ήξερε καλύτερα απ’ όλους, ήταν βέβαιος ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Τον ρωτούσε συχνά αν θα αποκτήσει ποτέ αδερφάκι, οπότε—θεωρητικά—η εισαγωγή της Μαριάννας στη ζωή της θα έπρεπε να της φανεί καλοδεχούμενη. Όμως, ως μοναχοπαίδι, είχε συνηθίσει να είναι το κέντρο της προσοχής, οπότε η ξαφνική παρουσία ενός άλλου παιδιού—και κυρίως η σχέση αυτού του παιδιού με τον πατέρα της—ήταν κάτι που χρειαζόταν λεπτούς χειρισμούς.

Και μετά ήμουν κι εγώ. Δεδομένης της αδυναμίας που έχει στον Μάριο η προοπτική μιας μητριάς είναι θέμα. Η Αλεξάνδρα είχε μπει στη ζωή της Μαριάννας όταν εκείνη ήταν μόλις τριών ετών, οπότε η παρουσία της ήταν κάτι φυσικό, σχεδόν αυτονόητο. Η Χριστίνα-Βασιλική, όμως, είναι ήδη επτά. Έχει διαμορφώσει τη δική της εικόνα για τον κόσμο και για τον πατέρα της, και δεν ήξερα πώς θα χωρούσα εγώ μέσα σε αυτήν.

Κι εγώ είχα και τον Ανδρέα, που όχι απλά δεν του είχα πει όλη την αλήθεια για τη σχέση μου με το Μάριο, αλλά—ακόμα χειρότερα—το δεύτερη όνομα της κόρης μας ήταν το δικό του, και ο Ανδρέας το ήξερε. Ωστόσο είναι τελείως διαφορετικό να δεχτείς να πάρει η κόρη σου μέρος του ονόματός της από ένα αδερφικό φίλο που σε χώρισε η ζωή, και άλλο το όνομα του πρώτου σου εραστή να ζει μέσα στο όνομα του παιδιού σου.
...
Παίρνω τηλέφωνο τους γονείς μου. «Ναι;» ακούω τη φωνή του μπαμπά μου.
«Λιάκο μου, είστε κάτω;» τον ρωτάω χαρούμενη.
«Σας ομιλεί ο αυτόματος τηλεφωνητής!» μου απαντάει κάνοντας χαβαλέ. «Αφήστε το μήνυμά σας μετά το χαρακτηριστικό ήχο,» μου λέει και κάνει παύση ενώ εγώ γελάω. «Χαρακτηριστικός ήχος,» μου κάνει, και τα γέλια μου γίνονται ακόμα πιο δυνατά.
«Δε ντρέπεσαι γέρος άνθρωπος να τρολλάρεις την κόρη σου;» του λέω πειρακτικά.
«Ποιον είπες γέρο ρε κωλόπαιδο;» μου κάνει με προσποιητή αγανάκτηση. Τον λατρεύω!
«Λοιπόν, σας έχω μια έκπληξη. Μπορώ να κατέβω λίγο;»
«Τι έκπληξη;» με ρωτάει.
«Μια απρόοπτη επίσκεψη, δε θα έρθω μόνη μου. Να κατέβω;»
«Τι ετοιμάζεις πάλι Μακιαβελικέ ξανθομπάμπουρα;» μου λέει και βάζω και πάλι τα γέλια.

Έτσι με έλεγε μερικές φορές ο Μάριος και του το είχε κολλήσει. Παρόλο που από τότε που είχαμε χωρίσει αυτό πάντα μου προκαλούσε ένα μικρό τσίμπημα, το είχα πια συνηθίσει. Χώρια που πλέον η αφεντομουτσουνάρα του είναι δίπλα μου. Γυρίζω και του χαμογελάω.

«Με λέει μακιαβελικό ξανθομπάμουρα» του λέω ψιθυριστά σκεπάζοντας το ακουστικό!
«Φωτιά θα πέσει να τον κάψει,» μου απαντάει ειρωνικά και μου ξεφεύγει και πάλι ένα δυνατό γέλιο.
«Από την Καλαμάτα είναι ο μουσαφίρης σου; Πολύ γελάς!» μου πετάει, και το χάνω τελείως για μερικά δευτερόλεπτα.
«Σαν πας στην Καλαμάτα!» του απαντάω… «Κατεβαίνω!» Γυρνάω προς το Μάριο: “Are you ready to roll?”
«Ναι,» μου απαντάει χαμογελαστός. «Πάμε!»

Κατεβαίνουμε στον δεύτερο όροφο. Του λέω να πάει στα σκαλιά να μη φαίνεται, και πως θα τον φωνάξω εγώ. Χτυπάω την πόρτα και μου ανοίγει οι πατέρας μου.

«Μόνη σου είσαι; Δεν είπες ότι θα έρθεις με παρέα;»
«Έρχεται σε λίγο,» του λέω και περνάω μέσα και κλείνω την πόρτα.
«Μυστήρια πράγματα…» μου κάνει, και προχωράμε προς τα μέσα, όπου είναι και η μητέρα μου.
«Έχεις βαλθεί να μας τρελάνεις;» με μαλώνει τρυφερά.
Δεν της απαντάω. Παίρνω το τηλέφωνό μου και στέλνω μήνυμα στο Μάριο. ΧΤΥΠΑ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ. Οι γονείς μου με κοιτάνε που χαζογελάω, και τότε χτυπάει η πόρτα.
«Ήρθε!» τους λέω.

Σηκώνονται και οι δύο και με ακολουθούνε. Χαμογελώντας σα χαζή, ανοίγω την πόρτα και ο Μάριος, με ένα πακέτο γλυκά στο χέρι, γιατί θα έσκαγε αν δεν έφερνε και γλυκά, τους χαμογελάει από την πόρτα.

Για μερικά δευτερόλεπτα επικρατή νεκρική σιωπή. Ο Μάριος στέκει στην πόρτα βλέποντας για πρώτη φορά μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια δύο ανθρώπους που τους αγαπούσε σα γονείς του. Τα χρόνια που έχουν περάσει φαίνονται. Οι ρυτίδες στο πρόσωπό τους είναι πιο βαθιές, τα μαλλιά τους πιο αραιά. Μα τα μάτια τους είναι ίδια και αν το σώμα γερνά, η καρδιά δεν ξεχνάει. Οι γονείς μου τον κοιτάζουν και εκείνοι κοκαλωμένοι, σαν να μην μπορούν τα μάτια τους να πιστέψουν ότι μπροστά τους στέκεται ένας άνθρωπος που τον είχαν σαν γιο τους.

«Κύριε Ηλία! Κυρία Άννα» τους κάνει χαμογελώντας αλλά με φωνή που τρέμει από τη συγκίνηση.
«Μάριε;» βρίσκει πρώτος τη φωνή του ο Ηλίας.

Ο Μάριος του χαμογελάει, μου δίνει τα γλυκά και κάνει να του δώσει το χέρι. Ο Ηλίας τον αιφνιδιάζει και τον παίρνει στην αγκαλιά του. «Αγόρι μου» του λέει σφίγγοντάς τον δυνατά πάνω του. Όταν έρχεται η σειρά της μάνας μου να τον αγκαλιάσει, η ίδια έχει δακρύσει για τα καλά. Αλλά θα μου πεις, σάμπως εγώ είμαι καλύτερη; Και τα δικά μου μάτια τρέχουν σαν βρύσες.

Όταν πάμε στο σαλονάκι να κάτσουμε, οι γονείς μου έχουν κάτσει στον καναπέ βάζοντας τον Μάριο στη μέση και εγώ είμαι στη φάση “ο ψωριάρης χώρια.” Χαμογελάω σαν το βλαμμένο. Οι τρεις από τους έξι πιο σημαντικούς ανθρώπους της παιδικής μου ηλικίας είναι μαζί και κάνουν catchup. Οι άλλοι δύο είναι ακόμα ανυποψίαστοι στη Ζάκυνθο, και μόνο η σαλαμάκια φέρουσα Κατίνα ξέρει ότι είμαστε και πάλι μαζί.

Ανοίγει το κινητό του και τους δείχνει φωτογραφίες της Χριστίνας-Βασιλικής, την οποία οι γονείς μου την ερωτεύονται από την πρώτη ματιά. Χαχανίζω από μέσα μου, είναι φάση καλομελέτα κι έρχεται. Είναι τόσο χαρούμενοι που δεν τον έχουν καν ρωτήσει πώς εμφανίστηκε ξαφνικά μετά από έντεκα χρόνια. Είναι εδώ, μπροστά τους, και προς στιγμή είναι και το μόνο που έχει πραγματική αξία και για τους δυο τους.

«Δύο ολόκληρα χρόνια είσαι εδώ και δεν μας είπες τίποτα βρε γάιδαρε;» τον μαλώνει η μητέρα μου λέγοντας σχεδόν λέξη προς λέξη αυτά που του είχε σούρει και η Κατερίνα, που αν είχε σαλαμάκι θα του το είχε κατεβάσει στο κεφάλι από την αγανάκτηση.
«Η κόρη σου φταίει,» της κάνει χαχανίζοντας αλλά μετά σοβαρεύει. «Ήξερα ότι είχε παντρευτεί και… καταλαβαίνεις. Δεν ήξερα αν θα άντεχα να την δω με άλλον,» της λέει ειλικρινά.
«Μπα;» του κάνει ειρωνικά ο πατέρας μου. «Και τώρα που έμαθες ότι είναι μόνη της την είδες ‘έμπαινε Γιούτσο’;» τον ρωτάει πειρακτικά.
«Ιδέα δεν είχα ότι είχε χωρίσει!» του λέει και εκεί μπαίνω κι εγώ.
«Τρακάραμε τυχαία ο ένας στον άλλον στο σούπερ μάρκετ που είναι κοντά στα κεντρικά της Εταιρίας!» του εξηγώ κερδίζοντας το βλέμμα του χάνου εις διπλούν. «Το σπίτι που μένει στο Νέο Ηράκλειο,» συνεχίζω, «είναι δυο-τρία τετράγωνα πιο μέσα από τα κεντρικά!»
«Άλλο πάλι τούτο!» λέει η μάνα μου και σταυροκοπιέται.
«Σε κάθε περίπτωση ο άσωτος υιός επέστρεψε,» τους κάνει, «οπότε μπορούμε να σφάξουμε το μόσχο το σιτευτό!» συνεχίζει αγκαλιάζοντάς και τους δύο τους.
«Καλά, δε θα σε σφάξουμε ακόμα δεν μπήκες σπίτι μας!» τον πειράζει ο πατέρας μου, και βάζουμε και οι τέσσερις τα γέλια.

Παραλείπω τις λεπτομέρειες των αντιδράσεών όταν έμαθαν ότι είμαστε και πάλι μαζί για να μη γίνουμε ελληνικό μελόδραμα. Onion cutting ninjas had a spree, δεν λέω τίποτα παραπάνω. Ακόμα και εκεί ωστόσο, ο Μάριος ήταν ο γνωστός Μάριος.

«Είστε μαζί;» τον ρωτάει ο πατέρας μου γουρλώνοντας τα μάτια, και ο αθεόφοβος δεκαπέντε χρόνια μετά την εκδρομή μας στο Ναύπλιο, του κάνει και πάλι την ίδια καντάδα.
Υπάρχω, κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω
Σκλάβα τη ζωή σου θα χω!
«Πολλά κρεμμύδια,» λέει ο Ηλίας στο τέλος.

I stand by these words!
Επόμενοι στη σειρά ήταν οι γονείς του Μάριου. Πόσο θα ήθελα να μπορούσα να τους δω από κοντά… Είχαν περάσει πάνω από έξι χρόνια από την τελευταία φορά που τους είχα αγκαλιάσει. Μα με τη Χριστίνα-Βασιλική στη Ζάκυνθο, τα πράγματα έπρεπε να πάνε βήμα-βήμα, προσεκτικά, με τρυφερότητα και σεβασμό.

Την επόμενη μέρα το βράδυ, λίγο πριν τις δέκα, η μικρή είχε επιτέλους κοιμηθεί, και ο Μάριος, με το κινητό στο χέρι, με κοιτάζει. «Πάμε;» με ρωτάει χαμηλόφωνα.

Γνέφω «ναι» χωρίς λέξη.

Τους παίρνει αρχικά στο τηλέφωνο. Τον ακούω να λέει: «Καλησπέρα μαμά… έχει κοιμηθεί η Χριστίνα-Βασιλική;» Σιωπή. Μετά: «Θέλω κάτι να σας πω, αλλά δεν είναι ακόμα καιρός να το μάθει η μικρή.» Η φωνή του έχει εκείνη την παιχνιδιάρικη σοβαρότητα που τη φυλάει για τις μεγάλες αποκαλύψεις.

«Ναι, αυτό που κατάλαβες συμβαίνει!» της λέει γελώντας. «Ωραία, σας καλώ στο Skype,» και γυρίζει προς εμένα. «Θα τους πέσει ο ουρανός στο κεφάλι!»
«Η ώρα της αλήθειας!» του κάνω δραματικά, και χαμογελάει πλατιά.

Δεν μου απαντάει. Απλώς ανοίγει το Skype, και λίγες στιγμές αργότερα, στην οθόνη εμφανίζεται η κυρία Χριστίνα. Μόλις τη βλέπω, η καρδιά μου σταματάει για ένα δευτερόλεπτο. Φαίνεται ακριβώς όπως την θυμόμουν. Σοφή. Απαλή. Σαν μητέρα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, εμφανίζεται και ο κύριος Ανδρέας – φρεσκοξυρισμένος, όπως πάντα, με το βλέμμα του διαπεραστικό και γλυκό ταυτόχρονα.

Η καρδιά μου σφίγγεται και τα μάτια μου αρχίζουν να τσούζουν. Δεν τους έχω δει τόσο καιρό… και τώρα, έστω και πίσω από μια οθόνη, είναι εκεί. Και εγώ, εδώ. Με τον Μάριο.

«Για πες μας τώρα, προς τι αυτό το μυστήριο; Αποφάσισες επιτέλους να κάνεις το επόμενο βήμα;» ρωτάει η κυρία Χριστίνα, με εκείνο το γνώριμο βλέμμα — αυστηρό και γεμάτο αγάπη.
«Δεν ξέρω αν είμαι εγώ που το αποφάσισε ή το ίδιο το σύμπαν…» της απαντάει με ένα αινιγματικό χαμόγελο ο Μάριος.
«Δεν αφήνεις τις σάλτσες να πάμε στο διά ταύτα;» πετιέται ο κύριος Ανδρέας. Και ναι, κι αυτό το είχα νοσταλγήσει.
«Στο διά ταύτα, λοιπόν,» τους λέει ο Μάριος γελώντας. «Είμαι μαζί με τη φίλη μου… και θα ήθελα να της πείτε μια καλησπέρα.»

Ο τόνος του είναι τόσο φυσικός και ελαφρύς, που σχεδόν παραπλανητικός. Σηκώνω το κεφάλι μου, εκείνος μου κάνει ένα μικρό νεύμα, και εμφανίζομαι στο πλάνο.

«Τσα!» λέω με αμήχανο χαμόγελο, και εκείνη τη στιγμή βλέπω τα μάτια τους να παγώνουν. Μένουν και οι δύο ακίνητοι, με βλέμμα καρφωμένο στην οθόνη, σαν να τους χτύπησε κεραυνός. «Δεν κάνουν πουλάκια τα μάτια σας, η Μπίλι είμαι!» τους λέω με φωνή που τρέμει, ήδη γεμάτη δάκρυα.
«ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΟΥ!» σπάει πρώτη η φωνή της κυρίας Χριστίνας, και πνίγεται σε δύο λέξεις. «Κορίτσι μου!» ξαναφωνάζει, και αυτή τη φορά λυγίζω κι εγώ. Κλαίω.
«Ναι, κυρία Χριστίνα… δεν είναι ψέμα. Είμαστε και πάλι μαζί,» λέω όσο πιο σταθερά μπορώ, αλλά η φωνή μου βραχνιάζει.
«Βασιλικούλα μου!» λέει ο κύριος Ανδρέας. Ακούω το όνομά μου όπως μόνο εκείνος το λέει, και νιώθω σαν να πήγε ο κόσμος μου στη θέση του.
«Μου λείψατε τόσο πολύ!» τους λέω με όλη την ειλικρίνεια της ψυχής μου. Νιώθω πέντε χρονών και τριάντα πέντε μαζί.

Η κυρία Χριστίνα ανοίγει το στόμα της και μετά το κλείνει ξανά. Ψάχνει τις λέξεις.

«Πώς… πώς…;» ψελλίζει.
Ο Μάριος με τραβάει απαλά στην αγκαλιά του. Με σφίγγει πάνω του και λέει με ζεστασιά στη φωνή του: «Η ιστορία ξεκινάει ένα απόγευμα στα τέλη Ιούνη. Θέλω να φτιάξω ριζότο με μανιτάρια και εκεί διαπιστώνω πως μου έχει τελειώσει το ρύζι. Κατεβαίνω στο συνοικιακό σούπερ μάρκετ και…» λέει και διηγείται όλη την ιστορία.

Με το που τελειώνει η διήγηση και τα τέσσερα ζευγάρια ματιών είναι δακρυσμένα.

And there were none

Τέλη Ιούλη. Πώς πέρασε ένας μήνας έτσι, ούτε που το κατάλαβα. Με τη Μαριάννα να μην γνωρίζει τίποτα, έπρεπε να προσέχω, και όχι τίποτε άλλο, το να βγαίνω έξω συχνά δεν ήταν κάτι που είχε συνηθίσει από τη μητέρα της, και δεν εννοούσα να πετάξω το παιδί μου με τη μία στα βαθιά. Μιας και οι γονείς μου το ήξεραν, αρχίσαμε σιγά-σιγά, με μια έξοδο το Σάββατο, που δεν τέλειωνε και πολύ αργά.

Όσο και αν η επανένωσή μας έμοιαζε σαν παραμύθι, η ζωή δεν είναι, και αυτή δεν ήταν παρά η πρώτη δοκιμασία. Αυτό δε σημαίνει ότι η ζωή μου σταματούσε όταν αποχαιρετιζόμασταν και ξεκινούσε όταν βρισκόμασταν μαζί και πάλι, η ζωή μου ήταν γεμάτη τόσο από τη Μαριάννα μου, όσο και από άλλες δραστηριότητες που έκανα για να γεμίσω το κενό μου.

Και το κενό πια δεν υπήρχε, ο Μάριος ήταν εδώ, ένα τηλεφώνημα, μια γρήγορη επίσκεψη μετά το σχόλασμα, ένα πεταχτό φιλί, ένα χαμόγελο, μια γρήγορη αγκαλιά μακριά. Όταν δεν ήμασταν μαζί η ζωή μου δεν έγινε ξαφνικά κενή, ίσα-ίσα, έγινε ακόμα πιο γεμάτη. Απλά γιατί υπήρχε. Μέχρι και η Μαριάννα το παρατήρησε, και ας μην ήξερε το λόγο.

«Μ’ αρέσεις που έχεις γίνει γελαστή,» μου πετάει κάποια ανυποψίαστη στιγμή.
«Γιατί, βρε τέρας,» της κάνω ανακατεύοντάς της τα μαλλιά και κερδίζοντας μια χαρούμενη τσιρίδα, «έχεις παράπονο από τη μαμά;»
Κολλάει για μερικές στιγμές, σα να ψάχνει τις λέξεις. «Γελάς πιο πολύ!» μου λέει, μην βρίσκοντας τρόπο να εκφράσει αυτό που βλέπει.
«Ναι, ε; Για να δούμε ποια θα γελάσει τώρα!» της κάνω και την πιάνω στην αγκαλιά μου και αρχίζω να την γαργαλάω. Η Μαριάννα τσιρίζει χαρούμενη και γελάει και προσπαθεί να μου ξεφύγει! «Πας να μου ξεφύγεις, τέρας;» της κάνω και τα γέλια της γίνονται ακόμα πιο δυνατά. Την αφήνω να βρει τις ανάσες της και αναψοκοκκινισμένη με παίρνει αγκαλιά και μου δίνει ένα φιλάκι.
«Σ’ αγαπάω!» μου λέει, κάνοντας την καρδιά μου να λιώσει.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω μωρό μου! Από εδώ ως το τέλος του ουράνιου τόξου!»
«Μόνο;» μου κάνει παραπονεμένη, είναι το παιχνίδι μας.
«Και άλλο τόσο, κι άλλο τόσο, κι άλλο τόσο…» της κάνω και τη σφίγγω στην αγκαλιά μου.

Μπορεί να τα έκανα σκατά με τον Ανδρέα αλλά μόνο και μόνο για τη Μαριάννα μου δεν το μετανιώνω.
⇽∙∙∙⇾
Χτυπάει το κουδούνι, και η Μαριάννα πετάγεται. «Ο μπαμπάς!» μου λέει χαρούμενη, και νιώθω ένα τσίμπημα. Όχι ζήλιας, αυτό θα έλειπε, απλά… θα μου λείψει το σκατό. Ο Ανδρέας έχει έρθει να την πάρουν για να πάνε διακοπές, θα την κρατήσει δυο εβδομάδες, και αυτό το κενό δεν μπορεί να το αναπληρώσει κανείς, ούτε καν ο Μάριος. Σηκώνομαι και πηγαίνω στο θυροτηλέφωνο, είναι όντως ο Ανδρέας.

Η Μαριάννα είναι σε αναμμένα κάρβουνα, έχει σταθεί στην πόρτα του διαμερίσματος και περιμένει τον πατέρα της. Ο Ανδρέας χτυπάει την πόρτα, και με το που το ανοίγω ο ξανθός σίφωνας χώνεται στην αγκαλιά του πατέρα της.

«Μπαμπάκα μου!» του κάνει ενθουσιασμένη, και όπως την έχει πάρει στην αγκαλιά του τον κατσιάζει στα φιλιά, ενώ εγώ τους κοιτάζω γελαστή.
«Σιγά βρε τέρας, θα με κατσιάσεις,» της κάνει, το κλασσικό τραβάτε με να κλαίω του χαρούμενου μπαμπά.
«Καλά θα σου κάνω!» του δηλώνει η Μαριάννα και βάζουμε τα γέλια. 
«Καλώς τον μου,» του κάνω, και περνάει μέσα. «Τα έχω έτοιμα τα πράγματά της,»
«Τι λες, τέρας,» λέει προς τη Μαριάννα. «Είσαι έτοιμη να γίνεις ξανθός γιαπωνέζος τουρίστας, που λέει και η μαμά;» τη ρωτάει και βάζω τα γέλια, πάει, κόλλησε αυτό από τις αρχές του μήνα που είχε κερδίσει από τη δουλειά του την κρουαζιέρα στο Αιγαίο.
«Η Αλεξάνδρα είναι σπίτι;» τον ρωτάω για να λάβω πληρωμένη απάντηση.
«Όχι, είχε ένα rave party στη Μαλακάσα και πήρε τον Πάρη για να τον μπάσει στα κόλπα!» μου κάνει ειρωνικά, κερδίζοντας μια με το δάχτυλό μου στη μύτη του, κάνοντας την Μαριάννα να ξεκαρδιστεί.
«Όχι βία στα γήπεδα!» λέει με προσποιητό πάθος, κάνοντας την Μαριάννα να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.
«Καλά, θα σε δείρω άλλη φορά!» του κάνω πειρακτικά προκαλώντας ακόμα πιο υστερικό γέλιο στη Μαριάννα.

Με το καμάρι μας σκαρφαλωμένο πάνω του σαν την τσίτα, παίρνω εγώ τα πράγματά της και κατεβαίνουμε κάτω, πρώτα να χαιρετήσει τους παππούδες της και μετά για να τα πάμε στο αυτοκίνητο. Είναι και οι μόνη στιγμή που φεύγει από την αγκαλιά του πατέρα της, πρώτα να δώσει φιλάκι στη γιαγιά και μετά στον παππού, γιατί του έχουμε και μια αδυναμία του Ηλία, πώς να το κάνουμε.

Πριν μπει στο αυτοκίνητο, την κάνω μια τελευταία αγκαλιά και τη σφίγγω πάνω μου. «Να περάσετε όμορφα με το μπαμπά, τη μαμά και τον αδερφούλη σου, εντάξει αγάπη μου;»
Δεν την λέω «Αλεξάνδρα», από τη στιγμή που η κόρη μου τη λέει «μαμά», το ίδιο κάνω κι εγώ όταν αναφέρομαι σ’ εκείνη μπροστά της.
«Ναι μαμάκα!» μου κάνει, και μου δίνει ένα τρυφερό φιλάκι, και μετά κάθεται στο πίσω κάθισμα για να της βάλει τη ζώνη ο πατέρας της.
«Λοιπόν, Τιγκανά, που λένε και στο χωριό,» μου κάνει ο Ανδρέας. «Θα σε πάρω τηλέφωνο όταν φτάσουμε.»
«Σ’ ευχαριστώ,» του λέω. Κάνουμε μια αγκαλιά και φιλιόμαστε σταυρωτά. «Καλά να περάσετε!»
«Τα λέμε σε τρεις εβδομάδες!» μου κάνει.

Παρακολουθώ το αυτοκίνητο να βγαίνει από την πυλωτή και σε λίγο το χάνω. Παρά το γεγονός ότι του είχε έρθει ο ουρανός στο κεφάλι όταν ζήτησα διαζύγιο, είχαμε μεταξύ μας πολύ καλή σχέση. Μια σχέση που θα έμπαινε σε πολύ μεγάλη δοκιμασία όταν του έλεγα όλη την αλήθεια για το Μάριο. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ανεβαίνω πάνω.
⇽∙∙∙⇾
Μου δίνει ένα φιλί και τραβιέται προσεκτικά. Πετάει το προφυλακτικό στο καλάθι και μου ανοίγει την αγκαλιά του. Χώνομαι μέσα της και ξεκινάει να μου χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά. Με τα δάχτυλά μου κάνω αφηρημένους κύκλους πάνω στο ιδρωμένο στέρνο του. Σήμερα και μετά από πολλές μέρες έχουμε και πάλι την άνεση και την χαλαρότητα αλλά και πάλι έχω μέσα μου ένα μικρό κενό, ούτε μερικές ώρες δεν έχουν περάσει και μου λείπει η κόρη μου.

«Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει και σηκώνω το βλέμμα μου προς τα πάνω.
«Ούτε δυο ώρες δεν έχουν περάσει και μου λείπει το κοριτσάκι μου,» του λέω και μου χαμογελάει.
“I feel you,» μου λέει συνεχίζοντας να με χαϊδεύει. «Με τα χίλια ζόρια έφυγα από το νησί,» συνεχίζει, αναφερόμενος στη μία εβδομάδα που είχε πάει Ζάκυνθο να δει τη Χριστίνα-Βασιλική και τους γονείς του, πριν δυο μέρες είχε γυρίσει.
«Μάριε, όταν γυρίσει η Μαριάννα από της διακοπές θα πρέπει να μιλήσω στον Ανδρέα,» του κάνω και ρίχνω ένα βαθύ αναστεναγμό στην προοπτική.
“I know,” μου απαντάει και με σφίγγει πάνω του, ξέρει ότι δε θα είναι εύκολο. «Πώς θα του το πεις;»

Ανασηκώνομαι, γυρίζω και ξαπλώνω μπρούμητα. Βάζω το μαξιλάρι μου πάνω από το κεφάλι μου και το σφίγγω για μερικές στιγμές. Το βγάζω και πάλι, και ξαπλώνω το σαγόνι μου πάνω στα σταυρωμένα μου χέρια.

«Δεν έχω ιδέα!» του απαντάω με απόγνωση.
⇽∙∙∙⇾
Έχω πάρει την απόφασή μου εδώ και καιρό. Τον αγαπάω τον Ανδρέα αλλά η καρδιά μου δεν χτυπάει πλέον, ούτε καν αυτό το λίγο που χτυπούσε στις αρχές. Δεν μπορώ να υποκρίνομαι άλλο, και ακόμα χειρότερα δεν του αξίζει του Ανδρέα να είναι με ένα άνθρωπο που αδυνατεί να του ανταποδώσει τα συναισθήματα και τη ζεστασιά του. Όλο έλεγα πως θα το κάνω και κάθε φορά έχανα το κουράγιο μου.

Τρεις μέρες πριν είχε έρθει με χαρούμενη διάθεση και με είχε πάρει αγκαλιά. Κατάλαβα ότι ήθελε να κάνουμε σεξ αλλά δεν είχα καμία διάθεση. Αν εξαιρέσουμε κάποιες σποραδικές πίπες που του έκανα, για να μην τον αφήνω και τελείως έτσι, πλέον το κάναμε μια φορά στις δυο εβδομάδες και αν. Είχαν περάσει πάνω από τρεις από την τελευταία φορά και ένιωθα εξαιρετικά άσχημα. Ο Ανδρέας είχε διάθεση, εγώ ήμουν που το έκανα κάθε φορά με μισή καρδιά και νιώθοντας ακόμα πιο σκατά στο τέλος.

Μη θέλοντας να του χαλάσω τη διάθεση προσποιήθηκα ότι το θέλω κι εγώ. Τον πήρα στο στόμα μου και έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου προσπαθώντας να τον κάνω να τελειώσει εκεί, να μη χρειαστεί να πρέπει να του ανοίξω τα πόδια μου, αλλά ο Ανδρέας δεν ήθελε πίπα. Δεν ήθελα να κοιτάζω και πάλι το ταβάνι ελπίζοντας να μη με προσέξει, και εκμεταλλευόμενη τις ορέξεις του, του φόρεσα το προφυλακτικό και του στήθηκα προκλητικά στα τέσσερα.

Το σώμα μου κουνιόταν μηχανικά από τις κινήσεις του καθώς το όργανό του μπαινόβγαινε μέσα μου, και παρόλο που είχε κάνει τα προκαταρκτικά και ήμουν αρκετά υγρή, η ξηρασία μέσα μου ήταν χειρότερη και από τη Σαχάρα μέσα Ιούλη. Έκλεισα τα μάτια μου, και όσο ο ρυθμός του αυξανόταν και τα βογγητά του πολλαπλασιάζονταν, τόσο χειρότερα ένιωθα. Τον νιώθω να κοκκαλώνει και κλείνω ερμητικά τα μάτια μου, νιώθοντας το όργανό του να κάνει σπασμούς στον κόλπο μου.

Τραβιέται, και σηκώνομαι κι εγώ. Δεν μπορώ να τον κοιτάξω, του ψιθυρίζω ένα βιαστικό «πάω για ντουζ,» και πάω τρέχοντας στο μπάνιο. Το νερό είναι καυτό, σχεδόν στα όρια της αντοχής μου, και το αφήνω να τρέχει πάνω μου, σα να προσπαθώ να εξαγνιστώ από την κάψα του. Πάνω από δέκα λεπτά περνάνε έτσι στο βαθμό που ο Ανδρέας αρχίζει και ανησυχεί.

«Μπίλι;» μου κάνει μπαίνοντας στο μπάνιο.
«Τώρα, τελειώνω,» του απαντάω για να τον διώξω.

Μέσα μου, και όσο αφορά τον ίδιο, έχω τελειώσει οριστικά.
⇽∙∙∙⇾
Παίρνω την Κατερίνα και της λέω ότι θέλω να πάμε να πιούμε ένα καφέ. Η Κατερίνα είναι η μόνη που ξέρει τι γίνεται μέσα μου τον τελευταίο καιρό και καταλαβαίνει ότι έχω πάρει την απόφασή μου. Λέω στον Ανδρέα ότι μετά το γραφείο θα βγω με την Κατερίνα και ο νους του δεν πάει στο κακό.

Όταν φτάνω στην καφετέρια είναι ήδη εκεί και με περιμένει. Μου χαμογελάει και πλησιάζω με γρήγορο βήμα προς το τραπέζι που έχει κάτσει. Σηκώνεται, με παίρνει αγκαλιά και φιλιόμαστε σταυρωτά.

«Καλώς τη μου,» μου κάνει.
«Έχεις ώρα που περιμένεις; Συγνώμη μωρέ Κατερίνα, ήμουν σε ένα meeting από τις τέσσερις, τον ατελείωτο είχε. Δεν περίμενα να καθυστερήσω τόσο.»
«Μη μου σκας,» μου κάνει γλυκά. «Είδα το μήνυμά σου, και άλλωστε στο the mall είμαστε, έκανα τη βόλτα μου και ήρθα να κάτσω μόλις μου είπες ότι ξεκίνησες να έρχεσαι.»

Κάνω στη σερβιτόρα νόημα να έρθει και της δίνω την παραγγελία μου.

«Λοιπόν;» μου λέει κοιτάζοντάς με στα μάτια. Έχει καταλάβει ότι αυτό σήμερα δεν είναι ένα χαλαρό καφεδάκι μεταξύ φιλενάδων.
«Πήρα την απόφασή μου, αυτή τη φορά δεν έχει πίσω,» της κάνω και της λέω τα χθεσινοβραδινά. Δεν με διακόπτει όσο της λέω τα σώψυχά μου, και ούτε προσπαθεί να με πείσει να κάνω κάτι διαφορετικό. Είναι εδώ για να με ακούσει και να μου σταθεί.
«Το παρελθόν δεν αλλάζει, Μπίλι,» μου λέει κάποια στιγμή όταν το γύρισα στις αρχές της γνωριμίας μου με τον Ανδρέα. «Και άλλωστε έχετε τη Μαριάννα, θα το άλλαζες αυτό;»
«Όχι,» της απαντάω κουνώντας το κεφάλι μου αρνητικά. Και μόνο η σκέψη ότι δεν θα είχα τη Μαριάννα στη ζωή μου μού παγώνει την ψυχή. «Όπως τα κατάφερα θα γίνει κι εκείνη ακόμα ένα παιδί χωρισμένων γονιών,» της λέω με πίκρα, και η Κατερίνα δεν το αφήνει κάτω, μου χώνει μια με το δάχτυλο στη μύτη όλη δική μου. «Άουτς!» της κάνω πονεμένα.
«Τι είναι αυτά ρε μωρή;» μου λέει. «Και δηλαδή τι, θα μπεις σε ένα φέρετρο στα 30 σου και ακόμα χειρότερα, θα πάρεις μαζί σου και έναν άνθρωπο που η ίδια λες πως τον αγαπάς και δεν σου φταίει σε τίποτα μαζί σου;» μου λέει και κλείνω τα μάτια μου ακούγοντάς τη να μου τα χώνει. «Η ζωή δεν είναι ταινία του ’60 που τελειώνει με τη νυφούλα και το γαμπρό χαρούμενος στην εκκλησιά και ζήσαν αυτοί καλά…»
«Το ξέρω ρε Κατερίνα, λες να μην το ξέρω;» της κάνω άψυχα. «Ένας από τους λόγους που θέλω να το τελειώσω εδώ είναι γιατί δεν αξίζει αυτό στον Ανδρέα.»
«Το ξέρω μωρό μου,» μου απαντάει και μου χαϊδεύει τρυφερά το χέρι. «Το ξέρω ότι είναι δύσκολο, αλλά τελικά είναι το σωστό, και στο τέλος είναι και το μόνο που έχει πραγματικά αξία.»

Η επόμενη που το μαθαίνει είναι η μητέρα μου.

«Καλά το είχα καταλάβει,» μου κάνει. Με κοιτάζει στα μάτια. «Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο;»
Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου χωρίς να της απαντήσω, και αυτή είναι η μόνη απάντηση που χρειάζεται η Άννα. Με σφίγγει στην αγκαλιά της όπως όταν ήμουν μικρούλα και με φιλάει τρυφερά στο κεφάλι. «Θα το πω εγώ του πατέρα σου,» μου κάνει, αφαιρώντας μου από πάνω ένα βάρος που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα καν ότι το κουβαλάω.

And then there were none. Ήρθε η σειρά του Ανδρέα.

Γυρίζω από τη δουλειά. Η μητέρα μου προφασίστηκε ότι θα πάει τη Μαριάννα με το καροτσάκι βόλτα, για να μου δώσει το χρόνο μου μιλήσουμε. Ξεροκαταπίνω στη σκέψη, γιατί η μπάλα δε θα πάρει μόνο τον Ανδρέα, θα πάρει και το παιδί. Ευτυχώς η Μαριάννα είναι ακόμα μικρή, μόλις ενάμιση, αν ήταν μεγαλύτερη τα πράγματα θα ήταν ακόμα πιο ζόρικα.

Στέκομαι έξω από την πόρτα του σπιτιού, και παρόλο που η ζαριά έχει ριχτεί, διστάζω. Όχι γιατί υπάρχει περίπτωση να αλλάξω απόφαση, αλλά για αυτά που θα ακολουθήσουν. Ο Ανδρέας έχει γυρίσει σπίτι, μου είχε πει ότι θα μαγειρέψει κιόλας, ανίδεος ότι μέσα σε ένα απόγευμα θα του γαμήσω τη ζωή τελείως.

Γιατί δεν είναι μόνο το συναισθηματικό σοκ του χωρισμού, είναι και το πρακτικό. Θα πρέπει να ψάξει να βρει να μείνει κάπου αλλού, το νέο σπίτι θα πρέπει να είναι κατάλληλο για μικρό παιδί, θα πρέπει να είναι σχετικά κοντά, αφού και οι δικοί μου γονείς, και οι δικοί του, μένουν Περιστέρι, και γενικά γάμησέ τα. Ο Ανδρέας δεν παίρνει το μισθό που παίρνω εγώ, στο βαθμό που θα μπορούσε να είναι εκείνος που θα ζητήσει διατροφή.

Όχι ότι θα το κάνει βέβαια, δεν είναι τέτοιος. Είχα ζητήσει τη συμβουλή της Κατερίνας, δεν ήθελα να του ζητήσω διατροφή, δεν το είχα ανάγκη. Μου είχε πει ότι ακόμα και αν δε θέλω εγώ, θα είναι σημαντικό για τον Ανδρέα να δώσει, είναι ο πατέρας του παιδιού μας, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να τον κάνω να νομίσει ότι δεν είναι απαραίτητος.

Και είναι και το θέμα της επιμέλειας, και είναι και αυτό το οποίο φοβάμαι περισσότερο. Είναι άδικο για τους περισσότερους άνδρες, το αναγνωρίζω, αλλά τα δικαστήρια τείνουν να είναι πιο συμπαθητικά προς τις μητέρες σε αυτές τις περιπτώσεις. Συν της άλλοις, είμαι υψηλόβαθμο στέλεχος σε γίγαντα στον τομέα των κατασκευών, έχω πολύ υψηλό μισθό, και το κυριότερο έχω ισορροπημένη οικογενειακή ζωή, από τη στιγμή που γύρισα στην εταιρία το ξέκοψα ότι στις 18:00 θα φεύγω από το γραφείο και τα σκυλιά δεμένα.

Μου αρέσει η εργασία μου αλλά δεν είχα την ανάγκη της, οπότε δεν υπήρχε κάποιο διαπραγματευτικό ατού που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν εις βάρος μου. Θα έφευγα την ίδια στιγμή, και ξέρω ότι κάμποσοι ανταγωνιστές με κοίταζαν σαν ξερολούκουμο· είχα ήδη προτάσεις που είχα απορρίψει ευγενικά, χωρίς ωστόσο να κρατήσω τις πόρτες τελείως κλειστές. Δεν έπεσα από τον Άρη, ξέρω πως λειτουργεί το σύστημα.

Όχι, ο μεγάλος μου φόβος, όσον αφορά την επιμέλεια, δεν είναι ο μην τη χάσω. Είναι το τι επίπτωση θα έχει στη Μαριάννα αν καταλήξει σε δικαστική διαμάχη. Μπορεί να μη θέλω να είμαι πια με τον Ανδρέα αλλά δε θέλω να χωρίσουμε σαν εχθροί. Θέλω η κορούλα μου μεγαλώνοντας να έχει και τη μαμά της και το μπαμπά της, έστω και χώρια, και το κυριότερο να έχουν όμορφη σχέση μεταξύ τους. Θέλω όταν τυχαίνει να βρισκόμαστε μαζί να εξακολουθούμε να είμαστε η μαμά και ο μπαμπάς, και όχι δύο ξένοι που ερίζουν, με εκείνη στη μέση.

Παίρνω βαθιά ανάσα προσπαθώντας να μαζέψω το κουράγιο μου και μπαίνω μέσα.

«Καλώς τη,» μου μού κάνει με το που με βλέπει, κι έρχεται και μου δίνει ένα τρυφερό φιλί, κάνοντας τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα, και τις τύψεις να με βασανίζουν ακόμα πιο δυνατά. «Πώς ήταν η μέρα σου;»
«Ανδρέα, θέλω να πιώ ένα κρασάκι, εσύ θέλεις;» του απαντάω αντί να τον χαιρετήσω και βλέπω στο πρόσωπό του την έκπληξη. Όχι την ευχάριστη, όχι. Αυτή του “αρχίζουν και χτυπάνε καμπάνες μέσα μου και δεν ξέρω γιατί.”

Δεν περιμένω να μου απαντήσει, αφήνω την τσάντα μου και πάω στην κουζίνα και βγάζω δύο ποτήρια κρασιού. Βγάζω και το κρασί από το ψυγείο, αρχές φθινοπώρου είναι άλλωστε και έχει ακόμα ζέστες. Ο Ανδρέας με ακολουθεί στη βεράντα και δε μιλάει μέχρι που γεμίζω και τα δυο ποτήρια με κρασί.

«Μπίλι, συμβαίνει κάτι;» με ρωτάει κοιτάζοντάς με λες και προσπαθεί να διαβάσει τι γίνεται στο κεφάλι μου.

Δεν τσουγκρίζει καν, δε μου λέει στην «υγειά μας.» Νιώθει, διαισθάνεται, καταλαβαίνει, ότι κάτι τρέχει αλλά δεν έχει ιδέα τι, και η ανησυχία του δεν κρύβεται, κάνοντάς με να νιώσω ακόμα χειρότερα, κάνοντάς το μου ακόμα πιο δύσκολο. Πώς λες σε έναν άνθρωπο που πέρασες μαζί του τα σκαλιά της εκκλησίας—ή έστω, στην περίπτωσή μας του δημαρχείου—ότι ως εδώ ήταν, με όσα αυτά συνεπάγεται για τη ζωή του;

Παίρνω βαθιά ανάσα προσπαθώντας να μαζέψω το κουράγιο μου και να βρω τις σωστές λέξεις. Είχα κάνει ένα σωρό πρόβες στο μυαλό μου, αλλά στα πραγματικά ζόρια όλα αυτά είναι σαν τα σχέδια στη μάχη, κανένα δεν επιβιώνει της συνάντησης με τον αντίπαλο.

«Ναι,» του λέω προσπαθώντας να τον κοιτάξω στα μάτια, και δεν είναι καθόλου εύκολο. «Ανδρέα…» ξεκινάω και κλείνει τα μάτια του, δεν είναι ακόμα σίγουρος τι θα του πω, το μόνο που ξέρει είναι πως δεν είναι καλό. «Δεν μπορούμε να είμαστε άλλο μαζί,» καταφέρνω να του πω τελικά.
Δεν απαντάει για μερικές στιγμές, στέκει ακίνητος με κλειστά τα μάτια σα να έχει κεραυνοβοληθεί. Κι εδώ που τα λέμε, αυτό ακριβώς του έχει συμβεί. «Τι;» είναι το μόνο που καταφέρνει να ρωτήσει.

Η σιωπή που πέφτει για μερικές στιγμές είναι εκκωφαντική. 

«Σ’ αγαπάω Ανδρέα, είσαι ο πατέρας του παιδιού μου…» του λέω σιγανά.
«Αλλά υπάρχει ένα αλλά, έτσι δεν είναι;» με ρωτάει διακόπτοντας με.
Κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά. «Αλλά αυτό δεν αρκεί.» Παίρνω βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να βρω κάτι να του πω, αλλά δεν βρίσκω. «Δεν αρκεί…» επαναλαμβάνω.
«Μάλιστα…» μου κάνει, προσπαθώντας ακόμα να χωνέψει τι του είπα.

Πίνω μια γερή γουλιά από το κρασί μου, ενώ απέναντί μου, ο Ανδρέας παγωμένος προσπαθεί να το επεξεργαστεί.

«Δεν αρκεί…» επαναλαμβάνει μηχανικά. Κλείνει και πάλι τα μάτια του. «Υπάρχει άλλος;» Η ερώτησή του δεν με εξοργίζει. Ξέρει ότι δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος αλλά ξέρω ταυτόχρονα ότι είναι και το πρώτο πράγμα που θα περάσει από το μυαλό κάθε φυσιολογικού ανθρώπου σε μια τέτοια κατάσταση.
«Όχι,» του λέω κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «Όχι, Ανδρέα. Αυτό δε θα το έκανα ποτέ…» του λέω και σταματάω. «Δε θα στο έκανα ποτέ…»
«Οκ,» μου απαντάει απλά. «Υπάρχει…» λέει και σταματάει. Νομίζω ότι ήθελε να ρωτήσει αν υπάρχει κάτι που θα μπορέσει να μου αλλάξει την απόφαση, αλλά η Μπίλι που ξέρει δεν παίρνει λόγο πίσω.
«Είσαι υπέροχος άνθρωπος…» του λέω και κουνάει το κεφάλι του δεξιά-αριστερά, γιατί στο τέλος της ημέρας δεν έχει σημασία. «Δεν σου αξίζει να είσαι με κάποια που… που δε μπορεί να στο ανταποδώσει.»
«Αργά το θυμήθηκες,» μου λέει, αλλά δεν το λέει εριστικά, το λέει γεμάτος πίκρα.
«Δεν…» ξεκινάω να του πω αλλά με κόβει.
«Όχι… όχι…» μου κάνει. «Είναι άδικο αυτό που σου είπα,» μου λέει κοιτάζοντας το ποτήρι του. Σηκώνει τα μάτια του πάνω μου: «Το ήξερα, Μπίλι. Το είχα καταλάβει από την αρχή.»

Δεν απαντάω, κοιτάζω το ποτήρι μου με τις τύψεις να κόβουν κομμάτια από την ψυχή μου.

«Ήλπιζα…» μου λέει και σταματάει ρουθουνίζοντας. «Θυμάμαι τις πρώτες μας μέρες, τότε… Μιλούσαμε για την ελπίδα, και μου είχες πει… δεν μπορώ να το ξεχάσω…» μου λέει και κομπιάζει για λίγο. Ξέρω τι θα πει, εγώ η ίδια του του είχα πει, αλλά δεν μιλάω, τον αφήνω να ολοκληρώσει. «Με είχες κοιτάξει στα μάτια και με είχες ρωτήσει: “Αναρωτήθηκες ποτέ τι δουλειά είχε η Ελπίδα στο πιθάρι που ήταν κλεισμένα όλα τα κακά;”»
«Ανδρέα…» ξεκινάω να πω και σταματάω και πάλι. Δεν ξέρω τι να πω.

Πίνει μια γουλιά από το κρασί του. Εγώ κοιτάζω ακόμα το ποτήρι μου και νιώθω το βλέμμα του πάνω μου αλλά δεν έχω το κουράγιο να τον κοιτάξω. Αρχίζει και σιγοτραγουδάει, περισσότερο προς τον εαυτό του παρά σ’ εμένα.
“Sidewalk crouches at her feet,
Like a dog that begs for something sweet,
Do you hope to make her see you, fool?
Do you hope to pluck this dusky jewel?”
«Όχι, Ανδρέα, όχι!» του λέω με σταθερή φωνή. Όσο και αν τον πόνεσα, δεν είναι αλήθεια. «Σε είδα. Ήσουν ο πρώτος που είδα, μετά κι από εγώ και δεν ξέρω πόσο. Μπορεί…» του λέω διστακτικά… «Μπορεί τα αισθήματά μου να μην ήταν το ίδιο δυνατά…» του λέω, τρώγοντας ακόμα μια δαγκωνιά από τις τύψεις μου, «αλλά δεν ήταν ανύπαρκτα. Σε ερωτεύτηκα, Ανδρέα. Ίσως… ίσως όχι όσο εσύ, αλλά δεν αλλάζει ότι έκανες την καρδιά μου να χτυπήσει.»
«Ο έρωτας περνάει,» μου απαντάει. «Το ξέρω και το ξέρεις. Αν με αγάπησες…»
«Δεν υπάρχει ΑΝ, Ανδρέα,» του λέω κόβοντάς τον. «Σε αγάπησα, και ακόμα σ’ αγαπώ. Και… Ξέρω ότι είσαι ακόμα ερωτευμένος μαζί μου. Και δεν σου αξίζει αυτό Ανδρέα…» λέω νιώθοντας τα μάτια μου να τσούζουν, με σφάζει ο πόνος που του προκαλώ. Τον νιώθω πρώτη πάνω στην ψυχή μου. «Δεν σου αξίζει να είσαι με κάποια που…»
«Πού;»
Παίρνω βαθιά ανάσα. «Που η δυστυχία που νιώθει της δηλητηριάζει την ψυχή, δηλητηριάζοντας άθελά της και τη δική σου.»

Η ομολογία μου ότι νιώθω δυστυχισμένη, του έρχεται σαν κεραμίδα στο κεφάλι. Είναι όμως η πραγματικότητα, είμαι δυστυχισμένη. Και το ακόμα χειρότερο είναι ότι αυτή η δυστυχία μου έχει πηγή τον ίδιο μου τον εαυτό, δεν είναι εκείνος η αιτία.

«Δε φταις εσύ, δε με κάνεις δυστυχισμένη εσύ…» του λέω προσπαθώντας να απαλύνω το σοκ του. «Η δική μου δυστυχία πηγάζει από εμένα την ίδια… και δηλητηριάζει τα πάντα. Και δε σου αξίζει. Δεν είσαι εσύ λίγος για μένα, Ανδρέα, εγώ είμαι λίγη για σένα.»

Δεν φταίει ο Ανδρέας που δεν είναι ο Μάριος. Κανένας δεν είναι ο Μάριος, και ακόμα και 7 χρόνια από το χωρισμό μας, δεν ξέρω καν αν υπάρχει κάποιος που θα μ’ έκανε να νιώσω όπως ο Μάριος. Ο Ανδρέας είχε τα πάντα που θα μπορούσα να ζητήσω από έναν άνδρα. Τα πάντα, εκτός από ένα.
⇽∙∙∙⇾
Επανέρχομαι και πάλι στο παρόν. Ο Μάριος με κρατάει σφιχτά πάνω του, ούτε που κατάλαβα πως ενώ ήμουν μπρούμητα βρέθηκα στην αγκαλιά του. Δε με νοιάζει κιόλας, είμαι γερμένη μεταξύ του ώμου του και του στέρνου του, και δεν χρειάζομαι τίποτα περισσότερο. Είμαι στη θέση μου, είμαι εκεί που πραγματικά ανήκω. Και, παρά την ταραχή που νιώθω στην αναδρομή του παρελθόντος, αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να επανέλθει η γαλήνη στην ψυχή μου.

Λες και καταλαβαίνει την ανάγκη μου, γέρνει πάνω μου και με φιλάει. Στην αρχή το φιλί είναι τρυφερό αλλά σταδιακά γίνεται πιο παθιασμένο. Το χέρι του ταξιδεύει στα στήθη μου και μετά πιο χαμηλά. Ανασαίνω βαθιά όταν το νιώθω ανάμεσα στα πόδια μου, και μου ξεφεύγει ένα σιγανό βογγητό. Δε χρειάζομαι περισσότερα, το σώμα μου τον ζητάει, τον λαχταράει.

Ούτε εκείνος χρειάζεται περισσότερα. Βάζει το προφυλακτικό του και ανεβαίνει πάνω μου. Ανοίγω τα πόδια μου και τα ανασηκώνω. Μπαίνει μέσα μου και γινόμαστε ξανά ένα.
Shahadaroba, Shahadaroba
Face the future
And forget about the past
Shahadaroba, Shahadaroba
In the future
You will find a love that lasts
Shahadaroba
...
Επόμενο βήμα: να με γνωρίσει η Χριστίνα-Βασιλική. Όχι απλώς να με δει. Να με γνωρίσει. Ο Μάριος της είχε ήδη μιλήσει για μένα —της είχε πει πως ήμουν παιδική του φίλη, πως χαθήκαμε για χρόνια και ξανασυναντηθήκαμε τυχαία μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια. Και, ναι, της είπε και την αλήθεια: πως πριν φύγει για την Αμερική, ήμασταν μαζί. Πρώτο βήμα: γνωριμία μέσω Skype.

Στήσαμε ολόκληρη σκηνή, λες και ετοιμάζαμε γύρισμα. Το σχέδιο ήταν να εμφανιστώ “ολως τυχαίως” στην κάμερα κατά τη διάρκεια της καθημερινής τους κλήσης. Μόνο που, επειδή η Χριστίνα-Βασιλική δεν είναι απλώς πανέξυπνη αλλά έχει και ένστικτο λαγωνικού, χρειάστηκε λίγο… παραπάνω αληθοφάνεια.

Πριν ξεκινήσει την κλήση, κατέβηκα στην είσοδο της πολυκατοικίας και περίμενα μέχρι που έλαβα το μήνυμα «Χτύπα κουδούνι.» Μου ήρθε να γελάσω με τον εαυτό μου, αλλά το έκανα. Χτύπησα.

Ακούω το χαρακτηριστικό «τζζζζ» της πόρτας και παίρνω το ασανσέρ. Η καρδιά μου χτυπάει περίεργα—όχι δυνατά, αλλά βαριά, σαν να κουβαλάει ολόκληρα χρόνια. Όταν φτάνω πάνω, χτυπάω και το κουδούνι του διαμερίσματος. Ο Μάριος ανοίγει και μου κλείνει το μάτι με εκείνο το βλέμμα “όλα καλά, πάμε”.

«Καλώς την!» λέει φυσικά, σαν να μην τρέχει τίποτα. «Πέρνα μέσα, μιλάω στο Skype με τη Χριστίνα-Βασιλική.» Τον ακολουθώ προς το μπαλκόνι. «Έλα να σου γνωρίσω το καμάρι μου!» μου λέει, και μου κάνει νόημα να καθίσω δίπλα του στην κούνια.

Ανοίγει το laptop και... νάτη. Η Χριστίνα-Βασιλική. Στην οθόνη. Με τα υπέροχα ματάκια της, που κοιτούν λίγο διστακτικά, λίγο καχύποπτα —παιδί του Μάριου, σου λέει.

«Γεια σου!» της κάνω και της κουνάω το χέρι. Προσπαθώ να μη δείχνω ούτε πολύ ενθουσιασμένη ούτε υπερβολικά σοβαρή. «Είμαι η Μπίλι!»

Η φωνή της έρχεται γλυκιά, ευγενική, αλλά συγκρατημένη. «Γεια σας, κυρία Μπίλι...» Σαν να κρατάει απόσταση, ένα παιδικό «wait and see».

Αναπνέω ήρεμα. Δεν πιέζω. Και τότε εμφανίζονται στην κάμερα οι… μεγάλοι σύμμαχοι.

«Κύριε Ανδρέα! Κυρία Χριστίνα!» τους λέω γεμάτη χαρά.

Δεν τους είχα δει από τότε που τους ρίξαμε τη “βόμβα” με τον Μάριο. Κι όμως… ήταν σαν να μην είχε περάσει μέρα.

«Αγάπη μου!» λέει πρώτη η κυρία Χριστίνα, με τη γνωστή εκείνη μητρική ζεστασιά που δεν άλλαξε ποτέ.

Και ο κύριος Ανδρέας, με το ίδιο γλυκό, τρυφερό χαμόγελο. «Βασιλικούλα μου» μού λέει τρυφερά, και… με τελειώνει. Ένα δάκρυ πάει να ξεφύγει, όπως τότε, όταν τους ξαναείδα μετά από έξι ολόκληρα χρόνια.

Μέσα σε λίγα λεπτά, η ατμόσφαιρα αλλάζει.

Η Χριστίνα-Βασιλική χαλαρώνει, χαμογελάει. Ξαναγίνεται το χαρούμενο, πανέξυπνο εφτάχρονο κοριτσάκι που είχε μπει άλλες φορές στο skype όταν μιλούσε με τον πατέρα της. Μιλάμε όλοι μαζί, γελάει, και γενικά δείχνει ότι το παγόβουνο έχει αρχίσει να λιώνει. Και τότε, προς το τέλος της κλήσης, ο Μάριος της ρίχνει την ιδέα:

«Λέμε να έρθουμε να σας δούμε και να κάτσουμε και πέντε μέρες…»

Η φράση δεν έχει προλάβει να τελειώσει όταν ακούγεται ένα ξεκάθαρο “ΝΑΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ”, που σκεπάζει κάθε ήχο στο διαμέρισμα.

Η φωνή της γεμάτη προσμονή, ενθουσιασμό, ελπίδα.

Ίσως, τελικά, να υπάρχει χώρος και για μένα.

Δεν ξέρω αν θα το έλεγε η ίδια. Αλλά το άκουσα. Το κατάλαβα. Και αυτή τη φορά, εγώ ήμουν εκεί. Μέσα στο κάδρο της.

Όχι απ’ έξω.
Επόμενο βήμα, να γνωριστούμε και από κοντά. Έχουμε μιλήσει μαζί και άλλες φορές από τότε, μέχρι και τον πληθυντικό έχει κόψει, από κυρία Μπίλι έχω γίνει απλά Μπίλι. Και ο Μάριος αλλά και οι γονείς του με διαβεβαιώνουν ότι η Χριστίνα-Βασιλική με έχει συμπαθήσει από το skype και ότι όλα θα πάνε καλά όταν με δει και από κοντά… αλλά ξέρω γω;

Θεωρία και πράξη, που λέμε, Τα κορίτσια συνήθως έχουν αδυναμία στο μπαμπά τους, πόσο μάλλον όταν δεν έχουν καν προλάβει να γνωρίσουν τη μάνα τους. Και η Χριστίνα-Βασιλική δεν ήταν και μωρό, ήταν επτά χρονών.

Παρά την αγωνία μου νιώθω μια απίστευτη προσμονή, θα ξαναδώ τον κύριο Ανδρέα και την κυρία Χριστίνα, τους ανθρώπους τους οι οποίοι για εμένα είναι οι δεύτεροι γονείς, μετά από έξι ολόκληρα χρόνια.

Δεν ξέρω, ίσως ο τρόπος που ο κύριος Ανδρέας και η κυρία Χριστίνα με έσφιξαν στην αγκαλιά τους όταν με είδαν μετά από έξι χρόνια που ίσως βοήθησε να διαλυθεί οποιονδήποτε ενδοιασμό είχε η Χριστίνα-Βασιλική.
Κι αν έχουμε γνωριστεί και μιλήσει από το Skype, και αν φαίνεται ότι με έχει συμπαθήσει, το βάρος μιας πρώτης πραγματικής συνάντησης δεν μειώνεται. Τα κορίτσια έχουν αδυναμία στους μπαμπάδες τους. Κι εκείνη, δεν είχε προλάβει καν να γνωρίσει τη μητέρα της.

Ήταν επτά χρονών. Κι εγώ... εγώ ήθελα να με δει και να με δεχτεί, όχι ως αντικαταστάτρια, αλλά ως αυτό που ήμουν: μια γυναίκα που αγαπά βαθιά τον πατέρα της, και που θέλει να την αγαπήσει κι εκείνη με τον τρόπο της.

Φτάνουμε Ζάκυνθο και παρόλο που φαίνομαι ήρεμη, η καρδιά μου παίζει ταμπούρλο μέσα στο στέρνο μου. Είχα να δω τον κύριο Ανδρέα και την κυρία Χριστίνα έξι ολόκληρα χρόνια. Στέκομαι στην αυλή, με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά και τη φωνή του εαυτού μου να με μαλώνει “συγκρατήσου, μην κλάψεις από την πρώτη στιγμή.”

Δεν τα κατάφερα.

Με το που μπαίνω στο σπίτι, δεν προλαβαίνω να πω λέξη. Ο κύριος Ανδρέας και η κυρία Χριστίνα με βλέπουν και, χωρίς δεύτερη σκέψη, ανοίγουν τα χέρια τους. Με κλείνουν στην αγκαλιά τους όπως θα έκλειναν την κόρη τους που γύρισε σπίτι ύστερα από χρόνια.

Ο κύριος Ανδρέας, φρεσκοξυρισμένος και μοσχομυριστός από την old spice του, με σφίγγει σιωπηλά, με εκείνο το σταθερό χτύπημα στην πλάτη που λέει όλα όσα δεν λέγονται. Η κυρία Χριστίνα, πάντα πιο εκδηλωτική, με αγκαλιάζει τόσο σφιχτά που για μια στιγμή νιώθω πάλι δεκαεπτά χρονών. Με φιλάει στα δύο μάγουλα και ψιθυρίζει το όνομά μου, και η φωνή της τρέμει.

Εγώ... δεν κρατιέμαι. Βουρκώνω. Και μετά ξεσπάω. Κλαίω σαν παιδί, χωρίς προσπάθεια, χωρίς ντροπή. Σαν να λύνεται ένας κόμπος που δεν είχα καταλάβει πόσο καιρό κουβαλούσα. Μου είχαν λείψει απίστευτα, ένιωθα ξανά σα να γύρισα στο σπίτι μου.

Ίσως να ήταν αυτό. Ίσως να ήταν εκείνη η σκηνή που έκανε τη Χριστίνα-Βασιλική να με κοιτάξει αλλιώς. Ίσως να ήταν το βλέμμα του πατέρα της όταν με κοίταζε, το βλέμμα που φώτιζε το πρόσωπό του σαν να βγήκε ήλιος. Ίσως να ήταν όλα μαζί. Ίσως και τίποτα. Δεν έχει σημασία. Το μόνο που μετράει είναι ότι δε με δέχτηκε απλώς—με συμπάθησε.

Και η συμπάθεια αυτή, όχι μόνο δεν ήταν επιφανειακή, αλλά έγινε ακόμα βαθύτερη όταν ανακαλύψαμε ότι μοιραζόμαστε την ίδια αγάπη για τα Lego.

«Να σου δείξω κάτι που έφτιαξα;» με ρωτάει ντροπαλά.

«Αμέ!» της λέω αυθόρμητα, και τρέχει μέσα και γυρνάει με μια κατασκευή από Lego.

Τα λατρεύω τα Lego, ήταν το αγαπημένο μου παιχνίδι όταν ήμουν μικρή. Μπορεί ο Μάριος να έγινε μηχανολόγος επηρεασμένος από τους γονείς του, αλλά εμένα μηχανολόγο με έκαναν τα Lego. Τα μάτια μου αστράφτουν όπως παίρνω την κατασκευή της στο χέρι για να την περιεργαστώ, και η ματιά μου αυτή δεν ξεφεύγει από την προσοχή της.

«Αχ, τα λατρεύω τα Lego! Ήταν και η δική μου αγαπημένη ασχολία όταν ήμουν μικρή,» της λέω χαμογελώντας με παιδιάστικο ενθουσιασμό. «Να σου πω ένα μυστικό;» τη ρωτάω.

«Αμέ!» μου κάνει κουνώντας εμφατικά το κεφάλι της και χαμογελώντας.

«Τα Lego είναι που με έκαναν να θέλω να σπουδάσω μηχανολογία όπως ο μπαμπάς, ο παππούς και η γιαγιά!» της λέω και ακούω το γέλιο του κυρίου Ανδρέα, γιατί φυσικά και το ήξερε. Τους το είχα ανακοινώσει, σοβαρή-σοβαρή, έξι χρονών. Και το έκανα!

Όσο της μιλάω με κοιτάζει προσεκτικά. Ελέγχει κάθε μικροέκφρασή μου, σχεδόν σαν να τεστάρει την αυθεντικότητα της απάντησής μου. Χαμογελάει πλατιά. Αυτό ήταν. Τα Lego γίνονται η γλώσσα μας. Μου δείχνει όλες τις κατασκευές της, μία προς μία, και εγώ εντυπωσιάζομαι ειλικρινά.

Έξυπνο παιδί. Πιο έξυπνο απ’ όσο ίσως είχα συνειδητοποιήσει. Κατάλαβε από την πρώτη στιγμή ότι δεν παρίστανα τίποτα. Αν δεν γίνει μηχανολόγος έχει όλα τα φόντα να γίνει manager, προσέχει τα πάντα, διαβάζει τους πάντες και δεν της διαφεύγει ΤΙΠΟΤΑ.

Το βράδυ, ο Μάριος με τα χίλια ζόρια την πείθει να πάει για ύπνο. Φιλάει παππού και γιαγιά, κι έρχεται και σε μένα.

«Καληνύχτα, μούτρο!» της κάνω παιχνιδιάρικα.

Με κοιτάζει, και μετά μου χαρίζει ένα φωτεινό χαμόγελο και ένα φιλάκι στο μάγουλο. «Καληνύχτα Μπίλι!» μου κάνει και πηγαίνει μέσα με τον πατέρα της να τη βάλει για ύπνο.

«Καλά πήγε,» λέει ο κύριος Ανδρέας και γελάνε μέχρι και τα μουστάκια του.

«Ναι, δόξα τω Θεώ,» απαντάω πάθος ιεροκήρυκα, κάνοντας την κυρία Χριστίνα να βάλει τα γέλια.

Σε αντίθεση με τους δικούς μου γονείς, οι γονείς του Μάριου είναι και οι δύο άθεοι. Στην τρίτη δημοτικού, στην τρυφερή ηλικία των οκτώ, έχοντας διαβάσει βιβλία του Μάριου για τους δεινόσαυρους, μου είχαν έρθει απότομα τα θρησκευτικά. Με το ύφος του Παντελή Ζερβού στον Ατσίδα, είχα γυρίσει στην κυρία Χριστίνα και δείχνοντας το βιβλίο της είχα πει “Τι αηδίες είναι αυτές;”

«Που λέει ο λόγος, αμάν κι εσύ!» της κάνω, κερδίζοντας νέο της γελάκι.

«Αχ βρε Βασιλικούλα,» μου λέει με συγκίνηση που δεν κρύβεται. «Πόσο χαρήκαμε όταν μάθαμε ότι είστε και πάλι μαζί.»

«Κάλιο αργά παρά ποτέ,» της απαντάω, και η φωνή μου δεν κρύβει κάποια πίκρα. Αυτή η μικρή φράση ήταν η ιστορία της ζωής μου, σε ότι αφορούσε το Μάριο. Χαμογελάω και της πιάνω τρυφερά το χέρι. «Και δες το και αλλιώς, ό,τι και αν έγινε, υπάρχουν και μια Μαριάννα και μια Χριστίνα-Βασιλική, που δε θα είχαν υπάρξει αλλιώς.»

«Έπρεπε να δεις πως έκανε ο καλός σου όταν του είπαμε πως βάφτισες την κόρη σου,» μου λέει ο κύριος Ανδρέας.

«Ενώ εσύ, να πούμε ήσουν τέρας ψυχραιμίας,» τον πειράζει η κυρία Χριστίνα.

«Μου το είπε,» της λέω γελώντας. «Νομίζεις ότι η δική σου ήταν καλύτερη; Βέβαια το κλάμα δεν ήταν ακριβώς συγκίνησης, στα ψυχοφάρμακα θα το έριχνα αν δεν είχα και την Κατερίνα!»

«Αλήθεια, τι κάνει η φιλενάδα σας;» με ρωτάει η κυρία Χριστίνα.

«Μια χαρά είναι,» της απαντάω χαμογελώντας. «Έχει δύο κορούλες, την Ήρα και την Βιολέτα. Η πρώτη είναι εννιά χρονών και η δεύτερη οκτώ. Τη Βιολέτα εγώ τη βάφτισα, όπως και η Κατερίνα με το Γιώργο τη Μαριάννα. Αυτό τον καιρό είναι στα διαβάσματα, θέλει να γίνει δικαστίνα.»

«Άντε, με το καλό! Ο Γιώργος είναι αυτός που είχαμε γνωρίσει;» με ρωτάει και πάλι.

«Ναι, αυτός είναι,» της απαντάω. «Ίδιος όπως τον θυμάστε, δεν έχει γκριζάρει καν ο αχαΐρευτος!» συμπληρώνω κερδίζοντας το χαχανητό και των δυο τους.

Εκείνη τη στιγμή βγαίνει στην αυλή και ο Μάριος, με ύφος ανθρώπου που γύρισε από αποστολή κομάντο.

«Κοιμήθηκε,» τον ρωτάει η κυρία Χριστίνα.

«Όχι, αλλά με έδιωξε με τις κλωτσιές—κατά δήλωση—για να κοιμηθεί και λίγο!» μας λέει κάνοντάς και τους τρεις μας να βάλουμε τα γέλια.

«Σα να την έχεις φτύσει στο στόμα,» μου λέει η κυρία Χριστίνα με νόημα. «Δεν μπορώ να το εξηγήσω, στο χαρακτήρα είναι ίδια με σένα! Η μόνη διαφορά είναι ότι δεν της αρέσει το ποδόσφαιρο!»

«Ουδείς τέλειος!» της κάνω πειρακτικά, και τρώω μια στη μύτη από το Μάριο, και το ξάφνιασμά μου τους κάνει να χαχανίσουν και οι τρεις.

«Έκλεισες τάφο, ρε;» του κάνω, αλλά βέβαια δε μπορούμε να κάνουμε το αγαπημένο μας παιχνίδι μπροστά στους δικούς του, οπότε αρκείται στο να μου δώσει ένα τρυφερό φιλί.

«Σιγά, μας πήραν τα σάλια,» ακούω τον κύριο Ανδρέα να μας κοροϊδεύει.

Σα να μην πέρασε μια μέρα…
Την επόμενη μέρα ο Μάριος πήρε εμένα και την Χριστίνα-Βασιλική και με το σκάφος των δικών—ναι, είχαν και από αυτό, το αγόρασαν με το που επέστρεψαν στο νησί—πήγαμε και οι τρεις για μπάνιο σε μια απόμερη παραλία. Εκεί, συνηθισμένη να κάνω μπάνιο topless όπου αυτό δεν ενοχλεί, τα πέταξα με συνοπτικές διαδικασίες.

Αν και φυσικά δεν είχε ανάγκη ακόμα το πάνω μέρος του μαγιό της, το έβγαλε κι εκείνη, και κάπως έτσι ο Μάριος—όταν η Χριστίνα-Βασιλική μεγάλωσε—ξεπλήρωσε με τόκο την αμαρτία του να θέλει να με βλέπει να κάνω μπάνιο ντε και καλά γυμνόστηθη. Μόνο εκείνη κι εγώ, η Μαριάννα—και αργότερα η Ανδριανή—δε μας ακολούθησαν σε αυτή τη συνήθεια.

Πώς το λένε οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι; The law of unforeseen consequences και πάρε νά ‘χεις Μάριε. Το σύμπαν μπορεί να έκανε τα αδύνατα-δυνατά για να μας φέρει και πάλι μαζί, αλλά έχει μια ειρωνική αίσθηση του χιούμορ.
Oh, well…

Do you hope to make her see you, fool?

Αύριο επιστρέφουν από τις διακοπές που είχε πάει με τον πατέρα της και την άλλη της οικογένεια η Μαριάννα. Μου έχει λείψει το κοριτσάκι μου και την περιμένω πως και πως. Από την άλλη αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να μιλήσω στον Ανδρέα γιατί πρέπει να αρχίσω να την προετοιμάζω σιγά-σιγά για το Μάριο.

Και τι να του πω του ανθρώπου και να μη με φτύσει στα μούτρα, έτσι όπως τα κατάφερα. Δηλαδή ξέρω τι θα του πω, την αλήθεια θα του πω, και στην καλύτερη περίπτωση θα πληγωθεί. Στη χειρότερη θα εξοργιστεί και θα έχει και όλα τα δίκια του κόσμου να το κάνει.

Η διαβούλευση με το υπόλοιπο τρίο Stooges δεν κατέληξε κάπου, και εδώ που τα λέμε τι να μου πουν; Ότι είχε να μου πει η Κατερίνα μου το είχε πει στις αρχές και τα είχε επαναλάβει και όταν της είχα πει για την απόφασή μου να δώσω ως δεύτερο όνομα στην κόρη μου αυτό του Μάριου.
⇽∙∙∙⇾
Μάιος, 2000

Είναι κοντά στα μεσάνυχτα όταν γυρίζω σπίτι και για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό η διάθεσή μου μετά από ραντεβού είναι καλή. Τον Ανδρέα τον γνώρισα σε μπαρ που είχα βγει για αρπαχτή. Από τότε που χωρίσαμε με το Μάριο δεν έχω καταφέρει να σταυρώσω σχέση, το ρεκόρ μου είναι μήνας και αυτός με το ζόρι. Και αν και ήξερα ότι το fake it until you make it δεν λειτουργεί, προσπαθούσα ξανά και ξανά, ή τουλάχιστον προσπαθούσα με εκείνους που είχαν έστω και απειροελάχιστες προοπτικές.

Από την άλλη το σώμα έχει και τις δικές του ανάγκες, αλλά από ένα σημείο και μετά το σεξ με μιγαδικό αριθμό εραστών, που έλεγε και ο Μάριος, απλά δεν σε καλύπτει. Και μπορεί να λένε «αν πετύχει η μαλακία τύφλα να ‘χει το γαμήσι» αλλά με το σεξ γνωρίζεις και κόσμο. Ή, στην περίπτωσή μου, υπάρχει σωματική επαφή, γιατί καλό το χέρι και ο δονητής, αλλά αυτό δεν μπορούν να στο δώσουν.

Και έτσι, όταν έφτανα στο αμήν, έβγαινα για αρπαχτή: εφήμερη σχέση της μιας βραδιάς με σκοπό να βγάλουμε τα μάτια μας και την επόμενη μέρα μην την είδατε μην την απαντήσατε. Και αν στην εφηβεία μου με διαόλιζε που τ’ αγόρια επικεντρώνονταν στην εμφάνισή μου, τώρα ήταν όπλο και το χρησιμοποιούσα χωρίς τύψεις.

Που είσαι νεότερε εαυτέ μου να με “καμαρώσεις”…

Όπως κάθε φορά που είχα αυτό κατά νου, είχα ντυθεί αρκετά προκλητικά, είχα βαφτεί και είχα πάει στο Wild Rose, αυτό που συνήθιζα να κάνω τις αρπαχτές μου. Πίνω το δεύτερο ποτό μου, μέχρι στιγμής δεν μου την έχει πέσει κανείς. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει, η εμφάνιση είναι δίκοπο μαχαίρι, πολλές φορές απλά διστάζουν να με πλησιάσουν. Δεδομένου του αριθμού των χυλοπιτών που είχα ρίξει στην εφηβεία μου, στην αρχή είχα μπερδευτεί.
⇽∙∙∙⇾
«Τι διάολο, ψώρα έχω;» λέω στην Κατερίνα με απόγνωση, διηγώντας της τα καθέκαστα. Ήταν η δεύτερη συνεχόμενη φορά που ξεκίνησα με τρελές ορέξεις και κατέληξα σπίτι για εργόχειρο.
«Η ομορφιά καμιά φορά είναι δίκοπο μαχαίρι,» μου εξηγεί σαν κινέζος φιλόσοφος. «Απλά κωλώνουν να σε πλησιάσουν, σου λένε σιγά μη γυρίσει η θεά να κοιτάξει εμένα.»
«Θεά…» λέω ενοχλημένη, μου τη δίνει όταν με αποκαλούν έτσι.
«Είσαι όμως, ρε μωρή, όσο και αν η ξερή σου η κεφάλα εκνευρίζεται με την πραγματικότητα,» μου λέει κάνοντας μια αδιάφορη κίνηση με το χέρι της. «Θυμάσαι τι σου είχε πει ο Πολιτάκης;»
«Προσπαθώ σκληρά να το ξεχάσω, κάπου μπήκαν τα σπόρια που οδήγησαν στη μαλακία που έκανα με το Δημήτρη,» της λέω αναστενάζοντας.
«Φρέσκα κουλούρια,» μου κάνει, επαναλαμβάνοντας την αδιάφορη κίνηση με το χέρι της.
«Οκ, είμαι Θεάρα και οι άντρες παθαίνουν κοκομπλόκο και χέζονται πάνω τους όταν με βλέπουν,» της λέω και χαχανίζει. «Πώς εξηγείται ρε μαλάκα το γεγονός πως στο γυμνάσιο και στο λύκειο μου την έπεφταν όλη την ώρα;» τη ρωτάω, ενθυμούμενη τη μόνιμη πηγή ενόχλησης σε όλη μου την εφηβεία. «Είχα κουραστεί να ρίχνω χυλόπιτες!» λέω ξεφυσώντας.
«Γιατί μωρή μαλάκω ήταν άλλες ηλικίες εκείνες, και, το κυριότερο, ήσουν κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Δεν ήσουν η Αφροδίτη που έσκασε από το πουθενά σ’ ένα μπαρ στην Πανεπιστημίου,» μου εξηγεί μιλώντας αργά λες και μιλάει σε καθυστερημένη.
⇽∙∙∙⇾
Πάνω που είχα πάρει απόφαση ότι και σήμερα θα έχει πλύσιμο στο χέρι, με πλησιάζει τελικά κάποιος. Του ρίχνω μια λοξή ματιά, είναι ψηλός, έχει μέτριο στο μήκος, επιμελώς ατημέλητα μαλλιά, και γελαστό πρόσωπο με γένια μερικών ημερών. Για να δούμε τι θα ακούσουμε, κάποια πεσίματα που μου έχουν γίνει είναι αριστουργηματικά, και ελπίζω με όλη μου την ψυχή το δικό του να ανήκει σε αυτή την κατηγορία.

«Καλησπέρα,» μου λέει χαρίζοντάς μου ένα χαμόγελο. Τον προσέχω καλύτερα. Έχει γαλανά μάτια και είναι νοστιμούλης.
«Καλησπέρα,» του απαντάω χαρίζοντάς του ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο.
Η προσέγγισή του είναι απλή. «Περιμένεις παρέα;»
«Όχι,» του απαντάω.

Με κοιτάζει σηκώνοντας το κεφάλι του και γέρνοντάς το ελαφρά.

“I can relate to that,” μου λέει στα αγγλικά. «Κι εγώ καμιά φορά βγαίνω απλά για να πιώ ένα ποτό και να δω λίγο κόσμο. Σήμερα, για παράδειγμα,» μου κάνει χαρίζοντάς μου ένα αστραφτερό χαμόγελο. «Ανδρέας!»
«Μπίλι,» του απαντάω, χαμογελαστή, και στρέφω ελαφρά προς το μέρος του. Το λαμβάνει το μήνυμα, οπότε δε με ρωτάει κάτι άλλο, κάθεται δίπλα μου.
⇽∙∙∙⇾
Αν και πάλι είχε πλύσιμο στο χέρι, αυτή τη φορά ήταν για καλό σκοπό. Δεν έφυγα μαζί του εκείνο το βράδυ, απλά και μόνο γιατί ήθελα να τον ξαναδώ. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα, και την επόμενη μέρα μου έστειλε πρώτα ένα μήνυμα, και όταν του απάντησα, με ρώτησε αν μπορεί κάποια στιγμή να με πάρει τηλέφωνο. Τα υπόλοιπα κύλισαν μόνα τους.

Ήρθε το πρώτο ραντεβού—τη γνωριμία μας στο μπαρ δεν την λογαριάζω ως τέτοιο—και μετά το δεύτερο, και μετά το τρίτο. Γραφίστας στο επάγγελμα, ερασιτέχνης ζωγράφος σαν τον Jean-Claude, ήταν και αυτός κοντοχωριανός, έμενε στο Λόφο. Εξαιρετικός συνομιλητής, καλλιεργημένος και με χιούμορ, μπορούσε να με κάνει να γελάω και για μένα δεν υπήρχε μεγαλύτερο αφροδισιακό.

Ήταν μόλις ο τρίτος τη μετά Μάριο εποχή που έφτασε το ορόσημο. Στο τέλος του τρίτου ραντεβού βρέθηκα στο σπίτι του, και γύρισα το πρωί ξεθεωμένη στο δικό μου, κάναμε σεξ τρεις φορές εκείνο το βράδυ. Ήταν καλός, πολύ καλός. Μετά το Μάριο ήταν ο πρώτος που πέρασε το δύο φορές σεξ την ίδια βραδιά.

Μιλήσαμε για το παρελθόν μας, εκείνος ήταν έξη μήνες χωρισμένος μετά από μια μακρόχρονη σχέση, και πλέον δεν του αρκούσαν οι ξεπέτες, ήθελε περισσότερα. Με είχε γοητεύσει, μου άρεσε πολύ, ωστόσο και πάλι η μαλάκω η καρδιά μου δεν έκανε να χτυπήσει. Ή—για να μην τον αδικήσω—δεν χτυπούσε τόσο δυνατά όσο με το Μάριο.

Είμαι αρκετά κλειστός και μοναχικός άνθρωπος και θέλω τον προσωπικό μου χώρο. Οι μόνοι που μπορούσαν να μπουν ανεμπόδιστα, οι μόνοι για τους οποίους δεν υπήρχε ανάγκη για alone time, ήταν όλοι και όλοι δύο άνθρωποι στη ζωή μου. Η κολλητή μου, η Κατερίνα, και ο Μάριος. Τον Ανδρέα δεν ήθελα να τον βλέπω όλη την ώρα, με τον Ανδρέα χρειαζόμουν το χώρο μου.

Και δεν είναι ότι δεν το σεβάστηκε ο άνθρωπος, ίσα-ίσα. Αλλά πώς να του πω για το παρελθόν μου χωρίς να καταλάβει ότι σχεδόν τεσσεράμισι χρόνια αργότερα εγώ ήμουν ακόμα κολλημένη στο παρελθόν; Και, ακόμα χειρότερα, ένα παρελθόν που είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Ο Μάριος, είχε προχωρήσει στη ζωή του, είχε παντρευτεί ξανά και όταν το έμαθα από τους δικούς του κόντεψα να το ρίξω στα ψυχοφάρμακα, ας είναι καλά το Κατερινιώ μου.

Με τον Ανδρέα έχουμε κλείσει τους τρεις μήνες σχέσης και για τον μόνο που ξέρει την αλήθεια είναι για τον Jean-Claude. Ακόμα και αν το είχα σκοπό, δεν μπορούσα να κρύψω την ύπαρξή του, επικοινωνούσαμε τουλάχιστον μια φορά το μήνα, και επειδή του άρεσε, και παρόλο που είμαστε στην εποχή των e-mails, διατηρούσαμε για το γαμώτο και την απλή αλληλογραφία.

Χαμογελάω, πέρσι είχαν παντρευτεί με τη Michele. Είχα πάει στο γάμο τους, σούρνοντας μαζί μου και την Κατερίνα με την κοιλιά τούρλα στη Βιολέτα. Το ακόμα καλύτερο; 27 Απρίλη, την ίδια μέρα με τα δικά μου γενέθλια, έφεραν στον κόσμο και την Valérie. O Jean-Claude μπαμπάς!

Δεν γινόταν να μην του πω για το Μάριο, αλλά του είπα τη μισή ιστορία. Του είπα ότι ήταν απλά αδελφικός μου φίλος που μεγαλώσαμε μαζί, και πώς μετά στην παρέα μπήκε και η Κατερίνα και είχαμε γίνει αχώριστο τρίο. Όταν με ρώτησε γιατί δεν επικοινωνώ μαζί του, όπως πχ κάνω με την Κλαίρη και φυσικά τον Jean-Claude, του είχα πει ψέματα. Του είχα πει ότι ο Μάριος με είχε ερωτευτεί και ήταν εκείνος που μου ζήτησε να διακόψουμε την επικοινωνία ώστε να μπορέσει να με ξεπεράσει.

Είναι Σάββατο πρωί. Το βράδυ έχουμε κανονίσει να βγούμε με τον Ανδρέα, την Κατερίνα και το Γιώργο να πιούμε κρασάκι σε κάποιο ταβερνάκι. Έχω φάει το χέσιμο της ζωής μου από την κολλητή μου που έχω πει ψέματα για το Μάριο, αλλά είμαι ανένδοτη. Αν του πω την αλήθεια ο Ανδρέας θα καταλάβει ότι δεν τον έχω ξεπεράσει ακόμα το Μάριο και για να μην καεί η γούνα του θα λακίσει.

«Τις ίδιες μαλακίες κάνεις πάλι,» μου λέει απογοητευμένη, εννοώντας φυσικά το Δημήτρη.
«Ναι, αλλά δεν το κάνω για να ζηλέψει ο Μάριος. Το κάνω για να μη ζηλέψει ο Ανδρέας ρε Κατερίνα,» προσπαθώ να δικαιολογηθώ.
«Μπίλι, όταν λες ένα ψέμα δημιουργείς ένα χρέος στην αλήθεια,» μου κάνει. «Και το χρέος αργά ή γρήγορα, θα πληρωθεί!» συμπληρώνει, κάνοντας την καρδιά μου να βουλιάξει.

Αμ δεν το ξέρω;
⇽∙∙∙⇾
Αν ήμουν αρχαίος σπαρτιάτης ο Μάριος θα με αποχαιρετούσε λέγοντάς μου «ή ταν ή επί τας.» Ζήτησα του Ανδρέα να μιλήσουμε μόνοι μας και συμφωνήσαμε να πάμε για καφέ. Παραξενεύτηκε, βέβαια, και του είπα ότι αφορά ένα προσωπικό μου θέμα. Στην αρχή τρόμαξε, φοβήθηκε ότι θα του πω ότι έχω καρκίνο ή τίποτα τέτοιο, και τον καθησύχασα.

«Ρε, μπας και γνώρισες κάποιον και θες να μου το φέρεις σιγά-σιγά;» με ρώτησε κάνοντάς μου πλάκα, και από τη σιωπή μου κατάλαβε πως αυτό ακριβώς γινόταν. Και φυσικά επειδή δεν είναι χαζός, κατάλαβε ότι δεν του το είπα για να πάρω την ευλογία του, αλλά επειδή η εισαγωγή ενός άντρα στη ζωή μου αφορούσε και τη Μαριάννα.

«Καλώς τον,» του λέω όταν έρχεται να με βρει, εγώ είχα πάει κάμποση ώρα νωρίτερα από το ραντεβού μας  προκειμένου να μπορέσω να προετοιμαστώ ψυχολογικά γι’ αυτό που θα επακολουθούσε.
«Είσαι ώρα εδώ;» με ρωτάει παραξενεμένος, βλέποντας το ποτήρι του καφέ μου να είναι στη μέση. «Έξι δεν είχαμε πει;»
«Ήρθα λίγο νωρίτερα,» του απαντάω χωρίς να εξηγήσω περισσότερα. Θα μπορούσα να του πω ένα αθώο ψέμα ότι έκανα κακό υπολογισμό, αλλά δε θέλω άλλα ψέματα, ούτε καν αθώα.

Με κοιτάζει εξεταστικά στα μάτια, αν μη τι άλλο ξέρει ότι το punctuality είναι η δεύτερή μου φύση. Του χαμογελάω αμυντικά, και κάθεται στην καρέκλα και κάνει νόημα στη σερβιτόρα να του δώσει την παραγγελία του.

«Πώς τα περάσατε;» ξεκινάω τη συζήτηση, σταυρώνοντας τα χέρια μου μπροστά και στρίβοντας ασυναίσθητα το μοναδικό δαχτυλίδι που φοράω. Η φωνή μου ακούγεται πιο ανάλαφρη απ’ όσο νιώθω. «Ήταν φρόνιμο το τερατάκι μας;»
Ο Ανδρέας γελάει μαλακά και ανασηκώνει τα φρύδια του, ακουμπώντας το χέρι του στην πλάτη της καρέκλας, χαλαρός και άνετος. «Διάολος σαν τη μαμά της ήταν!» μου λέει με το χαζομπαμπαδίστικο του ύφος. «Όμορφα περάσαμε, πολύ όμορφα...» συνεχίζει, και η φωνή του έχει μια ζεστασιά που μου σφίγγει το στομάχι.

Τα χέρια μου σφίγγονται για μια στιγμή πριν τα αφήσω να πέσουν χαλαρά στην αγκαλιά μου. Χαμογελάω στην περιγραφή του, αλλά το χαμόγελό μου είναι κάπως τεντωμένο.

«Η Αλεξάνδρα στη νιρβάνα της με τα δύο τερατάκια,» λέει και γελάει ελαφρά, οι άκρες των ματιών του ζαρώνουν. «Κι εγώ ο κλασσικός χαζομπαμπάς που πάει στην παραλία με όλα τα συμπράγκαλα, χτίζει πύργους στην άμμο για τα καμάρια του...»

Η εικόνα με κάνει να γελάσω αληθινά αυτή τη φορά. Το κεφάλι μου γέρνει λίγο πίσω και τα χέρια μου χαλαρώνουν, αλλά ο κόμπος στο στομάχι δεν λέει να φύγει.

«...τ’ ακούει από την Αλεξάνδρα “Πάλι δεν έβαλες αντηλιακό; Θα σε σουρομαδήσω!”» συνεχίζει, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. Τα μάτια μου αστράφτουν για μια στιγμή, αλλά το βλέμμα του είναι στραμμένο στο τραπέζι ενώ στα χέρια του παίζει με το άδειο τασάκι. «Εσύ δεν πήγες πουθενά;» με ρωτάει τελικά, και το βλέμμα του σηκώνεται πάνω μου, εξεταστικό, με μια σκιά περιέργειας.
«Πήγα κι εγώ μια εβδομάδα,» του απαντάω, και η φωνή μου βγαίνει σχεδόν ψιθυριστή. Το βλέμμα μου πλανιέται για λίγο στο παράθυρο, σαν να προσπαθεί να αποφύγει το δικό του. Χαμογελάω ανεπαίσθητα στην ανάμνηση.

Δεν πήγα μόνη μου. Με το Μάριο πήγαμε ένα πενταήμερο στη Σαντορίνη, να θυμηθούμε τα παλιά. Δεν ξέρω πως, μέχρι και το ίδιο δωμάτιο που είχαμε πάει και το 1992 είχε καταφέρει κάπως να κλείσει ο άτιμος! Τα μάγουλά μου ζεσταίνονται ασυναίσθητα και κατεβάζω το βλέμμα μου στο τραπέζι.

Τα μάτια του Ανδρέα στενεύουν ελάχιστα. «Μόνη σου;» με ρωτάει με δήθεν παιχνιδιάρικο ύφος, αλλά ο τόνος του είναι λίγο πιο αιχμηρός απ’ όσο θα ήθελε. Τα δάχτυλά του σφίγγουν για μια στιγμή το ποτήρι του, λες και αν χαλαρώσει θα του φύγει από τα χέρια.
«Όχι. Όχι μόνη μου,» του απαντάω, η φωνή μου σπασμένη ελαφρά. Τα νύχια μου χαράζουν ανεπαίσθητα το ύφασμα της φούστας μου, τα πόδια μου αλλάζουν θέση ασυναίσθητα.
Τα μάτια του συστέλλονται ανεπαίσθητα και παίρνει μια ανάσα, αργά και βαθιά. Ακουμπάει την πλάτη του πίσω και σταυρώνει τα χέρια στο στήθος του, το βλέμμα του σταθερό πάνω μου. «Και για να μου ζητάς να τα πούμε κατ’ ιδίαν, καταλαβαίνω ότι είναι κάτι σοβαρό, σωστά;»
«Ναι, είναι,» τον επιβεβαιώνω μισοχαμογελώντας, τα μάτια μου χαμηλωμένα. Το στομάχι μου δένεται κόμπος, και τα χέρια μου στριφογυρίζουν νευρικά την πετσέτα που κρατάω.

Μπορεί να έχουμε χωρίσει χρόνια, μπορεί να είναι παντρεμένος, ευτυχισμένος και ερωτευμένος με την Αλεξάνδρα, αλλά ακόμα κι έτσι, να σου λένε στα μούτρα ότι εσύ δεν ήσουν, ε, δεν είναι και το καλύτερο. Νιώθω τα μάγουλά μου να καίνε και τα δάχτυλά μου να χαράζουν νευρικά το ύφασμα της φούστας μου, καθώς προσπαθώ να αποφύγω το βλέμμα του.

Ο Ανδρέας σφίγγει το ποτήρι του λίγο πιο δυνατά και αναστενάζει ανεπαίσθητα. «Πόσο καιρό είστε μαζί;» ρωτάει τελικά, η φωνή του επίπεδη αλλά με μια ελαφριά τραχύτητα που προσπαθεί να κρύψει. Τα μάτια του καρφώνονται πάνω μου, ανελέητα.
Νιώθω το στομάχι μου να δένεται κόμπος και το βλέμμα μου πλανιέται για μια στιγμή στο τραπέζι πριν επιστρέψει διστακτικά στο δικό του. «Από τα τέλη Ιούνη…» του κάνω, και ο ήχος της φωνής μου είναι σχεδόν ψιθυριστός.

Ο Ανδρέας γουρλώνει τα μάτια του και το ποτήρι του μένει μετέωρο στον αέρα για μερικά δευτερόλεπτα, πριν το ακουμπήσει αργά και μηχανικά στο τραπέζι. Δεν προλαβαίνει να μιλήσει γιατί τον κόβω εγώ, οι λέξεις βγαίνουν βιαστικά, σαν να προσπαθούν να προλάβουν το επόμενο χτύπημα.

«Αλλά τον ξέρω πολλά χρόνια, ήταν ο πρώτος και μεγαλύτερος έρωτας της ζωής μου,» του λέω, η φωνή μου σπασμένη. Τα δάχτυλά μου πλέκονται ασυναίσθητα μεταξύ τους και τα μάτια μου χαμηλώνουν και πάλι, ανίκανη να αντέξω το βλέμμα του.
«Ο Jean-Claude;» με ρωτάει έκπληκτος, τα φρύδια του ανασηκώνονται και το βλέμμα του γεμίζει αβεβαιότητα. Φυσικό είναι να πάει εκεί το μυαλό του.
Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου και το βλέμμα μου ξεγλιστράει για λίγο προς το παράθυρο. «Όχι ο Jean-Claude, ο Μάριος,» του λέω απλά, η φωνή μου βγαίνει πιο αργά, λες και κάθε συλλαβή μου τρυπάει το στήθος.

Τον βλέπω να χλομιάζει, το πρόσωπό του να αδειάζει από χρώμα λες και του έχουν τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια. Το σαγόνι του σφίγγεται, τα χέρια του ακίνητα πάνω στο τραπέζι, αλλά τα δάχτυλά του τρέμουν ελαφρά.

«Δεν θα προσπαθήσω να σου δικαιολογηθώ, δεν έχει νόημα,» συνεχίζω, η φωνή μου χαμηλή και τεντωμένη. «Αλλά δε σου είχα πει την όλη την αλήθεια για το Μάριο.»

Ο Ανδρέας μένει ακίνητος, τα μάτια του είναι παγωμένα και η φωνή του όταν μιλάει είναι τόσο χαμηλή που σχεδόν δεν την ακούω. «Η οποία είναι;» με ρωτάει, και οι λέξεις του είναι κοφτές, σαν μαχαίρι.

Ωχ…

Τα δάχτυλά μου σφίγγουν την άκρη της καρέκλας και τα μάτια μου πλανώνται για μια στιγμή στο πάτωμα πριν επιστρέψουν διστακτικά στο πρόσωπό του. Ξεροκαταπίνω και νιώθω τον κόμπο στο λαιμό μου να καίει.

«Το ότι είναι παιδικός μου φίλος και ήταν στη ζωή μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου είναι αλήθεια. Τον ερωτεύτηκα στα δεκαπέντε μου, και τελικά λίγο μετά που τέλειωσα το λύκειο, μου εξομολογήθηκε και εκείνος ότι ήταν ερωτευμένος μαζί μου. Ήμασταν μαζί από τον Αύγουστο του 1991, μέχρι το Δεκέμβρη του 1996, οπότε έφυγε για Αμερική για μεταπτυχιακά.»

Όσο μιλάω, δε με κόβει. Το βλέμμα του καρφωμένο στο τραπέζι, τα χέρια του ακίνητα, αλλά οι γροθιές του σφίγγονται τόσο που οι αρθρώσεις του λευκαίνουν. Όταν τελειώνω, ακουμπάει τους αγκώνες του στο τραπέζι και σκύβει το κεφάλι του, κλείνοντας τα μάτια του με τις παλάμες του. Οι ώμοι του τρέμουν ελαφρά, παίρνει βαθιές ανάσες, προσπαθώντας να μαζέψει τα κομμάτια του.

Ισιώνει αργά και πάλι στην καρέκλα, και τα μάτια του είναι ψυχρά όταν με κοιτάζει. «Συνέχισε,» μου κάνει, η φωνή του μονότονη και παγωμένη. Ξέρει πως θα πιει το πικρό ποτήρι μέχρι τέλους.
Ξεροκαταπίνω και παίρνω βαθιά ανάσα. Το βλέμμα μου ξεφεύγει για μια στιγμή στο πλάι πριν επιστρέψει στο δικό του, τρέμοντας ελαφρά. «Είχε γυρίσει δύο χρόνια στην Ελλάδα, δεν το ήξερα. Είχε χωρίσει από τη γυναίκα του, γιατί εκείνος ήθελε παιδί ενώ εκείνη όχι.»
Ο Ανδρέας αναστενάζει βαθιά, τα μάτια του στενεύουν και τα χείλη του σφίγγονται. «Μάλιστα…» μου λέει κοφτά, και το βλέμμα του πλανιέται για λίγο στο παράθυρο πριν επιστρέψει ψυχρό πάνω μου.
Βιάζομαι να συνεχίσω, τα λόγια βγαίνουν βιαστικά, σαν να προσπαθώ να τα ξεφορτωθώ όσο πιο γρήγορα γίνεται. «Για την ακρίβεια… έκαναν παιδί και ήταν η αιτία που χάλασε ο γάμος του. Η πρώην γυναίκα του άντεξε ένα χρόνο, και χωρίσανε με το Μάριο να παίρνει την επιμέλεια της κόρης του. Γύρισε Ελλάδα γιατί δε μπορούσε και δεν ήθελε να μεγαλώσει μόνος του το παιδί εκεί.»
«Εσύ πώς μπαίνεις στην εικόνα;» με ρωτάει, η φωνή του κοφτή και απρόσωπη. Τα μάτια του είναι ψυχρά, ανελέητα.
Ανασηκώνω τους ώμους μου ασυναίσθητα, το βλέμμα μου ξεφεύγει και πάλι προς το πλάι. «Κατά τύχη,» του κάνω, και η φωνή μου τρέμει ελαφρά. «Όταν γύρισε Ελλάδα έπιασε σπίτι στο Νέο Ηράκλειο, δυο-τρία τετράγωνα από τα κεντρικά της Εταιρίας. Τρακάραμε τυχαία σε ένα μίνι-μάρκετ που υπάρχει εκεί κοντά και…» λέω και σταματάω, τα μάτια μου χαμηλωμένα, τα χέρια μου σφίγγονται στις γροθιές μου.

Ο Ανδρέας με κοιτάζει αμίλητος, τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου, παγωμένα. Τα χέρια του σφίγγουν τις άκρες της καρέκλας και η ανάσα του βγαίνει αργά, ελεγχόμενη. Κοιτάζω το τραπέζι, τα δάχτυλά μου χαράζουν ανεπαίσθητα το ξύλο.

Και η σιωπή που πέφτει ανάμεσά μας είναι τόσο βαριά που νιώθω ότι θα με πλακώσει.

«Κάτι μου χτύπαγε πάντα σε αυτά που μου είχες πει για το Μάριο,» μου κάνει ο Ανδρέας, η φωνή του παγωμένη και κοφτή. Τα μάτια του είναι καρφωμένα πάνω μου, γεμάτα καχυποψία και οργή που προσπαθεί να συγκρατήσει.

Χαμηλώνω τα μάτια μου, ανίκανη να τον κοιτάξω. Τα δάχτυλά μου πλέκονται νευρικά πάνω στο τραπέζι, χαράζοντας ανεπαίσθητα το ξύλο, και η ανάσα μου βγαίνει κοφτή και ασταθής. Νιώθω το στομάχι μου να δένεται κόμπος και την καρδιά μου να σφυροκοπάει στα πλευρά μου.

«Κάτι δε μου καθόταν καλά. Αλλά σε πίστεψα. Σε πίστεψα, Μπίλι. Σε πίστεψα στο βαθμό που δεν έφερα αντίρρηση η κόρη μου να πάρει το όνομα του πρώτου σου γκόμενου,» μου λέει εξοργισμένος, και η φωνή του ανεβαίνει έναν τόνο, αλλά δεν φωνάζει. Δεν φωνάζει, και αυτό κάνει τα λόγια του να πονάνε ακόμα περισσότερο.
Σφίγγω τα δάχτυλά μου τόσο δυνατά που τα νύχια μου μπήγονται στις παλάμες μου. Τα μάτια μου παραμένουν καρφωμένα στο τραπέζι, ανίκανη να τον κοιτάξω. «Δεν ήταν γκόμενος,» λέω εγώ αμυντικά, η φωνή μου τρέμει ελαφρά και ακούγεται περισσότερο σαν ψίθυρος.
Τα χέρια του Ανδρέα σφίγγουν τις άκρες της καρέκλας, και οι αρθρώσεις του λευκαίνουν. Τα μάτια του στενεύουν και το σαγόνι του σφίγγεται με έναν τρόπο που κάνει τις φλέβες στο λαιμό του να πετάγονται. «Μη το συνεχίζεις!» μου λέει με απειλητικό ύφος, και το βλέμμα του είναι κοφτερό σαν λεπίδα. «Γκόμενος, εραστής, πρώτος σου έρωτας, στ’ αρχίδια μου. Μου είπες ψέματα και όχι μόνο αυτό, θα αναγκαστώ να το ζω σε όλη την γαμημένη μου τη ζωή, στο όνομα του ίδιου μου του παιδιού.»
Το βλέμμα μου πέφτει ακόμα πιο χαμηλά, σχεδόν κρύβω το πρόσωπό μου με τα χέρια. Οι ώμοι μου τρέμουν και η ανάσα μου βγαίνει αργά, κοφτά. «Δεν έχω καμία δικαιολογία…» μουρμουρίζω, η φωνή μου σχεδόν σπασμένη.
«Να και αν έχεις, να και αν δεν έχεις. Το αποτέλεσμα μετράει,» μου λέει ακόμα οργισμένος, και τα μάτια του είναι τόσο παγωμένα που νιώθω το αίμα μου να παγώνει. Τα χείλη του σφίγγονται σε μια γραμμή, και τα δάχτυλά του χτυπάνε νευρικά την άκρη του τραπεζιού.

Νιώθω ένα κύμα ντροπής και ενοχής να με πνίγει, το βλέμμα μου καρφωμένο στο πάτωμα. Τα δάχτυλά μου χαράζουν ανεπαίσθητα το ξύλο του τραπεζιού και τα γόνατά μου τρέμουν ελαφρά κάτω από το τραπέζι. Ξεροκαταπίνω και προσπαθώ να βρω τη φωνή μου.

«Έχεις δίκιο, Ανδρέα,» του απαντάω χαμηλόφωνα, η φωνή μου πνιγμένη και σπασμένη. «Ό,τι και να πεις έχεις δίκιο.»
«Να το βράσω,» μου απαντάει πικρά, και το βλέμμα του γυαλίζει επικίνδυνα.

Σηκώνεται απότομα από το τραπέζι, η καρέκλα του ξύνει το πάτωμα με έναν απότομο ήχο που με κάνει να τιναχτώ. Τα μάτια μου σηκώνονται διστακτικά, παρακολουθώντας τον να περπατάει πάνω-κάτω με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του, το σαγόνι του ακόμα σφιγμένο.

«Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να το διαχειριστώ,» μου λέει και το βλέμμα του καρφώνεται για μια στιγμή πάνω μου, παγωμένο και ανελέητο. «Αυτή τη στιγμή το μόνο που ξέρω είναι ότι δε θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου.»
«Ανδρέα…» προσπαθώ να του πω, η φωνή μου τρέμει και τα χέρια μου απλώνονται ασυναίσθητα μπροστά, σαν να θέλω να τον κρατήσω πίσω. Αλλά με κόβει απότομα.
«Αύριο το πρωί θα σου φέρω το παιδί. Από εκεί και πέρα, και εκτός αν κάτι αφορά την Μαριάννα, δε θέλω καμία επικοινωνία μαζί σου. Δε θέλω να σε δω, δε θέλω να σε ακούσω, δε θέλω να ξέρω ότι υπάρχεις.» Τα μάτια του είναι δύο παγωμένες λίμνες και η φωνή του στάζει δηλητήριο.
Τα γόνατά μου τρέμουν και νιώθω το στομάχι μου να πέφτει στο πάτωμα. Το βλέμμα μου καρφώνεται ξανά στο τραπέζι και οι λέξεις πνίγονται στο λαιμό μου. «Έτσι όπως τα έκανα, έχεις όλα τα δίκια του κόσμου,» ψελλίζω, τα δάχτυλά μου σφίγγουν τόσο δυνατά το ξύλο που σχεδόν νιώθω τα αγκάθια του να μπαίνουν στο δέρμα μου.
«Να τα χέσω,» μου κάνει και η φωνή του είναι τόσο πικρή που νιώθω σαν να μου έχουν ρίξει καυτό λάδι στο στήθος. Γυρίζει την πλάτη του και φεύγει απότομα, τα βήματά του βαριά και νευρικά. Η πόρτα κλείνει πίσω του με έναν ξερό, απότομο ήχο που με κάνει να αναπηδήσω.

Μένω ακίνητη για μερικές στιγμές, τα μάτια μου καρφωμένα στο τραπέζι και τα χέρια μου τρέμουν ανεξέλεγκτα. Η ανάσα μου βγαίνει κοφτή και ασταθής, και τα μάτια μου θολώνουν. Νιώθω τη μιζέρια να με καταπίνει σαν μαύρο κύμα.

Είχε δίκιο η Κατερίνα, και 30 plus χρονών γαϊδάρα θα έπρεπε να το ξέρω. Δεν υπάρχει δράση χωρίς αντίδραση. Το ψέμα δημιουργεί χρέος στην αλήθεια και αργά ή γρήγορα θα έρθει η ώρα να πληρωθεί.

Και θα είναι με τόκο.

Αυτά που μετράνε

Έχουν περάσει τρεις εβδομάδες από εκείνη την ημέρα. Σε όλο αυτό το διάστημα έκανα στη Μαριάννα τη γνωριμία με το Μάριο και της είπα, όσο μπορείς να πεις σε ένα παιδί πέντε χρονών, την αλήθεια. Ότι με το Μάριο ήμασταν φίλοι από τότε που ήμουν στην ηλικία της, πως τον αγαπούσα πριν γνωρίσω το μπαμπά, και πως τώρα ο Μάριος επέστρεψε από την Αμερική.

Στην αρχή τον αντιμετώπισε με επιφύλαξη, αλλά ο Μάριος και είναι πολύ καλός με τα παιδιά, αρσενική Αλεξάνδρα τον λέω, και υπομονετικός. Σιγά-σιγά άρχισε να την κερδίζει, και το επιστέγασμα ήταν η βραδιά που την έβαλε εκείνος για ύπνο λέγοντάς την ένα παραμύθι που δεν είχε ακούσει.
...
Χτυπάει το τηλέφωνο μου και βλέπω το όνομα της Αλεξάνδρας.

«Καλησπέρα,» της απαντάω διστακτικά.

Με την Αλεξάνδρα διατηρούσαμε φιλικές σχέσεις, αλλά μεταξύ μας, και με εξαίρεση τις φορές που πήγαινα να πάρω από το σπίτι τους τη Μαριάννα, ή καμιά φορά που ερχόταν εκείνη να την πάρει όταν δεν μπορούσε ο Ανδρέας, δεν είχαμε επαφές.

«Καλησπέρα Μπίλι,» μου λέει όταν της απαντάω στο τηλέφωνο. «Θα έρθω εγώ να πάρω τη Μαριάννα αύριο,» μου εξηγεί.

Μάλιστα, κατάλαβα. Ο Ανδρέας δε θέλει ούτε να με δει, και μεταξύ μας δεν τον αδικώ.

«Εντάξει,» της κάνω. «Να πούμε γύρω στις επτά;» τη ρωτάω.
«Θέλω και κάτι άλλο,» μου λέει με διστακτικό ύφος. Δεν απαντάω και συνεχίζει. «Αν… αν δεν έχεις αντίρρηση, θέλω να μου πεις τι έγινε,» μου λέει και με αφήνει παγωτό. 

Ναι, αυτό δεν το περίμενα.

«Έγινε αυτό που φαντάζομαι ότι σου είπε ο Ανδρέας,» της απαντάω προσεκτικά.
«Θα ήθελα να ακούσω και τη δική σου εκδοχή,» επιμένει.
Νιώθω τελείως στριμωγμένη. «Ο Ανδρέας δεν είναι από τους ανθρώπους που θα μετέφερε λάθος εικόνα,» της λέω προσπαθώντας να ξεφύγω.
«Όχι, δεν είναι, ωστόσο Μπίλι, σε κάθε νόμισμα υπάρχουν δύο πλευρές,» μου εξηγεί, και συνεχίζει. «Αν δεν θέλεις, δεν θα επιμείνω. Ο Ανδρέας όπως φαντάζεσαι έχει εξοργιστεί μαζί σου, αλλά αυτό είναι πάνω και από τους δυο σας, αφορά τα παιδιά μας,» λέει τονίζοντας το “μας,” και η Αλεξάνδρα το εννοεί.
«Ο Ανδρέας το ξέρει;» τη ρωτάω προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο ενώ μέσα μου παλεύω να βρω την απάντηση.
«Το ξέρει,» μου λέει. «Και μη με ρωτήσεις τι λέει. Έχει πληγωθεί, και τον καταλαβαίνω, αλλά δε θα βάλει το παιδί στη μέση. Οπότε ο σκοπός μου δεν είναι να κάνω το διαμεσολαβητή. Απλά θέλω να καταλάβω, και για να γίνει αυτό, χρειάζεται να ακούσω κι εσένα.»
«Εντάξει,» της κάνω, υποχωρώντας. «Θα πω αύριο στους δικούς μου να κρατήσουν την Μαριάννα λίγο παραπάνω.»
«Ωραία, τα λέμε αύριο στις επτά,» μου λέει και αφού καληνυχτιζόμαστε, κλείνουμε το τηλέφωνο.
⇽∙∙∙⇾
Δεδομένου ότι ο Μάριος έχει μπει πλέον στη ζωή μας, έχουμε ξεκινήσει εδώ και κάμποσες μέρες και τις πρώτες διανυκτερεύσεις του εδώ. Όχι φυσικά κάθε μέρα, αλλά αρκετά συχνά ώστε να αρχίσει να συνηθίζει στην ιδέα και η Μαριάννα. Και αν με το παραμύθι την κέρδισε μία φορά, με την μαγειρική του την κέρδισε δέκα. Δεν είμαι κακή μαγείρισσα, αλλά ο Μάριος έχει και φαντασία και για τη Μαριάννα η δική του μαγειρική είναι ταυτόχρονα και εξωτική και καινούρια.

Δεν είναι δύσκολο παιδί στο φαγητό, ίσα-ίσα, αλλά όπως κάθε παιδί έχει και αυτό τις παραξενιές του. Για παράδειγμα, αρνιόταν να φάει γαρίδες, τις σιχαινόταν. Η ίδια τις λατρεύω και είχα προσπαθήσει με χίλιους τρόπους, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Ε, ο Μάριος την κατάφερε. Με πρόφαση να τον βοηθήσει να μαγειρέψει, έφτιαξε τηγανητό ρύζι το οποίο είχε μέσα και γαρίδες. Για την ακρίβεια έφτιαξε δύο τηγανητά ρύζια, ένα για μένα και εκείνον, και ένα για τη Μαριάννα, χωρίς τις γαρίδες. Η Μαριάννα τον ρώτησε διστακτικά αν μπορεί να δοκιμάσει, και ο Μάριος της έκανε χαβαλέ!

«Τις γαρίδες μου ρε τέρας;» της λέει και παίρνει προστατευτικά το πιάτο του, κερδίζοντας μια ενθουσιασμένη τσιρίδα της Μαριάννας. «Καλά, θα σου δώσω μια πιρουνιά αλλά αν πας να μου φας τις γαρίδες, θα φάω αυτό!» της κάνει και κάνει πως πάει να της δαγκώσει την πλάτη, με αποτέλεσμα ακόμα πιο δυνατές τσιρίδες και γέλια.

Αυτό ήταν. Και το ίδιο έγινε και με τις φακές, τον άλλο μεγάλο μου πόνο. Έχει ο κερατάς τον τρόπο του με τα παιδιά, για να μην αναφέρω ότι από εδώ και πέρα φακές μόνο από τα χεράκια του. Δεν ξέρω πως σκατά το κάνει, αλλά αδερφάκι μου αυτό δεν είναι φακές που φτιάχνει, είναι αμβροσία.

Σήμερα ο Μάριος θα κοιμηθεί εδώ. Γύρω στις εννιά, η Μαριάννα έρχεται και μου δίνει ένα φιλάκι, και μετά τον τραβάει από το χέρι να της πει παραμύθι και να τη βάλει για ύπνο. «Καινούριο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω,» λέω μέσα μου χαζογελώντας μέσα μου. Καμιά εικοσαριά λεπτά αργότερα γυρίζει στο σαλόνι.

«Κοιμήθηκε ο ξανθομπάμπουρας» μου λέει με τέτοια γλυκύτητα στη φωνή του, που μετατρέπομαι και πάλι σε Billie shaped pool of goo.

Πάμε στη βεράντα να πιούμε το κρασάκι μας, και εκεί του λέω τα καθέκαστα.

«Με πήρε η Αλεξάνδρα τηλέφωνο το απόγευμα.»
«Η Αλεξάνδρα;» με ρωτάει παραξενεμένος αλλά δευτερόλεπτα μετά κουνάει το κεφάλι του. «Κατάλαβα.»
«Αμ δεν κατάλαβες!» του κάνω τονίζοντας μία-μία τις λέξεις.
«Τι εννοείς;»
«Βασικά, το μισό καλά το κατάλαβες,» του λέω και αναστενάζω. «Όπως ήταν αναμενόμενο ο Ανδρέας δεν θέλει να με δει στα μάτια του.» Δε μου απαντάει, κι, εδώ που τα λέμε, τι να μου πει. «Το άλλο μισό είναι ότι θέλει να ακούσει και τη δική μου εκδοχή.»
«Τη δική σου εκδοχή;» με ρωτάει Μάριος σκεπτικός. «Γιατί, υπάρχει και άλλη; Εννοώ… δεν εμπιστεύεται τον Ανδρέα;»
Κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά. «Δεν είναι ότι δεν τον εμπιστεύεται.»
«Αλλά;»
«Φαντάζομαι ότι θέλει να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι ότι είμαι όντως τόσο μαλακισμένη όσο της μετέφερε ο Ανδρέας,» του απαντάω πικρά.

Δεν προσπαθεί να με υπερασπιστεί, και οι δυο μας ξέρουμε ότι το «μαλακία» είναι η πιο ελαφριά από τις λέξεις που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να περιγράψουν το μέγεθος της προδοσίας μου.

«Τι θα κάνεις;»
«Τι θα κάνω, μωρέ Μάριε,» του απαντάω παραιτημένη. «Θα της πω την αλήθεια.» 
⇽∙∙∙⇾
Έχω γυρίσει σπίτι και σε λίγη ώρα περιμένω την Αλεξάνδρα να έρθει. Δεν ξέρω τι να περιμένω. Στο τηλέφωνο ήταν αρκετά συγκρατημένη, και η Αλεξάνδρα είναι από αυτές που ο κόσμος λέει μαμάδες-σίφωνες. Γλυκιά, μινιόν, ελαφρά γεματούλα και με χαμογελαστό πρόσωπο, είναι αδύνατο να τη γνωρίσεις και να μη τη συμπαθήσεις.

Νηπιαγωγός, λατρεύει τα παιδιά. Ήθελε να κάνει μεγάλη οικογένεια, αλλά το σύμπαν είχε άλλα σχέδια. Είχε πολύ δύσκολη γέννα στον Πάρη, παραλίγο να τη χάσουμε. Ο Ανδρέας με είχε πάρει απελπισμένος μέσα στη μαύρη νύχτα, και ξύπνησα τη μάνα μου να έρθει να κάτσει με το παιδί, και πήγα κι εγώ στο μαιευτήριο με την ψυχή στα δόντια.

Όλα σκατά είχαν έρθει. Ο πατέρας της Αλεξάνδρας μερικές μέρες πριν είχε πάθει έμφραγμα και ήταν στο νοσοκομείο. Ο Ανδρέας δεν είχε κανέναν, το μωρό ήρθε πρόωρα και εκείνο το βράδυ είχε τη γυναίκα του και το παιδί του να χαροπαλεύουν. Δεν τον είχα δει ποτέ έτσι, είχε  καταρρεύσει και έκλαιγε με λυγμούς στην αγκαλιά μου, και πέρα από τον να τον κρατήσω σφιχτά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.

Χτυπάει η πόρτα και σηκώνομαι να της ανοίξω. Δεν ξέρω τι να περιμένω, αλλά η Αλεξάνδρα είναι η μαμάς-σίφωνας που είχα γνωρίσει. Με παίρνει αγκαλιά και με φιλάει σταυρωτά, όπως γινόταν κάθε φορά που τύχαινε να βρεθούμε. Θέλοντας και μη, η διάθεσή μου καλυτερεύει σε μια στιγμή.

«Καλώς τη μου,» τη χαιρετάω κι εγώ ζεστά. «Θες να πάμε να κάτσουμε έξω;»
«Ναι αμέ!» μου κάνει.
«Θες να πιούμε τίποτα; Καφέ; Κρασί;»
«Ένα κρασάκι θα το έπινα,» μου λέει.

Βγαίνουμε στη βεράντα και καθόμαστε. Της βάζω το κρασί της, βάζω και στο δικό μου και τσουγκρίζουμε.

«Λοιπόν, για πες μου τώρα κι εσύ τι έγινε,» μου λέει χωρίς περιστροφές και χωρίς περιττούς προλόγους, άλλωστε δεν έχουμε και όλο το χρόνο δικό μας, έχει να πάρει και τη Μαριάννα.
«Όλη την ιστορία;» τη ρωτάω.
«Όλη την ιστορία,» μου απαντάει.
«Το Μάριο τον ξέρω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου,» της λέω και της διηγούμαι όλη την ιστορία μας, χωρίς να παραλείψω τίποτα.

Της λέω την ιστορία για την πρώτη μου περίοδο, την ιστορία με τη σεξουαλική επίθεση που είχα δεχτεί στην πρώτη γυμνασίου, για το dirty dancing, για το πάρτι της Κλαίρης, για την πυθία, για το Δημήτρη, για το σκηνικό στην Αίγινα, για το πως Θρηνώντας τον Jean-Claude στην αγκαλιά του τον ερωτεύτηκα ακόμα περισσότερο, και φυσικά για τη νυχτιά που κάτω από το φως του φεγγαριού εξομολογηθήκαμε ο ένας στον άλλον τον έρωτά μας.

Της είπα για το χωρισμό μας στα τέλη του 1996, και πως μαζί με το Μάριο έχασα και ένα κομμάτι της ψυχής μου, της είπα για τις αποτυχημένες σχέσεις και τις ξεπέτες, μέχρι τελικά που φτάσαμε στον Ανδρέα. Και της είπα όλη την αλήθεια, πως έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει και πάλι, πως ήξερα μέσα μου ότι δεν ήταν το ίδιο με το Μάριο, και γιατί του έκρυψα το παρελθόν μου μαζί του. Άκουσε όλη την ιστορία και δε με διέκοψε ούτε μια φορά.

«Μάλιστα,» μου κάνει όταν τελειώνω με την ιστορία της επανασύνδεσής μου μαζί του.
«Έχει όλα τα δίκια του κόσμου να είναι εξοργισμένος μαζί μου, Αλεξάνδρα,» της λέω χαμηλόφωνα, σχεδόν σαν να το παραδέχομαι στον εαυτό μου περισσότερο παρά σ’ εκείνη. Τα δάχτυλά μου σφίγγουν το ποτήρι με το κρασί, και το σηκώνω ελάχιστα, αλλά δεν πίνω. «Έχει όλα τα δίκια του κόσμου να μη θέλει ούτε καν να με φτύσει στα μούτρα.»

Η Αλεξάνδρα με κοιτάζει προσεκτικά, αλλά δεν μιλάει αμέσως. Χαϊδεύει το ποτήρι της με τον δείκτη της, σαν να σκέφτεται κάτι που δεν ξέρει αν πρέπει να πει. Εγώ, από την άλλη, δεν θέλω να τη δω να με κοιτάζει έτσι—σαν να αναρωτιέται αν πρέπει να με παρηγορήσει ή να με ταρακουνήσει. Στρέφω το βλέμμα μου στο τραπέζι, στα σημάδια από τις σταγόνες του κρασιού που έχουν στεγνώσει στο ξύλο.

Τελικά, αποφασίζει να μιλήσει. «Ο Ανδρέας μου είχε πει ότι περίπου τρεις μήνες αφού χωρίσατε έμεινε άνεργος,» λέει ήρεμα.

Η φωνή της είναι σταθερή, αλλά κάτι στον τόνο της με κάνει να σηκώσω το βλέμμα μου. Δεν ξέρω πού το πάει.

«Ναι…;» της λέω προσεκτικά, προσπαθώντας να καταλάβω αν αυτό είναι απλά μια δήλωση ή αν περιμένει κάτι από μένα.
«Δεν είχε βγει ακόμα το διαζύγιο,» συνεχίζει, και πίνει μια μικρή γουλιά από το κρασί της. Το αφήνει στο τραπέζι και σφίγγει ελαφρά το μπουκάλι, χωρίς λόγο.
Την κοιτάζω εξεταστικά. «Δεν καταλαβαίνω που το πας,» της λέω τελικά.
Αυτή τη φορά, δεν απαντάει αμέσως. Αναστενάζει αργά, σαν να ζυγίζει τις λέξεις της πριν τις πει. «Το πάω στο ότι παρόλο που έμεινε άνεργος από δική του μαλακία, και παρόλο που είχες την ευκαιρία να το εκμεταλλευτείς στο θέμα της επιμέλειας, του είπες “Είμαι εγώ εδώ.” Για τρεις μήνες, μέχρι να βρει δουλειά, πλήρωνες το νοίκι του. Πλήρωνες όλα τα έξοδα του παιδιού. Πλήρωσες μέχρι και τις διακοπές τους.»
«Δεν ήταν μαλακία του,» απαντάω εγώ αμυντικά για λογαριασμό του. «Τον κρέμασαν.»
«Αυτό που έχει σημασία είναι ότι πλήρωνες τα πάντα, Μπίλι. Και όχι απλά δε του το χτύπησες ποτέ στα μούτρα, αλλά όταν βρήκε και πάλι δουλειά και γύρεψε να στα επιστρέψει, του είπες “Ανδρέα, κόψε τις μαλακίες” και δε δέχτηκες να πάρεις πίσω δεκάρα.»

Μου είχε πατήσει κάτι γκάζια άλλο πράγμα, ο Ανδρέας είναι περήφανος. «Δεν είναι ελεημοσύνη ρε μαλάκα, ξεκόλλα!» του είχα πει τελικά κι εγώ έξω φρενών. «Είσαι ο πατέρας του παιδιού μου, δεν είσαι κάποιος που πήγε να με εκμεταλλευτεί. Χέσε με τώρα!»

Το στομάχι μου σφίγγεται. Γέρνω λίγο πίσω στην καρέκλα, νιώθοντας έναν κόμπο στον λαιμό. Κοιτάζω αλλού.

«Αλεξάνδρα…» πάω να πω κάτι, αλλά σηκώνει το χέρι της, ζητώντας μου να την αφήσω να τελειώσει.
«Όταν ο Πάρης κι εγώ χαροπαλεύαμε στο Μητέρα, με τον πατέρα μου στο νοσοκομείο με έμφραγμα, ήσουν εκεί, Μπίλι.» Τα μάτια της έχουν ένα παράξενο βάρος. Το βλέμμα της είναι ζεστό, αλλά έχει και αυτή τη σταθερότητα που με κάνει να νιώθω ακόμα πιο εκτεθειμένη. «Καταλαβαίνεις που το πάω;»

Το ποτήρι μου ακουμπάει στο τραπέζι πιο δυνατά απ’ όσο σκόπευα.

«Δεν αλλάζει το γεγονός ότι του είπα ψέματα,» μουρμουρίζω.

Η Αλεξάνδρα χαμογελάει λυπημένα και γέρνει μπροστά, ακουμπώντας τους αγκώνες της στο τραπέζι.

«Όχι, δεν το αλλάζει,» λέει αργά, προσεκτικά. «Ούτε αλλάζει το γεγονός ότι δεν τον ερωτεύτηκες όπως σε ερωτεύτηκε εκείνος.»

Οι λέξεις πέφτουν σαν βαρίδια. Το ξέρω.

Το ξέρω.

Γέρνω μπροστά και τρίβω το πρόσωπό μου με τα χέρια μου, πριν περάσω τα δάχτυλά μου μέσα από τα μαλλιά μου.

«Στα ζόρια, όμως, ήσουν εκεί,» συνεχίζει. «Πάντα.»

Ανοίγω το στόμα μου, αλλά δεν έχω τι να πω. Το κλείνω πάλι. Η Αλεξάνδρα βλέπει την αντίδρασή μου και μαλακώνει τη φωνή της.

«Δώσ’ του το χρόνο του,» λέει χαμηλόφωνα. «Τώρα είναι ακόμα πληγωμένος. Και όχι μόνο επειδή του είπες ψέματα για το Μάριο.»

Σηκώνω το βλέμμα μου και την κοιτάζω κατευθείαν στα μάτια.

«Δεν είναι απλά ψέματα, μωρέ, Αλεξάνδρα,» της λέω, και η φωνή μου σπάει ανεπαίσθητα. «Ήταν προδοσία, και ακόμα χειρότερα…» Παίρνω μια κοφτή ανάσα. «…το ίδιο το όνομα του παιδιού μας δεν θα τον αφήσει να το ξεχάσει ποτέ.»

Αυτό δεν το λέω με πίκρα. Το λέω σαν κάτι που ξέρω πως είναι αλήθεια. Η Αλεξάνδρα χαμηλώνει για λίγο το βλέμμα της και παίζει με το πόδι του ποτηριού της, γυρίζοντάς το ανάμεσα στα δάχτυλά της.

«Δε θα σου πω ψέματα, Μπίλι,» λέει μετά από μια μικρή παύση. «Η σχέση που είχες κάποτε με τον Ανδρέα, δεν πρόκειται ποτέ να γίνει όπως πριν.»

Το ήξερα αλλά όταν το λέει δυνατά το νιώθω πάνω μου σα χαστούκι.

«Ωστόσο,» συνεχίζει, «ό,τι και αν έγινε, ο Ανδρέας ήταν άνθρωπος που αγάπησες. Και την αγάπη σου δεν την έδειξες με λόγια. Την έδειξες με τις ίδιες σου τις πράξεις.»

Αφήνω έναν αργό αναστεναγμό. Δεν την κοιτάζω. Κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά, αλλά δεν είμαι καν σίγουρη αν απαντάω σ’ εκείνη ή στον εαυτό μου. Η Αλεξάνδρα με παρατηρεί για μια στιγμή. Μετά η φωνή της μαλακώνει κι άλλο.

«Θα του πάρει το χρόνο του,» λέει ήρεμα. «Αλλά θα το ξεπεράσει,» με διαβεβαιώνει. «Και σε κάθε περίπτωση,» συνεχίζει πιο απαλά, «δεν πρόκειται ποτέ να βάλει την πίκρα του πάνω από το παιδί του.»
«Μακάρι,» της απαντάω, χωρίς να το πολυπιστεύω. Το πρώτο εννοώ, για το δεύτερο ούτε εγώ έχω αμφιβολία. Παίρνω βαθιά ανάσα και της κάνω και την ερώτηση που με έκαιγε ακόμα περισσότερο: «Αλεξάνδρα, πως αντέδρασε ο Ανδρέας στην εισαγωγή του Μάριου στη ζωή της Μαριάννας;»
«Κοίτα,» ξεκινάει να μου απαντάει. «Δε θα γίνουν ποτέ κολλητοί, αλλά δεν τα έχει με το Μάριο, μαζί σου τα έχει. Τον Μάριο απλά τον παίρνει η μπάλα, και ας μη φταίει ο ίδιος. Από τη μία πειράχτηκε, αλλά κάπου τον καταλαβαίνω. Από την άλλη η Μαριάννα έφαγε γαρίδες και φακές…» μου κάνει και για πρώτη φορά μέσα σε αυτό το απόγευμα χαμογελάω… 

Μαμά!

Αρχές Σεπτέμβρη, λίγες μέρες πριν ανοίξουν τα σχολεία, κάναμε το introduction της Μαριάννας με την Χριστίνα-Βασιλική. Το Μάριο τον είχε συνηθίσει, και αν και ακόμα τον φώναζε με το όνομά του, είχε αρχίσει να του δείχνει φανερή συμπάθεια, η επιφυλακτικότητα των πρώτων ημερών είχε πάει περίπατο.

Και ήταν πρόταση της Αλεξάνδρας, παρακαλώ, η γνωριμία των δυο τους να γίνει σε μέρος διακοπών και όχι στο σπίτι. Ο Ανδρέας εξακολουθούσε να μη θέλει να με δει στα μάτια του, αλλά η Αλεξάνδρα μου είπε ότι είχε αρχίσει σιγά-σιγά να μαλακώνει. Η ίδια είχε φροντίσει να του υπενθυμίσει—όπως το είχε κάνει και σ’ εμένα την ίδια—όλες τις φορές που του είχα σταθεί όλα αυτά τα χρόνια.

Μου τα μετέφερε η ίδια, όταν μου έφερε την Μαριάννα. Τον είχε ρωτήσει στα ίσια αν θα είχε μείνει μαζί μου αν ήξερε ότι εγώ ήμουν ακόμα κολλημένη με το Μάριο. Της είχε πει όχι. Και του υπενθύμισε ότι τότε δε θα είχε στη ζωή ούτε τη Μαριάννα, ούτε την ίδια και ούτε και τον Πάρη. Το μονοπάτι που οδήγησε στη ζωή που έχει τώρα, ξεκίνησε από το δικό μου ψέμα.
⇽∙∙∙⇾
«Το μεγαλύτερό του πρόβλημα,» μου εξηγεί, «είναι ότι το ένα από τα δύο ονόματα της κόρης του είναι του Μάριου.» Δεν της απαντάω κάτι, οπότε συνεχίζει. «Αν δεν ήταν αυτό, θα σε είχε συγχωρήσει ήδη. Αυτό θα του πάρει καιρό να το ξεπεράσει και είναι και ο βασικός λόγος που η σχέση σας ποτέ δε θα είναι από εδώ και πέρα η ίδια.»
«Το ξέρω,» της απαντάω αναστενάζοντας.
«Είσαι τυχερή που ο Ανδρέας είναι ο άνθρωπος που είναι,» μου λέει και ανατριχιάζω, γιατί ξέρω που το πάει. «Θα μπορούσε να έχει επίπτωση στις σχέσεις του με το ίδιο του το παιδί αν ήταν κανένας μαλάκας.»

Ξεροκαταπίνω.

«Δεν είναι δικαιολογία… αλλά δε μπορούσα να φανταστώ ότι τα πράγματα θα κυλήσουν έτσι,» της λέω τρίβοντας το πρόσωπό μου. «Όταν ζήτησα στον Ανδρέα να χωρίσουμε…» λέω και σταματάω, χαμογελώντας πικρά. Τι να της πω, και τι να καταλάβει…
«Όταν ζήτησες στον Ανδρέα να χωρίσετε;» μου επαναλαμβάνει. «Πες μου, μη σταματάς»
Παίρνω βαθιά ανάσα. «Πραγματικά πίστευα ότι θα μείνω μόνη μου μέχρι τα βαθιά γεράματα.»

Κάνει το κεφάλι της λίγο πίσω και με κοιτάζει εξεταστικά, προσπαθεί να καταλάβει αν πραγματικά πίστευα αυτό που της είπα.

«Δεν μπορώ να στο εξηγήσω, Αλεξάνδρα,» της κάνω ανασηκώνοντας τους ώμους μου.
«Προσπάθησε,» μου λέει αλλά δεν το λέει πιεστικά. Το λέει με ενδιαφέρον, με πραγματικό ενδιαφέρον. 
«Όταν έμαθα πως ονόμασε την κόρη του, όταν έμαθα πως το δεύτερό της όνομα είναι το δικό μου,  ένιωσα μέσα μου κάτι σπάει,» της λέω στενάζοντας. «Σχεδόν άκουσα το κρακ…» λέω και κλείνω τα μάτια μου στην ανάμνηση.
«Γιατί;» με ρωτάει, χωρίς να καταλαβαίνει.
«Στο δεύτερο ή τρίτο, δε θυμάμαι, ραντεβού μου με τον Ανδρέα, είχαμε πιάσει μια κουβέντα και μου είχε πει ότι ήλπιζε για κάτι, ούτε που θυμάμαι πια τι ήταν. Τον ρώτησα εκεί “Αναρωτήθηκες ποτέ σου γιατί η Ελπίδα ήταν κλεισμένη στο πιθάρι με τα υπόλοιπα κακά;”» Την κοιτάζω αλλά βλέπω στα μάτια της πως δεν καταλαβαίνει, οπότε συνεχίζω: «Η Ελπίδα, βλέπεις, είναι δίκοπο μαχαίρι. Από τη μία από μόνη της δεν είναι αρκετή, και, από την άλλη, η έλλειψή της είναι εκμηδενιστική.»

Αναστενάζω βαθιά.

«Για μένα το να δώσει στην κόρη του το όνομά μου, σήμαινε αυτό ακριβώς, το τέλος όποιας, έστω και απειροελάχιστης ελπίδας.»
«Κατάλαβα,» μου κάνει.
«Ο Ανδρέας είχε τα πάντα όσα ζητούσα σε ένα άνδρα. Τα πάντα…» της λέω και κάνω μια μικρή παύση. «Εκτός από ένα…»

Δεν απαντάει, μου γνέφει να συνεχίσω.

«Προσπάθησα, Αλεξάνδρα… και αυτό ήταν το λάθος μου. Ο έρωτας δεν θέλει προσπάθεια. Οι σχέσεις ναι, ο έρωτας όχι.»
⇽∙∙∙⇾
Το άγχος που για το πως θα πάει η συνάντηση Μαριάννας και Χριστίνας-Βασιλικής διαλύθηκε μέσα σε λίγη ώρα. Η Χριστίνα-Βασιλική είναι εξαιρετικά κοινωνική—να κάτι στο οποίο δε μου έμοιαζε καθόλου—και η προοπτική του να έχει παρέα και έξω από το σχολείο για εκείνη ήταν όνειρο. Η Μαριάννα, αν και πιο μαζεμένη, γοητεύτηκε από το δυναμισμό της πρώτης, και άρχισε να την παίρνει από πίσω σα σκυλάκι.

Με το τέταρτο ζευγάρι παππούδων ήταν και πάλι πιο μαζεμένη τις δύο πρώτες μέρες, αλλά ο παππούς Ανδρέας και η γιαγιά Χριστίνα—ναι, άρχισε να τους αποκαλεί έτσι από τις πρώτες κιόλας μέρες—ήξεραν ακόμα πιο πολλά παραμύθια απ’ ότι ο Μάριος, και δώσε στην Μαριάννα ιστορίες και πάρ’ της την ψυχή.

Το αστείο είναι ότι με το Μάριο δεν είχαμε στα πλάνα να ξεκινήσουμε να ζούμε μαζί τόσο σύντομα. Όχι γιατί δεν το επιθυμούσαμε οι ίδιοι, απλά θέλαμε να δώσουμε το χρόνο στα παιδιά μας. Ε, αυτά ήταν η αιτία που το πήραμε απόφαση! Στην αρχή είχαμε ξεκινήσει με απλά play dates, που είτε πήγαινα εγώ με τη Μαριάννα στο σπίτι τους, είτε ερχόταν ο Μάριος με τη Χριστίνα-Βασιλική στο δικό μας.

Ούτε του παππά. Η κόρη μου να παίζει με τις κούκλες της, η Χριστίνα-Βασιλική με τα Lego και τις κατασκευές της, και οι δυο μαζί σε «γεύματα» που προετοίμαζε με μεγάλη της χαρά η κόρη μου με τα κουζινικά της. Και επειδή ό,τι έκανε η Χριστίνα-Βασιλική άρχισε να το ακολουθεί και το καμάρι μου, κάπως έτσι αγάπησε και η Μαριάννα τα Lego.

Ε, η γκρίνια τους στο τέλος του κάθε play date, ήταν που μας έκαναν να πάρουμε απόφαση να μείνουμε μαζί. Στην αρχή το ξεκινήσαμε με διανυκτερεύσεις τα σαββατοκύριακα. Καθημερινές δε γινόταν, γιατί η Χριστίνα-Βασιλική πάει σχολείο, και το σχολικό περνάει να την πάρει από το σπίτι της, κι εγώ δεν μπορούσα να φεύγω από το Νέο Ηράκλειο, να κατεβάζω τη Μαριάννα στους γονείς μου, και να επιστρέφω στο Νέο Ηράκλειο, που είναι και τα κεντρικά της εταιρίας.

Εντωμεταξύ η Μαριάννα της είχε πει για τον Πάρη, και όπως καταλαβαίνετε η Χριστίνα-Βασιλική—που δεν είχε ιδέα για την πολυπλοκότητα της κατάστασης—είχε λυσσάξει να τον γνωρίσει.

«Είναι και ο Πάρης αδερφός μου, έτσι;» μας ρωτάει και από τη δύσκολη θέση μας βγάζει η ίδια η Αλεξάνδρα.
«Ναι αγάπη μου, είναι!» της κάνει η μαμά-σίφωνας.

Κάπου εκεί το πήρε απόφαση και ο Ανδρέας ότι τελικά πιο απλό για τα παιδιά να θεωρούν ότι είναι αδέρφια μεταξύ τους—γιατί σε αυτή την ηλικία, τι να τους πεις, και τι να καταλάβουν—και κάπως έτσι, έστω και απρόθυμα, έθαψε το τόμαχωκ.

«Ακόμα θέλω να σου σπάσω το κεφάλι,» μου λέει πριν φύγει, μου είχε φέρει εκείνος τη Μαριάννα. Ο τόνος του, ωστόσο, λέει άλλα, μου δίνει κλαδί ελιάς.
«Θα σε ρουφήξει το κενό,» του απαντάω, και το βλέπω, με πολύ ζόρι κρατιέται και δε βάζει τα γέλια.

Αντί αυτού, κάτι μουγκρίζει, με χαιρετάει και σηκώνεται και φεύγει. Οκ, η Ρώμη μπορεί να μη χτιστεί ξανά ποτέ η ίδια, και αυτό δεν θα γίνει σε μια μέρα. Το πρώτο λιθαράκι, πάντως, μπήκε.

Α, γνώρισα και τον Κρητίκαρο! Εγώ δηλαδή, με το Μάριο είχαν ανταλλάξει δυο-τρεις κουβέντες. 
⇽∙∙∙⇾
Είναι η εβδομάδα που η Μαριάννα είναι με τον πατέρα της, και μετά τη δουλειά πάω στο Μάριο. Το σπίτι του είναι πολύ κοντά στο γραφείο, οπότε σχεδόν πάντα πηγαίνω με τα πόδια. Εκείνη την ημέρα ο Μάριος είχε το αυτοκίνητο στο συνεργείο, αυτό πίσω από τον Κωτσόβολο, και επειδή θέλαμε να πάμε μετά για ψώνια, πήγα σπίτι του με το αυτοκίνητο.

Ο Μάριος προφανώς μου είχε δώσει τηλεκοντρόλ για το γκαράζ και κλειδιά για το σπίτι, και έτσι πήγα να το βάλω εκεί που παρκάρει ο ίδιος. Είχα να δω το τανκ από τις αρχές του Σεπτεμβρίου που ο Κρητίκαρος ιδιοκτήτης του είχε γυρίσει Γερμανία. Φαίνεται θα γύρισε Ελλάδα πάλι. Παρκάρω δίπλα του, και με το που βγαίνω, τρακάρω πάνω του.

Ψηλός, πάνω από 1,90, και γεμάτος, έχει γελαστό πρόσωπο και μάτια· είναι σαν γιγάντιο αρκούδι. Μου θυμίζει το φίλο μου το Μάρκο από το δημοτικό, αυτόν που μου είχε κολλήσει το παρατσούκλι «Χασάπης» και χαμογελάω αυθόρμητα στην ανάμνηση. Εκείνος με κοιτάζει από την κορυφή μέχρι τα νύχια, αλλά ο τρόπος του δεν είναι του λιγούρη, κι έτσι δεν ξυπνάει μέσα μου ο Yosemite Sam.

«Παρκάρει άλλος εδώ,» μου λέει, η φωνή του βαθιά, με εκείνη τη χαρακτηριστική βραχνάδα των ανθρώπων που γελάνε συχνά.
Σταυρώνω τα χέρια μου και γέρνω ελαφρώς στο αυτοκίνητο, σαν να εξετάζω τη δήλωσή του. «Το ξέρω,» του απαντάω με ένα μικρό χαμόγελο. «Το αυτοκίνητο του Μάριου είναι στο συνεργείο.»

Τον βλέπω να σηκώνει αμυδρά το φρύδι του, το βλέμμα του γρήγορο, κοφτερό—σαν να προσπαθεί να ζυγίσει κάτι που δεν του κολλάει. Σουφρώνει τα μούτρα του. Ξανθιά εγώ, ξανθιά—αν και αρκετά πιο ανοιχτόχρωμη—η Χριστίνα-Βασιλική, του γίνεται το λάθος κλικ.

«Να υποθέσω ότι είστε η μητέρα της κόρης του;» ρωτάει με σιγουριά, σχεδόν αυτοπεποίθηση.

Ακουμπάω το ένα μου χέρι στη μέση, το άλλο παραμένει χαλαρό, σαν να παίζω με τον αέρα. Του ρίχνω ένα βλέμμα από αυτά που λένε «nice try».

«Όχι, είμαι η φίλη του πατέρα της,» του απαντάω με άνεση, και μόλις η συνειδητοποίηση χτυπάει, χαχανίζει από τη γκάφα του.
«Κρίμα!» λέει, και μου κλείνει το μάτι, η αυτοπεποίθησή του αβίαστη, το πείραγμά του παιχνιδιάρικο, όχι φορτικό. Πολύ τον κάνω γούστο.
Γελάω, και πριν καλά-καλά προλάβει να απολαύσει τη μικρή του νίκη, τον προλαβαίνω. «Σου πέφτω μεγάλη,» του πετάω, αφήνοντας το να αιωρείται για μισό δευτερόλεπτο πριν του σκάσω την ταβανόπροκα. «Κι έχω ακούσει ότι σ’ αρέσουν οι μικρούλες,» συνεχίζω, κλείνοντάς του το μάτι με τον ίδιο τρόπο. «Άργησες καμιά δεκαπενταριά χρόνια!»

Με κοιτάζει ξανά εξεταστικά, σα να μην πιστεύει στα λόγια μου. Δε θα πω ψέματα, κολακεύτηκα. Τα μάτια του σπινθηρίζουν παιχνιδιάρικα και αμέσως μετά υιοθετεί ένα ύφος ψεύτικης αγανάκτησης.

«Οι μικρούλες μου αρέσουν, όχι τα πεντάχρονα!» απαντάει, κουνώντας ελαφρώς το κεφάλι, και με κοιτάζει και πάλι με αυτό το παιχνιδιάρικο ύφος πρόκλησης.
Ξεκαρδίζομαι. Σωστός! «Δε μ’ έχουν πει ποτέ τόσο χαριτωμένα ότι μοιάζω με εικοσάχρονη,» λέω, παίζοντας ελαφρώς με την άκρη των μαλλιών μου, καθαρά από κεκτημένη ταχύτητα.
«Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός!» μου απαντάει με ένα χαμόγελο τόσο πονηρό που, αν είχε ουρά, θα την κουνούσε σαν ικανοποιημένος γάτος.

Και μετά γινόμαστε comedy central.

«Μιχάλης, how you doin’?» μου κάνει μιμούμενος με απίστευτη ακρίβεια τον Joey. Το ύφος. Ο τόνος. Τελειότητα!

Σταματάω στη μέση της κίνησής μου και τον κοιτάζω αποσβολωμένη για μισό δευτερόλεπτο. Και μετά με πιάνουν τα γέλια. Δυνατά γέλια.

«Μπίλι, και… ρε ουστ!» του πετάω, γελώντας ακόμα. “Nice try, though!”
«A man had to try,» λέει, το χαμόγελο της Colgate, και απλώνει το χέρι του. Του δίνω το χέρι μου και σφίγγω το δικό του ζεστά. Το κέρδισε με το σπαθί του. «Χαίρω πολύ!»
«Επίσης,» απαντώ χαμογελαστή. Μα ο κερατάς δε σταματάει το παιχνίδι, έχει κι άλλο.
«Και έχει και κρύο σήμερα, ό,τι πρέπει για κοτόσουπα. Κρίμα!» μου κάνει με προσποιητή λύπη, αλλά τα μάτια του σπινθηρίζουν και πάλι παιχνιδιάρικα.
Βάζω και πάλι τα γέλια. «Η γριά κότα είναι αγκαζέ!» του λέω χαμογελώντας του πονηρά. «Και όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει!» του πετάω, για να φάω μια τάπα, όλη δική μου.
«Είναι που δεν βιάζονται να ξημερώσει!» μου πετάει το υπονοούμενο, και μου κλείνει και πάλι το μάτι!

Εντάξει, είναι απίστευτος, στις παλιές εποχές των αρπαχτών μου, παίζει να βγάζαμε τα μάτια μας επιτόπου.

«Στα κοτοπουλάκια σου, εσύ!» του κάνω, δήθεν αυστηρά.
«Ζεστές χυλοπίτες, that is!» μου λέει χαμογελώντας.

Στρίβω ελαφρώς προς την πόρτα και, πριν τον αφήσω να πιστέψει ότι βγήκε λάδι από αυτή τη σκηνή, του ρίχνω την τελευταία πρόκα.

«See you around… Though not listening, would be greatly appreciated,» του πετάω με ένα χαμόγελο.

Με κοιτάζει για μερικές στιγμές, και του κάνει κλικ, αλλά μάλλον δεν είναι από εκείνους που αιφνιδιάζονται εύκολα.

«Μπα, πού τέτοια τύχη!» κάνει γελώντας, αλλά μετά σοβαρεύει. «Σε τρεις μέρες φεύγω, κατέβηκα εκτάκτως γιατί μια θεια μου έκανε εγχείρηση και έχει έρθει και η μητέρα μου από τη Λεβεντογέννα! Τερμίτης έχω γίνει από το ξύλο που τρώω» μου λέει αλλά η φωνή του είναι γεμάτη αγάπη. «Πού να της κουβαλήσω και καμιά μικρούλα! Θα με φυτέψει!» συνεχίζει γελώντας και πάλι.
Γέρνω ελαφρώς το κεφάλι. «Περαστικά της, και… καλή τύχη με τη μάνα σου.»
«Πονάν μωρέ τα παλληκάρια;»

Ένα τελευταίο γελάκι, μια μικρή κίνηση του χεριού ως αντίο, και ο καθένας συνεχίζει τον δρόμο του, έχοντας κερδίσει έναν μικρό, χαριτωμένο γύρο αλληλεπίδρασης.

Από τη στιγμή που έφαγα την πρώτη χλαπάτσα στο μπαρ που είχα πάει για να κάνω ξεπέτα, είχα αναθεωρήσει τις πεφτικές, που τόσο με νευριάζανε όταν ήμουν έφηβη. Και αν και του Μιχάλη δεν ήταν ακριβώς πέσιμο, είχε γίνει τόσο έξυπνα, που σταμάτησα να αναρωτιέμαι που τις έβρισκε όλες αυτές τις μικρούλες, που ισχυριζόταν ο Μάριος. Γοητευτικός, φραγκάτος, έξυπνος και με χιούμορ. Δεν είναι ν’ απορείς!

Δυο μέρες μετά μας κάλεσε να φάμε μαζί. Ένα έχω να πω, χρυσοχέρα η κυρά-Λένη, η μάνα του, που δεν είχε ιδέα για τις πομπές του με τις πιτσιρίκες. Είχε πλάκα, εκτός και από χρυσοχέρα πρέπει να ήταν και σκληρή καργιόλα, σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε τον είχε, και όπως ήταν και μισή από δαύτον, μου θύμισε το κόμικ του Αρκά με την αρκούδα το Βαγγέλη, το “πάμε πρόβα.”
⇽∙∙∙⇾
Αρχές Νοέμβρη πήραμε τη μεγάλη απόφαση να συγκατοικήσουμε. Το σπίτι που έμενε ήταν τριάρι, και το δωμάτιο της Χριστίνας-Βασιλικής μικρό για δυο κορίτσια, πόσο μάλλον όταν είχαν μάθει να έχουν το δικό τους δωμάτιο. Βάλε και το γεγονός ότι δεν ήθελα να αλλάξω και παιδικό σταθμό στην Μαριάννα, η απόφαση που πάρθηκε ήταν να μετακομίσουμε στο δικό μου, το οποίο είναι πεντάρι και είχε δύο extra δωμάτια.

Για τις διανυκτερεύσεις τα Σ/κ είχαμε ένα προσωρινό δωμάτιο για τη Χριστίνα-Βασιλική, το οποίο μετατράπηκε σε μόνιμο, υπό την αυστηρή της εποπτεία. Γεννημένο στέλεχος, όχι αστεία, ούτε εγώ δεν τρέχω έτσι τους δικούς μου στην Εταιρία. Και φυσικά κάναμε και ανακαίνιση στο δωμάτιο της Μαριάννας, πάλι με επόπτρια την Χριστίνα-Βασιλική στην οποία ανέθεσε τα καθήκοντα το καμάρι μου, και κάναμε και το άλλο κενό δωμάτιο playroom για όλη την οικογένεια.

«Εσύ που γκρίνιαζες που ήθελε να το δώσει αντιπαροχή ο πατέρας σου,» με ψευτομαλλώνει ο Μάριος.
«Γκρίνιαζα εγώ; Αν είναι δυνατόν!» του κάνω και αρπάζω μία στα μεριά.
«Δε θα πέσουν για ύπνο οι μικρές, θα σου δείξω εγώ!» μου λένε και γελάνε και τα μεταφορικά μου μουστάκια.

Ναι, δε μου έδειξε εκείνη τη μέρα, δε μας έπαιρνε, αλλά όταν βρήκαμε την ευκαιρία, μου έκανε τα μεριά μωβ. Ααααχ… είχα από το καλοκαίρι που είχαμε πάει Σαντορίνη να γίνω μωβ! Και μετά ο γάιδαρος με είχε βγάλει με τα μεριά μου μωβ στην παραλία για να θαυμάσει ο κόσμος τις πομπές μας. Τι να κάνω, ταπεινό μποτομάκι—είχα μάθει και πως λέγεται πλέον—υποτάχτηκα…

…λέμε τώρα!

Βέβαια στην αρχή είχε λίγη γκρίνια από τη Χριστίνα-Βασιλική γιατί έχασε τα φιλαράκια της στο σχολικό, αλλά τα δράματα ξεπεράστηκαν γρήγορα, pun intended. Η μικρή ηράσθειν σφόδρα με το Γρηγόρη, ένα αγοράκι μια τάξη μεγαλύτερη από την ίδια, και επειδή η Χριστίνα-Βασιλική είναι αυτή που είναι, το αμόρε είχε ανταπόδοση. Είναι και κουκλί, είναι και δυναμική, είναι και τσαμπουκαλού, έχει να κάψει καρδιές στο μέλλον…
⇽∙∙∙⇾
Έχει μπει ο Δεκέμβρης πλέον, έρχονται τα Χριστούγεννα σε τρεις εβδομάδες, και έχει γίνει παράδοση η Μαριάννα να τα περνάει με την οικογένεια του πατέρα της. Από την άλλη έτσι όπως έχουν γίνει αυτοκόλλητες με τη Χριστίνα-Βασιλική, θα έχουμε δράματα, κρίνοντας από τη γκρίνια αμφότερων την εβδομάδα που η Μαριάννα είναι στον πατέρα της.

Η μαμά-σίφωνας, όπως πάντα, έδωσε τη λύση. Αρχικά κανονίσαμε στη μέση της εβδομάδας που έχουν τη Μαριάννα, να κάνουν play date τα αδέρφια μεταξύ τους, και μετά το κάναμε πρόγραμμα να γίνεται κάθε δεύτερο Σ/Κ, ανεξαρτήτως ποιος έχει τη Μαριάννα.

Ο Ανδρέας έχει μαλακώσει ακόμα περισσότερο, κάποια στιγμή μου έκανε πλάκα μια μέρα που πήγα εγώ να τους αφήσω τη Μαριάννα σπίτι, και δεν εννοώ μπροστά στη Μαριάννα. Η μικρή δεν είχε καταλάβει τίποτα, και θα του χρωστούσα ευγνωμοσύνη γι’ αυτό, ακόμα και αν δε μου μιλούσε ποτέ ξανά στη ζωή του.

«Από το πεζοδρόμιο, ε;» μου λέει όταν έκανα να φύγω, ήταν η δεύτερη φορά μετά το «θα σου σπάσω το κεφάλι» που δεν ήταν τυπικός.
«Ναι, μπαμπά!» του απαντάω, χωρίς καν να το σκεφτώ.
«Μπαμπακόσπορος!» μου κάνει αλλά χαμογελάει. Για πρώτη φορά μετά από καιρό χαμογελάει. Του χαμογελάω κι εγώ, και με το που μπαίνω στ’ αυτοκίνητο πλαντάζω στο κλάμα. Δε βαριέσαι, για καλό λόγο ήταν.

Και από κλάμα εκείνο το Δεκέμβρη, άλλο τίποτα.
⇽∙∙∙⇾
Είναι νύχτα. Ξυπνάω κορακιασμένη στη δίψα, στον ύπνο μου έβλεπα ότι έπινα νερό και δε χόρταινα. Ο Μάριος κοιμάται ροχαλίζοντας ελαφρά, κι εγώ σηκώνομαι να πάω στην κουζίνα να πιώ νερό. Περνάω από τα δωμάτια των κοριτσιών, και όπως πάντα από ένστικτο, κοιτάω μέσα. Η Χριστίνα-Βασιλική στριφογυρίζει ανήσυχη στον ύπνο της, και μπαίνω μέσα. Ξαφνικά πετάγεται και αρχίζει να κλαίει.

«Μαμά!» μου κάνει και έρχεται και χώνεται στην αγκαλιά μου. Την παίρνω στην αγκαλιά μου και αρχίζω και την χαϊδεύω και της λέω γλυκόλογα, ενώ μέσα μου παλεύω με τα απανωτά σοκ. Με είπε μαμά! Είναι η λέξη που λαχταρούσα να ακούσω από τα χείλη της. Και είναι η πρώτη φορά που τη βλέπω να κλαίει, μπορεί να γίνεται γκρινιάρα αλλά δεν την είχα δει να κλαίει ποτέ. Ούτε μια φορά.

«Εδώ είμαι αγάπη μου, εδώ είμαι κοριτσάκι μου,» της λέω και την σφίγγω πάνω μου ενώ η φουκαριάρα κλαίει με λυγμούς που δε μπορεί να συγκρατήσει. «Εδώ είναι η μανούλα,» της λέω χωρίς να διστάσω, και με σφίγγει ακόμα πιο δυνατά στην αγκαλιά της.
«Μη φύγεις,» μου κάνει μέσα στους λυγμούς της ματώνοντάς μου την καρδιά.
«Δεν πάω πουθενά, αγάπη μου. Δεν πάει πουθενά η μανούλα,» της λέω καθησυχαστικά και προς στιγμή με σφίγγει ακόμα πιο δυνατά, και οι λυγμοί της γίνονται ακόμα πιο έντονοι. Με τα χίλια ζόρια κρατιέμαι και δεν κλαίμε ντουέτο.

Ο Μάριος που έχει ακούσει τα κλάματα, έρχεται τρομαγμένος και με βλέπει να κρατάω την Χριστίνα-Βασιλική στην αγκαλιά μου. Του κάνω νόημα να μας αφήσει μόνες. Κουνάει το κεφάλι του καταφατικά, δείχνοντας ότι κατάλαβε, και γυρίζει στο δωμάτιο.

«Δεν πάει πουθενά η μανούλα» επαναλαμβάνω τρυφερά, και αυτή τη φορά αρχίζει και ησυχάζει σιγά-σιγά.
«Μαμά;» μου λέει διστακτικά η Χριστίνα-Βασιλική όταν με τα πολλά ηρεμεί.
«Τι είναι αγάπη μου; Είδες κάποιο κακό όνειρο;»
Δε μου απαντάει, απλά κουνάει το κεφάλι της. Μου χαμογελάει και το επαναλαμβάνει. «Μαμά;»
«Κόρη;» αστειεύομαι εγώ ανάλαφρα, και βάζει τα γέλια. Με κοιτάζει αβέβαια, σαν κάτι να σκέφτεται.
«Θέλω νερό!» μου δηλώνει, τελικά.
«Και η μαμά θέλει!» της κάνω, υπενθυμίζοντας ότι ναι, είμαι η μαμά, και μου χαρίζει ένα χαμόγελο που με κάνει να λιώσω. Την παίρνω μαζί και πάμε και πίνουμε το νεράκι μας, και μετά την βάζω για ύπνο.
«Καληνύχτα μαμά!» μου λέει.
«Καληνύχτα μωρό μου,» της απαντάω και τη φιλάω τρυφερά στο μέτωπο.

Με τα παιδιά να κοιμούνται, μπαμπάς και μαμά κλαίνε ντουέτο.

Το πρωί τους φτιάχνω το πρωινό τους. Οι δύο τσαπερδόνες είναι στο τραπέζι και κελαηδάνε με το Μάριο που τους κάνει καραγκιοζιλίκια. Έχουν και οι τρεις απίστευτα κέφια αλλά είμαι πολύ σφιγμένη για να χαμογελάσω με τα καμώματά τους. Με τρώει η αγωνία, θα άκουγα ξανά σήμερα αυτό το “μαμά” ή θα το είχε ξεχάσει μαζί με το νυχτερινό της εφιάλτη;

«Άντε βρε μαμά,» ακούω τη φωνή της! «Θα αργήσουμε!»

Από τη μία παραλίγο να βάλω τα κλάματα και πάλι, και από την άλλη, το στόμα μου πονάει σχεδόν από το χαμόγελο.

«Να τη δείρω;» την πειράζει ο Μάριος, και πετάγονται και οι δυο τους και με αγκαλιάζουν προστατευτικά.
«Χα!» του κάνω! «Τρεις εναντίον ενός, ψάξε τρύπα να κρυφτείς» συνεχίζω, κερδίζοντας τα χαρούμενα χαχανητά των κοριτσιών.
«Τέρατα!» τους κάνει παίζοντας. «Και τώρα ποιον θα δείρω εγώ; Ε;»
«Εγώ λέω να δείρουμε το μπαμπά,» τους κάνω, και αφήνω την πορτοκάλια και του ορμάμε και οι τρεις.
«ΙΙΙΙΙ μας κάνει ο Μάριος! Γρήγορα στη σειρά και οι τρεις, να φάτε τα χαστούκια σας!»
«Μπαμπά!» τον μαλώνει η Χριστίνα-Βασιλική.
«Μπαμπά!» τον μαλώνει γελώντας και η Μαριάννα.
«Μπόχουμ, δέρνουμε;» ρωτάω και τις δυο τους, για να λάβω ενθουσιώδη τσιρίδες. «Πάνω του!»
«Μαύρες θα σας κάνει ο μπαμπάς!» τους κάνει, και αρχίζει να τις κυνηγάει σε όλο το σπίτι, με τις μικρές να τσιρίζουν ακόμα πιο δυνατά, ενώ η καρδιά μου κοντεύει να πεταχτεί από το στέρνο μου. Η Μαριάννα είπε το Μάριο μπαμπά!

Το χάσαμε το σχολικό τελικά.
⇽∙∙∙⇾
Για τα Χριστούγεννα, η μαμά-σίφωνας, που όσα περισσότερα παιδιά έχει γύρω της, τόσο περισσότερο φτάνει την προσωπική της Νιρβάνα, είναι εκείνη που δίνει τη λύση. Πριν μιλήσει μαζί μας, το συζήτησε με τον Ανδρέα, και πήρε τη συγκατάθεσή του. Η πρότασή της είναι να ρωτήσουμε τη Χριστίνα-Βασιλική αν θέλει να έρθει κι εκείνη να περάσει τα Χριστούγεννα με τ’ αδέρφια της. Γιατί έτσι τα έβλεπε, και μας το επιβεβαίωσε στη σχολική της γιορτή.
⇽∙∙∙⇾
Είχαμε πάει και εγώ και ο Μάριος, και φυσικά είχαμε πάρει μαζί μας και τη Μαριάννα. Κάποια στιγμή μας έφερε σούρνοντας το Γρηγόρη—του οποίου είχε πάρει τελείως τον αέρα, μιλάμε για σούζα, έτσι;—και μας έφερε τον γαμπρό να τον γνωρίσουμε.

«Έρχεται το γαμπρουδάκι σου,» του κάνω γελώντας.
«Καλά θα πάει αυτό στην εφηβεία,» μου λέει μοιρολογώντας από τώρα, και δε μπορώ να πνίξω το γελάκι μου.
«Ο μπαμπάς μου και η μαμά μου,» του κάνει, και πριν προλάβουμε να απαντήσουμε κάνει τις συστάσεις και με την …κουνιάδα. «Η Μαριάννα είναι η μικρή μου αδερφή. Έχω και ένα αδερφό, τον Πάρη, αλλά είναι με τη μαμά του και το μπαμπά του! Είναι μικρούλης ακόμα,» εξηγεί στον φουκαρά τον Γρηγόρη που προσπαθεί να λύσει τις εξισώσεις στο μυαλό του, και δεν του βγαίνουν. Αποδεχόμενος τη μοίρα του ότι μαζί της δε θα βγάλει άκρη, μας χαιρετάει ευγενικά, και μετά το καμάρι μου, με το ένα χέρι στον Γρηγόρη και με το άλλο στη Μαριάννα, τους παίρνει για tour στην τάξη.
«Το φουκαρά,» λέει γελώντας ο Μάριος και βάζουμε τα γέλια.
⇽∙∙∙⇾
Μεθαύριο η Μαριάννα θα πάει στον πατέρα της και θα κάτσει δύο εβδομάδες. Το συζητήσαμε με το Μάριο και παρόλο που θα του έλειπε η κόρη του, συμφώνησε ότι εφόσον το ήθελε και η ίδια, καλό θα της έκανε να περάσει τα Χριστούγεννα με τα δύο αδερφάκια της. Το μόνο που μας έμενε ήταν να ρωτήσουμε και τον ξενοδόχο.

«Αγάπη μου,» την πιάνει ο Μάριος, «θα ήθελες να κάνεις Χριστούγεννα με τη Μαριάννα και τον Πάρη;»
«Όλοι μαζί;» ρωτάει χαμογελώντας, με το μυαλό της να πηγαίνει αλλού.
«Με την Μαριάννα, τον Πάρη, την Άλεξ—έτσι την αποκαλούσε την Αλεξάνδρα—και τον κύριο Ανδρέα.»
«Μόνη μου; Κι εσείς;» μας ρωτάει ανήσυχη.
«Δε θα φύγουμε, μωρό μου,» της λέει καθησυχαστικά. «Εδώ θα είμαστε, και θα μιλάμε στο τηλέφωνο και στο skype, θα είναι όπως όταν είσαι με τον παππού και τη γιαγιά. Αλλά θα έχεις και τα αδερφάκια σου.»
«Αν δεν θέλεις, αγάπη μου,» της λέω εγώ, «δεν πειράζει, θα περάσουμε μαζί τα Χριστούγεννα. Στο λέμε όπως γιατί η Μαριάννα θα είναι με τον μπαμπά της, για να μην είσαι κι εσύ μοναχούλα. Και με την Άλεξ, δεν θα κάνετε απλά Χριστούγεννα, στα έχει πει η Μαριάννα, δεν στα έχει πει;»
«Ναι, μου το είπε,» λέει ακόμα αβέβαιη.
«Δε χρειάζεται να το αποφασίσεις τώρα, σκέψου το,» της κάνω και την χαϊδεύω τρυφερά. «Και αν αποφασίσεις να κάνεις Χριστούγεννα με το μπαμπά και τη μαμά, θα περάσουμε και πάλι όμορφα,» τη διαβεβαιώνω.
«Αν…» ξεκινάει και μας ρωτάει κοιτάζοντάς μας διστακτικά. «Αν… αν πάω και δε θέλω να κάτσω, θα έρθετε να με πάρετε;»
«Και το ρωτάς βρε χαζούλα;» της λέει ο Μάριος αλλά η Χριστίνα-Βασιλική δεν αρκείται σ’ αυτό. Γυρνάει προς τα μένα.
«Μαμά;»
«Την ίδια στιγμή, μωρό μου,» της κάνω και τη χαϊδεύω τρυφερά. «Την ίδια στιγμή. Αλλά θα το δεις και εσύ, θα περάσεις πολύ όμορφα!»
«Εντάξει,» απαντάει χαμογελώντας πιο θαρρετά αυτή τη φορά.

Όταν επέστρεψε με τη Μαριάννα, δυο μέρες μετά την πρωτοχρονιά, η …Άλεξ, είχε προβιβαστεί σε “mommy.”

2008

Reunions

Πρώτη φορά που κάνουμε διακοπές μαζί με τον Μάριο και τα παιδιά. Πρώτη φορά εμείς, οι τέσσερίς μας, σαν οικογένεια. Και επιτέλους, πάμε εκεί που είχαμε πει πως θα πηγαίναμε το 1997. Τότε, το σχέδιο ήταν Κρήτη. Η πραγματικότητα ήταν πως ο χωρισμός μας πρόλαβε.

Δεν πειράζει. Κάλιο αργά παρά ποτέ. Το κάνουμε φέτος, έντεκα χρόνια αργότερα—ακριβώς όσο κάναμε να ξαναβρεθούμε. Και το ακόμα καλύτερο; Φέτος θα ξαναδούμε και τον Νίκο. Τον παιδικό μας φίλο, τον Νίκο, που πλέον είναι καθηγητής στη σχολή επιστήμης υπολογιστών.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, μας περίμενε και μια ακόμα έκπληξη.

Ο Ανδρέας ο Πολιτάκης. Ναι, εκείνος ο Ανδρέας!

Καθηγητής στο τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Και όχι μόνο αυτό—είναι παντρεμένος με τη Φοίβη τη Μαρτίνου! Το πρωτάκι, το κορίτσι που μου είχε κλέψει την πρωτιά της καλύτερης μαθήτριας στο γυμνάσιο. Για ένα δωδέκατο!

Και είναι κι εκείνη καθηγήτρια. Συνάδελφος του Νίκου.

Ο Νίκος μας έχει καλέσει σπίτι του και εκεί γνωρίζουμε τη Σοφία, τη σύζυγό του, και τα παιδιά τους. Ένα κορίτσι στην ηλικία της Χριστίνας-Βασιλικής. Ένα αγόρι τεσσάρων. Ο Ανδρέας και η Φοίβη; Δύο παιδιά κι αυτοί. Ένα κορίτσι έξι μισό—όπως η Μαριάννα. Ένα αγόρι τεσσάρων.

Χαζεύω τα παιδιά που παίζουν, τις ζωές που συνεχίστηκαν σε παράλληλα σύμπαντα, σαν να κοιτάζω μέσα από ένα παράθυρο σε μια εναλλακτική εκδοχή της πραγματικότητας.

Και ξαφνικά, η φωνή του Νίκου σπάει τη στιγμή: «Λοιπόν, θέλετε να τον τρελάνουμε τον Πολιτάκη;»
Ο Μάριος γυρνάει προς το μέρος του. «Τι σκέφτεσαι;»
Ο Νίκος χαμογελάει πονηρά. «Να του παρουσιαστείτε σα φάντης μπαστούνι στο γραφείο του, στο ΙΤΕ.»
«Θα μας θυμάται;» ρωτάει ο Μάριος, ανασηκώνοντας το φρύδι.
Ο Νίκος ξεφυσάει. «Για σένα δεν παίρνω όρκο, αλλά τη Μπίλι αποκλείεται να την έχει ξεχάσει. Και ας του πήρε τα μυαλά η Φοίβη.»
Γελάω. «Την αλήθεια τώρα—τη θυμάμαι μόνο σαν όνομα. Αν τη δω, μπορεί να μου έρθει. Αυτό που δεν ξεχνιέται όμως…» Παίρνω ύφος θεατρικό, και ο Νίκος σκάει στα γέλια πριν καν ολοκληρώσω. «…είναι ότι για ένα δωδέκατο μου έφαγε την πρωτιά της καλύτερης μαθήτριας στο γυμνάσιο!»
Ο Νίκος με κοιτάζει, χαμογελώντας με εκείνο το χαμόγελο που ξέρω πως σημαίνει “Θεέ μου, δεν έχεις αλλάξει καθόλου.”
«Βέβαια,» συνεχίζω χαλαρά, σηκώνοντας τους ώμους, «μετά πήγα λύκειο και επέστρεψα στις εργοστασιακές μου ρυθμίσεις.»
Ο Νίκος γελάει. «Ναι, καλά, αν δεις πώς είναι σήμερα η Φοίβη, θα σου πέσει το σαγόνι!»
«Α, ωραία,» λέει ο Μάριος, σταυρώνοντας τα χέρια του. «Αλλάξαμε αποστολή, τώρα πάμε να σοκάρουμε και να κριτικάρουμε.»
Ο Νίκος πετάγεται. «Δεν κριτικάρουμε! Απλά λέμε τα πράγματα όπως είναι.»
Τον κοιτάζω ύποπτα. «Νίκο…»
Ο Νίκος σηκώνει τα χέρια αμυντικά, αλλά το χαμόγελό του φωνάζει πως το απολαμβάνει. «Καλά, κριτικάρουμε και λίγο!» Μετά, όμως, σοβαρεύει. «Η Μαρτίνου, να το ξέρετε πάντως, πέρα από την εμφάνισή της, είναι στο μυαλό μια κατηγορία μόνη της. Πέρσι κέρδισε σε μαθηματικό διαγωνισμό τους συναδέλφους μας σε Μαθηματικό και Φυσικό. Εντάξει, θεωρία υπολογισμού είναι ο τομέας της, but still...»
Η Σοφία σηκώνει το φρύδι και τον κοιτάζει επικριτικά. «Από τη μία η Μπίλι, από την άλλη η Μαρτίνου… Στο τέλος θα με κάνεις να νιώσω μειονεκτικά!»
Ο Νίκος γυρνάει αμέσως προς το μέρος της, με το πιο αφοπλιστικό χαμόγελό του. «Εσύ είσαι εκτός συναγωνισμού, αγάπη μου! Τώρα μιλάω για τις υπόλοιπες... μη κοινές θνητές.»
Η Σοφία μισοχαμογελάει. «Το καλό που σου θέλω!» τον ψευτομαλώνει, κάνοντάς μας να χαμογελάσουμε.
«Και τα παιδιά;» ρωτάω εγώ.
«Μην σ’ ανησυχεί αυτό, θα τα κρατήσω εγώ!» απαντάει η Σοφία.
«Βρε, μη σε βάζουμε σε φασαρία…»
Η Σοφία κουνάει το χέρι της αδιάφορα. «Σιγά τη φασαρία, σε δασκάλα μιλάτε!» μας υπενθυμίζει. «Κι έχω μια ακόμα καλύτερη ιδέα για αύριο: να πάω τα παιδιά στην Αμμουδάρα για μπάνιο και έρχεστε και μας βρίσκετε εκεί. Τι λέτε;»
«Σίγουρα, βρε Σοφία;»
«Ναι, σου λέω! Και μετά το μπάνιο πάμε για φαγητό στον Πετούση που έχει και παιδότοπο!»
«Sold!» απαντάει πριν από μένα ο Μάριος.
Μετά, γυρνάει προς τον Νίκο. «Αλήθεια, το απόγευμα λέμε να πάμε για μπανάκι, και είναι η πρώτη μας μέρα εδώ, δεν τα ξέρουμε τα κατατόπια. Πού προτείνεις;»
Ο Νίκος το σκέφτεται για λίγο. «Αν δεν βαριέστε, θα σας πρότεινα να πάτε στο Μπαλί, προς το Ρέθυμνο. Αν, όμως, δε θέλετε να απομακρυνθείτε πολύ—και μιας και αύριο θα πάμε Αμμουδάρα—θα πρότεινα Καρτερό ή Κοκκίνη Χάνι.»
«Πόσο θα κάτσετε;» ρωτάει ο Νίκος.
Ο Μάριος απαντάει χωρίς δεύτερη σκέψη: «Τρεις εβδομάδες.»
Ο Νίκος σφυρίζει. «Ή έρχεσαι Κρήτη ή δεν έρχεσαι, ε;»
Ο Μάριος γελάει. «Ακριβώς!»
Ο Νίκος κουνάει το κεφάλι του. «Καλά τα λες, αλλά εγώ είμαι εδώ από το ’91 και ανάθεμά με αν έχω καταφέρει να τη γυρίσω όλη.»
Η Σοφία γελάει. «Εδώ δεν το έχω καταφέρει εγώ που είμαι και γέννημα θρέμμα!» Κάνει μια παύση, σαν να ζυγίζει τα λόγια της. «Πάντως, οι τρεις εβδομάδες είναι το απολύτως απαραίτητο για να μπορείς να πεις ότι πήρες μια καλή μυρωδιά της Λεβεντογέννας.»
Ο Νίκος παίρνει ένα σοβαρό ύφος. «Να προσέχετε πολύ στο δρόμο. Αν νομίζετε ότι μόνο στην Αθήνα οδηγούν εγκληματίες, σας περιμένει δυσάρεστη έκπληξη! Οι Κρητίκαροι είναι μια κατηγορία μόνοι τους!»
«Γι’ αυτό ήρθαμε με το tank» απαντάει ο Μάριος χαχανίζοντας, και εννοεί το εταιρικό μου.
«Αλήθεια, πώς και με SUV?» ρωτάει με περιέργεια ο Νίκος.
«Είναι το εταιρικό της Μπίλι,» του απαντάει αδιάφορα ο Μάριος. «Εγώ έχω ακόμα τη Jetta μου, αλλά η αλήθεια είναι ότι με τα παιδιά το SUV είναι πολύ πιο βολικό.»
«Έχεις ακόμα τη Jetta;» τον ρωτάει έκπληκτος ο Νίκος.
«Αν την έχει, λέει;» του λέω χαχανίζοντας. «Έπρεπε να με δεις πως έκανα όταν ήρθε να με πάρει από το σπίτι στο πρώτο μας ραντεβού μετά από έντεκα χρόνια,» του κάνω γεμάτη νοσταλγία παρά το γεγονός ότι όλα αυτά είχαν συμβεί μόλις πέρσι.
«Λέρωσες τα βρακιά σου, ε;» μου λέει ο Νίκος βάζοντας τα γέλια.
«Τα βρακιά μου όχι, το make up μου έκανα χάλια,» του λέω σκουντώντας τον στον ώμο. «Έκλαιγα σαν κοριτσάκι!» συνεχίζω χαχανίζοντας ντροπαλά.
«Εσύ; Έκλαιγες εσύ;» με ρωτάει ο Νίκος με γουρλωμένα μάτια.
«Ε, το παθαίνω κι εγώ που και που… δεν το θυμάσαι το καραόκε;» τον ρώτησα αναφερόμενη τη φορά που είχαμε πάει το καλοκαίρι του ’98.
Κουνάει ελαφρά το κεφάλι του στην ανάμνηση και στο καπάκι αλλάζει θέμα: “Story time!!!” μας λέει. «Πολύ χάρηκα που έμαθα ότι είστε και πάλι μαζί αλλά ρε παιδιά πείτε μας όλη την ιστορία!»
«Μην ξεκινήσετε ακόμα, καφεδάκι πρώτα!» μας λέει η Σοφία. «Έχουμε γαλλικό αλλά μπορώ να πάρω τηλέφωνο εδώ σε μια καφετέρια που έχουν και άλλα είδη καφέ αν θέλετε»
«Για μένα μια χαρά είναι ο γαλλικός» της κάνω και το ίδιο απαντάει και ο Μάριος. Η Σοφία φεύγει και επιστρέφει μετά από δέκα λεπτά με τους καφέδες και εκείνη τη στιγμή έρχεται και η Χριστίνα-Βασιλική στη βεράντα, είχαμε αφήσει τα παιδιά μέσα να παίζουν.
«Μαμά» μου κάνει «θυμάσαι αν πήραμε μαζί μας το τετράδιο ζωγραφικής;»
«Ναι αγάπη μου, στην τσάντα είναι, πάμε μέσα να στο δώσω» της κάνω.

Πάω μέσα και βγάζω από την τσάντα το μπλοκ ζωγραφικής και το δίνω στη Χριστίνα-Βασιλική που πάει τρέχοντας να βρει τα υπόλοιπα παιδιά στο δωμάτιο της Ελένης, της κόρης του Νίκου και της Σοφίας. Εγώ γυρίζω στη βεράντα όπου όλοι με περιμένουν για να τους διηγηθούμε την ιστορία της επανασύνδεσής μας με τον Μάριο.

«Λοιπόν, είμαστε όλο αφτιά!» λέει η Σοφία, κλείνοντας το μάτι στον Νίκο, που έχει ήδη ακουμπήσει τους αγκώνες του στο τραπέζι.
«Από πού ν’ αρχίσω… Λοιπόν, όπως ίσως ξέρετε, ο μεσιέ εδώ πήρε υποτροφία από το MIT και, αρχές του ’97, έφυγε για Αμερική…»
«Αυτά τα ξέρουμε,» με κόβει ο Νίκος. «Για την επανασύνδεση πείτε μας!»
«Είναι σαν το ίδιο το σύμπαν να οδήγησε τον έναν προς τον άλλον,» λέει ο Μάριος. «Δεν αστειεύομαι, αν δείτε την απίστευτη αλυσίδα των συμπτώσεων που μας έφερε ξανά κοντά μετά από έντεκα χρόνια, θα πείτε το ίδιο. Μπίλι, πες τα εσύ.»
Παίρνω μια γουλιά από τον καφέ μου πριν ξεκινήσω. «Λοιπόν, όταν ο Μάριος επέστρεψε Ελλάδα, πήγε και νοίκιασε σπίτι στο Νέο Ηράκλειο, παρόλο που δεν είχε καμία σχέση με την περιοχή. Εγώ, από τότε που γύρισα από την Ελβετία, δουλεύω σε μια μεγάλη κατασκευαστική, που πριν τέσσερα χρόνια μετακόμισε τα κεντρικά της από το Χαλάνδρι στο Νέο Ηράκλειο. Και το σπίτι που νοίκιαζε ο Μάριος ήταν δύο-τρία τετράγωνα πιο μέσα.»
Ο Νίκος σηκώνει το φρύδι. «Τυχαίο; Δε νομίζω.»
Ο Μάριος γελάει. «Στάσου, δεν έχεις ακούσει τίποτα ακόμα.»
«Ήταν η εβδομάδα που η Μαριάννα περνούσε με τον Ανδρέα, οπότε είχα την τάση να κάθομαι μέχρι αργά στο γραφείο. Εκείνη τη μέρα, όμως, έφυγα στις έξι ακριβώς. Μου ήρθε από το πουθενά διάθεση να φάω γαριδομακαρονάδα και, φυσικά, δεν είχα γαρίδες. Και επειδή είχα περίοδο και δεν είχα καμία όρεξη για περιπέτειες, πήγα σε ένα μικρό συνοικιακό σούπερ μάρκετ, αντί για τον μεγάλο Σκλαβενίτη που πάω συνήθως.»
«Δηλαδή, ήταν και PMS involved!» πετάγεται ο Νίκος γελώντας.
«Ακριβώς!» συνεχίζω, αγνοώντας τη χαζομάρα του. «Το μεσημέρι δεν είχα φάει τίποτα, οπότε όταν πήγα να ψωνίσω ήμουν πεινασμένη. Σήκωσα το μαγαζί και έχασα περισσότερο χρόνο απ’ όσο υπολόγιζα. Και πάνω που τέλειωνα, μου ήρθε η φαεινή ιδέα να κάνω τις γαρίδες με τηγανητό ρύζι. Φάε άλλο ένα δεκάλεπτο στον διάδρομο με τα ρύζια, προσπαθώντας να αποφασίσω. Εκείνη τη στιγμή, ο κύριος εδώ είχε ξεμείνει από ρύζι και είπε να κατέβει να πάρει. Και…»
Ο Μάριος κουνάει το κεφάλι. «Μπαίνω στον διάδρομο και την βλέπω μπροστά μου. Κοκάλωσα. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που έβλεπα.»
«Πες το μου!» λέει η Σοφία, κρατώντας το φλιτζάνι της.
«Μπίλι; της λέω, διστακτικά. Και γυρνάει, με κοιτάζει, και της πέφτει το σαγόνι στο πάτωμα. Εκεί κατάλαβα ότι δεν έκαναν πουλάκια τα μάτια μου. Μπροστά μου ήταν όντως η Μπίλι.»
«Μάριε;» τον διακόπτω, παίζοντας το ρόλο του εαυτού μου εκείνης της στιγμής. «Του λέω με τη σειρά μου, χωρίς να μπορώ να πιστέψω στα μάτια μου. Πιάσαμε για λίγο κουβέντα, η καρδιά μου πρέπει να χτύπαγε 200άρια, και δεν ξέρω που το βρήκα το θάρρος και του πρότεινα να του κάνω το τραπέζι για να κάνουμε catch-up.»
«Και μετά;» ρωτάει ο Νίκος.
«Μετά ανακαλύψαμε ότι η φλόγα ποτέ δεν είχε σβήσει» του απαντάει ο Μάριος κοιτάζοντας με γεμάτος έρωτα.
«Αρχικά είπαμε να το πάμε σιγά-σιγά,» λέω, γέρνοντας πίσω στην καρέκλα μου. «Το σύμπαν μπορεί να μας έριξε ο ένας πάνω στον άλλον, αλλά και οι δύο ήμασταν σε κατάσταση συναισθηματικού σοκ. Βγήκαμε το Σάββατο και ένα ραντεβού ήταν αρκετό. Ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα, σαν να μην είχε μεσολαβήσει μια ολόκληρη ζωή. Και, φυσικά, η μόνη που ήξερε τι συμβαίνει ήταν η Κατερίνα.»
Η Σοφία ξεφυσάει, ακουμπώντας το φλιτζάνι στο τραπέζι. «Εντάξει, το σύμπαν είχε κέφια.»
Ο Νίκος κουνάει το κεφάλι, εντυπωσιασμένος. «Ρε σεις… Κανονικά πρέπει να το γράψετε βιβλίο.»

Γελάμε όλοι, αλλά η αλήθεια είναι πως αν κάποιος μας είχε διηγηθεί αυτή την ιστορία πριν από χρόνια, μάλλον ούτε εμείς θα την πιστεύαμε.

«Ερώτηση, ποια είναι η Κατερίνα;» ρωτάει η Σοφία.
«Κοινή παιδική μας φίλη,» της εξηγώ. «Οι τρεις μας ήμασταν αχώριστοι από το γυμνάσιο και με την Κατερίνα είμαστε κολλητές μέχρι και σήμερα.»
«Το τρίο Stooges, έτσι τους φωνάζαμε,» λέει νοσταλγικά ο Νίκος.
«Χαχαχα, πόσα χρόνια είχα να το ακούσω!» γελάει ο Μάριος.
«Στην Κατερίνα κάναμε το ίδιο που πρότεινες να κάνουμε στον Ανδρέα,» συνεχίζω. «Την κάλεσα σπίτι για κρασί, και είχα κρύψει τον Μάριο μέσα. Όταν τον είδε ξαφνικά μπροστά της σα φάντη μπαστούνι, νόμιζε πως τα μάτια της έκαναν πουλάκια. Όταν δε, συνειδητοποίησε ότι είμαστε ξανά μαζί, άρχισε να κλαίει σαν κοριτσάκι.»
«Ενώ εμείς, να πούμε, τέρατα ψυχραιμίας…» λέει ειρωνικά ο Μάριος.
«Καλά ναι, δεν το συζητάω. Από τρίο Stooges για κανένα δεκάλεπτο γίναμε και οι τρεις Μάρθα Βούρτση στα καλύτερά της!» συμπληρώνω εγώ.
«Αλήθεια, τι κάνει η Κατερίνα;» ρωτάει ο Νίκος.
«Μια χαρά είναι. Έχει κι αυτή δύο κοριτσάκια, την Ήρα, που φέτος κλείνει τα δέκα, και τη Βιολέτα, που είναι ένα χρόνο μικρότερη. Και πλέον δεν είμαστε απλά κολλητές, έχουμε γίνει και κουμπάρες. Εγώ είμαι η νονά της Βιολέτας και η Κατερίνα είναι η νονά της Μαριάννας. Α, και πλέον πάει για δικαστίνα! Το Σεπτέμβρη έχει τον πρώτο γύρο των εισαγωγικών εξετάσεων.»
«Τέλεια!» λέει η Σοφία, χαμογελώντας.
«Τέλος πάντων, η πρώτη που το έμαθε ήταν η Κατερίνα. Στη συνέχεια το είπαμε στους γονείς μας και μετά… μετά ήταν τα ζόρια, γιατί πριν αρχίσουμε να προετοιμάζουμε τα κορίτσια, έπρεπε να το πω και στον Ανδρέα.»
«Γιατί ζόρια;» ρωτάει παραξενεμένη η Σοφία.
«Γιατί…» ξεκινάω, και τους εξηγώ τι είχε συμβεί.
Ο Νίκος με κοιτάζει σκεφτικός. «Γιατί το έκανες αυτό, ρε Μπίλι;»
«Γιατί ο πρώτος τη μετά Μάριο εποχή που έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει έστω και λίγο, ήταν ο Ανδρέας. Φοβήθηκα πως αν του έλεγα όλη την αλήθεια για το Μάριο, θα καταλάβαινε πόσο αδύναμα ήταν σε σύγκριση τα συναισθήματά μου προς τον ίδιο, και θα λάκιζε. Μαλακία μου, το ξέρω. Κάπου με είχε πιάσει πανικός και απελπισία.»
«Γιατί θα λάκιζε;»
«Γιατί είχε καταλάβει ότι δεν είχα το ίδιο δυνατά αισθήματα για εκείνον, αλλά πίστευε ότι απλά είμαι εγώ έτσι, και το δέχτηκε,» του λέω και αναστενάζω. «Αν ήξερε πόσο δυνατά είχα ερωτευτεί κάποιον άλλον…», σταματώ και το αφήνω να αιωρείται.
«Ναι, κατάλαβα…» μου κάνει.
«Τέλος πάντων,» συνεχίζω. «Το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν ήταν απλά ότι του είχα αποκρύψει το παρελθόν μου. Η Μαριάννα έχει βαφτιστεί ως Άννα-Μαρία… και το Μαρία δεν το πήρε από την άλλη της γιαγιά, αν με αντιλαμβάνεστε.»
Ο Νίκος ανοίγει το στόμα του να πει κάτι, αλλά τον προλαβαίνει η Σοφία. Αχ, βρε Μπίλι…» μου κάνει, σκύβοντας ελαφρώς προς το μέρος μου.
«Τέλος πάντων, αρχές Δεκέμβρη με είπε για πρώτη φορά “μαμά” η Χριστίνα, και ακριβώς την επόμενη ακριβώς μέρα, η Μαριάννα είπε για πρώτη φορά “μπαμπά” το Μάριο.»
Ο Νίκος γελάει. «Φαντάζομαι ότι λερώσατε τα βρακιά σας, ε;»
«Αν τα λερώσαμε, λέει; Εκεί να δεις κλάμα!» του κάνω χαχανίζοντας.
«Χάλασες, Μπίλι, χάλασες!» μου λέει πειρακτικά, και του κάνω ένα άηχο “ρε άει χέσου,” με τα χέρια μου.
«Τέλος πάντων, δεν είναι κι όλα. Μια εβδομάδα τον μήνα η Μαριάννα είναι με τον μπαμπά της, και όπως σας είπα, με τη Χριστίνα-Βασιλική έχουν γίνει από την πρώτη μέρα αυτοκόλλητες, και στην αρχή ειδικά η γκρίνια πήγαινε σύννεφο. Ευτυχώς, η Αλεξάνδρα—η δεύτερη σύζυγος του Ανδρέα—λατρεύει τα παιδιά. Έτσι, ακόμα και την εβδομάδα που έχουν τη Μαριάννα, οι αδερφές Μπρόγιερ βρίσκονται μεταξύ τους. Και άλλωστε, από τον Σεπτέμβρη που ανοίγουν τα σχολεία, θα είναι όλα τα πρωινά μαζί.»
Ο Νίκος πίνει μια γουλιά από τον καφέ του και χαμογελάει πλατιά. «Μπράβο, ρε παιδιά. Πολύ χαίρομαι για εσάς.»
⇽∙∙∙⇾
Καθίσαμε εκεί μέχρι νωρίς το απόγευμα και μετά, όπως μας πρότειναν, πήγαμε για μπάνιο στο Κοκκίνη Χάνι. Οι μικρές ξελύσσαξαν, πλατσούρισαν, έτρεξαν, έκαναν κάστρα στην άμμο, και κάτσαμε μέχρι που έπεσε ο ήλιος.

Το επόμενο πρωί, όπως είχαμε συμφωνήσει, περάσαμε και αφήσαμε τις μικρές στη Σοφία και πήγαμε οι τρεις μας στο ΙΤΕ. Φτάσαμε έξω από το γραφείο του Ανδρέα και ο Νίκος μας έκανε νόημα να κάνουμε ησυχία. Χτυπάει την πόρτα και από μέσα ακούγεται η φωνή του Ανδρέα:

«Περάστε, μέσα είμαι!» Ο Νίκος μπαίνει στο γραφείο και ακούμε ξανά τον Ανδρέα. «Βρε καλώς τον! Αν ψάχνεις τη Φοίβη, σήμερα είναι στην Κνωσσό.»
«Βασικά, για σένα ήρθα. Σου έχω μια έκπληξη!»
«Έκπληξη; Τι έκπληξη;» τον ρωτάει, γεμάτος περιέργεια.
«Δε φαντάζεσαι ποιοι ήρθαν οικογενειακώς εδώ για διακοπές…»
«Για να το λες έτσι, φαντάζομαι πως τους ξέρω!»
«Εδώ και πολλά-πολλά χρόνια. Από το σχολείο για την ακρίβεια, απλά δεν τους ήξερες σαν ζευγάρι. Τα φτιάξανε μετά το λύκειο!»
«Από το σχολείο;» ρωτάει με έξαψη που δεν κρύβεται. «Εντάξει, θα με πεθάνεις τώρα!»
«Παιδιά, για ελάτε μέσα!» λέει ο Νίκος, και μπαίνουμε στο γραφείο.

Ο Ανδρέας μας κοιτάζει για λίγα δευτερόλεπτα αποσβολωμένος.

«Α, στο διάολο!» μονολογεί, ακόμα ξαφνιασμένος. «Μπίλι;»
Χαμογελάω πλατιά. «Μας γνώρισες βρε θηρίο;»
«Ελπίζω να μην το πάρει στραβά ο άντρας σου, που αυτή τη στιγμή μου διαφεύγει το όνομά του, αλλά ξεχνιέσαι εσύ, ρε Μπίλι;»
«Χαχαχα, το ίδιο τους είπα κι εγώ χθες!» λέει ο Νίκος.
«Και ο Μαλεβίτης!!!» φωνάζει ενθουσιασμένος ο Ανδρέας παθαίνοντας ξαφνική έκλαμψη. «Ο Μάριος ο Μαλεβίτης!!!»
«Πάνω που θα σε καλούσα σε μονομαχία, στο τσακ το έσωσες!» του λέει χαμογελώντας ο Μάριος και ο Ανδρέας σηκώνεται από το γραφείο του και έρχεται και μας αγκαλιάζει και τους δύο με ενθουσιασμό.
«Φαντάζομαι ότι ο Νίκος σας τα είπε για μένα και τη Φοίβη. Στο γυμνάσιο πήγαινε και εκείνη στο ΙΑ, τη θυμάστε;»
«Αμ, μπορώ να την ξεχάσω;» τον πειράζω. «Μανιάτικο το έχω που για ένα δωδέκατο μου έφαγε την πρωτιά της καλύτερης μαθήτριας στο γυμνάσιο.»
«Να δεις που δεν θα τη γλιτώσουμε τη μονομαχία τελικά!» λέει ο Ανδρέας, κάνοντάς μας να γελάσουμε. «Πόσο θα κάτσετε;»
«Τρεις εβδομάδες,» απαντάει ο Μάριος.
«Τότε οπωσδήποτε να περάσετε από το σπίτι να σας δούμε. Θα χαρεί πολύ και η Φοίβη.»
«Θα μας θυμάται;» τον ρωτάω.
«Εσένα, αρκετά πιθανό. Το Μάριο, σίγουρα! Μπορεί να είχε κρασάρει μαζί μου στο γυμνάσιο, αλλά σε διαβεβαιώ πως δεν του είχε περάσει καθόλου απαρατήρητος. Μου τα ομολόγησε όλα η Μεσσαλίνα!»
«Μεσσαλίνα!» λέω και βάζω τα γέλια, έτσι με λέει και ο Μάριος όταν του κάνω κόλπα για να μου ρίξει ξυλιές στα πισινά.
«Καλά, όχι ότι εγώ ήμουν καλύτερος…» μουρμουράει, χαμογελώντας πονηρά.
Τον κοιτάζω με μισό μάτι. «Εσύ την Ποταμιάνου δεν γούσταρες;»
Ο Ανδρέας αναστενάζει θεατρικά. «Αυτό δεν άλλαζε αυτό που σου είχα πει: ήσουν, μακράν της δεύτερης, το πιο όμορφο κορίτσι που είχαν αντικρίσει τα μάτια μου!» Μια παύση. «Και μεταξύ μας… ακόμα είσαι.»

Ο Μάριος τον κοιτάζει και γέρνει ελαφρώς το κεφάλι.

«Αυτό ήταν. Θα μονομαχήσουμε!» τον πειράζει.
«Μπα, θα με γδάρει έτσι κι αλλιώς ζωντανό η Φοίβη,» λέει ο Ανδρέας, χαμογελώντας πλατιά. «Μιας και έχουν περάσει τόσα χρόνια, ευκαιρία να το βγάλω κι από μέσα μου. Η Σοφία ήταν… fall back. Στην πραγματικότητα, τη λαμαρίνα την είχα δαγκωμένη με τη Μπίλι,» του λέει και μετά γυρνάει προς εμένα. «Μπορεί να μου έκανε τη δύσκολη αλλά με γούσταρε, και ας μου έκανε μαλακία αργότερα, πιθανότατα για να μ’ εκδικηθεί. Δεν σε ζήλευε μόνο γιατί ήσουν πιο όμορφη.»
Ανοιγοκλείνω τα μάτια αποσβολωμένη. «Ποιος ήρθε;»
Ο Ανδρέας σηκώνει τα χέρια σε ένδειξη παράδοσης. «Guilty as charged. Απλά ήσουν απλησίαστη!»
«Ε, όχι και απλησίαστη,» επαναστατώ! «Αν εξαιρέσεις την Κατερίνα και την Κλαίρη, μόνο με αγόρια έκανα παρέα!»
Ο Ανδρέας χαμογελάει στην ανάμνηση: «Γιατί, σε μένα τουλάχιστον, ήταν ολοφάνερο πως δεν είχες μάτια για κανέναν άλλον από τον Μάριο!»
Ο Μάριος μου ρίχνει μια πλάγια ματιά. «Μόνο εγώ δεν το έβλεπα…» αναστενάζει.
Σηκώνω τα χέρια. «Σάμπως το έβλεπα εγώ;»

Τελικά, δεν τον αφήσαμε να κάνει δουλειά. Είχε ενθουσιαστεί με την απρόσμενη έκπληξη και καθίσαμε στο γραφείο του λέγοντας ιστορίες από τα μαθητικά μας χρόνια. Πήρε τηλέφωνο και τη Φοίβη, η οποία μας θυμόταν και τους δύο, και έτσι για αύριο κανονίστηκε και δεύτερο reunion, στο σπίτι τους, κάπου προς την Κνωσσό.

Όταν φύγαμε, και όπως είχαμε κανονίσει από χθες, πήγαμε στην Αμμουδάρα και βρήκαμε τη Σοφία με τα παιδιά. Κάναμε το μπάνιο μας και μετά πήγαμε στο εστιατόριο που μας είχε πει η Σοφία, όπου φάγαμε του σκασμού. Επειδή με τη Φοίβη και τον Ανδρέα είχαμε κανονίσει να τους βρούμε αύριο το μεσημέρι, το πρωί της επόμενης πήραμε τα κορίτσια και πήγαμε να δούμε το Cretaquarium. Οι μικρές ξετρελάθηκαν.
⇽∙∙∙⇾
Είναι μεσημέρι όταν φτάνουμε στο σπίτι των παιδιών, το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα πολύ μεγάλο κτήμα. Ο Ανδρέας μας περιμένει απ’ έξω, όπως είχαμε συμφωνήσει, και με το που πλησιάζουμε, μας κάνει νόημα να βάλουμε το αυτοκίνητο μέσα. Κλείνει την γκαραζόπορτα και προχωράμε όλοι μαζί προς το σπίτι.

Στην είσοδο μας περιμένει η Φοίβη—δεν την αναγνώρισα αμέσως, αλλά ποια άλλη θα μπορούσε να είναι;—μαζί με τα δυο τους κουκλιά. Δίπλα της κάθεται ο μεγαλύτερος σκύλος που έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Σας το ορκίζομαι, ήταν μεγάλος σαν γάιδαρος, και δεν υπερβάλλω καθόλου! Ακόμα πιο δίπλα κάθονταν τρεις γάτες, λες και είχαν συγκεντρωθεί για οικογενειακό συμβούλιο.

«Μη φοβάστε,» μας λέει η Φοίβη γελώντας, «μην τον βλέπετε έτσι που είναι τεράστιος, ο γεράκος μας είναι ο μεγαλύτερος φλούφλης στο νησί!»

Εγώ μπορεί να ξεροκατάπια, αλλά οι μικρές ξετρελάθηκαν. Χάιδευαν με λατρεία τον σκύλο-αρκούδα και προσπαθούσαν να πιάσουν τις γάτες, οι οποίες τις κοιτούσαν με τη χαρακτηριστική συγκατάβαση των αιλουροειδών. Αργότερα, τα παιδιά μας εξήγησαν πως ο σκύλος, ονόματι Σίμπα, έχει αυτή τη γατοπαρέα δίπλα του εδώ και δεκαπέντε χρόνια.

Και η Φοίβη… τι να πω; Είναι τσίρκο. Τελείως, όμως! Νομίζω πως κάποια στιγμή μας έπιασαν τα πλευρά από τα γέλια. Τη συμπάθησα σχεδόν αμέσως, παρόλο που στο γυμνάσιο δεν είχαμε καμία επαφή. Πηγαίναμε σε διαφορετικές τάξεις, και η ίδια τότε ήταν τελείως κλεισμένη στον εαυτό της.

Μας είπαν για τον πρώτο τους χορό στο πάρτι της αδερφής του Ανδρέα, και πραγματικά, δεν είναι να απορεί κανείς πώς μέσα σε ένα βράδυ ο Ανδρέας ξέχασε τόσο τη μαλάκω την Ποταμιάνου όσο και… εμένα.

«Στο κράταγα μανιάτικο, ξέρεις, που μου είχες φάει την πρωτιά για ένα δωδέκατο!» της λέω κάποια στιγμή.
Η Φοίβη γυρνάει προς τον Ανδρέα και σηκώνει το φρύδι, σταυρώνοντας τα χέρια της με μια δόση υπερβολικής σοβαρότητας. «Μου τα μετέφερε χθες το καμάρι μου. Εγώ τι να πω που δεν ήξερα ότι η Σοφία ήταν fallback και ότι στην πραγματικότητα  την είχε δαγκώσει μαζί σου;»
Ο Ανδρέας σηκώνει τους ώμους και παίρνει το πιο αθώο ύφος του, λες και προσπαθεί να αποποιηθεί κάθε ευθύνη. «Ήταν μια στιγμή αδυναμίας!»
Η Φοίβη γέρνει ελαφρώς μπροστά, ακουμπώντας το πιγούνι της στην παλάμη της με ύφος ναι καλά…. «Που κράτησε τρία χρόνια!»
Ο Ανδρέας αναστενάζει θεατρικά, γέρνοντας το κεφάλι του πίσω σαν να αναπολεί παλιές εποχές. «Τι να πω, ήταν μεγάλη στιγμή!»

Βάζουμε όλοι τα γέλια. Αμ δεν είναι μόνο η Φοίβη τσίρκο… Αλλά, θα μου πεις, αν δεν ταίριαζαν, δε θα συμπεθέριαζαν!

Η Φοίβη, ακόμα χαμογελώντας, ανασηκώνει το φρύδι της με περιέργεια. «Για πείτε, ρε παιδιά, εσείς τι κάνετε; Πού είστε τώρα;»
Ο Μάριος γέρνει ελαφρώς πίσω, σταυρώνοντας τα χέρια του χαλαρά. «Σαν εσάς, έτσι κι εγώ,» λέει με ένα μικρό χαμόγελο, «είμαι καθηγητής στη σχολή που σπούδασα, στο ΕΜΠ.»
Ο Ανδρέας στρέφεται προς το μέρος μου και με ρωτάει: «Εσύ;»
Ανασηκώνω ελαφρώς τους ώμους, χαμογελώντας αμήχανα. «Εγώ την πρόδωσα την επιστήμη,» του απαντάω, παίζοντας αφηρημένα με το ποτήρι μου. «Από μηχανικός κατέληξα χαρτογιακάς!»
«Δηλαδή;» ρωτάει αυτή τη φορά η Φοίβη, γέρνοντας προς το μέρος μου με περιέργεια.
Ακουμπάω την μπύρα μου στο τραπέζι και κουνάω το κεφάλι με ένα μικρό γελάκι. «Με τη φιλική παρότρυνση των πεθερικών μου,» ξεκινάω, σηκώνοντας τα δάχτυλά μου σε εισαγωγικά, «και όταν λέω φιλική, μόνο που δε με ταχυδρόμησαν…» συνεχίζω, χαχανίζοντας.

Ο Μάριος μου χαϊδεύει το χέρι και συνεχίζω την εξιστόρηση.

«Έκανα μεταπτυχιακά στην Ελβετία, στην École Polytechnique Fédérale,» λέω, παίρνοντας μια γουλιά από τη μπύρα μου πριν συνεχίσω. «Όταν τέλειωσα και το διδακτορικό, αποφάσισα να κάτσω ακόμα ένα χρόνο να κάνω MBA και μετά επέστρεψα στα πάτρια εδάφη.»
«Ε, ήμουν τυχερή, βρήκα γρήγορα σε μια κατασκευαστική, αρχικά ως μηχανικός…»
Ο Μάριος, που ως τώρα με άκουγε προσεκτικά, γέρνει μπροστά και μου κόβει τη φόρα με ένα πονηρό χαμόγελο. «Και στη συνέχεια χάλασε,» με διακόπτει, σκάβοντας το λάκκο του.

Δεν το αφήνω να περάσει έτσι. Τον χτυπάω φιλικά στο μπράτσο, και εκείνος κάνει ένα θεατρικό μορφασμό πόνου.

«Ορίστε, όλο με δέρνει!» παραπονιέται ψεύτικα.

Η Φοίβη γελάει και του πετάει χωρίς δεύτερη σκέψη: «Καλά σου κάνει!» Κάνει μια παύση, μετράει λίγο τις λέξεις της και χαμογελάει πλατιά. «Γι’ αυτό είσαι ακόμα φράπα!» συνεχίζει και ξεσπάμε όλοι σε γέλια.
«Τέλος πάντων, σημασία έχει ότι τελικά μου βγήκε σε καλό. Ανέβηκα γρήγορα την ιεραρχία και, αν και έκοψα ρυθμούς όταν έκανα τη Μαριάννα, δεν σταμάτησα,» συνεχίζω. Γέρνω πίσω στην καρέκλα και χαμογελάω. «Φέτος έγινα και ανώτατο διοικητικό στέλεχος και… όσο και αν μου λείπουν τα γράσα,» λέω αστειευόμενη, κάνοντας μια ελαφριά κίνηση με τα χέρια μου σαν να δείχνω μηχανικά εργαλεία, «δεν το μετανιώνω καθόλου.»
Ο Μάριος, που δεν χάνει ευκαιρία για πείραγμα, χαμογελάει πονηρά και πετάει: «Δημόσιο υπάλληλο με ανεβάζει, δημόσιο υπάλληλο με κατεβάζει!»
«Τυπικά και οι τρεις είμαστε,» λέει ο Ανδρέας.
«Όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται!» λέω κοιτώντας τον Μάριο που κάνει σα να τον πυροβόλησα.

Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται η μικρή της, η Χριστιάνα, και με τραβάει από το μανίκι.

«Κυρία Μπίλι, παίζετε σκάκι;»
«Όχι, αγάπη μου, εγώ δεν παίζω σκάκι,» της απαντάω, χαμογελώντας. «Παίζει όμως ο κύριος Μάριος!» συνεχίζω, δίνοντάς τον στεγνά.
Η Φοίβη αναστενάζει, γελώντας. «Βρε διαόλι, άσε τα παιδιά ήσυχα!»

Αλλά η Χριστιάνα ούτε που την ακούει. Έχει ήδη στραφεί προς τον Μάριο, με βλέμμα γεμάτο προσμονή.

«Κύριε Μάριε, θέλετε να παίξουμε μια παρτίδα;» ρωτάει, αγνοώντας παντελώς την παρέμβαση της μητέρας της.

«Αμέ!» της λέει ο Μάριος χωρίς δεύτερη σκέψη.

Η μικρή χειροκροτεί τσιρίζοντας από τον ενθουσιασμό της και φεύγει σφαίρα να φέρει μια σκακιέρα.

«Μάριε,» τον προειδοποιεί ο Ανδρέας, «μη της χαριστείς. Θα το καταλάβει αν παίζεις για να χάσεις και θα νευριάσει. Παίξε όσο καλύτερα μπορείς. Και μην την κοιτάς έτσι πιτσιρίκα… κατά πάσα πιθανότητα θα σε λιανίσει, και όχι, δεν αστειεύομαι!»
«That I have to see,» λέω, σταυρώνοντας τα χέρια. 

Και ναι, ακριβώς αυτό συνέβη. Ο Μάριος έπαιξε κανονικά και… η Χριστιάνα τον διέλυσε. Τρεις παρτίδες, τρεις ήττες. Και μπορεί να μην είναι και κανένας grand master, αλλά είναι καλός παίχτης. Η μικρή είναι απίστευτη, τον τσάκισε με συνοπτικές διαδικασίες!

«Βρε τέρας, δε με λυπάσαι καθόλου;» της κάνει ο Μάριος εντυπωσιασμένος και η μικρή χειροκροτάει και πάλι ενθουσιασμένη, κάνοντας τους υπόλοιπους να γελάσουμε, τόσο με τα καμώματά της, όσο και με το βλέμμα απορίας που έχει ζωγραφιστεί στο πρόσωπο του αγαπημένου μου.

Όχι ότι στράβωσε, αυτό θα έλειπε! Τη σηκώνει ξαφνικά στην αγκαλιά του και αρχίζει να την κάνει αεροπλανάκι. Η Χριστιάνα τσιρίζει από τον ενθουσιασμό της. Τα υπόλοιπα μικρά ακούνε τις φωνές και τρέχουν προς το μέρος τους, και πριν το καταλάβουμε, ο Μάριος έχει μετατραπεί στον αυτοσχέδιο ανιματέρ του κήπου.

Τρέχει πάνω-κάτω κυνηγώντας τα πιτσιρίκια, τα σηκώνει στον αέρα, τα κάνει βόλτες, και από δίπλα, ο Σίμπα, με βλέμμα γεμάτο σοβαρότητα, επιβλέπει τα πάντα σαν πανίσχυρος προστάτης της παιδικής χαράς.

Δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω τους. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Είναι υπέροχος με τα παιδιά.

«Earth to Billy…» λέει η Φοίβη, κουνώντας το χέρι της μπροστά στο πρόσωπό μου.
Συνέρχομαι και γυρνάω προς το μέρος της. «Ρε σεις, η Χριστιάνα είναι απίθανη!» λέω πραγματικά εντυπωσιασμένη.
Ο Ανδρέας γελάει και κάνει μια θεατρική υπόκλιση προς τη Φοίβη. «Το πήρε από τη μαμά της.»

Η Φοίβη χειροκροτεί ενθουσιασμένη, με μια υπερβολική κίνηση, σαν να επιβεβαιώνει πανηγυρικά την ανωτερότητά της, κάνοντάς με να σκάσω στα γέλια. Να από πού πήρε η κόρη της τη μανιέρα!

«Κοίτα πώς κάνει!» λέει ο Ανδρέας, δείχνοντας τον Μάριο, που αυτή τη στιγμή έχει δύο παιδιά γαντζωμένα πάνω του, ενώ τα άλλα δύο περιμένουν τη σειρά τους για το αεροπλανάκι.
«Είναι υπέροχος ο άτιμος με τα παιδιά,» λέω, μην μπορώντας να κρύψω το χαμόγελό μου. «Ώρες-ώρες μου θυμίζει αρσενική εκδοχή της Αλεξάνδρας, της νυν συζύγου του πρώην άντρα μου. Κι αυτή έτσι κάνει. Δώσ’ της παιδιά και πάρ’ της την ψυχή! Να φανταστείτε, μέχρι και η Χριστίνα-Βασιλική τη φωνάζει “mommy”, ενώ τον Ανδρέα απλά “κύριε Ανδρέα”.»
Ο Ανδρέας με κοιτάζει με ειλικρινή απορία. «Αλήθεια, πώς τα καταφέρατε και έχετε τόσο καλές σχέσεις;»
«Γιατί ο συνονόματός σου είναι υπέροχος άνθρωπος και δεν βάζει τίποτα πάνω από το καλό των παιδιών,» του απαντάω χωρίς δεύτερη σκέψη. «Η Μαριάννα έγινε από την πρώτη στιγμή αυτοκόλλητη με τη Χριστίνα-Βασιλική, και ο Ανδρέας συνειδητοποίησε ότι θα ήταν πολύ πιο απλό για τον Πάρη να νιώθει ότι έχει δύο αδερφούλες και όχι μία. Και φυσικά, είναι και η Αλεξάνδρα. Όπως σας είπα, λατρεύει τα παιδιά. Η αλήθεια είναι ότι είχε μια εξαιρετικά δύσκολη γέννα, κοντέψαμε να τη χάσουμε στον Πάρη, οπότε… καταλαβαίνετε, δεν πρόκειται να πάνε για δεύτερο παιδί. Και κάπως έτσι, όλα κόλλησαν.»
«Μπράβο, ρε παιδιά, πραγματικά σας θαυμάζω,» λέει η Φοίβη με ειλικρινή εκτίμηση.
«Σ’ ευχαριστούμε,» της απαντάω, κοκκινίζοντας ελαφρά από περηφάνια.
«Για πείτε μου για εσάς,» τους λέω, αλλά η ματιά μου πάει στον Μάριο, που όχι απλά δεν ξεκολλάει από τα παιδιά, αλλά πλέον έχει μετατραπεί και σε τραμπολίνο. «Θα τα πω εγώ σε εκείνον μετά. Τώρα έχει μπει στο μπαμπάς mode και δε νομίζω ότι θα σταματήσει μέχρι να πέσουν ξεροί—είτε αυτά, είτε εκείνος…» Σταματάω για μερικές στιγμές και τον κοιτάζω λάμποντας από αγάπη. «Το πιθανότερο εκείνος,» συμπληρώνω χαμογελώντας.

Η Φοίβη με κοιτάει με ένα ύφος που λέει “Να ζήσουμε να τον θυμόμαστε” και σα γνήσια θεατρίνα—γιατί αυτό είναι, θεατρίνα—ξεκινάει τη διήγηση.

«Κι εμείς, όπως κι εσείς, ανακαλύψαμε ότι ήμασταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον… με μια μικρή χρονοκαθυστέρηση,» λέει γελώντας. «Δε θα την ξεχάσω ποτέ εκείνη τη μέρα. Ήταν Τετάρτη πρωί, τη δεύτερη εβδομάδα μετά την έναρξη των μαθημάτων, και είχα πάει στο κυλικείο για καφέ. Βλέπω τον Ανδρέα να κάθεται σε ένα τραπεζάκι. Δεν πιστεύω στα μάτια μου. Δεν είχα ιδέα πως από τη βραδιά του πάρτι και μετά είχε τσιμπηθεί κι εκείνος μαζί μου. “Ανδρέα;” του λέω. Και ξέρετε ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που έκανε ο κύριος; Με διαολόστειλε!»
«Βρε ψεύτρα, το “άει στο διάολο” δεν ήταν για σένα!» την υπερασπίζεται ο Ανδρέας.
«Κι εμάς μας διαολόστειλε χθες το πρωί!» λέω χαχανίζοντας.
«Ρε άει στο διάολο!» λέει, αυτή τη φορά εννοώντας το, και βάζουμε τα γέλια. Η Φοίβη χειροκροτεί θεατρικά, όπως πάντα.
«Λοιπόν, αφού με διαολόστειλε καλά-καλά…»
«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ!» της κάνει ξαφνικά ο Ανδρέας, εκεί που δεν το περιμένει κανείς.
Γελάμε τόσο πολύ που κοντεύουμε να κατουρηθούμε.
«… καθίσαμε, τα είπαμε, και μου προτείνει το βράδυ να βγούμε μαζί. Και η αλήθεια είναι ότι… ένα ντιριντάχτα το έπαθα. “Σαν ραντεβού;” τον ρωτάω. “Όχι, Σαν Φρανσίσκο” μου απαντάει το όργιο,» συνεχίζει η Φοίβη και εγώ κλαίω από τα γέλια. Τρεις μέρες μας πήρε να καταλάβουμε ότι τα είχαμε και δεν το ξέραμε. Και το δούλεμα που φάγαμε από τους φίλους μας πήγε σύννεφο.»

Γελάω και πάλι, αλλά μετά… χαμηλώνω τον τόνο της φωνής μου.

«Κάλιο αργά παρά ποτέ, αυτό ήταν ανέκαθεν το μότο της σχέσης μου με το Μάριο. Εκείνος ήταν ερωτευμένος μαζί μου από τα δώδεκα του, εγώ από τα δεκατέσσερά μου και τελικά τα φτιάξαμε αφού τελείωσα κι εγώ το λύκειο! Δεν ξέρω, το σύμπαν μας ήθελε μαζί, δε μπορούσε να μας έχει χώρια, και μας έφερε τον ένα πάνω στον άλλον μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια» τους λέω και τους εξηγώ την απίστευτη αλυσίδα συμπτώσεων που έκανε τους δρόμους μας να συναντηθούν και πάλι.
∙⇾
Τι να πεις; Μερικά πράγματα είναι απλά αναπόφευκτα. Μπορεί να πάρει χρόνια, μπορεί να χρειαστούν χίλιες συμπτώσεις, μπορεί οι δρόμοι να χαθούν και να ξαναβρεθούν, αλλά στο τέλος… ό,τι είναι να γίνει, γίνεται.

Λένε πως όλα τα καλά κάποτε τελειώνουν, αλλά μερικές φορές δεν τελειώνουν ποτέ. Μερικές φορές, απλώς περιμένουν στη γωνία, έτοιμα να ξαναρχίσουν, έτοιμα να γραφτούν από την αρχή. Και τότε, δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο από ένα βήμα, μια στιγμή, ένα βλέμμα, μια δεύτερη ευκαιρία.

Γιατί ξέρετε τι; Ο κόσμος μας μερικές φορές είναι μαγικός και δίνει δεύτερες ευκαιρίες.

Αρκεί να τις αδράξεις.

2009

Στην πόλη του φωτός και του έρωτα

Είναι μέσα Οκτώβρη και για επαγγελματικούς λόγους είμαι στο Παρίσι. Την Παρασκευή το βράδυ θα έρθει και ο Μάριος με τα κορίτσια και θα κάνουμε τετραήμερο. Εννοείται φυσικά ότι έχω ειδοποιήσει τον Jean-Claude και τη Michèle που έχω να τους δω από το 2001. Παρά την κούραση της ημέρας, δεν βλέπω την ώρα και τη στιγμή που θα τους δω και τους τρεις. Ούτε μετά το γά-μο τους, ούτε μετά τον ερχομό της Valérie μετακόμισαν, μένουν στο ίδιο σπίτι από τα μέσα της δεκαετίας του ’90.

Και γιατί να αλλάξουν; Τη γοητεία της Μονμάρτης δεν την βρίσκεις εύκολα, και εδώ που τα λέμε ταιριάζει και με την καλλιτεχνική τους φύση, παρά το γεγονός ότι ο Jean-Claude είναι εδώ και αρκετά χρόνια καρδιοχειρουργός στο Georges-Pompidou.

Η γειτονιά τους, σε έναν από τους ήσυχους δρόμους που ξεδιπλώνονται κάτω από τη βασιλική της Sacré-Cœur, έχει κάτι από τον παλιό, αυθεντικό παρισινό αέρα—μικρά καφέ με μεταλλικά τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο, μαγαζάκια με χειροποίητα κοσμήματα και παλιά βιβλία, και καλλιτέχνες που στήνουν τα καβαλέτα τους στο πεζοδρόμιο, ακόμα κι όταν κάνει ψύχρα. Τα βράδια, το φως των φαναριών απαλύνει τις γωνίες των κτιρίων, και οι ήχοι από κάποιο σαξόφωνο χαμένοι στη σκάλα του λόφου κάνουν τη Μονμάρτη να μοιάζει με σκηνικό παλιού γαλλικού φιλμ.

Το διαμέρισμά τους είναι στον δεύτερο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας με ξύλινα πατώματα που τρίζουν διακριτικά, και ψηλά παράθυρα με θέα στις στέγες της πόλης. Η Michèle—που εκτός από ζωγράφος—διδάσκει και ζωγραφική σε ένα μικρό στούντιο δυο στενά πιο κάτω, λέει συχνά πως η γειτονιά αυτή δεν είναι μόνο το σπίτι τους· είναι έμπνευση. Και ο Jean-Claude, παρότι περνά τις μέρες του σε χειρουργεία και γραφεία, δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του να επιστρέφει πουθενά αλλού.

Η καρδιά μου πάει να σπάσει απ’ τη χαρά καθώς διασχίζω τον μικρό πλακόστρωτο δρόμο—αυτόν με τις ροζ ορτανσίες στο πεζοδρόμιο και τα γλαστράκια στα περβάζια—και τους βλέπω να με περιμένουν στο κατώφλι. Ο Jean-Claude το ίδιο συγκλονιστικά όμορφος όπως την πρώτη φορά που τον είδα εκείνη τη νυχτιά στη Ρόδο, δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια πριν.

«Ma blondinette !» λέει με εκείνο το φωτεινό, μοναδικό του χαμόγελο που κάνει ακόμα και τις σκιές στο πρόσωπό του να σβήνουν. Πριν προλάβω να αρ-θρώσω λέξη, με τυλίγει στην αγκαλιά του—σφιχτά, χωρίς τον παραμικρό δι-σταγμό. Χώνω το πρόσωπό μου στον ώμο του και τον σφίγγω με όλη μου τη δύναμη.

Με φιλάει απαλά στα χείλη. Τα γόνατά μου λυγίζουν για μια στιγμή, όχι από αμηχανία, αλλά από τον παλιό, βαθύ παλμό που ξυπνά μέσα μου κάθε φορά που τον αντικρίζω. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, είναι σαν να μην αλλάζει τίποτα.

«Ton blondinette !» ακούγεται πίσω του η Michèle, πειρακτική και τρυφερή, και με τραβάει κι εκείνη σε μια ζεστή, σφιχτή αγκαλιά. Τα μπράτσα της είναι δυνατά και προστατευτικά, όπως πάντα—μια γυναίκα-φωτιά με καρδιά από φως.

Δίπλα τους, η Valérie, με τα ανακατεμένα της κόκκινα μαλλιά και τα μεγά-λα, αθώα μάτια του Jean-Claude, με παρατηρεί ντροπαλά, μισοκρυμμένη πίσω από τη μαμά της. Το βλέμμα της είναι γεμάτο περιέργεια, αλλά και εκείνο το διστακτικό κάτι που έχουν τα παιδιά όταν αισθάνονται πως πρέπει να θυμη-θούν κάποιον από τις αφηγήσεις των μεγάλων.

Γονατίζω αργά στο ύψος της, χαμογελώντας ζεστά, με τα χέρια μου χαλαρά στα γόνατά μου.

« Tu ne te souviens pas de moi, hein ? Tu étais encore toute petite la dernière fois qu’on s’est vues., » της λέω απαλά, και βλέπω τα μάτια της να ανοιγοκλείνουν, ψάχνοντας μέσα τους κάτι χαμένο«Je suis Billie,» συνεχίζω, τεντώνοντας διακριτικά το χέρι μου προς το μέρος της. « Tu me fais un câlin ? Je ne sais pas si maman et papa te l’ont dit, mais même si, quand tu étais bébé, tu n’aimais pas t’endormir dans les bras. Mais dans mes bras, tu t’es endormie deux fois. »

Καθώς το λέω, η φωνή μου τρέμει ελαφρώς. Η ανάμνηση της ζεστής μικρής της ανάσας στο στήθος μου είναι τόσο ζωντανή που νιώθω τα μάτια μου να υγραίνονται.

Η μικρή με κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια, σχεδόν με δέος, και ξαφνικά της φωτίζεται το πρόσωπο. Κάνει μισό βήμα μπροστά, σχεδόν χοροπηδώντας από τον ενθουσιασμό της!

« C’est vous, la dame du tableau, dans le salon !» φωνάζει, δείχνοντάς με μέ το δάχτυλο. Καταλαβαίνω αμέσως τι εννοεί. Το γυμνό που είχε ζωγραφίσει ο Jean-Claude στη Ρόδο, το τελευταίο μας βράδυ. Χαχανίζει, με τα μάγουλά της να κοκκινίζουν ελαφρώς, και προσθέτει, πιο πονηρά αυτή τη φορά: «Mais maintenant vous avez des vêtements !»

Σκάω στα γέλια και σκεπάζω το στόμα μου με την παλάμη. Ρίχνω μια λοξή ματιά στον Jean-Claude, που έχει ήδη γυρίσει πλάτη τάχα μου, αλλά οι ώμοι του ανεβοκατεβαίνουν από τα γέλια. H Michèle, από την άλλη, δεν γυρίζει πλευρό, αλλά φέρνει το χέρι της μπροστά στο στόμα της προσπαθώντας να κρύψει το γέλιο της.

« Oui, aujourdhui je suis habillée, » της απαντώ με θεατρική σοβαρότητα και γονατίζω ξανά στο ύψος της. «Mais cest un secret entre nous, daccord ?»

Η Valérie κάνει νόημα «εντάξει» κλείνοντας τα χείλη με το δαχτυλάκι της, και μετά γέρνει λίγο το κεφαλάκι της, σαν να με μετράει. Κι έπειτα, χωρίς να πει λέξη, κάνει δύο βήματα μπροστά, με αγκαλιάζει σφιχτά γύρω από τον λαιμό και μου δίνει ένα φιλί στο κάθε μάγουλο.

Ανεβαίνουμε πάνω στο σπίτι τους και, με το που περνάω το κατώφλι του σαλονιού, το βλέμμα μου καρφώνεται αμέσως στους πίνακες. Σταματάω στην είσοδο, σαν να φοβάμαι να χαλάσω τη μαγεία, και χαμογελάω αυθόρμητα. Είναι σαν να περπατάς μέσα σε μια ιστορία αγάπης γραμμένη με χρώμα.

Με ένα διστακτικό βήμα μπαίνω πιο μέσα, αφήνοντας την τσάντα μου δίπλα στον καναπέ. Το βλέμμα μου περιφέρεται στους πίνακες. Καθώς σταματώ μπροστά από το πρώτο πορτραίτο, του Jean-Claude, αγγίζω αμυδρά τα δάχτυλά μου στο σαγόνι μου.

Η Michèle τον έχει αποτυπώσει με εκείνο το ήρεμο βλέμμα του που μου είχε κάνει κάποτε τα μυαλά πουρέ, κι όμως, στη ζωγραφιά φαίνεται πιο γυμνός από ποτέ—όχι σωματικά, αλλά ψυχικά. Πιο πέρα, το πορτραίτο της Michèle. Κάτι με κάνει να χαμογελάσω ελαφρά—είναι εκείνη η αδιόρατη ζωντάνια στα φωτεινά μάτια της, το στόμα της που μοιάζει έτοιμο να γελάσει… ή να φιλήσει. Αγάπη. Θαυμασμός. Οικειότητα. Όλα αποτυπωμένα στο βλέμμα του καλλιτέχνη.

Ο τρίτος πίνακας είναι η Valérie. Με ανακατεμένα κόκκινα μαλλιά, πιασμένη σε μια υπέροχη πόζα, σα να σκέφτεται κάτι σοβαρά, με το μέτωπό της ελα-φρώς σουφρωμένο. Από το στυλ, αναγνωρίζω ότι είναι έργο της Michèle. Α-κουμπάω τα χέρια μου στη μέση μου και παίρνω μια βαθιά ανάσα—τόσο συναίσθημα σε έναν μόνο τοίχο.

Και ο τέταρτος πίνακας στο σαλόνι τους είμαι εγώ. Τόσα χρόνια μετά και εί-ναι ακόμα στο κέντρο του σαλονιού τους. Νιώθω τον λαιμό μου να σφίγγεται ελαφρά, ενώ τα δάχτυλά μου τρέμουν λίγο καθώς διασχίζω το δωμάτιο για να σταθώ μπροστά του. Γυμνή από τη μέση και πάνω. Ειδωμένη από την οπτική του Jean-Claude. Τα χέρια μου αυθόρμητα σηκώνονται για να αγγίξουν το πλαίσιο του πίνακα, αλλά σταματάνε λίγο πριν τον αγγίξουν, σαν να φοβάμαι να διαταράξω την εικόνα.

Δεν υπάρχει ντροπή σε αυτό το έργο. Μόνο ειλικρίνεια. Πόθος. Και κάτι άλλο, κάτι απροσδιόριστο που με κάνει να ανατριχιάσω. Το πρόσωπό μου μαλακώνει καθώς η ανάμνηση ξετυλίγεται στο μυαλό μου. Τα δάχτυλά μου κλείνουν ελαφρά σε γροθιά, αγγίζοντας το στήθος μου, σαν να θέλω να συγκρατήσω την καρδιά μου που χτυπάει δυνατά.

Μπορεί η σχέση μας να είχε κρατήσει μόλις πέντε μέρες, αλλά ήταν… ανεξίτηλη. Γέρνω ελαφρά το κεφάλι μου και αφήνω μια ανάσα να ξεφύγει. Ήταν έντονη. Ο Jean-Claude μού είχε εξομολογηθεί, χρόνια αργότερα, ότι ήμουν ο πρώτος του πραγματικός έρωτας. Σκύβω ελαφρώς το κεφάλι μου, μια σκιά μελαγχολίας να περνάει στα χαρακτηριστικά μου.

Εκείνον τον καιρό ήμουν… χαμένη. Ερωτευμένη με τον Μάριο, αλλά πιστεύοντας ότι δεν υπήρχε ανταπόκριση. Μέχρι εκείνη τη βραδιά στη ντισκοτέκ, που ο μπάρμαν έφερε το ποτό που μου είχε κεράσει ο Jean-Claude. Κοιτάζω ξανά τον πίνακα και αφήνω ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο να σκάσει στις άκρες των χειλιών μου.

Σφίγγω για μια στιγμή τα χέρια μου και γέρνω πίσω, αφήνοντας το βλέμμα μου να περιπλανηθεί στον πίνακα. «Και όμως…» ψιθυρίζω σχεδόν χωρίς να το καταλάβω, ενώ η ανατριχίλα που με διαπερνά μου θυμίζει: κάποια συναισθήματα δεν ξεθωριάζουν ποτέ.

Η βραδιά κυλάει λες και κρατάει μερικά δευτερόλεπτα. Μια ανάσα, ένα χαμόγελο, ένα ποτήρι κρασί που αδειάζει και γεμίζει χωρίς να καταλάβεις πώς. Ξέρουν φυσικά ότι από πέρσι είμαι και πάλι με τον Μάριο, και πως πλέον ζούμε μαζί με τις δυο μας κόρες από τους πρώτους μας γάμους. Το ‘χουν ακούσει όλα αυτά από το Skype—αλλά άλλο πράγμα η οθόνη, κι άλλο τα μάτια. Άλλο να λες “είμαι καλά”, κι άλλο να το δείχνει ολόκληρο το πρόσωπό σου.

Κατόπιν επιμονής της Michèle, τους λέω όλη την ιστορία από την αρχή. Εκείνη κλείνει τα μάτια για μια στιγμή και μου λέει ήσυχα, «Commence depuis le début Ο Jean-Claude γέρνει πίσω στην καρέκλα του, μ’ εκείνη την ήσυχη προσοχή που πάντα του ‘δινε βάθος.

Ξεκινάω.

Από εκείνη την απίστευτη αλυσίδα των συμπτώσεων που μας έφερε να τρακάρουμε—κυριολεκτικά—ο ένας πάνω στον άλλον στο συνοικιακό super market, λίγα τετράγωνα από τα κεντρικά της εταιρίας. Τις σακούλες που πέσανε. Τα βλέμματα που μείνανε. Το δείπνο εκείνο το βράδυ, σχεδόν από αμηχανία, σχεδόν από πείσμα, σχεδόν από ανάγκη.
Πώς καταλάβαμε και οι δύο, σχεδόν ταυτόχρονα, πως η φλόγα δεν είχε σβήσει ποτέ. Πώς αρκούσε ένα μόνο ραντεβού για να γίνει ξανά πυρκαγιά. Και αυτή τη φορά, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία—μόνο φωτιά και ξεκάθαρη πρόθεση.

Τους λέω πώς το είπαμε στην Κατερίνα, την οποία είχαν γνωρίσει και οι δύο, τότε, στον γάμο τους το 1999. Την είχα φέρει σούρνοντας, έγκυο μέχρι τα φρύδια, στην βαφτιστήρα μου. Θυμούνται. Γελάμε.

Πώς το είπαμε στους γονείς μας—εκεί η φωνή μου αλλάζει λίγο, γλυκαίνει αλλά σπάει κιόλας. Πώς το φέραμε στις κόρες μας, με χίλιες δεύτερες σκέψεις, με δέος, με ελπίδα.
Και πώς, στο τέλος, ήταν οι ίδιες μας οι κόρες που μας έκαναν να συγκατοικήσουμε πιο γρήγορα απ’ όσο πιστεύαμε ότι χρειάζεται.

Τους μιλάω για την πρώτη φορά που η Χριστίνα-Βασιλική με είπε “μαμά” ξυπνώντας ταραγμένη από ένα νυχτερινό εφιάλτη. Πώς χτύπησε η καρδιά μου, πώς σφίχτηκε πάνω μου όταν της είπα “εδώ είναι η μανούλα.” Το κλάμα συγκίνησης που είχαμε ρίξει ντουέτο με το Μάριο. Πώς την άλλη μέρα με είπε ξανά “μαμά” σα να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο και πως πάνω στο παιχνίδι η συμπεριφορά της παρέσυρε και τη Μαριάννα να πει τον Μάριο “μπαμπά”.

Για τις πρώτες μας διακοπές όλοι μαζί, πέρσι το καλοκαίρι στην Κρήτη. Τα γέλια, τις αγκαλιές, τις βουτιές, τα “να σε δω και του χρόνου εδώ”.

Και κάπου εκεί, με ένα ποτήρι ακόμα στο χέρι και με χαμόγελο μέχρι τ’ αφτιά τους το πετάω.

«Θέλετε να έρθετε το καλοκαίρι διακοπές στην Ελλάδα;» λέω και τους κοιτάζω έναν-έναν.

Ο Jean-Claude σηκώνει αργά το κεφάλι του, έτοιμος να απαντήσει πρώτος, αλλά η Valérie πετάγεται ξαφνικά πριν απ’ όλους, με μάτια που λάμπουν σαν το φως του ήλιου. Το σώμα της σχεδόν εκτινάσσεται από την καρέκλα, και πετάει τα χέρια της στον αέρα με ενθουσιασμό που δεν μπορεί να κρυφτεί.

«Oh ouiiiiii ! J’adore la Grèce ! Des vacances avec la mer, les glaces… et les filles de Billy ! Youpiiii

Το πρόσωπό της ακτινοβολεί, και κάνει μικρά πηδηματάκια γύρω από το τραπέζι, σαν να έχει ήδη φτάσει εκεί. Ο Jean-Claude και η Michèle ανταλλάσσουν ένα βλέμμα του τύπου νομίζω η απόφαση πάρθηκε, κι εγώ χαμογελάω πλατιά. Όταν οι μεγάλες δυνάμεις αποφασίζουν, οι γονείς απλώς ακολουθούν.

Δίνουμε ραντεβού για την Παρασκευή το βράδυ, όταν θα έχει έρθει και ο Μάριος με τα κορίτσια από την Αθήνα. Η Valérie, που έχει ξετρελαθεί στην προοπτική των κοριτσιών, ήδη μετράει τις μέρες, αλλά δεν έχει ιδέα τι την περιμένει. Έχω φυλάξει ακόμα μια έκπληξη για το τέλος, ένα μικρό (τεράστιο) δώρο για όλα τα κορίτσια: μια ολόκληρη μέρα, το Σάββατο, στη Euro Disney.

Περιμένω τη σωστή στιγμή για να το πω. Το δείπνο μας έχει τελειώσει, έχουμε μεταφερθεί όλοι στο σαλόνι, κι εκεί που η Valérie κάθεται ήσυχα—πράγμα από μόνο του ύποπτο—της λέω τάχα μου αδιάφορα:
«Α, και να μην ξεχάσω… Το Σάββατο, λέμε να πάμε όλοι κάπου…»
Με κοιτάζει καχύποπτα. «Où ça ?» μου κάνει, σουφρώνοντας τα χείλη.
Χαμογελάω πλατιά και λέω απλώς: «Disneyland!»

Αυτό ήταν. Εκρήγνυται.

Τα μάτια της γουρλώνουν σαν καρτούν, σηκώνεται μεμιάς από τον καναπέ κι αρχίζει να πηδάει πάνω κάτω στο σαλόνι σαν κατσίκι σε έκσταση, με κραυγές ενθουσιασμού που πρέπει να ακούστηκαν μέχρι τη Μονρούζ.

« C’est pas vrai ! C’est pas vrai ! On va VRAIMENT à Disneyland ?! Avec tes filles ?! Trop génial !!!»

Γυρίζει γύρω από τον εαυτό της, πετάει ένα μαξιλάρι στον αέρα, μετά τρέχει προς τον Jean-Claude και του πηδάει στην αγκαλιά, μετά προς τη Michèle, μετά προς εμένα—και ξανά πίσω χοροπηδώντας σαν κατσίκι που αντί για γάλα της μαμάς του κατέβασε τρία λίτρα Red Bull.

Η Michèle, με το κεφάλι ακουμπισμένο πίσω στον καναπέ και ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, με κοιτάζει μέσα από μισόκλειστα βλέφαρα και χαμογελάει. «Tu nous as tués...» μου λέει γελώντας, κουνώντας το κεφάλι της. «Elle va pas dormir jusqu’ à samedi !»
Η Valérie, εντωμεταξύ, έχει αρχίσει να τραγουδάει κάτι που μάλλον είναι αυτοσχέδιο τραγούδι για την Disney, σε στυλ on va voir Mickey, on va voir Minnie, on va tout MANGER !” και κάπου ανάμεσα πετάει κι ένα «Et nous allons tout acheter aussi !», φωνάζοντας με ύφος πριγκίπισσας που μόλις έμαθε ότι μπορεί να διαλέξει ό,τι θέλει από το παλάτι της Disney.

Πριν βάλουν τη μικρή να κοιμηθεί, όλοι μαζευτήκαμε γύρω από το τηλέφωνο για μια γρήγορη video κλήση στον Μάριο και στις μικρές μας. Ήταν η στιγμή να τους αποκαλύψουμε την έκπληξη της Disneyland, που φυλάγαμε κρυφή τόσο καιρό. Μόλις άκουσαν τα νέα, ο ενθουσιασμός εκτινάχθηκε στα ύψη, και το δωμάτιο γέμισε με φωνές και τσιρίγματα σε τρεις γλώσσες!

Η Μαριάννα στα Ελληνικά, με όλη της την παιδική ένταση, η Χριστίνα-Βασιλική στα αγγλικά—πάντα το κάνει αυτό όταν είχε μεγάλη έξαψη—και φυσικά η Valérie στα γαλλικά. Το τσίριγμα σε τρεις γλώσσες μάς έκανε όλους τους μεγάλους να ξεσπάσουμε σε γέλια.

Η επικοινωνία μεταξύ τους φαινόταν πιο πολύ σαν ευχάριστη πρόκληση παρά εμπόδιο. Η Valérie γνώριζε από τους γονείς της και αγγλικά, μην ξεχνάμε ότι ο Jean-Claude είναι Καναδός και η Michèle ιρλανδικής καταγωγής! Η Χριστίνα-Βασιλική φυσικά μιλάει αγγλικά από μωρό, και αγγλικά είχε αρχίσει να μαθαίνει και η Μαριάννα, οπότε στη χειρότερη η μεγάλη μας θα έκανε και τη διερμηνέα. Όσο για τον Μάριο, παρότι τα γαλλικά του όπως φάνηκε ήταν λίγο σκουριασμένα—όχι στο να καταλάβει, αλλά στο να μιλήσει—ζήτησε να μιλάμε μόνο στα γαλλικά για να τα θυμηθεί.

Η βραδιά έκλεισε με χαμόγελα και έντονη προσμονή για το Σάββατο. Κατά τις δέκα γύρισα στο ξενοδοχείο, καθώς στο Παρίσι είχα πάει αρχικά για δουλειά.

Λίγο πριν πέσω για ύπνο, άνοιξα το λάπτοπ και, χωρίς δεύτερη σκέψη, πάτησα κλήση στον Μάριο. Το πρόσωπό του εμφανίζεται στην οθόνη μέσα σε δευτερόλεπτα.

«Σαν τα χιόνια!» μου λέει πειρακτικά με το που απαντάει την κλήση.
«Ναι, χαθήκαμε, έχουμε να τα πούμε και δυο ώρες!» του απαντάω στον ίδιο τόνο, ενώ κάθομαι σταυροπόδι στο κρεβάτι. «Άνοιξε την κάμερα βρε ρεμάλι!»
«Εγώ ανοιχτή την έχω, εσύ με πήρες με κλειστή κάμερα, ποιος ξέρει ποιους γκομεναρέους κρύβεις, Μεσσαλίνα!» μου λέει και μου ξεφεύγει ένα ροχαλητό από τα γέλια καθώς πατάω το εικονίδιο να ανοίξει η δική μου κάμερα.
«Κοιμήθηκαν τα τερατάκια μας;» τον ρωτάω μόλις βλέπω το πρόσωπό του στην οθόνη, λίγο κουρασμένο αλλά πάντα όμορφο, γνώριμο. Τρίβει τα μάτια του με το ένα χέρι και αναστενάζει.
«Εκ των υστέρων θα έλεγα ότι ήταν εξαιρετικά κακή ιδέα να τους πούμε ότι θα πάμε Disneyland το Σάββατο,» μου λέει κουνώντας το κεφάλι. «Τις είχε πιάσει και τις δύο και χοροπηδούσαν πάνω στο κρεβάτι της Χριστίνας-Βασιλικής, έγινε επανάσταση όταν πήγα να τους διαλύσω το πάρτι!»
«Σε τραμπουκίζουν οι κόρες μας, μωρό μου;» του λέω προσπαθώντας να κρατηθώ σοβαρή, αλλά ένα δυνατό χάχανο με προδίδει. Γέρνω πίσω στο μαξιλάρι και τον κοιτάζω με τα μάτια μισόκλειστα από τη ζεστασιά της στιγμής.
«Καλά, να σε δω την Παρασκευή το βράδυ πώς θα τις βάλεις εσύ για ύπνο!» μου λέει, δείχνοντάς με μέσα από την οθόνη με το δείκτη του, σχεδόν απειλητικά.
«Ευκολάκι. Αρχικά θα είναι ψόφιες και από το ταξίδι, και έπειτα μην ξεχνάς ότι έχουμε και play date με τα παιδιά. Αν νομίζεις ότι η Χριστίνα-Βασιλική έχει καταπιεί σούστα, κάτσε να δεις την Valérie…» του λέω, σηκώνοντας ελαφρώς το φρύδι με νόημα.
«Διάολος;» ρωτάει, γέρνοντας μπροστά σαν να συνωμοτεί με την κάμερα.
«Με θυμάσαι εμένα με το Λάμπρο;» τον ρωτάω, γέρνοντας στο πλάι με ένα πονηρό χαμόγελο.

Μόλις το ακούει, ξεσπάει σε γέλια, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι, και για μια στιγμή είναι σαν να είμαστε και πάλι μαζί, σπίτι, στον καναπέ, με τις κόρες να έχουν επιτέλους πέσει για ύπνο και εμάς να κλείνουμε τη μέρα όπως μόνο εμείς ξέρουμε: με χιούμορ, αγάπη και έναν μικρό πόλεμο για το ποιος θα πάει πρώτος για ντους.

«Κατά τα άλλα πώς είσαι;» με ρωτάει, ενώ κουνάει κυκλικά το κεφάλι του, σα να προσπαθεί να χαλαρώσει τους μύες του λαιμού του, κουρασμένος αλλά πάντα πρόθυμος να με ακούσει.

Κάθομαι πιο αναπαυτικά στο κρεβάτι, ισιώνω λίγο τη μπλούζα μου, κι ένα αυτάρεσκο χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη μου.

«Η παρουσίαση που έκανα πήγε εξαιρετικά!» του λέω και σηκώνω λίγο τα φρύδια μου με αυτοπεποίθηση. «Δεν το περίμεναν ότι θα τους κάνω παρουσίαση στα Γαλλικά μιλώντας σαν Παριζιάνα—τα βρακιά τους λέρωσαν!» προσθέτω, αφήνοντας ένα πνιχτό γέλιο να ξεφύγει, ενώ κάνω μια μικρή κίνηση με τα χέρια σαν να τους μοιράζω καρδιές και εγκεφαλικά.

Ο Μάριος γελάει δυνατά, σηκώνοντας τα χέρια σε χειροκρότημα.

«Ηράσθην και η Vinci, να υποθέσω;» μου λέει, με βλέμμα που λάμπει από υπερηφάνεια και φωνή που στάζει θαυμασμό πίσω από το χιούμορ.
«Σφόδρα!» του απαντάω με το ίδιο τόνο, και το χαμόγελό μου φτάνει μέχρι τα μάτια. Κάνω μια μικρή υπόκλιση προς την κάμερα, για να δώσω έμφαση, και προσθέτω πειραχτικά: «Τι νόμιζες; Να τους πουλήσω έργο ως executive της μεγαλύτερης ελληνικής κατασκευαστικής ήρθα εδώ, όχι να κάνω την τουρίστρια!»

Εκείνος με κοιτάζει και γνέφει σιωπηλά, με ένα μειδίαμα που τα λέει όλα—σε ξέρει καλύτερα απ’ όλους, και πάντα ήξερε τι μπορείς να κάνεις.

«Αν και από την Παρασκευή το βράδυ αυτό ακριβώς θα κάνεις, κάθε φορά που ξεχνάω ποια είσαι, μου το θυμίζεις θεαματικά,» μου λέει πιο ήσυχα, κι εγώ νιώθω για ένα δευτερόλεπτο το στομάχι μου να σφίγγεται γλυκά.

Αλλά μόνο για ένα δευτερόλεπτο—για εκείνη τη μικρή ρωγμή που μου επιτρέπει να νιώσω πόσο με βλέπει ο Μάριος πραγματικά. Μετά, σαν να βάζω αυτόματα το κράνος μου, ξαναφοράω το χαμόγελο-ασπίδα μου και του πετάω:

«Και δεν τους έκανα ούτε τη χάρη να βάλω τακούνια. Με μποτάκι πήγα!»

Το γέλιο του φτάνει στα αυτιά μου σαν χάδι.

«Κάηκαν από μέσα τους,» μου λέει χαμογελώντας πλατιά.

Του κλείνω το μάτι, το ύφος μου πάλι πειραχτικό, άνετο, παιχνιδιάρικο.

«Όχι, Μάριε μου. Από κάτω τους.»
«Καλά σε λέω εγώ, Μεσαλίνα!» μου κάνει, βάζοντας ένα χέρι στο στήθος με ψεύτικο σοκ, για να εισπράξει ένα ξεγυρισμένο «ΠΡΡΡΡΡ» από εμένα, με τη γλώσσα έξω και φρύδι σηκωμένο.
«Ε, δε θα πήγαινα και σαν τη γριά μάγισσα βρε μωρό μου!» του λέω, τινάζοντας τάχα μου τα μαλλιά μου, ενώ στην κάμερα απλώς φαίνεται το χαμόγελό μου να φαρδαίνει.
«Ενώ ας πούμε όταν τους σκάει μούρη η Galadriel φορώντας μποτάκι δεν παίζει ρόλο!» μου λέει πειρακτικά, κι αυτόματα σκέφτομαι πόσο καλά ξέρει να ρίχνει το τόξο του εκεί που πρέπει—όχι για να με πονέσει, αλλά για να με γειώσει, με τον τρόπο που μόνο εκείνος μπορεί.

Η αλήθεια είναι…

Για μια στιγμή, σωπαίνω. Γέρνω ελαφρώς πίσω, μαλακώνει το πρόσωπό μου. Όχι γιατί ντρέπομαι. Αλλά γιατί, ναι, είναι η αλήθεια μου.

Όσο κι αν με εκνεύριζε η εμφάνισή μου όταν ήμουν έφηβη—ακριβώς επειδή όλοι, μα όλοι, επικεντρώνονταν σε αυτή—μεγαλώνοντας άρχισα να βλέπω αυτό που έλεγε πάντα η μητέρα μου. Και η Κατερίνα. Και όλες οι γυναίκες που με κοίταζαν κάποτε με ένα βλέμμα μεταξύ θαυμασμού και προειδοποίησης.

Ρηχή δεν ήμουν. Ρηχή θα ήμουν αν είχα χτίσει τον κόσμο μου πάνω στην εμφάνιση. Κι εγώ δεν το είχα κάνει. Ο κόσμος μου χτίστηκε πάνω σε ξενύχτια, αριθμούς, παρουσιάσεις, αποτυχίες, νίκες που δεν πανηγυρίστηκαν και ήττες που με πόνεσαν όσο έπρεπε για να δυναμώσω.

Αλλά δεν είμαι και χαζή.

Η εμφάνιση βοηθάει. Δεν καθορίζει, αλλά βοηθάει. Ανοίγει πόρτες λίγο πιο εύκολα, κάνει κάποιους να σε ακούσουν πέντε λεπτά παραπάνω, δίνει στον λόγο σου λίγο περισσότερο βάρος πριν ακόμα τον αρθρώσεις. Δεν αρκεί—ειδικά όχι στη δική μου καριέρα. Αν δεν έχεις περιεχόμενο, τελειώνεις πριν καλά-καλά αρχίσεις.

Αλλά… θα ήμουν ψεύτρα και αχάριστη αν δεν αναγνώριζα ότι με έχει βοηθήσει. Όχι γιατί στηρίχτηκα πάνω της. Αλλά γιατί έμαθα να τη φοράω, όπως το μποτάκι μου: με αυτοπεποίθηση.

Όχι για να εντυπωσιάσω.

Αλλά για να υπενθυμίσω, σε όσους τείνουν να ξεχνάνε, ότι δύναμη και θηλυκότητα δεν είναι ποτέ αντίθετα. Είναι απλώς δυο πρόσωπα της ίδιας γυναίκας.

Και εγώ τα φοράω και τα δύο.

Στον κόσμο των παραμυθιών

Το απόγευμα της Παρασκευής με βρίσκει στο Ορλί, να κοιτάζω διαρκώς το ρολόι μου και να προσπαθώ να συγκρατήσω την ανυπομονησία μου. Στα χέρια μου κρατάω ένα καφέ που έχει πια παγώσει και δεν πίνεται, αλλά δεν έχει σημασία—ούτε το προσπαθώ. Περιμένω.

Η πτήση τους δεν είχε καθυστέρηση, δόξα τω Θεώ, και στις έξι και μισή το αεροπλάνο τους προσγειώνεται. Στα δεκαπέντε λεπτά που ακολουθούν, είμαι καρφωμένη μπροστά από τις αυτόματες πόρτες των αφίξεων, με το στομάχι μου να έχει γίνει κόμπος από ενθουσιασμό.

Και τότε τους βλέπω.

Πρώτα ξεχωρίζω τις κοτσίδες της Μαριάννας και την αλογοουρά της Χριστίνας-Βασιλικής, μετά τον Μάριο, φορτωμένο μέχρι τα μπούνια, και τότε μου φεύγει κάθε επιτήδευση. Τριαντάξι χρονών γαϊδάρα—και τρέχω πάνω τους σαν κοριτσάκι στο προαύλιο του δημοτικού.

Και σαν να είχαμε συνεννοηθεί, την ίδια στιγμή τα κορίτσια φεύγουν από τα χέρια του Μάριου, τσιρίζοντας εν χορώ. Τρέχουν προς το μέρος μου σαν χείμαρροι και πριν προλάβω να ανοίξω πλήρως τα χέρια μου, έχουν ήδη πέσει πάνω μου με τόση δύναμη που κάνω δύο βήματα πίσω για να ισορροπήσω.

«Αγάπες μου!» τους λέω σκύβοντας και τυλίγοντάς τες και τις δύο στην αγκαλιά μου, μία σε κάθε πλευρά. Η Χριστίνα-Βασιλική με κατσιάζει στο αριστερό μάγουλο με ένα δυνατό φιλί, κι η Μαριάννα στο δεξί, πιο απαλά αλλά με το ίδιο πάθος. Μυρίζουν παιδικό σαμπουάν, αγωνία και ανυπομονησία.

Πιο πίσω, πλησιάζει και ο Μάριος, περπατώντας αργά, σα να σέρνει μαζί του όλο το σπίτι. Κουβαλάει σακίδια, βαλίτσες, ένα τσαντάκι με σνακ, και παρόλα αυτά έχει ένα χαμόγελο που δεν χωράει στο πρόσωπό του. Από το ένα αφτί μέχρι το άλλο. Μόνο που τον βλέπω, νιώθω να μαλακώνει κάθε ένταση μέσα μου.

«Μωρό μου!» μου κάνει, και με μια αργή κίνηση αφήνω για μια στιγμή τις μικρές μου κατσίκες και ανοίγω τα χέρια για να πάρω αγκαλιά το μεγάλο μου τέρας. Τον σφίγγω με όση δύναμη έχει απομείνει και του δίνω ένα πεταχτό φιλί στο στόμα.
«Ίουυυυυυ!» κάνουν από κάτω τα τερατάκια, ξεκαρδισμένα στα γέλια και καλά να πάθουν—δεν λένε ότι τα παιδιά θέλουν να βλέπουν τους γονείς τους να αγαπιούνται;
«Πώς ήταν το ταξίδι σας;» τους ρωτάω. «Ήσασταν φρόνιμες στο αεροπλάνο ή θα σας ταχυδρομήσουμε με φάκελο στην επιστροφή;»
«Mom!» κάνει η Χριστίνα-Βασιλική, μισοσοβαρή, μισοαγανακτισμένη, περνώντας αυτόματα στα αγγλικά. «We were the best girls, ever!»
«Ήμαστε!» πετιέται στα ελληνικά η Μαριάννα, με ύφος "μην τολμήσεις να μας αδικήσεις", και την καρδούλα μου να λιώνει.

Ο Μάριος κουνάει καταφατικά το κεφάλι, το βλέμμα του ήρεμο και στοργικό.

«Τα καλύτερα παιδιά ήταν!» μου λέει. «Ήταν φρόνιμες, είδαν τα σύννεφα και μετά καθίσαν ήσυχες-ήσυχες και διάβασαν η κάθε μία τα βιβλία της. Εντάξει, η Μαριάννα ήθελε να φάει το τοστ μου κάποια στιγμή, αλλά γενικά… άγγελοι.»

Τους κοιτάζω όλους μαζί. Τις δυο μικρές να με κοιτούν γεμάτες περηφάνια. Τον Μάριο να χαμογελάει σαν να είναι η πρώτη φορά που φτάνει στο Παρίσι. Εμένα να μη μπορώ να σταματήσω να χαμογελάω.

Κι εκεί, στο μέσο του αεροδρομίου, με τον κόσμο να περνάει βιαστικός γύρω μας, για λίγα δευτερόλεπτα νιώθω πως τίποτα άλλο δεν έχει σημασία. Είμαι στο κέντρο της δικής μου μικρής γαλήνης. Της οικογένειάς μου.

Επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο για να αλλάξουν τα κορίτσια ρούχα, να φρεσκαριστούν και να κάνουν κι ένα γρήγορο ντουζάκι—κάτι σαν reset μετά το ταξίδι. Το ξέρω ότι ψοφάνε από την κούραση, αλλά ούτε που το παραδέχονται. Είναι τόσο ενθουσιασμένες που νομίζεις πως τις έβαλες σε λειτουργία πτήσης: πετάνε από το ένα σημείο στο άλλο σαν να έχουν φτερά.

Γιατί μετά… πάμε κατευθείαν στον Jean-Claude, τη Michèle και τη Valérie, που μας περιμένουν με ανοιχτές αγκάλες—ειδικά τα κορίτσια, που έχουν δει τη Valérie σε βιντεοκλήσεις και τώρα ανυπομονούν να τη γνωρίσουν από κοντά. Η Μαριάννα μάλιστα με ρώτησε το πρωί αν η Valerie ξέρει να κάνει γαλλικές πλεξούδες. Η Χριστίνα-Βασιλική πιο cool, αλλά την ξέρω—ανυπομονεί.

Το αρχικό σχέδιο ήταν να τους βγάλουμε εμείς έξω, σε κάποιο καλό παριζιάνικο εστιατόριο, να το γιορτάσουμε σαν άνθρωποι. Αλλά η Michèle ήταν κάθετη.

«Mieux à la maison,» μου είπε με εκείνο το χαρακτηριστικό της ύφος που συνδυάζει τη γλύκα με το αδιαπραγμάτευτο. «Να μπορούν και οι μικρές να παίξουν και να φωνάξουν χωρίς να ενοχλήσουμε κανέναν.»
«Βρε, για να μην κουράζεστε το λέω!» προσπάθησα να την ψήσω, αλλά πριν προλάβει να απαντήσει, ένιωσα ένα ελαφρύ “ταπ” στο μέτωπο—ο Jean-Claude, με το δάχτυλο, με το γνωστό του ύφος “σε παρακαλώ, μη λες βλακείες”.
«Άουτς!» του έκανα προσποιητά, τρίβοντας το σημείο. Εκείνος χαμογέλασε πλατιά και… ταπ—δεύτερο χτύπημα. Κάπου εκεί σήκωσα τα χέρια ψηλά. Παράδοση.

Γύρω στις οκτώ το βράδυ στεκόμαστε έξω από την πόρτα τους στη Μονμάρτη. Η παλιά πολυκατοικία, με το φθαρμένο ξύλο στην είσοδο και τα πλακάκια στο κλιμακοστάσιο, μυρίζει λίγο από άλλη εποχή. Από το διαμέρισμά τους ξεχύνεται μια μυρωδιά… θεϊκή. Σπιτικό φαγητό, ψητό κάτι, κάτι άλλο με βούτυρο, και μυρωδικά που λιώνουν στη φωτιά. Τα σάλια και των τεσσάρων μας έχουν ξεκινήσει παρέλαση.

Χτυπάμε το κουδούνι και δεν προλαβαίνουμε να πάρουμε ανάσα—η πόρτα ανοίγει διάπλατα και μας περιμένουν και οι τρεις, σαν σκηνή από παλιά γαλλική ταινία.

«Mario !» φωνάζει ο Jean-Claude και του δίνει ζεστά το χέρι, με ένα βλέμμα που λέει “σε ξέρω, σε θυμάμαι, και χαίρομαι που σε βλέπω” όλα μαζί.

Η Michèle έρχεται δεύτερη, πιο μικροκαμωμένη από όλους, αλλά με ενέργεια που γεμίζει τον χώρο. Δεν αρκείται σε χειραψία—καθόλου! Τον πιάνει γερά από το μπράτσο και, όπως είναι μισή στο μπόι από τον Μάριο, τον αναγκάζει να σκύψει για να τον πάρει στην αγκαλιά της.

Μετά, στρέφεται προς τα κορίτσια και γονατίζει ελαφρώς για να έρθει στο ύψος τους.

«Κι εσύ πρέπει να είσαι η Χριστίνα-Βασιλική, κι εσύ η Μαριάννα,» τους λέει με χαμόγελο και καθαρά αγγλικά, και τα καμάρια μας χαμογελάνε ντροπαλά, κολλημένες πλάτη-πλάτη, με τα χεράκια τους πλεγμένα πίσω από την πλάτη.

Από πίσω, εμφανίζεται η Valérie. Φοράει ένα μπλουζάκι με τη Minnie Mouse και ένα φουλάρι που σίγουρα της το έχει φορέσει η Michèle.

«Hello,» λέει ντροπαλά, σχεδόν ψιθυριστά. «I’m Valérie…»

Οι συστάσεις, φυσικά, αναλαμβάνονται από την επί των δημοσίων σχέσεων της οικογένειας: τη Χριστίνα-Βασιλική.

«Hi! Nice to meet you, Valérie!» λέει με σιγουριά, και το προσωπάκι της λάμπει. «I’m Christina-Vasiliki and here is my little sister, Marianna.» Γυρνάει στη μικρή και λέει, πιο κοφτά: «Μαριάννα, πες γεια σου στη Valérie, στα αγγλικά.»

Η Μαριάννα σηκώνει τα μάτια της, διστακτικά, αλλά χαμογελάει πλατιά.

«Hello Valérie!» λέει καθαρά και δυνατά, και μετά αγγίζει το στήθος της με το δάχτυλο. «Marianna.»

Τις βλέπω. Τις τρεις τους. Και μέσα σε δευτερόλεπτα, ο πάγος λιώνει. Οι ντροπές τις φάγανε. Δεν τους πήρε ούτε δέκα λεπτά να κάνουν το σπίτι τσίρκο. Η Valérie ξεκλειδώνει πρώτη. Κάποια φράση ψιθυρίζεται ανάμεσα σε αυτήν και τη Χριστίνα-Βασιλική—κάτι με “princesses” και “rollercoaster”—και μετά… χάνονται από μπροστά μας. Σα να πέρασε ένα σύννεφο από μπαλόνια.

Καλά το λέω ότι η μεγάλη μας είναι γεννημένη ηγέτης. Ούτε δέκα λεπτά δεν της πήρε για να κάνει και τη Valérie να τρέχει από πίσω της σαν σκυλάκι—ακριβώς όπως είχε κάνει και με τη Μαριάννα όταν γνωρίστηκαν πρώτη φορά. Και τώρα τις βλέπω και τις δύο να τρέχουν… πίσω της. Πιο σίγουρες. Πιο δυνατές. Πιο… δεμένες. Και κάπου ανάμεσα, η καρδιά μου κάνει ένα «κλικ» ευτυχίας. Από εκείνα τα μικρά, που σου ψιθυρίζουν ότι όλα είναι στη θέση τους.

Περάσαμε υπέροχα. Όχι απλώς καλά—υπέροχα. Ήταν από εκείνα τα βράδια που κυλάνε αβίαστα, σαν να έχεις πατήσει fast forward. Το φαγητό ήταν πέραν πάσης περιγραφής—η Michèle είχε ξεπεράσει τον εαυτό της. Ο Jean-Claude είχε φτιάξει μια απίθανη tarte salée, η μυρωδιά της οποίας μας είχε λιώσει από την είσοδο. Και το κυρίως πιάτο… ακόμη και ο Μάριος, που έχει δει πράματα και θάματα στο φαγητό, έγνεψε αμίλητος με ένα «μπράβο» γεμάτο δέος. Ούτε ανάσα δεν πήραμε μέχρι να γλείψουμε και το τελευταίο κομματάκι από το πιάτο.

Το κρασί έρεε άφθονο—για τους ενήλικες τουλάχιστον—και το γέλιο ήταν συνεχές. Όμως, όπως όλα τα ωραία, κάποια στιγμή έπρεπε να πάρει δρόμο.

Με τα χίλια ζόρια καταφέραμε να ξεκολλήσουμε τις τρεις μικρές από την αυτοσχέδια πίστα χορού που είχαν στήσει στο σαλόνι. Με τα μαλλιά τους να ανεμίζουν, κάλτσες να γλιστράνε στο ξύλινο πάτωμα και κραυγές ενθουσιασμού που σήκωναν τη γειτονιά, έμοιαζαν περισσότερο με μάινες σε caffeine overdose παρά με κουρασμένα παιδιά που έπρεπε να πάνε για ύπνο.

«Αγάπες μου, αύριο έχει Disneyland, το ξεχάσατε;» είπαμε σχεδόν με μία φωνή, προσπαθώντας να τις προσγειώσουμε.

Και κάπου εκεί, σαν να τις χτύπησε ένα μαγικό φρένο, κοίταξαν η μία την άλλη με βλέμμα “α ναι, αυτό το μικρό πράγμα” και αμέσως έγιναν… κάπως πιο συνεργάσιμες. Όχι εντελώς, φυσικά—είναι παιδιά—αλλά άρχισαν τουλάχιστον να μαζεύουν τα παιχνίδια τους, να βάζουν τα παπούτσια τους και να κουμπώνουν τα φερμουάρ με εκείνη τη συγκρατημένη βιασύνη που έχει ένα παιδί που θέλει να κοιμηθεί για να έρθει πιο γρήγορα το αύριο.

Η Valérie μας αγκάλιασε όλους έναν-έναν με το δικό της ντροπαλό αλλά γεμάτο αγάπη τρόπο, η Μαριάννα την φίλησε στο μάγουλο ψιθυρίζοντάς της “see you tomorrow,” και η Χριστίνα-Βασιλική, η αρχηγός της αποστολής, της είπε σοβαρά: “Get some rest. We’ll need energy for everything.”

Και με αυτό το ύφος της στρατηγού πριν τη μάχη, έκλεισε η βραδιά. Καταφέραμε να αποχαιρετίσουμε τους οικοδεσπότες και να ξεκολλήσουμε τις τρεις μικρές από τα παιχνίδια και τα γέλια γύρω στις έντεκα. Μέχρι να φτάσουμε στο ξενοδοχείο, είχε πάει έντεκα και μισή. Η διαδρομή στο αυτοκίνητο ήταν γεμάτη από χαχανητά, κουβέντες που μπλέκονταν μεταξύ τους και φράσεις τύπου «Θα προλάβουμε ΟΛΑ τα rides!» και «Τι ώρα θα ξυπνήσουμε; 5;»

Και παρόλο που και οι δύο δικές μας είναι σε απίστευτη υπερένταση—λες και έχουν φάει μπαταρίες, ξέρω-γω, είναι απίστευτα εξαντλημένες. Με το που φτάνουμε, πλένουμε δοντάκια και αφού φοράνε τις πιτζάμες τους τους δίνουμε ένα φιλάκι και τις σκεπάζουμε. Κυριολεκτικά, με το που ακουμπούν τα κεφαλάκια τους στα μαξιλάρια, κατεβαίνει ο γενικός.

Μένουμε να τις κοιτάμε για μερικά λεπτά, με τα πρόσωπά τους γαλήνια, ήσυχα, και τα κορμάκια τους κάτω από τις κουβέρτες. Είναι αυτό το μικρό τελετουργικό της καθημερινότητάς μας που μου είχε λείψει όλες αυτές τις μέρες που είμαι στο Παρίσι.
Γυρνάμε στο σαλονάκι της σουίτας και καθόμαστε στον καναπέ, δίπλα δίπλα, και ο Μάριος ανοίγει ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και μου γεμίζει το ποτήρι.

«Επιτέλους μόνοι!» μου λέει με πονηρό βλέμμα, σηκώνοντας το φρύδι του υπαινικτικά και τσουγκρίζοντας το ποτήρι του στο δικό μου.
«Μου έλειψες,» προσθέτει πιο τρυφερά, χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του.

Όπως είμαι ξαπλωμένη πλαγίως, με τα πόδια μαζεμένα στον καναπέ, γέρνω αργά και ακουμπώ το κεφάλι μου στην αγκαλιά του. Το ένα του χέρι με τυλίγει αυτόματα, και το άλλο ανεβαίνει στα μαλλιά μου, χαϊδεύοντάς τα με αργές, ήρεμες κινήσεις.

«Κι εμένα μου έλειψες αγάπη μου, πολύ-πολύ,» του απαντώ τρυφερά, με κλειστά μάτια, σχεδόν ψιθυριστά. Η φωνή μου βγαίνει σαν ανάσα.
Για λίγο δεν μιλάμε. Ακούμε μόνο τη χαμηλή βοή του Παρισιού πίσω από τα διπλά τζάμια και το τρίξιμο του καναπέ όταν μετακινούμαι ελαφρά. Η στιγμή έχει βάθος. Είναι από αυτές που δεν χρειάζονται λέξεις—και παρ’ όλα αυτά, έρχεται εκείνος να τη χρωματίσει ακόμα πιο γλυκά.

«Ξέρεις τι σκέφτομαι;» λέει τελικά. «Το καλοκαίρι που θα έρθουν τα παιδιά να πάμε Ζάκυνθο. Θα έχουμε το σπίτι, θα έχουμε το σκάφος… και για τον Jean-Claude και τη Michèle, που έτσι κι αλλιώς η Ζάκυνθος είναι κάτι σχεδόν εξωτικό, θα είναι ακόμα καλύτερο.»

Ανοίγω τα μάτια μου αργά, και σηκώνω το κεφάλι να τον κοιτάξω. Το βλέμμα του είναι γεμάτο ενθουσιασμό και προσμονή.

«Εξαιρετική ιδέα!» του λέω και του χαμογελάω πλατιά. «Ναι, γιατί όχι; Το σπίτι είναι τεράστιο. Και, εδώ που τα λέμε, θα μπορούμε να αφήσουμε και τα κορίτσια στους δικούς σου για ένα βράδυ, να βγούμε τα δύο ζευγάρια για ποτό.»
«Ναι!» λέει ενθουσιασμένος και τρίβει τα χέρια του σαν παιδάκι που του είπαν ότι αύριο θα πάει λούνα παρκ. «Αυτό θα κάνουμε!» προσθέτει, και η φωνή του είναι γεμάτη από εκείνο το είδος χαράς που δεν μπορείς να προσποιηθείς.
Με κάνει να γελάσω, να χαλαρώσω λίγο ακόμα, και τότε μου έρχεται η ιδέα: «Ρε συ! Να πούμε στην Κατερίνα και το Γιώργο να έρθουν κι αυτοί στη Ζάκυνθο φέτος! Πωπω, κοριτσομάνι!» λέω γελώντας, καθώς τα παιδιά έχουν και αυτά δυο κόρες, λίγο μεγαλύτερες βέβαια από τη Χριστίνα-Βασιλική, αλλά η τσαχπινιά είναι διαχρονική.
«Ναι!!!!» μου απαντάει σχεδόν πετώντας απ’ τη χαρά του. Η φωνή του παίρνει μια χροιά αναμνήσεων. «Τελευταία φορά που είχαμε κάνει διακοπές με την Κατερίνα και το Γιώργο ήταν… το τελευταίο μας καλοκαίρι πριν φύγω για Αμερική. Θυμάσαι; Πάρος.»
«Το καλοκαίρι το θυμάμαι…» του απαντάω σιγανά, κοιτώντας για λίγο το ταβάνι, «το χειμώνα προσπαθώ να ξεχάσω,» προσθέτω και ο αναστεναγμός που μου ξεφεύγει δεν είναι θεατρικός, είναι γεμάτος από τον πόνο του χωρισμού μας. «Έντεκα ολόκληρα χρόνια κράτησε…» μουρμουρίζω σχεδόν, και κουλουριάζομαι πιο σφιχτά στην αγκαλιά του.

Δεν απαντάει αμέσως. Με σφίγγει. Το στήθος του ανεβοκατεβαίνει αργά, σταθερά, και τα χέρια του με τυλίγουν όπως μόνο εκείνος ξέρει.

«Ποτέ πια, μωρό μου…» μου λέει τελικά, τόσο ήσυχα που σχεδόν δεν ακούγεται, αλλά εγώ το νιώθω παντού—στα χέρια του, στην ανάσα του, στην καρδιά του που χτυπάει κάτω από το μάγουλό μου.

Σκύβει, με βρίσκει, και τότε χανόμαστε σ’ ένα βαθύ, ατελείωτο φιλί. Σταματάμε ίσα για να πάμε μέσα στο δωμάτιό μας, και μετά σχεδόν ορμάμε ο ένας στον άλλον, και μένουμε χωρίς ρούχα σε χρόνο ρεκόρ. Μου είχε λείψει απίστευτα, νιώθω το σώμα μου να τρεμουλιάζει στο κάθε του χάδι.

Με τα κορίτσια μέσα δεν μας παίρνει να κάνουμε φασαρία, και κάποια στιγμή δαγκώνω δυνατά το χέρι μου για να μη μου ξεφύγουν οι ηδονικοί μου στεναγμοί καθώς ο Μάριος έχει χώσει το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια μου και με κάνει να μιλήσω με το Θεό.

Τον σταματάω και σχεδόν ορμάω πάνω του παίρνοντάς τον στο στόμα μου, και αυτή τη φορά είναι ο Μάριος που δαγκώνεται. Βάλε ότι του έχω λείψει, βάλε και την τέχνη μου, με σταματάει ούτε ένα λεπτό μετά. Με βάζει να ξαπλώσω και έρχεται πάνω μου και αρχίζει και με φιλάει, ενώ το όργανό του τρίβεται στα χείλη μου, κάνοντάς με να βλέπω αστεράκια από την προσμονή.

Είναι λίγο πάνω από δύο εβδομάδες που είχα την τελευταία μου περίοδο και παρόλο που το ρίσκο να μείνω έγκυος είναι μικρό, δεν είναι και τελείως ανύπαρκτο. Παρόλα αυτά είναι τέτοια η λύσσα μας που δεν κρατιόμαστε, μπαίνει μέσα μου κάνοντας τα μάτια μου σχεδόν να γυρίσουν στις κόγχες τους. Αρχίζει και κινείται στην αρχή απαλά, και βρίσκομαι και πάλι να δαγκώνω το πίσω μέρος του χεριού μου για να μη φωνάξω.

Συνεχίζει με σιγανό ρυθμό, δεν επιταχύνει φοβούμενος πως αν το κάνει θα τελειώσει σχεδόν αμέσως, κάνοντάς με να χάσω τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου. Ή, μάλλον, ανάμεσα στα πόδια μου.

Δεν ξέρω πως καταφέραμε και δεν ακουστήκαμε, πραγματικά η ένταση ήταν τέτοια που ένιωθα ότι θα γίνω χίλια κομμάτια. Θα γίνω στάχτη από την ένταση της φωτιάς που είχε απλωθεί στα λαγόνια μου, θα διαλυόμουν από τα τραντάγματα λες και χιλιάδες αμπέρ περνούσαν μέσα από το κορμί μου.

Ευτυχώς το κρεββάτι είναι καλό και δεν τρίζει όπως μπαινοβγαίνει μέσα μου σαν έμβολο, και πάνω στον οργασμό μου έρχεται και ο δικός του. Τεντώνεται και κοκκαλώνει μέσα μου και νιώθω τη γνωστή ζέστη να απλώνεται σε κάθε σπασμό του ενώ εγώ παραλίγο να κόψω κομμάτι από το χέρι μου στην προσπάθειά μου να μη φωνάξω.

Πέφτει εξαντλημένος στο πλάι και χώνομαι στην αγκαλιά του. «Πώς θα το βγάλουμε;» του λέω αστειευόμενη.

«Αν βγει αγόρι, Ανδρέα-Ηλία, και για τους δυο του παππούδες. Αν μας βγει κορίτσι… θα πρέπει να αυτοσχεδιάσουμε,» μου λέει γελώντας.
Το πρωί ξεκινάει με τσιρίδες, γέλια και παιδικά ποδαράκια να χτυπούν το πάτωμα. Η Χριστίνα-Βασιλική ξύπνησε πρώτη και πήδηξε πάνω στο κρεβάτι της Μαριάννας. «ΣΗΚΩ! Disney!» φωνάζει στη Μαριάννα, και η μικρή ξυπνάει μέσα πέντε δευτερόλεπτα, με το μαλλί ακόμα ανακατεμένο από τον ύπνο και χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.

Κατεβαίνουμε για πρωινό και με το που περνάμε την είσοδο της αίθουσας, οι μικρές παθαίνουν ντιριντάχτα. Μπροστά τους απλώνεται ο μπουφές σαν βασιλικό τραπέζι σε παραμύθι: ολόφρεσκα κρουασάν που μοσχοβολάνε βούτυρο, βάφλες αχνιστές, μαρμελάδες σε βαζάκια σαν κοσμήματα, φρούτα κομμένα προσεκτικά, λουκάνικα, αυγά, τόνοι από διαφορετικά ψωμάκια… και βεβαίως, σοκολάτα. Παντού σοκολάτα

Η Μαριάννα τινάζεται μπροστά σα να ξεκινάει σπριντ. Η Χριστίνα-Βασιλική μένει παγωμένη για δύο δευτερόλεπτα με το στόμα ανοιχτό και μετά ψελλίζει σχεδόν συγκινημένη “Oh my God… Five kinds of chocolate!” και τρέχει κι εκείνη πίσω από την αδερφή της.

Ο Μάριος, τις κοιτάζει με τα χέρια στους γοφούς λες και είναι καθηγητής σε αυλή δημοτικού, τις μαλώνει με το πιο προσποιητά αυστηρό ύφος του «Σιγά βρε, λες και έχετε να φάτε από πέρσι!»

Οι μικρές τον γράφουν κανονικά και τα πιάτα αρχίζουν να γεμίζουν με ταχύτητες ανεξέλεγκτες: τρεις διαφορετικές μπουκιές από διαφορετικά γλυκά, έξι μικρές βάφλες και δύο ποτήρια με γάλα που δεν θα αγγίξουν ποτέ. Πιάτα σα βουνά.

Κάπου εκεί… επεμβαίνει ο κακός μπάτσος. Δηλαδή εγώ. «Σταματήστε!» λέω και σταυρώνω τα χέρια μου. Οι δυο τσούπρες σταματάνε με κάτι φάτσες σαν να τις τσάκωσα να σχεδιάζουν απόδραση από φυλακή.

«Κάνουμε συμφωνία,» τους λέω, και το ύφος τους πέφτει. «Αν θέλετε σοκολάτα—όση θέλετε—θα πρέπει πρώτα να πιείτε όλο το γάλα σας, και την πορτοκαλάδα σας, και να φάτε έστω μισό τοστάκι με τυρί, μπέικον, αυγό και ντοματούλα. Συμφωνούμε;»
Η Χριστίνα-Βασιλική κυλάει τα μάτια της προς τα πάνω με το κλασικό της “But mooooom…” και η Μαριάννα την κοιτάει, περιμένοντας την τελική απόφαση του δικαστηρίου.
«Καμία διαπραγμάτευση,» λέω και σηκώνω το φρύδι. Η Μαριάννα αναστενάζει ηρωικά, σαν να της πρότεινα να ανέβει το Έβερεστ με παντόφλες. Η Χριστίνα-Βασιλική αναστενάζει ακόμα πιο θεατρικά.

Αλλά συμμορφώνονται. Και όχι μόνο συμμορφώνονται — μέσα σε δεκαπέντε λεπτά, έχουν πιει και τα δύο ποτήρια, έχουν φάει το μισό τοστάκι τους με μάτια καρφωμένα στη σοκολάτα, και έχουν κερδίσει το δικαίωμα να βουτήξουν με τιμή και δόξα στον παράδεισο του κακάο.

Και φυσικά, τα υπόλοιπα… μένουν στα πιάτα. Εκεί εμφανίζεται, όπως πάντα, ο επίσημος σκουπιδοφάγος της οικογένειας. Ο Μάριος. Όχι που θα έμενε μόνο στα δικά του.

«Έλα δώσε, μη πάει χαμένο!» λέει και τσιμπάει τις άκρες από τα τοστ, δυο έξτρα μπέικον από της Μαριάννας, λίγο αυγό από τη δική μου μερίδα. Κι αφού φάει ό,τι περίσσεψε από τις τρεις μας, σηκώνεται ξανά και πάει… για δεύτερο γύρο.
«Θα σκάσεις βρε κροκόδειλε!» του λέω, κρατώντας το κεφάλι μου με απόγνωση, και οι δυο μικρές βάζουν τα γέλια, με στόματα τίγκα στη σοκολάτα και μουτζουρωμένα μαγουλάκια.
«Ο μπαμπάς θα γίνει Μίκυ από το φούσκωμα!» λέει η Χριστίνα-Βασιλική.
«Ή ο Γκούφυ!» προσθέτει η Μαριάννα, και γελάνε και οι δύο τόσο δυνατά που σχεδόν πέφτουν από τις καρέκλες.

Μετά το φαγητό, τις σοκολάτες, τα γέλια και τις μουτζούρες, τους περιμένει ακόμα μία έκπληξη. Για την ημέρα έχω νοικιάσει βανάκι με σοφέρ – σιγά μην κάθομαι να κάνω και την ταξιτζού.

Μόλις βγαίνουμε από το ξενοδοχείο και το βλέπουν μπροστά τους, η Μαριάννα αρχίζει να χοροπηδά. «Μαμά, είναι σαν το βαν της Barbie!»
«Καλύτερο!» λέει από πίσω της η Χριστίνα-Βασιλική, κάνοντας γκριμάτσα θαυμασμού. «Δεν είναι ροζ!» συμπληρώνει κάνοντάς με να ροχαλίσω.
Ο Μάριος κοιτάζει το βανάκι και μετά εμένα: «Βαν! Νοίκιασε βαν!» λέει και γελάει. «Έπρεπε να το φανταστώ!»
«Όχι παίζουμε!» του λέω και του κλείνω το μάτι.

Ο νεαρός σοφέρ, καλοντυμένος, γύρω στα είκοσι-κάτι, περιμένει ευγενικά με το καπέλο του στο χέρι. Του κάνω ένα νεύμα και ανοίγει τη συρόμενη πόρτα. Οι μικρές ανεβαίνουν πρώτες με χαρά, στριμώχνονται η μία δίπλα στην άλλη και κάθονται παραδόξως ήσυχα στις θέσεις τους για να τους βάλουμε ζώνες. Δεν το σχολιάζουμε. Μπορεί να είναι κάποιο Disney-related θαύμα.

Πρώτη στάση Μονμάρτη, για να πάρουμε την παρέα μας. Το βαν σταματάει και κατεβαίνω με άνεση επαγγελματία ξεναγού, κάνοντας τον Jean-Claude να χαχανίσει, κουνώντας το κεφάλι του, βλέποντάς με να βγαίνω από το βαν.

«Good morning, Vietnaaaaaaaaam!» φωνάζω και είναι θαύμα πως δεν έφαγα καμιά γλάστρα στο κεφάλι από κανένα αγουροξυπνημένο γείτονα.

Η Valérie ούτε καν περιμένει. Μπαίνει στο van τσιρίζοντας από χαρά, σαν να πήρε πρόσκληση για το πάρτι της Barbie και του Harry Potter μαζί.

« On va voir Mickey ! On va voir Minnie ! Et je vais TOUT acheter !» φωνάζει με τα χέρια στον αέρα.

Οι δικές μας, παρόλο που δεν καταλαβαίνουν λέξη από γαλλικά, πιάνουν το vibe και αρχίζουν να τσιρίζουν και αυτές – τρεις μικρές φωνούλες σε διαφορετικές γλώσσες, με έναν κοινό παρονομαστή: ενθουσιασμός ανεξέλεγκτος.

«Όταν λες ότι η μέρα θα μας μείνει αξέχαστη δεν αστειεύεσαι, ε;» μου λέει η Michèle γελώντας, ενώ προσπαθεί να σπρώξει μια Valérie που ήδη προσπαθεί να πατήσει και τα μπροστινά καθίσματα. Ο Jean-Claude ακολουθεί χαχανίζοντας ακόμα, παίρνω κι εγώ τη θέση μου μπροστά και ξεκινάμε.

Η διαδρομή μέχρι τη Disneyland γεμάτη τραγουδάκια, ερωτήσεις τύπου «θα δούμε τη Ραπουνζέλ;», παραμιλητά, και μια Χριστίνα-Βασιλική που έχει φτιάξει πρόγραμμα ανά ώρα. Φτάνουμε λίγο πριν τις 10:00. Το πάρκινγκ ήδη γεμάτο, ο ήλιος να αρχίζει να καίει ελαφρώς, και η μαγεία… εκεί. Ορατή, σαν να έχει πέσει πάνω στο πάρκο ένα φίλτρο που λέει "σήμερα, θα είστε παιδιά για πάντα."

Κατεβαίνουμε όλοι, με την ενέργεια στο φουλ. Ο οδηγός, κάνει να ξαναμπεί στο όχημα. Τον σταματάω μ’ ένα χτύπημα στο μπράτσο.

« Est-ce que tu vas rester ici ?» τον ρωτάω με εκείνο το ύφος της Ελληνίδας μάνας που έχει ήδη αποφασίσει τι είναι καλύτερο για σένα.
Ο καημένος κοντοστέκεται, με μάτια σαν πιάτα. «Qu’entendez-vous par là?» μου λέει, σοβαρά αναστατωμένος, κρατώντας ακόμα τα κλειδιά του van σαν ασπίδα.
«NOUS allons TOUS à Eurodisney, et quand je dis TOUS, ça veut dire toi aussi!» του απαντάω με ένα πλατύ χαμόγελο. Εκείνος με κοιτάει αποσβολωμένος και για δυο-τρία δευτερόλεπτα νομίζω ότι θα μου μείνει. Μετά όμως... βλέπω το στόμα του να ανοίγει σιγά-σιγά σε χαμόγελο. Ένα ειλικρινές, απροστάτευτο, παιδικό χαμόγελο.
« Allez, bouge-toi !» του λέω, και του κλείνω το μάτι.

Με το που περνάμε την πύλη της Disneyland, ο κόσμος αλλάζει. Για τις μικρές, ήταν σαν να περάσαμε μέσα από μια μαγική πύλη που μας μετέφερε στον κόσμο των παραμυθιών.

Τα μάτια τους ανοίγουν διάπλατα. Μένουν με το στόμα ανοιχτό, κυριολεκτικά! Η Valérie κοκκαλώνει για μερικές στιγμές και απλώς κοιτάει γύρω της με την έκφραση ανθρώπου που βλέπει τον παράδεισο. Η Μαριάννα δείχνει τα πάντα: το κάστρο, τους χαρακτήρες, τα παγκάκια, ακόμα και τις τουαλέτες, και φωνάζει με κάθε ανακάλυψη, λες και ανακάλυψε την Αμερική. Η Χριστίνα-Βασιλική, βεβαίως, είχε ήδη πιάσει μεταφορικά το clipboard και αναλαμβάνει καθήκοντα αρχηγού αποστολής.

«Πρώτα Πριγκίπισσες, μετά Mickey, μετά βόλτα, μετά παγωτό, και μετά… βλέπουμε!» ανακοινώνει με τόνο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.

Η Valérie και η Μαριάννα συμφωνούν χωρίς δεύτερη κουβέντα, σχεδόν με στρατιωτική πειθαρχία.

«On suit Christina-Vasiliki !» είπε η Valérie με βλέμμα λάμψης και η αποστολή ξεκινάει.

Η μέρα είναι μαγική. Όχι με την έννοια της τέλειας, αλλά της αληθινά γεμάτης. Φωνές, αγκαλιές, γέλια, μυρωδιές από popcorn και ζαχαρωτά, και τρέξιμο. ΠΟΛΥ τρέξιμο. Πρώτος σταθμός το μικρό τρενάκι στο Frontierland.

Στο καρουζέλ, η Valérie κρατάει τη Μαριάννα απ’ το χέρι με σοβαρότητα μεγάλης αδερφής που έχει αποστολή. Οι δυο τους ανέβηκαν σ’ ένα λευκό άλογο, και κάθε γύρος συνοδευόταν από αλαλαγμούς ενθουσιασμού.

Και μετά το Κάστρο της Ωραίας Κοιμωμένης. Η Michèle κι εγώ στεκόμασταν λίγο πιο πίσω και κοιτάμε τις μικρές που περιεργάζονται μαγεμένες τις στολές των πριγκιπισσών.

«Σαν να βλέπω εμένα όταν ήμουν μικρή,» μου ψιθυρίζει.

Ακολουθεί το Phantom Manor. Εκεί δεν άντεξε ο Fabrice, ο σοφέρ. Ένα μπου πίσω από μια κουρτίνα, και ο σοφέρ έκανε πίσω δυο βήματα και τσίριξε με φωνή δεκάχρονου. Τον κοροϊδεύαμε ΟΛΗ την υπόλοιπη μέρα, ειδικά η Valérie που του είπε με σοβαρότητα: « Mais t’es pas un adulte toi ?!»

Στο μεσημεριανό, τρώμε σαν κροκόδειλοι. Τι μπιφτέκια, τι κοτομπουκιές, τι τηγανητές πατάτες με σάλτσα, διακόσια διαφορετικά είδη αναψυκτικών, καλαμπόκια και παγωτά. Ο Jean-Claude προσπαθεί να ισορροπήσει δυο δίσκους. Ο Μάριος έφαγε ό,τι περίσσεψε από εμένα και τις μικρές. Οι τελευταίες έχουν πασαλειφθεί παντού με σοκολάτα.

Στις 4, έρχεται η στιγμή που όλοι περιμέναμε: η μεγάλη παρέλαση. Τα κορίτσια ακουμπισμένα μπροστά στο πεζούλι, έχουν καρφωθεί στη θέση τους σαν στρατιώτες. Και τότε… εμφανίζεται ο Mickey.

«MICKYYYYYYYY!!!» φωνάζει η Valérie εκστασιασμένη.

Η Minnie πέρασε και μας στέλνει φιλιά. Η Χριστίνα-Βασιλική ουρλιάζει κάθε φορά που βλέπει νέο χαρακτήρα. Η Μαριάννα χοροπηδάει και χτυπάει παλαμάκια. Η Valérie, στους ώμους του Jean-Claude να φωνάζει «C’est le meilleur jour DE MA VIE !» και όλοι οι μεγάλοι χαμογελάμε σαν βλαμμένα.

Στο τέλος, πήγαμε στο κατάστημα με τα αναμνηστικά.

Οι μικρές πήραν από ένα ζευγάρι αυτιά Minnie, μπλουζάκια, κουκλάκια, ένα μικρό ροζ σακίδιο… και φυσικά, μία μαγική ράβδο με glitter, η οποία όντως με τύφλωσε προσωρινά όταν η Χριστίνα-Βασιλική την τίναξε με ενθουσιασμό.

Βγήκαμε από το πάρκο γύρω στις 8:30.

Η Valérie αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της Michèle, μουρμουρίζοντας κάτι για τη Moana. Η Μαριάννα μισοκοιμόταν, κρατώντας σφιχτά το κουκλάκι της, και η Χριστίνα-Βασιλική… πολεμούσε με κάθε ίχνος ενέργειας που της είχε απομείνει να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά.

«Για να γράψω σε ημερολόγιο στο μυαλό μου,» μου ψιθύρισε.

Αφήνουμε τον Jean-Claude, τη Michèle και τη Valérie στο σπίτι. Θα τους δούμε και την επόμενη μέρα και έτσι δεν χρειάζεται να ξυπνήσουμε τις μικρές για αποχαιρετισμούς. Φτάνοντας στο ξενοδοχείο, ο Fabrice προσπάθησε να αρνηθεί το πουρμπουάρ.

«Pas question !» είπε κουνώντας το κεφάλι. « C’est une des plus belles journées de ma vie… Merci.»

Τελικά του το έβαλα στην τσέπη με το ζόρι, αν και το κοίταγμα της manager νομίζω ότι βοήθησε πιο πολύ. Ξεροκατάπιε, μα το χαμόγελό του όταν μας αποχαιρέτησε ήταν το κερασάκι σε μια μέρα ήδη γεμάτη μαγεία. Ανεβήκαμε πάνω κουρασμένοι, αλλά και ανάλαφροι σαν να πετούσαμε. Με τα χίλια ζόρια αλλάξαμε τις μικρές. Πιτζάμες, φιλάκια, κουβερτούλες. Για δόντια… άστο καλύτερα. Μια μέρα είναι, δε βαριέσαι;

Με τις μικρές να έχουν ξεραθεί βρίσκουμε ξανά την ευκαιρία μας. Στην πόλη του Έρωτα είμαστε, να μη το εκμεταλλευτούμε λιγουλάκι; Για μεγάλες τιμές του λιγουλάκι, είχα τρελές ορέξεις και τον ξεζούμισα.

Το πρωί είχαμε δώσει ραντεβού με τα παιδιά στον πύργο του Άιφελ και εκεί θα ξεκινούσε το πρόγραμμα το οποίο Jean-Claude και Michele το κρατούσαν κρυφό λες και ήταν κρατικό μυστικό. Το μόνο που μας είχαν ρωτήσει είναι αν οι μικρές αντέχουν το περπάτημα. Ναι, έπεσε στην περίπτωση, το θέμα δεν ήταν αν θα αντέξουν οι μικρές αλλά οι μεγάλοι.

Ένα πράγμα θα πω: Το βράδυ της Κυριακής αφού αποχαιρετιστήκαμε με τα παιδιά και δώσαμε ραντεβού στις αρχές Αυγούστου για Ζάκυνθο, γυρίσαμε στο ξενοδοχείο και έπεσε ο γενικός εις τετραπλούν. Καλά που είχαμε κλείσει για επιστροφή Δευτέρα βράδυ γιατί και οι τέσσερεις ξυπνήσαμε το μεσημέρι, ούτε πρωινό δε φάγαμε.

Τη Δευτέρα το βράδυ που γυρίσαμε σπίτι, είχε υποχρεωτική στάση από τους παππούδες, και κάπως έτσι Ηλίας και Άννα κάνανε υπερωρίες με τις μικρές να τιτιβίζουν για τις μαγικές μέρες στην πόλη του φωτός.

Του φωτός και του έρωτα.

Δώρο απ' το Παρίσι

Στην αρχή, η καθυστέρηση στον κύκλο μου δεν με ανησύχησε σοβαρά. Ήμουν λίγο στρεσαρισμένη, είχα αρπάξει και μια γρίπη τις τελευταίες μέρες, το απέδωσα εκεί. Ή τουλάχιστον, έτσι ήθελα να το αποδώσω. Μία εβδομάδα αργότερα, όμως, τα πράγματα είχαν αρχίσει να αλλάζουν. Κάτι μέσα μου... δεν ήταν όπως πριν. Δεν ήταν φόβος. Ήταν περισσότερο σαν ένα χαμηλό βουητό στο βάθος του μυαλού μου. Ένα ένστικτο που ψιθύριζε—κάτι έχει αλλάξει.

Πάω στο φαρμακείο. Δεν κοιτάζω καν την υπάλληλο στα μάτια. Αγοράζω το τεστ και το πετάω γρήγορα στη τσάντα μου, λες και ήταν κάτι απαγορευμένο. Γυρίζω σπίτι και αφήνω καταχωνιασμένο στην τσάντα μου για ώρες, λες και φοβόμουν να το αγγίξω. Η αλήθεια είναι πως… δεν ήμουν προετοιμασμένη να γίνω ξανά μητέρα. Το επόμενο πρωί, με το στομάχι σφιγμένο και τα χέρια να τρέμουν ελαφρά, κάνω το τεστ. Περιμένω καθισμένη στην άκρη της μπανιέρας, κρατώντας το μπουκαλάκι νερού σαν σωσίβιο.

Δυο γραμμές. Καθαρά. Αναμφισβήτητα.

Παγώνω. Κυριολεκτικά. Νιώθω την καρδιά μου να σταματάει για μια στιγμή και μετά να ξαναρχίζει με έναν άτακτο, δυνατό παλμό. Από τη μία… είναι ο Μάριος. Ο Μάριος. Το άλλο μου μισό. Ο άνθρωπος με τον οποίο θέλω να γεράσω. Και τώρα, ένα παιδί… το παιδί μας. Η ιδέα μόνη της μου φέρνει δάκρυα στα μάτια—και είναι δάκρυα χαράς.

Από την άλλη, όμως… δεν το είχαμε σχεδιάσει. Δεν το είχαμε καν συζητήσει. Πώς λες στον σύντροφό σου ότι είστε έτοιμοι να φέρετε έναν καινούργιο άνθρωπο στον κόσμο, όταν ούτε καν έχετε ανοίξει αυτή την κουβέντα; Όταν ζείτε ήδη με τις κόρες σας από τους πρώτους σας γάμους, όταν οι ζωές σας είναι γεμάτες, πολύπλοκες, στρωμένες πάνω σε μια εύθραυστη ισορροπία;

Κι εγώ; Ανώτατο στέλεχος στη μεγαλύτερη κατασκευαστική της χώρας. Ο CEO μου το είχε πει χωρίς ξεκάθαρα και χωρίς φιοριτούρες: «Θα είσαι η επόμενη COO και μετά… μετά σε προορίζω για τη δική μου θέση.» Μια γυναίκα που πάντα ήξερε τι θέλει, που σχεδίαζε τη ζωή της με ακρίβεια χειρουργού. Που δεν της άρεσαν οι εκπλήξεις, τουλάχιστον όχι τέτοιες.

Και όμως… Όσο περνάει η ώρα, όσο η μέρα κυλάει και μένω μόνη στο σπίτι, ένα πράγμα γίνεται όλο και πιο καθαρό. Δεν είμαι μόνη. Είμαστε δύο. Και αυτός ο δεύτερος είναι ο Μάριος. Και ό,τι κι αν αποφασίσω, δεν μπορώ και δεν πρέπει να το αποφασίσω μόνη μου.

Ναι, είναι το σώμα μου, η επιλογή μου. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν του πέφτει λόγος. Ξέρω τον Μάριο. Ξέρω ότι θα θέλει αυτό το παιδί. Ότι θα το λατρέψει από την πρώτη στιγμή. Ότι θα σταθεί δίπλα μου σε κάθε πιθανό και απίθανο σενάριο. Δεν φοβάμαι την αντίδρασή του—φοβάμαι… τι μπορεί να σημαίνει για εμάς αν δεν το κρατήσω. Αν δεν αντέξω την αλλαγή. Αν τρομάξω.

Αλλά… γαμώτο.

Δεν είναι ότι δεν θέλω αυτό το παιδί. Δεν υπάρχει άλλος άντρας στον πλανήτη που θα ήθελα να είναι ο πατέρας του παιδιού μου. Μόνο ο Μάριος. Μόνο αυτός. Απλώς… δεν το περίμενα. Ήμουν αλλού στραμμένη. Όχι σε κάτι καλύτερο—σε κάτι πιο προβλέψιμο. Πιο... ασφαλές.

Αλλά και η Μαριάννα έτσι ήρθε. Απρογραμμάτιστη. Από ατύχημα, με προφυλακτικό. Κι ο Ανδρέας… δεν ήταν Μάριος. Ούτε καν! Και πάλι, δεν μπορώ να διανοηθώ ότι μπορεί να μην υπήρχε η Μαριάννα στη ζωή μου. Η σκέψη με τρομάζει σε τέτοιο βαθμό που νιώθω τον ιδρώτα να με διαπερνά.

Κι όσο το σκέφτομαι… τόσο πιο σίγουρη νιώθω. Θα γίνω ξανά μητέρα.

Μπορεί να μην ήταν στα πλάνα. Μπορεί να ήρθε απ’ το πουθενά. Αλλά θα είναι το παιδί μας. Εμένα και του Μάριου. Θα είναι καρπός αγάπης, όχι σύμβασης. Απόφασης, όχι τύχης.

Θα γίνω μητέρα.

Το μεσημέρι, η απόφαση έχει παρθεί. Τη νιώθω στο σώμα μου, στην καρδιά μου, στο στομάχι μου. Δεν χωράει πια αμφιβολία. Παίρνω το κινητό στα χέρια και τον καλώ. Τα χέρια μου είναι ακόμα λίγο ιδρωμένα. Όχι από φόβο. Από το βάρος της στιγμής.

Απαντάει σχεδόν αμέσως.

«Έλα αγάπη μου, πώς είσαι;» με ρωτάει με τη φωνή του να ακουμπάει πάνω μου σαν κουβέρτα.
«Καλά είμαι, μωρό μου… μη μου ανησυχείς,» του λέω και κάνω μια μικρή παύση. Σαν να συγκεντρώνω θάρρος. «Να σου πω… μπορείς να έρθεις λίγο νωρίτερα σήμερα; Νιώθω… λίγο αδύναμη.»

Δεν προλαβαίνω να τελειώσω καλά-καλά.

«Φυσικά και μπορώ, Μπίλι μου, το συζητάς; Ξέρεις τι; Έρχομαι τώρα!»

Χαμογελάω ακούγοντας τον πανικό στην αγωνία του. Αυτό το μικρό «τρέμουλο» στη φωνή που δεν μπορεί να το κρύψει, όσο και να προσπαθήσει.

«Βρε, δεν είμαι και του θανατά, χαλάρωσε!» του κάνω, προσπαθώντας να τον καθησυχάσω.
«Όχι, όχι… έρχομαι στο κορίτσι μου!» μου λέει, και νιώθω την καρδιά μου να λιώνει όπως το έχει κάνει χιλιάδες φορές από τότε που τον γνώρισα. Εκεί… στα πέντε μου…

Κλείνουμε. Μένω με το κινητό στο χέρι. Και για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα… βάζω το χέρι μου στην κοιλιά μου. Ένα απαλό, αμήχανο χάδι. Σαν χαιρετισμός.

Μωρό μου… σε περιμένουμε.

Μία ώρα αργότερα, η εξώπορτα ανοίγει. Ο Μάριος. Μπαίνει με το σακίδιο του ακόμα στον ώμο, ρίχνει μια ματιά γύρω κι όταν με βλέπει στον καναπέ, σταματάει απότομα. Κάθομαι με τα δυο πόδια μαζεμένα, μια κούπα με τσάι ξεχασμένη στο τραπεζάκι μπροστά μου και το «Βιβλίο της Ζούγκλας» του Kipling ανοιχτό στα γόνατά μου. Χαμογελάω. Μπορείς να το πεις και συμβολικό. Η ματιά του καρφώνεται στα γυμνά μου πόδια.

«Γιατί είσαι ξεσκέπαστη;» με μαλώνει σχεδόν… μητρικά.

Δεν προλαβαίνω να ανοίξω το στόμα μου, φεύγει κατευθείαν προς το υπνοδωμάτιο και επιστρέφει λίγα δευτερόλεπτα αργότερα με την απαλή κουβέρτα μας αγκαλιά. Γονατίζει μπροστά μου και με σκεπάζει προσεκτικά, σχεδόν τελετουργικά, όπως θα σκέπαζε κάποιος κάτι πολύτιμο. Τον κοιτάζω και λιώνω. Ακόμα μια φορά απ’ τις αμέτρητες. Από τότε που τον ξέρω, δεν έπαψε ποτέ να είναι έτσι.

Ακουμπάει τα χείλη του στο μέτωπό μου, αφήνοντας ένα φιλί απαλό, σχεδόν παιδικό. «Δεν είσαι ζεστή…» μου λέει με ανησυχία στη φωνή.

«Καταρχήν, καλώς τον!» του κάνω και του ανακατεύω τα μαλλιά παιχνιδιάρικα. «Λίγο αδιάθετη ήμουν μωρό μου, όχι στην εντατική!» προσπαθώ να τον καθησυχάσω.
Μου ρίχνει ένα ελαφρύ χτύπημα με το δάχτυλο στο μέτωπο. «Δε θέλω αηδίες!» λέει και μου χαμογελάει τρυφερά, το βλέμμα του πιο ζεστό κι από την κουβέρτα. «Τι θες να σου μαγειρέψω;» προσθέτει, με εκείνον τον τόνο που δεν χωράει αντίρρηση.
«Αργότερα αυτά,» του λέω και ξεσκεπάζομαι, ξαφνικά πιο σίγουρη, πιο παρούσα. «Παλουκώσου κάτω, σου έχω μια έκπληξη.»
«Τι έκπληξη;» με ρωτάει περιέργως.
«Ρε κάτσε τον κώλο σου κάτω,» του λέω γελώντας, και σηκώνομαι, αφήνοντας το βιβλίο στην άκρη. Πηγαίνω στο υπνοδωμάτιο. Το τεστ είναι ήδη εκεί, φυλαγμένο προσεκτικά σε ένα μικρό κουτάκι. Το πιάνω με προσοχή, με εκείνο το απαλό δέος που πιάνεις κάτι ιερό, και το φέρνω μαζί μου πίσω στο σαλόνι.
«Κλείσε τα μάτια σου!» του λέω, στέκοντας μπροστά του κρύβοντας το κουτί πίσω από τα χέρια μου.
«Βρε σοβαρέψου!» μου κάνει γελώντας, αλλά εγώ τον κοιτάζω σοβαρά. Το βλέπει. Και υπακούει. Τα μάτια του κλείνουν, τα χέρια του ξεκουράζονται πάνω στα γόνατά του. Κάθομαι δίπλα του αθόρυβα.
«Μην τα ανοίξεις ακόμα!» του λέω, και βάζω το κουτάκι στα χέρια του, τυλίγοντας τα δικά μου γύρω από τα δικά του.
«Τι είναι αυτό;» με ρωτάει, ακόμα με τα μάτια κλειστά.
«Ένα δωράκι από το Παρίσι,» του λέω χαχανίζοντας, αν και η καρδιά μου χτυπάει σαν τύμπανο σε παρέλαση.
«Ε;» κάνει απορημένος, και ανοίγει τα μάτια του.

Κοιτάζει το κουτί στα χέρια του. Το σηκώνει, το περιεργάζεται για λίγο και τελικά το ανοίγει.

Σιωπή.

Τα μάτια του γουρλώνουν, και τα δάχτυλά του τρέμουν ελαφρά. Γυρίζει να με κοιτάξει. Δεν χρειάζομαι λέξεις—τον διαβάζω. Το βλέμμα του γεμίζει δάκρυα, κι εκείνο το πρώτο μικρό αναφιλητό τον προδίδει. Προσπαθεί να μιλήσει, να πει κάτι, οτιδήποτε, αλλά η φωνή του δεν του βγαίνει.

Είμαι εγώ που μιλάω πρώτη με τρεμάμενη φωνή και μάτια που έχουν αρχίσει και τρέχουν. «Ηλία-Ανδρέα, αν βγει αγοράκι. Θα αυτοσχεδιάσουμε αν βγει κοριτσάκι.»

Δεν λέει λέξη. Απλώς με αρπάζει. Με τραβάει στην αγκαλιά του, σφιχτά, ασφυκτικά. Με σφίγγει τόσο δυνατά που για μια στιγμή, νιώθω την ανάσα μου να κόβεται. Και όμως δεν θέλω να φύγω από εκεί. Ο κόσμος όλος χωράει σ’ αυτή την αγκαλιά.

Και αυτό ήταν όση απάντηση χρειαζόμουν.
⇽∙∙∙⇾
Προτού φυσικά το ανακοινώσουμε στον κόσμο—ξεκινώντας από τις κόρες μας—έπρεπε να το επιβεβαιώσουμε. Έκλεισα εσπευσμένα ραντεβού με τον γυναικολόγο μου—και με αγωνία που δεν είχα ούτε στις πανελλήνιες, περίμενα σε αναμμένα κάρβουνα τα αποτελέσματα των αιματολογικών.

Και οι αιματολογικές επιβεβαιώνουν το τεστ. Στα σπλάχνα μου έχω το παιδί μας.

Τα χέρια μου τρέμουν ελαφρά καθώς πιάνω το κινητό. Το κοιτάζω για δύο δευτερόλεπτα πριν πατήσω την κλήση, με ένα χαμόγελο που μου έχει κολλήσει στα χείλη και αρνείται να φύγει. Το τηλέφωνο δεν προλαβαίνει ούτε να χτυπήσει δεύτερη φορά. Το σηκώνει με τη λαχτάρα ανθρώπου που περίμενε ακριβώς αυτή την κλήση.

«Τάξε μου,» του λέω και προσπαθώ να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή, αλλά το χαμόγελό μου έχει φτάσει μέχρι τ’ αυτιά. Η παλάμη μου ακουμπάει την κοιλιά μου, σχεδόν χωρίς να το καταλαβαίνω.

Από την άλλη άκρη της γραμμής, ο Μάριος ουρλιάζει από χαρά.

«Θα ξαναγίνω μπαμπάς! ΘΑ ΞΑΝΑΓΙΝΩ ΜΠΑΜΠΑΣ!» ακούγεται σαν σειρήνα ευτυχίας, και δεν αποκλείεται να τον άκουσαν ως και στο απέναντι κτήριο του Πολυτεχνείου.

Γελάω, δαγκώνοντας το κάτω χείλος μου, συγκρατώντας δάκρυα—χαράς, φόβου, λαχτάρας, όλων μαζί. Σηκώνομαι από τον καναπέ του γραφείου μου και αρχίζω να περπατάω πέρα-δώθε στο σαλόνι, με τα δάχτυλα να παίζουν νευρικά με τα κορδόνια της μπλούζας μου.

Αλλά… party pooper που λένε και οι Αγγλοσάξονες, του βάζω φρένο, όχι γιατί δε χαίρομαι, αλλά γιατί δεν είναι απλό. Η άφιξη ενός ανθρώπου στον κόσμο είναι τα πάντα εκτός από απλή.

«Μάριε, θα πρέπει να είσαι εσύ αυτός που θα πάρει τη γονική άδεια μετά τη γέννα,» του λέω, κάπως διστακτικά. Το λέω κοιτώντας το πάτωμα για μισό δευτερόλεπτο, σαν να περιμένω την αντίδρασή του πριν τολμήσω να πάρω ανάσα.
«ΤΟ ΣΥΖΗΤΑΣ;» μου απαντάει με τη φωνή του να σκάει σαν πυροτέχνημα. «Εννοείται, Μπίλι μου! Και βοσκός στην ανατολική Μογγολία θα γίνω αν χρειαστεί!»
Πνίγω τα γέλια μου με το χέρι στο στόμα. Πέφτω πίσω στον καναπέ, αφήνοντας το κεφάλι μου να γείρει πίσω. «Καλά, δε θα σε στείλω τόσο μακριά,» του λέω και γελάω με τη φωνή μου γεμάτη τρυφερότητα.
«Λοιπόν! Λοιπόν!» κάνει με τον ενθουσιασμό παιδιού που μόλις έμαθε ότι θα πάει λούνα παρκ. «Το απόγευμα θα σας μαγειρέψω extra special!»
«Θα μας γκρεμίσουν το σπίτι!» του απαντάω πνιγμένη στα γέλια, κι ενώ σηκώνομαι από τον καναπέ, τα πόδια μου λίγο τρέμουν από τη ένταση.

Το βλέμμα μου πέφτει σε μια φωτογραφία στο τραπεζάκι: οι τέσσερίς μας, αγκαλιά. Σύντομα… πέντε.

Εδώ και κάμποσο καιρό μας είχαν ρωτήσει αν θα τους κάναμε αδερφάκι, και μέχρι τώρα το ρίχναμε και οι δυο στο τσάμικο, και τη Μαριάννα μπορείς να την κάνεις καλά, η Χριστίνα-Βασιλική ωστόσο είναι αλλουνού παππά ευαγγέλιο.
«Θα ξεκινήσουμε από το playroom!» μου απαντάει χαχανίζοντας. «Ψιτ, αγοράκι θα μου κάνεις έτσι; Μην πήξω στη σερβιέτα!» λέει χαχανίζοντας ακόμα πιο δυνατά.
«Σας υπενθυμίζω μεσιέ ότι το φύλο το καθορίζει ο άντρας και όχι η γυναίκα. Το οποίο σημαίνει πως αν χρειαστεί να αγοράζουμε σερβιέτες χονδρική η κεφάλα σου θα τα φταίει. Η κάτω!» του τονίζω, κάνοντάς τον να βάλει ακόμα πιο δυνατά γέλια.
⇽∙∙∙⇾
Όταν είχα μείνει έγκυος στη Μαριάννα, ήμουν μια απλή middle manager. Πλέον, ήμουν C-Level στη διεύθυνση Δημοσίων Έργων, και, σύμφωνα με τον CEO, επόμενη στη σειρά για COO. Δεν είχα πια ανάγκη να προσπελάσω κανέναν για να φτάσω μέχρι εκείνον—μόνο να ξέρω ποια ώρα είναι στο γραφείο του.

«Μπορείτε να περάσετε,» μου λέει η γραμματέας του αφού μίλησε μαζί του και του είπε ποια είμαι.

Στέκομαι έξω απ’ την πόρτα του για μια στιγμή, με τα δάχτυλα τυλιγμένα γύρω από το κινητό μου. Πιάνω τη βαθιά ανάσα της συνειδητοποίησης—η ζωή μου αλλάζει πάλι. Χτυπάω απαλά την πόρτα και περνάω μέσα.

«Καλώς την!» μου λέει και μου δείχνει την καρέκλα. Κάθομαι ίσια στην καρέκλα σταυρώνοντας χαλαρά τα πόδια μου αλλά πριν προλάβω να μιλήσω το πρόσωπό του χαμογελά. «Οι Γάλλοι σε ερωτεύτηκαν σφόδρα, να ξέρεις!» συμπληρώνει.
«Αγόρασαν; Αυτό έχει σημασία!» του απαντάω προσεκτικά, ως άνθρωπος που ξέρει πώς καλές οι εντυπώσεις αλλά το αποτέλεσμα είναι που μετράει.
«Σημασία έχει ότι η παρουσίαση που έκανες ήταν εξαιρετική, και είναι πολύ πιο ανοιχτοί απ’ όσο πριν. Θα έρθουν Αθήνα σε είκοσι μέρες,» μου λέει με συγκρατημένη αισιοδοξία.
«Χαίρομαι πολύ,» του λέω ήρεμα. «Και μιας και μιλάμε για νέα… έχω κι εγώ ένα.»

Τον βλέπω να ανασηκώνει το φρύδι. Μπορεί να κρατάει ανέκφραστο το πρόσωπό του, αλλά το σώμα του μαρτυρά το σφίξιμο—μικρή μετατόπιση στην πλάτη, ελαφρώς σφιγμένα χείλη.

Του χαμογελώ καθησυχαστικά. «Δε θα με χάσετε, αν είναι αυτό που σε ανησυχεί.»

Βλέπω σχεδόν αμέσως τον τρόπο που αλλάζει η στάση του. Ο κορμός του γέρνει λίγο μπροστά. Παρά το ότι το βλέμμα του χαλαρώνει η επαγρύπνησή του αυξάνεται και πάλι. «Τι νέο;» με ρωτάει, προσεκτικά.

«Θα γίνω και πάλι μητέρα,» του απαντώ ήρεμα, σταθερά. «Το έμαθα μόλις προχθές.»

Δεν λέω τίποτα άλλο. Το αφήνω να καθίσει, να το επεξεργαστεί. Ούτε απολογούμαι, ούτε εξηγώ παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται.

Δεν περιμένω να μιλήσει, ξεκινάω εγώ και πάλι. «Πέρα από την άδεια για τη γέννα, δεν θα αλλάξει κάτι. Ή μάλλον… θα αλλάξει: θα είναι ο σύζυγός μου αυτός που θα πάρει τη γονική άδεια. Εγώ θα επιστρέψω δύο μήνες μετά τη γέννα.»

Παίρνει βαθιά ανάσα, κρατώντας τη ματιά του πάνω μου. Αναγνωρίζω την εκτίμηση στο βλέμμα του, ακόμα κι αν δεν το λέει ρητά. «Να σας ζήσει,» λέει τελικά, ειλικρινά.

«Ευχαριστώ,» του απαντάω, και συνεχίζω αμέσως. «Θα με αναπληρώσει η Πανοπούλου για όσο λείπω.»
Βλέπω την έκπληξη να περνάει από το βλέμμα του, γρήγορα, σχεδόν σαν φλας. «Η Πανοπούλου;» ρωτάει, με εκείνη την ελαφριά επιφύλαξη που δεν είναι απόρριψη—είναι αξιολόγηση.
«Ναι,» του απαντώ σταθερά, χωρίς ίχνος δισταγμού. Εμπιστεύομαι την κρίση μου αλλά θέλω να ακούσω και τη δική του άποψη. Ως CEO, έχει συνολική εικόνα της εταιρείας και μπορεί να διακρίνει συσχετισμούς που εγώ, από τη δική μου θέση, δεν βλέπω πάντα καθαρά.
Με κοιτάζει προσεκτικά, σα να με ζυγίζει ξανά. «Της το έχεις πει;» με ρωτά τελικά.
«Όχι ακόμα. Ήθελα πρώτα να ακούσω εσένα.»

Δεν με ρωτάει τι θα γίνει αν δε δεχτεί. Μπορεί να μην της το έχω πει ακόμα αλλά ξέρω την απάντησή της. Ήταν κάτι που έχω μάθει εδώ και πολλά χρόνια: “Δεν κάνεις τέτοιου είδους ερωτήσεις αν δεν είσαι 99.99% σίγουρη για την απάντηση που θα λάβεις.”

Ανασηκώνει το πηγούνι του ελαφρώς και κάνει ένα νεύμα, παίρνοντας τον χρόνο του. Σηκώνεται από την καρέκλα, κάνει δυο αργά βήματα στο γραφείο του και μετά γυρίζει προς το μέρος μου.

«Ξέρεις κάτι;» λέει με εκείνο το μειδίαμα που πάντα προηγείται από κάτι σημαντικό. «Όταν ρώτησα τον Καραντώνη, λίγο πριν φύγει, ποιον θα πρότεινε στη θέση του, μου απάντησε τη Μαρκετάκη. Ήταν τόσο σίγουρος, όσο δείχνεις κι εσύ τώρα.»

Δεν απαντάω. Τον κοιτάζω σιωπηλά. Ξέρουμε και οι δύο γιατί ανέφερε τον Καραντώνη: γιατί εκείνος έκανε την πρότασή του φεύγοντας. Χωρίς ευθύνη, χωρίς να έχει να λογοδοτήσει πουθενά.

Χαμογελάει. Είναι εκείνο το χαμόγελο που είναι ταυτόχρονα έγκριση και προειδοποίηση.

«Οκ,» μου λέει. Η φωνή του ήρεμη, το βλέμμα του καθαρό: αν κάτι πάει στραβά, θα είναι δικό σου να το διορθώσεις.
«Οκ,» του απαντώ, χωρίς να απομακρύνω το βλέμμα μου. Ξέρει ότι δε θα πάει κάτι στραβά.

Και αν πάει; Θα το μαζέψω.
⇽∙∙∙⇾
Το απόγευμα που γυρίζω σπίτι με περιμένουν και οι τρεις, και μόνο που βλέπω τα φώτα ανοιχτά από το δρόμο, μου φεύγει η κούραση της μέρας. Ο Μάριος τους έχει τάξει για βραδινό την αγαπημένη τους home made πίτσα και τα δυο μας καμάρια είναι στον έβδομο ουρανό—κάτι που φαίνεται απ’ τα γέλια τους που ακούγονται ήδη πριν ανοίξω την πόρτα.

«Μαμά!!!!» φωνάζουν και οι δύο με το που περνάω το κατώφλι, και έρχονται τρέχοντας να με αγκαλιάσουν. Η μικρή μας καθημερινή τελετουργία—τόσο απλή, τόσο ιερή. Γονατίζω σχεδόν, ανοίγω διάπλατα τα χέρια μου και τις κλείνω και τις δύο μέσα στην αγκαλιά μου.
«Τι κάνετε μικρά μου τερατάκια;» τους λέω, γελώντας με τα φιλιά που με κατσιάζουν.
«Εγώ είμαι μεγάλο τερατάκι!» πετάγεται η Μαριάννα και βάζει τα γέλια, ενώ η Χριστίνα-Βασιλική με κοιτάζει δήθεν σοβαρά και μου ρίχνει το καθιερωμένο «Mom!» με το χέρι στη μέση, λες και είπα κάτι το εντελώς ανεπίτρεπτο. Και φυσικά, όταν εμφανίζεται ο Μάριος και με παίρνει κι εκείνος αγκαλιά για να μου δώσει ένα πεταχτό φιλί στο στόμα, οι δυο τους σκούζουν με γέλια ένα συντονισμένο, θεατρικό «ΙΟΥΥΥΥΥΥΥ!»

Όπως κάθε μέρα, κάθομαι ένα μισάωρο στον καναπέ μαζί τους. Βγάζω τα παπούτσια μου, απλώνω τα πόδια, και τις ακούω να μου τιτιβίζουν όσα έγιναν στο σχολείο. Κουνάω απλώς το κεφάλι, χαμογελώντας—η στιγμή είναι δική τους. Μετά σηκώνομαι, χαϊδεύω τα μαλλιά τους και πάω να κάνω ένα ντουζάκι. Καυτό νερό, να έρθω στα ίσια μου.

«Πώς πήγε με τον Δετζώρτζη;» με ρωτάει ο Μάριος από την κουζίνα καθώς στεγνώνω τα μαλλιά μου με την πετσέτα.
«Πήγε να μου μείνει στην αρχή,» του απαντώ, γελώντας. «Ερμήνευσε λάθος το “έχω κάτι να σου πω,” αλλά all-in-all πήγε καλά. Δέχτηκε και την πρότασή μου για την Ελένη, αν και in no uncertain terms με τα μάτια του μου είπε “αν στραβώσει, θα το μαζέψεις εσύ.”»
«Με άλλα λόγια: Τρίτη απόγευμα,» λέει με ένα ελαφρύ χαμόγελο, σαν να μιλάμε για κάτι εντελώς αυτονόητο.
«Κάπως έτσι,» του λέω, και κάνω κυκλικές κινήσεις με το κεφάλι, προσπαθώντας να χαλαρώσω τους μύες του αυχένα μου.

Γυρίζω στο σαλόνι. Τα καμάρια μας είναι η καθεμία στο δωμάτιό της, χωμένες πάνω από τα βιβλία τους. Η Χριστίνα-Βασιλική είναι ίδιος ο Μάριος—ποτέ δεν χρειάστηκε να την κυνηγήσουμε για το διάβασμα. Ούτε φωνές, ούτε γκρίνια. Ανοίγει το βιβλίο, βάζει το κεφάλι κάτω και απλώς… προχωράει. Η Μαριάννα, πιο ζωηρή στην αρχή, ήθελε λίγο παραπάνω σπρώξιμο, αλλά να είναι καλά το παράδειγμα της μεγάλης της αδερφής—κι έτσι μπήκε κι εκείνη σιγά-σιγά στο δρόμο του Θεού.

Η αλήθεια είναι πως είμαστε πολύ τυχεροί. Και το ξέρω.

«Θέλεις ένα τσαγάκι;» με ρωτάει ο Μάριος, περνώντας ξυστά από δίπλα μου και αφήνοντας για ένα δευτερόλεπτο το χέρι του να ακουμπήσει στη μέση μου.
«Τσάι όχι… αλλά μια σοκολάτα θα την έπινα,» του λέω, σηκώνοντας τα φρύδια και κάνοντάς του βλέμμα που λέει “χάρισέ μου αυτή τη μικρή πολυτέλεια”.
«Έφτασεεεεεεε!» μου λέει με το γνωστό του θεατρικό τόνο, σαν σερβιτόρος συνοικιακού καφενείου που πήρε επιτέλους παραγγελία. Καθώς περνάει απ’ τα δωμάτια των κοριτσιών, ρωτάει με παιχνιδιάρικη φωνή: «Κορίτσια, θέλετε ζεστή σοκολάτα;»
Ακολουθούν δύο ενθουσιώδη, σχεδόν συντονισμένα, «Ναιιιιιιιι!» με τόνο που λέει “δεν ρωτάμε, τρέχουμε!”.

Λίγη ώρα αργότερα ο Μάριος επιστρέφει, με τρία φλιτζάνια σοκολάτας στα χέρια και ύφος θριαμβευτικό, σαν να έφερε τρόπαιο από αποστολή.

«Πάω να ετοιμάσω την πίτσα!» μου κάνει με νόημα, σα να λέει και τώρα, δείτε με στη μεγάλη μου τέχνη, κι εγώ πηγαίνω να δω τα καμάρια μου.

Στο δωμάτιο της Χριστίνας-Βασιλικής, την βρίσκω με το μολύβι στο χέρι, σκυμμένη πάνω από το τετράδιό της. Λύνει ασκήσεις αριθμητικής, με απόλυτη προσήλωση. Δεν χρειάζεται καμία βοήθεια. Το πρόσωπό της είναι ήρεμο, τα φρύδια λίγο μαζεμένα απ’ τη συγκέντρωση.

Δεν της αρέσει να έχει κόσμο πάνω από το κεφάλι της, το ξέρουμε αυτό, οπότε ακουμπάω ελαφρά τα μαλλιά της, της ρίχνω ένα γρήγορο φιλί στο κεφάλι και αμέσως ανταμείβομαι με το χαμόγελό της, πριν επιστρέψει ξανά στο τετράδιό της.

Μετά πηγαίνω στο δωμάτιο της Μαριάννας. Είναι καθισμένη στο γραφειάκι της με τα πόδια της μαζεμένα κάτω από την καρέκλα. Έχει ασκήσεις γραμματικής και η γλώσσα της τρέχει ασταμάτητα, ψιθυρίζοντας τις προτάσεις σαν να τις ακούει μέσα στο κεφάλι της. Κάθομαι λίγο πίσω της και τη χαζεύω.

Η γραφή της… όμορφη, στρωτή και καλλιγραφική. Τα γράμματά της μοιάζουν με μικρά στολίδια πάνω στη σελίδα, τόσο καθαρά και προσεγμένα που δεν μπορείς παρά να χαμογελάσεις. Καμία σχέση με τα ορνιθοσκαλίσματα που συνηθίζεις να βλέπεις σε παιδιά της ηλικίας της.

Γυρίζει και με κοιτάει, μου σκάει ένα χαμόγελο που φωτίζει όλο της το πρόσωπο, παίρνει μια ρουφηξιά απ’ τη ζεστή σοκολάτα της—σχεδόν με τελετουργία—και ξανασκύβει πάνω από το γραπτό της με καινούρια αποφασιστικότητα.

Έχει πάει βραδάκι. Το φως στο σαλόνι είναι απαλό, ζεστό, κι η μυρωδιά της πίτσας μας έχει σπάσει τα ρουθούνια. Από την κουζίνα φτάνει μέχρι το χολ αυτό το μεθυστικό άρωμα της ντομάτας και του λιωμένου τυριού πάνω στη ζύμη του Μάριου. Όχι ότι θα το παραδεχτώ φωναχτά, αλλά… είναι πια ειδικός.

Ο Μάριος κάθεται στο μεγάλο τραπέζι, το οποίο είναι φορτωμένο μέχρι πάνω με κόλλες γραπτών. Κρατάει το κεφάλι με το ένα χέρι και με το άλλο πότε διαβάζει και πότε γράφει. Που και που του ξεφεύγει ένα εκνευρισμένο μουρμουρητό: «Μα είναι δυνατόν; Μα είναι δυνατόν;»

Χαχανίζω σιγανά μη θέλοντας να τον διακόψω. Στην άλλη άκρη του σαλονιού, η Χριστίνα-Βασιλική και η Μαριάννα είναι σκυμμένες πάνω από τη σκακιέρα. Η ένταση στον αέρα είναι σχεδόν αστεία. Η μεγάλη με το φρύδι σηκωμένο και την παλάμη στο πηγούνι, η μικρή με βλέμμα σατανικά αθώο και το χέρι της να αιωρείται πάνω από ένα πιόνι, έτοιμη να κάνει την κίνηση-ματ.

Ο Μάριος τις είχε κολλήσει και τις δύο. Και τώρα και οι δύο παίζουν στην ομάδα του σχολείου τους, και μπορεί να μην είναι σαν την κόρη της Φοίβης, αλλά για την ηλικία τους είναι πάρα πολύ καλές. Εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ να σταυρώσω νίκη απέναντί τους ούτε γι’ αστείο. Ο Μάριος τα πάει λίγο καλύτερα, αλλά ηττάται συχνά, και με στιλ.

Ακούμε το «μπιιιιιπ» από τον φούρνο και ο Μάριος πετάγεται όρθιος, σαν να τον χτύπησε ρεύμα. Τα χαρτιά του πάνε σχεδόν στον αέρα. «Δεν τους αντέχω! Πραγματικά!» γκρινιάζει και μου ξεφεύγει και πάλι ένα χαχανητό. Πηγαίνει προς την κουζίνα, δηλαδή, τρέχει. Ανοίγει τον φούρνο και παίρνει μια βαθιά ανάσα σαν να του προσφέρει η πίτσα συναισθηματική στήριξη.

Σηκώνομαι κι εγώ. Πιάνω το σερβίτσιο και τα ποτήρια και ξεκινάω να στρώνω τραπέζι. Ξέρω όμως ότι τα μικρά μου καθάρματα δεν θα παρατήσουν το παιχνίδι έτσι εύκολα. Η παρτίδα έχει φτάσει στο κρίσιμο σημείο.

Από τον καναπέ ακούγεται ξαφνικά μια πνιχτή κραυγή.

«Αμάν!» κάνει η Χριστίνα-Βασιλική, ρίχνοντας πίσω το σώμα της και ακουμπώντας το κεφάλι στα χέρια της.

Η Μαριάννα απέναντί της λάμπει σαν ήλιος. Δεν λέει τίποτα, μόνο της χαμογελάει με βλέμμα “got you!”.

“You sneaky little gremlin!” της πετάει κι η Μαριάννα σκάει στα γέλια.
«Για μαζευτείτε τσούπρες!» τους λέω, χτυπώντας ελαφρά τα χέρια μου για να τραβήξω την προσοχή τους. Πάμε και καθόμαστε και οι τρεις στο τραπέζι, με τη Χριστίνα-Βασιλική να σέρνει την καρέκλα της με ενθουσιασμό και τη Μαριάννα να κουβαλάει το αγαπημένο της ποτήρι. Πέφτουμε στην πίτσα σαν να μην υπάρχει αύριο, και, εδώ που τα λέμε, στην πίτσα αυτό ακριβώς συνέβη! Το τυρί λιώνει στα δάχτυλά μας, και τα γέλια μας γεμίζουν το δωμάτιο.

Μετά το φαγητό, βοηθάω το Μάριο να μαζέψουμε τα πιάτα. Εκείνος μου ρίχνει ένα πειρακτικό βλέμμα καθώς στοιβάζουμε τα πιάτα στο πλυντήριο. «Πάλι εγώ θα τα βάλω σωστά, ε;» μου λέει, κι εγώ του πετάω μια πετσέτα στο κεφάλι γελώντας. Επιστρέφουμε στο σαλόνι, όπου οι μικρές έχουν ήδη βολευτεί στον καναπέ, με τη Μαριάννα να κρατάει το μαξιλάρι της αγκαλιά.

Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα, που λέγαμε στην εποχή μας. Ο Μάριος κάθεται στην πολυθρόνα, τρίβει τα χέρια του και χαμογελάει πλατιά. «Λοιπόν, τσούπρες… Τάξτε μας!» λέει, και οι δύο τον κοιτάνε με περιέργεια, τα μάτια τους να λάμπουν από ανυπομονησία.

Ο Μάριος με κοιτάζει για ένα δευτερόλεπτο, το βλέμμα του γεμάτο νόημα. Μου γνέφει να το πω εγώ. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, το χαμόγελό μου πλαταίνει και δεν μπορώ να το συγκρατήσω. «Θα αποκτήσετε αδερφάκι,» τους λέω, και η φωνή μου γεμίζει ζεστασιά.

Για μερικές στιγμές επικρατεί νεκρική σιγή. Η Χριστίνα-Βασιλική τινάζεται από τον καναπέ σαν ελατήριο. «What???» τσιρίζει, τα χέρια της να πετάγονται στον αέρα. Η Μαριάννα ανοίγει διάπλατα τα μάτια, μένει για μερικά δευτερόλεπτα ακίνητη, και μετά με αγκαλιάζει σφιχτά, το πρόσωπό της φωτεινό από χαρά.
«ΑΔΕΡΦΑΚΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!» φωνάζουν και οι δύο, και αρχίζουν να πηδάνε πάνω κάτω στον καναπέ, κάνοντάς τον τραμπολίνο. Ο Μάριος τους κοιτάζει με ένα χαμόγελο που φτάνει μέχρι τα μάτια του, ενώ εγώ προσπαθώ να συγκρατήσω τα γέλια μου.
«Και τι θα είναι; Αγόρι ή κορίτσι;» ρωτάει πρώτη η Μαριάννα, τα μάτια της γεμάτα περιέργεια. «Δεν ξέρουμε ακόμα, αγάπη μου. Θα μάθουμε σε μερικές εβδομάδες,» της απαντάω, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. «Πότε;» ρωτάει η Χριστίνα-Βασιλική, σχεδόν πηδώντας από τη θέση της. «Γύρω στον Ιούλη,» τους λέω, και πριν προλάβω να πω κάτι άλλο, μου ορμάνε και οι δύο, γεμίζοντάς με φιλιά και αγκαλιές.
«Πώς θα τ’ ονομάσουμε;» ρωτάει η Χριστίνα-Βασιλική, γέρνοντας προς το μέρος μας με μάτια που γυαλίζουν από περιέργεια.
«Αν βγει αγόρι, θα το ονομάσουμε Ηλία-Ανδρέα,» της απαντάει ο Μάριος με χαμόγελο, ακουμπώντας στο τραπέζι με τους αγκώνες. «Όπως τους παππούδες σας.»
Η Μαριάννα ανασηκώνει το κεφάλι της. «Και αν βγει κορίτσι;»
Κοιτάζομαι για μια στιγμή με τον Μάριο και ύστερα απαντάω εγώ, στρώνοντας μηχανικά μια τούφα πίσω από το αυτί. «Εδώ θα χρειαστεί να αυτοσχεδιάσουμε. Έχετε ήδη τα ονόματα των γιαγιάδων σας…»
Δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω, κι η Χριστίνα-Βασιλική πετάγεται σαν ελατήριο. «Ανδριανή-Ηλιάνα!»

Μένω για λίγο να την κοιτάζω σα χαζή. Έχω κυριολεκτικά μείνει με το στόμα μισάνοιχτο. Το “Ανδριανή” το είχαμε σκεφτεί. Το “Ηλιάνα”—ούτε καν. Το πρόσωπό μου φωτίζεται ολόκληρο.

«Εξαιρετική ιδέα!» της λέω, κι ο τόνος της φωνής μου βγαίνει λίγο πιο ψηλά από το κανονικό, από τη χαρά μου.
«Ναιιιιιιιιι!!!» φωνάζει η Μαριάννα, σηκώνοντας και τα δυο της χέρια στον αέρα, σαν να πανηγυρίζει γκολ.
Ο Μάριος της δίνει ένα φιλί στο κεφάλι. «Μπράβο, κορίτσι μου,» της λέει και το βλέμμα του είναι γεμάτο τρυφερότητα.
«Ανδριανή-Ηλιάνα!» φωνάζουν και οι δύο με στόματα που χαμογελούν μέχρι τα αφτιά και εκεί ξεκινάει το παρκούρ στο σαλόνι.
⇽∙∙∙⇾
Είμαστε στο αυτοκίνητο, παρκαρισμένοι απέξω από το ιατρείο, κι όμως κανείς μας δεν λέει λέξη. Η μηχανή σβηστή, ο ήλιος μπαίνει λοξά από το παρμπρίζ, και το μόνο που ακούγεται είναι οι ανάσες μας και το τικ-τακ του ρολογιού στο ταμπλό.

Ο Μάριος στο τιμόνι, ακίνητος. Χαμογελάει. Όχι ένα χαμόγελο απλό.

Ένα χαμόγελο απ’ αυτά που φοράς όταν δεν έχεις ακόμα καταλάβει τι σου συνέβη αλλά το σώμα σου το έχει ήδη αποδεχτεί. Σαν μικρό παιδί που του είπαν ότι αύριο πάει Disneyland.

Σκέφτομαι τα λόγια του γιατρού που μόλις μας αποχαιρέτησε με βλέμμα λίγο πιο χαρούμενο απ’ το συνηθισμένο.

«Σας έχω καλά νέα… Εις διπλούν.»

Δίδυμα! Θα κάνουμε δίδυμα!

Γυρνάω και τον κοιτάζω. Η χαζοχαρούμενη φάτσα του με κάνει να δαγκώσω τα χείλη μου για να μην αρχίσω να γελάω. Τελικά δεν κρατιέται.

«Δες το κι έτσι,» μου λέει, και το πρόσωπό του φωτίζεται ολόκληρο. «Και Ανδρέας και Ηλίας! Ή και Ανδριανή και Ηλιάνα!» Το λέει και λες και μόλις του χάρισαν όλο το σύμπαν.

Γέρνω πίσω στο κάθισμα, τα χέρια πάνω στην κοιλιά μου—λες και θέλω να προστατέψω αυτό το διπλό θαύμα που μεγαλώνει μέσα μου.

«Και αν είναι ένα αγόρι κι ένα κορίτσι;» του λέω ήσυχα, με το ίδιο μειδίαμα που μου φεύγει όταν προσπαθώ να φανταστώ το μέλλον. Δεν είναι καν αστείο ερώτημα—είναι η πιθανότερη εκδοχή. Διζυγωτικά.

Γυρνάει και με κοιτάει με βλέμμα που λάμπει.

Και τότε, τραγουδιστά, με φωνή δήθεν λυρική και μάτια που γελάνε: «Και τότε ρίξαμε τον κλήρο… και τότε ρίξαμε τον κλήρο…» Βάζω τα γέλια. Δυνατά. Από αυτά που σου ξαλαφρώνουν το στήθος και κάνουν τον αέρα να μοιάζει πιο καθαρός. Γέρνω πάνω του και του χαϊδεύω τον λαιμό, τα δάχτυλά μου χαμηλόφωνα, σαν υπόσχεση.
«Είσαι γεννημένος χαζομπαμπάς, το ξέρεις;» του λέω ήσυχα.
Με κοιτάζει. Και απλώς, με τη φωνή του σπασμένη από ευτυχία: «Μάριος Μαλεβίτης, χαίρω πολύ!» μου λέει και με παίρνει σφιχτά στην αγκαλιά του.
«Θα χρειαστεί να βρούμε άλλο σπίτι,» του λέω αναστενάζοντας. «Με τα δίδυμα δε θα χωράμε όταν μεγαλώσουν.»
Ο Μάριος με κοιτάζει με εκείνο το μισό-σοβαρό, μισό-παιχνιδιάρικο βλέμμα που πάντα με κάνει να γελάω. «Και όχι μόνο!» μου λέει και τον κοιτάζω περίεργη. «Το υπάρχον θα μας το γκρεμίσουν όταν τους πούμε ότι θα έχουν όχι ένα, αλλά δύο αδερφάκια,» συνεχίζει χαχανίζοντας και βάζω και πάλι τα γέλια.
«Λοιπόν…» λέει ο Μάριος, κοιτώντας τα ξαναμμένα τερατάκια μας που κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλον στον καναπέ, με τα πόδια μαζεμένα και τα μάτια τους καρφωμένα πάνω μας. Με κοιτάζει. Του χαμογελάω και του κουνάω το κεφάλι, ένα μικρό, διακριτικό νεύμα. «Θα έχετε ΔΥΟ αδερφάκια!»
Η Μαριάννα μένει ακίνητη, με τα μάτια της γουρλωμένα. «Δύο;»
Η Χριστίνα-Βασιλική πετάγεται σαν να την διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. «ΔΥΟ;;;» ουρλιάζει, και το πρόσωπό της λάμπει σαν πυροτέχνημα.
«Θα έχουμε ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΑΚΙΑ;;;» φωνάζουν και οι δύο ταυτόχρονα, κοιτάζοντας η μία την άλλη για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και μετά…

Έκρηξη. Σηκώνονται και αρχίζουν να χοροπηδάνε στο σαλόνι, τρέχοντας κυκλικά, γελώντας, τσιρίζοντας, αγκαλιασμένες — ένα κουβάρι χαράς.

Η Μαριάννα φωνάζει κάτι σαν «baby boom!»

Η Χριστίνα-Βασιλική τραγουδάει ένα αυτοσχέδιο τραγουδάκι με ρίμες που αλλάζουν κάθε δύο στροφές.

Οι φωνές τους γεμίζουν το σπίτι, στροβιλίζονται σαν ανεμοστρόβιλος και για λίγα λεπτά το σαλόνι μας είναι το πιο ευτυχισμένο μέρος στον κόσμο.
⇽∙∙∙⇾
Σήμερα μάθαμε και το φύλο των διδύμων. Το ένα είναι αγοράκι και το άλλο κοριτσάκι.

Το απόγευμα, το σπίτι μας έχει μετατραπεί σε studio κλήρωσης του λαϊκού λαχείου. Οι γονείς μου παρόντες με φυσική παρουσία και οι γονείς του Μάριου συνδεδεμένοι μέσω video chat, ακουμπισμένοι με ενθουσιασμό στην οθόνη σαν να μπορούν να μας αγγίξουν από εκεί.

Ο Ηλίας κάθεται αναπαυτικά στην πολυθρόνα με τον καφέ του στο χέρι και ύφος “είμαι πάνω απ’ όλα αυτά”—δε δίνει δεκάρα αν το όνομά του θα το πάρει το αγόρι ή το κορίτσι. Ο κύριος Ανδρέας, από την άλλη, έχει ήδη εκδηλώσει σαφή προτίμηση στο «Ανδριανή». Δεν το λέει ανοιχτά, αλλά το βλέπεις στο ύφος του, ειδικά όταν λέγεται δυνατά το όνομα.

Όχι ότι έχει σημασία. Από τη στιγμή που είχαμε ανακοινώσει στα κορίτσια την ιδέα της κλήρωσης, δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει το παραμικρό. Ούτε μετεωρίτης να έπεφτε. Δύο χαρτάκια. Το ένα γράφει Ανδριανή / Ηλίας, το άλλο Ανδρέας / Ηλιάνα—και τα δύο γραμμένα με την υπέροχη, σοβαρή καλλιγραφία της Μαριάννας, που πήρε τη δουλειά πιο στα σοβαρά κι από συμβόλαιο.

Το λαχνό θα τον τραβήξει η Χριστίνα-Βασιλική. Η ανακοίνωση θα γίνει από τη Μαριάννα. Όλα προετοιμασμένα με τη σχολαστικότητα τελετής απονομής Νόμπελ. Ο Μάριος παίρνει τον ρόλο του τελετάρχη με τόσο στόμφο που για μια στιγμή ξεχνάω ότι αυτός ο άνθρωπος μου είχε φέρει σοκολάτα προχτές το βράδυ φορώντας πιτζάμες με δεινόσαυρους. Στέκεται με τα χέρια απλωμένα, σαν να πρόκειται να εκφωνήσει εθνική διακήρυξη.

«Αγαπητοί, συγκεντρωθήκαμε μαζί την ημέρα τούτη για να αφήσουμε στη θεά τύχη να αποφασίσει για τα ονόματα των διδύμων!» λέει με φωνή ραδιοφωνικού παραγωγού παλαιάς κοπής. «Ανδριανή και Ηλίας ή Ανδρέας και Ηλιάνα; Μαντέψετε σωστά και τινάξτε τη μπάνκα στον αέρα—ΝΑΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!»
«Dad!» τον μαλώνει με την ψυχή της η Χριστίνα-Βασιλική, σταυρώνοντας τα χέρια της σαν να λέει πόσο cringe πια…
Μου ξεφεύγει ένα ηχηρό ροχαλητό. «Mom!» με μαλώνει η Μαριάννα με βλέμμα φλεγόμενο από σοβαρότητα. Προσπαθώ να κρατηθώ σοβαρή— αποτυγχάνω παταγωδώς.

Η Χριστίνα-Βασιλική κλείνει τα μάτια της, παίρνει βαθιά ανάσα και βάζει το χέρι της στο βαζάκι. Ολόκληρη η οικογένεια κρατά θεατρικά την ανάσα της. Βγάζει το διπλωμένο χαρτάκι και το δίνει στη Μαριάννα με τελετουργική σοβαρότητα.

Η μικρή ανασηκώνει το πηγούνι της, παίρνει το χαρτί, το ξεδιπλώνει και ένα έχω να πω για το poker face της. Αν παίξουμε ποτέ πόκερ οικογενειακώς, θα μας ξεβρακώσει. Ο Nick the Greek μπροστά της μοιάζει ερασιτέχνης.

«Η Θεά τύχη μίλησε!» ανακοινώνει με στόμφο, και κάπου εκεί, από το στόμα της μάνας μου, ξεφεύγει ένα ροχαλητό τόσο απροκάλυπτο που κάνει τα κορίτσια να την κοιτάξουν με βλέμμα αποδοκιμασίας.
«Γιαγιά!» λέει η Χριστίνα-Βασιλική με αυστηρότητα που θα ζήλευε και η πιο σκληροπυρηνική καθηγήτρια γαλλικών.

Και σαν να μην έφτανε η θεατρικότητα, εκείνη τη στιγμή ο Μάριος έχει προνοήσει να παίξουν από το ηχείο drumrolls. Δεν αντέχουμε. Όλοι ξεσπάμε σε γέλια, ακόμα και οι μικρές που το είχαν πάρει πολύ στα σοβαρά.

«Ανδριανή και Ηλίας!» ανακοινώνει η Μαριάννα θριαμβευτικά, σηκώνοντας το χαρτί σαν τρόπαιο, και όλοι ξεσπάμε σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Η μητέρα μου με σφίγγει πάνω της και μου δίνει ένα τρυφερό φιλί στα μαλλιά, ενώ οι δυο χαζό-παππούδες προσπαθούν με τα χίλια ζόρια να το παίξουν ατάραχοι, αλλά τα μάτια και των δυο τους γυαλίζουν ύποπτα.

Ανδριανή και Ηλίας… Ηλίας και Ανδριανή.

Σας περιμένουμε!

2024

Επίλογος

Τον Ιούλη του 2010 φέραμε στον κόσμο τα δίδυμα, τον Ηλία και την Ανδριανή και με τον ερχομό τους κάναμε και μια νέα αρχή. Ήταν η στιγμή να κάνουμε μια νέα αρχή. Μετακομίσαμε στη Δροσιά, σ’ ένα σπίτι με μεγάλο κήπο—το νοικιάσαμε τότε, αλλά πέντε χρόνια αργότερα έγινε δικό μας.

Η ζωή μας δεν είναι παραμύθι. Δεν υπήρξε ποτέ. Είναι, όμως, όμορφη. Πλήρης. Και αν ο έρωτας κάπου ξεθωριάζει με τον καιρό, η αγάπη δύο ανθρώπων που, λες και πλάστηκαν ο ένας για τον άλλον—όχι, που έπλασαν ο ένας τον άλλονδεν μπορεί παρά να δυναμώνει. Και αυτό έκανε. Δυνάμωσε.

Στο πρόσωπο του άλλου δεν βρήκαμε μόνο τον χαμένο μας έρωτα. Βρήκαμε ξανά τον καλύτερό μας φίλο. Τον άνθρωπο που μας καταλάβαινε ίσως καλύτερα απ’ όσο καταλαβαίναμε εμείς τον ίδιο μας τον εαυτό. Καλά το λένε: όσα φέρνει μια στιγμή, δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος. Πώς θα ήταν η ζωή μου αν δεν είχε συμβεί εκείνη η απίστευτη αλυσίδα συμπτώσεων, που μας έκανε σχεδόν να πειστούμε πως το σύμπαν μάς έδινε μια δεύτερη ευκαιρία; Ούτε να το σκέφτομαι δε θέλω. 

Η Χριστίνα-Βασιλική και η Μαριάννα έχουν γίνει ολόκληρες κοπέλες και σπουδάζουν. Η πρώτη Διοίκηση Επιχειρήσεων—πήρε το πτυχίο της πέρσι και φέτος ξεκίνησε μεταπτυχιακά στο Wharton. Η δεύτερη, οικονομολόγος—στο τέταρτο έτος στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο—με σχέδια για μεταπτυχιακό κι αυτή, στην ίδια σχολή με τη μεγάλη.

Και τα δίδυμά μας; Δεκατεσσάρων. Δεύτερα γυμνασίου. Ψηλά, όπως ο πατέρας τους, και ας μη μοιάζουν μεταξύ τους. Ο Ηλίας, φτυστός ο Μάριος. Η Ανδριανή, ίδια εγώ. Φέτος ξεκίνησε στίβο, άλμα εις μήκος, στον ερασιτέχνη Παναθηναϊκό—πού αλλού; Ο προπονητής της λέει πως έχει τα φόντα για πολύ μεγάλα πράγματα. Άντε να δούμε.

Ο Ηλίας, από την άλλη, έχει κολλήσει με τους υπολογιστές. Του το κόλλησε ο Πάρης, που φέτος ξεκίνησε το πρώτο του έτος στο τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών στο Ηράκλειο. Το πιο αστείο; Ο παιδικός μας φίλος, ο Νίκος, και η Φοίβη, η παλιά μου συμμαθήτρια, είναι καθηγητές του.

Παρά το γεγονός ότι η σχέση του Ανδρέα με τον Μάριο ήταν για αρκετό καιρό αμήχανη, τα παιδιά μας δέθηκαν από μικρά, γιατί εμείς το φροντίσαμε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη Χριστίνα-Βασιλική—που είναι και τσαμπουκαλού— δώδεκα χρονών τότε, να σηκώνει το Αρσάκειο στο πόδι επειδή κάποιο πρωτάκι έκανε bullying στον Πάρη.
⇽∙∙∙⇾
Έχουμε ανέβει και οι τέσσερεις στην Αρσάκειο, στη Δροσιά. Μας έχουν καλέσει οι καθηγητές της Χριστίνας-Βασιλικής και ο λόγος που πάμε όλοι μαζί είναι γιατί η κόρη μας έκανε φασαρία, γκαζώνοντας τη δασκάλα του Πάρη, με αφορμή κάποιο συμμαθητή του που του έκανε bullying. Ο Πάρης είναι πολύ ήσυχος, ντροπαλός και μικροκαμωμένος. Βρήκε τις αδερφές του κλαίγοντας και τους είπε τι έχει γίνει.

Η Μαριάννα πήρε αμέσως τηλέφωνο τον πατέρα της, αλλά η Χριστίνα-Βασιλική, δεν έμεινε εκεί. Παιδί της μαμάς της, και ας μην είναι βιολογικό, πήγε στο δημοτικό, βρήκε τη δασκάλα του Πάρη, και ποιος την είδε και δεν τη φοβήθηκε. Μπορεί να μην είμαι η βιολογική της μαμά, αλλά στο χαρακτήρα είμαστε ίδιες. Αγοροκόριτσο και του λόγου της, πανέξυπνη, ετοιμόλογη, και τσαμπουκάς από τους λίγους.

Μας τα είπε στο τηλέφωνο η ίδια. «Της είπα να το συμμαζέψει αλλιώς θα το συμμαζέψω εγώ!» και με τα χίλια ζόρια δεν έβαλα τα γέλια, γιατί ναι μεν έπραξε σωστά που υπερασπίστηκε τον Πάρη—και αυτό θα ίσχυε ακόμα και αν ο τελευταίος δεν ήταν αδερφός της, που τυπικά δεν είναι, αλλά δεν είναι και ο σωστός τρόπος να αντιμετωπίσεις μια τέτοια κατάσταση.

Μίλησα και με την Κατερίνα, και μας τα είπε αναλυτικά. Και μάλιστα μας είπε ότι αν μας πουν σούξου-μούξου μανταλάκια να την επικαλεστώ. Την ξέρουν στην Αρσάκειο, και η Ήρα και η Βιολέτα είναι μαθήτριες εκεί. Ελπίζω να μη φτάσουμε μέχρι εκεί πάντως.

Όπως και να έχει πάμε στην Αρσάκειο όλοι μαζί. Η Χριστίνα-Βασιλική κάθεται και μας περιμένει, και με το που την πλησιάζουμε ο Ανδρέας την παίρνει στην αγκαλιά του και την κάνει τρεις σβούρες: «Τσαούσα μου, εσύ!» της κάνει και την κατσιάζει στα φιλιά, για να πάρει την απάντηση: «Όποιος πειράξει τ’ αδέρφια μου, θα έχει να κάνει μαζί μου!»
Ο Μάριος, περήφανος πατέρας, την παίρνει και αυτός στην αγκαλιά του και τη φιλάει. «Σωστά έπραξες και υπερασπίστηκες τον αδερφούλη σου, αλλά μωρό μου, δεν είμαστε και Τέξας!» της κάνει.
«Το ξέρω, μπαμπά,» του κάνει. «Αλλά εσείς δεν είστε εδώ, και ήθελα να κάνω δήλωση. Εγώ είμαι, και θα είμαι για τα επόμενα χρόνια!»

Κατά μάνα, κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα. Καλά το λένε!

«Την έκανες, μωρό μου,» της απαντάει η Αλεξάνδρα. «Αλλά ο μπαμπάς σου έχει δίκιο, από εδώ και πέρα αναλαμβάνουμε εμείς, εντάξει;»
«Εντάξει mommy,» της κάνει χαρίζοντάς της ένα φωτεινό χαμόγελο, και η Αλεξάνδρα της ανακατεύει τρυφερά τα μαλλιά, κερδίζοντας ένα χαρούμενο γελάκι από τον θηλυκό Wyatt Earp. Περνάμε μέσα στο γραφείο και οι πέντε μας. Ο διευθυντής του σχολείου κάνει να ξεκινήσει αλλά τον κόβει ο Ανδρέας, ο οποίος δε μασάει τα λόγια του.
«Ξέρω γιατί μας φωνάξατε εδώ και θέλω να είμαι απολύτως ξεκάθαρος. Κοιτάξτε να συμμαζέψετε τον πιτσιρικά που έκανε bullying στο γιο μου, γιατί αν όχι, δε θα έχει να κάνει μόνο με τις αδερφές του.»

Ο διευθυντής τον κοιτάζει γουρλωμένος, και εκεί μπαίνω κι εγώ στη μέση.

«Κοιτάχτε, δεν ήρθαμε να κάνουμε φασαρία,» ξεκινάω μαλακά,  «αλλά σε καμία περίπτωση δε θα μαλώσουμε το παιδί μας που έκανε το σωστό. Ναι, θα μπορούσε να είναι πιο ψύχραιμη, και αυτό θα το συζητήσουμε μαζί της, αλλά έπραξε το σωστό.»
«Κυρία Μαλεβίτη…» ξεκινάει. Ξέρει πολύ καλά ποιο είναι το επίθετό μου. Ξέρει ότι είμαι COO σε μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες στην Ελλάδα.

Έτσι θες να παίξουμε;

«Μαρκετάκη,» τον κόβω απότομα, φροντίζοντας να του υπενθυμίσω με εμφατικό τρόπο ότι απέναντί του δεν έχει μανούλα του Facebook. «Όπως καλέσατε εμάς, σας παρακαλώ να καλέσετε και τους γονείς του παιδιού που έκανε bullying στον Πάρη και να τους εξηγήσετε τα καθέκαστα.»
«Το έχουμε κάνει ήδη, κυρία Μαρκετάκη,» μου λέει τονίζοντας το επίθετό μου. «Αλλά…» πάει να ξεκινήσει και τον κόβω και πάλι.
«Χωρίς “αλλά,” δεν υπάρχουν αλλά. Θα πρέπει να είμαστε όλοι μαζί για να καταλάβουμε τι έγινε, μπορεί να μην ήταν καν bullying, και απλά κάποιο αστείο που απλά πήγε λίγο πιο μακριά. Μπορεί να μην έγινε τίποτα το φοβερό και να έγινε τσάμπα όλη αυτή η φασαρία.»
«Όπως και να έχει…» πάει να ξεκινήσει και τον κόβω για τρίτη φορά.
«Δεν είμαστε δικαστές εδώ, είμαστε γονείς, και πρέπει να καθίσουμε όλοι μαζί να καταλάβουμε τι έγινε,» του λέω στην αρχή σε διαλλακτικό τόνο. Μετά ωστόσο γίνομαι πιο αυστηρή. «Αν είναι ωστόσο όντως bullying, θα πρέπει το θέμα να λυθεί και αυτό είναι δική σας δουλειά, γιατί σας διαβεβαιώ ότι αν συμβεί ξανά δε θα είναι μόνο η Χριστίνα-Βασιλική και η Μαριάννα που θα αντιδράσουν.» 
«Κυρία Μαρκετάκη…» πάει να ξεκινήσει, και τον κόβω για τέταρτη φορά, ενώ εκείνος δεν έχει τολμήσει να με διακόψει ούτε μία. Μπορεί να είναι το μεγαλύτερο ψάρι στη γυάλα του αλλά απέναντί του δεν έχει μαρίδα. Απέναντί του έχει καρχαρία.
«Α!» κάνω, σηκώνοντας το χέρι μου, σα να ήταν κάτι που μόλις θυμήθηκα. «Και μιας και είπα για δικαστές, μίλησα και μια παιδική μας φίλη, την κυρία Μιχαλοπούλου, την ξέρετε, οι κόρες της είναι και αυτές μαθήτριες στο σχολείο,» του λέω αφήνοντάς τον να το χωνέψει. «Την ρώτησα τι μπορούμε κάνουμε εμείς, αν δεν κάνετε κάτι εσείς, και δε θα σας αρέσει η απάντηση,» συμπληρώνω και τον κοιτάζω σταθερά στα μάτια. Τα δικά του χαμηλώνουν.

Το έλαβε το μήνυμα.
⇽∙∙∙⇾
Τελικά αποδείχτηκε ότι δεν ήταν bullying, απλά ήταν πείραγμα που είχε ξεφύγει λίγο. Βάλε και το γεγονός ο Πάρης ήταν και λίγο κλαψιάρης, οπότε καταλαβαίνετε. Και το ακόμα πιο αστείο; Με το Βασίλη, έτσι το λέγαν το παιδάκι, είναι ακόμα αυτοκόλλητοι από τότε. Στις διαολιές ήταν αδύνατο να βγάλεις άκρη μαζί τους, μιλάμε για κανονική κόζα νόστρα.

Από την αρχή της χρονιάς εκτός από συμφοιτητές είναι και συγκάτοικοι. Φέτος το καλοκαίρι, με δεδομένο ότι ο αδερφός τους και ο έτερος Καπαδόκης είναι στο Ηράκλειο, η Χριστίνα-Βασιλική και η Μαριάννα έχουν κανονίσει να κατέβουν κι αυτές στην Κρήτη, να κάνουν όλοι μαζί διακοπές.

Η Κατερίνα ήταν εκείνη που μας πάντρεψε το 2013. Σήμερα, δικαστίνα. Και μάλιστα, γιαγιά από πέρσι. Γιαγιά και παππούς έγιναν και ο Νίκος με τη Σοφία. Από το 2008 και μετά, έχουμε τακτικές επαφές. Όπως και με τον Ανδρέα και τη Φοίβη. Λέμε να κατέβουμε Κρήτη αυτό το καλοκαίρι, αλλά από τότε δεν το έχουμε ξανακάνει. Εκείνοι, όμως, έρχονται Αθήνα τουλάχιστον δύο-τρεις φορές τον χρόνο, και έτσι, βρισκόμαστε αρκετά συχνά.

Και με τον Jean-Claude και τη Michele έχουμε ακόμα σχέσεις. Το 2009 μας επισκέφτηκαν στην Ελλάδα, και τον Ιούνη του 2010, με την κοιλιά τούρλα με τα δίδυμα, πήγαμε όλοι μαζί διακοπές στην Ισπανία, και, τουλάχιστον μια φορά το μήνα, έχουμε ένα δίωρο video call.

Πώς πέρασαν έτσι τα χρόνια; Πότε προλάβαμε και γίναμε παππούδες και γιαγιάδες; Πάνω από 45 χρόνια έχουν περάσει από εκείνη τη μέρα…

Και όμως, τη θυμάμαι σαν να ήταν χθες.

Περιστέρι, 1978

Απόγευμα. Μόλις έχω γυρίσει από τον παιδικό σταθμό. Τρώω κάτι γρήγορο και τρέχω έξω γιατί παίζουν μπάλα. Στα σκαλιά του σπιτιού μου κάθεται ένα αγόρι που δεν έχω ξαναδεί. Κοιτάζει τα υπόλοιπα παιδιά που παίζουν μπάλα. 

«Γεια σου!» του κάνω χαμογελώντας του πρόσχαρα. «Πώς σε λένε;»
«Μάριο» μου απαντάει και μου χαμογελάει και εκείνος με τη σειρά του. «Εσένα;»
«Μπίλι!» του απαντάω.  «Γιατί δεν παίζεις μπάλα;» τον ρωτάω με περιέργεια.
Σηκώνει τους ώμους του. «Τώρα βγήκα έξω και είχαν αρχίσει. Και δεν ξέρω και κανέναν, χθες μετακομίσαμε.»
Τον κοιτάζω απορημένη. «Ναι και; Πάμε να παίξουμε;»
«Τι να παίξουμε;»
«Μπάλα!»
«Παίζεις μπάλα;»
«Αμέ! Εσύ δεν παίζεις;» τον ρωτάω απορημένη.
«Παίζω, αμέ! Αλλά θα με παίξουν;» με ρωτάει αβέβαια.
«Γιατί να μη σε παίξουν;» τον ρωτάω παραξενεμένη. Αγόρι είναι, «Εδώ παίζουν εμένα!»
«Άντε, πάμε!» μου λέει και σηκώνεται.
«Ο Μάριος» τους κάνω, «θα πάει με το Βασίλη, τον Κώστα, το Δημήτρη και το Λάμπρο. Εγώ με τον Στέλιο, το Λευτέρη, το Γιώργο και τον Τάσο.» Γυρνάω προς το Μάριο. «Έλα, τι περιμένεις;»

Ρε συ αυτός είναι καλός! 


Ε, και η αγάπη μας θα ζήσει αιώνια
Δε θα τη σβήσουνε ποτέ τα χρόνια
Κι όταν γεράσουμε πια ακόμα
Θα μου λες «σ’ αγαπώ»

Εεεε, και η αγάπη μας θα ζήσει αιώνια
Δε θα τη σβήσουνε ποτέ τα χρόνια
Κι όταν γεράσουμε πια ακόμα…

Θα…
Θα μου λες…
«Σ’ αγαπώ»