Είναι το πρωί της Κυριακής των Βαΐων, της τελευταίας μέρας μας στη Ρόδο. Είμαι στο ξενοδοχείο και περιμένω τον Jean-Claude για να περάσουμε μαζί την όσο χρόνο μας μένει μαζί και στη σκέψη ότι δεν θα τον ξαναδώ το στομάχι μου έχει δεθεί κόμπος και είμαι σαν Μεγάλη Παρασκευή. Μα πως διάολο τα καταφέρνω και διαλέγω αυτούς που δεν μπορώ να έχω; Karma is a bitch που λένε οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι, κάπως έτσι φαίνεται ότι πρέπει να ξεπληρώσω τις χυλόπιτες που είχα ρίξει. «Ή, ακόμα χειρότερα, τη χυλόπιτα που δεν έριξα», σκέφτομαι μέσα μου ενθυμούμενη το Δημήτρη. Κάθομαι σε μια καρέκλα στην άκρη της πισίνας και κλαίω τη μοίρα μου όταν πέφτει πάνω μου μια σκιά, έχει έρθει ο Jean-Claude.
«Γεια σου, ξανθούλα μου» μου λέει με χαμόγελο που φωτίζει το πρόσωπό του.
«Πού το βρίσκεις το κέφι μωρέ Jean-Claude;» τον ρωτάω μελαγχολική.
«Γιατί είμαι με το πιο όμορφο κορίτσι σε όλο το νησί» μου απαντάει, χαμογελώντας ακόμη, και κλίνει να μου δώσει ένα γρήγορο φιλί στα χείλη.
«Για λίγες ώρες ακόμα» του απαντάω θλιμμένη.
«Έτσι είναι αυτά, ξανθούλα μου» μου λέει τρυφερά. «Όλα τα καλά κάποτε τελειώνουν»
«Και μετά;»
«Και μετά… μετά μας μένουν οι όμορφες αναμνήσεις. Κράτησέ τις, Μπίλι μου, και αντί να λυπάσαι γι’ αυτό που πέρασε και χάθηκε, χαμογέλα στη σκέψη του πόσο όμορφο ήταν αυτό που ζήσαμε»
«Μια κουβέντα είναι αυτή…»
«Ίσως, αλλά δεν αλλάζει την αλήθεια αυτού που σου είπα. Είναι ο τρόπος που βλέπω τη ζωή, ξανθούλα μου, να απολαμβάνω ό,τι όμορφο μου δίνει, όσο αυτό διαρκέσει, και όταν τελειώσει να θυμάμαι πόσο ευτυχισμένο με έκανε όσο το είχα, αντί να θρηνώ που τελείωσε. Δες το και έτσι: αν αυτό που σου μένει είναι η πίκρα γι’ αυτό που έχασες, δεν είναι σαν να το μετάνιωσες;»
«Όχι, είναι σαν να έχασα» του απαντάω.
«Όλα τα πράγματα στη ζωή είναι εφήμερα, ξανθούλα μου. Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν από τη ζωή μας, αυτή είναι η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, και κάθε ένας αφήνει το δικό του σημάδι σε αυτήν. Εγώ θα σε κρατήσω στην καρδιά μου σα μια όμορφη, μια υπέροχη ανάμνηση, σαν ένα γλυκό ανοιξιάτικο όνειρο» μου λέει και προσπαθώ να κρύψω τα δάκρυά μου.
«Είσαι υπέροχος» του λέω με σπασμένη φωνή.
Η τελευταία μας μέρα περνάει σαν αστραπή και κάποια στιγμή το απόγευμα μας φωνάζουν να επιβιβαστούμε στα πούλμαν. Τον αγκαλιάζω και τον φιλάω για τελευταία φορά και με κρατάει σφιχτά πάνω του. Τραβιόμαστε και μου σκουπίζει τα δάκρυα που έχουν τρέξει. Μου είχε ζητήσει επίμονα να του δώσω τα στοιχεία μου, για να μπορούμε τουλάχιστον να αλληλογραφούμε, και στην αρχή το αρνήθηκα, ήξερα θα πονέσω που δεν θα τον ξαναέβλεπα ποτέ, οπότε γιατί να το έκανα ακόμα πιο σκληρό απ’ όσο ήταν;
«Έχω κάτι τελευταίο για σένα» του είπα και του δίνω στο χέρι ένα χαρτί με τη διεύθυνσή μου. Το κοιτάζει και το χαμόγελό του κάνει την καρδιά μου να χάσει και πάλι κάμποσους κτύπους. Διπλώνει προσεκτικά το χαρτάκι και το βάζει στην τσέπη του.
«Αντίο Μπίλι μου, θα σ’ έχω για πάντα στην καρδιά μου»
«Αντίο Jean-Claude μου» του κάνω και φεύγω για να πάω να πάρω τα πράγματά μου για να τα πάω στο πούλμαν. Πιο δυνατή από το μυθικό Ορφέα, καταφέρνω να μη γυρίσω να κοιτάξω πίσω μου. Όταν βγαίνω από το bungalow με τα πράγματά μου ο Jean-Claude έχει φύγει. Σε όλο το ταξίδι της επιστροφής είμαι αμίλητη, απλά κάθομαι και κοιτάζω τις φωτογραφίες που είχαμε τραβήξει στο club. Τα πρώτα δάκρυα δεν αργούν…
⇽∙⇾
Πόνεσε το ρημάδι, πόνεσε πολύ, για δυο-τρεις εβδομάδες δε μιλιόμουν. Δεν το μετάνιωσα πάντως, ήταν ακριβώς όπως το είπε και ο Jean-Claude, ένα όμορφο ανοιξιάτικο όνειρο που χάθηκε στο πρώτο φως της αυγής αλλά με άφησε με το χαμόγελο στα χείλη, κι ας ήταν πικρό το ξύπνημα. Τι αξία θα είχε άλλωστε κάτι που έχασες αν δεν πένθησες έστω και λίγο την απώλειά του;
Στο Μάριο είπα όλη την ιστορία, ή σχεδόν όλη, υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν τα μοιράζεσαι με ένα αγόρι, πόσο μάλλον όταν είναι αυτό που αγαπάς. Πέραν του ότι ήμουν ερωτευμένη μαζί του, και του πραγματικού λόγου για τον οποίον τα είχα φτιάξει με το Δημήτρη, δεν του είχα κρύψει τίποτε άλλο, δεν είχαμε μυστικά μεταξύ μας. Κάπου εκεί πείστηκα ότι με έβλεπε μόνο σα φίλη, παρά το ότι δεν μπορούσε να κρυφτεί το πόσο με είχε μαγέψει ο Jean-Claude, δεν έδειξε ούτε να ζηλεύει, ούτε να θυμώνει, ούτε καν όταν του εξομολογήθηκα ότι πόζαρα για εκείνον γυμνόστηθη, το μόνο που έκανε ήταν να με κρατήσει ακόμα σφιχτά στην αγκαλιά του…
«Δε σε αδικώ που ξεμυαλίστηκες, είναι πολύ όμορφος άντρας» παραδέχτηκε όταν του έδειξα τη φωτογραφία του. «Όσο για το άλλο που σου είπε, τον πιστεύω· δεν είναι ο μόνος που δεν έχει γνωρίσει στη ζωή του πιο όμορφη κοπέλα από σένα…»
Ο Μάριος δεν είχε κρύψει ποτέ του πόσο όμορφη με θεωρούσε οπότε δεν έδωσα περισσότερη σημασία. Τι παράξενο, όσο δύσκολο κι αν το είχα το κλάμα, άλλο τόσο εύκολα μπορούσα να αφεθώ και να πλαντάξω μέσα στην αγκαλιά του. Μπορεί να μη με αγαπούσε όπως τον αγαπούσα εγώ, αλλά αυτή του η αγκαλιά θα ήταν πάντα ανοιχτή για μένα, πάντα όταν θα την είχα πραγματική ανάγκη, και κάπως έτσι κατέληξα να τον ερωτευτώ ακόμα περισσότερο.
Μπράβο μου, όχι, μπράβο μου…
Αν δεν έχεις περάσει πρώτη θα φάω τις κοτσίδες μου!
Ήταν πολύ δύσκολη η χρονιά με τα διαβάσματα και τα φροντιστήρια και με την απουσία του Μάριου, που όχι απλά είχε περάσει πρώτος στη σχολή του στο Πολυτεχνείο, με 6370 μόρια είχε περάσει πρώτος των πρώτων, μέχρι και στις εφημερίδες τον είχαν γράψει.
Δεν του είπα τότε, αλλά είχα αγοράσει όλες τις εφημερίδες και είχα κρατήσει τα αποκόμματά τους σε ένα κουτάκι, φυλαγμένα σαν θησαυρό. Ωστόσο, αν και ακόμα πηγαίναμε μαζί στα Γαλλικά, αν και συνεχίσαμε να βγαίνουμε με την παρέα για καφέ τα Σαββατοκύριακα, και κάποιες φορές διαβάζαμε μαζί και μετά βλέπαμε ταινία ή ακούγαμε μουσική, μου έλειπε πολύ. Δεν ξαναμίλησα για όσα είχα ακούσει να λένε μεταξύ τους με το Νίκο και ούτε μιλήσαμε ποτέ ξανά για αυτό που είχα ζήσει με τον Jean-Claude.
⇽∙⇾
Είναι τέλη Ιούλη και σήμερα το πρωί ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των Πανελληνίων. Η Κατερίνα έχει σπάσει τα τηλέφωνα, και ο Μάριος, που μόλις σήμερα γύρισε από μια εκδρομή που είχε πάει με συμφοιτητές του, με έχει κάνει Χριστό να πάμε στο σχολείο να τα δούμε, αλλά πήγε μεσημέρι μέχρι να βρω τελικά το κουράγιο.
Ήταν η χρονιά που έμεινε στην ιστορία ως η χρονιά της μεγάλης σφαγής των Μαθηματικών και οι βάσεις αναμένονταν να κάνουν μεγάλη βουτιά. Ήμουν σίγουρη ότι έχω γράψει πολύ καλά, αν όχι άριστα, σε όλα τα μαθήματα εκτός από την έκθεση, για την οποία δεν ήμουν σίγουρη, αλλά μέχρι να δω τους βαθμούς, αυτό δεν ήταν τίποτα περισσότερο από εικασία. Όταν φτάσαμε στο σχολείο ήταν άδειο.
«Άντε, κούνα τον κώλο σου»
«Μάριε… φοβάμαι» του λέω με σχεδόν σπασμένη φωνή.
«Έλα ρε μαλάκα που φοβάσαι, θα δεις ότι έχεις γράψει άριστα. Έλα, πάμε»
«Δεν μπορώ…»
«Έλα Μπίλι, ξεκόλλα!»
«Πήγαινε εσύ και πες μου» επιμένω εγώ.
«Ξεκόλλα ρε μαλάκα! Πέρσι πήγαμε μαζί και τα είδαμε, δε θα χαλάσουμε τα γούρια μας!»
Με την ψυχή στα δόντια προχωράμε προς τα μέσα αλλά εκεί χάνω το κουράγιο μου και σταματώ.
«Πήγαινε εσύ σε παρακαλώ» του λέω κοντεύοντας να βάλω τα κλάματα από το άγχος. Ο Μάριος αναστενάζει και πηγαίνει να δει τα αναρτημένα αποτελέσματα.
«Για να δούμε… Μανουσάκης, Μαντάκα… Μαρκετάκη, σε βρήκα!» λέει και σταματάει. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. «160 Μαθηματικά, 160 Φυσική, 160 Χημεία και 153 έκθεση…» Γυρίζει και με κοιτάζει με χαμόγελο από το ένα αφτί μέχρι το άλλο. «Μαλάκα έχεις πιάσει 6330 μόρια, όχι απλά πέρασες, παίζει να έχεις περάσει κι εσύ πρώτη των πρώτων»
«Μη μου κάνεις πλάκα!» του λέω καθώς δεν μπορώ να πιστέψω τα ίδια μου τ’ αφτιά.
«Να μη σε χαρώ, Μπίλι μου!» μου λέει, δίνοντας τον πιο βαρύ του όρκο.
Αν εξαιρέσουμε τις πρώτες μέρες μετά την πενταήμερη και τον Jean-Claude, ποτέ δεν ήμουν κλαψιάρα, αλλά έχω τέτοια ένταση που φέρνω τα χέρια μου μπροστά από τα μάτια μου και ξεσπάω σε λυγμούς. Ο Μάριος έρχεται προς το μέρος μου και με σφίγγει στην αγκαλιά του, χώνομαι μέσα της και γέρνω το κεφάλι μου πάνω του κλαίγοντας από χαρά και ανακούφιση.
«Μην κλαις από τώρα ρε μαλάκα, περίμενε την πρώτη εξεταστική του Γενάρη στη σχολή και θα κλάψεις με περισσότερη όρεξη» με πειράζει μετατρέποντας το κλάμα μου σε κλαυσίγελο.
«Πέρασα! Πέρασα!»
«Μόνο πέρασες ρε μαλάκα; Αν δεν είσαι η πρώτη θα φάω τις κοτσίδες μου»
«Ποιες κοτσίδες βρε παπάρα; Τα μαλλιά σου είναι πιο κοντά και από τα δικά μου στο δημοτικό και το γυμνάσιο!»
«Λέμε τώρα ρε μαλάκα. Ορίστε, είχα δεν είχα, πάλι θα σε φορτωθώ»
«Και ένα χρόνο που σε άφησα λάσκα, πολύ ήταν»
«Πω-πω! Ρε μαλάκα από το Σεπτέμβρη θα είμαστε συμφοιτητές, μόνο στο δημοτικό δεν ήμασταν μαζί! Μου είχες λείψει πολύ όλη τη χρονιά ρε Μπίλι… κοίτα να δεις που στο τέλος θα βάλω κι εγώ τα κλάματα»
«Ώχου το μωρέ» τον πειράζω ξανά. «Ουφ κάτσε να με θαυμάσω κι εγώ και μετά πάμε να δούμε τι έκανε και η Κατερίνα!» του λέω και πηγαίνουμε αυτή τη φορά και οι δύο μαζί.
«Που είναι αυτή;» με ρωτάει ενώ εγώ κοιτάζω ακόμα τους δικούς μου βαθμούς.
«Διακοπές με τους δικούς της, αν δεν της τα πω όταν με ξαναπάρει τηλέφωνο θα με γαμήσει, τρεις φορές έχει πάρει από το πρωί!»
«Για να δούμε… Μιχαλοπούλου… 160 Αρχαία, 155 Λατινικά, 150 Έκθεση, 150 Ιστορία. Εντάξει, 6150 μόρια έπιασε ο χασοδίκης!»
«Πέρασε!!!!!» φωνάζω ενθουσιασμένη και αρχίζω να χοροπηδάω!
«Απλά πέρασε; Μαλάκα κι αυτή παίζει να είναι πρώτη! Τι σκατά λίπασμα σας βάλανε φέτος;»
«Λέει ο αρχιφύτουλας με τα 6370 μόρια»
«Το αντιπαρέρχομαι! Λοιπόν μαλάκα, το βράδυ πάμε έξω να γίνουμε κάλτσες και μη μου πεις για Ηλία και Άννα, έχεις ενηλικιωθεί από τα τέλη Απρίλη. Χώρια δηλαδή που με τους βαθμούς που πήρες, τι θα σου πουν;»
«Δεν έχεις να βγεις με την Ελένη;» τον ρωτάω αναφερόμενη στην κοπέλα του.
«Πάει αυτή» μου λέει και η καρδιά μου κάνει και πάλι τούμπες.
«Πότε πρόλαβες ρε μαλάκα;»
«Εγώ; Αυτή με σούταρε… ωραία εκδρομή πέρασα!»
«Πάλι;»
«Τι να πω, φαίνεται έχω γυναικοδιώχτη, δε με αντέχει καμία»
«Ναι, αλλά γιατί;»
«Γιατί προφανώς κάτι κάνω λάθος.»
«Τι;»
«Τώρα θα το λύσουμε αυτό; Άντε, πάμε να τα πεις στους δικούς σου και να πάρεις τηλέφωνο και την Κατερίνα»
Δεν επιμένω. Γυρνάμε σπίτια μας και μπαίνω μέσα πάνω που χτυπάει το τηλέφωνο.
«Παρακαλώ;»
«Αν δεν έχεις πάει ακόμα θα σε στραγγαλίσω με τα ίδια σου τα άντερα!»
«Αφενός κι εγώ σ’ αγαπάω και αφετέρου θα μου κλάσεις, χασοδίκη!» της λέω και την ακούω να τσιρίζει. «Σωστά καταλάβατε δεσποινίς Μιχαλοπούλου, περάσατε με τα τσαρούχια»
«Πώς το ξέρεις ότι πέρασα;;;;»
«160 Αρχαία, 155 Λατινικά, 150 Έκθεση και 150 Ιστορία. Μαλάκα έχεις πιάσει 6150 μόρια!»
«Πέρασα! Πέρασα!» την ακούω έτοιμη να βάλει τα κλάματα στο τηλέφωνο αλλά γρήγορα βρίσκει την ψυχραιμία της. «Εσύ;» με ρωτάει με αγωνία.
«Κι εγώ έσκισα, κοριτσάρα μου! 6330 μόρια, όχι απλά έχω περάσει στη σχολή αλλά ο Μάριος πιστεύει ότι θα είμαι και εγώ πρώτη των πρώτων, όπως η αφεντιά του πέρσι. Και εδώ που λέμε κι εσύ παίζει να πέρασες πρώτη στη Νομική.»
«Μωρέ και τελευταία να περνούσα και πάλι πάρτι θα έκανα, σοβαρά τώρα;
»
«Ναι αλλά δες το και έτσι, ακόμα και αν δεν είσαι πρώτη,
δε θα έχεις το άγχος μέχρι να βγουν οι βάσεις!»
«Από άγχος άλλο τίποτα φέτος, ευχαριστώ Θεούλη μου, τελειώσαμε με δαύτο!»
Μιλάμε για λίγη ώρα ακόμα και την αφήνω να πάει να τα πει στους δικούς της. Οι γέροι μου, όπως ήταν αναμενόμενο, χέστηκαν από τη χαρά τους και το βράδυ κάλεσαν τον Μάριο και τους δικούς του και βγήκαμε έξω. Είχα τόσο όμορφη διάθεση που αποφάσισα να φορέσω το φόρεμα που μου είχε διαλέξει η Κατερίνα, κάνοντας τη μαμά μου να λερώσει τα βρακιά της ακόμα περισσότερο.
«Πού να το φανταζόμουν όταν μου ζήτησες να σε μάθω να διαβάζεις και να γράφεις πως θα ερχόταν η μέρα που θα σ’ είχα φοιτήτρια» είπε η κυρία Χριστίνα συγκινημένη. «Μπράβο Βασιλικούλα μου, χίλια μπράβο, δεν έκανες μόνο τους δικούς σου περήφανους, έκανες κι εμάς!»
«Κι εσείς δικοί μου είστε» της απαντάω εξίσου συγκινημένη.
«Ποιος κερατάς καθαρίζει κρεμμύδια;» λέει ο πατέρας μου δακρυσμένος και όλοι εκτός από τη μάνα μου, που κατά τα φαινόμενα την επηρέασαν κι εκείνη τα αόρατα κρεμμύδια, βάζουν τα γέλια.
«Να ξέρεις πάντως Βασιλική πως οι πανελλήνιες ήταν το εύκολο κομμάτι» λέει ο κύριος Ανδρέας.
«Εγώ της το είπα το απόγευμα που έβαλε τα κλάματα όταν είδε τους βαθμούς, μην κλαις από τώρα, περίμενε την εξεταστική του Γενάρη και θα κλάψεις με όρεξη» λέει ο Μάριος και αυτή τη φορά γελάει όλο το τραπέζι.
Περάσαμε πολύ όμορφα καθώς οι γονείς μου, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν σε μεγάλα κέφια και τελικά καθίσαμε πιο πολύ απ’ όσο αρχικά υπολόγιζα, οπότε όταν γυρίσαμε σπίτι μια αγωνία την είχα για το αν θα με άφηναν να βγω για ποτά τέτοια ώρα.
«Μπαμπά, μαμά, λέμε να βγούμε με την παρέα για κανένα ποτάκι. Δεν πέρασα μόνο εγώ, γράψαμε όλοι καλά. Κρίμα μόνο που δεν είναι εδώ και η Κατερίνα, την άλλη εβδομάδα γυρίζει.»
«Να βγείτε αγάπη μου, το κερδίσατε με την αξία σας» μου λέει η μητέρα μου.
Στην τρίτη λυκείου οι γονείς μου, ακούγοντας επιτέλους τους γονείς του Μάριου, είχαν χαλαρώσει αρκετά τα λουριά δίνοντάς μου έτσι τον αέρα που χρειαζόμουν για να ξεφεύγω και λίγο από τα διαβάσματα. Καθημερινές δεν έβγαινα, αλλά Παρασκευή και Σάββατο βράδυ με άφηναν να κάτσω μέχρι και τις τρεις, αν και η αλήθεια είναι ότι δεν έκανα ούτε μια φορά χρήση του προνομίου, συνήθως γύρω στις δύο ήμουν σπίτι.
«Μέχρι τις τρεις θα είμαι πίσω»
«Είσαι ενήλικη πλέον» μου λέει απλά ο πατέρας μου. «Μπορείς να κάτσεις μέχρι τις τρεις και πέντε» συνεχίζει, κάνοντας με να βάλω τα γέλια. «Βασιλική, σοβαρά τώρα. Από εδώ και πέρα δεν θα έχεις περιορισμό στην ώρα, αλλά απαιτούμε από εσένα δύο πράγματα, να ξέρουμε που και με ποιους είσαι και να τηρείς την ώρα που έχεις πει ότι θα γυρίσεις» είπε αφήνοντάς με εμβρόντητη.
«Θα το κάνω μπαμπά, στο υπόσχομαι»
«Άντε, πήγαινε να ετοιμαστείς» μου λέει η μητέρα μου. «Να περάσετε όμορφα»
«Έτοιμη είμαι, θα περάσω να πάρω το Μάριο και θα πάμε Μπουρνάζι»
«Θα βγεις με φόρεμα;» με ρωτάει η μητέρα μου μην πιστεύοντας στα αυτιά της.
«Λόγω της ημέρας, μην παίρνεις θάρρος!» της λέω πειράζοντάς την. «Λοιπόν, πάω κι εγώ, 03:06 θα είμαι πίσω» τους λέω συνεχίζοντας το πείραγμα.
⇽∙⇾
Και η «χειραφέτηση» μου δεν περιορίστηκε στην ώρα που θα γυρίζω σπίτι από τις εξόδους μου, για πρώτη φορά φέτος μου επέτρεψαν να πάω και διακοπές μόνη μου. Καλά, όχι ακριβώς μόνη μου, με την παρέα ή τέλος πάντων με όσους είχαμε απομείνει σε αυτή, καθώς άρχισε να σπάει πέρσι με το που οι μεγαλύτεροι τέλειωσαν το λύκειο. Έχουμε πια απομείνει έξι από τους αρχικούς δέκα plus, και είπαμε να πάμε Σκιάθο όπου είχε σπίτι η Κλαίρη. Θα είμαι εγώ, ο Μάριος, η Κατερίνα, η Κλαίρη, ο Νίκος και ο Βαγγέλης, που εδώ και έξι μήνες τα έχει με την Κλαίρη. Περίεργο πράγμα όμως, συμμαθητές σε όλο το σχολείο και τα έφτιαξαν αφού το τελείωσαν. Κλαίρη, Βαγγέλης και Νίκος είχαν δώσει για δεύτερη φορά φέτος. Εγώ και η Κατερίνα είμασταν σίγουρες στις πρώτες μας επιλογές και σχεδόν σίγουροι ήταν Βαγγέλης και Κλαίρη, έστω και στις δεύτερες. Ο Νίκος, που φέτος είχε δώσει μόνο φυσική και έκθεση, κρατώντας τους εξαιρετικούς βαθμούς που είχε πάρει πέρσι σε μαθηματικά και χημεία, ήλπιζε βάσιμα σε πτώση των βάσεων για να περάσει στην πρώτη του επιλογή και όπως έδειχναν τα πράγματα μάλλον θα στέκονταν τυχερός· με τη σφαγή που είχε γίνει τον Ιούνη στα μαθηματικά της πρώτης δέσμης οι βάσεις αναμένονταν να κάνουν εντυπωσιακή βουτιά.
Κάτω απ' την Αυγουστιάτικη πανσέληνο
Είμαστε πρώτη μέρα στη Σκιάθο και το βράδυ έχουμε πάει σε κλαμπ. Κοντεύει να πάει μία και απ’ όλη την παρέα έχουμε μείνει μόνο εγώ και ο Μάριος. Βαγγέλης και Κλαίρη θέλανε να ξεμοναχιαστούν και έχουν φύγει λίγο μετά τα μεσάνυχτα ενώ Κατερίνα και Νίκος έφυγαν πριν λίγη ώρα για να πάνε να φάνε κρέπες, αν και μας είπαν ότι θα γυρίσουν πιο μετά.
Είμαστε στην πίστα και χορεύουμε όταν ένας εμφανώς μεθυσμένος τουρίστας με αρπάζει αγκαλιά και προσπαθεί να με φιλήσει. Του ρίχνω κουτουλιά στα μούτρα χωρίς να το σκεφτώ και τον ξαπλώνω στο πάτωμα. Ο Μάριος, μωβ από τα νεύρα, στέκεται δίπλα μου τσιτωμένος και έτοιμος να χιμήξει στο λαρύγγι του οποιονδήποτε κάνει απειλητική κίνηση αλλά τελικά δε χρειάζεται.
“Peace!” λέει ένας κάποιος από την παρέα του μεθυσμένου καθώς η μουσική έχει σταματήσει. Όλοι είδαν τι έχει συμβεί, με το που σηκώθηκε η ωραία κοιμωμένη, με το πρόσωπο γεμάτο αίματα και με δυο-τρία δόντια λιγότερα, τους πέταξαν έξω με τις κλωτσιές. Ο DJ -και ιδιοκτήτης του κλαμπ- έρχεται και μου ζητάει συγνώμη και προτείνει να μας κεράσει ποτά. Ο Μάριος του γνέφει καταφατικά και με παίρνει να πάμε προς το μπαρ. Σε λίγο η μουσική ξεκινάει και πάλι και ο κόσμος αρχίζει να χορεύει.
«Είσαι καλά;» με ρωτάει.
«Θα κάνω καρούμπαλο» του λέω και βάζει τα γέλια. «Τι γελάς ρε μαλάκα;» τον ρωτάω αλλά με πιάνουν κι εμένα τα γέλια.
«Α, ρε Μπίλι, είσαι Θεός, ήλιος καλοκαιρινός. Βρήκε ο μαλάκας άτομο να την πέσει!»
«Μάριε,
λέω να μην το πούμε στους υπόλοιπους, δεν υπάρχει λόγος να τους ταράξουμε»
«Εντάξει» μου αποκρίνεται, «θα είναι το μυστικό μας!»
Πίνουμε το ποτό μας αλλά αποφασίζουμε να μην κάτσουμε άλλο. Πάμε στην κρεπερί όπου βρίσκουμε το Νίκο και την Κατερίνα. Αυτοί θέλουν να συνεχίσουν σε άλλο κλαμπ αλλά ούτε εγώ, ούτε ο Μάριος έχουμε όρεξη. Τους αφήνουμε να πάνε μόνοι τους και περπατάμε προς τα κάτω μέχρι που φτάνουμε στο Μπούρτζι. Έχει κόσμο και φασαρία οπότε φεύγουμε και πάμε προς τις Πλάκες που εκείνη τη στιγμή είναι ερημιά. Πάμε πάνω από τα βράχια μέχρι που φτάνουμε στην άκρη. Η πάνω μεριά τους είναι λεία, ξαπλώνουμε και οι δύο βάζοντας τα χέρια μας ως μαξιλάρια και χαζεύουμε τον ουρανό, εδώ δεν είναι Αθήνα και ο νυχτερινός ουρανός, ακόμα και με το ολόγιομο φεγγάρι, είναι γεμάτος άστρα που λαμπυρίζουν σαν διαμάντια.
«Τι όμορφα που είναι! Τ’ αστέρια μοιάζουν με διαμάντια κεντημένα σε βελούδινο πέπλο» λέω με θαυμασμό.
«Αν θέλεις να με ρίξεις, πιο ρομαντικό πράγμα από την κουτουλιά που έριξες στη μούρη αυτού του μαλάκα δεν υπάρχει!» μου λέει κάνοντας χαβαλέ.
«Έλα ρε μαλάκα, μη το γαμάς» του λέω με παράπονο.
Δεν απαντάει, γυρνάει μόνο προς το πλάι και με κοιτάζει χωρίς να μιλήσει. Το βλέμμα του… κάτι έχει το βλέμμα του που κάνει την καρδιά μου και πάλι να χοροπηδήσει μέσα στα στήθη μου. Λαχτάρα είναι; Τι είναι; Γυρίζω κι εγώ στο πλάι, ξαπλώνοντας στον αγκώνα μου, και τον κοιτάζω στα μάτια, κάτω από το φως του ολόγιομου φεγγαριού.
«Μια πεντάρα για τη σκέψη σου» τον πειράζω τρυφερά.
Στέκεται και με κοιτάζει αναποφάσιστος, σα να ψάχνει να βρει το κουράγιο του, κάνοντας την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.
«Θυμάσαι που με ρώτησες τι κάνω λάθος;» με ρωτάει τελικά λίγη ώρα μετά.
«Ναι…;»
«Δεν κάνω κάποιο λάθος ρε Μπίλι, απλά… απλά δεν αισθάνομαι τίποτα»
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ… ότι… ρε μαλάκα πως να στο πω και να μη με πάρεις με τις πέτρες;»
«Δε θα σε πάρω, στο υπόσχομαι» τον διαβεβαιώνω.
«Δεν κάνουν… δεν κάνουν την καρδιά μου να χτυπήσει»
«Τότε γιατί ήσουν με τις πλερέζες όταν σε χώρισε η Βίκυ;»
«Γιατί… γιατί μου είπε κάτι που μ' έτσουξε…»
«Τι σου είπε; Μα το Θεώ θα τη βρω και θα της αλλάξω τα φώτα!» του λέω αγανακτισμένη.
«Δεν μου είπε κάποια κακία, δεν είναι τέτοιος άνθρωπος. Μου είπε… απλά… απλά μου είπε κάτι, και συνειδητοποίησα ότι είχε δίκιο»
«Τι σου είπε ρε μαλάκα, θα με σκάσεις!»
«Όταν τη ρώτησα γιατί μου ζήτησε να χωρίσουμε μου είπε…» ξεκινάει αλλά σταματάει ψάχνοντας να βρει τα λόγια. Παίρνει βαθιά ανάσα και συνεχίζει: «Μου είπε… Γιατί δε θέλεις εμένα, όχι πραγματικά. Άργησα, μα το κατάλαβα. Δε θα δεχτώ να γίνω αντικαταστάτρια, καμιά κοπέλα που σέβεται τον εαυτό της δεν θα δεχόταν κάτι τέτοιο. Μην ψάχνεις αντικαταστάτριες, Μάριε, καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι σου» λέει και σταματάει. Παγώνω, πραγματικά παγώνω, το μυαλό μου αρνείται να πάρει στροφές. Άκουσα καλά; «Αυτή είναι η αλήθεια, δε στεριώνω με καμία, γιατί καμία δεν είναι εσύ. Ψάχνω… κι εγώ δεν ξέρω τι ψάχνω… αλλά αυτή που λαχταράω είναι η Μπίλι μου… εσύ…»
ΚΑΛΑ ΑΚΟΥΣΑ!!!!!!!!
«Μπίλι… συγνώμη. Δεν… δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση. Το ξέρω ότι δε με βλέπεις έτσι… αλλά… αλλά έπρεπε να το βγάλω από μέσα μου. Δε… δε θα μπορέσω να προχωρήσω αλλιώς…»
«Σ’ αγαπάω!!!»
«Μ’ αγαπάς, το ξέρω, αλλά όχι… αλλά όχι με τον τρόπο που σ’ αγαπάω εγώ» μου λέει χωρίς να έχει καταλάβει γρι, μα ώρες-ώρες αυτό το παιδί γίνεται τελείως Αλέκος. Ανασηκώνομαι γονατιστή κάνοντάς τον να σηκωθεί και αυτός. Τον πιάνω από το πρόσωπο και τον κοιτάζω στα μάτια.
«ΕΙΣΑΙ ΗΛΙΘΙΟΣ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ; ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΡΟΠΟ Σ’ ΑΓΑΠΑΩ!!!»
«Νιώθεις… νιώθεις το ίδιο;» με ρωτάει, ακόμα αβέβαιος.
Θεούλη μου, θα τον πνίξω και θα μείνω με την όρεξη!
«ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΡΑ ΒΡΕ ΜΠΟΥΦΟ!!!»
«Μπίλι…» μου λέει και κομπιάζει. «Θέλω… θέλω να σε φιλήσω»
«Δεν θα σε κουτουλήσω, στο λόγο της τιμής μου!» του απαντάω και βάζουμε τα γέλια και οι δύο, κάνοντας την ένταση που είχε μαζευτεί μέσα μας να σκάσει σα σαπουνόφουσκα.
«Α, ρε Μπίλι» μου λέει γελώντας ακόμα. «Τι θα σε κάνω;»
«Θα με φιλήσεις, αυτό δεν είπες;»
Γέρνει προς το μέρος μου, κλείνω τα μάτια μου και τα χείλη μας συναντώνται σε ένα απαλό, διστακτικό στην αρχή, φιλί. Τον τραβάω πάνω μου κάνοντας το στόμα του να κολλήσει στο δικό μου. Δεν είναι όνειρο! Μόλις εξομολογηθήκαμε ο ένας στον άλλον τον έρωτά μας και φιλιόμαστε, φιλιόμαστε σαν εραστές! Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά μέσα στα στήθη μου, και όπως και εκείνη τη φορά που παίζαμε Πυθία θέλω ο χρόνος να σταματήσει, να μείνουμε για πάντα εκεί… και αυτή τη φορά δεν υπάρχει κανείς να μας διακόψει.
Η ένταση του φιλιού έχει αυξηθεί, έχει γίνει πιο άγριο, πιο παθιασμένο. Με ξαπλώνει και γέρνοντας πάνω μου αρχίζουμε και φιλιόμαστε με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Κατεβάζει διστακτικά το χέρι του προς το αριστερό μου στήθος προσπαθώντας να καταλάβει την αντίδρασή μου. Του πιάνω το χέρι και το πιέζω πάνω στο στήθος μου και παίρνοντας το μήνυμα αρχίζει να με χουφτώνει και να με μαλάζει απαλά, κάνοντάς με να ριγήσω. Η αίσθηση, αν και δεν είναι πρωτόγνωρη καθώς και ο Jean-Claude είχε χαϊδέψει τα στήθη μου, είναι πολύ πιο έντονη αυτή τη φορά, το σώμα μου τρεμουλιάζει και νιώθω μια γλυκιά ζέστη να απλώνεται στα λαγόνια μου. Σταματάει το φιλί και ξεκινάει να με φιλάει στο λαιμό και μετά πάει στο αυτί μου και η αίσθηση είναι τόσο υπέροχη που νιώθω ότι θα εκραγώ.
Δεν έχει σταματήσει ούτε στιγμή να μαλάζει πότε το ένα και πότε το άλλο μου στήθος. Περνάει διστακτικά το χέρι του κάτω από τη μπλούζα μου, η οποία το παραδέχομαι, έχει αρκετά αποκαλυπτικό ντεκολτέ -για την ακρίβεια είναι η ίδια μπλούζα που φορούσα τη βραδιά που γνώρισα τον Jean-Claude, γουρλίδικη είναι τελικά!- και τον αφήνω. Όπως και τότε δεν φοράω σουτιέν και η αίσθηση κάτω από το ύφασμα είναι ακόμα πιο δυνατή. Οι ανάσες μου γίνονται κοφτές, σχεδόν σαν αναφιλητά. Μου μαλάζει απαλά το στήθος, οι ρώγες μου έχουν πετρώσει. Κάνει να μου ανεβάσει τη μπλούζα και διστάζει προς στιγμή. Δεν αντιδράω, του αφήνω την πρωτοβουλία. Μου την ανεβάζει τελείως, μέχρι το ύψος του λαιμού. Τα στήθη μου είναι γυμνά για δεύτερη φορά μπροστά σε κάποιο αγόρι και το νυχτερινό αεράκι τα χαϊδεύει σαν εραστής, κάνοντας με να ανατριχιάσω ακόμα περισσότερο.
Σκύβει από πάνω τους και τρυφερά, πολύ τρυφερά, αρχίζει και πιπιλάει τη ρώγα του δεξιού μου στήθους ενώ με το άλλο του χέρι μαλάζει απαλά το αριστερό. Η ζέστη που είχε απλωθεί στα λαγόνια μου έχει γίνει πυρκαγιά. Νιώθω τόσο όμορφα που είναι σχεδόν αβάσταχτο, ενώ τα χείλη και η γλώσσα του παίζουν με τις ρώγες μου που έχουν πετρώσει τόσο πολύ που σχεδόν πονάνε… αλλά… αλλά αυτός δεν είναι πόνος… δεν ξέρω τι ακριβώς είναι, το μόνο που ξέρω είναι πως κοντεύω να χάσω τα μυαλά μου. Συνεχίζει πολλή ώρα έτσι, πότε πιπιλώντας το ένα στήθος και πότε το άλλο. Κάποια στιγμή σταματάει, μου φιλάει απαλά τη ρόγα και μου ανεβάζει ξανά τη μπλούζα, καλύπτοντάς και πάλι τα στήθη μου. Μου δίνει ένα τρυφερό φιλί, γέρνει στο πλάι μου, με κοιτάζει που ξαπλωμένη ανάσκελα μοιάζω να κοιτάω το άπειρο και βάζει ένα γελάκι.
«Θα τους πέσει κεραμίδα στο κεφάλι» λέει αναφερόμενος στην υπόλοιπη παρέα.
«Θα το ξεπεράσουν» του απαντάω, προσπαθώντας ακόμα να βρω τις ανάσες μου.
«Κερνάω κρέπα!»
«Αργότερα» του απαντάω και τον τραβάω ξανά πάνω μου και χανόμαστε και πάλι σε ένα βαθύ, σ' ένα ατελείωτο ερωτικό φιλί. «Σ’ ΑΓΑΠΑΩ! Σ’ ΑΓΑΠΑΩ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ, Σ’ ΑΓΑΠΑΩ!» φωνάζω μέσα στη νύχτα και από κάπου ακούγεται μια φωνή που μας κάνει να βάλουμε τα γέλια. «Κι εμείς τι σου φταίμε ρε κοπελιά; Δεν μπορείς ν' αγαπάς τον μαλάκα σου πιο σιγά;»
Σαν παιδάκια που κάνανε κάποια σκανταλιά, σηκωνόμαστε και φεύγουμε, γελώντας ακόμα, και πάμε ξανά προς το κέντρο. Σταματάμε στην κρεπερί και μοιραζόμαστε μια γλυκιά κρέπα, γινόμαστε και οι δύο επίτηδες χάλια γεμίζοντας μερέντα και σκουπίζουμε ο ένας τον άλλον με φιλιά. Νιώθω σα να είμαι σε όνειρο, αλλά δεν είναι όνειρο.
«Από πότε είσαι ερωτευμένη μαζί μου;»
«Δεν το είχα συνειδητοποιήσει μέχρι που μου είπες ότι τα έφτιαξες με τη Βίκυ. Μου ήρθε κατακούτελα!»
«Χαχαχα, κοίτα να δεις που στο τέλος θα πρέπει να της πάμε και γλυκά!» μου λέει γελώντας.
«Έλα ντε! Εσύ… εσύ πότε κατάλαβες ότι είσαι ερωτευμένος μαζί μου;»
«Από εκείνη την ημέρα που ήρθα και σε σήκωσα με το ζόρι για να βγούμε έξω να παίξουμε κρυφτό!»
«Είχαμε μια διαφορά φάσης αλλά, αντίθετα με σένα, εγώ δε σε ζόρισα.»
«Ε όχι και δε με ζόρισες, με τον Jean-Claude ειδικά μού ‘δωσες και κατάλαβα!»
«Ξέρεις ποιο είναι το περίεργο; Μετά τον Jean-Claude σε ερωτεύτηκα ακόμα περισσότερο»
«Εγώ σε θυμάμαι ότι ήσουν τρελή και παλαβή μαζί του»
«Ήμουν, είχα ξεμυαλιστεί τελείως μαζί του, ίσως γιατί ήξερα ότι δεν υπάρχει κανένα μέλλον. Άφησα τον εαυτό μου να το ζήσει και ήταν πολύ όμορφο αλλά όταν τελείωσε έτσουξε πολύ… πολύ όμως. Αλλά και πάλι ήσουν εκεί, Μάριε.»
«Τι εννοείς;»
«Ότι πραγματική παρηγοριά βρήκα μόνο στην αγκαλιά του παιδικού μου φίλου, παρόλο που νόμιζα ότι δε με θέλει όπως τον ήθελα εγώ. Ακόμα και έτσι όμως, συνειδητοποίησα ότι αυτή η αγκαλιά ήταν ανοιχτή για μένα και ήταν εκείνη τη στιγμή που την είχα περισσότερο ανάγκη από κάθε τι. Έκλαιγα μέσα της και εσύ το μόνο που έκανες ήταν να με κρατάς ακόμα πιο σφιχτά. Εκεί… εκεί σε ερωτεύτηκα ακόμα περισσότερο και τώρα που ξέρω ότι κι εσύ ήσουν ερωτευμένος και αυτό σε πονούσε, με κάνει να σ’ αγαπάω ακόμα παραπάνω!»
«Καλά με τον Jean-Claude, με τον Δημήτρη γιατί τα είχες φτιάξει αφού δεν τον ήθελες;»
«Από αντίδραση… για την Αναστασία» του ομολογώ κάνοντάς τον να αναστενάξει.
«Πώς χάσαμε έτσι τόσα χρόνια ρε Μπίλι;
«Κάλιο αργά παρά ποτέ» του λέω κάνοντάς τον να χαμογελάσει. Θεέ μου, είναι τόσο όμορφος, τόσο υπέροχος και είναι… είναι δικός μου! Δικός μου!
⇽∙⇾
Δυο μέρες αργότερα αποφασίσαμε να πάμε στον μικρό Ασέληνο αλλά όταν φτάσαμε και οι υπόλοιποι είδαν ότι θέλει πρώτα κατάβαση και μετά ορειβασία, γκρίνιαξαν να πάμε στον μεγάλο, που είναι και οργανωμένη και τελικά πήγαμε εκεί. Την επόμενη μέρα νοικιάσαμε γουρούνα και πήγαμε μόνοι μας οι δυο μας στο μικρό Ασέληνο, όχι που θα κάτσουμε να σκάσουμε! Κάτω είναι ερημιά, ζήτημα αν είναι εκεί δυο-τρεις παρέες. Ο μικρός Ασέληνος είναι μια υπέροχη μινιόν παραλία σε ένα μικρό όρμο, με άμμο και βαθιά, πεντακάθαρα νερά. Αριστερά, αφού περάσεις τα βράχια, έχει ακόμα έναν μικρότερο κολπίσκο, και αυτός με άμμο, οπότε αποφασίζουμε να πάμε εκεί ώστε να είμαστε τελείως μόνοι.
«Μπίλι;» μου λέει ο Μάριος όταν στρώσαμε τις πετσέτες. «Βγάλε το πάνω σου, είμαστε μόνοι» Δεν θα δει κάτι που δεν είχε δει χθες και προχθές, έστω και στο φως του φεγγαριού, αλλά η αλήθεια είναι ότι διστάζω λίγο. «Έλα βρε Μπίλι, έχεις τόσο όμορφα στήθη, άσε με να σε χαρώ»
«Θα είσαι φρόνιμος μετά;» τον ρωτάω παιχνιδιάρικα, και βάζει τα γέλια.
«Για μαλάκες ψάχνεις;»
«Όχι, έναν που έχω μου φτάνει!» τον πειράζω αλλά του κάνω το χατίρι και βγάζω το πάνω μέρος του μαγιό μου.
«Έλα τώρα να βάλουμε και λαδάκι» μου λέει χαμογελώντας πονηρά!
«Κάπως ήμουν σίγουρη» του λέω πειρακτικά αλλά αφήνομαι στα χάδια των χεριών του. «Λάδι είπαμε να βάλεις, μη μας γαμήσεις κιόλας!» του λέω, πειράζοντάς τον και πάλι, καθώς ο ερεθισμός του δεν κρύβεται.
«Κάπως πρέπει να σταματήσω να είμαι μαλάκας!» μου λέει και βάζω τα γέλια.
«Και να αφήσεις πίσω σου τέτοια καριέρα; Ποτέ!»
Είμαι πολύ χαλαρωμένη, φυσάει ελαφρό αεράκι και η αίσθηση του πάνω στα γυμνά μου στήθη είναι υπέροχη. Λίγη ώρα μετά μπαίνουμε στα καθάρια νερά και κολυμπάμε, και παίζουμε, κάνουμε πατητές, κάνουμε μακροβούτια και είναι τόσο όμορφα, όλα είναι τόσο όμορφα! Βγαίνουμε έξω και ξαπλώνουμε στις πετσέτες και σε λίγο, αδιαφορώντας πλήρως για το ότι μπορεί να έρθει κανείς από εδώ και να μας δει, ξεκινάμε να φιλιόμαστε και πολύ γρήγορα καταλήγουμε να χαμουρευόμαστε. Το χάδι της γλώσσας του στα στήθη μου κόβει και πάλι την ανάσα και όταν κατεβάζει το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου δεν τον σταματάω αλλά εκείνος δεν προχωράει περισσότερο πέρα από ένα απαλό χάδι πάνω από το μαγιό.
«Μια πεντάρα για τη σκέψη σου» του λέω τρυφερά, έτσι είχαμε ξεκινήσει προχθές καταλήγοντας στο τέλος της βραδιάς ζευγάρι.
«Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου»
«Και κανείς σαν το Μάριο μου» του απαντάω.
Με είπες μωρό σου!
Είναι πρωί, έχω πάει στο σπίτι του για να πιούμε καφέ.
Στους δικούς μας δεν έχουμε πει ακόμα τίποτα και προσέχουμε πολύ να μη μας πάρουν χαμπάρι. Οι βάσεις είχαν βγει από τα τέλη Αυγούστου, και όπως και εκείνος πέρσι, έτσι κι εγώ φέτος, πέρασα πρώτη των πρώτων, και έτσι ο Μάριος κατάφερε να διατηρήσει ανέπαφες τις μεταφορικές του κοτσίδες. Τον Ιούλη με το 160 στα Μαθηματικά και το 6330 συνολικά τη χρονιά της μεγάλης σφαγής, είχα κερδίσει κι εγώ μια θέση στις εφημερίδες, οι οποίες λύσσαξαν όταν κατάλαβαν ότι οι πρώτοι των πρώτων, περσινός και φετινή, είναι γείτονες και φίλοι από μικρά παιδιά και όχι μόνο αυτό, αλλά και πως η πρώτη στη Νομική και πέμπτη συνολικά είναι και κολλητή τους, και κάπως έτσι το τρίο Stooges έγινε γνωστό και στο πανελλήνιο. Αυτή τη φορά δεν ήμουν εγώ που μάζεψα τα αποκόμματα, το έκανε εκείνος, και όταν μου τα έδειξε πήγα και άνοιξα το κουτί και έδειξα αυτά που είχα κρατήσει κι εγώ, δεν είχα ανάγκη πια να το κρατάω μυστικό.
Και δεν ήταν μόνο αυτό που είχε αλλάξει από εκείνη την όμορφη αυγουστιάτικη βραδιά, είχε επιστρέψει μετά από χρόνια ξανά στη ζωή μας η πάλη, αν και πλέον ως καθαρά ερωτικό παιχνίδι. Αν δεν είχαμε προχωρήσει περισσότερο από το χαμούρεμα στο στήθος και φευγαλέα χάδια κάτω, δε μας πήρε και πολύ να παραδεχτούμε ο ένας στον άλλον το πόσο μας ερέθιζε να με βάζει κάτω και να με ακινητοποιεί. Ο Μάριος μου εξομολογήθηκε ότι αυτός ήταν και ο λόγος που ο ίδιος είχε αρχικά σταματήσει να παλεύει μαζί μου και εγώ του εξομολογήθηκα ότι την τελευταία φορά που είχε γίνει αυτό παρακαλούσα από μέσα μου να με φιλήσει.
«Τι θα κάνουμε το βράδυ; Θέλεις να πάμε σινεμά;»
«Ναι αμέ!» του απαντάω ενθουσιασμένη. «Σε θερινο, έτσι;»
«Εννοείται»
«Σ’ αγαπάω!» του λέω. Δε χορταίνω να του το λέω και δε χορταίνω να τον ακούω να μου το λέει.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω Μπίλι μου»
«Λοιπόν, πάω να πάρω τα παιδιά να το κανονίσουμε»
«Θέλω να βγούμε μόνοι μας» μου λέει.
«Εντάξει» του απαντάω χαμογελαστή. «Πού θα πάμε;»
«Δεν έχω ιδέα! Κάτσε να πάω να βρω τη χθεσινή εφημερίδα, Τρίτη είναι σήμερα, δεν αλλάζουν πρόγραμμα. Ρε συ, έχει τη Σιωπή των Αμνών που το χάσαμε το χειμώνα.»
«Αμέ! Που το παίζει;»
«Στη Μπομπονιέρα στην Κηφισιά»
«Με τραινάκι θα πάμε;»
«Ναι μωρέ, δυο ώρες είναι, δε θα μας πάρει η νύχτα»
Ο Μάριος σηκώνεται να πάει στο μπάνιο και με πιάνει ο διάολος, πάω και κρύβομαι στο δωμάτιό του. Λίγη ώρα αργότερα ακούω το καζανάκι και το νερό να τρέχει στο νιπτήρα. Βγαίνει από το μπάνιο και πάει στο σαλόνι.
«Μπίλι;» φωνάζει αλλά δεν απαντάω. «Που στο διάολο πήγε;» τον ακούω να μουρμουράει. Κοντοστέκεται για λίγο και πηγαίνει στην κουζίνα. «Δεν είμαστε με τα καλά μας» συνεχίζει να μουρμουράει. «Ρε Μπίλι;» φωνάζει ξανά. Έρχεται στο δωμάτιό του και περνάει μέσα, έτσι όπως έχω κρυφτεί δε με βλέπει. Κοιτάζει απορημένος και κάνει να γυρίσει προς το διάδρομο, και τότε του ορμάω από πίσω και σκαρφαλώνω στην πλάτη του ξαφνιάζοντάς τον. «Ρε μαλάκα μου έκοψες το αίμα!» μου λέει ενώ εγώ από πίσω προσπαθώ απελπισμένα να τον κάνω να χάσει την ισορροπία του. «Έτσι είσαι;» μου λέει και πάει και στέκεται στα πόδια του κρεββατιού του, γέρνει προς τα πίσω και πέφτουμε και οι δύο στο κρεββάτι του, εγώ από κάτω και εκείνος με την πλάτη πάνω μου. Προσπαθώ να τον εμποδίσω, παλεύουμε και γελάμε, αλλά τελικά καταφέρνει να γυρίσει και να κάτσει πάνω μου.
«Παραδίνομαι» του λέω χωρίς να μου το ζητήσει. Τον πιάνω και τον τραβάω πάνω μου και αρχίζουμε και φιλιόμαστε. Είμαι φουλ ερεθισμένη και με το λεπτό σορτσάκι που φοράει, νιώθω και το δικό του ερεθισμό. Οι γλώσσες μας είναι μπλεγμένες στις άκρες των χειλιών μας και το χέρι του χουφτώνει δυνατά τα στήθη μου. Με ανασηκώνει και με βοηθάει να βγάλω τη μπλούζα μου, μένω γυμνή από πάνω και μόνο με ένα κοντό σορτσάκι από κάτω. Αφήνει το στόμα μου και κατεβαίνει στα στήθη μου, αρχίζει να μου γλείφει και να μου πιπιλάει τις ρώγες ενώ εγώ τον πιάνω από το κεφάλι και τον κάνω να κολλήσει πάνω τους.
Αφήνει τα στήθη μου και ανεβαίνει ξανά προς τα πάνω και ξεκινάμε να φιλιόμαστε και πάλι. Φέρνει το χέρι του ξανά πάνω στο δεξί μου στήθος και αφού το μαλάζει για λίγο, το παίρνει από εκεί και αρχίζει με χαϊδεύει στα πλευρά, και συνεχίζει πιο χαμηλά, μέχρι που φτάνει στο σορτσάκι μου. Στέκεται αναποφάσιστος για λίγο, περνάει το χέρι του κάτω από το λάστιχο του σορτς και το κατεβάζει διστακτικά πιο χαμηλά, προσπαθώντας να διαβάσει τις αντιδράσεις μου. Δεν τον σταματάω και φέρνει το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου πάνω από το κιλοτάκι. Με χουφτώνει απαλά, κάνοντας να μου ξεφύγει ένας μικρός στεναγμός απόλαυσης. Νιώθω τη φωτιά να απλώνεται και πάλι στα λαγόνια μου και εκείνος θαρρετά περνάει το χέρι του κάτω από το κιλοτάκι και σχεδόν μου κόβεται η ανάσα, αλλά εκείνος το παίρνει αλλιώς και σταματάει. Κάνει να τραβήξει το χέρι του και του το καπακώνω.
Το χάδι του με ξετρελαίνει, είναι φανερό ότι έχει πρότερες εμπειρίες, ξέρει που να πιέσει, που να κάνει κυκλικές κινήσεις και πόση δύναμη χρειάζεται να βάλει. Έχω γίνει μούσκεμα, τα δάχτυλά του παίζουν με την κλειτορίδα μου και νιώθω σα να με διαπερνάει ρεύμα. Βάζει σιγά και προσεκτικά ένα δάχτυλο μέσα μου και το παιχνίδι του αλλάζει, πότε παίζει με την κλειτορίδα μου και πότε μου βάζει δάχτυλο στον κόλπο, κάνοντάς με να χάσω τα μυαλά μου. Είμαι χαμένη τελείως και εκεί συνειδητοποιώ ότι το μόνο που θέλω είναι να μπει μέσα μου. Τρομάζω στη σκέψη, δε νιώθω ακόμα έτοιμη να του δοθώ. «Όχι άλλο» του λέω και αμέσως σταματάει και τραβάει το χέρι του.
«Δε σου άρεσε;»
«Μου παρά-άρεσε, αν μ' εννοείς…» του απαντάω και χαμογελάει.
«Έλα, πάμε μέσα να συνεχίσουμε το καφεδάκι μας» μου λέει και πάμε και καθόμαστε στο σαλόνι.
«Μάριε, το έχεις ξανακάνει αυτό, έτσι;»
«Ναι, το έχω ξανακάνει» μου απαντάει.
«Έχεις κάνει έρωτα;»
«Όχι, αυτό δεν το έχω κάνει ακόμα
… πότε να προλάβω μωρέ Μπίλι, σάμπως στέριωνα και με καμία;»
«Είναι κι αυτό…»
«Δεν πρόκειται ποτέ να σε πιέσω…»
«Το ξέρω μωρό μου» του απαντάω χωρίς να το σκεφτώ. «Γιατί με κοιτάς έτσι;» τον ρωτάω απορημένη.
«Με είπες μωρό σου!» μου λέει και βάζει τα γέλια. «Με είπες μωρό σου!!!!» επαναλαμβάνει ακόμα πιο ενθουσιασμένος και σηκώνεται και έρχεται και με φιλάει. «Σ’ αγαπάω!!!»
«Κι εγώ σ’ αγαπάω, πολύ-πολύ» του απαντάω χαμογελώντας με τον ενθουσιασμό του. «Σοβαρά σε είπα μωρό μου;»
«Ναι ρε μαλάκα» μου λέει επιστρέφοντας και πάλι στον τρόπο με τον οποίο μιλάμε από παιδιά.
«Εντάξει ρε μαλάκα!» του λέω και του κάνω «ΜΜΜΜΜ» με τη γλώσσα μου
«Τι μαλάκας είσαι…» μου λέει βάζοντας τα γέλια.
«Ο δικός σου μαλάκας… Η Μπίλι σου» του λέω τρυφερά.
«Η Μπίλι μου» μου απαντάει εξίσου τρυφερά. «Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου!»
Άλλος έβλεπε τις τσόντες
Εδώ και λίγες μέρες έχουν ξεκινήσει τα μαθήματα στη σχολή. Έχουμε διαφορετικά προγράμματα ωστόσο καταφέρνουμε να τα κανονίσουμε με τέτοιο τρόπο ώστε να πηγαίνουμε και να φεύγουμε μαζί. Όταν επιστρέφουμε, φροντίζουμε κάθε μέρα να κάτσουμε τουλάχιστον μία ώρα να κάνουμε ο καθένας επανάληψη τα μαθήματα που κάναμε στη μέρα, διαβάζαμε σπίτι του ή σπίτι μου, και οι γονείς μας -που δεν τους το είχαμε πει- συνέχισαν να μην υποψιάζονται τίποτα, όσο τους αφορούσε, και με διακοπή ενός χρόνου, ήταν και πάλι business as usual, διαβάζαμε μαζί από μικρά παιδιά και με τους βαθμούς μας, και ο ένας, και ο άλλος, τους είχαμε αποδείξει ότι όντως διαβάζαμε, δεν το ρίχναμε στην παλαβή.
Όταν ανακοινώσαμε στην παρέα ότι ήμασταν ζευγάρι, μόνο η Κατερίνα είχε πέσει από τα σύννεφα, οι άλλοι τρεις είχαν πει «Επιτέλους, Ανάσταση!» κάνοντάς μας αμφότερες να νιώσουμε ελαφρώς μαλάκες, πώς δεν είχαμε πάρει χαμπάρι ότι ο Μάριος έτρεφε ακριβώς του ίδιου τύπου αισθήματα με μένα; Δε βαριέσαι, κάλιο αργά παρά ποτέ. Από εκείνη τη βραδιά και μετά περίμενα την κάθε νέα μέρα με ανυπομονησία, να βρεθούμε και πάλι κοντά, να τον δω, να με πάρει στην αγκαλιά του, να φιληθούμε, να χαϊδευτούμε, να πειράξουμε ο ένας τον άλλον, να γελάσουμε, ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της μέχρι τότε μου ζωής.
Βαγγέλης και Κλαίρη πέρασαν στις δεύτερές τους επιλογές -και οι δύο Αθήνα- αλλά η πτώση των βάσεων στην πρώτη δέσμη βοήθησε το Νίκο να περάσει στην πρώτη δική του, και από τα μέσα του Σεπτέμβρη είχε κατέβει Ηράκλειο, στη σχολή Επιστήμης Υπολογιστών. Σήμερα η Κατερίνα μας είπε ότι θα ερχόταν μαζί και ο Θανάσης, συμφοιτητής της, πρωτοετής και αυτός στη Νομική. Μου είχε πει ότι τη φλέρταρε, και επειδή κι εκείνης της άρεσε πολύ, τον κάλεσε να βγούμε μαζί, να γνωρίσει και την παρέα.
⇽∙⇾
Αποφασίζουμε να ανέβουμε Νέο Ψυχικό, εκεί που έμενε ο Θανάσης, και να τον βρούμε εκεί. Στριμωχτήκαμε και οι πέντε στο αυτοκίνητο του πατέρα του Μάριου και ξεκινήσαμε. Γνωρίσαμε και το Θανάση, που μας φάνηκε και στους δύο πολύ συμπαθητικός, και όταν γυρίσαμε, πριν αφήσουμε την Κατερίνα στο σπίτι της, μας είπε πως ο Θανάσης στο τέλος της βραδιάς της ζήτησε να βγουν οι δυο τους. Τις δώσαμε τις ευχές μας και μετά, έχοντας ορεξούλες, αντί να επιστρέψουμε στα σπίτια μας, πήγαμε στα εργοστάσια απέναντι από το 26ο, στην αρχή της Φιλικών και σταματήσαμε σε ένα απόμερο σημείο.
Βγαίνουμε για λίγο από το αυτοκίνητο και τραβάμε τα μπροστινά καθίσματα μπροστά για περάσουμε στο πίσω. Κλειδώνουμε τις πόρτες, ο Μάριος με τραβάει προς το μέρος του, και αρχίζουμε να φιλιόμαστε. Κάθε φορά κάνουμε τα ίδια πράγματα με την ίδια σειρά μα κάθε φορά είναι σα να είναι η πρώτη. Φιλιόμαστε και με χουφτώνει στα στήθη και μετά με γλείφει στα αφτιά και στο λαιμό, και μετά με γδύνει από πάνω και παίζει τα στήθη μου με το στόμα του για πολλή ώρα. Μετά ανεβαίνει και πάλι και με φιλάει, μου ξεκουμπώνει το παντελόνι, αν φοράω κάποιο με κουμπιά η φερμουάρ, ή περνάει το χέρι του από κάτω, αν φοράω κάτι πιο ελαστικό, και με παίζει.
Έχω πιεί λίγο παραπάνω από το συνηθισμένο μου και είμαι αρκετά χαλαρωμένη, απολαμβάνω όπως κάθε φορά το χάδι των χεριών του στην κλειτορίδα και τον κόλπο μου, μα σήμερα το νιώθω ακόμα πιο έντονα. Ο Μάριος παίρνει θάρρος και μου κατεβάζει το παντελόνι και το κιλοτάκι μου και εγώ τον αφήνω. Με ρωτάει αν του επιτρέπω να μου τα βγάλει και με πιάνει ένας στιγμιαίος πανικός. «Τι θέλεις να κάνεις;» τον ρωτάω αλλά η ματιά του με καθησυχάζει. «Θα δεις» μου απαντάει καθησυχαστικά. Μένω τελείως γυμνή και με βάζει να ξαπλώσω στο κάθισμα, σκύβει προς το μέρος μου και, ανοίγοντάς μου ελαφρά τα πόδια, χώνει το κεφάλι του ανάμεσα τους. Μου ξεφεύγει ένας δυνατός αναστεναγμός όταν παίρνει απαλά την κλειτορίδα μου στα χείλη του και αρχίζει να την πιπιλάει. Μετά ακολουθεί η γλώσσα του, και το πάνω-κάτω της στην κλειτορίδα κάνει το σώμα μου να τεντωθεί.
Ο οργασμός δεν μου ήταν κάτι πρωτόγνωρο από τότε που άρχισα να παίζω με τον εαυτό μου, αλλά αυτόν που μου προσφέρει με το στόμα του δεν έχω λόγια να τον περιγράψω. Το σώμα μου τραντάζεται σαν να το διαπερνούν χιλιάδες βολτ, οι αναστεναγμοί μου γίνονται αναφιλητά και στην κορύφωση τεντώνομαι τόσο πολύ που νιώθω ότι θα σπάσω. Είναι τόσο δυνατό που γίνεται σχεδόν αφόρητο, μα έχει κι άλλο, μου κόβεται σχεδόν η ανάσα. Τραβιέται απαλά, η ένταση καταλαγιάζει σιγά-σιγά και κλείνω τα μάτια προσπαθώντας βρω τις ανάσες μου. Με βοηθάει να φορέσω και πάλι εσώρουχο και παντελόνι.
«Σ’ άρεσε;» με ρωτάει με τρυφερή φωνή.
«Δεν το κατάλαβες;» του απαντάω γελαστή
«Δεν το είχα ξανακάνει αυτό…»
«Τόσες τσόντες που έχεις δει…»
«Τι μαλάκας είσαι ρε Μπίλι» μου λέει βάζοντας τα γέλια.
«Άλλος έβλεπε τις τσόντες!» του υπενθυμίζω, συνεχίζοντας το πείραγμα.
«Όταν έβλεπα τις τσόντες δεν ήμουν μαλάκας… μετά γινόμουν» απαντάει, και βάζω με τη σειρά μου τα γέλια.
«Αλήθεια, εσένα στο έχουν κάνει ποτέ αυτό;» τον ρωτάω μετά από λίγο.
“Nope” μου απαντάει μονολεκτικά. «Να σου πω… θέλω να πάμε κάπου ένα διήμερο οι δυο μας, τι θα έλεγες για Ναύπλιο;» με ρώτησε αλλάζοντας κουβέντα.
«Μέσα!!!!» του απαντάω χαμογελαστή. Θα είχα και την ευκαιρία μου να πραγματοποιήσω ένα από τα όνειρα που έκανα, να κοιμηθώ στην αγκαλιά του και να ξυπνήσω στην αγκαλιά του. «Σ’ αγαπάω»
«Κι εγώ σ’ αγαπάω Μπίλι μου» μου λέει και με χαϊδεύει τρυφερά στο πρόσωπο.
Γέρνω προς το μέρος του και αρχίζουμε και φιλιόμαστε και πάλι, αλλά αυτή τη φορά αναλαμβάνω εγώ την πρωτοβουλία. Τον τραβάω πάνω μου και παίρνω το χέρι του και το πιέζω πάνω στο στήθος μου. Φιλιόμαστε και πάλι ενώ με το χέρι του να μου σφίγγει δυνατά το στήθος. Σταματάω το φιλί και του βγάζω τη μπλούζα και είμαι εγώ αυτή τη φορά που σκύβω και του πιπιλάω τις ρόγες. Σηκώνομαι ξανά προς τα πάνω και τον φιλάω στο λαιμό, το χέρι μου τον χαϊδεύει στα πλευρά και μετά κατεβαίνει στα μπούτια του. Του χαϊδεύω το όργανο πάνω από το παντελόνι, δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνω, αλλά σήμερα προχωράω παρακάτω. Του το ξεκουμπώνω χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματήσω να τον πιπιλάω στο λαιμό. Περνώ το χέρι μου πάνω από το εσώρουχό του και τον αγγίζω πάνω από το ύφασμα. Η ανάσα του γίνεται πιο βαριά και τότε περνάω το χέρι μου κάτω από το εσώρουχό του και πιάνω για πρώτη φορά στα γυμνά μου χέρια το όργανό του.
Το χαϊδεύω και ενστικτωδώς το αγκαλιάζω με τη χούφτα μου και αρχίζω να το παίζω αργά αλλά δε με βολεύει έτσι, τον βοηθάω να κατεβάσει παντελόνι και το εσώρουχο, και παίρνω ξανά το όργανό του στο χέρι μου. Έχει ξαπλώσει στην πλάτη του καθίσματος με κλειστά μάτια και δείχνει να το απολαμβάνει. Δεν είχε δει μόνο ο Μάριος τσόντες, κι εγώ είχα δει, για την ακρίβεια κάμποσες τις είχαμε δει παλιότερα μαζί στη ζούλα, κάνοντας χαβαλέ και σχολιάζοντας. Μπορεί να τα έχουμε μόλις από τα τέλη Αυγούστου αλλά είμαι ερωτευμένη μαζί του πολλά χρόνια, και ας χρειάστηκε να τον δω να φιλιέται με τη Βίκυ στο πάρτι για να το καταλάβω. Παίρνω την απόφαση να είμαι η πρώτη που θα του κάνει στοματικό, και ο Θεός βοηθός!
Χωρίς να σταματήσω να τον παίζω αργά και ρυθμικά, χαμηλώνω το κεφάλι μου πάνω από το όργανό του και τον παίρνω διστακτικά στο στόμα μου. «Μπίλι;» με ρωτάει έκδηλη έκπληξη στη φωνή του. «Σσσσς» του κάνω και τον ξαναπαίρνω στο στόμα μου. Η μυρωδιά του και η γεύση του με κάνουν να υγρανθώ ξανά, είναι υπέροχες… είναι… δεν ξέρω κι εγώ τι είναι. Όταν το είχα δει στις τσόντες είχα αηδιάσει, αλλά η πραγματικότητα αποδεικνύεται τελείως διαφορετική, όχι απλά δεν νιώθω αηδία, απολαμβάνω και από πάνω την αίσθησή του οργάνου του μέσα στο στόμα μου.
Προσπαθώ να θυμηθώ τι κάνανε στις τσόντες, σφίγγω απαλά τα χείλη μου γύρω από το όργανό του και τον παίρνω στο στόμα μου, μέχρι που φτάνει στο σημείο να νιώσω το gag reflex. Πνίγομαι και σταματάω για λίγο αλλά αρχίζω και πάλι, αυτή τη φορά τον παίρνω στο στόμα μου πιο προσεκτικά, τόσο βαθιά όσο να μην νιώθω πως πνίγομαι. Δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος -νομίζω δηλαδή, σάμπως έχω πρότερες εμπειρίες;- πρέπει να είναι γύρω στους 15 πόντους και καταφέρνω να τον πάρω σχεδόν μέχρι τη μέση. Αρχίζω και ανεβοκατεβάζω ρυθμικά το κεφάλι μου, προσέχοντας να μην τον ακουμπήσω με τα δόντια, και μετά θυμάμαι τις τσόντες, τον αγκαλιάζω με τη χούφτα μου από τη βάση του και αρχίζω να τον παίζω. Μου παίρνει λίγο να καταφέρω να συντονίσω τις κινήσεις χεριών και κεφαλιού, αλλά γρήγορα βρίσκω το ρυθμό μου.
Ακούω τις ανάσες του που έχουν γίνει κοφτές, που και που του ξεφεύγουν μικροί στεναγμοί και βογγητά. Σταματάω για λίγο και τον κοιτάζω, έχει ξαπλώσει στην πλάτη του καθίσματος γέρνοντας το κεφάλι προς τα πίσω
και έχει τα μάτια κλειστά. Αρχίζω και πάλι τις ρυθμικές κινήσεις, και έχοντας βρει το ρυθμό μου, αρχίζω να επιταχύνω προκαλώντας αύξηση στην ένταση και τη συχνότητα των
βογγητών
του. Βάζει το χέρι του στην πίσω μεριά του κεφαλιού μου και με γραπώνει από τα μαλλιά, δίνοντάς μου πιο γρήγορο ρυθμό. Το χάνω για λίγο στην αρχή, αλλά καταφέρω να συντονίσω τις ωθήσεις του με τις κινήσεις μου, και τα βογγητά του γίνονται ακόμα πιο δυνατά αλλά εκεί με σταματάει.
«Μπίλι… αν συνεχίσουμε έτσι θα τελειώσω
»
«Αυτή είναι η ιδέα» του απαντάω και χωρίς να σηκώσω το κεφάλι μου τον ξαναπαίρνω στο στόμα.
«Είσαι σίγουρη;»
«Μχ» του κάνω καταφατικά, μπουκωμένη γαρ, και συνεχίζω από εκεί που είχα σταματήσει.
Δεν έχω αποφασίσει ακόμα τι θα κάνω αφού τελειώσει, η αλήθεια είναι ότι δεν με ξετρελαίνει ακριβώς η ιδέα να καταπιώ, αλλά από την άλλη δε μου κάνει καρδιά να τα φτύσω, δεν είναι ο πρώτος τυχόντας, είναι ο Μάριος μου, τον αγαπάω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Για το πού θα τελειώσει ούτε λόγος, δε θα τον κόψω στο καλύτερο, ή κάνουμε μια δουλειά ή δεν την κάνουμε.
Με γραπώνει και πάλι και μου δίνει πιο γρήγορο ρυθμό, κι όπως είμαι και άπειρη, ζορίζομαι λίγο, αλλά καταφέρνω να τον ακολουθήσω. Παρόλο που έχει αρχίσει να κουράζεται το στόμα μου, η αλήθεια είναι ότι μου αρέσει αυτό που του κάνω, και όχι μόνο λόγω του πόσο το απολαμβάνει, μου αρέσει η ίδια η πράξη. Κοίτα να δεις! Συνεχίζω για λίγη ώρα έτσι και τον ακούω να βογκάει δυνατά και νιώθω το όργανό του να αναδεύεται μέσα στο στόμα μου. Με κρατάει ακίνητη, βογκάει ακόμα πιο δυνατά, και το όργανό του αρχίζει να κάνει σπασμούς μέσα του, με κάθε σπασμό να τον συνοδεύει και μια ριπή σπέρματος και τελικά παίρνω στιγμιαία την απόφαση και καταπίνω. Γλυκούτσικο είναι, δεν έχει δυσάρεστη γεύση. Το όργανό του σταματάει να κάνει σπασμούς, έχοντας αδειάσει ό,τι ήταν να αδειάσει, και αφού καταπίνω ό,τι έχει μείνει, τραβιέμαι απαλά.
«Κάτσε, σου φέρνω χαρτομάντηλο από μπροστά»
«Τι να το κάνω;»
«Κατάπιες;» με ρωτάει με γουρλωμένα μάτια.
«Εσύ τι λες, να τα κράτησα για να κάνω γαργάρες;» του απαντάω και βάζει τα γέλια.
«Είσαι μεγάλος μαλάκας!» μου λέει ακόμα γελώντας.
«Μαθήτευσα κοντά στον καλύτερο!» του λέω πειραχτικά.
«Χαχαχα, αυτό ξαναπέστο»
«Μαθήτευσα κοντά στον καλύτερο!» του λέω και του βγάζω τη γλώσσα.
«Χαχαχα, είσαι όργιο!»
Βάζει ξανά εσώρουχο και παντελόνι, και αφού βάλω κι εγώ τη μπλούζα μου, με παίρνει στην αγκαλιά του και με σφίγγει πάνω του. Ανασηκώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω στα μάτια.
«Μπορεί να είμαι όργιο αλλά είμαι και κάτι παραπάνω…» του λέω. «Είμαι η Μπίλι σου…»
Χανόμαστε και πάλι σε ένα βαθύ, ατελείωτο φιλί.
1992
Η πρώτη μας νύχτα
«5…4…3…2…1… Χρόνια πολλά, ευτυχισμένο το 1992!!!!!»
Κόβουμε τη βασιλόπιτα. Του σπιτιού, του Χριστού, του μπαμπά, της μαμάς, της μεγάλης Βασιλικής, μόνο οι φίλοι και τα ξαδέρφια μου με φωνάζουν Μπίλι, του θείου του Κώστα, της θείας της Αρετής, του Αλέκου και της μικρής Βασιλικής. Το φλουρί πέφτει στη θεία την Αρετή και χειροκροτούμε όλοι χαρούμενοι. Το πραγματικό φλουρί σε μένα έπεσε εκείνη την όμορφη Αυγουστιάτικη βραδιά στη Σκιάθο. Θέλοντας χρονιάρα μέρα να κάνω το χατίρι της μητέρας που το έχει καημό, άλλωστε σήμερα είναι και η ονομαστική μου γιορτή, φόρεσα το ένα από τα δύο μου φορέματα, αυτό που έχω για όταν είναι να πάμε σε κανένα γάμο ή βάφτιση. Δεν είναι ότι δεν φοράω ποτέ μου φουστάνι, εξακολουθώ ωστόσο να προτιμώ τα unisex ρούχα γιατί τα έχω συνηθίσει τόσα χρόνια και μου φαίνονται πιο βολικά. Η αλήθεια είναι πάντως ότι μου πάει το φόρεμα και αυτό που βλέπω στον καθρέφτη μου αρέσει.
⇽∙⇾
Στην πρώτη δημοτικού, το μακρινό 1979, ήταν υποχρεωτικές ακόμα οι ποδιές, πρώτα καταργήθηκε για τα αγόρια και δύο χρόνια αργότερα για τα κορίτσια. Είχαμε μεγάλα δράματα, γιατί με την ποδιά δε μπορούσα να παίξω ποδόσφαιρο στα διαλείμματα και δε μου άρεσε καθόλου! Τα πρώτα τρία χρόνια ήταν απαίσια, και όχι τίποτε άλλο αλλά έπρεπε να κερδίσω ξανά το δικαίωμα να παίζω με τ’ αγόρια μπάλα, και στο 35ο που πήγαινα δεν ήξερα και κανέναν, όλοι οι υπόλοιποι στη γειτονιά μου πήγαιναν στο 26ο και η αλήθεια είναι ότι μέχρι που μου εξήγησαν οι γονείς μου δεν είχα καταλάβει το γιατί. Αν πήγαινα στο 26ο, μετά θα πήγαινα στο 12ο Γυμνάσιο το οποίο δεν είχε λύκειο, και τους έστελναν από εκεί στο Λόφο ή στο ΙΑ. Από το 35ο θα πήγαινα κατευθείαν στο ΙΑ για γυμνάσιο και λύκειο, διατηρώντας όσες παρέες είχα κάνει από το δημοτικό, από μακροπρόθεσμο προγραμματισμό έχω να το λέω, οι δικοί μου σκίζανε!
⇽∙⇾
Καθόμαστε περίπου μέχρι τις 01:00 και μετά ο καθένας από τα παιδιά έχει να βγει με την παρέα του. Αποφασίζω τελικά να μην αλλάξω και ας είναι ανοιξιάτικο το φόρεμα, φοράω παλτό από πάνω και στην τελική με αυτοκίνητο θα πάμε εκεί που έχουμε κανονίσει. Αλέκος και Βασιλική έχουν φύγει και εγώ κάθομαι περιμένοντας το Μάριο να περάσει να με πάρει. Χτυπάει το κουδούνι, του ανοίγω και περνάει μέσα. «Χρόνια πολλά! Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος» λέει σε όλους και με αγκαλιάζει και φιλιόμαστε στα μάγουλα, καθώς ακόμα δεν έχουμε πει τίποτα στους δικούς μου. «Είσαι κούκλα» μου λέει ψιθυριστά. Χαιρετάει και τους γονείς μου και τους θείους μου και κατεβαίνουμε κάτω, θα περάσουμε να πάρουμε την Κατερίνα και θα πάμε στο Παλένκε, εκεί θα μας βρει ο Θανάσης, που από τον Οκτώβρη είναι το αγόρι της. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα ανέβηκε και ο Νίκος με την κοπέλα του την Ντίνα, συμφοιτήτριά του στη σχολή και η οποία μένει επίσης Αθήνα, και θα έρθουν μαζί με τον Βαγγέλη και την Κλαίρη.
«Πώς και με φόρεμα;» με ρωτάει η Κατερίνα.
«Καλά έκανε, είναι κούκλα!» υπερθεματίζει ο Μάριος.
«Γιατί, είπα εγώ τίποτα;» του ανταπαντάει.
«Λόγω της ημέρας» τους λέω «μη σας ανοίγει όρεξη»
«Τώρα πάει, πέταξε το πουλί, πάει στη στεριά την αντικρινή!» με πειράζει ο Μάριος.
«ΜΜΜΜΜΜ» του κάνω βγάζοντας τη γλώσσα μου.
«Είστε όργια» λέει γελώντας από πίσω η Κατερίνα.
«Πώς της επιτρέπεις να λασπολογεί έτσι;» ρωτάει ο Μάριος.
«Τι να την κάνω που την αγαπάω;»
Είναι πολύ όμορφα στο Παλένκε, έχει πολύ ωραίο πρόγραμμα κυρίως Λάτιν αλλά βάζει και Disco και Rock’n’Roll και τότε είναι που σηκωνόμαστε να πάμε να χορέψουμε κι εμείς. Κάποια στιγμή βάζει ταγκό και σηκώνονται δύο-τρία ζευγάρια να χορέψουν. Έχω γείρει στην αγκαλιά του Μάριου και τα θαυμάζω, είναι τόσο όμορφα!
«Ουφ ζηλεύω» του λέω.
«Είναι υπέροχος χορός» μου λέει συμφωνώντας και συνεχίζει «αλλά προτιμώ τη Μπίλι μου που με χορεύει στο ταψί!»
«Χαχαχα, εγώ σε χορεύω στο ταψί βρε αθεόφοβε;»
«Που λέει ο λόγος βρε μωρό μου!»
«Άχουτο, με είπε μωρό μου πάλι!»
«Τι μαλάκας είσαι» λέει κι επιστρέφουμε γελώντας στις εργοστασιακές μας ρυθμίσεις.
«Ο ρομαντισμός θα μας φάει!»
«Στο λαιμό να του κάτσουμε! Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου» μου λέει και με χαϊδεύει τρυφερά.
«Και κανείς σαν τον Μάριο μου» του λέω και χάνομαι στα μάτια του.
⇽∙⇾
Το ΠΣΚ έχουμε κανονίσει
όλα τα ζευγάρια
ομαδική εκδρομή στο Πήλιο. Θα πάμε με δύο αυτοκίνητα, εγώ ο Μάριος, η Κατερίνα και ο Θανάσης με το αυτοκίνητο του Μάριου, οι γονείς του πήραν καινούργιο και του άφησαν το παλιό, μια δίπορτη Jetta του 1985, και Νίκος, Ντίνα, Βαγγέλης και Κλαίρη με το αυτοκίνητο της Ντίνας. Είναι η πρώτη φορά που θα κοιμηθούμε μαζί. Στη Σκιάθο ο Βαγγέλης με την Κλαίρη ήταν ζευγάρι, οπότε αναγκαστικά εγώ και η Κατερίνα μοιραζόμασταν το ένα δωμάτιο και ο Μάριος με το Νίκο το άλλο, και ούτε καταφέραμε να πάμε και αυτή τη ρημάδα τη διήμερη στο Ναύπλιο. Δε βαριέσαι, το «κάλιο αργά παρά ποτέ» είχε γίνει το μότο της σχέσης μας.
⇽∙⇾
Δεν έχουμε προχωρήσει περισσότερο από όσο πήγαμε εκείνη τη βραδιά πίσω από τα εργοστάσια και παρόλο που νιώθω πλέον έτοιμη για το επόμενο βήμα δε μας έχει δοθεί ακόμα η ευκαιρία. Ουσιαστικά ο μόνος λόγος που δεν το έχουμε κάνει ακόμα είναι γιατί ούτε ο Μάριος ούτε κι εγώ θέλουμε να γίνει στο αυτοκίνητο ή σε κάποιο φτηνό ξενοδοχείο της μιας βραδιάς, «γαμηστρώνα» που λέει και ο ίδιος. Θα μου πεις τα σπίτια τι τα έχουμε, αλλά από εκείνη την ημέρα που παραλίγο να με τσακώσει η μητέρα μου γονατισμένη και με το στόμα γεμάτο, τα πιο προχωρημένα μας παιχνίδια τα κάνουμε μόνο στις βραδινές μας εξόδους τις Παρασκευές ή τα Σάββατα, και πάντα στο αυτοκίνητο, εκεί στα εργοστάσια της Τσαλαβούτα. Δεν βολεύει και πολύ στο αυτοκίνητο αλλά better safe than sorry, σπίτι μόνο χαμούρεμα και αυτό φορώντας όλα μας τα ρούχα. Καλά το λένε, όποιος καεί με το χυλό φυσάει και το γιαούρτι.
Χμμμ… τώρα που το σκέφτομαι, αυτό δεν είναι ακριβώς αλήθεια! Στα τέλη του Νοέμβρη, σε ένα πάρτι που είχε διοργανώσει ένας συμφοιτητής, του είχα κάνει στοματικό στην τουαλέτα. Είχαμε πάει με το Θανάση και την Κατερίνα και μιας και ο Μάριος δεν οδηγούσε εκείνη την μέρα τα είχαμε κοπανίσει λίγο παραπάνω. Είχε βάλει slow και όπως λικνιζόμασταν αρχίσαμε το μπαλαμούτι. Βάλε το χάδι του στα στήθη μου, βάλε την έξαψη του ότι αυτό γινόταν δημόσια, έστω και στα σκοτάδια, βάλε και ότι ήμουν στη δεύτερη μέρα τις περιόδου μου και με απίστευτες ορέξεις, δεν ήθελε και πολύ. Βασικά για άλλο σκοπό είχα πάει τουαλέτα, να κατουρήσω ήθελα, αλλά όταν μπήκε μαζί μου και ο Μάριος και έκλεισε την πόρτα στριμώχνοντάς με πάνω της, τα ξέχασα όλα.
Άρχισε να με φιλάει στο λαιμό και σήκωσε σχεδόν βίαια τη μπλούζα και το σουτιέν και άρχισε να μου μαλάζει δυνατά τα στήθη, και παρόλο που ήταν ευαίσθητα λόγω της περιόδου -ή ίσως εξαιτίας της- το έκανε ακόμα πιο ερεθιστικό. Ακούμπησε με την πλάτη του στην πόρτα και αφού με γύρισε με την πλάτη μου προς το μέρος του, ξεκίνησε να με φιλάει στο σβέρκο χουφτώνοντάς με ακόμα πιο δυνατά.
Πέρασα το χέρι μου προς τα πίσω και άρχισα να του χαϊδεύω το όργανο πάνω από το παντελόνι.
Σταμάτησε, ίσα ίσα για να το ξεκουμπώσει, και έτσι κατάφερα να περάσω το χέρι μου από μέσα και άρχισα να του τον παίζω. Με σταμάτησε, και αφού με γύρισε προς το μέρος του, με πίεσε προς τα κάτω. Σήκωσα το βλέμμα μου να τον κοιτάξω και εκείνος μου ένευσε με τα μάτια να γονατίσω, συνεχίζοντας να με πιέζει. Ήταν η πρώτη φορά που μου το ζήτησε ενεργητικά, μέχρι τότε εγώ έπαιρνα την πρωτοβουλία να τον πάρω στο στόμα μου και… και καύλωσα… καύλωσα απίστευτα!
Γονάτισα υπάκουα και τον πήρα στο στόμα μου, και με την εξάσκηση είχα βελτιώσει και την τεχνική μου, δεν μπορούσα να τον πάρω ακόμα όλο στο στόμα μου, αλλά μπορούσα να τον πάρω αρκετά πιο βαθιά από την πρώτη φορά. Συνήθως με άφηνε να δώσω εγώ το ρυθμό και με γράπωνε από το κεφάλι μόνο προς το τέλος, αλλά εκείνη την ημέρα όλα έγιναν διαφορετικά.
Δεν μου πήρε ούτε μερικά λεπτά για να τον κάνω να τελειώσει και ευτυχώς που είχε μπει ξανά πιο γρήγορη μουσική γιατί θα ακουγόταν. Κατάπια, και αφού σηκώθηκα και φιληθήκαμε, τον έτζασα με συνοπτικές διαδικασίες γιατί καλή η πίπα και μου άρεσε που του άρεσε, αλλά για άλλο σκοπό είχα πάει αρχικά στην τουαλέτα και κόντευα να σκάσω!
⇽∙⇾
Το μέρος που είχαμε κλείσει δεν ήταν ακριβώς ξενοδοχείο. Είναι ένα μεγάλο δίπατο με μπαρ, μεγάλη σάλα και τζάκι στον ισόγειο και από την κεντρική σκάλα ανεβαίνεις πάνω και έχει περιμετρικά οχτώ μεγάλα δωμάτια, το καθένα με το δικό του τζάκι, ιδιωτικό μπάνιο και μικρό μπαλκόνι. Είναι ψηλά στο βουνό και από κάτω βλέπεις, σαν σε πιάτο, το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου. Αύριο το πρωί θα πάμε στις Μηλιές και το απόγευμα θα κατέβουμε στο Βόλο, αλλά σήμερα πρώτη μέρα θα κάτσουμε εκεί.
Εδώ και ένα μήνα έχω αρχίσει κι εγώ τα μαθήματα για να βγάλω δίπλωμα αλλά ο Μάριος το έχει κάνει από πέρσι και είναι και καλός οδηγός. Παρά το γεγονός ότι το αυτοκίνητό τους είναι πειραγμένο, σιγά μη το άφηνε ο κύριος Ανδρέας έτσι, ο Μάριος δεν είναι ούτε νευρικός, ούτε τρέχει, σε όλο το ταξίδι μια φορά το άνοιξε για να μας δείξει ότι πάει μέχρι 170 και μετά έκοψε, δεν πήγε πάνω από 120. Οι άλλοι, μάθαμε αργότερα, ότι το έκαναν σερί, εμείς αντιθέτως πήγαμε με την ησυχία μας κάνοντας στάση για καφεδάκι στον Άγιο Κωνσταντίνο, στο ίδιο μέρος που είχαμε πιει και τους καφέδες μας πριν επιβιβαστούμε στο καράβι για Σκιάθο πέρσι τον Αύγουστο. Όταν φτάσαμε αργά το απόγευμα στο ξενοδοχείο, βρήκαμε τους άλλους τέσσερεις στη σάλα μπροστά από το τζάκι.
Καθόμαστε και πίνουμε τους καφέδες μας και μετά τρώμε κιόλας, στον ξενώνα που είμαστε σερβίρουν και τα τρία γεύματα, και κατά το βραδάκι όλα τα ζευγάρια ανεβαίνουμε στα δωμάτιά μας. Μπήκα πρώτη στο μπάνιο για
ένα ντουζάκι και όταν βγήκα ακολούθησε και ο Μάριος. Έχει ζέστη μέσα στο δωμάτιο οπότε ντύνομαι με ένα απλό φανελάκι από πάνω, χωρίς σουτιέν και με ένα μποξεράκι από κάτω, τα λατρεύω τα μποξεράκια γιατί έχουν ταυτόχρονα ρόλο κοντού σορτς και εσώρουχου, αλλά κυρίως γιατί τονίζουν τα οπίσθιά μου και ο Μάριος λατρεύει το θέαμα.
«Μου αρέσει που τα έχεις αφήσει να μακρύνουν λίγο παραπάνω» μου λέει βγαίνοντας από το μπάνιο και βλέποντάς με να στεγνώνω τα μαλλιά μου. Η αλήθεια είναι ότι στα δικά μου μάτια έχουν παραμακρύνει.
«Να τα αφήσω κι άλλο, λες;»
«Αν θέλεις… αλλά εμένα μου αρέσουν πολύ στο μήκος που είναι τώρα!»
«Χμμμ…» λέω και κοιτάζομαι στον καθρέφτη σκεπτική, φυσώντας ένα τσουλούφι που πέφτει στο πρόσωπό μου.
«Και μπορώ να σε γραπώνω και καλύτερα από το μαλλί, αυτό που το πας;»
«Δικέ μου την πάτησες, ε; Έκλεισες τάφο ρε; Εμένα ένας που είπε ότι θα με γραπώσει τον έκανα αφίσσα, ακόμα τον ξεκολλάνε απ' τον τοίχο» του λέω αντιγράφοντας τον Μίκη από το The Kopanoi, το είχαμε δει πριν κανένα μήνα στο βίντεο και δε μας είχε μείνει άντερο.
«Μη μου λες τέτοια και φρικάρω! Να μάθεις να μη λες στον άλλο πως θα κουρεύεται η έτσι του! Ποιος είσαι ρε και κάνεις υποδείξεις, ο Ροκαβλόν;» μου απαντάει αντιγράφοντας με τη σειρά του τον Γκόγκο, και βάζουμε και οι δύο τα γέλια.
Έρχεται προς τα μένα και σκύβοντας από πάνω μου με φιλάει τρυφερά στο κεφάλι και μετά σηκώνεται και αρχίζει να μου κάνει απαλό μασάζ στους ώμους, κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένας σιγανός στεναγμός ευχαρίστησης. «ΜΜΜΜ» κάνω και σηκώνω τους ώμους μου κλείνοντας τα μάτια και ο Μάριος παίρνοντας θάρρος από την αντίδρασή μου συνεχίζει με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό. Αχ, είναι υπέροχα! «Μήπως να αλλάξεις καριέρα;» τον ρωτάω. «Θα γλιτώσεις και την εξεταστική του Γενάρη»
«Α, ναι;» με ρωτάει με τη σειρά του. «Θέλεις να με δεις να κάνω μασάζ και σε άλλες;»
«Εχμ! Αυτό ομολογώ ότι δεν το είχα σκεφτεί!»
«Αλλά τώρα που το λες…»
«Δε τη λυπάσαι τη μανούλα σου που θα σε κλάψει;»
«Ζηλιάρα!»
«Καλά κάνω! Άντε μη σε δείρω καλά-καλά δεν ήρθαμε!»
«Κοίτα μη σου φύγει κανένας πόντος!»
«Έχω προνοήσει, γι’ αυτό δε φοράω ποτέ καλτσόν!»
«Ψεύτρα! Φορούσες προχθές με το φόρεμα!»
«Τι πας και θυμάσαι κι εσύ…»
«Ξεχνιέσαι εσύ Μπίλι μου;»
«Εσύ να τα βλέπεις που θέλεις να κάνεις μασάζ σε άλλες!»
«Εγώ ρε μαλάκα; Εσύ μου το πρότεινες, και θα γλιτώσω και την εξεταστική, αυτό που το πας;»
«Αυτό ήταν, θα σε δείρω τώρα!» του λέω και σηκώνομαι και του ορμάω και -κλασσικά εικονογραφημένα- μετά από μια σύντομη πάλη βρίσκομαι ανάσκελα στην παχιά φλοκάτη, με το Μάριο από πάνω μου.
«Παραδίνεσαι;»
«Μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι» του λέω παλεύοντας να ξεφύγω αλλά καταφέρνει να με ακινητοποιήσει.
«Είσαι στο έλεός μου, μουαχαχαχα» κάνει γελώντας σατανικά και το κωλόπαιδο μου στρίβει τις ρόγες, κάνοντάς με να τσιρίξω, με ένα φανελάκι ήμουν όλο κι όλο και δεν το περίμενα καθόλου!
Ο γάιδαρος βάζει τα γέλια χωρίς ούτε στιγμή να πάψει να με κρατάει βιδωμένη στην απαλή φλοκάτη. Σταματάει και μου βάζει τα χέρια πίσω και σκύβει πάνω μου και με φιλάει παθιασμένα, κάνοντάς με μούσκεμα, πραγματικά όμως! Κρατώντας με ακίνητη, αρχίζει και με φιλάει και με δαγκώνει στο σαγόνι, και μετά στο λαιμό, και συνεχίζει δαγκώνοντας τα στήθη μου πάνω από το φανελάκι, κάνοντάς με να ξεφωνίσω, και όχι γιατί πόνεσα! Που πόνεσα δηλαδή, αλλά το ξεφωνητό μόνο πόνου δεν είναι. Μου σηκώνει τη φανέλα προς τα πάνω και αρχίζει και με φιλάει στην κοιλιά, και αφήνοντας τα χέρια μου τελείως ελεύθερα, μου χουφτώνει και ξεκινάει να μαλάζει ταυτόχρονα και τα δυο μου στήθη. Κατεβαίνει ακόμα πιο χαμηλά και χωρίς να σταματήσει να με χουφτώνει, κατεβαίνει ανάμεσα στα πόδια μου και με χουχουλιάζει πάνω από το ύφασμα και… σταματάει.
«Μη σταματάς» του λέω με κομμένη την ανάσα. «Μη σταματάς σε παρακαλώ»
«Δεν σκοπεύω» μου λέει χαμογελαστός και προς στιγμή μπερδεύομαι. Σηκώνεται και με βοηθάει να σηκωθώ. «Όχι στη φλοκάτη, όμως!»
Ξαπλώνω στο κρεββάτι και έρχεται από πάνω μου, το βάρος του κορμιού του πάνω στο δικό μου με ξετρελαίνει, τον αρπάζω και τον τραβάω πάνω μου και φιλιόμαστε παθιασμένα, οι γλώσσες μας σχεδόν παλεύουν στις άκρες των χειλιών μας. Με ανασηκώνει και σηκώνω κι εγώ τα χέρια μου, βοηθώντας τον να μου βγάλει το φανελάκι. Σταματάει για λίγο, κλείνει το φως του δωματίου και ανάβει το πορτατίφ. Από πάνω είναι γυμνός και από κάτω φοράει το μποξεράκι με τον Ταζ που του έκανα δώρο μια μέρα που είχα πάει ψώνια με την Κατερίνα, το ερωτεύτηκα με το που το είδα!
Αρχίζει και με φιλάει στο λαιμό και στα αυτιά και χαμηλώνει και πάλι προς τα στήθη μου αλλά αυτή τη φορά είναι πιο τρυφερός, το δάγκωμά του είναι πιο απαλό, το χάδι της γλώσσας του πιο γλυκό. Πιπιλάει για λίγη ώρα τη ρόγα του ενός μου στήθους και μετά κάνει το ίδιο και στο άλλο, και όταν τελειώνει ξεκινάει να κατεβαίνει προς τα κάτω γλείφοντας και πιπιλώντας με στην κοιλιά. Φτάνει λίγο πάνω από το μποξεράκι μου, κοντοστέκεται για μερικές στιγμές και πάει να το κατεβάσει. Ανασηκώνω τη λεκάνη μου για να τον βοηθήσω και λίγες στιγμές αργότερα βρίσκομαι τελείως γυμνή μπροστά του.
Με γλείφει στην κορυφή της ήβης και κατεβαίνει πιο χαμηλά αλλά δεν πηγαίνει εκεί που λαχταρώ, αντιθέτως πιπιλώντας στο σημείο που ενώνεται ο κορμός με τα πόδια, κατεβαίνει σιγά σιγά, πότε φιλώντας και πότε δαγκώνοντας, στο εσωτερικό των μηρών, και μετά πιο κάτω, μέχρι που φτάνει σχεδόν στα πόδια μου. Μου σηκώνει το πόδι και μου φιλάει τρυφερά την πατούσα και μου ξεφεύγει ένα γελάκι. Μου γελάει και εκείνος και μετά παίρνει το άλλο πόδι στο χέρι του και κάνει το ίδιο, και ακολουθώντας ανάποδη φορά φτάνει ξανά ανάμεσα στα πόδια μου. Νιώθω τη γλώσσα του πάνω στα χείλη μου και μου ξεφεύγει ένας δυνατός στεναγμός, στεναγμός που γίνεται ακόμα πιο δυνατός, όταν αρχίζει να παίζει την κλειτορίδα μου με τη γλώσσα.
Φέρνω τα χέρια μου στο κεφάλι του και του σφίγγω τα μαλλιά, κάνοντας τον να κολλήσει το πρόσωπό του πάνω μου. Με χουχουλιάζει και η καυτή του ανάσα στα χαμηλά μου κάνει το σώμα μου να τεντωθεί άθελά μου σαν τόξο. Τον θέλω! Τον θέλω μέσα μου! Είμαι η Μπίλι του, είναι ο Μάριος μου, θέλω να είναι ο πρώτος μου, ο πρώτος που θα περάσει το άβατο των άβατων.
«Σε θέλω… σε θέλω μωρό μου… σε θέλω… σε θέλω μέσα… μέσα μου»
«Κι εγώ σε θέλω Μπίλι μου… σ’ αγαπάω!»
«Ναι… είμαι η Μπίλι σου… κάνε με δική σου…»
Σηκώνεται για λίγο και πάει στην τσάντα του και βγάζει ένα κουτί προφυλακτικά και το ανοίγει. Σαν κάτι να σκέφτεται και πηγαίνει προς το μπάνιο και γυρίζει με μια πετσέτα. «Σήκω λίγο μωρό μου να τη βάλουμε από κάτω» μου λέει και επιτέλους στροφάρω, είμαι παρθένα και δε θέλουμε να λερώσουμε νυχτιάτικα τα σεντόνια. Κάνω λίγο στο πλάι και μου στρώνει την πετσέτα και γυρίζω ξανά ξαπλώνοντας πάνω της. Αφήνει το κουτί με τα προφυλακτικά στο κομοδίνο και γυρίζοντας στο κρεββάτι ξαπλώνει δίπλα μου και με φιλάει.
Γδύνεται τελείως, φοράει προσεκτικά το προφυλακτικό και ανεβαίνει πάνω μου ενώ ανοίγω τα πόδια μου για να τον υποδεχτώ. Ξέρω ότι θα πονέσω, αλλά από μικρή έχω μάθει να αντέχω, ο πόνος ποτέ δε με φόβισε. Δεν χρειάζομαι κανένα άλλο προκαταρκτικό, είμαι έτοιμη να του δοθώ, έτοιμη να γίνω δική του. Δεν είναι αστείο; Μπορεί να ταραζόμουν μερικές φορές στη σκέψη αλλά στην πραγματικότητα ήμουν έτοιμη από εκείνη την όμορφη καλοκαιρινή βραδιά στη Σκιάθο. Δεν ξέρω τι φοβόμουν, δεν ξέρω τι περίμενα, δεν ξέρω… το μόνο που ξέρω είναι ότι τον θέλω, τον λαχταρώ. Οδηγεί το όργανό του στα χείλη μου αλλά διστάζει, φοβάται μη με πονέσει. Με κοιτάζει στα μάτια. «Είμαι έτοιμη…» του λέω απλά. Αρχίζει και σπρώχνει προσπαθώντας να μπει μέσα μου και νιώθω οξύ πόνο καθώς ο παρθενικός μου υμένας του παραδίνεται. Μου ξεφεύγει μια φωνούλα, αλλά ο πόνος δεν είναι παρά μια ιδέα, μπροστά στην πληρότητα που νιώθω εκείνη τη στιγμή, τίποτα… τίποτα δεν έχει σημασία.
Ξεκινάει να κινείται με αργές, ρυθμικές κινήσεις και είναι τόσο όμορφο που το τσούξιμο δεν είναι παρά μια μικρή, ασήμαντη ενόχληση. Νιώθω πολύ όμορφα, πολύ τρυφερά, οι ηδονικοί στεναγμοί του κάνουν την ψυχή μου να πετάει και παρά το τσούξιμο, η αίσθηση του μέσα μου είναι…δεν ξέρω… δεν είναι τόσο έντονη όσο όταν με παίζει με τη γλώσσα του και το δάχτυλό του αλλά είναι πιο βαθιά, δεν ξέρω πως να το πω αλλιώς. Οι ανάσες του γίνονται κοφτές, αρχίζει να επιταχύνει και οι στεναγμοί μου συνοδεύουν τους δικούς του, και κινείται ακόμα πιο γρήγορα, και ακόμα πιο γρήγορα, μέχρι που μια στιγμή τεντώνεται και μένει ακίνητος με τα μάτια κλειστά και νιώθω το όργανό του να κάνει σπασμούς μέσα στον κόλπο μου. Του ξεφεύγει ένα παρατεταμένο «ΑΑΑΑΑΑΑΧ», σα να έχει κρατήσει την αναπνοή του, σα να έχει ξεχάσει πως εκπνέουν. Δεν τραβιέται, ανοίγει τα μάτια του και σα να βυθίζεται στα δικά μου. Του χαϊδεύω το ιδρωμένο του πρόσωπο.
«Είμαι η Μπίλι σου»
«Είμαι ο Μάριος σου»
Είναι 3 του Γενάρη του 1992, δε θα την ξεχάσω ποτέ αυτή τη μέρα όσο ζω.
You better come home Speedy Gonzalez
Είναι 27 Απρίλη, Δευτέρα του Πάσχα, και έχω τα γενέθλιά μου, σήμερα κλείνω τα 19. Στο σπίτι μου έχουν έρθει τα ξαδέρφια μου και έχει μαζευτεί και όλη η παρέα, ακόμα και ο Νίκος με τη Ντίνα, που λόγω Πάσχα έχουν ανέβει Αθήνα.
«Να ζήσεις ρε Μπίλι και χρόνια πολλά μεγάλη να γίνεις με άσπρα μαλλιά, παντού να σκορπίζεις της γνώσης το φως και όλοι να λένε να μία σοφός»
«ΦΦΦΦΦΦ» κάνω και σβήνω τα δύο κεριά που σχηματίζουν τον αριθμό 19 και όλοι χειροκροτούν ενθουσιασμένοι.
Τρώμε την τούρτα και βγαίνουμε όλοι μαζί, πάμε στην Κηφισιά για bowling. Είμαστε όλοι τελείως άσχετοι και το γέλιο που ρίχνουμε δεν λέγεται, και το κλου της βραδιάς είναι όταν ο φουκαράς ο Αλέκος κάποια στιγμή φεύγει μαζί με τη μπάλα. Τρέχω προς το μέρος του, ανήσυχη μεν, μην μπορώντας να συγκρατήσω τα γέλια μου δε.
«Είσαι καλά ξαδερφούλη;»
«Δε βαριέσαι» λέει με το αιώνιό του ατάραχο ύφος. «Έχω πάθει και χειρότερα!»
Ήμασταν δώδεκα χρονών εγώ, δέκα η Βασιλική και δεκατρία εκείνος, είχαμε σκαρφαλώσει σε ένα δέντρο όταν ακούστηκε ένα δυνατό «κρακ» και ο Αλέκος βρέθηκε στο χώμα, και τα είχα χρειαστεί πολύ άσχημα. Κατέβηκα σχεδόν κουτρουβαλώντας αλλά ο Αλέκος είχε σηκωθεί και τιναζόταν σαν να μην είχε γίνει τίποτα. «Είσαι καλά;» «Εντάξει μωρέ, καλά είμαι. Μπορεί να χρειαστεί να αλλάξω σώβρακο, αλλά εντάξει, ευτυχώς δεν πάθαμε και τίποτα»
«Έχεις φέρει σώβρακο ν' αλλάξεις;» τον ρωτάω γελώντας ακόμα.
«Όχι, αλλά φοράω καφέ παντελόνι» απαντάει με το αιώνιο ατάραχο ύφος
του, και νομίζω ότι πρέπει να έφτυσα το συκώτι μου και ίσως και λίγο σπλήνα.
Αφού πίνουμε και τα ποτά μας, τους αφήνουμε Κηφισιά και φεύγουμε, για σήμερα ο Μάριος έχει σπέσιαλ πρόγραμμα, θα πάμε σε δωμάτιο με τζακούζι. Από τότε που κάναμε για πρώτη φορά έρωτα, εκεί στο Πήλιο, είχαμε γίνει αν όχι τακτικοί, τουλάχιστον συχνοί πελάτες σε διάφορα «πονηρά» ξενοδοχεία στην Αθήνα. Σπίτια μας ακόμα δεν τολμούσαμε, εκείνο το μεσημέρι που γύρισε η μητέρα μου χωρίς να την περιμένουμε, και παραλίγο να με πιάσει στα πράσα την ώρα που του έκανα πίπα, μας είχε σημαδέψει! Ο Μάριος δεν είχε προλάβει καν να φορέσει το παντελόνι του, είχε χωθεί κάτω από το γραφείο κάνοντας ότι διαβάζει, κι εγώ είχα κάτσει αριστερά του, σκύβοντας πάνω από το γραφείο, προσπαθώντας να τον καλύψω. Αν η μητέρα μου είχε μπει μέσα στο δωμάτιο αντί να μας ρωτήσει από την πόρτα αν θα καθόταν ο Μάριος να φάει μαζί μας, θα μας είχε πιάσει με τα παντελόνια κατεβασμένα! Κυριολεκτικά!
Εκείνο το βράδυ στο Πήλιο είχαμε κάνει και άλλες τρεις φορές έρωτα και σταματήσαμε μόνο όταν ξεμείναμε από προφυλακτικά. Αναπληρώσαμε την επόμενη που κατεβήκαμε Βόλο και την Κυριακή το πρωί δε μπορούσαμε να πάρουμε τα πόδια μας. Ήταν πολύ όμορφα και μετά από αυτό άντε βολέψου στο αυτοκίνητο! Όχι ότι δεν το είχαμε κάνει κι αυτό, ψεύτρα μην είμαι, αλλά το κρεββάτι είναι πιο βολικό και άσε τους άλλους να λένε. Και το Jetta του αν και δίπορτο, δεν το λες και μικρό, πώς στο διάολο τα βολεύουν η Κατερίνα με τον Θανάση στο Autobianchi του;
Πάντως ομολογώ πως οι γαμιστρώνες έχουν την πλάκα τους, ειδικά όταν έχει αναμονή, κάμποσες φορές έχουμε φάει σχεδόν το μισό χρόνο σχολιάζοντας τα ζευγάρια που είδαμε κάτω. Tο καλύτερο πάντως ήταν τη φορά που στο διπλανό δωμάτιο ήταν δύο ζευγάρια μαζί, αντί να βγάλουμε τα μάτια μας είχαμε στήσει αυτί και μετά ο Μάριος μου έκανε αναπαράσταση από Γερμανικές τσόντες και στο τέλος ξεχάσαμε γιατί ήμασταν εκεί εξ αρχής. Δε βαριέσαι, είναι από τις ιστορίες που θα λες στα εγγόνια σου. Ναι… δεν θα λες ακριβώς στα εγγόνια σου, αλλά νομίζω ότι καταλαβαινόμαστε.
Ανεβαίνουμε στο δωμάτιο, το οποίο έχει ένα μεγάλο στρογγυλό τζακούζι στη μέση. Μέχρι να γεμίσει νερό, ξεκινάμε τον πρώτο γύρο και έχουμε τέτοιες ορέξεις που το πρώτο γκολ μπαίνει σχεδόν με την έναρξη και ο Μάριος γίνεται κόκκινος σαν παντζάρι.
“Well, this is awkward” λέει, βγάζοντας το προφυλακτικό που δεν είχε φορέσει ούτε καν ένα λεπτό πριν.
“You better come home, Speedy Gonzales” ξεκινάω να του τραγουδάω και τον κάνω να φτύσει τα πνευμόνια του από τα γέλια.
«Τι μαλάκας είσαι ρε αδερφάκι μου» λέει προσπαθώντας ακόμα να βρει τις ανάσες του.
«Είναι που έχω μαθητεύσει κοντά στον καλύτερο!»
«Μωρέ θα σε τουλουμιάσω!» μου λέει και μου ορμάει και προσπαθεί να με γυρίσει ανάποδα, ενώ εγώ παλεύω γελώντας, και που και που, τσιρίζοντας. Ναι, δε μου αρέσει να τσιρίζω αλλά μερικές φορές είναι υπεράνω της δυνατότητας μου να το ελέγξω. Καταφέρνει να με γυρίσει μπρούμητα και μου σκάει μια στον κώλο που με κάνει να χοροπηδήσω.
«Θα σε σκίσω!» του φωνάζω από κάτω.
«Καλά, γύρνα πρώτα!» μου λέει και μου χώνει και δεύτερη και με αφήνει και εκεί συνειδητοποιώ ότι ΔΕΝ θέλω να μ’ αφήσει.
«Έκλεισες τάφο ρε;» του λέω τσιγκλώντας τον και καταπίνει το δόλωμα αμάσητο.
Με ακινητοποιεί ξανά και μου ρίχνει μερικές ακόμα και ο κερατάς τις ρίχνει δυνατές! Έλα όμως που μ’ αρέσει! Πώς είναι δυνατόν να μου αρέσει; Αμ εκείνος πάει πίσω; Του έχει γίνει κατάρτι. Με αφήνει να σηκωθώ και τον αιφνιδιάζω πετώντας τον στο κρεββάτι, και του ορμάω και τον παίρνω στο στόμα μου με τέτοια μανία, που λίγη ώρα αργότερα μπαίνει και το δεύτερο γκολ, και πότε στο διάολο πρόλαβε να μαζευτεί τόσο πράγμα; Ο Μάριος δε λέει τίποτα αλλά το όλο σκηνικό δεν του έχει διαφύγει. Το τζακούζι έχει γεμίσει, οπότε μπαίνουμε μέσα και ανοίγουμε το μηχανισμό. Δεν ξέρω τι περίμενα αλλά τελικά το τζακούζι μου φάνηκε πολύ κακό για το τίποτα. Το δωμάτιο είναι για τρεις ώρες και τη μιάμιση την περνάμε εκεί, του Μάριου του αρέσει και δε θέλω να του το χαλάσω.
«Θέλω να δοκιμάσουμε κάτι μετά»
«Μήπως να με μαστιγώσεις;» του λέω κάνοντας χαβαλέ.
«Σε πείραξε; Νόμιζα ότι σου άρεσε! Ρε συ Μπίλι…» πάει να πει και τον κόβω.
«Σε πειράζω ρε ούφο. Αμάν αδερφάκι μου ώρες-ώρες είσαι πιο αργός και από παραπληγικό σαλιγκάρι»
«Ρε μαλάκα μερικά πράγματα δεν είναι αστεία!»
«Εντάξει, εντάξει, συγνώμη! Όχι απλά δε με πείραξε, σου πέταξα το δόλωμα και το κατάπιες σα χάνος!» του εξομολογούμαι.
«Τι εννοείς;»
«Το “έκλεισες τάφο ρε;”»
«Πουλάκι μου!!!!» μου λέει στροφάροντοντας επιτέλους.
“I have the right to remain silent”
«Μωρή Μεσσαλίνα! Μωρή Λουκρητία Βοργία!»
«Τι να πω, είμαι γεμάτη εκπλήξεις» τον πειράζω. «Για πες τώρα, τι θέλεις να δοκιμάσουμε;»
«Θα δεις!» μου λέει και γελάει. «Ή μάλλον δε θα δεις!»
«Ε;» του κάνω μην καταλαβαίνοντας.
«Όλα εν καιρώ, σήμερα θα πληρώσεις όλες σου τις αμαρτίες!»
«Κατούρα και λίγο ρε! ΟΧΙ ΕΔΩ!» του κάνω και βάζει τα γέλια.
Βγαίνουμε από το τζακούζι και αφού σκουπιζόμαστε πάμε και ξαπλώνουμε γυμνοί κάτω από τα σκεπάσματα και ξεκινάμε το μπαλαμούτι αλλά σταματάει και σηκώνεται από το κρεββάτι.
«Πού πας;» τον ρωτάω απορημένη αλλά αντί να μου απαντήσει, γυρνάει με τη μπλούζα του στο χέρι.
Την τυλίγει και έρχεται και μου τη δένει πάνω από τα μάτια κλείνοντάς τα. Με γυρίζει μπρούμητα, μου βάζει τα χέρια μπροστά, σκύβει από πάνω μου και αρχίζει να με δαγκώνει απαλά στην πλάτη κάνοντάς με τούρμπο, αλλά αυτό δεν είναι παρά μόνο η αρχή. Κατεβαίνει πιο κάτω, μέχρι που φτάνει στους γλουτούς μου, εκεί τους δαγκώνει πιο δυνατά και μετά… και μετά… μετά νιώθω τη γλώσσα του πίσω μου και μου ξεφεύγει ένα επιφώνημα, κράμα καύλας και έκπληξης, η αίσθηση είναι απίστευτη! Σταματάει να με γλείφει, περνάει το χέρι του από κάτω μου, βυθίζει το μεσαίο του δάχτυλο μέσα και ξεκινάει να με παίζει. Με γυρνάει ανάσκελα και αφού παίζει για λίγο την κλειτορίδα μου με τη γλώσσα του, μου βυθίζει μέσα πρώτα τον αντίχειρα και στη συνέχεια το μέσο κάνοντάς με να νιώσω σα να με περνάει ρεύμα… μα αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που έγινε στη συνέχεια. Κρατώντας τον αντίχειρά του μέσα στον κόλπο μου, βάζει το δείκτη του πίσω μου και εκεί δεν μπορώ να συγκρατήσω ένα δυνατό ηδονικό στεναγμό, και αρχίζει να τα βάζει μέσα έξω και ο οργασμός μου έρχεται από το πουθενά και είναι …εκκωφαντικός! Με αφήνει να βρω τις ανάσες μου αλλά ούτε μια στιγμή δε βγάζει το δάχτυλό του από πίσω μου.
«Σ’ αρέσει;»
«Πολύ!» του απαντάω σχεδόν ξεψυχισμένα.
«Μπίλι… θέλεις… θέλεις να δοκιμάσουμε αλλιώς;»
«Θέλω!» του απαντάω χωρίς κανένα απολύτως δισταγμό.
«Εννοώ…» πάει να πει αλλά τον κόβω.
«Κατάλαβα τι εννοείς. Ναι, θέλω» του λέω ξανά.
Μην είμαι ψεύτρα, από τότε που κάναμε για πρώτη φορά έρωτα, είχα κάνει αυτή την ερώτηση στον εαυτό μου, τι θα έκανα αν μου ζητούσε να με πάρει από πίσω; Ήξερα ότι του άρεσαν πολύ τα οπίσθιά μου, δεν έχανε ευκαιρία να μου το λέει. Από κανονικά το είχαμε κάνει με όλους τους δυνατούς τρόπους, το κλασσικό, στα πλάγια, στα τέσσερα, ξαπλωμένη μπρούμητα, από πάνω του με πρόσωπο προς αυτόν, από πάνω του με γυρισμένη την πλάτη, μέχρι και ανάσκελα ξαπλωμένη πάνω του και το τελευταίο είχε αποδειχτεί αξιοσημείωτα δύσκολο, του έβγαινε συνεχώς έξω, και τελικά το παρατήσαμε. Κάνοντας σεξ δεν είχα νιώσει ακόμα οργασμό αλλά δε με πείραζε, αφενός η πράξη μου άρεσε, έστω και χωρίς οργασμό, και αφετέρου ο Μάριος ποτέ δε με άφηνε χωρίς να με ικανοποιήσει, πριν ή μετά, με το στόμα του.
Και αν είχα κάνει την ερώτηση στον εαυτό μου, είχα δώσει και την απάντηση. Αντιδραστική ή όχι, αγύριστο κεφάλι ή όχι, ο Μάριος ήταν ο μόνος άνθρωπος στον οποίο δε μπορούσα να πω όχι, το είχε κερδίσει με το σπαθί του από τότε που ήμουν έντεκα χρονών κοριτσάκι, από τότε που είπε ότι προτιμάει να κάτσει μαζί μου και να μου κάνει παρέα, από το να βγει έξω με τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς. Από τότε που είπε ότι δεν είχε σημασία που ήμουν κορίτσι γιατί ήμουν καλύτερη απ’ όλα τ’ αγόρια μαζί. Ήταν ο Μάριος, ο Μάριος μου, αυτός που μέχρι τα δεκαεννιά του δεν μπορούσε να στεριώσει σε καμιά σχέση, γιατί δεν του έκανε καμιά κοπέλα την καρδιά του να χτυπήσει γιατί καμιά δεν ήταν σαν τη Μπίλι του.
Με βάζει να ξαπλώσω μπρούμητα, μου βάζει ένα μαξιλάρι κάτω από την κοιλιά, και ξεκινάει να με γλείφει και πάλι από πίσω. Ανεβαίνει από πάνω μου και βυθίζει το όργανό του μπροστά μου. Δε φοράει προφυλακτικό αλλά δεν έχει σημασία, εκεί που θα μπει μετά δεν κινδυνεύουμε από ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη.
«Σ’ αγαπάω» μου λέει.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω μωρό μου. Σ’ αγαπάω τόσο που σχεδόν με πονάει»
«Καλομελέτα κι έρχεται» μου λέει, κάνοντας ακόμα και εκεί χαβαλέ ο αθεόφοβος. Πώς να μην είμαι ερωτευμένη μαζί του;
Νιώθω το όργανό του πίσω μου, προσπαθεί να με ανοίξει σιγά, προσπαθεί να με πονέσει όσο λιγότερο γίνεται. Κλείνω τα μάτια και σφίγγω τα δόντια, με πιέζει πιο έντονα, ο πόνος αυξάνεται απότομα και ξαφνικά ο σφικτήρας μου υποχωρεί και δεν μπορώ να πνίξω ένα βογγητό. «Μη σταματάς» του λέω ψιθυριστά, δε θέλω να φοβηθεί και να σταματήσει, θέλω να του δώσω αυτό που ζητάει. Αρχίζει με σιγανές ρυθμικές κινήσεις και ο πόνος σταδιακά υποχωρεί, χάνεται στο βάθος, γίνεται μια απλή ενόχληση. Αρχίζει να κινείται πιο γρήγορα, νιώθω την ανάσα του καυτή στο σβέρκο μου και η ενόχληση γίνεται ευχαρίστηση και η ευχαρίστηση γίνεται ηδονή, τα βογγητά μου παύουν να είναι βογγητά πόνου, γίνονται απόλαυσης.
Σταματάει και τραβιέται από μέσα μου και μου ζητάει να κάτσω στα τέσσερα. Αν και θα το κάνουμε για πρώτη φορά από πίσω, το στα τέσσερα είναι η αγαπημένη του στάση, του αρέσει να με βλέπει τουρλωμένη και με καμπυλωμένη μέση. Κάνω αυτό που μου ζητάει και τον ξαναβάζει μέσα μου κάνοντας τον πόνο να επιστρέψει για μερικές στιγμές. Αρχίζει και κινείται πάλι αργά και μου ξεφεύγει ένας στεναγμός πόνου κι ευχαρίστησης. Με γραπώνει από τους γλουτούς και τον βυθίζει μέσα μου όσο πάει και δεν μπορώ να πνίξω μια μικρή κραυγή πόνου.
«Μη σταματάς» του λέω και αρχίζει και κινείται και πάλι. Αφήνει τους γλουτούς μου και με πιάνει από τη μέση και αρχίζει να επιταχύνει και το αίσθημα ηδονής επιστρέφει και πάλι. Μου ρίχνει μια δυνατή σφαλιάρα στον αριστερό γλουτό και το «ΜΜΜ» που μου βγαίνει είναι απόλαυσης. Ρίχνει μερικές ακόμα και σταματάει, με γραπώνει από τους ώμους και καρφώνεται ξανά όσο πάει μέσα μου, κάθεται ακίνητος μερικές στιγμές και ξεκινάει και πάλι επιταχύνοντας το ρυθμό του.
Δεν το περίμενα ποτέ ότι θα συμβεί με αυτό τον τρόπο αλλά έχω ερεθιστεί όσο δεν πάει, όσο αυξάνει το ρυθμό του και τη δύναμη με την οποία μπαινοβγαίνει μέσα μου, τόσο αυξάνεται και η ένταση των δικών μου στεναγμών. Ο ρυθμός του έχει γίνει φρενήρης και πάνω στο κρεσέντο κοκκαλώνει μέσα μου και τελειώνει βογκώντας δυνατά. Τραβιέται από μέσα μου και μου ρίχνει μια τελευταία σιγανή στον αριστερό γλουτό. Ξαπλώνει δίπλα μου και κάνει να μ’ αγκαλιάσει.
«Εχμ, μισό λεπτάκι, με ειδοποιούν απ’ το control…» του λέω και φεύγω σίφωνας για το μπάνιο.
Δε λέω, ωραίο ήταν αλλά στο τέλος ένιωσα σα να μου κάνουν κλύσμα. Γελάω στη σκέψη, δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα. Αφού τελειώνω κάνω ένα γρήγορο ντουζ και επιστρέφω στο κρεββάτι τυλιγμένη σε μια πετσέτα, και έχουμε αλλαγή βάρδιας, κάνει και αυτός το ντουζάκι του και επιστρέφει.
«Να σου εξομολογηθώ κάτι;» με ρωτάει.
«Θα σε δείρω;» τον ρωτάω πειρακτικά.
«Μπορείς να προσπαθήσεις!» μου απαντάει στο ίδιο ύφος. «Αυτό… αυτό που κάναμε, το φαντασιώνομαι εδώ και πολλά χρόνια!»
«Κάπως δεν εκπλήσσομαι καθόλου, καλά σε είχα κόψει για μεγάλο μαλάκα!» του λέω και βάζει τα γέλια.
«Είσαι απίθανη ρε Μπίλι» μου λέει ακόμα γελαστός.
«Γι’ αυτό μ’ αγαπάς!»
«Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου»
Μου ανοίγει την αγκαλιά του και χώνομαι μέσα της, και είναι η πιο υπέροχη αγκαλιά του κόσμου, γιατί κανείς δεν είναι σαν τον Μάριο μου.
Είναι δικός μου και είμαι δική του, είναι ο Μάριος μου και είμαι η Μπίλι του.
Σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι
Είναι κανένας μήνας που είπαμε επιτέλους στους γονείς μας ότι είμαστε ζευγάρι και ένας νταμπλάς τους ήρθε, να τα λέμε αυτά. H αλήθεια είναι πως ήμασταν τόσα χρόνια φίλοι που οι γονείς και των δυο μας πίστευαν ότι βλέπουμε ο ένας τον άλλον σαν αδέρφια. Ναι, καμία σχέση. Έχουμε τελειώσει με την εξεταστική μας, και οι δύο με εξαιρετικούς βαθμούς, ο Μάριος μέχρι στιγμής έχει πάνω από 9,7 μέσο όρο ενώ εγώ είμαι λίγο παρακάτω, στο 9,5. Όπως είχε προβλέψει, στα μαθήματα που δίδασκαν οι γονείς του μας πήγαν πίπα-κώλο, και αν τολμούσαμε ας μην παίρναμε αμφότεροι δεκάρια. Όλα καλά, καμία πίεση, αλλά όσο περίμενα την κυρία Χριστίνα να αναρτήσει την βαθμολογία στη «Μηχανική Β» -ούτε για αστείο να πάω να τη ρωτήσω και ας μένει στο διπλανό σπίτι και την βλέπω σχεδόν κάθε μέρα- είχα χεστεί πάνω μου, σχεδόν ένιωθα το ίδιο άγχος με πέρσι τον Ιούλη που περίμενα τη βαθμολογία των πανελληνίων.
«Το τσίμπησες το δεκαράκι σου» μου λέει ο Μάριος ξαφνιάζοντάς με καθώς θαυμάζω τον πίνακα των αποτελεσμάτων, μόνο εγώ έχω δεκάρι και οι υπόλοιποι -όσοι δηλαδή το έχουν περάσει- έχουν από οχτώ και κάτω, η κυρία Χριστίνα δεν αστειεύεται.
«Ας έκανα κι αλλιώς!»
«Εμένα μου λες; Εμένα παραλίγο να μου κόψει μονάδα ο πατέρας μου επειδή έκανα ορθογραφικό λάθος στη Μηχανική ρευστών. Ξέρεις τι άκουσα;»
«Σκληρός καργιόλης!» του λέω μη γνωρίζοντας ότι εκείνη τη στιγμή γεννιόταν η φράση μύθος.
«Ναι αλλά μη του το πεις!» μου λέει βάζοντας τα γέλια.
«Για τρελούς ψάχνεις; Ωραία, τελειώσαμε με τον έναν πεθερό, one to go»
«Καλά θα περάσεις» με προειδοποιεί.
“Don’t I know that?” του λέω ξεφυσώντας. «Του χρόνου αυτά, επιτέλους διακοπές!»
«Δεν είναι γαμάτο να μην έχεις να δώσεις κανένα μάθημα το Σεπτέμβρη;»
«Γι’ αυτό μας έγινε η σούφρα να!» του απαντάω.
«Ε, σε βοήθησα κι εγώ λίγο σ’ αυτό!» με πειράζει.
«Ρε άντε στο διάολο!» του λέω και βάζω τα γέλια.
Από εκείνη την ημέρα στο γαμηστρώνα, αν και όχι συχνά, είχε προστεθεί και το παρά φύσιν στο ερωτικό μας ρεπερτόριο, αλλά υπήρξαν και οι φορές που ξεκινήσαμε αλλά το σταματήσαμε γιατί δεν άντεχα τον πόνο, δεν ξέρω, κάποιες φορές με ξετρελαίνει η πράξη, άλλες φορές είναι meh και το κάνω μόνο και μόνο επειδή αρέσει στο Μάριο, αλλά είναι μερικές φορές αδερφάκι μου που δεν αντέχεται με τίποτα. Την πρώτη φορά που συνέβη αυτό δεν είχα πει τίποτα αλλά ο Μάριος το κατάλαβε και άκουσα τον εξάψαλμο, οπότε του υποσχέθηκα ότι όποτε νιώθω ότι δεν αντέχω θα του το λέω και εκείνος θα σταματάει αμέσως. Οκ, το παραδέχομαι, μια-δυο φορές, και μη θέλοντας να του το χαλάσω, έκανα την πάπια αλλά γενικά όταν νιώθω ότι …δεν, απλά του το λέω και σταματάει αμέσως, και ποτέ μα ποτέ δεν παραπονέθηκε, ούτε έδειξε να δυσανασχετεί.
«Δε μου λες, μαμαζέλ, μιας και ανέφερες τις διακοπές, έχεις καμιά καλή ιδέα για φέτος;»
«Αμέ, αλλά θα ήθελα να πάμε οι δυο μας, όπως το Μάη που πήγαμε Ναύπλιο»
«Θα συμφωνήσω μαζί σου, καλή η παρέα, αλλά ρε παιδί μου το να μην έχεις ανάγκη κανέναν για να κάνεις το πρόγραμμά σου είναι ακόμα καλύτερο. Για πες, για πού λες;»
«Σαντορίνη έλεγα!»
«Χμμμ, εξαιρετική ιδέα!»
«Ωραία, να το κανονίσουμε ωστόσο από τώρα γιατί αν τρέχουμε τελευταία στιγμή θα τα εισπράξουμε!»
«Ναι, γιατί όχι; Ωραία, αύριο το πρωί με τον καφέ να κάνουμε τα τηλεφωνήματά μας!»
«Το βράδυ τι θα κάνουμε; Να πάρω κανένα τηλέφωνο την Κατερίνα;»
«Ναι αμέ, πες της άμα είναι πως θα πάμε να πάρουμε εμείς το Θανάση από το Νέο Ψυχικό, έλεγα να πάμε για καμιά μπυρίτσα στο Χαλάνδρι»
«Ωραία, θα την πάρω με το που γυρίσουμε σπίτι»
Γυρνάμε στα σπίτια μας και παίρνω την Κατερίνα για να συνεννοηθούμε. Το βραδάκι βγαίνουμε οι τέσσερίς μας για ποτό στο Χαλάνδρι αλλά γύρω στα μεσάνυχτα το διαλάμε, καθώς το πρωί μου ήρθε περίοδος και την πρώτη μέρα οι ενοχλήσεις είναι πιο έντονες, παρόλο που σε σχέση με αυτό που περνάνε άλλα κορίτσια, όπως για παράδειγμα η ίδια η Κατερίνα, είναι βόλτα στο πάρκο. Ο Μάριος έχει ορεξούλες αλλά εγώ δεν έχω ιδιαίτερη διάθεση και έτσι πάμε σπίτια μας. Ουφ, δε μου αρέσει να τον αφήνω έτσι, με κάνει να αισθάνομαι άσχημα μέσα μου, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ποτέ δεν παραπονέθηκε. Δεν ξέρω… ή μάλλον ξέρω, ο Μάριος είναι ο μόνος άνθρωπος του οποίου τα θέλω είναι πέρα και πάνω από οτιδήποτε δικό μου, αλλά καμιά φορά όσο και αν το πνεύμα είναι πρόθυμο δεν αρκεί… και μετά κάθομαι και βράζω μονάχη στο ζουμί μου.
Το πρωί ξυπνάω γύρω στις 11:00 και πηγαίνω στο σπίτι του Μάριου που κοιμόταν και άργησε να απαντήσει το κουδούνι. Είναι ντυμένος με ένα μποξεράκι και κουτουλάει, τον στέλνω στο μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του και να πλύνει τα δόντια του και πάω να μας φτιάξω καφέ, τόσα χρόνια έχουμε τόση οικειότητα ο ένας με το σπίτι του άλλου όση με το δικό μας. Ετοιμάζω τους φραπέδες μας, έχουμε τα ίδια γούστα στη ζάχαρη αλλά ο Μάριος τον προτιμάει με λίγο περισσότερο γάλα, και μέχρι να τελειώσει με την πρωινή του τουαλέτα, έχω φτιάξει τους καφέδες και τον περιμένω στο σαλόνι.
«Καλημέρα μωρό μου» του λέω και μου δίνει ένα πεταχτό φιλάκι στο στόμα.
«Καλημέρα Μπίλι μου» μου απαντάει και καθόμαστε και πίνουμε τα καφεδάκια μας φλυαρώντας.
Πέρσι είχαν πάει κάποιοι συμφοιτητές του διακοπές στη Σαντορίνη και έτσι μερικά τηλεφωνήματα αργότερα έχουμε και τα τηλέφωνα διάφορων καταλυμάτων αλλά και πρακτορείων. Ο Μάριος ξεκινάει τα τηλεφωνήματα και εκεί ξυπνάει το διαολάκι μέσα μου και αποφασίζω να του κάνω έκπληξη, δίνοντάς του σήμερα αυτό που δεν είχα διάθεση χθες. Πλέον έχουμε ξεπεράσει τη φοβία μας μη μας πιάσουν στα πράσα, τουλάχιστον στο σπίτι του, μέχρι και έρωτα έχουμε κάνει, οπότε την πίπα μπορείς να την πεις και business as usual. Βέβαια ο Μάριος δεν περίμενε κάτι τέτοιο, πόσο μάλλον την ώρα που μιλούσε στο τηλέφωνο, αλλά και μόνο η φάτσα του όταν γονάτισα μπροστά του και του κατέβασα το μποξεράκι, ήταν priceless, και προς στιγμή τα χάνει.
«Τι κάνεις εκεί;» με ρωτάει με μια δόση πανικού, σκεπάζοντας το ακουστικό.
«Εσύ τι λες ότι κάνω;» του απαντάω πειρακτικά και τον παίρνω στο στόμα μου και για μερικές στιγμές τον αφήνω μαλάκα. Βέβαια, τυπικά μιλώντας, μαλάκα θα τον άφηνα αν το σταματούσα εκεί, αλλά δεν έχω καμία τέτοια πρόθεση. Ο Μάριος ακόμα με κοιτάει καλά-καλά έχοντας σκεπασμένο το ακουστικό, οπότε σταματάω. «Εσύ τη δουλειά σου» του λέω και τον παίρνω και πάλι στο στόμα.
Ναι, αν και η αλήθεια είναι ότι στην αρχή μια δυσκολία στη συνεννόηση την είχε, δεν τον χάλασε καθόλου τον κύριο, αυτό θα του έλειπε. Είχα μάθει με τα πολλά να τον παίρνω όλο στο στόμα μου και η περιποίηση που του πρόσφερα σήμερα ήταν έξτρα σπέσιαλ, τον ξετρέλαινε όταν τον έγλειφα με τη γλώσσα από τη βάση μέχρι το κεφαλάκι, και σήμερα τον έκανα να πει το δεσπότη Παναγιώτη. Τελικά δεν άντεξε, με γράπωσε από τα μαλλιά και με πίεσε με τόση ένταση που κόντεψε να μου φτάσει μέχρι το στομάχι, αλλά κυρία εγώ, αφού κατάφερα να μην πνιγώ -και το κυριότερο να μην του κόψω κανένα κομμάτι- συνέχισα το θεάρεστο έργο μου ενώ ο Μάριος προσπαθούσε να διαπραγματευτεί τις τιμές. Εδώ και καιρό είχα αρχίσει να καταλαβαίνω πότε κοντεύει να φτάσει σε κορύφωση και δε διαψεύστηκα, έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο και έπιασε το κεφάλι μου και με τα δυο του χέρια, και ευτυχώς που είναι πρωί και οι από πάνω έλειπαν, γιατί δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα βογγητά του καθώς τελείωνε στο στόμα μου, και όχι τίποτε άλλο, είχαμε να αμαρτάνουμε κάμποσες μέρες και κόντεψε να με πνίξει.
«Θα με τρελάνεις εσύ!» μου είπε προσπαθώντας ακόμα να βρει τις ανάσες του.
«Έχεις χάσει τη φόρμα σου» του λέω. «Που πήγε ο μαλάκας που αγάπησα; Να με πνίξεις κόντεψες!» του λέω και βάζει τα γέλια.
«Σ’ αγαπάω!» μου λέει και με βοηθάει να σηκωθώ.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω μωρό μου πολύ-πολύ, και ο θεός να με κάψει αν παραπονεθώ, αλλά τράβα και καμιά παχιά ρε αδερφάκι μου, τι τα μαζεύεις;» του λέω και ξαναβάζει τα γέλια.
«Για να μου λες όπως τις προάλλες ότι ήταν ύποπτα λίγα;»
«Εμ, δεν το κλείνω το ρημάδι μου ο μαλάκας!» του λέω γελώντας, πράγματι του το είχα πει σε μια προηγούμενη πίπα.
«Αυτή είναι η ιδέα μωρό μου» με πειράζει και βάζω με τη σειρά μου τα γέλια.
«Δε μου λες, πέτυχες καμιά καλή τιμή ή θα πονέσουν τα κωλαράκια μας;»
«Το δικό σου θα πονέσει για άλλους λόγους» μου λέει πειρακτικά αλλά μετά σοβαρεύει. «Δεν ήταν ιδιαίτερα φτηνό αυτό που έκλεισα αλλά μην σε ανησυχεί αυτό, εσύ όσα έχεις στο budget σου, τα υπόλοιπα τα καλύπτω εγώ!»
«Κατάλαβα…» τον πειράζω «τα υπόλοιπα σε είδος!»
«Γαμώτο, με πήρε πρέφα!»
«Γι’ αυτό μου λες ότι θα πονέσει το κωλαράκι μου μωρή λινάτσα;»
“I’m pleading the fifth” μου λέει και κάνει ότι σφυρίζει αδιάφορα.
«Έκλεισες τάφο ρε;» του λέω και του ορμάω και για λίγη ώρα παλεύουμε και προσπαθούμε να γαργαλήσουμε ο ένας τον άλλον αλλά, όπως πάντα, λίγες στιγμές αργότερα βρίσκομαι στο πάτωμα με τον Μάριο από πάνω μου.
«Παραδίνεσαι;»
«Ποτέ!» του κάνω προσπαθώντας να ξεφύγω και αρχίζει και με γαργαλάει μέχρι που κόντεψα να κατουρηθώ πάνω μου. «Παραδίνομαι! Παραδίνομαι» του λέω κάποια στιγμή που με άφησε να βρω τις ανάσες μου. «Βρε καυλοράπανο;» τον ρωτάω νιώθοντας τον ερεθισμό του.
“Guilty as charged” μου λέει και η αλήθεια είναι ότι κι εγώ είμαι τρελά ερεθισμένη.
Τον τραβάω πάνω μου και αρχίζουμε και φιλιόμαστε σα να μην υπάρχει αύριο και λίγες στιγμές αργότερα με σηκώνει και με πάει στο δωμάτιό του. Με γυρνάει να του έχω πλάτη και με χουφτώνει δυνατά στα στήθη ενώ ταυτόχρονα με φιλάει στο σβέρκο. Μου βγάζει τελείως τη μπλούζα και μένω γυμνή από πάνω και μετά μου κατεβάζει τελείως το σορτσάκι και το εσώρουχο.
«Έχω περίοδο!»
“Don’t care” μου λέει και με βάζει και σκύβω πάνω στο γραφείο του.
Με πιάνει από τη μέση και χωρίς πολλά-πολλά μπαίνει μέσα μου κάνοντάς με να ξεφωνίσω από την ηδονή, και όπως είναι και η δεύτερη μέρα της περιόδου μου που τα πονάκια υποχωρούν και με πιάνουν τρελές ορέξεις, την ακούω στέρεο. Δεν φοράει προφυλακτικό, καθώς δεν κινδυνεύουμε για τις επόμενες μέρες από ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, και η αίσθηση του οργάνου του χωρίς αυτό μέσα στον κόλπο μου μού κόβει σχεδόν την ανάσα. Έχοντας προηγηθεί πίπα έχει μεγάλη αντοχή και παρόλο που έχει επιταχύνει το ρυθμό του, έχουμε ακόμα δρόμο μπροστά μας, και φωτιά να πέσει να με κάψει αν παραπονεθώ. Που και που μου ρίχνει και μερικές δυνατές ξυλιές στο κωλαράκι. Μου άρεσε πολύ όταν το έκανε αυτό, και από εκείνη τη βραδιά στο γαμηστρώνα, την ημέρα των γενεθλίων μου, είχε μπει στο παιχνίδι, καθώς όσο μου άρεσε εμένα να τις τρώω, άλλο τόσο του άρεσε κι εκείνου να μου τις ρίχνει.
Σταματάει λίγο, ίσα για να ανοίξει το air-condition, γιατί όπως έχουμε κλειστά τα παράθυρα για να μην ακουστούμε στο δρόμο θα σκάσουμε, και ξαναμπαίνει μέσα μου αυξάνοντας ακόμα περισσότερο το ρυθμό του. Κάποια στιγμή με γραπώνει από τα μαλλιά και με τραβάει προς τα πίσω και κάπου εκεί αρχίζω να πιάνω γραμμή με Βαλχάλα και ο οργασμός μου δεν αργεί να έρθει. Μπορεί να μην κλιμακώνω συχνά με διείσδυση αλλά τις φορές που συμβαίνει, του δίνω και καταλαβαίνει. Λίγες στιγμές αργότερα καρφώνεται και εκείνος για τελευταία φορά μέσα μου και κοκαλώνει τελειώνοντας λίαν θορυβωδώς. Κάθεται ακίνητος μέχρι να αδειάσει τελείως και μετά, ρίχνοντάς μου μια αποχαιρετιστήρια στο δεξί κωλομέρι, τραβιέται από μέσα μου. Με γυρίζει προς το μέρος του και κολλώντας με πάνω του με φιλάει παθιασμένα.
«Εχμ, πάω να πλυθώ!» μου λέει όταν σταματάμε το φιλί, η αλήθεια είναι ότι το όργανό του είναι κατακόκκινο.
«Άντε, πήγαινε» του λέω. «Πάω κι εγώ σπίτι να κάνω ένα ντουζάκι και ν’ αλλάξω σερβιέτα, και μέχρι να τελειώσεις θα έχω επιστρέψει»
«Εντάξει Μπίλι μου» μου λέει και πάει προς το μπάνιο.
Αναστενάζω, μαζεύω από κάτω τα πεταμένα ρούχα μου, ντύνομαι στα γρήγορα και πάω σπίτι μου για να κάνω αυτά που είπα. Όταν φτάνω σπίτι διαπιστώνω ότι στη σερβιέτα έχει τρέξει και σπέρμα, καλά έχει πάει αυτό. Κάνω το ντουζάκι μου και αλλάζοντας και εσώρουχο, ντύνομαι και επιστρέφω στο σπίτι του, όπου περνάμε όλο το υπόλοιπό μας πρωινό ακούγοντας μουσική και συζητώντας περί ανέμων και υδάτων.
⇽∙⇾
Έχει έρθει Αύγουστος και έχουμε κατέβει στο λιμάνι για να πάρουμε το καράβι και ο Μάριος έχει απίθανα κέφια και από τη στιγμή που ανεβήκαμε στο τραίνο μέχρι και τώρα που ετοιμαζόμαστε να επιβιβαστούμε του έχει κολλήσει το «Κρουαζιέρα θα σε πάω» και μου έχει πάρει τ’ αφτιά. Τι να τον κάνω που τον αγαπάω το μπαγάσα;
Αααα, κρουαζιέρα θα σε πάω
Αααα, γιατί σε νοιάζομαι και σ’ αγαπάω
Αααα, Μύκονο και Σαντορίνη
Αααα, σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι
«Να σου κατεβάσω το παντελόνι να πάμε πιγκουϊνάτο;»
«Αν θέλεις να σε κλάψει η μανούλα σου γιατί δεν προτιμάς κάτι πιο απλό, πχ στρυχνίνη;»
«Τι πλάκα θα είχε έτσι;» μου λέει και μου σκάει μέσα στον κόσμο μια σφαλιάρα στον κώλο.
«Βρε κάτσε ήσυχα και είμαστε σε κόσμο!»
«Ποτέ! Οι άλλοι μπορούν να θαυμάζουν το κωλαράκι σου από μακριά, εγώ όχι!» μου λέει και μου σκάει μία ακόμα πιο δυνατή, κάνοντάς με σχεδόν να χοροπηδήσω.
«Μάριε!!!!» του λέω προσπαθώντας να τον συμμαζέψω αλλά η αλήθεια είναι ότι από μέσα μου χαμογελάνε ακόμα και τα μεταφορικά μου μουστάκια.
«Μια ζωή την έχουμε και αν δεν την γλεντήσουμε τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντίσουμε;» αρχίζει και τραγουδάει.
«Ρε τι έχεις πιει; Θέλω κι εγώ!»
«Πάω διακοπές στη Σαντορίνη με το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου που το αγαπάω από μικρό παιδί! Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου! Τίποτα δεν έχω πιει, είμαι πολύ-πολύ-πολύ happy» μου λέει κάνοντάς με να λιώσω.
«Σ’ αγαπάω!» του λέω.
«Εγώ να δεις!» μου κάνει και μου ρίχνει άλλη μια σφαλιάρα στο κωλαράκι, ο άτιμος!
Νομίζω περιττεύει να πω πώς καταφέραμε και γίναμε θέαμα, αλλά δε βαριέσαι, σάμπως μας ξέρανε ή τους ξέραμε; Μπορεί να ήμουν πιο συγκρατημένη αλλά συμμεριζόμουν πλήρως τον ενθουσιασμό του, για δέκα μέρες θα ήμασταν μαζί όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα και θα μπορούσαμε να κοιμηθούμε και αγκαλίτσα, κάτι που από το Πήλιο και μετά δεν θα το αντάλλαζα ούτε για όλους τους θησαυρούς του κόσμου. Μπορεί να είμαι ακόμα δεκαεννιά και κάτι, ωστόσο δε μπορώ να διανοηθώ τη ζωή μου χωρίς την παρουσία του, τον θυμάμαι σχεδόν από τότε που άρχισα να θυμάμαι τον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν αστειεύομαι, έχω ελάχιστες μνήμες πριν τα πέντε μου και τον Μάριο τον γνώρισα πέντε χρονών και κάτι, ένα απόγευμα που ήρθε ο πατέρας μου και με πήρε από τον παιδικό σταθμό και τον είδα να κάθεται στα σκαλιά του σπιτιού μας και να βλέπει τα υπόλοιπα αγόρια να παίζουν μπάλα.
⇽∙⇾
«Μάριε, πόσα έδωσες;» τον ρωτάω με το που μπαίνουμε στο δωμάτιο που νοικιάζουμε. Δηλαδή τι δωμάτιο, κανονικό δυάρι είναι, με ξεχωριστό υπνοδωμάτιο, σαλόνι, και μια τεράστια μπανιέρα, και όχι μόνο αυτό, έχει μέχρι και infinity pool με Α-Π-Ι-Σ-Τ-Ε-Υ-Τ-Η θέα.
«Να μη σε νοιάζει!» μου απαντάει. «Είναι οι πρώτες μας πραγματικές διακοπές που πάμε μόνοι, τις διήμερες εκδρομές δεν τις λογαριάζω, θέλω να μας μείνουν αξέχαστες»
«Δε λέω βρε μωρό μου, αλλά μην ξεπαραδιαστούμε κιόλας!»
«Ου φροντίς!» μου κάνει, και η αλήθεια είναι ότι η οικογένειά του είναι πολύ ευκατάστατη οικονομικά. «Και άλλωστε είπαμε, θα το ξεπληρώσεις σε είδος!» μου λέει πειρακτικά!
«Θα σου έλεγα τίποτα βαρύ τώρα…» του λέω.
«Αλλά…;» συνεχίζει το πείραγμα.
«Αλλά… έχω ορεξούλες!» του λέω και του ορμάω. Ούτε στο κρεββάτι δεν καταφέραμε να φτάσουμε, κάναμε έρωτα στο πάτωμα.
⇽∙⇾
Περάσαμε υπέροχα δέκα μέρες, γυρίσαμε όλο το νησί, ξενυχτούσαμε κάθε βράδι και σε διαφορετικό κλαμπ, πίναμε τα καφεδάκια μας στην ιδιωτική πισίνα, μέχρι και δημόσιο σεξ κάναμε. Ήταν η τρίτη μας νύχτα και έχουμε γίνει ντίρλα από τα ποτά. Γυρίζουμε στο δωμάτιο και επειδή κάνει πολύ ζέστη, τα πετάμε και οι δυο και πάμε και καθόμαστε στην πισίνα. Φέτος, και για πρώτη φορά μετά από πέρσι και το μπάνιο μας στον μικρό Ασέληνο, κατόπιν επιμονής του Μάριου, έχω αρχίσει και κάνω μπάνιο τόπλες. Η αλήθεια είναι ότι νιώθω μια ενόχληση από τα βλέμματα που τραβάω αλλά από την άλλη, του Μάριου του αρέσει τόσο πολύ και όπως είπα και πριν, είναι ο μόνος άνθρωπος τα θέλω του οποίου βάζω πέρα και πάνω απ’ οτιδήποτε δικό μου. Όπως και να έχει δεν βουτάμε για πρώτη φορά τελείως τσίτσιδοι στην πισίνα, άλλωστε οι δυο μας είμαστε, αλλά όλες τις φορές ήμασταν φρόνιμοι καθότι το μπαλκόνι είναι σε δημόσια θέα.
Ε, ναι, σήμερα δεν είμαστε, καθόλου όμως, χωρίς να δώσω τον παραμικρό λογαριασμό, τον βάζω και κάθεται στο πεζούλι με τα πόδια μέσα στην πισίνα και τον παίρνω στο στόμα μου. Παρά το γεγονός ότι έχουμε κλείσει τα φώτα η σκέψη του ότι αυτό γίνεται δημοσίως μας έχει κάνει και τους δύο πύραυλους. Ξεκινάω με σκοπό να τον κάνω να τελειώσει στο στόμα μου αλλά ο Μάριος έχει άλλες ιδέες. Με σταματάει και βουτάει και εκείνος στην πισίνα και με παίρνει και στεκόμαστε στην άλλη άκρη της πισίνας, που βλέπει στο γκρεμό. Με γυρίζει να του έχω πλάτη και χουφτώνοντάς μου τα στήθη αρχίζει να μου τα μαλάζει δυνατά, φιλώντας με ταυτόχρονα στο σβέρκο.
«Σε θέλω» του λέω έχοντας χάσει τα αυτά και τα πασχάλια. «Σε θέλω μέσα μου!» Αντί απάντησης οδηγεί προσεκτικά το όργανό του μέσα στον κόλπο μου και αρχίζει να κινείται. Μπορεί να είμαι ντίρλα αλλά δεν είμαι τόσο ντίρλα! «Μωρό μου δεν έχεις φορέσει προφυλακτικό»
“Guess why!” μου ψιθυρίζει χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματήσει να μπαινοβγαίνει, και το υπονοούμενο με κάνει να ερεθιστώ ακόμα περισσότερο. «Θέλω το κωλαράκι σου» μου δηλώνει, πάλι ψιθυρίζοντας ερεθισμένος.
«Ό,τι θες εσύ» του απαντάω στον ίδιο ακριβώς τόνο.
Ο Μάριος τραβιέται από μπροστά μου και τον ακουμπάει πίσω μου και σφίγγω τα δόντια στην αναμονή του αναπόφευκτου πόνου, πάντα με πονάει στην αρχή ακόμα και όταν μετά το ευχαριστιέμαι. Μου κλείνει το στόμα και τον βυθίζει σιγά-σιγά μέσα μου, ο σφικτήρας μου του παραδίνεται κάνοντάς με σχεδόν να βελάξω, πονάει, πονάει πολύ, αλλά να με πάρει ο διάολος αν τον σταματήσω. Ναι… είναι μία από αυτές τις φορές που θα κάνω την πάπια. Όχι… δεν το μετανιώνω. Ο Μάριος δεν έχει καταλάβει πόσο με πονάει και έτσι όπως είναι και τέρμα ερεθισμένος, σχεδόν καρφώνεται μέσα μου στην κάθε του κίνηση. Κάποια στιγμή ο πόνος αρχίζει να υποχωρεί και μπορεί σήμερα να μην είναι από τις φορές που το ευχαριστιέμαι κι εγώ, ωστόσο το ευχαριστιέται εκείνος και αυτό είναι αρκετό για μένα.
Κλείνω τα μάτια μου και αφήνομαι μόνο στην αίσθηση της αφής και της ακοής, έτσι όπως με κρατάει αυτή τη στιγμή από τα στήθη μπαινοβγαίνοντας μέσα μου, και όπως ακούω τις κοφτές του ανάσες και τους στεναγμούς της ηδονής του. Επιταχύνει κι άλλο το ρυθμό του, τα χέρια του σφίγγουν τα στήθη μου ακόμα πιο δυνατά, και ξαφνικά καρφώνεται όλος μέσα μου και μένει ακίνητος και με ένα δυνατό βογγητό τελειώνει βαθιά μέσα στο κωλαράκι μου. Καθόμαστε για μερικές στιγμές τελείως ακίνητοι και νιώθω τις δονήσεις του οργάνου του μέσα μου, μέχρι που τελικά σταματάει. Με φιλάει τρυφερά στο σβέρκο και τραβιέται απαλά από μέσα μου.
«Σου άρεσε μωρό μου;» τον ρωτάω.
«Πολύ!» μου απαντάει σχεδόν ξέπνοος.
«Αξέχαστες διακοπές ήθελε ο Μάριος μου, αξέχαστες διακοπές θα έχει» του λέω και με τραβάει πάνω του και φιλιόμαστε σα να μην υπάρχει αύριο.
⇽∙⇾
Το απόγευμα της τελευταίας μέρας μας στο νησί έχει συννεφιά και ασορτί με τον καιρό είναι και η μελαγχολική μου διάθεση στη σκέψη της επιστροφής στην πεζή καθημερινότητα. Ο Μάριος μου ζητάει να με βγάλει μια φωτογραφία, εκεί στην παραλία, και προσπαθώ να χαμογελάσω γιατί δε θέλω να του χαλάσω τη διάθεση. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα, φαντάζομαι ότι θα το διαπιστώσουμε όταν εμφανιστούν οι φωτογραφίες. Δε βαριέσαι, ακόμα και αν δεν βγήκε καλή, θα τραβήξουμε άλλες, το μέλλον είναι δικό μας!
1995
Τα πρόστυχα τα μαύρα τα εσώρουχά σου
Σήμερα και για πρώτη φορά στη ζωή μου έβαψα τα νύχια μου, για την ακρίβεια με πήγε η Κατερίνα σε μια μανικιουρίστα και μου τα έκανε. Όπως πάντα γκρίνιαξα και όπως πάντα τελικά αποδείχτηκε ότι είχε δίκιο. Το βάψιμο λεγόταν γαλλικό, όλο το νύχι σε ένα απαλό ροζ και η κορυφή του σε άσπρο. Και φυσικά μιας και φτιάξαμε τα νύχια πήγαμε και για πέδιλα, και παρόλο που δεν πετάω τη σκούφια μου για τακούνι, πήρα ένα υπέροχο ζευγάρι με λεπτό χαμηλό τακούνι. Μετά με έσουρε να μου δείξει ένα αμάνικο μαύρο midi φόρεμα, που είχε σταμπάρει.
«Ωραίο είναι, θα σου πηγαίνει» της λέω.
«Ναι, δεν είναι για μένα, εσύ θα το πάρεις!»
«Τα ίδια θα έχουμε πάλι;»
«Μπίλι, θα το πάρεις που θα το πάρεις, μη μου τα σκοτίζεις! Πάμε μέσα να το δοκιμάσεις!»
«Ρε ούστ!»
«ΠΑΜΕ ΜΕΣΑ ΤΩΡΑ!» μου λέει τονίζοντας τις λέξεις. Ρε μπελά που βρήκαμε!
Η αλήθεια είναι ότι και πάλι είχε δίκιο, μου πήγαινε πολύ το φόρεμα και ταίριαζε πολύ και με τα πέδιλα.
«Είδες που με γκάστρωσες;»
«Βασικά εσύ με γκάστρωσες, αλλά έχεις δίκιο, το ομολογώ!» της είπα παίρνοντας την απόφαση να αγοράσω και το φόρεμα.
Πληρώνουμε και φεύγουμε να πάμε στην Όαση όπου έχουμε δώσει ραντεβού με το Μάριο ο οποίος δεν έχει έρθει ακόμα. Καθόμαστε στον κήπο και παραγγέλνουμε τα καφεδάκια μας.
«Δε μου λες, τι κανονίσατε με το Μάριο για του αγίου πνεύματος;»
«Δε μου έχει πει, μου το φυλάει λέει για έκπληξη. Α, ήθελα να στο πω, δε θα κάτσουμε μέχρι αργά στο πάρτι, οπότε θα μείνετε μοναχούλια!»
«Γιατί έτσι;»
«Γιατί αφενός μόλις χθες μου τελείωσε η περίοδος και αφετέρου οι γονείς του έχουν πάει Ζάκυνθο και θα κάτσουν όλη την εβδομάδα, οπότε το σπίτι του θα είναι όλο δικό μας!»
«Χαχαχα, μπούτι δε θα σ’ αφήσει να κλείσεις!»
«Ενώ εσύ με τον Θανάση να πούμε έχεις γίνει καλόγρια!»
«Εμένα τουλάχιστον το ποπουδάκι μου είναι αγνό και παρθένο, όχι σαν μερικών-μερικών!»
«Εσύ χάνεις!» την πειράζω.
«Με το Θανάση δε θέλω να μάθω» μου λέει και βάζω τα γέλια. Μου είχε πει ότι είναι αρκούντως προικισμένος, είχε ζοριστεί πολύ τις πρώτες φορές που έκαναν έρωτα, όχι ότι του Μάριου ήταν μικρή και τριανταφυλλένια, αλλά είκοσι πόντοι δεν ήταν με την καμία. «Άσχετο, το καλοκαίρι θα πάτε πάλι σόλο διακοπές;»
«Όχι, φέτος λέμε να σας παίξουμε κι εσάς!»
«Αχ, τι καλοί που είστε, με σκλαβώνετε. Πάντως, κι εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι, εγώ δεν πρόκειται να τα πετάξω!»
«Εντάξει, κι εγώ είχα ζοριστεί λίγο στις αρχές, αλλά, όπως έλεγε και μια ψυχή στην πενταήμερη, δεν τα έχω και κλεμμένα!»
«Ναι, σε είδα στη Ρόδο πόσο ζορίστηκες να γίνεις έργο τέχνης…»
«Νεανικές απερισκεψίες! Εσείς τι θα κάνετε του αγίου πνεύματος;»
«Προσευχή και περισυλλογή, έχουμε και εξεταστική που έρχεται ποδοβολώντας.»
«Γιατί μωρή, εγώ κι ο Μάριος δεν έχουμε;»
«Εσείς είστε φύτουλες, δεν έχετε ανάγκη, λίγο λίπασμα, λίγο ήλιο και είστε μια χαρά!»
«Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου!»
«Κάπως έτσι, αλλά με πολύ καφέ και καθόλου θάλασσα!»
«Αλλά τ’ αγόρι, αγόρι!»
«Ε, στο είπα, θα γαμηθούμε στο διάβασμα!» μου λέει και βάζουμε τα γέλια.
«Αλήθεια, εσύ πού γύρναγες το πρωί;»
«Είχα δουλειές, γι’ αυτό σου είπα να δώσουμε ραντεβού στο δημαρχείο.»
«Τι δουλειές;»
«Αν σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω!»
«Σιγά ρε υπερκατάσκοπε των επτά θαλασσών και των πέντε ηπείρων!» της λέω ειρωνικά και εκείνη την ώρα έρχεται και ο Μάριος να μας βρει κρατώντας δυο τσάντες στο χέρι. «Καλώς το μου» του λέω και σκύβει και μου δίνει ένα πεταχτό φιλάκι.
«Τι κάνετε τσούπρες; Πώς πήγε το ρεκτιφιέ;»
«Δεν χρειάστηκε να τη δείρω πολύ» του απαντάει η Κατερίνα, «κάθισε φρόνιμη και δεν δάγκωσε τη μανικιουρίστα!»
«Για να δω!» μου λέει ο Μάριος και του δείχνω τα χέρια μου και μετά σηκώνομαι όρθια να δει και τα πόδια μου, δεν είχα φορέσει φυσικά τα πέδιλα, αλλά είχα πάει με σανδάλια.
«Σ’ αρέσει;»
«Πολύ! Αμάν ρε κορίτσι μου, πότε θα μάθεις να την ακούς την Κατερίνα;»
«Αυτό της λέω κι εγώ!» σιγοντάρει ο έτερος Καπαδόκης.
«Δε συμφέρεις, κάθε φορά που με πας επειδή κάτι σου γυάλισε τσούζει μετά ο κώλος μου, έχεις και ακριβά γούστα!»
“You pay peanuts, you buy monkeys!”
«Γιατί, τι πήρατε;» ρωτάει ο Μάριος.
«Πήρα και ένα ζευγάρι χαμηλοτάκουνα πέδιλα και ένα φόρεμα!»
«Έλα χριστέ και παναγία, πήρες φόρεμα;»
«Τι να πω, με απείλησε πολύ πειστικά!» του λέω και βάζει τα γέλια. «Μην ξερογλείφεσαι, υπομονή και θα το δεις το βράδυ!»
«Καλά ντε, δε σου ζήτησα να πας και στην τουαλέτα ν’ αλλάξεις!»
«Ικανό σε είχα!»
«Όχι ότι θα με χαλούσε!»
“Tu m'en diras tant!” του απαντάω ειρωνικά στα γαλλικά το ισοδύναμο του αγγλικού “imagine my surprise”. «Δε μου λες, εσύ τι πήρες;»
«Για μένα πήρα ένα παντελόνι, και για σένα πήρα αυτό!» μου είπε και μου έδωσε την μια τσάντα.
«Τι είναι αυτό;» τον ρωτάω με απορία και πάω να το ανοίξω αλλά με σταματάει.
«Ναι, δε θα έλεγα ότι είναι καλή ιδέα να το ανοίξεις εδώ!» λέει και σκάει στα γέλια και το ίδιο κάνει υπόπτως και η Κατερίνα.
«Εσύ μωρή γιατί γελάς, ξέρεις τι μου πήρε;»
«Κομμάτι…» μου κάνει και βάζει ξανά τα γέλια.
«Πουλάκια μου… αυτές ήταν μωρή οι δουλειές που είχες να κάνεις το πρωί;»
«Όχι, το πρωί πραγματικά είχα δουλειές.»
«Και τότε πώς ξέρεις τι έχει μέσα η τσάντα;»
«Γιατί δεν είναι μόνο δικός σου κολλητός, μωρή! Το παιδί μου ζήτησε βοήθεια προχθές κι εγώ του την πρόσφερα απλόχερα! Και όχι μόνο αυτό, αλλά έχει *και* εξαιρετικό γούστο, θα τα λατρέψεις!»
«Ποια;»
«Τα περιεχόμενα της τσάντας, την οποία καλό θα είναι να μην τα ανοίξεις εδώ, και προπάντων να *μην* τα βάλεις στο πλυντήριο με τα υπόλοιπα ρούχα γιατί βλέπω την Άννα να παθαίνει αποπληξία!» μου λέει χαμογελώντας σκανταλιάρικα.
«Δε θα χρειαστεί, σήμερα τουλάχιστον» λέει ο Μάριος. «Πριν από λίγο τα πήρα από το καθαριστήριο και σας το ορκίζομαι ρε παιδιά, με κοίταξε πολύ περίεργα η ταμίας!» συμπλήρωσε και έβαλε τα γέλια.
⇽∙⇾
Καθίσαμε εκεί μέχρι το μεσημεράκι και όταν γυρίσαμε στα σπίτια μας βρήκα την ευκαιρία να δείξω στη μητέρα μου τα νύχια μου και τα καινούργια μου πέδιλα, για το φόρεμα δεν της είπα τίποτα, ήθελα να της κάνω έκπληξη, και φυσικά για τα εσώρουχα που μου πήρε ο Μάριος, ούτε λόγος!
«Καλά που πήγα και πήρα ψωμί το πρωί, δηλαδή, δε θα έχει μείνει φούρνος για φούρνος στη γειτονιά!» μου λέει πειράζοντάς με. «Φτου-φτου, κούκλα είσαι!»
«Είναι που πήρα από τη μαμά μου» της λέω και την παίρνω αγκαλιά και τις σκάω ένα τρυφερό φιλάκι. «Αλήθεια, τι θα φάμε σήμερα;»
«Μπαρμπούνια, βρήκε κάτι θρεφτάρια ο πατέρας σου άλλο πράγμα!»
«Μην ξεκινήσεις, πάω να αλλάξω και θα έρθω να σε βοηθήσω» της λέω. Βασικά θέλω να της κάνω έκπληξη με το φόρεμα, αλλά μετά όντως σκοπεύω να κάτσω να της κάνω παρέα και να τη βοηθήσω. Πηγαίνω στο δωμάτιό μου και βάζω το φόρεμα και τις γόβες. «Μαμά, κλείσε τα μάτια σου!»
«Γιατί;»
«Κλείσε και θα δεις!»
«Άσε με βρε διάολε γριά γυναίκα!»
«Ε όχι και γριά, μπουμπούκι είσαι! Έλα, κλείσε τα μάτια σου»
«Ορίστε, τα έκλεισα» μου λέει και μπαίνω στην κουζίνα. «Άνοιξέ τα!»
Ανοίγει τα μάτια της και με βλέπει με το φόρεμα και γουρλώνει τα μάτια της.
«Πήρες φόρεμα;»
«Ναι! Δηλαδή η Κατερίνα με έσουρε και πάλι, κλασσικά εικονογραφημένα, αλλά η αλήθεια είναι ότι μου άρεσε!»
«Αχ, το κοριτσάκι μου έγινε ολόκληρη γυναίκα!» λέει και δακρύζει, η μαμά το έχει εύκολο το κλάμα, καθόλου δε μου έχει μοιάσει. «Ηλία! Ηλία!» λέει φωνάζοντας τον πατέρα μου.
«Τι τρε…» πάει να πει αλλά μένει στη μέση βλέποντάς με το φόρεμα. «Ο χριστός και η παναγία! Βασιλικούλα μου είσαι καλά; Να σου βάλουμε θερμόμετρο;» μου λέει πειράζοντάς με.
«Σ’ αρέσει;»
«Πώς μεγάλωσες έτσι, π’ ανάθεμά σε; Μέχρι χθες ήσουν μισό μέτρο σκατό, πότε πρόλαβες κι έγινες ολόκληρη γυναίκα;»
⇽∙⇾
Όπως είχα πει και στην Κατερίνα, το βράδυ θα πηγαίναμε αρχικά στο πάρτι και μετά στο σπίτι του Μάριου. Όταν φόρεσα τα εσώρουχα που μου πήρε, η αλήθεια είναι ότι στην αρχή στραβοκατάπια, μαύρο ημιδιάφανο δαντελένιο σουτιέν με ασορτί δαντελένιο string, και δεν είχα φορέσει ποτέ στη ζωή μου string. Δεν είμαι ιδεολογικά αντίθετη ούτε με τις φούστες, ούτε με τα σέξι εσώρουχα, απλά βρίσκω τα παντελόνια και τα απλά εσώρουχα πολύ πιο βολικά και είμαι από τους ανθρώπους που αγαπάνε τη βολή τους. Το string με ενοχλεί λιγάκι αλλά τι να τον κάνω που τον αγαπάω τον μούργο και δε μπορώ να του χαλάσω χατίρι;
«Μαμά, μπαμπά, θα αργήσω, έχουμε να πάμε στο πάρτι που κάνει ένας συμφοιτητής μας»
«Ποιος θα οδηγάει;» με ρωτάει ο πατέρας μου.
«Κανείς, ο συμφοιτητής μας μένει κοντά στο ΙΚΑ, με τα πόδια θα πάμε. Λοιπόν πάω να πάρω το Μάριο και φεύγουμε, λογικά μέχρι τις 05:00 θα έχουμε γυρίσει!»
«Να περάσετε όμορφα» μου λέει η μητέρα μου και βγαίνω και πάω δίπλα και χτυπάω το κουδούνι.
«Μπίλι, έλα λίγο μέσα, δεν έχω τελειώσει» μου απαντάει ο Μάριος στο θυροτηλέφωνο.
«Κάτσε, τελειώνω το ξύρισμα και έρχομαι» τον ακούω να μου λέει μέσα από το μπάνιο.
Κάθομαι στο σαλόνι και πράγματι μερικά λεπτά αργότερα βγαίνει από το μπάνιο.
«Έτοιμος κι… Θεέ μου» μου λέει και παγώνει. «Θεέ μου, είσαι κούκλα!»
«Σ’ αρέσει;» του λέω χαμογελώντας από το ένα αφτί μέχρι το άλλο.
«Είσαι… είσαι… δεν έχω λόγια!» μου αποκρίνεται και όπως είχα σηκωθεί έρχεται και με παίρνει σφιχτά στην αγκαλιά του και μου δίνει ένα βαθύ φιλί. Απομακρύνεται και με ξανακοιτάζει πάλι από την κορυφή μέχρι τα νύχια. «Εγώ λέω να μην πάμε στο πάρτι!» μου λέει πονηρά!
«Εσύ να είσαι φρόνιμος και να τελειώνεις, μας περιμένει η Κατερίνα!»
“Party pooper!”
«Καλά κάνω!»
«Καλάθια, να μην μου παραπονιέσαι μετά αν σε στρυμώξω πάλι σε καμιά τουαλέτα!»
«Πότε σου παραπονέθηκα βρε αχάριστε;» τον πειράζω. Από εκείνο το φοιτητικό πάρτι που του είχα κάνει πίπα στην τουαλέτα, το είχαμε βρει ως φετιχιστικό παιχνίδι, σε κάθε πάρτι που πηγαίναμε βρίσκαμε ευκαιρία να κλειστούμε στην τουαλέτα και δεν είχαμε μείνει μόνο σε πίπα, είχαμε βγάλει και κάμποσες φορές τα μάτια μας.
«Τα φόρεσες αυτά που σου πήρα ή έχεις ακόμα τα ρούχα σου;»
«Τι να σε κάνω που σε αγαπάω; Τα φόρεσα, χθες ήταν η τελευταία μου μέρα!»
«Ω ρε μάνα μου!» λέει ενθουσιασμένος καθώς, σήμερα τουλάχιστον, δε θα χρειαστεί να φορέσει και προφυλακτικό.
«Σάτυρε!»
«Λοιπόν, πάμε γιατί αν συνεχίσουμε την κουβέντα δε μας βλέπω να φεύγουμε!»
Πήγαμε και πήραμε Κατερίνα και Θανάση και μετά ανηφορίσαμε στο σπίτι που έμενε ο συμφοιτητής μας. Γύρω στις 01:00 βρίσκουμε την ευκαιρία και πάμε στο μπάνιο και ο Μάριος σχεδόν μου ορμάει, αλλά η αλήθεια είναι πως και του λόγου μου είμαι φοβερά ερεθισμένη. Ψαχουλευόμαστε για λίγη ώρα και μετά με βάζει να γονατίσω και να τον πάρω στο στόμα μου. Βασικά άλλο θέλαμε και οι δύο αλλά ούτε προφυλακτικά έχουμε φέρει μαζί μας και ούτε φυσικά φοράω σερβιετάκι, το εσώρουχο δεν είναι για τέτοια, οπότε προς το παρόν περιοριζόμαστε στην πίπα, και ήταν ήδη τόσο ερεθισμένος που δεν μου πήρε ούτε πεντάλεπτο για να τον κάνω να τελειώσει, και ήταν και πάλι σεβαστή η ποσότητα που χρειάστηκε να καταπιώ, τρομάρα του!
«Πού χαθήκατε εσείς;» με ρωτάει η Κατερίνα με το που γυρνάμε.
«Άμα σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω» της απαντάω και βάζει τα γέλια, τόσα χρόνια φίλες δεν έχουμε μεταξύ μας μυστικά. Βέβαια δεν είναι μόνο δική μου κολλητή, είναι και του Μάριου, αλλά εντάξει, υπάρχουν και κάποια πράγματα που τα κοριτσάκια τα λέμε μόνο μεταξύ μας.
Γύρω στις δύο τους καληνυχτίζουμε, Κατερίνα και Θανάσης θα κάτσουν και άλλο, και επιστρέφουμε στο σπίτι του Μάριου, όπου ο ποδολάγνος μέσα του ξεσάλωσε!
«Εχμ, είμαι και η υπόλοιπη εδώ» του λέω κάποια στιγμή. Αν και στην αρχή μου είχε φανεί περίεργο, είχα αρχίσει να το συνηθίζω, και δεν λέω, μου άρεσε που μου πιπιλούσε και μου έγλειφε τα δάχτυλα αλλά σήμερα ειδικά το είχε παραξηλώσει.
Ναι, δε με άφησε παραπονεμένη, να τα λέμε αυτά, μωρέ μ’ έβαλε κάτω και μου άλλαξε τα φώτα. Δεν είχα βγάλει το φόρεμα, ήμουν ακόμα καθιστή στο κρεββάτι, όπως μου είχε ζητήσει, και τόση ώρα που ήταν γονατισμένος γλείφοντάς μου τα δάχτυλα, απόρησα πως δεν τον είχε πιάσει η μέση του. Μου ζητάει να σηκωθώ και να φορέσω ξανά τα πέδιλά μου και στην αρχή δεν καταλαβαίνω το γιατί, η ιδέα είναι να βγάλουμε τα ρούχα μας, όχι να τα βάλουμε. Βέβαια, όταν σηκώθηκε και ήρθε από πίσω μου και άρχισε να με φιλάει στο σβέρκο μαλάζοντάς μου δυνατά τα στήθη πάνω από το φόρεμα, το έπιασα το υπονοούμενο.
Καθώς το φόρεμα είναι ανοιχτό και επιτρέπει ζογκλερικά, μου το σηκώνει και με βάζει να σκύψω πάνω από το γραφείο του. Γονατίζει και πάλι, και τραβώντας ελαφρά το στρινγκάκι αρχίζει και με γλείφει από πίσω και ταυτόχρονα έχει περάσει το χέρι του μπροστά και με παίζει, κάνοντάς με πύραυλο. Με βάζει να γονατίσω και πάλι και να τον πάρω στο στόμα μου για λίγη ώρα και μετά με σηκώνει και με βάζει και πάλι να σκύψω πάνω από το γραφείο, όπου μου σηκώνει και πάλι το φόρεμα και αυτή τη φορά μου κατεβάζει το στρινγκάκι.
«Σιγά-σιγά μωρό μου» του λέω έχοντας πολύ καλή ιδέα του τι ήθελε να κάνει, του αρέσει πολύ να με παίρνει από πίσω και δε θέλω να τον παρασύρει ο ενθουσιασμός του. Όσο και αν μου αρέσει να του δίνομαι με τον τρόπο που επιθυμεί, το από πίσω πονάει στην αρχή και θέλει τη ρέγουλά του.
«Θα προσέχω μωρό μου» με διαβεβαιώνει. «Και έχω και αυτό!»
«Ποιο;» τον ρωτάω.
«Πήρα λιπαντικό!» μου λέει μα πριν προλάβω να απορήσω νιώθω το δάχτυλό του σχεδόν να γλιστράει μέσα στο κωλαράκι μου.
Πάντα το έκανε αυτό πριν ξεκινήσει, αλλά σε αντίθεση με το σάλιο ή τα κολπικά μου υγρά, το δάχτυλό του μπαίνει πολύ πιο άνετα μέσα μου. Έχω κλείσει τα μάτια μου και αρχίζω να το απολαμβάνω σε βαθμό που δεν περίμενα, όχι τόσο γρήγορα. Το από πίσω είναι λίγο περίεργο, άλλες φορές με κάνει σχεδόν να βελάξω, κάμποσες φορές έχουμε σταματήσει γιατί απλά δεν άντεχα τον πόνο, άλλες φορές είναι απλά ενοχλητικό και το κάνω μόνο και μόνο γιατί ξέρω πόσο του αρέσει, αλλά υπάρχουν και φορές που μετά από λίγη ώρα αρχίζει να μου αρέσει.
Ε, σήμερα άρχισε να μου αρέσει με το που μου έβαλε σχεδόν το δάχτυλο, κοίτα να δεις τι διαφορά μπορεί να σου κάνει το λιπαντικό, που για να έχουμε καλό ρώτημα από που το πήρε; Θα το μάθω αργότερα, δεν θέλω να τον κόψω τώρα! Τραβάει το δάχτυλό του και ακουμπάει το όργανό του στην πίσω μου τρυπούλα και παρά τον ερεθισμό που νιώθω, κλείνω τα μάτια μου και σφίγγω τα δόντια στην αναμονή του αναπόφευκτου πόνου. Ναι, υπάρχει και πάλι πόνος αλλά είναι ασύγκριτα μικρότερος με τις άλλες φορές, το βογγητό που μου ξεφεύγει δεν είναι πόνου, είναι ηδονής!
«Σε πόνεσα μωρό μου;» με ρωτάει σταματώντας.
«Αν σταματήσεις τώρα βρες λαγούμι να κρυφτείς!» του λέω πειραχτικά.
«Βρε αθεόφοβη!»
«Σκάσε και γάμα με!»
«Μωρέ θα σε κάνω άλογο!» μου λέει και τραβώντας με από τα μαλλιά καρφώνεται πίσω μου.
Το είπε και το έκανε, αυτό έχω να πω, και δεν ήταν μόνο η δύναμη με την οποία καρφωνόταν όλος μέσα μου, πέφταν και τα δυνατά χαστούκια στα κωλομέρια, και αν ήμουν μία φορά πύραυλος πριν, έγινα δέκα. All-in-all απόψε ήταν πολύ μακράν του δεύτερου το καλύτερο από πίσω που είχαμε κάνει ποτέ, και ευτυχώς να λέω, καθώς λόγω της πίπας που είχε προηγηθεί στο πάρτι του πήρε κάμποση ώρα να τελειώσει.
«Σ’ αρέσει μωρό μου;» με ρωτάει αγκομαχώντας.
«Πολύ… πολύ…» του λέω σχεδόν ξεψυχισμένα κάνοντάς τον να επιταχύνει κι άλλο και λίγη ώρα αργότερα, τραβώντας με δυνατά από τα μαλλιά και καρφώνοντάς τον μέσα μου όσο δεν πήγαινε, κάθεται ακίνητος και τελειώνει με ένα παρατεταμένο βογγητό. Τραβήχτηκε και έφυγα τρέχοντας για το μπάνιο αλλά με το που τελείωσα και βγήκα τον βρήκα να με περιμένει έξω από την πόρτα.
«Θέλεις να κάνουμε ντουζάκι;»
«Αμέ!» του λέω χαμογελαστή και γδύνομαι σε χρόνο ρεκόρ, και το ίδιο κάνει και εκείνος.
Στο ντουζ έχει και δεύτερο γύρο, με βάζει και πάλι να σκύψω αλλά αυτή τη φορά μπαίνει μπροστά μου. Δεν κλιμακώνω, σπάνια συμβαίνει αυτό με διείσδυση, αλλά ήταν πολύ όμορφο και το κυριότερο τέλειωσε μέσα μου, και τη λατρεύω αυτή την αίσθηση. Δε βρέξαμε τα μαλλιά μας και έτσι μετά από ένα γρήγορο σκούπισμα πάμε και ξαπλώνουμε γυμνοί στο κρεββάτι του. Μακάρι να μπορούσαμε να ξενυχτίσουμε, λατρεύω να κοιμάμαι και να ξυπνάω στην αγκαλιά του, αλλά δεν πειράζει, θα κάνω υπομονή μια εβδομάδα.
«Δε μου είπες, που θα πάμε του αγίου πνεύματος;»
«Πόζαρ!» μου λέει και σχεδόν χοροπηδάω από τη χαρά μου. Πέρσι, η Κατερίνα με το Θανάση είχαν πάει διακοπές στη Χαλκιδική και βρήκαν μια μέρα ευκαιρία και πήγαν στα Πόζαρ και είχαν ξετρελαθεί. «Έχω κλείσει ξενοδοχείο»
«Αν ναι!!! Υπέροχα!»
«Μόνο που θα πρέπει να μοιράσουμε λίγο την οδήγηση.»
«Κανένα πρόβλημα, μωρό μου!» του λέω ενθουσιασμένη. Ναι, στις αρχές μας φαινόταν λίγο περίεργο που λέγαμε ο ένας τον άλλον μωρό μου, και συχνά βάζαμε τα γέλια, αλλά με τα πολλά το είχαμε συνηθίσει.
Γέρνει πάνω μου και αρχίζει και με φιλάει ενώ τα χέρια του μου χαϊδεύουν απαλά τα στήθη. Φιλιόμαστε για λίγη ώρα και μετά αρχίζει να με γλείφει και να με δαγκώνει απαλά στο λαιμό και στο σαγόνι και συνεχίζει έτσι μέχρι που φτάνει στα στήθη μου, κάνοντάς με και πάλι να ανατριχιάσω από την απίστευτα όμορφη και δυνατή αίσθηση. Μου γλείφει και μου πιπιλάει τις ρόγες εναλλάξ ενώ εγώ τον χαϊδεύω απαλά στα μαλλιά. Σταματάει και συνεχίζοντας τα απαλά δαγκώματα φτάνει μέχρι κάτω, βάζοντας και πάλι φωτιά στα λαγόνια μου.
Παίζει την κλειτορίδα μου με τη γλώσσα και τα χείλη του, ενώ ταυτόχρονα μου μαλάζει δυνατά και τα δυο στήθη και, πότε-πότε, μου τσιμπάει και τις ρώγες, αλλά σε αντίθεση με τις φορές που μου το κάνει αιφνιδιαστικά, κάνοντάς με να τσιρίξω ενώ ο γάιδαρος ξεκαρδίζεται στα γέλια, ο πόνος είναι πιο γλυκός και έχει μια απίστευτα ηδονική χροιά. Το σώμα μου τεντώνεται άθελά μου, νιώθω σα να με διαπερνάει ηλεκτρικό ρεύμα.
«Σε θέλω…» καταφέρνω να ψελλίσω. «Μέσα μου… σε θέλω μέσα μου…»
Δεν απαντάει, συνεχίζει για λίγη ώρα το βασανιστικά ηδονικό του παιχνίδι και μετά σταματάει και ανεβαίνει πάνω μου. Αν και σωματικά μ’ ερεθίζει πολύ περισσότερο το να είμαι στα τέσσερα ή να τον καβαλάω, η αλήθεια είναι ότι το να νιώθω το βάρος του κορμιού του πάνω στο δικό μου και το να μπορώ να τον κοιτάζω στα μάτια την ώρα που με κάνει δική του, δεν συγκρίνεται με τίποτα!
«Κάνε με δική σου μωρό μου!» σχεδόν τον εκλιπαρώ.
«Δική μου… μόνο δική μου» μου λέει τρίβοντάς το όργανό του σαδιστικά στα κάτω μου χείλη.
«Δική σου… μόνο δική σου… είμαι η Μπίλι σου» του λέω και μπαίνει μέσα μου κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένας ηδονικός στεναγμός.
Είναι υπέροχα, υπέροχα! Κινείται μέσα μου χωρίς βιάση και συνεχίζει έτσι για πολλή ώρα. Οι στεναγμοί μου γίνονται βογγητά και όταν αρχίζει να επιταχύνει, τα βογγητά γίνονται αναφιλητά, και μπορεί να μην τελειώνω συχνά με αυτό τον τρόπο, αλλά σήμερα είναι μια από αυτές τις φορές! Το νιώθω, το καταλαβαίνω από τη φωτιά που έχει απλωθεί στα λαγόνια μου και με καίει, το καταλαβαίνω από τους σπασμούς που κάνει άθελά μου το κορμί μου. Κοιταζόμαστε στα μάτια και η ψυχή μου λες και πετάει, η φωτιά γίνεται πυρκαγιά και η πυρκαγιά έκρηξη, είναι τόσο δυνατός ο οργασμός μου που νιώθω σχεδόν την ψυχή μου να μ’ εγκαταλείπει και βυθίζομαι στο σμαραγδένιο των ματιών του.
«Μπίλι μου… Μπίλι μου…» σχεδόν φωνάζει κοκκαλώνοντας μέσα μου.
«Ναι μωρό μου… ναι… η Μπίλι σου… η Μπίλι σου» βρίσκω τη δύναμη να πω ενώ το όργανό του κάνει σπασμούς βαθιά μέσα μου και η αίσθηση χωρίς το προφυλακτικό είναι… είναι απερίγραπτη.
Δεν τραβιέται αμέσως, ξαπλώνει προσεκτικά πάνω μου και χανόμαστε και πάλι σ’ ένα ατελείωτο φιλί.
«Σ’ αγαπάω… Θεέ μου, πόσο σ’ αγαπάω!» μου λέει κοιτάζοντάς με στα μάτια.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω, Μάριε, σ’ αγαπάω όσο δε φαντάζεσαι, κι άλλο τόσο, κι άλλο τόσο» του λέω χαϊδεύοντας τον τρυφερά στο πρόσωπο.
«Θες σοκολάτα;» με ρωτάει από το πουθενά και βάζω τα γέλια.
«Ναι, γιατί όχι;» του απαντάω χαμογελαστή, και σηκωνόμαστε και οι δύο τσίτσιδοι και πάμε στην κουζίνα μέσα στη μαύρη νύχτα για να φτιάξουμε καλοκαιριάτικα ζεστή σοκολάτα. Και μετά…
Και μετά ακολούθησε και τρίτος γύρος, και τέταρτος, και πέμπτος και έκτος. Μου έδωσε και κατάλαβα, ήταν ακριβώς όπως το είχε προβλέψει η Κατερίνα, μπούτι δεν μ’ άφησε να κλείσω όλο το βράδυ, και απορώ που στο τέλος της βραδιάς μπορούσε να πάρει τα πόδια του, γιατί εγώ, στις 05:00 που έφυγα για να γυρίσω σπίτι, με δυσκολία μπόρεσα να πάρω τα δικά μου!
Oh, well… αυτά είναι προβλήματα!
1996
Άμστερνταμ-Παρίσι, πράσινο ...μεθύσι.
Είναι τέλη Μάρτη. Έχει πάει Παρασκευή απόγευμα και είμαι σπίτι μόνη μου, κάπου έχουν πάει οι δικοί μου. Ο Μάριος πέρσι πήρε το πτυχίο του -με 9,75 παρακαλώ!- και τώρα είναι στο δεύτερο εξάμηνο του μεταπτυχιακού του. Εγώ κατάφερα να βελτιώσω ακόμα περισσότερο τη βαθμολογία μου και αυτό το εξάμηνο παλεύω με τη σειρά μου για την πτυχιακή μου, αν όλα πάνε καλά θα πάρω το πτυχίο με βαθμό 9,6.
Και ο Μάριος και οι γονείς του με πίεσαν να δώσω ξανά κάποια μαθήματα ώστε να αυξήσω ακόμα περισσότερο το βαθμό μου αλλά δεν ψήθηκα. Η Κατερίνα, παρά τη γκρίνια της, πήρε και αυτή με 9,2 το πτυχίο της στη Νομική και, μιας και η νομική είναι τέσσερα έτη, φέτος είναι και εκείνη στο πρώτο έτος του μεταπτυχιακού της, και, όπως έχει δηλώσει, θα συνεχίσει και για διδακτορικό. Χώρισε με τον Θανάση, και εκεί που φοβόμασταν ότι θα της πέσει ο ουρανός στο κεφάλι, εκείνη τον έκλαψε για λίγες μέρες και πήγε παρακάτω, τώρα είναι στα ζαχαρώματα με το νέο της αμόρε, το Γιώργο, σήμερα έχουμε κανονίσει να βγούμε οι τέσσερεις μας.
Λίγο πριν ετοιμαστώ να πάω για μπάνιο, χτυπάει το κουδούνι. Πηγαίνω να ανοίξω, είναι ο Μάριος ο οποίος μπαίνει μέσα στο σπίτι σαν σίφωνας.
«Μπίλι μουυυυυυυυυυυυ» μου κάνει λες και είχε να με δει από πέρσι, ξέρω-γω!
«Καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα!» του κάνω και χώνομαι στην αγκαλιά του. «Που γύριζες βρε ρεμάλι;»
«Χιχιχι, κλείσε τα μάτια σου!»
«Γιατί;»
«Κλεισ’ τα μάτια σου βρε βάσανο!»
«Βάσανο εγώ; Η Μπίλι σου;»
«Θα πάρω πέτρα!»
«Ουφ!» του λέω αλλά κάνω αυτό που μου ζητάει. «Άνοιξέ τα!»
Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω στα χέρια του ένα φάκελο.
«Τι είναι αυτό;»
«Άνοιξέ το και θα δεις!» μου κάνει σε κατάσταση υστερικής ευθυμίας.
Ανοίγω το φάκελο και αν εκείνη τη στιγμή δεν έγινα βάτραχος από το γούρλωμα να μη με λένε Μπίλι. Μέσα είχε έξι εισιτήρια, δύο για τον ημιτελικό της ερχόμενης τετάρτης μεταξύ Άγιαξ και Παναθηναϊκού και τέσσερα εισιτήρια για το Final Four που γινόταν στο Παρίσι σε δυο βδομάδες από σήμερα.
«Κλείσε το στόμα σου, θα χάψεις καμιά μύγα! Φεύγουμε Τρίτη βράδυ, Τετάρτη έχουμε το παιχνίδι, καθόμαστε Ολλανδία μέχρι την Κυριακή και μετά οδικώς Παρίσι για το final four!»
Αν και άθεη, μου ξεφεύγει ένα «Ο Χριστός και η Παναγία». Εντάξει, το ξέρω ότι δεν έχει οικονομικό πρόβλημα, αλλά πρέπει να έδωσε μια περιουσία για όλα αυτά, και του λόγου του τα οικονομικά του μπορεί να τα έχει λυμένα, αλλά εγώ ούτε κατά διάνοια δεν είμαι σε τέτοια φάση. «Βρε παλαβέ, πόσα έδωσες;»
«Να μη σε νοιάζει, και στην τελική, μαζί μου θα τα πάρω ρε Μπίλι;» μου κάνει και ταραγμένη του χώνω μια γερή στο σβέρκο! «Άουτς!»
«Θα σε πατήσω χάμω αν το ξαναπείς αυτό!» του κάνω.
«Εντάξει βρε μωρό μου, τρόπος του λέγειν. Ρε συ, η Πανάθα παίζει ημιτελικό στο πρωταθλητριών και είμαστε και στο final four στο μπάσκετ, πόσες φορές θα έχουμε στη ζωή μας ξανά αυτή την ευκαιρία;»
Δεν λέω, και οι δύο είμαστε φόλα Παναθηναϊκοί και πάμε συχνά-πυκνά στο γήπεδο και στο ποδόσφαιρο και στο μπάσκετ, εδώ με είχε ξεσηκώσει και τρέχαμε στο αεροδρόμιο στην υποδοχή του Ντομινίκ το Σεπτέμβρη.
«Και τα μαθήματα;»
«Έλα ρε Μπίλι, γάμα τα τά μαθήματα μια φορά!»
«Καλά, άσε τα μαθήματα, τι θα πω στους γέρους μου;»
«Την αλήθεια!»
«Ρε συ θα με σουβλίσουν!»
«Γιατί, τα Χριστούγεννα που πήγαμε Πράγα, σε σούβλισαν;»
«Όχι… αλλά…»
«Δεν έχει αλλά! Λοιπόν, είναι done deal έτσι κι αλλιώς, έχω κλείσει και τα αεροπορικά και τα ξενοδοχεία, δεν ακούω κουβέντα! Και μιας και θα πάμε και Παρίσι, θα έχεις την ευκαιρία να δεις ξανά τον Καναδό σου, θα το καταπιώ και αυτό, και θα σε δείρω αργότερα!» μου είπε, κάνοντάς με να ξεροκαταπιώ.
«Μπα, θα μας δείρετε κιόλας;» του κάνω ειρωνικά.
«Και θα σας δείρουμε!» μου είπε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
Αν δεν είχα το φόβο μην γυρίσουν ξαφνικά οι δικοί μου, θα τον είχα βάλει κάτω και θα τον είχα …βιάσει επί τόπου, αλλά τέτοια κόλπα μόνο σπίτι του ή σε κανένα ξενοδοχείο, το σκηνικό που παραλίγο να μας πιάσει στα πράσα η μητέρα μου την ώρα που του έκανα πίπα με είχε στοιχειώσει!
«Λοιπόν» συνέχισε σα να μην έτρεχε τίποτα, «πάω σπίτι να κάνω ένα ντουζάκι. Τι ώρα έχουμε πει με τα παιδιά;»
«Είπαμε να περάσουμε να πάρουμε την Κατερίνα στις 21:00 και θα βρούμε το Γιώργο στο Κεφαλάρι»
«Ωραία, ωραία! Όταν ετοιμαστείς κι εσύ έλα από το σπίτι»
«Εντάξει μωρό μου» του είπα και τον πήρα στην αγκαλιά μου και τον φίλησα βαθιά. Μωρέ καλά που ήμουν συγκρατημένη και δεν του όρμισα πριν λίγο, γιατί πάνω στη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα οι δικοί μου.
«Άμαχος πληθυσμός!» έκανε η μητέρα μου.
«Πού σουρτουκεύατε εσείς; Δε μπορεί μια κόρη να λείψει λίγο από το σπίτι της και αμέσως να ξεπορτίσετε εσείς; Teddyfather και teddymother!»
«Λοιπόν, εγώ σας αφήνω! Μπίλι τα είπαμε, όταν ετοιμαστείς πέρνα από το σπίτι να πάμε να πάρουμε την Κατερίνα!» είπε ο Μάριος και έγινε μπουχός, αφήνοντάς με να βγάλω μόνη το φίδι από την τρύπα.
«Λοιπόν, επειδή αυτό δε λέγεται έτσι, θα σας παρακαλούσα να κάτσετε πρώτα, είστε και γέροι άνθρωποι!» ξεκίνησα ανάλαφρα αλλά ο πατέρας μου το πήρε διαφορετικά.
«Αν υποψιαστώ ότι θα μας πεις ότι θα γίνουμε παππούδες…»
«Τι;;; Τι λες ρε μπαμπά, ούτε καν!»
«Ε, πες μας τότε, τι μας πιλατεύεις;»
«Ουφ… Λοιπόν, ο Μάριος πήγε και πήρε εισιτήρια για τον ημιτελικό της τετάρτης με τον Άγιαξ και για το final four που γίνεται στο Παρίσι.»
«Ωχ!» έκανε ο πατέρας μου, βλέποντάς το να έρχεται…
«Ε, ναι… δεν τα έκλεισε για να πάει μόνος του… Φεύγουμε Τρίτη βράδυ, και γυρνάμε Μεγάλη Παρασκευή το πρωί… Θα μείνουμε Άμστερνταμ μέχρι την Κυριακή και μετά οδικώς Παρίσι.»
«Και τα μαθήματά σου;»
«Την πτυχιακή μου κάνω ρε μπαμπά, και άλλωστε στο Παρίσι θα είμαστε τη Μεγάλη Εβδομάδα…»
«Καλά… πόσα έδωσε;»
«Δε μου είπε…»
Τελικά άδικα ανησυχούσα, παρά το σχετικό σοκ, το πήραν καλύτερα απ’ όσο φοβόμουν. Πήγα να κάνω το μπάνιο μου και να ετοιμαστώ και, όπως είχαμε συμφωνήσει, όταν τελείωσα πήγα να πάρω το Μάριο από το σπίτι του. Χτύπησα το κουδούνι και την πόρτα μου άνοιξε ο κύριος Ανδρέας.
«Καλώς το κορίτσι» μου είπε ζεστά.
«Καλησπέρα!» του είπα χαμογελώντας του γλυκά, τον ξέρω από πέντε χρονών παιδάκι, και παρόλο που ακόμα τον λέω «Κύριο Ανδρέα», τον νιώθω σα δεύτερο πατέρα μου, όπως άλλωστε το ίδιο νιώθω και για την κυρία Χριστίνα. Στο σπίτι αυτά, βέβαια, στο πολυτεχνείο… ήταν άλλη ιστορία, και αν και στα μαθήματα που δίδασκαν και οι δύο πήρα δεκάρια -αν ήθελα, ας έκανα κι αλλιώς- ή ψυχούλα μου το ‘ξερε!
«Πέρνα μέσα, δεν έχει τελειώσει ακόμα ο ανεπρόκοπος!». Πέρασα στο σαλόνι όπου ήταν εκεί και η κυρία Χριστίνα, έβλεπαν τηλεόραση.
«Καλησπέρα!» της είπα και μου χαμογέλασε.
«Καλησπέρα Βασιλικούλα μου, έχεις φάει;»
«Ναι κυρία Χριστίνα, έφαγα όταν γύρισαν οι δικοί μου». Καθίσαμε και χαζολογήσαμε λίγο βλέποντας τηλεόραση μέχρι που ήρθε και μας βρήκε και ο Μάριος.
«Απαρτία!»
«Που ήσουν βρε αχαΐρευτε;» τον πείραξα καθώς μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί στα μαλλιά.
«Το καλό πράγμα αργεί να γίνει!» μου είπε και σηκώθηκα. «Λογικά μέχρι τις 02:00, άντε 03:00 θα έχουμε γυρίσει» είπε στους γονείς του και, αφού τους καληνυχτίσαμε, κατεβήκαμε κάτω και πήγαμε στο αυτοκίνητό του.
Φόρεσε τα γυαλάκια του· εδώ και λίγο καιρό ανακαλύψαμε, μετά από κρίση πονοκεφάλων, ότι στα γεράματα είχε αποκτήσει ελαφρά μυωπία, και ξεκινήσαμε να πάμε να πάρουμε το Κατερινιώ, η οποία μας περίμενε έξω από το σπίτι της. Είχα να τη δω κοντά μια εβδομάδα, οπότε με το που βγήκα έξω για να περάσει αρχίσαμε τις αγκαλιές και τα φιλιά.
«Πού χάθηκες μωρή εσύ, έτσι κάνουν οι φίλοι;» τη ρώτησε ο Μάριος με το που πέρασε στο αυτοκίνητο.
«Διαβάσματα, μου έχει γίνει η σούφρα να!» προσπάθησε να δικαιολογηθεί.
Λες κι εμείς τρέχουμε στα λιβάδια σαν την Μαρία Φον Τραπ στη μελωδία της Ευτυχίας, να πούμε!
«Μωρή, ξέρεις τι έκανε ο τρελάρας;» τη ρώτησα όταν μπήκα μέσα κι εγώ.
«Τι;»
«Έκλεισε εισιτήρια για τον ημιτελικό στο ποδόσφαιρο, με τον Άγιαξ -στο Άμστερνταμ παρακαλώ!- και για το final four του basket στο Παρίσι!»
«What???»
«Χιχιχι» έκανε ο Μάριος.
«Από Τρίτη βράδυ θα μας χάσεις, θα γυρίσουμε τη Μεγάλη Παρασκευή!»
«Με την κούπα!» συμπλήρωσε ο Μάριος.
«Από το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί!»
«Αν και ποτέ δεν κατάλαβα τη μανία σας με τα αθλητικά, θα είναι καλή φάση!!!»
«Καλή φάση θα είναι αν πάρουμε αξιοπρεπές αποτέλεσμα στο πρώτο παιχνίδι και σηκώσουμε την κούπα!»
«Ε, δεν είστε με τα καλά σας!» μας είπε και βάλαμε και οι δύο τα γέλια.
⇽∙⇾
Παρά τον αρχικό μου αιφνιδιασμό, όταν μου είχε ανακοινώσει ότι αγόρασε τα εισιτήρια, ο χρόνος μέχρι την Τρίτη το βράδυ έμοιαζε να έχει κολλήσει. Το Σάββατο το πρωί είχαμε κάνει επιδρομή στις μπουτίκ του Παναθηναϊκού, και όταν ταξιδεύαμε ήμασταν ντυμένοι στα πράσινα. Το βράδυ θα βαφόμασταν και στα πράσινα, η αλήθεια είναι ότι μας είχε πιάσει η τρέλα. Σάμπως ήμασταν οι μόνοι; Σχεδόν όλοι στο αεροπλάνο ήταν οπαδοί της τριφυλλάρας που ταξίδευαν στην Ολλανδία για τον ίδιο ακριβώς λόγο και το κάναμε Λεωφόρο, το κάναμε. Η πτήση ήταν βραδινή, οπότε με το που φτάσαμε Άμστερνταμ, και αφού ξεμπλέξαμε με τα διαδικαστικά, δώσαμε με τους υπόλοιπους ραντεβού για καφέ το πρωί, και πήγαμε στο ξενοδοχείο να ξεκουραστούμε.
«Τι ώρα να βάλω ξυπνητήρι;» με ρώτησε ο Μάριος.
«Πήρες μαζί σου ξυπνητήρι;» τον ρώτησα εγώ σα χαζή!
«Στο κινητό βρε ούφο!» μου είπε, ναι, το είχα ξεχάσει, είχε και από αυτό το φρούτο, όχι ότι το πολυχρησιμοποιούσε, απλά ο Μάριος ήταν και πλούσιος και γκατζετάκιας.
«Ξέρω γω; Τι ώρα σερβίρουν το πρωινό;»
«Νομίζω ότι είναι 07:30 – 10:00»
«Ε, βάλτο γύρω στις 09:30, να προλάβουμε να φάμε και τίποτα!»
«Done. Δε μου λες, θες να πέσουμε για ύπνο;»
«Δε νυστάζω, να σου πω την αλήθεια, αλλά τέτοια ώρα τι θα κάνουμε;»
«Πάμε για καμιά μπύρα;»
«Και δεν πάμε;»
Αμ έπος, αμ έργο, κατεβήκαμε με τις πράσινες μπλούζες να πάμε έξω για μπύρες, και όπως αποδείχτηκε δεν ήμασταν οι μόνοι οπαδοί της ομάδας που είχαμε την ίδια ιδέα, στη μπυραρία πετύχαμε και άλλους.
«5-0» μας έκαναν κάποιοι ολλανδοί στους δρόμους.
«In your dreams!» τους απαντούσαμε, αν και η αλήθεια είναι ότι με την ομαδάρα που είχε ο Άγιαξ, και όσο καλοί και αν ήμασταν, τέτοιο ενδεχόμενο, καίτοι απευκταίο, δεν ήταν και στα όρια του απίθανου.
Οι επιλογές στις μπύρες ήταν απίστευτες, δεν είχα ιδέα ότι υπήρχαν τόσα πολλά είδη, αλλά η αγαπημένη μου αποδείχτηκε η Trappist, με το βαθύ ρουμπινί κόκκινο χρώμα και την απίθανη, αρωματική, γλυκιά της γεύση. Ο Μάριος δήλωσε «κόκκινο ποτέ!» και το έριξε στις μαύρες, εντάξει βρε αδερφάκι μου, κι εγώ Παναθηναϊκός είμαι, δεν κάνω έτσι!
Αν και κατεβήκαμε για μια μπύρα, γυρίσαμε τελικά στις τέσσερις το πρωί, και οι δύο ελαφρώς κουδούνια και με τις φούσκες μας έτοιμες να σπάσουν. Τον άφησα να πάει πρώτος, γιατί θα έκανε λιγότερη ώρα, και περιμένοντας εμπέδωσα για τα καλά την έννοια της σχετικότητας· η διάρκεια του ενός λεπτού εξαρτάται από το αν είσαι μέσα στην τουαλέτα ή απ’ έξω! Όταν επέστρεψα από το μπάνιο, βρήκα τον κύριο να έχει ξαπλώσει στο κρεββάτι γυμνός και με την τσουτσού ορθωμένη.
“Hey girl, let’s go for a ride!” μου είπε χαχανίζοντας, κάνοντάς με να βάλω κι εγώ τα γέλια.
Δεν ήταν ο μόνος που είχε ορεξούλες, πέταξα τα ρούχα μου με συνοπτικές διαδικασίες και πήγα και ξάπλωσα δίπλα του. Γύρισε προς το μέρος του και αρχίσαμε να φιλιόμαστε, μπαλαμουτιάζοντας ο ένας τον άλλον, και λίγη ώρα αργότερα ήμουν κι εγώ μούσκεμα, ειδικά όταν χαμήλωσε ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισε να με γλείφει. Σταματήσαμε, ίσα για να αλλάξουμε βάρδια, και σε λίγο ήμουν εγώ που τον είχα στο στόμα μου, όχι ότι είχε ιδιαίτερη ανάγκη, κατάρτι ήταν από πριν, κατάρτι είχε μείνει. Μου έδωσε ένα προφυλακτικό και του το φόρεσα και με κείνον ξαπλωμένο σκαρφάλωσα και κάθισα πάνω του, οδηγώντας το όργανό του μέσα μου.
«ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» έκανα μη μπορώντας να κρατηθώ. Έκλεισα τα μάτια μου και, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι μου πίσω, άρχισα να κουνιέμαι ενώ εκείνος χούφτωνε δυνατά και τα δυο μου στήθη.
«Ναι… ναι μωρό μου…» έκανε και το χούφτωμα πήρε προαγωγή, άρχισε να μου τα μαλάζει ακόμα πιο δυνατά, τσιμπώντας που και που τις ρώγες μου, εδώ και κάμποσα χρόνια είχα ανακαλύψει μαζί του ότι ο πόνος μερικές φορές έχει ηδονική χροιά.
«ΑΑΑΑΑΑΧ» έκανα μη μπορώντας να συγκρατήσω ένα στεναγμό πόνου, καθώς στον ενθουσιασμό τον το παράκανε λίγο, και το κατάλαβε και χαλάρωσε κάπως το σφίξιμο.
Συνεχίσαμε έτσι για κάμποση ώρα και μετά αλλάξαμε ελαφρά τρόπο, με έφερε να γείρω προς τα πάνω του και, κρατώντας με από τη λεκάνη, άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα μου με διαρκώς αυξανόμενη ταχύτητα και ένταση. Δεν είχα πάντα οργασμό όταν κάναμε σεξ αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε μου άρεσε, ακριβώς το αντίθετο! Σήμερα, πάντως, η τούρτα θα είχε και κερασάκι, το κατάλαβα από τη φωτιά που άρχισε να απλώνεται από τα λαγόνια μου στο υπόλοιπο σώμα, και δεν διαψεύστηκα, λίγο αργότερα άρχισα να νιώθω μέσα μου τις απανωτές εκρήξεις που συνόδευαν τον οργασμό μου, και, παρά το γεγονός ότι δαγκώθηκα, δεν κατάφερα να κόψω τα ηδονικά μου βογγητά. Ο ρυθμός του είχε γίνει φρενήρης, ήταν και ο Μάριος κοντά στο τέλος, και πράγματι, μερικές στιγμές αργότερα κοκαλώνει και νιώθω τους σπασμούς που κάνει το όργανό του βαθιά μέσα στον κόλπο μου, σπασμούς που τους συνοδεύει κι εκείνος με δυνατά βογγητά.
Τραβιέμαι προσεκτικά και ξαπλώνω απαλά πάνω του ενώ εκείνος, με τα μάτια κλειστά, παλεύει ακόμα να βρει τις ανάσες του. Τον κοιτάζω με λατρεία, δεν έχω τις λέξεις να περιγράψω τα αισθήματα που έχω γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Ανοίγει κι εκείνος τα μάτια του.
«Σ’ αγαπάω! Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου!»
«Το καλό που σου θέλω!» του λέω αστειευόμενη. «Κι εγώ σ’ αγαπάω μωρό μου, πολύ πολύ πολύ!»
«Μιας που λέμε για αγάπες, έστειλες mail στον Jean-Claude?»
«Έλα κρυάδες!» του απαντάω. «Ναι, του έστειλα, θα χαρεί πολύ να μας δει και να μας γνωρίσει και την κοπέλα του!»
Σηκώθηκε για να πετάξει το προφυλακτικό και για να πάει να πλυθεί και λίγο αργότερα γύρισε και πάλι στο κρεββάτι. Χώθηκα στην αγκαλιά του και αφού φιληθήκαμε, πέσαμε και οι δύο ξεροί, μιλάμε δεν πρόλαβα να κλείσω καλά-καλά τα μάτια μου πριν με πάρει ο ύπνος. Το πρωί με τα χίλια ζόρια ακούσαμε το ξυπνητήρι αλλά κάναμε την ανάγκη φιλοτιμία, καθώς η αλήθεια είναι ότι μια πείνα την έκανε, και κατεβήκαμε να φάμε το πρωινό μας. Επιστρέψαμε, και αφού κάναμε ένα ντουζάκι, κατεβήκαμε ξανά κάτω για να κάνουμε βόλτα στην πόλη, πέφτοντας παντού πάνω σε οπαδούς της ομάδας, και το φιλικό δούλεμα με τους Ολλανδούς που μας έλεγαν συνεχώς «5-0» πήγαινε σύννεφο.
Το βράδυ πηγαίνουμε στο γήπεδο και η κερκίδα μας είναι δεξιά από την εστία που στο πρώτο ημίχρονο αμύνεται ο Παναθηναϊκός. Εντάξει, το καρδιοχτύπι πάει σύννεφο, κάθε επίθεση του Άγιαξ μυρίζει γκολ, παρά το γεγονός ότι αμυνόμαστε εξαιρετικά και ότι ο Βάντσικ έχει κατεβάσει τα ρολά. Παρόλο το σφυροκόπημα δε σταματάμε ούτε μια στιγμή να χοροπηδάμε και να τραγουδάμε, αν το βράδυ δεν έχω γίνει Μπέλλου στη φωνή και με τα στήθη μου να φτάνουν στο πάτωμα από το χοροπηδητό, να μη σώσω να ξανακούσω να με φωνάζουν Μπίλι, να με φωνάζουν Βασίλω, ξέρω 'γω!
«Πώς τα βλέπεις τα πράγματα;» με ρωτάει κάποια στιγμή ο Μάριος στην ανάπαυλα.
“So far, so good” του αποκρίνομαι. «Τηρουμένων των αναλογιών, δεν έχουμε κινδυνέψει ιδιαίτερα, εντάξει, έχουν κάνει τις ευκαιρίες τους αλλά έχει πάει καλύτερα απ’ όσο φανταζόμουν. Άντε, ένα ημίχρονο μας έμεινε, αν καταφέρουμε να μη φάμε κανένα γκολ, όλα θα είναι ανοιχτά στη ρεβάνς!»
«Άντε να δούμε…»
Το δεύτερο ημίχρονο ξεκινάει στον ίδιο ρυθμό όπως το πρώτο, ο Άγιαξ επιτίθεται κατά κύματα, αλλά η ομάδα αντέχει το σφυροκόπημα χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες, έχει κάνει τις ευκαιρίες του ο Άγιαξ αλλά δεν είναι από αυτές που σε κάνουν να αναρωτιέσαι «εντάξει, πώς το γλιτώσαμε αυτό τώρα;», ίσα-ίσα, τη μεγαλύτερη ευκαιρία μέχρι στιγμής στο παιχνίδι την κάνουμε εμείς γύρω στο 70ο λεπτό, ο Γεωργιάδης μετά από απίστευτη κάθετη του Μπορέλι βγαίνει μόνος του τετ-α-τετ με τον Φαν ντερ Σαρ αλλά ο τελευταίος καταφέρνει να αποκρούσει με τα πόδια.
Πέντε λεπτά ακόμα, συν τις όποιες καθυστερήσεις. Δεν έχουμε σταματήσει ούτε στιγμή να χοροπηδάμε και να φωνάζουμε, νιώθω πραγματικά εξαντλημένη, αλλά από την άλλη αν καθόμασταν κάτω αφενός δεν θα βλέπαμε την τύφλα μας γιατί όλοι είναι όρθιοι και χοροπηδάνε, και αφετέρου θα είχα βγάλει τον καρκίνο από το άγχος.
Γίνεται σέντρα από τα δεξιά, όπως επιτίθεται ο Άγιαξ και ο επιθετικός τους πηδάει μπροστά από τους δικούς μας και πιάνει την κεφαλιά, αλλά δεν είναι καλή, πάει προς τα πλάγια! Θεέ μου τι γλιτώσαμε εδώ! Η μπάλα φτάνει στο Δώνη που την παίρνει από τα πλάγια της μικρής περιοχής και αρχίζει να ανεβαίνει. Περνάει τη σέντρα και τρέχει προς τη μεγάλη περιοχή με τρεις Ολλανδούς να τον μαρκάρουν.
«Είναι μόνος του ο Βαζέχα, κάνε πάσα!» ουρλιάζω, λες και θ’ ακουστώ στον αγωνιστικό χώρο.
Κι όμως! Ο Δώνης, λες και άκουσε την κραυγή μου, πασάρει αριστερά στον αμαρκάριστο Βαζέχα, που δεν είναι offside, και βγαίνει μόνος του απέναντι στον Φαν ντερ Σαρ. Ο ολλανδός τερματοφύλακας κάνει μπλονζόν για να του κλείσει το οπτικό πεδίο αλλά ο Βαζέχα πλασάρει από πάνω του… και ο χρόνος παγώνει! Η μπάλα περνάει πάνω από τον Φαν ντε Σαρ και, σαν σε αργή κίνηση, καταλήγει στο γάμα της εστίας. Το ουρλιαχτό του «γκοοοοοοοολ» θα ορκιζόμουν ότι θ’ ακούστηκε μέχρι τη Λεωφόρο. Θεέ μου τι ζούμε!
«Άγιαξ, μαλάκα, σε παίζουμε για πλάκα!» ουρλιάζουμε μέσα στην παράνοια καθώς στο καπάκι κάνουμε ευκαιρία και για δεύτερο γκολ. Η εξέδρα έχει γίνει μια πράσινη ανταριασμένη θάλασσα· δεν υπάρχει ούτε ένας που να μη χοροπηδάει ουρλιάζοντας εκστασιασμένος, και πού τη βρίσκουμε τη φωνή και φωνάζουμε; Νιώθω ότι ο λαιμός μου έχει γίνει κόκκινος. Ο διαιτητής σφυρίζει τη λήξη και βάζω τα κλάματα, έχω να κλάψω από την ημέρα που έμαθα τους βαθμούς μου στις πανελλήνιες. Ο Μάριος με αγκαλιάζει και με φιλάει και ουρλιάζει και δεν ξέρω τι λέει, δεν ακούω, σηκώνομαι και πάλι και χοροπηδάω εκστασιασμένη μαζί με την υπόλοιπη εξέδρα. «Βουντού-βουντού και πράσινη μαγεία, τον Άγιαξ τον γαμήσαμε μέσα στην Ολλανδία»
Είναι απίστευτες οι στιγμές παράνοιας που ζούμε όσο περιμένουμε το γήπεδο να αδειάσει από τους Ολλανδούς για να φύγουμε κι εμείς. Η πραγματικότητα έχει πάρει μια ονειρική χροιά που με κάνει να τσιμπιέμαι για να δω αν είναι αλήθεια. Νικήσαμε τον Άγιαξ μέσα στην έδρα του, τον Άγιαξ που έχει να χάσει δύο ολόκληρα χρόνια! Σχεδόν εικοσιπέντε χρόνια μετά τον Ιούνη του 1971 απέχουμε 90 λεπτά από ένα δεύτερο Wembley!
Δεν υπάρχει ύπνος εκείνο το βράδυ, γυρίζουμε από εδώ και από εκεί πανηγυρίζοντας, και όταν με τα πολλά γυρίζουμε στο ξενοδοχείο, ούτε εγώ, ούτε ο Μάριος μπορούμε να μιλήσουμε, θαρρείς ότι αφήσαμε τις φωνές μας στο γήπεδο του Άγιαξ και δεν ήταν κάποιο απλό παιχνίδι, ήταν η ευρωπαϊκή αυλαία για το ιστορικό “Ντε Μεερ”, καθώς από του χρόνου ο Άγιαξ θα μετακόμιζε στην Amsterdam Arena. Και σ’ αυτή την αυλαία, ο Παναθηναϊκός είχε δώσει την παράσταση της ιστορίας του! Δε μπορούσα να φανταστώ τι θα γίνεται στην Αθήνα αυτή τη στιγμή, φαντάζομαι θα έχουν βγει όλοι στους δρόμους και θα πανηγυρίζουν…
Μπαίνουμε και οι δύο μαζί στο μπάνιο και ορμάμε κυριολεκτικά ο ένας στον άλλον με το νερό να τρέχει πάνω μας αλλά τη φωτιά που μας καίει αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει καμιά ποσότητα νερού πάνω σ’ αυτή τη Γη για να μας τη σβήσει. Είμαστε τόσο με τα μυαλά στο μίξερ που δε φοράει καν προφυλακτικό, με γυρίζει προς τον τοίχο, με αρπάζει από τα στήθη και δαγκώνοντάς με στο σβέρκο μπαίνει μέσα μου και δεν έχω φωνή να φωνάξω από την καύλα. Ευτυχώς, και παρά την τρέλα της στιγμής, ο Μάριος διατηρεί μια στάλα λογικής και τραβιέται πριν τελειώσει μέσα μου. Με το που τραβιέται, γυρίζω και γονατίζω μπροστά του και τον παίρνω στο στόμα μου, και ίσα που προλαβαίνω να κλείσω τα χείλη μου στο όργανό του, πριν αρχίσει να τραντάζεται πλημμυρίζοντάς το, και όχι τίποτε άλλο, είναι και αρκούντως σεβαστή ποσότητα. Δεν ξέρω αν θα μου κάνει καλό στο λαιμό, αλλά η αλήθεια είναι πως ένα ζεστό το χρειαζόμουν, και ο Μάριος μου δε με απογοήτευσε, να με πνίξει κόντεψε. Έχω αναρωτηθεί και άλλες φορές, πότε στο διάολο καταφέρνει και μαζεύει όλο αυτό το πράγμα;
⇽∙⇾
Παρά το …βραδινό ρόφημα, το πρωί, όπως είχα φανταστεί, ούτε εγώ, ούτε ο Μάριος είχαμε φωνή, και άντε τώρα να μιλήσουμε στους γονείς μας σε αυτή την κατάσταση! Οι υπόλοιπες μέρες στην Ολλανδία πέρασαν σαν νεράκι και, όπως είχε κανονίσει από πριν, την Κυριακή των Βαΐων φεύγουμε οδικώς από το Άμστερνταμ για το Παρίσι, όπου τη Μεγάλη Τρίτη είναι ο ημιτελικός με την CSKA και, αν όλα πάνε καλά, ο τελικός είναι τη Μεγάλη Πέμπτη, με μία εκ των Ρεάλ ή Μπαρτσελόνα, το πιθανότερο την πρώτη.
Την Κυριακή το βράδυ έχουμε δώσει ραντεβού με τον Jean- Claude, ο οποίος θα είναι με τη Michele, την κοπέλα του, η οποία σπούδασε ζωγραφική και έβγαζε το προς το ζην της ποζάροντας σαν μοντέλο, άλλωστε έτσι γνωρίστηκαν οι δυο τους. Ο Μάριος ήξερε ότι είχα ποζάρει για τον Jean-Claude και κανονικά και γυμνόστηθη, βέβαια την πρώτη του την είχα δείξει, αλλά τη δεύτερη δεν την είχε δει, απλά του είχα πει ότι το είχα κάνει και του την είχα περιγράψει. Κατόπιν επιμονής του, ζήτησα στον Jean-Claude να τη φέρει να τη δει και ο Μάριος, και μου απάντησε ότι πλέον την έχει κάνει κάδρο, ωστόσο αν του κάναμε επίσκεψη στο σπίτι του, θα μπορούσαμε να τη δούμε εκεί.
Η αλήθεια είναι πως όταν τον είδα ξανά μπροστά μου η καρδιά μου έκανε πάλι μερικές κωλοτούμπες. Τα μαλλιά του δεν ήταν πλέον μακριά, όπως τότε στη Ρόδο, αλλά έτσι, με γένια μερικών ημερών, ήταν ακόμα πιο όμορφος απ’ ότι τον θυμόμουν. Η Michele είναι μινιόν στο μέγεθος, κοκκινομάλλα και με ένα απίθανο γλυκό μουτράκι με φακίδες, δώρο της ιρλανδικής, από τη μεριά της μητέρας της, καταγωγής.
“Jean-Claude” του είπα χαμογελώντας του σα χαζή και χωρίς να το σκεφτώ χώνομαι στην ανοιχτή του αγκαλιά.
“Ma blonde ! Tu es encore plus belle que dans mes souvenirs!” μου λέει στα γαλλικά εννοώντας «Ξανθούλα μου, είσαι ακόμα πιο όμορφη απ’ ότι σε θυμάμαι!» και με αγκαλιάζει σφιχτά. «Hello, you must be Marios» λέει στον Μάριο, αφού με αφήσει από την αγκαλιά του, χαμογελώντας και δίνοντάς του το χέρι.
«Δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσουμε στα αγγλικά , μιλάω κι εγώ γαλλικά» του απαντάει ο Μάριος στα γαλλικά σφίγγοντάς με θέρμη το χέρι του Jean-Claude.
O τελευταίος μας κάνει τις συστάσεις με τη Michele, είχα δει φωτογραφίες της, αλλά πρώτη φορά την βλέπω από κοντά, και, όπως είχαμε πει, πάμε με τα πόδια, από τη στάση του μετρό που μας περίμεναν, στο σπίτι τους, εδώ και ένα χρόνο συγκατοικούν, για να μας κάνουν το τραπέζι. Και ναι, είχε ακόμα τη ζωγραφιά που είχε κάνει, και όχι απλά την είχε βάλει σε κορνίζα, την είχε και σε περίοπτη θέση, και δεν σας το κρύβω, αγχώθηκα λίγο για το πως θα το πάρουν αυτό το reunion Μάριος και Michele.
Τελικά άδικα ανησυχούσα, τόσο ο Jean-Claude όσο και η Michele είχαν τέτοιο θετικό vibe και έδειχναν τόσο ερωτευμένοι μεταξύ τους, που ήταν αδύνατο να μη νιώσεις ζεστά μαζί τους. Και αποδείχτηκαν και εξαιρετικοί μάγειρες, αυτό που το πας; Περάσαμε πολύ όμορφα εκείνο το βράδυ και φεύγοντας δώσαμε ραντεβού για να ξαναβγούμε την Τετάρτη, στην ανάπαυλα μεταξύ των δύο αγώνων του Παναθηναϊκού, για να τους βγάλουμε εμείς έξω για φαγητό και για ποτό.
«Πώς σου φάνηκαν;» τον ρώτησα γεμάτη αγωνία, όταν φύγαμε από το σπίτι τους για να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο.
«Στην αρχή ήταν λίγο περίεργα, μη σου πω ψέματα. Ωστόσο, βλέποντάς τον και γνωρίζοντάς τον από κοντά, δεν είναι να απορείς που σου πήρε τα μυαλά, είναι ακόμα πιο όμορφος από τις φωτογραφίες που μου έχεις δείξει» είπε εννοώντας την Polaroid που είχα από τη Ρόδο και κάποιες άλλες που μου είχε στείλει μέσω e-mail. «Αν και, μεταξύ μας, η Μισέλ είναι καλύτερη ζωγράφος, αυτή που του πόζαρες εσύ είναι… είναι αριστούργημα, το ομολογώ!»
«Ε ναι, για τον Jean-Claude είναι απλά χόμπι…»
«Still. Πάντως, μη μου έχεις άγχος, τον συμπάθησα τον κερατά, άλλωστε, δεν υπάρχει λόγος να ζηλέψω. Αφενός ό,τι έγινε μεταξύ σας είναι παρελθόν και αφετέρου, είδες πως κοίταζε τη Michele;»
«Ναι, είναι πολύ ερωτευμένος, σχεδόν σε κάθε του mail μου λέει η Michele έκανε αυτό, η Michele έκανε εκείνο, έκανε το άλλο…»
«Τέλος πάντων, αφού δεν έχει εκείνη πρόβλημα να έχει το κάδρο με εσένα δίπλα σε αυτό που είναι η ίδια, τι πρόβλημα να έχω εγώ; Και δεν λέω, όμορφη και γλυκούλα και με ωραίο σώμα, αλλά Μπίλι μου, μπροστά σου δεν πιάνει μπάζα ούτε αυτή που παίζει στη διαφήμιση του Martini, όχι η Michele!»
«Άντε βρε υπερβολικέ!»
«Στο είπα εγώ, στο είπε ο Jean-Claude, στο είπε και η ίδια η Michele, οπότε περιττές οι μετριοφροσύνες!»
«Αχ, αυτά μου λες και με λιώνεις!»
«Εσύ να τα βλέπεις αυτά που ξεμυαλίζεσαι με Γαλλοκαναδούς!»
«Απεταξάμην!» του είπα βάζοντας τα γέλια.
Και δεν έμεινα στα λόγια, με το που επιστρέψαμε στο δωμάτιο, τον έβαλα κάτω, γονάτισα, και αν κρίνω από την “προσπαθώ να θυμηθώ πως με λένε αλλά μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή” έκφρασή του στο τέλος, πρέπει να του έκανα την πίπα της ζωής του. Δεν ξέρω αν είμαι πιο όμορφη από την Theron, αυτή εννοούσε, αλλά στις πίπες είχα γίνει expert με τον καλό μου!
Όχι, παίζουμε!
⇽∙⇾
Είναι Πέμπτη και είμαστε στο Palais de Bercy και σε λίγο θα ξεκινήσει ο μεγάλος τελικός μεταξύ Παναθηναϊκού και Μπαρτσελόνα. Το άγχος και η προσμονή έχουν χτυπήσει -φτου κακά- κόκκινα. Ο ημιτελικός με τους Ρώσους, και παρά το άγχος μας, είχε κυλήσει χωρίς ιδιαίτερες συγκινήσεις, τους κερδίσαμε σχετικά εύκολα, ενώ στον άλλο ημιτελικό η Μπαρτσελόνα έκανε την έκπληξη, αποκλείοντας την περσινή κάτοχο του τροπαίου, Ρεάλ. Εύχομαι ο μεγάλος τελικός να τους βρει ξεζουμισμένους, άλλωστε και ο γαύρος σε δύο σερί τελικούς το ίδιο έπαθε. Τέλος πάντων, μην τους μελετάω, κακό χρόνο να ‘χουν, δεν είναι μέρα ν’ ασχολούμεθα με losers.
Χθες είχαμε βγει και πάλι με τα παιδιά και αυτή τη φορά τους πήγαμε εμείς έξω να φάμε, και μετά πήγαμε για ποτό και, όπως και την Κυριακή, περάσαμε πολύ όμορφα. Φυσικά πέραν από το να δούμε τον Jean-Claude και την Michele, και φυσικά το μπάσκετ, κάναμε και τον τουρισμό μας στο Παρίσι, επισκεφτήκαμε και το Λούβρο, πήγαμε στον πύργο του Άιφελ, κάναμε τη βόλτα με το καραβάκι στο Σηκουάνα, γενικά έπεσε πολύ ποδαρόδρομος και τρέξιμο, αλλά άξιζε τον κόπο, δεν ξέρω πόσα καρούλια φωτογραφίες και πόσες κασέτες βίντεο έχει τραβήξει ο Μάριος με τις κάμερές του.
Το παιχνίδι ξεκινάει και από νωρίς δείχνουμε στη Μπαρτσελόνα ποιος θα είναι το αφεντικό, παίρνουμε γρήγορα μια διαφορά πάνω από δέκα πόντους και τη συντηρούμε χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Ο Ντομινίκ κεντάει στο παρκέ και κατά πάσα πιθανότητα θα βγει και MPV του final four, άντε να δούμε. Στο γήπεδο υπάρχουν και οπαδοί της Μπαρτσελόνα αλλά μόνο εμείς ακουγόμαστε, έχοντας μετατρέψει το γήπεδο σε τάφο του Ινδού.
Τα πράγματα, που κυλούσαν χαλαρά, έχουν αρχίσει να ζορίζουν στα τελευταία τέσσερα λεπτά του παιχνιδιού, οι Ισπανοί με την ανοχή των διαιτητών που σφυρίζουν ό,τι να ναι, επιτρέποντας να παίζουν ατιμώρητα ξύλο στην άμυνα, πλησιάζουν στο σκορ, αλλά έχουμε ακόμα το πάνω χέρι. Είμαστε ένα πόντο μπροστά αλλά έχουμε όλη την επίθεση δική μας, αν βάλουμε καλάθι, ζήτημα είναι αν θα τους μείνουν παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα.
Οι παίχτες του Παναθηναϊκού στριφογυρίζουν τη μπάλα αλλά δεν γίνεται επίθεση και ο χρόνος τελειώνει. Άντε ρε παιδιά, μη την πάθουμε όπως ο γαύρος πέρσι και την πατήσουμε στην τελευταία επίθεση! Η μπάλα πάει στο Γιαννάκη και αυτός δεν ξέρω τι κάνει εκεί, μπερδεύει τα μπούτια του και σωριάζεται φαρδύς-πλατύς στο παρκέ. Έχω μείνει άφωνη από την απελπισία που νιώθω καθώς οι Ισπανοί ξεχύνονται στον αιφνιδιασμό και φτάνουν στο lay-up… Ο χρόνος έχει σταματήσει, κυριολεκτώ, μέχρι και το χρονόμετρο έχει μείνει στα 4,6! Ο μόνος που δεν έχει σταματήσει είναι ο Βράνκοβιτς που έχοντας διασχίσει τρέχοντας το παρκέ, πηδώντας πάνω από πεσμένους παίχτες, ρίχνει ένα σάλτο στο θεό και κατεβάζει τον γενικό στους Ισπανούς.
Το χρονόμετρο έχει που έχει μείνει κολλημένο από τη στιγμή που ο Γιαννάκης έπεσε στο παρκέ, επιτέλους ξεκολλάει, και ο Ισπανός, νομίζω ο Γκαλιλέα, συνειδητοποιεί ότι ο χρόνος τελειώνει, και δεν ξέρω τι πάει να κάνει, αλλά μπουρδουκλώνεται και αυτός, χάνεται η μπάλα και… το παιχνίδι τελειώνει κι εγώ νομίζω ότι έχω πάθει ταυτόχρονα εγκεφαλικό και έμφραγμα. Οι παίχτες στο παρκέ έχουν γίνει ένα κουβάρι και πανηγυρίζουν, όλοι -με πρώτο το Μάριο- δίπλα μου, μπρος μου, πίσω μου, φωνάζουν και χοροπηδάνε και εγώ έχω μείνει ακόμα κοκκαλωμένη, με τα μάτια μου να αδυνατούν να πιστέψουν αυτό που είδαν να γίνεται μερικές στιγμές πριν.
«Το πήραμε!!! Το πήραμε!!!» ακούω το Μάριο να φωνάζει και με παίρνει στην αγκαλιά του και μου δίνει ένα τόσο βαθύ φιλί που μου κόβει την ανάσα. «Το πήραμε Μπίλι μου, το πήραμε!!!!!»
Μου πήρε κάμποση ώρα να ηρεμίσω και να συνειδητοποιήσω ότι το παιχνίδι είχε τελειώσει και ότι ο Παναθηναϊκός ήταν αυτός που θα έφερνε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το πρωταθλητριών. Μπορεί να ήταν μεγάλη Πέμπτη αλλά μόνο μία λέξη υπάρχει που μπορεί να περιγράψει αυτό που ζήσαμε: ΑΝΑΣΤΑΣΗ!
Εντάξει, δεν υπάρχουν αυτά που ζήσαμε εδώ και μία εβδομάδα, πρώτα η απίστευτη νίκη επί του Άγιαξ μέσα στην έδρα του και τώρα η πρώτη ευρωπαϊκή κούπα στο μπάσκετ. Θα φανεί προκλητικό αυτό που θα πω, έχοντας ζήσει αυτό το έπος από κοντά, αλλά πραγματικά ζήλευα αυτούς που ήταν στην Αθήνα και θα ξεχύνονταν στους δρόμους για να πανηγυρίσουν, ξανά, τα κατορθώματα της πράσινης αρμάδας.
Παρά το γεγονός ότι την επόμενη πετούσαμε το πρωί, για εμάς, όπως και την προηγούμενη Τετάρτη, δεν υπήρξε ύπνος, και σε αντίθεση με την προηγούμενη εβδομάδα, εδώ κυριολεκτώ. Είδαμε την απονομή και μετά βγήκαμε έξω μαζί με άλλους συν-οπαδούς μας να βρέξουμε την κούπα. Στο ξενοδοχείο πρέπει να γυρίσαμε γύρω στις πέντε το πρωί αλλά δεν πέσαμε ούτε στιγμή για ύπνο, πού να τον βρούμε άλλωστε; Κάναμε ένα ντουζάκι για να ξεπλυθούμε από τον ιδρώτα, και μετά ορμίσαμε ο ένας στον άλλον και βγάλαμε τα μάτια μας με όλους τους πιθανούς και απίθανους τρόπους, κάτι σαν πέρσι όταν φόρεσα για πρώτη φορά σέξι εσώρουχα.
Και μπορεί να έτσουξε και λίγο -δηλαδή τι λίγο, τέλος πάντων- το κωλαράκι μου όταν με πήρε από πίσω, σε μία από τις πολλές φορές που κάναμε σεξ εκείνο το ξημέρωμα, αλλά είχαμε τόση ενέργεια και διάθεση που μέχρι και το “ξάπλα ανάσκελα πάνω του” κατορθώσαμε να κάνουμε, κάτι που δεν είχαμε καταφέρει να πετύχουμε όσες φορές το είχαμε προσπαθήσει, και που όταν τελείωσε το πανηγυρίσαμε σχεδόν όσο την κούπα!
Τι να πεις, είδες τι μπορεί να σου κάνει μια τάπα;
⇽∙⇾
Τελικά το όνειρο του Wembley ήταν πολύ όμορφο για να γίνει πραγματικότητα. Στον επαναληπτικό, και εκμεταλλευόμενοι την απουσία του Ουζουνίδη, οι Ολλανδοί ήταν ανώτεροι και βάζοντας γκολ στα πρώτα λεπτά, έφεραν το παιχνίδι εκεί που ήθελαν και τελικά ήταν αυτοί που πέρασαν στον τελικό. Καλά, όχι ότι έκαναν και τίποτα, τον έχασαν στα πέναλτι από την Γιουβέντους, αλλά τι να το κάνεις; Για εμάς είχε πετάξει το πουλί. Τέλος πάντων, όπως λέει και ο πατέρας μου, όταν επιστρέψαμε σκασμένοι από το ΟΑΚΑ «Μακάρι όλες οι στεναχώριες σου στη ζωή να είναι τέτοιας μορφής»
Είμαι σχεδόν σίγουρη ότι ο Μάριος θα πάρει θετικές απαντήσεις στις αιτήσεις που έχει κάνει στα αμερικανικά πανεπιστήμια, ποιο δε θα ήθελε έναν φοιτητή με το υπόβαθρο, τις γνώσεις και την ωμή νοημοσύνη που έχει ο αγαπημένος μου;
Θα έρθει αυτή η στιγμή, το ξέρω, το νιώθω μέσα μου, και πραγματικά, δεν ξέρω τι θα κάνω…
Ε, άμα τώρα κάπου πέρασαν χρόνια
Δεν ήταν μόνο παρά μια εικόνα
Που έχει μείνει μες στην καρδιά μου
Να μου λέει «σ’ αγαπώ»
Μα κάποια μέρα θα ‘ρθεις πάλι πίσω
Τα δυο γλυκά σου χείλη να φιλήσω
Κι όταν αγάπη μου σε ρωτήσω
Θα μου πεις «σ’ αγαπώ»
2007
Όσα φέρνει μια στιγμή...
Με τον Μάριο χωρίσαμε στα τέλη του 1996 και ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου. Κέρδισε υποτροφία για μεταπτυχιακά στο MIT, δε μπορούσε να πει όχι, και όσο και αν με πόνεσε δεν θα τον άφηνα να πει όχι. Μου στοίχησε ο χωρισμός μας, μου στοίχησε πολύ, δεν έχασα μόνο το αγόρι μου, έχασα μαζί και τον καλύτερό μου φίλο, τον άνθρωπο που από τα πέντε μου ήμασταν συνέχεια μαζί. Στην αρχή είχαμε κάποια επικοινωνία αλλά τελικά αποφασίσαμε να διακόψουμε τελείως τις επαφές γιατί η πληγή δεν έκλεινε, ήταν αφόρητο, και μάθαινα τα νέα του από τους δικούς του, μέχρι που και αυτοί έφυγαν, γυρίζοντας στη Ζάκυνθο, τόπο καταγωγής του πατέρα του.
Προσπάθησα κι εγώ να προχωρήσω τη ζωή μου αλλά βρέθηκα στην ίδια θέση που είχε βρεθεί και ο Μάριος πριν τα φτιάξουμε, καμιά μου σχέση δε στέριωνε γιατί με κανέναν δεν κατάφερνα να νιώσω το παραμικρό. Η πρώτη μου σχέση που κράτησε περισσότερο από μερικούς μήνες ήταν με τον Ανδρέα, τον πρώην σύζυγό μου. Δεν τον ερωτεύτηκα αλλά έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει έστω και λίγο, και στον πανικό και την απελπισία μου βιάστηκα να τον παντρευτώ και στο χρόνο πάνω κάναμε και την κορούλα μας, τη Μαριάννα, που βαφτίστηκε ως Άννα-Μαρία. Μπορεί όλα όσα οδήγησαν στο γάμο να ήταν ένα τεράστιο λάθος που γρήγορα οδήγησε στο διαζύγιο αλλά δεν το μετανιώνω, χωρίς αυτό δε θα είχα στη ζωή μου το αγγελούδι μας.
Αν και τον Ανδρέα τον πλήγωσε πολύ ο χωρισμός μας, το διαζύγιο βγήκε φιλικά, και έχω να το λέω, είναι τύπος και υπογραμμός, πολύ καλός πατέρας και πάντα συνεπής. Παντρεύτηκε ξανά πριν από δύο χρόνια μια εξαιρετική κοπέλα που λατρεύει τα παιδιά και εδώ και ένα χρόνο η Μαριάννα έχει και αδερφούλη, τον Πάρη, και πέντε χρονών σκατό, έχει πάρει το ρόλο της μεγάλης αδερφής πολύ στα σοβαρά. Η Μαριάννα περνάει με τον πατέρα της δύο σαββατοκύριακα και μία εβδομάδα το μήνα καθώς και ένα μήνα το καλοκαίρι και από τότε που γεννήθηκε ο Πάρης και μια έξτρα εβδομάδα τα Χριστούγεννα για να είναι μαζί με το αδερφάκι της. Ήμουν εγώ που το πρότεινα σε Ανδρέα και Αλεξάνδρα και η τελευταία έβαλε τα κλάματα από τη χαρά της, με συγκίνησε πραγματικά!
Όταν τέλειωσα τη σχολή κέρδισα υποτροφία για μεταπτυχιακά στην École Polytechnique Fédérale στη Λοζάνη αλλά μετά το διδακτορικό γύρισα πίσω. Δεν ενδιαφερόμουν να ακολουθήσω ακαδημαϊκή καριέρα, εργάζομαι σε μια μεγάλη κατασκευαστική αλλά αρνήθηκα να ακολουθήσω το managerial path, από τη στιγμή που τη φέραμε στον κόσμο προτεραιότητα στη ζωή μου έχει η Μαριάννα, και θέλω να τη μεγαλώσουμε εγώ και ο πατέρας της -και ας είμαστε χωρισμένοι- και όχι οι γονείς μου. Βέβαια δε μου κακοπέφτει που την έχουν τα πρωινά και πηγαίνουν και την φέρνουν εκείνοι από τον παιδικό σταθμό, αλλά το αργότερο 18:00 κάθε μέρα σχολάω και γυρνάω σπίτι.
Όσο ήμουν στη Λοζάνη οι δικοί μου έδωσαν αντιπαροχή το σπίτι, και το ίδιο έκανε και ο διπλανός μας, και στη θέση τους χτίστηκε μια μεγάλη, μοντέρνα πολυκατοικία, με είσοδο από δύο δρόμους. Ακόμα και τώρα μου λείπει το παλιό μας σπίτι με την αυλή του και τον κηπάκο με τη λεμονιά και τις τριανταφυλλιές, αλλά τέλος πάντων, δε θέλω να γίνω συναισθηματική γιατί θα με πάρουν τα ζουμιά και ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με το κλάμα. Πήραμε αντιπαροχή δύο διαμερίσματα και δύο θέσεις parking, οι δικοί μου μένουν σε ένα μικρό διαμέρισμα στον δεύτερο όροφο ενώ εγώ και η κόρη του γείτονα έχουμε πάρει τα δύο ρετιρέ.
⇽∙⇾
Είναι η εβδομάδα που η Μαριάννα είναι με τον πατέρα της, όταν γυρίσω στο σπίτι το απόγευμα σκοπεύω να πάω να κάτσω έξω στη βεράντα. Είναι τέλη Ιούνη και ο καιρός είναι ακόμα γλυκός, δεν έχουν πιάσει οι ζέστες. Θα φάω και μετά θα βγω έξω να πιώ το κρασάκι μου διαβάζοντας. Σήμερα μου την έδωσε από το πουθενά να φάω γαριδομακαρονάδα και έτσι το απόγευμα, φεύγοντας από το γραφείο, πηγαίνω για ψώνια σ’ ένα κοντινό συνοικιακό super market, καθώς πέρα από γαρίδες και σοκολάτες -είμαι στις μέρες μου- δεν χρειάζομαι κάτι άλλο. Δεν ξέρω πως τα καταφέρνω αλλά τελικά γεμίζω όλο το καλάθι, καλά το λένε, μην πας να κάνεις ποτέ ψώνια πεινασμένη. Είμαι στο διάδρομο με τα ρύζια και τα κοιτάζω και αναρωτιέμαι μήπως αντί για μακαρονάδα να φάω τελικά κινέζικο, όταν ακούω μια φωνή να λέει το όνομά μου, μια φωνή που με κάνει να κοκαλώσω, μια φωνή που έχω να την ακούσω έντεκα ολόκληρα χρόνια, μια φωνή που δε θα μπορούσα να ξεχάσω, ακόμα και αν δεν την άκουγα ποτέ ξανά όσο ζω.
«Μπίλι;»
Δε μπορεί! Δε γίνεται! Γυρίζω και τον κοιτάζω μην πιστεύοντας στα μάτια μου. Ο γελαστός άνδρας που με κοιτάζει είναι ο Μάριος. Μεγάλωσε, οι κρόταφοί του έχουν αρχίσει να γκριζάρουν και φοράει γυαλάκια αλλά σάμπως εγώ δε μεγάλωσα; Δε φοράω αμιγώς unisex ρούχα -αν και εξακολουθώ να προτιμώ τα παντελόνια- και εδώ και αρκετά χρόνια φοράω γόβες, βάφομαι, βάφω τα νύχια μου και καμιά φορά και τα μαλλιά μου. Το μόνο που δεν έχω αλλάξει είναι το κούρεμα μου, ακόμα τα κόβω σε στυλ pixie.
«Μάριε;» του λέω χωρίς καλά-καλά να πιστεύω στα μάτια μου, δεν είναι άλλος, δεν μπορεί να είναι άλλος!
«Αυτοπροσώπως» μου απαντάει χαμογελώντας.
Χίλιες ερωτήσεις γυρνάνε μέσα μυαλό μου μα δε βρίσκω τι να πω. Τι μπορούσα να πω; Απέναντί μου δεν έχω κάποιον τυχαίο παλιό γνωστό που έτυχε να συναντήσω μετά από καιρό, απέναντί μου είναι ο μόνος άνθρωπος που ερωτεύτηκα στη ζωή μου. Δεν είχα πάψει ποτέ να τον σκέφτομαι, δεν είχα πάψει ποτέ να τον αγαπάω, δεν είχε πάψει ποτέ να μου λείπει.
«Τι κάνεις;» τον ρωτάω τελικά. «Πώς και είσαι Ελλάδα;»
«Καλά είμαι. Δεν το ξέρεις, ε; Που να το ξέρεις… Έχω γυρίσει από την αρχή της χρονιάς στην Ελλάδα, διδάσκω στη σχολή μας, στο Πολυτεχνείο.»
«Δεν… δεν είχα ιδέα. Τι κάνεις; Τι κάνουν η γυναίκα σου και η κόρη σου;»
«Ναι…» μου λέει και το πρόσωπό του σκοτεινιάζει. «Έχουμε χωρίσει… δηλαδή τι χωρίσαμε, με παράτησε και εξαφανίστηκε… και δεν είναι ότι παράτησε μόνο εμένα, παράτησε και την κόρη μας, να φανταστείς την επιμέλεια την πήρα ερήμην της»
«Αχ μωρέ Μάριε, πολύ λυπάμαι» του λέω στεναχωρημένη.
«Δε βαριέσαι… Βέβαια μου ανέτρεψε τα σχέδια, δεν το είχα πρόγραμμα να επιστρέψω Ελλάδα, ωστόσο για να μην έχω το άγχος να εμφανιστεί ξαφνικά σα φάντης μπαστούνι, πήρα τη Χριστίνα και γυρίσαμε… αλλά τέλος πάντων, μη σε ζαλίζω.»
«Τι είναι αυτά που λες ρε Μάριε, άκου με ζαλίζεις. Πού είναι τώρα η κόρη σου;»
«Διακοπάρει με τους παππούδες της στο νησί, την πήγα με το που κλείσαν τα σχολεία. Για πες τώρα, εσύ τι κάνεις; Έχω να μάθω νέα σου από τότε που έφυγαν οι γονείς μου για Ζάκυνθο»
Αν ήταν ο οποιοσδήποτε θα του απαντούσα ένα «Καλά είμαστε και το αυτό επιθυμώ και δι’ υμάς» και θα τον έστελνα στην ευχή του Θεού αλλά δεν είναι ο οποιοσδήποτε, δεν είναι ο πρώτος τυχόντας, είναι ο Μάριος… ο Μάριος …μου. Ναι, τυπικά δεν είναι πια «μου» αλλά κατά κάποιο τρόπο δεν έπαψε ποτέ να είναι ο Μάριος μου.
«Μπίλι;» με ρωτάει καθώς δεν του έχω απαντήσει ακόμα.
Θα ήμουν ψεύτρα αν έλεγα ότι η καρδιά μου δεν έκανε χίλιες τούμπες μέσα στα στήθη μου. Η τυχαία συνάντηση πυροδότησε μέσα μου συναισθήματα που είχα χρόνια να νιώσω και που κάνουν την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Σαν κάποιος άλλος Οδυσσέας που μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια περιπλανήσεων ξύπνησε το πρωί και κατάλαβε ότι βρισκόταν και πάλι πίσω στην Ιθάκη του. Δεν ξέρω καν που το βρήκα το θάρρος να του προτείνω αυτό που το πρότεινα.
«Μάριε… άκου… αν δεν έχεις κανονίσει κάτι, θες μετά τα ψώνια να πάμε να σου κάνω το τραπέζι και να τα πούμε;»
«Σπίτι σου;» με ρωτάει ελαφρά ξαφνιασμένος.
«Γιατί, φοβάσαι μη σε δείρω πάλι;» τον πειράζω χωρίς να το σκεφτώ.
«Μπορείς να προσπαθήσεις!» μου απαντάει με χαμόγελο που κάνει το πρόσωπό του να φωτιστεί. «Δεν έχω κανονίσει κάτι… Ναι, πολύ θα το ήθελα, αλλά σίγουρα δε σε βάζω σε κόπο;»
«Θα σου έλεγα τι μαλάκας είναι, αλλά αυτό πάλιωσε» τον πειράζω με περισσότερο θάρρος και δικαιώνομαι, αυτή τη φορά δε χαμογελάει απλά, γελάει! «Και θα δεις και τον Ηλία και την Άννα»
«Τι κάνουν οι δικοί σου;»
«Θα σου τα πουν οι ίδιοι!» του απαντάω. «Λοιπόν, τέλειωσες με τα ψώνια σου;»
«Ναι, ένα πακέτο ρύζι κατέβηκα να πάρω, εσύ;»
«Εγώ προσπαθούσα να αποφασίσω αν θα πάρω ρύζι να κάνω τις γαρίδες με κινέζικο ή να τις φτιάξω μακαρονάδα με ντομάτα και φέτα όπως έλεγα στην αρχή!»
«Ό,τι σου είναι πιο εύκολο. Προτιμώ να κάτσουμε να τα πούμε, μη σου πω να παραγγείλουμε και καμιά πίτσα αν είναι!»
«Όχι δα!» του κάνω. «Ωραία, ούτε κι εγώ έχω κάτι άλλο να πάρω, πάμε!»
«Δεν έχω έρθει με το αυτοκίνητο, μένω πολύ κοντά, αλλά ξέρεις κάτι; Πάμε με το δικό σου και το πολύ πολύ φεύγω με ταξί»
«Σιγά μη σ’ αφήσω να φύγεις με ταξί, θα σε φέρω εγώ και δεν ακούω κουβέντα!»
Όταν φτάνουμε σπίτι Ηλίας και Άννα δεν ήταν εκεί, κάπου είχαν ξεπορτίσει τα πουλάκια μου, το αυτοκίνητό τους έλειπε. Βάζω το δικό μου στο parking και κατεβαίνουμε.
«Πόσα χρόνια είχα να περάσω από τη γειτονιά, δε θα την αναγνώριζα!» μου λέει ο Μάριος, ερχόμενος να βοηθήσει να πάρουμε πάνω τα ψώνια.
«Οι μονοκατοικίες μας με τις αυλές τους και τους κήπους έγιναν πολυκατοικίες. Ξέρεις, το σκεφτόμουν πριν, ακόμα μου λείπει το παλιό μου σπίτι»
«Κι εμένα…Καμιά φορά θυμάμαι τα παιδικά μας χρόνια και η νοσταλγία γίνεται σχεδόν αφόρητη»
Ανεβαίνουμε στο διαμέρισμά μου και με το που μπαίνουμε μέσα στο σπίτι το μάτι του πέφτει σε ένα πορτραίτο μου που είχε ζωγραφίσει ο Ανδρέας, ο οποίος είναι εξαιρετικός ζωγράφος, και στέκεται λίγο και τον θαυμάζει.
«Τι όμορφο! Ποιος σε ζωγράφισε; Δε φαντάζομαι ο Καναδός ζωγράφος σου, ε;» ρώτησε αναφερόμενος στον Jean-Claude, με τον οποίο είχα -και ακόμα έχω- επικοινωνία, αν και εδώ και χρόνια η αλληλογραφία είναι πλέον ηλεκτρονική.
«Χαχαχα, όχι, δεν είναι του Jean-Claude, ο Ανδρέας, ο πρώην σύζυγός μου, με ζωγράφισε λίγο πριν το γάμο μας το 2001, δώρο για τα γενέθλιά μου» του απαντάω χαμογελώντας με την αντίδρασή του. «Είναι εξαιρετικός ζωγράφος και υπέροχος άνθρωπος»
«Το πρώτο πάντως το βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια» λέει θαυμάζοντας ακόμα τον πίνακα. «Αλλά τι μοντέλο είχε, ε; Δεν άλλαξες σχεδόν καθόλου από το 2001!»
«Σ’ ευχαριστώ» του απαντάω κολακευμένη, συνήθως τα κομπλιμέντα με ενοχλούν, αλλά όχι από τον Μάριο, οπωσδήποτε όχι από τον Μάριο!
Μετά ο Μάριος συνεχίζει βλέποντας τις φωτογραφίες της Μαριάννας και πλέον έχω και του Πάρη. Έχουμε φωτογραφίες και εγώ με τον Ανδρέα και τη Μαριάννα αλλά και φωτογραφίες της Μαριάννας με τον Ανδρέα, τον Πάρη και την Αλεξάνδρα, τη δεύτερη γυναίκα του, και μπερδεύεται.
«Πάμε να μου κάνεις παρέα να μαγειρέψω και θα σου λύσω όλες σου τις απορίες». Πάμε στην κουζίνα και βάζω τα πράγματα στα ντουλάπια. «Θα τις κάνω μακαρονάδα με ντομάτα και φέτα που σου άρεσε»
«Σ’ ευχαριστώ βρε Μπίλι, αλλά αν θες κινέζικο δεν έχω πρόβλημα, στη Βοστώνη έφαγα πολύ κινέζο…»
«Ένας λόγος παραπάνω!»
«Εντάξει τότε!» μου λέει χαμογελαστός. «Λοιπόν, για πες μου τώρα, γιατί η αλήθεια είναι ότι έχω μπερδευτεί. Δεν έγινες χίπισσα σε κοινόβιο, έτσι;»
«Χαχαχα όχι!» του λέω ξεκινώντας την προετοιμασία του φαγητού. «Παντρεύτηκα τον Ανδρέα το 2001 και το 2002 κάναμε τη Μαριάννα»
«Μαριάννα;» ρωτάει ο Μάριος.
«Άννα-Μαρία τη βαφτίσαμε»
«Α, Μαρία λένε την άλλη γιαγιά;»
«Όχι, Μάριο λένε εσένα» του απαντάω μελαγχολικά κάνοντάς τον να χαμογελάσει κι εκείνος με τον ίδιο τρόπο.
«Πιάσε κόκκινο… Τη Χριστίνα… τη Χριστίνα τη βαφτίσαμε Χριστίνα-Βασιλική»
«Ναι, το έμαθα» του αποκρίνομαι χαμογελώντας κι εγώ μελαγχολικά, «μου το είπαν οι δικοί σου και με είχαν πάρει τα ζουμιά, και ξέρεις, δεν το έχω και εύκολο! Τέλος πάντων, ο γάμος μου με τον Ανδρέα μπορεί να ήταν λάθος αλλά μόνο και μόνο για τη Μαριάννα, δεν το μετανιώνω. Δυο χρόνια αφού χωρίσαμε εκείνος παντρεύτηκε ξανά, αυτή που βλέπεις στις φωτογραφίες είναι η δεύτερη γυναίκα του, η Αλεξάνδρα. Πέρσι έκαναν και παιδάκι, τον Πάρη. Με τον Ανδρέα, παρά το γεγονός ότι του ήρθε ο ουρανός στο κεφάλι, χωρίσαμε φιλικά και όχι μόνο αυτό, έχουμε και πολύ καλή επαφή και επικοινωνία. Η Μαριάννα έχει πλέον δύο οικογένειες οπότε, στο σπίτι μας τουλάχιστον, έχω φωτογραφίες και από τις δύο.»
«Μπράβο σας ρε Μπίλι. Μακάρι και η Liz να είχε έστω και το 1/100 από τα δικά σου μυαλά. Με παράτησε με ενός χρόνου παιδί ρε φίλε, η Χριστίνα δεν έχει ουσιαστικά γνωρίσει τη μάνα της…»
«Λυπάμαι ρε συ Μάριε, πολύ λυπάμαι»
«Δε βαριέσαι… Τέλος πάντων, θα μπορούσε να είναι και χειρότερα, εννοώ να το είχε κάνει αυτό με τη Χριστίνα πιο μεγάλη από ενός χρόνου»
Φτιάχνω το φαγητό και του προτείνω να πάμε να κάτσουμε στη βεράντα. Τρώμε και πίνουμε το κρασί μας προσπαθώντας να κάνουμε catchup μετά από έντεκα
σχεδόν
χρόνια. Κάποια στιγμή η κουβέντα γυρίζει ξανά στα τέλη του 1996 και το χωρισμό μας.
«Μου στοίχησε πολύ ρε Μπίλι. Έχασα το μέτρημα πόσες φορές συγκράτησα τον εαυτό μου με τα χίλια ζόρια για να μην πάρει το πρώτο αεροπλάνο για Ελλάδα. Δεν είχα χάσει μόνο το κορίτσι με το οποίο ήμουν ερωτευμένος από τα δώδεκα, έχασα μαζί και την καλύτερή μου φίλη»
«Σε νιώθω, κι εμένα μου στοίχησε Μάριε, κι εγώ έχασα εκτός από το αγόρι μου και τον καλύτερό μου φίλο. Με ξέρεις από παιδί, ποτέ δεν το είχα εύκολο το κλάμα, αλλά τότε έριξα τόσο κλάμα όσο δεν έχω ρίξει σε όλη μου τη ζωή. Μου έλειπες, που έλειπες φριχτά…»
«Δεν αλλάζουμε θέμα γιατί, μα τω Θεώ, η πληγή αυτή δεν λέει να κλείσει, είναι ακόμα ανοιχτή, κι ας λένε ότι ο χρόνος τα γιατρεύει όλα»
«Αυτό ξαναπές το. Να σου εξομολογηθώ κάτι; Μου πήρε πάνω από χρόνο για να το πάρω απόφαση να προχωρήσω, και προσπάθησα, δεν είναι ότι δεν προσπάθησα, αλλά πάθαινα ότι πάθαινες κάποτε κι εσύ, καμιά σχέση δε μου στέριωνε, για τους ίδιους ακριβώς λόγους που δε στέριωνε και σε σένα. Θα σου φανεί χαζό αλλά με έπιασε πανικός, τον Ανδρέα τον παντρεύτηκα μέσα στο χρόνο, όχι γιατί τον ερωτεύτηκα αλλά επειδή έκανε απλά την καρδιά μου να χτυπήσει έστω και λίγο. Αλλά κανείς… κανείς δεν ήταν…δεν ήταν…» του λέω και κομπιάζω καθώς κοντεύω να βουρκώσω.
«Σαν τον Μάριο σου;» με ρωτάει χαμογελώντας μου πικρά.
«Σαν τον Μάριο μου» του απαντάω και με πολύ κόπο συγκρατώ τα δάκρυά μου.
Η νύχτα έχει πάψει εδώ και χρόνια να έχει τη σιγαλιά των παιδικών μας χρόνων, αλλά θαρρείς και όλοι οι ήχοι έχουν σταματήσει. Αναστενάζω και πίνω μια γουλιά από το κρασί μου. Ο Μάριος με κοιτάζει, με κοιτάζει με αυτό το βλέμμα που με είχε κοιτάξει εκείνη την αυγουστιάτικη νυχτιά κάτω από τ' ολόγιομο φεγγάρι. Βλέπω στα μάτια του τη λαχτάρα, και για λίγες στιγμές η ψυχή μου ταξιδεύει εκεί… εκεί που τόσα χρόνια λαχταρούσε να βρεθεί και πάλι... Μου είχε λείψει, Θεέ μου, πόσο μου είχε λείψει…
«Μπίλι, τι κάνουμε εδώ;» με ρωτάει αναστενάζοντας.
«Τι… τι εννοείς;» τον ρωτάω με τρεμάμενη φωνή και με την καρδιά μου να βουλιάζει.
Δίκιο έχει ανόητη, παρασυρθήκαμε… Τι το αναμοχλεύεις το παρελθόν, τι το σκαλίζεις; Δεν πονέσαμε και οι δυο μας αρκετά;
«Τι κάνουμε; Τι κάνουμε εδώ;»
«Δεν… δεν σε καταλαβαίνω» του λέω, με φωνή που ακόμη τρέμει.
Παίρνει μια βαθιά ανάσα, σα να ψάχνει να βρει τις λέξεις. Ξαφνικά το μυαλό μου γυρίζει πίσω δεκάξι χρόνια… σχεδόν νιώθω το αεράκι πάνω στο κορμί μου…σχεδόν ακούω τους σιγανούς παφλασμούς των κυμάτων στα βράχια…
«Θέλεις… Θέλεις το Σάββατο το βράδυ να βγούμε για ποτό; Οι δυο μας;»
Διστάζω, παρά τη λαχτάρα που νιώθω. Δεν είμαστε παιδιά πλέον, τα χρόνια της ανεμελιάς έχουν περάσει και δεν γυρίζουν πίσω. Όσο και αν το επιθυμώ, όσο και αν η καρδιά μου το λαχταρά, μπορούμε; Μπορούμε να βρεθούμε ξανά εκεί; Μπορούμε να ξεκινήσουμε και πάλι από εκεί που είχαμε μείνει; Δεν ξέρω τι φοβάμαι περισσότερο, μην χαθούμε και πάλι τώρα που βρεθήκαμε ή μήπως αποδειχτεί ότι όλα όσα ζήσαμε ήταν μια όμορφη ανάμνηση και πως η φωτιά που κάποτε θέριευε μέσα μας έσβησε οριστικά;
«Θέλω» του απαντάω διστακτικά. «Αλλά…»
«Αλλά…;»
«Δεν ξέρω ρε Μάριε. Δεν είμαστε παιδιά… δεν ξέρω καν αν είμαστε οι ίδιοι...»
«Ξέρω, Μπίλι μου. Σε παρακαλώ, μην θυμώσεις με αυτό που θα σου πω, αλλά όλο το είναι μου ουρλιάζει να σε πάρω αγκαλιά, να σε σφίξω πάνω μου, να σε φιλήσω, να σε χαϊδέψω... αλλά ναι... δεν είμαστε παιδιά. Γι' αυτό... αντί να κάνω αυτά που λαχταρώ, σου ζητάω να βγούμε απλά για ένα ποτό. Και μετά, αν το θέλουμε ακόμα, και για δεύτερο και για τρίτο... Είναι σαν το σύμπαν να μας δίνει μια δεύτερη ευκαιρία... θα είναι αμαρτία να τη χάσουμε, αμαρτία! Αν... αν δε νιώθεις το ίδιο... εντάξει... αλλά αν το νιώθεις... αν το νιώθεις κι εσύ, έλα μαζί μου το Σάββατο, πάμε να πιούμε ένα ποτό, όπως παλιά... όπως τότε... Θέλεις;» με ρωτάει και βλέπω ξανά τη λαχτάρα στο πρόσωπό του.
«Θέλω!» του απαντάω γνέφοντας δακρυσμένη. «Το θέλω πολύ!»
“It's a date then!” μου λέει απλά.
«Μάριε;»
«Πες μου»
«Με είπες… με είπες Μπίλι σου»
«Ποτέ δεν έπαψες να είσαι η Μπίλι μου» απαντάει χαμογελώντας μου μελαγχολικά. «Και ό,τι και αν γίνει ποτέ δε θα πάψεις να είσαι»
«Και…;» τον ρωτάω παιχνιδιάρικα. Το χαμόγελό του γίνεται και κείνο παιχνιδιάρικο, αυτό το παιχνιδιάρικο χαμόγελο που είχα ερωτευτεί από τότε που πήγαινα ακόμα γυμνάσιο.
«Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου»
«Πόσα χρόνια είχα να το ακούσω αυτό» λέω με φωνή γεμάτη νοσταλγία.
«Κάλιο αργά παρά ποτέ» μου λέει κάνοντας να χαμογελάσω ακόμα περισσότερο, αυτό ήταν ανέκαθεν το μότο της σχέσης μας! Αυτό και το «Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου / Κανείς δεν είναι σαν τον Μάριό μου». «Να σου εξομολογηθώ κάτι;» με ρωτάει ντροπαλά.
«Αμέ!» του απαντάω χαμογελαστή.
«Έχω… έχω ακόμα φυλαγμένα τα αποκόμματα από τις εφημερίδες από τη χρονιά που έδωσες πανελλήνιες. Ακόμα… ακόμα και όταν χωρίσαμε, τα κράτησα, όπως και όλες μας τις φωτογραφίες, τα φύλαξα σαν τον πιο ακριβό μου θησαυρό» μου λέει και ένας Θεός ξέρει πως καταφέρνω να συγκρατηθώ και δε βάζω τα κλάματα.
«Θες να με δεις να κλαίω πάλι;» του λέω με σπασμένη φωνή.
«Αν είναι από χαρά, ναι!»
«Δεν είσαι ο μόνος που έχει φυλαγμένο το θησαυρό του, Μάριε»
«Αν δεν ταιριάζαμε δε θα συμπεθεριάζαμε!»
«Στην υγειά μας» του κάνω σηκώνοντας το ποτήρι.
«Στην υγειά μας, Μπίλι μου»
«Που θα με πας;» τον ρωτάω.
«Έλεγα για κάπου προς τα νότια, να δούμε και λίγο θάλασσα!»
«Ναι!!!!!» του αποκρίνομαι ενθουσιασμένη.
⇽∙⇾
Η υπόλοιπη βραδιά κυλάει σα νεράκι, θυμόμαστε τις όμορφες στιγμές που ζήσαμε μαζί και για πρώτη φορά μετά από χρόνια μπορώ να μιλάω γι’ αυτές χωρίς να με πνίγει η μελαγχολία, η νοσταλγία από πικρή γίνεται ξανά γλυκιά. Γελάμε και πειραζόμαστε σα να μην πέρασε μια μέρα. Είχε δίκιο! Το σύμπαν μας έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία, μα όσο και αν η καρδιά μου κοντεύει να σπάσει από χαρά και προσμονή, δεν είμαστε πλέον παιδιά να παρασυρόμαστε από τον ενθουσιασμό, όσο δικαιολογημένος και αν είναι. Θα πάμε για ένα ποτό, και μετά, αν το θέλουμε ακόμα, θα πάμε και για δεύτερο και μετά για τρίτο… ένα βήμα τη φορά… Άλλωστε, ακόμα και ένα ταξίδι χιλιάδων μιλίων, όσο απότομα και αν σταμάτησε, ένα βήμα χρειάζεται για να ξεκινήσει και πάλι… ένα μικρό βήμα.
Μπορεί... μπορεί ν' αποδειχτεί ότι όλα όσα νιώθουμε τούτη τη στιγμή δεν είναι τίποτα περισσότερο από έναν παιδιάστικο ενθουσιασμό που τον πυροδότησαν οι αναμνήσεις μας, μα όσο και αν το φοβάμαι, θα το κάνω αυτό το βήμα, θα το κάνω μαζί του, και όπου μας βγάλει. Γιατί όσα χρόνια και αν πέρασαν, όσο και αν αλλάξαμε οι ίδιοι, υπάρχει κάτι που δεν άλλαξε…
Ποτέ δεν έπαψε να είναι ο Μάριος μου. Ποτέ δεν έπαψα να είμαι η Μπίλι του.