1. Do the Right thing-y
Βγήκα από το μπάνιο και σκουπίστηκα
προσεκτικά, αφήνοντας την πετσέτα να απορροφήσει την υγρασία από το δέρμα μου
που είχε κοκκινίσει από το καυτό νερό. Ο ατμός είχε σκεπάσει όλες τις γυάλινες
επιφάνειες του μπάνιου με ένα λεπτό στρώμα υγρασίας.
Τύλιξα την πετσέτα των μαλλιών στο κεφάλι
μου, σαν τουρμπάνι, περιστρέφοντάς την με έναν τρόπο που είχα μάθει από μικρή
και που πάντα με έκανε να νιώθω λίγο πιο εξωτική απ’ ότι πραγματικά ήμουν.
Στάθηκα γυμνή απέναντι από τον καθρέφτη με τα μάτια μου κλειστά,
προετοιμάζοντας τον εαυτό μου για αυτό που θα ακολουθούσε.
«Δεν θα αρέσεις σε κανέναν αν δεν αρέσεις
πρώτα στον εαυτό σου,» μουρμούρισα μόνη μου, επαναλαμβάνοντας τη φράση που είχα
διαβάσει σε κάποιο άρθρο περιοδικού για την αυτοεκτίμηση. Προσπαθούσα να πείσω
τον εαυτό μου ότι κάπως θα έπρεπε να μου αρέσει αυτό που θα έβλεπα, παρόλο που
βαθιά μέσα μου ήξερα ότι αυτή η θετική ψυχολογία δεν θα άλλαζε τίποτα από αυτά
που με ενοχλούσαν.
Δεν ήμουν καθόλου σίγουρη ότι θα μου άρεσε
αυτό που θα αντίκριζα. Μια συνηθισμένη κοπέλα, με συνηθισμένα μαλλιά καστανά
που δεν είχαν ποτέ το βάθος χρώματος που ήθελα, με συνηθισμένο πρόσωπο που δεν
είχε τα έντονα χαρακτηριστικά που θα το έκαναν να ξεχωρίζει σε ένα πλήθος, και
με συνηθισμένο σώμα που δεν ταίριαζε με κανένα από τα ιδανικά που έβλεπα στις
οθόνες και τα περιοδικά.
Αναστέναξα βαθιά, αφήνοντας τον αέρα να
βγει αργά από τους πνεύμονές μου σαν να μπορούσε να πάρει μαζί του και τη
δυσαρέσκεια. Υποθέτω ότι δε μπορείς να με πεις άσχημη, αλλά δεν μπορείς να με
πεις και όμορφη. Ήμουν κάπου στη μέση, σε εκείνη την ασφαλή αλλά βαρετή ζώνη
της καθημερινής κοπέλας.
Το πιο συνηθισμένο κομπλιμέντο που άκουγα
ήταν «είσαι γλυκούλα,» μια φράση που πάντα με έκανε να νιώθω σαν μικρό κορίτσι
και όχι σαν μια γυναίκα που άγγιζε τα τριάντα.
Βάλε και τα δέκα κιλά που είχα πάρει προς
το τέλος του MBA και που δεν έλεγαν να φύγουν με τίποτα, παρά τις αμέτρητες
προσπάθειες με δίαιτες που άρχιζα με ενθουσιασμό και εγκατέλειπα με
απογοήτευση, και ήρθε και έδεσε το γλυκό.
Εκείνα τα κιλά είχαν εμφανιστεί σιγά σιγά,
σχεδόν ανεπαίσθητα στην αρχή—ένα γεύμα έξω εδώ, μια σοκολάτα της στιγμής εκεί,
το άγχος των εξετάσεων που με οδηγούσε στο φαγητό ως παρηγοριά, και μέχρι να το
καταλάβω είχα βρεθεί στο συν δέκα.
Είμαι αρκετά ψηλή ώστε να μην γίνονται
εμφανή με τρόπο που θα έβγαζε μάτι—thank
God for small favors—αλλά δε βαριέσαι;
Το ήξερα εγώ και αυτό αρκούσε για να με κάνει να νιώθω άβολα με το σώμα μου.
Πήρα μια βαθιά ανάσα, γεμίζοντας τα
πνευμόνια μου με τον ζεστό, υγρό αέρα του μπάνιου, και άνοιξα τα μάτια μου
αργά, σαν να ανοίγω κουρτίνα σε μια θεατρική παράσταση που δεν ήμουν σίγουρη
ότι ήθελα να δω. Καθάρισα τον καθρέφτη από την υγρασία που είχε μαζευτεί και
κοίταξα μέσα του το είδωλό μου. Κουρασμένο πρόσωπο και κουρασμένα μάτια με
σκιές από κάτω που μαρτυρούσαν τις αϋπνίες των τελευταίων εβδομάδων.
Το καυτό νερό δε με είχε βοηθήσει ιδιαίτερα
να χαλαρώσω. Αντίθετα, το κοκκίνισμα έκανε τις τσακισμένες γραμμές γύρω από τα
μάτια μου πιο εμφανείς, και τα χείλη μου έμοιαζαν ξερά παρά τη νωπή υγρασία που
μόλις είχα βγει.
Η αλήθεια είναι ότι τα καταραμένα αυτά κιλά
είχαν βοηθήσει στο στήθος μου, που τώρα ήταν μεγαλύτερο απ’ όσο όταν ήμουν στα
κιλά μου. Μέτριου μεγέθους συνολικά, βάλε και ότι ήμουν ένα μέτρο εβδομήντα δύο
στο ύψος, πάντα μου φαινόντουσαν αταίριαστα πάνω μου—όσον αφορά στο μέγεθος
τουλάχιστον—σαν να ανήκαν σε κάποια άλλη.
Από την άλλη—και πριν πάρω αυτά τα
ρημαδιασμένα τα κιλά—είχα να το παινευτώ ότι έκαναν κωλοδάχτυλο στη βαρύτητα, ή
τέλος πάντων, στεκόντουσαν αξιοπρεπώς χωρίς να χρειάζομαι κάποιο ιδιαίτερο
στήριγμα.
Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να
κλαις.
Αν και δεν πίστευα ποτέ ότι θα
εξακολουθούσαν και στα τριάντα μου να αψηφούν τη βαρύτητα, όπως στα είκοσι μου
όταν νόμιζα ότι το σώμα μου θα παρέμενε αιώνια νεανικό, βάλε και το έξτρα κιλά,
βάραιναν περισσότερο απ’ όσο θα ήθελα. Κάθε πρωί που ντυνόμουν ένιωθα αυτό το
βάρος, όχι μόνο φυσικά αλλά και ψυχολογικά.
Αναστέναξα και πάλι, αυτή τη φορά πιο
θεατρικά, και άρχισα να απλώνω κρέμα προσώπου σε μια απελπισμένη προσπάθεια να
νιώσω αναζωογόνηση. Η κρέμα ήταν κρύα στο δέρμα μου και άφηνε ένα λευκό στρώμα
που έκανε το πρόσωπό μου να φαίνεται ακόμα πιο χλομό.
Όπως άπλωνα την κρέμα σε κυκλικές κινήσεις,
όπως είχα διαβάσει ότι πρέπει να κάνω για να ενεργοποιήσω την κυκλοφορία,
χαχάνισα με το θέαμα. Ήμουν σα φάντασμα, μια γυναίκα που έμοιαζε να έχει χάσει
όλο το χρώμα και τη ζωντάνια από το πρόσωπό της.
Καλά, το λες και πταίσμα μπροστά σε αυτό
που είχα πάθει τις προάλλες, που βαμμένη και έτοιμη για έξοδο με έπιασαν τα
ορμονικά μου και είχα πέσει στα πατώματα και έκλαιγα σαν παιδάκι που του πήραν
το γλυκό από τα χέρια.
…
Είχα περάσει δύο ώρες να προετοιμάζομαι, είχα διαλέξει το
καλύτερό μου φόρεμα, αυτό το μαύρο που έκρυβε τις περιττές καμπύλες και τόνιζε
τις λίγες καλές που είχα, είχα αφιερώσει χρόνο στο μακιγιάζ μέχρι που να νιώσω
ικανοποιημένη, και ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, όλα κατέρρευσαν.
Και η πλάκα είναι ότι παρόλο το κλάμα που είχα ρίξει—και
το κλάμα ήταν αυθεντικό, με λυγμούς που με έκαναν να τρέμω ολόκληρη—ήταν το
κοίταγμά μου στον καθρέφτη που μου έφτιαξε τη διάθεση.
Εκείνη τη στιγμή, με τα μάτια κόκκινα από το κλάμα και το
μακιγιάζ να έχει κατέβει σε παράξενα σχέδια, είχα φανεί πιο αστεία παρά
δραματική.
«Πήγαινέ με στον αρχηγό σου, λευκό πρόσωπο! Ουγκ!» είπα
βλέποντας τον εαυτό μου στον καθρέφτη και βάζοντας τα γέλια με τη θέα του
προσώπου μου που έμοιαζε με μάσκα καρναβαλιού. Το γέλιο ήταν απελευθερωτικό,
σαν να έσπαζε τη σοβαρότητα της στιγμής και με έφερνε πίσω στη πραγματικότητα.
Ακριβώς τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Η Μαίρη με είχε πάρει
ανήσυχη, με εκείνη την γνώριμη υπερπροστατευτική διάθεση που έπαιρνε όταν
ανησυχούσε για μένα. «Πού είσαι εσύ μωρή;»
«Με έπιασαν τα ψυχομουνικά μου,» της είχα απαντήσει με
ειλικρίνεια, καθώς έψαχνα με το βλέμμα μια καρέκλα για να καθίσω. «Δεν είμαι
για να βγω έξω σήμερα!» Η φωνή μου ακουγόταν κουρασμένη ακόμα και στα δικά μου
αυτιά.
«Ακόμα τον κλαις τον μακαρίτη;» με ρώτησε με απελπισία
στη φωνή, αναφερόμενη στο μαλάκα τον Αργύρη με έναν τρόπο που έκανε φανερό ότι
είχε βαρεθεί αυτό το θέμα συνομιλίας. Της Μαίρης της είχε πάρει χρόνο να
καταλάβει γιατί είχα μείνει τόσο πολύ με τον Αργύρη, και ακόμα περισσότερο να
καταλάβει γιατί με είχε επηρεάσει τόσο πολύ ο χωρισμός.
«Ούτε καν…» της απάντησα και έλεγα την αλήθεια. Μπορεί να
είχε τσούξει σα διάολος στις αρχές, εκείνες τις πρώτες εβδομάδες όταν κάθε
τραγούδι στο ραδιόφωνο μου θύμιζε κάτι από τη σχέση μας και κάθε μέρος στην
πόλη είχε κάποια ανάμνηση, αλλά είχαν περάσει πάνω από έξι μήνες και η οδύνη
είχε μετατραπεί σε κάτι πιο αμβλύ και διαχειρίσιμο.
Αλήθεια λέω, μετά από τον πρώτο μήνα που έκλαιγα κάθε
βράδυ πριν κοιμηθώ, ήμουν έτοιμη για φρέσκα, για κάτι καινούριο που θα με έκανε
να νιώσω ξανά γυναίκα και όχι σκιά του εαυτού μου, αλλά τι τα θες; It
takes
two
to
tango, και προς το παρόν μας έλειπε ο δεύτερος.
Είχα προσπαθήσει να βγω, είχα δεχτεί προσκλήσεις από
φίλες, είχα ακόμα πάει σε κάνα δυο ραντεβού που είχε κανονίσει η Μαίρη, αλλά
δεν είχε «κολλήσει» τίποτα.
«Τότε;» επέμεινε η Μαίρη, περιμένοντας πιο ικανοποιητική
απάντηση από ένα απλό «ψυχομουνικά.»
«Δεν ξέρω ρε Μαίρη. Μ’ έπιασε στα ξαφνικά, αφού να
φανταστείς είχα ντυθεί και είχα βαφτεί όταν μ’ έπιασε το ανάποδο.»
Θυμήθηκα εκείνη τη στιγμή, πώς κοιτούσα τον εαυτό μου
στον καθρέφτη και ξαφνικά όλα μου φάνηκαν χωρίς νόημα. Το φόρεμα, το μακιγιάζ,
η προσπάθεια να φανώ ελκυστική για ανθρώπους που στην πραγματικότητα δεν με ενδιαφέρανε
ιδιαίτερα.
«Είσαι καλύτερα τώρα;» ρώτησε η Μαίρη με γνήσια ανησυχία.
«Μωρέ καλύτερα είμαι, αλλά δεν είμαι για έξω,» της
απάντησα αναστενάζοντας. «Ξέρεις πως είμαι τώρα;» τη ρώτησα χαχανίζοντας στην
σκέψη. «Σα να μου έχει χαϊδέψει το πρόσωπο παιδάκι που βούτηξε τα χέρια του
στις μπογιές!» συνέχισα χωρίς να περιμένω απάντηση.
«Και τι θα κάνεις τώρα;» ρώτησε η Μαίρη, με έναν τρόπο
που έδειχνε ότι περίμενε να πω κάτι πιο παραγωγικό από το να κλαφτώ στον
καναπέ.
«Αρχικά θα ξεβαφτώ,» της απάντησα μηχανικά, ήδη
σκεπτόμενη τη διαδικασία του καθαρισμού. «Μετά, ξέρω γω; Ίσως δω καμιά σειρά
στο Netflix.» Ασφαλής επιλογή, κάτι που δεν απαιτούσε
κοινωνική αλληλεπίδραση ή προσπάθεια.
«Καλώς,» μου απάντησε η Μαίρη με έναν τρόπο που έδειχνε
ότι δεν ήταν πείστηκε τελείως, αλλά καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε να με πιέσει
περισσότερο. «Αύριο το απόγευμα ισχύει;»
«Ναι, ισχύει!» τη διαβεβαίωσα με περισσότερη
ενεργητικότητα απ’ όση ένιωθα. «Λοιπόν, πήγαινε κι εσύ μη σε κρατάω μέσα και τα
λέμε αύριο.»
«Μη το ρίξεις πάλι στην καταθλιπτική μουσική μωρή!» με
προειδοποίησε με μητρικό τόνο.
«Μη φοβάσαι, δεν είμαι για τέτοια!» τη διαβεβαίωσα, αν
και βαθιά μου ήξερα ότι ίσως να κατέληγα ακριβώς εκεί.
Έκλεισα το τηλέφωνο και έμεινα μόνη με τις σκέψεις μου. Ο
σιωπή του σπιτιού έπεσε πάνω μου σαν κουβέρτα, ταυτόχρονα παρηγορητική και πνιγηρή.
…
Εμένα μου λες; Πλάνταξα στο κλάμα εκείνο το
βράδυ, χωρίς καλά-καλά να ξέρω για τι στο διάολο έκλαιγα. Ήταν ένα κλάμα που
είχε συσσωρευθεί εδώ και μέρες, ίσως και εβδομάδες, και είχε βρει τέλος την
ευκαιρία να βγει. Κάθε λυγμός έφερνε μαζί του κάτι διαφορετικό—απογοήτευση,
μοναξιά, ανησυχία για το μέλλον, φόβο ότι αυτή θα ήταν η ζωή μου.
Πάντως δεν ήταν όλα μαύρα, οφείλω να
παραδεχτώ ότι είχα αφήσει τον εαυτό μου να ξεσπάσει και μετά ένιωσα πιο
ανάλαφρη, σαν να είχα ξεφορτωθεί ένα βάρος που κουβαλούσα στους ώμους.
Μου είχε λείψει η ανδρική αγκαλιά
περισσότερο απ’ ότι περίμενα. Όχι απλά το σεξ—αν και αυτό φυσικά—αλλά η αίσθηση
της προστασίας, της οικειότητας, του να νιώθεις ότι ανήκεις κάπου. Και δεν
είναι ότι δεν θα μπορούσα να βρω κάποιον να βγάλω τα μάτια μου, αλλά εγώ δεν
ήμουν σαν την Μαίρη που μπορούσε να κάνει το ίδιο just for the fun of
it.
Τη ζήλευα πραγματικά που μπορούσε να το
κάνει αυτό, την ικανότητά της να διαχωρίζει το σώμα από τα συναισθήματα, μακάρι
να μπορούσα κι εγώ, αλλά τι τα θες; Ο καθένας μας είναι διαφορετικός, και εγώ
αυτό το πράγμα δεν το είχα με την καμία.
Όχι γιατί δεν το είχα προσπαθήσει πάντως.
Αλλά όταν ερχόταν η στιγμή, όταν τα πράγματα γίνονταν πιο σοβαρά, κάτι μέσα μου
έκλεινε. Το “wham, bam,
thank you ma’am”
δεν ήταν για μένα και το λέω μετά λόγου γνώσης. Είχα προσπαθήσει κάμποσες φορές
να πείσω τον εαυτό μου ότι μπορούσα και η κατάληξη ήταν πάντα μια τρύπα στο
νερό.
Δεν είμαι καμιά που το παίζει μυξοπαρθένα,
σεξ κάνω από τα δεκάξι μου και το έχω κάνει με όλους τους άνδρες με τους
οποίους πίστευα ότι υπάρχει κάποια προοπτική. Κάποιες φορές είχα κάνει λάθος
στην εκτίμησή μου για τις προοπτικές, κάποιες φορές οι ίδιοι είχαν αλλάξει
γνώμη μετά, αλλά πάντα είχα πιστέψει ότι κάτι θα μπορούσε να προκύψει.
Δεν έχω γράψει τα χιλιόμετρα της Μαίρης, η
οποία με περηφάνια ανακοίνωνε ότι είχε χάσει το μέτρημα μετά τον πεντηκοστό,
αλλά δεν είμαι και η Μαλάμω η χωριάτα που περιμένει τον πρίγκιπα.
Αναστέναξα και πάλι, στην ανάμνηση των
ερωτικών μου εμπειριών. Να πεις τουλάχιστον ότι το ευχαριστιόμουν και με όλη
μου την ψυχή, πάει στο διάολο. Δεν εννοώ ότι ήταν δυσάρεστο—ευτυχώς δεν είχα
κανένα τέτοιο βίωμα που θα με στιγμάτιζε—αλλά οι περισσότεροι ήταν απλά meh.
Σαν να έκανες κάτι που έπρεπε να κάνεις,
όχι κάτι που επιθυμούσες. Βάλε και το γεγονός ότι είμαι και βραδύκαυστη σε
βαθμό που αρκετές φορές δεν το καταφέρνω ούτε μονάχη μου—παρά τις επίμονες
προσπάθειες και τα διάφορα βοηθήματα που είχα αποκτήσει κατά καιρούς—ήρθε και
έδεσε το γλυκό.
Θέλοντας και μη το μυαλό μου γύρισε και
πάλι στον Αργύρη, και αυτή τη φορά δεν προσπάθησα να το σταματήσω. Μαλάκας
ξε-μαλάκας από άποψη χαρακτήρα και αντιλήψεων, αλλά στο σεξ ήταν πολύ καλός.
Όχι απλά καλός—εξαιρετικός. Είχε καταφέρει κάμποσες φορές να με κάνει να
ξεφωνίζω σαν τραγουδίστρια όπερας που έφτανε στο μεγάλο φινάλε—και όπως είπα
και πριν, δεν το είχα και εύκολο. Ήταν σαν να είχε χάρτη του σώματός μου και
ήξερε ακριβώς που να πατήσει κάθε φορά.
Από την άλλη, όσο καλός και αν ήταν στο σεξ
σε σύγκριση με προηγούμενους παρτενέρ που κυρίως σκέφτονταν τη δική τους
ικανοποίηση, άλλο τόσο μαλάκας ήταν σε όλα τα υπόλοιπα. Μακάρι το πάνω του το
κεφάλι να ήταν το ίδιο υπέροχο όπως το κάτω του, σκέφτηκα και ένιωσα τον εαυτό
μου να υγραίνεται στην ανάμνηση.
Θεέ μου τι υπέροχο πούτσο είχε αυτός ο
άνθρωπος. Ούτε μεγάλος σε τέτοιο βαθμό που να σε φοβίζει, ούτε μικρός που να σε
απογοητεύσει, ούτε λεπτός, ούτε χοντρός. Είχε το ιδανικό μέγεθος και σχήμα για
όλες μου τις σωματικές κοιλότητες, σαν να είχε φτιαχτεί ειδικά για μένα.
Αν και δεν είμαι από αυτές που σιχαίνονται
τις πίπες—αντίθετα, μπορεί να πω ότι τις ευχαριστιέμαι αρκετά—τον Αργύρη τον
είχα ξεζουμίσει για τα καλά. Όχι ότι τον χαλούσε, μάλιστα φαινόταν να το
απολαμβάνει τόσο πολύ που με έκανε να αισθάνομαι περισσότερο επιθυμητή.
Τον απαυτό μου δεν τον έδινα συχνά—ήταν
κάτι που κρατούσα για ιδιαίτερες περιστάσεις και άνδρες που εμπιστευόμουν—αλλά
με τον Αργύρη μου είχε γίνει κυριολεκτικά τρομπόνι. Αφενός ήταν πάντα
προσεκτικός και υπομονετικός, δεν πήγαινε ποτέ βουρ και στον πατσά χωρίς
προετοιμασία, και αφετέρου είχε και το κατάλληλο μέγεθος. Μέχρι και εκεί με
είχε καταφέρει να έχω οργασμό κάποιες σπάνιες φορές, πράγμα που με είχε αφήσει
τελείως μαλάκα!
Βάλε και το γεγονός ότι του άρεσε να ρίχνει
ξυλιές στα καπούλια μου—κάτι που στην αρχή με είχε σοκάρει αλλά σταδιακά είχα
ανακαλύψει ότι με πηγαίνει στον παράδεισο—και ακόμα περισσότερο ήξερε με πόση
ακριβώς δύναμη και σε ποια στιγμή να βαρέσει, δεν είναι να απορείς που κοντά
του είχα βρει τη σεξουαλική νιρβάνα.
Για να μην αναφέρω την αιδοιολειξία του,
που ήταν κάτι μεταξύ τέχνης και λατρείας. Κάποιοι άνδρες το κάνουν σαν
υποχρέωση, άλλοι σαν πρόκληση, αλλά ο Αργύρης το έκανε σαν να ήταν η αγαπημένη
του ασχολία. Μπορούσε να περνάει ώρες εκεί κάτω, και το ότι είχε την ικανότητα
να με παίζει με τα δάχτυλά του—ή ακόμα και με δονητή—καλύτερα απ’ ότι τα
κατάφερνα η ίδια με την πάρτη μου ήταν κάτι που δεν είχα ξαναζήσει.
Και είχε και αντοχές που έφταναν στα όρια
του υπερφυσικού. Υπήρχαν φορές δεν είχα κλείσει μπούτι όλη νύχτα—που λέει και
το ανέκδοτο—με τον Αργύρη να με παίρνει με όλους τους δυνατούς και αδύνατους
τρόπους από παντού, και το πρωί να σηκώνομαι πιο κουρασμένη από το σεξ παρά από
την αϋπνία.
Και αν θέλω να είμαι και πλήρως ειλικρινής,
το μαλάκας δεν είχε να κάνει με τον τρόπο που μου συμπεριφερόταν αλλά με τα
μυαλά που κουβάλαγε. Ή—για να είμαι πιο ακριβής—με τα μυαλά που δεν κουβάλαγε.
Δεν μπορούσα να τον ακούω να μου μιλάει με αληθινό θαυμασμό για τον Βελόπουλο
και τις θεωρίες του και να έχει εικόνισμα τον Trump.
Ακόμα περισσότερο δεν μπορούσα να ανεχτώ
τις ρατσιστικές και σεξιστικές του απόψεις, που και μόνο που τις άκουγα έβγαζα
καπνούς απ’ τ’ αφτιά. Η Μαίρη με είχε κράξει για αυτή την επιλογή μου, αλλά τι
τα θες; Ο κερατάς ήταν ομορφάντρας και στο σεξ ένας μικρός θεούλης.
Αναδρομικά, θα έπρεπε να έχουν βαρέσει
συναγερμοί στο ραντάρ μου όταν τον γνώρισα, αλλά έλα που ήταν από τους πιο
όμορφους άντρες που είχα γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου. Ψηλός, μπρούντζινος, με
μάτια που έμοιαζαν να αλλάζουν χρώμα ανάλογα με το φως, ένα του χαμόγελο
αρκούσε για να σου κάνει τα πόδια ζελέ.
Είχα κολακευτεί τρομερά από την προσοχή που
μου είχε δείξει από την πρώτη κιόλας στιγμή που με είδε. Η αλήθεια είναι δεν
ήμουν συνηθισμένη να τραβάω την προσοχή ανδρών τόσο ωραίοι όσο εκείνος. Έκανα
τα στραβά μάτια και έκλεινα τα αφτιά μου στα εσωτερικά μου κουδούνια που
βαρούσαν σα διαβολεμένα αλλά από ένα σημείο και πέρα δε μπορούσα να συνεχίσω
χωρίς να χάσω πλήρως τον σεβασμό στον εαυτό μου.
Εγώ ήμουν που τον χώρισα, εγώ ήμουν που
είχα πάρει αυτή την απόφαση μετά από μια τελευταία καβγά για τα δικαιώματα των gay ζευγαριών—μόνο πιάτα
δεν του είχα πετάξει στο κεφάλι—και εγώ ήμουν που είχα πέσει μετά για κανένα
μήνα στα πατώματα.
Ο ίδιος, στην ψωλάρα του, τελείως όμως! Το
περνούσε σαν άλλη μια από τις σχέσεις του που είχε τελειώσει, χωρίς να φαίνεται
καθόλου επηρεασμένος. Εντάξει, δεν περίμενα να πάει ως άλλος Μιμίκος να
φουντάρει από την Ακρόπολη ή να μου στέλνει λουλούδια και παρακλήσεις, αλλά για
όνομα ρε παιδί μου, αυτός ο σταρχιδισμός του με πλήγωσε ακόμα πιο βαθιά από τον
ίδιο τον χωρισμό.
Θα μου πεις, «τι γκρινιάζεις ρε μαλάκα; Εσύ
δεν τον έτζασες;»
Still…
Τι τα θες, κλασσικός καρκίνος με ωροσκόπο
παρθένο. Ούτε αυτά δεν ταίριαζαν μεταξύ τους, δηλαδή τι ελπίδα να έχω η δόλια;
Αυτό δηλαδή μου έλεγε η Μαίρη που είχε
τρέλα με δαύτα, μεταξύ μας δεν τα έπαιρνα στα σοβαρά. Από την άλλη πάλι, έπεφτε
σε πολλά μέσα, οπότε την άκουγα με συγκρατημένο σκεπτικισμό. Θα μου πεις το
ίδιο δεν πίστευα και για το μάτι;
Έλα όμως που το ξεμάτιασμα έπιανε. Δεν ξέρω
πώς διάολο να το εξηγήσω, αλλά κάθε φορά που είχα ξαφνικό πονοκέφαλο ένα
τηλέφωνο στη γιαγιά μου για ξεμάτιασμα αρκούσε για να εξαφανιστεί ο πονοκέφαλος
ως διά μαγείας.
Χαμογέλασα στη σκέψη της γιαγιάς μου. Είχε
κάνει τη μητέρα μου στα είκοσι, και η μητέρα μου είχε κάνει εμένα στα
εικοσιδύο. Εβδομήντα-δύο χρονών η κυρά-Σοφία και ώρες-ώρες ένιωθα ότι έχει
μεγαλύτερη ζωντάνια από την μεγαλύτερη της—και συνονόματη—εγγόνα, και εννοώ την
αφεντιά μου.
Αναστέναξα και πάλι. Το πρόβλημα του
ξεματιάσματος μπορεί να το είχα λυμένο, στο αυτό του να μου πεταχτούν τα μάτια
έξω ήταν το πρόβλημα από τότε που έστειλα τον Αργύρη στη μάνα του. Και τι να
σου κάνουν τα ρημαδιασμένα τα εργαλεία, εδώ είναι που χρειάζεται μια ξένη
γλώσσα—που έλεγε και η Λουκριτία του Αρκά.
Και όχι μόνο γλώσσα! Χρειάζεται και το
πλήρες πακέτο—τεχνική, φαντασία, κι ας πούμε και λίγη από τη συναισθηματική
σύνδεση που είχα με τον Αργύρη και που έκανε ακόμα και το απλό χάδι να νιώθω
σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Χωρίς αυτό, τα εργαλεία είναι απλά κομμάτια σιλικόνης που
πιάνουν χώρο στο κομοδίνο.
Στέγνωσα τα μαλλιά μου με το πιστολάκι για
να μην είμαι μετά σαν την τρελή—εκείνη η εικόνα των μαλλιών να στέκονται προς
όλες τις κατευθύνσεις σαν να με χτύπησε κεραυνός—και φόρεσα από κάτω ένα απλό
εσώρουχο, ένα από αυτά τα βαμβακερά που αγοράζεις σε πακέτα των τριών και που
έχουν τόση σχέση με τη θηλυκότητα όσο ο Φάντης με το Ρετσινόλαδο. Από πάνω ένα
κάποτε σέξι φανελάκι που πια είχε ξεθωριάσει από τα πολλά πλυσίματα.
Η εβδομάδα είχε τον ατελείωτο αλλά το βράδυ
της Παρασκευής ήταν από μόνο του μια υπόσχεση για κάτι καλύτερο. Εκείνη η
στιγμή όταν κλείνεις τον υπολογιστή και νιώθεις ότι οι επόμενες σαράντα οκτώ
ώρες σου ανήκουν—ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι η
ελευθερία συχνά σημαίνει περισσότερη μοναξιά.
Βέβαια το σαββατοκύριακο περνούσε τρέχοντας
σαν τσιτάχ που του έχουν ρίξει νέφτι στον κώλο, και άντε Γιάννη πάλι τα
καράβια. Σάββατο πρωί ξύπνημα από τους γείτονες που έκαναν ανακαίνιση—γιατί
όλοι οι γείτονες κάνουν ανακαίνιση τα σαββατοκύριακα;—ψώνια, καθαρίσματα, λίγη
τηλεόραση, και ξαφνικά ήταν Κυριακή βράδυ κι εγώ σκεφτόμουν ήδη τη Δευτέρα με
την καρδιά μου να βουλιάζει.
Είχα σπουδάσει οικονομικές επιστήμες, είχα
κάνει και μεταπτυχιακό, και όπως τα πήρα τα πτυχία μου, έτσι μου
έμειναν—κρεμασμένα στον τοίχο του γραφείου μου σαν βραβεία σε έναν αγώνα που
δεν θυμόμουν καν γιατί είχα μπει. Τότε μου φαίνονταν τόσο σημαντικά, κάθε
εξέταση ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου, κάθε βαθμός μετρούσε για το «μέλλον μου».
Τώρα που το μέλλον ήταν παρόν, δεν ήμουν σίγουρη τι ακριβώς περίμενα να συμβεί.
Εντάξει, ψεύτρα μην είμαι, το MBA—για μένα
το πιο άχρηστο και από τα δύο μου μεταπτυχιακά—βοήθησε στο βιογραφικό μου αν μη
τι άλλο. Μου άνοιξε πόρτες που αλλιώς θα παρέμεναν κλειστές, μου έδωσε έναν
τίτλο που εντυπωσιάζει σε πάρτι όταν ρωτάνε τι δουλειά κάνεις.
Καλά, μεταξύ μας όχι ότι έμαθα τίποτα
χρήσιμο—οι περισσότεροι καθηγητές ήταν θεωρητικοί που δεν είχαν ιδέα από την
πραγματική αγορά εργασίας, και οι συμφοιτητές μου ήταν περισσότερο
ενδιαφερόμενοι για το networking παρά για τη μάθηση. Περισσότερο επένδυση ήταν παρά κάτι άλλο—επένδυση
στο προφίλ μου, στην εντύπωση που θα κάνω στις συνεντεύξεις, στο να μπορώ να πω
ότι έχω MBA χωρίς να κοκκινίζω.
Επένδυση ή όχι, άλλα δύο χρόνια από τη ζωή
μου, καθώς με το εργασιακό μου πρόγραμμα δε μου έμενε ελεύθερος χρόνος ούτε για
ζήτω. Δούλευα από τις οκτώ το πρωί μέχρι τις εφτά το απόγευμα, έτρεχα για
μαθήματα μέχρι τις δέκα το βράδυ, και τα σαββατοκύριακα τα περνούσα με βιβλία
και εργασίες.
Φίλοι; Τι φίλοι; Σχέσεις; Ανύπαρκτες. Οι
μόνοι άνθρωποι που έβλεπα ήταν συνάδελφοι και συμφοιτητές, και οι περισσότεροι
από αυτούς ήταν στο ίδιο καράβι με μένα—κουρασμένοι, στρεσαρισμένοι, και χωρίς
χρόνο για οτιδήποτε δεν σχετιζόταν άμεσα με την «καριέρα» τους.
Όπως και να έχει έφτασα στα εικοσιέξι για
να απαλλαγώ από τα διαβάσματα και τις εξετάσεις, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για
την ανύπαρκτη προσωπική μου ζωή. Σε αυτή την ηλικία που οι περισσότεροι
συνομήλικοί μου είχαν ήδη ζήσει, ταξιδέψει, ερωτευτεί, και γενικά είχαν ζήσει
σε κάποιο βαθμό τα νιάτα τους, εγώ είχα ακόμα τη ζωή ενός μεταπτυχιακού φοιτητή
που τρώει παστίτσιο από το φούρνο και πίνει κρασί κατευθείαν από το μπουκάλι.
Όχι ότι είχα και συμμαθητές για να μοιραστώ
το κρασί—οι περισσότεροι στο MBA ήταν παντρεμένοι και είχαν ήδη αρχίσει να
κάνουν παιδιά, κι εγώ ήμουν η παράξενη που δεν καταλάβαιναν πώς γινόταν να μην
έχει ακόμα «τακτοποιηθεί».
Δεν το μετανιώνω, πάντως, μη σας μπαίνουν
λανθασμένες ιδέες. Το πτυχίο μου το πήρα με βαθμό κοντά στο εννιά—οκτώ κόμμα
ενενήντα-πέντε για την ακρίβεια, όχι ότι μετράει τώρα—είχα αποφοιτήσει τρίτη
στη χρονιά μου από τετρακόσιους πενήντα φοιτητές. Το πρώτο μεταπτυχιακό μου,
αυτό στη χρηματοοικονομική, μου άρεσε και αυτό πραγματικά.
Υπήρχε κάτι που με γέμιζε στο να κατανοώ
πώς λειτουργούν οι αγορές, πώς επηρεάζουν οι ψυχολογικοί παράγοντες τις
επενδυτικές αποφάσεις, πώς μπορείς να προβλέψεις προσδοκίες βασισμένη σε
δεδομένα και όχι σε διαίσθηση.
Αλλά κάπου ένιωθα ότι δεν είχα τις δυνάμεις
να συνεχίσω για διδακτορικό—η ιδέα να περάσω άλλα τέσσερα χρόνια κολλημένη σε
βιβλιοθήκες και να γράφω διπλωματική εργασία για κάτι που ίσως διαβάσουν πέντε
άτομα στον κόσμο με τρόμαζε—και έτσι έκανα και το MBA, παίρνοντας ταυτόχρονα
δεύτερο master, και δέκα κιλά, για να έχω να πορεύομαι.
Αυτά τα δέκα κιλά ήταν αυτό που μου είχε
μείνει απ’ όλη αυτή τη φασαρία. Δύο χρόνια με σάντουιτς από τη καντίνα, καφέδες
που αντικαθιστούσαν τα κανονικά γεύματα, και στρες που με έκανε να τρώω
σοκολάτα σαν να ήταν φάρμακο.
Όταν τέλειωσα, είχα ένα πτυχίο που δεν με
είχε κάνει πιο σοφή και ταυτόχρονα είχα κονομήσει και δέκα κιλά που τέσσερα ολόκληρα
χρόνια δε μπορούσα να ξεφορτωθώ, κάθε φορά που κατάφερνα να χάσω ένα-δύο,
επιστρέφανε σε χρόνο ρεκόρ.
Και πάλι καλά να λέω που δεν επιστρέφανε με
τόκο.
Εκείνο το καλοκαίρι στην Πάρο, πάντα με τη
Μαίρη, ήταν και που δοκίμασα για πρώτη φορά και το “wham, bam, thank you ma’am.” Η Μαίρη το είχε
προτείνει ως «θεραπεία» για τα χρόνια της αποχής. «Χρειάζεσαι να θυμηθείς ότι
είσαι γυναίκα,» μου είχε πει. «Όχι μεταπτυχιακή φοιτήτρια, όχι υπάλληλος,
γυναίκα.» Και εγώ, στην απελπισία μου να νιώσω κάτι—οτιδήποτε—πέραν από την
κενότητα που ένιωθα μετά το τέλος των σπουδών, της είπα ναι.
Να πηδηχτώ με τρεις διαφορετικούς άνδρες
μέσα σε δέκα μέρες ήταν κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ μέχρι τότε. Ούτε καν είχα
φανταστεί ότι θα μπορούσα. Ο πρώτος ήταν ένας Γερμανός—ψηλός, ξανθός, τα
κλασικά—που γνώρισα στο μπαρ του ξενοδοχείου. Η Μαίρη με είχε σπρώξει
κυριολεκτικά πάνω του όταν τον είδε να με κοιτάζει. Ο δεύτερος ήταν Έλληνας,
από τη Θεσσαλονίκη, που είχε κατέβει με παρέα για διακοπές και έμοιαζε να ξέρει
όλους τους μπάρμαν στο νησί. Ο τρίτος ήταν ένας Ιταλός που κατάλαβα αργότερα
ότι ήταν παντρεμένος.
Και δε σκοπεύω να επαναλάβω. Όχι επειδή έχω
γίνει ξαφνικά συντηρητική, αλλά επειδή η όλη εμπειρία με άφησε πιο κενή απ’ ότι
ήμουν στην αρχή. Περίμενα να νιώσω κάτι—ελευθερία, δύναμη, επιβεβαίωση,
οτιδήποτε. Αντί αυτού, ένιωσα σαν να κολυμπούσα σε ρηχά νερά.
Να το είχα ευχαριστηθεί, τουλάχιστον, ας
πήγαινε στο διάολο. Αλλά και οι τρεις τους ήταν μια από τα ίδια, ο ενθουσιασμός
τους τελείωνε με το που τέλειωναν και οι ίδιοι, και εγώ παρέμενα εκεί με την
αίσθηση ότι μόλις είχα χρησιμοποιηθεί από κάποιον που δεν θα θυμόταν καν το
όνομά μου την επόμενη μέρα.
Και όχι μόνο αυτό, ο ένας από αυτούς—ο
Ιταλός με τη βέρα—είχε και την απαίτηση να του τα καταπιώ κιόλας λες και του το
χρώσταγα!
Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα;
Του το είπα κιόλας, πιο ωμά, και αυτός μου
κάνει έκπληκτος ότι «όλες το κάνουν». Ποιες όλες, ρε μεγάλε; Η γυναίκα σου στη
Ρώμη το ξέρει αυτό;
Τέλος πάντων, για να επιστρέψω στα δικά
μου, μπορεί ο Πάριος να ορκιζόταν ότι «πιο καλή η μοναξιά,» αλλά—σε αντίθεση με
μένα—του λόγου του αν είχε να ξαραχνιάσει κάτι θα ήταν το ταβάνι και όχι το
χώρο ανάμεσα στα πόδια του. Κι ο Πάριος τουλάχιστον είχε την καριέρα του. Εγώ
είχα τον καναπέ μου, το τηλεκοντρόλ και το κινητό.
«Νυχτερίδες κι αράχνες, γλυκιά μου,» που
λέει και το τραγούδι.
Και αυτές είχαν τουλάχιστον και παρέα οι
μεν τις δε.
Μου ξέφυγε και πάλι ένας βαθύς
αναστεναγμός, γιατί καλός ο αυτοσαρκασμός και η ειρωνεία αλλά το κορίτσι ήθελε
και παιχνίδι. Και δεν εννοώ μόνο το σεξουαλικό παιχνίδι—αν και αυτό ήταν μέρος
του προβλήματος—αλλά το παιχνίδι του φλερτ, της ανακάλυψης, την χαρά του να
μαθαίνεις και να σε μαθαίνουν.
Το παιχνίδι των βλεμμάτων, των αγγιγμάτων
που φαίνονται τυχαία αλλά δεν είναι, των συνομιλιών με τα γλυκά υπονοούμενα.
Και αυτό σημαίνει ότι το κορίτσι λαχταρούσε ανδρική συντροφικότητα και όχι απλά
ένα κομμάτι κρέας για ξαράχνιασμα και λαρυγγοσκόπηση.
Και μπορεί να έκανα εδώ και ένα εξάμηνο τη
γεροντοκόρη—και το «γεροντοκόρη» στα τριάντα ακούγεται και γελοίο αλλά έτσι
ένιωθα κάποιες μέρες—αλλά το σώμα μου δε μπορούσα να το κοροϊδέψω, και πόσο
εργόχειρο να αντέξω η γυναίκα; Υπάρχει ένα όριο στο πόσο μπορείς να στηρίζεσαι
στον εαυτό σου, κι εγώ το είχα φτάσει και το είχα ξεπεράσει.
Καμιά φορά φλέρταρα με τη σκέψη να πάρω
τηλέφωνο τον Αργύρη—ιδίως τα βράδια όταν η μοναξιά γέμιζε σχεδόν σα φυσική
παρουσία το δωμάτιο—αλλά κατάφερνα να συμμαζέψω τον εαυτό μου πριν τα κάνω
ακόμα πιο σκατά απ’ ότι ήδη ήμουν.
Γιατί ακόμα και αν δεχτούμε ότι θα
ευχαριστιόμουν το σεξ—και ακόμα και μαζί του δεν ήμουν ιδιαίτερα σίγουρη αν
γινόταν με αυτόν τον τρόπο—το μόνο που θα κατάφερνα ήταν να γεμίσω το κενό
ανάμεσα στα πόδια μου και ταυτόχρονα να μεγαλώσω ακόμα περισσότερο το άλλο στην
ψυχή μου, και δεν ήμουν για τέτοια.
Καλύτερα με τις νυχτερίδες και τις αράχνες
μου, ή όπως λένε και οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι, “the devil
you know.” Τουλάχιστον η μοναξιά δεν με εξαπατούσε ότι
ήταν κάτι που δεν ήταν. Δεν μου υποσχόταν πράγματα που δεν μπορούσε να
κρατήσει. Ήταν αυτό που ήταν—άδεια—αλλά τουλάχιστον ήταν ειλικρινής.
Ξέρω ότι ακούγομαι σαν απελπισμένη αλλά
παρόλο που το σώμα έχει τις δικές του ανάγκες, δεν είναι το σεξ που μου λείπει
περισσότερο. Ή τουλάχιστον όχι μόνο το σεξ.
Είναι αυτή η ανάγκη για μια ανθρώπινη
επαφή. Ένα ξαφνικό χάδι “γιατί έτσι,”. Ένα πεταχτό φιλάκι όπως περνάει από
δίπλα μου. Ένα χαμόγελο από κάποιον που χαίρεται και μόνο που με βλέπει. Να
γείρω σε μια αγκαλιά και να χαζολογήσουμε στην τηλεόραση, σχολιάζοντας σαν τους
γέρους του Muppet Show οτιδήποτε
βλέπουμε—από ειδήσεις μέχρι διαφημίσεις—και να γελάμε με την καθημερινότητά
μας.
«Νιαρ!» μου έκανε ο Μπλάκι μου, και σαν να
είχε ακούσει τις σκέψεις μου και ήθελε να παρηγορήσει, και έριξε ένα σάλτο που
θα ζήλευε και ολυμπιονίκης και βρέθηκε στην αγκαλιά μου. Το κάνει αυτό πάντα
όταν με βλέπει στεναχωρημένη, σαν να έχει κάποια έκτη αίσθηση για τη διάθεσή
μου.
«Τι θες βρε τέρας;» τον ρώτησα χαϊδεύοντάς
τον ανάμεσα στ’ αφτιά, εκεί που ξέρω ότι του αρέσει περισσότερο, και άρχισε
αμέσως το γουργούρισμα που ακούγεται σαν μικρό μοτέρ που προσπαθεί να
ξεκινήσει.
Ακόμα μια ανάμνηση από τον Αργύρη, που
μπορεί να ήταν ρατσίσταρος και bigot του κερατά, με απόψεις που θα έκαναν τον Χίτλερ να φαίνεται
προοδευτικός, αλλά αγαπούσε πραγματικά τα ζώα με μια τρυφερότητα που δεν
έδειχνε σε κανέναν άνθρωπο.
Με τους ανθρώπους είχε πρόβλημα—μεγάλο,
χρόνιο, και προφανώς άλυτο. Αλλά με τα ζώα μεταμορφωνόταν σε κάτι εντελώς
διαφορετικό. Τα μιλούσε, τα χάιδευε, τους αγόραζε τα πιο ακριβά φαγητά, και
μπορούσε να περάσει ώρες να παρακολουθεί ένα γατάκι να παίζει με μια μπάλα από
χαρτί.
Τον Μπλάκι τον είχε μαζέψει ο ίδιος, μαζί
με τα άλλα έξι αδερφάκια του, από ένα σκουπιδοτενεκέ που τα είχε πετάξει κάποιο
καθίκι.
Ήταν ένα βροχερό απόγευμα του Νοέμβρη όταν
τα άκουσε να νιαουρίζουν από μέσα στον κάδο της πολυκατοικίας του. Όταν άνοιξε
το καπάκι και τα είδε—επτά μικρά ματάκια να τον κοιτάνε γεμάτα απόγνωση,
βρεγμένα και παγωμένα—σχεδόν έβαλε τα κλάματα.
Τα πήρε όλα στο σπίτι του, άναψε το air-condition γιατί δεν είχαν
μητέρα να τα ζεστάνει. Μετά τα έφερε και τα επτά στο δικό μου, καθώς έχω
υγραέριο και αυτόνομη θέρμανση, και τα ταΐζαμε με μπιμπερό σε βάρδιες για τρεις
ολόκληρες εβδομάδες. Δώσαμε τα έξι σε φίλους και γνωστούς όταν μεγάλωσαν κάπως,
αλλά τον Μπλάκι δεν τον ήθελε κανείς.
Και να πεις ότι ήταν και κανένα ασχημόγατο;
Ο πιο όμορφος και ο πιο αγαπησιάρης ήταν και από τα επτά. Μπορεί να ήταν
κατάμαυρος αλλά είχε το πιο λαμπερό τρίχωμα που είχα δει ποτέ σε γάτα. Τα μάτια
του είχαν το πράσινο του αχάτη, για να μην πω για το χαρακτήρα του. Απλά ήταν
μαύρος και δεν τον έπαιρνε κανείς—κι αυτό σε μια χώρα που θα περίμενες ότι οι
άνθρωποι θα είχαν ξεπεράσει τέτοιες προκαταλήψεις.
Για όνομα δηλαδή. Το 2025 και οι άνθρωποι
ακόμα πιστεύουν ότι η μαύρη γάτα φέρνει γρουσουζιά. Κι εγώ που νόμιζα ότι αυτές
οι δεισιδαιμονίες είχαν μείνει στη γιαγιά μου—που κι εκείνη παρεμπιπτόντως είχε
μαύρη γάτα και τη λάτρευε.
Και κάπως έτσι μας έμεινε. Όταν χωρίσαμε με
τον Αργύρη είχαμε και το θέμα της κηδεμονίας, λες και ήταν παιδί μας και όχι
γάτα. Όλως παραδόξως, ο Αργύρης ήταν αρκετά λογικός στο θέμα αυτό—ίσως το μόνο
θέμα στο οποίο δεν άφηνε το εγώ του να παίρνει τις αποφάσεις.
«Δεν είναι ότι δεν τον θέλω, αλλά έχει
μάθει από την πρώτη μέρα στο σπίτι σου,» μου είχε εξηγήσει την ημέρα που
μαζεύαμε τα πράγματά του από το διαμέρισμά μου. «Στις γάτες δεν τους αρέσει να
αλλάζουν περιβάλλον. Θα τον στρεσάρω χωρίς λόγο.»
Είχε δίκιο και το ήξερα. Από τη δεύτερη
εβδομάδα που τον είχαμε, ο Μπλάκι είχε επιλέξει το σπίτι μου ως το κέντρο του
σύμπαντός του. Είχε τα αγαπημένα του σημεία σε κάθε δωμάτιο, τη ρουτίνα του, τα
παιχνίδια του κρυμμένα σε συγκεκριμένες γωνιές.
Δεν είχα πειστεί ιδιαίτερα για τα κίνητρα
του Αργύρη—μπορεί να μην ήθελε απλά τον κόπο ή την ευθύνη—αλλά από την άλλη τον
είχα συνηθίσει τον μούργο και δεν ήθελα να τον χάσω και αυτόν πέραν όλων των
άλλων που έχανα με το χωρισμό, οπότε έκανα ότι δέχτηκα την εξήγηση του Αργύρη
και τον κράτησα χωρίς δεύτερη σκέψη.
«Δε λες καλά που έχω και ‘σένα;» του είπα
τρυφερά τώρα και μου γύρισε την κοιλιά του λες και ήταν κοπρόσκυλο που
περιμένει να τον χαϊδέψουν.
Αυτή η κίνηση της απόλυτης εμπιστοσύνης—το
πιο ευάλωτο μέρος του σώματός του εκτεθειμένο—πάντα με συγκινούσε. Και να ήταν
μόνο αυτό; Του άρεσε να με γλείφει με αυτή τη τραχιά γλώσσα του, κάτι που
νόμιζα ότι άρεσε μόνο στα σκυλιά.
Μου γλείφει τα χέρια, το πρόσωπο αν του
δώσω την ευκαιρία, και μια φορά προσπάθησε να μου γλείψει τα μαλλιά ενώ
κοιμόμουν. Και σαν να μην έφτανε αυτό, με ακολουθεί παντού σαν κουτάβι—από το
σαλόνι στην κουζίνα, από την κουζίνα στο υπνοδωμάτιο, και αν αλλάξω δωμάτιο
ξαφνικά, τον ακούω να τρέχει από πίσω με τα νυχάκια του να κάνουν τικ-τακ στο
παρκέ.
Μόνο όταν καταλάβαινε ότι θα κάνω μπάνιο
εξαφανιζόταν από προσώπου γης με την ταχύτητα του φωτός. Λες και υπήρχε κάποιος
αόρατος ανιχνευτής νερού στο εσωτερικό του που τον προειδοποιούσε για την
επικείμενη καταστροφή.
Αν έμπαινα για την ανάγκη μου στην
τουαλέτα, όμως, δεν τολμούσα να τον κλείσω απ’ έξω—νιαούριζε με τόσο δράμα λες
και τον έσφαζα. Και όχι μόνο αυτό αλλά είχε μάθει να ανοίγει και τις πόρτες
κάνοντας σάλτο στο χερούλι, οπότε ακόμα κι αν τον κλείσω, μέσα σε δέκα
δευτερόλεπτα τον έχω δίπλα μου να με κοιτάζει επικριτικά.
Ευτυχώς δουλεύω τρεις μέρες την εβδομάδα
απομακρυσμένα, γιατί η Δευτέρα και η Τρίτη δεν πέφτουν μόνο σε εμένα βαριές.
Τον Μπλάκι τον επηρεάζει και εκείνον η αρχή της εβδομάδας—είναι πιο νευρικός,
πιο απαιτητικός στη προσοχή, και γενικά συμπεριφέρεται σαν καταθλιπτικός που
προσπαθεί να βρει νόημα στη Δευτέρα πρωί.
Εκείνες τις μέρες που δουλεύω από το σπίτι
γίνεται ο σκιά μου—κάθεται δίπλα στον υπολογιστή, με παρακολουθεί να δουλεύω,
και κάθε τόσο βάζει τη μια πατούσα πάνω στο πληκτρολόγιο λες και θέλει να
συμμετάσχει στη δουλειά.
Μην έχοντας τι να κάνω και αφού είχα
εξαντλήσει όλες τις σειρές του Netflix που με ενδιέφεραν—και αρκετές που δεν με ενδιέφεραν—άνοιξα το Tinder, ναι και από αυτό
είχα. Το είχα κατεβάσει σε μια στιγμή απελπισίας πριν από κάνα δίμηνο, είχα
φτιάξει προφίλ με φωτογραφίες που με έδειχναν κάπως καλύτερη απ’ ότι είμαι στην
πραγματικότητα—ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζα—και το είχα χρησιμοποιήσει δυο-τρεις
φορές τις πρώτες μέρες.
Αλλά τα πεσίματα που μου γινόντουσαν όταν
έκανα το λάθος να κάνω swipe
right σε κάποιον και
γινόταν match
μου έκαναν τα άντερα να γυρνάνε από την πρώτη κιόλας εβδομάδα. Και δεν εννοώ dick pics και τέτοια κλασικά μαλακισμένα—αυτά τα
περίμενα και είχα προετοιμαστεί ψυχολογικά.
Όλοι, μα όλοι όμως, που έκανα το λάθος να
διαλέξω, έβγαζαν μια απελπισία που με ανατρίχιαζε. Το πρώτο μήνυμα ήταν πάντα
υπερβολικά ενθουσιώδες—«Γεια σου όμορφη!», «Τι κάνει μια τόσο όμορφη γυναίκα
εδώ;», «Φαίνεσαι υπέροχη στις φωτογραφίες σου»—και μετά από το δεύτερο ή τρίτο
μήνυμα άρχιζε να βγαίνει το πραγματικό τους πρόσωπο.
Αν δεν απαντούσα αμέσως, γινόντουσαν
πιεστικοί. Αν απαντούσα πολύ γρήγορα, νόμιζαν ότι ήμουν απελπισμένη. Αν ήμουν
φιλική, το εκλάμβαναν ως πρόσκληση για σεξουαλικά σχόλια. Αν ήμουν
επιφυλακτική, με κατηγορούσαν ότι είμαι snob.
Δεν ξέρω… είχα διαβάσει κάπου στο ίντερνετ
ότι το 90% των γυναικών προσπαθεί να επιλέξει το 1% των ανδρών και ίσως αυτός
να ήταν ο λόγος της όποιας απελπισίας που ένιωθα από την άλλη πλευρά της
οθόνης, αλλά εμένα τα profile
pics και τα
«βιογραφικά» δε μου έλεγαν τίποτα ουσιαστικό. Οι περισσότεροι είχαν φωτογραφίες
στο γυμναστήριο ή με ψάρια που είχαν πιάσει ή σε κάποια εξωτική τοποθεσία με
ηλιοβασίλεμα.
Τα βιογραφικά τους ήταν είτε κενά,
είτε γεμάτα clichés τύπου «I love to travel
and try new foods» ή «Looking for someone who can make me laugh». Μόνο
από κοντά μπορείς να γνωρίσεις κάποιον πραγματικά—το πώς μιλάει, το πώς
κινείται, το αν έχει χιούμορ ή αν απλά νομίζει ότι έχει.
Έτσι είχα σταματήσει να το ανοίγω. Μέχρι
απόψε που η βαρεμάρα με έσπρωχνε σε απελπισμένες κινήσεις.
Για να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε απόψε,
σκέφτηκα χαχανίζοντας με τον εαυτό μου ενώ άνοιγα την εφαρμογή και περίμενα να
φορτώσει. Εμφανίστηκε το πρώτο προφίλ—ένας τύπος με φωτογραφία στο γυμναστήριο
που προσπαθούσε να δείξει τους κοιλιακούς του.
Swipe left χωρίς δεύτερη σκέψη.
Μετά ένας άλλος με φωτογραφία δίπλα σε μηχανή και γυαλιά ηλίου που κάλυπταν το
μισό πρόσωπό του. Swipe left και αυτόν. Μετά ένας
που είχε γράψει στο βιογραφικό του «Δεν απαντάω σε hi». Swipe left με λίγο παραπάνω δύναμη.
ΩΠΑ!
Προσπάθησα να συγκρατήσω τον ενθουσιασμό
μου, αλλά το στομάχι μου έκανε μια μικρή τούμπα. Μπροστά μου είχα τη φωτογραφία
ενός πολύ γλυκούλη ξανθομάλλη περίπου στην ηλικία μου—τριάντα τρία σύμφωνα με
το προφίλ του. Είχε ένα πρόσωπο που έβγαζε καλοσύνη, όχι τη μαγκιά που
προσπαθούσαν να περάσουν οι περισσότεροι.
Φορούσε ένα απλό μπλε πουκάμισο,
χαμογελούσε φυσικά χωρίς να δείχνει ότι προσπαθούσε πολύ, και στο φόντο
φαινόταν κάτι που έμοιαζε με billboard. Η καρδιά μου βούλιαξε όταν είδα την εθνικότητα: Βέλγος.
Κοίταξα τις υπόλοιπες φωτογραφίες του. Μια
όπου κρατούσε ένα σκυλάκι—πόντοι για τη φιλοζωία. Μια στο τι φαινόταν να είναι
μουσείο—πόντοι για τον πολιτισμό. Μια με παρέα φίλων σε μπαρ όπου όλοι
χαμογελούσαν γνήσια—πόντοι για το ότι έχει φίλους που τον αγαπούν. Μια
φωτογραφία που έπαιζε μπάλα. Πόντοι για το ότι δεν ξημεροβραδιαζόταν στο
γραφείο μπροστά από ένα υπολογιστή.
Το βιογραφικό του ήταν σύντομο αλλά όχι
κενό: «Software engineer στις Βρυξέλλες. Μου αρέσει η καλή μουσική, τα ωραία βιβλία και οι
μακριές συζητήσεις. Στην Αθήνα για δουλειά για μερικούς μήνες. Let’s explore
the city together.»
Καλά κρασιά, σκέφτηκα αναφερόμενη στην
πατρίδα του—το Βέλγιο φημίζεται και για τα κρασιά του, όχι μόνο για τη μπίρα
και τη σοκολάτα—και πήγα να κάνω swipe…
Στάθηκα εκεί για ένα δευτερόλεπτο που μου
φάνηκε αιωνιότητα. Αριστερά σκόπευα να κάνω αρχικά—η παλιά μου συνήθεια της
υπερπροστασίας, η φοβία της απόρριψης, η ανασφάλεια που μου έλεγε «τι θα θέλει
ένας κούκλος όπως δαύτος από ‘σένα». Αλλά το ασυνείδητό μου είχε πάρει απόφαση
για μένα. Το χέρι μου κινήθηκε δεξιά και άκουσα τον χαρακτηριστικό ήχο του match.
Τι στο διάολο;
Για μια στιγμή κοίταξα την οθόνη με απορία.
Ο Maurice
είχε ήδη κάνει swipe right σε εμένα; Πότε;
Γιατί; Προφανώς το προφίλ μου δεν ήταν τόσο χάλια όσο φοβόμουν, ή ίσως οι
Βέλγοι έχουν πιο χαλαρά κριτήρια από τους Έλληνες.
Και έτσι μπήκε ο Maurice στη ζωή μου—με ένα
swipe που δεν
είχα σκοπό αρχικά να κάνω.
Με ένα match που δεν περίμενα να γίνει, και μια αίσθηση ότι ίσως, *ίσως*, το σύμπαν να είχε αποφασίσει να μου κάνει επιτέλους ένα δώρο.
2. A man walks into a bar
Η οθόνη μου αναβόσβησε για μια στιγμή και τότε
εμφανίστηκε το γνώριμο κόκκινο banner: It’s a
match! Καρδούλες
πετάγονται στην οθόνη και κάτω-κάτω γράφει: “You and Maurice have liked each other!”
Μερικές στιγμές αργότερα, το κινητό μου
κάνει το χαρακτηριστικό ping και εμφανίζεται το πρώτο μήνυμα:
“Damn, that
worked!”
Κοιτάζω το κινητό παραξενεμένη. Πατάω στο chat bubble και γράφω:
“Ehm, what?”
Ping
Maurice: “Okay. It
might seem awkward at first, but please bear with me!”
Me: “Ok, now I’m
intrigued! 😏”
Ping
Maurice: “So... you’re
the first girl I ever matched with!”
Κάνω πίσω το κεφάλι μου με δυσπιστία και
σουφρώνω τα χείλη μου. Πώς ήταν δυνατόν να μην έχει ματσαριστεί με καμία; Επίσης
που ακριβώς ήταν αυτό το awkwardness
που ανέφερε; Το σκέφτομαι για μερικές στιγμές και αποφασίζω να
συνεχίσω το παιχνίδι.
Me: “Still waiting
for the awkward part! 😊”
Ping
Maurice: “Alright!
Here goes nothing. I complained to my pals that I hadn’t gotten a single match,
and they said I needed to sacrifice a goat!”
Το
ροχαλητό που μου έφυγε ήταν τελείως αυθόρμητο, δεν το περίμενα με την καμία!
Me: “And you did? 😲”
Ping
Maurice: “In a way,
yes. Yesterday they took me out to eat lamb chops.”
Έμεινα να κοιτάζω την οθόνη για μερικές
στιγμές με γουρλωμένα μάτια. Το γέλιο ήρθε απότομα και στο τέλος κατέληξα να
βήχω σα φθισική.
Me: “Okay, that was
actually clever. 😄 “
Ping
Maurice: “Thanks! I
was hoping you'd find it funny. My friends said it was a terrible idea.”
Me: “Your friends
clearly underestimate the comedic power of grilled goat. 🤣”
Ping
Maurice: “Lamb! It
was lamb! There’s a difference!”
Me: “I stand
corrected, sir. 🤫”
Ping
Maurice: “So... I
know this is fast, but I’d love to actually talk. Like properly. Would you be
okay with exchanging numbers?”
Η καρδιά μου χάνει μερικούς χτύπους.
Όσες φορές είχα την ατυχή έμπνευση να κάνω δεξί swipe είχα βρεθεί να
κάθομαι στον άξονα. Κι όμως, αυτός εδώ ο Βέλγος που «θυσίασε αρνί» είχε
καταφέρει να με κάνει να γελάσω με την ψυχή μου.
Δεν το σκέφτηκα πολύ.
Me: “Sure. Just promise no live
sacrifices. 😉”
Ping
Maurice: “No!!! You
killed me! I discovered that I loved lamb chops! 😭🍖”
Μου ξέφυγε και πάλι ένα ροχαλητό.
Me: “I like them
too, but I prefer to buy them from the butcher. I mean, ok, I have my issues,
but you making lamb chops from scratch doesn’t exactly give a good vibe! 😋”
Ping
Maurice: “Fair
enough! So, no homemade sacrifices... Got it 😅
Note to self:
impress Sophia with books, not butchery. ”
Me: “Now that
sounds promising. As long as it’s not self-help or ‘The subtle art of whatever’…”
Ping
Maurice: “Hah!
Dodged a bullet then. I was about to suggest we analyze Kafka over coffee.”
Me: “Oh dear. I
might have to marry you now. But just so you know—if Gregor Samsa shows up, I’m
not making him coffee.”
Ping
Maurice: “Deal. But
I am bringing croissants. Can I at least get your number, before I bring the
pastries and the existential dread?”
Εντάξει, μπορεί να μην ήξερα τι θα έφερνε
το μέλλον και ο Maurice μου έβγαινε κανένας μαλάκας αλλά το να του δώσω το τηλέφωνό μου το
κέρδισε με το σπαθί του. Αναστέναξα για μερικές στιγμές. «Σταμάτα να το
κουράζεις» μάλωσα τον εαυτό μου.
Me: “Croissants *and*
Kafka? You’re dangerously close to perfection. Alright, here goes nothing
too... 697xxxxxxx. Use it wisely, Maurice.”
Ping
Maurice: “So… um… ok, I’m booting. Gimme some seconds.”
Έβαλα
και πάλι τα γέλια. Εντάξει, υπερβολή ήταν και το καταλάβαινα, αλλά ποια γυναίκα
δε θα ήθελε να ακούσει ότι έκανε τον άλλον να κολλήσει, έστω και αν είναι
αστείο.
Ping
Maurice: “May I
call you?”
Εμ,
γιατί στο έδωσα το ρημάδι; Για να παίξουμε τις κουμπάρες;
Me: “I don’t want
to scare you or something, but that was the idea behind giving you my phone
number!”
Μερικές στιγμές αργότερα χτύπησε το
τηλέφωνό μου. Δεν είχε πάρει με απόκρυψη. Εγώ στη θέση του παίζει και να το
είχα κάνει, να τα λέμε αυτά. Πήρα βαθιά ανάσα και προσπαθώντας να είμαι όσο πιο
χαλαρή γίνεται απάντησα την κλήση.
“Hi!” είπα στα αγγλικά.
“Hi!” μου απάντησε μια νεανική ανδρική φωνή με τόνο
που έδειχνε ότι ο Maurice χαμογελούσε. “Um… okay,
this might start off a little awkward,” μου είπε με ειλικρίνεια. “I mean… you know… um… talking to a woman
doesn’t come easy for me.”
Χαμογέλασα. “Well, man up, gringo! Analyzing Kafka over messages would take way too
long!” του απάντησα,
ελπίζοντας με όλη μου την ψυχή να μην το πάρει το “man up” στραβά.
“I’ll do my best!” μου υποσχέθηκε. “So, um… okay,
my name is Maurice—no surprises there. I’m from Belgium. Liège, to be more
specific.”
“Nice to meet you,
Maurice from Liège. My name is Sofia—also no surprises there—though my friends
call me Sophie. I’m of Cretan descent, but I was born and raised in Athens.”
“Nice to meet you
too! So… um… okay, as I mentioned in my profile, I currently live in Athens,
and I’ll be here for the foreseeable future.”
“Are you a digital
nomad?” τον ρώτησα.
“Not exactly,” μου απάντησε και έκανε παύση μερικών δευτερολέπτων. “I’m here working for a consulting
firm—Accenture, if you know it. We’re handling a government contract.”
“Yes, I’ve heard the name before, but I cannot recall where. You are a
programmer?” τον ρώτησα
προσπαθώντας να μάθω περισσότερα πράγματα γι’ αυτόν.
Έκανε ένα ήχο σα χαχανητό, “chuckle” που λένε οι
αγγλομαθείς. “No, not exactly. I’m
a software engineer, and my work here is as software architect!”
“Um… ok. Please
bear with me, I’m not familiar with your line of work. What’s the difference?”
“Fair question!” απάντησε ο Maurice με ενθουσιασμό, χαμογελώντας— και φάνηκε απ’ τον τόνο του. “So, a programmer usually writes the code that
makes things work—like, they take a design or a spec and turn it into an actual
working product.”
Κάνει μια μικρή παύση, για να βεβαιωθεί ότι
δεν με είχε χάσει.
“Now, a software
engineer might also code, but the job includes more structure—thinking about
how to design a system that doesn’t just work, but works well, is
maintainable, scalable, secure… you know, all the boring-but-important stuff.”
Ένα μικρό γελάκι, ειλικρινές.
“Ok, go
on!” του είπα ενθαρρύνοντάς
τον
“Sure! And as a
software architect, my job is basically to design the big picture—the overall
structure of how different parts of a system talk to each other, make decisions
about technologies, and guide the engineering team. Think of it like… I don’t
know, being the one who draws the blueprint for a really complicated building.”
Σταματά για μια στιγμή. “And then makes sure nobody decides to put
the bathroom above the server room.”
“Ok, let me check
if I understood you correctly, using an analogy,» ξεκίνησα να του λέω. “A programmer is like a waiter: they execute the
customer’s orders. A software engineer is like a bartender: they also serve the
customers but actually make the drinks too,» του είπα και σταμάτησα για μερικές στιγμές, ελπίζοντας να μην τον έχει προσβάλλει η αναλογία μου.
“Go on!”
μου απάντησε ενθαρρυντικά.
Χαμογέλασα. “And the architect is the one who makes sure the bar is well stocked,
the stools are in the right place, and the wine bar doesn’t serve lamb chops.
Or kokoretsi.»
“Well, hats off my
fair Lady!” μου απάντησε γελώντας ακόμα.
“Care to hear a joke about my trade?”
“Sure!” του απάντησα χαμογελώντας.
“Ok… do you know
what quality assurance is?”
“I imagine it’s a
set of procedures to make sure that everything works as expected.”
“That’s right. So,
here’s the joke: a QA engineer walks into a bar to test it before opening. He
orders one beer. Then he orders zero beers. Then he orders minus one beer. Then
he asks for 2.5 glasses of wine. Then he orders NaNQ beers. Then he asks for a kokoretsi.
Then a croissant served on top of Kafka’s biography,” συνεχίζει και εκεί μου ξεφεύγει ένα χάχανο.
“And?” τον ρωτάω.
“The error handling
works as expected. The QA engineer gives the green light. The bar opens… and
the very first customer walks in and asks where the bathroom is.”
“And no one
had tested that?” τον ρώτησα βάζοντας τα γέλια.
“Exactly,” μου απάντησε. “Welcome to
production.”
“Well, as I learned
the hard way, making assumptions is the mother of all fuckups, be that in
engineering or in life in general,” του είπα ξεφυσώντας.
“True dat!” μου απάντησε αναστενάζοντας με τη σειρά του. “So, what about you?”
“Χμμμ… well, I’m nowhere
near as cool as someone who fights bugs and bathroom errors for a living,” του είπα πειραχτικά. “I studied
economics—undergrad at AUEB, then a master’s in finance and an MBA later on,
mostly because I clearly enjoy punishing myself.”
Έκανε ένα μικρό γελάκι από την άλλη άκρη
της γραμμής. “That’s impressive!”
“Impressive is a
stretch,” συνέχισα γελώντας. “It just means I still have nightmares of missing papers and I’m overly
familiar with Excel. I can pivot table you into oblivion, though.”
Και
δέκα κιλά
που δε
λένε να
φύγουν…
“Ah, the dark arts,”
είπε θεατρικά. “So, you’re in
finance?”
“Kind of. I work as
a financial analyst in a shipping company. Lots of models, reports, budgeting,
forecasting, and occasionally trying not to throw my laptop out the window when
someone messes up the version control in shared spreadsheets.”
“Now that’s
production hell,” είπε γελώντας.
“Tell me about it.
Especially when someone changes a formula and doesn’t track it, and suddenly 20
million disappear from projected revenue. But hey, at least I don’t have to
worry about goat sacrifices to make things work.”
“True, but now I’m
curious… would a goat fix a bad Excel file?”
“Only if it ate it
before the CFO saw it.”
Ξεκαρδιστήκαμε κι οι δύο. Η συζήτηση
κυλούσε αβίαστα και το πρόσωπό μου είχε αρχίσει να πονάει από το πόσο δυνατά
χαμογελούσα. Και είχα ξεχάσει πως ήταν αυτή η ρημάδα η αίσθηση…
Ο Μπλάκι μου, που μέχρι στιγμής καθόταν και
με παρακολουθούσε από το δέντρο του, βρήκε τη στιγμή να ρίξει ένα σάλτο στον
καναπέ, και μετά πάνω στην κοιλιά μου, τρίβοντάς το χέρι μου με την κεφάλα του,
γιατί πως αλλιώς; Έτσι θα έμενε, ρέστος στη διανομή;
«Χα! Ο γάτος μου μόλις θυμήθηκε ότι
υπάρχω,» είπα στον Maurice στα αγγλικά.
«Έχεις γάτο;» με ρώτησε με φωνή γεμάτη
ενθουσιασμό.
«Ναι, τον Μπλάκι μου,» του είπα και του τον
περιέγραψα. «Εσύ έχεις κάποιο κατοικίδιο;»
«Είχα,» μου είπε στενάζοντας. «Τον Ronnie μου. Αυτόν… αυτόν
που έχω και στις φωτογραφίες του προφίλ μου. Τον… τον έχασα λίγο καιρό πριν
έρθω στην Αθήνα.»
«Αχ μωρέ Maurice, πολύ λυπάμαι,» του είπα γεμάτη στεναχώρια.
«Τον είχα από τα 16 μου,» μου είπε με φωνή
που έτρεμε. «Ήταν σα να έχασα τον αδερφό μου,» είπε και έκανε μια μεγάλη παύση
προσπαθώντας να βρει την αυτοκυριαρχία του.
«Ναι, σε καταλαβαίνω,» είπα χαϊδεύοντας την
Μπλάκι που μου είχε γυρίσει ανάσκελα στην κοιλιά.
Ήταν μικρούλης ακόμα, λίγο παραπάνω από
ενάμιση, αλλά μετά από χρόνια θα ερχόταν μοιραία αυτή η στιγμή που θα με άφηνε
μόνη. Η σκέψη και μόνο μου έφερε δάκρια στα μάτια.
«Anyway,» μου είπε προσπαθώντας να αλλάξει θέμα. «Σε
παρακαλώ μην το πάρεις στραβά αυτό που θα σου πω αλλά θα πρέπει να κλείσω γιατί
με περιμένει η παρέα μου, και έχω αργήσει ήδη.»
Παρασκευή βράδυ ήταν, λογικό ήταν να έχει
κανονίσει και αυτός κάτι. Θα μπορούσα να το είχα κάνει κι εγώ, η Μαίρη μου είχε
πει να βγούμε για ποτό σήμερα, αλλά η προηγούμενη εβδομάδα ήταν εφιάλτης στη
δουλειά και το απόγευμα της Παρασκευής με είχε βρει εξαντλημένη, και όχι για
πολλά-πολλά. Ο Maurice μου είχε φτιάξει το βράδυ, αλλά προς το παρόν ο γύρος είχε τελειώσει. Θα
έπρεπε να κατέβω από το αλογάκι.
“Sure,” του απάντησα προσπαθώντας να μη δείξω την
απογοήτευσή μου. «Χάρηκα πάρα πολύ που σε γνώρισα,» του είπα ειλικρινά.
«Σόφη;» με ρώτησε διστακτικά. «Θα… θα
ήθελες αύριο να βγούμε για ένα καφέ; Ή ποτό; Ή φαγητό;»
Το χαμόγελο επέστρεψε στα χείλη μου.
«Γιατί όχι και τα τρία;» του απάντησα.
“Ok, give
me two… I’m rebooting again,» μου απάντησε κάνοντάς με να χαχανίσω.
“Αρκεί να μην πέσεις σε boot loop!” του απάντησα έχοντας τη δυσάρεστη εμπειρία
από το laptop μου. Ευτυχώς που υπάρχουν τα backups αλλιώς θα είχα ανέβει να φουντάρω από την
ταράτσα του κτηρίου των γραφείων, και έτσι όπως είναι και στον Πύργο του
Πειραιά, θα είχα κάνει κρατήρα.
“Ok, rebooting
completed. Πού… πού
θέλεις να βρεθούμε;»
«Πού μένεις;» τον ρώτησα.
«Πεύκη,» μου απάντησε. «Εσύ;»
«Κοντά μένουμε,» του απάντησα χαμογελαστή. «Λυκόβρυση,
αν ξέρεις.»
«Χμμμ…» μουρμούρισε. «Ομολογώ ότι δεν τα
ξέρω τα μέρη, αν δεν είχα το GPS
στο αυτοκίνητο θα γινόμουν φωτογραφία σε συσκευασίες γάλατος!»
συνέχισε κάνοντάς με να χαχανίσω.
«Η Λυκόβρυση συνορεύει με την Πεύκη,» του
εξήγησα.
“Ok, this
is awkward!” μου απάντησε χαχανίζοντας. «Θέλεις…
θέλεις να περάσω να σε πάρω από το σπίτι σου ή…»
“As long as you
promise not to sacrifice another lamb just for the sake of finding your way!” του απάντησα γελώντας.
“Pinky promise!” μου απάντησε γελώντας με τη σειρά του. «Στείλε μου το στίγμα σου,
και ας είναι καλά οι δορυφόροι!»
“It’s
a date, then!” του απάντησα με ενθουσιασμό που δεν κρυβόταν. “Yeah, I know… you’re rebooting!» συνέχισα χαχανίζοντας.
“Damn! Here goes
the strong young man of the rising sun!” μου απάντησε με προφανή αναφορά στο Temple of the King. Δεν ξέρω αν του ξέφυγε ή αν
έριξε άδεια για να πιάσει γεμάτα, αλλά λίγη σημασία έχει.
“So, that means I’m
the temple and you’re the king?” τον ρώτησα.
Και εκεί έφαγε πραγματικό reboot!
Εκεί που φοβόμουν ότι από τον ενθουσιασμό
δε θα μ’ έπαιρνε ο ύπνος, βρέθηκα να ξυπνήσω πιασμένη στις 03:30 στον καναπέ με
τον Μπλάκι πάνω μου και το Netflix να παίζει για το γάμο του καραγκιόζη. Σηκώθηκα με τα χίλια ζόρια και
σούρθηκα μέχρι την κρεβατοκάμαρα και ο γενικός έπεσε πριν καλά-καλά προλάβει το
κεφάλι μου να ακουμπήσει στο μαξιλάρι.
Αποτέλεσμα ήταν το μάτι μου ν’ ανοίξει σαν
της γαρίδας από τις 08:30 το πρωί. Προσπάθησα εις μάτην να ξανακοιμηθώ αλλά
μπα. Κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία σηκώθηκα κι έφτιαξα καφέ. Είχα να πάω και
λαϊκή σήμερα, και να πάω και σούπερ μάρκετ, και να κάνω και καμιά καθαριότητα
στο σπίτι.
Και εκεί θυμήθηκα ότι το απόγευμα είχα
ραντεβού με το Maurice! Θα ερχόταν να με πάρει από το σπίτι στις 19:00. Αρχικά θα πηγαίναμε
για καφέ, μετά θα συνεχίζαμε για φαγητό και στο τέλος της βραδιάς θα πηγαίναμε
και για ποτό.
Για πρώτη φορά το λες και φιλόδοξο, γιατί
δεν ξέρεις πως θα σου βγουν, αλλά η λίγη ώρα που είχαμε μιλήσει χθες το βράδυ
στο τηλέφωνο με είχε πείσει ότι η βραδιά θα περάσει χωρίς καν να το καταλάβω. Χθες
με το που είχαμε κλείσει είχα δει ξανά τις φωτογραφίες του. Ακόμα και αν δεν
είχε καμία σχέση με αυτές στην πραγματικότητα, δεν μπορούσα να καταλάβω πως δεν
είχε βρεθεί ούτε μία να τον ματσάρει.
Εντάξει, μπορεί να μην ήταν ο Μάρλον
Μπράντο, αλλά ήταν ομορφούλης, με σκούρο ξανθό μαλλί. Τα μάτια του δεν μπορούσα
να καταλάβω τι χρώμα ήταν, δεν είχε κάποια πολύ κοντινή φωτογραφία. Δε
βαριέσαι, κοντός ψαλμός αλληλούια, θα το μάθαινα το βράδυ.
Να πάρω τηλέφωνο τη Μαίρη τέτοια ώρα δεν
υπήρχε περίπτωση, στην καλύτερη θα μου κατέβαζε καντήλια για τους προγόνους μου
μέχρι τους πρώτους μονοκύτταρους οργανισμούς, οπότε, φρονίμως ποιούσα, με το
που τέλειωσα τον καφέ κατέβηκα να πάω λαϊκή και σούπερ μάρκετ.
Και για πρώτη φορά μετά από αρκετό καιρό είχα
κέφια όταν κατέβηκα για τα ψώνια. Είχε πολλή ζέστη σήμερα και όταν τελείωσα από
τη λαϊκή και πήγα στο σούπερ μάρκετ, ένιωσα ότι μπαίνω σε ψυγείο. Από τη μία η δροσιά
ήταν καλοδεχούμενη και από την άλλη μ’ έπιασε άγχος μην πάθω καμιά ψύξη όπως ήμουν
ιδρωμένη, οπότε φρόντισα να τελειώσω σε χρόνο ρεκόρ.
Με το που γύρισα σπίτι και αφού τακτοποίησα
τα ψώνια, μπήκα να κάνω ένα γρήγορο ντουζ γιατί είχα γίνει μούσκεμα. Το διαμέρισμα,
δόξα τω Θεώ, έχει καλή θερμομόνωση, οπότε προς το παρόν και παρά τη ζέστη, δε χρειαζόταν
ακόμα να ανοίξω air-condition, ο ανεμιστήρας ήταν αρκετός. Κανονικά σήμερα θα έπρεπε να καθαρίσω και
το μπαλκόνι, αλλά φρονίμως ποιούσα το άφησα για άλλη μέρα.
Κοίταξα το ρολόι, ούτε καν δώδεκα δεν είχε πάει.
Ήθελα να μιλήσω με τη Μαίρη, θα έσκαγα αν δεν της έλεγα τι έγινε χθες το βράδυ.
Δεν πρόλαβα, πάνω που έπιασα το κινητό για να την πάρω τηλέφωνο…
Ping
Μήνυμα από τον Maurice!
“Good morning, Sophie!
😊”
Δεν ήταν τίποτα φοβερό, τίποτα τραβηγμένο, τίποτα
δραματικό. Μια απλή καλημέρα. “Μια καλημέρα είναι αυτή, πες τη κι ας πέσει χάμω,”
που λέει και το τραγούδι. Βέβαια λέει και “παλάτια χτίζουν οι θεοί, κι εμείς πάνω
στην άμμο,” ή με λίγα λόγια “hold
your horses or suffer the consequences.” «Σταμάτα να
το κουράζεις μαρή,» μάλωσα τον εαυτό μου.
“Good morning, strong young man of the raising
sun,” του έγραψα, δεν
μπόρεσα να κρατηθώ, το κρασάρισμα που είχα φάει χθες με είχε κάνει να σκάσω στα
γέλια. Με τον καλό τρόπο, έτσι;
“Shoot myself on the
feet and proud of it! 🤣” μου απάντησε.
“Λοιπόν, πώς τα πέρασες χθες;” τον ρώτησα στα
αγγλικά.
“Ωραία ήταν ή τέλος πάντων όσο ωραία μπορεί
να είναι αν δε φας παϊδάκια! 🤣. Εσύ πως
τα πέρασες;”
“Ούτε εγώ έφαγα παϊδάκια, αν σε παρηγορεί αυτό!
😅”
“Sο, lamb chops for dinner, tonight? 🤣 Romantism
is overrated! ”
«Εντάξει, τον αγάπησα,» σκέφτηκα χαχανίζοντας.
“Δεν υπάρχει τίποτα πιο ρομαντικό από βόλτα
κάτω από το φως του φεγγαριού, έχοντας φάει ένα κοπάδι παϊδάκια και μισό κιλό τζατζίκι,»
του απάντησα στα αγγλικά.
“I LOVE TZATZIKI!” μου απάντησε ενθουσιασμένος,
κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια. “Moonlight is optional!”
Παραλίγο να του γράψω την ατάκα από την Καζαμπλάνκα,
αλλά κρατήθηκα γιατί αυτή μιλούσε για φιλία κι εγώ δεν έψαχνα για φιλαράκι.
“Careful, Sir, you’re
upping the ante!” του απάντησα.
“I always deliver, my fair
lady!” μου απάντησε,
κάνοντάς με να στραμπουλίσω και πάλι τα μάγουλά μου από το δυνατό χαμόγελο.
“So, no WC under the
server room? Boring!” του απάντησα.
“In retrospect a WC
*in* the server room isn’t a totally bad idea. When shit happens it usually does in a hurry!” μου απάντησε και αυτή τη φορά μου ξέφυγε ένα δυνατό ροχαλητό.
«Και τι καλά που θα πάει αν μου ξεφύγει κανένα τέτοιο το βράδυ. Από την άλλη…
romantism is optional σκέφτηκα τρολάροντας τον εαυτό μου.
“No shit! 🤣 ” του απάντησα
γελώντας ακόμα σα χαζή.
“A safe policy. Uncomfortable,
truth be told, but safe nonetheless!” μου απάντησε και έβαλα και πάλι τα γέλια.
“So, did you check my
pin on the maps or I should send your photo
to amber alert?”
“Ha! I always do my
homework! I’m geek and proud of it! 😎”
“Kettle, meet
pot!🙃” του απάντησα χαμογελώντας σα χαζή.
“Well, I’m most definitely
going to! At nineteen hundred EEST! 😍”
Μ’ αρέσει που προσδιόρισε και το time zone!
“Time in UTC or it didn’t
happen 😋” του απάντησα στον ίδιο τόνο.
“Seventeen hundred UTC,
to the femtosecond! 🤣”
“I have to do my chores, and I don’t want to! Life is unfair! 😭”
“I feel you! It’s a
dirty job but someone has to do it!”
“True! But I would prefer
not to be me 😋”
“Well, you
can try the ABBA way!” μου απάντησε και δεν το έπιασα. Τι εννοούσε ο
ποιητής;
“What’s you’re talking
about, Willis?”
“https://www.youtube.com/watch?v=ETxmCCsMoD0”
Πάτησα το link χωρίς να ξέρω τι να περιμένω. Το τραγούδι άρχισε
να παίζει και έμεινα να κοιτάω την οθόνη σα χαζή. “Money, money, money”. Το τραγούδι το είχα
ακούσει ξανά αλλά ποτέ δεν είχα δώσει προσοχή στους στίχους. Αυτή τη φορά τους άκουσα προσεκτικά.
“You’re suggesting to
look out for a rich man?” τον ρώτησα ουδέτερα όταν τέλειωσε το τραγούδι.
“Nope! Though I don’t
know you, you don’t seem to be the type. On the other hand, going to Las Vegas or
Monaco…” μου είπε και η καρδιά μου επέστρεψε στη θέση της.
“LOL! That’s a catch-22,
it requires money-money-money I don’t have!”
“Damn, you’re right!”
“Well, Mr. Architect,
I think you need to open a bug in Jira!” του απάντησα. Και, ναι, φυσικά και το ήξερα
το Jira, το είχα
φάει με το κουτάλι στο γραφείο.
“I’m a dev-ops guy!
Sold myself to Micro$oft!”
“Well, as they say,
‘the devil you know’!” του απάντησα γελώντας σαν ηλίθια.
Αναστέναξα. Με τον Maurice μπορούσα να μιλάω
για ώρες, αλλά τα πατώματα δεν θα σφουγγαρίσουν μόνα τους.
“Chores, remember? 😭”
του έγραψα.
“May the mop be
with you!” μου απάντησε.
“Still don’t want to!
😭” του έγραψα.
Και εκεί μου απάντησε με άλλο ένα youtube link το οποίο με άφησε ακόμα μία φορά τελείως μαλάκα.
“https://www.youtube.com/watch?v=VoAfb3f04mo”
Where there’s a whip
there’s a way!
«Θα με μαστιγώσεις κιόλας;» τον ρώτησα στα αγγλικά,
αλλά το μήνυμά μου δεν είχε ίχνος αγανάκτησης, στην πραγματικότητα είχα δακρύσει
από τα γέλια, με είχε πιάσει η κοιλιά μου.
“It’s
for the Cause!” μου απάντησε, κάνοντάς με να γελάσω ακόμα πιο δυνατά.
“That’s your excuse
for lamb chops, Maurice?”
“Ποτέ δεν μπλέκω τη δουλειά με τη διασκέδαση!”
μου απάντησε στα αγγλικά και στο καπάκι ακολούθησε και δεύτερο μήνυμα. “Αν και ομολογώ
ότι πολλές φορές η δουλειά *είναι* διασκέδαση 😉”
“😲😲😲”
“Stop procrastinating!
Use the mop, Luke 😘”
“You’re going to pay
for this mister!” του απάντησα με ψεύτικη απειλή.
“Can’t
wait 😉” μου απάντησε, και ναι, εκείνη ήταν η
στιγμή που τον έβαλα και επίσημα στη λίστα με τους αγαπημένους μου ανθρώπους.
Άφησα το κινητό στο τραπεζάκι, πήρα μια
βαθιά ανάσα, και σηκώθηκα μήπως και κάνω καμιά δουλειά. Αλλά αυτή τη φορά με
χαμόγελο. Βέβαια το να σκουπίζεις και να σφουγγαρίζεις με τον Μπλάκι στα πόδια σου
είναι άσκηση υπομονής. Σήμερα ειδικά, νιώθοντας τη χαρούμενη διάθεσή μου, έδωσε
ρέστα στη μαλακία.
«Βρε ρεμάλι θα αφήσεις ήσυχη τη σκούπα;» τον
ψευτομάλλωσα.
Ναι, εμένα μου λες. Ούτε καν με τη σφουγγαρίστρα
δεν πτοήθηκε ο μούργος, και ναι, μιλάμε για τον Μπλάκι που όταν βλέπει νερό που
δεν είναι στην ποτίστρα του εξαφανίζεται σε χρόνο ρεκόρ. Σήμερα δεν είχε τέτοια,
την είχε δει οδηγός πίστας και τράβαγε σπιναρίσματα στο βρεγμένο πάτωμα, κάνοντάς
το μαντάρα.
Και όχι τίποτε άλλο, μου τα έκανε ξανά χάλια!
«Θα σε αφαλοκόψω, μούλε!» τον απείλησα, και
πολύ που με πίστεψε. Με τούτα και με κείνα μου πήρε πάνω από μια ώρα να καταφέρω
να σκουπίσω και να σφουγγαρίσω, που δηλαδή να έμενα και σε κανένα μεγάλο διαμέρισμα.
Ξεφυσώντας επέστρεψα στο σαλόνι και επέστρεψα
στον καναπέ. Είχα αρχίσει να ζεσταίνομαι οπότε άναψα το air-condition. Κοίταξα το ρολόι
μου, με το Maurice και τις δουλειές είχε πάει δύο παρά. Τι διάολο, αν κοιμόταν ακόμα η Μαίρη,
ας πρόσεχε. Και εκεί μου ήρθε για χάδια ο μαύρος δαίμονας, γιατί καλό το παιχνίδι
με τη μαμά, αλλά θέλουμε και αγαπουλινιές.
Σε αντίθεση με πριν που είχε δαιμονιστεί, τώρα
με πλησίασε αργά και μου έγλειψε διστακτικά το χέρι.
«Πας να με καλοπιάσεις, κάθαρμα;» τον μάλωσα,
και πιάνοντας το υπονοούμενο, μου γύρισε την κοιλάρα του για να μου κάνει πάλι το
κοπρόσκυλο, γουργουρίζοντας σαν τραίνο σε ανηφόρα. «Τι θα σε κάνω, μου λες;»
Αντί απάντησης γύρισε απότομα την κεφάλα του
στο πλάι και μου τρίφτηκε μετατρέποντάς με για πολλοστή φορά σε Sophie shaped pool of goo. Παλιά του τέχνη κόσκινο, του κερατά. Τον χάιδεψα για λίγη ώρα ακόμα και
μετά, κλασσική γάτα, έδωσε ένα σάλτο και έφυγε από τον καναπέ λες και τον κυνηγάει
η εφορία.
Έσκυψα στο τραπέζι και πήρα το τηλέφωνο στα
χέρια μου και κάλεσα τη Μαίρη. Αν κοιμόταν ακόμα η γαϊδάρα, ας πρόσεχε.
«Καλημέρα!» μου είπε σχεδόν τραγουδιστά! Κεφάκια!
«Κάποια πέρασε καλά το βράδυ να υποθέσω;»
«Απλά καλά! Τρίκαλα!» μου απάντησε χαχανίζοντας.
«Μπούτι δεν έκλεισα όλη νύχτα και με το που τελείωσε το πάρτι ο γλυκούλης μου σηκώθηκε
και έφυγε μόνος του!» είπε και χαχάνισε και πάλι. «Μερικά κιλά ελαφρύτερος, να τα
λέμε αυτά!»
«Εμένα γιατί δε μου τυχαίνουν τέτοιοι;» ρώτησα
με απελπισία.
«Γιατί μαρή εσένα και να σου τύχαινε κανένας
τέτοιος μετά θα γκρίνιαζες που έφυγε χωρίς ούτε ένα γράμμα, ούτε ένα τηλεφώνημα!»
μου πέταξε την πρόκα της. «Χώρια που για να σου τύχει κάτι τέτοιο πρέπει κι εσύ
να ανοίξεις τα ποδαράκια σου, χωρίς να περιμένεις τον άσπρο ιππότη!»
«Τρίχες!» της απάντησα. «Αφενός εγώ δεν είμαι
ρατσίστρια, μου κάνουν και οι μαύροι ιππότες!» ξεκίνησα να λέω με πάθος ακούγοντας
τη Μαίρη να ροχαλίζει στο τηλέφωνο, «και αφετέρου…»
Αφετέρου τι; Δίκιο είχα π’ ανάθεμά της.
«Αφετέρου;» με ρώτησε χωρίς έλεος.
«Και που τα άνοιξα στην Πάρο τι κατάλαβα;» τη
ρώτησα στενάζοντας.
«Το fake it till you make it σημαίνει ότι χρειάζεται
επιμονή Σόφη μου…» μου είπε και έκανε μια μικρή παύση. «Με τρεις φορές δε γίνεσαι
πούστης!» συνέχισε, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
«Ένα δίκιο τό ‘χεις» της απάντησα ξεφυσώντας.
«Και δύο μην πω! Για πες μου τώρα τα δικά σου,
εσύ τι έκανες;»
«Ψάρεψα…» ξεκίνησα να λέω και σταμάτησα. «Ή
μάλλον, με ψάρεψε ένας Βέλγος στο tinder!» συνέχισα χαχανίζοντας σαν κοριτσάκι.
«ΠΟΙΟΣ ΗΡΘΕ;» με ρώτησε τόσο δυνατά που με ξεκούφανε!
«Μη φωνάζεις μωρή!» της απάντησα χαχανίζοντας.
«ΞΕΡΑΣΕ ΤΑ ΟΛΑ! ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΟΜΜΑ ΝΑ ΠΑΡΑΛΗΨΕΙΣ,
ΚΑΠΩΣ ΘΑ ΤΟ ΜΑΘΩ ΚΑΙ ΘΑ ΣΕ ΠΑΡΕΙ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ!» μου απάντησε, κάνοντάς με να χαχανίσω
ακόμα πιο δυνατά.
«Θα ξεκινήσω από το τέλος!» της είπα. «Έχω απόψε
ραντεβού, λα λα λα, ραντεβού…» και εκεί σταμάτησα. «Καλά, όχι με σένα, αλλά με τον
Maurice! Βέλγος,
33 χρονών, κουκλί ζωγραφιστό και με απίστευτο χιούμορ!»
«Αχ, θα με τρελάνει αυτή!» την άκουσα να λέει
με απελπισία στο τηλέφωνο. «ΜΙΛΑ ΜΩΡΗ! ΞΕΚΙΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ!»
Δεν παρέλειψα ούτε κόμμα. Βέβαια, κάποια από
τα αστεία, όπως αυτό με το time
zone ή το jira vs devops δεν τα έπιασε, αλλά δεν πειράζει, σημασία είχε ότι τα είχα πιάσει εγώ. Ξεράθηκε
στα γέλια με τα παϊδάκια και το τζατζίκι, γέλασε ακόμα πιο δυνατά όταν της είπα
πως κατάφερα να τον κρασάρω, αλλά εκεί που κόντεψε να λιποθυμήσει από τα γέλια ήταν
ο υπαινιγμός με το μαστίγιο.
«Και θα σε γαμήσει, και θα σε δείρει, δηλαδή!»
“A girl can only
hope!” της απάντησα με
ονειροπόλα φωνή, κάνοντάς τη να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.
Της Μαίρης της άρεσε από μικρούλα να τις τρώει
στο σεξ και ήταν κάτι που δεν καταλάβαινα μέχρι που γνώρισα τον… τον μαλάκα τον
Αργύρη. Καλά, βέβαια εγώ δεν είμαι για βίτσες, ζώνες, μπότες, σπιρούνια και καυτές
σέλες όπως η Μαίρη, but still…
Και όταν τελείωσε η …αναφορά, φάγαμε άλλη μια
ώρα να βρούμε πως θα ντυθώ. Ήθελα η εμφάνισή μου να δείχνει αυτό που ήμουν, geek, μέχρι και τα γυαλάκια
μου θα φορούσα, αν και δεν τα πολυχρειάζομαι όταν δεν κάθομαι στον υπολογιστή. Αλλά
ήθελα να αναδεικνύεται και η θηλυκότητά μου. Κάποιες καμπύλες να τις αναδείξω, κάποιες
άλλες …(αχ τα καταραμένα τα δέκα κιλά) να τις κρύψω.
Βέβαια «Λυχνίας σβεσθείσης, πάσα γυνή Λαΐς!»
και ακόμα και αν δεν σκόπευα να μείνω χωρίς ρούχα σήμερα, εγώ δεν είμαι Μαίρη, αργά
ή γρήγορα θα με έβλεπε όπως είμαι. Με τα πιασιματάκια μου, με το στήθος που βάραινε
περισσότερο απ’ όσο θα ήθελα και τα κωλομέρια μου που δεν ήταν όπως στα είκοσι μου
και μέχρι τότε πηγή υπερηφάνειας.
Θα μου πεις ποια είναι στα τριάντα όπως στα
είκοσι της, αλλά αυτά τα γαμημένα τα δέκα τα κιλά μου είχαν πέσει πολύ περισσότερο
βαριά απ’ όσο ήταν στην πραγματικότητα. Καλά το λένε, αν δεν αρέσεις πρώτα στον
εαυτό σου δεν πάει καλά, ό,τι και να σου λένε οι άλλοι.
Και ο Maurice γεματούλης ήταν, σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι
εγώ, αλλά εμένα αυτό δε μ’ ένοιαζε καθόλου. Από την άλλη—και αν και δεν είχε δείξει
σε καμία περίπτωση ότι είναι ρηχός—δεν ξέρεις τι πραγματικά κουβαλάει ο καθένας
στο μυαλό του μέχρι οι προσδοκίες σου να συναντήσουν βιαίως τον τοίχο που λέγεται
πραγματικότητα.
Τέλος πάντων, η απόφαση του πολιτμπιρό ήταν
να φορέσω ένα από τα casual
καλοκαιρινά μου φορέματα που θα αναδείκνυε χωρίς να φωνάζει το μπούστο
μου και τα πισινά μου, και που θα κάλυπτε στο βαθμό που μπορούσε τις μη επιθυμητές
μου καμπυλότητες, δηλαδή το στομάχι μου. Όχι καλσόν, έκανε και ζέστη, και ανοιχτές
γόβες.
«Λοιπόν, άνοιξε κάμερα. Θέλω να δω τι θα
βάλεις!» μου λέει η Μαίρη επιτακτικά.
«Δεν ξέρω ρε συ… δεν έχω τίποτα που να λέει
“είμαι sexy geek αλλά και σοβαρή
γυναίκα με εσωτερικό κόσμο”.»
«Βάλε το μαύρο φόρεμα που είχες βάλει στο
πάρτι της Κατερίνας.»
«Μπα… πολύ εφαρμοστό. Φαίνεται όλο το
στομάχι και μετά θα κάθομαι σαν τον Βούδα στο ραντεβού.»
«Εντάξει τότε, βάλε το άλλο, το φλοράλ με
το ντεκολτέ.»
«Καλέ αυτό είναι για βάπτιση, όχι για πρώτο
ραντεβού!»
«Ωραία, δείξε μου τι παίζει στην ντουλάπα
σου. Όλο και κάτι θα βρεθεί που να μην το έχεις καταθάψει με τις ενοχές σου.»
Ανοίγω την κάμερα και τραβάω με
βαριεστημένο ύφος την πόρτα της ντουλάπας. «Λοιπόν… αυτό εδώ το έχω συνδέσει με
τη σχέση με τον Αργύρη, next. Αυτό είναι πολύ κοντό, θα δείχνω σαν θείτσα που προσπαθεί να μοιάσει
είκοσι χρόνια νεότερη. Αυτό εδώ είναι ωραίο αλλά με πιέζει στο στήθος και νιώθω
σαν σαρδέλα…»
«Πολύ μιλάς. Δείξε μου αυτό το γαλάζιο.»
Το βγάζω. «Αυτό λες;»
«Ναι! Αυτό! Το θυμάσαι που το είχες φορέσει
στον γάμο του Μανώλη και είχες ρίξει τον τύπο με το βιολί;»
«Ναι, και μετά ανακάλυψα ότι ήταν παντρεμένος…»
«Δεν πειράζει, σημασία έχει ότι σε κοίταζε
σα λιγούρης.»
Γελάω. «Ρε συ, αυτό το φόρεμα είναι καλό
αλλά δεν είναι πολύ απλό;»
«Απλό, αλλά κομψό. Δείχνει λίγο στήθος,
αγκαλιάζει τον κώλο σου όμορφα χωρίς να φωνάζει “πάρε με εδώ και τώρα” και
καλύπτει όσο μπορεί την κοιλίτσα.»
«Οκέι… και από παπούτσια;»
«Γόβες, φυσικά.;»
«Γόβες ανοιχτές, όμως. Με καλσόν θα σκάσω.
Έχει καύσωνα.»
«Εγκρίνεται. Και καλό εσώρουχο από μέσα.
Δεν είπα να το βγάλεις, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.»
«Λες να μου τραβήξει καμιά με το ρόπαλο και
να με σούρει στη σπηλιά διά τα περαιτέρω;»
«Ποτέ δεν ξέρεις! Μην τον τρομάξεις και σε παρατήσει
στη σπηλιά να σε φάνε οι αρκούδες!»
«Μωρή!» διαμαρτυρήθηκα, αλλά γελούσα.
«Λοιπόν, έχεις το φόρεμα, έχεις τα
παπούτσια, βάλε και λίγο κραγιόν και φύγαμε. Να είσαι εσύ. Αλλά η λίγο καλύτερη
εκδοχή του “εσύ,”»
«Νιώθω σαν πλανόδια πωλήτρια που διαλαλεί την
πραμάτια της…» της είπα ξεφυσώντας.
«Καλωσόρισες στην ενήλικη ζωή, Σόφη μου.
Ήρθε η ώρα να σε δει κάποιος και να πει “πολύ ωραίο κορίτσι, να της φέρω
σουβλάκι και λουλούδια”.»
«Ή παϊδάκια και τσίκνισμα!» της είπα, και
γελάσαμε και οι δύο μέχρι δακρύων.
Καλά, εννοείται ότι δε θα πήγαινα και στο ραντεβού
με τα βαμβακερά που φοράω στις μέρες μου, αυτό θα έλειπε. Όχι ότι σκόπευα να μείνω
με δαύτα—ή πολύ περισσότερο χωρίς δαύτα—αλλά better safe than sorry.
Το οποίο σήμαινε ότι για να είμαι έτοιμη στις
19:00, έπρεπε να αρχίσω να τρέχω, καθώς το πρόγραμμα θα είχε και αποτρίχωση, και
τι καλά που περνάω με το κερί… Και να ευχαριστώ και τη μαμά φύση που με έκανε σχετικά
άτριχη. Ούτε να μαγειρέψω δε θα προλάβαινα, and thank goodness for e-food.
Τα καλά
νέα ήταν ότι αυτή τη φορά δεν είναι τον Μπλάκι να μου γκρινιάζει έξω από το μπάνιο
σαν παιδάκι που του πήραν το παγωτό από το χέρι. Έχοντας ανθιστεί ότι μπήκα για
μπάνιο, έγινε μπουχός αφήνοντάς με στην ησυχία μου. Έκανα το ζεστό μου μπάνιο, έκανα
την αποτρίχωσή μου (τι τραβάμε για εσάς αχάριστοι άντρες!) και άπλωσα και τις κρέμες
μου. Γενικό ρεκτιφιέ που λέει και ο μπαμπάς μου όταν η μαμά μου τρώει ώρες για να
ετοιμαστεί. Αλλά τι να πει κι αυτός, αγοράκι δεν είναι και του λόγου του;
Όπως και να έχει και παρά το φόβο μου ότι δε
θα προλάβω, ήμουν έτοιμη από τις έξι και μισή. Μιας και το είχα δέσει ότι θα πηγαίναμε
για φαγητό, είχα παραγγείλει μια απλή σαλάτα από το e-food—και δυο μπύρες καθώς αλλιώς
δεν έβγαινε το ελάχιστο ποσό παραγγελίας. Καλά, όχι ότι πήγαν χαμένες, η μία συνόδεψε
τη σαλάτα, να τα λέμε αυτά.
«Μη με κοιτάζεις εσύ σαν τη λυπημένη θλίψη,»
μάλωσα τον Μπλάκι που με κοιτούσε με το βλέμμα «πού φεύγεις και μ’ αφήνεις μόνο
μου άκαρδη;» προσπαθώντας φιλότιμα να μου προκαλέσει τύψεις. «Η μαμά έχει να βγει
έξω, και μη με κοιτάζεις έτσι γιατί θα σε πάρει κανένας διάολος!» του είπα, νιώθοντας
φυσικά τύψεις έτσι όπως με κοίταγε.
Αλίμονο.
Είναι να μη σου έχουν πάρει τον αέρα, και μεταξύ
των δυο μας δεν είχε κανένας μας αμφιβολίες για το ποιος είναι το αφεντικό.
Όχι εγώ, δηλαδή.
Πήρα το λέιζερ και για είκοσι λεπτά στο σαλόνι
έγινε του Ελ Αλαμέιν το κάγκελο αλλά κάπου εκεί ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα, που
λέει και ο μπαμπάς, οπότε αφού κοιτάχτηκα για τελευταία φορά στον καθρέφτη και επιβεβαιώθηκα
ότι όλα είναι εντάξει, πήρα το τσαντάκι μου και κατέβηκα κάτω να περιμένω τον Maurice.
Και όταν τον είδα να κατεβαίνει χαμογελαστός
από το αυτοκίνητο με ένα τριαντάφυλλο στο χέρι η καρδιά μου έκανε διπλό τόλουπ και
τριπλό άξελ. Ψηλός, πρέπει να μου έριχνε τουλάχιστον ένα κεφάλι, γεματούλης και
με χαμογελαστό πρόσωπο ήταν σαν ένα γιγάντιο λούτρινο αρκούδι.
“Hello, Sophie!” μου είπε την υπέροχη βαθιά νεανική του φωνή, δίνοντάς μου το λουλούδι.
“Hello, Maurice,” του απάντησα προσπαθώντας σκληρά να μη χαμογελάω σαν ηλίθια και να μη χυθώ στο πεζοδρόμιο σε ένα Sophie shaped pool of goo.
3. RAID of the Valkyries
Χαμογελώντας ακόμα μου έτεινε τον μπράτσο
του να τον πάρω αγκαζέ. Αλλάζοντας χέρι στο λουλούδι που κρατούσε πέρασα το
χέρι μου στο δικό του και διασχίσαμε την τεράστια απόσταση των δέκα μέτρων που
μας χώριζε από το σημείο που είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του. Η πόρτα του
συνοδηγού ήταν στο πεζοδρόμιο, οπότε ο Maurice, κύριος, μου άνοιξε και την πόρτα! Αμέ!
“My Lady,” μου είπε χαμογελώντας μου παιχνιδιάρικα.
“Well, thank
you very much my good
Sire!” του απάντησα και
πέρασα μέσα. Ο Maurice έκλεισε την πόρτα και πήγε στη θέση του οδηγού.
«Λοιπόν, έχεις κάποια προτίμηση,» με ρώτησε
στα αγγλικά, «ή αισθάνεσαι περιπετειώδης;» συνέχισε, κάνοντάς με να χαχανίσω,
δεν κρατήθηκα.
«Τι θα ήταν η ζωή χωρίς λίγη περιπέτεια;»
τον ρώτησα με ανάλαφρη φωνή.
«Βαρετή σαν server room χωρίς WC!» μου απάντησε χαχανίζοντας και έβαλε μπροστά. Στο ραδιόφωνο
είχε Rock FM,
πιάσε κόκκινο! Είναι ο αγαπημένος μου σταθμός.
«Rock FM; Εντάξει, μόλις ανέβηκες level!» του είπα
χαμογελώντας μέχρι τ’ αφτιά. «Και έχε υπόψη μεσιέ, ότι ήσουν ήδη ψηλά!» του
είπα, δεν κρατήθηκα η λυσσάρα!
«What kind of a strong
young man of the rising sun would I’d be otherwise?” με ρώτησε τρολάροντας στα ίσα τον εαυτό του για το χθεσινό του boot. Γύρισε μια στιγμή το κεφάλι του ίσα για να
μου χαρίσει το χαμόγελό του και μετά κοίταξε και πάλι μπροστά.
«Και άλλωστε δεν μιλάνε πολύ—δεν ξέρω
ελληνικά οπότε όταν μιλάνε δεν καταλαβαίνω τι λένε—και παίζουν και Rock! Τι άλλο να ζητήσει
κανείς;»
«Πού έχουν καλή προβατίνα;» του πέταξα
ερωτηματικά και έβαλε τα γέλια.
“You are for a
treat, my Lady!” μου απάντησε χαχανίζοντας. Το χαχάνισμα και των δυο μας ήταν ενθουσιασμός,
όχι αμηχανία. Και κατάλαβα και το χρώμα των ματιών του! Γκριζογάλανα!
Ναι, δεν ήταν ο Μάρλον Μπράντο, αλλά στα
μάτια μου ήταν κούκλος. Απόρησα και πάλι που δεν είχε βρεθεί έστω και μία να
του κάνει καμιά swipe right. Είχε geeky εμφάνιση αλλά με τον
υπέροχα γλυκό τρόπο.
«Πόσο καιρό είσαι στην Αθήνα;» τον ρώτησα,
ενώ περιμέναμε σε κάποιο φανάρι.
«Τέσσερις μήνες περίπου,» μου απάντησε.
«Και ακόμα με εντυπωσιάζει πόσο διαφορετική είναι από τις Βρυξέλλες.»
«Καλύτερα ή χειρότερα;» τον ρώτησα
περίεργη.
«Διαφορετικά,» είπε σκεπτικά. «Στις
Βρυξέλλες όλα είναι πιο... προβλέψιμα. Εδώ κάθε μέρα είναι σαν καινούργιο debugging session.»
Γέλασα. «Τι εννοείς;»
«Χθες, για παράδειγμα, πήγα στο σούπερ
μάρκετ να αγοράσω γάλα. Τελικά βγήκα με τσάι του βουνού, κουλουράκια με
σουσάμι, και τρία κιλά ντομάτες και μια γιαγιά εκεί μου είπε ότι αυτές είναι “πραγματικές
ντομάτες, από το Μαραθώνα” και όχι οι “πλαστικές” που τρώνε στο εξωτερικό.»
«Και δεν πήρες γάλα;» ρώτησα γελώντας.
«Ξέχασα εντελώς γιατί είχα πάει super market!» είπε με τόσο ενθουσιασμό που με έκανε να
χαμογελάσω σαν χαζό. «Και ξέρεις τι; Είχε δίκιο η γιαγιά! Οι ντομάτες ήταν
καταπληκτικές!»
«Και πώς συνεννοηθήκατε; Ήξερε αγγλικά;»
«Όχι! Body language και Google Translate,» μου απάντησε
χαχανίζοντας. «Συν το γεγονός ότι η γιαγιά είχε πολύ εκφραστικά χέρια. Θα
μπορούσε να κάνει καριέρα στο θέατρο!»
Το φανάρι έγινε πράσινο και προχωρήσαμε.
«Και τώρα που με ρωτάς,» συνέχισε, «έχω
κατεβάσει μια εφαρμογή για ελληνικά. Δυστυχώς, προς το παρόν ξέρω μόνο να λέω “γεια
σας”, “ευχαριστώ”, “με τζατζίκι, χωρίς πατάτες!” και “πού είναι η μπύρα”.»
«Τα βασικά της επιβίωσης, δηλαδή!» είπα
γελώντας.
«Exactly! Survival
priorities,» μου απάντησε. «Αν και πρέπει να παραδεχτώ ότι το ‘πού είναι η
μπύρα’ με έχει βγάλει ασπροπρόσωπο σε πάρα πολλές περιστάσεις. Και το ‘με
τζατζίκι χωρίς πατάτες, μα πώς μπορούν και τρώνε σουβλάκια με πατάτες; Είναι
ιεροσυλία!» μου είπε με ψεύτικη αγανάκτηση, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια σαν
κλώσα.
«Καλά για το τζατζίκι και τις πατάτες, αλλά
κάνε λίγο κράτη με τη μπύρα, θα νομίζουν ότι είσαι μεθύστακας!»
«Hey, I’m Belgian! It’s expected!» μου απάντησε και έκανε αυτό το χαχάνισμα που με έκανε να λιώνω.
«Στην πατρίδα μου η μπύρα είναι πολιτισμός, όχι αλκοολισμός.»
«Και εδώ το κρασί είναι πολιτισμός,» του
απάντησα. «Οπότε θα τα πάμε μια χαρά.»
«Speaking of
which,» είπε στρίβοντας δεξιά,
«I hope you’re hungry. Γιατί ξέρω το τέλειο μαγαζί που
φτιάχνει παϊδάκια.»
«Πού;»
«Surprise,» μου απάντησε χαμογελώντας πονηρά. «Αλλά
υπόσχομαι ότι θα έχει προβατίνα. Και τζατζίκι.»
«Αν ανέβεις κι άλλο level θα τρυπήσεις το
ταβάνι!» του είπα μη μπορώντας να κρύψω τον ενθουσιασμό μου.
“Sky is the limit!” μου απάντησε γυρνώντας ίσα το κεφάλι του για να μου κλείσει
παιχνιδιάρικα το μάτι.
“Fly on your way
like an eagle, fly as high as the sun!” του είπα τραγουδιστά, δεν κρατήθηκα.
“Hallowed be thy name!” μου απάντησε, το οποίο φυσικά δεν ήταν ο τίτλος του τραγουδιού, αλλά
σαν απάντηση ήταν χίλιες φορές καλύτερη!
“And without
gallows pole!” του απάντησα.
“Now, *that’s* an
exceptionally bad idea for the server room!” μου απάντησε χαχανίζοντας.
“You are afraid
that they ‘ll get scared?”
“Nope, I’m afraid
that they’d take the chance to hung themselves!” μου απάντησε deadpan και εκεί μου ξέφυγε το πρώτο ροχαλητό της βραδιάς.
“The horror! The horror!” του απάντησα
σκασμένη στα γέλια.
Και με την απάντησή του, τον ερωτεύτηκα
μέσα σε μια στιγμή. ΠΩΣ ΤΟΥ ΗΡΘΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΕΡΙΚΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ;
“I’ve seen
downtimes… downtimes that you’ve seen. But you have no right to call me a
cowboy. You have a right to fire me. You have a right to do that… but you have
no right to judge me.”
Πρώτο ροχαλητό…
“It’s impossible
for words to describe what it means to those who have never seen a RAID array
fail during a firmware upgrade. Horror. Horror has a hostname… and you must
make a friend of horror. Horror and unplanned maintenance windows are your
friends. If they are not, then they are enemies to be feared. They are truly
enemies.”
Έχω αρχίσει και γελάω σαν υστερική αλλά ο Maurice συνεχίζει ατάραχος
διατηρώντας στο ακέραιο το gravitas
στη φωνή του, μέχρι και τη φωνή του Marlon Brando έχει καταφέρει να αποδώσει. Μερικά από αυτά
που λέει δεν τα καταλαβαίνω, but
who the fucks cares?
“I remember when I
was with Infrastructure Engineering. Seems a thousand release cycles ago. We
were sent to deploy patches on Production—just routine maintenance, just
patching. We finished the job. Kernel updates, scheduled reboot, clean and
tight. And as we were leaving the office, the intern came running after us. He
was crying. He couldn’t speak. We went back there, and they had rolled back.
They had rolled back the patch. Manually. With dd.”
“YOU ARE GOING TO
KILL ME!!!!” του φωνάζω κοντεύοντας να φτύσω τα πνευμόνια
μου. Μπα, που τέτοια τύχη! Συνεχίζει ακάθεκτος!
“There it was… the SAN. Brick’d. The array
lights blinking like dying stars. A pile of corrupted sectors. And I remember…
I… I… I cried. I wept like a junior admin who just lost root. I wanted to tear
my access card apart. I didn’t know what I wanted to do. And I want to remember
it. I need to remember it. I never
want to forget.”
ΘΑ
ΚΑΤΟΥΡΗΘΩ ΠΑΝΩ ΜΟΥ! ΘΕΟΙ ΒΟΗΘΗΣΤΕ ΜΕ!
“And then I
realized… like I was hit… like I was hit with a diamond… a diamond stack trace
right through my forehead. And I thought: My God… the genius of that.
The will to type rm -rf / because it felt cleaner. Perfect.
Genuine. Complete. Crystalline. Pure.”
Δεν είχα ιδέα τι ήταν τα μισά που έλεγε,
αλλά δεν είχε σημασία. Είχε αρχίσει και πονούσε η κοιλιά μου, πραγματικά.
“And then I
realized they were stronger than we were. Because they could stand it. These
were not cowboys. These were engineers. Trained sysadmins. Men who fought with
cronjobs and shell scripts, who had families, who had seen production go
down on Black Friday, but they had the strength… the strength… to
alias ls to echo ‘nothing to see here’.”
Αυτό ήταν, θα ανοίξω την πόρτα και θα
φουντάρω στο δρόμο! Είχε αρχίσει να γίνεται βασανιστήριο!
“If I had ten
divisions of those men, our ticket backlog would vanish in a sprint.”
Γύρισε να με κοιτάξει μερικές στιγμές, αν
δεν είχα γίνει σαν ινδιάνος που ετοιμάζεται να την πέσει σε καραβάνι στο Oregon Trail να μη με λένε Σοφία!
“You have to have
people who are ethical… and at the same time who are able to utilize their primordial
instincts to sudo without remorse… without fear… without logging… without
judgment. Because it’s judgment that defeats us.”
ΤΟΝ ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΑ! ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΤΩΝ ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΑ!
Μου πήρε αρκετή ώρα να βρω τις ανάσες μου
και να σκουπίσω τα δάκρυά μου.
«Έτσι και μου πεις πήγαινέ με στον αρχηγό
σου, θα σε φυτέψω στο φανάρι!» τον απείλησα, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
Και ήταν και κοντά δυο μέτρα, σκάλα θα χρειαζόμουν για να τον στραγγαλίσω το
μούργο!
«Πάταξον μεν, άκουσον δε» μου είπε σε
σπασμένα ελληνικά, αφήνοντάς με ακόμα μια φορά μαλάκα. “I didn’t plan to go this far. But… but you
started laughing and I just couldn’t have enough of it. I just couldn’t
stop!”
Ναι, πoιο φιλί στο τέλος του ραντεβού και τα ρέστα; Λίγο
παρακάτω μας έπιασε το φανάρι και σχεδόν του όρμισα. Ναι, ΕΓΩ! ΕΓΩ! Και αν δεν
κόρναραν από πίσω, ακόμα στο φανάρι θα ήμασταν και θα φιλιόμασταν.
“For the Cause!” του είπα όταν
τραβήχτηκα, και μετά γύρισα τσαμπουκαλεμένη προς τον μαλάκα που κόρναρε. «Τι
κορνάρεις ρε μαλάκα;»
Ο Maurice χαχανίζοντας έβαλε μπρος και ξεκίνησε. “Ok, that was totally unexpected!”
«Well, strong
young man of the rising
sun, όπως λένε και στο
χωριό μου, σαν δεν πάει ο βασιλιάς στο ναό, πάει ο ναός στο βασιλιά!» του είπα
κερδίζοντας το γέλιο του. Εμ, δεν του άρεσε μόνο εκείνου να με ακούει να γελάω,
κι εμένα μου άρεσε να ακούω το γέλιο του.
Χώρια που ο πάγος όχι απλά έσπασε, περάσαμε
από πάνω του σαν παγοθραυστικό σε κουβά με παγάκια απ’ την κατάψυξη.
Πού
είσαι Μαίρη να με θαυμάσεις!
“So, I
take you like me too!” μου απάντησε κοιτάζοντάς με σαν ερωτοχτυπημένος έφηβος.
“That’s the idea of
kissing you. I’m not in the habit of kissing people I don’t like; I’m not *that*
masochistic!” του απάντησα χαχανίζοντας.
“Says the woman who
did an MBA just for the shake of punishing herself…” μου πέταξε κοροϊδευτικά, κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια.
“To my defense,
this also was for the Cause!”
“It seems more than
a case of ‘just because’, but whatever floats your boat!” μου απάντησε συνεχίζοντας να με δουλεύει ψιλό γαζί.
“Careful mister,
you are treading on dangerous grounds! Don’t forget of my Dark Arts, I’ll pivot
table you to oblivion!”
“That borders on sadism!” μου απάντησε με ψεύτικο φόβο.
“Who da boss?” τον ρώτησα σκασμένη
στα γέλια.
“Of Dark Arts?
Clearly you! I’m just a poor engineer from a poor company, spare me my life of
this monstrosity!” μου είπε τραγουδιστά.
“Easy come, easy
go, will you let me go?” του απάντησα εξίσου τραγουδιστά και …ροχαλιστά.
“Bismillah! No, I
will never let you go!”
Και εκεί τον ερωτεύτηκα ακόμα περισσότερο.
Η υπόλοιπη διαδρομή μέχρι την καφετέρια
πέρασε μέσα σε τρυφερά ή παιχνιδιάρικα πειράγματα, με το χέρι μου αυτή τη φορά
να είναι πάνω στο δικό του. Αυτόματο ήταν το αυτοκίνητο, δεν χρειαζόταν να
αλλάζει ταχύτητες, οπότε τα χέρια μας χωρίστηκαν ίσα για να κατέβουμε από το
αυτοκίνητο.
Όταν βγήκαμε έξω, η αλήθεια ήταν ότι για
μερικές στιγμές ένιωσα έντονη αμηχανία. Έκανε το γύρο του αυτοκινήτου και ήρθε
και στάθηκε μπροστά μου. Ναι, μου έριχνε πάνω από ένα κεφάλι, ήταν κοντά δυο
μέτρα. Έσκυψε προς το μέρος μου διστακτικά, και για να του δώσω θάρρος τον
αγκάλιασα από το σβέρκο.
«Σβέρκωμα, όχι μαλακίες!» σκέφτηκα μέσα μου και
τότε τα χείλη μας συναντήθηκαν και όλες μου οι σκέψεις πήγαν περίπατο. Με
τράβηξε πάνω του και σε λίγο οι γλώσσες μας βρέθηκαν να χορεύουν μεταξύ τους,
και ένιωσα για ακόμα μια φορά ότι ήμουν ένα τσακ από το να χυθώ στο δρόμο.
Τραβήχτηκε απαλά και τον άφησα απρόθυμα. Με
κοίταξε τρυφερά και μου χάιδεψε ένα τσουλούφι που μου έπεφτε στα μαλλιά. Τι
όμορφα που ήταν! Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, είχε πολύ καιρό να το κάνει. Έσκυψε
και μου έδωσε ένα ακόμα πεταχτό φιλί, και παίρνοντας το χέρι μου στο δικό του,
μπήκαμε στην καφετέρια.
“Most definitely I won’t let you
go!” μου δήλωσε χαχανίζοντας
σα σχολιαρόπαιδο.
“You’d
better, mister!” του απάντησα με
ψεύτικα απειλητικό ύφος, αφήνοντας το “…or else!” να αιωρείται.
“Unpivot the tables
before my eyes! Yesterday’s errors, tomorrow’s white lies! Scan the printouts,
Excel take me higher! I shall
return from out of being
fired!” μου τραγούδησε,
κάνοντάς με να χαχανίζω πάλι σαν το βλαμμένο.
“At least you know
your Iron Maiden!” του απάντησα.
“What kind of torturer
would I’d
be otherwise?” μου απάντησε χαχανίζοντας, εννοώντας την
πραγματική iron maiden, κάνοντάς με να
ροχαλίσω και πάλι. Καλά, από τη στιγμή που τον είδα από κοντά, ο Porky είχα γίνει.
“Are you a
torturer?” τον ρώτησα με ψεύτικο φόβο.
“Nah… but let this
be our secret, or I would be as intimidating as a teddy bear!” μου απάντησε χαχανίζοντας με τη σειρά του.
“For the Cause!” του είπα υψώνοντας
το χέρι μου!
“For the Cause!” μου απάντησε. “And for
Tzatziki!” συνέχισε,
κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια.
Εντάξει, αν δεν κατουρηθώ πάνω μου σήμερα
θα μπορείς να το πεις και θαύμα θαυμάτων.
«Έλα εδώ αρκούδι μου!» του είπα στα αγγλικά
χαμογελώντας σκανταλιάρικα. «Κάνε με μια αρκουδίσια αγκαλίτσα!»
«Τώρα μιλάς σωστά!» μου απάντησε με μάτια
που σπιθίριζαν από ενθουσιασμό και έσφιξε πάνω του με τόση δύναμη που θα έκανε
ακόμα και τον πιο φιλόδοξο βόα να κοκκινήσει από τη ντροπή του.
«Αέρα!» του είπα με ψεύτικη απελπισία.
«Αν δεν ψήνουν παϊδάκια κάπου δίπλα, ο
αέρας είναι υπερτιμημένος!» μου απάντησε δίνοντάς μου ένα τρυφερό φιλί στα
μαλλιά.
«Έχω και στόμα!» του είπα με ψεύτικο
παράπονο.
Κοκκίνησε λίγο ο γλυκούλης μου. «Έχει
κόσμο!» μου είπε ντροπαλά.
«Ρε έλα εδώ και άσε τα σάπια!» του είπα και
τον άρπαξα και τον έκανα να γείρει προς το μέρος μου. Δύο λεπτά αργότερα τον
άφησα να βρει τις ανάσες σου χαμογελώντας σα χορτασμένη αλεπού.
Θα τα
λέω στη Μαίρη και δε θα με πιστεύει, θα μου λέει ότι είχα παραισθήσεις!
«Λοιπόν,» μου είπε γυρνώντας ελαφρά προς το
μέρος μου. «Έχεις αδέρφια;»
«Ναι, έχω έναν αδερφό, έξι χρόνια
μικρότερο. Geek και του λόγου του αλλά πιο αποφασισμένος από εμένα που σταμάτησα στο master, εκείνος συνέχισε
για διδακτορικό!»
«Ναι; Σε τι;»
«Μαθηματικός!» του απάντησα. «Και καλός, ε;
Το διδακτορικό του το κάνει στο Stanford!» του απάντησα ως περήφανη μεγάλη αδερφή.
«Μπράβο του!» μου απάντησε χαμογελαστός.
«Γονείς;»
«Ε, κι από αυτούς έχω, δε φύτρωσα στον
πλανήτη!» του απάντησα κοροϊδευτικά.
Αντί απάντησης μου έκανε ένα δήθεν
αγριεμένο “GRRRRRRR” και μετά ένα τρυφερό ping
στη μύτη, κάνοντάς με να χαχανίσω.
“Say no to violence!” είπα με πάθος ιεροκήρυκα, και μετά πέταξα και τον υπαινιγμό μου. “Unless it’s
for the Cause!”
“Or… for
just because!” μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι πονηρά,
κάνοντας με να κοκκινήσω ελαφρώς!
«ΙΙΙΙΚ! Δεν ντρέπεσαι;» τον ρώτησα στα
αγγλικά δήθεν θιγμένη.
«Καθόλου όμως!» μου είπε κλείνοντάς μου και
πάλι το μάτι.
Εκεί ακολούθησε και πάλι μια γρήγορη
λαρυγγοσκόπηση, άλογο τον είχα κάνει τον γλυκούλη μου από το πρώτο μας φιλί και
μετά!
«Ο μπαμπάς μου είναι γιατρός, καρδιολόγος!»
του εξήγησα. «Η μητέρα μου είναι φιλόλογος, καθηγήτρια σε λύκειο! Για τον
αδερφό μου, σου είπα!»
«Και πώς τους λένε;» με ρώτησε με
ενδιαφέρον.
«Τον μπαμπά μου τον λένε Ανέστη και τη
μητέρα μου Ευτυχία. Τον μικρό μου αδερφό τον λένε Παναγιώτη.»
«Και ποιος σε μύησε στη ροκ και στη metal;» με ρώτησε πάλι.
«Στη μουσική ο πατέρας μου και στη
λογοτεχνία, ποια άλλη, η μητέρα μου!»
«Και μένα ο πατέρας μου είναι δάσκαλος. Η
μητέρα μου είναι χημικός μηχανικός, καθηγήτρια στο KU Leuven, αν το έχεις
ακουστά.»
«Δεν το ξέρω,» του είπα στεναχωρημένη.
«Ε, καλά δεν πειράζει,» μου απάντησε
χαμογελώντας. «Μουσική και λογοτεχνία είναι επιρροές του πατέρα μου. Από τη
μητέρα μου πήρα την αγάπη για την επιστήμη… και το geekiness,» μου είπε
χαμογελαστός.
«Αδέρφια δεν έχεις;»
«Όχι, τους βγήκα εγώ που κάνω για δέκα! Η
μητέρα μου καμιά φορά αστειεύεται ότι αν είχε κάνει δίδυμα λιγότερο θα την
είχαν εξαντλήσει στη γέννα. Γεννήθηκα σχεδόν 6 κιλά!» μου είπε ντροπαλά!
«Ο Χριστός και η Παναγία!» μου ξέφυγε στα
ελληνικά. Ο Maurice χαμογέλασε αμήχανα. “I
meant… sorry babe,” του είπα ακόμα πιο στεναχωρημένη.
“Kiss or it didn’t happen!” μου απάντησε ο
γλυκούλης μου δίνοντάς μου την καλύτερη διέξοδο.
Φιλί θέλει ο αρκούδος μου;
Τρία λεπτά αργότερα τον άφησα πριν γίνουμε
θέαμα. Τα χείλη του είχαν σχεδόν κοκκινίσει αλλά το πρόσωπό του σχεδόν έλαμπε!
«Τι… Τι έλεγα;» με ρώτησε αφηρημένα. «Α,
ναι! Και η φουκαριάρα είναι και μικροκαμωμένη, μου έλεγε ότι από κάποιο μήνα
και μετά δε μπορούσε να στρίψει!» συνέχισε χαχανίζοντας. «Όπως καταλαβαίνεις
βγήκα με καισαρική…»
«Και πώς τους λένε τους γονείς σου;»
«Τον πατέρα μου τον λένε Willem. Σαν τον Willem van der Decken!»
«Κάτι μου θυμίζει αυτό!» είπα. Ήμουν
σίγουρη ότι το είχα ξανακούσει το όνομα. «Δώσε μου hint!»
«Καπετάνιος… Ενός καταραμένου καραβιού!»
«Ο καπετάνιος του Ιπτάμενου Ολλανδού!» του
είπα περήφανη με τον εαυτό μου που το θυμήθηκα, έστω και αν χρειάστηκα hint.
«Ακριβώς!» μου είπε χαμογελώντας. “De Vliegende Hollander” μου είπε και
ακούστηκε περίπου σαν “Ντε Βλίγχεντε Χόλανντερ”. Με κοίταξε με αυτό το υπέροχο
αρκουδίσια τρυφερό βλέμμα του. «Τη μητέρα μου την λένε Martine!»
«Και ο Ιπτάμενος Ολλανδός του Βάγκνερ είναι
η αγαπημένη μου όπερα,» συμπλήρωσε κοιτάζοντάς με ντροπαλά.
Η αλήθεια είναι ότι εγώ δεν είμαι fan της κλασσικής
μουσικής, να κάτι στο οποίο βγήκα διαφορετική από τον πατέρα μου και τη μητέρα
μου, που αμφότεροι λατρεύουν την κλασσική μουσική. Το ίδιο και ο αδερφός μου,
που εκτός από μαθηματικός είναι και πιανίστας. Μ’ αρέσει να ακούω μουσική, κατά
προτίμηση rock και metal, αλλά ποτέ δε με γέμισε η ιδέα να παίξω κάποιο μουσικό όργανο.
Μ’ αρέσει να τραγουδάω πάντως και έχω και
αρκετά αξιοπρεπή φωνή, να είναι καλά τα γονίδια της μαμάς. Μπορώ να πιάσω
αρκετά ψηλές οκτάβες, έχω φυσικό βιμπράτο και στα σχολικά μου χρόνια συχνά
έπεφτε ο κλήρος σε μένα να τραγουδήσω στις σχολικές γιορτές. Δηλαδή δεν έπεφτε
κανένας κλήρος, με τελείως δημοκρατικές διαδικασίες έλεγαν “Θα τραγουδήσει η Αλοϊζάκη”
και τα σκυλιά δεμένα.
«Και οι δυο μου γονείς και ο αδερφός μου
ακούνε κλασσική μουσική!» του είπα. «Εγώ not so much, να σου πω την
αλήθεια!»
“De gustibus,” μου απάντησε αδιάφορα. Αυτό το ήξερα, το έλεγε η μαμά μου αντί του
«περί ορέξεως κολοκυθόπιτα!»
«Αλλά θα ήθελα να πάω σε όπερα,» του είπα
και το εννοούσα. Και για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, εννοούσα *μαζί του*.
Μικρότερη με τους γονείς μου και τον αδερφό
μου, που με είχαν σούρει μια-δυο φορές και κάπου εκεί σταμάτησαν να προσπαθούν!
«Αλήθεια;» με ρώτησε με ένα χαμόγελο που
έκανε το πρόσωπό του να λάμπει.
«Αλήθεια!» του απάντησα χαϊδεύοντάς του
τρυφερά το χέρι.
«Αφού είπες δεν σ’ αρέσει η κλασσική
μουσική!»
«Μου αρέσει ωστόσο η παρέα σου και το
χαμόγελό σου!» του απάντησα στα ίσια, κάνοντάς τον να χάσει τα λόγια του για
μερικές στιγμές! Σκέτη γλύκα ήταν π’ ανάθεμά τον!
Εμένα μου λες! Από λούτρινο σε μια στιγμή
έγινε αρκούδα των σπηλαίων, με τράβηξε πάνω του και όταν με άφησε—χωρίς ανάσα—κόντευα
να ξεχάσω πως με λένε.
“Woah” είπα ξέπνοη—και πιθανότατα με το σπινθηροβόλο
βλέμμα της αγελάδας.
“Just Because!” μου απάντησε ντροπαλά.
Ήταν υπέροχα απρόβλεπτος. Από τη μια
μαζεμένος, ντροπαλός και συνεσταλμένος, σε μια στιγμή μπορούσε να γίνει
παιχνιδιάρης, να πετάξει—άλλοτε με επιτηδευμένο deadpan ύφος, άλλοτε με σκανταλιάρικο—kinky υπονοούμενα, να
γίνει διεκδικητικός και μετά να ξαναγυρίσει στην χαριτωμένη ντροπαλοσύνη μικρού
αγοριού.
Είναι σα να είχε τέσσερις διαφορετικούς
ανθρώπους μέσα του, και ο καθένας να παίρνει τα ηνία όποτε και όταν πρέπει.
Αρχικά νόμιζα ότι η ντροπαλοσύνη ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του, αλλά τώρα
καταλαβαίνω ότι είναι μάλλον σαν εκείνα τα matryoshka, τις ρωσικές κούκλες—κάθε φορά που
ανοίγει μια, αποκαλύπτεται μια άλλη από κάτω.
Και το πιο εκπληκτικό είναι ότι καμία από
αυτές τις “εκδοχές” δεν μοιάζει τεχνητή ή αναγκασμένη. Δεν είναι performance για να με
εντυπωσιάσει, είναι... είναι… είναι απλά ο Maurice.
Ο τρόπος που αλλάζει από το deadpan στο σκανταλιάρικο
είναι σαν να βλέπω έναν καλό DJ που ξέρει ακριβώς πότε να αλλάξει το groove του τραγουδιού.
Διαβάζει τη στιγμή, τη διάθεσή μου, τη χημεία ανάμεσά μας, και προσαρμόζεται.
Δεν είναι τυχαίο—είναι ενστικτώδης συναισθηματική νοημοσύνη.
Αλλά αυτό που με κάνει να λιώνω εντελώς
είναι η επιστροφή στη “χαριτωμένη ντροπαλοσύνη μικρού αγοριού”. Είναι σαν να
λέει: “Οκ, έδειξα τα δόντια μου, αλλά στη βάση μου είμαι ένα μεγάλο λούτρινο
που θέλει αγκαλιές και να του χαϊδεύουν τα μαλλιά”.
Σα γάτα. Πραγματικά σα γάτα. Ήταν σαν ο Maurice να είναι η
ανθρώπινη εκδοχή του Μπλάκι ή ο Μπλάκι η γατήσια εκδοχή του Maurice. Βαθιά
καλλιεργημένος, με απίστευτο χιούμορ, τρυφερός, αγκαλίτσας, πώς να μη νιώθω
μέσα σε μια μέρα ότι όχι απλά έχω δαγκώσει τη λαμαρίνα, αλλά την κάνω και
τσιχλόφουσκες;
Ίσως γι’ αυτό και δεν είχε match στο Tinder. Οι φωτογραφίες
δείχνουν μόνο μία διάσταση ενός ανθρώπου, και αν δεν ξέρεις να ψάχνεις για τα
υπόλοιπα layers, μπορεί να χάσεις ένα διαμάντι. Οι περισσότερες ίσως είδαν έναν λίγο geeky τύπο και swipe left, χωρίς να καταλάβουν τι κρύβεται από πίσω.
Their loss, my gain!
“Τι σκέφτεσαι;” με
ρώτησε σχεδόν ντροπαλά.
Και εκεί έκανα κάτι που είχα να κάνω από τα δεκάξι μου και τις πρώτες μου σχέσεις. Μετά τις πρώτες χλαπάτσες είχα πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι οι σχέσεις είναι ένας διαρκής χορός, ή κάποιες φορές ένα παιχνίδι πόκερ, που ποτέ δεν πρέπει να ανοίγεις όλα σου τα χαρτιά. Είχα μάθει από μικρή—και με το σκληρό τρόπο—πως καλοί οι έρωτες, οι αγάπες και τα λουλούδια, ωστόσο χωρίς μια γερή δόση κυνισμού είναι συνταγή για καταστροφή.
An unstoppable
force meets an unmovable object. Μα στον κόσμο δεν
υπάρχουν unmovable objects, και ουαί τοις
ηττημένοις. Κάηκε κάμποσες φορές η γούνα μου για να πάρω το μάθημά μου.
Ωστόσο… δεν ξέρω… Μπορεί μετά η Μαίρη να με
μούτζωνε με χέρια και με πόδια αλλά έκανα αυτό που ούρλιαζε το ένστικτό μου.
Του είπα την αλήθεια. Ωμή. Παίρνοντας το
ρίσκο να τον τρομάξω, παίρνοντας το ρίσκο να τραβήξω το χαλί κάτω από τα ίδια
μου τα πόδια.
“Ι started falling for you,” του απάντησα. “Hard!”
Αν περίμενε οποιαδήποτε απάντηση, σίγουρα
δεν ήταν αυτή. Τα μάτια του σχεδόν γούρλωσαν. Μα δεν ήταν τρόμος, το έβλεπα
καθαρά. Ήταν έκπληξη. Ωμή έκπληξη. Το πρόσωπό του φωτίστηκε πάλι.
“Sorry, I’m rebooting!” μου είπε, κάνοντάς
με να βάλω τα γέλια.
“As long as you don’t
fall into a boot loop!”
Με κοίταξε για μερικές στιγμές, και τι πήγε
και έκανε ο αθεόφοβος; Πήρε μια από τις οδοντογλυφίδες, την άνοιξε, τύλιξε
προσεκτικά μια χαρτοπετσέτα και μου την έδωσε.
“Just in case, this is the reset button!” μου είπε δείχνοντάς μου το δεξί του αυτί,
και αν δε με άκουσε όλο το Κεφαλάρι να κακαρίζω σαν την μανιακή να μη με λένε
Σόφη!
Στην καφετέρια καθίσαμε περίπου μέχρι τις
εννιάμιση και μετά, όπως μου είχε τάξει, με πήγε για ρομαντικό δείπνο.
Παϊδάκια, αρνίσια και πρόβια, χωριάτικη που ξεχείλιζε από κρεμμύδι και
τζατζίκι. Πολύ τζατζίκι. Η ταβέρνα ήταν στον Άγιο Στέφανο—την είχα κι εγώ
ακουστά αλλά δεν είχε τύχει ποτέ να φάω εκεί.
Και εκείνη την ημέρα έμαθα τι έχανα τόσο
καιρό. Δεν ήταν παϊδάκια αυτά, ήταν αμβροσία, ήταν ποίηση στη σχάρα. Για πρώτη
φορά μετά τον Αργύρη—να μη λέμε μόνο τα άσχημα, να λέμε και τα καλά του—ένιωθα
τελείως ακομπλεξάριστη. Τα παϊδάκια δεν τρώγονται με μαχαιροπίρουνα και ο Maurice μου έδωσε το καλό
παράδειγμα.
“Let my soul die with the Philistines!” μου είπε όταν μας έφεραν τη γαβάθα με τη χωριάτικη κάνοντάς με να
βάλω στα γέλια.
«Είσαι στο σωστό μέρος και με τη σωστή
παρέα,» του απάντησα στα αγγλικά. «Οι Φιλισταίοι είχαν καταγωγή από τον
Ελλαδικό χώρο, πιθανότατα την Κρήτη, όπως και η αφεντιά μου!»
Του είχα πει σήμερα αντί για μπύρα να
πιούμε κρασί, ρετσίνα για την ακρίβεια. Μου γέμισε το ποτήρι.
«Στη Φιλισταία μου!» μου είπε χαμογελώντας.
«Στον αρκούδο μου!» του απάντησα
τσουγκρίζοντας τα ποτήρια.
Ήπιαμε μια γουλιά, ο Maurice πιο επιφυλακτικός
μιας και δεν είχε δοκιμάσει ποτέ του ρετσίνα.
“Woah! Strong!” μου είπε.
“Let me put it this
way,” του είπα χαμογελώντας. “Retsina is to other wines, what tzatziki is to yogurt sauces! If it
didn’t bite you, it wasn’t the real deal!”
Και τότε ήρθε και το τζατζίκι. Το καυτερό
τζατζίκι. Το θέλω να πάω στη μαμά μου κλαίγοντας, τζατζίκι.
Το πραγματικό τζατζίκι, όχι το γιαούρτι που
σερβίρουν στα πιο πολλά μαγαζιά.
“Strong as the retsina!” μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι.
«Θεέ μου, αυτό είναι καλύτερο και από της
κυρά-Σοφίας!» είπα με γνήσιο ενθουσιασμό.
“Who?” με ρώτησε.
«Της γιαγιάς μου,» του είπα. «Μητέρα της
μαμάς μου! Μέχρι τώρα πίστευα ότι έφτιαχνε το καλύτερο τζατζίκι. Not anymore!»
«Περίμενε να δοκιμάσεις τα παϊδάκια. Προχθές
τέσσερα άτομα φάγαμε τρία κιλά!» μου είπε χαμογελώντας ντροπαλά.
«Αρκούδι μου, δε θέλω να σε απογοητεύσω,
αλλά στο χωριό μου τα τέσσερα κιλά παϊδάκια τα λέμε ορεκτικό!» του απάντησα
κάνοντάς τον να σκάσει στα γέλια.
Και εκείνη τη στιγμή ήρθαν τα παϊδάκια, και
όποιος πρόλαβε τον Κύριο οίδε.
“I love Greece,” μου είπε
πέφτοντας πίσω στην καρέκλα του σαν πολεμιστής μετά από τη μάχη. Καλά, όχι ότι
εγώ ήμουν καλύτερη. Και διηγώντας τα να κλαις, μοιρολόγησα τα δύο κιλά που είχα
καταφέρει να χάσω, ούσα σίγουρη ότι αυτή τη φορά θα επέστρεφαν και με τόκο.
«Σοφία, σε πειράζει να κάνω ένα τσιγάρο;»
με ρώτησε κοιτάζοντάς με διστακτικά.
«Καπνίζεις;» τον ρώτησα έκπληκτη.
«Socially και μόνο μετά από εξαιρετικό φαγητό,» μου
εξήγησε.
«Και γιατί μου ζητάς άδεια αρκούδε μου;»
«Μήπως σε ενοχλεί… μετά…» είπε και πάλι
ντροπαλά, εννοώντας το φιλί, και κάνοντάς με να σκάσω στα γέλια.
«Μωρό μου, φάγαμε ένα κήπο κρεμμύδια στη
σαλάτα και ένα πιάτο τζατζίκι που είχε περισσότερο σκόρδο απ’ ότι γιαούρτι, και
φοβάσαι μη με ενοχλήσει η γεύση του καπνού;»
«Ένα δίκιο το έχεις,» μου είπε
χαχανίζοντας.
«Όχι, δε με πειράζει,» του είπα
χαμογελώντας. «Έλα, έρχομαι να σου κάνω παρέα!» του είπα και σηκωθήκαμε και οι
δυο μας να βγούμε πιο έξω. Βέβαια έξω ήμασταν και πριν, αλλά δίπλα μας καθόταν
μια οικογένεια με μικρά παιδιά και ο Maurice δεν ήθελε να καπνίσει δίπλα τους.
«Αααχ,» είπε τραβώντας ηδονικά μια τζούρα
και έβαλα τα γέλια καθώς θυμήθηκα το γνωστό αστείο.
«Τα τρία καλύτερα πράγματα στον κόσμο,» του
εξήγησα καθώς με κοιτούσε με απορία, «είναι ένα ποτό πριν και ένα τσιγάρο
μετά!»
Με κοίταξε για μερικές στιγμές και τότε
στρόφαρε και του έφυγε και εκείνου ένα ροχαλητό. Βέβαια το αστείο υπονοεί το
σεξ και όχι το φαγητό, αλλά δε βαριέσαι. Και τα παϊδάκια, οργασμικά ήταν.
Χώρια που έτσι βραδύκαυστη που είμαι πιο
πιθανό είναι να νιώσω οργασμό τρώγοντας παϊδάκια παρά κάνοντας σεξ, αχ βαχ.
«Σόφη;» με ρώτησε αλλά η φωνή του δεν ήταν
διστακτική, ήταν πιο πολύ για να βεβαιωθεί ότι είχα την προσοχή του. «Θες να
πάμε θάλασσα αύριο;»
Ειλικρινά; Θα προτιμούσα να είχα χάσει άλλα
τρία κιλά πριν με δει με μαγιό. Βέβαια αυτό προϋπέθεται δύο βασικά πράγματα:
Πρώτον ότι δεν είχα πάρει σε μια μέρα αυτά τα δύο που μετά κόπων και βασάνων
είχα χάσει, και δεύτερον, να καταφέρω κάτι που δεν είχα καταφέρει τέσσερα
ολόκληρα χρόνια, να χάσω περισσότερα από δύο.
«Ναι!» του απάντησα πριν οι ανασφάλειές μου
με κυριέψουν τελείως. «Πολύ θα το ήθελα,» συμπλήρωσα χαμογελώντας.
«Σίγουρα;» με ρώτησε αυτή τη φορά
διστακτικά, έχοντας διαβάσει τον στιγμιαίο δισταγμό μου.
“Yes, babe, I’m sure!” του απάντησα τονίζοντας επίτηδες το babe, κερδίζοντας και πάλι το χαμόγελο που έκανε το
πρόσωπό του να φωτίζεται.
“Great!” μου απάντησε ενθουσιασμένος. «Κάποιοι
συνάδελφοι μου είπαν ότι είχαν πάει σε ένα μέρος που είχε και εξέδρα για
βουτιές… νομίζω Λιμανάκια το έλεγαν» είπε προφέροντας με κάποια δυσκολία τη
λέξη “Λιμανάκια.”
«Θες και λιμανάκια;» του είπα χαχανίζοντας.
“Why not! If nothing else, I
will make a big splash!” μου είπε τρολάροντας τον εαυτό του, και κάνοντάς με να βάλω και πάλι
τα γέλια.
“Well, you
won’t be
alone!” του είπα χαϊδεύοντας
επίτηδες το στομάχι μου.
“For the Cause!” μου είπε.
“For the homemade tsunami!” του απάντησα κάνοντάς τον αυτή τη φορά να
βάλει τα δυνατά γέλια.
Γιατί όπως λένε και στο χωριό μου, αν είναι
να γίνεις ρεζίλι, γίνε ρόμπα ξεκούμπωτη. Be a legend!
Στην καφετέρια, όταν είχε έρθει ο
λογαριασμός και είχα κάνει να βγάλω το πορτοφόλι μου, με είχε κοιτάξει
ικετευτικά, θέλοντας να μου δείξει ότι θέλει να πληρώσει εκείνος. Στην ταβέρνα
πήγε να μου κάνει το ίδιο κόλπο, αλλά αυτή τη φορά δεν άκουγα κουβέντα.
“Maurice,” του είπα σοβαρή-σοβαρή.
“Sophie,” μου απάντησε στο ίδιο ύφος. “Please,” μου είπε αλλά το please του αυτή τη φορά
δεν είχε μέσα του παράκληση. Ήταν… ήταν επιτακτικό, δεν ξέρω πως να το πω.
“But…” ξεκίνησα να του λέω και εκεί με έκοψε,
αφοπλίζοντάς με τελείως.
“No ‘buts’, at
least not until tomorrow when I’ll see you with your swimsuit!”
«Α στο διάολο, βλαμμένο!» του έριξα σε
άπταιστα ελληνικά βάζοντας τα γέλια, και μπορεί να μην κατάλαβε γρι τι του
είπα, αλλά κατάλαβε το ύφος. “Drinks
on me, and
I hear no word!” του έκανα
σηκώνοντας το δάχτυλο δήθεν απειλητικά.
“But…” ξεκίνησε και αυτή τη φορά τον έκοψα εγώ με
στυλ.
“No ‘buts’ or I’ll make
yours redder than usual!” του πέταξα, αν και
μεταξύ μας θα προτιμούσα να είμαι εγώ αυτή που θα καταλήξει με τα μεριά της
κόκκινα, if you catch
my drift!
“Sorry daddy! I’ve been
naughty!” μου είπε με
λεπτή φωνή και παίζοντας τα βλέφαρά του σαν ντροπαλή κοπελίτσα—δυο μέτρα
γάιδαρος!—και παραλίγο να μου φύγουν τα παϊδάκια που είχα φάει από τη μύτη.
ΤΟΝ
ΛΑΤΡΕΥΩ!!!!!
Όσο για τα ποτά; Είχα πρόγραμμα! Υπάρχει
ένα μπαρ στα Βριλήσσια—η Κρύπτη—που ήλπιζα με όλη μου την ψυχή να μην του το
έχουν προλάβει. Πέτρα και ξύλο, με γοτθικό διάκοσμο, μέχρι και κρεμασμένο δράκο
είχε από το ταβάνι, έπαιζε αυστηρά hard
rock και metal, και αν του Maurice του άρεσε η fantasy—να κάτι που δεν
είχαμε συζητήσει μέχρι τώρα—θα πάθαινε ντιριντάχτα.
Όταν μπήκαμε στο μαγαζί ο Maurice κυριολεκτικά
χάζεψε. Πέρα από το ξύλο και την πέτρα, έχει ζωγραφισμένες και διάφορες σκηνές
από τον Elric του Melnibone, για την ακρίβεια ο δράκος ήταν ο δράκος του, ο Φλογοδόντης. Και εκτός
αυτού, αριστερά από τις τουαλέτες, είχε μια πέτρινη σκάλα πάνω στην οποία ήταν
σε κανονικό μέγεθος το ομοίωμα ενός μάγου.
“WHAT THE FUCK? IS THIS
FLAMEFANG?” με ρώτησε
δείχνοντας τον δράκο, έχοντας αναγνωρίσει τα σκηνικά στις τοιχογραφίες.
“The one and only!” του απάντησα χαμογελώντας σα χαζή.
Βρήκαμε και κάτσαμε σε ένα τραπέζι με τον Maurice να κοιτάζει
μαγεμένος το διάκοσμο του μαγαζιού, και εκεί ήρθε η σερβιτόρα για να μας πάρει
παραγγελίες. Η Κρύπτη έχει πολύ ψαγμένη συλλογή από μπύρες, και αν και εγώ δεν
είχα ιδέα, ο Maurice έμοιαζε να έχει βρει την προσωπική του Νιρβάνα.
“You trusted me with
retsina, I’m trusting
you with the beer!” του είπα αφήνοντάς τον
να διαλέξει εκείνος μπύρα για μένα.
“If you like the
strong bitter taste, you’re gonna fall in love all over again!” μου είπε κλείνοντάς μου παιχνιδιάρικα το μάτι.
Είχα ρισκάρει και του είχα πει, ακούγοντας
τα ένστικτά μου, ότι έχω αρχίσει να τη δαγκώνω μαζί του.
Και με μια απλή του καθημερινή φρασούλα, με
ένα απλό παιχνιδιάρικο κλείσιμο του ματιού του, τα δικαίωσε.
Λες και το Σύμπαν ήθελε να μας δείξει
σημάδι, εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε να παίζει το temple of the king.
One day in the year of the foxCame a time remembered wellWhen the strong young man of the rising sunHeard the tolling of the great black bell
Μα δεν ακούσαμε το τραγούδι, γιατί εκείνη
τη στιγμή ο Maurice άρχισε να μου μιλάει με πάθος για τον Elric.
“Sophie, you
have no idea what you just did to
me,” μου είπε
κοιτάζοντας γύρω του στο μαγαζί με γουρλωμένα μάτια. “This is... this is like finding a temple
dedicated to something you thought only you cared about.”
“Go on…”
του είπα χαμογελώντας.
“Listen,” συνέχισε κάνοντας μια παύση για να πάρει
μια γουλιά μπύρα, “most people who read fantasy stop at Tolkien or Martin, right? And don’t get me wrong,
they’re great for what they are. But Moorcock... Moorcock was doing something
completely different, decades before anyone else caught up.”
“How so?”
“Well, Tolkien
built this incredible world, right? Middle-earth is the star of the show. The
characters are... nice, noble, but kind of simple. They’re there to serve the
mythology. And Martin writes great political intrigue and realistic characters,
but honestly? If I want real political complexity, I’ll read Shogun. Toranaga’s
schemes make Westeros look like a soap opera.”
Γέλασα. “Harsh!”
“But true! Now Elric...” είπε και τα
μάτια του άναψαν. “Elric was the
first real antihero in fantasy. This isn’t some noble king or farm boy destined
for greatness. This is a drug-addicted albino prince who carries a
soul-drinking sword that’s slowly destroying him. He’s trying to do good, but
his very nature keeps corrupting everything he touches.”
“Sounds cheerful,” του είπα χαχανίζοντας.
“That’s the point!
Moorcock created this incredibly complex multiverse where every choice has
consequences, where heroes can be villains and vice versa. Elric doesn’t win
because he’s destined to—he survives, barely, and usually loses everything he
cares about in the process. It’s dark
poetry.”
Σταμάτησε και με κοίταξε σαν να προσπαθούσε
να καταλάβει αν με έκανε να βαρεθώ, και με βρήκε να τον κοιτάζω τελείως
ερωτοχτυπημένη.
“The fact that you
brought me to a place with Flamefang hanging from the ceiling means you get it.
You understand that some of us prefer our fantasy with actual psychological
depth, not just cool worldbuilding or political scheming.”
“Well,” του είπα κλείνοντάς του το μάτι, “I had a feeling that
if you were into fantasy, you wouldn’t be the ‘sword and sorcery for beginners’
type.”
“Definitely not,” μου απάντησε γελώντας. “Though
I have to ask—how did you even know about this place?”
“Mom and Dad.
Believe it or not, it’s a late seventies establishment!”
“Woah! 45 years?”
“Fifty, actually!” του απάντησα χαμογελώντας και μετά συνέχισα σε σημείο που είχα βρει
ενδιαφέρον.
Το Shogun το είχα ακουστά από τη μίνι-σειρά που είχε
βγει πέρσι (και που αργότερα έμαθα ότι ήταν remake μιας ακόμα πιο παλιάς μίνι-σειράς) αλλά δεν
το είχα ψάξει παραπάνω.
“Tell me more about
Shogun!”
“Oh God,
where do I
even start?” είπε ο Maurice και τα μάτια του άρχισαν να λάμπουν με τον
ίδιο τρόπο που είχαν λάμψει για τον Elric. “Shogun is... it’s like
watching a master chess player think fifty moves ahead, except every piece on
the board is a human being with their own agenda.”
Πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να προετοιμαζόταν
για μακρά εξήγηση.
“Clavell spent
years in Japan, right? And he doesn’t just write about samurai and honor and
all that surface stuff everyone expects. He digs into the psychology of power,
the way entire societies can be shaped by individual ambitions. Toranaga isn’t
just some wise leader—he’s this incredibly calculating politician who can
predict how people will react ten steps before they even know they’re going to
react.”
“Sounds
manipulative,” σχολίασα.
“Exactly! But that’s
what makes it brilliant. Toranaga manipulates everyone—allies, enemies, even
the protagonist Blackthorne. But he does it with such precision, such
understanding of human nature, that you end up admiring the artistry of it. And
the scary part? You realize this is probably how real politics works.”
Σταμάτησε για να πιει άλλη μια γουλιά.
“The book shows you
how power really operates—not through grand speeches or noble gestures, but
through understanding what people want, what they fear, and how to give them
just enough of both to make them do exactly what you need them to do. It’s
terrifying and fascinating at the same time.”
“And this makes
Westeros look simple?”
“Child’s play!” είπε γελώντας. “Martin’s
characters scheme and plot, sure, but it’s mostly obvious stuff—kill your
enemies, marry for alliance, betray before you get betrayed. Toranaga operates
on a completely different level. He’s playing a game where the rules themselves
are his weapons. It’s like comparing checkers to Go!”
“Go?”
“If you think chess
is complex, Go is on an entirely different plane of existence. Don’t just take
my word for it—the number of possible chess games is estimated around 10¹²⁰.
For Go, that number explodes past 10⁷⁶⁵. These figures are so astronomically large
they lose all meaning to us mere mortals. But here’s the kicker: Go isn’t just
more complex than chess—it’s more complex compared to chess than chess is
compared to tic-tac-toe!”
“Now I’m definitely
going to read it,” του είπα.
“You should! But
fair warning—once you see how Clavell builds that kind of complexity, a lot of
other books start feeling... shallow.”
“Huh!” του είπα. «Μόλις θυμήθηκα ότι τη μίνι σειρά
την έχει η Disney+. Να τη δω ή να διαβάσω πρώτα το βιβλίο;»
«Να τη δούμε μαζί, αν θες!» μου είπε
ντροπαλά. «Η αλήθεια είναι ότι την είδα με το που βγήκε, αλλά ευχαρίστως θα την
ξανάβλεπα!»
«Και το ρωτάς αρκούδε μου;» του είπα με την
καρδιά μου να κοντεύει να πεταχτεί από το στέρνο μου σαν newborn alien.
(Χριστέ μου, εφιάλτες είχα την πρώτη φορά
που είδα την ταινία. Α ρε πατέρα, με είχες κάψει!!!!)
«Και μετά να το διαβάσεις! Και μετά να
διαβάσεις όλα τα βιβλία του Asian
Saga!»
«Μου είχες τάξει Κάφκα!» τον πείραξα.
«Καλός και ο Κάφκα, αλλά αν έχεις να
διαλέξεις μεταξύ μοσχαρίσιας και μπρόκολου, η επιλογή είναι προφανής, όσο και
αν το μπρόκολο κάνει καλό στην υγεία!» μου είπε χαχανίζοντας!
Σωστός!
Καθίσαμε μέχρι τις δύο—που για την Κρύπτη
το λες και σουαρέ—αλλά επειδή είχαμε πει να πάμε την επόμενη για μπάνιο, κάπου
εκεί, με βαριά καρδιά, αποφασίσαμε να φύγουμε. Δηλαδή προσπαθήσαμε, αλλά ο DJ δε μας το έκανε εύκολο,
βάζοντας στη σειρά Gates of Babylon, Highway Star, Radar Love, και φύγαμε πάνω στο I surrender
γιατί αλλιώς θα περνούσαμε τη νύχτα μας εκεί.
Είκοσι λεπτά αργότερα σταμάτησε μπροστά από
το σπίτι μου και με συνόδεψε μέχρι την είσοδο.
«Σε ευχαριστώ για την υπέροχη βραδιά,»
ξεκίνησε να μου λέει και…
«Maurice, θέλεις να ανέβεις πάνω;» τον ρώτησα,
κάνοντάς τον να γουρλώσει τα μάτια του.
Η καρδιά μου είχε φτάσει στα πόδια μου.
“You sure?” με ρώτησε τρυφερά.
“More than I have
ever been in my life!” του είπα.
Και το εννοούσα.
4. There was something in the air that night
Εκείνη τη στιγμή η καρδιά μου πρέπει να
είχε χτυπήσει διακοσάρια. Ένιωθα τους παλμούς της να αντηχούν στα αυτιά μου σαν
τύμπανα, ενώ το στομάχι μου έκανε περίεργες τούμπες.
Αφήνοντας στην άκρη τις ατυχείς ερωτικές
μου περιπέτειες στην Πάρο, ακόμα και αν έκανα σεξ σε όλες μου τις σχέσεις—ή
έστω σε αυτές που διέκρινα κάποια προοπτική πέρα από το «θα σε πάρω τηλέφωνο»
που ποτέ δεν ερχόταν—ποτέ δεν είχα κάνει από το πρώτο βράδυ.
Στραβοκατάπια την ανησυχία μου,
προσπαθώντας να μην δείξω πόσο νευρική ήμουν, καθώς όσο ενθουσιασμένη και αν
ήμουν, έπαιρνα μεγάλο ρίσκο, και το ήξερα. Το ήξερα καλά.
Η είσοδος της πολυκατοικίας στεκόταν
μπροστά μας σαν πύλη σε άλλη διάσταση. Ήταν ο δικός μου Ρουβικώνας και η ζαριά
είχε ριχθεί. Τα δάχτυλά μου έτρεμαν ελαφρά καθώς έψαχνα τα κλειδιά στην τσάντα
μου. Ναι, το ξέρω ότι θα μπορούσα να πάρω την απόφασή μου πίσω. Το ξέρω πως αν
το έκανα και ο Maurice το έπαιρνε στραβά, απλά θα σήμαινε ότι δεν κάνει για μένα. Γι’ αυτό τα
είχα κάνει μεταφορικά πάνω μου.
Τον κοίταξα με την άκρη του ματιού
μου—στεκόταν ήρεμος, υπομονετικός, χωρίς να πιέζει. Ήξερα—χωρίς να ξέρω από πού
προερχόταν αυτή η βεβαιότητα—ότι δεν θα χαλιόταν, ή τουλάχιστον, θα σεβόταν το
πισωγύρισμά μου χωρίς να το κάνει θέμα.
Τότε; Τότε γιατί η καρδιά μου χτυπούσε σαν
τρελή;
Δεν ήθελα να το πάρω πίσω. Η αλήθεια ήταν
απλή και ξεκάθαρη μέσα μου. Δεν είχα τις ψευδαισθήσεις ότι θα ζούσα σήμερα
ερωτική συμφωνία που θα μ’ έκανε Κάλλας στο τέλος της βραδιάς, δεν το έκανα γι’
αυτό. Το έκανα… πήρα μια βαθιά ανάσα… το έκανα γιατί ήθελα να κοιμηθώ στην
αγκαλιά του και να ξυπνήσω στην αγκαλιά του.
Ήθελα να νιώσω την ανάσα του στο σβέρκο
μου, να ακούσω τον ήχο της αναπνοής του καθώς θα με κρατούσε. Για να σηκωθούμε
αύριο το πρωί μαζί, με τα μαλλιά μας ανακατεμένα και τα μάτια μας ακόμα βαριά
από τον ύπνο. Για να πιούμε το καφεδάκι μας λέγοντας χαζομάρες και γελώντας με
ανοησίες. Για να φύγουμε μαζί αύριο για να πάμε στη θάλασσα.
Μαζί.
Αυτό το ρημάδι το μαζί μου είχε λείψει τόσο
πολύ που πονούσε. Και ο χρόνος μαζί του είχε περάσει μέσα σε μια ανάσα, σαν
όνειρο που δεν θέλεις να ξυπνήσεις. Τη μία στιγμή ήταν εφτά το απόγευμα και
κατέβαινε από το αυτοκίνητο με το τριαντάφυλλο στο χέρι. Tην άλλη στιγμή ήταν δύο
τη νύχτα και προσπαθούσαμε να φύγουμε από την Κρύπτη, με τη μουσική να παίζει
ακόμα δυνατά και εμάς να λέμε και οι δυο μαζί, σχεδόν συγχρονισμένα, «Αυτό το
τραγούδι και φύγαμε!»
Το ασανσέρ ανέβαινε αργά, με τον
χαρακτηριστικό θόρυβο των παλιών μηχανημάτων. Στάθηκα δίπλα του, νιώθοντας τη
ζεστασιά του σώματός του. «Να ξέρεις ότι έχεις να δώσεις και εισαγωγικές
εξετάσεις!» του είπα προσπαθώντας να αστειευτώ, να σπάσω λίγο την ένταση που
ένιωθα.
“Pardon me?” με ρώτησε με γνήσια απορία, σηκώνοντας ελαφρά το ένα του φρύδι με
έναν τρόπο που τον έκανε ακόμα πιο γοητευτικό, κάνοντάς με να χαχανίσω. Το
γέλιο μου αντήχησε στον μικρό χώρο του ασανσέρ.
«Εννοώ τον Μπλάκι!» του απάντησα,
δείχνοντας με το χέρι μου προς τα πάνω, προς το διαμέρισμα. «Είναι λίγο…
επιλεκτικός με τις παρέες του.» Το πρόσωπό του φωτίστηκε από κατανόηση και
άρχισε να χαχανίζει και εκείνος με τη σειρά του, ένα βαθύ, ζεστό γέλιο που με
έκανε να νιώσω πεταλούδες στο στομάχι μου.
Βγήκαμε από το ασανσέρ που έτριξε για
τελευταία φορά και προχωρήσαμε στο διάδρομο προς την πόρτα του διαμερίσματός
μου. Τα βήματά μας αντηχούσαν απαλά στο πάτωμα. Πήρα μια βαθιά ανάσα που
προσπάθησα να μην ακουστεί πολύ εμφανής και ξεκλείδωσα την πόρτα. Τα χέρια μου
είχαν σταματήσει να τρέμουν—ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζα.
“After you, my good Sire!” του έκανα ανοίγοντας την πόρτα με μια
θεατρική χειρονομία, προσπαθώντας να κρύψω τη νευρικότητά μου.
Ο Maurice ωστόσο διάβασε ακόμα μια φορά τον δισταγμό
μου. Τα μάτια του—εκείνα τα απίστευτα εκφραστικά γκριζογάλανα μάτια—με κοίταξαν
με μια ανησυχία που με συγκίνησε.
“Are you sure, Sophie?” με ρώτησε αυτή τη
φορά πιο επιτακτικά, με φωνή απαλή αλλά σοβαρή. Στάθηκε εκεί, στο κατώφλι,
περιμένοντας την απάντησή μου.
“Yes,” του απάντησα μονολεκτικά, κοιτάζοντάς τον
κατευθείαν στα μάτια.
“Look… you
don’t have
to…” ξεκίνησε να μου
λέει, το χέρι του κινήθηκε σαν να ήθελε να με αγγίξει αλλά σταμάτησε στον αέρα.
Τον σταμάτησα όμως πριν προλάβει να ολοκληρώσει.
“After you, my good Sire!” επανέλαβα, αυτή τη φορά με περισσότερη
σιγουριά στη φωνή μου.
Χαμογέλασε κουνώντας ελαφρά το κεφάλι του,
ένα χαμόγελο που έφτανε μέχρι τα μάτια του. “Ok,” είπε απλά και πέρασε το κατώφλι.
Ἀνεῤῥίφθω
κύβος.
Περάσαμε μέσα στο μικρό χολ του
διαμερίσματος και εκεί μας περίμενε το αφεντικό. Ο Μπλάκι καθόταν στη μέση του
διαδρόμου, με την ουρά του τυλιγμένη γύρω από τα πόδια του, σαν φύλακας του
σπιτιού. Τα πράσινά του μάτια ήταν καρφωμένα στον ξένο με έκδηλη καχυποψία.
“Hello Blackie!” είπε τρυφερά ο Maurice και γονάτισε αργά, προσεκτικά, κάνοντας τον εαυτό του μικρότερο,
λιγότερο απειλητικό. Η φωνή του ήταν μελωδική, σχεδόν σαν να μιλούσε σε μωρό.
Το τερατάκι μου τον κοίταξε εξεταστικά, τα
μάτια του στένεψαν ελαφρά αλλά δεν έκανε βήμα ούτε μπρος, ούτε πίσω. Έμεινε
εκεί, σαν άγαλμα, αξιολογώντας τον εισβολέα στο βασίλειό του. Ήταν φανερό ότι η
εμπειρία του Maurice με τα κατοικίδια δεν περιοριζόταν στα σκυλιά.
Δεν επέμεινε, ούτε προσπάθησε να χαϊδέψει
τον Μπλάκι αμέσως. Έμεινε απλά εκεί, γονατιστός, αφήνοντας τον γάτο να τον
συνηθίσει. Οι κινήσεις του ήταν απαλές, μετρημένες, σαν να καταλάβαινε ακριβώς
πώς να προσεγγίσει ένα επιφυλακτικό ζώο. Σηκώθηκε αργά και προσεκτικά, κάθε
κίνηση υπολογισμένη για να μην τρομάξει τον μικρό μου φύλακα.
Ο Μπλάκι έκανε ένα διστακτικό βήμα μπροστά
και τον πλησίασε, το κεφάλι του χαμηλωμένο, η μύτη του δουλεύοντας υπερωρίες.
Του μύρισε προσεκτικά την άκρη του παπουτσιού και μετά την άκρη του
παντελονιού. Η πλάτη του έκανε μικρά τινάγματα, σαν να ήταν έτοιμος να
εκτοξευτεί προς οποιαδήποτε κατεύθυνση αν χρειαζόταν.
«Καλός Maurice,» του είπα τρυφερά, χρησιμοποιώντας εκείνη
την ειδική φωνή που κρατούσα μόνο για τον Μπλάκι, και έσκυψα και τον πήρα στην
αγκαλιά μου. Ένιωσα το μικρό του σώμα να τεντώνεται για μια στιγμή πριν
χαλαρώσει στα χέρια μου.
Συνήθως όταν το κάνω αυτό γίνεται μπουχός,
τα αυτιά του πηγαίνουν προς τα πίσω και με κοιτάζει με ένα βλέμμα που λέει
ξεκάθαρα «σοβαρά τώρα;». Είναι μεγάλος αγκαλίτσας, αλλά θέλει πάντα να το
ξεκινάει ο ίδιος, να είναι δική του επιλογή. Του έτριψα απαλά το κεφάλι πίσω
από τα αυτιά, εκεί που ξέρω ότι του αρέσει, και κάπου εκεί άρχισε να ηρεμεί.
Ένιωσα τους μυς του να χαλαρώνουν και μετά,
σαν μικρή νίκη, μου έγλειψε το χέρι με τη ροζ γλωσσίτσα του. Έσκυψα αργά και
τον άφησα και πάλι στο πάτωμα με προσοχή, και έκανε δυο-τρία βήματα μπροστά με
την ουρά αυτή τη φορά σηκωμένη ψηλά σαν περισκόπιο και χωρίς να καμπουριάζει.
Καλό σημάδι! Η καρδιά μου ανακουφίστηκε
λίγο.
«Έλα, πάμε!» είπα στον Maurice και πιάνοντάς τον
από το χέρι—το χέρι του ήταν ζεστό και σταθερό—τον οδήγησα στο σαλόνι. Ένιωσα
ένα μικρό ρίγος να διατρέχει το χέρι μου από την επαφή. «Θες να πιείς κάτι;»
τον ρώτησα προσπαθώντας να ακουστώ χαλαρή.
«Αν έχεις μπύρα, ευχαρίστως!» μου είπε.
Το χαμόγελό του ήταν αμήχανο με τον
χαριτωμένο τρόπο, και παρατήρησα πώς τα χέρια του δεν ήξεραν ακριβώς πού να
σταθούν—μια στιγμή στις τσέπες, την άλλη έξω. Αλλά σάμπως εγώ που είχα πάρει
και την πρωτοβουλία να τον φέρω σπίτι μου από το πρώτο βράδυ ήμουν καλύτερη; Τα
δικά μου χέρια έπαιζαν νευρικά με το φερμουάρ της τσάντας μου.
«Φυσικά και έχω!» του είπα, ίσως λίγο πιο
ενθουσιωδώς απ’ ό,τι χρειαζόταν.
Άναψα το air-condition γιατί το σπίτι ήταν ζεστό και τις τελευταίες μέρες είχε μίνι καύσωνα.
Με τον Μπλάκι στα πόδια μου σαν σκιά, πήγα στην κουζίνα και άνοιξα το ψυγείο.
Το φως του φώτισε το πρόσωπό μου και ένιωσα το δροσερό αέρα στο δέρμα μου.
Έβγαλα δύο κουτάκια μπύρα—από αυτές τις καλές που κρατούσα για ειδικές
περιπτώσεις. Έπλυνα τα κουτάκια προσεκτικά στο νεροχύτη, σκουπίζοντάς τα με την
πετσέτα, και γύρισα στο σαλόνι.
Βρήκα τον Maurice να στέκεται μπροστά στη βιβλιοθήκη, με το
κεφάλι του γερμένο στο πλάι κοιτάζοντας τα βιβλία. Εννοώ τη βιβλιοθήκη του
σαλονιού, γιατί στο σπίτι μου έχει παντού βιβλιοθήκες—από το δωμάτιό μου και το
γραφείο μου, μέχρι και στο χολ που οδηγεί στα δωμάτια. Βιβλία παντού,
στοιβαγμένα σε κάθε διαθέσιμη επιφάνεια, μάρτυρες της μανίας μου. Το φως
σαλονιού έπεφτε πάνω του δημιουργώντας ένα ζεστό φωτοστέφανο γύρω από τα μαλλιά
του.
«Bookworm,» μου είπε χαμογελώντας όταν επέστρεψα στο
σαλόνι, γυρίζοντας να με κοιτάξει με ένα βλέμμα που είχε κάτι σαν θαυμασμό.
“Pot, meet
kettle!” του είπα
χαχανίζοντας και δίνοντάς του το κουτάκι με τη μπύρα. Τα δάχτυλά μας άγγιξαν
για μια στιγμή κατά την ανταλλαγή και ένιωσα πάλι εκείνο το ρεύμα. «Το έχω
πλύνει το κουτάκι,» πρόσθεσα, σχεδόν απολογητικά.
Ναι, το ξέρω ότι θα μπορούσα να φέρω
ποτήρι. Θα ήταν το πιο κομψό, το πιο «σωστό». Αλλά… δεν ξέρω. Κάτι μέσα μου
ένιωθε ότι ο Maurice είχε κερδίσει με το σπαθί του την οικειότητα να μοιραστούμε τις μπύρες
μας από το κουτάκι, σαν κάποιοι που έχουν περάσει μαζί χίλιες δυο περιπέτειες
και όχι σαν δύο άνθρωποι που μόλις γνωρίστηκαν.
Πήρε το κουτάκι στο χέρι του και το άνοιξε
με έναν ήχο που έσπασε τη σιωπή. Το μεταλλικό κλικ ήχησε παράξενα δυνατό.
Άνοιξα κι εγώ το δικό μου. Γύρισα προς τον καναπέ και με ακολούθησε. Τα βήματά
του ήταν αθόρυβα στο μάρμαρο.
Έκατσε δίπλα μου, αλλά όχι πολύ κοντά.
Άφησε ένα μικρό κενό ανάμεσά μας, ακριβώς αρκετό για να νιώθω την παρουσία του
χωρίς να είναι καταπιεστική. Ο Maurice απ’ ότι είχα καταλάβει από τη φύση του στις λίγες ώρες που τον
γνώριζα, δεν έκανε τίποτα στην τύχη. Ήταν σα να μου έλεγε χωρίς λόγια: «Σε
βλέπω Σόφη. Είμαι εδώ, είμαι δίπλα σου, θέλω να είμαι κοντά σου, αλλά σου δίνω
το χώρο σου. Δεν θα σε πιέσω, δεν θα κάνω κίνηση που δεν θέλεις.»
Ετοιμαζόμουν να κάνω εγώ την κίνηση, να
κλείσω την απόσταση μεταξύ μας, όταν—τσουπ!—εμφανίστηκε σαν από το πουθενά ο
Μπλάκι και χώθηκε σα σφήνα ανάμεσά μας. Με χειρουργική ακρίβεια υπολόγισε το
ακριβές σημείο που θα τον έκανε το κέντρο της προσοχής.
Δε γύρισε κοιλιά βέβαια παρουσία του Maurice—αυτό θα
έλειπε—ωστόσο έδειξε ότι αισθανόταν αρκετά άνετα στο βαθμό που θα μπορούσε να
αισθανθεί με κάποιον που έβλεπε για πρώτη φορά. Κάθισε με την πλάτη ίσια, την
ουρά τυλιγμένη γύρω του, κοιτάζοντας ευθεία μπροστά σαν να μην συνέβαινε
τίποτα.
“Hello again, little one!” του είπε με
απίστευτη τρυφερότητα στη φωνή του ο Maurice.
Η φωνή του είχε εκείνη την ποιότητα που
έχουν οι άνθρωποι που πραγματικά αγαπούν τα ζώα—ζεστή, υπομονετική, γεμάτη
κατανόηση. Αυτή τη φορά άπλωσε το χέρι του προς τον Μπλάκι, αργά, σταθερά. Δεν
το έκανε διστακτικά, σαν να φοβόταν, αλλά δεν το έκανε και απότομα σαν να ήθελε
να τελειώνει. Ναι, σίγουρα είχε εμπειρία από γάτες—ήξερε τον χρυσό κανόνα: ποτέ
μην πιέζεις μια γάτα.
Το δάχτυλό του αιωρήθηκε για μια στιγμή
πάνω από το κεφάλι του Μπλάκι, περιμένοντας. Ο Μπλάκι σήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε
προσεκτικά, με τις κόρες των ματιών του ελαφρώς διεσταλμένες από την
περιέργεια. Μπορούσα να δω τη στιγμή που πήρε την απόφασή του—ένα μικρό τίναγμα
των αυτιών, μια ελάχιστη χαλάρωση των μυών.
Αργά, απαλά, ο Maurice χαμήλωσε το
δάχτυλό του και του έτριψε απαλά το κεφάλι ανάμεσα στα αφτιά, εκεί ακριβώς όπου
άρεσε στον Μπλάκι. Ο τελευταίος χαμήλωσε λίγο το κεφάλι του, όχι από φόβο αλλά
από ευχαρίστηση, αλλά δεν τραβήχτηκε. Τα μάτια του μισόκλεισαν.
Ο Maurice επανέλαβε την κίνηση, αυτή τη φορά λίγο πιο
σίγουρα, και μετά άφησε το χέρι του να πέσει αργά στον καναπέ, ξεκουράζοντάς το
εκεί, ανοιχτό, διαθέσιμο αλλά όχι επιθετικό.
Και τότε—ω θεέ μου, η στιγμή που
περίμενα!—ο Μπλάκι έτριψε το κεφάλα του στο χέρι του Maurice. Πρώτα διστακτικά,
μετά με περισσότερη πεποίθηση. Ένιωσα τα βρακιά μου να λερώνονται από τη χαρά
μου! Ο γάτος μου, ο επιλεκτικός, δύσκολος, υπερβολικά προστατευτικός γάτος μου,
είχε δεχτεί τον Maurice!
Χαμογελώντας—ένα πλατύ, ειλικρινές χαμόγελο
που έκανε τις άκρες των ματιών του να ζαρώσουν—χάιδεψε πάλι τον Μπλάκι ανάμεσα
στ’ αφτιά. Αυτή τη φορά ο Μπλάκι όχι μόνο δέχτηκε το χάδι, αλλά άρχισε να του
τρίβεται ακόμα πιο θαρρετά στο χέρι, σημαδεύοντάς τον με τη μυρωδιά του,
κάνοντάς τον δικό του.
Τα μάτια μου συνάντησαν αυτά του Maurice πάνω από το κεφάλι
του Μπλάκι και μοιραστήκαμε ένα βλέμμα γεμάτο νόημα. Είχε περάσει το τεστ.
Ο Μπλάκι, ακόμα πιο χαλαρός τώρα που είχε
δώσει τη σφραγίδα έγκρισής του, σηκώθηκε με τη χάρη που μόνο οι γάτες κατέχουν.
Με δύο σάλτα—το πρώτο στο μπράτσο του καναπέ, το δεύτερο στην κορυφή—βρέθηκε
στο γατόδεντρό του, το προσωπικό του κάστρο από όπου επέβλεπε το βασίλειό του.
Τακτοποιήθηκε στην αγαπημένη του πλατφόρμα,
εκείνη που του επέτρεπε να έχει πλήρη θέα του σαλονιού. Μας κοίταξε για μερικές
στιγμές με εκείνο το αινιγματικό βλέμμα των γατών—μισή περιέργεια, μισή
αδιαφορία—και μετά, σαν να αποφάσισε ότι δεν αποτελούσαμε κίνδυνο ή δεν είχαμε ιδιαίτερο
ενδιαφέρον, άρχισε να καθαρίζεται.
Η ροζ γλωσσίτσα του βγήκε και άρχισε τη
μεθοδική δουλειά στο τρίχωμά του, δείχνοντας με όλους τους δυνατούς τρόπους ότι
ένιωθε απόλυτα άνετα. Στη γλώσσα των γατών, αυτό ήταν η απόλυτη έγκριση.
«Στην υγειά μας!» έκανα στον Maurice, σηκώνοντας ελαφρά
το κουτάκι μου προς το μέρος του. Η φωνή μου ήχησε λίγο πιο χαρούμενη απ' ό,τι
σκόπευα, προδίδοντας την ανακούφιση και τη χαρά μου.
Τσουγκρίσαμε απαλά τα κουτάκια—ένας
μεταλλικός ήχος που αντήχησε στο ήσυχο δωμάτιο σαν μικρή καμπάνα. Έφερα το
κουτάκι στα χείλη μου και ήπια μια μεγάλη γουλιά. Ένιωσα το υγρό νέκταρ να
κυλάει στο λαιμό μου, κρύο και αναζωογονητικό, και το ανθρακικό να μου τον
καίει υπέροχα, αφήνοντας πίσω του ένα ευχάριστο τσούξιμο.
Τον είδα να παίρνει κι αυτός μια γουλιά, το
λαιμό του να κινείται καθώς κατάπινε. Μετά άφησε το κουτάκι του στο σουβέρ πάνω
στο τραπέζι—προσεκτικά, ακριβώς στο κέντρο. Και ναι, το πρόσεξα ότι το άφησε
στο σουβέρ. Εγώ που τα έχω για απλά διακοσμητικά και αφήνω τα ποτήρια μου όπου
να ‘ναι—στο τραπέζι, στο πάτωμα, πάνω σε βιβλία—εκείνος είχε την ευγένεια να το
χρησιμοποιήσει από την πρώτη στιγμή. Μικρές λεπτομέρειες που όμως έλεγαν πολλά
για τον χαρακτήρα του.
Άφησα και το δικό μου κουτάκι δίπλα στο
δικό του—όχι στο σουβέρ φυσικά, παλιές συνήθειες δύσκολα κόβονται—και έκλεισα
την μεταξύ μας απόσταση. Δεν ήταν καμιά μεγάλη, δραματική κίνηση, απλά γύρισα
το σώμα μου προς το μέρος του και έγειρα στον ώμο του, αφήνοντας το βάρος μου
να ξεκουραστεί πάνω του. Ένιωσα τη στιβαρότητα του σώματός του, τη ζεστασιά που
ακτινοβολούσε μέσα από το πουκάμισό του.
Το χέρι του με αγκάλιασε αμέσως, χωρίς
δισταγμό, τυλίγοντας γύρω μου σαν προστατευτικό κουκούλι. Τα δάχτυλά του
ακούμπησαν απαλά στον ώμο μου και με κράτησαν σφιχτά. Ένιωσα τα χείλη του να
ακουμπούν τρυφερά στα μαλλιά μου. Δεν ήταν ένα γρήγορο, απρόσωπο φιλί. Ήταν
αργό, σκόπιμο, σαν να ήθελε να απομνημονεύσει τη μυρωδιά του σαμπουάν μου, την
υφή των μαλλιών μου. Ένιωσα την ανάσα του ζεστή στο κεφάλι μου και ένα ρίγος διέτρεξε
τη σπονδυλική μου στήλη.
Γύρισα το βλέμμα μου πάνω του, σηκώνοντας
το κεφάλι μου από τον ώμο του. Το πρόσωπό μου πρέπει να ήταν μια ανοιχτή
πρόσκληση, γιατί ένιωθα να πονάει σχεδόν από το χαμόγελο που δεν μπορούσα να
συγκρατήσω. Ήταν ένα από εκείνα τα χαμόγελα που ξεκινούν από μέσα και φτάνουν
μέχρι τα μάτια, κάνοντάς τα να λάμπουν.
«Αρκούδι μου!» του είπα τρυφερά, η φωνή μου
βγήκε σχεδόν σαν ψίθυρος.
Το χέρι μου κινήθηκε σχεδόν από μόνο του
και άρχισα να του χαϊδεύω την κοιλιά πάνω από το πουκάμισο. Ένιωσα τη ζεστασιά
του κάτω από το ύφασμα, τη στιβαρότητα του κορμού του. Δεν ήταν η σκληρή,
γυμνασμένη κοιλιά ενός μοντέλου—ήταν η άνετη, ζεστή κοιλιά ενός άντρα που
απολάμβανε τη ζωή, και αυτό με έκανε να τον θέλω ακόμα περισσότερο.
«Φιλισταία μου!» μου απάντησε εξίσου
τρυφερά, η φωνή του χαμηλή και βελούδινη.
Το χέρι του ανέβηκε και άρχισε να με
χαϊδεύει στο πρόσωπο. Τα δάχτυλά του ήταν απίστευτα απαλά καθώς χάραζαν την
καμπύλη του μάγουλού μου, ακολουθώντας τη γραμμή του σαγονιού μου. Έκλεισα τα
μάτια για μια στιγμή, αφήνοντας τον εαυτό μου να απολαύσει την αίσθηση.
Τον ένιωσα να γέρνει προς το μέρος μου.
Ήξερα τι ερχόταν και τα μάτια μου έκλεισαν από μόνα τους, τα βλέφαρά μου βαριά
από προσμονή. Ένιωσα την ανάσα του πρώτα, ζεστή στο πρόσωπό μου, μυρίζοντας
ελαφρά μπύρα και μετά…
Τα χείλη μας συναντήθηκαν ξανά. Το φιλί
ξεκίνησε τρυφερά, απαλά. Στην αρχή μόνο τα χείλια μας—μαλακά, ζεστά,
εξερευνώντας με προσοχή. Ένιωσα το κάτω χείλος του να τρίβεται απαλά στο δικό
μου με το μουσάκι του να με γαργαλάει και αναστέναξα σχεδόν ανεπαίσθητα.
Οι γλώσσες μας ακολούθησαν λίγο αργότερα,
σαν ντροπαλοί χορευτές που μπαίνουν στην πίστα. Πρώτα μια ελαφριά επαφή, μετά
πιο τολμηρή. Ο χορός τους ήταν σαν βαλς που ξεκινάει σε αργό, γλυκό
αντάτζιο—κομψές, μετρημένες κινήσεις, ο ένας ακολουθώντας τον άλλο—και σταδιακά
κλιμακώνεται σε ένα ξέφρενο κρεσέντο. Η γλώσσα του εξερευνούσε το στόμα μου με
μια τρυφερότητα που έκρυβε υπόσχεση για περισσότερα, και εγώ ανταποκρινόμουν με
ίση ένταση.
Ένιωσα το σώμα μου να καίει. Ήταν σαν να
είχε ανάψει κάποιος φωτιά μέσα μου και οι φλόγες εξαπλώνονταν από το στομάχι
μου προς τα άκρα. Η ανάγκη μου άρχισε να φουντώνει, να μεγαλώνει, να απαιτεί.
Ήθελα τα χέρια του πάνω μου, ήθελα να νιώσω το άγγιγμά του παντού πάνω στο
κορμί μου. Στην πλάτη μου. Στα στήθη μου. Στην κοιλιά μου. Στη μέση μου. Ανάμεσα
στα πόδια μου.
ΠΑΝΤΟΥ! ΠΑΝΤΟΥ!
Δεν άντεχα να περιμένω άλλο. Αν δεν πάει ο
Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ. Ή στην περίπτωσή μας, ο ναός στο
βασιλιά. Μη σταματώντας ούτε για μια στιγμή το φιλί, άρχισα να του ξεκουμπώνω
το πουκάμισο μπας και το πάρει το μήνυμα και περάσει στην επόμενη πίστα. Δεν
μου το έκανε εύκολο, φορούσε φανέλα από μέσα—και μεταξύ μας λογικό ήταν—και
χρειάστηκε να κάνω λίγα ταχυδακτυλουργικά πριν το χέρι μου αγγίξει το στέρνο
του.
Δεν ξέρω γιατί αλλά τον περίμενα τριχωτό.
Έχει σημασία που το λέω γιατί ΔΕΝ μου αρέσουν οι τριχωτοί. Ευτυχώς δεν ήταν από
εκείνους που ξυρίζουν τις τρίχες τους, με ξενερώνει απίστευτα αυτό στους
άντρες. Στερεοτυπικό του κερατά, το ξέρω, αλλά τι να κάνω; Ο καθένας έχει τα
δικά του χούγια, και αυτό ήταν το δικό μου.
Το έλαβε το μήνυμα, και μπράβο του. Το χέρι
του άρχισε, διστακτικά στην αρχή, με περισσότερο θάρρος στη συνέχεια να με
χαϊδεύει στην πλάτη. Και παρέμεινε στην πλάτη.
“Αν
συνεχίσουμε με αυτό το ρυθμό θα ξημερώσουμε και δε θα έχουμε φτάσει καν στο second
base,” σκέφτηκα μέσα μου με απελπισία. Για strong young man of the
rising sun δεν τον έκοψα και πολύ πρόθυμο να εισέλθει στο
ναό. “Θα τον επάρει
και θα τον εσηκώσει,” σκέφτηκα μέσα μου με ξαφνική
φούρκα.
Και εκεί έγινε το θαύμα! Το χέρι του έφυγε
από την πλάτη μου και άρχισε να κινείται στο πλάι του σώματός μου. Διστακτικά,
με πιο αργό ρυθμό απ’ ότι θα ήθελα, αλλά ξεκίνησε. Οι ανάσες μου άρχισαν να
γίνονται πιο κοφτές. Το χέρι του πλησίασε προς το πλάι του δεξιού μου στήθους.
Έλα!
Τό ’χεις!
Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι! Το χέρι του πέρασε
ανάλαφρα πάνω από το στήθος μου, κάνοντας τη φωτιά μέσα μου ακόμα πιο δυνατή.
Και δε σταμάτησε. Το χούφτωσε και άρχισε να το μαλάζει. Να τα μαλάζει δυνατά,
κτητικά, ερωτικά!
ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΛ!
Καλά, ναι, τυπικά δεν ήταν γκολ, και με
αυτό το ρυθμό μας έβλεπα να χρειαστεί να πάμε στα πέναλτι, αλλά η αρχή έγινε!
Και μεταξύ μας—το είχα πει στη Μαίρη και με
είχε κοιτάξει με γουρλωμένα μάτια—εμένα δε με νοιάζει τα προκαταρκτικά να
μείνουν προκαταρκτικά. Έτσι κι αλλιώς ο οργασμός για μένα ήταν αυτό που έλεγε
το τραγούδι “μια φορά στα χίλια χρόνια κελαηδούν αλλιώς τ’ αηδόνια.”
Εκτός του Αργύρη, π’ ανάθεμά τον, που
τρυπώνει ακάλεστος στις σκέψεις μου.
“ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΟΥ
ΜΑΡΗ!” μάλωσα τον εαυτό μου.
Έκανα την ανάγκη φιλοτιμία και τον άφησα να
πάρει τον χρόνο του. Στα χείλη του είχα νιώσει τη δίψα και την επιθυμία του.
Ήξερα ότι την είχε, την ένιωθα, απλά ο αρκούδος μου είχε τα δικά του χούγια και
ήθελε να μου δώσει τον χώρο μου.
Μόνο που εγώ δεν ήθελα άλλο χώρο, ούτε άλλο
χρόνο.
“Babe, I’m not made
of sugar. I’m not going to melt… not in the bad way,” του ψιθύρισα παιχνιδιάρικα στο αφτί. “Touch me… Caress
me…”
Την τελευταία λέξη την είπα με τόση
τρυφερότητα και προσμονή που σχεδόν ξάφνιασα τον εαυτό μου. Ο Maurice γέλασε μέσα στο
φιλί μας.
“As my Lady commands,” μου απάντησε, και αυτή τη φορά ένιωσα το
χέρι του να κινείται με τόλμη, με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, σχεδόν πεινασμένα
πάνω μου. Πέρασε από το στήθος μου στη μέση μου, χάιδεψε απαλά τους γοφούς μου,
ανέβηκε πάλι προς τα πάνω, και ξανά στο στήθος.
«Ακριβώς έτσι, αρκούδε μου,» του ψιθύρισα
με αναστεναγμό ανακούφισης. «Ακριβώς έτσι…»
Και με τούτα και με κείνα, ένιωθα πως ο
ρυθμός του παιχνιδιού άρχισε επιτέλους να επιταχύνεται. Από δεύτερη βάση
βλέπαμε ήδη την τρίτη, και κάτι μου έλεγε πως δε θα χρειαστεί να φτάσουμε στα
πέναλτι για να μπει γκολ.
Και δόξα τω Θεώ, γιατί εδώ που τα λέμε, με
την τύχη μου, στα πέναλτι δε βάζω γκολ ούτε σε άδειο τέρμα.
Ευτυχώς το φόρεμά μου ήταν ανοιχτό και το
χέρι του μπόρεσε να περάσει εύκολα μέσα από το μπούστο, πρώτα πάνω από το
σουτιέν και μετά από κάτω. Πέρασε το χέρι του από πίσω προσπαθώντας να μου
ξεκουμπώσει το σουτιέν.
«Από μπροστά,» του είπα σχεδόν ψιθυριστά.
Και εκεί που ανησυχούσα ότι πηγαίναμε με
ταχύτητα τετραπληγικής χελώνας με κρίση ισχιαλγίας, ούτε τρία λεπτά αργότερα
είχα βρεθεί ξαπλωμένη στον καναπέ ανάσκελα, φορώντας μόνο το κιλοτάκι μου, και
με τον Maurice από πάνω μου με το χέρι του να μαλάζει δυνατά το αριστερό μου στήθος
και το στόμα του να πιπιλάει τη ρόγα του αριστερού.
Ήταν να μην πάρει φόρα, φόρα κατηφόρα ο
αρκούδος μου. Λίγο αργότερα, φιλί-φιλί, πιπιλιά-πιπιλιά, δαγκωνιά-δαγκωνιά,
άρχισε να κατεβαίνει όλο και πιο χαμηλά, κάνοντας τα μυαλά μου πουρέ. Τέτοια
αίσθηση σε απλό χαμούρεμα ούτε στα ντουζένια μου στα δεκάξι, με τον πρώτο μου
μεγάλο έρωτα—και γενικά πρώτα σε όλα μου, Πάνο.
Από τον οποίο φυσικά είχα φάει και την
πρώτη μου δυνατή χλαπάτσα, να τα λέμε αυτά. Καλά το είπα, πρώτος σε όλα, κακό
χρόνο να έχει το μαλακιστήρι.
Ένιωσα την καυτή του ανάσα πάνω από το
κιλοτάκι μου και η δική μου πήγε περίπατο. Αυτό που έκανε αμέσως μετά δε μου το
είχε κάνει ποτέ κανείς. Πάνω από το ύφασμα με αγκάλιασε με το στόμα του ανοιχτό
και με χουχούλιασε.
Ένιωσα για μια στιγμή σα να με χτυπάει
ρεύμα, κάτι τέτοιο το ένιωθα εξαιρετικά σπάνια και ήταν προεόρτιο οργασμού!
Γούστο θα ‘χει να με καταφέρει με την πρώτη, ευχήθηκα από μέσα μου με όλη τη
δύναμη της ψυχής μου.
Άρχισε να μου κατεβάζει το κιλοτάκι και
ανασήκωσα τη λεκάνη μου για να τον βοηθήσω. Ήλπιζα να μην του αρέσουν οι
τελείως ξυρισμένες, γιατί εμένα δε μου αρέσει να ξυρίζομαι τελείως. Γυναίκα
είμαι, όχι κοριτσάκι, είχα πει με αγανάκτηση στη Μαίρη που ξυριζόταν τελείως.
Βέβαια εκείνη το έκανε περισσότερο για πρακτικούς παρά για αισθητικούς λόγους,
αλλά εδώ εγώ τραβούσα γραμμή.
Και στην τελική σε όποιον αρέσουμε!
Ένιωσα το καυτό, παιχνιδιάρικο και φευγαλέο
άγγιγμα της γλώσσας του και για μια στιγμή τα μάτια μου γύρισαν ανάποδα. Λόγο!
Μετά ακολούθησαν τα χείλη του και λίγο αργότερα ένα του δάχτυλο μέσα μου.
Ένιωσα πάλι σα να με τινάζει ρεύμα.
Ρε
λες;
Ναι, δυστυχώς παρόλο που το ξεκίνημα ήταν
πολύ promising και παρόλο που η τέχνη του και η όρεξή του ήταν ισάξια με τον
ακατανόμαστο, σήμερα δεν θα είχε βραδιά όπερας ακόμα και αν συνέχιζε μέχρι να
λιποθυμήσει από εξάντληση. Όχι ότι δεν το ευχαριστήθηκα έτσι; Τα μάτια μου μού
είχαν γυρίσει, απλά καμιά φορά λες «ρε γαμώτο τόσο όμορφη τούρτα, δεν αξίζει κι
ένα κερασάκι;»
Δε βαριέσαι, τι είχες Γιάννη, τι είχα
πάντα. Και άλλωστε, όντως με είχε κάνει να αισθανθώ ηδονικά υπέροχα και—αλήθεια
το λέω—πιο πολύ ήθελα να κλιμακώσω για τον Maurice παρά για μένα. Οι άνδρες ρε παιδί μου
χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: αυτούς που δε δίνουν δεκάρα, και σε αυτούς που το
παίρνουν προσωπικά αν δεν καταφέρεις να τελειώσεις.
Ο Maurice ήμουν σίγουρη—θα στοιχημάτιζα όλη μου την
περιουσία αντί μιας τρύπιας δεκάρας—ότι ανήκε στη δεύτερη κατηγορία. Παρά το
γεγονός ότι είχε περάσει πάνω από μισή ώρα που προσπαθούσε, δεν έδειξε ούτε μια
στιγμή ότι θέλει να σταματήσει.
Το έκανα εγώ για εκείνον, πριν πάθει κράμπα
το σαγόνι του.
«Φτάνει μωρό μου,» του είπα τρυφερά στα
αγγλικά.
“Not until the fat lady
sings!”
“You are calling me fat,
lover boy?” του είπα πειρακτικά—άλλωστε
κι εγώ την ίδια ακριβώς αναλογία χρησιμοποιούσα κι εγώ για τον οργασμό: Άρια—αλλά
ο φουκαράς στούκαρε, κυριολεκτικά άσπρισε!
“NO!!!” μου απάντησε με γουρλωμένα μάτια,
κοιτάζοντάς με μέ πραγματικό τρόμο. “I meant…” πήγε να συνεχίσει κι εκεί έβαλα τα γέλια. “Are you
trying to make me have
a heart attack?” με ρώτησε με απελπισία και με το χρώμα του μόλις να έχει αρχίσει να
επιστρέφει στο πρόσωπό του.
Ανασηκώθηκε στη θέση του και εκεί του
πρόσφερα την εικόνα που απ’ ότι έχω καταλάβει όλα τα αγοράκια λατρεύουν να
βλέπουν. Ανασηκώθηκα κι εγώ, κάθισα γονατιστή στον καναπέ προσφέροντάς του το
πλήρες θέαμα του γυμνού μου στήθους—αχ μακάρι να με είχες γνωρίσει στα είκοσι
και ας ήταν μικρότερα τα ρημάδια—και έδεσα πρόχειρα τα μαλλιά μου πίσω από το
κεφάλι μου. Ναι, το έπιασε το υπονοούμενο.
“Sophie… you
don’t have
to…”
“Shut up!” του είπα, κόβοντας την κουβέντα μαχαίρι.
Κατέβηκα από τον καναπέ, γονάτισα μπροστά
του και του κατέβασα το μποξεράκι, ελευθερώνοντας το …θηρίο, που μέχρι τώρα το
είχα απλά χουφτώσει. Ναι, καλά το είχα καταλάβει. Μεγαλούτσικος αλλά όχι τέρας.
Και όμορφος! Πολύ όμορφος! Έσκυψα προς τα μπρος και τον πήρα στο στόμα μου με
μια κίνηση. Όλο. Ναι, μπορούσα να το κάνω, το έχω κάνει και με μεγαλύτερο.
Η μυρωδιά του και η γεύση του με
ξετρέλαναν. Άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου απαλά πάνω κάτω αγκαλιάζοντάς τον
σφιχτά με τα χείλη μου. Με τα μάτια κλειστά επικεντρώθηκα στις υπόλοιπες μου
αισθήσεις. Τη γεύση, την ακοή και την όσφρηση. Άρχισα να επιταχύνω σιγά-σιγά
και άκουσα την ανάσα του να βαραίνει, και σιγά-σιγά τους στεναγμούς του να
γίνονται βογγητά. Με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά από την αντίδρασή του,
συνέχισα με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό.
Σταμάτησα για μια στιγμή και τον κοίταξα
στα μάτια. “Let yourself go,” του είπα με βραχνή φωνή, προσπαθώντας να του
δώσω να καταλάβει ότι δε χρειαζόταν να με σταματήσει και να τραβηχτεί. Μπορεί
να μην κατάπινα—ή τουλάχιστον να μην κατάπινα σε όλους όσους είχα κάνει πίπα—αλλά
ποτέ δεν την έκοβα την απόλαυση που τους πρόσφερα.
Για μένα ήταν θέμα αρχής, αν είναι να
κάνεις κάτι να το κάνεις καλά. Αλήθεια λέω, τον Ιταλό στην Πάρο τον είχα
διαολοστείλει γιατί είχε την απαίτηση να καταπιώ, και όχι επειδή μου είχε
ζητήσει να τελειώσει στο στόμα μου. Δε χρειαζόταν να μου το ζητήσουν, εκτός και
αν είχαν εξαρχής δηλώσει ότι προτιμούσαν τα τελειώσουν στο πρόσωπο ή στο στήθος
μου, η κατάληξη ήταν πάντα η ίδια.
Και ας έφτυνα μετά τα κουκούτσια.
Ελπίζοντας να έπιασε το υπονοούμενο
επέστρεψα στο έργο μου με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό, και αυτή τη φορά και με
τη βοήθεια του αριστερού μου χεριού—είμαι αριστερόχειρας—το οποίο είχε
αγκαλιάσει τη βάση του …μικρού Maurice
(ο Θεός να τον κάνει μικρό, δηλαδή…) και τον έπαιζα κάνοντας
κυκλικές κινήσεις.
Σε λίγο ένιωσα το χέρι του πάνω στο κεφάλι
μου, στην αρχή διστακτικό. Σταμάτησα και τον κοίταξα και του χαμογέλασα,
δίνοντάς του να καταλάβει ότι μου άρεσε αυτό που έκανε. Πιο σίγουρα, πιο
σταθερά αυτή τη φορά άρχισε να μου δίνει το ρυθμό που προτιμούσε.
Άρχισε να γκαζώνει σχετικά γρήγορα και
παίρνοντας το μήνυμα έδωσα τον καλύτερό μου εαυτό. Τα βογγητά του άρχισαν να
πολλαπλασιάζονται, οι ανάσες του έγιναν πιο κοφτές, πιο δύσκολες, λες και είχε
ξεχάσει να εκπνέει και εκεί…
Πάνω που άρχισα να νιώθω τους πρώτους του
σπασμούς μέσα στο στόμα μου, με κράτησε ακίνητη σφίγγοντάς με από τα μαλλιά. Το
λάτρευα όταν γινόταν αυτό, και βάλε ότι ήταν ο Maurice αυτή τη φορά ο εκλεκτός, ο ενθουσιασμός μου
αυτή τη φορά είχε και σωματική έκφανση.
Ζέστη και υγρασία, που λένε στο χωριό.
Και εκεί ένιωσα το πρώτο τίναγμα μέσα στο
στόμα μου. Και μετά το δεύτερο. Και το τρίτο. Παναγίτσα μου, θα με πνίξει αν συνεχίσει έτσι! Τουλάχιστον ήταν γλυκούτσικο. Με τον Maurice βέβαια δεν υπήρχε περίπτωση να μην καταπιώ,
οπότε έκανα αυτό ακριβώς σταματώντας να αγχώνομαι μην ξεχειλίσει.
Όταν τελείωσε οριστικά, κατάπια ότι είχε
μείνει και μετά τον καθάρισα σχολαστικά από τα όποια υπολείμματα και σάλια,
γλείφοντάς τον από την βάση μέχρι το κεφαλάκι. Σήκωσα το βλέμμα μου και τον
κοίταξα. Τα μάτια του ήταν στραμμένα σε μένα αλλά δε με έβλεπε, μάλλον εκείνη
τη στιγμή είχε πιάσει γραμμή με Βαλχάλα.
Κούνησε το κεφάλι του σα να προσπαθούσε να
ξυπνήσει. Δεν είμαι από εκείνες που έχουν την απαίτηση αφού έχω κάνει σε
κάποιον πίπα να με φιλήσει στο στόμα, ωστόσο όταν μου έκανε χαμογελαστός και με
τα δυο του χέρια νόημα να πάω κοντά του, ένιωσα την καρδιά μου να λιώνει.
Σκαρφάλωσα πάνω του και έσκυψα προς το
μέρος του. Έφερε τα χέρια του στην πλάτη μου και με τράβηξε πάνω του και τα
χείλη και οι γλώσσες μας συναντήθηκαν και πάλι.
“Oh… Woah!” μου είπε όταν σταματήσαμε το φιλί, κάνοντάς με να χαχανίσω σα χαζό.
“I take you liked
it, my Good
Sire!” του είπα παιχνιδιάρικα
κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
“I did,
my sweet Philistine!” μου είπε χαϊδεύοντάς μου τρυφερά το πρόσωπο, κάνοντας πάλι
λογοπαίγνιο με το «Αποθανέτο η ψυχή μου…» Μετά σκοτείνιασε λίγο. “I owe
you one!” μου δήλωσε.
“No, you
don’t babe!” του είπα κάνοντάς του ένα παιχνιδιάρικο ping στη μύτη. “I’m a very slow fuse, you did nothing wrong,» τον διαβεβαίωσα. “I loved it,
Maurice. I really did!” του είπα κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
“Still…” μου απάντησε ξεροκέφαλα. “If nothing
else because it’s about you… and…” συνέχισε χαχανίζοντας.
“And?” τον ρώτησα κοιτάζοντας με χαρούμενης
περιέργειας
“I’m
always up for a challenge!” μου απάντησε χαμογελώντας με σιγουριά, κάνοντάς την καρδιά μου να
χάσει και πάλι μερικούς χτύπους.
“Challenge accepted, lover boy!” του ανταπάντησα
κλείνοντας παιχνιδιάρικα το αριστερό μου μάτι.
“Trying not to give
me a heart attack would be greatly appreciated, though!” μου έκανε, προκαλώντας μου νέο χάχανο.
“I’ll keep it in
mind!” του είπα.
“No promises, though!” συμπλήρωσα σκανταλιάρικα.
“God have mercy on my
soul!” μου είπε με θεατρικό ύφος,
κάνοντάς με και πάλι Porky.
Καθίσαμε για μερικές στιγμές έτσι, εγώ
γυμνή πάνω στα πόδια του, γερμένη στην αγκαλιά του με τον Maurice να με χαϊδεύει
τρυφερά στην πλάτη και στα μαλλιά. Ήταν τόσο όμορφα, ένιωθα σαν ψάρι που από το
τηγάνι είχε βρεθεί με κάποιο μαγικό τρόπο πίσω στο δροσερό νερό. Όπως με
κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του, με το κεφάλι μου να έχει γείρει στον ώμο του
και να τον ανασαίνω, δεν ήθελα να τελειώσει ποτέ αυτή η στιγμή.
“Sophie?” με ρώτησε διστακτικά. “Are we still
going for swimming tomorrow?”
“We are,”
του απάντησα και ανασηκώθηκα ελαφρά. “But you’re not going anywhere tonight!” του δήλωσα.
“Well… I
don’t want
to pee on your couch!” μου είπε χαχανίζοντας, κάνοντάς και μένα να
βάλω τα γέλια.
“Ok, you are
allowed to go to the loo!” του έκανα.
“You are most gracious!” μου απάντησε παιχνιδιάρικα για να
κερδίσει επάξια ένα ping στη μύτη.
Τον λόγο μου τον κράτησα! Τον άφησα να πάει
τουαλέτα, άλλωστε κι εγώ κόντευα να σκάσω, και μετά χωρίς πολλά-πολλά πήγαμε
στην κρεβατοκάμαρα και ξάπλωσα στην αγκαλιά του. Ένα νιαούρισμα αργότερα είχαμε
και τη συνοδεία του Μπλάκι, γιατί σιγά μην έμενε στην απέξω.
Και για να έχουμε καλό ρώτημα που είχε
εξαφανιστεί αυτός τόση ώρα; Ούτε καν μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να
είχαμε και θεατή στο σαλόνι και ότι τον έκανα το γάτο μου άθελά του
μπανιστιρτζή.
Μα το κλου δεν ήταν ότι ήρθε απλά στο
κρεβάτι. Όχι! Πρώτα σκαρφάλωσε στην κοιλιά του Maurice, άρχισε να του κάνει πατάκια κάνοντας τον
πρώτο να λερώσει τα βρακιά του, και μετά στριφογύρισε δυο-τρεις φορές και
βολεύτηκε στην κοιλιά του Βέλγου μου, σαν βασιλιάς στο θρόνο του.
Το αφεντικό του σπιτιού! Κυριολεκτικά!
«Καληνύχτα αρκούδε μου!» του είπα τρυφερά.
«Καληνύχτα μικρή μου μάγισσα!» μου απάντησε
εξίσου τρυφερά, μην τολμώντας να κουνηθεί και διαταράξει την ησυχία του Μπλάκι.
Χαμογελώντας σαν χαζή και νιώθοντας μετά
από πολύ καιρό γεμάτη, πραγματικά γεμάτη, τα μάτια μου έκλεισαν και παραδόθηκα
στην αγκαλιά του Μορφέα—και το καλό που του θέλω να ήταν φρόνιμος γιατί θα του
τα έκοβα τα ξεράδια· πλέον υπήρχε μόνο ο Maurice μου.
Το πρωί με βρήκε στην αγκαλιά του. Είχαμε
αλλάξει θέση μέσα στη νύχτα αλλά όταν άνοιξα τα μάτια μου ήμουν μέσα στην
κουτάλα του, με το ένα χέρι του ακουμπισμένο στο μαξιλάρι μου και το άλλο του
να με κρατάει σφιχτά πάνω του. Κάτι μουρμούρισε στον ύπνο του και με κράτησε
ακόμα πιο σφιχτά, λες και φοβόταν ότι θα του φύγω. Χαμογελώντας σαν βλαμμένο,
σήκωσα προσεκτικά το χέρι μου να δω το ρολόι.
Σήκωσα ελαφρά το χέρι του που με κρατούσε
σφιχτά και στριφογύρισα στην αγκαλιά του. Χωρίς τα γυαλάκια του, με το
περιποιημένο του κοντό μουστάκι και μουσάκι, ήταν μια βελγική ζωγραφιά. Η
καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Ήμουν και πάλι ερωτευμένη, πώς διάολο το είχα
καταφέρει μέσα σε δυο μέρες με έναν άνθρωπο που μέχρι προχθές το μεσημέρι δεν
τον ήξερα καν;
Μωρέ καλά το λένε, όσα φέρνει μια στιγμή
δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος. Θυμήθηκα το μοναχικό βράδυ της Παρασκευής, ποιος
καλός Θεός με είχε κάνει να ανοίξω το Tinder? Αν δεν έχεις την τύχη σύμμαχο δεν πας
πουθενά, αυτό έχω να πω. Έχοντας φάει στις σπουδές μου στατιστική, όχι απλά με
την κουτάλα αλλά από την κατσαρόλα την ίδια, είχα μια πολύ καλή ιδέα του πόσο απειροελάχιστα
μικρές πιθανότητες είχε να συμβεί όλο αυτό.
Άνοιξε τα μάτια του και προσπάθησε να τα
εστιάσει πάνω μου. Μύωπας, όπως και του λόγου μου, ήθελε μια άλφα προσπάθεια να
δει χωρίς τα γυαλιά του.
«Καλημέρα αρκούδε μου!» του είπα με τη φωνή
μου να στάζει μέλι.
«Καλημέρα μικρή μου μάγισσα!» μου είπε
χαρίζοντας το νυσταγμένο του χαμόγελο.
Μου χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά που τα ένιωθα
σα να τα έχει χτυπήσει τυφώνας, ενώ τα δικά του ήταν συγκριτικά σε καλή
κατάσταση.
«Είμαι σαν την τρελή, ε;» τον ρώτησα
παιχνιδιάρικα.
“Well, you
could say that my presence
has an electrifying effect!” μου απάντησε κάνοντάς
μου χαβαλέ και προκαλώντας μου το γέλιο.
«Λοιπόν, το πρόγραμμα έχει ως εξής!» του
είπα μπαίνοντας με την τσίμπλα στο μάτι σε mood project manager. «Πρώτα θα κάνουμε
ένα ντουζάκι. Όταν και αν καταφέρουμε να βγούμε!» του είπα κλείνοντάς του πονηρά
το μάτι, «θα πιούμε το καφεδάκι μας. Μετά θα περάσουμε από το σπίτι σου να
πάρουμε το μαγιό σου και θα πάμε θάλασσα! I have spoken!»
“Sir, yes
Sir!” μου έκανε σοβαρός-σοβαρός
και μετά έβαλε τα γέλια.
«Έτσι ε;» του έκανα με ψεύτικα απειλητικό
ύφος και άρχισα να τον γαργαλάω. Δηλαδή προσπάθησα, κατά τα φαινόμενα ο
αρκούδος μου δεν ήταν γαργαλιάρης.
Εγώ, από την άλλη, ήμουν, και όταν έπεσε
βαρύς ο πέλεκυς της δικαιοσύνης κόντεψα να φτύσω τα πνευμόνια μου, το συκώτι
μου, τα νεφρά μου και πιθανώς και ένα κομματάκι σπλήνα. Πολύ πιο δυνατός από
μένα, με κράτησε καρφωμένη στο κρεββάτι, και που σε πονεί και που σε σφάζει!
“Who da boss?” με ρώτησε αφήνοντάς
με για μερικές στιγμές να βρω τις ανάσες μου.
“You da boss! You da
boss!” του είπα ξεψυχισμένα.
“Are you going to pivot table me to oblivion?” με ρώτησε κάνοντάς
με να βάλω και πάλι τα γέλια, και δεν είχε πλάκα γιατί ούτε μισό λεπτό πριν
κόντεψα να λιποθυμήσω από δαύτα.
“No!” του απάντησα.
“No, Sir!” μου είπε.
Ώπα; Ίντα ‘ν’ τούτο;
Ο τρόπος με τον οποίο ανατρίχιασα σύγκορμη—με
τον ευχάριστο τρόπο εις τη n
παραγοντικό και αυτό σε power tower, δε μου πέρασε καθόλου απαρατήρητος.
“No, Sir!” του είπα υπάκουα με το σώμα μου να έχει πάρει και πάλι φωτιά. Ναι,
το χρειαζόμουν το ντουζ, αλλά όχι για να ξυπνήσω!
“Good girl,” μου είπε και πάλι με αυτό το παιχνιδιάρικο, υπαινικτικό του στυλ
προκαλώντας μου κίνδυνο αυτανάφλεξης.
Για να μην πούμε για την παιχνιδιάρικη
ξυλιά στο κωλαρίνι μου με το που σηκώθηκα από το κρεββάτι.
“For the Cause?” τον ρώτησα προσπαθώντας
απελπισμένα να μη του ορμήσω και τον βάλω κάτω και παίξουμε ροντέο στο πάτωμα
ακόμα και αν χρειαζόταν να ξεπετσιάσω λουκάνικο μιας και δεν είχαμε
προφυλακτικά.
“Just because!” μου απάντησε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι.
Στο ντουζ φάγαμε λίγη ώρα μέχρι να βρούμε
κοινά αποδεκτή θερμοκρασία νερού, γιατί αν άνοιγα το νερό στη θερμοκρασία που
το προτιμώ εγώ θα μου έβγαινε με εγκαύματα τρίτου βαθμού.
“Are a hell spawn
or something?” με ρώτησε με απελπισία όταν άνοιξα το νερό
στη θερμοκρασία που προτιμάω, κάνοντάς με να χαχανίσω. «Δεν είμαι αστακός για
να με βράσεις!» συνέχισε στο ίδιο ύφος.
“But Sir…” του έκανα με ψεύτικο παράπονο, και εκεί άρπαξα την πρώτη της ημέρας.
Μωρέ αμάσητο το κατάπιε το δόλωμα ο γλυκούλης μου.
Πέντε ξυλιές αργότερα και με μένα να
χαχανίζω σαν ηλίθια, βρήκαμε την κοινά αποδεκτή θερμοκρασία και χωθήκαμε και οι
δυο κάτω από τη ντουζιέρα. Με έσφιξε στην αγκαλιά του και ευτυχώς να λέω που με
κράτησε τόσο σφιχτά αλλιώς θα είχα χυθεί κι εγώ μαζί με το νερό.
ΕΛΙΩΣΑ.
Και είχε και συνέχεια. Εκεί άφησε το ρόλο
του drill sergeant στην άκρη και την
είδε εργαζόμενος σε spa. Με έλουσε κάνοντάς μου ταυτόχρονα μασάζ στο κεφάλι, και μετά με το
σφουγγάρι με έκανε απαλά σε όλο μου το κορμί. Από τη μια ένιωθα να λιώνω και
από την άλλη με είχε κάνει πύραυλο. Πύραυλο όμως.
Και τότε κατάλαβα τις αμαρτωλές του
προθέσεις. Με γύρισε να του έχω πλάτη—εγώ στο μεταξύ ακόμα γεμάτη σαπουνάδα στο
σώμα—και με το ένα χέρι του άρχισε να μου μαλάζει το στήθος ενώ το άλλο του
χέρι το κατέβασε χαμηλά ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισε να με παίζει με
μαεστρία. Μαεστρία όμως!
«Και καλή του τύχη,» χασκογέλασα από μέσα
μου, με μια δόση τύψεων είναι η αλήθεια, γιατί πιο πιθανό ήταν να του ξεραθεί
από την κούραση παρά να κάνει τη χοντρή να τραγουδήσει.
Όχι ότι δεν ήταν όμορφο, έτσι; Τα αυγά και
τα πασχάλια είχα χάσει, από τούρτα δόξα τω Θεώ, ο Maurice μου ήταν
απίστευτος ζαχαροπλάστης, στο ρημάδι το κερασάκι χάλαγε η μαγιά.
Και τότε ένιωσα το πρώτο jolt. Από το πουθενά. Και
μετά το δεύτερο. Και το τρίτο. Το σώμα μου τεντώθηκε σαν τόξο. Ξαφνικά είχα
ξεχάσει πως αναπνέουν και εκπνέουν. Κι άλλο jolt. Το χέρι που μου χούφτωνε το στήθος με
τσίμπησε απαλά στη ρόγα. Μετά πιο δυνατά. Κι άλλο jolt.
What the flying
fuck?
Βρήκα τον εαυτό μου να σπαρταράει στο χάδι
του σαν ψάρι και μπορεί να μην ήταν ο δυνατότερος οργασμός στη ζωή μου αλλά
ήταν οργασμός! Μόνο με το χέρι, χωρίς στόμα ή δονητή, δεν τα είχε καταφέρει
ούτε καν ο Αργύρης!
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» μου ξέφυγε μια δυνατή φωνή,
ήταν τόσο ξαφνικό, τόσο απρόσμενο, που δεν πρόλαβα καν να δαγκώσω το χέρι μου.
“Yes baby! Do it for
me, come for me!”
μου ψιθύρισε στο αυτί με τα χέρια του να παίζουν το σώμα μου σαν βιολί.
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» έκανα ακόμα πιο δυνατά
καθώς τα jolts διαδέχονταν το ένα το άλλο και συνέχισε μέχρι που δεν άντεχα άλλο
άρχισα να πονάω.
«Μωρό μου… όχι… όχι άλλο…» του έκανα με
φωνή που μόλις έβγαινε. Γύρισα προς το μέρος του και τον κοίταξα με λατρεία.
Ναι, με λατρεία.
“The shape of the
things to cum!”
μου είπε με deadpan ύφος, κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι. “As I said, I’m always
up for the challenge!”
“Yes you are!” του είπα νιώθοντας
ξαφνικά ότι θέλω να βάλω τα κλάματα από τη χαρά μου. “Yes you
are, babe!”
Βιάστηκα να ξεπλυθώ γιατί ήταν η σειρά μου.
Σε αντίθεση με τον Maurice, εγώ ξεκίνησα ανάποδα. Γονάτισα μπροστά του και τον
πήρα στο στόμα μου, βάζοντας όση τέχνη δεν είχα βάλει σε όλες τις πίπες που
είχα κάνει σε όλους μου τους εραστές, και μπορεί να μην ήμουν Μαίρη, που είχε
χάσει το μέτρημα, αλλά δεν ήμουν και καμιά πρωτάρα· και το δικό μου κοντέρ έχει
γράψει κάμποσους.
Μου είχε δώσει τη Νιρβάνα, ήθελα να τον
κάνω να πιάσει γραμμή με Βαλχάλα.
Χθες μου είχε πάρει πάνω από δέκα λεπτά για
να τον κάνω να τελειώσει, σήμερα δεν μου πήρε ούτε πέντε. Και μετά τον έκαψα!
Τελείως! Αφού κατάπια για τελευταία φορά, τον καθάρισα και πάλι με τη γλώσσα
μου και, ακόμα γονατισμένη, σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα.
“Was I a good girl, Sir?” τον ρώτησα όσο πιο αισθησιακά μπορούσα, και νομίζω ότι εκείνη τη στιγμή έκαψε φλάντζα.
5. The tenth circle of Hell
Αν και μου στούκαρε λίγο με αυτό που του
είπα, και κυρίως με τον τρόπο που του το είπα, ανέκτησε γρήγορα …τις αισθήσεις
του και όταν σηκώθηκα όρθια σχεδόν μου ρούφηξε την ψυχή από το στόμα με το φιλί
του. Το λάτρευα αυτό που γινόταν από λούτρινο αρκούδα των σπηλαίων μέσα σε
μερικά δευτερόλεπτα, για να μου ξαναγίνει και πάλι λούτρινο αμέσως μετά.
“Damn, I
need firmware upgrade!” μου είπε με ονειροπόλο βλέμμα. “But I make the fat lady sing, so there is that!” συνέχισε χαχανίζοντας.
«Πάλι με λες χοντρή βρε αχρείε;» τον
ψευτομάλλωσα αλλά αυτή τη φορά ήταν προετοιμασμένος και δεν τσίμπησε.
Και εκεί ήμουν εγώ που έφυγε αδιάβαστη και
για πολλοστή φορά μέσα σε δυο μέρες βρέθηκα ένα τσακ από το να κατουρηθώ πάνω
μου. Ο Maurice πήρε μια βαθιά ανάσα και μου έκανε ένα ατελείωτο θεατρικότατο,
μεγαλοπρεπέστατο “BRRRRRRRRRRRR” στα μούτρα·
γραμματόσημο μ’ έκανε π’ ανάθεμά τον.
«Βρε σίχαμα!» του είπα με την κοιλιά μου να
πονάει από τα γέλια, και ο αθεόφοβος έκανε την παντομίμα ότι φυσάει το καπνό
από την κάννη του πιστολιού.
Βγήκαμε από το ντουζ και μην έχοντας άλλα
ρούχα πέρα από αυτά που φορούσε χθες το βράδυ, έβαλε απλά το μποξεράκι του. Εγώ
φόρεσα ένα καθημερινό εσώρουχο από κάτω—όχι γιαγιαδίστικο, but still—αλλά όταν έκανα να φορέσω από πάνω φανελάκι ο Maurice μου έκανε μια
απαγορευτική κίνηση, οπότε και τα σκυλιά δεμένα, που λένε στο χωριό.
“I love your boobs!” μου δήλωσε νέτα-σκέτα.
“Μακάρι να με είχες γνωρίσει στα είκοσι μου”
του απάντησα ξεφυσώντας. «Θα τα είχες αγαπήσει ακόμα περισσότερο…»
«Μ’ αρέσουν ακριβώς όπως είναι, μωρό μου,»
μου είπε με απίστευτη τρυφερότητα. «Μακάρι να μπορούσες να δεις τον εαυτό σου
μέσα από τα δικά μου μάτια…»
Αναστέναξα χωρίς να απαντήσω.
“You are beautiful, Sophy. Grounded… real. But beautiful… Beautiful…” μου είπε με σιγανή φωνή κάνοντάς με να λιώσω.
«Δεν είμαι όμορφη,» μουρμούρισα με τις
ανασφάλειές μου να με πνίγουν και πάλι.
«Και όμως είσαι,» μου επέμεινε χαϊδεύοντάς
μου τρυφερά το πρόσωπο. «Και όμως είσαι, μικρή μου μάγισσα!»
Σήκωσα τα μάτια μου πάνω του χωρίς να
μιλήσω. Ούτε εκείνος είπε κάτι παραπάνω. Δεν χρειαζόταν, μιλούσαν τα μάτια μας
με τρόπο που καμιά ανθρώπινη γλώσσα δεν μπορούσε να το κάνει. Έκανε απαλά με το
χέρι του στην άκρη ένα ατίθασο τσουλούφι που είχε πέσει στο πρόσωπό μου, και
έγειρε προς το μέρος μου δίνοντάς μου ένα τρυφερό φιλί.
«Και όμως είσαι,» μου επανέλαβε
χαμογελώντας. «Λοιπόν, θα πιούμε αυτό το καφεδάκι που μου είχες τάξει;» με
ρώτησε παιχνιδιάρικα αλλάζοντας θέμα.
Μια τρυφερή σφαλιάρα στον κωλαρίνι μου
αργότερα που μ’ έκανε να χοροπηδήσω χαχανίζοντας και πήγαμε στην κουζίνα να
φτιάξουμε τα καφεδάκια μας. Και είχαμε ακριβώς τα ίδια γούστα, και οι δύο freddo cappuccino μέτριο.
Και με το που καθίσαμε στον καναπέ,
εμφανίστηκε και το ρεμάλι μου, που όταν μπήκαμε για το ντουζ είχε κόψει ρόδα
μυρωμένα και δεν τον ξετρύπωνες μήτε σουβλάκι να του έταζες. Κάθισε
αυτοκρατορικά ανάμεσά μας, και αφού μας κοίταξε εναλλάξ με τον τρόπο που μόνο
οι γάτες ξέρουν, ξεκίνησε κι εκείνος τις πρωινές του καθαριότητες.
«Οι αγκαλίτσες αναβάλλονται μέχρι
νεοτέρας!» μου είπε ο Maurice
χαχανίζοντας. Χαμήλωσε το χέρι του και έτριψε για λίγο τον Μπλάκι
ανάμεσα στα αφτιά. Ο Μπλάκι τον κοίταξε με ύφος «σοβαρά τώρα;» και συνέχισε
ακάθεκτος το πρωινό του μπάνιο. “Damn, that hurt my feelings!” μου είπε χαχανίζοντας, κάνοντας με να χαχανίσω κι εγώ με τη σειρά
μου.
Η ώρα κόντευε να πάει έντεκα το οποίο για
τη Μαίρη—ειδικά αν είχε οργιάσει και πάλι—ήταν ισοδύναμο της ώρας που μοιράζουν
το γάλα, οπότε όταν το κινητό μου βούιξε από το μήνυμά της, μου ήρθε κάπως.
«Τι διάολο, στον ύπνο της με είδε;»
μουρμούρισα στα ελληνικά κάνοντας τον Maurice να με κοιτάξει ερωτηματικά. «Η Μαίρη,» του
είπα, «μου έστειλε μήνυμα και για κείνη είναι η ώρα που μοιράζουν το γάλα!» του
εξήγησα.
Ήξερε ποια είναι η Μαίρη, του είχα μιλήσει
για εκείνη χθες, οπότε δε με ρώτησε ποια είναι.
«Τι σου λέει;» με ρώτησε αλλά με τρόπο που
έδειχνε ακαδημαϊκή περιέργεια και όχι νοσηρό ενδιαφέρον.
«ΠΩΣ ΠΗΓΕ ΧΘΕΣ????» ήταν αυτό που μου είχε
γράψει. Ούτε καλημέρα, ούτε τίποτα. Απλή αγωνία αν τα πράγματα είχαν κυλήσει
καλά.
«Γαμιώντας!» της απάντησα χαχανίζοντας.
«Σχεδόν δηλαδή, γιατί δεν είχαμε προφυλακτικό!» και όταν διάβασα στον Maurice την απάντηση
έσκασε στα γέλια.
«ΜΩΡΗ?!?!?!?!?!?!?!» μου απάντησε, κάνοντάς
με να χαχανίσω και πάλι.
«Μωρό μου, να την πάρω ένα τηλέφωνο στα
γρήγορα γιατί αλλιώς δε θα με αφήσει σε ησυχία;» τον ρώτησα.
«Και το ρωτάς βρε χαζούλα; (dummy!)» μου είπε τρυφερά.
«Αν δεν τα πεις στη φίλη σου, σε ποιον θα τα πεις;»
«Θα της τα πω άλλη ώρα αναλυτικά!» τον
διαβεβαίωσα. «Απλά να της τα πω εν τάχει και…» πήγα να γράψω και εκεί με έκοψε.
«Θες να της πεις το απόγευμα να πάμε για
ένα καφεδάκι;» με ρώτησε ντροπαλά. «Θα… θα ήθελα να την γνωρίσω…» μου είπε
διστακτικά… «αν κι εσύ…»
«ΝΑΙ!!!!» του φώναξα τόσο δυνατά που ο
φουκαράς ο Μπλάκι τα χρειάστηκε και έριξε ένα επιτόπιο άλμα γινόμενος μπουχός.
«Και το ρωτάς, αρκούδι μου;»
“Great!” μου είπε χαμογελώντας μέχρι τ’ αφτιά,
κάνοντάς με να λιώσω και πάλι. “Ehm, won’t you
call Mary?” με ρώτησε βλέποντας με να τον κοιτάζω σαν
την ηλίθια με το κινητό στο χέρι.
“Mary! Right!” του είπα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια. Πάτησα την κλήση και το
απάντησε αμέσως.
«ΜΟΛΟΓΑΤΑ ΟΛΑ!» μου είπε αντί για καλημέρα.
«Ένα πράγμα θα σου πω. Ή μάλλον, δύο!»
ξεκίνησα τη δραματική εισαγωγή. «Το πρώτο είναι ότι αυτή τη στιγμή πίνουμε το
καφεδάκι μας και μετά θα πάμε θάλασσα!»
Νεκρική σιγή.
«Και το δεύτερο, δεν ξέρω αν έχεις
κανονίσει κάτι το απόγευμα, ξεκανόνισέ το. Θα βγούμε για καφεδάκι οι τρεις
μας!»
«Ρε μαλάκα, θα ορκιζόμουν ότι μου είπες ότι
πίνετε μαζί καφεδάκι και ότι μετά θα πάτε θάλασσα και το απόγευμα να πάμε οι
τρεις μας για καφέ. Τι μπάφο μου έδωσε ο πούστης να πιώ χθες το βράδυ; Πρέπει
να βρω τον προμηθευτή του!» μου έκανε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
«Μωρό μου δεν κάνουν πουλάκια τα αυτιά
σου,» της είπα τρυφερά και την άκουσα σχεδόν να τσιρίζει από τον ενθουσιασμό
της στην άλλη άκρη της γραμμής.
«Αχ μπράβο σου μωρό μου!» μου είπε με φωνή
που έτρεμε από τη χαρά της. «Και φυσικά και θα έρθω το απόγευμα να γνωρίσω τον
Βέλγο σου!»
“It’s
a date, then!” της είπα και της έστειλα φιλάκια στο τηλέφωνο πριν κλείσουμε. Γύρισα
προς τον Maurice με το στόμα μου να πονάει από το χαμόγελο. «Έκλεισε!»
«Ναι, κάτι κατάλαβα,» μου απάντησε
χαμογελαστός.
Και μετά έτρεξα στον Μπλάκι για να του
ζητήσω γονυπετής συγνώμη που του τάραξα το ζεν.
Αφού ήπιαμε τα καφεδάκια μας, πήγα κι εγώ
να ξεθάψω τα πράγματα για τη θάλασσα που τα είχα στη μικρή αποθηκούλα στο
υπόγειο. Το πρόβλημα μου ήταν ποιο μαγιό θα φορούσα. Είχα αγοράσει ένα μπικίνι
που μου άρεσε πολύ ώστε να δώσω επιπλέον κίνητρο στον εαυτό μου να χάσει αυτά
τα ρημάδια τα δέκα κιλά.
Αυτό βγήκε αυτόματα από τη λίστα, καθώς
ακόμα και αν το στομάχι μου δεν ήταν πρόβλημα, οι κώλοι μου ήταν. Είχα ένα
δεύτερο μπικίνι που ναι μεν μπορούσα να το φορέσω αλλά εκεί το πρόβλημα ήταν το
στομάχι μου. Και είχα και ένα τρίτο, ολόσωμο, το οποίο ήταν meh αλλά τουλάχιστον κάπως
συμμάζευε την αυτοκρατορική μου στρογγυλότητα.
Ή τουλάχιστον αυτό έβλεπαν τα δικά μου
μάτια. Δέκα κιλά είναι δέκα κιλά, αλλά είναι διαφορετικά αν είσαι 1,50,
διαφορετικά αν είσαι 1,60 και διαφορετικά αν είσαι 1,72 όπως η αφεντιά μου,
προσπαθούσα να το εξορθολογήσω—και μεταξύ μας τα ίδια μου έλεγε και η Μαίρη—αλλά
τι τα θες; Οι υπέρτατοι κριτές ήταν τα δικά μου μάτια…
Με την ψυχή στα δόντια επικαλέστηκα τη
βοήθεια του κοινού. “Maurice, ποιο σ’ αρέσει περισσότερο;» τον ρώτησα και του τα έδειξα.
«Ό,τι αρέσει σε εμένα ή ό,τι σε κάνει να
νιώθεις άνετα;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με στα μάτια. «Γιατί αν είναι να αρέσει
σε μένα και εσύ να αισθάνεσαι άσχημα…» είπε και σταμάτησε.
Ξεροκατάπια. «Ό,τι αρέσει σε σένα!»
«Εμένα μου αρέσει το μπικίνι,» μου απάντησε
χωρίς δισταγμό και έκανε παύση μερικών δευτερολέπτων. «Ωστόσο, αφού θα κάνουμε
και βουτιές, ίσως θα ήταν πιο ασφαλές να φορέσεις το ολόσωμο!» συμπλήρωσε
χαμογελώντας μου.
Μετάφραση: Μου αρέσει το μπικίνι αλλά σου
δίνω διέξοδο να φορέσεις αυτό που θα σε κάνει να νιώσεις πιο άνετα χωρίς να
χρειάζεται να πεις πως το επέλεξες για να νιώσεις πιο άνετα.
«Ωραία. Άκου να δεις τι θα κάνουμε,» του
είπα. «Θα πάρω και τα δύο μαγιό, όσο θα παίζουμε κάνοντας βουτιές θα φορέσω το
ολόσωμο αλλά μετά θα φορέσω το μπικίνι. Τι λες κι εσύ;»
“You do that,” μου απάντησε
χαμογελαστός. “So, get ready, we
have a splash to make!”
“Aye, Aye
Sir!” του είπα
χαχανίζοντας για να εισπράξω μια παιχνιδιάρικη—και καθόλου στρατιωτική, να το
λέμε αυτό—στο κωλαρίνι, η οποία με έκανε να χαχανίσω ακόμα πιο δυνατά.
Έχω αρκετά ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και
καίγομαι εύκολα στον ήλιο— μικρή οι φίλοι μου με φώναζαν βρικόλακα, ενώ η Μαίρη
με λέει “Countess Dracula.” Γι’ αυτό πάντα
χρησιμοποιώ αντηλιακό με υψηλό δείκτη προστασίας, το οποίο θα ταίριαζε και στον
Maurice, που
εκτός από τα σκούρα ξανθά μαλλιά του, είχε πάνω-κάτω το ίδιο χρώμα δέρματος με
μένα.
Το εξήγησα στον Maurice και χαμογέλασε με
ανακούφιση. «Ευτυχώς,» μου απάντησε. «Αρπάζω πολύ εύκολα και μετά δεν έχει
καθόλου πλάκα,» συνέχισε κάνοντάς μου ένα γλυκουλινιάρικο παραπονεμένο ύφος που
δεν μπορούσα να το αφήσω χωρίς φιλάκια!
«Μη μου ανησυχείς αρκούδε μου, κι εγώ
βρικόλακας είμαι!» του έκανα χαχανίζοντας.
Υπό το αποδοκιμαστικό βλέμμα του Μπλάκι που
θα τον άφηνα μόνο του και ένα σκασμό τύψεις—π’ ανάθεμά το τό κοπρόγατο—κατεβήκαμε
στο αυτοκίνητο και έτσι όπως το βάραγε και ο ήλιος ένιωσα σαν πεϊνιρλί που
μπήκε στο φούρνο. Ευτυχώς το air-condition δρόσισε γρήγορα πριν μετατραπούμε και οι δύο σε υγρή μορφή και δέκα
λεπτά αργότερα ήμασταν έξω από το σπίτι του.
“Θέλεις να σε περιμένω;» τον ρώτησα
διστακτικά.
“What?” με ρώτησε με γουρλωμένα μάτια.
«Εννοώ…» του είπα ακόμα πιο μαγκωμένη.
“Get your cute butt
out of the car already before I start making it redder right here!” μου είπε σε ψεύτικα απειλητικό ύφος.
«Μόνο και μόνο επειδή τον είπες
χαριτωμένο!» του απάντησα χαμογελώντας του σκανταλιάρικα και άνοιξα την πόρτα.
Να τα λέμε αυτά, ήταν κύριος. Περίμενε να
μπούμε στο ασανσέρ πριν αρπάξω ακόμα μία στο κωλαρίνι μου.
“BRRRRRRRRRRRRR” του έκανα γεμίζοντάς τον σάλια, για
να αρπάξω ακόμα μία.
Σαν χάνος το κατάπιε το δόλωμα το μωρουλίνι
μου!
«Να σου πω, μην νομίζεις ότι δεν κατάλαβα
τι κάνεις!» μου είπε κοιτώντας με δήθεν με μισό μάτι.
“I’m
pleading the 5th!” του απάντησα χαχανίζοντας.
Το διαμέρισμά του ήταν ένα μικρό τριάρι
στον τρίτο όροφο, προφανώς χτισμένο τη δεκαετία του ’90, με εκείνα τα τυπικά
λευκά πλακάκια και τις λευκές πόρτες που θυμίζουν εργολαβικό διαμέρισμα. Είχε
ένα μέτριου μεγέθους υπνοδωμάτιο με μια απλή ξύλινη ντουλάπα και ένα σκούρο
καφέ κρεβάτι—καθαρό, στρωμένο, χωρίς πολλά διακοσμητικά.
Το δεύτερο δωμάτιο ήταν ακόμα μικρότερο,
αλλά τον εξέθετε με τον πιο χαριτωμένο τρόπο: το είχε μετατρέψει σε
γραφείο-φωλιά geek, με μια βιβλιοθήκη τίγκα σε τεχνικά βιβλία και μυθιστορήματα
φαντασίας, ένα laptop με δύο οθόνες, και έναν απλό καναπέ-κρεβάτι στριμωγμένο στη γωνία «σε
περίπτωση που έρθει κανείς».
Ο ενιαίος χώρος κουζίνας-σαλονιού ήταν
φωτεινός, με μεγάλα παράθυρα και ένα πάσο να τον χωρίζει το υπόλοιπο σαλόνι,
που και αυτό ήταν λιτά επιπλωμένο. Ένας απλός πρακτικός καναπές, δυο πολυθρόνες
και το έπιπλο της τηλεόρασης. Όλα λιτά, χωρίς φρου-φρου και αρώματα: ούτε
χαλιά, ούτε διακοσμητικά μαξιλάρια ούτε τίποτα.
Η κουζίνα παρότι πλήρως εξοπλισμένη, είχε
τα απαραίτητα—δυο κατσαρόλες, πέντε πιάτα και μερικά ποτήρια—και τίποτα
παραπάνω, πράγμα που μου επιβεβαίωσε ότι ο Maurice μάλλον δεν πολυασχολούνταν με τη μαγειρική,
εκτός κι αν μιλάμε για delivery.
Το μπάνιο ήταν μεσαίου μεγέθους, χωρίς
μπανιέρα—που έτσι κι αλλιώς ο αρκούδος μου αποκλείεται να χωρούσε εκτός αν γινόταν
origami—αλλά
με πλακάκια και μια ντουζιέρα κλειστή με μεγάλο γυάλινο διαχωριστικό. Καθόλου
πολυτέλεια, αλλά απόλυτα λειτουργικό.
Ήταν φανερό ότι ο Maurice δεν περνούσε
πολλές ώρες εδώ, ή απλώς δεν τον ένοιαζε να το κάνει «σπίτι» του με την έννοια
που θα το έκανε κάποιος άλλος. Οι προσωπικές πινελιές ήταν ελάχιστες. Ήταν όμως
καθαρό και περιποιημένο, και μέχρι και το κρεββάτι του ήταν στρωμένο, σε
αντίθεση με το δικό μου που κάθε πρωί έμοιαζε σα να το έχει χτυπήσει τυφώνας
και παρέμενε έτσι μέχρι να ξαπλώσω και πάλι το βράδυ.
«Δεν είσαι και πολύ της διακόσμησης, ε;»
τον ρώτησα με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο, όταν εμφανίστηκε και πάλι στο σαλόνι
έχοντας αλλάξει. Φορούσε μια μακριά βερμούδα, μια χαλαρή, φαρδιά μπλούζα,
πέδιλα—και, ω Θεοί μου—λευκές αθλητικές κάλτσες μέχρι τον αστράγαλο. Πάγωσα.
Έμεινα να τον κοιτάζω με τα μάτια μου γουρλωμένα, σαν καρτούν.
«Ο Χριστός και η Παναγία!» μονολόγησα στα
ελληνικά, χωρίς να προλάβω να το φιλτράρω. «ΒΓΑΛΕ ΤΙΣ ΚΑΛΤΣΕΣ ΤΩΡΑ!» του
διέταξα στα αγγλικά, με τόνο που θα ζήλευε και ο πιο φιλόδοξος λοχίας του
αμερικανικού πεζικού.
“What?” με ρώτησε έκπληκτος.
«ΒΓΑΛΕ. ΤΙΣ. ΚΑΛΤΣΕΣ!» επανέλαβα,
τονίζοντας κάθε συλλαβή, και χειρονομώντας σαν να εξηγούσα σε δίχρονο πώς να μη
βάλει το δάχτυλο στην πρίζα. «Φοράς πέδιλα, για όνομα του Θεού!»
Ο φουκαράς στούκαρε. Έμεινε με το ένα του
πόδι στον αέρα, σαν να μην είχε αποφασίσει αν έπρεπε να το ξαναβάλει στο
πάτωμα, κοιτώντας με με σαν κουτάβι που το είχαν μαλώσει. Έσκυψε, έλυσε
προσεκτικά τα πέδιλά του και έβγαλε τις κάλτσες, συνεχίζοντας να με κοιτάει σαν
να περίμενε να τον μαλώσω κι άλλο. Τα ξαναφόρεσε χωρίς τις κάλτσες,
σαστισμένος, με το βλέμμα του να φωνάζει ήταν τόσο μεγάλο λάθος; και δεν
άντεξα—έβαλα τα γέλια.
«Μωρό μου,» του είπα χαμογελώντας τρυφερά,
«εδώ στην Ελλάδα τους κοροϊδεύουμε αυτούς που φοράνε κάλτσες με πέδιλα, τους
λέμε Γερμανούς τουρίστες. Για εμάς είναι τελείως αντιαισθητικό!»
“Ok…” μου είπε χαμογελώντας μου αβέβαια.
«Δε θέλω να κοροϊδεύει κανένας τον αρκούδο
μου, θα γίνουμε Τέξας!» του είπα, και αυτή τη φορά χαμογέλασε ακόμα
περισσότερο.
“Note to self:
Wearing socks with sandals is a crime worthy of the 10th circle of Hell!” μου είπε χαχανίζοντας.
«Και εντέκατο μη σου πω!» του απάντησα
δίνοντάς του ένα απαλό ping
στη μύτη. “So, let’s go
make a proper splash!”
“Now you talking!” μου απάντησε και
…κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο για να πάμε στα Λιμανάκια, με τον Maurice να μου ρίχνει πού
και πού κλεφτές ματιές σαν να τσεκάρει αν φορούσε τίποτα άλλο λάθος, κι εγώ
χασκογελώντας να τον αφήνω να βράσει στο ζουμί του!
Για ελαφρώς μαζοχίστρια, με λες και
σαδίστρια! Χα!
Κυριακή, καύσωνας, και όλη η Αθήνα είχε
πάει στις παραλίες, σχεδόν δεν βρήκαμε να παρκάρουμε στα λιμανάκια, και όταν
κατεβήκαμε γινόταν της κακομοίρας.
«Της πουτάνας γίνεται,» βλαστήμησα στα
ελληνικά.
“Pardon me?”
“Πολύς κόσμος, δε μ’ αρέσει…” του εξήγησα μουτρωμένη.
«Θες να πάμε κάπου αλλού;»
«Σάμπως αλλού θα έχει λιγότερο κόσμο;» του
είπα ξεφυσώντας. Δε μου αρέσει η πολυκοσμία, την απεχθάνομαι, αλλά από την άλλη
δεν ήθελα να του χαλάσω το κέφι. «Δε γαμιέται,» είπα μέσα μου. “For the
Cause” που λέει και
το αρκούδι μου.
“Well?” με ρώτησε ξανά.
«Όχι μωρό μου, εδώ. Σου έταξα βουτιές κι
εγώ το λόγο μου τον κρατάω!» του είπα προσπαθώντας να φανώ περισσότερο
ενθουσιώδης απ’ όσο πραγματικά ήμουν.
«Σόφη μου, πραγματικά τώρα, αν θες να πάμε
κάπου αλλού δεν έχω πρόβλημα. Ερχόμαστε για βουτιές άλλη μέρα, δε χάλασε ντε
και ο κόσμος!» μου είπε χαϊδεύοντάς με τρυφερά στα μπράτσα.
“No way,
Jose! Let’s make
our splash!” του είπα, αυτή τη φορά με μεγαλύτερη
πίστη, και έτσι κατεβήκαμε προς τα κάτω.
Με τη διαδήλωση που γινόταν δεν βρήκαμε να
κάτσουμε κάπου κοντά, αλλά δε βαριέσαι; Και την τελική-τελική, δεν χρειαζόταν
βατήρας για να βουτήξεις στο νερό. Βέβαια, θα έπρεπε να έχεις γονίδια
αγριοκάτσικου για να σκαρφαλώσεις πίσω, οπότε θέλοντας και μη, εκτός από
βουτιές θα κάναμε και κολύμπι, γιατί άλλος τρόπος για να βγεις έξω, πέρα από τη
σκάλα δίπλα στο βατήρα δεν υπήρχε.
Το πρώτο πράγμα που έκανα αφού
τακτοποιηθήκαμε ήταν να τον πασαλείψω αντηλιακό από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Σταμάτησα
ικανοποιημένη μόνο όταν ένιωσα ότι είχε γίνει παστή σαρδέλα. Μετά έβαλα ανάλογη
ποσότητα και στον εαυτό μου, και ο γλυκούλης μου με βοήθησε απλώνοντάς την στους
ώμους μου, η πλάτη μου καλυπτόταν επαρκώς από το ολόσωμο μαγιό.
«Φρόνιμα!» του είπα χαχανίζοντας όταν
έδειξε όλη την καλή διάθεση να μου βάλει και μπροστά, κάτω από το μαγιό
εννοείται, ο πονηρίδης.
“A man had to
try!” μου είπε χαχανίζοντας,
για να αρπάξει ένα ping στη μύτη.
Σηκώθηκε με μια θεατρική, σχεδόν υπερβολική
κίνηση, τίναξε ελαφρώς το κεφάλι του σαν Ολυμπιονίκης πριν από το άλμα του, και
γύρισε προς το μέρος μου με ένα πλατύ, σκανταλιάρικο χαμόγελο.
“Now, let’s make that homemade tsunami!” μου είπε
υψώνοντας το δεξί του χέρι σαν να δήλωνε πως ήταν έτοιμος να κατακτήσει τον
κόσμο.
Έκανε δύο βήματα πίσω, πήρε βαθιά ανάσα και
μετά άρχισε να τρέχει προς την άκρη του βράχου με μικρά, γρήγορα βήματα. Μόλις
έφτασε στην άκρη, εκτινάχτηκε στον αέρα με όση χάρη μπορούσε να έχει ένας
μεγαλόσωμος Βέλγος που προσπαθεί να μιμηθεί κανονιοβολισμό από το βράχο.
Τυλίχτηκε σαν ανθρώπινο μπαλάκι, ή—σύμφωνα στην
περίπτωσή του—σαν μικρός αστεροειδής, και έπεσε στη θάλασσα σηκώνοντας τόσο
νερό που θα έκανε περήφανη και την πρώτη υποθαλάσσια ατομική έκρηξη στις νήσους
Μπικίνι . Μιλάμε για πραγματικό έπος—σταγονίδια εκτοξεύτηκαν παντού σαν
μικροσκοπικά πυροτεχνήματα, βρέχοντας μέχρι και την παρέα που καθόταν αρκετά
μακριά μας, προκαλώντας μερικά γελάκια και πειράγματα.
«Άξιος! Άξιος!» του φώναξα ενθουσιασμένη,
χειροκροτώντας δυνατά με ένα πλατύ, σχεδόν παιδικό χαμόγελο.
Ο Maurice, εμφανώς περήφανος, προσπάθησε να μου κάνει
μια μεγαλοπρεπή υπόκλιση, ξεχνώντας ότι το νερό δεν ήταν και το καλύτερο σημείο
να κρατήσεις την ισορροπία σου. Φυσικά, έχασε τη μάχη με τη βαρύτητα και
βούλιαξε σαν πέτρα κάτω από την επιφάνεια, κάνοντάς με να βάλω δυνατά γέλια. Λίγα
δευτερόλεπτα αργότερα ξεπρόβαλε και πάλι στην επιφάνεια, φτύνοντας νερό και
χαχανίζοντας σαν μικρό παιδί που μόλις είχε κάνει τη σκανταλιά του.
«Σειρά σου!» μου φώναξε από κάτω, με ένα
παιχνιδιάρικο χαμόγελο γεμάτο πρόκληση.
Πήρα κι εγώ λίγη φόρα και, με την καρδιά
μου να χτυπάει δυνατά από ενθουσιασμό και ανυπομονησία, πήδησα από τον βράχο.
Για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου ένιωσα την υπέροχη αίσθηση ότι πετούσα—με
τον άνεμο να φυσάει στα μαλλιά μου, και τη θάλασσα να με περιμένει ανοιχτή και
δροσερή σαν αγκαλιά.
Έσκασα στο νερό με τα πόδια, βυθιζόμενη
στιγμιαία στην δροσιά του. Άνοιξα τα μάτια μου και, καθώς οι μπουρμπουλήθρες
ανέβαιναν γύρω μου σαν λευκή φωτιά, ένιωσα όλο το σώμα μου να ξυπνάει και να
αναζωογονείται. Αναδύθηκα στην επιφάνεια με ένα πλατύ χαμόγελο, και το πρώτο
πράγμα που είδα ήταν το δικό του χαμόγελο να με περιμένει.
«Καλώς τη μου!» μου είπε με μια γλυκύτητα
που έκανε την καρδιά μου να λιώσει.
«Φιλάκι!» του είπα παιχνιδιάρικα και, πριν
προλάβει να απαντήσει, του ρίχτηκα με φόρα στην αγκαλιά του, με αποτέλεσμα να
βρεθούμε και οι δύο κάτω από το νερό, σε ένα κουβάρι από χέρια, πόδια και
γέλια.
Το φιλάκι πάντως, έστω και υποβρύχιο, μου
το έδωσε ο γλυκούλης μου πάντως. Και ήταν τέλειο!
Βέβαια, μετά τη βουτιά είχε αναγκαστικά
κολύμπι μέχρι να φτάσουμε στα σκαλάκια για να βγούμε έξω, αλλά δε μας πτόησε
καθόλου. Αντίθετα, αυτό έκανε όλη την εμπειρία ακόμα πιο διασκεδαστική. Με το
που βγαίναμε από το νερό και επιστρέφαμε στο σημείο που είχαμε αφήσει τα
πράγματά μας, πηγαίναμε κατευθείαν ξανά στο βράχο, και χωρίς δεύτερη σκέψη,
βουτούσαμε ξανά και ξανά, σαν μικρά παιδιά που δεν τα νοιάζει τίποτα άλλο πέρα
από τη στιγμή.
Είχα κρατήσει, ωστόσο, κρυφή από τον Maurice μια μικρή έκπληξη.
Δε μου το έχεις, αλλά εγώ στις βουτιές δεν είμαι και τόσο αρχάρια όσο δείχνω.
Αντίθετα, ξέρω να κάνω αρκετά εντυπωσιακές βουτιές, τόσο με το κεφάλι όσο και
να εκτελέσω περιστροφή στον αέρα. Περίμενα, λοιπόν, την κατάλληλη στιγμή για να
του δείξω τις ικανότητές μου.
Έφτασα στην άκρη του βράχου, πήρα μια βαθιά
ανάσα, και ακούγοντας τον Maurice να με παροτρύνει από το νερό, έτρεξα μπροστά με αποφασιστικότητα. Την
τελευταία στιγμή, αντί να πηδήξω απλά με τα πόδια, όπως είχα κάνει μέχρι τότε,
έδωσα μια δυνατή ώθηση με τα πέλματα, τίναξα το σώμα μου στον αέρα και μάζεψα
τα πόδια μου σφιχτά στο στήθος μου, περιστρεφόμενη με απόλυτο έλεγχο σαν να
ήμουν επαγγελματίας αθλήτρια καταδύσεων.
Ο κόσμος γύρισε για μια στιγμή γύρω μου,
και το μόνο που έβλεπα ήταν ουρανός, θάλασσα, βράχια, κι έπειτα και πάλι
ουρανός. Μετά την πλήρη περιστροφή, τέντωσα το σώμα μου ξανά, και μπήκα στο
νερό με μια σχεδόν τέλεια, κάθετη είσοδο.
Όταν ξαναβγήκα στην επιφάνεια, το πρώτο
πράγμα που αντίκρισα ήταν η έκφραση του Maurice, που με κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό και τα
μάτια του γουρλωμένα από την έκπληξη και το θαυμασμό. Για μερικά δευτερόλεπτα
δεν έβγαλε ούτε λέξη, απλώς παρέμεινε να με κοιτάζει αποσβολωμένος.
“Damn, now
I’m really
impressed!” μου είπε
τελικά, με ένα βλέμμα γνήσιου θαυμασμού που έκανε την καρδιά μου να χτυπά σαν
τρελή και τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν.
«Και πού να δεις τη συνέχεια!» του είπα
παιχνιδιάρικα, κλείνοντάς του το μάτι, πριν κολυμπήσω κοντά του για να κερδίσω
ακόμα ένα τρυφερό, αλμυρό φιλί.
Αφού ξελυσσάξαμε καλά-καλά, και όπως του
είχα υποσχεθεί, του έδωσα να μου κρατάει την πετσέτα και άλλαξα μαγιό. Προφανώς
και μπορούσα να αλλάξω και χωρίς τη βοήθειά του, αλλά είχα πρόγραμμα, αν
γίνομαι αντιληπτή.
“My eyes are up
here Mister!” τον μάλωσα παιχνιδιάρικα όταν τον συνέλαβα
να κοιτάζει το στήθος μου, καθώς δεν είχα φορέσει ακόμα το πάνω μέρος.
“Boobiiiiiiiiiiiiiiiiies!” μου είπε ενθουσιασμένος
κάνοντάς με να σκάσω στα γέλια.
Είπαμε, είχα πρόγραμμα!
Εκεί είχε και ένα δεύτερο γύρο
πασαλείμματος με αντηλιακό, αφενός γιατί το μπικίνι μου άφηνε όλη την πλάτη και
την κοιλιά απ’ έξω, και αφετέρου γιατί το χρειαζόμασταν και οι δύο μετά από
τόσες βουτιές. Ο ήλιος έκαιγε πολύ, δεν ήταν και η καλύτερη ώρα να κάνω τη
λιαστή ντομάτα, οπότε βουτήξαμε και πάλι στο νερό για να μην νταλακιάσουμε.
Καθίσαμε τελικά άλλη μια ώρα και επειδή δεν
θέλαμε να γίνουμε στα κάρβουνα, επιστρέψαμε στη βάση μας. Ή να το θέσω αλλιώς,
στο σπίτι του για να πάρει ρούχα για να έχει το απόγευμα, και μετά πήγαμε στο
δικό μου, όπου μας περίμενε μουτρωμένος ο Blackie, όχι που θα τη γλυτώναμε!
Αφού έφαγα το ξύλο μου σαν άντρας, μπήκαμε
και οι δυο στο ντουζ για να βγάλουμε από πάνω μας τα αλάτια. Αυτή τη φορά δεν
είχε άρια, δεν είναι κάθε μέρα του αγιαννιού. Δεν είναι ότι δεν προσπάθησε
φιλότιμα το αρκούδι μου, προσπάθησε αλλά…
Δεν πειράζει, αρκούσε η πρόθεση. Από την
άλλη ο ίδιος δεν είχε ανάλογους περιορισμούς οπότε γονάτισα μπροστά του χωρίς
μεγαλύτερη καθυστέρηση και ρίχτηκα επί το έργο. Αυτή τη φορά του πήγε λίγο
παραπάνω, πιάστηκαν τα γόνατά μου, αλλά έστω και με κάποια καθυστέρηση έλαβα
την ανταμοιβή των κόπων μου, και που στο διάολο πρόλαβε και μαζεύτηκε τόσο
πράγμα μέσα σε μερικές ώρες;
Όταν βγήκαμε από το μπάνιο κόντευε να πάει τέσσερις.
«Δε μου λες, πεινάς;» τον ρώτησα.
«Λίγο!» μου είπε ντροπαλά, λες και δεν ήταν
ο ίδιος που χθες το βράδυ είχαμε φάει μαζί ένα κοπάδι αρνιά.
Αν ήμουν μόνη μου θα είχα παραγγείλει κάτι
από το e-food. Το αρκούδι μου
ωστόσο ήθελα να το περιποιηθώ.
«Θες να φτιάξω στα γρήγορα μια χωριάτικη
ομελέτα;» τον ρώτησα γεμάτη έξαψη στην προοπτική να του μαγειρέψω. «Ντομάτα,
πιπεριά, κρεμμύδι, μανιτάρια, τυρί και bacon!»
«Πολύ θα το ήθελα!» μου απάντησε
χαμογελώντας και χωρίς περιττές τζιριτζάτζουλες.
«Ωραία, κάτσε να πάρω ένα τηλέφωνο τη Μαίρη
να κανονίσουμε μέρος και ώρα, και πάω να φτιάξω την ομελέτα!»
«Μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι;» με ρώτησε
τρυφερά.
«Αμέ! Θα με βοηθήσεις να φάμε την ομελέτα!»
του είπα χαχανίζοντας, κερδίζοντας επάξια μια παιχνιδιάρικη στα καπούλια.
«Αχνε!» του έκανα κουνώντας προκλητικά τους γοφούς μου, κερδίζοντας άλλη μία!
Και μπράβο μου!
Πήρα τηλέφωνο την Μαίρη και στα γρήγορα
δώσαμε ραντεβού στο Μαρούσι στις οκτώ. Κοντά είναι για εμάς και η Μαίρη που
μένει στο κέντρο στο Μαρούσι δε χρειάζεται καν να πάρει αυτοκίνητο, με τα πόδια
θα πήγαινε στις καφετέριες κάτω από το σταθμό.
Συνοδεία των δυο μου αγοριών, πήγαμε στην
κουζίνα όπου ξεκίνησα την προετοιμασία του φαγητού.
«Σίγουρα δε θέλεις κάποια βοήθεια;» με
ξαναρώτησε ο γλυκούλης μου.
«Τώρα είμαι σε mode Ελληνίδας μάνας,» του
εξήγησα χαχανίζοντας. «Κάτσε ήσυχος …or else!» συνέχισα, κάνοντάς τον να γελάσει.
Είναι που δεν είχε εμπειρία Ελληνίδας
μάνας, αλλιώς θα σου έλεγα εγώ! The
Horror! The Horror!
Και μια που είπαμε για Ελληνίδα μάνα, ένα
μικρό ντουβρουντζά θα μου τον πάθαινε η Ευτύχω όταν θα της μπουμπούνιζα τα
μαντάτα για το νέο αίσθημα. Όχι βέβαια στον ίδιο βαθμό με το σοκ που είχε
υποστεί όταν κατάλαβε επιτέλους τι καπνό φούμαρε ο ακατανόμαστος—ακόμα θυμάμαι
τη μάνα μου να αναφωνεί δραματικά «Που το βρήκες αυτό το φρούτο;»
Είναι κοινό μυστικό ότι ο μόνος άνθρωπος
στον πλανήτη που έβρισκε συμπαθητικό τον Αργύρη ήμουν εγώ. Ούτε για τη μάνα του
δε θα έπαιρνα όρκο, αλήθεια λέω! Η Μαίρη είχε απειλήσει ουκ ολίγες φορές να του
φέρει τηγάνι στο κεφάλι, ενώ οι γονείς μου, αν και σαφώς πιο διακριτικοί—ήμουν
μεγάλο κορίτσι πια, τι να έκαναν οι άνθρωποι—δεν είχαν καταφέρει να κρύψουν τη
σιωπηρή τους αποδοκιμασία.
Με τον Maurice, βέβαια, ήμουν πιο αισιόδοξη. Εντάξει,
προφανώς είχα αγωνία πώς θα τους φαινόταν ο αρκούδος μου, αλλά ήμουν σχεδόν
σίγουρη ότι ο συνδυασμός του ευγενικού του χαρακτήρα, του πανέξυπνου χιούμορ,
της βαθιάς του καλλιέργειας, και—κυρίως—του απίστευτα γλυκού και συνεσταλμένου
τρόπου του, θα κέρδιζε τις καρδιές τους από το πρώτο λεπτό.
Αποφασίζοντας να αφήσω τις υπαρξιακές
ανησυχίες για αργότερα—άλλωστε κοντός ψαλμός αλληλούια—επέστρεψα στην
προετοιμασία του φαγητού. Έριξα μια ματιά προς το τραπέζι και μου ξέφυγε ένα
τεράστιο χαμόγελο.
Ο Μπλάκι είχε σκαρφαλώσει με αυτοκρατορική
άνεση πάνω στο τραπέζι και κυνηγούσε το δάχτυλο του Maurice, το οποίο πήγαινε
πέρα-δώθε, προκαλώντας τον μαύρο εξολοθρευτή. Κάθε φορά που κατάφερνε να το
πιάσει, το δάγκωνε απαλά και έμενε να τον κοιτάζει με προσμονή, έτοιμος για τον
επόμενο γύρο.
«Maurice,» του είπα γελώντας, «αν θες να σε
ερωτευτεί, παίξε μαζί του με το laser! Είναι στο σαλόνι, πάνω στο ράφι αριστερά από την τηλεόραση!»
Και εκεί ήταν που έγινε της μουρλής. Αφού
δε μου γκρεμίσανε το σπίτι, πάλι καλά να λέω. Ο Μπλάκι μεταμορφώθηκε σε Νίντζα και
ο Maurice
αποδείχθηκε τόσο ευρηματικός στο πώς έπαιζε το laser πάνω στους τοίχους και τα έπιπλα που νόμιζες
ότι ο γάτος μου είχε πέσει μικρός στο καζάνι με τη μεθαμφεταμίνη.
Άντρες, ρε παιδί μου· είτε είναι άνθρωποι,
είτε γάτες, είτε σκύλοι, είτε αμοιβάδες, τελικά δεν κάνει καμία διαφορά: με ένα
παιχνίδι και λίγο κυνηγητό ξεχνάνε τα πάντα.
Χαχάνισα από μέσα μου, αναλογιζόμενη ότι
τελικά τον Αργύρη τον κατέτασσα άνετα στις αμοιβάδες—και μάλιστα από τις
λιγότερο εξελιγμένες.
Έκοψα και μια χωριάτικη σαλάτα στα γρήγορα
και φώναξα τα αγόρια μου που ήταν ακόμα στο σαλόνι και προσπαθούσαν να το
διαλύσουν ότι το φαγητό είναι έτοιμο. Στο Μπλάκι έβαλα την υγρή τροφή του, ξηρά
έτρωγε το βράδυ, και ποτέ δεν άλλαζε το πρόγραμμά του. Αν του έβαζα ξηρά το
μεσημέρι ή υγρή το βράδι, απλά δεν καταδεχόταν.
Λες και του λόγου μου ήμουν λιγότερο ψυχαναγκαστική…
Μωρέ με τον Μπλάκι είχε κυλήσει ο τέντζερης και είχε βρει το καπάκι. Ναι, αυτή
την υπέροχη πλευρά μου δεν είχε αρχίσει να την βιώνει ακόμα το αρκούδι μου,
αλλά ο καιρός γαρ εγγύς, σκέφτηκα χαχανίζοντας από μέσα μου.
“Oh my god, it smells
like heaven!” μου είπε ο Maurice δίνοντάς μου ένα φιλάκι πριν κάτσει στο
τραπέζι. Μετά κοίταξε καχύποπτα τις ντομάτες. «Είναι Μαραθώνα;» με ρώτησε.
«Όχι, παλουκώσου και τρώγε!» του είπα με
όλη μου τη γλύκα, ακόμα σε mode
Ελληνίδας μάνας.
Το έπιασε πάντως το υπονοούμενο, οπότε
χωρίς περεταίρω καθυστέρηση κάθισε το αρκουδίσιο κωλαράκι του στο τραπέζι. Πήγα
στο ψυγείο και έβγαλα δύο κουτάκια μπύρας—ποτήρια και αηδίες δεν έχει—και αφού
τα έπλυνα προσεκτικά, τα σκούπισα και τα έφερα και αυτά στο τραπέζι.
Στο μεταξύ είχε ψηθεί και το ψωμί που είχα
βγάλει από την κατάψυξη, οπότε αφού το έβαλα και αυτό στο τραπέζι, κάθισα κι
εγώ, ενώ ο Maurice με περίμενε υπομονετικά.
«Δεν πιστεύω να μου αρχίσεις τις προσευχές,
ε;» τον ρώτησα καχύποπτη και έβαλε τα γέλια.
«Όχι, σε εμπιστεύομαι ότι είσαι καλή
μαγείρισσα!» μου απάντησε με deadpan
ύφος, κάνοντας αυτή τη φορά να βάλω εγώ τα γέλια.
ΕΙΝΑΙ
ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΘΕΟΥΛΗΣ! Η ΕΣΤΩ ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΩΣΟΜΟΣ ΜΙΚΡΟΣ ΘΕΟΥΛΗΣ!
Στο μεταξύ ο Μπλάκι που είχε χλαπακιάσει το
φαγητό του έριξε ένα σάλτο στο τραπέζι κοιτάζοντάς μας με το βλέμμα της
λυπημένης θλίψης.
«Μη με κοιτάς εμένα έτσι!» πήγα να τον
μαλώσω αλλά ο Maurice είχε προλάβει να καταπιεί το δόλωμα αμάσητο, και του έδωσε ένα κομμάτι
ομελέτα.
«Μα κοίτα πως με κοιτάζει!» προσπάθησε να
απολογηθεί όταν με είδε να τον αγριοκοιτάω. «Σου κάνει καρδιά;» συνέχισε
πεταρίζοντας τα μάτια του, και τουμπάροντάς με και πάλι.
Πυγμή,
όχι μαλακίες!
«Πώς σου φαίνεται, μωρό μου;» τον ρώτησα
μασουλώντας, ο ρομαντισμός θα με φάει.
Ο Maurice χαμογέλασε, σκουπίζοντας λίγο το πιγούνι
του με την ανάστροφη του χεριού του—μια κίνηση που μου φάνηκε απίστευτα γλυκιά.
«Είναι υπέροχη!» μου είπε με μάτια που έλαμπαν από ειλικρινή ευχαρίστηση.
Στο μεταξύ είχε ξεκινήσει να συνηθίζει και
τον ελληνικό ρυθμό: με το που καθάρισε το πρώτο πιάτο, μου το έσπρωξε
διακριτικά με ένα σχεδόν ντροπαλό χαμόγελο, λες και φοβόταν μήπως φανεί
λαίμαργος. Ο μπαμπάς μου πάντα έλεγε, «όποιος ντρέπεται μένει νηστικός», και ο Maurice τουλάχιστον δε
φαινόταν να σκοπεύει να μείνει νηστικός.
Και μπράβο του!
«Ξέρεις τι λατρεύω περισσότερο στην
Ελλάδα;» με ρώτησε, ενώ έκανε άλλη μια γενναία βούτα στη σαλάτα.
Σήκωσα παιχνιδιάρικα το φρύδι μου και
χαμογέλασα. «Για πες.»
«Το ελαιόλαδο!» αναφώνησε με έναν μορφασμό
απόλυτης απόλαυσης. «Στο Βέλγιο κοστίζει μια περιουσία, κι εδώ το ρίχνετε λες
και είναι νερό!»
«Και πού είσαι; Αυτό που τρως τώρα είναι Κρητικό
λάδι!» του είπα. «Από τις ελιές του θείου μου του Σήφη, του αδερφού του πατέρα
μου!» συνέχισα γεμάτη περηφάνια.
«Καλά
να είμαστε οι δυο μας και θα ευχαριστηθείς λάδι,»
χαχάνισα από μέσα μου!
Συνέχισα κάνοντας κι εγώ μια
μεγαλοπρεπέστατη βούτα. «Ισπανία και Ιταλία έχουν καλό λάδι, δε λέω, αλλά
τίποτα δεν συγκρίνεται με το Ελληνικό, και το Κρητικό ειδικά είναι το καλύτερο
λάδι στον κόσμο!»
«Δεν το βλέπω;» με ρώτησε με ενθουσιασμό,
κάνοντας ακόμα μια μεγαλοπρεπέστατη βούτα στη σαλάτα.
Όταν τελειώσαμε το φαγητό ο γλυκούλης μου προθυμοποιήθηκε
να πλύνει τα πιάτα, και με το προθυμοποιήθηκε εννοούμε σφαλιάρα στο κωλαρίνι μου
όταν του είπα ότι δεν χρειάζεται, έχω πλυντήριο πιάτων.
“I have spoken!” μου απάντησε, προφανώς
δεν ήμουν η μόνη που είχα δει το The
Mandalorian.
Βέβαια για τα μάτια του κόσμου—ή αν θέλουμε
να είμαστε ειλικρινής για να αρπάξω ακόμα μία—του έκανα ένα γλυκουλινάρικο “But Siiiiiiir…” και στόχος επετεύχθη. Χαχανίζοντας στρογγυλοκάθισα στην καρέκλα, με τον
Μπλάκι στην αγκαλιά ενώ ο αρκούδος μου έπλενε τα πιάτα με σχολαστικότητα που έμπαινε
βαθιά στα χωράφια της εμμονής.
Note to self: Μάλλον δεν είμαι η μόνη ψυχαναγκαστική του ζευγαριού. Ή μάλλον της τριάδας,
μην ξεχνάμε και το κοπρόγατο που εκείνη την ώρα την είχε δει κοπρόσκυλο—ή ίσως έκρινε
ότι χρειάζομαι καθάρισμα και του λόγου μου—και μου έγλειφε το χέρι με σχολαστικότητα.
Εκεί
του πέταξα την ιδέα να πάμε να πάρουμε καφέ από μια κοντινή καφετέρια που έκανε
πολύ καλούς καφέδες, αφενός γιατί η αλήθεια είναι ότι βαριόμουν να φτιάξω καφέ,
και κατά δεύτερον να κατέβει και λίγο το φαγητό. Και κάπως έτσι, με τον αρκούδο
μου χεράκι-χεράκι πήγαμε στην καφετέρια με μένα να τον καμαρώνω σαν γύφτικο σκεπάρνι.
Γυρίσαμε στο σπίτι και ήπιαμε το καφεδάκι μας
χαζολογώντας στο Netflix με μια κωμωδία της συμφοράς, και τελικά λίγο μετά τις επτά, ξεκίνησα να
ετοιμάζομαι για την απογευματινοβραδινή μας έξοδο με τη Μαίρη. Και ο Maurice είχε πάρει μαζί του
καλά ρούχα—ήθελε να κάνει καλή εντύπωση στην κολλητή μου ο γλυκούλης μου—οπότε κι
εγώ δε μπορούσα να τον συνοδεύω σαν το λέτσο!
Είχα ένα γουστόζικο φορεματάκι που είχα αρνηθεί
να το φορέσω την Παρασκευή γιατί μου θύμιζε τον ακατανόμαστο. Κρίνοντας ότι ήρθε
η ώρα να το ξορκίσω, αποφάσισα να το φορέσω και το χαμόγελο του Maurice όταν με είδε με δαύτο—είχε…
ας πούμε αρκετά αποκαλυπτικό μπούστο—ήταν η επιβράβευσή μου.
Μια λαρυγγοσκόπηση αργότερα κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο
για να πάμε στο Μαρούσι να βρούμε τη Μαίρη.
Η Μαίρη… Τι παιδί και αυτό!
Μινιόν, γύρω στο 1,60, αλλά με αναλογίες
μοντέλου, μαύρα κορακίσια μαλιά και αμυγδαλωτά μάτια ίδιου χρώματος, είναι αυτό
που λένε “A dame to kill for.” Πέντε χρόνια
μεγαλύτερη μου, τη γνώρισα μέσω ενός κοινού γνωστού όταν ήμουν είκοσι. Τελείως
αντίθετες μεταξύ μας, κολλήσαμε από την πρώτη στιγμή και αν υπάρχει μία λέξη
που θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει είναι η λέξη “αντιφατική.”
Πλουσιοκόριτσο των βορείων προαστίων, από τζάκι
που λέμε, και μεγαλωμένη με γαλλικά, μπαλέτο και πιάνο—και δεν το λέω
μεταφορικά—ταυτόχρονα είχε μαύρη ζώνη και τρία dan στο taekwondo. Χωρίς να έχει καμία απολύτως ανάγκη να εργαστεί για να ζήσει, δούλευε
σαν σκυλί σε μια από τις οικογενειακές επιχειρήσεις.
Bossy και ψαρωτική με τρόπο που θα ζήλευε ακόμα και ο λοχίας Hartman, στο σεξ ήταν το
τελείως αντίθετο άκρο—και δε μιλάμε για τις συνηθισμένες παιχνιδιάρικες σφαλιάρες
στα πισινά, που στην τελική μου αρέσουν κι εμένα. Τι βίτσες, μου είχε πει, τι
μαστίγια, τι βελόνες, τι κεριά… Την πρώτη φορά που μου είχε μιλήσει για δαύτα μου
είχαν πέσει τ’ αφτιά, είχα μείνει να την κοιτάζω σαν μαλάκας.
Σχέσεις; Ναι, καλά… Είχε δυο-τρεις ημιμόνιμους έμπειρους και έμπιστους παρτενέρ για τα σαδομαζοχιστικά της παιχνίδια—μαζοχίστρια είναι, όχι αυτοκτονική—και από εκεί και πέρα άλλαζε τους άνδρες σαν τα φορέματά της, και είχε μεγάλη συλλογή από δαύτα—η walk-in ντουλάπα της ήταν μεγαλύτερη από το δωμάτιό μου.
Ήμουν σίγουρη πως το ίδιο απόγευμα θα την
έβλεπα όπως πάντα: έξυπνη, κεφάτη, με το γνωστό καυστικό της χιούμορ και έτοιμη
να περάσει από εξονυχιστικό έλεγχο τον Maurice. Όπως ήμουν σίγουρη πως ο αρκούδος μου θα την
κέρδιζε από τις πρώτες κουβέντες.
Οχτώ ακριβώς, Άγγλοι στο ραντεβού μας ήμασταν
στην καφετέρια. Η Μαίρη δεν είχε έρθει ακόμα, το πεντάλεπτο της μεγαλοπρέπειας ήταν
εκ των ων ουκ άνευ ακόμα και αν είχε ραντεβού με τον Πάπα. Καθίσαμε και φώναξα την
γκαρσόνα να παραγγείλουμε τις μπύρες μας. Ο Maurice με κοίταξε αβέβαιος.
«Να μην περιμένουμε τη Μαίρη;»
«Είναι βασική της αρχή να μην είναι ποτέ στην
ώρα της,» του απάντησα, και με κοίταξε ερωτηματικά. «Όταν τη δεις, θα καταλάβεις!»
τον διαβεβαίωσα.
Πράγματι, οκτώ και πέντε νταν, να σου και η
λεβέντισσα. Περπατώντας με έναν αέρα που έκανε όλα τα κεφάλια να γυρίσουν προς
το μέρος της, φορώντας ένα υπέροχα κομψό καλοκαιρινό φόρεμα, έφτασε στο τραπέζι
μας. Ο Maurice, με το που την είδε να πλησιάζει, σηκώθηκε αμέσως όρθιος με εκείνη τη
χαρακτηριστική του ευγένεια, κάνοντάς με να ανασηκωθώ και εγώ λίγο αδέξια, με
μικρή καθυστέρηση, σαν παιδάκι που μιμείται τους μεγάλους.
«Καλώς τη μου!» της είπα γεμάτη χαμόγελο
και την αγκάλιασα σφιχτά, δίνοντάς της ένα ηχηρό φιλί στο μάγουλο. Εκείνη μου
ανταπέδωσε με ένα πονηρό μειδίαμα και ένα γρήγορο, διερευνητικό βλέμμα στον Maurice.
«Λοιπόν,» συνέχισα αυτή τη φορά στα
αγγλικά, γυρίζοντας προς τον Maurice και νιώθοντας την καρδιά μου να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα. «Να σας κάνω
τις συστάσεις. Maurice, από εδώ η Μαίρη, η κολλητή μου. Μαίρη, ο Maurice, το αγόρι μου!»
Δεν μου διέφυγε πώς άστραψαν τα μάτια του με
χαρά μόλις είπα «my boyfriend». Αν είχα πιάσει
το Τζόκερ την Παρασκευή, τώρα ήμουν σίγουρη ότι είχα πάρει και το bonus.
“Hello Mary!” της είπε με φυσικότητα, κάνοντας μια ελαφρά υπόκλιση και δίνοντάς
της το χέρι του.
Κοίταξα τη Μαίρη με κομμένη την ανάσα,
προσπαθώντας να διαβάσω στο βλέμμα της αν αυτό της είχε κάνει καλή εντύπωση.
Εκείνη του έσφιξε ευγενικά το χέρι, αλλά το χαμόγελό της παρέμεινε
συγκρατημένο, όπως έκανε πάντα όταν περνούσε κάποιον από τον γνωστό, εξονυχιστικό
της έλεγχο.
“Hello Maurice,” απάντησε ευγενικά, με βλέμμα που τον σκάναρε από πάνω μέχρι κάτω
μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.
Και τότε ο Maurice, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον
κόσμο, έπιασε την πλάτη μιας καρέκλας, τραβώντας την ελαφρά προς τα πίσω και
κάνοντας ευγενικά νόημα στη Μαίρη να καθίσει. Η κολλητή μου δίστασε για μια
στιγμή, το βλέμμα της καρφωμένο πάνω του με μια έκφραση διερευνητική και μάλλον
επιφυλακτική—ένα βλέμμα που κάθε φορά που το αντίκρυζα μου κοβόντουσαν τα ποδάρια.
Ο Maurice
όμως παρέμεινε εντελώς ήρεμος και απλά την περίμενε υπομονετικά να κάτσει,
χαρίζοντάς της ένα απλό, χαμόγελο.
«Ευχαριστώ,» του είπε τελικά η Μαίρη,
αφήνοντας την ένταση να υποχωρήσει από το πρόσωπό της, και κάθισε στην καρέκλα
με τη χαρακτηριστική της χάρη.
Ο Maurice στράφηκε τότε προς το μέρος μου, σηκώνοντας
ελαφρά τα φρύδια του και χαμογελώντας πειραχτικά, λες και ήθελε να μου πει: «Εσύ, δεσποινίς, σκοπεύεις να
καθίσεις κάποια στιγμή ή θα μείνεις όρθια να μας θαυμάζεις;» Με μια μικρή, ντροπαλή καθυστέρηση κάθισα και τον δικό μου κώλο κάτω,
νιώθοντας τα μάγουλά μου να παίρνουν φωτιά.
Η Μαίρη μας κοίταξε και τους δύο για μερικές
στιγμές και μετά στράφηκε προς τον Maurice. Ωχ Παναγία
μου, ξεκινάει η ιερά εξέταση. Το ίδιο είχε κάνει και με
τον ακατανόμαστο, ο οποίος μπροστά της αποδείχτηκε μαγκιά και κλανιά, παρά το γεγονός
ότι αντιπάθησαν ο ένας τον άλλον με την πρώτη ματιά.
«Λοιπόν, Maurice,» ξεκίνησε στα αγγλικά με αυτόν τον τρόπο
της που συνήθως προμήνυε ανάκριση, αφήνοντας την πρόταση να αιωρείται με νόημα.
Ο τελευταίος, εντελώς ατάραχος, απλά
χαμογέλασε ευγενικά, περιμένοντας τη Μαίρη να συνεχίσει. Εκείνη ανασήκωσε
ελαφρά τα φρύδια της, ίσως και με λίγη έκπληξη, γιατί συνήθως εκείνη ήταν που
έκανε τους άλλους να νιώθουν αμήχανοι με τις σιωπές της. Σαν να τον
επανεκτιμούσε, έγειρε ελαφρά προς τα πίσω στην καρέκλα της, υιοθετώντας μια
στάση πιο χαλαρή και παιχνιδιάρικη.
Η σιωπή ανάμεσά τους κράτησε μερικά
δευτερόλεπτα, αρκετά ώστε να μου ανεβάσουν τους παλμούς, μέχρι που η Μαίρη
αποφάσισε τελικά να την σπάσει.
«Από πού είσαι, Maurice;» τον ρώτησε με
ελαφρά χαμόγελο, παρατηρώντας τον προσεκτικά, λες και προσπαθούσε να διαβάσει
κάτι πίσω από τις λέξεις που επρόκειτο να πει.
«Από τη Λιέγη,» της απάντησε ο Maurice ευγενικά, κάνοντας
μια ελαφριά χειρονομία με το χέρι του. «Αν και, από τότε που ξεκίνησα την πρώτη
μου δουλειά μετά το πανεπιστήμιο, μένω στις Βρυξέλες.»
«Είσαι καιρό στην Ελλάδα;» συνέχισε η
Μαίρη, σκύβοντας ελαφρώς μπροστά σαν να προσπαθούσε να ακούσει κάποιο μυστικό.
«Από τα μέσα Φλεβάρη,» της απάντησε
εκείνος, προσφέροντας κι ένα ζεστό χαμόγελο. «Και, όπως φαίνεται, θα είμαι για
αρκετό καιρό ακόμα.»
Η Μαίρη έγειρε το κεφάλι της λίγο πλάγια,
εξετάζοντάς τον διερευνητικά: “Digital
nomad?” τον ρώτησε,
επαναλαμβάνοντας ακριβώς τη δική μου ερώτηση από την πρώτη μας συνάντηση, και
περιμένοντας την απάντηση με πραγματικό ενδιαφέρον.
Αυτή τη φορά, όμως, η απάντησή του ήταν
διαφορετική και, ω Θεέ μου, με έκανε να αισθανθώ ένα μικρό φτερούγισμα στο
στήθος:
«Όχι,» είπε ο Maurice ήρεμα. «Είμαι εδώ
ως subcontractor της Accenture,» εξήγησε, με τη Μαίρη να γνέφει καταφατικά, αναγνωρίζοντας αμέσως την
εταιρία. «Να σου πω την αλήθεια όμως,» πρόσθεσε κοιτώντας με γρήγορα, φευγαλέα
και χαμογελώντας τρυφερά, «έχει αρχίσει και μου αρέσει η ζωή εδώ. Οπότε, ποιος
ξέρει; Μπορεί και να καταλήξω!»
Κόντεψα να πνιγώ με το σάλιο μου. Εκείνη τη
στιγμή η καρδιά μου έκανε τουλάχιστον διακόσιες κωλοτούμπες, ενώ η Μαίρη
προσπάθησε—ανεπιτυχώς—να κρύψει το πονηρό της χαμόγελο.
«Τι σου αρέσει περισσότερο;» συνέχισε
εκείνη, με μια χροιά στη φωνή της που έδειχνε ότι του έδινε πόντους.
Ο Maurice χαμογέλασε και ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους.
«Οι Έλληνες είστε υπέροχα χαοτικοί,» της απάντησε με ειλικρίνεια, χαμογελώντας
πλατιά. «Ξέρεις, στην αρχή με είχαν προειδοποιήσει ότι θα δυσκολευτώ να
προσαρμοστώ,» συμπλήρωσε με ένα παιχνιδιάρικο μειδίαμα. «Είναι όντως λίγο
δύσκολο, ειδικά η κάπως... χαλαρή σχέση σας με τις ημερομηνίες,» συνέχισε, και
εδώ χαχάνισε διακριτικά, κερδίζοντας ένα αυθόρμητο χαμόγελο από τη Μαίρη. «Αλλά
δεν ξέρω… ίσως μου αρέσουν οι προκλήσεις,» είπε με έναν σκεπτικό τόνο, αφήνοντας
ένα-δυο δευτερόλεπτα σιωπής πριν χαμογελάσει πάλι. «Ή ίσως βρίσκω
αναζωογονητική αυτή τη χαλαρότητα, κι ας μου κάνει τη ζωή δύσκολη ώρες-ώρες.»
Και τότε το χαμόγελό του έγινε ακόμα πιο
πονηρό:
«Για να μη μιλήσω για τον ήλιο, τη θάλασσα
και τα παϊδάκια,» κατέληξε, και αυτή τη φορά δεν άντεξε και γέλασε δυνατά,
κάνοντας τη Μαίρη να τον ακολουθήσει. «Θεέ μου, αυτά τα παϊδάκια!» πρόσθεσε με
πραγματική ευδαιμονία.
Η αντίδραση της Μαίρης με έκανε να λιώσω
ακόμα περισσότερο. Το γέλιο της ήταν αυθεντικό, ειλικρινές, και τα μάτια της
έλαμψαν πραγματικά με ενθουσιασμό.
«Προλάβαμε και σε χαλάσαμε, Maurice;» τον ρώτησε
πειραχτικά, σκύβοντας προς το μέρος του σαν να μοιράζονταν μια μικρή συνομωσία.
“No!” της απάντησε εκείνος εμφατικά, με το χαμόγελό
του να φωτίζει ακόμα περισσότερο το πρόσωπό του. “You’ve shown
me the light!” συμπλήρωσε, με την έκφρασή του να είναι γεμάτη ζωντάνια και
ενθουσιασμό, κάνοντας την καρδιά μου να χτυπάει ακόμα πιο δυνατά.
«Τι άλλο έχεις προλάβει να μάθεις για την Ελλάδα,»
τον ρώτησε η Μαίρη.
«Ότι απαγορεύεται διά ροπάλου να φοράς πέδιλα
με κάλτσες!» της απάντησε με deadpan
ύφος, κάνοντας να της ξεφύγει ένα ροχαλητό. Μετά χαχανίζοντας και
ο ίδιος συμπλήρωσε «Όταν με είδε το πρωί η Σόφη κόντεψε να πάθει αποπληξία και άρχισε
να με γκαζώνει και ο φουκαράς προσπαθούσα δεν μπορούσα να καταλάβω από που μου ήρθε!»
συνέχισε, κερδίζοντας και πάλι το γέλιο της.
«Ναι, αλλά τώρα ξέρεις, έτσι αρκούδι μου;» τον
ρώτησα τρυφερά.
«Ναι, μικρή μου μάγισσα!» μου απάντησε το ίδιο
τρυφερά, κάνοντάς με να λιώσω.
«Γκουχ-γκουχ!» μας έκανε η Μαίρη χαχανίζοντας,
θέλοντας να μας δείξει ότι είναι ακόμα εδώ.
Η βραδιά συνεχίστηκε το ίδιο όμορφα και το διαλύσαμε
γύρω στις δέκα καθώς η επόμενη ήταν Δευτέρα, και ποιος πάει δουλειά την τύχη μου
μέσα. Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά πάντως είναι ότι ο Maurice την κέρδισε τη Μαίρη,
κάτι το οποίο δεν το λες και εύκολο.
«Λοιπόν, πώς σου φάνηκε η Μαίρη,» τον ρώτησα
με το που μπήκαμε στο αυτοκίνητο για να με γυρίσει στο σπίτι.
“She is feisty, but she’s not a
pixie!” μου είπε και
μετά γύρισε και με κοίταξε. “She
is a true Dame!” μου είπε με γνήσιο θαυμασμό.
“Not my type, but I liked her; I liked
her a lot!” συμπλήρωσε.
“She liked you too,” του απάντησα χαμογελαστή. “She is a very difficult gal to impress, and yet you did!”
“What can I say?” μου είπε κοιτάζοντάς με σκανταλιάρικα. “I’m perfection
incarnated!”
Όταν με γύρισε σπίτι το βράδυ, κατέβηκε να με
συνοδέψει μέχρι την εξώπορτα. Αν και είχα μόλις αρχίσει να τον μαθαίνω, από τη στάση
του κατάλαβα ότι δεν ήθελε να περάσει και πάλι το κατώφλι, και όσο και αν ήθελα
να ανέβει και να κοιμηθούμε και πάλι μαζί, κατάφερα να κρατηθώ.
“So,” μου είπε κρατώντας τα χέρια μου στα χέρια του και
κοιτάζοντάς με στα μάτια. «Τι ώρα σχολάς αύριο το απόγευμα;»
«Δευτέρες και Τρίτες κατεβαίνω στα κεντρικά,
στον Πειραιά. Συνήθως γυρνάω λίγο μετά τις επτά.»
Χαμογέλασε παιχνιδιάρικα. “Netflix and chill, afterwards?”
«Και σουβλάκια!» του απάντησα χαμογελώντας.
«Από το καλύτερο σουβλατζίδικο της περιοχής!»
«Τώρα μιλάς σωστά,» μου είπε και έσκυψε και
να με φιλήσει.
Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το σβέρκο του και
τον έφερα κοντά μου, αδιαφορώντας ότι ήμουν στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ήμουν
με τ’ αγόρι μου, τον αρκούδο μου, και στο διάολο όλα.
Όταν με άφησε μπήκα μέσα και έκλεισα την πόρτα.
Γύρισα και τον κοίταξα όσο απομακρυνόταν για να πάει στο αυτοκίνητο, και μόνο όταν
μπήκε μέσα και ξεκίνησε να γυρίσει σπίτι του ανέβηκα στο δικό μου. Ανέβηκα πάνω
που με περίμενε σαν μαντρόσκυλο ο Μπλάκι, και αφού άλλαξα επέστρεψα στο σαλόνι και
κάθισα στον καναπέ ανάβοντας το air-condition.
Και φυσικά το πρώτο πράγμα που έκανα, αφού ο
Μπλάκι βολεύτηκε στην αγκαλιά μου, ήταν να πάρω τηλέφωνο τη Μαίρη.
«Βρε βρε,» μου απάντησε κοροϊδευτικά. «Χαθήκαμε
βρε ψυχή!»
«Μωρή άσε το δούλεμα!» της είπα γεμάτη αγωνία.
«Πώς σου φάνηκε;»
«Το πέρασε το πρώτο τεστ!» μου είπε χαχανίζοντας
και κάνοντάς με να ξεφυσήσω από την ανακούφιση. «Αλλά πες του να μην επαναπαύεται…
or else!» συνέχισε με ψεύτικα απειλητικό ύφος. «Και τώρα
ξέρασέ τα όλα τι έγινε από χθες το απόγευμα και μετά! Με το Νι και με το Σίγμα!»
Πήρα βαθιά ανάσα και ξεκίνησα.