1. Ένα τεμπέλικο σαββατιάτικο απόγευμα
Λένε πως όσα φέρνει μια στιγμή δεν τα
φέρνει ο χρόνος όλος, και πως τα καλύτερα έρχονται εκεί που δεν τα περιμένεις.
Και αν για το πρώτο δεν είχα ποτέ μου αμφιβολία, το δεύτερο το αντιμετώπιζα
πάντα με την ειρωνική συγκατάβαση που φυλάς για φράσεις τύπου Κοέλιο. «Όταν
θέλεις κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να στο δώσει.»
Τρίχες.
Το σύμπαν δε δίνει δεκάρα. Η θεά Τύχη είναι
τυφλή—αν σε ευλογήσει, σε ευλόγησε. Ο καθένας μας ακολουθεί το δικό του δρόμο,
κάνει τις δικές του επιλογές—καλές ή κακές—και αναλόγως δρέπει τους καρπούς
τους ή τις λούζεται. Και, αν έχει μυαλό, βγαίνει σοφότερος.
Ήταν Σάββατο απόγευμα. Ήμουν στον καναπέ,
με το laptop ανοιχτό και την καρδιά να γέρνει προς καμία υποχρέωση. Δεν είχα τι
να κάνω—ή μάλλον, δεν είχα όρεξη να κάνω τίποτα. Βαριόμουν και να φτιάξω καφέ.
Οπότε, μπήκα στο αυτοκίνητο και πήγα να πάρω από την αγαπημένη μου καφετέρια.
Δεν κάνει delivery, αλλά αξίζει τον κόπο.
Μόλις έξι και μισή. Και προς μεγάλη μου
απογοήτευση, τη βρήκα κλειστή. Κατεβάζω λίγο το παράθυρο, κοιτάζω μέσα —
τίποτα. Σβηστά φώτα, κατεβασμένα ρολά. Μου ξεφεύγει ένας μορφασμός
απογοήτευσης.
Η δεύτερη επιλογή, από όπου παίρνω συνήθως
delivery, έκλεινε κι εκείνη νωρίς. Κι έτσι, έμεινα να κοιτάω το τιμόνι σαν να
έφταιγε αυτό για την γκαντεμιά μου.
Υπήρχε, βέβαια, και μια τρίτη καφετέρια.
Από εκείνη που πας όταν δεν έχεις εναλλακτική. Οι καφέδες της πενήντα-πενήντα:
ή θα σου φτιάξει αριστούργημα ή για πέταμα. Σκέφτομαι λίγο, διστάζω, σηκώνω
τους ώμους μου με ένα «δε βαριέσαι» και κατευθύνομαι προς τα εκεί.
Παρκάρω, κατεβαίνω, περπατάω χαλαρά προς
την είσοδο και μπαίνω. Το μαγαζί σχεδόν άδειο—δύο άτομα όλο κι όλο. Ένας τύπος
γύρω στα τριάντα πίσω απ’ τον πάγκο, ασχολείται με έναν freddo. Και τότε… τη
βλέπω.
Η ματιά μου σταματάει πάνω της.
Και μένει εκεί.
Κοριτσάκι γύρω στα 25, με καστανόξανθο
μαλλί που πέφτει σε χαλαρές μπούκλες στους ώμους. Πρόσωπο γλυκό, καθαρό,
φωτεινό, με καστανά αμυγδαλωτά μάτια που δεν χρειάζονται τίποτα για να
μιλήσουν. Σαν να μπήκε ήλιος μέσα στο μαγαζί.
Κομπλάρω ελαφρώς. Δεν φαίνεται, τουλάχιστον
όχι πολύ—νομίζω. Εκείνη με βλέπει και μου χαμογελάει.
«Καλησπέρα!» μου λέει, με μια φωνή που μου
χτυπάει κατευθείαν στο στομάχι. Όχι παιδική, όχι στιλπνή—καθαρή, μελωδική,
απαλή. Υπέροχη.
«Καλησπέρα,» της απαντάω, προσπαθώντας να
κρατήσω σταθερή φωνή. «Ένα latte, extra-large, σκέτο.» Προσπαθώ να φαίνομαι φυσικός, αλλά δεν μπορώ να ξεκολλήσω τα μάτια μου.
«Συγκεντρώσου, ρε μαλάκα,» βρίζω τον εαυτό
μου από μέσα μου και γυρίζω απότομα το βλέμμα προς τη βιτρίνα. Κάνω δήθεν ότι
χαζεύω κάτι ποτήρια, κάποιες συσκευασίες. Μέσα από την αντανάκλαση όμως την
παρακολουθώ. Μιλάει με έναν πελάτη που μπήκε μετά από εμένα. Του εξηγεί τα
σάντουιτς, δείχνει, γελάει. Είναι ήρεμη, χαλαρή, και έχει εκείνο το είδος
ευγένειας που δεν διδάσκεται.
Ο καφές μου είναι έτοιμος σε τρία λεπτά.
«Κάρτα;» με ρωτάει. Πάλι με το χαμόγελο.
Και πάλι κάπως με ξαφνιάζει.
«Ναι, κάρτα,» της λέω, και της λέω να
κρατήσει δέκα ευρώ — τέσσερα για τον καφέ και τα υπόλοιπα tip.
Με κοιτάει. Κουνάει το κεφάλι της. Το
χαμόγελο τώρα έχει μια αμήχανη γλύκα. «Είναι πολλά…» μου λέει, διστακτικά.
«Να φροντίσετε να τα επενδύσετε σοφά,
τότε!» της κάνω με ελαφρύ χαμόγελο, γέρνοντας λίγο το κεφάλι μου προς τα δεξιά.
«Δεν βρίσκονται συχνά τέτοιες ευκαιρίες!» συνεχίζω χαμογελώντας παιχνιδιάρικα.
Και γελάει. Αληθινά. Γάργαρα. Σχεδόν κάνει την
ατμόσφαιρα να λάμπει. Ξεχνάω τον καφέ. Θέλω να με ξανακοιτάξει έτσι. «Σας
ευχαριστούμε,» μου λέει τελικά, με ένα άλλο χαμόγελο τώρα. Ζεστό. Ανθρώπινο.
Παίρνω το ποτήρι μου. Καυτό. Μυρίζει
υπέροχα. Κρατάω το βλέμμα μου πάνω της ένα δευτερόλεπτο παραπάνω απ’ όσο
πρέπει.
«Καλή συνέχεια!» της λέω. Και, για πρώτη
φορά μετά από πολύ καιρό, το εννοώ.
«Επίσης!» μου απαντά και δεν ξέρω γιατί,
αλλά για μια στιγμή ένιωσα σα να μου χαμογέλασε η τύχη.
Δεν μπορούσα να τη βγάλω από το μυαλό μου
παρόλο που δεν μπορώ να ανακαλέσω λεπτομέρειες του προσώπου της. Το μόνο που
θυμάμαι είναι τα μακριά της μαλλιά, που ένα μέρος τους έπεφτε ελεύθερο πίσω από
την πλάτη της και ένα μέρος τους ήταν πιασμένο σε αλογοουρά, τις φράντζες της
που χάιδευαν το υπέροχα γλυκό πρόσωπό της και το χαμόγελό της που θαρρείς έκανε
τον περιβάλλοντα χώρο να λάμπει.
Μάταια προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου
να ξεκολλήσει. Στα πενήντα πέντε μου, ήμουν αρκετά μεγάλος για να είμαι ο
πατέρας της. Και ακόμα κι αν για μια στιγμή άφηνα στην άκρη τη διαφορά ηλικίας,
πόσες πιθανότητες υπήρχαν να είναι μόνη της; Και αν—λέμε αν—ήταν μόνη της,
πόσες πιθανότητες είχα εγώ μαζί της;
Καμία, προφανώς.
Δεν ήταν μοντέλο. Δεν είχε αυτό το
εξωπραγματικό που κόβει την ανάσα. Είχε όμως εκείνη την ομορφιά που σε κάνει να
κοντοστέκεσαι. Του κοριτσιού της διπλανής πόρτας, λένε. Εκείνη που δεν
προκαλεί, δεν φωνάζει, δεν προσπαθεί. Απλώς… είναι. Και σου μένει.
Κι όμως. Δεν ήταν η εξωτερική της εμφάνιση
που με είχε διαλύσει. Ή τουλάχιστον… όχι μόνο αυτή. Ήταν το βλέμμα της. Ο τόνος
της φωνής της. Ο τρόπος που σήκωσε το φρύδι της όταν της έδωσα το πουρμπουάρ. Το
γέλιο της. Εκείνο το γέλιο, καθαρό και γάργαρο, σαν να της ανήκε πραγματικά.
Και το πρόβλημα, φυσικά, δεν σταματούσε
εκεί.
Ακόμα κι αν—και αυτό το αν σηκώνει πολλή
συζήτηση—υπήρχε μια πιθανότητα να τη γνωρίσω καλύτερα… τι κοινό θα μπορούσαμε
να έχουμε; Τι γέφυρα να χτιστεί ανάμεσα σε δύο τόσο διαφορετικές ηλικίες, τόσες
διαφορετικές εμπειρίες; Εγώ κουρασμένος από τα πάντα, εκείνη στο ξεκίνημα. Και
ακόμα και αν λυνόταν αυτό, έμενε το τελευταίο και πιο σημαντικό πρόβλημα.
Λένε, στη ζωή, πως μπορείς να έχεις χίλια
προβλήματα αλλά όταν αρρωστήσεις έχεις μόνο ένα. Ο καρκίνος μου είχε
επιστρέψει. Και μπορεί να μην ήταν άκρως επιθετικός αλλά δεν είχα αυταπάτες.
Ένα, άντε δύο χρόνια ζωής, που προς το τέλος θα είναι αρκετά ζόρικα.
Είχα κόψει το κάπνισμα εδώ και πολλά
χρόνια. Με το που επέστρεψε ο καρκίνος το ξεκίνησα και πάλι. Τι σημασία είχε;
Έπιασα τον εαυτό μου να γελάει πικρά την
ώρα που χάιδευα τη ράχη του θηλυκού μου αιλουροειδούς σίφωνα που είχε
κουρνιάσει στον καναπέ δίπλα μου και με κοίταζε με μισόκλειστα μάτια. Την είχα
βρει τυχαία στις καλοκαιρινές μου διακοπές. Πέρασα από δίπλα της, μου νιαούρισε
και με πήρε στο κατόπι. Δεν διαλέγεις εσύ τη γάτα, η γάτα διαλέγει εσένα, και
το καθαρματάκι μου είχε κάνει την επιλογή του.
Από τότε είχα μια παρέα. Μια παρουσία.
Κάποιον που χαιρότανε να με βλέπει όταν γύριζα από το γραφείο, να με ξυπνάει
μέσα στη μαύρη νύχτα με τα zoomies
της, να μου έχει καταστρέψει όλα τα t-shirts κάνοντάς μου
πατουσάκια και κοιμάται δίπλα μου ή πάνω μου, ανάλογα τα κέφια της.
Αλλά η κοπελίτσα αυτή, έστω και μέσα από
τις φευγαλέες κρυφές ματιές που της έριξα, μου υπενθύμισε ότι είχα περισσότερο
ανάγκη την ανθρώπινη παρουσία απ’ όσο επέτρεπα στον εαυτό μου να παραδεχτεί.
Όχι απλά ανθρώπινη. Γυναικεία. Και ήταν
ακριβώς αυτή η αίσθηση που με τρόμαξε περισσότερο απ’ όλα. Το καντήλι μου
στέρευε σιγά-σιγά αλλά η ανάγκη μου δεν είχε σβήσει ποτέ. Οι ανύπαντροι, λένε,
ζουν σαν άνθρωποι και πεθαίνουν σα σκύλοι. Κάπως έτσι κι εγώ.
Είχα ανήσυχο ύπνο εκείνο το βράδυ και δεν
οφειλόταν στην πίεση που είχα στη δουλειά ή τους λογαριασμούς που έπρεπε να
πληρωθούν· από τη στιγμή που επέστρεψε ο καρκίνος τα παραπάνω έγιναν ξαφνικά
ασήμαντα. Απλά δε μπορούσα να βγάλω αυτή την κοπελίτσα από το μυαλό μου.
Δεν ξέρω τι με έκανε το επόμενο πρωί που
ξύπνησα να πάω να πάρω καφέ από εκείνη την καφετέρια. Το λογικό θα ήταν ότι
μιας και δούλευε το απόγευμα του Σαββάτου, το πιθανότερο θα ήταν να δουλεύει
την ίδια βάρδια και την Κυριακή, αν υποθέσουμε ότι δεν είχε κάποιο ρεπό.
Ίσως γιατί, κάπου στο βάθος του κουρασμένου
μυαλού μου, ήθελα να τη δω άλλη μια φορά. Να βεβαιωθώ ότι δεν ήταν αποκύημα
κάποιας μοναχικής παρενέργειας των φαρμάκων μου. Ότι υπήρξε στ’ αλήθεια. Δεν
είχα κάποιο σχέδιο. Δεν ήξερα καν τι ήθελα. Ούτε να τη φλερτάρω, ούτε να της
μιλήσω παραπάνω.
Απλώς… να τη δω. Να ξανακούσω εκείνο το
γέλιο της. Να θυμίσω στον εαυτό μου πως, παρά το σκοτάδι που είχε αρχίσει να
μαζεύεται μέσα μου, ο κόσμος δεν είχε σταματήσει να παράγει φως. Ένα χαμόγελο. Ένα
ζευγάρι καστανά μάτια να σε κοιτάζουν και μια απλή “καλημέρα” που δεν είχε ιδέα
τι μπορούσε να σημαίνει σε κάποιον σαν εμένα.
Κάπου ανάμεσα στο φως της ηλιόλουστης
ανοιξιάτικης Κυριακής και στο ψιθυριστό νιαούρισμα της γάτας μου που τεντωνόταν
νωχελικά στην κουβέρτα, πήρα τα κλειδιά. Κατέβηκα. Άναψα τσιγάρο. Και ξεκίνησα.
Χωρίς να ξέρω καν αν ήθελα να ελπίζω.
Το σύμπαν μπορεί να είναι αδιάφορό αλλά το
γαμημένο έχει χιούμορ, του το αναγνωρίζω. Ειρωνικό και κατάμαυρο, πολλές φορές
φαρμακερό, αλλά χιούμορ. Βάζω μπρος το αυτοκίνητο, το ράδιό του, όπως πάντα,
στον Rock FM. Doors και Hello I love you στην τελευταία στροφή.
Βάζω τα γέλια.
Sidewalk crouches at her feet
like a dog that pegs for something sweet
Do you hope to make her see you, fool?
Do you hope to pluck this dusky jewel?
Ελπίδα. Τι γύρευε στο πιθάρι με όλα τα
κακά; Σοφός ο μπάρμπα-Ησίοδος. Καλό και κακό, ευλογία και κατάρα. Η ύπαρξή της μπορεί
να είναι βασανιστήριο αλλά η ανυπαρξία της είναι εκμηδενιστική. Το ξέρω, γιατί
εγώ δεν έχω να ελπίζω σε τίποτα περισσότερο από το να έχω ένα ήσυχο—όσο δηλαδή
μου το επιστρέψει η αρρώστια μου—τέλος. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
Είναι λίγο μετά τις εννιά το πρωί που
μπαίνω στην καφετέρια. Η τύχη μου χαμογελάει, η κοπελίτσα είναι εκεί! Μόνη της.
Δεν ξέρω γιατί είναι μόνη της ή που είναι ο άλλος μπαρίστα, αλλά όταν σου
χαρίζουν γάιδαρο δεν τον κοιτάς στα δόντια.
Τα μαλλιά της, όπως χθες—πλούσια,
κυματιστά, να πέφτουν στην πλάτη της, με ένα κομμάτι δεμένο πρόχειρα σε
αλογοουρά. Στα ρούχα δεν έχει αλλάξει κάτι, σήμερα—όπως και χθες—είναι με τη
στολή της καφετέριας.
«Καλημέρα!» μου λέει χαρίζοντάς μου το
χαμόγελό της, διώχνοντας μέσα σε μια στιγμή τα σκοτάδια από την ψυχή μου.
«Καλημέρα,» της λέω ανταποδίδοντάς της το
χαμόγελο. «Θα μου φτιάξεις σε παρακαλώ ένα latte extra-large σκέτο;»
«Βεβαίως!» μου λέει συνεχίζοντας να
χαμογελάει.
Ξέρετε ποιος δε φοβάται τίποτα; Αυτός που
δεν έχει τίποτα να χάσει. Αποφασίζω να πάρω την όποια τύχη έχω στα χέρια μου.
Με ποιον τρόπο; Δεν έχω ιδέα. Μπορεί να μην ξέρεις πως θα καταλήξει κάτι που
ξεκινάς αλλά κάτι που δεν ξεκινάς σίγουρα δεν πρόκειται να το τελειώσεις.
«Θα μου τον φέρεις έξω σε παρακαλώ;» της
λέω εννοώντας ότι θα κάτσω εκεί να πιώ τον καφέ μου.
«Ευχαρίστως!» μου λέει χαρίζοντάς μου ακόμα
ένα χαμόγελο.
Βγαίνω έξω και κάθομαι σε ένα τραπεζάκι. Στρίβω ένα τσιγάρο και το ανάβω. Απ’ έξω δεν
περνάνε αυτοκίνητα, για Κυριακή και με τόσο όμορφη μέρα έχει ασυνήθιστα λίγο
κόσμο έξω. Δυο-τρία λεπτά αργότερα έρχεται έξω με τον καφέ μου.
«Πού είναι ο συνεργάτης σου;» τη ρωτάω
προσπαθώντας να πω κάτι, οτιδήποτε.
«Τις Κυριακές οι βάρδιες είναι μονές!» μου
απαντάει χαμογελαστή. «Δεν έχει πολύ κόσμο,» μου εξηγεί και μου δίνει τον καφέ
μου. «Στην υγειά σας» μου κάνει και χαρίζοντάς μου ένα χαμόγελο επιστρέφει
μέσα.
Δεν ξέρω αν είναι επειδή νιώθω
ερωτοχτυπημένος αλλά ο καφές της είναι πολύ καλύτερος από αυτόν που μου έφτιαξε
χθες ο άλλος.
Μπορεί να μην είναι τίποτα περισσότερο από
παρηγοριά στον άρρωστο ώσπου να βγει η ψυχή του, αλλά η ψυχρή και τυφλή
μιστρέσα αυτού του κόσμου, στα τελειώματά μου και για κάποιο δικό της λόγο,
επιλέγει να μου χαμογελάσει. Η κοπελίτσα, μην έχοντας μάλλον τίποτα να κάνει
μέσα, έρχεται έξω και κάθεται σε ένα από τα τραπεζάκια.
Κάθεται σταυροπόδι, βγάζει το κινητό από
την ποδιά της και σκύβει ελαφρά, με το φως του ήλιου να της πιάνει τις
μπούκλες. Κάτι βλέπει και ξαφνικά… χαχανίζει. Ένα μικρό, αυθόρμητο γελάκι που
φεύγει από τα χείλη της σαν σπινθήρας και με βρίσκει στην καρδιά.
Η καρδιά μου κάνει δέκα κωλοτούμπες. Και
ταυτόχρονα, το μυαλό μου… μπλοκάρει.
Πες κάτι. Κάτι. Οτιδήποτε.
Τίποτα.
Γυρίζει και με βλέπει να την κοιτάζω—δεν
πρόλαβα να τραβήξω το βλέμμα μου. Τα μάγουλά της κοκκινίζουν ελαφρά, το βλέμμα
της χαμηλώνει και μετά σηκώνεται πάλι.
«Δεν έχει δουλειά σήμερα!» μου λέει
απολογητικά, με εκείνο το ντροπαλό χαμόγελο που κάνει τον κόσμο λίγο πιο
φωτεινό. Παύση. «Βλέπω ένα βίντεο με μια γατούλα.»
Σχεδόν την ακούω. Την τύχη. Την αυθάδικη
θεά, να μου ψιθυρίζει στ’ αυτί: «Συν Αθηνά, και συ χείρα κίνει.»
«Time very well spent,» της λέω, και της κλείνω παιχνιδιάρικα
το μάτι.
Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Δεν ξέρω αν
μου βγαίνει καλά. Αν είναι χαριτωμένο ή απλώς γραφικό. Αλλά την βλέπω να
χαμογελάει κι άλλο.
«Η Λίζι εγκρίνει με χίλια!» συνεχίζω,
αρπάζοντας την ευκαιρία απ’ τα μαλλιά.
«Η Λίζι;» με ρωτάει με βλέμμα γλυκιάς
απορίας.
«Το τρίχρωμο πορτοκαλί καθαρματάκι μου,»
της απαντάω, και δεν καταλαβαίνω γιατί, αλλά η φωνή μου γίνεται τρυφερή, σχεδόν
ψιθυριστή, σαν να λέω κάτι ιερό.
Βγάζω το κινητό μου και βρίσκω εκείνη τη selfie—λίγες μέρες αφότου
την είχα βρει, που είχε σκαρφαλώσει στον ώμο μου και καθόταν σαν παπαγάλος.
Πατάω να μεγαλώσει η εικόνα, να φαίνεται καλύτερα, και της το δίνω. Πιάνει το
κινητό με προσοχή και το κρατάει στα δύο της χέρια. Σκύβει ελαφρά, και βλέπω το
πρόσωπό της να φωτίζεται.
«Αχ, είναι κουκλί!» μου λέει και μου
επιστρέφει το κινητό. Τα μάτια της λάμπουν. Το λέει και το εννοεί.
«Εσύ έχεις γάτα;» τη ρωτάω και μαζί, σχεδόν άθελά μου, την ακολουθεί και δεύτερη ερώτηση. «Πώς σε λένε, αν επιτρέπεται;»
Επιλέγει να απαντήσει πρώτα την δεύτερη ερώτηση και το χαμόγελό της προδίδει πως κατάλαβε ότι είναι και η πιο ουσιαστική.
«Κρινιώ,» μου απαντάει.
Τι όμορφο, τι υπέροχο όνομα!
«Και για να απαντήσω και στην πρώτη σας ερώτηση…» συνεχίζει, και ο τρόπος που μαλακώνει η φράση της με κάνει να λιώσω
και πάλι. «Όχι, δεν έχω γάτα, αλλά τις λατρεύω, είναι υπέροχες!»
«Είναι οι άτιμες…» της λέω χαμογελώντας και
γέρνω ελαφρώς πίσω στην καρέκλα, αφήνοντας να ξεφύγει ένας γλυκός αναστεναγμός.
«Και ξέρεις… δεν τις διαλέγεις εσύ. Εκείνες σε διαλέγουν!»
Γελάει. Και πάλι. Ένα γέλιο που δε
χορταίνω.
«Το έχω ξανακούσει αυτό, κύριε…»
Με κοιτάζει ερωτηματικά.
Η καρδιά μου κάνει πάλι κωλοτούμπα. «Γιώργος,»
της λέω. Κρατώντας το βλέμμα της για λίγο περισσότερο απ’ όσο θα τολμούσα
κανονικά.
Ζήτησε να μάθει το όνομά μου. Μπορεί να μη
σημαίνει τίποτα. Μπορεί να σημαίνει και τα πάντα.
«Χαίρω πολύ!» μου απαντάει και τείνει
ανεπαίσθητα το κεφάλι της προς τα εμπρός, σαν υπόκλιση. Το χαμόγελό της—πιο
φωτεινό από ποτέ. «Η αλήθεια είναι ότι το σκέφτομαι κάμποσο καιρό να υιοθετήσω
κι εγώ μια γατούλα!»
«Βασικά… η γάτα είναι που θα σε
υιοθετήσει,» της λέω πειρακτικά και σηκώνω λίγο τα φρύδια μου. «Αλλά μου αρέσει
ο τρόπος που σκέφτεσαι.»
«Είναι κι αυτό!» μου κάνει, κι εκείνη τη
στιγμή δεν υπάρχει τίποτα άλλο στον κόσμο παρά μόνο το γέλιο της.
Και δεν ήταν μόνο η Κρινιώ που μου χάρισε
το γέλιο της εκείνη τη μέρα.
Έστω και ως ύστατο δώρο σ’ αυτό τον κόσμο,
το ίδιο έκανε και η Θεά Τύχη. Όταν έφυγα το μεσημέρι, είχα το κινητό της και το
messenger
της.
Εικοσιπέντε χρονών, με καταγωγή από τα
Κύθηρα. Το είπε χωρίς κανένα ίχνος καμαριού ή ντροπής, απλώς σαν δεδομένο. Όπως
και όλα τα υπόλοιπα. Ότι στα δεκαοχτώ της τα ‘χε ρίξει στην παλαβή — δικά της
λόγια — και ότι στα είκοσι δύο αποφάσισε να βάλει «τον κώλο της κάτω» και να
σπουδάσει. Τώρα είναι στο τρίτο έτος στην Πάντειο, πολιτικές επιστήμες.
Με χρυσά κουτάλια θα φας, σκέφτηκα εκείνη
τη στιγμή, αλλά κράτησα τη γνώμη μου για τον εαυτό μου. Όχι από ευγένεια. Από
σεβασμό. Δική της επιλογή, δική της πορεία. Εμένα δεν μου έπεφτε κανένας λόγος.
Μοναχοκόρη, ορφανή από πατέρα. Τον έχασε
στα δέκα της σε τροχαίο. Δεν το είπε με πόνο. Το είπε σαν κάτι παλιό, βαρύ μεν,
αλλά επεξεργασμένο. Το βλέμμα της σκοτείνιασε για μια στιγμή, μόνο μια. Και
μετά καθάρισε ξανά, όπως η θάλασσα μετά τη φουρτούνα.
Τη θαύμασα.
Όχι για τη δύναμή της. Όχι καν για την
ιστορία της. Αλλά για το φως που είχα μπροστά μου, παρά τα σκοτάδια που
κουβαλούσε πίσω της. Τη δίψα της για ζωή — αυτήν τη φλόγα που έβλεπα καθαρά στα
μάτια της και που δεν μπορούσα να μη ζηλέψω.
Όχι για τη δίψα. Για τη ζωή. Για το εύρος
του δρόμου της, για τους ανοιχτούς ορίζοντες, για τις χιλιάδες πιθανότητες που
ανοιγόντουσαν μπροστά της. Για όλα όσα μπορούσε ακόμα να ονειρευτεί χωρίς να
της κόβονται στη μέση.
Κι εγώ;
Το δικό μου μονοπάτι κόντευε στο τέρμα. Το
ήξερα. Το είχα αποδεχτεί, ή έτσι τουλάχιστον έλεγα στον εαυτό μου. Ίσως για την
Κρινιώ να μην είμαι τίποτα περισσότερο από ένας συμπαθητικός μεσήλικας που
αγαπάει όπως κι εκείνη τις γάτες και η πρόθυμη φυσικότητα με την οποία μου
έδωσε το κινητό της, το messenger της, ο τρόπος που μου χαμογέλασε, ίσως να ήταν απλά μια καλοσύνη που
δεν επιζητούσε τίποτα.
Την σκεφτόμουν όλη την υπόλοιπη μέρα. Έπεσα
για ύπνο με τη σκέψη της και το πρωί ξύπνησα και πάλι με τη σκέψη της. Σηκώθηκα
και ξεκίνησα την καθημερινή μου ιεροτελεστία για να πάω στο γραφείο.
Κορόιδευα τον εαυτό μου πως, αν είχα
χρήματα στην άκρη, θα είχα ήδη παραιτηθεί από τη δουλειά. Πως θα φρόντιζα να
ζήσω το λίγο που μου έμενε χωρίς σκοτούρες, χωρίς deadlines, χωρίς email στις 11 το βράδυ με
την ένδειξη “επείγον”.
Τρίχες.
Χρήματα είχα στην άκρη, και με το παραπάνω. Ακόμα και με τα πενήντα χιλιάρικα που είχα δώσει πέρσι για την ενεργειακή αναβάθμιση του σπιτιού μου—πριν μάθω ότι ο καρκίνος μου επέστρεψε—είχα ακόμα εκατόν σαράντα χιλιάρικα στο χαρτοφυλάκιό μου σε επενδύσεις χαμηλού ρίσκου, κυρίως ομόλογα και ETFs· μισούσα να έχω τα χρήματά μου να κάθονται.
Η αλήθεια είναι πως, όσο κι αν είχα
σταματήσει εδώ και χρόνια να αγαπάω τον δρόμο που επέλεξα, η δουλειά μου ήταν
το τελευταίο μου καταφύγιο. Το σκυλί που δεν με εγκατέλειψε, όσο κι αν το
αγνοούσα, όσο κι αν του φώναζα να φύγει. Ήταν αυτή που μου απέσπασε την προσοχή
από την άβυσσο. Αυτή που με ανάγκαζε να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι, να ντυθώ, να
ξυριστώ, να λειτουργήσω. Με κράταγε σε κίνηση. Και η κίνηση, όταν δεν έχεις πια
να περιμένεις τίποτα, είναι ζωή.
Είχα σταματήσει την τηλεργασία. Επέστρεψα
στο γραφείο—όχι γιατί το απαιτούσε κάποιος. Γιατί το είχα ανάγκη. Ήθελα να
βλέπω κόσμο. Ήθελα να περπατάω στον δρόμο και να με διαπερνάει ο θόρυβος της
πόλης. Να ακούω ξένες φωνές, να μυρίζω φρεσκοψημένο ψωμί, να βλέπω ανθρώπους να
γελάνε στο μετρό ή να διαπληκτίζονται για το τίποτα. Ήθελα να νιώθω μέρος του
κόσμου, όσο ακόμα μπορούσα.
Ζήλευα.
Ζήλευα εκείνους που συνέχιζαν τη ζωή τους
δίχως να ξέρουν. Όχι γιατί τους εύχομαι κάτι κακό. Αλλά γιατί ήθελα να είμαι κι
εγώ μέσα στην άγνοιά τους. Η δική τους θνητότητα ήταν αφηρημένη, θεωρητική. Ένα
σενάριο σε κάποιο βάθος χρόνου. Η δική μου, μετρούσε σε μήνες. Κι αν είναι
κοινή για όλους μας η κατάληξη, άλλο να ξέρεις πως σε περιμένει «κάπου», κι
άλλο να βλέπεις τα φώτα της ήδη να αναβοσβήνουν στο τέλος του δρόμου.
Η βεβαιότητα του θανάτου είναι μια απλή
φιλοσοφική ιδέα για τους περισσότερους. Για μένα, είχε όνομα, διεύθυνση και
ακτινογραφία. Δεν ερχόταν με δρεπάνι. Ερχόταν με τις τρεις λέξεις που κανείς
δεν θέλει να ακούσει: «έχει επιστρέψει πάλι».
Και παρ' όλα αυτά, κάθε πρωί φορούσα το
σακάκι μου. Έπαιρνα το λεωφορείο. Έπινα καφέ στο γραφείο. Δούλευα. Μιλούσα για KPI και deadlines και budget cuts. Κανείς δεν ήξερε. Ούτε ήθελα να ξέρει. Όχι
γιατί ντρεπόμουν. Αλλά γιατί δεν ήθελα να γίνω το βλέμμα λύπησης στους
διαδρόμους.
Όσο ακόμα μπορούσα, ήθελα να μετριέμαι με τον κόσμο σαν ίσος προς ίσους. Έστω κι αν ήξερα ότι το ρολόι μου μετρούσε ανάποδα.
2. Πόσο μελαγχόλησε αυτός ο τόπος
Δεν ξέρω πως κρατήθηκα και δεν έβαλα τα
γέλια. Όλοι τους σοβαροί-σοβαροί να προσπαθούν να δουν πώς θα χωρέσει το έργο
της μετάβασης σε νέα κεντρική αποθήκη το 2026 και πως αυτό μας έχει φάει όλο το
budget. Θεωρητικά
ως προϊστάμενος της υποδιεύθυνσης του supply chain με αγγίζει σε χίλιες μεριές αλλά… από το «δυστυχώς, ο καρκίνος σας
επέστρεψε» και μετά, τίποτα δε μπορεί να με αγχώσει.
Ωστόσο επειδή το έργο είναι σημαντικό για
την επιβίωση της εταιρίας και επειδή κατά πάσα πιθανότητα το 2026—αν ζω ακόμα—το
ζήτημα της δικής μου επιβίωσης θα με απασχολεί περισσότερο από το πρώτο, το
απόγευμα της ίδιας μέρας αποφασίζω ότι πρέπει να μιλήσω στον δικό μου C-Level.
Κάποια στιγμή πηγαίνω στο Γιάννη. Το
γραφείο του δεν έχει πόρτα, είναι σε μια από τις άκρες του open space, πίσω από ένα τζαμένιο διαχωριστικό με
ημιδιάφανες κουρτίνες.
«Γιάννη, το απόγευμα πρέπει να μιλήσουμε,»
του λέω.
Με κοιτάζει προσπαθώντας να καταλάβει που
το πάω. Τον τελευταίο καιρό λόγω της πίεσης και επειδή η νέα γενιά έχει
λιγότερη ανοχή και υπομονή, οι παραιτήσεις έχουν πάει σύννεφο. Θα μου πεις εγώ
δεν ανήκω σε αυτή τη γενιά αλλά κάθε άνθρωπος έχει τα δικά του όρια. Μόνο που
το δικό μου τέντωμα βασίζεται σε τελείως διαφορετικούς λόγους.
«Για ποιο πράγμα;» με ρωτάει τελικά.
«Είναι προσωπικό θέμα,» του απαντάω
ειλικρινά.
Με κοιτάζει για μερικές στιγμές. «Εντάξει,
έλα γύρω στις έξι» μου κάνει.
Η υπόλοιπη μέρα περνάει μέσα σε ατελείωτα
βαρετά meetings και με τη δική μου σκέψη στην Κρινιώ.
Καλά το λένε, γεροντοέρωτες.
Στις έξι παρά κάτι είμαι στο γραφείο του
Γιάννη. Τον βλέπω σκυμμένο στον υπολογιστή, με τα γυαλιά του κατεβασμένα στη
μύτη, να ξεφυσάει καθώς διαβάζει. Μου κάνει νόημα με το χέρι να πλησιάσω και
κάθομαι απέναντί του, όπως τόσες άλλες φορές.
Μόνο που σήμερα, δεν ήρθα να μιλήσουμε για KPIs.
«Δεν ξέρω αν υπάρχει κατάλληλος τρόπος να
το πεις αυτό, οπότε θα στο πω απλά και όπως είναι.» Σταυρώνω τα χέρια μπροστά
μου, παίρνω μια ανάσα. Εκείνη τη μικρή, βραχνή ανάσα που φέρνει τα λόγια στην
επιφάνεια. «Γιάννη, πρέπει να βρεθεί αντικαταστάτης μου. Αλλά όχι για τον λόγο
που φαντάζεσαι.»
Αφήνει κάτω το στυλό του. Το βλέμμα του με
ψάχνει αλλά δε μπορεί να με διαβάσει. «Τι εννοείς;» με ρωτά τελικά, με φωνή που
ακούγεται πιο λεπτή απ’ το συνηθισμένο.
«Επέστρεψε ο καρκίνος μου,» του λέω απλά.
Ούτε στόμφος, ούτε δράμα. Μόνο αλήθεια.
Για ένα δευτερόλεπτο όλα παγώνουν. Το βλέπω
στα μάτια του. Δεν ξέρει αν πρέπει να πει κάτι, να πιάσει τον καφέ, να
κατεβάσει το βλέμμα. Κοιτάζει τα χέρια του και μετά ξανά εμένα. Πάει να πει
κάτι αλλά τον κόβω.
«Δεν είναι επιθετικός, αλλά δεν είναι και
ιάσιμος. Έχω, ένα άντε δύο χρόνια μπροστά μου.»
Ξεροκαταπίνει. «Χημειοθεραπεία;»
«Δε θα το ξαναπεράσω αυτό για να κερδίσω μερικούς
μήνες μιζέριας. Το τέλος έτσι και αλλιώς θα είναι ζόρικο. Παίρνω τα φάρμακα που
μου έγραψαν οι γιατροί και όσο βοηθήσουν.»
Κλείνει τα μάτια για λίγο και τα τρίβει με
το χέρι του. Όταν τα ανοίγει, είναι κόκκινα. «Σκατά.»
«Εμένα μου λες;» τον ρωτάω πικρά. «Τέλος
πάντων, δεν ήρθα εδώ για να σου πω τον πόνο μου, ήρθα να σου πω ότι θέλω να
βοηθήσω όσο μπορώ. Να βρω, να εκπαιδεύσω τον επόμενο. Και να αποχωρήσω με τρόπο
που δε θα αφήσει καμένη γη πίσω μου.»
Μου κουνάει καταφατικά το κεφάλι, αργά.
Πιάνει το στυλό του ξανά αλλά δεν γράφει τίποτα. Το κρατάει μηχανικά.
«Μπορείς να το πεις στον Χρήστου, αλλά ως
εκεί. Δε θέλω να μαθευτεί παραέξω. Δεν είμαι έτοιμος να μου φέρονται σαν να
είμαι ήδη φάντασμα.»
«Κατανοητό.» Σηκώνει το βλέμμα και με
κοιτάζει στα ίσια. «Θα γίνει όπως το θέλεις.»
«Ευχαριστώ,» του λέω.
Σηκώνομαι, του δίνω το χέρι. Το σφίξιμο
είναι ήπιο αλλά αληθινό.
Φεύγω από το γραφείο και κατεβαίνω για το
τραίνο λίγο πιο ανάλαφρος. Άλλο ένα πράγμα που άλλαξε. Παλιά πήγαινα και γύριζα
με το αυτοκίνητο. Τώρα παίρνω τραίνο και λεωφορείο. Να βλέπω κόσμο. Να γεμίζω
τα μάτια μου με καθημερινές εικόνες. Όσο προλαβαίνω.
Προφανώς και δεν περίμενα την Κρινιώ να
αρχίσει να επικοινωνεί μαζί μου, έκανα εγώ το πρώτο βήμα. Και όχι, δεν της
έστειλα καλησπέρα. Της έστειλα απλά ένα βιντεάκι με τη Λίζι να κυνηγάει το
λέιζερ στο σαλόνι. Αυτό, τίποτε άλλο. Λίγη ώρα αργότερα πήρα την απάντησή της,
όχι με τη μορφή κειμένου αλλά με τη
μορφή emoji.
😹😻
Άκουσα την ειδοποίηση αλλά δεν της έστειλα
κάποιο άλλο μήνυμα. Με τη Λίζι να έχει στρογγυλοκαθίσει στα γόνατά μου και με
ένα ποτήρι κρασί στο πλάι, πήρα το Kindle
μου και άρχισα να διαβάζω. Λίγη ώρα αργότερα άκουσα τον ήχο
ειδοποίησης του messenger.
Και φυσικά ήταν βίντεο με μια γκρίζα
γατούλα που την είχαν πιάσει τα zoomies
της και είχα κάνει το σαλόνι του σπιτιού ροντέο. Αυτή τη φορά της
απάντησα με μήνυμα.
«Και η δικιά μου τα κάνει αυτά, κατά
προτίμησή της στις 03:00 το πρωί, γιατί αν δεν κάνουμε το μπαμπά να πάθει
ταράκουλο μέσα στον ύπνο του, ποιο το νόημα;»
Λίγη ώρα αργότερα λαμβάνω την απάντησή της
πάλι με τη μορφή emoji. Είτε δεν έχει όρεξη για συζήτηση είτε δεν έχει χρόνο, σε κάθε
περίπτωση το λαμβάνω το μήνυμα, οπότε δεν της στέλνω άλλο, και επιστρέφω στο e-book μου.
Κάποια στιγμή σηκώνομαι για να καθαρίσω την
άμμο της Λίζι και εκείνη τη στιγμή ακούω και πάλι τον ήχο του messenger. Το κοπρόγατο,
όπως πάντα, περίμενε με υπομονή την ώρα που θα της αλλάξω την άμμο για να πάει
να την εγκαινιάσει. Αναστενάζω, καθώς μέσα σε όλα θα πρέπει να της βρω και
κάποιο σπίτι, και αυτό με αγχώνει περισσότερο από κάθε άλλη εκκρεμότητα που
πρέπει να κλείσω.
Πίνω μια γουλιά κρασί και ανοίγω το κινητό
μου. Είναι μήνυμα από την Κρινιώ.
«Τέλος το διάβασμα για σήμερα, το κεφάλι
μου είναι κουδούνι!» μου λέει και η καρδιά μου κάνει πάλι δέκα τούμπες. Δεν
είναι ότι δεν είχε όρεξη για συζήτηση, απλά διάβαζε!
«Τι διάβαζες;» τη ρωτάω.
«Εισαγωγή στην συγκριτική πολιτική ανάλυση
και γράφω πρόοδο την Πέμπτη.»
«Ο καθένας μας ανεβαίνει τον Γολγοθά του 😋» της γράφω για να πάρω την
απάντησή της σχεδόν αμέσως.
« 😋 Και ποιος είναι ο δικός σας Γολγοθάς;»
Και πού νά’ ξερε. Χαμογέλασα πικρά και
χάιδεψα αφηρημένα το κεφάλι της Λίζι που ήρθε και κούρνιασε ξανά πάνω μου.
«You can’t handle the truth 😋» της απαντάω απλά, θέλοντας
και να παίξω αλλά και να την ιντριγκάρω. Για να δούμε.
«Try me!»
είναι η απάντηση που παίρνω.
Αντί απάντησης τραβάω βίντεο τη Λίζι που
καθιστή πάνω στους μηρούς μου το έχει ρίξει στην καθαριότητα. Σηκώνει το κεφάλι
της για μια στιγμή και με κοιτάζει που την τραβάω βίντεο, μου ρίχνει μια τρίλια
γεμάτη απαξίωση και επιστρέφει στο έργο της. Στέλνω το βίντεο και λίγη ώρα
αργότερα παίρνω την απάντησή της.
«Ζήλεια ψώρα 😖😥😻»
Βάζω τα γέλια. Πραγματικά γέλια, από αυτά
που κάνουν το πρόσωπό σου να πονάει σχεδόν. Αναστενάζω, εκείνη τη στιγμή
ευχαρίστως θα θυσίαζα έναν ή ακόμα και δύο μήνες από τους ελάχιστους που μου
απέμειναν για να ακούσω το δικό της γέλιο.
«Όχι, όχι… Μη το σκέφτεσαι αυτό!» μαλώνω
τον εαυτό μου.
Ούτε μισό λεπτό αργότερα λαμβάνω νέο μήνυμα:
«Πάω να μαγειρέψω!»
Χαμογελάω. Δεν είμαι μόνος στον κόσμο
απόψε. «Τι καλό θα φτιάξεις;»
Η
απάντησή της έρχεται μερικές στιγμές αργότερα. «Τίποτα εξεζητημένο, δεν είμαι
για πολλά-πολλά. Μια ομελέτα στα γρήγορα!»
Γυρνάω και κοιτάζω τη Λίζι, που έχει
κουλουριαστεί πάλι στα γόνατά μου, τα μάτια της μισόκλειστα από ευτυχία.
Χαμογελάω. Είναι η σειρά μου να της απαντήσω «Ζήλεια ψώρα 😖😥😻»
«Εσείς τι θα φάτε;» με ρωτάει σχεδόν
αμέσως.
«Έχω ακόμα τα γεμιστά που έφτιαξα προχθές,»
της απαντάω.
«Μ’ αρέσει που μου κάνετε ζήλεια ψώρα!
Ορίστε, τώρα νιώθω εγώ η ψωραλέα 😭» μου απαντάει κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια.
Αν είχα περισσότερο θάρρος μαζί της θα την
καλούσα να φάμε παρέα, αλλά η ζωή δεν είναι άρλεκιν. Αντί αυτό της απαντάω
«Είπαμε, ο καθένας ανεβαίνει το δικό του Γολγοθά!»
Η απάντησή της έρχεται μερικές στιγμές
αργότερα και με κάνει να βάλω και πάλι τα γέλια: «Γκρρρρρρ!»
Την αφήνω στην ησυχία της, πιάνω ξανά το Kindle, αλλά δεν
προλαβαίνω να αλλάξω ούτε σελίδα. Pling! Νέο μήνυμα.
Και όταν το διαβάζω… για μερικά
δευτερόλεπτα μένω απολύτως κάγκελο.
«Έχετε δει το Band of Brothers;»
What?
Κοιτάζω το κινητό λίγο σα χαμένος. «Το έχω
δει,» της απαντάω λακωνικά προσπαθώντας να καταλάβω που το πάει, η ερώτησή της
μου φαίνεται τελείως σουρεαλιστική.
«Αυτό δεν είναι Γολγοθάς, το Currahee είναι! Μόλις
διαπίστωσα ότι έχω μόνο ένα αυγό! Και δεν είναι στρουθοκάμηλου» μου απαντάει
και αυτή τη φορά με πιάνει σχεδόν βήχας από το γέλιο, τόσο δυνατά που η Λίζι
φεύγει ενοχλημένη από τα πόδια μου.
«Καημενούλα μου, ζεις ένα δράμα!» της
απαντάω ακόμα χαχανίζοντας.
«Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει e-food!» έρχεται η ατάκα της,
και στο μυαλό μου τη φαντάζομαι με τα χέρια σταυρωμένα να αποδέχεται τη μοίρα
της με βλέμμα φιλοσοφημένης
παραίτησης.
«Μακαρόνια έχεις; Αν ναι φτιάξε μια
καρμπονάρα! Ή φτιάξε τηγανητό ρύζι. Και στις δύο περιπτώσεις ένα αυγό φτάνει!»
«Καρμπονάρα! Θαυμάσια ιδέα! Αχ κύριε
Γιώργο, σας ευχαριστώ!!!!»
Κεριά και λιβάνια, σκέφτομαι μέσα μου, αλλά
προφανώς δεν μπορώ να της απαντήσω κάτι τέτοιο. Και άλλωστε τι μου είπε το
κορίτσι; Για εκείνη αυτό είμαι, ο κύριος Γιώργος.
«Ό,τι μπορούμε κάνουμε δεσποινίς!» της απαντάω
τελικά, για να κερδίσω την απάντησή της με τη μορφή emoji.
😋
Παρά το γεγονός ότι η ανάγκη μου να
συνεχίσω το μικρό διάλογό μας έχει χτυπήσει κόκκινα, κρατιέμαι με τα δόντια.
Δεν θέλω να φανώ πιεστικός. Οπότε, με πειθαρχία που θα ζήλευε και μοναχός στο
Άγιο Όρος, επιστρέφω στο βιβλίο μου, παρόλο που τα μάτια μου διαβάζουν λέξεις
και το μυαλό μου αναρωτιέται τι να κάνει εκείνη τη στιγμή η Κρινιώ.
Αλλά, κατά τα φαινόμενα, μάλλον δεν είμαι ο
μόνος που διασκεδάζει.
Μισή ώρα αργότερα. Pling.
«Δεν το λες ακριβώς καρμπονάρα αυτό που
έφτιαξα 🫣 Για να
δούμε τι θα δούμε 😬 »
Χωρίς δεύτερη σκέψη της στέλνω το meme με τον Michael Jackson να τρώει ποπ κορν από το Thriller. Η απάντησή
της έρχεται σχεδόν ακαριαία:
«🤣🤣🤣🤣🤣»
Χαμογελάω τόσο, που το χαμόγελο σχεδόν
πονάει. Δε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που έπιασα τον εαυτό μου να
περιμένει ειδοποίηση σαν δεκαεφτάχρονος που κάνει φλέρτ στο msn.
«Καλή σου όρεξη,» της γράφω. «Μπορεί η
καρμπονάρα σου να μην είναι η ορθόδοξη—ή έστω καθολική—αλλά είμαι σίγουρος ότι
θα είναι πεντανόστιμη.»
«Σας ευχαριστώ! ΧΟΧΟΧΟ»
Σταματάω. Τι ήταν αυτό τώρα; Σατανικό
γέλιο; Το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό είναι το ΧΟ ΧΟ ΧΟ που έκανε ο Σωκράτης
Κόκκαλης.
«Είστε ο Σωκράτης Κόκκαλης;»
«Με πιάνετε αδιάβαστη, τι εννοείτε;»
«Ήταν το σατανικό του / ειρωνικό του
γέλιο!»
«🤣🤣🤣
XOXOXO σημαίνει hugs and kisses.»
«Που πας
με το πιτσιρίκι ρε μπούρδα Καραβάγγο, το φελέκι σου;» λέω από μέσα μου και
χαχανίζω. Hugs and
kisses! Με την καρδιά μου να κάνει άλλες
πέντε κωλοτούμπες συνεχίζω το χαβαλέ: της στέλνω το γνωστό
ηχητικό με το «ΑΑΑΑΑΧ» της Γεωργιάδου από την Ωραία των Αθηνών. Και την
απάντησή της την ακούω σχεδόν να ξεπηδάει μέσα από το κινητό:
«Καλέ θέλετε να με πνίξετε; 🤣🤣🤣🤣🤣 Καθίστε φρόνιμος!»
Φυσικά και δεν κρατιέμαι—της στέλνω αμέσως
τον Φωτόπουλο να λέει με ύφος βαρύ: «Χάρακας!», η αμέσως προηγούμενη σκηνή από
το ΑΑΑΑΧ.
«Εγώ θα ξεκινήσω να τρώω και αν με πνίξετε,
το κρίμα στο λαιμό σας! 🤣🤣🤣»
«Καλά, θα σε αφήσω στην ησυχία σου για λίγη
ώρα!» της απαντάω τελικά και, σαν φιλί αποχαιρετισμού, της στέλνω βιντεάκι από
τον Εξολοθρευτή Νο.2, με τον Άρνι να λέει “I’ll be
back.”
Αφήνω το κινητό στο τραπεζάκι, ξαπλώνω πίσω
στην πολυθρόνα, και αφήνω το σώμα μου να βυθιστεί. Το πρόσωπό μου χαμογελάει
τόσο πλατιά που σχεδόν διαμαρτύρεται. Νιώθω εκείνο το γλυκό τσίμπημα στο
στήθος που δεν ξέρεις αν είναι ευτυχία ή συγκίνηση ή απλώς η επίγνωση ότι αυτή
η στιγμή δεν είναι τίποτα… και είναι τα πάντα.
Τι δε θα έδινα να μπορούσα να τη δω από
κοντά. Να ακούσω το κελαρυστό της γέλιο της με τα αυτιά μου, όχι να το διαβάσω,
να δω το προσωπάκι της να φωτίζεται και τα μάτια της να λάμπουν.
Beggars can’t be
choosers.
Αλλά ακόμα και έτσι, νιώθω υπέροχα. Τελεία.
Η Λίζι μού κάνει μια τρίλια και ρίχνει ένα
σάλτο πάνω μου. Στριφογυρίζει δυο-τρεις φορές σαν να δοκιμάζει τη θέση της και
τελικά βολεύεται στους μηρούς μου, κουλουριάζεται και μου σπρώχνει το χέρι με
το κεφάλι της. Θέλει χάδια. Πάντα θέλει χάδια όταν νιώθει ότι η καρδιά μου
βαραίνει.
Τη χαϊδεύω πίσω από τα αφτιά, εκεί που το
λατρεύει. Τραβιέται για λίγο, με κοιτάζει με το βλέμμα της που είναι βαθύτερο
από λέξεις, και μισοκλείνει αργά τα μάτια της—το γατίσιο ισοδύναμο του «σ’
αγαπώ». Μετά σηκώνεται και, όπως είμαι ξαπλωμένος στην πολυθρόνα, σκαρφαλώνει
πάνω στο στομάχι μου. Αρχίζει να μου κάνει πατουσάκια με ρυθμό τελετουργικό, και
ο μόνος ήχος που κάνει είναι ένα σιγανό, σχεδόν αδιόρατο γουργουρητό.
Είμαι μοναχοπαίδι, κι οι γονείς μου το
ίδιο. Δεν έχω ούτε έναν πρώτο ξάδερφο. Κανέναν δικό μου άνθρωπο που να μπορεί
να καταλάβει τι σημαίνει η Λίζι για μένα. Το κοριτσάκι μου. Η συντροφιά μου. Το
πλάσμα που με περιμένει να γυρίσω από τη δουλειά και τρέχει στην πόρτα. Που
κοιμάται πάνω μου. Που κάνει zoomies μέσα στη μαύρη σαν να την κυνηγάει ο ίδιος
ο διάολος.
Και τώρα… Τώρα με βασανίζει η σκέψη. Όχι
για μένα. Όχι για το τέλος. Αλλά για εκείνη. Ποιος θα την αγαπάει όταν εγώ
φύγω; Ποιος θα της δίνει τη σωστή τροφή, θα της αλλάζει την άμμο, θα της ξύνει
τη βάση της ουράς όπως θέλει; Ποιος θα την καταλαβαίνει όταν θα τρέμει από τους
κεραυνούς και θα χώσει το μουτράκι της κάτω από τη μασχάλη μου;
Ναι, το ξέρω ότι θα μπορούσα να βάλω μια
αγγελία σε ένα από τα groups
του Facebook, αλλά αφενός δε θέλω να τη δώσω από τώρα, και αφετέρου όταν θα έρθει
εκείνη η ώρα δεν ξέρω αν θα είμαι καν σε θέση να το κάνω. Και έπειτα… πώς θα
δώσεις μια ψυχούλα που την αγαπάς σαν παιδί σου σε κάποιον άγνωστο;
Το τέλος μου κοντοζυγώνει και η Λίζι είναι
η μόνη μου πραγματική έγνοια.
Κουνάω το κεφάλι μου και με πνίγει η πίκρα.
Στα 32 μου είχα πάρει τη μεγάλη απόφαση και πήρα δάνειο για 25 χρόνια και με
αυτό ανακαίνισα, σχεδόν έχτισα από την αρχή, το πατρικό μου, την μονοκατοικία
που μένω. Το δάνειο τελείωνε σε δύο χρόνια, πλέον θα μπορούσα να πληρώσω το
υπόλοιπο του άληκτου κεφαλαίου.
Είχα σκεφτεί να το κάνω, ώστε ότι και να
γίνει στη δουλειά να μην έχω το άγχος να χάσω το σπίτι μου, αλλά πια δεν έχει
νόημα. Χέστηκα, ας το πάρει η τράπεζα για μερικές χιλιάδες ευρώ, έτσι κι αλλιώς
εμένα θα έχει πάψει να με απασχολεί το θέμα.
Κουνάω το κεφάλι μου σε μια απεγνωσμένη
προσπάθεια να το καθαρίσω από τις μαύρες σκέψεις και επικεντρώνομαι στη Λίζι
που συνεχίζει να μου κάνει πατουσάκια, τρυπώντας με που και που με τα νύχια
της. Αγάπη μου! Τη χαϊδεύω στη βάση της ουράς και σταματάει τα πατουσάκια και
μου γυρίζει τον κώλο της στη μούρη.
«Μωρή δεν ντρέπεσαι να βάζεις τον κώλο σου
στη μούρη του μπαμπά;» την ψευτομαλλώνω τρυφερά, συνεχίζοντας να τη χαϊδεύω στη
βάση της ουράς της. Τραβιέται και πάλι, κάνει μια σβούρα, και ρίχνει ένα σάλτο
και κατεβαίνει στο πάτωμα και πάει και κάθεται στον καναπέ.
Η διάθεσή μου βουλιάζει και πάλι. Είναι από
αυτές τις φορές που ούτε να σκεφτείς δε θέλεις, κι όμως σκέφτεσαι τα πάντα.
Ανοίγω το YouTube, μηχανικά, ψάχνοντας κάτι να με κάνει να χαμογελάσω. Κάτι, οτιδήποτε. Δεν
τα καταφέρνω.
Σχεδόν σα ρομπότ, τα δάχτυλά μου
πληκτρολογούν. Δε θα μου φτιάξει τη διάθεση, απλά ταιριάζει μαζί της. Το βίντεο
φορτώνει. Πατάω το play. Κλείνω τα μάτια και παραδίνομαι στην υπέροχα θλιμμένη μουσική. Κάθε
λέξη, κάθε ανάσα, σπάει κάτι μέσα μου.
Έχεις ιδέα τι είναι να πολεμάς μες στο σκοτάδι και να μην πνίγεσαι,
μονάχος μες στη σκέψη να αφήνεσαι και να δίνεσαι
Δε γίνεσαι γαμώτο είσαι και για ότι είσαι πάντα κρίνεσαι
Μη μου θλίβεσαι αγαπημένη που `σαι τώρα πια
χαμένη εξαντλημένη ξοφλημένη
αφού η αγάπη ήταν το μόνο που δεν ένιωσες
Τώρα πάλι να, με τα τέρατα πως έμπλεξες και πως θέλεις να ξεμπλέξεις
της ζωής σου είναι και του θανάτου η έλξη…
Δεν μπορώ να κρατηθώ. Ξεσπάω σε λυγμούς που
μου κόβουν την ανάσα στα δύο. Δεν ξέρω καν γιατί κλαίω; Για τη ζωή μου που
ξεθωριάζει; Για τις τα όνειρα που δεν ακολούθησα; Για τους δρόμους που δεν πήρα;
Για όσα δεν έζησα και πλέον δεν προλαβαίνω να ζήσω;
Η Λίζι αφήνει τον καναπέ και με πλησιάζει
αθόρυβα. Ανεβαίνει στην αγκαλιά μου και τρίβεται πάνω μου. Δεν νιαουρίζει, δεν
απαιτεί. Απλώς… είναι εδώ. Τη σφίγγω πάνω μου σαν σωσίβιο. Ανταριασμένη θάλασσα
η ζωή μου που με σπρώχνει αμείλικτα προς τα βράχια.
Αυτή τη φορά δεν φεύγει. Σα να νιώθει την
ανάγκη μου. Σα να μου λέει «Εδώ είμαι, μπαμπά. Δεν πάω πουθενά.»
Αγάπησέ με…
Σκούπισε το δάκρυ μου με φως και κράτησέ με
Αυτός ο τόπος μελαγχόλησε, βοήθησέ με
Λιώσε το φεγγάρι μου, κάν’ το βροχή και ξέπλυνέ με
Αγάπησέ με…
3. Riders on the storm
Με είχε πάρει κάτω για τα καλά. Και όπως
λέει και το τραγούδι «όταν παίρνω φόρα, φόρα κατηφόρα, ο Θεός ο ίδιος δε με
σταματά.»
Ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζα.
Χρειάστηκε μόνο ένα pling. Ένα απλό ηχητικό pling από το κινητό. Ένα
μήνυμα στο messenger. Βίντεο από YouTube. Η σκηνή: “It’s alive! It’s alive!” από το Young Frankenstein.
Το γέλιο μου βγήκε τόσο δυνατό, τόσο
ξαφνικό, που τρόμαξα και τη Λίζι. Πετάχτηκε ελαφρώς, με κοίταξε με εκείνο το
προσβεβλημένο βλέμμα του «μα τι κάνεις εκεί πέρα», αλλά, λες και κατάλαβε πόσο
το χρειαζόμουν, δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση της. Κούρνιασε πάλι στους μηρούς μου
και αρκέστηκε σε ένα μουρμουρητό γουργουρητό.
Κι όσο για την Κρινιώ…
Εντάξει. Ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι
ήταν ξεχωριστή, αλλά άρχιζε πια να με εντυπωσιάζει με τρόπους που δεν είχα
προβλέψει.
Εικοσιπέντε χρονών. Και είχε δει το Band of Brothers.
Είχε δει, ή τουλάχιστον αναγνώριζε, τον Young Frankenstein.
Δηλαδή τι να λέμε τώρα. Δεν είναι μικρό
πράγμα.
Ξέρεις τι βλέπω κάθε μέρα στη δουλειά μου;
Παιδιά 25, 28, 30 χρονών που αν τους πεις κάτι έξω από τα memes του TikTok, σε κοιτάζουν σαν
χάνοι. Μια φορά, σε ένα meeting, έκανα την πλάκα και είπα «Louis, I think this is the beginning
of a beautiful friendship» για να πάρω ως
απάντηση κενά βλέμματα.
Δεν ήξεραν την Casablanca.
Την Casablanca, ρε φίλε.
Και η πιτσιρίκα, ήξερε το Young Frankenstein. Είχε δει το Band of Brothers. Και, το πιο απίθανο; Καταλάβαινε
τα references.
Δεν ήταν απλή γνώση, ήταν πολιτισμική συνείδηση. Είχε context. Είχε χιούμορ.
Είχε ψυχή.
Αποφασίζω να κάνω το τεστ.
“Louis, I think
this is the beginning of a beautiful friendship”
Η απάντηση έρχεται τόσο γρήγορα που δεν
μπορεί να το έψαξε στο δίκτυο, πρέπει να το αναγνώρισε.
«Δε θα έλεγα όχι για ένα ταξίδι στο Παρίσι 😋»
«Συν Αθηνά και συ χείρα κίνει,» μουρμουρίζω
από μέσα μου.
«Επιθετική, μ’ αρέσεις! 😍»
Η απάντησή της έρχεται με μια χροιά
παιχνιδιού: «Άπαπα! Απλά δεν ταίριαζε εδώ το “Play it, Sam!”
😏»
Και εκεί εντυπωσιάζομαι ακόμα περισσότερο.
Δεν ήταν απλώς fan της ταινίας. Ήξερε το σωστό quote. Όχι το διαστρεβλωμένο που αναπαράγεται
παντού.
Δεν κρατιέμαι, της γράφω “Paint me truly impressed.
Όχι απλά ξέρεις την ταινία, ξέρεις και τη σωστή ατάκα!”
Η απάντησή της… Μου ξεφεύγει ένα ροχαλητό
βλέποντας το “No, I’m your
father! 🤣”
Ένα άλλο iconic λάθος quote που ο κόσμος
μπερδεύει νομίζοντας πως η ατάκα είναι “Luke, I’m your father”.
Κουνάω το κεφάλι μου χαμογελώντας ακόμα σα
χαζός. «Πολλά τα λεφτά, Άρη,» της απαντώ. «Αν περάσει και αυτό το τεστ, την
παντρεύομαι.»
…λέμε τώρα.
Και τότε έρχεται το τελειωτικό χτύπημα.
«Αχ κύριε Γιώργο, μου πατήσατε κάλο τώρα! Η
“Λόλα” ήταν η αγαπημένη ταινία του πατέρα μου. Την έχω δει αμέτρητες φορές.»
Τα χέρια μου που κρατάνε το κινητό αρχίζουν
να τρέμουν λίγο, κάτι μου σκίρτησε βαθιά μέσα μου.
Όχι μόνο γιατί η “Λόλα” είναι
αριστουργηματική ταινία—που αμφιβάλω αν υπάρχουν πολλοί στην ηλικία της που τη
γνωρίζουν—αλλά γιατί την είχε συνδέσει με τον πατέρα της. Με έναν
άνθρωπο που… λείπει. Όπως θα λείψω κι εγώ. Και κάπου εκεί με χτύπησε αυτή η
γλυκιά, σπαραχτική αναγνώριση. Ότι υπάρχει μια αόρατη, λεπτή γέφυρα που ενώνει
τους πόνους, ακόμα και ανάμεσα σε δύο γενιές που φαινομενικά δεν έχουν καμία
σχέση.
«Ψυχή βαθιά, Κρινιώ μου,» της απαντάω, με
όση τρυφερότητα μπόρεσα να στριμώξω στα πλήκτρα.
«Λεβέντες γεννηθήκαμε, λεβέντες θα πεθάνουμε,»
είναι αυτό που δεν της γράφω.
«Ψυχή βαθιά!» μου στέλνει λίγες στιγμές
μετά συνοδευόμενο από βίντεο στο YouTube
με την εικονική σκηνή που Λόλα, Άρης και Φαρέας χορεύουν χασάπικο,
το χορό του Σάκαινα.
Μην ξέροντας που βρίσκω το θάρρος, με χέρια που τρέμουν και με την ψυχή στα
δόντια, και όχι βαθιά, της στέλνω νέο μήνυμα. «Θέλεις να κάνουμε βίντεο κλήση;»
Σφίγγω τα δόντια προσπαθώντας να
προετοιμάσω τον εαυτό μου για τα χειρότερα. Αφήνω το κινητό κάτω, μην έχοντας
το κουράγιο να το κοιτάζω όσο περιμένω την απάντησή της. Σηκώνομαι με λίγη
δυσκολία από την πολυθρόνα και κόβω βόλτες νευρικά στο σαλόνι.
Pling!
Ξεροκαταπίνοντας επιστρέφω στην πολυθρόνα
μου και παίρνω το κινητό στο χέρι. Κλείνω για μια στιγμή τα μάτια μου, παίρνω
βαθιά ανάσα— και ευτυχώς μπορώ να πάρω ακόμα γιατί ο καρκίνος δεν έχει κάνει
μετάσταση στους πνεύμονες… ή τουλάχιστον δεν το έχει κάνει ακόμα—και βλέπω την
απάντησή της.
«Αμέ! Δώστε μου μόνο πέντε λεπτάκια!»
Η ανάσα που είχα ξεχάσει ότι κρατούσα
βγαίνει από μέσα μου με θόρυβο. Σχεδόν δεν μπορώ να πληκτρολογήσω από την
ταραχή. Δε χρειάζεται μόνο η Κρινιώ τα πέντε λεπτά, τα χρειάζομαι κι εγώ γιατί
με το ταράκουλο που νιώθω αυτή τη στιγμή θα γίνω θέαμα.
«Ναι, βεβαίως. Πες μου όταν είσαι έτοιμη!»
της γράφω με πολύ μεγάλη προσπάθεια. Τέσσερις διορθώσεις για μια απάντηση επτά
λέξεων.
Σηκώνομαι και πάλι από την πολυθρόνα και
αρχίζω να βηματίζω νευρικά στο σαλόνι.
«Συγκεντρώσου,» μαλώνω τον εαυτό μου. «Συγκεντρώσου! Μην κάνεις σαν ερωτοχτυπημένος έφηβος. Μην παίρνεις
θάρρος, δε σου έταξε γάμο. Το γεγονός ότι δεν έχει να κάνει κάτι καλύτερο αυτή
την ώρα δε σημαίνει τίποτα. Μη φαντασιώνεσαι, μη χτίζεις κάστρα στην άμμο. Απλώς
ζήσε το. Χωρίς προσδοκίες. Χωρίς αύριο.»
Γυρίζω και πάλι στην κουνιστή μου καρέκλα
και προσπαθώ να βολευτώ. Η Λίζι, σαν να ένιωσε την αναστάτωσή μου, κατεβαίνει
απ’ τον καναπέ και ανεβαίνει ξανά στα πόδια μου. Μου σπρώχνει το χέρι με το
κεφαλάκι της, επιμένοντας. Τη χαϊδεύω αφηρημένα ανάμεσα στ’ αφτιά. Ξαπλώνει και
μου γυρνάει την κοιλιά της παιχνιδιάρικα—και για να στο κάνει αυτό μια γάτα
σημαίνει ότι σε εμπιστεύεται απόλυτα, σε λατρεύει! Μου δαγκώνει απαλά το χέρι,
μετά ξαναγυρνάει στο πλάι και με κοιτάζει, αργοκλείνοντας τα μάτια της.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω πολύ-πολύ…» της λέω με
χαμόγελο που μοιάζει να έχει ξεφύγει από άλλη εποχή. Από τότε που νόμιζα πως η
ζωή κρατάει για πάντα. Χαϊδεύω ξανά το κεφάλι της — αυτή τη φορά πιο συνειδητά.
Pling.
Η καρδιά μου σταματάει για ένα κλάσμα του
δευτερολέπτου.
«Έτοιμη!» μου γράφει.
Ξεροκαταπίνω, και πατάω το εικονίδιο της
βιντεοκλήσης. Ένας χτύπος, δύο χτύποι…
Και τότε… εμφανίζεται.
Το πρόσωπό της γεμάτο φως, τα μαλλιά της
όλα πιασμένα σε αλογοουρά, αφήνοντας ακάλυπτο τον λαιμό και τα μάγουλά της. Το
βλέμμα της γλυκό, καθαρό, χαμογελαστό.
Είναι αυτή η φατσούλα — ναι, αυτή! —
που με είχε στοιχειώσει όλες αυτές τις μέρες, που πάσχιζα να ανακαλέσω, και
τώρα που τη βλέπω… νιώθω να διαλύεται κάθε άμυνα.
«Καλησπέρα κι από εδώ!» της λέω
προσπαθώντας να κρατήσω σταθερή τη φωνή μου, ενώ η καρδιά μου πάει να πεταχτεί
από το στήθος μου.
«Καλησπέρα σας!» μου απαντάει και
χαμογελάει—και ο κόσμος γίνεται, για λίγες στιγμές, πιο όμορφος.
Το μυαλό μου παγώνει, δεν ξέρω τι να πω. Ευτυχώς,
η Λίζι αποφασίζει να μου σώσει το τομάρι. Με απόλυτη φυσικότητα, σηκώνεται
όρθια, σκαρφαλώνει πάνω μου μου και στρέφει το πρόσωπό της κατευθείαν
στην κάμερα.
Η Κρινιώ βάζει τα γέλια. «Καλησπέρα, Λίζι!»
Θεέ μου αυτό το γέλιο της. Αν η ευτυχία είχε ήχο, θα ήταν αυτός. Ένα γέλιο που
σου ραγίζει την ψυχή και τη γιατρεύει ταυτόχρονα.
«Βρε τέρας, θα αφήσεις τον μπαμπά να
μιλήσει;» ψευτομαλλώνω τη Λίζι που έχει μπει μπροστά από το κινητό.
«Μη το μαλώνετε το κορίτσι!» με
ψευτομαλώνει—επίσης τρυφερά—η Κρινιώ από την οθόνη του κινητού!
«Άπαπα, φωτιά να πέσει να με κάψει,» της
απαντάω και την ίδια στιγμή μου ξεφεύγει ένα ροχαλητό από την ειρωνεία του
πράγματος. Προσπαθώ να σκεφτώ κάτι να ξεκινήσω την κουβέντα. «Ειλικρινά δεν
περίμενα να ξέρεις την Casablanca!»
«Αυτό θα έλειπε!» μου λέει με ύφος που
δηλώνει απόλυτα φυσιολογικό το γεγονός ότι γνώριζε μία από τις εικονικότερες
στιγμές της έβδομης τέχνης.
«Μην το λες αυτό,» της λέω χαμογελώντας και
αναστενάζοντας. «Είχα πει ακριβώς την ίδια ατάκα σε μια συνάντηση, που είχε
μέσα ακόμα και άτομα γύρω στα τριάντα, και με κοιτάζαν όλοι με το βλέμμα της
αγελάδας!»
«Σοβαρά μιλάτε;» με ρωτάει με γνήσια
απορία.
«Δεν ξέρω μωρέ Κρινιώ, μερικές φορές νιώθω
σαν απολίθωμα της εποχής των δεινοσαύρων,» της λέω με πικρό χαμόγελο.
«Ναι, σας καταλαβαίνω,» μου απαντάει
χαμογελώντας αμήχανα. «Εδώ εγώ και δεν μπορώ να συνεννοηθώ ώρες-ώρες με τους
συνομήλικούς μου,» συνεχίζει.
Ώπα;!;!
Τη βλέπω σκεφτική. Σα να έχει κάτι μέσα της
που θέλει και δε θέλει να το βγάλει πιο έξω. Όχι, δεν είναι ιδέα μου, μπορεί να
μην μπορώ να διαβάσω σκέψεις αλλά μπορώ να διαβάσω ένα πρόσωπο σε μια συζήτηση
που γίνεται πρόσωπο με πρόσωπο, έστω και πίσω από μια κάμερα. Δεν επιμένω, δε
θέλω να νιώσει πίεση, θέλω να της δώσω το χρόνο της. Αν θέλει να μου πει κάτι,
να μου το πει όταν αυτή θα νιώθει έτοιμη. Άλλωστε, πρώτη… Λάθος! Δεύτερη φορά
είναι που μιλάμε.
«Δεν έχει να κάνει μόνο με τη διαφορά
ηλικίας,» της λέω, κάπως πιο σκεφτικός. «Ξέρεις, αυτό που έμαθα μεγαλώνοντας
είναι πως το κοινό πλαίσιο δεν εγγυάται κοινή κατανόηση. Μπορεί να έχεις
γεννηθεί την ίδια χρονιά, να έχεις πάει στο ίδιο σχολείο, να έχεις ακούσει τα
ίδια τραγούδια, και πάλι… να μην μπορείς να επικοινωνήσεις.»
Η Κρινιώ δεν απαντά αμέσως. Την βλέπω να
κουνάει αργά το κεφάλι της καταφατικά. Το βλέμμα της έχει χαμηλώσει λίγο, το
χαμόγελό της έχει μαλακώσει. Είναι εκείνη η σπάνια στιγμή που η οθόνη δεν
λειτουργεί σαν φράγμα αλλά σαν παράθυρο. Σαν να περνάει μέσα της κάτι πολύ πιο
βαθύ απ’ ό,τι λέγεται.
«Έχετε δίκιο,» μου λέει τελικά ήσυχα. «Ή
τουλάχιστον έτσι το νιώθω κι εγώ. Ότι οι λέξεις που λέμε δεν σημαίνουν πάντα τα
ίδια πράγματα για όλους. Ότι… δεν ξέρω… λείπει κάπως το νόημα. Σαν να περνάς
μέσα απ’ τους άλλους, αλλά να μη σε βλέπει κανείς στ’ αλήθεια.»
«Όταν είχα πάρει τον πρώτο μου υπολογιστή
το 1985, στα δεκαπέντε μου, έμαθα από μόνος μου την πιο βασική αρχή της
πληροφορικής: Ο υπολογιστής κάνει αυτό που του λες — όχι αυτό που θέλεις!» της
λέω, χαμογελώντας.
Με κοιτάζει για μερικά δευτερόλεπτα και
βάζει τα γέλια—αυτό το καθαρό, αβίαστο γέλιο που ακούγεται σαν καθάρισμα
ουρανού.
«Αυτό ισχύει και στη διαχείριση έργων,» της
λέω με νόημα, «με μια μικρή τροποποίηση: Οι πόροι σου κάνουν αυτό που ΝΟΜΙΖΟΥΝ
ότι κατάλαβαν—όχι αυτό που τους ζήτησες. Και, ακόμα χειρότερα, αυτό που
ΝΟΜΙΖΕΙΣ ότι τους ζήτησες μπορεί κάλλιστα να διαφέρει από αυτό που ήθελες να
τους ζητήσεις!»
«Και τότε… πώς βγαίνουν τα έργα;» με ρωτάει
πειρακτικά, με εκείνη την σπίθα στο βλέμμα της.
«Ενίοτε με πολύ πόνο και δάκρυ,» της απαντώ
με απολύτως θεατρική απόγνωση—και την κερδίζω ξανά στο γέλιο.
Αυτό το γέλιο… όχι, δεν έχει ιδέα πόσο φως
απλώνει γύρω του. Δεν έχει ιδέα τι φέρνει στην ψυχή μου αυτό το χαμόγελο που
γεννιέται τόσο αυθόρμητα κάθε φορά που πετυχαίνω να την κάνω να γελάσει.
«Ό,τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο, στη
διαχείριση έργων το ξέρουμε μόνο!» της τραγουδάω παραφρασμένο το τραγούδι του
Σκορδίλη, κάπως φάλτσα, με ύφος βαρύ λες και λέω μοιρολόι.
Η Κρινιώ γελάει αμέσως. «Είμαι σίγουρη ότι
λέει για πικραμένες καρδιές το τραγούδι!» μου πετάει με πειρακτική φωνή και
ακόμα μεγαλύτερο χαμόγελο.
«Το ξέρεις κι αυτό βρε θηρίο;» τη ρωτάω,
ειλικρινά εντυπωσιασμένος.
«Ε, εντάξει κύριε Γιώργο, είναι πολύ γνωστό
τραγούδι το “είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια”!»
«Κεριά και λιβάνια!» της κάνω, δήθεν
σκανδαλισμένος, και εκείνη γελάει ξανά.
«Ε δε μου πάει να σας λέω σκέτο Γιώργο,»
μου λέει με απολογητικό ύφος, αλλά με μια παιχνιδιάρικη σπίθα στο βλέμμα.
«Άπαπα, τέτοιο κακό μη σε βρει!» συνεχίζω
το χαβαλέ, και τεντώνω το πρόσωπό μου με προσποιημένη αγανάκτηση.
«Ουφ, καλά!» κάνει, προσποιούμενη τη βαριά
καρδιά. «Γιώργο! Ορίστε, ευχαριστημένος;» προσθέτει σουφρώνοντας ελαφρά τη μύτη
της και κάνοντας εκείνη τη φατσούλα της που μου φέρνει γέλιο και τρυφερότητα
μαζί. Θεέ μου, είναι γλύκα.
Παίρνω μια ανάσα, μαλακώνω τον τόνο μου.
«Για πες τώρα, πώς πάει η μελέτη για την πρόοδο; Και αλήθεια… πού βρίσκεις τον
χρόνο; Δουλεύεις, σπουδάζεις… πώς τα κουμαντάρεις όλα αυτά;»
Κουνάει λίγο το κεφάλι της. «Με δυσκολία,
μη λέω ψέματα,» μου λέει ειλικρινά. «Στην καφετέρια δουλεύω part-time, και αυτό γιατί είμαι
τυχερή—ο ιδιοκτήτης είναι φίλος φίλου. Δουλεύω απογεύματα και Σαββατοκύριακα,
αναλόγως τη βάρδια. Και ευτυχώς βοηθάει και η μαμά μου. Να είναι καλά τα
ενοικιαζόμενα που έχουμε στο νησί, αλλά καταλαβαίνετε…»
Κουνάω σιωπηλά το κεφάλι μου. «Ναι. Το
καταλαβαίνω,» της λέω με ησυχία. Την κοιτάζω καθώς μιλάει, τόσο νέα, αλλά τόσο
προσγειωμένη. Έχεις να μάθεις από ανθρώπους, άσχετα με την ηλικία.
«Και η αλήθεια είναι,» συνεχίζει, σκύβοντας
λίγο προς την κάμερα με ύφος συνωμοτικό, «ότι από τα δεκάξι μέχρι τα εικοσιδύο…
αρκετά στην παλαβή το είχα ρίξει.»
«Ναι βρε κορίτσι μου, δε λέω… αλλά από την
άλλη, τα φοιτητικά χρόνια έρχονται μια φορά. Δε λέω να το ρίξεις στην παλαβή,
αλλά… να ζήσεις κιόλας.»
«Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια κυ…» λέει
και σταματάει απότομα, με μάτια που φαρδαίνουν ελαφρά, σαν να θυμήθηκε κάτι.
«Γιώργο,» το διορθώνει με χαμόγελο που αυτή τη φορά συνοδεύεται από μια δόση
ντροπής.
Ανασηκώνω τα φρύδια και κάνω πως την
κοιτάζω επικριτικά. Εκείνη κατεβάζει λίγο το βλέμμα και μετά το σηκώνει πάλι
και συνεχίζει πιο σοβαρή.
«Αν είχα τα μυαλά μου όταν έπρεπε… θα
μπορούσα να το κάνω. Όπως στρώνει κανείς, κοιμάται.»
Τη νιώθω. Πιο βαθιά απ’ όσο μπορώ να της
πω. Τη νιώθω και δεν λέω τίποτα. Την αφήνω να ανασάνει στον δικό της ρυθμό. Τα
πολλά λόγια είναι φτώχια, η αποδοχή δε χρειάζεται λόγια. Μόνο παρουσία.
«Κάλιο αργά παρά ποτέ,» της απαντάω με ένα
χαμόγελο που έρχεται πιο αβίαστα απ’ ό,τι περίμενα. Πριν προλάβω να σκεφτώ κάτι
να προσθέσω, με προλαβαίνει.
«Εσείς;» με ρωτάει με ειλικρινές
ενδιαφέρον.
«Εγώ τι;» κάνω, κάπως ξαφνιασμένος.
«Με τι ασχολείστε;»
Παίρνω μια ανάσα. «Σπούδασα logistics,» της λέω, «όχι
με την έννοια της λογιστικής, αλλά της διαχείρισης εφοδιαστικής αλυσίδας. Και
αυτός είναι και ο τομέας που εργάζομαι.»
Σταματάω για λίγα δευτερόλεπτα. Τα χείλη
μου σφίγγονται σε μια αδιόρατη γραμμή. Κουνάω ελαφρά το κεφάλι μου.
«Αν και… ο ρομαντισμός έχει χαθεί εδώ και
πολλά-πολλά χρόνια.»
«Ο ρομαντισμός;» με ρωτάει, σηκώνοντας το
φρύδι με έκπληξη.
«Η αγάπη, η όρεξη, γι’ αυτό που κάνω.»
Χαμογελάω μισά. «Κάποτε έμπαινα στο γραφείο και ανυπομονούσα να ξεκινήσει η
μέρα. Τώρα… μετράω αντίστροφα για να τελειώσει.»
Τη βλέπω να κουνάει το κεφάλι της με
κατανόηση. Το χαμόγελό της είναι λίγο πιο θλιμμένο τώρα.
«Δε βαριέστε… αργά ή γρήγορα όλοι το
παθαίνουμε αυτό,» μου λέει. «Ακόμα κι αν κάνεις το χόμπι σου δουλειά, κάποια
στιγμή σταματάει να είναι χόμπι. Και γίνεται αυτό: δουλειά.»
Σταματάει για μια στιγμή. Τα μάτια της
χαμηλώνουν ελαφρά, σαν κάτι να ζυγίζει.
«Βέβαια…» προσθέτει, «δεν έχω ψευδαισθήσεις
ότι θα βρω δουλειά στο αντικείμενό μου.»
«Γιατί το επέλεξες τότε;» τη ρωτάω ήρεμα.
«Γιατί ήθελα να το κάνω.» Μου χαμογελάει,
αυτή τη φορά με λίγο πείσμα. «Το πιο πιθανό είναι ότι θα καταλήξω να
διαχειρίζομαι τα ενοικιαζόμενα στο νησί και να βρω και μια δεύτερη δουλειά,
αλλά αυτό ήθελα να σπουδάσω. Αφού το πήρα που το πήρα αργά απόφαση, γιατί να
μην κάνω τουλάχιστον αυτό που ήθελα;»
Την κοιτάζω και μέσα μου σκέφτομαι: Πώς
μπορείς να συνδυάζεις ρεαλισμό και ρομαντισμό σε τόσο τρυφερή ηλικία; Και
να που τελικά μπορείς. Ή τουλάχιστον… υπάρχουν εκείνοι που μπορούν.
Δεν προλαβαίνω να το διατυπώσω, γιατί
έρχεται μια ερώτησή της, αυτή τη φορά διστακτική.
«Έχετε παιδιά;» με ρωτάει και το βλέμμα της
είναι γεμάτο ευγένεια, όχι περιέργεια.
«Όχι,» της απαντάω, κουνώντας αργά το
κεφάλι. «Με την πρώην γυναίκα μου είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας… και όταν
άρχισε να χτυπάει το δικό της ρολόι, εγώ ήμουν πια κοντά στα πενήντα. Δεν ήθελα
να γίνω παππούς.»
Το πρόσωπό της μαλακώνει. «Ναι… σας
καταλαβαίνω,» μου λέει ήσυχα.
«Εσύ;» τη ρωτάω μετά από μια σύντομη παύση.
«Εννοώ… θέλεις να κάνεις παιδιά;»
«Όχι!» μου απαντά με άμεση βεβαιότητα και
σηκώνει τα φρύδια βλέποντας την έκφρασή μου. «Ποτέ δε με συγκίνησε η ιδέα. Δεν
ξέρω αν θα αλλάξει στο μέλλον, αλλά ως τώρα, όχι.»
Σηκώνει αδιάφορα τους ώμους της. Τη βλέπω
όπως είναι εκείνη τη στιγμή—ήρεμη, γειωμένη, καθόλου κυνική, απλώς ειλικρινής.
«Θέλεις να παίξουμε ένα παιχνιδάκι;» τη
ρωτάω με ξαφνική έμπνευση.
«Τι παιχνιδάκι;» με ρωτάει με γνήσια έξαψη
και περιέργεια.
«Θα σου κάνω τρεις ερωτήσεις που θα πρέπει
να απαντήσεις, και μετά θα σου εξηγήσω τι σημαίνουν οι απαντήσεις σου. Αν και
είναι, ξέρεις, από αυτά τα χαζά, έχω διαπιστώσει με τα ίδια μου τα μάτια ότι
είναι αξιοσημείωτα ακριβές!»
«Αμέ, γιατί όχι!» μου λέει χαμογελαστή.
«Ωραία. Θέλω να μου πεις ποιο είναι το
αγαπημένο σου ζώο και μετά με τρία επίθετα να μου εξηγήσεις την επιλογή σου!»
Μου χαμογελάει και το πρόσωπό της
φωτίζεται. «Ευκολάκι, γάτα!» μου λέει.
«Τρία-τέσσερα επίθετα!»
«Χμμμ…» μου λέει και τα μάτια της κοιτάζουν
ψηλά, σα να σκέφτεται. «Ανεξάρτητη, χαδιάρα, τρελλιάρα, παιχνιδιάρα, τρυφερή…
Αν θέλετε έχω και άλλα επίθετα!» μου λέει γελώντας.
«Όχι, φτάνουν αυτά!» της κάνω
ανταποδίδοντας το χάχανο. «Ωραία, δεύτερη ερώτηση. Το νερό έχει πολλές μορφές,
θάλασσα, λίμνη, ποτάμι… και τα ρέστα! Ποια είναι η αγαπημένη σου και γιατί;»
«Χμμμ» μου απαντάει σκεπτική. «Η βροχή,
πιάνει;» με ρωτάει.
«Ναι, βέβαια!»
«Βροχή!» μου απαντάει με το πρόσωπό της να
φωτίζεται και πάλι. «Επίθετα ε;»
«Ναι, θα ήταν το ιδανικό»
«Δεν ξέρω αν ένα επίθετο μπορεί να
περιγράψει το εύρος… Εννοώ… η βροχή ποτίζει τα χωράφια και το διψασμένο χώμα
αλλά ταυτόχρονα μπορεί να τα πνίξει. Μπορεί να είναι δροσερή και ποτιστική αλλά
μπορεί να προκαλέσει οργισμένους χείμαρρους. Μπορεί το επίθετο απρόβλεπτη να τα
χωρέσει όλα αυτά; Μπορεί να σε δροσίσει το καλοκαίρι ή να σε παγώσει το χειμώνα…
Μπορεί να χορέψεις στο ρυθμό της ή να τρέξεις να προστατευείς για να μη γίνεις
μούσκεμα…»
«Εντάξει, εντάξει,» της λέω χαμογελώντας.
«Το έπιασα το νόημα. Οκ, ας πούμε με καλύπτει η απάντησή σου!»
«Ωραία!» μου λέει χαρίζοντάς μου ένα ακόμα
φωτεινό της χαμόγελο.
«Τρίτη ερώτηση… είναι και η πιο δύσκολη να
απαντηθεί. Ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα;» Για πρώτη φορά δεν απαντά
αμέσως.
«Χμμμ…» κάνει σκεφτική, και το βλέμμα της
πάει λίγο προς τα δεξιά, σαν να προσπαθεί να ψάξει μέσα της. «Θα έλεγα το βαθύ
μπλε. Ή… όχι, καλύτερα το μπλε της θάλασσας αργά το απόγευμα, λίγο πριν
νυχτώσει.»
«Οκέι,» της λέω χαμογελώντας. «Και τώρα, τα
επίθετα…»
«Γαλήνιο, βαθύ, καθησυχαστικό,
μυστηριώδες,» μου λέει, και σχεδόν ψιθυρίζει την τελευταία λέξη.
Κρατάω για μια στιγμή το βλέμμα μου πάνω της, πριν της πω ήσυχα: «Ωραία. Και τώρα… θέλεις να μάθεις τι σημαίνουν οι απαντήσεις σου;»
«Ναι!» μου λέει με λαχτάρα. «Πείτε μου!»
«Το αγαπημένο σου ζώο…» αρχίζω. «…αντιπροσωπεύει
τον τρόπο που θέλεις να σε βλέπουν οι άλλοι. Εσύ λοιπόν, βλέπεις τον εαυτό σου
ως: ανεξάρτητη, χαδιάρα, τρελλιάρα, παιχνιδιάρα, τρυφερή…»
Βάζει τα γέλια, γέρνει πίσω και σηκώνει τα
χέρια. «Ε ναι, αν δεν είμαι εγώ αυτά, ποια είναι;»
«Η δεύτερη ερώτηση, για το νερό… αφορά τον
τρόπο που βλέπεις τον έρωτα. Εσύ λοιπόν τον βλέπεις σαν βροχή: ποτιστική αλλά
και επικίνδυνη, δροσερή και παγωμένη, απρόβλεπτη, γεμάτη αντιφάσεις. Μπορείς να
χορέψεις μαζί της, αλλά να τρέξεις να γλιτώσεις από την οργή της.»
Χαμογελάει. Αυτή τη φορά όχι πλατιά—αλλά
ζεστά, με εκείνη τη γλυκιά μελαγχολία στα μάτια της.
«Και τέλος… το αγαπημένο σου χρώμα είναι ο
τρόπος που βλέπεις πραγματικά τον εαυτό σου.»
Γέρνει λίγο το κεφάλι της, το πρόσωπό της
γίνεται πιο ήσυχο. Περιμένει.
«Γαλήνια, βαθιά, καθησυχαστική,
μυστηριώδης. Όχι φωτιά και πάθος, αλλά μια αγκαλιά που σε τυλίγει αργά και σε
κρατάει…»
Δεν απαντάει αμέσως. Με κοιτάζει. Για
μερικά δευτερόλεπτα δεν μιλάμε. Μόνο χαμόγελα. Από εκείνα που λένε περισσότερα
από χίλιες λέξεις.
«Γάτα, νομίζω ότι εδώ δεν έχουμε έκπληξη,»
της απαντάω κερδίζοντας το γέλιο της. «Στα άλλα δύο ποτάμι και μωβ.»
«Κλέβετε τώρα!» μου λέει σουφρώνοντας
παιχνιδιάρικα τα χείλη της. Το βλέμμα πετάει σπίθες. «Χωρίς τα επίθετα δεν έχει
αξία!»
Αναστενάζω ελαφρά, χαμογελώντας ακόμα.
Σηκώνω τα φρύδια με θεατρικότητα, σαν να παραδίνομαι. «Το τεστ αυτό το είχα
κάνει πρώτη φορά στα δεκαπέντε μου, έχουν περάσει σαράντα ολόκληρα χρόνια από
τότε!»
«Ωραία, σκεφτείτε νέα επίθετα!» μου λέει
χωρίς να χάνει χρόνο.
«Ορίστε, με χώνει το πιτσιρίκι!» της
απαντάω παιχνιδιάρικα, κουνώντας το κεφάλι μου αλλά διασκεδάζοντάς το όσο δεν
πάει!
«Καλά σας κάνω!» μου λέει με ναζιάρικο
πείσμα και μετά μου χαρίζει αυτό το χαμόγελο που δεν χορταίνω να βλέπω.
«Οκ,» της απαντάω, χαμογελώντας ακόμα.
Γέρνω λίγο πίσω στην καρέκλα. «Γάτα: Ανεξάρτητη, τρυφερή, απρόβλεπτη.»
Σταματάω λίγο. Το χαμόγελο μένει, μα τώρα
συνοδεύεται από ένα ίχνος σκέψης. Σηκώνω το χέρι και ξύνω αφηρημένα το μέτωπό
μου. Ψάχνω τις λέξεις μέσα μου.
«Ποτάμι,» συνεχίζω. «Απρόβλεπτο, άλλοτε
αργό και νωχελικό, άλλοτε ταραγμένο και επικίνδυνο. Ρευστό ρε παιδί μου, όχι
στατικό.» Τη βλέπω να γνέφει καταφατικά, και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου
οι ματιές μας μένουν εκεί, σε μια ήσυχη κατανόηση.
Τα τελευταία λόγια βγαίνουν λίγο πιο αργά.
Πιο χαμηλά. Όχι για να προκαλέσω εντύπωση. Αλλά γιατί είναι αλήθεια. Και η
αλήθεια χρειάζεται χώρο.
«Χρώμα… Σκοτεινό μα τρυφερό, μελαγχολικό,
εσωστρεφές…»
Η φωνή μου σβήνει εκεί. Δεν χρειάζεται να πω τίποτε άλλο. Για μερικές στιγμές δεν μιλάει κανείς. Και είναι απ’ αυτές τις σιωπές που δεν θέλεις να γεμίσεις. Που κουβαλούν περισσότερα από λόγια.
Η φωνή της έρχεται ήσυχα, σχεδόν ψιθυριστά, σπάζοντας την ησυχία. «Να σας στείλω ένα τραγούδι;»
Κοιτάζω την οθόνη. «Αμέ!» της λέω με μια
γλυκιά ανυπομονησία και τη βλέπω να απομακρύνεται για λίγο—η κάμερα μαυρίζει.
Μένω μόνος για μερικά δευτερόλεπτα, με τη
Λίζι ζεστή πάνω μου και την καρδιά μου να χτυπάει πιο ήρεμα πια. Η εικόνα
επιστρέφει και μαζί της και το μήνυμα.
Raiders on the
Storm.
Λες και με διάβαζε ρε φίλε. Λες και με
διάβαζε!
Δεν μιλάμε. Ακούω τη μουσική και χωρίς να
το καταλάβω η φωνή μου, βραχνή και κουρασμένη, συνοδεύει αυτή του Morisson.
Riders on the storm.
Riders on the storm.
Into this house we’re born.
Into this world we’re thrown.
Like a dog without a bone
An actor out on loan
Riders on the storm
4. Η κοιλάδα των χαμένων ψυχών
Χάνοντας κάθε αίσθηση του χρόνου—και δεν
έχω και πολύ από δαύτον τρομάρα μου—κλείσαμε λίγο μετά τα μεσάνυχτα.
Δεν εμβαθύναμε σε πολύ προσωπικές
λεπτομέρειες. Και μεταξύ μας, δεν ήμουν καν σίγουρος ότι θα ήθελα να κάνω κάτι
τέτοιο, ακόμα κι αν η Κρινιώ είχε την ανάλογη διάθεση. Από την άλλη… μπορείς να
μιλήσεις για σένα χωρίς να μιλήσεις για σένα.
Λέγοντας για τη μουσική που σ’ αρέσει. Για
τα βιβλία που σου έχουν μιλήσει. Για τις ταινίες που σε άγγιξαν. Για άλλα μικρά
καθημερινά, ανώδυνα πράγματα, που από μόνα τους δεν λένε τίποτα — και συνάμα
είναι κομμάτι του ίδιου παζλ. Λέξεις-κλειδιά για όσους ξέρουν να τις διαβάσουν.
Οι μόνες πραγματικά προσωπικές πληροφορίες
που μου έδωσε, έτσι, από μόνη της, κατά τη διάρκεια της κουβέντας, ήταν δύο. Κι
ήταν από εκείνες που λένε τα πάντα και δεν λένε τίποτα.
Η πρώτη: ότι είχε ερωτευτεί έναν πολύ
μεγαλύτερό της — κι ότι εκείνη η ιστορία ήταν ο λόγος που το είχε ρίξει στην
παλαβή από τα δεκάξι της.
Η δεύτερη: ότι είναι μόνη της εδώ και
περίπου μισό χρόνο.
Και η τρίτη… δεν μου τη μετέφερε με λόγια.
Αλλά τη διάβασα, καθαρά. Εκείνη η σχέση—όποιος και αν ήταν ο άλλος, όσο κι αν
κράτησε—την είχε σημαδέψει. Όχι με τον κακό τρόπο. Όχι σαν τραύμα, μα σαν
αποτύπωμα. Σαν κάτι που χαράχτηκε μέσα της και την άλλαξε. Απ’ ό,τι κατάλαβα,
εκείνος ήταν που τη μύησε σε παλιές ταινίες, στη ροκ, στην ποίηση και στη
λογοτεχνία. Κι είναι διαβασμένη η Κρινιώ, όχι αστεία.
Εγώ, τι να πω; Δεν έχω ιδέα από ποίηση. Και
παρότι λάτρης της λογοτεχνίας του φανταστικού, η επαφή μου με τη συμβατική
λογοτεχνία είναι μικρή. Αναγνώρισα τα ονόματα που μου είπε — φυσικά και τα
αναγνώρισα. Αλλά εκτός από ένα βιβλίο του Remark και ένα του Steinbeck που είχα διαβάσει στα νιάτα μου, κάποια
τα είχα απλώς ακουστά. Και κάποια άλλα, ούτε καν.
Δεν περίμενα ότι θα της άρεσε το
φανταστικό. Και δεν έπεσα έξω. Μου είπε ότι είχε προσπαθήσει να διαβάσει τον Άρχοντα
των Δαχτυλιδιών και τον παράτησε.
Αλλά…
Μαγεύτηκε όταν της περιέγραψα τον τραγικό
αντιήρωα Έλρικ του Μελνιμπονέ. Του Moorcock. Και κάπως έτσι… δώσαμε ραντεβού. Κυριακή πρωί. Να τη βρω στην
καφετέρια. Να της δώσω το πρώτο βιβλίο.
«Να προσπαθήσω τουλάχιστον!» μου είπε
ντροπαλά.
«Δε θα σου πω πως θα το λατρέψεις,» της
είπα χαμογελώντας, «αλλά πραγματικά δώσε του μια ευκαιρία.»
«Θα το κάνω,» μου υποσχέθηκε ανταποδίδοντας
το χαμόγελο.
Δεν ήμουν ο μόνος που είχε ανάγκη για
επικοινωνία με κάποιο άνθρωπο. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα καταλάβει γιατί
είχε επιλέξει την προσωπική της απομόνωση, αλλά… παρ’ όλο που την είχε
επιλέξει, η ανάγκη ήταν εκεί.
Οι βίντεο κλήσεις μας έγιναν καθημερινές
αλλά δε μείναμε μόνο σε αυτές. Μικρά μηνύματα μέσα στην ημέρα, μια καλημέρα το
πρωί, ένα «ουφ βαριέμαι!» μέσα στη μέρα. Ένα δικό μου «Δεν τους αντέχω, θα τους
πνίξω!» όταν με έσκαγαν στα meetings για να λάβω την πειρακτική της απάντηση ένα link με το «Κάνε υπομονή!»
Το «ΕΣΚΙΣΑ!!!!!» που μου έστειλε τη μέρα που είχε για την πρόοδό της.
Πώς κελαηδούσε στο skype το βράδυ με το
πρόσωπό της να λάμπει.
Η Κρινιώ ήταν όπως σε όλα της, χείμαρρος.
Δε μιλούσα πολύ, την άφηνα να μιλάει εκείνη για τα πάντα και για το τίποτα. Από
το γιατί την άγγιξε το επίγραμμα του Ελύτη μέχρι και «μα κι εμένα μ’ αρέσουν τα
ψηλοτάκουνα, αλλά δεν τους μπορώ αυτούς τους κοθόρνους!»
Παραδέχτηκε γελώντας ντροπαλά ότι της
άρεσαν κάποια τραγούδια του Ρουβά. Πώς λάτρευε την Ευρυδίκη, όχι μόνο για τη
φωνή της αλλά για το πραγματικό συναίσθημα που βγάζει η φωνή της. Πώς αν δε
μιλούσαμε τα βράδια θα έβλεπε μάστερ σεφ.
Ήξερα, μου είχε πει, πως το σαββατόβραδο θα
έβγαινε με φίλους της, και μου είχε γκρινιάξει χαριτωμένα «άντε να ξυπνήσω
πρωινιάτικα την Κυριακή!»
Εκεί είχα βρει την ευκαιρία να της πω «Αν
τα καταφέρεις θα έρθω να πιώ εκεί τον καφέ μου, για να μη χαζεύεις γάτες, όχι
για κανένα άλλο λόγο!» και μου είχε χαρίσει το γέλιο της. Ήταν ό,τι πιο κοντινό
σε face to face
ραντεβού πίστευα ότι θα μπορούσα να έχω μαζί της.
Και το Σάββατο το απόγευμα που ήξερα ότι
δουλεύει… απλά πήγα εκεί για καφέ. Μιλούσε με ένα άλλο πελάτη, και ήταν
χαμογελαστή, αλλά ρε φίλε το βλέμμα της άστραψε όταν με είδε. Όταν μου είπε
χαμογελώντας παιχνιδιάρικα «Latte σκέτο extra large, σας μάθαμε κύριε!»
μου είπε και έδωσε η ίδια παραγγελία στον Barista.
«Αύριο!» μου ψιθύρισε σχεδόν συνωμοτικά όταν
πήγα να πληρώσω.
«Αύριο!» της απάντησα στο ίδιο ύφος,
κλείνοντάς της παιχνιδιάρικα το μάτι, για να κερδίσω και πάλι το χαρούμενο,
γεμάτο φως, χαμόγελό της.
Τα μυαλά μου είχαν γίνει πουρές!
Και όσο κι αν πίεζα τον εαυτό μου να μην
αφήνεται, να μην παρασύρεται, να μην βγάζει ρίζες σε χώμα που δεν του ανήκει,
κάτι μέσα μου αντιστεκόταν. Σαν το κλαδί που στρέφεται προς το φως, παρά τις
εντολές του μυαλού, παρά τη λογική, παρά την επίγνωση του τέλους. Έλεγα ότι
ήθελα μόνο λίγη ανθρώπινη επαφή, έναν διάλογο να σπάσει τη σιωπή, ένα γέλιο να
φωτίσει τα απογεύματά μου. Μα η ψυχή μου είχε άλλη άποψη. Είχε σηκωθεί και
πέταγε, ταξίδευε χωρίς χάρτη, σαν να είχε ξεχάσει την ασθένεια, τον χρόνο που
μετρούσε ανάποδα, σαν να ήθελε να αρπάξει από τον ουρανό ό,τι μπορούσε ακόμη να
χωρέσει μέσα της.
Δεν είχα το δικαίωμα.
Αυτό σκεφτόμουν κάθε φορά που τα μάτια της
φώτιζαν στην οθόνη. Δεν είχα το δικαίωμα να χτίζω προσδοκίες πάνω σε κάτι που
δεν θα μπορούσα να προσφέρω μέχρι τέλους. Εκείνη έχει τη ζωή μπροστά της. Δεν
είναι δίκαιο. Δεν είναι σωστό. Μπορεί να της προσφέρω στιγμές, μπορεί να της
δίνω το αντίβαρο στη μοναξιά της, αλλά τι αξία έχουν αυτές όταν συνοδεύονται
από την προδιαγεγραμμένη απώλεια;
Κι όμως. Δεν μπορούσα να πάψω να θέλω. Να
ελπίζω. Να της μιλάω, να την ακούω, να γελάω με το γέλιο της. Δεν μπορούσα να
τιθασεύσω την επιθυμία. Ήθελα να είμαι κομμάτι της καθημερινότητάς της, έστω
και για λίγο. Ήθελα να αφήσω ένα ίχνος. Όχι από ανάγκη να με θυμάται, όχι από
ματαιοδοξία, αλλά γιατί είχα ξεχάσει τι θα πει ζωή με χρώμα και εκείνη, χωρίς
να το ξέρει, τα έφερε πίσω.
Μα
δεν γίνεται έτσι. Δεν μπορώ να της στερώ την επιλογή. Πρέπει να της μιλήσω.
Πρέπει να ξέρει. Πρέπει να της πω, όσο δύσκολο κι αν είναι, όσο κι αν τρέμω
στην ιδέα πως ίσως χαθεί αυτό που χτίστηκε ανάμεσά μας με τόσο φυσικό, αβίαστο
τρόπο. Και από την άλλη φοβάμαι. Φοβάμαι γιατί ίσως αυτό την κάνει να θεωρήσει
απάνθρωπο να με κάνει πέρα.
Μα το απάνθρωπο δεν είναι να με κάνει πέρα.
Το απάνθρωπο είναι που θέλησα να μπω σαν λαθρεπιβάτης στη ζωή της.
Μα μου είναι αδύνατο να μη τη σκέφτομαι. Και
μόνο η σκέψη της κάνει την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Εκτός από τη Λίζι μου
και μέχρι να γνωρίσω την Κρινιώ απλά υπήρχα. Υπήρχα να περιφέρομαι στην κοιλάδα
των χαμένων ψυχών, μόνο και μόνο γιατί το καντήλι μου τσιτσίριζε ακόμα. Η ζωή
μου είχε γεμίσει και πάλι φως.
Πόση ειρωνεία να αντέξει κανείς; Η ζωή του
να αποκτήσει ξανά φως πάνω που σβήνει. Είναι απάνθρωπο γαμώ το. Είναι απάνθρωπο
για μένα μα είναι και απάνθρωπο να το ζητώ από εκείνη. Πώς το λέει η θεωρία
παιγνίων; Zero sum game, ο ένας κερδίζει ο άλλος χάνει.
Μόνο που στην περίπτωσή μας, στο τέλος
χαμένοι θα είναι δύο.
Έχω και πάλι ανήσυχα όνειρα, αλλά ξυπνάω
σχεδόν στο πρώτο φως της αυγής. Ακόμα μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα, ακόμα μια
υπενθύμιση ότι ο κόσμος ακολουθεί μια δική του κανονικότητα, ένα δικό του ρυθμό
και θα συνεχίσει να το κάνει, τι που εγώ δε θα είμαι εδώ για να το ζήσω.
Σηκώνομαι
και πάω να κάνω ένα ζεστό ντους. Όσο και αν η διάθεσή μου είναι βαριά και μόνο
η σκέψη ότι σε καμιά ώρα θα τη δω και πάλι από κοντά είναι αρκετή για να μου
φτιάξει τη μέρα.
Λίγο μετά τις 09:00 είμαι στην καφετέρια.
Μπαίνω μέσα, τακτοποιεί κάποια πράγματα στη βιτρίνα με τα σάντουιτς. Σηκώνει το
κεφάλι της και με βλέπει και το πρόσωπό της φωτίζεται.
«Καλημέρα!» μου κάνει με την πιο γλυκιά
φωνή της.
«Καλημέρα,» της απαντάω με τέτοιο χαμόγελο
που νομίζω ότι θα στραμπουλίσω τα μάγουλά μου. «Πώς πέρασες χθες;»
«Όμορφα ήταν χιχιχι» μου κάνει χαχανίζοντας
ελαφρά. «Κουτουλάω λίγο, με τρεις ώρες ύπνο είμαι!»
«Αυτά είναι!» της κάνω ανταποδίδοντας το
χαμόγελο. «Α, σου έφερα και το βιβλίο!» της κάνω, και ανοίγω την τσάντα μου και
το βγάζω.
«Καθίστε έξω να σας φέρω το καφεδάκι σας
και μου το δίνετε!» μου λέει.
«Σήμερα λέω να πιώ freddo, έχει ζέστη!» της
λέω.
«Εσπρέσο ή latte;»
«Latte!» της απαντάω.
«Σας τον φέρνω σε δυο λεπτάκια!» μου
τιτιβίζει σχεδόν, και πάει να μου ετοιμάσει τον καφέ.
Χαμογελώντας την αφήνω και πάω και κάθομαι
έξω. Δυο-τρία λεπτά αργότερα μου φέρνει τον καφέ μου.
«Έχω κάτι δουλειές να κάνω ακόμα!» μου λέει
απολογητικά.
«Μην αγχώνεσαι, κάνε τη δουλειά σου με την
ησυχία σου!» της λέω καθησυχαστικά.
Ναι, δεν είναι η μέρα μου σήμερα, σε
αντίθεση με την προηγούμενη Κυριακή σήμερα έχει περισσότερο κόσμο. Μέχρι που
μου ζήτησε και συγνώμη η χαζούλα.
«Βρε, κάνε εσύ τη δουλειά σου! Εδώ είμαι,
έχω το kindle μου, πίνω το καφεδάκι μου, καλά είμαι!»
«Ουφ καλά!» μου κάνει χαμογελώντας, και
ξαναπηγαίνει μέσα. Κατά τις μία πέφτει λίγο ο κόσμος και βρίσκει την ευκαιρία
να ξεκλέψει μερικά λεπτά. «Όσο ανοίγει ο καιρός θα ζορίζουν οι Κυριακές» μου
λέει ξεφυσώντας.
«Είσαι πάντα πρωινή τις Κυριακές;»
«Όχι, δύο φορές το μήνα πρωί, δύο φορές
απόγευμα. Την επόμενη για παράδειγμα θα είμαι απόγευμα!»
«Δεν είναι κουραστικό να είσαι Σάββατο
απόγευμα και Κυριακή πρωί;»
«Συνήθως η βάρδια τα ΣΚ είναι πρωί-πρωί ή
απόγευμα-απόγευμα. Απλά μας έκατσε στραβή τις δύο τελευταίες εβδομάδες και δεν
έβγαιναν οι βάρδιες…» μου λέει στενάζοντας.
«Τι ώρα σχολάς, αν επιτρέπεται;»
«Τα σαββατοκύριακα κάνω έξι ώρες. Άνοιξα
στις οχτώ οπότε στις δύο σχολάω, λογικά σε λίγη ώρα θα έρθει και ο Κώστας, ο
άλλος μπαρίστα.»
«Θέλεις μετά να πάμε να φάμε κάπου έξω;»
βρίσκω το θάρρος να τη ρωτήσω, γιατί αν δεν το κάνω τώρα δε θα βρω άλλη
ευκαιρία σήμερα.
«Αμέ! Γιατί όχι!» μου απαντάει σχεδόν
αμέσως και η αγωνία μου έσβησε πριν καν φουντώσει. «Πελάτης!» μου κάνει και
σηκώνεται και επιστρέφει μέσα.
Μέχρι να σχολάσει δεν βρήκαμε ευκαιρία να
μιλήσουμε αλλά δε με ένοιαζε, θα είχαμε όλο το χρόνο μετά που θα πηγαίναμε για
φαγητό. Άλλη μια μικρή ειρωνεία… «όλο το χρόνο δικό μας.»
Έχει χιούμορ το γαμημένο το σύμπαν, δεν
μπορείς να πεις!
Με το που σχολάει έρχεται και με βρίσκει.
«Έτοιμη. Κυ…» ξεκινάει να πει και
συνειδητοποιώντας τη γκάφα της σταματάει και χαχανίζει. «Θα σας ήταν εύκολο να
πεταχτούμε πρώτα από το σπίτι μου να αλλάξω;» με ρωτάει και συνειδητοποιώ ότι
είναι με τη μπλούζα της δουλειάς.
«Και το ρωτάς Κρινιώ μου;» της λέω. «Θα σε
πετάξω εγώ αν δεν έχεις πρόβλημα!»
«Ναι, δεν γίνεται αλλιώς. Αν περιμένω το
λεωφορείο φέξε μου και γλίστρησα!»
«Πού μένεις;» τη ρωτάω. Δεν ξέρω γιατί αλλά
το είχα δέσει ότι μένει κάπου κοντά.
«Νέα Ερυθραία,» μου απαντάει. «Πίσω από τον
Άγιο Φανούριο, ξέρετε που είναι;»
«Ναι, φυσικά και ξέρω!» τη διαβεβαιώνω. Μπαίνουμε
στο αυτοκίνητο και ξεκινάμε. «Αλήθεια, πως και επέλεξες να μείνεις τόσο
βόρεια;»
«Από συγγενή, ξαδέρφη της μητέρας μου.
Ήμουν πολύ τυχερή που δε χρειάστηκε να ψάξω να βρω καμιά τρύπα στο κέντρο με τα
διπλάσια χρήματα.»
«Σε βολεύει όμως;»
«Μια χαρά είναι. Λεωφορεία έχει συχνά και
μετά τρενάκι. Συνήθως στη δουλειά πηγαίνω με το παπί μου αλλά σήμερα το πρωί
κουτουλούσα οπότε προτίμησα να πάω με συγκοινωνία!» μου απαντάει χαμογελαστή.
«Και πολύ καλά έκανες!»
«Αχ! Μπορείτε να δυναμώσετε;» με ρωτάει
καθώς εκείνη τη στιγμή ο Rock
FM έπαιζε το “Killing in the name of” των Rage
against the machine.
Αντί απάντησης δυναμώνω τον ήχο και το
κρεσέντο μας βρίσκει να τραγουδάμε ντουέτο.
Fuck you, I won’t do what you tell me!
Fuck you, I won’t do what you tell me!
Fuck you, I won’t do what you tell me!
…
UUUUUUUUUUGH
Motherfucker!
Φτάνουμε στο σπίτι της χωρίς να το
καταλάβω. Καθώς μπαίνει στην πολυκατοικία της η μουσική συνεχίζει να παίζει
χαμηλά από τα ηχεία, αλλά «το Killing
in the name of» έχει δώσει τη θέση του
σε κάτι πιο αργό, σχεδόν υπνωτικό. Δεν το αναγνωρίζω αλλά έχει ρυθμό που κυλάει
απαλά, σαν ανάσα, σαν παύση ανάμεσα σε δύο χτύπους καρδιάς. Μου ταιριάζει. Αυτή
η απότομη ησυχία που έπεσε μέσα στο αυτοκίνητο, μου ταιριάζει.
Μέχρι πριν λίγο, δίπλα μου καθόταν μια
παρουσία που έμοιαζε φτιαγμένη από φως. Από ζωή. Από ενέργεια αστείρευτη. Τώρα
η θέση του συνοδηγού είναι άδεια, αλλά είναι σα να μην έφυγε ποτέ. Η παρουσία
της ακόμα πλανάται στον αέρα. Το γέλιο της, η φωνή της, εκείνο το πεισματάρικο
«Καλά σας κάνω!»—ακόμα ηχούν μέσα μου.
Αφήνω το κεφάλι μου πίσω, ακουμπάω στο
προσκέφαλο. Παίρνω βαθιά ανάσα. Σα να θέλω να κρατήσω μέσα μου ό,τι απέμεινε
από εκείνη τη διαδρομή. Τη φωνή της. Τη μυρωδιά της. Την ενέργεια της ύπαρξής
της. Και μετά, έρχεται η σκέψη. Η φωνή της λογικής. Που με μαλώνει. Που μου
φωνάζει ότι δεν έχω το δικαίωμα να ονειρεύομαι. Που μου θυμίζει ποιος είμαι,
πού βρίσκομαι και—κυρίως—πόσο κοντά βρίσκομαι στο τέλος.
Αλλά η καρδιά μου δε συμφωνεί. Η καρδιά μου
δεν δίνει δεκάρα. Μου λέει ότι ήταν όμορφο. Ότι ένιωσα. Ότι χαμογέλασα με όλη
μου την ψυχή. Ότι η στιγμή είχε φως. Πόσο απλό είναι να θέλεις απλώς να
καθίσεις απέναντι από έναν άνθρωπο και να πιείτε έναν καφέ. Και πόσο τρομακτικά
σύνθετο γίνεται αυτό όταν ξέρεις ότι κουβαλάς μέσα σου μια λήξη. Μια ημερομηνία
που δεν ξέρεις ποια ακριβώς είναι, αλλά πλησιάζει, είναι σχεδόν στην επόμενη
στροφή.
Κι όμως, να ’μαι. Καθισμένος εδώ, στην άλλη
άκρη αυτής της συναισθηματικής χαραμάδας που άνοιξε μόνη της χωρίς να το
καταλάβω, κι εγώ πια δεν μπορώ να την κλείσω. Δεν είναι μόνο η Κρινιώ. Είναι
όλα όσα συμβολίζει. Μια κανονικότητα που είχα ξεχάσει πώς μοιάζει. Μια ελπίδα
που δεν την προσκάλεσα αλλά ήρθε, και κάθισε δίπλα μου στο τραπέζι και μου
ψιθύρισε: «Είσαι
ακόμα εδώ. Ακόμα ανασαίνεις. Ακόμα μπορείς να νιώσεις.»
Ανοίγω το παράθυρο. Μπαίνει μέσα η μυρωδιά
του γιασεμιού. Ο ανοιξιάτικος αέρας με χαϊδεύει στο πρόσωπο. Ο ήλιος περνάει
μέσα από τα φύλλα και παίζει στα χέρια μου που ακουμπάνε στο τιμόνι.
Χαμογελάω μόνος μου. Όχι ακόμα. Ακόμα δεν
έχει τελειώσει τίποτα.
Και εκεί, μέσα στο μεσημεριανό φως που
λούζει τα πάντα, εμφανίζεται σαν όραμα. Στην αρχή ακούω το θρόισμα της πόρτας
πίσω μου κι ύστερα το βλέπω με την άκρη του ματιού μου: το φλοράλ φορεματάκι
που κυματίζει ελαφρά με κάθε της βήμα. Στρίβω το κεφάλι μου να την αντικρίσω
και για μερικά δευτερόλεπτα… μένω ακίνητος. Αμίλητος.
Τα μαλλιά της είναι λυτά, κυλάνε σε κύματα
μέχρι τη μέση της πλάτης της και μοιάζουν σχεδόν χρυσά κάτω από το φως του
ήλιου. Δεν την είχα παρατηρήσει έτσι μέχρι τώρα—όχι πραγματικά. Λεπτή και
λυγερή, και το φόρεμα, κομψό και ανεπιτήδευτα θηλυκό, τονίζει με την απαραίτητη
διακριτικότητα τις καμπύλες της. Δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει. Απλώς είναι.
«Έτοιμη κι εγώ!» μου λέει και μπαίνει στο
αυτοκίνητο, το άρωμά της διαχέεται στον αέρα, ανάλαφρο και καλοκαιρινό.
Μου χαρίζει ένα χαμόγελο τόσο λαμπερό που
θαρρείς για μερικές στιγμές μου θαμπώνει τα μάτια. Για μια στιγμή σχεδόν
κατεβάζω το βλέμμα. Σχεδόν ντρέπομαι για το πόσο την κοιτάζω.
«Πού λέτε να πάμε;» με ρωτάει ανέμελα, σαν
να ήταν αυτή η πιο φυσική ερώτηση του κόσμου. Σαν να μη με είχε μόλις κάνει να
ξεχάσω ότι βρίσκομαι στη μέση ενός δύσκολου κεφαλαίου της ζωής μου.
«Θέλεις θάλασσα;» της λέω, και τη βλέπω να
ανασηκώνει το κεφάλι, να γυαλίζει το βλέμμα της.
«Πολύ!» μου απαντάει, με φωνή που στάζει
προσμονή.
«Ψήνεσαι για Χαλκίδα;» ρωτάω κι αυτή μένει
για μια στιγμή σιωπηλή. Με κοιτάζει καλά-καλά, σαν να προσπαθεί να καταλάβει αν
το εννοώ ή αν της κάνω πλάκα.
Δεν της απαντάω, απλά την κοιτάζω
χαμογελαστός δείχνοντάς την ότι το εννοώ. Το καταλαβαίνει και παίρνει την
απόφασή της σχεδόν στιγμιαία.
«Μέσα!» μου απαντάει και δεν προσπαθεί να
κρύψει τον ενθουσιασμό της.
Η διαδρομή μέχρι τη Χαλκίδα μοιάζει να
περνάει μέσα σε μια ανάσα. Όχι επειδή δεν είχε διάρκεια—είχε και παραείχε—αλλά
γιατί κυλάει με αυτή τη γλυκιά ανεμελιά που σε κάνει να χάνεις κάθε αίσθηση του
χρόνου. Μιλάει, γελάει, σχολιάζει τα πάντα. Τιτιβίζει, αυτή είναι η σωστή λέξη.
Με τον ενθουσιασμό παιδιού και την ευφυΐα ενήλικης γυναίκας, πετάει από το ένα
θέμα στο άλλο, χωρίς να χάνει ποτέ τη ζωντάνια της.
Εγώ; Εγώ ακούω. Ενίοτε πετάω κάποιο σχόλιο,
κάποια παρατήρηση, ή τραγουδάω μαζί της όταν παίζει κάποιο κομμάτι που αγαπάμε
και οι δύο. Αλλά κατά βάση… την αφήνω να ξεδιπλωθεί. Όχι γιατί δεν έχω κάτι να
πω, αλλά γιατί είναι τόσο όμορφο να τη βλέπεις έτσι: γελαστή, ομιλητική, γεμάτη
ζωή.
Λίγο πριν τη νέα γέφυρα σταματάμε. Θέλει να
περπατήσει, λέει. Ο χώρος, κλασικά ελληνικά, παρατημένος, οι πινακίδες
ξεθωριασμένες, τα παγκάκια γδαρμένα, τα παρτέρια πιο πολύ σκόνη παρά πράσινο.
Εκείνη όμως δεν πτοείται καθόλου. Σαν να μην τα βλέπει καν. Περπατάει μπροστά
μου, το φορεματάκι της κυματίζει απαλά και το πρόσωπό της λάμπει λες και έχει
απέναντί της την πιο γραφική παραλία του κόσμου.
Την κοιτάζω κι όσο την κοιτάζω, τόσο
περισσότερο σαστίζω. Πώς γίνεται ένα πλάσμα με τόση ενέργεια, με τόση όρεξη για
ζωή, με τόσο καθαρό φως να έχει επιλέξει τη μοναξιά; Γιατί; Δεν το χωράει το
κεφάλι μου. Και δεν είναι απλώς ότι ζει μόνη της—αυτό το κάνουν πολλοί. Είναι
κάτι βαθύτερο, κάτι πιο σιωπηλό. Ένας εσωτερικός κόσμος κλειστός,
προστατευμένος. Μου μιλάει για φίλους, για συμφοιτητές, για νυχτοπερπατήματα
που είναι σπάνια, για εξόδους που δεν διαρκούν πολύ. Και κάθε νέα λεπτομέρεια
αντί να λύσει τον γρίφο, τον κάνει ακόμα πιο περίπλοκο.
Περηφανευόμουν, τόσα χρόνια, ότι μπορώ να
διαβάζω τους ανθρώπους. Έχω μάθει να παρατηρώ σιωπές, βλέμματα, μικρές
κινήσεις. Μα την Κρινιώ δεν την καταλαβαίνω. Είναι σαν καθρέφτης που δείχνει τα
πάντα κι όμως τίποτα. Σαν νερό που σου ξεφεύγει ανάμεσα στα δάχτυλα.
Αντιφατική. Γεμάτη φως, γεμάτη σκιές. Και είναι ακριβώς αυτή η αντίφαση που με
τραβάει σαν μαγνήτης.
Φεύγουμε και πάμε στην Χαλκίδα. Βρίσκουμε
κάπου να σταματήσουμε και περπατάμε προς το λιμάνι μέχρι που φτάνουμε στην
παλιά γέφυρα.
«Ξέρετε κάτι;» γυρνάει και μου λέει χαμογελώντας
με μια ζεστασιά που με κάνει να ξεχνάω τον πληθυντικό της. Δεν το κάνει για να
δημιουργήσει απόσταση. Το κάνει γιατί έτσι της βγαίνει καλύτερα. Δε τη
διορθώνω, δεν υπάρχει κάτι να διορθώσω. Παίρνω ό,τι μου δίνεται. Για όσο μου
δίνεται.
«Είναι η δεύτερη φορά που έρχομαι στη
Χαλκίδα,» μου λέει και αυτή τη φορά το χαμόγελό της έχει μια θλίψη γλυκιάς
μελαγχολίας. «Ζούσε ακόμα ο πατέρας μου. Θυμάμαι…» μου λέει και σηκώνει ψηλά τα
μάτια της σα να ψαχουλεύει μέσα στο μυαλό της όχι λέξεις αλλά αισθήσεις. «Εδώ
αλλάζει φορά το ρεύμα, μου είχε πει,» μου λέει και σταματάει και πάλι. «Δεν
είναι αστείο; Σαν η θάλασσα να είναι αναποφάσιστη, σα να μην ξέρει που θέλει να
πάει.»
Αναστενάζει και μια σκιά θλίψης απλώνεται
στα μάτια της.
Και τότε γίνεται μέσα μου το κλικ. Και το
κλικ το ακολουθεί το κρακ, και είναι το κρακ της ίδιας μου της ψυχής. Ξαφνικά
καταλαβαίνω γιατί έχει επιλέξει τη μοναξιά της.
Φοβάται να δεθεί.
Και… και αν ανοιχτεί μαζί μου θα φάει ακόμα
μια κατραπακιά που θα την κλείσει ακόμα πιο σφιχτά στο καβούκι της. Δεν μπορώ,
δεν έχω το δικαίωμα να της κρύψω την κατάστασή μου. Δεν έχω το δικαίωμα να μην
της δώσω την επιλογή της.
Η Κρινιώ με βλέπει που η διάθεσή μου
ξαφνικά βουλιάζει. «Μη χαλάμε τη διάθεσή μας!» μου λέει και μου χαμογελάει και
πάλι.
«Θέλεις να κάτσουμε λίγο εδώ;» τη ρωτάω
δείχνοντάς της το παγκάκι.
Δε μου απαντάει, απλά μου γνέφει
καταφατικά. Καθόμαστε δίπλα, κοντά, σχεδόν τα σώματά μας ακουμπάνε.
Γυρίζω και την κοιτάζω. Αχ και πως το λένε
αυτό;
«Κρινιώ μου, δε μου χάλασες τη διάθεση,»
ξεκινάω. «Ίσα-ίσα μου τη φτιάχνεις σε βαθμό που ούτε η ίδια το φαντάζεσαι.»
Γέρνει το κεφάλι της λίγο και με κοιτάζει
προσπαθώντας να καταλάβει που το πάω. «Τότε;»
Ξεροκαταπίνω. «Έχω ημερομηνία λήξης,» της
απαντάω όσο πιο απλά μπορώ, όσο περισσότερο μπορεί να αστειευτεί κανείς με την
κατάστασή του.
Γουρλώνει ελαφρά τα μάτια της, δεν μπορεί
να καταλάβει αν της μιλάω σοβαρά ή αστειεύομαι, ούτε καν ποιο είναι το αστείο,
αν υποθέσουμε ότι υπάρχει πράγματι κάτι αστείο.
«Πριν πέντε χρόνια διαγνώστηκα με καρκίνο.
Έκανα χημειοθεραπείες και νόμιζα ότι νίκησα. Ο καρκίνος ωστόσο επέστρεψε και
αυτή τη φορά είναι τερματικός.»
Αντί απάντησης παίρνει το χέρι μου στο χέρι
της και μου το σφίγγει.
«Έχω ένα, άντε δύο χρόνια ζωής ακόμα. Και
ίσως ούτε αυτό, εξαρτάται από το που θα είναι η επόμενη μετάσταση. Αν πάει στο
πάγκρεας…» κάνω και σταματάω. Δε χρειάζεται να πω περισσότερα.
«Δεν έχω δικαίωμα…» λέω και κουνάω το
κεφάλι μου. «Σε… σε έφερα σε μια θέση… συγνώμη Κρινιώ μου…»
Μου σφίγγει το χέρι ακόμα πιο δυνατά.
«Στα δεκαέξι μου ερωτεύτηκα ένα καθηγητή
μου,» μου λέει. «Φιλόλογος,» στενάζοντας ελαφρά. «Με κρατούσε σε απόσταση μέχρι
που τέλειωσα τελικά το σχολείο.»
Δεν της απαντάω, δεν ξέρω τι να της πω, δεν
ξέρω καν που το πάει. Της γνέφω να συνεχίσει.
«Δεκαοχτώ χρονών, εκείνος κοντά στα
πενήντα. Χωρισμένος, είχε δύο παιδιά μεγαλύτερα από εμένα. Δε μ’ ένοιαζε
τίποτα. Τίποτα. Μου είχε πάρει τα μυαλά τελείως. Δεν ήταν παιχνίδι για μένα
Γιώργο. Ήταν ανάγκη που με έκαιγε σα φωτιά.»
Αναστενάζει. «Είχε ημερομηνία λήξης. Δεν
χρειαζόταν να το πούμε μεταξύ μας, το ξέραμε. Το τέλος κάθε σχέσης είναι ένας
μικρός θάνατος. Κλαις, απελπίζεσαι, προσπαθείς να το διαπραγματευτείς με τον
εαυτό σου και τον κόσμο… πονάς… και στο τέλος το αποδέχεσαι. Το αποδέχεσαι και
πας παρακάτω.»
Της απαντάω προσεκτικά. «Με τον…»
«Γιώργο,» μου λέει αναστενάζοντας. «Το έχει
το όνομα, μάλλον!» μου λέει προσπαθώντας να αστειευτεί.
«Αυτό που θέλω να πω είναι ότι… Με το
Γιώργο δεν είχες επιλογή…» της λέω αλλά με κόβει.
«Είχα επιλογή και την έκανα,» μου λέει
απλά. «Κι εσείς κάνατε επιλογή,» μου λέει. «Κάνατε την επιλογή που μπορούσατε
να κάνετε. Επιλέξατε να μη μου κρύψετε την κατάστασή σας.»
«Με το Γιώργο ήσουν ερωτευμένη, Κρινιώ
μου,» επιμένω. Παίρνω βαθιά ανάσα και την αφήνω να βγει. «Υπό μια οπτική δεν
είχες επιλογή, όχι πραγματικά.» Αναστενάζω και πάλι και το βλέμμα μου χαμηλώνει.
Το χέρι μου είναι ακόμα μέσα στο δικό της. Χαμογελάω μελαγχολικά. «Εγώ… είμαι
κάποιος που τον ξέρεις μια εβδομάδα,» της λέω ανασηκώνοντας ελαφρά τους ώμους
μου.
«Που λατρεύει τη γάτα του,» λέει, και τα
δάχτυλά της σφίγγουν ελαφρά τα δικά μου. Το χαμόγελό της φαρδαίνει και με
κοιτάζει στα μάτια, βαθιά, σαν να προσπαθεί να με ζωγραφίσει με βλέμμα και
μνήμη.
«Που μπορώ να συζητήσω μαζί του για τα
πάντα χωρίς να με κάνει να νιώθω σαν ούφο» συνεχίζει πιο απαλά, με μια ελαφριά
κλίση του κεφαλιού, σαν να ακουμπά τις λέξεις πάνω μου.
«Που δεν του αρέσει να τον λέω κύριο Γιώργο…»
μου λέει παιχνιδιάρικα αλλά η φωνή της σπάει για μια στιγμή από τρυφερότητα. «Και…»
μου κάνει, αφήνοντας μια μικρή παύση και σφίγγοντάς μου το χέρι λίγο πιο δυνατά,
«…που πάνω απ’ όλα με κάνει και γελάω.»
Σκύβει λίγο πιο κοντά, όχι πολύ, όσο
χρειάζεται για να νιώσω την ανάσα της. Τα μάτια της χαμογελούν πιο πριν από τα
χείλη. Βάζει και το άλλο χέρι της πάνω στο δικό μου.
«Και που αν συνεχίσεις να κάνεις παρέα μαζί
του θα κλάψεις, Κρινιώ μου,» της λέω στενάζοντας και πάλι. «Και δεν είναι μια
αφαίρεση στην αχλή του μέλλοντος. Είναι βεβαιότητα.»
Δε μου απαντάει, όχι με λόγια. Απλά
συνεχίζει να μου χαμογελάει και σηκώνεται, χωρίς να αφήσει ούτε μια στιγμή το
χέρι μου. «Πάμε να φάμε;»
Κουνάω το κεφάλι μου και δε δεν μπορώ να μη
χαμογελάσω κι εγώ. Υψώνω το βλέμμα μου πάνω της. Σηκώνομαι. Τραβάει απαλά το
χέρι της, αλλά δε με αφήνει. Αγκαλιάζει μόνη της το μπράτσο μου. «Θαλασσινά!»
μου κάνει με παιδιάστικο σχεδόν ενθουσιασμό διώχνοντας τα σκοτάδια που είχαν
μαζευτεί στην κοιλάδα των χαμένων ψυχών. Ο ήλιος θαρρείς πως λάμπει πιο δυνατά,
ο αέρας έχει γίνει πιο γλυκός, και η αλμύρα του ακόμα πιο μεθυστική.
«Ό,τι θέλει το κορίτσι!» της απαντάω.
Ξεκινάμε με ανάλαφρο βήμα, σαν παιδάκια, και πάμε από ταβέρνα σε ταβέρνα
διαβάζοντας τα μενού και προσπαθώντας να επιλέξουμε που θα κάτσουμε. Αφήνομαι
στη ζωντάνια της που με παρασέρνει τελείως… Σα να μου κάνει ένα εμβόλιο ζωής ρε
φίλε. Απλά γιατί τιτιβίζει και γελάει σαν κοριτσάκι.
Απλά γιατί υπάρχει.
5. Life is a moment in space
Τετάρτη. Το πρώτο μέρος, το ατελείωτο, είναι
μέχρι τις έξι στο γραφείο. Από τη στιγμή που θα περάσω το κατώφλι των κεντρικών
θαρρείς ο χρόνος τρέχει σαν παλαβός. Πότε φτάνω στο τραίνο, πότε κατεβαίνω και
παίρνω το λεωφορείο, πότε φτάνω στο σπίτι με τη Λίζι να σκαρφαλώνει στο τζάμι
της πόρτας περιμένοντάς με γεμάτη χαρά να μπω μέσα.
Να κάτσω μαζί της, να τη χαϊδέψω, να την
κάνω να τρέχει πάνω-κάτω κυνηγώντας το laser, να της βάλω να φάει και να της καθαρίσω την
άμμο. Να μαγειρέψω, αν δεν έχω μαγειρέψει ήδη, να κάτσω να διαβάσω ή να ακούσω
μουσική περιμένοντας την Κρινιώ.
Από τη στιγμή που το πρόσωπό της
εμφανιζόταν στην οθόνη του κινητού μου, ο χρόνος εξαφανιζόταν, κυλούσε σαν την
άμμο μέσα από τα χέρια μου. Και αν η κλεψύδρα άδειαζε ένιωθα τόσο ζωντανός όσο
είχα να νιώσω πολλά χρόνια.
Ειρωνεία, ε;
Και σήμερα; Σήμερα την περίμενα να έρθει να
της κάνω το τραπέζι. Όχι, δεν ήταν ρομαντικό δείπνο με κεριά, ακριβό κρασί και
ροδοπέταλα στο πάτωμα. Ούτε η όποια σχέση μας ήταν τέτοια, ούτε και θα της
άρεσε. Κάτι απλό, κάτι καθημερινό. Γεμιστά της είχα πει, ενθυμούμενος την πρώτη
φορά που είχαμε μιλήσει και το προσωπάκι της είχε φωτιστεί.
Και αν και ένιωθα ότι έσκαβα το λάκκο μου—pun intended—είχα διαλέξει και ποια ταινία θα δούμε αργότερα. Πολύ σκληρή γιατί…
γιατί μιλούσε για ανθρώπους που βρισκόντουσαν στην κατάστασή μου. Ήθελα… ήθελα
να της δείξω στο βαθμό που μπορούσα τι την περίμενε.
Δεν ήταν κάποια αυτοκαταστροφική μου μανία.
Απλά… απλά δεν άντεχα καν τη σκέψη αυτό το προσωπάκι να κλαίει. Να πονάει. Γιατί
η φιλία μας—ναι, φιλία, και όσο και αν έκανε την καρδιά μου να χτυπάει όπως δεν
είχε χτυπήσει από την εφηβεία της, δεν ζητούσα τίποτα παραπάνω—εκεί θα οδηγούσε.
Γρήγορα ή γρηγορότερα…Ούτε καν «αργά ή
γρήγορα.»
Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό εκείνη
τη μέρα δούλεψα από το σπίτι. Ήθελα να έχω όλο τον χρόνο δικό μου, να μαγειρέψω
με την ησυχία μου, χωρίς το άγχος ότι κάτι μπορεί να πάει στραβά. Η Λίζι,
φυσικά, δε με είχε αφήσει σε ησυχία. Σκαρφάλωνε συνεχώς στο γραφείο, δε με
άφηνε να πληκτρολογήσω, ερχόταν για χάδια τις πιο ακατάλληλες ώρες—μέχρι που σε
ένα video call αποφάσισε ότι είναι η
κατάλληλη στιγμή να γίνει μασκότ. Σκαρφάλωσε πάνω μου, κάθισε στον ώμο μου σαν
παπαγάλος και με κοίταζε με ύφος «και τι θα κάνεις τώρα, μεγάλε;»
«Βρε, θα κάτσεις φρόνιμη να κάνει ο μπαμπάς
καμιά δουλειά;» της ψιθύρισα γελώντας.
Απάντησε με τον γατίσιο της τρόπο.
Κυλίστηκε πάνω στο γραφείο, γύρισε ανάσκελα, μου έδειξε την κοιλιά της και μου
τρίφτηκε στο μπράτσο απαιτώντας χάδια αμέτι μουχαμέτι. Άντε να συγκεντρωθείς
έτσι.
Και στις οχτώ νταν χτύπησε το κουδούνι.
Πετάγομαι από την πολυθρόνα λες και με διαπέρασε ρεύμα. Καθώς κατευθύνομαι προς
την πόρτα, η Λίζι με ακολουθεί κατά πόδας, με τον ίδιο ενθουσιασμό που έχει
όταν ακούει τον ήχο από το φακελάκι της λιχουδιάς. Από το τζάμι βλέπω την
Κρινιώ. Κρατάει ένα κουτί γλυκά. Η καρδιά μου ανεβάζει στροφές. Δεν είναι ο
φόβος, δεν είναι η αγωνία, είναι αυτή η... εφηβική ταραχή που κάνει το στήθος
να σφίγγει και το στομάχι να πεταρίζει.
Ανοίγω την πόρτα.
«Καλώς το κορίτσι!» της λέω, και η φωνή μου
μου φαίνεται κάπως πιο ψιλή απ’ ό,τι την ήθελα.
«Να’ μαι κι εγώ!» μου λέει χαρίζοντάς μου
το πιο φωτεινό της χαμόγελο. Ξαφνικά ο διάδρομος γεμίζει ήλιο.
«Πέρνα μέσα!» της λέω και την ίδια στιγμή
εμφανίζεται ο αρχηγός του σπιτιού.
Η Λίζι.
Κάνει ένα βήμα, σταματάει, κάθεται και την
κοιτάζει καχύποπτα, όπως μόνο οι γάτες ξέρουν να το κάνουν.
«Κουκλί μου!!!!» τσιρίζει σχεδόν η Κρινιώ
και πέφτει στα γόνατα.
Η Λίζι στέκεται. Δεν φεύγει. Δεν πλησιάζει.
Την παρατηρεί.
«Δώσε της τον χρόνο της,» της λέω. «Άσε την
να σε συνηθίσει.»
«Έχετε δίκιο!» μου απαντά και σηκώνεται.
Τινάζει ελαφρά το παντελόνι της και παίρνει μια ανάσα.
Φοράει μπλούζα με διακριτικό ντεκολτέ,
υφασμάτινο παντελόνι που αγκαλιάζει τους γοφούς της, και ανοιχτές χαμηλές
γόβες. Τα νύχια των χεριών και των ποδιών της σε απαλό, ανοιχτό μωβ. Όμορφη.
Λαμπερή. Ζεστή. Ζωντανή. Της κάνω νόημα να περάσει κι εκείνη το κάνει, μα εγώ
για μερικά δευτερόλεπτα μένω να την κοιτάζω. Άθελά μου το βλέμμα μου καρφώνεται
στις καμπύλες των γοφών της και ξεροκαταπίνω. Δεν το επιλέγω—συμβαίνει. Το μάτι
πηγαίνει μόνο του. Αγοράκι είμαι, εκτός εγγύησης μεν, αλλά αγοράκι. Και γρήγορα
στρέφω αλλού το βλέμμα. Δεν είμαστε για τέτοια.
Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι ο μόνος που
νιώθει αμήχανα. Το βλέπω στις κινήσεις της. Λίγο το παρατεταμένο χαμόγελο που
δε λέει να σβήσει, λίγο τα μάτια της που τρέχουν γύρω στον χώρο ψάχνοντας κάπου
να σταθούν. Δεν έχει τη φυσικότητα που είχε στη Χαλκίδα. Κι εγώ; Κι εγώ
παριστάνω τον cool τύπο που την έφερε απλά για ένα πιάτο γεμιστά, αλλά μέσα μου είμαι λες
και περιμένω το πρώτο μου φιλί.
«Κάποιος είπε ότι του αρέσουν οι τάρτες!»
μου λέει σπάζοντας πρώτη τη σιωπή, και μου δίνει το κουτί με τα γλυκά. Η φωνή
της είναι γεμάτη εκείνο το παιχνιδιάρικο φως που τόσο γρήγορα έμαθα να
αναγνωρίζω — και να λαχταράω.
Το παίρνω στα χέρια μου και το κρατάω λίγο
παραπάνω από όσο χρειάζεται. Γιατί δεν είναι απλά ένα κουτί με γλυκά. Είναι ένα
δώρο. Μια σκέψη. Ένα κομμάτι της, που μπήκε στον κόπο να κουβαλήσει για εμένα.
«Έτσι σου είπε;» της λέω τελικά, και το
χαμόγελό μου είναι τόσο φαρδύ που σχεδόν με τραβάει προς τα μάγουλα.
«Θες να πιείς κάτι;» συνεχίζω. «Κρασί;
Αναψυκτικό; Μπύρα;»
«Αμέ! Μπύρα!» μου λέει και κουνάει τα
φρύδια της με τρόπο που με κάνει να γελάσω.
«Έχω δύο ειδών, και κανονική και radler, ξέρεις, με
λεμόνι!» της λέω και γελάει. Φυσικά και ξέρει.
«Χμμμ…» μου κάνει σουφρώνοντας τα φρύδια
της. «Ναι, γιατί όχι;» μου λέει και μετά συνειδητοποιεί ότι δε μου απάντησε και
βάζει και πάλι τα γέλια. «Radler!»
Όση ώρα είμαι στην κουζίνα, την ακούω να
κινείται στο σαλόνι, αργά, προσεκτικά. Δεν ψαχουλεύει—δεν είναι αυτό το στυλ
της. Απλώς περιεργάζεται, όπως κοιτάζεις τα αντικείμενα κάποιου που αρχίζεις
σιγά-σιγά να γνωρίζεις καλύτερα. Που αρχίζεις να συμπαθείς. Ίσως και κάτι παραπάνω.
Ξέρεις πως οι χώροι κρατάνε μέσα τους ίχνη από τους ανθρώπους που τους ζουν. Κι
αυτή τώρα διαβάζει τα δικά μου.
Γυρίζω κρατώντας τις μπύρες και τη βρίσκω
μπροστά από τη βιβλιοθήκη. Η πλάτη της γυρισμένη, το κεφάλι της ελαφρώς γερμένο
προς τα δεξιά, καθώς προσπαθεί να διαβάσει τους τίτλους στη δεύτερη σειρά από
πάνω. Δεν λέω τίποτα. Τη χαζεύω για λίγα δευτερόλεπτα. Το προφίλ της, το χέρι
της που αγγίζει ελαφρά τη ράχη ενός βιβλίου, τη συγκέντρωση στο βλέμμα. Είναι
λες και βλέπω κάποιον να ψάχνει κάτι πολύ συγκεκριμένο—κι ας μην ξέρει τι.
Μετά από λίγες στιγμές, στρέφεται προς το
μέρος μου. Με πιάνει να την κοιτάζω και παίρνει εκείνο το ελαφρώς αμήχανο χαμόγελο.
«Είστε λίγο nerd!» μου λέει και μου δείχνει με το δάχτυλο έναν
τίτλο—το Hyperion του Simmons.
«Εσύ το λες nerd… εγώ το λέω συναισθηματική επένδυση
δεκαετιών!» της λέω και της τείνω την μπύρα.
«Cheers λοιπόν, στη συναισθηματική επένδυση!» λέει
και τσουγκρίζουμε ελαφρά τα μπουκάλια. Μια στιγμή απόλυτης απλότητας. Δύο
άνθρωποι, δύο μπουκάλια μπύρας, και μια τεράστια απόσταση που μοιάζει πως
ολοένα και μικραίνει..
Κάθεται στον καναπέ, σταυρώνοντας τα πόδια
της στο πλάι, με εκείνη τη φυσικότητα που έχουν οι άνθρωποι όταν αισθάνονται
άνετα. Κάθομαι κι εγώ δίπλα της, αλλά αυτή τη φορά όχι όπως στο παγκάκι. Αφήνω
σκόπιμα λίγο χώρο μεταξύ μας. Όχι πολύ. Όσο χρειάζεται για να μη φανεί
πιεστικό. Όσο χρειάζεται για να δηλώσω ότι είμαι εδώ, αλλά χωρίς απαιτήσεις.
Και πριν προλάβω να αρθρώσω λέξη, να
συνεχίσω αυτό το σιγανό ξετύλιγμα που λέγεται γνωριμία, με προλαβαίνει το
καμάρι μου. Η Λίζι. Που μέχρι εκείνη τη στιγμή καθόταν στην πολυθρόνα της—τη
δική της πολυθρόνα, να τα λέμε αυτά, δεν κάθεται πουθενά αλλού—ρίχνει ένα
σάλτο, από εκείνα τα αθόρυβα, τα γεμάτα χάρη που μόνο οι γάτες μπορούν να
κάνουν, και έρχεται και κάθεται ακριβώς στο κενό ανάμεσά μας.
Σταματάει. Μένει για λίγο ακίνητη, σα να
εξετάζει αν πήρε τη σωστή απόφαση. Μετά πλησιάζει αργά την Κρινιώ. Την
κοιτάζει. Την μυρίζει. Προσεκτικά, με μεθοδικότητα σχεδόν επιστημονική, όπως
μόνο μια γάτα ξέρει. Η Κρινιώ μένει ακίνητη, δεν ανασαίνει καν. Με δυσκολία
κρατιέμαι να μη βάλω τα γέλια. Το βλέμμα της είναι μισό έκσταση και μισό
τρόμος.
Αργά και με προσοχή χειρουργού, κατεβάζει
το χέρι της προς το κεφάλι της Λίζι, σα να προσπαθεί να εξημερώσει τίγρη. Η
Λίζι, για λίγα δευτερόλεπτα, παγώνει. Δεν φεύγει. Δεν νιαουρίζει. Απλώς την
κοιτάει. Ή μάλλον όχι—δεν την κοιτάει καν, την αφήνει να την ακουμπήσει, κι
αυτό από μόνο του είναι τεράστιο.
Η Κρινιώ κατεβάζει το χέρι της. Δεν τολμάει
δεύτερη κίνηση. Και τότε, το καθαρματάκι μου—η απόλυτη θεότητα του
σπιτιού—παίρνει την απόφαση. Σκύβει το κεφάλι της και τρίβεται πάνω στο χέρι
της Κρινιώς, προσφέροντας ένα ελαφρύ γουργούρισμα που μόλις ακούγεται.
Η Κρινιώ χαμογελάει. Όχι απλώς χαμόγελο,
αλλά εκείνο το χαμόγελο που φωτίζει όλο το πρόσωπο. Από το ένα αυτί ως το άλλο.
Και αμέσως μετά ξεσπάει σε γέλια, από ανακούφιση, από τρυφερότητα, από καθαρή
παιδιάστικη χαρά. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η Λίζι ολοκληρώνει τη στέψη. Κάνει
ένα μικρό σάλτο πάνω στα γόνατα της Κρινιώς, στριφογυρίζει δυο-τρεις φορές, σαν
να ψάχνει το πιο άνετο σημείο, και τελικά κάθεται.
Ξαπλώνει. Κλείνει τα μάτια της. Τέλος. Η
απόλυτη αποδοχή.
«Εντάξει, πέρασες τις εισαγωγικές
εξετάσεις!» της λέω γελώντας, και την βλέπω να με κοιτάζει σαν να της χάρισα
παράσημο.
«Είναι κουκλί!» μου απαντάει, κι η φωνή της
είναι μισή ψίθυρος, μισή λαχτάρα. Λίγο πιο λεπτή από το συνηθισμένο, σχεδόν
τρεμάμενη, σαν να κρατάει κάτι εύθραυστο στα χέρια της — και το ξέρει.
Η Λίζι γουργουρίζει απαλά, η Κρινιώ την
κοιτάζει λες και της έχουν χαρίσει κάποιο σπάνιο, πολύτιμο πράγμα, κι εγώ… εγώ
απλώς τις χαζεύω. Να μια στιγμή που άξιζε να ζήσεις για να τη δεις. Να την
κλέψεις από τον χρόνο και να την κρατήσεις μέσα σου για όσο έχεις ακόμα.
«Στην υγειά σου!» της λέω και σηκώνω το
μπουκάλι με μια σχεδόν αδέξια ελαφρότητα, προσπαθώντας να σπάσω τη στιγμή.
Για μια απειροελάχιστη στιγμή παγώνει. Τι
να μου πει άλλωστε, “στην υγειά σου;” Τι μαλάκας... Δεν το σκέφτηκα καν. Με
κοιτάζει και το βλέμμα της μαλακώνει.
«Στις όμορφες στιγμές!» μου λέει τελικά,
και χαρίζοντάς μου το χαμόγελό της—εκείνο το χαμόγελο που μοιάζει να διαλύει
κάθε σκοτάδι—μου τσουγκρίζει το μπουκάλι. Πίνει μια γουλιά και σκουπίζει τα
χείλη της με την άκρη των δαχτύλων της. «Αυτές είναι που μετράνε, δε νομίζετε;»
Την κοιτάζω. Δεν απαντώ αμέσως. Μόνο μετά
από λίγο.
«Ξέρεις τι μου είχε πει ένας φίλος μου,
μαθηματικός;» τη ρωτάω, και πριν προλάβει να ανταποκριθεί, συνεχίζω. «Ότι
είμαστε το ολοκλήρωμα του παρελθόντος μας.»
Με κοιτάζει, λίγο απορημένη.
«Το άπειρο άθροισμα των στιγμών μας,» της
εξηγώ, με τη φωνή μου να παίρνει έναν τόνο στοχαστικό. Σαν να θέλω να την
αγγίξω όχι με τα λόγια, αλλά με τη σημασία τους.
Τα μάτια της φωτίζονται.
«Μου αρέσει αυτό,» μου λέει ήσυχα. «Το
άπειρο άθροισμα των στιγμών μας…» επαναλαμβάνει με μια φωνή σχεδόν ονειρική.
Μένει για λίγο σιωπηλή, και μετά: «Ναι! Έτσι είναι!» λέει πιο ενθουσιασμένα, με
μια σπίθα χαράς και στοχασμού μαζί.
Χαμογελάω.
«Ο ίδιος φίλος μου είχε πει πως η ευτυχία
και η δυστυχία είναι τοπικά ακρότατα. Και είναι τοπικά… γιατί απλούστατα δεν
ξέρουμε, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν πιάσαμε το ολικό μας μέγιστο ή το ολικό μας
ελάχιστο. Και… είναι ευλογία, αν το καλοσκεφτείς.»
Η Κρινιώ αναστενάζει. Κουνάει αργά το
κεφάλι της, σαν να συμφωνεί μ’ έναν τρόπο που έχει περισσότερο βάρος από τα
λόγια. Με κοιτάζει για λίγο. Το βλέμμα της ψάχνει. Σαν να παλεύει με μια σκέψη
που δεν ξέρει αν πρέπει να ειπωθεί ή όχι. Τελικά, παίρνει μια ανάσα. Σηκώνει
ελαφρά τους ώμους της.
«Ξέρετε τι μου είχε πει ο Γιώργος;» μου
λέει. «Μου είχε πει ότι ο χρόνος που έχουμε… είναι το μόνο πραγματικό μας
συνάλλαγμα.»
Σιωπή. Μια από αυτές τις όμορφες, γεμάτες
σιωπές.
«Έτσι είναι, Κρινιώ μου,» της απαντώ. «Η
πραγματική μας περιουσία είναι όλα όσα ζήσαμε και…»
Σταματάω. Χαμογελάω πικρά. Δεν χρειάζεται
να πω παραπάνω.
«…και δυο μέτρα γης.»
«Το μόνο βέβαιο πράγμα στη ζωή,» μου λέει.
«Αυτό και οι φόροι!» συνεχίζει προσπαθώντας να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.
«Μπα, το τελευταίο δεν είναι καθόλου
βέβαιο!» της λέω κάνοντάς τη να χαχανίσει. «Εντωμεταξύ γιατί καθόμαστε στα
μουγκά;»
«Τέτοιος είστε!» μου λέει χαχανίζοντας και
κάνοντας την καρδιά μου να κάνει μια ακόμα φορά μερικές κωλοτούμπες.
Βάζω μουσική, αυτή τη φορά όχι ράδιο, αλλά
το playlist μου
από απαλή acid jazz, ότι πρέπει για μια
ανάλαφρη βραδιά.
Βραδιά η οποία κυλάει υπέροχα. Δεν της
παίρνει πολύ για να αρχίσει και πάλι να κελαηδάει, ξεκινώντας από τη μέρα της,
και πηδώντας από θέμα σε θέμα, αλλά με τρόπο συνεκτικό, όχι κουραστικό. Δε τη
χορταίνω, δε μπορώ να τη χορτάσω. Μέχρι και την καρδιά της Λίζι έχει κλέψει,
που κάποια στιγμή σηκώνεται και αρχίζει και της κάνει πατουσάκια, κάνοντας την
Κρινιώ να λερώσει τα βρακιά της ακόμα περισσότερο.
Και δεν της βγάζει καν και νύχια, κατάλαβες
το κωλόγατο; Εμένα δε μου έχει αφήσει μπλούζα για μπλούζα. Προσπαθώ να μη
σκέφτομαι το ότι το κάνει στα στήθη της και ότι ευχαρίστως θα έδινα όσο
υπόλοιπο μου μένει να μπορούσα να το κάνω εγώ αυτό, αν και νιώθω ότι ακόμα και
έτσι πάλι θα την έριχνα, δε μου μένει και πολύ.
«Συγκεντρώσου, παπάρα!» μαλώνω τον εαυτό
μου.
Και τα λάτρεψε και τα γεμιστά μου, αυτό που
το πας. Και όχι απλά τα λάτρεψε, θα φύγει και με ταπεράκι. Είναι τόσο μικρό,
τόσο χαζό, και όμως… Σημαίνει τόσα πολλά για μένα.
Και μετά, η ταινία.
Δεν της λέω τίποτα για το θέμα. Δε
χρειάζεται. Από τα πρώτα λεπτά το “Fault
in Our Stars” δείχνει με ακρίβεια χειρουργική πού πάει. Ήξερα πως θα την αγγίξει.
Ήξερα πως στο τέλος θα κλάψει.
Αυτό που δεν ήξερα… ήταν πως έγερνε το
κεφάλι της στον ώμο μου, Αυτό που δεν περίμενα, ήταν να την πάρω στην αγκαλιά
μου. Να τη νιώσω να τραντάζεται από σπαρακτικούς λυγμούς. Να της χαϊδεύω τα
μαλλιά, αργά, με όση τρυφερότητα μου είχε απομείνει. Και να μένω δυνατός. Να μη
σπάω. Να μη βλέπω τον εαυτό μου στον ήρωα της ταινίας.
«Γιατί;» μου λέει, με σπασμένη φωνή, ακόμα
γερμένη στην αγκαλιά μου. Δεν σηκώνει το βλέμμα. Δεν χρειάζεται. Το ερώτημα
είναι παντού.
Γιατί μου το έδειξες αυτό;
«Γιατί…» ψιθυρίζω. «Αν συνεχίσουμε να
κάνουμε παρέα, όσο και αν—όσο και αν δεν έχουμε το είδος της σχέσης που έχουν
οι πρωταγωνιστές… αυτό είναι το δικό μου μέλλον, Κρινιώ. Και, το δικό σου, αν…»
Δεν μπορώ να το πω. Δεν μπορώ.
«Για να φύγεις όσο προλαβαίνεις. Δεν μπορώ
να σε διώξω, δεν θέλω να σε διώξω. Δεν μπορώ, Κρινιώ… Μόνο εσύ μπορείς να το
κάνεις. Για σένα. Μόνο για σένα.»
Και τότε, ξαφνικά, με σφίγγει με όλη της τη
δύναμη.
«Όχι!» μου λέει. «ΌΧΙ, Τ’ ΑΚΟΥΣ; ΌΧΙ!»
Λιώνω. Κυριολεκτικά. Θρυμματίζομαι στα
χέρια της.
«Και πάει και ο πληθυντικός,» λέω,
προσπαθώντας να το γυρίσω στο αστείο.
Με σπρώχνει ελαφρά και με κοιτάει με μάτια
κόκκινα από τα δάκρυα.
«Έτσι και μου το ξανακάνετε αυτό… θα σας
ανοίξω το κεφάλι!» μου λέει, και ξεσπάμε εγώ σε γέλια κι εκείνη σε κλαυσίγελο.
Και ταυτόχρονα μου διαλύει το φόβο ότι
μένει εδώ γιατί με λυπάται. Μπορεί οι σκέψεις μου να περιστρέφονται γύρω της
σαν αστέρια σε τροχιά, αλλά βλέπω ξεκάθαρα πως η έλξη δεν είναι μονόπλευρη.
Είναι σαν άσπρο καπνό που αναδύεται μέσα από κάθε της χειρονομία, κάθε βλέμμα
που αργεί να φύγει από πάνω μου, κάθε μικρή πρόφαση για επαφή.
Έχουν περάσει τριάντα χρόνια από όταν ήμουν
εικοσιπέντε, μα τη γλώσσα του σώματος δεν την ξεχνάς. Τον τρόπο που γέρνει το
κεφάλι όταν της μιλάω, πως τα μάτια της αναζητούν τα δικά μου ακόμα κι όταν το
βλέμμα της πλανιέται αλλού, το χαμόγελο που ξεκινά στιγμιαία και μετά προσπαθεί
να το συγκρατήσει. Η φλόγα που ανάβει στο πρόσωπό της όταν μοιραζόμαστε κάτι
που μόνο εμείς καταλαβαίνουμε. Δεν είναι οίκτος.
Είναι κάτι βαθύτερο… πιο όμορφο.
Ο Γιώργος, ο πρώτος Γιώργος, της είχε πάρει
τα μυαλά όταν ήταν μόλις δεκαέξι. Δάσκαλός της, με όλη τη δύναμη και την
επιρροή που φέρνει ο ρόλος. Δεν ξέρω αν έβλεπε σ' εκείνον τον πατέρα που έχασε
νωρίς—πόσες φορές δεν το έχουμε δει αυτό το μοτίβο; Μα ίσως να ήταν κάτι άλλο,
κάτι που ξεπερνά την απλοϊκή ψυχολογική ανάλυση. Ίσως να ήταν απλώς το βάθος
που έφερνε, οι λέξεις που τη μάγευαν, η ματιά που έβλεπε πέρα από την επιφάνεια
των πραγμάτων.
Τότε η διαφορά της με εκείνον ήταν σχεδόν
τόσο μεγάλη όσο η δική μας σήμερα, μόνο που εκείνη ήταν ακόμα ένα κορίτσι.
Έφηβη με ματιά θολωμένη από ορμόνες και ρομαντισμό, κι εκείνος ένας ώριμος
άντρας που την καθοδηγούσε σ' έναν κόσμο που μόλις ανακάλυπτε. Οι ρόλοι
ξεκάθαροι. Δάσκαλος-μαθήτρια, καθοδηγητής-μαθητευόμενη. Η γνώση έρεε από τον
έναν στον άλλον.
Τώρα, ποιοτικά, η διαφορά είναι αλλιώτικη. Τριάντα
χρόνια χωρίζουν τις ηλικίες μας, όμως η Κρινιώ έχει διανύσει μια μεγάλη
απόσταση απ' το κορίτσι που ήταν. Έχει γευτεί τη ζωή, έχει μάθει να στέκεται
στα πόδια της, να έχει άποψη, να διαφωνεί, να επιλέγει. Έρχεται προς εμένα όχι
για να στηριχτεί, αλλά για να συναντηθούμε. Είναι μια συνειδητή επιλογή που
έχει βάρος, γιατί ξέρει ακριβώς τί σημαίνει.
Διαλέγει εμένα όπως διάλεξε και τότε τον
καθηγητή της, από έναν αληθινό, ανεξήγητο μαγνητισμό που τραβά κάποιες ψυχές σε
μεγαλύτερες ηλικίες. Το βλέπω καθαρά. Δεν είναι η απώλεια του πατέρα της που
την κάνει να ψάχνει μια φιγούρα αναπλήρωσης—είναι πολύ πέρα από αυτό. Είναι η
έλξη σ' έναν άνθρωπο που, με τα λόγια της, “έχει ζήσει”. Που μεταφέρει μια άλλη
αίσθηση του χρόνου, μια άλλη προοπτική για τη ζωή.
Γοητεύεται από τη μελαγχολία μου όπως εγώ
από το φως της. Από τον τρόπο που η εμπειρία μου έχει γίνει χιούμορ και σοφία,
από τις ουλές που με έκαναν αυτό που είμαι. Πολεμάω να μην καταχραστώ αυτή τη
γοητεία της, μα ταυτόχρονα αισθάνομαι ότι να την απορρίψω θα ήταν μια άλλου
είδους υποτίμηση. Σαν να της λέω ότι δεν εμπιστεύομαι την κρίση της.
Και ποιος είμαι εγώ να κρίνω τις επιλογές
της; Ποιος είμαι εγώ να της στερήσω αυτό που ζητά, όταν είναι το μόνο πράγμα
που κι εγώ λαχταράω περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο; Δε θα το πιέσω ωστόσο.
Θα το αφήσω να βρει το δρόμο του. Αφενός γιατί μπορεί να κάνω και λάθος και
αφετέρου… Βροχή ο έρωτας για την Κρινιώ, ποτάμι για εμένα. Το νερό θα κυλίσει
από μόνο του… ή θα λιμνάσει. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ωστόσο… ό,τι είναι να
συμβεί, θα συμβεί.
Αυτό είναι το πραγματικό νόημα του carpe diem. Ζήσε τη στιγμή, άδραξέ την, μην την αφήνεις
να χάνει την ομορφιά της ανησυχώντας για το μέλλον. Όχι να μη σε νοιάζει, αλλά
μην αφήνεις κάτι που δεν υπάρχει ακόμα να σε ορίσει, όσο βέβαιο και αν είναι. Και
αν ξέρεις ότι το μονοπάτι έχει τέρμα, δεν είναι ήδη χαραγμένο. Χαραγμένο είναι
μόνο το τέρμα του.
Και αν η ομορφιά είναι στο ταξίδι, για μένα
η Κρινιώ δεν είναι η Ιθάκη. Θα είναι η Αλεξάνδρεια που ως άλλος Αντώνιος θα
πρέπει κάποια στιγμή να αποχαιρετήσω, όχι με των δειλών τα δάκρυα και τα
παρακάλια.
Μα με την ευγνωμοσύνη για τη μουσική του
μυστικού θιάσου.
«Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει περνώντας και
πάλι αυθόρμητα στον ενικό, σηκώνοντας το βλέμμα της προς εμένα. Τα μάτια της,
ακόμα κόκκινα από τα δάκρυα, έχουν μια νέα λάμψη τώρα—περιέργεια, αντί για
θλίψη. Είναι ακόμα κουρνιασμένη στην αγκαλιά μου, το βάρος της ζεστό και
παράδοξα οικείο, σαν να ήταν πάντα εκεί.
Εγώ; Σκέφτομαι τον Αντώνιο και την Αλεξάνδρεια
του. Σκέφτομαι τη βροχή και τα ποτάμια. Σκέφτομαι πόσο γρήγορα άλλαξε ο κόσμος
μου από τότε που άκουσα εκείνο το γέλιο στην καφετέρια. Αλλά αντί να μοιραστώ
αυτές τις σκέψεις, αντί να βαρύνω περισσότερο τη νύχτα με φιλοσοφίες και
μελαγχολίες, αποφασίζω να κάνω αυτό που δεν περίμενα ποτέ ότι θα ξανάκανα—να
ζήσω, απλά.
«Έχω μηχάνημα καραόκε!» της λέω με βλέμμα
που πετάει παιχνιδιάρικες σπίθες. Η δική μου αλλαγή θέματος, η δική μου άρνηση
να αφήσω τη στιγμή να βουλιάξει στη μελαγχολία. Κι αν δεν ξέρω πόσο θα μου
μείνει, ξέρω τουλάχιστον πώς θέλω να το ξοδέψω.
Με κοιτάζει για δύο δευτερόλεπτα, σαν να
προσπαθεί να καταλάβει αν το εννοώ. Μετά, σαν σύννεφο που διαλύεται μπροστά
στον ήλιο, το πρόσωπό της φωτίζεται.
«ΜΕΣΑ!» μου απαντάει με ενθουσιασμό που
εκτοξεύεται από μέσα της, γνήσιος και ακράτητος. Και μέσα σε μια στιγμή, μια
μόνο στιγμή—μια από αυτές που φέρνουν περισσότερα απ' ό,τι φέρνει ο χρόνος
όλος—η μελαγχολία εξαφανίζεται από το δωμάτιο. Το χαμόγελό της είναι το ξόρκι
που διώχνει τα σκοτάδια, και η λέξη της είναι το κλειδί που ξεκλειδώνει έναν
κόσμο που νόμιζα πως είχα αφήσει πίσω.
Δε μας έμεινε άντερο!
6. Είναι καιρός που φέρνει τον ένα στον άλλον κοντά
Τρεις εβδομάδες έχουν περάσει από τότε. Δεν
ξέρω τι είδους σχέση έχουμε με την Κρινιώ και για πρώτη φορά στη ζωή μου δε με
ενδιαφέρει καθόλου. Ή μάλλον, δεν με πιέζει καθόλου να την καθορίσω. Μιλάμε,
παίζουμε δικτυακά παιχνίδια, της κάνω παρέα στις βάρδιες της τα Σαββατοκύριακα,
τρώμε μερικές φορές μαζί, και είναι και καλή μαγείρισσα το σκασμένο!
Αλλά το αγαπημένο μου μακράν είναι όταν
βλέπουμε μαζί ταινία ή σειρά ή της διαβάζω. Της αρέσει να γέρνει πάνω μου, να
την κρατάω στην αγκαλιά μου, και όταν μάλιστα και η Λίζι της κάνει την τιμή να
ανέβει πάνω της, το χαμόγελό της γίνεται ακόμα πιο λαμπερό.
Σάββατο βράδυ και επέλεξε τη δική μου ήσυχη
σπιτική συντροφιά αντί να βγει με φίλους ή φίλες. Πλέον νιώθει πολύ άνετα, με
το που μπαίνει στο σπίτι μου το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να πετάξει τα
παπούτσια της. Της αρέσει να κυκλοφορεί σαν ξυπόλυτο αλητάκι.
«Κρίμα που δε γνωριστήκαμε χειμώνα,» της
κάνω πειρακτικά. «Θα τη λάτρευες την ενδοδαπέδια!»
«Του χρόνου!» μου κάνει με μια βεβαιότητα
που κάνει την καρδιά μου να λιώσει και ας ξέρω ότι ο επόμενος χειμώνας,
πιθανότατα να είναι και ο τελευταίος μου. Δεν θέλω να φύγω χειμώνα. Θέλω να
φύγω μια ζεστή ανοιξιάτικη μέρα. Γεμάτη φως, γεμάτη υπόσχεση για το καλοκαίρι
που θα έρθει. Με τα κλαδιά ανθισμένα, με τα αηδόνια να κελαηδούν χαρούμενα
ξημερώνοντας τη μέρα. Με φως.
Έχει κουρνιάσει και πάλι στην αγκαλιά μου
μαζεύοντας τα πόδια της στο πλάι πάνω στον καναπέ. Τελικά δεν ξεκίνησε τον
Έλρικ. Έκανε κάτι πολύ καλύτερο, μου ζήτησε να τον διαβάσουμε παρέα. Δηλαδή εγώ
να της το διαβάζω και εκείνη να ακούει την ιστορία. Σαν παιδάκι.
«Μέρος τρίτο,» της λέω ξεκινώντας τη
διήγηση. «Τώρα πια δεν υπάρχει γυρισμός. Η μοίρα του Έλρικ έχει σφυρηλατηθεί
ανεξίτηλα, όπως σφυριλατήθηκαν και τα κολασμένα σπαθιά, αμέτρητους αιώνες πριν.
Να υπήρχε άραγε κάποιο χρονικό σημείο από το οποίο θα μπορούσε να αποφύγει αυτό
το μονοπάτι της απόγνωσης, της καταδίκης και της καταστροφής; Ή μήπως ήταν
καταδικασμένος από τη μέρα της γέννησής του; Καταραμένος μέσα από χίλιες ενσαρκώσεις
να μη γνωρίζει τίποτε άλλο πέρα από θλίψη και αγωνία, μοναξιά και τύψεις —ο αιώνιος
πρόμαχος κάποιου άγνωστου ιδανικού;»
Συνεχίζω την ανάγνωση χωρίς να κουράζομαι,
χωρίς να με βαραίνει διόλου, μέχρι που τελειώνω και αυτό το κεφάλαιο. Έτσι
κάνουμε, της διαβάζω ένα κεφάλαιο τη φορά. Στην αρχή απλά δεν ήθελε να μου
χαλάσει το χατίρι αλλά όσο συνεχίζαμε τόσο περισσότερο την κέρδιζε η ιστορία
του καταραμένου αλμπίνο.
«Θέλεις να συνεχίσουμε στο επόμενο;» τη
ρωτάω. Έχει ξαπλώσει το κεφάλι της στα γόνατά μου. Πάνω στο στήθος της έχει
κουρνιάσει η Λίζι, την οποία χαϊδεύει τρυφερά ανάμεσα στ’ αφτιά. Το κοπρόγατο
δεν την αφήνει να σταματήσει, με το που παίρνει το χέρι της, της τρίβει το
κεφάλι της σα να της λέει «Σου έδωσα εγώ άδεια να σταματήσεις;»
Τα κορίτσια …μου;
…
Χθες το βράδυ, είχαμε πάει για ένα χαλαρό ποτό σε ένα κοντινό μπαρ. Και είχαμε φάει κιόλας. Είχα πάρει white Russian και η Κρινιώ που είχε πάρει μπύρα ζήτησε να δοκιμάσει. Και το έκανε αφού είχαμε τσουγκρίσει και είχα πιει την πρώτη γουλιά.
«Θες να σου παραγγείλω;» τη ρώτησα.
«Σιχασιάρη!» με πείραξε.
«Όχι βρε όργιο… αλλά…»
«Είσαι βλάκας!» μου είπε χαμογελώντας μου γλυκά και χωρίς δεύτερη σκέψη πήρε το ποτήρι μου και δοκίμασε. Γούρλωσε τα μάτια της, όταν της είχα πει ότι έχει και βότκα και κρέμα γάλακτος είχε πει “μπλιαχ!” Και να που της άρεσε.
«Ωραίο είναι!» μου κάνει πραγματικά έκπληκτη. Χαχανίζω και μου δίνει τη μπύρα της. «Αλλαγή ρόλων!» μου κάνει κλείνοντάς μου παιχνιδιάρικα το μάτι, και έτσι καταλήγω εγώ με τη μπύρα της και η Κρινιώ με το ποτό μου.
Ήπιε και δεύτερο, ήπιε και τρίτο. Μου είχε πει ότι έχει αντοχές στο ποτό, αλλά έτσι κι αλλιώς με τρία white Russian δεν μπορείς να γίνεις κουδούνι. Δεν την αφήνω να πληρώσει το βράδυ και πάει να μου γκρινιάξει!
«Κάτσε καλά σπόρε γιατί θα σε κάνω μαύρη!» την πειράζω.
«Αχνέ!» μου κάνει γελώντας, κάνοντας με να βάλω κι εγώ τα γέλια. «Αύριο θα σου φτιάξω ομελέτα!» μου δηλώνει.
«Αύριο είναι Σάββατο, δεν έχεις να βγεις με κανένα φίλο ή φίλη;»
«Γιατί, εσύ τι είσαι, εχθρός;» μου λέει και μου κάνει ένα απαλό ping με το δάχτυλό της στη μύτη.
«Όχι βία στα γήπεδα!» της λέω με πάθος ιεροκήρυκα και βάζει τα γέλια. «Ενώ ας πούμε το ότι απειλείς ότι θα με κάνεις μαύρη δεν είναι;»
«Άλλο αυτό!» της λέω γελώντας κι εγώ με τα καμώματά της. «Αυτό είναι για λόγους αρχής!»
«Αχνέ!» μου κάνει και πάλι και μετά μου βγάζει πειρακτικά τη γλώσσα της κάνοντάς μου ένα ΠΡΡΡΡΡΡΡ όλο δικό μου.
…
«Φιλιούνται, αγκαλιάζονται!» την πειράζω.
«Αφού είναι γλύκα!» μου κάνει. «Δεν είσαι
μούτρο; Ναι, είσαι! Είσαι!» κάνει τρυφερά στην Λίζι που την κοιτάει κλείνοντας
αργά τα μάτια της. Δεν έχει κερδίσει μόνο η Λίζι την Κρινιώ, έχει κερδίσει και
η Κρινιώ τη Λίζι.
«Λοιπόν να συνεχίσω;» την ρωτάω ξανά.
«Όχι,» μου λέει. «Να δούμε καμιά ταινία;»
Παρόλο που είναι σχετικά αργά, γύρω στις
δέκα, δεν το έχει άγχος, αύριο είναι απογευματινή. Το γεγονός ότι θέλει να
περάσει αυτό το βράδυ μαζί μου και όχι να βγει με τους φίλους της, να
ξενυχτίσει, και γενικά… να κάνει ό,τι έκανα κι εγώ στην ηλικία της, λέει τα
πάντα… και δεν λέει τίποτα.
«Ό,τι θέλει το κορίτσι!» της απαντάω.
«Να φτιάξουμε ποπ-κορν!» μου λέει με
ενθουσιασμό. «Λίζι μου θα σε ξεβολέψω τώρα,» λέει απολογητικά στο τρίχρωμο
τερατάκι μου, «αλλά το καθήκον με καλεί!»
Ήξερε να φτιάχνει ποπ-κορν. Εγώ απλά είχα
πάρει τα υλικά και της είχα αναθέσει τα καθήκοντα. Πέντε-δέκα λεπτά αργότερα
επιστρέφουμε στον καναπέ. Έχει ψύχρα σήμερα, οπότε αφού βολεύεται στην αγκαλιά
μου σκεπαζόμαστε και με ένα ελαφρύ κουβερτάκι. Η Λίζι μυρίζει το ποπ-κορν αλλά
δεν ψήνεται, οπότε κάνοντας ακροβατικά καταφέρνει και χώνεται κάτω από το
κουβερτάκι με την κεφάλα της να εξέχει.
«Τι έχουμε εδώ;» της κάνω και της χαϊδεύω
το κεφάλι για να κερδίσω μια τρίλια της, που κάνει και τους δυο μας να βάλουμε
τα γέλια. Και μετά σκέφτομαι τι θα απογίνει και μελαγχολώ και πάλι.
«Γιώργο;» με ρωτάει η Κρινιώ βλέποντάς με
να σκοτεινιάζω. Δε θέλω να της χαλάσω τη διάθεση ρε γαμώτο…
«Η Λίζι… είναι η μόνη μου πραγματική
έγνοια,» της λέω στενάζοντας. «Τι θα απογίνει όταν…»
«Εγώ!» μου κάνει και χτυπάει το στήθος της.
«Κρινιώ μου… δεν…» πάω να της πω ότι δεν
έχω το δικαίωμα να της ζητήσω κάτι τέτοιο.
«Μη με αναγκάσεις να καταφύγω σε μέτρα
βίας! Μίλησα!» μου λέει και μου κάνει ένα ping και πάλι στη μύτη.
Εκείνη τη στιγμή… δεν μπορούσα να της πω
τίποτα. Ούτε ευχαριστώ, ούτε συγγνώμη. Τίποτα δεν χώραγε. Μόνο αυτό το μούτρωμα
που έπαιζε στα μάτια μου και η τρεμάμενη ανάσα που δεν ήθελα να της φανερώσω.
Γιατί δεν ήταν μόνο ότι κάποιος αναλάμβανε τη Λίζι. Ήταν ότι κάποιος μετρούσε
τη ζωή μου και πέρα από το τέλος της.
Μου χαμογελάει και η φωνή της μαλακώνει.
«Μπούφο!» μου κάνει τρυφερά και το βάρος που ένιωθα στα στήθη χάνεται, γίνεται
φτερό στον άνεμο.
Χαμογελάω και με τη γροθιά μου της
ανακατεύω το μαλλί κερδίζοντας το γέλιο της. Στρέφει ελαφρά το κεφάλι της και
με κοιτάζει. Δε χρειάζεται να μου μιλήσει, τα μάτια της μου λένε όσα η γλώσσα
φτωχή δεν μπορεί να περιγράψει. Πιο σίγουρος απ’ ότι έχω υπάρξει ποτέ στη ζωή
μου σκύβω προς το μέρος της.
Και ο χρόνος σταματάει καθώς τα χείλη μας
ακουμπάνε απαλά μεταξύ τους. Η γεύση της μεθυστική, το νέκταρ των λουλουδιών, η
ίδια η αμβροσία των αθανάτων. Τυλίγει τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου και το
φιλί μας γίνεται ακόμα πιο βαθύ, ακόμα πιο ερωτικό. Τη σφίγγω κι εγώ πάνω μου
και ο χρόνος χάνεται.
Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα φιλιόμασταν. Αυτό.
Τίποτα περισσότερο. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Τραβιόμαστε αλλά τα πρόσωπά
μας δεν απομακρύνονται, ανασαίνουμε ο ένας την ανάσα του άλλου.
Ἀποθανέτω
ἡ ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων
Τη χαϊδεύω τρυφερά στο πρόσωπο και σχεδόν
τρίβεται πάνω μου σαν το άλλο μου το κορίτσι, σα γάτα. Το χαμόγελό της
σκορπίζει και πάλι το φως γύρω του αλλά αυτή τη φορά είναι διαφορετικό. Σα να
έχει φύγει από πάνω της ένα βάρος που ούτε η ίδια δεν ήξερε ότι το κουβαλούσε.
«Μια δεκάρα για τη σκέψη σου» μου λέει
παιχνιδιάρικα.
«Αν είναι όνειρο πολύ θα μου κακοφανεί το
ξύπνημα,» της λέω και το γάργαρο γέλιο της γεμίζει και πάλι το χώρο και το
χρόνο.
Αντί απάντησης, μου πατάει μια τσιμπιά όλη
δική μου και γελάει με το ξάφνιασμά μου. «Δεν κοιμάσαι!» μου λέει και βάζει και
πάλι τα γέλια.
«Αυτό είναι, θα σε μαυρίσω!» της κάνω και
αρχίζω και τη γαργαλάω, μου είχε πει ότι είναι γαργαλιάρα και… ας πρόσεχε!
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η Κρινιώ σφαδάζει
από τα γέλια. Προσπαθεί να ξεφύγει, να με σπρώξει μακριά, αλλά τα γέλια την
έχουν αποδυναμώσει εντελώς. Η Λίζι, τρομαγμένη από την ξαφνική φασαρία,
πετάγεται από τα πόδια μας και πηδάει στο πάτωμα, κοιτάζοντάς μας με απαξίωση.
«Σταμάτα!» καταφέρνει να πει η Κρινιώ,
ανάμεσα στα αναφιλητά γέλιου.
«Πριτς» της λέω συνεχίζοντας το γαργάλημα. «Να
μάθεις να τσιμπάς!» κάνοντάς τη να γελάει ακόμα πιο δυνατά.
Δεν την χορταίνω!
«Συγγνώμη! Συγγνώμη!» κραυγάζει γελώντας
ακόμα πιο δυνατά, με δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά της. Προσπαθεί να πιάσει τα
χέρια μου, αλλά δεν τα καταφέρνει. «Έλεος!»
Τελικά, την αφήνω. Πέφτει πάνω μου
εξαντλημένη, το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει καθώς προσπαθεί να πάρει ανάσα.
Τα μάγουλά της έχουν κοκκινίσει από το γέλιο, τα μάτια της γυαλίζουν.
«Παίζεις βρώμικα!» μου λέει όταν καταφέρνει
επιτέλους να ηρεμήσει, χτυπώντας με ελαφρά στο στήθος.
«Αμ τι νόμιζες; Εκατό η αλεπού, εκατόν δέκα
το απελουδάκι;» της απαντώ, σκουπίζοντας απαλά ένα δάκρυ από το μάγουλό της.
«Αλίμονο!»
μου απαντάει. «Έχω να γελάσω έτσι... δεν ξέρω κι εγώ πόσο καιρό.»
Η φωνή της δεν είναι πια τόσο ανάλαφρη όσο
πριν. Κουβαλάει εκείνη την υποψία σοβαρότητας που έρχεται μόνο όταν ανοίγεσαι
χωρίς άμυνες. Σηκώνω το χέρι μου και της χαϊδεύω τα μαλλιά, αργά, ρυθμικά.
«Το γέλιο σου Κρινιώ μου…» της λέω και
σταματάω… ψάχνω να βρω τις λέξεις και ξαφνικά η γλώσσα γίνεται τόσο φτωχή. «Θυμάμαι…
την πρώτη φορά που ανταλλάξαμε μηνύματα. Που σου έστειλα το βίντεο με τη Λίζι
να κυνηγάει το λέιζερ και που μου απάντησες ζήλια-ψώρα…»
Την κοιτάζω στα μάτια.
«Ξέρεις τι σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή;»
Κουνάει το κεφάλι της
«Ευχαρίστως θα έδινα ένα-δυο μήνες από τους
ελάχιστους που μου απομένουν μόνο και μόνο για να το άκουγα και πάλι,» της λέω
και φέρνω το χέρι της στα χείλη μου και το φιλάω απαλά. «Αυτό σημαίνει για μένα
το γέλιο σου.»
Σηκώνει το βλέμμα της προς τα εμένα. Εκείνο
το χαμόγελο… αχ εκείνο το χαμόγελο… δεν είναι φωτεινό όπως πριν. Είναι γλυκόπικρο,
γεμάτο εκείνο το “ξέρω”, το “σε βλέπω”, το “καταλαβαίνω”. Το απαντημένο
χαμόγελο ενός ανθρώπου που δεν χρειάζεται πια λέξεις για να νιώσει. Και με μια
σχεδόν ανεπαίσθητη κίνηση, σκύβει ξανά και χώνεται στην αγκαλιά μου.
Δεν λέμε τίποτα για λίγα λεπτά. Μόνο οι
ανάσες μας ακούγονται, σιγανές, σαν δυο κύματα που έφτασαν στην ίδια ακτή.
Κάπου στο βάθος η τηλεόραση παίζει την αρχή της ταινίας, αλλά δεν προσέχουμε. Ο
χρόνος, η ταινία, το φαγητό, η μπύρα—τίποτα δεν έχει σημασία. Σηκώνει το χέρι
της και αγγίζει τα δάχτυλά μου που χαλαρώνουν πάνω στο μπράτσο της. Τα τυλίγει
σιωπηλά μέσα στα δικά της.
«Θυμάμαι τη βραδιά με το καραόκε…» ξεκινάει
διστακτικά, σχεδόν ψιθυριστά, σαν να δοκιμάζει τις λέξεις πριν τις αφήσει να
βγουν. Κάθε λέξη της έχει βάρος, σαν να τραβάει από μέσα της κάτι που την είχε
καιρό κρυμμένο. «Που τραγουδούσαμε καραόκε…» επαναλαμβάνει, και κάνει παύση.
Δεν κοιτάζει αμέσως προς το μέρος μου – κοιτάζει χαμηλά, ίσως για να αποφύγει
να με αντικρίσει προτού βρει το θάρρος να συνεχίσει. «Θυμάσαι που τραγούδησες
το ‘Έλα ήλιε μου’;»
Γέρνω ελαφρά προς το μέρος της,
ενθαρρύνοντάς την με ένα απαλό, σχεδόν ανεπαίσθητο νεύμα. «Ναι;» της κάνω, και
η φωνή μου βγαίνει πιο μαλακή από όσο περίμενα – σαν να ήξερα, κατά βάθος, ότι
ετοιμαζόταν να ειπωθεί κάτι που κουβαλούσε μέσα της καιρό.
«Το βράδυ που με γύρισες σπίτι…» συνεχίζει,
και τώρα σηκώνει το βλέμμα της και με κοιτάζει κατάματα, «…η δεύτερη στροφή του
τραγουδιού γυρνούσε συνεχώς μέσα στο κεφάλι μου.»
Η φωνή της δεν απαγγέλλει· θυμάται. Και οι
λέξεις βγαίνουν όχι σαν απλός στίχος αλλά σαν μια βιωμένη ανάμνηση:
Είναι καιρός που φέρνει τον έναν στον άλλον κοντά.
Είναι καιρός που χωρίζουν οι σκέψεις και μένουμε μόνοι.
Πόσο ανάγκη έχω τώρα από ένα δικό σου φιλί;
Πόσο μου λείπει η ζεστή σου ανάσα που χείλη θεριεύει
Ζωντανεύει την καρδιά.
Στο τελευταίο στίχο η φωνή της χαμηλώνει,
σχεδόν σπάει. Δεν προσπαθεί να δώσει θεατρικότητα – το αντίθετο. Είναι γυμνή,
ευάλωτη, αληθινή. Κι εγώ την κοιτάζω, ακούω την κάθε λέξη σαν να τη λέει για
πρώτη φορά, αν και τη νιώθω πως εκείνη τη νύχτα, χωρίς να το ξέρω, την είχε ήδη
πει σιωπηλά μέσα της.
«Το ένιωσα σαν κάτι παραπάνω από παιχνίδι…»
μου λέει τελικά, σταθεροποιώντας το βλέμμα της πάνω μου. «Ήταν… ήταν σαν να μου
έκανες ερωτική εξομολόγηση, με εκείνο το τραγούδι…» Σταματά και πάλι, διστάζει
για μια στιγμή. «Αλλά δεν… δεν έκανες καμία κίνηση.»
Κρατώ την ανάσα μου χωρίς να το καταλαβαίνω
– το σώμα μου αναμένει, όπως κάποιος που ακούει τη δική του ιστορία από τα
χείλη κάποιου άλλου.
Παίρνει μια βαθιά ανάσα και συνεχίζει με
εκείνη την αφοπλιστική ειλικρίνεια που την κάνει να διαλύει κάθε μου άμυνα.
«Δεν μπορώ να διαβάσω τις σκέψεις των άλλων, αλλά μπορώ να καταλάβω αν αρέσω σε
έναν άνδρα. Κι εσύ… έδειχνες όλα τα σημάδια, Γιώργο. Όλα. Και ήμουν σχεδόν
σίγουρη.»
Δεν της απαντώ αμέσως. Δε χρειάζεται. Ό,τι
και να πω τώρα θα είναι λιγότερο αληθινό από αυτό που ήδη λένε τα μάτια μου. Τα
λόγια της πέφτουν σαν βροχή πάνω σε έδαφος που διψούσε καιρό – όχι γιατί δεν
ήξερε, αλλά γιατί ήθελε να το ακούσει, να το πει, να το μοιραστεί.
«Και… δεν μπορούσα να καταλάβω αν δεν
έβλεπες τα δικά μου σημάδια ή τα έβλεπες και επέλεγες να τα αγνοήσεις… Και δεν
σε αδικώ,» λέει, κι ένα χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη της, ήπιο και
συμπονετικό, σχεδόν μητρικό. «Δεν ξέρω τι άλλαξε… αλλά χαίρομαι που άλλαξε.»
Και καθώς το λέει αυτό, με κοιτάζει ξανά με εκείνο το βλέμμα της προσμονής που
όμως δεν εκλιπαρεί – απλώς περιμένει την επιβεβαίωση πως δεν ονειρεύεται. Το
χαμόγελό της γίνεται ξαφνικά παιχνιδιάρικο, επιστρέφει η σπιρτάδα στα μάτια
της. «Γιώργο;»
«Πες μου,» της λέω, χαμογελώντας κι εγώ, με
εκείνο το γνώριμο μισόχαμο που κρύβει μια ολόκληρη ζωή από συναισθήματα.
Αντί για απάντηση, μου χώνει ξαφνικά μια
παιχνιδιάρικη κουτουλιά στη μύτη με το δάχτυλό της. Την κοιτάζω αιφνιδιασμένος,
αλλά προτού προλάβω να αντιδράσω, συνεχίζει με εκείνη την ψευτοπαραπονεμένη
φωνή που χρησιμοποιεί όταν θέλει να με κάνει να χαμογελάσω.
«Αυτό για να μάθεις να με αφήνεις να
περιμένω τρεις ολόκληρες εβδομάδες, γάιδαρε!» μου λέει, κι εγώ, αντί να γελάσω,
νιώθω έναν κόμπο να ανεβαίνει στο λαιμό μου, τα μάτια μου να τσούζουν από τη
συγκίνηση. Γιατί η ζεστασιά της με κατακλύζει, με λιώνει από μέσα προς τα έξω,
σαν να με ξεκουμπώνει από κάθε ενοχή, κάθε καθυστέρηση, κάθε δισταγμό.
Καταφέρνω να χαμογελάσω – ένα χαμόγελο
βουβό, γεμάτο τύψεις και ευγνωμοσύνη μαζί. «Είμαι απαράδεκτος,» της λέω, και η
φωνή μου έχει μέσα της αποδοχή και συγγνώμη ταυτόχρονα.
«Είσαι,» μου απαντά με ύφος παραπονιάρικο,
αλλά το βλέμμα της δεν έχει ούτε ίχνος θυμού μέσα του. Χαμογελάει ξανά, αυτή τη
φορά πιο ανάλαφρα. «Bygones,» μου λέει, με εκείνο το μείγμα ειρωνείας και γλυκύτητας που μόνο
εκείνη μπορεί να ισορροπήσει τόσο αβίαστα. Και με το ίδιο ύφος, σαν να μην
ειπώθηκε τίποτα απ’ όλα όσα μόλις ειπώθηκαν, συνεχίζει: «Τι ταινία θα δούμε;»
«Λέω να κάνουμε επανάληψη στο Top Secret…» της λέω καθώς
περιεργάζομαι τον κατάλογο με τις ταινίες. Με κοιτάζει με απορία, ανασηκώνοντας
το ένα της φρύδι, ενώ στο πρόσωπό της σχηματίζεται εκείνη η χαρακτηριστική
έκφραση της “Explain yourself, or else…”
«Το άκρως τρελό κι απόρρητο;» τη ρωτάω
ξανά, με ύφος συνωμοτικό και κάπως ενθουσιώδες, σαν να της αποκαλύπτω το
απόλυτο κρυμμένο διαμάντι του σινεμά. Εκείνη κουνάει το κεφάλι της αρνητικά.
«Σοβαρά μιλάς; Δεν το έχεις δει; Αυτό και το Απίθανη Πτήση, ένα και δύο,
είναι… είναι εμβληματικές ταινίες! Ιστορικές! Σαν τον Νονό, αλλά με
λιγότερους φόνους και περισσότερη χαζομάρα!»
Με κοιτάζει μισοχαμογελώντας και σηκώνει
τους ώμους της. «Όσες κλασικές ταινίες ξέρω τις ξέρω… ξέρεις…» λέει, με μια
μικρή παύση στη φράση της που προδίδει την αμηχανία. Ξέρω ακριβώς τι εννοεί.
Δεν χρειάζεται να συμπληρώσει την πρόταση—και μόνο το βλέμμα της φτάνει.
«Γιατί παιδάκι μου δεν λες το όνομά του;»
τη ρωτάω χαχανίζοντας, προσπαθώντας να τη βγάλω από τη δύσκολη θέση με λίγο
πείραγμα. Εκείνη γουρλώνει τα μάτια και αφήνει έναν ήχο διαμαρτυρίας.
«Εεεεε!» με μαλώνει, σαν να μου τραβάει το
αυτί με το βλέμμα της και μόνο.
«Κρινιώ μου…» της λέω χαμογελώντας γλυκά,
κι η φωνή μου γίνεται μαλακή, χωρίς ίχνος ειρωνείας πια. «Δεν έχω τέτοιου
είδους ανασφάλειες. Δεν υπάρχει λόγος να περνάς τα λόγια σου από φίλτρο. Δε θυμάσαι
τι είπαμε για το άπειρο άθροισμα των στιγμών του παρελθόντος μας; Είμαστε όσα έχουμε
ζήσει!»
Με κοιτάζει για μια στιγμή, ανοιγοκλείνει
τα μάτια της σαν να θέλει να σιγουρευτεί ότι άκουσε σωστά, και ύστερα
χαχανίζει. «Αφού με έσκασες καλά-καλά!» μου κάνει, και μου χώνει ακόμα μια στη
μύτη, εκείνη τη μικρή, παιχνιδιάρικη «σφαλιάρα» που έχει καθιερώσει ως τιμωρία
κάθε φορά που παίζω τον ανήξερο.
«Δε θα το ξανακάνω!» της λέω και
σταυροκοπιέμαι, με ύφος παιδιού που μόλις δεσμεύτηκε ενώπιον του Ιερού
Λειψάνου.
«Το καλό που σου θέλω!» μου λέει, με το
δάχτυλο σηκωμένο και το πρόσωπό της να παίρνει εκείνη τη δήθεν αυστηρή έκφραση
που δεν τρομάζει κανέναν, αλλά με κάνει πάντα να χαμογελώ σαν μαθητής που μόλις
τη γλίτωσε για λίγο. «Και τώρα… ταινία!» ανακοινώνει με ενθουσιασμό, σκύβει και
αρπάζει το μπολ με το ποπκόρν, σαν να εφορμά σε λάφυρα πολέμου.
Πραγματικά τη ζήλεψα που δεν την είχε
ξαναδεί. Υπήρχαν στιγμές που γελούσε τόσο δυνατά, τόσο αβίαστα, που ούτε όταν
την είχα γαργαλήσει ως το σημείο της απελπισίας δεν είχε γελάσει έτσι. Της
έφευγαν τα ποπκόρν από το στόμα, δάκρυζε από τα γέλια, στροβιλιζόταν στον
καναπέ σα να μην μπορούσε να ελέγξει το σώμα της.
Εγώ; Εγώ την κοιτούσα περισσότερο απ’ ό,τι
την ταινία. Και όσο κι αν έχω χάσει το λογαριασμό πόσες φορές έχω δει το Top Secret, αυτή τη φορά ήταν διαφορετική. Το γέλιο
της με παρέσυρε, κι όσο έβλεπα το πρόσωπό της να φωτίζεται, τα μάτια της να αστράφτουν,
κάποια στιγμή με έπιασαν στ’ αλήθεια τα πλευρά μου από τα γέλια.
Με το που τελειώνει η ταινία, ανακάθεται
λίγο στον καναπέ, χωρίς να φύγει από την αγκαλιά μου και γυρίζει και με
κοιτάει. Τα μάτια της γυαλίζουν με μια φλόγα που δεν είχα ξαναδεί, τα μάγουλά
της κοκκινισμένα ακόμα από το γέλιο. Δεν προλαβαίνω να μιλήσω, με αρπάζει από
το σβέρκο με μια απροσδόκητη αποφασιστικότητα και με τραβάει προς το μέρος της,
και χανόμαστε και πάλι για μερικά λεπτά σε ένα ατελείωτο ερωτικό φιλί.
Τα δάχτυλά της χώνονται στα μαλλιά μου, ενώ
το σώμα της τρέμει ελαφρά καθώς πιέζεται πάνω μου. Αποτραβιέται σχεδόν απρόθυμα
και με κοιτάζει ντροπαλά, δαγκώνοντας απαλά το κάτω χείλος της, ένα μικρό
νευρικό τικ που έχω αρχίσει να αναγνωρίζω.
«Να σου πω κάτι, αλλά μη γελάσεις!» μου
λέει, η φωνή της λίγο τρεμουλιαστή, ενώ τα δάχτυλά της παίζουν αφηρημένα με την
άκρη της μπλούζας της.
«Δε στο υπόσχομαι!» της κάνω χαχανίζοντας
και το πρόσωπό της αλλάζει αμέσως. Σουφρώνει τη μύτη της και σταυρώνει
πεισματάρικα τα χέρια της στο στήθος, το σώμα της τεντώνεται σε μια στάση ψεύτικης
αγανάκτησης.
«Δε σου λέω, να σκάσεις!» μου κάνει
σουφρώνοντας τα χείλη της, το κεφάλι της κλίνει ελαφρά στο πλάι σαν προκλητικό
πουλάκι, κάνοντάς με να γελάσω ακόμα πιο δυνατά! «Ορίστε, του είπα να μη
γελάσει, και γελάει ο γάιδαρος!» συνεχίζει, αυτή τη φορά χαχανίζοντας κι
εκείνη, τα μάτια της συρρικνώνονται σε ημισέληνους χαράς.
«Αν δεν μου πεις θα σε γαργαλήσω μέχρι να
τα ομολογήσεις όλα!» την απειλώ, υψώνοντας τα δάχτυλά μου σε θέση επίθεσης, και
γουρλώνει τα μάτια της, το σώμα της μαζεύεται αμυντικά προς τα πίσω.
«Μην τολμήσεις!» μου λέει σηκώνοντας
προειδοποιητικά το δείκτη της αλλά το χαμόγελό της λέει άλλα. Λέει, «Μη και ΔΕΝ
τολμήσεις!»
Δεύτερος γύρος γαργαλήματος. Τα δάχτυλά μου
βρίσκουν τα ευαίσθητα σημεία στα πλευρά της, και το σώμα της τινάζεται σαν να
το διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Προσπαθεί να μου ξεφύγει, στριφογυρίζοντας σαν
χέλι, αλλά την κρατάω γερά με το ένα χέρι ενώ το άλλο συνεχίζει το
βασανιστήριο. Και όχι τίποτε άλλο αλλά εγώ δε γαργαλιέμαι οπότε δε μπορεί να
μου το ανταποδώσει. Η Λίζι, τρομαγμένη από την αναταραχή, πηδά στο πάτωμα και
απομακρύνεται με ελαφρά χοροπηδηματάκια. Σταματάω ίσα-ίσα για να βρει τις
ανάσες της, το στήθος της ανεβοκατεβαίνει γρήγορα, τα μαλλιά της έχουν
σκορπίσει γύρω από το πρόσωπό της σαν φωτοστέφανο.
«Παραδίνεσαι;» τη ρωτάω, τα χέρια μου
έτοιμα για νέα επίθεση.
«Παραδίνομαι! Παραδίνομαι!» μου λέει σχεδόν
ξεψυχισμένα, υψώνοντας τα χέρια της σε ένδειξη συνθηκολόγησης. «Είσαι ένας
κοινός εκβιαστής!» μου λέει σουφρώνοντας και πάλι τα χείλη της, αλλά τα μάτια
της λάμπουν.
«Ο χειρότερος!» τη διαβεβαιώνω,
υποκλινόμενος ελαφρά με επιτηδευμένη αλαζονεία. «Λοιπόν, θα μου πεις ή θα
έχουμε και τρίτο γύρο;» Τα δάχτυλά μου πλησιάζουν και πάλι απειλητικά.
«Ουφ!» μου κάνει ξεφυσώντας, τα μάγουλά της
φλεγόμενα από το γέλιο και την ένταση. «Ορίστε, ξέχασα τι ήθελα να πω!»
«Καλό κόλπο, δεσποινίς!» της λέω,
πλησιάζοντας απειλητικά τα δάχτυλά μου. «Αλλά δε με ξεγελάς τόσο εύκολα.»
Η Κρινιώ κουνάει το κεφάλι της, τα μαλλιά
της αναπηδούν γύρω από τους ώμους της. «Όχι, αλήθεια!» διαμαρτύρεται, κρατώντας
τα χέρια της προστατευτικά μπροστά της. «Περίμενε... περίμενε!» Το πρόσωπό της
φωτίζεται ξαφνικά. «Α, ναι! Θυμήθηκα!»
Κάθεται πιο ίσια τώρα, προσπαθώντας να
διορθώσει τα ανακατεμένα μαλλιά της, με μια έκφραση που ταλαντεύεται μεταξύ
συστολής και αποφασιστικότητας. Τα μάτια της συναντούν τα δικά μου και μετά
χαμηλώνουν στιγμιαία.
«Θέλω κάτι γλυκό. Σοκολάτα…» λέει και με
κοιτάζει και πάλι ντροπαλά κάνοντάς με να χάσω στροφές. «Είμαι… είμαι κοντά στις
μέρες μου…»
Της ανακατεύω παιχνιδιάρικα τα μαλλιά. « Τότε
σήκω να πάμε για κρέπες» της απαντάω και το πρόσωπό της φωτίζεται.
«Στην Κηφισιά;» με ρωτάει ξαναμμένη.
«Για το Κρινιώ μου, και στην άκρη του κόσμου!»
της απαντάω τρυφερά, και εκεί έχουμε τρίτο γύρο φιλιού, τόσο έντονου, που
θαρρείς η ψυχή μου ρουφήχτηκε από τα χείλη μου, έκανε μια βόλτα μέσα στην
Κρινιώ, και επέστρεψε καθάρια πίσω στον ιδιοκτήτη της.
Όταν είναι να μου βγει η ψυχή, κάπως έτσι
θα ήθελα να είναι!
«Το Κρινιώ σου…» μου κάνει όταν
αποτραβιόμαστε. Χαμογελάει. «Μ’ αρέσει!» μου λέει με μάτια που λάμπουν.
Τελικά δε χρειάζεται να πάμε μέχρι την άκρη
του κόσμου, πάμε στην κρεπερί στον τροχονόμο. Η Κρινιώ παίρνει μια κρέπα με σοκολάτα,
μπανάνα και μπισκότο. Εγώ δε θέλω να φάω, οπότε αρκούμαι σε ένα αναψυκτικό. Τρώει
σαν παιδάκι, αχόρταγα, απρόσεκτα. Δε τη νοιάζει που πασαλείβεται με σοκολάτα
στην άκρη των χειλιών της—αντίθετα, το διασκεδάζει, η πραγματική, η απόλυτη απόδειξη
ότι το απολαμβάνει.
Χαμογελάω και πάω να την σκουπίσω με μια
χαρτοπετσέτα. Γελάει σαν παιδάκι και αφήνεται στην περιποίησή μου. Νιώθω τα
βλέμματα πάνω μας, σχεδόν ακούω τις σκέψεις τους: Τι δουλειά έχει ο σκατόγερος
με το λουλούδι; Δε δίνω δεκάρα, έχω πάψει εδώ και πολλά χρόνια να δίνω δεκάρα
γιατί το τι μπορεί να σκέφτεται ο κάθε άσχετος.
Μου δίνει να φάω κι εγώ λίγο, και παρόλο
που δε θέλω της κάνω το χατίρι. Λερώνομαι κι εγώ ελαφρά από την ζεστή σοκολάτα,
και η Κρινιώ δε χρησιμοποιεί χαρτοπετσέτα, με τραβάει πάνω της και με σκουπίζει
με τα χείλη της.
«Τι, χωρίς φιλάκι;» με ρωτάει χαμογελώντας
σαν παιδάκι.
«Ποτέ!» της λέω, και αυτή τη φορά είμαι εγώ
που την τραβάω πάνω μου.
Να ήταν η ζήλεια ψώρα, σκέφτομαι αυτάρεσκα
νιώθοντας ξανά να τραβάμε τα βλέμματα πάνω μας. Και πώς να μην τα τραβάμε, η
Κρινιώ είναι σα να έχει ξεπηδήσει από κάποιο πίνακα ζωγράφου. Μπορεί η ομορφιά
της να μην είναι εκθαμβωτική αλλά λάμπει με αυτή την ανέμελη λάμψη που μόνο ένα
κορίτσι της διπλανής πόρτας μπορεί να έχει. Είναι όμορφη με ένα τρόπο που θα
ζήλευε και το πιο όμορφο μοντέλο. Είναι γήινη, είναι αληθινή.
Στα δικά μου μάτια είναι κάτι πολύ
περισσότερο. Αιθέρια, σχεδόν υπερβατική, λάμπει με ομορφιά που θα ζήλευε και η
ωραία Ελένη. Γιατί μπορώ να αφήσω πια τον εαυτό μου να το παραδεχτεί. Είμαι
ερωτευμένος μαζί της όσο δεν πάει… κι άλλο τόσο.
Και δεν με τρομάζει αυτό. Ούτε καν το τέλος
του. Το μόνο που με τρομάζει είναι το αν δεν προλάβω να της το πω όπως πρέπει.
Όχι με λόγια—με τον χρόνο μου. Με τα μάτια μου. Με το κάθε φιλί που θα της δίνω
σα να ήταν το πρώτο και το τελευταίο.
«Πάμε να πάρουμε τσίχλες;» με ρωτάει
πίνοντας την τελευταία γουλιά από το αναψυκτικό της.
«Πάμε,» της απαντάω.
Βάζει το χέρι της στο δικό μου, και έτσι,
χεράκι-χεράκι, περνάμε απέναντι στο περίπτερο. Της λέω ότι θα κάτσω να στρίψω
ένα τσιγάρο, και σχεδόν απρόθυμα αφήνω το χέρι της και πάω δίπλα και κάθομαι
στο πεζούλι. Στρίβω ένα τσιγάρο και το ανάβω απολαμβάνοντας το κάψιμο στο λαιμό
μου. Είναι κοντά στα μεσάνυχτα, και η στάση είναι γεμάτη από κόσμο που
περιμένει το τελευταίο λεωφορείο.
Τα περισσότερα είναι πιτσιρίκια στην
εφηβεία, μιλάνε, γελάνε, κάνουν φασαρία, ρουφάνε τη ζωή.
Επιστρέφουμε στο αυτοκίνητο. Καθώς βάζω
μπροστά, αντί να πάρω το δρόμο για το σπίτι της, γυρίζω και την κοιτάζω. «Αντί
να σε γυρίσω σπίτι... πάμε μια βόλτα;» της προτείνω. «Νυχτερινή περιήγηση στην
Αθήνα;»
Τα μάτια της φωτίζονται αμέσως. «Ναι!»
αναφωνεί με ενθουσιασμό που με κάνει να νιώσω λες και της πρότεινα ταξίδι στο
Παρίσι.
Ξεκινάω την πορεία μας από τον Τροχονόμο. Η
Κηφισιά τέτοια ώρα έχει αρχίσει να ησυχάζει, με το ρυθμό της να επιβραδύνεται—λιγότερα
αυτοκίνητα, λιγότεροι άνθρωποι, περισσότερος χώρος να αναπνεύσεις. Στο ράδιο
ξεκινάει το “LA Woman” των Doors—συγχρονισμός σχεδόν
μεταφυσικός, λες και κάποιος ραδιοφωνικός παραγωγός διάβασε τη στιγμή μας. Δυναμώνω
λίγο την ένταση και αρχίζω να τραγουδάω συνοδεύοντας τη φωνή του Morisson.
Well, I just got into town about an hour ago
Took a look around, see which way the wind blow
Where the little girls in their Hollywood bungalows
Are you a lucky little lady in the city of light
Or just another lost angel, city of night
City of night, city of night, city of night, woo, come on
Η Κρινιώ χαμογελάει με το πάθος μου και νιώθω
το χέρι της να ακουμπά απαλά στο δικό μου πάνω στο λεβιέ. Συνεχίζουμε έτσι, με
τα δάχτυλά μας μπλεγμένα, με εμένα να τραγουδάω και εκείνη να κοιτάζει πότε εμένα
και πότε έξω από το παράθυρο.
Καθώς κατεβαίνουμε την Κηφισίας, τα
φωτισμένα κτήρια σχηματίζουν μια φωτεινή γιρλάντα στο πλάι του δρόμου. Η
λεωφόρος είναι ακόμα ζωντανή, με αυτοκίνητα που περνούν δίπλα μας. Πινακίδες
νέον αντανακλώνται πάνω στο παρμπρίζ, ρίχνοντας φευγαλέες αποχρώσεις μπλε και
κόκκινου στο πρόσωπό της. Όσο πλησιάζουμε στους Αμπελόκηπους, η Κηφισίας αποκτά
έναν πιο αστικό χαρακτήρα, τα κτήρια με τα γραφεία και τα καταστήματα έχουν αφήσει
τις θέσεις τους σε πολυκατοικίες.
Συνεχίζουμε στη Βασιλέως Κωνσταντίνου, με
το Παναθηναϊκό Στάδιο να λάμπει λευκό στα αριστερά μας, σαν πέτρινο φεγγάρι που
έπεσε ανάμεσα στα κτίρια. Τα μαρμάρινα καθίσματα αντανακλούν το φως των
προβολέων, σχεδόν σαν να λάμπουν από μέσα τους.
Η Συγγρού μας βγάζει στην παραλιακή, στη
λεωφόρο Ποσειδώνος. Παίρνω την έξοδο προς τη Γλυφάδα και ξαφνικά η θάλασσα
απλώνεται στα δεξιά μας. Σκοτεινή, μυστηριώδης, με το φεγγάρι να αντανακλάται
στα νερά της σχηματίζοντας ένα ασημένιο μονοπάτι. Τα φώτα από τα καράβια στον
ορίζοντα μοιάζουν με μικρά αστέρια που έπεσαν στη γη.
«Στάσου,» μου λέει ξαφνικά. «Μπορούμε να
σταματήσουμε για λίγο;»
Βρίσκω έναν χώρο στάθμευσης κοντά στην
παραλία του Φλοίσβου και παρκάρω. Μόλις σβήνω τη μηχανή, η Κρινιώ ανοίγει την
πόρτα και βγαίνει με μια σχεδόν παιδική ανυπομονησία. Βγαίνω κι εγώ, και τη
βλέπω να στέκεται μπροστά στο κιγκλίδωμα, το πρόσωπό της στραμμένο προς τη
θάλασσα. Ο άνεμος παίζει με τα μαλλιά της, κάνοντάς τα να χορεύουν γύρω από
τους ώμους της.
Την πλησιάζω και στέκομαι δίπλα της. Το φως
του φεγγαριού τονίζει το προφίλ της, κάνοντάς την να μοιάζει σχεδόν
εξωπραγματική, λες και βγήκε από κάποιο όνειρο.
«Είναι τόσο όμορφα...» ψιθυρίζει. «Λατρεύω
την θάλασσα τη νύχτα. Έχει κάτι... μυστηριώδες.»
«Όπως και συ,» της λέω, χωρίς να το σκεφτώ
πολύ.
Στρέφεται και με κοιτάζει. Τα μάτια της
αντανακλούν το φεγγάρι, δημιουργώντας μικρά αστέρια μέσα τους.
«Εγώ μυστηριώδης;» γελάει απαλά. «Είμαι
ανοιχτό βιβλίο.»
«Ναι, αλλά σε γλώσσα που ακόμα μαθαίνω,»
της απαντώ, και πριν προλάβει να μου απαντήσει, την τραβάω απαλά προς το μέρος
μου και τη φιλώ. Τα χείλη της έχουν γεύση από σοκολάτα και θαλασσινό αέρα.
Μένουμε εκεί για λίγα λεπτά, ακούγοντας τον
ήχο των κυμάτων που σπάνε στην ακτή. Οι ανάσες μας σταδιακά συγχρονίζονται,
γίνονται ένα με τον ρυθμό της θάλασσας. Ένα ζευγάρι περνά κοντά μας
περπατώντας, τα χέρια τους ενωμένα, οι κουβέντες τους χαμηλόφωνες. Μας
χαμογελούν φευγαλέα, σαν να αναγνωρίζουν κάτι κοινό.
«Επιστρέφουμε;» με ρωτά τελικά η Κρινιώ,
αλλά το λέει χωρίς να κουνηθεί, σαν να μην θέλει πραγματικά να φύγει.
«Από νότια ή από εθνική,» της απαντώ.
«Πάμε από Εθνική, έχουμε αφήσει και τη Λίζι
μόνη της!» μου λέει.
Επιστρέφουμε στο αυτοκίνητο χέρι-χέρι.
Καθώς μπαίνουμε μέσα, βάζω πάλι μπροστά και παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής. Τρώμε
λίγη κίνηση, αλλά με το που μπαίνουμε στην Εθνική η κίνηση ελαττώνεται και πάλι,
ούτε μισή ώρα δε μας παίρνει να φτάσουμε στο ύψος της Κηφισιάς.
Καθώς πλησιάζουμε ξανά προς τα μέρη μας, με
το ξημέρωμα να είναι ακόμα αρκετές ώρες μακριά, συνειδητοποιώ ότι δεν θέλω να
τελειώσει αυτή η βραδιά. Θέλω να συνεχίσω να οδηγώ, με εκείνη δίπλα μου, να
εξερευνώ δρόμους και γειτονιές, φωτεινούς και σκοτεινούς τόπους, να ανακαλύπτω
την πόλη ξανά μέσα από τα μάτια της. Θέλω να κατασκοπεύσω τα ξημερώματα μαζί
της, να δω τον ήλιο να ανατέλλει πάνω από τα βουνά της Αττικής, να νιώσω το
πρώτο φως να ζεσταίνει το πρόσωπό της.
Αλλά ξέρω ότι δεν είναι ανάγκη να τα ζήσουμε όλα απόψε. Θα έχουμε κι άλλες νύχτες, κι άλλες διαδρομές. Ο χρόνος μου μπορεί να είναι περιορισμένος, αλλά για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, αισθάνομαι ότι θα τον αξιοποιήσω—κάθε δευτερόλεπτό του.
7. De l’eau. De l’air… La vie.
Είμαστε και οι δύο στο κρεβάτι μου. Γυμνοί,
κάτω από το απαλό κουβερτάκι, τυλιγμένοι ο ένας γύρω από τον άλλον όπως οι
ρίζες ενός δέντρου που έχουν βρει καταφύγιο στο ίδιο χώμα. Η Κρινιώ είναι
κουρνιασμένη στην αγκαλιά μου, το πρόσωπό της χωμένο στην καμπύλη του ώμου μου,
εκεί όπου ο χτύπος της καρδιάς μου είναι πιο δυνατός.
Το ένα της χέρι ξεκουράζεται πάνω στο
στέρνο μου και με τα ακροδάχτυλα χαράζει αργά, σχεδόν τελετουργικά, κύκλους
πάνω στο δέρμα μου—σαν να προσπαθεί να μετρήσει τις σκέψεις μου, να γαληνέψει
τις ταραχές μου. Τη σφίγγω πάνω μου. Τα χείλη μου βρίσκουν τα μαλλιά της και
αφήνουν εκεί ένα φιλί—τρυφερό, γεμάτο ευγνωμοσύνη.
Το μυαλό μου είναι αχταρμάς. Μια
ανεξέλεγκτη ροή από εικόνες, ανάσες, χαμόγελα και αγγίγματα που ξετυλίγεται
χωρίς τάξη και λογική. Προσπαθεί ακόμα να επεξεργαστεί τι ακριβώς συνέβη από τη
στιγμή που περάσαμε το κατώφλι του σπιτιού μου. Πώς έγινε τόσο φυσικά, τόσο
αβίαστα. Πώς ένα “να κάτσουμε λίγο ακόμα” έγινε μια από τις πιο τρυφερές, πιο
αληθινές νύχτες της ζωής μου.
…
Την είδα για πρώτη φορά γυμνή από πάνω και η ανάσα μου σχεδόν κόπηκε στα δύο. Τα στήθη της είναι όμορφα, υπέροχα! Ελαφρά μεγαλύτερα για τις αναλογίες της, έχουν την ίδια γήινη ομορφιά με την ιδιοκτήτριά τους. Βαραίνουν ελαφρά, αλλά αυτό προσθέτει ακόμα περισσότερο στην ομορφιά τους. Οι θηλές της είναι σκούρες και σε σχεδόν τέλεια αναλογία.
Και στην κορυφή του στέρνου της ένα tattoo! Ένας ήλιος με ασύμμετρες ακτίνες, σαν παιδική ζωγραφιά, και από κάτω μια νότα, στο κέντρο το κλειδί του σολ και αριστερά το σύμβολο του απείρου. Το χαζεύω για μερικές στιγμές, σχεδόν μαγεμένος. Αλλά το θέαμα του γυμνού της στήθους με μεθά· ξεχνάω το τατουάζ, ξεχνάω τους συμβολισμούς, ξεχνάω το όνομά μου το ίδιο. Σκύβω και τα φιλάω αχόρταγα. Όλα γίνονται στο μυαλό μου μια θολούρα, ούτε που καταλαβαίνω για πότε βρισκόμαστε και οι δύο στην κρεβατοκάμαρά μου γυμνοί.
Όλο μου το σύμπαν έχει επικεντρωθεί στις ανάσες της, στο διάβασμα του κορμιού της καθώς το εξερευνώ με το στόμα μου. Με τραβάει προς τα πάνω, με φιλάει, και μετά χαμηλώνει εκείνη προς τα μένα. Με παίρνει στο στόμα της και τα μάτια μου σχεδόν γυρίζουν στις κόγχες τους.
Η αίσθηση είναι απίστευτη. Ο ερεθισμός μου, που ήταν εξ αρχής έντονος, γιγαντώνεται μέσα σε μερικές στιγμές. Με πολύ μεγάλη δυσκολία καταφέρνω να τη σταματήσω και να τη φέρω προς το μέρος μου και πάλι. Σταματάω και ανοίγω το συρτάρι, ξέρω ότι είχα προφυλακτικά αλλά… είναι εκεί πάνω από ενάμιση χρόνο.
Η Κρινιώ βλέπει το δισταγμό μου και χαχανίζει. «Έχω εγώ!» μου λέει χαμογελώντας μου πονηρά. «Δεν πήρα μόνο τσίχλες στο περίπτερο!» Βάζει τα γέλια από το σαστισμένο μου ύφος. «Εκατόν πενήντα το αλεπουδάκι!» μου κάνει και αυτή τη φορά παραδίνομαι.
Σηκώνεται και πάει μέσα να φέρει τα προφυλακτικά και δεν μπορώ να μη τη θαυμάσω. Υπέροχη, θηλυκή, σμιλεμένη σαν άγαλμα και ταυτόχρονα γήινη και καθημερινή. Πώς ήταν δυνατόν;
Και τότε προσέχω τον αριστερό της γλουτό. Κι άλλο tattoo! Το κεντρικό σχήμα είναι το σταυρόνημα, σα να κοιτάς μέσα από διόπτρα. Στο κέντρο του στόχου βρίσκεται μια καρδιά. Ο στόχος είναι ασπρόμαυρος αλλά η καρδιά είναι κόκκινη. Παρά τον ερωτισμό της στιγμής ξυπνάει μέσα μου το διαολάκι, ε, άμα μου ζωγραφίζουν στόχο—pun intended—δεν αφήνω την ευκαιρία να πάει χαμένη.
“STOP” της φωνάζω όταν επιστρέφει με τα προφυλακτικά, ξαφνιάζοντάς την. «Πρώτα θα μιλήσουμε για τους στόχους σου!» της λέω και με κοιτάζει για μερικές στιγμές. Κι εκεί στροφάρει επιτέλους και βάζει τα γέλια.
«Π’ ανάθεμά σε!» μου κάνει γελώντας, «με κοψοχόλιασες!» Ξαφνικά η φωνή της γίνεται ντροπαλή. «Δώρο… δώρο ήταν… στον Γιώργο. Μικρή, ηλίθια και ερωτευμένη ήμουν. Μου ’λεγε συνέχεια ότι έχω τόσο όμορφο κώλο που δίνω στόχο… and the rest is history!»
«Έτσι και ξαναμιλήσεις άσχημα για το Κρινιώ μου, θα σου κάνω το κωλαράκι κόκκινο, και με αυτό ζωγραφισμένο πάνω του αποκλείεται να χάσω το στόχο!»
“That’s the idea!” μου λέει παιχνιδιάρικα, και χωρίς πολλά άλλα έρχεται και με σπρώχνει και με πετάει πίσω στο κρεββάτι. Με παίρνει για μερικές στιγμές στο στόμα της και μετά μου φοράει το προφυλακτικό. Γέρνω από πάνω της και με υποδέχεται πρόθυμη. Μπαίνω, σχεδόν γλιστράω μέσα της. Τα πόδια της τυλίγονται γύρω μου, με αγκαλιάζουν, με τραβάνε πάνω της. Ξεκινάω να κινούμαι και ο χρόνος σταματάει και πάλι…
…
Από τις σκέψεις με βγάζει η φωνή της. «Γιώργο;»
με ρωτάει η Κρινιώ κοιτάζοντάς με σα να προσπαθεί να βρει τα λόγια, και ξαφνικά
η καρδιά μου βουλιάζει. Φοβάμαι πως θα μου πει πως το μετάνιωσε, τρέμω ότι θα
μου πει ότι αυτό ήταν λάθος. «Δε θέλω να με πας σπίτι μου,» μου λέει και η
καρδιά μου επιστρέφει στη θέση της.
«Δεν πας πουθενά!» τη διαβεβαιώνω, και
γέρνω πάνω της και φιλιόμαστε σα να μην υπάρχει αύριο. Το χέρι μου ταξιδεύει
και πάλι στο κορμί της, από το λαιμό της στα στήθη της, από τα στήθη της στην
κοιλιά της, και από εκεί ανάμεσα στα πόδια της, το κέντρο της ίδιας της
ύπαρξης.
Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά,
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι,
Το επίχρισμα, η άγια σκουριά.
Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.
Τη φιλάω στο λαιμό και μετά χαμηλώνω και
βρίσκομαι και πάλι στα στήθη της. Παίρνω τη θηλή του αριστερού της στήθους στα
χείλη μου και νιώθω την ανάσα της που κόβεται σχεδόν.
«Δάγκωσέ την,» μου λέει με βραχνή φωνή.
Υπακούω και τη δαγκώνω ελαφρά. «Πιο δυνατά!» μου κάνει. Σφίγγω τα δόντια μου
περισσότερο προσπαθώντας να καταλάβω πόσο περισσότερο. Τη νιώθω να σφίγγεται
αλλά όταν κάνω να χαλαρώσω μου λέει «μη σταματάς!» Δε σταματάω αλλά δε βάζω και
περισσότερη δύναμη.
Αφήνω το ένα στήθος της και πάω στο άλλο
και επαναλαμβάνω σχεδόν τελετουργικά τις ίδιες κινήσεις. Με αρπάζει από το
κεφάλι και σχεδόν με κολλάει πάνω της. Παίρνω το μήνυμα και αυτή τη φορά αλλάζω
τακτική, χαμηλώνω προς τα κάτω, πότε φιλώντας, και πότε δαγκώνοντας το κορμάκι της.
Οι ανάσες της έχουν γίνει κοφτές. Χαμηλώνω ακόμα περισσότερο και βρίσκομαι να
ανασαίνω τη θηλυκότητά της.
Δεν υπάρχει πιο όμορφο, πιο ακριβό άρωμα
πάνω σε αυτό τον πλανήτη. Την ανασαίνω, ρουφάω το άρωμά της που με μεθάει, που
με κάνει να ξεχνάω τα πάντα. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο για μένα. Κι
όμως, ένα κομμάτι του μυαλού μου—το πιο ηλίθιο—σκέφτεται μήπως είμαι γελοίος
έτσι όπως στέκομαι σκυμμένος μπροστά της, τόσο χαμένος, τόσο ευάλωτος, τόσο...
ευτυχισμένος. Μου περνάει. Τα χείλη της είναι σαν ροδοπέταλα που θα ζήλευε και
το πιο σπάνιο λουλούδι. Βυθίζω τη γλώσσα μου στο νέκταρ της, και τη γεύομαι,
σαν διψασμένη μέλισσα.
Ανεβάζω και τα δυο μου χέρια προς τα πάνω
και σφίγγω τα στήθη της, χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματήσω το χάδι με τη
γλώσσα και τα χείλη μου. Οι κοφτές ανάσες της γίνονται βογγητά, νιώθω το
κορμάκι της κάποιες στιγμές να τρέμει. Γρήγορα καταλαβαίνω τι απολαμβάνει
περισσότερο και επικεντρώνομαι εκεί. Το τρέμουλο σιγά-σιγά γίνεται πιο έντονο,
τα βογγητά της πιο δυνατά. Τεντώνεται και τη νιώθω σα να περνούν το σώμα της
χιλιάδες βολτ.
«ΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ»
Κολλάει το κεφάλι μου πάνω της και με
κρατάει ακίνητο, το σώμα της τεντώνεται και πάλι… και το πρόσωπό μου γεμίζει
από τη θηλυκή της αμβροσία. Τη γεύομαι και την πίνω αχόρταγα, σαν τον χαμένο
στην έρημο ταξιδιώτη που βρήκε την όαση με το νερό της αθανασίας. Στο μυαλό μου
έρχεται το πιο άκυρο πράγμα, η διαφήμιση του Perrier.
De l’eau, de
l’air… La vie.
Ανεβαίνω ξανά προς τα πάνω ενώ το κορίτσι
μου προσπαθεί να βρει τις ανάσες της. Ανεβαίνει πάνω μου σχεδόν και χάνομαι και
πάλι στο φιλί της. Ας τελειώσει και τώρα η ζωή μου, δε με νοιάζει. Πενηνταπέντε
χρονών αλλά τίποτα… ΤΙΠΟΤΑ… δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτή τη στιγμή.
Η ζωή που περνά και χάνεται
Η ζωή περνά και χάνεται, χάνεται
κι η στιγμή που ποτέ δεν πιάνεται.
Η στιγμή ποτέ δεν πιάνεται, μάτια μου,
μια στιγμή και μ’ αφήνεις μόνο μου,
Μια στιγμή και είμαι μόνος μου, μόνος μου,
Να σε δω κι ας τελειώσει ο χρόνος μου,
Κι ας τελειώσει τώρα ο χρόνος μου
Μάτια μου
«Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει βλέποντάς με να
έχω χαθεί.
Χαμογελάω. Δεν της απαντάω αμέσως, μόνο
τείνω το χέρι μου προς το κομοδίνο και πιάνω το κινητό μου. Ξεκλειδώνω την
οθόνη, ψάχνω λίγα δευτερόλεπτα και βρίσκω αυτό που θέλω. Εκείνη γέρνει ελαφρά
προς το μέρος μου, μισοσκεπασμένη με το σεντόνι, το βλέμμα της γεμάτο
περιέργεια και τρυφερή υπομονή. Τα δάχτυλά της παίζουν νευρικά με την άκρη του σεντονιού καθώς
περιμένει.
«Τι είναι αυτό;» με ρωτάει.
«Για μένα… είναι η πιο όμορφη διαφήμιση που
έχει φτιαχτεί ποτέ.» Η
φωνή μου χαμηλώνει, αποκτά έναν τόνο σχεδόν μυστικιστικό, σαν να ετοιμάζομαι να
της αποκαλύψω κάτι πολύτιμο.
Πατάω το play και η οθόνη ζωντανεύει και σε ταξιδεύει αμέσως
στην καρδιά της αφρικανικής σαβάνας. Ο ήλιος καίει αμείλικτα. Η άμμος
λαμπυρίζει σαν χρυσός. Μια γυναίκα, με χαρακτηριστικά σμιλεμένα από την
εξάντληση, σέρνεται απελπισμένα στο καυτό έδαφος. Το δέρμα της γυαλίζει από τον
ιδρώτα, τα χείλη της σκασμένα, διψασμένα. Κάθε κίνηση είναι αγώνας επιβίωσης
καθώς μπουσουλάει με όση δύναμη της απομένει.
Το πλάνο αλλάζει. Ένα αρσενικό λιοντάρι με
μεγαλοπρεπή χαίτη προβάλλει στον ορίζοντα, κινούμενο αντίθετα, αλλά με την ίδια
αποφασιστικότητα. Τα μάτια του καρφώνονται μπροστά, η περπατησιά του αργή αλλά
σίγουρη – ο κυρίαρχος της σαβάνας σε όλο του το μεγαλείο.
Ξαφνικά, στο βλέμμα της γυναίκας αστράφτει
μια σπίθα ελπίδας. Σε ένα λοφίσκο μπροστά της, κάτι γυαλίζει στον ήλιο. Με νέα
αποφασιστικότητα στρέφει το σώμα της προς τα εκεί, κάθε κίνηση πιο επίμονη από
την προηγούμενη. Το λιοντάρι, όμως, έχει εντοπίσει κι αυτό το ίδιο σημείο.
Επιταχύνει το βήμα του, η γλώσσα του γλιστράει ανάμεσα από τα δόντια του.
Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Το λιοντάρι
βρυχάται, ένας ήχος που κάνει τη γη να τρέμει.
Αλλά αντί να οπισθοχωρήσει, η γυναίκα
σηκώνεται όρθια. Μια απρόσμενη κίνηση. Και τότε αφήνει ένα ουρλιαχτό που σχίζει
τον αέρα – ένα πρωτόγονο, άγριο κάλεσμα που αψηφά το θηρίο μπροστά της. Τα
μάτια της καρφωμένα στα μάτια του λιονταριού, αδιαπραγμάτευτα. Η έκπληξη είναι
έκδηλη. Ο βασιλιάς της ζούγκλας διστάζει, οπισθοχωρεί, τρομαγμένος από τη
δύναμη αυτής της άγνωστης αντιπάλου.
Η γυναίκα φτάνει στην κορυφή του λόφου και
αρπάζει το πρίσμα που γυάλιζε στον ήλιο—ένα πράσινο μπουκάλι Perrier. Με απληστία
φέρνει το μπουκάλι στα χείλη της και πίνει αχόρταγα, σαν να ρουφά την ίδια τη
ζωή. Το ανθρακούχο νερό κυλά στο λαιμό της, αναζωογονώντας κάθε κύτταρο του
σώματός της. Η κάμερα τραβιέται αργά προς τα πίσω. Η γυναίκα στέκεται περήφανη
στην κορυφή του λόφου, το μπουκάλι στο χέρι της σαν τρόπαιο, το λιοντάρι να
παρακολουθεί από απόσταση με νέο σεβασμό.
Και τότε, με κάθε zoom-out, ακούγονται τρεις λέξεις,
κάθε μία πιο δυνατή από την προηγούμενη:
De l’eau.
De l’air.
La vie.
Κάθε φορά που βλέπω αυτή τη διαφήμιση
σχεδόν ανατριχιάζω. Περνάω ασυναίσθητα τα δάχτυλά μου στο μπράτσο μου, εκεί που
οι τρίχες έχουν σηκωθεί. Η Κρινιώ στρέφει το βλέμμα της σε μένα. «Όντως,
υπέροχη!» μου λέει, χαμογελώντας, αλλά μπορώ να καταλάβω πως ακόμα δεν έχει
πιάσει γιατί της την έδειξα. Το κεφάλι της γέρνει ελαφρά, το ένα της φρύδι
ανασηκώνεται σε μια αδιόρατη έκφραση απορίας.
«Από το νερό… από τον αέρα… η ζωή,» της λέω
σιγανά. Η ανάσα μου βαθαίνει, ο θώρακάς μου ανεβοκατεβαίνει σχεδόν επώδυνα.
Γυρίζω και την κοιτάζω. «Εσύ!»
Η φωνή μου δεν έχει ίχνος στόμφου. Είναι
μια διαπίστωση. Η αλήθεια μου, γυμνή και απλή. Τα μάτια της γουρλώνουν. Όχι
γιατί εκπλήσσεται—αλλά γιατί ξαφνικά όλα κάνουν νόημα. Ένα ρίγος διατρέχει το
σώμα της, ορατό ακόμα και κάτω από το σεντόνι. Το στόμα της ανοίγει ελαφρά. Τα
χείλη της τρέμουν σχεδόν ανεπαίσθητα, προσπαθώντας να αρθρώσουν λέξεις που δεν
έρχονται.
Δεν λέει τίποτα. Δεν χρειάζεται. Απλώνει το
χέρι της και με χαϊδεύει στο μάγουλο. Το δωμάτιο σωπαίνει. Δεν ακούγεται τίποτα
πέρα από τις ανάσες μας, που έχουν βρει έναν ρυθμό—σαν κύματα, σαν ψίθυροι, σαν
φως. Το σώμα της ακουμπά πάνω στο δικό μου, οι καρδιές μας χτυπούν η μία δίπλα
στην άλλη, σχεδόν συγχρονισμένες.
Το βλέμμα της ανεβαίνει σιγά προς το δικό
μου, κι εκεί μέσα διαβάζω κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω, μόνο να νιώσω. Σηκώνω
το χέρι μου, της χαϊδεύω μια τούφα από τα μαλλιά, αργά. Πολύ αργά. Τα δάχτυλά
μου σταματούν στιγμιαία, διστακτικά, πριν συνεχίσουν το χάδι. Κι εκεί, στη
σιωπή αυτή, παίρνω την απόφασή μου. Μια απόφαση που για μένα είχε κλείσει. Και
άνοιξε και πάλι… απλά γιατί πλέον είχα λόγο να ζήσω.
«Θα το παλέψω!» της λέω σιγανά, με φωνή που
δεν βγαίνει από το λαιμό μου, αλλά από βαθιά μέσα, εκεί που κατοικεί ο φόβος
και το πείσμα. Τα χέρια μου σφίγγονται ακούσια σε γροθιές, οι κόμποι
λευκαίνουν, και μετά χαλαρώνουν ξανά, σαν κύματα αποφασιστικότητας που
διαδέχονται το ένα το άλλο. «Δε θα κερδίσω… το ξέρω… αλλά δε θα φύγω χωρίς
μάχη.»
Τα μάτια της γουρλώνουν, όχι από έκπληξη,
αλλά από αυτό το ασύλληπτο μείγμα ανακούφισης και αγωνίας. Το στήθος της
ανεβοκατεβαίνει απότομα, παγώνει στη μέση μιας ανάσας και μένει ακίνητο. Δεν
τολμάει να μιλήσει. Κρατάει την ανάσα της, σαν να φοβάται πως αν μιλήσει, η
στιγμή θα χαθεί, θα σκορπίσει.
Γέρνω προς το μέρος της. Με μια αργή κίνηση
τεντώνω το σώμα μου, σαν να προσπαθώ να ξεμουδιάσω από έναν μακρύ λήθαργο. «Θα
ξεκινήσω χημειοθεραπεία,» της λέω και νιώθω τον κόμπο στο λαιμό να κατεβαίνει
σαν πέτρα.
Το χέρι μου ανεβαίνει ασυναίσθητα προς το
λαιμό μου, εκεί που οι λέξεις παλεύουν να βγουν. Δεν χρειάζεται να πω
περισσότερα. Εκείνη καταλαβαίνει τα πάντα. Σε μια κίνηση που συμπυκνώνει όλα τα
λόγια που δεν χρειάζεται να ειπωθούν, τα δάχτυλά της μπλέκονται με τα δικά μου
και σφίγγουν, μεταφέροντας ζεστασιά, φόβο, ελπίδα και υπόσχεση – όλα μαζί σε
μια απλή χειρονομία.
Δεν έχω αυταπάτες. Ξέρω πως ο καρκίνος μου
είναι τερματικός. Ξέρω πως η χημειοθεραπεία δεν θα τον νικήσει, απλά θα
παρατείνει λίγο παραπάνω τη ζωή μου. Και όποιος δεν το έχει περάσει αυτό δεν
μπορεί πραγματικά να καταλάβει τη φράση «Η θεραπεία είναι χειρότερη από την
ίδια την αρρώστια.»
Ας είναι και έξη μήνες. Ας είναι και ένας
χρόνος. Μόνο και μόνο γι’ αυτό το κορίτσι που είναι ξαπλωμένο δίπλα μου. Μόνο
και μόνο για την Κρινιώ μου που μ’ έκανε σε ούτε καν ένα μήνα να θυμηθώ ότι αξιοπρέπεια
δεν έχει μόνο η αποδοχή του τέλους σου.
Έχει και η μάχη σου να μην το αφήσεις να σε ορίσει.
Προσπαθώ να αστειευτώ για να ελαφρύνω την
ατμόσφαιρα. «Θα είμαι καράφλας και γκρινιάρης!» της λέω για να κερδίσω ένα ping στη μύτη.
«Ενώ ας πούμε τώρα είσαι σα χίπης;» μου
λέει χαχανίζοντας για τα αραιωμένα μου γκρίζα μαλλιά.
«Σήκω,» της λέω και πετάγομαι πάνω.
Σηκώνεται χαμογελώντας παιχνιδιάρικα. Ξέρει ότι κάτι έχω στο μυαλό μου μα δεν
την νοιάζει. Στέκεται γυμνή στο απαλό φως του δωματίου αλλά ακόμα και τόσο
ερωτική το μυαλό μου είναι αλλού. Στο παιχνίδι. Στο κέφι. Στη χαρά της ζωής.
Πιάνω το κινητό με χέρια που τρέμουν από
την προσμονή, τρώω τα γράμματα από την ταραχή μου. Βρίσκω στο YouTube το τραγούδι που
θέλω και… Avanti Maestro! Δεν είναι το
πρωτότυπο των Swinging Blue Jeans, είναι το cover των Georgia Satellite από το Cocktail
For goodness sake
I got the hippy hippy shakes
Yeah, I've got the shakes
I got the hippy hippy shakes
Η Κρινιώ βάζει τα
γέλια και αρχίζει και χορεύει μαζί μου. Κουνιέται με απίστευτη χάρη, και
σίγουρα όχι σαν ξεκούρδιστη αρκούδα όπως του λόγου μου. Η Λίζι, που όλη αυτή
την ώρα είχε εξαφανιστεί, έρχεται στο δωμάτιο και ρίχνει ένα σάλτο στο κρεβάτι.
Τη βλέπω πώς με κοιτάει αποδοκιμαστικά, σαν τη Ροζίτα Σώκου στο «Να η
ευκαιρία!», και βάζω και πάλι τα γέλια.
Τελειώνει το
κομμάτι και ξεθεωμένος—δε βοηθούσε και το κάπνισμα—πέφτω στο κρεβάτι.
«Ο θείος σου ο
χίπης θα κάνει ένα μικρό διαφημιστικό διάλειμμα,» της κάνω για να κερδίσω ένα
ακόμα μεγαλοπρεπέστατο «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡ.»
Βάζω το μαξιλάρι
μου στην πλάτη και κάθομαι στο προσκέφαλο του κρεβατιού. Η Κρινιώ κάθεται κι
αυτή απέναντί μου οκλαδόν, με το βλέμμα της να λάμπει ακόμα από τη ζωντάνια του
χορού. Παίρνω το πακέτο με τον καπνό, στρίβω ένα τσιγάρο. Τραβάω μια ηδονική
ρουφηξιά. Μία ακόμα. Το κάψιμο στον λαιμό με χτυπά σαν παλιός φίλος.
Και ξαφνικά, δεν
το θέλω άλλο. Όχι γιατί δε μ’ αρέσει, όχι γιατί δεν το απολαμβάνω. Για να μείνω
λίγο παραπάνω. Να την δω να χορεύει άλλη μια φορά. Να γελάσει άλλη μία φορά
έτσι όπως μόνο εκείνη γελάει.
Σβήνω το τσιγάρο.
Τσαλακώνω το πακέτο και το πετάω. Έτσι απλά. Χωρίς μεγαλόστομες δηλώσεις, η
ίδια η κίνηση είναι δήλωση από μόνη της.
Η Κρινιώ δεν λέει
τίποτα. Μόνο με κοιτάζει. Το πρόσωπό της σχεδόν λάμπει. Ούτε που κατάλαβα πώς
βρέθηκα ξαπλωμένος ανάσκελα με την Κρινιώ από πάνω μου, να με φιλάει σαν να μην
υπάρχει αύριο. Και δεν έχει σημασία, εδώ που τα λέμε. Μόνο ότι κατάλαβε.
«Βλάκα!» μου
κάνει και μου χώνει μια στη μύτη.
Και μετά γέρνει
και πάλι πάνω μου και επιστρέφουμε στο φιλί μας. Αυτή τη φορά είναι εκείνη που
παίρνει την πρωτοβουλία. Πότε με τη γλώσσα της και πότε με απαλές δαγκωνιές
ξεκινάει από το σαγόνι μου, και αργά, βασανιστικά και υπέροχα αργά, κατεβαίνει
πιο χαμηλά, και όλο πιο χαμηλά, μέχρι που νιώθω και πάλι το όργανό μου στα
χείλη της.
Αρχίζει να
ανεβοκατεβάζει το κεφάλι της με απίστευτα αισθησιακό ρυθμό, και μπορεί και με
παίρνει όλο στο στόμα της. Καλά, όχι ότι είναι και κανένας τεράστιος, αλλά και
πάλι δεν είναι κάτι που μπορούν να το κάνουν όλες οι γυναίκες. Και δεν το κάνει
απλά, δεν το κάνει διεκπεραιωτικά, το απολαμβάνει, πραγματικά το απολαμβάνει.
Σταματάει για
μερικές στιγμές και με κοιτάζει στα μάτια. Της κάνω νόημα να έρθει προς τα
μένα. Τραβιέται απαλά και με κοιτάζει παιχνιδιάρικα. «Τσούκου!» μου κάνει.
«Έλα εδώ βρε
κέρατο!» της λέω και την αρπάζω, κερδίζοντας το χάχανό της, ωστόσο δεν
αντιστέκεται, έρχεται υπάκουα προς τα μένα. Σκύβει πάνω μου και χανόμαστε και
πάλι στο φιλί μας.
Με το που φοράω
το προφυλακτικό σκαρφαλώνει και κάθεται με τέχνη πάνω μου. Κλείνει τα μάτια της
και γέρνει ελαφρά προς τα πίσω, στηριζόμενη στα χέρια της. Με τα δικά μου
ελεύθερα χουφτώνω και αρχίζω να μαλάζω δυνατά τα στήθη της. Ενθυμούμενος την
προηγούμενη σκηνή, τσιμπάω στην αρχή απαλά, και μετά πιο δυνατά τις ρόγες της. Βογγάει
δυνατά, ηδονικά, και αρχίζει να κουνάει τη λεκάνη της.
Ρε μπας και έχω
πεθάνει και βρίσκομαι στον παράδεισο;
«Πιο δυνατά!» μου
κάνει. «Πιο δυνατά!»
Τα χέρια μου
κλείνουν τα στήθη της σα μέγγενη, όσο πιο πολύ τα σφίγγω, τόσο πιο ηδονικά
γίνονται τα βογγητά της. Δεν αντέχω το αργό της τέμπο, την πιάνω και τη βάζω να
σκύψει πάνω μου, και αρχίζω εγώ να κουνιέμαι, όσο πιο γρήγορα και δυνατά μου
επιτρέπει το κουρασμένο μου κορμί.
Ναι, φιλόδοξο,
γρήγορα μένω χωρίς ανάσα. Η Κρινιώ κατεβαίνει από πάνω μου και κάθεται στα
τέσσερα.
Ναι, είτε έχω
πάρει ψυχοτρόπα είτε έχω πεθάνει και βρίσκομαι σε κάποιο ηδονιστικό παράδεισο,
δεν εξηγείται αλλιώς. Σηκώνομαι και πάω από πίσω της. Ξεροκαταπίνω με τον
αισθησιασμό της στάσης της. Χωρίς να το σκεφτώ καν της τραβάω ένα απαλό
σκαμπίλι στο δεξί γλουτό.
«ΜΜΜΜΜ» μου
κάνει, και μου κουνιέται προκλητικά. Λαμβάνω το μήνυμα και πέφτει και δεύτερη,
και τρίτη. Αυτή τη φορά δε μου λέει πιο δυνατά, λες και ξέρω ενστικτωδώς τι
πρέπει να κάνω. Γλιστράω και πάλι μέσα της, και πιάνοντάς την από τη μέση
αρχίζω να κουνιέμαι. Τα μαλλιά της πέφτουν στην πλάτη της. Προσπαθώ να
αντισταθώ στον πειρασμό να την τραβήξω από τα μαλλιά…
Και χάνω
παταγωδώς. Ευτυχώς! Της αρέσει! Της αρέσει πολύ. Το καταλαβαίνω από τις ανάσες
της, από τον τρόπο που παραδίδεται σε μένα. Επιταχύνω το ρυθμό μου, πότε
τραβώντας της από τα μαλλιά—όχι πολύ δυνατά, πότε κρατώντας την από τη μέση,
και πότε πότε ρίχνοντας άλλοτε απαλά και άλλοτε—ας πούμε όχι απαλά—σκαμπίλια στους
γλουτούς της που έχουν αρχίσει και κοκκινίζουν.
Και αν κι εγώ
απέχω ακόμα αρκετά από το να τελειώσω, η Κρινιώ δεν έχει αυτούς τους
περιορισμούς. Δεν είναι ιδιαίτερα φωνακλού, τα βογγητά της δεν είναι από αυτά
που ξυπνάνε νεκρούς, αλλά είναι έντονα. Κάποιες στιγμές τις ξεφεύγουν κάποιες
φωνούλες σαν αυτές των γιαπωνέζικων hentai, που με κάνουν να χάσω όσα μυαλά μου απόμεναν.
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ…
ΑΑΑΑΑΑΑΧ… ΓΙΩΩ… ΓΙΩΡΓΟ… ΓΙΩ….ΡΓΟΟΟΟ ΑΑΑΑΧ» μου κάνει σχεδόν ξεψυχισμένα τη
στιγμή που ο οργασμός της κορυφώνει.
«Ναι μωρό μου!»
της λέω. «Τέλειωσε… Τέλειωσε για μένα!» της κάνω με φωνή που ίσα που μπορεί να
βγει.
«ΑΑΑΑΧ ΝΑΙ…
ΝΑΙΙΙΙΙ… ΑΑΑΑΧ ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ…ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ!» φωνάζει και πάλι, και εγώ, αν και
στα πρόθυρα του εμφράγματος, εντείνω ακόμα περισσότερο το ρυθμό μου…
…μέχρι που δε
μπορώ άλλο. Τραβιέμαι και προσπαθώ να βρω τις ανάσες μου.
«Γιώργο μου;» μου
κάνει με μια χροιά ανησυχίας στη φωνή της.
«Καλά είμαι
ματάκια μου!» της λέω με κοφτές ανάσες προσπαθώντας να την καθησυχάσω. «Ακόμα
ένας λόγος που έπρεπε να κόψω το κάπνισμα» της λέω αστειευόμενος και σωριάζομαι
και της ανοίγω την αγκαλιά μου.
«Θα σε γδάρω
φουκαρά μου!» μου κάνει απειλητικά. «Άντε!»
Αντί απάντησης τη
σφίγγω πάνω μου και τη φιλάω τρυφερά στα μαλλιά. Η δική της απάντηση είναι να
σηκωθεί και να πιάσει πρόχειρα πίσω τα μαλλιά της.
Oh boy!
Μου βγάζει το
προφυλακτικό και με ξαναπαίρνει στο στόμα της, και αυτή τη φορά με παίζει και
με το χέρι της. Ούτε λεπτό δεν περνάει και νιώθω την έκρηξη να έρχεται.
«Τραβήξου!» της
κάνω ξεψυχισμένα.
Εμένα μου λες;
Αντί να τραβηχτεί με πήρε ακόμα πιο βαθιά στο στόμα της. Είχα περάσει το σημείο
της μη επιστροφής, δεν προλαβαίνω να αντιδράσω, νιώθω την έκρηξη και χωρίς να
σταματήσει τις κυκλικές κινήσεις με το χέρι της, το κεφάλι της μένει ακίνητο,
με το όργανό μου σχεδόν το μισό μέσα της, να αδειάζει με ηδονικούς σπασμούς.
Δεν τα αφήνει να τρέξουν, δεν τα φτύνει, βλέπω τις κινήσεις του λαιμού του
καθώς καταπίνει μέχρι και την τελευταία στάλα. Και μετά… δε σταματάει. Με
χαϊδεύει με τη γλώσσα της από πάνω μέχρι κάτω, καθαρίζοντάς τον από όποια ίχνη
σπέρματος και σάλια.
Τελειώνει και μου
κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι. Άλλοι πενήντα πόντοι για το αλεπουδάκι, έχει
κάνει τη γριά αλεπού ρόμπα! Την τραβάω πάνω μου. Διστάζει για λίγο, αλλά δεν
ακούω κουβέντα. Την τραβάω προς το μέρος μου ακόμα πιο επιτακτικά. Το πρόσωπό
της… το πρόσωπό της φωτίζεται. Τα χείλη μας ακουμπάνε μεταξύ τους και σε λίγο
οι γλώσσες μας αγκαλιάζονται στις άκρες τους.
«Μπούφο!» είναι η
σειρά μου να της πω.
«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡ» μου
κάνει και με γεμίζει σάλια.
Και εκεί έχουμε τον τρίτο γύρο γαργαλήματος… και ας πρόσεχε!
8. Let the sunshine in
Το πρώτο φως της αυγής με βρίσκει με την
Κρινιώ στην αγκαλιά μου και τη Λίζι ανάμεσα στα πόδια μου, κουλουριασμένη σαν
μικρό σύννεφο γαλήνης. Το σώμα της Κρινιώς κολλημένο πάνω μου, η ανάσα της
ήρεμη, βαθιά, σαν θρόισμα φύλλων. Μικρές τούφες από τα μαλλιά της αγγίζουν το
πρόσωπό μου, μεταφέροντας εκείνο το απαλό άρωμα γιασεμιού που κουβαλά πάντα
μαζί της. Τα δάχτυλά της, χαλαρωμένα τώρα στον ύπνο, αναπαύονται απαλά πάνω στο
στήθος μου, λες και ακόμα και στον ύπνο της, βεβαιώνεται ότι είμαι εδώ, ότι
υπάρχω. Και με ό,τι κι αν είχε προηγηθεί τη νύχτα—με όλα όσα μοιραστήκαμε, όλα
όσα ξυπνήσαμε ο ένας μέσα στον άλλον—το πρωινό είναι ακόμα πιο όμορφο.
Γιατί με την Κρινιώ επέστρεψε η άνοιξη. Η
άνοιξη που νόμιζα πως είχε πια χαθεί για μένα. Πως την είχα προσπεράσει, πως
δεν θα την ξανάβλεπα. Και όμως, να τη εδώ, απλωμένη πάνω στο σεντόνι, στην
ανάσα μας, στο φως που τρυπώνει απ' τις γρίλιες και της χρυσίζει τα μαλλιά.
Παρατηρώ τον τρόπο που το φως παιχνιδίζει στο δέρμα της, στις καμπύλες των ώμων
της, στις σκιές που δημιουργούνται στην κοιλότητα του λαιμού της.
Και ας το ξέρω… δε θα γεράσω. Ίσως, ίσως
είναι καλύτερα έτσι. Ίσως η ζωή να με αποζημίωσε με την ένταση αυτό που μου
στέρησε σε διάρκεια— σαν φλόγα που καίει διπλά λαμπερή, γνωρίζοντας ότι το κερί
δεν θα διαρκέσει μέχρι το πρωί.
Το μόνο που με βαραίνει, το μόνο που δε με
αφήνει να χαμογελάσω τελείως ελεύθερα, είναι αυτό που έρχεται. Ότι θα πονέσει.
Ότι αυτό το χαμόγελο—που τώρα φωτίζει τον κόσμο—μια μέρα θα γίνει σιωπή. Θα
γίνει πέτρα και δάκρυ. Θα αφήσω πίσω μου ένα κενό που κανείς άλλος δεν θα
μπορέσει να γεμίσει ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.
Μα είναι ακόμα μικρή. Έχει μπροστά της
χρόνο. Ζωή. Έρωτες. Όνειρα. Θα έχει την ευκαιρία να γιατρευτεί. Να αγαπήσει
ξανά. Να ξεκινήσει απ' την αρχή. Να ζήσει και πάλι την άνοιξη…
Αυτή που η ίδια μου χάρισε…
Η Λίζι τεντώνεται, ένα μικρό γουργουρητό
βγαίνει από το λαιμό της καθώς ξυπνάει σταδιακά. Τα μουστάκια της τρεμοπαίζουν,
σαν να αφουγκράζεται τον κόσμο γύρω της. Γλιστράω προσεκτικά από το κρεβάτι,
φροντίζοντας να μην ξυπνήσω την Κρινιώ. Η Λίζι με ακολουθεί σιωπηλά, μια σκιά
στα πόδια μου καθώς κατευθύνομαι προς την κουζίνα.
Ανοίγω τα ντουλάπια αθόρυβα και συγκεντρώνω
τα υλικά για ένα πρωινό που θα της θυμίσει ότι κάθε μέρα μας μαζί είναι για μένα
γιορτή. Βγάζω το ψωμί για τοστ και πιάνω το τυρί και τη γαλοπούλα από το
ψυγείο. Κόβω μια ντομάτα σε λεπτές φέτες, τα δάχτυλά μου κινούνται με την
ακρίβεια χειρουργού—κάθε κίνηση μετρημένη, κάθε λεπτομέρεια προσεγμένη.
Ανακατεύω λίγη μαγιονέζα με μουστάρδα, κέτσαπ
και λίγο ελαιόλαδο, η σπιτική μου σως που θέλω να δοκιμάσει. Στύβω πορτοκάλια
για φρέσκο χυμό, η οξύτητά τους γεμίζει την κουζίνα με το άρωμα της νιότης και
της δροσιάς. Ακούω τον ήχο του μικρού χειροκίνητου στίφτη καθώς πιέζω τα
πορτοκάλια, ένας ρυθμικός ήχος που φέρνει στο νου καλοκαιρινά πρωινά, ανεμελιά,
στιγμές που ο χρόνος δεν μετράει.
Και μετά σου λένε να μην πιστεύεις τα
σημάδια. Δεν υπάρχει τραγούδι πιο ταιριαστό με αυτό που νιώθω αυτή τη στιγμή με
το τραγούδι που επέλεξε ο αλγόριθμος.
Imagine me and you, I do
I think about you day and night
It's only right
To think about the girl you love
And hold her tight
So happy together
Βάζω το καφέ της να ετοιμαστεί—ξέρω ακριβώς
πώς τον προτιμά, με μια κουταλιά ζάχαρη και λίγο γάλα, μόλις όσο χρειάζεται για
να μετριάσει την πικρότητα αλλά όχι τόσο ώστε να χαθεί η ένταση της γεύσης.
Καθώς ο καφές ετοιμάζεται, ο πλούσιος αρωματικός ατμός του ανεβαίνει σαν
θυμίαμα, γεμίζοντας την κουζίνα με την υπόσχεση μιας νέας μέρας.
I can't see me lovin' nobody but you for all my life
When you're with me, baby, the skies will be blue for all my life
Me and you, and you and me
No matter how they tossed the dice
It had to be
The only one for me is you
And you for me
So happy together
Τοποθετώ προσεκτικά τα πάντα στον μικρό
ξύλινο δίσκο—το τοστ με τη σπιτική σως, ένα ποτήρι φρεσκοστυμμένη πορτοκαλάδα,
το μικρό φλιτζάνι του καφέ που τόσο της αρέσει, με το σχέδιο της κόκκινης
παπαρούνας που έχει αρχίσει να ξεθωριάζει από τα πλυσίματα. Προσθέτω δίπλα μια
χαρτοπετσέτα διπλωμένη προσεκτικά και βγαίνω στον κήπο. Η ανοιξιάτικη δροσιά
ανακατεύεται με τη μυρωδιά του γιασεμιού και της νωπής γης. Σκύβω και κόβω μια
μαργαρίτα, διαλέγω προσεκτικά μία που έχει ανοίξει τελείως, με πέταλα τεντωμένα
προς τον ήλιο.
Επιστρέφω μέσα και την τοποθετώ σε ένα
μικρό γυάλινο βαζάκι, λεπτό και κομψό σαν παιδικό παιχνίδι. Το βάζω κι αυτό στο
δίσκο, ολοκληρώνοντας το μικρό τελετουργικό του πρωινού, όπως το είχα
φανταστεί. Ύστερα παίρνω τον δίσκο στα χέρια και ανεβαίνω ήσυχα τα σκαλιά,
προσπαθώντας να μη χτυπήσουν τα βήματά μου στα ξύλινα πατώματα.
Μπαίνω στο υπνοδωμάτιο και τη βρίσκω
ακριβώς εκείνη τη στιγμή που ισορροπεί ανάμεσα στον ύπνο και το ξύπνιο. Τα
μάτια της παραμένουν κλειστά, αλλά το χέρι της αναζητά στα τυφλά, ψηλαφίζει το
στρώμα δίπλα της, όπως κάποιος που έχει μάθει να ξυπνά μέσα στην αγκαλιά του
άλλου. Δεν με βρίσκει, και τα βλέφαρά της ανοίγουν απότομα, αθώα και θολά, σαν
να έχει βγει μόλις από τη θάλασσα ενός ονείρου.
Αφήνω τον δίσκο στο κομοδίνο με προσοχή,
για να μη χυθεί τίποτα, και σκύβω προς το μέρος της, αγγίζοντας απαλά τον ώμο
της, σαν να θέλω να τη διαβεβαιώσω ότι είμαι εκεί, ότι δεν χάθηκα. «Καλημέρα,
Κρινιώ μου,» της ψιθυρίζω. Η φωνή μου ακούγεται σχεδόν αόρατη στο πρωινό φως.
Τα μάτια της με αναγνωρίζουν, και ξαφνικά, με τρόπο μαγικό, φωτίζονται. Γυρίζει
προς το μέρος μου, και το χαμόγελό της ξεδιπλώνεται αργά στο πρόσωπό της, σαν
ήλιος που ανατέλλει πίσω από σύννεφα. Το σεντόνι έχει γλιστρήσει χαμηλά, αφήνοντας
τα στήθη της γυμνά στο φως της μέρας.
«Ορίστε, εγώ σου έφτιαξα πρωινό και εσύ με φλασάρεις!»
την πειράζω.
«Τι έκανες;» μου λέει και είναι η στιγμή που
προσέχει το δίσκο στο κομοδίνο δίπλα της.
«Τι, έτσι θα σε άφηνα;» της απαντάω χαμογελώντας.
Αντί απάντησης σηκώνεται και με αρπάζει και
μου δίνει ένα τρυφερό φιλί στο στόμα. Μετά κάθεται και πάλι στο κρεββάτι. Παίρνει
το ποτήρι με την πορτοκαλάδα, πίνει μια γουλιά, και με κοιτάζει πάνω από το
χείλος του ποτηριού, τα μάτια της γεμάτα μια τρυφερότητα που με κάνει να νιώθω
τυχερός παρά τα όσα έρχονται.
«Σε ευχαριστώ,» μου λέει χαμηλόφωνα, σχεδόν
ντροπαλά, αλλά τα λόγια της γεμίζουν το δωμάτιο. Μέσα σε δύο λέξεις
περικλείεται η ευγνωμοσύνη, η εμπιστοσύνη, και μια υπόσχεση που δεν χρειάζεται
να ειπωθεί. Καθώς τρώει το τοστ της, ένα μικρό «μμμ» ξεφεύγει από τα χείλη της,
κι εγώ χαμογελώ ικανοποιημένος, σαν μάγειρας που μόλις έλαβε το πολυτιμότερο
βραβείο του. «Αυτή η σως είναι καταπληκτική,» λέει με ενθουσιασμό.
«Μυστική συνταγή,» της λέω, παίζοντας με τα
φρύδια μου και παίρνοντας το πιο σοβαροφανές ύφος που μπορώ. Μου χαμογελά, με ένα
χαμόγελο καθαρό, αληθινό, που διαλύει κάθε σκιά που είχε μείνει να αιωρείται
μέσα μας, κάθε σκέψη για το αύριο που δεν θα μοιραστούμε.
Και αυτό είναι που μετράει. Όχι το πότε ή
το πόσο, αλλά το τώρα. Η στιγμή. Το χαμόγελό της, τα χέρια της γύρω από την
κούπα του καφέ, ο ήλιος που χορεύει ανάμεσα στις τούφες των μαλλιών της. Η
Λίζι, που πηδά στο κρεβάτι σαν να το είχε προγραμματίσει, και κουλουριάζεται
ανάμεσά μας, διεκδικώντας το μερίδιό της από τη θαλπωρή.
Αυτές είναι οι στιγμές που μένουν. Αυτές είναι οι στιγμές που μετρούν, που αξίζουν. Αυτές θα πάρω μαζί μου. Γιατί η ζωή δεν μετριέται με τα χρόνια ή με τα πλούτη. Μετριέται με τις στιγμές που άγγιξαν την καρδιά σου.
«Στις 14:00 πρέπει να είσαι στην καφετέρια,
έτσι;»
Η Κρινιώ καταπίνει τη μπουκιά της και
αφήνει για λίγες στιγμές το τοστ στο πιάτο. «Ναι, στις 14:00»
«Είναι ακόμα 10:30,» ξεκινάω. «Θες να πάμε
να κάτσουμε έξω στον κήπο; Έχει πολύ όμορφη μέρα. Ή αν δε θες να κάτσουμε εδώ,
μπορούμε να πάμε κάπου έξω να πιούμε το καφεδάκι μας.»
«Έχω καφεδάκι που μου έφτιαξε ο μπάρμπας
μου ο χίπης,» μου λέει γελώντας μου παιχνιδιάρικα αλλά μετά το προσωπάκι της
σκοτεινιάζει. «Δεν έχω ρούχα!» μου λέει.
«Θες να σε πάω από το σπίτι σου να
αλλάξεις;»
«Δε θέλω να φύγω!» μου κάνει παραπονιάρικα.
«Θα σου κλέψω μια μπλούζα σου για να μάθεις!»
«Θα σου πέφτει λίγο μεγάλη,» της λέω, καθώς
είμαι σημαντικά πιο ψηλός από την Κρινιώ που είναι κάπου στο 1,60 με 1,65.
“Don’t
care!” μου λέει
παιχνιδιάρικα και έτσι και με συνοπτικές διαδικασίες η μαύρη κοντομάνικη
μπλούζα με το εξώφυλλο του δίσκου Lemuria
των Therion γίνεται δική της.
“Metal geek!” μου κάνει πειράζοντάς με αλλά την αρπάζει και τη φοράει. Φυσικά και της πέφτει μεγάλη, φτάνει μέχρι το μέσο των μηρών της. Χαμογελάω και ψάχνω και βρίσκω ένα μποξεράκι που έχω με looney tunes. Δεν ταιριάζει σε τίποτα με τη μπλούζα, but who cares?
“Looney
tunes?” με ρωτάει βάζοντας και πάλι τα γέλια. Το αρπάζει και αυτό από τα χέρια μου αλλά δε βρίσκει το
εσώρουχό της, και πώς να το βρει άλλωστε αφού χθες στη λύσσα μας τα είχαμε
πετάξει στο σαλόνι; Πηγαίνω και της το φέρνω, το φοράει και από πάνω φοράει το
μποξεράκι μου. «Έτοιμη!» μου κάνει χαμογελώντας σα να είναι σε διαφημιστικό
οδοντόκρεμας.
Παίρνει το δίσκο με το πρωινό της, το οποίο δεν έχει τελειώσει, και πηγαίνουμε έξω στον κήπο με τη Λίζι να μας ακολουθεί κατά πόδας. Καθόμαστε στο τραπεζάκι και η Λίζι εξαφανίζεται και πάει να επιθεωρήσει το εξωτερικό μέρος του βασιλείου της. Ελπίζω να μη μου κουβαλήσει κανένα ποντίκι πάλι, το κάνει καμιά φορά, και όχι τίποτε άλλο αλλά δεν κάνει να τη μαλώσω, γιατί για τη Λίζι είναι δώρο που μου κάνει για να μου δείξει την αγάπη της.
«Πώς κοιμήθηκες καρδούλα μου;» τη ρωτάω
τρυφερά και το πρόσωπό της φωτίζεται και πάλι από το γλυκόλογο.
«Καρδούλα μου!» λέει και κλείνει τα μάτια
της παιχνιδιάρικα χαρίζοντάς μου ένα χαμόγελο. «Υπέροχα! Κατά τις τρεις,
κοιμόσουν του καλού καιρού εσύ, η Λίζι άρχισε να τρέχει πάνω-κάτω!» συνεχίζει
μ’ ένα γελάκι. «Και μετά ανέβηκε πάνω μου και μου έκανε πατουσάκια!»
«Κι έλεγα κι εγώ γιατί ξύπνησα
ξεκούραστος!» της απαντάω κάνοντας χαβαλέ. «Είναι που δε με ξύπνησε το βράδυ το
κοπρόγατο!»
«Ει! Σου απαγορεύω ρητά και κατηγορηματικά
να λες τη Λίζι κοπρόγατο, άντε μην προβώ σε ωμότητες!» μου κάνει, και για να
μην ξεχνιόμαστε, μου ρίχνει και πάλι μια με το δάχτυλο στη μύτη.
«Φουκαριάρα μου, κάτσε καλά, γιατί έχεις
και ζωγραφισμένο στόχο!» της απαντάω, συνεχίζοντας το χαβαλέ.
«Money very well spent, που λέει και ο θείος μου ο χίπης!» μου κάνει
χαχανίζοντας.
«Ποιος από τους δύο;» τη ρωτάω πειρακτικά.
«Ένας είναι ο χίπης! Ο άλλος ήταν πιο
σφιχτόκωλος!» μου απαντάει γελώντας κι εγώ βρίσκω την ευκαιρία να συνεχίσω το
χαβαλέ τραγουδώντας—λάθος· εκτελώντας—το Let the sunshine από το Hair.
“We starve, look at
one another, short of breath, walking proudly in our winter coats, wearing
smells from laboratories, facing a dying nation—”
Κι εκεί η Κρινιώ με κόβει με ακόμα ένα
πινγκ στη μύτη. «Σου απαγορεύω και επίσης δεν σου επιτρέπω!»
«Βρε κέρατο τι μου απαγορεύεις; Αφού αυτοί
είναι οι στίχοι του τραγουδιού!» κερδίζοντας ένα δυνατό «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» που
με γεμίζει σάλια.
«Μου φαίνεται σε τρώει!»
«Η αλήθεια είναι ότι ξύνεις πολύ καλά
γερο-χίπη μου!» μου λέει παιχνιδιάρικα και βάζω τα γέλια.
«Δεν ντρέπεσαι βρε νυμφομανές γύναιο;»
«Μα δεν είδες πως κοκκίνησα χθες βράδυ;»
μου απαντάει χαχανίζοντας και εκεί τα γέλια μου γίνονται ακόμα πιο δυνατά.
«Είσαι λατρεία ρε μούτρο!»
«Φιλάκιιιιιιιιιι!» μου κάνει
γλυκουλινιάρικα και χωρίς να περιμένει με αρπάζει, με φέρνει προς το μέρος της
και μου δίνει ένα βαθύ φιλί.
«Θα φας το τοστ σου ή θα κάνω σκοποβολή;»
«Και τα δύο, μπα;» μου κάνει και αυτή τη
φορά παραλίγο να με πνίξει. «Χριστούλης! Χριστούλης!»
Ναι,
θα έχει και από αυτόν οσονούπω, πήγα να πω για να
κάνοντας μαύρο χιούμορ με τον εαυτό μου, αλλά με προλαβαίνω πριν το εκστομίσω
και χαλάσω την διάθεσή της.
Πριν προλάβω να απαντήσω η Λίζι ρίχνει ένα
σάλτο και ανεβαίνει πάνω μου. «Μπα, με θυμήθηκες καμάρι μου;» της κάνω
χαϊδεύοντάς την στην κορυφή του κεφαλιού. «Μη μου κάνεις εμένα το κοπρόσκυλο!»
την ψευτομαλλώνω καθώς μου γλείφει το χέρι, κερδίζοντας το γέλιο της Κρινιώς. Η
Λίζι γράφοντάς με στα παλαιότερα των υποδημάτων της με γλείφει για λίγη ώρα
ακόμα και μετά από δυο στριφογυρίσματα βολεύεται πάνω στα γόνατά μου.
«Είναι να την έχεις σκίσει τη γάτα!» μου
λέει γελώντας.
«Με λες χαλβά, Κρινιώ μου;»
«Αν είναι ποτέ δυνατόν, Τζωρτζίνο μου!» μου
απαντάει κάνοντάς με να λιώσω, είναι η πρώτη φορά που με λέει έτσι. Δεν ξέρω…
από το πουθενά νιώθω τα μάτια μου να τσούζουν.
Άει, άει… την έχω δαγκώσει για τα καλά τη
λαμαρίνα…
«Πες το μου πάλι!»
«Τζωρτζίνο μου!» μου λέει ακόμα πιο γλυκά.
Αγνοώντας τις διαμαρτυρίες της Λίζι που την
ξεβόλεψα σηκώνομαι από τη θέση μου και πάω από πίσω από την Κρινιώ. Σκύβω και
την αγκαλιάζω σφιχτά και βάζει τα χέρια της πάνω στα δικά μου. Τρίβει το
μάγουλό της πάνω στο δικό μου και μετά γυρνάει ελαφρώς το κεφάλι της προς το
μέρος μου και μου δίνει ένα τρυφερό φιλί στα χείλη.
Τη σφίγγω δυνατά και μετά την αφήνω
επιστρέφοντας στη θέση μου. Η Κρινιώ μου χαρίζει ένα ντροπαλό, σχεδόν
κοριτσίστικο χαμόγελο, και παίρνοντας την πορτοκαλάδα στα χέρια της αδειάζει το
ποτήρι.
«Με κακομαθαίνεις!»
«Καλά σου κάνω!» της απαντάω κερδίζοντας
και πάλι το χαμόγελό της, αλλά αυτή τη φορά μου φαίνεται κάπως αμήχανο. «Τι
είναι Κρινιώ μου;»
«Είμαι πολύ δοτικός άνθρωπος!» μου απαντάει
αναστενάζοντας. «Σε όλες μου τις σχέσεις ήμουν εγώ… εγώ που έδινα. Πάντα
έδινα…»
«Γιατί μου το λες έτσι;» τη ρωτάω
κοιτάζοντάς την εξεταστικά.
«Δεν είναι παράπονο. Εννοώ, ότι ποτέ και σε
καμιά μου σχέση δεν ένιωσα ότι με εκμεταλλευόντουσαν… είχα την τύχη να κάνω
σχέσεις με σωστούς ανθρώπους.»
«Δεν είναι τύχη, Κρινιώ μου, μυαλό είναι.»
«Όταν είχα ερωτευτεί τον Γιώργο… τα μυαλά
μου είχαν γίνει πουρές. Μεγαλώνοντας… το ακούω αυτό που λες, αλλά με το Γιώργο
απλά στάθηκα τυχερή. Είμαι αυτή που είμαι, ήμουν και τρελά και παλαβά
ερωτευμένη μαζί του, χαλί είχα γίνει… αλλά ποτέ… ποτέ του δεν με πάτησε.»
«Δες το αλλιώς, Κρινιώ μου, αν ήταν
διαφορετικός θα τον είχες ερωτευτεί;»
«Δεν τον γνώριζα σαν χαρακτήρα όταν τον
ερωτεύτηκα. Στη… στη σχέση μας τον έμαθα.»
«Ας το θέσω αλλιώς, αν σου είχε δείξει
διαφορετικά σημάδια από αυτά που σου έδειξε στη σχέση σας, θα είχες παραμείνει
ερωτευμένη μαζί του;»
«Ναι,» μου απαντάει χωρίς δισταγμό. «Ο
έρωτας μπορεί να σε τυφλώσει, Γιώργο. Η πρώτη θα ήμουν ή η τελευταία;»
«Όστις αναμάρτητος…» της απαντάω ξερά.
«Έχεις δίκιο, Κρινιώ μου, όλοι κάπου μας, λίγο ή πολύ, την έχουμε πατήσει.
Καλώς ή κακώς από τα λάθη μας μαθαίνουμε γιατί αν δε μάθουμε θα είμαστε απλά
καταδικασμένοι να τα επαναλαμβάνουμε.»
«Σαν αυτό που λένε ότι σχιζοφρένεια είναι
να κάνεις συνεχώς τα ίδια και να περιμένεις διαφορετικά αποτελέσματα…»
«Κάπως έτσι,» της απαντάω χαμογελαστός.
«Ο Γιώργος δεν ήταν εύκολος άνθρωπος…
Εννοώ… ήταν πολύ κλειστός, πολύ σφιχτός άνθρωπος. Ήταν τρυφερός με τον τρόπο
του, αλλά δεν ήταν εκδηλωτικός. Κι όμως ήταν τέτοια η σχέση μας που ούτε στιγμή
δεν ένιωσα ανασφάλεια δίπλα του. Πάντα… πάντα ήξερε… Θα μου πεις ήταν 45 χρονών
και ήμουν 18… αλλά…»
«Δεν χρειάζεται να μου το εξηγήσεις, Κρινιώ
μου,» τη διακόπτω απαλά.
«Δεν… δεν είναι εύκολο να εξηγήσεις το
είδος της σχέσης που είχα με το Γιώργο.»
«Και όπως σου είπα δεν χρειάζεται. Σε
γέμιζε;»
«Ναι, φυσικά!»
«Ήσουν ευτυχισμένη; Ένιωθες πλήρης;»
«Ναι!»
«Δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο. Οι
λέξεις και οι όροι χρησιμεύουν μόνο όταν υπάρχει ανάγκη να συνεννοηθούμε μεταξύ
μας. Είναι ταμπέλες, λεκτικές σημάνσεις…Ήσουν πλήρης και ευτυχισμένη στη σχέση
σας, Κρινιώ μου, αυτό είναι που έχει σημασία, όχι πως θα ονομάζατε τη σχέση σας
για να την καταλάβει κάποιος τρίτος.»
«Έχεις δίκιο μωρέ Τζωρτζίνο μου, αλλά… θέλω
να καταλάβεις.»
«Γιατί; Τι περισσότερο χρειάζεται να ξέρω
για τη σχέση σου, πέραν ότι σε γέμιζε και ήσουν ευτυχισμένη;»
«Γιατί… γιατί κάποιος τρίτος θα μπορούσε να
την πει κακοποιητική. Θα μπορούσε να πει ότι με εκμεταλλεύτηκε.»
«Κρινιώ μου, ένιωσες ποτέ στη σχέση σου με
το Γιώργο κακοποίηση;»
«Όχι βέβαια!»
«Ένιωσες ποτέ ότι σε εκμεταλλεύτηκε;»
«Όχι! Με έκανε καλύτερη!»
«Τότε, στα μεταφορικά σου αρχίδια τι μπορεί
να πει ο κάθε άσχετος. Και επειδή φαντάζομαι ότι προσπαθείς να μου πεις χωρίς
να μου πεις ότι απολαμβάνεις σαδομαζοχιστικά παιχνίδια, guess what. So
do I!»
«Εεε…» μου είπε στουκάροντας και
κοκκινίζοντας τελείως.
“It’s
not my first rodeo, αλεπουδάκι μου,” της
απαντάω κλείνοντάς της το μάτι. «Ακόμα και αν ήμουν τελείως άπειρος σε τέτοια
θέματα—και δεν είμαι—μετά από αυτά που κάναμε χθες το βράδυ θα έπρεπε να είμαι
τελείως ηλίθιος να μην έχω καταλάβει τουλάχιστον τα βασικά!»
«Μπερμπάντη! Καλά το είπα!» μου λέει πειρακτικά
κάνοντάς με να χαμογελάσω και πάλι.
«Δεν είμαι μπερμπάντης, Κρινιώ μου. Είμαι
έμπειρος, ναι, αλλά ποτέ μου δεν υπήρξα γυναικάς, ίσα-ίσα… πάντα ήμουν φοβερά
επιλεκτικός στο σε ποια γυναίκα θα αφιερώσω το χρόνο μου.»
«Σε πειράζω βρε Τζωρτζίνο μου, μη τα
παίρνεις όλα τοις μετρητοίς!»
«Πειράζεις τον παλιό;» της κάνω δήθεν
αυστηρά. «Καλά το πας!» συνεχίζω, και η Κρινιώ πιάνοντας το υπονοούμενο βάζει
τα γέλια. Ξαφνικά πετάγομαι από τη θέση μου και αρχίζω και πάλι το γαργαλητό.
«ΜΗΗΗΗΗΗ!» μου κάνει προσπαθώντας να
αμυνθεί, και καλή της τύχη!
«Πες “bless me father, for I have sinned!”» τη διατάζω.
“Bless… ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ B—Bless ΧΑΧΧΑΧΑΧΑΧΑ! Δε!!! ΧΑΧΑΧΑ ΜΗΗΗΗ!»
Σταματάω και την αφήνω για μερικές στιγμές
για να βρει τις ανάσες της, και με αυτό που μου πετάει χάνω εγώ τις δικές μου. “Sorry daddy, I’ve been naughty!”
Εντάξει, δεν κατάλαβα πως κατάφερα να μην
πάθω έμφραγμα από τα γέλια, με έπιασε βήχας, πραγματικά. Μέχρι και η Κρινιώ
κάποια στιγμή τα χρειάστηκε.
«Γιώργο;» με ρώτησε με φωνή γεμάτη
ανησυχία.
«Αχ θα με στείλεις πριν την ώρα μου, και
δεν έχω και πολλές από δαύτες π’ ανάθεμά με» της απαντάω για να εισπράξω μια
στη μύτη όλη δική μου, και αυτή τη φορά πόνεσε!
«Ει! Υποτίθεται ότι εγώ δέρνω!»
«Άμα το ξαναπείς κάτι τέτοιο φουκαρά μου θα
φας τόσο ξύλο που θα παρακαλούσες να είσαι τερμίτης!» μου δηλώνει, και πάρ’ τον
πάλι κάτω τον δικό σου.
“Cross my heart and hope to die,” της απαντάω όταν βρίσκω και πάλι της ανάσες μου, μην αντέχοντας να μην
τρολλάρω ξανά τον εαυτό μου και η Κρινιώ σουφρώνει τα χείλη της και σταυρώνει
τα χέρια της μπροστά της.
«Τέτοιος είσαι! Δε σ’ αγαπάω!» μου κάνει,
μιλώντας μου σαν κοριτσάκι, κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια.
“Love, love
me do! You
know I love you” της λέω τραγουδιστά για
να την πειράξω… μόνο που το εννοώ.
«Εσύ δε μ’ αγαπάς καθόλου με αυτά που μου
λες» μου λέει προσπαθώντας με δυσκολία να μου κρατήσει μούτρα. «Άντεεεεεε…»
συνεχίζει γεμάτη παράπονο.
«Καρδούλα μου,» της λέω και της πιάνω το
χέρι. «Δεν το κάνω για να σου χαλάσω τη διάθεση… όμως έχει σημασία να με
καταλάβεις…»
«Το καταλαβαίνω Τζωρτζίνο μου,» μου λέει
χαμογελώντας μου γλυκά. «Είναι η άμυνά σου. Δεν… δεν μπορώ να φέρω τον εαυτό
μου στη θέση σου… δεν… δεν ξέρω πως… πώς είναι…» μου λέει και η φωνή της σπάει.
«Έλα εδώ!»
Με κοιτάζει για μερικές στιγμές αβέβαιη και
σηκώνεται και έρχεται προς τα μένα. Χτυπάω τα γόνατά μου, κάνοντάς την νόημα να
κάτσει πάνω μου. Σκαρφαλώνει πάνω μου ανοίγοντας τα πόδια της και με αγκαλιάζει
γύρω από το λαιμό. Της χαμογελάω και της χαϊδεύω το πρόσωπο.
«Ξέρεις πως λένε το χίπικο τραγούδι που
ξεκίνησα να σου τραγουδάω;»
“Let the sunshine,”
μου απαντάει.
«Όχι Κρινιώ μου, δεν λέγεται Let the sunshine,» της λέω και με κοιτάζει απορημένη. «Ο τίτλος του είναι Let the sunshine in. Η Θεά Τύχη σ’ έφερε στη ζωή μου… και έκανα ακριβώς αυτό που λέει το τραγούδι. Άφησα το φως να μπει.»
9. We come from the land of the ice and snow
Τη Δευτέρα το πρωί πηγαίνω στο γραφείο.
Εκτός από το Γιάννη κανείς δεν ξέρει τίποτα. Και έτσι θέλω να μείνει. Διασχίζω
τους διαδρόμους με το κεφάλι ψηλά, προσπαθώντας να κρύψω το ελαφρό τρέμουλο στα
χέρια μου. Προσπερνώ συναδέλφους που με χαιρετούν, ανταποδίδοντας με ένα
σύντομο νεύμα—τίποτα στο πρόσωπό μου δεν προδίδει την καταιγίδα που μαίνεται
μέσα μου.
Το απογευματάκι πηγαίνω και πάλι και τον
βρίσκω. Στέκομαι για μια στιγμή στο κατώφλι του γραφείου του, τα δάχτυλά μου
σφιγμένα γύρω από το πόμολο, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα για να σταθεροποιήσω τη
φωνή μου.
«Καλώς τον,» μου κάνει, και μου κάνει νόημα
να κάτσω. Το βλέμμα του με σαρώνει από πάνω μέχρι κάτω, αναζητώντας σημάδια,
εκτιμώντας την κατάστασή μου χωρίς να χρειάζεται να ρωτήσει.
«Πήρα μια απόφαση,» ξεκινάω να του λέω αλλά
το ύφος μου είναι τέτοιο που το καταλαβαίνει. Τα χείλη μου σφίγγονται σε μια
λεπτή γραμμή, τα μάτια μου καρφωμένα στα δικά του, αποφασιστικά. Χαμογελάει,
σηκώνεται με μια απότομη κίνηση που κάνει την καρέκλα του να τρίξει, και
έρχεται και με αγκαλιάζει. Η αγκαλιά του είναι δυνατή, σχεδόν ασφυκτική, ένας
βουβός διάλογος μεταξύ δύο ανθρώπων που γνωρίζονται πολύ καιρό για να
χρειάζονται λέξεις.
«Ποτέ δε θα πεθάνουμε κουφάλα νεκροθάφτη!»
μου λέει και με δυσκολία πνίγω το γέλιο μου. Νιώθω τους ώμους μου να χαλαρώνουν
για πρώτη φορά σήμερα, το διάφραγμά μου να πάλλεται με ένα γέλιο που έρχεται
από βαθιά—ένα γέλιο που θυμίζει άλλες εποχές, άλλες συνθήκες.
«Καλά, δεν θα το πήγαινα τόσο μακριά,» του
λέω προσπαθώντας να κάνω κι εγώ χαβαλέ, αλλά η φωνή μου έχει μια βραχνάδα που
αποκαλύπτει το βάρος πίσω από την προσπάθειά μου για ελαφρότητα. Τα μάτια μου
υγραίνονται, αλλά ανοιγοκλείνω γρήγορα τα βλέφαρα, διώχνοντας τα δάκρυα πριν
προλάβουν να σχηματιστούν.
«Θα το παλέψω Γιάννη… Θα το παλέψω μέχρι
που δεν θα μπορέσω άλλο.» Καθώς μιλάω, το σαγόνι μου σφίγγεται, το χέρι μου
υψώνεται σε μια γροθιά που επιβεβαιώνει την αποφασιστικότητά μου.
…
Το βραδάκι κάνω την κλήση μου στο messenger. Ξαπλώνω στον
καναπέ, με το μαξιλάρι στηριγμένο πίσω από τη μέση μου, και τεντώνω τα πόδια
μου στο τραπεζάκι. Κρατάω το κινητό λίγο ψηλότερα απ' ό,τι συνήθως για να
αποφύγω τις σκιές στο πρόσωπό μου. Το πρόσωπο της Κρινιώς εμφανίζεται στο messenger και το χαμόγελό
της με φωτίζει περισσότερο και από τον ήλιο. Τα μάτια μου αμέσως ζωντανεύουν,
οι γωνίες του στόματός μου υψώνονται σε ένα ακούσιο χαμόγελο.
«Καλησπέρα μούτρο!» της κάνω, γέρνοντας
ελαφρά το κεφάλι στο πλάι με εκείνη την παιχνιδιάρικη κίνηση που της αρέσει.
«Καλησπέρα Τζωρτζίνο μου!» μου απαντάει
τρυφερά, κάνοντας την καρδιά μου να λιώσει, όπως και την πρώτη φορά που το
άκουσα, μόλις χθες! Τα δάχτυλά μου σφίγγουν ελαφρά το κινητό και νιώθω μια
γλυκιά ζεστασιά να απλώνεται στο στήθος μου.
«ΑΑΑΑΑΑΧ» της κάνω προσπαθώντας να μιμηθώ
τη Βασιλειάδου στην ωραία των Αθηνών, ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια και
φέρνοντας το χέρι μου στο στήθος με θεατρική υπερβολή, κερδίζοντας το γέλιο
της. Το σώμα μου αναδεύεται ελαφρά καθώς κι εγώ γελάω μαζί της.
«Κρινιώ μου, την άλλη εβδομάδα μπορείς να
πάρεις άδεια το Σαββατοκύριακο; Και αν είναι δυνατόν, μπορείς να λείψεις από τα
μαθήματά σου την Πέμπτη και την Παρασκευή;» Ανασηκώνομαι λίγο πιο όρθιος καθώς
μιλάω, τα φρύδια μου ελαφρώς υψωμένα σε μια έκφραση προσμονής.
«Χμμμ… Τι έχεις στο μυαλό σου;» ρωτάει
καχύποπτα, μισοκλείνοντας τα μάτια και φέρνοντας το πρόσωπό της πιο κοντά στην
κάμερα.
«Μια εκδρομούλα!» της λέω, με τα δάχτυλά
μου να παίζουν ρυθμικά στο μπράτσο του καναπέ από τον ενθουσιασμό. «Μπορείς;»
«Θα μπορέσω!» με διαβεβαιώνει, γνέφοντας
καταφατικά με το κεφάλι. «Για πού λες;»
«Παρίσι!» της κάνω και βλέπω τα μάτια της
να γουρλώνουν. Ένα πλατύ χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό μου καθώς απολαμβάνω
την έκπληξή της. Γέρνω προς τα εμπρός, σχεδόν αγγίζοντας την οθόνη. «Στο πρώτο chat μας, κάποια όνομα και
μη χωριό μου είχε πει ότι δε θα τη χάλαγε ένα ταξίδι στην πόλη του Φωτός!» Η
φωνή μου τρέμει ελαφρά από τον ενθουσιασμό, τα χέρια μου κάνουν μια πλατιά
χειρονομία σαν να αγκαλιάζω όλη την ιδέα του ταξιδιού.
«Μου κάνεις πλάκα τώρα!» μου λέει
αδυνατώντας να πιστέψει ότι της μιλάω σοβαρά. Το στόμα της ανοίγει σε έκπληξη,
τα χέρια της καλύπτουν τα μάγουλά της καθώς γέρνει πίσω, η κάμερα τρέμει ελαφρά
από την κίνησή της.
«Καθόλου,» τη διαβεβαιώνω, κοιτάζοντάς την
κατευθείαν στα μάτια, με το πηγούνι μου ελαφρώς ανασηκωμένο για να δείξω πόσο
σοβαρός είμαι. Μετά η φωνή μου μαλακώνει, τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου
χαλαρώνουν. «Η ζωή είναι ένα μεγάλο καρουζέλ. Η μουσική δε σταμάτησε ακόμα
Κρινιώ μου.» Καθώς το λέω αυτό, κάνω μια μικρή κυκλική κίνηση με το χέρι μου,
σαν να περιγράφω την περιστροφή του καρουζέλ.
Το βλέμμα της σκοτεινιάζει για μερικές
στιγμές αλλά φωτίζεται και πάλι. Παρατηρώ τον τρόπο που οι ώμοι της πέφτουν για
ένα δευτερόλεπτο, πριν τεντωθούν ξανά με αποφασιστικότητα. «Πανί με πανί θα
μείνω, αλλά δε γαμιέται!» μου λέει με ολοένα και αυξανόμενο ενθουσιασμό,
χτυπώντας ελαφρά το χέρι της στο τραπέζι μπροστά της, ο τόνος της φωνής της
ανεβαίνει με κάθε λέξη.
«Τα έξοδα δικά μου,» της ξεκαθαρίζω.
«Γιώργο…» πάει να μου φέρει αντίρρηση αλλά
το ξεκόβω.
«Αυτό που σου είπα και μη με κάνεις να έρθω
από εκεί!» την απειλώ στα ψέματα!
«Μωρέ τι μας λες;» μου κάνει προκλητικά και
βρίσκω την ευκαιρία μου.
«Αυτό ήταν, έρχομαι να σε μαυρίσω!» της
δηλώνω για να πάρω ως απάντηση ένα «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» όλο δικό μου. «Έρχομαι!» της
λέω και κλείνω το messenger.
Σηκώνομαι όπως είμαι με τη φόρμα, παίρνω το
πορτοφόλι μου και το κινητό μου και κατεβαίνω στο αυτοκίνητο. Δέκα λεπτά
αργότερα είμαι κάτω από το σπίτι της. Χτυπάω το κουδούνι της.
«Αυτή τη στιγμή απουσιάζουμε! Παρακαλώ
αφήστε το μήνυμά σας μετά το χαρακτηριστικό ήχο!» ακούω τη φωνή της Κρινιώς από
το μεγάφωνο της εξώπορτας. «Χαρακτηριστικός ήχος!» μου λέει και βάζει τα γέλια,
και δεν υπάρχει ομορφότερος ήχος στον κόσμο από το γέλιο της.
Το ρίχνω κι εγώ στην πλάκα και αρχίζω να
της τραγουδάω φάλτσα το Immigrant
Song:
We come from the land of the ice and snow
From the midnight sun where the hot springs flows
The hammer of the Gods will drive our ships to new lands
To find the horde, sing and cry “Valhalla I’m coming”
«Πρώτη φορά μου κάνουν καντάδα!» μου λέει
ξεκαρδισμένη και πάλι στα γέλια, και αυτή τη φορά ακούω το χαρακτηριστικό
βουητό της πόρτας που ξεκλειδώνει.
Ανεβαίνω στο δεύτερο όροφο που μένει, με
περιμένει στην πόρτα. Φοράει μια μαύρη κοντομάνικη μπλούζα που της πέφτει μεγάλη
και φτάνει μέχρι τη μέση των μηρών της. Από κάτω τα πόδια της είναι γυμνά, είτε
είναι με κάποιο κοντό σορτσάκι που το καλύπτει η μπλούζα, είτε είναι μόνο με το
εσώρουχό της. Ή ίσως ούτε καν αυτό!
«Μαύρισον μεν φίλησον δε!» μου λέει
χαχανίζοντας και με παίρνει αγκαλιά στην πόρτα και μου δίνει ένα τρυφερό φιλί
στα χείλη. Τραβιέται και με κοιτάζει με πονηρό βλέμμα. Όπως την έχω αγκαλιά της
ρίχνω μια απαλή στα μεριά της. Δεν φοράει σορτσάκι, πρέπει να είναι με το
εσώρουχό της.
«Αχνε!» μου κάνει χαχανίζοντας και κάνει
στο πλάι για να περάσω μέσα. Κλείνει την πόρτα και της ρίχνω ακόμα μια
παιχνιδιάρικη στα πισινά της που την κάνει να χοροπηδήσει. «Αγροίκε!»
«Αεροπορικά, ξενοδοχεία, φαγητά, ποτά και Disneyland δικά μου!» της
λέω μετρώντας με τα δάχτυλά μου καθώς απαριθμώ τα έξοδα, και η μαγική τρίτη
λέξη την κάνει να ξεχάσει τις αρχικές της διαμαρτυρίες.
“Disneyland?” με ρωτάει με έξαψη, τα μάτια της
ανοίγουν διάπλατα και λάμπουν, τα χέρια της πλησιάζουν στο πρόσωπό της σε μια
χειρονομία παιδικού ενθουσιασμού.
«Εμ, τι νόμιζες; Θα πηγαίναμε Παρίσι και δε
θα σε πήγαινα στη Disneyland?”
Μου χαμογελάει αλλά μετά σοβαρεύει. «Γιώργο
μου, σοβαρά τώρα…»
«Οκ,» της λέω υποχωρώντας. «Οι καφέδες στο
αεροδρόμιο δικοί σου!» της λέω συνεχίζοντας το χαβαλέ αλλά μετά σοβαρεύω κι
εγώ. Την παίρνω από το χέρι και πάμε και καθόμαστε στον καναπέ. «Κρινιώ μου,»
της λέω και όπως έχω ακόμα το χέρι της στο δικό μου το φέρνω στο στόμα μου και
το φιλάω. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αισθάνεσαι αμήχανα ή οτιδήποτε. Ξέρω
ότι δεν σου περισσεύουν, και όσο και αν δεν είμαι κανένας πλούσιος, για μένα τα
χρήματα δεν έχουν πια καμία αξία. Δεν αγοράζω με δαύτα το χρόνο σου, Κρινιώ μου.
Τα επενδύω σε όσον έχει απομείνει από τον δικό μου.»
Για μια στιγμή, το βλέμμα της θολώνει. Βλέπω τα μάτια της να γυαλίζουν και μέσα της παλεύει να μη λυγίσει. Μα δεν τη πιέζω, ούτε λέω τίποτα περισσότερο. Της αφήνω το χώρο της να νιώσει, να σκεφτεί και να αποφασίσει χωρίς πίεση. Το μόνο που κάνω είναι να της κρατάω το χέρι απαλά, μεταφέροντας της τη δική μου ηρεμία.
«Είσαι τρελός,» μου ψιθυρίζει τελικά, με
εκείνο το χαμόγελο που μόνο εκείνη ξέρει να δίνει, μισό γεμάτο ευγνωμοσύνη,
μισό γεμάτο αμφιβολία αν της αξίζουν όλα αυτά.
«Είμαι,» της απαντώ σοβαρά. «Η λογική είναι
υπερτιμημένη.»
Γέρνει το κεφάλι της στον ώμο μου και
μένουμε έτσι, σιωπηλοί, με το ρολόι στον τοίχο να μετράει ρυθμικά τις στιγμές
μας. Έξω η νύχτα πέφτει, και εγώ, μέσα σε αυτή τη μικρή αγκαλιά, νιώθω ότι για
πρώτη φορά εδώ και καιρό, τίποτα έξω δεν έχει σημασία. Ούτε η καταιγίδα που
πλησιάζει, ούτε οι εξετάσεις της, ούτε οι λογαριασμοί που περιμένουν καρτερικά
στο τραπέζι μου. Μόνο εκείνη.
Σηκώνει το βλέμμα της και με κοιτάζει στα
μάτια. «Πότε φεύγουμε;» ρωτάει απλά, χωρίς πια καμία επιφύλαξη.
Χαμογελάω φαρδιά. «Την άλλη Πέμπτη τα ξημερώματα.
Σου έφτιαξα και πρόγραμμα.»
Ανοίγω το κινητό μου και της δείχνω το
αρχείο: μικρές σημειώσεις, γεμάτες καρδούλες και ζωγραφισμένα αεροπλανάκια. Τα
μάτια της γελάνε, καθώς βλέπει το δικό μας Παρίσι να ξετυλίγεται μπροστά της:
- Περίπατος στις όχθες του Σηκουάνα.
- Πρωινός καφές στο Saint-Germain.
- Βόλτα με ποδήλατο στο Jardin
des Tuileries.
- Προσκύνημα στο Shakespeare and Company.
- Ανέβασμα στον πύργο του Eifel.
- Μονμάρτη.
- Disneyland, μέχρι να μας
πάρουν σηκωτούς.
Σηκώνεται απότομα, και παίρνοντας το πρόσωπό μου στα χέρια της με φιλάει. Όχι μόνο για το Παρίσι. Για όλα όσα δεν έχουν ακόμα γραφτεί. Το φιλί στην αρχή είναι τρυφερό αλλά σταδιακά γίνεται όλο και πιο παθιασμένο. Σταματάει, με πετάει κάτω στον καναπέ και σκαρφαλώνει πάνω μου. Με μια κίνηση βγάζει το μπλουζάκι που φοράει και μένει γυμνή από πάνω.
Παίρνει τα χέρια μου και τα βάζει πάνω στα
στήθη της και τα πιέζει πάνω τους. Χαμογελώντας πονηρά, κατεβαίνει λίγο πιο
κάτω και αρχίζει και τρίβεται πάνω μου, και παρόλο που μας χωρίζουν το
μποξεράκι μου, η φόρμα μου και το κιλοτάκι της, ο ερεθισμός μου είναι τόσο
έντονος που σχεδόν με πονάει.
Κάνει ακόμα πιο πολύ προς τα πίσω και μου
κατεβάζει τη φόρμα και το μποξεράκι και με το που μένω γυμνός σκύβει και με
παίρνει στο στόμα της κάνοντάς με να δω αστεράκια. Κλείνω τα μάτια μου και
αφήνομαι στο χάδι της γλώσσας της και τον χειλιών της. Είναι πολύ καλή, μπορεί
να με πάρει όλο στο στόμα της και η αίσθηση μέσα του είναι πέραν πάσης
περιγραφής. Τη σταματάω γιατί αν συνεχίσει δε θα αντέξω ούτε λεπτό.
Η Κρινιώ καταλαβαίνει τις προθέσεις μου και
μου χαρίζει το χαμόγελό της που με κάνει κάθε φορά και λιώνω. Σηκώνεται και
πηγαίνει να φέρει ένα προφυλακτικό και επιστρέφει λίγες στιγμές μετά. Βγάζει το
κιλοτάκι της, με ξαναπαίρνει στο στόμα της ίσα για να μου γίνει ξανά κατάρτι
και αφού μου φορέσει το προφυλακτικό με απίστευτη επιδεξιότητα, σκαρφαλώνει
ξανά πάνω μου και με τα χέρια της οδηγεί το όργανό που γλιστράει σχεδόν μέσα
της.
Ω Θεοί!
Βάζει τα χέρια μου στα στήθη της και
αρχίζει και κινείται μπρος-πίσω. Παίρνοντας το μήνυμα αρχίζω και τα μαλάζω,
στην αρχή πιο απαλά και μετά με αυξανόμενη δύναμη. Σφιχτά, νεανικά… πλούσια… η
αίσθησή τους στα χέρια μου, οι στεναγμοί της, ο τρόπος που χορεύει σχεδόν πάνω
μου με κάνουν να χάσω τελείως τον έλεγχο, δεν αντέχω ούτε δύο λεπτά. Αφήνω στα
στήθη και την αρπάζω από τη λεκάνη και την κρατάω ακίνητη και οι εκρήξεις μου
διαδέχονται η μία την άλλη καθώς τελειώνω με σπασμούς μέσα της.
“Awkard!” είναι το πρώτο πράγμα που λέω αφού
καταφέρω να βρω τις ανάσες μου και το γέλιο της ακούγεται όπως κάθε φορά σα
μουσική στ’ αφτιά μου.
«Μη μου σκας, έχω κι άλλα προφυλακτικά!»
μου λέει γελώντας μου πονηρά και τραβιέται προσεκτικά από πάνω μου.
Σηκώνομαι κι εγώ και βγάζω το προφυλακτικό.
«Δεν χρειάζεται προφυλακτικό γι’ αυτό που θα σου κάνω!» της λέω και ορμάω πάνω
της και αρχίζω και την γαργαλάω!
«Μηηηη!!» μου κάνει σκασμένη στα γέλια
παλεύοντας να ξεφύγει.
Σταματάω και την αρπάζω και φέρνω το κεφάλι
της προς το μέρος μου και τα χείλη μας κολλάνε και η Κρινιώ λιώνει στο φιλί μου.
Σταματάω το φιλί και την ξαπλώνω στην πλάτη του καναπέ. Γονατίζω μπροστά της,
της ανοίγω τα πόδια και χώνω το κεφάλι μου ανάμεσά τους. Τα χείλη της είναι σα
ροδοπέταλα. Ανασαίνω τη θηλυκή της ευωδιά που δεν συγκρίνεται ούτε με το
ακριβότερο άρωμα, και κολλάω το στόμα μου πάνω της.
Η γλώσσα μου και τα χείλη μου παίζουν με
την κλειτορίδα της, και σιγά-σιγά οι ανάσες της γίνονται πρώτα στεναγμοί και
μετά βογγητά. Αν και η στάση δεν βολεύει ιδιαίτερα καταφέρνω να στριμώξω το
χέρι μου από κάτω και βυθίζω μέσα της το μεσαίο μου δάχτυλο, κερδίζοντας ακόμα
πιο δυνατά βογγητά. Από την αντίδρασή του σώματός της καταλαβαίνω ότι αυτό που
της αρέσει περισσότερο είναι να της πιέζω την κλειτορίδα με το μέσο της γλώσσας
μου κάνοντας κυκλικές κινήσεις.
Αν και ακούγεται εύκολο, δεν είναι, η στάση
με κουράζει και δεν έχω και ιδιαίτερες αντοχές, ωστόσο εκείνη τη στιγμή
προτιμάω να πάθω έμφραγμα παρά να σταματήσω. Η Κρινιώ έχει παραδοθεί τελείως,
νιώθω το σώμα της να τρεμουλιάζει σα να το διαπερνάνε χιλιάδες βολτ. Τα βογγητά
της έχουν γίνει ακόμα πιο δυνατά και αυτό μου δίνει τη δύναμη μου χρειάζομαι
για να συνεχίσω και η αλήθεια είναι ότι χρειάστηκε κάμποση ώρα για να δρέψω
τελικά τους καρπούς.
Νιώθω το σώμα της να τεντώνεται και ταυτόχρονα
να κάνει σχεδόν σπασμούς. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΧ ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ… ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ!!!!»
Τεντώνεται για μία τελευταία φορά. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ!!!!!» και τα υγρά της
γεμίζουν το πρόσωπό μου. Δεν είχα καταφέρει ποτέ να κάνω γυναίκα να σκουιρτάρει
και η καρδιά μου πάει να σπάσει από τη χαρά μου.
Ρουφάω αχόρταγα τους χυμούς της ενώ η
Κρινιώ κοντεύοντας να χυθεί από τον καναπέ προσπαθεί να βρει τις ανάσες της.
Αλλά δεν έχω τελειώσει μαζί της, ούτε καν! Σηκώνομαι λίγο για να ξεπιαστώ και
τη βοηθάω να σηκωθεί. Τη γυρίζω να μου έχει πλάτη και τη φιλάω στο σβέρκο ενώ
με τα χέρια μου μαλάζω δυνατά τα στήθη της και τσιμπάω τις ρόγες της,
κερδίζοντας νέους ηδονικούς στεναγμούς.
«Κάτσε στα τέσσερα στον καναπέ!» της λέω
και το κάνει αμέσως και χωρίς κανένα δισταγμό. Θαυμάζω για μερικές στιγμές το
υπέροχο κωλαράκι της και γονατίζω πίσω της. Της χουφτώνω και τους δύο γλουτούς
χωρίζοντάς τους και βυθίζω τη γλώσσα μου στο άνοιγμά της. «Σ’ αρέσει μωρό μου;»
«Πολύ! Πολύ!» μου απαντάει ξεψυχισμένα.
Περνάω το χέρι μου από κάτω και περνώντας
το μπροστά παίζω με την κλειτορίδα της ενώ η γλώσσα μου βυθίζεται στην πίσω της
τρυπούλα απολαμβάνοντας την αρμύρα του κορμιού της. Συνεχίζω έτσι για κάμποση
ώρα μέχρι που η γλώσσα μου κουράζεται. Χωρίς να διστάσω τραβάω το δάχτυλό μου
που το είχα μέσα στο μουνάκι της και το βυθίζω απαλά πίσω της.
«ΜΜΜΜΜΜ» της ξεφεύγει.
«Σ’ αρέσει Κρινιώ μου;»
«Με τρελαίνεις!» μου απαντάει με τη φωνή
της να βγαίνει σχεδόν σαν ψίθυρος από την καύλα της.
«Σε τρελαίνω μωρό μου;» τη ρωτάω βυθίζοντας
το δάχτυλό μου όσο πιο βαθιά μπορούσε να μπει πίσω της.
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΝΑΙ!!! Σε θέλω!» μου κάνει. «Σε
θέλω πάλι!»
Καταφέρνω χωρίς να βγάλω το δάχτυλό μου από
πίσω της να γυρίσω προς το τραπεζάκι και να βγάλω ένα προφυλακτικό. Βέβαια το
σχέδιό μου έπασχε γιατί αφενός για να το φορέσω χρειαζόμουν και τα δυο μου
χέρια και αφετέρου δεν ήμουν τελείως ερεθισμένος. Για το δεύτερο πάντως δε
χρειάζεται πολλά-πολλά, απλά τον τρίβω πισωκολλητά της και σε δευτερόλεπτα
γίνεται και πάλι κατάρτι.
Σταματάω και φοράω το προφυλακτικό και
προσεκτικά το βάζω πισωκολλητά μπροστά της, κερδίζοντας ακόμα ένα ηδονικό
της βογγητό. Την αρπάζω από τους γλουτούς και αρχίζω να κινούμαι απαλά, δεν
βιάζομαι καθόλου. Ακόμα και με το προφυλακτικό η αίσθηση μέσα της
είναι απίστευτη, και το θέαμα που μου προσφέρει με το κορμάκι της καμπυλωμένο την
κάνει ακόμα πιο έντονη.
Την τραβάω από το μαλλί και την φέρνω προς
το μέρος μου και ταυτόχρονα καρφώνομαι όσο πάει μέσα της. Κρατώντας την ακόμα
από το μαλλί με το ένα χέρι, της δίνω μια δυνατή ξυλιά στο δεξί κωλομέρι.
«ΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» μου κάνει. «ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ!»
«Πιο δυνατά θέλει το κορίτσι;» τη ρωτάω και
χωρίς να περιμένω απάντηση της ρίχνω μία ακόμα πιο δυνατή.
«ΝΑΙ! ΝΑΙ!»
Αρχίζω και πάλι να κινούμαι χωρίς να
σταματήσω να τις ρίχνω δυνατά σκαμπίλια στα μεριά της, που έχουν αρχίσει και
κοκκινίζουν. Και δεν είναι μόνο στην Κρινιώ που αρέσει αυτό, εγώ δεν πάω πίσω.
Είχα αρχίσει να επιταχύνω αλλά σταματάω γιατί νιώθω ότι πάλι δε θα αντέξω ούτε
λεπτό. Την τραβάω και πάλι από το μαλλί και τη σηκώνω όσο πιο πολύ μπορώ.
«Γιώργο!» μου λέει ξεψυχισμένα.
«Σε πόνεσα μωρό μου;» τη ρωτάω ανήσυχος και
την αφήνω.
«Όχι!! Όχι!! Σε… σε θέλω… πίσω μου!» μου
απαντάει.
Δεν την ρώτησα αν είναι σίγουρη. Αφενός
χθες μου είχε πει ότι της αρέσει το παρά φύσιν, ειδικά αν έχει προηγηθεί spanking, και αφετέρου
είχα καταλάβει ότι είναι άνθρωπος που ξέρει τι θέλει και δεν διστάζει να το
ζητήσει.
«Ό,τι θέλει το κορίτσι,» της απαντάω και τραβιέμαι
από μέσα της. «Έχεις λιπαντικό;»
«Δεν χρειάζεται!» μου απαντάει. Ναι, της
άρεσε το rough sex—μου το είχε πει και
αυτό in no uncertain
terms—το λιπαντικό βασικά
εγώ το ήθελα περισσότερο—καθώς με δαύτο η αίσθηση είναι ανώτερη—αλλά και όχι σε
σημείο να χαλάσουμε τις καρδιές μας.
Τον τρίβω πίσω της και αρχίζω να σπρώχνω
προσεκτικά. Παρόλο που μου είχε πει ότι της αρέσει αυτός ο πόνος—να κάτι που δε
μπορούσα να φανταστώ βασιζόμενος στις προηγούμενες σχέσεις μου—δεν βιάζομαι το
από πίσω θέλει τη ρέγουλά του. Αργά και με προσεκτικές κινήσεις—και παρά του
περί του αντιθέτου παραινέσεις από την Κρινιώ—καταφέρνω να αρχίζω να τον βυθίζω
μέσα της.
«ΝΑΙΙΙΙΙΙΙΙΙ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜ ΝΑΙΙΙΙΙΙΙ!» Αρχίζω
να πιέζω ακόμα πιο δυνατά και τα βογγητά της—μείξης πόνου και καύλας—είναι η
απάντηση στους δικούς μου φόβους. Καταφέρνω να βυθιστώ μέχρι τα τρία τέταρτα
μέσα της. «ΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜ ΝΑΙΙΙΙΙΙΙ ΝΑΙΙΙΙΙΙ!»
Την αρπάζω από το μαλλί και καρφώνομαι όλος
μέσα της.
«ΝΑΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΝΑΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!»
Και κάπου εκεί το χάνω κι εγώ και αρχίζω να
μπαινοβγαίνω μέσα της σαν μανιακός, και παρόλο που νιώθω το τέλος σχεδόν μια
ανάσα μακριά, καταφέρνω να διατηρήσω αυτό το ρυθμό για πάνω από πέντε λεπτά.
Πότε την αρπάζω από το μαλλί, πότε τη γραπώνω από τη μέση ή τους γλουτούς, και
πότε της χώνω εναλλάξ σκαμπίλια στα κωλομέρια που έχουν γίνει κατακόκκινα.
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ! ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ!!!!
ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» μου φωνάζει πάνω στην κορύφωση του οργασμού της.
Είχα ακούσει ότι κάποιες γυναίκες μπορούν
να έχουν οργασμό και στο παρά φύσιν, αλλά μέχρι τώρα δε μου είχε τύχει να το
διαπιστώσω ιδίοις όμμασι! Καρφώνομαι για τελευταία φορά μέσα της, και κοκκαλώνω
με το όργανό μου να κάνει σπασμούς μέσα της, και την ψυχή μου σχεδόν να φεύγει
από το σώμα μου.
Ναι, τόσο έντονος ήταν ο οργασμός μου.
Μπορεί το Σύμπαν να μου έστειλε τερματικό καρκίνο αλλά η Θεά Τύχη να αποφάσισε έστω κι έτσι να μου χαμογελάσει, και έχει υπέροχο χαμόγελο η πουτάνα.
10. Στην πόλη του φωτός
Μέχρι να έρθει η επόμενη εβδομάδα και το
ταξίδι μας, ο χρόνος φάνηκε σα να είχε κολλήσει. Πέρα από τα πρωινά στο
γραφείο, με το που σχολούσα ο κόσμος μου γινόταν πιο φωτεινός, γιατί είτε το
απόγευμα, είτε το βράδυ—κάθε βράδυ—το περνούσαμε μαζί, συνήθως στο σπίτι μου,
για να μην αφήνουμε μόνο και το άλλο μου κορίτσι.
Όσο για το που θα άφηνα τη Λίζι, το
τετραήμερο που θα ήμασταν στο Παρίσι, αυτό το είχα λυμένο εδώ και καιρό, καθώς
οι επαγγελματικές μου υποχρεώσεις καμιά φορά απαιτούσαν ολιγοήμερα ταξίδια είτε
στην Κύπρο, είτε στη Ρουμανία, οπότε είχα βρει ξενοδοχείο για κατοικίδια και
την άφηνα εκεί.
Βέβαια, με την είσοδο της Κρινιώς στη ζωή
μου, δε θα χρειαζόταν ξενοδοχείο, μου το είχε πει άλλωστε και η ίδια, και δεν
εννοώ μόνο το ότι θα την αναλάμβανε όταν… όταν δε θα ήμουν πια εδώ. Παρόλο που
στις γάτες δεν αρέσει να αλλάζουν περιβάλλον, δυο-τρεις φορές που περάσαμε το
βράδυ στο διαμέρισμά της, είχα φέρει μαζί μου και την Λίζι, που μπορεί να μην
πέταγε τη σκούφια της, αλλά… τουλάχιστον δεν έμενε μόνη της.
Την Τετάρτη το απόγευμα, άφησα την εντόνως
διαμαρτυρόμενη Λίζι στο ξενοδοχείο, και μετά πήγα στην καφετέρια που δούλευε η
Κρινιώ και ήπια το καφεδάκι μου, διαβάζοντας και περιμένοντάς την να σχολάσει.
«Ουφ, τον ατελείωτο είχε Τζωρτζίνο μου!»
«Μερικές ώρες έμειναν καρδούλα μου!»
«Ναιιιιιιιιιιιι!» μου κάνει ενθουσιασμένη
και αρπάζοντάς με στην αγκαλιά της μου ρίχνει ένα ρουφηχτό φιλί.
Μας είχε κόψει και τους δυο μας η πείνα κι
έτσι κάναμε μια σύντομη στάση από ένα σουβλατζίδικο. Τα πράγματά της τα είχε
φέρει από εχθές στο σπίτι μου και έτσι δε χρειαζόταν να πάει από το δικό της.
Παρόλο που είχε φέρει και δικά της ρούχα για να έχει στο σπίτι μου, όπως
άλλωστε είχα αφήσει κι εγώ κάποια πράγματα στο δικό της, η Κρινιώ λάτρευε να
φοράει τις δικές μου μπλούζες, παρόλο που πάνω της έπεφταν σαν κελεμπίες.
«Μυρίζει Τζωρτζίνο!» ήταν η μόνιμη
δικαιολογία της.
Και εκτός από τις μπλούζες μου είχε
απαλλοτριώσει και άλλα δύο μποξεράκια, και με τα υπέροχα οπίσθια που έχει το
κορίτσι μου θα προτιμούσα να τη βλέπω με τα δικά της εσώρουχα, αλλά… μόνο και
μόνο το παιχνιδιάρικο χαμόγελό της κάθε φορά που της έλεγα «Βρε, κι άλλη
μπλούζα/κι άλλο μποξεράκι μου βούτηξες;» άξιζε όσο δεν αξίζουν μαζί όλη η
Victoria Secret και ο Kelvin Klein, να πούμε!
Και αφού φάγαμε καλά-καλά ήρθε η ώρα της
μεγάλης επιθεώρησης. Και όχι, δεν εννοώ καμιά διακριτική ματιά στις βαλίτσες να
βεβαιωθούμε ότι έχουμε τα βασικά. Όχι. Μιλάμε για κανονική ταξιαρχική
επιθεώρηση με στάμπα Κρινιώς.
«Βρε, δεν είναι το πρώτο μου ταξίδι!» πήγα
να διαμαρτυρηθώ—λέμε τώρα—αλλά το αφεντικό δεν άκουγε κουβέντα. Δεν απάντησε
καν. Απλώς σηκώθηκε, φόρεσε εκείνη τη σοβαρή της έκφραση τύπου “είμαι
αποφασισμένη και τίποτα δεν με σταματά”, και σε χρόνο μηδέν το δωμάτιο είχε
μετατραπεί σε βομβαρδισμένη περιοχή.
Όλα μου τα ρούχα—όλα—είχαν ξεριζωθεί
από τη ντουλάπα και ήταν απλωμένα στο κρεβάτι, στο κομοδίνο, ακόμα και στην
πλάτη της καρέκλας. Η Κρινιώ, με το φρύδι ανασηκωμένο και τα χέρια στη μέση,
έκανε triage πάνω από τη στοίβα.
«Κρινιώ μου, δεν μετακομίζουμε!»
«Μη μιλάτε στον οδηγό!» μου απάντησε, ενώ
μου ταχτοποιούσε εκ νέου τη βαλίτσα, γεμίζοντας την η ίδια με τα ρούχα που
έκρινε ότι θα έπρεπε να φορέσω.
Η αλήθεια είναι πάντως ότι αυτά που τελικά
επέλεξε να πάρω μαζί μου ήταν πολύ πιο ισορροπημένα και θα έκαναν για όλες τις
περιστάσεις, από περίπατο μέχρι και ρομαντικό δείπνο. Και μεταξύ μας, είχε και
τα δίκια της, είχε πάρει μαζί της δυο καλά φορέματα, δεν πήγαινε να τη συνοδέψω
φορώντας τζιν.
Βέβαια, παρά το γεγονός ότι η βαλίτσα ήταν
έτοιμη, το δωμάτιο εξακολουθούσε να είναι σαν να ετοιμάζομαι για μετακόμιση,
οπότε την επόμενη ώρα την περάσαμε ταχτοποιώντας ξανά τα πράγματα στις
ντουλάπες και στα συρτάρια.
«Ορίστε, είδες που γκρίνιαζες;»
«Θα μας δείρεις κιόλας, νεαρά;»
«Και θα σας δείρω,» μου δηλώνει μ’ ένα
πονηρό γελάκι, και βγάζοντας τη μπλούζα της και μένοντας γυμνή από πάνω μου
ορμάει και με πετάει στο κρεββάτι.
Μωρέ μαύρο μ’ έκανε!
Για να έχουμε όλη τη μέρα δική μας, είχαμε
κλείσει πρωινή πτήση με την Air France, πετούσαμε 06:30 το οποίο σημαίνει ότι
έπρεπε να είμαστε στο αεροδρόμιο στις 05:30, παρόλο που είχαμε κάνει check-in
ηλεκτρονικά, οπότε γύρω στις 23:00, με την Κρινιώ σα χορτασμένο γάτο, κι εμένα
ελαφρώς ξεθεωμένο αλλά με το ηλίθιο χαμόγελο του ανθρώπου που είχε πιάσει
γραμμή με Βαλχάλα, πέσαμε για ύπνο.
Το ξυπνητήρι χτύπησε στις 04:30 το πρωί,
και παρόλο που και οι δύο νυστάζαμε, τιναχτήκαμε από το κρεββάτι λες και
ήμασταν στο στρατό και μπήκε μέσα να μας ξυπνήσει ο διοικητής του τάγματος. Μετά
την πρωινή μας ρουτίνα, ήπιαμε βιαστικά λίγο γαλλικό για να ξυπνήσουμε,
φορτώσαμε τα πράγματα στο αυτοκίνητο και γύρω στις 05:15 ήμασταν αεροδρόμιο. Είχα
κλείσει business class για να έχουμε την άπλα μας και έτσι αφού αφήσαμε τις
βαλίτσες μας στο check-in, πήγαμε και ήπιαμε τα καφεδάκια μας.
«Αχ, Τζωρτζίνο μου, σαν ψέματα μου
φαίνεται!» μου λέει με φωνή που δεν μπορεί να κρύψει τον ενθουσιασμό και την
ανυπομονησία της.
«Εγώ δηλαδή τι να πω;» της λέω
ανταποδίδοντας το χαμόγελο.
“Aww!!!!” μου κάνει και μου δίνει ένα
ρουφηχτό φιλί και ξαπλώνει στον ώμο μου.
Δεν την χορταίνω… δεν μπορώ να τη χορτάσω.
Η πτήση ήταν ήρεμη, σχεδόν νωχελική, με το
αεροσκάφος να γλιστρά πάνω απ’ την Ευρώπη ενώ έξω ο ήλιος ανέβαινε αργά,
βάφοντας τον ουρανό σε αποχρώσεις του κεχριμπαριού. Η Κρινιώ δίπλα μου κοιμόταν
με το κεφάλι της στον ώμο μου, ανασαίνοντας ήσυχα. Το χέρι της είχε
κουλουριαστεί μέσα στο δικό μου, τα δάχτυλά της τυλιγμένα σαν να μη μ’ άφηναν
να φύγω. Την κοίταζα—πώς να μην την κοιτάζω;—και για μια στιγμή, ένιωσα πως αν
το αεροπλάνο έμενε για πάντα στον αέρα, δεν θα είχα κανένα απολύτως πρόβλημα.
Φτάσαμε στο Charles de Gaulle λίγο μετά τις
9. Το Παρίσι μας υποδέχτηκε με έναν καθαρό, δροσερό αέρα και ένα φως διάφανο,
σχεδόν ποιητικό. Οι κερασιές στους δρόμους άνθιζαν, τα πάρκα γέμιζαν με
πράσινο, και η ατμόσφαιρα μύριζε κάτι ανάμεσα σε λουλούδι και ψωμί φούρνου. Ο
οδηγός του ταξί ήταν ένας ηλικιωμένος με ραδιοφωνική φωνή και κασέτες Charles
Aznavour να παίζουν χαμηλόφωνα από τα ηχεία.
Η Κρινιώ είχε κολλήσει τη μύτη της στο
παράθυρο σαν παιδάκι, δείχνοντάς μου συνεχώς πράγματα που έβλεπε πρώτη φορά—μια
πινακίδα, μια πρόσοψη, ένα γαλλικό μπιστρό με καρό τραπεζομάντηλα. Μονολογούσε,
γέλαγε, σχολίαζε, κι εγώ απλώς την άκουγα και την κοιτούσα. Δεν χρειαζόταν
τίποτα άλλο. Η φωνή της ήταν το soundtrack μου. Κάθε της λέξη, μια σταγόνα
ζωής.
Το ξενοδοχείο ήταν ένα boutique hôtel στο
7ο διαμέρισμα, δυο στενά πιο πάνω από το Champ de Mars. Είχε εκείνη τη
παριζιάνικη φινέτσα χωρίς φανφάρες—πέτρα, σίδερο, γήινα χρώματα και μεγάλα
παράθυρα. Ο ρεσεψιονίστ μάς υποδέχθηκε με ευγένεια που δεν ήταν τυπική αλλά
σχεδόν θερμή, και μας έδωσε ένα από τα δωμάτια με θέα σε εσωτερική αυλή γεμάτη
αναρριχώμενα φυτά και ανθισμένες γαρδένιες.
Μπήκαμε μέσα και η Κρινιώ γύρισε σε μένα με
μάτια που έλαμπαν. «Είμαστε στο Παρίσι, Τζωρτζίνο μου!» μου ψιθύρισε, σαν
να φοβόταν ότι θα χαθεί η στιγμή αν τη φωνάξει δυνατά.
«Είμαστε,» της απάντησα και την τράβηξα
στην αγκαλιά μου.
Κι όπως στεκόμασταν εκεί, στη μέση του
δωματίου, ένιωσα πάλι εκείνο που κάποτε είχα ξεχάσει: πώς είναι να σε πηγαίνει
ο έρωτας σαν φτερό στον άνεμο, και να μη σε νοιάζει τίποτα.
«Λοιπόν, πάμε να φάμε πρωινό όσο
προλαβαίνουμε…»
«Ναι, πάμε!» μου αποκρίνεται ενθουσιασμένη.
Τρώμε ένα ελαφρύ πρωινό στο Le Six—κρουασάν
βουτύρου, φρέσκο χυμό πορτοκάλι και δυνατό καφέ, αχνιστό ακόμα, με τη μυρωδιά
του να γλιστράει στις κουρτίνες του μικρού παριζιάνικου σαλονιού. Καθώς
βγαίνουμε από το ξενοδοχείο, ο αέρας μάς χαϊδεύει το πρόσωπο· είναι
ανοιξιάτικος, καθαρός, γεμάτος υποσχέσεις. Κατηφορίζουμε με τα πόδια προς τον
Σηκουάνα, διασχίζοντας τα στενά δρομάκια του 6ου διαμερίσματος. Οι φωνές των
περαστικών μοιάζουν με ήρεμα κύματα που σπάνε πάνω στις προσόψεις των πέτρινων
κτηρίων. Από τις boulangeries ξεχύνεται η μυρωδιά φρεσκοψημένου ψωμιού,
ανακατεμένη με νότες βανίλιας και λιωμένου βουτύρου.
Η Κρινιώ περπατά δίπλα μου φορώντας ένα
λινό φόρεμα σε γήινη απόχρωση· ο άνεμος παίζει με τα μαλλιά της, τα ανακατεύει
παιχνιδιάρικα σαν να προσπαθεί να την κρατήσει στο Παρίσι για πάντα.
Κρατιόμαστε από το χέρι, πότε σφιχτά, πότε ανάλαφρα, σαν δύο παιδιά που
ανακαλύπτουν ξανά τον κόσμο.
Κατεβαίνουμε τις πέτρινες σκάλες που
οδηγούν στις όχθες και, μόλις φτάνουμε κοντά στο νερό, όλα αλλάζουν. Οι ήχοι
της πόλης μένουν πίσω· εδώ, κάτω, δίπλα στο ποτάμι, ο ρυθμός γίνεται πιο αργός,
πιο ανθρώπινος. Το νερό κυλά αδιάφορο, βαρύ και γαλήνιο, σαν να κουβαλά αιώνες
ιστορίας χωρίς να τους προσμετρά. Οι πλωτές βιβλιοθήκες έχουν αρχίσει να
ξυπνούν. Τα σταντ ανοίγουν, γεμίζουν με παλιές αφίσες, κιτρινισμένες
καρτ-ποστάλ, βιβλία με σκονισμένες ράχες και δερματόδετα τεύχη με χρυσά
γράμματα που μοιάζουν να ψιθυρίζουν μυστικά.
Η Κρινιώ σταματά μπροστά σε ένα ράφι.
Πιάνει με προσοχή ένα αντίτυπο του Le bateau ivre και το ξεφυλλίζει. Το
εξώφυλλο είναι ξεθωριασμένο, οι σελίδες τραχιές από τον χρόνο. Στην πρώτη σελίδα μια αφιέρωση με πένα: «À toi, qui comprends la mer mieux que
moi.» Με κοιτάζει με μάτια υγρά, φωτισμένα από μια σιωπηλή
συγκίνηση. Δεν λέω τίποτα. Της παίρνω το βιβλίο από τα χέρια, το αγοράζω χωρίς
να ρωτήσω την τιμή. Είναι δικό της. Όχι—είναι δικό μας.
Περπατάμε πλάι-πλάι στις όχθες και καθόμαστε
ανά διαστήματα στα πέτρινα σκαλοπάτια, κοιτάζοντας τις γέφυρες που ενώνουν τις
δύο πλευρές της πόλης. Στην Pont des Arts τουρίστες φωτογραφίζονται, ερωτευμένα
ζευγάρια κρεμούν ακόμα λουκέτα—σημάδια πίστης που ελπίζουν να αντέξουν στο
χρόνο. Η Κρινιώ κάθεται σταυροπόδι, το βλέμμα της καρφώνεται στο ποτάμι·
κάθεται σιωπηλή, και σιωπηλός κι εγώ δίπλα της. Της πιάνω το χέρι, χωρίς λόγια.
Ο ήλιος ακουμπά απαλά την επιφάνεια του
Σηκουάνα, σχηματίζοντας χρυσές ραβδώσεις που ταξιδεύουν με το ρεύμα. Ένας
ηλικιωμένος περνά αργά με ποδήλατο, μια κυρία με γκρι καπέλο ταΐζει περιστέρια.
Δύο παιδιά γελούν πίσω από μια καρότσα με παγωτά. Η ζωή συνεχίζεται, αλλά εμείς
είμαστε εκτός χρόνου. Είμαστε μέσα στη στιγμή. Μέσα στον έρωτα.
Ανεβαίνουμε από τις όχθες πίσω στον κόσμο.
Η διαδρομή ως τη Saint-Germain-des-Prés κυλά ήσυχα, με τα πεζοδρόμια να
μυρίζουν παλαιωμένο ασβέστη και πρωινή σκόνη. Περπατάμε δίπλα-δίπλα, κι ανάμεσα
στα χαμηλόφωνα μας πειράγματα, η Κρινιώ στρέφει το βλέμμα της σε κάθε μικρό
κατάστημα, σε κάθε βιτρίνα γκαλερί, σε κάθε παλιό βιβλιοπωλείο ή καλλιγραφικό
εργαστήριο που πουλά μελάνια, χαρτί πολυτελείας, πένες με χειροποίητα
σκαλίσματα. Δεν τα χαζεύει σαν τουρίστρια—τα κοιτάζει σαν κάποια που προσπαθεί
να χτίσει μέσα της αναμνήσεις απ’ το μηδέν. Σαν να θέλει να κρατήσει αυτό το
Παρίσι όχι απλώς στη μνήμη, αλλά στο αίμα της.
Σταματάμε στον θρύλο των θρύλων, το Café de
Flore. Κάποτε εδώ έπιναν τον καφέ τους ο Σαρτρ και η Μποβουάρ—σήμερα, κάθεσαι
με την ελπίδα ότι κάτι από εκείνη την αύρα αιωρείται ακόμη πάνω από τα
τραπεζάκια του πεζοδρομίου. Επιλέγουμε ένα τραπέζι κάτω απ’ τον ήλιο που
γλιστρά διαγώνια ανάμεσα από τις κλασσικές πράσινες τέντες.
Παραγγέλνω έναν espresso allongé, εκείνη
παίρνει café crème. Ακουμπάει την τσάντα της απαλά στο πλάι, βγάζει το
σημειωματάριο και, χωρίς να πει τίποτα, αρχίζει να ζωγραφίζει με εκείνη τη
χαμηλόφωνη συγκέντρωση που την χαρακτηρίζει.
Κλέβω μια ματιά πάνω από τον ώμο της. Έχει
φτιάξει μια μικρή καρικατούρα—εγώ με γυαλιά ηλίου, ένα τεράστιο φλιτζάνι καφέ
στο χέρι και… τη Λίζι κουλουριασμένη στο κεφάλι μου σαν στέμμα.
«Τι είναι αυτό τώρα;» της λέω χαμογελώντας,
σκύβοντας πιο κοντά.
«Εσύ, όπως σε βλέπω όταν μου φτιάχνεις
καφέ. Αλλά με λίγο… γαλλικό άρωμα!» μου λέει και μου κλείνει το μάτι, με εκείνο
το πονηρό χαμόγελό της που με κάνει να λιώνω κάθε φορά.
Πίνω μια γουλιά και αφήνω το βλέμμα μου να
χαθεί στην κίνηση του κόσμου. Μια ηλικιωμένη κυρία με σκυλάκι περνά και τη
χαιρετούν οι σερβιτόροι με το μικρό της όνομα. Ένας νεαρός τουρίστας προσπαθεί
διστακτικά να παραγγείλει croque-monsieur χωρίς να φανεί πως διαβάζει από το
κινητό. Λίγο πιο πέρα, ένα νεαρό ζευγάρι κάθεται πολύ κοντά—τόσο κοντά που
σχεδόν μιλούν με τα βλέφαρα. Το Παρίσι δεν δηλώνει τον ρομαντισμό του. Τον
αφήνει να διαποτίζει τον αέρα, σιωπηλά, σαν ανάμνηση που δεν έχει πια ανάγκη να
εξηγηθεί.
Η Κρινιώ παίρνει το φλιτζάνι της, φυσά
ελαφρά τον ατμό, και το κρατά με τα δύο χέρια της σαν κάτι πολύτιμο. Τη
χαζεύω—είναι όμορφη με εκείνο το τρόπο που έχουν κάποια κορίτσια της διπλανής
πόρτας που δεν μπορείς να τα ξεχάσεις ποτέ. Απλώνει το χέρι της, πιάνει το δικό
μου, το φέρνει στα χείλη της και το φιλάει. Δεν λέει τίποτα. Ούτε κι εγώ. Δεν
χρειάζεται.
Είναι μεσημέρι όταν φτάνουμε στο Jardin des
Tuileries. Ο ουρανός έχει πάρει εκείνο το λευκό-γαλάζιο χρώμα που έχουν μόνο οι
μέρες χωρίς έγνοια, και ο αέρας μυρίζει καραμελωμένα αμύγδαλα και σκονισμένο
χώμα. Νοικιάζουμε δύο ποδήλατα από έναν πλανόδιο στα δεξιά της Place de la
Concorde. Είναι κάπως ταλαιπωρημένα, με τις λεπτές τους ρόδες και τις
κουδουνίστρες που κουδουνίζουν με ένα ελαφρύ παράπονο. Η Κρινιώ διαλέγει το
κόκκινο, εγώ το πράσινο. «Σαν παιδική ζωγραφιά,» λέει γελώντας, και ξέρω
ακριβώς τι εννοεί.
Μπαίνουμε στον κήπο και αφήνουμε πίσω μας
τον απόηχο της πόλης. Οι θόρυβοι σβήνουν—μόνο τα λάστιχα στο πατημένο χώμα
ακουμπάνε ήσυχα τα αυτιά μας. Τα δέντρα τριγύρω είναι ντυμένα με τα φύλλα τους,
σαν να βγήκαν μόλις από το ατελιέ του Μονέ. Η Κρινιώ πετάγεται μπροστά μου, το
φόρεμά της ανεμίζει πίσω της σαν φλάμπουρο επανάστασης.
Περνάμε δίπλα από το σιντριβάνι, όπου
φοιτητές ξαπλώνουν στο γρασίδι με ξεχασμένα βιβλία του Καμύ και ακουστικά στα
αυτιά. Πιο πέρα, μια κυρία δανείζει μικρές ξύλινες βαρκούλες σε παιδιά, τα
οποία τις σπρώχνουν με κοντάρια στην επιφάνεια της λιμνούλας.
Σταματάμε κοντά σ’ ένα παγκάκι. Καθόμαστε
στο πεζούλι με τα ποδήλατα παρκαρισμένα δίπλα μας. Η Κρινιώ βγάζει το παγούρι
από την τσάντα της, πίνει μια γουλιά και τινάζει τα μαλλιά της πίσω. Για μια
στιγμή, μένω να την κοιτάζω—όχι μόνο επειδή είναι όμορφη, αλλά επειδή μέσα σ’
εκείνη τη φυσική της κίνηση υπάρχει μια αλήθεια που δεν ζητά να εντυπωσιάσει.
Πριν φύγουμε, βάζει το πόδι στη σέλα και με
κοιτάζει πλάγια. «Σου αρέσει εδώ;» με ρωτάει, με φωνή ήρεμη, σχεδόν ψιθυριστή.
Δεν της απαντώ με λόγια. Πλησιάζω, σκύβω και τη φιλάω τρυφερά στο στόμα. «Δεν
είναι το ‘εδώ’ που μου αρέσει,» της λέω. «Είναι το ‘μαζί’.»
Και εκεί το ακούω για πρώτη φορά.
«Σ’ αγαπάω! Σ’ αγαπάω Τζωρτζίνο μου!»
«Κι εγώ Κρινιώ μου! Από ‘δω μέχρι την άκρη
του ουράνιου τόξου!»
«Μόνο;» μου απαντάει δήθεν παραπονεμένα.
«Κι άλλο τόσο, κι άλλο τόσο, κι άλλο τόσο!»
Περνάμε τη γέφυρα Saint-Michel κρατώντας ο ένας
το χέρι του άλλου. Οι πέτρες της Notre-Dame στο βάθος λαμποκοπούν κάτω από τον ήλιο του
μεσημεριού, και τα νερά του Σηκουάνα κυλούν νωχελικά. Στο απέναντι πεζοδρόμιο,
το Shakespeare and Company στέκει σιωπηλό. Η Κρινιώ κοντοστέκεται έξω από την πρόσοψη. Η μικρή,
ξύλινη ταμπέλα, τα πράσινα παντζούρια, τα κιτρινισμένα αποκόμματα εφημερίδων
στις βιτρίνες… όλα αποπνέουν την αίσθηση ότι ανήκουν σε μια άλλη εποχή.
Μέσα, ο αέρας μυρίζει παλιό χαρτί. Στέκομαι
μπροστά στη γωνιά με τα used books, περνάω τα δάχτυλά μου στις ράχες των βιβλίων όπως θα άγγιζα ένα
γνώριμο σώμα. Η Κρινιώ χάνεται στον επάνω όροφο. Περπατά ανάμεσα στα ράφια, στα
παλιά πιάνα, στους τίτλους που της ψιθυρίζουν κάτι. Κάθεται στο πάτωμα, δίπλα
σε μια γάτα που κοιμάται ανάμεσα σε δυο αντίτυπα του Ulysses. Της χαϊδεύει
το κεφάλι, κι εκείνη, χωρίς να ξυπνήσει, αναστενάζει ευχαριστημένα. Είναι σαν
να βρήκε τη Λίζι της σε αυτή τη γωνιά του Παρισιού.
Το βράδυ μας βρίσκει στο “Le Temps Retrouvé”,
ένα παλιό μπιστρό λίγο πιο πίσω από την Rue de Seine, χωμένο σε ένα στενό που μοσχοβολά
γιασεμί. Η ταμπέλα ξεθωριασμένη, οι βιτρίνες θαμπές από τον χρόνο, σαν να έχουν
μαζέψει μέσα τους όλες τις ιστορίες που ειπώθηκαν εδώ. Μας οδηγούν σ’ ένα
τραπέζι δίπλα στο παράθυρο, και η σερβιτόρα μάς αφήνει δυο μενού, μ’ ένα
διακριτικό χαμόγελο που μοιάζει να έχει δει πολλά ζευγάρια σαν κι εμάς.
Η Κρινιώ κάθεται απέναντί μου, τα μαλλιά
της πιασμένα πρόχειρα, με μερικές τούφες να έχουν δραπετεύσει και να πέφτουν
γύρω από το πρόσωπό της. Φοράει ένα υπέροχο βραδινό φόρεμα που αγκαλιάζει το
σώμα της, και τα μάτια της είναι πιο φωτεινά από τις φλόγες των κεριών. Για μια
στιγμή δεν μιλάμε. Απλώς κοιταζόμαστε, με μια σιωπή τόσο γεμάτη που θα μπορούσε
να είναι τραγούδι.
Ξαφνικά σηκώνομαι. Εκείνη με κοιτάζει
απορημένη.
«Πού πας;» μου ψιθυρίζει, μα εγώ της κλείνω
το μάτι και της λέω «Θα δεις.»
Πλησιάζω τους τρεις μουσικούς που κάθονται
στη γωνία—δύο βιολιά και ένα κοντραμπάσο. Τους εξηγώ με λίγα γαλλικά και πολλά
χέρια. Τους δείχνω το τραπέζι μας και ψιθυρίζω ένα μόνο όνομα: Hungarian Dance No. 5. Ο ένας χαμογελά και μου
γνέφει με κατανόηση. Γυρίζω στη θέση μου αθόρυβα, την ώρα που οι πρώτες νότες
ξεκινούν, παιχνιδιάρικες, σαν μικρές σπίθες που ανάβουν στον αέρα.
Η Κρινιώ με κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα
και χαμόγελο που πάει να ξεχειλίσει απ’ το πρόσωπό της.
«Γιώργο…» ψιθυρίζει.
«Για σένα, καρδούλα μου.»
Οι μουσικοί πλησιάζουν σιγά-σιγά το τραπέζι
μας, και τώρα η μελωδία μας αγκαλιάζει. Δεν είναι πια μουσική που ακούγεται
στον χώρο. Είναι μουσική που παίζεται για εμάς. Πάνω από το τραπέζι μας,
πάνω από τα ποτήρια με το κόκκινο κρασί, ανάμεσα στις παλάμες που αγγίζονται,
στις σκιές που ρίχνουν τα κεριά στα μάγουλά της.
Μόλις τελειώνει ο Brahms, ο ένας βιολιστής
χαμογελά και ξεκινά ένα κομμάτι που δεν ξέρω πώς λέγεται—μα είναι λες και το
ξέραμε πάντα. Είναι ανάλαφρο, γλυκό, χαρούμενο και ρομαντικό σαν την άνοιξη που
μπήκε και πάλι στη ζωή μου. Η Κρινιώ δεν λέει τίποτα. Μόνο με κοιτάζει. Σκύβω
και τη φιλάω απαλά στο χέρι. Το κρατάω εκεί, στα χείλη μου, σαν να είναι όρκος.
Όταν τελειώνουν και απομακρύνονται, η
Κρινιώ μουρμουρίζει σχεδόν άηχα «Σ’ αγαπάω.»
«Εγώ να δεις…»
Το μπιστρό αδειάζει αργά, σαν σκηνή που
μαζεύει τα φώτα της για το φινάλε. Βγαίνουμε έξω χέρι-χέρι, και το βραδινό
Παρίσι μας υποδέχεται με μια ανάσα δροσιάς και τη γλυκιά μυρωδιά από καμένο
ξύλο και φρεσκοψημένο κρουασάν που ακόμα ξεφεύγει από κάποιο φούρνο της
γειτονιάς.
Περπατάμε χωρίς βιασύνη. Το χέρι της μέσα
στο δικό μου έχει μια σιγουριά σαν να ήταν πάντα εκεί. Όχι σαν κάτι καινούργιο
που ανακαλύπτεις, αλλά σαν κάτι που έχεις βρει μετά από καιρό, κάτι δικό σου,
που είχε χαθεί—και το κράτησες αυτή τη φορά καλά, για να μην το χάσεις πάλι.
Η πόλη γύρω μας δεν κοιμάται. Όχι ακόμα.
Παράθυρα φωτισμένα εδώ κι εκεί, ήχοι από ένα βιολί σε μια γωνιά, από γέλια σε
ένα παγκάκι, από ένα ζευγάρι που φιλιέται μέσα στη σκιά. Το Παρίσι δεν λέει
ιστορίες—τις ψιθυρίζει. Και εμείς, περπατώντας, ακούμε τους ψιθύρους του. Όχι
με τα αυτιά μας. Με την καρδιά.
Σταματάμε σε μια γωνιά που έχει θέα προς
τον Σηκουάνα. Ο ποταμός κυλά ήσυχα, γυαλίζει κάτω από το φεγγάρι σαν λιωμένο
μέταλλο. Ένα πλοιάριο περνά αργά, φωτισμένο από μέσα, και ακούγονται από μακριά
νότες από ένα παλιό γαλλικό τραγούδι—κάτι της Piaf ίσως, ή του Aznavour. Δεν
χρειάζεται να ξέρεις τη γλώσσα. Η μελωδία αρκεί.
Συνεχίζουμε το δρόμο μας αργά, χωρίς βιάση,
μέχρι που επιστρέφουμε και πάλι στο ξενοδοχείο. Βγάζουμε τα ρούχα μας και πάμε
μαζί στο μπάνιο. Παρόλο που η μπανιέρα δεν είναι μεγάλη, κατορθώνουμε και
στριμωχνόμαστε μέσα της, με εμένα να κάθομαι στην βαθιά άκρη της και την Κρινιώ
να γέρνει στην αγκαλιά μου. Νιώθω να λιώνω στο ζεστό νερό αλλά το κορίτσι μου
έχει άλλα σχέδια και το χέρι της με παίζει με τόση τέχνη που παρά την κούραση
μου, μου γίνεται σούζα σε χρόνο dt.
Με βάζει να κάτσω στο πεζούλι της μπανιέρας,
και καθισμένη στα τέσσερα μέσα στο νερό, με παίρνει στο στόμα της. Αν και το
στοματικό που μου κάνει ανασταίνει και νεκρούς—ειδικά την εβδομάδα που είχε
περίοδο κόντεψε να με ξεζουμίσει—τη σταματάω. Βγαίνω από τη μπανιέρα και
σκουπίζομαι πρόχειρα για να μην γεμίσω τον κόσμο νερά και πηγαίνω σχεδόν
τρέχοντας μέσα και φέρνω τα προφυλακτικά. Επιστρέφω και μπαίνω στη μπανιέρα.
Φοράω το προφυλακτικό, δε μου έχει πέσει
ακόμα, και τη βοηθάω να σηκωθεί. Τη γυρνάω να έχει πλάτη προς εμένα και αρχίζω
και τη φιλάω και τη δαγκώνω απαλά στο σβέρκο, ενώ το ένα μου χέρι της σφίγγει
το αριστερό στήθος και το άλλο παίζει με κυκλικές κινήσεις την κλειτορίδα της.
«Σε θέλω!» μου λέει με βραχνή, σχεδόν
ψιθυριστή φωνή.
Τη βάζω να σκύψει στον τοίχο, και χαμηλώνοντας τα πόδια μου—έχουμε και μια υψομετρική διαφορά—οδηγώ προσεκτικά το όργανό μου και σχεδόν γλιστράω μέσα της, κερδίζοντας ένα δυνατό στεναγμό. Χουφτώνοντάς την και από τα δύο στήθη σχεδόν την κάνω να σηκωθεί όρθια, και αρχίζω να κινούμαι μέσα της.
Ξεκινάω σιγά στην αρχή, και στη συνέχεια με επιταχυνόμενο ρυθμό. Νιώθω τα πόδια μου σχεδόν να τρέμουν από την άβολη στάση αλλά δε σταματάω ούτε στιγμή. Ευτυχώς το κορίτσι μου τον έχει σχετικά εύκολο τον οργασμό της και έτσι καταφέρνω να την κάνω να τελειώσει πριν τα πόδια μου διαλυθούν από την εξάντληση.
«ΑΑΑΑΧ ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ… ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ…»
Πάντα φωνάζει το όνομά μου όταν τελειώνει.
Πάντα. Όσο και αν ακούγεται ανόητα ρομαντικό, κάθε φορά που το ακούω να βγαίνει
έτσι από τα χείλη της, με κάνει να νιώθω πιο ζωντανός από ποτέ. Μπορεί ο
καρκίνος μου να με τρώει αργά και σταθερά αλλά η Κρινιώ μου… Είναι φως… είναι
ένεση ζωής.
Τα πόδια μου σχεδόν τρέμουν από εξάντληση
και η Κρινιώ μου με βάζει να κάτσω και πάλι στην άκρη της μπανιέρας, μου βγάζει
το προφυλακτικό και πάει να με πάρει στο στόμα της.
«Μωρό μου, δε χρειάζεται…» πάω να της πω.
«Και ποιος σε ρώτησε, Τζωρτζίνο μου;» μου
απαντάει αυθάδικα, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
Της κάνω ένα «Αφού το ζητάς τόσο ευγενικά…»
και η Κρινιώ σηκώνεται, μου κάνει ένα μεγαλοπρεπέστατο «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» στα
μούτρα γεμίζοντάς με σάλια, και μετά γονατίζει και πάλι και με κάνει να μιλήσω
με το Θεό. Πραγματικά, για ακόμα μια φορά δεν πρέπει να μου πήρε ούτε καν δυο
λεπτά, και υποτίθεται ότι εγώ ήμουν βραδύκαυστος στην πίπα.
«Άντε, που θα με άφηνες χωρίς την πρωτεΐνη
μου,» μου κάνει αφού ολοκληρώσει το τελετουργικό της, να με καθαρίσει καλά-καλά
με τη γλώσσα της και να μου δώσει ένα φιλάκι στο κάτω κεφάλι.
«Ω Θεοί! Εδώ κόντεψε να με κάνει μούμια την
προηγούμενη εβδομάδα και τώρα μου κάνει και παράπονα!» λέω τάχα μου
αγανακτισμένος.
«Και σε χάλασε, κακομοίρη μου!» μου κάνει
ειρωνικά και σηκώνεται όρθια και με γραπώνει για λαρυγγοσκόπηση.
«Ναι, δε βλέπεις πως υποφέρω;» της κάνω και
τις σκάω μια δυνατή στα κωλομέρια, που είναι και βρεγμένα, κερδίζοντας ένα
απολαυστικότατο χλαααατς.
«Αχνε!» μου κάνει και γυρνώντας πλάτη,
σκύβει και μου κουνάει προκλητικά το υπέροχο κωλαράκι της.
«Βρε κέρατο!» της λέω γελώντας και τη
σφίγγω πάνω μου.
«Είμαι μακαρονού, τι να κάνω;»
Είμαι πολύ κουρασμένος για να έχουμε και
δεύτερο γύρο, και σημειώνοντας ότι της χρωστάω, και άντε γιατί άντε,
σκουπιζόμαστε και πάμε και πέφτουμε ξεροί—και τελείως τσίτσιδοι—κάτω από τα
σκεπάσματα. Μου ήθελε και περιπέτειες το τέρας, με το που βολεύτηκε στην
αγκαλιά μου της κατέβηκε ο γενικός. Καλά, όχι ότι εγώ ήμουν καλύτερος, έπεσα
ξερός, ούτε για κατούρημα δε σηκώθηκα όλο το βράδυ, πράγμα αξιοσημείωτο!
Το πρωί ξυπνάμε νωρίς, σχεδόν πριν χτυπήσει
το ξυπνητήρι. Έξω, το φως του ήλιου διαπερνά τις κουρτίνες και ρίχνει χρυσές
λωρίδες πάνω στα λευκά σεντόνια. Η Κρινιώ χουχουλιάζει δίπλα μου,
μισοκοιμισμένη, και καθώς την κοιτάζω, σκέφτομαι πως δεν υπάρχει τίποτα πιο
όμορφο από το να τη βλέπω να ξυπνάει σιγά σιγά, με τα μαλλιά της ακατάστατα και
ένα μικρό χαμόγελο που σχηματίζεται αβίαστα.
«Καλημέρα, Τζωρτζίνο μου…» μου λέει νυσταγμένα
«Καλημέρα, Κρινιώ μου. Σήκω! Σήμερα έχουμε Πύργο
του Άιφελ.
Αφήνουμε πίσω το ξενοδοχείο και το Παρίσι
να απλώνεται μπροστά μας, νωπό και δροσερό. Η ουρά για τον Πύργο του Άιφελ
είναι μεγάλη, αλλά η Κρινιώ δεν παραπονιέται ούτε στιγμή. Αντιθέτως, γελάει,
σχολιάζει, παρατηρεί τους ανθρώπους γύρω μας, σαν παιδί που βρίσκεται πρώτη
φορά σε λούνα παρκ.
Η άνοδος στον Πύργο του Άιφελ μοιάζει με ιεροτελεστία—μια προοδευτική έξοδος από την καθημερινότητα προς ένα μέρος όπου το φως έχει άλλη βαρύτητα. Η Κρινιώ στέκεται μπροστά στην τεράστια μεταλλική κατασκευή και με κοιτάζει με μάτια ορθάνοιχτα, γεμάτα δέος και ατόφια, παιδιάστικη προσμονή.
«Δεν το πιστεύω… Είμαστε… είμαστε στον πύργο
του Άιφελ!» λέει και βάζει τα χέρια στα μάγουλά της, κάνοντας με να γελάσω
δυνατά.
«Ήθελες να τον δεις;»
«Τόσο καιρό τον έβλεπα σε καρτ-ποστάλ και
σε ταινίες… και τώρα είναι μπροστά μου! Γι’ αυτό μου φαίνεται τόσο…
εξωπραγματικό!»
Αμέσως πιάνει το κινητό της και αρχίζει τις
φωτογραφίες. Ποζάρει πλάι στον πύργο με τον ήλιο να χρυσίζει τα μαλλιά της.
Πρώτα γυρνάει προφίλ με ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα, μετά απλώνει τα χέρια της σα
να θέλει να τον αγκαλιάσει.
«Περίμενε, περίμενε! Έχω δει ένα trick στο Instagram! Βγάλε με έτσι
ώστε να φαίνεται λες και τον ακουμπάω με το δάχτυλό μου!»
«Θες να κάνω ακροβατικά με το κινητό μου
για να ταιριάξω προοπτικές;»
«Θέλω, ναι!» λέει γελώντας με βλέμμα γεμάτο σκανταλιά, σαν παιδάκι που ετοιμάζεται να κάνει κάποια αταξία.
Ανεβαίνουμε με τον ανελκυστήρα, σφιχτά ο
ένας δίπλα στον άλλον. Το χέρι της έχει μπει μέσα στο μανίκι μου και με κρατάει
γερά—όχι από φόβο, αλλά από ενθουσιασμό. Καθώς το ύψος μεγαλώνει, η ανάσα της
βαθαίνει, μα δεν ξεκολλά το βλέμμα από το τοπίο που ξεδιπλώνεται.
«Δες! Εκεί είναι η Παναγία των Παρισίων!
Και ο Σηκουάνας! Πω-πω… είναι όλα τόσο μικρά…»
Όταν φτάνουμε στην κορυφή, βγαίνουμε έξω
στο παρατηρητήριο. Ο αέρας μυρίζει μέταλλο και τσιμέντο. Η Κρινιώ κάνει δυο
βήματα μπροστά και απλώνει τα χέρια της, σχεδόν σαν να πετάει.
«Εδώ πάνω είναι σαν να μη μας πιάνει τίποτα…
Selfie!!!!» Τρέχει
πίσω μου, κολλάει πάνω μου και σηκώνει το κινητό. «Χαμογέλα!»
Η πρώτη είναι με φιλί στο μάγουλο. Η δεύτερη,
στο στόμα. Στην τρίτη, γελάμε και οι δύο τόσο πολύ που βγαίνει κουνημένη. Περπατάμε
γύρω-γύρω, κοιτάζουμε από τα κιάλια, κάνουμε πλάκα στους άλλους τουρίστες, και
κάπου ανάμεσα στις κουβέντες και τις σιωπές, εγώ αισθάνομαι κάτι να αλλάζει.
Κάτι μέσα μου μαλακώνει, κάτι ξεχνά για λίγο τον χρόνο, την αρρώστια, την
αντίστροφη μέτρηση.
«Θα το θυμάμαι για πάντα…» μου λέει.
Δεν της απαντάω. Γιατί ξέρω πως κι αν όλα
ξεχαστούν κάποτε, εκείνη τη μέρα, εκείνη τη στιγμή πάνω από το Παρίσι, το φως
θα μείνει. Η μέρα είναι ζεστή, υπέροχη, και το γέλιο της Κρινιώς μου την κάνει
ακόμα πιο φωτεινή.
«Και τώρα… Μονμάρτη!» της λέω με ύφος και
χειροκροτάει μόνη της με ενθουσιασμό, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. «Βρε
τσίρκο!» της λέω για να κερδίσω ένα «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» και ένα «Τζωρτζίνο
μουυυυυυυυυυυυ!»
Η ανηφόρα προς τη Μονμάρτη ξεκινά σαν
παιχνίδι. Περπατάμε πλάι πλάι, η Κρινιώ κρατά το χέρι μου και κάθε τόσο κάνει
μικρές στάσεις μπροστά από μπαλκονάκια με ανθισμένα γεράνια ή μπιστρό με
καταλόγους γραμμένους με κιμωλία. Η πόλη
εδώ πάνω αλλάζει χρώμα. Αφήνουμε πίσω την αρχοντιά της rive gauche, τις λεωφόρους
και τα στολισμένα cafés, γίνεται πιο παλιά, πιο λυρική, πιο ανθρώπινη. Η Μονμάρτη έχει κάτι το
υπόγειο—σαν να περπατάς σε παλιά τραγούδια του Μπρασένς και του Αζναβούρ, με το
σαξόφωνο της νιότης να φυσά απ’ τα σοκάκια.
Η Κρινιώ φοράει το φουλάρι που της πήρα απ’
το Saint-Michel. Το ‘χει δέσει λίγο πρόχειρα στον λαιμό, και οι άκρες του ανεμίζουν
καθώς ανεβαίνουμε τη Rue
Lepic. Φτάνουμε στη Rue de l’Abreuvoir, μια από τις πιο ρομαντικές γωνιές
της πόλης, κι εκεί κοντοστέκεται μπροστά στο γνωστό ροζ σπιτάκι με τα πράσινα
παραθυρόφυλλα.
«Σαν να ξεπήδησε από την Amélie...» μου λέει
ψιθυριστά, ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο μου.
Διασχίζουμε την Πλατεία με τα χίλια
χρώματα, την Place du Tertre, όπου η ψυχή του Παρισιού χορεύει στα δάχτυλα των καλλιτεχνών. Γύρω
μας πληθαίνουν οι φιγούρες—περιηγητές από μακρινές πατρίδες, μουσικοί που
υφαίνουν αρμονίες στον αέρα, τεχνίτες του γέλιου που μεταμορφώνουν πρόσωπα σε
καρικατούρες. Παντού ζωγράφοι, ιερείς του φωτός, στήνουν τους καμβάδες τους,
αλχημιστές που μετουσιώνουν τις αχτίδες του ήλιου σε ιριδίζοντες χρωματισμούς.
Ένας μεταξύ τους, με τραγιάσκα σημαδεμένη
από τα χρόνια και μουστάκια που μοιάζουν να έχουν κλέψει τη λάμψη του
φεγγαριού, μας καλεί με ένα νεύμα.
«Θέλεις να αιχμαλωτίσουμε αυτή τη στιγμή;»
ψιθυρίζω στην Κρινιώ.
«Μαζί σου, τα πάντα!» αποκρίνεται αυθόρμητα και με το βλέμμα της να φωτίζεται από παιδιάστικο ενθουσιασμό, καθώς γλιστρά στο κάθισμα. Για μερικές μαγικές στιγμές, ο κόσμος ολόγυρα μοιάζει να κρατά την ανάσα του. Οι φωνές της πλατείας μεταμορφώνονται σε ψίθυρους φύλλων που φιλούν τον άνεμο—υπάρχουμε μόνο εκείνη κι εγώ, και η γέννηση ενός κόσμου στο χαρτί.
Όταν ο ζωγράφος μάς αποκαλύπτει τη
δημιουργία του, νιώθω τον χρόνο να σταματά. Εμένα με έχει αποτυπώσει με μια
γενναιόδωρη ευγένεια, αλλά την Κρινιώ... Δεν είναι απλώς σχέδιο, είναι ωδή. Πώς
να περιγράψω με το φτωχό μου λεξιλόγιο αυτό που βλέπω; Η γλώσσα τρέμει μπροστά
στην ομορφιά, γίνεται ξερό φύλλο στον άνεμο. Ο άνθρωπος αυτός δεν αιχμαλώτισε
μόνο τα χαρακτηριστικά της, αλλά το αόρατο φως που εκπέμπει η ύπαρξή της—τη
μυστική μελωδία που συνθέτει η ψυχή της.
Καθώς ανηφορίζουμε προς τη Sacré-Cœur κάνουμε
στάσεις κάθε λίγα μέρα. Βγάζει φωτογραφίες τις σκάλες, τις προσόψεις, ακόμα και
έναν πλανόδιο με φυσαρμόνικα. Στη μεγάλη σκάλα που κοιτά το Παρίσι από ψηλά,
καθόμαστε αγκαλιά. Ο ήλιος πλησιάζει τη δύση και η πόλη απλώνεται μπροστά μας,
άχρονη, ροζ, χρυσαφένια.
Η στιγμή σταματά. Δεν χτυπάει ρολόι, δεν
περνάει χρόνος. Κατεβαίνοντας, εκείνη παίρνει μια καρτ-ποστάλ με ένα σκίτσο της
Μονμάρτης. Στην πίσω πλευρά, γράφει κάτι στα γρήγορα με τον στυλό που της δίνω.
«Τι έγραψες;»
«Όχι ακόμα. Θα το δεις όταν στο
ταχυδρομήσω.»
«Θα το ταχυδρομήσεις;» τη ρωτάω
ξεκαρδισμένος.
«Ναι!»
Αυτή είναι η Κρινιώ: αυθόρμητη, γελαστή και τρυφερή. Και αυτή ήταν η Μονμάρτη: μια ημέρα γεμάτη γέλια, βλέμματα, σκίτσα, σκάλες, πορτραίτα και χαρακιές στο φως.
Η ώρα έχει περάσει. Ο ήλιος έχει κρυφτεί
πίσω από τις παριζιάνικες στέγες, αλλά η μέρα είναι πεισματάρα σαν παιδί που
αρνείται να πάει για ύπνο. Κατηφορίζουμε τον λόφο με τον ρυθμό ανθρώπων που δεν
έχουν πουθενά να βιαστούν να φτάσουν. Η Κρινιώ σφίγγει το χέρι μου λες και
είμαι μπαλόνι που, αν με αφήσει, θα πετάξω μακριά. Είναι ακριβώς όπως εκείνο το
εξάχρονο που ικετεύει: “Μόνο ένα ακόμα παιχνίδι, σε παρακαλώ, μόνο μια ακόμα
βόλτα με το καρουζέλ!”
Περνάμε από τη Rue des Abbesses που έχει
μεταμορφωθεί σε πανηγύρι αισθήσεων. Πού να πρωτοκοιτάξεις; Τα φώτα που
λικνίζονται σαν πυγολαμπίδες, τους ανθρώπους που τριγυρίζουν σαν μέλισσες σε
ανθισμένο λιβάδι, τις μυρωδιές που σε χτυπούν σαν κύματα—εδώ το λιωμένο τυρί
που σιγοτραγουδά πάνω σε ζεστό ψωμί, εκεί τα καραμελωμένα αμύγδαλα που σε
καλούν σαν σειρήνες. Και τότε, σαν να την έβαλε ο ίδιος ο Τουλούζ-Λωτρέκ,
εμφανίζεται στο οπτικό μας πεδίο η αιώνια κόκκινη πρόσοψη: Moulin Rouge.
«Θέλεις;» τη ρωτάω σχεδόν ψιθυριστά.
«Εσύ τι λες;» που λέει με μάτια που λάμπουν
τόσο πολύ που θαρρείς μπορούν να φωτίσουν το νυχτερινό Παρίσι.
Διασχίζουμε το κατώφλι σαν να περνάμε σε
άλλο κόσμο. Η αίθουσα είναι μισοσκότεινη, ένα καλειδοσκόπιο από πορφυρά
υφάσματα, φώτα που παίζουν κρυφτό με τις σκιές, καθρέφτες που πολλαπλασιάζουν
την ομορφιά και χαμόγελα που λάμπουν στο ημίφως. Υπάρχει ακόμα αυτή η αδιόρατη
μυρωδιά παλιού καπνού, σαν φάντασμα από άλλες εποχές, όταν ο Πικάσο έπινε τα
ποτά του δίπλα στον Χέμινγουεϊ.
Οι τραπεζοκόμοι, ντυμένοι σαν να πρόκειται
να παίξουν κι αυτοί στο σόου, μας οδηγούν στο τραπέζι μας. Είναι στο πλευρό,
αλλά με θέα που θα ζήλευε κι ο σκηνοθέτης. Η Κρινιώ ακουμπά τον αγκώνα της στο
τραπέζι με τη χάρη αρχαίας μούσας, στηρίζει το πιγούνι της στην παλάμη που
μοιάζει σμιλεμένη από φως, και αρχίζει να καταπίνει την ατμόσφαιρα με τα μάτια
της, σαν να προσπαθεί να την αποθηκεύσει για πάντα στη μνήμη της.
«Αν ήμουν ζωγράφος,» μου ψιθυρίζει, «θα
ζωγράφιζα αυτό ακριβώς το κόκκινο. Είναι κόκκινο που ξέρει πράγματα, που έχει
δει ιστορίες!»
Το πρόγραμμα ξεκινά με έναν καταιγισμό
φωτός που καταπίνει τη σκηνή. Ω, αυτός ο οργασμός χρωμάτων και κίνησης! Τα
φτερά που αψηφούν τη βαρύτητα, οι κρύσταλλοι που εκτοξεύουν μικρά ουράνια τόξα
σε κάθε κίνηση, οι καμπύλες των χορευτριών που ζωγραφίζουν γεωμετρία στον αέρα,
τα χαμόγελα που είναι τόσο λαμπερά που θα μπορούσαν να θεραπεύσουν κατάθλιψη,
τα βήματα που είναι τόσο συγχρονισμένα που μοιάζουν με ένα σώμα με πολλά
κεφάλια.
Ο κόσμος γύρω μας μεταμορφώνεται σε
συμμετέχοντες—χειροκροτούν με τον ενθουσιασμό παιδιών που βλέπουν
πυροτεχνήματα, φωνάζουν επιδοκιμασίες σε τρεις διαφορετικές γλώσσες, γελούν με
εκείνο το γέλιο που λέει “τί υπέροχος που είναι ο κόσμος.”
Η Κρινιώ είναι καθηλωμένη. Τα μάτια της δεν
αφήνουν τη σκηνή ούτε για μια στιγμή. Αλλά δεν κοιτάζει όπως ο συνηθισμένος
τουρίστας που απλά καταναλώνει εικόνες για να τις μετατρέψει σε ιστορίες για το
επόμενο δείπνο με φίλους. Όχι. Το βλέμμα της είναι βαθύ, αναλυτικό, σαν να
αποκωδικοποιεί κάθε κίνηση, κάθε λεπτομέρεια του κοστουμιού, κάθε νότα. Την
παρακολουθώ που παρακολουθεί, και συνειδητοποιώ πως χορεύει μαζί τους μέσα στο
κεφάλι της—μπορώ σχεδόν να δω τις σκέψεις της να κάνουν τις δικές τους
πιρουέτες.
Όταν το σόου κάνει μια παύση, σκύβει τόσο
κοντά στο αυτί μου που νιώθω την ανάσα της σαν ρίγος. «Ξέρεις, μπορεί να είναι
τελείως τουριστικό, το απόλυτο κλισέ, αλλά... έχει κάτι το αναμφισβήτητα
μαγικό. Είναι σαν να βλέπεις ένα όνειρο που ξέρεις πως είναι κατασκευασμένο,
ξέρεις ότι υπάρχουν σύρματα και καθρέφτες και τεχνάσματα, αλλά και πάλι... δεν
θέλεις να ξυπνήσεις! Είναι σαν να συμφωνείς με ένα όμορφο ψέμα.»
Γελάω, γιατί αυτή είναι η Κρινιώ μου, βλέπει
πίσω από το προφανές, αλλά επιλέγει να απολαύσει το θαύμα ακόμα κι όταν
καταλαβαίνει πώς λειτουργεί το κόλπο του ταχυδακτυλουργού.
Στο τελευταίο νούμερο, οι χορευτές μοιάζουν
με πύρινη θύελλα. Στροβιλίζονται, περιστρέφονται, ανοίγουν και κλείνουν σαν
μανιασμένες φλόγες που αρνούνται να σβήσουν. Το τραγούδι είναι στα γαλλικά, μια
γλώσσα που μου είναι τόσο ξένη όσο και τα μαθηματικά στην Κρινιώ, αλλά
ειλικρινά—ποιος χρειάζεται μετάφραση; Το νιώθω στο δέρμα μου, στο στέρνο, στο
χαμόγελο που δεν μπορώ να κρατήσω μακριά από το πρόσωπό μου. Είναι ένας ύμνος
στο τώρα, μια διακήρυξη ανεξαρτησίας από τον τυραννικό χρόνο, ένα μανιφέστο που
φωνάζει “ζήσε, γέλα, αγάπα, πιες, τραγούδα, ακόμα κι αν αύριο όλα τελειώσουν!”
Είναι το τελευταίο μου καρουζέλ πάνω σ’
αυτή τη Γη, και θα το απολαύσω… θα το απολαύσω όσο κρατήσει.
Το τελευταίο κόκκινο φως σβήνει. Το κοινό
ξεσπά σε χειροκροτήματα που θα μπορούσαν να γκρεμίσουν το Τείχος της Κίνας.
Σηκωνόμαστε, και η Κρινιώ παραδόξως έχει βυθιστεί σε μια σχεδόν ιερή σιωπή.
Καθώς βγαίνουμε στον νυχτερινό αέρα του
Παρισιού, το πρόσωπό της φωτίζεται από τα φώτα νέον της πρόσοψης. Τα μάτια της
λάμπουν σαν να έχουν κλέψει μερικούς από τους προβολείς του σόου. Δεν μιλάει—είναι
σαν να υπάρχει ακόμη σε μια παράλληλη διάσταση όπου ο χρόνος κινείται
διαφορετικά.
Και έτσι, αφήνουμε τη βραδιά πίσω μας, αλλά
κουβαλάμε μαζί μας τα φώτα της, τα χρώματά της, τον ρυθμό της. Δεν χρειαζόμαστε
τίποτε άλλο σε αυτή την τέλεια στιγμή. Ούτε ακριβό κρασί, ούτε εξεζητημένη
μουσική. Μόνο το Παρίσι που αναπνέει γύρω μας, η νύχτα που μας τυλίγει σαν κάπα
από σκοτεινό βελούδο, και το χέρι της Κρινιώς μέσα στο δικό μου, μια γέφυρα από
σάρκα και αίμα που ενώνει δύο κόσμους που κάποτε ήταν ξεχωριστοί.
Γυρνάμε στο ξενοδοχείο. Παρόλη την κούραση
μου, έχουμε και οι δύο ορέξεις και κάναμε έρωτα ξανά και ξανά, και μετά γείραμε
και πάλι γυμνοί, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου γιατί αύριο ξημέρωνε Σάββατο…
και Disneyland!
Ξυπνάμε λίγο πριν τις εφτά. Δεν χρειάζεται
να βάλουμε ξυπνητήρι—η Κρινιώ, ενθουσιασμένη σαν παιδί, πετάγεται από το
κρεβάτι πριν καλά-καλά χαράξει.
«Πάμε; Πάμε; Πάμε τώρα;» επαναλαμβάνει με
φωνή που τρέμει από προσμονή.
«Πρώτα καφέ!» γρυλίζω μισοκοιμισμένος.
«Καφέ και Mickey!» μου απαντά γελώντας, και με φιλάει στο
μάγουλο πριν εξαφανιστεί στο μπάνιο σαν σίφουνας.
Η διαδρομή με το RER προς τη Disneyland έχει κάτι το
σουρεαλιστικά υπέροχο. Το βαγόνι γεμίζει προοδευτικά με οικογένειες και παιδιά
ντυμένα πριγκίπισσες και υπερήρωες—όλοι πηγαίνουμε στον ίδιο προορισμό, στον
κόσμο της φαντασίας.
Η Κρινιώ, με το πρόσωπό της κολλημένο στο
τζάμι του τρένου, σχολιάζει με έξαψη καθετί που βλέπει. Περνώντας την είσοδο,
είναι σαν να διαβαίνουμε το κατώφλι ανάμεσα στον πραγματικό κόσμο και το
παραμύθι. Το κάστρο της Ωραίας Κοιμωμένης υψώνεται μπροστά μας, και η Κρινιώ με
τραβάει ασταμάτητα από το χέρι. «Φωτογραφία!» απαιτεί, και στήνεται μπροστά του
με το πιο πλατύ χαμόγελο που έχω δει ποτέ. Μετά, με τραβάει κοντά της για μια
σέλφι.
Οι επόμενες ώρες περνούν σε ένα
καλειδοσκόπιο χρωμάτων και εμπειριών. Στο Space Mountain, η Κρινιώ κραυγάζει από ενθουσιασμό
ενώ εγώ κρατιέμαι για τη ζωή μου. Στο Buzz Lightyear, με κατατροπώνει στη σκοποβολή και
με πειράζει αλύπητα. «Μήπως να γυρίσεις σε επιτραπέζια παιχνίδια εσύ; Κάτι
πιο... χαλαρωτικό για την ηλικία σου;»
«Θα σε δείρω όταν γυρίσουμε στο ξενοδοχείο,
καθότι πολιτισμένος!» της απαντώ, κι εκείνη ξεσπάει σε γέλια που τραβούν όλα τα
βλέμματα γύρω μας.
Τρώμε μπέργκερ σε σχήμα Mickey, η Κρινιώ τραβάει
αμέτρητες φωτογραφίες, συναντάμε τον Goofy και η Κρινιώ τον πείθει να χορέψουν μαζί ένα
αυτοσχέδιο νούμερο. Ο κόσμος χειροκροτεί, κι εκείνη υποκλίνεται σαν να είναι η
πραγματική σταρ του πάρκου.
Το απόγευμα, καθώς ξεκουραζόμαστε απέναντι
από το κάστρο, αρχίζουν τα πρώτα τύμπανα της παρέλασης. «ΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ!» αναφωνεί,
και τρέχουμε για να πιάσουμε θέση.
Η παρέλαση είναι ένα υπερθέαμα—ο Mickey και
η Minnie, η Έλσα και η Άννα, η Χιονάτη και οι επτά νάνοι, όλοι περνούν μπροστά
μας σε άρματα που αστράφτουν από χρώματα και φώτα. Η Κρινιώ μένει άφωνη,
απορροφημένη από το θέαμα. Όταν ο Πίτερ Παν πετάει χρυσόσκονη που κάθεται στα
μαλλιά της, δεν την τινάζει—λάμπει σαν έναστρο στέμμα. Το βράδυ, τα
πυροτεχνήματα φωτίζουν τον ουρανό σαν έκρηξη χρωμάτων. Πριν φύγουμε, διαλέγει
ένα μπρελόκ με τα αυτιά του Mickey και μου το δίνει. «Για να θυμάσαι πως έζησες
μια μέρα σαν παιδί…»
Στο τρένο του γυρισμού, η Κρινιώ κουρνιάζει
στον ώμο μου, κρατώντας σφιχτά το χέρι μου. Δε μιλάμε—έχουμε χορτάσει ήλιο,
φωνές, χρώματα και μαγεία.
Είμαστε και οι δύο ξεθεωμένοι όταν
επιτέλους μπαίνουμε στο ξενοδοχείο. Γεμίζουμε και πάλι την μπανιέρα με σχεδόν
καυτό νερό, πετάμε δυο βόμβες αφρού και μπαίνουμε μέσα. Νιώθω και πάλι σχεδόν
να λιώνω. Κρατάω την Κρινιώ σφιχτά στην αγκαλιά μου ενώ το χέρι της κάνει
αφηρημένους κύκλους στη γεμάτη αφρούς επιφάνεια του νερού.
«Τζωρτζίνο μου;»
«Τι είναι καρδούλα μου;»
«Το καλοκαίρι πότε παίρνεις άδεια;»
«Δεν έχω κανονίσει ακόμα. Έχεις κάποια καλή
ιδέα;» τη ρωτάω παιχνιδιάρικα.
«Ναι…» μου λέει σχεδόν διστακτικά. Γυρίζει
και με κοιτάζει. «Θέλω να έρθεις μαζί μου στα Κύθηρα.»
Ομολογώ ότι αιφνιδιάζομαι στην αρχή. Όχι
για το μέρος, αλλά για το τι σημαίνει αυτό το μέρος. «Είσαι σίγουρη;»
«Τι νομίζεις Τζωρτζίνο μου, ότι δεν το έχω
πει στη μητέρα μου ότι είμαι μαζί σου;»
«Της τα έχεις πει όλα-όλα;»
«Ναι,» μου απαντάει χωρίς δισταγμό και μετά
χαχανίζει. «Οκ, δεν της έχω πει ότι τι βρίσκουμε να μου τις βρέχεις με το χέρι
ή με τη ζώνη…»
«Ε;» της λέω κολλώντας τελείως. «Ζώνη;» Δεν
είχα χρησιμοποιήσει ζώνη πάνω της!
«Είδες με τι τέχνη στο έφερα;» μου λέει
χαχανίζοντας και πάλι.
«Μωρή Μεσσαλίνα! Μωρή Λουκριτία-Βοργία!»
της λέω βάζοντας τα γέλια. «Ένα-ένα μου τα ξεφουρνίζεις!»
“Pot, meet kettle…” μου απαντάει με deadpan ύφος, κάνοντάς με
να βάλω και πάλι τα γέλια.
Φυσικά και δε μου πέρασε απαρατήρητο ο
τρόπος με τον οποίο άλλαξε την κουβέντα, αλλά έκανα το κορόιδο αφήνοντάς τη να
χαρεί τη μικρή της νίκη. Άλλωστε ποιος ο λόγος να το βαρύνω και να χαλάσω το
κέφι της υπέροχης μέρας που περάσαμε;
«Απλά πες μου ημερομηνία…» της λέω φιλώντας
της απαλά τα μαλλιά.
«Θα… θα έρθεις;» με ρωτάει με φωνή γεμάτη
λαχτάρα.
«Χαλάω εγώ χατίρι στο Κρινιώ μου;» τη λέω
σφίγγοντάς την πάνω μου.
Γυρίζει ελαφρά και με κοιτάζει στα μάτια.
«Σ’ αγαπάω!»
Χανόμαστε σε ένα βαθύ, ατελείωτο φιλί…
Το πρωί ξυπνάμε νωρίς, μα δεν σηκωνόμαστε
αμέσως. Το φως περνάει μέσα απ’ τις γρίλιες του παραθύρου και πέφτει διάσπαρτο
πάνω μας, σαν να προσπαθεί να μας ξυπνήσει με χάδι και όχι με φωνή. Η Κρινιώ
κουλουριάζεται πάνω μου, με το ένα πόδι της περασμένο πάνω απ’ το δικό μου, και
το μάγουλό της ακουμπισμένο στο στέρνο μου. Δεν μιλάει· τα δάχτυλά της χαράζουν
αργά κύκλους στην κοιλιά μου, σαν να ζωγραφίζει κάτι που δεν γίνεται να
ειπωθεί.
Της χαϊδεύω τα μαλλιά. «Θες να μείνουμε
έτσι λίγο ακόμα;» τη ρωτάω ψιθυριστά.
«Θέλω να παγώσει ο χρόνος,» μου απαντά
χωρίς να με κοιτάξει. «Αλλά μέχρι να μάθουμε να κάνουμε μαγικά… ναι, ας
μείνουμε λίγο ακόμα έτσι.»
Όταν τελικά σηκωνόμαστε, δεν βιαζόμαστε.
Παραγγέλνουμε πρωινό στο δωμάτιο. Ούτε που μπαίνω στον κόπο να φορέσω κάτι καλύτερο
από ένα t-shirt και τη φόρμα μου.
Εκείνη φοράει μόνο ένα λευκό πουκάμισό μου, κουμπωμένο στραβά, και τίποτα άλλο.
Καθόμαστε δίπλα-δίπλα στον καναπέ, με την πλάτη της να ακουμπά στον ώμο μου,
και τρώμε μέσα σε μικρές, γεμάτες νόημα σιωπές. Κόβει το κρουασάν της και μου
δίνει μπουκιές βουτηγμένες στη μαρμελάδα. Την κοιτάζω και προσπαθώ να μην
σκέφτομαι τι ώρα πετάει η πτήση μας.
Βγαίνουμε για μια τελευταία βόλτα στο
Παρίσι. Όχι κάτι φανταχτερό. Jardin du Luxembourg. Ο κήπος είναι σχεδόν έρημος
τέτοια ώρα. Περπατάμε αργά, πλάι-πλάι, με τα χέρια να ακουμπούν που και που
χωρίς να μπλέκονται. Οι φωνές των παιδιών που παίζουν με μικρές ξύλινες
βαρκούλες στη λίμνη φτάνουν ως εμάς φιλτραρισμένες απ’ τα κλαδιά των δέντρων,
σαν να έρχονται από άλλη εποχή. Καθόμαστε σε ένα παγκάκι. Εκείνη βγάζει ένα
πακέτο χαρτομάντηλα απ’ την τσάντα της και με καθαρίζει μηχανικά απ’ τα ψίχουλα
που έχω στο μπουφάν.
«Μη με κοιτάς έτσι,» μου λέει.
«Πώς σε κοιτάω;»
«Σαν να φοβάσαι πως θα σβήσω.»
«Δε σε κοιτάω έτσι, καρδούλα μου. Ρουφάω
την εικόνα σου… δε σε χορταίνω… απλά δε σε χορταίνω…»
«Χμμμ… Οκ, τότε να με κοιτάς έτσι!» μου
λέει χαρίζοντάς μου το χαμόγελό της.
Φεύγοντας, σταματάμε για έναν τελευταίο
καφέ στο Quartier Latin. Δε διαλέγω το καφέ για το όνομά του, ούτε για το μενού του. Το
διαλέγω γιατί έχει εκείνη την αυλή με τις κληματαριές και τα στρογγυλά
τραπεζάκια με τα σκαλιστά πόδια. Ο ήλιος πέφτει λοξά—όχι πια κάθετος, όπως
κάνει στις τελευταίες ώρες μιας όμορφης μέρας. Καθόμαστε αντικριστά. Δεν
χρειαζόμαστε τίποτα άλλο.
Της πιάνω το χέρι πάνω στο τραπέζι και το
κρατάω εκεί. Έρχεται η σερβιτόρα, παραγγέλνουμε δυο καφέδες. Η Κρινιώ
χαμογελάει. Δεν λέει τίποτα. Μόνο με κοιτάζει. Ένας καφές δεν είναι απλώς
καφές, όταν ξέρεις πως ίσως είναι ο τελευταίος σου σ’ ένα μέρος που σου χάρισε
ευτυχία. Είναι τελετουργία.
Δεν λέμε μεγάλα λόγια. Δεν χρειάζεται.
Όταν μπαίνουμε στο ταξί για το αεροδρόμιο, την κρατάω σφιχτά από το χέρι. Έξω, το Παρίσι απομακρύνεται σιγά σιγά. Το πρόσωπό της στον καθρέφτη αλλάζει. Δεν είναι μελαγχολία. Είναι κάτι άλλο—μια ήσυχη προσπάθεια να τυπώσει κάθε εικόνα μέσα της για να μη χαθεί ποτέ. Το ίδιο κάνω κι εγώ. Κλείνω τα μάτια μου και αφήνομαι στο αίσθημα που έχει πλημμυρίσει την καρδιά μου.
Ευγνωμοσύνη.
11. Το δηλητήριο της ζωής
Τρίτη απόγευμα έχω ραντεβού με τον ογκολόγο
μου. Ανατριχιάζω και μόνο στη σκέψη ότι θα το περάσω αυτό και πάλι, αλλά το
υποσχέθηκα στο Κρινιώ μου. Της υποσχέθηκα ότι θα το παλέψω, γιατί η ίδια η
Κρινιώ μου έδωσε λόγο να θέλω να το παλέψω. Να γεμίσω και πάλι το σώμα μου με
δηλητήριο, με την ελπίδα… με την ελπίδα να μου δώσει έστω και λίγους παραπάνω
μήνες μαζί της. Να μου δώσει ακόμα μερικούς γύρους με το καρουζέλ πριν
αναπόφευκτα η μουσική σταματήσει για πάντα.
Κάθομαι απέναντί του, στο μικρό γραφείο με
το μονίμως ακατάστατο σωρό από φακέλους και δείγματα. Το φως του μεσημεριού
τρυπώνει διστακτικά από τις λευκές περσίδες, ζωγραφίζοντας διαγώνιες ρίγες στα
χαρτιά και στα χέρια μας. Στον τοίχο πίσω του, πίσω από τα πιστοποιητικά και τα
διπλώματα σε ασημένιες κορνίζες, υπάρχει ένας πίνακας με μια βάρκα που παλεύει
με τα κύματα – τον έχω παρατηρήσει σχεδόν σε κάθε επίσκεψη. Σήμερα, μοιάζει πιο
σχετικός από ποτέ.
Ο γιατρός μου—ο Νίκος—κρατάει τον φάκελό
μου στο χέρι αλλά με κοιτάζει στα μάτια, όχι τα χαρτιά. Ήρεμος. Από αυτούς τους
ανθρώπους που έχουν δει τα πάντα, κι όμως καταφέρνουν να σε βλέπουν σαν να
είσαι ο πρώτος. Τα μάτια του, ένα βαθύ καστανό, έχουν μια φλόγα ενσυναίσθησης
που δεν έχει σβήσει παρά τα χρόνια του με τον πόνο και το θάνατο. Γκρίζοι
κρόταφοι, χέρια με λεπτές φλέβες που ξεχωρίζουν κάτω από δέρμα που μαρτυρά την
ηλικία του, αλλά δάχτυλα που κινούνται με σταθερότητα και ακρίβεια.
«Χαίρομαι που επιτέλους το αποφάσισες», μου
λέει και η φωνή του έχει εκείνη την αυθεντική ζεστασιά που δε διδάσκεται στις
ιατρικές σχολές.
Γνέφω, νιώθοντας έναν κόμπο στο λαιμό που
πασχίζω να καταπιώ. Μια απόφαση που απέφευγα για μήνες, κρατώντας την σαν
τελευταία κάρτα σε ένα παιχνίδι που ήξερα ότι δεν μπορούσα να κερδίσω, μόνο να
παρατείνω. Κοιτάζω το χρυσό του ρολόι με το καφέ λουράκι—άλλο ένα σταθερό
σημείο αναφοράς στις επισκέψεις μου εδώ.
«Δεν το κάνω για να το γυρίσω Νίκο», του
εξηγώ, τονίζοντας κάθε λέξη σαν να προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου όσο και
εκείνον. «Το ξέρω ότι είναι ταξίδι χωρίς επιστροφή... Το κάνω για να πάρω χρόνο.
Γνώρισα… γνώρισα μια κοπέλα…» του λέω και διστάζω. «Θέλω… θέλω να ζήσω όσο
περισσότερο γίνεται… για εκείνη.»
«Όποιος και αν είναι ο λόγος χαίρομαι που
το έκανες, Γιώργο,» μου λέει με σταθερό, συγκρατημένο λόγο.
Δεν προσπαθεί να με καθησυχάσει με ψευδείς
ελπίδες. Είναι κάτι που εκτιμώ απεριόριστα στον Νίκο—την ειλικρίνειά του. Σε
όλα αυτά τα χρόνια, από τις πρώτες υποψίες μέχρι τη διάγνωση και τώρα αυτή την
απόφαση, δε μου έχει πει ποτέ ψέματα.
«Και εκεί θα στοχεύσουμε,» μου απαντάει. «Όσο
περισσότερο χρόνο και όση καλύτερη ποιότητα μπορούμε», συμπληρώνει, δίνοντας
έμφαση στην τελευταία λέξη.
«Θα είμαι ζωντανός ή θα σέρνομαι;» ρωτάω
ευθέως. Η ερώτηση που με βασανίζει περισσότερο. Έχω δει περιπτώσεις, έχω
ακούσει ιστορίες, έχω διαβάσει αρκετά για να φοβάμαι τα χειρότερα.
Σκύβει λίγο μπροστά, με τους αγκώνες του να
ακουμπούν στο γραφείο, τα δάχτυλά του να σχηματίζουν ένα είδος γέφυρας κάτω από
το σαγόνι του. Η στάση του είναι ανεπαίσθητα πιο οικεία, λιγότερο τυπική. Το
φως τονίζει τις ρυτίδες έκφρασης γύρω από τα μάτια του, σημάδια από χαμόγελα
δοσμένα σε ασθενείς που χρειάζονταν ελπίδα και από συνοφρυώματα για περιπτώσεις
που τον είχαν προβληματίσει στο παρελθόν.
«Δεν θα είναι εύκολο, αλλά δεν θα σε
εξοντώσουμε. Δε στο λέω ωραιοποιώντας», λέει με μια ειλικρίνεια που αισθάνομαι
να με διαπερνά. «Η χημειοθεραπεία που θα κάνουμε είναι παρηγορική, όχι
επιθετική. Δύο μέρες κάθε τρεις εβδομάδες. Με ενδιάμεση υποστήριξη».
Ακούγεται, ταυτόχρονα, και χειρότερο και
καλύτερο από ό,τι περίμενα. Υπάρχει κάτι στη λέξη “παρηγορική” που με τρομάζει—η
παραδοχή ότι αυτή δεν είναι θεραπεία, είναι διαχείριση. Αλλά υπάρχει επίσης
κάτι καθησυχαστικό στην παρουσίαση του προγράμματος—συγκεκριμένο, διαχειρίσιμο,
με αναπνοές ενδιάμεσα.
Συνεχίζει, εξηγώντας με φωνή που δεν είναι
ούτε κλινική ούτε υπερβολικά συναισθηματική: «Θα έχεις παρενέργειες: κόπωση,
ναυτία, ίσως τριχόπτωση. Αλλά όχι του τύπου “δεν μπορώ να σηκωθώ από το κρεβάτι”».
Το βλέμμα του σκληραίνει ελαφρώς, με αποφασιστικότητα που φανερώνει τη
φιλοσοφία του. «Δεν σε θέλουμε έτσι».
Αυτός ο τρόπος που χρησιμοποιεί το πρώτο
πληθυντικό με κάνει να αισθάνομαι ότι μπαίνω σε μια κοινή προσπάθεια, σε μια
ομάδα που παλεύει για εμένα. Μου δίνει κουράγιο.
«Να δουλεύω θα μπορώ;» ρωτάω, κρατώντας στα
δάχτυλά μου ένα ξυλάκι από το γραφείο του, περιστρέφοντάς το νευρικά.
«Με μέτρο, και μόνο αν το θέλεις. Μη γίνεις
ήρωας», μου απαντά, πιάνοντας στιγμιαία το βλέμμα μου και μετά αφήνοντάς με
ελεύθερο να κοιτάξω όπου αισθάνομαι άνετα. «Κάνε το όσο σε γεμίζει. Όταν δεν σε
γεμίζει πια, άστο».
Η συμβουλή του εμπεριέχει μια ελευθερία που
δεν περίμενα—δεν μιλάει για το τι “πρέπει”, αλλά για το τι θα με βοηθήσει να
διατηρήσω τον εαυτό μου σε αυτή την πορεία. Είναι ένας γιατρός που κατανοεί ότι
η ζωή δεν είναι απλώς το να επιβιώνεις, αλλά το να ζεις.
Ακολουθεί σιωπή για λίγα δευτερόλεπτα. Ο
ήχος ενός κινητού που κουδουνίζει κάπου αχνά στο διάδρομο. Η μυρωδιά του
αντισηπτικού από το διπλανό εξεταστήριο. Μια πόρτα που κλείνει. Ο κόσμος
συνεχίζει να γυρίζει γύρω μας, αδιάφορος στο δικό μας μικρό δράμα. Μετά σηκώνω
το βλέμμα μου και τον κοιτάζω σταθερά.
«Να σε ρωτήσω κάτι σημαντικό», λέω και
νιώθω τη φωνή μου πιο σταθερή τώρα, καθώς πλησιάζω στην ερώτηση που έχω
προβάρει στο μυαλό μου όλο το πρωί.
«Ό,τι θέλεις», αποκρίνεται, με την προσοχή
του πλήρως στραμμένη πάνω μου.
«Τον Αύγουστο… θα ήθελα να λείψω. Να πάω
Κύθηρα. Να είμαι με εκείνη», αναφέρομαι στην Κρινιώ χωρίς να χρειάζεται να την
κατονομάσω. «Όχι για λίγο. Δύο, τρεις εβδομάδες. Μπορώ; Ή πρέπει να γυρίσω
Αθήνα στη μέση για να πάρω τη δόση μου;»
Τα δάχτυλά μου σταματούν να περιστρέφουν το
ξυλάκι. Το κρατάω σφιχτά, σαν να είναι μια γέφυρα σταθερότητας. Η ανάσα μου
κόβεται ελαφρά. Είναι τόσο σημαντικό για μένα, αυτό το ταξίδι, αυτός ο χρόνος
μαζί της—που πρέπει να με έχει προδώσει η έκφρασή μου. Με κοιτάζει λίγο
σκεφτικός, αλλά όχι διστακτικός. Βλέπω τα μάτια του να στρέφονται στιγμιαία
προς τα δεξιά, όπως κάνει όταν κάνει νοερούς υπολογισμούς. Ύστερα, χαμογελάει
αχνά, και αυτό το χαμόγελο είναι σαν μια ακτίνα ήλιου που διαπερνά τα σύννεφα.
«Θα το πούμε “θεραπευτικό παράθυρο”», λέει,
χρησιμοποιώντας τα χέρια του για να σχηματίσει αόρατα εισαγωγικά στον αέρα. «Αν
μέχρι τότε πηγαίνει καλά η αγωγή σου, αν το PET και οι εξετάσεις σου είναι
σταθερές… ναι. Θα σου δώσω το πράσινο φως».
Νιώθω την ανάσα μου να επιστρέφει, σαν να
είχα κρατήσει την αναπνοή μου υποσυνείδητα ακούγοντάς τον. Ο Νίκος, ωστόσο,
σηκώνει το δάχτυλό του σε μια κίνηση που δείχνει ότι έχει ακόμα κάτι να
προσθέσει.
«Αρκεί να είσαι ειλικρινής μαζί μου και με
τον εαυτό σου. Αν δεν αισθάνεσαι καλά, δεν θα το ζορίσουμε». Ο τόνος του είναι
σοβαρός αλλά γεμάτος κατανόηση. Δεν είναι προειδοποίηση, είναι υπενθύμιση της
κοινής μας συμφωνίας για ειλικρίνεια. Ξέρει ότι μπορεί να μου εμπιστευτεί την
αλήθεια μου, όπως κι εγώ ξέρω ότι μπορώ να εμπιστευτώ τη δική του. «Αν όμως
είσαι όπως είσαι τώρα—κι ελπίζω να είσαι—θα πας και θα μείνεις όσο θέλεις»,
συμπληρώνει, επιστρέφοντας στο αρχικό του χαμόγελο. «Και να περάσεις όμορφα!»
Χαμηλώνω το βλέμμα μου για μια στιγμή,
νιώθοντας κάτι μεταξύ ανακούφισης και ευγνωμοσύνης. Είναι περισσότερο απ' όσο
τολμούσα να ελπίζω. Τα Κύθηρα, η Κρινιώ, η γαλήνη του Αυγούστου. Τα διατηρώ
στον ορίζοντά μου, όχι ως ευχή αλλά ως σχέδιο.
«Ευχαριστώ, ρε Νίκο…» λέω, και ακούω τη
φωνή μου να τρέμει λίγο, προδίδοντας την έντονη συγκίνηση που προσπαθώ να
συγκρατήσω.
Κουνάει το κεφάλι του, απορρίπτοντας τις
ευχαριστίες μου με μια κίνηση που μοιάζει σχεδόν ενοχλημένη. «Μην ευχαριστείς.
Δεν σου κάνω χάρη». Και μετά, με λόγια απλά αλλά γεμάτα μια ουσία που θα
κουβαλάω μαζί μου για το υπόλοιπο της διαδρομής μου, συμπληρώνει: «Ζωή
φτιάχνουμε. Όσο κρατήσει».
Μέσα στη λιτότητά τους, αυτές οι λέξεις
περικλείουν όλα όσα προσπαθώ να αγκαλιάσω αυτές τις μέρες. Όχι επιβίωση, αλλά
ζωή. Όχι χρόνος, αλλά στιγμές. Όχι μοναχική πορεία, αλλά κοινό ταξίδι.
Και έχει δίκιο. Δεν είναι χάρη, είναι
σεβασμός. Είναι η αναγνώριση ότι ακόμα κι όταν το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο,
η διαδρομή μετράει. Ίσως, τελικά, είναι το μόνο που μετράει πραγματικά.
Καθώς σηκώνομαι να φύγω, έχοντας συμφωνήσει
για το πρόγραμμα που θα ξεκινήσει την επόμενη εβδομάδα, ρίχνω μια τελευταία
ματιά στον πίνακα με τη βάρκα. Τώρα παρατηρώ κάτι που δεν είχα προσέξει τις
προηγούμενες φορές: τον άνθρωπο μέσα στη βάρκα. Δεν παλεύει με τα κύματα. Πλέει
με αυτά.
Το βραδάκι περνάω και παίρνω την Κρινιώ από
την καφετέρια, και γυρίζουμε σπίτι όπου μας περιμένει σχεδόν σκαρφαλωμένη στο
τζάμι η Λίζι. Την Κυριακή το βράδυ που γυρίσαμε από το Παρίσι, πήγαμε πρώτα και
πήραμε το τριχωτό μου τερατάκι από το ξενοδοχείο της, και μετά γυρίσαμε σπίτι
μου. Μου ζήτησε να κάνω κοπάνα από τη δουλειά τη Δευτέρα, και σιγά που θα της
χαλούσα το χατίρι.
Περάσαμε μια όμορφη τεμπέλικη μέρα,
μαγειρέψαμε, ακούσαμε μουσική, χαζέψαμε στην τηλεόραση, κάναμε έρωτα ξανά και
ξανά και ξανά, και το βραδάκι την πήγα σπίτι της, καθώς το πρωί είχε να πάει
στη σχολή, αφού πρώτα σταματήσαμε για κρέπες.
Όσο έκανε ντουζάκι, εγώ ετοίμασα το
τραπέζι, είχε μείνει κοκκινιστό από εχθές, το οποίο σήμερα θα το συνοδεύαμε με
κρασάκι, και όχι με μπύρα.
«Είχα ραντεβού με το γιατρό, σήμερα!» της
είπα.
Αφήνει κάτω το πιρούνι και με κοιτάει.
«Σου υποσχέθηκα ότι θα το παλέψω, Κρινιώ
μου, και αυτό ακριβώς θα κάνω!»
Μου σφίγγει το χέρι. «Θα είμαι μαζί σου σε
κάθε βήμα, Τζωρτζίνο μου,» είναι η υπόσχεσή της. «Το ξέρω ότι θα είναι
δύσκολο.»
«Δεν θα είμαι τελείως κομμάτια, ματάκια
μου,» της λέω. «Η χημειοθεραπεία θα είναι παρηγορική… δεν… δεν είναι
αναστρέψιμος ο καρκίνος που έχω. Είναι… είναι απλά για να μου δώσει όσο
περισσότερο χρόνο και ποιότητα μπορώ να πάρω.»
Μου σφίγγει το χέρι ακόμα πιο δυνατά, και
παρά το δάκρυ στα μάτια της, το χαμόγελό της δε σβήνει. Το σκουπίζει βιαστικά
με το άλλο της χέρι.
«Σε κάθε βήμα,» μου επαναλαμβάνει. «Αν αυτό
σημαίνει ότι θα με χάσει το σπίτι μου, η σχολή μου και η καφετέρια, στο διάολο
να πάνε όλα!»
«Δε θα χρειαστεί να σε χάσει ούτε η σχολή
σου ούτε η καφετέρια, καρδούλα μου. Και μεταξύ μας… δε με χαλάει ούτε στο
ελάχιστο το να σε χάσει το σπίτι σου, αν αυτό σημαίνει περισσότερο χρόνο μαζί
σου!»
«Καλά, να σε δω να τα λες αυτά αύριο που θα
σου πετάξω τα μισά ρούχα έξω από τη ντουλάπα!» μου λέει και βάζω τα γέλια.
«Μόνο τα μισά;» τη ρωτάω γελώντας ακόμα.
«Ε, ναι, δε νομίζω ότι θα σου ταιριάζουν τα
φορέματά μου!» μου κάνει χαχανίζοντας. «Πότε ξεκινάμε;»
«Χμμμ…» της κάνω. «Την ερχόμενη Δευτέρα,
έχουμε και μια μετακόμιση μπροστά μας!» της απαντάω πειρακτικά.
«Λίγο μόνο!» μου απαντάει εξίσου
πειρακτικά.
Ναι, μόνο τα έπιπλά της δεν φέραμε σπίτι. Στο
«μερικά απαραίτητα πράγματα», το «μερικά» αποδείχθηκε εξαιρετικά ελαστική
έννοια.
Μέχρι και τα διακοσμητικά της μαξιλάρια—μα
τι μανία έχουν μερικές γυναίκες με δαύτα—φέραμε. Άλλωστε, ποιος δε χρειάζεται
δεκαεπτά διαφορετικά μαξιλάρια, το καθένα με το δικό του ηχηρό όνομα; «Αυτό
είναι ο κύριος Φούντας!» μου ανακοίνωσε θριαμβευτικά, δείχνοντας ένα φουντωτό
πράσινο πράγμα. «Κι αυτό, η κυρία Σύννεφο», συνέχισε, σηκώνοντας κάτι που
έμοιαζε με λευκό νεφέλωμα. Εγώ απλά κατένευσα, αναρωτιόμενος αν θα πρέπει να
τους συστήνομαι το πρωί.
«Έχουν προσωπικότητες, ξέρεις», με
πληροφόρησε σοβαρά. «Ο κύριος Φούντας μισεί να τον βάζεις δεξιά, ενώ η κυρία
Σύννεφο...»
«...προτιμάει τη μέση του καναπέ;»,
μάντεψα, προσπαθώντας να συμμετάσχω στη συζήτηση.
«Όχι! Είναι σχέση με τον Κοραλλένιο»,
αποκρίθηκε, λες και μου εξηγούσε τη δυναστική διαδοχή στο Westeros.
Ακολούθησε μια δεκάλεπτη ανάλυση για το πώς
ο Κοραλλένιος είχε χωρίσει με την κυρία Σύννεφο επειδή εκείνη τον θεωρούσε
«πολύ έντονο χρωματικά», και τώρα ο κύριος Φούντας, που ήταν αιώνιος εχθρός του
Κοραλλένιου λόγω μιας παλιάς παρεξήγησης για μια θέση στον καναπέ, είχε τον
ρόλο του συμβούλου της κυρίας Σύννεφο. Ένιωσα την ανάγκη να ρωτήσω αν υπάρχει
κάποιο οικογενειακό δέντρο που θα με βοηθούσε να παρακολουθήσω την ιστορία,
αλλά κατάπια τη γλώσσα μου.
Και φυσικά φέραμε τη συλλογή με τους
αρκούδους της, τους οποίους τους τακτοποίησε πάνω στο κρεβάτι, και να δω πού θα
κοιμόμαστε. Αυτές οι χνουδωτές υπάρξεις καταλαμβάνουν περίπου το 78% της
επιφάνειας του στρώματος, αφήνοντας σε εμάς ένα λεπτό περιθώριο στην άκρη του
κρεβατιού που μοιάζει περισσότερο με περβάζι παραθύρου παρά με χώρο ύπνου.
«Θα κοιμόμαστε σε βάρδιες;» τη ρωτάω βλέποντας
τον μικρό στρατό από λούτρινα που κατέλαβε το κρεβάτι μας.
«Μη λες χαζομάρες!» μου απαντάει
χαχανίζοντας. «Τους μαζεύουμε το βράδυ και τους βάζουμε στην πολυθρόνα.»
Ώστε η πολυθρόνα μου, η αγαπημένη μου θέση
για διάβασμα, θα μετατρεπόταν πλέον σε ορφανοτροφείο αρκούδων. Φανταζόμουν ήδη
τον εαυτό μου να προσπαθεί να διαβάσει ενώ είκοσι γυάλινα μάτια με κοιτούσαν σε
έντονη αποδοκιμασία.
Εκείνη που ξετρελάθηκε ωστόσο περισσότερο
με όλα αυτά τα τζιτζιμάντζαλα, ήταν η Λίζι, που δώσ’ της μαξιλάρι και πάρ’ της
την ψυχή. Λίγη ώρα αφού βάλαμε τον «κύριο Φούντα» στη θέση του, και προφανώς
αδιαφορώντας για την περίπλοκη συναισθηματική του ζωή, θρονιάστηκε πάνω του σαν
τη βασίλισσα στο θρόνο της.
«Μάλλον χαίρεται που έχει παρέα», λέει η
Κρινιώ, χαϊδεύοντας τη Λίζι που τώρα είχε φωλιάσει μέσα σε ένα άδειο κουτί
παπουτσιών με τρόπο που παραβίαζε τουλάχιστον δύο-τρεις νόμους της φυσικής.
«Παρέα ή τσίρκο;» μουρμουράω, βλέποντας τη
γάτα μου να κάνει κωλοτούμπες σαν ακροβάτης. «Την έχεις δωροδοκήσει; Της έδωσες
μπισκοτάκια με κάτι μέσα;»
Η Κρινιώ γελάει. «Δεν ξέρω πως να σου το
πω... Έχουμε γίνει φίλες εδώ και καιρό. Της φέρνω μεζεδάκια όταν δεν βλέπεις.»
Άρχισαν όλα να αποκτούν νόημα. Οι
επισκέψεις της Κρινιώς που η Λίζι υποδεχόταν με περίεργο ενθουσιασμό, η
σταδιακή προδοσία του γατιού μου που ξεκίνησε να προτιμά την αγκαλιά της από τη
δική μου.
«Νομίζω ότι έχω γίνει θύμα μιας καλά
οργανωμένης συνωμοσίας», είπα, σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος με
προσποιητή αγανάκτηση.
«Καλώς ήρθες στο μητριαρχία», χαχανίζει η
Κρινιώ, κάνοντάς μου μια αναιδέστατη γκριμάτσα. «Τρεις γυναίκες στο σπίτι τώρα,
συνήθισέ το!»
«Τρεις;»
«Εγώ, η Λίζι, και η κυρία Σύννεφο», εξηγεί
με απόλυτη σοβαρότητα, κρατώντας το λευκό μαξιλάρι ψηλά στον αέρα σαν τρόπαιο.
Κοιτάζω τριγύρω το σπίτι μου—που πλέον
έμοιαζε με αποθήκη του ΙΚΕΑ που είχε περάσει ανεμοστρόβιλος—και ύστερα τη Λίζι
που είχε δεχτεί επίσημα την Κρινιώ ως νέο της υπήκοο. Και μετά την Κρινιώ, με
το παιδικό της χαμόγελο και τα μάτια που λάμπουν με χαρά.
«Ελπίζω τουλάχιστον ο κύριος Φούντας να μην
ροχαλίζει», λέω τελικά, παραδιδόμενος στην νέα τάξη πραγμάτων.
«Ο κύριος Φούντας κοιμάται ήσυχος, όχι σα
μερικούς-μερικούς!» μου κάνει βγάζοντας αναιδέστατα τη γλώσσα της.
«Δε ροχαλίζω!» απαντάω δήθεν θιγμένος.
«Ροχαλίζω;» ρωτάω αυτή τη φορά με αβεβαιότητα.
«Όχι, αλλά μου βάζεις χέρι! Ο κύριος
Φούντας δε μου βάζει!»
«Το καλό που του θέλω! Χέρι στο κορίτσι μου
βάζω μόνο εγώ!»
«Μοναχοφαγά!» μου λέει πειρακτικά.
Και κάπως έτσι εγκαινιάσαμε και τη ζώνη. Τι
να πεις, η Κρινιώ μου έχει τον τρόπο της να με παρασύρει στην ακολασία…
…λέμε τώρα!
Ο χρόνος μέχρι τη Δευτέρα κύλισε σα νεράκι.
Κάθομαι στην καρέκλα της χημειοθεραπείας και νιώθω τον ψυχρό πλαστικό σωλήνα
του ορού να ακουμπάει στον αγκώνα μου. Η νοσοκόμα είναι ευγενική, ήσυχη, ρίχνει
γρήγορες ματιές στο μόνιτορ καθώς περνάει τον ορό. Δεν πονάει. Ούτε τσούζει.
Δεν είναι αυτό που σε τρομάζει. Είναι η σιωπή. Η αναμονή. Το άγνωστο.
Η Κρινιώ κάθεται δίπλα μου. Έχει φέρει μαζί
της ένα βιβλίο, αλλά δεν το έχει ανοίξει. Μου κρατάει το χέρι. Δεν λέει πολλά.
Μόνο αυτό το «είμαι εδώ» που το λέει το σώμα της, η παρουσία της. Έχει πλέξει
τα δάχτυλά της με τα δικά μου και που και που μου κάνει έναν μικρό κύκλο στην
παλάμη, όπως όταν χαϊδεύεις ένα ζώο για να το καθησυχάσεις. Ή έναν άνθρωπο. Ή
τον εαυτό σου.
«Δεν είναι και τόσο χάλια,» της λέω
προσπαθώντας να δώσω ανάλαφρο τόνο.
«Δε θα πω ψέματα, με τρομάζει λίγο…» μου
λέει χαμηλόφωνα.
Την κοιτάζω. Δεν φοράει ίχνος μακιγιάζ
σήμερα. Τα μάτια της έχουν εκείνη τη γυαλάδα που μαρτυράει έγνοια, αλλά
προσπαθεί να κρατηθεί. Δεν την κατηγορώ. Ούτε εμένα με χαροποιεί να βλέπω τον
εαυτό μου μ’ αυτό το σωληνάκι στο χέρι, σ’ αυτή την καρέκλα. Αλλά είμαι εδώ.
Και εκείνη είναι μαζί μου.
Το βράδυ Η Κρινιώ μου φτιάχνει κοτόσουπα.
Δεν με πιέζει να φάω, αλλά μου τη φέρνει με το κουταλάκι και κάθεται απέναντί
μου, με το σώμα της στραμμένο προς τα εμένα. Τρώω λίγες κουταλιές. Ήπια ναυτία.
Περισσότερο από άγχος νομίζω παρά από το φάρμακο. Αργότερα, ξαπλώνω στον
καναπέ. Εκείνη μου βάζει μια κουβέρτα και κάθεται δίπλα μου με τη Λίζι
κουλουριασμένη στην αγκαλιά της.
Χαμογελάω. Και κάπως έτσι, μέσα σ’ ένα
σπίτι που μυρίζει ακόμα λεμόνι απ’ το καθαριστικό και κοτόσουπα, κλείνω τα
μάτια μου και για πρώτη φορά νιώθω ότι ναι, μπορεί να μην το νικήσω… αλλά δε θα
το περάσω μόνος.
Η
δεύτερη μέρα πάει πιο γρήγορα. Ξέρω ήδη τι να περιμένω. Η Κρινιώ κάθεται πάλι
δίπλα μου. Αυτή τη φορά έχουμε φέρει και το tablet μου και με το ένα ακουστικό στο αφτί της και
το άλλο στο δικό μου, βλέπουμε ένα επεισόδιο Fawlty Towers.
Μου ξεφεύγει γέλιο — γνήσιο. Βαθύ. Ένα
γέλιο που μου θυμίζει ότι δεν είμαι ακόμα φάντασμα. Είμαι ακόμα άνθρωπος. Με
σύντροφο. Με ζωή. Με χιούμορ.
Το επόμενο πρωί ξυπνάω βαρύς. Στο στόμα μου
έχει μείνει μια πικρή γεύση—σαν σκουριά. Ούτε νερό δεν μου κατεβαίνει εύκολα.
Νιώθω το σώμα μου να είναι ξένο. Όχι απλώς κουρασμένο. Άδειο. Σαν να μου έχουν
αποσυνδέσει την πρίζα. Η Κρινιώ δεν λέει κουβέντα. Δεν κάνει ερωτήσεις. Με
κοιτάζει, με πλησιάζει, και μου φέρνει ένα ποτήρι νερό με λεμόνι και δυο
κράκερ. Κάθεται δίπλα μου, μου χαϊδεύει το κεφάλι.
«Πιες λίγο μόνο. Για μένα.»
Πίνω. Για εκείνη.
Κοιμάμαι στον καναπέ για ώρες. Ούτε όνειρα,
ούτε σκέψεις. Μόνο ύπνος. Εκείνη στο γραφείο, γράφει τις εργασίες στης στο laptop, αλλά κάθε τόσο
έρχεται και με κοιτάζει. Την τελευταία φορά τα είχα περάσει όλα αυτά μόνος μου.
Όχι πια.
Η επόμενη μέρα είναι ακόμα χειρότερη. Η
ναυτία σήμερα είναι χειρότερη. Ούτε η κοτόσουπα δεν κατεβαίνει. Κάποια στιγμή,
με παίρνει μια βόλτα μέχρι το μπαλκόνι. Έχει αρχίσει να πέφτει ο ήλιος και ο
αέρας έχει εκείνο το ανοιξιάτικο άρωμα της ζεστής γης και των πρώτων
νυχτολούλουδων. Μου φέρνει μια ελαφριά κουβέρτα, μια λεμονάδα με λίγο μέλι και
βασιλικό, και κάθεται δίπλα μου χωρίς να μιλάει. Μου κρατάει το χέρι.
«Είμαι λίγο κουρέλι σήμερα,» της λέω.
«Είσαι ο γέρο-χίπης μου και δε σε αλλάζω με
τίποτα στον κόσμο, Τζωρτζίνο μου.»
Γέρνω το κεφάλι μου στον ώμο της. Δεν έχω
άλλη ενέργεια για λέξεις.
Η επόμενη μέρα είναι η πρώτη μέρα που νιώθω
λίγο καλύτερα. Η ναυτία υποχωρεί, το κεφάλι μου δεν βουίζει τόσο. Δεν έχω όρεξη
για φαγητό, αλλά μπορώ να καθίσω στον καναπέ χωρίς να νιώθω σαν χαρτοπολτός.
Η Κρινιώ φέρνει pancakes. Λεπτά, με μέλι
και κανέλα. Έχει φορέσει την αγαπημένη μου μπλούζα μου—αυτή που της πέφτει
μέχρι τα γόνατα. Η Λίζι κουλουριάζεται στο πλάι της.
«Πάμε να φάμε στον καναπέ και να δούμε Cunk on Earth?»
Χαμογελάω. Το πρώτο μου πραγματικό χαμόγελο
εδώ και πέντε μέρες. Την ακολουθώ.
Το επόμενο πρωί ξυπνάω και για πρώτη φορά
νιώθω τον εαυτό μου να μην είναι σκιά. Όχι εντελώς εγώ, αλλά κάτι κοντά. Η
γεύση στο στόμα μου δεν είναι σίδερο, δεν έχει την αίσθηση χημικού εργοστασίου.
Το κεφάλι μου δεν χτυπάει. Το στομάχι μου δεν γυρίζει.
Η Κρινιώ, απόλυτα συγχρονισμένη μαζί μου,
δεν λέει τίποτα. Με κοιτάζει και το βλέπει. Της κάνω ένα αδιόρατο νεύμα. Μου
χαμογελάει — όχι με τον ενθουσιασμό της Disneyland, αλλά με εκείνο το ήσυχο, ήρεμο χαμόγελο
που λέει “σ’ έχω”.
«Λέω να βγούμε λίγο,» της λέω. «Να πάρω
λίγο αέρα.»
«Πάμε. Αλλά όχι μακριά.»
Δε βγαίνουμε μακριά. Περπατάμε γύρω απ’ τη
γειτονιά. Η Λίζι μαζί μας — της βάλαμε το λουράκι και τη βγάλαμε σαν σκύλο. Η
Κρινιώ το βρίσκει ξεκαρδιστικό. Η Λίζι όχι. Ψάχνει τρόπο να απεμπλακεί με
αξιοπρέπεια. Πάνω από όλα, γάτα.
Γυρνάμε σπίτι. «Κρινιώ μου, θέλεις να
κάνουμε αύριο τραπέζι στο Γιάννη και την Κατερίνα, τη σύζυγό του;»
«Και το ρωτάς, Τζωρτζίνο μου; Τι θέλεις να
σας μαγειρέψω!»
«Όχι μαγείρεμα… Barbeque,» της λέω και
παίρνω το κινητό μου να παραγγείλω να μας φέρουν κρέατα. «Για εσάς παϊδάκια,
που αρέσουν πολύ του Γιάννη, και για μένα κοτόπουλο, φτερούγες και μπουτάκια…
Τι λες κι εσύ;»
«Εγώ λέω να ρωτήσεις το Γιάννη πρώτα,
μπορεί να έχει κανονίσει τίποτα ο άνθρωπος!» μου λέει χαμογελαστή.
Δεν είχε κανονίσει κάτι, και έτσι το
πρόγραμμα για την αυριανή μέρα έκλεισε.
Ξυπνάω νωρίς το πρωί με την πρώτη ακτίνα
του ήλιου να τρυπώνει από τις γρίλιες του παντζουριού. Η Κρινιώ κοιμάται ακόμα
δίπλα μου, το πρόσωπό της γαλήνιο και ήρεμο. Σηκώνομαι αθόρυβα, προσπαθώντας να
μην την ξυπνήσω. Σήμερα είναι η μεγάλη μέρα που θα συστήσω την Κρινιώ στον
καλύτερό μου φίλο και την γυναίκα του. Θέλω όλα να είναι τέλεια.
Κατεβαίνω στην κουζίνα και βάζω καφέ. Η
Λίζι, η γάτα μας, τρίβεται στα πόδια μου ζητώντας το πρωινό της. Την ταΐζω και
μετά βγαίνω στην αυλή για να ετοιμάσω την ψησταριά. Ο ουρανός είναι
καταγάλανος, χωρίς ίχνος σύννεφου - μια τέλεια μέρα για μπάρμπεκιου.
Βγάζω το κρέας από το ψυγείο για να έρθει
σε θερμοκρασία δωματίου. Η Κρινιώ έχει ήδη μαρινάρει τα παϊδάκια από χθες το
βράδυ, και η μυρωδιά τους με κάνει να ανυπομονώ. Εγώ ασχολούμαι με τα κοτόπουλα
- φτερούγες και μπουτάκια που τα λούζω με λεμόνι και μπαχαρικά.
Η Κρινιώ κατεβαίνει μισή ώρα αργότερα, με
τα μαλλιά της ακόμα αχτένιστα και ένα χαμόγελο που φωτίζει το πρόσωπό της.
«Καλημέρα,» μου λέει και με φιλάει απαλά
στο μάγουλο. «Ξεκίνησες νωρίς βλέπω.»
«Θέλω όλα να είναι τέλεια,» της απαντώ. «Ο
Γιάννης είναι ο καλύτερός μου φίλος, θέλω να σε γνωρίσει όπως σε βλέπω εγώ.»
Γελάει και αρχίζει να ετοιμάζει τη σαλάτα
ενώ εγώ συνεχίζω με το κρέας. Δουλεύουμε παράλληλα σε μια αρμονία που έχουμε
αναπτύξει τους τελευταίους μήνες - σαν να χορεύουμε ένα χορό που μάθαμε μαζί.
Στις δέκα ακριβώς χτυπάει το κουδούνι.
Είναι ο Γιάννης, πάντα στην ώρα του. Τρέχω να ανοίξω.
«Καλημέρα αδερφέ!» λέει χαμογελαστός,
κρατώντας ένα κουτί με μπύρες και ένα σακουλάκι. «Έφερα σπιτικό τζατζίκι, μην
τρέχουμε τελευταία στιγμή.»
Πίσω του στέκεται η Κατερίνα, η σύζυγός
του, κομψή και χαμογελαστή όπως πάντα. Έχει μια ζεστασιά που κάνει όποιον τη
συναντά να νιώθει αμέσως ευπρόσδεκτος.
«Περάστε, περάστε,» τους λέω και τους οδηγώ
στην αυλή όπου η Κρινιώ τακτοποιεί το τραπέζι. Η Λίζι έχει ήδη θρονιαστεί σε
μια ψάθινη καρέκλα και μας παρακολουθεί σαν επιθεωρητής υγειονομικού.
«Κατερίνα, Γιάννη, να σας συστήσω... αυτή
είναι η Κρινιώ μου!» λέω και παρατηρώ το βλέμμα του Γιάννη να φωτίζεται με
ειλικρινή έκπληξη. Η πραγματικότητα ξεπερνά τη φήμη.
Η Κρινιώ, απλή αλλά λαμπερή με το κοντό
τζιν σορτσάκι και το μπλουζάκι δεμένο στη μέση της, χαμογελά και απλώνει το
χέρι της με μια φυσικότητα που με κάνει να νιώθω περήφανος. Η Κατερίνα την
αγκαλιάζει αμέσως και ο Γιάννης σφίγγει το χέρι της σαν παλιός φίλος.
«Άκουσα τόσα για εσένα που είχα αρχίσει να
πιστεύω ότι είσαι μυθοπλασία!» της λέει πειρακτικά, κάνοντάς την να γελάσει.
Προχωράμε όλοι προς την ψησταριά. Ο Γιάννης
βγάζει το μπουφάν του και σηκώνει τα μανίκια του πουκαμίσου του.
«Λοιπόν, πού χρειάζεσαι βοήθεια;» με
ρωτάει. «Είμαι έτοιμος για δράση!»
«Άναψε τα κάρβουνα κι εγώ θα τελειώσω με το
κρέας,» του λέω και του δίνω τον αναπτήρα.
Ο Γιάννης ανάβει τα κάρβουνα με
επιδεξιότητα. Ξέρω ότι έχει εμπειρία - κάθε καλοκαίρι οργανώνει μπάρμπεκιου για
την παρέα. Τα κορίτσια κάθονται σε ένα τραπεζάκι παραδίπλα και πιάνουν
κουβέντα, λες και γνωρίζονται χρόνια. Η Κρινιώ γελάει με κάτι που της λέει η
Κατερίνα, και το γέλιο της είναι μελωδικό, γεμίζει την αυλή.
Τα κάρβουνα αρχίζουν να πυρώνουν και η
μυρωδιά τους γεμίζει τον αέρα. Ο Γιάννης με βοηθάει να τοποθετήσω το κρέας πάνω
στη σχάρα.
«Έχεις λαβίδα;» με ρωτάει.
«Μια στιγμή,» του λέω και τρέχω μέσα να
φέρω τα εργαλεία του ψησίματος.
Όταν επιστρέφω, τον βρίσκω να συζητά με την
Κρινιώ. Του δείχνει τα παϊδάκια που έχει μαρινάρει και εξηγεί τι μπαχαρικά
χρησιμοποίησε. Ο Γιάννης την ακούει με ενδιαφέρον, γνέφοντας επιδοκιμαστικά. Γελάμε
όλοι και η ατμόσφαιρα γίνεται ακόμα πιο ζεστή. Ο Γιάννης ξεδιπλώνει το ταλέντο
του στο ψήσιμο, γυρίζοντας τα κρέατα με προσοχή και στην κατάλληλη στιγμή.
«Δείξε μου το κόλπο με τα κοτόπουλα,» τον
παρακαλώ. «Τα δικά σου πάντα βγαίνουν τόσο ζουμερά.»
«Το μυστικό είναι στη θερμοκρασία και στην
υπομονή,» μου εξηγεί. «Πρέπει να τα ψήσεις σε μέτρια φωτιά για να μην
στεγνώσουν.»
Παρακολουθώ προσεκτικά καθώς μου δείχνει
πώς να τοποθετώ τα κοτόπουλα στη σχάρα και πότε να τα γυρίζω. Η μυρωδιά από το
ψημένο κρέας αρχίζει να απλώνεται και κάνει το στομάχι μου να γουργουρίζει. Η
Κρινιώ και η Κατερίνα στρώνουν το τραπέζι στην αυλή, κάτω από τη σκιά της
τέντας. Ανοίγουν μπύρες και τοποθετούν σαλάτες στο κέντρο. Η Λίζι κάνει
επιθεωρήσεις τώρα από το περβάζι του παραθύρου, σαν λοχίας σε επιφυλακή.
Τα πρώτα κομμάτια κρέατος είναι έτοιμα και
τα βάζουμε σε ένα πιάτο. Ο Γιάννης συνεχίζει να παρακολουθεί τα υπόλοιπα στη
σχάρα.
«Πήγαινε να κάτσεις με τα κορίτσια,» μου
λέει. «Έχω εγώ το πόστο εδώ.»
Τον ευχαριστώ και πηγαίνω στο τραπέζι όπου
η Κρινιώ και η Κατερίνα συζητούν για βιβλία. Τους προσφέρω από το ψημένο κρέας
και τα μάτια τους λάμπουν από ευχαρίστηση.
«Θεϊκά παϊδάκια!» φωνάζει η Κατερίνα σχεδόν
εκστασιασμένη,
Ο Γιάννης έρχεται με το τελευταίο πιάτο
γεμάτο παϊδάκια κοτόπουλο και κάθεται μαζί μας. Σηκώνει το μπουκάλι της μπύρας
του για πρόποση.
«Στις νέες φιλίες και στον έρωτα,» λέει
κοιτάζοντας την Κρινιώ και εμένα. «Μα πάνω απ' όλα, στο καλό φαγητό!»
Τσουγκρίζουμε τα μπουκάλια μας και
αρχίζουμε να τρώμε με όρεξη. Τα πειράγματα δεν αργούν να ξεκινήσουν.
Καθώς το γεύμα συνεχίζεται, η συζήτηση ρέει
αβίαστα. Μιλάμε για δουλειά, για διακοπές, για όνειρα. Η Κατερίνα και η Κρινιώ
ανακαλύπτουν ότι έχουν το ίδιο αγαπημένο συγγραφέα και αρχίζουν μια ζωηρή
συζήτηση για βιβλία.
Η μέρα κυλάει αργά και γλυκά. Η Λίζι έχει
πλέον ξαπλώσει ανάσκελα σε μια καρέκλα, αποχαυνωμένη από τον ήλιο και τις
μυρωδιές.
Και με τη μυρωδιά των κάρβουνων ακόμα στον αέρα, τις μπύρες μισοάδειες και τις καρδιές μας γεμάτες, το ξέρω: αυτή δεν ήταν απλώς μια Κυριακή. Ήταν μια απάντηση. Στη ζωή. Στο δηλητήριο. Στην αγάπη.
12. Ο κήπος της Εδέμ
Ακόμα και με το πρόγραμμα της
χημειοθεραπείας, ο χρόνος κυλάει σα νερό, μόνο και μόνο επειδή περνάω με την
Κρινιώ μου κάθε ελεύθερη στιγμή της. Αν και ήξερα εξ αρχής τι με περιμένει, τα
συμπτώματα των επόμενων κύκλων δεν ήταν ποτέ ευχάριστα, αλλά ήταν λιγότερο
έντονα από τον πρώτο. Ίσως επειδή ήξερα πια τι να περιμένω. Ίσως επειδή εκείνη
ήταν δίπλα μου. Ίσως επειδή όσο πιο βαθιά μπαίνεις στο τούνελ, τόσο πιο πολύ
συνηθίζουν τα μάτια σου το σκοτάδι.
Η χημειοθεραπεία, της ζωής το
δηλητήριο—έτσι την αποκαλώ, για να την ξορκίσω—είναι όντως δηλητήριο. Δεν είναι
μεταφορά. Είναι αλήθεια. Κάθε κύτταρο διαμαρτύρεται, κάθε ανάσα κουβαλάει το
βάρος της προσπάθειας. Και αν με ρωτάς, δεν είναι ούτε η ναυτία, ούτε η γεύση
σιδήρου στο στόμα, ούτε τα ξεσπάσματα κούρασης που σε γονατίζουν. Είναι αυτή η
βαθιά κόπωση που απλώνεται σε όλα σου τα μέλη, σα να σε έχει επισκεφτεί ένα
χέρι βαρύ και σε κρατάει καθηλωμένο στο πάτωμα. Της μέσα σ’ όλα αυτά, υπάρχει
φως. Και το φως έχει όνομα. Κρινιώ.
Χωρίς εκείνη, δεν θα είχα μπει σε όλο αυτό.
Όχι απλώς γιατί δεν θα είχε νόημα, αλλά γιατί δεν θα το άντεχα. Η ύπαρξή της
είναι το αντίδοτο. Η φωνή της, το γέλιο της, το άγγιγμά της… Είναι φως, είναι ένεση
ζωής, πιο δυνατή κι από οποιοδήποτε φάρμακο μου.
Και δεν σταμάτησα τη δουλειά. Όσο άντεχα,
δούλευα από το σπίτι. Όχι για να αποδείξω κάτι, όχι γιατί ήμουν ήρωας, αλλά
γιατί η ρουτίνα είναι καταφύγιο. Είχα δίπλα μου τη Λίζι, που δεν ξεκολλούσε από
το πλάι μου, είτε στον καναπέ, είτε πάνω στο πληκτρολόγιο, είτε κουρνιασμένη
δίπλα μου, και περνούσαμε τα πρωινά της παρέα.
Όταν είχα δυνάμεις, το πρωί κατέβαζα την
Κρινιώ στην Κηφισιά για να πάρει το τρένο. Ανάλογα με το πρόγραμμά της, πήγαινα
και την έπαιρνα νωρίς το μεσημέρι ή απόγευμα. Γυρίζαμε σπίτι, εκείνη έκανε ένα
ντουζάκι, έτρωγε μια μπουκιά και τη συνόδευα στην καφετέρια για τη βάρδια της.
Υπήρχε κάτι όμορφο σε αυτή τη ρουτίνα, κάτι παρηγορητικό. Σα να πλέαμε μέσα της
μέρες της, με το ίδιο καραβάκι, και καθετί γνώριμο ήταν και μία άγκυρα.
Όταν δεν είχα δυνάμεις—και επειδή δεν ήθελα
να κυκλοφορεί στην Αθή-να με το μηχανάκι—πήγαινε με το δικό μου. Βέβαια το renegade μου δεν το λες
και βολικό για μέσα στην πόλη, και μου παραπονιόταν ότι στην Καλλιθέα που ήταν
η σχολή της έβρισκε ελαφρά το διάολό της για να παρκάρει, αλλά είχα το κεφάλι
μου ήσυχο οπότε—τελείως δημοκρατικά—της είπα «σκάσε και κολύμπα!»
«Αυτό λέγεται καταπίεση!» μου απάντησε
γελώντας.
«Ε, αν δεν σε καταπιέσω εγώ, ποιος θα σε
καταπιέσει;»
«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ!» μου έκανε και μου έριξε μια
μαξιλαριά που έπεσε πάνω στη Λίζι, κι εκείνη, μέσα στη νύστα της, μου έριξε ένα
βλέμμα σαν να μου έλεγε “λύστε τα μεταξύ της, εμένα αφήστε με να κοιμηθώ.”
Και κάθε τόσο, εκείνες οι μικρές,
ανεπαίσθητες στιγμές—μια αγκαλιά χωρίς λόγο, ένα φιλί στον ώμο την ώρα που
μαγειρεύει, η φωνή της να μου διαβάζει με δυνατή φωνή αποσπάσματα από βιβλία
που αγαπά—ήταν τα φυλαχτά μου. Σα να μαζεύαμε, μέρα τη μέρα, λίγη ακόμα ζωή, να
τη βάλουμε στην άκρη για της μέρες που θα τη χρειαζόμασταν περισσότερο.
Είχαμε κανονίσει και της διακοπές της στα
Κύθηρα. Πρωί, της 2 του Αυγούστου θα φεύγαμε από Αθήνα και θα επιστρέφαμε το
Σάββατο της 23. Η Αγγελική, η μητέρα της, της κράτησε το καλύτερό της δωμάτιο
και μόνο που δε με διαολόστειλε όταν τόλμησα να της προτείνω να πληρώσω τη
διαμονή μου. Και μετά τα άκουσα και από την Κρινιώ.
«Καρδούλα μου, από αυτό ζείτε…»
«Γιώργο, μη το συνεχίζεις γιατί θα γίνουμε
από δυο χωριά!»
Τη θυμάμαι που στεκόταν μπροστά μου με τα
χέρια στη μέση, τα μάτια της να πετάνε σπίθες, και τα μαλλιά της να πέφτουν
ατίθασα στο πρόσωπό της. Ήταν από εκείνες της στιγμές που την έβλεπα και
σκεφτόμουν πόσο τυχερός ήμουν, πόσο απίστευτα τυχερός που είχα βρει έναν
άνθρωπο που με κοιτούσε και έβλεπε κάτι περισσότερο από έναν ασθενή, κάτι
περισσότερο από ένα πρόβλημα που έπρεπε να λυθεί.
«Εντάξει, εντάξει,» της είπα υψώνοντας τα
χέρια σε ένδειξη παράδοσης. «Σταματάω.»
Αλλά φυσικά, δεν σταμάτησα. Πίσω έχει η
αχλάδα την ουρά. Κρυφά και από της δυο της, πήγα και έκλεισα μέσω του booking.com ένα άλλο δωμάτιο για
το ίδιο χρονικό διάστημα, και ας έψαχναν μετά να βρουν τον μαλάκα τον Τσέχο που
δεν πήγε. Τα λεφτά, πάντως, δεν θα της τα ζητούσε πίσω ο ψευτοτσέχος από την
Αθήνα.
Αν και ένιωσα άσχημα που το έκανα πίσω από
την πλάτη της, θα ένιωθα ακόμα πιο άσχημα στερώντας και από της δυο της ένα
μέρος των εσόδων της στο peak
της θερινής σαιζόν. Και στην τελική-τελική, σάμπως θα τά ‘παιρνα
και μαζί μου;
Τις φορές, όταν η ναυτία γίνεται αφόρητη
και η κούραση πέφτει πάνω μου σα βαρίδι, σκέφτομαι τη θάλασσα. Το νησί της
Κρινιώς, που δεν έχω δει ακόμα, αλλά το έχω ζήσει μέσα από της ιστορίες της
τόσες φορές που είναι σαν να έχω ήδη περπατήσει σε κάθε του δρομάκι. Φαντάζομαι
τον εαυτό μου να κάθεται σε μια καρέκλα μπροστά στο νερό, με την Κρινιώ δίπλα
μου, να κοιτάζουμε τη θάλασσα να χρυσίζει από το δειλινό. Και σ’ εκείνη τη
φαντασίωση, ο πόνος δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο γαλήνη. Υπάρχει μόνο αγάπη.
Και όταν η πραγματικότητα με τραβάει πίσω,
όταν το σώμα μου με προδίδει ξανά και ξανά, εκείνη είναι εκεί. Να με κρατάει
όρθιο. Να με ψιθυρίζει ότι όλα θα πάνε καλά. Και ακόμα κι αν δεν πάνε, ακόμα κι
αν ο δρόμος είναι σκοτεινός, δεν θα τον περπατήσω μόνος.
Αυτή είναι η δύναμή της. Αυτό είναι το δώρο
της. Και για αυτό, ακόμα και μέσα στο βαθύτερο σκοτάδι, αισθάνομαι τον εαυτό
μου να λαμπυρίζει λίγο. Γιατί, παρά όλα αυτά, είμαι αγαπημένος. Και αυτό, στο
τέλος της ημέρας, είναι το μόνο που μετράει πραγματικά.
…
Ο τέταρτος κύκλος της χημειοθεραπείας είναι
8 και 9 Ιουλίου. Ο Νίκος με παρακολουθεί στενά. Οι μέρες με τον Νίκο έχουν
αποκτήσει μια περίεργη οικειότητα. Μου φτιάχνει τον ορό, μου παίρνει αίμα, με
εξετάζει και συζητάμε για όλα—από τις παρενέργειες μέχρι το πώς η Κρινιώ
κατάφερε να μου φέρει ένα αντίγραφο του αγαπημένου μου βιβλίου υπογεγραμμένο
από τον συγγραφέα.
Στον δεύτερο κύκλο αναπροσάρμοσε ελαφρώς τη
δοσολογία, και οι ενδιάμεσες εξετάσεις αίματος ήταν ενθαρρυντικές. Μου εξήγησε
πως τα λευκά μου αιμοσφαίρια είχαν πέσει επικίνδυνα, αλλά τώρα έχουν
σταθεροποιηθεί σε ένα αποδεκτό επίπεδο. Ο τρίτος κύκλος, όπως αναμενόταν, μου
αύξησε την κόπωση—και τις ενοχλήσεις—αλλά το τίμημα αξίζει. Για αυτό το
κορίτσι. Για την κάθε μέρα, την κάθε ώρα, το κάθε λεπτό που μπορώ να κερδίσω
για να το περάσω μαζί της.
Τις καλές μέρες, τις μέρες που το σώμα μου
δε διαμαρτύρεται τόσο έντονα, προσπαθώ να τις γεμίσω με εμπειρίες. Όχι κάτι
μεγάλο ή εξαντλητικό. Μικρά πράγματα. Ένας περίπατος στο πάρκο. Ένα παγωτό στην
παραλία. Ένα επιτραπέζιο παιχνίδι στο σαλόνι, με την Κρινιώ να θριαμβεύει
σχεδόν πάντα και τη Λίζι να προσπαθεί να σκορπίσει τα πιόνια.
Το σύμπαν είναι σπλαχνικό μαζί μου. Τη μέρα
των γενεθλίων μου, την Κυριακή στις 13 κλείνω τα 55, αν και νιώθω εξαντλημένος,
είμαι σχετικά σε καλή κατάσταση. Η αλήθεια είναι ότι τα 55 έχουν μια περίεργη
γεύση φέτος, καθώς χωρίς τις χημειοθεραπείες που άρχισα, το πιο πιθανό ήταν να
είναι και τα τελευταία μου.
Τα περσινά μου γενέθλια τα είχα περάσει
μόνος μου, συντροφιά με τη με τη Λίζι που την είχα βρει—ούτε καν δυο μέρες
πριν—στη Αλόννησο, λες και το σύμπαν είχε αποφασίσει να μου κάνει δώρο για τα
πεντηκοστά μου τέταρτα. Ήταν ένα μικροσκοπικό πλασματάκι τότε, μου νιαούρισε
και με πήρε στο κατόπι, και απλά δε μου έκανε καρδιά να την αφήσω πίσω. Τώρα
κυκλοφορεί σαν βασίλισσα στο σπίτι… γιατί βασικά είναι. Η Λίζι είναι η
βασίλισσά μου και η Κρινιώ η πριγκηπέσσα μου.
Φέτος… Φέτος το δώρο μου το είχε κάνει
ακόμα νωρίτερα, στα μέσα του Απρίλη… Είχε φέρει την Κρινιώ στη ζωή μου. Η
Κρινιώ, με το χαμόγελο που φωτίζει την ψυχή μου, με τα μάτια που με κοιτάζουν
και βλέπουν πέρα από την αρρώστια, με την καρδιά που με αγαπά παρά την
αβεβαιότητα.
Την ημέρα των γενεθλίων μου την έχουμε
οργανώσει καλά. Μία μεγάλη τάρτα με ένα κεράκι για μένα και το καλύτερο πατέ
για το τριχωτό μου κάθαρμα. Με την Κρινιώ μου, τον φίλο μου τον Γιάννη και την
Κατερίνα. Με γέλιο, με μπάρμπεκιου που θα αναλάβει ο Γιάννης γιατί εγώ δύσκολα
θα στεκόμουν για πολλή ώρα, με μια παγωμένη μπύρα στη ζούλα και με την Κρινιώ και
την Κατερίνα να μας μαλώνουν τρυφερά και τους δυο, με εκείνη τη στοργική
αυστηρότητα που δείχνουν οι γυναίκες στους άνδρες που αγαπάνε.
Φυσικά, ξέρω ότι δεν πρέπει να πίνω αλκοόλ
με τη θεραπεία, αλλά μια γουλιά δεν πειράζει. Ο Νίκος μου έχει πει, με εκείνο
το συνωμοτικό του ύφος, ότι η ψυχολογία είναι το μισό της θεραπείας, οπότε αν
μια μπύρα μου φτιάχνει τη διάθεση, να την πιώ και να μην το πολυσκέφτομαι.
Όταν έρχεται η στιγμή και οι δυο μας με τον
Γιάννη βρισκόμαστε με το κουτάκι της μπύρας στο χέρι, σαν δύο έφηβοι που
καπνίζουν κρυφά, νιώθω σαν παιδάκι που έκανε αταξία. Σαν μικρή επανάσταση ενάντια στην
αρρώστια, στους περιορισμούς, στη μοίρα.
«Κρινιώ μου, δεν είναι αυτό που νομίζεις!»
της λέω με τον αφρό της παγωμένης μπύρας να μου στολίζει τα μουστάκια σαν
πινελιά σε καρικατούρα.
«Όχι μόνο είναι αυτό που νομίζω, αλλά
παίζει να είναι και δυο-τρία άλλα που δεν τα έχω νομίσει ακόμα!» με μαλώνει η
Κρινιώ, με τα μάτια της να λάμπουν από εκείνο το ανάκατο συναίσθημα αγάπης και
αγανάκτησης.
«Άνδρες…» μουρμουράει η Κατερίνα, κοιτώντας
τον ουρανό λες και περιμένει να πέσει καμιά ποινή εξ ουρανού. «Δεν είναι να
τους αφήσεις ούτε πέντε λεπτά μόνους τους… αμέσως την κουτσικέλα!»
«Κύριοι δικασταί! Κύριοι ένορκοι! Ζητώ την
επιείκειά σας!» λέει ο Γιάννης με υψωμένο δάχτυλο, κρατώντας με κόπο το γέλιο
του. Ο Γιάννης πάντα ήξερε πώς να κάνει τις δύσκολες στιγμές να μοιάζουν
λιγότερο σοβαρές.
«Θα σας γδάρω και τους δύο!» απαντά η
Κρινιώ, με πιάνει αγκαλιά και μου σκουπίζει τον αφρό απ’ το στόμα μ’ ένα βλέμμα
που μπλέκει το τάχα θυμωμένο με το βαθιά τρυφερό. «Τι θα σε κάνω, βρε
ατάσθαλε;»
«Να με αφήσεις να πιώ και το υπόλοιπο
κουτάκι;» ρωτάω με το πιο αθώο ύφος που μπορώ να μιμηθώ εκείνη τη στιγμή,
σαν παιδί που ζητάει ένα ακόμη γλυκό ενώ ξέρει ότι δεν πρέπει.
Μου ρίχνει μια φιλική στα μούτρα—πιο
πειρακτική από αυστηρή—αλλά με αφήνει να πιώ δυο-τρεις γουλιές ακόμα από το
παγωμένο νέκταρ. Είναι από εκείνες τις μπύρες που φέρνει ο Γιάννης, με
περίεργες γεύσεις και ονόματα που δεν μπορείς να προφέρεις, αλλά που σε κάνει
να νιώθεις ότι πίνεις κάτι ξεχωριστό.
«Επειδή έχει τα γενέθλιά του σας τη χαρίζω
και στους δύο… αλλά φουκαράδες μου! ΦΟΥΚΑΡΑΔΕΣ ΜΟΥ!» λέει και κουνάει δήθεν
απειλητικά το δάχτυλο, με εκείνο το βλέμμα που λέει ότι ξέρει πως θα το
ξανακάνουμε και θα μας αφήσει και πάλι.
Η μέρα κυλάει με γέλια, με κουβέντες, με
αναμνήσεις από το παρελθόν και σχέδια για το μέλλον—παρόλο που όλοι ξέρουμε
πόσο αβέβαιο είναι αυτό. Αλλά στο σήμερα, εδώ, σ’ αυτή την αυλή, με τους
ανθρώπους που αγαπώ, είναι σαν ο χρόνος να έχει σταματήσει.
Και εκεί, με τον ήλιο να χαμηλώνει
σιγά-σιγά στον κήπο, τα πιάτα άδεια, τις φωνές μας να μπλέκονται με το
τιτίβισμα των πουλιών, συνειδητοποιώ κάτι που δεν το είχα παραδεχτεί φωναχτά
ούτε στον εαυτό μου.
Ο καρκίνος δεν είναι μόνο κατάρα. Είναι—όσο
παράδοξο κι αν ακούγεται—και δώρο. Γιατί από τη στιγμή που μπήκε η Κρινιώ μου
στη ζωή μου, από εκείνο το απόγευμα του Απρίλη που δεν ξέχασε ποτέ η καρδιά
μου, η κάθε στιγμή μαζί της απέκτησε πυκνότητα. Βάρος. Αξία. Κάθε λεπτό έγινε
πολύτιμο, κάθε χαμόγελο ανεκτίμητο, κάθε αγκαλιά ένας μικρός θησαυρός που
αποθηκεύω βαθιά μέσα μου.
Η ζωή μου, στα τελειώματά της,
μεταμορφώθηκε σε κάτι άλλο. Έγινε σαν παλιό κρασί. Το μπουκάλι μπορεί να
αδειάζει σιγά-σιγά, αλλά κάθε γουλιά αξίζει όσο δεν αξίζουν όλα τα φτηνά κρασιά
μαζί. Και όταν η Κρινιώ με κοιτάζει, με το βλέμμα της γεμάτο υπόσχεση και
ελπίδα, ξέρω πως ακόμα κι αν αύριο είναι η τελευταία μου μέρα, θα έχω ζήσει μια
ζωή γεμάτη.
Παρόλο που στο τέλος της ημέρας ένιωσα
τέτοια εξάντληση που ούτε καλά-καλά στον καναπέ δεν μπορούσα να κάτσω, η ψυχή
μου ταξίδευε σαν ελεύθερο πουλί. Η Κρινιώ έχει χωθεί στην αγκαλιά μου και η
Λίζι έχει σκαρφαλώσει πάνω στην κοιλιά μου και νιώθω τόση πληρότητα όσο δεν
είχα ζήσει τα προηγούμενα πενηνταπέντε χρόνια της ζωής μου.
«Γιατί χαχανίζεις;» με ρωτάει η Κρινιώ,
χαμογελώντας κι εκείνη.
«Θυμάμαι προχθές, το πρωινό τραίνο. Που
βγαίνει μια ακροάτρια και ο Βραχωρίτης της βρήκε το ζώδιο. Τη ρώτησε τελικά αν
είναι καρκίνος, κι εκείνη απάντησε ότι είναι καρκίνος με καρκίνο.»
«Και πού είναι το αστείο;»
«Και ο δικός μου ωροσκόπος, καρκίνος
είναι!»
«Ασχολείσαι με ζώδια;»
«Ούτε καν… η Αργυρώ μου είχε κάνει τη
…διάγνωση,» της απάντησα εννοώντας την πρώην σύζυγό μου. «Τέλος πάντων…
σκέφτομαι ότι αν είχα βγει εγώ θα του απαντούσα “καρκίνος με καρκίνο …με
καρκίνο!»
«Με βλέπεις να γελάω;» με μαλώνει.
«Εσύ με ρώτησες γιατί χαχανίζω!» της
απαντάω προσπαθώντας να αμυνθώ.
«Τζωρτζίνο… Άντε… Άντε γιατί άντε!» μου
κάνει, και κερδίζω επάξια άλλη μια στη μύτη.
«Τσαούσα μου εσύ!» της απαντάω χαμογελώντας
και σφίγγοντάς την πάνω μου. «Κρινιώ μου;»
«Τι είναι Τζωρτζίνο μου;»
«Ήταν τα πιο όμορφα γενέθλια που έχω
κάνει,» της απαντάω, και το εννοώ. «Σ’ αγαπάω!»
«Πολύ-πολύ;»
«Από εδώ μέχρι την άκρη του ουράνιου
τόξου,» της απαντάω ξεκινώντας και πάλι το παιχνίδι μας.
«Μόνοοοοοοο;» μου κάνει με ψεύτικο
παράπονο.
«Κι άλλο τόσο, κι άλλο τόσο, κι άλλο
τόσο!!!» της απαντάω τρυφερά, και της δίνω ένα φιλάκι στα μαλλιά.
…
Όπως γίνεται με κάθε κύκλο, μου πήρε μια
εβδομάδα για να αρχίσει ο οργανισμός μου να επανέρχεται σιγά-σιγά. Οι ναυτίες
σχεδόν εξαφανίστηκαν, και η συνεχής εξάντληση που ένιωσα στις αρχές του
τέταρτου κύκλου, μειώνεται και αυτή σταδιακά. Είναι σαν να ξυπνάς από έναν
μακρύ λήθαργο, και το σώμα σου να σου λέει «ωραία, είμαστε ακόμα εδώ, ας
συνεχίσουμε».
Ο Νίκος με είχε προειδοποιήσει για τον
συγκεκριμένο κύκλο. «Αυτή η φάση θα είναι δύσκολη», μου είπε με το συνήθως
σταθερό του βλέμμα, «αλλά είσαι πιο δυνατός από ό,τι νομίζεις». Και είχε δίκιο.
Τα κατάφερα, όπως τα καταφέρνω κάθε φορά, με την Κρινιώ στο πλευρό μου να με
κρατάει ζωντανό, όχι απλά σωματικά, αλλά και ψυχικά.
Αρχίσαμε με αργούς περιπάτους στη γειτονιά,
και κάθε μέρα περπατούσαμε και λίγο παραπάνω. Στην αρχή με δυσκολία φτάναμε
μέχρι το παγκάκι της γωνίας, αλλά σταδιακά οι δυνάμεις μου επέστρεφαν. Μια μέρα
καταφέραμε να περπατήσουμε μέχρι το πάρκο και πίσω, κι εκείνη με κοίταξε με
τόση περηφάνια λες και είχα σκαρφαλώσει το Έβερεστ. Ίσως για τον οργανισμό μου
εκείνη τη στιγμή, αυτό ήταν ακριβώς—ένα Έβερεστ μικρογραφία.
Το Σάββατο το πρωί την πήγα εγώ στην
καφετέρια, ένιωθα τόσο καλά που επέμενα να οδηγήσω. Η χαρά της που με έβλεπε
πίσω από το τιμόνι ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Και το μεσημεράκι, που
πήγα να την πάρω όταν σχολούσε, της είχα έκπληξη.
Στο διάστημα που εκείνη δούλευε, είχα
προετοιμαστεί. Η ιδέα είχε γεννηθεί σχεδόν αυθόρμητα το πρωί, όταν είδα από το
παράθυρο τον καταγάλανο ουρανό και ένιωσα μέσα μου μια λαχτάρα για θάλασσα που
είχα καιρό να νιώσω.
«Ουφ, θέλω να κάνω ένα ντουζάκι και να
ανοίξουμε το air conditioning σε
θερμοκρασίες που θα κάνει το νότιο πόλο να μοιάζει με Σαχάρα!» μου κάνει με το
που μπαίνει στο αυτοκίνητο, ξεφυσώντας από τη ζέστη. Τα μαλλιά της είναι
κολλημένα στο μέτωπό της και η μπλούζα της έχει ίχνη ιδρώτα—έχει δουλέψει
σκληρά όλο το πρωί.
«Έχω καλύτερη ιδέα!» της λέω, προσπαθώντας
να κρύψω τον ενθουσιασμό μου. «Γουστάρεις μπανάκι θάλασσα;» τη ρωτάω και τα
μάτια της αστράφτουν. Για μια στιγμή βλέπω στο πρόσωπό της το κορίτσι που
κατάγεται από νησί, που η θάλασσα είναι στο DNA της. Αν δεν υπήρχα εγώ στη ζωή
της, μετά το τέλος της εξεταστικής της θα ήταν ήδη στο νησί και θα απολάμβανε
κάθε μέρα τη θάλασσα. Το ξέρω αυτό, και μερικές φορές νιώθω τύψεις που την
κρατάω μακριά από το στοιχείο της.
«Αντέχεις Τζωρτζίνο μου;» με ρωτάει γεμάτη
λαχτάρα, αλλά και με ένα ίχνος ανησυχίας στη φωνή της. Πάντα προσέχει να μην
υπερβάλλω, να μην πιέζω τα όριά μου.
«Όχι απλά αντέχω, έχω τρελή όρεξη! Και
άλλωστε… έχω και σοφέρ!» της κάνω χαμογελώντας παιχνιδιάρικα, δείχνοντάς της
ότι είμαι αρκετά καλά για να αστειεύομαι, αλλά και αρκετά σοφός για να μην
επιμείνω να οδηγήσω στον μεγαλύτερο δρόμο προς τη θάλασσα.
«Έχεις!» μου λέει και σχεδόν σκαρφαλώνει
πάνω μου και μου δίνει ένα τρυφερό φιλί στο στόμα. Η γεύση της είναι σαν καφές
και μέλι, και για μια στιγμή ξεχνάω τα πάντα—τη χημειοθεραπεία, την κούραση, το
αβέβαιο μέλλον. Υπάρχει μόνο το τώρα, και το τώρα έχει το άρωμά της.
Πηγαίνοντας στο σπίτι διαπιστώσαμε ότι ναι
μεν είχε φέρει τα καλοκαιρινά της μαζί, αλλά όχι τα είδη της θάλασσας, και
έτσι, κάναμε μια αναγκαστική περαντζάδα και από το σπίτι της, το οποίο είχε να
τη δει από τότε που ξεκίνησα τη χημειοθεραπεία, μόνο για να ποτίζει τα φυτά της
πήγαινε από εκεί.
Όταν φτάσαμε, παρατήρησα ότι ο χώρος είχε
εκείνη τη χαρακτηριστική μυρωδιά των μη κατοικημένων σπιτιών—έναν αέρα
εγκατάλειψης, παρότι ήταν καθαρό και περιποιημένο. Τα φυτά της ήταν το μόνο
στοιχείο ζωής, πράσινα και φροντισμένα, σε αντίθεση με την ακινησία του
υπόλοιπου χώρου. Η Κρινιώ άνοιξε το παράθυρο και άρχισε να ψάχνει το μαγιό της
και τα υπόλοιπα πράγματα της θάλασσας.
Κοιτάζοντας το χώρο, με όλα τα πράγματά της
παρόντα αλλά η ίδια απούσα, συνειδητοποίησα πόσο παράλογο ήταν να διατηρεί ένα
ολόκληρο διαμέρισμα που δε χρησιμοποιεί, και πόσο θα ήθελα να κάνουμε το
επόμενο βήμα. Δεν ήταν μόνο το πρακτικό κομμάτι, αλλά και η ανάγκη μου να
επισημοποιήσω κάπως αυτό που ήδη συνέβαινε—ζούσαμε μαζί, απλά χωρίς να το
έχουμε ομολογήσει. Όσο η Κρινιώ έψαχνε να μαζέψει τα είδη της θάλασσας, πήρα
την απόφασή μου.
«Κρινιώ μου;» της είπα με το που επέστρεψε
στο σαλόνι με τα πράγματά της. «Δεν… δεν υπάρχει λόγος να κρατάς το σπίτι και
να πληρώνεις τσάμπα ενοίκιο… Και… Θέλεις…» ξεκίνησα και πάλι τρώγοντας τα λόγια
μου από την αμηχανία και το άγχος. Ένιωθα σαν έφηβος που ρωτάει το κορίτσι του
να πάνε μαζί στο σχολικό χορό. «Θέλεις να φέρεις όλα τα πράγματά σου;»
Με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια για μερικές
στιγμές και η σιωπή της με έκανε να παγώσω. Μήπως ήταν πολύ νωρίς; Μήπως έκανα
λάθος; Μήπως χρειαζόταν τον χώρο της όταν ήθελε να απομακρυνθεί από όλο αυτό—από
εμένα, από την αρρώστια, από την καθημερινότητα που επιβάλλει η θεραπεία;
«Δε… δε χρειάζεται να το αποφασίσεις…
εννοώ… εδώ και τώρα…» ψέλλισα, προσπαθώντας να διορθώσω την αμηχανία που
προκάλεσα και με την καρδιά μου να έχει πάει στην Κούλουρη.
Και εκεί τη βλέπω που χαμογελάει πονηρά και
παιχνιδιάρικα και η ψυχή μου επιστρέφει στη θέση της. Ένιωσα τους μυς μου να
χαλαρώνουν από την ανακούφιση. «Θα με γδάρει η Αγγελική!» μου λέει. «Και μετά
θα γδάρει κι εσένα!»
Η Αγγελική, η μητέρα της, τόσο
προστατευτική με την κόρη της όσο όλες οι μανάδες. Ξέρω ότι δεν είμαι ο
ιδανικός γαμπρός για καμία μάνα—ένας άντρας μεγαλύτερος, άρρωστος, με αβέβαιο
μέλλον. Αλλά η Κρινιώ δεν με απέρριψε, δεν έτρεξε μακριά. Το αντίθετο—άνοιξε
την αγκαλιά της περισσότερο.
«Ε, αν είναι να δικαιώσουμε την κυρά-Σοφία,
τη μάνα μου, που όταν έκανα αταξίες τομάρι με ανέβαζε, τομάρι με κατέβαζε,
χαλάλι!» της λέω και βάζει τα γέλια. Η κυρά-Σοφία, μακαρίτισσα πια, θα είχε
σίγουρα κάτι να πει για αυτή την εξέλιξη. Ίσως, για πρώτη φορά, να ήταν και
περήφανη για τις επιλογές μου. «Πες μου “ναι!”, πες μου σε παρακαλώ το “ναι!”»
της λέω γεμάτος λαχτάρα, σαν παιδί που ζητάει επιβεβαίωση.
«Υπό ένα όρο!» μου λέει χαμογελώντας,
σουφρώνοντας τα χείλη της σε εκείνη την έκφραση που κάνει όταν προσποιείται ότι
διαπραγματεύεται κάτι σοβαρό.
«Δεκτός!» της απαντάω, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ό,τι κι αν ζητούσε, θα το έκανα πραγματικότητα.
«Κάτσε να τον ακούσεις πρώτα!» μου λέει, με
μια πονηριά στα μάτια που τα κάνει να λάμπουν ακόμα περισσότερο.
«Δε χρειάζεται, δεκτός!» επιμένω. Και το
εννοώ—δεν υπάρχει τίποτα που να μην της δώσω αυτή τη στιγμή.
«Θέλω… θέλω να πάρουμε και άλλα φυτά εκτός
από αυτά που έχω ήδη.» Χαμογελάει σαν παιδί που ζητάει ένα ακόμα παιχνίδι. Τα
φυτά της—αυτή η μικρή της αδυναμία, αυτή η ανάγκη να βλέπει πράγματα να
μεγαλώνουν, να ανθίζουν, να ζουν.
«Κρινιώ μου, ΑΜΑΖΟΝΙΟ ΘΑ ΤΟ ΚΑΝΟΥΜΕ ΑΝ ΑΥΤΟ
ΓΟΥΣΤΑΡΕΙΣ!» φωνάζω με όλη μου τη δύναμη.
Έτσι, μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, με το
αυτοκίνητο να κατευθύνεται προς τη θάλασσα και την καρδιά μου να χτυπά δυνατά
από χαρά, συνειδητοποιώ ότι η ζωή μού έδωσε ακόμα ένα δώρο που δεν περίμενα.
Όχι απλά στιγμές με την Κρινιώ, αλλά μια κοινή ζωή, όσο κι αν αυτή η ζωή είναι
αβέβαιη. Και αφού στο κορίτσι άρεσαν τα φυτά, τότε ας γεμίσουμε το σπίτι με δαύτα.
Ας γίνει κήπος της Εδέμ, ζούγκλα, βοτανικός παράδεισος.
Γιατί τα φυτά, όπως και η αγάπη,
χρειάζονται φροντίδα για να μεγαλώσουν. Και η Κρινιώ έχει φροντίδα για όλο τον
κόσμο.
Φτάνουμε στο Σχοινιά μετά από περίπου
σαράντα λεπτά. Η διαδρομή ήταν ευχάριστη, με την Κρινιώ να οδηγεί και να
τραγουδάει παράφωνα μαζί με το ραδιόφωνο, κι εμένα να την κοιτάζω θαυμάζοντας
την απλή, αυθόρμητη χαρά της. Το parking του beach bar είναι γεμάτο, όχι σε
σημείο να μη βρούμε να αφήσουμε το αυτοκίνητο, αλλά καταλαβαίνω ότι θα έχει
πολύ κόσμο και μάλλον δε θα βρούμε να κάτσουμε. Εντάξει, προφανώς μπορούμε να
κάτσουμε στην άμμο, αλλά στην κατάσταση που είμαι θα προτιμούσα να κάτσω σε καναπέ,
ή στη χειρότερη σε μια ξαπλώστρα.
Η σκέψη να ξαπλώσω στην άμμο, να σηκωθώ
όρθιος μετά, να προσπαθήσω να βγάλω την άμμο από παντού—αυτές οι απλές,
καθημερινές κινήσεις που κάποτε δεν τις σκεφτόμουν καν—τώρα αποτελούν μικρές
προκλήσεις. Μικρές μάχες που πρέπει να παλέψω, και που ακόμα κι αν τις κερδίσω,
θα μου κοστίσουν ενέργεια που δεν περισσεύει.
Και εκεί η τύχη μας χαμογελάει ακόμα μια
φορά. Το μπαρ ναι μεν είναι γεμάτο, αλλά πετυχαίνουμε ένα τραπέζι με δύο
καναπέδες, ακριβώς τη στιγμή που έφευγε μια οικογένεια με τρία παιδιά. Τα μικρά
διαμαρτύρονται, θέλουν να μείνουν κι άλλο, αλλά οι γονείς είναι ανένδοτοι—είναι
η ώρα του μεσημεριανού τους. Με βλέπουν να κοιτάζω το τραπέζι με λαχτάρα και
μου χαμογελούν ενθαρρυντικά, σαν να λένε «δικό σου, φίλε».
«Ούτε του παππά!» κάνω στην Κρινιώ με το
που καθόμαστε στους καναπέδες. Τακτοποιούμε τα πράγματά μας, και όταν έρχεται η
γκαρσόνα για να καθαρίσει το τραπέζι, παραγγέλνουμε και τα καφεδάκια μας. Η
γκαρσόνα είναι ένα νεαρό κορίτσι, μάλλον φοιτήτρια που δουλεύει το καλοκαίρι
για το χαρτζιλίκι. Έχει αυτή την υπομονετική ευγένεια των εργαζόμενων που
ξέρουν ότι η μέρα θα είναι μεγάλη. «Λοιπόν, μέχρι να τα φέρουν, πάμε μέσα;»
ρωτάω την Κρινιώ, προσπαθώντας να κρύψω τον ενθουσιασμό μου.
«Ναι!» απαντάει με ενθουσιασμό και σε χρόνο
dt μένει με το μπικίνι της και δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω για πότε τράβηξε
πάνω της τα ανδρικά βλέμματα. Και μπορεί η ταλαιπωρία της χημειοθεραπείας να με
είχε εξαντλήσει και να μην ήμουν για πολλά-πολλά, ωστόσο αγοράκι είμαι κι εγώ
και το φάτε μάτια ψάρια είχε πάει σύννεφο! Μάλιστα, ένας νεαρός στο διπλανό
τραπέζι την κοιτάζει με θαυμασμό τόσο έντονα που η κοπέλα του του ρίχνει μια
αγκωνιά. Νιώθω μια μικρή, παιδιάστικη περηφάνια—«ναι, αυτός ο κακομοίρης, ο φαλακρός
τύπος με τα σημάδια της χημειοθεραπείας, είναι με αυτή την κούκλα».
Το μαγιό της ήταν απίστευτα σέξι χωρίς να
είναι προκλητικό. Μωβ, στράπλες, και τα δυο του μέρη αγκάλιαζαν και αναδείκνυαν
με υπέροχο τρόπο τις καμπύλες της, πάνω και κάτω, χωρίς να τις βγάζουν στη
φόρα, τραβούσε πάνω του τα βλέμματα σα μαγνήτης χωρίς να χρειάζεται να φωνάζει
«ΚΟΙΤΑΧΤΕ ΜΕ!» Πώς γίνεται, σκέφτομαι, να είσαι τόσο τυχερός; Τι έκανα στην
προηγούμενη ζωή μου για να αξίζω αυτή την ομορφιά, αυτή την καλοσύνη, αυτή την
αγάπη; Ίσως ο καρκίνος να είναι το τίμημα. Αλλά αξίζει. Γι’ αυτή την κοπέλα,
αξίζει.
Η Κρινιώ με πήρε πρέφα που τη χάζευα
κινδυνεύοντας να καταπιώ ό,τι μυγάκι κυκλοφορούσε, και έβαλε τα γέλια. Το γέλιο
της, σαν κρυστάλλινο κουδουνάκι, μου διώχνει κάθε βαριά σκέψη.
«Βρε σαρδανάπαλε!» μου είπε χώνοντάς μου
μια παιχνιδιάρικη στη μύτη, ενώ εγώ είχα πέσει σχεδόν σαν καταληψία ίδια με του
αφεντικού του Εξαρχάκου στο «Γκαρσονιέρα για δέκα», μετά το στριπτήζ της
Μπουμπού-Άντζελας. «Σήκω βρε να πάμε να βουτήξουμε!»
«Εχμ… παρά είμαι …σηκωμένος για να σηκωθώ!»
της λέω και βάζει τα γέλια. Το γέλιο της τραβάει λίγα βλέμματα, αλλά είναι τόσο
αληθινό που είμαι σίγουρος πως όποιος το ακούει γεμίζει με χαρά. Εμένα αυτό με
είχε μαγέψει από την πρώτη φορά που την είδα μπροστά μου: Το γέλιο της.
«Καλά σε λέω σαρδανάπαλο!»
Με τα χίλια ζόρια στρώνω το μαγιό-σορτσάκι
μου για να μη γίνω ρόμπα ξεκούμπωτη, και βάζω το χέρι μου στο δικό της, και
ξεκινάμε, εκείνη μπροστά κι εγώ πίσω να πάμε για βουτιά. Το γεγονός πάντως
είναι ότι σκόνταψα δυο-τρεις φορές καθώς δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από
τα πισινά της. Ρε τι πάθαμε στα γεροντάματα! Και να ‘ταν μόνο αυτό! Αισθάνομαι
καμιά φορά σαν έφηβος που ανακαλύπτει τον έρωτα για πρώτη φορά. Αυτό που λένε
το «δεύτερη εφηβεία» μάλλον πέφτει κάπου στα πενηντακάτι.
Μπαίνουμε στη θάλασσα αργά. Εγώ πιο
διστακτικά, εκείνη λες και επιστρέφει στο φυσικό της στοιχείο. Η άμμος κάτω από
τα πόδια μου κινείται, με προκαλεί να διατηρήσω την ισορροπία μου. Η Κρινιώ
μοιάζει να χορεύει, τα πόδια της γλιστρούν ανάλαφρα, σαν να ξέρουν πού πατούν,
πού βυθίζονται, πού αφήνονται στο κύμα. Βουτάει πρώτη αλλά δεν απομακρύνεται
και μου κάνει νόημα να πάω κοντά της. Το νερό είναι δροσερό αλλά όχι παγωμένο,
και με κάθε βήμα που βουλιάζω μέσα του, νιώθω τη ζέστη να ξεπλένεται από πάνω
μου. Νιώθω… κάπως ζωντανός. Όχι ολόκληρος, αλλά λειτουργικός. Και αυτό, αυτές
τις μέρες, είναι ευλογία.
Στο Σχοινιά η θάλασσα είναι ρηχή, έχει
κάμποσο περπάτημα μέχρι το νερό να βαθύνει ικανοποιητικά. Στεκόμαστε
δίπλα-δίπλα, μέχρι που το νερό φτάνει στο στήθος μου, ενώ της Κρινιώς, που
είναι καμιά εικοσαριά πόντους κοντύτερη, της φτάνει μέχρι τη μέση του λαιμού.
«Είσαι εντάξει Τζωρτζίνο μου;» ρωτάει, και
η ανησυχία στα μάτια της δεν είναι αυτή η διαρκής αγωνία των τελευταίων μηνών,
αλλά κάτι πιο απλό, πιο καθημερινό.
«Μια χαρά είμαι καρδούλα μου!» της λέω, και
το εννοώ. Αυτή τη στιγμή, με το νερό γύρω μου, τα κύματα να με αγκαλιάζουν
απαλά και το πρόσωπό της να λάμπει από τον ήλιο και την αλμύρα, νιώθω
πραγματικά καλά. «Δεν είμαι για να κολυμπήσω αλλά μια χαρά μπορώ να σταθώ.
Πήγαινε να κολυμπήσεις εσύ, εδώ θα είμαι και θα σε περιμένω!»
«Τσούκου!» μου κάνει και έρχεται και
χώνεται στην αγκαλιά μου. Μέσα στο νερό, και παρά την κατάστασή μου, μας
παίρνει να κάνουμε λίγα ζογκλερικά, και έτσι την παίρνω αγκαλιά με την Κρινιώ
τα τυλίγει τα πόδια της γύρω από τη μέση μου. Το βάρος της είναι ανάλαφρο μέσα
στο νερό, σαν να αφήνει κι εκείνη, μαζί με το σώμα της, όλες τις έννοιες, όλες
τις σκοτούρες στα χέρια της θάλασσας.
«Μωρέ τι μας λες;» της λέω και αρχίζω να
προχωράω προς τα πιο βαθιά, μέχρι που το νερό φτάνει μέχρι το σαγόνι μου. Με
κάθε βήμα νιώθω την απουσία βάρους, τη δυνατότητα να κινηθώ χωρίς κόπο, χωρίς
προσπάθεια. Νιώθω για λίγο, σχεδόν υγιής. «Εδώ δεν πατάς!» της κάνω, και η φωνή
μου κυματίζει ανάμεσα στο αστείο και στο παιχνιδιάρικο.
«Δε φεύγω από πάνω σου! Χα!» μου κάνει
κρατώντας με ακόμα πιο σφιχτά. Τα μαλλιά της είναι βρεγμένα τώρα, και το νερό
κυλάει σε σταγόνες στο πρόσωπό της, αλλά τα μάτια της, τα υπέροχα μάτια της,
είναι φωτεινά και καθαρά, γεμάτα εμπιστοσύνη και αγάπη.
«Σ’ αγαπάω!» της λέω, και είναι από εκείνες
τις στιγμές που οι λέξεις απλώς ξεφεύγουν, δεν είναι προμελετημένες, είναι
καθαρή αλήθεια.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω, Τζωρτζίνο μου,
πολύ-πολύ-πολύ!» μου απαντά, και σφίγγεται πάνω μου, σα να μην της αρκεί η
αγκαλιά, σα να θέλει να γίνουμε ένα με κάποιο τρόπο. Ίσως ήδη να είμαστε.
Με την Κρινιώ σκαρφαλωμένη πάνω μου κοιτάζω
προς τα έξω. Παιδιά τρέχουν στην παραλία, φωνάζουν, πλατσουρίζουν. Ένα αγοράκι
προσπαθεί να πιάσει έναν φουσκωτό καρχαρία που του γλιστράει συνεχώς από τα
χέρια. Ένα κοριτσάκι βάζει άμμο σε ένα κουβαδάκι με τόση σοβαρότητα που
νομίζεις πως φτιάχνει θεμέλια για το μέλλον.
Δύο έφηβοι παίζουν ρακέτες με την ίδια
αδιάφορη επιδεξιότητα που έχουν όλα τα παιδιά, το μπαλάκι πάει κι έρχεται σαν
εκκρεμές, με την προβλεψιμότητα της νιότης που νομίζει ότι ο χρόνος είναι
αιώνιος. Μια νεαρή μητέρα τρέχει πίσω από το νήπιό της που έχει εντοπίσει ένα
κοχύλι και σπεύδει προς το μέρος του σαν να έχει ανακαλύψει το Ιερό
Δισκοπότηρο. Και γελάνε, και το γέλιο τους αυτή τη φορά δεν είναι ενόχληση,
είναι μουσική. Είναι ζωή!
«Ξέρεις…» της λέω, σχεδόν ψιθυριστά, «παλιά
με ενοχλούσαν αυτά. Οι φωνές, οι τσιρίδες, το χάος. Ήθελα ησυχία. Ηρεμία.» Πόσο
ανόητος ήμουν που δεν έβλεπα την ομορφιά, σκέφτομαι. Που δεν άκουγα τη μουσική.
Που δε γευόμουν τη ζωή.
Με κοιτάει στα μάτια χωρίς να με διακόψει.
Σα να καταλαβαίνει, σα να ξέρει τι θέλω να πω πριν καν το πω.
«Τώρα όμως… Τώρα τις ακούω και νιώθω την
καρδιά μου να αναγαλλιάζει. Είναι ζωή, Κρινιώ μου. Είναι ζωή!» Πόσο παράξενο
που χρειάστηκε να έρθω τόσο κοντά στο θάνατο για να καταλάβω τι σημαίνει να
ζεις. Τι σημαίνει να ακούς τη μουσική της ζωής.
Μου δίνει ένα τρυφερό φιλί στο στόμα, και
το άρωμά της—αλμύρα και ήλιος και κάτι ανεξήγητα δικό της—με κάνει να νιώθω
ολόκληρος, ακέραιος. Παρόλο που είμαι σχεδόν μέχρι το σαγόνι μέσα στο νερό,
νιώθω τον ήλιο να μου ζεσταίνει την πλάτη. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά γιατί η
ζωή είναι και πάλι όμορφη.
Γιατί υπάρχει το
Κρινιώ μου που μου τη φωτίζει. Και η ζωή, έστω και λιγοστή, έστω και δανεική,
είναι πολύτιμη και όμορφη όταν βρίσκεις κάποιον να τη μοιραστείς. Κάποιον που
κάνει κάθε στιγμή να λάμπει, ακόμα και στο σκοτάδι. Ειδικά στο σκοτάδι.
Καθίσαμε μισή ώρα ακόμα μέσα στο νερό, με
την Κρινιώ πότε να κολυμπάει γύρω μου σαν χαρούμενο δελφίνι και πότε να
επιστρέφει στην αγκαλιά μου. Είχαμε φτιάξει το δικό μας μικρό σύμπαν μέσα στη
θάλασσα, όπου ο χρόνος κυλούσε διαφορετικά και το σώμα μου ξεχνούσε για λίγο τα
βάσανά του.
Βγήκαμε από το νερό και επιστρέψαμε στο
τραπέζι μας όπου τα ποτά μας, τσάι για εμένα, freddo για την Κρινιώ, περίμεναν. Η γκαρσόνα είχε
την ευγένεια να μας τα αφήσει σκεπασμένα με χαρτοπετσέτες για να μην πέσουν
μυγάκια. Κάθισα, νιώθοντας μια ευχάριστη κούραση, καθόλου σαν την εξάντληση που
συνήθως με καταβάλλει. Νερό, ήλιος και καλή παρέα—το καλύτερο φάρμακο.
«Είσαι εντάξει;» με ρώτησε η Κρινιώ,
παρατηρώντας με μέ το συνηθισμένο της φροντισμένο βλέμμα.
«Καλύτερα δε γίνεται,» της απάντησα, και το
εννοούσα.
Εγώ δεν πεινούσα ιδιαίτερα, πεινούσε ωστόσο
η Κρινιώ μου και έτσι παραγγείλαμε ένα κλαμπ σάντουιτς και κατόπιν επιμονής της
ένα απλό τοστάκι τυρί, γαλοπούλα, ντομάτα για μένα.
«Είσαι σίγουρη ότι θα το φάω;» τη ρώτησα με
κάποια αμφιβολία. Το στομάχι μου τους τελευταίους μήνες είχε μετατραπεί σε ένα
ιδιότροπο πλάσμα με δική του προσωπικότητα, που απέρριπτε τροφές που παλιά
λάτρευα.
«Ένα τοστάκι είναι, δεν είναι αρνί
σούβλας!» μου απάντησε. «Αν δεν το φας, το ταΐζω στα ψάρια.»
Η γκαρσόνα μάς έφερε το φαγητό, και η
Κρινιώ έπεσε με τα μούτρα στο κλαμπ σάντουιτς της σαν να μην είχε φάει για
μέρες. Ήταν απίστευτο πώς μπορούσε να φάει τόσο και να διατηρεί το λεπτό της
σώμα. Εγώ αντίθετα, κοίταζα το τοστ μου με κάποια επιφύλαξη.
«Έλα, μια μπουκιά,» με ενθάρρυνε. «Για χάρη
μου.»
Πήρα μια μικρή μπουκιά, περιμένοντας το
στομάχι μου να διαμαρτυρηθεί. Αλλά προς έκπληξή μου, το τοστ ήταν υπέροχο. Το
τυρί είχε λιώσει τέλεια, η γαλοπούλα ήταν νόστιμη και η ντομάτα έδινε μια
δροσερή νότα, και ήταν τόσο νόστιμα που ακόμα και αυτή η μεταλλική γεύση που
είχα στο στόμα μου, δεν ήταν παρά μια ασήμαντη ενόχληση.
«Είχα ξεχάσει πόσο νόστιμο είναι!» της είπα
μασουλώντας.
«Φυσικά και είναι,» είπε η Κρινιώ με τη
στόμα γεμάτο. «Σου το είπα!»
Και κοίτα να δεις που όχι μόνο το έφαγα
χωρίς να νιώσω το στομάχι μου να θέλει να βγει από το στόμα μου, αλλά
διαπίστωσα ότι ήθελα κι άλλο. Η Κρινιώ πρόσεξε τον τρόπο που κοίταζα το άδειο
πιάτο και τα μάτια της άστραψαν.
«Θέλεις κι άλλο;» με ρώτησε με το χαμόγελο
να φτάνει μέχρι τα αυτιά της.
«Σαν να πεινάω λίγο ακόμα,» παραδέχτηκα
ντροπαλά.
Η Κρινιώ με ένα χαμόγελο τόσο φωτεινό που
έκανε τον καλοκαιρινό ήλιο να μοιάζει με κάρβουνο που τσιτσιρίζει, πετάχτηκε
τρέχοντας και πήγε και μου παράγγειλε και δεύτερο τοστ. Την έβλεπα να μιλάει με
τη σερβιτόρα δείχνοντας το τραπέζι μας με τόσο ενθουσιασμό λες και είχα
καταφέρει κάποιο απίστευτο κατόρθωμα.
«Ξέρεις πόσο χαίρομαι, ε;» μου είπε όταν
επέστρεψε στο τραπέζι. «Η όρεξη είναι το καλύτερο σημάδι. Ο Νίκος το λέει
συνέχεια.»
«Μου φαίνεται πως ο Νίκος είναι ο τρίτος
στη σχέση μας,» αστειεύτηκα. «Συνέχεια τον επικαλείσαι.»
«Είναι ο άνθρωπος που σε κρατάει κοντά μου,
οπότε του έχω αδυναμία,» απάντησε, και ξαφνικά τα μάτια της γυάλισαν. «Αλλά
εσένα έχω περισσότερη.»
«Ο τυχερός είμαι εγώ που σας έχω και τους
δυο,» είπα, νιώθοντας μια παράξενη ευγνωμοσύνη για τον γιατρό μου, για την
Κρινιώ, για τη ζωή που ακόμα είχα.
Το δεύτερο τοστ ήταν εξίσου απολαυστικό με
το πρώτο. Η γκαρσόνα μάς ρώτησε αν θέλαμε και επιδόρπιο, αλλά είχα αρχίσει να
νιώθω ευχάριστα χορτάτος.
«Κρινιώ μου, θες ένα παγωτάκι;»
«Μόνη μου θα το φάω;»
«Άντε, θα σε βοηθήσω κι εγώ… λιγάκι!»
«Τώρα μιλάς σωστά!» μου λέει σφίγγοντάς με
πάνω της.
Καθίσαμε καμιά ωρίτσα μιλώντας περί ανέμων
και υδάτων, και τότε η Κρινιώ, σα να διάβασε τη σκέψη μου, με ρώτησε αν ήθελα
να μπούμε και πάλι στη θάλασσας.
«Νόμιζα ότι δεν πρέπει να μπαίνουμε στη
θάλασσα αμέσως μετά το φαγητό,» της είπα.
«Έχει περάσει μια ώρα από τότε που φάγαμε.
Έλα, πάμε!»
Δεν χρειαζόταν να με πείσει περισσότερο.
Παρόλο που η κούραση είχε αρχίσει και πάλι να με καταβάλει, για πρώτη φορά από
το Μάη που ξεκίνησα τις χημειοθεραπείες ένιωσα τόσο ζωντανός. Κατόρθωσα μάλιστα
και κολύμπησα και λίγο και έτσι βρήκε ευκαιρία να κολυμπήσει και το δελφίνι
μου. Η Κρινιώ έκανε μικρούς κύκλους γύρω μου, κολυμπώντας με χάρη και ευκολία.
«Μην απομακρύνεσαι πολύ,» της φώναξα.
«Δεν πρόκειται,» μου απάντησε. «Ποτέ δεν θα
πάω μακριά σου.»
Και καθώς ο ήλιος άρχιζε να βυθίζεται στη
θάλασσα, βάφοντας τον ουρανό σε αποχρώσεις του πορτοκαλί και του ροζ,
συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα να είμαι πουθενά αλλού στον κόσμο. Αυτό ήταν
αρκετό. Αυτό ήταν τα πάντα.
«Νομίζω ότι είναι ώρα να γυρίσουμε,» είπε
τελικά η Κρινιώ, παρατηρώντας με προσεκτικά. «Αρχίζεις να κουράζεσαι.»
«Λίγο,» παραδέχτηκα. «Αλλά ήταν η καλύτερη
κούραση εδώ και μήνες.»
Βγήκαμε από το νερό, σκουπιστήκαμε και
ετοιμαστήκαμε για την επιστροφή. Αλλά πριν φύγουμε, κοίταξα για μια τελευταία
φορά τη θάλασσα, προσπαθώντας να αποτυπώσω στη μνήμη μου αυτή τη μέρα, αυτή τη
στιγμή, αυτό το συναίσθημα. Ήξερα πως οι μέρες που θα ακολουθούσαν θα ήταν και
πάλι δύσκολες. Αλλά τώρα είχα κάτι να κρατηθώ, μια ανάμνηση ομορφιάς και
ζωντάνιας.
«Θα ξανάρθουμε,» μου είπε η Κρινιώ, σαν να
διάβαζε τη σκέψη μου. «Έχουμε όλο το καλοκαίρι μπροστά μας.»
«Κι έχουμε το νησί σου το
δεκαπενταύγουστο,» της θύμισα.
«Το νησί μας,» με διόρθωσε. «Από εδώ και
πέρα, είναι το νησί μας.»
Της χαμογέλασα και της έπιασα το χέρι. Ναι, είχαμε το υπόλοιπο καλοκαίρι. Είχαμε το νησί. Είχαμε ο ένας τον άλλον. Και για εκείνη τη στιγμή, αυτό ήταν αρκετό.
13. Ό,τι αγαπάς δεν το κρατάς φυλακισμένο
Όσο περνάνε οι μέρες ανακτώ όλο και
περισσότερο τις δυνάμεις μου, αυτή τη βδομάδα μάλιστα κατάφερα να πάω και δυο
φορές στο γραφείο. Ένιωθα παράξενα που επέστρεψα, σαν επισκέπτης στον ίδιο μου
το χώρο. Οι συνάδελφοι με υποδέχτηκαν με χαμόγελα που έκρυβαν επιμελώς την
ανησυχία για την εμφάνισή μου, αλλά ένιωσα και πάλι χρήσιμος, έστω και για
λίγες ώρες.
Την μετακόμιση της Κρινιώς στο σπίτι μου
την αναβάλαμε για το Σεπτέμβρη ώστε κατά το διάστημα που θα είμαστε στα Κύθηρα
να της ποτίζει ο γείτονας τις γλάστρες, κάτι που κάνει η ίδια εδώ και μια
εβδομάδα για τις δικές του. Ήδη η Κρινιώ έχει δημιουργήσει μια σχέση
εμπιστοσύνης με τους γείτονες, που με κάνει να νιώθω περήφανος—έχει αυτή την
ικανότητα να κερδίζει τους ανθρώπους με την ειλικρίνεια και τη ζεστασιά της.
Δεν έχει πει ακόμα στη μητέρα της την
απόφαση που πήραμε να συγκατοικήσουμε καθώς κατά τη γνώμη της αυτά λέγονται
καλύτερα από κοντά. Δεν ξέρω αν συμφωνώ, πάντως σίγουρα είναι πολύ καλύτερο από
αυτό που είχε κάνει στα δεκαεννιά της, που υποτίθεται ότι πήγε για διακοπές,
ενώ στην πραγματικότητα ανέβηκε Αθήνα να μείνει με το Γιώργο με τον οποίο ήταν
ήδη ένα χρόνο μαζί και που στο ενδιάμεσο είχε πάρει μετάθεση.
Καθόμαστε στη βεράντα με τη Λίζι να έχει
στρογγυλοκαθίσει πάνω μου. Η νύχτα είναι ζεστή, το αεράκι μόλις που κουνάει τα
φύλλα των δέντρων. Η Κρινιώ ακουμπάει το ποτήρι του κρασιού της στο τραπεζάκι
και γυρίζει προς το μέρος μου. Το πρόσωπό της φωτίζεται από τα κεριά που έχουμε
ανάψει, δημιουργώντας παιχνιδίσματα σκιάς στα μάτια της.
«Είσαι σίγουρη ότι είναι καλή ιδέα να της
το μπουμπουνίσουμε στις διακοπές;» τη ρωτάω, περιστρέφοντας αργά το κρασί στο
ποτήρι μου, αποφεύγοντας να την κοιτάξω κατευθείαν. Το ζήτημα της μητέρας της
με απασχολεί εδώ και μέρες, από τότε που αποφασίσαμε τη συγκατοίκηση.
Η Κρινιώ αναστενάζει ελαφρά, τρίβει το χέρι
της αφηρημένα στο μηρό της. Βλέπω την αμφιβολία να περνά σαν σύννεφο από το
πρόσωπό της, αλλά γρήγορα αντικαθίσταται από αποφασιστικότητα.
«Σίγουρη… όσο σίγουρη μπορεί να είμαι
ξέροντας την Αγγελική.» Κάνει μια παύση, δαγκώνει ελαφρά το κάτω χείλος της.
«Εντάξει, δεν είναι το ίδιο με αυτό που έκανα στα δεκαεννιά μου. Και δεν είναι
ότι είναι συντηρητική…»
Τα δάχτυλά της παίζουν νευρικά με το
βραχιόλι που της χάρισα πριν δύο εβδομάδες. Ξέρω αυτή την κίνηση—είναι ο τρόπος
της να καταπραΰνει το άγχος που δεν θέλει να μου δείξει.
«Μια χαρά μπορώ να καταλάβω τις πιθανές της
ενστάσεις, Κρινιώ μου. Κι εγώ θα τις είχα στη θέση της,» της λέω με
ειλικρίνεια, αφήνοντας το ποτήρι μου στο τραπέζι και γέρνοντας προς το μέρος
της.
Σκέφτομαι τη μητέρα της, την Αγγελική, μια
δυναμική γυναίκα που μόνη της μεγάλωσε την κόρη της, που διευθύνει με επιτυχία
την επιχείρησή της στο νησί, που έχει αντιμετωπίσει στη ζωή της τόσα πολλά.
Φυσικό είναι να ανησυχεί για τις επιλογές της κόρης της, ειδικά όταν αυτές
περιλαμβάνουν έναν άντρα μεγαλύτερο, άρρωστο, με αβέβαιο μέλλον.
Η Κρινιώ τεντώνει την πλάτη της, το πηγούνι
της ανασηκώνεται ελαφρά—αυτή η στάση που παίρνει όταν θέλει να δείξει
αποφασιστικότητα.
«Μπορεί, αλλά στο τέλος της ημέρας είμαι
ενήλικη και οι αποφάσεις μου, και οι όποιες συνέπειες είναι δικές μου.»
Η φωνή της έχει αυτή την αποφασιστικότητα
που τη χαρακτηρίζει όταν έχει πάρει μια απόφαση, αλλά διακρίνω και ένα ίχνος
τρεμούλας. Ξέρω πόσο σημαντική είναι η γνώμη της μητέρας της, παρά την
ανεξαρτησία που επιδεικνύει.
«Δεν διαφωνώ, καρδούλα μου, αλλά μητέρα
είναι και…» κομπιάζω, ψάχνοντας τις κατάλληλες λέξεις. Το χέρι μου τρίβει
αμήχανα το μουστάκι μου, μια συνήθεια που έχω όταν νιώθω άβολα. «Και εγώ είμαι
κάποιος που ξέρεις από τα μέσα του Απρίλη.»
Παρατηρώ το πρόσωπό της να μαλακώνει.
Απλώνει το χέρι της και πιάνει το δικό μου, δημιουργώντας μια γέφυρα ανάμεσά
μας πάνω από το τραπεζάκι.
«Μπορεί, αλλά έχεις μια μεγάλη διαφορά από
τον Γιώργο.» Το βλέμμα της απομακρύνεται για ένα δευτερόλεπτο, σαν να ταξιδεύει
στο παρελθόν. «Καλά, δε συζητάω για τις σύντομες σχέσεις που έκανα μετά…»
Επιστρέφει στο παρόν, τα μάτια της καρφώνονται στα δικά μου με μια ένταση που
με καθηλώνει. «Μαζί σου νιώθω ασφάλεια.»
Η απλότητα της δήλωσής της με αιφνιδιάζει.
Τα λόγια της με χτυπούν βαθιά μέσα μου. Εγώ, ένας άνθρωπος με τόσες
αβεβαιότητες, με ένα σώμα που προδίδει τον ίδιο του τον κάτοχο, με ένα μέλλον
ασαφές και θολό, και όμως της προσφέρω ασφάλεια. Η αντίφαση με αφήνει άφωνο.
«Δεν ξέρω… δεν ξέρω πως να το απαντήσω
αυτό.» Τα λόγια μου βγαίνουν διστακτικά, η φωνή μου τρεμουλιαστή. «Μην… μην το
πάρεις άσχημα, δεν εννοώ ότι το πήρα άσχημα… απλά… απλά δεν ξέρω…»
Το χέρι μου τρέμει ελαφρά μέσα στο δικό
της. Πώς μπορώ να της προσφέρω ασφάλεια εγώ, μια-δυο στροφές πριν το τέλος μου;
Η Κρινιώ μετακινείται από την καρέκλα της
και γονατίζει μπροστά μου, παίρνοντας και τα δύο μου χέρια στα δικά της. Τα
μάτια της γυαλίζουν στο φως των κεριών, γεμάτα μια ζεστασιά που με τυλίγει.
«Δεν χρειάζεται να απαντήσεις κάτι.» Η φωνή
της είναι απαλή αλλά σταθερή. «Κράτα μόνο αυτό, παρόλες τις δυσκολίες της
κατάστασής μας…»
«Κατάστασής μου…» την διακόπτω πικρά,
τραβώντας ελαφρά τα χέρια μου, χωρίς όμως να τα απομακρύνω τελείως. Τα χείλη
μου σφίγγονται σε μια λεπτή γραμμή, νιώθω το βάρος της ασθένειας να πέφτει ξανά
πάνω μου, όπως κάθε φορά που η πραγματικότητα χτυπά την πόρτα της μικρής μας
φούσκας ευτυχίας.
«Κατάστασής ΜΑΣ» επαναλαμβάνει, τονίζοντας
έντονα το “ΜΑΣ” και σφίγγοντας τα χέρια μου σαν να θέλει να εμποτίσει αυτή τη
λέξη μέσα μου. Τα μάτια της μ’ αιχμαλωτίζουν, δεν μ’ αφήνουν να απομακρύνω το
βλέμμα μου. «Περνάω όμορφα μαζί σου. Με ακούς, όχι από υποχρέωση, αλλά γιατί σ’
αρέσει να με ακούς. Με κάνεις να νιώθω ότι έχω πραγματικά αξία για σένα.»
Κάτι μέσα μου λιώνει σαν το κερί που τρέχει
αργά στο κηροπήγιο. Δεν είναι μόνο τα λόγια της, είναι ο τρόπος που τα λέει,
είναι ο τρόπος που με κοιτά, σαν να είμαι ο πιο σπουδαίος άνθρωπος στον κόσμο.
«Έχεις Κρινιώ μου…» ψιθυρίζω, η φωνή μου
σχεδόν να χάνεται στο αεράκι της νύχτας. Αλλά ξέρω ότι με άκουσε.
Ένα χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό της, ένα
από εκείνα τα χαμόγελα που φτάνουν μέχρι τα μάτια της και τα κάνουν να λάμπουν
σαν αστέρια.
«Το ξέρω Τζωρτζίνο μου. Το βλέπω κάθε
στιγμή, σε κάθε σου βλέμμα, σε κάθε σου λέξη, σε κάθε σου χάδι.» Η φωνή της
γίνεται πιο ζωηρή, τα μάτια της πιο φωτεινά. «Και με κάνεις και γελάω, Θεέ μου,
με κάνεις και γελάω.» Αφήνει ένα μικρό, μελωδικό γέλιο να της ξεφύγει. «Ακόμα
και στις χειρότερές σου μέρες, ακόμα και όταν θέλω να σου ανοίξω το κεφάλι με
το μαύρο χιούμορ που κάνεις με τον εαυτό σου, μέσα μου με κάνεις και γελάω.»
Η ανάμνηση των αστείων μου για την
αρρώστια, για τα φάρμακα, για την φαλάκρα μου, περνά από το μυαλό μου. Τα
αστεία που κάνω για να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα, αυτά που κάποιες φορές
την κάνουν να με κοιτάζει με μια έκφραση που μπερδεύει την απόγνωση με τη
διασκέδαση. Και όμως, αυτό το κομμάτι μου, αυτό το σκοτεινό μου χιούμορ, είναι
κάτι που αγαπάει. Μια ζεστασιά απλώνεται στο στήθος μου.
«Το γέλιο σου…» της λέω, ανασηκώνοντας το
χέρι μου για να αγγίξω απαλά το μάγουλό της. «Δεν υπάρχει στη Γη αντάλλαγμα
αρκετό για το γέλιο σου, μωρό μου!»
Γέρνει το κεφάλι της στο χέρι μου,
ακουμπώντας το μάγουλό της στην παλάμη μου. Τα μάτια της κλείνουν για μια
στιγμή, απολαμβάνοντας το άγγιγμα.
«Ξέρεις γιατί είμαι γελαστή, Τζωρτζίνο
μου;» Ανοίγει τα μάτια της και με κοιτάζει με μια τρυφερότητα που με κάνει να
λιώνω. «Γιατί εσύ με κάνεις γελαστή. Ναι, είναι τόσο απλό.» Τα χείλη της
ακουμπούν για μια στιγμή την παλάμη μου. «Νιώθω ασφαλής και γεμάτη, αυτό
χρειάζεται να ξέρει, αυτό χρειάζεται να καταλάβει η μητέρα μου. Και όταν σε
γνωρίσει, εδώ θα είσαι και εδώ θα είμαι, θα καταλάβει και η ίδια.»
Τα λόγια της πέφτουν μέσα μου σαν βότσαλα
σε ήρεμη λίμνη, δημιουργώντας κύκλους που απλώνονται και αγγίζουν κάθε γωνιά
της ύπαρξής μου. Αυτή η γυναίκα, αυτό το υπέροχο πλάσμα, με βλέπει με τρόπο που
κανείς άλλος δεν με έχει δει ποτέ. Με βλέπει ολόκληρο και επιλέγει να μείνει.
Κλαψιάρη δε με λες με την καμία, αλλά μετά
από αυτή της την εξομολόγηση, ανάθεμά με και αν δεν έβαλα τα κλάματα σαν
παιδάκι. Τα μάτια μου θολώνουν, νιώθω τα δάκρυα να κυλούν στο μάγουλό μου,
αδύναμος να τα συγκρατήσω. Ένα λυγμός μου ξεφεύγει, παρά τις προσπάθειές μου να
τον πνίξω.
Και όπως κάθε φορά που τη χρειαζόμουν, ήταν
εκεί. Μέσα σε μια στιγμή, τα χέρια της τυλίγονται γύρω μου, το πρόσωπό μου
χώνεται στον λαιμό της, το άρωμά της με τυλίγει σαν κουβέρτα. Τα δάχτυλά της
χαϊδεύουν απαλά την πλάτη μου, κάνοντας μικρούς κύκλους που με καθησυχάζουν.
«Σ’ αγαπάω, Κρινιώ μου,» ψιθυρίζω μέσα στο
δέρμα της, τα λόγια μου πνιγμένα από τα δάκρυα. «Σ’ αγαπάω τόσο πολύ.»
«Το ξέρω, Τζωρτζίνο μου,» μου απαντά με
φωνή τρυφερή σαν χάδι. «Το ξέρω. Κι εγώ σ’ αγαπάω. Θα τα καταφέρουμε μαζί. Με
την Αγγελική, με τη θεραπεία, με ό,τι κι αν έρθει. Μαζί.»
Και μένουμε έτσι, αγκαλιασμένοι κάτω από
τον αττικό ουρανό, με τα φώτα της πόλης να αστράφτουν κάτω από τα πόδια μας
και τ’ αστέρια να λάμπουν από πάνω μας. Και για εκείνη τη στιγμή, όλα είναι
εντάξει. Για εκείνη τη στιγμή, είμαστε ακριβώς εκεί που πρέπει να είμαστε.
Για να επιστρέψουμε στα του Γιώργου, θυμάμαι
όταν μου διηγήθηκε την ιστορία, καθισμένοι στο μπαλκόνι ένα βράδυ. Τα μάτια της
κοίταζαν κάπου μακριά, πέρα από την Αθήνα, σαν να έβλεπε τον εαυτό της στα
δεκαεννιά, γεμάτη ελπίδες και όνειρα, να ετοιμάζει κρυφά τη βαλίτσα της με
τρεμάμενα χέρια.
Δεν ξέρω πως να χαρακτηρίσω τη σχέση που
είχαν. Είχε έντονα στοιχεία D/s
αλλά δεν ήταν ακριβώς D/s,
σε κάποια πράγματα, όπως μου εξήγησε και η ίδια, η Κρινιώ έκανε του κεφαλιού
της. Μου είναι δύσκολο να περιγράψω επακριβώς τον ψυχισμό της. Είναι πολύ
δοτική και people’s pleaser, είναι
υποχωρητική, δηλαδή αν εγώ θέλω το α και εκείνη το β, θα προτιμήσει να κάνουμε
το α ακόμα και αν δεν πετάει τη σκούφια της για δαύτο, αλλά δε θα την έλεγα
υποτακτική, όχι τουλάχιστον σύμφωνα με όσα έχω καταλάβει για δαύτες από αυτά
που έχω διαβάσει.
Το «ό,τι θέλεις εσύ Τζωρτζίνο μου,» το
οποίο μου άρεσε πολύ στην αρχή, κάποια στιγμή άρχισε να γίνεται για μένα πηγή
προβληματισμού, όταν επιτέλους κατάλαβα πως έβαζε τα δικά της θέλω στην άκρη,
και ήταν η πρώτη και η μοναδική φορά μέχρι σήμερα που της έβαλα τις φωνές.
Μπορεί αυτό να λειτουργούσε με τον πρώτο της Γιώργο, όταν δηλαδή δεν μουλάρωνε
και έκανε του κεφαλιού της, αλλά εκείνη τη φορά ποιος με είδε και δε με
φοβήθηκε.
Ήταν δύο εβδομάδες μετά την πρώτη μου αγωγή
που είχα αρχίσει να ξεπερνάω τα συμπτώματα. Συζητούσαμε για το πού θα πάμε για
φαγητό.
…
«Λοιπόν, τι τραβάει η ψυχάρα σου για σήμερα;»
τη ρωτάω.
«Ό,τι θέλεις εσύ, Τζωρτζίνο μου,» μου
απαντάει χαμογελώντας, το συνηθισμένο της χαμόγελο που λέει “είμαι εδώ για
σένα.”
«Βρε πες μου τι θα γούσταρες να κάνουμε,»
επιμένω, νιώθοντας έναν εκνευρισμό να αρχίζει να αναβλύζει μέσα μου.
«Μα σου λέω, ό,τι θέλεις κι εσύ» μου
απαντάει, ανασηκώνοντας τους ώμους της με μια κίνηση που δείχνει απόλυτη
παραίτηση από οποιαδήποτε επιλογή.
«Κρινιώ, σε ρωτάω τι θα ήθελες ΕΣΥ να κάνουμε!»
επιμένω, βάζοντας έμφαση στο “εσύ”, η φωνή μου ήδη πιο δυνατή.
«Τζωρτζίνο μου…» κάνει μια παύση, τα χείλη
της σχηματίζουν μια λεπτή γραμμή καθώς προσπαθεί να καταλάβει τι θέλω. «Δεν…
δεν έχω κάποια προτίμηση.»
Και τότε είναι που χάνω την ψυχραιμία μου.
Όλες οι φορές που έχω δει αυτό το μοτίβο να επαναλαμβάνεται—στην επιλογή
ταινίας, φαγητού, εξόδου, ακόμα και του πώς θα περνάμε το
Σαββατοκύριακο—συσσωρεύονται μέσα μου και εκρήγνυνται.
«ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΜΟΥ ΛΕΣ ΚΙ ΕΣΥ ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ, ΕΓΙΝΑ
ΚΑΤΑΝΟΗΤΟΣ;» βρυχώμαι, τα χέρια μου να χειρονομούν έντονα, το πρόσωπό μου να
έχει κοκκινίσει από θυμό.
Η Κρινιώ αναπηδάει, τα μάτια της ορθάνοιχτα
από σοκ, τα χέρια της να σφίγγονται νευρικά το ένα με το άλλο, το σώμα της να
μαζεύεται σαν να θέλει να γίνει όσο πιο μικρό γίνεται.
«Μη μου φωνάζεις σε παρακαλώ,» μου λέει
εμφανώς ταραγμένη, η φωνή της τρεμάμενη, σχεδόν ψίθυρος.
Παίρνω βαθιές ανάσες προκειμένου να
ηρεμήσω. Παρασύρθηκα, δεν ήθελα να τις βάλω τις φωνές. Κλείνω τα μάτια, μετράω
μέχρι το πέντε, ανοίγω ξανά τα μάτια και τη κοιτάζω. Στέκεται ακόμα εκεί, με το
βλέμμα της στο πάτωμα, το σώμα της σε ένταση, σαν να περιμένει την επόμενη
έκρηξη.
«Συγνώμη Κρινιώ μου,» της λέω και ανοίγω
την αγκαλιά μου, στην οποία μπαίνει μέσα σχεδόν δακρυσμένη, διστακτικά στην
αρχή, μετά αφήνοντας τον εαυτό της να χαλαρώσει στα χέρια μου.
«Καρδούλα μου…» της κάνω μια παύση,
ψάχνοντας τις σωστές λέξεις, «το καταλαβαίνω ότι θέλεις να με ευχαριστείς,
καταλαβαίνω ότι πάνω-κάτω τέτοιου είδους σχέση είχες με το Γιώργο, αλλά εγώ
είμαι διαφορετικός.» Ξεκολλάω ελαφρά για να μπορέσω να δω το πρόσωπό της. «Δε
θέλω να κάνουμε μόνο πράγματα που αρέσουν σε μένα, για μένα έχει τεράστια
σημασία να κάνουμε πράγματα που αρέσουν και σε σένα!»
Η Κρινιώ δαγκώνει νευρικά το κάτω χείλος
της, τα μάτια της γυαλίζουν από τα δάκρυα που προσπαθεί να συγκρατήσει.
Φαίνεται να παλεύει να βρει τις λέξεις, να διατυπώσει κάτι που ίσως ποτέ δεν
της έχει επιτραπεί να εκφράσει.
«Τζωρτζίνο μου, δεν το καταλαβαίνεις ότι…»
σταματάει, παίρνει μια βαθιά ανάσα, «ότι μ’ αρέσει να κάνω πράγματα που σ’
αρέσουν;»
«Μπορεί, αλλά ο συγκεκριμένος Τζωρτζίνος
προτιμάει να κάνει μαζί σου πράγματα που αρέσουν ΚΑΙ στους δύο.» Της χαϊδεύω
απαλά το μάγουλο, σκουπίζοντας ένα δάκρυ που έχει ξεφύγει. «Θέλω να νιώθεις
άνετα να μου λες τι θέλεις.»
Η Κρινιώ κάθεται στον καναπέ, τα χέρια της
παίζουν νευρικά με την άκρη της μπλούζας της. Αποφεύγει να με κοιτάξει
κατάματα, σαν να φοβάται αυτό που πρόκειται να πει.
«Τζωρτζίνο μου…» κομπιάζει, παίρνει μια
βαθιά ανάσα και συνεχίζει, «εμένα μου αρέσουν πράγματα που ξέρω ότι δε σου
αρέσουν. Θέλω να πάω σε ένα τελειωμένο ελληνάδικο. Θέλω που και που να πηγαίνω
για clubbing…»
Η φωνή της χαμηλώνει καθώς ολοκληρώνει τη φράση της, σαν να περιμένει μια
αρνητική αντίδραση.
«Το ότι δεν αρέσουν σε μένα δε σημαίνει ότι
πρέπει να τα στερείσαι, μόνο και μόνο για να μη μ’ αφήσεις μόνο μου ένα βράδυ.»
Τα μάτια της γουρλώνουν, το στόμα της
ανοίγει ελαφρά από έκπληξη. Μένει άφωνη για μερικά δευτερόλεπτα.
«Και θα μ’ άφηνες να είμαι έξω κι εσύ να
είσαι σπίτι;» ρωτάει τελικά, η φωνή της να τρέμει ελαφρά.
«Τι πράγμα;» τη ρωτάω αδυνατώντας να
πιστέψω στ’ αφτιά μου.
Αυτό και αν μου ήρθε απότομο. Νιώθω σαν να
με χτυπάει κάποιος στο στομάχι. Η απορία της, η αμφιβολία της, μου αποκαλύπτει
ένα ολόκληρο σύμπαν από παλιές πληγές.
Η Κρινιώ χαμηλώνει το βλέμμα, τα χείλη της
σφιγμένα, τα χέρια της να τρέμουν ελαφρά. Νιώθω σαν να αντικρίζω για πρώτη φορά
μια πτυχή της που μέχρι τώρα είναι κρυμμένη βαθιά—η Κρινιώ που έχει μάθει να
ζει με περιορισμούς, με απαγορεύσεις, με όρια που κάποιος άλλος της έχει θέσει.
Και τότε μου γίνεται το κλικ. Ο πρώτος της
Γιώργος μπορεί να είναι σε όλα του καλός και χρυσός, αλλά είναι φοβερά
κτητικός, για να μην πω ζηλιάρης. Αυτή ήταν και η αιτία των on/off τους, η Κρινιώ τα
κρατούσε μέσα της μέχρι που έσκαγε και επαναστατούσε, για να γυρίσει μετά από
λίγο μετανιωμένη και να έχουμε νέο κύκλο.
Κάθομαι δίπλα της στον καναπέ, παίρνω τα
χέρια της στα δικά μου. Είναι κρύα, παρά τη ζέστη του καλοκαιριού.
«Κρινιώ μου,» αρχίζω, η φωνή μου απαλή αλλά
σταθερή, «όταν σε λέω Κρινιώ μου το “μου” δεν είναι κτητικό. Σημαίνει ότι είσαι
το κορίτσι μου, είσαι η κοπέλα με την οποία είμαι ερωτευμένος και έχω μαζί της
σχέση, δε σημαίνει ότι μου ανήκεις.» Σταματάω, περιμένω να σηκώσει το βλέμμα
της και να με κοιτάξει. «Η ερώτηση σου για μένα δεν έχει νόημα, δεν έχω καμία
δικαιοδοσία να σου επιτρέψω ή να σου απαγορέψω να κάνεις αυτά που θέλεις. Μπορώ
να σου εκφράσω τη συμφωνία μου ή τη διαφωνία μου αλλά στο τέλος της ημέρας οι
όποιες αποφάσεις είναι δικές σου και μόνο.»
Η Κρινιώ με κοιτάζει έκπληκτη, σαν να της
μιλάω σε μια γλώσσα που δεν έχει ακούσει ποτέ πριν. Τα χείλη της κινούνται,
αλλά δεν βγαίνει ήχος.
«Τζωρτζίνο μου… δεν…» κομπιάζει,
αδυνατώντας να ολοκληρώσει τη σκέψη της.
«Το γεγονός ότι εγώ είμαι κλειστός και
μοναχικός άνθρωπος δε σημαίνει ότι περιμένω από εσένα να μονάσεις δίπλα μου,
ούτε να σταματήσεις να έχεις φίλους.» Της χαϊδεύω τα μαλλιά, απαλά, με μια
τρυφερή κίνηση που προσπαθεί να της μεταδώσει ασφάλεια. «Θέλω να βγαίνεις, θέλω
να έχεις φίλους, θέλω να κάνεις πράγματα μαζί τους. Και, πάνω απ’ όλα, θέλω
όταν κάνουμε κάτι μαζί, να το κάνουμε γιατί αρέσει και σε σένα, και όχι για να
μη μου χαλάσεις το χατίρι ή για να μην περάσω ένα σαββατόβραδο παρέα με τη
Λίζι.»
Η Κρινιώ με κοιτάζει κατάματα, τα μάτια της
να αναζητούν στα δικά μου κάποιο σημάδι αμφιβολίας, κάποια χαραμάδα
αβεβαιότητας. Υγραίνει τα χείλη της, ζυγίζει τις λέξεις πριν μιλήσει.
«Δεν… δεν ζηλεύεις;» μου κάνει επιτέλους
την ερώτηση του εκατομμυρίου, η φωνή της τόσο αδύναμη που μόλις που την ακούω.
«Ζηλεύω που δεν είμαι υγιής και δεν έχω τα
νιάτα και τη δύναμη να μπορώ να σε ακολουθήσω σε κάποια από τα πράγματα που σ’
αρέσουν.» Κάνω μια παύση, αφήνω τα λόγια μου να απορροφηθούν. «Αλλά δε ζηλεύω
με την έννοια που νομίζεις.»
«Δε… δε θα σ’ ενοχλεί που…» τα μάτια της
αποφεύγουν ξανά τα δικά μου, το σώμα της φαίνεται να συστέλλεται ελαφρά.
«Που θα υπάρχουν αγόρια στην παρέα σου;»
συμπληρώνω τη φράση της, προσπαθώντας να της δείξω ότι καταλαβαίνω. «Όχι, δεν μ’
ενοχλεί. Δεν ζηλεύω με αυτό τον τρόπο Κρινιώ μου, σ’ εμπιστεύομαι.»
«Τζωρτζίνο μου…» μου λέει με σπασμένη φωνή
και βάζει τα κλάματα στην αγκαλιά μου. Το σώμα της τραντάζεται από λυγμούς, σαν
να απελευθερώνεται από ένα βάρος που κουβαλάει χρόνια. Δεν μιλάω, δεν λέω κάτι,
απλά την κρατάω σφιχτά και τη χαϊδεύω μέχρι να ηρεμήσει τελείως. Αισθάνομαι τις
ανάσες της να γίνονται πιο ρυθμικές, το σώμα της να χαλαρώνει σταδιακά.
«Σ’ αγαπάω,» της λέω με το που ηρεμεί, το
πρόσωπό της ακόμα χωμένο στον ώμο μου. «Ό,τι αγαπάς δεν το κρατάς φυλακισμένο,
το αφήνεις να πετάξει. Αν σ’ αγαπάει δε θα φύγει ποτέ από κοντά σου.»
Η Κρινιώ ανασηκώνει το κεφάλι της, τα μάτια
της κόκκινα και πρησμένα, αλλά με μια νέα λάμψη.
«Σ’ αγαπάω Τζωρτζίνο μου,» μου απαντάει
βάζοντας και πάλι τα κλάματα, αλλά αυτή τη φορά είναι διαφορετικά—σαν δάκρυα
απελευθέρωσης, σαν βροχή που καθαρίζει την ατμόσφαιρα μετά από καταιγίδα.
«Το ξέρω, χαζούλα!» της λέω, φιλώντας απαλά το μέτωπό της και σκουπίζοντας με τον αντίχειρά μου τα δάκρυα από τα μάγουλά της. «Και γι’ αυτό ακριβώς ξέρω ότι θα είσαι πάντα δίπλα μου, ακόμα κι όταν διασκεδάζεις με τους φίλους σου.»
«Γδύσου να σε βιάσω!» μου λέει και βάζω τα
γέλια.
«Ναι, δε θα είναι ακριβώς βιασμός!» της
λέω.
«Μωρέ τι μας λες;» μου κάνει, και σε χρόνο dt μου τσιτσιδώνεται στο
σαλόνι και σχεδόν μου ορμάει.
«Δεν ντρέπεσαι μπροστά στα παιδιά; Τι γνώμη
θα σχηματίσουν Κοραλλένιος, ο Φούντας και κυρία Σύννεφο;»
«Σου είχα πει ότι είναι μπανιστιρτζήδες!»
μου απαντάει χαχανίζοντας και χωρίς να χάσει χρόνο μου κατεβάζει παντελόνι και
μποξεράκι και με παίρνει στο στόμα της.
Έχω και δυνάμεις και όρεξη, κι έτσι μετά
από λίγη ώρα τη σταματάω και με το που σηκώνεται με αρπάζει και πάμε μπροστά
εκείνη και πίσω εγώ—πιγκουινάτο, ούτε το παντελόνι δε με άφησε να ανεβάσω η
λυσσάρα—στο δωμάτιο διά τα περαιτέρω, και στα σκαλιά παραλίγο να φάω και τα
μούτρα μου, να πούμε.
«Νομίζω ότι το κάνεις επίτηδες για να στις
βρέξω με τη ζώνη!»
«Αν είναι ποτέ δυνατόν!» μου κάνει ειρωνικά
και μου κουνάει προκλητικά το κωλαράκι της, και της ρίχνω μια γερή στον αριστερό
γλουτό, που είχε και το tattoo
με το στόχο. Και να ήθελα δηλαδή, πως να αστοχήσω;
Με το που φτάνουμε στο δωμάτιο κλείνω την
πόρτα και ας γκρινιάζει η Λίζι, γιατί μη γελάτε, δεν μπορώ να λειτουργήσω με το
κοπρόγατο να με κοιτάζει.
«Ορίστε, του είπα ότι θα τον βιάσω και
είναι με την τσουτσού κάγκελο!» μου λέει πειρακτικά.
«Εκτός και αν εννοούσες ότι θα με βιάσεις
με κανένα strap-on, να
πούμε, πώς αλλιώς θα άργαζες το παραγινωμένο μου κορμί;»
«Σου αρέσει το strap-on?» με ρωτάει με
γουρλωμένα μάτια.
«Όχι, γι’ αυτό μη σου μπαίνουν ιδέες!» της
λέω και την αρπάζω και την βάζω να ξαπλώσει πάνω στα γόνατά μου. «Θα τιμωρηθείς
και μόνο που το σκέφτηκες!»
«Καλά, όχι strap-on» μου λέει και μετά χαχανίζει. “Dildo?” με ρωτάει προκλητικά, και αρχίζουν να
πέφτουν οι σφαλιάρες σύννεφο στο υπέροχο κωλαράκι της. «ΑΑΑΑΑΧ! Γορίλλα μου
εσύ!» μου πετάει, και άντε τώρα να κάτσεις σοβαρός.
Αφού την προθέρμανα καλά-καλά ήρθε η ώρα
της ζώνης, που της αρέσει πολύ. Ωστόσο εδώ γίνεται διαφορετικά, τη βάζω να
κάθεται στα τέσσερα και μετράει την κάθε μία. Υποτίθεται ότι η ποινή είναι ότι
αν δεν πει τον αριθμό το χτύπημα θα επαναληφθεί, με αποτέλεσμα στις αρχές που
ξεκινούσα με 20 και 30 να μένουμε στο 19 και στο 29, και μετά να της ρίχνω
μέχρι να κουραστεί το χέρι μου, κατάλαβες η Μεσσαλίνα;
«100!» της λέω. «Τι έχεις να πεις;»
«Θα αντέξεις Τζωρτζίνο μου;» με ρωτάει πιο
σοβαρά.
«Θα δείξει!» της λέω και την βάζω να κάτσει
καλά στα τέσσερα. Τουρλώνεται με τέτοιο τρόπο, που το μόνο που σκέφτομαι είναι
να παρατήσω τη ζώνη και να την πάρω από πίσω… αλλά κύριος εγώ.
«Ένα!» μου λέει καθώς πέφτει η πρώτη. «Δύο, τρία…» Οι πρώτες είκοσι δεν είναι ιδιαίτερα
δυνατές, αλλά από εκεί και πέρα αρχίζουν και γίνονται. Η Κρινιώ έχει μεγάλες
αντοχές και μέχρι στιγμής ούτε μια φορά δε μου είχε πει να σταματήσω. Εγώ είμαι
που βάζω φρένο στον εαυτό μου, γιατί εμένα μου αρέσει περισσότερο η ιδέα του
παιχνιδιού παρά ο πόνος που προκαλεί. Όπως και να έχει αυτή τη φορά θέλω να της
δώσω αυτό που της αρέσει, οπότε τις ρίχνω αρκετά πιο δυνατές.
Αποτέλεσμα, γύρω στις 50 η Κρινιώ να έχει
αποκτήσει ένα υπέροχο κοκκίνισμα στα κωλομέρια και εγώ να είμαι στα πρόθυρα να
σωριαστώ. Της ρίχνω καμιά δεκαριά ακόμα και εκεί… λέω το safe word εγώ που βαράω!
«Αμμώδης καμπουρογαμόσαυρος ο Αιτωλός» της
φωνάζω, ναι και σε αυτό χαβαλέ κάναμε, και βάζει τα γέλια.
Ξαπλώνω λίγο για να βρω τις ανάσες μου και
το Κρινιώ μου σκύβει μπροστά μου και μου κάνει μια αργή αισθησιακή πίπα μέχρι
να βρω τις δυνάμεις μου. Η αλήθεια είναι ότι το απολαμβάνω πολύ αλλά το κορίτσι
μετά τη ζώνη θέλει πάντα από πίσω, και δεν ξέρω πως τα καταφέρνει αλλά κάθε
φορά έχει οργασμό. Τουλάχιστον πλέον δε μου γκρινιάζει που βάζω λιπαντικό, παρά
το γεγονός ότι της αρέσει ο πόνος της παραβίασης της πίσω της πόρτας, τελικά
διαπίστωσε ότι με χρήση λιπαντικού το απολαμβάνει περισσότερο.
«Έλα, πάμε για το τζόκερ!» της λέω και
σταματάει την πίπα και βάζει τα χάχανα.
Η
αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε κερδίσει ακόμα τις προηγούμενες φορές που την
έκανα …κωλόφαρδη, αλλά ποτέ μη λες ποτέ. Εδώ και καιρό έχουμε σταματήσει να
χρησιμοποιούμε προφυλακτικό όταν την παίρνω από πίσω, οπότε όταν έκατσε και
πάλι στα τέσσερα, το μόνο που χρειάστηκε ήταν να βάλω λίγο λιπαντικό πίσω της
και να την παίξω με το δάχτυλο για ένα λεπτό. Βάζω λιπαντικό και πάνω μου, και
χωρίς άλλα μπαίνω πίσω της.
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜ» μου κάνει καθώς μετά
από λίγο σπρώξιμο καταφέρνω να χωθώ σχεδόν όλος πίσω της. Την τραβάω με δύναμη
από τα μαλλιά και αρχίζω να κινούμαι με σταθερό ρυθμό, γιατί στην κατάστασή μου
δεν είμαι και για πολλά και δε θέλω να το κόψω στη μέση.
Μια κουβέντα είναι αυτό, καθώς η ρουφιάνα
έχει απίστευτα όμορφο κώλο και έτσι όπως κάθεται, η εικόνα της, τα βογγητά και
οι στεναγμοί της, παντρεύονται με την αίσθηση του οργάνου μέσα μου, και σχεδόν
κάθε φορά χάνω τον έλεγχο του εαυτού μου. Σήμερα πάντως, κύριος, κατάφερα να
κρατήσω τον σταθερό ρυθμό που έδωσα εξαρχής, μπαίνοντας μέσα της όλος κάθε
φορά, κάνοντάς τη να χάσει πάλι τ’ αυγά και τα πασχάλια. Καλά όχι ότι εγώ ήμουν
καλύτερος να πούμε…
Πέντε λεπτά χρειάστηκε για να έρθει σε
οργασμό, και μπορεί να μην είναι φασαριόζα αλλά το καταλαβαίνω καθώς κάθε φορά
που τελειώνει φωνάζει το όνομά μου.
«ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ… ΑΑΑΑΑΧ ΓΙΩ… ΓΙΩΡΓΟ…ΑΑΑΑΑΧ
ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥΥΥΥΥΥ!»
Αφήνω κι εγώ ελεύθερο τον εαυτό μου, και
ούτε λεπτό αργότερα καρφώνομαι για τελευταία φορά μέσα της και κοκκαλώνω.
Και σήμερα είχαμε και ατυχηματάκι, καθότι
δεν είχε γίνει η σχετική προετοιμασία, αλλά δε βαριέσαι, όποιος τη νύχτα
περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί, και δεν είναι κάτι που δε μας είχε ξανατύχει…
Τα έχουν αυτά οι αυθορμητισμοί.
Μετά το ντουζάκι, και καθώς οι δυνάμεις μου
είχαν αρχίσει να με εγκαταλείπουν ξαπλώσαμε αγκαλίτσα, με την Λίζι στο μαξιλάρι
πίσω από το κεφάλι μου, γιατί σιγά που θα αφήναμε το άλλο μου κορίτσι στην απ’
έξω.
Το σημαντικότερο ωστόσο ήταν πως από εκείνη
την ημέρα, σιγά-σιγά, η Κρινιώ άρχισε να εκφράζει περισσότερο τις επιθυμίες
της, τα θέλω της, τα όνειρά της. Κι εγώ ανακάλυψα ότι τίποτα δεν με κάνει πιο
ευτυχισμένο από το να τη βλέπω να ανθίζει, να ζει, να γίνεται όλο και
περισσότερο ο εαυτός της.
…
Επιτέλους έφτασε ο Αύγουστος. Παρασκευή
πρώτη του μήνα σήμερα και αύριο το πρωί ταξιδεύουμε για Κύθηρα. Το σώμα μου
έχει ανακάμψει σε πολύ μεγάλο βαθμό, πλέον δεν αισθάνομαι εξάντληση με το
παραμικρό. Την τελευταία εβδομάδα κάθε μέρα μετά το σχόλασμά της από την
καφετέρια, κάνουμε περιπάτους με την Κρινιώ που στις αρχές του μήνα ούτε καν
μπορούσα να διανοηθώ, χθες για παράδειγμα κατεβήκαμε Αθήνα περπατήσαμε στο λόφο
του Φιλοπάππου και καθίσαμε σ’ ένα παγκάκι, αγκαλιασμένοι, κοιτάζοντας την
Αθήνα να απλώνεται κάτω από τα πόδια μας.
Οι Αθηναίοι μπορεί να μην έχουν φύγει ακόμα
όλοι, αλλά έχουν φύγει αρκετοί. Η κίνηση στους δρόμους είναι περιορισμένη, και
στην καφετέρια δεν έχει και πολλή δουλειά. Αυτός είναι και ο λόγος που τις
τελευταίες μέρες, κάθε απόγευμα, αφού τελειώνω από τη δουλειά, πηγαίνω και
κάθομαι εκεί, πίνοντας το καφεδάκι μου και διαβάζοντας Kindle, και δεν ήταν λίγες
οι φορές που είχε αρκετό χρόνο να κάτσουμε έξω παρεούλα.
Την τελευταία εβδομάδα κατέβηκα κάθε μέρα
στο γραφείο, το οποίο μου είχε λείψει. Το πρωινό ξύπνημα, οι άνθρωποι, η
συντροφικότητα, η αίσθηση του ανήκειν σε κάτι μεγαλύτερο από εμένα. Η
εκπαίδευση του μελλοντικού μου αντικαταστάτη πάει πολύ καλά, ο Λεωνίδας είναι
ατσίδα, ξέρει την εταιρία απ’ έξω και ανακατωτά, και έχει και το σωστό μείγμα
θράσους, θάρρους και τσαμπουκά που απαιτείται για μια τέτοια θέση. Παρόλο που
τυπικά είναι ακόμα head τμήματος, από τις αρχές του Ιούλη έχω αρχίσει και του δίνω δικά μου κομμάτια.
Ουσιαστικά δεν κάνω τίποτα περισσότερο από
αυτό που του υποσχεθήκαμε εγώ και ο Γιάννης: θα πάρει προαγωγή και θα με
αντικαταστήσει στο ρόλο του προϊστάμενου της υποδιεύθυνσης. Μόνο ο Γιάννης, ο
Χρήστου—ο CEO—και
ο executive
του HR ξέρει
ποιος είναι ο πραγματικός λόγος, το μυστικό του τερματικού μου καρκίνου δεν το
ξέρει κανείς άλλος στην εταιρία και ούτε θέλω να μαθευτεί.
Όπως και τις προηγούμενες μέρες που
κατέβηκα γραφείο, πήγε στην καφετέρια με το παπάκι της. Οδηγεί με μια χάρη που
με γοητεύει, αρμονική με το σώμα της, γεμάτη αυτοπεποίθηση παρά το μικρό της
μέγεθος. Πάρκαρα κι εγώ κάπου κοντά, και πήγα στην καφετέρια. Σήμερα ήταν εκεί
και ο ιδιοκτήτης της καφετέριας, γιατί ο άλλος μπαρίστα είχε ρεπό και δε θα
μπορούσε να του αφήσει τα κλειδιά η Κρινιώ.
«Καλησπέρα,» είπα μπαίνοντας μέσα. Παρόλο
που όλοι στην καφετέρια ξέρουν ότι εγώ και η Κρινιώ είμαστε μαζί, όταν πηγαίνω
για να κάτσω εκεί, το κάνω πάντα σα να ήμουν απλός πελάτης.
Δεν έχει άλλο πελάτη μέσα στο μαγαζί, οπότε
η Κρινιώ μου απαντάει με περισσότερη οικειότητα. «Καλώς τον μου!» μου κάνει
χαμογελώντας μου αλλά το χαμόγελό της σήμερα έχει... δεν ξέρω... Σα να τη βλέπω
προβληματισμένη. Τα μάτια της, συνήθως γεμάτα λάμψη, φαίνονται σήμερα κάπως
θολά, και έχει μια μικρή, σχεδόν ανεπαίσθητη ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια της,
αυτή που εμφανίζεται όταν κάτι την απασχολεί. Δεν λέω κάτι, αν συμβαίνει το
οτιδήποτε θα μου το πει όταν σχολάσει.
Και αν δεν έχει πατήσει ψυχή στο μαγαζί, με
τον ιδιοκτήτη σήμερα εδώ, η Κρινιώ δεν μπορεί να βγει έξω να κάτσει μαζί μου,
οπότε περνάω το απόγευμα μόνος μου, πίνοντας αργά το καφεδάκι μου, και
διαβάζοντας kindle ή χαζολογώντας στο YouTube. Από τη θέση μου, την παρακολουθώ διακριτικά. Κινείται πίσω από τον
πάγκο με την κομψότητα που τη χαρακτηρίζει, αλλά κάπου-κάπου πιάνω το βλέμμα
της να αποσπάται, να κοιτάζει το κενό για ένα-δυο δευτερόλεπτα. Ναι, κάτι την
απασχολεί. Περιμένω υπομονετικά μέχρι τις 21:00 που σχολάει, και φεύγουμε
παρέα, μπροστά η Κρινιώ με το παπί και εγώ από πίσω με το αυτοκίνητο.
Τα πράγματα τα έχουμε ετοιμάσει τις
προηγούμενες μέρες και το μόνο που μένει είναι αύριο να τα φορτώσουμε στο
αυτοκίνητο. Χθες το βράδυ, η Κρινιώ δίπλωνε προσεκτικά τα ρούχα της,
τοποθετώντας τα στη βαλίτσα. Τα χέρια της, λεπτά και ευκίνητα, δημιουργούσαν
μικρά, τακτοποιημένα πακέτα από μπλούζες και φορέματα. Την παρακολουθούσα να
κινείται με μια ελαφρότητα σχεδόν χορευτική, κάνοντας την πιο πεζή δουλειά να
φαίνεται σαν τελετουργία.
Αν και το να πηγαίναμε ακτοπλοϊκώς από τον
Πειραιά θα ήταν πιο ξεκούραστο, αποφασίσαμε τελικά να πάμε οδικώς μέχρι τη
Νεάπολη, γιατί δεν ξέρω πόσο θάλασσα θα άντεχε το στομάχι μου, και ας έχουν
περάσει σχεδόν τέσσερις εβδομάδες μετά τον τέταρτο κύκλο χημειοθεραπείας και
δεν ήθελα να το ρισκάρω.
Γυρίζουμε σπίτι και όσο ετοιμάζω το φαγητό,
δηλαδή ζεσταίνω αυτό που είχε μείνει από εχθές, κόβοντας και μια σαλάτα, η
Κρινιώ πάει και κάνει το ντουζάκι της. Σφυρίζω ένα τραγούδι καθώς ανακατεύω τη
σαλάτα, νιώθοντας σήμερα περισσότερη ενέργεια απ’ ό,τι συνήθως. Η χαρά της
επικείμενης απόδρασης, ίσως. Η προσμονή να δω το νησί της, να γνωρίσω τη μητέρα
της, να ζήσουμε στιγμές κανονικότητας μακριά από νοσοκομεία και
χημειοθεραπείες.
Επιστρέφει δέκα λεπτά αργότερα έχοντας
απαλλοτριώσει ακόμα μια μπλούζα, και ένα μποξεράκι μου. Τα μαλλιά της είναι
νωπά, κολλημένα στο πρόσωπό της, και η μπλούζα μου την κάνει να φαίνεται ακόμα
πιο μικροκαμωμένη, σαν παιδί που ντύθηκε με τα ρούχα του πατέρα του. Τη βλέπω
και χαχανίζω.
«Βρε κλεφτοκοτά!» της λέω, αφήνοντας τα
μαχαιροπίρουνα που είχα στα χέρια μου.
«Λίγο μόνο!» μου κάνει χαρίζοντας μου το
χαμόγελό της που θαρρείς ότι κάνει την πλάση να λάμψει. Για μια στιγμή το
βλέμμα της είναι καθαρό, χωρίς τη σκιά που είχα παρατηρήσει νωρίτερα. Ανοίγει
τα χέρια της σε μια παιχνιδιάρικη κίνηση, αθώα και προκλητική ταυτόχρονα. Μετά
το πρόσωπό της σοβαρεύει, τα χείλη της σφίγγονται ελαφρά. «Τζωρτζίνο μου;»
«Τι είναι καρδούλα μου;» Αναγνωρίζω αμέσως
τον τόνο στη φωνή της. Είναι ο ίδιος που χρησιμοποιεί όταν θέλει να μου πει
κάτι που την προβληματίζει. Στρέφομαι πλήρως προς το μέρος της, δίνοντας της
την αμέριστη προσοχή μου.
«Ο Χάρης μου είπε ότι δεν μπορεί να με
κρατήσει άλλο part time.» Καθώς μιλάει, τα
δάχτυλά της παίζουν νευρικά με την άκρη της μπλούζας μου που φοράει. «Ή θα
πρέπει να γίνω full time όταν επιστρέψω είτε
αντίο σπανιόλες κυρίες...»
«Αφού έχεις τη σχολή σου!» Η φωνή μου
ανεβαίνει λίγο περισσότερο απ’ όσο ήθελα, από έγνοια για εκείνη. Ξέρω πόσο
σημαντικές είναι οι σπουδές της, πόσο σκληρά δουλεύει για να τα βγάλει πέρα.
«Δεν το ξέρω;» μου κάνει στενάζοντας, τα
ώμοι της πέφτουν ελαφρά, και κάθεται σε μια καρέκλα. «Τέλος πάντων... θα το
αντιμετωπίσουμε όταν έρθει...» Το χέρι της περνά μέσα από τα υγρά μαλλιά της,
μια χειρονομία που κάνει όταν νιώθει αβέβαιη.
Προφανώς και δεν χρειαζόταν καν δουλέψει η
Κρινιώ, ο μισθός μου επαρκεί για να την περάσουμε αξιοπρεπώς και οι δυο μας.
Δεν της έχω προτείνει κάτι τέτοιο, γιατί αφενός δε θα το δεχόταν και αφετέρου
γιατί πρώτος εγώ θέλω η Κρινιώ να έχει την ανεξαρτησία της. Την πλησιάζω και
γονατίζω μπροστά της, παίρνοντας τα χέρια της στα δικά μου. Είναι δροσερά από
το ντους, και τόσο μικρά μέσα στις παλάμες μου.
«Κάτι θα βρούμε, μη μου ανησυχείς. Και θα
είμαι κι εγώ εδώ, καρδούλα μου, δε χρειάζεται να μας πιάνει άγχος.» Τα μάτια
μου συναντούν τα δικά της, προσπαθώντας να μεταδώσω την αισιοδοξία που νιώθω.
«Το ξέρω μωρέ Τζωρτζίνο μου αλλά...» αφήνει
τα χέρια της να πέσουν στα γόνατά της, όπου τα σφίγγει νευρικά, «είμαι
εικοσιπέντε χρονών γαϊδάρα, δε θέλω να με συντηρεί η μάνα μου. Και που μου
πληρώνει το νοίκι νιώθω άσχημα.» Το πηγούνι της ανασηκώνεται λίγο σε μια κίνηση
που δείχνει την περηφάνια της.
Δεν της υπενθυμίζω ότι από το Σεπτέμβρη δε
θα χρειάζεται να πληρώνει νοίκι, γιατί στην κατάσταση που είναι μπορεί να το
πάρει αλλιώς και να μαυρίσει ακόμα περισσότερο η διάθεσή της. Σηκώνομαι όρθιος,
αλλά παραμένω κοντά της, μια παρουσία σταθερή και υποστηρικτική.
«Θα τη βρούμε την άκρη,» της λέω και εκεί
μου έρχεται η ιδέα. Στο τμήμα υποστήριξης πελατών έχουμε άτομα που δουλεύουν part time, κυρίως φοιτητές. Βέβαια έχει βάρδιες και
μπορεί να δουλεύει στις γιορτές, αλλά αυτό δε γινόταν και στην καφετέρια;
«Κρινιώ, θα την πάλευες να δουλέψεις σε τηλεφωνικό;» Τα μάτια μου λάμπουν με
ενθουσιασμό καθώς της μιλώ.
«Τι εννοείς;» με ρωτάει με περιέργεια, η
έκφρασή της αλλάζει, το βλέμμα της ζωντανεύει. Ανασηκώνεται λίγο στην καρέκλα
της, δείχνοντας ενδιαφέρον.
«Στο τμήμα εξυπηρέτησης πελατών της
εταιρίας. Ξέρω μετά λόγου γνώσης ότι έχει κόσμο που δουλεύει part time, είναι κυρίως φοιτητές που βγάζουν το
χαρτζιλίκι τους.» Καθώς μιλάω, τα χέρια μου κινούνται ζωηρά, εκφράζοντας τον
ενθουσιασμό μου για την ιδέα.
«Δεν έχω δουλέψει ποτέ σε τηλεφωνικό
κέντρο. Τι χρειάζεται;» Τα μάτια της με κοιτάζουν ερευνητικά, σαν να προσπαθεί
να διαβάσει στο πρόσωπό μου αν είναι κάτι που μπορεί να κάνει. Τα δάχτυλά της
έχουν σταματήσει να παίζουν νευρικά με την μπλούζα και τώρα ακουμπούν ήρεμα
πάνω στα γόνατά της.
«Υπομονή και γερό στομάχι, να μπορείς να
διατηρείς την ψυχραιμία σου όταν ο πελάτης γκαζώνει. Όλα τα άλλα μαθαίνονται.»
Της χαμογελώ ενθαρρυντικά, ξέροντας πόσο υπομονετική και γλυκιά είναι με τους
ανθρώπους, δηλαδή ό,τι χρειάζεται γι’ αυτή τη δουλειά.
«Χμμμ...» μου κάνει σκεπτική, το βλέμμα της
χάνεται κάπου πέρα από μένα, σαν να προσπαθεί να φανταστεί τον εαυτό της σε
αυτή τη θέση. Το πρόσωπό της είναι ανέκφραστο, δυσκολεύομαι να καταλάβω αν της
αρέσει η ιδέα.
«Δεν είναι εύκολη δουλειά...» προσθέτω,
θέλοντας να είμαι ειλικρινής μαζί της. «Αλλά Κρινιώ μου πραγματικά το πιστεύω
ότι μπορείς να την κάνεις χωρίς καν να ιδρώσεις. Είσαι από φύση ήρεμη, γελαστή
και έχεις και όμορφη, καθησυχαστική φωνή. Παιχνιδάκι θα είναι για σένα!» Καθώς
της μιλώ, αισθάνομαι έναν αληθινό ενθουσιασμό για την προοπτική. Το call center μπορεί να είναι σε άλλο όροφο αλλά είναι στο
ίδιο κτίριο με τα κεντρικά. Φαντάζομαι την Κρινιώ να έρχεται στο γραφείο, να
την βλέπω στα διαλείμματα, να πηγαίνουμε μαζί στη δουλειά...
«Χμμμ...» μου κάνει αυτή τη φορά με
περισσότερο ενθουσιασμό, και ένα μικρό, διστακτικό χαμόγελο αρχίζει να
σχηματίζεται στα χείλη της. Τα μάτια της επιστρέφουν σε μένα, πιο ζωηρά τώρα.
«Τέλος πάντων, δεν χρειάζεται να το
αποφασίσεις τώρα δα!» Κάνω μερικά βήματα προς την κουζίνα, συνεχίζοντας τις
προετοιμασίες για το δείπνο μας. Δεν θέλω να της βάλω πίεση, ξέρω πως
χρειάζεται χρόνο να επεξεργαστεί τις ιδέες.
«Εντάξει,» μου λέει και αυτή τη φορά το
πρόσωπό της λάμπει, σα να της έφυγε ένα βάρος. Σηκώνεται από την καρέκλα και
έρχεται κοντά μου, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τη μέση μου από πίσω,
ακουμπώντας το κεφάλι της στην πλάτη μου. «Σ’ ευχαριστώ.»
«Για τι πράγμα;» τη ρωτώ, στρέφοντας ελαφρά
το κεφάλι μου προς το μέρος της, αν και δεν μπορώ να δω το πρόσωπό της από τη
θέση μου.
«Που είσαι πάντα εδώ με λύσεις. Που με
φροντίζεις.» Η φωνή της είναι χαμηλή, σχεδόν ψίθυρος, αλλά γεμάτη συναίσθημα.
Γυρίζω προς το μέρος της, παίρνοντάς την
στην αγκαλιά μου. «Αυτό κάνουμε, σωστά; Φροντίζουμε ο ένας τον άλλον.» Φιλώ
απαλά το μέτωπό της και μένουμε έτσι για λίγο, αγκαλιασμένοι στην κουζίνα, ενώ
η μυρωδιά του φαγητού απλώνεται γύρω μας.
«Και αύριο Κύθηρα!» λέει ξαφνικά με φωνή γεμάτη έξαψη, υψώνοντας το βλέμμα της προς εμένα, τα μάτια της να λάμπουν από προσμονή. «Ανυπο-μονείς;»
«Περισσότερο απ’ όσο μπορείς να
φανταστείς,» της απαντώ, και είναι αλήθεια. Ανυπομονώ να δω τον τόπο της, να
γνωρίσω την μητέρα της, να ζήσω μαζί της στιγμές κανονικότητας, μακριά από
γιατρούς και νοσοκομεία. Μακριά από την υπενθύμιση της θνητότητάς μου.
«Έχουμε τόσα πολλά να κάνουμε! Θα σου δείξω
τις παραλίες, το σπίτι που μεγάλωσα, το σχολείο, τα πάντα!» Η φωνή της γίνεται
όλο και πιο ζωηρή καθώς μιλάει, τα χέρια της κινούνται εκφραστικά, το πρόσωπό
της φωτίζεται.
Την παρακολουθώ με λατρεία, απολαμβάνοντας την παιδιάστική χαρά και τον ενθουσιασμό της. «Ανυπομονώ για όλα αυτά, καρδούλα μου. Για όλα.»
«Και θα σου έχω και μια έκπληξη!» μου λέει με φωνή γεμάτη υπόσχεση.
«Τι έκπληξη;» ρωτάω ενθουσιασμένος, για να φάω ένα ping στη μύτη, αλ-λοίμονο!
«Να μην είσαι ανυπόμονος! Αν στην πω τι έκπληξη θα είναι;» μου λέει κλείνοντάς μου παιχνιδιάρικα το μάτι.
Και καθώς την κρατώ στην αγκαλιά μου, νιώθω βαθιά, απλή ευτυχία. Εί-ναι αυτές οι στιγμές που με κάνουν να νιώθω ζωντανός—όχι απλά να επιβιώνω, αλλά να ζω πραγματικά. Γιατί δε ζούσα, όχι στ’ αλήθεια. Είχα παραιτηθεί όταν επέστρεψε ο καρκίνος και απλά περίμενα παθητικά να έρθει η στιγμή που θα με χώσουν στο χώμα.
Και τώρα όχι απλά ζω, αλλά μέσα στα χάλια μου, νιώθω πιο ζωντανός από ποτέ. Για την κάθε στιγμή, το κάθε λεπτό, το κάθε της χαμόγελο. Γιατί στη διαφήμιση της ζωής μου, ο καρκίνος είναι το λιοντάρι κι εγώ η κοπέλα.
Και η Κρινιώ;
Η Κρινιώ είναι το νερό της ζωής.
14. Ταξίδι στα Κύθηρα
Παρά το γεγονός ότι έχουμε όλο το χρόνο
δικό μας και τα πράγματα είναι ήδη έτοιμα, ξυπνάμε νωρίς το πρωί. Η Κρινιώ,
παρά την πρωινή ώρα, είναι ζωηρή και ενθουσιώδης, τριγυρνώντας στο σπίτι για να
βεβαιωθεί ότι δεν ξεχάσαμε τίποτα. Ο καφές μας στέκεται ακόμα ζεστός στα
φλιτζάνια, όταν φορτώνουμε τις τελευταίες βαλίτσες στο αυτοκίνητο.
«Λίζι! Έλα κορίτσι μου, ώρα για ταξίδι!»
φωνάζει η Κρινιώ, και το τριχωτό μας κάθαρμα εμφανίζεται διστακτικά από την
κρεβατοκάμαρα, με ένα βλέμμα που λέει ξεκάθαρα “Τι εννοείς ‘ταξίδι’; Εγώ δεν
πάω πουθενά”.
«Κάνε πως δεν καταλαβαίνεις,» μου ψιθυρίζει
η Κρινιώ, χαμογελώντας πονηρά. «Αυτό λειτουργεί πάντα.»
Παρακολουθώ με διασκέδαση καθώς η Κρινιώ
προσποιείται ότι κλείνει την πόρτα του μεταφορέα της γάτας, ενώ η Λίζι,
παρακινημένη από το ένστικτό της να μην αποκλειστεί από τίποτα, μπαίνει μέσα
πρόθυμα για να βεβαιωθεί ότι δεν χάνει κάτι.
«Είσαι μάγισσα,» της λέω, ενώ κλείνει
γρήγορα την πόρτα του μεταφορέα.
«Απλώς καταλαβαίνω την ψυχολογία της,» μου
απαντάει με ένα πλατύ χαμόγελο. «Της αρέσει να είναι εκεί που είμαστε κι εμείς,
απλώς δεν της αρέσει η διαδικασία.»
Η Λίζι μάς κοιτάζει μέσα από τα κάγκελα του
μεταφορέα της με μια έκφραση ήσυχης αποδοχής ανακατεμένης με ελαφριά
αγανάκτηση. Την τοποθετούμε προσεκτικά στο πίσω κάθισμα, περιτριγυρισμένη από
μαξιλάρια για περισσότερη άνεση.
Κλείνω το σπίτι και κατεβαίνουμε στο
αυτοκίνητο. Κάθομαι στη θέση του οδηγού, νιώθοντας ανανεωμένη ενέργεια. Η
θεραπεία έχει τελειώσει πριν τέσσερις εβδομάδες και το σώμα μου δείχνει
επιτέλους σημάδια ανάκαμψης.
«Έτοιμη για περιπέτεια;»
«Πάντα!» μου απαντάει, το χαμόγελό της να
λάμπει στο πρωινό φως. «Αν και το GPS δείχνει πεντέμισι ώρες μέχρι τη Νεάπολη... Είσαι σίγουρος ότι θα
αντέξεις τόση ώρα οδήγηση;»
«Γι’ αυτό έχουμε συμφωνήσει να μοιραστούμε
την οδήγηση, καρδούλα μου,» της απαντάω καθώς ξεκινάω το αυτοκίνητο. «Και γι’
αυτό θα κάνουμε τις απαραίτητες στάσεις.»
«Μμμ... ξέρω ένα υπέροχο μέρος για καφέ στο
Ναύπλιο,» λέει σκεπτικά, καθώς βγαίνουμε στην Αττική Οδό. «Να σταματήσουμε
εκεί;»
«Συμφωνώ απόλυτα,» της απαντάω. «Εξάλλου,
δεν βιαζόμαστε. Έχουμε όλη τη μέρα μπροστά μας.»
Μέσα στον μεταφορέα της, η Λίζι αρχίζει να
διαμαρτύρεται με ένα χαμηλό, μονότονο νιαούρισμα, που ακούγεται σαν να λέει
«Δεν με ρώτησε κανείς αν θέλω να πάω στο Ναύπλιο».
Η Κρινιώ απλώνει το χέρι της πίσω, χώνοντας
δύο δάχτυλα μέσα από τα κάγκελα του μεταφορέα για να χαϊδέψει τη γάτα. «Έλα,
κορίτσι μου, όλα καλά. Δεν πάμε στο κτηνίατρο, σου το υπόσχομαι.»
Βγαίνουμε από την Αθήνα με τις πρώτες
ακτίνες του ήλιου να χρυσίζουν την άσφαλτο. Η Κρινιώ έχει φτιάξει μια playlist για το ταξίδι, κι
έτσι συνοδεία ελληνικών τραγουδιών, κυρίως παλιών αγαπημένων, κατευθυνόμαστε
προς την Κόρινθο.
Οδηγώ αργά και σταθερά, απολαμβάνοντας τη
διαδρομή και την παρέα. Η Κρινιώ μού διηγείται ιστορίες από την παιδική της
ηλικία στα Κύθηρα, για το πώς κολυμπούσε κάθε μέρα, για το πώς βοηθούσε τη
μητέρα της στο κατάλυμα.
«Θα δεις, η μαμά κάνει το καλύτερο πρωινό
στο νησί,» μου λέει με υπερηφάνεια. «Όλα σπιτικά, μαρμελάδες, γλυκά του
κουταλιού, πίτες, τα πάντα.»
«Με το ζόρι κρατιέμαι να μην τρέξω με 200
για να φτάσουμε πιο γρήγορα!» της απαντάω, και το γέλιο της γεμίζει το
αυτοκίνητο.
Περνάμε από την Κόρινθο και ακολουθούμε τον
δρόμο προς Άργος. Η Λίζι έχει ηρεμήσει κάπως, μόνο περιστασιακά βγάζει έναν
αναστεναγμό που μοιάζει να λέει «Αυτό το μαρτύριο συνεχίζεται ακόμα;».
Λίγο πριν το Άργος, σταματάμε σε ένα σημείο
με θέα, για να ξεμουδιάσουμε και να βγάλουμε λίγο τη Λίζι από τον μεταφορέα
της. Η Κρινιώ την κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της, ενώ εγώ τραβάω μερικές
φωτογραφίες. Είναι μια εικόνα που θέλω να κρατήσω για πάντα—η Κρινιώ, με τα
μαλλιά της να χορεύουν στο αεράκι, η Λίζι να κουλουριάζεται προστατευτικά στην
αγκαλιά της, και πίσω τους το ελληνικό τοπίο, ξερό και υπέροχο, κάτω από τον
καλοκαιρινό ήλιο.
«Selfieeeeeee!» φωνάζει ενθουσιασμένη η Κρινιώ
κάνοντάς με να χαμογελάσω σαν ηλίθιος.
«Έλα, δώσε μου τη Λίζι,» της λέω, «και
πιάσε μου το κινητό να βγούμε όλοι μαζί.»
Η Λίζι διαμαρτύρεται έντονα για την αλλαγή
χεριών, αλλά την σφίγγω απαλά και της μιλάω γλυκά, προσπαθώντας να την ηρεμήσω.
Η Κρινιώ στήνει το κινητό και έρχεται δίπλα μου. Σηκώνω τη Λίζι ψηλά μπροστά
στο πρόσωπό μου, η Κρινιώ τυλίγει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου, και
βγαίνουμε μια φωτογραφία που δεν υπάρχει περίπτωση να βγει καλή, αλλά που
σίγουρα θα μας κάνει να γελάμε κάθε φορά που θα την κοιτάζουμε.
Συνεχίζουμε την πορεία μας προς το Ναύπλιο,
με την Κρινιώ να έχει αναλάβει το τιμόνι αυτή τη φορά. Οδηγεί με σιγουριά και
χαλαρότητα, κυρίως σιωπηλή, μόνο περιστασιακά να τραγουδάει μαζί με τη μουσική που
παίζει. Φτάνουμε στο Ναύπλιο λίγο μετά το μεσημέρι. Η Κρινιώ οδηγεί με άνεση
μέσα από τους στενούς δρόμους της πόλης, κατευθυνόμενη προς ένα συγκεκριμένο
σημείο.
«Έχω ξαναέρθει εδώ με την παρέα μου,» μου
εξηγεί. «Έχει ένα καφέ με υπέροχη θέα στην παραλία.»
«Εσύ να τα βλέπεις αυτά που πήγες να μου
μονάσεις!» την μαλώνω.
«Δε θα το ξανακάνω Τζωρτζίνο μου!» μου
απαντάει χαρίζοντάς μου το πιο φωτεινό της χαμόγελο.
Παρκάρουμε και βγαίνουμε από το αυτοκίνητο.
Η ζέστη είναι έντονη, αλλά ένα ελαφρύ αεράκι από τη θάλασσα κάνει την
ατμόσφαιρα υποφερτή. Η Λίζι γκρινιάζει μέσα στο μεταφορέα της, λες και υπήρχε
περίπτωση να την αφήσουμε μόνη στο αυτοκίνητο!
«Σταμάτα γκρινιάρα,» της λέω και πιάνω το
μεταφορέα της.
Το καφέ που μας οδηγεί η Κρινιώ έχει
υπαίθρια τραπεζάκια με θέα στον κόλπο του Ναυπλίου. Αντίκρυ μας ορθώνεται το
Μπούρτζι, το μικρό νησάκι-κάστρο στη μέση του κόλπου, ενώ στα αριστερά μας το
επιβλητικό Παλαμήδι δεσπόζει στον λόφο. Πίνουμε τα καφεδάκια μας χαζολογώντας
και λίγο πριν μπούμε στο αυτοκίνητο για να συνεχίσουμε το ταξίδι, η Κρινιώ
παίρνει τηλέφωνο την Αγγελική να της πει ότι θα είμαστε στα Κύθηρα κατά το
απογευματάκι.
Νιώθω ότι έχω ακόμα δυνάμεις, οπότε
συνεχίζω να κρατάω το τιμόνι. Η διαδρομή από το Ναύπλιο προς την Σπάρτη είναι
εντυπωσιακή, καθώς περνάμε από τους πρόποδες του Πάρνωνα. Η Κρινιώ κοιτάζει από
το παράθυρο, θαυμάζοντας τη θέα, τραβώντας που και που φωτογραφίες. Περνάω το
χέρι μου στον ώμο της και εκείνη ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο μου,
αφήνοντας έναν αναστεναγμό ευχαρίστησης. Έτσι συνεχίζουμε, εγώ στο τιμόνι,
εκείνη κουλουριασμένη δίπλα μου, η Λίζι να έχει αποδεχτεί πλέον τη μοίρα της
στο πίσω κάθισμα.
Κάπου πριν την Σπάρτη αλλάζουμε βάρδια στο
τιμόνι γιατί έχω αρχίσει να κουράζομαι και ο δρόμος από εδώ και πέρα γίνεται
πιο απαιτητικός, με στροφές και ανηφόρες, καθώς θα περάσουμε μέσα από τα ορεινά
χωριά του Πάρνωνα. «Αν νομίζεις ότι αυτός ο δρόμος είναι δύσκολος, περίμενε να
δεις τους δρόμους στο νησί,» μου λέει χαρίζοντάς μου ένα χαμόγελο γεμάτο
προσμονή. Όπως κι εγώ, έτσι και η Κρινιώ, δεν βλέπουμε την ώρα!
Φτάνουμε στη Νεάπολη μια ώρα πριν τον
απόπλου. Η μικρή παραθαλάσσια πόλη είναι γεμάτη κίνηση, καθώς αποτελεί το κύριο
λιμάνι για τα Κύθηρα. Ανεβαίνουμε στο κατάστρωμα μόλις το πλοίο ξεκινάει, με τη
Λίζι ασφαλισμένη στην αγκαλιά της Κρινιώς. Η γάτα φαίνεται ελαφρώς ταραγμένη
από την κίνηση του πλοίου, αλλά το απαλό χάδι της Κρινιώς τη διατηρεί ήρεμη.
Ο ήλιος αρχίζει να γέρνει προς τη δύση,
χρωματίζοντας τον ουρανό σε αποχρώσεις του πορτοκαλί και του ροζ. Στεκόμαστε
στην κουπαστή, αγκαλιασμένοι, κοιτάζοντας το νησί που μεγαλώνει σιγά-σιγά
μπροστά μας. Όσο πλησιάζουμε το Διακόφτι, που είναι και το πατρικό της, ο
ενθουσιασμός της αυξάνεται όλο και περισσότερο. Καθώς το πλοίο πλησιάζει στο
λιμάνι η ένταση στο σώμα της Κρινιώς είναι αισθητή. Τα μάτια της ψάχνουν το
λιμάνι, ίσως για να εντοπίσει γνώριμα πρόσωπα.
«Λες να μας περιμένει η μαμά στο λιμάνι;»
με ρωτάει, η φωνή της να προδίδει λίγο άγχος.
«Θα το μάθουμε σύντομα,» της απαντάω,
προσπαθώντας να ακουστώ καθησυχαστικός.
Καθώς το πλοίο δένει στο λιμάνι, μπορούμε
να διακρίνουμε τους ανθρώπους που περιμένουν στην προβλήτα. Ανάμεσά τους, μια
γυναίκα με μακριά, καστανόξανθα μαλλιά που μοιάζουν πολύ με της Κρινιώς,
κουνάει το χέρι της ενθουσιωδώς.
«Η μαμά!» φωνάζει η Κρινιώ, κουνώντας κι
εκείνη το χέρι της με ενθουσιασμό. «Ήρθε να μας πάρει!»
Νιώθω ένα κύμα νευρικότητας να με διαπερνά.
Η στιγμή που θα συναντήσω τη μητέρα της έχει έρθει. Αλλά καθώς κοιτάζω την
Κρινιώ, το πρόσωπό της να λάμπει από χαρά, όλες οι ανησυχίες μου υποχωρούν.
Είμαι έτοιμος να γνωρίσω την οικογένειά της, τον τόπο της, άλλο ένα κομμάτι της
ζωής της. Άλλο ένα βήμα σε ένα κοινό μονοπάτι που έχουμε αρχίσει να χαράζουμε
μαζί.
Κατεβαίνουμε στο αυτοκίνητο, με τη Λίζι που
είχε ησυχάσει όσο ταξιδεύαμε με το καράβι, να αρχίσει να γκρινιάζει και πάλι.
Τα αυτιά της είναι πεσμένα προς τα πίσω και η ουρά της χτυπάει νευρικά το
καλάθι της.
«Δε θα σε ταλαιπωρήσουμε άλλο, αγάπη μου!»
της κάνει η Κρινιώ χαϊδεύοντάς την ανάμεσα από τ’ αφτιά, σκύβοντας με
τρυφερότητα πάνω από το καλάθι. «Σε λίγη ώρα θα είσαι στο νέο σου βασίλειο.»
Ναι, γενικά οι γάτες δεν γουστάρουν αλλαγές
περιβάλλοντος και την πρώτη μέρα, ίσως και τη δεύτερη, θα έχουμε και πάλι
γκρίνια από το πορτοκαλί μας κάθαρμα, αλλά… υγεία και ζουμί από λάχανο. «Μας»
σκέφτομαι και χαμογελάω μόνος μου, τρίβοντας αφηρημένα τον αντίχειρά μου πάνω
στο τιμόνι. Η Λίζι μας, το σπίτι μας, οι διακοπές μας, όλα έχουν γίνει μας—αυτή
η λέξη με ζεσταίνει περισσότερο από τον ήλιο που λούζει το νησί.
Επιτέλους έρχεται ο μπροστινός που μας
έκλεινε και ξεπαρκάρει, και ξεπαρκάρουμε και εμείς και αποβιβαζόμαστε στο
λιμάνι. Ανασαίνω βαθιά τον θαλασσινό αέρα, γεμίζοντας τα πνευμόνια μου.
Σταματάω κάπου που δεν εμποδίζουμε και κατεβαίνουμε από το αυτοκίνητο. Η Κρινιώ
τρέχει σχεδόν χοροπηδώντας προς την μητέρα της, το πρόσωπό της λάμπει από χαρά.
«Μαμάαααααααα!» της φωνάζει και χώνεται
στην αγκαλιά της Αγγελικής λες και είναι κοριτσάκι, στριφογυρίζοντας ελαφρά
μέσα στην αγκαλιά της. Προσπαθώντας σκληρά να μη χαμογελάω σαν κρετίνος,
στέκομαι διακριτικά παράμερα, νιώθοντας το βάρος της καρδιάς μου να ελαφραίνει
βλέποντας την ευτυχία της. Τις αφήνω να αγκαλιαστούν και να φιληθούν με την
ησυχία τους. Η Κρινιώ με χαμόγελο που φωτίζει θαρρείς το ηλιοβασίλεμα, έρχεται
προς το μέρος μου και μου πιάνει το χέρι, τα δάχτυλά της μπλέκονται με τα δικά
μου με μια οικειότητα που ακόμα με ξαφνιάζει.
«Μαμά, από εδώ ο Γιώργος!» της λέει και η
καρδιά μου χτυπάει ταμπούρλο λες και είμαι κανένας έφηβος να πούμε, ενώ η
πραγματικότητα είναι πως είμαι μεγαλύτερος και από τους δυο της γονείς… αν
δηλαδή ζούσε ακόμα ο Στέλιος που χάθηκε τόσο άδικα στα 35 του. Ισιώνω ελαφρά
τους ώμους μου, προσπαθώντας να καταπνίξω αυτή την αίσθηση αμηχανίας. Έχουμε
μιλήσει με την Αγγελική στο Messenger, μου τα είχε χώσει κιόλας όταν τόλμησα να
της πω να πληρώσω τη διαμονή μου. Της την έκανα γυριστή μέσω …Πράγας, αλλά
φυσικά δεν είπα τίποτα σε καμία από τις δυο τους.
«Γεια σου Αγγελική,» της λέω ζεστά δίνοντάς
της το χέρι μου, νιώθοντας μια ξαφνική ξηρότητα στο στόμα μου. «Επιτέλους σε
γνωρίζω και από κοντά!»
«Καλώς τον,» μου απαντάει ζεστά μεν, αλλά
με την μικρή επιφύλαξη που πάντα έχει μια μητέρα όταν γνωρίζει για πρώτη φορά
το αμόρε της κόρης της. Τα μάτια της με εξετάζουν διακριτικά αλλά προσεκτικά.
Πόσο μάλλον όταν το εν λόγω αμόρε είναι τριάντα χρόνια μεγαλύτερος και με
τερματικό καρκίνο. Το βλέμμα της σταματά για λίγο στα μαλλιά μου—πιο αραιά και
γκρίζα από ό,τι στις φωτογραφίες, υποθέτω.
Μπαίνουμε και οι τρεις στο αυτοκίνητο, και
η Αγγελική επιλέγει να κάτσει πίσω, κάνοντας έτσι και τη γνωριμίας της με τη
Λίζι. Η γάτα γρυλίζει ελαφρά, αλλά σύντομα ησυχάζει καθώς η Αγγελική της
ψιθυρίζει κάτι. Για προφανείς λόγους αφήνω την Κρινιώ να οδηγήσει, τα χέρια μου
τρέμουν ελαφρά καθώς της δίνω τα κλειδιά, και της Αγγελικής δεν της ξεφεύγει η
οικειότητα που έχει η κόρη της με το αυτοκίνητό μου. Το βλέμμα της αντανακλάται
στον καθρέφτη—παρατηρητικό, διαπεραστικό.
Δέκα λεπτά αργότερα είμαστε στο συγκρότημα
των διαμερισμάτων που νοικιάζουν. Παρόλο που είχα δει αμέτρητες φωτογραφίες,
μένω να κοιτάζω σα χαζός, το στόμα μου ανοίγει ελαφρά από την έκπληξη, ακόμα
και οι καλύτερες φωτογραφίες το αδικούν παράφορα.
«Καλώς ήρθες στο βασίλειό μας,» μου λέει
χαμογελαστά η Κρινιώ, αγγίζοντας απαλά τον αγκώνα μου, ενώ εγώ έχω μείνει να
χαζεύω σαν τον ηλίθιο από το μπαλκόνι του δωματίου μας. Όχι επειδή είναι της
Αγγελικής και της Κρινιώς μου, αλλά σας το ορκίζομαι στο χρόνο που μου μένει,
τα χέρια μου σφίγγονται στο κάγκελο του μπαλκονιού, ούτε πεντάστερο ξενοδοχείο
να ήταν.
Το «δωμάτιο» στην πραγματικότητα είναι ένα
μεγάλο δίπατο δυάρι που έχει τα πάντα, και όταν λέμε τα πάντα, εννοούμε τα
πάντα. Στον κάτω πάτωμα έχει ένα ενιαίο χώρο για κουζίνα και σαλόνι, και όταν
λέμε κουζίνα μιλάμε για ψυγείο και ηλεκτρική κουζίνα κανονικού μεγέθους και
φούρνο μικροκυμάτων. Περνάω τα δάχτυλά μου στο ξύλινο πάσο της κουζίνας,
νιώθοντας την υφή του. Το μπάνιο είναι μεγάλο και έχει κλειστή ντουζιέρα που
χωράνε πέντε άτομα να πούμε, το φως του ήλιου διαθλάται μέσα από το τζάμι
σχηματίζοντας ουράνια τόξα.
Δεξιά υπάρχει μια ξύλινη σκάλα που οδηγεί
στο «πατάρι», και όταν λέμε πατάρι εννοούμε χώρο κανονικού ύψους, με
μπαλκονάκι, ένα διπλό κρεββάτι και δύο μονά. Περνάω τα χέρια μου πάνω από τα
φρεσκοπλυμένα σεντόνια, εισπνέοντας το άρωμα λεβάντας. Όσο για τη βεράντα του
σαλονιού… Τραπέζι, αναπαυτικές καρέκλες και θέα που κόβει την ανάσα. Στέκομαι
ακίνητος, με τα μάτια ορθάνοιχτα, ενώ ο θαλασσινός αέρας ανακατεύει απαλά τα
μαλλιά μου.
Έχετε ακούσει την έκφραση «θα μπορούσα να
μείνω για πάντα εδώ;» Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή, καθώς το χέρι
της Κρινιώς γλιστράει στο δικό μου και σφίγγει τα δάχτυλά μου. Εκείνη τη στιγμή
παίρνω την απόφασή μου. Όταν… θέλω οι στάχτες μου να σκορπιστούν σε αυτό το
νησί… σε ένα σημείο που να βλέπει το απέραντο γαλάζιο. Να… να γίνω έστω και στο
τέλος μέρος του… μέρος του νησιού στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε το Κρινιώ
μου.
Ανοίγουμε το μεταφορέα της Λίζι και η αυτού
εξοχότης βγαίνει επιφυλακτικά από μέσα. Κάνει μερικά βήματα, ακόμα πιο
επιφυλακτικά αλλά κάτι την τρομάζει και ρίχνει ένα επιτόπιο σάλτο και γυρνάει
πίσω στο μεταφορέα της. Την αφήνουμε στην ησυχία της να προσαρμοστεί, και
βγαίνουμε και οι τρεις να κάτσουμε στο μπαλκόνι.
«Πώς ήταν το ταξίδι σας;» ρωτάει η
Αγγελική.
«Ήρεμο,» της απαντάω εγώ. «Ξέροντας ότι
σήμερα είχε τρεις φορές καράβι, κλείσαμε με το τελευταίο και ήρθαμε με την
ησυχία μας.»
«Ήπιαμε το καφεδάκι μας στο Ναύπλιο,
φάγαμε, κάναμε τις βόλτες μας, και ήρθαμε χαλαουρίτα,» συμπληρώνει η Κρινιώ.
«Και μιας και οδηγούσαμε και σε βάρδιες, δεν κουραστήκαμε ούτε εγώ ούτε ο Τζ… ο
Γιώργος.»
«Τζ;» ρωτάει χαμογελώντας η Αγγελική, που
δεν της διαφεύγει τίποτα.
«Ο Τζωρτζίνος μου!» της απαντάει
χαμογελώντας ντροπαλά η Κρινιώ και η Αγγελική χαμογελάει χωρίς να σχολιάσει ότι
ο …Τζωρτζίνος, της ρίχνει δέκα χρόνια στην ηλικία.
Νιώθω λίγο αμήχανα, αλλά την κατάσταση τη
σώζει και πάλι η Λίζι, που ναι μεν δεν νιώθει ακόμα άνετα, αλλά ούτε θέλει να
κάτσει και μόνη της, και έτσι διστακτικά μεν, αποφασιστικά δε, μας κάνει τη
χάρη να ξεμυτήσει στο μπαλκόνι, και να ρίξει ένα σάλτο πάνω μου.
«Βρε, καλώς την!» της κάνω όπως μου
τρίβεται με την κεφάλα της για να τη χαϊδέψω. Όπως πάντα κάνει δυο γυροβολιές
και κάθεται. Μετά, σα να αλλάζει απόφαση, σηκώνεται και πάλι, και κάνει ένα
σάλτο στην αγκαλιά της Κρινιώς. «Προδότρια!» την κατηγορώ, κάνοντας Αγγελική
και Κρινιώ να γελάσουν.
«Πέρσι είχα πάει διακοπές στην Αλόννησο,»
ξεκινάω τη διήγηση, ακουμπώντας απαλά τη Λίζι που τώρα λαγοκοιμάται στην
αγκαλιά της Κρινιώς. «Εκεί που περπατούσα ακούω ένα νιαούρισμα, και να σου η
πριγκηπέσσα,» λέω συγκινημένος με τις αναμνήσεις να με πλημμυρίζουν, τα μάτια
μου υγραίνουν ελαφρά καθώς κοιτάζω το πορτοκαλί κουβάρι γούνας.
Η Αγγελική ακουμπάει το ποτήρι της
λεμονάδας στο τραπέζι και γέρνει ελαφρώς προς το μέρος μου, προσέχοντας τη
διήγησή μου με ενδιαφέρον.
«Γυρνάω και τη βλέπω να έρχεται τρεχάλα
πάνω μου, με αυτό το αδέξιο τρέξιμο των μικρών γατιών.» Μιμούμαι με τα χέρια
μου το αστείο, ταλαντευόμενο περπάτημα ενός μικρού γατιού και η Κρινιώ
χαμογελάει, κοιτώντας εναλλάξ εμένα και τη μητέρα της. «Ήταν...» κάνω μια
παύση, σαν να ψάχνω τις λέξεις, «...ήταν μια ζωγραφιά.»
Το βλέμμα μου απλώνεται πέρα απ’ το
μπαλκόνι, στη θάλασσα, σαν να βλέπω εκεί την ανάμνηση. Ανασαίνω βαθιά προτού
συνεχίσω.
«Ήρθε και κόλλησε στο πόδι μου σαν
στρείδι.» Τα δάχτυλά μου σφίγγονται ελαφρά, μιμούμενα το πώς το μικρό γατάκι
γαντζώθηκε πάνω μου. Κουνάω το κεφάλι μου, σαν να προσπαθώ να συγκρατήσω τη
συγκίνηση. «Δε... δε μου έκανε καρδιά να την αφήσω...»
Σταματώ ξανά, και η Κρινιώ απλώνει το χέρι
της και αγγίζει το δικό μου, ένα άγγιγμα τόσο ανάλαφρο όσο φτερό αλλά γεμάτο
κατανόηση. Η Αγγελική παρατηρεί την κίνηση αυτή, και ένα σχεδόν ανεπαίσθητο
χαμόγελο σχηματίζεται στις άκρες των χειλιών της.
«Είχα τα γενέθλιά μου σε δυο μέρες και
λες...» σηκώνω τα μάτια μου στον ουρανό που αρχίζει να γεμίζει με αστέρια,
«...λες και το σύμπαν μου την έκανε δώρο.» Η φωνή μου σπάει ελαφρά στην
τελευταία λέξη.
Ξεροβήχω διακριτικά και στρέφω πάλι το
βλέμμα μου στις δύο γυναίκες, που με κοιτούν με μια ζεστασιά που με τυλίγει σαν
κουβέρτα.
«Λένε... λένε πως δεν επιλέγεις εσύ τις
γάτες, οι γάτες επιλέγουν εσένα.» Τα δάχτυλά μου χαϊδεύουν μηχανικά το ξύλινο
τραπέζι. «Και... και αυτό ακριβώς έγινε!» Ανασηκώνω τους ώμους μου με μια
κίνηση που συνδυάζει απορία και θαυμασμό για την τροπή που πήρε η ζωή μου.
Σαν να καταλαβαίνει ότι μιλάμε γι’ αυτήν, η
Λίζι τεντώνεται νωχελικά στην αγκαλιά της Κρινιώς και ανοίγει για μια στιγμή τα
μάτια της, κοιτάζοντάς με μέ εκείνο το διαπεραστικό βλέμμα που μοιάζει να
γνωρίζει όλα τα μυστικά του κόσμου.
«Τα ζώα έχουν ένστικτο», σχολιάζει η
Αγγελική, σερβίροντας παγωμένη λεμονάδα από μια κανάτα που έχει φέρει στο
τραπεζάκι του μπαλκονιού. «Καταλαβαίνουν τους καλούς ανθρώπους».
Νιώθω ένα κύμα ευγνωμοσύνης για αυτό το
σχόλιο. Είναι το πρώτο σημάδι αποδοχής από την Αγγελική και σημαίνει
περισσότερα απ’ όσα μπορώ να εκφράσω.
«Σπιτική;» ρωτάω, δείχνοντας τα ποτήρια με
τη λεμονάδα
«Φυσικά!» απαντά η Αγγελική με μια δόση
περηφάνιας. «Με λεμόνια από την αυλή μας. Φέτος ειδικά, τα δέντρα μας έδωσαν
τόσα πολλά που δεν προλαβαίναμε να τα μαζεύουμε».
«Έχουμε και λικέρ λεμόνι», προσθέτει η
Κρινιώ με ένα πονηρό χαμόγελο.
«Μας
το έφτιαξε ο μπάρμπα-Μιχάλης, ο αδερφός του πατέρα της. Έχει τα καλύτερα ποτά
στο νησί,» συμπληρώνει η Αγγελική.
«Ανυπομονώ να το δοκιμάσω», απαντάω, και
πίνω μια γουλιά από τη λεμονάδα. Είναι τέλεια—η γλυκύτητα και η οξύτητα
ισορροπούν ιδανικά. «Θεέ μου, αυτή είναι η καλύτερη λεμονάδα που έχω πιει
ποτέ».
«Μην το παρακάνεις», γελάει η Αγγελική,
αλλά φαίνεται ευχαριστημένη.
«Όχι, σοβαρά», επιμένω. «Στην Αθήνα όλα
έχουν τη γεύση... δεν ξέρω, σαν να τους λείπει κάτι».
«Είναι ο αέρας της θάλασσας», εξηγεί η
Κρινιώ. «Και το χώμα εδώ. Όλα μεγαλώνουν διαφορετικά».
Ο ήλιος αρχίζει να δύει, λούζοντας το
μπαλκόνι με ένα χρυσαφί φως. Η Λίζι, αφού ολοκλήρωσε τα χάδια της, έχει ήδη
αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της Κρινιώς, εξαντλημένη από το ταξίδι.
«Έχετε σχέδια για απόψε;» ρωτάει η
Αγγελική. «Ή είστε πολύ κουρασμένοι από το ταξίδι;»
«Εγώ σχεδιάζω να μείνω καρφωμένος σε αυτή
την καρέκλα και να θαυμάζω τη θέα. Δεν είμαι ιδιαίτερα κουρασμένος αλλά δε
σηκώνομαι από εδώ μήτε σουβλάκι να μου τάξεις!» απαντάω, κάνοντας και τις δυο
να χαμογελάσουν.
«Μουσακά;» ρωτάει η Αγγελική με μάτια που
αστράφτουν. «Η Κρινιώ μου είπε ότι είναι το αγαπημένο σου φαγητό!»
Ανοίγω το στόμα μου έκπληκτος και κοιτάζω
την Κρινιώ, που μου χαμογελάει με νόημα. Ήξερε ότι είναι το αγαπημένο μου
φαγητό αλλά εγώ δεν το καταφέρνω. Η ίδια μου το είχε μαγειρέψει μια φορά, πριν
ξεκινήσω τις χημειοθεραπείες και είχα σχεδόν δακρύσει, ήταν υπέροχος. «Και που
να τον δοκιμάσεις από τα χεράκια της Αγγελικής!» μου είχε πει παιχνιδιάρικα.
Και να που… που όχι απλά το θυμήθηκε, αλλά το σχεδίασε με την μητέρα της για να
μου κάνουν έκπληξη! Ένιωσα την καρδιά μου να λιώνει και πάλι.
«Είναι! Αλλά… ενώ μαγειρεύω, και είμαι
αρκετά καλός…»
«Όχι απλά καλός!» με διακόπτει η Κρινιώ. «Μαμά,
τα γεμιστά του… θεέ μου τα γεμιστά του…»
«Έστω… στο μουσακά δεν τα καταφέρνω. Μου
είχε φτιάξει μια φορά η Κρινιώ και κόντεψα να βάλω τα κλάματα! “Που να τον φας
μαγειρεμένο από την Αγγελική,” μου είχε πει!»
«Τότε είναι η μέρα σου!» μου λέει
χαμογελώντας η Αγγελική. «Μουσακάς με
μελιτζάνες από τον κήπο μας».
«Έχετε και κήπο;» ρωτάω, εντυπωσιασμένος.
«Φυσικά», απαντά η Αγγελική. «Έχουμε
ντομάτες, αγγούρια, μελιτζάνες, κολοκύθια, φασολάκια... Ό,τι χρειαζόμαστε.
Αύριο θα σε πάω να τον δεις».
«Μαμά, μην τον τρομάζεις από την πρώτη μέρα
με τα κηπευτικά σου», την πειράζει η Κρινιώ. «Δεν είναι όλοι έτοιμοι για το
πάθος σου με τη γη».
Να από που είχε πάρει την αγάπη της για τα
φυτά η Κρινιώ που μου είχε δηλώσει ότι θα μου κάνει το σπίτι βοτανικό κήπο.
Αφού πέφτει η νύχτα για τα καλά, μπαίνουμε
μέσα για φαγητό. Η μυρωδιά του μουσακά που βγάζει η Αγγελική από το φούρνο
είναι θεϊκή. Κάθομαι στο τραπέζι και παρακολουθώ μητέρα και κόρη να κινούνται
με άνεση στην κουζίνα, να συνεργάζονται χωρίς να μιλούν, σαν χορεύτριες που
γνωρίζουν τα βήματα απ’ έξω. Μαζί στρώνουν το τραπέζι, σερβίρουν το φαγητό,
γεμίζουν τα ποτήρια με κρασί.
«Στις χαρές μας,» λέει η Αγγελική, αντί του
συνηθισμένου “στην υγειά μας” δείχνοντας απίστευτη ενσυναίσθηση. «Και καλώς
ήρθες στο νησί μας, Γιώργο».
«Στις χαρές μας», επαναλαμβάνουμε η Κρινιώ
κι εγώ, και μετά συμπληρώνω «Καλώς σας βρήκα,» και τα ποτήρια μας συγκρούονται
με ένα κρυστάλλινο ήχο που μοιάζει να αντηχεί στην καρδιά μου.
Δεν ξέρω πόσες ακόμα τέτοιες στιγμές θα
έχω, αλλά αυτή—αυτή ακριβώς η στιγμή—είναι τέλεια. Και για την ώρα, αυτό είναι
αρκετό.
Η πρώτη μπουκιά του μουσακά είναι μια
αποκάλυψη. Κλείνω τα μάτια μου για μια στιγμή, αφήνοντας τις γεύσεις να με
κατακλύσουν και μου ξεφεύγει αυθόρμητα ένα «Ω, ΘΕΟΙ!!!!», που κάνει την
Αγγελική να χαμογελάσει ζεστά και την Κρινιώ να μου κάνει νόημα “Στα ‘λεγα, δε
στα ‘λεγα;”
Μακράν του δεύτερου, που ήταν από την ίδια
την Κρινιώ μου, ο καλύτερος μουσακάς που είχα δοκιμάσει στη ζωή μου.
Η συζήτηση κυλάει εύκολα καθώς τρώμε.
Μιλάμε για το νησί, για τα μέρη που πρέπει να δω, για τις παραλίες που πρέπει
να επισκεφτώ. Η Αγγελική διηγείται ιστορίες από την παιδική ηλικία της Κρινιώς,
και εκείνη κοκκινίζει και διαμαρτύρεται, αλλά βλέπω την αγάπη που μοιράζονται,
τόσο βαθιά και πηγαία που σχεδόν μπορώ να την αγγίξω.
Κάποια στιγμή αφού έχουμε φάει η Κρινιώ
βλέπει μια κοπέλα να περνάει από κάτω και πετάγεται σα σούστα. «Η Ειρήνη» λέει
με ενθουσιασμό, εννοώντας την παιδική της φίλη. Μου είχε μιλήσει για εκείνη,
πλέον μένει στο εξωτερικό αλλά έρχεται κάθε Αύγουστο στα Κύθηρα για δυο
εβδομάδες, και είναι και μια από τις αιτίες που κανονίσαμε να έρθουμε αρχές
Αυγούστου. Πάει στην άκρη της βεράντας και τη φωνάζει. «Ειρήνη!!!!»
«Κρινιώ!;!;» ακούγεται η φωνή από κάτω.
«Εγώ είμαι! Ήρθαμε σήμερα!» της φωνάζει και
κατεβαίνει τρέχοντας στην αυλή να υποδεχτεί τη φίλη της. Πέφτουν η μία στην
αγκαλιά της άλλης και τσιρίζουν και χοροπηδάνε σα δεκάχρονα και είναι τόσο
μεταδοτικός ο ενθουσιασμός τους που κι εγώ και η Αγγελική χαμογελάμε τόσο πολύ
που πονάνε τα μάγουλά μας.
Ανεβαίνουν πάνω και κάνουμε γρήγορες
συστάσεις και έτσι γνωρίζω από κοντά και την Ειρήνη, που μέχρι τώρα την ήξερα
από φωτογραφίες και από τις διηγήσεις της Κρινιώς.
«Έχω ακούσει τόσα πολλά για σένα, που νιώθω
σα να γνωρίζω,» της λέω χαμογελώντας της ζεστά.
«Ελπίζω τα χειρότερα!» μου λέει
χαχανίζοντας με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που χαχανίζει και η Κρινιώ και μου
σφίγγει το χέρι δυνατά.
«Εννοείται!» της απαντάω κλείνοντάς της το
μάτι.
«Θα τα πούμε αναλυτικά αύριο, θα πάμε το
πρωί θάλασσα και το μεσημέρι θα φάτε μαζί μας και δεν ακούω κουβέντα. Προς το
παρόν θα πρέπει να σας αφήσω γιατί έχω αφήσει το Γιάννη με τα δίδυμα και αν
τους αφήσω μόνους δε θα βρω σπίτι!» μας
λέει απολογητικά η Ειρήνη και βάζουμε τα γέλια, είχε δυο δίδυμα αγοράκια τριών
χρονών, που ήταν σκέτα διαβολάκια, με το χαζομπαμπά να είναι ακόμα …χειρότερος.
Η Κρινιώ κατεβαίνει μαζί της για να δει τα
δίδυμα και το Γιάννη, αλλά περισσότερο για να με αφήσει να μιλήσουμε και να
γνωριστούμε καλύτερα με την Αγγελική.
«Θέλεις λίγο κρασάκι ακόμα;» με ρωτάει αλλά
το ύφος της εννοεί «κάνει να πιείς κι άλλο;»
«Ναι, ένα ακόμα ποτηράκι θα το έπινα,» της
απαντάω και μου γεμίζει το ποτήρι. Γεμίζει και το δικό της και τσουγκρίζουμε
και πάλι.
«Λοιπόν, για πες, πώς γνωριστήκατε με την
Κρινιώ;» με ρωτάει η Αγγελική, γέρνοντας ελαφρά προς το μέρος μου. Παρόλο που
είμαι σίγουρος ότι η Κρινιώ της έχει πει τα πως και τα γιατί, προφανώς θέλει να
τα ακούσει και από τη δική μου οπτική. Τα μάτια της με κοιτάζουν με ένα μείγμα
περιέργειας και προσεκτικής παρατήρησης.
Περιστρέφω αργά το ποτήρι με το κρασί στα
χέρια μου, παρακολουθώντας το υγρό να στροβιλίζεται απαλά. «Τυχαία,» της
απαντάω κουνώντας το κεφάλι μου χαμογελαστός, ενώ τα μάτια μου χάνονται
στιγμιαία σε ένα σημείο πίσω από τον ώμο της, σαν να προσπαθώ να ξαναζωντανέψω
τη σκηνή. «Ήταν Σάββατο απόγευμα και ήθελα να βγω λίγο έξω...» της λέω και
διηγούμαι όλη την ιστορία από την αρχή.
Τελειώνω τη διήγηση και κατεβάζω το βλέμμα
μου στο τραπέζι, η φωνή μου γίνεται σχεδόν απολογητική. «Δεν... δεν είχα
προσδοκίες,» λέω κουνώντας αργά το κεφάλι μου, «δεν περίμενα τίποτα
περισσότερο, δεν ζητούσα τίποτα περισσότερο, δεν ήλπιζα σε τίποτα
περισσότερο...» Κάθε επανάληψη συνοδεύεται από ένα μικρό κούνημα των χεριών
μου, σαν να προσπαθώ να πείσω περισσότερο τον εαυτό μου παρά την Αγγελική.
Εκείνη με κοιτάζει για μερικές στιγμές με
μια έκφραση που συνδυάζει κατανόηση και μια ανεπαίσθητη μελαγχολία. «Πάντα την
τραβούσαν οι μεγαλύτεροι...» μου απαντάει στενάζοντας, το βλέμμα της χάνεται
για λίγο στο σκοτάδι πέρα από το μπαλκόνι. Τα δάχτυλά της χαϊδεύουν σκεπτικά το
μάγουλό της. «Δεν ξέρω αν οφείλεται στο ότι έχασε τόσο μικρή τον πατέρα της...
ή απλά ήταν το καλούπι της.»
Αφήνω το ποτήρι μου στο τραπέζι και γέρνω
προς το μέρος της, τα μάτια μου γεμάτα κατανόηση. «Σε καταλαβαίνω,» της λέω με
ζεστή, καθησυχαστική φωνή, τολμώντας να αγγίξω απαλά το χέρι της για ένα
δευτερόλεπτο. «Πίστεψέ με, σε καταλαβαίνω, και ας μην έχω παιδιά.» Το πρόσωπό
μου σκοτεινιάζει ελαφρά. «Πόσο μάλλον όταν στη ζωή της είναι κάποιος όπως...
όπως εγώ...»
Η Αγγελική σηκώνει το ποτήρι της, παίρνει
μια αργή, σκεπτική γουλιά κρασί, τα μάτια της καρφωμένα στα δικά μου. Το λεπτό
φως των κεριών τονίζει τις ρυτίδες εμπειρίας γύρω από τα μάτια της. «Γιώργο, το
μόνο που με ενδιαφέρει σε σχέση με τις επιλογές της, είναι να την κάνουν
ευτυχισμένη.»
Ακουμπά το ποτήρι της κάτω και με κοιτάζει
ευθεία στα μάτια, το βλέμμα της έντονο και ειλικρινές. «Ό,τι... ό,τι και αν
νομίζεις ότι πιστεύω για σένα, κράτα αυτό:» Σταματά, δίνοντας έμφαση στα λόγια
της. «Μπορεί να είστε μερικούς μήνες μαζί, μπορεί...» Η φωνή της τρεμοπαίζει
ελαφρά, ανοιγοκλείνει τα μάτια για να συγκρατήσει κάποιο συναίσθημα. «Μπορεί να
υπάρχουν οι δυσκολίες που υπάρχουν, αλλά η Κρινιώ είναι ευτυχισμένη. Είναι
γεμάτη.»
Σταματάει για μερικές στιγμές και με κοιτάζει στα μάτια. «Και εγώ... εγώ μπορώ να κοιμάμαι τα βράδια ήσυχη. Ότι είναι με έναν άνθρωπο που την αγαπάει, την εκτιμάει, που είναι πάντα εκεί για εκείνη. Που δεν την ζηλεύει, δεν την καταπιέζει και δεν την κλείνει σε μια γυάλα· δεν την περιορίζει.»
Κοιτάζω το κρασί μου, στριφογυρίζοντάς το
αργά στο ποτήρι, παρακολουθώντας το βαθύ κόκκινο υγρό να δημιουργεί μικρές
δίνες στα τοιχώματα. Ένα πικρό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη μου, σχεδόν
ακούσια. Τα δάχτυλά μου σφίγγουν το πόδι του ποτηριού τόσο δυνατά που οι
αρθρώσεις μου ασπρίζουν ελαφρά.
«Περιορίζεται όμως...» της απαντάω τελικά,
με φωνή βραχνή από συγκρατημένο συναίσθημα, τόσο χαμηλή που χάνεται σχεδόν στο
θρόισμα των φύλλων της ελιάς που αιωρείται πάνω από το μπαλκόνι. «Και όχι
επειδή το ζητάω.»
Ο τόνος μου είναι γεμάτος ενοχή, ενώ οι
ώμοι μου πέφτουν ελαφρά, το βλέμμα μου ακόμα καρφωμένο στο ποτήρι, σαν να μην
τολμώ να αντικρίσω την Αγγελική. Τα δάχτυλά μου περιστρέφουν νευρικά το ποτήρι,
μια κίνηση που επαναλαμβάνεται ασυναίσθητα.
Η σιωπή που ακολουθεί διαρκεί μόλις λίγα
δευτερόλεπτα, αλλά μοιάζει με αιωνιότητα. Ξαφνικά, η Αγγελική χτυπά
παιχνιδιάρικα το χέρι της στο ξύλινο τραπέζι, με έναν απότομο ήχο που σπάει τη
νυχτερινή γαλήνη, κάνοντάς με να τιναχτώ ελαφρά.
«Σε αγαπάει βρε μπούφο!» μου λέει με ένα
πλατύ χαμόγελο που φωτίζει όλο της το πρόσωπο, κάνοντας τις γραμμές γύρω από τα
μάτια της να βαθαίνουν σαν ρυάκια χαράς. Τα μάτια της λάμπουν με μια ζωντάνια
που δεν είχα προσέξει νωρίτερα. Η απότομη αλλαγή του τόνου της με ξαφνιάζει
ευχάριστα, σηκώνω το βλέμμα μου απότομα και συναντώ το δικό της. Τα φρύδια μου
υψώνονται σε μια έκφραση έκπληξης, ενώ τα χείλη μου ανοίγουν ελαφρά αλλά δεν
βγαίνει ήχος.
Η Αγγελική σηκώνει το δάχτυλό της και το
κουνάει επιτιμητικά στον αέρα, σαν δασκάλα που επιπλήττει μαθητή, αλλά με ένα
χαμόγελο που δε φεύγει από τα χείλη της. «Το θεωρείς περιορισμό να της
φτιάχνεις πρωινό κάθε πρωί;» Με κάθε ερώτηση, το δάχτυλό της χτυπά ρυθμικά τον
αέρα. «Το θεωρείς περιορισμό να την κατεβάζεις το πρωί στο τραίνο και το
απόγευμα να την περιμένεις για να την πας στην καφετέρια;» Γέρνει ελαφρά προς
τα εμπρός, τα μάτια της καρφωμένα στα δικά μου. «Το θεωρείς περιορισμό να
πηγαίνεις και να την περιμένεις να σχολάσει;»
Ανακάθομαι στην καρέκλα μου, τρίβοντας το
σβέρκο μου με αμηχανία. Αναστενάζω και κουνάω ελαφρά το κεφάλι μου, ένα μείγμα
άρνησης και απόγνωσης. «Δεν είναι το ίδιο Αγγελική...» Η φωνή μου είναι απαλή,
σχεδόν παρακλητική, ενώ τα χέρια μου ανοίγουν σε μια κίνηση αδυναμίας.
Η Αγγελική με κοιτάζει για μια στιγμή με
τέτοια ένταση που νιώθω σαν να βλέπει μέσα στην ψυχή μου. Τα χέρια της
ακουμπούν επίπεδα στο τραπέζι, τα δάχτυλά της απλωμένα σαν να προσπαθεί να
αγκαλιάσει μια αόρατη αλήθεια. Όταν μιλάει ξανά, η φωνή της είναι πιο ήρεμη
αλλά γεμάτη πεποίθηση.
«Γιώργο, ο τρόπος σου να δείχνεις την αγάπη
σου είναι να την προσέχεις, να την φροντίζεις, να την κάνεις να γελάει. Να της
φτιάχνεις το πρωινό της, να της μαγειρεύεις τα φαγητά που της αρέσουν, να της
δίνεις το αυτοκίνητο σου για να μην γυρίζει στην Αθήνα με το παπί, να την
σπρώχνεις σχεδόν να βγαίνει έξω και με τους φίλους της, να μην την περιορίζεις,
να μην τη ζηλεύεις.»
Καθώς μιλάει, μια ανεπαίσθητη αύρα φυσάει
από τη θάλασσα, αναδεύοντας απαλά μια τούφα από τα μαλλιά της. Το φως του
φεγγαριού αντανακλά στο γκρίζο της μαλλιών, δίνοντάς τους μια ασημένια λάμψη.
«Ο
τρόπος της Κρινιώς είναι να μη φεύγει από κοντά σου, όχι γιατί το έχει
υποχρέωση...» Γυρίζει ξανά το βλέμμα της σε μένα, και υπάρχει τέτοια σιγουριά
στα μάτια της που μου κόβεται η ανάσα. «...αλλά γιατί δε θέλει να φύγει από
κοντά σου.»
Η φωνή της χαμηλώνει, σχεδόν σε ψίθυρο,
αλλά κάθε λέξη αντηχεί μέσα μου σαν καμπάνα. «Με όλα όσα είσαι, με όλα όσα
κουβαλάς.»
Μένω ακίνητος, τα χέρια μου παγωμένα γύρω
από το ποτήρι, καθώς τα λόγια της διαπερνούν την άμυνά μου και φτάνουν στην
καρδιά της ενοχής που κουβαλώ.
«Όταν χάσαμε το Στέλιο, ένιωσα ότι μου
έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι,» μου λέει σιγανά η Αγγελική, το βλέμμα της χάνεται
κάπου στον ορίζοντα όπου ο ουρανός συναντά τη θάλασσα. Τα δάχτυλά της
περιστρέφουν αργά το ποτήρι της, σχεδόν ασυναίσθητα. «Πάλευα κάθε μέρα να
σηκωθώ από το κρεββάτι, γιατί δε γινόταν αλλιώς.»
Παίρνει μια βαθιά ανάσα, ο ώμος της
ανασηκώνεται ελαφρά και μετά πέφτει πάλι καθώς εκπνέει. Το φως των κεριών
τρεμοπαίζει στο πρόσωπό της, αναδεικνύοντας τις γραμμές που έχει χαράξει ο
χρόνος γύρω από τα μάτια και τα χείλη της—γραμμές που μαρτυρούν τόσο χαρά όσο
και πόνο.
«Είχαμε ένα παιδί που έχασε τον πατέρα
του,» συνεχίζει, η φωνή της σταθερή παρά τη συγκίνηση που καθρεφτίζεται στα
μάτια της, «δεν μπορούσε να χάσει και τη μάνα του.»
Δεν απαντάω, την αφήνω να ολοκληρώσει τη
σκέψη της. Γέρνω ελαφρά προς το μέρος της, τα χέρια μου ακουμπισμένα ήσυχα στα
γόνατά μου, το βλέμμα μου σταθερό πάνω της, δείχνοντας με όλο μου το σώμα ότι
ακούω, ότι είμαι παρών, ότι καταλαβαίνω.
Η Αγγελική στρέφει το βλέμμα της από τον
ορίζοντα και με κοιτάζει κατάματα, μια αποφασιστικότητα φωτίζει ξαφνικά το
πρόσωπό της. Ακουμπά το ποτήρι της στο τραπέζι και γέρνει κι εκείνη προς το
μέρος μου, μειώνοντας την απόσταση ανάμεσά μας. Τα δάχτυλά της πλέκονται μεταξύ
τους, σαν να προσπαθεί να συγκρατήσει κάτι που κινδυνεύει να ξεφύγει.
«Δεν μπορώ να φανταστώ πως είναι να είναι
κάποιος στη θέση σου,» συνεχίζει, κάθε λέξη προσεκτικά ζυγισμένη. Τα μάτια της
αναζητούν κάτι στα δικά μου—ίσως κατανόηση, ίσως απλά επιβεβαίωση ότι τα λόγια
της φτάνουν σε μένα. «Αλλά ξέρεις κάτι Γιώργο;»
Κάνει μια μικρή παύση, ξεροκαταπίνει, το
μήλο του Αδάμ της κινείται ελαφρά κάτω από το λεπτό δέρμα του λαιμού της.
«Κανείς δεν έχει υπογράψει συμβόλαιο με το Θεό για να ξέρει τι θα του ξημερώσει
η επόμενη μέρα.»
Τα λόγια της αιωρούνται ανάμεσά μας για
μερικές στιγμές. Από κάπου μακριά ακούγεται το τραγούδι ενός γρύλου, η νύχτα
μοιάζει να αφουγκράζεται μαζί μας.
«Ελεύθερος,» της απαντάω τελικά
μονολεκτικά, η φωνή μου ξαφνικά πιο δυνατή από πριν, σχεδόν χαρούμενη.
Ανασηκώνω το κεφάλι μου, τα μάτια μου φωτίζονται από μια εσωτερική λάμψη. «Όσο
και αν σου φανεί περίεργο, νιώθω ελεύθερος.»
Απλώνω τα χέρια μου στον αέρα, μια κίνηση
που περικλείει τον κόσμο γύρω μας—το φεγγάρι, τα αστέρια, τη θάλασσα που
αντανακλά το φως τους. «Πραγματικά ελεύθερος. Η ζωή μου έγινε ξαφνικά σαν
ακριβό κρασί, μπορεί το μπουκάλι να τελειώνει...»
Σηκώνω το ποτήρι μου, το κρατάω ψηλά και το
περιστρέφω ελαφρά, παρατηρώντας πώς το κρασί πιάνει το φως και γίνεται σχεδόν
διαφανές στα άκρα του ποτηριού. «Αλλά κάθε νέα γουλιά αξίζει όσο όλα τα φτηνά
κρασιά του κόσμου.»
Κατεβάζω το ποτήρι, το ακουμπάω στο
τραπέζι, και τα μάτια μου σκοτεινιάζουν ελαφρά. Η φωνή μου χαμηλώνει, γίνεται
πιο έντονη, πιο προσωπική. «Δεν στεναχωριέμαι για μένα, δε φοβάμαι για μένα.
Μόνο...»
Σταματάω εκεί, το βλέμμα μου πέφτει
στιγμιαία, πριν υψωθεί ξανά για να συναντήσει το δικό της. Δε χρειάζεται να πω
τη συνέχεια. Ξέρουμε και οι δύο πως το "μόνο" αφορά την Κρινιώ, πως
φοβάμαι για το πώς θα το αντιμετωπίσει εκείνη, για το πώς θα την επηρεάσει η
απώλεια.
Η Αγγελική με κοιτάζει για μια μακρά
στιγμή. Το πρόσωπό της είναι γαλήνιο, σχεδόν σοφό, τα χείλη της σχηματίζουν ένα
μικρό, μελαγχολικό χαμόγελο. Σηκώνει κι εκείνη το ποτήρι της, μια αργή κίνηση
που μοιάζει με τελετουργία.
«Η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και
με ταμπούρλα,» μου αποκρίνεται ήσυχα, η φωνή της σταθερή σαν βράχος, σαν να
μεταφέρει μια αλήθεια αιώνων. Τα μάτια της με κοιτάζουν με τρυφερότητα. «Έτσι
ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι.»
Εκείνη τη στιγμή επιστρέφει η Κρινιώ
αναψοκοκκινισμένη και με ένα χαμόγελο τόσο φωτεινό που διαλύει σε μια στιγμή
όλα τα σκοτάδια που είχαν μαζευτεί.
«Αχ, είναι γλύκες!» μας λέει. «Ίδια η μαμά
τους στο βαθμό που λες πως ο Γιάννης είχε φιλική συμμετοχή!» συμπληρώνει,
κάνοντας και τους δυο μας να χαμογελάσουμε. «Τι κάνατε εσείς;» μας ρωτάει
αλλάζοντας θέμα, ενώ η Λίζι της κάνει μια χαρούμενη τρίλια και πηδάει πάνω της.
«Μας πρόλαβες πάνω που ετοιμαζόμασταν να
πάμε για rave party στο Μυλοπόταμο,» της
απαντάω τρολάροντας κάνοντας την Αγγελική να της ξεφύγει ένα πνιχτό ροχαλητό.
«Ορίστε, μας δουλεύουν και οι δύο ψιλό
γαζί, Λίζι μου!»
«Ε όχι δα,» της απαντάει η Αγγελική. «Δεν
δουλεύουμε τη Λίζι, μόνο εσένα!»
Η συζήτηση συνεχίζεται χαλαρά, με ανέκδοτα
και ιστορίες για τα δίδυμα, για την Ειρήνη και τον Γιάννη, για παλιές
αναμνήσεις από τα καλοκαίρια στο νησί. Καθόμαστε έτσι καμιά ώρα ακόμα, αλλά
σταδιακά νιώθω την κούραση να με καταβάλλει. Η πολύωρη οδήγηση, το πλοίο, η
συγκίνηση της άφιξης, η βαρύτητα της συζήτησης με την Αγγελική, όλα συνωμοτούν
και τα βλέφαρά μου βαραίνουν.
Προσπαθώ να καλύψω ένα χασμουρητό, αλλά η
Κρινιώ το προσέχει αμέσως. «Κάποιος κουράστηκε!» λέει χαμογελώντας μου τρυφερά.
«Νομίζω πως είναι ώρα να αποσυρθώ,»
παραδέχομαι, νιώθοντας το σώμα μου βαρύ. «Ήταν μια μεγάλη μέρα.»
Σηκώνομαι από το τραπέζι και καληνυχτίζω
την Αγγελική, που μου σφίγγει το χέρι με μια ζεστασιά που λέει περισσότερα από
χίλιες λέξεις. Η Κρινιώ έρχεται μαζί μου πάνω. Με βοηθά να βολευτώ και αφού
ξαπλώσω, σκύβει πάνω μου και μου δίνει ένα τρυφερό φιλί στο στόμα.
«Θα κατέβω για λίγο ακόμα να κάτσω με τη
μαμά,» μου ψιθυρίζει, χαϊδεύοντας απαλά το μάγουλό μου. «Έχουμε να τα πούμε.»
«Να πας καρδούλα μου!» της λέω τρυφερά.
Μου χαρίζει ακόμα ένα φιλί και κατεβαίνει ξανά κάτω να καθίσει με τη μητέρα της, ενώ η Λίζι, με την αλάνθαστη διαίσθησή της, αποφασίζει να μείνει μαζί μου, κουλουριάζεται στα πόδια μου. Καθώς με παίρνει ο ύπνος, ακούω από κάτω το απαλό μουρμουρητό των φωνών τους, μάνας και κόρης, που κουβεντιάζουν κάτω από τα αστέρια.
15. Ήσυχες μέρες του Αυγούστου
Παρόλο που η Κρινιώ έπεσε ήσυχα στο
κρεββάτι για να μη με ξυπνήσει, ξύπνησα από μόνος μου όταν προσπάθησε να χωθεί
στην αγκαλιά μου.
«Ύπουλη κι επιδέξια,» της είπα νυσταγμένα.
«Μ’ αρέσεις!»
«Σε ξύπνησα Τζωρτζίνο μου; Συγνώμη!» μου
έκανε απολογητικά αλλά την έσφιξα πάνω μου και της έδωσα ένα τρυφερό φιλί στα
μαλλιά της που μύριζαν γιασεμί.
«Τα είπατε με τη μητέρα σου;» τη ρωτάω και
εκεί η Κρινιώ πετάγεται και κάθεται καθιστή στο κρεββάτι με ενθουσιασμό που δεν
μπορούσε να κρυφτεί.
«Όχι απλά τα είπαμε… της είπα και για το
Σεπτέμβρη!»
«Βρε τέρας, γιατί δε με περίμενες να της το
πούμε μαζί;»
«Γιατί σε αυτό ήσουν ο άμαχος πληθυσμός!»
μου λέει χαχανίζοντας. «Αν και εδώ που τα λέμε, μόνο μάχη δεν ήταν.»
«Το πήρε καλά, δηλαδή;»
«Ε, μάνα είναι, γκρίνιαξε λίγο, αλλά
περισσότερο ήταν για την τιμή των όπλων παρά για το ότι είχε κάποια σοβαρή
αντίρρηση. Τι διάολο, μάγια της έκανες;» με ρωτάει γελώντας και πάλι.
«Είμαι ακαταμάχητος, τι να πω!» της λέω
ειρωνικά, και εισπράττω μία στη μύτη όλη δική μου. «Τι βαράς καλέ, αφού είμαι!»
«Είσαι ο καλύτερος μπάρμπα-χίπης σε όλο τον
πλανήτη, αυτό να λέγεται!» μου λέει με ένα χαμόγελο τόσο φωτεινό που σχεδόν με
τυφλώνει. Δεν την χορταίνω, δεν μπορώ να την χορτάσω.
Αντί απάντησης την τραβάω πάνω μου και
βυθιζόμαστε σε ένα βαθύ ερωτικό φιλί. Βασικά αυτό είχα σκοπό αλλά η Κρινιώ το
πήρε τελείως αλλιώς και σε χρόνο dt
είχε μείνει γυμνή και… ε, αγοράκι είμαι κι εγώ και ας με λέει
μπάρμπα-χίπη. Βάλε και το ότι είμαι ερωτευμένος μέχρι τα μπούνια, βάλε ότι
είναι και σαν άγαλμα, βάλε ότι είχε και ορέξεις… και η πρώτη νύχτα στο νησί
ξεκίνησε …οργασμικά.
Βέβαια στη Λίζι δεν της άρεσε καθόλου που
την ξεβολέψαμε και μας τόνισε τη διαμαρτυρία της με αποδοκιμαστικά νιαουρίσματα,
αλλά όπως λέγανε και οι παλιοί, υγεία και ζουμί από λάχανο!
Εντωμεταξύ ούτε τα προκαταρκτικά δε με
άφησε να κάνω η λυσσάρα, μου κατέβασε το μποξεράκι, με πήρε για λίγο στο στόμα
της ίσα για να μου γίνει κατάρτι, μου φόρεσε το προφυλακτικό και με καβάλησε να
παίξουμε ροντέο. Εντάξει, όχι ακριβώς ροντέο, γιατί μόνο να φύγει από πάνω μου
δεν ήθελα, αλλά νομίζω ότι το πιάνετε το υπονοούμενο, και όχι τίποτε άλλο, αλλά
είναι και η αγαπημένη μου στάση, και πώς να μην είναι άλλωστε;
Το στήθη της ελεύθερα για να τα χουφτώνω
και να τα μαλάζω, η Κρινιώ ξέρει να κινείται με απίστευτη τέχνη, λες και
χορεύει ρε παιδί μου, μου είναι πολύ πιο ξεκούραστο και το κυριότερο δίνει
εκείνη το ρυθμό, και έτσι μπορεί και το παρατείνει περισσότερο απ’ ότι αν έδινα
εγώ. Απόδειξη ότι σήμερα είχε απίστευτες ορέξεις, δεν της πήρε ούτε ένα
πεντάλεπτο για να έρθει σε οργασμό.
«ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ…. ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ» ξεκινάει και
αμέσως δαγκώνει τον πήχη της για να μην ακουστεί περισσότερο. «ΓΜΜΨΜΜΨ ΜΜΜΜ
ΜΜΜΜ ΜΜΜΜ…» και κάπου εκεί αφήνομαι τελείως κι εγώ, και έτσι έστω και με
καθυστέρηση ενός λεπτού τελειώνω κι εγώ, αν και πιο ήσυχα.
Τραβιέται προσεκτικά ώστε να βγω από μέσα
της και ξαπλώνει πάνω μου και φιλιόμαστε στο στόμα για λίγες στιγμές. «Σ’
αγαπάω Τζωρτζίνο μου!»
«Κι εγώ σ’ αγαπάω Κρινιώ μου!
Πολύ-πολύ-πολύ-πολύ!»
Καθόμαστε για μερικά λεπτά έτσι,
απολαμβάνοντας το βάρος του κορμιού της και τη ζέστη της επαφής σάρκας με
σάρκα. Κατεβαίνει από πάνω μου και ξαπλώνει δίπλα μου, κι εγώ σηκώνομαι για να
πάω να πετάξω το προφυλακτικό και να ξεπλυθώ. Επιστρέφω στο κρεββάτι, ξαπλώνω
και της ανοίγω την αγκαλιά μου, και χώνεται μέσα της σφίγγοντάς με.
«Και τώρα νάνι,» μου κάνει, «γιατί αύριο έχουμε
Φυρή Άμμο!»
«Δηλαδή ήρθες, με γλέντησες και τώρα ύπνο;»
«Τι σόι Μεσσαλίνα θα ήμουν αλλιώς;» με
ρωτάει αθώα.
«Έλα μου ντε!» της απαντάω χαχανίζοντας και
της δίνω ένα πεταχτό φιλί. «Άντε, ύπνο τότε και όνειρα γλυκά!»
«Όνειρα γλυκά Τζωρτζίνο μου» μου λέει και πέφτουμε
για ύπνο.
Δηλαδή η Κρινιώ, εμένα μου πήρε λίγη ώρα να
τα καταφέρω… αλλά μάγκα μου τα κατάφερα, μιλάμε έπεσε ο γενικός!
Η πρώτη
μέρα στο νησί ξημερώνει και μοσχοβολά καλοκαίρι. Ξυπνάω με εκείνη τη γλυκιά
ανυπομονησία που έχουν τα παιδιά λίγο πριν πάνε εκδρομή. Σήμερα η Κρινιώ
ξύπνησε πιο νωρίς και φορώντας πάντα μπλουζάκι που μου έχει απαλλοτριώσει και
της πέφτει σαν κελεμπία, φτιάχνει πρωινό. Τα μαλλιά της είναι δεμένα πρόχειρα,
και είναι τόσο όμορφη που η καρδιά μου χάνει κάμποσους χτύπους.
«Τζωρτζίνο μου, καλημερούδια!» μου λέει με
το που με βλέπει να κατεβαίνω τα σκαλιά. «Μαρμελάδα της μαμάς!» μου λέει και
μου δείχνει τις φέτες που έχει αλείψει. «Να μου έχεις δυνάμεις!» συνεχίζει να
τιτιβίζει, και δεν την χορταίνω… δεν μπορώ να τη χορτάσω.
«Καλημέρα μωρό μου,» της απαντάω, και της
δίνω ένα πεταχτό φιλάκι καθώς δεν έχω πλύνει ακόμα τα δόντια μου. Ναι, καλή μου
τύχη, η Κρινιώ με αρπάζει και μου κάνει λαρυγγοσκόπηση.
Τρώμε το πρωινό μας και αφού περνάμε και
λέμε μια καλημέρα στην Αγγελική, μπαίνουμε στο αυτοκίνητο για την πρώτη μας
εξόρμηση, στη Φυρή Άμμο. Η Κρινιώ χωρίς καν να με ρωτήσει κάθεται στη θέση του
οδηγού. Χαχανίζω, και μπαίνω υπάκουα στη θέση του συνοδηγού. Η Λίζι δεν έδειξε
καμία διάθεση να μας ακολουθήσει και έτσι κάθισε να κάνει παρέα στην Αγγελική.
«Θα πάμε από τη μεγάλη διαδρομή,» μου
δηλώνει η Κρινιώ καθώς βάζει μπρος τη μηχανή, το πρόσωπό της φωτίζεται από ένα
ενθουσιώδες χαμόγελο. «Αυτή που περνάει κοντά από το αεροδρόμιο. Είναι λίγα
χιλιόμετρα παραπάνω αλλά περνάει από πιο πολλά μέρη!»
«Αμέ!» της λέω ενθουσιασμένος,
απολαμβάνοντας αυτή την πλευρά της—την περήφανη ξεναγό του τόπου της. Δεν
υπάρχει τίποτα που να θέλω περισσότερο από το να δω το νησί μέσα από τα μάτια
της.
Σε όλη τη διαδρομή δε σταματάει να μου
τιτιβίζει, ονομάζοντάς μου τα μέρη που περνάμε και λέγοντάς μου ιστορίες. Το
χέρι της κινείται στον αέρα, δείχνοντας πότε ένα εκκλησάκι σκαρφαλωμένο σε μια
πλαγιά, πότε μια αρχαία γέφυρα, πότε μια συστάδα δέντρων όπου, όπως μου λέει,
κρύβεται μια πηγή που ποτέ δεν στερεύει, ακόμα και στα πιο ξερά καλοκαίρια. Μου
είχε πει ότι παλιότερα το είχε κάνει και αυτό επαγγελματικά, ειδικά όταν
ερχόντουσαν γκρουπ στο συγκρότημά τους, και κάπως έτσι έβγαζε και επιπλέον
χαρτζιλίκι. Όχι γιατί ήταν επί πληρωμή υπηρεσία, μου εξηγεί γελώντας, απλά
γιατί οι τουρίστες την έκαναν τόσο πολύ χάζι με τις γνώσεις και τον ενθουσιασμό
της, που τη γέμιζαν πουρμπουάρ.
Ο δρόμος ξετυλίγεται μπροστά μας σαν
κορδέλα, στριφογυρίζοντας ανάμεσα σε ελαιώνες και απόκρημνες πλαγιές. Κάθε
στροφή αποκαλύπτει μια νέα όψη του νησιού—πότε τη βαθυγάλαζη θάλασσα στο βάθος,
πότε πετρόχτιστα χωριουδάκια σκαρφαλωμένα σαν φωλιές αετών στις πλαγιές.
Μετά από καμιά ώρα διαδρομής, με τη Κρινιώ
να με έχει εφοδιάσει με ιστορίες και μύθους του τόπου, φτάνουμε επιτέλους στη
Φυρή Άμμο. Παρκάρουμε και κατεβαίνουμε από το αυτοκίνητο, το αλμυρό αεράκι της
θάλασσας μας χαιρετά αμέσως. Το χρώμα της άμμου μοιάζει να καίει ελαφρά το φως—μια
απόχρωση ανάμεσα σε χρυσό και κεχριμπάρι, που αστράφτει κάτω από τον ήλιο. Το
νερό φαίνεται να καθρεφτίζει κάτι πολύ πιο βαθύ από ουρανό—ίσως την ψυχή του
ίδιου του νησιού.
Αφήνουμε τα πράγματά μας κάτω από μια
ομπρέλα και καθόμαστε για λίγο στην άμμο, να θαυμάσουμε αυτή τη μικρή
τελειότητα πριν μπούμε στο νερό. Η Κρινιώ μού σφίγγει το χέρι, τα μάτια της
γεμάτα μια παιδική ανυπομονησία.
Εκείνη μπαίνει πρώτη στο νερό, με κινήσεις
απαλές και άνετες, σαν γοργόνα που επιστρέφει σπίτι. Το σώμα της γλιστράει μέσα
στο γαλαζοπράσινο νερό με μια χάρη που με κάνει να μείνω για λίγο ακίνητος,
απλώς να την παρατηρώ με δέος.
Εγώ την ακολουθώ αργά, με βήματα πιο
διστακτικά, βουλιάζοντας στην υγρή σιγουριά της θάλασσας, νιώθοντας το νερό να
αγκαλιάζει το σώμα μου με μια δροσερή τρυφερότητα. Κολυμπάμε λίγο, το δέρμα μας
γυαλίζει κάτω από το νερό, σαν μικρά ψάρια που παιχνιδίζουν. Μετά, καθόμαστε
αγκαλιά μέσα στο νερό, τα σώματά μας μισοβυθισμένα στη θάλασσα, και μιλάμε
ψιθυριστά—όχι γιατί φοβόμαστε μην μας ακούσουν, αλλά γιατί τέτοιες στιγμές δεν
θέλουν ένταση. Θέλουν ανάσες, απαλές σαν το αεράκι που χαϊδεύει τα βρεγμένα μας
πρόσωπα.
Το απόγευμα, με το δέρμα μας αλμυρό και τα
μαλλιά μας τραχιά από το θαλασσινό νερό, αποφασίζουμε να πάμε στον Χαλκό. Η
Κρινιώ λέει πως είναι η αγαπημένη της παραλία στο νησί, αυτή που επισκέπτεται
τις μέρες που θέλει απομόνωση και σκέψη.
Κατεβαίνουμε την απότομη πλαγιά με προσοχή,
πιάνοντας πού και πού ο ένας τον άλλον για να κρατήσουμε την ισορροπία μας, τα
πόδια μας γλιστρούν ελαφρά στο χαλικωτό μονοπάτι. Κι όταν φτάνουμε κάτω,
στέκομαι για λίγο σαστισμένος, σχεδόν άναυδος από την ομορφιά που απλώνεται
μπροστά μας. Η θάλασσα έχει το χρώμα των ματιών της όταν με κοιτάει σοβαρά—ένα
βαθύ γαλάζιο με ανταύγειες πράσινου, που μοιάζει να αντανακλά κάτι πέρα από το
ορατό.
Καθόμαστε κάτω από ένα αλμυρίκι, που
προσφέρει απλόχερα τη σκιά του, και βγάζουμε από το φορητό ηλεκτρικό μας
ψυγειάκι δύο κομμάτια καρπούζι και παγωμένο τσάι. Το καρπούζι είναι κρύο και
τραγανό, οι σπόροι κάνουν ένα απαλό ήχο καθώς τους φτύνουμε πέρα στην άμμο. Δεν
πεινάω, αλλά τρώω, γιατί είναι γλυκό σαν καλοκαίρι και γιατί το μοιραζόμαστε—κάθε
δαγκωματιά γίνεται ένα μικρό τελετουργικό ανάμεσά μας.
Στο βάθος, κάποιοι πιτσιρικάδες παίζουν
ρακέτες, οι κινήσεις τους μια μικρή χορογραφία ενέργειας και νιότης. Ένα παιδί
φωνάζει για να του ρίξουν τη μπάλα, η φωνή του διαπερνά τη ζεστή ατμόσφαιρα σαν
χαρούμενο βέλος. Κι εγώ, με την πλάτη ακουμπισμένη στον κορμό του αλμυρικιού
και το χέρι της Κρινιώς μέσα στο δικό μου, σκέφτομαι ότι αν σταματούσε ο κόσμος
εδώ, τώρα, δεν θα είχα τίποτα να ζηλέψω. Τίποτα απολύτως.
Η επόμενη μέρα μας βρίσκει στο Μυλοπόταμο,
που μας υποδέχεται σαν μια ανάσα δροσιάς μετά τη ζέστη της διαδρομής. Καθώς
βγαίνουμε από το αυτοκίνητο, το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνομαι είναι η αλλαγή
στην ατμόσφαιρα. Ο ήλιος ήδη καίει ψηλά στον ουρανό, ξεραίνοντας το χώμα της
διαδρομής, μα εδώ, ανάμεσα στα πυκνόφυλλα δέντρα που δημιουργούν ένα φυσικό
θόλο πάνω από τα κεφάλια μας, η θερμοκρασία πέφτει απότομα, λες και διασχίσαμε
κάποιο αόρατο σύνορο και μπήκαμε σε άλλη εποχή—έναν μικρό παράδεισο σκιάς και
δροσιάς.
Η Κρινιώ περπατάει μπροστά, με ένα κοντό
σορτσάκι τζιν που αναδεικνύει την υπέροχη κορμοστασιά της και ένα μικρό σακίδιο
κρεμασμένο χαλαρά στην πλάτη της. Κάθε τόσο γυρνά το κεφάλι της πάνω από τον
ώμο και μου χαρίζει ένα πλατύ χαμόγελο, τα μάτια της λάμπουν με μια ικανοποίηση
που μοιάζει να λέει: «είδες τι σου είχα υποσχεθεί;» Και έχει δίκιο—αυτό το
μέρος είναι μαγικό.
Ο τόπος αυτός μοιάζει με καρτ-ποστάλ από
μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια—ή μάλλον, που υπάρχει μόνο σε κρυμμένες γωνιές
όπως αυτή, μακριά από τις πολυσύχναστες τουριστικές διαδρομές. Πετρόχτιστα
σπίτια με κεραμοσκεπές στέκουν αγέρωχα παρά τον χρόνο που έχει περάσει από πάνω
τους, εγκαταλελειμμένοι νερόμυλοι με τις μεγάλες ξύλινες ρόδες τους διηγούνται
ιστορίες μιας άλλης εποχής, και πλατάνια αιωνόβια απλώνουν τις τεράστιες ρίζες
τους μες στο ρέμα, σαν να προσπαθούν να ξεδιψάσουν από το γάργαρο νερό.
Στέκομαι για λίγο, αφήνοντας τον ήχο του
τρεχούμενου νερού να με τυλίξει, μια μελωδία τόσο διαφορετική από τους θορύβους
της πόλης. Η Κρινιώ παρατηρεί την έκφρασή μου και χαμογελά με κατανόηση—ξέρει
ακριβώς τι νιώθω.
Περπατάμε αργά κατά μήκος του μονοπατιού
που οδηγεί στους καταρράκτες, τα βήματά μας απαλά πάνω στο χωμάτινο έδαφος που
είναι στρωμένο με πεσμένα φύλλα, δημιουργώντας έναν φυσικό χαλί που μαλακώνει
τον ήχο. Η Κρινιώ κρατά το χέρι μου σφιχτά, όχι από ανάγκη για στήριξη στο
εύκολο μονοπάτι, μα από συνήθεια, από μια ανάγκη για συνεχή επαφή που έχει
γίνει δεύτερη φύση και για τους δυο μας.
Ο αέρας γίνεται πιο υγρός καθώς
πλησιάζουμε, και η βοή του νερού όλο και πιο έντονη. Και ξαφνικά, μετά από μια
στροφή του μονοπατιού, τον βλέπουμε—τον καταρράκτη που οι ντόπιοι ονομάζουν
"Νεράιδα". Το νερό πέφτει από ψηλά σαν ψίθυρος, ένα διάφανο πέπλο που
διασπάται σε μυριάδες σταγόνες πριν συναντήσει την επιφάνεια της μικρής
λιμνούλας που έχει σχηματιστεί από κάτω. Το φως του μεσημεριού περνά μέσα από
τα φύλλα των δέντρων και δημιουργεί ένα παιχνίδισμα σκιών που χορεύουν πάνω
στην επιφάνεια του νερού.
«Έλα, να καθίσουμε εδώ,» μου λέει η Κρινιώ,
δείχνοντας μια επίπεδη πέτρα στην άκρη της λιμνούλας, ιδανική για να δροσίσουμε
τα πόδια μας. Βγάζουμε τα παπούτσια μας και καθόμαστε δίπλα-δίπλα, με τα πόδια
μας βυθισμένα μέχρι τους αστραγάλους στο κρύο νερό που μοιάζει να έχει
απορροφήσει τη δροσιά των βουνών. Ένα μικρό ρίγος ανεβαίνει στη σπονδυλική μου
στήλη από την αντίθεση της ζέστης του αέρα με το παγωμένο νερό.
Εκείνη ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο μου
με μια κίνηση φυσική και άνετη, σαν να είναι η θέση της εκεί, και μένουμε
σιωπηλοί για ώρα. Ο καταρράκτης μπροστά μας, τα δέντρα γύρω μας, το τραγούδι
των πουλιών που αντηχεί στο μικρό φαράγγι—όλα συνθέτουν μια συμφωνία που δεν
χρειάζεται λόγια. Δεν υπάρχει τίποτα να πούμε—αυτό που νιώθουμε γεμίζει τον
χώρο γύρω μας, μια σιωπή που μιλάει πιο δυνατά από χίλιες λέξεις.
Νιώθω τον ρυθμό της αναπνοής της να
συγχρονίζεται με τη δική μου, σε μια αρμονία που μόνο η οικειότητα μπορεί να
δημιουργήσει. Τα δάχτυλα των ποδιών μας παίζουν κάτω από το νερό, μια μικρή
μουσική που μόνο εμείς ακούμε.
Πριν φύγουμε, αποφασίζουμε να ανεβούμε στον
παλιό νερόμυλο που στέκει σαν φρουρός στην είσοδο του μονοπατιού. Η πέτρινη
σκάλα είναι φθαρμένη από τα χρόνια και τους αναρίθμητους επισκέπτες, αλλά ακόμα
στέρεη. Η Κρινιώ ανεβαίνει πρώτη, τα δάχτυλά της χαϊδεύουν νοσταλγικά τις
πέτρες καθώς περνάει.
Μέσα στον μύλο, η θερμοκρασία είναι ακόμα
πιο χαμηλή, η πέτρα κρατά τη δροσιά σαν θησαυρό. Η Κρινιώ μου δείχνει το
εσωτερικό με την άνεση κάποιου που γνωρίζει καλά τον χώρο—τους μηχανισμούς που
κάποτε κινούνταν από τη δύναμη του νερού, τις μυλόπετρες που άλεθαν το σιτάρι,
τα ξύλινα δοκάρια που στηρίζουν ακόμα τη στέγη.
«Ο παππούς μου έλεγε ότι έφερναν εδώ το
σιτάρι απ’ όλο το νησί,» μου λέει, τα μάτια της λάμπουν καθώς ανασύρει
αναμνήσεις. «Και ότι τις νύχτες με πανσέληνο, λέγανε πως έβλεπαν νεράιδες να
χορεύουν γύρω από τον καταρράκτη.»
Την ακούω να μιλάει και μες στη φωνή της
διακρίνω κάτι παιδικό, μια ξεχασμένη αθωότητα που επανέρχεται στην επιφάνεια
καθώς επιστρέφει στα μέρη που σημάδεψαν την παιδική της ηλικία. Είναι σαν το
νησί να ξεκλειδώνει ένα κομμάτι της που παραμένει κρυμμένο στην καθημερινότητα
της πόλης—πιο ανέμελο, πιο ελεύθερο, πιο αυθεντικό.
Και σκέφτομαι, καθώς την παρατηρώ να
κινείται στον χώρο με τόση άνεση, ότι το να βλέπεις κάποιον να επιστρέφει στις
ρίζες του είναι ίσως το πιο βαθύ είδος οικειότητας—να σου επιτρέπει να δεις πώς
διαμορφώθηκε, από πού προήλθε, τι τον έκανε αυτό που είναι σήμερα. Δεν
χρειάζεται να πω τίποτα για να της δείξω πόσο εκτιμώ αυτή την εμπιστοσύνη. Της
κρατώ απλά το χέρι καθώς κατεβαίνουμε προσεκτικά τη σκάλα, μια σιωπηλή υπόσχεση
ότι θα είμαι εδώ για όσο χρόνο μου έχει απομείνει.
Γυρνάμε αργά το απόγευμα, με το φως να έχει
πάρει εκείνη την ειδική χρυσαφένια απόχρωση που σημαδεύει το τέλος μιας
καλοκαιρινής μέρας στα νησιά. Τα μαλλιά μας είναι ακόμα νωπά από το τελευταίο
μπάνιο, το δέρμα μας αλμυρό και ζεστό από τον ήλιο. Η Κρινιώ χασμουριέται καθώς
ξεκλειδώνουμε την πόρτα, αλλά όταν βλέπει το μήνυμα στο κινητό της, τα μάτια
της ζωντανεύουν.
«Η Ειρήνη με το Γιάννη θέλουν να βγούμε για
φαγητό!» μου λέει, δείχνοντάς μου την οθόνη. «Έχουν και τα δίδυμα μαζί. Πάμε;»
Παρά την κούραση της μέρας που νιώθω να
βαραίνει τα πόδια μου, το χαμόγελό της είναι αρκετό για να με πείσει. Κάνουμε
ένα γρήγορο ντους, αλλάζουμε ρούχα, και καταφέρνω να ξεκολλήσω και την Αγγελική
από τους λογαριασμούς της και τις σκοτούρες της ταβέρνας για να έρθει μαζί μας
και εκείνη.
«Μα έχω να βγάλω τους μισθούς του
προσωπικού!» διαμαρτύρεται αδύναμα, κλείνοντας ωστόσο τον υπολογιστή της και
σηκώνοντας τα γυαλιά της στο μέτωπο.
«Θα τα κάνεις αύριο που θα είσαι
ξεκούραστη,» της λέω με μια τόσο σιγουριά που δεν αφήνει περιθώρια αντίρρησης.
«Και θα δουλέψει καλύτερα το μυαλό σου.»
Το ταβερνάκι που επιλέγουμε βρίσκεται σ’
ένα ύψωμα με θέα το λιμάνι. Τα φώτα των καραβιών αναβοσβήνουν στο βάθος σαν
πυγολαμπίδες, ενώ η μυρωδιά από φρεσκοψημένο ψάρι γεμίζει τον αέρα. Τα δίδυμα,
ο Πέτρος και ο Μάριος, τρέχουν αμέσως στην αγκαλιά της Κρινιώς, που τα σηκώνει
ψηλά με ένα γέλιο που αντηχεί σε όλο το μαγαζί.
Περάσαμε πολύ όμορφα, με τις ιστορίες του
Γιάννη για τα καπρίτσια των πλούσιων τουριστών στο ξενοδοχείο, τις αναμνήσεις
της Ειρήνης και της Κρινιώς από τα εφηβικά τους χρόνια, και τα δίδυμα να μας
διασκεδάζουν με τα καμώματά τους. Η Αγγελική σιγά-σιγά χαλάρωσε, άφησε πίσω τις
έγνοιες της . Κάπου εκεί όμως, μετά το δεύτερο ποτήρι κρασί, μου βγήκε η
κούραση της μέρας σαν κύμα που με παρέσυρε. Τα βλέφαρά μου βάρυναν, ένα μικρό
βήξιμο που προσπάθησα να κρύψω έγινε αντιληπτό από την Κρινιώ, που άπλωσε
αμέσως το χέρι της ανήσυχα στο μέτωπό μου.
«Ώρα να γυρίσουμε σπίτι,» μου ψιθυρίζει στο
αυτί.
«Όχι πρώτο πληθυντικό» της απαντάω,
βλέποντας πόσο απολάμβανε την παρέα με τους παιδικούς της φίλους. «Θα γυρίσω
σπίτι και εσύ θα κάτσεις όσο θέλεις με τα παιδιά.»
Για μια στιγμή βλέπω τη διχασμένη έκφραση
στο πρόσωπό της—η επιθυμία να μείνει και η ανάγκη να φροντίσει. Εκεί
παρεμβαίνει Η Αγγελική, με την αλάνθαστη μητρική της διαίσθηση.
«Παρέα θα γυρίσουμε,» λέει, σηκώνοντας ήδη
την τσάντα της. «Έχω πιει μόνο μισό ποτήρι κρασί, οπότε μπορώ να οδηγήσω. Εσύ κάτσε
με τα παιδιά.»
Αφήνω την κάρτα μου στην Κρινιώ για να
πληρώσει και παρά τις διαμαρτυρίες της, τελικά γυρίζουμε στο σπίτι με την
Αγγελική, αφήνοντας την παρέα να συνεχίσει το γλέντι. Στο δρόμο της επιστροφής,
η Αγγελική οδηγεί σιωπηλά, το προφίλ της φωτίζεται στιγμιαία από τα φώτα του
δρόμου. Μια γαλήνη επικρατεί μεταξύ μας, αποτέλεσμα της οικειότητας που έχουμε
αναπτύξει αυτές τις μέρες.
Μόλις φτάνουμε στο σπίτι, η Λίζι με
υποδέχεται με τέτοιο ενθουσιασμό λες και έλειπα ένα χρόνο, όχι μερικές ώρες. «Λοιπόν,
πάω να την πέσω κι εγώ!» λέω στην Αγγελική.
Εκείνη στέκεται στη βάση της σκάλας, το
χέρι της παίζει νευρικά με τα κλειδιά. Κάτι φαίνεται να την απασχολεί. «Να σου
πω,» ξεκινάει και μετά διστάζει για λίγο, σαν να ζυγίζει τις λέξεις της. Τα
μάτια της κάνουν μια γρήγορη βόλτα στο χώρο πριν καρφωθούν και πάλι εξεταστικά
πάνω μου. «Είχε κλείσει τη σουίτα-β ένας Τσέχος από το booking.com και δεν εμφανίστηκε!»
Αισθάνομαι ένα μικρό σφίξιμο στο στομάχι
μου, αλλά διατηρώ την έκφρασή μου ουδέτερη. Η σουίτες-α και β είναι το πιο
ακριβά δωμάτια του συγκροτήματος και δεν έχουν συχνές κρατήσεις.
«Σε είχε πληρώσει;» τη ρωτάω, κάνοντας τον
ανήξερο, με τη Λίζι ακόμα να προσπαθεί να βρει άνετη θέση στην αγκαλιά μου.
«Ναι, κανονικά,» απαντά η Αγγελική, τα
φρύδια της σμίγουν ελαφρά καθώς με παρατηρεί.
«Τότε, πρόβλημά του,» της λέω συνεχίζοντας
να κάνω την κουφή τυρόπιττα, αποφεύγοντας το διαπεραστικό της βλέμμα με το να
χαϊδεύω επιδεικτικά τη Λίζι.
«Θα σε πάρει και θα σε σηκώσει!» μου κάνει
ξαφνικά, με ένα τόνο που δείχνει ότι έχει καταλάβει το παιχνίδι μου. Βάζω όλο
μου το ταλέντο να την κοιτάξω έκπληκτος, ανασηκώνοντας τα φρύδια μου σε μια
έκφραση που ελπίζω να είναι πειστική.
«Εμένα γιατί;» τη ρωτάω, κάνοντας όσο πιο
πειστικά μπορούσα τον ανίδεο, με ένα ελαφρύ τρέμουλο στη φωνή μου που ελπίζω να
ερμηνευτεί ως έκπληξη και όχι ως ενοχή.
Η Αγγελική σταυρώνει τα χέρια της μπροστά
στο στήθος και γέρνει ελαφρά προς το μέρος μου, σαν ντετέκτιβ που έχει μόλις
λύσει μια υπόθεση.
«Γιατί ρώτησα το booking... και η κράτηση
έγινε από ελληνική IP...» Τα μάτια της καρφώνονται στα δικά μου, με ένα βλέμμα που θα
μπορούσε να τρυπήσει τοίχο. «Όλως τυχαίως δυο μέρες αφού σας έκλεισα τη
σουίτα-Α.»
Νιώθω το πρόσωπό μου να ζεσταίνεται ελαφρά
αλλά εξακολουθώ να κάνω τον κινέζο. «Ρε συ Αγγελική για όνομα!» της κάνω,
προσπαθώντας να ακουστώ αγανακτισμένος. «Θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν Έλληνας
που ζει στην Τσεχία, ή Τσέχος που ήταν στην Ελλάδα όταν έκανε την κράτηση!»
Η Αγγελική με κοιτάζει για μερικά
δευτερόλεπτα που μοιάζουν με αιωνιότητα, τα χείλη της σφιγμένα σε μια γραμμή
που σιγά-σιγά χαλαρώνει σε ένα συγκρατημένο χαμόγελο.
«Καλώς... απαλλάσσεσαι λόγω αμφιβολιών!»
μου λέει τελικά, χωρίς να με πολυπιστεύει, το βλέμμα της πιο μαλακό τώρα,
σχεδόν τρυφερό. Κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου και το πρόσωπό της μαλακώνει
εντελώς, η προσποιητή αυστηρότητα εξαφανίζεται. «Σ’ ευχαριστώ!» μου λέει με
φωνή που τρεμοπαίζει ελαφρά.
«Για ποιο πράγμα βρε τρελλο-Τσιριγώτισσα;»
συνεχίζω το θέατρο.
«Ξέρεις εσύ!» μου κάνει κουνώντας μου το
δάχτυλο παιχνιδιάρικα, ενώ ταυτόχρονα σκουπίζει διακριτικά ένα δάκρυ που
απειλεί να ξεφύγει από την άκρη του ματιού της.
Η Λίζι, σαν να αντιλαμβάνεται τη
συγκινησιακή φόρτιση, πηδά από την αγκαλιά μου και αρχίζει να γυρίζει γύρω-γύρω
από τα πόδια της Αγγελικής, που σκύβει να την χαϊδέψει.
«Λίζι, κι εσύ συνένοχη είσαι;» της
ψιθυρίζει η Αγγελική, και εγώ ανεβαίνω τη σκάλα με την καρδιά μου λίγο πιο
ελαφριά, γνωρίζοντας ότι η μικρή μου συνωμοσία έχει αποκαλυφθεί, αλλά έχει
γίνει αποδεκτή με αγάπη.
«Καληνύχτα …Κλουζώ!» της λέω τρολάροντας
την.
Κουνάει το κεφάλι της χαμογελώντας.
«Καληνύχτα Γιώργο!»
Τις δυο επόμενες μέρες καθόμαστε στο
Διακόφτι και πηγαίνουμε στην παραλία με την Ειρήνη, το Γιάννη και τα δίδυμα αλλά
την τρίτη μέρα κάνουμε το διήμερο που είχαμε σχεδιάσει στην Ελαφόνησο.
Παίρνουμε το καράβι για τη Νεάπολη, και από εκεί πάμε Πούντα για να πάρουμε το ferry boat για την Ελαφόνησο.
«Κρινιώ, λέω να αφήσουμε το αυτοκίνητο
εδώ!» της λέω καθώς η Ελαφόνησος είναι μικρή, η παραλία του Σίμου είναι ούτε
μια ώρα περπάτημα από το λιμάνι.
«Θα αντέξεις Τζωρτζίνο μου;»
«Ναι ματάκια μου. Εντάξει, το βράδυ δε θα
είμαι για χορό… εκτός και αν είναι αυτός που μου κάνεις εσύ!» της λέω πονηρά
και χαχανίζει.
Η διαδρομή είναι μικρή, μόλις δέκα λεπτά
διαρκεί η θαλάσσια διάβαση, μα το συναίσθημα μεγάλο· νιώθω σαν παιδί που πάει
εκδρομή με την αγαπημένη του δασκάλα, αυτή που το κάνει να ανακαλύπτει τον
κόσμο με καινούργια μάτια. Ο αέρας της θάλασσας χτυπά το πρόσωπό μου, μου
κλέβει την ανάσα, αλλά δεν με νοιάζει. Την κοιτάζω που στέκεται στο κατάστρωμα,
με τα μαλλιά της να χορεύουν στον άνεμο, και νιώθω τόσο τυχερός που τη γνώρισα.
Η Κρινιώ είναι ενθουσιασμένη, σχεδόν σε
κατάσταση ευφορίας. Έχει ετοιμάσει σακίδιο, αντηλιακά, νερά, καπέλα, μέχρι και
μικρά σάντουιτς τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο—όλα στην εντέλεια, σαν να εκτελεί
μια ιεροτελεστία. Κάθε μικρή λεπτομέρεια του ταξιδιού έχει προβλεφθεί, κάθε
πιθανή ανάγκη έχει καλυφθεί. «Έχεις σκεφτεί τα πάντα,» της λέω, και εκείνη μου
χαμογελά με μια γλυκιά υπερηφάνεια.
«Το καλοκαίρι είναι τελετουργία, Γιώργο,»
μου απαντά, και στη φωνή της ακούω μια σοφία που ξεπερνά τα χρόνια της. «Τίποτα
δεν πρέπει να μένει στην τύχη.»
Μόλις πατάμε το πόδι μας στο νησί, ο αέρας
αλλάζει· έχει αυτή τη θαλασσινή αρμύρα που σε κάνει να ξεχνάς ό,τι σε βαραίνει,
ανακατεμένη με μυρωδιές θυμαριού και φασκόμηλου από τους χαμηλούς θάμνους που
φυτρώνουν ανάμεσα στους αμμόλοφους. Πλέον ο ήλιος έχει ανατείλει και χρυσίζει
όλο το τοπίο, κάνοντας τα νερά να λαμπυρίζουν σε αποχρώσεις που κανένας
ζωγράφος δε θα μπορούσε να αποτυπώσει με ακρίβεια.
Παίρνουμε το δρόμο για τον Σίμο,
διασχίζοντας το μικρό νησί με τα πόδια, απολαμβάνοντας την πεζοπορία. Τα μάτια
της Κρινιώς λάμπουν κάθε φορά που ο ορίζοντας ανοίγει και αποκαλύπτεται μια νέα
εικόνα—μια θάλασσα που μοιάζει απέραντη, ένας ουρανός τόσο γαλάζιος που πονάει,
μικρά πουλιά που πηδούν από θάμνο σε θάμνο. «Κοίτα!» μου λέει συνέχεια,
πιάνοντας το μπράτσο μου με ενθουσιασμό, σαν να φοβάται ότι θα χάσω κάτι. Και
όντως, χάρη σε εκείνη, βλέπω πράγματα που κανονικά θα μου διέφευγαν: ένα μικρό
λουλούδι ανάμεσα στις πέτρες, τον τρόπο που το φως διαθλάται στο νερό, την
ιδιαίτερη υφή της άμμου κάτω από τα πόδια μας.
Και πράγματι, όταν φτάνουμε μετά από
περίπου μισή ώρα περπάτημα, νιώθω πως έφτασα στον παράδεισο. Δίπλα στη Λεύκη, η
παραλία του Σίμου είναι ένα θαύμα που ξετυλίγεται μπροστά μας—διπλή, με μια
γλώσσα άμμου να χωρίζει δύο κόλπους, με λεπτή λευκή άμμο που τρίζει κάτω από τα
βήματά μας σαν ζάχαρη άχνη και νερά που από γαλαζοπράσινα γίνονται τιρκουάζ όσο
το βλέμμα προχωρά βαθύτερα. Στο βάθος, ελάχιστα σύννεφα σαν από βαμβάκι
κρέμονται πάνω από τον ορίζοντα, προσθέτοντας βάθος στον απέραντο γαλάζιο θόλο.
Στήνουμε ομπρέλα σε ένα ήσυχο σημείο της
παραλίας, απλώνουμε τις ψάθες μας, αλείφουμε το ένας τον άλλον με αντηλιακό—τα
χέρια της στο δέρμα μου με κάνουν να ανατριχιάζω από ευχαρίστηση. Ξαπλώνουμε
για λίγο, αλλά δεν αργούμε να μπούμε στη θάλασσα, η έλξη του νερού είναι
ακαταμάχητη. Το νερό είναι κρύο στην αρχή, μια ευχάριστη έκπληξη μέσα στη ζέστη
του καλοκαιριού, καθαρό σαν κρύσταλλο, με την άμμο να διακρίνεται στο βυθό
ακόμα και όταν φτάνουμε στα βαθιά. Με κάθε βήμα που προχωρώ νιώθω να μου φεύγει
η ένταση, σαν το νερό να ξεπλένει όχι μόνο το αλάτι της ζωής αλλά και τις
έννοιες, τους φόβους, τις αμφιβολίες.
Η Κρινιώ κολυμπάει σαν δελφίνι, το σώμα της
γλιστρά μέσα στο νερό με μια φυσικότητα που με κάνει να τη θαυμάζω. Βουτά,
αναδύεται, φτύνει νερό προς τον ουρανό σαν μικρό σιντριβάνι και γελά με την
καρδιά της. Έρχεται κοντά μου και μου φυτεύει ένα φιλί στον ώμο, τα χείλη της
αλμυρά από τη θάλασσα, τα μάτια της γεμάτα ένα φως που με κάνει να λησμονώ το
παρελθόν και το μέλλον. Δεν χρειάζεται να μιλήσουμε. Τα μάτια μας λένε όσα δεν
λένε τα χείλη—την ευγνωμοσύνη, τη χαρά, το δέος για όλη αυτή την ομορφιά που
μας περιβάλλει.
Το απόγευμα, αφού έχουμε ξεκουραστεί κάτω
από την ομπρέλα διαβάζοντας βιβλία και μοιράζοντας την ησυχία, βρίσκουμε ένα
μικρό ταβερνάκι με θέα στη θάλασσα. Οι καρέκλες είναι ξύλινες, βαμμένες μπλε,
κάπως ταλαιπωρημένες από τον ήλιο και την αλμύρα. Το τραπεζομάντιλο είναι
πλαστικό, ξεθωριασμένο από τον καιρό, αλλά πεντακάθαρο. Ο σερβιτόρος, ένας
ηλικιωμένος άντρας με δέρμα σκαμμένο από τον ήλιο και τα χρόνια, μας προτείνει
να δοκιμάσουμε το ψάρι της ημέρας.
Τρώμε ψάρι φρέσκο, λαυράκι ψημένο στα
κάρβουνα με λαδολέμονο που κυλά στα δάχτυλά μας, και ντοματοσαλάτα με τις
ντομάτες ζουμερές, μόλις κομμένες από τον κήπο, το τυρί αλμυρό και εύγευστο. Ο
ιδιοκτήτης μας φέρνει ρετσίνα σε ένα παλιό μεταλλικό κανάτι, “από το δικό του
βαρέλι”, μας λέει με περηφάνια. Το πρώτο ποτήρι με ξαφνιάζει με τη
χαρακτηριστική γεύση ρετσινιού, μα το δεύτερο με κάνει να αναρωτιέμαι γιατί δεν
την πίνω πιο συχνά.
Η Κρινιώ, αφού έχουμε φάει και το τελευταίο
μπουκιά από το γλυκό του κουταλιού που μας κέρασαν, αφήνει τα πόδια της να
κρέμονται από το πεζούλι του μαγαζιού που βλέπει στη θάλασσα και χαζεύει τον
ήλιο που σιγά-σιγά κατεβαίνει προς τη δύση. Τα χρώματα στον ουρανό αλλάζουν—από
το λαμπερό γαλάζιο σε απαλό ροζ, μετά σε βαθύ πορτοκαλί και τέλος σε μοβ που
σκουραίνει όλο και περισσότερο. Όλο αυτό το θέαμα καθρεφτίζεται στα ήρεμα νερά
του κόλπου, δημιουργώντας μια εικόνα που θα μπορούσε να είναι από όνειρο.
Το βράδυ, βρίσκουμε δωμάτιο σε ένα μικρό
πανσιόν στο χωριό, απλό και καθαρό, με τοίχους ασβεστωμένους και μια βεράντα
που βλέπει προς τη θάλασσα. Η γυναίκα που το διατηρεί, με γκρίζα μαλλιά
πιασμένα σε έναν σφιχτό κότσο, μας προσφέρει ένα κομμάτι σπιτικό κέικ
πορτοκαλιού, “για το καλωσόρισμα”, μας λέει. Η γλυκιά μυρωδιά γεμίζει το
δωμάτιο, ανακατεύεται με τον αέρα της θάλασσας που μπαίνει από το παράθυρο.
Πέφτουμε να κοιμηθούμε κουρασμένοι αλλά
ευτυχισμένοι, το δέρμα μας ακόμα αλμυρό από τη θάλασσα και ζεστό από τον ήλιο.
Στο κρεβάτι, την κρατάω στην αγκαλιά μου, αφουγκράζομαι την αναπνοή της που
σταδιακά γίνεται πιο βαθιά καθώς αποκοιμιέται, και σκέφτομαι ότι κάθε μέρα μαζί
της είναι σαν μια προέκταση του καλοκαιριού που νόμιζα πως δεν θα ξαναζήσω.
Κάθε στιγμή μαζί της είναι ένα δώρο που δεν περίμενα να λάβω, και αναρωτιέμαι
αν υπάρχει τρόπος να της δείξω πόσο σημαίνει για μένα χωρίς να της προκαλέσω λύπη
για όσα θα ακολουθήσουν.
Την επόμενη μέρα ξυπνάμε νωρίς, με το φως
να γλιστράει ανάμεσα από τις γρίλιες του παραθύρου, σχηματίζοντας γραμμές φωτός
και σκιάς πάνω στο κρεβάτι, και το φλοράλ σεντόνι να μυρίζει καθαριότητα και
ήλιο, σαν να το έχουν απλώσει στον ανοιξιάτικο αέρα. Οι θόρυβοι του μικρού
χωριού αρχίζουν να ζωντανεύουν—μια μηχανή που ξεκινά, ένα παιδί που φωνάζει,
μια γυναίκα που χτυπά ένα χαλί.
Η Κρινιώ έχει ήδη σηκωθεί και μου φέρνει
καφέ στο χέρι σε μια κούπα με ξεθωριασμένα γαλάζια λουλούδια. Ο καφές είναι
δυνατός και αρωματικός, με μια νότα κανέλας που μάλλον έχει προσθέσει η ίδια,
γνωρίζοντας την αδυναμία μου. «Κοιμήθηκες καλά;» με ρωτά, καθώς χαϊδεύει τα
μαλλιά μου που θα πρέπει να είναι ανακατωμένα από τον ύπνο.
«Σαν μωρό,» της απαντώ, και δεν είναι ψέμα.
Tο βράδυ,
κοιμήθηκα βαθιά και ξύπνησα ξεκούραστος, σαν να με νανούρισε η ίδια η θάλασσα
με το ρυθμικό της κύμα.
Βγαίνουμε στο μικρό μπαλκονάκι του δωματίου
και απολαμβάνουμε τη θέα προς το λιμανάκι, εκεί που τα ψαροκάικα λικνίζονται
ήρεμα στο νερό και οι ψαράδες ετοιμάζουν τα δίχτυα τους για την επόμενη βάρδια.
Η μέρα σήμερα είναι πιο ήρεμη, πιο αργή, σαν να μας λέει το νησί «μην
αγχώνεστε, προλάβετε τη χαρά». Και αποφασίζουμε να την ακούσουμε.
Το πρωινό μας είναι λιτό αλλά γευστικό—ψωμί
φρεσκοψημένο, βούτυρο, μέλι από τοπικό παραγωγό, και φρούτα της εποχής που μας
έφερε η γυναίκα του πανσιόν. Τρώμε με όρεξη, το μέλι στάζει από τις άκρες του
ψωμιού, γλυκαίνοντας τα δάχτυλά μας, που τα γλείφουμε σαν παιδιά.
Πηγαίνουμε στην παραλία της Παναγιάς, πιο
μικρή, πιο ήσυχη από τον Σίμο, αλλά εξίσου πανέμορφη, με λιγότερο κόσμο και
περισσότερη γαλήνη. Οι σκιές από τα αρμυρίκια αγκαλιάζουν την άμμο,
προσφέροντας φυσική σκιά που τρεμοπαίζει με το ελαφρύ αεράκι, και ρίχνουμε τις
ψάθες μας κάτω από ένα δέντρο που έχει γείρει προς τη θάλασσα, σαν να θέλει να
δροσιστεί.
Κολυμπάμε στα κρυστάλλινα νερά,
περιπλανιόμαστε ανάμεσα στα βράχια που ορθώνονται στη μια άκρη της παραλίας,
ανακαλύπτοντας μικρές κρυφές σπηλιές και γούβες με θαλασσινά πλάσματα. Η Κρινιώ
μαζεύει κοχύλια, τα εξετάζει προσεκτικά και διαλέγει μόνο τα πιο ιδιαίτερα—ένα
με σπειροειδές σχήμα σε αποχρώσεις του ροζ, ένα άλλο που μοιάζει με
μικροσκοπικό αστέρι. «Για τη συλλογή μου,» μου εξηγεί, δείχνοντάς μου μια
χούφτα κοχύλια που έχει ήδη μαζέψει.
Όταν βγαίνουμε από το νερό, τρώμε κεράσια
που είχαμε φέρει μαζί μας, ζουμερά και γλυκά, και γελάμε με το πώς μαζεύονται
οι γλάροι γύρω μας, ελπίζοντας για κάποιο κομμάτι της λιχουδιάς. Τα κουκούτσια
από τα κεράσια τα φτύνουμε μακριά, ένα παιχνίδι που κάνει την Κρινιώ να γελά με
την καρδιά της όταν ένα από τα δικά μου πέφτει μόλις λίγα εκατοστά μακριά. Στο
πρόσωπό της βλέπω το φως του καλοκαιριού, τη χαρά που βιώνει με όλες της τις
αισθήσεις αυτές τις στιγμές, και στο δικό μου ελπίζω να βλέπει λίγη από την ευγνωμοσύνη
που νιώθω για όλα όσα μου έχει προσφέρει.
Το μεσημέρι, αφού έχουμε απολαύσει αρκετά
την παραλία και τον ήλιο, κάνουμε βόλτα στο χωριό. Τα δρομάκια είναι στενά, με
σπίτια στα χρώματα της ώχρας και του λευκού, και γάτες που λιάζονται στα
πεζούλια τεμπέλικα. Μια γριούλα καθισμένη σε μια καρέκλα έξω από το σπίτι της
μάς χαιρετά και μας ρωτά αν περνάμε καλά. Η Κρινιώ της απαντά στη διάλεκτο του
τόπου, κάτι που την κάνει να γελάσει με ικανοποίηση. «Άξια κοπέλα,» μου λέει,
κλείνοντάς μου το μάτι.
Η Κρινιώ μπαίνει σε ένα μικρό μαγαζί με
χειροποίητα κοσμήματα, εκεί που η ιδιοκτήτρια μας εξηγεί πως φτιάχνει η ίδια
ό,τι βλέπουμε. Μετά από λίγη ώρα περιήγησης στα ράφια, η Κρινιώ διαλέγει και
αγοράζει ένα βραχιόλι φτιαγμένο από κοχύλια και μικρές χάντρες σε αποχρώσεις
του μπλε και του πράσινου, που θυμίζουν τα νερά της Ελαφονήσου. Μου λέει θα το
φοράει και θα θυμάται το διήμερο αυτό, τις στιγμές που μοιραστήκαμε, τη μαγεία
του τόπου.
Το απόγευμα παίρνουμε το καραβάκι για πίσω,
φορτωμένοι με τις αναμνήσεις και τα μικρά μας δώρα. Το φως έχει αρχίσει να
αλλάζει ξανά, αυτή τη φορά παίρνοντας μια χρυσαφένια απόχρωση που κάνει τα
πάντα να μοιάζουν εξωπραγματικά. Καθόμαστε πλάι πλάι στο κατάστρωμα και
κοιτάζουμε τη στεριά της Ελαφονήσου που σιγά-σιγά χάνεται πίσω μας, τα χρώματά
της να ξεθωριάζουν στην απόσταση, σαν ένα όνειρο που τελειώνει.
Δεν μιλάμε πολύ κατά τη διάρκεια του
ταξιδιού, μόνο τα χέρια μας είναι ενωμένα και οι καρδιές μας γεμάτες με
εικόνες, μυρωδιές, γεύσεις, συναισθήματα που θα παραμείνουν μαζί μας πολύ μετά
το τέλος αυτού του ταξιδιού. Η Κρινιώ ακουμπά το κεφάλι της στον ώμο μου και
κλείνει τα μάτια, όχι για να κοιμηθεί, αλλά για να βυθιστεί περισσότερο σ’ αυτή
τη στιγμή, σ’ αυτό το συναίσθημα.
Μιας και δεν προλάβαμε το τελευταίο καράβι
για τα Κύθηρα θα πρέπει να διανυκτερεύσουμε στη Νεάπολη. Βρίσκουμε ένα απλό
δωμάτιο πάνω από ένα παλιό καφενείο. Το δωμάτιο είναι λιτό αλλά καθαρό, με ψηλό
ταβάνι και έπιπλα μιας άλλης εποχής. Ένα παλιό ορειχάλκινο κρεβάτι με στρώμα
που βουλιάζει ελαφρά στη μέση, μια ξύλινη ντουλάπα με καθρέφτη που έχει αρχίσει
να ξεφλουδίζει στις άκρες, και μια καρέκλα με ψάθινο κάθισμα κάτω από το
παράθυρο.
«Πεινάω,» δηλώνει, και τα μάτια της λάμπουν
με μια παιχνιδιάρικη διάθεση.
Βγαίνουμε για φαγητό σε μια παραλιακή
ταβέρνα όπου μας συστήνουν τη σπεσιαλιτέ του σπιτιού—φρεσκότατο σαργό ψημένο
στη σχάρα. Τρώμε με θέα το σκοτεινό πέλαγος, ακούγοντας το ρυθμικό χτύπημα των
κυμάτων στα βράχια κάτω από το πόδια μας. Η νύχτα είναι ζεστή και αστροφώτιστη,
ο ουρανός τόσο καθαρός που νομίζεις πως μπορείς να αγγίξεις τα άστρα.
Το πρωί ξυπνάμε νωρίς, με την ανατολή, και
αφού παίρνουμε πρωινό στο καφενείο του κυρ-Μιχάλη—ελληνικό καφέ και χωριάτικο
ψωμί με μέλι και βούτυρο—ξεκινάμε για τη σπηλιά της Καστανιάς. Η διαδρομή είναι
μαγευτική, ανάμεσα σε ελαιώνες και βραχώδεις πλαγιές που κατεβαίνουν απότομα
προς τη θάλασσα. Η Κρινιώ οδηγεί προσεκτικά, σιγοτραγουδώντας ένα παλιό
νησιώτικο τραγούδι που της έμαθε η γιαγιά της.
Φτάνουμε στη σπηλιά και συναντάμε τον
ξεναγό μας, έναν νεαρό σπηλαιολόγο με πάθος για το αντικείμενό του. Μας εξηγεί
ότι η σπηλιά ανακαλύφθηκε σχετικά πρόσφατα, το 1958, από έναν βοσκό που
ακολούθησε το χαμένο του ζώο. «Προσέξτε το κεφάλι σας,» μας προειδοποιεί καθώς
μπαίνουμε από τη στενή είσοδο. Και τότε, σαν να περνάμε μέσα από μια πύλη σε
άλλο κόσμο, ανοίγεται μπροστά μας ένα θέαμα που κόβει την ανάσα.
Αίθουσες τεράστιες γεμάτες με σταλακτίτες
και σταλαγμίτες σε απίστευτους σχηματισμούς—κάποιοι λεπτοί σαν βελόνες, άλλοι
ογκώδεις σαν στήλες ναού, άλλοι πάλι σαν παγωμένοι καταρράκτες από πέτρα. Τα
χρώματα κυμαίνονται από το λευκό του μαρμάρου μέχρι το βαθύ κόκκινο της
σκουριάς, με διαβαθμίσεις κίτρινου και καφέ που ο ξεναγός μας εξηγεί ότι
οφείλονται στα μεταλλικά στοιχεία που περιέχονται στο νερό.
Περνάμε από διαδρόμους με χαμηλά ταβάνια,
από αίθουσες που θα μπορούσαν να χωρέσουν καθεδρικούς ναούς, και καταλήγουμε σε
μια μικρή λιμνούλα με κρυστάλλινα νερά. Ο ξεναγός μας λέει πως η στάθμη της
λίμνης αυτής παραμένει σταθερή όλο το χρόνο, ανεξάρτητα από τις εποχές.
Μετά τη σπηλιά, κάνουμε μια στάση για
μεσημεριανό σε ένα παραθαλάσσιο χωριουδάκι. Χταπόδι στα κάρβουνα, χωριάτικη
σαλάτα με ελιές και παξιμάδι βουτηγμένο στο λαδόξιδο, και κρύα ρετσίνα—ένα
γεύμα απλό αλλά τόσο ταιριαστό με τον τόπο και τη στιγμή.
Το απόγευμα επιστρέφουμε στη Νεάπολη, παίρνουμε τις βαλίτσες μας από το δωμάτιο, αποχαιρετούμε τον κυρ-Μιχάλη που μας δίνει και ένα πακετάκι με κουλουράκια για το ταξίδι, και κατευθυνόμαστε προς το λιμάνι. Μπαίνουμε στο καράβι και γύρω στη μιάμιση ώρα αργότερα είμαστε και πάλι στο δωμάτιό μας. Η Λίζι που είχε γίνει αυτοκόλλητη στην Αγγελική αυτές τις δυο μέρες, αφού μας μαλώσει νιαουρίζοντάς μας αποδοκιμαστικά που την αφήσαμε μόνη της, μας συγχωράει και το βράδυ καταδέχεται μεγαλόψυχα να ξαπλώσει στο στέρνο μου και να μην ξεκουνάει από κει ούτε για μεζέ.
16. Το απέραντο γαλάζιο
Οι δύο επόμενες μέρες κυλάνε τεμπέλικα, σαν
ζεστό μέλι που απλώνεται αργά στο ψωμί. Ξυπνάμε αργά, με το φως του ήλιου να
μπαίνει από τις γρίλιες και τα μακρινά κελαηδίσματα των πουλιών να συνθέτουν τη
μελωδία του πρωινού. Η Κρινιώ τεντώνεται δίπλα μου σαν γάτα, με τα μαλλιά της
ανακατεμένα και ένα χαμόγελο που υπόσχεται άλλη μια ξέγνοιαστη μέρα.
Τρώμε το πρωινό μας με την Αγγελική στη
σκιερή αυλή, κάτω από την κληματαριά που προσφέρει απλόχερα τη δροσιά της. Το
τραπέζι είναι γεμάτο καλούδια που ετοιμάζει η Αγγελική κάθε πρωί—φρεσκοψημένο
ψωμί που μοσχοβολάει, ντόπιο μέλι που έχει μια ιδιαίτερη γεύση από τα θυμάρια
του νησιού, γιαούρτι με φρούτα εποχής, και ομελέτα με φρέσκια ντομάτα και
ρίγανη. Ο καφές της Αγγελικής είναι θρυλικός, δυνατός και αρωματικός, με μία
νότα κανέλας που δεν αποκαλύπτει σε κανέναν πώς την πετυχαίνει.
Μετά το πρωινό, πηγαίνουμε για μπανάκι στην
παραλία. Δεν είναι μακριά, μόλις πέντε λεπτά με τα πόδια, ένα μικρό κολπάκι με
γαλαζοπράσινα νερά και λεπτή άμμο που λαμπυρίζει στον ήλιο. Απλώνουμε τις
πετσέτες μας, βάζουμε αντηλιακό ο ένας στον άλλον—μια τελετουργία που η Κρινιώ
επιμένει να ακολουθούμε πιστά—και μπαίνουμε στο νερό που μας υποδέχεται δροσερό
και διαυγές.
Κολυμπάμε μέχρι έναν μικρό βράχο στη μέση
του κόλπου, ξαπλώνουμε για λίγο πάνω του, αφήνοντας τον ήλιο να στεγνώσει το
δέρμα μας, και μετά βουτάμε πάλι στο νερό. Η Κρινιώ είναι εξαιρετική
κολυμβήτρια, με κινήσεις ρευστές που θυμίζουν γοργόνα. Εγώ προσπαθώ να την
ακολουθήσω, αλλά μένω πάντα λίγα μέτρα πίσω, θαυμάζοντας τη χάρη της.
Το μεσημέρι επιστρέφουμε στο σπίτι για ένα
ελαφρύ γεύμα και έναν σύντομο υπνάκο, και μετά, όταν ο ήλιος χαμηλώνει λίγο,
βγαίνουμε ξανά για μια βόλτα στο χωριό ή για ένα ακόμα μπάνιο πριν το
ηλιοβασίλεμα.
Την δεύτερη μέρα, όμως, το πρόγραμμα
αλλάζει εντελώς. Η Ειρήνη, τηλεφωνεί νωρίς το πρωί με μια παράκληση. «Μπορείτε
να πάρετε τα δίδυμα για μερικές ώρες; Πρέπει να κατέβουμε με το Γιάννη στη Χώρα.»
Η Κρινιώ συμφωνεί αμέσως, με ενθουσιασμό
που δεν προσπαθεί καν να κρύψει. «Θα τους πάμε στην παραλία!» ανακοινώνει, και
η χαρά στη φωνή της με κάνει να χαμογελάσω, παρά την προοπτική του να περάσω
την ημέρα μου με δύο τρίχρονα διαβολάκια με την αστείρευτη ενέργεια.
Και πράγματι, μόλις η Ειρήνη φεύγει
αφήνοντάς μας τον Πέτρο και τον Μάριο, το σπίτι μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. Τα
δίδυμα διαβολάκια είναι παντού ταυτόχρονα—κάτω από το τραπέζι, πάνω στον
καναπέ, στριφογυρίζοντας στο πάτωμα με τα αυτοκινητάκια τους.
«Θα πάμε στην παραλία;» ρωτά ο Πέτρος, ο
πιο τολμηρός από τους δύο, με μάτια που λάμπουν από προσμονή, καθώς κρατιέται
από το παντελόνι μου.
«Έχουμε φέρει τα αυτοκινητάκια μας,»
προσθέτει ο Μάριος, ο πιο ήσυχος αλλά εξίσου σκανταλιάρης, δείχνοντας περήφανα
το μικρό του σακίδιο με τα παιχνίδια.
«Βέβαια θα πάμε,» απαντά η Κρινιώ,
ετοιμάζοντας ήδη ένα καλάθι με νερά, σνακ, πετσέτες, αντηλιακά, μωρομάντηλα,
αλλαξιές, και όλα τα απαραίτητα για μια μέρα στην παραλία με δύο μικρά αγόρια
που μόλις έχουν μάθει να περπατούν καλά.
Φτάνουμε στην παραλία κρατώντας σφιχτά τα
χέρια των διδύμων. Παρά το μικρό τους μέγεθος, με εντυπωσιάζει η δύναμή τους
καθώς τραβούν με ενθουσιασμό προς την άμμο. Η Κρινιώ έχει το χέρι του Μάριου
στο ένα χέρι και το καλάθι στο άλλο, ενώ εγώ κρατώ τον Πέτρο και την ομπρέλα.
«Άμμοοοο!» φωνάζει ο Πέτρος μόλις πατάμε
στην παραλία, και αρχίζει αμέσως να προσπαθεί να βγάλει τα σανδάλια του, χωρίς
να κάθεται κάτω, με αποτέλεσμα να χοροπηδάει στο ένα πόδι.
Και σας το ορκίζομαι, καλύτερο ξεθέωμα δεν
έχω φάει στη ζωή μου. Μόλις απλώνουμε τις πετσέτες και στήνουμε την ομπρέλα,
αρχίζει το ατελείωτο παιχνίδι. Τα δίδυμα δεν μπορούν να αποφασίσουν τι θέλουν
να κάνουν πρώτα—να παίξουν στα ρηχά της θάλασσας, να φτιάξουν κάστρα στην άμμο,
ή να βγάλουν τα αυτοκινητάκια τους.
Κάναμε μπανάκι, αλλά όχι όπως το φαντάζεται
κανείς. Τα αγοράκια, με τα μπρατσάκια τους φουσκωμένα και φορώντας τα
μικροσκοπικά τους σωσίβια, δεν απομακρύνονται ποτέ από τα ρηχά. Η Κρινιώ
κάθεται μαζί τους στο νερό που φτάνει μόλις στη μέση της και τους βοηθάει να
μάθουν να μην φοβούνται τα μικρά κύματα. Εγώ, ως αυτοανακηρυγμένος καρχαρίας,
πλησιάζω έρποντας μέσα στα ρηχά και παριστάνω ότι θα τους φάω τα δαχτυλάκια των
ποδιών τους, με αποτέλεσμα να ακούγονται τσιρίδες χαράς και υποκριτικού τρόμου.
«Μη με φας!» κραυγάζει ο Μάριος, κρυμμένος
πίσω από την Κρινιώ, αλλά την ίδια στιγμή απλώνει το πόδι του για να με
προκαλέσει.
«Εγώ θα σε σώσω!» ανακοινώνει ο Πέτρος και
μου επιτίθεται με χούφτες νερού που μου τις πετάει στο πρόσωπο, λούζοντάς με.
Βγαίνουμε από τη θάλασσα με τα δίδυμα
μισοκοιμισμένα από την προσπάθεια και την έξαψη. Η Κρινιώ τα τυλίγει με
πετσέτες, τα στεγνώνει, και κάθεται μαζί τους κάτω από την ομπρέλα για ένα
μικρό σνακ—μπανάνες κομμένες σε μικρά κομμάτια και κρακεράκια που τα διαολάκια
τα εξαφανίζουν σε χρόνο dt.
Χτίζουμε κάστρα στην άμμο—ή μάλλον, εγώ και
η Κρινιώ προσπαθούμε να τους δείξουμε πώς να φτιάξουν ένα απλό κάστρο με
πύργους, αλλά τα δίδυμα έχουν άλλη άποψη. Ο Πέτρος αποφασίζει ότι το κάστρο
χρειαζόταν να καταστραφεί αμέσως, πηδώντας με ενθουσιασμό πάνω σε κάθε
κατασκευή, ενώ ο Μάριος προτιμά να γεμίζει τον κουβαδάκι του με άμμο και να την
αδειάζει πάνω στα πόδια μου.
Παρατάμε τα κάστρα και αρχίζουμε το
κυνηγητό στην παραλία, με εμένα να κάνω ότι θέλω να τους φάω και εκείνα να
τρέχουν γελώντας και τσιρίζοντας να μου ξεφύγουν. Και εγώ, αναγκασμένος να
παριστάνω το αργό τέρας που τους κυνηγά με αστεία γρυλίσματα, νιώθω ήδη την
εξάντληση να με κυριεύει—είναι εκπληκτικό πόση ενέργεια έχουν τα τρίχρονα.
Η Κρινιώ παρακολουθεί όλη αυτή τη σκηνή από
την ασφάλεια της ομπρέλας μας, με τα γυαλιά ηλίου να κρύβουν μερικώς τα μάτια
της, αλλά όχι το πλατύ χαμόγελο που δεν λέει να φύγει από το πρόσωπό της. Κάθε
τόσο βγάζει το κινητό της για να απαθανατίσει κάποια στιγμή—εμένα μισοθαμμένο
στην άμμο με τα δίδυμα να χαχανίζουν και να μου ζητάνε να τους κάνω
αεροπλανάκι.
Το απόγευμα που γυρνάμε τα τερατάκια στους
γονείς της, έχουν γαντζωθεί και τα δύο πάνω μου και δεν λένε να ξεκολλήσουν.
«Γιόγιο μου!» με ανεβάζουν, «Γιόγιο μου» με κατεβάζουν, και μεταξύ μας, δεν
απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, γιο-γιο με έκαναν όλη μέρα.
«Πώς είσαι Τζωρτζίνο μου;» με ρωτάει η
Κρινιώ καθώς επιστρέφουμε στο δωμάτιό μας.
«Σα να πέρασε από πάνω μου τραίνο,» της λέω
και γελάω. «Και δεν το αλλάζω με τίποτα!»
«Τι θες να κάνουμε μετά;»
«Αρχικά θέλω να μπω κάτω από το νερό, όσο
ζεστό το αντέχει το δέρμα μου…» ξεκινάω να της λέω και με κόβει χαμογελώντας
πονηρά.
«Θες παρέα;»
«Θα είσαι φρόνιμη;» τη ρωτάω χαχανίζοντας.
«Όχι βέβαια, αυτό θα έλειπε!» μου απαντάει
χαχανίζοντας με τη σειρά της.
Τουλάχιστον με άφησε να κάτσω ένα ολόκληρο
δεκάλεπτο κάτω από το ζεστό νερό πριν μου ορμίσει. Αφού ξεπλύναμε τα αλάτια,
και χωρίς να κλείσει το νερό, γονάτισε και με πήρε στο στόμα της, και αν τα
μάτια μου δε γύρισαν ανάποδα στις κόγχες τους από την απίστευτη αίσθηση, να μη
σώσω να βγάλω τη μέρα. Της αρέσει πολύ να κάνει στοματικό, και το να γίνεται
αυτό στο ντουζ με το νερό να τρέχει πάνω της, για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να
καταλάβω—και μεταξύ μας, ούτε είχε και ιδιαίτερη σημασία να το κάνω—την ερεθίζει
απίστευτα.
Αυτό που την ερεθίζει ακόμα περισσότερο,
ωστόσο, είναι το spanking και μετά να την παίρνω από το κωλαράκι, και όπως ήταν και το σώμα της
βρεγμένο, όταν τη σήκωσα και την έβαλα να σκύψει, βίωσε τη Νιρβάνα.
«Πιο δυνατά!»
«Πόσο πιο δυνατά βρε κέρατο, πονάει το χέρι
μου!» της έκανα γύρω στην τριακοστή, νομίζω δηλαδή, σάμπως και μετράγαμε.
«Η τέχνη απαιτεί θυσίες!» μου κάνει
κουνώντας μου προκλητικά το κωλαράκι της που ήταν ήδη κατακόκκινο… και τι να
κάνω η …Ιφιγένεια, θυσιάστηκα! Και όχι τίποτε άλλο αλλά δεν είχαμε πάρει μαζί
μας από μέσα και το λιπαντικό, οπότε σήμερα είχε σάλιο, κολπικά υγρά και
υπομονή.
«ΑΑΑΑΑΑΧ ΝΑΙΙΙΙΙ» μου φώναξε όταν κατάφερα
να μπω μέσα της. Είχα πάψει να απορώ τόσο το γιατί της άρεσε ο πόνος της
παραβίασης της πίσω της πόρτας, όσο και το πώς κάθε μα κάθε φορά κλιμάκωνε με
το παρά φύσιν, κάτι που δεν γινόταν και πολύ συχνά με το κανονικό σεξ.
Βέβαια όταν σου χαρίζουν γάιδαρο δεν τον
κοιτάς στα δόντια, πόσον μάλλον όταν ο μεταφορικός γάιδαρος ήταν το σμιλεμένο
θαρρείς κωλαράκι της. Η αλήθεια είναι ότι στα όρθια—και λόγω της υψομετρικής
μας διαφοράς—με κούραζε καθώς έπρεπε να λυγίζω τα πόδια μου, αλλά από την άλλη
με έκανε να κρατιέμαι πιο δυνατά από τα στήθη της, προσφέροντάς της ακόμα
περισσότερο ηδονή.
«ΑΑΑΑΑΧ ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ!!! ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΓΙΩΡΓΟ
ΜΟΥ!!!!» αρχίζει και μου τραγουδάει ούτε καν τρία λεπτά αργότερα, και προς
μεγάλη μου ανακούφιση γιατί παρά τις ορέξεις μου ένιωθα στα όρια της διάλυσης.
Επιταχύνω ακόμα περισσότερο και λίγο αργότερα καρφώνομαι για τελευταία φορά
μέσα της και κοκαλώνω καθώς ο οργασμός μου συνοδεύει, έστω και καθυστερημένα
τον δικό της.
«ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ… ΝΑΙ… ΧΥΣΕ ΜΕ… ΧΥΣΕ ΜΕ»
Ναι, πρόσκληση χρειαζόμουν…
Η αλήθεια είναι πάντως ότι με τούτα και με
κείνα από το μπάνιο βγήκα σχεδόν υποβασταζόμενος, το κορμί μου βαρύ σαν μολύβι,
τα πόδια μου να τρέμουν ελαφρά από την υπερπροσπάθεια. Δεν είχα καν τη δύναμη
εκείνη τη στιγμή να ανέβω τα σκαλιά προς το κρεββάτι μας, τα οποία έμοιαζαν
περισσότερο με την ανάβαση στον Όλυμπο παρά με μια απλή σκάλα.
Η Κρινιώ, βλέποντας την κατάστασή μου, με
οδηγεί προσεκτικά στη βεράντα, το χέρι της απαλά στη μέση μου σαν στήριγμα,
όπου σωριάζομαι στην πολυθρόνα με έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Η παλιά ξύλινη
πολυθρόνα τρίζει ελαφρά κάτω από το βάρος μου, ενώ το απογευματινό αεράκι
χαϊδεύει το ιδρωμένο μου μέτωπο.
«Θέλεις καφεδάκι;» με ρωτά, σκύβοντας πάνω
μου με τα μαλλιά της να πέφτουν προς τα εμπρός σαν κουρτίνα, και τα μάτια της
να με κοιτούν με μια τρυφερή ανησυχία.
«Όχι μωρό μου,» της απαντάω χαϊδεύοντάς της
τρυφερά το χέρι, νιώθοντας το απαλό της δέρμα κάτω από τα δάχτυλά μου, ένα
σημείο επαφής που αντισταθμίζει κάπως την εξάντληση.
«Τζωρτζίνο μου, το βράδυ είπαμε με την
Ειρήνη να πάμε για ποτό!» μου λέει διστακτικά, δαγκώνοντας ελαφρά το κάτω
χείλος της και τυλίγοντας νευρικά μια τούφα μαλλιών γύρω από το δάχτυλό της.
«Δεν... δεν στο λέω για να σου ζητήσω την άδεια,» σπεύδει να με διαβεβαιώσει
φοβούμενη μην τ’ ακούσει. «Απλά είσαι κουρασμένος και... θα είσαι εντάξει μόνος
σου;»
«Θα είμαι μωρό μου, μην ανησυχείς,» την
καθησυχάζω, αισθανόμενος μια ζεστασιά να με πλημμυρίζει παρά την κούραση, για
τη φροντίδα που δείχνει. Το απόγευμα στη βεράντα, με τον ήχο των τζιτζικιών και
τη θέα προς τη θάλασσα που αστράφτει στο βάθος, είναι ό,τι χρειάζομαι αυτή τη
στιγμή.
«Σ’ αγαπάω!» μου λέει, και τα μάτια της
λάμπουν με τρόπο που κάνει την καρδιά μου να χτυπά λίγο πιο γρήγορα, παρά την
εξάντληση.
«Κι εγώ σ’ αγαπώ Κρινιώ μου!» της λέω και
της χαϊδεύω τρυφερά το χέρι, τα δάχτυλά μου να διαγράφουν μικρούς κύκλους στον
καρπό της, εκεί που αισθάνομαι το σφυγμό της.
«Α! Δε στο είπα, το ξέχασα! Μεθαύριο
έρχεται ο Παύλος!» μου λέει ξαφνικά, χτυπώντας ελαφρά το μέτωπό της με την
παλάμη της, εννοώντας τον φίλο της μητέρας της, έναν άντρα που από όσα έχω
ακούσει είναι σχεδόν το αντίθετό μου—αθλητικός τύπος, λάτρης της θάλασσας και
ιστιοπλόος.
«Ωραία, να γνωρίσω και τον άλλο πεθερό!»
της λέω χαχανίζοντας, νιώθοντας το παράδοξο της κατάστασης να μου φέρνει ένα
κύμα ειλικρινούς διασκέδασης. Η ...πεθερά, είναι έντεκα χρόνια μικρότερη από
εμένα και ο ...πεθερός πέντε, μια πραγματικότητα που μερικές φορές με κάνει να
αισθάνομαι σαν να έχω πέσει σε κάποιο εναλλακτικό σύμπαν.
«Σάχλα!» μου κάνει χαζογελώντας, με τα
μάγουλά της να παίρνουν ένα απαλό ροζ χρώμα, καθώς με χτυπά παιχνιδιάρικα στον
ώμο, προσέχοντας όμως να μην πιέσει πολύ το εξαντλημένο μου σώμα.
Έφυγε γύρω στις έντεκα, με ένα φωτεινό
χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της και το άρωμά της να πλανάται στον αέρα
ακόμη κι αφού κατέβηκε τα σκαλιά. Η Ειρήνη ακόμα και στις καλοκαιρινές της
διακοπές βοηθούσε στην οικογενειακή επιχείρηση και έτσι δεν μπορούσε να
ξενυχτίσει, οπότε μου είπε ότι το πολύ μέχρι τις δύο θα είναι πίσω. Της έδωσα
τις ευχές μου για μια όμορφη βραδιά, και πριν φύγει, σκύβει και μου δίνει ένα
φιλάκι που με άφησε με ένα χαμόγελο και μια αίσθηση τρυφερότητας να αιωρείται
γύρω μου.
Εγώ, από την πλευρά μου, ξάπλωσα αναπαυτικά
στο κρεββάτι και με τη Λίζι δίπλα στο κεφάλι μου, ξεκίνησα να διαβάζω kindle. Φιλόδοξο, ο ύπνος
με πήρε χωρίς να το καταλάβω. Όταν γύρισε η Κρινιώ, με βρήκε να κοιμάμαι με το kindle σχεδόν καρφωμένο
στο μέτωπό μου και να ροχαλίζω του καλού καιρού, σαν νταλικέρης σε νυχτερινή
στάση. Και ευτυχώς που ροχάλιζα, γιατί αλλιώς θα είχε παγώσει όπως με βρήκε να
έχω πέσει με αυτό τον τρόπο σε καταληψία.
Το πρωί και παρά την κούραση της
προηγούμενης μέρας, ξυπνάμε νωρίς το πρωί, με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου να
γλιστρούν ανάμεσα από τις γρίλιες, σχηματίζοντας χρυσαφένιες γραμμές στο
πάτωμα. Ο αέρας έχει ακόμα αυτή τη δροσιά που χάνεται μόλις η μέρα προχωρήσει,
και από κάπου μακριά ακούγεται το κελάηδισμα των πουλιών που καλωσορίζουν την
καινούργια μέρα.
«Έλα, τεμπέλη, ξύπνα!» μου λέει δίνοντάς
μου ένα τρυφερό φιλί. «Πάω να φτιάξω το καφεδάκι μας!»
Εγώ, όπως πάντα, πιο αργός στις κινήσεις
μου, σέρνομαι μέχρι το μπάνιο νυσταγμένος αλλά ταυτόχρονα με μια έξτρα δόση
ενθουσιασμού που νιώθω να με κατακλύζει όταν συνειδητοποιώ τι μας περιμένει:
σήμερα έχουμε ημερήσια κρουαζιέρα με καΐκι. Στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη,
αφήνοντας το κρύο νερό να ξυπνήσει τις αισθήσεις μου, και δεν μπορώ να μη
χαμογελάσω στον εαυτό μου. Παρά την κούραση, παρά την αδυναμία που νιώθω τον
τελευταίο καιρό, η προοπτική της θάλασσας, του ήλιου και της Κρινιώς δίπλα μου,
με γεμίζει με μια χαρά σχεδόν παιδική.
Πίνουμε το καφεδάκι μας και μπαίνουμε στο
αυτοκίνητο για να πάμε στο Καψάλι. Το πρωινό φως μετατρέπει το τοπίο σε ένα
παιχνίδι σκιών και χρωμάτων, με τις ελιές να αστράφτουν κάτω από τον
ανατέλλοντα ήλιο και τα πέτρινα σπίτια του νησιού να φαίνονται σαν να έχουν
βγει από καρτ-ποστάλ.
Ένα από τα πιο γραφικά καΐκια του νησιού
μας περιμένει στο εκεί—το «Ποσειδώνας», ένα παραδοσιακό ξύλινο σκάφος βαμμένο
σε αποχρώσεις του μπλε και του λευκού, με τη φιγούρα ενός γοργόνας σκαλισμένη
στην πλώρη. Ο καπετάνιος, ένας ηλιοκαμένος άντρας με βαθιές ρυτίδες γύρω από τα
μάτια που μαρτυρούν μια ζωή στη θάλασσα, μας καλωσορίζει με ένα πλατύ χαμόγελο.
«Καλώς τους!» μας φωνάζει, καθώς πλησιάζουμε την προβλήτα.
Θα κατευθυνθούμε νότια, μας εξηγεί, στις
ακτές που δεν μπορείς να δεις παρά μόνο από τη θάλασσα, απρόσιτες από την ξηρά,
προστατευμένες από τα απότομα βράχια και τα πυκνά δάση πεύκων που φτάνουν μέχρι
την ακροθαλασσιά. «Θα δείτε μέρη που οι περισσότεροι τουρίστες ούτε που
φαντάζονται ότι υπάρχουν», μας υπόσχεται, και τα μάτια της Κρινιώς λάμπουν από
προσμονή.
Υπάρχουν ακόμα μερικοί επιβάτες—ένα ζευγάρι
Γάλλων, μια μικρή οικογένεια με δύο παιδιά, και ένας μοναχικός φωτογράφος με
τον εξοπλισμό του—αλλά το σκάφος είναι αρκετά μεγάλο για να μην αισθανόμαστε
συνωστισμένοι. Βρίσκουμε μια θέση στην πρύμνη, κάτω από την τέντα που προσφέρει
σκιά, και η Κρινιώ απλώνει μια πετσέτα στον ξύλινο πάγκο για να καθίσουμε πιο
άνετα.
Καθώς απομακρυνόμαστε από την ακτή, οι
όψεις των Κυθήρων αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τρόπο που δεν είχα φανταστεί.
Από αυτή τη σκοπιά, το νησί μοιάζει σχεδόν εξωπραγματικό—ένα σκηνικό από
παραμύθι που ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας. Απότομα βράχια υψώνονται από τη
θάλασσα, φτάνοντας σε ύψος που προκαλεί δέος, για να καταλήξουν σε σμαραγδένιες
παραλίες που λάμπουν σαν πολύτιμοι λίθοι στον ήλιο. Σπηλιές, σκαμμένες από τα κύματα
μέσα σε χιλιετίες, φωτίζονται από τις ακτίνες του ήλιου που διαπερνούν τα ανοίγματά
τους, μοιάζοντας με στόματα μυθικών πλασμάτων έτοιμα να αφηγηθούν ιστορίες
αρχαίες όσο και το ίδιο το νησί.
Ο καπετάνιος, γνωρίζοντας κάθε μυστικό του
νησιού του, μας ξεναγεί με περηφάνια, δείχνοντάς μας κολπίσκους και παραλίες
που, όπως μας εξηγεί, έχουν ονόματα μόνο στην τοπική διάλεκτο και είναι γνωστά
μόνο στους ντόπιους. «Εκεί,» μας λέει δείχνοντας μια σχεδόν κρυμμένη παραλία,
«είναι η 'Καλαμίτσα', όπου λένε πως κάποτε αγκυροβόλησε το πλοίο του Οδυσσέα.»
Σε ένα σημείο, ο καπετάνιος μειώνει
ταχύτητα και μας δείχνει ένα σπήλαιο με τυρκουάζ νερά. «Το σπήλαιο της
Νηρηίδας,» μας εξηγεί. «Λένε πως μια φορά τον χρόνο, τη νύχτα της πανσελήνου
του Αυγούστου, οι Νηρηίδες βγαίνουν από τη θάλασσα και χορεύουν στην άμμο.»
Γελάει με τη δική του ιστορία, αλλά υπάρχει κάτι στον τρόπο που κοιτάζει το
σπήλαιο που με κάνει να αναρωτιέμαι αν βαθιά μέσα του το πιστεύει.
Συνεχίζουμε το ταξίδι μας κατά μήκος της
ακτογραμμής, κάποιες φορές τόσο κοντά στα βράχια που μπορούμε να διακρίνουμε τα
αρωματικά βότανα που φυτρώνουν ανάμεσά τους—θυμάρι, ρίγανη, φασκόμηλο—και άλλες
φορές πιο μακριά, για να απολαύσουμε την πανοραμική θέα. Κάθε στροφή του
σκάφους αποκαλύπτει έναν νέο μυστικό κόλπο, μια νέα παραλία, ένα νέο θαύμα της
φύσης.
Μετά από περίπου δύο ώρες ταξιδιού, ο
καπετάνιος μας ανακοινώνει ότι θα σταματήσουμε για το πρώτο μας μπάνιο.
Ρίχνουμε άγκυρα σε έναν μικρό κόλπο, προστατευμένο από τα κύματα και τον αέρα,
με νερά τόσο διάφανα που μπορούμε να δούμε τον βυθό ακόμα και από το
κατάστρωμα. «Εδώ είναι η 'Κρυφή Λιμνούλα',» μας λέει με συνωμοτικό ύφος. «Δεν
θα τη βρείτε σε κανέναν τουριστικό οδηγό.»
Ο καπετάνιος έχει ρίξει μια μικρή σκάλα στο
πλάι του σκάφους, και ο ένας μετά τον άλλον, οι επιβάτες βουτούν στο δροσερό
νερό. Η Κρινιώ με βοηθάει να κατέβω, κρατώντας με σταθερά μέχρι να νιώσω το
νερό να με περιβάλλει. Και τότε, για λίγο, νιώθω το βάρος μου να χάνεται, το
σώμα μου να ελαφρώνει με τρόπο που μόνο στο νερό μπορεί να συμβεί. Η Κρινιώ με
κρατά από το χέρι, και το σώμα μου επιπλέει ελεύθερα, σαν να ξαναβρίσκει μια
ξεχασμένη του ικανότητα, μια δύναμη που νόμιζα ότι είχα χάσει.
Κολυμπάμε μαζί αργά, απολαμβάνοντας τη
δροσιά του νερού και την αίσθηση της ελευθερίας. Η Κρινιώ κάνει μικρές βουτιές
γύρω μου, σαν παιχνιδιάρα γοργόνα, και κάποιες φορές με πιτσιλάει, κάνοντάς με
να γελάω σαν παιδί. Κοντά στην ακτή, τα νερά είναι τόσο ρηχά και καθαρά που
μπορούμε να δούμε μικρά ψάρια να κολυμπούν ανάμεσα στα πόδια μας, ανέμελα και
περίεργα.
«Πώς νιώθεις;» με ρωτά η Κρινιώ σε μια
στιγμή που έχουμε απομακρυνθεί λίγο από τους άλλους.
«Ζωντανός,» της απαντώ, και το εννοώ. Μέσα
στο νερό, με τον ήλιο πάνω από το κεφάλι μου και την αγαπημένη μου γυναίκα
δίπλα μου, νιώθω πράγματι ζωντανός με τρόπο που δεν μπορώ καν να εξηγήσω.
Μετά από περίπου μια ώρα στο νερό,
αρχίζουμε να νιώθουμε την κούραση και το επακόλουθο πείνα. Ανεβαίνουμε στο
καΐκι για φρούτα—καρπούζι, ροδάκινα και σταφύλια που ο καπετάνιος έχει
ετοιμάσει—λίγο κρασί από το τοπικό οινοποιείο, δροσερό και ελαφρύ με μια νότα
εσπεριδοειδών, και ξεκούραση στη σκιά της τέντας.
Το πλήρωμα, ένας νεαρός που η Κρινιώ μου
ψιθυρίζει ότι πρέπει να είναι γιος ή ανιψιός του καπετάνιου, μοιράζει πιάτα με
μικρά ορεκτικά—ντόπια τυριά, ελιές, ντοματίνια, και παξιμαδάκια με θυμάρι—και η
θαλασσινή αύρα κάνει το φαγητό αυτό να μοιάζει με συμπόσιο θεών.
Καθώς οι ώρες περνούν, το καΐκι μας
μεταφέρει από κόλπο σε κόλπο, σταματώντας για μπάνιο ή για να θαυμάσουμε κάποιο
ιδιαίτερο τοπίο. Σε κάθε στάση, ο καπετάνιος έχει μια ιστορία να διηγηθεί, ένα
μύθο να μοιραστεί, έναν θρύλο που έχει περάσει από γενιά σε γενιά. Και η Κρινιώ
ακούει, μαγεμένη, σαν παιδί που ανακαλύπτει για πρώτη φορά τα μυστικά του
κόσμου.
Κλείνω τα μάτια μου, ακούγοντας τον ρυθμικό
ήχο του νερού στο ξύλινο σκαρί και τις γλάρους να φωνάζουν από ψηλά, και για
μια στιγμή δεν νιώθω καμία ανησυχία, κανέναν φόβο, καμία σκέψη για το τι μπορεί
να φέρει το μέλλον. Υπάρχει μόνο το τώρα, μόνο εγώ, η Κρινιώ μου και το
απέραντο γαλάζιο.
Κοντεύει να βραδιάσει όταν γυρίζουμε στο
Καψάλι και νιώθω τόσο ζωντανός όσο δεν είχα νιώσει τα τελευταία χρόνια.
Επιστρέφουμε στη βάση μας και μετά από ένα γρήγορο ντουζάκι βγαίνουμε στη
βεράντα για να απολαύσουμε τη βραδιά. Μαζί μας απόψε είναι και η Αγγελική, που
στην αναμονή του ερχομού του Παύλου μοιάζει σα να μη τη χωράει ο τόπος.
Χήρος και εκείνος, από το Γύθειο, γνωρίστηκαν
πριν πέντε χρόνια, και έκαναν αμέσως κλικ ο ένας στον άλλον. Έρχεται ανελλιπώς
κάθε Σαββατοκύριακο την θερινή σαιζόν, πέραν από τις τρεις εβδομάδες της άδειάς
του, ενώ το χειμώνα είναι η Αγγελική που πηγαίνει και κάθεται μαζί του. Έχει
και εκείνος μια κόρη που ζει στην Θεσσαλονίκη και πριν ένα μήνα έγινε παππούς
και γι’ αυτό τον είχε χάσει το νησί, καθώς ήθελε να είναι κοντά στην κόρη του,
και λογικό είναι.
Κάποια στιγμή νιώθω τα μάτια μου να
βαραίνουν, καληνυχτίζω μάνα και κόρη, και ανεβαίνω πάνω να ξαπλώσω, αυτή τη
φορά μόνος μου καθώς η Λίζι προτίμησε την παρέα της Κρινιώς και της Αγγελικής. Ο
ύπνος με παίρνει χωρίς να το καταλάβω, και όταν ανοίγω τα μάτια μου κοντεύει να
ξημερώσει. Η Κρινιώ είναι γυρισμένη μπρούμητα και κοιμάται έχοντας με
αγκαλιασμένο με το χέρι της.
Χαμογελάω και σηκώνομαι σιγά-σιγά για να
μην την ξυπνήσω και σήμερα, και για πρώτη φορά μετά από αρκετές ημέρες, είμαι
εγώ αυτός που θα φτιάξει το πρωινό με φρέσκο καφεδάκι, φρέσκο ψωμί της
Αγγελικής και τις υπέροχες μαρμελάδες της. Σερβίρω το πρωινό στη βεράντα και
ανεβαίνω να ξυπνήσω την ωραία κοιμωμένη.
«Τζωρτζίνο μου!» μου απαντάει νυσταγμένα.
«Καλημέρα καρδούλα μου,» της λέω
χαϊδεύοντάς την τρυφερά. «Σήκω, μας έχω φτιάξει πρωινό!»
«Φιλάκι πρώτα!» μου λέει και χαχανίζοντας σκύβω και της δίνω ένα πεταχτό φιλάκι.
Συνοδεία της Λίζι, που τρίβεται επίμονα στα
πόδια μου σαν να θέλει να με καθυστερήσει, πάω στη βεράντα να την περιμένω.
Λίγη ώρα αργότερα, ακούω τα ελαφριά βήματά της στις σκάλες και έρχεται και η
Κρινιώ που και αυτή σήμερα είναι σε μεγάλα κέφια—τα μάτια της λάμπουν με έναν
ενθουσιασμό που μου θυμίζει πόσο νέα είναι. Αφενός χαίρεται για τη μητέρα της
και αφετέρου λατρεύει τον Παύλο που έχει να τον δει από πέρσι.
«Και δε στο έχω πει το καλύτερο!» μου λέει
μασουλώντας μια φέτα αλειμμένη με μέλι, μικρά ψίχουλα πέφτουν στο πιγούνι της
καθώς μιλάει με τον ενθουσιασμό παιδιού. «Ο Παύλος έχει και εξωλέμβια!»
«Φουσκωτό;» τη ρωτάω, πίνοντας μια γουλιά καφέ.
«Όχι, μια Nordcapp Noblesse 660 του 2021! Είναι κουκλί!» μου απαντάει ενθουσιασμένη, τα χέρια της
κινούνται στον αέρα σαν να προσπαθεί να σχηματίσει το περίγραμμα του σκάφους,
και βάζω τα γέλια τόσο δυνατά που παραλίγο να πνιγώ με τον καφέ μου.
«Μ' αρέσει που ξέρεις τη μάρκα και το
μοντέλο!» της λέω, σκουπίζοντας μια σταγόνα καφέ από το πηγούνι μου.
«Αμ τι νόμιζες;» μου απαντά υψώνοντας το
ένα φρύδι με ψεύτικη αγανάκτηση, ενώ ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο παίζει στα
χείλη της.
«Ζωάρα η Αγγελική!» της λέω χαμογελώντας
και γέρνοντας πίσω στην καρέκλα μου, απολαμβάνοντας τον πρωινό ήλιο στο πρόσωπό
μου. «Της αξίζει!»
«Και όχι μόνο η Αγγελική!» μου λέει
χαμογελώντας ενθουσιασμένη, τα μάτια της λάμπουν με μια σπίθα που υπόσχεται
περιπέτεια. «Είναι ο λόγος που έβγαλα το δίπλωμα για ταχύπλοο!» μου λέει και με
αφήνει παγωτό, το στόμα μου μένει μισάνοιχτο από την έκπληξη, δεν είχα ιδέα!
«Έχεις δίπλωμα για ταχύπλοο;» τη ρωτάω με
γουρλωμένα μάτια, το φλιτζάνι του καφέ μένει μετέωρο στο χέρι μου, και ξαφνικά
το πρόσωπό της σκοτεινιάζει για λίγο, τα χείλη της σφίγγονται σε μια λεπτή
γραμμή.
«Δε στο είχα πει;» ρωτά διστακτικά, τα
δάχτυλά της παίζουν νευρικά με την άκρη του τραπεζομάντιλου.
«Όχι, ένα-ένα μου τα ξεφουρνίζεις!» της
απαντάω σε πειρακτικό τόνο, κάνοντας μια θεατρική κίνηση αγανάκτησης με τα
χέρια μου. «Θα σε τσουρουμαδίσω!» συνεχίζω παιχνιδιάρικα, σηκώνοντας τα χέρια
μου σαν νύχια έτοιμα να επιτεθούν.
Η Κρινιώ μου χαμογελάει στην αρχή
διστακτικά, οι ώμοι της χαλαρώνουν ορατά καθώς καταλαβαίνει ότι δεν είμαι
πραγματικά ενοχλημένος, και μετά το χαμόγελό της γίνεται πάλι αυτό το φωτεινό
χαμόγελο που ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά. «Τσουρομάδισον μεν, φίλησον δε!»
μου απαντά με μια ψεύτικη επισημότητα, υψώνοντας το πηγούνι της σαν αρχαία
τραγωδός.
«Έλα εδώ βρε τέρας!» της κάνω ανοίγοντας τα
χέρια μου διάπλατα, και σχεδόν ορμάει χαχανίζοντας στην αγκαλιά μου, με τόση
ορμή που η καρέκλα μου τρίζει επικίνδυνα. Τη χαϊδεύω απλά στο μάγουλο,
νιώθοντας το δέρμα της απαλό κάτω από τα δάχτυλά μου, και διώχνω μια φράντζα
που πέφτει στο μάτι της, αποκαλύπτοντας το ζεστό καστανό βλέμμα της. «Σ’
αγαπάω!» της ψιθυρίζω, αισθανόμενος μια απέραντη τρυφερότητα να με πλημμυρίζει.
«Κι εγώ Τζωρτζίνο μου, πολύ-πολύ-πολύ!» μου
λέει τονίζοντας κάθε “πολύ” με ένα σκούντημα του δείκτη της στο στήθος μου, και
σκύβει και μου δίνει ένα τρυφερό φιλί στο στόμα, τα χείλη της απαλά και ζεστά
πάνω στα δικά μου. Κι εκεί, η Λίζι, μη θέλοντας να μείνει ρέστη στη διανομή
αγάπης, πηδάει πάνω μας με ένα απότομο άλμα, τα νύχια της γαντζώνονται
στιγμιαία στο μπράτσο μου προτού βρει την ισορροπία της, και βάζω τα γέλια όπως
σκαρφαλώνει στον ώμο μου κάνοντας τον παπαγάλο, η ουρά της γαργαλάει το αυτί
μου.
«Βάρκα έχουμε, καπετάνισσα έχουμε, τριχωτό
παπαγάλο έχουμε...» απαριθμώ, ενώ η Λίζι γουργουρίζει ευχαριστημένη στον ώμο
μου. «Ζωάρα!» συμπληρώνω, κι απλώνω το χέρι μου για να πιάσω το χέρι της
Κρινιώς, νιώθοντας τα δάχτυλά της να πλέκονται με τα δικά μου, σε μια απλή
κίνηση που περιέχει όλη την ευτυχία του κόσμου.
«Έχουμε και γέρο-χίπη-κόκορα!» μου λέει χαχανίζοντας.
«Ό,τι πρέπει για μια εκδρομή με τη βάρκα στη Χύτρα!»
«Λογαριάζεις να με ξεζουμίσεις, Κρινιώ μου;»
της απαντάω βάζοντας τα γέλια.
«Λουκριτία Βοργία με ανεβάζεις, Μεσσαλίνα με κατεβάζεις, να μη σε δικαιώσω;» με ρωτάει κάνοντάς μου ένα πινγκ στη μύτη.
Τελειώνουμε το πρωινό μας και κατεβαίνουμε
να κάνουμε παρέα στην Αγγελική. Σήμερα, επί τη ευκαιρία που περιμένουμε τον
Παύλο, θα φτιάξω το φαγητό που τόσο πολύ αρέσει στην Κρινιώ μου, γεμιστά.
Επειδή δεν τα προτιμάνε όλοι με κιμά, ρωτάω την Αγγελική αν θέλει να τα κάνω
μισά-μισά.
«Τα μισά με κιμά, τα άλλα μισά με πιο πολύ
κιμά!» είναι η απάντηση που παίρνω και κάπου εκεί το ζήτημα κλείνει.
«Ωραία, ωραία!» λέω εγώ τρίβοντας τα χέρια
μου με ανυπομονησία. «Ντομάτες έχουμε, μελιτζάνες έχουμε…» μετράω στα δάχτυλα
καθώς κάνω νοητικό κατάλογο.
«Μελιτζάνες;» ρωτάει έκπληκτη η Αγγελική,
με τα φρύδια της να σηκώνονται ψηλά.
«Ναι, ο Γιώργος δεν κάνει μόνο ντομάτες και
πιπεριές γεμιστές, κάνει και μελιτζάνες!» της απαντάει η Κρινιώ ενθουσιασμένη,
χτυπώντας ελαφρά το χέρι της στο τραπέζι.
«Πιπεριές θα πεταχτούμε να πάρουμε μιας και
δεν έχει το μποστάνι…» λέω καθώς στρέφομαι προς την Αγγελική. «Και να σου πω ρε
Αγγελική, παίζει να βρούμε πρόβιο κιμά;» σκύβω ελαφρά μπροστά, σαν να
μοιράζομαι μυστικό.
Δύο τηλεφωνήματα αργότερα βρίσκουμε και
πρόβιο κιμά αλλά ο χασάπης που τον έχει είναι στο Καψάλι, και επειδή το
πήγαινε-έλα είναι μιάμιση ώρα δρόμος, η Κρινιώ θα πάει να πάρει τον κιμά και
εγώ θα πεταχτώ να πάω να πάρω πιπεριές και θα αρχίσω την προετοιμασία.
Εντάξει, άξιζε η φασαρία, το μεσημέρι η
μυρωδιά του φαγητού μας είχε σπάσει τη μύτη. Φυσικά δεν ξεκινήσαμε να τρώμε,
αφενός τα γεμιστά έπρεπε να κρυώσουν σε θερμοκρασία δωματίου, και αφετέρου δε
θα ξεκινούσαμε χωρίς τον Παύλο. Νωρίς το απόγευμα η Αγγελική μας αφήνει στο
πόδι της και κατεβαίνει να υποδεχτεί το αμόρε στο λιμάνι.
Και έτσι γνώρισα και τον …πεθερό, ο οποίος
σε εικόνα είναι τελείως αντίθετος από εμένα. Μέτριο ανάστημα, πρέπει να είναι
γύρω στο 1,70, αλλά με αθλητικό και γεροδεμένο σώμα, με χαμογελαστά μάτια,
μαύρο μούσι και μουστάκι σα ναυτικός και κοντοκουρεμένα αλλά πλούσια μαύρα
μαλλιά με έκανε άθελά μου να αισθανθώ άβολα καθώς σε σύγκρισή μαζί του ο
καρκίνος και οι χημειοθεραπείες με έκαναν να φαίνομαι σα φάντασμα. Ασυναίσθητα
περνάω το χέρι μου πάνω από το αραιωμένο μου μαλλί.
«Και από εδώ ο Γιώργος, ο φίλος της
Κρινιώς» λέει η Αγγελική και ο Παύλος μου δίνει το χέρι του και το σφίγγει με
θέρμη.
«Χαίρω πολύ!» μου λέει και το βλέμμα του δε
στέκεται ούτε στιγμή παραπάνω απ' όσο θα με έκανε να αισθάνομαι άβολα.
«Να σου ζήσει και η εγγόνα!» του λέω
χαμογελώντας πλατιά και το πρόσωπό του γίνεται ακόμα πιο φωτεινό. «Να είναι
πάντα γερή, υγιής και ευτυχισμένη!»
«Σ' ευχαριστώ!» μου απαντάει, ακουμπώντας
ελαφρά τον ώμο μου. «Καλά το λένε, του παιδιού σου το παιδί είναι δυο φορές
παιδί σου, όταν την είδα για πρώτη φορά…» λέει και σταματάει με το πρόσωπό του
να λάμπει σαν να ήταν αρσενική εκδοχή της Κρινιώς, να πούμε.
Εντάξει, είχα φτιάξει αρκετά γεμιστά
υποτίθεται για να μας φτάσουν και για το βράδυ. Εμένα μου λες;
«Θεέ μου!» λέει σε μια στιγμή ο Παύλος,
κρατώντας την κοιλιά του και γέρνοντας πίσω στην καρέκλα. «Ρε Γιώργο, τι έχεις
βάλει μέσα; Θα μου βγει από τα αυτιά και δε μπορώ να σταματήσω να τρώω!»
«Το ίδιο είχα πάθει κι εγώ την πρώτη φορά
που έφαγα τα γεμιστά του,» του απαντάει η Κρινιώ, σκουπίζοντας με την άκρη του
δαχτύλου της λίγο ζουμί από το πιάτο της. «Ένιωθα ότι θα σκάσω, ότι θα μου βγει
από τη μύτη, και δε μπορούσα να σταματήσω να τρώω.»
«Αυτή η μελιτζάνα της ντροπής, είναι;»
ρωτάει η Αγγελική, δείχνοντας με το πιρούνι της. “Too late” συμπληρώνει χαχανίζοντας και την παίρνει στο πιάτο της με μια γρήγορη
κίνηση.
Πρέπει για μια ώρα να πέσαμε σε καταληψία
και οι τέσσερις, μιλάμε δεν μπορούσαμε να πάρουμε τα πόδια μας. Όλοι ξαπλωμένοι
στις καρέκλες με τα χέρια στην κοιλιά. All-in-all,
τα γεμιστά μου έκαναν πάταγο, και μπράβο μου!
Όπως διαπίστωσα το απόγευμα που κατεβήκαμε να
βοηθήσουμε τον Παύλο να βάλει στη θάλασσα το “Δελφινοκόριτσο”—έτσι είχε ονομάσει
το ταχύπλοό του—το 660 στο μοντέλο του είχε να κάνει με το μήκος του. Εντάξει, χάζεψα,
το σκάφος ήταν πανέμορφο, στα μάτια μου ήταν σα θαλαμηγός, μέχρι και καμπίνα με
τουαλέτα είχε στο μπροστινό μέρος.
Το βραδάκι που καθόμαστε και πίνουμε το
κρασάκι μας ο Παύλος πετάει την ιδέα, στριφογυρίζοντας νευρικά το ποτήρι του
στα χέρια. «Τώρα που είναι εδώ και η Κρινιώ, αν μπορεί να κάτσει για λίγο στο
πόδι σου…»
«Μπορεί,» του απαντάει η Κρινιώ με ένα
πλατύ χαμόγελο και ο Παύλος χαμογελάει, ξαφνικά ανακουφισμένος.
«Έλεγα να πάμε τρεις μέρες εκδρομούλα με τη
βάρκα!» λέει, ανοίγοντας τα χέρια του με ενθουσιασμό.
«Γιατί μόνο τρεις;» πετάγομαι εγώ,
σηκώνοντας ψηλά το ποτήρι μου σαν να κάνω πρόποση. «Μια εβδομάδα, μη σου πω και
παραπάνω!»
«Δε γίνεται!» απαντάει η Αγγελική,
κουνώντας αποφασιστικά το κεφάλι της και σφίγγοντας τα χείλη. «Δε μπορώ μια
εβδομάδα…»
«Θα μπορέσεις και θα πεις και ένα
τραγούδι,» της λέω κόβοντάς την, δείχνοντάς την παιχνιδιάρικα με το δάχτυλό
μου. «Είμαστε εδώ και η Κρινιώ και εγώ, και ένας Θεός ξέρει ότι χρειάζεσαι και
λίγη ξεκούραση,» την κόβω με τη σειρά μου, ακουμπώντας πίσω στην καρέκλα μου με
σιγουριά.
«Μαμά, έχει δίκιο ο Γιώργος.» Η Κρινιώ
γέρνει μπροστά, ακουμπώντας απαλά το χέρι της μητέρας της.
«Αγάπη μου…» πάει να πει διστακτικά η
Αγγελική, παίζοντας νευρικά με το δαχτυλίδι της, και εκεί επεμβαίνω και πάλι
εγώ.
«Μια εβδομάδα τουλάχιστον,» λέω με ύφος που
δεν σηκώνει αντίρρηση, χτυπώντας ελαφρά το τραπέζι για έμφαση. «Αν χρειαστεί θα
στη φέρουμε kicking and screaming, ή ακόμα καλύτερα δεμένη και φιμωμένη σα σαλάμι! Θα τη λύσεις όταν
ανοιχτείτε!» συνεχίζω, κάνοντας μια θεατρική κίνηση σαν να τυλίγω σχοινί, και
βάζουν τα γέλια και οι τρεις, με τον Παύλο να γέρνει πίσω στην καρέκλα του
κρατώντας την κοιλιά του.
«Σας… σας ευχαριστώ!» λέει η Αγγελική
σχεδόν δακρυσμένη, φέρνοντας το χέρι στο στήθος της συγκινημένη. «Πότε;» ρωτάει
τον Παύλο, στρέφοντας το βλέμμα της προς το μέρος του με μια λάμψη στα μάτια
που δεν είχα ξαναδεί.
«Και αύριο αν θες!» της απαντάει
ενθουσιασμένος, πετώντας ψηλά τα χέρια του, μην πιστεύοντας την τύχη του.
«Από μεθαύριο, αν είναι να λείψουμε μια
εβδομάδα θα πρέπει να οργανωθούμε!» απαντάει ο project manager μέσα της, μετρώντας στα δάχτυλα τις προετοιμασίες που πρέπει να
γίνουν.
«Ό,τι θέλει το κορίτσι!» απαντάει ο Παύλος
που κοντεύει να τα κάνει πάνω του από την απρόσμενη προς το ευχάριστο τροπή που
πήραν τα πράγματα, σκύβοντας να φιλήσει το χέρι της Αγγελικής με μια υπερβολική
υπόκλιση.
«Παύλο, μπορούμε αύριο να πάρουμε τη βάρκα
εμείς;» ρωτάει η Κρινιώ, χοροπηδώντας ελαφρά στη θέση της από ενθουσιασμό. «Έχω
τάξει στο Γιώργο να τον πάω στη Χύτρα!»
«Και το ρωτάτε μωρέ;» της λέει ο Παύλος,
χτυπώντας το μέτωπό του θεατρικά σαν να έχει ακούσει την πιο παράλογη ερώτηση
του κόσμου. «Φυσικά και μπορείτε! Και στη Χύτρα, και στην Κατσαρόλα και όπου αγαπάτε!»
«Γιατί τι σόι μάγισσα θα ήταν χωρίς τη χύτρα της;» λέω τρυφερά, τυλίγοντας το χέρι μου γύρω από τους ώμους της Κρινιώς και φέρνοντάς την κοντά μου.
17. Το βαλς στο αστερόφωτος
Το βράδι πέφτουμε να κοιμηθούμε και νιώθω τόση
έξαψη που ο ύπνος αρνείται να έρθει. Η Κρινιώ κοιμάται στην αγκαλιά μου του καλού
καιρού και έτσι μένω συντροφιά με τον πορτοκαλί τριχωτό ξενύχτη που βρίσκει ευκαιρία
και σκαρφαλώνει στο στέρνο μου για πατουσάκια.
«Μη χάσεις ευκαιρία!» της λέω τρυφερά και τη
χαϊδεύω στο κεφάλι κερδίζοντας το χαρακτηριστικό της σιγανό χουρχούρισμα. «Σιγά
μωρή, μη βάζεις νύχια!» την ψευτομαλλώνω και όπως πάντα με γράφει εκεί που δεν πιάνει
μελάνι.
Έτσι όπως έκανα το θαλαμοφύλακα μέχρι που ο
ύπνος με πήρε μπαμπέσικα, δεν είναι να απορείς που το πρωί δεν άνοιγε το μάτι. Από
την άλλη η Κρινιώ είχε σηκωθεί, είχε πιει τον καφέ της, είχε κατέβει στο σούπερ
μάρκετ να πάρει τα απαραίτητα για τη σημερινή μέρα, και γύρισε να με ξυπνήσει σα
χαρούμενος τυφώνας.
«Τζωρτζίνο μου! Ξύπνα!»
Ανοίγω τα μάτια μου με δυσκολία. «Λίγο ακόμα;»
«Ξύπνα φουκαρά μου γιατί θα φέρω τον κουβά!»
με απειλεί, και τι να κάνω ο έρμος, υποκύπτω.
Σηκώνομαι με τα χίλια ζόρια, και μετά το υποχρεωτικό
φιλάκι, πάω στην τουαλέτα για την πρωινή μου ρουτίνα. Στο ενδιάμεσο η Κρινιώ έχει
γεμίσει όχι ένα, αλλά δύο ψυγειάκια.
«Καρδούλα μου, το δικό μας είναι με ρεύμα!»
της λέω. Καλά, όχι ότι δεν μπορεί να κρατήσει ψύξη και χωρίς αυτό, αλλά όχι για
μια ολόκληρη μέρα.
«Έχει παροχή το “Δελφινοκόριτσο”, μη μου ανησυχείς!»
Αφού τελειώνουμε το πρωινό μας, κατεβαίνουμε
κάτω να χαιρετήσουμε Αγγελική και Παύλο και η Κρινιώ τους λέει ότι θα γυρίσουμε
αύριο το απόγευμα. Γύρω στις 09:00 είμαστε στο λιμάνι. Το Δελφινοκόριτσο
λαμπυρίζει στον πρωινό ήλιο, λες και μας καλεί για περιπέτεια. Η Κρινιώ μπαίνει
με ένα σάλτο και της δίνω τα πράγματα.
«Έλα, ανέβα!» μου λέει, απλώνοντας το χέρι
της για να με βοηθήσει, αλλά πηδάω μέσα στο σκάφος με αναπάντεχη ευκινησία που
κάνει την Κρινιώ να χαχανίσει.
«Μπαρμπά-χίππης ο σέξι, και όποια αντέξει!»
της λέω deadpan κάνοντάς τη να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.
Η Κρινιώ τακτοποιεί τα πράγματα με μεθοδικότητα
ενώ εγώ περιεργάζομαι από μέσα αυτή τη φορά το σκάφος. Εντάξει, το ταμπλό του είναι
σαν διαστημόπλοιο και έχει χώρους που δεν είχα φανταστεί ότι μπορούν να υπάρξουν.
Ακόμα και η καμπίνα του είναι εντυπωσιακή γι’ αυτό το μέγεθος. Οκ, δεν χωράς όρθιος—εννοείται—αλλά
η άπλα μέσα του με κάνει να τα χάσω. Και δεν είναι μόνο η καμπίνα, έχει άπλα και
στους καναπέδες πίσω, με την προϋπόθεση ότι κάποιο ζευγάρι θα κοιμηθεί το βράδι
έξω, το σκάφος έχει άφθονο χώρο για δύο ζευγάρια.
Η Κρινιώ παίρνει θέση στο τιμόνι με την
αυτοπεποίθηση έμπειρου καπετάνιου. Βάζει μπρος τη μηχανή, και το Δελφινοκόριτσο
ξυπνάει με έναν βαθύ βρυχηθμό που δονεί το σκάφος.
«Φύγαμε!» φωνάζει ενθουσιασμένη καθώς
βγαίνουμε από το λιμάνι, αφήνοντας πίσω μας ένα αφρισμένο ίχνος.
Η θάλασσα είναι ήρεμη, με μικρά κυματάκια
που κάνουν το ταξίδι μας ευχάριστο. Μόλις βγαίνουμε στα ανοιχτά, η Κρινιώ δίνει
περισσότερο γκάζι και η πλώρη του σκάφους σηκώνεται ελαφρά, πετώντας σταγόνες
που αστράφτουν στον ήλιο. Αν και μπορώ να κάτσω σαν τον πασά στα Γιάννενα, σηκώνομαι
όρθιος για να είμαι πάνω από το ύψος του πλεξιγκλάς και κρατιέμαι προσεκτικά, αφήνοντας
τον άνεμο να χτυπάει το πρόσωπό μου—μια αίσθηση ελευθερίας που είχα σχεδόν
ξεχάσει.
«Τρέχα-τρέχα οδηγέ!» της φωνάζω ενθουσιασμένος,
η θάλασσα είναι γυαλί και η μηχανή του θηρίο, μπορούμε να γκαζόσουμε όσο θέλουμε!
«Ναι αλλά θα κάτσεις κάτω!» μου λέει η Κρινιώ.
«Μα ποιος κυβερνάει αυτό τον τόπο;» ρωτάω τάχα
μου αγανακτισμένος.
«Τη βάρκα πάντως την κυβερνάω εγώ!» μου απαντάει
με στόμφο.
Τι να κάνω, παλουκώνομαι κι εγώ κάτω και η Κρινιώ
ανοίγει περισσότερο το γκάζι… Θεέ μου, είναι σα να πετάμε πάνω στα κύματα.
«ΓΟΥΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ» φωνάζω ενθουσιασμένος
και το σκάφος κάνει ένα μικρό χοροπήδημα, που αν δεν είχα παλουκωθεί κάτω, τώρα
θα έκανα παρέα με τα ψάρια, και με την ταχύτητα που πήγαινε το σκάφος η πρόσκρουση
στο νερό δε θα είχε καθόλου πλάκα. Κάπου εκεί η Κρινιώ κόβει ταχύτητα και γυρνάει
προς το μέρος μου.
«Θέλεις να οδηγήσεις;» μου φωνάζει η
Κρινιώ, προσπαθώντας να ακουστεί πάνω από τον θόρυβο της μηχανής.
«Είναι δικό σου το παιχνίδι!» της απαντώ.
«Εγώ απολαμβάνω τη θέα!»
Και τι θέα! Τα Κύθηρα από τη θάλασσα
αποκαλύπτουν μια άλλη, κρυμμένη ομορφιά—απόκρημνα βράχια, κρυστάλλινα νερά που
αλλάζουν χρώματα καθώς αλλάζει το βάθος, μικρές, απομονωμένες παραλίες
προσβάσιμες μόνο από τη θάλασσα. Μετά από περίπου μια ώρα, η Κρινιώ μειώνει την
ταχύτητα και δείχνει μπροστά. «Να τη! Η Χύτρα μας!»
Στον ορίζοντα διακρίνεται ένα μικρό νησάκι
με απότομα βράχια και μια εντυπωσιακή σπηλιά στην πλευρά του. Καθώς
πλησιάζουμε, το νερό γίνεται ολοένα και πιο διάφανο—ένα εξωπραγματικό
γαλαζοπράσινο που μοιάζει να λάμπει από μέσα.
Η Κρινιώ οδηγεί το σκάφος με προσοχή σε
έναν προστατευμένο όρμο και ρίχνει την άγκυρα. «Ώρα για εξερεύνηση!» αναφωνεί,
βγάζοντας ήδη το μπλουζάκι της για να αποκαλύψει το μαγιό της.
Φοράμε τις μάσκες και τα βατραχοπέδιλά μας
και βουτάμε μαζί. Το νερό είναι δροσερό και αναζωογονητικό, τόσο καθαρό που
μπορώ να δω τον βυθό δεκάδες μέτρα κάτω. Η Κρινιώ με πιτσιλάει παιχνιδιάρικα
και κολυμπάει μακριά, προκαλώντας με να την κυνηγήσω.
«Έλα να δεις τη σπηλιά!» μου φωνάζει,
κολυμπώντας προς το άνοιγμα στα βράχια.
Την ακολουθώ, απολαμβάνοντας την αίσθηση
της άνωσης που μου προσφέρει το νερό. Η Κρινιώ κολυμπάει δίπλα μου, ρίχνοντάς
μου κλεφτές ματιές για να βεβαιωθεί ότι είμαι εντάξει, αλλά χωρίς να με κάνει
να νιώθω περιορισμένος. Ξέρει ακριβώς πότε να είναι προστατευτική και πότε να
με αφήνει να απολαμβάνω τη στιγμή.
Η είσοδος της σπηλιάς είναι στενή, αλλά
μόλις μπαίνουμε μέσα, ο χώρος ανοίγει σε έναν μαγικό θόλο. Το φως του ήλιου
περνά μέσα από το νερό και δημιουργεί εκπληκτικά παιχνιδίσματα στα τοιχώματα
της σπηλιάς. Το γαλάζιο νερό λαμπυρίζει περίεργα, σαν να περιέχει μικροσκοπικά
άστρα.
«Τι λες τώρα;» μου λέει η Κρινιώ, με μάτια
που αστράφτουν από θαυμασμό. «Είναι μαγικό, έτσι δεν είναι;»
«Απίστευτο», της απαντώ, μην μπορώντας να
βρω καλύτερη λέξη. Ευτυχώς που πάνω στο νερό δεν κυκλοφορούσαν μυγάκια γιατί έτσι
όπως είχε μείνει ανοιχτό θα είχα χάψει ό,τι πετούμενο κυκλοφορούσε.
Περνάμε ώρες κολυμπώντας, εξερευνώντας,
παίζοντας σαν παιδιά. Κάποια στιγμή, βρίσκουμε ένα σημείο όπου τα βράχια
δημιουργούν μια φυσική πλατφόρμα περίπου τρία μέτρα πάνω από το νερό.
«Θα κάνω βουτιά!» αναφωνεί η Κρινιώ και
σκαρφαλώνει με ευκινησία. «Έρχεσαι;»
Την ακολουθώ, κάπως πιο αργά αλλά εξίσου
αποφασισμένος. Φτάνοντας στην κορυφή, παίρνω βαθιά ανάσα και κοιτάζω κάτω το
κρυστάλλινο νερό.
«Μαζί;» ρωτάει η Κρινιώ, παίρνοντας το χέρι
μου.
«Μαζί», απαντώ και πηδάμε, φωνάζοντας από
ενθουσιασμό καθώς πέφτουμε. Το νερό μας αγκαλιάζει και βγαίνουμε στην επιφάνεια
γελώντας.
Κάνουμε ακόμα μερικές βουτιές και επιστρέφουμε
στη βάρκα. Εκείνη την ώρα έρχεται το καραβάκι με τουρίστες, οπότε παίρνουμε το σκάφος
και πάμε σε ένα άλλο απόμερο και προστατευμένο όρμο, στον οποίο το σκάφος χωράει
αλλά το καραβάκι όχι. Το νερό είναι διάφανο και φαίνεται απατηλά ρηχό, και όμως
το βυθόμετρο του σκάφους δείχνει ότι το βάθος του νερού σε εκείνο το σημείο είναι
5,5 μέτρα.
Τσιμπάμε κάτι στα γρήγορα γιατί μας έχει
κόψει η πείνα και μετά η Κρινιώ τσιτσιδώνεται από πάνω για να κάνει
ηλιοθεραπεία. Απλώνει προσεκτικά την πετσέτα της στο πλατύ μέρος της πλώρης,
βγάζει με μια κίνηση το πάνω μέρος του μαγιό της και ξαπλώνει με μια
ικανοποιημένη αναστεναγμό. Χαμογελάω καθώς θυμάμαι την πρώτη φορά, πίσω στην
Αθήνα, που μου ζήτησε την άδεια—αν έχει το Θεό της αυτό το κορίτσι—για να τα
πετάξει.
...
«Τζωρτζίνο μου;» με ρωτάει διστακτικά ενώ εγώ προσπαθώ να βολευτώ όσο περισσότερο μου επιτρέπει το ταλαιπωρημένο μου κορμί στην άμμο, στριφογυρίζοντας ελαφρά για να βρω την πιο άνετη θέση.
«Τι είναι καρδούλα μου;» της απαντώ, σηκώνοντας το χέρι μου για να κάνω σκιά στα μάτια μου από τον ήλιο καθώς την κοιτάζω.
«Μπορώ... μπορώ να βγάλω το από πάνω μέρος του μαγιό μου;» με ρωτάει με τα μάτια καρφωμένα στην άμμο, σχεδιάζοντας νευρικά μικρούς κύκλους με το δάχτυλό της. «Δε... δε μου αρέσουν τα tan lines...»
«Δεν είμαστε με τα καλά μας,» μουρμουρίζω, κουνώντας το κεφάλι μου αργά, και η Κρινιώ το παίρνει τελείως διαφορετικά, με τους ώμους της να πέφτουν απογοητευμένα, οπότε σπεύδω να ξεκαθαρίσω πως το παραπάνω πήγαινε στο γεγονός ότι μου ζήτησε άδεια και όχι στο γεγονός ότι ήθελε να κάνει γυμνόστηθη ηλιοθεραπεία.
«Κρινιώ μου, κοίταξέ με στα μάτια,» της λέω και σηκώνει πάνω μου το βλέμμα της με δυσκολία, τα μάτια της διστακτικά να συναντήσουν τα δικά μου. «Βγάλε το πάνω σου, βγάλε το κάτω σου, χοροπήδα και κάνε και πιρουέτες αν θες!» της λέω, ανοίγοντας τα χέρια μου με μια θεατρική κίνηση.
«Δεν... δεν σε πειράζει;» με ρωτάει ακόμα αβέβαιη, δαγκώνοντας ελαφρά το κάτω χείλος της.
«Γιατί να με πειράξει βρε κορίτσι μου; Κλεμμένα τα έχεις;» γελάω ελαφρά, σηκώνοντας τα φρύδια μου. «Αν ρωτάς την γνώμη μου, την ομορφιά πρέπει να την αναδεικνύουμε, όχι να την κρύβουμε!» προσθέτω, κάνοντας μια χειρονομία σαν να παρουσιάζω κάτι πολύτιμο.
«Δεν... δεν το κάνω αν έχει οικογένειες...» συνεχίζει διστακτικά, κοιτάζοντας γύρω της με ανησυχία.
«Κρίμα, θα είχε πλάκα να βλέπω τους μπαμπάδες να προσπαθούν να μη σε κοιτάξουν,» συνεχίζω αυτή τη φορά κάνοντας χαβαλέ, σκουντώντας την ελαφρά με τον αγκώνα μου. Μετά σοβαρεύω και πάλι, παίρνοντας το χέρι της στο δικό μου. «Θέλω να είσαι ο εαυτός σου, αντιλαβού;»
«Σ' αγαπάω!» μου λέει με τα μάτια της να λάμπουν, σκύβοντας να με φιλήσει στο μάγουλο.
«Οπότε σε παρακαλώ σταμάτα να μου ανεβάζεις την πίεση!» της απαντώ, βάζοντας το χέρι μου στην καρδιά μου με προσποιητό δράμα.
...
Αυτή τη φορά, στο σκάφος, δεν υπάρχει καμία
διστακτικότητα. Η Κρινιώ γυρίζει προς το μέρος μου, σηκώνοντας το χέρι της για
να προστατέψει τα μάτια της από τον ήλιο.
«Και δεν κινδυνεύεις να γίνεις και αντροχωρίστρα»
την πειράζω καθώς ο όρμος στον οποίο είμαστε είναι πολύ μικρός για να χωρέσει το
καραβάκι με τους τουρίστες. «Τώρα, αν καταφέρει να έρθει κανείς μπανιστιρτζής εδώ,
είτε κολυμπώντας, είτε σκαρφαλώνοντας στα βράχια… τι να πω, χαλάλι του!»
Η Κρινιώ γελάει, ένα γέλιο ελεύθερο όπως ο
άνεμος που χαϊδεύει τα μαλλιά της, και μετά γυρίζει στο πλάι στηρίζοντας το
κεφάλι της στο χέρι της για να με κοιτάξει καλύτερα. «Σ' ευχαριστώ», μου λέει
με απροσδόκητη σοβαρότητα.
«Για ποιο πράγμα;» ρωτάω, μπερδεμένος από
την ξαφνική αλλαγή στον τόνο της.
«Που με κάνεις να νιώθω άνετα με τον εαυτό
μου. Που δε με κρίνεις. Που μ’ αφήνεις να είμαι ο εαυτός μου».
«Ο εαυτός σου είναι αυτό που αγαπάω, Κρινιώ
μου! Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς;» τη ρωτάω. Απλώνω το χέρι μου και της
χαϊδεύω απαλά το μάγουλο. «Και τώρα αντηλιακό», της εξηγώ, δείχνοντας το
μπουκαλάκι που έχω δίπλα μου. «Δε θέλουμε να καείς.»
Καθώς αρχίζω να απλώνω το αντηλιακό στους
ώμους και την πλάτη της, και μετά στα στήθη της—τρώγοντας σε αυτά αρκετά περισσότερη
ώρα απ’ όσο πραγματικά χρειαζόταν, sue
me!—νιώθω μια
απέραντη ευγνωμοσύνη να με πλημμυρίζει. Μπορεί το τέλος μου να ήταν στην επόμενη
στροφή αλλά τους τελευταίους μήνες η ζωή μου είχε γίνει όσο γεμάτη δεν είχε υπάρξει
τα προηγούμενα πενήντα-πέντε χρόνια.
Την αφήνω να κάνει τη λιαστή ντομάτα κι εγώ
πηγαίνω στην καμπίνα να ρίξω ένα σύντομο ύπνο. Γυρνάω προς το μικρό παράθυρο, το
νερό είναι δεν είναι είκοσι εκατοστά χαμηλότερα, και με το απαλό κούνημα του σκάφους
να με νανουρίζει, βυθίζομαι στην αγκαλιά του Μορφέα χωρίς να το καταλάβω.
Όταν ανοίγω πάλι τα μάτια μου είναι πλέον απόγευμα.
Βγαίνω έξω, η Κρινιώ μου έχει χυθεί κυριολεκτικά σε μια ξαπλώστρα τελείως γυμνή
και ακούει μουσική. Με βλέπει που βγαίνω έξω και μου χαμογελάει.
«Τζωρτζίνο μου ξύπνησες;»
«Για τα καλά!» της λέω καθώς ερεθίστηκα αστραπιαία
με το που την είδα.
«Σάτυρε!» μου κάνει γελώντας. «Ξέρεις τι σου
χρειάζεται;»
«Έχω μια καλή ιδέα!» της κάνω πονηρά και βάζει
τα γέλια.
«Βουτιά σε κρύο νερό σου χρειάζεται!» μου λέει
και πετάγεται όρθια και η κίνησή της… δε βοηθάει, αν με αντιλαμβάνεστε.
Το κρύο νερό πάντως, βοήθησε, να τα λέμε αυτά!
Η αίσθηση του να κολυμπάς γυμνός δεν συγκρίνεται με τίποτα. Εντάξει, μας πήρε σχεδόν
η νύχτα να κάνουμε βουτιές, πατητές, να πιτσιλάμε ο ένας τον άλλον, να κάνουμε αυτοσχέδιους
διαγωνισμούς στους οποίους εννοείται ότι ηττήθηκα κατά κράτος, με την Κρινιώ να
λάμπει σαν τον ήλιο από τον ενθουσιασμό της κι εγώ να νιώθω και πάλι ζωντανός. Ζωντανός
όσο δεν είχα νιώσει ποτέ.
Όταν ο ήλιος αρχίζει να γέρνει στη δύση,
επιστρέφουμε στο σκάφος. Ανοίγουμε το ψυγειάκι και βγάζουμε τους μεζέδες που είχε
ετοιμάσει από το πρωί η Κρινιώ. Καθόμαστε στην πλώρη, τυλιγμένοι με πετσέτες,
και απολαμβάνουμε το θέαμα του ηλιοβασιλέματος που βάφει τον ουρανό με
αποχρώσεις του πορτοκαλί και του ροζ, τρώμε το φαγητό μας και πίνουμε τις μπύρες
μας. Τρώμε αργά, απολαμβάνοντας κάθε μπουκιά και κουβεντιάζοντας για όλα και
για τίποτα, όπως κάνουν οι άνθρωποι όταν είναι πραγματικά χαλαροί.
Μετά το φαγητό, τυλιγμένοι και οι δύο με δύο
κουβερτάκια που σκέφτηκε να φέρει η Κρινιώ καθώς κάνει ψύχρα, ξαπλώνουμε αντίκρυ
στον πίσω καναπέ του καταστρώματος και χαζεύουμε και η δύο τον νυχτερινό ουρανό.
«Είναι απίστευτο πόσα πολλά αστέρια
υπάρχουν όταν είσαι μακριά από τα φώτα της πόλης», λέει η Κρινιώ, κοιτάζοντας
ψηλά με θαυμασμό.
«Νιώθω σαν να κολυμπάμε μέσα σε
αστερισμούς», της απαντώ, και είναι αλήθεια. Το ελαφρύ κούνημα του σκάφους στα
ήρεμα νερά, το σκοτεινό περίγραμμα του νησιού, ο έναστρος ουρανός—όλα
συνδυάζονται για να δημιουργήσουν μια αίσθηση πως αιωρούμαστε στο διάστημα.
«Κοίτα! Ένα πεφταστέρι!» αναφωνεί η Κρινιώ,
δείχνοντας με ενθουσιασμό. «Κάνε μια ευχή!»
«Η δική μου έχει πραγματοποιηθεί ήδη!» της λέω
χαμογελαστά.
«Όχι, να κάνεις κι άλλη!» μου λέει πεισματάρικα
και βάζω τα γέλια. Δεν εύχομαι για εμένα, εύχομαι για εκείνη. Να είναι δυνατή και
να με ξεπεράσει όσο πιο ανώδυνα γίνεται όταν πια δε θα είμαι εδώ.
«Τι ευχήθηκες;»
«Α, απαγορεύεται από τον κανονισμό να στην πω,
αλλιώς δε θα πιάσει!» της απαντάω κάνοντας χαβαλέ κι εκεί μου έρχεται ιδέα. «Κρινιώ,
ξέρεις να χορεύεις βαλς;»
«Ξέρεις εσύ;» με ρωτάει με βλέμμα γεμάτο έκπληξη.
Ναι, η αλήθεια είναι ότι δεν φαίνομαι για άνθρωπος που θα ήξερε ή και θα ήθελε να
χορέψει βαλς, αλλά τι να πω; Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις.
Αντί απάντησης σηκώνομαι, μαζεύω το
τραπεζάκι στα γρήγορα και το βάζω στην εσοχή του. Ανοίγω το κινητό μου, κι
ευτυχώς που αυτό που θέλω το έχω αποθηκευμένο, γιατί εννοείται ότι το σήμα που
έχουμε εκεί, μετά βίας φτάνει για τηλέφωνο… και αν! Της δίνω το χέρι μου και
σηκώνεται χαμογελαστή. Πατάω play και ο όρμος γεμίζει από τη μουσική του Πολυδούρη. Είναι το “The Orgy” από τον Κόναν.
Η Κρινιώ με κοιτάζει με έκπληξη καθώς οι
πρώτες νότες αγκαλιάζουν το σκάφος μας. Τα μάτια της λάμπουν στο φως του
φεγγαριού.
«Χορεύεις;» της ψιθυρίζω, ανοίγοντας τα
χέρια μου.
Δε χρειάζεται να απαντήσει. Έρχεται στην
αγκαλιά μου λες και εκεί ανήκει, λες και είμαστε δύο κομμάτια του ίδιου παζλ
που επιτέλους ενώνονται. Το χέρι μου βρίσκει τη θέση του στη μέση της, τόσο
λεπτή, τόσο ζεστή κάτω από τη μεταξένια ύφανση του φορέματός της. Το άλλο της
χέρι γλιστράει στο δικό μου, και τα δάχτυλά μας πλέκονται μεταξύ τους σαν να
συνομιλούν.
Αρχίζουμε να κινούμαστε. Το σώμα μου νιώθει
απρόσμενα ελαφρύ απόψε, λες και η μουσική ρέει μέσα από τα κόκκαλά μου και με
σηκώνει ψηλά. Οδηγώ τα βήματά μας, προσέχοντας τον περιορισμένο χώρο του
καταστρώματος, αλλά αυτό με κάνει να την κρατώ ακόμα πιο κοντά μου, κάτι που
καθόλου δε με πειράζει.
Ένα-δύο-τρία, ένα-δύο-τρία. Η μουσική του Πολυδούρη που είχε γραφτεί για τη σκηνή ενός οργιαστικού γεύματος στο άντρο του Thulsa Doom έχει ένα ρυθμό σχεδόν υπνωτικό, αλλά εμείς βρίσκουμε τον δικό μας μέσα της. Κοιτάζω την Κρινιώ και συνειδητοποιώ ότι έχω ξεχάσει τη θάλασσα, το σκάφος, τον όρμο—όλα εκτός από το πρόσωπό της που καθρεφτίζει το φως των αστεριών.
Το σκάφος κουνιέται ελαφρά με τα κύματα, αλλά αντί να με αποσταθεροποιεί, νιώθω σαν να μας βοηθάει—σαν να χορεύει κι αυτό μαζί μας. Το Δελφινοκόριτσο γίνεται ο τρίτος χορευτής μας, λικνίζοντάς μας απαλά στο ρυθμό του νερού, λες και η ίδια η φύση συμμετέχει στο βαλς μας, όχι σαν υπόβαθρο αλλά σαν παρτενέρ.
Καθώς η μουσική δυναμώνει, αισθάνομαι μια
παράξενη δύναμη να ξυπνά μέσα μου. Την περιστρέφω απαλά, βλέποντας το παρεό της
να ανοίγει σαν λουλούδι της θάλασσας, και όταν επιστρέφει στην αγκαλιά μου, η
έκφραση στο πρόσωπό της μου κόβει την ανάσα. Με κοιτάζει σαν να είμαι ο
ισχυρότερος άντρας στον κόσμο, σαν να μην υπάρχει αρρώστια και αδυναμία στο
σώμα μου, σαν να είμαι το μοναδικό πλάσμα που μπορεί να την κάνει να νιώσει
έτσι. Και εκείνη τη στιγμή, πιστεύω ότι μπορεί να είμαι.
Σε μια ξαφνική έξαρση του μουσικού θέματος,
βρίσκω τη δύναμη να τη σηκώσω ελαφρά από το κατάστρωμα. Η έκπληξη και η χαρά
στα μάτια της αξίζουν τον πόνο που ξέρω ότι θα νιώσω αύριο. Απλώνει τα χέρια
της σαν να πετάει, και για μια στιγμή γινόμαστε κάτι περισσότερο από δύο
άνθρωποι που χορεύουν—γινόμαστε η ενσάρκωση της ίδιας της στιγμής, αθάνατοι και
ελεύθεροι.
Δεν υπάρχει σύστημα υγείας εδώ, ούτε
γιατροί με σφιγμένα χείλη, ούτε χημειοθεραπείες και προγνώσεις. Υπάρχουμε μόνο
εμείς και η μουσική και τα αστέρια. Αναρωτιέμαι αν έτσι νιώθει η ελευθερία—όχι
ως απουσία περιορισμών, αλλά ως παρουσία σύνδεσης τόσο βαθιάς που κάνει τους
περιορισμούς ασήμαντους.
Την τραβώ πιο κοντά και πιο κοντά με κάθε
βήμα, μέχρι που τα μέτωπά μας ακουμπούν. Μπορώ να νιώσω την ανάσα της στο
πρόσωπό μου, ζεστή και γλυκιά, και αναρωτιέμαι αν μπορεί να νιώσει πόσο γρήγορα
χτυπάει η καρδιά μου—όχι από την κούραση, αλλά από το απλό γεγονός της ύπαρξής
της στην αγκαλιά μου.
Καθώς η μουσική πλησιάζει προς το τέλος
της, επιβραδύνουμε. Δεν είναι πια χορός με την τυπική έννοια, αλλά απλά δύο
σώματα που κινούνται μαζί, δύο καρδιές που χτυπούν στον ίδιο ρυθμό. Ο κόσμος
έξω από το μικρό μας καράβι θα μπορούσε να εξαφανιστεί, και δε θα το
παρατηρούσαμε.
«Σ’ αγαπώ,» της ψιθυρίζω, όχι γιατί είναι
κάτι που δεν ξέρει, αλλά γιατί οι λέξεις είναι ο μόνος τρόπος που έχω για να
εκφράσω το πώς νιώθω αυτή τη στιγμή.
Με τις τελευταίες νότες, την περιστρέφω μια
τελευταία φορά και μετά την τραβώ ξανά στην αγκαλιά μου, κλείνοντας αυτό τον
αυτοσχέδιο χορό με ένα φιλί. Η μουσική σταματά, αλλά εμείς παραμένουμε ακίνητοι
για πολλή ώρα ακόμα, αγκαλιασμένοι κάτω από τα αστέρια.
«Είσαι απίστευτος,» μου λέει κοιτάζοντάς με
στα μάτια δακρυσμένη. Το φεγγαρόφωτο αντανακλάται στα υγρά της μάτια, κάνοντάς
τα να λάμπουν σαν να περιέχουν ολόκληρους γαλαξίες. «Τζωρτζίνο μου… σ’ αγαπάω!»
μου λέει. Η φωνή της τρέμει ελαφρά, σαν η λέξη “αγαπάω” να είναι πολύ μικρή για
να χωρέσει όλα όσα προσπαθεί να εκφράσει.
Τραβιέται λίγο από την αγκαλιά μου και
κάνει χωνί τα χέρια της, σα να προσπαθεί να ακουστεί μέχρι τα πέρατα του
κόσμου. Ο τρόπος που στέκεται, με το πρόσωπο στραμμένο προς τον απέραντο ουρανό
και το σώμα της τεντωμένο προς τα αστέρια, μου θυμίζει αρχαία ιέρεια που
επικαλείται τους θεούς.
«Σ' ΑΓΑΠΑΩ! Σ' ΑΓΑΠΑΩ! Σ' ΑΓΑΠΑΩ» μου
φωνάζει με όλη τη δύναμη, όχι απλά της φωνής της, αλλά της ίδιας της της ψυχής.
Η έντασή της σπάει τη γαλήνη της νύχτας,
κάνοντας μερικά θαλασσοπούλια να πετάξουν τρομαγμένα από τις φωλιές τους στα
γύρω βράχια. Η φωνή της αντηχεί στα τοιχώματα του μικρού όρμου, επιστρέφοντας
σε κύματα που μοιάζουν να έρχονται από παντού—λες και ο ίδιος ο κόσμος
επιβεβαιώνει την αγάπη της.
Παρακολουθώ αυτό το ξέσπασμα αγάπης με ένα
δέος που μοιάζει να διαστέλλει το στήθος μου. Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να
είμαι τόσο τυχερός, να έχω κερδίσει την αγάπη ενός τέτοιου πλάσματος—τόσο
άγριου και ταυτόχρονα τόσο τρυφερού.
Η Κρινιώ μου πάντα ήταν αυθεντική, χωρίς
προσποιήσεις και μισόλογα, αλλά αυτή η στιγμή ξεπερνά κάθε συμβατική έκφραση
συναισθήματος. Είναι σαν η αγάπη της να είναι τόσο μεγάλη που δεν μπορεί πια να
συγκρατηθεί μέσα στα όρια των καθημερινών χειρονομιών και λέξεων.
Χώνεται στην αγκαλιά μου και πάλι και
αφήνεται. Το σώμα της τραντάζεται από δυνατούς λυγμούς που μοιάζουν να έρχονται
από κάποιο βαθύ, πρωταρχικό, μέρος μέσα της. Νιώθω τα δάκρυά της να διαποτίζουν
το κορμί μου, ζεστά σαν καλοκαιρινή βροχή. Τα χέρια της με αγκαλιάζουν τόσο
σφιχτά που σχεδόν δυσκολεύομαι να αναπνεύσω, αλλά δεν θα το άλλαζα για τίποτα σε
αυτόν τον κόσμο.
Την σφίγγω πάνω μου, και την αφήνω να
ξεσπάσει. Το σκάφος κουνιέται απαλά με τα κύματα, ρυθμικά σαν κούνια που
νανουρίζει ένα παιδί. Ο νυχτερινός αέρας έχει δροσίσει, αλλά ανάμεσά μας
υπάρχει μια θερμότητα που κανένα κρύο δεν μπορεί να διαπεράσει.
Δεν μιλάω, δεν προσπαθώ να της πουλήσω
ψεύτικη παρηγοριά, απλά είμαι εκεί και την αφήνω να βγάλει από μέσα της όλα όσα
κρατούσε. Ξέρω τι σημαίνει αυτό το κλάμα. Δεν είναι μόνο αγάπη—είναι και φόβος
και θλίψη και οργή για όσα δεν μπορούμε να αλλάξουμε. Είναι το κλάμα που
γεννιέται όταν η χαρά είναι τόσο δυνατή που γίνεται αβάσταχτη επειδή ξέρεις πως
είναι παροδική.
Μερικές φορές νομίζω ότι αυτή η γνώση είναι
πιο δύσκολη για εκείνη παρά για μένα. Εγώ θα φύγω και θα πάψω να πονάω. Εκείνη
θα μείνει πίσω, με αναμνήσεις και κενά και όνειρα που δεν προλάβαμε να ζήσουμε.
Η ανημποριά μου μπροστά σε αυτό το γεγονός είναι το πιο σκληρό κομμάτι όλης
αυτής της ιστορίας.
Καθώς οι λυγμοί της αρχίζουν να καταλαγιάζουν, αισθάνομαι τα δάχτυλά της να με σφίγγουν, σαν να προσπαθεί να με κρατήσει εδώ με την καθαρή δύναμη της θέλησής της. Χαϊδεύω απαλά τα μαλλιά της, που μυρίζουν θάλασσα και ήλιο και κουβαλάνε και εκείνη την αδιόρατη ευωδιά γιασεμιού που τη συνοδεύει από τότε που τη γνώρισα.
Ακόμα και αν ήξερα το δικό μου, το μέλλον
είναι κάτι που δεν υπάρχει. Η ζωή είναι στο παρόν, και σε αυτό το παρόν και για
όσο με βαστάνε τα ρημάδια τα πόδια μου θα είμαι εδώ. Μαζί της. Είναι περίεργο
πώς μερικές φορές χρειάζεται να έρθεις αντιμέτωπος με το τέλος για να
καταλάβεις πραγματικά αυτή την απλή αλήθεια.
Τα μάτια της είναι κόκκινα και πρησμένα και
τα χείλη της τρέμουν ακόμα λίγο. Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω δει κάτι πιο όμορφο. «Συγγνώμη,»
ψιθυρίζει με φωνή βραχνή από το κλάμα. «Δεν ήθελα να...» προσπαθεί να μου πει και
τη σταματώ, βάζοντας απαλά το δάχτυλό μου στα χείλη της.
«Ποτέ μη ζητάς συγγνώμη για το πώς
αισθάνεσαι,» της λέω σιγανά. «Ποτέ, σε κανέναν.»
Μένουμε έτσι, αγκαλιασμένοι κάτω από τη
νύχτα, ακούγοντας τη θάλασσα να χτυπάει απαλά στο κύτος του σκάφους και τον ήχο
της αναπνοής μας που σιγά-σιγά συγχρονίζεται. Υπάρχει μια παράξενη τελειότητα
σε αυτή τη στιγμή, μια αίσθηση ότι όλη η ζωή μου—κάθε πόνος, κάθε χαρά, κάθε
επιλογή και κάθε τυχαίο συμβάν—με οδήγησε ακριβώς εδώ, σε αυτό το σημείο, σε
αυτή τη γυναίκα, σε αυτή την αγάπη.
Και αν αυτή είναι η τελευταία ανάμνηση που
θα πάρω μαζί μου, σκέφτομαι, θα είναι αρκετή για όλη την αιωνιότητα. Ίσως η
αιωνιότητα να μην είναι τελικά το ατέλειωτο ξεδίπλωμα του χρόνου, αλλά μια μόνο
στιγμή—μια στιγμή τόσο πλήρης, τόσο γεμάτη στην εντέλειά της, που μπορεί να
συμπυκνώσει μέσα της ολόκληρο το νόημα μιας ζωής.
«Ώρα να πάρουμε τη …μαμά και τον …μπαμπά!» της
κάνω όταν με τα πολλά ηρεμεί πλήρως, κάνοντάς την να βάλει τα γέλια.
«Είσαι όργιο!» μου απαντάει και η νύχτα φωτίζεται
και πάλι από το χαμόγελο που επέστρεψε στο προσωπάκι της. Καταφέρνουμε με χίλια
ζόρια να πιάσουμε γραμμή με την τρίτη προσπάθεια και τους λέμε ότι έχουμε αράξει
σε ένα μικρό προστατευμένο όρμο και ότι θα περάσουμε τη νύχτα εκεί.
Έχει αρχίσει να κάνει ψύχρα για τα καλά, οπότε
πηγαίνουμε στην καμπίνα και χωνόμαστε κάτω από την κουβέρτα. Τα χέρια και τα πόδια
της είναι παγωμένα, και τα βάζει ανάμεσα στα δικά μου για να τα ζεστάνει. «Είσαι
η σόμπα μου!» μου δηλώνει χαχανίζοντας, όταν με είδε να δαγκώνομαι.
«Αφού δεν είπες ότι είμαι ο σούμπος σου, πάλι
καλά!» της κάνω χαβαλέ και βάζει τα γέλια, της είχα εξηγήσει τον όρο sub όταν προσπαθούσα να καταλάβω
τι είδους σχέση είχε με το Γιώργο, που δεν θα την έλεγες ακριβώς σχέση μεταξύ Dom και sub, αν και είχε αρκετά στοιχεία.
«Είσαι ο γέρο-παραλυμένος μπάρμπα-χίπης μου!»
μου απαντάει πονηρά και μου βάζει χέρι κάνοντάς με να τιναχτώ από το κρύο.
«Καλή τύχη τώρα!» της λέω και βάζει ακόμα πιο
δυνατά γέλια, ενώ το όργανό μου λες και προσπαθεί να χωθεί μέσα στο σώμα μου για
να γλιτώσει από το κρύο.
«Χα!» μου κάνει και χώνεται ύποπτα κάτω από
την κουβέρτα. Μου τραβάει το μποξεράκι προς τα κάτω και μερικές στιγμές αργότερα
νιώθω τα χείλη της να τυλίγονται στο όργανό μου, το οποίο παίρνει θάρρος και βγαίνει
από την κρυψώνα της. Δεν αντέχω, και το ρίχνω κι εγώ στο χαβαλέ.
«Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαιιιιιιιιιιιιιιιιιις»
τραγουδάω φάλτσα. «Να τη πετιέται, να τη πετιέται! Να τη, να τη, να τη πετιέται!»
τραγουδάω παράφωνα καταστρέφοντας τον ερωτισμό της στιγμής και με κίνδυνο να εισπράξω
καμιά δαγκωνιά όπως η Κρινιώ βάζει τα γέλια.
«Βρε θα κάτσεις ήσυχος να τρυγήσω το παραγινωμένο
σου κορμί;» με ρωτάει με το κεφάλι της να ξεπροβάλλει από την κουβέρτα.
«Θα με δείρεις κιόλας;» τη ρωτάω.
«ΚΑΙ θα σε δείρω!» μου λέει χαχανίζοντας και
μετά κάνει κατάδυση επιστρέφοντας στο θεάρεστο έργο της. Ναι, δεν είχε στο μυαλό
της να με …τρυγήσει με το στόμα. Σταματάει και ανεβαίνει προς τα πάνω. «Τσα!» μου
κάνει και δεν μπορώ να συγκρατήσω το χάχανό μου.
Σηκώνεται επιδεικτικά και πηγαίνει σε μια από
τις τσάντες που είχαμε κουβαλήσει μαζί και βγάζει το πακέτο με τα προφυλακτικά,
το οποίο δεν είχα ιδέα ότι είχε πάρει μαζί της.
«Των φρονίμων τα παιδιά, yada-yada-yada!» μου κάνει, με ξεσκεπάζει,
μου φοράει το προφυλακτικό, κάθεται πάνω μου και ξεκινάμε το ροντέο. Όρθιοι δεν
μπορούσαμε να κάτσουμε στην καμπίνα, αλλά για το lady on top αεροπλανικό που είχε η
Μεσσαλίνα μου στο νου, ο χώρος έφτανε και περίσσευε.
Την χουφτώνω δυνατά από τα στήθη και τσιμπάω
τις ρώγες της ακόμα πιο δυνατά, όπως ακριβώς της αρέσει, και εκεί διαπιστώνω ότι
η Κρινιώ μια χαρά μπορεί να φωνάξει όταν δεν υπάρχει κίνδυνος να ακουστούμε. Θα
μου πεις ούτε και στο σπίτι μου είχαμε τέτοιο κίνδυνο αλλά δεν την είχα ακούσει
ποτέ να ρίχνει άρια. Ποιος ξέρει, μπορεί η βάρκα να την ενέπνευσε περισσότερο!
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ!»
Θέλω να την κάνω να τελειώσει αλλά νιώθω ότι
δε θα αντέξω για περισσότερη ώρα, οπότε κάνω ένα έντεχνο διάλλειμα ζητώντας της
να αλλάξουμε στάση. Τη βάζω να ξαπλώσει μπρούμητα και βάζω ένα μαξιλάρι στην κοιλιά
της.
«ΑΑΑΑΧ ΝΑΙ!!! ΣΚΙΣΕ ΜΕ!» μου λέει, νομίζοντας
ότι θέλω να μπω στην πίσω πόρτα της. Ναι, δεν έχω ακριβώς αυτό στο μυαλό μου, οπότε
της κάνω έκπληξη και οδηγώ το όργανό μου προσεκτικά μπροστά της. «Μπήκες μπροστά!»
μου λέει νομίζοντας ότι έχω αστοχήσει.
«Μην ομιλείτε στον οδηγό, ξέρω πολύ καλά που
μπήκα!» της λέω και προς επίρρωση της χώνω και μια γερή στον αριστερό γλουτό.
«ΑΑΑΑΑΧ! ΑΣΤΟΧΗΣΕΣ ΑΣΤΟΧΗΣΕΣ ΑΣΤΟΧΗΣΕΣ!» μου
κάνει κουνώντας μου προκλητικά τον κώλο της για να τις ρίξω και άλλες, και σιγά
που θα αστοχήσει το Τσόρι, ειδικά με το στόχο που έχει κάνει tattoo στον αριστερό γλουτό
της. Το ξαπλωτό πισωκολλητά βέβαια δεν επιτρέπει σφαλιάρες και παραείμαι ψηλός για
να την πάρω στα τέσσερα χωρίς κίνδυνο να βρω στο χαμηλό ταβάνι, οπότε μπαίνω μέσα
της και όσες έφαγε, έφαγε!
Αφήνω το βάρος μου να πέσει πάνω της, και αυτό
που δεν μπορώ να κάνω με το κωλαράκι της σε αυτή τη στάση, το κάνω με τα στήθη της,
περνώντας και τα δυο μου χέρια από κάτω της και χουφτώνοντάς τη δυνατά, χωρίς να
σταματήσω να κινούμαι, και κάπου εκεί ξεκινάει ο δεύτερος γύρος άριας, και μπράβο
μου. Με τα χίλια ζόρια και σκεπτόμενος ότι πιο άκυρο μου έρχεται στο μυαλό για να
μην τελειώσω καταφέρνω να μην τελειώσω πριν τον οργασμό της.
«ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΓΙΩΡΓΟΟΟΟΟ ΓΙΩΡΓΟΟΟΟ ΑΑΑΑΑΧ ΓΙΩΡΓΟ
ΜΟΥΥΥΥΥΥ» φωνάζει δυνατά και κάπου εκεί αφήνω επιτέλους τον εαυτό μου. Πρέπει να
μου πήρε και είκοσι δευτερόλεπτα, για να νιώσω τις γνώριμες απανωτές εκρήξεις που
είναι τόσο δυνατές που νομίζω ότι θα διαλυθώ.
Κάθομαι για λίγο μέσα της ακίνητος μέχρι να
ηρεμίσω τελείως και μετά τραβιέμαι προσεκτικά. Ξαπλώνω στο πλάι ξέπνοος και η Κρινιώ,
χωρίς να γυρίσει, βάζει το χέρι της στο στέρνο μου και ακουμπάει πάνω μου το σαγόνι
της.
«Όχι, που θα μου γλίτωνες!» μου λέει με στόμφο,
κάνοντάς με να βάλω δυνατά γέλια.
«Δεν το είχα σκοπό,» της λέω χαμογελαστά, κάνοντας
στην άκρη μια τούφα από το μαλλί της που πέφτει στο πρόσωπό της.
Καθόμαστε για λίγες στιγμές έτσι, και μετά σηκώνομαι
για να πάω να πετάξω το προφυλακτικό, και τι καλά που πήγε το ξέπλυμα με το νυχτερινό
θαλασσινό νερό. Που να έμπαινα και όλος μέσα, παγάκι θα γινόμουν.
Η υπόλοιπη βραδιά κύλησε ήσυχα, όπως αυτές τα
τεμπέλικα βράδια μας, και η σιγανή, ρυθμική κίνηση του σκάφους στο νερό έκανε τη
σημερινή βραδιά χίλιες φορές καλύτερη και ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω.
Αυτό που κατάλαβα για τα καλά ήταν το πρωινό ξύπνημα… που θα το έλεγες και οργασμικό…
στην κυριολεξία. Η Κρινιώ είχε ξυπνήσει με ορέξεις και το ξύπνημα με βρήκε με το
κάτω κεφάλι μέσα στο στόμα της και το πάνω κεφάλι να προσπαθεί—ανεπιτυχώς—να μπουτάρει.
Και μπορεί
το πάνω κεφάλι να μη δούλευε ακόμα, αλλά το κάτω δεν είχε τέτοιους περιορισμούς,
πόσο μάλλον με την τέχνη που έχει το κορίτσι μου, και αν δε μου γύρισαν τα μάτια
ανάποδα τη στιγμή που τελείωνα, να μη με λένε Γιώργο. Και όχι τίποτε άλλο, αλλά
ήμουν σε ηλικία που νόμιζα ότι έχω απαλλαγεί από τις κατουρόκαυλες και είχα ξεχάσει
την υψηλή τεχνική να κατορθώσεις να κατουρήσεις με την τσουτσού να μην λέει να πέσει.
«Είδες τι μου κάνεις;» τη ρωτάω όταν μετά από
προσπάθεια τουλάχιστον είκοσι λεπτών καταφέρνω να αδειάσω την κύστη μου.
«Το πρωινό είναι το πιο σημαντικό γεύμα της
ημέρας!» μου απαντάει χωρίς ντροπή. «Χωρίς πρωτεΐνη θα με άφηνες;» Για τα τριών
ειδών καναπεδάκια που είχε φτιάξει, με bacon, με γαλοπούλα και με σολομό ούτε κουβέντα να πούμε!
Μετά το πρωινό, κάνουμε την πρώτη μας
βουτιά της ημέρας. Το νερό είναι ακόμα πιο κρυστάλλινο το πρωί, με την
αντανάκλαση του πρώτου φωτός να δημιουργεί υπνωτικά σχέδια στον βυθό. Η πρώτη
επαφή με τη θάλασσα μου κόβει την ανάσα—είναι δροσερή αλλά όχι κρύα, σαν μια
απαλή αφύπνιση που διώχνει και τα τελευταία ίχνη του ύπνου από πάνω μου. Αφήνω
το σώμα μου να βυθιστεί εντελώς και για λίγες στιγμές μένω εκεί, αιωρούμενος σε
αυτή την απόλυτη γαλήνη. Κάτω από το νερό, ο ήχος της αναπνοής μου μεγεθύνεται
και γίνεται το μοναδικό πράγμα που ακούω—ένας ρυθμικός, υπόκωφος ήχος που μου
θυμίζει πως είμαι ακόμα εδώ, πως ζω ακόμα.
Όταν βγαίνω στην επιφάνεια, βλέπω την
Κρινιώ λίγα μέτρα μακριά μου, με τα μαλλιά της να γυαλίζουν ασημένια στο πρωινό
φως. Μου γνέφει και βουτάει, και παρακολουθώ το περίγραμμά της καθώς κολυμπάει
με άνεση κάτω από το νερό, το σώμα της να στροβιλίζεται με χάρη που θα ζήλευε
και γοργόνα.
Περνάμε το πρωινό κολυμπώντας γύρω από το
νησί, ανακαλύπτοντας κρυμμένες γωνιές και μικρές παραλίες που φαίνεται να μην
έχουν πατήσει ανθρώπινα πόδια εδώ και καιρό. Κάθε βράχος, κάθε γωνιά έχει τη
δική της ιστορία να διηγηθεί. Σε ένα σημείο βρίσκουμε μια μικροσκοπική παραλία,
όχι μεγαλύτερη από ένα μικρό δωμάτιο, κρυμμένη πίσω από δύο ψηλούς βράχους. Η
άμμος είναι λευκή και απαλή, σχεδόν άθικτη.
«Κοίτα! Ανακαλύψαμε τη δική μας ιδιωτική
παραλία!» φωνάζει η Κρινιώ με ενθουσιασμό, βγαίνοντας από το νερό και
περπατώντας στην άμμο. «Είναι σαν να είμαστε οι πρώτοι άνθρωποι που πατάνε
εδώ!»
Την ακολουθώ, νιώθοντας μια παράξενη
συγκίνηση. Υπάρχει κάτι μαγικό στο να ανακαλύπτεις κρυμμένους θησαυρούς μαζί με
κάποιον που αγαπάς—σαν να δημιουργείς αναμνήσεις που ανήκουν μόνο σε εσάς τους
δύο.
Επιστρέφουμε στο νερό και συνεχίζουμε την
εξερεύνησή μας. Καθώς πλησιάζουμε ένα ρηχό σημείο με πεντακάθαρα νερά, η Κρινιώ
πιάνει μια χούφτα νερό και μου τη ρίχνει στο πρόσωπο, γελώντας με ένα τρόπο που
μοιάζει να έρχεται από τα παιδικά της χρόνια—καθαρό, αθώο, ανέμελο.
«Για να ξυπνήσεις καλύτερα!» μου λέει, με
τα μάτια της να αστράφτουν σκανταλιάρικα.
«Α, έτσι ε;» της απαντώ, αισθανόμενος μια
ξαφνική έκρηξη παιδιάστικου ενθουσιασμού. «Πόλεμος!»
Ξεκινάμε και πετάμε ο ένας νερό στον άλλον με ενθουσιασμό που θα έκανε και πιτσιρικάδες να μας ζηλέψουν. Πιτσιλιές, φωνές, γέλια που αντηχούν σε όλο τον μικρό κόλπο. Για λίγο, ξεχνάω εντελώς. Ξεχνάω την αρρώστια, τις θεραπείες, τους πόνους, τους γιατρούς με τις σφιγμένες εκφράσεις, τις στατιστικές και τις προγνώσεις. Υπάρχουν μόνο το νερό, ο ήλιος, και η Κρινιώ με το γέλιο της που μου γεμίζει την καρδιά.
Κάποια στιγμή βρίσκω την ευκαιρία να τη
βουτήξω ολόκληρη, πιάνοντάς την από τη μέση και τραβώντας την κάτω από το νερό
μαζί μου. Όταν ξαναβγαίνουμε στην επιφάνεια, είμαστε και οι δύο λαχανιασμένοι,
αλλά δεν έχει σταματήσει να γελάει.
«Αυτό ήταν άδικο!» μου λέει, πιτσιλώντας με
ξανά.
«Στον πόλεμο και στον έρωτα όλα
επιτρέπονται, δεν το έχεις ακούσει;» της απαντώ, τραβώντας την κοντά μου για
ένα υγρό φιλί.
Όταν τελικά κουραζόμαστε από το παιχνίδι,
επιστρέφουμε στο σκάφος για να ξεκουραστούμε λίγο και να φάμε κάτι. Η Κρινιώ
ξετυλίγει τα σάντουιτς που είχε ετοιμάσει από το βράδυ και ανοίγει ένα θερμός
με παγωμένο τσάι. Τρώμε αργά, απολαμβάνοντας τη στιγμή, κουβεντιάζοντας για όλα
και για τίποτα, όπως κάνουν οι άνθρωποι όταν ο χρόνος δεν τους πιέζει.
Το μεσημέρι, καθώς ο ήλιος αρχίζει να
γέρνει ελαφρά προς τη δύση, της προτείνω να επισκεφτούμε ξανά τη σπηλιά πριν
ξεκινήσουμε για την επιστροφή. Η ιδέα την ενθουσιάζει, και σύντομα βρισκόμαστε
να κολυμπάμε προς την είσοδο της σπηλιάς. Οι αχτίδες του ήλιου τρυπούν το νερό
σε συγκεκριμένες γωνίες, δημιουργώντας φωτεινές δέσμες που διαπερνούν το βάθος
σαν προβολείς. Το νερό μοιάζει τώρα βαθύ μπλε με χρυσαφένιες ανταύγειες, σαν το
πιο πολύτιμο ζαφείρι στον κόσμο.
Κολυμπάμε μαζί, χέρι-χέρι, μέσα στο
φωτισμένο νερό της σπηλιάς. Υπάρχει μια αίσθηση ιερότητας σε αυτή την επίσκεψη,
σαν να εκτελούμε ένα είδος τελετουργίας, ένα γαλήνιο αποχαιρετισμό σε αυτό το
μαγικό μέρος που μας φιλοξένησε. Καθώς κολυμπάμε βαθύτερα μέσα στη σπηλιά, ο
κόσμος έξω φαίνεται να απομακρύνεται, να διαλύεται. Εδώ μέσα, ο χρόνος έχει μια
διαφορετική ποιότητα—ρέει πιο αργά, πιο γλυκά.
Μοιραζόμαστε ένα σιωπηλό φιλί μέσα στη
μαγική ατμόσφαιρα της σπηλιάς, ένα φιλί που μοιάζει να σφραγίζει μια υπόσχεση
που δεν χρειάζεται λόγια για να εκφραστεί. Καθώς το απόγευμα προχωρά,
αποφασίζουμε ότι είναι ώρα να ξεκινήσουμε για την επιστροφή. Κολυμπάμε αργά
πίσω στο σκάφος, σαν να θέλουμε να καθυστερήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο
την αναχώρησή μας.
Η Κρινιώ βάζει μπρος τη μηχανή και σηκώνει
την άγκυρα, πάντα με άνεση και σιγουριά. Υπάρχει κάτι υπέροχα ελκυστικό στο να
βλέπω πώς χειρίζεται το σκάφος—η αυτοπεποίθησή της, η ικανότητά της, ο τρόπος
που το σώμα της συντονίζεται με τις κινήσεις του σκάφους, σαν να αποτελούν μια
ενιαία οντότητα.
Καθώς απομακρυνόμαστε, κοιτάζω πίσω τη
Χύτρα που σιγά-σιγά μικραίνει στον ορίζοντα. Προσπαθώ να αποτυπώσω κάθε
λεπτομέρεια στη μνήμη μου—το σχήμα του νησιού κόντρα στον απογευματινό ουρανό,
τα χρώματα της θάλασσας που αλλάζουν από τιρκουάζ σε σκούρο μπλε καθώς
βαθαίνει, τα σύννεφα που αρχίζουν να πιάνουν ροζ και χρυσές αποχρώσεις από τον
ήλιο που χαμηλώνει. Αναρωτιέμαι πόσες τέτοιες εικόνες μπορεί να κρατήσει ο
ανθρώπινος νους και πόσο ζωντανές παραμένουν με το πέρασμα του χρόνου.
Το ταξίδι της επιστροφής είναι γαλήνιο, με
τον ήλιο να χαμηλώνει σιγά-σιγά πίσω μας, βάφοντας με χρυσαφένιες πινελιές τα
κύματα που αφήνει το σκάφος μας. Κάθομαι δίπλα στην Κρινιώ στο τιμόνι,
μοιραζόμενος μαζί της αυτές τις τελευταίες στιγμές της εκδρομής μας. Μιλάμε για
το τι μας άρεσε περισσότερο, για το πώς θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε σύντομα,
ίσως να φέρουμε και τους γονείς της την επόμενη φορά.
Υπάρχει μια γλυκιά μελαγχολία στο να
κάνουμε σχέδια για το μέλλον, γνωρίζοντας ότι πολλά από αυτά ίσως να μην
πραγματοποιηθούν ποτέ. Αλλά υπάρχει και μια μικρή χαρά στο ίδιο το σχεδιασμό—στο
όνειρο του "ίσως", στην προσδοκία του "μια μέρα". Και ποιος
ξέρει; Οι γιατροί έχουν βγει λάθος και πριν.
Όταν φτάνουμε στο Διακόφτι, ο ήλιος έχει
σχεδόν δύσει, βάφοντας τον ουρανό με αποχρώσεις του πορτοκαλί και του ροζ.
Δένουμε το σκάφος και ξεφορτώνουμε τα πράγματά μας. Νιώθω κουρασμένος αλλά με
έναν τρόπο που δεν είχα νιώσει εδώ και καιρό—μια ευχάριστη, ικανοποιητική
κούραση από στιγμές καλά περασμένες. Είναι η κούραση που έρχεται από το ζειν,
όχι από το επιβιώνειν.
Η Κρινιώ πετάγεται να φέρει το αυτοκίνητο
και πάμε στο βενζινάδικο με τα μπιτόνια για να συμπληρώσουμε τη βενζίνη που
κάψαμε στο ταξίδι. Είναι μια απλή, καθημερινή δραστηριότητα, αλλά ακόμα και
αυτή έχει μια γλυκιά οικειότητα—τα μικρά πράγματα που μοιράζεσαι με κάποιον που
αγαπάς γίνονται κι αυτά μέρος της ιστορίας σας.
«Λοιπόν, πώς σου φάνηκε;» με ρωτάει η
Κρινιώ καθώς περιμένουμε το πρώτο μπιτόνι να γεμίσει. Φοράει ακόμα το μαγιό της
με ένα απλό φόρεμα από πάνω, τα μαλλιά της στεγνώνουν στον αέρα σχηματίζοντας
αλμυρές μπούκλες, και το δέρμα της έχει πάρει ένα ελαφρύ χρυσαφένιο τόνο από
τον ήλιο. Ποτέ δεν μου έχει φανεί πιο όμορφη.
«Μπροστά στη Χύτρα της μάγισσάς μου δεν
πιάνουν μπάζα όλες οι Disneyland του κόσμου μαζί!» της απαντώ με απόλυτη πεποίθηση.
Και το εννοώ. Η πραγματική ευτυχία δεν
κρύβεται σε επιβλητικά κάστρα και τεχνητές εμπειρίες. Κρύβεται σε αυτές τις
μικρές, αληθινές στιγμές—στο κρυστάλλινο νερό της Χύτρας, στο γέλιο της Κρινιώς
καθώς με πιτσιλάει, στην αίσθηση του αέρα στο πρόσωπό μας καθώς το σκάφος
σκίζει τα κύματα, στη μαγική γαλήνη της σπηλιάς, στην κούραση που νιώθουμε
τώρα. Κρύβεται στην αυθεντικότητα των εμπειριών που μοιραζόμαστε και στον τρόπο
που μας συνδέουν με τον κόσμο και τον έναν με τον άλλον.
Η Κρινιώ χαμογελάει, και σε αυτό το χαμόγελο βλέπω την αντανάκλαση όλων όσων νιώθω—την ευγνωμοσύνη για τη μέρα που περάσαμε, τη χαρά της κοινής μας εμπειρίας, και την αγάπη που κάνει όλα αυτά να έχουν νόημα.
18. Το καρουζέλ
Ήταν χωρίς υπερβολή οι καλύτερες διακοπές
που έχω κάνει στη ζωή μου, δεν μας έκανε καρδιά να φύγουμε από τα Κύθηρα.
Στεκόμαστε όλοι στην αυλή του σπιτιού, οι βαλίτσες ήδη φορτωμένες στο
αυτοκίνητο, η ώρα της αναχώρησης να πλησιάζει αδυσώπητα. Για την ακρίβεια η
Κρινιώ μπορούσε να κάτσει και άλλο, μέχρι που θα ξεκινούσαν τα μαθήματα της
σχολής της, αλλά δεν ήθελε να με αφήσει μόνο μου.
Η Κρινιώ στέκεται μπροστά στη μητέρα της
και τον Παύλο, με τους ώμους ελαφρώς πεσμένους και το βλέμμα χαμηλωμένο. Τα
δάχτυλά της παίζουν νευρικά με το μπρελόκ των κλειδιών της. Σηκώνει το κεφάλι
της και προσπαθεί να χαμογελάσει, αλλά το χαμόγελο δεν φτάνει στα μάτια της.
«Ουφ, θα μου λείψετε,» λέει μελαγχολικά
στην Αγγελική και τον Παύλο, η φωνή της ελαφρώς τρεμάμενη. Αγκαλιάζει πρώτα τη
μητέρα της σφιχτά, κρύβοντας για μια στιγμή το πρόσωπό της στον ώμο της.
Η Αγγελική τη χαϊδεύει τρυφερά στα μαλλιά,
όπως όταν ήταν μικρή. «Κι εμείς θα σε πεθυμήσουμε, κορίτσι μου,» της λέει με
ζεστασιά. Έπειτα την κρατάει από τους ώμους και την κοιτάζει στα μάτια με έναν
τόνο αισιοδοξίας στη φωνή της. «Τέλος Οκτώβρη θα έρθω και θα κάτσω μια εβδομάδα
μαζί σας αν με θέλετε, στο υπόσχομαι!»
«Φιρί-φιρί το πας ν' ακούσεις κανένα
γαλλικό!» της απαντάω με πειρακτικό ύφος, κλείνοντας το μάτι στον Παύλο που
προσπαθεί να συγκρατήσει το γέλιο του.
Η Αγγελική βάζει τα γέλια, με το πρόσωπό
της να φωτίζεται. «Είσαι αδιόρθωτος!» μου λέει, χτυπώντας με παιχνιδιάρικα στον
ώμο.
Η Κρινιώ σκουπίζει ένα δάκρυ που έχει
κυλήσει στα μάτια της και η Αγγελική την χαϊδεύει τρυφερά. «Στο υπόσχομαι,»
επαναλαμβάνει η Αγγελική, κάνοντας το σταυρό της στο στήθος.
Ο Παύλος πλησιάζει την Κρινιώ και της
σφίγγει το χέρι με ζεστασιά. «Θα φροντίσω εγώ να κρατήσω το λόγο της,» της λέει
με σοβαρότητα που αντιτίθεται με το χαμόγελο στα μάτια του.
«Να ανέβεις κι εσύ,» του κάνω. «Δόξα τω Θεώ
το σπίτι είναι μεγάλο, όλοι οι καλοί χωράνε! Βέβαια θα χρειαστεί να πετάξουμε
κανένα μαξιλάρι!» συμπληρώνω και βάζουν και οι τρεις τα γέλια.
Η Κρινιώ τον αγκαλιάζει σφιχτά. «Σ'
ευχαριστώ που φροντίζεις τη μαμά,» του ψιθυρίζει.
Γυρνάω προς την Κρινιώ, με μια ιδέα που
τριγυρίζει στο μυαλό μου. Δαγκώνω το χείλος μου διστακτικά, ξέροντας ότι η
πρότασή μου ίσως δεν γίνει καλά δεκτή, αλλά αισθάνομαι την ανάγκη να την κάνω. «Κρινιώ
μου, γιατί δεν κάθεσαι εδώ μέχρι να αρχίσουν τα μαθήματά σου;» της λέω απαλά,
τα χέρια μου μέσα στις τσέπες για να κρύψω την αμηχανία μου. «Έχεις ακόμα τρεις
εβδομάδες. Θα μπορούσες να απολαύσεις λίγο ακόμα αυτή τη γαλήνη.»
Η έκφραση της Κρινιώς αλλάζει ακαριαία. Τα
μάτια της στενεύουν και μια σκιά περνάει από το πρόσωπό της. Κάνει ένα βήμα
μπροστά και με χτυπάει στη μύτη με το δάχτυλό της—ένα γερό και καθόλου
παιχνιδιάρικο τσίμπημα που με κάνει να τραβηχτώ προς τα πίσω.
«Ξέρω κι εγώ γαλλικά,» μου κάνει
προσπαθώντας να αστειευτεί, αλλά η ματιά της πετάει κεραυνούς.
Σταυρώνει τα χέρια στο στήθος της και το
σαγόνι της σφίγγεται, αυτή η χαρακτηριστική στάση που παίρνει όταν έχει πάρει
μια αμετάκλητη απόφαση. Ένας μήνας για τον περισσότερο κόσμο δεν ήταν τίποτα,
αλλά για τους δυο μας ήταν πολυτέλεια που δεν είχαμε—δεν μου έμεναν και πολλοί
από δαύτους. Το πέταξα χωρίς να το σκεφτώ καν.
Δεν επέμεινα περισσότερο, μπορεί η Κρινιώ
να ήταν δοτική και υποχωρητική αλλά εκεί που τραβούσε γραμμή δεν πέρναγες το
Θεό μπάρμπα να είχες. Και σε αυτό το θέμα, η γραμμή της ήταν ξεκάθαρη σαν την
αυγή πάνω από το Αιγαίο.
Η Αγγελική μας δίνει ένα πακέτο προσεκτικά
τυλιγμένο. «Για το δρόμο,» λέει απλά, και ο τρόπος που το λέει με κάνει να
υποψιάζομαι ότι περιέχει πολύ περισσότερα από μπισκότα.
«Ευχαριστούμε, μαμά,» λέει η Κρινιώ,
παίρνοντας το πακέτο και φιλώντας τη μητέρα της στο μάγουλο. «Και να προσέχετε
κι εσείς.»
«Εδώ είναι παράδεισος, τι να πάθουμε;» λέει
ο Παύλος, απλώνοντας τα χέρια του προς τον απέραντο γαλάζιο ουρανό.
Ο ήλιος λάμπει πάνω από τα Κύθηρα καθώς
περπατάμε προς το αυτοκίνητο, αφήνοντας πίσω μας αυτό το μικρό καταφύγιο
ευτυχίας. Γυρίζω μια τελευταία φορά και κοιτάζω το τοπίο, προσπαθώντας να
χαράξω στη μνήμη μου κάθε λεπτομέρεια. Η Κρινιώ πιάνει το χέρι μου και το
σφίγγει δυνατά.
«Θα ξανάρθουμε,» μου λέει με μια σιγουριά
που εύχομαι να μπορούσα να μοιραστώ.
Της χαρίζω ένα χαμόγελο και πιάνοντας το
μεταφορέα της Λίζι το βάζω στο πίσω κάθισμα και μπαίνω στο αυτοκίνητο στη θέση
του συνοδηγού, παίρνοντας μαζί μου τις μυρωδιές, τους ήχους και τις εικόνες
αυτού του παραδείσου, ένας θησαυρός αναμνήσεων που κανείς δεν μπορεί να μου
πάρει.
Στο καράβι την κρατάω αγκαλιά καθώς
ξεμακραίνουμε από τα Κύθηρα. Η καρδιά μου σφίγγεται στη σκέψη ότι αυτή μπορεί
να είναι και η τελευταία φορά που τα βλέπω. Κρατάω τις σκέψεις μου βαθιά μέσα
μου, η Κρινιώ αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά ευάλωτη και δε θέλω να την κάνω
να νιώσει ακόμα χειρότερα. Και όχι τίποτε άλλο αλλά έχω και τις εξετάσεις σε λίγες
μέρες για να δούμε που βρισκόμαστε.
…
Οι τρεις μέρες των εξετάσεων ήταν ένας
μαραθώνιος σωματικής και ψυχικής εξάντλησης. Ξεκίνησα με την αξονική—πάντα η
χειρότερη. Η Κρινιώ καθόταν στην αίθουσα αναμονής, με ένα βιβλίο που δεν άνοιξε
ποτέ, ενώ εγώ ξάπλωνα στο παγωμένο μηχάνημα. Το κοντράστ έκαιγε τις φλέβες μου
καθώς διέτρεχε το σώμα μου, προκαλώντας εκείνη την περίεργη αίσθηση που πάντα
με κάνει να νομίζω ότι θα κατουρηθώ πάνω μου.
Ήξερα πια τη διαδικασία απ' έξω—πότε να
κρατήσω την ανάσα μου, πότε να περιμένω το κάψιμο, πότε θα ακούσω την απρόσωπη
φωνή από το μεγάφωνο. Η μαγνητική ήταν ευκολότερη, αν εξαιρέσεις τον
εκκωφαντικό θόρυβο και την κλειστοφοβία. Οι αιματολογικές ήταν πια απλώς μια
τυπική διαδικασία πια—τόσες φλεβοκεντήσεις έχω κάνει που οι φλέβες μου μοιάζουν
με χάρτη δρόμων σε κακή κατάσταση.
Το χειρότερο ήταν η αναμονή μετά. Τρεις
μέρες που κυλούσαν με τον ρυθμό της χελώνας. Δεν υπάρχει τίποτα πιο βασανιστικό
από το να περιμένεις να μάθεις αν το σώμα σου συνεχίζει να σε προδίδει ή αν σου
έδωσε μια μικρή ανακωχή και το μυαλό σου να γυρνάει συνέχεια στο ίδιο σημείο:
τι θα δείξουν αυτή τη φορά; Πόσο χρόνο έχω ακόμα;
Τα βράδια, όταν η Κρινιώ κοιμόταν, καθόμουν
στη μικρή βεράντα του πάνω ορόφου μόνος, κοιτάζοντας τα αστέρια και
προσπαθώντας να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι ίσως τα αποτελέσματα να ήταν
χειρότερα από την προηγούμενη φορά. Οι ώρες της αναμονής είναι οι ώρες που σε
φέρνουν αντιμέτωπο με την πιο σκληρή αλήθεια: ότι δεν έχεις κανέναν έλεγχο.
Το πρωί της συνάντησης με τον Νίκο, η
Κρινιώ προσπάθησε να με πείσει να φάω πρωινό, αλλά το στομάχι μου ήταν δεμένο
κόμπος. Στο αυτοκίνητο, ενώ οδηγούσε εκείνη, έπιασα τον εαυτό μου να μετράει τα
κόκκινα φανάρια, τις στροφές, τους πεζούς που διασταυρώναμε—οτιδήποτε για να μη
σκέφτομαι.
Στην αίθουσα αναμονής, περιμέναμε μόνο δέκα
λεπτά, αλλά φάνηκαν σαν αιώνες. Όταν ακούσαμε το όνομά μου από τη γραμματέα,
σηκώθηκα με τα πόδια μου να μοιάζουν φτιαγμένα από μολύβι. Η Κρινιώ σηκώθηκε
μαζί μου, αχώριστη, ο φύλακας άγγελός μου, έτοιμη να δεχτεί μαζί μου ό,τι νέα
και αν υπήρχαν.
Ο Νίκος κάθεται στην άλλη πλευρά του
γραφείου του, τα δάχτυλά του πλεγμένα μπροστά του. Το δερμάτινο κάθισμά του
τρίζει ελαφρά καθώς μετακινείται, ένας ήχος που ηχεί υπερβολικά δυνατός στο
σχεδόν αποστειρωμένο γραφείο. Οι φάκελοι με τις εξετάσεις μου είναι απλωμένοι
μπροστά του, όλα αυτά τα χαρτιά που κρατούν στοιχεία για τη ζωή μου όπως ένα
ημερολόγιο ενός πολέμου που μαίνεται μέσα στο σώμα μου.
Δεν μας κρατάει πολύ σε αγωνία—μας ξέρει
πια καλά. Ξέρει πώς κάθε λεπτό αναμονής μοιάζει με αιωνιότητα, πώς κάθε
δευτερόλεπτο σιωπής γεμίζει με χιλιάδες σενάρια στο μυαλό μας, τα περισσότερα
ζοφερά. Γέρνει προς τα εμπρός και με κοιτάζει σοβαρά, αλλά τα μάτια του έχουν
αυτή τη ζεστασιά που αφήνει μια χαραμάδα ελπίδας να περάσει. Το δάχτυλό του
χτυπά απαλά στο χαρτί που έχει μπροστά του, σε έναν ρυθμό που μοιάζει σχεδόν να
δίνει έμφαση σε κάθε λέξη που ακολουθεί.
«Γιώργο, οι εξετάσεις σου είναι πολύ
ενθαρρυντικές.»
Η φράση αιωρείται στον αέρα για ένα
δευτερόλεπτο. Νιώθω την Κρινιώ δίπλα μου να παγώνει, το σώμα της τεντωμένο σαν
χορδή. Ακούω την ανάσα της να κόβεται. Τα δικά μου πνευμόνια μοιάζουν να έχουν
ξεχάσει πώς λειτουργούν.
«Δεν έχουμε νέες εστίες, οι παλιές δείχνουν
σταθερές και οι δείκτες σου έχουν πέσει.»
Ο Νίκος διαλέγει προσεκτικά τις λέξεις του.
Τον γνωρίζω πια αρκετά καλά για να καταλαβαίνω τι δε λέει: δεν υπάρχει ίαση,
δεν υπάρχει θαύμα. Δεν είναι αυτό που λένε “καθαρές εξετάσεις.” Αλλά το βλέμμα
του έχει κάτι που δεν έχω ξαναδεί εδώ και πολύ καιρό—μια μικρή σπίθα
ικανοποίησης, ίσως ακόμα και έκπληξης.
«Αυτό, δεδομένων των συνθηκών, το λες και
επιτυχία.»
Δεν μιλάω. Δε βγαίνει ήχος. Μια ζεστή
αίσθηση απλώνεται από το κέντρο του σώματός μου, σαν ένα μικρό φωτάκι που
ανάβει μετά από πολύ καιρό. Το στομάχι μου, που ήταν σφιγμένο απ' το πρωί—που
είναι σφιγμένο εδώ και μήνες, για να είμαι ειλικρινής—χαλαρώνει για πρώτη φορά.
Είναι σαν κάποιος να έλυσε έναν κόμπο βαθιά μέσα μου, έναν κόμπο που είχα
σχεδόν ξεχάσει ότι υπάρχει.
Δίπλα μου, η Κρινιώ μου πιάνει το χέρι. Το
αρπάζει, για την ακρίβεια, σαν να πέφτει και αναζητά στήριγμα. Τα δάχτυλά της
τρέμουν ελαφρά. Το δέρμα της είναι ψυχρό και αφύσικα υγρό. Σκύβω και της ρίχνω
μια ματιά—χαμογελά, αλλά τα μάτια της είναι υγρά, γεμάτα δάκρυα που παλεύει να
συγκρατήσει. Τα χείλη της τρεμοπαίζουν σε μια προσπάθεια να διατηρήσει τον
έλεγχο.
«Δηλαδή…;» ψιθυρίζω.
Η φωνή μου βγαίνει βραχνή, σχεδόν άγνωστη
στα αυτιά μου. Φοβάμαι να το πω, σαν να είναι εύθραυστο το καλό νέο και θα το
ραγίσω αν το αρθρώσω. Σαν να υπάρχει κάπου ένας κανόνας που λέει πως αν χαρείς
πολύ ή ελπίσεις πολύ, το σύμπαν θα βιαστεί να σε διαψεύσει. Έχω περάσει τόσους
μήνες προετοιμάζοντας τον εαυτό μου για τα χειρότερα που σχεδόν νιώθω ένοχος
που αισθάνομαι αυτή τη μικρή έκρηξη ανακούφισης.
Ο Νίκος χαμογελά αχνά. Υπάρχει κάτι πατρικό
στην έκφρασή του, αν και πρέπει να είναι το πολύ πέντε χρόνια μεγαλύτερός μου.
Ίσως είναι επειδή έχει δει τόσο πολλούς ανθρώπους να περνάνε από αυτό το
γραφείο, σε τόσο διαφορετικά στάδια ελπίδας, απόγνωσης, αποδοχής.
«Δηλαδή περνάμε στη φάση συντήρησης.»
Η λέξη “συντήρηση” ποτέ δεν ακούστηκε τόσο
όμορφη. Ήταν πάντα εκεί, ένα άπιαστο στάδιο που όλοι ανέφεραν αλλά κανείς δεν
τολμούσε να μου υποσχεθεί. Ήταν πάντα “ίσως μια μέρα” και “αν όλα πάνε καλά.”
Τώρα είναι εδώ, μπροστά μου, απτή σαν το χέρι της Κρινιώς μέσα στο δικό μου.
«Σταματάμε την ενδοφλέβια, συνεχίζουμε μόνο
με capecitabine σε χαμηλή δόση, να κρατήσουμε το τέρας κοιμισμένο όσο γίνεται.»
Το “τέρας.” Έτσι το αποκαλεί πάντα. Ποτέ “όγκος”
ή “καρκίνος” όταν μιλάει μαζί μου—πάντα “το τέρας.” Γιατί, αν μη τι άλλο, αυτό ακριβώς
είναι· ένα τέρας που με τρώει κομμάτι-κομμάτι.
«Θα έχεις μεγαλύτερα διαλείμματα, λιγότερες
παρενέργειες.»
Λιγότερη ναυτία. Λιγότερος πόνος. Λιγότερη
εξάντληση. Περισσότερες μέρες που θα νιώθω σαν άνθρωπος και όχι σαν ένα
κουρασμένο, άδειο δοχείο. Η σκέψη είναι σχεδόν μεθυστική.
«Αν όλα πάνε καλά, αυτή η σταθερότητα
μπορεί να κρατήσει μήνες.»
Μήνες. Όχι βδομάδες. Όχι μέρες. Μήνες.
Χρόνος. Το ακριβότερο νόμισμα στον κόσμο μου. Νιώθω τα μάτια μου να τσούζουν.
Η Κρινιώ σφίγγει το χέρι μου τόσο δυνατά
που σχεδόν με πονάει. Τα νύχια της μπήγονται στο δέρμα μου, αλλά δε με νοιάζει.
Πίσω από αυτό τον πόνο κρύβεται μια απέραντη αγάπη, μια απόγνωση να κρατηθεί
από κάτι πραγματικό σε μια στιγμή που μοιάζει ονειρική. Τη νιώθω να συγκρατεί
την ανάσα της, σαν να φοβάται ότι η παραμικρή κίνηση θα διαλύσει αυτή τη
στιγμή.
Τα μάτια του Νίκου πηγαίνουν από εμένα στην
Κρινιώ και πίσω. Υπάρχει μια σιωπηλή κατανόηση στο βλέμμα του. Βλέπει
περισσότερα από δύο ανθρώπους που παλεύουν με μια ασθένεια—βλέπει μια ιστορία
αγάπης στα όρια του χρόνου, μια ιστορία που ίσως μόλις κέρδισε λίγα παραπάνω
κεφάλαια.
Τη γυρνάω προς το μέρος μου και την
κοιτάζω. Τα μάτια της, με κοιτάζουν με μια έκφραση που δεν μπορώ να περιγράψω.
Είναι φόβος ανακατεμένος με ελπίδα, πόνος μπλεγμένος με χαρά, αγωνία και
ανακούφιση σε ένα μείγμα που μόνο όσοι έχουν σταθεί στο χείλος της αβύσσου
μπορούν να καταλάβουν.
«Τα καταφέραμε μέχρι εδώ,» της λέω σιγανά,
σχεδόν έκπληκτος. «Έχει κι άλλους γύρους το καρουζέλ!» συνεχίζω με φωνή που τρέμει.
Η Κρινιώ με κοιτάζει δακρυσμένη, τα μάτια της τρέχουν. Η ανακούφιση την κατακλύζει σαν κύμα που δεν μπορεί πια να συγκρατήσει. Γέρνει το κε-φάλι της στον ώμο μου. Τυλίγω το χέρι μου γύρω της και νιώθω την υγρασία των δακρύων της να διαπερνά το πουκάμισό μου.
«Τα καταφέραμε Τζωρτζίνο μου…» μου ψιθυρίζει.
Δεν είναι νίκη. Δεν είναι τέλος. Αλλά είναι
κάτι που κανείς δεν περίμενε—μια αναβολή, μια ανάσα, ένας χώρος να υπάρξουμε
χωρίς το μαύρο σύννεφο να κρέμεται τόσο χαμηλά πάνω από τα κεφάλια μας. Είναι η
λέξη “μέλλον” να αποκτά ξανά κάποιο νόημα, έστω και περιορισμένο.
Ο Νίκος, με τη διακριτικότητα που μόνο η
μακρά εμπειρία δίνει, κάνει ότι τακτοποιεί κάποια χαρτιά και μας αφήνει για
λίγο στη σιωπή, σαν να ξέρει πως αυτό το μικρό κομμάτι ανακούφισης έχει αξία
μεγαλύτερη από οτιδήποτε άλλο μπορούσε να μας πει εκείνη τη στιγμή.
Μένουμε έτσι, αγκαλιασμένοι, ακίνητοι, μέσα
σε ένα γραφείο που έχει δει χιλιάδες ιστορίες σαν τη δική μας, άλλες με
χαρούμενο τέλος, άλλες όχι. Αν και ξέρω την τελική κατάληξη της δικής μας, αυτή
τη στιγμή, η ιστορία μας πήρε μια ανέλπιστη παράταση. Και αυτό, για τώρα, είναι
αρκετό.
…
Έχοντας ξεμπλέξει με το βραχνά των εξετάσεων,
το επόμενο που είχαμε να κάνουμε ήταν η μετακόμισή της. Αρκετά χρόνια πριν θα είχα
φρικάρει και μόνο στη σκέψη, όχι φυσικά στο να συζήσω με την Κρινιώ, αλλά στο πόσο
γρήγορα θα γινόταν αυτό το βήμα, μέσα σε ούτε καν πέντε μήνες. Και να που ήμουν
εγώ αυτός που το είχε προτείνει. Και η Κρινιώ μου το είχε αποδεχτεί, παρά το γεγονός
ότι στα χαρτιά το μεγαλύτερο ρίσκο ήταν το δικό της, καθώς σε περίπτωση που τα πράγματα
στραβώνανε, θα έπρεπε να ψάξει για νέο σπίτι.
Ο μόνος λόγος που μπορούσα να φανταστώ, ο μόνος
λόγος που έκανε την ψυχή μου να τρέμει και μόνο στη σκέψη του, ήταν να κουραστεί.
Να μπουχτίσει, να μην αντέξει άλλο. Και δε θα την αδικούσα στο παραμικρό. Νέα, όμορφη,
με όλη τη ζωή μπροστά της, πόσο θα άντεχε όταν η κατάστασή μου χειροτέρευε; Γιατί
θα χειροτέρευε, η ερώτηση δεν ήταν το «αν» αλλά το «πότε.»
Και όλους μου αυτούς τους άρρητους φόβους τους
σκόρπισε με μια κίνηση. Είχα πάει γραφείο και όταν γύρισα το απόγευμα βρήκα φαγητό
μαγειρεμένο, τη Λίζι ταϊσμένη. Αφού φιληθήκαμε πήγα να κάνω ένα ντουζάκι και όταν
γύρισα την βρήκα να κάθεται στο σαλόνι γράφοντας σε ένα μπλοκάκι και σιγοτραγουδώντας.
«Είδες τι καλή και φρόνιμη που ήμουν;» με ρωτάει
με το που επιστρέφω στο σαλόνι. «Σε άφησα να κάνεις το μπανάκι σου χωρίς να σε βιάσω!»
«Βλέπω και φρίττω,» της απαντάω συνεχίζοντας
το χαβαλέ. «Εσείς τι κάνετε εδώ μαντάμ;»
«Σχέδια για τη διακόσμηση μετά τη μετακόμιση!»
μου λέει μ’ ένα πλατύ χαμόγελο.
«Για δείξε μου,» της λέω διασκεδάζοντας
απίστευτα με τον ενθουσιασμό της.
«Λοιπόν,» ξεκινά, σπρώχνοντας το
σημειωματάριο προς το μέρος μου με έναν ενθουσιασμό που θα ταίριαζε σε
αρχιτέκτονα που παρουσιάζει το έργο ζωής του. «Τα έχω χωρίσει ανά όροφο, ανά
δωμάτιο και ανά είδος. Πρώτα απ' όλα, από το διαμέρισμά μου θα φέρω, τη Σοφία, την Κλειώ και τον Πλάτωνα…»
«Ε;» τη ρωτάω μπερδεμένος και η Κρινιώ
ξεσπά σε γέλια.
«Τα φυτά μου, Τζωρτζίνο μου! Η Σοφία είναι
η μονστέρα που έχει πια μεγαλώσει τόσο που χρειάζεται τη δική της πολυθρόνα. Η
Κλειώ είναι το αγαπημένο μου πόθος, αυτό με τις λευκές-πράσινες γραμμές στα
φύλλα. Ο Πλάτωνας είναι το φίκος λύρατα που μου χάρισε η μαμά.»
«Ονόμασες τα φυτά σου;» ρωτάω, προσπαθώντας
να συγκρατήσω το γέλιο μου.
«Φυσικά!» απαντά σαν να είναι το πιο
προφανές πράγμα στον κόσμο. «Έχουν προσωπικότητα. Ο Πλάτωνας, για παράδειγμα,
είναι τόσο ιδιότροπος με το πότισμα—ακριβώς σαν τον αληθινό Πλάτωνα που ήθελε
τα πάντα στην εντέλεια.»
Χαμογελάω καθώς πίνω τον καφέ μου. Αυτή η
πλευρά της Κρινιώς είναι τόσο παιδική, τόσο αθώα. «Και πού σκέφτεσαι να τους
βάλεις όλους αυτούς τους... φιλοσόφους;»
Η Κρινιώ με αρπάζει από το χέρι και με
τραβάει προς το σαλόνι, κινώντας το ελεύθερο χέρι της σαν μαέστρος που
διευθύνει μια αόρατη ορχήστρα. «Η Σοφία θα πάει εδώ, δίπλα στο μεγάλο παράθυρο—χρειάζεται
πολύ φως. Ο Πλάτωνας θα μπορούσε να πάει στη γωνία εκεί. Και η Κλειώ...»
γυρίζει γύρω-γύρω ψάχνοντας, «η Κλειώ θα μπορούσε να κρέμεται από εκείνο το
σημείο του ταβανιού!»
«Δεν ήξερα καν ότι μπορούμε να κρεμάσουμε
κάτι εκεί,» παραδέχομαι, κοιτάζοντας ψηλά.
«Θα βάλουμε έναν γάντζο!» λέει με
αυτοπεποίθηση, σαν η εγκατάσταση γάντζων στο ταβάνι να είναι μια από τις
ειδικότητές της.
Ξαφνικά τα μάτια της φωτίζονται και με
τραβάει προς τις σκάλες. «Αλλά το αγαπημένο μου σχέδιο είναι για τη μικρή
βεράντα έξω από την κρεβατοκάμαρά!»
Ανεβαίνουμε γρήγορα στο δεύτερο όροφο και η
Κρινιώ ανοίγει διάπλατα την μπαλκονόπορτα της κρεβατοκάμαρας. Βγαίνουμε στη
μικρή βεράντα, που μέχρι τώρα φιλοξενούσε μόνο δύο πλαστικές καρέκλες και ένα
τραπεζάκι.
«Εδώ,» λέει με ένα δραματικό άπλωμα των
χεριών της, «θα δημιουργήσουμε τον μικρό μας παράδεισο για το πρωινό καφεδάκι!
Φαντάσου να ξυπνάς και να βγαίνεις εδώ, περιτριγυρισμένος από πράσινο, με τη
μυρωδιά του γιασεμιού και του βασιλικού, πίνοντας τον καφέ σου ενώ ο ήλιος
ανατέλλει!»
«Ακούγεται υπέροχο,» παραδέχομαι,
αρχίζοντας να βλέπω το όραμά της. «Αλλά είναι αρκετά μικρός ο χώρος.»
«Αυτό είναι το ωραίο!» συνεχίζει
ενθουσιασμένη. «Θα βάλουμε ράφια στον τοίχο για τα μικρότερα φυτά, κρεμαστές
γλάστρες από την οροφή, και θα αντικαταστήσουμε αυτό το τραπεζάκι με ένα
μικρότερο, πιο κομψό. Θα είναι ο δικός μας μικρός κήπος στον ουρανό! Φυσικά,
για τα μεγαλύτερα τραπεζώματα θα έχουμε πάντα την κάτω βεράντα, αλλά αυτό εδώ
θα είναι το μυστικό μας καταφύγιο.»
«Και δεν είναι μόνο αυτά,» συνεχίζει χωρίς
να παίρνει ανάσα, τραβώντας με πίσω στην κρεβατοκάμαρα. «Σκέφτομαι να πάρουμε
κι άλλα φυτά! Χρειαζόμαστε σίγουρα ένα μεγάλο χαμαιδώρεο για εδώ—καθαρίζει τον
αέρα και βοηθάει στον ύπνο. Και θα ήθελα να στήσουμε στην κουζίνα ένα μικρό
κήπο μυρωδικών—βασιλικό, δυόσμο, ρίγανη, θυμάρι... Και βέβαια, τρεις-τέσσερις
μικρές αλόες για το περβάζι της κουζίνας. Είναι τόσο χρήσιμες! Κάηκες στο
μαγείρεμα; Κόβεις λίγο φύλλο και βάζεις!»
Την παρακολουθώ να πετάγεται από δωμάτιο σε
δωμάτιο, να δείχνει σημεία, να σχεδιάζει τη νέα πράσινη διακόσμηση, και νιώθω
ένα κύμα ζεστασιάς να με κατακλύζει. Το σπίτι μου, που πάντα ήταν αρκετά λιτό
και λειτουργικό, σύντομα θα γεμίσει ζωή. Και δε θα είναι πλέον σπίτι μου, θα
είναι σπίτι μας.
«Και για τη μεγάλη κάτω βεράντα,»
συνεχίζει, κατεβαίνοντας γρήγορα τις σκάλες, «έχω άλλα σχέδια! Θα μπορούσαμε να
φτιάξουμε έναν πραγματικό υπαίθριο χώρο διαβίωσης. Περισσότερα φυτά βέβαια,
αλλά και άνετα έπιπλα—ίσως ένας καναπές εξωτερικού χώρου; Και φαντάσου μια
πέργκολα με αναρριχώμενα φυτά να σκιάζει το τραπέζι! Το καλοκαίρι θα είναι
υπέροχα εκεί έξω.»
Γελάω καθώς την ακολουθώ. «Θα το κάνουμε
βοτανικό κήπο, μ’ αρέσεις!»
«Ένας βοτανικός κήπος που μπορείς να ζήσεις
μέσα του!» διορθώνει, γεμάτη ενθουσιασμό. «Θα σου αλλάξει τη διάθεση, Γιώργο,
θα δεις! Υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι τα φυτά στο σπίτι βελτιώνουν την
ψυχική υγεία και...» κομπιάζει για μια στιγμή, ίσως αναλογιζόμενη την κατάστασή
μου.
«Θα είναι υπέροχα,» της λέω με ζεστασιά,
πιάνοντας τα χέρια της. «Συνέχισε μου για τα σχέδιά σου. Τι άλλο έχεις στο
μυαλό σου;»
Το πρόσωπό της φωτίζεται και συνεχίζει με
ανανεωμένο ενθουσιασμό. «Και βέβαια θα αλλάξουμε τις κουρτίνες,» συνεχίζει.
«Αυτό το βαθύ μπλε είναι πολύ... άνδρας που ζει μόνος του. Χρειαζόμαστε κάτι
πιο ζωντανό, ίσως πράσινο ανοιχτό ή ένα απαλό κίτρινο...»
«Ξέρεις τι; Νομίζω και ότι η κρεβατοκάμαρα χρειάζεται ένα νέο χρώμα,»
προτείνω, μπαίνοντας πλέον στο παιχνίδι, και τα μάτια της ανάβουν.
«Το σκέφτηκες κι εσύ; Έχω σκεφτεί ένα απαλό
χρώμα λεβάντας ή ίσως ένα γαλάζιο του ουρανού. Κάτι που να φωτίζει το χώρο. Και
μπορούμε να προσθέσουμε κάποια έργα τέχνης στους τοίχους—έχω μερικές αφίσες από
εκθέσεις που θα ταίριαζαν τέλεια!»
«Τι, σκέφτεσαι Τζωρτζίνο μου,» με ρωτάει
βλέποντας με να χαμογελάω τόσο δυνατά που πονάνε σχεδόν τα μάγουλά μου.
«Σκέφτομαι
πως μέχρι τώρα δεν ήταν παρά τέσσερεις τοίχοι. Τώρα θα γίνει σπίτι. Το σπίτι μας,
Κρινιώ μου!»
Τα μάτια της λάμπουν και χοροπηδάει προς το
μέρος μου, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου. «Σ’ αγαπάω!» μου
φωνάζει ενθουσιασμένη και με παίρνει αγκαλιά και μου σκάει ένα ρουφηχτό φιλί.
«Φαντάσου το,» μου φωνάζει, «να ξυπνάμε
κάθε πρωί, να φτιάχνουμε καφέ, και να ερχόμαστε εδώ να τον απολαμβάνουμε
ανάμεσα στα φυτά μας. Και όταν έχουμε κόσμο ή θέλουμε περισσότερο χώρο, θα
έχουμε τη μεγάλη βεράντα κάτω. Είναι τέλειο!»
«Είναι!» της λέω με το χαμόγελο να μη λέει
να φύγει από τα χείλη μου.
«Και έχω ακόμα μια ιδέα!» μου λέει με τον
ίδιο ενθουσιασμό. «Να φτιάξουμε στο σαλόνι και εδώ στο δωμάτιο ένα διάδρομο
κάτω από το ταβάνι για να αλητεύει η Λίζι. Οι γάτες τα λατρεύουν κάτι τέτοια!»
«Αρκεί να μην μπορεί να πηδήξει εκεί που θα
κρεμάσουμε την Κλειώ… οκ, δεν ακούστηκε καλά αυτό!» της λέω και βάζει τα γέλια.
«Αυτά όσο αφορά τα σχέδια. Τα logistics τα άφησα στον ειδικό,»
μου λέει χαμογελώντας μου σα διαφήμιση οδοντόκρεμας.
«Αλίμονο!» της απαντάω βάζοντας τα γέλια.
…
Μπορεί το σπίτι για δυο εβδομάδες αρχικά να
έμοιαζε με έκθεση του ΙΚΕΑ μέσα σε εργοτάξιο, με κουτιά αριστερά και δεξιά από
τα πράγματα που έφερε η Κρινιώ από το παλιό της σπίτι, με τους μάστορες να
τρίβουν και να λουστράρουν τα πατώματα, και μετά τους μπογιατζήδες, μπορεί να
αλλάξαμε τρεις φορές δωμάτιο που κοιμόμασταν, όσο στα άλλα γινόντουσαν
εργασίες, μπορεί να εξοριστήκαμε στη βεράντα και να μη μπορούσαμε να κάτσουμε
στο σαλόνι, αλλά άξιζε το αποτέλεσμα.
Η μεζονέτα είχε μετατραπεί σε ένα πεδίο
μάχης επιχειρησιακής αναδιοργάνωσης, με την Κρινιώ στο ρόλο του στρατηγού και
εμένα του υπομονετικού αρχηγείου των εφοδιασμών. Κάθε πρωί ξυπνούσαμε με τον
ήχο της ηλεκτρικής σκούπας των μαστόρων ή το βουητό του τριβείου, που έμοιαζε
να δονεί τα ίδια τα θεμέλια του σπιτιού. Τα πρωινά μας καφεδάκια συνοδεύονταν
από το μονότονο τραγούδι του τρυπανιού που τοποθετούσε ράφια για τη μικρή
αυτοκρατορία φυτών της Κρινιώς, ή από τις φωνές των μπογιατζήδων.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά την πέμπτη μέρα,
όταν έπρεπε να μετακινήσουμε τα πάντα από την κρεβατοκάμαρα σε ένα άλλο από τα υπόλοιπα
δωμάτια, γιατί οι μπογιατζήδες ήθελαν να ξεκινήσουν από εκεί. Τρεις μέρες αργότερα,
άντε Γιάννη πάλι τα καράβια, εξορία σε άλλο δωμάτιο καθώς δεν μπορούσαμε ακόμα να
επιστρέψουμε στο υπνοδωμάτιό μας.
Οι μετακινήσεις μας μέσα στο εργοτάξιο απέκτησαν
κωμικοτραγικές καταστάσεις, μια μίξη μεροκάματου του τρόμου και ναρκαλιευτή, κάθε
διαδρομή έμοιαζε με πίστα με εμπόδια σε nightmare level. Η Κρινιώ είχε πλέον αναπτύξει μια έκτη αίσθηση, ένα είδος ραντάρ για
το που ακριβώς βρισκόταν το κάθε αντικείμενο μέσα στο χάος.
«To tablet σου είναι στο τρίτο κουτί από αριστερά, κάτω από το βιβλίο που
διάβαζες χθες, δίπλα στο μπλε βαζάκι με τις κάλτσες!»
Δεν ρώτησα τι δουλειά είχαν οι κάλτσες στο
βαζάκι ή γιατί ήταν μπλε· υπάρχουν κάποια πράγματα που υπερβαίνουν την επιστήμη
των logistics,
την οποία είχα σπουδάσει, εξασκούσα, και που εκείνη καταργούσε καθημερινά με
χάρη και αυτοπεποίθηση.
Τα γεύματά μας αποτελούσαν άσκηση σε
ισορροπία και προσαρμοστικότητα. Το τραπέζι της κουζίνας είχε μετατραπεί σε
αποθήκη για μικροαντικείμενα, οπότε τρώγαμε στο πάτωμα, πάνω σε εφημερίδες που
προστάτευαν το φρεσκογυαλισμένο παρκέ, ή στη βεράντα, ανάμεσα στις γλάστρες που
πολλαπλασιάζονταν με ρυθμούς που θα έκαναν τους βιολόγους να αναθεωρήσουν τις
θεωρίες για την αναπαραγωγή των φυτών.
«Αυτός είναι ο Αριστοτέλης», μου κάνει τις συστάσεις
η Κρινιώ ένα νέο φίκο, λες και ήταν οικογενειακός φίλος που μόλις είχε φτάσει
για δείπνο.
Αλλά όταν επιτέλους οι μάστορες μάζεψαν τα
εργαλεία τους, όταν οι μπογιατζήδες έφυγαν αφήνοντας πίσω τους μόνο τη μυρωδιά
του φρέσκου χρώματος, όταν τα κουτιά άδειασαν και τα πράγματα βρήκαν τη θέση
τους, το αποτέλεσμα ήταν θαυματουργό. Οι τέσσερις τοίχοι είχαν γίνει σπίτι.
Φωτεινό, χαρούμενο σπίτι, γεμάτο γλάστρες και βαμμένο τελικά σε απαλούς τόνους
του άσπρου, του μπεζ της άμμου και του γκρι, και με τα υπνοδωμάτια σε απαλές,
ανοιχτές αποχρώσεις λιλά και λεβάντας γιατί “αφού το αγαπημένο χρώμα του
Τζωρτζίνου είναι το μωβ, έτσι θα τον άφηνα;”
Το φως τώρα μπαίνει διαφορετικά στους
χώρους, παίζοντας με τα χρώματα, δημιουργώντας σχέδια στους τοίχους που
αλλάζουν κατά τη διάρκεια της ημέρας. Οι λεπτές αποχρώσεις του λιλά στην
κρεβατοκάμαρα δημιουργούν μια ατμόσφαιρα γαλήνης που δεν είχα φανταστεί ότι θα
μπορούσε να πετύχει ένα απλό χρώμα. Το πρωί, καθώς ο ήλιος ανατέλλει, ο τοίχος
πίσω από το κρεβάτι μας γίνεται ένας καμβάς από ροζ και μοβ σκιές που σου
φτιάχνουν τη διάθεση πριν καν ανοίξεις τα μάτια σου.
Οι γλάστρες, αυτός ο μικρός στρατός με τα
μεγαλόπρεπα ονόματα, έχουν διατάξει πλέον τις δυνάμεις τους στρατηγικά σε κάθε
γωνιά. Ο Πλάτωνας δεσπόζει στο σαλόνι, η Σοφία φρουρεί το παράθυρο, η Κλειώ
κρέμεται περήφανα από το ταβάνι, ο Αριστοτέλης αριστερά από το παράθυρο του σαλονιού
«γιατί από δεξιά παθαίνει ιδεολογικές κρίσεις» και μια στρατιά από μικρότερα
φυτά, όλα με όνομα, έχει καταλάβει τα ράφια, τα περβάζια, και την πολυπόθητη
μικρή βεράντα. Το σπίτι αναπνέει, κυριολεκτικά, γεμάτο με οξυγόνο και ζωή.
Λένε ότι ένα σπίτι μοιάζει με τους
ανθρώπους που το κατοικούν. Αν είναι έτσι, τότε αυτό το σπίτι είναι σαν την
Κρινιώ—φωτεινό, ζωντανό, γεμάτο χρώματα και απροσδόκητες λεπτομέρειες που
ανακαλύπτεις σιγά-σιγά. Και ίσως, με κάποιο τρόπο, είναι και λίγο σαν εμένα—με
αυτές τις απαλές αποχρώσεις του μωβ που μου υπενθυμίζουν κάθε μέρα ότι το κορίτσι
μου σκέφτηκε και την παραμικρή λεπτομέρεια.
…
Έχω γυρίσει από το γραφείο και θέλω να πω στην
Κρινιώ τα ευχάριστα νέα, υπάρχει ανοιχτή θέση στο τμήμα τηλεφωνικής εξυπηρέτησης
και το μόνο που χρειάζεται είναι να κάνει τη συνέντευξή της· δεν έχω την παραμικρή
αμφιβολία ότι θα τους κερδίσει με χαρακτηριστική ευκολία. Το μηχανάκι λείπει, κάπου
έχει πεταχτεί, οπότε κάθομαι στη …ζούγκλα του σαλονιού αγκαλιά με τη Λίζι που σκαρφάλωσε
πάνω μου με το έτσι θέλω, και την περιμένω.
Ακούω την πόρτα να ανοίγει και η Κρινιώ
μπαίνει μέσα, αφήνοντας μια τσάντα στο πλάι, και όπως πάντα, το πρώτο πράγμα
που κάνει είναι να μείνει ξυπόλυτη, κλωτσώντας τα παπούτσια της προς τη γωνία
της εισόδου με μια κίνηση ανακούφισης.
«Τζωρτζίνο μου, γύρισες;» φωνάζει ενώ
τακτοποιεί βιαστικά τα παπούτσια στη θέση τους.
«Όχι, αυτή τη στιγμή απουσιάζω και βλέπεις
οράματα!» της απαντάω κάνοντας χαβαλέ, υψώνοντας τα χέρια μου θεατρικά σαν
φάντασμα. Έρχεται γρήγορα κοντά μου, σκύβει για ένα φιλί και μετά το φιλάκι
κερδίζω επάξια και ένα ping στη μύτη. «Πού αλήτευες εσύ, μικρή;»
«Χιχιχι» μου χαμογελάει, τα μάτια της
λάμπουν με μια σπίθα μυστηρίου. «Σου έχω μια έκπληξη!»
«Τι έκπληξη;» ανασηκώνομαι ελαφρά, με
περιέργεια, κάνοντας τη Λίζι να γλιστρήσει στα πόδια μου.
«Θα δεις!» μου απαντάει αινιγματικά,
χορεύοντας ελαφρά στις μύτες των ποδιών της.
«Εντάξει,» της λέω χαμογελώντας και
χαλαρώνοντας ξανά στον καναπέ. «Σου έχω κι εγώ νέα, ρώτησα στο τμήμα
τηλεφωνικής εξυπηρέτησης και ψάχνουν κόσμο, οπότε εφόσον ακόμα ενδιαφέρεσαι…»
«Ενδιαφέρομαι!» με κόβει με ενθουσιασμό που
δεν κρύβεται, κάνοντας ένα μικρό πηδηματάκι και σχεδόν τρέχοντας δίπλα μου στον
καναπέ. «Αλλά… αλλά θα θέλουν part
time;» ρωτά, το
πρόσωπό της σοβαρεύει ελαφρά.
«Ναι, μωρό μου, ψάχνουν και για full time και για part time, και δεν είσαι η μόνη φοιτήτρια, οπότε υπάρχει ευελιξία στο πρόγραμμα
των βαρδιών.» Βλέπω την ανακούφιση να απλώνεται στο πρόσωπό της.
«Τι χρειάζεται να κάνω;» σκύβει προς το
μέρος μου με προσοχή, σαν μαθήτρια που παίρνει σημαντικές οδηγίες.
«Πρώτα πρέπει να κάτσουμε να γράψουμε ένα
βιογραφικό και μετά θα πρέπει να κάνεις και την απαραίτητη συνέντευξη.»
«Ουφ, τι βιογραφικό μωρέ Τζωρτζίνο μου;»
αναστενάζει, πέφτοντας πίσω στον καναπέ και απλώνοντας τα χέρια της σε μια
χειρονομία παράδοσης. «Σάμπως και έχω κάνει άλλη δουλειά από barista;»
«Φυσικά και έχεις κάνει», της λέω,
γυρίζοντας προς το μέρος της και πιάνοντας απαλά τον ώμο της. «Τόσα χρόνια δε
βοηθάς τη μητέρα σου τα καλοκαίρια με τα ενοικιαζόμενα; Μέχρι και την ξεναγό
έκανες! Σε call centers, αν και
καλοδεχούμενη, περισσότερο από τη σχετική εργασιακή εμπειρία είναι το attitude. Και στην τελική
και οι άλλοι φοιτητές που εργάζονται εκεί, τι προϋπηρεσία θαρρείς ότι έχουν;»
Η Κρινιώ δαγκώνει ελαφρά το κάτω χείλος
της, σκεπτόμενη, και μετά γνέφει αργά με αυξανόμενη αυτοπεποίθηση.
Μετά το φαγητό ανοίγουμε τον υπολογιστή και
καθόμαστε δίπλα-δίπλα, οι ώμοι μας να ακουμπούν, και φτιάχνουμε ένα
αξιοπρεπέστατο βιογραφικό. Μπορεί να μην έχει προϋπηρεσία, αλλά μπορεί και
μιλάει πέντε γλώσσες, και σε τρεις από αυτές έχει και δίπλωμα. Που δηλαδή να
μην το είχε ρίξει και στην παλαβή στα 16 της!
«Και τώρα η έκπληξη,» μου λέει αινιγματικά
και σηκώνεται από τον καναπέ και στέκεται όρθια μπροστά μου. Τα μάτια της
λάμπουν με έναν συνδυασμό νευρικότητας και ενθουσιασμού που αμέσως μου
κεντρίζει την περιέργεια. Πριν προλάβω να πω το οτιδήποτε τη βλέπω να αρχίζει
να ξεκουμπώνει το πουκάμισό της. Δεν ξέρω τι ακριβώς έχει στο μυαλό της αλλά
αυτό που κάνει, δεν το λες και στριπτίζ, παρά το ξεκούμπωμα κρατάει το
πουκάμισο κλειστό, τα δάχτυλά της παίζουν νευρικά με την άκρη του υφάσματος.
«Κλείσε τα μάτια σου!» με προστάζει με φωνή
που τρεμοπαίζει ελαφρά.
Κλείνω τα μάτια μου προσπαθώντας να
καταλάβω τι έχει στο μυαλό της και ποια μπορεί να είναι αυτή η έκπληξη.
Αισθάνομαι την καρδιά μου να χτυπά λίγο πιο γρήγορα.
«Άνοιξε τα μάτια σου,» μου λέει μετά από
μερικά δευτερόλεπτα, και όταν το κάνω μένω να την κοιτάζω σα χάνος. Στο στέρνο
της, το tattoo με τον ήλιο, τη νότα και το σταυρό είχε εμπλουτιστεί.
Με ένα καρουζέλ.
Ένα περίτεχνα σχεδιασμένο, vintage καρουζέλ, με
λεπτομέρειες που εντυπωσιάζουν ακόμα και από την απόσταση που στέκομαι. Τα
μικροσκοπικά άλογα φαίνονται να αιωρούνται στον αέρα, ενώ η κορυφή του καρουζέλ
συνδέεται με τον σταυρό, τη νότα και τον ήλιο μέσω μιας ελικοειδούς γραμμής που
μοιάζει με μονοπάτι φωτός ή μουσικής.
Σηκώνομαι από τον καναπέ, το στόμα μου
ακόμα ανοιχτό από την έκπληξη. Η Κρινιώ στέκεται εκεί, με το πουκάμισο
μισάνοιχτο, αποκαλύπτοντας το έργο τέχνης στο δέρμα της. Το δέρμα γύρω από το
τατουάζ είναι ακόμα ελαφρά κοκκινισμένο.
«Θυμάσαι τι μου είχες πει Τζωρτζίνο μου όταν
μου έκανες έκπληξη με το ταξίδι στο Παρίσι; “Η ζωή είναι ένα μεγάλο καρουζέλ. Η
μουσική δε σταμάτησε ακόμα Κρινιώ μου.”»
«Αυτό... αυτό είναι...» τραυλίζω, χωρίς να
μπορώ να βρω τα σωστά λόγια.
«Στο παλιό μου tattoo Ο ήλιος συμβόλιζε
το φως, τη ζωή, την ενέργεια. Η νότα ήταν η μουσική, η τέχνη, η ομορφιά που
βρίσκουμε στην καθημερινότητα. Και ο σταυρός...» κάνει μια μικρή παύση, «ο
σταυρός ήταν η πίστη, η ελπίδα, κάτι μεγαλύτερο από εμάς.»
Τα μάτια μου καίνε και η φωνή μου έχει πάρει
άδεια άνευ αποδοχών.
«Ήταν όμορφο αλλά δεν ήταν πλήρες. Γιατί… γιατί
η ζωή είναι αυτό που είπες, ένα μεγάλο πολύχρωμο καρουζέλ. Και η μουσική παίζει
ακόμα Τζωρτζίνο μου. Το καρουζέλ είμαστε εμείς, η ζωή μας, το ταξίδι μας.
Γυρίζει και γυρίζει, κάτω από τον ήλιο, με μουσική, με πίστη... Όσο διαρκεί, το
απολαμβάνουμε. Κάθε γύρο, κάθε στιγμή».
Νιώθω ένα κύμα συγκίνησης να με κατακλύζει.
Αυτή η κοπέλα, αυτό το πλάσμα που στέκεται μπροστά μου, έχει αποτυπώσει μόνιμα
στο δέρμα της ένα σύμβολο για τη ζωή μας, για το ταξίδι μας, για την αγάπη μας.
Τέτοια δέσμευση, τέτοια αποδοχή, τέτοια αγάπη...
Η Κρινιώ αφήνει τα δάκρυά της να κυλήσουν
ελεύθερα τώρα, καθώς μένουμε αγκαλιασμένοι. Δεν είναι δάκρυα θλίψης, αλλά κάτι
πιο περίπλοκο— ανακούφιση, αγάπη, σύνδεση, ακόμα και μια γλυκιά μελαγχολία για
το πεπερασμένο του ταξιδιού μας.
«Έτσι θα σε έχω πάντα κοντά μου», ψιθυρίζει με το πρόσωπό της χωμένο στο λαιμό μου. Δεν λέει «Ακόμα και μετά...» Δε χρειάζεται. Το ξέρει και το ξέρω. Ωστόσο, καθώς στεκόμαστε εκεί, αγκαλιασμένοι στη μέση του σαλονιού μας, περιτριγυρισμένοι από τα φυτά της Κρινιώς με τα αρχαιοελληνικά ονόματα, αισθάνομαι μια περίεργη γαλήνη. Το καρουζέλ της ζωής μου μπορεί να έχει λιγότερους γύρους από ό,τι θα ήθελα, αλλά είναι γεμάτο με περισσότερη μουσική, φως και αγάπη από ό,τι θα μπορούσα ποτέ να ζητήσω.
19. Donaudampfschifffahrtsgesellschaftskapitän
Όπως το είχα προβλέψει, μια συνέντευξη ήταν
αρκετή ώστε να την προσλάβουν μετ’ επαίνων. Εντάξει, part time και όχι και κανένα μισθό της προκοπής, αρκετό
ωστόσο να μπορεί να μανατζάρει τα μικροέξοδά της χωρίς να χρειάζεται να βάζει
χέρι στις οικονομίες της ή να ζητάει χρήματα από τη μητέρα της· από μένα—που
ήξερε πως ούτε οικονομικό πρόβλημα έχω, ούτε πολύ περισσότερο κίνδυνο να την
παρεξηγήσω—ούτε γι’ αστείο.
Είναι πολύ περήφανη και παρόλο που μερικές
φορές μου ερχόταν να θέλω να της ανοίξω το κεφάλι για την ξεροκεφαλιά της, ούτε
επέμεινα, ούτε της είπα τίποτα περισσότερο από το «Βρε μπουμπούνα, είμαι κι εγώ
εδώ!» ενώ της έκανα ένα ελαφρύ ping με το δάχτυλό μου στη μύτη. Όπως και να έχει με το να μη χρειάζεται να
συντηρεί το διαμέρισμά της και με όλα τα έξοδα του σπιτιού μας δικά μου,
τουλάχιστον δεν θα χρειαζόταν να βάλει χέρι στις οικονομίες της.
Όταν πηγαίνω στο γραφείο και τυγχάνει να
έχει και εκείνη μεσημεριανή ή απογευματινή βάρδια, της αφήνω το αυτοκίνητο και
εγώ πηγαίνω με τη συγκοινωνία, άλλωστε αυτό έκανα από τότε που είχε επιστρέψει
ο καρκίνος και δεν είχα σκοπό να το αλλάξω. Όταν είχε πρωινή βάρδια και
απογευματινά μαθήματα, πηγαίναμε παρέα και μετά της άφηνα το αυτοκίνητο και
γύριζα σόλο.
Αν πάλι τύχαινε να δουλεύει μέχρι πιο αργά
το βράδυ, το τηλεφωνικό μας κλείνει στις 20:00, τότε απλά πήγαινα σε μια
κοντινή καφετέρια και την περίμενα να σχολάσει, διαβάζοντας ή απλά κοιτάζοντας
τους ανθρώπους να περνούν. Όταν γυρνούσαμε σπίτι, είτε μαγειρεύαμε εκείνη τη
στιγμή κάτι πρόχειρο, είτε τρώγαμε ότι μας είχε μείνει από τις προηγούμενες
μέρες, και που και που με άφηνε να παραγγείλω.
«Βρε διαόλι, μέχρι που σε γνώρισα τις μισές
φορές έτρωγα στο e-food!»
της λέω μια βραδιά, καθώς κοιτάζω μελαγχολικά το κλειστό laptop μου.
«Ας πρόσεχες», μου απαντά σκουπίζοντας τα
χέρια της στην ποδιά και γυρίζοντας από τη φωτιά για να με κοιτάξει απειλητικά.
«Σιγά που θα αφήσω το Τζωρτζίνο μου να φάει ετοιματζίδικες αηδίες. Άντε, κανένα
σουβλάκι, καμιά πίτσα που και που, αλλά δε θα το κάνουμε και συνήθεια. I have
spoken!» λέει,
σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος της με μια έκφραση αποφασιστικότητας.
«Ορίστε, μου έγινε και Mandalorian!» γελάω,
σηκώνοντας τα χέρια σε παράδοση.
«Εσύ ήθελες ντε και σώνει να με κάνεις να
δω σειρές επιστημονικής φαντασίας, ας πρόσεχες!» μου απαντά, αλλά το χαμόγελό
της την προδίδει.
Βασικά το Mandalorian είχαμε δει και το Andor. Ήθελα κάποια στιγμή
να δούμε και το Battlestar Galactica, αλλά ήθελα να
την ξεκινήσω με κάτι πιο εύπεπτο, αν και το τελευταίο για μένα είναι η καλύτερη
σειρά επιστημονικής φαντασίας που έχει υπάρξει, είναι αρκετά βαριά για κάποιον
όχι μυημένο. Καλά, όχι ότι το επίσης εξαιρετικό Andor ήταν κανένα χαρούμενο, αλλά το ασφυκτικό
κλίμα του BSG δεν το είχε.
Με τούτα και με κείνα η καθημερινότητά μας
είχε μπει σε ένα ρυθμό που για φυσιολογικά ζευγάρια θα το έλεγες ρουτίνα αλλά
για μένα η κάθε καινούργια μέρα ήταν σαν ένα μικρό θαύμα, μια τζούρα ζωής που
είχα σκοπό να τη ρουφήξω σταλιά-σταλιά. Οι αγωγές συνεχίστηκαν όπως είχε
σχεδιάσει ο Νίκος και οι εξετάσεις μου εξακολουθούσαν να είναι καλές. Καλές,
δηλαδή, στο βαθμό που θα μπορούσαν να είναι για ένα καρκινοπαθή στο τέταρτο
στάδιο, αλλά όπως λένε και στο Αμέρικα, beggars can't be choosers.
Στο ενδιάμεσο είχαμε πάρει και άλλα φυτά
και το σπίτι είχε αρχίσει να θυμίζει κάτι μεταξύ ανθοκομικής έκθεσης και
βοτανικού κήπου. Μπορεί προς μεγάλη απογοήτευση της Κρινιώς να μην είχα μάθει
το όνομά τους—και δεν αναφέρομαι στο είδος του φυτού, εννοώ το όνομα που τους
έδινε η Κρινιώ—αλλά τουλάχιστον βοηθούσα στη φροντίδα τους.
«Τζωρτζίνο μου, πώς δε θυμάσαι ότι ο Όμηρος
πρέπει να ποτίζεται κάθε Τρίτη;» με μαλώνει ελαφρά, κουνώντας το κεφάλι της με
προσποιητή απογοήτευση.
«Συγγνώμη, αγάπη μου, αλλά έχω μια δυσκολία
με τα ονόματα των πράσινων ποιητών και φιλοσόφων,» της απαντώ γελώντας.
Να είναι καλά το tablet και η εφαρμογή Planta, δεν είχα καν ιδέα
ότι υπάρχουν τέτοιες εφαρμογές. Μέχρι και Dr Planta είχε για τραβάς φωτογραφίες και να σου κάνει διάγνωση, χώρια φυσικά το
ημερολόγιο και τον τρόπο που έπρεπε να φροντίσεις κάθε φυτό με τον τρόπο που
πρέπει, στην ώρα που πρέπει. Μέχρι και αναδιατάξεις κάναμε σύμφωνα με
φωτομέτρηση ανάλογα με το είδος του φυτού.
Α, και πλέον είχαμε μόνιμη μουσική στο
χώρο, είτε είμαστε στο σπίτι είτε όχι, γιατί σύμφωνα με την Κρινιώ η μουσική
βοηθάει στην ανάπτυξή τους και στην υγεία τους.
«Μωρό μου, σίγουρα τα φυτά ακούν κλασική
μουσική;» τη ρώτησα μια μέρα, κοιτάζοντας με περιέργεια τον Μπαχ να παίζει για
τον Αριστοτέλη.
«Φυσικά!» μου απάντησε, σκύβοντας να
ελέγξει το χώμα σε μια γλάστρα. «Έχουν κάνει μελέτες! Η κλασική μουσική βοηθάει
στην ανάπτυξή τους».
Με ποιο τρόπο και ποιο μηχανισμό, δεν είχα
ιδέα, αλλά στην τελική-τελική, ακόμα και αν η όποια βοήθεια πρόσφερε η μουσική
στα φυτά ήταν στη θεωρία, στην τελική ελάχιστη σημασία είχε. Το κορίτσι ήθελε
μουσική για τα φυτά, και αυτό ακριβώς κάναμε. Άλλωστε, η μουσική έκανε καλό και
σε μένα, οπότε όλοι κερδισμένοι βγαίναμε· και εγώ, και η Κρινιώ, και ο μικρός
μας πράσινος στρατός.
…
Είναι Σάββατο και έχει κανονίσει clubbing με τους
συμφοιτητές της. Ξεροκαταπίνω από μέσα μου βλέποντάς την με το φόρεμα που
επέλεξε· έχει κάμποσα πολύ προκλητικά φορέματα που δεν αφήνουν και πολλά
περιθώρια στη φαντασία, και σήμερα έχει επιλέξει ένα από τα πιο αποκαλυπτικά.
Δερμάτινο σούπερ μίνι, που μετά βίας σκεπάζει τους γοφούς της, και με σταυρωτές
τιράντες που καλύπτουν με το ζόρι το μισό στήθος και που αφήνει όλο το υπόλοιπο
μπροστινό μέρος γυμνό.
«Πώς σου φαίνομαι;» με ρωτάει
στριφογυρνώντας να τη δω απ' όλες τις μεριές, τα μαλλιά της ένας καστανόξανθος
μεταξένιος χείμαρρος γύρω από τους γυμνούς ώμους της.
Πώς
να μου φαίνεσαι ρε κοπελιά, σα να έχεις ξεφύγει από σελίδες κάποιου περιοδικού
που αν είχα κόρη και την έβλεπα να το διαβάζει θα πάθαινα εκατό εγκεφαλικά.
Αυτό δηλαδή που μου συμβαίνει ακριβώς αυτή τη στιγμή.
Τη γνώμη μου για το πόσο προκλητικά έχει
ντυθεί την κρατάω για τον εαυτό μου· εγώ της είχα πει να είναι ο εαυτός της,
και η Κρινιώ έτσι έβγαινε για clubbing. Δεν είναι πως είμαι εμβολιασμένος κατά της ζήλειας, αλλά τον άνθρωπό
σου είτε τον εμπιστεύεσαι, είτε όχι, και η Κρινιώ έχει κερδίσει την δική μου
εμπιστοσύνη με όλους τους δυνατούς τρόπους που μπορεί να το κάνει ένας
άνθρωπος.
«Κάτσε, έφαγα μπλε οθόνη, boot-άρω,» της απαντάω,
κάνοντας μια τεχνητή κίνηση σαν να πατάω κουμπί επανεκκίνησης στο κεφάλι μου,
κάνοντάς την να μου χαρίσει το γέλιο που είχα ερωτευτεί από την πρώτη φορά που
το άκουσα.
Η Κρινιώ σκάει στα γέλια, ρίχνοντας το
κεφάλι της πίσω με εκείνον τον τρόπο που κάνει όλον τον κόσμο να σταματάει να
υπάρχει για μένα. «Είσαι τρελός!» μου λέει, έρχεται κοντά και με φιλάει στο
μάγουλο, αφήνοντας ένα ίχνος από το κραγιόν της.
Προσπαθούσα να βρω τη λέξη, αλλά οτιδήποτε
μου ερχόταν στο μυαλό μου φαινόταν πολύ λίγο για να περιγράψει αυτό που έβλεπαν
τα μάτια μου. Κούκλα; Κούκλα θα ήταν ακόμα και αν φορούσε σακί με πατάτες.
Αιθέρια; Το επίθετο θα την αδικούσε, δεν ήταν απλά αιθέρια, ήταν κάτι πολύ
παραπάνω, νεράιδα... ξωτικό... Σα να μην ανήκε σε αυτό τον κόσμο, σα να ήταν
κάτι υπερβατικό. Ντυμένη σαν ξέκωλο (αντικειμενικά), αλλά ξωτικό.
“Out of this world,” της απαντάω τελικά στα αγγλικά.
Η Κρινιώ με κοιτάζει με μια έκφραση που
είναι μείγμα ευχαρίστησης και ντροπαλότητας. «Μην υπερβάλλεις...» λέει, αλλά το
χαμόγελό της μαρτυρά πως της άρεσε η περιγραφή.
«Δεν υπερβάλλω», της απαντάω σοβαρά,
σηκώνοντας το χέρι μου σαν να ορκίζομαι. «Απλά λέω την αλήθεια. Να φορέσεις
καμιά χάντρα γιατί θα σε φάει το μάτι!»
«Αυτή είναι η ιδέα,» μου απαντάει
χαχανίζοντας πονηρά, κάνοντας μια μικρή περιστροφή που κάνει το φόρεμά της να
ανεβεί ακόμα πιο ψηλά. «Φάτε μάτια ψάρια, ο περίδρομος για το σαρδανάπαλο
γερό-χίπη μου!»
Ξαφνικά η φωνή της αλλάζει τόνο, γίνεται
πιο απαλή, και έρχεται κοντά μου ακουμπώντας το χέρι της στον ώμο μου. «Εσύ τι
θα κάνεις Τζωρτζίνο μου;»
«Με το που φύγεις θα έρθει η Σούλα, η
Τούλα, η Ρούλα, και η Μπούλα για να μπορέσω να οργιάσω σαν άνθρωπος,» της
απαντάω με την πιο σοβαρή έκφραση που μπορώ να κάνω, κερδίζοντας ένα ping στη μύτη που με κάνει
να τραβηχτώ πίσω γελώντας. Έχει πλάκα που είναι ζηλιάρα και κτητική, λες και
είμαι κανένα κελεπούρι, να πούμε, και δε βρίσκω την ησυχία μου από τις
θαυμάστριες.
«Θα σε φυτέψω φουκαρά μου, κι έχουμε και
πολλές γλάστρες!» μου κάνει κουνώντας αυστηρά το δάχτυλό της μπροστά από τη
μύτη μου σαν αυστηρή δασκάλα, οπότε βρίσκω την ευκαιρία και κάνω ότι προσπαθώ
να τη δαγκώσω! «Μη μου κάνεις εμένα το κοπρόσκυλο, γέρο-Σαρδανάπαλε!» φωνάζει
τραβώντας το χέρι της πίσω και γελώντας.
Ευτυχώς κρατήθηκα και δεν της τραγούδησα το
«Δάσκαλο» γιατί με το στίχο «να μου τον φέρετε στο χώμα,» δε θα πήγαινε και
πολύ καλά, το μαύρο μου χιούμορ, ειδικά όταν είναι αυτοσαρκαστικό, δεν της
αρέσει και της χαλάει τη διάθεση.
«Ορίστε, ούτε να οργιάσουμε δε μπορούμε!»
λέω, ρίχνοντας τα χέρια μου κάτω με θεατρική απόγνωση.
«Θα οργιάσουμε ιδιωτικά όταν επιστρέψω,»
μου δηλώνει, έρχεται κοντά και με φιλάει στο στόμα, αφήνοντας με το άρωμά της
να με ζαλίζει. «Γι’ αυτό κράτα δυνάμεις!»
«Βρε κέρατο εσύ θα γυρίσεις τα χαράματα που
εγώ θα κοιμάμαι!» της λέω, κάνοντας ότι κοιτάζω το ρολόι μου με ανησυχία.
«Μωρέ θα ξεπληρώσεις όλες σου τις
αμαρτίες!» μου απαντά, δίνοντάς μου ένα ελαφρύ χτύπημα στο στήθος.
Με τούτα και με κείνα, την κατεβάζω στην
Κηφισιά όπου έχει ραντεβού με άλλους δύο συμφοιτητές της για να πάρει το
τραίνο· όταν πηγαίνει για clubbing θέλει να μπορεί να πιει και δεν παίρνει το αυτοκίνητο, και έτσι μπορώ
να κοιμάμαι και λίγο πιο ήσυχος. Στο Γκάζι θα πάνε, στο γυρισμό θα μοιραστεί το
ταξί με τους ίδιους συμφοιτητές με τους οποίους έχει δώσει ραντεβού στην
Κηφισιά, οπότε θα έχω το κεφάλι μου ήσυχο και για την ασφάλειά της.
«Να προσέχεις ματάκια μου», της λέω καθώς
βγαίνει από το αυτοκίνητο, σκύβοντας για να τη φιλήσω από το παράθυρο.
«Εσύ να προσέχεις μην έρθουν όντως η Σούλες,
Τούλες, Ρούλες, Κούλες και Μπούλες και καταλήξεις λίπασμα!» μου απαντά
κλείνοντάς μου το μάτι, και την παρακολουθώ να απομακρύνεται με εκείνο το
φόρεμα που κάνει κάθε περαστικό να γυρίζει να την κοιτάξει.
«Ποιος είπε για Κούλες;» της φωνάζω, για να
γυρίσει το κεφάλι της προς τα μένα και να κερδίσω ένα μεγαλοπρεπέστατο
«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ!» που αν ήμουν σε απόσταση βολής θα με είχε κάνει λούτσα.
«Έκαστος
στο είδος του και ο Λουμίδης στους καφέδες,» σκέφτομαι
καθώς παίρνω το δρόμο της επιστροφής. «Εσύ με την ομορφιά σου και τα νιάτα σου για clubbing κι εγώ σπίτι, παρέα με τη Λίζι και μουσική δωματίου για τα
φυτά-φιλοσόφους.»
Επιστρέφω σπίτι και με τη Λίζι κουρνιασμένη
στα πόδια μου κάθομαι και διαβάζω, και για την αλητεία βάζω στα φυτά μας να
ακούσουν Gothic Metal με συμφωνικά
στοιχεία, αυτό των Therion. Ξεκινώντας από το Vovin, ακολούθησε το Secret
of The Runes και Lemuria και Sirius B, και δεν ξέρω τι λένε οι
πράσινοι φιλόσοφοι, αλλά εγώ πολύ το ευχαριστήθηκα.
«Εδώ μέσα γίνονται Σόδομα και Γόμορρα,»
φωνάζω μόνος μου προσπαθώντας να μιμηθώ τη φωνή της Σαπφούς Νοταρά, με το που
ξεκινάει το “The Rise of Sodom and Gomorrah.” Μόνος μου τα λέω, μόνος μου γελάω, αλλά δε βαριέσαι, τουλάχιστον σε
σύγκριση με πριν γνωρίσω το κορίτσι μου, είχα κάτι να περιμένω, πέρα από τη
γκρίνια της Λίζι, η οποία δεν είναι fan
του Metal.
Οι γλάστρες δεν διαμαρτυρήθηκαν πάντως—τις
κοιτάζω με ύποπτο βλέμμα, περιμένοντας κάποια αντίδραση—είναι και αυτό μια
παρηγοριά, καθώς αν γινόταν και αυτό, εκτός από καρκινοπαθής θα ήμουν και
σχιζοφρενής. Το σκέφτομαι, σκουντάω ελαφρά το γεράνι με το δάχτυλο και γελάω
και πάλι μόνος μου. Το
καλό με τη σχιζοφρένεια είναι ότι ποτέ δε νιώθεις μοναξιά.
«Εσύ Λίζι τι λες;» ρωτάω τον τρίχρωμο
πορτοκαλί μου σίφωνα, και αντί απάντησης μου κλείνει αργά τα μάτια της,
λέγοντάς μου με το γατίσιο τρόπο «Σ’ αγαπάω, ηλίθιε, και ας μου παίρνεις τα
αφτιά με τις μουσικές σου επιλογές, αλλά θα πω στην Κρινιώ ότι βάζεις κρυφά
Metal στα φυτά την ώρα που εκείνη λείπει, και δε θα σε ξεπλένουν ούτε ο
Αμαζόνιος, ο Νείλος και ο Δούναβης μαζί»
«Προδότρια!» την κατηγορώ γελώντας μόνος
μου σαν τον ηλίθιο.
Γύρω στη μιάμιση νιώθω τα μάτια μου να
βαραίνουν—τα τρίβω με τις παλάμες μου και χασμουριέμαι τόσο δυνατά που παραλίγο
να εξαρθρωθώ—οπότε πηγαίνω στο στερεοφωνικό και βάζω και πάλι κλασσική μουσική
στα φυτά, χαμηλώνοντας προσεκτικά την ένταση.
«Συγγνώμη παιδιά,» μουρμουρίζω στις
γλάστρες καθώς περνάω δίπλα τους, «ελπίζω να μην έχετε πάθει πολιτισμικό σοκ.»
Η ταρταρούγα μου με ακολουθεί καθώς
ανεβαίνουμε πάνω—την ακούω πίσω μου να κάνει τα νυχάκια της στις σκάλες. Πέφτω
στο κρεβάτι σαν σακί πατάτες και η Λίζι κάνει δυο-τρεις στροφές στο στρώμα πριν
θρονιαστεί δίπλα στο μαξιλάρι μου, σφηνωμένη στην καμπύλη του λαιμού μου.
«Μην ξυπνήσεις τον μπαμπά, εντάξει;» της
λέω χαϊδεύοντάς την τρυφερά ανάμεσα στ’ αφτιά, και πολλή και καλή μου τύχη· το
μοτεράκι της αρχίζει πάλι, κι έτσι με αυτό το ήχο, κλείνω τα μάτια.
Ναι, δεν ήταν η Λίζι με τα zoomies της που με ξύπνησε
αλλά η Κρινιώ, που μου γύρισε ντίρλα, και δεν της έφταναν τα χάλια της που
αλλού πατούσε και αλλού βρισκόταν, είχε και ορεξούλες.
«Εγώ το λόγο μου τον κρατάω,» μου είπε
ανεβαίνοντας τις σκάλες με τον ήχο ενός ελέφαντα σε πολυκατάστημα, και προσπαθώντας
να γδυθεί, καλά, όχι ότι είχε και πολλά να βγάλει με το φόρεμα που είχε
επιλέξει. Στέκεται στο κατώφλι του υπνοδωματίου κρατώντας το τοίχο, με τα μάτια
της να εστιάζουν σε διαφορετικά σημεία. Ναι, αυτά είναι κόλπα ζόρικα που κάνουν
στις Ινδίες, προσπαθώντας να γδυθεί τρώει μια σούπα όλη δική της.
«Κρινιώ μου;» φωνάζω και πετάγομαι από το
κρεβάτι ανήσυχος βλέποντάς σωριάζεται στο πάτωμα σαν άδειο σακί. Και η γαϊδάρα
ρίχνει το πιο ξεδιάντροπο γέλιο που έχω ακούσει και που κάνει το σώμα της να
τραντάζεται.
«Τζωρτζίνο μου,» λέει καθώς προσπαθεί να
σταθεί στα τέσσερα και με κοιτάζει με τα μάτια της χωρίς να μπορεί να εστιάσει
«δε φταίω εγώ, το δωμάτιο γυρίζει!»
«Θα σε τσουρουμαδήσω, φουκαριάρα μου,» την
απειλώ μέσα στην ταραχή μου, τεντώνοντας τα χέρια μου για να τη βοηθήσω να
σηκωθεί, ξεχνώντας προσωρινά ότι το να απειλείς μια μαζοχίστρια ότι θα την
μαυρίσεις, δεν είναι ακριβώς απειλή, πολύ περισσότερο όταν είναι ντίρλα και με
ορέξεις.
«ΑΧΝΕ!» μου λέει η σουρωμένη Λουκριτία
Βοργία, χτυπώντας παλαμάκια σαν μικρό παιδί, έχοντας με τα πολλά καταφέρει να
μείνει μόνο με το εσώρουχό της ενώ το φόρεμα είναι πεταμένο στο πάτωμα σαν
πατσαβούρι. «Μαύρη να με κάνεις!» συμπληρώνει ρίχνοντας πίσω το κεφάλι της
δραματικά.
Δε μπορώ, βάζω τα γέλια τόσο δυνατά που η
Λίζι πηδάει από το κρεβάτι τρομαγμένη.
«Είμαι μια αμαρτωλή,» συνεχίζει η παράστασή
της χτυπώντας τον εαυτό της στο στήθος, «μια τιποτένια!»
Η αλήθεια είναι ότι πρώτη φορά την έβλεπα
τόσο ντίρλα. Δεν είναι ότι δεν τα είχε κοπανίσει και άλλες φορές, αλλά ποτέ δεν
την είχα δει να παραπατάει έτσι, να της τρέμουν τα χέρια και να μη μπορεί να
εστιάσει το βλέμμα της. Ξέρω ότι έχει αρκετά μεγάλες αντοχές στο ποτό, οπότε
για να γύρισε έτσι, πρέπει να ήπιε όλο το Βόσπορο, το μισό Αιγαίο και κάμποση
από τη Μαύρη Θάλασσα.
«Βρε τέρας,» την ρωτάω καθώς κάθομαι στο
πάτωμα δίπλα της και προσπαθώ απεγνωσμένα να κρατηθώ σοβαρός, «πόσο ήπιες;»
Με κοιτάζει με τα μάτια της μισάνοιχτα και
σηκώνει το δάχτυλό της στον αέρα σαν δικηγόρος στο δικαστήριο: «Έχω το δικαίωμα
να μη μιλήσω!» μου απαντάει αυθάδικα.
«Αυτά στους φίλους σου τους Αμερικάνους,»
της κάνω κουνώντας το κεφάλι και προσπαθώντας ακόμα πιο σκληρά να κρατηθώ
αυστηρός και να μη βάλω τα γέλια.
«Δε σου λέω!» επιμένει σταυρώνοντας τα
χέρια της σαν παιδί. «Τι θα κάνεις, θα με βασανίσεις;» με ρωτάει και μετά βάζει
και πάλι τα γέλια, ένα γέλιο που της κάνει όλο το κορμί να τρέμει. «ΑΧΝΕ,
βασάνισέ με! Γιατί δε με βασανίζεις;» με ρωτάει με αληθινό παράπονο, κάνοντας
μου μούτρα.
Και εκεί το χάνω και πάλι, γελάω τόσο
δυνατά που με πιάνει η κοιλιά μου.
ΤΗΝ ΑΓΑΠΑΩ!!! ΤΗΝ ΛΑΤΡΕΥΩ!!!
…
Και τις πλήρωσε τις νυχτερινές της
κραιπάλες, αλλά όχι με τον τρόπο που ήλπιζε όταν με ξύπνησε σα μεθυσμένος
τυφώνας. Λίγη ώρα αργότερα άρχισε να ανακατεύεται και όποιος έχει μεθύσει έστω
και μια φορά στη ζωή του τη συνέχεια τη γνωρίζει. Η φουκαριάρα έχει σκύψει πάνω
από τη λεκάνη γονατισμένη στα πλακάκια του μπάνιου και το στομάχι της να κάνει
σπασμούς, καθώς μετά την τρίτη φορά δεν είχε και τι να βγάλει.
Κι εγώ, να έχω κάτσει γονατιστός δίπλα της,
με τα γόνατά μου να πονάνε από την άβολη στάση πάνω στα πλακάκια, να της κρατάω
τα μαλλιά με το ένα χέρι για να μη λερωθούν, ενώ με το άλλο της χαϊδεύω απαλά
την πλάτη, συμπάσχοντας, και περιμένοντας υπομονετικά τους σπασμούς της να
καταλαγιάσουν.
«Δε θα πιώ ποτέ ξανά!» να μου ορκίζεται τον
όρκο των μεθυσμένων μετά τα ξενέρωμα, άσπρη σαν το ασβέστη, και με το βλέμμα
της λυπημένης θλίψης. Δεν απαντάω, και τι να απαντούσα άλλωστε; Η δήλωση αυτή
έχει τόσο βάρος όσο το «από Δευτέρα, δίαιτα,»
πολλοί το λένε, ελάχιστοι το κάνουν.
Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν τα γνωστά
γιατροσόφια γι' αυτές τις καταστάσεις—ελληνικός καφές σκέτος για τον πονοκέφαλο
που σίγουρα θα έρθει, χαμομήλι για το ανακατεμένο στομάχι, ίσως λεμόνι με μέλι
αν κατάφερνε να το κρατήσει μέσα της. Ο πατσάς, το απόλυτο όπλο της ελληνικής
παράδοσης κατά της κραιπάλης, ήταν εκτός συζήτησης—πέρα από το ότι άντε βρες
πατσατζίδικο, η σκέψη του φαγητού και μόνο θα την έστελνε πίσω στη λεκάνη.
Και να ήθελα να θυμώσω μαζί της, δεν
μπορούσα. Αφενός γι' αυτό είχε βγει έξω, για να διασκεδάσει και να πιεί—ε, και
αν το παράκανε και μια φορά δε χάλασε δα και ο κόσμος. Για να μην αναφέρω πόσες
φορές είχα βρεθεί εγώ στη θέση της και εκείνη στη δική μου τους τελευταίους
μήνες.
Μπορεί οι λόγοι να ήταν διαφορετικοί—εμένα
οι ναυτίες και οι εμετοί να ήταν αποτέλεσμα χημειοθεραπείας και όχι κραιπάλης—αλλά
στο τέλος της ημέρας το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: στάση προσευχής μπροστά από τη
λεκάνη μέχρι να περάσουν οι σπασμοί στο στομάχι.
Μια περίεργη συμμετρία υπάρχει σε αυτό,
σκέφτομαι καθώς της δίνω ένα ποτήρι νερό. Η ίδια ταπεινότητα μπροστά στις
σωματικές μας αδυναμίες, η ίδια ευγνωμοσύνη για το χέρι που μας κρατάει τα
μαλλιά. Αν αυτό δεν είναι αγάπη, τότε δεν ξέρω τι είναι.
…
Τουλάχιστον το hungover της το πρωί το
ξεπέρασε σχετικά αναίμακτα— κατέβηκε από τη σκάλα κρατώντας το κουπαστή σαν
γριούλα, με τα μαλλιά της να δείχνουν σαν να έχει βάλει το δάχτυλο στην πρίζα,
αλλά όχι στη θανάσιμη κατάσταση που περίμενα. Είχε μόνο ελαφρύ πονοκέφαλο, που
ναι μεν ήταν ενοχλητικός, αλλά θα μπορούσε να είναι και πολύ χειρότερος.
Της έχω φτιάξει πορτοκαλάδα φρέσκια για την
αφυδάτωση από το αλκοόλ—στύψιμο τεσσάρων πορτοκαλιών, λίγο μέλι, και πάγο για
να είναι δροσερή. Κάθεται στην κουζίνα και πίνει μικρές γουλιές, σαν πουλάκι
που δοκιμάζει προσεκτικά το νερό. Αν και πλέον το στομάχι της δε γυρίζει, δεν
είναι για να φάει, απλά κοιτάζει το ποτήρι της σαν να 'ναι το πιο ενδιαφέρον
πράγμα στον κόσμο.
«Το παράκανα χθες,» μου λέει με χαμηλή φωνή
και με τα μάτια καρφωμένα στο τραπέζι, παίζοντας νευρικά με την άκρη του
ποτηριού. «Παρασύρθηκα, και το παράκανα. Συγγνώμη Τζωρτζίνο μου,» μουρμουρίζει,
και στη φωνή της ακούγεται πραγματική ντροπή.
«Δεν υπάρχει λόγος να ζητάς συγγνώμη Κρινιώ
μου,» της λέω καθώς κάθομαι δίπλα της. «Εντάξει, ήπιες παραπάνω και έγινες
ντέφι, αλλά ξέρεις κάτι; Που και που καλό είναι να ξεδίνουμε. Όλοι το κάνουμε.»
Σηκώνει τα μάτια της για πρώτη φορά και με
κοιτάζει με έκφραση ευγνωμοσύνης.
«Δεν ήπια για να ξεδώσω Τζωρτζίνο μου,» μου
κάνει χαϊδεύοντάς μου με τη σειρά της το χέρι μου με απαλές κινήσεις. «Και δεν
ήταν ότι ήπια καμιά υπερβολική ποσότητα, έχω πιει και περισσότερο, απλά… απλά
τόσο καιρό είχα ξεμάθει. Από τότε που μένω μαζί σου, έχω γίνει πιο... οικιακή.»
«Ένας λόγος παραπάνω για να μη χαλιέσαι και
να μη μου ζητάς συγγνώμη,» της λέω κλίνοντας ελαφρά το κεφάλι μου. «Οκ, λάθος
υπολογισμός, πάμε παρακάτω.» Μου χαμογελάει διστακτικά, σαν παιδί που μόλις του
είπαν ότι δε θα το μαλώσουν. «Χώρια που το ξύπνημα που μου έκανες δεν το αλλάζω
με τίποτα,» συμπληρώνω χαχανίζοντας και διηγούμαι τις χθεσινοβραδινές της
πομπές με τόσο παραστατικό τρόπο—μιμούμενος τη φωνή της όταν φώναζε “Μαύρη να
με κάνεις!”—που βάζει τα γέλια και σχεδόν πνίγεται στην πορτοκαλάδα της.
«Δε θυμάμαι τίποτα!» μου λέει όταν
σταμάτησε να γελάει, σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάτια της. Και μετά με
ρωτάει με παιχνιδιάρικο ύφος, η διάθεσή της να φαίνεται πολύ καλύτερη: «Με
τιμώρησες τελικά;»
«Όχι,» της απαντάω με ψεύτικα σοβαρό ύφος,
«σε τιμώρησε το στομάχι σου!»
“Meh,” μου λέει κουνώντας το χέρι της,
«αυτή η τιμωρία δεν είναι του γούστου μου!» μου δηλώνει κάνοντάς με να χαχανίσω
με τη σειρά μου. Το χρώμα έχει επιστρέψει στα μάγουλά της και τα μάτια της
έχουν πάρει πάλι εκείνη την πονηρή λάμψη. «Εσύ τι έκανες;» με ρωτάει,
στηρίζοντας το πηγούνι της στο χέρι της και με κοιτάζει με περιέργεια.
«Πριν ή μετά τα όργια με τη Σούλα, Ρούλα,
Τούλα, Μπούλα και guest star την Κούλα; —καλά που τη θυμήθηκες!» της λέω με
αθώο ύφος, περιμένοντας την αναμενόμενη αντίδραση.
Δεν με απογοητεύει. Μου ρίχνει το
καθιερωμένο ping στη μύτη με το δάχτυλό της, τόσο δυνατά που την τρίβω μετά. «Τι
βαράς καλέ;» της κάνω κρατώντας τη μύτη μου με ψεύτικο παράπονο. «Εγώ δεν είχα
πει για Κούλα, εσύ μου την πρότεινες χθες βράδυ, και τι, να σου χαλούσα το
χατίρι;»
«Γελάω, γέρο-Σάτυρε;» με ρωτάει σηκώνοντας
το φρύδι της με ψεύτικα αυστηρό ύφος, αλλά το χαμόγελο που προσπαθεί να κρύψει
την προδίδει.
«Αν σου πω τι έκανα χθες το βράδυ,» της λέω
σκύβοντας προς το μέρος της με συνωμοτικό ύφος, «Σούλα και Σία μπορεί να φανεί
και πλημμέλημα!»
Τα μάτια της ανάβουν από περιέργεια.
«Μολόγα τα όλα!» με πιέζει, χτυπώντας ελαφρά το τραπέζι με την παλάμη της.
«Μέχρι τις 01:30 που έπεσα για ύπνο,» της
λέω κάνοντας μια δραματική παύση για το εφέ: «έβαλα Therion στους φιλοσόφους
στο σαλόνι.»
Βάζει τα γέλια τόσο δυνατά που παραλίγο να
ξαναχύσει την πορτοκαλάδα της. «Ω Θεοί! The Horror… The Horror…» μου λέει ανάμεσα
στα γέλια, χτυπώντας με ελαφρά στον ώμο.
«Προς υπεράσπισή μου,» συμπληρώνω με
ψεύτικα σοβαρό ύφος, «κανένα δεν παραπονέθηκε! Το γεράνι μάλιστα νόμιζα ότι
κουνούσε τα φύλλα του στον ρυθμό.»
«Είσαι όργιο!» μου λέει όταν βρίσκει τις
ανάσες της, σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα γέλια. Η φωνή της έχει γίνει τρυφερή.
«Σ’ αγαπάω!»
«Κι εγώ μωρό μου,» της λέω και τη χαϊδεύω
στο μάγουλο. Σταματάω για μερικές στιγμές, την κοιτάζω με πονηρό χαμόγελο και
μετά συμπληρώνω: «Και ας είσαι κατά δήλωση “μια αμαρτωλή… μια τιποτένια…”»
«Θα τιμωρηθώ;» με ρωτάει γεμάτη ελπίδα,
κάνοντάς με να το χάσω και πάλι.
…
Δεν το λες ακριβώς τιμωρία αυτό που
ακολούθησε το απόγευμα, μπορεί να μην ακούστηκε όπως εκείνη τη βραδιά στην
Χύτρα, αλλά δεν το ευχαριστήθηκε λιγότερο. Όσο για μένα… δεν έχω λόγια. Αν και
μαζί της έχουν υπάρξει μέρες που κάναμε τρεις φορές σεξ, είχα ξεχάσει την
τελευταία φορά που είχα καταφέρει κάνω το ίδιο μέσα σε ένα απόγευμα.
Είναι στα τέσσερα, και τα μεριά της έχουν
αποκτήσει αυτό το υπέροχο βαθύ κοκκίνισμα, καθώς έχουμε φτάσει ήδη τα 50 με τη
ζώνη.
«ΜΧΜΧΜ 50» μου λέει με πνιχτή φωνή, καθώς
μετά την προθέρμανση ρίχνω δυνατές, όχι αστεία. Δεν είναι απλά αλγολάγνα, έχει
και μεγάλες αντοχές. Καλά, όχι ότι κάνουμε και τίποτα το εξεζητημένο και το safeword υπάρχει
περισσότερο για το χαβαλέ, παρά για κάτι άλλο. Και το ακόμα πιο αστείο είναι
ότι σχεδόν πάντα είμαι εγώ που το λέω, καθώς μένω από δυνάμεις.
«Donaudampfschiff…» προσπαθώ να πω κάνοντας
τη γλώσσα μου φιόγκο, και δεν τα καταφέρνω. «Donaudampfschifffaha…ΣΚΑΤΑ!» φωνάζω και η
Κρινιώ βάζει τα γέλια, και μιας και δεν λέω σωστά το safeword δε μπορώ να
σταματήσω κιόλας!
«Δεν είπες τη μαγική λέξη! Σκάσε και βάρα!»
συνεχίζει απτόητη το δούλεμα η υποτιθέμενη bottom της σκηνής. Τι να πω, είμαι η ντροπή των
Σαδιστών!
«Donaudampfschifffahrtsgesellschaftskapitän»
καταφέρνω τελικά να πω με την έκτη προσπάθεια. Το κοκκίνισμά της είναι
ικανοποιητικό—ακόμα κι αν είχα τις αντοχές, το δικό μου όριο είναι κάτι μεταξύ
C4 και C5, ενώ η Κρινιώ θα προτιμούσε το C6, που την φτάνει στα άκρα.
Not my cup of tea.
Πριν τη γνωρίσω δεν ήξερα καν ότι υπάρχει
βαθμονόμηση τύπου… Pantone στα S/m sessions—κι υποτίθεται ότι κάτι ήξερα από BDSM. Η σχέση της με τον Γιώργο είχε
έντονα τέτοια στοιχεία, κι όταν της το ανέφερα, ήταν η ίδια που το έψαξε
παραπέρα. Επιστημονική προσέγγιση, όχι μαλακίες.
Ένας από τους πολλούς—αμέτρητους—λόγους που
τη λατρεύω.
«C3 και αν!» μου λέει πειρακτικά,
γυρίζοντας όσο μπορούσε το κεφάλι της προς τα πίσω για να με δει.
«Βρε καυλοράπανο, δεν ντρέπεσαι; Είναι
τουλάχιστον C4—μη σου πω C5!»
«Ce… ως Cπ!» μου πετάει και ξεκαρδίζομαι.
Μπορεί τα μαθηματικά να μην είναι το φόρτε
της, αλλά είχε διαβάσει εκείνο το βιβλίο μου, An Imaginary Tale: The Story of √–1, που εξηγούσε
τη συναρπαστική ιστορία του “i”, της τετραγωνικής ρίζας του -1—και προφανώς, δεν μπορούσε να λείπει
από μέσα η ομορφότερη εξίσωση στην ιστορία των μαθηματικών: , κι έτσι είχε
μάθει και το e, καθώς, όπως και οι περισσότεροι γνώριζε το π, έστω και ως 3,14.
«Φυρί-φυρί το πας να σ’ απαυτώσω!» της
πετάω, για να μου απαντήσει σα τη Σαπφώ Νοταρά στο «Αχ, αυτή η γυναίκα μου» και
μ’ έπιασε βήχας από τα γέλια.
«Ε, πες το… Χρυσόστομε!»
«Σάλιο και υπομονή,» της απαντάω όταν
βρίσκω τις ανάσες μου.
«Αχ ναι, σάλιο!» μου λέει. «Το λιπαντικό
είναι ξενέρωμα!» συνεχίζει το τρολάρισμα, και πάρ’ τον κάτω ξανά τον δικό σου.
Αν και για το από την πίσω πόρτα προτιμώ το
λιπαντικό, για την αίσθηση δηλαδή, καθώς ο πόνος της εισόδου μου πίσω την
ξετρελαίνει—αυτό και αν με είχε αφήσει αδιάβαστο τις πρώτες φορές· ήταν τελείως
ξένο στην μέχρι τότε εμπειρία μου—σήμερα το κέρδισε με το σπαθί της.
Τον σάλιωσα καλά-καλά, και κρατώντας την
από τη μέση, τον βύθισα σιγά-σιγά μέσα της, κερδίζοντας τα βογγητά της, μείξη
πόνου και καύλας. Αν και θα προτιμούσα την αίσθηση με χρήση λιπαντικού, άρχισα
να κινούμαι με αυξανόμενο ρυθμό, και τα βογγητά μου συνόδεψαν τα δικά της.
Κάποια στιγμή την τραβάω προς τα πίσω, αρπάζοντάς την από τα μαλλιά και
καρφώνομαι όσο πάει μέσα της.
«ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ΝΑΙΙΙΙΙΙΙΙΙ ΝΑΙΙΙΙΙΙΙΙ!»
φωνάζει παραδομένη στην ηδονή.
«Σ’ αρέσει μωρό μου;» τη ρωτάω, ακόμα
ακίνητος.
«Πολύ! Πολύ!» μου απαντάει σχεδόν
ξεψυχισμένα.
«C πόσο;» τη ρωτάω τραβώντας ξανά δυνατά από τα
μαλλιά.
«C άπειρο!» μου απαντάει.
«Ορίστε, μου έμαθε και το άπειρο!» λέω και
της ρίχνω μια σφαλιάρα στον ήδη κόκκινο από τη ζώνη αριστερό της γλουτό.
«ΑΑΑΑΧ ΝΑΙ!!! ΚΙ ΑΛΛΟ! ΚΙ ΑΛΛΟ!»
«Ποιο άπειρο; Το αριθμήσιμο; Των
πραγματικών; Των πραγματικών συναρτήσεων;» τη ρωτάω συνεχίζοντας το πείραγμα.
«ΔΕΝ… ΔΕΝ ΞΕΡΩ! ΝΑ ΤΙΜΩΡΗΘΩ! ΝΑ ΤΙΜΩΡΗΘΩ!»
μου λέει καυλωμένη, και κερδίζει επάξια και άλλες σφαλιάρες στα πισινά της.
«ΑΑΑΑΧ ΝΑΙ!!! ΕΝΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΡΙΑ!» μου λέει και με τα χίλια ζόρια κρατιέμαι
σοβαρός.
«Μη μου κάνεις εμένα δημιουργική
λογιστική!» της λέω με πνιγμένο γέλιο, και της ρίχνω απανωτές στα μεριά της,
είπαμε το κέρδισε με το σπαθί της!
Αρχίζω και κινούμαι και πάλι μέσα της, και
αυτή τη φορά οι κινήσεις μου συνοδεύονται και από δυνατά χαστούκια στον κώλο,
και κάπου εκεί—και για δεύτερη φορά, μετά τη σκηνή στη βάρκα—κερδίζω την άριά
της.
«ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ!!! ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ ΓΙΩΡΓΟ…
ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥΥΥΥΥΥ» φωνάζει δυνατά με το σώμα της σχεδόν να τραντάζεται από τον
οργασμό.
Έχοντας εκτελέσει επάξια το καθήκον μου, αφήνομαι κι εγώ, και μετά από ένα-δυο λεπτά εντατικού …λιμαρίσματος, φωνάζω πάνω στην κορύφωση ένα δυνατό «ΑΜΧΜΜΜΧΜΧΑΑΑΑΑΑΧ» και καρφώνομαι για τελευταία φορά μέσα της. Κάθομαι ακίνητος, με τα μάτια μου να γυρίζουν λες και μετράνε τα λύτρα, καθώς το όργανό μου κάνει σπασμούς βαθιά μέσα της, αδειάζοντας τα περιεχόμενα του.
Και μετά το ντουζ που κάναμε επακολούθησε και δεύτερος γύρος, ιεραποστολικά και ορθόδοξα, και σα να μην έφτανε αυτό, το βράδυ πριν κοιμηθούμε μου έκανε και πίπα, και παρόλη την κούραση μου, μου γύρισαν τα μάτια ανάποδα. Και έτσι, σταφιδιασμένος από την αφυδάτωση, την πήρα στην αγκαλιά μου, τη φίλησα, και έπεσε ο γενικός.
20. Του σκοινιού και του παλουκιού
Επί τη ευκαιρία που το κορίτσι μου είχε τα
γενέθλιά του στις 15 του Νοέμβρη, που φέτος έπεφτε Σάββατο, η Αγγελική μας είχε
υποσχεθεί ότι θα έρθει να κάτσει μαζί μας από τις 10 μέχρι και τις 25 του μήνα
και στο διάστημα μεταξύ 13 και 19 Νοεμβρίου θα ερχόταν και ο Παύλος. Δόξα το
Θεώ το σπίτι είχε μπόλικο χώρο, αν και ο αρχικός σχεδιασμός ήταν για τελείως
διαφορετικό λόγο.
Στο πάνω όροφο της μεζονέτας, πέρα από το
μεγάλο μπάνιο και το υπνοδωμάτιό μας, υπάρχουν ακόμα δύο υπνοδωμάτια, αυτά
ωστόσο με μικρό μπαλκόνι αντί για βεράντα. Αν και το ένα έγινε αποθηκευτικός
χώρος μετά τη μετακόμιση της Κρινιώς, γεμάτο με κουτιά, κυρίως με παλιά δικά
μου πράγματα που δεν τα χρειαζόμασταν, και που η Κρινιώ αρνούνταν πεισματικά να
πετάξουμε.
Οπότε, για να μπορούμε να δεχόμαστε τέτοιου
είδους επισκέψεις, το επιπλώσαμε με ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι, κομοδίνα και το
παλιό νεσεσέρ της Κρινιώς, καθώς για το δικό μας δωμάτιο αγοράσαμε ένα που το
είδε στη βιτρίνα και το ερωτεύτηκε. Θυμάμαι ακόμη πώς σταμάτησε μπροστά στο
κατάστημα και έβαλε τις παλάμες της στο τζάμι σαν παιδί που κοιτάζει παιχνίδια.
Περήφανη και ξεροκέφαλη όπως είναι, δεν
δέχτηκε να την κάνω συνδικαιούχο στον τραπεζικό μου λογαριασμό. Το συζητήσαμε
και μαλώσαμε γι’ αυτό περισσότερες φορές από όσες θέλω να θυμάμαι. Αλλά μετά
από μπόλικη πίεση—και αφού κατάλαβε ότι δεν πρόκειται να το αφήσω—την κατάφερα
να ανοίξουμε ένα κοινό.
…
«Μωρό μου,» της είχα πει εκείνο το απόγευμα, καθώς καθόμασταν στον καναπέ, «σκέψου να μου συμβεί κάτι και να μην μπορούμε να τραβήξουμε χρήματα τη στιγμή που τα χρειαζόμαστε περισσότερο. Δε θέλω ν' αγγίξεις τις οικονομίες σου.»
Είχε σταυρώσει τα χέρια της και με κοίταζε με εκείνο το ύφος που σήμαινε ότι δε θα το συζητούσαμε εύκολα.
«Όχι!» μου είπε πεισμωμένη, σφίγγοντας τα χείλη της.
«Κρινιώ μου,» της έκανα υπομονετικά, τεντώνοντας το χέρι μου για να της πιάσω το δικό της που το τράβηξε αμέσως. «Με τον ίδιο τρόπο που προτιμούσες να τραβάς χρήματα από τις οικονομίες σου παρά να ζητήσεις από εμένα—και ήθελα να σου σπάσω το κεφάλι,» της είπα και το πρόσωπό της μαλάκωσε ελαφρά καθώς χαχάνιζε, «έτσι δε θέλω κι εγώ να τραβήξεις χρήματα από τις οικονομίες σου, ή ακόμα χειρότερα να ζητήσεις από τη μητέρα σου, σε περίπτωση που χρειάζονται χρήματα για εμένα και δεν είμαι σε θέση να τα τραβήξω!»
Την έβλεπα να το σκέφτεται, να παίζει νευρικά με το δαχτυλίδι της. Την βλέπει τη λογική, την καταλαβαίνει, αλλά παραμένει διστακτική και με το βλέμμα της χαμηλωμένο.
«Καλύτερα να το έχουμε και ας μη το χρειαστούμε, παρά να το χρειαστούμε και να μην το έχουμε,» είναι τελικά το επιχείρημα που την πείθει για την αναγκαιότητα ύπαρξης κοινού λογαριασμού. Βλέπω τους ώμους της να χαλαρώνουν ελαφρά.
«Αν είναι να βάλεις χρήματα εσύ, θα βάλω κι εγώ!» μου είπε σηκώνοντας το κεφάλι της με το γνωστό της πείσμα.
«Όχι,» της είπα σε τόνο που δε σηκώνει αντιρρήσεις, και αυτή τη φορά κατάφερα να πιάσω το χέρι της πριν το τραβήξει. «Στο λογαριασμό αυτό θα βάλω χρήματα ΜΟΝΟ εγώ. Θα τον χρησιμοποιήσουμε ως μέσο ασφάλειας, να υπάρχουν χρήματα τα οποία θα μπορείς να τραβήξεις σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης και εγώ δεν είμαι σε θέση να το κάνω.»
Τότε την είδα να σπάει. Το κάτω χείλος της άρχισε να τρέμει και τα μάτια της να γυαλίζουν.
«Δε θέλω, Τζωρτζίνο μου,» μου είπε και η φωνή της έσπασε. «Είναι… είναι σα να αποδεχόμαστε… σαν…» Δεν κατάφερε να τελειώσει τη φράση πριν βάλει τα κλάματα.
Την αγκάλιασα σφιχτά, νιώθοντας πώς τρέμει στα χέρια μου, και την τράβηξα πάνω μου στον καναπέ. Μύρισα τα μαλλιά της, νιώθοντας την υγρασία των δακρύων της στο λαιμό μου.
«Κρινιώ μου,» της μουρμούρισα χαϊδεύοντάς την στην πλάτη, «είσαι ότι καλύτερο έχει συμβεί στη ζωή μου. Εσύ είσαι ο λόγος που νιώθω ζωντανός, είσαι ο λόγος που με κάνει να το παλεύω σαν αρχαίος Σπαρτιάτης· μέχρι τέλους. Ωστόσο, και οι δυο μας το ξέρουμε, αργά ή γρήγορα—μακάρι αργά— αυτό θα έρθει.»
«Δε θέλω να έρθει,» μου είπε μέσα σε λυγμούς που μπήγονταν σα μαχαιριές στα στήθη μου, κρύβοντας το πρόσωπό της στο στήθος μου.
«Είσαι η Αλεξάνδρεια μου,» της είπα ήσυχα, σηκώνοντας απαλά το πηγούνι της για να με κοιτάξει. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και γεμάτα δάκρυα, αλλά εκεί μέσα έβλεπα όλη την αγάπη του κόσμου. «Και όταν έρθει η στιγμή δε θα την αποχαιρετήσω με των δειλών τα παρακάλια.»
«Σ’ αγαπάω!» μου είπε και ξέσπασε ξανά σε λυγμούς, πιάνοντας το πουκάμισό μου με τις γροθιές της σαν να θέλει να με κρατήσει εκεί για πάντα.
…
Πλούσιος δεν ήμουν με την καμία· αλλά
έπαιρνα καλό μισθό σε εταιρία που έδινε και καλά bonus επίτευξης στόχων στο τέλος του χρόνου, και
επενδύοντας προσεκτικά (μισούσα να έχω τα χρήματα να κάθονται στην τράπεζα σα
νεκρά ψάρια) όλα τα χρόνια που εργαζόμουν είχα καταφέρει να φτιάξω ένα
χαρτοφυλάκιο της τάξης των 190.000 ευρώ. Όχι τρελά λεφτά, αλλά αρκετά για να
νιώθω οικονομικά ασφαλής.
Πέρσι, και πριν μάθω ότι ο καρκίνος είχε
επιστρέψει—όταν ακόμη πίστευα ότι είχα μπροστά μου χρόνια για να απολαύσω το
σπίτι—είχα ρευστοποιήσει πενήντα χιλιάρικα για ενεργειακή αναβάθμιση. Αντλία
θερμότητας που κοστίζει όσο ένα μικρό αυτοκίνητο, θερμοπρόσοψη σε όλο το σπίτι,
αλλαγή όλων των αλουμινίων με τριπλά τζάμια, και τα ρέστα. Το σπίτι έγινε
ενεργειακής κλάσης Α+. Και ύστερα ήρθαν οι μέλισσες…
Για την ανακαίνιση του σπιτιού μετά τη
μετακόμιση της Κρινιώς είχα ρευστοποιήσει άλλα είκοσι, και μετά άλλα τόσα για να
τα καταθέσω στον κοινό μας λογαριασμό έκτακτης ανάγκης. Το μόνο παρήγορο ήταν
ότι φέτος θα έπαιρνα και 30% bonus υπερεπίτευξης στόχων. Με το μισθό μου αυτό μεταφραζόταν σε άλλα έντεκα
χιλιάρικα στο χέρι, καθώς το κράτος-συνέταιρος παίρνει σχεδόν το 45%, λες και τους
στόχους τους πιάσαμε μαζί…
Αυτά θα έμεναν στον λογαριασμό μισθοδοσίας
μου να κάνουν παρέα με τα άλλα δέκα χιλιάρικα που είχα μέσα. Θα τα
χρησιμοποιούσαμε για τις καθημερινές μας ανάγκες ή για κάποιο απρόοπτο έξοδο.
Και γιατί όχι, για κανένα ταξιδάκι, όπως αυτό που κάναμε στο Παρίσι.
Όσο οι εξετάσεις μου ήταν καλές, δεν βιαζόμουν,
τα 100.000 που είχαν μείνει στο χαρτοφυλάκιό μου θα τα άφηνα να δουλέψουν για μένα,
και μέρος του μισθού μου θα εξακολουθούσε να πηγαίνει εκεί. Όταν θα ερχόταν αναπόφευκτα
η ώρα που τα πράγματα θα χειροτέρευαν θα τα ρευστοποιούσα και θα τα μετέφερα στον
κοινό μας λογαριασμό.
…
Σήμερα η Κρινιώ έχει πρωινή βάρδια, οπότε όπως
κάθε φορά που γίνεται αυτό, στο Μαρούσι, που βρίσκονται τα κεντρικά της εταιρίας
πηγαίνουμε μαζί. Παρόλο που είναι Δευτέρα, έχουμε και οι δύο εξαιρετική διάθεση.
Σήμερα το απόγευμα θα έρθει η Αγγελική, και παρόλο τυπικά το ωράριό μου τελειώνει
στις έξι, σήμερα θα φύγουμε μαζί στις δύο που τελειώνει η βάρδια της, και η Κρινιώ
σήμερα θα κάνει κοπάνα από το απογευματινό της μάθημα.
«Πού πας βρε μπούρδα Καραβάγγο, το φελέκι
μου;» φωνάζω μόνος μου σε έναν που έβγαλε τη μισή του μούρη από το stop, κάνοντας την Κρινιώ
να χαχανίσει. «Διασκεδάζουμε, δεσποινίς;»
«Γιατί νομίζεις ότι σου επιτρέπω να οδηγείς
τα πρωινά που πηγαίνουμε μαζί στο γραφείο;» με ρωτάει αναιδέστατα, στρέφοντας
όλο το κορμί της προς το μέρος μου με ένα πονηρό χαμόγελο.
Την κοιτάζω για μια στιγμή με σηκωμένο
φρύδι. «Μου επιτρέπεις;» τη ρωτάω κοιτάζοντάς την για μια στιγμή με ψεύτικη
αγανάκτηση.
«Τι, μόνο η εταιρία θα σου βάζει στόχους,
Τζωρτζίνο μου;» με ρωτάει αθώα, παίζοντας με την άκρη της ζώνης ασφαλείας, και
βάζω τα γέλια με τον υπαινιγμό της για το tattoo της στον αριστερό γλουτό.
Κουνάω το κεφάλι μου επιδοκιμαστικά. «Όχι,
και μπράβο σου. Αν και θα υπάρξει διάλειμμα δύο εβδομάδων από σήμερα που θα
έρθει η Αγγελική!»
«Στη …στοχοθεσία, ναι!» μου λέει
χαχανίζοντας πονηρά, και παρόλη την ξεδιάντροπη απάντησή της, τα μάγουλά της κοκκινίζουν
ελαφρά. Θεέ μου, είναι
γλύκα!
«Δεν ντρέπεσαι καθόλου;» τη ρωτάω δήθεν
σκανδαλισμένος, χτυπώντας την ελαφρά στο μπράτσο.
«Όσο ντρεπόμουν το καλοκαίρι!» μου απαντά
τελείως ξεδιάντροπα, ρίχνοντάς μου ένα βλέμμα που θα έλιωνε παγόβουνα.
Σηκώνω το δάχτυλό μου σαν δάσκαλος. «Σου
υπενθυμίζω ότι το καλοκαίρι η Αγγελική δεν κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο!»
«Κι εγώ σου υπενθυμίζω ότι υπάρχει λόγος
που επιπλώσαμε το ακριανό δωμάτιο για τη μαμά και τον Παύλο, και όχι αυτό
απέναντι από το δικό μας!» μου απαντάει, σκύβοντας προς το μέρος μου και
χαμηλώνοντας συνωμοτικά τη φωνή της.
Χτυπάω την παλάμη μου στο τιμόνι με
θαυμασμό. «Όλα τα σκέφτηκες Λουκριτία-Βοργία!» της απαντάω μ’ ένα πνιχτό γέλιο.
«Τζωρτζίνο μου, δεν υπάρχουν μόνο τα δικά
σου logistics!»
μου λέει και μου ξεφεύγει ένα ροχαλητό.
Πριν ερωτευτεί τον Γιώργο, είχε σχέση μ’
ένα συνομήλικό της, τον Νίκο, με τον οποίο είχε προλάβει να βγάλει τα μάτια της
με όλους τους δυνατούς και αδύνατους τρόπους, οπότε στα logistics τύπου “μη μας
πάρει χαμπάρι η μαμά,” ήταν αστέρι. Μου τις είχε πει τις πομπές της, όπως
εκείνη τη φορά που η Αγγελική παραλίγο να τους κάνει τσακωτούς στο δωμάτιο της,
με την Κρινιώ γονατισμένη—και όχι για να προσευχηθεί, αν μ’ εννοείτε.
Ούτε καν που πτοήθηκαν, μέχρι και πρωτόγονο
σύστημα συναγερμού είχε σκαρώσει, και η Αγγελική δεν είχε πάρει χαμπάρι. Αν η
Κρινιώ δεν είχε αποφασίσει να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες, θα μπορούσε να
είχε γίνει μηχανολόγος-μηχανικός, και δεν αστειεύομαι καθόλου! Το μυαλό της
κόβει σαν ξυράφι, τα χέρια της πιάνουν, και από φαντασία… άλλο τίποτα.
Αναβάλω την ανασκόπηση για να ρίξω ακόμα
ένα φάσκελο με θεατρικό ύφος, κερδίζοντας και πάλι το χαχανητό της. Στο μεταξύ
ακούγαμε όπως πάντα Βραχωρίτη και Καραντζή στο πρωινό τραίνο, και σήμερα στο
«βρες τη λέξη» ήταν προφανές από την επιλογή των τραγουδιών (American Woman, Bye-Bye Miss American pie και American Idiot) ότι η λέξη ήταν American.
«Πάρε τηλέφωνο!» της λέω με ενθουσιασμό.
«Σιγά μην πιάσω γραμμή!» μου απαντάει
κουνώντας το κεφάλι της.
«Πάρε βρε κέρατο, τι έχεις να χάσεις;» την
παροτρύνω, χτυπώντας την ελαφρά στο γόνατο.
«Χαχαχα, εντάξει,» μου λέει αναστενάζοντας
με ύφος παραίτησης και καλεί.
Είναι η μέρα μας, είναι η Κρινιώ που
βγαίνει στη γραμμή. Απλώνω το χέρι μου και χαμηλώνω το ράδιο για να μη
μικροφωνίζει, ενώ εκείνη μου κάνει νόημα με τον αντίχειρα προς τα πάνω· πέτυχε!
«Καλημέρα,» λέει ο Βραχωρίτης.
«Καλημέρα,» απαντάει χαμογελαστά η Κρινιώ,
και την βλέπω να ισιώνει ελαφρά την πλάτη της.
«Λιτή, δωρική, απέριττη,» κάνει χαβαλέ ο Καραντζής
κερδίζοντας το γέλιο της.
«Τι υπέροχο γέλιο είναι αυτό που έχετε!»
της λέει με πραγματικό θαυμασμό ο Βραχωρίτης.
Την βλέπω να κοκκινίζει ελαφρά. «Σας
ευχαριστώ!» απαντάει ντροπαλά.
«Πώς σας λένε;» τη ρωτάει.
«Κρινιώ!» του απαντάει, και την παρατηρώ να
παίζει νευρικά με το λουράκι της τσάντας της.
«Δεν είναι μόνο το γέλιο σας υπέροχο,
Κρινιώ, είναι και το όνομά σας! Που σας βρίσκουμε;»
«Αχ, σας ευχαριστώ,» του απαντάει και πάλι,
χαμογελώντας ακόμα πιο πλατιά. «Στο δρόμο είμαι!»
«Δεν πιστεύω να οδηγείτε!» της λέει ο
Βραχωρίτης.
«Όχι, συνοδηγός είμαι. Οδηγεί ο σύντροφός
μου!» απαντάει, κοιτάζοντάς με, και χαρίζοντάς μου το πιο γλυκό της χαμόγελο.
«Και πώς τον λένε τον σύντροφό σου, Κρινιώ;»
τη ρωτάει, αυτή τη φορά ο Καραντζής
«Γιώργο!» του απαντάει, και την βλέπω να με
κοιτάζει τρυφερά.
«Γιώργο, να τη χαίρεσαι την υπέροχη Κρινιώ
σου!» απαντάει και πάλι ο Καραντζής, και χαχανίζω αμήχανα, νιώθοντας τα μάγουλά
μου να ζεσταίνονται.
Η Κρινιώ με κοιτάζει με πλατύ χαμόγελο.
«Σας ευχαριστεί,» του λέει η Κρινιώ.
«Και δε μου λες, Κρινιώ, μου επιτρέπεις να
σου μιλάω στον ενικό, έτσι;» της λέει ο Βραχωρίτης, και συνεχίζει χωρίς να
περιμένει απάντηση. «Ξέρεις από ζώδια;»
«Τα πολύ βασικά,» του απαντάει η Κρινιώ,
κουνώντας το κεφάλι της σεμνά.
«Ωροσκόπο, γνωρίζεις;»
Την βλέπω να φωτίζεται. «Ναι, να το πω;»
«Πρώτα πες μου, είσαι πάνω ή κάτω από
τριάντα;» τη ρωτάει ο Βραχωρίτης.
«Σε μια εβδομάδα κλείνω τα 26 μου!» του
απαντάει η Κρινιώ, σηκώνοντας τα φρύδια της με χαρά.
«Να σε χαίρονται οι δικοί σου! Ακούς
Γιώργο; Ακούω, να λες!» κάνει το χαβαλέ αυτή τη φορά ο Καραντζής.
Σκύβω προς το τηλέφωνο. «Ακούω, ακούω!» λέω
εγώ δυνατά για να ακουστώ από το τηλέφωνο.
Κρινιώ και Καραντζής βάζουν τα γέλια, και ο
Βραχωρίτης, τελείως γοητευμένος από το υπέροχο, κρυστάλλινο γέλιο της, δε χάνει
ευκαιρία να το πει και πάλι.
«Κρινιώ, να σου πω κάτι; Έτσι μου έρχεται
να σε ηχογραφήσω για να βάλω σε ringtone το γέλιο σου!»
Την βλέπω να καλύπτει ντροπαλά το πρόσωπό
της με το ελεύθερο της χέρι. «Χαχαχα,» γελάει και πάλι η Κρινιώ. «Κάτι θα κάνω
για σένα!»
«Μ' αρέσεις!» της λέει ο Βραχωρίτης.
«Λοιπόν, ποιος είναι ο ωροσκόπος σου;»
«Καρκίνος!» του λέει η Κρινιώ χωρίς
δισταγμό.
Από καρκίνους άλλο τίποτα σκέφτομαι εγώ από
μέσα μου, και νιώθω μια σκιά να περνάει από το πρόσωπό μου, αλλά εννοείται
κρατάω τη σκέψη για τον εαυτό μου.
«Χμμμ…» κάνει ο Βραχωρίτης. «Δύσκολα μου
βάζεις!»
Το πρόσωπό της φωτίζεται μ’ ένα πονηρό, παιχνιδιάρικο
χαμόγελο. «Εδώ σε θέλω κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα!» του απαντάει η Κρινιώ
και ο Καραντζής βάζει και πάλι τα γέλια.
«Πρέπει να είσαι του νερού!» της λέει ο Βραχωρίτης.
Με κοιτάζει πονηρά και μετά απαντάει: «Ο
Γιώργος λέει ότι είμαι του σκοινιού και του παλουκιού!» του απαντάει
χαχανίζοντας, κάνοντάς και τους τρεις μας, και πιθανόν όσους ακούνε την
εκπομπή, να βάλουν δυνατά γέλια.
«Δε χρειάζεται καν να μαντέψω,» λέει ο
Βραχωρίτης γελώντας ακόμα. «Σκορπιός είσαι, δεν μπορεί να είσαι τίποτε άλλο!»
Την βλέπω να χαμογελάει θριαμβευτικά.
«Είμαι, και μπράβο σου!» του απαντάει η Κρινιώ.
«Βραχωρίτης, κυρίες και κύριοι. Ο μοναδικός
αστρολόγος που δε σου λέει απλά το ζώδιο, αλλά σκοτώνει μουχρίτσα και δάκο!»
λέει ο Καραντζής, και η Κρινιώ βάζει και πάλι τα γέλια.
«Ωραία, και πάμε τώρα στο παιχνίδι μας,»
της λέει ο Βραχωρίτης αλλά η Κρινιώ τον κόβει τραγουδιστά. “American woman! Stay
away from me! American woman! Mamma let me be! Η λέξη
είναι φυσικά American!”
Της κάνω νόημα την νίκης με υψωμένη γροθιά!
«Συγχαρητήρια, κέρδισες ένα γεύμα στο Ρακί
μεζέ, στο οποίο μπορείτε να πάτε με το Γιώργο σου και να του δώσετε να
καταλάβει!»
«Αχ
υπέροχα, και είμαστε και φαγανό ζευγάρι!» τους απαντάει χαχανίζοντας, κάνοντάς τους
να λιώσουν και πάλι.
«Και μπράβο σας,» απαντάει αυτή τη φορά ο Καραντζής.
«Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο! Να είστε πάντα καλά, κι εσύ, και ο Γιώργος σου, και
να χαρίζεις σε όλο τον κόσμο το υπέροχό σου γέλιο!»
Η μέρα είχε ξεκινήσει υπέροχα!
…
Έχει πάει πέντε και η Κρινιώ είναι λες και
κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα· έχει τέτοια ανυπομονησία που θα δει την μητέρα
της που δεν την χωράει ο τόπος. Πηγαίνει από το παράθυρο στην κουζίνα, μετά στο
άλλο παράθυρο, κοιτάζει το κινητό της, το βάζει κάτω, το ξανασηκώνει, ισιώνει
μια κούπα που δεν χρειάζεται ίσιωμα, αλλάζει θέση σε ένα μαξιλάρι που ήταν μια
χαρά όπως ήταν.
Κάθομαι στον καναπέ με τα πόδια μου
απλωμένα, χαλαρωμένος, και την κοιτάζω που στριφογυρίζει όπως η Λίζι όταν την
πιάνουν τα zoomies της. Κάθε φορά που περνάει μπροστά μου, κουνάω ελαφρά τα δάχτυλα των
ποδιών μου μέσα στις κάλτσες μου, προσπαθώντας να κρύψω το χαμόγελό μου. Δεν
μπορώ να πνίξω το χάχανό μου, με αποτέλεσμα να εισπράξω κεραυνούς από το βλέμμα
της καθώς σταματάει και με κοιτάζει με τα χέρια στη μέση.
«Διασκεδάζεις Τζωρτζίνο μου;» με ρωτάει με
φωνή που υπονοεί πως ό,τι και να απαντήσω θα βγω χαμένος, οπότε σηκώνω τα χέρια
μου κάνοντας ότι παραιτούμαι, και συνεχίζω το χαβαλέ.
«Με όλη μου την καρδιά!» της απαντάω
χαχανίζοντας και χτυπώντας ελαφρά την παλάμη μου στο στήθος μου. «Έχω να σε δω
να μην μπορείς να κάτσεις τον κώλο σου κάτω από τότε που εγκαινιάσαμε τη
βίτσα!» της απαντάω κουνώντας το δάχτυλό μου προς το μέρος της, και βάζει τα
γέλια.
«Δεν ντρέπεσαι βρε γέρο-παραλυμένε;» μου
λέει γελώντας ακόμα, ρίχνοντάς μου ένα μαξιλάρι που το αποφεύγω γέρνοντας στο
πλάι.
Σηκώνομαι από τον καναπέ και στέκομαι με
θεατρικό ύφος, σηκώνοντας τα χέρια μου ψηλά σαν τραγικός ηθοποιός: «ΑΑΑΑΧ
ΝΑΙ!!! ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΑΜΑΡΤΩΛΗ! ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΤΙΠΟΤΕΝΙΑ!» της λέω προσπαθώντας να μιμηθώ
τη φωνή της κατά τα …εγκαίνια!
Αντί απάντησης έρχεται προς το μέρος μου με
αποφασισμένα βήματα και μου χώνει μια με το δάχτυλο στη μύτη—το παραδοσιακό της
ping—τα
συνηθισμένα δηλαδή. Τρίβω τη μύτη μου παραπονιάρικα, και μετά εκείνη κάθεται
στα γόνατά μου, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου. «Τι θα σε κάνω,
μου λες;» μου λέει χαϊδεύοντάς με τρυφερά στο μάγουλο.
«Αν σταματούσες να μου βάζεις γερμανικά safewords, θα με
υποχρέωνες!» της απαντάω χαχανίζοντας, και, αγκαλιάζοντάς την από τη μέση, την
τραβάω πιο κοντά μου
Εντάξει, και σ’ αυτό ανάποδοι ήμασταν,
υποτίθεται ότι τα safewords μπαίνουν για την προστασία του bottom και καταλήγαμε να τα λέω εγώ, είτε γιατί
ξέμενα από δυνάμεις, είτε γιατί έπιανα τα δικά μου όρια στον πόσο πόνο ήμουν διατεθειμένος
να της προκαλέσω. Είπαμε, είμαι η ντροπή των σαδιστών!
«Μωρ’ τι μας λες;» μου απαντάει
χαχανίζοντας, τραβώντας με ελαφρά από τ' αφτιά.
Σηκώνω το χέρι μου στον αέρα με
μεγαλεπήβολη χειρονομία: «Μα επιτέλους, ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο!» τη
ρωτάω τάχα μου αγανακτισμένος, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Μεγάλου, και μη
ρωτάτε ποιος! Ένας ήταν ο Μεγάλος.
«Θα σας ειδοποιήσουμε!» μου απαντάει
χαχανίζοντας και σκύβει προς το μέρος μου. Τα χέρια μου πηγαίνουν αυτόματα στο
πρόσωπό της, και χανόμαστε σε ένα τρυφερό φιλί.
Εκείνη την ώρα χτυπάει το τηλέφωνό της με
τον ήχο που έχει βάλει για τη μητέρα της, και πετάγεται από τα γόνατά μου σαν
ελατήριο, σχεδόν στέλνοντάς με πίσω στον καναπέ. «Μαμά; Πού είσαι; Στο
Βασιλόπουλο; Ερχόμαστε! Ερχόμαστε!» Κλείνει το τηλέφωνο και γυρίζει προς εμένα
με τα μάτια της να λάμπουν από ενθουσιασμό! «Ήρθε η μαμά! Σήκω! Πάμε!
Τρέχουμε!»
«Χαχαχα, σιγά βρε σίφωνα!» της απαντάω και σηκώνομαι από τον καναπέ, τεντώνοντας λίγο τη μέση μου. Η Κρινιώ σχεδόν χοροπηδάει από τη μια άκρη του σαλονιού στην άλλη, κάνοντας μικρούς χορευτικούς κύκλους, κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια. Παίρνω το πορτοφόλι μου από το τραπεζάκι και το κινητό μου από τον καναπέ, ενώ εκείνη έχει πάει ήδη στη ντουλάπα για το σακάκι της. «Άντε, πάμε!»
Την βλέπω να χορεύει σχεδόν μέχρι την πόρτα, και τη ακολουθώ κουνώντας το κεφάλι μου με τα μάγουλά μου να πονάνε και πάλι από την ένταση του χαμόγελού μου.
Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και ξεκινάμε, η
Κρινιώ δεν μπορεί να κάτσει ήσυχη στο κάθισμά της· κουνιέται ελαφρά μπρος-πίσω
από την ανυπομονησία. Ο Βασιλόπουλος της Εθνικής δεν είναι ούτε καν πέντε λεπτά
με το αυτοκίνητο. Τι λέω! Παλιότερα, όταν έβγαινα για περπάτημα έφτανα πολύ
συχνά ως εκεί, από τους πίσω δρόμους εννοείται, πήγαινε-έλα ήταν-δεν-ήταν πέντε
χιλιόμετρα.
«Αχ, Τζωρτζίνο μου, μπορούμε να πεταχτούμε
δίπλα στον Κωτσόβολο να πάρουμε τον πολυμάγειρα;» με ρωτάει καθώς τσεκάρει το
κινητό της. «Μου ήρθε Viber ότι η παραγγελία είναι έτοιμη για παραλαβή!»
Της ρίχνω μια ματιά στα πλάγια και
χαμογελάω σατανικά. «Θα γίνουμε Ninja!» της απαντάω χαχανίζοντας αναφερόμενος στη μάρκα του πολυμάγειρα.
«ΝΑΙ!!!!!» μου απαντάει το τσίρκο,
αρχίζοντας να χειροκροτεί με ενθουσιασμό, χοροπηδώντας κυριολεκτικά στο κάθισμά
της.
«Αλλά πρώτα να πάρουμε τη ΜΗΤΕΡΑ!» της κάνω
λέγοντας με στόμφο τη λέξη, κάνοντάς την να διπλωθεί στα γέλια.
«Έτσι να της το πεις όταν τη δούμε!» μου
λέει γελώντας ακόμα, σκουπίζοντας ένα δάκρυ από τα μάτια της.
«Για να με φυτέψει στη γλάστρα του
Αριστοτέλη, αριστερά από το παράθυρο;» τη ρωτάω με ψεύτικο πανικό στη φωνή μου.
«Μπα, δε νομίζω ότι θα προλάβουμε να πάμε
σπίτι, θα σε φυτέψει επί τόπου, στο τσιμέντο!» μου απαντάει γελώντας και
χτυπώντας με παιχνιδιάρικα στον ώμο με το δάχτυλό της.
«Πώς βρε σαμιαμίδια που είστε και οι δύο
ένα μέτρο κι ένα μίλκο;» την πειράζω, καθώς ρίχνω πάνω από είκοσι πόντους και
στην Κρινιώ και στην Αγγελική που έχει το ίδιο ύψος με την κόρη της.
«ΙΙΙΙΙΙ!» μου λέει δήθεν προσβεβλημένη,
γυρίζοντας όλο το κορμί της προς το μέρος μου και κοιτάζοντάς με μέ μισό μάτι.
«Μας λες στούμπους, Τζωρτζίνο μου;» με ρωτάει σταυρώνοντας θεατρικά τα χέρια
της.
Ανοίγω τα μάτια μου διάπλατα με ψεύτικη
αγανάκτηση: «Αν είναι δυνατόν, μωρό μου!» της απαντάω, επίσης δήθεν
προσβεβλημένος, βάζοντας το χέρι μου στο στήθος μου. «Με ξέρεις, εγώ είμαι αν
μη τι άλλο politically correct! Άκου στούμπους! Height challenged!» της κάνω με σοβαρότατο ύφος, και
ξεκαρδίζεται και πάλι, σκύβοντας προς τα εμπρός από τα γέλια.
«Θα τα πω όλα στη μαμά!» μου λέει
απειλώντας με το δάχτυλο και χτυπώντας με ξανά στον ώμο.
Την κοιτάζω πονηρά με σηκωμένο φρύδι: «Θα
της πεις και για το Νίκο, τις …ευλαβικές προσευχές και το σύστημα συναγερμού με
τα τενεκεδάκια;» τη ρωτάω πονηρά.
Ανοίγει το στόμα της σοκαρισμένη για μια
στιγμή, και μετά σταυρώνει πεισματάρικα και πάλι τα χέρια της στο στήθος:
«Είσαι ένας κοινός εκβιαστής!» μου λέει κάνοντας μούτρα. «Δε σ’ αγαπάω!»
Βάζω τη χειρότερη θλιμμένη έκφραση που
μπορώ και αρχίζω να της τραγουδώ ελαφρά φάλτσα: «Αγάπησέ με! Σκούπισε το δάκρυ
μου με φως και κράτησέ με! Αυτός ο τόπος μελαγχόλησε… Βοήθησέ με…»
«Ορίστε, πάει να με τουμπάρει και πάλι!»
μου λέει, αλλά αυτή τη φορά η φωνή της δεν είναι παιχνιδιάρικη, ξεχειλίζει από
τρυφερότητα. Βάζει απαλά το χέρι της στο γόνατό μου και με κοιτάζει με μάτια
γεμάτα αγάπη. «Παλιο-Τζωρτζίνο!»
Αφήνω το ένα χέρι μου από το τιμόνι και της
χαϊδεύω το χέρι τρυφερά. «Μ' αγαπάς δηλαδή;»
«Από εδώ μέχρι την άκρη του ουράνιου
τόξου!» μου λέει τεντώνοντας το χέρι της προς τον ουρανό. «Εκεί θα κάνω
διάλειμμα να πάρω ένα σφυρί να σου ανοίξω την κεφάλα!» μου απαντάει πειρακτικά
αλλά με την ίδια τρυφερότητα, κάνοντας χειρονομία σαν να κρατάει σφυρί.
Λίγες στιγμές αργότερα φτάνουμε στο Mega Κωτσόβολο και παρκάρω
κοντά στην είσοδο. Κατεβαίνουμε από το αυτοκίνητο και η Κρινιώ παίρνει την
Αγγελική τηλέφωνο, περπατώντας νευρικά μπρος-πίσω καθώς μιλάει, να τη ρωτήσει
που έχει σταματήσει. Έχει κατέβει από το αυτοκίνητο και μας περιμένει μπροστά
από την είσοδο, οπότε πάμε προς τα εκεί.
Μόλις βλέπουμε την Αγγελική, η Κρινιώ να
αρχίζει να τρέχει σχεδόν.
«ΜΑΝΟΥΛΙΤΣΑ ΜΟΥ!» της λέει η Κρινιώ
τσιρίζοντας σχεδόν και χώνεται στην αγκαλιά της Αγγελικής σαν κοριτσάκι,
τυλίγοντας τα χέρια της γύρω της και κατσιάζοντάς την στα φιλιά στα μάγουλα.
Αφήνω μάνα και κόρη να ξελυσσάξουν—με την Αγγελική να της χαϊδεύει τα μαλλιά
και να την κουνάει απαλά—και έρχεται και η σειρά μου.
Πλησιάζω με θεατρικά βήματα και ανοίγω τα
χέρια μου: «ΜΗΤΕΡΑ!» της κάνω με τον ίδιο τρόπο που το είχα κάνει στο
αυτοκίνητο και η Αγγελική βάζει τα γέλια, κουνώντας το κεφάλι της.
«Όργιο, ε, όργιο!» μου λέει με χαμόγελο που
φτάνει από αφτί σε αφτί, και ανοίγω την αγκαλιά μου και τη σφίγγω μέσα της,
ανασηκώνοντάς την ελαφρά από το έδαφος, δίνοντάς της ένα φιλί στο μάγουλο.
«Καλωσήρθες!» της λέω και της ανακατέβω
παιχνιδιάρικα τα μαλλιά λες και είναι κοριτσάκι. Που σε κάποια φάση της ηλικίας
μου αυτό ήταν για μένα, εδώ που τα λέμε, είμαι και κοντά δέκα χρόνια
μεγαλύτερός της.
«Καλώς σας βρήκα,» μου απαντάει χτυπώντας
μου φιλικά την πλάτη με αγάπη.
Η Κρινιώ, που είναι ακόμη δίπλα της, με το
χέρι περασμένο κάτω από τη μασχάλη της, λέει: «Μαμά, θα πεταχτούμε λίγο από τον
Κωτσόβολο να πάρουμε τον πολυμάγειρα, σήμερα ήρθε.»
«Ναι, φυσικά!» απαντάει η Αγγελική
κουνώντας το κεφάλι της ενθουσιωδώς.
«Ωραία,» λέω εγώ δείχνοντας προς το
αυτοκίνητο. «Έχουμε παρκάρει από κάτω, στον Κωτσόβολο, για να μη μας πέσουν τα
πάκια στο κουβάλημα. Πάμε μαζί και φεύγοντας σταματάμε να πάρεις το αυτοκίνητό
σου. Ο βοτανικός μας κήπος είναι πολύ κοντά,» της λέω και δε μου διαφεύγει η
στιγμιαία λάμψη στα μάτια της στη χρήση του “μας.”
Με το που μπαίνουμε στο σπίτι τις περιμένει και τις δύο άλλη μια έκπληξη που είχα ετοιμάσει, και μπορεί οι φιλόσοφοι να είχαν συνηθίσει σε βραδιές gothic metal, αλλά τη μουσική που άρχισε να παίζει με το που μπήκαμε μέσα, δεν την περίμεναν με την καμία.
Welcome to the jungle, we got fun and games!
We got everything you want, honey, we know the names.
We are the people that can find whatever you may need,
If you got the money, honey, we got your disease.
It's a jungle, welcome to the jungle,
Watch it bring it to your n-n-n-n-n-n-n-n knees, knees!
Και επειδή κάθε ζούγκλα που σέβεται τον εαυτό της έχει και τίγρη, εμφανίζεται και η Λίζι για να μας υποδεχτεί στο βασίλειό της με το αρχοντικό της ύφος: “Welcome, peasants!”
21. Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά
Όπως ήταν λογικό, τις επόμενες μέρες η
Κρινιώ κατέβαινε Μαρούσι μόνο για τις βάρδιες της, και δύο απογεύματα στη
σχολή, καθώς είχε δύο σημαντικά μαθήματα που παρακολουθούσε και είχε την τύχη
να τα έχει τις ίδιες μέρες και τα δύο. Μην έχοντας πραγματικό λόγο να κατέβω κι
εγώ Μαρούσι, κάθισα να δουλέψω home
office.
Όσο για τις μετακινήσεις μας αν
χρειαζόμασταν να πεταχτούμε με την Αγγελική για ψώνια, είχαμε το αυτοκίνητό
της, καθώς το δικό μου το είχε πλέον σχεδόν μόνιμα η Κρινιώ.
«Δεν ξέρεις πόσο ησύχασε το κεφάλι μου από
τότε που σταμάτησε να πηγαινοέρχεται με το μηχανάκι!» μου λέει κάποια στιγμή με
εμφανή ανακούφιση η Αγγελική, αφήνοντας να ξεφύγει μια βαθιά ανάσα που έμοιαζε
να κρατούσε για μήνες.
«Ναι, πλέον το μηχανάκι είναι μόνο για να
πεταχτεί κάπου εδώ δίπλα,» της λέω. Κάνω μια παύση και χαμογελάω πλάγια. «Μη
νομίζεις, στην αρχή μου έκανε τη ζόρικη!»
«Η Κρινιώ τέτοιο πράγμα; Πέφτω από τα
σύννεφα,» μου απαντάει ειρωνικά, σηκώνοντας θεατρικά το ένα φρύδι και βάζοντας
το χέρι στο στήθος σε ψεύτικη έκπληξη.
Σηκώνομαι από την καρέκλα και αρχίζω να
βηματίζω στο δωμάτιο, μιμούμενος τις κινήσεις της Κρινιώς με υπερβολικές
χειρονομίες:
«Μα είναι σα μαούνα! Πού θα το παρκάρω αυτό
το πράγμα στην Καλλιθέα;» της λέω προσπαθώντας να μιμηθώ την Κρινιώ, ανοίγοντας
τα χέρια μου διάπλατα για να δείξω το μέγεθος.
«Έχει parking assist γι’ αυτό το λόγο! Δικαιολογίες κομμένες, σκάσε και κολύμπα!» συνεχίζω,
αλλάζοντας στάση σώματος, βάζοντας τα χέρια στη μέση και υψώνοντας το σαγόνι
μου επιβλητικά, αναφέροντας την απάντησή μου!
«Ουφ! Αυτό λέγεται καταπίεση!» ξανακάνω,
σταυρώνοντας θεατρικά τα χέρια και κάνοντας μια δραματική στροφή, προσπαθώντας
να μιμηθώ την Κρινιώ.
Και εκεί φυσικά δεν λέω αυτά που πραγματικά
ειπώθηκαν, δηλαδή το «Κάτσε καλά θα σου μαυρίσω τον κώλο,» στο οποίο έλαβα
απάντηση «Με τη ζώνη είναι πιο αποτελεσματικό, Τζωρτζίνο μου!» οπότε στην
Αγγελική λέω την …τσάμικη απάντηση. «Να διαμαρτυρηθείς στο σωματείο!», κάνοντας
την Αγγελική να βάλει τα γέλια με τη θεατρικότητα της αναπαράστασης.
«Κέρδισες επάξια το μουσακά!» μου λέει
παιχνιδιάρικα, δείχνοντας μέ με το δάχτυλο σαν να με επιβραβεύει, κάνοντας τα
μάτια μου ν' αστράψουν από προσμονή! «Και όχι μόνο για το μηχανάκι.»
«Δε βαριέσαι, και μπάμιες να μου έφτιαχνες,
πάλι το ίδιο θα έκανα,» της λέω ρυτιδώνοντας τη μύτη μου με αηδία στη σκέψη τους
και βάζει τα γέλια, έχω απίστευτη αντιπάθεια στις μπάμιες. Καθαρίζω τον λαιμό
μου και ακουμπάω πιο άνετα στην καρέκλα μου. Αλλάζω θέμα στα γρήγορα. «Λοιπόν,
δε μου είπες, πώς σου φαίνεται η ζούγκλα μας;»
«Υπέροχη!» μου λέει χαμογελώντας μου
ειλικρινά, και τα μάτια της γυρίζουν γύρω-γύρω στο δωμάτιο σαν να απορροφά κάθε
λεπτομέρεια. «Το έχετε κάνει πολύ όμορφο το σπιτικό σας,» συνεχίζει, και δε μου
διαφεύγει πως χρησιμοποιεί τη λέξη, γιατί καταλαβαίνω πολύ καλά πως την εννοεί.
«Εγώ απλά εκτελώ διαταγές!» της είπα
σηκώνοντας τα χέρια σε ένδειξη παράδοσης κερδίζοντας και πάλι το γέλιο της.
«Όλο το υπόλοιπο είναι Κρινιώ. Από τα φυτά της—ρε συ η μουρλέγκω η κόρη σου τα
έχει ονομάσει όλα, και μου τη λέει και από πάνω που δεν τα θυμάμαι—» ξεκινάω να
πω κουνώντας το κεφάλι μου με ψεύτικη απόγνωση και σταματάω καθώς η Αγγελική
βάζει δυνατά γέλια. «Για να μην πω για την κλασσική μουσική. Εντάξει, κι εμένα
μ' αρέσει, αλλά κάπου ώπα! Να ξέρεις πάντως όταν η κόρη σου ξεπορτίζει, τους
βάζω κρυφά metal!» συνεχίζω, κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι, κερδίζοντας ακόμα πιο
δυνατά γέλια.
«Τι κρυφά καημένε; Αφού τα ομολόγησες όλα,
μου τα είπε!» μου λέει γελώντας ακόμα και σκουντώντας με στον ώμο.
«Ορίστε, πάω να το παίξω σκληρός καργιόλης
και με δίνει στεγνά στη μάνα της!» της πετάω τάχα μου απελπισμένος, ρίχνοντας
το κεφάλι μου πίσω δραματικά.
«Α, εγώ με την Κρινιώ δεν έχουμε μυστικά
μεταξύ μας!» λέει περήφανα, ισιώνοντας τη ράχη της.
‘Ναι,
καλά, ας ήξερες για το γειτονόπουλό σας το Νίκο, και αν δεν έβγαινες με το
αεροβόλο να κάνεις σκοποβολή με την πάρτη του, έστω και δέκα χρόνια αργότερα,
να μη με λένε Γιώργο,’ σκέφτομαι από μέσα μου αλλά
κατορθώνω να μη χαχανίσω και μας δώσω στεγνά και τους δύο.
«Το βλέπω και φρίττω!» της απαντάω
χαμογελώντας και μετά το πρόσωπό μου σοβαρεύει απότομα. Κάνω μια μεγάλη παύση,
κοιτάζοντας τα χέρια μου που είναι σταυρωμένα στο τραπέζι.
«Τέσσερεις τοίχοι και μια κεραμοσκεπή ήταν
πριν,» λέω σιγανά, η φωνή μου χαμηλώνει σχεδόν σε ψίθυρο. «Η Κρινιώ το έκανε
σπιτικό.» Σηκώνω το βλέμμα μου και την κοιτάζω κατευθείαν στα μάτια. Παίρνω μια
βαθιά ανάσα.
Και εκεί της πετάω τη βόμβα. «Και όταν
έρθει ο καιρός θα το μεταβιβάσω στο όνομά της.»
«ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;» με ρωτάει γουρλώνοντας τα
μάτια, το σώμα της παγώνει εντελώς, το ποτήρι που κρατούσε μένει στον αέρα στα
μισά της διαδρομής προς το στόμα της.
Γέρνω μπροστά, ακουμπώντας τους αγκώνες μου
στο τραπέζι, το βλέμμα μου σταθερό και αποφασισμένο. «Δεν έχω κληρονόμους,
Αγγελική. Δεν έχω παρά μακρινούς συγγενείς, και το σπίτι δε θέλω να καταλήξει
σε καμιά τράπεζα ή στο Δημόσιο.»
Κάνω μια μικρή παύση, αφήνοντας τα λόγια να
κατακάτσουν. «Όταν έρθει ο καιρός θα της το μεταβιβάσω. Χωρίς όρους και χωρίς
μικρά γράμματα.»
Κουνάω ελαφρά το κεφάλι μου για έμφαση. «Και
δε θα τη βάλω καν στη διαδικασία να σκέφτεται γάμο ή συμβόλαιο συγκατοίκησης,
θα πληρώσω εγώ το φόρο δωρεάς, δόξα τω Θεώ τα λεφτά υπάρχουν και δε θα τα πάρω
μαζί μου.»
Η Αγγελική έχει μείνει άγαλμα να με
κοιτάζει, το ποτήρι ακόμα στον αέρα, τα χείλη της μισάνοιχτα, προσπαθώντας να
καταλάβει αν σοβαρολογώ.
«Αναγκαστικά λοιπόν, και μέχρι να γίνει
αυτό, κόρη και μάνα θα έχετε μυστικά μεταξύ σας.» Ακουμπάω πίσω στην καρέκλα
μου, συνεχίζοντας να την κοιτάζω στα μάτια. «Θα της το πω εγώ όταν έρθει εκείνη
η ώρα, μέχρι τότε είναι μεταξύ μας.»
«Γιώργο…» η φωνή της τρέμει ελαφρά,
κατεβάζει επιτέλους το ποτήρι με χέρια που τρέμουν αισθητά.
«Δώσε μου το λόγο σου, Αγγελική,» της λέω
σοβαρά, σκύβοντας και πάλι προς το μέρος της.
«Γιώργο…» πάει να πει, τα μάτια της
γυαλίζουν από τα δάκρυα που αρχίζουν να μαζεύονται.
«Το λόγο σου, μόνο αυτό θέλω να ακούσω,» η
φωνή μου είναι ήρεμη αλλά αμετάκλητη.
Βλέπω την να καταπίνει δύσκολα, να
ανοιγοκλείνει τα μάτια της προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα. Τελικά
κουνάει το κεφάλι της αργά, αποφασιστικά.
«Στο λόγο μου.» Κάνει μια παύση, παίρνει
βαθιά ανάσα. «Στο λόγο μου,» μου επαναλαμβάνει δακρυσμένη, και το χέρι της
απλώνεται διστακτικά πάνω από το τραπέζι σαν να θέλει να αγγίξει το δικό μου,
αλλά σταματάει στη μέση.
Το κάνω εγώ για εκείνη. Της το πιάνω απαλά
και το σφίγγω, γνέφοντας αργά προς το μέρος της. «Σ’ ευχαριστώ,» της λέω
ψιθυριστά.
…
Με την Κρινιώ δεν είχαμε κάνει ποτέ συζήτηση
για τα οικονομικά μου, το μόνο που ήξερε είναι ότι είχα κάποια χρήματα στην
άκρη για ώρα ανάγκης, αλλά γι’ αυτό ήξερε τα είκοσι χιλιάρικα που είχα βάλει
στον κοινό μας λογαριασμό, και τίποτε άλλο. Όταν κάναμε την ανακαίνιση, της
είχα πει ότι έτσι κι αλλιώς χρειαζόταν να γίνει και τρίψιμο στα πατώματα και
στα έπιπλα της κουζίνας και βάψιμο, και απλά δεν το είχα κάνει γιατί μέχρι και
να τη γνωρίσω απλά ένιωθα δεν είχε νόημα.
Το μόνο over-the-top,
αν μπορεί κανείς να το πει αυτό, ήταν τα φυτά, το καινούργιο νεσεσέρ και η
πέργκολα στη μεγάλη βεράντα στον κήπο. Η ίδια δε μου είχε ζητήσει ποτέ δεκάρα
για το οτιδήποτε, τα δικά της έξοδα τα κάλυπτε αυστηρά από το μισθό της. Φοβερά
προσεκτική και οικονόμα, και πλέον με μεγαλύτερο μισθό από αυτόν που έπαιρνε ως
part time barista, και χωρίς να χρειάζεται να συντηρεί και το
δικό της σπίτι, μέχρι και χρήματα στην άκρη κατάφερνε να μαζεύει.
Είχα κουραστεί πολύ για να σκεφτώ τι δώρο
θα της πάρω για τα γενέθλιά της. Ήθελα να είναι κάτι προσωπικό, κάτι δικό μου,
αλλά χωρίς να την κάνω να νιώσει—και ακόμα χειρότερα για λάθος λόγο—οποιαδήποτε
πίεση. Δαχτυλίδι λοιπόν ήταν out
of the question. Και εδώ που τα λέμε, ούτε και η ίδια ήταν των κοσμημάτων.
Φορούσε δυο απλά σκουλαρίκια, δυο δαχτυλίδια
στο αριστερό της χέρι, και μια χρυσή καδένα με σταυρό στο λαιμό, δώρο του
πατέρα της όταν ήταν κοριτσάκι. Η άλλη καδένα, δικό μου δώρο, ήταν ένα μια
γουστόζικη καδένα ποδιού που τη φορούσε πάνω από το δεξί της αστράγαλο, όταν
δεν έβαζε καλσόν.
Τελικά ήταν τόσο απλό που χαμογέλασα με την
χαζομάρα μου. Η Κρινιώ μου λατρεύει τα φυτά οπότε ψάχνοντας για ιδέες έμαθα για
τα terrarium,
και ψάχνοντας ακόμα περισσότερο είδα ένα που το ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά.
Ήταν ένα γυάλινο πολύεδρο με ύψος λίγο πιο
πάνω από μια κανάτα, και σχήμα που θύμιζε κάτι ανάμεσα σε γλυπτό και κοσμικό
κρύσταλλο. Οι έδρες του, πλαισιωμένες με λεπτό, μεταλλικό περίγραμμα,
δημιουργούσαν την αίσθηση ενός μυστικού αντικειμένου—σαν να είχε ξεχαστεί εκεί
από κάποιον αλχημιστή.
Το εσωτερικό του ήταν ένας μικρόκοσμος.
Στρώσεις από μικρά, γυαλιστερά βότσαλα στη βάση, από πάνω λεπτό στρώμα χώματος
και, στη συνέχεια, ένα ολόκληρο τοπίο από βρύα σε αποχρώσεις του πράσινου που
έμοιαζαν να πάλλονται ζωντανά. Ανάμεσά τους, μικρά κομμάτια ξύλου—όχι απλώς
κλαδιά, μα φθαρμένοι κορμοί, σαν μινιατούρες από γέρικα δέντρα—έδιναν την
εντύπωση ριζωμένων γιγάντων σε ένα δάσος άλλης κλίμακας. Όλα έμοιαζαν τόσο
προσεκτικά τοποθετημένα, που ένιωθες ότι αν έστρεφες το βλέμμα σου για λίγο,
ίσως τα δεις να κινούνται αργά, ανεπαίσθητα, με ρυθμό φυσικής ανάσας.
Ήταν σαν να είχε παγιδευτεί ένα μικρό
κομμάτι ζούγκλας σε γυάλινο φυλακτό. Όχι μόνο για να στολίζει, αλλά για να
θυμίζει ότι και μέσα στο πιο μικρό σκεύος, μπορεί να χωρέσει ένας ολόκληρος
κόσμος—αρκεί να του δώσεις φως, χώρο και αγάπη.
Και για το χαβαλέ; Μια συλλογή από CD με τα καλύτερα
ρεμπέτικα από Βαμβακάρη, Χατζηχρήστο, Περπινιάδη, Χιώτης, Παπαϊωάννου,
Εσκενάζι, Νίνου, Τσιτσάνη, Μάθεση και τους λοιπούς γίγαντες συνοδευόμενα με μια
κάρτα «Γιατί, αν μη τι άλλο, οι ρεμπέτες αγαπούσαν το “χόρτο”»
Αυτό ήταν το προσωπικό μου δώρο. Το άλλο,
ήταν δώρο και προς την Κρινιώ και την Αγγελική, μια ολόκληρη μέρα σε SPA, το πλήρες πρόγραμμα,
εδώ δεν κάνουμε τσιγκουνιές. Όσο για μένα κάτι θα έβρισκα να κάνω.
…
Το Σάββατο που είναι τα γενέθλιά της
στήνουμε barbeque, άλλωστε έχει όμορφη μέρα και ο καιρός το ευνοεί. Γιάννης και Κατερίνα
έρχονται και αυτοί νωρίς, και όσο η Κρινιώ κάνει περιήγηση στην Κατερίνα στην
εσωτερική μας ζούγκλα, εγώ με τον Γιάννη και τον Παύλο είμαστε στην εξωτερική
και στήνουμε υπερθέαμα.
Ο Παύλος, παρόλο που δεν έχει καμία σχέση
με Κρήτη, ξέρει να φτιάχνει αντικρυστό. Είχε πετάξει την ιδέα και με είχε
αφήσει χαζό. Είχα δοκιμάσει κι εγώ αντικρυστό, και ήταν το καλύτερο αρνί που
είχα φάει ποτέ στη ζωή μου, αλλά δεν είχα τον αντίστοιχο εξοπλισμό.
«Σιγά τον εξοπλισμό που χρειάζεται!
Κατάλληλες σούβλες να πάμε να πάρουμε, και το πλέγμα στο στήνω εγώ στο πι και
φι.» Ο Παύλος χτυπάει το στήθος του με αυτοπεποίθηση.
Δόξα τω Θεώ το οικόπεδο είναι αρκετά μεγάλο
και επειδή δε μου αρέσει το γκαζόν, τα χόρτα ήταν από την χλωρίδα της περιοχής,
που απλά φρόντιζα το καλοκαίρι να τα καθαρίζω για λόγους πυρασφάλειας. Με τη
λιακάδα για σύμμαχο και άπλετο χώρο, τα είχαμε όλα έτοιμα από χθες. Ακόμα
καλύτερα στην πλατεία της Άνοιξης είχε ανοίξει ένα κρητικό χασάπικο, και το
κόψιμο του κρέατος και το πέρασμα στις σούβλες το είχε κάνει ο ίδιος ο χασάπης.
Το μόνο που θα χρειαζόταν να κάνουμε ήταν
να τα αλατίσουμε, να τα τοποθετήσουμε στο πλέγμα και να τα ψήσουμε. Χάρη στο
τζάκι, που κυρίως υπήρχε για διακόσμηση και που μέχρι πέρσι το άναβα στη χάση
και στη φέξη, είχα στο υπόστεγο αρκετά ξύλα, μεταξύ των οποίων ελιά, η οποία
είναι και το καλύτερο ξύλο για να ψήσεις αντικρυστό.
«Έχετε ελιά;» με ρωτάει ο Παύλος με μάτια
που γυαλίζουν από προσμονή.
«Φυσικά και έχουμε! Για τι μας πέρασες, για
τίποτα τριτοδεύτερους;» του απαντάω κάνοντας χαβαλέ.
«Ω
ρε μάνα μου!» λέει με ενθουσιασμό που δεν κρύβεται. «Τώρα θα δείτε τι σημαίνει
αντικρυστό!»
Γύρω στις εννιά ανάβουμε τη φωτιά και στις
δέκα αρχίζουμε να τοποθετούμε τις σούβλες περιμετρικά στο πλέγμα. Το ψήσιμο
παίρνει γύρω στις τέσσερεις ώρες και το μόνο που απαιτεί είναι δυνατή φωτιά,
και επειδή η ελιά είναι βραδύκαυστη, μας παίρνει μια ώρα μέχρι η φωτιά στο
λάκκο να γίνει όσο δυνατή πρέπει.
Ο Παύλος τοποθετεί τις σούβλες στο πλέγμα
με την ακρίβεια ωρολογοποιού που επιδιορθώνει κάποιο παλιό ρολόι. Αυτό ήταν! Το
μόνο που χρειάζεται πλέον είναι να συντηρηθεί η φωτιά και σε τρεις και κάτι
ώρες από τώρα να γυρίσουμε μεριά τα κρέατα για άλλη μισή ώρα.
«Ρε συ, που τα έμαθες όλα αυτά;» τον ρωτάει
ο Γιάννης καθώς τον βλέπει να κινείται με τέτοια σιγουριά γύρω από τη φωτιά.
«Έκανα τη θητεία μου στα Χανιά,» απαντάει ο
Παύλος χαμογελώντας. «Είχαμε έναν λοχία από το Ρέθυμνο που μας έβαζε κάθε
Κυριακή να κάνουμε αντικρυστό για όλο το φυλάκιο. Ή μάθαινες ή πέθαινες από την
πείνα!»
Καθόμαστε όλοι στην πέργκολα και πίνουμε,
στην αρχή το καφεδάκι μας, και μετά το κρασάκι μας, τρώγοντας τους μεζέδες που
είχαν ετοιμάσει αποβραδίς η Κρινιώ με την Αγγελική, συζητώντας, γελώντας και
φωνάζοντας. Κλασσικό ελληνικό τραπέζωμα, τα γνωστά δηλαδή.
«Πω-πω, τι μελιτζανοσαλάτα είναι αυτή!»
αναφωνεί η Κατερίνα παίρνοντας άλλη μια μπουκιά. «Ποια από τις δύο σας την
έφτιαξε;»
«Συνεργατική προσπάθεια!» απαντάει η Κρινιώ
περήφανα. «Η μαμά έψησε τις μελιτζάνες στα κάρβουνα και εγώ έβαλα το μυστικό
συστατικό!»
«Το οποίο είναι;» ρωτάει ο Γιάννης με
περιέργεια.
«Ε, αν στο πω δεν θα είναι μυστικό!» του
απαντάει η Κρινιώ κουνώντας το δάχτυλό της.
«Καπνιστή πάπρικα,» ψιθυρίζει η Αγγελική
συνωμοτικά, κάνοντας την Κρινιώ να γυρίσει απότομα.
«Προδότρια!» φωνάζει η Κρινιώ με ψεύτικη
αγανάκτηση.
Ο Παύλος σηκώνεται να ελέγξει τη φωτιά και
γυρίζει με ένα πλατύ χαμόγελο. «Εντάξει, το αρνί γίνεται θεϊκό! Μυρίζει ήδη
απίστευτα!»
«Μεγάλες δηλώσεις!» τον πειράζω.
«Δηλώσεις;» λέει σηκώνοντας το ποτήρι του.
«Εγώ δίνω εγγυήσεις! Αν δεν είναι το καλύτερο αρνί που έχετε φάει, θα φάω τις
κοτσίδες μου!» δηλώνει με σιγουριά κάνοντας όλη την παρέα να βάλει τα γέλια.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και σηκώνομαι αργά
από την καρέκλα μου, νιώθοντας όλα τα βλέμματα να στρέφονται προς το μέρος μου.
Το ποτήρι μου τρέμει ελαφρά στο χέρι μου καθώς το υψώνω, και για μια στιγμή το
κρυστάλλινο γυαλί πιάνει το φως του ήλιου, στέλνοντας μικρά ουράνια τόξα στο
τραπέζι.
Σηκώνω εγώ το ποτήρι. «Στην Κρινιώ μου, που
μου κακομαθαίνει τη Λίζι δίνοντάς της λιχουδιές στη ζούλα!» λέω με φωνή που
αρχικά είναι δυνατή και παιχνιδιάρικη, κερδίζοντας δυνατά χαχανητά από την
παρέα που κουνάει επιδοκιμαστικά τα κεφάλια τους.
Κάνω μια μικρή παύση, αφήνοντας τα γέλια να
κοπάσουν, και συνεχίζω με το ίδιο πνεύμα.
«Που έχει κάνει το σαλόνι ανθοκομική έκθεση
φυτών-φιλοσόφων που λατρεύουν Μπαχ και Gothic Metal!» συνεχίζω ανοίγοντας το ελεύθερο μου χέρι σε μια ευρεία χειρονομία
προς το σπίτι, κερδίζοντας νέα χαχανητά, πιο δυνατά αυτή τη φορά.
Το πρόσωπό μου αλλάζει τώρα. Η φωνή μου
χαμηλώνει, γίνεται πιο βαθιά, πιο ειλικρινής. Γυρίζω να κοιτάξω την Κρινιώ
κατευθείαν στα μάτια, και νιώθω τον λαιμό μου να σφίγγεται ελαφρά από
συγκίνηση:
«Μα πάνω απ' όλα που έκανε τους τέσσερεις
τοίχους σπιτικό, κι εμένα ευτυχισμένο, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό,» λέω πιο απαλά
αυτή τη φορά, και η φωνή μου σπάει σχεδόν ανεπαίσθητα στη λέξη “ευτυχισμένο”.
Βλέπω τα μάτια της Κρινιώς να γυαλίζουν και
να με κοιτάζουν με μια ένταση που με κάνει να χάνω για λίγο τα λόγια μου.
Καταπίνω, παίρνω άλλη μια ανάσα: «Χρόνια πολλά καρδούλα μου! Να είσαι πάντα
ευτυχισμένη, ό,τι ποθείς να το αποκτήσεις, και ότι αποκτήσεις να το χαρείς!»
Για ένα δευτερόλεπτο επικρατεί απόλυτη
σιωπή. Η Αγγελική έχει φέρει το χέρι της στο στόμα της, τα μάτια της υγρά. Ο
Γιάννης καθαρίζει διακριτικά τον λαιμό του. Και τότε, σαν να σπάει ένα ξόρκι,
όλοι σηκώνουν τα ποτήρια τους σχεδόν ταυτόχρονα.
«Στην υγειά σου, Κρινιώ, πολύχρονη και
ευτυχισμένη,» αποκρίνονται οι υπόλοιποι με φωνές ζεστές και γεμάτες αγάπη.
Η Κρινιώ σηκώνεται αργά από τη θέση της, το
χέρι της τρέμει ελαφρά καθώς σηκώνει το δικό της ποτήρι. Τα μάτια της είναι
γεμάτα δάκρυα που αρνούνται πεισματικά να πέσουν. Με κοιτάζει για μια στιγμή
που μοιάζει αιώνας, και όταν μιλάει, η φωνή της είναι χαμηλή, σχεδόν ψίθυρος,
αλλά κάθε λέξη ακούγεται καθαρά στη σιωπή που έχει πέσει.
«Στις στιγμές μας, Τζωρτζίνο μου,» μου λέει
με φωνή που τρέμει ελαφρά αλλά είναι γεμάτη αποφασιστικότητα. «Γιατί αυτές
είναι που μετράνε!»
Το κρυστάλλινο ήχο των ποτηριών που
συγκρούονται σπάει τη μαγεία της στιγμής. Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας με μια
κίνηση που είναι σχεδόν τελετουργική, και τότε η Κρινιώ κάνει κάτι που με
αιφνιδιάζει. Αντί να καθίσει πίσω στη θέση της, γέρνει το κεφάλι της στον ώμο
μου, με ένα τρόπο που είναι τόσο φυσικός, τόσο οικείος, που κάνει τα μάτια μου
να τσούζουν από μια ξαφνική υγρασία. Χαμογελάω, προσπαθώντας να κρατήσω τη
συγκίνησή μου, και τη σφίγγω πάνω μου, νιώθοντας τη ζεστασιά της, την ανάσα της
στον λαιμό μου.
Καθόμαστε και πάλι στις καρέκλες μας, και
εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σαν να καταλαβαίνει τη σημασία της στιγμής, η Λίζι,
που γενικά δεν πολυγουστάρει τον κόσμο και τη φασαρία και είχε μέχρι τώρα
παρακολουθήσει τα δρώμενα από την ασφάλεια του περβαζιού, μας κάνει την τιμή.
Ακούγεται ένα απαλό θρόισμα καθώς πλησιάζει, και κάνοντας μια τρίλια που
μοιάζει σχεδόν μουσική, ρίχνει ένα κομψό σάλτο και προσγειώνεται με απόλυτη
ακρίβεια στα πόδια της Κρινιώς.
Σηκώνει το κεφάλι της, μας κοιτάζει και
τους δύο με εκείνα τα πράσινα μάτια που λάμπουν στον ήλιο, και ρίχνει άλλη μια
τρίλια, πιο δυνατή αυτή τη φορά, πιο επιτακτική, σα να της λέει «Χρόνια πολλά
Κρινιώ μου,» και μετά, αφού κάνει τις καθιερωμένες της σβούρες—μία, δύο, τρεις
ολόκληρες στροφές—τεντώνεται, χασμουριέται δείχνοντας όλα της τα μικρά άσπρα
δοντάκια, και βολεύεται οριστικά σε ένα τέλειο κουβαράκι, με την ουρά της
τυλιγμένη γύρω από το σώμα της και τα μάτια της μισόκλειστα από ικανοποίηση.
Η στιγμή είναι τόσο τέλεια που κανείς δεν
τολμάει να μιλήσει. Ακόμα και ο άνεμος σαν να έχει σταματήσει, και το μόνο που
ακούγεται είναι το απαλό γουργούρισμα της Λίζι και το μακρινό τραγούδι κάποιου
πουλιού.
Κλασσικό ελληνικό τραπέζωμα, δεν μας
παίρνει πολλή ώρα να γεμίσει ο κήπος με γέλια, φωνές και πειράγματα, ενώ η
μυρωδιά του αρνιού που ψήνεται κάνει τα σάλια μας να τρέχουν, με αποτέλεσμα να
πέσουμε με ακόμα μεγαλύτερη όρεξη στους μεζέδες.
Γύρω στις μία και μισή πήγαμε να γυρίσουμε
πλευρά τα αρνιά. Δηλαδή ο Παύλος, που κινείται γύρω από τη φωτιά με την
αυτοπεποίθηση χειρουργού, εγώ και ο Γιάννης με ένα ποτήρι στο χέρι στεκόμαστε
σε ασφαλή απόσταση, ήμασταν περισσότερο για συμπαράσταση παρά για να
προσφέρουμε κάποια ουσιαστική βοήθεια.
Το είχα πει την πρώτη φορά που το δοκίμασα
στην Κρήτη, χρόνια πριν σε διακοπές – και το ξαναλέω και σήμερα: όποιος δεν
έχει φάει αντικριστό από μύστη—και ο Παύλος είναι— δεν ξέρει τι θα πει ψητό
αρνί. Ενώ όταν είχα δει το κρέας είχα φοβηθεί πως θα μας μείνει, στο τέλος
κόντεψε να μη φτάσει να πούμε, δεν έμεινε ούτε για δείγμα.
Βάλε τις σαλάτες, βάλε τις οφτές πατάτες,
βάλε και τους μεζέδες που είχαμε ρημάξει όσο το αρνί ψηνόταν, δεν ήταν να
απορείς που με το που τελειώσαμε πέσαμε και οι έξι σε καταληψία, σα δράκοι
Κομόντο μετά από οργιαστική κραιπάλη.
«Ωχ, αχ, θα μου βγει από τη μύτη!» λέει ο
Παύλος ξαπλωμένος στην καρέκλα του και ξεκουμπώνοντας τη ζώνη του.
«Σε νιώθω!» του λέει ο Γιάννης χτυπώντας
ελαφρά την κοιλιά του που βρίσκεται σε ανάλογα …χάλια.
Και πάνω που λέγαμε να μην κουνηθούμε μέχρι
τη δύση του ήλιου, η Αγγελική η αναγγέλλει το γλυκό: «Καλά, τότε να μη βγάλω
την πάστα μύλου Κυθήρων!».
«Εντάξει, θα μου βγει απ’ τη μύτη… λέμε και
καμιά μαλακία να περάσει η ώρα,» πετάει ο Παύλος και βάζουμε όλοι τα γέλια.
«Εγώ θα βάλω την τέχνη μου στα logistics, κάπως θα το
χωρέσω,» συμπληρώνει και ο Γιάννης, κάνοντας χειρονομίες σαν να υπολογίζει
νοητά χώρους και όγκους, προκαλώντας νέο γύρο γέλιου.
Και δεν είναι απλά γλυκό, είναι η τούρτα
στην οποία θα σβήσει το κεράκι της η Κρινιώ. Δεν είναι η κλασσική τούρτα
γενεθλίων, δεν είναι καν τούρτα, αλλά είναι παραδοσιακή τσιριγώτικο γλυκό, και
το έχει φτιάξει ειδικά για την περίσταση η μητέρα της. Ποιος νοιάζεται για
τούρτες;
Πηγαίνουμε μέσα με την Αγγελική και
φέρνουμε το γλυκό με δύο κεράκια πάνω του, το δύο και το έξι. Καθώς μπαίνουμε
στον κήπο, όλοι γυρίζουν προς το μέρος μας και αρχίζουμε και τραγουδάμε όλοι
μαζί.
«Να ζήσεις Κρινιώ μας και χρόνια πολλά…»
Η Κρινιώ κλείνει για μια στιγμή τα μάτια
της, παίρνει βαθιά ανάσα, και:
«ΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ» κάνει και σβήνει τα κεριά με
μιας, κερδίζοντας δυνατά χειροκροτήματα. Πρώτος την αγκαλιάζω εγώ και της δίνω
ένα πεταχτό φιλί στα χείλη. «Χιλιόχρονη Κρινιώ μου, να είσαι πάντα γελαστή!»
«Σ’ ευχαριστώ Τζωρτζίνο μου,» μου λέει
κοιτάζοντάς με στα μάτια και σφίγγοντάς και τα δυο μου χέρια στα χέρια της. Για
μια στιγμή ο κόσμος γύρω μας σαν να σβήνει.
Σειρά παίρνει η μητέρα της και μετά οι
υπόλοιποι. Στο μεταξύ εγώ πηγαίνω μέσα και βρίσκω τα δώρα της, το terrarium και τη συλλογή
με τα ρεμπέτικα. Επιστρέφω, και περιμένω υπομονετικά τους υπόλοιπους να δώσουν
τα δώρα τους. Όταν έρχεται η σειρά μου, αφήνω στο τραπέζι τα δύο κουτιά. «Πρώτα
το μεγάλο, και μετά το μικρό!» της λέω με τόνο μυστηρίου.
Χαχανίζει και ξετυλίγει προσεκτικά το πρώτο
πακέτο. Απ' έξω είναι ένα απλό χαρτόκουτο που δεν προϊδεάζει για τον παράδεισο
σε μικρογραφία που κρύβει μέσα του. Ανοίγει το κουτί και βγάζει έξω το
περιεχόμενο, το οποίο είναι επίσης τυλιγμένο σε πολύχρωμο χαρτί. Ξετυλίγει το
περιτύλιγμα με κινήσεις σχεδόν τελετουργικές, τα χέρια της τρέμουν ελαφρά από
την ανυπομονησία, και τότε το αντικρύζει για πρώτη φορά.
Σταματάει. Το βλέμμα της παγώνει στο terrarium. Τα μάτια της
ανοιγοκλείνουν σαν να μην πιστεύει αυτό που βλέπει.
Της ξεφεύγει μια κραυγή έκπληξης και φέρνει
ασυναίσθητα το χέρι της μπροστά στο στόμα της.
«ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΟΧΟ!» μου λέει δακρυσμένη, με
φωνή που σχεδόν τρέμει. Αφήνει προσεκτικά το terrarium στο τραπέζι, σηκώνεται απότομα, γυρίζει
και με παίρνει αγκαλιά και με σφίγγει πάνω της τόσο δυνατά που μου κόβεται η
ανάσα. «Είναι υπέροχο! Υπέροχο!» επαναλαμβάνει, το πρόσωπό της θαμμένο στον ώμο
μου, και η ομήγυρη συμφωνεί μαζί της.
«Άνοιξε και το δεύτερο,» της λέω
χαϊδεύοντας απαλά την πλάτη της.
Σκουπίζει διακριτικά τα μάτια της με την
ανάστροφη του χεριού της και επιστρέφει στη θέση της. Ανοίγει το δεύτερο κουτί,
το ξετυλίγει και βλέπει τη συλλογή με τα ρεμπέτικα. Χαχανίζει για μερικές
στιγμές, καθώς ξαφνιάζεται και πάλι, και τότε βλέπει την κάρτα. Την ανοίγει
προσεκτικά και τη διαβάζει.
Μια παύση. Κοιτάζει την κάρτα, μετά εμένα,
μετά πάλι την κάρτα. Ένα πλατύ χαμόγελο αρχίζει να σχηματίζεται στα χείλη της.
«Γιατί, αν μη τι άλλο, οι ρεμπέτες αγαπάνε
το “χόρτο”» λέει με φωνή που προσπαθεί να μείνει σοβαρή και η παρέα βάζει τα
γέλια.
«Και άσε τους φιλόσοφους να πάνε να κουρεύονται!» της κάνω, ανοίγοντας τα χέρια μου θεατρικά, κερδίζοντας νέο γύρο από δυνατά γέλια.
Καθώς η Κρινιώ κρατάει ακόμα στα χέρια της την κάρτα και χαμογελάει, συνειδητοποιώ πόσο ευλογημένος είμαι που η ευτυχία αυτού του κοριτσιού περνάει κι από τα δικά μου χέρια. Και όσο καιρό μου μένει σ’ αυτή τη Γη, θα κάνω τα πάντα… ΤΑ ΠΑΝΤΑ… για να βλέπω αυτό το χαμόγελο να λάμπει σαν ήλιος. Αυτό το χαμόγελο που ερωτεύτηκα την πρώτη κιόλας ματιά. Αυτό το χαμόγελο που έδιωξε σε μια στιγμή το χειμώνα που με είχε σκεπάσει, φέρνοντας ξανά στην ψυχή μου την άνοιξη.
22. Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας
Οι μέρες που περάσαμε όλοι μαζί με την
Αγγελική ήταν πολύ όμορφες, και είχαν γίνει ακόμα καλύτερες καθώς για κάποιες
μέρες είχε έρθει και ο Παύλος. Κάναμε τις βόλτες μας σε διάφορα μέρη στην
Αθήνα, ήπιαμε τα ποτά μας και τις μπύρες μας, μέχρι και σε βραδιά ντίσκο
πήγαμε!
Η ιδέα είναι του Παύλου, φυσικά. «Παιδιά,
ξέρετε τι λείπει από τη ζωή μας; Λίγη ντισκοτέκ!» πετάει ένα βράδυ που
καθόμασταν στο σαλόνι.
«Ντισκοτέκ;» Τον κοιτάζω σαν να είχε
προτείνει να πάμε στη Σελήνη. «Εμείς; Σε ντισκοτέκ;»
«Δε βαριέσαι, το πολύ-πολύ να μας φύγει κανένα
ισχίο,» λέει χρησιμοποιώντας ευγενικά τον πληθυντικό της μεγαλοπρέπειας γιατί αν
ήταν κάποιος που κινδύνευε να βγει B.L.R, αυτός ήμουν εγώ και όχι
εκείνος.
«Απλά δεν ξέρω αν η Αθήνα είναι έτοιμη για
τις χορευτικές μας ικανότητες!» απαντάω κάνοντας κι εγώ χαβαλέ.
Η Κρινιώ που ακούει τη συζήτηση βάζει τα
γέλια. «Α, αυτό θέλω να το δω! Μαμά, τι λες; Πάμε να δούμε τον Τζωρτζίνο να
κάνει τον Τραβόλτα;»
Και η Αγγελική, που μπορεί να γεννήθηκε το
1980, ακριβώς δηλαδή στο τέλος της εποχής της disco, αλλά τη λάτρευε, ανάβει σαν λαμπάκι
χριστουγεννιάτικου δέντρου. «ΝΑΙ! Ω ναι! Έχω χρόνια να πάω σε disco party!»
Έτσι το Σάββατο το βράδυ, μετά τα γενέθλιά της,
και προσπαθώντας ακόμα να χωνέψουμε το αντικριστό, βρισκόμαστε στη Barbarella. Πρέπει να το είχε
σχεδιάσει από πριν, αλλιώς δεν εξηγείται που βρήκε το σατέν πουκάμισο που τον έκανε
να μοιάζει με τον μικρό αδερφό του Tony
Manero. Εγώ είχα
καταφέρει να χωθώ σε ένα παλιό μαύρο παντελόνι και ένα άσπρο πουκάμισο με τα
πρώτα κουμπιά ανοιχτά.
«Είσαι θεός!» λέει η Κρινιώ προσπαθώντας να
μην ξεκαρδιστεί. «Μόνο η χρυσή αλυσίδα σου λείπει!»
Δεν προλάβαμε σχεδόν να κάτσουμε και βάζει
το “You should be dancing”. Ο Παύλος πετάει το σακάκι του, ανεβαίνει στην πίστα και αρχίζει να
κάνει κινήσεις που ο John Travolta θα ζήλευε. Ή θα έπαιρνε τηλέφωνο τον δικηγόρο του. Δεν είμαι σίγουρος.
Για την Κρινιώ δε συζητάμε, μπορεί να ήταν
παιδί των 00's αλλά δεν το διασκέδασε λιγότερο. Η Αγγελική από την άλλη είχε
μπει στο νόημα αμέσως και χόρευε σαν να ήταν πάλι 20 χρονών, με κινήσεις που
έδειχναν ότι είχε ζήσει την εποχή στο φουλ.
«Πάμε, μωρό μου!» μου φωνάζει η Κρινιώ
τραβώντας με στην πίστα. «Ώρα να δείξεις τι μπορείς!»
Και τότε μπαίνει το “Stayin' Alive” των Bee Gees.
Νόμιζα ότι θυμόμουν τις κινήσεις. Spoiler alert: Δεν τις
θυμόμουν.
Αρχίζω με το κλασικό δείξιμο προς τον
ουρανό και μετά προς το πάτωμα. Μέχρι εκεί καλά. Μετά όμως... Ας πούμε ότι αυτό
που ακολουθεί μοιάζει περισσότερο με επιληπτική κρίση παρά με χορό. Προσπαθώ να
κάνω το περίφημο hip thrust του Travolta και καταλήγω να
μοιάζω σαν να με είχε τσιμπήσει μέλισσα στον καβάλο.
Ο Παύλος σταματάει να χορεύει και με κοιτάζει
με ανοιχτό το στόμα. «Ρε φίλε, τι κάνεις; Καλείς τη βροχή;»
«Χορεύω, ρε!» φωνάζω, συνεχίζοντας τις
...κινήσεις μου.
«Χορός είναι;» ρωτάει ξεκαρδισμένος.
«Νόμιζα ότι προσπαθείς να διώξεις μύγες!»
Η Κρινιώ έχει διπλωθεί στα γέλια. Προσπαθεί
να με μιμηθεί κάνοντας υπερβολικές κινήσεις σαν ρομπότ που έχει κολλήσει.
«Κοίτα, μαμά! Κάνω τον Τζωρτζίνο!»
«Πολύ ρεαλιστική απομίμηση!» φωνάζει η
Αγγελική σκουπίζοντας τα δάκρυα της από τα γέλια.
Εγώ όμως δεν το βάζω κάτω με την καμία.
Ειδικά όταν στο “Stayin' Alive” αρχίζω να κάνω και το περίφημο βάδισμα του Travolta. Ή τουλάχιστον
αυτό που νόμιζα ότι ήταν το βάδισμα του Travolta. Στην πραγματικότητα περισσότερο μοιάζω με
πιγκουίνο που προσπαθεί να περπατήσει σε λάβα.
Σε κάποια φάση προσπαθώ να κάνω και στροφή
με το δάχτυλο στον αέρα. Μεγάλο λάθος. Χάνω την ισορροπία μου και αν δεν με
είχε πιάσει ο Παύλος, θα είχα καταλήξει με τα μούτρα στο μπαρ.
«Και άντε να εξηγήσεις στους γιατρούς του ΚΑΤ
τα πως και τα γιατί,» μου λέει σχεδόν κλαίγοντας από τα γέλια.
Και τότε η Κρινιώ, που είχε κοκκινίσει από
τα γέλια, μας πετάει την ατάκα του αιώνα: «Ο Τζωρτζίνος μου και στο χορό του Ζαλόγγου
προς τα πάνω θα έπεφτε!»
Αυτό ήταν. Μας πιάνει τέτοιος βήχας από το
γέλιο που αναγκαζόμαστε να δώσουμε τέλος στην παράσταση και να κάτσουμε τον κώλο
μας κάτω, έχοντας προσφέρει θέαμα για μια ζωή στους θαμώνες. Ακόμα και ο DJ
γύρισε και μας κοίταξε περίεργα, μάλλον αναρωτιόμενος αν χρειαζόμασταν ιατρική
βοήθεια.
«Ξέρετε κάτι;» λέω όταν καταφέρνω να βρω με
τα πολλά τις ανάσες μου. «Ο Travolta μπορεί να έχει τις κινήσεις, αλλά εγώ έχω το στυλ!»
«Ναι,» συμφώνησε ο Παύλος. «Το στυλ του
τροχαίου ατυχήματος!»
«Του sexy τροχαίου ατυχήματος!» τον διορθώνω σηκώνοντας το
δάχτυλο.
«Του sexy γερασμένου τροχαίου ατυχήματος!» προσθέτει η
Κρινιώ.
«Με ντίσκο soundtrack!» συμπληρώνει η Αγγελική.
Όπως έλεγε και ένας γνωστός μου: αν είναι να
ρεζίλι μην το κάνεις απλά. Κάν’το με στυλ, γίνε ρόμπα ξεκούμπωτη… Be a
legend!
…
Με το που έφυγε η Αγγελική η ζωή μας γύρισε
και πάλι στον πιο ήσυχο ρυθμό που είχαμε μπει τους τελευταίους μήνες. Τα
Χριστούγεννα Αγγελική και Παύλος μας είπαν ότι είχαν κανονίσει ταξίδι στη
Βιέννη, και αυτό μου έδωσε κι εμένα την ιδέα για μια ακόμα έκπληξη στην Κρινιώ
μου.
Κάτι πιο μαγικό, πιο χαρούμενο, πιο
…Χριστουγεννιάτικο. Μια εβδομάδα στο χωριό του Άγιου Βασίλη. Μια εβδομάδα στο
Ροβανιέμι. Θα μου πεις κατασκευασμένος παράδεισος είναι κι αυτός, όπως η Disneyland. Αλλά πάλι,
ακόμα και έτσι, μεγάλο μέρος της ζωής την περνάμε σαν κομπάρσοι της ίδιας της
πραγματικότητας. Γιατί λοιπόν να μη γίνουμε, έστω και για μερικές μέρες,
πρωταγωνιστές σ' ένα όνειρο, ακόμα και κατασκευασμένο;
Όσο η Κρινιώ είναι σήμερα στα απογευματινά
της μαθήματα κάθομαι και το ψάχνω αναλυτικά, σκυμμένος πάνω από το tablet σαν μυστικός
πράκτορας που σχεδιάζει επιχείρηση, μέχρι και τη συνδρομή των AI (ChatGPT και Claude) ζήτησα για να βρω
πληροφορίες και να καταστρώσω το πρόγραμμα. Έκανα τους υπολογισμούς μου, τρίβοντας
τα μάτια μου κάθε φορά που έβλεπα τα νούμερα, θα έτρωγε σχεδόν όλο μου το bonus, αλλά εδώ μου είχε
φάει το 45% η εφορία, γι' αυτό θα έσκαγα;
Δε νομίζω ότι θα φέρει αντίρρηση, αλλά
επειδή θέλω να κάνουμε τα πάντα μαζί, πρώτα θέλω πρώτα να της το πω και μετά να
κανονίσουμε τα διαδικαστικά. Και από τη στιγμή που το …πλάνο καταστρώθηκε, δεν
μπορώ να κάτσω τον κώλο μου κάτω. Σηκώνομαι, κάθομαι, ξανασηκώνομαι, κάνω
βόλτες στο σαλόνι σαν λιοντάρι σε κλουβί. Η κλασσική μουσική δε βοηθάει, και
έτσι αναγκαστικά και μη, οι πράσινοι φιλόσοφοι θα ακούσουν και πάλι ροκ.
Ακούω τα κλειδιά στην πόρτα και σχεδόν
πετάγομαι από τον καναπέ σαν ελατήριο, τα χέρια μου ανοιγοκλείνουν νευρικά,
μέχρι και η Λίζι τρόμαξε και τίναξε την ουρά της αγριεμένα και μου νιαούρισε
αποδοκιμαστικά.
«Καλώς τη μου!» της λέω με το που μπαίνει, ανοίγοντας
τα χέρια μου διάπλατα, ενώ η Κρινιώ, όπως πάντα, το πρώτο που κάνει είναι να
πετάξει τα παπούτσια της με μια κίνηση που τα στέλνει να πετάξουν σε
διαφορετικές κατευθύνσεις.
«Αααχ…» κάνει καθώς σηκώνει εναλλάξ τα
πόδια της απολαμβάνοντας την ενδοδαπέδια θέρμανση. «Τζωρτζίνο μου!» μου κάνει
και έρχεται χοροπηδώντας με μικρά, γρήγορα βήματα και με παίρνει αγκαλιά τυλίγοντας
τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου, και μου δίνει ένα πεταχτό φιλάκι στο
στόμα. «Έτσι μου έρχεται να κυλιστώ στο πάτωμα σαν τη Λίζι!» συμπληρώνει, κάνοντας
κίνηση σαν να θέλει να γονατίσει, κάνοντάς με να χαχανίσω.
«Πώς ήταν το μάθημα, καρδούλα μου;» τη
ρωτάω τρίβοντας με κυκλικές κινήσεις την πλάτη και τους ώμους της για να τη
ζεστάνω, και μόνο που δεν άρχισε να χουρχουρίζει σαν τη Λίζι.
«ΜΜΜΜ» μου κάνει κλείνοντας τα μάτια και
γέρνοντας το κεφάλι της πίσω με απόλαυση. «Το κεφάλι μου έχει γίνει σούπα, και
έφαγα και την κίνηση της αρκούδας!» μου λέει κάνοντας μια κίνηση με το χέρι της
σαν να διώχνει καπνό από το κεφάλι της με παραπονεμένη φωνή.
«Θα προτιμούσες παπάκι με αυτό το κρύο;» τη
ρωτάω παιχνιδιάρικα σηκώνοντας ένα φρύδι.
«Ναι, σε είδαμε και στη ζέστη, όταν τόλμησα
να στο προτείνω!» μου λέει χαχανίζοντας και σπρώχνοντάς με ελαφρά στο στήθος.
«Ζεστάθηκε το ποπουδάκι σου με τη βίτσα, εγώ
το λέω win-win!» συνεχίζω το χαβαλέ κάνοντας
μια κίνηση σαν να κρατάω νοητή βίτσα κερδίζοντας το γέλιο της.
«Από αυτό δεν έχω παράπονο, καλά το πας!
Ειδικά όταν δεν μπορείς να πεις το safeword σωστά!» συνεχίζει το δούλεμα κουνώντας το δάχτυλό της μπροστά στο
πρόσωπό μου.
«Το safeword υποτίθεται ότι είναι για σένα, όχι για
μένα!» ανοίγω τα χέρια μου σε ένδειξη απορίας.
«Είσαι η καλυτεροτερότερη ντροπή των
σαδιστών!» μου λέει χαϊδεύοντάς μου τρυφερά τα μάγουλα με τις δυο της παλάμες.
Μετά αλλάζει θέμα. «Δε μου λες εσύ μεσιέ, τι έκανες όσο το Κρινιώ σου το
έτρωγαν οι δρόμοι; Δεν πιστεύω να σαλιάριζες με Σούλες, Ρούλες, Τούλες και
Κούλες, ε; Θα πατάξομε!» σταυρώνει τα χέρια της και με κοιτάζει ύποπτα.
«Μανία με τις Κούλες,» της λέω
χαχανίζοντας. «Μπούλες είπαμε!» και κερδίζω επάξια ένα ping στη μύτη με το
δάχτυλό της που κινείται σαν σφυρί για να έχω να πορεύομαι!
«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» μου κάνει φέρνοντας το
πρόσωπό της κοντά στο δικό μου και τινάζοντας το κεφάλι της γεμίζοντάς με
σάλια. «Για να μάθεις!»
«Τώρα δηλαδή έμαθα;» την πειράζω, σκουπίζοντας
θεατρικά το πρόσωπό μου, για να κερδίσω ένα μεγαλοπρεπέστατο «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»
που με κάνει ακόμα πιο μούσκεμα.
«Μολόγα τα όλα! Κάθαρμα!» μου λέει προσπαθώντας
να μιμηθεί τον αστυνόμο Θεοχάρη.
«Ε, ναι λοιπόν, το ομολογώ!» σηκώνω τα
χέρια ψηλά σε ένδειξη παράδοσης. «Και γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε,» της λέω μιμούμενος
τον Μητσοτάκη. Όσο εσένα σε έτρωγαν οι δρόμοι εγώ έκανα σατανικά σχέδια!»
«Όπως;» με ρωτάει, στενεύοντας τα μάτια της
με υποψία, και της κάνω νόημα χτυπώντας το χέρι μου στον καναπέ δίπλα μου να
κάτσουμε. Παίρνω το tablet στα χέρια μου κρατώντας το σαν μυστικό έγγραφο. «Κλείσε τα μάτια σου!»
«Χμμμ!» μου κάνει γεμάτη περιέργεια, τρίβοντας τα χέρια της με ανυπομονησία, αλλά υπακούει σφίγγοντας τα μάτια και βάζοντας για καλό και για κακό τα χέρια της πάνω τους. Ανοίγω το keep όπου έχω κάνει όλες μου της σημειώσεις. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει πιο γρήγορα. «Άνοιξε τα!»
Rovaniemi by Christmas, by the Logistics Magician and
occasional Sadists’ disgrace 🛬 Άφιξη στο Rovaniemi ➜ Φτάνουμε μεσημεράκι στο αεροδρόμιο του Άη Βασίλη! Κρατάς το χέρι μου, έχει -15 έξω, αλλά ιδρώνουμε
από τη χαρά. 🏕️ Check-in στο
Arctic SnowHotel & Glass Igloos ➜ Το igloo μας σε περιμένει με πανοραμική θέα στο βόρειο σέλας… και θερμαινόμενο πάτωμα για τα πατουσάκια σου. Φωτάκια, cozy κουβέρτες, κακάο, τρέμει η Lapland! 🎅 Επίσκεψη στο Santa Claus Village ➜ Πάμε να δούμε τον Άη Βασίλη! Του λες “Ήμουν καλό κορίτσι” και σου απαντά “Όχι
μια αμαρτωλή; Όχι μια τιποτένια.” Του ρίχνεις χιόνι στη μούρη για να μάθει! 🐺 Βόλτα με έλκηθρο Husky ➜ Εσύ φωνάζεις “Yah!” και τα σκυλιά ξεκινάνε. Εγώ φωνάζω “Yah!” και τρώω χιόνι. Μαγεία, γέλια και πάμε σαν τον άνεμο. Πέφτω από το έλκηθρο και
αρχίζω να μπινελίκια στα κοπρόσκυλα. 🦌 Βόλτα με έλκηθρο ταράνδων ➜ Αργή, ήσυχη βόλτα μέσα στο χιονισμένο δάσος. Εσύ
λες «Ευτυχώς που δεν είμαι τάρανδος, δεν έχει πλάκα χωρίς καμτσίκι!» 🌌 Κυνήγι Βόρειου Σέλαος ➜ Στήνουμε την κάμερα, πίνουμε ζεστή σοκολάτα και περιμένουμε. Και τότε… ουρανός-ουράνιο τόξο, αργόσυρτο, ζωντανό. Εγώ κοιτάω εσένα, εσύ τον ουρανό, και όλα είναι τέλεια. 🛷 Snowmobile Safari ➜ Σαν James Bond στο χιόνι, μόνο που φωνάζω “ΚΡΑΤΑ ΜΕ!” κάθε φορά που πατάω γκάζι. Και ναι, θα φοράς τη στολή με τα γούνινα αυτιά. Deal with it! 🔥 Δείπνο στο Ice Restaurant ➜ Τα πάντα είναι
φτιαγμένα από πάγο – τραπέζι, ποτήρια, πιάτα. Αλλά εσύ φλογίζεις τον χώρο.
Ζεστό κρασί, ελαφίσιο φαγητό και βλέμμα-φλόγα. 🧖 Χαλάρωση σε Φινλανδική Σάουνα ➜ Μπανάκι με άρωμα πεύκου, ξυλόσομπα και σάουνα μέχρι να εξατμιστούν τα βάσανα του κόσμου. Και μετά χιονοπόλεμο.
You have been warned! 🎁 Μικρές εκπλήξεις ➜ Άμα τις έγραφα δε θα ήταν εκπλήξεις!
ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ |
Η Κρινιώ έχει μείνει άγαλμα και με το στόμα
ανοιχτό—αν ήταν καλοκαίρι θα είχε χάψει ότι μυγάκι κυκλοφορούσε στο σπίτι.
«Πάει, μού ‘μεινε!» λέω χαχανίζοντας ενώ η Κρινιώ
πρέπει να έχει πέσει σε boot
loop. Και όχι τίποτε
άλλο, είναι και εκτός εγγύησης!
«Εισπνοή-εκπνοή!» της λέω και πάλι πειρακτικά
και ακολουθεί ΕΚΡΗΞΗ που θα έκανε το big-bang
να μοιάζει με στρακαστρούκα.
«ΤΖΩΡΤΖΙΝΟ ΜΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ!» φωνάζει
ενθουσιασμένη κάνοντας τη Λίζι να χοροπηδήσει. Κυριολεκτικά, έκανε επιτόπιο άλμα
προς τα πίσω!
Εντάξει,
εγκρίνει, χαχανίζω από μέσα μου.
…
Οι τακτικές μου εξετάσεις από την άλλη, ήταν
αυτό που λέμε “left things to be desired.” Ήξερα ότι ζω με δανεικό
χρόνο, ήξερα ότι αυτό που έχω κερδίσει μέχρι στιγμής είναι απλή παράταση, αλλά το
«Γιώργο, πρέπει να μιλήσουμε,» μας κόβει τα ποδάρια και των δυο.
Ο Νίκος κλείνει τον φάκελο και τον
ακουμπάει μπροστά του, αλλά δεν τον αφήνει από τα χέρια του. Τα δάχτυλά του
παίζουν νευρικά με την άκρη, όπως κάνει κάθε φορά που του πέφτει ο κλήρος να
πει τα δύσκολα. Ο ήχος του χαρτιού που τσαλακώνεται ελαφρά είναι ο μόνος που
ακούγεται στο δωμάτιο. Η Κρινιώ κάθεται δίπλα μου, κρατώντας το χέρι μου με τα
δάχτυλα σφιγμένα ανάμεσα στα δικά της. Νιώθω τον σφυγμό της στην παλάμη μου,
γρήγορο, ανήσυχο. Το καταλαβαίνει και μόνο από τη στάση του Νίκου. Πριν καν
μιλήσει.
Μια μεγάλη, βαριά σιωπή. Ο Νίκος παίρνει
βαθιά ανάσα.
«Έχουμε μια επιδείνωση,» λέει τελικά.
Σταράτα, χωρίς φιοριτούρες. Αυτό εκτιμώ σ’ εκείνον· ποτέ δεν μου χρύσωσε το
χάπι.
Νιώθω τα δάχτυλα της Κρινιώς να σφίγγονται
ακόμα πιο δυνατά γύρω από τα δικά μου. Ο αντίχειράς μου χαϊδεύει αυτόματα τη
ράχη του χεριού της.
Η φωνή του είναι ήρεμη αλλά πιο κουρασμένη
από ό,τι συνήθως. Τα μάτια του έχουν βαθιές σκιές από κάτω. Ίσως γιατί με
παρακολουθεί πέντε χρόνια και ξέρει πως αυτή τη φορά μετράμε αντίστροφα. Ίσως
γιατί ξέρει τι πρόκειται να του πω.
«Από τις τελευταίες αξονικές…» ανοίγει ξανά
τον φάκελο, αλλά δεν κοιτάζει τα χαρτιά, τα ξέρει απ’ έξω, «βλέπουμε ενδείξεις
για νέες εστίες στο ήπαρ. Μικρές μεν, αλλά ενεργές. Οι δείκτες έχουν ανέβει.
Όχι απότομα, αλλά σταθερά.» Σηκώνει το βλέμμα του και με κοιτάζει κατευθείαν.
«Ο οργανισμός σου κρατάει καλά για την πορεία της νόσου, αλλά…»
Κάνει μια μικρή παύση. Καταπίνει. Βλέπω τον
λαιμό του να κινείται.
«Αυτό δεν θα κρατήσει για πολύ χωρίς
ενίσχυση της θεραπείας.»
Σιωπή. Ακούγεται το βουητό του
κλιματιστικού. Κάπου μακριά, ένα τηλέφωνο χτυπάει.
Κοιτάζω μπροστά μου για λίγο, όχι τον Νίκο.
Ούτε την Κρινιώ. Το γραφείο του. Τη φωτογραφία με τη γυναίκα του και τα δύο
παιδιά του. Χαμογελούν όλοι. Είναι σε κάποια παραλία. Ο μικρός κρατάει έναν
κουβά. Τα μάτια μου καρφώνονται για λίγο εκεί, κι ύστερα στρέφομαι σε εκείνον.
«Τι σημαίνει αυτό πρακτικά;» Η φωνή μου
βγαίνει πιο σταθερή απ' ό,τι περίμενα.
Ο Νίκος γέρνει λίγο μπροστά, ακουμπώντας
τους αγκώνες του στο γραφείο. Τα χέρια του σταυρώνονται μπροστά του.
«Ενίσχυση της παρηγορικής. Ενδοφλέβια,
πάλι.» Κάνει μια μικρή γκριμάτσα, σαν να ζητάει συγγνώμη. «Ίσως αλλαγή
φαρμακευτικού σχήματος ή προσθήκη ισχυρότερου αναλγητικού. Αν τα ξεκινήσουμε
άμεσα, κερδίζουμε σταθερότητα.»
Παύση. «Αν περιμένουμε, δεν ξέρουμε πόσο
γρήγορα θα επιδεινωθεί η εικόνα.» Ακουμπάει πίσω στην καρέκλα του, τα χέρια του
ανοίγουν σε μια χειρονομία ειλικρίνειας. «Δεν είσαι ακόμη στο κρίσιμο σημείο,
αλλά πλησιάζεις. Μπορεί να έχεις εβδομάδες ή μήνες σταθερότητας, αλλά μπορεί
και όχι.»
Νιώθω την Κρινιώ να αναδεύεται δίπλα μου.
Το σώμα της στρέφεται ελαφρά προς το μέρος μου. Η Κρινιώ γυρίζει προς το μέρος
μου, ήδη έτοιμη να μιλήσει. Βλέπω τα χείλη της να ανοίγουν, την ανάσα της να
παίρνει. Ξέρω τι θα πει. Όχι “πάμε να το ξεκινήσουμε”—“δεν παίρνουμε ρίσκα”.
Αλλά της σφίγγω το χέρι λίγο πιο δυνατά—ένα σιωπηλό “περίμενε”—και γυρίζω πάλι
στον Νίκο.
«Θέλω να ξεκινήσουμε…» κάνω μια μικρή
παύση, νιώθω την ένταση στο δωμάτιο να ανεβαίνει, «αλλά μετά το ταξίδι.»
Ο Νίκος σηκώνει απότομα τα μάτια του από
τον φάκελο. Τα φρύδια του ανασηκώνονται ελαφρά. Με κοιτάζει με έκφραση που δεν
είναι αποδοκιμασία, αλλά κάτι ανάμεσα σε κατανόηση και σιωπηλό ερώτημα.
«Ροβανιέμι,» λέω. Χαμογελάω ελαφρά. «Ήταν η
Χριστουγεννιάτικη έκπληξη. Για την Κρινιώ.» Παύση. «Για μένα.» Άλλη μια παύση,
πιο μεγάλη. «Γιατί μπορώ ακόμα.»
Δεν λέει τίποτα. Απλώς με κοιτάζει. Τα
δάχτυλά του έχουν σταματήσει να παίζουν με τον φάκελο. Περιμένει να συνεχίσω.
«Δεν παλεύω για να επιβιώσω, Νίκο.» Σηκώνω
ελαφρά το σαγόνι μου. «Παλεύω για να ζήσω.» Η λέξη βγαίνει με έμφαση, σχεδόν
σκληρή. «Αν ξεκινήσω τώρα τις ενδοφλέβιες, δε θα πάμε πουθενά.»
Γέρνω μπροστά, τα μάτια μου δεν φεύγουν από
τα δικά του. «Θέλω να το καθυστερήσουμε όσο γίνεται. Θα κάνω ό,τι χρειάζεται,
αλλά…» σταματώ, παίρνω βαθιά ανάσα, «μετά το Ροβανιέμι.» Σταματάω και πάλι. «Εδώ
τραβάω τη γραμμή μου.»
Μακρά, βαριά σιωπή. Ακούω την Κρινιώ να
αναπνέει δίπλα μου, γρήγορα, ρηχά.
Ο Νίκος στηρίζεται στην καρέκλα του με έναν
ήχο που μοιάζει με αναστεναγμό και τρίβει τη μύτη του με τον δείκτη,
κουρασμένος. Τα μάτια του κλείνουν για μια στιγμή. Κοιτάζει την Κρινιώ. Μια
σιωπηλή ερώτηση περνάει ανάμεσά τους. Εκείνη δεν έχει πάρει τα μάτια της από
πάνω μου. Μάγουλα χλωμά, βλέμμα καρφωμένο, τα χείλη της σφιγμένα σε μια λεπτή
γραμμή, αλλά δεν διαφωνεί. Απλώς κάθεται σιωπηλή, λες και κρατά την ανάσα της.
Τελικά, μετά από αυτό που μοιάζει σαν
αιώνας ο Νίκος γνέφει αργά. Μια φορά. Δύο. Σαν να πείθει τον εαυτό του. «Έχεις
ένα παράθυρο.» Η φωνή του είναι χαμηλή, προσεκτική. «Δεν στο εγγυώμαι, αλλά το
έχεις.» Σταματάει, με κοιτάζει στα μάτια. «Κάθε μέρα μετράει.»
«Μετράει ήδη, φίλε μου,» του απαντώ. Νιώθω
ένα χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη μου, ειλικρινές αυτή τη φορά. «Κάθε μέρα
είναι ένα μικρό θαύμα.»
Γυρίζω να κοιτάξω την Κρινιώ. Τα μάτια της
είναι υγρά, βουρκωμένα, αλλά δεν αφήνει δάκρυ να κυλήσει. Καταπίνει, σηκώνει
λίγο το σαγόνι της. Μου χαμογελάει. Είναι ένα μικρό χαμόγελο, τρεμάμενο στις
άκρες, αλλά γεμάτο αποφασιστικότητα. Το χέρι της σφίγγει το δικό μου μια
τελευταία φορά, δυνατά, σαν υπόσχεση.
…
Το ίδιο απόγευμα, στο σπίτι, κάθεται στον
καναπέ με τα γόνατα μαζεμένα, τα χέρια της μπλεγμένα γύρω τους σαν να προσπαθεί
να προστατευτεί από κάτι αόρατο. Το σώμα της είναι μια σφιχτή μπάλα άμυνας.
Έχει αφήσει τα μαλλιά της λυτά, και με κάθε μικρή κίνηση πέφτουν μπροστά στο
πρόσωπό της σαν κουρτίνα που την κρύβει από τον κόσμο. Δεν λέει τίποτα. Από την
ώρα που φύγαμε από τον Νίκο, έχει βυθιστεί σε μια σιωπή που δεν μπορώ να σπάσω,
μόνο να περιμένω.
Οι μόνοι ήχοι είναι η κλασσική μουσική για τους
πράσινους φιλόσοφους που παίζει σε χαμηλή ένταση και το ρολόι στον τοίχο, το οποίο
περισσότερο το νιώθω παρά το ακούω. Τικ. Τακ. Τικ. Τακ.
Στέκομαι για λίγο πίσω της, τα χέρια μου
κρέμονται αβέβαια στο πλάι μου. Μετά κάθομαι δίπλα της. Ο καναπές βουλιάζει
ελαφρά με το βάρος μου. Περιμένω. Μετρώ τις ανάσες μου. Της ακουμπάω το χέρι
στον ώμο. Απαλά, σχεδόν διστακτικά. Δεν τραβιέται, αλλά δεν αντιδρά. Είναι σαν
να αγγίζω μάρμαρο. Σα να έχει γίνει πέτρα μόνο κα μόνο για να μην καταρρεύσει. Μακρά,
βασανιστική σιωπή. Ακούω την ανάσα της, ρηχή, ακανόνιστη.
«Ξεκίνα αύριο,» μου λέει τελικά. Η φωνή της
ήρεμη, αλλά τα λόγια της κόβουν σαν νυστέρι. «Δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχθεί. Δεν
μπορώ να ρισκάρω...»
Σταματάει. Καταπίνει. Βλέπω τον λαιμό της
να κινείται.
Στρέφεται προς το μέρος μου απότομα, τα
μαλλιά της πετάγονται σαν μαστίγιο, με βλέμμα που γυαλίζει. «Δεν μπορώ να
ρισκάρω να σου συμβεί κάτι εκεί.» Η φωνή της σπάει στη μέση της πρότασης. «Εκεί
που δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Εκεί που θα είμαστε μακριά από όλους και απ'
όλα.»
Τα χέρια της τρέμουν τώρα. Τις βλέπω να
σφίγγονται και να ξεσφίγγονται στην ποδιά της.
Την κοιτάζω για λίγο. Αφήνω τη σιωπή να
απλωθεί ανάμεσά μας, να γεμίσει το δωμάτιο. Δεν την κόβω. Την αφήνω να πάρει
μια βαθιά ανάσα—τρεμάμενη, δύσκολη—και να προσπαθήσει να ανασυνταχθεί. Την
αγαπώ ακόμα και μέσα στον πανικό της. Ίσως ειδικά τότε.
«Κρινιώ μου,» της λέω τελικά, με φωνή
ήρεμη, σταθερή. Παίρνω τα χέρια της στα δικά μου. Είναι παγωμένα. «Είμαι
ευγνώμων στη Θεά Τύχη που σε έστειλε στο δρόμο μου.»
Παύση. Κοιτάζω τα δάχτυλά μας που
μπλέκονται. «Είμαι ευγνώμων που η ζωή μου—έστω και στα τελειώματά της—βρήκε και
πάλι πραγματικό νόημα.»
Σηκώνω το βλέμμα μου, βρίσκω τα μάτια της.
«Εσύ το έδωσες. Εσύ και η Λίζι.» Μικρή παύση. «Το ξέρω ότι φοβάσαι. Το βλέπω.
Το νιώθω. Αλλά άκουσέ με σε παρακαλώ.»
Γέρνω λίγο πιο κοντά της. Νιώθω τη ζεστασιά
της, την ανάσα της που χτυπάει το μάγουλό μου. Εκείνη με κοιτάζει σιωπηλή, τα
χέρια της σφιγμένα τόσο δυνατά που τα νύχια της πρέπει να χώνονται στις παλάμες
της.
«Είναι ρίσκο, το ξέρω, το καταλαβαίνω.» Ανασαίνω
βαθιά. «Αλλά το cost-vs-benefit είναι συντριπτικό
όπως και να το δεις. Το κόστος το γνωρίζουμε— είναι το χειρότερο σενάριο.» Κουνάω
ελαφρά το κεφάλι μου. «Αλλά χωρίς στιγμές σαν το Ροβανιέμι, το benefit είναι αμφίβολο.»
Η φωνή μου σπάει ανεπαίσθητα στις
τελευταίες λέξεις. Κλείνω για μια στιγμή τα μάτια μου. Περνάω το χέρι μου στα
μαλλιά μου, αφήνω τα δάχτυλά μου να μείνουν λίγο στο μέτωπο. Προσπαθώ να
συγκεντρωθώ, να βρω τις σωστές λέξεις.
«Το ταξίδι, Κρινιώ, έχει γαλάζιες
θάλασσες.» Η φωνή μου γίνεται πιο απαλή, σχεδόν ονειρική. «Έχει και
φουρτούνες.» Παύση. «Ναι, μπορείς να μείνεις σε έναν όρμο, ασφαλής, με τα πανιά
δεμένα και την άγκυρα βαριά. Να ελπίζεις ότι η θάλασσα δε θα σε ρίξει στα
βράχια.»
Κουνάω το κεφάλι μου αργά. «Αλλά αυτό δεν
είναι ταξίδι, Κρινιώ. Αυτό είναι αγκυροβόλημα.» Σταματώ, παίρνω ανάσα. «Κι
εγώ... εγώ θέλω να φύγω με πανιά ανοιχτά. Αλλιώς… αλλιώς δεν έχει νόημα…»
Σιωπή. Ακούω την καρδιά μου να χτυπάει
δυνατά στο στήθος μου.
Γυρίζω προς το μέρος της και την κοιτάζω
βαθιά στα μάτια. Σηκώνω το χέρι μου, παραμερίζω απαλά μια τούφα μαλλιών από το
πρόσωπό της.
«Δε σου ζητάω απλώς να με ακολουθήσεις.» Η
φωνή μου είναι σχεδόν ψίθυρος τώρα. «Σου ζητάω να καταλάβεις. Να συμφωνήσεις. “Μαζί,”
μου είχες πει από την πρώτη φορά. “Τα πάντα μαζί”.»
Τονίζω τη λέξη.
«Όλες μας τις αποφάσεις.»
Σιγή. Για μερικά δευτερόλεπτα μόνο. Αλλά
μοιάζουν αιώνας. Βλέπω κάτι να αλλάζει στο πρόσωπό της. Οι ώμοι της χαλαρώνουν
ελαφρά. Τα μάτια της μαλακώνουν.
Μετά τη βλέπω να αφήνει τα χέρια της να
ξεγλιστρήσουν, αργά, σχεδόν διστακτικά, να κουμπώνονται πάνω στα δικά μου. Τα
δάχτυλά της είναι ακόμα κρύα, αλλά η λαβή τους είναι σταθερή. Τα μάτια της
είναι γεμάτα. Από φόβο. Από τρυφερότητα. Από αποδοχή.
Ανοίγει το στόμα της. Κλείνει. Καταπίνει.
Προσπαθεί ξανά.
«Θα βάλουμε και τις μπότες τις χιονιού;»
μου λέει σιγανά. Η φωνή της τρέμει, αλλά στις άκρες των χειλιών της παίζει το
φάντασμα ενός χαμόγελου.
Νιώθω κάτι να λυγίζει μέσα μου. Κλείνω τα
μάτια μου για μια στιγμή, αφήνω την ανακούφιση να με πλημμυρίσει.
Χαμογελώ. Είναι ένα αργό, τρυφερό χαμόγελο
που ξεκινάει από τα μάτια μου. Τη φέρνω κοντά μου με μια κίνηση απαλή, σχεδόν
ευλαβική και τη φιλάω απαλά στο μέτωπο. Τα χείλη μου μένουν εκεί για μια
στιγμή, νιώθω τη ζεστασιά του δέρματός της.
Μένουμε έτσι για λίγο, ακίνητοι. Το μόνο
που ακούγεται η μουσική που ποτέ δε σταματά και οι ανάσες μας που σιγά-σιγά
συγχρονίζονται. Νιώθω την ένταση να φεύγει από το σώμα της, να ακουμπάει πάνω
μου.
Κάπου μακριά, ένα αυτοκίνητο περνάει. Η ζωή
συνεχίζεται έξω από αυτό το δωμάτιο. Αλλά εδώ, σε αυτή τη στιγμή, ο χρόνος έχει
σταματήσει. Και μέσα στο καταχείμωνο της αρρώστιας μου, μύρισε και πάλι άνοιξη.
Πώς το είχε πει ο Ελύτης; “Ένα το χελιδόνι,
κι η άνοιξη ακριβή.”
Όποιο και αν είναι το τίμημα θα το πληρώσω με
όλη μου την ψυχή…
Γιατί ο βορράς μάς περιμένει. Με τον Άγιο Βασίλη,
και τα ξωτικά, και τους τάρανδους, και όλη τη μαγεία των Χριστουγέννων. Όλη τη μαγεία
της ζωής.
Της ζωής.-
23. Κάτω απ’ τον ήλιο του Βορρά
Είχαμε αφήσει αποβραδίς την εντόνως
διαμαρτυρόμενη Λίζι στο ξενοδοχείο ζώων και μιας και έπρεπε να βρισκόμαστε στο
αεροδρόμιο στις έξι το πρωί, πέσαμε για ύπνο με τις κότες. Δηλαδή αυτός ήταν ο
αρχικός σχεδιασμός αλλά με την προοπτική του Ροβανιέμι, άντε πέσε για ύπνο.
«Σαν ψέματα μου φαίνεται!» μου λέει ξαπλωμένη
στην αγκαλιά μου όπως είμαστε κουκουλωμένοι κάτω από το πάπλωμα. «Λαπωνία!»
συνεχίζει μονολεκτικά σα να μην το πιστεύει.
Το αεροδρόμιο της Αθήνας στις έξι το πρωί
έχει μια ιδιαίτερη μελαγχολία. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι είτε ταξιδιώτες
που ξεκινούν κάποια περιπέτεια, είτε άνθρωποι που επιστρέφουν από κάποια άλλη.
Εμείς ανήκαμε σαφώς στην πρώτη κατηγορία και δεν κρυβόταν.
Η Κρινιώ είχε ήδη αρχίσει να τραβάει selfies με το boarding pass στο χέρι, ενώ εγώ προσπαθούσα ακόμα να
συνειδητοποιήσω ότι σε λίγες ώρες θα βρισκόμουν σε τόπο όπου η θερμοκρασία
μετριέται σε αρνητικούς αριθμούς… μεγάλους κατά απόλυτη τιμή. Μείον 15 έλεγε το
internet ότι
είχε σήμερα!
Η πτήση για Ελσίνκι κύλησε πιο ήρεμα από
όσο περίμενα. Η Κρινιώ κοιμήθηκε στον ώμο μου περίπου μισή ώρα μετά την
απογείωση, μια ικανότητα που της ζήλευα ανέκαθεν. Εγώ περνούσα την ώρα μου
κοιτώντας τα σύννεφα και αναρωτιόμουν τι ακριβώς μας περίμενε στον Αρκτικό
Κύκλο. Το μόνο που ήξερα σίγουρα ήταν ότι θα ήταν κρύο, πολύ κρύο, και είχαμε
κάνει κρατήσεις σε μέρη με ονόματα που ούτε καν μπορούσαμε να τα προφέρουμε
σωστά.
Το αεροδρόμιο του Ελσίνκι ήταν μια ωραία
έκπληξη· καθαρό, οργανωμένο, και με περισσότερα φυτά από όσα είχα δει σε μερικά
ελληνικά δάση. Η αναμονή για τη σύνδεση προς Ροβανιέμι μας έδωσε χρόνο να
πιούμε έναν καφέ που κόστιζε όσο ένα γεύμα στην Αθήνα και να παρατηρήσουμε τους
υπόλοιπους ταξιδιώτες.
Ήταν ένας περίεργος συνδυασμός ανθρώπων:
οικογένειες με μικρά παιδιά που προφανώς πήγαιναν να δουν τον Άγιο Βασίλη,
ζευγάρια σαν εμάς που είχαν αποφασίσει να δοκιμάσουν κάτι εξωτικό, και μερικοί
άνθρωποι που φαίνονταν να ξέρουν ακριβώς τι κάνουν και φορούσαν ήδη ρούχα που
έμοιαζαν κατάλληλα για εξερεύνηση της Ανταρκτικής.
Η προσγείωση είναι τόσο απαλή που σχεδόν
δεν την καταλαβαίνουμε. Αλλά δεν προλαβαίνει να ακουμπήσει το λάστιχο του
τροχού στο χιονισμένο διάδρομο και ήδη η Κρινιώ έχει κολλήσει το πρόσωπό της
στο παράθυρο, όπως παιδάκι που φτάνει πρώτη φορά σε λούνα παρκ. Η ανάσα της
θολώνει το τζάμι και το σκουπίζει ανυπόμονα με το μανίκι της για να δει
καλύτερα.
«Κοίτα! Κοίτα! Χιόνι παντού! Και τα φώτα!
Τζωρτζίνο μου, είναι σαν παραμύθι!» Τα μάτια της γυαλίζουν από συγκίνηση, και
το χέρι της ψάχνει το δικό μου χωρίς να παίρνει το βλέμμα της από το παράθυρο.
Η φωνή του πιλότου ακούγεται στα μεγάφωνα:
«Ladies and gentlemen, καλώς ήρθατε στο Ροβανιέμι, την πατρίδα του Άγιου Βασίλη. Η τοπική
ώρα είναι 15:30 και η θερμοκρασία είναι μείον 15 βαθμοί Κελσίου. Σας ευχόμαστε
μια μαγική διαμονή.»
«ΤΖΩΡΤΖΙΝΟ ΜΟΥ!» Η Κρινιώ γυρίζει απότομα
και με αγκαλιάζει τόσο δυνατά που νομίζω ότι θα με πνίξει. Ο ενθουσιασμός της
είναι κάτι που δεν μπορώ να περιγράψω με λέξεις—μόνο με καρδιοχτύπι. Τα χέρια
της τρέμουν ελαφρά καθώς με κρατάει, και μπορώ να νιώσω το χαμόγελό της ακόμα
και χωρίς να το βλέπω.
Βγαίνουμε από το αεροπλάνο και το πρώτο
πράγμα που νιώθουμε είναι το κρύο. Το -15 μας χτυπάει σαν σφαλιάρα με μεταξωτό
γάντι. Παγωμένο, ναι, αλλά πανέμορφο. Χιονονιφάδες χορεύουν στον αέρα, και η
Κρινιώ προσπαθεί να τις πιάσει με τα χέρια της σαν μικρό παιδί. Κάθε φορά που
μια νιφάδα λιώνει στο γάντι της, γελάει σαν να είναι το πιο μαγικό πράγμα στον
κόσμο.
Και μέσα σ’ όλη αυτή τη λευκή μαγεία,
κρατάμε ο ένας το χέρι του άλλου τόσο σφιχτά, που όλος ο παγετός δεν φτάνει να
μας κρυώσει. Τα δάχτυλά μας είναι πλεγμένα μέσα στα γάντια, και κάθε τόσο η
Κρινιώ σφίγγει το χέρι μου λες και θέλει να βεβαιωθεί ότι όλο αυτό είναι
αληθινό.
Το ταξί που μας πηγαίνει στο ξενοδοχείο
είναι ζεστό σαν φούρνος, και η Κρινιώ κολλάει πάλι στο παράθυρο, σχολιάζοντας
κάθε τι που βλέπει.
«Τάρανδοι! ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΤΑΡΑΝΔΟΙ!»
Με τραβάει τόσο δυνατά που παραλίγο να
χτυπήσω το κεφάλι μου στο τζάμι. «Και δες εκείνα τα σπιτάκια! Έχουν χιόνι στις
στέγες όπως στις κάρτες!»
Ο οδηγός, ένας ντόπιος με πλατύ χαμόγελο,
μας κοιτάζει από τον καθρέφτη. «Πρώτη φορά στο Ροβανιέμι;»
«Ναι!» απαντάει η Κρινιώ πριν προλάβω να
ανοίξω το στόμα μου. «Είναι πιο όμορφο απ’ ό,τι φαντάζομαι!»
«Περιμένετε να δείτε το Βόρειο Σέλας,» λέει
με ένα μυστηριώδες χαμόγελο. «Απόψε οι συνθήκες είναι τέλειες.»
Όταν φτάνουμε στο ξενοδοχείο και βλέπουμε
από μακριά τα glass igloos να ξεπροβάλλουν
μέσα από τα έλατα, σαν γιγάντιες χιονόμπαλες που κάποιος τις έχει ανάψει από
μέσα, ξέρω ότι έχω κάνει σωστά. Η Κρινιώ κοντοστέκεται με το στόμα της
μισάνοιχτο. Το χέρι της πηγαίνει αυτόματα στην καρδιά της, λες και θέλει να τη
συγκρατήσει.
«Αληθινά είναι αυτά;» ψιθυρίζει, σα να μην
πιστεύει στα ίδια της τα μάτια. «Δεν είναι… δεν είναι ψεύτικα;»
«Αληθινά, μωρό μου. Και ένα από αυτά είναι
δικό μας για τις επόμενες μέρες.»
Γυρίζει και με κοιτάζει με μάτια τόσο
γεμάτα αγάπη που νιώθω να λυγίζω. «Πώς… πώς το σκέφτηκες όλο αυτό;»
«Ήθελα να σου δώσω κάτι μαγικό,» της λέω
απλά. «Κάτι που θα θυμόμαστε για πάντα.»
Ναι, είναι αληθινά. Και το δικό μας μάς
περιμένει, σαν φωτεινό στολίδι μέσα στο ατελείωτο λευκό. Ο υπάλληλος της
ρεσεψιόν μάς οδηγεί μέσα από ένα μονοπάτι φωτισμένο με φαναράκια, και κάθε βήμα
μοιάζει σαν να μπαίνουμε βαθύτερα σε παραμύθι.
Μπαίνουμε μέσα στο glass igloo και η ζεστασιά από το θερμαινόμενο πάτωμα
είναι σαν χάδι στα ξυλιασμένα μας πόδια. Η Κρινιώ βγάζει αμέσως τις μπότες της
και αρχίζει να χοροπηδάει πάνω στο ζεστό ξύλινο πάτωμα.
«Είναι σαν να είμαστε μέσα σε χιονόμπαλα!»
λέει κοιτάζοντας τη γυάλινη οροφή. «Αλλά ζεστή χιονόμπαλα! Μαγική χιονόμπαλα!»
Ανοίγουμε τις βαλίτσες με την ίδια
ανυπομονησία που ανοίγουν τα παιδιά τα δώρα των Χριστουγέννων. Βάζουμε τις fleece πιτζάμες που έχουμε
αγοράσει ειδικά για το ταξίδι· οι δικές της έχουν τυπωμένους τάρανδους, οι
δικές μου πιγκουίνους, που δεν υπάρχουν σε αυτά τα μέρη, αλλά δε βαριέσαι!
«Ταιριάζουμε!» λέει η Κρινιώ κάνοντας μια
στροφή. «Είμαστε το πιο γλυκό ζευγάρι του Βόρειου Πόλου!»
Κάνουμε τη ζεστή σοκολάτα με το μικρό
βραστήρα του δωματίου, και η μυρωδιά γεμίζει τον χώρο. Ξαπλώνουμε κάτω από τη
γυάλινη οροφή, με τις κουβέρτες να μας αγκαλιάζουν και τις ζεστές κούπες στα
χέρια. Η Κρινιώ κουρνιάζει δίπλα μου, το κεφάλι της στον ώμο μου, και μπορώ να
νιώσω την ανάσα της να γίνεται πιο ήρεμη καθώς χαλαρώνει.
«Κοίτα,» ψιθυρίζει ξαφνικά. «Αρχίζει…»
Και έχει δίκιο. Ο ουρανός αρχίζει να
ζωντανεύει. Το σέλας αρχίζει να ζωγραφίζει τον ουρανό με πινελιές πράσινου και
μωβ, σαν κάποιος αόρατος καλλιτέχνης να χύνει υγρά φώτα πάνω στο μαύρο καμβά
του ουρανού.
«Όνειρο! Σα να είναι όνειρο!» μου λέει με
φωνή γεμάτη δέος. Τα μάτια της είναι τόσο ανοιχτά που μπορώ να δω το Βόρειο
Σέλας να καθρεφτίζεται μέσα τους.
«Δεν είναι όνειρο, καρδούλα μου. Μπορεί να
είναι όμορφο σαν όνειρο αλλά είναι πραγματικότητα.»
Τη σφίγγω στην αγκαλιά μου, νιώθοντας τη
ζεστασιά του κορμιού της ενάντια στο δικό μου. Το Σέλας χορεύει τώρα πάνω από
τα κεφάλια μας, κυματιστές κορδέλες φωτός που μοιάζουν να αναπνέουν.
Κουρνιάζουμε ακόμα πιο κοντά, βλέποντας τα
φώτα να χορεύουν μέχρι που ο ύπνος μάς παίρνει, εκεί, στη γυάλινη φούσκα μας,
στην άκρη του κόσμου, όπου τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα και η
πραγματικότητα ξεπερνάει κάθε όνειρο.
…
Την ώρα που φτάνουμε στο χωριό του Άη
Βασίλη, η Κρινιώ μεταμορφώνεται. Τα μάτια της γυαλίζουν σαν να πρωτοβλέπει
χριστουγεννιάτικο δέντρο, και το στόμα της ανοίγει ελαφρά από την έκπληξη. Όχι,
δεν είναι πια φοιτήτρια στο πτυχίο· είναι παιδάκι. Το πιο χαρούμενο και γελαστό
παιδάκι.
Χτυπάει παιχνιδιάρικα το μπράτσο μου και
μετά τρέχει ξεκαρδισμένη να δει τους ταράνδους, σκύβοντας να τους χαιρετήσει,
να χαζέψει τα σπιτάκια με τα ξωτικά δείχνοντάς τα με το δάχτυλο σαν μικρό παιδί
και τραβώντας με από το μανίκι να δω κι εγώ, να σφίξει το χέρι του αυθεντικού
Σάντα που, όσο και να ξέρεις ότι είναι ρόλος, κάτι μέσα σου θέλει να πιστέψει.
Μπαίνουμε στην ουρά για να τον δούμε και η
Κρινιώ αναπηδά στα δάχτυλα των ποδιών της προσπαθώντας να δει μπροστά,
σφίγγοντας το χέρι μου από την αγωνία. Παρατηρώ ότι μερικοί γονείς με τα
παιδάκια τους μας κοιτάνε περίεργα—μια ενήλικη που συμπεριφέρεται πιο
παιδιάστικα από τα ίδια τα παιδιά. Όταν έρχεται η σειρά μας, ο Άγιος τη ρωτά αν
ήταν καλό κορίτσι.
«Τα καλά κορίτσια πάνε στον παράδεισο,» του
λέει συνωμοτικά, χαχανίζοντας και σκύβοντας πιο κοντά του. «Τα κακά πάνε
παντού!»
«ΧΟ ΧΟ ΧΟ ΧΟ» κάνει ο Άγιος Βασίλης,
προσπαθώντας να κρατηθεί σοβαρός αλλά βλέπω το χαμόγελό του να τρεμοπαίζει πίσω
από τα μουστάκια.
Και δεν έχει τελειώσει ακόμα. Σηκώνει
πονηρά το ένα φρύδι, κλείνει το μάτι και συνεχίζει, με λάγνα αλλά χαμηλή—γιατί
υπάρχουν και παιδιά δίπλα—φωνή: “I’m a bad, bad girl!” Την ίδια στιγμή με
κλοτσάει παιχνιδιάρικα στο πόδι, κι εγώ δαγκώνω τα χείλη μου προσπαθώντας να μη
βάλω τα γέλια.
Και έτσι, προσδοκώντας αργότερα σε άλλου
είδους κοκκίνισμα, κατάφερε να κάνει τα κόκκινα μάγουλα του άγιου Βασίλη, ακόμα
πιο κόκκινα. Ο φουκαράς κοιτάζει γύρω του αμήχανα, σαν να ψάχνει διέξοδο, ενώ
εγώ παρόλο που ένιωσα σα τους στρατιώτες στη σκηνή του Biggus Dickus· κάπου τον λυπήθηκα, σίγουρα δεν πληρωνόταν
για κάτι τέτοιο. Well, όπως λένε και οι κινέζοι, may you live in interesting
time and meet interesting people.
Κατά τα άλλα, όλα η Κρινιώ είναι το υπέροχο
τρελοκομείο που αγάπησα. Γέλια που αντηχούν, σπρωξίματα με αγκώνες όταν
προσπαθώ να τη σοβαρέψω, φωτογραφίες όπου κάνει γκριμάτσες πίσω από την πλάτη
μου τη στιγμή που πατάω το κουμπί, και γλυκά γεμάτα κανέλα που τρώει κλείνοντας
τα μάτια από την απόλαυση και βγάζοντας μικρούς ήχους ευχαρίστησης.
Και όταν φεύγουμε; Κρατάει το χέρι μου
σφιχτά, σταματά και με κοιτάζει κατάματα με ένα τρυφερό χαμόγελο, μετά
ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο μου και ψιθυρίζει «Τζωρτζίνο μου… κάτι μου
λέει ότι φέτος δε θα πάρω δώρο από τον Άγιο Βασίλη!»
Αφού δεν έπαθα εμβολή από τα γέλια, καλά να
λέω.
Και αν τελικά δεν πήρε δώρο από τον Άγιο
Βασίλη, δεν πειράζει. Πήρε από εμένα, γιατί τι θα ήταν το Ροβανιέμι χωρίς
σαδομαζοχιστικά συμπράγκαλα και εμένα σαν τον τραγικό ήρωα να προσπαθώ να πω το
Safeword υπό
το φως του Σέλαος;
Όσο για μένα… Το δώρο μου το είχε ήδη φέρει
από πέρσι τον Απρίλη. Και τώρα καθόταν δίπλα μου, με κοίταζε με μάτια που
γελούσαν, και μου ψιθύριζε βλακείες με εκείνη τη φωνή που με έκανε να νιώθω
ζωντανός.
Και ας κινδύνευα να κάνω το φάντασμα De Sade
να σηκωθεί από τον τάφο του και να έρθει να με μουτζώσει με χέρια
και με πόδια.
…
Την επόμενη μέρα, το πρόγραμμα είχε βόλτα
με έλκηθρο που το τραβάνε χάσκι. Από νωρίς το πρωί η Κρινιώ πηδούσε πάνω-κάτω
σαν παιδί που του υποσχέθηκαν σοκολάτα με πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό,
χτυπώντας τα χέρια της και κάνοντας μικρές τσιρίδες ενθουσιασμού κάθε φορά που
έβλεπε έναν οδηγό να προετοιμάζει έλκηθρο.
Εγώ από την άλλη, τους έριχνα καχύποπτες
ματιές και έσφιγγα τα χείλη μου. Δεν τα πήγαινα ποτέ καλά με τα σκυλιά—ήμουν
άνθρωπος των γατιών, της Λίζι, της αξιοπρέπειας και της καθαρής πατούσας.
Η Κρινιώ όμως… Η Κρινιώ τα χαϊδεύει με τα
δύο χέρια, τα ζουλάει σκύβοντας μέχρι το έδαφος, τα αγκαλιάζει τόσο δυνατά που
τα καημένα τα ζώα με κοιτάνε με βλέμμα “βοήθεια”, έχει σχεδόν λερώσει τα βρακιά
της απ’ τη χαρά. Ένα από τα χάσκι προσπαθεί να γλείψει το πρόσωπό της και
εκείνη το αφήνει, γελώντας σαν τρελή.
Η αλήθεια είναι ότι τα κοπρόσκυλα ήταν
πανέμορφα. Μπλε μάτια που σε διαπερνούσαν σαν ακτίνες λέιζερ, γούνες που
ανέμιζαν στον αρκτικό αέρα, και μια ενέργεια που θα έκανε και το πιο φιλόδοξο
πυρηνικό εργοστάσιο να σκάσει από τη ζήλεια του. Ένα από αυτά με κοίταξε
κατάματα και νιώθω ότι μου διάβασε την ψυχή και με καταδίκασε για την έλλειψη κυνόφιλων
αισθημάτων.
Πανέμορφα λοιπόν τα κοπρόσκυλα, η βόλτα με
το έλκηθρο που έσουρναν, not
so much. Η Κρινιώ πιάνει τα σχοινιά με ύφος «δώσ’ μου
χιόνι να το καταπιώ και άνοιξε βράχε να διαβώ», κάνει stretching σαν επαγγελματίας
αθλητής, κρατάει θέση σαν αρματοδρόμος στο Ben-Hur και φωνάζει “YAH! YAH!” λες και τρέχει προς τις πύλες της Βαλχάλα.
Εγώ από πίσω της, κάνοντας νοερά την
διαθήκη μου και αφήνοντας τη Λίζι ως μοναδική κληρονόμο, προσπαθώ να κρατηθώ
από τα πλαϊνά σα να εξαρτάται η ζωή μου από αυτό. Τα σκυλιά να αλυχτούν, το
έλκηθρο να τραντάζεται, και μέσα μου να παίζει το “Highway to Hell” σε extended version με solo από τη μέση μου και backing vocals από τα γόνατά μου που τρίζουν.
Σε κάθε στροφή νόμιζα πως ήρθε το τέλος μου
και έβλεπα τη ζωή μου να περνάει από μπροστά μου σε slow motion και, σε κάθε μικρό ή μεγάλο πήδημα,
παρακαλάω τη Λίζι να με θυμάται με αγάπη. Μπροστά, η Κρινιώ με τα μαλλιά της να
ανεμίζουν στο χιονισμένο σαν διαφήμιση για σαμπουάν, πίσω εγώ, με αεροδιάδρομο
στο κεφάλι τόσο φαρδύ που θα έκανε τον Γιουλ Μπρίνερ να μοιάζει με χεβιμεταλά,
και προσπαθώντας να κρατηθώ με νύχια και με δόντια.
Και τότε έγινε το αναπόφευκτο.
Σε μια θεαματική δεξιά στροφή που θα έκανε
τους οδηγούς της Formula-1 να δακρύσουν από τη συγκίνηση, το έλκηθρο τινάζεται, η Κρινιώ
φωνάζει “ΟΠΑΑΑΑ” αρπάζοντας αέρα με τα χέρια της, εγώ κάνω μια ακροβατική
κίνηση με ονομασία “Αντίο αξιοπρέπεια, αντίο Σπανιόλες κυρίες, αντίο κι’
ευχαριστώ για τα ψάρια” και προσγειώνομαι με τον κώλο στο χιόνι.
Το έλκηθρο συνεχίζει απτόητο με την Κρινιώ
πάνω του, η οποία κοιτάζει πίσω της και μου κάνει bye-bye με το χεράκι, τα χάσκι
με γράφουν εκεί που δεν πιάνει μελάνι—για να μην πω ότι μάλλον χάρηκαν που
ξεφορτώθηκαν βάρος και τώρα μπορούν να αναπτύξουν την πραγματική τους ταχύτητα—και
άσε τον καράφλα να τρέχει από πίσω σαν τον μαλάκα!
«ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΒΡΕ ΚΟΠΡΟΣΚΥΛΑ!» φωνάζω,
κυνηγώντας τους από πίσω σαν απλήρωτος πιστωτής, αφήνοντας πίσω μου σύννεφα
ντροπής, πασπαλισμένα με χιονονιφάδες και οσφυαλγία, και με την Κρινιώ να έχει
βάλει τα γέλια τόσο δυνατά που τα ακούω από μακριά και να μου στέλνει φιλάκια
σαν να μη τρέχει τίποτα.
Κατάλαβες η Λουκριτία του Βορρά; Πάλι το
μυαλό της στο κοκκίνισμα! Όσο για μένα; Αν κάποιος με είχε βιντεοσκοπήσει, δεν
θα το έβλεπα μόνο εγώ στο YouTube—θα γινόμουν παγκόσμιο meme, θα με έβλεπαν από την Παταγονία μέχρι τη Σιβηρία, και ο τυπάς που θα
το είχε ανεβάσει θα γινόταν εκατομμυριούχος σε μερικές ώρες. Μέχρι και την
εισαγωγή φαντάζομαι:
“This is Krinio! This is Rovaniemi!” και μετά αργό panning
προς την αφεντιά μου. “And this is Jackass: North Pole Edition.”
…
Και την επόμενη μέρα snowmobile το οποίοι θυμίζει κάτι ανάμεσα σε μηχανή και
παγοθραυστικό. Έχει τη στιβαρότητα άρματος μάχης, τον θόρυβο ενός ελικοπτέρου
και την ταχύτητα βλήματος, καλή ώρα σαν εμένα που το έβαλα στο πρόγραμμα των
χειμερινών μας διακοπών.
Πώς λέει το ανέκδοτο; «Παραδέξου το Γιώργο,
δεν έρχεσαι στο δάσος για κυνήγι!» Κάπως έτσι κι εγώ, που δε μου φτάνουν τα
χάλια μου, έχω γίνει και YOLO. Θα μου πεις—κάνω μαύρο χιούμορ με τον εαυτό μου—τι είχαμε τι χάσαμε.
Φυσικά δεν λέω στην Κρινιώ τίποτα τέτοιο γιατί αντί να την κάνω κόκκινη με τη
βίτσα θα μου τη χώσει εκεί που δεν τη βλέπει ο ήλιος.
Καθόμαστε στο μηχάνημα του διαβόλου,
μπροστά η Κρινιώ να οδηγήσει, πίσω εγώ αρπάζοντάς την όπως η Χέλμη το Ντορή, και
η Ευρωλίγκα ξεκινά.
«ΒΡΟΥΜ ΒΡΟΥΜ!» φωνάζει ανοίγοντας το γκάζι,
λες και δε μας έφτανε αυτό της μηχανής. Εγώ εντωμεταξύ να ψάχνω ΤΑΠ να δαγκώσω,
η Κρινιώ να φωνάζει «ΓΟΥΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ» και να μην έχω χέρια
ελεύθερα να μουτζωθώ για τις επιλογές μου.
Προσπερνάμε κάποια άλλα ζευγάρια που
οδηγούν με την ηρεμία του Σάββατου απογεύματος, κι εγώ να είμαι σε φάση “εγώ δε
θέλω μεροκάματο, θέλω χιλιάρα μηχανή και θάνατο…ΝΟΤ!”· αν είχα ελεύθερα χέρια,
πέρα από τα φάσκελα που θα μου έριχνα, θα χειροκροτούσα σε κάθε στροφή που
καταφέρναμε να πάρουμε χωρίς να γίνουμε αφίσα σε κάποιο δέντρο.
Το πράγμα γίνεται χειρότερο όταν συναντάμε
την πρώτη ανηφόρα. Το snowmobile αρχίζει να τραντάζεται σαν γέρος που προσπαθεί
να σηκωθεί από την πολυθρόνα, η Κρινιώ πατάει γκάζι κι εγώ να νιώθω ότι αν
συνεχίσει έτσι στο τέλος της ανηφόρας θα μπούμε σε τροχιά.
Ναι, δεν έπαιζα το τζόκερ;
Κάπως έτσι έγινε, στην κορυφή το διαβολομηχάνημα
κάνει ένα άλμα και για μερικές στιγμές νιώθω αστροναύτης στο διαστημικό σταθμό
και το στομάχι μου κάνει κωλοτούμπα. Το ταξίδι στον αέρα δεν κρατάει, προσγειωνόμαστε
απότομα με τη μέση μου να κάνει ένα οδυνηρό γκελ και τη ζωή μου να περνάει από
τα μάτια μου για δεύτερη φορά μέσα σε δύο μέρες.
Φτάνουμε σε μια πλαγιά και σταματάμε για
λίγο· γύρω μας μόνο λευκό, με τα δέντρα σα να έχουν ξεπηδήσει από παραμύθι των αδερφών
Γκριμ. Σβήνουμε τη μηχανή και ο μόνος ήχους που ακούγεται είναι αυτός της
ανάσας μας. Κατεβαίνουμε από το θηρίο και στεκόμαστε εκεί, σαν δύο επιζώντες
μιας αποκαλυπτικής ταινίας που μόλις συνειδητοποίησαν ότι είναι ακόμα ζωντανοί.
Εκεί, στη μέση του πουθενά, με τις μάσκες
μας θαμπωμένες και τα χείλη μας κόκκινα από το κρύο, με αρπάζει, μου βγάζει τη
μάσκα, και μου δίνει ένα φιλί τόσο παθιασμένο που φοβάμαι ότι θα κάνει όλα τα
χιόνια του αρκτικού να λιώσουν και να γυρίσουμε στο ιγκλού ποδαράτο.
«Τζωρτζίνο μου είσαι καλά;» με ρωτάει
χαϊδεύοντάς με τρυφερά.
«Μια αλλαξιά σώβρακο θα τη χρειαστώ!» της
λέω και βάζει τα γέλια.
Αρχίζει και χιονίζει και πάλι ελαφρά.
Ανεβαίνουμε στο θηρίο και συνεχίζουμε και παρά τη δήθεν γκρίνια μου νιώθω πιο
ζωντανός από ποτέ.
Οκ, η
άλκη με κέρατα που θυμίζουν ραντάρ πολεμικού πλοίου και που μας κοιτάζει
τσαμπουκαλεμένη, δεν ήταν στη λίστα! Τι τη μελετούσα τη ρημάδα την αλλαξιά
σώβρακου;
«Αχ, ένα ελαφάκι!» λέει η Κρινιώ, και το
«ελαφάκι» είναι τόσο σουρεαλιστική περιγραφή για το μαμούθ με κέρατα που μας
αγριοκοιτάζει, που για μερικές στιγμές χάνω τα λόγια μου.
Η άλκη τελικά αποφασίζει πως δεν της
αρέσουν οι φάτσες μας, οπότε κάνει να έρθει να μας ζητήσει τα ρέστα!
«ΞΕΚΙΝΑ! ΤΡΕΧΑ!!!!!! ΘΑ ΜΑΣ ΠΕΡΑΣΕΙ
ΣΟΥΒΛΑΚΙ!!!!!» ουρλιάζω σαν κοπελίτσα που είδε κατσαρίδα στο σαλόνι και η
Κρινιώ γκαζώνει με τη μία.
Δεν ξέρω ποιος τρόμαξε πιο πολύ, εμείς ή δαύτο,
όπως είδε το τανκ να επελαύνει σαν μεθυσμένος transformer—και να δεις που επειδή είναι
προστατευόμενο είδος θα με βάλουν στο τέλος να πληρώσω και τον ψυχολόγο του!
Από εδώ εμείς από την άλλη αυτό, και δεν ξέρω στο τέλος ποιος έτρεχε να ξεφύγει
από ποιον. Γυρίζουμε στο igloo
μας και μόνο εκεί η καρδιά μου αρχίζει να κατεβάζει παλμούς.
«Τζωρτζίνο μου, σε παρακαλώ την επόμενη
φορά που θα γράψεις στο πρόγραμμά μας “Μικρές εκπλήξεις,” να είσαι λίγο πιο
σαφής, ναι;» μου λέει η Κρινιώ με το ποιο deadpan ύφος της.
Αυτό που δεν κατάφερε να μου κάνει τσαμπουκαλεμένη
άλκη, μου το έκανε η Κρινιώ με μια ατάκα: Κατουρήθηκα πάνω μου.
…
«Τι θα κάνουμε σήμερα;» ρωτάω την ώρα που
πίνουμε τη σοκολάτα μας.
“I have a cunning
idea!” μου λέει μιμούμενη
τον Boldrick,
χαμογελώντας πονηρά, με μάτια που σπινθηρίζουν σκανταλιά.
Την κοιτάζω καχύποπτα.
“Donaudampfschifffahrtsgesellschaftskapitän” απαντάω λέγοντας
προκαταβολικά το safeword και βάζει τα γέλια.
«Κατάφερες να το πεις με την πρώτη, από
αύριο αλλάζουμε safeword. Schnitzelmitkartoffelsalatundsenfaberbittenichtzuviel» μου πετάει και
παραλίγο να πνιγώ και πάλι από γέλια. “Σνίτσελ με πατατοσαλάτα και λίγη
μουστάρδα, παρακαλώ, όχι πολλή,” αυτό σημαίνει το safeword. «Δε μου λες,
έχεις κάνει κόμμα με τα κοπρόσκυλα, προχθές, και το μαμούθ με τα κέρατα, χθες, να
με ξαποστείλετε;»
«Καλά… αφού δε θέλεις να κάνουμε τζακούζι
αγκαλίτσα…» μου κάνει και ξεροκαταπίνω. Από τη μία το τζακούζι είναι εξωτερικό
και έξω έχει θερμοκρασία που μετριέται σε βαθμούς Kelvin. Από την άλλη… Θα
είμαστε χωμένοι μέσα στο καυτό νερό…
«Πονάν μωρέ τα παλικάρια;»
«Αυτό λέω κι εγώ και αντί να συνεχίσεις να
μου ρίχνεις, μου λες το Safeword! Είναι πράγματα αυτά;» μου λέει με ψεύτικη αγανάκτηση.
Θα με στείλει πριν την ώρα μου με αυτά που
μου κάνει, αλλά αν μη τι άλλο θα φύγω με το γέλιο στο στόμα… και ίσως λίγα
τσίσα στο σώβρακο!
Το νερό αχνίζει μέσα στην ξύλινη στρογγυλή
μπανιέρα, ο ατμός στροβιλίζεται σαν να χορεύει με τις χιονονιφάδες. Μείον
δεκαέξι. Ουρανός καθαρός, γεμάτος αστέρια. Το σέλας ράβει πράσινες και μοβ
φλόγες στον ουρανό, σαν να κάνει πρόβα για κάποια θεϊκή παράσταση. Μόνο που για
κωμωδία μας κόβω και πάλι…
Η Κρινιώ έχει τυλιχτεί με την πετσέτα,
στέκεται στην εσωτερική πόρτα του igloo και με κοιτάζει μ’ εκείνο το βλέμμα που λέει «δεν πιστεύω ότι θα το
κάνουμε αυτό».
“YOLO!” φωνάζω και ανοίγω την πόρτα. Ο παγωμένος
αέρας με χαστουκίζει στο πρόσωπο και το κουράγιο μου πάει περίπατο.
«Καλά δεν είμαστε κι εδώ;» ρωτάω αθώα αλλά
η Κρινιώ δεν ακούει κουβέντα. Τρεις δρασκελιές στο χιόνι, ουρλιαχτά που θα
ανατρίχιαζαν και τον Jason Voorhees, και πέφτουμε
μέσα στο νερό σαν δύο μωρά φώκιες που προσγειώθηκαν κατά λάθος σε καζάνι.
Η Κρινιώ ξεσπάει σε γέλια. Τα μαλλιά της
στάζουν χιόνι. Τα δάχτυλά της βρίσκουν τα δικά μου κάτω από το νερό. Το δέρμα
μας τσούζει από τη διαφορά θερμοκρασίας, αλλά κανείς μας δε φεύγει.
«Είμαστε για δέσιμο!» μου λέει
χαχανίζοντας.
«Στο BDSM το μυαλό σου εσένα…» την πειράζω και το “ΠΡΡΡΡΡΡΡΡ”
της το συνοδεύει και πιτσίλισμα με το καυτό νερό του τζακούζι.
Ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο μου και
την παίρνω αγκαλιά. Δεν μιλάμε άλλο. Το σέλας χορεύει από πάνω μας και ο ατμός
σκεπάζει τον κόσμο ολόκληρο.
Δεν κρατιέμαι, την πετάω χρησιμοποιώντας το
πιο deadpan ύφος
μου. «Γούστο θα ‘χει να μας έρθει τώρα και καμιά αρκούδα που πεθύμησε
κρεατόσουπα.»
Η Κρινιώ βάζει τα γέλια και μου απαντάει σε
εξίσου deadpan ύφος: «Γι’ αυτό σ’ αγαπάω! Γιατί με κάνεις να νιώθω ασφάλεια! Δεν
ανησυχώ Τζωρτζίνο μου, ο γραίος κότος έχει το ζουμί, εσένα θα φάει η αρκούδα!»
Κι εδώ που τα λέμε, ένα δίκιο το έχει. Κι
αυτό ασφάλεια είναι!
Καθόμαστε γύρω στη μια ώρα ακόμα στο
τζακούζι, και παρόλο που έχω αρχίσει να νιώθω σαν βραστό κουνουπίδι, άντε βρες
το κουράγιο να κάνεις αυτά τα τρία βήματα μέσα στο πολικό ψύχος. Μ’ αρέσει που
μερικοί μετά από τη σάουνα βουτάνε και σε παγωμένο νερό. Είναι τρελοί αυτοί οι
Φιλανδοί.
«Τζωρτζίνο μου είσαι εντάξει,» με ρωτάει
ελαφρά ανήσυχα η Κρινιώ βλέποντάς με να έχω πέσει σε βαθιά περισυλλογή.
«Το σχέδιο για το τζακούζι μπάζει!» της
απαντάω. «Σκεφτήκαμε την είσοδο, δεν σκεφτήκαμε την έξοδο!»
«Έλα μωρέ Τζωρτζίνο μου, μια ιδέα είναι
όλα!»
«Δεν είναι όλες οι ιδέες καλές!» της
απαντάω πεισματάρικα, κάνοντάς τη να χαχανίσει.
«Άσε τις δικαιολογίες!» μου λέει με τρυφερή
αυστηρότητα. «Σήκω!»
«Μα γιατί, καλά δεν καθόμαστε;» ρωτάω με
ψεύτικη αθωότητα και εισπράττω ένα επώδυνο ping στη μύτη, έτσι που είναι έξω από το νερό στους
-16.
«Άουτς! Όχι βία στα γήπεδα!»
«Σήκω και άσε τα νάζια!» μου κάνει και
σηκώνεται. Και μετά κάθεται και πάλι. «Ξέρεις, τι; Καλά είμαστε!» μου λέει
τουρτουρίζοντας.
«Όοοοχι! Να τα ξεχάσεις αυτά!» της κάνω
εγώ. «Σήκω!»
«Μα…»
«Μαμούνια! Με το ένα, με το δύο, με δύο
κόμμα πέντε, δύο κόμμα έξι… δύο κόμμα εννιά, δύο κόμμα ενενηνταπέντε…» συνεχίζω
να προσπαθώ να επιτείνω το μέτρημα χάνοντας το κουράγιο μου.
«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ! ΣΗΚΩ! ΚΟΤΑΡΑ!»
Τα δύο μέτρα που μας χώριζαν από την πόρτα
έμοιαζαν με την διαδρομή Klondike – Dawson, μόνο τα
χάσκι με τα έλκηθρα έλειπαν—που κακό χρόνο να’χουν τα κοπρόσκυλα. Μαλάκα μου, φαντάσου να χρειάζεσαι κλειδαρά γιατί έχεις κλειδωθεί απ’
έξω!
Μπαίνουμε
στη ζέστη του igloo μας
και μου έρχεται να κυλιστώ στο ζεστό πάτωμα σα φώκια στην άμμο.
«Αν τον
πετύχω το μαλάκα που μου πρότεινε διακοπές στη Λαπωνία θα του βγάλω τις αμυγδαλές
με κολονοσκόπηση!» λέω με πάθος ιεροκήρυκα, κάνοντας την Κρινιώ να βάλει τα
γέλια.
«Δε σε
συμφέρει!» μου λέει γελώντας ακόμα αλλά έχοντας προλάβει να φορέσει πάνω από το
μπουρνούζι το μπουφάν της για να ζεσταθεί, όσο εγώ καταριόμουν τη μοίρα μου.
…
Την άλλη μέρα, έχοντας ξεπαγώσει καλά-καλά σαν
μπακαλιάροι, δεν θέλουμε να ξεμυτήσουμε από το κρεββάτι. Κάπου εκεί αρχίζει να μας κόβει η πείνα—είπαμε,
φαγανό ζευγάρι—οπότε ντυνόμαστε σαν Εσκιμώοι και πάμε να φάμε το μεσημεριανό
μας στο ice restaurant. Το concept είναι υπέροχο, η
επιλογή φαγητών not so much, τέσσερα πιάτα όλα κι όλα.
Σηκώνω το βλέμμα μου από το παγωμένο menu, τα φρύδια μου
σμίγουν σε μια γραμμή απογοήτευσης.
«Μα να μην έχουν σουβλάκια, οι απολίτιστοι!
Οι απαίδευτοι! Οι βάρβαροι!» μοιρολογώ χτυπώντας ελαφρά το τραπέζι με την
παλάμη μου, με την Κρινιώ να γνέφει τραγικά με το κεφάλι της, συμφωνώντας με
πάθος.
Γέρνω προς το μέρος της, στηρίζοντας τον
αγκώνα μου στο παγωμένο τραπέζι. «Τι θα πάρεις εσύ;»
«Λέω να πάρω αρκτικό σολομό. Κοτόπουλο
τρώμε και στην Αθήνα,» μου λέει κοιτάζοντας το menu και παίζοντας νευρικά με τα μαλλιά της που
ξεφεύγουν από τον σκούφο.
«Εγώ λέω για ψητό τάρανδο,» απαντάω,
χτυπώντας αποφασιστικά το δάχτυλό μου στη σελίδα.
Η Κρινιώ σταματά να παίζει με τα μαλλιά της
και με κοιτάζει με μισόκλειστα μάτια, το στόμα της σχηματίζει ένα παιχνιδιάρικο
μουτράκι.
«Σου κάνει καρδιά;» με ρωτάει, μισό-αστεία,
μισό-σοβαρά. «Θα είναι σα να τρως το Ρούντολφ το ελαφάκι!»
«Και καρδιά μου μου κάνει, και πνευμόνια
μου κάνει, και όλη μου τη συκωταριά μου κάνει!» της απαντάω χαχανίζοντας.
Γέρνει προς το μέρος μου και με κοιτάζει
από κάτω προς τα πάνω, ανοιγοκλείνοντας γρήγορα τα μάτια της σαν χαμένο
κορίτσι.
«Το καημένο το ελαφάκι;» μου λέει με
παραπονιάρικη φωνή.
«Ρε ουστ!» της κάνω κουνώντας το κεφάλι
μου. «Εδώ δεν ντράπηκες τις προάλλες να κάνεις τον Άγιο Βασίλη να πάθει
αποπληξία με τα υπονοούμενά σου, θα ντραπώ εγώ να φάω τάρανδο;» της απαντάω
δείχνοντάς την κατηγορητικά με το δάχτυλο.
Γυρίζει το κεφάλι της στο πλάι, σταυρώνει
τα χέρια της και φουσκώνει τα μάγουλά της σαν μικρό κορίτσι.
«Τέτοιος είσαι!» μου λέει δήθεν μουτρωμένη.
Ακουμπάω τις παλάμες μου στο τραπέζι και
γέρνω προς το μέρος της με συνωμοτικό ύφος.
«Γιατί, το σολομό που θα φας μανούλα δεν
τον έκανε; Φύτρωσε σε κανένα έλατο, να πούμε;»
Παίρνει μια βαθιά ανάσα, τα μάτια της
γουρλώνουν, και μου κάνει ένα «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» όλο δικό μου που με γεμίζει με
σάλια.
Παραμένω εντελώς ατάραχος, σκουπίζω ήρεμα
το πρόσωπό μου με το χέρι μου.
«Μη φτύνεις, θα λιώσει το τραπέζι!» της
λέω, και βάζει τα γέλια κουνώντας όλο το κορμί της.
Ξαφνικά οι κινήσεις της γίνονται πιο
απαλές. Τεντώνει το χέρι της και με αγγίζει στο μπράτσο.
«Σ’ αγαπάω!» μου λέει και μου πιάνει το
χέρι με τα δύο της. «Μέχρι που σε γνώρισα, ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα δεν
είχα ζήσει αυτά που ζω μαζί σου,» μου κάνει φέρνοντας το χέρι μου απαλά στο
στόμα της και φιλώντας το με τεντωμένα χείλη.
Κάνει μια μικρή παύση, το βλέμμα της
σπινθηρίζει πονηρία, και χαμογελάει.
«Και ας τρως ελαφάκια!» πετάει τη σπόντα
της.
Το χαμόγελό μου μαλακώνει, νιώθω τη
ζεστασιά να με κατακλύζει παρά το παγωμένο περιβάλλον. Σφίγγω απαλά το χέρι
της.
«Εγώ δηλαδή τι να πω;» της απαντάω απλά, η
φωνή μου γίνεται πιο χαμηλή, πιο ζεστή.
Για μια στιγμή μένουμε σιωπηλοί, κοιτώντας
ο ένας τον άλλον. Τα μάτια της είναι γεμάτα αγάπη, και νιώθω έναν κόμπο στο
λαιμό μου.
Πράγματι, τι να πω; Σε σχέση με αυτά που
είχα ζήσει εγώ μαζί της, την λες και ριγμένη. Εκείνη ήταν ο λόγος που ζούσα,
εκείνη ήταν ο λόγος που σε μερικές μέρες θα επέστρεφα στη χημειοθεραπεία, το
δηλητήριο της ζωής. Για την Κρινιώ μου και μόνο, για κανέναν άλλον.
…
Όταν είχα γράψει «μικρές εκπλήξεις»
προφανώς δεν αναφερόμουν στην ξενόφοβη άλκη, και μία από αυτές δεν την έλεγες
και μικρή. Ήταν διήμερη εκδρομή στο Nord
Kapp. Θα φύγουμε από
Ροβανιέμι με πούλμαν (το ταξίδι είναι περίπου εννιά ώρες), θα κάτσουμε μια μέρα
εκεί, και θα επιστρέψουμε και πάλι στο Ροβανιέμι, για να πάρουμε από εκεί το
ταξίδι της επιστροφής στην Αθήνα μέσω Ελσίνκι.
Τυπικά το Nord Kapp δεν είναι το βορειότερο σημείο της Ευρώπης, αλλά είναι το μόνο
προσβάσιμο με αυτοκίνητο. Στην κατάσταση που είμαι τα εννιά χιλιόμετρα
πεζοπορίας από το parking ως την άκρη του Knivskjelodden, που είναι ακόμα πιο βόρεια, είναι πέραν των σωματικών μου αντοχών.
Η Κρινιώ στέκεται μπροστά από τη βαλίτσα,
διπλώνει προσεκτικά την τελευταία μπλούζα και την τοποθετεί με φροντίδα πάνω
από τα άλλα ρούχα.
«Αχ Τζωρτζίνο μου ήταν υπέροχα!» μου λέει
κλείνοντας αργά το φερμουάρ της βαλίτσας ρίχνοντας μια τελευταία, νοσταλγική
ματιά γύρω-γύρω στο igloo που έγινε το προσωρινό μας σπίτι. Πλησιάζω από πίσω της, περνώ το χέρι
μου γύρω από τη μέση της.
«Ήταν, δεν ήταν;» τη ρωτάω αγκαλιάζοντάς
την από το πλάι και γέρνοντας το κεφάλι μου για να τη φιλήσω απαλά στα μαλλιά,
αναπνέοντας το γνώριμο άρωμά της.
Γυρίζει μέσα στην αγκαλιά μου, τα μάτια της
λάμπουν από χαρά.
«Παραμυθένια!» μου λέει χαρίζοντάς μου το
πιο φωτεινό της χαμόγελο, το χαμόγελο που κάνει όλα τα προβλήματα να
εξαφανίζονται.
Παίρνουμε τις βαλίτσες μας, βγαίνουμε από
το igloo και
πάμε στο κεντρικό λόμπι να κλείσουμε τα διαδικαστικά. Η ρεσεψιονίστ μας
χαμογελάει φιλικά καθώς επιστρέφουμε τα κλειδιά, και εγώ νιώθω μια παράξενη
μελαγχολία για αυτό που ξέρω πως δεν θα ξαναζήσω ποτέ.
Το ταξί περιμένει έξω, ο οδηγός βοηθάει με
τις βαλίτσες ενώ η ανάσα μας γίνεται ατμός στον παγωμένο αέρα. Βγαίνουμε έξω
και παίρνουμε ταξί, αλλά αυτό υπόπτως, και καθόλου τυχαίως, δεν πάει προς το
αεροδρόμιο.
Η Κρινιώ κάθεται δίπλα μου, κοιτάζει έξω
από το παράθυρο με αφηρημένο βλέμμα. Ξαφνικά προσέχει ότι οι πινακίδες δείχνουν
λάθος κατεύθυνση. Στρέφει το κεφάλι της προς εμένα, κοιτάζοντας με ερωτηματικά.
«Καλέ! Που μας πάει αυτός;» ρωτάει,
περισσότερο με περιέργεια παρά με ανησυχία, γέρνοντας ελαφρά προς εμένα και
χαμηλώνοντας τη φωνή της σαν να μοιράζεται συνωμοτικό μυστικό.
Γυρίζω προς αυτήν με πονηρό χαμόγελο, τα
μάτια μου σπινθηρίζουν από κρυμμένη ανυπομονησία. «Καλά μας πάει,» της λέω
καθησυχαστικά, απλώνοντας το χέρι μου και πιάνοντας το δικό της. «Κάτσε και θα
δεις!»
Το ταξί σταματά με ένα ελαφρό τίναγμα. Η
Κρινιώ κοιτάζει έξω και βλέπει τη ταμπέλα “Bus Station.”
Σταματάμε στο σταθμό λεωφορείων και η
Κρινιώ γυρίζει απότομα προς εμένα, τα μάτια της γουρλώνουν σαν πιατάκια του
καφέ. «Με λεωφορείο θα γυρίσουμε;!» ρωτάει χωρίς να το πιστεύει, η φωνή της
ανεβαίνει μισό τόνο από την έκπληξη.
Κατεβαίνω από το ταξί και της ανοίγω την
πόρτα με θεατρική κομψότητα, κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση. «Θα πάμε και θα
γυρίσουμε,» της απαντάω με φωνή γεμάτη μυστήριο, παίζοντας με τις λέξεις σαν
ζογκλέρ με μπάλες.
Βγαίνει από το ταξί, στέκεται μπροστά μου
με τα χέρια στη μέση, το βλέμμα της θα έκανε ακόμη και την άλκη να ομολογήσει.
«Πού;»
Κάνω μια δραματική παύση, αφήνω τη στιγμή
να κρεμάσει στον παγωμένο αέρα.
«Nord Kapp. Γιατί νομίζεις ότι σου ζήτησα να πάρεις τρεις παραπάνω μέρες άδεια,
για να γυρίσουμε Αθήνα να πλέξουμε την κάλτσα του στρατιώτη;» τη ρωτάω
χαχανίζοντας και παρατηρώντας με ικανοποίηση πώς τα μάτια της γουρλώνουν ακόμα
περισσότερο. «Σου έταξα μικρές εκπλήξεις, δε σου έταξα; Εγώ παραδίδω πάντα!»
Για μια στιγμή μένει εντελώς ακίνητη, σαν
να επεξεργάζεται τις πληροφορίες. Μετά ανοιγοκλείνει τα μάτια γρήγορα, σαν να
ελέγχει ότι δεν ονειρεύεται.
«Μικρή έκπληξη το λες αυτό;» με ρωτάει με
το μυαλό της ακόμα μουδιασμένο, πιάνοντας το μπράτσο μου για στήριγμα.
Σηκώνω τους ώμους μου με ψεύτικη αθωότητα,
κάνω ένα γκριμάτσα που λέει “τι να κάνω, έτσι είμαι”.
«Μεγάλη θα είναι αν δούμε και καμιά πολική
αρκούδα. Στο Ροβανιέμι δεν έχει, αλλά εκεί ποτέ δεν ξέρεις!»
Ακόμα και αν δεν ήξεραν ότι θα ταξιδεύαμε
στο Nord Kapp, θα το έμαθαν, καθώς
πετάγεται πάνω μου σαν κουτάβι, τυλίγει τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου και
με φιλάει σε όλο το πρόσωπο.
Το «Τζωρτζίνο μουυυυυυυυυυ» θα πρέπει ν’
ακούστηκε μέχρι εκεί!
Όχι,
παίζουμε!
…
Το πούλμαν κινείται αργά μέσα σε μια γραμμή
από είκοσι περίπου οχήματα, όλα με τα φώτα αναμμένα παρά το γεγονός ότι είναι
μεσημέρι. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο και βλέπω έναν κόσμο που μοιάζει να έχει
ξεχάσει τι θα πει χρώμα. Λευκό παντού - στους δρόμους, στα δέντρα, στον ουρανό
που συγχωνεύεται με τη γη σε μια αδιαφοροποίητη γκρίζα μάζα.
«Γιατί πάμε τόσο αργά;» ρωτάει η Κρινιώ στα
αγγλικά ακουμπώντας το κεφάλι της στο δικό μου ώμο και κοιτάζοντας με
περιέργεια το καραβάνι μπροστά μας.
Ο οδηγός, ένας εξηντάρης Νορβηγός με γένια
σαν του Άγιου Βασίλη αλλά με το σοβαρό βλέμμα κάποιου που σέβεται τη φύση,
γυρίζει ελαφρά το κεφάλι προς εμάς.
«Έρχεται καταιγίδα από τα βόρεια,» μας λέει
με σπασμένα αγγλικά. «Πάμε όλοι μαζί για ασφάλεια. Αν χάσει κάποιος τον δρόμο…»
κάνει μια χειρονομία που δεν χρειάζεται μετάφραση.
Σφίγγω απαλά το χέρι της Κρινιώς και νιώθω
την αδρεναλίνη να κυλάει στις φλέβες μου. Αυτό δεν είναι τουριστικό ταξιδάκι, είναι
μια περιπέτεια στα όρια του κόσμου.
Ο χρόνος περνάει σαν όνειρο. Το τοπίο
αλλάζει σταδιακά από τα δάση με τα χιονισμένα έλατα σε μια πιο άγρια, σχεδόν
εξωγήινη έκταση. Λόφοι σκεπασμένοι με χιόνι που μοιάζουν με κοιμισμένους
γίγαντες, λίμνες παγωμένες που γυαλίζουν σαν καθρέφτες, και παντού αυτή η
απόκοσμη σιωπή που μόνο ο άνεμος τη σπάει.
«Κοίτα!» φωνάζει ξαφνικά η Κρινιώ,
δείχνοντας προς τα αριστερά. «Τι είναι αυτό;»
Ακολουθώ το βλέμμα της και βλέπω μια κίνηση
στο χιόνι, κάτι άσπρο που τρέχει παράλληλα με τον δρόμο.
«Αρκτική αλεπού!» λέει ο οδηγός
χαμογελώντας για πρώτη φορά. «Καλό σημάδι. Σημαίνει η καταιγίδα δεν είναι ακόμα
εδώ.»
Η Κρινιώ χτυπάει παλαμάκια σαν μικρό
κορίτσι, και η χαρά της με κάνει να ξεχάσω για λίγο το κρύο που έχει αρχίσει να
μπαίνει μέσα στο όχημα παρά τη θέρμανση.
Καθώς πλησιάζουμε, η ατμόσφαιρα μέσα στο
πούλμαν αλλάζει. Ο κόσμος γίνεται πιο ανήσυχος, κοιτάζει έξω από τα παράθυρα.
Αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί: ο ήλιος, που μέχρι πριν λίγο ήταν ένας αχνός
δίσκος πίσω από τα σύννεφα, έχει αρχίζει να πλησιάζει επικίνδυνα στον ορίζοντα.
«Θα προλάβουμε;» ρωτάω τον οδηγό, και ακούω
την αγωνία στη φωνή μου.
Με κοιτάζει στον καθρέφτη και χαμογελάει
αινιγματικά.
«Nord Kapp δεν είναι μόνο προορισμός. Είναι δοκιμασία. Αν το αξίζεις, θα σου
δώσει αυτό που ήρθες να βρεις.»
Η Κρινιώ πιάνει το χέρι μου πιο σφιχτά.
Τελικά, μετά από μια διαδρομή που μου
φάνηκε ατελείωτη, βλέπω μια ταμπέλα που γράφει “Nordkapp - 5 km”. Το καραβάνι αρχίζει να κινείται πιο γρήγορα,
σαν κάτι μας κυνηγάει - και στην πραγματικότητα μας κυνηγάει: ο χρόνος.
Ο δρόμος τώρα ανεβαίνει σε έναν λόφο, και
καθώς φτάνουμε στην κορυφή, ξαφνικά όλος ο κόσμος ανοίγει μπροστά μας.
«Θεέ μου…» ψιθυρίζει η Κρινιώ, και η φωνή
της χάνεται μέσα στη λατρεία.
Μπροστά μας εκτείνεται ο Αρκτικός Ωκεανός, ένα
απέραντο, μαύρο-γαλάζιο στρώμα που φτάνει μέχρι το τέλος του κόσμου. Πάνω από
αυτόν, τριακόσια μέτρα ψηλότερα από τη θάλασσα, στέκεται το συγκρότημα του Nord Kapp σαν ένα διαστημικό σταθμό στην άκρη του
πλανήτη.
Το πούλμαν σταματάει στο parking και όλοι οι
επιβάτες κατεβαίνουμε σαν προσκυνητές που φτάσαμε στο προσκύνημά μας. Ο άνεμος
μας χαστουκίζει με μανία, κουβαλώντας παγωμένες βελόνες χιονιού που τσιμπάνε το
πρόσωπο.
«Γρήγορα!» φωνάζει ο οδηγός. «Ο ήλιος!»
Κοιτάζω προς τα δυτικά και τον βλέπω, ένα
πορτοκαλί φως που κρέμεται χαμηλά πάνω από τον ωκεανό, σαν μια
τεράστια φωτιά που κάποιος προσπαθεί να σβήσει.
Πιάνω το χέρι της Κρινιώς και τρέχουμε προς
το ακρωτήριο. Τα πόδια μας βυθίζονται στο χιόνι, η ανάσα μας γίνεται ατμός,
αλλά δεν σταματάμε. Πίσω μας, άλλοι τουρίστες κάνουν το ίδιο, όλοι μας
κυνηγημένοι από τον ίδιο φόβο: μήπως χάσουμε τη στιγμή.
Φτάνουμε στην άκρη, εκεί που στέκεται το διάσημο μνημείο, μια μεταλλική σφαίρα που φαίνεται τόσο μικρή μπροστά στην απεραντοσύνη του ωκεανού. Και τότε συμβαίνει κάτι μαγικό. Ο ήλιος, σαν να καταλαβαίνει ότι έχει κοινό, σταματάει για μια στιγμή την κάθοδό του. Τα σύννεφα ανοίγουν σαν κουρτίνα και η πλάση λούζεται σ’ ένα χρυσό φως.
«Τζωρτζίνο μου…» ψιθυρίζει η Κρινιώ, και
νιώθω τα δάκρυα στη φωνή της.
Στέκομαι πίσω της, την αγκαλιάζω σφιχτά,
και μαζί κοιτάζουμε τον ήλιο να βυθίζεται αργά στα νερά του Αρκτικού. Το φως
χρωματίζει τα κύματα με χρυσές και πορτοκαλί φλόγες, σαν η θάλασσα να έχει
πάρει φωτιά.
Για λίγα λεπτά, είμαστε στην άκρη του
κόσμου, στο τέλος της Ευρώπης, μάρτυρες ενός θεάματος που παίζεται κάθε μέρα,
αλλά που οι δυο μας βλέπουμε για πρώτη—και εγώ σχεδόν σίγουρα για τελευταία—φορά.
Και αν με τη νέα επιδείνωση πήρα ρίσκο να
περιμένω ένα μήνα για να ξεκινήσω ξανά χημειοθεραπεία, ένα μήνα που ίσως πια
δεν έχω, δεν το μετανιώνω. Αυτός ήταν ο λόγος που το έκανα, μια στιγμή όπως
αυτή.
Ο ήλιος εξαφανίζεται τελικά κάτω από τον
ορίζοντα, αφήνοντας πίσω του έναν ουρανό βαμμένο με φούξια και μωβ. Το φως
σβήνει σταδιακά, και η αρκτική νύχτα αρχίζει να απλώνει τα φτερά της.
Γυρίζουμε προς το κέντρο επισκεπτών, τα
πρόσωπά μας κόκκινα από το κρύο, οι καρδιές μας ζεστές από το θαύμα που μόλις
ζήσαμε. Στέκομαι για μια τελευταία στιγμή και κοιτάζω πίσω μου την
απεραντοσύνη.
Η ζωή μου πια βρίσκεται στο ηλιοβασίλεμά
της, σαν το χειμερινό ήλιο του Βορρά που λες και βιάστηκε να βουτήξει στο
απέραντο γκρι-γαλάζιο του Αρκτικού. Και όμως, με αυτό το κορίτσι να με
συντροφεύει σε κάθε μου βήμα, δε νιώθω πίκρα.
Νιώθω ευγνωμοσύνη.
24. Ο Αντρειωμένος
Το
γραφείο του Νίκου μυρίζει ελαφρά απολυμαντικό και χαρτί. Το κλιματιστικό
βουίζει σχεδόν ανεπαίσθητα στο βάθος, κάτι που συνήθως δεν προσέχω, αλλά σήμερα
κάθε ήχος φαίνεται ενισχυμένος.
Ο ίδιος
κάθεται απέναντί μου, ήρεμος όπως πάντα, με τα δάχτυλα πλεγμένα μπροστά του
πάνω στο γραφείο. Τα χέρια του είναι ακόμα, αλλά παρατηρώ ότι τα γόνατά του
είναι ελαφρά τεντωμένα κάτω από το γραφείο - μια σχεδόν αόρατη ένταση που δεν
είχα προσέξει ποτέ πριν. Έχει τον φάκελο μπροστά του, μισάνοιχτο, αλλά δεν τον
κοιτάζει· τον έχει διαβάσει ήδη.
Το γυαλί
των γυαλιών του αντανακλά για μια στιγμή το φως από το παράθυρο, κρύβοντας τα
μάτια του, πριν γείρει ελαφρά το κεφάλι και βρεθούμε ξανά βλέμμα με βλέμμα. Το
βλέμμα του, αν και συγκρατημένα επαγγελματικό, έχει εκείνη τη γνωστή, ανθρώπινη
βαρύτητα που κρατάει το βλέμμα σου σ’ ένα λεπτό σκοινί ανάμεσα στην αλήθεια και
την ελπίδα.
Αισθάνομαι
τον παλμό μου στους κροτάφους, έναν σταθερό ρυθμό που μετράει τη σιωπή. Ο
δερμάτινος καναπές κάτω μου τρίζει ελαφρά καθώς μετατοπίζω το βάρος μου,
προσπαθώντας να βρω μια θέση που να μην αισθάνομαι τόσο εκτεθειμένος.
Δίπλα
μου, η Κρινιώ κάθεται ακίνητη, με τα δάχτυλα μπλεγμένα στα δικά μου. Η παλάμη
της είναι ελαφρά υγρή από την ένταση, αλλά η λαβή της είναι σταθερή. Κάθε τόσο
νιώθω τον αντίχειρά της να κάνει μια μικρή, σχεδόν αόρατη κίνηση πάνω στο χέρι
μου—όχι
νευρικότητα, αλλά μια τρυφερή υπενθύμιση ότι είναι εκεί.
Δεν έχει
πει λέξη, δεν έχει χρειαστεί. Την βλέπω με την άκρη των ματιών μου να κρατά την
ανάσα της, το στήθος της να παραμένει ακίνητο για μερικά δευτερόλεπτα πριν
εκπνεύσει αργά και σιωπηλά από τη μύτη. Η παρουσία της είναι ήδη ό,τι
χρειάζομαι.
Ο Νίκος
παίρνει μια ελαφρά ανάσα, τα φρύδια του σφίγγουν σχεδόν ανεπαίσθητα, και τότε
καταλαβαίνω ότι έχει φτάσει η στιγμή. Ακουμπά την παλάμη του απαλά στον φάκελο,
σαν να τον προετοιμάζει, και μετά με κοιτάζει κατευθείαν.
«Οι
αξονικές δείχνουν ότι η εικόνα είναι… λίγο πιο επιβαρυμένη,» λέει ο Νίκος με χαμηλή
φωνή. Η λέξη “λίγο” κρέμεται στον αέρα για μια στιγμή, και βλέπω πώς τη ζυγίζει
πριν τη πει, πώς προσπαθεί να βρει την ακριβή ισορροπία ανάμεσα στην αλήθεια
και την ευαισθησία. «Οι εστίες στο ήπαρ έχουν αυξηθεί ελαφρώς σε μέγεθος και
αριθμό. Όχι δραματικά, αλλά αρκετά για να επιβεβαιώσουν την τάση που
φοβόμασταν.»
Για μια
στιγμή, το γραφείο γεμίζει με μια σιωπή τόσο πυκνή που σχεδόν θαρρείς πως
μπορεί να κοπεί με μαχαίρι. Ακούω το τικ-τακ του ρολογιού στον τοίχο που μέχρι
πριν λίγο δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι χτυπούσε.
Κρατάω
την ανάσα μου για ένα δευτερόλεπτο, σχεδόν ασυναίσθητα. Νιώθω τους μυς του στομαχιού
μου να σφίγγουν, σαν το σώμα μου να προετοιμάζεται για κάτι που το μυαλό μου
δεν έχει ακόμα επεξεργαστεί πλήρως. Νιώθω τη λαβή της Κρινιώς να σφίγγει,
διακριτικά, χωρίς πανικό—σαν υπενθύμιση ότι είναι εδώ. Δεν με κοιτάζει, αλλά
αισθάνομαι την ένταση στο σώμα της, τον τρόπο που έχει τεντώσει ελαφρά τους
ώμους της.
Ο Νίκος
κάνει μια μικρή παύση, τα μάτια του κατεβαίνουν για μια στιγμή στα χαρτιά πριν
ανέβουν ξανά σε εμάς. Βλέπω την προσεκτική σκέψη πίσω από κάθε λέξη που
πρόκειται να πει.
«Οι
δείκτες σου—CEA, CA 19-9—έχουν ανέβει, αλλά όχι
απότομα. Όπως το περιμέναμε. Στα καλά νέα είναι ότι ο μήνας που καθυστερήσαμε,
δε δείχνει να στοίχησε, όχι τουλάχιστον στο βαθμό που φοβόμουν.»
Ακουμπά
απαλά το δάχτυλό του στο φάκελο, σαν να τον χρησιμοποιεί για να αγκυροβολήσει
την κουβέντα. Η κίνηση είναι τόσο μικρή, τόσο προσεκτική, που καταλαβαίνω ότι
και αυτός νιώθει το βάρος αυτής της στιγμής.
Παίρνει
μια ανάσα που δεν είναι εντελώς σταθερή—το πρώτο σημάδι ότι και αυτός
επηρεάζεται από αυτά που λέει.
«Η
συνολική πρόγνωση, δεν αλλάζει, Γιώργο, το ξέρουμε αυτό. Θα αλλάξει ωστόσο λίγο
ο τρόπος που θα τη διαχειριστούμε. Θα περάσουμε σε πιο ενισχυμένο παρηγορικό
σχήμα. Ενδοφλέβια ξανά, πιο στοχευμένα, και θα προσθέσω έναν νέο αναλγητικό
παράγοντα για να σε βοηθάει με τις επόμενες εβδομάδες.»
Σηκώνει
το βλέμμα του και μας κοιτάζει και τους δύο. Δεν κάνει διάκριση: απευθύνεται
και στους δυο μας. Τα μάτια του κινούνται αργά από εμένα στην Κρινιώ και ξανά
σε εμένα, και βλέπω σε αυτή την κίνηση την αναγνώριση της πραγματικότητάς μας.
Γιατί ξέρει πως και η μάχη αυτή είναι υπόθεση δύο ανθρώπων, όχι ενός.
Γέρνει
ελαφρά προς τα εμπρός, η φωνή του γίνεται πιο προσωπική, πιο ζεστή. «Θα το
αντέξουμε. Ξέρω ότι θα το αντέξουμε.»
Όχι “θα
το αντέξεις.” Όχι “θα το αντέξετε.” Θα το αντέξουμε. Μαζί μας κι εκείνος.
Αισθάνομαι
τα πλευρά μου να απλώνονται καθώς παίρνω μια βαθιά ανάσα, σαν να επιστρέφω στη
ζωή μετά από λίγα δευτερόλεπτα αναπνευστικής παύσης. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και
γνέφω. Το κούνημα του κεφαλιού μου είναι αργό, σκόπιμο—όχι επειδή δεν είμαι σίγουρος, αλλά
επειδή θέλω να του δείξω ότι κατάλαβα, ότι δέχομαι αυτή την πραγματικότητα. Είμαστε
δυο… είμαστε τρεις… είμαστε χίλιοι δεκατρείς.
Για
μερικά δευτερόλεπτα, το γραφείο βυθίζεται σε μια σιωπή που έχει βάρος. Η Κρινιώ
κρατά το κεφάλι της λίγο χαμηλωμένο, τα μάτια της εστιασμένα στα πλεγμένα μας
χέρια.
Η Κρινιώ
δε μιλάει. Βλέπω τα χείλη της να πιέζονται ελαφρά το ένα πάνω στο άλλο, σαν να
συγκρατεί λόγια που θέλουν να βγουν. Μου σφίγγει το χέρι, όπως αυτό είναι
πλεγμένο στο δικό της, σα να προσπαθεί να με κρατήσει σε αυτό τον κόσμο με τη
δύναμη της θέλησης και μόνο. Η λαβή της γίνεται πιο δυνατή, σχεδόν επιτακτική,
τα δάχτυλά της τρέμουν ελάχιστα. Παίρνει βαθιά ανάσα.
Σηκώνει
αργά το κεφάλι, τα μάτια της συναντούν πρώτα τα δικά μου για μια στιγμή—μια βιαστική,
σιωπηλή επικοινωνία—και μετά στρέφονται στον Νίκο. Τα χέρια της τρεμοπαίζουν ελάχιστα καθώς
παίρνει κουράγιο.
«Στο Nord Kapp που πήγαμε, κοίταξα τον ήλιο του βορρά στα μάτια,» ξεκινάει, η φωνή
της αρχίζει χαμηλά, σχεδόν ψίθυρος, και ούτε εγώ, ούτε πολύ περισσότερο ο Νίκος
καταλαβαίνουμε που το πάει. Ο τελευταίος γέρνει ελάχιστα προς τα εμπρός, τα
φρύδια του σφίγγουν σε έκφραση συγκέντρωσης και περιέργειας. Η Κρινιώ παίρνει
βαθιά ανάσα και κλείνει για μια στιγμή τα μάτια , σαν να προσπαθεί να
επιστρέψει σε κείνη τη στιγμή.
«Ήταν
σαν η φύση να κρατούσε την ανάσα της. Η θύελλα, που ερχόταν από το βορρά, λες
και σταμάτησε μόνο και μόνο για μας. Μόνο και μόνο για να μπορέσουμε να
θαυμάσουμε το μεγάλο μυστικό θέαμα.» Τα χέρια της κάνουν μια μικρή, απαλή
κίνηση στον αέρα, σαν να περιγράφουν τον ορίζοντα. «Και εκεί ο Ήλιος του βορρά,
μου έδωσε τη σιωπηλή του υπόσχεση. Η φωνή της σπάει ελάχιστα στη λέξη “υπόσχεση”,
αλλά συνεχίζει με πιο σταθερό τόνο. «Θα συνεχίσει να λάμπει και να σκορπίζει
ζωή.»
Αισθάνομαι
κάτι ζεστό να κυλάει στο μάγουλό μου, και μόνο τότε συνειδητοποιώ ότι κλαίω.
Τα μάτια
μου έχουν πλημμυρίσει από την υπέροχη ποιητικότητα της στιγμής, και ας μην έχω
καταλάβει ακόμα που το πάει. Προσπαθώ να σκουπίσω τα μάτια μου με το ελεύθερο
χέρι, αλλά τα δάκρυα συνεχίζουν να έρχονται. Ακόμα και ο Νίκος, που είναι σε
ένα επάγγελμα που τα έχει δει όλα, δε μένει ασυγκίνητος, βγάζει διακριτικά τα
γυαλιά του και σκουπίζει τα μάτια του με την πλάτη του χεριού, τα μάτια του
γυαλίζουν ύποπτα.
Η Κρινιώ
παίρνει ακόμα μια βαθιά ανάσα, το στήθος της ανεβοκατεβαίνει, και τα μάτια της
γεμίζουν δάκρυα που αρνείται να αφήσει να κυλήσουν. Στρέφεται ελαφρά προς
εμένα, το βλέμμα της γεμάτο τρυφερότητα, αποφασιστικότητα και κάτι άλλο…
Περηφάνια.
«Την
Βαλχάλα την αξιώνονται μόνο οι αντρειωμένοι. Και κανείς δεν είναι τόσο αντρειωμένος
όσο αυτός ο άνθρωπος,» λέει και με δείχνει με τα μάτια δακρυσμένα, η φωνή της
τρέμει από συγκίνηση αλλά παραμένει δυνατή. «Θα το αντέξουμε. Ό,τι και να μας
φέρει θα το αντέξουμε. Μαζί.» Το τελευταίο “μαζί” το λέει σχεδόν σαν όρκο, τα
δάχτυλά της σφίγγουν τα δικά μου με νέα δύναμη. «Τα πάντα μαζί.»
Μια
σιωπή γεμάτη σεβασμό πλημμυρίζει το γραφείο. Ο Νίκος σκουπίζει ξανά τα μάτια
του, αυτή τη φορά λιγότερο διακριτικά. Εγώ προσπαθώ να βρω λόγια, αλλά δεν
υπάρχουν λόγια για κάτι τέτοιο.
Ανοίγει ξανά τον φάκελο και ξεφυλλίζει
ήσυχα μερικές σελίδες. Ξέρει ότι ήρθε η ώρα να περάσει από τη διάγνωση στη
δράση.
«Το σχήμα που θα ξεκινήσουμε λέγεται FOLFIRI με Bevacizumab,» λέει με
ήρεμη φωνή. «Είναι συνδυασμός τεσσάρων φαρμάκων, αλλά θέλω να στα εξηγήσω απλά,
ένα-ένα, γιατί δεν μου αρέσουν τα ακρωνύμια να στέκονται σαν σφραγίδες στη ζωή
σας.»
Γυρίζει ελαφρά τον φάκελο προς εμάς, όχι
για να δείξει κάτι συγκεκριμένο, αλλά σαν να μας ανοίγει μια συζήτηση.
«Πρώτο, έχουμε την Ιρινοτεκάνη—ένα
χημειοθεραπευτικό φάρμακο που στοχεύει τα κύτταρα που διαιρούνται γρήγορα.
Είναι βασικό κομμάτι του σχήματος, και αρκετά αποτελεσματικό σε μεταστατικό
καρκίνο παχέος εντέρου.»
«Δεύτερο, η 5-Φλουορουρακίλη, ή 5-FU, που την έχεις
ξαναπάρει πιθανότατα παλιότερα σε άλλο σχήμα. Αυτή τη φορά θα τη δίνουμε τόσο
ως ένεση όσο και ως συνεχόμενη έγχυση μέσω αντλίας για δύο μέρες.»
«Τρίτο, η Λευκοβορίνη, που δεν είναι
χημειοθεραπεία, αλλά ένα “ενισχυτικό” που κάνει την 5-FU πιο ισχυρή μέσα στα
καρκινικά κύτταρα.»
Παύει για λίγο και μας κοιτάζει για να
βεβαιωθεί ότι δεν μας έχει χάσει.
«Και τέλος, το Bevacizumab. Αυτό είναι
μια στοχευμένη θεραπεία. Δεν σκοτώνει τα καρκινικά κύτταρα κατευθείαν, αλλά
εμποδίζει την ανάπτυξη των αιμοφόρων αγγείων που τα τροφοδοτούν. Μπλοκάρει μια
πρωτεΐνη που λέγεται VEGF. Σκεφτείτε το σαν το να “στεγνώνεις” τον καρκίνο από τα καύσιμά του.»
Η Κρινιώ έχει γύρει ελαφρά προς τα εμπρός,
ακούγοντας με προσήλωση. Ο Νίκος της ρίχνει ένα σύντομο, ήπιο βλέμμα. Ξέρει ότι
εκείνη θα θυμάται κάθε λεπτομέρεια.
«Θα κάνουμε τέσσερεις κύκλους δύο
εβδομάδων. Την πρώτη μέρα, θα κάνεις όλα τα φάρμακα στο νοσοκομείο, με την
έγχυση να κρατάει περίπου δύο-τρεις ώρες. Στο τέλος της ημέρας, θα φεύγεις με
μια φορητή αντλία που θα σου δίνει σταδιακά την 5-FU για 46 ώρες. Μετά την
αφαιρούμε και ξεκουράζεσαι μέχρι την επόμενη χορήγηση.»
Γέρνει ελαφρώς προς τα πίσω και προσθέτει
με χαμηλότερη φωνή:
«Δεν είναι εύκολο, Γιώργο, αλλά δεν είναι
ούτε αβάσταχτο. Θα υπάρξουν παρενέργειες—κούραση, ναυτία, αλλαγές στην όρεξη,
ίσως διάρροια. Όμως θα έχουμε φάρμακα για να τα μετριάσουμε. Το σημαντικότερο
είναι ότι η συνολική σου κατάσταση είναι καλή· αυτό σημαίνει ότι μπορείς να το
αντέξεις, να ωφεληθείς.»
Γυρίζει προς την Κρινιώ. «Και εσύ—θα
χρειαστεί να παρατηρείς μικρές αλλαγές. Πυρετός, πόνους στην κοιλιά, περίεργα
εξανθήματα ή αιμορραγίες. Αν δεις κάτι, παίρνεις τηλέφωνο αμέσως. Όχι
αργότερα.»
Η Κρινιώ του απαντάει και ταυτόχρονα του
γνέφει. «Θα το κάνω. Θα είμαι κέρβερος.»
«Αμάν η μανία σου με τα κοπρόσκυλα!» λέω
εγώ βρίσκοντας επιτέλους το άνοιγμα να κάνω λίγο χαβαλέ. «Θα παρεξηγηθεί το
Λιζάκι μας και θα μας κάνει μούτρα!»
Ήταν το ωραιότερο «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»
που έχω φάει στη ζωή μου, μέχρι και ο Νίκος γέλασε.
Καθώς
σηκωνόμαστε για να φύγουμε, κινούμαστε αργά, σαν να μην θέλουμε να σπάσουμε τη
μαγεία αυτής της μικρής στιγμής γέλιου, παρατηρώ πώς ο Νίκος κλείνει τον φάκελο
με ιδιαίτερη προσοχή, σαν να περιέχει κάτι εύθραυστο. Στέκεται όρθιος και μας
κοιτάζει με ένα βλέμμα που περιέχει κάτι περισσότερο από επαγγελματικό σεβασμό,
περιέχει θαυμασμό.
Γνήσιο.
Ατόφιο.
Η Κρινιώ
δεν έχει αφήσει το χέρι μου ούτε για δευτερόλεπτο. Καθώς κατευθυνόμαστε προς
την πόρτα, νιώθω τη ζεστασιά της παλάμης της, σταθερή και αποφασισμένη, σαν
άγκυρα σε μια θάλασσα αβεβαιότητας.
…
Η πρώτη μέρα της χημειοθεραπείας κύλισε σαν
όλες τις προηγούμενες. Με τον ορό να με γεμίζει με το δηλητήριο της ζωής,
βλέπουμε μαζί μια ξεκαρδιστική κωμική σειρά στο Netflix, που κάποιες φορές με κάνει σχεδόν να
χοροπηδάω από τα γέλια. Τα πόδια μου σπρώχνουν ασυναίσθητα το υποπόδιο της
πολυθρόνας, τα χέρια μου χειρονομούν παρά τη φλέβωση που με συνδέει με τη βάση
του ορού.
Η νοσοκόμα από τη μια να θέλει να μας
μαλώσει γιατί με κάθε τράνταγμα κινδυνεύω να μου φύγει ο ορός, βάζοντας το
δάχτυλό της επιτακτικά μπροστά στα χείλη της, και από την άλλη, να μας αφήνει
να απολαύσουμε αυτή τη μικρή νίκη, κουνώντας το κεφάλι της, κρύβοντας το πνιχτό
της χαμόγελο πριν απομακρυνθεί. Αυτό το «άντε γαμήσου» στο τέρας που με
κατατρώει από μέσα.
Στην επιστροφή από το νοσοκομείο και με τον
ορό ακόμα στο χέρι, αυτή τη φορά το έχουμε ρίξει στην punk. Stooges, Dead Kennedys, Ramones, Sex Pistols,
Clash, Black Flag και τα ρέστα. Τα δάχτυλά μου χτυπούν
το ταμπλό και η Κρινιώ, που οδηγάει, κουνάει το κεφάλι της ελαφρά στον ίδιο
ρυθμό. Αντισυστημική, εκρηκτική μουσική, που ταιριάζει με την δική μου
απεγνωσμένη μάχη ενάντια στο τέρας, ένα τέρας που ξέρω πως δε θα νικήσω. Αλλά
για το κορίτσι αυτό και μόνο, δε θα φύγω αθόρυβα μέσα στο σκοτάδι.
Σχεδόν χτυπιέμαι στην έκτη στροφή του California über alles, ο ώμος μου κουνιέται δεξιά-αριστερά, το κεφάλι μου ακολουθεί τον
ρυθμό, νιώθω οι στίχοι να μου ταιριάζουν γάντι στην κατάσταση.
“Die on organic
poison gas / Serpent’s eggs already hatched / You will croak, you little clown
/ When you mess with President Brown / When you mess with President Brown!”
Τεντώνω το χέρι μου προς το στέρεο.
Ανοίγω την ένταση ακόμα πιο δυνατά.
“California über alles / California über alles / Über alles, California / Über alles, California”
Η Κρινιώ γυρίζει και με κοιτάζει με μια
έκφραση που λέει “τι κάνεις πάλι,” απλά κουνάει το κεφάλι της χαμογελώντας.
«Το αποφάσισα! Θα κόψω τη χαίτη και θα κάνω
το μαλλί μου καρφί! Και θα το βάψω μπλε, κίτρινο και μωβ!» της λέω
χαχανίζοντας, περνώντας το χέρι μου στα μαλλιά μου και κάνοντας μια κίνηση σαν
να τα σηκώνω όρθια, καθώς μπροστά μου ο Τσάκωνας θα έμοιαζε με παιδί των
λουλουδιών.
«Α, όχι!» μου κάνει χαχανίζοντας. Σηκώνει
το χέρι της προς εμένα σε στάση στοπ. «Δε θα μου χαλάσεις τις βραδιές metal με τους φιλοσόφους!»
αναφερόμενη στη σκηνή που έκανα και την έκανε να ξεκαρδίζεται: εγώ να χτυπιέμαι
τραγουδώντας—παράφωνα εννοείται—Motörhead, και να κουνάω την καράφλα μου γύρω-γύρω, όπως οι μεταλλάδες το μαλλί
τους.
«Σου απαγορεύω να με καταπιέζεις!» της λέω
νιώθοντας ανίκητος, σφίγγοντας τη γροθιά μου θεατρικά στον αέρα.
Η Κρινιώ σταματάει το κούνημα του κεφαλιού
της απότομα. «Τι είπες Τζωρτζίνο μου;» με ρωτάει η Κρινιώ γυρίζοντας προς τα
μένα και κοιτάζοντάς με για μερικές στιγμές με μισό μάτι.
«Schnitzelmitkartoffelsalatundsenfaberbittenichtzuviel» λέω με μια ανάσα κάνοντας ακροβατικά με τη γλώσσα μου, κερδίζοντας
και πάλι το δυνατό της γέλιο.
«Είδες; Το έμαθες με τα πολλά!» μου λέει
κλείνοντάς μου το μάτι και δείχνοντάς με μέ το δάχτυλό της!
Ρίχνω το κεφάλι μου πίσω στο κάθισμα με
ψεύτικη εξάντληση.
Εμένα μου λες, να μου ξεραθεί το χέρι
κόντεψα μέχρι να μάθω να λέω σωστά το safeword για …να σταματήσω να της ρίχνω!
Έχω να φάω φάσκελο από τον De Sade που θα πάει σύννεφο όταν… όταν με το κακό,
ψυχρό και ανάποδο τον συναντήσω από κοντά. Με χέρια, πόδια—ακόμα και φτερά—θα με μουτζώνει. Τώρα νυχτερίδας θα είναι τα
φτερά, αγγέλου θα είναι τα φτερά; Θα δείξει. Τα φάσκελα, πάντως, δεν τα
γλιτώνω!
Με το που μπαίνουμε στο σπίτι, μας
υποδέχεται με ζουρνάδες και νταούλια η Λίζι, η οποία γράφοντας στα παλαιότερα
των υποδημάτων της τα τζιτζιμάτζαλα που κουβαλάω, ρίχνει ένα σάλτο πάνω μου,
οπότε αναγκάζομαι να την πιάσω για να μη με κάνει σαγρέ με τα νύχια της. Τη
βάζω στον ώμο μου να κάνει τον τριχωτό παπαγάλο και πάω προς το σαλόνι.
Τα πρώτα σημάδια αυτού που θα έρθει είχαν
εμφανιστεί ήδη από το ύψος της Κηφισιάς, και σε λίγο θα αρχίσουν να γίνονται
χειρότερα. Προσπαθώ για χάρη της Κρινιώς να το κρατήσω μέσα μου.
«Μωρό μου;» τη ρωτάω από τον καναπέ, καθώς
η Κρινιώ είχε πάει πρώτα στο μπάνιο γιατί κόντευε να κατουρηθεί.
«Τι είναι Τζωρτζίνο μου;» με ρωτάει και
έρχεται και κάθεται δίπλα μου στον καναπέ.
«Αν έρθουν και σου αρχίσουν τις καντάδες,
τύπου «Διώξε πια το μακρυμάλλη / διώξε πια το μακρυμάλλη / διώξε πια το
μακρυμάλλη / για χατίρι φαλακρού» της λέω τραγουδιστά, «να τους διώξεις έτσι;
Εσύ με το μακρυμάλλη σου!»
«Δεν τον αλλάζω τον μακρυμάλλη μου με
κανέναν,» μου λέει χαϊδεύοντάς μου τρυφερά τη φαλάκρα. «Και ας είναι εκτός
εγγύησης!»
«Ναι αλλά προσφέρει εγγυημένη διασκέδαση,»
της λέω χαχανίζοντας.
«Και όχι μόνο,» μου κάνει τρυφερά και γέρνει
προς τα μένα και μου δίνει ένα τρυφερό, βαθύ φιλί. Τραβιέται και με χαϊδεύει
στο πρόσωπο. «Σ’ αγαπάω γερό-μακρυμάλλη μου!»
«Ζήτω οι μπούκλες!» είναι η σουρεαλιστική
μου απάντηση, πριν βυθιστούμε και πάλι σε ένα βαθύ φιλί. «Εγώ να δεις πόσο σ’
αγαπάω, Μεσσάλω μου!»
…
Ο δεύτερος κύκλος της θεραπείας κυλάει πιο
δύσκολα από τον πρώτο. Η κούραση που έχει συσσωρευτεί τις προηγούμενες
εβδομάδες αρχίζει να μου δείχνει το πραγματικό της πρόσωπο: το σώμα μου πονάει
πιο έντονα, η ναυτία γίνεται πιο συχνή και επίμονη, και η φορητή αντλία
μετατρέπεται σε ένα βάρος που με κάνει να δυσανασχετώ και να εκνευρίζομαι με το
παραμικρό.
Η
Κρινιώ δεν φεύγει στιγμή από δίπλα μου, με μια τρυφερότητα και υπομονή τόσο
βαθιά και ειλικρινή, που μερικές φορές νιώθω σχεδόν ένοχος που δεν έχω τη
δύναμη να της ανταποδώσω με το ίδιο χαμόγελο και την ίδια ελαφράδα. Παρά το
γεγονός ότι μοιάζει με Έβερεστ, κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για να
φαίνομαι, αν όχι δυνατός, τουλάχιστον όχι τελείως καταβεβλημένος.
Η Κρινιώ είχε ερωτευτεί το πως την κάνω να
γελάει, και το ίδιο της το γέλιο ήταν για μένα φάρμακο πιο δυνατό από
οποιοδήποτε φαρμακευτικό κατασκεύασμα κυλούσε μέσα στις φλέβες μου. Ο καρκίνος
μου έτρωγε σιγά-σιγά το σώμα, δε θα του επέτρεπα να μου φάει και την ψυχή.
Ο τρίτος κύκλος είναι ακόμα πιο
απαιτητικός. Η κόπωση γίνεται σχεδόν αφόρητη, οι μυϊκοί πόνοι αυξάνονται και
αρχίζει να εμφανίζεται μια δυσάρεστη νευροπάθεια στα δάχτυλά μου—ένα ελαφρύ
μούδιασμα που με εμποδίζει να γράφω ή να πληκτρολογώ άνετα. Υπάρχουν στιγμές
που νιώθω βαθιά απογοήτευση και μια έντονη επιθυμία να τα παρατήσω όλα.
Στιγμές που μένω ακίνητος στο κρεβάτι, με
τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι, και τη Λίζι να με κοιτάζει σιωπηλή, σαν να
καταλαβαίνει τον αγώνα μου. Αλλά κάθε φορά, η Κρινιώ είναι εκεί για να με
αγκαλιάσει, να με χαϊδέψει, να με πειράξει ελαφρά, επαναφέροντάς με στο φως με
εκείνη τη γλυκιά της επιμονή που ποτέ δεν με αφήνει να βυθιστώ για πολύ.
Βγαίνω στο μεταφορικό φως σκάβοντας το
μεταφορικό χώμα με τα ίδια μου τα νύχια. Βλέπουμε κωμικές σειρές και ταινίες,
βλέπουμε αστεία βίντεο στο YouTube
και στο Tik Tok. Η ίδια η Λίζι, σα να
καταλαβαίνει την ανάγκη μας, ξεχνάει την συνήθως ήσυχη παρουσία της—εξαιρούνται
τα νυχτερινά της zoomies—και κάνει συνεχώς καραγκιοζιλίκια.
Αυτό, για όποιον ηλίθιο νομίζει ότι επειδή
τα ζώα δεν έχουν ανθρώπινη νοημοσύνη, δεν καταλαβαίνουν. Καταλαβαίνουν, και
καταλαβαίνουν καλύτερα απ’ ότι πολλοί άνθρωποι.
Ο τέταρτος κύκλος είναι ένας εφιάλτης. Οι
δυνάμεις μου έχουν σχεδόν εξαντληθεί. Ο οργανισμός μου έχει φτάσει στα όριά του
και κάθε κίνηση, κάθε βήμα, απαιτεί σχεδόν τιτάνια προσπάθεια. Οι παρενέργειες
είναι τόσο έντονες που ακόμα και η σκέψη για φαγητό γίνεται βασανιστική.
Τα βράδια, κάθομαι στον καναπέ με τα μάτια
κλειστά, ανασαίνοντας βαθιά και αργά, σαν να προσπαθώ να συγκεντρώσω κάθε ίχνος
ενέργειας που μου έχει απομείνει. Η Κρινιώ παραμένει σιωπηλή δίπλα μου,
χαϊδεύοντας απαλά το χέρι μου, χωρίς να προσπαθεί να γεμίσει τη σιωπή με
λόγια—απλά με στηρίζει με την παρουσία της. Και όταν δεν μπορεί άλλο, το
συνεχίζω εγώ. Με όση δύναμη μου μένει.
Όπως ορκίστηκα ότι δε θα φύγω αθόρυβα στο
σκοτάδι, έτσι ορκίστηκα ότι δε θα το αφήσω να μαγαρίσει το φως της παρουσίας
της. Και όταν κουράζομαι εγώ, τότε συνεχίζει η Λίζι. Και όταν κουράζεται η
Λίζι, τότε είναι η Κρινιώ. Σε αυτό το σπίτι, το γέλιο δε θα σταματήσει να
ακούγεται.
…
Όταν έρχονται οι επαναληπτικές εξετάσεις, η
αγωνία μας είναι μεγάλη. Στο γραφείο του Νίκου, τα αποτελέσματα δεν είναι
θριαμβευτικά—μα ούτε και αποκαρδιωτικά. Οι δείκτες (CEA, CA 19-9) έχουν αυξηθεί
ελάχιστα, αλλά η αύξηση έχει επιβραδυνθεί αισθητά. Ο Νίκος, κοιτάζοντας τα
χαρτιά με προσοχή, σηκώνει τα μάτια του προς εμάς με ένα συγκρατημένο, ήσυχο
χαμόγελο.
«Είναι ένα μικρό, αλλά πολύτιμο κέρδος. Η
επιδείνωση έχει φρενάρει σημαντικά. Το σχήμα που ακολουθούμε φαίνεται να
λειτουργεί. Κερδίσαμε χρόνο—και είμαστε σε καλύτερη κατάσταση απ’ όσο
φοβόμουν.»
Σταματά για λίγο, κοιτώντας μας με εκείνο
το βλέμμα που λέει περισσότερα απ’ ό,τι μπορούν να πουν τα λόγια. Δεν
ωραιοποιεί· είναι απλώς ειλικρινής.
«Αυτό που θα σας ζητήσω τώρα, είναι να
συνεχίσουμε όπως είμαστε, αλλά με περισσότερη φροντίδα: καλύτερη ξεκούραση,
θρεπτική διατροφή, προσοχή σε κάθε μικρό σύμπτωμα. Μην αγνοήσετε καμία
λεπτομέρεια, καμία ενόχληση. Ο στόχος μας είναι να κρατήσουμε τη σταθερότητα
όσο περισσότερο γίνεται.»
Πίνει μια μικρή γουλιά νερό και ακουμπά
πίσω στην καρέκλα.
«Και πριν μπούμε στον πέμπτο κύκλο, θα
κάνουμε ένα διάλειμμα. Τρεις εβδομάδες. Ο οργανισμός σου, Γιώργο, έχει
εξαντληθεί. Αυτό το διάστημα θα σε βοηθήσει να ανακτήσεις δυνάμεις, να γεμίσεις
τις μπαταρίες σου. Να μπεις στην επόμενη φάση με καλύτερες αντοχές, λιγότερες
παρενέργειες. Είναι αναγκαίο.»
Γέρνει λίγο μπροστά, κοιτώντας και τους δυο
μας, με τόνο ήρεμο, ανθρώπινο.
«Μα πάνω απ’ όλα, μην ζείτε μόνο από κύκλο
σε κύκλο. Ζήστε αυτόν τον χρόνο που κερδίσαμε. Κάντε πράγματα που αγαπάτε. Μην
αφήσετε την ασθένεια να γίνει ο πυρήνας της ζωής σας. Η ζωή σας είναι αυτό που
έχετε μεταξύ σας. Η αγάπη σας. Η χαρά σας.»
Η Κρινιώ σφίγγει ελαφρά το χέρι μου. Τη
νιώθω χωρίς να την κοιτάξω. Γνέφω στον Νίκο, με ένα χαμόγελο μικρό, αλλά
γεμάτο. Καταλαβαίνω απόλυτα τι μας λέει. Το μέλλον παραμένει αβέβαιο—αλλά
έχουμε ακόμα χρόνο. Και σκοπεύουμε να τον ζήσουμε μαζί. Κάθε μέρα. Κάθε ώρα.
Κάθε στιγμή.
Γυρίζοντας στο σπίτι, μόνο και μόνο με την
ιδέα του διαλείμματος, νιώθω να ξαλαφρώνω. Και αυτή τη φορά δεν είναι “fake it until you make
it”, όπως τις
τελευταίες εβδομάδες. Είναι αληθινό.
Που, πλάκα στην πλάκα, δούλεψε κι αυτό! Με
το ζόρι και τα ελάχιστά μου αποθέματα ενέργειας, το παραμικρό κέφι που
κατάφερνα να ξετρυπώσω, το ζούσα στο έπακρο. Γιατί αυτή η μάχη, ακόμα κι αν
γίνεται μέσα στο ίδιο μου το σώμα τη δίνουμε οι δυο μας. Μαζί. Τα πάντα μαζί.
…
Έχουμε καθίσει στον καναπέ και χαζεύουμε
την τηλεόραση. Η Λίζι έχει κουρνιάσει ανάμεσά μας, το μικρό μας τρίχρωμο
γούνινο μπαλάκι, με την κοιλιά της προς τα πάνω σε στάση απόλυτης εμπιστοσύνης.
Όπως πάντα η Κρινιώ έχει γύρει στην αγκαλιά μου—το κεφάλι της στον ώμο μου, τα
πόδια της διπλωμένα στον καναπέ—και εγώ τη χαϊδεύω απαλά στα πλάγια, νιώθοντας
την ανάσα της να ανεβοκατεβαίνει ήρεμα. Αυτές οι στιγμές της απλής οικειότητας
είναι που με κάνουν να νιώθω πιο ζωντανός.
«Κρινιώ μου;» τη ρωτάω ξαφνικά με ένα
χαμόγελο μέχρι τ’ αφτιά—αυτό το πλατύ χαμόγελο του παιδιού που ετοιμάζει
έκπληξη—και στρέφω προς το μέρος της.
«Πες μου Τζωρτζίνο μου,» με ρωτάει
σηκώνοντας το κεφάλι, με πρόσωπο που φωτίζεται βλέποντας το δικό μου χαμόγελο.
Ξέρει ότι κάτι ετοιμάζω.
«Τα Κύθηρα έχουν αεροδρόμιο,» της λέω με
ύφος συνωμότη, κλείνοντάς της το μάτι. «Τι λες, την κάνουμε μια εβδομάδα!»
Τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα σαν να μην
το πιστεύει. «ΧΑΧΑΧΑ τρελέ! Θα μ’ απολύσουν!» λέει, αλλά η φωνή της προδίδει
τον ενθουσιασμό που προσπαθεί να κρύψει.
«Μη σκας, έχω γνωστό υποδιευθυντή!» της λέω
κουνώντας τα φρύδια μου σαν τον Γκρούτσο Μαρξ. «Δε θα σε πειράξει κανείς! Θα
του πω ότι είναι επείγουσα οικογενειακή υπόθεση!»
«ΤΖΩΡΤΖΙΝΟ ΜΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ!» φωνάζει
ενθουσιασμένη με τέτοια δύναμη που ταράζει το ζεν της Λίζι, η οποία ανοίγει ένα
πράσινο μάτι για να μας κοιτάξει με αποδοκιμασία. «Κάτσε να πάρω τηλέφωνο τη
μαμά!» Η χαρά στο πρόσωπό της είναι σαν ήλιος που βγαίνει από τα σύννεφα.
Δεν προλαβαίνω να απαντήσω ή να πω
οτιδήποτε. Πετάγεται σαν ελατήριο από τον καναπέ—με τέτοια ορμή που η φούστα
της κάνει ένα μικρό στροβιλισμό—κάνοντας τη Λίζι να τιναχτεί.
Σηκώνεται, και, τρέχοντας σχεδόν, πάει να
βρει το κινητό της. Την ακούω να ψάχνει στην τσάντα της, να μουρμουρίζει «πού
είσαι, πού είσαι;» στο τηλέφωνο. Επιστρέφει λίγη ώρα αργότερα με το κινητό στο
χέρι και τα μάγουλά της κόκκινα από την έξαψη. Κάθεται δίπλα μου και καλεί
βάζοντας ανοιχτή ακρόαση. Ακούγονται δύο κουδουνίσματα πριν απαντήσει η
Αγγελική.
«Κοριτσάκι μου!» ακούγεται η φωνή της
Αγγελικής από την άλλη γραμμή, ζεστή και γεμάτη αγάπη. «Πώς είστε; Πώς ήταν οι
εξετάσεις του Γιώργου;» ρωτάει με τέτοιο ενδιαφέρον που κάνει την καρδιά μου να
λιώσει.
«Ο κύριος Νίκος είπε ότι οι εξετάσεις ήταν
καλές, δεδομένων των περιστάσεων,» απαντάει η Κρινιώ κοιτάζοντάς με μέ ένα
μικρό χαμόγελο ενθάρρυνσης. Δεν λέει για τη δυσκολία που είχα να σηκωθώ το
πρωί, ούτε για το τρέμουλο στα χέρια μου.
«Χαίρομαι που το ακούω,» λέει η Αγγελική
και σχεδόν νιώθω το ειλικρινές χαμόγελό της μέσα από το τηλέφωνο, κάτι που με
κάνει να λιώσω ακόμα περισσότερο. «Το ξέρω ότι είναι δύσκολο, αλλά είμαστε όλοι
μαζί του.»
«Και δε σου είπα και το καλύτερο!» λέει η
Κρινιώ με ενθουσιασμό που δεν μπορεί να κρυφτεί. Πιάνει το χέρι μου και το
σφίγγει. «Θα υπάρξει ένα διάλλειμα τριών εβδομάδων πριν ξεκινήσουμε τον επόμενο
κύκλο,» λέει και σταματάει για δραματικό εφέ. «Και ο Γιώργος πρότεινε να
έρθουμε μια εβδομάδα στα Κύθηρα.»
«ΔΥΟ!» κάνω από δίπλα της, σκύβοντας προς
το τηλέφωνο. «Τσιγκουνιές θα κάνουμε; Μια ζωή την έχουμε!»
«ΔΥΟ!» τσιρίζει ακόμα πιο ενθουσιασμένη η
Κρινιώ, πηδώντας πάνω κάτω στη θέση της σαν μικρό κορίτσι. «ΔΥΟ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ!
Εμείς θα κατέβουμε έτσι κι αλλιώς, αλλά αν μπορείς κι εσύ…» πάει να πει με
διστακτικό τόνο και την κόβει η Αγγελική.
«ΚΑΙ ΤΟ ΡΩΤΑΤΕ;» φωνάζει γεμάτη έξαψη από
την άλλη άκρη. «ΚΑΙ ΤΟ ΡΩΤΑΤΕ; Απλά πείτε μου το πότε, να πάω δυο-τρεις μέρες
πριν να αερίσω! Να ανοίξω τα παράθυρα, να αλλάξω σεντόνια, να γεμίσω το
ψυγείο!»
Κάνω να σηκωθώ να πάω να πάρω το tablet από το τραπεζάκι
για να κοιτάξω πτήσεις, και η Κρινιώ με σταματά σαν τροχονόμος, βάζοντας το
χέρι της στο στήθος μου. «Πού πας μεσιέ;» με ρωτάει με ύφος αυστηρής δασκάλας.
«Να πάρω το tablet!» της λέω δείχνοντας προς το τραπεζάκι. «Να
κλείσουμε εισιτήρια!»
«Ρε κάτσε στ’ αυγά σου!» μου κάνει
χαχανίζοντας και σπρώχνοντάς με πίσω στον καναπέ. Πετάγεται με μια κίνηση και
πηγαίνει και μου φέρνει το tablet, κρατώντας το σαν να είναι το Άγιο Δισκοπότηρο. «Ορίστε, κύριε
ασθενή!»
«Σ' ευχαριστώ καρδούλα μου,» της κάνω
παίρνοντάς το από τα χέρια της και κλέβοντας ένα φιλί. «Λοιπόν,» λέω αυτή τη
φορά πιο δυνατά για να με ακούσει και η Αγγελική, «μισό να βρω διαθεσιμότητες
αεροπλάνων! Η Sky Express έχει απευθείας
πτήσεις τώρα!»
«Με αεροπλάνο θα έρθετε; Ακόμα καλύτερα!»
λέει η Αγγελική με ανακούφιση. «Δε θα έχουμε και το φόβο κανενός απαγορευτικού!
Ξέρετε πώς είναι ο Μάρτης, μια μέρα λιακάδα, την άλλη εννιάρια!»
Ανοίγω το app της αεροπορικής και ψάχνω δρομολόγια μετ’
επιστροφής από Αθήνα για Κύθηρα. Η οθόνη φωτίζει το πρόσωπό μου καθώς σκρολάρω.
«Σήμερα είναι Τρίτη,» λέω και στις δυο τους, κοιτάζοντας το ημερολόγιο. «Τι
λέτε για Σάββατο πρωί; Έχει πτήση στις 8:30, φτάνουμε 9:20. Θα έχουμε όλο το
Σαββατοκύριακο μπροστά μας!»
«Α, ήρθε και ο Παύλος!» λέει ξαφνικά η
Αγγελική. Ακούγεται μια πόρτα να κλείνει στο βάθος. «Παύλο, πες ένα γεια στα
παιδιά!»
«Ένα γεια στα παιδιά,» κάνει ο Παύλος από
το τηλέφωνο με τον ξερό του τρόπο, κάνοντάς μας να χαχανίσουμε. Ακόμα και η Λίζι
σηκώνει το κεφάλι της σαν να καταλαβαίνει το αστείο.
«Γεια σου Παύλο!» απαντάμε μαζί
χαχανίζοντας σαν μικρά παιδιά.
«Πολύ ύποπτα γελάτε όλοι!» τον ακούω να
λέει με ψεύτικη καχυποψία. «Τι έχετε πάρει, και το κυριότερο, εμένα γιατί δε
μου δίνετε; Στο πηγάδι κατούρησα; Δεν είμαι κι εγώ της παρέας;»
«Κρινιώ και Γιώργος έρχονται το Σάββατο στα
Κύθηρα,» την ακούμε την Αγγελική να του λέει χωρίς περιστροφές. «Για δύο
εβδομάδες! Οπότε κάνε τα κουμάντα σου, γιατί το αργότερο Πέμπτη πρωί πρέπει να
είμαστε εκεί. Πρέπει να αερίσουμε το σπίτι, να ετοιμάσουμε το δωμάτιο, να
ψωνίσουμε!»
«Αν είναι ν’ αερίσουμε, φασόλια να
πάρουμε!» της λέει χωρίς δεύτερη σκέψη, και βάζουμε και οι τέσσερις τα γέλια. Η
Κρινιώ γέρνει πάνω μου από τα γέλια, το τηλέφωνο τρέμει στο χέρι της. Ο κερατάς
είναι απίθανος!
Κοιτάζω την Κρινιώ που λάμπει από χαρά και
νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει και πάλι δυνατά στο στέρνο μου. Δύο εβδομάδες
στα Κύθηρα. Δύο εβδομάδες μακριά από νοσοκομεία και εξετάσεις. Δύο εβδομάδες
για να είμαστε απλώς εμείς.
Ακριβή η ρημάδα η Άνοιξη, η χημειοθεραπεία με έχει τσακίσει, αλλά αξίζει κάθε τίμημα.
25. Ποιος είδε την ξανθόμαλλη
Έχοντας σχεδόν καθημερινές πτήσεις για
Κύθηρα και επιστροφή στην Αθήνα, το κανονίσαμε στο τσακ-μπαμ να περάσουμε εκεί τις
δύο εβδομάδες του διαλλείματός μου. Τυπικά βέβαια, τη μία εβδομάδα θα την
περνούσαμε ως «home office». Τα Κύθηρα ήταν
ιδανικός προορισμός για digital
nomads, καθώς εκτός
από την απίστευτη φυσική ομορφιά τους, διαθέτουν και σταθερή 4G κάλυψη και ένα
αξιοπρεπέστατο VDSL που μας έβγαζε ασπροπρόσωπους κάθε φορά που χρειάστηκε.
Και αν η Κρινιώ μπορούσε να δουλέψει ως call center agent από παντού, αυτό το χρωστάμε στον Covid του 2020 που μας γύρισε τον κόσμο ανάποδα.
Όμως, καλά το έλεγαν οι αρχαίοι, ουδέν κακόν αμιγές καλού. Με ένα laptop, ένα καλό ζευγάρι
ακουστικά, άφθονο καφέ και ακόμα περισσότερη υπομονή, δεν χρειαζόταν τίποτα
άλλο για να κυλήσει ομαλά η δουλειά.
Η Αγγελική, που συνήθως ξεχειμώνιαζε με τον
Παύλο στο Γύθειο, φυσικά πέταξε τη σκούφια της μόλις έμαθε ότι θα της κάναμε
επίσκεψη μες στο καταχείμωνο. Ο Παύλος υποχρεώθηκε, εντελώς δημοκρατικά, να
ακολουθήσει και να κάνει και εκείνος home office για δύο εβδομάδες.
«Άντε μη του πω να φέρει και το σκάφος,»
ξεσπάθωσε η Κρινιώ, με εκείνο το χαρακτηριστικό ύφος που είχε όταν έμπαινε σε mode πειράγματος.
«Ναι, δε νομίζω ότι ο χειμώνας είναι η
κατάλληλη εποχή για βόλτες στο σημείο όπου ενώνονται Μυρτώο, Κρητικό και Ιόνιο
πέλαγος!» απαντώ με φρίκη, προσπαθώντας να φανώ σοβαρός αλλά αποτυγχάνοντας
παταγωδώς.
«Κοτάρα!» μου απαντάει πειρακτικά, με τα
μάτια της να λάμπουν από διασκέδαση.
«Δεν τα ρισκάρουμε αυτά τα πράγματα! Αν
πνιγούμε, θα μας σκοτώσει ο Νίκος!» της λέω και την κάνω να βάλει τα γέλια.
«Χώρια που δε λυπάσαι τα καημένα τα ψαράκια που θα με φάνε; Τι σου έφταιξαν;»
«Καλά, καλά, αλλά το καλοκαίρι θα σου δείξω
εγώ, θα δεις τι θα πάθεις!»
«Έχεις κακούς σκοπούς για το άτομό μου;»
την πειράζω, με ένα χαχανητό που ξεφεύγει ήδη από μέσα μου.
«Τους χειρότερους! Να σε δω να σ’ έχει
πιάσει η θάλασσα και να προσπαθείς να πεις το safeword και τι στον κόσμο!» μου λέει και χαχανίζει
πονηρά.
«ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ΟΤΙ ΤΟ SAFEWORD ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΣΕΝΑ!»
δήθεν αγανακτώ και ξεσπάει σε ακόμα πιο δυνατά γέλια.
«ΝΙΑ ΝΙΑ ΝΙΑ ΝΙΑ ΝΙΑ,» μου κάνει
κοροϊδευτικά, σαν μικρό κορίτσι που μόλις κέρδισε σε ένα παιδικό παιχνίδι.
«Λίζι μου, βλέπεις τι μου κάνει η μαμά
σου;» λέω γυρίζοντας προς την ταρταρούγα μας, που μας παρακολουθεί
αποστασιοποιημένη από τον καναπέ.
Η Λίζι μας κοιτάζει με βλέμμα απέραντης
βαρεμάρας και ένα ύφος τύπου «Μη με ανακατεύετε, λύστε τα μόνοι σας,» και με
χαρακτηριστική σάλτο σηκώνεται και εξαφανίζεται από το σαλόνι.
Τους φιλοσόφους όσο θα λείπαμε θα τους
φρόντιζε η κυρία Χριστίνα, που ήταν μαζί μου πριν ακόμα γνωρίσω την Κρινιώ και
είχε αναλάβει γενική καθαριότητα και σιδέρωμα κάθε εβδομάδα. Από τη στιγμή που
μπήκε η Κρινιώ στο σπίτι, η γενική καθαριότητα κάπως περιορίστηκε («ΔΕΝ ΑΚΟΥΩ
ΚΟΥΒΕΝΤΑ!»), αλλά αντισταθμιστικά το σιδέρωμα είχε αυξηθεί δραματικά, αφού η
σχέση της Κρινιώς με το σίδερο ήταν τουλάχιστον προβληματική. Το «ΔΕΝ ΑΚΟΥΩ
ΚΟΥΒΕΝΤΑ!» λοιπόν μετατράπηκε σε «ΑΧ, ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΑΜΕ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΑΣ!»
Η αλήθεια είναι ότι θα κρατούσα έτσι κι
αλλιώς την κυρία Χριστίνα, γιατί η Κρινιώ δεν είχε έρθει στο σπίτι για να γίνει
οικιακή βοηθός. Από την άλλη έγινε η ντε φάκτο η νοικοκυρά του σπιτιού—οπότε
«ΣΚΑΣΜΟΣ ΑΝΤΩΝΑΚΗ!» και πάει και το «ΜΟΥ.»
Και ούτε καν Αντώνη δε με λένε!
…
Αν στη Λίζι δεν άρεσε μία φορά το ταξίδι με
το αυτοκίνητο, με το αεροπλάνο να δείτε τι έγινε. Όταν με τα πολλά μας την
έφεραν, τριγύριζε στο μεταφορέα της σαν θηρίο σε κλουβί, κυριολεκτικά! Τα νύχια
της να γρατζουνίζουν απεγνωσμένα τον πλαστικό πάτο, το κεφάλι της να χτυπιέται
από δεξιά αριστερά στα πλάγια, νιαουρίζοντας με έναν τόνο που δεν την είχα
ξανακούσει. Δεν την είχα δει με τέτοια νεύρα και τέτοια γκρίνια ούτε όταν την
πηγαίναμε στο γιατρό για τα εμβόλιά της.
Σκύβω και κοιτάζω μέσα από τα κάγκελα του
μεταφορέα, το μάτι μου συναντά δύο πράσινα μάτια γεμάτα παράπονο και κατηγορία.
Τι να κάνουμε; Δε θέλαμε να την αφήσουμε
μόνη της στο ξενοδοχείο για δύο ολόκληρες εβδομάδες! Μία είχαμε λείψει στο
Ροβανιέμι και μετά μας έκανε τη δύσκολη για τρεις ολόκληρες μέρες. Μας κοίταζε
αποδοκιμαστικά από απόσταση, καθισμένη με την πλάτη γυρισμένη σε εμάς, μας
γκρίνιαζε με έναν ψυχρό, επιτιμητικό τόνο, και δε μας πλησίαζε ούτε για να της
δώσουμε treat,
ακόμα κι όταν κουνούσαμε το σακουλάκι με τα αγαπημένα της μπισκοτάκια, είδαμε
και πάθαμε για να την καλοπιάσουμε.
Αγγελική και Παύλος μας περίμεναν στο
αεροδρόμιο με την Κρινιώ να χαχανίζει και την Λίζι να γκρινιάζει ακόμα πιο
δυνατά. Μόλις βλέπει την Αγγελική η Κρινιώ, αφήνει το χέρι μου και σπρώχνει τη
βαλίτσα της στο πλάι και πάει τρέχοντας στην Αγγελική και χώνεται στην αγκαλιά
της.
«ΜΑΜΟΥΛΙΝΙ ΜΟΥ!» φωνάζει κατσιάζοντας την
Αγγελική στα φιλιά.
«ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΟΥ!» φωνάζει και η Αγγελική
ανταποδίδοντας το κάτσιασμα κρατώντας την Κρινιώ σφιχτά στην αγκαλιά της, και
εκεί αρχίζει το στριφογύρισμα λες και χορεύαν ταγκό, να πούμε.
Ο Παύλος και εγώ στεκόμαστε εκεί, κρατώντας
τα μπαγκάζια, και τον βλέπω να κουνάει το κεφάλι του με ένα χαμόγελο.
«Φιλιούνται! Αγκαλιάζονται!» λέει
φλεγματικά ο Παύλος και μου απλώνει το χέρι του με μια αργή, χαλαρή κίνηση.
«Δώς’ τους λίγο, θα θυμηθούν ότι υπάρχουμε κι εμείς!» συνεχίζει και κάνει
παύση. «Πώς είσαι;»
Παίρνω το χέρι του και το σφίγγω με
ζεστασιά.
«Προσπαθώ…» του απαντάω απλά. «Πολύ χάρηκα που κατάφερες να έρθεις κι εσύ!»
Σηκώνει τα φρύδια του και κάνει μια κίνηση
με το χέρι του προς τα πάνω. «Με δημοκρατικές διαδικασίες, να τα λέμε αυτά,»
μου απαντάει χαχανίζοντας. «Μωρό μου, θα έρθουν Κρινιώ και Γιώργος στο νησί,
εμείς να είμαστε δυο-τρεις μέρες πριν να αερίσουμε το χώρο.»
Ρίχνω το κεφάλι μου πίσω και βάζω τα γέλια.
«Τον αερίσατε;»
Σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος του και μου
απαντάει με τελείως dead pan ύφος. «Ναι, με το
βαρετό τρόπο! Ούτε καν φασολάδα!»
Κάνω μια κίνηση με το χέρι μου μπροστά στη
μύτη μου, σαν να διώχνω κάτι. «Να το αερίσουμε είπαμε, όχι να το κάνουμε θάλαμο
αερίων!»
«Έλα μωρέ, τι Λοζάνη τι Κοζάνη!» μου
απαντάει χαμογελώντας και σηκώνοντας τους ώμους τους.
Κάπου εκεί μάνα και κόρη επιτέλους
θυμούνται ότι υπάρχουμε κι εμείς. Η Αγγελική πλησιάζει με ένα πλατύ χαμόγελο,
απλώνει τα χέρια της θεατρικά.
«Αχ, Στέλιο, ήρθες! Καλημέρα, πώς από εδώ;»
μου κάνει η Αγγελική μιμούμενη άψογα την Αρώνη ως “Πάστα Φλώρα,” κάνοντας μια
μικρή υπόκλιση και παίζοντας με τα χέρια της.
«Τρία-πουλά-, τρία-πουλάκια…» της απαντάω,
ως Στέλιος, κερδίζοντας το γέλιο της, και μετά την αγκαλιά της, εκείνη τυλίγει
τα χέρια της γύρω από τους ώμους μου.
Αφού φιληθήκαμε, κάνει ένα βήμα πίσω και με
κοιτάζει στα μάτια με ένα βλέμμα που ψάχνει. «Πώς είσαι;»
Κάνω μια γκριμάτσα και περνάω το χέρι μου
από το μέτωπό μου. «Σα να έχει περάσει από πάνω μου τραίνο που κουβαλάει
τραίνα!» της απαντάω προσπαθώντας να αστειευτώ. «Τι θα ήταν η ζωή χωρίς αυτά τα
μικρά απρόοπτα;» συνεχίζω, τρολάροντας τον εαυτό μου.
Και τότε, σαν να θυμήθηκε ότι υπάρχει, η
Λίζι βγάζει έναν δυνατό, παραπονιάρικο ήχο. «ΝΙΑΟΥ!» φωνάζει και πάλι, εννοώντας
«ΕΕΕΕ! Είμαι κι εγώ εδώ!»
Η Κρινιώ σκύβει αμέσως προς το μεταφορέα,
βάζει τα δάχτυλά της μέσα από τα κάγκελα.
«Ναι κοριτσάκι μου, ναι ψυχή μου,» της λέει
τρυφερά αφού τέλειωσε τις χαιρετούρες της με τον Παύλο. Η φωνή της γίνεται μια
οκτάβα πιο ψηλή, όπως όταν μιλάμε σε μωρά. «Τώρα, θα μπούμε στο αυτοκίνητο και
θα σε βγάλουμε από το κελί-33.»
«Ο Θεός να μας λυπηθεί,» απαντάω με
μισοκακόμοιρο ύφος.
«Πονάν μωρέ τα παλικάρια;» με τρολλάρει
χαχανίζοντας η Κρινιώ, κλείνοντάς μου το μάτι, κερδίζοντας τα χαμόγελα
Αγγελικής και Παύλου. Εγώ κάνω μια γκριμάτσα και κουνάω το κεφάλι μου, εγώ θα
έτρωγα το “ξύλο” από τη Λίζι.
Ο Παύλος ανοίγει το πορτμπαγκάζ με μια
κίνηση και αρχίζουμε να βάζουμε τα μπαγκάζια.
Βάζουμε τα μπαγκάζια στο αυτοκίνητο,
περνάμε τα βαριά κομμάτια με προσοχή, καθόμαστε στο πίσω κάθισμα με την Κρινιώ,
εκείνη κάθεται πρώτη και χτυπάει ελαφρά το κάθισμα δίπλα της για να καθίσω, και
βγάζουμε τη Λίζι από το μεταφορέα της.
Ανοίγω προσεκτικά την πόρτα του μεταφορέα,
η Λίζι βγάζει πρώτα το κεφάλι της, κοιτάζει γύρω-γύρω με μεγάλα μάτια, μυρίζει
τον αέρα. Ξένο αυτοκίνητο, ξένες μυρωδιές, με το που ξεμύτισε ξαναμπήκε στο
μεταφορέα της, γυρίζοντας με τρόπο που παραβίασε δυο-τρεις νόμους της φυσικής,
και χώθηκε και πάλι στο πίσω. Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία, Λίζι μου!
Η γκρίνια, γκρίνια όμως! Η καντάδα
συνεχίστηκε μέχρι το Διακόφτι, με την Λίζι να βγάζει έναν παραπονιάρικο ήχο
κάθε λίγα λεπτά, κι εμάς να προσπαθούμε να τη ηρεμήσουμε με απαλές φωνές που
προφανώς δεν την έπειθαν καθόλου.
…
Οι μέρες κυλάνε ήσυχα και με μεγαλύτερη
ταχύτητα απ’ όση ήθελα. Σαν ποτάμι που τρέχει αθόρυβα προς τη θάλασσα, έτσι κι
ο χρόνος γλιστράει ανάμεσα από τα δάχτυλά μου. Το νησί είναι σχεδόν άδειο σε
σχέση με το καλοκαίρι, ακόμα καλύτερα για εμάς! Δεν υπάρχουν πια οι φωνές των
παραθεριστών και οι ομπρέλες στις παραλίες.
Μόνο εμείς κι η φύση, σε έναν σιωπηλό
διάλογο. Ο τόπος αυτός είναι θαρρείς ευλογημένος απ’ όλο το Πάνθεο, και πως να
μην είναι; Τρία πέλαγα που ανταμώνονται στα πόδια του, και ερίζουν για τον
έρωτά του. Το Μυρτώο με τα βαθιά μπλε νερά του, το Ιόνιο με την απεραντοσύνη
του, και το Κρητικό με την αγριάδα του, τρεις διαφορετικοί χαρακτήρες που
ενώνονται σε έναν αιώνιο χορό.
Και τα Κύθηρα εκεί, στη μέση, σαν το σημείο
όπου συναντιούνται τρεις κόσμοι. Εκεί που τα τρία πέλαγα διεκδικούν σαν
ζηλότυποι εραστές την εύνοια της αγαπημένης τους. Σαν τους μαθητάδες που
ποθούσαν το φιλί της Χριστινιώς, στο ποίημα του Ρότα.
Για το φιλί της Χριστινιώς, χυμάν με χίλια χέρια νερά, βουνά κι αστέρια.
Και πόση αλήθεια κρύβουν αυτοί οι στίχοι! Η
αντάρα της χειμωνιάτικης θάλασσας είναι σαν να βλέπω τα παλικάρια να τρέχουν
στα μονοπάτια, να σκαρφαλώνουν στα βράχια, να κολυμπούν στα κρύα νερά, όλα για
μια ματιά της, για ένα χαμόγελο.
Ποιος
είδε την ξανθόμαλλη, γελούσα και πανώρια, να παίζει με τ’ αγόρια;
Το χειμώνα η αγριάδα του τοπίου, σου κόβει
την ανάσα. Είναι σαν ο τόπος να βγάζει τη μάσκα της καλοσύνης που φοράει το
καλοκαίρι και να δείχνει ένα τελείως διαφορετικό του πρόσωπο—άγριο, πρωτόγονο,
μεγαλειώδες. Η ανταριασμένη θάλασσα να χτυπάει τα βράχια με μανία, σαν Τιτάνας
αλυσοδεμένος που προσπαθεί να σπάσει τα δεσμά του.
Ο ήχος των κυμάτων που σπάνε νικημένα
ακούγεται σχεδόν μέχρι τα βουνά· ένας βρυχηθμός που αντηχεί στις ρεματιές και
τις χαράδρες. Ο γκρίζος ουρανός, βαρύς σαν μολύβι, η μαβιά θάλασσα που μοιάζει
με λιωμένο μέταλλο, η μουντή γυαλάδα από τα θαλασσοδαρμένα βράχια που γυαλίζουν
σαν οστά γιγάντων, δίνουν ένα χρώμα σχεδόν απόκοσμο, σαν εικόνες Νορβηγικής
μυθολογίας.
Θυμίζουν το Nordkapp που είχαμε πάει το Δεκέμβρη, ώρες-ώρες
νομίζεις ότι θα δεις τον Thor
να ξεπροβάλλει κραδαίνοντας το σφυρί του ή τις Βαλκυρίες να
διασχίζουν τον ουρανό.
Δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα από το να
πέφτει δυνατή βροχή και να κάθεσαι ζεστός, στεγνός και προστατευμένος και να
απολαμβάνεις τον ήχο της και την ευωδιά του βρεγμένου χώματος. Είναι σαν να
ακούς τη φύση να τραγουδάει, κάθε σταγόνα μια νότα σε μια απέραντη συμφωνία. Το
τζάκι τρίζει, ο καφές ζεστός, και η βροχή χορεύει στα τζάμια. Και άντε να
δουλέψεις με αυτές τις συνθήκες, όλα τα προβλήματα της δουλειάς φαίνονται τόσο
ανούσια, τόσο γελοία. Τα deadlines, οι συσκέψεις, τα email· όλα ξεθωριάζουν μπροστά στη μεγαλοπρέπεια της στιγμής.
Σαν τα βατράχια που δεν συνειδητοποιούν ότι
τα βράζουν, έτσι κι εμείς. Στάλα-στάλα, κομμάτι-κομμάτι, γινόμαστε γρανάζια
μιας μηχανής του κιμά που αλέθει πρώτη απ’ όλα τις ίδιες μας τις σάρκες. Κάθε
μέρα λίγο περισσότερο χαμένοι στη ρουτίνα, λίγο περισσότερο νεκροί μέσα στη
ζωή.
Είναι περίεργο τι διαύγεια μπορεί να σου
δώσει το να ξέρεις ότι το τέλος σου είναι τόσο κοντά. Μα δεν είναι μόνο κατάρα,
είναι και ευχή. Είναι το δώρο της επίγνωσης. Γιατί μέσα από το πρίσμα του
χρόνου που τελειώνει ξεπηδάει μια διαύγεια, κρυσταλλική· καθάρια.
Σαν να βλέπεις τον κόσμο για πρώτη φορά· κάθε
ανατολή ένα θαύμα, κάθε γέλιο μια ευλογία. Όταν το τέλος σου δεν είναι πλέον
αφαίρεση έχεις δύο δρόμους. Ο ένας είναι να θρηνείς, να χτυπιέσαι και να
καταριέσαι για την αδικία, να γίνεις σκλάβος του φόβου. Ο άλλος είναι να
σπάσεις τα δεσμά σου, να πετάξεις σαν πουλί που βρήκε ανοιχτό το κλουβί του.
Μα δε βαυκαλίζομαι ότι εγώ είμαι ο πιο
ανοιχτομάτης. Κουβαλάω κι εγώ τους φόβους μου, τις αδυναμίες μου, τα βάρη μου.
Και αυτός είναι και ο λόγος για την απέραντη ευγνωμοσύνη που νιώθω στη θεά Τύχη
που έφερε την Κρινιώ στο δρόμο μου. Την Κρινιώ μου που το χαμόγελό της έδιωξε
τα σκοτάδια και έφερε στην ψυχή μου και πάλι την άνοιξη. Που με το άγγιγμά της
έκανε τον χειμώνα καλοκαίρι, που με τη φωνή της μετέτρεψε τη θλίψη σε τραγούδι.
Είναι ο φάρος μου στην καταιγίδα, το λιμάνι
μου στην τρικυμία.
…
Οι σταγόνες χτυπούν με δύναμη τα παράθυρα
αλλά εμείς είμαστε ασφαλείς στη φωλιά μας. Η Κρινιώ τέλειωσε το εξάωρό της, και
έχουμε μαζευτεί και καθόμαστε μπροστά από το πέτρινο τζάκι και πίνουμε το
απογευματινό μας καφεδάκι. Οι φλόγες χορεύουν και ρίχνουν παιχνιδιάρικες σκιές
στους τοίχους, κάνοντας τα πρόσωπά μας να λάμπουν με μια ζεστή, χρυσαφένια
λάμψη.
Έξω η βροχή και ο αέρας έχουν μετατραπεί
σχεδόν σε θύελλα, ακούγεται το ουρλιαχτό του ανέμου στις σχισμές των παραθύρων
και τα δέντρα λυγίζουν σαν να υποκλίνονται σε κάποιον αόρατο θεό. Κάτι που μας
κάνει να απολαμβάνουμε ακόμα περισσότερο αυτή τη γλυκιά θαλπωρή. Είναι σαν να
έχουμε κλέψει λίγη ζεστασιά από τον κόσμο και να την κρατάμε ζηλότυπα για μας.
Παρά το ότι μέσα στο σπίτι κάνει ζέστη,
όπως καθόμαστε στον καναπέ—εγώ κι η Κρινιώ από τη μια μεριά, ο Παύλος κι η
Αγγελική από την άλλη—η Κρινιώ έχει βάλει και ένα κουβερτάκι να σκεπάζει τα
πόδια μας. Είναι το παλιό μάλλινο που έφτιαξε η γιαγιά της, με τα μπορντό και
πράσινα τετράγωνα. Και η Λίζι, βρήκε την ευκαιρία και χώθηκε από κάτω, ανάμεσα
μας, χουρχουρίζοντας σα χαλασμένο μοτέρ. Το χουρχούρισμά της ανταγωνίζεται τον
ήχο της βροχής.
«Αααχ,» κάνω πίνοντας μια γουλιά καφέ. «Θα
μπορούσα να ζήσω για πάντα εδώ…» λέω, και δε μου διαφεύγει η ειρωνεία της ίδιας
μου της δήλωσης, μιας και αυτό το “για πάντα” μετριέται με μήνες—στην καλύτερη
με τα δάχτυλα και των δυο χεριών και, ίσως, του ενός ποδαριού. Αλλά τι
πειράζει; Κάποια “για πάντα” είναι πιο αληθινά από άλλα, έστω κι αν κρατάνε
λιγότερο.
«Ακούς Παύλο; Ακούω να λες!» δε χάνει την
ευκαιρία να μπήξει το καρφί της η Αγγελική χαχανίζοντας. Τα μάτια της γυαλίζουν
πονηρά πίσω από τον ατμό του δικού της φλιτζανιού.
«Για να με κράζει η γειτονιά, και να με
λέει σπιτωμένο και παστρικό; Δε με λυπάσαι;» της κάνει χαχανίζοντας ο Παύλος,
κάνοντας πως πληγώθηκε θανάσιμα.
«Θα σε αποκαταστήσω, Ελενίτσα μου, έτσι θα
σ’ αφήσω;» απαντάει η Αγγελική με ύφος νοικοκυράς του παλιού καιρού, και
βάζουμε όλοι τα γέλια. Η Λίζι ανασηκώνει ενοχλημένη το κεφάλι της από τόση
φασαρία.
«Μου τη λέει, τώρα!» μου κάνει ο Παύλος
γυρίζοντας προς εμένα, ζητώντας συμπαράσταση με ύφος παρεξηγημένου. Ναι, καλή
του τύχη! Σαν να μην ξέρει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις ισχύει το “ο σώζον εαυτόν…”
«Φάε το ξύλο σου σαν άντρας!» του απαντάω
σοβαρά, και βάζουν όλοι και πάλι τα γέλια. Η Κρινιώ με σκουντάει παιχνιδιάρικα
στα πλευρά.
Και τότε ο Παύλος κάνει κάτι που δεν το
περίμενε κανείς μας. Αφήνει το φλιτζάνι του στο τραπεζάκι με μια αποφασιστικότητα
που δεν τη συνήθιζε. Σηκώνεται αργά, λες και ετοιμάζεται για μάχη. Γονατίζει
μπροστά από την Αγγελική, που στην αρχή δεν καταλαβαίνει τι γίνεται και
χαχανίζει νευρικά.
«Τι κάνεις ρε, θα λερώσεις το παντελόνι
σου!»
Αλλά όταν το παίρνει χαμπάρι—όταν βλέπει
την έκφραση στο πρόσωπό του, το χέρι που πάει στην τσέπη—μένει με το στόμα
ανοιχτό, και καλά να λέει που είναι Μάρτης και δεν κυκλοφοράνε μυγάκια. Το φως
από το τζάκι παίζει στο πρόσωπό της που έχει πάρει ένα βαθύ ροζ χρώμα.
«Αγγελική μου,» αρχίζει ο Παύλος, και η
φωνή του τρέμει ελαφρά παρά την προσπάθειά του να κρατήσει το χιούμορ του. «Από
την πρώτη φορά που σε είδα, στα μάτια μου»—κάνει μια παύση για δραματικό εφέ—«κατάλαβα
ότι είσαι η γυναίκα από την οποία θέλω να τρώω ξύλο το υπόλοιπο της ζωής μου!»
της λέει κάνοντας και εκεί χιούμορ· δε θα ήταν αλλιώς ο Παύλος.
Η Αγγελική γελάει και δακρύζει ταυτόχρονα.
«Μέχρι τώρα με έδερνες αστεφάνωτη…» συνεχίζει και τα μάτια της τρέχουν πια
ασταμάτητα. Βγάζει από την τσέπη του ένα μικρό μπλε βελούδινο κουτάκι. «Κυρία
Κοκοβίκου…» της κάνει επίσημα, και η Αγγελική ξεσπάει σε κλαυσίγελο, τα χέρια
της τρέμουν μπροστά στο στόμα της.
«Τι θα έλεγες να με δέρνεις και
στεφανωμένη;» της κάνει και ανοίγει το κουτάκι. Το δαχτυλίδι λάμπει στο φως της
φωτιάς σαν ένα μικρό αστέρι.
Η Αγγελική έχει χάσει τη μιλιά της. Τα
μάτια της πηγαινοέρχονται από το δαχτυλίδι στο πρόσωπο του Παύλου και πίσω. Το
χέρι της πάει στην καρδιά της και απλά κουνάει καταφατικά το κεφάλι της, ξανά
και ξανά, σαν να φοβάται ότι αν μιλήσει θα σπάσει η μαγεία.
Η Κρινιώ δίπλα μου κρατιέται με νύχια και
με δόντια να μη βάλει τα κλάματα, νιώθω το χέρι της να σφίγγει το δικό μου κάτω
από την κουβέρτα. Μέχρι και η Λίζι βγάζει έξω από την κουβέρτα το κεφάλι της να
δει προς τι η φασαρία, με τα πράσινα ματάκια της να γυαλίζουν περίεργα. Ο
Παύλος ωστόσο δεν έχει τελειώσει.
“Say it,
or it didn’t happen!” της λέει με το
αιώνιό του πειραχτικό χαμόγελο που τον κάνει να μοιάζει με παιδί που ετοιμάζει
σκανταλιά.
«ΝΑΙ! ΝΑΙ!» φωνάζει επιτέλους η Αγγελική,
και η φωνή της σπάει από τη συγκίνηση. «ΝΑΙ, ρε βλάκα, ΝΑΙ!»
Ο Παύλος, με χέρια που τρέμουν λίγο
περισσότερο απ’ όσο θα παραδεχόταν ποτέ, της φοράει το δαχτυλίδι. Η Αγγελική
τον αγκαλιάζει με τόση δύναμη που σχεδόν τον ρίχνει ανάποδα, και του δίνει ένα
παθιασμένο φιλί που θα έκανε και τις πέτρες να κοκκινίσουν.
«ΙΟΥ!» κάνει η Κρινιώ χαχανίζοντας και
σκουπίζοντας διακριτικά ένα δάκρυ, σπάζοντας τη μαγεία της στιγμής με τον πιο
γλυκό τρόπο.
Σηκωνόμαστε και οι δύο για να ευχηθούμε στο
ζεύγος. Τα πόδια μου έχουν μουδιάσει λίγο από την ακινησία, και η Λίζι
διαμαρτύρεται με ένα παραπονιάρικο νιαούρισμα για την ενόχληση.
Η Κρινιώ αγκαλιάζει πρώτα τον Παύλο,
χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη. «Καλορίζικος, επιτέλους!» του λέει. Μετά
στρέφεται στη μητέρα της και την αγκαλιάζει σφιχτά. «Εγώ παρανυφάκι!» της λέει
απαιτητικά, και την κατσιάζει με ψεύτικη αυστηρότητα. «Και θα διαλέξω εγώ το
φόρεμα!»
«ΠΑΤΕΡΑ!» του κάνω εγώ με δραματικό ύφος,
ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια μου σαν τραγικός ηθοποιός, και εκεί το χάνουμε και
οι τρεις. Γελάμε μέχρι που μας πονάει η κοιλιά, ενώ η Αγγελική συνεχίζει να
κοιτάζει το δαχτυλίδι στο χέρι της σαν να μην το πιστεύει ακόμα.
Έξω η καταιγίδα μαίνεται, αλλά μέσα στο
μικρό μας καταφύγιο, με τη φωτιά να τρίζει και την αγάπη να πλημμυρίζει τον
αέρα, ο κόσμος μοιάζει τέλειος. Έστω και για λίγο. Έστω και για ένα «για πάντα»
που μετριέται σε στιγμές.
…
Είναι νύχτα αλλά δε με παίρνει ο ύπνος. Το
ρολόι στο κομοδίνο δείχνει 3:17, η ώρα που οι σκέψεις γίνονται πιο βαριές, πιο
αληθινές. Η Κρινιώ κοιμάται όπως πάντα στην αγκαλιά μου, το κεφάλι της
ακουμπισμένο στον ώμο μου, η ανάσα της ζεστή στο λαιμό μου. Τα μαλλιά της
μυρίζουν γιασεμί από το σαμπουάν που αγοράζει από το μαγαζάκι με τα βιολογικά.
Η Λίζι είναι σκαρφαλωμένη πάνω στην κοιλιά
μου σαν μικρός θερμοσίφωνας, και την έχει πιάσει και μου κάνει πατουσάκια πάνω
από την κουβέρτα, ανοίγει και κλείνει τα νυχάκια της ρυθμικά, γουργουρίζοντας
ελαφρά. Ο ήχος της είναι σχεδόν θεραπευτικός, αλλά απόψε δεν αρκεί για να με
κοιμίσει.
Μου έχει έρθει μια ιδέα αλλά θέλω να βρω
τρόπο να την πω στην Κρινιώ. Την κυλάω στο μυαλό μου ξανά και ξανά, σαν βότσαλο
που το γυαλίζουν τα κύματα. Η ιδέα μου είναι απλή, τόσο απλή που φοβάμαι μήπως
είναι και ανόητη: να παραιτηθεί από το τηλεφωνικό κέντρο και με το που
τελειώσει τις εξετάσεις της να κατεβούμε μαζί στο νησί.
Όχι για διακοπές. Για να περάσουμε εδώ όλη
τη σαιζόν.
Η Κρινιώ θα βοηθάει την Αγγελική, όπως
έκανε όλα αυτά τα χρόνια—από τότε που ήταν παιδούλα και τρύπωνε στην κουζίνα
για να μάθει τα μυστικά της μαγειρικής. Κι εγώ θα κάνω home office και κάθομαι στο μπαλκονάκι με το laptop και τον καφέ μου,
ακούγοντας τη θάλασσα αντί για τους ήχους της πόλης.
Έτσι κι αλλιώς η φυσική μου παρουσία στο
γραφείο ήταν απαραίτητη περισσότερο για τη δική μου ψυχολογία, αυτή την ανάγκη
να νιώθω ότι ανήκω κάπου, ότι είμαι χρήσιμος, παρά για το ότι πραγματικά
χρειαζόταν να δίνω το παρόν.
Ο Λεωνίδας με έχει αντικαταστήσει
ουσιαστικά στα πάντα. Είναι έξυπνος, ικανός και φιλόδοξος, όλα αυτά που ήμουν
κι εγώ κάποτε. Κι εγώ ανακατεύομαι μόνο στα πολύ ζόρικα, που επειδή ο Λεωνίδας
είναι πραγματικά καλός, συμβαίνουν και πολύ σπάνια. Ίσως μια φορά το δίμηνο, μπορεί
και λιγότερο.
Ουσιαστικά η εταιρία με κρατάει «τιμής
ένεκεν». Το ξέρω, το ξέρουν κι αυτοί, αλλά κανείς δεν το λέει. Και, εδώ που τα
λέμε, ούτε και η πιο σκληροπυρηνική αμερικάνικη εταιρία δε θα έδιωχνε άνθρωπο
με τερματικό καρκίνο, μερικούς μήνες πριν το τέλος του, χωρίς το φόβο
εξωφρενικών αποζημιώσεων και καταστροφικής δημοσιότητας.
Καλά, όχι πίστευα έστω και στο παραμικρό
ότι θα κινδύνευα με κάτι τέτοιο. Ούτε ο Χρήστου, ούτε πολύ περισσότερο ο
Γιάννης είναι τέτοιοι άνθρωποι. Με αγαπούν, με σέβονται, με θέλουν εκεί ακόμα
κι αν είμαι μόνο ένα όνομα στην πόρτα πια.
Όσο για τους φιλοσόφους μας; Μέχρι τον
Οκτώβρη και τα τέλη σαιζόν θα τα φρόντιζε η κυρία-Χριστίνα, που θα άνοιγε και
το σπίτι να αερίζεται. Και το Νοέμβρη θα επιστρέφαμε Αθήνα και αν όλα πήγαιναν
καλά—αν εγώ ήμουν ακόμα εδώ, αν η Κρινιώ είχε περάσει τα μαθήματά της—θα είχαμε
και την ορκωμοσία για το πτυχίο της. Να τη δω με την τήβεννο, να βγάλουμε
φωτογραφίες, να γιορτάσουμε. Η Κρινιώ είχε μπει στο τελευταίο της εξάμηνο και
είχε ακόμα τρία μαθήματα και την πτυχιακή της.
Ένας λόγος παραπάνω, όπως το έβλεπα εγώ,
για να σταματήσει το part time στο τηλεφωνικό κέντρο
με τις βάρδιες που την εξαντλούν, και να επικεντρωθεί στα μαθήματά της. Και όσο
περήφανη και αν είναι—και είναι, Θεέ μου πόσο περήφανη είναι—για ένα μήνα δε θα
χάλαγε ο κόσμος να μη δουλεύει. Αυτά που βγάζω μας έφταναν και μας περίσσευαν,
μέχρι να έρθουμε Κύθηρα και να ξεκινήσει και επίσημα στην οικογενειακή
επιχείρηση με μισθό και ένσημα.
Η Κρινιώ κάποια στιγμή ανοίγει τα μάτια
της. Ίσως νιώθει την ένταση στο σώμα μου, ίσως την ξύπνησαν οι σκέψεις μου. Και
όπως με βλέπει να κάνω ταβανοθεραπεία, σαν το ταβάνι σαν να κρύβει τις
απαντήσεις του σύμπαντος, τινάζεται ανήσυχη. Το χέρι της πάει αμέσως στο στήθος
μου, ψάχνει τον καρδιακό μου παλμό.
«Τζωρτζίνο μου, είσαι καλά;» με ρωτάει με
τα μάτια της να καθρεφτίζουν την ανησυχία της. Ακόμα και στο μισοσκόταδο βλέπω
το φόβο που προσπαθεί να κρύψει.
«Καλά είμαι καρδούλα μου,» της απαντάω
χαμογελώντας και φιλώντας την τρυφερά στο μέτωπο. Τα χείλη μου μένουν εκεί για
μια στιγμή παραπάνω, νιώθοντας τη ζεστασιά του δέρματός της.
«Γιατί δεν κοιμάσαι;» επιμένει, και ο τόνος
της είναι αυτός της νοσοκόμας τώρα, της φροντίστριας.
«Σκεφτόμουν…» της λέω, προσπαθώντας να
ακουστώ ανάλαφρος.
«Τι πράγμα;» με ρωτάει γυρνώντας προς το
πλάι και στρέφοντας το βλέμμα της πάνω μου. Η Λίζι διαμαρτύρεται ελαφρά για την
κίνηση αλλά δεν φεύγει από τη θέση της.
«Έχω μια ιδέα…» της λέω διστακτικά,
νιώθοντας σαν έφηβος που ετοιμάζεται να ζητήσει άδεια για κάτι τρελό.
«Τι ιδέα;» με ρωτάει κοιτώντας με
καχύποπτα, διαβάζοντας τη διστακτικότητά μου σαν ανοιχτό βιβλίο. Με ξέρει τόσο
καλά.
«Σκεφτόμουν αυτό το “θα μπορούσα να ζήσω
εδώ για πάντα!”» λέω, αναφερόμενος στη φράση που είπα νωρίτερα στο σαλόνι.
«Μη σου μπαίνουν ιδέες!» μου λέει και η
φωνή της είναι σοβαρή, σχεδόν αυστηρή. «Τα λατρεύω τα Κύθηρα αλλά όχι για να
μείνω για πάντα εδώ, όχι ακόμα τουλάχιστον.» Βλέπω τον πανικό στα μάτια της, φοβάται
ότι θέλω να την παγιδέψω σε ένα νησί, μακριά από τη ζωή, από τα όνειρά της.
«Όχι, όχι,» της λέω γρήγορα για να την
καθησυχάσω, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. «Δε σκεφτόμουν αυτό. Όχι για πάντα.»
«Αλλά;» με πιέζει, και τώρα είναι πιο ήρεμη
αλλά ακόμα επιφυλακτική.
«Η ιδέα που είχα… είναι το Μάη να
σταματήσεις από το τηλεφωνικό κέντρο και να επικεντρωθείς στα μαθήματά σου, να
πάρεις το πτυχίο σου χωρίς άγχος.»
«Το πτυχίο μου θα το πάρω έτσι κι αλλιώς,»
μου κάνει με σιγουριά, σηκώνοντας λίγο το πιγούνι της με αυτή την περηφάνια που
τόσο αγαπώ.
«Το πιστεύω, το ξέρω ότι θα τα καταφέρεις.
Αλλά γιατί να μην το κάνουμε λίγο πιο εύκολο; Γιατί να ζορίζεσαι κάνοντας και
βάρδιες;»
«Και τι θα κάνω μετά ρε Γιώργο;» με ρωτάει,
με ένα ίχνος εκνευρισμού στη φωνή της. «Θα κάθομαι;»
Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Ήρθε η ώρα να της
πω όλο το σχέδιο. «Με το που τελειώσεις τις εξετάσεις σου να έρθουμε να
κάτσουμε εδώ μέχρι τέλη Οκτώβρη. Όλο το καλοκαίρι. Εσύ να βοηθήσεις την
Αγγελική, όπως έκανες όλα τα προηγούμενα καλοκαίρια, κι εγώ θα δουλεύω home office. Θα έχω θέα τη θάλασσα αντί για την
Κηφισίας. Και τέλη Οκτώβρη με το καλό, ανεβαίνουμε Αθήνα, και αν έχουν πάει όλα
καλά ορκίζεσαι και για το πτυχίο σου. Και μετά ψάχνεις να βρεις νέα δουλειά, ή
αν το προτιμάς, μένεις ως εποχιακή στην οικογενειακή επιχείρηση. Όπως θέλεις
εσύ.»
«Δεν ξέρω…» μου λέει διστακτικά, και νιώθω
το βάρος της αβεβαιότητάς της. Δεν επιμένω. Έμαθα πότε να σταματάω.
«Ιδέα είναι Κρινιώ μου, δε σου ζητάω να
πάρεις κάποια απόφαση εδώ και τώρα. Σκέψου το.»
«Και αν δε θέλω;» με ρωτάει ακόμα πιο
διστακτικά, σχεδόν ψιθυριστά.
«Αν δε θέλεις, τότε θα συνεχίσουμε όπως
είμαστε, και απλά θα έρθουμε εδώ το καλοκαίρι για διακοπές. Δεν αλλάζει τίποτα
ανάμεσά μας. Και αν θέλεις ζητάς να γίνεις full time στο τηλεφωνικό, ή ψάχνεις για τελείως διαφορετική δουλειά. Ό,τι σε
κάνει ευτυχισμένη.»
«Οκ…» μου απαντάει μονολεκτικά, αλλά νιώθω
ότι μαλακώνει λίγο.
«Πήρα το θάρρος επειδή η ίδια μου είχες πει
ότι το πιο πιθανό πράγμα αφού πάρεις το πτυχίο σου είναι να γυρίσεις εδώ να
βοηθήσεις τη μητέρα σου και σιγά-σιγά να αρχίσεις να αναλαμβάνεις την
οικογενειακή επιχείρηση.»
«Όντως, το είχα πει,» μου απαντάει με
ειλικρίνεια.
«Μάτια μου, όπως το είπες, μπορείς να το
ξε-πεις, κανείς δε θα σε κατηγορήσει. Ούτε εγώ, ούτε η μάνα σου. Life happens, που λένε, τα πλάνα αλλάζουν. Απλά… απλά
σου είπα την ιδέα μου… Ήθελα να ξέρεις ότι υπάρχει κι αυτή η επιλογή.»
«Συγνώμη Τζωρτζίνο μου,» μου κάνει ξαφνικά
και με χαϊδεύει τρυφερά στο μάγουλο. Τα δάχτυλά της είναι δροσερά στο δέρμα
μου.
«Τι ζητάς συγνώμη βρε χαϊβάνι;» τη ρωτάω
πειρακτικά, προσπαθώντας να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα, και επιτέλους το χαμόγελο
επιστρέφει για τα καλά στο γλυκό της προσωπάκι.
«Καλά, δε σου ζητάω συγνώμη, να μάθεις!»
μου κάνει με προσποιητά μούτρα, σουφρώνοντας τα χείλη της, κερδίζοντας το
χάχανό μου.
Θέλω να της πω και για την τελευταία μου
επιθυμία. Οι λέξεις είναι εκεί, στην άκρη της γλώσσας μου: όταν φύγω να με
αποτεφρώσουν και η Κρινιώ να σκορπίσει τις στάχτες μου στο ακρωτήρι του
Καπέλου, εκεί που ανταμώνονται τα τρία πέλαγα. Να γίνω ένα με τον τόπο που
αγάπησα, με τον αέρα και τη θάλασσα. Διστάζω ωστόσο. Βλέπω το χαμόγελό της,
νιώθω τη ζεστασιά της δίπλα μου. Δε θέλω να της χαλάσω τη διάθεση, όχι αυτή τη
μέρα. Όχι μετά την πρόταση του Παύλου, όχι με τόση χαρά στον αέρα.
«Πρέπει να πάρω κουστούμι,» της λέω
αλλάζοντας απότομα κουβέντα, παίρνοντας απόφαση να της τα πω αυτά άλλη φορά.
«Κουστούμι;» ρωτάει η Κρινιώ ξαφνιασμένη
από την αλλαγή τόνου, τρίβοντας τα μάτια της.
«Εννοείται! Τι, έτσι θα παραδώσω τη
ΜΗΤΕΡΑ,» της λέω χρησιμοποιώντας τον γελοία δραματικό τόνο μου που ακούγεται σα
«ΜΙΟΥΤΕΙΡΑ» «στον ΠΑΤΕΙΟΥΡΑ;» Φουσκώνω το στήθος μου σαν παγώνι.
«Χαχαχα, θα την παραδώσεις κιόλας;» μου
λέει βάζοντας τα γέλια, και ο ήχος είναι μουσική στα αυτιά μου.
«Είμαι ή δεν είμαι ο άντρας του σπιτιού;»
φωνάζω θεατρικά. «Που τα έχετε διαλύσει όλα, σουφραζέτες!» συνεχίζω στον ίδιο
τόνο, κουνώντας απειλητικά το δάχτυλο, κερδίζοντας ακόμα πιο δυνατά γέλια.
«Τζωρτζίνο μου αυτό δεν είναι suffrage!» με διορθώνει
ανάμεσα στα γέλια της. «Σουφραζέτες ήταν οι—»
«Φουκαριάρα μου, μην αντιρρησιάζεις, θα σε
μαυρίσω!» της κάνω διακόπτοντάς την, βάζοντας τη φωνή μου όσο πιο βαθιά γίνεται
και κάνοντας με το χέρι την κίνηση πως θα την …χειροτονήσω. Και η Κρινιώ, δε
χάνει ευκαιρία, πετάγεται όρθια ξαφνιάζοντας τη Λίζι, τα κατεβάζει όλα και μου
στήνεται στα τέσσερα πάνω στο κρεβάτι.
«ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΟΥΦΡΑΖ ΚΑΙ ΝΑ ΣΚΑΣΕΙΣ!» μου
λέει προκλητικά, τάχα μου με φλόγες στα μάτια, και βάζω τα γέλια. Είναι υπέροχη
έτσι, άγρια, ελεύθερη… «Rindfleischetikettierungsüberwachungsaufgabenübertragungsgesetz» συνεχίζει, κάνοντας ακροβατικά με τη γλώσσα της. «Αυτό είναι το safeword σου!»
«ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ SAFEWORD!» της κάνω με
ψεύτικη αγανάκτηση, προσπαθώντας να συγκρατήσω τα γέλια μου.
«Εσύ είσαι η κοτάρα,» συνεχίζει ακόμα πιο
προκλητικά, σκύβοντας προς το μέρος μου σαν αιλουροειδές έτοιμο να επιτεθεί.
Μαλάκα
μου, πώς θα το πω αυτό το πράγμα;
Πόνεσε το χέρι μου, αυτό έχω να δηλώσω. Αλλά,
να τα λέμε αυτά, η Κρινιώ μου ήταν μεγαλόψυχη. Με άφησε να σταματήσω χωρίς να
καταφέρω να πω σωστά το safeword, με αντάλλαγμα σε είδος.
Και επειδή ως γνωστόν όποιος τη νύχτα
περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί, όταν τραβήχτηκα με τα πολλά από πίσω της,
βγήκα και ελαφρώς καφέ.
“Shit happens!” μου απάντησε ξεδιάντροπα, βλέποντάς με, και χαχανίζοντας σαν
υστερική.
«Εμένα μου λες; Έχει τελειώσει και το ζεστό
νερό!» είπα με πραγματική απελπισία.
«Α, εσύ είπες ότι είσαι ο άντρας του
σπιτιού,» συνέχισε το κάθαρμα. «Πονάν μωρέ τα παλληκάρια;»
Και, όχι, πείτε μου τι να την κάνω; Κόντευε
που κόντευε να κουλαθεί το δεξί μου χέρι από το spanking που της έκανα, να κουλαθεί και το αριστερό
και να παριστάνω αύριο την Αφροδίτη της Μήλου;
Πήρα την εκδίκησή μου πάντως! Καθώς η
Κρινιώ έφυγε τρέχοντας στην τουαλέτα, την ακολούθησα σα να μην τρέχει τίποτα.
«ΕΙ!» μου διαμαρτυρήθηκε καθισμένη στη
λεκάνη.
«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» της έκανα εγώ αυτή τη φορά, μιμούμενη τους ήχους που δεν μπόρεσε να συγκρατήσει. Μπήκα στενάζοντας στην καμπίνα για να καθαριστώ με κρύο νερό, καθώς το ζεστό το φάγαμε κάνοντας ντουζ πριν πλαγιάσουμε.
Καλά πήγε αυτό…
26. Κι αν πτωχική την βρεις
Ιούνης. Το τέρας συνεχίζει να με τρώει αργά
αλλά σταθερά, κάνοντας αργές μεταστάσεις μέσα στο σώμα μου. Όσο και αν
γκρινιάζω για το δηλητήριο της ζωής, μέχρι στιγμής τη δουλειά του την έχει
κάνει, κρατάει το τέρας δεμένο όσο μπορεί.
Παρά την αρχική αντίδραση της Κρινιώς, ο
Νίκος χαλάρωσε λίγο το πρόγραμμα. Το βαρύ ό,τι δουλειά ήταν να κάνει την έκανε,
τώρα μένει η συντήρηση… και όσο αντέξει ο οργανισμός μου. Καλύτερα έτσι,
τουλάχιστον έχω περισσότερες δυνάμεις και μπορώ και κινούμαι σχεδόν σα
φυσιολογικός άνθρωπος.
Η Κρινιώ είναι στο τελευταίο της εξάμηνο.
Δέχτηκε αυτό που της πρότεινα στα Κύθηρα και έτσι τέλη Απρίλη παραιτήθηκε από
το call center και επικεντρώθηκε
στο να πάρει το πτυχίο της. Και το αστείο είναι ότι περισσότερο το κάνει για
μένα παρά για την ίδια.
Για να προλάβω να τη δω να παίρνει το
πτυχίο της. Για να είμαι παρόν στην ορκωμοσία της.
…
Μάης, 2026
Κάθομαι στη συνηθισμένη μου θέση, τα χέρια μου ακουμπισμένα στα μπράτσα της καρέκλας, τα δάχτυλά μου να χτυπάνε ελαφρά έναν αθόρυβο ρυθμό στο δέρμα. Η Κρινιώ κάθεται δίπλα μου, μια γνώριμη σκηνή που έχει επαναληφθεί τόσες φορές ώστε πια θυμάμαι με λεπτομέρεια κάθε γωνιά του χώρου.
Ο Νίκος κρατάει τα χαρτιά με τις δύο του παλάμες, τα μάτια του κινούνται αργά από τη μία γραμμή στην άλλη. Διαβάζει από μέσα του τα χαρτιά των εξετάσεων για λίγα ακόμα δευτερόλεπτα, αναπνέει βαθιά μια φορά, ύστερα σηκώνει το βλέμμα και μας κοιτάζει εναλλάξ.
Τα φρύδια του είναι χαλαρά, τα χείλη του σχηματίζουν μια ουδέτερη γραμμή που δεν αποκαλύπτει ούτε ανησυχία ούτε ανακούφιση. Δεν έχει στο πρόσωπό του τη συνήθη ένταση ή τη βαθιά ανησυχία άλλων συναντήσεων, αλλά υπάρχει κάτι νέο—μια αποδοχή, ίσως και μια δόση γαλήνης.
Ακουμπάει τα χαρτιά στο γραφείο με προσοχή, ευθυγραμμίζει τις άκρες τους με τα δάχτυλά του, και μετά πλέκει τα χέρια του μπροστά του.
«Οι δείκτες μας δείχνουν αυτό που ήδη υποπτευόμασταν. Ο καρκίνος προχωρά αργά, αλλά σταθερά. Οι μεταστάσεις είναι μικρές και σχετικά ελεγχόμενες, αλλά δεν θα σταματήσουν. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να μιλάμε για πλήρη έλεγχο, αλλά μπορούμε να μιλάμε για διαχείριση,» λέει με ήρεμη φωνή, κοιτάζοντάς με απευθείας στα μάτια. Το βλέμμα του δεν αποστρέφεται ούτε για δευτερόλεπτο, σταθερό και ειλικρινές.
Αισθάνομαι τους μυς του στομάχου μου να σφίγγουν ελαφρά, αλλά παραμένω ακίνητος εξωτερικά.
Δίπλα μου, η Κρινιώ σφίγγει το χέρι μου λίγο πιο δυνατά. Την βλέπω με την άκρη των ματιών μου να κοκαλώνει στην καρέκλα της, η πλάτη της να γίνεται εντελώς όρθια. Νιώθω την έντασή της, ξέρω καλά πως δεν της αρέσει η ιδέα ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει πέρα από τον έλεγχό της. Ο Νίκος παρατηρεί τη σωματική της αντίδραση, τα μάτια του μαλακώνουν ελαφρά. Ο Νίκος το καταλαβαίνει επίσης και στρέφεται προς εκείνη με ένα καθησυχαστικό χαμόγελο, γέρνοντας ελάχιστα προς το μέρος της.
Κάνει μια μικρή κίνηση με τα χέρια, ανοίγοντάς τα ελαφρά, μια χειρονομία που λέει “ας δούμε τα πράγματα ρεαλιστικά.”
«Ακούστε, ό,τι ήταν να κάνουμε, το κάναμε και με το παραπάνω. Το σώμα του Γιώργου έχει περάσει πολλά και έχει αντέξει περισσότερα απ’ όσα περιμέναμε αρχικά. Τώρα μπαίνουμε σε άλλη φάση—τη συντήρηση. Θέλω να χαλαρώσουμε λίγο το πρόγραμμα, να του δώσουμε μια ανάσα. Το βαρύ σχήμα έκανε τη δουλειά του. Τώρα είναι σημαντικό να δώσουμε χώρο και χρόνο στο σώμα να ανακτήσει κάποιες δυνάμεις, ώστε η ποιότητα ζωής να είναι όσο καλύτερη γίνεται.»
Σταματάει, τα χέρια του ακολουθούν τα λόγια του με μικρές, συγκρατημένες κινήσεις που υπογραμμίζουν κάθε σημείο. Κάνει μια μικρή παύση, σαν να θέλει να βεβαιωθεί ότι το καταλάβαμε καλά—με κοιτάζει, μετά την Κρινιώ, περιμένει να δει μια κίνηση κατανόησης—και συνεχίζει με μια ειλικρίνεια που εκτιμώ βαθιά, γέρνοντας προς τα εμπρός με τη ματιά του να γίνεται λίγο πιο έντονη.
«Κερδίσαμε όσο χρόνο μπορούσαμε. Στόχος μας από εδώ και πέρα είναι η βελτίωση της ποιότητας. Για το πόσο χρόνο κερδίσαμε, δεν έχω να σας δώσω απάντηση. Αυτό που μπορώ ωστόσο να σας υποσχεθώ είναι ότι θα φροντίσουμε ο Γιώργος να ζήσει όσο γίνεται καλύτερα τον όσο χρόνο κερδίσαμε.»
Η Κρινιώ χαλαρώνει λίγο το σφίξιμο στο χέρι μου και παίρνει βαθιά ανάσα, τους ώμους της να κατεβάζουν ελαφρά από την τεντωμένη θέση τους, σαν να αποδέχεται κι εκείνη την κατάσταση. Γνέφω στον Νίκο με μια αργή κίνηση του κεφαλιού, τα χείλη μου σχηματίζουν ένα μικρό, σταθερό χαμόγελο που δείχνει κατανόηση, όχι απόγνωση. Εγώ γνέφω στον Νίκο με κατανόηση και ένα μικρό χαμόγελο.
Η φωνή μου βγαίνει πιο σταθερή απ’ όσο περίμενα.
«Κατάλαβα,» του λέω με φωνή σταθερή και αποφασισμένη. «Και σε ευχαριστώ που δεν προσπαθείς να μας ωραιοποιήσεις τίποτα.»
Ο Νίκος χαλαρώνει εμφανώς, τα χαρακτηριστικά του μαλακώνουν.
«Δεν θα είχε κανένα νόημα,» απαντάει και χαμογελάει ζεστά. Το χαμόγελό του φτάνει μέχρι τα μάτια του αυτή τη φορά. «Ξέρω πως δεν είσαι άνθρωπος που έχει ανάγκη από ψεύτικες υποσχέσεις.»
Η Κρινιώ ισιώνει στην καρέκλα της, η στάση της αλλάζει από αμυντική σε πιο αποφασιστική.«Επομένως, τι ακριβώς αλλάζει από εδώ και πέρα;» ρωτάει με ένα βλέμμα που δηλώνει πως είναι έτοιμη να κάνει ό,τι χρειαστεί. Προχωρά ελαφρά στην άκρη της καρέκλας της, σαν να ετοιμάζεται να δράσει.
Ο Νίκος χαμογελάει βλέποντας τη μετάβασή της από φόβο σε δράση και ακουμπάει τα χαρτιά στο γραφείο γέρνοντας μπροστά, με τα χέρια του ανοίγουν σε μια χειρονομία που υποδηλώνει διαφάνεια και ειλικρίνεια.
«Μειώνουμε λίγο τις δόσεις, αραιώνουμε τις συνεδρίες, και βάζουμε μεγαλύτερη έμφαση στην ξεκούραση, τη σωστή διατροφή και τη διατήρηση καλής ψυχολογίας. Στόχος μας είναι ο Γιώργος να είσαι σε θέση να απολαμβάνει τη ζωή του. Να συνεχίσει να είναι παρών—όχι μόνο σωματικά, αλλά και ουσιαστικά.»
Στρέφομαι προς την Κρινιώ, τα μάτια μας συναντιούνται και κρατάμε το βλέμμα για μερικά δευτερόλεπτα. Υπάρχει κάτι στον τρόπο που με κοιτάζει—αποφασιστικότητα, αγάπη, και μια σιωπηλή υπόσχεση. Δώσαμε τον αγώνα μας, και οφείλουμε να τον τιμήσουμε με κάθε τρόπο, μέχρι και την τελευταία στιγμή.
Όποτε.
…
Παρόλο που έχω ανακτήσει αρκετά τις
δυνάμεις μου ώστε να μπορώ αν θέλω να πηγαίνω και στα κεντρικά, συνεχίζω το work from home. Θέλω να περάσω όλο το χρόνο που έχω ακόμα κοντά της. Κάθε λεπτό
μετράει τώρα, κάθε στιγμή είναι πολύτιμη.
Έχω στήσει το γραφείο μου έξω στην κεντρική
βεράντα, κάτω από την πέργκολα, η οποία πλέον θυμίζει τους κρεμαστούς κήπους
της Βαβυλώνας. Η πασιφλόρα έχει τυλίξει τα ξύλινα δοκάρια, οι μπουκαμβίλιες
κρέμονται σαν πολύχρωμες κουρτίνες, και το γιασεμί γεμίζει τον αέρα με το
μεθυστικό του άρωμα.
Είχε δίκιο η Κρινιώ που έλεγε ότι τα φυτά
βοηθάνε την ψυχολογία. Το σπίτι μας έχει μετατραπεί σε βοτανικό κήπο, παντού
γλάστρες, κρεμαστά φυτά και παρτέρια στα μπαλκόνια. Έχουμε ακόμα και μια μικρή
λεμονιά σε μεγάλη γλάστρα που άνθισε πριν λίγες μέρες. Και πλέον δεν μπορώ να
θυμηθώ πως ήταν η ζωή μου πριν χωρίς αυτά.
Χαμογελάω καθώς σηκώνομαι και πάω στην
κουζίνα να φτιάξω το πρωινό της. Είναι σχεδόν εννιά και ξέρω ότι σε λίγο θα
ξυπνήσει. Καλημερίζω χαχανίζοντας τους πράσινους φιλόσοφους, και με τη Λίζι να
με ακολουθεί σαν κυνηγόσκυλο, προετοιμάζω το πρωινό του κοριτσιού μου.
«Πορτοκαλάδα να φτιάξω, ή φρουτοχυμό; Τι
λες εσύ;» ρωτάω τη Λίζι που έχει σκαρφαλώσει στον πάγκο με ένα άλμα και με
κοιτάει σαν κριτικός του Master
Chef, με τα πράσινα
μάτια της να με παρατηρούν προσεκτικά. Αντί απάντησης φέρνει το ένα της πόδι
στο στόμα και αρχίζει να καθαρίζεται με μεθοδικότητα. «Συμφωνώ, φρουτοχυμό!
Έχεις απόλυτο δίκιο!»
Βγάζω από το ψυγείο τα υλικά. Όχι τίποτα
φοβερό, μήλο, καρότο, πορτοκάλι. Το μήλο είναι πράσινο και τραγανό, τα καρότα
βιολογικά από τη λαϊκή, τα πορτοκάλια από τη Λακωνία που μας έστειλε ο Παύλος.
Χμμμ… ιδέα!
«Λίζι, λέω να βάλω και λίγο γιαουρτάκι να
το κάνω smoothie! Τι γνώμη έχεις;»
Η ταρταρούγα μου με γράφει στα παλαιότερα
των υποδημάτων της και συνεχίζει να καθαρίζεται με ακόμα μεγαλύτερη επιμέλεια,
γλείφοντας ανάμεσα στα δαχτυλάκια της. Οπότε το εκλαμβάνω σαν σιωπηλή
επιδοκιμασία και τελικά η πορτοκαλάδα προβιβάζεται σε smoothie. Προσθέτω και
λίγο τζίντζερ για έξτρα ενέργεια, και μια κουταλιά μέλι από αυτό που μας έφερε
ο γείτονας με τις μέλισσες.
Εκτός από το smoothie, της φτιάχνω και καγιανά, που τα λατρεύει.
Σπάω τρία αυγά σε ένα μπολ, τα χτυπάω ελαφρά με το πιρούνι. Κόβω ντομάτες σε
κυβάκια, ώριμες, κόκκινες, που μυρίζουν καλοκαίρι. Ρίχνω λίγο ελαιόλαδο στο
τηγάνι, σοτάρω τις ντομάτες μέχρι να μαλακώσουν και να βγάλουν τους χυμούς
τους.
Μετά προσθέτω τα αυγά, ανακατεύω απαλά.
Αλάτι, πιπέρι, λίγο βασιλικό από τη γλάστρα στο παράθυρο. Και φυσικά το
καφεδάκι, όπως της αρέσει. Τα βάζω όλα σε ένα δίσκο με το καλό σερβίτσιο, αυτό
με τα μπλε λουλούδια που είχε αγοράσει από κάποιο παζάρι, και ανεβαίνω πάνω.
Η βεράντα της κρεβατοκάμαρας μας, ο
ιδιωτικός μας πράσινος παράδεισος, είναι το καλύτερο μέρος για να πάρει το
κορίτσι μου το πρωινό της. Έχουμε βάλει ένα μικρό τραπεζάκι και δύο καρέκλες,
και γύρω γύρω γλάστρες με βασιλικό, δυόσμο, λεβάντα. Το πρωινό αεράκι φέρνει
μαζί του μυρωδιές από το δάσος απέναντι και τον ήχο των πουλιών. Αφήνω το δίσκο
στο τραπεζάκι της βεράντας, τακτοποιώ τα πιάτα και τα ποτήρια, και πηγαίνω να
την ξυπνήσω.
Η μέρα είναι ζεστή, υπέροχη, μια από αυτές
τις μέρες του Μαΐου που προμηνύουν το καλοκαίρι. Και η Κρινιώ έχει πετάξει τα
σεντόνια κάπου στο πάτωμα και κοιμάται με την αδαμιαία περιβολή της. Το φως που
μπαίνει από τις γρίλιες ζωγραφίζει γραμμές στο δέρμα της, κάνοντάς την να
μοιάζει με έργο τέχνης. Χαμογελάω σαν χορτασμένη αλεπού στην ανάμνηση των
χθεσινοβραδινών μας περιπτύξεων, οι δυνάμεις που κέρδισα μετά τη χαλάρωση της
θεραπείας δεν πήγαν χαμένες. Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάποιο
συμπαντικό σχέδιο που οι κοινοί θνητοί απλά αγνοούμε. Κάποιος κοσμικός λογιστής
που ισοσκελίζει τα βιβλία με τον δικό του τρόπο.
“Θα πεθάνεις από καρκίνο αλλά στο τέλος της
ζωής σου θα σε συντροφεύσει κάποια όπως η Κρινιώ.” Χίλιες φορές να μου γινόταν
αυτή η υποθετική ερώτηση, χίλιες φορές θα έδινα την ίδια απάντηση. Γιατί τα
πλούτη δε μετριούνται με τα χρήματα στην τράπεζα, ούτε σε διάρκεια ζωής.
Μετριούνται σε στιγμές. Σε πρωινά σαν κι
αυτό, σε γέλια, σε αγκαλιές, σε βλέμματα που λένε περισσότερα από χίλιες
λέξεις.
Αυτό είναι το πραγματικό μας βιός. Αυτό και
δυο μέτρα γης. Ή στην περίπτωσή μου, ένα λίκνο πριν τα περιεχόμενά του σκορπιστούν
και γίνουν για πάντα μέρος του απέραντου γαλάζιου, στο μέρος που ανταμώνονται
και σμίγουν τα τρία πέλαγα. Εκεί στο ακρωτήρι του Καπέλου, με τον άνεμο να
σφυρίζει αιώνια και τα κύματα να σπάνε στα βράχια.
«Στο ορκίζομαι, Τζωρτζίνο μου. Στο
ορκίζομαι με τον πιο βαρύ μου όρκο,» μου είχε πει η Κρινιώ όταν επιτέλους βρήκα
το κουράγιο και της είπα την τελευταία μου επιθυμία. Είχαμε κλάψει και οι δύο
εκείνη τη νύχτα, αγκαλιασμένοι σφιχτά, σαν να μπορούσαμε να σταματήσουμε το
χρόνο.
Τη χαϊδεύω ελαφρά στον ώμο, με την άκρη των
δαχτύλων μου. Και μου τρίβεται μέσα στον ύπνο της σαν γατάκι. Ανοίγει τα μάτια
της για μια στιγμή—αυτά τα υπέροχα καστανά μάτια—και τα κλείνει και πάλι με ένα
μικρό μουρμουρητό.
«Ξύπνα καρδούλα μου, είναι εννιά. Σου έχω
φτιάξει πρωινό!» της λέω απαλά, συνεχίζοντας να την χαϊδεύω τρυφερά στην πλάτη,
κάνοντας μικρούς κύκλους.
Ανοίγει τα μάτια της ξανά, πιο αποφασιστικά
αυτή τη φορά, και τεντώνεται σαν γάτα. Τα χέρια της πάνω από το κεφάλι, η πλάτη
της σε τόξο. Ακούω τις αρθρώσεις της να τρίζουν ελαφρά. Μετά γυρίζει προς το
μέρος μου και μου χαμογελάει, μ’ αυτό το πρωινό χαμόγελο που κάνει την καρδιά
μου να σκιρτάει.
«Καλημέρα Τζωρτζίνο μου!» μου κάνει με φωνή
ακόμα βραχνή από τον ύπνο και ξύνει τη μύτη της με ένα τρόπο που με κάνει να
χαχανίσω. Είναι τόσο χαριτωμένη.
«Όχι άλλο ξύλο!» της κάνω αναφερόμενος στις
χθεσινές μας πομπές με ψεύτικη αγανάκτηση. Πάλι μωβ είχε γίνει το… χέρι μου
πάνω στους γλουτούς της. Αλλά και τι γλουτοί! Η Κρινιώ βάζει τα γέλια—αυτό
το κρυστάλλινο γέλιο της που γεμίζει το δωμάτιο—και κάθεται καθιστή στο
κρεβάτι, με τα στήθη γυμνά, κάνοντάς με και πάλι να ξεροκαταπιώ.
«Σ’ αρέσουν τα μάτια μου;» με ρωτάει
χαχανίζοντας βλέποντας με να έχω καρφωθεί στο στήθος της.
«Ε, ποιος;» ρωτάω με τάχα μου αφηρημένη
φωνή, κερδίζοντας ακόμα πιο δυνατό χάχανο.
«Πρέπει πάλι να σου αλλάξω safeword, πάει το έμαθες
το παλιό!» μου κάνει χαχανίζοντας και ανοίγοντας την αγκαλιά της. Με αρπάζει
από το μπλουζάκι και με φέρνει προς το μέρος της με δύναμη που με εκπλήσσει.
«Θα κρυώσουν τα καγιανά!» της κάνω
προσπαθώντας να αντισταθώ, αλλά όχι και τόσο πολύ.
«Φιλάκι πρώτα!» μου δηλώνει κατηγορηματικά,
σουφρώνοντας τα χείλη της, και χανόμαστε για μερικές στιγμές σε ένα βαθύ φιλί.
Τα χείλη της έχουν ακόμα τη γλύκα του ύπνου, και μυρίζει σαν ζεστό ψωμί και
βανίλια.
Τελικά παίρνει απόφαση να σηκωθεί, δίνοντάς
μου ένα τελευταίο γρήγορο φιλί. Σηκώνεται από το κρεβάτι με χάρη και πηγαίνει
προς το μπάνιο να πλύνει τα δόντια της και να κάνει και την πρωινή της ρουτίνα.
Βγαίνει μετά από λίγο στο μπαλκόνι φορώντας την μπλούζα μου των Iron Maiden, από το “Fear of the Dark”.
Πιο πολύ φοράει η Κρινιώ τις μπλούζες μου
τώρα, σαν κελεμπίες, παρά εγώ! Με τη διαφορά στο ύψος που έχουμε της πέφτει
μέχρι τα μέσα των μηρών της και μοιάζει με το πιο σέξι φόρεμα του κόσμου.
«ΑΧ! Μου έφτιαξες και smoothie;» με ρωτάει με
φωνή γεμάτη ενθουσιασμό, τα μάτια της λάμπουν σαν μικρού παιδιού μπροστά σε
παγωτό.
«Εμ πώς, έτσι θα σε άφηνα; Χωρίς τις
βιταμίνες σου;» της λέω καθώς την βοηθάω να καθίσει, τραβώντας την καρέκλα.
«Αλήθεια, με τι θα ξεκινήσεις τη μέρα σου σήμερα; Ποιο μάθημα έχεις πρώτο;»
«Θεωρίες συνωμοσίας και ανορθολογισμός,»
μου απαντάει παίρνοντας μια γουλιά από το smoothie και κλείνοντας τα μάτια με ηδονή. «Μμμ,
έβαλες και τζίντζερ!» Εκτός από αυτό είχε πάρει και το «Θεωρία ολοκληρωτισμού»
με έναν καθηγητή που λάτρευε, και «Φιλοσοφία των επιστημών-ΙΙ» που ήταν από τα
αγαπημένα της.
Και φυσικά είχε και την πτυχιακή της. Το
θέμα που είχε διαλέξει ήταν φιλόδοξο: «Ο χουλιγκανισμός ως κοινωνικό φαινόμενο:
έκφανση ή αντανάκλαση της δομικής βίας;» Είχε ήδη διαβάσει δεκάδες βιβλία και
άρθρα, είχε γεμίσει ολόκληρο τετράδιο με σημειώσεις. Το γραφείο της ήταν
θαμμένο κάτω από χαρτιά. Την έβλεπα μερικές φορές να διαβάζει μέχρι αργά, με το
φως του laptop να φωτίζει το πρόσωπό της, τελείως απορροφημένη.
Και ευτυχώς που στην εποχή του Internet, με τη βοήθεια των AI όπως το ChatGPT ή το Claude, η αναζήτηση πηγών είναι σχεδόν παιχνίδι. Η Κρινιώ στην αρχή είχε αντιδράσει σθεναρά. Το θυμάμαι σαν χθες.
...
«Δε θέλω να χρησιμοποιήσω AI!» είχε πει σταυρώνοντας τα χέρια. «Θέλω να το κάνω μόνη μου!»
«Καρδούλα μου,» της είχα πει καθούμενος δίπλα της στο γραφείο, «δε στο λέω για να σου κάνουν την εργασία, αλλά ως ερευνητικό εργαλείο.»
Με κοίταξε καχύποπτα, αλλά δεν με διέκοψε.
«Σκέψου το σαν… σαν έναν πολύ έξυπνο βοηθό βιβλιοθηκάριο. Δε φαντάζεσαι πόσο πιο εύκολη μπορούν να σου κάνουν την αναζήτηση πηγών.»
Πώς δηλαδή;» ρώτησε, ακόμα επιφυλακτική.
«Μπορείς να ρωτήσεις “ποιοι είναι οι σημαντικότεροι θεωρητικοί του χουλιγκανισμού;” και θα σου δώσει ονόματα, βιβλία, ακόμα και περιλήψεις.»
Έκανα μια παύση, βλέποντας ότι άρχιζε να μαλακώνει λίγο.
«Εντάξει, παθαίνουν που και που τις παρακρούσεις τους και σου πετάνε πράγματα τελείως κουκουρούκου!»
«Παρακρούσεις;»
«Ο τεχνικός όρος είναι hallucination,» της κάνω χαχανίζοντας, «αλλά προτιμώ τη λέξη παράκρουση από τη λέξη παραίσθηση. Πώς να ονομάσεις αλλιώς αυτό που μου είχε πετάξει κάποια στιγμή το Le Chat, ότι ο Πλάτωνας πέθανε το 1642;»
«Το 1642;» γέλασε παρά τη θέλησή της. «Ούτε ο highlander να ήταν!»
«Ακριβώς! Αλλά ακόμα και αυτό αν το δεις είναι θετικό—εκπαιδεύει τα δικά σου φίλτρα!»
Την είδα να το σκέφτεται, το δάχτυλό της να χτυπάει ρυθμικά στο γραφείο.
«Δες τα σαν έξυπνους βιβλιοθηκάριους με πτυχίο φιλοσοφίας που, ε, που και που, πίνουν και κάνα μπάφο!»
Τελικά πείστηκε μετά από λίγες μέρες δισταγμού—και τώρα πίνει νερό στο όνομά τους. Τα χρησιμοποιεί καθημερινά, έχει μάθει να τους μιλάει, να τους κάνει τις σωστές ερωτήσεις. Και το ακόμα καλύτερο; Τα χρησιμοποιεί ως μηχανές debate, ως sparring partner για τις ιδέες της.
Τα AI δεν είναι ό,τι καλύτερο στο να σου πάνε κόντρα, έχουν την τάση να συμφωνούν με όλους—οπότε εκεί χρειάζεται προσοχή στο τι και πώς θα τους ζητήσεις. Και η Κρινιώ—που όπως είπα, το μυαλό της κόβει σαν ξυράφι—έχει γίνει αστέρι σε αυτό. Το πιο απλό είναι να του γράψει κάτι, μια θέση, ένα επιχείρημα, και να του πει: «Αντίκρουσέ το, με παραπομπές σε πηγές.» Και μετά το αγαπημένο της: «Εσύ πώς θα ζητούσες το παραπάνω… από τον εαυτό σου;» Και το AI της δίνει καλύτερους τρόπους να διατυπώσει τις ερωτήσεις της. Αυτό λέγεται prompt engineering και η Κρινιώ το ανακάλυψε από μόνη της.
Όχι, δεν είναι μαγεία. Είναι απλώς επαρκώς εξελιγμένη τεχνολογία. Ή όπως λέει η Κρινιώ όταν μου δείχνει κάποιο νέο τρικ: «Είναι σαν να έχεις έναν πολύ έξυπνο παπαγάλο που έχει διαβάσει όλη τη Wikipedia! Βέβαια καμιά φορά αναρωτιέσαι αν έχει φάει τίποτα περίεργα μανιτάρια…»
…
Στην πτυχιακή της πήρε 10. Έτσι απλά. Τόσο,
σε βαθμό που ένας από τους καθηγητές της της είπε ότι η εργασία της θα μπορούσε
να σταθεί και σαν εργασία μεταπτυχιακού φοιτητή. Και δεν ήταν ένα απλό PDF, κατόπιν επιμονής μου,
το εκτυπώσαμε με σκληρό εξώφυλλο, σαν κανονικό δεμένο βιβλίο, και τώρα στολίζει
και τη βιβλιοθήκη μας, στο πιο περίοπτο μέρος.
Δίπλα στο «Η μουσική των πρώτων αριθμών,» το
«Σύμπαν σ’ ένα καρυδότσουφλο,» και το “Gödel, Escher, Bach: an Eternal Golden Braid.” Πενήντα-δύο σελίδες γραμμένες με μεράκι και με εξονυχιστική—σε
επίπεδο PhD—έρευνα·
μόνο οι παραπομπές είναι έξι σελίδες και άλλες δύο η προτεινόμενη βιβλιογραφία!
Όταν φύγαμε για τα Κύθηρα, αρχές Ιούλη, τρεις
μέρες μετά το τελευταίο της μάθημα, ξέραμε ότι τα πρώτα δύο τα είχε περάσει.
Δηλαδή όχι απλά τα είχε περάσει, στη Φιλοσοφία των επιστημών είχε πάρει ένα
ολοστρόγγυλο δέκα, και ήταν το μοναδικό δεκάρι εκείνο το εξάμηνο. Στο «Θεωρίες συνομωσίας
και ανορθολογισμός» είχε πάρει οκτώ και μισό. Πλάκα στην πλάκα, ακόμα και πέντε
να έπαιρνε στο τελευταίο μάθημα, ο βαθμός του πτυχίου της θα παρέμενε πάνω από
οκτώ.
Και όλα αυτά τα προηγούμενα χρόνια
δουλεύοντας part time σε δουλειές του
ποδαριού, και με την Αγγελική απλά να της πληρώνει το νοίκι, και τίποτα
παραπάνω. Τι παιδί ήταν αυτό;
«Ωραία,
αρκετά κάθισες, από αύριο δουλειά και πάλι!» της λέω πειρακτικά, κερδίζοντας
ένα δυνατό ping στη μύτη.
«Άκου τι λέει ο αχρείος!» μου κάνει με
ψεύτικη αγανάκτηση. «Λες και όλο αυτό τον καιρό καθόμουν!»
«Γιατί, καθιστή δε διάβαζες;» συνεχίζω εγώ
το πείραγμα.
«Όταν μπορούσα, δε βοηθούσες με τη βίτσα!»
μου λέει γυρνώντας το δούλεμα κατά πάνω μου.
«Πες μου ότι φταίω κιόλας!» της απαντάω με
επίσης ψεύτικη αγανάκτηση. «Δε φτάνει που δε μ’ άφηνες να σταματήσω όταν δεν
μπορούσα να πω το safeword, μου τη λες κι από πάνω!»
«Για τα Γερμανικά σου φρόντιζα, Τζωρτζίνο
μου! Ήταν σκουριασμένα, τις χρειαζόσουν τις επαναλήψεις!»
«Εγώ χρειαζόμουν τις επαναλήψεις μωρή
Μεσσαλίνα, ή το ποπουδάκι που τις λαχταρούσε με τη βίτσα;»
«ΧΙΧΙΧΙ!» μου κάνει παιχνιδιάρικα. «Είμαι
μακαρονού, τι να κάνω;»
«ΝΑ ΦΤΙΑΞΕΙΣ ΜΑΚΑΡΟΝΑΔΑ ΣΟΥ ΠΕΡΑΣΕ ΑΠΟ ΤΟ
ΜΥΑΛΟ Ή ΜΠΑ;» τη ρωτάω με προσποιητή απελπισία κερδίζοντας το γέλιο της.
Όπως και πέρσι, έτσι και φέτος, πήγαμε
οδικώς μέχρι τη Νεάπολη και όχι με πλοίο από τον Πειραιά, αν και για
διαφορετικούς λόγους. Πέρσι ήταν ο φόβος μου για τις ναυτίες, φέτος ήταν ο
φόβος της γκρίνιας της Λίζι. Στο αυτοκίνητο, μπορούμε να τη βγάζουμε από το
μεταφορέα της. Γκρινιάζει βέβαια—αυτό θα έλειπε—αλλά κάθεται στο πίσω κάθισμα,
ανάμεσα στις μαλακές κουβέρτες που της στρώνουμε.
Στο πλοίο θα έπρεπε να περάσει όλη το
ταξίδι της στον μεταφορέα, ή να κλεινόμασταν και οι τρεις σε μια καμπίνα, και
ως προοπτική, δεν τη λες ακριβώς και θελκτική.
Φέτος θα κάνουμε ακόμα κάτι πιο τολμηρό.
Μία από τις τρεις εβδομάδες της κανονικής μου άδειας, θα την πάρει και η
Κρινιώ, και θα κατέβουμε στη Λεβεντογέννα. Το χειμώνα είχαμε πάει στο
βορειότερο μέρος της Ευρώπης—ή σχεδόν βορειότερο, αν θέλουμε να είμαστε
ακριβείς. Φέτος θα πηγαίναμε να επισκεφτούμε το νοτιότερο, το ακρωτήρι της
Τρυπητής, στη Γαύδο.
Πραγματικά νοτιότερο, όχι γιαλατζί σαν του Nord Kapp. Λιβυκό πέλαγος αντί αρκτικού ωκεανού,
απέραντο γαλάζιο αντί ατελείωτου γκρι.
Και μιας και ο Παύλος θα ερχόταν νωρίτερα
φέτος, θα πηγαίναμε και με το Δελφινοκόριτσο στα Αντικύθηρα. Τα είκοσι ναυτικά
μίλια είναι παιχνιδάκι για το τέρας των 500 αλόγων, το μόνο που χρειάζεται
είναι ήρεμη θάλασσα και αέρας κάτω από τρία μποφόρ. Ιδανικά θα ήθελα να πάμε
όλοι μαζί αλλά αυτό δε γίνεται, δεν μπορεί να λείψουν ταυτόχρονα και η Αγγελική
και η Κρινιώ.
…
Το βράδυ καθόμαστε στη βεράντα του πατρικού
της, που εκεί θα μέναμε κιόλας, καθώς φέτος είχαμε την τύχη όλα τα δωμάτια,
ακόμα και οι πιο ακριβές σουίτες, να έχουν κλείσει για σχεδόν όλη τη σαιζόν. Δε
με πειράζει καθόλου, το πατρικό της είναι κι αυτό ένα μικρό δίπατο, με
καταπληκτική θέα, που κάτω είναι κουζίνα και καθιστικό και η μεγάλη βεράντα,
ενώ το πάνω έχει δυο μεγάλα υπνοδωμάτια, με μια μικρή βεράντα που τη
μοιράζονται, και το μπάνιο.
Πού να ήξερε η φουκαριάρα η Αγγελική, πόσες
φορές το είχε σκάσει ο Νικόλας, το πρώτο αμόρε της Κρινιώς, από τη βεράντα για
να μην τους πιάσει στα πράσα. Ή πόσες φορές, με την ορμή της εφηβείας και του
πρώτου έρωτα, έβγαζαν τα μάτια τους με την Αγγελική να κοιμάται αμέριμνη στο
δωμάτιό της.
Βοηθούσε που το μπάνιο ήταν ενδιάμεσα στα
δύο υπνοδωμάτια και η Κρινιώ με το Νικόλα είχαν κάνει τη …βέλτιστη χρήση αυτής
της διαρρύθμισης.
Μετά η Κρινιώ ερωτεύτηκε τον καθηγητή της,
κάτι που θα έκανε τη σχέση της με το Νικόλα να μοιάζει με πλημμέλημα. Βέβαια, ο
Γιώργος την είχε κρατήσει σε απόσταση, και τελικά υπέκυψε αφού η Κρινιώ είχε
τελειώσει το σχολείο. Και όταν πήρε μετάθεση Αθήνα, η Κρινιώ προφασιζόμενη ότι
πάει για διακοπές, τον ακολούθησε.
Τα ήξερα αυτά από την Κρινιώ, αλλά πλέον
είχα μάθει και την οπτική της Αγγελικής, που στην αρχή είχε πάθει—και
με τα δίκια της εδώ που τα λέμε—εγκεφαλικό. Τι μπορούσε να κάνει όμως; Η
Κρινιώ ήταν ενήλικη και ο Γιώργος καλός άνθρωπος. Μπορεί να ήταν ζηλιάρης και
κτητικός—και μερικές φορές καταπιεστικός—αλλά από την άλλη, η θετική του
επιρροή στην Κρινιώ ήταν κάτι που δεν μπορούσε να κρυφτεί.
Όταν η Κρινιώ θέλοντας να γεφυρώσει το
χάσμα που είχε μπει μεταξύ τους γύρισε μετά από ένα χρόνο και για τρεις
εβδομάδες στα Κύθηρα, η Αγγελική έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Άλλος άνθρωπος
είχε φύγει η κόρη της από το νησί, άλλος είχε επιστρέψει. Πιο σοβαρή, πιο
ήρεμη… πιο ώριμη. Το μόνο παράπονο της Αγγελικής ήταν ότι είχε αφήσει τις
σπουδές της.
«Να την πνίξω ήθελα!» μου είχε πει. «Αλλά τι να κάνω; Και όσο και αν ήθελα να του σπάσω το κεφάλι, ο Γιώργος μέσα σε τρία χρόνια της έδωσε όσα δεν μπόρεσα να της δώσω εγώ από τότε που χάσαμε τον Στέλιο.»
«Ναι, πήρε πράγματα από το Γιώργο, Αγγελική, αλλά μην υποτιμάς τη δική σου συνεισφορά. Ο Γιώργος απλά βοήθησε να πάρει σχήμα το υλικό που είχες πλάσει εσύ, και όσο πρόλαβε ο πατέρας της. Η Κρινιώ είναι αυτή που είναι γιατί εσύ έγινες μάνα και πατέρας.»
«Δεν ξέρω ρε Γιώργο. Δεν ξέρω. Τα ίδια μου λέει και ο Παύλος, αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να αναρωτιέμαι αν έκανα κάτι λάθος.»
«Τίποτα δεν έκανες λάθος, Αγγελική. Έκανες ό,τι μπορούσες, της έδωσες όσα είχες, και η Κρινιώ βγήκε το υπέροχο πλάσμα που είναι. Η μαχήτρια, η πονετική, η πεισματάρα, η τρυφερή Κρινιώ.»
Καθόμαστε να φάμε το μουσακά που μας
ετοίμασε για την περίσταση η Αγγελική, η οποία όταν είχε μάθει ότι ήταν δική
μου ιδέα, αρχικά να σταματήσει το part
time ώστε να
επικεντρωθεί στο να πάρει το πτυχίο της, και κατόπιν να έρθουμε και να
περάσουμε όλη τη σαιζόν στα Κύθηρα, και με την Κρινιώ να δουλέψει δίπλα της,
μου είχε τάξει ότι θα φάω τόσο μουσακά που θα τον …σιχαθώ. Ναι, καλά, εντάξει.
Και κάθε μέρα να έτρωγα το μουσακά της, δε θα μπορούσα να τον χορτάσω στον
αιώνα των αιώνων, αμήν!
«Καλωσήρθατε λοιπόν και επισήμως!» μας λέει
γεμίζοντας τα ποτήρια με κρασί.
«Καλώς σε βρήκαμε!» της απαντάω εγώ. «Και
έφερα και το καλύτερό μου κουστούμι, τη μισή Αθήνα γυρίσαμε μέχρι να διαλέξει
το καμάρι σου!»
«Αμ, τι, νόμιζες Τζωρτζίνο μου; Ότι θα σε
άφηνα να παραδόσεις τη μητέρα μου σα να κάνεις εγκαίνια της νέας σας αποθήκης;»
«Χαχαχα, μ’ αρέσει που το έχετε κανονίσει
ότι θα με παραδώσεις κιόλας!» μας λέει γελώντας η Αγγελική.
«Ορίστε, δεύτερη σουφραζέτα μας βγήκε,» λέω
με προσποιητή αγανάκτηση. «Εγώ θα σε παραδώσω ως ο …μεγάλος σου γιος!»
«ΧΑΧΑΧΑΧΑ είσαι όργιο!»
«Και τι μεγάλος γιος, έτσι; Μεγαλύτερος και
από τη μαμά και από τον μπαμπά!» συνεχίζω το δούλεμα.
«Όρσε!» μου κάνει ξεκαρδισμένη η Αγγελική.
«Και στο γλέντι θα χορέψω και ντίσκο!»
«Αυτό ήταν! Θα φύγω μετανάστρια στην
ανατολική Μογγολία!» απαντάει η Αγγελική σχεδόν δακρυσμένη.
«Γιατί ειδικά στην ανατολική;» τη ρωτάω
εγώ.
«Γιατί είναι ακόμα πιο μακριά από τη
Δυτική!» λέει και παραλίγο να καταπιώ το πιρούνι, αλλά έχω τρελά κέφια, και δεν
το σταματάω.
«Και αν στην κάνω και σου έρθω από τον
Ειρηνικό; Τι έχεις να πεις;»
«Αν έρθεις από τον Ειρηνικό, χαλάλι σου ρε
κερατά!» μου κάνει.
«Κερατά;» ρωτάω με προσποιητή υποψία και
γυρνάω προς την Κρινιώ! «Τι ξέρει που δεν ξέρω; Μίλα κάθαρμα!»
«Τζωρτζίνο μου, όπως εσύ έχεις τη Σούλα,
την Ρούλα, την Τούλα, την Μπούλα και την Κούλα, έτσι έχω κι εγώ το Σάκη, το
Μάκη, το Λάκη, τον Τάκη και τον Πάκη!» μου απαντάει αναιδέστατα.
«Μανία με την Κούλα! Δεν υπάρχει Κούλα!»
απαντάω με προσποιητή αγανάκτηση ενώ η Αγγελική κλαίει από τα γέλια.
«Καλά Τζωρτζίνο μου, θα κόψω τον Πάκη για
να δεις τι καλή που είμαι!»
«ΤΩΡΑ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΓΙΑΤΙ ΠΗΓΕ ΝΑ ΜΑΣ ΤΗΝ ΠΕΣΕΙ
Η ΑΛΚΗ!» λέω σα έγινε στα μάτια μου η αποκάλυψη. «ΜΕ ΕΙΔΕ ΜΕ ΤΑ ΚΕΡΑΤΑ ΚΑΙ
ΝΟΜΙΖΕ ΟΤΙ ΕΧΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΜΕ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΗ!» τους λέω, και εκεί την Κρινιώ την
πιάνει βήχας από το γέλιο. Για την Αγγελική δε μιλάμε, έχει παραδώσει πνεύμα
εδώ και ώρα.
«Αχ… σε καλό να μας βγει,» λέει τελικά η
Αγγελική όταν με τα πολλά βρήκαμε τις ανάσες μας.
«ΑΑΑΑΧ!» λέω καταπίνοντας και την τελευταία
μπουκιά. «Όχι άλλο κάρβουνο!»
«Χόρτασες, Τζωρτζίνο μου;» με ρωτάει η
Κρινιώ. Έφαγα δυο ολόκληρες μερίδες, είχε ξεχάσει από πότε είχε να με δει να
τρώω τόσο πολύ, και το χαμόγελό της κάνει το πρόσωπό της να λάμπει.
Η Λίζι ρίχνει μια τρίλια και τραβάει ένα
σάλτο, και σημαδεύει η ρουφιάνα το στομάχι μου, παραλίγο μου μου φύγει ο
μουσακάς που έφαγα από τη μύτη.
«Μη μου τα κάνεις αυτά και γίνουμε εδώ the meaning
of life,» λέω με δραματικό ύφος κάνοντας την Κρινιώ να
της ξεφύγει ένα ροχαλητό.
…
Ήταν Παρασκευή πρωί όταν μάθαμε τα
ευχάριστα. Είχα ξυπνήσει από νωρίς, και είχα αφήσει την Κρινιώ να κοιμάται και
κατέβηκα να κάνω παρέα στην Αγγελική. Ξαφνικά, γύρω στις δέκα, ακούμε κραυγές
χαράς από τη φωνή της Κρινιώς, και βγαίνουμε και οι δύο από το γραφείο να δούμε
τι έγινε. Η Κρινιώ είναι στη βεράντα στην πάνω βεράντα και χοροπηδάει.
«Εννιά! Εννιά! Πήρα το πτυχίο μου! Πήρα το
πτυχίο μου!»
Είναι τόσο μεγάλη η χαρά μου, που νιώθω να
σπάει κάτι μέσα μου. Αγκαλιάζω την Αγγελική και βάζουμε και οι δύο τα κλάματα
σαν κοριτσάκια. Η Κρινιώ κατεβαίνει σαν το σίφωνα, και με τη φούρια της έχει
ξεχάσει ότι κάτω από την μπλούζα μου δε φοράει τίποτα.
Έρχεται πάνω και στους δυο μας με τόση φόρα
που παραλίγο να μας ρίξει κάτω. Φιλάει την Αγγελική, φιλάει εμένα, φιλάει τον
αέρα, μέχρι και τη Λίζι άρπαξε από κάτω και της έσκασε ένα φιλί στα μούτρα,
κερδίζοντας την γατήσια αποδοκιμασία της.
«Το πήρα! Το πήρα!» φωνάξει ξανά και ξανά.
«Μωρή!» λέει κάποια στιγμή η Αγγελική. «Το
σκωτσέζο κάνεις;»
Μέσα στη χαρά της δεν έχει πάρει χαμπάρι
ότι η μπλούζα έχει μαζέψει και ότι τα κάτω της, μπροστά και πίσω, είναι σε
πλήρη θέα.
“Ooops!” μας κάνει, δεν κοκκίνησε καν η ξετσίπωτη,
ωστόσο βιάζεται να κατεβάσει την μπλούζα σχεδόν τραβώντας της μέχρι τα γόνατα
κατορθώνοντας αυτή τη φορά να μας φλασάρει από πάνω.
«Θεέ μου, δε θέλω να φανταστώ τι θα κάνει
αν πάρει κανένα μεταπτυχιακό!» λέει η Αγγελική και βάζουμε και οι τρεις τα
γέλια.
«Συγχαρητήρια μωρό μου,» της λέω και της
δίνω ένα τρυφερό φιλί. «Δε μπορείς να φανταστείς τη χαρά που μας έδωσες.»
«Κοριτσάκι μου,» λέει η Αγγελική, και οι
κρουνοί ανοίγουν και πάλι. Δε βαριέσαι, αυτοί είναι για καλό. «Μπράβο σου!
Πάντα ήμουν περήφανη για σένα και τώρα… δεν… δεν έχω λόγια!»
Καθόμαστε για μερικές στιγμές αμίλητοι,
απολαμβάνοντάς τες.
«Λοιπόν, πώς σου φαίνεται που πλέον είσαι
πτυχιούχος;» τη ρωτάω.
«Περίεργα!» απαντάει η Κρινιώ. «Δεν… δεν το
έχω συνειδητοποιήσει ακόμα.»
«Λογικό,» της απαντάω χαμογελώντας.
«Πριν… Μπήκα κατά τύχη να δω μήπως έχουν
αναρτηθεί οι βαθμολογίες, και όταν το είδα… Άνοιξα το pdf και η καρδιά μου
πήγαινε να σπάσει!»
Τα είχα περάσει κι εγώ αυτά στο δικό μου
πτυχίο, οπότε μπορούσα να το καταλάβω.
«Όταν… όταν είδα το βαθμό μου… Νομίζω με
ακούσατε!» λέει χαχανίζοντας. «Αλλά τώρα… τώρα που αρχίζει και καταλαγιάζει…
δεν ξέρω… περίεργα. Χαρά και λύπη μαζί… Δεν ξέρω… Σαν ένα μεγάλο ταξίδι που
έφτασε στο τέλος του.»
Τη χαϊδεύω τρυφερά και αρχίζω και απαγγέλω:
Χαμογελάω και τη φιλάω απαλά στο μέτωπο.
«Αγγελική, φέρε κάτι να πιούμε!» της λέω. «Για το ταξίδι της, για το πτυχίο της. Μα πάνω απ’ όλα για όλα αυτά που θα έρθουν.» Παίρνω βαθιά ανάσα και χαμογελάω και πάλι. «Γιατί το ταξίδι δεν τελειώνει, Κρινιώ μου, το όνειρο δε σταματά.»
27. Νύχτες σε λευκό σατέν
Φέτος τα γενέθλιά μου πέφτουν Δευτέρα.
Κλείνω τα 56 και μπαίνω στα 57. Περίεργο πώς κάποτε τα γενέθλια ήταν γιορτή—τώρα
είναι απλά ένας αριθμός που σε πλησιάζει στο τέλος. Δε θέλω να χαλάσω τη
διάθεση της ημέρας, ειδικά στην Κρινιώ που έχει οργανώσει ένα μικρό πάρτι με
την Αγγελική και τον Παύλο. Έχει παραγγείλει και τούρτα από το ζαχαροπλαστείο
στη Χώρα, τάρτα φράουλα που τρελαίνομαι. Αλλά κάπου βαθιά μέσα μου, σε εκείνο
το σκοτεινό σημείο που προσπαθώ να αγνοώ, νιώθω πως αυτά μου τα γενέθλια θα
είναι και τα τελευταία.
Οι δείκτες χειροτερεύουν και οι μεταστάσεις
εξαπλώνονται, αργά αλλά σταθερά, σαν στρατός που προελαύνει μεθοδικά. Το ήπαρ,
οι πνεύμονες, τώρα και τα οστά. Ο Νίκος προσπαθεί να μη δείχνει την ανησυχία
του, αλλά τον ξέρω τόσα χρόνια, βλέπω τη σκιά στα μάτια του όταν διαβάζει τις
εξετάσεις. Και πλέον δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Όχι τίποτα δραστικό
τουλάχιστον. Η χημειοθεραπεία θα με τσάκιζε περισσότερο απ’ όσο θα βοηθούσε,
και τι νόημα έχει να κερδίσεις δυο μήνες αν θα τους περάσεις ξερνώντας;
Θα συνεχίσω την ελαφριά παρηγορική που μου
έχει γράψει ο Νίκος. Μια ένεση κάθε δύο εβδομάδες που κρατάει τον πόνο σε
ανεκτά επίπεδα και μου επιτρέπει να λειτουργώ σχεδόν κανονικά. Και ας σημαίνει
ότι κάθε δύο εβδομάδες πρέπει να πηγαίνω Αθήνα για δυο μέρες, μια μέρα για τις
εξετάσεις αίματος, μια για την ένεση και την παρακολούθηση.
Θα μπορούσα να πάω και Καλαμάτα ή Σπάρτη,
έχουν και εκεί ογκολογικά, αλλά με το αεροπλάνο τελικά είναι πιο γρήγορο να πάω
Αθήνα. Σαράντα λεπτά πτήση αντί για τέσσερις ώρες οδήγηση και ferry. Χώρια που για δυο
μέρες πηγαίνω και στο σπίτι μας στην Άνοιξη, βλέπω τους φιλοσόφους μας, τους
βάζω και λίγο metal ή rock—γιατί το πολύ το κύριε ελέησον το βαριέται και ο παπάς—κοιμάμαι στο
κρεβάτι μου, και το προτιμώ χίλιες φορές από κάποιο ξενοδοχείο.
Αυτές τις φορές δε θα με συνοδεύει η
Κρινιώ, καθώς πλέον δουλεύει με τη μητέρα της. Πήρε το πτυχίο της, κράτησε την
υπόσχεσή της, και τώρα είναι επίσημα η βοηθός της Αγγελικής. Με μισθό, ένσημα,
και όλα τα νόμιμα, επέμεινα σε αυτό. «Δεν είναι παιδική εργασία πια,» της είπα,
«είσαι επαγγελματίας.» Και είναι. Έχει φέρει νέες ιδέες, έχει οργανώσει το
μενού, έχει φτιάξει σελίδα στο Instagram
για τα ενοικιαζόμενα που έχει ήδη χίλιους followers.
«Βάλε καμιά φωτογραφία με το μαγιό σου, ή—ακόμα
καλύτερα, χωρίς το μαγιό σου—και θα γίνει διαδήλωση,» την πείραξα για να
εισπράξω ένα ping στη μύτη όλο δικό μου. Που δηλαδή να μην της άρεσε να κάνει μπάνιο ή
ηλιοθεραπεία γυμνόστηθη, θα με είχε φυτέψει κάτω από την κληματαριά, ή ακόμα
χειρότερα σε καμιά γλάστρα!
Βασιζόμενη στην παρουσία της Κρινιώς, η
Αγγελική αποφάσισε φέτος να ανοίξει και mini-market. Για την ακρίβεια αγόρασε το μοναδικό που υπήρχε στο μικρό οικισμό, το
παντοπωλείο του μπάρμπα-Μήτσου. Ο παλιός ιδιοκτήτης αποφάσισε να βγει σύνταξη—εβδομήντα
δύο χρονών ο άνθρωπος, ώρα ήταν—και είναι και μακρινός της συγγενής, κάποιος
ξάδερφος από τη μεριά του πατέρα της, οπότε ήταν ευκαιρία.
Το οίκημα ήταν ήδη δικό της, ο μπάρμπας το
νοίκιαζε από την Αγγελική εδώ και είκοσι χρόνια, και της έδωσε και τον «αέρα»
σε καλή τιμή. Όχι ότι υπήρχε και πολύς αέρας, ένα μικρό μαγαζάκι με τα βασικά,
ψωμί, γάλα, αυγά, κονσέρβες, απορρυπαντικά. Αλλά είναι το μόνο στην περιοχή,
και οι ντόπιοι το προτιμούν από το να κατεβαίνουν στη Χώρα για κάθε
μικροπράγμα.
Φεσώθηκε ελαφρά είναι η αλήθεια. Πενήντα
χιλιάρικα για τον αέρα και το εμπόρευμα, άλλα δέκα για ανακαίνιση. Έβαλε
καινούργια ψυγεία, έβαψε, άλλαξε τα ράφια, έφτιαξε και μια γωνιά με τοπικά
προϊόντα—μέλι, λάδι, παξιμάδια. Αλλά είχε κάνει τους υπολογισμούς της
προσεκτικά.
Η μικρή επιχείρηση είναι αρκετά κερδοφόρα, έχει
σταθερή πελατεία από τους ντόπιους όλο το χρόνο, και το καλοκαίρι διπλασιάζεται
ο τζίρος με τους παραθεριστές. Και δεδομένου ότι σε αντίθεση με το θείο της δε
θα έχει και νοίκι, υπολογίζει η επένδυση να αρχίσει να αποδίδει γρήγορα
καρπούς. «Σε δύο χρόνια θα έχω βγάλει τα λεφτά μου,» μου λέει με σιγουριά.
Αν και στην αρχή ήταν διστακτική—«Δεν ξέρω
από μίνι μάρκετ εγώ, ενοικιαζόμενα έχω»—ο Παύλος τη βοήθησε να ζυγίσει τα υπέρ
και τα κατά. Είναι και αυτός ιδιοκτήτης mini-market στο Γύθειο εδώ και δεκαπέντε χρόνια, άρα ο πλέον ειδικός. Της έδειξε
πώς να κάνει τις παραγγελίες, ποιους προμηθευτές να εμπιστεύεται, πώς να
υπολογίζει το στοκ. «Το μυστικό,» της είπε, «είναι να έχεις πάντα γάλα και
τσιγάρα. Όλα τα άλλα μπορούν να περιμένουν, αλλά για αυτά θα έρθουν και μες τη
μπόρα.» And the rest is history.
Τώρα η Κρινιώ τρέχει από το ένα μαγαζί στο
άλλο. Πρωί στο μίνι μάρκετ να ανοίξει, να τακτοποιήσει τις παραδόσεις, να
εξυπηρετήσει τους πρώτους πελάτες. Μεσημέρι γυρνάει πίσω και κάθεται στο
γραφείο, αν χρειαστούν κάποια εξυπηρέτηση οι ένοικοι. Απόγευμα πάλι στο μίνι
μάρκετ μέχρι να κλείσει. Είναι κουρασμένη αλλά γεμάτη. «Επιτέλους νιώθω ότι
χτίζω κάτι,» μου λέει.
Κι εγώ τη βλέπω και χαμογελάω. Αυτό ήθελα.
Να έχει κάτι δικό της, κάτι που θα την κρατήσει όρθια όταν… όταν θα έρθει η
ώρα. Γιατί θα έρθει. Ίσως όχι φέτος, ίσως του χρόνου. Αλλά θα έρθει. Και θέλω
να ξέρω ότι θα είναι εντάξει. Ότι θα έχει τη μάνα της, τον Παύλο, τη δουλειά
της. Ότι θα συνεχίσει να ζει.
…
Το καθιερωμένο τραγούδι των γενεθλίων,
τουλάχιστον στην ελληνική του εκδοχή, δεν μπορούσαμε να το τραγουδήσουμε χωρίς
το φόβο να μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι. Το καταλάβαμε όλοι ταυτόχρονα, σαν
να μας χτύπησε το ίδιο ρεύμα. Η Αγγελική άνοιξε το στόμα να ξεκινήσει το «Να
ζήσεις…» και σταμάτησε απότομα, σαν να την έπιασε κάτι στο λαιμό. Ο Παύλος
κοίταξε αμήχανα την τούρτα. Η Κρινιώ έσφιξε το χέρι μου κάτω από το τραπέζι.
Τι να πεις δηλαδή, «Να ζήσεις Τζωρτζίνο και
χρόνια πολλά, μεγάλος να γίνεις με άσπρα μαλλιά»; Θα μας πάρει το Σύμπαν με τα
κοσμικά σάπια λάχανα. Θα μας κεραυνοβολήσει επιτόπου για την ειρωνεία.
Αφενός δεν πρόκειται να ζήσω χρόνια πολλά, αν
είμαι τυχερός, ίσως δω άλλη μια φορά τα Χριστούγεννα. Δεν πρόκειται να γεράσω—το
να φτάσω τα πενήντα επτά θα μου φανεί θαύμα. Όσο για τα μαλλιά μου… ας μη
σχολιάσω καλύτερα. Ήταν που ήταν αραιά και είχαν αρχίσει να γκριζάρουν από τα
τριάντα πέντε, ήρθαν και οι χημειοθεραπείες και «αντίο κι ευχαριστώ για τα
ψάρια…» Τώρα το κεφάλι μου γυαλίζει σαν μπιλιάρδο. Η Κρινιώ λέει ότι μου πάει,
ότι μοιάζω με τον Walter White από το Breaking Bad. Εγώ νομίζω ότι μοιάζω περισσότερο με το Gollum, αλλά δεν της χαλάω
τη διάθεση.
Στεκόμασταν λοιπόν και οι τέσσερις γύρω από
το τραπέζι στον κήπο— ακόμα και η Λίζι είχε σκαρφαλώσει στο τραπέζι, γιατί…
αλίμονο!—με την τούρτα και το αναμμένο κεράκι μπροστά μου, σε πλήρη αμηχανία. Η
σιωπή κράτησε μερικά δευτερόλεπτα που έμοιαζαν με αιώνες.
Οπότε θέλοντας και μη, μου το τραγούδησαν
στα αγγλικά. “Happy birthday to you…”
Η Κρινιώ ξεκίνησε πρώτη, διστακτικά, και οι άλλοι ακολούθησαν. Τρεις φωνές που
προσπαθούσαν να ακουστούν χαρούμενες, ενώ στα μάτια τους έβλεπα τη σκιά. “Happy birthday dear George…”, τουλάχιστον τα
αγγλικά δεν υπόσχονται μακροζωία και άσπρα μαλλιά.
«Μόνο του γιου; Η κόρη στο πηγάδι
κατούρησε;» τους κόβω για να κάνω χαβαλέ μόλις τελειώνουν. Πρέπει να σπάσω αυτή
την ατμόσφαιρα, να τους κάνω να γελάσουν. Και πάρε ένα ping στη μύτη από την
Κρινιώ, δυνατό αυτή τη φορά.
«Τζωρτζίνο!» μου λέει ψεύτικα απειλητικά η
Κρινιώ, αλλά βλέπω το χαμόγελο που προσπαθεί να κρύψει. Ξέρει τι κάνω και γιατί
το κάνω. «Τι θα σε κάνω, μου λες;» με ρωτάει χαϊδεύοντάς μου τρυφερά το
μάγουλο.
«Δίκιο έχει μωρέ ο Γιώργος,» λέει ο Παύλος
και το πρόσωπό του φωτίζεται με ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο που τον κάνει να
μοιάζει με δεκάχρονο που ετοιμάζει διαολιά. «Το “Happy Birthday” είναι πολύ μουντό για τέτοια περίσταση. I have
a cunning plan!» λέει ως νέος Baldrick και βγάζει το κινητό του από την τσέπη. Ψάχνει για μερικές στιγμές,
σκρολάροντας με το δάχτυλο. «Α, να το! Έτοιμοι;» ρωτάει με ύφος μαέστρου που
ετοιμάζεται να διευθύνει ορχήστρα, και πατάει play.
Βάζω τα γέλια καθώς ο κήπος πλημμυρίζει από
το “Celebration” των Kool and the Gang. Το “Celebrate good times, come on!” αντηχεί δυνατά, και η Αγγελική αρχίζει να χτυπάει ρυθμικά τα
χέρια. “There’s a
party goin’ on
right here…”
«Αυτό σηκώνει χορό!» τους κάνω και
σηκώνομαι όρθιος, κάνοντας μερικές—εντελώς γελοίες—κινήσεις ντίσκο. Κουνάω το
δάχτυλο στον αέρα a la John Travolta, και βάζουμε όλοι
τα γέλια ενθυμούμενοι τα χάλια μου στη Barbarella πέρσι το Νοέμβρη. Ο Παύλος με μιμείται,
η Αγγελική κάνει το twist, και η Κρινιώ μας βιντεοσκοπεί με το κινητό γελώντας με λυγμούς.
«Άντε, το κεράκι!» φωνάζει η Αγγελική πάνω
από τη μουσική. «Πριν λιώσει!»
Σκύβω πάνω από την τούρτα και κλείνω τα
μάτια. Τι να ευχηθώ; Όχι χρόνια πολλά, αυτό είναι σίγουρο. Ίσως… ίσως απλά λίγο
περισσότερο χρόνο. Αρκετό για να δω την Κρινιώ να ορκίζεται. Αρκετό για να κάνω
μια τελευταία φορά Χριστούγεννα. Ή ακόμα ένα καλοκαίρι στα Κύθηρα. Αρκετό για…
Όχι. Καλύτερα να μην είμαι άπληστος.
Σβήνω το κεράκι με ένα φύσημα και η Κρινιώ
με παίρνει πρώτη αγκαλιά. Με σφίγγει δυνατά, σαν να προσπαθεί να με κρατήσει
εδώ με τη δύναμη της αγκαλιάς της, και μου δίνει ένα τρυφερό πεταχτό φιλί στο
στόμα. Νιώθω τα δάκρυά της στο μάγουλό μου, αλλά όταν με κοιτάζει χαμογελάει.
«Σ’ αγαπάω!» μου λέει τρυφερά, με φωνή που
τρέμει λίγο. Παίρνει το ποτήρι της—έχουμε ανοίξει το καλό κρασί, αυτό που
φυλάγαμε για ειδικές περιστάσεις—και το σηκώνει ψηλά. Κάνει μια παύση, σαν να
ψάχνει τα σωστά λόγια. «Στο ταξίδι που δεν τελειώνει,» αρχίζει την πρόποση με
σταθερή φωνή τώρα. «Και στο όνειρο που δε σταματά!»
Είναι τα δικά μου λόγια, αυτά που της είχα
πει όταν πήρε το πτυχίο της. Και τώρα μου τα επιστρέφει, σαν δώρο, σαν
υπόσχεση.
“Cheers!” απαντάμε οι υπόλοιποι, και τα ποτήρια
τσουγκρίζουν με έναν κρυστάλλινο ήχο. Το κρασί είναι εξαιρετικό, ένα
Αγιωργίτικο που είχε κρατήσει ο Παύλος από το 2015.
Μετά έχουμε νέο γύρο αγκαλιές από Αγγελική
και Παύλο. Η Αγγελική με κρατάει λίγο παραπάνω, χαϊδεύοντάς με στην πλάτη σαν
μάνα. Ο Παύλος μου δίνει μια δυνατή, αντρίκια αγκαλιά και μου ψιθυρίζει στο
αυτί: «Του χρόνου πάλι, και του παραχρόνου, και όσα χρόνια θέλει ο Θεός.» Ξέρει
ότι δεν πιστεύω, αλλά το εκτιμώ.
Είναι λίγο αμήχανο να έχεις τα γενέθλιά
σου, να σε αγκαλιάζουν και να σε φιλάνε και να μη σου λένε «χρόνια πολλά» ή
«πολύχρονος» και τα ρέστα. Σαν να χορεύεις γύρω από μια λέξη που όλοι
σκέφτονται αλλά κανείς δεν τολμά να πει. Σαν το παιχνίδι που παίζαμε παιδιά, “όποιος
πει τη λέξη χάνει”. Μόνο που τώρα η λέξη είναι “θάνατος” και όλοι προσπαθούμε
να μην τη σκεφτόμαστε.
But such is life. Ή μάλλον, such is death. Αλλά όσο κόβω τούρτα με τα αγαπημένα μου πρόσωπα γύρω μου, όσο ακούω τη
μουσική και τα γέλια, όσο νιώθω τον ήλιο στο πρόσωπό μου και τη γεύση του
κρασιού στο στόμα μου, δεν έχει σημασία. Αυτή τη στιγμή, αυτό το τώρα, είμαι
ζωντανός. Είμαι ανάμεσα σε ανθρώπους που με αγαπούν. Και είμαι ευτυχισμένος.
Και αυτό, τελικά, είναι και το μόνο που
μετράει.
…
Και εικοσιπέντε Ιούλη είναι και το μεγάλο
γεγονός, ο γάμος της Αγγελικής με τον Παύλο. Το νησί βούιζε από τις
προετοιμασίες εδώ και εβδομάδες, σε τόσο μικρή κοινωνία, ένας γάμος είναι
γεγονός. Ειδικά όταν η νύφη είναι η Αγγελική, που την ξέρουν όλοι και την
αγαπούν.
Στις είκοσι είχα πάει στην Αθήνα για
χημειοθεραπεία και εξετάσεις. Δύο μέρες κόλαση, η θεραπεία, παρότι ελαφριά, με
έκανε να νιώθω σαν να με έχει πατήσει φορτηγό. Γύρισα στις εικοσιδύο, κίτρινος
σαν λεμόνι και με πόδια από ζελέ. Η Κρινιώ με περίμενε στο αεροδρόμιο με ένα
χαμόγελο που προσπαθούσε να κρύψει την ανησυχία της. «Πώς είσαι;» με ρώτησε.
«Σαν να με έχουν βάλει στο μίξερ,» της απάντησα, «αλλά θα τα καταφέρω.»
Και όντως, μέχρι το Σάββατο είχα ανακάμψει
για τα καλά. Η δύναμη της θέλησης, λέει η Κρινιώ. Εγώ λέω η δύναμη του να μη
θέλεις να χάσεις ένα τέτοιο γεγονός. Γιατί—που να το πεις και να μη βάλουν τα
γέλια—είχα τιμηθεί ως …μεγάλος γιος (για την ακρίβεια δέκα χρόνια μεγαλύτερος
από τη …μαμά) να παραδώσω την Αγγελική στον Παύλο. Ναι, ξέρω πώς ακούγεται. Η
Κρινιώ δεν έχει σταματήσει να με πειράζει από τότε που το αποφασίσαμε.
Σε αντίθεση με εμένα και την Κρινιώ που
είμαστε αμφότεροι άθεοι—ή τουλάχιστον αγνωστικιστές με τάσεις προς τον αθεϊσμό—Αγγελική
και Παύλος δεν είναι. Και έτσι ο γάμος τους θα είναι θρησκευτικός και θα γίνει
στην Παναγιά τη Μυρτιδιώτισσα, το μοναστήρι που είναι χτισμένο στον πιο όμορφο
γκρεμό του νησιού, με θέα που κόβει την ανάσα.
«Δεν έχουν μόνο τα celebrities κονέ!» μου
είχε εκμυστηρευτεί η Αγγελική χαχανίζοντας όταν μου ανακοίνωσε το μέρος.
Εκείνες τις μέρες, το νησί γέμισε από
συγγενείς και φίλους. Γνώρισα επιτέλους τη Φανή, την κόρη του Παύλου, μια
γυναίκα στα τριάντα με το χαμόγελο του πατέρα της και μάτια που σε διαπερνούν.
Τον γαμπρό του τον Πέτρο, έναν ήσυχο άντρα που δουλεύει σε τράπεζα και μιλάει
μόνο όταν έχει κάτι να πει. Και φυσικά την Ηρώ, την εγγονούλα του, ενός χρόνου
θηριάκι με μπουκλίτσες που δεν σταματάει στιγμή.
Παρόντες φυσικά ήταν και γείτονες και
φίλοι. Ο μπάρμπα-Μάρκος με τη γυναίκα του, η κυρά-Σοφία από το περίπτερο, ο
Σταμάτης ο ψαράς με όλη την οικογένεια. Και εκεί, σε ένα τραπέζι στη γωνία,
γνώρισα και τον πρώτο έρωτα της Κρινιώς, τον Νικόλα και τη γυναίκα του τη
Μαρία.
Ε ρε και να ήξερε τι ήξερα. Από τις
ιστορίες της Κρινιώς περίμενα κάποιον Καζανόβα, έναν λεβέντη που έριχνε καρδιές
με το κιλό. Καμία σχέση με την εικόνα που είχα πλάσει από τα …όργια που μου
είχε περιγράψει η Κρινιώ. Ο Νικόλας ήταν ήσυχος, ντροπαλός και λιγομίλητος.
Λίγο φαλακρός, λίγο κοιλαράς, με γυαλιά και ένα συνεσταλμένο χαμόγελο. Δουλεύει
λογιστής στο δήμο και το μόνο άγριο πάνω του είναι η γραβάτα με τα λουλούδια.
Πλήρη αντίθεση από τη γυναίκα του και τα
δυο κοριτσάκια τους, την Μαρίνα και την Κωνσταντίνα, που ήταν σκέτα διαολάκια.
Πέντε και επτά χρονών, με κοτσιδάκια και φορέματα πριγκίπισσας, αλλά με
ενέργεια που θα ζήλευε και το CERN. Μέσα σε πέντε λεπτά είχαν ανέβει στο τραπέζι, είχαν χυθεί δύο ποτήρια
και είχαν βάλει τον μπαμπά τους να τις κυνηγάει γύρω από την εκκλησία.
Και μιας και λέμε για διαολάκια, φυσικά και
ήταν παρούσα η Ειρήνη, η κολλητή της Κρινιώς. Ήρθε με το σύζυγό της τον Γιάννη,
και φυσικά τον Πέτρο και τον Μάριο, τα δίδυμα. Τεσσάρων χρονών τώρα, με ξανθά
μαλλιά και μπλε μάτια, σαν αγγελούδια. Μέχρι να ανοίξουν το στόμα τους,
τουλάχιστον.
Κάποτε, παλιά, ήθελα παιδιά. Το
ονειρευόμουν· να διαβάζω παραμύθια, να παίζω μπάλα στο πάρκο, να τους μάθω
ποδήλατο. Αλλά αρχικά δεν ήθελε η πρώην γυναίκα μου. Είχαμε μεγάλη διαφορά
ηλικίας, ήταν αρκετά νεότερη. «Είμαστε νέοι, έχουμε καιρό,» έλεγε. Και όταν της
ήρθε επιτέλους η επιθυμία, δεν ήθελα πλέον εγώ. Μπαμπάς ήθελα να γίνω, όχι
παππούς. Και αυτός ήταν και ο λόγος που είχαμε χωρίσει, όχι με καυγάδες και
πιάτα, αλλά με μια ήσυχη παραδοχή ότι θέλαμε διαφορετικά πράγματα.
Η Κρινιώ, τουλάχιστον μέχρι τώρα,
κουβαλούσε τα δικά μου μυαλά. Μου το είχε πει όταν είχαμε γνωριστεί: «Δεν με
απασχολεί ιδιαίτερα να γίνω μητέρα. Ίσως κάποτε, ίσως ποτέ. Δεν ξέρω.» Και δικά
της παιδιά μπορεί να μην ήθελε—ή, για να είμαι ακριβής, δεν ήθελε ακόμα—ωστόσο
αυτό δεν την εμπόδιζε να είναι καταπληκτική μαζί τους.
Και κάπως έτσι, μετά την τελετή, ενώ οι
μεγάλοι έπιναν και κουβέντιαζαν, κάποια στιγμή ήμουν εγώ που βρέθηκα με τέσσερα
τερατάκια σκαρφαλωμένα πάνω μου. Ο Πέτρος και ο Μάριος στους ώμους μου, η
Μαρίνα και η Κωνσταντίνα κρεμασμένες από τα χέρια μου. Η Ηρώ ήταν πολύ μικρή
για τέτοια αεροπλανικά, αλλά όχι αρκετά μικρή ώστε να μη θέλει και εκείνη
«Γιόγιο!», έτσι με φώναζε, όσο κι αν προσπαθούσε η Φανή να της μάθει να λέει
«κύριε Γιώργο».
«Πιο ψηλά!» φώναζε ο Πέτρος. «Πιο γρήγορα!»
απαιτούσε η Μαρίνα. «Κάνε τον ελικόπτερο!» διέταζε ο Μάριος.
Και εγώ, που δεν είχα ιδέα τι είναι «ο
ελικόπτερος», άρχισα να στριφογυρίζω με τα χέρια ανοιχτά, κάνοντας ήχους
μηχανής. Τα παιδιά ούρλιαζαν από ενθουσιασμό, οι γονείς τους γελούσαν, και η
Κρινιώ με βιντεοσκοπούσε με το κινητό.
«Είσαι φυσικό ταλέντο!» μου φώναξε η
Ειρήνη. «Πότε θέλεις να στα αφήσω για babysitting;»
Αυτό θα πει δημοφιλία, με ξεθέωσαν. Όταν
επιτέλους κατάφερα να τα κατεβάσω—με υπόσχεση ότι θα ξαναπαίξουμε αργότερα—ήμουν
λαχανιασμένος και ιδρωμένος σαν να είχα τρέξει μαραθώνιο.
Η Κρινιώ μου είχε ντυθεί σχετικά απλά για
τα δεδομένα της. Ένα όμορφο καλοκαιρινό φόρεμα σε παστέλ μπλε, που έφτανε λίγο
κάτω από το γόνατο, με διακριτικό ντεκολτέ και λεπτές τιράντες. Τα μαλλιά της
τα είχε μαζέψει σε έναν χαλαρό κότσο, με μερικές τούφες να πέφτουν
παιχνιδιάρικα στο πρόσωπό της. Ελάχιστο μακιγιάζ, μόνο λίγο gloss στα χείλη και
μάσκαρα. Δεν ήθελε να τραβάει βλέμματα πάνω της στο γάμο της ίδιας της της
μητέρας, μου είχε εξηγήσει. «Είναι η μέρα της μαμάς, όχι η δική μου.»
Εγώ από την άλλη είχα βάλει το καλύτερό μου
κουστούμι. Ναι, εκείνο που αγοράσαμε ειδικά για την περίσταση, μετά από τρεις
ώρες βασανιστήριο σε πέντε διαφορετικά μαγαζιά. Σκούρο μπλε, με λεπτή λευκή
ρίγα, που έκανε τα κιλά που είχα χάσει να μη φαίνονται τόσο. Άσπρο πουκάμισο,
γαλάζια γραβάτα—«Ταιριάζει με το φόρεμά μου!» είχε πει η Κρινιώ—και τα
καινούργια μαύρα παπούτσια που με σκότωναν αλλά δεν το έδειχνα.
Γιατί όπως είχαμε εξ αρχής πει, εγώ ήμουν
που θα παρέδιδα τη νυφούλα-πεθερά στο γαμπρό-πεθερό. Το είχα προτείνει εγώ,
μισό αστείο μισό σοβαρά, και η Αγγελική είχε δακρύσει. «Θα ήταν τιμή μου,» είχε
πει. Κι εκεί σταμάτησε η συγκίνηση και άρχισε το δούλεμα. Αλίμονο!
Καθώς πλησιάζαμε στην εκκλησία με το
αυτοκίνητο, η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Η Αγγελική καθόταν ανάμεσά μας,
υπέροχη στο κρεμ φόρεμά της. Απλό αλλά κομψό, μέχρι τους αστραγάλους, με
δαντέλα στα μανίκια και μια διακριτική ουρά. Τα μαλλιά της ανεβασμένα σε ένα
περίτεχνο κότσο με μικρά λευκά λουλούδια. Το πρόσωπό της έλαμπε, αλλά τα χέρια
της έτρεμαν ελαφρά.
«Τι σκέφτεσαι;» ρωτάω την Αγγελική λίγο
πριν κατέβουμε από το αυτοκίνητο.
Με κοιτάζει με ένα πρόσωπο τελείως
ανέκφραστο. «Τι σεντόνι θ' απλώσω!» μου λέει με deadpan ύφος.
Το αυτοκίνητο σείεται από τα γέλια μας. Η
Κρινιώ έχει διπλωθεί και προσπαθεί να μη λερώσει το μακιγιάζ της.
«Ρε μαμά!» λέει η Κρινιώ σχεδόν δακρυσμένη
από τα γέλια, «θα μου κάνεις το make
up χάλια!»
Δεν μπορώ να αντισταθώ. Παίρνω τη φωνή μου
τρεις οκτάβες πιο κάτω και γυρίζω προς την Αγγελική:
«ΤΙ ΕΝΝΟΕΙΣ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ;» λέω μιμούμενος τον
Γιάγκο Δράκο. «ΜΙΛΑ ΞΕΚΑΘΑΡΑ ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΟΡΓΗ! ΤΟ ΕΧΕΙΣ ΚΑΒΑΛΗΣΕΙ ΤΟ ΔΕΛΦΙΝΙ
ΠΡΙΝ ΕΡΘΕΙΣ ΕΙΣ ΓΑΜΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΑ;»
Η Αγγελική γυρίζει και με κοιτάζει με το
πιο αθώο ύφος του κόσμου. «Μόνο το δελφίνι;» ρωτάει.
Αυτή τη φορά ήμουν εγώ αυτός που κόντεψε να
φτύσει τα πνευμόνια του. Βήχω τόσο δυνατά που ο οδηγός μας γυρίζει ανήσυχος.
«Είστε καλά, κύριε Γιώργο;»
«Όχι,
πεθαίνω από καρκίνο», σκέφτηκα.
Προφανώς και δεν απάντησα αυτό το πράγμα,
μέρα που ήταν, οπότε τον καθησύχασα ότι είμαι καλά και αν η νύφη με πνίξει, το
κρίμα στο λαιμό της.
Τέλος πάντων, φτάνουμε με τα πολλά. Η
Παναγιά η Μυρτιδιώτισσα είναι ήδη γεμάτη κόσμο. Οι καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα,
ο ήλιος λάμπει, και η θάλασσα απλώνεται μπροστά μας σαν ατέλειωτο γαλάζιο χαλί.
Κατεβαίνουμε με εμένα να κρατάω την
Αγγελική αγκαζέ—ο αριστερός μου βραχίονας περασμένος στο δικό της δεξί—και
δίπλα της την Κρινιώ. Η πορεία μας μέχρι την είσοδο της εκκλησίας μοιάζει
ατελείωτη. Βλέπω πρόσωπα να γυρίζουν, χαμόγελα, κάποιοι σηκώνουν κινητά για
φωτογραφίες. Η Αγγελική περπατάει με το κεφάλι ψηλά, χαμογελώντας.
Προχωράμε προς τον Παύλο που μας περιμένει
στην είσοδο. Χαμογελάει σαν κρετίνος—ένα τεράστιο, ανόητο χαμόγελο που τον
κάνει να μοιάζει με παιδί που είδε τον Άγιο Βασίλη. Τα μάτια του γυαλίζουν
ύποπτα, και βλέπω ότι προσπαθεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Φοράει ένα γκρι
κουστούμι με άσπρο πουκάμισο και μπορντό γραβάτα. Δίπλα του ο κουμπάρος του, ο
Στέφανος, του ψιθυρίζει κάτι και του δίνει ένα χαρτομάντηλο.
Φτάνουμε μπροστά του. Η στιγμή είναι
φορτισμένη. Ο Παύλος κοιτάζει την Αγγελική σαν να μην πιστεύει ότι είναι
αληθινή. Η Αγγελική τον κοιτάζει και τα μάτια της λάμπουν.
Καθαρίζω το λαιμό μου θεατρικά. «Καλωσήρθες
στην εποχή της παντόφλας!» του κάνω παραδίδοντας τη νύφη. Περιμένω γέλια, αλλά
είναι και οι δύο πολύ συγκινημένοι για να μου δώσουν σημασία. Ο Παύλος παίρνει
το χέρι της Αγγελικής και το φιλάει τρυφερά.
Η Κρινιώ πάλι όχι. Όπως είναι από πίσω μας—στρατηγικά
τοποθετημένη για να με ελέγχει—νιώθω ένα δυνατό ping στο σβέρκο. Και μπράβο μου! Το άξιζα.
Ο γάμος είναι όμορφος με τον τρόπο που
είναι όμορφοι οι παραδοσιακοί ορθόδοξοι γάμοι. Τα στέφανα, ο χορός του Ησαΐα, η
ανταλλαγή των δαχτυλιδιών. Ο παπά-Νικόλας, ένας εβδομηντάρης με άσπρη γενειάδα
και καλοσυνάτο πρόσωπο, κάνει την τελετή με προφανή συγκίνηση. Είναι ξάδερφος
του Παύλου τελικά, και φαίνεται.
Αλλά το αληθινό πάρτι αρχίζει μετά. Το μίνι
γλέντι που στήσαμε στην ταβέρνα του μπάρμπα-Μάρκου είναι κάτι που θα θυμόμαστε
για χρόνια. Ο μπάρμπα-Μάρκος, ογδοντάρης και βάλε, έχει βάλει τα καλά του και
υποδέχεται τους καλεσμένους σαν να είναι δική του κόρη που παντρεύεται.
Με το που ήρθε το ζευγάρι, άρχισε το
δούλεμα. Ο πρώτος που άνοιξε πυρ ήταν ο Σταμάτης ο ψαράς:
«Γιατί αργήσατε; Φωτογραφίες το λέμε τώρα;
Ή μήπως δεν μπορούσατε να περιμένετε;»
«Τι σεντόνι θα απλώσεις μωρή;» φώναξε η
κυρά-Σοφία, και όλοι βάλαμε τα γέλια.
Ο Παύλος φυσικά δεν έχασε ευκαιρία.
«Μεταχειρισμένη την πήρα, αλλά σε καλή τιμή!»
Η ταβέρνα σείστηκε από τα γέλια και τα
χειροκροτήματα.
«Εγώ τι να πω που είσαι εκτός εγγύησης;»
τον πείραξε με τη σειρά της η Αγγελική
«Τι
να πω εγώ, δηλαδή,» σκέφτηκα. «Δέκα χρόνια μεγαλύτερος από
τη “μαμά” και με τον έναν πόδι στον τάφο.»
Και εκεί τα γέλια σταμάτησαν απότομα. Ένα
μακρόσυρτο «ΩΩΩΩ» ακούστηκε από όλους καθώς από τα ηχεία άρχισαν να πέφτουν οι
πρώτες νότες του τραγουδιού που είχαν επιλέξει για τον πρώτο τους χορό. Μια πασίγνωστη και υπέροχη μπαλάντα.
Nights in white satinNever reaching the endLetters I've writtenNever meaning to send
Moody Blues. “Nights
in White Satin”. Ένα τραγούδι από το 1967, παλιότερο και
από τους δυο τους. Τι λέω; Παλιότερο και από εμένα! Ο Παύλος πήρε την Αγγελική
από το χέρι και την οδήγησε στο κέντρο της πίστας. Άρχισαν να χορεύουν αργά,
κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο σαν να μην υπάρχει κανένας άλλος στο δωμάτιο.
And I love you,Yes I love you.Oh, how I love you
Η Κρινιώ έσφιξε το χέρι μου. Είδα ένα δάκρυ
να κυλάει στο μάγουλό της. «Είναι τόσο ευτυχισμένοι,» ψιθύρισε. Και ήταν.
Φαινόταν στον τρόπο που κοιτάζονταν, στον τρόπο που ο Παύλος την κρατούσε σαν
να ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο.
Μετά τον πρώτο χορό, ήρθε η ώρα για τον
χορό του γαμπρού. Και εδώ ο Παύλος μας εξέπληξε. Περιμέναμε κάποιο παραδοσιακό,
ίσως ένα ζεϊμπέκικο ή έναν χασάπικο. Αλλά όχι. Ο Παύλος είχε άλλα σχέδια.
Οι πρώτες νότες που ακούστηκαν έκαναν τους
νεότερους να σηκωθούν αμέσως όρθιοι:
You mean I've been dancin' on the floor darlin'And I feel like I need some more and IFeel your body close to mine and IMove on love it's about that timeMake me feel - mighty realMake me feel - mighty real
Sylvester! “You
Make Me Feel (Mighty Real)”! Disco του 1978! Η πίστα
γέμισε αμέσως. Ο Παύλος άρχισε να χορεύει με κινήσεις που έδειχναν ότι τα νιάτα
του τα είχε περάσει σε disco. Οι νεότεροι τον κοιτούσαν με δέος.
«Πού τα έμαθες αυτά, ρε κουμπάρε;» φώναξε
κάποιος.
«Studio 54, παιδιά!» απάντησε ο Παύλος κάνοντας μια
στροφή. «Μπορεί να φαίνομαι γερόλυκος, αλλά κάποτε ήμουν το τέρας του Γυθείου!»
Ο Παύλος πάντως ξέρει να χορεύει disco. Τα κλασικά disco moves, το pointing, το hip sway, ακόμα και μερικά spins. Σε αντίθεση με εμένα—που όπως λέει και η Κρινιώ μου: «Στο Ζάλογγο να
χόρευες προς τα πάνω θα έπεφτες!»
Προσπάθησα κι εγώ να χορέψω, περισσότερο
για να μη χαλάσω το κέφι. Αλλά μετά από δυο λεπτά κουνήματος που έμοιαζε
περισσότερο με επιληπτική κρίση, η Κρινιώ με τράβηξε διακριτικά στην άκρη.
«Κάτσε, Τζωρτζίνο μου,» μου είπε γελώντας.
«Μην τραυματιστεί κανείς!»
Είναι να μη σου έχει βγει το όνομα!
Αλλά δεν πείραζε.
Καθόμουν και έβλεπα τους άλλους να χορεύουν, να γελούν, να γιορτάζουν. Η
Αγγελική και ο Παύλος στη μέση της πίστας, ευτυχισμένοι σαν παιδιά. Η Κρινιώ
που χόρευε με την Ειρήνη. Τα παιδιά τρέχανε γύρω από τα τραπέζια. Η ζωή που
συνεχιζόταν.
…
Και όχι να το παινευτώ, αλλά εγώ και η
Κρινιώ δώσαμε και το καλύτερο δώρο στο ζευγάρι: Ταξίδι στις Μαλδίβες με όλα τα
έξοδα πληρωμένα. Δέκα μέρες σε ένα από αυτά τα overwater bungalows που βλέπεις στα περιοδικά και αναρωτιέσαι αν είναι αληθινά ή από
εκείνες τις φωτογραφίες που νομίζεις ότι δεν είναι αληθινές. Με ιδιωτικό μπαλκόνι
πάνω από τη λιμνοθάλασσα, γυάλινο πάτωμα για να βλέπεις τα ψάρια από κάτω, και σέρβις
που σου φέρνει το πρωινό με κανό.
Η ιδέα ήρθε από την Κρινιώ. Καθόμασταν ένα
βράδυ και προσπαθούσαμε να σκεφτούμε τι να τους πάρουμε. «Όχι άλλα σερβίτσια
και κρεβατοσκεπάσματα,» είχε πει. «Κάτι που θα θυμούνται.» Και τότε είδε μια
διαφήμιση στο Instagram, ένα ζευγάρι που έκανε snorkeling με χελώνες σε κρυστάλλινα νερά. «Αυτό!» είπε δείχνοντας την οθόνη.
Μπορεί τα Κύθηρα να είναι επίγειος
παράδεισος—και είναι, δεν το αμφισβητώ—αλλά το ίδιο είναι και το νησιώτικο
σύμπλεγμα του Ινδικού. Εκεί που το νερό έχει όλες τις αποχρώσεις του τιρκουάζ,
όπου οι παραλίες είναι τόσο λευκές που πονάνε τα μάτια, όπου τα ψάρια είναι
τόσο πολύχρωμα που μοιάζουν με ζωγραφιές. Και ήταν και ευκαιρία η Αγγελική να
ζήσει τον τουρισμό ως τουρίστρια και όχι ως πάροχος υπηρεσίας. Να την
εξυπηρετούν άλλοι για αλλαγή, να μην ανησυχεί αν είναι όλοι ευχαριστημένοι, αν
η κουζίνα βγάζει τα πιάτα στην ώρα τους.
«Πότε ήταν η τελευταία φορά που η μαμά μου
πήγε διακοπές; Πραγματικές διακοπές, όχι δυο μέρες Αθήνα για ψώνια;»
Είχε δίκιο. Η Αγγελική δούλευε ασταμάτητα
από τότε που πέθανε ο άντρας της. Καλοκαίρι-χειμώνα, επτά μέρες την εβδομάδα
όταν ήταν σαιζόν. Της άξιζε να ζήσει σαν πριγκίπισσα για λίγο.
Αν και το ποσό ήταν αρκετά σημαντικό για
την Κρινιώ—μιλάμε για σχεδόν επτά χιλιάρικα το ταξίδι, τα μισά ήταν τρεις
μισθοί της—ακόμα περισσότερο σημαντικό ήταν το «μισό-μισό». Το είδα στα μάτια
της όταν το συζητούσαμε, Αυτή της την ανάγκη να συνεισφέρει ισότιμα, και όχι
απλά με το όνομά της στην κάρτα.
«Θα βάλω από τα λεφτά που έχω στην άκρη,»
είχε πει αποφασιστικά. «Και θα δουλέψω έξτρα ώρες το καλοκαίρι για να τα βγάλω
πάλι.»
Οπότε δεν έκανα καν νύξη ότι θα μπορούσα να
τα πληρώσω όλα εγώ. Όχι ότι θα με στένευε, έχω περισσότερα χρήματα απ’ όσα θα
προλάβω να ξοδέψω στον χρόνο που μου μένει. Αλλά το καταλαβαίνω και το σέβομαι.
Είναι θέμα αξιοπρέπειας. Θέμα να νιώθει ότι είναι ισότιμη στη σχέση, ότι δεν
είναι εκεί για τα λεφτά.
Έτσι κι αλλιώς, σκέφτομαι καθώς την βλέπω
να μετράει προσεκτικά τα χρήματα για την προκαταβολή, αυτά που έχω μαζέψει θα
της μείνουν. Το σπίτι στην Άνοιξη και τα χρήματα στους λογαριασμούς μου. Το
είχα πάρει απόφαση από τότε που ήμασταν μαζί ούτε καν πέντε μήνες.
Τώρα βέβαια που ξέρω πόσο λίγος καιρός μου
μένει, η απόφαση φαίνεται ακόμα πιο σωστή. Δεν θα την αφήσω να παλεύει με
γραφειοκρατίες και κληρονομικά όταν θα προσπαθεί να θρηνήσει. Όλα
τακτοποιημένα, όλα στο όνομά της. Το μόνο που θα χρειαστεί να κάνει είναι να
συνεχίσει να ζει.
Win-Win,
όπως λένε οι Αμερικάνοι. Αυτή παίρνει το μέλλον της εξασφαλισμένο, εγώ παίρνω
την ηρεμία ότι θα είναι εντάξει.
Όταν ανακοινώσαμε το δώρο στο γλέντι, η
Αγγελική έβαλε τα κλάματα. Μας αγκάλιασε και τους δυο μαζί, μουρμουρίζοντας
«δεν έπρεπε, δεν έπρεπε» ξανά και ξανά. Ο Παύλος στεκόταν δίπλα της
χαμογελώντας σαν χαζός, κοιτάζοντας τα εισιτήρια σαν να μην πίστευε ότι ήταν
αληθινά.
«Πάντα ήθελα να δω τον Ινδικό,» είπε
τελικά. «Από τότε που ήμουν μικρός και διάβαζα τον Ιούλιο Βερν.»
«Ε, τώρα θα τον δεις,» του είπε η Κρινιώ.
«Και θα κάνεις και snorkeling με καρχαρίες!»
«Καρχαρίες;» Η Αγγελική χλόμιασε.
«Baby sharks, ρε μαμά, δεν θα δεις και τον Bruce! Ακίνδυνοι! Σαν μεγάλα ψαράκια!»
Κοιτάζω την Κρινιώ που εξηγεί με
ενθουσιασμό στη μητέρα της τι θα δουν και τι θα κάνουν στις Μαλδίβες—έχει ήδη
κάνει όλη την έρευνα, έχει φτιάξει ένα ολόκληρο itinerary—και χαμογελάω. Αυτή είναι η κληρονομιά
μου. Όχι τα λεφτά, όχι το σπίτι. Αυτή η στιγμή. Αυτή η χαρά στα μάτια της. Αυτή
η γενναιοδωρία της ψυχής της.
Αυτό θα μείνει μετά από μένα. Και είναι αρκετό.
Είναι παραπάνω από αρκετό.
28. Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα…
Έχουμε επιστρέψει από τα τέλη Σεπτέμβρη
στην Αθήνα αντί για τα αρχικά προγραμματισμένο τέλος Οκτώβρη. Η τελευταίες
εξετάσεις μου αν και δεν ήταν ακόμα καταδικαστικές, δεν ήταν αυτό που λέμε
καλές, οπότε αναγκαστικά επιστρέψαμε για να λάβω όσο δυνατόν καλύτερη φροντίδα.
Μόνο η Αγγελική ξέρει ότι έχω πάρει την
απόφασή μου να γράψω το σπίτι στην Κρινιώ. Ενάμιση χρόνο μαζί, τυπικά συζούμε
από πέρσι το Σεπτέμβρη αλλά ουσιαστικά συζούσαμε με το που ξεκίνησα τη
χημειοθεραπεία, πέρσι το Μάη. Παρόλο που υπό άλλες περιστάσεις θα περνούσα
πρόθυμα τις σκάλες του Δημαρχείου—άθεοι και οι δυο, παρά το σταυρό στο tattoo της—πείτε με
ανόητο, δε θέλω να την αφήσω χήρα. Προτιμώ χίλιες φορές να της το δώσω από
πριν, παρά να το πάρει απλώς ως κληρονομιά.
Καλά όλα αυτά, αλλά άντε πες της τα χωρίς
τον κίνδυνο να βρεθώ με ανοιγμένο κεφάλι. Το προετοίμασα όσο καλύτερα μπορούσα—είχα
μιλήσει και με το δικηγόρο μου και με συμβολαιογράφο, είχα ετοιμάσει χαρτιά,
είχα σκεφτεί κάθε λέξη που θα έλεγα. Και σήμερα απόγευμα, το οποίο ξαφνικά με
βρήκε θρήσκο και να παρακαλάω όποια θεότητα γνώριζα για να με βοηθήσει να μη
φάω καμιά γλάστρα στο κεφάλι, θα της το μπουμπούνιζα.
Με το που τελειώνει την περιποίηση του
εσωτερικού μας βοτανικού κήπου, καθόμαστε στον καναπέ του σαλονιού, εκείνη με
τα πόδια κάτω από το κορμί της σαν γάτα, εγώ με τα χέρια μου να παίζουν νευρικά
με το μανίκι του πουκαμίσου μου. Η Λίζι έχει καθίσει στον γατοδιάδρομο που της
φτιάξαμε κάτω από το ταβάνι και μας κοιτάζει αφ’ υψηλού, σαν να ξέρει ότι κάτι
σημαντικό θα συμβεί.
«Κρινιώ μου, θέλω να σου πω κάτι πολύ
σημαντικό για μένα,» της λέω καθαρίζοντας το λαιμό μου, προσθέτοντας το “για
μένα,” για να δώσω έμφαση στο γεγονός ότι αυτό θα γινόταν επειδή εγώ το ήθελα.
Τα χέρια μου είχαν σταματήσει το νευρικό παιχνίδι και είχαν σφιχτεί σε γροθιές.
«Σαν τι;» με ρωτάει κοιτάζοντάς με
εξεταστικά, στρέφοντας όλο το κορμί της προς το μέρος μου. Βλέπω την περιέργεια
στα μάτια της, αλλά και μια σκιά ανησυχίας.
«Είναι δύο πράγματα,» της λέω παίρνοντας
βαθιά ανάσα και τεντώνοντας το χέρι μου για να της πιάσω το δικό της. «Το πρώτο
είναι ότι θέλω να σε ορίσω ιατρικό μου πληρεξούσιο σε περίπτωση που εγώ δεν
είμαι σε θέση να πάρω αποφάσεις.»
Την βλέπω να παγώνει. Τα χείλη της ανοίγουν
ελαφρά σαν να θέλει να πει κάτι, αλλά κανένας ήχος δεν βγαίνει.
«Γιώργο…» πάει να μου πει τελικά, αλλά της
κάνω νόημα με το ελεύθερο χέρι μου να σωπάσει.
«Κρινιώ μου,» συνεχίζω κρατώντας σταθερό το
βλέμμα μου στα μάτια της, «πέρα από το Γιάννη δεν έχω κάποιον άλλον άνθρωπο που
να εμπιστεύομαι τόσο τυφλά. Δεν θέλω να είναι ο Γιάννης, θέλω να είσαι εσύ. Εσύ
που μου έδωσες πίσω τη θέληση να ζήσω.»
Δεν απαντάει αμέσως. Με κοιτάζει σφιγμένη,
τα χείλη της πιεσμένα σε μια λεπτή γραμμή. Όχι αρνητική, αλλά φορτωμένη από το
βάρος των ίδιων μου των λόγων. Βλέπω τη σάρκα γύρω από τα μάτια της να
σφίγγεται. Παίρνει βαθιά ανάσα που την κάνει να τρέμει όλη ελαφρά.
«Θα το κάνω, Τζωρτζίνο μου. Για σένα θα το
κάνω,» μου απαντάει τελικά και μου σφίγγει το χέρι τόσο δυνατά που σχεδόν
πονάει. Το βλέμμα της είναι γεμάτο αποφασιστικότητα, αλλά βλέπω και τον φόβο
που κρύβεται από πίσω.
«Σ’ ευχαριστώ αγάπη μου. Σ’ ευχαριστώ!» της
λέω με φωνή που τρέμει, γεμάτος ανακούφιση. Τα μάτια μου καίνε από τα δάκρυα
που αρχίζουν να τρέχουν και τα βάζω το χέρι μου στο στήθος καθώς παίρνω βαθιές
ανάσες προσπαθώντας να συνεφέρω. «Και τώρα το δεύτερο και το πιο σημαντικό…»
«Πιο σημαντικό;» με ρωτάει με απορία,
ανοίγοντας ελαφρά τα μάτια της. Δεν έχει αφήσει το χέρι μου.
«Ναι, για μένα είναι ακόμα πιο σημαντικό,»
της λέω στραβώνοντας ελαφρά το κορμί μου για να τη βλέπω καλύτερα. Παίρνω ξανά
βαθιά ανάσα, νιώθοντας την καρδιά μου να χτυπάει τόσο δυνατά που σίγουρα την
ακούει. «Θέλω να σου μεταβιβάσω το σπίτι.»
Τα μάτια της γουρλώνουν από την έκπληξη
τόσο πολύ που σχεδόν φαίνεται κωμικό. Το στόμα της ανοίγει και κλείνει σαν
ψάρι, καθώς προσπαθεί να επεξεργαστεί αυτό που μόλις άκουσε.
«Πριν… πριν ήταν τέσσερεις τοίχοι,» της λέω
με φωνή που μαλακώνει, χαϊδεύοντας το χέρι της με τον αντίχειρά μου. «Εσύ το
έκανες σπιτικό, το δικό μας σπιτικό. Εγώ…» διστάζω, προσπαθώντας να βρω τις
σωστές λέξεις.
«Όχι!!!!» μου φωνάζει ξαφνικά, τραβώντας το
χέρι της μακριά από το δικό μου και σηκώνοντάς το μπροστά της σαν ασπίδα. «Όχι,
αυτό… αυτό… παρά-είναι!» Το κεφάλι της κουνιέται επίμονα αριστερά-δεξιά.
«Ναι,» της λέω απαλά αλλά αποφασιστικά,
τεντώνοντας ξανά το χέρι μου για να της πιάσω το δικό της παρά την αντίστασή
της. «Το έκανες σπίτι, σου ανήκει όσο κι εμένα.»
«Τζωρτζίνο μου,» μου λέει και η φωνή της
σπάει εντελώς.
Βάζει τα κλάματα, βαθιά, σπαρακτικά, με
λυγμούς που την τραντάζουν. Την φέρνω κοντά μου και την σφίγγω στην αγκαλιά μου·
τρέμει ολόκληρη.
«Είναι το σπίτι μας, Κρινιώ μου,» της
μουρμουρίζω στα μαλλιά της, κουνώντας την απαλά. «Είναι το σπίτι μας με όλους
τους δυνατούς τρόπους. Δε θα αλλάξει τίποτα, απλά θα είναι κατοχυρωθεί και
νομικά. Θα το κάνουμε με πλήρη ασφάλεια. Θα κρατήσω την επικαρπία όσο ζω, αλλά
το σπίτι θα είναι δικό σου. Χωρίς χαρτιά, χωρίς γραφειοκρατίες, χωρίς τίποτα
όταν έρθει εκείνη η ώρα…»
Κλαίει με λυγμούς στο στήθος μου, τα
δάχτυλά της σφιγμένα στο πουκάμισό μου, χωρίς να απαντάει. Το κεφάλι της είναι
σκυμμένο τόσο χαμηλά που βλέπω μόνο την κορυφή του. Νιώθω την απελπισία της να
με πλημμυρίζει κι εμένα, οπότε προσπαθώ να ελαφρύνω λίγο το κλίμα.
Την αφήνω να ηρεμίσει για λίγο, γιατί η
συζήτηση δεν έχει τελειώσει, πρέπει να της πω για το φόρο μεταβίβασης.
«Υπάρχει και κάτι άλλο που σχετίζεται με τη
μεταβίβαση του σπιτιού…» της λέω διστακτικά, καθώς παίζω νευρικά με την άκρη
του μαξιλαριού. Βλέπω τα μάτια της να εστιάζουν αμέσως πάνω μου, με εκείνη την
έκφραση που παίρνει όταν ξέρει ότι κάτι σημαντικό έρχεται.
«Όπως σου είχα εξηγήσει,» αρχίζω την
εισαγωγή, χαϊδεύοντάς την στον ώμο και νιώθοντας πώς τα μυς της τεντώνονται
ελαφρά, «δε μου αρέσει να έχω τα χρήματά μου να κάθονται.» Κάνω μια μικρή
παύση, προσπαθώντας να οργανώσω τις σκέψεις μου. «Το αρχικό μου προσδόκιμο ήταν
ένα με δύο χρόνια.» Σταματάω και την κοιτάζω, βλέποντας το κεφάλι της να γέρνει
ελαφρά στο πλάι σαν να προσπαθεί να διαβάσει το πρόσωπό μου. «Και από αυτά τα
δύο χρόνια έχει περάσει το ενάμισι.»
Την αισθάνομαι να σφίγγεται ελαφρά στα
χέρια μου, τους ώμους της να κάμπτονται προς τα μέσα σαν να προετοιμάζεται για
κάτι δυσάρεστο, για κάτι που δε θέλει ν’ ακούσει.
«Μαζί ήμασταν στις τελευταίες μου εξετάσεις.
Οι δείκτες έχουν αρχίσει και χειροτερεύουν και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε
είναι να τους επιβραδύνουμε… Όσο μπορούμε, για όσο μπορούμε.»
Τα δάκρυα τρέχουν από τα μάτια της αλλά δε
μιλάει.
«Οι επενδύσεις έχουν πάντα ρίσκο,»
συνεχίζω, χτυπώντας απαλά το δάχτυλό μου στο γόνατό μου, «όσο προσεκτικές, όσο
συντηρητικές και αν είναι.»
«Ποιος τις γαμάει τις επενδύσεις ρε Γιώργο;»
με ρωτάει υψώνοντας τη φωνή της, ξεσπώντας το θυμό και τη θλίψη μέσα της.
Παίρνω βαθιά ανάσα και συνεχίζω σα να μη με
είχε διακόψει. «Θα ρευστοποιήσω τις επενδύσεις μου και θα τις μεταφέρω στον
κοινό μας λογαριασμό. Η συνολική τρέχουσα αξία τους είναι περίπου 110.000
ευρώ.»
«Τι πράγμα;» με ρωτάει με γουρλωμένα μάτια,
με το σαγόνι της να πέφτει ελαφρά και τα χέρια της να πηγαίνουν αυτόματα στα
μπράτσα της καρέκλας.
Παίρνω βαθιά ανάσα γιατί τα δύσκολα
ξεκινάνε τώρα. Σφίγγω τα χέρια μου σε γροθιές και μετά τα ανοίγω, προσπαθώντας
να χαλαρώσω. «Τα πέντε χιλιάδες θα πάνε στην αποπληρωμή του δανείου γιατί για
να γίνει η μεταβίβαση πρέπει να αρθεί η υποθήκη και…» Κάνω παύση, βλέποντας την
έκφρασή της να αλλάζει. «Πενήντα χιλιάδες είναι ο φόρος για τη μεταβίβαση του
σπιτιού.»
Πάει να μιλήσει—βλέπω το στόμα της να
ανοίγει—αλλά την κόβω. «Θα μπορούσε να είναι και δωρεάν,» συμπληρώνω γρήγορα,
σηκώνοντας το χέρι μου σε χειρονομία παραίτησης, σαν να προσπαθώ να σταματήσω
μια εισερχόμενη καταιγίδα, «αλλά με τρόπο που δε θα δεχόσουν ποτέ…»
Δεν απαντάει, αλλά βλέπω στο πρόσωπό της
ότι καταλαβαίνει που το πάω. Τα φρύδια της είναι συνοφρυωμένα και τα χείλη της
σφιγμένα σε μια λεπτή γραμμή. Κουνάει ελαφρά το κεφάλι της, σαν να λέει “όχι”
στον εαυτό της.
«Το σπίτι θέλω να στο μεταβιβάσω γιατί…»
κάνω παύση και τη χαϊδεύω στο μάγουλο, νιώθοντας το δέρμα της ζεστό κάτω από
την παλάμη μου, «σου είπα γιατί.» Νιώθω τα δάχτυλά μου να τρέμουν ελαφρά και
ελπίζω να μην το παρατηρήσει. «Δε μπορώ να το κάνω αυτό και ταυτόχρονα από το
πουθενά να σε βάζω να πρέπει να ψάξεις να βρεις αυτό το ποσό.»
Την αφήνω από την αγκαλιά μου, γυρίζω προς
το μέρος της—μια κίνηση που την κάνει να τεντωθεί ελαφρά—γέρνω στην πλάτη του
καναπέ και παίρνω τα χέρια της στα δικά μου. Την κοιτάζω στα μάτια,
προσπαθώντας να διαβάσω την έκφρασή της.
«Ακόμα περισσότερο,» συνεχίζω, τρίβοντας
απαλά τους αντίχειρές μου στις παλάμες της, «δεν θέλω να σε βάλω σε διαδικασία
να σκέφτεσαι το γάμο ή το συμβόλαιο συμβίωσης, όχι γι’ αυτό το λόγο.» Της
χαϊδεύω τα χέρια με μικρές, κυκλικές κινήσεις.
«Θα σου σπάσω το κεφάλι!» μου λέει με φωνή
που τρέμει και δάκρυα να αρχίζουν να τρέχουν στα μάγουλά της. Με χτυπάει ελαφρά
στο στήθος με τις γροθιές της—μικρά, άτσαλα χτυπήματα που δείχνουν περισσότερο
απελπισία παρά θυμό—αλλά χωρίς καμία πραγματική δύναμη.
Της πιάνω τα χέρια απαλά, νιώθοντας πώς
τρέμουν, και την τραβάω ακόμα πιο κοντά μέχρι που η μύτη της σχεδόν αγγίζει τη
δική μου.
«Αν είναι να μην ξεσπιτωθεί η Κρινιώ μου,»
αρχίζω χαμογελώντας—το πρώτο μου αυθεντικό χαμόγελο της βραδιάς—και
σκουπίζοντας ένα δάκρυ από το μάγουλό της με τον αντίχειρά μου, «η Λίζι, ο
Πλάτωνας, η Κλειώ…» Κάνω παύση και την κοιτάζω στα μάτια, βλέποντας πώς η θλίψη
αρχίζει να γίνεται κάτι άλλο. «Ο Αριστοτέλης, η Σοφία και το υπόλοιπο τάγμα από
τους φιλόσοφους…» Βλέπω πώς αρχίζει να χαμογελάει μέσα στα δάκρυά της, τα χείλη
της να τρεμοπαίζουν. «Η κυρία Σύννεφο, ο Κοραλλένιος, ο κύριος Φούντας και τα
υπόλοιπα μαξιλάρια και αρκούδια σου…»
Εκεί δεν κρατιέται, το κλάμα που απειλούσε
να ξεκινήσει γίνεται μέσα σε μια στιγμή κλαυσίγελος, και με αγκαλιάζει τόσο
δυνατά που σχεδόν δεν μπορώ να αναπνεύσω. Νιώθω το κεφάλι της να χώνεται στον
ώμο μου, τα χέρια της να με σφίγγουν σαν να φοβάται ότι θα εξαφανιστώ.
«Ευχαρίστως να μου το σπάσεις!» της
ψιθυρίζω στα μαλλιά της, μυρίζοντας το γνωστό άρωμα του σαμπουάν της.
«Είσαι τρελός,» μου λέει τελικά, σηκώνοντας
το κεφάλι της και κοιτώντας με μέσα στα μάτια με μια έκφραση που είναι μίγμα
αγάπης και απελπισίας.
«Δεν έγινε στην τρέλα της στιγμής, μωρό μου.
Κάνω παύση και τη χαϊδεύω στο χέρι, νιώθοντας πώς έχει αρχίσει να ζεσταίνεται
πάλι. «Είναι από τις πιο λογικές αποφάσεις που έχω πάρει ποτέ στη ζωή μου. Τα
υλικά αγαθά και τα χρήματα…»
Κάνω και πάλι παύση. Σηκώνω το βλέμμα μου
και την κοιτάζω στα μάτια.
«Εσύ και η Λίζι είστε τα πάντα για μένα.»
Σφίγγω ελαφρά το χέρι της, σαν να προσπαθώ να της μεταφέρω όλη μου την αγάπη
μέσα από αυτή την επαφή. «Δεν είναι τρέλα, είναι η ανάγκη μου να σας
εξασφαλίσω.»
«Γιώργο…» πάει να πει, ανοίγοντας ελαφρά το
στόμα της και γέρνοντας προς το μέρος μου, αλλά βάζω απαλά το δάχτυλό μου στα
χείλη της. Το πρόσωπό της είναι τόσο κοντά στο δικό μου που μπορώ να νιώσω την
ανάσα της, ζεστή και τρεμάμενη.
«Θα είμαι πραγματικά λεύτερος, Κρινιώ μου,»
της ψιθυρίζω, αφαιρώντας το δάχτυλό μου και χαϊδεύοντάς την στο μάγουλο με την
πλάτη του χεριού μου. Νιώθω μια περίεργη ηρεμία να με κατακλύζει, σαν βάρος που
φεύγει από τους ώμους μου. «Ό,τι και να μου φέρει ο γιαραμπής…» Κουνάω ελαφρά
τους ώμους μου, σχεδόν αδιάφορα. «Ας μου το φέρει.»
Την τραβάω λίγο πιο κοντά μου, μέχρι που τα
γόνατά μας αγγίζουν. «Εσύ και η Λίζι θα είστε εντάξει,» της λέω με μια σιγουριά
που με εκπλήσσει. «Τίποτε άλλο δεν έχει μεγαλύτερη σημασία για μένα.»
Για μια στιγμή με κοιτάζει σαν να με βλέπει
για πρώτη φορά, με τα μάτια της ανοιχτά διάπλατα και το κεφάλι της ελαφρά
γερμένο στο πλάι. Τα μάτια της είναι γεμάτα κάτι που είναι ταυτόχρονα θαυμασμός
και θλίψη, σαν να βλέπει κάτι όμορφο που ξέρει ότι δεν θα διαρκέσει.
«Σ’ αγαπάω!» μου λέει με φωνή που σπάει,
και πέφτει στην αγκαλιά μου σαν κύμα που συντρίβεται, κλαίγοντας και πάλι. Αλλά
αυτή τη φορά δεν είναι κλάμα απογοήτευσης ή θυμού· είναι κάτι πιο βαθύ, πιο
καθαρό, σαν ανακούφιση και θλίψη να αναμιγνύονται.
Την αγκαλιάζω σφιχτά, νιώθοντας πώς τρέμει
ελαφρά στα χέρια μου σαν πουλί που προσπαθεί να ζεσταθεί. Της χαϊδεύω τα μαλλιά
με αργές, ρυθμικές κινήσεις και την κουνάω απαλά, σαν μάνα που νανουρίζει
παιδί.
«Το ξέρω,» της μουρμουρίζω χαϊδεύοντας
απαλά τα μαλλιά της, νιώθοντας τη μεταξένια υφή τους κάτω από τα δάχτυλά μου.
«Μου το δείχνεις κάθε μέρα με όλους τους τρόπους.» Κάνω μια μικρή παύση,
νιώθοντας το βάρος της στιγμής να κάθεται πάνω μας σαν κουβέρτα. «Αυτός είναι ο
δικός μου…»
Μένουμε έτσι στη σιωπή, με τη Λίζι να
έρχεται αθόρυβα και να κουλουριάζεται ανάμεσα στα πόδια μας γουργουρίζοντας
χαρούμενη, σα να μας λέει ότι συμφωνεί.
…
Το δάνειο είχε σχεδόν τελειώσει—έξι δόσεις των
680 ευρώ ακόμα, από τις οποίες οι τόκοι ήταν ψίχουλα, σχεδόν όλο το υπόλοιπο
ήταν άληκτο κεφάλαιο. Από καιρό είχα τη δυνατότητα να το κλείσω, αλλά δεν το είχα
κάνει γιατί οικονομικά δεν είχε νόημα. Από τη στιγμή ωστόσο που ήθελα να κάνω
τη μεταβίβαση, αποφάσισα να πληρώσω το υπόλοιπο ώστε να αρθεί η υποθήκη και να
μην έχω μπλεξίματα με τη διαδικασία. Ήξερα ότι η άρση υποθήκης από το
υποθηκοφυλακείο μπορεί να πάρει εβδομάδες, και δεν είχα χρόνο για καθυστερήσεις.
Κλείνω ραντεβού στην τράπεζα για να
κανονίσω τα διαδικαστικά. Μπαίνω στο κατάστημα—ίδιο με πάντα, κλιματιστικό πολύ
δυνατό, υπάλληλοι που κοιτάνε τις οθόνες τους σαν ζόμπι. Περιμένω δέκα λεπτά σε
καρέκλα που μου κόβει την κυκλοφορία στα πόδια μέχρι να με φωνάξει ένας
υπάλληλος, νεαρός, με γραβάτα που τον πνίγει.
«Κύριε Καλλέργη;» με καλεί και του κάνω
νόημα ότι είμαι εγώ. Πηγαίνουμε στο γραφείο του—ένα cubicle με τζάμι που
προσποιείται ότι προσφέρει privacy.
«Θέλω να κάνω ολική εξόφληση του
στεγαστικού μου δανείου,» του λέω καθώς κάθομαι απέναντί του.
Ο τύπος ανοίγει την οθόνη του, πληκτρολογεί
κάτι, και μετά με κοιτάζει με ύφος που λέει “γιατί μου χαλάς τη μέρα;”
«Το δάνειό σας τελειώνει σε έξη μήνες, δεν
θα κερδίσετε κάτι σημαντικό,» μου λέει χωρίς καν να κοιτάξει από την οθόνη του,
προσπαθώντας προφανώς να αποφύγει τη μανούρα της διαδικασίας. Το βλέπω καθαρά
στο βλέμμα του ότι βαριέται—έχει την έκφραση κάποιου που προτιμάει να πουλάει
πιστωτικές κάρτες παρά να ασχολείται με περίπλοκα θέματα. Με πιάνει το ανάποδο.
Σκύβω προς το μέρος του, στηρίζομαι στο
γραφείο του και τον κοιτάζω κατάματα.
«Έχω τερματικό καρκίνο και θέλω να
ξεπληρώσω το δάνειο, να άρω την υποθήκη και να μεταβιβάσω το σπίτι,» του λέω
ξερά, με φωνή χαμηλή αλλά σταθερή. Δεν είναι ψέμα, αλλά δεν έχει και το επείγον
που υπαινίσσεται ο τόνος μου. Κάνω μια μικρή παύση. «Δεν μου μένει πολύς χρόνος
σ’ αυτή τη γη, οπότε σας παρακαλώ να τελειώνουμε το συντομότερο δυνατό, ναι;»
Ο υπάλληλος παγώνει. Κάνει πίσω στην
καρέκλα του σαν να τον χτύπησα, τα μάτια του γουρλώνουν και το χρώμα φεύγει από
το πρόσωπό του. Βλέπω να ξεροκαταπίνει, το μήλο του λαιμού του να
πηγαινοέρχεται.
«Λυ-Λυπάμαι,» μου λέει τραυλίζοντας και
κοιτώντας τώρα για πρώτη φορά στα μάτια. Μετά ο τόνος του αλλάζει εντελώς,
γίνεται πιο συμπονετικός, πιο ανθρώπινος. Σκύβει κι αυτός προς το μέρος μου.
«Θα το επισπεύσω κύριε Καλλέργη, θα κάνω ότι είναι ανθρωπίνως δυνατό να κλείσει
το θέμα όσο πιο άμεσα γίνεται.»
«Σας ευχαριστώ,» του λέω και χαλαρώνω την
στάση μου.
Αρχίζει να πληκτρολογεί πιο γρήγορα, με
περισσότερη προσοχή. «Λοιπόν, το υπόλοιπο είναι 4.080 ευρώ ακριβώς. Θα πρέπει
να προσθέσουμε και τους τόκους μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης—αν το κάνετε
σήμερα θα είναι επιπλέον 40 ευρώ. Συνολικά 4.120 ευρώ.»
«Εντάξει,» του λέω.
«Θα χρειαστούμε βεβαίωση εξόφλησης για το
υποθηκοφυλακείο, αυτό παίρνει 2-3 εργάσιμες. Μετά θα πρέπει εσείς ή ο δικηγόρος
σας να πάτε στο υποθηκοφυλακείο για την άρση της υποθήκης. Αυτό μπορεί να πάρει
από μία εβδομάδα μέχρι έναν μήνα, ανάλογα με τη φόρτο εργασίας τους.»
Κουνάω το κεφάλι μου. «Πόσο κοστίζει η
βεβαίωση;»
«Τριάντα ευρώ για τη βεβαίωση, και θα έχετε
και τα τέλη στο υποθηκοφυλακείο—περίπου 100-150 ευρώ για την άρση.»
«Κάντε το,» του λέω. «Θα μεταφέρω σήμερα
κιόλας τα χρήματα από τον άλλο μου λογαριασμό.»
«Καλύτερα έτσι,» μου απαντάει.
«Πότε θα είναι έτοιμα τα χαρτιά;»
«Μέχρι το τέλος της εβδομάδας θα έχετε τη
βεβαίωση στα χέρια σας,» μου λέει στεκόμενος κι αυτός. «Και πάλι συγγνώμη για
την… αρχική μου αντίδραση.»
«Να ήταν αυτές οι στεναχώριες μου,» του
κάνω χαμογελαστά. «Καλή συνέχεια!» του λέω και του δίνω το χέρι μου.
«Επίσης, καλή σας!» μου απαντά σφίγγοντάς
μου με θέρμη το χέρι. Τον αφήνω και φεύγω, έχω να περάσω και από το
συμβολαιογράφο.
…
Μιάμιση εβδομάδα αργότερα—σε χρόνο
ρεκόρ—είχα ξεμπλέξει και με το υποθηκοφυλακείο, που όταν είπα στον αρμόδιο
υπάλληλο τον λόγο για τον οποίο βιαζόμουν, μόνο που δεν πετάχτηκε να μου φέρει
εκείνη τη στιγμή την υποθήκη στο χέρι. Με συγκίνησε ο μπαγάσας· έβλεπα στα
μάτια του πραγματική θλίψη όταν μου εξήγησε τη διαδικασία και με βεβαίωσε ότι
θα κάνει τα πάντα για να επισπευστεί.
Σε κάθε περίπτωση, στις πέντε του Νοέμβρη,
δύο εβδομάδες μετά την πληρωμή, και δέκα μέρες ακριβώς πριν τα γενέθλιά της,
πήγαμε στον συμβολαιογράφο να μας διαβάσει τόσο το ιατρικό μου πληρεξούσιο με
την ιατρική οδηγία βούλησης, όσο και το συμβόλαιο παραχώρησης του σπιτιού.
Το γραφείο του κυρίου Παπαδημητρίου είναι
στον δεύτερο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας στο κέντρο—ξύλινα έπιπλα παντού,
σκούρα χρώματα και μυρωδιά από παλιά χαρτιά και δέρμα. Καθόμαστε απέναντί του
σε δύο καρέκλες που φαίνονται να έχουν δει πολλές τέτοιες στιγμές. Εγώ στην
αριστερή, η Κρινιώ στη δεξιά, τα χέρια μας ενωμένα σαν γέφυρα. Ο
συμβολαιογράφος—ένας κύριος γύρω στα εξήντα με μεγάλα, παχιά γυαλιά—τακτοποιεί
τα χαρτιά του μπροστά του με λεπτομέρεια που δείχνει χρόνια εμπειρίας.
Καθαρίζει το λαιμό του, ρυθμίζει τα γυαλιά του και με κοιτάζει με ύφος που
είναι ταυτόχρονα επαγγελματικό και συμπονετικό.
«Του Γεωργίου Καλλέργη του Κωνσταντίνου,
γεννηθέντος την 13η του μήνα Ιουλίου του έτους 1970, κατοίκου Ανοίξεως του
Δήμου Διονύσου με ΑΦΜ ΧΧΧΧΧΧ και Αριθμό Αστυνομικής Ταυτότητας XX-YYYYY» ξεκινάει την αργή,
καθαρή, και προσεκτική ανάγνωση. Νιώθω την πλάτη μου να ευθυγραμμίζεται στην
καρέκλα. Η Κρινιώ δίπλα μου έχει παγώσει—κοιτάζει κατευθείαν μπροστά της, το
πρόσωπό της σαν μάρμαρο.
«1. ΠΡΟΘΕΣΗ
Με την παρούσα δηλώνω, σε πλήρη διαύγεια
πνεύματος και χωρίς κανενός είδους πίεση, ότι επιθυμώ να καθορίσω εγγράφως τη
βούλησή μου σχετικά με την ιατρική μου φροντίδα σε περίπτωση που στο μέλλον
καταστεί αδύνατο να εκφράσω ο ίδιος τη θέλησή μου.»
Εκεί κάνει μια μικρή παύση, κοιτάζοντάς μας
πάνω από τα γυαλιά του. Η Κρινιώ είναι σφιγμένη σα να κάθεται πάνω σε νάρκη· έχει
σταυρώσει τα πόδια της και τα έχει περάσει κάτω από την καρέκλα, σαν να
προσπαθεί να γίνει μικρότερη. Μου κρατάει το χέρι τόσο δυνατά που νιώθω τα
νύχια της να μπαίνουν στο δέρμα μου, αλλά δε λέω κουβέντα. Απλά τη χαϊδεύω με
τον αντίχειρά μου και αφήνω το συμβολαιογράφο να συνεχίσει την ανάγνωση.
«2. ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Εφόσον καταστεί ιατρικά βέβαιο ότι:
- βρίσκομαι σε μη αναστρέψιμη
κατάσταση μόνιμης απώλειας συνείδησης.
ή - βρίσκομαι σε τελικό στάδιο νόσου που προκαλεί αφόρητο πόνο ή ανυπόφορη ποιότητα ζωής, και δεν υπάρχει ρεαλιστική πιθανότητα βελτίωσης.»
Βλέπω τον συμβολαιογράφο να επιβραδύνει
εδώ, να δίνει βάρος σε κάθε λέξη. Η ανάσα της Κρινιώς βγαίνει κοφτή, σχεδόν
συριστική· σαν να προσπαθεί να πάρει αέρα μέσα από λεπτό καλαμάκι. Το πρόσωπό
της έχει γίνει σχεδόν άσπρο.
«Επιθυμώ,
- Να μην παραταθεί η ζωή μου τεχνητά μέσω μηχανικής υποστήριξης, ανάνηψης, σωληνοδιατροφής και/ή άλλων επεμβατικών μέσων.
- Να χορηγείται φαρμακευτική ανακούφιση του πόνου, ακόμη και αν αυτή επιταχύνει ακούσια το θάνατό μου.
- Να επιτρέπεται η φυσική πορεία της ζωής και να αποφεύγονται περιττές ιατρικές παρεμβάσεις που δεν προσφέρουν ποιότητα αλλά παρατείνουν απλώς τη βιολογική ύπαρξη.»
Στη λέξη “θάνατό μου” δεν κρατιέται· της
ξεφεύγει ένας λυγμός που αντηχεί στο σιωπηλό γραφείο. Η ελεύθερη παλάμη της
πηγαίνει στο στόμα της, σαν να προσπαθεί να κρατήσει μέσα τους υπόλοιπους
ήχους. Την χαϊδεύω τρυφερά στο χέρι, κάνοντας μικρούς κύκλους. Ο
συμβολαιογράφος κατεβάζει τα γυαλιά του, μας κοιτάζει με συμπάθεια και
ανακατεύει τα χαρτιά στο γραφείο του, δίνοντάς μας λίγο χρόνο.
«Θέλετε να κάνουμε ένα διάλειμμα;» ρωτάει
ήσυχα.
Κουνάω το κεφάλι μου. «Όχι, συνεχίστε
παρακαλώ.»
Η Κρινιώ παίρνει βαθιά ανάσα και κουνάει κι
εκείνη το κεφάλι της. «Είμαι εντάξει,» ψιθυρίζει. Ο συμβολαιογράφος ξεκινάει
και πάλι.
«3. ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΙΑΤΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
Εξουσιοδοτώ ρητά την Κρινιώ Λειβαδίτη του Στυλιανού, ΑΔΤ YYYY να έχει πλήρη πρόσβαση στον ιατρικό μου φάκελο και να ενημερώνεται για την κατάστασή μου.
4. ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ
Σε περίπτωση που δεν μπορώ να επικοινωνήσω
τη βούλησή μου, εξουσιοδοτώ την ίδια να εκπροσωπεί τη θέλησή μου ενώπιον
ιατρών, νοσοκομείων και άλλων αρχών, και να μεριμνά ώστε οι ανωτέρω οδηγίες να
τηρηθούν κατά το μέτρο του δυνατού.»
Όταν ακούει το όνομά της, η Κρινιώ στρέφει
το κεφάλι της και με κοιτάζει για πρώτη φορά από τότε που ξεκίνησε η ανάγνωση.
Τα μάτια της είναι γεμάτα δάκρυα που δεν έχουν αρχίσει ακόμη να κυλάνε, σαν
λίμνες έτοιμες να ξεχειλίσουν. Της χαμογελάω ελαφρά και σφίγγω το χέρι της.
«5. ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑ
Η παρούσα δήλωση ισχύει από σήμερα και
μέχρι την έγγραφη ανάκλησή της.»
Ο συμβολαιογράφος σταματάει, βάζει
προσεκτικά τα χαρτιά στο γραφείο και μας κοιτάζει και τους δύο. «Αυτό ήταν το
πρώτο έγγραφο,» λέει ήσυχα. «Θέλετε να προχωρήσουμε στο συμβόλαιο παραχώρησης;»
Κοιτάζω την Κρινιώ, που κουνάει το κεφάλι της αργά. Η αναπνοή της έχει σταθεροποιηθεί λίγο, αλλά το χέρι της ακόμη τρέμει στο δικό μου.
«Ναι,» του απαντάω. «Πάμε…»
29. Στη στιγμή που ποτέ δεν πιάνεται
Οι δείκτες μου έχουν αρχίσει και παίρνουν
την κατιούσα—ή για να είμαι ακριβής, την ανιούσα. Το CEA από 45 πήγε 67, το CA
19-9 από 120 έφτασε 185. Αριθμοί που για τον μέσο άνθρωπο δεν σημαίνουν τίποτα,
αλλά για μένα είναι σαν το χρονόμετρο μιας βόμβας που μετράει αντίστροφα. Ο
Νίκος προσπάθησε να μου το πει διπλωματικά, αλλά τον ξέρω τόσα χρόνια. Όταν
αρχίζει να τρίβει το πηγούνι του και να κοιτάει τα χαρτιά αντί εμένα, ξέρω ότι
τα νέα δεν είναι καλά.
Μια μικρή παρηγοριά είναι πως η εξάπλωση
στα κόκαλα είναι αργή. Μόνο δύο σημεία προς το παρόν, ένας σπόνδυλος και το
δεξί ισχίο. Γιατί η τελευταία είναι εξαιρετικά επώδυνη εμπειρία, και το ξέρω
από πρώτο χέρι. Υπάρχουν νύχτες που ξυπνάω με έναν πόνο σαν να με τρυπάνε με
πυρωμένο σίδερο. Καλά, όχι ότι το συκώτι και οι πνεύμονες είναι βόλτα στο πάρκο,
αλλά σε σχέση με κόκαλα, στομάχι ή πάγκρεας είναι …πταίσματα. Τουλάχιστον μπορώ
ακόμα να αναπνέω χωρίς μηχάνημα και να τρώω στερεά τροφή.
Εντωμεταξύ πως την έχει γλιτώσει μέχρι
στιγμής το πάγκρεας είναι κάτι που αδυνατώ να καταλάβω. Είναι σαν να παίζω ρωσική
ρουλέτα και κάθε φορά η σφαίρα να μην είναι στη θέση της. Thank God for small favors, υποθέτω. Αν πάει και στο πάγκρεας,
Γουλιέλμος τέλος. Ο παγκρεατικός καρκίνος είναι από τους πιο επιθετικούς, θα
έχω βδομάδες, όχι μήνες.
Στα θετικά—δηλαδή σε όλα τα υπόλοιπα εκτός
από τον καρκίνο μου—ο Νοέμβρης θα είναι μεγάλος μήνας. Η Κρινιώ μου θα κλείσει
τα εικοσιεπτά της στις 15 του μήνα. Εικοσιεπτά χρόνια στη γη, και τι χρόνια!
Και λίγες μέρες αργότερα, στις 20, θα ορκιστεί για το πτυχίο της, το οποίο πήρε
με 8,3 παρακαλώ! Όγδοη στην κατάταξη του τμήματός της, από 127 αποφοίτους. Το
πρόσωπό της όταν είδε τη βαθμολογία… έλαμπε σαν χίλιοι ήλιοι.
Δε θέλει να κάνει μεταπτυχιακό. Τουλάχιστον
όχι τώρα. «Κουράστηκα να διαβάζω,» μου είπε. «Θέλω να δουλέψω με τα χέρια μου,
να εξυπηρετώ κόσμο.» Θα κάνει αυτό που είχε υποσχεθεί στον εαυτό της, θα
δουλεύει σαιζόν μαζί με τη μητέρα της, τρέχοντας το μίνι μάρκετ.
Η Αγγελική βέβαια είχε τελείως διαφορετική
άποψη. «Είσαι έξυπνη, έχεις μυαλό, γιατί να το σπαταλήσεις στα ράφια;» της
έλεγε. Προτιμούσε χίλιες φορές η Κρινιώ να κάνει το μεταπτυχιακό της και ας
έπεφτε στους ώμους της όλο το βάρος των δύο επιχειρήσεων. «Μια ζωή την έχουμε,
κορίτσι μου. Τώρα είναι η ώρα να σπουδάσεις.» Αλλά η Κρινιώ—που στην τελική
ήταν και δική της απόφαση—δεν άκουγε κουβέντα.
Κι εγώ συμφωνούσα με την Αγγελική, και το
είπα και στην Κρινιώ. Μια νύχτα, καθώς ήμασταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, της
είπα: «Ξέρεις ότι μπορώ να σε βοηθήσω οικονομικά. Δεν χρειάζεται να δουλεύεις
για να συντηρείσαι όσο κάνεις το μεταπτυχιακό.» Αλλά δεν επέμεινα, σεβόμενος τα
δικά της θέλω. Με κοίταξε με αυτό το βλέμμα που έχει όταν είναι αποφασισμένη.
«Δεν είναι τα λεφτά, Τζωρτζίνο μου. Είναι ότι θέλω να είμαι εκεί. Με τη μαμά
μου, στο νησί μας.»
Το καλοκαίρι—και παρά την εσπευσμένη
αναχώρησή μας τέλη Σεπτέμβρη—η επένδυση που είχε κάνει η Αγγελική αγοράζοντας
το mini-market είχε αρχίσει να
αποδίδει. Τον Αύγουστο είχαν τριπλάσιο τζίρο από πέρσι. Και εν πολλοίς αυτό
οφείλεται στο ότι η Κρινιώ το έτρεχε με την υπευθυνότητα και την
αποτελεσματικότητα που τη χαρακτηρίζει. Είχε φέρει POS, είχε οργανώσει τις
παραγγελίες σε spreadsheet, είχε φτιάξει σελίδα στο Facebook που ενημέρωνε για τις προσφορές.
Πάντως δεν ήταν και εντελώς αρνητική στην
ιδέα του μεταπτυχιακού. «Πρώτα θα το ξεχρεώσουμε τελείως,» μου είπε δείχνοντάς
μου τους υπολογισμούς της, «και μετά βλέπουμε…»
Η φράση με χτύπησε σαν γροθιά στο στομάχι.
Όσο και αν ένιωθα ευγνωμοσύνη για τη θεά Τύχη που έφερε την Κρινιώ στο δρόμο
μου, και τους γιατρούς για το χρόνο που κατάφερα να κερδίσω μέχρι τώρα,
υπάρχουν πράγματα σαν και αυτό που μου κάνουν το στομάχι να σφίγγεται. Λέξεις
όπως «του χρόνου» πλέον για μένα είναι τόσο μακρινά όσο το «σε 5 δισεκατομμύρια
χρόνια ο Ήλιος θα γίνει κόκκινος γίγαντας.» Και οι δυο φράσεις μιλάνε για
πράγματα που δεν θα δω.
Αν και θαύματα συμβαίνουν—ο Νίκος μου
θυμίζει συνέχεια περιπτώσεις ασθενών που ξεπέρασαν κάθε πρόγνωση—ξέρω βαθιά
μέσα μου ότι δε θα προλάβω ούτε καν τα πεντηκοστά έβδομα γενέθλιά μου. Τον Ιούλιο.
Μόλις σε επτά μήνες από τώρα. Πόσο μάλλον να δω την Κρινιώ να ξεκινάει
μεταπτυχιακό. Και όσο και αν είμαι εγώ που θα πάψω να υπάρχω, που θα γλιτώσω
από τον πόνο και την αγωνία, δεν μπορώ να μη σκέφτομαι το «αλίμονο σ' αυτούς
που μένουν πίσω.»
Και είναι αυτό που με πονάει περισσότερο.
Περισσότερο κι από τον καρκίνο. Ότι το προσωπάκι της που χαμογελάει και λάμπει
σαν τον ήλιο, θα το οργώσει η θλίψη. Το βλέπω μερικές φορές όταν νομίζει ότι
δεν την κοιτάω. Αυτή τη σκιά που περνάει από τα μάτια της, αυτό το σφίξιμο των
χειλιών. Τα υπέροχα καστανά μάτια της θα καίνε από το δάκρυ. Θα φοράει μαύρα,
αυτή που τόσο αγαπάει τα χρώματα. Η Κρινιώ είναι πολύ συναισθηματική, ξέρω ότι
ο χαμός μου θα της στοιχίσει. Θα την τσακίσει.
Ήταν… ήταν ένας από τους λόγους που τότε
που τη γνώρισα δίσταζα να κάνω το επόμενο βήμα, παρόλο που έβλεπα το ενδιαφέρον
της. Σκεφτόμουν: γιατί να την παρασύρω σε αυτό; Γιατί να την κάνω να με
αγαπήσει όταν ξέρω ότι θα την αφήσω; Αλλά ο έρωτας είναι εγωιστής, και τελικά
υπέκυψα.
Δεν ξέρω κι εγώ πόσες φορές είχα αναρωτηθεί
τι μου έβρισκε. Γιατί αυτό το όμορφο, γεμάτο ζωή κορίτσι να ερωτευτεί κάποιον
σαν εμένα. Τριάντα χρόνια μεγαλύτερος, με φαλάκρα ακόμα και πριν τη
χημειοθεραπεία, με κοιλιά που είχε δει καλύτερες μέρες. Χαμογελάω στη σκέψη ότι
δε φτάνει που ήταν ερωτευμένη, ήταν και ζηλιάρα και κτητική, λες και ήμουν
κανένα κελεπούρι να πούμε. Θυμάμαι μια φορά στο σούπερ μάρκετ, η ταμίας μου
χαμογέλασε λίγο παραπάνω φιλικά και η Κρινιώ της έριξε ένα βλέμμα που θα
μπορούσε να παγώσει λάβα.
Που και το κελεπούρι του αιώνα να ήμουν δεν
θα άλλαζε κάτι, δεν είχα μάτια για άλλη γυναίκα. Χώρος στην καρδιά μου υπήρχε
για δύο θηλυκά και μόνο, την Κρινιώ μου και την Λίζι μου. Τη Λίζι που αν και
ανέκαθεν ήταν χαδιάρα και αγκαλίτσας, εδώ και καιρό δεν ξεκολλούσε από πάνω
μου. Με έπαιρνε στο κατόπι σαν κυνηγόσκυλο, από το κρεβάτι στην κουζίνα, από
την κουζίνα στο μπάνιο, από το μπάνιο στον καναπέ. Ακόμα και τώρα, είναι
κουλουριασμένη στην αγκαλιά μου, με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο στήθος μου,
ακούγοντας τους χτύπους της καρδιάς μου.
Ίσως γιατί με το αλάθητο ένστικτο που μόνο
τα ζώα έχουν, είχε καταλάβει αυτό που ένιωθα και εγώ: ο χρόνος μου σε αυτή τη
γη τελειώνει και προσπαθούσε να περάσει όσο περισσότερο χρόνο γινόταν κοντά
μου. Μερικές φορές την πιάνω να με κοιτάζει με αυτά τα πράσινα μάτια της, σαν
να προσπαθεί να με απομνημονεύσει.
Ωστόσο, όσο και αν τα πράγματα είχαν
αρχίσει να ζορίζουν, η ζωή μας δεν είχε σταματήσει. Αρνούμαι να γίνω ο άρρωστος
που κάθεται στο σπίτι και περιμένει το τέλος. Και πλέον με το Γιάννη και τον
Θανάση και τον Στέργιο—κοινοί μας φίλοι με το Γιάννη από τα νεανικά μας χρόνια—είχαμε
αναβιώσει κάθε Παρασκευή το boys’ night out. Μπιλιάρδο, μπίρες,
και βλακείες όπως όταν ήμασταν είκοσι. Μόνο που τώρα μιλάμε για χοληστερίνη και
πίεση αντί για γκόμενες.
Τυπικά δεν κάνει να πίνω αλκοόλ. Η λίστα
των φαρμάκων που παίρνω είναι σαν τηλεφωνικός κατάλογος, και το αλκοόλ δεν
συνδυάζεται με κανένα. Αλλά ο Νίκος μου έδωσε το ΟΚ με την υπόσχεση να μένω στη
μια μπύρα. «Μία μπύρα δεν θα σε σκοτώσει,» μου είπε, και μετά συνειδητοποίησε
τι είπε και κοκκίνισε. «Δηλαδή… ξέρεις τι εννοώ.»
Και επειδή η Κρινιώ κατάλαβε ότι η υπόσχεση
στο Νίκο είχε τόσο βάρος όσο το «από Δευτέρα δίαιτα»—με ξέρει πολύ καλά η μικρή—με
έβαλε να της υποσχεθώ το ίδιο πράγμα. Με κοίταξε με αυτά τα μάτια που δεν μπορώ
να αντισταθώ και μου είπε: «Υποσχέσου μου. Μία. Μπύρα.» Και έτσι, εντέχνως
αφήνοντας απέξω την ποσότητα του ποτηριού, έμεινα στη μια μπύρα. Στην πιο
μεγάλη κανάτα που βρήκα.
«Χαχαχα,» γελάει ο Γιάννης όταν βλέπει το
«ποτήρι» μου που είναι ουσιαστικά μια μικρή δεξαμενή. «Τα δικά μας logistics
δεν επιτρέπουν δημιουργική λογιστική, αλλά μ' αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι! Αν
ήσουν λογιστής θα είχες φυλακιστεί, αλλά θα ήσουν πλούσιος!»
“Hear-hear!” λένε Θανάσης και Στέργιος, σηκώνοντας τα δικά τους—κανονικά—ποτήρια,
και τσουγκρίζουμε. Το δικό μου θυμίζει περισσότερο βαρέλι, χρειάζομαι και τα
δύο χέρια για να το σηκώσω. Αλλά το λόγο μου τον κράτησα, ένα ποτήρι ήπια. Απλά
του πήρε τρεις ώρες να τελειώσει.
Φυσικά η Κρινιώ δεν είχε πέσει από τον Άρη
με αλεξίπτωτο. Την ήξερα αρκετά καλά για να καταλάβω ότι είχε ήδη μυριστεί την
πονηριά. Οπότε το ίδιο βράδυ, μόλις γύρισα σπίτι, «τιμωρήθηκα».
«Έλα εδώ εσύ,» μου λέει με φωνή που δεν επιδέχεται
αντίρρηση. Φοράει το μαύρο σέξι μεταξωτό νυχτικό της που λατρεύω, και κρατάει
τη βίτσα στο χέρι της. «Πόσο μεγάλο ήταν το ποτήρι;»
«Ποιο ποτήρι;» ρωτάω αθώα, ρίχνοντάς το στο
τσάμικο.
«Τζωρτζίνο…» Ο τόνος της είναι
προειδοποιητικός, ωστόσο το χαμόγελο που προσπαθεί να κρύψει λέει τελείως
διαφορετική ιστορία.
«Ίσως λίγο μεγαλύτερο από το κανονικό,» παραδέχομαι.
«Πάντως έμεινα στο ένα ποτήρι, αλήθεια λέω!» συνεχίζω χαχανίζοντας.
«Πόσο λίγο;» με ρωτάει χωρίς να καταπιεί το
δόλωμα.
«Δύο λίτρα,» απαντάω μέσα απ’ τα δόντια μου.
«ΔΥΟ ΛΙΤΡΑ;» Τα μάτια της αστράφτουν.
Η …δικαστική απόφαση είναι να της ρίξω 100
με τη βίτσα, χωρίς safeword (και υπενθυμίζω ότι ο μόνος που κάνει χρήση του safe word είμαι εγώ, η ντροπή των σαδιστών). Καλά το
λέω, έχω να φάω φάσκελο από τον De
Sade όταν
ανταμωθούμε που θα πάει σύννεφο.
«Είσαι ακόμα τιμωρία! Σάλιο και κολπικά
υγρά!» μου λέει χαχανίζοντας τουρλώνοντάς μου τον ποπό της.
«Σκληρή καργιόλα!» απαντάω χαχανίζοντας.
«Α, όλα και όλα! Καργιόλα είναι αυτή που
πάει με όλους εκτός από εσένα! Εγώ κάνω ακριβώς το αντίθετο!»
«Στα λόγια μου έρχεσαι!» της λέω. «Για
όλους τους υπόλοιπους είσαι σκληρή καργιόλα!» της λέω και βάζει τα γέλια, ακόμα
και στο σεξ, τσίρκο είμαστε.
Και δεν το αλλάζω με τίποτα.
Άλλωστε αυτό είχα ερωτευτεί με του την είχα
πρωτοαντικρίσει, το γέλιο της. Και αυτό είχε ερωτευτεί πάνω μου, πόσο εύκολα
την κάνω και γελάει. Και όσο μπορώ να της προφέρω ακόμα αυτό το γέλιο θα
συνεχίσω να το κάνω, ακόμα και αν μετά το κάθε μας session θυμίζω την
Αφροδίτη της Μήλου—με φαλάκρα αντί στήθος.
…
Στα γενέθλιά της είμαστε οι ίδιοι όπως με
πέρσι—ίδια παρέα, ίδιο μέρος, ίδια διάθεση. Και τα γιορτάσαμε ακριβώς με τον
ίδιο τρόπο, σαν να ήταν μια ιεροτελεστία που έπρεπε να τηρηθεί κατά γράμμα. Ο
Παύλος είχε ξεκινήσει από το πρωί με την προετοιμασία του αντικριστού,
κινούμενος γύρω από τη φωτιά με την ίδια ευλαβική προσοχή που είχε πέρσι.
«Παράδοση είναι αυτή!» είχε δηλώσει όταν
τον ρώτησα αν θέλει βοήθεια. «Δεν αλλάζεις κάτι που δουλεύει τέλεια!»
Και είχε δίκιο. Φάγαμε μέχρι να μας βγει
από τις μύτες. Το αντικριστό εννοείται ότι ήταν το κυρίως γεύμα, με το κρέας να
λιώνει στο στόμα σαν βούτυρο. Αλλά βάλε τις σαλάτες που είχαν ετοιμάσει η
Κρινιώ με την Αγγελική, βάλε τους μεζέδες που είχε φέρει η Κατερίνα—και φέτος
είχαμε και ξύγαλο και στάκα που είχε στείλει ένας φίλος του Παύλου από την
Κρήτη—καταλήξαμε και πάλι το μεσημέρι ένα ολόκληρο τραπέζι να θυμίζει βόες σε
καταληψία.
Ο Γιάννης έχει ξαπλώσει στην καρέκλα με τα
χέρια πάνω στην κοιλιά του, σαν Βούδας που είχε φάει όλες τις προσφορές των
πιστών.
“I regret nothing!” λέει σηκώνοντας
αδύναμα το ένα χέρι σαν στρατηγός που δίνει το σύνθημα της επίθεσης, έχοντας
ξεκουμπώσει τη ζώνη του για να μη γίνουμε “meaning of life”
Εδώ κανονικά σηκώνει απαντήσεις τύπου «μια
ζωή την έχουμε,» ή «θα σου έρθει ο λογαριασμός στη χοληστερίνη,» αλλά εμού
παρόντος τι να πεις από αυτά; Κοιτάζω γύρω μου τα πρόσωπα των ανθρώπων που
αγαπώ, νιώθω το βάρος του χρόνου αλλά και τη γλύκα της στιγμής. Αυτό που δεν
λέει κανένας τους το λέω εγώ.
Σηκώνομαι αργά, παίρνω το ποτήρι μου στο
χέρι. Νιώθω όλα τα βλέμματα να στρέφονται πάνω μου.
«Μια ζωή την έχουμε!» τους λέω σηκώνοντας
το ποτήρι μου για να κάνω σπονδή. Η φωνή μου είναι δυνατή, καθαρή. «Και η αξία
της δεν μετριέται σε μάκρος, μετριέται σε ένταση.» Κάνω μια παύση, κοιτάζω την
Κρινιώ στα μάτια. «Στο πόσο αγάπησες και πόσο αγαπήθηκες.» Υψώνω το ποτήρι
ακόμα πιο ψηλά. «Άσπρο πάτο! Ποτέ δε θα πεθάνουμε κουφάλα νεκροθάφτη!» Η φωνή
μου δυναμώνει, γίνεται σχεδόν πολεμική κραυγή. «Γιατί ο πραγματικός θάνατος δεν
είναι να φύγεις από τη ζωή, είναι να τη ζεις σα πεθαμένος!»
Για μια στιγμή επικρατεί απόλυτη σιωπή.
Βλέπω την Αγγελική να σκουπίζει διακριτικά ένα δάκρυ. Η Κρινιώ με κοιτάζει με
μάτια που λάμπουν.
Ο Παύλος είναι ο πρώτος που σηκώνει το
ποτήρι, με μια κίνηση γρήγορη και αποφασιστική, κόβοντας με τη μία τον κίνδυνο
της μουγκαμάρας που θα μπορούσε να ακολουθήσει το ξέσπασμά μου.
«Λεβέντες γεννηθήκαμε, λεβέντες θα φύγουμε!
Στις χαρές μας!» κάνει τσουγκρίζοντας πρώτος με τόση δύναμη που νόμιζα ότι θα
σπάσει το ποτήρι.
«Στις χαρές μας,» απαντάνε ένας-ένας όλοι
σηκώνοντας τα ποτήρια τους σαν ιππότες που ορκίζονται πίστη, και μετά παίρνω
και πάλι σειρά.
«Και στην Κρινιώ μας!» Στρέφομαι προς το
μέρος της, το χαμόγελό μου γίνεται πιο τρυφερό. «Πού πήρε το πτυχίο της και
αποδείχτηκε ακόμα μεγαλύτερος μάγος των logistics από τις αφεντομουτσουνάρες μας.» Όλοι
γελάνε, και εγώ συνεχίζω με φωνή που τρέμει ελαφρά από συγκίνηση. «Χιλιόχρονη,
μωρό μου! Στο ταξίδι που συνεχίζεται! Στο όνειρο που δε σταματά!»
«Στην Κρινιώ μας!» φωνάζουν όλοι με τόση
ένταση που σίγουρα μας άκουσε όλη η γειτονιά, και η Κρινιώ δακρυσμένη σηκώνεται
από τη θέση της και έρχεται κοντά μου, γέρνει πάνω μου θάβοντας το πρόσωπό της
στον ώμο μου.
«Σ' αγαπάω!» μου λέει ψιθυριστά, και νιώθω
τα δάκρυά της να βρέχουν το πουκάμισό μου.
Την κρατάω για λίγο έτσι, χαϊδεύοντας τα
μαλλιά της. Μετά την απομακρύνω απαλά, σκουπίζω τα δάκρυά της με τους
αντίχειρές μου.
«Και τώρα, το δώρο σου!» της κάνω
χαμογελώντας σκανταλιάρικα, τα φρύδια μου σηκώνονται πάνω-κάτω συνωμοτικά. «Ή
μάλλον, τα δώρα σου!»
Με θεατρικές κινήσεις σκύβω κάτω από το
τραπέζι και ανοίγω την τσάντα που είχα επιμελώς κρυμμένη δίπλα μου. Βγάζω από
μέσα έναν φάκελο, τον κρατάω για λίγο μπροστά μου δημιουργώντας αγωνία.
«Πρώτο δώρο!» ανακοινώνω με ύφος
κονφερανσιέ που παρουσιάζει το επόμενο νούμερο. «Είναι τα συμβόλαια, πλέον
είσαι και επισήμως η κυρά του σπιτιού!» της λέω χαμογελαστά, δίνοντάς της τον
φάκελο.
Η Κρινιώ παίρνει τον φάκελο με χέρια που
τρέμουν. Τον ανοίγει αργά, διαβάζει τις πρώτες γραμμές, και τότε τα μάτια της βουρκωμένα.
Με κοιτάζει, κοιτάζει τα χαρτιά, με ξανακοιτάζει.
«Εσύ το έκανες σπιτικό. Το δικό μας
σπιτικό!» της λέω συγκινημένος και με μάτια που τσούζουν. Νιώθω τον λαιμό μου
να σφίγγεται. «Τώρα είναι επίσημα και δικό σου.»
Η Κρινιώ από την άλλη έχει βάλει τα κλάματα
του καλού καιρού. Αφήνει τον φάκελο στο τραπέζι και πέφτει στην αγκαλιά μου,
κλαίγοντας με λυγμούς. Όλοι χειροκροτούν ενθουσιωδώς, ενώ η Αγγελική και
κοιτάζει και εκείνη δακρυσμένη.
«Περίμενε!» λέω σηκώνοντας το χέρι μου
θεατρικά. «Δεν τελειώσαμε! Δεύτερο δώρο!» ανακοινώνω. Βγάζω από την τσάντα έναν
ακόμα φάκελο, αυτή τη φορά με εικόνες από κρουαζιερόπλοια. «Ααα, κρουαζιέρα θα
σε πάω, ααα γιατί σε νοιάζομαι και σ’ αγαπάω.» Κάνω μια δραματική παύση. «Δέκα
μέρες Καραϊβική να κάνω το δόλωμα στους καρχαρίες, και όποιος τολμήσει ας με
πλησιάσει, Βιανέξ θα γίνει με τα φάρμακα που παίρνω!» λέω χαχανίζοντας.
Όλοι βάζουν τα γέλια με το μακάβριο χιούμορ
μου, αλλά η Κρινιώ με κοιτάζει με μάτια που είναι ταυτόχρονα γεμάτα γέλιο και
δάκρυα.
«ΤΖΩΡΤΖΙΝΟ ΜΟΥ!» λέει μέσα σε λυγμούς η
Κρινιώ, πετώντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου και σφίγγοντάς με πάνω της
τόσο δυνατά που δυσκολεύομαι να αναπνεύσω.
«Δεν τελείωσα!» καταφέρνω να πω μέσα από
την αγκαλιά της. «Τρίτο δώρο,» λέω βγάζοντας τρεις κομψούς φακέλους. «Αυτό
είναι και για τις τρεις κυρίες,» κάνω μια χειρονομία προς την Κρινιώ, την
Αγγελική και την Κατερίνα, «ένα διήμερο σε SPA, με τα έξοδα όλα πληρωμένα!»
Οι τρεις γυναίκες αλληλοκοιτάζονται με
ενθουσιασμό.
«Σοβαρά;» ρωτάει η Κατερίνα. «Όλες μαζί;»
«Όλες μαζί! Μασάζ, περιποιήσεις, χαλάρωση,
ό,τι θέλει η ψυχή σας!» Γυρίζω προς τους άντρες με συνωμοτικό ύφος. «Τα
αγοράκια θα πνίξουμε τον καημό μας στη μπύρα!» Ο Γιάννης και ο Παύλος σηκώνουν
επιδοκιμαστικά τις γροθιές τους. «Και ναι, ξέρω,» προσθέτω γρήγορα βλέποντας το
βλέμμα της Κρινιώς, «στο ορκίζομαι μία θα πιώ!» Κάνω μια δραματική παύση. «Από
το βαρέλι!» συμπληρώνω, κάνοντας όλη την παρέα να βάλει τα γέλια μέσα σε δυνατά
χειροκροτήματα.
«Έχει και τέταρτο;» ρωτάει η Κρινιώ
σκουπίζοντας τα μάτια της που έχουν κοκκινίσει από το κλάμα και το γέλιο.
«Το τέταρτο και τελευταίο δώρο είναι και το
πιο πρακτικό.» Βγάζω ένα τελευταίο χαρτί. «Σεμινάριο logistics εφοδιασμού και
διαχείρισης καταστημάτων για τη μάγισσα των mini markets!» της λέω χαχανίζοντας. «Είναι το top του top, με τους καλύτερους εισηγητές!» Σοβαρεύω για λίγο. «Βέβαια γι' αυτό θα
πρέπει να βάλεις κωλαράκι κάτω!»
«Θα βάλω ό,τι κωλαράκι θες!» απαντάει η
Κρινιώ με ένα πονηρό χαμόγελο που μόνο εγώ καταλαβαίνω τι σημαίνει.
Δεν λέω φυσικά ότι θα έχει το επιπλέον challenge του στρωσίματος
κώλου μετά τη χρήση βίτσας, αυτές είναι ιδιωτικές λεπτομέρειες! Απλά της κλείνω
το μάτι συνωμοτικά.
«Τζωρτζίνο μου,» λέει η Κρινιώ παίρνοντας
το πρόσωπό μου στα χέρια της, «είσαι… είσαι…» Δεν βρίσκει τα λόγια, οπότε με
φιλάει. Ένα φιλί γεμάτο αγάπη, ευγνωμοσύνη, και υπόσχεση.
Όταν χωρίζουμε, όλη η παρέα μας κοιτάζει με
χαμόγελα. Ο Παύλος σηκώνει το ποτήρι του.
«Στον Γιώργο!» φωνάζει. «Που μας θυμίζει
καθημερινά πώς να ζούμε!»
«Στον Γιώργο!» επαναλαμβάνουν όλοι.
Κοιτάζω γύρω μου αυτούς τους ανθρώπους που
αγαπώ, νιώθω την Κρινιώ δίπλα μου, και ξέρω ότι όσο κι αν κρατήσει αυτό το
ταξίδι, είναι ένα ταξίδι που άξιζε κάθε στιγμή του.
…
Ήρθε επιτέλους και η μέρα της ορκωμοσίας.
Είναι Παρασκευή 20 Νοεμβρίου του σωτηρίου έτους 2026. Το πρωί ξύπνησα με μια
περίεργη ανάμειξη συναισθημάτων, περηφάνια για την Κρινιώ μου, χαρά που θα
είμαι εκεί να τη δω, και εκείνο το μικρό τσίμπημα στο στομάχι που μου θυμίζει
ότι κάθε τέτοια στιγμή είναι πολύτιμη.
Η Κρινιώ μου ντυμένη με ένα όμορφο φόρεμα
σε απαλό μπλε που της πηγαίνει τέλεια με το δέρμα της, λάμπει σαν άστρο.
Στριφογυρίζει μπροστά στον καθρέφτη για τελευταία φορά, ισιώνοντας ανύπαρκτες
τσακίσεις.
«Είμαι καλά;» με ρωτάει για πέμπτη φορά,
και βλέπω στα μάτια της την ίδια ανασφάλεια που έχουν όλοι οι άνθρωποι στις
μεγάλες στιγμές τους.
«Είσαι η πιο όμορφη πτυχιούχος του κόσμου!»
της απαντώ, και το εννοώ. «Θα κλέψεις την παράσταση!»
Το ίδιο και η Αγγελική, με ένα κομψό ταγιέρ
σε μπορντό που την κάνει να δείχνει σαν καθηγήτρια πανεπιστημίου, ενώ εγώ και ο
Παύλος είμαστε με τα κουστούμια μας και τις γραβάτες μας σαν γαμπροί.
«Κοίτα μας!» λέει ο Παύλος ισιώνοντας τη
γραβάτα του. «Σαν τους Blues
Brothers!»
«Ναι, αλλά σε βερσιόν “One flew
over the cuckoo’s nest”!» του απαντώ και
βάζει τα γέλια.
Βέβαια είχαμε κάποια τεχνικά προβλήματα,
γιατί όπως είχα αρχίσει να χάνω κιλά χρειάστηκε να αγοράσουμε και άλλο
κουστούμι—αυτό που είχα φορέσει στο γάμο της Αγγελικής και του Παύλου, λίγο
παραπάνω από τρεις μήνες πριν, έπεφτε πλέον πάνω μου σα σακί.
Ωστόσο μοντέλο ο δικός σου, και μπράβο μου.
Με το navy blue σακάκι, το πολύ
ανοιχτό ροζ πουκάμισο και την κόκκινη γραβάτα (και λίγο make up για το χρώμα, είναι η αλήθεια) ήμουν σαν φαλακρό
μοντέλο. Περήφανο φαλακρό μοντέλο.
Στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη και κάνω
πόζες. Blue Steel από το Zoolander, Le Tigre, ακόμα και Magnum.
«Κούκλος,
σκέτος πανούκλος,» χαχανίζω από μέσα μου κλείνοντας το
μάτι στον εαυτό μου στον καθρέφτη.
«Τι κάνεις εκεί;» με ρωτάει η Κρινιώ
περνώντας από δίπλα.
«Εξασκούμαι στο modeling! Σκέφτομαι να
αλλάξω καριέρα!» της απαντώ κάνοντας άλλη μια υπερβολική πόζα.
«Α, ναι;» λέει γελώντας. «Και τι θα
διαφημίζεις;»
«Φάρμακα! Θα γίνω το πρόσωπο της
πολυφαρμακίας! “Παίρνετε πάνω από 10 χάπια τη μέρα; Join the club!”»
Η Κρινιώ με αγκαλιάζει από πίσω και
ακουμπάει το κεφάλι της στην πλάτη μου. «Είσαι ο πιο όμορφος άντρας του
κόσμου,» μου ψιθυρίζει. «Και όχι επειδή φοράς κουστούμι.»
Φτάνουμε στο Πανεπιστήμιο και το αμφιθέατρο
είναι ήδη γεμάτο. Οι φοιτητές με τις τηβέννους τους μοιάζουν με σμήνος από
μαύρα πουλιά που ετοιμάζονται να πετάξουν. Οι γονείς με τις φωτογραφικές
μηχανές στα χέρια, τα μικρά αδέρφια που βαριούνται ήδη, η ατμόσφαιρα γεμάτη
προσμονή και υπερηφάνεια.
Η τελετή ήταν πολύ όμορφη, με τους
καθηγητές να μπαίνουν με τις τηβέννους τους σαν αρχαία πομπή, και τα δάκρυα
έπεσαν βροχή, τόσο που η Αγγελική αναγκάστηκε να φτιάξει το make up της πριν βρεθεί κανείς να της πει «Πήγαινέ με
στον αρχηγό σου!»
«Μαμά, θα ξεβαφτείς!» την προειδοποιεί η
Κρινιώ δίνοντάς της ένα χαρτομάντιλο.
«Δεν μπορώ, είμαι τόσο συγκινημένη!»
απαντάει η Αγγελική με φωνή που τρέμει. «Το μωρό μου πήρε πτυχίο!»
Και το κοροϊδεύω αλλά μιας και σήμερα
φορούσα κι εγώ ελαφρύ make-up
για να μη φαίνομαι σαν extra από το Walking Dead, είχα τα ίδια ακριβώς
προβλήματα με μια σημαντική διαφορά. Σε μένα δε θα έλεγαν «Πήγαινέ με στον
αρχηγό σου» αλλά «ρε σεις, ποιος έβγαλε το πτώμα από την κάσα;» και άντε να
τους πείσεις ότι η παρουσία μου δεν είχε κάτι από το “Weekend at Bernie’s.”
Γέρνω προς τον Παύλο που κάθεται δίπλα μου.
«Πες μου ειλικρινά, μοιάζω με zombie;»
«Όχι,» μου απαντάει σοβαρά. «Περισσότερο με
βρικόλακα.
«Πες το ντε να ησυχάσω!» του απαντάω
χαχανίζοντας.
Με την Κρινιώ δεν μπορώ να κάνω μαύρο
αυτοσαρκαστικό χιούμορ γιατί το παίρνει πολύ βαριά και στεναχωριέται, αλλά με
τον Παύλο δεν υπάρχει τέτοιο πρόβλημα, και κάπως έτσι βρεθήκαμε να χαχανίζουμε
και οι δύο σαν κοριτσάκια, με κίνδυνο να εισπράξουμε κανένα κεραυνό από τις
γυναίκες μας.
Στο διάλειμμα, ενώ περιμένουμε να ξεκινήσει
η απονομή των πτυχίων, κρυβόμαστε πίσω από μια κολώνα για να μου φτιάξει η
Αγγελική το make up που είχε λιώσει.
«Μείνε ακίνητος!» με διατάζει κρατώντας το
μικρό νεσεσέρ που είχε φέρει μαζί της. «Και σταμάτα να γελάς!»
«Δεν μπορώ! Νιώθω σαν να ετοιμάζομαι για
την κηδεία μου!»
«ΓΙΩΡΓΟ!» με μαλώνει, αλλά βλέπω ότι
προσπαθεί να μη γελάσει κι αυτή.
Δε βαριέσαι, ο βρεγμένος τι βροχή να
φοβηθεί; Κι εγώ ήμουν ήδη μούσκεμα. Τελειώνει η δουλειά της και κάνω ένα βήμα
πίσω.
“It's
alive! alive!” κάνω σηκώνοντας τα
χέρια μου ψηλά σαν τον Dr. Frankenstein βγαίνοντας πίσω από την κολώνα που είχα κρυφτεί και του Παύλου του
ξεφεύγει ένα ροχαλητό, και τρώει μια σκουντιά στην πλάτη από την περήφανη μαμά!
«Θα σοβαρευτείτε επιτέλους;» μας μαλώνει,
αλλά τα χείλη της τρέμουν από το γέλιο που προσπαθεί να κρατήσει.
«Μα είμαι σοβαρός… σαν καρκίνος του
πνεύμονα,» δεν μπορώ να κρατηθώ εγώ, για να κερδίσω νέο ροχαλητό του Παύλου και
αυτή τη φορά δικό μου σκούντημα από την Αγγελική.
«Γελάω;» με ρωτάει προσπαθώντας να κάνει
αυστηρό πρόσωπο, αλλά τη βλέπω, με τα ζόρια κρατιέται να κρατηθεί σοβαρή.
“If life seems jolly rotten / There’s something you’ve
forgotten…” απαντάω
τραγουδιστά κάνοντας και τις κινήσεις από το “Always look on the
bright side of life” και αυτή τη φορά το
ροχαλητό του Παύλου είναι ακόμα πιο δυνατό, ενώ η φουκαριάρα η Αγγελική έχει
αρχίσει να θυμίζει τους Ρωμαίους στρατιώτες από τη σκηνή του Biggus Dickus στο Life of Brian , τα χείλη της
σφιγμένα, το πρόσωπό της κόκκινο από την προσπάθεια.
«Θα τα πω όλα στην Κρινιώ!» μου λέει
απειλώντας με μέ επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων.
«Ώπα, έβαλε τα μεγάλα μέσα!» λέει ο Παύλος
και αυτή τη φορά είμαι εγώ εκείνος που του ξεφεύγει το ροχαλητό.
Αλλά κάπου εκεί ακούγεται το καμπανάκι και
αρχίζουν και καλούν τους φοιτητές για να τους δώσουν τα πτυχία τους, οπότε
σοβαρευόμαστε και οι τρεις σαν μαθητές που τους έπιασε ο δάσκαλος να κάνουν
αταξίες.
Καθόμαστε στις θέσεις μας και περιμένουμε.
Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Όχι από την αρρώστια—από συγκίνηση. Από περηφάνια.
Από αγάπη.
«Κρινιώ Λειβαδίτη» ακούμε τη φωνή του
κοσμήτορα να αντηχεί στο αμφιθέατρο και η Κρινιώ πηγαίνει χαμογελαστή με βήματα
που προσπαθούν να φανούν ήρεμα αλλά βλέπω το μικρό τρέμουλο στα χέρια της να
παραλάβει το πτυχίο της από τον κοσμήτορα της σχολής.
Έχω αφήσει στον Παύλο τα καθήκοντα του
κάμεραμαν που έχει ήδη βγάλει το κινητό του και καταγράφει τα πάντα καθώς εγώ
θέλω να ζήσω τη στιγμή με τα μάτια μου.
Την βλέπω να ανεβαίνει τα σκαλιά. Να δίνει
το χέρι της στον κοσμήτορα. Να παίρνει το πτυχίο. Να γυρίζει προς το κοινό με
εκείνο το λαμπερό χαμόγελο. Και ξέρω ότι με ψάχνει με το βλέμμα της. Όταν τα
μάτια μας συναντιούνται, της κάνω ένα μικρό νεύμα και της στέλνω ένα φιλί στον
αέρα.
Μάτια που τρέχουν με κίνδυνο να χαλάσει και
πάλι το make-up—Θεέ μου τι ζω στο παρά
πέντε μου—αλλά και μόνο γι’ αυτό το λαμπερό χαμόγελο που βλέπω στο podium, τσιμέντο να γίνει.
Η Αγγελική δίπλα μου έχει ήδη βγάλει το
δεύτερο πακέτο χαρτομάντιλα. Ο Παύλος συνεχίζει να βιντεοσκοπεί προσπαθώντας να
κρατήσει σταθερό το χέρι του. Κι εγώ απλά στέκομαι εκεί, βλέποντας το κορίτσι
που αγαπώ να παίρνει το πτυχίο της, και νιώθω ότι η ζωή μου είχε νόημα.
Μετά την τελετή, βγαίνουμε όλοι έξω για
φωτογραφίες. Η Κρινιώ ποζάρει με το πτυχίο της, μόνη της, με την Αγγελική, με
εμένα, με όλους μαζί. Σε κάποια φάση έρχεται και μια συμφοιτήτριά της.
Μιας και τα κορίτσια θα περάσουν Σ/Κ στο SPA που τους είχα κλείσει
από την προηγούμενη εβδομάδα και οι ρεμπεσκέδες σε μπυραρία, για σήμερα
αναβάλλεται το guys’ night out, καθώς το πτυχίο της
θα το γιορτάσουμε με φόντο την Ακρόπολη, και την καλύτερη σαμπάνια του
μαγαζιού.
«Καρδούλα μου, είμαι τόσο περήφανος για
σένα,» της κάνω αγκαλιάζοντάς την τρυφερά στο εστιατόριο, με την Ακρόπολη να
λάμπει πίσω μας.
«Τζωρτζίνο, άσε τις γαλιφιές, μου τα είπε η
μαμά τα χαΐρια σου, και τα δικά σου, και του ανεπρόκοπου του πεθερού σου!»
“I regret nothing,” λέει ο Παύλος
χαχανίζοντας σηκώνοντας το ποτήρι του σαν χαιρετισμό.
«Τι είπες, μωρό μου;» τον ρωτάει η Αγγελική
με εκείνο το ύφος που έχουν οι γυναίκες όταν ξέρουν ότι ο άντρας τους έκανε
κάποια μαλακία.
«Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα /
Μετρώ τους χτύπους τον πόνο μετρώ,» αρχίζω εγώ τα “τραγούδια της φωτιάς,” με
δραματική φωνή, για να κερδίσω ένα παιχνιδιάρικο ping στη μύτη.
«Σκασμός εσύ, Αντωνάκη!» λέει ο Παύλος και
βάζουμε και οι τέσσερεις τα γέλια.
«Και πάει και το “μου”,» συμπληρώνω με
μελοδραματικό ύφος βάζοντας το χέρι στην καρδιά μου.
«Αυτό το κόλπο με τη μύτη, πιάνει και στους
καρχαρίες να ξέρεις!» λέω στην Κρινιώ, αναφερόμενη στο ταξίδι μας στην
Καραϊβική που θα ξεκινούσαμε σε δύο εβδομάδες.
«Εμένα πάντως μου είχε φύγει η ούγια,» λέει
ο Παύλος αναφερόμενος στο ταξίδι του μέλιτος στις Μαλδίβες. «Μην ανησυχείτε, αν
ακολουθήσετε τις οδηγίες δε θα σας πειράξουν, μας έλεγαν.» Κάνει μια παύση για
δραματικό εφέ. «Μωρέ εμείς να τις ακολουθήσουμε τις οδηγίες, οι καρχαρίες θα
τις ακολουθούσαν;» συνεχίζει κάνοντάς μας να βάλουμε τα γέλια.
«Κατά τα φαινόμενα τις ακολούθησαν,»
απαντάω. «Εκτός και αν έχεις κανένα ξύλινο πόδι και μας το κρύβεις!»
«Όχι, εντάξει… ήταν καλά παιδάκια, δε
χρειάστηκε αλλαγή μαγιό!» απαντάει αυτή τη φορά η Αγγελική κοκκινίζοντας
ελαφρά.
«Εγώ δε φοβάμαι, πάντως!» λέω τάχα μου
ανέμελα. «Λένε πως οι καρχαρίες έχουν οξύτατη όσφρηση, κι εγώ μυρίζω σα
φαρμακαποθήκη!»
«Εμ δε θα φάνε εσένα, εμάς θα φάνε!» με
πειράζει η Κρινιώ.
«Μη φοβάσαι μωρό μου! Η παρουσία μου είναι
κρυπτονίτης για τη θαλάσσια ζωή, μέχρι και τα κοράλλια θα βγάλουν φτερά στην
πλάτη!» της απαντάω χωρίς να χάσω beat και βάζει τα γέλια.
«Αλήθεια, πότε φεύγετε;» ρωτάει ο Παύλος.
«Στις γιορτές σας περιμένουμε Γύθειο!»
«Μην ανησυχείς, τα έχουμε κάνει τα κουμάντα
μας!» τον καθησυχάζω. «Είπαμε, logistics’ wizard!» Κάνω μια χειρονομία προς την Κρινιώ που χαμογελάει περήφανα.
«Ωραία!» λέει τρίβοντας δυνατά τα χέρια του
με ικανοποίηση. «Καλή η Βιέννη αλλά τίποτα δε συγκρίνεται με τη θαλπωρή της οικογένειας
τα Χριστούγεννα!»
«Θα κατέβει και η κόρη σου με το γαμπρό σου;»
τον ρωτάω.
«Εννοείται! Θα κάνουμε και Χριστούγεννα και
πρωτοχρονιά όλοι μαζί. Και αρκετό αρνί φάγαμε για φέτος! Κάτω θα μάθεις τι σημαίνει
γουρουνοπούλα!» μου λέει με πάθος πλανόδιου πωλητή.
«Το νου σου στο φαΐ, εσένα!» τον πειράζει η
Αγγελική.
«Μωρέ καλά κάνει!» απαντάω εγώ. Πέρσι
δηλαδή που έφαγα τάρανδο, τι κατάλαβα; Και δεν έλεγε και τίποτα σαν κρέας, και
είχα και την κόρη σου που μου γκρίνιαζε όλη την υπόλοιπη μέρα ότι έφαγα τον
Ρούντολφ το ελαφάκι!» συνεχίζω, και, αν και την ξέρουν την ιστορία, βάζουν και
πάλι τα γέλια και οι δυο τους, ενώ η Κρινιώ μου βγάζει τη γλώσσα της.
«Τέτοιος ήσουν!» μου κάνει με ψεύτικα παραπονιάρικο
βλέμμα.
«Σε είχα προειδοποιήσει μωρό μου, όταν με ρώτησες
αν μου κάνει καρδιά.» της λέω και κάνω μια δραματική παύση. «Και καρδιά μου έκανε,
και πνευμόνι μου έκανε, και ολόκληρη συκωταριά μου έκανε!» της λέω, κερδίζοντας
ένα δυνατό ΠΡΡΡΡΡΡ που με γεμίζει σάλια, ενώ Αγγελική και Παύλος βάζουν ξανά τα
γέλια με τα καμώματά μας.
Καθώς η βραδιά προχωράει και η σαμπάνια
ρέει, σηκώνω το ποτήρι μου για μια τελευταία πρόποση.
«Στην Κρινιώ μου,» λέω και η φωνή μου σοβαρεύει. «Που σήμερα δεν πήρε απλά ένα χαρτί. Έλαβε την ανταμοιβή των κόπων της όλα αυτά τα χρόνια.» Κάνω μια μικρή παύση. «Και ό,τι και αν μου έφερε η ζωή, είμαι ευγνώμων που αξιώθηκα να είμαι παρόν σε τούτη τη στιγμή.»
Γιατί στιγμές σαν και αυτές αξίζουν περισσότερο απ’ όσο αξίζουν χρόνια ολόκληρα.
30. Κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις
Τη λίγη ζωή που
κέρδισα πλάι της την ήπια γουλιά-γουλιά. Πρόλαβα τα εικοστά έβδομα γενέθλιά της.
Πρόλαβα να τη δω να ορκίζεται και να παραλαμβάνει το πτυχίο της. Πρόλαβα να
πάμε και μια τελευταία κρουαζιέρα στην Καραϊβική. Πρόλαβα και τις τελευταίες
μας χριστουγεννιάτικες διακοπές στο Γύθειο, με την Αγγελική, τον Παύλο, την
κόρη του, τον γαμπρό του και την εγγονούλα του.
Λες και ο
καρκίνος περίμενε υπομονετικά να τα ζήσω όλα αυτά, κάνοντάς μου το τελευταίο
του δώρο· περιμένοντας μέχρι να έρθει και η επόμενη άνοιξη. Κι εκεί, έκανε νέα
μετάσταση.
Και ξέραμε ότι αυτή θα είναι και η τελευταία.
…
Δεν ήθελα να έρθει μαζί μου. Παρακάλεσα,
επέμεινα, σχεδόν διέταξα. Δεν ήξερα πως θα αντέξω τον πόνο στα μάτια της, πώς
θα μπορούσα να σηκώσω το βλέμμα μου και να δω την καρδιά της να ραγίζει, τη
στιγμή που θα άκουγε αυτό που εγώ ήδη ήξερα. Τα χέρια μου έτρεμαν μέσα στα δικά
της καθώς περιμέναμε έξω από το ιατρείο, αλλά εκείνη τα κρατούσε σταθερά, σαν
άγκυρα.
Δεν μου άφησε περιθώρια. Με κοίταξε με
εκείνο το βλέμμα που δεν επιδέχεται αντίρρηση και είπε απλά: «Μαζί, Γιώργο. Τα
πάντα μαζί.» Έτσι απλά. Και ήρθε μαζί μου, καθισμένη δίπλα μου τώρα, με την
πλάτη ίσια, τους ώμους τεντωμένους, σαν στρατιώτης έτοιμος για μάχη που ξέρει
ότι δεν μπορεί να κερδίσει, αλλά θα πολεμήσει με τιμή ως το τέλος.
Δε χρειάζεται να μας το πει ο γιατρός. Το
σώμα μου μιλά τη δική του αλήθεια, αυτή που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει πια.
Ο βαθύς πόνος που ξεκινά από τα σπλάχνα μου και απλώνεται σαν δηλητήριο. Η
κούραση που κάνει ακόμα και το βλέφαρο να ζυγίζει σαν μολύβι. Η απώλεια βάρους
που κάνει τα ρούχα μου να κρέμονται σαν σακούλες πάνω σε κρεμάστρα. Ξέρω. Η
Κρινιώ ξέρει. Ο Νίκος απλώς θα επιβεβαιώσει αυτό που δεν μπορούμε πια να
προσποιούμαστε ότι δεν υπάρχει.
«Έκανε μετάσταση στο πάγκρεας,» μας λέει
τελικά, η φωνή του χαμηλή και επαγγελματική, αλλά μ’ ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο.
Τα μάτια του είναι κουρασμένα, ίσως από πόσες φορές έχει προφέρει παρόμοιες
προτάσεις. Τα χέρια του ακουμπούν πάνω στον φάκελο μου, δάχτυλα κλειστά σφιχτά,
λες και προσπαθεί να συγκρατήσει κάτι που κινδυνεύει να του φύγει.
«Πόσο;» είναι το μόνο που τον ρωτάω. Μια
λέξη μόνο. Τίποτα περισσότερο. Μέσα σε αυτή κρύβονται όλες οι άλλες ερωτήσεις.
Πόσος χρόνος; Πόσος πόνος; Πόση ζωή μού μένει;
Το βλέμμα του Νίκου πετάει από εμένα στην
Κρινιώ και πάλι πίσω σε μένα—ένας μικρός δισταγμός, η φευγαλέα επιθυμία να
απαλύνει το χτύπημα που είναι αδύνατο να αποφύγουμε. Βλέπω το στήθος του να
ανεβοκατεβαίνει με μια βαθιά ανάσα πριν απαντήσει. «Ένας μήνας… ίσως δύο.»
Η φράση πέφτει βαριά στο γραφείο, όπως η
τελευταία φτυαριά χώμα σε ανοιχτό τάφο. Νιώθω το χέρι της Κρινιώς να σφίγγεται
γύρω από το δικό μου τόσο δυνατά που σχεδόν πονάω, αλλά ο πόνος είναι
καλοδεχούμενος—με αγκυροβολεί στο παρόν, μου θυμίζει πως είμαι ακόμα εδώ.
Δεν μιλάω, δεν έχω κάτι να πω. Ίσως η σιωπή
είναι η μόνη κατάλληλη απόκριση όταν σου λένε πως το ημερολόγιο της ζωής σου
έχει μόνο μερικές σελίδες ακόμα. Γυρίζω προς την Κρινιώ και με το που
καταλαβαίνει ότι το βλέμμα μου είναι πάνω της, βλέπω το σαγόνι της να
σφίγγεται, το λαιμό της να καταπίνει με κόπο, τα μάτια της να γεμίζουν με
δάκρυα που αρνείται να αφήσει να κυλήσουν. Πασχίζει με ό,τι δυνάμεις έχει να
μην σπάσει—όχι για εκείνη, αλλά για μένα.
«Τι μπορούμε να κάνουμε;» ρωτάει εκείνη τον
γιατρό, η φωνή της σταθερή παρά τον εσωτερικό σεισμό που ξέρω πως βιώνει.
Ο Νίκος αναστενάζει ελαφρά. Τα χέρια του
ανοίγουν σε μια χειρονομία που μοιάζει με απολογία και παραδοχή μαζί.
«Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα,» λέει, η
φωνή του χαμηλή, κουρασμένη. «Ο μόνος τρόπος να αναχαιτιστεί η νέα μετάσταση
είναι…»
Σταματά για λίγο, κοιτάζει για μια στιγμή
κάτω στο γραφείο του, σαν να ψάχνει τις σωστές λέξεις. Ύστερα σηκώνει ξανά το
βλέμμα του.
«Είναι;» ρωτάει η Κρινιώ.
Ο Νίκος κουνά αργά το κεφάλι. «…δε θα
αντέξει ο οργανισμός του Γιώργου,» μας λέει ήρεμα. «Η αγωγή που θα
απαιτούνταν…» παύει ξανά, αφήνει τις λέξεις να αιωρηθούν. Μας κοιτάζει για μια
στιγμή—δεν χρειάζεται να συνεχίσει· καταλαβαίνουμε. Τα φάρμακα θα έπρεπε να
είναι τόσο επιθετικά που θα με σκότωναν πιο γρήγορα απ’ την ίδια τη νόσο.
Παίρνει βαθιά ανάσα και συνεχίζει.
«Σε αυτό το στάδιο, η επιστήμη μας
περιορίζεται στη διαχείριση του πόνου και την ανακούφιση των συμπτωμάτων. Θα
σας συνταγογραφήσω μορφίνη,» λέει, και σημειώνει κάτι στο χαρτί μπροστά του με
βαριές κινήσεις.
Σταματάει και πάλι για μερικές στιγμές, σα
να το σκέφτεται.
«Μπορείτε να επιλέξετε αν θέλετε να
περάσετε τον υπόλοιπο χρόνο στο νοσοκομείο ή στο σπίτι σας. Στη δεύτερη
περίπτωση, μπορούμε να διαθέσουμε νοσηλευτικό προσωπικό. Είναι προτιμότερο να
έχετε φροντίδα σε 24ωρη βάση για να διατηρήσουμε την ποιότητα ζωής σας όσο το
δυνατόν υψηλότερη.»
Σταματά για μια στιγμή, τα μάτια του
γεμίζουν με αυτή την ανθρώπινη θλίψη που προσπαθούν όλοι οι γιατροί να κρύψουν,
αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνουν εντελώς. Μια ρυτίδα βαθαίνει ανάμεσα στα φρύδια
του, ενώ τα ακροδάχτυλά του αγγίζουν ανεπαίσθητα τις εξετάσεις μου, σαν να
θέλουν να αλλάξουν μαγικά τα αποτελέσματα.
Δεν ήθελα να πεθάνω σε νοσοκομείο, με τους
άσπρους τοίχους και τη μυρωδιά της απολύμανσης, με τους διαδρόμους που μοιάζουν
όλοι ίδιοι και τον αποστειρωμένο θόρυβο των μηχανημάτων να μετράει τις
τελευταίες μου στιγμές. Αλλά δεν ήθελα να φυλακίσω την Κρινιώ στο σπίτι μου, να
της επιβάλω να βλέπει τη σάρκα μου να συρρικνώνεται, τα μάτια μου να
βουλιάζουν, την αξιοπρέπειά μου να χάνεται μέρα με τη μέρα. Στο μυαλό μου
χορεύουν εικόνες από λεκάνες με αίμα, από μυρωδιές σωματικών υγρών, από κραυγές
πόνου μέσα στη νύχτα που θα την ξυπνούσαν τρομαγμένη. Δεν ήθελα… δεν ήθελα να
με βλέπει να λιώνω.
Μα δεν προλαβαίνω να αρθρώσω λέξη. Η
Κρινιώ, που μέχρι τώρα έτρεμε ανεπαίσθητα δίπλα μου, τεντώνεται απότομα σαν
χορδή βιολιού και απαντάει για εμένα, με μια φωνή που σχεδόν δεν αναγνωρίζω—ατσάλινη,
απόλυτη.
«Σπίτι,» του απαντάει, και το χέρι της
σφίγγει το δικό μου με τέτοια δύναμη που νιώθω τα κόκκαλά μου να
διαμαρτύρονται.
«Κρινιώ μου…» κάνω να διαμαρτυρηθώ, η φωνή
μου σπασμένη, σχεδόν ικετευτική. Η άχρωμη λάμπα φθορισμού από πάνω μας ρίχνει
σκληρές σκιές στο πρόσωπό της, κάνοντάς το να μοιάζει με αρχαία προσωπίδα, με
χαρακτηριστικά σμιλεμένα από αποφασιστικότητα.
Στρέφεται προς το μέρος μου, και για μια
στιγμή ο κόσμος όλος συμπυκνώνεται σε εκείνα τα μάτια, υγρά από δάκρυα που
αρνούνται πεισματικά να πέσουν. Το σαγόνι της τρέμει ελαφρά, αλλά το στόμα της
είναι μια αδιαπραγμάτευτη ευθεία γραμμή.
«ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΝΑ ΣΕ
ΑΦΗΣΩ ΜΟΝΟ ΣΟΥ, Τ’ ΑΚΟΥΣ;» μου λέει με φωνή που γεμίζει το δωμάτιο, που αντηχεί
στους τοίχους και κάνει τα έγγραφα στο γραφείο του γιατρού να τρέμουν. Ο τόνος
της δε σηκώνει αντιρρήσεις—είναι η φωνή της άρνησης απέναντι στο αναπόφευκτο, η
φωνή της αγάπης που δε δέχεται όρια.
Ο Νίκος καθαρίζει το λαιμό του αμήχανα, τα
δάχτυλά του παίζουν νευρικά με το στυλό του. Η καρέκλα του τρίζει καθώς γέρνει
ελαφρά προς τα εμπρός, προσπαθώντας να εισχωρήσει στον ιερό κύκλο που έχει
δημιουργήσει η Κρινιώ γύρω μας με τη στάση του σώματός της.
«Δεν θα είναι…» πάει να μιλήσει, με φωνή
μετρημένη που προσπαθεί να κατευνάσει τα συναισθήματα που έχουν ξεχειλίσει στο
δωμάτιο. Προσπαθεί να πει πως δε θα είμαι μόνος μου, πως θα έχω φροντίδα, πως
υπάρχουν εναλλακτικές.
Η Κρινιώ στρέφει το βλέμμα της προς το
μέρος του, τόσο γρήγορα που τα μαλλιά της αφήνουν για μια στιγμή ένα χρυσαφένιο
ίχνος στον αέρα. Τον κεραυνοβολεί με τα μάτια της, που τώρα λάμπουν με μια
ένταση που θα μπορούσε να κάψει χαρτί.
Μα ο Νίκος έχει δει αυτή τη σκηνή πολλές
φορές—τη σκηνή της άρνησης, της αντίστασης, της απόγνωσης που μεταμφιέζεται σε
δύναμη. Δεν είναι το πρώτο του ροντέο, όπως θα έλεγα κι εγώ. Σταθεροποιεί το
βλέμμα του, παίρνει μια ανάσα που ανεβοκατεβάζει τους ώμους του κάτω από την
άσπρη ιατρική μπλούζα.
«Δε θα είναι εύκολο…» πάει να πει, η φωνή
του πιο μαλακή τώρα, προσπαθώντας να εισάγει την πραγματικότητα χωρίς να σπάσει
την άμυνα που έχει υψώσει η αγάπη.
Το χέρι της Κρινιώς σφίγγεται ακόμα
περισσότερο γύρω από το δικό μου, σχεδόν τραβώντας με προς το μέρος της, όπως
τραβάς κάτι που κινδυνεύει να παρασυρθεί μακριά. Το άλλο της χέρι υψώνεται στον
αέρα, παλάμη ανοιχτή, σταματώντας τα λόγια του γιατρού πριν καν ειπωθούν.
«ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ!»
επαναλαμβάνει, και αυτή τη φορά η φωνή της είναι ακόμα πιο εμφατική, ακόμα πιο
γεμάτη από μια δύναμη που δεν ήξερα πως μπορούσε να κρύβει μέσα της. Τα χείλη
της ανοιγοκλείνουν σαν να θέλει να πει περισσότερα, αλλά δεν το κάνει. Λες και
ξέρει πως αν συνεχίσει να μιλά, το φράγμα που συγκρατεί τα δάκρυά της θα
σπάσει.
Και εκεί, σε εκείνη την ιατρική καρέκλα,
νιώθω την καρδιά μου να σπάει και να ξαναφτιάχνεται ταυτόχρονα. Γιατί σε εκείνη
τη στιγμή συνειδητοποιώ πως ακόμη και στο τέλος αυτής της διαδρομής, δεν είμαι
μόνος. Ακόμη και στο σκοτάδι, υπάρχει φως. Το δικό της φως.
…
Το επόμενο πρωί, παίρνω τηλέφωνο το Γιάννη.
Πρώτα θα το μάθει εκείνος και μετά το HR. Ξέρει τι θα του πω, με έχει δει πως
έχω μείνει σχεδόν μισός τον τελευταίο μήνα. Το κινητό χτυπάει τρεις φορές
προτού απαντήσει. Κάθε κουδούνισμα μοιάζει αιωνιότητα, σαν η κάθε στιγμή πλέον
να έχει αποκτήσει ιδιαίτερο βάρος στη ζωή μου που μετράει αντίστροφα.
«Τι σου είπε ο γιατρός;» με ρωτάει με
αγωνία, ούτε καν καλησπέρα δε μου είπε απαντώντας μου. Η φωνή του τρέμει
ελαφρά, προδίδοντας αυτό που κι οι δυο ξέρουμε.
«Έκανε μετάσταση στο πάγκρεας…» του λέω και
η σιωπή που ακολουθεί του λέει ότι χρειαζόταν να του πει. «Ένας μήνας… ίσως
λίγο παραπάνω.»
Ξεροκαταπίνει, με δυσκολία συγκρατιέται και
ο ίδιος. Ακούω την ανάσα του να κόβεται. Δεκαπέντε χρόνια συνάδελφοι, τριανταπέντε
χρόνια φίλοι. Ήταν στον πρώτο γάμο μου. Τώρα θα είναι και στην κηδεία μου.
«Θα περάσω από το σπίτι το απόγευμα,» μου
λέει τελικά. «Εκτός αν προτιμάς να μην…»
«Έλα,» τον διακόπτω. «Θα είμαι εδώ. Να
φέρεις και τις μπύρες που μου έχουν απαγορεύσει, σε βαρέλι κατά προτίμηση,»
προσπαθώ να αστειευτώ αλλά η φωνή μου σπάει.
Κλείνω το τηλέφωνο και κοιτάζω έξω το
παράθυρο. Ο ήλιος λάμπει αδιάφορος. Ο κόσμος συνεχίζει να γυρίζει.
Επόμενο τηλεφώνημα στο HR. Δεν χρειάζονται
πολλές εξηγήσεις. Θα πάρω το υπόλοιπο της άδειας μου, είκοσι μέρες, και μετά
αναρρωτική. Δε νομίζω ότι θα προλάβω να εξαντλήσω ούτε καν το πρώτο, αλλά δεν
έχει σημασία.
Η κοπέλα στο HR, η Ελένη, προσπαθεί να
διατηρήσει τον επαγγελματισμό της, αλλά ακούω τη φωνή της να ραγίζει καθώς
συμπληρώνει τη φόρμα. Όταν τελειώνουμε, μου ψιθυρίζει ένα «καλό κουράγιο» που
ηχεί σαν επιτάφιος.
Πίνω λίγο νερό και παίρνω μια βαθιά ανάσα.
Κάθε ρουφηξιά αέρα πλέον έχει άλλη αξία. Το δωμάτιο γύρω μου μοιάζει ξαφνικά
πιο έντονο. Τα χρώματα, οι σκιές, οι μυρωδιές—όλα μου φωνάζουν ότι είμαι ακόμα
εδώ. Για πόσο ακόμα;
Το μεσημέρι, όταν η Κρινιώ επιστρέφει από
κάποιες δουλειές για τις οποίες είχε κατέβει στο κέντρο, την περιμένω. Έχω
μαγειρέψει το αγαπημένο της. Γεμιστά. Με τον κιμά, όπως τα θέλει, όχι
σκέτα—«όπως τα κάνει η μάνα μου» μου είχε πει την πρώτη φορά, και χαμογέλασα.
Από τότε, κάθε φορά που τα φτιάχνω, κάτι μέσα μου ανασαίνει λίγο πιο ήρεμα.
Ανοίγει την πόρτα και μου χαμογελάει.
Εκείνο το χαμόγελο. Το χαμόγελο που ερωτεύτηκα. Που μου γέμισε τη ζωή που μου
απέμεινε. Βλέπω τον πόνο μέσα της—τον κουβαλάει πίσω από τα μάτια, μέσα στη
σιωπή ανάμεσα στις λέξεις. Μα δεν τον αφήνει να φανεί. Δεν θέλει να με λυγίσει.
Θέλει να είμαι εγώ. Ο Γιώργος της. Μέχρι τέλους.
Είναι διαφορετική τώρα. Έχει αυτό το
βλέμμα, σαν να προσπαθεί να αποτυπώσει κάθε στιγμή, κάθε κίνηση, κάθε
λεπτομέρεια. Βλέμμα που μετράει στιγμές όπως μετράει κανείς κέρματα όταν δεν
έχει άλλα. Κάθε μέρα που περνάει το βλέμμα της γίνεται πιο έντονο, πιο
διαπεραστικό. Λες και προσπαθεί να χαράξει την ύπαρξή μου στη μνήμη της.
«Μυρίζει γεμιστά!» μου λέει χαρούμενα,
προσπαθώντας να κρατήσει το φως μέσα της ζωντανό. Η φωνή της αντηχεί στους
τοίχους, γεμίζει το χώρο με μια επίπλαστη κανονικότητα που και οι δύο
προσποιούμαστε πως είναι αληθινή.
«Για το κορίτσι μου,» της λέω. «Έλα, κάτσε
να φας όσο είναι ζεστά.» Τα χέρια μου τρέμουν ελαφρά καθώς σερβίρω. Όχι από την
αρρώστια—όχι ακόμα. Από τις σκέψεις, από αυτά που πρέπει να πω.
Καθόμαστε. Τρώει με όρεξη, με εκείνη την
παιδική της ευχαρίστηση, σα να ξεχνάει για λίγο τον κόσμο. Τα μαλλιά της
πέφτουν στο πρόσωπό της, τα παραμερίζει με μια κίνηση που έχω δει χιλιάδες
φορές. Έχω συνηθίσει να τρώω αργά τον τελευταίο καιρό—το στομάχι μου
διαμαρτύρεται στα πάντα—αλλά τώρα μασάω ακόμα πιο αργά, απολαμβάνοντας τη
σιωπή, την παρουσία της. Και μετά… σηκώνω τα μάτια μου και τη βλέπω. Και ξέρω
πως ήρθε η στιγμή, το καρουζέλ μας μπήκε στον τελευταίο του γύρο.
«Θα έρθει και ο Γιάννης, το απόγευμα» της
λέω. «Να πιούμε καμιά μπύρα.»
«Να πιούμε, Τζωρτζίνο μου,» μου λέει
προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
«Ναι, αλλά μη μου αρχίσεις πάλι την
ποτοαπαγόρευση!» της λέω αστειευόμενος και τα δάκρυά της γίνονται κλαυσίγελος.
…
Το σπίτι της το είχα μεταβιβάσει από το
Νοέμβρη και στον κοινό τραπεζικό μας λογαριασμό, στα πενήντα χιλιάρικα που είχε
από πριν, και που τελικά δε χρειάστηκε να βάλουμε χέρι, προστέθηκαν όλο αυτό το
χρονικό διάστημα άλλα είκοσι, και μετέφερα και τα υπόλοιπα δέκα που είχαν
μείνει στον προσωπικό μου. Είναι όλα δικά της πια. Το μόνο που μου ανήκει, το
μόνο που κουβαλάω ακόμα μαζί μου, είναι οι αναμνήσεις και ο πόνος. Και τα δύο
θα εξαφανιστούν μαζί μου.
Τι δύναμη κρύβει αυτό το κορίτσι μέσα του;
Ξέρω ότι πονάει αλλά το χαμόγελό της, το μόνο γιατρικό που έχει πραγματικά αξία
για μένα είναι πάντα εδώ. Πάντα για μένα. Μου δίνει όσα η μορφίνη δε μπορεί να
μου προσφέρει. Μακάρι να μη τη χρειαζόμουν καθόλου, δε θέλω να περάσω τις
τελευταίες μου μέρες σε αυτή τη γη μέσα σε θολούρα.
Οι πόνοι είναι αβάσταχτοι αλλά όσο μπορώ
παλεύω να τους πνίξω. Να έχω διαύγεια, να ρουφήξω αυτό της το χαμόγελο… Κάθε
μέρα που ξημερώνει είναι και ένα μικρό θαύμα. Και το μόνο που δε με αφήνει να
παραιτηθώ, να μην αναζητήσω τη λησμονιά είναι αυτό το χαμόγελο. Νυστάζω, νιώθω
απίστευτη κούραση. Η Κρινιώ μου είναι δίπλα μου και μου χαμογελάει.
«Κοιμήσου Τζωρτζίνο μου,» μου κάνει. «Εδώ
είμαι, δε φεύγω,» μου λέει χαϊδεύοντάς με τρυφερά. «Σ’ αγαπάω,» συνεχίζει
γεμάτη τρυφερότητα. «Από εδώ μέχρι την άκρη του ουράνιου τόξου,»
«Μόνο;» καταφέρνω να της πω αδύναμα, είναι
το παιχνίδι μας.
«Κι άλλο τόσο… Κι άλλο τόσο… Κι άλλο τόσο…»
μου λέει και με χαϊδεύει τρυφερά. Σκύβει και μου δίνει ένα δροσερό φιλί στα
χείλη.
Η Κρινιώ μου κοιμάται αλλά εγώ δεν έχω
ύπνο. Αφουγκράζομαι για λίγο την ανάσα της, ρυθμική και ήρεμη, σε αντίθεση με
τη δική μου που τώρα πια είναι συχνά διακεκομμένη και επώδυνη. Στο μισοσκότεινο
δωμάτιο, το πρόσωπό της φαίνεται γαλήνιο—επιτέλους μπόρεσε να κοιμηθεί μετά από
τρεις μέρες αϋπνίας, όπου με παρακολουθούσε ακούραστα, μετρώντας κάθε χάπι,
κάθε σταγόνα μορφίνης στις σύριγγες με την ακρίβεια μαθηματικού.
Σηκώνομαι προσεκτικά, αποφεύγοντας κάθε
απότομη κίνηση που θα μπορούσε να την ξυπνήσει. Το σώμα μου διαμαρτύρεται—κάθε
κίνηση είναι τώρα πια ένας μικρός αγώνας, ένα μπρα-ντε-φερ ανάμεσα στη θέληση
και την αδυναμία. Παίρνω τη μαγκούρα που ακουμπά στο κομοδίνο—ένα καινούργιο
εξάρτημα στη ζωή μου, ένα σύμβολο της νέας μου πραγματικότητας. Τώρα, ακόμα και
τα λίγα μέτρα μέχρι τη βεράντα μοιάζουν με μαραθώνιο—για το σαλόνι κάτω δεν το
συζητάμε καν.
Σηκώνομαι και βγαίνω στη βεράντα, και η
Λίζι κάνοντάς μου τρίλιες με ακολουθεί. Τρίβεται στο πόδι μου και μου ρίχνει
εκείνο το βλέμμα—ξέρει πως κάτι δεν πάει καλά, το μυρίζεται, το διαισθάνεται με
εκείνη τη μυστηριώδη αντίληψη που έχουν τα ζώα για την αρρώστια και το θάνατο.
Τον τελευταίο καιρό δεν απομακρύνεται από κοντά μου, σαν αόρατη σκιά, σαν
φύλακας-άγγελος.
Κάθομαι στην καρέκλα και ανοίγω το tablet. Η οθόνη φωτίζει το
πρόσωπό μου με το γαλαζωπό της φως, δημιουργώντας σκιές που υποθέτω πως με
κάνουν να φαίνομαι ακόμα πιο αποστεωμένος από ό,τι είμαι. Βάζω τα ακουστικά μου
για να μην ενοχλήσω τη Κρινιώ και ψάχνω στο YouTube το Stargazer των Rainbow, και κλείνω τα μάτια μου αφήνοντας τον
εαυτό μου να βυθιστεί στην μελαγχολική μελωδία.
Ένας διαφορετικός μυστικός θίασος για ένα
διαφορετικό Αντώνιο. Είχα κάθε λόγο να αισθάνομαι πίκρα όμως η γαληνεμένη μου ψυχή
είναι γεμάτη ευγνωμοσύνη.
Για την Κρινιώ μου, για τη δική μου
Αλεξάνδρεια. Οι στίχοι του τραγουδιού παίζουν ακόμα στ’ αυτιά μου, σχεδόν
υπνωτιστικά. Έχω την αίσθηση πως ακούω διαφορετικά τώρα, πιο βαθιά, σαν να
έχουν ανοίξει νέα κανάλια κατανόησης μέσα μου, τώρα που βρίσκομαι τόσο κοντά
στο τέλος. Παράξενο πώς ο θάνατος μπορεί να οξύνει τις αισθήσεις, να κάνει την
κάθε στιγμή πιο έντονη, πιο πλούσια, πιο ουσιαστική.
I see a rainbow rising
Look there on the horizonAnd I’m coming homeI’m coming homeI’m coming homeTime is standing stillHe gave back my willOh, oh, oh, ohGoing homeI’m going home
Ακούω ένα ψίθυρο πίσω μου. Γυρίζω απαλά το κεφάλι. Η Κρινιώ στέκεται στην πόρτα του μπαλκονιού, με
τη ρόμπα της τυλιγμένη σφιχτά γύρω της, τα μαλλιά της σε αταξία, τα μάτια της
μισόκλειστα από τον ύπνο. Χωρίς μακιγιάζ, χωρίς προσποιήσεις, χωρίς τις μικρές
καθημερινές μάσκες που φοράμε για τον κόσμο. Η αληθινή, γυμνή Κρινιώ. «Ξύπνησα
και δε σε βρήκα δίπλα μου,» μουρμουρίζει. «Ανησύχησα.»
Βγάζω τα ακουστικά. «Δεν είχα ύπνο. Δεν
ήθελα να σε ξυπνήσω, κοιμόσουν τόσο γλυκά.»
Έρχεται και στέκεται δίπλα μου. Η Λίζι σηκώνεται
για να τη φτάσει, και τρίβεται στο χέρι της. Η Κρινιώ τη χαϊδεύει. Μια απλή,
τρυφερή χειρονομία, σχεδόν ασυνείδητη.
Θα ήθελα να μπορούσα να της πω πόσο σημαντικές είναι αυτές οι μικρές στιγμές
οικειότητας, πόσο με στηρίζουν, πόσο με κρατούν ακόμα εδώ.
«Τι άκουγες;» ρωτά, νεύοντας προς το tablet.
«Stargazer. Rainbow.»
Χαμογελάει. «Να το ακούσουμε μαζί;»
Δεν περιμένει απάντηση. Γλιστρά δίπλα μου
στην κουνιστή πολυθρόνα, παρά το ότι είναι φτιαγμένη μόνο για ένα άτομο. Έτσι
όπως έχω μείνει μισός χωράμε, έστω και μετά βίας, και οι δυο μας. Δε με ενοχλεί,
ίσα-ίσα, μας φέρνει ακόμα πιο κοντά. Το σώμα της ζεστό δίπλα στο δικό μου. Αποσυνδέω
τα ακουστικά, πατάω αναπαραγωγή και το τραγούδι ξεκινάει από την αρχή.
Καθώς οι πρώτες νότες γεμίζουν ξανά τα
αυτιά μας, νιώθω το χέρι της να σφίγγει το δικό μου. Γέρνω το κεφάλι μου και το
ακουμπώ στον ώμο της. Η Λίζι κουλουριάζεται στα πόδια μας. Με το ένα χέρι
αγκαλιάζω την Κρινιώ, με το άλλο συνεχίζω να χαϊδεύω την ταρταρούγα μου.
Ξέρω με μια σπάνια, κρυστάλλινη βεβαιότητα
πως αυτή τη στιγμή, εδώ, τώρα, με όλον τον πόνο και την επίγνωση του τέλους που
πλησιάζει, με όλα τα «θα μπορούσα,» τα «θα έπρεπε,» τα αναπάντητα ερωτήματα που
θα μείνουν για πάντα έτσι… είμαι ευτυχισμένος. Βαθιά, ουσιαστικά, αληθινά
ευτυχισμένος.
Και αυτή η ευτυχία είναι η μεγαλύτερη πράξη
αντίστασης απέναντι στο τέλος μου. Η μικρή μου νίκη. Το μεγάλο μου «ευχαριστώ»
στη ζωή και το τελευταίο μου «άντε γαμήσου» στο θάνατο.
…
Η Θεά τύχη με ευλόγησε με ένα τελευταίο
γύρο στο καρουζέλ, αλλά η μουσική σταμάτησε. Ο χρόνος μου σε αυτή τη Γη
τελείωσε, ήρθε η ώρα να κατέβω. Είναι μια υπέροχη, ζεστή μαγιάτικη μέρα.
Και ξέρω βαθιά μέσα μου πως για μένα δε θα ξημερώσει
επόμενη.
Η μπαλκονόπορτα είναι ανοιχτή και το
δωμάτιο πλημμυρίζει με φως. Οι πόνοι έγιναν αφόρητοι και η Κρινιώ έβαλε τη
νοσοκόμα να μου βάλει μορφίνη στον ορό. Στέκεται δίπλα μου, κρατάει τα
σκελετωμένα χέρια μου μέσα στα δικά της. Δεν έχει φύγει ούτε στιγμή από το
πλευρό μου. «Μαζί,» μου είχε πει. «Τα πάντα μαζί.» Και τον λόγο της τον
κράτησε.
Η Λίζι το ίδιο, εδώ και καιρό δεν ξεκολλάει
από το μαξιλάρι μου. Η μορφίνη με βυθίζει σε παράξενα πυρετικά όνειρα. Προσπαθώ
να εστιάσω τη θολή μου ματιά πάνω τους. Η Αλεξάνδρεια μου! Η μουσική ακούγεται
από παντού και πουθενά.
Το τραγούδι του Μυστικού Θιάσου!
Η Λίζι σα να καταλαβαίνει ότι η ψυχή μου
ετοιμάζεται να πετάξει, νιαουρίζει σαν σε αποχαιρετισμό. Μέσα στην πυρετική αχλή
της μορφίνης την ακούω να μου μιλάει, με τη λεπτή κοριτσίστικη φωνή έφηβης
κοπελίτσας.
«Σ’
ευχαριστώ που μ’ αγάπησες, που μού ‘δωσες κομμάτι της ψυχής σου. Σ’ αγαπάω. Θα
ανταμωθούμε ξανά… Εκεί… Απέναντι… Στο επανιδείν, Λατρεμένε μου.»
«Λίζι μου…» ψιθυρίζω αδύναμα και τα μάτια
μου θολώνουν και πάλι και ο κόσμος μου σκοτεινιάζει για μερικές στιγμές.
Τα ανοιγοκλείνω αδύναμα, και στρέφω το
βλέμμα μου προς την Κρινιώ. Με βλέπει. Μου χαμογελάει. Η μορφή της γίνεται
φασματική. Λάμπει. Λάμπει σαν άγγελος. Είναι άγγελος! Είναι ο άγγελός μου που ο
σπλαχνικός Χάρος τον έστειλε για να μου κρατάει το χέρι όπως θα περνάω στην
απέναντι όχθη.
«Κρινιώ μου…» της λέω αντλώντας όση δύναμη
μου είχε απομείνει. Στέρεψα πια, δεν έχω άλλο, μα δε με νοιάζει. Έτσι θέλω να
φύγω. Με τ’ όνομά της στα χείλη μου. Με το χαμόγελό της να είναι το τελευταίο
φως που θα αντικρύσουν τα μάτια μου.
Τα δικά της πλημμυρίζουν δάκρυα που τα
σκουπίζει βιαστικά. Παίρνει βαθιά ανάσα και μου χαμογελάει και πάλι. «Σ’ αγαπάω
Τζωρτζίνο μου… Σ’ αγαπάω…»
Και το χαμόγελο της γίνεται φως, και το φως
γίνεται πιο έντονο… και όλο πιο έντονο… Δεν υπάρχει πια ούτε σκοτάδι, ούτε
μορφή, ούτε πόνος. Ένα ζεστό, γλυκό φως…
ΦΩΣ! ΦΩΣ!
And I’m coming home…
Το φως με τυλίγει. Με αγκαλιάζει. Γίνομαι
ένα μαζί του.
ΚΡΙΝΙΩ ΜΟΥ!
31. Εκεί που σμίγουν τα πέλαγα
Και η Κρινιώ κράτησε και τους δύο όρκους
που έδωσε στον Γιώργο.
Μαζί με την Αγγελική και τον Παύλο, σαν
προσκυνητές, πήγαν με το Δελφινοκόριτσο και σκόρπισαν τη στάχτη του εκεί που σμίγουν τα τρία πέλαγα.
Όχι όμως όλη.
Έκοψε μια μπούκλα από τα μαλλιά της και την
έκανε στάχτη. Την ανακάτεψε με ένα μικρούλι μέρος από αυτή του Γιώργου και μιαν
άλλη μέρα, μόνη, πήγε και το σκόρπισε στη Χύτρα, σ’ εκείνον τον κολπίσκο
όπου ένα όμορφο καλοκαιρινό βράδυ είχαν χορέψει βαλς κάτω απ’ το φως των
αστεριών.
Με ένα ακόμα μικρούλι μέρος πασπάλισε το
σπόρο μιας αμυγδαλιάς που φύτεψε στην άκρη του κήπου τους, στο σπίτι τους στην
Άνοιξη. Το ίδιο έκανε και στον κήπο του πατρικού της.
Η Κρινιώ αγαπούσε όλα τα δέντρα, όλα τα
φυτά. Κανένα όμως όσο τις δυο της αμυγδαλιές, σε κανένα δεν έδωσε τόσο μεγάλο
κομμάτι της ψυχής της.
Η Λίζι έζησε δεκαπέντε ακόμα χρόνια με την
Κρινιώ και έφυγε γριούλα, στα δεκαοχτώ της, να πάει να ανταμώσει ξανά τον
Λατρεμένο της.
Η Κρινιώ την έκλαψε σαν άνθρωπο και τις
στάχτες της τις έβαλε στις ρίζες της αμυγδαλιάς στην Άνοιξη, και έτσι η Λίζι να
είναι και πάλι σιμά με το Γιώργο της.
Και όπως κράτησε τον πρώτο της όρκο,
κράτησε και τον δεύτερο. Τον έκλαψε, τον μοιρολόγησε… κι ύστερα βρήκε το
κουράγιο να σηκωθεί και να ξεκινήσει ξανά.
Γιατί όπως της έλεγε ο Γιώργος: «Το ταξίδι
δεν τελειώνει, Κρινιώ μου. Το όνειρο δεν σταματά.»
Ερωτεύτηκε ξανά, γέλασε ξανά, έκλαψε
ξανά—έζησε. Γνώρισε τον Γρηγόρη, έναν άνδρα πράο και γεμάτο χιούμορ, που
μοιραζόταν τη δίψα της για τη ζωή και έκαναν και δυο παιδιά, δυο αγοράκια,
δίδυμα κι αυτά, όπως η φίλη της η Ειρήνη.
Το ένα το ονόμασαν Στέλιο, όπως τον πατέρα
της—και τί σύμπτωση!—όπως και τον πατέρα του Γρηγόρη.
Στο άλλο έδωσαν το όνομα του Γιώργου.
Κι αν ο έρωτας με τον Γρηγόρη έσβησε, η
φλόγα της ζωής της συνέχιζε να καίει δυνατά. Ερωτεύτηκε και πάλι, η καρδιά της
χτύπησε και πάλι, πόνεσε και έκλαψε και πάλι.
Μα, όπως το είχε ορκιστεί, το ταξίδι δεν
σταμάτησε ποτέ.
Οι γιοι της μεγάλωσαν, σπούδασαν, έκαναν
τις δικές τους οικογένειες, κι έχτισαν ξανά το σπίτι στην Άνοιξη απ’ την αρχή.
Πλέον τίποτα δε θυμίζει το μέρος που
Γιώργος και Κρινιώ έζησαν μαζί για σχεδόν δύο χρόνια.
Τίποτα, πέρα από την θεριεμένη πια
αμυγδαλιά στην ακρούλα του κήπου. Στέλιος και Γιώργος έδωσαν υπόσχεση στη μάνα
τους ότι την αμυγδαλιά ποτέ δε θα την πειράξουν και ότι πάντα θα την φροντίζουν
σαν να ήταν παιδί τους. Και τον λόγο τους τον κράτησαν, γιατί έτσι ήταν
μαθημένα από την μάνα τους.
Η Κρινιώ, σαν μια άλλη Περσεφόνη, περνούσε
το μισό της χρόνο στο νησί και τον άλλο μισό της χρόνο στην Άνοιξη. Και όταν,
γριούλα πια, γύρισε για να μείνει για πάντα στο νησί της, οι ντόπιοι λένε πως
της άρεσε να κάθεται εκεί, κάτω από τη σκιά της άλλης της αμυγδαλιάς που είχε
θεριέψει και αυτή· δώδεκα ολάκερα μέτρα δέντρο! Να πίνει τον καφέ της, να
διαβάζει, και το καλοκαίρι να λέει παραμύθια στα εγγονάκια της.
Και όταν έφυγε… λένε πως την βρήκαν εκεί,
κάτω απ’ τη σκιά της.
Και είπαν πως ήταν χαμογελαστή.
Γερμένη στον κορμό του δέντρου, γαληνεμένη· σα να είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του αγαπημένου της.