Search This Blog

Thursday, June 26, 2025

Εν Σοφία εποίησεν

1. Do the Right thingy

Βγήκα από το μπάνιο και σκουπίστηκα προσεκτικά, αφήνοντας την πετσέτα να απορροφήσει την υγρασία από το δέρμα μου που είχε κοκκινίσει από το καυτό νερό. Ο ατμός είχε σκεπάσει όλες τις γυάλινες επιφάνειες του μπάνιου με ένα λεπτό στρώμα υγρασίας.

Τύλιξα την πετσέτα των μαλλιών στο κεφάλι μου, σαν τουρμπάνι, περιστρέφοντάς την με έναν τρόπο που είχα μάθει από μικρή και που πάντα με έκανε να νιώθω λίγο πιο εξωτική απ’ ότι πραγματικά ήμουν. Στάθηκα γυμνή απέναντι από τον καθρέφτη με τα μάτια μου κλειστά, προετοιμάζοντας τον εαυτό μου για αυτό που θα ακολουθούσε.

«Δεν θα αρέσεις σε κανέναν αν δεν αρέσεις πρώτα στον εαυτό σου,» μουρμούρισα μόνη μου, επαναλαμβάνοντας τη φράση που είχα διαβάσει σε κάποιο άρθρο περιοδικού για την αυτοεκτίμηση. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι κάπως θα έπρεπε να μου αρέσει αυτό που θα έβλεπα, παρόλο που βαθιά μέσα μου ήξερα ότι αυτή η θετική ψυχολογία δεν θα άλλαζε τίποτα από αυτά που με ενοχλούσαν.

Δεν ήμουν καθόλου σίγουρη ότι θα μου άρεσε αυτό που θα αντίκριζα. Μια συνηθισμένη κοπέλα, με συνηθισμένα μαλλιά καστανά που δεν είχαν ποτέ το βάθος χρώματος που ήθελα, με συνηθισμένο πρόσωπο που δεν είχε τα έντονα χαρακτηριστικά που θα το έκαναν να ξεχωρίζει σε ένα πλήθος, και με συνηθισμένο σώμα που δεν ταίριαζε με κανένα από τα ιδανικά που έβλεπα στις οθόνες και τα περιοδικά.

Αναστέναξα βαθιά, αφήνοντας τον αέρα να βγει αργά από τους πνεύμονές μου σαν να μπορούσε να πάρει μαζί του και τη δυσαρέσκεια. Υποθέτω ότι δε μπορείς να με πεις άσχημη, αλλά δεν μπορείς να με πεις και όμορφη. Ήμουν κάπου στη μέση, σε εκείνη την ασφαλή αλλά βαρετή ζώνη της καθημερινής κοπέλας.

Το πιο συνηθισμένο κομπλιμέντο που άκουγα ήταν «είσαι γλυκούλα,» μια φράση που πάντα με έκανε να νιώθω σαν μικρό κορίτσι και όχι σαν μια γυναίκα που άγγιζε τα τριάντα.

Βάλε και τα δέκα κιλά που είχα πάρει προς το τέλος του MBA και που δεν έλεγαν να φύγουν με τίποτα, παρά τις αμέτρητες προσπάθειες με δίαιτες που άρχιζα με ενθουσιασμό και εγκατέλειπα με απογοήτευση, και ήρθε και έδεσε το γλυκό.

Εκείνα τα κιλά είχαν εμφανιστεί σιγά σιγά, σχεδόν ανεπαίσθητα στην αρχή—ένα γεύμα έξω εδώ, μια σοκολάτα της στιγμής εκεί, το άγχος των εξετάσεων που με οδηγούσε στο φαγητό ως παρηγοριά, και μέχρι να το καταλάβω είχα βρεθεί στο συν δέκα.

Είμαι αρκετά ψηλή ώστε να μην γίνονται εμφανή με τρόπο που θα έβγαζε μάτι—thank God for small favors—αλλά δε βαριέσαι; Το ήξερα εγώ και αυτό αρκούσε για να με κάνει να νιώθω άβολα με το σώμα μου.

Πήρα μια βαθιά ανάσα, γεμίζοντας τα πνευμόνια μου με τον ζεστό, υγρό αέρα του μπάνιου, και άνοιξα τα μάτια μου αργά, σαν να ανοίγω κουρτίνα σε μια θεατρική παράσταση που δεν ήμουν σίγουρη ότι ήθελα να δω. Καθάρισα τον καθρέφτη από την υγρασία που είχε μαζευτεί και κοίταξα μέσα του το είδωλό μου. Κουρασμένο πρόσωπο και κουρασμένα μάτια με σκιές από κάτω που μαρτυρούσαν τις αϋπνίες των τελευταίων εβδομάδων.

Το καυτό νερό δε με είχε βοηθήσει ιδιαίτερα να χαλαρώσω. Αντίθετα, το κοκκίνισμα έκανε τις τσακισμένες γραμμές γύρω από τα μάτια μου πιο εμφανείς, και τα χείλη μου έμοιαζαν ξερά παρά τη νωπή υγρασία που μόλις είχα βγει.

Η αλήθεια είναι ότι τα καταραμένα αυτά κιλά είχαν βοηθήσει στο στήθος μου, που τώρα ήταν μεγαλύτερο απ’ όσο όταν ήμουν στα κιλά μου. Μέτριου μεγέθους συνολικά, βάλε και ότι ήμουν ένα μέτρο εβδομήντα δύο στο ύψος, πάντα μου φαινόντουσαν αταίριαστα πάνω μου—όσον αφορά στο μέγεθος τουλάχιστον—σαν να ανήκαν σε κάποια άλλη.

Από την άλλη—και πριν πάρω αυτά τα ρημαδιασμένα τα κιλά—είχα να το παινευτώ ότι έκαναν κωλοδάχτυλο στη βαρύτητα, ή τέλος πάντων, στεκόντουσαν αξιοπρεπώς χωρίς να χρειάζομαι κάποιο ιδιαίτερο στήριγμα.

Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.

Αν και δεν πίστευα ποτέ ότι θα εξακολουθούσαν και στα τριάντα μου να αψηφούν τη βαρύτητα, όπως στα είκοσι μου όταν νόμιζα ότι το σώμα μου θα παρέμενε αιώνια νεανικό, βάλε και το έξτρα κιλά, βάραιναν περισσότερο απ’ όσο θα ήθελα. Κάθε πρωί που ντυνόμουν ένιωθα αυτό το βάρος, όχι μόνο φυσικά αλλά και ψυχολογικά.

Αναστέναξα και πάλι, αυτή τη φορά πιο θεατρικά, και άρχισα να απλώνω κρέμα προσώπου σε μια απελπισμένη προσπάθεια να νιώσω αναζωογόνηση. Η κρέμα ήταν κρύα στο δέρμα μου και άφηνε ένα λευκό στρώμα που έκανε το πρόσωπό μου να φαίνεται ακόμα πιο χλομό.

Όπως άπλωνα την κρέμα σε κυκλικές κινήσεις, όπως είχα διαβάσει ότι πρέπει να κάνω για να ενεργοποιήσω την κυκλοφορία, χαχάνισα με το θέαμα. Ήμουν σα φάντασμα, μια γυναίκα που έμοιαζε να έχει χάσει όλο το χρώμα και τη ζωντάνια από το πρόσωπό της.

Καλά, το λες και πταίσμα μπροστά σε αυτό που είχα πάθει τις προάλλες, που βαμμένη και έτοιμη για έξοδο με έπιασαν τα ορμονικά μου και είχα πέσει στα πατώματα και έκλαιγα σαν παιδάκι που του πήραν το γλυκό από τα χέρια.

Είχα περάσει δύο ώρες να προετοιμάζομαι, είχα διαλέξει το καλύτερό μου φόρεμα, αυτό το μαύρο που έκρυβε τις περιττές καμπύλες και τόνιζε τις λίγες καλές που είχα, είχα αφιερώσει χρόνο στο μακιγιάζ μέχρι που να νιώσω ικανοποιημένη, και ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, όλα κατέρρευσαν.

Και η πλάκα είναι ότι παρόλο το κλάμα που είχα ρίξει—και το κλάμα ήταν αυθεντικό, με λυγμούς που με έκαναν να τρέμω ολόκληρη—ήταν το κοίταγμά μου στον καθρέφτη που μου έφτιαξε τη διάθεση.

Εκείνη τη στιγμή, με τα μάτια κόκκινα από το κλάμα και το μακιγιάζ να έχει κατέβει σε παράξενα σχέδια, είχα φανεί πιο αστεία παρά δραματική.

«Πήγαινέ με στον αρχηγό σου, λευκό πρόσωπο! Ουγκ!» είπα βλέποντας τον εαυτό μου στον καθρέφτη και βάζοντας τα γέλια με τη θέα του προσώπου μου που έμοιαζε με μάσκα καρναβαλιού. Το γέλιο ήταν απελευθερωτικό, σαν να έσπαζε τη σοβαρότητα της στιγμής και με έφερνε πίσω στη πραγματικότητα.

Ακριβώς τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Η Μαίρη με είχε πάρει ανήσυχη, με εκείνη την γνώριμη υπερπροστατευτική διάθεση που έπαιρνε όταν ανησυχούσε για μένα. «Πού είσαι εσύ μωρή;»

«Με έπιασαν τα ψυχομουνικά μου,» της είχα απαντήσει με ειλικρίνεια, καθώς έψαχνα με το βλέμμα μια καρέκλα για να καθίσω. «Δεν είμαι για να βγω έξω σήμερα!» Η φωνή μου ακουγόταν κουρασμένη ακόμα και στα δικά μου αυτιά.

«Ακόμα τον κλαις τον μακαρίτη;» με ρώτησε με απελπισία στη φωνή, αναφερόμενη στο μαλάκα τον Αργύρη με έναν τρόπο που έκανε φανερό ότι είχε βαρεθεί αυτό το θέμα συνομιλίας. Της Μαίρης της είχε πάρει χρόνο να καταλάβει γιατί είχα μείνει τόσο πολύ με τον Αργύρη, και ακόμα περισσότερο να καταλάβει γιατί με είχε επηρεάσει τόσο πολύ ο χωρισμός.

«Ούτε καν…» της απάντησα και έλεγα την αλήθεια. Μπορεί να είχε τσούξει σα διάολος στις αρχές, εκείνες τις πρώτες εβδομάδες όταν κάθε τραγούδι στο ραδιόφωνο μου θύμιζε κάτι από τη σχέση μας και κάθε μέρος στην πόλη είχε κάποια ανάμνηση, αλλά είχαν περάσει πάνω από έξι μήνες και η οδύνη είχε μετατραπεί σε κάτι πιο αμβλύ και διαχειρίσιμο.

Αλήθεια λέω, μετά από τον πρώτο μήνα που έκλαιγα κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ, ήμουν έτοιμη για φρέσκα, για κάτι καινούριο που θα με έκανε να νιώσω ξανά γυναίκα και όχι σκιά του εαυτού μου, αλλά τι τα θες; It takes two to tango, και προς το παρόν μας έλειπε ο δεύτερος.

Είχα προσπαθήσει να βγω, είχα δεχτεί προσκλήσεις από φίλες, είχα ακόμα πάει σε κάνα δυο ραντεβού που είχε κανονίσει η Μαίρη, αλλά δεν είχε «κολλήσει» τίποτα.

«Τότε;» επέμεινε η Μαίρη, περιμένοντας πιο ικανοποιητική απάντηση από ένα απλό «ψυχομουνικά.»

«Δεν ξέρω ρε Μαίρη. Μ’ έπιασε στα ξαφνικά, αφού να φανταστείς είχα ντυθεί και είχα βαφτεί όταν μ’ έπιασε το ανάποδο.»

Θυμήθηκα εκείνη τη στιγμή, πώς κοιτούσα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και ξαφνικά όλα μου φάνηκαν χωρίς νόημα. Το φόρεμα, το μακιγιάζ, η προσπάθεια να φανώ ελκυστική για ανθρώπους που στην πραγματικότητα δεν με ενδιαφέρανε ιδιαίτερα.

«Είσαι καλύτερα τώρα;» ρώτησε η Μαίρη με γνήσια ανησυχία.

«Μωρέ καλύτερα είμαι, αλλά δεν είμαι για έξω,» της απάντησα αναστενάζοντας. «Ξέρεις πως είμαι τώρα;» τη ρώτησα χαχανίζοντας στην σκέψη. «Σα να μου έχει χαϊδέψει το πρόσωπο παιδάκι που βούτηξε τα χέρια του στις μπογιές!» συνέχισα χωρίς να περιμένω απάντηση.

«Και τι θα κάνεις τώρα;» ρώτησε η Μαίρη, με έναν τρόπο που έδειχνε ότι περίμενε να πω κάτι πιο παραγωγικό από το να κλαφτώ στον καναπέ.

«Αρχικά θα ξεβαφτώ,» της απάντησα μηχανικά, ήδη σκεπτόμενη τη διαδικασία του καθαρισμού. «Μετά, ξέρω γω; Ίσως δω καμιά σειρά στο Netflix.» Ασφαλής επιλογή, κάτι που δεν απαιτούσε κοινωνική αλληλεπίδραση ή προσπάθεια.

«Καλώς,» μου απάντησε η Μαίρη με έναν τρόπο που έδειχνε ότι δεν ήταν πείστηκε τελείως, αλλά καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε να με πιέσει περισσότερο. «Αύριο το απόγευμα ισχύει;»

«Ναι, ισχύει!» τη διαβεβαίωσα με περισσότερη ενεργητικότητα απ’ όση ένιωθα. «Λοιπόν, πήγαινε κι εσύ μη σε κρατάω μέσα και τα λέμε αύριο.»

«Μη το ρίξεις πάλι στην καταθλιπτική μουσική μωρή!» με προειδοποίησε με μητρικό τόνο.

«Μη φοβάσαι, δεν είμαι για τέτοια!» τη διαβεβαίωσα, αν και βαθιά μου ήξερα ότι ίσως να κατέληγα ακριβώς εκεί.

Έκλεισα το τηλέφωνο και έμεινα μόνη με τις σκέψεις μου. Ο σιωπή του σπιτιού έπεσε πάνω μου σαν κουβέρτα, ταυτόχρονα παρηγορητική και πνιγηρή.

Εμένα μου λες; Πλάνταξα στο κλάμα εκείνο το βράδυ, χωρίς καλά-καλά να ξέρω για τι στο διάολο έκλαιγα. Ήταν ένα κλάμα που είχε συσσωρευθεί εδώ και μέρες, ίσως και εβδομάδες, και είχε βρει τέλος την ευκαιρία να βγει. Κάθε λυγμός έφερνε μαζί του κάτι διαφορετικό—απογοήτευση, μοναξιά, ανησυχία για το μέλλον, φόβο ότι αυτή θα ήταν η ζωή μου.

Πάντως δεν ήταν όλα μαύρα, οφείλω να παραδεχτώ ότι είχα αφήσει τον εαυτό μου να ξεσπάσει και μετά ένιωσα πιο ανάλαφρη, σαν να είχα ξεφορτωθεί ένα βάρος που κουβαλούσα στους ώμους.

Μου είχε λείψει η ανδρική αγκαλιά περισσότερο απ’ ότι περίμενα. Όχι απλά το σεξ—αν και αυτό φυσικά—αλλά η αίσθηση της προστασίας, της οικειότητας, του να νιώθεις ότι ανήκεις κάπου. Και δεν είναι ότι δεν θα μπορούσα να βρω κάποιον να βγάλω τα μάτια μου, αλλά εγώ δεν ήμουν σαν την Μαίρη που μπορούσε να κάνει το ίδιο just for the fun of it.

Τη ζήλευα πραγματικά που μπορούσε να το κάνει αυτό, την ικανότητά της να διαχωρίζει το σώμα από τα συναισθήματα, μακάρι να μπορούσα κι εγώ, αλλά τι τα θες; Ο καθένας μας είναι διαφορετικός, και εγώ αυτό το πράγμα δεν το είχα με την καμία.

Όχι γιατί δεν το είχα προσπαθήσει πάντως. Αλλά όταν ερχόταν η στιγμή, όταν τα πράγματα γίνονταν πιο σοβαρά, κάτι μέσα μου έκλεινε. Το “wham, bam, thank you maam” δεν ήταν για μένα και το λέω μετά λόγου γνώσης. Είχα προσπαθήσει κάμποσες φορές να πείσω τον εαυτό μου ότι μπορούσα και η κατάληξη ήταν πάντα μια τρύπα στο νερό.

Δεν είμαι καμιά που το παίζει μυξοπαρθένα, σεξ κάνω από τα δεκάξι μου και το έχω κάνει με όλους τους άνδρες με τους οποίους πίστευα ότι υπάρχει κάποια προοπτική. Κάποιες φορές είχα κάνει λάθος στην εκτίμησή μου για τις προοπτικές, κάποιες φορές οι ίδιοι είχαν αλλάξει γνώμη μετά, αλλά πάντα είχα πιστέψει ότι κάτι θα μπορούσε να προκύψει.

Δεν έχω γράψει τα χιλιόμετρα της Μαίρης, η οποία με περηφάνια ανακοίνωνε ότι είχε χάσει το μέτρημα μετά τον πεντηκοστό, αλλά δεν είμαι και η Μαλάμω η χωριάτα που περιμένει τον πρίγκιπα.

Αναστέναξα και πάλι, στην ανάμνηση των ερωτικών μου εμπειριών. Να πεις τουλάχιστον ότι το ευχαριστιόμουν και με όλη μου την ψυχή, πάει στο διάολο. Δεν εννοώ ότι ήταν δυσάρεστο—ευτυχώς δεν είχα κανένα τέτοιο βίωμα που θα με στιγμάτιζε—αλλά οι περισσότεροι ήταν απλά meh.

Σαν να έκανες κάτι που έπρεπε να κάνεις, όχι κάτι που επιθυμούσες. Βάλε και το γεγονός ότι είμαι και βραδύκαυστη σε βαθμό που αρκετές φορές δεν το καταφέρνω ούτε μονάχη μου—παρά τις επίμονες προσπάθειες και τα διάφορα βοηθήματα που είχα αποκτήσει κατά καιρούς—ήρθε και έδεσε το γλυκό.

Θέλοντας και μη το μυαλό μου γύρισε και πάλι στον Αργύρη, και αυτή τη φορά δεν προσπάθησα να το σταματήσω. Μαλάκας ξε-μαλάκας από άποψη χαρακτήρα και αντιλήψεων, αλλά στο σεξ ήταν πολύ καλός. Όχι απλά καλός—εξαιρετικός. Είχε καταφέρει κάμποσες φορές να με κάνει να ξεφωνίζω σαν τραγουδίστρια όπερας που έφτανε στο μεγάλο φινάλε—και όπως είπα και πριν, δεν το είχα και εύκολο. Ήταν σαν να είχε χάρτη του σώματός μου και ήξερε ακριβώς που να πατήσει κάθε φορά.

Από την άλλη, όσο καλός και αν ήταν στο σεξ σε σύγκριση με προηγούμενους παρτενέρ που κυρίως σκέφτονταν τη δική τους ικανοποίηση, άλλο τόσο μαλάκας ήταν σε όλα τα υπόλοιπα. Μακάρι το πάνω του το κεφάλι να ήταν το ίδιο υπέροχο όπως το κάτω του, σκέφτηκα και ένιωσα τον εαυτό μου να υγραίνεται στην ανάμνηση.

Θεέ μου τι υπέροχο πούτσο είχε αυτός ο άνθρωπος. Ούτε μεγάλος σε τέτοιο βαθμό που να σε φοβίζει, ούτε μικρός που να σε απογοητεύσει, ούτε λεπτός, ούτε χοντρός. Είχε το ιδανικό μέγεθος και σχήμα για όλες μου τις σωματικές κοιλότητες, σαν να είχε φτιαχτεί ειδικά για μένα.

Αν και δεν είμαι από αυτές που σιχαίνονται τις πίπες—αντίθετα, μπορεί να πω ότι τις ευχαριστιέμαι αρκετά—τον Αργύρη τον είχα ξεζουμίσει για τα καλά. Όχι ότι τον χαλούσε, μάλιστα φαινόταν να το απολαμβάνει τόσο πολύ που με έκανε να αισθάνομαι περισσότερο επιθυμητή.

Τον απαυτό μου δεν τον έδινα συχνά—ήταν κάτι που κρατούσα για ιδιαίτερες περιστάσεις και άνδρες που εμπιστευόμουν—αλλά με τον Αργύρη μου είχε γίνει κυριολεκτικά τρομπόνι. Αφενός ήταν πάντα προσεκτικός και υπομονετικός, δεν πήγαινε ποτέ βουρ και στον πατσά χωρίς προετοιμασία, και αφετέρου είχε και το κατάλληλο μέγεθος. Μέχρι και εκεί με είχε καταφέρει να έχω οργασμό κάποιες σπάνιες φορές, πράγμα που με είχε αφήσει τελείως μαλάκα!

Βάλε και το γεγονός ότι του άρεσε να ρίχνει ξυλιές στα καπούλια μου—κάτι που στην αρχή με είχε σοκάρει αλλά σταδιακά είχα ανακαλύψει ότι με πηγαίνει στον παράδεισο—και ακόμα περισσότερο ήξερε με πόση ακριβώς δύναμη και σε ποια στιγμή να βαρέσει, δεν είναι να απορείς που κοντά του είχα βρει τη σεξουαλική νιρβάνα.

Για να μην αναφέρω την αιδοιολειξία του, που ήταν κάτι μεταξύ τέχνης και λατρείας. Κάποιοι άνδρες το κάνουν σαν υποχρέωση, άλλοι σαν πρόκληση, αλλά ο Αργύρης το έκανε σαν να ήταν η αγαπημένη του ασχολία. Μπορούσε να περνάει ώρες εκεί κάτω, και το ότι είχε την ικανότητα να με παίζει με τα δάχτυλά του—ή ακόμα και με δονητή—καλύτερα απ’ ότι τα κατάφερνα η ίδια με την πάρτη μου ήταν κάτι που δεν είχα ξαναζήσει.

Και είχε και αντοχές που έφταναν στα όρια του υπερφυσικού. Υπήρχαν φορές δεν είχα κλείσει μπούτι όλη νύχτα—που λέει και το ανέκδοτο—με τον Αργύρη να με παίρνει με όλους τους δυνατούς και αδύνατους τρόπους από παντού, και το πρωί να σηκώνομαι πιο κουρασμένη από το σεξ παρά από την αϋπνία.

Και αν θέλω να είμαι και πλήρως ειλικρινής, το μαλάκας δεν είχε να κάνει με τον τρόπο που μου συμπεριφερόταν αλλά με τα μυαλά που κουβάλαγε. Ή—για να είμαι πιο ακριβής—με τα μυαλά που δεν κουβάλαγε. Δεν μπορούσα να τον ακούω να μου μιλάει με αληθινό θαυμασμό για τον Βελόπουλο και τις θεωρίες του και να έχει εικόνισμα τον Trump.

Ακόμα περισσότερο δεν μπορούσα να ανεχτώ τις ρατσιστικές και σεξιστικές του απόψεις, που και μόνο που τις άκουγα έβγαζα καπνούς απ’ τ’ αφτιά. Η Μαίρη με είχε κράξει για αυτή την επιλογή μου, αλλά τι τα θες; Ο κερατάς ήταν ομορφάντρας και στο σεξ ένας μικρός θεούλης.

Αναδρομικά, θα έπρεπε να έχουν βαρέσει συναγερμοί στο ραντάρ μου όταν τον γνώρισα, αλλά έλα που ήταν από τους πιο όμορφους άντρες που είχα γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου. Ψηλός, μπρούντζινος, με μάτια που έμοιαζαν να αλλάζουν χρώμα ανάλογα με το φως, ένα του χαμόγελο αρκούσε για να σου κάνει τα πόδια ζελέ.

Είχα κολακευτεί τρομερά από την προσοχή που μου είχε δείξει από την πρώτη κιόλας στιγμή που με είδε. Η αλήθεια είναι δεν ήμουν συνηθισμένη να τραβάω την προσοχή ανδρών τόσο ωραίοι όσο εκείνος. Έκανα τα στραβά μάτια και έκλεινα τα αφτιά μου στα εσωτερικά μου κουδούνια που βαρούσαν σα διαβολεμένα αλλά από ένα σημείο και πέρα δε μπορούσα να συνεχίσω χωρίς να χάσω πλήρως τον σεβασμό στον εαυτό μου.

Εγώ ήμουν που τον χώρισα, εγώ ήμουν που είχα πάρει αυτή την απόφαση μετά από μια τελευταία καβγά για τα δικαιώματα των gay ζευγαριών—μόνο πιάτα δεν του είχα πετάξει στο κεφάλι—και εγώ ήμουν που είχα πέσει μετά για κανένα μήνα στα πατώματα.

Ο ίδιος, στην ψωλάρα του, τελείως όμως! Το περνούσε σαν άλλη μια από τις σχέσεις του που είχε τελειώσει, χωρίς να φαίνεται καθόλου επηρεασμένος. Εντάξει, δεν περίμενα να πάει ως άλλος Μιμίκος να φουντάρει από την Ακρόπολη ή να μου στέλνει λουλούδια και παρακλήσεις, αλλά για όνομα ρε παιδί μου, αυτός ο σταρχιδισμός του με πλήγωσε ακόμα πιο βαθιά από τον ίδιο τον χωρισμό.

Θα μου πεις, «τι γκρινιάζεις ρε μαλάκα; Εσύ δεν τον έτζασες;»

Still

Τι τα θες, κλασσικός καρκίνος με ωροσκόπο παρθένο. Ούτε αυτά δεν ταίριαζαν μεταξύ τους, δηλαδή τι ελπίδα να έχω η δόλια;

Αυτό δηλαδή μου έλεγε η Μαίρη που είχε τρέλα με δαύτα, μεταξύ μας δεν τα έπαιρνα στα σοβαρά. Από την άλλη πάλι, έπεφτε σε πολλά μέσα, οπότε την άκουγα με συγκρατημένο σκεπτικισμό. Θα μου πεις το ίδιο δεν πίστευα και για το μάτι;

Έλα όμως που το ξεμάτιασμα έπιανε. Δεν ξέρω πώς διάολο να το εξηγήσω, αλλά κάθε φορά που είχα ξαφνικό πονοκέφαλο ένα τηλέφωνο στη γιαγιά μου για ξεμάτιασμα αρκούσε για να εξαφανιστεί ο πονοκέφαλος ως διά μαγείας.

Χαμογέλασα στη σκέψη της γιαγιάς μου. Είχε κάνει τη μητέρα μου στα είκοσι, και η μητέρα μου είχε κάνει εμένα στα εικοσιδύο. Εβδομήντα-δύο χρονών η κυρά-Σοφία και ώρες-ώρες ένιωθα ότι έχει μεγαλύτερη ζωντάνια από την μεγαλύτερη της—και συνονόματη—εγγόνα, και εννοώ την αφεντιά μου.

Αναστέναξα και πάλι. Το πρόβλημα του ξεματιάσματος μπορεί να το είχα λυμένο, στο αυτό του να μου πεταχτούν τα μάτια έξω ήταν το πρόβλημα από τότε που έστειλα τον Αργύρη στη μάνα του. Και τι να σου κάνουν τα ρημαδιασμένα τα εργαλεία, εδώ είναι που χρειάζεται μια ξένη γλώσσα—που έλεγε και η Λουκριτία του Αρκά.

Και όχι μόνο γλώσσα! Χρειάζεται και το πλήρες πακέτο—τεχνική, φαντασία, κι ας πούμε και λίγη από τη συναισθηματική σύνδεση που είχα με τον Αργύρη και που έκανε ακόμα και το απλό χάδι να νιώθω σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Χωρίς αυτό, τα εργαλεία είναι απλά κομμάτια σιλικόνης που πιάνουν χώρο στο κομοδίνο.

Στέγνωσα τα μαλλιά μου με το πιστολάκι για να μην είμαι μετά σαν την τρελή—εκείνη η εικόνα των μαλλιών να στέκονται προς όλες τις κατευθύνσεις σαν να με χτύπησε κεραυνός—και φόρεσα από κάτω ένα απλό εσώρουχο, ένα από αυτά τα βαμβακερά που αγοράζεις σε πακέτα των τριών και που έχουν τόση σχέση με τη θηλυκότητα όσο ο Φάντης με το Ρετσινόλαδο. Από πάνω ένα κάποτε σέξι φανελάκι που πια είχε ξεθωριάσει από τα πολλά πλυσίματα.

Η εβδομάδα είχε τον ατελείωτο αλλά το βράδυ της Παρασκευής ήταν από μόνο του μια υπόσχεση για κάτι καλύτερο. Εκείνη η στιγμή όταν κλείνεις τον υπολογιστή και νιώθεις ότι οι επόμενες σαράντα οκτώ ώρες σου ανήκουν—ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι η ελευθερία συχνά σημαίνει περισσότερη μοναξιά.

Βέβαια το σαββατοκύριακο περνούσε τρέχοντας σαν τσιτάχ που του έχουν ρίξει νέφτι στον κώλο, και άντε Γιάννη πάλι τα καράβια. Σάββατο πρωί ξύπνημα από τους γείτονες που έκαναν ανακαίνιση—γιατί όλοι οι γείτονες κάνουν ανακαίνιση τα σαββατοκύριακα;—ψώνια, καθαρίσματα, λίγη τηλεόραση, και ξαφνικά ήταν Κυριακή βράδυ κι εγώ σκεφτόμουν ήδη τη Δευτέρα με την καρδιά μου να βουλιάζει.

Είχα σπουδάσει οικονομικές επιστήμες, είχα κάνει και μεταπτυχιακό, και όπως τα πήρα τα πτυχία μου, έτσι μου έμειναν—κρεμασμένα στον τοίχο του γραφείου μου σαν βραβεία σε έναν αγώνα που δεν θυμόμουν καν γιατί είχα μπει. Τότε μου φαίνονταν τόσο σημαντικά, κάθε εξέταση ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου, κάθε βαθμός μετρούσε για το «μέλλον μου». Τώρα που το μέλλον ήταν παρόν, δεν ήμουν σίγουρη τι ακριβώς περίμενα να συμβεί.

Εντάξει, ψεύτρα μην είμαι, το MBA—για μένα το πιο άχρηστο και από τα δύο μου μεταπτυχιακά—βοήθησε στο βιογραφικό μου αν μη τι άλλο. Μου άνοιξε πόρτες που αλλιώς θα παρέμεναν κλειστές, μου έδωσε έναν τίτλο που εντυπωσιάζει σε πάρτι όταν ρωτάνε τι δουλειά κάνεις.

Καλά, μεταξύ μας όχι ότι έμαθα τίποτα χρήσιμο—οι περισσότεροι καθηγητές ήταν θεωρητικοί που δεν είχαν ιδέα από την πραγματική αγορά εργασίας, και οι συμφοιτητές μου ήταν περισσότερο ενδιαφερόμενοι για το networking παρά για τη μάθηση. Περισσότερο επένδυση ήταν παρά κάτι άλλο—επένδυση στο προφίλ μου, στην εντύπωση που θα κάνω στις συνεντεύξεις, στο να μπορώ να πω ότι έχω MBA χωρίς να κοκκινίζω.

Επένδυση ή όχι, άλλα δύο χρόνια από τη ζωή μου, καθώς με το εργασιακό μου πρόγραμμα δε μου έμενε ελεύθερος χρόνος ούτε για ζήτω. Δούλευα από τις οκτώ το πρωί μέχρι τις εφτά το απόγευμα, έτρεχα για μαθήματα μέχρι τις δέκα το βράδυ, και τα σαββατοκύριακα τα περνούσα με βιβλία και εργασίες.

Φίλοι; Τι φίλοι; Σχέσεις; Ανύπαρκτες. Οι μόνοι άνθρωποι που έβλεπα ήταν συνάδελφοι και συμφοιτητές, και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν στο ίδιο καράβι με μένα—κουρασμένοι, στρεσαρισμένοι, και χωρίς χρόνο για οτιδήποτε δεν σχετιζόταν άμεσα με την «καριέρα» τους.

Όπως και να έχει έφτασα στα εικοσιέξι για να απαλλαγώ από τα διαβάσματα και τις εξετάσεις, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την ανύπαρκτη προσωπική μου ζωή. Σε αυτή την ηλικία που οι περισσότεροι συνομήλικοί μου είχαν ήδη ζήσει, ταξιδέψει, ερωτευτεί, και γενικά είχαν ζήσει σε κάποιο βαθμό τα νιάτα τους, εγώ είχα ακόμα τη ζωή ενός μεταπτυχιακού φοιτητή που τρώει παστίτσιο από το φούρνο και πίνει κρασί κατευθείαν από το μπουκάλι.

Όχι ότι είχα και συμμαθητές για να μοιραστώ το κρασί—οι περισσότεροι στο MBA ήταν παντρεμένοι και είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν παιδιά, κι εγώ ήμουν η παράξενη που δεν καταλάβαιναν πώς γινόταν να μην έχει ακόμα «τακτοποιηθεί».

Δεν το μετανιώνω, πάντως, μη σας μπαίνουν λανθασμένες ιδέες. Το πτυχίο μου το πήρα με βαθμό κοντά στο εννιά—οκτώ κόμμα ενενήντα-πέντε για την ακρίβεια, όχι ότι μετράει τώρα—είχα αποφοιτήσει τρίτη στη χρονιά μου από τετρακόσιους πενήντα φοιτητές. Το πρώτο μεταπτυχιακό μου, αυτό στη χρηματοοικονομική, μου άρεσε και αυτό πραγματικά.

Υπήρχε κάτι που με γέμιζε στο να κατανοώ πώς λειτουργούν οι αγορές, πώς επηρεάζουν οι ψυχολογικοί παράγοντες τις επενδυτικές αποφάσεις, πώς μπορείς να προβλέψεις προσδοκίες βασισμένη σε δεδομένα και όχι σε διαίσθηση.

Αλλά κάπου ένιωθα ότι δεν είχα τις δυνάμεις να συνεχίσω για διδακτορικό—η ιδέα να περάσω άλλα τέσσερα χρόνια κολλημένη σε βιβλιοθήκες και να γράφω διπλωματική εργασία για κάτι που ίσως διαβάσουν πέντε άτομα στον κόσμο με τρόμαζε—και έτσι έκανα και το MBA, παίρνοντας ταυτόχρονα δεύτερο master, και δέκα κιλά, για να έχω να πορεύομαι.

Αυτά τα δέκα κιλά ήταν αυτό που μου είχε μείνει απ’ όλη αυτή τη φασαρία. Δύο χρόνια με σάντουιτς από τη καντίνα, καφέδες που αντικαθιστούσαν τα κανονικά γεύματα, και στρες που με έκανε να τρώω σοκολάτα σαν να ήταν φάρμακο.

Όταν τέλειωσα, είχα ένα πτυχίο που δεν με είχε κάνει πιο σοφή και ταυτόχρονα είχα κονομήσει και δέκα κιλά που τέσσερα ολόκληρα χρόνια δε μπορούσα να ξεφορτωθώ, κάθε φορά που κατάφερνα να χάσω ένα-δύο, επιστρέφανε σε χρόνο ρεκόρ.

Και πάλι καλά να λέω που δεν επιστρέφανε με τόκο.

Εκείνο το καλοκαίρι στην Πάρο, πάντα με τη Μαίρη, ήταν και που δοκίμασα για πρώτη φορά και το “wham, bam, thank you maam.” Η Μαίρη το είχε προτείνει ως «θεραπεία» για τα χρόνια της αποχής. «Χρειάζεσαι να θυμηθείς ότι είσαι γυναίκα,» μου είχε πει. «Όχι μεταπτυχιακή φοιτήτρια, όχι υπάλληλος, γυναίκα.» Και εγώ, στην απελπισία μου να νιώσω κάτι—οτιδήποτε—πέραν από την κενότητα που ένιωθα μετά το τέλος των σπουδών, της είπα ναι.

Να πηδηχτώ με τρεις διαφορετικούς άνδρες μέσα σε δέκα μέρες ήταν κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ μέχρι τότε. Ούτε καν είχα φανταστεί ότι θα μπορούσα. Ο πρώτος ήταν ένας Γερμανός—ψηλός, ξανθός, τα κλασικά—που γνώρισα στο μπαρ του ξενοδοχείου. Η Μαίρη με είχε σπρώξει κυριολεκτικά πάνω του όταν τον είδε να με κοιτάζει. Ο δεύτερος ήταν Έλληνας, από τη Θεσσαλονίκη, που είχε κατέβει με παρέα για διακοπές και έμοιαζε να ξέρει όλους τους μπάρμαν στο νησί. Ο τρίτος ήταν ένας Ιταλός που κατάλαβα αργότερα ότι ήταν παντρεμένος.

Και δε σκοπεύω να επαναλάβω. Όχι επειδή έχω γίνει ξαφνικά συντηρητική, αλλά επειδή η όλη εμπειρία με άφησε πιο κενή απ’ ότι ήμουν στην αρχή. Περίμενα να νιώσω κάτι—ελευθερία, δύναμη, επιβεβαίωση, οτιδήποτε. Αντί αυτού, ένιωσα σαν να κολυμπούσα σε ρηχά νερά.

Να το είχα ευχαριστηθεί, τουλάχιστον, ας πήγαινε στο διάολο. Αλλά και οι τρεις τους ήταν μια από τα ίδια, ο ενθουσιασμός τους τελείωνε με το που τέλειωναν και οι ίδιοι, και εγώ παρέμενα εκεί με την αίσθηση ότι μόλις είχα χρησιμοποιηθεί από κάποιον που δεν θα θυμόταν καν το όνομά μου την επόμενη μέρα.

Και όχι μόνο αυτό, ο ένας από αυτούς—ο Ιταλός με τη βέρα—είχε και την απαίτηση να του τα καταπιώ κιόλας λες και του το χρώσταγα!

Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα;

Του το είπα κιόλας, πιο ωμά, και αυτός μου κάνει έκπληκτος ότι «όλες το κάνουν». Ποιες όλες, ρε μεγάλε; Η γυναίκα σου στη Ρώμη το ξέρει αυτό;

Τέλος πάντων, για να επιστρέψω στα δικά μου, μπορεί ο Πάριος να ορκιζόταν ότι «πιο καλή η μοναξιά,» αλλά—σε αντίθεση με μένα—του λόγου του αν είχε να ξαραχνιάσει κάτι θα ήταν το ταβάνι και όχι το χώρο ανάμεσα στα πόδια του. Κι ο Πάριος τουλάχιστον είχε την καριέρα του. Εγώ είχα τον καναπέ μου, το τηλεκοντρόλ και το κινητό.

«Νυχτερίδες κι αράχνες, γλυκιά μου,» που λέει και το τραγούδι.

Και αυτές είχαν τουλάχιστον και παρέα οι μεν τις δε.

Μου ξέφυγε και πάλι ένας βαθύς αναστεναγμός, γιατί καλός ο αυτοσαρκασμός και η ειρωνεία αλλά το κορίτσι ήθελε και παιχνίδι. Και δεν εννοώ μόνο το σεξουαλικό παιχνίδι—αν και αυτό ήταν μέρος του προβλήματος—αλλά το παιχνίδι του φλερτ, της ανακάλυψης, την χαρά του να μαθαίνεις και να σε μαθαίνουν.

Το παιχνίδι των βλεμμάτων, των αγγιγμάτων που φαίνονται τυχαία αλλά δεν είναι, των συνομιλιών με τα γλυκά υπονοούμενα. Και αυτό σημαίνει ότι το κορίτσι λαχταρούσε ανδρική συντροφικότητα και όχι απλά ένα κομμάτι κρέας για ξαράχνιασμα και λαρυγγοσκόπηση.

Και μπορεί να έκανα εδώ και ένα εξάμηνο τη γεροντοκόρη—και το «γεροντοκόρη» στα τριάντα ακούγεται και γελοίο αλλά έτσι ένιωθα κάποιες μέρες—αλλά το σώμα μου δε μπορούσα να το κοροϊδέψω, και πόσο εργόχειρο να αντέξω η γυναίκα; Υπάρχει ένα όριο στο πόσο μπορείς να στηρίζεσαι στον εαυτό σου, κι εγώ το είχα φτάσει και το είχα ξεπεράσει.

Καμιά φορά φλέρταρα με τη σκέψη να πάρω τηλέφωνο τον Αργύρη—ιδίως τα βράδια όταν η μοναξιά γέμιζε σχεδόν σα φυσική παρουσία το δωμάτιο—αλλά κατάφερνα να συμμαζέψω τον εαυτό μου πριν τα κάνω ακόμα πιο σκατά απ’ ότι ήδη ήμουν.

Γιατί ακόμα και αν δεχτούμε ότι θα ευχαριστιόμουν το σεξ—και ακόμα και μαζί του δεν ήμουν ιδιαίτερα σίγουρη αν γινόταν με αυτόν τον τρόπο—το μόνο που θα κατάφερνα ήταν να γεμίσω το κενό ανάμεσα στα πόδια μου και ταυτόχρονα να μεγαλώσω ακόμα περισσότερο το άλλο στην ψυχή μου, και δεν ήμουν για τέτοια.

Καλύτερα με τις νυχτερίδες και τις αράχνες μου, ή όπως λένε και οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι, “the devil you know.” Τουλάχιστον η μοναξιά δεν με εξαπατούσε ότι ήταν κάτι που δεν ήταν. Δεν μου υποσχόταν πράγματα που δεν μπορούσε να κρατήσει. Ήταν αυτό που ήταν—άδεια—αλλά τουλάχιστον ήταν ειλικρινής.

Ξέρω ότι ακούγομαι σαν απελπισμένη αλλά παρόλο που το σώμα έχει τις δικές του ανάγκες, δεν είναι το σεξ που μου λείπει περισσότερο. Ή τουλάχιστον όχι μόνο το σεξ.

Είναι αυτή η ανάγκη για μια ανθρώπινη επαφή. Ένα ξαφνικό χάδι “γιατί έτσι,”. Ένα πεταχτό φιλάκι όπως περνάει από δίπλα μου. Ένα χαμόγελο από κάποιον που χαίρεται και μόνο που με βλέπει. Να γείρω σε μια αγκαλιά και να χαζολογήσουμε στην τηλεόραση, σχολιάζοντας σαν τους γέρους του Muppet Show οτιδήποτε βλέπουμε—από ειδήσεις μέχρι διαφημίσεις—και να γελάμε με την καθημερινότητά μας.

«Νιαρ!» μου έκανε ο Μπλάκι μου, και σαν να είχε ακούσει τις σκέψεις μου και ήθελε να παρηγορήσει, και έριξε ένα σάλτο που θα ζήλευε και ολυμπιονίκης και βρέθηκε στην αγκαλιά μου. Το κάνει αυτό πάντα όταν με βλέπει στεναχωρημένη, σαν να έχει κάποια έκτη αίσθηση για τη διάθεσή μου.

«Τι θες βρε τέρας;» τον ρώτησα χαϊδεύοντάς τον ανάμεσα στ’ αφτιά, εκεί που ξέρω ότι του αρέσει περισσότερο, και άρχισε αμέσως το γουργούρισμα που ακούγεται σαν μικρό μοτέρ που προσπαθεί να ξεκινήσει.

Ακόμα μια ανάμνηση από τον Αργύρη, που μπορεί να ήταν ρατσίσταρος και bigot του κερατά, με απόψεις που θα έκαναν τον Χίτλερ να φαίνεται προοδευτικός, αλλά αγαπούσε πραγματικά τα ζώα με μια τρυφερότητα που δεν έδειχνε σε κανέναν άνθρωπο.

Με τους ανθρώπους είχε πρόβλημα—μεγάλο, χρόνιο, και προφανώς άλυτο. Αλλά με τα ζώα μεταμορφωνόταν σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Τα μιλούσε, τα χάιδευε, τους αγόραζε τα πιο ακριβά φαγητά, και μπορούσε να περάσει ώρες να παρακολουθεί ένα γατάκι να παίζει με μια μπάλα από χαρτί.

Τον Μπλάκι τον είχε μαζέψει ο ίδιος, μαζί με τα άλλα έξι αδερφάκια του, από ένα σκουπιδοτενεκέ που τα είχε πετάξει κάποιο καθίκι.

Ήταν ένα βροχερό απόγευμα του Νοέμβρη όταν τα άκουσε να νιαουρίζουν από μέσα στον κάδο της πολυκατοικίας του. Όταν άνοιξε το καπάκι και τα είδε—επτά μικρά ματάκια να τον κοιτάνε γεμάτα απόγνωση, βρεγμένα και παγωμένα—σχεδόν έβαλε τα κλάματα.

Τα πήρε όλα στο σπίτι του, άναψε το air-condition γιατί δεν είχαν μητέρα να τα ζεστάνει. Μετά τα έφερε και τα επτά στο δικό μου, καθώς έχω υγραέριο και αυτόνομη θέρμανση, και τα ταΐζαμε με μπιμπερό σε βάρδιες για τρεις ολόκληρες εβδομάδες. Δώσαμε τα έξι σε φίλους και γνωστούς όταν μεγάλωσαν κάπως, αλλά τον Μπλάκι δεν τον ήθελε κανείς.

Και να πεις ότι ήταν και κανένα ασχημόγατο; Ο πιο όμορφος και ο πιο αγαπησιάρης ήταν και από τα επτά. Μπορεί να ήταν κατάμαυρος αλλά είχε το πιο λαμπερό τρίχωμα που είχα δει ποτέ σε γάτα. Τα μάτια του είχαν το πράσινο του αχάτη, για να μην πω για το χαρακτήρα του. Απλά ήταν μαύρος και δεν τον έπαιρνε κανείς—κι αυτό σε μια χώρα που θα περίμενες ότι οι άνθρωποι θα είχαν ξεπεράσει τέτοιες προκαταλήψεις.

Για όνομα δηλαδή. Το 2025 και οι άνθρωποι ακόμα πιστεύουν ότι η μαύρη γάτα φέρνει γρουσουζιά. Κι εγώ που νόμιζα ότι αυτές οι δεισιδαιμονίες είχαν μείνει στη γιαγιά μου—που κι εκείνη παρεμπιπτόντως είχε μαύρη γάτα και τη λάτρευε.

Και κάπως έτσι μας έμεινε. Όταν χωρίσαμε με τον Αργύρη είχαμε και το θέμα της κηδεμονίας, λες και ήταν παιδί μας και όχι γάτα. Όλως παραδόξως, ο Αργύρης ήταν αρκετά λογικός στο θέμα αυτό—ίσως το μόνο θέμα στο οποίο δεν άφηνε το εγώ του να παίρνει τις αποφάσεις.

«Δεν είναι ότι δεν τον θέλω, αλλά έχει μάθει από την πρώτη μέρα στο σπίτι σου,» μου είχε εξηγήσει την ημέρα που μαζεύαμε τα πράγματά του από το διαμέρισμά μου. «Στις γάτες δεν τους αρέσει να αλλάζουν περιβάλλον. Θα τον στρεσάρω χωρίς λόγο.»

Είχε δίκιο και το ήξερα. Από τη δεύτερη εβδομάδα που τον είχαμε, ο Μπλάκι είχε επιλέξει το σπίτι μου ως το κέντρο του σύμπαντός του. Είχε τα αγαπημένα του σημεία σε κάθε δωμάτιο, τη ρουτίνα του, τα παιχνίδια του κρυμμένα σε συγκεκριμένες γωνιές.

Δεν είχα πειστεί ιδιαίτερα για τα κίνητρα του Αργύρη—μπορεί να μην ήθελε απλά τον κόπο ή την ευθύνη—αλλά από την άλλη τον είχα συνηθίσει τον μούργο και δεν ήθελα να τον χάσω και αυτόν πέραν όλων των άλλων που έχανα με το χωρισμό, οπότε έκανα ότι δέχτηκα την εξήγηση του Αργύρη και τον κράτησα χωρίς δεύτερη σκέψη.

«Δε λες καλά που έχω και ‘σένα;» του είπα τρυφερά τώρα και μου γύρισε την κοιλιά του λες και ήταν κοπρόσκυλο που περιμένει να τον χαϊδέψουν.

Αυτή η κίνηση της απόλυτης εμπιστοσύνης—το πιο ευάλωτο μέρος του σώματός του εκτεθειμένο—πάντα με συγκινούσε. Και να ήταν μόνο αυτό; Του άρεσε να με γλείφει με αυτή τη τραχιά γλώσσα του, κάτι που νόμιζα ότι άρεσε μόνο στα σκυλιά.

Μου γλείφει τα χέρια, το πρόσωπο αν του δώσω την ευκαιρία, και μια φορά προσπάθησε να μου γλείψει τα μαλλιά ενώ κοιμόμουν. Και σαν να μην έφτανε αυτό, με ακολουθεί παντού σαν κουτάβι—από το σαλόνι στην κουζίνα, από την κουζίνα στο υπνοδωμάτιο, και αν αλλάξω δωμάτιο ξαφνικά, τον ακούω να τρέχει από πίσω με τα νυχάκια του να κάνουν τικ-τακ στο παρκέ.

Μόνο όταν καταλάβαινε ότι θα κάνω μπάνιο εξαφανιζόταν από προσώπου γης με την ταχύτητα του φωτός. Λες και υπήρχε κάποιος αόρατος ανιχνευτής νερού στο εσωτερικό του που τον προειδοποιούσε για την επικείμενη καταστροφή.

Αν έμπαινα για την ανάγκη μου στην τουαλέτα, όμως, δεν τολμούσα να τον κλείσω απ’ έξω—νιαούριζε με τόσο δράμα λες και τον έσφαζα. Και όχι μόνο αυτό αλλά είχε μάθει να ανοίγει και τις πόρτες κάνοντας σάλτο στο χερούλι, οπότε ακόμα κι αν τον κλείσω, μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα τον έχω δίπλα μου να με κοιτάζει επικριτικά.

Ευτυχώς δουλεύω τρεις μέρες την εβδομάδα απομακρυσμένα, γιατί η Δευτέρα και η Τρίτη δεν πέφτουν μόνο σε εμένα βαριές. Τον Μπλάκι τον επηρεάζει και εκείνον η αρχή της εβδομάδας—είναι πιο νευρικός, πιο απαιτητικός στη προσοχή, και γενικά συμπεριφέρεται σαν καταθλιπτικός που προσπαθεί να βρει νόημα στη Δευτέρα πρωί.

Εκείνες τις μέρες που δουλεύω από το σπίτι γίνεται ο σκιά μου—κάθεται δίπλα στον υπολογιστή, με παρακολουθεί να δουλεύω, και κάθε τόσο βάζει τη μια πατούσα πάνω στο πληκτρολόγιο λες και θέλει να συμμετάσχει στη δουλειά.

Μην έχοντας τι να κάνω και αφού είχα εξαντλήσει όλες τις σειρές του Netflix που με ενδιέφεραν—και αρκετές που δεν με ενδιέφεραν—άνοιξα το Tinder, ναι και από αυτό είχα. Το είχα κατεβάσει σε μια στιγμή απελπισίας πριν από κάνα δίμηνο, είχα φτιάξει προφίλ με φωτογραφίες που με έδειχναν κάπως καλύτερη απ’ ότι είμαι στην πραγματικότητα—ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζα—και το είχα χρησιμοποιήσει δυο-τρεις φορές τις πρώτες μέρες.

Αλλά τα πεσίματα που μου γινόντουσαν όταν έκανα το λάθος να κάνω swipe right σε κάποιον και γινόταν match μου έκαναν τα άντερα να γυρνάνε από την πρώτη κιόλας εβδομάδα. Και δεν εννοώ dick pics και τέτοια κλασικά μαλακισμένα—αυτά τα περίμενα και είχα προετοιμαστεί ψυχολογικά.

Όλοι, μα όλοι όμως, που έκανα το λάθος να διαλέξω, έβγαζαν μια απελπισία που με ανατρίχιαζε. Το πρώτο μήνυμα ήταν πάντα υπερβολικά ενθουσιώδες—«Γεια σου όμορφη!», «Τι κάνει μια τόσο όμορφη γυναίκα εδώ;», «Φαίνεσαι υπέροχη στις φωτογραφίες σου»—και μετά από το δεύτερο ή τρίτο μήνυμα άρχιζε να βγαίνει το πραγματικό τους πρόσωπο.

Αν δεν απαντούσα αμέσως, γινόντουσαν πιεστικοί. Αν απαντούσα πολύ γρήγορα, νόμιζαν ότι ήμουν απελπισμένη. Αν ήμουν φιλική, το εκλάμβαναν ως πρόσκληση για σεξουαλικά σχόλια. Αν ήμουν επιφυλακτική, με κατηγορούσαν ότι είμαι snob.

Δεν ξέρω… είχα διαβάσει κάπου στο ίντερνετ ότι το 90% των γυναικών προσπαθεί να επιλέξει το 1% των ανδρών και ίσως αυτός να ήταν ο λόγος της όποιας απελπισίας που ένιωθα από την άλλη πλευρά της οθόνης, αλλά εμένα τα profile pics και τα «βιογραφικά» δε μου έλεγαν τίποτα ουσιαστικό. Οι περισσότεροι είχαν φωτογραφίες στο γυμναστήριο ή με ψάρια που είχαν πιάσει ή σε κάποια εξωτική τοποθεσία με ηλιοβασίλεμα.

Τα βιογραφικά τους ήταν είτε κενά, είτε γεμάτα clichés τύπου «I love to travel and try new foods» ή «Looking for someone who can make me laugh». Μόνο από κοντά μπορείς να γνωρίσεις κάποιον πραγματικά—το πώς μιλάει, το πώς κινείται, το αν έχει χιούμορ ή αν απλά νομίζει ότι έχει.

Έτσι είχα σταματήσει να το ανοίγω. Μέχρι απόψε που η βαρεμάρα με έσπρωχνε σε απελπισμένες κινήσεις.

Για να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε απόψε, σκέφτηκα χαχανίζοντας με τον εαυτό μου ενώ άνοιγα την εφαρμογή και περίμενα να φορτώσει. Εμφανίστηκε το πρώτο προφίλ—ένας τύπος με φωτογραφία στο γυμναστήριο που προσπαθούσε να δείξει τους κοιλιακούς του.

Swipe left χωρίς δεύτερη σκέψη. Μετά ένας άλλος με φωτογραφία δίπλα σε μηχανή και γυαλιά ηλίου που κάλυπταν το μισό πρόσωπό του. Swipe left και αυτόν. Μετά ένας που είχε γράψει στο βιογραφικό του «Δεν απαντάω σε hi». Swipe left με λίγο παραπάνω δύναμη.

ΩΠΑ!

Προσπάθησα να συγκρατήσω τον ενθουσιασμό μου, αλλά το στομάχι μου έκανε μια μικρή τούμπα. Μπροστά μου είχα τη φωτογραφία ενός πολύ γλυκούλη ξανθομάλλη περίπου στην ηλικία μου—τριάντα τρία σύμφωνα με το προφίλ του. Είχε ένα πρόσωπο που έβγαζε καλοσύνη, όχι τη μαγκιά που προσπαθούσαν να περάσουν οι περισσότεροι.

Φορούσε ένα απλό μπλε πουκάμισο, χαμογελούσε φυσικά χωρίς να δείχνει ότι προσπαθούσε πολύ, και στο φόντο φαινόταν κάτι που έμοιαζε με billboard. Η καρδιά μου βούλιαξε όταν είδα την εθνικότητα: Βέλγος.

Κοίταξα τις υπόλοιπες φωτογραφίες του. Μια όπου κρατούσε ένα σκυλάκι—πόντοι για τη φιλοζωία. Μια στο τι φαινόταν να είναι μουσείο—πόντοι για τον πολιτισμό. Μια με παρέα φίλων σε μπαρ όπου όλοι χαμογελούσαν γνήσια—πόντοι για το ότι έχει φίλους που τον αγαπούν. Μια φωτογραφία που έπαιζε μπάλα. Πόντοι για το ότι δεν ξημεροβραδιαζόταν στο γραφείο μπροστά από ένα υπολογιστή.

Το βιογραφικό του ήταν σύντομο αλλά όχι κενό: «Software engineer στις Βρυξέλλες. Μου αρέσει η καλή μουσική, τα ωραία βιβλία και οι μακριές συζητήσεις. Στην Αθήνα για δουλειά για μερικούς μήνες. Lets explore the city together

Καλά κρασιά, σκέφτηκα αναφερόμενη στην πατρίδα του—το Βέλγιο φημίζεται και για τα κρασιά του, όχι μόνο για τη μπίρα και τη σοκολάτα—και πήγα να κάνω swipe

Στάθηκα εκεί για ένα δευτερόλεπτο που μου φάνηκε αιωνιότητα. Αριστερά σκόπευα να κάνω αρχικά—η παλιά μου συνήθεια της υπερπροστασίας, η φοβία της απόρριψης, η ανασφάλεια που μου έλεγε «τι θα θέλει ένας κούκλος όπως δαύτος από ‘σένα». Αλλά το ασυνείδητό μου είχε πάρει απόφαση για μένα. Το χέρι μου κινήθηκε δεξιά και άκουσα τον χαρακτηριστικό ήχο του match.

Τι στο διάολο;

Για μια στιγμή κοίταξα την οθόνη με απορία. Ο Maurice είχε ήδη κάνει swipe right σε εμένα; Πότε; Γιατί; Προφανώς το προφίλ μου δεν ήταν τόσο χάλια όσο φοβόμουν, ή ίσως οι Βέλγοι έχουν πιο χαλαρά κριτήρια από τους Έλληνες.

Και έτσι μπήκε ο Maurice στη ζωή μου—με ένα swipe που δεν είχα σκοπό αρχικά να κάνω.

Με ένα match που δεν περίμενα να γίνει, και μια αίσθηση ότι ίσως, *ίσως*, το σύμπαν να είχε αποφασίσει να μου κάνει επιτέλους ένα δώρο.


2. A man walks into a bar

Η οθόνη μου αναβόσβησε για μια στιγμή και τότε εμφανίστηκε το γνώριμο κόκκινο banner: Its a match! Καρδούλες πετάγονται στην οθόνη και κάτω-κάτω γράφει: You and Maurice have liked each other!”

Μερικές στιγμές αργότερα, το κινητό μου κάνει το χαρακτηριστικό ping και εμφανίζεται το πρώτο μήνυμα:

Damn, that worked!”

Κοιτάζω το κινητό παραξενεμένη. Πατάω στο chat bubble και γράφω:

“Ehm, what?”

Ping

Maurice: “Okay. It might seem awkward at first, but please bear with me!”

Me: “Ok, now I’m intrigued! 😏”

Ping

Maurice: “So... you’re the first girl I ever matched with!”

Κάνω πίσω το κεφάλι μου με δυσπιστία και σουφρώνω τα χείλη μου. Πώς ήταν δυνατόν να μην έχει ματσαριστεί με καμία; Επίσης που ακριβώς ήταν αυτό το awkwardness που ανέφερε; Το σκέφτομαι για μερικές στιγμές και αποφασίζω να συνεχίσω το παιχνίδι.

Me: “Still waiting for the awkward part! 😊”

Ping

Maurice: “Alright! Here goes nothing. I complained to my pals that I hadn’t gotten a single match, and they said I needed to sacrifice a goat!”

Το ροχαλητό που μου έφυγε ήταν τελείως αυθόρμητο, δεν το περίμενα με την καμία!

Me: “And you did? 😲”

Ping

Maurice: “In a way, yes. Yesterday they took me out to eat lamb chops.”

Έμεινα να κοιτάζω την οθόνη για μερικές στιγμές με γουρλωμένα μάτια. Το γέλιο ήρθε απότομα και στο τέλος κατέληξα να βήχω σα φθισική.

Me: “Okay, that was actually clever. 😄 “

Ping

Maurice: “Thanks! I was hoping you'd find it funny. My friends said it was a terrible idea.”

Me: “Your friends clearly underestimate the comedic power of grilled goat. 🤣

Ping

Maurice: “Lamb! It was lamb! There’s a difference!”

Me: “I stand corrected, sir. 🤫”

Ping

Maurice: “So... I know this is fast, but I’d love to actually talk. Like properly. Would you be okay with exchanging numbers?”

Η καρδιά μου χάνει μερικούς χτύπους. Όσες φορές είχα την ατυχή έμπνευση να κάνω δεξί swipe είχα βρεθεί να κάθομαι στον άξονα. Κι όμως, αυτός εδώ ο Βέλγος που «θυσίασε αρνί» είχε καταφέρει να με κάνει να γελάσω με την ψυχή μου.

Δεν το σκέφτηκα πολύ.

Me: “Sure. Just promise no live sacrifices. 😉”

Ping

Maurice: “No!!! You killed me! I discovered that I loved lamb chops! 😭🍖”

Μου ξέφυγε και πάλι ένα ροχαλητό.

Me: “I like them too, but I prefer to buy them from the butcher. I mean, ok, I have my issues, but you making lamb chops from scratch doesn’t exactly give a good vibe! 😋”

Ping

Maurice: “Fair enough! So, no homemade sacrifices... Got it 😅

Note to self: impress Sophia with books, not butchery. ”

Me: “Now that sounds promising. As long as it’s not self-help or ‘The subtle art of whatever’…”

Ping

Maurice: “Hah! Dodged a bullet then. I was about to suggest we analyze Kafka over coffee.”

Me: “Oh dear. I might have to marry you now. But just so you know—if Gregor Samsa shows up, I’m not making him coffee.”

Ping

Maurice: “Deal. But I am bringing croissants. Can I at least get your number, before I bring the pastries and the existential dread?”

Εντάξει, μπορεί να μην ήξερα τι θα έφερνε το μέλλον και ο Maurice μου έβγαινε κανένας μαλάκας αλλά το να του δώσω το τηλέφωνό μου το κέρδισε με το σπαθί του. Αναστέναξα για μερικές στιγμές. «Σταμάτα να το κουράζεις» μάλωσα τον εαυτό μου.

Me: “Croissants *and* Kafka? You’re dangerously close to perfection. Alright, here goes nothing too... 697xxxxxxx. Use it wisely, Maurice.”

Ping

Maurice: “So… um… ok, I’m booting. Gimme some seconds.”

Έβαλα και πάλι τα γέλια. Εντάξει, υπερβολή ήταν και το καταλάβαινα, αλλά ποια γυναίκα δε θα ήθελε να ακούσει ότι έκανε τον άλλον να κολλήσει, έστω και αν είναι αστείο.

Ping

Maurice: “May I call you?”

Εμ, γιατί στο έδωσα το ρημάδι; Για να παίξουμε τις κουμπάρες;

Me: “I don’t want to scare you or something, but that was the idea behind giving you my phone number!”

Μερικές στιγμές αργότερα χτύπησε το τηλέφωνό μου. Δεν είχε πάρει με απόκρυψη. Εγώ στη θέση του παίζει και να το είχα κάνει, να τα λέμε αυτά. Πήρα βαθιά ανάσα και προσπαθώντας να είμαι όσο πιο χαλαρή γίνεται απάντησα την κλήση.

Hi!” είπα στα αγγλικά.

Hi!” μου απάντησε μια νεανική ανδρική φωνή με τόνο που έδειχνε ότι ο Maurice χαμογελούσε. “Um… okay, this might start off a little awkward,” μου είπε με ειλικρίνεια. “I mean… you know… um… talking to a woman doesn’t come easy for me.”

Χαμογέλασα. “Well, man up, gringo! Analyzing Kafka over messages would take way too long!” του απάντησα, ελπίζοντας με όλη μου την ψυχή να μην το πάρει το “man up” στραβά.

“I’ll do my best!” μου υποσχέθηκε. “So, um… okay, my name is Maurice—no surprises there. I’m from Belgium. Liège, to be more specific.”

“Nice to meet you, Maurice from Liège. My name is Sofia—also no surprises there—though my friends call me Sophie. I’m of Cretan descent, but I was born and raised in Athens.”

“Nice to meet you too! So… um… okay, as I mentioned in my profile, I currently live in Athens, and I’ll be here for the foreseeable future.”

“Are you a digital nomad?” τον ρώτησα.

Not exactly,” μου απάντησε και έκανε παύση μερικών δευτερολέπτων. “I’m here working for a consulting firm—Accenture, if you know it. We’re handling a government contract.”

“Yes, I’ve heard the name before, but I cannot recall where. You are a programmer?” τον ρώτησα προσπαθώντας να μάθω περισσότερα πράγματα γι’ αυτόν.

Έκανε ένα ήχο σα χαχανητό, “chuckle” που λένε οι αγγλομαθείς. “No, not exactly. I’m a software engineer, and my work here is as software architect!”

“Um… ok. Please bear with me, I’m not familiar with your line of work. Whats the difference?”

Fair question!” απάντησε ο Maurice με ενθουσιασμό, χαμογελώντας—και φάνηκε απ’ τον τόνο του. “So, a programmer usually writes the code that makes things work—like, they take a design or a spec and turn it into an actual working product.”

Κάνει μια μικρή παύση, για να βεβαιωθεί ότι δεν με είχε χάσει.

“Now, a software engineer might also code, but the job includes more structure—thinking about how to design a system that doesn’t just work, but works well, is maintainable, scalable, secure… you know, all the boring-but-important stuff.”

Ένα μικρό γελάκι, ειλικρινές.

Ok, go on!” του είπα ενθαρρύνοντάς τον

“Sure! And as a software architect, my job is basically to design the big picture—the overall structure of how different parts of a system talk to each other, make decisions about technologies, and guide the engineering team. Think of it like… I don’t know, being the one who draws the blueprint for a really complicated building.”

Σταματά για μια στιγμή. “And then makes sure nobody decides to put the bathroom above the server room.”

“Ok, let me check if I understood you correctly, using an analogy,» ξεκίνησα να του λέω. “A programmer is like a waiter: they execute the customer’s orders. A software engineer is like a bartender: they also serve the customers but actually make the drinks too,» του είπα και σταμάτησα για μερικές στιγμές, ελπίζοντας να μην τον έχει προσβάλλει η αναλογία μου.

Go on!” μου απάντησε ενθαρρυντικά.

Χαμογέλασα. “And the architect is the one who makes sure the bar is well stocked, the stools are in the right place, and the wine bar doesn’t serve lamb chops. Or kokoretsi.»

“Well, hats off my fair Lady!” μου απάντησε γελώντας ακόμα. “Care to hear a joke about my trade?”

“Sure!” του απάντησα χαμογελώντας.

“Ok… do you know what quality assurance is?”

“I imagine it’s a set of procedures to make sure that everything works as expected.”

“That’s right. So, here’s the joke: a QA engineer walks into a bar to test it before opening. He orders one beer. Then he orders zero beers. Then he orders minus one beer. Then he asks for 2.5 glasses of wine. Then he orders NaNQ beers. Then he asks for a kokoretsi. Then a croissant served on top of Kafka’s biography,” συνεχίζει και εκεί μου ξεφεύγει ένα χάχανο.

“And?” τον ρωτάω.

“The error handling works as expected. The QA engineer gives the green light. The bar opens… and the very first customer walks in and asks where the bathroom is.”

“And no one had tested that?” τον ρώτησα βάζοντας τα γέλια.

“Exactly,” μου απάντησε. “Welcome to production.”

“Well, as I learned the hard way, making assumptions is the mother of all fuckups, be that in engineering or in life in general,” του είπα ξεφυσώντας.

True dat!” μου απάντησε αναστενάζοντας με τη σειρά του. “So, what about you?”

Χμμμ… well, I’m nowhere near as cool as someone who fights bugs and bathroom errors for a living,” του είπα πειραχτικά. “I studied economics—undergrad at AUEB, then a master’s in finance and an MBA later on, mostly because I clearly enjoy punishing myself.”

Έκανε ένα μικρό γελάκι από την άλλη άκρη της γραμμής. “That’s impressive!”

“Impressive is a stretch,” συνέχισα γελώντας. “It just means I still have nightmares of missing papers and I’m overly familiar with Excel. I can pivot table you into oblivion, though.”

Και δέκα κιλά που δε λένε να φύγουν

“Ah, the dark arts,” είπε θεατρικά. “So, you’re in finance?”

“Kind of. I work as a financial analyst in a shipping company. Lots of models, reports, budgeting, forecasting, and occasionally trying not to throw my laptop out the window when someone messes up the version control in shared spreadsheets.”

“Now that’s production hell,” είπε γελώντας.

“Tell me about it. Especially when someone changes a formula and doesn’t track it, and suddenly 20 million disappear from projected revenue. But hey, at least I don’t have to worry about goat sacrifices to make things work.”

“True, but now I’m curious… would a goat fix a bad Excel file?”

“Only if it ate it before the CFO saw it.”

Ξεκαρδιστήκαμε κι οι δύο. Η συζήτηση κυλούσε αβίαστα και το πρόσωπό μου είχε αρχίσει να πονάει από το πόσο δυνατά χαμογελούσα. Και είχα ξεχάσει πως ήταν αυτή η ρημάδα η αίσθηση…

Ο Μπλάκι μου, που μέχρι στιγμής καθόταν και με παρακολουθούσε από το δέντρο του, βρήκε τη στιγμή να ρίξει ένα σάλτο στον καναπέ, και μετά πάνω στην κοιλιά μου, τρίβοντάς το χέρι μου με την κεφάλα του, γιατί πως αλλιώς; Έτσι θα έμενε, ρέστος στη διανομή;

«Χα! Ο γάτος μου μόλις θυμήθηκε ότι υπάρχω,» είπα στον Maurice στα αγγλικά.

«Έχεις γάτο;» με ρώτησε με φωνή γεμάτη ενθουσιασμό.

«Ναι, τον Μπλάκι μου,» του είπα και του τον περιέγραψα. «Εσύ έχεις κάποιο κατοικίδιο;»

«Είχα,» μου είπε στενάζοντας. «Τον Ronnie μου. Αυτόν… αυτόν που έχω και στις φωτογραφίες του προφίλ μου. Τον… τον έχασα λίγο καιρό πριν έρθω στην Αθήνα.»

«Αχ μωρέ Maurice, πολύ λυπάμαι,» του είπα γεμάτη στεναχώρια.

«Τον είχα από τα 16 μου,» μου είπε με φωνή που έτρεμε. «Ήταν σα να έχασα τον αδερφό μου,» είπε και έκανε μια μεγάλη παύση προσπαθώντας να βρει την αυτοκυριαρχία του.

«Ναι, σε καταλαβαίνω,» είπα χαϊδεύοντας την Μπλάκι που μου είχε γυρίσει ανάσκελα στην κοιλιά.

Ήταν μικρούλης ακόμα, λίγο παραπάνω από ενάμιση, αλλά μετά από χρόνια θα ερχόταν μοιραία αυτή η στιγμή που θα με άφηνε μόνη. Η σκέψη και μόνο μου έφερε δάκρια στα μάτια.

«Anyway,» μου είπε προσπαθώντας να αλλάξει θέμα. «Σε παρακαλώ μην το πάρεις στραβά αυτό που θα σου πω αλλά θα πρέπει να κλείσω γιατί με περιμένει η παρέα μου, και έχω αργήσει ήδη.»

Παρασκευή βράδυ ήταν, λογικό ήταν να έχει κανονίσει και αυτός κάτι. Θα μπορούσα να το είχα κάνει κι εγώ, η Μαίρη μου είχε πει να βγούμε για ποτό σήμερα, αλλά η προηγούμενη εβδομάδα ήταν εφιάλτης στη δουλειά και το απόγευμα της Παρασκευής με είχε βρει εξαντλημένη, και όχι για πολλά-πολλά. Ο Maurice μου είχε φτιάξει το βράδυ, αλλά προς το παρόν ο γύρος είχε τελειώσει. Θα έπρεπε να κατέβω από το αλογάκι.

Sure,” του απάντησα προσπαθώντας να μη δείξω την απογοήτευσή μου. «Χάρηκα πάρα πολύ που σε γνώρισα,» του είπα ειλικρινά.

«Σόφη;» με ρώτησε διστακτικά. «Θα… θα ήθελες αύριο να βγούμε για ένα καφέ; Ή ποτό; Ή φαγητό;»

Το χαμόγελο επέστρεψε στα χείλη μου.

«Γιατί όχι και τα τρία;» του απάντησα.

Ok, give me twoIm rebooting again,» μου απάντησε κάνοντάς με να χαχανίσω.

“Αρκεί να μην πέσεις σε boot loop!” του απάντησα έχοντας τη δυσάρεστη εμπειρία από το laptop μου. Ευτυχώς που υπάρχουν τα backups αλλιώς θα είχα ανέβει να φουντάρω από την ταράτσα του κτηρίου των γραφείων, και έτσι όπως είναι και στον Πύργο του Πειραιά, θα είχα κάνει κρατήρα.

Ok, rebooting completed. Πού… πού θέλεις να βρεθούμε;»

«Πού μένεις;» τον ρώτησα.

«Πεύκη,» μου απάντησε. «Εσύ;»

«Κοντά μένουμε,» του απάντησα χαμογελαστή. «Λυκόβρυση, αν ξέρεις.»

«Χμμμ…» μουρμούρισε. «Ομολογώ ότι δεν τα ξέρω τα μέρη, αν δεν είχα το GPS στο αυτοκίνητο θα γινόμουν φωτογραφία σε συσκευασίες γάλατος!» συνέχισε κάνοντάς με να χαχανίσω.

«Η Λυκόβρυση συνορεύει με την Πεύκη,» του εξήγησα.

Ok, this is awkward!” μου απάντησε χαχανίζοντας. «Θέλεις… θέλεις να περάσω να σε πάρω από το σπίτι σου ή…»

“As long as you promise not to sacrifice another lamb just for the sake of finding your way!” του απάντησα γελώντας.

Pinky promise!” μου απάντησε γελώντας με τη σειρά του. «Στείλε μου το στίγμα σου, και ας είναι καλά οι δορυφόροι!»

Its a date, then!” του απάντησα με ενθουσιασμό που δεν κρυβόταν. “Yeah, I know… you’re rebooting!» συνέχισα χαχανίζοντας.

“Damn! Here goes the strong young man of the rising sun!” μου απάντησε με προφανή αναφορά στο Temple of the King. Δεν ξέρω αν του ξέφυγε ή αν έριξε άδεια για να πιάσει γεμάτα, αλλά λίγη σημασία έχει.

“So, that means I’m the temple and you’re the king?” τον ρώτησα.

Και εκεί έφαγε πραγματικό reboot!

Εκεί που φοβόμουν ότι από τον ενθουσιασμό δε θα μ’ έπαιρνε ο ύπνος, βρέθηκα να ξυπνήσω πιασμένη στις 03:30 στον καναπέ με τον Μπλάκι πάνω μου και το Netflix να παίζει για το γάμο του καραγκιόζη. Σηκώθηκα με τα χίλια ζόρια και σούρθηκα μέχρι την κρεβατοκάμαρα και ο γενικός έπεσε πριν καλά-καλά προλάβει το κεφάλι μου να ακουμπήσει στο μαξιλάρι.

Αποτέλεσμα ήταν το μάτι μου ν’ ανοίξει σαν της γαρίδας από τις 08:30 το πρωί. Προσπάθησα εις μάτην να ξανακοιμηθώ αλλά μπα. Κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία σηκώθηκα κι έφτιαξα καφέ. Είχα να πάω και λαϊκή σήμερα, και να πάω και σούπερ μάρκετ, και να κάνω και καμιά καθαριότητα στο σπίτι.

Και εκεί θυμήθηκα ότι το απόγευμα είχα ραντεβού με το Maurice! Θα ερχόταν να με πάρει από το σπίτι στις 19:00. Αρχικά θα πηγαίναμε για καφέ, μετά θα συνεχίζαμε για φαγητό και στο τέλος της βραδιάς θα πηγαίναμε και για ποτό.

Για πρώτη φορά το λες και φιλόδοξο, γιατί δεν ξέρεις πως θα σου βγουν, αλλά η λίγη ώρα που είχαμε μιλήσει χθες το βράδυ στο τηλέφωνο με είχε πείσει ότι η βραδιά θα περάσει χωρίς καν να το καταλάβω. Χθες με το που είχαμε κλείσει είχα δει ξανά τις φωτογραφίες του. Ακόμα και αν δεν είχε καμία σχέση με αυτές στην πραγματικότητα, δεν μπορούσα να καταλάβω πως δεν είχε βρεθεί ούτε μία να τον ματσάρει.

Εντάξει, μπορεί να μην ήταν ο Μάρλον Μπράντο, αλλά ήταν ομορφούλης, με σκούρο ξανθό μαλλί. Τα μάτια του δεν μπορούσα να καταλάβω τι χρώμα ήταν, δεν είχε κάποια πολύ κοντινή φωτογραφία. Δε βαριέσαι, κοντός ψαλμός αλληλούια, θα το μάθαινα το βράδυ.

Να πάρω τηλέφωνο τη Μαίρη τέτοια ώρα δεν υπήρχε περίπτωση, στην καλύτερη θα μου κατέβαζε καντήλια για τους προγόνους μου μέχρι τους πρώτους μονοκύτταρους οργανισμούς, οπότε, φρονίμως ποιούσα, με το που τέλειωσα τον καφέ κατέβηκα να πάω λαϊκή και σούπερ μάρκετ.

Και για πρώτη φορά μετά από αρκετό καιρό είχα κέφια όταν κατέβηκα για τα ψώνια. Είχε πολλή ζέστη σήμερα και όταν τελείωσα από τη λαϊκή και πήγα στο σούπερ μάρκετ, ένιωσα ότι μπαίνω σε ψυγείο. Από τη μία η δροσιά ήταν καλοδεχούμενη και από την άλλη μ’ έπιασε άγχος μην πάθω καμιά ψύξη όπως ήμουν ιδρωμένη, οπότε φρόντισα να τελειώσω σε χρόνο ρεκόρ.

Με το που γύρισα σπίτι και αφού τακτοποίησα τα ψώνια, μπήκα να κάνω ένα γρήγορο ντουζ γιατί είχα γίνει μούσκεμα. Το διαμέρισμα, δόξα τω Θεώ, έχει καλή θερμομόνωση, οπότε προς το παρόν και παρά τη ζέστη, δε χρειαζόταν ακόμα να ανοίξω air-condition, ο ανεμιστήρας ήταν αρκετός. Κανονικά σήμερα θα έπρεπε να καθαρίσω και το μπαλκόνι, αλλά φρονίμως ποιούσα το άφησα για άλλη μέρα.

Κοίταξα το ρολόι, ούτε καν δώδεκα δεν είχε πάει. Ήθελα να μιλήσω με τη Μαίρη, θα έσκαγα αν δεν της έλεγα τι έγινε χθες το βράδυ. Δεν πρόλαβα, πάνω που έπιασα το κινητό για να την πάρω τηλέφωνο…

Ping

Μήνυμα από τον Maurice!

“Good morning, Sophie! 😊”

Δεν ήταν τίποτα φοβερό, τίποτα τραβηγμένο, τίποτα δραματικό. Μια απλή καλημέρα. “Μια καλημέρα είναι αυτή, πες τη κι ας πέσει χάμω,” που λέει και το τραγούδι. Βέβαια λέει και “παλάτια χτίζουν οι θεοί, κι εμείς πάνω στην άμμο,” ή με λίγα λόγια “hold your horses or suffer the consequences.” « Σταμάτα να το κουράζεις μαρή, » μάλωσα τον εαυτό μου.

Good morning, strong young man of the raising sun,” του έγραψα, δεν μπόρεσα να κρατηθώ, το κρασάρισμα που είχα φάει χθες με είχε κάνει να σκάσω στα γέλια. Με τον καλό τρόπο, έτσι;

“Shoot myself on the feet and proud of it! 🤣μου απάντησε.

“Λοιπόν, πώς τα πέρασες χθες;” τον ρώτησα στα αγγλικά.

“Ωραία ήταν ή τέλος πάντων όσο ωραία μπορεί να είναι αν δε φας παϊδάκια! 🤣 . Εσύ πως τα πέρασες;

“Ούτε εγώ έφαγα παϊδάκια, αν σε παρηγορεί αυτό! 😅”

“Sο, lamb chops for dinner, tonight? 🤣 Romantism is overrated!

« Εντάξει, τον αγάπησα ,» σκέφτηκα χαχανίζοντας.

“Δεν υπάρχει τίποτα πιο ρομαντικό από βόλτα κάτω από το φως του φεγγαριού, έχοντας φάει ένα κοπάδι παϊδάκια και μισό κιλό τζατζίκι,» του απάντησα στα αγγλικά.

I LOVE TZATZIKI!” μου απάντησε ενθουσιασμένος, κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια. “Moonlight is optional!”

Παραλίγο να του γράψω την ατάκα από την Καζαμπλάνκα, αλλά κρατήθηκα γιατί αυτή μιλούσε για φιλία κι εγώ δεν έψαχνα για φιλαράκι.

“Careful, Sir, you’re upping the ante!” του απάντησα.

I always deliver, my fair lady!” μου απάντησε, κάνοντάς με να στραμπουλίσω και πάλι τα μάγουλά μου από το δυνατό χαμόγελο.

“So, no WC under the server room? Boring!” του απάντησα.

“In retrospect a WC *in* the server room isn’t a totally bad idea. When shit happens it usually does in a hurry!” μου απάντησε και αυτή τη φορά μου ξέφυγε ένα δυνατό ροχαλητό.

« Και τι καλά που θα πάει αν μου ξεφύγει κανένα τέτοιο το βράδυ. Από την άλλη… romantism is optional σκέφτηκα τρολάροντας τον εαυτό μου.

No shit! 🤣 ” του απάντησα γελώντας ακόμα σα χαζή.

“A safe policy. Uncomfortable, truth be told, but safe nonetheless!” μου απάντησε και έβαλα και πάλι τα γέλια.

“So, did you check my pin on the maps or I should send your photo to amber alert?”

“Ha! I always do my homework! I’m geek and proud of it! 😎

Kettle, meet pot! 🙃 ” του απάντησα χαμογελώντας σα χαζή.

“Well, I’m most definitely going to! At nineteen hundred EEST! 😍

Μ’ αρέσει που προσδιόρισε και το time zone!

“Time in UTC or it didn’t happen 😋του απάντησα στον ίδιο τόνο.

“Seventeen hundred UTC, to the femtosecond! 🤣

“I have to do my chores, and I don’t want to! Life is unfair!  😭

“I feel you! It’s a dirty job but someone has to do it!”

“True! But I would prefer not to be me 😋”

Well, you can try the ABBA way!” μου απάντησε και δεν το έπιασα. Τι εννοούσε ο ποιητής;

“What’s you’re talking about, Willis?”

https://www.youtube.com/watch?v=ETxmCCsMoD0”

Πάτησα το link χωρίς να ξέρω τι να περιμένω. Το τραγούδι άρχισε να παίζει και έμεινα να κοιτάω την οθόνη σα χαζή. “Money, money, money”. Το τραγούδι το είχα ακούσει ξανά αλλά ποτέ δεν είχα δώσει προσοχή στους στίχους. Αυτή τη φορά τους άκουσα προσεκτικά.

“You’re suggesting to look out for a rich man?” τον ρώτησα ουδέτερα όταν τέλειωσε το τραγούδι.

“Nope! Though I don’t know you, you don’t seem to be the type. On the other hand, going to Las Vegas or Monaco…” μου είπε και η καρδιά μου επέστρεψε στη θέση της.

“LOL! That’s a catch-22, it requires money-money-money I don’t have!”

“Damn, you’re right!”

“Well, Mr. Architect, I think you need to open a bug in Jira!” του απάντησα. Και, ναι, φυσικά και το ήξερα το Jira, το είχα φάει με το κουτάλι στο γραφείο.

“I’m a dev-ops guy! Sold myself to Micro$oft!”

“Well, as they say, ‘the devil you know’!” του απάντησα γελώντας σαν ηλίθια.

Αναστέναξα. Με τον Maurice μπορούσα να μιλάω για ώρες, αλλά τα πατώματα δεν θα σφουγγαρίσουν μόνα τους.

“Chores, remember? 😭” του έγραψα.

“May the mop be with you!” μου απάντησε.

“Still don’t want to! 😭” του έγραψα.

Και εκεί μου απάντησε με άλλο ένα youtube link το οποίο με άφησε ακόμα μία φορά τελείως μαλάκα.

https://www.youtube.com/watch?v=VoAfb3f04mo

Where there’s a whip there’s a way!

«Θα με μαστιγώσεις κιόλας;» τον ρώτησα στα αγγλικά, αλλά το μήνυμά μου δεν είχε ίχνος αγανάκτησης, στην πραγματικότητα είχα δακρύσει από τα γέλια, με είχε πιάσει η κοιλιά μου.

Its for the Cause!” μου απάντησε, κάνοντάς με να γελάσω ακόμα πιο δυνατά.

“That’s your excuse for lamb chops, Maurice?”

“Ποτέ δεν μπλέκω τη δουλειά με τη διασκέδαση!” μου απάντησε στα αγγλικά και στο καπάκι ακολούθησε και δεύτερο μήνυμα. “Αν και ομολογώ ότι πολλές φορές η δουλειά *είναι* διασκέδαση 😉

😲😲😲

“Stop procrastinating! Use the mop, Luke 😘

“You’re going to pay for this mister!” του απάντησα με ψεύτικη απειλή.

Cant wait 😉” μου απάντησε, και ναι, εκείνη ήταν η στιγμή που τον έβαλα και επίσημα στη λίστα με τους αγαπημένους μου ανθρώπους.

Άφησα το κινητό στο τραπεζάκι, πήρα μια βαθιά ανάσα, και σηκώθηκα μήπως και κάνω καμιά δουλειά. Αλλά αυτή τη φορά με χαμόγελο. Βέβαια το να σκουπίζεις και να σφουγγαρίζεις με τον Μπλάκι στα πόδια σου είναι άσκηση υπομονής. Σήμερα ειδικά, νιώθοντας τη χαρούμενη διάθεσή μου, έδωσε ρέστα στη μαλακία.

«Βρε ρεμάλι θα αφήσεις ήσυχη τη σκούπα;» τον ψευτομάλλωσα.

Ναι, εμένα μου λες. Ούτε καν με τη σφουγγαρίστρα δεν πτοήθηκε ο μούργος, και ναι, μιλάμε για τον Μπλάκι που όταν βλέπει νερό που δεν είναι στην ποτίστρα του εξαφανίζεται σε χρόνο ρεκόρ. Σήμερα δεν είχε τέτοια, την είχε δει οδηγός πίστας και τράβαγε σπιναρίσματα στο βρεγμένο πάτωμα, κάνοντάς το μαντάρα.

Και όχι τίποτε άλλο, μου τα έκανε ξανά χάλια!

«Θα σε αφαλοκόψω, μούλε!» τον απείλησα, και πολύ που με πίστεψε. Με τούτα και με κείνα μου πήρε πάνω από μια ώρα να καταφέρω να σκουπίσω και να σφουγγαρίσω, που δηλαδή να έμενα και σε κανένα μεγάλο διαμέρισμα.

Ξεφυσώντας επέστρεψα στο σαλόνι και επέστρεψα στον καναπέ. Είχα αρχίσει να ζεσταίνομαι οπότε άναψα το air-condition. Κοίταξα το ρολόι μου, με το Maurice και τις δουλειές είχε πάει δύο παρά. Τι διάολο, αν κοιμόταν ακόμα η Μαίρη, ας πρόσεχε. Και εκεί μου ήρθε για χάδια ο μαύρος δαίμονας, γιατί καλό το παιχνίδι με τη μαμά, αλλά θέλουμε και αγαπουλινιές.

Σε αντίθεση με πριν που είχε δαιμονιστεί, τώρα με πλησίασε αργά και μου έγλειψε διστακτικά το χέρι.

«Πας να με καλοπιάσεις, κάθαρμα;» τον μάλωσα, και πιάνοντας το υπονοούμενο, μου γύρισε την κοιλάρα του για να μου κάνει πάλι το κοπρόσκυλο, γουργουρίζοντας σαν τραίνο σε ανηφόρα. «Τι θα σε κάνω, μου λες;»

Αντί απάντησης γύρισε απότομα την κεφάλα του στο πλάι και μου τρίφτηκε μετατρέποντάς με για πολλοστή φορά σε Sophie shaped pool of goo. Παλιά του τέχνη κόσκινο, του κερατά. Τον χάιδεψα για λίγη ώρα ακόμα και μετά, κλασσική γάτα, έδωσε ένα σάλτο και έφυγε από τον καναπέ λες και τον κυνηγάει η εφορία.

Έσκυψα στο τραπέζι και πήρα το τηλέφωνο στα χέρια μου και κάλεσα τη Μαίρη. Αν κοιμόταν ακόμα η γαϊδάρα, ας πρόσεχε.

«Καλημέρα!» μου είπε σχεδόν τραγουδιστά! Κεφάκια!

«Κάποια πέρασε καλά το βράδυ να υποθέσω;»

«Απλά καλά! Τρίκαλα!» μου απάντησε χαχανίζοντας. «Μπούτι δεν έκλεισα όλη νύχτα και με το που τελείωσε το πάρτι ο γλυκούλης μου σηκώθηκε και έφυγε μόνος του!» είπε και χαχάνισε και πάλι. «Μερικά κιλά ελαφρύτερος, να τα λέμε αυτά!»

«Εμένα γιατί δε μου τυχαίνουν τέτοιοι;» ρώτησα με απελπισία.

«Γιατί μαρή εσένα και να σου τύχαινε κανένας τέτοιος μετά θα γκρίνιαζες που έφυγε χωρίς ούτε ένα γράμμα, ούτε ένα τηλεφώνημα!» μου πέταξε την πρόκα της. «Χώρια που για να σου τύχει κάτι τέτοιο πρέπει κι εσύ να ανοίξεις τα ποδαράκια σου, χωρίς να περιμένεις τον άσπρο ιππότη!»

«Τρίχες!» της απάντησα. «Αφενός εγώ δεν είμαι ρατσίστρια, μου κάνουν και οι μαύροι ιππότες!» ξεκίνησα να λέω με πάθος ακούγοντας τη Μαίρη να ροχαλίζει στο τηλέφωνο, «και αφετέρου…»

Αφετέρου τι; Δίκιο είχα π’ ανάθεμά της.

«Αφετέρου;» με ρώτησε χωρίς έλεος.

«Και που τα άνοιξα στην Πάρο τι κατάλαβα;» τη ρώτησα στενάζοντας.

«Το fake it till you make it σημαίνει ότι χρειάζεται επιμονή Σόφη μου…» μου είπε και έκανε μια μικρή παύση. «Με τρεις φορές δε γίνεσαι πούστης!» συνέχισε, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Ένα δίκιο τό ‘χεις» της απάντησα ξεφυσώντας.

«Και δύο μην πω! Για πες μου τώρα τα δικά σου, εσύ τι έκανες;»

«Ψάρεψα…» ξεκίνησα να λέω και σταμάτησα. «Ή μάλλον, με ψάρεψε ένας Βέλγος στο tinder!» συνέχισα χαχανίζοντας σαν κοριτσάκι.

«ΠΟΙΟΣ ΗΡΘΕ;» με ρώτησε τόσο δυνατά που με ξεκούφανε!

«Μη φωνάζεις μωρή!» της απάντησα χαχανίζοντας.

«ΞΕΡΑΣΕ ΤΑ ΟΛΑ! ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΟΜΜΑ ΝΑ ΠΑΡΑΛΗΨΕΙΣ, ΚΑΠΩΣ ΘΑ ΤΟ ΜΑΘΩ ΚΑΙ ΘΑ ΣΕ ΠΑΡΕΙ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ!» μου απάντησε, κάνοντάς με να χαχανίσω ακόμα πιο δυνατά.

«Θα ξεκινήσω από το τέλος!» της είπα. «Έχω απόψε ραντεβού, λα λα λα, ραντεβού…» και εκεί σταμάτησα. «Καλά, όχι με σένα, αλλά με τον Maurice! Βέλγος, 33 χρονών, κουκλί ζωγραφιστό και με απίστευτο χιούμορ!»

«Αχ, θα με τρελάνει αυτή!» την άκουσα να λέει με απελπισία στο τηλέφωνο. «ΜΙΛΑ ΜΩΡΗ! ΞΕΚΙΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ!»

Δεν παρέλειψα ούτε κόμμα. Βέβαια, κάποια από τα αστεία, όπως αυτό με το time zone ή το jira vs devops δεν τα έπιασε, αλλά δεν πειράζει, σημασία είχε ότι τα είχα πιάσει εγώ. Ξεράθηκε στα γέλια με τα παϊδάκια και το τζατζίκι, γέλασε ακόμα πιο δυνατά όταν της είπα πως κατάφερα να τον κρασάρω, αλλά εκεί που κόντεψε να λιποθυμήσει από τα γέλια ήταν ο υπαινιγμός με το μαστίγιο.

«Και θα σε γαμήσει, και θα σε δείρει, δηλαδή!»

A girl can only hope!” της απάντησα με ονειροπόλα φωνή, κάνοντάς τη να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.

Της Μαίρης της άρεσε από μικρούλα να τις τρώει στο σεξ και ήταν κάτι που δεν καταλάβαινα μέχρι που γνώρισα τον… τον μαλάκα τον Αργύρη. Καλά, βέβαια εγώ δεν είμαι για βίτσες, ζώνες, μπότες, σπιρούνια και καυτές σέλες όπως η Μαίρη, but still

Και όταν τελείωσε η …αναφορά, φάγαμε άλλη μια ώρα να βρούμε πως θα ντυθώ. Ήθελα η εμφάνισή μου να δείχνει αυτό που ήμουν, geek, μέχρι και τα γυαλάκια μου θα φορούσα, αν και δεν τα πολυχρειάζομαι όταν δεν κάθομαι στον υπολογιστή. Αλλά ήθελα να αναδεικνύεται και η θηλυκότητά μου. Κάποιες καμπύλες να τις αναδείξω, κάποιες άλλες …(αχ τα καταραμένα τα δέκα κιλά) να τις κρύψω.

Βέβαια «Λυχνίας σβεσθείσης, πάσα γυνή Λαΐς!» και ακόμα και αν δεν σκόπευα να μείνω χωρίς ρούχα σήμερα, εγώ δεν είμαι Μαίρη, αργά ή γρήγορα θα με έβλεπε όπως είμαι. Με τα πιασιματάκια μου, με το στήθος που βάραινε περισσότερο απ’ όσο θα ήθελα και τα κωλομέρια μου που δεν ήταν όπως στα είκοσι μου και μέχρι τότε πηγή υπερηφάνειας.

Θα μου πεις ποια είναι στα τριάντα όπως στα είκοσι της, αλλά αυτά τα γαμημένα τα δέκα τα κιλά μου είχαν πέσει πολύ περισσότερο βαριά απ’ όσο ήταν στην πραγματικότητα. Καλά το λένε, αν δεν αρέσεις πρώτα στον εαυτό σου δεν πάει καλά, ό,τι και να σου λένε οι άλλοι.

Και ο Maurice γεματούλης ήταν, σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι εγώ, αλλά εμένα αυτό δε μ’ ένοιαζε καθόλου. Από την άλλη—και αν και δεν είχε δείξει σε καμία περίπτωση ότι είναι ρηχός—δεν ξέρεις τι πραγματικά κουβαλάει ο καθένας στο μυαλό του μέχρι οι προσδοκίες σου να συναντήσουν βιαίως τον τοίχο που λέγεται πραγματικότητα.

Τέλος πάντων, η απόφαση του πολιτμπιρό ήταν να φορέσω ένα από τα casual καλοκαιρινά μου φορέματα που θα αναδείκνυε χωρίς να φωνάζει το μπούστο μου και τα πισινά μου, και που θα κάλυπτε στο βαθμό που μπορούσε τις μη επιθυμητές μου καμπυλότητες, δηλαδή το στομάχι μου. Όχι καλσόν, έκανε και ζέστη, και ανοιχτές γόβες.

«Λοιπόν, άνοιξε κάμερα. Θέλω να δω τι θα βάλεις!» μου λέει η Μαίρη επιτακτικά.

«Δεν ξέρω ρε συ… δεν έχω τίποτα που να λέει “είμαι sexy geek αλλά και σοβαρή γυναίκα με εσωτερικό κόσμο”.»

«Βάλε το μαύρο φόρεμα που είχες βάλει στο πάρτι της Κατερίνας.»

«Μπα… πολύ εφαρμοστό. Φαίνεται όλο το στομάχι και μετά θα κάθομαι σαν τον Βούδα στο ραντεβού.»

«Εντάξει τότε, βάλε το άλλο, το φλοράλ με το ντεκολτέ.»

«Καλέ αυτό είναι για βάπτιση, όχι για πρώτο ραντεβού!»

«Ωραία, δείξε μου τι παίζει στην ντουλάπα σου. Όλο και κάτι θα βρεθεί που να μην το έχεις καταθάψει με τις ενοχές σου.»

Ανοίγω την κάμερα και τραβάω με βαριεστημένο ύφος την πόρτα της ντουλάπας. «Λοιπόν… αυτό εδώ το έχω συνδέσει με τη σχέση με τον Αργύρη, next. Αυτό είναι πολύ κοντό, θα δείχνω σαν θείτσα που προσπαθεί να μοιάσει είκοσι χρόνια νεότερη. Αυτό εδώ είναι ωραίο αλλά με πιέζει στο στήθος και νιώθω σαν σαρδέλα…»

«Πολύ μιλάς. Δείξε μου αυτό το γαλάζιο.»

Το βγάζω. «Αυτό λες;»

«Ναι! Αυτό! Το θυμάσαι που το είχες φορέσει στον γάμο του Μανώλη και είχες ρίξει τον τύπο με το βιολί;»

«Ναι, και μετά ανακάλυψα ότι ήταν παντρεμένος…»

«Δεν πειράζει, σημασία έχει ότι σε κοίταζε σα λιγούρης.»

Γελάω. «Ρε συ, αυτό το φόρεμα είναι καλό αλλά δεν είναι πολύ απλό;»

«Απλό, αλλά κομψό. Δείχνει λίγο στήθος, αγκαλιάζει τον κώλο σου όμορφα χωρίς να φωνάζει “πάρε με εδώ και τώρα” και καλύπτει όσο μπορεί την κοιλίτσα.»

«Οκέι… και από παπούτσια;»

«Γόβες, φυσικά.;»

«Γόβες ανοιχτές, όμως. Με καλσόν θα σκάσω. Έχει καύσωνα.»

«Εγκρίνεται. Και καλό εσώρουχο από μέσα. Δεν είπα να το βγάλεις, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.»

«Λες να μου τραβήξει καμιά με το ρόπαλο και να με σούρει στη σπηλιά διά τα περαιτέρω;»

«Ποτέ δεν ξέρεις! Μην τον τρομάξεις και σε παρατήσει στη σπηλιά να σε φάνε οι αρκούδες!»

«Μωρή!» διαμαρτυρήθηκα, αλλά γελούσα.

«Λοιπόν, έχεις το φόρεμα, έχεις τα παπούτσια, βάλε και λίγο κραγιόν και φύγαμε. Να είσαι εσύ. Αλλά η λίγο καλύτερη εκδοχή του “εσύ,”»

«Νιώθω σαν πλανόδια πωλήτρια που διαλαλεί την πραμάτια της…» της είπα ξεφυσώντας.

«Καλωσόρισες στην ενήλικη ζωή, Σόφη μου. Ήρθε η ώρα να σε δει κάποιος και να πει “πολύ ωραίο κορίτσι, να της φέρω σουβλάκι και λουλούδια”.»

«Ή παϊδάκια και τσίκνισμα!» της είπα, και γελάσαμε και οι δύο μέχρι δακρύων.

Καλά, εννοείται ότι δε θα πήγαινα και στο ραντεβού με τα βαμβακερά που φοράω στις μέρες μου, αυτό θα έλειπε. Όχι ότι σκόπευα να μείνω με δαύτα—ή πολύ περισσότερο χωρίς δαύτα—αλλά better safe than sorry.

Το οποίο σήμαινε ότι για να είμαι έτοιμη στις 19:00, έπρεπε να αρχίσω να τρέχω, καθώς το πρόγραμμα θα είχε και αποτρίχωση, και τι καλά που περνάω με το κερί… Και να ευχαριστώ και τη μαμά φύση που με έκανε σχετικά άτριχη. Ούτε να μαγειρέψω δε θα προλάβαινα, and thank goodness for e-food.

Τα καλά νέα ήταν ότι αυτή τη φορά δεν είναι τον Μπλάκι να μου γκρινιάζει έξω από το μπάνιο σαν παιδάκι που του πήραν το παγωτό από το χέρι. Έχοντας ανθιστεί ότι μπήκα για μπάνιο, έγινε μπουχός αφήνοντάς με στην ησυχία μου. Έκανα το ζεστό μου μπάνιο, έκανα την αποτρίχωσή μου (τι τραβάμε για εσάς αχάριστοι άντρες!) και άπλωσα και τις κρέμες μου. Γενικό ρεκτιφιέ που λέει και ο μπαμπάς μου όταν η μαμά μου τρώει ώρες για να ετοιμαστεί. Αλλά τι να πει κι αυτός, αγοράκι δεν είναι και του λόγου του;

Όπως και να έχει και παρά το φόβο μου ότι δε θα προλάβω, ήμουν έτοιμη από τις έξι και μισή. Μιας και το είχα δέσει ότι θα πηγαίναμε για φαγητό, είχα παραγγείλει μια απλή σαλάτα από το e-food—και δυο μπύρες καθώς αλλιώς δεν έβγαινε το ελάχιστο ποσό παραγγελίας. Καλά, όχι ότι πήγαν χαμένες, η μία συνόδεψε τη σαλάτα, να τα λέμε αυτά.

«Μη με κοιτάζεις εσύ σαν τη λυπημένη θλίψη,» μάλωσα τον Μπλάκι που με κοιτούσε με το βλέμμα «πού φεύγεις και μ’ αφήνεις μόνο μου άκαρδη;» προσπαθώντας φιλότιμα να μου προκαλέσει τύψεις. «Η μαμά έχει να βγει έξω, και μη με κοιτάζεις έτσι γιατί θα σε πάρει κανένας διάολος!» του είπα, νιώθοντας φυσικά τύψεις έτσι όπως με κοίταγε.

Αλίμονο.

Είναι να μη σου έχουν πάρει τον αέρα, και μεταξύ των δυο μας δεν είχε κανένας μας αμφιβολίες για το ποιος είναι το αφεντικό.

Όχι εγώ, δηλαδή.

Πήρα το λέιζερ και για είκοσι λεπτά στο σαλόνι έγινε του Ελ Αλαμέιν το κάγκελο αλλά κάπου εκεί ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα, που λέει και ο μπαμπάς, οπότε αφού κοιτάχτηκα για τελευταία φορά στον καθρέφτη και επιβεβαιώθηκα ότι όλα είναι εντάξει, πήρα το τσαντάκι μου και κατέβηκα κάτω να περιμένω τον Maurice.

Και όταν τον είδα να κατεβαίνει χαμογελαστός από το αυτοκίνητο με ένα τριαντάφυλλο στο χέρι η καρδιά μου έκανε διπλό τόλουπ και τριπλό άξελ. Ψηλός, πρέπει να μου έριχνε τουλάχιστον ένα κεφάλι, γεματούλης και με χαμογελαστό πρόσωπο ήταν σαν ένα γιγάντιο λούτρινο αρκούδι.

Hello, Sophie!” μου είπε την υπέροχη βαθιά νεανική του φωνή, δίνοντάς μου το λουλούδι.

Hello , Maurice ,” του απάντησα προσπαθώντας σκληρά να μη χαμογελάω σαν ηλίθια και να μη χυθώ στο πεζοδρόμιο σε ένα Sophie shaped pool of goo .


3. RAID of the Valkyries

Χαμογελώντας ακόμα μου έτεινε τον μπράτσο του να τον πάρω αγκαζέ. Αλλάζοντας χέρι στο λουλούδι που κρατούσε πέρασα το χέρι μου στο δικό του και διασχίσαμε την τεράστια απόσταση των δέκα μέτρων που μας χώριζε από το σημείο που είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του. Η πόρτα του συνοδηγού ήταν στο πεζοδρόμιο, οπότε ο Maurice, κύριος, μου άνοιξε και την πόρτα! Αμέ!

My Lady,” μου είπε χαμογελώντας μου παιχνιδιάρικα.

Well, thank you very much my good Sire!” του απάντησα και πέρασα μέσα. Ο Maurice έκλεισε την πόρτα και πήγε στη θέση του οδηγού.

«Λοιπόν, έχεις κάποια προτίμηση,» με ρώτησε στα αγγλικά, «ή αισθάνεσαι περιπετειώδης;» συνέχισε, κάνοντάς με να χαχανίσω, δεν κρατήθηκα.

«Τι θα ήταν η ζωή χωρίς λίγη περιπέτεια;» τον ρώτησα με ανάλαφρη φωνή.

«Βαρετή σαν server room χωρίς WC!» μου απάντησε χαχανίζοντας και έβαλε μπροστά. Στο ραδιόφωνο είχε Rock FM, πιάσε κόκκινο! Είναι ο αγαπημένος μου σταθμός.

«Rock FM; Εντάξει, μόλις ανέβηκες level!» του είπα χαμογελώντας μέχρι τ’ αφτιά. «Και έχε υπόψη μεσιέ, ότι ήσουν ήδη ψηλά!» του είπα, δεν κρατήθηκα η λυσσάρα!

“What kind of a strong young man of the rising sun would I’d be otherwise?” με ρώτησε τρολάροντας στα ίσα τον εαυτό του για το χθεσινό του boot. Γύρισε μια στιγμή το κεφάλι του ίσα για να μου χαρίσει το χαμόγελό του και μετά κοίταξε και πάλι μπροστά.

«Και άλλωστε δεν μιλάνε πολύ—δεν ξέρω ελληνικά οπότε όταν μιλάνε δεν καταλαβαίνω τι λένε—και παίζουν και Rock! Τι άλλο να ζητήσει κανείς;»

«Πού έχουν καλή προβατίνα;» του πέταξα ερωτηματικά και έβαλε τα γέλια.

“You are in for a treat, my Lady!” μου απάντησε χαχανίζοντας. Το χαχάνισμα και των δυο μας ήταν ενθουσιασμός, όχι αμηχανία. Και κατάλαβα και το χρώμα των ματιών του! Γκριζογάλανα!

Ναι, δεν ήταν ο Μάρλον Μπράντο, αλλά στα μάτια μου ήταν κούκλος. Απόρησα και πάλι που δεν είχε βρεθεί έστω και μία να του κάνει καμιά swipe right. Είχε geeky εμφάνιση αλλά με τον υπέροχα γλυκό τρόπο.

«Πόσο καιρό είσαι στην Αθήνα;» τον ρώτησα, ενώ περιμέναμε σε κάποιο φανάρι.

«Τέσσερις μήνες περίπου,» μου απάντησε. «Και ακόμα με εντυπωσιάζει πόσο διαφορετική είναι από τις Βρυξέλλες.»

«Καλύτερα ή χειρότερα;» τον ρώτησα περίεργη.

«Διαφορετικά,» είπε σκεπτικά. «Στις Βρυξέλλες όλα είναι πιο... προβλέψιμα. Εδώ κάθε μέρα είναι σαν καινούργιο debugging session

Γέλασα. «Τι εννοείς;»

«Χθες, για παράδειγμα, πήγα στο σούπερ μάρκετ να αγοράσω γάλα. Τελικά βγήκα με τσάι του βουνού, κουλουράκια με σουσάμι, και τρία κιλά ντομάτες και μια γιαγιά εκεί μου είπε ότι αυτές είναι “πραγματικές ντομάτες, από το Μαραθώνα” και όχι οι “πλαστικές” που τρώνε στο εξωτερικό.»

«Και δεν πήρες γάλα;» ρώτησα γελώντας.

«Ξέχασα εντελώς γιατί είχα πάει super market!» είπε με τόσο ενθουσιασμό που με έκανε να χαμογελάσω σαν χαζό. «Και ξέρεις τι; Είχε δίκιο η γιαγιά! Οι ντομάτες ήταν καταπληκτικές!»

«Και πώς συνεννοηθήκατε; Ήξερε αγγλικά;»

«Όχι! Body language και Google Translate,» μου απάντησε χαχανίζοντας. «Συν το γεγονός ότι η γιαγιά είχε πολύ εκφραστικά χέρια. Θα μπορούσε να κάνει καριέρα στο θέατρο!»

Το φανάρι έγινε πράσινο και προχωρήσαμε.

«Και τώρα που με ρωτάς,» συνέχισε, «έχω κατεβάσει μια εφαρμογή για ελληνικά. Δυστυχώς, προς το παρόν ξέρω μόνο να λέω “γεια σας”, “ευχαριστώ”, “με τζατζίκι, χωρίς πατάτες!” και “πού είναι η μπύρα”.»

«Τα βασικά της επιβίωσης, δηλαδή!» είπα γελώντας.

« “Exactly! Survival priorities,” μου απάντησε. «Αν και πρέπει να παραδεχτώ ότι το ‘πού είναι η μπύρα’ με έχει βγάλει ασπροπρόσωπο σε πάρα πολλές περιστάσεις. Και το ‘με τζατζίκι χωρίς πατάτες, μα πώς μπορούν και τρώνε σουβλάκια με πατάτες; Είναι ιεροσυλία!» μου είπε με ψεύτικη αγανάκτηση, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια σαν κλώσα.

«Καλά για το τζατζίκι και τις πατάτες, αλλά κάνε λίγο κράτη με τη μπύρα, θα νομίζουν ότι είσαι μεθύστακας!»

“Hey, I’m Belgian! It’s expected!” μου απάντησε και έκανε αυτό το χαχά-νισμα που με έκανε να λιώνω. «Στην πατρίδα μου η μπύρα είναι πολιτισμός, όχι αλκοολισμός.»

«Και εδώ το κρασί είναι πολιτισμός,» του απάντησα. «Οπότε θα τα πάμε μια χαρά.»

“Speaking of which,” είπε στρίβοντας δεξιά, «I hope you’re hungry. Γιατί ξέρω το τέλειο μαγαζί που φτιάχνει παϊδάκια.»

«Πού;»

“Surprise!”μου απάντησε χαμογελώντας πονηρά. «Αλλά υπόσχομαι ότι θα έχει προβατίνα. Και τζατζίκι.»

«Αν ανέβεις κι άλλο level θα τρυπήσεις το ταβάνι!» του είπα μη μπορώντας να κρύψω τον ενθουσιασμό μου.

Sky is the limit!” μου απάντησε γυρνώντας ίσα το κεφάλι του για να μου κλείσει παιχνιδιάρικα το μάτι.

“Fly on your way like an eagle, fly as high as the sun!” του είπα τραγουδιστά, δεν κρατήθηκα.

Hallowed be thy name!” μου απάντησε, το οποίο φυσικά δεν ήταν ο τίτλος του τραγουδιού, αλλά σαν απάντηση ήταν χίλιες φορές καλύτερη!

“And without gallows pole!” του απάντησα.

“Now, *that’s* an exceptionally bad idea for the server room!” μου απάντησε χαχανίζοντας.

“You are afraid that they ‘ll get scared?”

“Nope, I’m afraid that they’d take the chance to hung themselves!” μου απάντησε deadpan και εκεί μου ξέφυγε το πρώτο ροχαλητό της βραδιάς.

The horror! The horror!” του απάντησα σκασμένη στα γέλια.

Και με την απάντησή του, τον ερωτεύτηκα μέσα σε μια στιγμή. ΠΩΣ ΤΟΥ ΗΡΘΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΕΡΙΚΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ;

“I’ve seen downtimes… downtimes that you’ve seen. But you have no right to call me a cowboy. You have a right to fire me. You have a right to do that… but you have no right to judge me.”

Πρώτο ροχαλητό

“It’s impossible for words to describe what it means to those who have never seen a RAID array fail during a firmware upgrade. Horror. Horror has a hostname… and you must make a friend of horror. Horror and unplanned maintenance windows are your friends. If they are not, then they are enemies to be feared. They are truly enemies.”

Έχω αρχίσει και γελάω σαν υστερική αλλά ο Maurice συνεχίζει ατάραχος διατηρώντας στο ακέραιο το gravitas στη φωνή του, μέχρι και τη φωνή του Marlon Brando έχει καταφέρει να αποδώσει. Μερικά από αυτά που λέει δεν τα καταλαβαίνω, but who the fucks cares?

“I remember when I was with Infrastructure Engineering. Seems a thousand release cycles ago. We were sent to deploy patches on Production—just routine maintenance, just patching. We finished the job. Kernel updates, scheduled reboot, clean and tight. And as we were leaving the office, the intern came running after us. He was crying. He couldn’t speak. We went back there, and they had rolled back. They had rolled back the patch. Manually. With dd.”

“YOU ARE GOING TO KILL ME!!!!” του φωνάζω κοντεύοντας να φτύσω τα πνευμόνια μου. Μπα, που τέτοια τύχη! Συνεχίζει ακάθεκτος!

There it wasthe SAN. Brick’d. The array lights blinking like dying stars. A pile of corrupted sectors. And I remember… I… I… I cried. I wept like a junior admin who just lost root. I wanted to tear my access card apart. I didn’t know what I wanted to do. And I want to remember it. I need to remember it. I never want to forget.”

ΘΑ ΚΑΤΟΥΡΗΘΩ ΠΑΝΩ ΜΟΥ! ΘΕΟΙ ΒΟΗΘΗΣΤΕ ΜΕ!

“And then I realized… like I was hit… like I was hit with a diamond… a diamond stack trace right through my forehead. And I thought: My God… the genius of that. The will to type rm -rf / because it felt cleaner. Perfect. Genuine. Complete. Crystalline. Pure.”

Δεν είχα ιδέα τι ήταν τα μισά που έλεγε, αλλά δεν είχε σημασία. Είχε αρχίσει και πονούσε η κοιλιά μου, πραγματικά.

“And then I realized they were stronger than we were. Because they could stand it. These were not cowboys. These were engineers. Trained sysadmins. Men who fought with cronjobs and shell scripts, who had families, who had seen production go down on Black Friday, but they had the strength… the strength… to alias ls to echo ‘nothing to see here’.”

Αυτό ήταν, θα ανοίξω την πόρτα και θα φουντάρω στο δρόμο! Είχε αρχίσει να γίνεται βασανιστήριο!

“If I had ten divisions of those men, our ticket backlog would vanish in a sprint.”

Γύρισε να με κοιτάξει μερικές στιγμές, αν δεν είχα γίνει σαν ινδιάνος που ετοιμάζεται να την πέσει σε καραβάνι στο Oregon Trail να μη με λένε Σοφία!

“You have to have people who are ethical… and at the same time who are able to utilize their primordial instincts to sudo without remorse… without fear… without logging… without judgment. Because it’s judgment that defeats us.”

ΤΟΝ ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΑ! ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΤΩΝ ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΑ!

Μου πήρε αρκετή ώρα να βρω τις ανάσες μου και να σκουπίσω τα δάκρυά μου.

«Έτσι και μου πεις πήγαινέ με στον αρχηγό σου, θα σε φυτέψω στο φανάρι!» τον απείλησα, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια. Και ήταν και κοντά δυο μέτρα, σκάλα θα χρειαζόμουν για να τον στραγγαλίσω το μούργο!

«Πάταξον μεν, άκουσον δε» μου είπε σε σπασμένα ελληνικά, αφήνοντάς με ακόμα μια φορά μαλάκα. “I didn’t plan to go this far. But… but you started laughing and I just couldn’t have enough of it. I just couldnt stop!”

Ναι, πoιο φιλί στο τέλος του ραντεβού και τα ρέστα; Λίγο παρακάτω μας έπιασε το φανάρι και σχεδόν του όρμισα. Ναι, ΕΓΩ! ΕΓΩ! Και αν δεν κόρναραν από πίσω, ακόμα στο φανάρι θα ήμασταν και θα φιλιόμασταν.

For the Cause!” του είπα όταν τραβήχτηκα, και μετά γύρισα τσαμπουκαλεμένη προς τον μαλάκα που κόρναρε. «Τι κορνάρεις ρε μαλάκα;»

Ο Maurice χαχανίζοντας έβαλε μπρος και ξεκίνησε. “Ok, that was totally unexpected!”

«Well, strong young man of the rising sun, όπως λένε και στο χωριό μου, σαν δεν πάει ο βασιλιάς στο ναό, πάει ο ναός στο βασιλιά!» του είπα κερδίζοντας το γέλιο του. Εμ, δεν του άρεσε μόνο εκείνου να με ακούει να γελάω, κι εμένα μου άρεσε να ακούω το γέλιο του.

Χώρια που ο πάγος όχι απλά έσπασε, περάσαμε από πάνω του σαν παγοθραυστικό σε κουβά με παγάκια απ’ την κατάψυξη.

Πού είσαι Μαίρη να με θαυμάσεις!

So, I take you like me too!” μου απάντησε κοιτάζοντάς με σαν ερωτοχτυπημένος έφηβος.

“That’s the idea of kissing you. I’m not in the habit of kissing people I don’t like; I’m not *that* masochistic!” του απάντησα χαχανίζοντας.

“Says the woman who did an MBA just for the shake of punishing herself…” μου πέταξε κοροϊδευτικά, κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια.

“To my defense, this also was for the Cause!”

“It seems more than a case of ‘just because’, but whatever floats your boat!” μου απάντησε συνεχίζοντας να με δουλεύει ψιλό γαζί.

“Careful mister, you are treading on dangerous grounds! Don’t forget of my Dark Arts, I’ll pivot table you to oblivion!”

That borders on sadism!” μου απάντησε με ψεύτικο φόβο.

Who da boss?” τον ρώτησα σκασμένη στα γέλια.

“Of Dark Arts? Clearly you! I’m just a poor engineer from a poor company, spare me my life of this monstrosity!” μου είπε τραγουδιστά.

“Easy come, easy go, will you let me go?” του απάντησα εξίσου τραγουδιστά και ροχαλιστά.

“Bismillah! No, I will never let you go!”

Και εκεί τον ερωτεύτηκα ακόμα περισσότερο.

Η υπόλοιπη διαδρομή μέχρι την καφετέρια πέρασε μέσα σε τρυφερά ή παιχνιδιάρικα πειράγματα, με το χέρι μου αυτή τη φορά να είναι πάνω στο δικό του. Αυτόματο ήταν το αυτοκίνητο, δεν χρειαζόταν να αλλάζει ταχύτητες, οπότε τα χέρια μας χωρίστηκαν ίσα για να κατέβουμε από το αυτοκίνητο.

Όταν βγήκαμε έξω, η αλήθεια ήταν ότι για μερικές στιγμές ένιωσα έντονη αμηχανία. Έκανε το γύρο του αυτοκινήτου και ήρθε και στάθηκε μπροστά μου. Ναι, μου έριχνε πάνω από ένα κεφάλι, ήταν κοντά δυο μέτρα. Έσκυψε προς το μέρος μου διστακτικά, και για να του δώσω θάρρος τον αγκάλιασα από το σβέρκο.

« Σβέρκωμα, όχι μαλακίες! » σκέφτηκα μέσα μου και τότε τα χείλη μας συναντήθηκαν και όλες μου οι σκέψεις πήγαν περίπατο. Με τράβηξε πάνω του και σε λίγο οι γλώσσες μας βρέθηκαν να χορεύουν μεταξύ τους, και ένιωσα για ακόμα μια φορά ότι ήμουν ένα τσακ από το να χυθώ στο δρόμο.

Τραβήχτηκε απαλά και τον άφησα απρόθυμα. Με κοίταξε τρυφερά και μου χάιδεψε ένα τσουλούφι που μου έπεφτε στα μαλλιά. Τι όμορφα που ήταν! Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, είχε πολύ καιρό να το κάνει. Έσκυψε και μου έδωσε ένα ακόμα πεταχτό φιλί, και παίρνοντας το χέρι μου στο δικό του, μπήκαμε στην καφετέρια.

Most definitely I wont let you go!” μου δήλωσε χαχανίζοντας σα σχολιαρόπαιδο.

Youd better, mister!” του απάντησα με ψεύτικα απειλητικό ύφος, αφήνοντας το “…or else!” να αιωρείται.

“Unpivot the tables before my eyes! Yesterday’s errors, tomorrow’s white lies! Scan the printouts, Excel take me higher! I shall return from out of being fired!” μου τραγούδησε, κάνοντάς με να χαχανίζω πάλι σαν το βλαμμένο.

“At least you know your Iron Maiden!” του απάντησα.

What kind of torturer would Id be otherwise?” μου απάντησε χαχανίζοντας, εννοώντας την πραγματική iron maiden, κάνοντάς με να ροχαλίσω και πάλι. Καλά, από τη στιγμή που τον είδα από κοντά, ο Porky είχα γίνει.

“Are you a torturer?” τον ρώτησα με ψεύτικο φόβο.

“Nah… but let this be our secret, or I would be as intimidating as a teddy bear!” μου απάντησε χαχανίζοντας με τη σειρά του.

For the Cause!” του είπα υψώνοντας το χέρι μου!

For the Cause!” μου απάντησε. “And for Tzatziki!” συνέχισε, κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια.

Εντάξει, αν δεν κατουρηθώ πάνω μου σήμερα θα μπορείς να το πεις και θαύμα θαυμάτων.

«Έλα εδώ αρκούδι μου!» του είπα στα αγγλικά χαμογελώντας σκανταλιάρικα. «Κάνε με μια αρκουδίσια αγκαλίτσα!»

«Τώρα μιλάς σωστά!» μου απάντησε με μάτια που σπιθίριζαν από ενθουσιασμό και έσφιξε πάνω του με τόση δύναμη που θα έκανε ακόμα και τον πιο φιλόδοξο βόα να κοκκινήσει από τη ντροπή του.

«Αέρα!» του είπα με ψεύτικη απελπισία.

«Αν δεν ψήνουν παϊδάκια κάπου δίπλα, ο αέρας είναι υπερτιμημένος!» μου απάντησε δίνοντάς μου ένα τρυφερό φιλί στα μαλλιά.

«Έχω και στόμα!» του είπα με ψεύτικο παράπονο.

Κοκκίνησε λίγο ο γλυκούλης μου. «Έχει κόσμο!» μου είπε ντροπαλά.

«Ρε έλα εδώ και άσε τα σάπια!» του είπα και τον άρπαξα και τον έκανα να γείρει προς το μέρος μου. Δύο λεπτά αργότερα τον άφησα να βρει τις ανάσες σου χαμογελώντας σα χορτασμένη αλεπού.

Θα τα λέω στη Μαίρη και δε θα με πιστεύει, θα μου λέει ότι είχα παραισθήσεις!

«Λοιπόν,» μου είπε γυρνώντας ελαφρά προς το μέρος μου. «Έχεις αδέρφια;»

«Ναι, έχω έναν αδερφό, έξι χρόνια μικρότερο. Geek και του λόγου του αλλά πιο αποφασισμένος από εμένα που σταμάτησα στο master, εκείνος συνέχισε για διδακτορικό!»

«Ναι; Σε τι;»

«Μαθηματικός!» του απάντησα. «Και καλός, ε; Το διδακτορικό του το κάνει στο Stanford!» του απάντησα ως περήφανη μεγάλη αδερφή.

«Μπράβο του!» μου απάντησε χαμογελαστός. «Γονείς;»

«Ε, κι από αυτούς έχω, δε φύτρωσα στον πλανήτη!» του απάντησα κοροϊδευτικά.

Αντί απάντησης μου έκανε ένα δήθεν αγριεμένο “GRRRRRRR” και μετά ένα τρυφερό ping στη μύτη, κάνοντάς με να χαχανίσω.

Say no to violence!” είπα με πάθος ιεροκήρυκα, και μετά πέταξα και τον υπαινιγμό μου. “Unless its for the Cause!”

Orfor just because!” μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι πονηρά, κάνοντας με να κοκκινήσω ελαφρώς!

«ΙΙΙΙΚ! Δεν ντρέπεσαι;» τον ρώτησα στα αγγλικά δήθεν θιγμένη.

«Καθόλου όμως!» μου είπε κλείνοντάς μου και πάλι το μάτι.

Εκεί ακολούθησε και πάλι μια γρήγορη λαρυγγοσκόπηση, άλογο τον είχα κάνει τον γλυκούλη μου από το πρώτο μας φιλί και μετά!

«Ο μπαμπάς μου είναι γιατρός, καρδιολόγος!» του εξήγησα. «Η μητέρα μου είναι φιλόλογος, καθηγήτρια σε λύκειο! Για τον αδερφό μου, σου είπα!»

«Και πώς τους λένε;» με ρώτησε με ενδιαφέρον.

«Τον μπαμπά μου τον λένε Ανέστη και τη μητέρα μου Ευτυχία. Τον μικρό μου αδερφό τον λένε Παναγιώτη.»

«Και ποιος σε μύησε στη ροκ και στη metal;» με ρώτησε πάλι.

«Στη μουσική ο πατέρας μου και στη λογοτεχνία, ποια άλλη, η μητέρα μου!»

«Και μένα ο πατέρας μου είναι δάσκαλος. Η μητέρα μου είναι χημικός μηχανικός, καθηγήτρια στο KU Leuven, αν το έχεις ακουστά.»

«Δεν το ξέρω,» του είπα στεναχωρημένη.

«Ε, καλά δεν πειράζει,» μου απάντησε χαμογελώντας. «Μουσική και λογοτεχνία είναι επιρροές του πατέρα μου. Από τη μητέρα μου πήρα την αγάπη για την επιστήμη… και το geekiness,» μου είπε χαμογελαστός.

«Αδέρφια δεν έχεις;»

«Όχι, τους βγήκα εγώ που κάνω για δέκα! Η μητέρα μου καμιά φορά αστειεύεται ότι αν είχε κάνει δίδυμα λιγότερο θα την είχαν εξαντλήσει στη γέννα. Γεννήθηκα σχεδόν 6 κιλά!» μου είπε ντροπαλά!

«Ο Χριστός και η Παναγία!» μου ξέφυγε στα ελληνικά. Ο Maurice χαμογέλασε αμήχανα. “I meantsorry babe,” του είπα ακόμα πιο στεναχωρημένη.

Kiss or it didnt happen!” μου απάντησε ο γλυκούλης μου δίνοντάς μου την καλύτερη διέξοδο.

Φιλί θέλει ο αρκούδος μου;

Τρία λεπτά αργότερα τον άφησα πριν γίνουμε θέαμα. Τα χείλη του είχαν σχεδόν κοκκινίσει αλλά το πρόσωπό του σχεδόν έλαμπε!

«Τι… Τι έλεγα;» με ρώτησε αφηρημένα. «Α, ναι! Και η φουκαριάρα είναι και μικροκαμωμένη, μου έλεγε ότι από κάποιο μήνα και μετά δε μπορούσε να στρίψει!» συνέχισε χαχανίζοντας. «Όπως καταλαβαίνεις βγήκα με καισαρική…»

«Και πώς τους λένε τους γονείς σου;»

«Τον πατέρα μου τον λένε Willem. Σαν τον Willem van der Decken!»

«Κάτι μου θυμίζει αυτό!» είπα. Ήμουν σίγουρη ότι το είχα ξανακούσει το όνομα. «Δώσε μου hint

«Καπετάνιος… Ενός καταραμένου καραβιού!»

«Ο καπετάνιος του Ιπτάμενου Ολλανδού!» του είπα περήφανη με τον εαυτό μου που το θυμήθηκα, έστω και αν χρειάστηκα hint.

«Ακριβώς!» μου είπε χαμογελώντας. “ De Vliegende Hollander ” μου είπε και ακούστηκε περίπου σαν “Ντε Βλίγχεντε Χόλανντερ”. Με κοίταξε με αυτό το υπέροχο αρκουδίσια τρυφερό βλέμμα του. «Τη μητέρα μου την λένε Martine

«Και ο Ιπτάμενος Ολλανδός του Βάγκνερ είναι η αγαπημένη μου όπερα,» συμπλήρωσε κοιτάζοντάς με ντροπαλά.

Η αλήθεια είναι ότι εγώ δεν είμαι fan της κλασσικής μουσικής, να κάτι στο οποίο βγήκα διαφορετική από τον πατέρα μου και τη μητέρα μου, που αμφότεροι λατρεύουν την κλασσική μουσική. Το ίδιο και ο αδερφός μου, που εκτός από μαθηματικός είναι και πιανίστας. Μ’ αρέσει να ακούω μουσική, κατά προτίμηση rock και metal, αλλά ποτέ δε με γέμισε η ιδέα να παίξω κάποιο μουσικό όργανο.

Μ’ αρέσει να τραγουδάω πάντως και έχω και αρκετά αξιοπρεπή φωνή, να είναι καλά τα γονίδια της μαμάς. Μπορώ να πιάσω αρκετά ψηλές οκτάβες, έχω φυσικό βιμπράτο και στα σχολικά μου χρόνια συχνά έπεφτε ο κλήρος σε μένα να τραγουδήσω στις σχολικές γιορτές. Δηλαδή δεν έπεφτε κανένας κλήρος, με τελείως δημοκρατικές διαδικασίες έλεγαν “Θα τραγουδήσει η Αλοϊζάκη” και τα σκυλιά δεμένα.

«Και οι δυο μου γονείς και ο αδερφός μου ακούνε κλασσική μουσική!» του είπα. «Εγώ not so much, να σου πω την αλήθεια!»

De gustibus,” μου απάντησε αδιάφορα. Αυτό το ήξερα, το έλεγε η μαμά μου αντί του «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα!»

«Αλλά θα ήθελα να πάω σε όπερα,» του είπα και το εννοούσα. Και για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, εννοούσα *μαζί του*.

Μικρότερη με τους γονείς μου και τον αδερφό μου, που με είχαν σούρει μια-δυο φορές και κάπου εκεί σταμάτησαν να προσπαθούν!

«Αλήθεια;» με ρώτησε με ένα χαμόγελο που έκανε το πρόσωπό του να λάμπει.

«Αλήθεια!» του απάντησα χαϊδεύοντάς του τρυφερά το χέρι.

«Αφού είπες δεν σ’ αρέσει η κλασσική μουσική!»

«Μου αρέσει ωστόσο η παρέα σου και το χαμόγελό σου!» του απάντησα στα ίσια, κάνοντάς τον να χάσει τα λόγια του για μερικές στιγμές! Σκέτη γλύκα ήταν π’ ανάθεμά τον!

Εμένα μου λες! Από λούτρινο σε μια στιγμή έγινε αρκούδα των σπηλαίων, με τράβηξε πάνω του και όταν με άφησε—χωρίς ανάσα—κόντευα να ξεχάσω πως με λένε.

Woah” είπα ξέπνοη—και πιθανότατα με το σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδας.

Just Because!” μου απάντησε ντροπαλά.

Ήταν υπέροχα απρόβλεπτος. Από τη μια μαζεμένος, ντροπαλός και συνεσταλμένος, σε μια στιγμή μπορούσε να γίνει παιχνιδιάρης, να πετάξει—άλλοτε με επιτηδευμένο deadpan ύφος, άλλοτε με σκανταλιάρικο—kinky υπονοούμενα, να γίνει διεκδικητικός και μετά να ξαναγυρίσει στην χαριτωμένη ντροπαλοσύνη μικρού αγοριού.

Είναι σα να είχε τέσσερις διαφορετικούς ανθρώπους μέσα του, και ο καθένας να παίρνει τα ηνία όποτε και όταν πρέπει. Αρχικά νόμιζα ότι η ντροπαλοσύνη ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του, αλλά τώρα καταλαβαίνω ότι είναι μάλλον σαν εκείνα τα matryoshka, τις ρωσικές κούκλες—κάθε φορά που ανοίγει μια, αποκαλύπτεται μια άλλη από κάτω.

Και το πιο εκπληκτικό είναι ότι καμία από αυτές τις “εκδοχές” δεν μοιάζει τεχνητή ή αναγκασμένη. Δεν είναι performance για να με εντυπωσιάσει, είναι... είναι… είναι απλά ο Maurice.

Ο τρόπος που αλλάζει από το deadpan στο σκανταλιάρικο είναι σαν να βλέπω έναν καλό DJ που ξέρει ακριβώς πότε να αλλάξει το groove του τραγουδιού. Διαβάζει τη στιγμή, τη διάθεσή μου, τη χημεία ανάμεσά μας, και προσαρμόζεται. Δεν είναι τυχαίο—είναι ενστικτώδης συναισθηματική νοημοσύνη.

Αλλά αυτό που με κάνει να λιώνω εντελώς είναι η επιστροφή στη “χαριτωμένη ντροπαλοσύνη μικρού αγοριού”. Είναι σαν να λέει: “Οκ, έδειξα τα δόντια μου, αλλά στη βάση μου είμαι ένα μεγάλο λούτρινο που θέλει αγκαλιές και να του χαϊδεύουν τα μαλλιά”.

Σα γάτα. Πραγματικά σα γάτα. Ήταν σαν ο Maurice να είναι η ανθρώπινη εκδοχή του Μπλάκι ή ο Μπλάκι η γατήσια εκδοχή του Maurice. Βαθιά καλλιεργημένος, με απίστευτο χιούμορ, τρυφερός, αγκαλίτσας, πώς να μη νιώθω μέσα σε μια μέρα ότι όχι απλά έχω δαγκώσει τη λαμαρίνα, αλλά την κάνω και τσιχλόφουσκες;

Ίσως γι’ αυτό και δεν είχε match στο Tinder. Οι φωτογραφίες δείχνουν μόνο μία διάσταση ενός ανθρώπου, και αν δεν ξέρεις να ψάχνεις για τα υπόλοιπα layers, μπορεί να χάσεις ένα διαμάντι. Οι περισσότερες ίσως είδαν έναν λίγο geeky τύπο και swipe left, χωρίς να καταλάβουν τι κρύβεται από πίσω.

Their loss, my gain!

“Τι σκέφτεσαι;” με ρώτησε σχεδόν ντροπαλά.

Και εκεί έκανα κάτι που είχα να κάνω από τα δεκάξι μου και τις πρώτες μου σχέσεις. Μετά τις πρώτες χλαπάτσες είχα πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι οι σχέσεις είναι ένας διαρκής χορός, ή κάποιες φορές ένα παιχνίδι πόκερ, που ποτέ δεν πρέπει να ανοίγεις όλα σου τα χαρτιά. Είχα μάθει από μικρή—και με το σκληρό τρόπο—πως καλοί οι έρωτες, οι αγάπες και τα λουλούδια, ωστόσο χωρίς μια γερή δόση κυνισμού είναι συνταγή για καταστροφή.

An unstoppable force meets an unmovable object. Μα στον κόσμο δεν υπάρχουν unmovable objects, και ουαί τοις ηττημένοις. Κάηκε κάμποσες φορές η γούνα μου για να πάρω το μάθημά μου.

Ωστόσο… δεν ξέρω… Μπορεί μετά η Μαίρη να με μούτζωνε με χέρια και με πόδια αλλά έκανα αυτό που ούρλιαζε το ένστικτό μου.

Του είπα την αλήθεια. Ωμή. Παίρνοντας το ρίσκο να τον τρομάξω, παίρνοντας το ρίσκο να τραβήξω το χαλί κάτω από τα ίδια μου τα πόδια.

Ι started falling for you,” του απάντησα. Hard!”

Αν περίμενε οποιαδήποτε απάντηση, σίγουρα δεν ήταν αυτή. Τα μάτια του σχεδόν γούρλωσαν. Μα δεν ήταν τρόμος, το έβλεπα καθαρά. Ήταν έκπληξη. Ωμή έκπληξη. Το πρόσωπό του φωτίστηκε πάλι.

Sorry, Im rebooting!” μου είπε, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

“As long as you don’t fall into a boot loop!”

Με κοίταξε για μερικές στιγμές, και τι πήγε και έκανε ο αθεόφοβος; Πήρε μια από τις οδοντογλυφίδες, την άνοιξε, τύλιξε προσεκτικά μια χαρτοπετσέτα και μου την έδωσε.

Just in case, this is the reset button!” μου είπε δείχνοντάς μου το δεξί του αυτί, και αν δε με άκουσε όλο το Κεφαλάρι να κακαρίζω σαν την μανιακή να μη με λένε Σόφη!

Στην καφετέρια καθίσαμε περίπου μέχρι τις εννιάμιση και μετά, όπως μου είχε τάξει, με πήγε για ρομαντικό δείπνο. Παϊδάκια, αρνίσια και πρόβια, χωριάτικη που ξεχείλιζε από κρεμμύδι και τζατζίκι. Πολύ τζατζίκι. Η ταβέρνα ήταν στον Άγιο Στέφανο—την είχα κι εγώ ακουστά αλλά δεν είχε τύχει ποτέ να φάω εκεί.

Και εκείνη την ημέρα έμαθα τι έχανα τόσο καιρό. Δεν ήταν παϊδάκια αυτά, ήταν αμβροσία, ήταν ποίηση στη σχάρα. Για πρώτη φορά μετά τον Αργύρη—να μη λέμε μόνο τα άσχημα, να λέμε και τα καλά του—ένιωθα τελείως ακομπλεξάριστη. Τα παϊδάκια δεν τρώγονται με μαχαιροπίρουνα και ο Maurice μου έδωσε το καλό παράδειγμα.

Let my soul die with the Philistines!” μου είπε όταν μας έφεραν τη γαβάθα με τη χωριάτικη κάνοντάς με να βάλω στα γέλια.

«Είσαι στο σωστό μέρος και με τη σωστή παρέα,» του απάντησα στα αγγλικά. «Οι Φιλισταίοι είχαν καταγωγή από τον Ελλαδικό χώρο, πιθανότατα την Κρήτη, όπως και η αφεντιά μου!»

Του είχα πει σήμερα αντί για μπύρα να πιούμε κρασί, ρετσίνα για την ακρίβεια. Μου γέμισε το ποτήρι.

«Στη Φιλισταία μου!» μου είπε χαμογελώντας.

«Στον αρκούδο μου!» του απάντησα τσουγκρίζοντας τα ποτήρια.

Ήπιαμε μια γουλιά, ο Maurice πιο επιφυλακτικός μιας και δεν είχε δοκιμάσει ποτέ του ρετσίνα.

“Woah! Strong!” μου είπε.

“Let me put it this way,” του είπα χαμογελώντας. “Retsina is to other wines, what tzatziki is to yogurt sauces! If it didn’t bite you, it wasn’t the real deal!”

Και τότε ήρθε και το τζατζίκι. Το καυτερό τζατζίκι. Το θέλω να πάω στη μαμά μου κλαίγοντας, τζατζίκι.

Το πραγματικό τζατζίκι, όχι το γιαούρτι που σερβίρουν στα πιο πολλά μαγαζιά.

Strong as the retsina!” μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι.

«Θεέ μου, αυτό είναι καλύτερο και από της κυρά-Σοφίας!» είπα με γνήσιο ενθουσιασμό.

Who?” με ρώτησε.

«Της γιαγιάς μου,» του είπα. «Μητέρα της μαμάς μου! Μέχρι τώρα πίστευα ότι έφτιαχνε το καλύτερο τζατζίκι. Not anymore

«Περίμενε να δοκιμάσεις τα παϊδάκια. Προχθές τέσσερα άτομα φάγαμε τρία κιλά!» μου είπε χαμογελώντας ντροπαλά.

«Αρκούδι μου, δε θέλω να σε απογοητεύσω, αλλά στο χωριό μου τα τέσσερα κιλά παϊδάκια τα λέμε ορεκτικό!» του απάντησα κάνοντάς τον να σκάσει στα γέλια.

Και εκείνη τη στιγμή ήρθαν τα παϊδάκια, και όποιος πρόλαβε τον Κύριο οίδε.

I love Greece,” μου είπε πέφτοντας πίσω στην καρέκλα του σαν πολεμιστής μετά από τη μάχη. Καλά, όχι ότι εγώ ήμουν καλύτερη. Και διηγώντας τα να κλαις, μοιρολόγησα τα δύο κιλά που είχα καταφέρει να χάσω, ούσα σίγουρη ότι αυτή τη φορά θα επέστρεφαν και με τόκο.

«Σοφία, σε πειράζει να κάνω ένα τσιγάρο;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με διστακτικά.

«Καπνίζεις;» τον ρώτησα έκπληκτη.

«Socially και μόνο μετά από εξαιρετικό φαγητό,» μου εξήγησε.

«Και γιατί μου ζητάς άδεια αρκούδε μου;»

«Μήπως σε ενοχλεί… μετά…» είπε και πάλι ντροπαλά, εννοώντας το φιλί, και κάνοντάς με να σκάσω στα γέλια.

«Μωρό μου, φάγαμε ένα κήπο κρεμμύδια στη σαλάτα και ένα πιάτο τζατζίκι που είχε περισσότερο σκόρδο απ’ ότι γιαούρτι, και φοβάσαι μη με ενοχλήσει η γεύση του καπνού;»

«Ένα δίκιο το έχεις,» μου είπε χαχανίζοντας.

«Όχι, δε με πειράζει,» του είπα χαμογελώντας. «Έλα, έρχομαι να σου κάνω παρέα!» του είπα και σηκωθήκαμε και οι δυο μας να βγούμε πιο έξω. Βέβαια έξω ήμασταν και πριν, αλλά δίπλα μας καθόταν μια οικογένεια με μικρά παιδιά και ο Maurice δεν ήθελε να καπνίσει δίπλα τους.

«Αααχ,» είπε τραβώντας ηδονικά μια τζούρα και έβαλα τα γέλια καθώς θυμήθηκα το γνωστό αστείο.

«Τα τρία καλύτερα πράγματα στον κόσμο,» του εξήγησα καθώς με κοιτούσε με απορία, «είναι ένα ποτό πριν και ένα τσιγάρο μετά!»

Με κοίταξε για μερικές στιγμές και τότε στρόφαρε και του έφυγε και εκείνου ένα ροχαλητό. Βέβαια το αστείο υπονοεί το σεξ και όχι το φαγητό, αλλά δε βαριέσαι. Και τα παϊδάκια, οργασμικά ήταν.

Χώρια που έτσι βραδύκαυστη που είμαι πιο πιθανό είναι να νιώσω οργασμό τρώγοντας παϊδάκια παρά κάνοντας σεξ, αχ βαχ.

«Σόφη;» με ρώτησε αλλά η φωνή του δεν ήταν διστακτική, ήταν πιο πολύ για να βεβαιωθεί ότι είχα την προσοχή του. «Θες να πάμε θάλασσα αύριο;»

Ειλικρινά; Θα προτιμούσα να είχα χάσει άλλα τρία κιλά πριν με δει με μαγιό. Βέβαια αυτό προϋπέθεται δύο βασικά πράγματα: Πρώτον ότι δεν είχα πάρει σε μια μέρα αυτά τα δύο που μετά κόπων και βασάνων είχα χάσει, και δεύτερον, να καταφέρω κάτι που δεν είχα καταφέρει τέσσερα ολόκληρα χρόνια, να χάσω περισσότερα από δύο.

«Ναι!» του απάντησα πριν οι ανασφάλειές μου με κυριέψουν τελείως. «Πολύ θα το ήθελα,» συμπλήρωσα χαμογελώντας.

«Σίγουρα;» με ρώτησε αυτή τη φορά διστακτικά, έχοντας διαβάσει τον στιγμιαίο δισταγμό μου.

Yes, babe, Im sure!” του απάντησα τονίζοντας επίτηδες το babe, κερδίζοντας και πάλι το χαμόγελο που έκανε το πρόσωπό του να φωτίζεται.

Great!” μου απάντησε ενθουσιασμένος. «Κάποιοι συνάδελφοι μου είπαν ότι είχαν πάει σε ένα μέρος που είχε και εξέδρα για βουτιές… νομίζω Λιμανάκια το έλεγαν» είπε προφέροντας με κάποια δυσκολία τη λέξη “Λιμανάκια.”

«Θες και λιμανάκια;» του είπα χαχανίζοντας.

Why not! If nothing else, I will make a big splash!” μου είπε τρολάροντας τον εαυτό του, και κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια.

Well, you wont be alone!” του είπα χαϊδεύοντας επίτηδες το στομάχι μου.

“For the Cause!” μου είπε.

For the homemade tsunami!” του απάντησα κάνοντάς τον αυτή τη φορά να βάλει τα δυνατά γέλια.

Γιατί όπως λένε και στο χωριό μου, αν είναι να γίνεις ρεζίλι, γίνε ρόμπα ξεκούμπωτη. Be a legend!

Στην καφετέρια, όταν είχε έρθει ο λογαριασμός και είχα κάνει να βγάλω το πορτοφόλι μου, με είχε κοιτάξει ικετευτικά, θέλοντας να μου δείξει ότι θέλει να πληρώσει εκείνος. Στην ταβέρνα πήγε να μου κάνει το ίδιο κόλπο, αλλά αυτή τη φορά δεν άκουγα κουβέντα.

Maurice,” του είπα σοβαρή-σοβαρή.

Sophie,” μου απάντησε στο ίδιο ύφος. “Please,” μου είπε αλλά το please του αυτή τη φορά δεν είχε μέσα του παράκληση. Ήταν… ήταν επιτακτικό, δεν ξέρω πως να το πω.

But…” ξεκίνησα να του λέω και εκεί με έκοψε, αφοπλίζοντάς με τελείως.

“No ‘buts’, at least not until tomorrow when I’ll see you with your swimsuit!”

«Α στο διάολο, βλαμμένο!» του έριξα σε άπταιστα ελληνικά βάζοντας τα γέλια, και μπορεί να μην κατάλαβε γρι τι του είπα, αλλά κατάλαβε το ύφος. “Drinks on me, and I hear no word!” του έκανα σηκώνοντας το δάχτυλο δήθεν απειλητικά.

But…” ξεκίνησε και αυτή τη φορά τον έκοψα εγώ με στυλ.

No butsor Ill make yours redder than usual!” του πέταξα, αν και μεταξύ μας θα προτιμούσα να είμαι εγώ αυτή που θα καταλήξει με τα μεριά της κόκκινα, if you catch my drift!

Sorry daddy! Ive been naughty!” μου είπε με λεπτή φωνή και παίζοντας τα βλέφαρά του σαν ντροπαλή κοπελίτσα—δυο μέτρα γάιδαρος!—και παραλίγο να μου φύγουν τα παϊδάκια που είχα φάει από τη μύτη.

ΤΟΝ ΛΑΤΡΕΥΩ!!!!!

Όσο για τα ποτά; Είχα πρόγραμμα! Υπάρχει ένα μπαρ στα Βριλήσσια—η Κρύπτη—που ήλπιζα με όλη μου την ψυχή να μην του το έχουν προλάβει. Πέτρα και ξύλο, με γοτθικό διάκοσμο, μέχρι και κρεμασμένο δράκο είχε από το ταβάνι, έπαιζε αυστηρά hard rock και metal, και αν του Maurice του άρεσε η fantasy—να κάτι που δεν είχαμε συζητήσει μέχρι τώρα—θα πάθαινε ντιριντάχτα.

Όταν μπήκαμε στο μαγαζί ο Maurice κυριολεκτικά χάζεψε. Πέρα από το ξύλο και την πέτρα, έχει ζωγραφισμένες και διάφορες σκηνές από τον Elric του Melnibone, για την ακρίβεια ο δράκος ήταν ο δράκος του, ο Φλογοδόντης. Και εκτός αυτού, αριστερά από τις τουαλέτες, είχε μια πέτρινη σκάλα πάνω στην οποία ήταν σε κανονικό μέγεθος το ομοίωμα ενός μάγου.

WHAT THE FUCK? IS THIS FLAMEFANG?” με ρώτησε δείχνοντας τον δράκο, έχοντας αναγνωρίσει τα σκηνικά στις τοιχογραφίες.

The one and only!” του απάντησα χαμογελώντας σα χαζή.

Βρήκαμε και κάτσαμε σε ένα τραπέζι με τον Maurice να κοιτάζει μαγεμένος το διάκοσμο του μαγαζιού, και εκεί ήρθε η σερβιτόρα για να μας πάρει παραγγελίες. Η Κρύπτη έχει πολύ ψαγμένη συλλογή από μπύρες, και αν και εγώ δεν είχα ιδέα, ο Maurice έμοιαζε να έχει βρει την προσωπική του Νιρβάνα.

You trusted me with retsina, Im trusting you with the beer!” του είπα αφήνοντάς τον να διαλέξει εκείνος μπύρα για μένα.

“If you like the strong bitter taste, you’re gonna fall in love all over again!” μου είπε κλείνοντάς μου παιχνιδιάρικα το μάτι.

Είχα ρισκάρει και του είχα πει, ακούγοντας τα ένστικτά μου, ότι έχω αρχίσει να τη δαγκώνω μαζί του.

Και με μια απλή του καθημερινή φρασούλα, με ένα απλό παιχνιδιάρικο κλείσιμο του ματιού του, τα δικαίωσε.

Λες και το Σύμπαν ήθελε να μας δείξει σημάδι, εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε να παίζει το temple of the king.

One day in the year of the fox
Came a time remembered well
When the strong young man of the rising sun
Heard the tolling of the great black bell

Μα δεν ακούσαμε το τραγούδι, γιατί εκείνη τη στιγμή ο Maurice άρχισε να μου μιλάει με πάθος για τον Elric.

Sophie, you have no idea what you just did to me,” μου είπε κοιτάζοντας γύρω του στο μαγαζί με γουρλωμένα μάτια. “This is... this is like finding a temple dedicated to something you thought only you cared about.”

Go on…” του είπα χαμογελώντας.

Listen,” συνέχισε κάνοντας μια παύση για να πάρει μια γουλιά μπύρα, “most people who read fantasy stop at Tolkien or Martin, right? And don’t get me wrong, they’re great for what they are. But Moorcock... Moorcock was doing something completely different, decades before anyone else caught up.”

“How so?”

“Well, Tolkien built this incredible world, right? Middle-earth is the star of the show. The characters are... nice, noble, but kind of simple. They’re there to serve the mythology. And Martin writes great political intrigue and realistic characters, but honestly? If I want real political complexity, I’ll read Shogun. Toranaga’s schemes make Westeros look like a soap opera.”

Γέλασα. “Harsh!”

But true! Now Elric...” είπε και τα μάτια του άναψαν. “Elric was the first real antihero in fantasy. This isn’t some noble king or farm boy destined for greatness. This is a drug-addicted albino prince who carries a soul-drinking sword that’s slowly destroying him. He’s trying to do good, but his very nature keeps corrupting everything he touches.”

Sounds cheerful,” του είπα χαχανίζοντας.

“That’s the point! Moorcock created this incredibly complex multiverse where every choice has consequences, where heroes can be villains and vice versa. Elric doesn’t win because he’s destined to—he survives, barely, and usually loses everything he cares about in the process. Its dark poetry.”

Σταμάτησε και με κοίταξε σαν να προσπαθούσε να καταλάβει αν με έκανε να βαρεθώ, και με βρήκε να τον κοιτάζω τελείως ερωτοχτυπημένη.

“The fact that you brought me to a place with Flamefang hanging from the ceiling means you get it. You understand that some of us prefer our fantasy with actual psychological depth, not just cool worldbuilding or political scheming.”

“Well,” του είπα κλείνοντάς του το μάτι, “I had a feeling that if you were into fantasy, you wouldn’t be the ‘sword and sorcery for beginners’ type.”

Definitely not,” μου απάντησε γελώντας. “Though I have to ask—how did you even know about this place?”

“Mom and Dad. Believe it or not, it’s a late seventies establishment!”

Woah! 45 years?”

Fifty, actually!” του απάντησα χαμογελώντας και μετά συνέχισα σε σημείο που είχα βρει ενδιαφέρον.

Το Shogun το είχα ακουστά από τη μίνι-σειρά που είχε βγει πέρσι (και που αργότερα έμαθα ότι ήταν remake μιας ακόμα πιο παλιάς μίνι-σειράς) αλλά δεν το είχα ψάξει παραπάνω.

“Tell me more about Shogun!”

Oh God, where do I even start?” είπε ο Maurice και τα μάτια του άρχισαν να λάμπουν με τον ίδιο τρόπο που είχαν λάμψει για τον Elric. “Shogun is... it’s like watching a master chess player think fifty moves ahead, except every piece on the board is a human being with their own agenda.”

Πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να προετοιμαζόταν για μακρά εξήγηση.

“Clavell spent years in Japan, right? And he doesn’t just write about samurai and honor and all that surface stuff everyone expects. He digs into the psychology of power, the way entire societies can be shaped by individual ambitions. Toranaga isn’t just some wise leader—he’s this incredibly calculating politician who can predict how people will react ten steps before they even know they’re going to react.”

“Sounds manipulative,” σχολίασα.

“Exactly! But that’s what makes it brilliant. Toranaga manipulates everyone—allies, enemies, even the protagonist Blackthorne. But he does it with such precision, such understanding of human nature, that you end up admiring the artistry of it. And the scary part? You realize this is probably how real politics works.”

Σταμάτησε για να πιει άλλη μια γουλιά.

“The book shows you how power really operates—not through grand speeches or noble gestures, but through understanding what people want, what they fear, and how to give them just enough of both to make them do exactly what you need them to do. It’s terrifying and fascinating at the same time.”

“And this makes Westeros look simple?”

“Child’s play!” είπε γελώντας. “Martin’s characters scheme and plot, sure, but it’s mostly obvious stuff—kill your enemies, marry for alliance, betray before you get betrayed. Toranaga operates on a completely different level. He’s playing a game where the rules themselves are his weapons. It’s like comparing checkers to Go!”

“Go?”

“If you think chess is complex, Go is on an entirely different plane of existence. Don’t just take my word for it—the number of possible chess games is estimated around 10¹²⁰. For Go, that number explodes past 10⁷⁶⁵. These figures are so astronomically large they lose all meaning to us mere mortals. But here’s the kicker: Go isn’t just more complex than chess—it’s more complex compared to chess than chess is compared to tic-tac-toe!”

“Now I’m definitely going to read it,” του είπα.

“You should! But fair warning—once you see how Clavell builds that kind of complexity, a lot of other books start feeling... shallow.”

Huh!” του είπα. «Μόλις θυμήθηκα ότι τη μίνι σειρά την έχει η Disney+. Να τη δω ή να διαβάσω πρώτα το βιβλίο;»

«Να τη δούμε μαζί, αν θες!» μου είπε ντροπαλά. «Η αλήθεια είναι ότι την είδα με το που βγήκε, αλλά ευχαρίστως θα την ξανάβλεπα!»

«Και το ρωτάς αρκούδε μου;» του είπα με την καρδιά μου να κοντεύει να πεταχτεί από το στέρνο μου σαν newborn alien.

(Χριστέ μου, εφιάλτες είχα την πρώτη φορά που είδα την ταινία. Α ρε πατέρα, με είχες κάψει!!!!)

«Και μετά να το διαβάσεις! Και μετά να διαβάσεις όλα τα βιβλία του Asian Saga

«Μου είχες τάξει Κάφκα!» τον πείραξα.

«Καλός και ο Κάφκα, αλλά αν έχεις να διαλέξεις μεταξύ μοσχαρίσιας και μπρόκολου, η επιλογή είναι προφανής, όσο και αν το μπρόκολο κάνει καλό στην υγεία!» μου είπε χαχανίζοντας!

Σωστός!

Καθίσαμε μέχρι τις δύο—που για την Κρύπτη το λες και σουαρέ—αλλά επειδή είχαμε πει να πάμε την επόμενη για μπάνιο, κάπου εκεί, με βαριά καρδιά, αποφασίσαμε να φύγουμε. Δηλαδή προσπαθήσαμε, αλλά ο DJ δε μας το έκανε εύκολο, βάζοντας στη σειρά Gates of Babylon, Highway Star, Radar Love, και φύγαμε πάνω στο I surrender γιατί αλλιώς θα περνούσαμε τη νύχτα μας εκεί.

Είκοσι λεπτά αργότερα σταμάτησε μπροστά από το σπίτι μου και με συνόδεψε μέχρι την είσοδο.

«Σε ευχαριστώ για την υπέροχη βραδιά,» ξεκίνησε να μου λέει και…

«Maurice, θέλεις να ανέβεις πάνω;» τον ρώτησα, κάνοντάς τον να γουρλώσει τα μάτια του.

Η καρδιά μου είχε φτάσει στα πόδια μου.

You sure?” με ρώτησε τρυφερά.

“More than I have ever been in my life!” του είπα.

Και το εννοούσα.


4. There was something in the air that night

Εκείνη τη στιγμή η καρδιά μου πρέπει να είχε χτυπήσει διακοσάρια. Ένιωθα τους παλμούς της να αντηχούν στα αυτιά μου σαν τύμπανα, ενώ το στομάχι μου έκανε περίεργες τούμπες.

Αφήνοντας στην άκρη τις ατυχείς ερωτικές μου περιπέτειες στην Πάρο, ακόμα και αν έκανα σεξ σε όλες μου τις σχέσεις—ή έστω σε αυτές που διέκρινα κάποια προοπτική πέρα από το «θα σε πάρω τηλέφωνο» που ποτέ δεν ερχόταν—ποτέ δεν είχα κάνει από το πρώτο βράδυ.

Στραβοκατάπια την ανησυχία μου, προσπαθώντας να μην δείξω πόσο νευρική ήμουν, καθώς όσο ενθουσιασμένη και αν ήμουν, έπαιρνα μεγάλο ρίσκο, και το ήξερα. Το ήξερα καλά.

Η είσοδος της πολυκατοικίας στεκόταν μπροστά μας σαν πύλη σε άλλη διάσταση. Ήταν ο δικός μου Ρουβικώνας και η ζαριά είχε ριχθεί. Τα δάχτυλά μου έτρεμαν ελαφρά καθώς έψαχνα τα κλειδιά στην τσάντα μου. Ναι, το ξέρω ότι θα μπορούσα να πάρω την απόφασή μου πίσω. Το ξέρω πως αν το έκανα και ο Maurice το έπαιρνε στραβά, απλά θα σήμαινε ότι δεν κάνει για μένα. Γι’ αυτό τα είχα κάνει μεταφορικά πάνω μου.

Τον κοίταξα με την άκρη του ματιού μου—στεκόταν ήρεμος, υπομονετικός, χωρίς να πιέζει. Ήξερα—χωρίς να ξέρω από πού προερχόταν αυτή η βεβαιότητα—ότι δεν θα χαλιόταν, ή τουλάχιστον, θα σεβόταν το πισωγύρισμά μου χωρίς να το κάνει θέμα.

Τότε; Τότε γιατί η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή;

Δεν ήθελα να το πάρω πίσω. Η αλήθεια ήταν απλή και ξεκάθαρη μέσα μου. Δεν είχα τις ψευδαισθήσεις ότι θα ζούσα σήμερα ερωτική συμφωνία που θα μ’ έκανε Κάλλας στο τέλος της βραδιάς, δεν το έκανα γι’ αυτό. Το έκανα… πήρα μια βαθιά ανάσα… το έκανα γιατί ήθελα να κοιμηθώ στην αγκαλιά του και να ξυπνήσω στην αγκαλιά του.

Ήθελα να νιώσω την ανάσα του στο σβέρκο μου, να ακούσω τον ήχο της αναπνοής του καθώς θα με κρατούσε. Για να σηκωθούμε αύριο το πρωί μαζί, με τα μαλλιά μας ανακατεμένα και τα μάτια μας ακόμα βαριά από τον ύπνο. Για να πιούμε το καφεδάκι μας λέγοντας χαζομάρες και γελώντας με ανοησίες. Για να φύγουμε μαζί αύριο για να πάμε στη θάλασσα.

Μαζί.

Αυτό το ρημάδι το μαζί μου είχε λείψει τόσο πολύ που πονούσε. Και ο χρόνος μαζί του είχε περάσει μέσα σε μια ανάσα, σαν όνειρο που δεν θέλεις να ξυπνήσεις. Τη μία στιγμή ήταν εφτά το απόγευμα και κατέβαινε από το αυτοκίνητο με το τριαντάφυλλο στο χέρι. Tην άλλη στιγμή ήταν δύο τη νύχτα και προσπαθούσαμε να φύγουμε από την Κρύπτη, με τη μουσική να παίζει ακόμα δυνατά και εμάς να λέμε και οι δυο μαζί, σχεδόν συγχρονισμένα, «Αυτό το τραγούδι και φύγαμε!»

Το ασανσέρ ανέβαινε αργά, με τον χαρακτηριστικό θόρυβο των παλιών μηχανημάτων. Στάθηκα δίπλα του, νιώθοντας τη ζεστασιά του σώματός του. «Να ξέρεις ότι έχεις να δώσεις και εισαγωγικές εξετάσεις!» του είπα προσπαθώντας να αστειευτώ, να σπάσω λίγο την ένταση που ένιωθα.

Pardon me?” με ρώτησε με γνήσια απορία, σηκώνοντας ελαφρά το ένα του φρύδι με έναν τρόπο που τον έκανε ακόμα πιο γοητευτικό, κάνοντάς με να χαχανίσω. Το γέλιο μου αντήχησε στον μικρό χώρο του ασανσέρ.

«Εννοώ τον Μπλάκι!» του απάντησα, δείχνοντας με το χέρι μου προς τα πάνω, προς το διαμέρισμα. «Είναι λίγο… επιλεκτικός με τις παρέες του.» Το πρόσωπό του φωτίστηκε από κατανόηση και άρχισε να χαχανίζει και εκείνος με τη σειρά του, ένα βαθύ, ζεστό γέλιο που με έκανε να νιώσω πεταλούδες στο στομάχι μου.

Βγήκαμε από το ασανσέρ που έτριξε για τελευταία φορά και προχωρήσαμε στο διάδρομο προς την πόρτα του διαμερίσματός μου. Τα βήματά μας αντηχούσαν απαλά στο πάτωμα. Πήρα μια βαθιά ανάσα που προσπάθησα να μην ακουστεί πολύ εμφανής και ξεκλείδωσα την πόρτα. Τα χέρια μου είχαν σταματήσει να τρέμουν—ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζα.

After you, my good Sire!” του έκανα ανοίγοντας την πόρτα με μια θεατρική χειρονομία, προσπαθώντας να κρύψω τη νευρικότητά μου.

Ο Maurice ωστόσο διάβασε ακόμα μια φορά τον δισταγμό μου. Τα μάτια του—εκείνα τα απίστευτα εκφραστικά γκριζογάλανα μάτια—με κοίταξαν με μια ανησυχία που με συγκίνησε.

Are you sure, Sophie?” με ρώτησε αυτή τη φορά πιο επιτακτικά, με φωνή απαλή αλλά σοβαρή. Στάθηκε εκεί, στο κατώφλι, περιμένοντας την απάντησή μου.

Yes,” του απάντησα μονολεκτικά, κοιτάζοντάς τον κατευθείαν στα μάτια.

Lookyou dont have to…” ξεκίνησε να μου λέει, το χέρι του κινήθηκε σαν να ήθελε να με αγγίξει αλλά σταμάτησε στον αέρα. Τον σταμάτησα όμως πριν προλάβει να ολοκληρώσει.

After you, my good Sire!” επανέλαβα, αυτή τη φορά με περισσότερη σιγουριά στη φωνή μου.

Χαμογέλασε κουνώντας ελαφρά το κεφάλι του, ένα χαμόγελο που έφτανε μέχρι τα μάτια του. “Ok,” είπε απλά και πέρασε το κατώφλι.

Ἀνεῤῥίφθω κύβος.

Περάσαμε μέσα στο μικρό χολ του διαμερίσματος και εκεί μας περίμενε το αφεντικό. Ο Μπλάκι καθόταν στη μέση του διαδρόμου, με την ουρά του τυλιγμένη γύρω από τα πόδια του, σαν φύλακας του σπιτιού. Τα πράσινά του μάτια ήταν καρφωμένα στον ξένο με έκδηλη καχυποψία.

Hello Blackie!” είπε τρυφερά ο Maurice και γονάτισε αργά, προσεκτικά, κάνοντας τον εαυτό του μικρότερο, λιγότερο απειλητικό. Η φωνή του ήταν μελωδική, σχεδόν σαν να μιλούσε σε μωρό.

Το τερατάκι μου τον κοίταξε εξεταστικά, τα μάτια του στένεψαν ελαφρά αλλά δεν έκανε βήμα ούτε μπρος, ούτε πίσω. Έμεινε εκεί, σαν άγαλμα, αξιολογώντας τον εισβολέα στο βασίλειό του. Ήταν φανερό ότι η εμπειρία του Maurice με τα κατοικίδια δεν περιοριζόταν στα σκυλιά.

Δεν επέμεινε, ούτε προσπάθησε να χαϊδέψει τον Μπλάκι αμέσως. Έμεινε απλά εκεί, γονατιστός, αφήνοντας τον γάτο να τον συνηθίσει. Οι κινήσεις του ήταν απαλές, μετρημένες, σαν να καταλάβαινε ακριβώς πώς να προσεγγίσει ένα επιφυλακτικό ζώο. Σηκώθηκε αργά και προσεκτικά, κάθε κίνηση υπολογισμένη για να μην τρομάξει τον μικρό μου φύλακα.

Ο Μπλάκι έκανε ένα διστακτικό βήμα μπροστά και τον πλησίασε, το κεφάλι του χαμηλωμένο, η μύτη του δουλεύοντας υπερωρίες. Του μύρισε προσεκτικά την άκρη του παπουτσιού και μετά την άκρη του παντελονιού. Η πλάτη του έκανε μικρά τινάγματα, σαν να ήταν έτοιμος να εκτοξευτεί προς οποιαδήποτε κατεύθυνση αν χρειαζόταν.

«Καλός Maurice,» του είπα τρυφερά, χρησιμοποιώντας εκείνη την ειδική φωνή που κρατούσα μόνο για τον Μπλάκι, και έσκυψα και τον πήρα στην αγκαλιά μου. Ένιωσα το μικρό του σώμα να τεντώνεται για μια στιγμή πριν χαλαρώσει στα χέρια μου.

Συνήθως όταν το κάνω αυτό γίνεται μπουχός, τα αυτιά του πηγαίνουν προς τα πίσω και με κοιτάζει με ένα βλέμμα που λέει ξεκάθαρα «σοβαρά τώρα;». Είναι μεγάλος αγκαλίτσας, αλλά θέλει πάντα να το ξεκινάει ο ίδιος, να είναι δική του επιλογή. Του έτριψα απαλά το κεφάλι πίσω από τα αυτιά, εκεί που ξέρω ότι του αρέσει, και κάπου εκεί άρχισε να ηρεμεί.

Ένιωσα τους μυς του να χαλαρώνουν και μετά, σαν μικρή νίκη, μου έγλειψε το χέρι με τη ροζ γλωσσίτσα του. Έσκυψα αργά και τον άφησα και πάλι στο πάτωμα με προσοχή, και έκανε δυο-τρία βήματα μπροστά με την ουρά αυτή τη φορά σηκωμένη ψηλά σαν περισκόπιο και χωρίς να καμπουριάζει.

Καλό σημάδι! Η καρδιά μου ανακουφίστηκε λίγο.

«Έλα, πάμε!» είπα στον Maurice και πιάνοντάς τον από το χέρι—το χέρι του ήταν ζεστό και σταθερό—τον οδήγησα στο σαλόνι. Ένιωσα ένα μικρό ρίγος να διατρέχει το χέρι μου από την επαφή. «Θες να πιείς κάτι;» τον ρώτησα προσπαθώντας να ακουστώ χαλαρή.

«Αν έχεις μπύρα, ευχαρίστως!» μου είπε.

Το χαμόγελό του ήταν αμήχανο με τον χαριτωμένο τρόπο, και παρατήρησα πώς τα χέρια του δεν ήξεραν ακριβώς πού να σταθούν—μια στιγμή στις τσέπες, την άλλη έξω. Αλλά σάμπως εγώ που είχα πάρει και την πρωτοβουλία να τον φέρω σπίτι μου από το πρώτο βράδυ ήμουν καλύτερη; Τα δικά μου χέρια έπαιζαν νευρικά με το φερμουάρ της τσάντας μου.

«Φυσικά και έχω!» του είπα, ίσως λίγο πιο ενθουσιωδώς απ’ ό,τι χρειαζόταν.

Άναψα το air-condition γιατί το σπίτι ήταν ζεστό και τις τελευταίες μέρες είχε μίνι καύσωνα. Με τον Μπλάκι στα πόδια μου σαν σκιά, πήγα στην κουζίνα και άνοιξα το ψυγείο. Το φως του φώτισε το πρόσωπό μου και ένιωσα το δροσερό αέρα στο δέρμα μου. Έβγαλα δύο κουτάκια μπύρα—από αυτές τις καλές που κρατούσα για ειδικές περιπτώσεις. Έπλυνα τα κουτάκια προσεκτικά στο νεροχύτη, σκουπίζοντάς τα με την πετσέτα, και γύρισα στο σαλόνι.

Βρήκα τον Maurice να στέκεται μπροστά στη βιβλιοθήκη, με το κεφάλι του γερμένο στο πλάι κοιτάζοντας τα βιβλία. Εννοώ τη βιβλιοθήκη του σαλονιού, γιατί στο σπίτι μου έχει παντού βιβλιοθήκες—από το δωμάτιό μου και το γραφείο μου, μέχρι και στο χολ που οδηγεί στα δωμάτια. Βιβλία παντού, στοιβαγμένα σε κάθε διαθέσιμη επιφάνεια, μάρτυρες της μανίας μου. Το φως σαλονιού έπεφτε πάνω του δημιουργώντας ένα ζεστό φωτοστέφανο γύρω από τα μαλλιά του.

Bookworm!” μου είπε χαμογελώντας όταν επέστρεψα στο σαλόνι, γυρίζοντας να με κοιτάξει με ένα βλέμμα που είχε κάτι σαν θαυμασμό.

Pot, meet kettle!” του είπα χαχανίζοντας και δίνοντάς του το κουτάκι με τη μπύρα. Τα δάχτυλά μας άγγιξαν για μια στιγμή κατά την ανταλλαγή και ένιωσα πάλι εκείνο το ρεύμα. «Το έχω πλύνει το κουτάκι,» πρόσθεσα, σχεδόν απολογητικά.

Ναι, το ξέρω ότι θα μπορούσα να φέρω ποτήρι. Θα ήταν το πιο κομψό, το πιο «σωστό». Αλλά… δεν ξέρω. Κάτι μέσα μου ένιωθε ότι ο Maurice είχε κερδίσει με το σπαθί του την οικειότητα να μοιραστούμε τις μπύρες μας από το κουτάκι, σαν κάποιοι που έχουν περάσει μαζί χίλιες δυο περιπέτειες και όχι σαν δύο άνθρωποι που μόλις γνωρίστηκαν.

Πήρε το κουτάκι στο χέρι του και το άνοιξε με έναν ήχο που έσπασε τη σιωπή. Το μεταλλικό κλικ ήχησε παράξενα δυνατό. Άνοιξα κι εγώ το δικό μου. Γύρισα προς τον καναπέ και με ακολούθησε. Τα βήματά του ήταν αθόρυβα στο μάρμαρο.

Έκατσε δίπλα μου, αλλά όχι πολύ κοντά. Άφησε ένα μικρό κενό ανάμεσά μας, ακριβώς αρκετό για να νιώθω την παρουσία του χωρίς να είναι καταπιεστική. Ο Maurice απ’ ότι είχα καταλάβει από τη φύση του στις λίγες ώρες που τον γνώριζα, δεν έκανε τίποτα στην τύχη. Ήταν σα να μου έλεγε χωρίς λόγια: «Σε βλέπω Σόφη. Είμαι εδώ, είμαι δίπλα σου, θέλω να είμαι κοντά σου, αλλά σου δίνω το χώρο σου. Δεν θα σε πιέσω, δεν θα κάνω κίνηση που δεν θέλεις.»

Ετοιμαζόμουν να κάνω εγώ την κίνηση, να κλείσω την απόσταση μεταξύ μας, όταν—τσουπ!—εμφανίστηκε σαν από το πουθενά ο Μπλάκι και χώθηκε σα σφήνα ανάμεσά μας. Με χειρουργική ακρίβεια υπολόγισε το ακριβές σημείο που θα τον έκανε το κέντρο της προσοχής.

Δε γύρισε κοιλιά βέβαια παρουσία του Maurice—αυτό θα έλειπε—ωστόσο έδειξε ότι αισθανόταν αρκετά άνετα στο βαθμό που θα μπορούσε να αισθανθεί με κάποιον που έβλεπε για πρώτη φορά. Κάθισε με την πλάτη ίσια, την ουρά τυλιγμένη γύρω του, κοιτάζοντας ευθεία μπροστά σαν να μην συνέβαινε τίποτα.

Hello again, little one!” του είπε με απίστευτη τρυφερότητα στη φωνή του ο Maurice.

Η φωνή του είχε εκείνη την ποιότητα που έχουν οι άνθρωποι που πραγματικά αγαπούν τα ζώα—ζεστή, υπομονετική, γεμάτη κατανόηση. Αυτή τη φορά άπλωσε το χέρι του προς τον Μπλάκι, αργά, σταθερά. Δεν το έκανε διστακτικά, σαν να φοβόταν, αλλά δεν το έκανε και απότομα σαν να ήθελε να τελειώνει. Ναι, σίγουρα είχε εμπειρία από γάτες—ήξερε τον χρυσό κανόνα: ποτέ μην πιέζεις μια γάτα.

Το δάχτυλό του αιωρήθηκε για μια στιγμή πάνω από το κεφάλι του Μπλάκι, περιμένοντας. Ο Μπλάκι σήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε προσεκτικά, με τις κόρες των ματιών του ελαφρώς διεσταλμένες από την περιέργεια. Μπορούσα να δω τη στιγμή που πήρε την απόφασή του—ένα μικρό τίναγμα των αυτιών, μια ελάχιστη χαλάρωση των μυών.

Αργά, απαλά, ο Maurice χαμήλωσε το δάχτυλό του και του έτριψε απαλά το κεφάλι ανάμεσα στα αφτιά, εκεί ακριβώς όπου άρεσε στον Μπλάκι. Ο τελευταίος χαμήλωσε λίγο το κεφάλι του, όχι από φόβο αλλά από ευχαρίστηση, αλλά δεν τραβήχτηκε. Τα μάτια του μισόκλεισαν.

Ο Maurice επανέλαβε την κίνηση, αυτή τη φορά λίγο πιο σίγουρα, και μετά άφησε το χέρι του να πέσει αργά στον καναπέ, ξεκουράζοντάς το εκεί, ανοιχτό, διαθέσιμο αλλά όχι επιθετικό.

Και τότε—ω θεέ μου, η στιγμή που περίμενα!—ο Μπλάκι έτριψε το κεφάλα του στο χέρι του Maurice. Πρώτα διστακτικά, μετά με περισσότερη πεποίθηση. Ένιωσα τα βρακιά μου να λερώνονται από τη χαρά μου! Ο γάτος μου, ο επιλεκτικός, δύσκολος, υπερβολικά προστατευτικός γάτος μου, είχε δεχτεί τον Maurice!

Χαμογελώντας—ένα πλατύ, ειλικρινές χαμόγελο που έκανε τις άκρες των ματιών του να ζαρώσουν—χάιδεψε πάλι τον Μπλάκι ανάμεσα στ’ αφτιά. Αυτή τη φορά ο Μπλάκι όχι μόνο δέχτηκε το χάδι, αλλά άρχισε να του τρίβεται ακόμα πιο θαρρετά στο χέρι, σημαδεύοντάς τον με τη μυρωδιά του, κάνοντάς τον δικό του.

Τα μάτια μου συνάντησαν αυτά του Maurice πάνω από το κεφάλι του Μπλάκι και μοιραστήκαμε ένα βλέμμα γεμάτο νόημα. Είχε περάσει το τεστ.

Ο Μπλάκι, ακόμα πιο χαλαρός τώρα που είχε δώσει τη σφραγίδα έγκρισής του, σηκώθηκε με τη χάρη που μόνο οι γάτες κατέχουν. Με δύο σάλτα—το πρώτο στο μπράτσο του καναπέ, το δεύτερο στην κορυφή—βρέθηκε στο γατόδεντρό του, το προσωπικό του κάστρο από όπου επέβλεπε το βασίλειό του.

Τακτοποιήθηκε στην αγαπημένη του πλατφόρμα, εκείνη που του επέτρεπε να έχει πλήρη θέα του σαλονιού. Μας κοίταξε για μερικές στιγμές με εκείνο το αινιγματικό βλέμμα των γατών—μισή περιέργεια, μισή αδιαφορία—και μετά, σαν να αποφάσισε ότι δεν αποτελούσαμε κίνδυνο ή δεν είχαμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, άρχισε να καθαρίζεται.

Η ροζ γλωσσίτσα του βγήκε και άρχισε τη μεθοδική δουλειά στο τρίχωμά του, δείχνοντας με όλους τους δυνατούς τρόπους ότι ένιωθε απόλυτα άνετα. Στη γλώσσα των γατών, αυτό ήταν η απόλυτη έγκριση.

«Στην υγειά μας!» έκανα στον Maurice, σηκώνοντας ελαφρά το κουτάκι μου προς το μέρος του. Η φωνή μου ήχησε λίγο πιο χαρούμενη απ' ό,τι σκόπευα, προδίδοντας την ανακούφιση και τη χαρά μου.

Τσουγκρίσαμε απαλά τα κουτάκια—ένας μεταλλικός ήχος που αντήχησε στο ήσυχο δωμάτιο σαν μικρή καμπάνα. Έφερα το κουτάκι στα χείλη μου και ήπια μια μεγάλη γουλιά. Ένιωσα το υγρό νέκταρ να κυλάει στο λαιμό μου, κρύο και αναζωογονητικό, και το ανθρακικό να μου τον καίει υπέροχα, αφήνοντας πίσω του ένα ευχάριστο τσούξιμο.

Τον είδα να παίρνει κι αυτός μια γουλιά, το λαιμό του να κινείται καθώς κατάπινε. Μετά άφησε το κουτάκι του στο σουβέρ πάνω στο τραπέζι—προσεκτικά, ακριβώς στο κέντρο. Και ναι, το πρόσεξα ότι το άφησε στο σουβέρ. Εγώ που τα έχω για απλά διακοσμητικά και αφήνω τα ποτήρια μου όπου να ‘ναι—στο τραπέζι, στο πάτωμα, πάνω σε βιβλία—εκείνος είχε την ευγένεια να το χρησιμοποιήσει από την πρώτη στιγμή. Μικρές λεπτομέρειες που όμως έλεγαν πολλά για τον χαρακτήρα του.

Άφησα και το δικό μου κουτάκι δίπλα στο δικό του—όχι στο σουβέρ φυσικά, παλιές συνήθειες δύσκολα κόβονται—και έκλεισα την μεταξύ μας απόσταση. Δεν ήταν καμιά μεγάλη, δραματική κίνηση, απλά γύρισα το σώμα μου προς το μέρος του και έγειρα στον ώμο του, αφήνοντας το βάρος μου να ξεκουραστεί πάνω του. Ένιωσα τη στιβαρότητα του σώματός του, τη ζεστασιά που ακτινοβολούσε μέσα από το πουκάμισό του.

Το χέρι του με αγκάλιασε αμέσως, χωρίς δισταγμό, τυλίγοντας γύρω μου σαν προστατευτικό κουκούλι. Τα δάχτυλά του ακούμπησαν απαλά στον ώμο μου και με κράτησαν σφιχτά. Ένιωσα τα χείλη του να ακουμπούν τρυφερά στα μαλλιά μου. Δεν ήταν ένα γρήγορο, απρόσωπο φιλί. Ήταν αργό, σκόπιμο, σαν να ήθελε να απομνημονεύσει τη μυρωδιά του σαμπουάν μου, την υφή των μαλλιών μου. Ένιωσα την ανάσα του ζεστή στο κεφάλι μου και ένα ρίγος διέτρεξε τη σπονδυλική μου στήλη.

Γύρισα το βλέμμα μου πάνω του, σηκώνοντας το κεφάλι μου από τον ώμο του. Το πρόσωπό μου πρέπει να ήταν μια ανοιχτή πρόσκληση, γιατί ένιωθα να πονάει σχεδόν από το χαμόγελο που δεν μπορούσα να συγκρατήσω. Ήταν ένα από εκείνα τα χαμόγελα που ξεκινούν από μέσα και φτάνουν μέχρι τα μάτια, κάνοντάς τα να λάμπουν.

«Αρκούδι μου!» του είπα τρυφερά, η φωνή μου βγήκε σχεδόν σαν ψίθυρος.

Το χέρι μου κινήθηκε σχεδόν από μόνο του και άρχισα να του χαϊδεύω την κοιλιά πάνω από το πουκάμισο. Ένιωσα τη ζεστασιά του κάτω από το ύφασμα, τη στιβαρότητα του κορμού του. Δεν ήταν η σκληρή, γυμνασμένη κοιλιά ενός μοντέλου—ήταν η άνετη, ζεστή κοιλιά ενός άντρα που απολάμβανε τη ζωή, και αυτό με έκανε να τον θέλω ακόμα περισσότερο.

«Φιλισταία μου!» μου απάντησε εξίσου τρυφερά, η φωνή του χαμηλή και βελούδινη.

Το χέρι του ανέβηκε και άρχισε να με χαϊδεύει στο πρόσωπο. Τα δάχτυλά του ήταν απίστευτα απαλά καθώς χάραζαν την καμπύλη του μάγουλού μου, ακολουθώντας τη γραμμή του σαγονιού μου. Έκλεισα τα μάτια για μια στιγμή, αφήνοντας τον εαυτό μου να απολαύσει την αίσθηση.

Τον ένιωσα να γέρνει προς το μέρος μου. Ήξερα τι ερχόταν και τα μάτια μου έκλεισαν από μόνα τους, τα βλέφαρά μου βαριά από προσμονή. Ένιωσα την ανάσα του πρώτα, ζεστή στο πρόσωπό μου, μυρίζοντας ελαφρά μπύρα και μετά…

Τα χείλη μας συναντήθηκαν ξανά. Το φιλί ξεκίνησε τρυφερά, απαλά. Στην αρχή μόνο τα χείλια μας—μαλακά, ζεστά, εξερευνώντας με προσοχή. Ένιωσα το κάτω χείλος του να τρίβεται απαλά στο δικό μου με το μουσάκι του να με γαργαλάει και αναστέναξα σχεδόν ανεπαίσθητα.

Οι γλώσσες μας ακολούθησαν λίγο αργότερα, σαν ντροπαλοί χορευτές που μπαίνουν στην πίστα. Πρώτα μια ελαφριά επαφή, μετά πιο τολμηρή. Ο χορός τους ήταν σαν βαλς που ξεκινάει σε αργό, γλυκό αντάτζιο—κομψές, μετρημένες κινήσεις, ο ένας ακολουθώντας τον άλλο—και σταδιακά κλιμακώνεται σε ένα ξέφρενο κρεσέντο. Η γλώσσα του εξερευνούσε το στόμα μου με μια τρυφερότητα που έκρυβε υπόσχεση για περισσότερα, και εγώ ανταποκρινόμουν με ίση ένταση.

Ένιωσα το σώμα μου να καίει. Ήταν σαν να είχε ανάψει κάποιος φωτιά μέσα μου και οι φλόγες εξαπλώνονταν από το στομάχι μου προς τα άκρα. Η ανάγκη μου άρχισε να φουντώνει, να μεγαλώνει, να απαιτεί. Ήθελα τα χέρια του πάνω μου, ήθελα να νιώσω το άγγιγμά του παντού πάνω στο κορμί μου. Στην πλάτη μου. Στα στήθη μου. Στην κοιλιά μου. Στη μέση μου. Ανάμεσα στα πόδια μου.

ΠΑΝΤΟΥ! ΠΑΝΤΟΥ!

Δεν άντεχα να περιμένω άλλο. Αν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ. Ή στην περίπτωσή μας, ο ναός στο βασιλιά. Μη σταματώντας ούτε για μια στιγμή το φιλί, άρχισα να του ξεκουμπώνω το πουκάμισο μπας και το πάρει το μήνυμα και περάσει στην επόμενη πίστα. Δεν μου το έκανε εύκολο, φορούσε φανέλα από μέσα—και μεταξύ μας λογικό ήταν—και χρειάστηκε να κάνω λίγα ταχυδακτυλουργικά πριν το χέρι μου αγγίξει το στέρνο του.

Δεν ξέρω γιατί αλλά τον περίμενα τριχωτό. Έχει σημασία που το λέω γιατί ΔΕΝ μου αρέσουν οι τριχωτοί. Ευτυχώς δεν ήταν από εκείνους που ξυρίζουν τις τρίχες τους, με ξενερώνει απίστευτα αυτό στους άντρες. Στερεοτυπικό του κερατά, το ξέρω, αλλά τι να κάνω; Ο καθένας έχει τα δικά του χούγια, και αυτό ήταν το δικό μου.

Το έλαβε το μήνυμα, και μπράβο του. Το χέρι του άρχισε, διστακτικά στην αρχή, με περισσότερο θάρρος στη συνέχεια να με χαϊδεύει στην πλάτη. Και παρέμεινε στην πλάτη.

Αν συνεχίσουμε με αυτό το ρυθμό θα ξημερώσουμε και δε θα έχουμε φτάσει καν στο second base, σκέφτηκα μέσα μου με απελπισία. Για strong young man of the rising sun δεν τον έκοβα και πολύ πρόθυμο να εισέλθει στο ναό. Θα τον επάρει και θα τον εσηκώσει! 

Και εκεί έγινε το θαύμα! Το χέρι του έφυγε από την πλάτη μου και άρχισε να κινείται στο πλάι του σώματός μου. Διστακτικά, με πιο αργό ρυθμό απ’ ότι θα ήθελα, αλλά ξεκίνησε. Οι ανάσες μου άρχισαν να γίνονται πιο κοφτές. Το χέρι του πλησίασε προς το πλάι του δεξιού μου στήθους.

Έλα! Τό ‘χεις!

Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι! Το χέρι του πέρασε ανάλαφρα πάνω από το στήθος μου, κάνοντας τη φωτιά μέσα μου ακόμα πιο δυνατή. Και δε σταμάτησε. Το χούφτωσε και άρχισε να το μαλάζει. Να τo μαλάζει δυνατά, κτητικά, ερωτικά! Ένιωσα τις ρώγες μου να πετρώνουν και μου ξέφυγε ένα ελαφρύ βογγητό.

ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΛ!

Καλά, ναι, τυπικά δεν ήταν γκολ, και με αυτό το ρυθμό μας έβλεπα να χρειαστεί να πάμε στα πέναλτι, αλλά η αρχή έγινε!

Και μεταξύ μας—το είχα πει στη Μαίρη και με είχε κοιτάξει με γουρλωμένα μάτια—εμένα δε με νοιάζει τα προκαταρκτικά να μείνουν προκαταρκτικά. Έτσι κι αλλιώς ο οργασμός για μένα ήταν αυτό που έλεγε το τραγούδι “μια φορά στα χίλια χρόνια κελαηδούν αλλιώς τ’ αηδόνια.”

Εκτός του Αργύρη, π’ ανάθεμά τον, που τρυπώνει ακάλεστος στις σκέψεις μου.

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΟΥ ΜΑΡΗ!  μάλωσα τον εαυτό μου.

Έκανα την ανάγκη φιλοτιμία και τον άφησα να πάρει τον χρόνο του. Στα χείλη του είχα νιώσει τη δίψα και την επιθυμία του. Ήξερα ότι την είχε, την ένιωθα, απλά ο αρκούδος μου είχε τα δικά του χούγια και ήθελε να μου δώσει τον χώρο μου.

Μόνο που εγώ δεν ήθελα άλλο χώρο, ούτε άλλο χρόνο.

“Babe, I’m not made of sugar. I’m not going to melt… not in the bad way,” του ψιθύρισα παιχνιδιάρικα στο αφτί. Touch meCaress me…”

Την τελευταία λέξη την είπα με τόση τρυφερότητα και προσμονή που σχεδόν ξάφνιασα τον εαυτό μου. Ο Maurice γέλασε μέσα στο φιλί μας.

As my Lady commands,” μου απάντησε, και αυτή τη φορά ένιωσα το χέρι του να κινείται με τόλμη, με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, σχεδόν πεινασμένα πάνω μου. Πέρασε από το στήθος μου στη μέση μου, χάιδεψε απαλά τους γοφούς μου, ανέβηκε πάλι προς τα πάνω, και ξανά στο στήθος.

«Ακριβώς έτσι, αρκούδε μου,» του ψιθύρισα με αναστεναγμό ανακούφισης. «Ακριβώς έτσι…»

Και με τούτα και με κείνα, ένιωθα πως ο ρυθμός του παιχνιδιού άρχισε επιτέλους να επιταχύνεται. Από δεύτερη βάση βλέπαμε ήδη την τρίτη, και κάτι μου έλεγε πως δε θα χρειαστεί να φτάσουμε στα πέναλτι για να μπει γκολ.

Και δόξα τω Θεώ, γιατί εδώ που τα λέμε, με την τύχη μου, στα πέναλτι δε βάζω γκολ ούτε σε άδειο τέρμα.

Ευτυχώς το φόρεμά μου ήταν ανοιχτό και το χέρι του μπόρεσε να περάσει εύκολα μέσα από το μπούστο, πρώτα πάνω από το σουτιέν και μετά από κάτω. Πέρασε το χέρι του από πίσω προσπαθώντας να μου ξεκουμπώσει το σουτιέν.

«Από μπροστά,» του είπα σχεδόν ψιθυριστά.

Και εκεί που ανησυχούσα ότι πηγαίναμε με ταχύτητα τετραπληγικής χελώνας με κρίση ισχιαλγίας, ούτε τρία λεπτά αργότερα είχα βρεθεί ξαπλωμένη στον καναπέ ανάσκελα, φορώντας μόνο το κιλοτάκι μου, και με τον Maurice από πάνω μου με το χέρι του να μαλάζει δυνατά το αριστερό μου στήθος και το στόμα του να πιπιλάει τη ρόγα του δεξιού μου.

Ήταν να μην πάρει φόρα, φόρα κατηφόρα ο αρκούδος μου. Λίγο αργότερα, φιλί-φιλί, πιπιλιά-πιπιλιά, δαγκωνιά-δαγκωνιά, άρχισε να κατεβαίνει όλο και πιο χαμηλά, κάνοντας τα μυαλά μου πουρέ. Τέτοια αίσθηση σε απλό χαμούρεμα ούτε στα ντουζένια μου στα δεκάξι, με τον πρώτο μου μεγάλο έρωτα—και γενικά πρώτα σε όλα μου, Πάνο.

Από τον οποίο φυσικά είχα φάει και την πρώτη μου δυνατή χλαπάτσα, να τα λέμε αυτά. Καλά το είπα, πρώτος σε όλα, κακό χρόνο να έχει το μαλακιστήρι.

Ένιωσα την καυτή του ανάσα πάνω από το κιλοτάκι μου και η δική μου πήγε περίπατο. Αυτό που έκανε αμέσως μετά δε μου το είχε κάνει ποτέ κανείς. Πάνω από το ύφασμα με αγκάλιασε με το στόμα του ανοιχτό και με χουχούλιασε.

Ένιωσα για μια στιγμή σα να με χτυπάει ρεύμα, κάτι τέτοιο το ένιωθα εξαιρετικά σπάνια και ήταν προεόρτιο οργασμού! Γούστο θα ‘χει να με καταφέρει με την πρώτη, ευχήθηκα από μέσα μου με όλη τη δύναμη της ψυχής μου.

Άρχισε να μου κατεβάζει το κιλοτάκι και ανασήκωσα τη λεκάνη μου για να τον βοηθήσω. Ήλπιζα να μην του αρέσουν οι τελείως ξυρισμένες, γιατί εμένα δε μου αρέσει να ξυρίζομαι τελείως. Γυναίκα είμαι, όχι κοριτσάκι, είχα πει με αγανάκτηση στη Μαίρη που ξυριζόταν τελείως. Βέβαια εκείνη το έκανε περισσότερο για πρακτικούς παρά για αισθητικούς λόγους, αλλά εδώ εγώ τραβούσα γραμμή.

Και στην τελική σε όποιον αρέσουμε!

Ένιωσα το καυτό, παιχνιδιάρικο και φευγαλέο άγγιγμα της γλώσσας του και για μια στιγμή τα μάτια μου γύρισαν ανάποδα. Λόγο! Μετά ακολούθησαν τα χείλη του και λίγο αργότερα ένα του δάχτυλο μέσα μου. Ένιωσα πάλι σα να με τινάζει ρεύμα.

Ρε λες;

Ναι, δυστυχώς παρόλο που το ξεκίνημα ήταν πολύ promising και παρόλο που η τέχνη του και η όρεξή του ήταν ισάξια με τον ακατανόμαστο, σήμερα δεν θα είχε βραδιά όπερας ακόμα και αν συνέχιζε μέχρι να λιποθυμήσει από εξάντληση. Όχι ότι δεν το ευχαριστήθηκα έτσι; Τα μάτια μου μού είχαν γυρίσει, απλά καμιά φορά λες «ρε γαμώτο τόσο όμορφη τούρτα, δεν αξίζει κι ένα κερασάκι;»

Δε βαριέσαι, τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα. Και άλλωστε, όντως με είχε κάνει να αισθανθώ ηδονικά υπέροχα και—αλήθεια το λέω—πιο πολύ ήθελα να κλιμακώσω για τον Maurice παρά για μένα. Οι άνδρες ρε παιδί μου χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: αυτούς που δε δίνουν δεκάρα, και σε αυτούς που το παίρνουν προσωπικά αν δεν καταφέρεις να τελειώσεις.

Ο Maurice ήμουν σίγουρη—θα στοιχημάτιζα όλη μου την περιουσία αντί μιας τρύπιας δεκάρας—ότι ανήκε στη δεύτερη κατηγορία. Παρά το γεγονός ότι είχε περάσει πάνω από μισή ώρα που προσπαθούσε, δεν έδειξε ούτε μια στιγμή ότι θέλει να σταματήσει.

Το έκανα εγώ για εκείνον, πριν πάθει κράμπα το σαγόνι του.

«Φτάνει μωρό μου,» του είπα τρυφερά στα αγγλικά.

“Not until the fat lady sings!”

You are calling me fat, lover boy?” του είπα πειρακτικά—άλλωστε κι εγώ την ίδια ακριβώς αναλογία χρησιμοποιούσα κι εγώ για τον οργασμό: Άρια—αλλά ο φουκαράς στούκαρε, κυριολεκτικά άσπρισε!

NO!!!” μου απάντησε με γουρλωμένα μάτια, κοιτάζοντάς με μέ πραγματικό τρόμο. “I meant…” πήγε να συνεχίσει κι εκεί έβαλα τα γέλια. “Are you trying to make me have a heart attack?” με ρώτησε με απελπισία και με το χρώμα του μόλις να έχει αρχίσει να επιστρέφει στο πρόσωπό του.

Ανασηκώθηκε στη θέση του και εκεί του πρόσφερα την εικόνα που απ’ ότι έχω καταλάβει όλα τα αγοράκια λατρεύουν να βλέπουν. Ανασηκώθηκα κι εγώ, κάθισα γονατιστή στον καναπέ προσφέροντάς του το πλήρες θέαμα του γυμνού μου στήθους—αχ μακάρι να με είχες γνωρίσει στα είκοσι και ας ήταν μικρότερα τα ρημάδια—και έδεσα πρόχειρα τα μαλλιά μου πίσω από το κεφάλι μου. Ναι, το έπιασε το υπονοούμενο.

Sophieyou dont have to…”

Shut up!” του είπα, κόβοντας την κουβέντα μαχαίρι.

Κατέβηκα από τον καναπέ, γονάτισα μπροστά του και του κατέβασα το μποξεράκι, ελευθερώνοντας το …θηρίο, που μέχρι τώρα το είχα απλά χουφτώσει. Ναι, καλά το είχα καταλάβει. Μεγαλούτσικος αλλά όχι τέρας. Και όμορφος! Πολύ όμορφος! Έσκυψα προς τα μπρος και τον πήρα στο στόμα μου με μια κίνηση. Όλο. Ναι, μπορούσα να το κάνω, το έχω κάνει και με μεγαλύτερο.

Η μυρωδιά του και η γεύση του με ξετρέλαναν. Άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου απαλά πάνω κάτω αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά με τα χείλη μου. Με τα μάτια κλειστά επικεντρώθηκα στις υπόλοιπες μου αισθήσεις. Τη γεύση, την ακοή και την όσφρηση. Άρχισα να επιταχύνω σιγά-σιγά και άκουσα την ανάσα του να βαραίνει, και σιγά-σιγά τους στεναγμούς του να γίνονται βογγητά. Με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά από την αντίδρασή του, συνέχισα με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό.

Σταμάτησα για μια στιγμή και τον κοίταξα στα μάτια. “When it's time, let yourself go,” του είπα με βραχνή φωνή, προσπαθώντας να του δώσω να καταλάβει ότι δε χρειαζόταν να με σταματήσει και να τραβηχτεί. Μπορεί να μην κατάπινα—ή τουλάχιστον να μην κατάπινα σε όλους όσους είχα κάνει πίπα—αλλά ποτέ δεν έκοβα στη μέση την απόλαυση που τους πρόσφερα.

Για μένα ήταν θέμα αρχής: αν είναι να κάνεις κάτι να το κάνεις καλά. Αλήθεια λέω, τον Ιταλό στην Πάρο τον είχα διαολοστείλει γιατί είχε την απαίτηση να καταπιώ, και όχι γιατί είχε τελειώσει στο στόμα μου. Δε χρειαζόταν καν να μου το ζητήσουν, εκτός και αν είχαν εξαρχής δηλώσει ότι προτιμούσαν τα τελειώσουν στο πρόσωπο ή στο στήθος μου, η κατάληξη ήταν πάντα η ίδια.

Και ας έφτυνα μετά τα κουκούτσια.

Ελπίζοντας να έπιασε το υπονοούμενο επέστρεψα στο έργο μου με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό, και αυτή τη φορά και με τη βοήθεια του αριστερού μου χεριού—είμαι αριστερόχειρας—το οποίο είχε αγκαλιάσει τη βάση του …μικρού Maurice (ο Θεός να τον κάνει μικρό, δηλαδή…) και τον έπαιζα κάνοντας κυκλικές κινήσεις.

Σε λίγο ένιωσα το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου, στην αρχή διστακτικό. Σταμάτησα και τον κοίταξα και του χαμογέλασα, δίνοντάς του να καταλάβει ότι μου άρεσε αυτό που έκανε. Πιο σίγουρα, πιο σταθερά αυτή τη φορά άρχισε να μου δίνει το ρυθμό που προτιμούσε.

Άρχισε να γκαζώνει σχετικά γρήγορα και παίρνοντας το μήνυμα έδωσα τον καλύτερό μου εαυτό. Τα βογγητά του άρχισαν να πολλαπλασιάζονται, οι ανάσες του έγιναν πιο κοφτές, πιο δύσκολες, λες και είχε ξεχάσει να εκπνέει και εκεί…

Πάνω που άρχισα να νιώθω τους πρώτους του σπασμούς μέσα στο στόμα μου, με κράτησε ακίνητη σφίγγοντάς με από τα μαλλιά. Το λάτρευα όταν γινόταν αυτό, και βάλε ότι ήταν ο Maurice αυτή τη φορά ο εκλεκτός, ο ενθουσιασμός μου αυτή τη φορά είχε και σωματική έκφανση.

Ζέστη και υγρασία, που λένε στο χωριό.

Και εκεί ένιωσα το πρώτο τίναγμα μέσα στο στόμα μου. Και μετά το δεύτερο. Και το τρίτο. Παναγίτσα μου, θα με πνίξει αν συνεχίσει έτσι! Τουλάχιστον ήταν γλυκούτσικο. Με τον Maurice βέβαια δεν υπήρχε περίπτωση να μην καταπιώ, οπότε έκανα αυτό ακριβώς σταματώντας να αγχώνομαι μην ξεχειλίσει.

Όταν τελείωσε οριστικά, κατάπια ότι είχε μείνει και μετά τον καθάρισα σχολαστικά από τα όποια υπολείμματα και σάλια, γλείφοντάς τον από την βάση μέχρι το κεφαλάκι. Σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα. Τα μάτια του ήταν στραμμένα σε μένα αλλά δε με έβλεπε, μάλλον εκείνη τη στιγμή είχε πιάσει γραμμή με Βαλχάλα.

Κούνησε το κεφάλι του σα να προσπαθούσε να ξυπνήσει. Δεν είμαι από εκείνες που έχουν την απαίτηση αφού έχω κάνει σε κάποιον πίπα να με φιλήσει στο στόμα, ωστόσο όταν μου έκανε χαμογελαστός και με τα δυο του χέρια νόημα να πάω κοντά του, ένιωσα την καρδιά μου να λιώνει.

Σκαρφάλωσα πάνω του και έσκυψα προς το μέρος του. Έφερε τα χέρια του στην πλάτη μου και με τράβηξε πάνω του και τα χείλη και οι γλώσσες μας συναντήθηκαν και πάλι.

OhWoah!” μου είπε όταν σταματήσαμε το φιλί, κάνοντάς με να χαχανίσω σα χαζό.

I take you liked it, my Good Sire!” του είπα παιχνιδιάρικα κοιτάζοντάς τον στα μάτια.

I did, my sweet Philistine!” μου είπε χαϊδεύοντάς μου τρυφερά το πρόσωπο, κάνοντας πάλι λογοπαίγνιο με το «Αποθανέτο η ψυχή μου…» Μετά σκοτείνιασε λίγο. “I owe you one!” μου δήλωσε.

No, you dont babe!” του είπα κάνοντάς του ένα παιχνιδιάρικο ping στη μύτη. “I’m a very slow fuse, you did nothing wrong,» τον διαβεβαίωσα. “I loved it, Maurice. I really did!” του είπα κοιτάζοντάς τον στα μάτια.

“Still…” μου απάντησε ξεροκέφαλα. “If nothing else because it’s about you… and…” συνέχισε χαχανίζοντας.

And?” τον ρώτησα κοιτάζοντας με χαρούμενης περιέργειας

Im always up for a challenge!” μου απάντησε χαμογελώντας με σιγουριά, κάνοντάς την καρδιά μου να χάσει και πάλι μερικούς χτύπους.

Challenge accepted, lover boy!” του ανταπάντησα κλείνοντας παιχνιδιάρικα το αριστερό μου μάτι.

“Trying not to give me a heart attack would be greatly appreciated, though!” μου έκανε, προκαλώντας μου νέο χάχανο.

“I’ll keep it in mind!” του είπα. “No promises, though!” συμπλήρωσα σκανταλιάρικα.

“God have mercy on my soul!” μου είπε με θεατρικό ύφος, κάνοντάς με και πάλι Porky.

Καθίσαμε για μερικές στιγμές έτσι, εγώ γυμνή πάνω στα πόδια του, γερμένη στην αγκαλιά του με τον Maurice να με χαϊδεύει τρυφερά στην πλάτη και στα μαλλιά. Ήταν τόσο όμορφα, ένιωθα σαν ψάρι που από το τηγάνι είχε βρεθεί με κάποιο μαγικό τρόπο πίσω στο δροσερό νερό. Όπως με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του, με το κεφάλι μου να έχει γείρει στον ώμο του και να τον ανασαίνω, δεν ήθελα να τελειώσει ποτέ αυτή η στιγμή.

“Sophie?” με ρώτησε διστακτικά. “Are we still going for swimming tomorrow?”

We are,” του απάντησα και ανασηκώθηκα ελαφρά. “But you’re not going anywhere tonight!” του δήλωσα.

WellI dont want to pee on your couch!” μου είπε χαχανίζοντας, κάνοντάς και μένα να βάλω τα γέλια.

“Ok, you are allowed to go to the loo!” του έκανα.

You are most gracious!” μου απάντησε παιχνιδιάρικα για να κερδίσει επάξια ένα ping στη μύτη.

Τον λόγο μου τον κράτησα! Τον άφησα να πάει τουαλέτα, άλλωστε κι εγώ κόντευα να σκάσω, και μετά χωρίς πολλά-πολλά πήγαμε στην κρεβατοκάμαρα και ξάπλωσα στην αγκαλιά του. Ένα νιαούρισμα αργότερα είχαμε και τη συνοδεία του Μπλάκι, γιατί σιγά μην έμενε στην απέξω.

Και για να έχουμε καλό ρώτημα που είχε εξαφανιστεί αυτός τόση ώρα; Ούτε καν μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να είχαμε και θεατή στο σαλόνι και ότι τον έκανα το γάτο μου άθελά του μπανιστιρτζή.

Μα το κλου δεν ήταν ότι ήρθε απλά στο κρεβάτι. Όχι! Πρώτα σκαρφάλωσε στην κοιλιά του Maurice, άρχισε να του κάνει πατάκια κάνοντας τον πρώτο να λερώσει τα βρακιά του, και μετά στριφογύρισε δυο-τρεις φορές και βολεύτηκε στην κοιλιά του Βέλγου μου, σαν βασιλιάς στο θρόνο του.

Το αφεντικό του σπιτιού! Κυριολεκτικά!

«Καληνύχτα αρκούδε μου!» του είπα τρυφερά.

«Καληνύχτα μικρή μου μάγισσα!» μου απάντησε εξίσου τρυφερά, μην τολμώντας να κουνηθεί και διαταράξει την ησυχία του Μπλάκι.

Χαμογελώντας σαν χαζή και νιώθοντας μετά από πολύ καιρό γεμάτη, πραγματικά γεμάτη, τα μάτια μου έκλεισαν και παραδόθηκα στην αγκαλιά του Μορφέα—και το καλό που του θέλω να ήταν φρόνιμος γιατί θα του τα έκοβα τα ξεράδια· πλέον υπήρχε μόνο ο Maurice μου.

Το πρωί με βρήκε στην αγκαλιά του. Είχαμε αλλάξει θέση μέσα στη νύχτα αλλά όταν άνοιξα τα μάτια μου ήμουν μέσα στην κουτάλα του, με το ένα χέρι του ακουμπισμένο στο μαξιλάρι μου και το άλλο του να με κρατάει σφιχτά πάνω του. Κάτι μουρμούρισε στον ύπνο του και με κράτησε ακόμα πιο σφιχτά, λες και φοβόταν ότι θα του φύγω. Χαμογελώντας σαν βλαμμένο, σήκωσα προσεκτικά το χέρι μου να δω το ρολόι.

Σήκωσα ελαφρά το χέρι του που με κρατούσε σφιχτά και στριφογύρισα στην αγκαλιά του. Χωρίς τα γυαλάκια του, με το περιποιημένο του κοντό μουστάκι και μουσάκι, ήταν μια βελγική ζωγραφιά. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Ήμουν και πάλι ερωτευμένη, πώς διάολο το είχα καταφέρει μέσα σε δυο μέρες με έναν άνθρωπο που μέχρι προχθές το μεσημέρι δεν τον ήξερα καν;

Μωρέ καλά το λένε, όσα φέρνει μια στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος. Θυμήθηκα το μοναχικό βράδυ της Παρασκευής, ποιος καλός Θεός με είχε κάνει να ανοίξω το Tinder? Αν δεν έχεις την τύχη σύμμαχο δεν πας πουθενά, αυτό έχω να πω. Έχοντας φάει στις σπουδές μου στατιστική, όχι απλά με την κουτάλα αλλά από την κατσαρόλα την ίδια, είχα μια πολύ καλή ιδέα του πόσο απειροελάχιστα μικρές πιθανότητες είχε να συμβεί όλο αυτό.

Άνοιξε τα μάτια του και προσπάθησε να τα εστιάσει πάνω μου. Μύωπας, όπως και του λόγου μου, ήθελε μια άλφα προσπάθεια να δει χωρίς τα γυαλιά του.

«Καλημέρα αρκούδε μου!» του είπα με τη φωνή μου να στάζει μέλι.

«Καλημέρα μικρή μου μάγισσα!» μου είπε χαρίζοντας το νυσταγμένο του χαμόγελο.

Μου χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά που τα ένιωθα σα να τα έχει χτυπήσει τυφώνας, ενώ τα δικά του ήταν συγκριτικά σε καλή κατάσταση.

«Είμαι σαν την τρελή, ε;» τον ρώτησα παιχνιδιάρικα.

Well, you could say that my presence has an electrifying effect!” μου απάντησε κάνοντάς μου χαβαλέ και προκαλώντας μου το γέλιο.

«Λοιπόν, το πρόγραμμα έχει ως εξής!» του είπα μπαίνοντας με την τσίμπλα στο μάτι σε mood project manager. «Πρώτα θα κάνουμε ένα ντουζάκι. Όταν και αν καταφέρουμε να βγούμε!» του είπα κλείνοντάς του πονηρά το μάτι, «θα πιούμε το καφεδάκι μας. Μετά θα περάσουμε από το σπίτι σου να πάρουμε το μαγιό σου και θα πάμε θάλασσα! I have spoken

Sir, yes Sir!” μου έκανε σοβαρός-σοβαρός και μετά έβαλε τα γέλια.

«Έτσι ε;» του έκανα με ψεύτικα απειλητικό ύφος και άρχισα να τον γαργαλάω. Δηλαδή προσπάθησα, κατά τα φαινόμενα ο αρκούδος μου δεν ήταν γαργαλιάρης.

Εγώ, από την άλλη, ήμουν, και όταν έπεσε βαρύς ο πέλεκυς της δικαιοσύνης κόντεψα να φτύσω τα πνευμόνια μου, το συκώτι μου, τα νεφρά μου και πιθανώς και ένα κομματάκι σπλήνα. Πολύ πιο δυνατός από μένα, με κράτησε καρφωμένη στο κρεββάτι, και που σε πονεί και που σε σφάζει!

Who da boss?” με ρώτησε αφήνοντάς με για μερικές στιγμές να βρω τις ανάσες μου.

“You da boss! You da boss!” του είπα ξεψυχισμένα.

Are you going to pivot table me to oblivion?” με ρώτησε κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια, και δεν είχε πλάκα γιατί ούτε μισό λεπτό πριν κόντεψα να λιποθυμήσω από δαύτα.

No!” του απάντησα.

No, Sir!” μου είπε.

Ώπα; Ίντα ‘ν’ τούτο;

Ο τρόπος με τον οποίο ανατρίχιασα σύγκορμη—με τον ευχάριστο τρόπο εις τη n παραγοντικό και αυτό σε power tower, δε μου πέρασε καθόλου απαρατήρητος.

No, Sir!” του είπα υπάκουα με το σώμα μου να έχει πάρει και πάλι φωτιά. Ναι, το χρειαζόμουν το ντουζ, αλλά όχι για να ξυπνήσω!

Good girl,” μου είπε και πάλι με αυτό το παιχνιδιάρικο, υπαινικτικό του στυλ προκαλώντας μου κίνδυνο αυτανάφλεξης.

Για να μην πούμε για την παιχνιδιάρικη ξυλιά στο κωλαρίνι μου με το που σηκώθηκα από το κρεββάτι.

For the Cause?” τον ρώτησα προσπαθώντας απελπισμένα να μη του ορμήσω και τον βάλω κάτω και παίξουμε ροντέο στο πάτωμα ακόμα και αν χρειαζόταν να ξεπετσιάσω λουκάνικο μιας και δεν είχαμε προφυλακτικά.

Just because!” μου απάντησε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι.

Στο ντουζ φάγαμε λίγη ώρα μέχρι να βρούμε κοινά αποδεκτή θερμοκρασία νερού, γιατί αν άνοιγα το νερό στη θερμοκρασία που το προτιμώ εγώ θα μου έβγαινε με εγκαύματα τρίτου βαθμού.

“Are a hell spawn or something?” με ρώτησε με απελπισία όταν άνοιξα το νερό στη θερμοκρασία που προτιμάω, κάνοντάς με να χαχανίσω. «Δεν είμαι αστακός για να με βράσεις!» συνέχισε στο ίδιο ύφος.

But Sir…” του έκανα με ψεύτικο παράπονο, και εκεί άρπαξα την πρώτη της ημέρας. Μωρέ αμάσητο το κατάπιε το δόλωμα ο γλυκούλης μου.

Πέντε ξυλιές αργότερα και με μένα να χαχανίζω σαν ηλίθια, βρήκαμε την κοινά αποδεκτή θερμοκρασία και χωθήκαμε και οι δυο κάτω από τη ντουζιέρα. Με έσφιξε στην αγκαλιά του και ευτυχώς να λέω που με κράτησε τόσο σφιχτά αλλιώς θα είχα χυθεί κι εγώ μαζί με το νερό.

ΕΛΙΩΣΑ.

Και είχε και συνέχεια. Εκεί άφησε το ρόλο του drill sergeant στην άκρη και την είδε εργαζόμενος σε spa. Με έλουσε κάνοντάς μου ταυτόχρονα μασάζ στο κεφάλι, και μετά με το σφουγγάρι με έκανε απαλά σε όλο μου το κορμί. Από τη μια ένιωθα να λιώνω και από την άλλη με είχε κάνει πύραυλο. Πύραυλο όμως.

Και τότε κατάλαβα τις αμαρτωλές του προθέσεις. Με γύρισε να του έχω πλάτη—εγώ στο μεταξύ ακόμα γεμάτη σαπουνάδα στο σώμα—και με το ένα χέρι του άρχισε να μου μαλάζει το στήθος ενώ το άλλο του χέρι το κατέβασε χαμηλά ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισε να με παίζει με μαεστρία. Μαεστρία όμως!

«Και καλή του τύχη,» χασκογέλασα από μέσα μου, με μια δόση τύψεων είναι η αλήθεια, γιατί πιο πιθανό ήταν να του ξεραθεί από την κούραση παρά να κάνει τη χοντρή να τραγουδήσει.

Όχι ότι δεν ήταν όμορφο, έτσι; Τα αυγά και τα πασχάλια είχα χάσει, από τούρτα δόξα τω Θεώ, ο Maurice μου ήταν απίστευτος ζαχαροπλάστης, στο ρημάδι το κερασάκι χάλαγε η μαγιά.

Και τότε ένιωσα το πρώτο jolt. Από το πουθενά. Και μετά το δεύτερο. Και το τρίτο. Το σώμα μου τεντώθηκε σαν τόξο. Ξαφνικά είχα ξεχάσει πως αναπνέουν και εκπνέουν. Κι άλλο jolt. Το χέρι που μου χούφτωνε το στήθος με τσίμπησε απαλά στη ρόγα. Μετά πιο δυνατά. Κι άλλο jolt.

What the flying fuck?

Βρήκα τον εαυτό μου να σπαρταράει στο χάδι του σαν ψάρι και μπορεί να μην ήταν ο δυνατότερος οργασμός στη ζωή μου αλλά ήταν οργασμός! Μόνο με το χέρι, χωρίς στόμα ή δονητή, δεν τα είχε καταφέρει ούτε καν ο Αργύρης!

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» μου ξέφυγε μια δυνατή φωνή, ήταν τόσο ξαφνικό, τόσο απρόσμενο, που δεν πρόλαβα καν να δαγκώσω το χέρι μου.

Yes baby! Do it for me, cum for me!” μου ψιθύρισε στο αυτί με τα χέρια του να παίζουν το σώμα μου σαν βιολί.

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» έκανα ακόμα πιο δυνατά καθώς τα jolts διαδέχονταν το ένα το άλλο και συνέχισε μέχρι που δεν άντεχα άλλο άρχισα να πονάω.

«Μωρό μου… όχι… όχι άλλο…» του έκανα με φωνή που μόλις έβγαινε. Γύρισα προς το μέρος του και τον κοίταξα με λατρεία. Ναι, με λατρεία.

The shape of the things to cum!” μου είπε με deadpan ύφος, κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι. “As I said, Im always up for the challenge!”

Yes you are!” του είπα νιώθοντας ξαφνικά ότι θέλω να βάλω τα κλάματα από τη χαρά μου. “Yes you are, babe!”

Βιάστηκα να ξεπλυθώ γιατί ήταν η σειρά μου. Σε αντίθεση με τον Maurice, εγώ ξεκίνησα ανάποδα. Γονάτισα μπροστά του και τον πήρα στο στόμα μου, βάζοντας όση τέχνη δεν είχα βάλει σε όλες τις πίπες που είχα κάνει σε όλους μου τους εραστές, και μπορεί να μην ήμουν Μαίρη, που είχε χάσει το μέτρημα, αλλά δεν ήμουν και καμιά πρωτάρα· και το δικό μου κοντέρ έχει γράψει κάμποσους.

Μου είχε δώσει τη Νιρβάνα, ήθελα να τον κάνω να πιάσει γραμμή με Βαλχάλα.

Χθες μου είχε πάρει πάνω από δέκα λεπτά για να τον κάνω να τελειώσει, σήμερα δεν μου πήρε ούτε πέντε. Και μετά τον έκαψα! Τελείως! Αφού κατάπια για τελευταία φορά, τον καθάρισα και πάλι με τη γλώσσα μου και, ακόμα γονατισμένη, σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα.

Was I a good girl , Sir ?” τον ρώτησα όσο πιο αισθησιακά μπορούσα, και νομίζω ότι εκείνη τη στιγμή έκαψε φλάντζα.


5. Ο δέκατος κύκλος της Κόλασης

Αν και μου στούκαρε λίγο με αυτό που του είπα, και κυρίως με τον τρόπο που του το είπα, ανέκτησε γρήγορα …τις αισθήσεις του και όταν σηκώθηκα όρθια σχεδόν μου ρούφηξε την ψυχή από το στόμα με το φιλί του. Το λάτρευα αυτό που γινόταν από λούτρινο αρκούδα των σπηλαίων μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα, για να μου ξαναγίνει και πάλι λούτρινο αμέσως μετά.

Damn, I need firmware upgrade!” μου είπε με ονειροπόλο βλέμμα. “But I made the fat lady sing, so there is that!” συνέχισε χαχανίζοντας.

«Πάλι με λες χοντρή βρε αχρείε;» τον ψευτομάλλωσα αλλά αυτή τη φορά ήταν προετοιμασμένος και δεν τσίμπησε.

Και εκεί ήμουν εγώ που έφυγε αδιάβαστη και για πολλοστή φορά μέσα σε δυο μέρες βρέθηκα ένα τσακ από το να κατουρηθώ πάνω μου. Ο Maurice πήρε μια βαθιά ανάσα και μου έκανε ένα ατελείωτο θεατρικότατο, μεγαλοπρεπέστατο “BRRRRRRRRRRRR” στα μούτρα · γραμματόσημο μ’ έκανε π’ ανάθεμά τον.

«Βρε σίχαμα!» του είπα με την κοιλιά μου να πονάει από τα γέλια, και ο αθεόφοβος έκανε την παντομίμα ότι φυσάει το καπνό από την κάννη του πιστολιού.

Βγήκαμε από το ντουζ και μην έχοντας άλλα ρούχα πέρα από αυτά που φορούσε χθες το βράδυ, έβαλε απλά το μποξεράκι του. Εγώ φόρεσα ένα καθημερινό εσώρουχο από κάτω—όχι γιαγιαδίστικο, but still—αλλά όταν έκανα να φορέσω από πάνω φανελάκι ο Maurice μου έκανε μια απαγορευτική κίνηση, οπότε και τα σκυλιά δεμένα, που λένε στο χωριό.

I love your boobs!” μου δήλωσε νέτα-σκέτα.

“Μακάρι να με είχες γνωρίσει στα είκοσι μου” του απάντησα ξεφυσώντας. «Θα τα είχες αγαπήσει ακόμα περισσότερο…»

«Μ’ αρέσουν ακριβώς όπως είναι, μωρό μου,» μου είπε με απίστευτη τρυφερότητα. «Μακάρι να μπορούσες να δεις τον εαυτό σου μέσα από τα δικά μου μάτια…»

Αναστέναξα χωρίς να απαντήσω.

You are beautiful, Sophy. Groundedreal. But beautifulBeautiful…” μου είπε με σιγανή φωνή κάνοντάς με να λιώσω.

«Δεν είμαι όμορφη,» μουρμούρισα με τις ανασφάλειές μου να με πνίγουν και πάλι.

«Και όμως είσαι,» μου επέμεινε χαϊδεύοντάς μου τρυφερά το πρόσωπο. «Και όμως είσαι, μικρή μου μάγισσα!»

Σήκωσα τα μάτια μου πάνω του χωρίς να μιλήσω. Ούτε εκείνος είπε κάτι παραπάνω. Δεν χρειαζόταν, μιλούσαν τα μάτια μας με τρόπο που καμιά ανθρώπινη γλώσσα δεν μπορούσε να το κάνει. Έκανε απαλά με το χέρι του στην άκρη ένα ατίθασο τσουλούφι που είχε πέσει στο πρόσωπό μου, και έγειρε προς το μέρος μου δίνοντάς μου ένα τρυφερό φιλί.

«Και όμως είσαι,» μου επανέλαβε χαμογελώντας. «Λοιπόν, θα πιούμε αυτό το καφεδάκι που μου είχες τάξει;» με ρώτησε παιχνιδιάρικα αλλάζοντας θέμα.

Μια τρυφερή σφαλιάρα στον κωλαρίνι μου αργότερα που μ’ έκανε να χοροπηδήσω χαχανίζοντας και πήγαμε στην κουζίνα να φτιάξουμε τα καφεδάκια μας. Και είχαμε ακριβώς τα ίδια γούστα, και οι δύο freddo cappuccino μέτριο.

Και με το που καθίσαμε στον καναπέ, εμφανίστηκε και το ρεμάλι μου, που όταν μπήκαμε για το ντουζ είχε κόψει ρόδα μυρωμένα και δεν τον ξετρύπωνες μήτε σουβλάκι να του έταζες. Κάθισε αυτοκρατορικά ανάμεσά μας, και αφού μας κοίταξε εναλλάξ με τον τρόπο που μόνο οι γάτες ξέρουν, ξεκίνησε κι εκείνος τις πρωινές του καθαριότητες.

«Οι αγκαλίτσες αναβάλλονται μέχρι νεοτέρας!» μου είπε ο Maurice χαχανίζοντας. Χαμήλωσε το χέρι του και έτριψε για λίγο τον Μπλάκι ανάμεσα στα αφτιά. Ο Μπλάκι τον κοίταξε με ύφος «σοβαρά τώρα;» και συνέχισε ακάθεκτος το πρωινό του μπάνιο. “Damn, that hurt my feelings!” μου είπε χαχανίζοντας, κάνοντας με να χαχανίσω κι εγώ με τη σειρά μου.

Η ώρα κόντευε να πάει έντεκα το οποίο για τη Μαίρη—ειδικά αν είχε οργιάσει και πάλι—ήταν ισοδύναμο της ώρας που μοιράζουν το γάλα, οπότε όταν το κινητό μου βούιξε από το μήνυμά της, μου ήρθε κάπως.

«Τι διάολο, στον ύπνο της με είδε;» μουρμούρισα στα ελληνικά κάνοντας τον Maurice να με κοιτάξει ερωτηματικά. «Η Μαίρη,» του είπα, «μου έστειλε μήνυμα και για κείνη είναι η ώρα που μοιράζουν το γάλα!» του εξήγησα.

Ήξερε ποια είναι η Μαίρη, του είχα μιλήσει για εκείνη χθες, οπότε δε με ρώτησε ποια είναι.

«Τι σου λέει;» με ρώτησε αλλά με τρόπο που έδειχνε ακαδημαϊκή περιέργεια και όχι νοσηρό ενδιαφέρον.

«ΠΩΣ ΠΗΓΕ ΧΘΕΣ????» ήταν αυτό που μου είχε γράψει. Ούτε καλημέρα, ούτε τίποτα. Απλή αγωνία αν τα πράγματα είχαν κυλήσει καλά.

«Γαμιώντας!» της απάντησα χαχανίζοντας. «Σχεδόν δηλαδή, γιατί δεν είχαμε προφυλακτικό!» και όταν διάβασα στον Maurice την απάντηση έσκασε στα γέλια.

«ΜΩΡΗ?!?!?!?!?!?!?!» μου απάντησε, κάνοντάς με να χαχανίσω και πάλι.

«Μωρό μου, να την πάρω ένα τηλέφωνο στα γρήγορα γιατί αλλιώς δε θα με αφήσει σε ησυχία;» τον ρώτησα.

«Και το ρωτάς βρε χαζούλα; (dummy!)» μου είπε τρυφερά. «Αν δεν τα πεις στη φίλη σου, σε ποιον θα τα πεις;»

«Θα της τα πω άλλη ώρα αναλυτικά!» τον διαβεβαίωσα. «Απλά να της τα πω εν τάχει και…» πήγα να γράψω και εκεί με έκοψε.

«Θες να της πεις το απόγευμα να πάμε για ένα καφεδάκι;» με ρώτησε ντροπαλά. «Θα… θα ήθελα να την γνωρίσω…» μου είπε διστακτικά… «αν κι εσύ…»

«ΝΑΙ!!!!» του φώναξα τόσο δυνατά που ο φουκαράς ο Μπλάκι τα χρειάστηκε και έριξε ένα επιτόπιο άλμα γινόμενος μπουχός. «Και το ρωτάς, αρκούδι μου;»

Great!” μου είπε χαμογελώντας μέχρι τ’ αφτιά, κάνοντάς με να λιώσω και πάλι. “Ehm, wont you call Mary?” με ρώτησε βλέποντας με να τον κοιτάζω σαν την ηλίθια με το κινητό στο χέρι.

Mary! Right!” του είπα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια. Πάτησα την κλήση και το απάντησε αμέσως.

«ΜΟΛΟΓΑΤΑ ΟΛΑ!» μου είπε αντί για καλημέρα.

«Ένα πράγμα θα σου πω. Ή μάλλον, δύο!» ξεκίνησα τη δραματική εισαγωγή. «Το πρώτο είναι ότι αυτή τη στιγμή πίνουμε το καφεδάκι μας και μετά θα πάμε θάλασσα!»

Νεκρική σιγή.

«Και το δεύτερο, δεν ξέρω αν έχεις κανονίσει κάτι το απόγευμα, ξεκανόνισέ το. Θα βγούμε για καφεδάκι οι τρεις μας!»

«Ρε μαλάκα, θα ορκιζόμουν ότι μου είπες ότι πίνετε μαζί καφεδάκι και ότι μετά θα πάτε θάλασσα και το απόγευμα να πάμε οι τρεις μας για καφέ. Τι μπάφο μου έδωσε ο πούστης να πιώ χθες το βράδυ; Πρέπει να βρω τον προμηθευτή του!» μου έκανε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Μωρό μου δεν κάνουν πουλάκια τα αυτιά σου,» της είπα τρυφερά και την άκουσα σχεδόν να τσιρίζει από τον ενθουσιασμό της στην άλλη άκρη της γραμμής.

«Αχ μπράβο σου μωρό μου!» μου είπε με φωνή που έτρεμε από τη χαρά της. «Και φυσικά και θα έρθω το απόγευμα να γνωρίσω τον Βέλγο σου!»

Its a date, then!” της είπα και της έστειλα φιλάκια στο τηλέφωνο πριν κλείσουμε. Γύρισα προς τον Maurice με το στόμα μου να πονάει από το χαμόγελο. «Έκλεισε!»

«Ναι, κάτι κατάλαβα,» μου απάντησε χαμογελαστός.

Και μετά έτρεξα στον Μπλάκι για να του ζητήσω γονυπετής συγνώμη που του τάραξα το ζεν.

Αφού ήπιαμε τα καφεδάκια μας, πήγα κι εγώ να ξεθάψω τα πράγματα για τη θάλασσα που τα είχα στη μικρή αποθηκούλα στο υπόγειο. Το πρόβλημα μου ήταν ποιο μαγιό θα φορούσα. Είχα αγοράσει ένα μπικίνι που μου άρεσε πολύ ώστε να δώσω επιπλέον κίνητρο στον εαυτό μου να χάσει αυτά τα ρημάδια τα δέκα κιλά.

Αυτό βγήκε αυτόματα από τη λίστα, καθώς ακόμα και αν το στομάχι μου δεν ήταν πρόβλημα, οι κώλοι μου ήταν. Είχα ένα δεύτερο μπικίνι που ναι μεν μπορούσα να το φορέσω αλλά εκεί το πρόβλημα ήταν το στομάχι μου. Και είχα και ένα τρίτο, ολόσωμο, το οποίο ήταν meh αλλά τουλάχιστον κάπως συμμάζευε την αυτοκρατορική μου στρογγυλότητα.

Ή τουλάχιστον αυτό έβλεπαν τα δικά μου μάτια. Δέκα κιλά είναι δέκα κιλά, αλλά είναι διαφορετικά αν είσαι 1,50, διαφορετικά αν είσαι 1,60 και διαφορετικά αν είσαι 1,72 όπως η αφεντιά μου, προσπαθούσα να το εξορθολογήσω—και μεταξύ μας τα ίδια μου έλεγε και η Μαίρη—αλλά τι τα θες; Οι υπέρτατοι κριτές ήταν τα δικά μου μάτια…

Με την ψυχή στα δόντια επικαλέστηκα τη βοήθεια του κοινού. “Maurice, ποιο σ’ αρέσει περισσότερο;» τον ρώτησα και του τα έδειξα.

«Ό,τι αρέσει σε εμένα ή ό,τι σε κάνει να νιώθεις άνετα;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με στα μάτια. «Γιατί αν είναι να αρέσει σε μένα και εσύ να αισθάνεσαι άσχημα…» είπε και σταμάτησε.

Ξεροκατάπια. «Ό,τι αρέσει σε σένα!»

«Εμένα μου αρέσει το μπικίνι,» μου απάντησε χωρίς δισταγμό και έκανε παύση μερικών δευτερολέπτων. «Ωστόσο, αφού θα κάνουμε και βουτιές, ίσως θα ήταν πιο ασφαλές να φορέσεις το ολόσωμο!» συμπλήρωσε χαμογελώντας μου.

Μετάφραση: Μου αρέσει το μπικίνι αλλά σου δίνω διέξοδο να φορέσεις αυτό που θα σε κάνει να νιώσεις πιο άνετα χωρίς να χρειάζεται να πεις πως το επέλεξες για να νιώσεις πιο άνετα.

«Ωραία. Άκου να δεις τι θα κάνουμε,» του είπα. «Θα πάρω και τα δύο μαγιό, όσο θα παίζουμε κάνοντας βουτιές θα φορέσω το ολόσωμο αλλά μετά θα φορέσω το μπικίνι. Τι λες κι εσύ;»

You do that,” μου απάντησε χαμογελαστός. “So, get ready, we have a splash to make!”

Aye, Aye Sir!” του είπα χαχανίζοντας για να εισπράξω μια παιχνιδιάρικη—και καθόλου στρατιωτική, να το λέμε αυτό—στο κωλαρίνι, η οποία με έκανε να χαχανίσω ακόμα πιο δυνατά.

Έχω αρκετά ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και καίγομαι εύκολα στον ήλιο—μικρή οι φίλοι μου με φώναζαν βρικόλακα, ενώ η Μαίρη με λέει “Countess Dracula.” Γι’ αυτό πάντα χρησιμοποιώ αντηλιακό με υψηλό δείκτη προστασίας, το οποίο θα ταίριαζε και στον Maurice, που εκτός από τα σκούρα ξανθά μαλλιά του, είχε πάνω-κάτω το ίδιο χρώμα δέρματος με μένα.

Το εξήγησα στον Maurice και χαμογέλασε με ανακούφιση. «Ευτυχώς,» μου απάντησε. «Αρπάζω πολύ εύκολα και μετά δεν έχει καθόλου πλάκα,» συνέχισε κάνοντάς μου ένα γλυκουλινιάρικο παραπονεμένο ύφος που δεν μπορούσα να το αφήσω χωρίς φιλάκια!

«Μη μου ανησυχείς αρκούδε μου, κι εγώ βρικόλακας είμαι!» του έκανα χαχανίζοντας.

Υπό το αποδοκιμαστικό βλέμμα του Μπλάκι που θα τον άφηνα μόνο του και ένα σκασμό τύψεις—π’ ανάθεμά το τό κοπρόγατο—κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και έτσι όπως το βάραγε και ο ήλιος ένιωσα σαν πεϊνιρλί που μπήκε στο φούρνο. Ευτυχώς το air-condition δρόσισε γρήγορα πριν μετατραπούμε και οι δύο σε υγρή μορφή και δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν έξω από το σπίτι του.

“Θέλεις να σε περιμένω;» τον ρώτησα διστακτικά.

What?” με ρώτησε με γουρλωμένα μάτια.

«Εννοώ…» του είπα ακόμα πιο μαγκωμένη.

“Get your cute butt out of the car already before I start making it redder right here!” μου είπε σε ψεύτικα απειλητικό ύφος.

«Μόνο και μόνο επειδή τον είπες χαριτωμένο!» του απάντησα χαμογελώντας του σκανταλιάρικα και άνοιξα την πόρτα.

Να τα λέμε αυτά, ήταν κύριος. Περίμενε να μπούμε στο ασανσέρ πριν αρπάξω ακόμα μία στο κωλαρίνι μου.

BRRRRRRRRRRRRR” του έκανα γεμίζοντάς τον σάλια, για να αρπάξω ακόμα μία.

Σαν χάνος το κατάπιε το δόλωμα το μωρουλίνι μου!

«Να σου πω, μην νομίζεις ότι δεν κατάλαβα τι κάνεις!» μου είπε κοιτώντας με δήθεν με μισό μάτι.

Im pleading the 5 th !” του απάντησα χαχανίζοντας.

Το διαμέρισμά του ήταν ένα μικρό τριάρι στον τρίτο όροφο, προφανώς χτισμένο τη δεκαετία του ’90, με εκείνα τα τυπικά λευκά πλακάκια και τις λευκές πόρτες που θυμίζουν εργολαβικό διαμέρισμα. Είχε ένα μέτριου μεγέθους υπνοδωμάτιο με μια απλή ξύλινη ντουλάπα και ένα σκούρο καφέ κρεβάτι—καθαρό, στρωμένο, χωρίς πολλά διακοσμητικά.

Το δεύτερο δωμάτιο ήταν ακόμα μικρότερο, αλλά τον εξέθετε με τον πιο χαριτωμένο τρόπο: το είχε μετατρέψει σε γραφείο-φωλιά geek, με μια βιβλιοθήκη τίγκα σε τεχνικά βιβλία και μυθιστορήματα φαντασίας, ένα laptop με δύο οθόνες, και έναν απλό καναπέ-κρεβάτι στριμωγμένο στη γωνία «σε περίπτωση που έρθει κανείς».

Ο ενιαίος χώρος κουζίνας-σαλονιού ήταν φωτεινός, με μεγάλα παράθυρα και ένα πάσο να τον χωρίζει το υπόλοιπο σαλόνι, που και αυτό ήταν λιτά επιπλωμένο. Ένας απλός πρακτικός καναπές, δυο πολυθρόνες και το έπιπλο της τηλεόρασης. Όλα λιτά, χωρίς φρου-φρου και αρώματα: ούτε χαλιά, ούτε διακοσμητικά μαξιλάρια ούτε τίποτα.

Η κουζίνα παρότι πλήρως εξοπλισμένη, είχε τα απαραίτητα—δυο κατσαρόλες, πέντε πιάτα και μερικά ποτήρια—και τίποτα παραπάνω, πράγμα που μου επιβεβαίωσε ότι ο Maurice μάλλον δεν πολυασχολούνταν με τη μαγειρική, εκτός κι αν μιλάμε για delivery.

Το μπάνιο ήταν μεσαίου μεγέθους, χωρίς μπανιέρα—που έτσι κι αλλιώς ο αρκούδος μου αποκλείεται να χωρούσε εκτός αν γινόταν origami—αλλά με πλακάκια και μια ντουζιέρα κλειστή με μεγάλο γυάλινο διαχωριστικό. Καθόλου πολυτέλεια, αλλά απόλυτα λειτουργικό.

Ήταν φανερό ότι ο Maurice δεν περνούσε πολλές ώρες εδώ, ή απλώς δεν τον ένοιαζε να το κάνει «σπίτι» του με την έννοια που θα το έκανε κάποιος άλλος. Οι προσωπικές πινελιές ήταν ελάχιστες. Ήταν όμως καθαρό και περιποιημένο, και μέχρι και το κρεββάτι του ήταν στρωμένο, σε αντίθεση με το δικό μου που κάθε πρωί έμοιαζε σα να το έχει χτυπήσει τυφώνας και παρέμενε έτσι μέχρι να ξαπλώσω και πάλι το βράδυ.

«Δεν είσαι και πολύ της διακόσμησης, ε;» τον ρώτησα με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο, όταν εμφανίστηκε και πάλι στο σαλόνι έχοντας αλλάξει. Φορούσε μια μακριά βερμούδα, μια χαλαρή, φαρδιά μπλούζα, πέδιλα—και, ω Θεοί μου—λευκές αθλητικές κάλτσες μέχρι τον αστράγαλο. Πάγωσα. Έμεινα να τον κοιτάζω με τα μάτια μου γουρλωμένα, σαν καρτούν.

«Ο Χριστός και η Παναγία!» μονολόγησα στα ελληνικά, χωρίς να προλάβω να το φιλτράρω. «ΒΓΑΛΕ ΤΙΣ ΚΑΛΤΣΕΣ ΤΩΡΑ!» του διέταξα στα αγγλικά, με τόνο που θα ζήλευε και ο πιο φιλόδοξος λοχίας του αμερικανικού πεζικού.

What?” με ρώτησε έκπληκτος.

«ΒΓΑΛΕ. ΤΙΣ. ΚΑΛΤΣΕΣ!» επανέλαβα, τονίζοντας κάθε συλλαβή, και χειρονομώντας σαν να εξηγούσα σε δίχρονο πώς να μη βάλει το δάχτυλο στην πρίζα. «Φοράς πέδιλα, για όνομα του Θεού!»

Ο φουκαράς στούκαρε. Έμεινε με το ένα του πόδι στον αέρα, σαν να μην είχε αποφασίσει αν έπρεπε να το ξαναβάλει στο πάτωμα, κοιτώντας με με σαν κουτάβι που το είχαν μαλώσει. Έσκυψε, έλυσε προσεκτικά τα πέδιλά του και έβγαλε τις κάλτσες, συνεχίζοντας να με κοιτάει σαν να περίμενε να τον μαλώσω κι άλλο. Τα ξαναφόρεσε χωρίς τις κάλτσες, σαστισμένος, με το βλέμμα του να φωνάζει ήταν τόσο μεγάλο λάθος; και δεν άντεξα—έβαλα τα γέλια.

«Μωρό μου,» του είπα χαμογελώντας τρυφερά, «εδώ στην Ελλάδα τους κοροϊδεύουμε αυτούς που φοράνε κάλτσες με πέδιλα, τους λέμε Γερμανούς τουρίστες. Για εμάς είναι τελείως αντιαισθητικό!»

Ok…” μου είπε χαμογελώντας μου αβέβαια.

«Δε θέλω να κοροϊδεύει κανένας τον αρκούδο μου, θα γίνουμε Τέξας!» του είπα, και αυτή τη φορά χαμογέλασε ακόμα περισσότερο.

“Note to self: Wearing socks with sandals is a crime worthy of the 10th circle of Hell!” μου είπε χαχανίζοντας.

«Και εντέκατο μη σου πω!» του απάντησα δίνοντάς του ένα απαλό ping στη μύτη. “So, lets go make a proper splash!”

Now you talking!” μου απάντησε και …κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο για να πάμε στα Λιμανάκια, με τον Maurice να μου ρίχνει πού και πού κλεφτές ματιές σαν να τσεκάρει αν φορούσε τίποτα άλλο λάθος, κι εγώ χασκογελώντας να τον αφήνω να βράσει στο ζουμί του!

Για ελαφρώς μαζοχίστρια, με λες και σαδίστρια! Χα!

Κυριακή, καύσωνας, και όλη η Αθήνα είχε πάει στις παραλίες, σχεδόν δεν βρήκαμε να παρκάρουμε στα λιμανάκια, και όταν κατεβήκαμε γινόταν της κακομοίρας.

«Της πουτάνας γίνεται,» βλαστήμησα στα ελληνικά.

Pardon me?”

“Πολύς κόσμος, δε μ’ αρέσει…” του εξήγησα μουτρωμένη.

«Θες να πάμε κάπου αλλού;»

«Σάμπως αλλού θα έχει λιγότερο κόσμο;» του είπα ξεφυσώντας. Δε μου αρέσει η πολυκοσμία, την απεχθάνομαι, αλλά από την άλλη δεν ήθελα να του χαλάσω το κέφι. «Δε γαμιέται,» είπα μέσα μου. “For the Cause” που λέει και το αρκούδι μου.

Well?” με ρώτησε ξανά.

«Όχι μωρό μου, εδώ. Σου έταξα βουτιές κι εγώ το λόγο μου τον κρατάω!» του είπα προσπαθώντας να φανώ περισσότερο ενθουσιώδης απ’ όσο πραγματικά ήμουν.

«Σόφη μου, πραγματικά τώρα, αν θες να πάμε κάπου αλλού δεν έχω πρόβλημα. Ερχόμαστε για βουτιές άλλη μέρα, δε χάλασε ντε και ο κόσμος!» μου είπε χαϊδεύοντάς με τρυφερά στα μπράτσα.

No way, Jose! Lets make our splash!” του είπα, αυτή τη φορά με μεγαλύτερη πίστη, και έτσι κατεβήκαμε προς τα κάτω.

Με τη διαδήλωση που γινόταν δεν βρήκαμε να κάτσουμε κάπου κοντά, αλλά δε βαριέσαι; Και την τελική-τελική, δεν χρειαζόταν βατήρας για να βουτήξεις στο νερό. Βέβαια, θα έπρεπε να έχεις γονίδια αγριοκάτσικου για να σκαρφαλώσεις πίσω, οπότε θέλοντας και μη, εκτός από βουτιές θα κάναμε και κολύμπι, γιατί άλλος τρόπος για να βγεις έξω, πέρα από τη σκάλα δίπλα στο βατήρα δεν υπήρχε.

Το πρώτο πράγμα που έκανα αφού τακτοποιηθήκαμε ήταν να τον πασαλείψω αντηλιακό από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Σταμάτησα ικανοποιημένη μόνο όταν ένιωσα ότι είχε γίνει παστή σαρδέλα. Μετά έβαλα ανάλογη ποσότητα και στον εαυτό μου, και ο γλυκούλης μου με βοήθησε απλώνοντάς την στους ώμους μου, η πλάτη μου καλυπτόταν επαρκώς από το ολόσωμο μαγιό.

«Φρόνιμα!» του είπα χαχανίζοντας όταν έδειξε όλη την καλή διάθεση να μου βάλει και μπροστά, κάτω από το μαγιό εννοείται, ο πονηρίδης.

A man had to try!” μου είπε χαχανίζοντας, για να αρπάξει ένα ping στη μύτη.

Σηκώθηκε με μια θεατρική, σχεδόν υπερβολική κίνηση, τίναξε ελαφρώς το κεφάλι του σαν Ολυμπιονίκης πριν από το άλμα του, και γύρισε προς το μέρος μου με ένα πλατύ, σκανταλιάρικο χαμόγελο.

Now, lets make that homemade tsunami!” μου είπε υψώνοντας το δεξί του χέρι σαν να δήλωνε πως ήταν έτοιμος να κατακτήσει τον κόσμο.

Έκανε δύο βήματα πίσω, πήρε βαθιά ανάσα και μετά άρχισε να τρέχει προς την άκρη του βράχου με μικρά, γρήγορα βήματα. Μόλις έφτασε στην άκρη, εκτινάχτηκε στον αέρα με όση χάρη μπορούσε να έχει ένας μεγαλόσωμος Βέλγος που προσπαθεί να μιμηθεί κανονιοβολισμό από το βράχο.

Τυλίχτηκε σαν ανθρώπινο μπαλάκι, ή—στην περίπτωσή του—σαν μικρός αστεροειδής, και έπεσε στη θάλασσα σηκώνοντας τόσο νερό που θα έκανε περήφανη και την πρώτη υποθαλάσσια ατομική έκρηξη στις νήσους Μπικίνι . Μιλάμε για πραγματικό έπος—σταγονίδια εκτοξεύτηκαν παντού σαν μικροσκοπικά πυροτεχνήματα, βρέχοντας μέχρι και την παρέα που καθόταν αρκετά μακριά μας, προκαλώντας μερικά γελάκια και πειράγματα.

«Άξιος! Άξιος!» του φώναξα ενθουσιασμένη, χειροκροτώντας δυνατά με ένα πλατύ, σχεδόν παιδικό χαμόγελο.

Ο Maurice, εμφανώς περήφανος, προσπάθησε να μου κάνει μια μεγαλοπρεπή υπόκλιση, ξεχνώντας ότι το νερό δεν ήταν και το καλύτερο σημείο να κρατήσεις την ισορροπία σου. Φυσικά, έχασε τη μάχη με τη βαρύτητα και βούλιαξε σαν πέτρα κάτω από την επιφάνεια, κάνοντάς με να βάλω δυνατά γέλια. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ξεπρόβαλε και πάλι στην επιφάνεια, φτύνοντας νερό και χαχανίζοντας σαν μικρό παιδί που μόλις είχε κάνει τη σκανταλιά του.

«Σειρά σου!» μου φώναξε από κάτω, με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο γεμάτο πρόκληση.

Πήρα κι εγώ λίγη φόρα και, με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά από ενθουσιασμό και ανυπομονησία, πήδησα από τον βράχο. Για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου ένιωσα την υπέροχη αίσθηση ότι πετούσα—με τον άνεμο να φυσάει στα μαλλιά μου, και τη θάλασσα να με περιμένει ανοιχτή και δροσερή σαν αγκαλιά.

Έσκασα στο νερό με τα πόδια, βυθιζόμενη στιγμιαία στην δροσιά του. Άνοιξα τα μάτια μου και, καθώς οι μπουρμπουλήθρες ανέβαιναν γύρω μου σαν λευκή φωτιά, ένιωσα όλο το σώμα μου να ξυπνάει και να αναζωογονείται. Αναδύθηκα στην επιφάνεια με ένα πλατύ χαμόγελο, και το πρώτο πράγμα που είδα ήταν το δικό του χαμόγελο να με περιμένει.

«Καλώς τη μου!» μου είπε με μια γλυκύτητα που έκανε την καρδιά μου να λιώσει.

«Φιλάκι!» του είπα παιχνιδιάρικα και, πριν προλάβει να απαντήσει, του ρίχτηκα με φόρα στην αγκαλιά του, με αποτέλεσμα να βρεθούμε και οι δύο κάτω από το νερό, σε ένα κουβάρι από χέρια, πόδια και γέλια.

Το φιλάκι πάντως, έστω και υποβρύχιο, μου το έδωσε ο γλυκούλης μου πάντως. Και ήταν τέλειο!

Βέβαια, μετά τη βουτιά είχε αναγκαστικά κολύμπι μέχρι να φτάσουμε στα σκαλάκια για να βγούμε έξω, αλλά δε μας πτόησε καθόλου. Αντίθετα, αυτό έκανε όλη την εμπειρία ακόμα πιο διασκεδαστική. Με το που βγαίναμε από το νερό και επιστρέφαμε στο σημείο που είχαμε αφήσει τα πράγματά μας, πηγαίναμε κατευθείαν ξανά στο βράχο, και χωρίς δεύτερη σκέψη, βουτούσαμε ξανά και ξανά, σαν μικρά παιδιά που δεν τα νοιάζει τίποτα άλλο πέρα από τη στιγμή.

Είχα κρατήσει, ωστόσο, κρυφή από τον Maurice μια μικρή έκπληξη. Δε μου το έχεις, αλλά εγώ στις βουτιές δεν είμαι και τόσο αρχάρια όσο δείχνω. Αντίθετα, ξέρω να κάνω αρκετά εντυπωσιακές βουτιές, τόσο με το κεφάλι όσο και να εκτελέσω περιστροφή στον αέρα. Περίμενα, λοιπόν, την κατάλληλη στιγμή για να του δείξω τις ικανότητές μου.

Έφτασα στην άκρη του βράχου, πήρα μια βαθιά ανάσα, και ακούγοντας τον Maurice να με παροτρύνει από το νερό, έτρεξα μπροστά με αποφασιστικότητα. Την τελευταία στιγμή, αντί να πηδήξω απλά με τα πόδια, όπως είχα κάνει μέχρι τότε, έδωσα μια δυνατή ώθηση με τα πέλματα, τίναξα το σώμα μου στον αέρα και μάζεψα τα πόδια μου σφιχτά στο στήθος μου, περιστρεφόμενη με απόλυτο έλεγχο σαν να ήμουν επαγγελματίας αθλήτρια καταδύσεων.

Ο κόσμος γύρισε για μια στιγμή γύρω μου, και το μόνο που έβλεπα ήταν ουρανός, θάλασσα, βράχια, κι έπειτα και πάλι ουρανός. Μετά την πλήρη περιστροφή, τέντωσα το σώμα μου ξανά, και μπήκα στο νερό με μια σχεδόν τέλεια, κάθετη είσοδο.

Όταν ξαναβγήκα στην επιφάνεια, το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν η έκφραση του Maurice, που με κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια του γουρλωμένα από την έκπληξη και το θαυμασμό. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν έβγαλε ούτε λέξη, απλώς παρέμεινε να με κοιτάζει αποσβολωμένος.

Damn, now Im really impressed!” μου είπε τελικά, με ένα βλέμμα γνήσιου θαυμασμού που έκανε την καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή και τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν.

«Και πού να δεις τη συνέχεια!» του είπα παιχνιδιάρικα, κλείνοντάς του το μάτι, πριν κολυμπήσω κοντά του για να κερδίσω ακόμα ένα τρυφερό, αλμυρό φιλί.

Αφού ξελυσσάξαμε καλά-καλά, και όπως του είχα υποσχεθεί, του έδωσα να μου κρατάει την πετσέτα και άλλαξα μαγιό. Προφανώς και μπορούσα να αλλάξω και χωρίς τη βοήθειά του, αλλά είχα πρόγραμμα, αν γίνομαι αντιληπτή.

My eyes are up here Mister!” τον μάλωσα παιχνιδιάρικα όταν τον συνέλαβα να κοιτάζει το στήθος μου, καθώς δεν είχα φορέσει ακόμα το πάνω μέρος.

Boobiiiiiiiiiiiiiiiiies!” μου είπε ενθουσιασμένος κάνοντάς με να σκάσω στα γέλια.

Είπαμε, είχα πρόγραμμα!

Εκεί είχε και ένα δεύτερο γύρο πασαλείμματος με αντηλιακό, αφενός γιατί το μπικίνι μου άφηνε όλη την πλάτη και την κοιλιά απ’ έξω, και αφετέρου γιατί το χρειαζόμασταν και οι δύο μετά από τόσες βουτιές. Ο ήλιος έκαιγε πολύ, δεν ήταν και η καλύτερη ώρα να κάνω τη λιαστή ντομάτα, οπότε βουτήξαμε και πάλι στο νερό για να μην νταλακιάσουμε.

Καθίσαμε τελικά άλλη μια ώρα και επειδή δεν θέλαμε να γίνουμε στα κάρβουνα, επιστρέψαμε στη βάση μας. Ή να το θέσω αλλιώς, στο σπίτι του για να πάρει ρούχα για να έχει το απόγευμα, και μετά πήγαμε στο δικό μου, όπου μας περίμενε μουτρωμένος ο Blackie, όχι που θα τη γλυτώναμε!

Αφού έφαγα το ξύλο μου σαν άντρας, μπήκαμε και οι δυο στο ντουζ για να βγάλουμε από πάνω μας τα αλάτια. Αυτή τη φορά δεν είχε άρια, δεν είναι κάθε μέρα του αγιαννιού. Δεν είναι ότι δεν προσπάθησε φιλότιμα το αρκούδι μου, προσπάθησε αλλά…

Δεν πειράζει, αρκούσε η πρόθεση. Από την άλλη ο ίδιος δεν είχε ανάλογους περιορισμούς οπότε γονάτισα μπροστά του χωρίς μεγαλύτερη καθυστέρηση και ρίχτηκα επί το έργο. Αυτή τη φορά του πήγε λίγο παραπάνω, πιάστηκαν τα γόνατά μου, αλλά έστω και με κάποια καθυστέρηση έλαβα την ανταμοιβή των κόπων μου, και που στο διάολο πρόλαβε και μαζεύτηκε τόσο πράγμα μέσα σε μερικές ώρες;

Όταν βγήκαμε από το μπάνιο κόντευε να πάει τέσσερις. «Δε μου λες, πεινάς;» τον ρώτησα.

«Λίγο!» μου είπε ντροπαλά, λες και δεν ήταν ο ίδιος που χθες το βράδυ είχαμε φάει μαζί ένα κοπάδι αρνιά.

Αν ήμουν μόνη μου θα είχα παραγγείλει κάτι από το e-food. Το αρκούδι μου ωστόσο ήθελα να το περιποιηθώ.

«Θες να φτιάξω στα γρήγορα μια χωριάτικη ομελέτα;» τον ρώτησα γεμάτη έξαψη στην προοπτική να του μαγειρέψω. «Ντομάτα, πιπεριά, κρεμμύδι, μανιτάρια, τυρί και bacon

«Πολύ θα το ήθελα!» μου απάντησε χαμογελώντας και χωρίς περιττές τζιριτζάτζουλες.

«Ωραία, κάτσε να πάρω ένα τηλέφωνο τη Μαίρη να κανονίσουμε μέρος και ώρα, και πάω να φτιάξω την ομελέτα!»

«Μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι;» με ρώτησε τρυφερά.

«Αμέ! Θα με βοηθήσεις να φάμε την ομελέτα!» του είπα χαχανίζοντας, κερδίζοντας επάξια μια παιχνιδιάρικη στα καπούλια. «Αχνε!» του έκανα κουνώντας προκλητικά τους γοφούς μου, κερδίζοντας άλλη μία!

Και μπράβο μου!

Πήρα τηλέφωνο την Μαίρη και στα γρήγορα δώσαμε ραντεβού στο Μαρούσι στις οκτώ. Κοντά είναι για εμάς και η Μαίρη που μένει στο κέντρο στο Μαρούσι δε χρειάζεται καν να πάρει αυτοκίνητο, με τα πόδια θα πήγαινε στις καφετέριες κάτω από το σταθμό.

Συνοδεία των δυο μου αγοριών, πήγαμε στην κουζίνα όπου ξεκίνησα την προετοιμασία του φαγητού.

«Σίγουρα δε θέλεις κάποια βοήθεια;» με ξαναρώτησε ο γλυκούλης μου.

«Τώρα είμαι σε mode Ελληνίδας μάνας,» του εξήγησα χαχανίζοντας. «Κάτσε ήσυχος …or else!» συνέχισα, κάνοντάς τον να γελάσει.

Είναι που δεν είχε εμπειρία Ελληνίδας μάνας, αλλιώς θα σου έλεγα εγώ! The Horror! The Horror!

Και μια που είπαμε για Ελληνίδα μάνα, ένα μικρό ντουβρουντζά θα μου τον πάθαινε η Ευτύχω όταν θα της μπουμπούνιζα τα μαντάτα για το νέο αίσθημα. Όχι βέβαια στον ίδιο βαθμό με το σοκ που είχε υποστεί όταν κατάλαβε επιτέλους τι καπνό φούμαρε ο ακατανόμαστος—ακόμα θυμάμαι τη μάνα μου να αναφωνεί δραματικά «Που το βρήκες αυτό το φρούτο;»

Είναι κοινό μυστικό ότι ο μόνος άνθρωπος στον πλανήτη που έβρισκε συμπαθητικό τον Αργύρη ήμουν εγώ. Ούτε για τη μάνα του δε θα έπαιρνα όρκο, αλήθεια λέω! Η Μαίρη είχε απειλήσει ουκ ολίγες φορές να του φέρει τηγάνι στο κεφάλι, ενώ οι γονείς μου, αν και σαφώς πιο διακριτικοί—ήμουν μεγάλο κορίτσι πια, τι να έκαναν οι άνθρωποι—δεν είχαν καταφέρει να κρύψουν τη σιωπηρή τους αποδοκιμασία.

Με τον Maurice, βέβαια, ήμουν πιο αισιόδοξη. Εντάξει, προφανώς είχα αγωνία πώς θα τους φαινόταν ο αρκούδος μου, αλλά ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι ο συνδυασμός του ευγενικού του χαρακτήρα, του πανέξυπνου χιούμορ, της βαθιάς του καλλιέργειας, και—κυρίως—του απίστευτα γλυκού και συνεσταλμένου τρόπου του, θα κέρδιζε τις καρδιές τους από το πρώτο λεπτό.

Αποφασίζοντας να αφήσω τις υπαρξιακές ανησυχίες για αργότερα—άλλωστε κοντός ψαλμός αλληλούια—επέστρεψα στην προετοιμασία του φαγητού. Έριξα μια ματιά προς το τραπέζι και μου ξέφυγε ένα τεράστιο χαμόγελο.

Ο Μπλάκι είχε σκαρφαλώσει με αυτοκρατορική άνεση πάνω στο τραπέζι και κυνηγούσε το δάχτυλο του Maurice, το οποίο πήγαινε πέρα-δώθε, προκαλώντας τον μαύρο εξολοθρευτή. Κάθε φορά που κατάφερνε να το πιάσει, το δάγκωνε απαλά και έμενε να τον κοιτάζει με προσμονή, έτοιμος για τον επόμενο γύρο.

«Maurice,» του είπα γελώντας, «αν θες να σε ερωτευτεί, παίξε μαζί του με το laser! Είναι στο σαλόνι, πάνω στο ράφι αριστερά από την τηλεόραση!»

Και εκεί ήταν που έγινε της μουρλής. Αφού δε μου γκρεμίσανε το σπίτι, πάλι καλά να λέω. Ο Μπλάκι μεταμορφώθηκε σε Νίντζα και ο Maurice αποδείχθηκε τόσο ευρηματικός στο πώς έπαιζε το laser πάνω στους τοίχους και τα έπιπλα που νόμιζες ότι ο γάτος μου είχε πέσει μικρός στο καζάνι με τη μεθαμφεταμίνη.

Άντρες, ρε παιδί μου· είτε είναι άνθρωποι, είτε γάτες, είτε σκύλοι, είτε αμοιβάδες, τελικά δεν κάνει καμία διαφορά: με ένα παιχνίδι και λίγο κυνηγητό ξεχνάνε τα πάντα.

Χαχάνισα από μέσα μου, αναλογιζόμενη ότι τελικά τον Αργύρη τον κατέτασσα άνετα στις αμοιβάδες—και μάλιστα από τις λιγότερο εξελιγμένες.

Έκοψα και μια χωριάτικη σαλάτα στα γρήγορα και φώναξα τα αγόρια μου που ήταν ακόμα στο σαλόνι και προσπαθούσαν να το διαλύσουν ότι το φαγητό είναι έτοιμο. Στο Μπλάκι έβαλα την υγρή τροφή του, ξηρά έτρωγε το βράδυ, και ποτέ δεν άλλαζε το πρόγραμμά του. Αν του έβαζα ξηρά το μεσημέρι ή υγρή το βράδι, απλά δεν καταδεχόταν.

Λες και του λόγου μου ήμουν λιγότερο ψυχαναγκαστική… Μωρέ με τον Μπλάκι είχε κυλήσει ο τέντζερης και είχε βρει το καπάκι. Ναι, αυτή την υπέροχη πλευρά μου δεν είχε αρχίσει να την βιώνει ακόμα το αρκούδι μου, αλλά ο καιρός γαρ εγγύς, σκέφτηκα χαχανίζοντας από μέσα μου.

Oh my god, it smells like heaven!” μου είπε ο Maurice δίνοντάς μου ένα φιλάκι πριν κάτσει στο τραπέζι. Μετά κοίταξε καχύποπτα τις ντομάτες. «Είναι Μαραθώνα;» με ρώτησε.

«Όχι, παλουκώσου και τρώγε!» του είπα με όλη μου τη γλύκα, ακόμα σε mode Ελληνίδας μάνας.

Το έπιασε πάντως το υπονοούμενο, οπότε χωρίς περεταίρω καθυστέρηση κάθισε το αρκουδίσιο κωλαράκι του στο τραπέζι. Πήγα στο ψυγείο και έβγαλα δύο κουτάκια μπύρας—ποτήρια και αηδίες δεν έχει—και αφού τα έπλυνα προσεκτικά, τα σκούπισα και τα έφερα και αυτά στο τραπέζι.

Στο μεταξύ είχε ψηθεί και το ψωμί που είχα βγάλει από την κατάψυξη, οπότε αφού το έβαλα και αυτό στο τραπέζι, κάθισα κι εγώ, ενώ ο Maurice με περίμενε υπομονετικά.

«Δεν πιστεύω να μου αρχίσεις τις προσευχές, ε;» τον ρώτησα καχύποπτη και έβαλε τα γέλια.

«Όχι, σε εμπιστεύομαι ότι είσαι καλή μαγείρισσα!» μου απάντησε με deadpan ύφος, κάνοντας αυτή τη φορά να βάλω εγώ τα γέλια.

ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΘΕΟΥΛΗΣ! Η ΕΣΤΩ ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΩΣΟΜΟΣ ΜΙΚΡΟΣ ΘΕΟΥΛΗΣ!

Στο μεταξύ ο Μπλάκι που είχε χλαπακιάσει το φαγητό του έριξε ένα σάλτο στο τραπέζι κοιτάζοντάς μας με το βλέμμα της λυπημένης θλίψης.

«Μη με κοιτάς εμένα έτσι!» πήγα να τον μαλώσω αλλά ο Maurice είχε προλάβει να καταπιεί το δόλωμα αμάσητο, και του έδωσε ένα κομμάτι ομελέτα.

«Μα κοίτα πως με κοιτάζει!» προσπάθησε να απολογηθεί όταν με είδε να τον αγριοκοιτάω. «Σου κάνει καρδιά;» συνέχισε πεταρίζοντας τα μάτια του, και τουμπάροντάς με και πάλι.

Πυγμή, όχι μαλακίες!

«Πώς σου φαίνεται, μωρό μου;» τον ρώτησα μασουλώντας, ο ρομαντισμός θα με φάει.

Ο Maurice χαμογέλασε, σκουπίζοντας λίγο το πιγούνι του με την ανάστροφη του χεριού του—μια κίνηση που μου φάνηκε απίστευτα γλυκιά. «Είναι υπέροχη!» μου είπε με μάτια που έλαμπαν από ειλικρινή ευχαρίστηση.

Στο μεταξύ είχε ξεκινήσει να συνηθίζει και τον ελληνικό ρυθμό: με το που καθάρισε το πρώτο πιάτο, μου το έσπρωξε διακριτικά με ένα σχεδόν ντροπαλό χαμόγελο, λες και φοβόταν μήπως φανεί λαίμαργος. Ο μπαμπάς μου πάντα έλεγε, «όποιος ντρέπεται μένει νηστικός», και ο Maurice τουλάχιστον δε φαινόταν να σκοπεύει να μείνει νηστικός.

Και μπράβο του!

«Ξέρεις τι λατρεύω περισσότερο στην Ελλάδα;» με ρώτησε, ενώ έκανε άλλη μια γενναία βούτα στη σαλάτα.

Σήκωσα παιχνιδιάρικα το φρύδι μου και χαμογέλασα. «Για πες.»

«Το ελαιόλαδο!» αναφώνησε με έναν μορφασμό απόλυτης απόλαυσης. «Στο Βέλγιο κοστίζει μια περιουσία, κι εδώ το ρίχνετε λες και είναι νερό!»

«Και πού είσαι; Αυτό που τρως τώρα είναι Κρητικό λάδι!» του είπα. «Από τις ελιές του θείου μου του Σήφη, του αδερφού του πατέρα μου!» συνέχισα γεμάτη περηφάνια.

«Καλά να είμαστε οι δυο μας και θα ευχαριστηθείς λάδι,» χαχάνισα από μέσα μου!

Συνέχισα κάνοντας κι εγώ μια μεγαλοπρεπέστατη βούτα. «Ισπανία και Ιταλία έχουν καλό λάδι, δε λέω, αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται με το Ελληνικό, και το Κρητικό ειδικά είναι το καλύτερο λάδι στον κόσμο!»

«Δεν το βλέπω;» με ρώτησε με ενθουσιασμό, κάνοντας ακόμα μια μεγαλοπρεπέστατη βούτα στη σαλάτα.

Όταν τελειώσαμε το φαγητό ο γλυκούλης μου προθυμοποιήθηκε να πλύνει τα πιάτα, και με το προθυμοποιήθηκε εννοούμε σφαλιάρα στο κωλαρίνι μου όταν του είπα ότι δεν χρειάζεται, έχω πλυντήριο πιάτων.

I have spoken!” μου απάντησε, προφανώς δεν ήμουν η μόνη που είχα δει το The Mandalorian.

Βέβαια για τα μάτια του κόσμου—ή αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινής για να αρπάξω ακόμα μία—του έκανα ένα γλυκουλινάρικο “But Siiiiiiir…” και στόχος επετεύχθη. Χαχανίζοντας στρογγυλοκάθισα στην καρέκλα, με τον Μπλάκι στην αγκαλιά ενώ ο αρκούδος μου έπλενε τα πιάτα με σχολαστικότητα που έμπαινε βαθιά στα χωράφια της εμμονής.

Note to self: Μάλλον δεν είμαι η μόνη ψυχαναγκαστική του ζευγαριού. Ή μάλλον της τριάδας, μην ξεχνάμε και το κοπρόγατο που εκείνη την ώρα την είχε δει κοπρόσκυλο—ή ίσως έκρινε ότι χρειάζομαι καθάρισμα και του λόγου μου—και μου έγλειφε το χέρι με σχολαστικότητα.

Εκεί του πέταξα την ιδέα να πάμε να πάρουμε καφέ από μια κοντινή καφετέρια που έκανε πολύ καλούς καφέδες, αφενός γιατί η αλήθεια είναι ότι βαριόμουν να φτιάξω καφέ, και κατά δεύτερον να κατέβει και λίγο το φαγητό. Και κάπως έτσι, με τον αρκούδο μου χεράκι-χεράκι πήγαμε στην καφετέρια με μένα να τον καμαρώνω σαν γύφτικο σκεπάρνι.

Γυρίσαμε στο σπίτι και ήπιαμε το καφεδάκι μας χαζολογώντας στο Netflix με μια κωμωδία της συμφοράς, και τελικά λίγο μετά τις επτά, ξεκίνησα να ετοιμάζομαι για την απογευματινοβραδινή μας έξοδο με τη Μαίρη. Και ο Maurice είχε πάρει μαζί του καλά ρούχα—ήθελε να κάνει καλή εντύπωση στην κολλητή μου ο γλυκούλης μου—οπότε κι εγώ δε μπορούσα να τον συνοδεύω σαν το λέτσο!

Είχα ένα γουστόζικο φορεματάκι που είχα αρνηθεί να το φορέσω την Παρασκευή γιατί μου θύμιζε τον ακατανόμαστο. Κρίνοντας ότι ήρθε η ώρα να το ξορκίσω, αποφάσισα να το φορέσω και το χαμόγελο του Maurice όταν με είδε με δαύτο—είχε… ας πούμε αρκετά αποκαλυπτικό μπούστο—ήταν η επιβράβευσή μου.

Μια λαρυγγοσκόπηση αργότερα κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο για να πάμε στο Μαρούσι να βρούμε τη Μαίρη.

Η Μαίρη… Τι παιδί και αυτό!

Μινιόν, γύρω στο 1,60, αλλά με αναλογίες μοντέλου, μαύρα κορακίσια μαλιά και αμυγδαλωτά μάτια ίδιου χρώματος, είναι αυτό που λένε “A dame to kill for.” Πέντε χρόνια μεγαλύτερη μου, τη γνώρισα μέσω ενός κοινού γνωστού όταν ήμουν είκοσι. Τελείως αντίθετες μεταξύ μας, κολλήσαμε από την πρώτη στιγμή και αν υπάρχει μία λέξη που θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει είναι η λέξη “αντιφατική.”

Πλουσιοκόριτσο των βορείων προαστίων, από τζάκι που λέμε, και μεγαλωμένη με γαλλικά, μπαλέτο και πιάνο—και δεν το λέω μεταφορικά—ταυτόχρονα είχε μαύρη ζώνη και τρία dan στο kung-fu. Χωρίς να έχει καμία απολύτως ανάγκη να εργαστεί για να ζήσει, δούλευε σαν σκυλί σε μια από τις οικογενειακές επιχειρήσεις.

Bossy και ψαρωτική με τρόπο που θα ζήλευε ακόμα και ο λοχίας Hartman, στο σεξ ήταν το τελείως αντίθετο άκρο—και δε μιλάμε για τις συνηθισμένες παιχνιδιάρικες σφαλιάρες στα πισινά, που στην τελική μου αρέσουν κι εμένα. Τι βίτσες, μου είχε πει, τι μαστίγια, τι βελόνες, τι κεριά… Την πρώτη φορά που μου είχε μιλήσει για δαύτα μου είχαν πέσει τ’ αφτιά, είχα μείνει να την κοιτάζω σαν μαλάκας.

Σχέσεις; Ναι, καλά… Είχε δυο-τρεις ημιμόνιμους έμπειρους και έμπιστους παρτενέρ για τα σαδομαζοχιστικά της παιχνίδια—μαζοχίστρια είναι, όχι αυτοκτονική—και από εκεί και πέρα άλλαζε τους άνδρες σαν τα φορέματά της, και είχε μεγάλη συλλογή από δαύτα—η walk-in ντουλάπα της ήταν μεγαλύτερη από το δωμάτιό μου.

Ήμουν σίγουρη πως το ίδιο απόγευμα θα την έβλεπα όπως πάντα: έξυπνη, κεφάτη, με το γνωστό καυστικό της χιούμορ και έτοιμη να περάσει από εξονυχιστικό έλεγχο τον Maurice . Όπως ήμουν σίγουρη πως ο αρκούδος μου θα την κέρδιζε από τις πρώτες κουβέντες.

Οχτώ ακριβώς, Άγγλοι στο ραντεβού μας ήμασταν στην καφετέρια. Η Μαίρη δεν είχε έρθει ακόμα, το πεντάλεπτο της μεγαλοπρέπειας ήταν εκ των ων ουκ άνευ ακόμα και αν είχε ραντεβού με τον Πάπα. Καθίσαμε και φώναξα την γκαρσόνα να παραγγείλουμε τις μπύρες μας. Ο Maurice με κοίταξε αβέβαιος.

«Να μην περιμένουμε τη Μαίρη;»

«Είναι βασική της αρχή να μην είναι ποτέ στην ώρα της,» του απάντησα, και με κοίταξε ερωτηματικά. «Όταν τη δεις, θα καταλάβεις!» τον διαβεβαίωσα.

Πράγματι, οκτώ και πέντε νταν, να σου και η λεβέντισσα. Περπατώντας με έναν αέρα που έκανε όλα τα κεφάλια να γυρίσουν προς το μέρος της, φορώντας ένα υπέροχα κομψό καλοκαιρινό φόρεμα, έφτασε στο τραπέζι μας. Ο Maurice, με το που την είδε να πλησιάζει, σηκώθηκε αμέσως όρθιος με εκείνη τη χαρακτηριστική του ευγένεια, κάνοντάς με να ανασηκωθώ και εγώ λίγο αδέξια, με μικρή καθυστέρηση, σαν παιδάκι που μιμείται τους μεγάλους.

«Καλώς τη μου!» της είπα γεμάτη χαμόγελο και την αγκάλιασα σφιχτά, δίνοντάς της ένα ηχηρό φιλί στο μάγουλο. Εκείνη μου ανταπέδωσε με ένα πονηρό μειδίαμα και ένα γρήγορο, διερευνητικό βλέμμα στον Maurice.

«Λοιπόν,» συνέχισα αυτή τη φορά στα αγγλικά, γυρίζοντας προς τον Maurice και νιώθοντας την καρδιά μου να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα. «Να σας κάνω τις συστάσεις. Maurice, από εδώ η Μαίρη, η κολλητή μου. Μαίρη, ο Maurice, το αγόρι μου!»

Δεν μου διέφυγε πώς άστραψαν τα μάτια του με χαρά μόλις είπα «my boyfriend». Αν είχα πιάσει το Τζόκερ την Παρασκευή, τώρα ήμουν σίγουρη ότι είχα πάρει και το bonus.

Hello Mary!” της είπε με φυσικότητα, κάνοντας μια ελαφρά υπόκλιση και δίνοντάς της το χέρι του.

Κοίταξα τη Μαίρη με κομμένη την ανάσα, προσπαθώντας να διαβάσω στο βλέμμα της αν αυτό της είχε κάνει καλή εντύπωση. Εκείνη του έσφιξε ευγενικά το χέρι, αλλά το χαμόγελό της παρέμεινε συγκρατημένο, όπως έκανε πάντα όταν περνούσε κάποιον από τον γνωστό, εξονυχιστικό της έλεγχο.

Hello Maurice,” απάντησε ευγενικά, με βλέμμα που τον σκάναρε από πάνω μέχρι κάτω μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.

Και τότε ο Maurice, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, έπιασε την πλάτη μιας καρέκλας, τραβώντας την ελαφρά προς τα πίσω και κάνοντας ευγενικά νόημα στη Μαίρη να καθίσει. Η κολλητή μου δίστασε για μια στιγμή, το βλέμμα της καρφωμένο πάνω του με μια έκφραση διερευνητική και μάλλον επιφυλακτική—ένα βλέμμα που κάθε φορά που το αντίκρυζα μου κοβόντουσαν τα ποδάρια. Ο Maurice όμως παρέμεινε εντελώς ήρεμος και απλά την περίμενε υπομονετικά να κάτσει, χαρίζοντάς της ένα απλό, χαμόγελο.

«Ευχαριστώ,» του είπε τελικά η Μαίρη, αφήνοντας την ένταση να υποχωρήσει από το πρόσωπό της, και κάθισε στην καρέκλα με τη χαρακτηριστική της χάρη.

Ο Maurice στράφηκε τότε προς το μέρος μου, σηκώνοντας ελαφρά τα φρύδια του και χαμογελώντας πειραχτικά, λες και ήθελε να μου πει: «Εσύ, δεσποινίς, σκοπεύεις να καθίσεις κάποια στιγμή ή θα μείνεις όρθια να μας θαυμάζεις;» Με μια μικρή, ντροπαλή καθυστέρηση κάθισα και τον δικό μου κώλο κάτω, νιώθοντας τα μάγουλά μου να παίρνουν φωτιά.

Η Μαίρη μας κοίταξε και τους δύο για μερικές στιγμές και μετά στράφηκε προς τον Maurice. Ωχ Παναγία μου, ξεκινάει η ιερά εξέταση. Το ίδιο είχε κάνει και με τον ακατανόμαστο, ο οποίος μπροστά της αποδείχτηκε μαγκιά και κλανιά, παρά το γεγονός ότι αντιπάθησαν ο ένας τον άλλον με την πρώτη ματιά.

«Λοιπόν, Maurice,» ξεκίνησε στα αγγλικά με αυτόν τον τρόπο της που συνήθως προμήνυε ανάκριση, αφήνοντας την πρόταση να αιωρείται με νόημα.

Ο τελευταίος, εντελώς ατάραχος, απλά χαμογέλασε ευγενικά, περιμένοντας τη Μαίρη να συνεχίσει. Εκείνη ανασήκωσε ελαφρά τα φρύδια της, ίσως και με λίγη έκπληξη, γιατί συνήθως εκείνη ήταν που έκανε τους άλλους να νιώθουν αμήχανοι με τις σιωπές της. Σαν να τον επανεκτιμούσε, έγειρε ελαφρά προς τα πίσω στην καρέκλα της, υιοθετώντας μια στάση πιο χαλαρή και παιχνιδιάρικη.

Η σιωπή ανάμεσά τους κράτησε μερικά δευτερόλεπτα, αρκετά ώστε να μου ανεβάσουν τους παλμούς, μέχρι που η Μαίρη αποφάσισε τελικά να την σπάσει.

«Από πού είσαι, Maurice;» τον ρώτησε με ελαφρά χαμόγελο, παρατηρώντας τον προσεκτικά, λες και προσπαθούσε να διαβάσει κάτι πίσω από τις λέξεις που επρόκειτο να πει.

«Από τη Λιέγη,» της απάντησε ο Maurice ευγενικά, κάνοντας μια ελαφριά χειρονομία με το χέρι του. «Αν και, από τότε που ξεκίνησα την πρώτη μου δουλειά μετά το πανεπιστήμιο, μένω στις Βρυξέλες.»

«Είσαι καιρό στην Ελλάδα;» συνέχισε η Μαίρη, σκύβοντας ελαφρώς μπροστά σαν να προσπαθούσε να ακούσει κάποιο μυστικό.

«Από τα μέσα Φλεβάρη,» της απάντησε εκείνος, προσφέροντας κι ένα ζεστό χαμόγελο. «Και, όπως φαίνεται, θα είμαι για αρκετό καιρό ακόμα.»

Η Μαίρη έγειρε το κεφάλι της λίγο πλάγια, εξετάζοντάς τον διερευνητικά: “Digital nomad?” τον ρώτησε, επαναλαμβάνοντας ακριβώς τη δική μου ερώτηση από την πρώτη μας συνάντηση, και περιμένοντας την απάντηση με πραγματικό ενδιαφέρον.

Αυτή τη φορά, όμως, η απάντησή του ήταν διαφορετική και, ω Θεέ μου, με έκανε να αισθανθώ ένα μικρό φτερούγισμα στο στήθος:

«Όχι,» είπε ο Maurice ήρεμα. «Είμαι εδώ ως subcontractor της Accenture,» εξήγησε, με τη Μαίρη να γνέφει καταφατικά, αναγνωρίζοντας αμέσως την εταιρία. «Να σου πω την αλήθεια όμως,» πρόσθεσε κοιτώντας με γρήγορα, φευγαλέα και χαμογελώντας τρυφερά, «έχει αρχίσει και μου αρέσει η ζωή εδώ. Οπότε, ποιος ξέρει; Μπορεί και να καταλήξω!»

Κόντεψα να πνιγώ με το σάλιο μου. Εκείνη τη στιγμή η καρδιά μου έκανε τουλάχιστον διακόσιες κωλοτούμπες, ενώ η Μαίρη προσπάθησε—ανεπιτυχώς—να κρύψει το πονηρό της χαμόγελο.

«Τι σου αρέσει περισσότερο;» συνέχισε εκείνη, με μια χροιά στη φωνή της που έδειχνε ότι του έδινε πόντους.

Ο Maurice χαμογέλασε και ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους. «Οι Έλληνες είστε υπέροχα χαοτικοί,» της απάντησε με ειλικρίνεια, χαμογελώντας πλατιά. «Ξέρεις, στην αρχή με είχαν προειδοποιήσει ότι θα δυσκολευτώ να προσαρμοστώ,» συμπλήρωσε με ένα παιχνιδιάρικο μειδίαμα. «Είναι όντως λίγο δύσκολο, ειδικά η κάπως... χαλαρή σχέση σας με τις ημερομηνίες,» συνέχισε, και εδώ χαχάνισε διακριτικά, κερδίζοντας ένα αυθόρμητο χαμόγελο από τη Μαίρη. «Αλλά δεν ξέρω… ίσως μου αρέσουν οι προκλήσεις,» είπε με έναν σκεπτικό τόνο, αφήνοντας ένα-δυο δευτερόλεπτα σιωπής πριν χαμογελάσει πάλι. «Ή ίσως βρίσκω αναζωογονητική αυτή τη χαλαρότητα, κι ας μου κάνει τη ζωή δύσκολη ώρες-ώρες.»

Και τότε το χαμόγελό του έγινε ακόμα πιο πονηρό:

«Για να μη μιλήσω για τον ήλιο, τη θάλασσα και τα παϊδάκια,» κατέληξε, και αυτή τη φορά δεν άντεξε και γέλασε δυνατά, κάνοντας τη Μαίρη να τον ακολουθήσει. «Θεέ μου, αυτά τα παϊδάκια!» πρόσθεσε με πραγματική ευδαιμονία.

Η αντίδραση της Μαίρης με έκανε να λιώσω ακόμα περισσότερο. Το γέλιο της ήταν αυθεντικό, ειλικρινές, και τα μάτια της έλαμψαν πραγματικά με ενθουσιασμό.

«Προλάβαμε και σε χαλάσαμε, Maurice;» τον ρώτησε πειραχτικά, σκύβοντας προς το μέρος του σαν να μοιράζονταν μια μικρή συνομωσία.

No!” της απάντησε εκείνος εμφατικά, με το χαμόγελό του να φωτίζει ακόμα περισσότερο το πρόσωπό του. “Youve shown me the light!” συμπλήρωσε, με την έκφρασή του να είναι γεμάτη ζωντάνια και ενθουσιασμό, κάνοντας την καρδιά μου να χτυπάει ακόμα πιο δυνατά.

«Τι άλλο έχεις προλάβει να μάθεις για την Ελλάδα,» τον ρώτησε η Μαίρη.

«Ότι απαγορεύεται διά ροπάλου να φοράς πέδιλα με κάλτσες!» της απάντησε με deadpan ύφος, κάνοντας να της ξεφύγει ένα ροχαλητό. Μετά χαχανίζοντας και ο ίδιος συμπλήρωσε «Όταν με είδε το πρωί η Σόφη κόντεψε να πάθει αποπληξία και άρχισε να με γκαζώνει, και ο φουκαράς δεν μπορούσα να καταλάβω πόσο ειδεχθές ήταν το έγκλημα μου διέπραξα!» συνέχισε, κερδίζοντας και πάλι το γέλιο της.

«Ναι, αλλά τώρα ξέρεις, έτσι αρκούδι μου;» τον ρώτησα τρυφερά.

«Ναι, μικρή μου μάγισσα!» μου απάντησε το ίδιο τρυφερά, κάνοντάς με να λιώσω.

«Γκουχ-γκουχ!» μας έκανε η Μαίρη χαχανίζοντας, θέλοντας να μας δείξει ότι είναι ακόμα εδώ.

Η βραδιά συνεχίστηκε το ίδιο όμορφα και το διαλύσαμε γύρω στις δέκα καθώς η επόμενη ήταν Δευτέρα, και ποιος πάει δουλειά την τύχη μου μέσα. Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά πάντως είναι ότι ο Maurice την κέρδισε τη Μαίρη, κάτι το οποίο δεν το λες και εύκολο.

«Λοιπόν, πώς σου φάνηκε η Μαίρη,» τον ρώτησα με το που μπήκαμε στο αυτοκίνητο για να με γυρίσει στο σπίτι.

She is feisty, but shes not a pixie!” μου είπε και μετά γύρισε και με κοίταξε. “She is a true Dame!” μου είπε με γνήσιο θαυμασμό. “Not my type, but I liked her; I liked her a lot!” συμπλήρωσε.

She liked you too,” του απάντησα χαμογελαστή. “She is a very difficult gal to impress, and yet you did!”

“What can I say?” μου είπε κοιτάζοντάς με σκανταλιάρικα. “I’m perfection incarnated!”

Όταν με γύρισε σπίτι το βράδυ, κατέβηκε να με συνοδέψει μέχρι την εξώπορτα. Αν και είχα μόλις αρχίσει να τον μαθαίνω, από τη στάση του κατάλαβα ότι δεν ήθελε να περάσει και πάλι το κατώφλι, και όσο και αν ήθελα να ανέβει και να κοιμηθούμε και πάλι μαζί, κατάφερα να κρατηθώ.

So,” μου είπε κρατώντας τα χέρια μου στα χέρια του και κοιτάζοντάς με στα μάτια. «Τι ώρα σχολάς αύριο το απόγευμα;»

«Δευτέρες και Τρίτες κατεβαίνω στα κεντρικά, στον Πειραιά. Συνήθως γυρνάω λίγο μετά τις επτά.»

Χαμογέλασε παιχνιδιάρικα. “Netflix and chill, afterwards?”

«Και σουβλάκια!» του απάντησα χαμογελώντας. «Από το καλύτερο σουβλατζίδικο της περιοχής!»

«Τώρα μιλάς σωστά,» μου είπε και έσκυψε και να με φιλήσει.

Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το σβέρκο του και τον έφερα κοντά μου, αδιαφορώντας ότι ήμουν στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ήμουν με τ’ αγόρι μου, τον αρκούδο μου, και στο διάολο όλα.

Όταν με άφησε μπήκα μέσα και έκλεισα την πόρτα. Γύρισα και τον κοίταξα όσο απομακρυνόταν για να πάει στο αυτοκίνητο, και μόνο όταν μπήκε μέσα και ξεκίνησε να γυρίσει σπίτι του ανέβηκα στο δικό μου. Ανέβηκα πάνω που με περίμενε σαν μαντρόσκυλο ο Μπλάκι, και αφού άλλαξα επέστρεψα στο σαλόνι και κάθισα στον καναπέ ανάβοντας το air-condition.

Και φυσικά το πρώτο πράγμα που έκανα, αφού ο Μπλάκι βολεύτηκε στην αγκαλιά μου, ήταν να πάρω τηλέφωνο τη Μαίρη.

«Βρε βρε,» μου απάντησε κοροϊδευτικά. «Χαθήκαμε βρε ψυχή!»

«Μωρή άσε το δούλεμα!» της είπα γεμάτη αγωνία. «Πώς σου φάνηκε;»

«Το πέρασε το πρώτο τεστ!» μου είπε χαχανίζοντας και κάνοντάς με να ξεφυσήσω από την ανακούφιση. «Αλλά πες του να μην επαναπαύεται… or else!» συνέχισε με ψεύτικα απειλητικό ύφος. «Και τώρα ξέρασέ τα όλα τι έγινε από χθες το απόγευμα και μετά! Με το Νι και με το Σίγμα!»

Πήρα βαθιά ανάσα και ξεκίνησα.


6. Δευτέρα κάτι έχω, την Τρίτη δεν αντέχω

Βολεύτηκα στον καναπέ με τα πόδια μου διπλωμένα κάτω από το σώμα μου, κρατώντας το κινητό με τον ώμο και το αυτί ενώ τα χέρια μου αγκάλια-ζαν ένα μαξιλάρι. Το φως του δρόμου έμπαινε από το παράθυρο ενώ ο Μπλάκι τελικά την κοπάνησε από την αγκαλιά μου και άραξε στο γατόδεντρό του.

Εννοείται ότι της τα είπα από την αρχή με το νι και με το σίγμα. Κάθε λεπτομέρεια, κάθε βλέμμα, κάθε άγγιγμα. Η φωνή μου ανέβαζε και κατέβαζε τόνους καθώς αναβίωνα τη βραδιά, τα χέρια μου κινούνταν στον αέρα παρόλο που δεν μπορούσε να με δει.

Και αν κρίνω από τον αριθμό των γεμάτων έκπληξη «ΜΩΡΗ!?!?!?!?» που διέκοψαν την αφήγησή μου—τουλάχιστον πέντε-έξι—πρέπει να ένιωσε πολύ περήφανη για το πουλέν της!

«Σε κατάφερε με τη δεύτερη το θηρίο;» με ρώτησε γελώντας. Άκουγα το χαμόγελο στη φωνή της, εκείνο το πονηρό χαμόγελο που ήξερα ότι θα είχε αν ήμασταν πρόσωπο με πρόσωπο.

Έριξα το κεφάλι μου πίσω στον καναπέ και αναστέναξα θεατρικά. «Ναι! Μου ήρθε από το πουθενά και είδα αστεράκια και πεταλουδίτσες.» Έκανα μια παύση, δαγκώνοντας το κάτω χείλος μου. «Εντάξει, δεν ήταν και ο πιο δυνατός που έχω ζήσει, αλλά beggars can't be choosers

Ένα δυνατό γέλιο ήρθε από την άλλη μεριά της γραμμής. «Άξιος! Άξιος!» μου απάντησε, και την άκουσα να χτυπάει το χέρι της κάπου—μάλλον στο τραπέζι.

Σηκώθηκα λίγο από τον καναπέ, το ένα μου χέρι άρχισε να κάνει νευρικές κινήσεις. «Άξιος δε θα πει τίποτα.» Το πρόσωπό μου κοκκίνισε ελαφρά από την ανάμνηση. «Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη που δε μου πήρε ούτε πέντε λεπτά να τον κάνω να δει και του λόγου του αστεράκια και πεταλουδίτσες!» Σταμάτησα για δραματικό εφέ. «Να με πνίξει κόντεψε!»

Η Μαίρη έβαλε τα γέλια—ένα από εκείνα τα γνήσια, δυνατά γέλια της που με έκαναν πάντα να γελάω κι εγώ. Πίεσα το μαξιλάρι πιο σφιχτά στην αγκαλιά μου, προσπαθώντας να πνίξω τα δικά μου χαχανητά.

«Και όχι τίποτε άλλο,» συνέχισα, κουνώντας το κεφάλι μου με απορία, «αλλά πότε πρόλαβε και μαζεύτηκε τόσο πράγμα;»

«Ένα κοπάδι παϊδάκια φάγατε!» μου απάντησε γελώντας. Την άκουσα να παίρνει ανάσα πριν συνεχίσει. «Είχε πράμα να μεταβολίσει!»

Χτύπησα το μέτωπό μου με την παλάμη μου σε μια υπερβολική χειρονομία απόγνωσης. «Διπλή δόση πρωτεΐνης, και μετά αναρωτιέμαι γιατί δεν φεύγουν αυτά τα ρημάδια τα κιλά!» Η φωνή μου πήρε μια δραματική χροιά απελπισίας που την έκανε να χαχανίσει ακόμα περισσότερο.

«Μωρή αν ήταν να παχαίνεις από αυτό, θα είχα γίνει ελέφαντας!» μου απάντησε η ξεδιάντροπη.

Αυτή τη φορά δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Διπλώθηκα στα δύο από τα γέλια, το κινητό κόντεψε να πέσει από τον ώμο μου. Το έπιασα με το χέρι μου την τελευταία στιγμή, ακόμα γελώντας.

«Καλά να είμαστε και θα στον κάνω μούμια!» της απάντησα όταν κατάφερα να πάρω ανάσα. Σκούπισα ένα δάκρυ από τα γέλια από τη γωνία του ματιού μου. «Εδώ είχα κάνει το μαλάκα, τον αρκούδο μου θα αφήσω στην απ' έξω;»

Άκουσα έναν ήχο αγανάκτησης από την άλλη μεριά. «Μη μου τον θυμίζεις δαύτον και μου ανεβάζεις την πίεση!» μου είπε με φωνή που έδειχνε ότι σοβάρεψε ξαφνικά.

Ανασήκωσα τους ώμους μου, παρόλο που δεν μπορούσε να με δει. «Εντάξει, γενικά ήταν μεγάλος μαλάκας,» παραδέχτηκα, «αλλά να είμαστε και δίκαιοι.» Έκανα μια μικρή παύση, το βλέμμα μου έπεσε στον Μπλάκι που κοιμόταν ήρεμα. «Εμένα μου φερόταν πολύ καλά και αγαπούσε και τα ζώα!»

«Αυτό θα έλειπε να σε κακομεταχειριζόταν και από πάνω.» Η φωνή της Μαίρης είχε πάρει εκείνο τον προστατευτικό τόνο που έπαιρνε όταν μιλούσε για τους πρώην μου. «Θα τον είχα φυτέψει στις γλάστρες σου!» μου δήλωσε με απόλυτη σοβαρότητα.

Χαμογέλασα. Με τα τρία νταν που έχει του λόγου της στο kung-fu, δεν θα της ήταν καν κόπος.

«Τέλος πάντων,» είπα κάνοντας μια αδιάφορη κίνηση με το χέρι μου, «μας τελείωσε οριστικά αυτός.»

«Ακριβώς.» Άκουσα τη Μαίρη να παίρνει μια ανάσα. «Και ισχύει αυτό που σου είπα, μου έκανε πολύ καλή εντύπωση ο Maurice

Σταμάτησε ξαφνικά, σαν κάτι να σκέφτηκε. Ένιωσα την καρδιά μου να επιταχύνει ελαφρά από την αγωνία. Όταν συνέχισε, η φωνή της είχε εκείνη την πονηρή χροιά που έδειχνε ότι χαμογελούσε πλατιά.

«Και απ' όσο μπορώ να καταλάβω τους άνδρες, δεν είσαι η μόνη που έχει κάνει τσιχλόφουσκα τη λαμαρίνα!»

Πετάχτηκα όρθια από τον καναπέ, το μαξιλάρι έπεσε στο πάτωμα. «Αχ, λες;» τη ρώτησα με λαχτάρα που δεν προσπάθησα καν να κρύψω. Η φωνή μου ανέβηκε μια οκτάβα από τον ενθουσιασμό.

«Λέω, λέω!» μου απάντησε καθησυχαστικά, με τη φωνή της γεμάτη τρυφερότητα και σιγουριά.

Άφησα τον εαυτό μου να πέσει πάλι στον καναπέ, ένα τεράστιο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό μου. Αγκάλιασα τα γόνατά μου στο στήθος μου, νιώθοντας σαν έφηβη που μόλις έμαθε ότι αρέσει στο αγόρι που της αρέσει.

Και εκείνη την στιγμή, λες και ήταν συντονισμένος μαζί μου με κάποιον τρόπο, το κινητό μου έκανε το χαρακτηριστικό μπιπ των μηνυμάτων. Το όνομά του στην οθόνη με έκανε να χαμογελάσω τόσο πλατιά που πόνεσαν τα μάγουλά μου.

«Μου έστειλε μήνυμα!» είπα στη Μαίρη με ενθουσιασμό δεκαεξάχρονης πιτσιρίκας. Η φωνή μου ανέβηκε δύο οκτάβες και άρχισα να κουνάω τα πόδια μου πάνω-κάτω σαν μικρό παιδί που περιμένει να ανοίξει δώρο.

«ΧΑΧΑΧΑ σιγά μωρή, μας κόλλησες μέλια!» Η Μαίρη γελούσε τόσο δυνατά που σχεδόν την άκουγα να δακρύζει.

Αγκάλιασα το κινητό στο στήθος μου δραματικά, σαν να ήταν ερωτικό γράμμα από άλλη εποχή. «Με σκέφτεται το αρκούδι μου, αφού!» της είπα τραβώντας το “ου” σε ένα μακρόσυρτο, παιδιάστικο τραγούδισμα, κάνοντας την Μαίρη να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.

Άκουσα να παίρνει βαθιές ανάσες προσπαθώντας να ηρεμήσει. «Λοιπόν, άντε στο αρκούδι σου,» είπε τελικά όταν κατάφερε να σταματήσει να γελάει. «Να πάω να κάνω κι εγώ για φρέσκα. Αύριο πρωί-πρωί πετάω για Θεσσαλονίκη!»

Ανασήκωσα το ένα μου φρύδι με νόημα, παρόλο που δεν μπορούσε να με δει. Έβαλα την πιο αθώα φωνή που είχα. «Δουλειές;» τη ρώτησα, ενώ ήξερα πολύ καλά ότι ένας από τους ημιμόνιμους των σαδομαζοχιστικών της παιχνιδιών ήταν σαλονικιός. Τον είχα ακούσει να αναφέρεται σαν “ο βόρειος” στις ιστορίες της.

«Μεταξύ άλλων!» μου είπε χαχανίζοντας με εκείνο τον τρόπο που έδειχνε ότι είχε ήδη αρχίσει να σχεδιάζει.

Ακούμπησα πίσω στον καναπέ, υιοθετώντας την πιο ουδέτερη στάση που μπορούσα. «Κατάλαβα, θα γαμηθείς στη δουλειά!» της είπα με απόλυτα deadpan ύφος και της ξέφυγε ένα ροχαλητό. «ΠΟΥ και ΞΥ;» τη ρώτησα χρη-σιμοποιώντας τη δική της κωδική ορολογία.

«Ο βόρειος είναι πιο πολύ του ΞΥ παρά του ΠΟΥ,» μου απάντησε χαχανίζοντας. «Βέβαια εξαρτάται από τις ορέξεις του…» συνέχισε στενάζοντας ελαφρά. «Όταν έχει… ααααχ… και ΤΣΟ+ΛΟ και ΠΟΥ+ΞΥ και όλα τα καλά!»

Σούφρωσα τα χείλη μου σκεπτική. «Μωρή, απορία το έχω,» της είπα, γέρνοντας το κεφάλι μου στο πλάι. «Δε φοβούνται μη στραβώσεις και τους φυτέψεις στις γλάστρες τους;»

«Όχι, γιατί να φοβηθούν;» Η φωνή της πήρε εκείνη την πονηρή χροιά που ήξερα τόσο καλά. «Όταν λέμε ΠΟΥ και ΞΥ εννοούμε και τα δύο.» Έκανε μια δραματική παύση. «ΠΟΥ βρίσκω εύκολα, αλλά το άλλο... το άλλο είναι τέχνη,» μου απάντησε με λάγνα φωνή που με έκανε να κουνήσω το κεφάλι μου χαμογελώντας. «Αφού στα έχω πει μωρή!»

Σηκώθηκα από τον καναπέ, κρατώντας ακόμα το κινητό. «Τι να πω... έκαστος εφ ω ετάχθη!» Κοίταξα την οθόνη του κινητού μου που είχε ακόμα το μήνυμα του Maurice ανοιχτό. «Λοιπόν, σε αφήνω να πας για φρέσκα και πάω να πάρω κι εγώ τηλέφωνο το αρκούδι μου!»

«Φιλάκια μωρό μου!» Σταμάτησε για μια στιγμή. «Α, εσύ τι θα κάνεις;»

Ένα πονηρό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό μου. Έκανα μια στροφή στη μέση του σαλονιού, σαν να χόρευα. «Αύριο γραφείο...» έκανα μια παύση για δραματικό εφέ, «αλλά το απόγευμα... Netflix και chill!» της απάντησα, το χαμόγελό μου άνοιξε ακόμα περισσότερο.

«Να σου πω, πάρε κι εσύ προφυλακτικά...»

«Εννοείται!» της απάντησα, παίζοντας πονηρά με τα μάτια μου—κάνοντας εκείνη την κίνηση με τα φρύδια που κάνω όταν υπονοώ κάτι, και ας μη με έβλεπε! «Λοιπόν, καλό ταξίδι και να μου προσέχεις!»

«Ναι μαμά!» μου είπε ειρωνικά με εκείνη τη φωνή που χρησιμοποιούν τα παιδιά όταν τους κάνουν παρατήρηση οι γονείς τους.

Στείλαμε τηλεφωνικά φιλάκια η μία στην άλλη—εκείνα τα υπερβολικά μουάκ μουάκ που κάναμε από τότε πρωτογνωριστήκαμε—και έκλεισα το τηλέφωνο.

Έμεινα για λίγο να κοιτάζω τη συσκευή στο χέρι μου, το μήνυμα του Maurice ακόμα ανοιχτό στην οθόνη. Τα δάχτυλά μου χάιδευαν νευρικά την άκρη της οθόνης. Δάγκωσα το κάτω χείλος μου προσπαθώντας να συγκρατήσω το χαμόγελό μου που ήθελε να σκάσει, αλλά ήταν μάταιο. Οι άκρες του στόματός μου ανέβαιναν από μόνες τους. Πήρα μια βαθιά ανάσα, στρογγυλοκάθισα καλύτερα στον καναπέ, και πάτησα το εικονίδιο του messenger για να τον καλέσω, νιώθοντας τις πεταλούδες στο στομάχι μου να χορεύουν ξανά σαν τρελές.

Η οθόνη άναψε και εκεί ήταν. Το πρόσωπό του γέμισε την οθόνη και ένιωσα την καρδιά μου να χάνει ένα χτύπο.

«Αρκούδι μουυυυυυυυυυυυυυυ!» του είπα ελληνικά, τραβώντας το “ου” σε ένα μακρόσυρτο νιαούρισμα. Ήξερε τι σήμαινε γιατί του το είχα εξηγήσει, και έσκυψα κοντά στην κάμερα στέλνοντάς του ένα σκασμό φιλάκια στον αέρα.

«Μικρή μου μάγισσα!» μου απάντησε τρυφερά με φωνή που έσταζε συναίσθημα. Το πρόσωπό του στην οθόνη σχεδόν έλαμπε, τα μάτια του γεμάτα ζεστασιά.

Και πάρ’την κάτω τη δικιά σου. Έλιωσα σαν παγωτό στον ήλιο.

Προσπάθησα να ανακτήσω λίγο από την ψυχραιμία μου, ίσιωσα την πλάτη μου και σήκωσα το ένα μου φρύδι πειρακτικά. «Για μικρή μάγισσα με λες και μεγαλόσωμη!» του απάντησα, κάνοντας μια υπερβολική χειρονομία προς το σώμα μου.

Τον είδα να γέρνει λίγο το κεφάλι του στο πλάι, το χαμόγελό του πλάτυνε. «Σχεδόν τα πάντα είναι σχετικά,» μου είπε με νόημα.

Σούφρωσα τα χείλη μου σκεπτική, παίζοντας με μια τούφα από τα μαλλιά μου. «Όχι τα πάντα;»

Το πρόσωπό του πήρε μια σοβαρή έκφραση και κάθισε λίγο πιο ίσια. «Η πρόταση “τα πάντα είναι σχετικά,” είναι απόλυτη!» μου απάντησε σοβαρός-σοβαρός με δασκαλίστικο ύφος, σηκώνοντας ελαφρά το δάχτυλό του σαν να έκανε μάθημα.

Γέλασα μέσα μου. Ήξερα ακριβώς πού πήγαινε αυτό. «Τα πάντα είναι σχετικά, και αυτό σχετικό;» τον ξαναρώτησα, γέρνοντας το κεφάλι μου στην άλλη μεριά και κάνοντας τον κέφι. Φυσικά και είχα καταλάβει τι απάντηση θα μου έδινε, αλλά μου άρεσε το δασκαλίστικο του ύφος! Ήταν σέξι με έναν περίεργο τρόπο.

Έκανε μια δραματική παύση, τα μάτια του στένεψαν ελαφρά. «Και αυτό είναι απόλυτη ως δήλωση!» μου δήλωσε, το δάχτυλό του κινήθηκε πάλι στον αέρα. Συνέχισε να με κοιτάζει σα δάσκαλος που εξηγεί κάτι σε επίμονη μαθήτρια, αλλά μετά το πρόσωπό του μαλάκωσε και χαμογέλασε. «Δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτό, μωρό μου. Δεν υπάρχει σύνολο που να περιέχει τα πάντα, οδηγεί σε λογική αντίφαση!»

Ακούμπησα πίσω στον καναπέ με ένα πονηρό χαμόγελο. «Άρα όταν λες σε κάποιον “θα σου δώσω τα πάντα!” είναι λογική πλάνη!» του είπα πειρακτικά, παίζοντας με το μενταγιόν στο λαιμό μου.

Τον είδα να σκέφτεται για μια στιγμή, το χέρι του πήγε στο πιγούνι του. «Αν το θέσεις ακριβώς με αυτό τον τρόπο, ναι,» μου εξήγησε μετρημένα. «Αν ωστόσο το θέσεις ως “τα πάντα που είναι στο χέρι μου να σου δώσω,” τότε δεν είναι απαραίτητα λογική πλάνη.»

Σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα, τα μάτια του με κοίταζαν έντονα μέσα από την οθόνη. Ένιωσα να ανατριχιάζω ελαφρά.

«Από εκεί και πέρα, το αν αυτό θα αποδειχτεί αλήθεια ή ψέμα, είναι διαφορετική συζήτηση!»

Σηκώθηκα λίγο από τον καναπέ από τον ενθουσιασμό μου. «Καλά, θα ξεκινήσουμε με τα απλά, τότε!» του είπα χαχανίζοντας, τινάζοντας τα μαλλιά μου πίσω. «Σε περιμένω αύριο μετά τις επτά!»

Τα μάτια του έλαμψαν πειρακτικά. «Αν σου έρθω τα μεσάνυχτα, και αυτό μετά τις επτά θα είναι!»

Έδειξα με το δάχτυλό μου προς την κάμερα απειλητικά, προσπαθώντας να κάνω αυστηρό πρόσωπο. «Δεν τη λυπάσαι τη μανούλα σου που θα σε κλάψει;» τον ψευτοαπείλησα, αλλά το χαμόγελο που προσπαθούσα να κρύψω με πρόδωσε.

Έβαλε τα γέλια, ένα βαθύ, ζεστό γέλιο που με έκανε να χαμογελάσω ακόμα περισσότερο. «Σκληρή! Μ' αρέσεις!» μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι πονηρά.

Κάθισα σταυροπόδι στον καναπέ, παίρνοντας πιο άνετη στάση. «Σκοπεύεις να με μαλακώσεις, lover boy?» του είπα πειρακτικά, κουνώντας τα φρύδια μου με νόημα. Έκανα μια παύση για εφέ. «Σαν το χταπόδι, να πούμε;» συνέχισα, κάνοντας κινήσεις σα να χτυπάω χταπόδι στα βράχια.

Άρχισε να γελάει τόσο δυνατά που πρέπει να έπιασε την κοιλιά του. Περίμενα να ηρεμήσει, απολαμβάνοντας την αντίδρασή του.

«Δεν είμαι της υπερβολικής βίας,» μου απάντησε τελικά με αινιγματικό ύφος, σηκώνοντας τα χέρια του σε ένδειξη αθωότητας. Μετά έσκυψε πιο κοντά στην κάμερα συνωμοτικά. «Άλλωστε... γαργαλιέσαι!»

Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα και έκανα μια υπερβολική κίνηση υποταγής. “I will be a good obedient girlSir!” του είπα χαχανίζοντας και ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μου παιχνιδιάρικα.

«Ναι, αλλά μη το παρακάνεις, έτσι;» μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι πονηρά. Το υπονοούμενο ήταν ξεκάθαρο και με έκανε να βάλω και πάλι τα γέλια, κρύβοντας το πρόσωπό μου στα χέρια μου για μια στιγμή.

Όταν τον ξανακοίταξα, το πρόσωπό του είχε μαλακώσει. «Λατρεύω να σε κάνω να γελάς, μικρή μου μάγισσα!» μου είπε τρυφερά.

Ένιωσα να λιώνω και πάλι. Αγκάλιασα ένα μαξιλάρι στο στήθος μου και έκρυψα μισό το πρόσωπό μου πίσω του. «ΑΡΚΟΥΔΙ ΜΟΥ ΕΣΥ!» του έκανα γλυκουλινιάρικα, η φωνή μου βγήκε πνιχτή από το μαξιλάρι.

Τον είδα να χαμογελάει μέχρι και τ’ αφτιά με την αντίδρασή μου. Ναι, έκανα σαν ερωτευμένο δεκαεξάχρονο και δεν ντρεπόμουν καθόλου!

Ξερόβηξε ελαφρά, επαναφέροντας τη συζήτηση. «Γύρω στις εφτά και μισή είναι καλά;» με ρώτησε.

Άφησα το μαξιλάρι και ίσιωσα λίγο. «Οποιαδήποτε ώρα μετά τις επτά θα είναι εντάξει!» του απάντησα, κουνώντας το χέρι μου αδιάφορα.

«Επτά και μισή, να προλάβω να κάνω και ένα ντουζάκι!»

Πετάχτηκα πάλι μπροστά, κουνώντας το δάχτυλό μου αρνητικά. «Σου απαγορεύω!» του δήλωσα χαχανίζοντας. «Εδώ, μαζί!»

Το φρύδι του σηκώθηκε και έγειρε το κεφάλι του με ενδιαφέρον. «Ντουζ το λέμε τώρα;» με ρώτησε γελώντας πονηρά!

Του έκλεισα το μάτι, νιώθοντας τα μάγουλά μου να ζεσταίνονται. «Θα κάνουμε ΚΑΙ ντουζ!» του απάντησα στο ίδιο ύφος.

Συνεχίσαμε την πάρλα σχεδόν μέχρι τη μία. Άλλαζα στάσεις στον καναπέ κάθε λίγο—πότε ξαπλωμένη, πότε καθιστή, πότε με τα πόδια πάνω—ενώ μιλούσαμε για τα πάντα και τίποτα. Κάπου εκεί όμως έπρεπε να κλείσουμε. Χασμουρήθηκα δυο-τρεις φορές και τα μάτια μου είχαν αρχίσει να βαραίνουν. Είχα αρκετά πρωινό ξύπνημα για να προλάβω να είμαι στα κεντρικά μας στον Πειραιά στις εννιά το πρωί.

«Πρέπει να πάω για ύπνο,» του είπα με παραπονιάρικη φωνή.

«Το ξέρω, μωρό μου. Κι εγώ.»

Κλείσαμε με ακόμα περισσότερα φιλάκια στον αέρα και υποσχέσεις για την επόμενη μέρα. Σηκώθηκα από τον καναπέ, τέντωσα το σώμα μου που είχε πιαστεί, και κατευθύνθηκα προς το υπνοδωμάτιο να ξεραθώ. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που κλείσαμε, αλλά έλα που το τριχωτό μου αγόρι ήθελε αγαπουλινιές, και τι να τον κάνω τον κερατά;

Ο Μπλάκι με ακολούθησε πιστά. Όπως πάντα ήρθε στο πλάι του μαξιλαριού μου, κάνοντας τον καθιερωμένο του χορό—τρεις-τέσσερεις στροφές, μια μυρωδιά εδώ, μια μυρωδιά εκεί, μέχρι να βρει το τέλειο σημείο. Τελικά βολεύτηκε και μου γύρισε την κοιλιά του για να τον χαϊδέψω. Τα δάχτυλά μου βρήκαν το μαλακό τρίχωμα της κοιλιάς του και άρχισε να γουργουρίζει σαν χαλασμένο τρακτέρ.

Με τούτα και με κείνα—σκέψεις για τον Maurice, προγραμματισμός για την επόμενη μέρα, το γουργούρισμα του Μπλάκι—ο ύπνος άργησε λίγο να με πάρει, και το πρωί που χτύπησε το ξυπνητήρι, σηκώθηκα σα ζόμπι, τα μάτια μου μισόκλειστα και το μυαλό μου ακόμα θολό από τον ύπνο.

Με τα χίλια ζόρια έσυρα τον εαυτό μου στο μπάνιο, τα πόδια μου βαριά σαν μολύβι και τα μάτια μου να κλείνουν από μόνα τους. Στηρίχτηκα στον τοίχο του διαδρόμου για μια στιγμή, προσπαθώντας να συνέλθω. Μετά την πρωινή μου τουαλέτα, χώθηκα κάτω από το νερό μπας και ξυπνήσω.

Άφησα το δροσερό νερό να τρέχει στο σώμα μου, κουνώντας το κεφάλι μου αργά από τη μία πλευρά στην άλλη. Μπα, τίποτα. Σχεδόν με πήρε ο ύπνος όρθια την ώρα που βούρτσιζα τα δόντια μου—το κεφάλι μου έγειρε επικίνδυνα προς τα εμπρός και τινάχτηκα ξανά όρθια. Καλά ξεκινήσαμε.

Βγήκα από το μπάνιο σέρνοντας τα πόδια μου και άνοιξα την ντουλάπα. Με τη θερμοκρασία ακόμα πιο ψηλή από χθες—το ένιωθα ήδη στο δέρμα μου παρά την πρωινή ώρα—αποφάσισα να βάλω μια ανοιχτή μακριά φούστα αντί για παντελόνι.

Την τράβηξα από την κρεμάστρα με μια αργή κίνηση και την κοίταξα για λίγο σαν να προσπαθούσα να θυμηθώ πώς φοριέται. Από πάνω διάλεξα μια ελαφριά μπλούζα, και αναγκαστικά σουτιέν. Αναστέναξα βαθιά καθώς το φορούσα—μισούσα τα σουτιέν με πάθος. Αλλά στο γραφείο έχει air-conditioning και αν δεν το φορούσα θα γινόμουν θέαμα για το φιλοθεάμον κοινό.

Κουτουλώντας ακόμα από τη νύστα πήγα στην κουζίνα και έβαλα στον τριχωτό μου μούργο την υγρή τροφή του. Ο Μπλάκι με κοίταξε με μισόκλειστα μάτια από το γατόδεντρό του, μετά κοίταξε το μπολ του, και πάλι εμένα. Άρχισα να φεύγω και τον είδα να σηκώνεται αργά, να τεντώνεται με υπερβολική επίδειξη—πρώτα τα μπροστινά πόδια, μετά τα πίσω—και να κατεβαίνει μεγαλοπρεπώς προς το φαγητό του. Πέρασα την πόρτα κάτω από το έντονα αποδοκιμαστικό του βλέμμα που έλεγε ξεκάθαρα “και πού πας τώρα πάλι;”

Ως συνήθως έφαγα κανένα τέταρτο στο Νέο Ηράκλειο κάνοντας γύρους σαν τρελή να βρω να παρκάρω. Τα χέρια μου σφίχτηκαν στο τιμόνι από τα νεύρα μου και χτύπησα το κλάξον δύο φορές σε κάποιον που προσπάθησε να μου κλέψει τη θέση. Όταν τελικά πάρκαρα, βγήκα από το αυτοκίνητο σχεδόν τρέχοντας και ανέβηκα στο τραίνο.

Μπήκα μέσα και αμέσως συμπιέστηκα ανάμεσα σε δύο κυρίους με κουστούμια που μύριζαν aftershave και ιδρώτα.  «Κάπως έτσι πρέπει να νιώθουν οι παστές σαρδέλες» , σκέφτηκα καθώς προσπαθούσα να κρατηθώ από τη χειρολαβή χωρίς να αγγίξω κανέναν. Και τι ωραία που είναι μέσα στον τραίνο με τον καύσωνα…

Δευτέρα στο γραφείο, σκέτη μαγεία… Κάθισα βαριά στην καρέκλα μου και κοίταξα την οθόνη του υπολογιστή με απόγνωση. Νομίζω ότι δε χρειάζεται να πω περισσότερα για το πόσο όμορφα κύλισε η μέρα. Τα δάχτυλά μου χτυπούσαν νευρικά στο πληκτρολόγιο, το ένα μου πόδι κουνιόταν κάτω από το γραφείο. Χώρια που ο Δημητρίου άλλαξε μια φόρμουλα και μέχρι να καταλάβω τι είχε γίνει έπαθα καμιά δεκαριά εγκεφαλικά.

Σηκώθηκα απότομα από την καρέκλα μου, τα χέρια μου σφιγμένα σε γροθιές, και πήγα στο γραφείο του με βήματα που αντηχούσαν στο διάδρομο. Με την ευγένεια που με χαρακτηρίζει, του δήλωσα αγριοκοιτώντας τον πως την επόμενη φορά που θα πάρει τέτοια πρωτοβουλία θα χρησιμοποιηθεί σε πείραμα φυσικής: πόσο χρόνο θα κάνει να βρεθεί στο πεζοδρόμιο από τον εικοστό όροφο.

Πάλι καλά να λέω που είχα και τον αρκούδο μου. Γύρισα στο γραφείο μου λίγο πιο ήρεμη και άνοιξα το messenger στο κινητό. Ανταλλάσσαμε που και που κανένα μήνυμα, κλαίγοντας αμφότεροι τη μοίρα μας. Κάθε φορά που έβλεπα το όνομά του στην οθόνη, ένα μικρό χαμόγελο σχηματιζόταν στα χείλη μου και ένιωθα τους ώμους μου να χαλαρώνουν λίγο. Στο μεταξύ, γύρω στις 10:00, το κινητό μου δονήθηκε στο γραφείο. Το άρπαξα αμέσως και είδα μήνυμα από τη Μαίρη: είχε φτάσει, όλα καλά, και αν έκανα το λάθος να την πάρω τηλέφωνο το βράδυ θα μ' έπαιρνε ο διάολος και θα με σήκωνε.

Χαμογέλασα πονηρά και έσκυψα πάνω από το πληκτρολόγιο του κινητού. Τα δάχτυλά μου πετούσαν καθώς έγραφα: «Σου υπενθυμίζω ότι το βράδυ θα είμαι με τον αρκούδο μου, κατά προτίμηση ανάσκελα και με τα πόδια στον αέρα!» Πάτησα αποστολή χωρίς ίχνος αιδούς και ακούμπησα πίσω στην καρέκλα μου ικανοποιημένη.

Η ώρα μέχρι τις έξι που έφυγα από το γραφείο πέρασε με ταχύτητα τετραπληγικής χελώνας με κρίση οξείας ισχιαλγίας. Κοιτούσα το ρολόι κάθε πέντε λεπτά, τα δάχτυλά μου τυμπάνιζαν ανυπόμονα στο γραφείο. Σηκωνόμουν, καθόμουν, έκανα περιττές βόλτες στην κουζίνα του γραφείου. Ωστόσο λίγο πριν τις επτά, τελικά μπήκα στο σπίτι μου. Πέταξα την τσάντα μου στον καναπέ με μια κίνηση ανακούφισης.

Μιας και μπορώ να χειριστώ το air-condition από το internet—ένα από τα πλεονεκτήματα της τεχνολογίας—είχα φροντίσει πριν φύγω από το γραφείο να το ανάψω. Είχα βγάλει το κινητό μου, μπει στην εφαρμογή με κινήσεις ρουτίνας και ενεργοποιήσει και τις δύο συσκευές, στο δωμάτιο και στο σαλόνι, για να μη βρω το σπίτι φούρνο.

Και μπράβο μου! Χαμογέλασα με ικανοποίηση νιώθοντας τον δροσερό αέρα στο δέρμα μου. Χαλάλι το διχίλιαρο που είχα σκάσει στον Κωτσόβολο για να τ' αγοράσω. Βέβαια στην εγκατάσταση με είχαν γκαστρώσει. Ναι μεν μου τα έφεραν στην ώρα τους—το θυμάμαι που στεκόμουν στην πόρτα χαμογελώντας στον οδηγό—αλλά ο τεχνικός που τα εγκατέστησε ήρθε τελικά σχεδόν δύο εβδομάδες αργότερα.

Στάθηκα στη μέση του σαλονιού και έκλεισα τα μάτια μου για μια στιγμή. Ήθελα απελπισμένα να χωθώ στο ντουζ. Σχεδόν ένιωθα το νερό να τρέχει στο κορμί μου, σε θερμοκρασία όσο πιο δροσερό άντεχε το σώμα μου. Τα χέρια μου έκαναν ασυναίσθητα την κίνηση να βγάλω τα ρούχα μου, αλλά σταμάτησα. Είχα τάξει στον αρκούδο μου ότι ντουζάκι—και όχι μόνο—θα κάναμε παρεούλα.

Χαμογέλασα με τη σκέψη και κούνησα το κεφάλι μου. Εγώ είμαι από τους ανθρώπους που τον λόγο τους τον κρατάνε. Το στομάχι μου γουργούρισε δυνατά, υπενθυμίζοντάς μου ότι ήμουν από το πρωί με μια μπανάνα. Έβαλα το χέρι μου στην κοιλιά μου και την έτριψα κυκλικά. Είχα λυσσάξει στην πείνα.

Έβγαλα τα ρούχα μου με γρήγορες κινήσεις, πετώντας τα σε μια καρέκλα. Μένοντας μόνο με το κάτω εσώρουχο, πήγα στο μπάνιο με αργά βήματα. Στάθηκα μπροστά στη ζυγαριά και πήρα μια βαθιά ανάσα. Τα χέρια μου σφίχτηκαν και ξεσφίχτηκαν νευρικά. Προσπαθούσα να βρω το κουράγιο να ανέβω. Είχα χάσει μετά κόπων και βασάνων δύο κιλά—θυμόμουν κάθε στέρηση, κάθε γυμναστική—και κάτι μέσα μου έλεγε ότι θα μου είχαν επιστρέψει και με τόκο.

Αν και άθεη, σήκωσα τα χέρια μου ψηλά σε ικεσία και προσευχήθηκα σε όσους θεούς ήξερα. Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά και ανέβηκα στη ζυγαριά με ένα γρήγορο βήμα, σαν να ήθελα να τελειώσω γρήγορα το μαρτύριο. Στάθηκα ακίνητη, ακούγοντας τον ήχο της ζυγαριάς που υπολόγιζε. Μου πήρε λίγο να βρω το κουράγιο να ανοίξω τα μάτια μου. Πρώτα άνοιξα το ένα, διστακτικά, μετά το άλλο. Έσκυψα αργά και κοίταξα κάτω. Η καρδιά μου έκανε δέκα τούμπες, τα χέρια μου πετάχτηκαν στο στόμα μου.

Όχι, δεν είχα χάσει κι άλλο—μη το χοντραίνουμε, ας είμαστε ρεαλιστές—αλλά τουλάχιστον είχα μείνει στο μείον δύο! Τα μάτια μου γούρλωσαν από έκπληξη και χαρά. Μου ήρθε να βάλω τα κλάματα από τη χαρά μου, πραγματικά το λέω! Κατέβηκα από τη ζυγαριά με ένα μικρό πηδηματάκι και έκανα μια στροφή στο μπάνιο. Ήμουν τόσο συγκινημένη που αψήφησα τις προειδοποιήσεις της Μαίρης. Άρπαξα το κινητό μου από το κομοδίνο και την πήρα τηλέφωνο χωρίς δεύτερη σκέψη.

«ΠΑΤΑΞΟΝ ΜΕΝ ΑΚΟΥΣΟΝ ΔΕ!» της είπα με το που το σήκωσε και πριν προλάβει καν να μιλήσει κάνοντάς τη να βάλει τα γέλια.

«Το βράδυ σου είπα μην πάρεις μωρή, τώρα ακόμα στα γραφεία είμαι!» Άκουγα στο βάθος θόρυβο από ομιλίες.

Στριφογύρισα στο δωμάτιο κρατώντας το τηλέφωνο. «Αχ, μωρό μου,» της είπα με χαρά που δεν κρυβόταν—τα χέρια μου κινούνταν ζωηρά παρόλο που δεν με έβλεπε. «Φοβόμουν ότι θα είχα πάρει τα κιλά που είχα χάσει με τόκο!»

«Ρε μαλάκα, αυτό πήρες να μου πεις;»

ΔΕΝ ΠΗΡΑ ΓΡΑΜΜΑΡΙΟ!» της είπα ενθουσιασμένη, σχεδόν πηδώντας στη θέση μου. «Σε κάποιον έπρεπε να το πω!»

«Σόφη μου;» Έκανε μια δραματική παύση. «Σ’ αγαπάω, σ’ εκτιμάω, αλλά σάλτα και γαμήσου!» μου απάντησε γεμάτη καλοσύνη.

«Αυτό ακριβώς σκοπεύω να κάνω!» της είπα χαχανίζοντας πονηρά και την άκουσα να ξεσπάει σε γέλια.

«Καπότες πήρες μωρή;» με ρώτησε χαμηλόφωνα.

«Ναι, με γεύση φράουλα γιατί είμαι και μερακλού,» της απάντησα κάνοντάς την να βάλει ξανά τα γέλια.

«Λοιπόν...» άκουσα να αναστενάζει. «Πρέπει να σε κλείσω, μπας και τελειώσω σήμερα με τους μαλάκες,» μου είπε συνεχίζοντας να μιλάει χαμηλόφωνα. Έκανε μια μικρή παύση και η φωνή της έγινε πιο πονηρή. «Με περιμένει και ο βόρειος το βράδυ!»

Ακούμπησα στον τοίχο χαμογελώντας πλατιά. «Μπούτι μην κλείσεις όλη νύχτα!» της ευχήθηκα με όλη μου την καρδιά.

«Ναι...» την άκουσα να διστάζει λίγο. «Δεν πάω ακριβώς γι' αυτό... ο βόρειος είναι πιο πολύ του ΞΥ παρά του ΠΟΥ...» Έκανε ένα μικρό βήξιμο. «Λοιπόν, σε κλείνω, καλή διασκέδαση με τον αρκούδο σου!»

«Φιλάκια μωρό μου,» της είπα στέλνοντας ηχητικά φιλιά στο τηλέφωνο και έκλεισα.

Έμεινα για λίγο ακίνητη, κοιτάζοντας το κινητό στο χέρι μου με ένα χαμόγελο που δεν έφευγε. Μετά κοίταξα το ρολόι—σχεδόν επτά. Η καρδιά μου επιτάχυνε λίγο. Σε λίγο θα ερχόταν ο Maurice.

Δέκα λεπτά αργότερα, καθώς στεκόμουν νευρικά στη μέση του σαλονιού κοιτάζοντας το ρολόι κάθε τριάντα δευτερόλεπτα, χτύπησε το τηλέφωνό μου. Το άρπαξα τόσο γρήγορα που παραλίγο να μου πέσει από τα χέρια. Το όνομά του στην οθόνη με έκανε να χαμογελάσω αυτόματα.

«Ήρθα μωρό μου,» με πληροφόρησε. Η φωνή του ακουγόταν λίγο λαχανιασμένη. «Είμαι από κάτω!»

Σούφρωσα το μέτωπό μου με απορία. «Γιατί δεν χτύπησες το κουδούνι;» τον ρώτησα, περπατώντας προς την πόρτα.

«Δεν ξέρω ποιο είναι και δεν μπορώ να διαβάσω ελληνικά!» μου απάντησε με τόνο που έδειχνε ότι ένιωθε λίγο χαζός.

Χαχάνισα και έριξα μια δυνατή στο κούτελό μου με την παλάμη μου. Φυσικά! Πώς δεν το σκέφτηκα; «Σου ανοίγω,» του απάντησα γρήγορα και έτρεξα στο θυροτηλέφωνο. Πάτησα το διακόπτη που ξεκλείδωνε την πόρτα κάτω, ακούγοντας το χαρακτηριστικό βουητό.

Τότε συνειδητοποίησα την κατάστασή μου. Κοίταξα κάτω στο σώμα μου—όπως ήμουν μόνο με το κάτω εσώρουχο—και ένιωσα ένα κύμα πανικού. Δεν μπορούσα να βγω στον διάδρομο έτσι, οι γείτονες θα έπαθαν εγκεφαλικά. Αντί αυτού, στάθηκα πίσω από την πόρτα, κρυφοκοιτάζοντας από το ματάκι και αναπηδώντας ελαφρά από την ανυπομονησία.

Ξαφνικά, σχεδόν χοροπήδησα και έπιασα τον τοίχο για στήριγμα. Ένιωσα την τραχιά γλώσσα του Μπλάκι στα δάχτυλα του αριστερού μου ποδιού—υγρή, τραχιά, ζεστή, και εντελώς απρόσμενη. Είχε έρθει ύπουλα και επιδέξια, σέρνοντας την κοιλιά του στο πάτωμα σαν κομάντο, χωρίς να τον πάρω χαμπάρι, κατάλαβες ο τριχωτός ποδολάγνος;

«Θα σε πατήσω χάμω!» τον απείλησα, σηκώνοντας το πόδι μου και κουνώντας το δάχτυλό μου προς το μέρος του.

Αυτός, λαμβάνοντας τελείως λανθασμένο μήνυμα—ή το πιο πιθανό γράφοντάς με τελείως στα παπάρια του—συνέχισε απτόητος τις ποδολαγνικές του πομπές.

«Βρε μαλάκα θα πάθεις δηλητηρίαση!» χαχάνισα, προσπαθώντας να τραβήξω το πόδι μου μακριά, αλλά ζ’μπούτσα’τ. Με ακολουθούσε με την επιμονή κυνηγού.

Άκουσα το ασανσέρ να σταματάει στον όροφό μου και γύρισα γρήγορα προς την πόρτα. Και να σου και ο αρκούδος μου που βγήκε από το ασανσέρ σαν τουρίστας σε ελληνικό νησί! Η εμφάνισή του με έκανε να πνίξω ένα γέλιο.

Παρδαλό πουκάμισο με τροπικά μοτίβα που έκανε τα μάτια να πονάνε, γυαλιά ηλίου σπρωγμένα πάνω στο κεφάλι του παρόλο που ήταν βράδυ, πέδιλα—χωρίς κάλτσες, ευτυχώς το έμαθε το μάθημά του—και ένα μικρό προς μεγάλο, δηλαδή τεράστιο, σακβουαγιάζ που το κουβαλούσε με τα δύο χέρια.

Το μεσημεράκι που είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο του είχα πει με την ψυχή στο στόμα—νευρικά παίζοντας με τα μαλλιά μου—αν θέλει να φέρει και κανένα ρούχο να αφήσει στο σπίτι μου, και είχε δεχτεί με τόσο ενθουσιασμό που με είχε κάνει να κοκκινίσω.

Άνοιξα την πόρτα διάπλατα και με το που πέρασε μέσα, την έκλεισα με μια γρήγορη κίνηση και του ρίχτηκα. Κυριολεκτικά. Πήρα φόρα δύο βήματα και σκαρφάλωσα πάνω του σαν κοριτσάκι, τυλίγοντας τα χέρια μου σφιχτά πίσω από το σβέρκο του και τα πόδια μου γύρω από τη μέση του σαν κοάλα σε δέντρο.

Ένιωσα το σώμα του να τεντώνεται για μια στιγμή από την έκπληξη, αλλά το αρκούδι μου δεν αιφνιδιάστηκε. Παράτησε το σάκο του κάτω με έναν γδούπο και έβαλε αμέσως τα χέρια του από κάτω μου, κρατώντας με σταθερά για να μη σαβουριαστώ.

Ούτε γεια σου, ούτε τίποτα. Τα χείλη μου βρήκαν τα δικά του σε ένα παθιασμένο φιλί. Να τον ρουφήξω κόντεψα, πιέζοντας το στόμα μου στο δικό του με όλη μου τη δύναμη, και ας με γαργαλούσαν τα μουστάκια και το μουσάκι του που έτριβαν το πρόσωπό μου.

Τα χέρια μου σφίχτηκαν πίσω από το λαιμό του, τα δάχτυλά μου χώθηκαν στα μαλλιά του. Τραβήχτηκα απαλά μετά από αυτό που φάνηκε σαν αιώνας αλλά ήταν μάλλον μερικά δευτερόλεπτα. Ακόμα σκαρφαλωμένη σαν κοριτσάκι στην αγκαλιά του, έγειρα λίγο πίσω για να τον κοιτάξω και του χάρισα ένα αστραφτερό χαμόγελο που έφτανε μέχρι τα μάτια μου.

«Δεν άργησα, έτσι;» με ρώτησε, τα μάτια του γεμάτα τρυφερότητα.

Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά, νιώθοντας τα μαλλιά μου να χορεύουν. «Όχι μωρό μου, ήρθες ακριβώς στην ώρα σου!» Χτύπησα ελαφρά τον ώμο του και του έκανα σήμα με το κεφάλι για να με αφήσει να κατέβω.

Με κατέβασε προσεκτικά, τα χέρια του κρατώντας τη μέση μου μέχρι να σιγουρευτεί ότι τα πόδια μου άγγιξαν σταθερά το πάτωμα. Και εκεί, είχαμε και δεύτερο γύρο πανηγυρικών!

Ο Μπλάκι, που μέχρι εκείνη τη στιγμή έκανε ανάκριση τρίτου βαθμού στο σάκο που είχε πετάξει κάτω ο  Maurice —μυρίζοντάς το από κάθε γωνία, γρατζουνώντας το ελαφρά για να ελέγξει την υφή του, κάνοντας γύρους σαν ντετέκτιβ—ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι του. Κοίταξε τον  Maurice  και του έκανε ένα δυνατό, απαιτητικό «Νιάου!» Και μετά, προς απόλυτη έκπληξή μου, σηκώθηκε στα δύο πισινά του πόδια σαν σουρικάτα, απαιτώντας χάδια!

Η χαρά που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του  Maurice  ήταν απερίγραπτη. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, το στόμα του άνοιξε σε ένα τεράστιο χαμόγελο, και ολόκληρο το πρόσωπό του φωτίστηκε σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά του που στο τέλος πιο πολύ λέρωσα εγώ τα βρακιά μου από συγκίνηση παρά ο αποδέκτης των χαδιών από ευχαρίστηση.

Ο  Maurice  γονάτισε αργά, με σεβασμό, και άπλωσε το χέρι του. Ο Μπλάκι το μύρισε προσεκτικά και μετά—ω θαύμα!—επέτρεψε στον αρκούδο μου να του χαϊδέψει την κεφάλα. Μέτρησα στο μυαλό μου: δέκα ολόκληρα δευτερόλεπτα! Νέο ρεκόρ! Και μετά—κρατηθείτε—ο Μπλάκι έσκυψε και έγλειψε το χέρι του  Maurice  με τη μικρή ροζ γλωσσίτσα του.

Εδώ μιλάμε για έρωτα! Τα χέρια μου πήγαν στο στόμα μου από την έκπληξη. Και μετά, διατηρώντας την αξιοπρέπειά του, ο Μπλάκι έδωσε μία κομψή στροφή και εξαφανίστηκε προς το σαλόνι με ψηλά την ουρά. Μην παραγνωριστούμε κιόλας—γάτα είναι, όχι σκύλος.

« He really likes me !» μου είπε ο  Maurice καθώς σηκωνόταν, με το χαμόγελο της  Colgate —αστραφτερό, πλατύ και γεμάτο ενθουσιασμό που δεν μπορούσε να κρυφτεί.

«Θα αρχίσω να ζηλεύω τώρα!» του είπα γλυκουλινιάρικα, βάζοντας τα χέρια μου στη μέση και κάνοντας πως μουτρώνω.

Το επόμενο πράγμα που ήξερα ήταν ότι βρισκόμουν πάλι στον αέρα. Με άρπαξε από τη μέση και με σήκωσε ψηλά, φέρνοντάς με σβούρες. Μία, δύο, τρεις στροφές! Το δωμάτιο γύριζε γύρω μου, τα μαλλιά μου πετούσαν και εγώ τσίριζα από τη χαρά σαν πεντάχρονο στο λούνα παρκ. Τα χέρια μου άνοιξαν στον αέρα σαν να πετούσα.

«Μου έλειψες όλη τη μέρα!» μου είπε τρυφερά το μωρουλίνι μου όταν με κατέβασε, κρατώντας με ακόμα κοντά του. Τα μάτια του με κοίταζαν με τέτοια αγάπη που ένιωσα να λιώνω. Μου ξέφυγε μια ενθουσιασμένη τσιρίδα και του όρμηξα για το δεύτερο γύρο φιλιών, πιάνοντας το πρόσωπό του στα χέρια μου.

Όταν τελικά χωρίσαμε, κοίταξα κάτω στο τεράστιο σακβουαγιάζ που είχε παρατήσει στο πάτωμα. Έδειξα προς αυτό με υπερβολική χειρονομία. «Μετακομίζουμε;» τον ρώτησα πειρακτικά, σηκώνοντας το ένα μου φρύδι. «Έφερες όλο το σπίτι σου μαζί;»

Ανασήκωσε τους ώμους του με ένα αθώο χαμόγελο. «Εγώ διαταγές εκτελώ!» μου απάντησε χαχανίζοντας.

Χτύπησα τα χέρια μου με ενθουσιασμό. «Και μπράβο σου!» του απάντησα επιδοκιμαστικά.

Το πρόσωπό του πήρε μια ελαφρώς απολογητική έκφραση και έξυσε το πίσω μέρος του κεφαλιού του. «Ναι, μην τρομάξεις από το μέγεθος, απλά δεν είχα άλλο σακβουαγιάζ,» μου είπε.

Ήταν ένας γλύκας!!!! Η καρδιά μου έκανε μια μικρή τούμπα.

Γονάτισε δίπλα στο σάκο και άρχισε να μετράει στα δάχτυλα. «Έφερα δυο-τρεις μπλούζες, δύο βερμούδες, και ένα τζιν.» Σταμάτησε και σήκωσε το δάχτυλο του δραματικά. «Α, και μια πετσέτα του σώματος!»

Γέλασα και κούνησα το κεφάλι μου με απορία. «Καλά βρε μωρό μου, και έπρεπε να φέρεις το μπαούλο;» Έδειξα το τεράστιο σάκο με τα δύο μου χέρια. «Γιατί δεν τα έβαζες σε μια σακούλα!»

Και τότε το πρόσωπό του πήρε την πιο πονηρή έκφραση που είχα δει ποτέ. Χαχάνισε σαν μικρό παιδί που ετοιμάζεται να δείξει το αγαπημένο του παιχνίδι. «Γιατί έφερα και αυτό!» μου είπε.

Άνοιξε το σακβουαγιάζ του με θεατρικές κινήσεις, σαν μάγος που ετοιμάζεται για το μεγάλο του κόλπο. Έσκυψα από πάνω του με περιέργεια και μέσα είδα ένα λευκό κουτί.

«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησα προσπαθώντας να δω καλύτερα.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και μετά: «WIIIIIIIIIIIIIIIIIIIIIIIII!» φώναξε με την πιο λεπτή, ψιλή φωνή που είχα ακούσει ποτέ να βγαίνει από άντρα του μεγέθους του, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Τι;» κατάφερα να τον ρωτήσω ανάμεσα στα χαχανητά.

«Παιχνιδομηχανή!» εξήγησε με μάτια που έλαμπαν, βγάζοντας το κουτί και κρατώντας το ψηλά σαν τρόπαιο. «Θα δεις, έχει πολύ γέλιο!»

Δεν μπορώ να πω ότι τα ηλεκτρονικά παιχνίδια είναι του γούστου μου αλλά ήταν τόσο χαριτωμένος και παιδιάστικος ο ενθουσιασμός του, τα μάτια του έλαμπαν τόσο πολύ, που με παρέσυρε κι εμένα.

But firstlets take a shower!” μου είπε και μετά χαμογέλασε σκανταλιάρικα. “And make the fat lady sing!” συνέχισε παίζοντας πονηρά τα βλέφαρά του.

«Η χοντρή παθαίνει αφωνίες!» του απάντησα προσπαθώντας να κάνω χαβαλέ και να μη του χαλάσω τη διάθεση. 

“Be that as it may, the fat gentleman will give his best!” μου είπε τρίβοντας επιδεικτικά την κοιλιά του.

Γεματούλης και γιγάντιος ήταν, όχι χοντρός. Του έκανα ένα ping στη μύτη. «Δεν είσαι χοντρός!» του είπα τρυφερά, χαϊδεύοντάς του το μάγουλο.

«Έστω!» μου είχε χαμογελώντας. «Έχω όμως μια σεβαστή μπυροκοιλιά! (beer tummy)» συνέχισε στο ίδιο ύφος.

«Ο σωστός όρος δεν είναι μπυροκοιλιά!» του δήλωσα με έμφαση.

«Αλλά;» με ρώτησε με περιέργεια.

«Καμπύλη ευμάρειας! (prosperity curve)» του απάντησα με το πιο deadpan ύφος που διαθέτω, και αυτή τη φορά τον έπιασε βήχας από τα γέλια.

Ο Μπλάκι με το που πήρε γραμμή ότι στο μπάνιο θα ανοίγαμε το νερό, εξαφανίστηκε σε χρόνο  dt , οπότε έχοντας εξασφαλίσει την ησυχία μας μπήκαμε και οι δυο στο ντουζ, και πέντε σφαλιάρες στα κωλομέρια αργότερα το νερό είχε τη σωστή θερμοκρασία και για τους δυο μας.

«Μη νομίζεις ότι δεν έχω καταλάβει τα κόλπα σου!» μου είπε ακόμα μία φορά ο  Maurice .

«Δεν έχω ιδέα σε τι αναφέρεστε, Κύριε!» του είπα χαχανίζοντας, για να κερδίσω επάξια και μια έκτη.

Χωθήκαμε και οι δύο κάτω από το ντουζ και αφήσαμε το δροσερό νερό να πέφτει πάνω μας, με εμένα να έχω γείρει στην αγκαλιά του  Maurice και να έχω κλείσει τα μάτια. Η στιγμή ήταν πολύ τρυφερή και παρά το φανερό ερεθισμό του—καλά, όχι ότι εγώ δεν ήμουν, αλλά ευτυχώς στα κοριτσάκια δε φαίνεται, ειδικά κάτω απ’ το νερό!—καθίσαμε και οι δύο φρόνιμοι, το μόνο που έκανε ήταν να με χαϊδεύει απαλά στην πλάτη.

Μετά, όπως είχε κάνει και χθες το πρωί, πρώτα με έλουσε κάνοντάς μου παράλληλα και μασάζ στο κεφάλι, και μετά με το σφουγγάρι με έτριψε απαλά από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Και ως αγοράκι, αφιέρωσε πολύ περισσότερο χρόνο στα στήθη μου, ανάμεσα στα πόδια μου και στον απαυτό μου, απ’ όσο πραγματικά χρειαζόταν.

Πάλι όπως και χθες, με εμένα γεμάτη σαπουνάδες, με γύρισε να του έχω πλάτη και χουφτώνοντάς με από το αριστερό στήθος, κατέβασε το άλλο του χέρι ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισε να με παίζει με μαεστρία. Έκλεισα τα μάτια του και παραδόθηκα στο παιχνίδι του, παρόλο που μέσα μου ένιωθα ότι η χοντρή θα είχε τις κλασσικές της αφωνίες, δε σημαίνει ότι δεν το απολάμβανα με την ψυχή μου.

Τον άφησα να προσπαθεί για κανένα δεκάλεπτο αλλά τον σταμάτησα, δεν ήθελα να τον κουράζω χωρίς λόγο. Αλλά δεν ήταν ο μόνος λόγος, ο κυριότερος ήταν άλλος: τον ήθελα μέσα μου.

«Σε θέλω!» του είπα με φωνή που ίσα που έβγαινε. «Σε θέλω μέσα μου!» του επανέλαβα, πιο επιτακτικά.

What my Lady commands !” μου είπε και άνοιξε το μικρό τσαντάκι με τα πράγματα που είχε φέρει.

Και η καρδιά μου έλιωσε. Μαζί με το σαμπουάν του (το οποίο εικάζω ότι ταυτόχρονα ήταν αφρόλουτρο, υγρό για τα πιάτα και καθαριστικό για το αυτοκίνητο—κλασσικός άντρας, δηλαδή) είχε φέρει και μια οδοντόβουρτσα. Καινούργια! Κλειστή, στη συσκευασία της!

Και προφυλακτικά. Τρία κουτιά, ο λυσσάρης! Μπορεί να μην ήταν με γεύση φράουλα, όπως αυτά που είχα πάρει εγώ, αλλά για τη δουλειά που τα θέλαμε μια χαρά έκαναν. Δεν τον άφησα να φορέσει το προφυλακτικό του. Παρόλο που ήταν …κατάρτι, τον περιποιήθηκα για λίγο με τον τρόπο που αρέσει στα αγοράκια, και μετά του το φόρεσα προσεκτικά.

Με γύρισε και πάλι να του έχω πλάτη και άρχισε να με φιλάει στο λαιμό χουφτώνοντας ταυτόχρονα δυνατά και τα δυο μου στήθη. Μετά με έπιασε απαλά από τη μέση και με έσπρωξε ελαφρά προς τα πίσω. Παραμένοντας όρθια, έσκυψα προς τον τοίχο και τούρλωσα τα μεριά μου. Τον ένιωσα να τρίβεται στα χείλη μου… και Ω ΘΕΟΙ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ!

Όταν μπήκε μέσα μου, μού κόπηκε η ανάσα. Μεγαλούτσικος στο μέγεθος, με γέμισε με όλους τους δυνατούς και αδύνατους τρόπους. Άρχισε να κινείται απαλά, κάνοντάς με να δω αστεράκια και πεταλουδίτσες. Οκ, μπορεί να μην είχε πυροτεχνήματα στο τέλος, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε μου άρεσε!

Και το καλύτερο; Που και που, μου έριχνε και στα μεριά, κάποιες σιγανές, κάποιες πιο δυνατές, κάνοντάς με ακόμα περισσότερο τούρμπο. Δεν ξέρω πως, αλλά σε αυτό το παιχνίδι ήταν φανερά πεπειραμένος, είχε απίστευτη αίσθηση τόσο του χρονισμού, όσο και της δύναμης.

Συνέχισε με το πάσο του για κάμποση ώρα, αλλά μετά άρχισε να επιταχύνει, με την ανάσα του να γίνεται πιο κοφτή, και τα αγκομαχητά της απόλαυσής του πιο έντονα. Όχι ότι εγώ πήγα πίσω, η αίσθηση ήταν απίστευτα όμορφη. Ένιωθα γεμάτη… κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Με ένα τελευταίο δυνατό βογγητό ο  Maurice έμεινε ακίνητος μέσα μου και ένιωσα το όργανό του να κάνει σπασμούς, και εκείνη τη στιγμή ένιωσα όσο πιο κοντά μπορούσα να νιώσω σε οργασμό. Αυτό το ξαφνικό  jolt , που έκανε το σώμα μου να τεντωθεί. Ναι, το ξέρω, δεν ήταν οργασμός… μπορεί να μην ήταν το κερασάκι… αλλά ήταν η σαντιγί!

Τραβήχτηκε προσεκτικά από μέσα μου και γύρισα και τον κοίταξα με λατρεία. «Ήταν υπέροχο μωρό μου! Είσαι υπέροχος! Υπέροχος!» του είπα και εκεί άνοιξαν οι βρύσες και δεν έλεγαν να κλείσουν. Ο  Maurice απλά με έσφιξε δυνατά πάνω του, και με άφησε να ξεσπάσω. Δεν μίλησε, το μόνο που έκανε ήταν να με χαϊδεύει και να με κρατάει.

Crybaby !” μου είπε πειρακτικά αλλά με φωνή που έσταζε μέλι.

«Είμαι!» του απάντησα ρουφώντας τη μύτη μου δυνατά.  Ο ρομαντισμός θα με φάει!  “Get used to it!” του δήλωσα.

Αντί απάντησης έσκυψε και με φίλησε. Πέρασα τα χέρια μου πίσω από το σβέρκο του και χάθηκα στο φιλί μας. Ήμουν εδώ που ήθελα, με αυτόν που ήθελα, και τίποτε… τίποτε άλλο δεν είχε σημασία.

Του ανταπέδωσα την σωματική περιποίηση αλλά όταν έκανα να γονατίσω για να τον πάρω ξανά στο στόμα μου, με σταμάτησε. «Να έχω δυνάμεις για αργότερα,» μου εξήγησε παιχνιδιάρικα.

Μιας και είχα να στεγνώσω και το μαλλί μου για να μην είμαι μετά σαν την τρελή βγήκα τελευταία από το μπάνιο. Ο  Maurice  είχε στο μεταξύ προλάβει να στήσει το μηχανάκι που είχε φέρει. Τον βρήκα γονατισμένο μπροστά στην τηλεόραση, συνδέοντας καλώδια με την προσοχή χειρουργού.

«Να μη φάμε πρώτα;» τον ρώτησα με το που γύρισα στο σαλόνι, ακουμπώντας στην κάσα της πόρτας. Το στομάχι μου έκανε ένα δυνατό γουργουρητό σαν να υποστήριζε το επιχείρημά μου. Είχα λυσσάξει στην πείνα, είναι η αλήθεια.

Γύρισε να με κοιτάξει και μου χαμογέλασε αινιγματικά, σηκώνοντας το ένα του φρύδι. «Θα φάμε αργότερα,» είπε κουνώντας το δάχτυλό του, «δεν είναι καλή ιδέα να παίξουμε με το  Wii  με το στομάχι γεμάτο.»

Τον κοίταξα παραξενεμένη, γέρνοντας το κεφάλι μου στο πλάι. Τι εννοούσε ο ποιητής; Τα χέρια μου πήγαν αυτόματα στη μέση μου σε στάση απορίας. Αντί απάντησης, σηκώθηκε όρθιος και μου έκανε νόημα με το χέρι του να έρθω δίπλα του.

«Θα ξεκινήσουμε με τα εύκολα,» μου είπε με πονηρό ύφος που δεν μου άρεσε καθόλου. Πήρε το χειριστήριο και άρχισε να πλοηγείται στο μενού. « Wii Sports Resort archery mode

«Τοξοβολία;» αναφώνησα, γουρλώνοντας τα μάτια. «Έλεος! Τι είμαι, ο Ρομπέν των Δασών;»

Γέλασε—ένα βαθύ, ζεστό γέλιο—και με πλησίασε. Στάθηκε πίσω μου και μου εξήγησε με υπομονή πώς να κρατάω το χειριστήριο. Τα χέρια του οδήγησαν απαλά τα δικά μου στη σωστή θέση. Μου έδειξε πώς να «τεντώνω» το εικονικό τόξο—τραβώντας το ένα χέρι πίσω ενώ το άλλο έμενε σταθερό—και πώς να στοχεύω. Ένιωθα την ανάσα του στο αυτί μου καθώς μου εξηγούσε και προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στις οδηγίες και όχι στη μυρωδιά του.

Πάτησα το κουμπί. Το πρώτο μου βέλος πήγε σε κάτι εικονικούς θάμνους δεξιά του στόχου. Σούφρωσα τα χείλη μου και προσπάθησα ξανά. Το δεύτερο καρφώθηκε σ’ ένα ψηφιακό φοίνικα στο βάθος. Έσφιξα τα δόντια μου, πήρα βαθιά ανάσα και εκτόξευσα το τρίτο που... πέταξε σχεδόν εκτός οθόνης.

Ταλέντο, όχι μαλακίες!

Γύρισα απότομα προς το μέρος σταυρώνοντας τα χέρια μου. «Είναι χαλασμένο το τόξο!» του δήλωσα με στόμφο, σηκώνοντας το πιγούνι μου ψηλά, κάνοντάς τον να διπλωθεί από τα γέλια.

Εντάξει, ρίξαμε το γέλιο της αρκούδας με την ατζαμοσύνη μου. Αν ήταν πραγματικό τόξο παίζει να είχα σκοτώσει κανένα περαστικό—ή ακόμα χειρότερα, τον εαυτό μου. Συνεχίσαμε με αμέτρητες προσπάθειες, εγώ να μουτρώνω και να κάνω δραματικές χειρονομίες κάθε φορά που αστοχούσα, κι εκείνος να προσπαθεί να με καθοδηγήσει ανάμεσα στα γέλια του.

Σταματήσαμε μόνο όταν κατάφερα τρεις συνεχόμενες φορές να βρω στόχο, και όταν λέμε στόχο, εννοούμε το εικονικό χαρτόνι—όχι το κέντρο, απλά κάπου πάνω του.

Μετά είχε  bowling . Στάθηκα στη μέση του σαλονιού κρατώντας το χειριστήριο σαν να ήταν βόμβα. Μου εξήγησε πώς να το χρησιμοποιήσω για να ρίξω—μια απλή κίνηση του χεριού από κάτω προς τα πάνω. Πήρα φόρα, έκανα την κίνηση με υπερβολικό ενθουσιασμό και η εικονική μπάλα πήγε κατευθείαν στο ταβάνι του εικονικού μπόουλινγκ.

Let s try again ,| μου είπε χαχανίζοντας, προσπαθώντας να κρατήσει σοβαρό ύφος.

Πήρα βαθιά ανάσα, ίσιωσα τους ώμους μου και προσπάθησα ξανά. Η δεύτερη πήγε στο διπλανό διάδρομο αλλά τουλάχιστον δεν κινδύνεψε κανένα ηλεκτρονικό κεφάλι από τους εικονικούς θεατές. Με την τρίτη—μετά από πολλές βαθιές ανάσες και ένα μικρό τελετουργικό συγκέντρωσης—κατάφερα να ρίξω τη μπάλα στο δικό μου διάδρομο. Στο αυλάκι εννοείται, αλλά τουλάχιστον ήταν το σωστό αυλάκι! Με την τέταρτη, κατάφερα να ρίξω δύο ολόκληρες κορίνες.

Γύρισα προς τον  Maurice  με ένα τεράστιο χαμόγελο και έκανα μια υπόκλιση. « I call it a win !» του είπα χαχανίζοντας. Εκείνος σε τέσσερις προσπάθειες είχε κάνει τέσσερα  strike , αλλά ποιος μετράει;

Συνεχίσαμε να παίζουμε για ώρα. Πηδούσα πάνω-κάτω από ενθουσιασμό κάθε φορά που έριχνα έστω και μία κορίνα, κουνούσα τη γροθιά μου στον αέρα σαν νικήτρια. Μου άρεσε πολύ αυτό το παιχνίδι—ήταν σαν να ήμουν σε πραγματικό μπόουλινγκ. Και κάποια στιγμή, μετά από είκοσι τουλάχιστον προσπάθειες, μέχρι και  strike  κατάφερα να κάνω! Άρχισα να τρέχω γύρω από το τραπεζάκι του σαλονιού με τα χέρια ψηλά, τσιρίζοντας σαν τρελή.

Και είχαμε και θεατές! Ο Μπλάκι είχε ανέβει στην ψηλότερη πλατφόρμα του δέντρου του και μας κοιτούσε να κουνάμε χέρια και πόδια με ένα βλέμμα που έλεγε ξεκάθαρα ότι θεωρούσε πως είμαστε παλαβοί. Το κεφάλι του ακολουθούσε τις κινήσεις μας πέρα-δώθε σαν να παρακολουθούσε αγώνα τένις. Που μπορεί και να είμαστε παλαβοί, σκέφτηκα, αλλά τουλάχιστον διασκεδάζαμε!

Σε κάθε περίπτωση, μία ώρα αργότερα, λαχανιασμένη και με τον ιδρώτα να τρέχει στη σπονδυλική μου στήλη λες και είχα παίξει πραγματικό  bowling  για ώρες, κατέρρευσα στον καναπέ. Σκούπισα το μέτωπό μου με την ανάστροφη του χεριού μου και γύρισα να τον κοιτάξω με παραπονιάρικο βλέμμα.

«Με μια μπανάνα είμαι σήμερα!» του έκανα, βάζοντας δραματικά το χέρι μου στο στομάχι μου που γουργούριζε απεγνωσμένα. «Χώρια που σου έταξα σουβλάκια!»

Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα και πετάχτηκε όρθιος από τον καναπέ σαν ελατήριο. «Σουβλάκια!!!!» μου είπε με το πρόσωπό του να πετάει σπίθες από τον ενθουσιασμό. «Γύρο χοιρινό, ντομάτα, κρεμμύδι, τζατζίκι, όχι πατάτες!» μου είπε με σπασμένα ελληνικά, κάνοντας μια μικρή παύση ανάμεσα σε κάθε συστατικό σαν να τα απολάμβανε ήδη.

«Μπράβο αρκούδι μου, μαθαίνεις!» του είπα χειροκροτώντας χαρούμενη. Έκανα μια παύση και τον κοίταξα διερευνητικά. «Δύο, έτσι;»

Το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση απόλυτης απόγνωσης. Τα φρύδια του ανέβηκαν, το στόμα του άνοιξε ελαφρά. «Δίαιτα μου κάνεις;» με ρώτησε, βάζοντας το χέρι του στην καρδιά του θεατρικά.

Δάγκωσα το χείλος μου, προσπαθώντας να υπολογίσω. «Τρία;» τον ρώτησα αβέβαια, σηκώνοντας τρία δάχτυλα.

Δεν απάντησε. Αντ' αυτού, έσκυψε λίγο το κεφάλι του, κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του που είχε ακόμα σπρωγμένα στο κεφάλι του και μου έκανε τα γλυκά μάτια—εκείνο το βλέμμα του σκύλου που ζητάει φαγητό από το τραπέζι.

«Βρε κροκόδειλε!» του είπα βάζοντας τα γέλια όταν κατάλαβα ότι ήθελε τέσσερα στην καθισιά του. Κούνησα το κεφάλι μου με ψεύτικη αποδοκιμασία.

Ίσιωσε το σώμα του με υπερηφάνεια και χάιδεψε την κοιλιά του με κυκλικές κινήσεις. «Η Ρώμη δε χτίστηκε σε μια μέρα!» μου εξήγησε, χαϊδεύοντας με περηφάνια την προσωπική του καμπύλη ευμάρειας σαν να ήταν έργο τέχνης.

Σηκώθηκα από τον καναπέ και πήγα να πάρω το τηλέφωνο. «Θα σου πάρω τρία,» του είπα κουνώντας το δάχτυλο μου προειδοποιητικά. «Το σουβλατζίδικο που σου είπα φτιάχνει μεγάλα σουβλάκια. Καλά, όχι σαν αυτά της Κρήτης—»

«Της Κρήτης;» με διέκοψε απότομα, γυρίζοντας προς το μέρος μου με ξαφνικό ενδιαφέρον. Τα μάτια του έλαμψαν από περιέργεια.

Χαμογέλασα πλατιά και άνοιξα τα χέρια μου για να δείξω το μέγεθος. «Πρέπει να τα δεις για να τα πιστέψεις!» του είπα με υπερηφάνεια. «Αμφιβάλλω ακόμα και αν εσύ μπορείς να φας δύο!»

Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του και με κοίταξε γεμάτος δυσπιστία. «Με κοροϊδεύεις, τώρα!»

«Καθόλου!» τον διαβεβαίωσα, κουνώντας έντονα το κεφάλι μου.

Και εκεί, μου ήρθε η ιδέα. Ακούμπησα στην πλάτη της πολυθρόνας και προσπάθησα να ακουστώ όσο πιο χαλαρή μπορούσα. «Έχεις κανονίσει που θα πας διακοπές;»

Έξυσε το κεφάλι του σκεπτικός. «Όχι ακριβώς,» μου απάντησε και κάθισε στον καναπέ σταυρώνοντας τα πόδια του. «Θα έρθουν οι γονείς μου μια εβδομάδα στις αρχές Αυγούστου, αλλά δεν έχουν έρθει ποτέ Ελλάδα.» Έκανε μια παύση, κοιτάζοντας το ταβάνι. «Έλεγα φέτος να κάτσουμε Αθήνα, και να πάμε σε καμιά κοντινή παραλία,» μου εξήγησε. Μετά χαμογέλασε. «Μου έχουν πει ότι η Αθήνα τον Αύγουστο είναι όμορφη!»

«Ναι, άδεια είναι αρκετά όμορφη!» του απάντησα. Πήρα βαθιά ανάσα και ένιωσα τις παλάμες μου να ιδρώνουν ελαφρά «Maurice… θα… θα ήθελες να πάμε και μαζί μερικές μέρες;» τον ρώτησα διστακτικά με φωνή που έτρεμε και την ψυχή στα πόδια.

Τα μάτια του γούρλωσαν τόσο πολύ που νόμιζα θα πεταχτούν από τις κόγχες τους. Σηκώθηκε μισός από τον καναπέ. «Θέλεις;» με ρώτησε με προσμονή και μια δόση έκπληξης που με έκανε να νιώσω πεταλούδες στο στομάχι μου.

Πετάχτηκα προς το μέρος του και έπιασα τα χέρια του. «Φυσικά και θέλω αρκούδι μου!» του είπα τρυφερά, σφίγγοντας τα χέρια του. «Και θα δοκιμάσεις και Κρητικά σουβλάκια!» Τα μάτια μου έλαμψαν από ενθουσιασμό. «Σου είπα ότι έχω καταγωγή από Κρήτη, θα έχουμε και δικό μας σπίτι!»

Πετάχτηκε όρθιος τόσο απότομα που παραλίγο να με ρίξει. « SOLD !!!» μου είπε με παιδιάστικο ενθουσιασμό που με έκανε να γελάσω. « Just say when

« When !» του απάντησα αμέσως, χαχανίζοντας.

Αυτό κέρδισε μια παιχνιδιάρικη στο δεξί κωλομέρι μου που με έκανε να πεταχτώ και να χαχανίσω ακόμα πιο δυνατά. Γύρισα και του έδωσα ένα ψεύτικα αυστηρό βλέμμα, τρίβοντας θεατρικά το σημείο.

Μετά σοβάρεψα για λίγο και κάθισα στο μπράτσο του καναπέ. «Εγώ άδεια παίρνω συνήθως τέλη Αυγούστου με μέσα Σεπτέμβρη.» Τον κοίταξα ερωτηματικά, παίζοντας με μια τούφα από τα μαλλιά μου. «Σου κάνει αυτό το διάστημα;»

«Ναι!» μου απάντησε με τόσο ενθουσιασμό που σχεδόν φώναξε. Τα χέρια του έκαναν μια κίνηση σαν να ήθελε να με αγκαλιάσει αλλά συγκρατήθηκε.

«Έκλεισε!» του είπα και δεν συγκρατήθηκα εγώ. Σκαρφάλωσα πάνω του σαν κοάλα για δεύτερη φορά εκείνο το βράδυ, τυλίγοντας τα χέρια και τα πόδια μου γύρω του. Τον κάτσιασα στα φιλιά, σε όλο του το πρόσωπο—μέτωπο, μάγουλα, μύτη, πιγούνι, παντού!

«Και τώρα σουβλάκια, έχω λυσσάξει!» του δήλωσα όταν με άφησε προσεκτικά κάτω, σκουπίζοντας το πρόσωπό του παιχνιδιάρικα με το μανίκι του.

Πήρα το τηλέφωνο και παρήγγειλα με αυτοματοποιημένες κινήσεις—το νούμερο το ήξερα απ' έξω. Τρία για εκείνον και δύο για μένα. Εγώ ένα τρώω συνήθως, αλλά το άλλο το κράτησα καβάντζα για το αρκούδι μου. Χαμογέλασα πονηρά καθώς έκλεινα το τηλέφωνο—στον βραχυπρόθεσμο προγραμματισμό δε με πιάνει κανείς!


7. Βραδιά Όπερας

Έχοντας μόλις παραγγείλει τα σουβλάκια, έκλεισα το τηλέφωνο και γύρισα στον καναπέ. Ο Maurice είχε ακουμπήσει πίσω, τα χέρια του ανοιχτά σε πρόσκληση. Δεν χρειάστηκε δεύτερη σκέψη. Κουλουριάστηκα στην αγκαλιά του αρκούδου μου, νιώθοντας τη ζεστασιά του σώματός του να με τυλίγει.

Το κεφάλι μου βρήκε τη θέση του στον ώμο του, τα πόδια μου διπλώθηκαν στο πλάι. Τα χέρια του με αγκάλιασαν απαλά, το ένα γύρω από τους ώμους μου, το άλλο ακουμπισμένο στη μέση μου.

Και σαν να μην ήθελε να μείνει απ' έξω, ο Μπλάκι εμφανίστηκε από το πουθενά. Με ένα κομψό άλμα προσγειώθηκε στην κοιλιά μου, έκανε δύο-τρεις στροφές για να βρει την ιδανική θέση και θρονιάστηκε στη δική μου αγκαλιά. Τα πράσινα μάτια του μισόκλεισαν από ικανοποίηση και άρχισε να γουργουρίζει σαν μικρή μηχανή. Αγκαλιτσεception που λένε!

Ξαφνικά, η ειδυλλιακή στιγμή διακόπηκε απότομα. Το κινητό μου άρχισε να χτυπάει με τον ήχο που είχα βάλει ειδικά για τη μητέρα μου—ένα δραματικό κλασικό κομμάτι που έμοιαζε με μουσική από ταινία θρίλερ. Κοίταξα την οθόνη και η καρδιά μου σταμάτησε για μια στιγμή. Η Ευτύχω!

Πετάχτηκα από τη θέση μου σαν να με χτύπησε ρεύμα, τα μάτια μου γούρλωσαν. Η απότομη κίνησή μου τάραξε το ζεν του Μπλάκι, ο οποίος με ένα αγανακτισμένο «Μιάου!» πήδηξε στο τραπεζάκι. Γύρισε και μου έριξε μια ματιά γεμάτη γατήσια αποδοκιμασία—τα αυτιά του πίσω, η ουρά του να χτυπάει ρυθμικά το τραπέζι.

«Η μαμά μου!» είπα στον Maurice με μια δόση πανικού που δεν μπορούσα να κρύψω. Τα χέρια μου έτρεμαν ελαφρά καθώς κρατούσα το κινητό, κοιτάζοντάς το σαν να ήταν χειροβομβίδα. Το πρόσωπό μου πρέπει να ήταν τόσο κωμικό που τον έκανε να χαχανίσει. Έβαλε το χέρι του μπροστά στο στόμα του προσπαθώντας να πνίξει το γέλιο του.

Πραγματικά έκανα σαν δεκαεξάχρονη που την έπιασαν στα πράσα να φασώνεται με το γκόμενο! Πήρα δύο-τρεις βαθιές ανάσες προσπαθώντας να ηρεμήσω, ίσιωσα τα μαλλιά μου με μια νευρική κίνηση και απάντησα.

«Ευτύχω μου!» της έκανα με τη πιο γλυκουλινιάρικη φωνή που μπορούσα να βγάλω, προσπαθώντας να την τουμπάρω από την αρχή. Είχαμε να μιλήσουμε από την Πέμπτη το βράδυ και ήξερα ότι θα ήταν έτοιμη για μάχη.

«Μη με καλοπιάνεις εμένα, γαϊδάρα!» ξεκίνησε να μου τα χώνει με το που απάντησα στο τηλέφωνο. «Αν δεν σε πάρουμε εγώ ή ο πατέρας σου τηλέφωνο...» συνέχισε να με γκαζώνει.

Τράβηξα το ακουστικό από το αυτί μου, κρατώντας το σε απόσταση ασφαλείας, και άρχισα να κάνω βόλτες στο σαλόνι. Άφησα τη φωνή της να αντηχεί στο χώρο όσο μου τα έχωνε. Τα χέρια μου κινούνταν δραματικά στον αέρα, μιμούμενη τις κινήσεις της μητέρας μου που ήξερα ότι έκανε από την άλλη μεριά της γραμμής, κάνοντας τη ζωή δύσκολη στο Maurice, που προσπαθούσε να κρατήσει τα γέλια του χαμηλά.

Μετά από ένα τρίλεπτο που φάνηκε σαν αιώνας, βρήκα ένα κενό για να μιλήσω. «Εντάξει, τα έβγαλες από μέσα σου;» της έκανα χαβαλέ, σηκώνοντας το ένα μου φρύδι παιχνιδιάρικα παρόλο που δεν μπορούσε να με δει. Ο τόνος της φωνής μου όμως ήταν τέτοιος—χαρούμενος—που την τούμπαρε αμέσως.

Έκανε μια σύντομη παύση που την ακολούθησε στεναγμός. «Νιώθω άλλος άνθρωπος!» μου απάντησε ειρωνικά, αλλά από το ύφος της κατάλαβα ότι χαμογελούσε. Την ήξερα τη μάνα μου—τα νεύρα της ήταν σαν καλοκαιρινή μπόρα, έντονη αλλά σύντομη.

Ακούμπησα στον τοίχο και χαλάρωσα λίγο. «Τι κάνετε; Τι κάνει ο μπαμπάς;»

Και εκεί άρχισε νέος κύκλος γκρίνιας. Η φωνή της ανέβηκε πάλι καθώς ξεκίνησε το παράπονο για την αχάριστη κόρη που μένει πέντε λεπτά με το αυτοκίνητο από το πατρικό της και έχει κάνει τους γονείς της να τη βλέπουν πιο σπάνια από τον αδερφό της που σπουδάζει στην Αμερική. Κούνησα το κεφάλι μου με απόγνωση και έκανα ένα θεατρικό facepalm.

Ο αρκούδος μου στο μεταξύ είχε βολευτεί στον καναπέ και προσπαθούσε να συγκρατήσει τα χάχανά του, βλέποντάς με να κάνω μορφασμούς απελπισίας—πότε να γυρνάω τα μάτια μου, πότε να κάνω πως τραβάω τα μαλλιά μου, πότε να μιμούμαι σιωπηλά τα λόγια της μητέρας μου.

Ξαφνικά σηκώθηκε, πήγε στην τσάντα του και έβγαλε το κινητό του. Πληκτρολόγησε κάτι γρήγορα και μου το έδειξε, κρατώντας το ψηλά για να το διαβάσω: “I feel you! I had the same conversation with mom on Friday!”

Του χαμογέλασα κι εγώ με ένα βλέμμα που έλεγε «βλέπεις τι τραβάω;», ενώ η Ευτύχω είχε πάρει φόρα και μου τα έχωνε σαν να μην υπάρχει αύριο. Άκουγα φράσεις όπως «έτσι είναι τα παιδιά σήμερα», «εμείς στην ηλικία σου» και «δεν σέβεστε τίποτα».

«Αυτό έχω μόνο να σου πω!» μου είπε τελειώνοντας το Φιλιππικό της με μια δραματική ανάσα.

Ναι, δεν κατάλαβα τι ακριβώς είχε να μου πει γιατί είχα σταματήσει να προσέχω κάπου στη μέση. Ξεροκατάπια και κοίταξα τον Maurice που μου έκανε ενθαρρυντικά νοήματα με τα χέρια του. Αποφάσισα να της πετάξω τη βόμβα—αν την άφηνα να συνεχίσει θα μου τα έχωνε μέχρι το πρωί.

Πήρα μια βαθιά ανάσα και υιοθέτησα το πιο μετανιωμένο ύφος που μπορούσα. «Δίκιο έχεις!» της είπα με φωνή βαθιάς μετάνοιας, χαμηλώνοντας το κεφάλι μου παρόλο που δεν με έβλεπε. Ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε ν' ακούσει. «Την Τετάρτη το απόγευμα, που δεν έχει και ιατρείο ο μπαμπάς, θα έρθω να σας δω, στο υπόσχομαι!»

«Τέλος πάντων...» είπε στενάζοντας βαθιά. Την άκουσα να κάθεται κάπου—μάλλον στην αγαπημένη της πολυθρόνα. «Πού χάθηκες εσύ τόσες μέρες;» συνέχισε με πιο ήρεμη φωνή.

Χαμογέλασα πονηρά και ετοιμάστηκα. «Με το αγόρι μου!» της είπα πετώντας τη βόμβα με την ψυχραιμία βομβιστή.

Σιωπή. Και μετά...

«ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΟΝ;» ρώτησε έκπληκτη. Η φωνή της ανέβηκε τρεις οκτάβες και με έκανε να χαχανίσω. Την φαντάστηκα να σηκώνεται απότομα από την πολυθρόνα, τα μάτια της γουρλωμένα.

«Θα σας τα πω αναλυτικά την Τετάρτη,» της υποσχέθηκα, κάνοντας μια στροφή στο σαλόνι. Κοίταξα τον Maurice που με παρακολουθούσε διασκεδασμένος. «Τώρα δεν μπορώ... δεν είμαι μόνη!»

«Αχ, θα με πεθάνει αυτό το κορίτσι!» την άκουσα να λέει με απελπισία. Σίγουρα είχε βάλει το χέρι της στην καρδιά της με το κλασικό δραματικό της στυλ.

Σταμάτησα τις βόλτες μου και στάθηκα στη μέση του δωματίου. «Μαμουλίνι μου, κράτα αυτό!» της είπα με τρυφερότητα. «Η Σόφη σου πέρασε ένα υπέροχο Σαββατοκύριακο!»

Αμέσως η φωνή της σκλήρυνε. «Δεν φαντάζομαι να γύρισες πάλι σ' αυτόν;» με ρώτησε ανήσυχη. Η λέξη «αυτόν» βγήκε από το στόμα της σαν να έφτυνε κάτι πικρό, αναφερόμενη στον ακατονόμαστο πρώην μου.

Έκανα μια γκριμάτσα αηδίας που ευτυχώς δεν μπορούσε να δει. «Όχι, καμία σχέση! Μπρρρρ!» της έκανα, τινάζοντας όλο μου το σώμα σαν να προσπαθούσα να διώξω κάτι αηδιαστικό από πάνω μου, καθησυχάζοντάς την. «Και για να ησυχάσεις ακόμα περισσότερο,» πρόσθεσα με νόημα, «μέχρι και η Μαίρη ενέκρινε!»

Αυτό ήταν το ατού μου. Η μητέρα μου ήξερε τη σφοδρή αντιπάθεια που είχε η Μαίρη για τον Αργύρη. Και σάμπως ήταν και η μόνη που τον αντιπαθούσε; Πέρα από εμένα—που τον ανεχόμουν για λόγους που ακόμα δεν μπορώ να εξηγήσω—τον Μπλάκι, και τα αδέσποτα που τάιζε, νομίζω πως δεν τον χώνευε ούτε η ίδια του η μάνα! Λόγο!

«Χμμμ...» ήταν η απάντηση που έλαβα στο τηλέφωνο καθώς επεξεργαζόταν την πληροφορία.

Αποφάσισα να κλείσω τη συζήτηση πριν αρχίσει νέος γύρος ανακρίσεων. «Μαμά, θα σας τα πω αναλυτικά την Τετάρτη,» επανέλαβα με σταθερή φωνή, «αλλά όπως σου είπα δεν είμαι μόνη, και περιμένουμε και σουβλάκια!»

Η αντίδρασή της ήταν άμεση. «Σουβλάκια θα τον ταΐσεις τον άνθρωπο;» με ρώτησε με απελπισία. Σχεδόν άκουγα τα χέρια της να πετάγονται στον αέρα.

Την έκοψα πριν αρχίσει και δεύτερος γύρος για τη φιλοξενία και τι εντύπωση θα σχηματίσει για μένα. «ΜΑΜΑ!» της είπα με αυστηρή φωνή, προσπαθώντας να τη συμμαζέψω. Χτύπησα ελαφρά το πόδι μου στο πάτωμα για έμφαση, παρόλο που δεν με έβλεπε.

Ακολούθησε ένας βαθύς αναστεναγμός ήττας. «Καλά, θα τα πούμε την Τετάρτη!» μου υποσχέθηκε με φωνή που έδειχνε ότι είχε ήδη αρχίσει να ετοιμάζει τη λίστα με τις ερωτήσεις.

Κλείσαμε με τα πολλά το τηλέφωνο και αυτή τη φορά χοροπήδησα πάνω του και τον άρπαξα πάλι σαν κοάλα πάνω σε ευκάλυπτο. Πέρασε τα χέρια του από πίσω μου και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλάκι στο στόμα.

«Πώς πήγε;» με ρώτησε προσπαθώντας να μη χαχανίσει.

«Όπως τ’ άκουσες!» του απάντησα με δραματικό ύφος. «Μη γελάς ρε κάθαρμα!» του είπα καθώς έβαλε τα γέλια.

«Την Παρασκευή με το που κλείσαμε γιατί είχα αργήσει, με πήρε τηλέφωνο η μάνα μου,» μου είπε και το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Είχαμε να μιλήσουμε από τη Δευτέρα, οπότε τελικά έφυγα με καθυστέρηση μισή ώρας. Κι εγώ μπορεί να είμαι …αρκούδι!» μου έκανε δείχνοντας τον εαυτό του «αλλά η Martine είναι honey badger!» συνέχισε, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Ποιος είδε το Θεό και τον δεν φοβήθηκε, ε;»

«Τον Θεό δεν τον φοβάμαι!» μου δήλωσε και έβαλε και πάλι τα γέλια. «Η Martine από την άλλη είναι τελείως διαφορετική κουβέντα!»

«Ξέρεις κάτι;» τον ρώτησα διστακτικά. «Έχω ακούσει για τους βορειοευρωπαίους ότι…» είπα και σταμάτησα. Με κοίταξε ερωτηματικά. «Να… ότι από μια ηλικία και μετά η σχέση τους με τα παιδιά τους είναι…» συνέχισα ψάχνοντας να βρω τις σωστές λέξεις. «Πιο… πιο τυπική!»

Ο Maurice με κοίταξε για μια στιγμή σιωπηλός, με ένα βλέμμα σαν να τον άγγιξε πιο βαθιά απ’ όσο περίμενε. Χαμογέλασε απαλά και έγειρε λίγο το κεφάλι του στο πλάι, σαν να έψαχνε να βρει τις λέξεις.

«Ξέρεις… έχεις δίκιο. Αυτό λένε. Και ναι, σε πολλές περιπτώσεις ισχύει. Οι γονείς μας μεγαλώνουν με την ιδέα ότι, όταν τα παιδιά ενηλικιωθούν, πρέπει να σταθούν μόνα τους. Ότι η ανεξαρτησία είναι το απόλυτο ζητούμενο. Και κάπου εκεί, η σχέση γίνεται πιο… θεσμική. Πιο “πώς είσαι; όλα καλά;” και λιγότερο “σε νιώθω, είμαι εδώ”.»

Παίρνει μια ανάσα και συνεχίζει, πιο ήρεμα, πιο προσωπικά:

«Αλλά δεν είναι όλοι έτσι. Η Martine… μπορεί να είναι αυστηρή, μπορεί να είναι control freak, μπορεί να με κάνει να νιώθω σαν να είμαι ακόμα δώδεκα όταν με ρωτάει αν έφαγα πρωινό—αλλά είναι εκεί. Πάντα ήταν.»

Χαμογέλασε σαν κάτι να θυμήθηκε. «Όταν είχα φύγει για Erasmus στην Ισπανία, μου έστελνε γράμματα. Όχι email—γράμματα. Με το χέρι της. Και κάθε φορά που μιλάμε, ακόμα κι αν ξεκινάει με “γιατί δεν απαντάς στα μηνύματά μου;”, πάντα καταλήγει με “σ’ αγαπώ, να προσέχεις”.»

Με κοίταξε στα μάτια, με εκείνο το βλέμμα που δεν χρειάζεται να φωνάξει για να ακουστεί. «Οπότε ναι, μπορεί να μην είναι όπως οι τυπικές Ελληνίδες μαμάδες…»

«Πώς ξέρεις πώς είναι οι τυπικές Ελληνίδες μαμάδες;» τον ρώτησα απορημένη και μην μπορώντας να κρατηθώ, διακόπτοντάς τον.

«Από Έλληνες συμφοιτητές μου στο Imperial που έκανα το Msc μου,» μου απάντησε σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του. «Ναι, δεν είναι η μαμά που θα σου γεμίσει τα μπαγκάζια με τάπερ με σπιτικό φαγητό,» συνέχισε χαχανίζοντας στην ανάμνηση, «Αλλά είναι μάνα. Και είναι εκεί. Με τον δικό της τρόπο. Και αυτό, για μένα, είναι αρκετό.»

«Ο πατέρας σου;» τον ρώτησα χαϊδεύοντας του τρυφερά τα μαλλιά. «Πες μου για τον πατέρα σου,» τον ενθάρρυνα.

«Ο πατέρας μου…» είπε και σταμάτησε, σαν να έψαχνε μέσα του μια εικόνα, μια ανάμνηση. «Είναι πολύ πιο διαχυτικός, πιο ζεστός.»

Χαμογέλασε, και το βλέμμα του μαλάκωσε.

«Δάσκαλος. Δεκαετίες τώρα. Λατρεύει τα παιδιά, και λατρεύει τη δουλειά του. Είναι από αυτούς που θυμούνται τα ονόματα όλων των μαθητών τους, ακόμα και μετά από είκοσι χρόνια. Και εκείνοι τον θυμούνται. Του στέλνουν κάρτες, φωτογραφίες, γράμματα…»

Έκανε μια μικρή παύση, σαν να ένιωθε τη συγκίνηση να τον πλημμυρίζει.

«Όχι ότι η μητέρα μου είναι ψυχρή…» βιάστηκε να συμπληρώσει, κοιτάζοντάς με στα μάτια. «Απλά… είναι πιο κλειστή. Πιο μαζεμένη. Πιο… εσωτερική. Και πιο τσαμπουκαλού!» πρόσθεσε γελώντας ζεστά, γεμάτος αγάπη.

«Εκείνη είναι που θα σηκώσει το τηλέφωνο για να διαμαρτυρηθεί αν κάτι δεν πάει καλά. Εκείνη που θα οργανώσει τα πάντα, που θα φροντίσει να μη λείψει τίποτα. Αλλά ο πατέρας μου…»

Έγειρε λίγο προς τα πίσω, σαν να έβλεπε μια σκηνή μπροστά του.

«Ο πατέρας μου είναι αυτός που θα σου φέρει ένα βιβλίο και θα σου πει “σκέφτηκα ότι θα σου άρεσε αυτό”. Που θα σου πει “είμαι περήφανος για σένα” χωρίς να χρειάζεται αφορμή. Που θα σε πάρει αγκαλιά χωρίς να το σκεφτεί.»

Με κοίταξε ξανά, πιο ήρεμος τώρα. «Είναι σαν να είναι οι δύο τους οι δύο πόλοι μου. Η μητέρα μου με έμαθε να στέκομαι στα πόδια μου. Ο πατέρας μου με έμαθε να μην ξεχνάω να νιώθω.»

Δεν πρόλαβα να του απαντήσω καθώς εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι, είχαν έρθει τα σουβλάκια. Και εγώ ακόμα μόνο με το κάτω εσώρουχο, καλά είχε πάει αυτό. «Στον τρίτο,» είπα στο θυροτηλέφωνο πατώντας το κουμπί για να ανοίξει η κάτω πόρτα και έτρεξα πανικόβλητη στο δωμάτιο να ντυθώ πρόχειρα για να μην φλασάρω τον ντελιβερά, ένα φανελάκι και ένα σορτσάκι δηλαδή.

Με τον φύλακα του σπιτιού να μπλέκεται στα πόδια μου άνοιξα την πόρτα και εκείνη τη στιγμή βγήκε και ο ντελιβεράς από το ασανσέρ. Πλήρωσα, του άφησα και πουρμπουάρ και με τον Μπλάκι ακόμα να μπλέκεται στα πόδια μου πήγα στην κουζίνα. Έβγαλα από το ψυγείο δύο κουτάκια μπύρα και έπλυνα και μετά έβγαλα και ένα δίσκο με δυο πιάτα.

Όταν πήγα στο σαλόνι ο Maurice είχε μαζέψει την κονσόλα έχοντας βρει χώρο να τη στριμώξει στο έπιπλο. Τον κοίταξα με απορία.

«Εδώ θα την αφήσεις;»

«Το Wii είναι για δύο!» μου είπε αδιάφορα. «Τι να το κάνω στο σπίτι μου;» συνέχισε, κάνοντας την καρδιά μου να κάνει άλλες τρεις κωλοτούμπες. Παράτησα το δίσκο όπως-όπως στο τραπέζι και του όρμισα εκ νέου.

Ξεχάσαμε τα σουβλάκια, ξεχάσαμε τις μπύρες, τα ξεχάσαμε όλα. Σε χρόνο dt μείναμε αμφότεροι με την αδαμιαία περιβολή μας, και αρπάζοντάς τον από το χέρι τον …έσουρα στο δωμάτιο διά τα περαιτέρω.

Προκαταρκτικά; Ποια προκαταρκτικά; Ο Maurice είχε …βγάλει το ρόπαλο κι εγώ ήμουν πιο υγρή και από rainforest την εποχή των μουσώνων. Πέσαμε στο κρεβάτι, με ξάπλωσε ανάσκελα, ανέβηκε πάνω μου, και φύγαμε για τελικό. Όταν μπήκε μέσα μου ήταν τόσο έντονη η αίσθηση που δάγκωσα τον πήχη του αριστερού μου χεριού για να μη με ακούσει όλη η πολυκατοικία. Και μπορεί η χοντρή να μην το είχε εύκολο το τραγούδι, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι το ευχαριστιόταν λιγότερο.

Δεν ξέρω… Ίσως επειδή ήμουν ερωτευμένη; Ο Maurice με γέμιζε λες και είχε γεννηθεί κατά παραγγελία, λες και είχαμε φτιαχτεί ο ένας για τον άλλον. Αφήνοντας στην άκρη τη βραδυφλεγία μου, οι άντρες με τους οποίους πραγματικά είχα απολαύσει το σεξ ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα. Μα όλοι, όλοι, είχαν κάποιο κουσούρι.

Ο Πάνος ήταν κωλοπαιδαράς. Ο Λευτέρης ήταν ακατοίκητος. Ο Γιάννης ήταν παντρεμένος και μου το είχε κρύψει. Ο Αργύρης ήταν φασιστόμουτρο και ρατσιστής.

Καλά το είχα πει. Την Παρασκευή δεν είχα πιάσει απλά το τζάκποτ στο Τζόκερ, είχα κερδίσει ταυτόχρονα και το ΠΡΟΤΟ!

Άνοιξα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Και τα δικά του μάτια ήταν ανοιχτά αλλά κοίταζαν στο πουθενά. Ήταν… ήταν υπέροχος. Νιώθοντας το τέλος να πλησιάζει, έκοψε απότομα το ρυθμό για να το παρατείνει περισσότερο. Και δεν το έκανε για εκείνον, το έκανε για μένα. Εκείνη τη στιγμή τον ερωτεύτηκα λίγο παραπάνω.

“Let yourself go, babe” του είπα τρυφερά.

Not yet!” μου δήλωσε ορθά κοφτά.

Babe…” ξεκίνησα αλλά μου έκλεισε το στόμα με το δάχτυλό του.

“Not yet!” μου επανέλαβε.

Τραβήχτηκε από μέσα μου και έσκυψε ανάμεσα στα πόδια μου. Ένιωσα τη γλώσσα του και τα χείλη του στην κλειτορίδα μου και μου ξέφυγε ένα ηδονικό βογγητό. Άρχισε να με παίζει ταυτόχρονα με το δάχτυλό του και το στόμα του και η αίσθηση ήταν πέραν πάσης περιγραφής.

Και τότε έκανε κάτι που δεν το περίμενα. Χωρίς να σταματήσει να με περιποιείται με το στόμα του, έβαλε δάχτυλο πίσω μου. Το έκανε θαρρετά, χωρίς δισταγμό. Και… λες και ήξερε από ένστικτο, πόσο αργά και σε πόσο βάθος έπρεπε να το βάλει.

“Do you want to take me the other way?” τον ρώτησα διστακτικά. Ναι, ήταν μεγαλούτσικος, ναι, στην αρχή θα μ’ έκανε να βελάξω, αλλά θα του τον έδινα την ίδια στιγμή που τον ζητούσε.

Not now, babe!” μου είπε συνεχίζοντας το έργο του.

Και στη δήλωσή του, το «όχι τώρα,» που υπονοούσε ότι αργά ή γρήγορα θα μ’ έπαιρνε με αυτό τον τρόπο, ένιωσα το πρώτο jolt, που έκανε το σώμα μου να τεντωθεί λες και με χτύπησε το ρεύμα. Ο Maurice διάβασε την αντίδρασή του σώματός μου και συνέχισε με περισσότερο ενθουσιασμό. Το δάχτυλό του, που μέχρι στιγμής ήταν ακίνητο πίσω μου, άρχισε να κάνει ελαφρές κυκλικές κινήσεις, σα να προσπαθούσε να με ανοίξει, και εκεί ήρθε και το δεύτερο jolt. Και μετά το τρίτο.

Για δεύτερη φορά σε δυο μέρες, η χοντρή τραγούδησε. Και αυτή τη φορά ο οργασμός μου ήταν δυνατός, πολύ πιο δυνατός από αυτόν που είχα χθες το πρωί στο ντουζ.

Yes baby!” τον άκουσα να λέει λαχανιασμένος από την προσπάθεια. “Cum for me… cum for me!”

«Μόρις μου,» ξεφώνησα δυνατά καθώς τα jolts διαδέχονταν το ένα το άλλο. «Μωρό μου… μωρό μου… ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ μωρό μου!» φώναξα ακόμα πιο δυνατά ενώ το σώμα μου έκανε ανεξέλεγκτους σπασμούς.

ΤΗΝ ΑΚΟΥΣΑ ΣΤΕΡΕΟ!

Το ορκίζομαι σε ότι πιο ιερό έχω, ήταν από τους πιο δυνατούς οργασμούς που είχα στα δεκατέσσερα χρόνια που κάνω σεξ. Όταν με άφησε σχεδόν του όρμισα και τον ξάπλωσα στο κρεββάτι. Του έβγαλα το προφυλακτικό και τον πήρα μέσα μου μέχρι το λαιμό. Μέχρι που το πρόσωπό μου βρήκε πάνω του.

Ooooh, babe!” του ξέφυγε ένα βογγητό, κάνοντάς με να συνεχίσω με ακόμα μεγαλύτερη όρεξη, και αυτή τη φορά σπάσαμε τα κοντέρ. Ούτε δυο λεπτά δεν είχαν περάσει όταν με έπιασε από τα μαλλιά και με κράτησε ακίνητη με το όργανό του ν’ αδειάζει στο στόμα μου και άρχισα να καταπίνω για να μην πνιγώ. Τελειώνοντας, και αφού του τον έκανα λαμπίκο, ανέβηκα και χώθηκα στην αγκαλιά του.

“You are surely a man of your word!” του είπα χαχανίζοντας. “You made the fat lady ...scream!”

 My lady is not fat!” μου είπε με τόνο που με έκανε να λιώσω. Τα μάτια του με κοίταζαν με τέτοια τρυφερότητα που ένιωσα τα γόνατά μου να λυγίζουν. Και μετά, το πρόσωπό του άλλαξε, πήρε μια πειρακτική έκφραση και πρόσθεσε: “And don't call me Shirley!”

Διπλώθηκα από τα γέλια, κρατώντας την κοιλιά μου. Η αναφορά στο Airplane! ήταν τόσο απρόσμενη που δάκρυσα. Έπεσα στον κρεββάτι δίπλα του, ακόμα γελώντας, προσπαθώντας να πάρω ανάσα. Αφού δεν έπαθα έμφραγμα από τα γέλια, το λες και win!

Μετά από λίγα λεπτά που προσπαθούσαμε να συνέλθουμε—κάθε φορά που κοιταζόμασταν ξεσπούσαμε πάλι σε γέλια—καταφέραμε να σηκωθούμε. Ντυθήκαμε στα γρήγορα, εγώ πετώντας πάνω μου ένα μεγάλο t-shirt και αυτός φορώντας το μποξεράκι του που το είχε πετάξει κοντά στην πόρτα. Τα μαλλιά μας ήταν ανάκατα, τα πρόσωπά μας κόκκινα, αλλά χαμογελούσαμε σαν χαζοί.

Επιστρέψαμε στο σαλόνι με γρήγορα βήματα πριν κρυώσουν τα σουβλάκια μας. Η μυρωδιά του γύρου και του τζατζικιού είχε γεμίσει το χώρο και το στομάχι μου γουργούρισε δυνατά. Καθίσαμε στο πάτωμα μπροστά στο τραπεζάκι του σαλονιού, όπου είχα απλώσει τα σουβλάκια, τις πατάτες και τις σάλτσες.

Ο Μπλάκι, που μας είχε κάνει τη χάρη να μας αφήσει να βγάλουμε τα μάτια μας με την ησυχία μας—πράγμα εξαιρετικά σπάνιο για τα δεδομένα του—εμφανίστηκε με μαγικό τρόπο με το που ξετυλίξαμε το πρώτο σουβλάκι. Ήταν σαν να είχε ραντάρ για φαγητό. Από το πουθενά, σαν μικρός Νίντζα με γούνα, πετάχτηκε από πίσω από τον καναπέ.

«Νιάου!» μας έκανε εμφατικά, πηδώντας με χάρη που μόνο τα αιλουροειδή διαθέτουν πάνω στο τραπέζι. Προσγειώθηκε ακριβώς ανάμεσα στα πιάτα μας, σαν να είχε υπολογίσει με μαθηματική ακρίβεια το σημείο. Άρχισε να μυρίζει τα σουβλάκια με έντονο ενδιαφέρον, η μικρή ροζ μύτη του δούλευε υπερωρίες.

«Καλώς τον ζήτουλα!» έκανα χαχανίζοντας. Έκοψα ένα μικρό κομμάτι γύρο από το σουβλάκι μου—προσέχοντας να μην έχει πολλά μπαχαρικά—και του το έδωσα, βάζοντάς το σε ένα μικρό πιατάκι που κρατούσα ειδικά για αυτόν.

Ο Μπλάκι έσκυψε πάνω από το πιάτο με την επισημότητα επιθεωρητή τροφίμων. Το μύρισε προσεκτικά, γύρισε το κεφάλι του δεξιά, μετά αριστερά, ξαναμύρισε. Μετά, με μια κίνηση που μόνο οι γάτες μπορούν να κάνουν, άρχισε να το σπρώχνει με το πόδι του προς τη μια μεριά του πιάτου, μετά προς την άλλη, σαν να έπαιζε χόκεϊ. Το κρέας γλιστρούσε πάνω στο πιάτο κάνοντας μικρούς κύκλους, αλλά δεν έκανε καμία κίνηση να το φάει.

Σήκωσε το κεφάλι του και μας κοίταξε με ένα βλέμμα που έλεγε «Σοβαρά τώρα;». Η πλάτη του έκανε νευρικά τινάγματα και η ουρά του χτυπούσε ρυθμικά το τραπέζι.

Έσκυψα προς το μέρος του και του μίλησα απαλά. «Δικό σου είναι αγορίνα μου, δε θα στο πάρει κανείς!» του είπα τρυφερά, χαϊδεύοντας ελαφρά το κεφάλι του.

Με κοίταξε για μια στιγμή σαν να με αξιολογούσε, μετά έσκυψε πάλι και μύρισε το κομμάτι του κρέατος με ακόμα μεγαλύτερη καχυποψία, λες και ήταν νάρκη έτοιμη να εκραγεί. Το έσπρωξε άλλη μια φορά με το πόδι του, αυτή τη φορά πιο δυνατά, και το κρέας σχεδόν έπεσε από το πιάτο.

«Δε θα το φάει;» με ρώτησε ο Maurice, παρακολουθώντας τη σκηνή με γουρλωμένα μάτια. Είχε σταματήσει να τρώει και κοιτούσε τον Μπλάκι με απορία.

Ανασήκωσα τους ώμους μου χαμογελώντας. «Δεν του αρέσει η μυρωδιά και η γεύση των μπαχαρικών!» του απάντησα. «Είναι πολύ επιλεκτικός ο κύριος.»

Ο Maurice έγειρε το κεφάλι του μπερδεμένος. «Τότε γιατί του έδωσες;» με ρώτησε, δείχνοντας τον Μπλάκι που τώρα είχε αρχίσει να παίζει με το κρέας σαν να ήταν ποντίκι—το χτυπούσε, το έπιανε, το άφηνε, το ξαναχτυπούσε.

Του έκλεισα το μάτι συνωμοτικά. «Για να μας αφήσει να φάμε με την ησυχία μας!» του απάντησα χαχανίζοντας. «Αλλιώς θα μας ζάλιζε όλη την ώρα για φαγητό. Τώρα θα παίζει με αυτό για τουλάχιστον δέκα λεπτά!»

Ο Maurice έβαλε τα γέλια, κουνώντας το κεφάλι του με θαυμασμό. «Έξυπνο!» είπε και γύρισε πάλι στο σουβλάκι του.

Αφήσαμε τον Μπλάκι να συνεχίσει το θέατρό του με το κομμάτι του γύρου—το είχε σπρώξει τώρα κάτω από μια χαρτοπετσέτα και προσπαθούσε να το «κυνηγήσει»—και συνεχίσαμε να τρώμε.

Πήρα μια μεγάλη μπουκιά από το σουβλάκι μου και έκλεισα τα μάτια από ευχαρίστηση. Το σουβλατζίδικο από το οποίο είχα κάνει την παραγγελία έχει τον καλύτερο γύρο της περιοχής—ζουμερός, καλοψημένος, με τέλεια μπαχαρικά. Οι πίτες του είναι σεβαστού μεγέθους, μαλακές και ζεστές, και το τζατζίκι... ω, το τζατζίκι ήταν ποίημα. Άρπαξα μια χούφτα πατάτες—τηγανητές, χρυσαφένιες, με λιωμένο τυρί και κόκκινη σάλτσα που έτρεχε—και τις έχωσα στο στόμα μου με έναν ήχο ευχαρίστησης.

«Μμμμμ,» έκανα με το στόμα γεμάτο, κλείνοντας τα μάτια.

Ο Maurice με κοίταξε προσπαθώντας με κόπο να κρατηθεί σοβαρός. «Καλό;» ρώτησε, παρόλο που η απάντηση ήταν προφανής.

Κατάπια και κούνησα το κεφάλι μου ενθουσιωδώς. «Το καλύτερο!» Πήρα μια γουλιά από τη μπύρα μου για να κατεβάσω το φαγητό και επιτέθηκα με ακόμα μεγαλύτερη όρεξη στο σουβλάκι.

Βάλε και τη μερίδα με τις τηγανητές πατάτες με τυρί και σάλτσα—εξίσου σεβαστού μεγέθους που θα μπορούσε να χορτάσει μια μικρή οικογένεια—βάλε και την μπύρα που κατέβαινε σαν νεράκι με τη ζέστη, όταν τέλειωσα το σουβλάκι μου ήμουν έτοιμη to call it a day, που λένε και οι Αμερικάνοι. Ακούμπησα πίσω στον καναπέ, βάζοντας το χέρι μου στην κοιλιά μου που είχε φουσκώσει ικανοποιητικά.

Ο αρκούδος μου βέβαια δεν είχε τέτοιους περιορισμούς. Είχε ήδη εξαφανίσει δύο σουβλάκια και είχε ορμίσει στο τρίτο σα να μην υπήρχε αύριο. Για αρκούδο, τον λες και κροκόδειλο! Τον άφησα στο σαλόνι να συνεχίσει το γεύμα του και σηκώθηκα με έναν μικρό στεναγμό.

Πήγα στην κουζίνα σέρνοντας λίγο τα πόδια μου από το φαγητό και άνοιξα το ψυγείο. Έβγαλα ένα παγωμένο κουτάκι μπύρα, το έπλυνα γρήγορα στο νεροχύτη και γύρισα στο σαλόνι. Η πρώτη μπύρα του είχε ήδη τελειώσει—είχε πάει υπέρ πίστεως με το που την άνοιξε, σαν να εξατμίστηκε, κλασσικός Βέλγος δηλαδή.

«Ορίστε!» του είπα, δίνοντάς του το κουτάκι.

Σήκωσε το βλέμμα του από το σουβλάκι και το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Σ’ ευχαριστώ μωρό μου,» μου είπε με το στόμα μισογεμάτο. Άνοιξε το δεύτερο κουτάκι με έναν ικανοποιητικό ήχο τσς και ήπιε, αυτή τη φορά πιο αργά, απολαμβάνοντας την παγωμένη μπύρα.

Κάθισα δίπλα του στο πάτωμα και τον χτύπησα ελαφρά στον ώμο. «Έχω και άλλες μέσα,» του απάντησα χαμογελώντας του με νόημα. «Όλο το ψυγείο είναι γεμάτο.»

«Nice to know!» μου απάντησε, παίζοντας με τα φρύδια με νόημα, κάνοντάς με να χαχανίσω και πάλι. Μετά, χωρίς να χάσει χρόνο, ρίχτηκε στο τρίτο σουβλάκι με ανανεωμένο ενθουσιασμό.

Ξαφνικά σταμάτησε στη μέση της μπουκιάς και με κοίταξε για μερικές στιγμές. Τα μάτια του στένεψαν ελαφρά, παρατηρώντας το άδειο μου πιάτο. «Εσύ δε θα φας άλλο;» με ρώτησε με ανησυχία στη φωνή του.

Κούνησα το κεφάλι μου χαμογελώντας και χάιδεψα το μπράτσο του. «Όχι μωρό μου, εγώ είμαι καλά με μια πίτα.» Έδειξα το δεύτερο σουβλάκι που περίμενε ακόμα τυλιγμένο. «Για σένα το πήρα και το άλλο,» του είπα τρυφερά.

Άφησε το σουβλάκι του για μια στιγμή, σκούπισε τα χέρια του σε μια χαρτοπετσέτα και έσκυψε προς το μέρος μου. Με φίλησε απαλά, ένα γλυκό, τρυφερό φιλί που όμως είχε τον μεθυστικό συνδυασμό αρώματος τζατζικιού και κρεμμυδιού. Γέλασα μέσα στο φιλί και τον τράβηξα πιο κοντά, αγνοώντας τις γευστικές «λεπτομέρειες».

Μετά από άλλα δέκα λεπτά επικής μάχης με το τρίτο του σουβλάκι, ο Maurice ακούμπησε πίσω και άφησε έναν ικανοποιημένο αναστεναγμό. «Ουφ, δεν ξέρω αν θα το καταφέρω το τέταρτο,» μου είπε χαϊδεύοντας το στομάχι του που είχε στρογγυλέψει εμφανώς. Η μπλούζα του τεντώθηκε λίγο πάνω από την κοιλιά του. «Είχες δίκιο, είναι αρκετά μεγάλα!»

Τον χτύπησα παιχνιδιάρικα στον ώμο. «Όσο φας,» του έκανα καθησυχαστικά. «Δεν είναι διαγωνισμός!» Κοίταξα το άδειο του κουτάκι. «Θες να σου φέρω κι άλλη μπύρα;»

Αντί απάντησης, μου έπαιξε τα μάτια του με εκείνον τον χαριτωμένο τρόπο που είχε—σήκωνε και κατέβαζε τα φρύδια του γρήγορα. Χαχάνισα και σηκώθηκα πάλι, κουνώντας το κεφάλι μου με ψεύτικη αποδοκιμασία.

«Γυμναστή δεν είχαμε, γυμναστή βρήκαμε!» του είπα καθώς πήγαινα στην κουζίνα. Άκουσα το γέλιο του πίσω μου.

Γύρισα με το τρίτο κουτάκι μπύρας και τον βρήκα να έχει ξετυλίξει το τέταρτο σουβλάκι και να το κοιτάζει σκεπτικός, σαν στρατηγός που μελετάει το πεδίο της μάχης. Του έδωσα τη μπύρα και κάθισα στον καναπέ, βάζοντας τα πόδια μου πάνω.

Ο αρκούδος μου, με ηρωική προσπάθεια, κατάφερε να φάει και το τέταρτο πιτόγυρο. Τον παρακολουθούσα με δέος καθώς κατάπινε την τελευταία μπουκιά. Βάλε και ότι τα κουτάκια της μπύρας ήταν του μισού λίτρου και όχι τα συνηθισμένα των 330 γραμμαρίων—ουσιαστικά είχε πιει ενάμιση λίτρο μπύρα και είχε φάει τέσσερα σεβαστού μεγέθους πιτόγυρα.

Με το που κατάπιε την τελευταία μπουκιά, άφησε έναν βαθύ, ικανοποιημένο αναστεναγμό και έγειρε και εκείνος στον καναπέ. Άπλωσε τα χέρια και τα πόδια του σαν αστερίας, η κοιλιά του ανεβοκατέβαινε με την αναπνοή του. Έμοιαζε με μικρό—έστω τεράστιο—Βέλγο Βούδα, με ένα μακάριο χαμόγελο στο πρόσωπό του και τα μάτια μισόκλειστα από ικανοποίηση.

Ο Μπλάκι, που είχε εγκαταλείψει το παιχνίδι του με τον γύρο—το κρέας είχε καταλήξει κάτω από τον καναπέ—ανέβηκε με ένα άλμα και κουλουριάστηκε πάνω στην αυτοκρατορική στρογγυλότητα του αρκούδου μου. Άρχισε να γουργουρίζει δυνατά, σαν να είχε βρει το τέλειο μαξιλάρι.

«Τι θα κάνουμε αύριο;» με ρώτησε. Ναι, χρησιμοποίησε το πρώτο πληθυντικό, κάνοντας να λερώσω τα βρακιά μου ακόμα περισσότερο.

Και όχι τίποτε άλλο, δε φορούσα καν βρακί, μόνο τη μπλούζα!

«Ό,τι θέλεις εσύ μωρό μου,» του απάντησα με το στόμα μου να στάζει μέλι… με άρωμα τζατζίκι.

«Τετάρτη δουλεύεις από το σπίτι, αν θυμάμαι καλά!» μου είπε και του έγνεψα καταφατικά. «Άρα μπορούμε να κάτσουμε λίγο παραπάνω. Ξέρω ένα καταπληκτικό ιταλικό, θέλεις;»

«Πολύ!» του απάντησα με το χαμόγελό μου από το ένα αυτί μέχρι το άλλο.

«Ωραία!» μου είπε ανταποδίδοντας μου το χαμόγελο. «Και μετά πάμε για ένα χαλαρό ποτάκι!»

«Και Τετάρτη που θα πας να φας το ξύλο σου από τους γονείς σου, εγώ έχω 5x5, μια χαρά μας έκατσε το πρόγραμμα!»

«Τουλάχιστον κάποιος θα περάσει καλά,» του είπα αναστενάζοντας. «Εσύ με τη μπάλα σου, κι εγώ με τον Ιεροεξεταστή!» συνέχισα με προσποιητή απόγνωση, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια, και ταράζοντας το ζεν του Μπλάκι, που με ένα αγριοκοίταγμα έβαλε τον Maurice στη θέση του.

«Μου την είπε τώρα;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

«Για να μην ξεχνιέσαι!» του απάντησα στο ίδιο ύφος.

Καθίσαμε στο πάτωμα ακουμπισμένοι στον καναπέ, σαν δράκοι Κομόντο σε καταληψία για κανένα μισάωρο ακόμα και εκεί μου ζήτησε και τέταρτη μπύρα, γιατί διψούσε.

«Πού στο καλό τις βάζεις, μου λες;» τον ρώτησα με πραγματική απορία.

«Πάντα υπάρχει χώρος για μια μπύρα ακόμα!» μου απάντησε σκανταλιάρικα.

Σηκώθηκα να πάω να του φέρω τη μπύρα του και ο Maurice χαλώντας τη Νιρβάνα του Μπλάκι, πήγε στην τουαλέτα. Εμ τόση μπύρα που ήπιε λογικό ήταν, πρέπει να κατούραγε πάνω από λεπτό. Όταν γύρισα στο σαλόνι ο Μπλάκι είχε ανέβει στην πιο ψηλή πλατφόρμα του γατόδεντρου του και το είχε ρίξει στην καθαριότητα.

Έσπρωξα ελαφρά τον καναπέ και έπιασα το κομμάτι με το γύρο που είχε πετάξει από κάτω ο Μπλάκι και το έβαλα στο δίσκο. Θα τα μάζευα αργότερα, τώρα βαριόμουν να κουνηθώ. Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και ο Maurice, και κάθισε δίπλα μου στον καναπέ, σφίγγοντάς με πάνω του.

«Τι θα κάνουμε τώρα;» με ρώτησε.

«Εσύ θα απολαύσεις τη μπύρα σου,» του απάντησα, βγάζοντας τη μπλούζα μου και μένοντας και πάλι γυμνή. Έπιασα πρόχειρα τα μαλλιά μου πίσω, κατέβηκα από τον καναπέ και γονάτισα μπροστά του.

Oh boy!” μου είπε με ενθουσιασμό που με έκανε να χαχανίσω. Ανασηκώθηκε ελαφρά για να με βοηθήσει να του κατεβάσω το μποξεράκι.

«Κάνω δίαιτα, απαγορεύεται να φάω παγωτό!» του είπα σκανταλιάρικα, κάνοντάς τον να χαχανίσει, και του όρμισα εκ νέου.

Αυτή τη φορά ξεκίνησα πιο απαλά, πιο αισθησιακά. Σήκωσα λίγο τα μάτια μου και τον κοίταξα, είχε γείρει πίσω στον καναπέ κρατώντας τη μπύρα στο χέρι και απολάμβανε την περιποίησή μου. Την πρώτη φορά—τότε στα δεκάξι μου—που ο Πάνος μου είχε ζητήσει να τον πάρω στο στόμα μου, είχα φρικάρει.

Από την άλλη, ούσα peoples pleaser, δε μου άρεσε να χαλάω χατίρι σε κανέναν, και έτσι, παρά τους δισταγμούς μου, τον είχα πάρει στο στόμα μου. Και εκεί διαπίστωσα ότι μου άρεσε. Μου άρεσε πολύ. Από την άλλη είχε τελειώσει στο στόμα μου χωρίς να με προειδοποιήσει—υπενθυμίζω ότι μιλάμε για μεγάλο κωλοπαιδαρά—και είχαμε γίνει μπίλιες. Όπως και να έχει όμως, από εκείνη τη βραδιά και μετά οι πίπες είχαν μπει στο ερωτικό μου ρεπερτόριο.

Και, όχι να το παινευτώ, αλλά είμαι καλή, πολύ καλή. Μπορώ να πάρω ακόμα και μεγάλα μεγέθη πλήρως μέσα στο στόμα μου και ποτέ δεν τους κόβω, τους αφήνω να τελειώνουν στο στόμα μου. Και επιπλέον ποτέ δεν είχα την απαίτηση να με φιλήσουν μετά την πίπα. Δεν ξέρω, μου φαινόταν λίγο υποκριτικό. Εννοώ… το κάνεις για τον άλλον, δεν το κάνεις; Άμα ζητάς επιτακτικά να σε φιλήσουν μετά, δεν ξέρω… είναι σα να απαιτείς να σου πουν ευχαριστώ.

Ή τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ.

Ένιωσα τα χέρια του πάνω στο κεφάλι μου και αφέθηκα στο ρυθμό που ήθελε. Δε βιαζόταν, αλλά ούτε κι εγώ βιαζόμουν. Ήθελα να το απολαύσει, ήθελα να του δείξω με τον τρόπο μου πόσο ευγνωμονούσα ήμουν που είχε μπει στη ζωή μου. Γιατί πρώτα και κύρια νοιαζόταν, νοιαζόταν πραγματικά. Του είχα ζητήσει να αφεθεί, να μην παιδεύεται άλλο.

Και όχι απλά δε με είχε ακούσει, αλλά μου πρόσφερε μετά από πολύ καιρό τον πρώτο μου πραγματικά δυνατό οργασμό. Η διαφορά του με τον μαλάκα τον ακατανόμαστο, ήταν ότι ο Maurice δεν το έκανε για να τονώσει τον εγωισμό του, το έκανε γιατί πραγματικά ήθελε να με κάνει να νιώσω όμορφα.

Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα πέρασε, ο αρκούδος μου με πήγαινε με το πάσο του και εμένα από ένα σημείο και πέρα το μυαλό μου είχε αδειάσει.

Use your hand, babe” τον άκουσα να μου ψιθυρίζει και του τον αγκάλιασα με το αριστερό μου χέρι και άρχισα να του τον παίζω απαλά, με τη χούφτα μου να κάνει απαλές κυκλικές κινήσεις. “Oh, God…” του ξέφυγε, δίνοντάς μου ακόμα μεγαλύτερη ώθηση.

Μπορεί πριν να είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου, αλλά με το που μπήκε η χείρα βοηθείας, δεν πρέπει να πέρασε ούτε δίλεπτο μέχρι που ένιωσα τους πρώτους σπασμούς μέσα στο στόμα μου. Χωρίς να σταματήσω να τον παίζω, έμεινα ακίνητη και λίγες στιγμές αργότερα ένιωσα τον πρώτο πίδακα. Κάθε σπασμός του και ένα βογγητό, κάθε βογγητό του και ένας πίδακας.

Εννοείται ότι και πάλι τα κατάπια όλα, με τον Maurice δεν υπήρχε ούτε μία στο εκατομμύριο να φτύσω τα κουκούτσια, που λένε. Τον καθάρισα προσεκτικά με τη γλώσσα μου από τα όποια υπολείμματα και σάλια, και σήκωσα το βλέμμα μου πάνω του.

Μου έκανε νόημα με τα χέρια του να έρθω προς το μέρος του. Σκαρφάλωσα πάνω του χωρίς δεύτερη σκέψη, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Τα χέρια του με τύλιξαν και με τράβηξαν επιτακτικά πάνω του, και πριν προλάβω να πω ή να σκεφτώ οτιδήποτε, τα χείλη του βρήκαν τα δικά μου.

Το φιλί δεν ήταν βιαστικό, δεν ήταν φλογερό με την έννοια της επιθυμίας—ήταν βαθύ, ήσυχο, γεμάτο. Ένα φιλί που δεν ζητούσε τίποτα, μόνο ήθελε να είναι εκεί. Χαθήκαμε μέσα του, σαν να μην υπήρχε χρόνος, σαν να μην υπήρχε τίποτα άλλο πέρα από αυτή τη στιγμή, αυτό το άγγιγμα, αυτή την ανάσα.

Όταν τραβήχτηκα ελαφρά, με κοίταξε με εκείνο το χαμόγελο που δεν είναι απλώς τρυφερό—είναι οικείο. Το χαμόγελο που λέει “σε βλέπω, σε νιώθω, είμαι εδώ”. Με μια απλή κίνηση, μου έσπρωξε στην άκρη την ατίθαση τούφα που είχε πέσει στο πρόσωπό μου, τα δάχτυλά του χάιδεψαν για μια στιγμή το μάγουλό μου, και μετά έμειναν εκεί, σαν να ήθελαν να κρατήσουν τη στιγμή λίγο παραπάνω.

Δεν μιλήσαμε. Δεν χρειαζόταν. Τα μάτια μας είχαν ήδη πει όλα όσα καμιά γλώσσα δεν μπορεί να εκφράσει. Και μέσα στα δικά του μάτια είδα αυτό που ένιωθα κι εγώ: Χαρά. Συντροφικότητα. Ευγνωμοσύνη. Και κάτι ακόμα, πιο βαθύ, πιο ήσυχο, πιο αληθινό. Μια υπόσχεση—όχι με λόγια, αλλά με παρουσία. Είμαι εδώ. Μαζί σου.

Maurice… Μη φύγεις σε παρακαλώ,” του είπα σχεδόν παρακλητικά. «Μείνε μαζί μου το βράδυ…»

Ναι, το ξέρω… θα έπρεπε να του δώσω το χώρο του, θα έπρεπε να είμαι πιο ανεξάρτητη, να μην δείχνω ότι κολλάω πάνω του σα στρείδι, να μην τον τρομάξω… να μην το ένα, να μην το άλλο…

Αλλά τον είχα ανάγκη. Ήθελα και πάλι να κοιμηθώ στην αγκαλιά του και να ξυπνήσω στην αγκαλιά του.

Ο Maurice με κοίταξε για μια στιγμή, και στα μάτια του δεν είδα ούτε δισταγμό, ούτε φόβο, ούτε εκείνη τη σκιά που φοβόμουν ότι ίσως φανεί. Είδα μόνο εκείνο το γνώριμο, ζεστό φως—το φως που ανάβει όταν κάποιος νιώθει ότι τον θέλεις όχι από ανάγκη, αλλά από αλήθεια.

I thought that youd never ask,” μου είπε με εκείνο το σκανταλιάρικο χαμόγελο που με κάνει να λιώνω κάθε φορά, κάνοντάς με να τσιρίξω σαν πεντάχρονο που του έταξαν παγωτό.

Δεν με ένοιαζε πια αν φαινόμουν προσκολλημένη, αν έπρεπε να κρατήσω αποστάσεις, αν έπρεπε να είμαι πιο cool. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι ήθελα να τον κρατήσω κοντά μου εκείνο το βράδυ. Να τον νιώθω δίπλα μου. Να ξυπνήσω με την ανάσα του στο μαξιλάρι μου.

Though we have to wake up early,” πρόσθεσε, και η φωνή του είχε εκείνη τη χροιά του ανθρώπου που δεν παραπονιέται—απλώς σου θυμίζει την πραγματικότητα με ένα χαμόγελο.

«Θα χωθούμε κάτω από το κρύο νερό και θα ξυπνήσουμε!» του είπα γελώντας, και τον ένιωσα να με σφίγγει ακόμα περισσότερο.

«Θα είσαι φρόνιμη;» με ρώτησε με αυτό τον πλέον γνώριμο, πειρακτικό, παιχνιδιάρικό του τόνο!

No promises!” του απάντησα, και η φωνή μου βγήκε πιο απαλή απ’ όσο περίμενα. Σφίχτηκα πάνω του, χώνοντας το πρόσωπό μου εκεί που ενώνεται ο λαιμός με τον ώμο του, ανασαίνοντάς την ανδρική του μυρωδιά, που μυρίζει… δεν ξέρω… σαν σπίτι… σαν ασφάλεια… σαν κάτι που δεν ήξερα ότι μου έλειπε μέχρι που το βρήκα.

Δεν είπαμε τίποτα άλλο. Δεν χρειαζόταν. Το σώμα μου είχε ήδη βρει τη θέση του πάνω του, και η ανάσα μου συγχρονίστηκε με τη δική του. Και για πρώτη φορά μετά από καιρό, ένιωσα ότι δεν ήμουν απλώς με κάποιον—ήμουν ακριβώς εκεί που ήθελα να είμαι.

Το τηλέφωνό μου βούιξε από κάπου κάτω από τα μαξιλάρια του καναπέ με το χαρακτηριστικό βουητό της δόνησης. Ο ήχος με έκανε να σηκώσω το κεφάλι μου από τον ώμο του Maurice, όπου είχα γείρει. Δεν ήθελα να φύγω από τη θέση μου—ένιωθα υπέροχα χωμένη στην αγκαλιά του—αλλά περίμενα μήνυμα από τη Μαίρη.

Έπρεπε να δω αν ήταν εντάξει. Παρόλο που τα σαδομαζοχιστικά της παιχνίδια τα έκανε μόνο με τρία άτομα που τα γνώριζε και τα εμπιστευόταν απόλυτα, πάντα στο τέλος μου έστελνε ένα μήνυμα για να μου πει ότι όλα είναι καλά και για να μην ανησυχώ. Ήταν ο κώδικάς μας.

Προσπάθησα να τεντωθώ για να φτάσω το κινητό, αλλά ήταν πολύ μακριά. Τα χέρια μου δεν έφταναν και δεν ήθελα να σηκωθώ. Γύρισα το κεφάλι μου και τον κοίταξα ικετευτικά.

«Μωρό μου,» του είπα, ακόμα γαντζωμένη πάνω του σαν κοάλα σε ευκάλυπτο. Τα χέρια μου ήταν τυλιγμένα γύρω από το λαιμό του και τα πόδια μου διπλωμένα στο πλάι του. «Μπορείς να μου πιάσεις το κινητό; Περιμένω μήνυμα από τη Μαίρη.»

Χαχανίζοντας με τη θέση μας—ήμουν κυριολεκτικά κολλημένη πάνω του—έσφιξε το ένα του χέρι γύρω από τη μέση μου για να με κρατήσει σταθερή. Με το άλλο χέρι άρχισε να ψαχουλεύει ανάμεσα στα μαξιλάρια. Το σώμα του τεντώθηκε και εγώ μαζί του, κρεμασμένη σαν ανθρώπινο περιδέραιο. Τα δάχτυλά του ψάχνουν, σκάβοντας ανάμεσα στις χαραμάδες του καναπέ.

«Το βρήκα!» ανακοίνωσε θριαμβευτικά, τραβώντας το κινητό από τα βάθη του καναπέ. Το σήκωσε ψηλά σαν τρόπαιο και μου το έδωσε με ένα πλατύ χαμόγελο.

Το άρπαξα με τα δύο χέρια και το ξεκλείδωσα στα γρήγορα. Η οθόνη φώτισε το πρόσωπό μου και τα μάτια μου σάρωσαν το μήνυμα.

«ΑΑΑΑΧ… δε θα μπορώ να κάτσω για μια εβδομάδα! Σήμερα ο βόρειος είχε κεφάκια! Και ΠΟΥ και ΞΥ! Έτοιμη να κερδίσω το Τζόκερ! 😍 » μου έγραψε, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια με το υπονοούμενο.

Τα δάχτυλά μου πετούσαν πάνω στην οθόνη καθώς πληκτρολογούσα την απάντησή μου, χαμογελώντας σαν χαζή: «Εγώ είμαι σκαρφαλωμένη πάνω στον αρκούδο μου και κάνω το κοάλα! Θα κοιμηθούμε και πάλι αγκαλίτσα. Και... είχε και άρια! Δυνατή! Κάλλας μ' έκανε ο γλυκούλης μου!»

Περίμενα λίγα δευτερόλεπτα και ήρθε η απάντηση. Το τηλέφωνο δόνησε στα χέρια μου.

«Θα μου τα πεις αύριο! XOXO» μου απάντησε.

Της έστειλα κι εγώ μια σειρά από emojis με φιλάκια και καρδούλες, χαμογελώντας ικανοποιημένη. Η Μαίρη ήταν καλά, είχε περάσει καλά, όλα ήταν τέλεια στον κόσμο.

«Κατά τα φαινόμενα δεν ήμασταν οι μόνοι που περάσαμε καλά,» είπα στον Maurice. Με μια θεατρική κίνηση πέταξα το κινητό μου στην άλλη άκρη του καναπέ, όπου προσγειώθηκε με έναν απαλό γδούπο ανάμεσα στα μαξιλάρια.

Ο Maurice σήκωσε το ένα του φρύδι με ενδιαφέρον, τα χέρια του ακόμα γύρω από τη μέση μου. «Έπαιξε και η Μαίρη Wii;» με ρώτησε πειρακτικά.

«Όχι, της Μαίρης της αρέσουν άλλου είδους παιχνίδια!» του είπα χαχανίζοντας και παίζοντας τα βλέφαρά μου με νόημα.

«Oh!» είπε στην αρχή, τα μάτια του ελαφρώς γουρλωμένα. Μια παύση. Και μετά, καθώς το μυαλό του έκανε τις συνδέσεις: «Ooh!» συνέχισε χαχανίζοντας, το πρόσωπό του φωτίστηκε από κατανόηση. Είχε πιάσει το υπονοούμενο και τα μάτια του γυάλισαν από διασκέδαση.

Καθίσαμε για λίγη ώρα έτσι, απολαμβάνοντας τη σιωπηλή οικειότητα. Τα δάχτυλά του έπαιζαν απαλά με τα μαλλιά μου, τυλίγοντάς τα γύρω από το δάχτυλό του. Ένιωθα την αναπνοή του να ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά, τη ζεστασιά του σώματός του. Μετά από λίγο όμως, τα πόδια μου άρχισαν να μουδιάζουν από τη στάση.

Με έναν μικρό αναστεναγμό κατέβηκα από πάνω του, ξετυλίγοντας τα άκρα μου σαν γάτα που ξυπνάει από ύπνο. Κάθισα δίπλα του στον καναπέ, τεντώνοντας τα πόδια μου για να επανέλθει η κυκλοφορία. Έπιασα το τηλεχειριστήριο από το τραπεζάκι και το κούνησα ερωτηματικά.

«Netflix;» ρώτησα.

«Ό,τι θέλεις εσύ,» απάντησε, ανοίγοντας το χέρι του σε πρόσκληση.

Άνοιξα το Netflix και άρχισα να σκρολάρω αδιάφορα στις επιλογές. Τίποτα δεν φαινόταν ενδιαφέρον—ίσως επειδή το μυαλό μου ήταν αλλού. Τελικά διάλεξα κάτι τυχαίο, μια κωμική σειρά που είχα δει ήδη, περισσότερο για να έχουμε κάτι στο βάθος. Έγειρα στην αγκαλιά του, το κεφάλι μου βρήκε τη θέση του στον ώμο του. Το χέρι του με αγκάλιασε, τραβώντας με πιο κοντά. Ένιωθα τόσο άνετα, τόσο ασφαλής, που τα μάτια μου άρχισαν να βαραίνουν σχεδόν αμέσως.

Ο Μπλάκι, που μέχρι τώρα μας παρακολουθούσε από το γατόδεντρό του με μισόκλειστα μάτια, είδε την ευκαιρία και την άρπαξε. Με ένα αθόρυβο άλμα κατέβηκε και πλησίασε τον καναπέ. Μας κοίταξε για μια στιγμή, υπολογίζοντας το καλύτερο σημείο εισόδου. Μετά, με χειρουργική ακρίβεια, τρύπωσε ανάμεσα στα πόδια μου.

Τον ένιωσα να κάνει τις συνηθισμένες του στροφές—μία, δύο, τρεις—μέχρι να βρει την τέλεια θέση. Κουλουριάστηκε σε μια μικρή γούνινη μπάλα, με την ουρά του τυλιγμένη γύρω του. Το γουργούρισμά του άρχισε αμέσως, χαμηλό και σταθερό, σαν μακρινή μηχανή.

Τα μάτια μου έκλειναν. Η τηλεόραση έπαιζε στο βάθος, αλλά δεν πρόσεχα. Η ζεστασιά του Maurice, το βάρος του Μπλάκι στα πόδια μου, η γεμάτη κοιλιά μου... όλα συνωμοτούσαν για να με στείλουν στην αγκαλιά του Μορφέα. Το κεφάλι μου βάρυνε, γέρνοντας όλο και περισσότερο.

Και εκεί έπεσε ο γενικός. Δεν κατάλαβα από πού μου ήρθε—το ένα λεπτό ήμουν ξύπνια, το επόμενο είχα χαθεί.

Ένιωσα ένα απαλό σκούντημα στο πλευρό μου. «Babe?» Η φωνή του Maurice ακουγόταν μακρινή, σαν να ερχόταν μέσα από ομίχλη.

«Τι;» πετάχτηκα ξαφνιασμένη, τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα. Κοίταξα γύρω μου μπερδεμένη, προσπαθώντας να θυμηθώ πού ήμουν. Η απότομη κίνησή μου τρόμαξε τον Μπλάκι που πετάχτηκε από τα πόδια μου με ένα παραπονιάρικο «μιάου».

Ο Maurice έβαλε τα γέλια, το στήθος του τραντάχτηκε κάτω από το κεφάλι μου. «Σε πήρε ο ύπνος!» μου είπε τρυφερά, χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου. Στην τηλεόραση είχαν παίξει ήδη δύο επεισόδια που δεν είχα δει. «Άντε, πάμε μέσα να ξαπλώσουμε!»

Σηκώθηκα με δυσκολία, τρίβοντας τα μάτια μου με τις παλάμες μου σαν μικρό παιδί. Τα πόδια μου ήταν ακόμα μουδιασμένα και παραπάτησα λίγο. Ο Maurice με έπιασε από τον αγκώνα για να με σταθεροποιήσει, γελώντας απαλά.

Μαζέψαμε τα πιάτα από το τραπεζάκι—λερωμένα με σάλτσες και ψίχουλα—κάνοντας μια στοίβα. Τα χέρια μου κινούνταν αυτόματα, ακόμα μισοκοιμισμένη. Τα κουβαλήσαμε στην κουζίνα όπου τα παράτησα όπως ήταν στο νεροχύτη με ένα δυνατό γδούπο. Πλύσιμο αύριο—τώρα ήταν ώρα για ύπνο.

Στο υπνοδωμάτιο και με δάχτυλα που ακόμα δεν συνεργάζονταν πλήρως, κατάφερα με τα πολλά να βάλω το ξυπνητήρι μία ώρα νωρίτερα από το συνηθισμένο μου. Θα χρειαζόμουν έξτρα χρόνο το πρωί—για ντους, για να ετοιμαστώ, για να φτιάξω καφέ για δύο.

Γλίστρησα κάτω από το σεντόνι με έναν ικανοποιημένο αναστεναγμό. Το δροσερό ύφασμα ένιωθα υπέροχο στο δέρμα μου μετά τη ζέστη της ημέρας. Γύρισα στο πλάι, κοιτάζοντάς τον να ετοιμάζεται.

Ο Maurice ήρθε στο κρεβάτι και ξάπλωσε δίπλα μου. Για μια στιγμή μείναμε ακίνητοι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον στο μισοσκόταδο του δωματίου. Μετά έσκυψε και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλάκι—απαλό, αργό, γεμάτο υπόσχεση για αγκαλιές.

«Καληνύχτα μικρή μου μάγισσα!»

«Καληνύχτα αρκούδι μου!»

Γύρισε στο πλάι κάνοντάς μου νόημα. Δεν χρειάστηκε δεύτερη πρόσκληση. Κύλησα προς το μέρος του και κόλλησα πάνω του. Το χέρι του τυλίχθηκε στη μέση του και με τράβηξε ακόμα πιο κοντά, σφίγγοντάς με πάνω του σε κουτάλα. Ένιωσα την ανάσα του να γίνεται πιο βαθιά, πιο ρυθμική.

Ξαφνικά, μια τρίλια ακούστηκε από την πόρτα. Ο Μπλάκι, που δεν ήθελε να μείνει έξω από το πάρτι, πήδηξε στο κρεβάτι με ένα απαλό «πουφ». Περπάτησε πάνω στο στρώμα, τα βήματά του βυθίζονταν στο μαλακό υλικό, και ήρθε και ξάπλωσε δίπλα μου.

Με μια κίνηση που είχε τελειοποιήσει με τα χρόνια, γύρισε και μου έδειξε την κοιλιά του. Τα πράσινα μάτια του με κοίταζαν προσδοκώντας, η ουρά του χτυπούσε ελαφρά το στρώμα. Το καθιερωμένο βραδινό του χάδι—δεν κοιμόταν ποτέ χωρίς αυτό.

Το χέρι μου, βρήκε το μαλακό τρίχωμα της κοιλιάς του και ξεκίνησα να τον χαϊδεύω με αργές, κυκλικές κινήσεις. Το απαλό γουργούρισμά του ξεκίνησε αμέσως, ένας σιγανός, υπόκωφος, νανουριστικός ήχος.

Ανάμεσα στη ζεστασιά του Maurice πίσω μου μου, το απαλό γουργούρισμα του Μπλάκι μπροστά μου, και τη γενική αίσθηση ευτυχίας που με είχε πλημμυρίσει, ο γενικός έπεσε και πάλι σε χρόνο ρεκόρ.


8. Έχω απόψε ραντεβού, λαραλά λαραλά

Η ιεραρχία των πραγμάτων που θα έκαναν τη Σόφη χαρούμενη ήταν απλή. Τα είχα καταγράψει στο μυαλό μου χίλιες φορές, σαν μάντρα που επαναλάμβανα όταν τα πράγματα πήγαιναν στραβά.

Να είμαι υγιής εγώ, οι δικοί μου και οι φίλοι μου (λέγε με Μαίρη, μία την έχω και δεν έχω ανάγκη κανέναν άλλον κερατά—ποιότητα, όχι ποσότητα). Να χάσω αυτά τα γαμημένα τα δέκα κιλά που κουβαλούσα σαν σταυρό. Να μη μου σκοτίζουν τα μεταφορικά μου παπάρια στο γραφείο με τις ηλιθιότητές τους. Να βρω κάποιον που να με γεμίζει—όχι μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά.

Και δεν ήθελα τίποτα τραβηγμένο. Δεν περίμενα τον κύριο Τέλειο—δεν υπάρχει αυτό το πράγμα, είναι παραμύθι για μικρά κορίτσια. Δε με ενδιέφερε να είναι όμορφος σαν μοντέλο, πλούσιος με τραπεζικούς λογαριασμούς που θα με έκαναν να ζαλιστώ, με απολλώνιο κορμί με six-pack που στο κρεβάτι να κάνει το σώμα μου να τραντάζεται σα να έχω δαγκώσει καλώδιο υπερυψηλής τάσης.

Να μην του είναι ακατοίκητο το κεφάλι, να έχει χιούμορ και να με κάνει να γελάω. Να νοιάζεται για μένα και να μου το δείχνει με τις πράξεις του, όχι με μεγάλα λόγια και υποσχέσεις. Το να μπορεί να κάνει τη γαμημένη τη χοντρή που και που να τραγουδήσει ήταν added bonus, όχι εκ των ων ουκ άνευ.

Όταν χτύπησε το ξυπνητήρι στο κινητό μου—εκείνος ο απαίσιος, διαπεραστικός ήχος που μισώ με πάθος—το χέρι μου τεντώθηκε αυτόματα να το σταματήσει. Τα μάτια μου άνοιξαν με δυσκολία και συνειδητοποίησα πού βρισκόμουν. Με βρήκε στην αγκαλιά του αρκούδου μου—διόρθωση, στην βόας-έχει-αρπάξει-κατσίκι σφιχτή αγκαλιά του αρκούδου μου.

Το χέρι του ήταν τυλιγμένο γύρω από τη μέση μου σαν σιδερένια λαβή, το σώμα του κολλημένο στην πλάτη μου. Ένιωθα την ανάσα του στο σβέρκο μου, ζεστή και ρυθμική. Και με το τριχωτό μου τέρας να το έχει ρίξει στην ποδολαγνεία—η γλώσσα του Μπλάκι έκανε μικρούς κύκλους στον αστράγαλό μου.

Αυτό για μένα λέγεται ευτυχία.

Οκ, θα προτιμούσα να κοιμηθώ δυο-τρεις ώρες ακόμα—το σώμα μου ζητούσε επίμονα επιπλέον ύπνο. Θα προτιμούσα ο Μπλάκι να με αφήνει στην ησυχία μου πρωινιάτικα, ή έστω να μου κάνει κανένα απλό πατουσάκι αντί να μου γλείφει το πόδι σαν να είναι παγωτό. Αλλά δε θα χαλάσουμε τις καρδιές μας γι’ αυτές τις ασήμαντες λεπτομέρειες!

Προσεκτικά, για να μην τον ξυπνήσω ακόμα, άρχισα τη διαδικασία απεγκλωβισμού. Πρώτα έπρεπε να ελευθερώσω το χέρι του από τη μέση μου. Το σήκωσα αργά, χιλιοστό προς χιλιοστό, κρατώντας την ανάσα μου. Κάθε φορά που κουνιόταν στον ύπνο του, πάγωνα. Μετά από αυτό που φάνηκε σαν αιώνας, κατάφερα να ξετυλιχτώ από την αγκαλιά του και να γλιστρήσω από το κρεβάτι.

Τα πόδια μου άγγιξαν το δροσερό πάτωμα και ανατρίχιασα ελαφρά. Ο Μπλάκι σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε με μισόκλειστα μάτια, η γλώσσα του ακόμα έξω.

«Θα κάτσεις φρόνιμος ρε ποδολάγνο ρεμάλι;» μάλωσα σιγανά τον Μπλάκι. Γράφοντάς με εκεί που δεν πιάνει μελάνι, τέντωσε τα πόδια του και χασμουρήθηκε δείχνοντας όλα του τα δόντια.

Σηκώθηκα προσεκτικά, ρίχνοντας μια ματιά στον Maurice που κοιμόταν ακόμα βαθιά. Είχε γυρίσει μπρούμυτα και είχε αγκαλιάσει το μαξιλάρι μου, το πρόσωπό του χωμένο μέσα.

Ντουζ ήθελα να κάνω με τον Maurice—το είχαμε υποσχεθεί ο ένας στον άλλον—οπότε θα περίμενα. Με τον Μπλάκι συνοδεία—που με ακολουθούσε σαν κοπρόσκυλο—πήγα στο μπάνιο να κάνω την πρωινή μου τουαλέτα. Ούτε να κατουρήσω με την ησυχία μου δε μ’ αφήνει ο παπάρας. Στάθηκε μπροστά στην πόρτα του μπάνιου και με κοιτούσε επίμονα, σαν φρουρός.

«Ιδιωτικότητα, την έχεις ακουστά;» του μουρμούρισα καθώς έπλενα τα δόντια μου. Ο Μπλάκι απάντησε τρίβοντας το κεφάλι του στο πόδι μου.

Μετά, κουτουλώντας ακόμα από τον ύπνο και παραπατώντας λίγο, κατευθύνθηκα προς την κουζίνα. Άνοιξα το ντουλάπι και έβγαλα τον καφέ. Καθώς η καφετιέρα έκανε τους χαρακτηριστικούς ήχους της, σκέφτηκα το πρωινό.

Προχθές δεν είχαμε φάει πρωινό, απλά είχαμε πιει τα καφεδάκια μας καθισμένοι στο σαλόνι. Από την άλλη, προχθές ήταν και Κυριακή και είχαμε όλο το χρόνο δικό μας. Σήμερα ήταν Τρίτη, είχαμε να πάμε στα γραφεία μας και οι δυο και ο χρόνος έτρεχε.

Εγώ δεν τρώω πρωινό—το στομάχι μου τις πρωινές ώρες είναι κλειστό για επισκευές. Η αλήθεια είναι όμως ότι δεν τον είχα ρωτήσει αν εκείνος τρώει. Κοίταξα το ρολόι στον τοίχο—είχαμε χρόνο. Μη θέλοντας να πάει ο αρκούδος μου νηστικός στη δουλειά, αποφάσισα να φτιάξω στα γρήγορα καγιανά.

Άνοιξα το ψυγείο και έκανα απογραφή. Ντομάτες είχα, πιπεριές είχα, αυγά—μια ολόκληρη δωδεκάδα—είχα. Και το πιο σημαντικό, αυτό που κάνει τη διαφορά, είχα και σπιτικό ξύγαλο από τη θεία μου την Ελένη.

Έβγαλα και ένα μεγάλο άσπρο κρεμμύδι από το ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη, έβαλα το τηγάνι στη φωτιά και άρχισα να κόβω τα λαχανικά. Τα χέρια μου κινούνταν αυτόματα—έκοψα δυο ντομάτες σε μικρούς κύβους και το κρεμμύδι σε λεπτές φέτες, και τεμάχισα και την πιπεριά. Το τσιτσίρισμα του λαδιού στο τηγάνι γέμισε την κουζίνα, ακολουθούμενο από τη μυρωδιά του κρεμμυδιού που σωταριζόταν.

Ο Μπλάκι κάθισε δίπλα στα πόδια μου, παρακολουθώντας κάθε κίνηση με ενδιαφέρον. Η ουρά του κουνιόταν αργά πέρα-δώθε.

Έσπασα έξι αυγά στο μπολ—γενναιόδωρη μερίδα για τον αρκούδο μου—και τα χτύπησα με το πιρούνι. Το κίτρινο και το άσπρο ανακατεύτηκαν σε μια κρεμώδη μάζα. Ούτε δέκα λεπτά αργότερα, τα καγιανά ήταν έτοιμα. Το ξύγαλο είχε λιώσει πάνω τους, δημιουργώντας μικρές λιμνούλες λευκής νοστιμιάς. Το πρωινό του αρκούδου μου ήταν έτοιμο!

Έβαλα τα καγιανά σε ένα μεγάλο πιάτο, έκοψα δύο φέτες ψωμί και τις έψησα στη φρυγανιέρα. Η μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού γέμισε την κουζίνα. Τακτοποίησα τα πάντα στο τραπέζι—πιάτο, μαχαιροπίρουνα, χαρτοπετσέτα—και πήγα να τον ξυπνήσω.

Στο υπνοδωμάτιο, ο Maurice είχε αλλάξει πάλι θέση. Τώρα κοιμόταν ανάσκελα, το ένα χέρι πάνω από το κεφάλι του, το άλλο στην κοιλιά του. Τα χείλη του ήταν ελαφρώς ανοιχτά και ροχάλιζε απαλά.

Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού, προσέχοντας να μην κάνω απότομες κινήσεις. Το χέρι μου άγγιξε απαλά το μάγουλό του, χαϊδεύοντάς το με το δάχτυλό μου. Μετά χάιδεψα τα μαλλιά του, περνώντας τα δάχτυλά μου ανάμεσά τους. Ήταν μαλακά και λίγο ανακατεμένα από τον ύπνο.

«Μωρό μου,» ψιθύρισα. «Ώρα να ξυπνήσεις.»

Τα βλέφαρά του τρεμόπαιξαν. Άνοιξε πρώτα το ένα μάτι, μετά το άλλο. Με κοίταξε μπερδεμένος για μερικά δευτερόλεπτα, το βλέμμα του θολό. Του πήρε λίγο να θυμηθεί ποιος είναι, πώς τον λένε, πού βρίσκεται, ποιο είναι το νόημα της ζωής και τα ρέστα. Τον είδα να επεξεργάζεται τις πληροφορίες—τα μάτια του εστίασαν σιγά-σιγά, το πρόσωπό του χαλάρωσε.

Και μετά μου χάρισε το νυσταγμένο του χαμόγελο—εκείνο το αργό, τεμπέλικο χαμόγελο του πρωινού που έκανε τα μάτια του να ζαρώσουν στις άκρες.

Good morningbabe!” μου είπε με βραχνή φωνή καθώς τεντωνόταν σαν γάτα. Τα χέρια του πήγαν πάνω από το κεφάλι του και άκουσα τις αρθρώσεις του να κάνουν κρακ.

Good morning teddy-bear!” του απάντησα γλυκουλινιάρικα, νιώθοντας το πρόσωπό μου να ζεσταίνεται. Έσκυψα και του έδωσα ένα πεταχτό φιλάκι στο στόμα—γρήγορο, απαλό, πρωινό. “I… I made you breakfast!” συμπλήρωσα ντροπαλά.

Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Σηκώθηκε απότομα στους αγκώνες του και με κοίταξε σαν να του είχα πει ότι κέρδισε το λαχείο. “Okits officialIm in love! μου είπε χαμογελαστός.

Η καρδιά μου έκανε ένα σάλτο και μετά άρχισε να χορεύει τσάρλεστον μέσα στο στήθος μου. Τα μάγουλά μου έγιναν κατακόκκινα και δάγκωσα τα χείλη μου προσπαθώντας να συγκρατηθώ και να μην χαμογελάω σαν το χαζό. Ναι, καλή τύχη.

Join the clubMister!” του απάντησα χαμογελώντας σαν ηλίθια. Δεν πρόλαβα να πω τίποτα άλλο.

Με μια γρήγορη κίνηση που δεν περίμενα από άνθρωπο που μόλις ξύπνησε, με άρπαξε από τη μέση. Με τράβηξε πάνω του και με γύρισε, ρίχνοντάς με στο κρεβάτι. Το στρώμα βούλιαξε κάτω από το βάρος μας και πριν προλάβω να αντιδράσω, τα χείλη του βρήκαν τα δικά μου.

Με φίλησε με πάθος, σαν να ήθελε να μου ρουφήξει την ψυχή από το στόμα. Ήταν ένα ατελείωτο φιλί που με έκανε να ζαλιστώ. Τα χέρια του με κρατούσαν σφιχτά, το ένα στο πρόσωπό μου, το άλλο στη μέση μου. Όταν τελικά χωριστήκαμε, και οι δύο ήμασταν λαχανιασμένοι.

Ξαφνικά, το πρόσωπό του άλλαξε. Τα μάτια του γούρλωσαν και πετάχτηκε όρθιος. “Im gonna pee myself!” μου είπε πανικόβλητος, κρατώντας επιδεικτικά το καβάλο του. Εμ, δύο λίτρα μπύρα είχε πιει χθες το πουλάκι μου.

Γέλασα με την απότομη αλλαγή. “Go!” του είπα, σπρώχνοντάς τον ελαφρά. “Don’t take a shower yet, breakfast comes first!”

Σήκωσε το χέρι του στον αέρα σε ένδειξη όρκου. “Pinky promise!” μου έκανε χαχανίζοντας, κουνώντας το μικρό του δάχτυλο. Μετά έφυγε τρέχοντας για το μπάνιο, κρατώντας τα πόδια του κλειστά με κωμικό τρόπο. Δεν είχε κάνει δύο βήματα στο διάδρομο όταν άκουσα την έκπληκτη φωνή του.

“Hey, Blackie is following me!” μου   διαμαρτυρήθηκε.

Άκουσα την πόρτα της τουαλέτας να κλείνει με έναν δυνατό γδούπο. Ναι, καλή του τύχη. Δεν είχα προλάβει να μετρήσω μέχρι το τρία όταν άκουσα ένα απαλό κλικ. Ο Blackie, με την ευελιξία ενός νίντζα, είχε ρίξει ένα σάλτο και είχε πιάσει το πόμολο με τα πόδια του, ανοίγοντας την πόρτα.

“Hey!” Η διαμαρτυρία του Maurice ακούστηκε από μέσα, ακολουθούμενη από έναν ήχο παραίτησης.

Get used to it!” του φώναξα χαχανίζοντας από το δωμάτιο. «Είναι μέρος του πακέτου!»

Σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα στην κουζίνα για να τον περιμένω, παίρνοντας μαζί και το δίσκο. Κάθισα στην καρέκλα μου και πήρα την κού-πα με τον καφέ μου στα χέρια. Η ζεστασιά διαπέρασε τις παλάμες μου και πήρα την πρώτη γουλιά. Ο δυνατός καφές με ξύπνησε οριστικά.

Ήρθε μερικά λεπτά αργότερα, με τον Μπλάκι να τον ακολουθεί σα σκιά. Τα μαλλιά του ήταν ακόμα ανάκατα και το πρόσωπό του λίγο πρησμένο από τον ύπνο. Στάθηκε στην πόρτα της κουζίνας και κοίταξε το τραπέζι.

«Εσύ δε θα φας;» με ρώτησε, παρατηρώντας ότι υπήρχε μόνο ένα πιάτο στο τραπέζι.

Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά, πίνοντας άλλη μια γουλιά καφέ. «Όχι μωρό μου, το πρωί δεν μπορώ να φάω τίποτα,» του είπα. «Το στομάχι μου δεν δουλεύει πριν τις δέκα.» Έδειξα την τσάντα μου στην καρέκλα. «Αλλά παίρνω μαζί μου ένα φρούτο στο γραφείο, μπανάνα συνήθως, και έχω αφήσει κι εκεί από εχθές ένα γιαούρτι.»

Κάθισε στην καρέκλα του και πήρε το πιρούνι. Κοίταξε το πιάτο με περιέργεια, μετά με κοίταξε εμένα, μετά πάλι το πιάτο. Πήρε μια πιρουνιά και τη έβαλε στο στόμα του.

Η αντίδρασή του ήταν άμεση. Τα μάτια του γούρλωσαν, σταμάτησε να μασάει για μια στιγμή και μετά: “Oh my God!” έκανε με γεμάτο στόμα. Κατάπιε βιαστικά. “This is not just scrambled eggs!”

Χαμογέλασα περήφανα, νιώθοντας τα μάγουλά μου να ζεσταίνονται από την ικανοποίηση. «Όχι, είναι καγιανά,» του είπα, ακουμπώντας πίσω στην καρέκλα μου. «Ντομάτα, κρεμμύδι, πιπεριά και…» έκανα μια δραματική παύση, «σπιτικό ξύγαλο! Από τη θεία μου την Ελένη. Γιατί τα πρώτα τα βρίσκεις και αλλού, το τελευταίο όχι!»

“It tastes like heaven!” μου είπε ο αρκούδος μου, επιτιθέμενος στο πιάτο με ανανεωμένο ενθουσιασμό.

Τον παρακολουθούσα να τρώει με ένα χαζό χαμόγελο στα χείλη. Μόνο το πιάτο δεν έφαγε—καθάρισε τα πάντα, ακόμα και τα ψίχουλα του ψωμιού. Και τα καγιανά τα είχα φτιάξει με έξι αυγά, δεν είχα κάνει τσιγκουνιές. Ο άνθρωπός μου ήξερε να εκτιμάει το καλό φαγητό.

Όταν τελείωσε, ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του με έναν ικανοποιημένο αναστεναγμό και χάιδεψε την κοιλιά του. Το πρόσωπό του είχε την έκφραση απόλυτης ευτυχίας. Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του απολαμβάνοντας τη γεύση του.

«Κανονικά ο καφές είναι μετά την πρώτη μπύρα!» μου απάντησε και χαχάνισε βλέποντας με να τον κοιτάζω με απορία.

«Πρωινιάτικα μπύρα;» τον ρώτησα με γουρλωμένα μάτια.

Ανασήκωσε τους ώμους του με αδιαφορία και άνοιξε τα χέρια του σε μια χαρακτηριστική χειρονομία. «Μωρό μου, εμείς την μπύρα την πίνουμε αντί για νερό!» μου είπε, τα μάτια του γυάλιζαν από διασκέδαση βλέποντας την αντίδρασή μου.

«Και φοράτε κάλτσες με πέδιλα!» τον μάλωσα τρυφερά. «Θες να σου βγάλω μια μπύρα;» τον ρώτησα υποχωρώντας.

«Όχι!» μου απάντησε κουνώντας πέρα-δώθε το κεφάλι του με έμφαση. “When in Rome, yada-yada-yada!”

«Ναι βρε μωρό μου αλλά αυτό πάει στα πέδιλα!» επέμεινα, σκύβοντας προς το μέρος του. «Αν διψάς, να σου βγάλω μια μπύρα! Έχω στο ψυγείο από χθες.»

«Δε χρειάζεται,» μου έκανε, το χέρι του βρήκε το δικό μου πάνω στο τραπέζι και το χάιδεψε τρυφερά. Τα δάχτυλά του έκαναν μικρούς κύκλους στην παλάμη μου. Μετά σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα, που έτριξε από την κίνηση. «Λοιπόν… πάμε για ντουζάκι;»

Σηκώθηκα κι εγώ, αλλά σταμάτησα και τον κοίταξα με σοβαρό ύφος. «Ναι, αλλά να είσαι φρόνιμος,» άρχισα, σηκώνοντας το δάχτυλό μου προειδοποιητικά, «γιατί αν περιμένεις πρωινιάτικα ότι θα κάνεις τη χοντρή να τραγουδήσει και πάλι…» Σταμάτησα δραματικά στη μέση της πρότασης.

Με κοίταξε ερωτηματικά, το κεφάλι του γερμένο στο πλάι σαν σκύλος που προσπαθεί να καταλάβει.

Πήρα μια βαθιά ανάσα και συνέχισα με απόλυτα deadpan ύφος: «Καλύτερα να πάρουμε μαζί μας και καμιά καρέκλα!»

Η αντίδρασή του ήταν άμεση. Διπλώθηκε από τα δυνατά γέλια, κρατώντας την κοιλιά του. Ο ήχος γέμισε την κουζίνα και με έκανε κι εμένα να χαμογελάσω πλατιά.

Όταν κατάφερε να ηρεμήσει, σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια του και με κοίταξε με πονηρό γελάκι. «Προχθές τραγούδησε, όμως!» μου υπενθύμισε, κουνώντας τα φρύδια του με νόημα.

Έβαλα τα χέρια μου στη μέση μου και πήρα στάση δασκάλας. «Προχθές ήταν Κυριακή,» άρχισα να απαριθμώ στα δάχτυλά μου, «ήταν έντεκα το πρωί, και μετά θα πηγαίναμε θάλασσα.» Έκανα μια παύση για έμφαση. «Σήμερα είναι Τρίτη, είναι εφτά, και μετά έχει γραφείο!» του υπενθύμισα με αυστηρό τόνο. «Ή όπως λέμε στην Ελλάδα,» και εκεί άλλαξα γλώσσα, «δεν είναι κάθε μέρα του αγιαννιού!» Γύρισα πάλι στα αγγλικά για την εξήγηση: «Δεν είναι όλες οι μέρες οι ίδιες!»

Τα μάτια του έχασαν λίγο τη λάμψη τους και άφησε έναν θεατρικό αναστεναγμό. «Έχεις ένα δίκιο,» μου απάντησε με ύφος παιδιού που του αρνήθηκαν γλυκό. Μετά ίσιωσε τους ώμους του και χαμογέλασε πάλι. «Λοιπόν, πάμε;»

«Ναι, πάμε!» του είπα με ενθουσιασμό.

Τσιτσιδωθήκαμε αμφότεροι σε χρόνο ρεκόρ και πήγαμε στο μπάνιο σχεδόν τρέχοντας και γελώντας σαν παιδιά. Αυτή τη φορά, χωρίς τον Μπλάκι, που με κάποιο μαγικό τρόπο πάντα καταλάβαινε πότε άνοιγε το ντους.

Θυμήθηκα τη μέρα που είχε βρει ο Αργύρης τον Μπλάκι και τα αδέρφια του. Ήταν πεταμένα μέσα σε σκουπιδοτενεκέ, μουσκεμένα και βρώμικα. Τα είχαμε κάνει μπουγάδα και τα εφτά—τι περιπέτεια ήταν αυτή!

Νύχια, δόντια, νιαουρίσματα, γρατζουνιές. Και τι καλά που είχαν περάσει και αυτά και εμείς… Τρεις μέρες είχα τα χέρια μου τυλιγμένα με επιδέσμους. Δεν είναι να απορείς που άκουγε νερό να τρέχει και εξαφανιζόταν πιο γρήγορα και από το δώρο των Χριστουγέννων.

Το ζεστό νερό έπεσε πάνω μας και αναστέναξα από ευχαρίστηση. Αλλά έπρεπε να είμαστε γρήγοροι και συγκρατημένοι. Καταφέρνοντας με τα χίλια ζόρια να μείνουμε φρόνιμοι—και οι δύο—παρά τον πειρασμό του ζεστού νερού και της γυμνής σάρκας, κάναμε γρήγορα το ντουζάκι μας. Τα χέρια μας άγγιζαν μόνο για πρακτικούς λόγους—να δώσουμε το σαπούνι, να πλύνουμε την πλάτη. Σε δέκα λεπτά είχαμε τελειώσει αμφότεροι, στεγνοί και έτοιμοι.

Μιας και ο αρχικός σκοπός όταν είχε έρθει χθες δεν περιλάμβανε διανυκτέρευση—ποιος το περίμενε ότι θα καταλήγαμε έτσι;—δεν είχε φέρει μαζί του ρούχα για τη δουλειά. Μόνο ένα t-shirt και μια βερμούδα που είχε αφήσει στο σάκο του. Θα έπρεπε αναγκαστικά να περάσει από το σπίτι του να αλλάξει, να φορέσει κάτι πιο επίσημο για το γραφείο.

Στην πόρτα, παρόλο που βιαζόμασταν και οι δύο—το ρολόι έδειχνε ήδη επτά και σαράντα—σταματήσαμε. Με κοίταξε με εκείνο το βλέμμα που έκανε τα γόνατά μου να λυγίζουν. Το φιλί που ανταλλάξαμε πριν αποχαιρετιστούμε δεν ήταν ξεπέτα. Καθόλου.

Για την ακρίβεια, από αρκούδος έγινε και πάλι ευκάλυπτος για ένα-δυο λεπτά. Πήρα φόρα και σκαρφάλωσα πάνω του σαν απελπισμένο κοάλα, τυλίγοντας τα πόδια μου γύρω από τη μέση του. Με κράτησε σφιχτά, τα χέρια του κάτω από τους μηρούς μου, και με φίλησε με πάθος που δεν ταίριαζε σε πρωινό αποχαιρετισμό. Όταν τελικά χωριστήκαμε ήμασταν και οι δυο λαχανιασμένοι.

«Θα τα πούμε το βράδυ,» ψιθύρισε στο αυτί μου πριν με αφήσει κάτω.

«Στις οχτώ;» ρώτησα, ακόμα ζαλισμένη από το φιλί.

«Στις οχτώ,» επιβεβαίωσε και με ένα τελευταίο γρήγορο φιλί, έφυγε.

Όταν έκλεισε η πόρτα, ακούμπησα πάνω της για μια στιγμή. Άφησα έναν βαθύ αναστεναγμό—σαν τυφώνας σε μικρογραφία—που ήρθε από τα βάθη της ψυχής μου. Ο άνθρωπος αυτός με είχε γυρίσει ανάποδα σε δύο μέρες.

Τινάζοντας το κεφάλι μου για να συνέλθω, πήγα στο μπάνιο να στεγνώσω τα μαλλιά μου. Το πιστολάκι ούρλιαζε καθώς δούλευα μεθοδικά, τραβώντας τις τούφες με τη βούρτσα. Στην κουζίνα, έβαλα στον Μπλάκι την υγρή του τροφή—εμφανίστηκε σαν από το πουθενά με το που άκουσε το άνοιγμα της κονσέρβας. Τον είδα να τρώει με όρεξη και μετά πήγα να ντυθώ.

Στο υπνοδωμάτιο, άνοιξα την ντουλάπα και κοίταξα τις επιλογές μου. Σήμερα έκανε λιγότερη ζέστη—το ένιωθα από τον αέρα που έμπαινε από το παράθυρο. Οπότε αποφάσισα να φορέσω ένα γουστόζικο καλοκαιρινό σετάκι που είχα και καιρό να βάλω. Ένα αμάνικο πλισέ γιλέκο σε απαλό μπεζ χρώμα με την ασορτί παντελόνα του—έδειχνε επαγγελματικό αλλά όχι βαρετό—και χαμηλές ανοιχτές γόβες που δεν θα με σκότωναν μέχρι το βράδυ.

Καθώς έβαζα το κραγιόν μου, ο Μπλάκι άρχισε το καθιερωμένο του. Κάθισε μπροστά στην πόρτα και άρχισε να νιαουρίζει παραπονιάρικα, η ουρά του χτυπούσε το πάτωμα με ένταση. Όπως κάθε Δευτέρα και Τρίτη που πήγαινα στο γραφείο, προσπαθούσε να με κάνει να νιώσω ένοχη.

«Ούτε εγώ έχω όρεξη να πάω στο γραφείο, μη με κοιτάζεις έτσι!» τον ψευτομάλωσα και κοιτάζοντάς με μέ μισόκλειστα μάτια, σαν να μην με πίστευε, συνέχισε τη γκρίνια σε μορφή αποδοκιμαστικού νιαουρίσματος.

Κατέβηκα χωρίς ιδιαίτερη όρεξη στο αυτοκίνητο, ακόμα ένα πρωινό που έπρεπε να κατέβω γραφείο. Σε αντίθεση ωστόσο με τα υπόλοιπα τέτοια πρωινά, το χαμόγελο στα χείλη μου που δεν έλεγε να φύγει.

Η τύχη με ήθελε σήμερα. Βρήκα να παρκάρω κοντά στο σταθμό—θαύμα για τα δεδομένα της περιοχής—και στο τρένο, θαύμα θαυμάτων, βρήκα μέχρι και θέση να κάτσω. Ακούμπησα στο παράθυρο και άφησα το μυαλό μου να ταξιδέψει στη χθεσινή βραδιά.

Στο γραφείο, ο χρόνος αποφάσισε να με βασανίσει. Μέχρι τη μία που με πήρε τηλέφωνο η Μαίρη, κύλησε με την ταχύτητα πηχτής μελάσας. Κάθε λεπτό φαινόταν σαν ώρα, κάθε ώρα σαν αιώνας. Και όχι τίποτα άλλο, αλλά να βλέπεις τη θάλασσα από το παράθυρο του γραφείου σου—γαλάζια, ήρεμη, προκλητική—ενώ ταυτόχρονα να τρέχεις what-if σενάρια και projections σε Excel και SPSS, δεν είναι και ο ορισμός της διασκέδασης.

Από την άλλη, το ότι είχα αφιερώσει χρόνο να μάθω το SPSS στο πανεπιστήμιο ξεπλήρωσε τελικά περισσότερο από το ρημάδι το MBA. Ποιος το περίμενε ότι η στατιστική ανάλυση θα μου ήταν πιο χρήσιμη από όλα τα μαθήματα στρατηγικής μάνατζμεντ;

Και όχι τίποτα άλλο, αλλά μαθαίνοντας το SPSS δεν είχα πάρει και δέκα κιλά! Το MBA από την άλλη, με όλο το στρες και τις ατελείωτες ώρες στη βιβλιοθήκη…

Το κινητό μου δονήθηκε πάνω στο γραφείο. Μήνυμα από τον Maurice. Αντάλλασσα που και που κανένα μήνυμα μαζί του, που και εκείνος ήταν πνιγμένος στη δουλειά, αν έκρινα από το ότι αργούσε να απαντήσει. Μην θέλοντας να τον ενοχλήσω περισσότερο, αποφάσισα να στείλω μια καλημέρα στη Μαίρη και της είπα αν θέλει να με πάρει κατά τη μία που θα έκανα το διάλειμμά μου.

Όταν ήρθε η ώρα του διαλείμματος, σηκώθηκα από την καρέκλα μου τεντώνοντας τη μέση μου που είχε πιαστεί. Ήθελα να πιώ και ένα φρέντο—η ανάγκη για καφεΐνη ήταν επιτακτική—αλλά αντί να τον παραγγείλω από το e-food όπως συνήθως, αποφάσισα να πάω να τον πάρω από μια κοντινή καφετέρια. Χρειαζόμουν να ξεμουδιάσω και λιγάκι, να δω κόσμο που δεν ήταν συνάδελφοι.

Μόλις βγήκα από το κτίριο και ο ήλιος χτύπησε το πρόσωπό μου, το τηλέφωνο χτύπησε. Το ringtone που είχα για τη Μαίρη—Το Minnie the Moocher του Calloway—αντήχησε δυνατά. Χαμογέλασα και το σήκωσα.

«Βρε, βρε, as I live and breathe,» της απάντησα στο τηλέφωνο.

«Σου έλειψα μικρό μου πόνυ;» με ρώτησε πειρακτικά. Άκουγα το χαμόγελο στη φωνή της.

Σταμάτησα στη σκιά ενός δέντρου και ακούμπησα στον τοίχο. «Πολύ!» της απάντησα κάνοντας μια εμφατική παύση για δραματικό εφέ. «Από την άλλη, εσύ δε με κάνεις να τραγουδάω όπερα, οπότε… όχι ιδιαίτερα!» συνέχισα χαχανίζοντας.

«Κάνε φίλες, σου λέει!» μου απάντησε κοροϊδευτικά.

«Πώς τα πέρασες χθες;» τη ρώτησα, αλλάζοντας θέμα.

«Δε θα μπορώ να κάτσω για μια εβδομάδα!» μου απάντησε χαχανίζοντας. «Καλά έχει πάει η μέρα μου μέχρι στιγμής στο γραφείο!» συνέχισε. «Στέκομαι όρθια στο γραφείο μου λες και η καρέκλα έχει πρόκες!»

Γέλασα με την εικόνα. «Ναι, κάπως δε νομίζω ότι η θέση σου κινδυνεύει. Ποιος θα απολύσει την κόρη του ιδιοκτήτη;»

«Η θέση μου όχι,» συμφώνησε, «η σωματική μου ακεραιότητα σίγουρα, αν ο εν λόγω ιδιοκτήτης μάθει ποτέ τις πομπές της κόρης του!» Την άκουσα να κάνει μια μικρή παύση. «Μπορείς να φανταστείς την έκφραση του μπαμπά αν μάθαινε;»

«Ναι, εκεί θα πέσει ξύλο με τρόπο που δε σου αρέσει!» συνέχισα στο ίδιο ύφος, φανταζόμενη τον κύριο Φεδρινό να μαθαίνει τα χαΐρια της μονάκριβης κόρης του.

«Και ο γλυκούλης μου αυτή τη φορά δεν είχε όρεξη μόνο για ξύλο,» συνέχισε η Μαίρη, η φωνή της έπεσε σε συνωμοτικό τόνο. «Διάνοιξη μου έκανε, είναι και προικισμένο το αγόρι…» μου είπε χαχανίζοντας τελείως ξεδιάντροπα.

Σταμάτησα απότομα στη μέση του πεζοδρομίου. «Τι αγόρι μωρή; Πενηνταφεύγα δε μου έχεις πει ότι είναι ο βόρειος;»

«Χθες δεν του φάνηκε πάντως!» μου απάντησε. Την φαντάστηκα να χαμογελάει μέχρι τα αφτιά με το πονηρό της χαμόγελο. «Άλογο με έκανε, σου λέω! Χειρότερος και από καυλωμένο εικοσάχρονο!»

Πώς στο διάολο τους άντεχε, έτσι μικροκαμωμένη που ήταν; Μιλάμε για τη Μαίρη, ένα εξήντα με τα χέρια σε ανάταση και πενήντα κιλά με βρεγμένα ρούχα. Δεν λέω, κι εγώ έδινα που και που τον απαυτό μου, αλλά από ένα μέγεθος και πέρα ήταν κόκκινη γραμμή line. Και όχι τίποτα άλλο, αλλά ο Maurice μου πλησίαζε αυτό το μέγεθος, και τι ωραία που θα περνούσα…

Ένας αναστεναγμός μου ξέφυγε χωρίς να το καταλάβω. Γιατί εννοείται πως το «ρε δεν πας να δεις αν έρχομαι;» ήταν απάντηση που δεν σκόπευα να δώσω στον αρκούδο μου αν μου ζήταγε τρελλίτσες με την όπισθεν.

«Τι αναστενάζεις μωρή;» με ρώτησε η Μαίρη αμέσως. Όταν της εξήγησα τι σκεφτόμουν έβαλε τα γέλια. «Σάλιο και υπομονή, Σοφάκι μου, σάλιο και υπομονή!» μου είπε σε ύφος φιλοσόφου που εξηγεί στο μαθητή του το νόημα της ζωής. Άκουσα να παίρνει μια ανάσα και μετά χαχάνισε και πάλι. «Ας τους άφηνες να στον κάνουν κι εσένα τρομπόνι να μην παραπονιόσουν!»

«Μμμ…» της έκανα ειρωνικά, συνεχίζοντας το περπάτημά μου προς την καφετέρια.

«Μη μου μουγκανίζεις εμένα, δε τη μιλώ τη μητρική σου,» μου απάντησε το όργιο, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. Είχε κέφια σήμερα, φαινόταν.

Μπήκα στην καφετέρια και παρήγγειλα το φρέντο μου—διπλό, με λίγη ζάχαρη. Πήρα το ποτήρι και βγήκα έξω, ψάχνοντας μια σκιερή γωνιά. Βρήκα ένα παγκάκι κάτω από ένα δέντρο και κάθισα, πίνοντας τον καφέ μου και χαζολογώντας με τη Μαίρη. Όπως πάντα τα είπαμε και οι δύο με το νι και με το σίγμα—κάθε λεπτομέρεια, κάθε στιγμή, κάθε συναίσθημα.

Μεταξύ μας, δε θα με χαλούσε καθόλου αν παρέλειπε τις λεπτομέρειες από τα σαδομαζοχιστικά της παιχνίδια. Κάμποσες από αυτές με έκαναν να ανατριχιάσω—ειδικά όταν περιέγραφε συγκεκριμένα… εργαλεία. Αλλά αν δεν τα έλεγε σε μένα, σε ποιον θα τα έλεγε;

Της είπα και για τα δικά μου—το πρωινό, το ντους, το αποχαιρετιστήριο φιλί. Της περιέγραψα και το session με τον ιεροεξεταστή που με περίμενε το βράδυ της Τετάρτης. «Η μάνα μου θα με ανακρίνει χειρότερα κι από την ασφάλεια,» της είπα.

«Κουράγιο!» μου απάντησε γελώντας. Αφού μου ευχήθηκε καλή τύχη, καλό βόλι, καλά κρασιά και καλά κούλουμα—ναι, όλα τα παραπάνω με τη σειρά—κλείσαμε για να επιστρέψουμε στις δουλειές μας. Θα επέστρεφε από Θεσσαλονίκη με τη βραδινή πτήση, οπότε θα τα λέγαμε και πάλι την άλλη μέρα.

Γύρισα στο γραφείο με βήμα λίγο πιο ελαφρύ. Η καφεΐνη και η κουβέντα με τη Μαίρη με είχαν φτιάξει. Άλλες επτά ώρες μέχρι να δω τον Maurice, και πώς στο διάολο θα περνούσαν, μου λες;

Όταν με τα πολλά μπήκα στο σπίτι, λίγο μετά τις έξι και μισή, στην προοπτική του ότι σε μια ώρα θα έβλεπα πάλι τον αρκούδο μου, η κούραση πήγε περίπατο. Βέβαια θα άφηνα τον Μπλάκι μόνο του—αν δεν έχω κάτι να φα-γωθώ με τα ρούχα μου δεν ευχαριστιέμαι ρε παιδί μου—οπότε κάθισα μαζί του παίζοντας με το laser για κανένα δεκάλεπτο, να ξελυσσάξει και του λόγου του.

Του έβαλα την ξηρά τροφή του, την οποία την κοίταξε με απάθεια βουδιστή καλόγερου και πετώντας τα ρούχα που φορούσα μπήκα στο ντουζ. Αν και προτιμούσα χίλιες φορές να κάνω ντουζ με παρέα, η μοναξιά είχε και τα καλά της, μπορούσα να το βάλω στη θερμοκρασία που ήθελα. Γέλασα σα βλαμμένο στην ανάμνηση του “Are you a hell spawn or something?” που με είχε ρωτήσει ο Maurice με γουρλωμένα μάτια όταν του είχα δείξει σε τι θερμοκρασία προτιμώ το νερό.

Θα περνούσε να με πάρει στις οκτώ, δεν ήξερα αν θα προλάβαινα να ετοιμαστώ καθώς ήθελα να βάλω και μαλακτική για να μη θυμίζουν τα μαλλιά μου σκαντζόχοιρο που έχει πάθει ηλεκτροπληξία. Δε βαριέσαι, το πολύ-πολύ θα του έλεγα να ανέβει πάνω να με περιμένει.

Τώρα για το κατά πόσο θα φεύγαμε στην ώρα μας αν ανέβαινε πάνω είναι άλλη συζήτηση σκέφτηκα μέσα μου χαχανίζοντας πονηρά.

Μπήκα στο μπάνιο με αποφασιστικότητα. Είχα μία ώρα και δέκα λεπτά μέχρι να έρθει και ήθελα να είμαι θεά, έστω και με τη βουδιστική έννοια—γαμώ τα δέκα μου παραπάνω κιλά, γαμώ. Έριξα το κεφάλι κάτω από το ντους και άφησα το νερό να με ξυπνήσει. Ξεκίνησα με δύο χέρια σαμπουάν και συνέχισα με άπλετη μαλακτική από τη μέση και κάτω. Έκανα το γνωστό κόλπο με τα δάχτυλα για να ξεμπλέξω τους κόμπους, παλεύοντας σαν ψάρι που μπλέχτηκε σε δίχτυα.

Μετά σειρά είχε το σώμα. Scrub με άρωμα βανίλια και καρύδα για να κάνω το δέρμα μου να μοσχοβολάει και μετά ξέπλυνα τη μαλακτική με κρύο νερό για να κλείσουν οι πόροι, νιώθοντας περίπου σα Φιλανδός που μετά τη σάουνα βούτηξε στην τρύπα στο πάγο. Μασχάλες και πόδια είχα κάνει το Σάββατο, οπότε συνέχισα στα υπόλοιπα.

Ακολούθησε το layering. Στο σώμα, άπλωσα body lotion με shimmer—ήθελα να γυαλίζω διακριτικά, όχι σαν την φαλάκρα του Τσάκωνα στο “Μάθε παιδί μου γράμματα.” Στο πρόσωπο, πέρασα serum με υαλουρονικό, μετά ενυδατική και τέλος primer. Σοβάντισμα, που έλεγε και ο μπαμπάς. Τέλος, για τα μαλλιά, leave-in conditioner και λίγο λάδι στις άκρες. Τα τύλιξα σε τουρμπάνι σαν Ινδός Μαχαραγιάς και πήγα στο δωμάτιο να διαλέξω τι θα φορέσω.

Άνοιξα τη ντουλάπα και την κοίταξα με απόγνωση. Τίποτα δεν μου άρεσε, κλασσικά εικονογραφημένα. Χωρίς να το κουράσω περισσότερο πήρα τηλέφωνο να ζητήσω τη βοήθεια του κοινού.

«ΔΕΝΕΧΩΤΙΝΑΦΟΡΕΣΩ!» είπα με απόγνωση στη Μαίρη με το που απάντησε το τηλέφωνο.

«Μωρή, δεν είμαι η μαμά σου να σε ντύνω κάθε φορά λες και είσαι κοριτσάκι!» με μάλωσε. Ναι, έτσι πάντα έκανε και μετά μου ζήταγε να ανοίξω κάμερα. «Άνοιξε κάμερα!»

Τελικά η διαβούλευση κατέληξε σε ένα απλό φλοράλ που άφηνε τους ώμους έξω και με διακριτικά-αδιάκριτο ντεκολτέ. Βέβαια εξίσου αδιάκριτα στα μάτια μου τόνιζε και την προσωπική μου καμπύλη ευμάρειας, και παρά τη γκρίνια μου—όταν το πρόβαρα—η Μαίρη επέμεινε ότι είμαι μια χαρά, και με να με συγχωρέσει η χάρη μου αλλά είχε και ένα αεροπλάνο να προλάβει, και άντε μη μου πάρει κανένας γερό-διάολος ό,τι έχω και δεν έχω.

«Κι εγώ σ’ αγαπάω!» της είπα χαχανίζοντας και μετά από ένα «ΓΚΡΡΡΡ» που συνοδεύτηκε όπως πάντα από μια καταιγίδα «ΜΑΤΣ ΜΟΥΤΣ» κλείσαμε το τηλέφωνο.

Ώρα για μακιγιάζ. Ελαφρύ  foundation —δεν ήθελα να φαίνομαι σαν βαμμένη μούμια—και  concealer  κάτω από τα μάτια γιατί, ας είμαστε ειλικρινείς, ο Θεός συγχωρεί, το  SPSS όχι. Λίγη σκιά σε γήινους τόνους,  eyeliner  με μικρή ουρίτσα γιατί η μεγάλη πάντα καταλήγει σε δράμα, και μάσκαρα. Ρουζ,  highlighter  για λάμψη και κραγιόν σε  nude  ροζ, και φύγαμε για τελικό.

Έβγαλα το τουρμπάνι και πήρα το πιστολάκι να στεγνώσω το μαλλί, υπό την υψηλή εποπτεία—και το αποδοκιμαστικό βλέμμα, γιατί την ανθίστηκε ότι θα τον αφήσω μόνο του το υπόλοιπο βράδυ—του Μπλάκι.

Αποσμητικό είχα βάλει μετά το μπάνιο αλλά παραλίγο να ξεχάσω να ψεκαστώ για δάκο και μουχρίτσα, είδες τι πήγαμε να πάθουμε στα καλά καθούμενα; Έπιασα το μπουκαλάκι με το καλό μου και πανάκριβο άρωμα—πρόταση της Μαίρης, που μου είχε στοιχήσει ένα νεφρό και τον πρωτότοκο—και έβαλα πίσω από τα αφτιά, στο μπούστο και στους καρπούς.

Πάνω στην ώρα χτύπησε το τηλέφωνο με το ringtone που είχα βάλει για τον αρκούδο μου: Mein Herz brennt, στο σημείο που ο Lindemann ξεσπάει με εκείνο το πρώτο, φλογισμένο “Mein Herz brennt!”. Είναι να μην το έχει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες—εγώ δεν ερωτεύομαι απλά, γίνομαι παρανάλωμα. Ναι, υπερβολικό yada-yada-yada… sue me!

«Αρκούδι μου!» του απάντησα σχεδόν τσιρίζοντας. «Ήρθες;»

«Μωρό μου!» μου απάντησε με ανάλογο ενθουσιασμό. «Από κάτω είμαι!»

«Κατεβαίνω!» του είπα και παίρνοντας την τσάντα μου έκανα να φύγω με το Μπλάκι να με κοιτάζει σα δυστυχισμένη δυστυχία.

Τα μεγάλα μέσα, λοιπόν σκέφτηκα. «Θέλεις να έρθεις κι εσύ με τη μαμά;» τον ρώτησα και έσκυψα και τον πήρα στην αγκαλιά μου, κάνοντας ότι θα τον πάρω μαζί.

Ο Μπλάκι ξέχασε τη λυπημένη θλίψη και με κοίταξε με το γνωστό του ύφος λες και του είχα προτείνει να πάμε διακοπές με τον κτηνίατρο και το σκύλο του γείτονα. Έριξε ένα σάλτο και έφυγε από την αγκαλιά μου, τρέχοντας προς το γατόδεντρό του λες και τον κυνηγούσε η εφορία, να πούμε!

Έφυγα χοροπηδώντας σαν κατσίκι και στο ενδιάμεσο έριξα και τα μπινελίκια μου στο ασανσέρ που ήρθε με το πάσο του. Κοιτάχτηκα για μια τελευταία φορά στον καθρέφτη και πήρα βαθιά ανάσα για να συμμαζέψω τον εαυτό μου και να μην κάνω σαν δεκαπεντάχρονο.

Εμένα μου λες; Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε και τον είδα. Στεκόταν στην είσοδο, ακουμπισμένος χαλαρά στον τοίχο. Φορούσε σακάκι—navy blue που του πήγαινε τέλεια—με ένα πολύ ανοιχτό ροζ πουκάμισο από κάτω. Τα γυαλάκια του γυάλιζαν στο φως, το περιποιημένο μουσάκι και μουστάκι του τον έκαναν να μοιάζει με καθηγητή πανεπιστημίου. Και στο χέρι του, φυσικά, ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Όταν με είδε, ίσιωσε και χαμογέλασε, με εκείνο το χαμόγελο που έφτανε μέχρι τα μάτια του.

Ξέχασα ότι είμαι 30 χρονών γαϊδάρα, ξέχασα ότι είμαστε σε δημόσιο χώρο, τα ξέχασα όλα. «ΜΩΡΟΥΛΙΝΙ ΜΟΥ!» τσίριξα στα ελληνικά και έτρεξα να χωθώ στην αγκαλιά του, και πάλι καλά να λέμε που είχα αρκετή αυτοσυγκράτηση να μην τον κάνω για ακόμα μια φορά ευκάλυπτο.

Με έπιασε στον αέρα, τα χέρια του γύρω από τη μέση μου, και με σήκωσε ελαφρά από το έδαφος. Με έσφιξε πάνω του τόσο δυνατά που ένιωσα τα πλευρά μου να διαμαρτύρονται, αλλά δεν με ένοιαζε. Τα χείλη μας συναντήθηκαν σε ένα βαθύ φιλί που μ' έκανε και πάλι να ξεχάσω για μερικές στιγμές το όνομά μου. Ο κόσμος γύρω μας εξαφανίστηκε, υπήρχαμε μόνο εμείς.

Όταν τελικά χωρίσαμε και με άφησε κάτω, τον κοίταξα καλύτερα. Ήταν μια γιγάντια βελγική ζωγραφιά—ψηλός, επιβλητικός, κομψός. Και μύριζε... ω θεέ μου, μύριζε σαν μπισκοτάκι που έχει βγει από το φούρνο. Ένας συνδυασμός από το άρωμά του και κάτι γλυκό που δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Αααααχ, που θα έλεγε και η Γεωργιάδου.

“Someone is happy to see me!” μου είπε με εκείνο το πονηρό του χαμόγελο, δίνοντάς μου και το τριαντάφυλλο που κρατούσε στο χέρι του. Τα δάχτυλά μας άγγιξαν καθώς το έπαιρνα και ένιωσα το γνώριμο ρεύμα.

Έφερα το τριαντάφυλλο στη μύτη μου και το μύρισα θεατρικά, κοιτάζοντάς τον πάνω από τα πέταλα. «Γιατί, είχες αμφιβολίες αρκούδι μου;» τον ρώτησα με το δήθεν αυστηρό μου ύφος, σταυρώνοντας τα χέρια μου και σηκώνοντας το ένα μου φρύδι. «Άντε μη σε βιάσω!» συνέχισα ατάραχη, σαν να μιλούσα για τον καιρό.

Η αντίδρασή του ήταν ανεκτίμητη. Το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο σε χρόνο ρεκόρ—από το λαιμό μέχρι τα αυτιά—και ταυτόχρονα έβαλε τα γέλια. Ένα νευρικό, έκπληκτο γέλιο που τον έκανε να μοιάζει με μαθητή που τον έπιασαν να αντιγράφει.

«Τέτοιο κακό μη με βρει!» μου απάντησε προσπαθώντας να ακουστεί ειρωνικός, αλλά η φωνή του έτρεμε λίγο. Και μετά, για να σπάσει την αμηχανία του, έκανε ένα μεγαλοπρεπέστατο «BRRRRRRRRRRR». Ολόκληρο το σώμα του τραντάχτηκε από το τρέμουλο, σαν μεγάλο αρκουδάκι που τινάζει το νερό από πάνω του. Τριάντα τριών χρονών μαντράχαλος και έκανε σαν πεντάχρονο.

Αν δεν ταιριάζαμε, δε θα συμπεθεριάζαμε.

Χαχανίζοντας και οι δύο σαν χαζοχαρούμενα—εγώ κρατώντας το τριαντάφυλλο, αυτός ακόμα κόκκινος—μπήκαμε στο αυτοκίνητό του με μικρές σπρωξιές και πειράγματα, και κινήσαμε να πάμε να το παίξουμε Ιταλοί. Για σήμερα τα κοπάδια από τα αμνοερίφια θα ήταν ασφαλή—είχαμε άλλα σχέδια.

Η τρατορία ήταν σε ένα στενό του Κολωνακίου, με τραπεζάκια έξω και κεριά που τρεμόπαιζαν στο απαλό αεράκι. Όμορφο μαγαζί, με vintage διακόσμηση και απαλή μουσική. Το φαγητό από την άλλη... not so much. Καλά το λέει το ανέκδοτο: «Αρχικά θα πάμε σε γκουρμέ. Και μετά; Μετά θα πάμε να φάμε!»

Κοίταξα το πιάτο μου—αν μπορούσα να το πω πιάτο. Πέντε ραβιόλια σε τέλεια γεωμετρική διάταξη, με τρεις σταγόνες σάλτσας τοποθετημένες καλλιτεχνικά και ένα φύλλο βασιλικού στην κορυφή. Το φαγητό ναι μεν ήταν νόστιμο—δεν μπορούσα να το αρνηθώ—αλλά οι μερίδες ήταν μεγέθους που θα άφηναν πεινασμένο ακόμα και ανορεξικό σκίουρο.

Ο Maurice κοίταξε το δικό του πιάτο—οχτώ κομματάκια ριζότο με θαλασσινά διακοσμημένα με εδώδιμα λουλούδια—και μετά με κοίταξε εμένα. Το πρόσωπό του είχε μια έκφραση απόλυτης απελπισίας.

«Παϊδάκια και πάλι παϊδάκια,» μου είπε ξεφυσώντας απογοητευμένος. Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του και έβαλε το χέρι του στην κοιλιά του που γουργούριζε ακόμα. «Το να έρχεσαι να φας και να φεύγεις πιο πεινασμένος, με ξεπερνάει!» Η φωνή του ήταν γεμάτη απόγνωση, σαν παιδί που του πήραν το παγωτό.

Δεν μπόρεσα να μην χαμογελάσω με την αντίδρασή του. Έγειρα προς το μέρος του συνωμοτικά. «Μη μου σκας μωρό μου,» του είπα χαμηλόφωνα, «θα σε πάω μετά για βρώμικο!»

Επειδή τη λέξη «βρώμικο» την είπα στα ελληνικά, σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε με απορία. Τα φρύδια του σούφρωσαν προσπαθώντας να καταλάβει.

“Street food, του εξήγησα. Και μετά, επειδή είδα ότι ακόμα δεν καταλάβαινε την επιλογή της λέξης, ξεκίνησα ολόκληρη ανάλυση. Ακούμπησα τους αγκώνες μου στο τραπέζι και έσκυψα προς το μέρος του.

«Όπως έλεγαν και οι παλιοί,» του έκανα χαχανίζοντας, κάνοντας τη φωνή μου να ακουστεί σαν γέρο-σοφού, «αν η ψησταριά δεν είναι μέσα στη λίγδα και το νύχι του μάγειρα πράσινο από τη μπίχλα...»

Σταμάτησα για δραματικό εφέ, κάνοντας έναν υπερβολικό μορφασμό αηδίας, «τότε δεν έχει τη σωστή γεύση!»

Oh my God,” έκανε, με το πρόσωπό του ένα μείγμα γέλιου και αηδίας. Κούνησε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά, προσπαθώντας να διώξει την εικόνα από το μυαλό του.

Αλλά εγώ δεν είχα τελειώσει. Σήκωσα το δάχτυλό μου διδακτικά. «Είναι σαν το κοκορέτσι μωρό μου...» Έκανα μια παύση για να τον κοιτάξω στα μάτια. «Άλλη γεύση έχει το πλυμένο άντερο, άλλη το...» δραματική παύση, «άπλυτο!» συνέχισα χωρίς έλεος.

Τον είδα να επεξεργάζεται αυτό που μόλις είχα πει. Το πρόσωπό του πέρασε από διάφορες φάσεις—σύγχυση, κατανόηση, φρίκη. Με κοίταξε για μια στιγμή με γουρλωμένα μάτια και τότε του ήρθε.“Shit!”

My point exactly!” του απάντησα χαχανίζοντας με νόημα.

Αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Έβαλε δυνατά γέλια που έκαναν τους διπλανούς να γυρίσουν να μας κοιτάξουν. Το σώμα του τραντάχτηκε, τα μάτια του δάκρυσαν, και στο τέλος τον έπιασε βήχας. Τον κοιτούσα χαμογελώντας, απολαμβάνοντας την αντίδρασή του.

Ναι, σίγουρα ταιριάζαμε.

«Χριστούλης, Χριστούλης, μη μου μείνεις κιόλας!» του είπα σε άπταιστα ελληνικά χτυπώντας τον στην πλάτη. Εννοείται ότι δεν κατάλαβε λέξη αλλά το έπιασε το νόημα.

“First the water in the shower and now this! Are you trying to kill me?” με ρώτησε γελώντας, για να αρπάξει ένα δυνατό ping στη μύτη, πιο νευριασμένο απ’ όσο σκόπευα αρχικά.

Do you see me laughing, lover boy?” τον ρώτησα με σοβαρό ύφος για να τον κάνω να συμμαζευτεί, άντε γιατί το κάναμε αμέρικαν μπαρ, το κάναμε!

Με κοίταξε προσεκτικά προσπαθώντας να καταλάβει αν σοβαρολογώ ή όχι. “Are you serious?”

«Σαν έμφραγμα του μυοκαρδίου!» του απάντησα στον ίδιο τόνο, σαν μαμά που έπιασε το αγοράκι της με τα χέρια στο βάζο με τα μπισκότα.

“But…”

“No buts, or so help me God, I will spank yours right here, right now!” του δήλωσα απειλητικά. Και μετά έβαλα τα γέλια με την εικόνα ενός δίμετρου μαντράχαλου όπως ο αρκούδος μου ξαπλωμένου πάνω στα γόνατά μου με τα παντελόνια κατεβασμένα για να του τις βρέξω.

Του ξέφυγε ένα ροχαλητό, μάλλον το έκανε και εκείνος εικόνα στο μυαλό του. Και μετά το ροχαλητό έγινε γέλιο, και για δεύτερη φορά σηκώσαμε το μαγαζί κακαρίζοντας σαν δεκάχρονα.

«Δε θα μας αφήσουνε να ξανάρθουμε!» του είπα όταν με τα πολλά ηρέμησα από τα γέλια. Σκούπισα τα δάκρυα από τις άκρες των ματιών μου με την πετσέτα, προσέχοντας να μην χαλάσω το μακιγιάζ μου. «Θα μας διώξουν με τις πέτρες!»

Σήκωσε τα χέρια του ψηλά σε ένδειξη παράδοσης. «Θα το ξεπεράσω!» μου έκανε με θεατρική απελπισία, βάζοντας το χέρι του στην καρδιά του σαν τραγική ηρωίδα. Το πρόσωπό του πήρε μια υπερβολικά δραματική έκφραση που με έκανε να ροχαλίσω και πάλι από τα γέλια.

Χαζολογήσαμε για λίγη ώρα ακόμα, με τα κεφάλια μας γερμένα το ένα προς το άλλο πάνω από το μικρό τραπέζι. Τα δάχτυλά μας έπαιζαν με τα πόδια των ποτηριών καθώς τελειώναμε το κρασί μας—το οποίο οφείλω να παραδεχτώ ότι ήταν εξαιρετικό. Ένα Ασύρτικο που είχε επιλέξει ο Maurice και που κύλησε στο λαιμό σαν μετάξι. Παρόλα αυτά, ακόμα πεινασμένοι—θέλαμε και γκουρμεδιές τρομάρα μας—σηκωθήκαμε να φύγουμε για να πάμε να φάμε σαν άνθρωποι.

Άφησε ένα γενναιόδωρο φιλοδώρημα που έκανε τον σερβιτόρο να χαμογελάσει από αυτί σε αυτί, και βγήκαμε στο δρόμο. Η βραδινή αύρα ήταν δροσερή και ευχάριστη. Του έπιασα το μπράτσο και τον οδήγησα προς το αυτοκίνητο.

«Πού πάμε τώρα;» με ρώτησε καθώς ξεκλείδωνε το αυτοκίνητο.

«Έκπληξη!» του απάντησα με ύφος γεμάτο μυστήριο. «Ευκαιρία να κάνουμε και τη βόλτα μας στη θάλασσα!»

Σκόπευα να τον πάω στην καντίνα του Μερακλή, στο παλιό Φάληρο. Ήταν θρύλος του είδους του—τα καλύτερα λουκάνικα της Αττικής, και μερίδες που χόρταιναν και τον πιο πεινασμένο αρκούδο.

Όταν φτάσαμε, όποια έκπληξις, γινόταν της πανικοτρίφυλλης. Η ουρά ήταν τεράστια—τουλάχιστον είκοσι άτομα περίμεναν μπροστά μας. Παιδιά με μηχανάκια, ζευγάρια, παρέες. Όλοι είχαν την ίδια ιδέα με εμάς. Σάλιο και υπομονή λοιπόν. Στάθηκα στις μύτες των ποδιών μου προσπαθώντας να δω πόσο είχε ακόμα, ενώ ο Maurice με κρατούσε από τη μέση για να μην πέσω.

Με τα πολλά—μετά από είκοσι λεπτά αναμονής που φάνηκαν σαν αιώνας—ήρθε και η σειρά μας.

Ο Maurice κοίταξε τον κατάλογο που ήταν γραμμένος με κιμωλία σε έναν μαυροπίνακα, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει τα ελληνικά. «Τι να πάρω;» με ρώτησε, γυρίζοντας προς το μέρος μου με ένα χαμένο βλέμμα.

Του έπιασα το χέρι και το έσφιξα. «Θα παραγγείλω εγώ για σένα!» του απάντησα ορθά-κοφτά. Τα σκυλιά δεμένα—δεν δεχόμουν αντιρρήσεις.

Ok!” μου απάντησε χαμογελώντας, σηκώνοντας τα χέρια του σε ένδειξη παράδοσης.

Γύρισα προς τον ταμία, έναν μεσήλικα με ποδιά γεμάτη λάδια και το πιο πλατύ χαμόγελο. «Δύο ποικιλίες αλλαντικών με λουκάνικο και πέντε μπύρες,» είπα αποφασιστικά. Για μένα μία μπύρα, για τον αρκούδο μου τις τέσσερις—ήξερα τις ανάγκες του.

Καθώς περιμέναμε την παραγγελία, γύρισα προς τον Maurice που κοιτούσε προς το πάρκι. «Maurice,» τον ρώτησα, αγγίζοντας το μπράτσο του για να τραβήξω την προσοχή του, «θέλεις να κατέβουμε προς Σούνιο και να σταματήσουμε να φάμε και να πιούμε τις μπύρες μας με ησυχία;»

Τα μάτια του έλαμψαν από ενθουσιασμό. «Αμέ!» μου απάντησε, χρησιμοποιώντας την ελληνική λέξη που του είχα μάθει.

«Παραγγελία έτοιμη!» φώναξε ο ταμίας.

Και μετά μας έδωσαν τα σάντουιτς. Ήταν τεράστια—κυριολεκτικά κτήνη του πολέμου. Το καθένα ήταν τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο και ζύγιζε τουλάχιστον μισό κιλό. Η μυρωδιά που έβγαινε ήταν ουράνια—αλλαντικά, χωριάτικο λουκάνικο, μουστάρδα, ντομάτα, κρεμμύδι, όλα ανακατεμένα.

Ο Maurice πήρε το δικό του στα χέρια, το ζύγισε σαν να ήταν νεογέννητο μωρό, και μετά με κοίταξε. Βλέποντας το κτήνος του πολέμου και όντας πεινασμένος, το πρόσωπό του πήρε την πιο ικετευτική έκφραση. Με κοίταξε σαν κουτάβι που ζητάει φαγητό, τα μάτια του μεγάλα και παρακλητικά, το κάτω χείλος του ελαφρώς προτεταμένο. Προσπαθούσε να μου αλλάξει γνώμη για το να περιμένουμε.

Εκπαιδευμένη από τον Μπλάκι που έκανε ακριβώς το ίδιο κόλπο, κούνια που τον κούναγε! Σήκωσα το χέρι μου αυστηρά.

I have spoken!” του απάντησα με τον πιο σοβαρό τόνο που μπορούσα να βγάλω. Και για να τον πειράξω περισσότερο, του έκανα ένα ελαφρύ ping στη μύτη με το δάχτυλό μου.

Το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση υπερβολικής υποταγής. “Si, padrone!” μου απάντησε, λες και μιλούσε στον Vito Corleone. Αλλά τα μάτια του συνέχιζαν να με κοιτάζουν με το βλέμμα της λυπημένης δυστυχίας, προσπαθώντας ακόμα να με τουμπάρει.

Έβαλα τα χέρια μου στη μέση και τον κοίταξα αυστηρά. «Ρε μπες στο αυτοκίνητο και μη με κοιτάζεις σαν κουτάβι!» του είπα κουνώντας απειλητικά το δάχτυλο μπροστά στη μύτη του.

Χαχανίζοντας, έκανε μια απότομη κίνηση με το στόμα του σαν να πάει να δαγκώσει το δάχτυλό μου. Τα δόντια του έκλεισαν στον αέρα με έναν παιχνιδιάρικο ήχο «κλαπ». Τράβηξα το χέρι μου πίσω θεατρικά.

«Κάτσε καλά βρε κοπρόσκυλο!» του είπα βάζοντας τα γέλια με τα καμώματά του. Τον έσπρωξα ελαφρά προς την πόρτα του αυτοκινήτου.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο—εγώ κρατώντας προσεκτικά τη σακούλα με τα σάντουιτς στην αγκαλιά μου σαν θησαυρό—και πήραμε την παραλιακή. Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά και ο αέρας της θάλασσας μπήκε μέσα, ανακατεμένος με τη μυρωδιά από τα σάντουιτς. Η μυρωδιά είχε γεμίσει όλο το αυτοκίνητο και μου είχε σπάσει τη μύτη.

Με το στομάχι μου να διαμαρτύρεται έντονα σάμπως να άρχισα να αναθεωρώ τις προτεραιότητές μου—ίσως να μην ήταν και τόσο κακή ιδέα να φάμε στο αυτοκίνητο. Αλλά που να σταματήσεις στην Ποσειδώνος με όλη αυτή την κίνηση;

Γαμώ την κίνησή μου μέσα γαμώ! σκέφτηκα καθώς περνούσαμε το ένα φανάρι μετά το άλλο χωρίς να μπορούμε να σταματήσουμε πουθενά.

Ευτυχώς, μετά το Ελληνικό ο δρόμος άνοιξε. Η κίνηση αραίωσε και μπορούσαμε επιτέλους να τρέξουμε. Ο Maurice οδηγούσε με το ένα χέρι στο τιμόνι και το άλλο ακουμπισμένο στο παράθυρο, απολαμβάνοντας τη διαδρομή. Εγώ είχα γυρίσει προς το μέρος του, παρατηρώντας το προφίλ του στο φως των φαναριών που περνούσαν.

Περίπου μισή ώρα αργότερα—μια ευχάριστη διαδρομή με μουσική και αστεία—ήμασταν κάπου μεταξύ Λαγονήσι και Σαρωνίδας. Άρχισα να κοιτάω προσεκτικά το τοπίο, ψάχνοντας για ορόσημα. Η καβάντζα που γνώριζα—και στην οποία είχα βγάλει κάμποσες φορές τα μάτια μου όταν ήμουν μικρή και τριανταφυλλένια—ήταν κάπου μετά τη Σαρωνίδα. Ένα κρυφό μέρος που ελάχιστοι ήξεραν, με θέα που έκοβε την ανάσα.

Είχα κάμποσα χρόνια να έρθω και ήλπιζα να αναγνωρίσω το μέρος, αλλιώς μας έβλεπα να φτάνουμε Σούνιο και ακόμα να ψάχνουμε. Τα μάτια μου σάρωναν κάθε στροφή, κάθε ανοιχτό χώρο δίπλα στο δρόμο.

Χα! Εκεί ήταν! Η καρδιά μου πήδηξε από χαρά. Καλά το θυμόμουν—η συστάδα των δέντρων, ο μικρός χωματόδρομος που φαινόταν σαν τίποτα. «Εδώ θα μπεις δεξιά!» του είπα, δείχνοντας με το χέρι μου.

Ο Maurice επιβράδυνε και κοίταξε προς την κατεύθυνση που έδειχνα. Το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση σύγχυσης και ελαφριού πανικού. «Εδώ, πού;» με ρώτησε με απελπισία, βλέποντας μόνο χώμα και ψηλά χορτάρια. «Δεν υπάρχει δρόμος!»

Έβαλα το χέρι μου πάνω στο δικό του που κρατούσε το τιμόνι. “Trust me, I know what I’m doing!” του απάντησα με σιγουριά που δεν ένιωθα εντελώς. Στο μυαλό μου προσευχόμουν να μην βρούμε κανένα άλλο ζευγάρι στο μέρος που είχα υπόψη, δε θα είχε πλάκα…

Με έναν αναστεναγμό παραίτησης, έστριψε το τιμόνι και μπήκαμε στο χωματόδρομο. Το αυτοκίνητο αναπήδησε ελαφρά στις λακκούβες και τα χέρια μου σφίχτηκαν γύρω από τη σακούλα με τα σάντουιτς για να μην πέσουν.

Μετά από λίγα μέτρα, ο δρόμος άνοιξε σε ένα μικρό ξέφωτο με θέα τη θάλασσα. Το φεγγάρι ήταν σχεδόν γεμάτο και έριχνε ένα ασημένιο μονοπάτι πάνω στα κύματα. Ερημιά και ο χάρος! Κανένα άλλο αυτοκίνητο, κανένας άνθρωπος. Μόνο εμείς, η θάλασσα και ο ήχος των κυμάτων.

«Εδώ σταματάς!» του είπα θριαμβευτικά.

Σταμάτησε το αυτοκίνητο και με κοίταξε καχύποπτα.

Του έκλεισα το μάτι πονηρά και άρχισα να τραγουδάω:  “Those were the days my friend!” Η φωνή μου ήταν γεμάτη νοσταλγία και υπονοούμενα για τις παλαιότερες πομπές μου.

«Αλλά πρώτα φαγητό, νηστικό αρκούδι δε χορεύει!» του δήλωσα σε άπταιστα Ελληνικά και του έδωσα το σάντουιτς του.

Το έπιασε το υπονοούμενο!  LOL!

Σε παλιότερες εποχές θα έκλαιγα το μισό σάντουιτς που δεν κατάφερα να φάω. Εντάξει, λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα, συνήθως έτρωγα το υπόλοιπο την άλλη μέρα. Σήμερα ωστόσο είχα τον αρκούδο μου ο οποίος κέρδισε επάξια και το δικό μου μισό.

«Δε θα φας άλλο;» με ρώτησε με γνήσια απορία ζωγραφισμένη στα μάτια, αδυνατώντας να χωρέσει στο μυαλό του πώς μπορούσε να υπάρχει άνθρωπος που θα άφηνε αυτό το αριστούργημα στη μέση.

«Όχι μωρό μου,» του απάντησα. «Φά’το εσύ να μου έχεις και δυνάμεις!» συνέχισα χαχανίζοντας πονηρά.

Nah!” μου απάντησε. “I will eat it on general principle!” συνέχισε χαχανίζοντας ελαφρά και μετά σοβάρεψε και έγινε πιο τρυφερός “I will always have energy for you, pinky promise!”

Youd better, lover boy, or else…” του απάντησα με την καρδιά μου να χτυπάει σαν ξεκούρδιστη και το χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο.

Τρώγοντας το μισό δικό μου άνοιξε και το τρίτο κουτάκι με τη μπύρα, κάνοντάς με να μετανιώσω που δεν είχα πάρει μια δωδεκάδα να έχω το κεφάλι μου ήσυχο, ο αρκούδος μου έπινε τη μπύρα σα νεροφίδα. Και όχι τίποτε άλλο αλλά είναι και οι ελαφρές οι ελληνικές, τι να του πουν του φουκαρά του Βέλγου μου που είχε αρχίσει να πίνει μπύρα από την εποχή του μπιμπερό;

«Χόρτασες μωρό μου;» τον ρώτησα όταν τέλειωσε.

«Όχι ότι δεν έχω χώρο για ακόμα λίγο!» μου είπε χαϊδεύοντας την κοιλιά του και κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Θες να βγούμε να περπατήσουμε λίγο;» τον ρώτησα χαϊδεύοντάς του το χέρι.

Screw walking!” μου είπε και με τράβηξε πάνω του…

…και τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται!


9. Bates motel

Γύρω στα μεσάνυχτα σταματήσαμε κάτω από το σπίτι μου, και βγήκε να με συνοδέψει μέχρι την πόρτα. Σταμάτησε και με κράτησε και από τα δυο χέρια χαμογελώντας μου τρυφερά.

Στην πόρτα της πολυκατοικίας σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος μου. Με κράτησε και από τα δύο χέρια, τα δάχτυλά του χάιδευαν απαλά τις παλάμες μου. Το πρόσωπό του ήταν φωτισμένο από το φως της εισόδου και μου χαμογελούσε τρυφερά.

«Σ’ ευχαριστώ για την υπέροχη βραδιά μικρή μου μάγισσα!» ξεκίνησε με απαλή φωνή. Μετά τα μάτια του πήραν μια σκανταλιάρικη λάμψη και η φωνή του έγινε παιχνιδιάρικη. «Στο υπόσχομαι, ποτέ ξανά ιταλικό!»

Γέλασα και του ανταπέδωσα το χαμόγελο. Τράβηξα τα χέρια μου από τα δικά του με μια απότομη κίνηση και—χωρίς προειδοποίηση—πήδηξα πάνω του. Ξαναέγινα κοάλα! Τα πόδια μου τυλίχτηκαν γύρω από τον κορμό του, τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του.

Ο Maurice αιφνιδιάστηκε για μια στιγμή, έκανε ένα βήμα πίσω για να κρατήσει την ισορροπία του, και μετά χαχάνισε. Τα χέρια του πήγαν αυτόματα κάτω μου για να με κρατάει σταθερά.

Έσφιξα την αγκαλιά μου και ακούμπησα το μέτωπό μου στο δικό του. «Μ’ αγαπάς πολύ-πολύ-πολύ, αρκούδι μου;» τον ρώτησα γλυκουλινιάρικα. Η φωνή μου βγήκε ψιλή και παιδιάστικη, σαν ερωτευμένο δεκαπεντάχρονο. Δεν κρατήθηκα—ήθελα να το ακούσω.

Τα μάτια του μαλάκωσαν και με κοίταξε με τέτοια τρυφερότητα που ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται. «Πολύ-πολύ-πολύ, μικρή μου μάγισσα!» μου απάντησε με εκείνο το χαμόγελο—αυτό το χαμόγελο που με έκανε να μετατρέπομαι σε υγρή μορφή κάθε φορά.

Σφίχτηκα ακόμα πιο πολύ πάνω του, κολλώντας σαν γραμματόσημο. «Δεν κατεβαίνω από εδώ!» του δήλωσα αποφασιστικά. Το πιγούνι μου σηκώθηκε ψηλά και τα χείλη μου σούφρωσαν σαν πεισμωμένο παιδάκι.

Τον έκανα να χαχανίσει ακόμα πιο δυνατά. Το στήθος του τραντάχτηκε από το γέλιο και με κούνησε μαζί του. Εγώ απάντησα τυλίγοντας ακόμα πιο σφιχτά χέρια και πόδια γύρω του, σαν χταπόδι που έχει πιάσει το θήραμά του.

Μπελά που βρήκε ο άνθρωπος! σκέφτηκα με ικανοποίηση. Η ερωτευμένη Σοφία ήταν force to be reckoned with, και να ψοφήσουν οι οχθροί μας!

Καρκινάκι με ωροσκόπο Παρθένο εγώ, Ταυράκι με ωροσκόπο Καρκίνο ο αρκούδος μου. Θυμάμαι πόσο είχε απορήσει όταν τον ρώτησα τι ώρα γεννήθηκε—με είχε κοιτάξει σαν να του είχα ζητήσει τον αριθμό της πιστωτικής του. Αλλά σύμφωνα με την «επιστήμη» (λέγε με Μαίρη), κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.

Έσκυψε το κεφάλι του και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί. Απαλό, γλυκό, γεμάτο υπόσχεση. Κατέβηκα από πάνω του αλλά δε με άφησε να φύγω, με τράβηξε και πάλι στην αγκαλιά του. Τον σβέρκωσα κι εγώ, χώνοντας το πρόσωπό μου στο λαιμό του, εισπνέοντας τη μυρωδιά του.

Θα μέναμε έτσι όλη νύχτα αν δεν άνοιγε εκείνη τη στιγμή η πόρτα της εισόδου. Μια γειτόνισσα—η κυρία Τασία από τον τρίτο—εμφανίστηκε κρατώντας μια σακούλα σκουπιδιών, κακό χρόνο να ‘χει η γρουσούζα. Ίσιωσα το φόρεμά μου, που είχε ανέβει, κάνοντας ότι δεν την είδα.

Ο Maurice με τράβηξε για ένα τελευταίο φιλί—γρήγορο αυτή τη φορά, αλλά εξίσου γλυκό. «Καλή σου νύχτα, μωρό μου.»

«Να με πάρεις τηλέφωνο όταν μπεις σπίτι!»

«Ναι, μαμά!»

Του έκανα ένα ping στη μύτη, του έδωσα ένα τελευταίο πεταχτό φιλάκι και τον άφησα να φύγει. Μπήκα μέσα αλλά δεν ανέβηκα αμέσως. Στάθηκα πίσω από την είσοδο και γύρισα να τον δω από το τζάμι της πόρτας. Περπατούσε προς το αυτοκίνητό του με αργά βήματα, τα χέρια του στις τσέπες. Γύρισε μια φορά και με είδε να τον κοιτάζω. Μου έστειλε ένα φιλί με το χέρι του και εγώ ανταπέδωσα την κίνηση.

Όταν μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε, έκανα μεταβολή να πάω κι εγώ πάνω. Είχα να κάνω χαρούλες στο Μπλάκι μου και να πάρω τηλέφωνο την αχαΐρευτη. Η Μαίρη θα είχε επιστρέψει σπίτι της από τη Θεσσαλονίκη και το καλό που της ήθελα είναι να μην έχει πέσει για ύπνο!

Ο Μπλάκι, όπως πάντα, με κατάλαβε από τα βήματα μόλις βγήκα από το ασανσέρ. Τον άκουσα να νιαουρίζει πριν καν ανοίξω την πόρτα. Με το που μπήκα, τον βρήκα να με περιμένει στην είσοδο. Καθόταν με την πλάτη ίσια, την ουρά τυλιγμένη γύρω από τα πόδια του, και μου μπαστακώθηκε με εκείνο το βλέμμα που έλεγε ξεκάθαρα: «Πού γύρναγες πάλι εσύ; Αυτά θα έχουμε κάθε βράδυ;»

Έβγαλα τα παπούτσια μου και τα πέταξα στη γωνία. Μετά έσκυψα μπροστά του με τα χέρια στη μέση. «Εγώ σε ρώτησα αν θέλεις να σε πάρω μαζί μου και μου έγινες λαγός, ας πρόσεχες!» του είπα με ύφος που έλεγε «φταις εσύ». Έσκυψα περισσότερο και άνοιξα τα χέρια μου. «Έλα εδώ να σε πάρω αγκαλίτσα.»

Σε αντίθεση με το απόγευμα που είχε εξαφανιστεί τρέχοντας σαν να τον κυνηγούσαν, τώρα δεν κουνήθηκε. Ήξερε ότι γύρισα σπίτι για να κάτσω, ότι δεν θα τον εγκατέλειπα ξανά. Με άφησε να τον σηκώσω στην αγκαλιά μου και άρχισε αμέσως να γουργουρίζει. Το σωματάκι του δονούνταν από την ένταση του γουργουρίσματος.

Με τον μούργο μου στην αγκαλιά, σαν μωρό, πήγα στο δωμάτιο. Τον κρατούσα με το ένα χέρι και με το άλλο άνοιγα τα φώτα καθώς προχωρούσα. Τον άφησα απαλά στο κρεβάτι, πάνω στο σεντόνι, και άρχισα να ξεντύνομαι.

Έβγαλα φόρεμα και σουτιέν και τα πέταξα σε μια καρέκλα. Με το που έμεινα με το κάτω εσώρουχο έφυγα τρέχοντας για το μπάνιο, κόντευα να τα κάνω πάνω μου.

Ο Μπλάκι παραδόξως αυτή τη φορά δε με ακολούθησε. Συνήθως ήταν η σκιά μου στο μπάνιο, αλλά τώρα έμεινε στο δωμάτιο. Όταν γύρισα μετά από λίγο—αφού έπλυνα και τα δόντια μου—τον βρήκα να κάνει ανάκριση διά της μύτης στο φόρεμα.

Ξάπλωσα κάτω από το σεντόνι και με το που βολεύτηκα ήρθε και ο κύριος. Περπάτησε πάνω στο στρώμα με προσοχή, έκανε δύο κύκλους, και χώθηκε στην αγκαλιά μου. Κουλουριάστηκε ακριβώς δίπλα στο στήθος μου, με το κεφάλι του κάτω από το πιγούνι μου.

Με το ένα μου χέρι άρχισε να τον χαϊδεύει αφηρημένα, κάνοντας μικρούς κύκλους πίσω από τα αυτιά του, πήρα το κινητό μου στο άλλο μου χέρι και κάλεσα τη Μαίρη.

«Καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα,» μου απάντησε αντί για καλησπέρα.

«Ναυτάκι δε με λες αλλά από ζουμπουρδουλίαση άλλο τίποτα…» της είπα τρολλάροντας τον εαυτό μου. «Πώς ήταν το ταξίδι σου;»

«Περιπετειώδες, βλέπεις στο αεροπλάνο δε μπορούσα να κάτσω όρθια!» μου είπε χαχανίζοντας, κάνοντας και μένα να γελάσω.

«Μόνο και μόνο για λίγες σταγόνες ευτυχίας, πήρες μια νύχτα το δρόμο της καταστροφής. Τα κροπς και οι βίτσες σου φέρνουν μονάχα δυστυχία, στον κάνει μωβ και ούτε κάτω να κάτσεις μπορείς!» αυτοσχεδίασα αλά Γιώργος Αιγύπτιος.

«Μωρή! Ήπιες τίποτα καλό σήμερα;» με ρώτησε ξεκαρδισμένη στα γέλια.

«Δεν το λες ακριβώς ποτό!» της είπα κάνοντάς τη να βάλει ξανά τα γέλια με το υπονοούμενο.

«Για ιταλικό δε θα πηγαίνετε; Πού στο διάολο τρύγησες το άγουρο κορμί του μωρή λυσσάρα, στην τουαλέτα;»

«Στα αγαπημένα μου κατσάβραχα στη Σαρωνίδα!» της είπα. «Πρώτα είχε γκουρμέ, και όπως καταλαβαίνεις φύγαμε νηστικοί!» ξεκίνησα να της εξηγώ. «Μετά κατεβήκαμε στο Νέο Φάληρο για βρώμικο, γιατί εννοείται ότι είχαμε λυσσάξει στην πείνα…» συνέχισα και της Μαίρης της έφυγε ένα ροχαλητό, «και του πρότεινα να πάμε να φάμε τα σάντουιτς κάπου με την ησυχία μας.»

«Τα σάντουιτς;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

«Ο Maurice ναι. Εγώ… και το σάντουιτς!» της απάντησα ξεδιάντροπα.

«Καλά που ορκιζόσουν πως δε θα το ξανακάνεις σε Autobianchi!» μου είπε χαχανίζοντας.

«Το αυτοκίνητό του δεν είναι Autobianchi,» της απάντησα με deadpan ύφος. «Είναι ένα από αυτά τα τερατώδη SUV που οι μπροστινές και οι πίσω ρόδες βρίσκονται σε διαφορετικό ταχυδρομικό κωδικό!» συνέχισα αυτή τη φορά χαχανίζοντας.

«Κατάλαβα… εγκαινιάσατε το πίσω κάθισμα;»

«Ούτε καν!» της απάντησα. «Ο πρώτος γύρος έγινε εις τας εξοχάς,» της απάντησα χαχανίζοντας πονηρά.

«Είχε και δεύτερο;» με ρώτησε με ενδιαφέρον.

«Αμέ! Αλλά εκεί αλλάξαμε σκηνικό, αντί για το καπό έσκυψα σ’ ένα δέντρο και παίξαμε μακριά γαϊδούρα… τρόπο τινά!» συνέχισα, κερδίζοντας ακόμα ένα γύρο γέλιου. «Και είναι και μακριά η γαϊδούρα, αν μ’ εννοείς!»

«Ώπα! Την έτριξες την όπισθεν στο δέντρο; So proud

«Όχι-όχι,» βιάστηκα να τη διορθώσω. «Κανονικά. Κι εκεί είχαμε και ένα ατυχηματάκι, έτσι όπως με κοπάναγε τρύπησε η καπότα,» της απάντησα ξεφυσώντας. «Ευτυχώς το κατάλαβε εγκαίρως και δεν είχαμε εγκεφαλικά!»

«Πάλι καλά,» συμφώνησε η Μαίρη.

«Και κάπως έτσι, μετά το γκουρμέ και το μισό σάντουιτς, πήρα και το συμπλήρωμα πρωτεϊνών!» της είπα παίζοντας πονηρά τα μάτια μου, κι ας μη με έβλεπε.

«Μη στάξει και μη βρέξει τον έχεις τον κύριο!»

«Είναι ο αρκούδος μου! Καλά κάνω! Και τον ρώτησα αν μ’ αγαπάει πολύ-πολύ-πολύ και μου απάντησε ότι μ’ αγαπάει πολύ-πολύ-πολύ,» της έκανα με την ίδια φωνή με την οποία είχα κάνει την ερώτηση στον αρκούδο μου!

«Άει, άει… το έχει χάσει αυτή!» μου είπε αλλά από τη φωνή της κατάλαβα ότι χαμογελούσε.

«Και δεν είμαι η μόνη,» της απάντησα με ονειροπαρμένη φωνή. Μετά ξεφύσυξα καθώς θυμήθηκα ότι την επόμενη είχα και την Ιερά εξέταση.

«Γιατί στενάζεις μωρή; Θες να με πλευριτώσεις μέσω τηλεφώνου;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

«Γιατί αύριο έχει ανάκριση από την Ευτύχω!» της απάντησα με φωνή γεμάτη απελπισία.

«Δεν ντρέπεσαι μωρή, τριάντα χρονών γαϊδάρα να φοβάσαι τη μαμά σου;» συνέχισε μην έχοντας σταματήσει ούτε στιγμή να χαχανίζει.

«Γκούχου-γκούχου!» της έκανα με νόημα, καθώς δεν ήμουν η μόνη που έτρωγε «ξύλο» από τη μητέρα της.

«Τώρα μιλάμε για σένα!» μου απάντησε χαχανίζοντας. «Τι φοβάσαι βρε χαζούλα,» με ρώτησε αυτή τη φορά με πιο μαλακή φωνή. «Ο αρκούδος σου δεν είναι σαν τον μαλάκα.»

«Το ξέρω ρε Μαίρη… αλλά την ξέρεις τώρα την Ευτύχω. Θα φαγωθεί να τον γνωρίσει και δεν θέλω να τον βάλω σε τέτοιο τριπάκι από τώρα, ούτε πέντε μέρες δεν είμαστε μαζί.»

Η απάντησή της δεν ήταν αυτή που περίμενα. Εννοώ ότι ήμουν σίγουρη ότι θα συμφωνήσει μαζί μου αλλά αντιθέτως η Μαίρη, πολύ σοβαρή με ρώτησε ένα απλό «Γιατί;»

Δεν το περίμενα αυτό. Μια φράση, ένα «Γιατί;», κι ένιωσα σα να με τράβηξε κάποιος απ’ το γιακά και με κοίταξε στα μάτια.

«Τι γιατί μωρή;» τη ρώτησα όταν κατάφερα να ξαναβρώ τη φωνή μου.

«Γιατί να μην τον γνωρίσεις στους δικούς σου; Δεν είναι θα ότι θα έρθει να δώσει και λόγο στον Αλοϊζάκη Sr

«Μαίρη μου, τι λες;» τη ρώτησα μη μπορώντας να πιστέψω τι έλεγε το στόμα της. «Μήπως από το πολύ κοπάνισμα που έφαγες χθες σου λάσκαρε καμιά βίδα;»

«Σοβαρά μιλάω!» μου είπε μαλακά και σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα σα να έψαχνε να βρει τις σωστές λέξεις.

«Σόφη μου, ο Maurice είναι Βέλγος—έχει μεγαλώσει αλλιώς. Δεν κουβαλάει τα δικά μας πατροπαράδοτα μπαγκάζια…» είπε και έκανε σύντομη παύση, και μετά συνέχισε με ύφος δασκάλας που μιλάει στη μαθήτριά της.

«Για εκείνον το να γνωρίσει τους γονείς σου είναι απλώς αυτό: μια συνάντηση, όχι ότι ήρθε να ζητήσει το χέρι σου!»

Εκείνη τη στιγμή δε μπορούσα να το διαχειριστώ. «Δεν ξέρω ρε Μαίρη…» είπα στενάζοντας. «Θα δούμε…»

Δεν επέμεινε.

«Δε μου λες τώρα, την Πέμπτη θα σε δούμε ή θα είσαι στη σπηλιά του αρκούδου σου;»

«Δε σκοπεύω να εγκαταλείψω τα εγκόσμια,» της είπα και το εννοούσα. Όσο και αν την είχα δαγκώσει με τον Maurice, δεν είχα καμία διάθεση να επαναλάβω τα παλιά μου λάθη. «Απλά, και επειδή οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους, οι παλιές μέρες του ξέφρενου clubbing μας τελείωσαν οριστικά!»

«Τι clubbing μωρή;» μου είπε βάζοντας τα γέλια. «Η μόνη σχέση σου με το clubbing είναι τα club sandwich

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» της έκανα, γεμίζοντας το κινητό μου σάλια, και κερδίζοντας το χαχανητό της. Μετά σοβάρεψα και πάλι. «Σε κάθε περίπτωση ναι, ισχύει για την Πέμπτη!» της είπα και έκανα παύση. «Θα με χάσετε από Παρασκευή ως Κυριακή!» συμπλήρωσα πονηρά.

«Θα τον ρέψεις;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

«Τα πόδια του δε θα μπορεί να πάρει!» της είπα σκανταλιάρικα. «Δε μου λες, θες την Κυριακή να πάμε για κανένα μπανάκι;»

«Αυτό το Σ/Κ δε θα μπορέσω!» μου έκανε. «ΜΥΚΟΝΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΣ!»

Φράγκα να φάνε και οι κότες είχε, οικογενειακή βίλλα στη Μύκονο είχε, διάθεση είχε—για τη Μαίρη μιλάμε, έτσι;—οπότε γιατί όχι;

«Θα έχεις ξεμπλαβίσει μέχρι τότε;» τη ρώτησα σε ουδέτερο ύφος.

Who cares?” μου απάντησε χωρίς καμιά ντροπή.

«Ο πατήρ Φεδρινός, αν γίνεις και πάλι πρωτοσέλιδο σε καμιά φυλλάδα! Αν επιβιώσεις, βέβαια, από την κυρία Φεδρινού!» της είπα γελώντας.

«Θα φορέσω μακρύ φόρεμα το βράδι!»

«Δε θα πας για κανένα μπάνιο;»

«Δε θα βγούμε από το σπίτι παρά μόνο για clubbing!» μου απάντησε σα να μην τρέχει κάστανο.

«Με ποιον θα πας μωρή;» τη ρώτησα γελώντας.

«Με ένα πιτσιρικά… αχ… εικοσιπέντε χρονών… και το είκοσι-κάτι δεν είναι μόνο στην ηλικία!» μου απάντησε δίχως ίχνος ντροπής.

«Πού τον πρόλαβες μωρή; Για δουλειά και τον βόρειο δεν υποτίθεται ότι είχες πάει Θεσσαλονίκη;»

«Είμαι multitasker, τι να πω!»

«Μωρή πότε πρόλαβες και έμαθες ανατομικές του λεπτομέρειες;»

«Sexting! Και το καλό που του θέλω να μη μου έχει στείλει dick-pic αλλουνού, θα τον πνίξω στην πισίνα!» μου είπε μεταξύ σοβαρού κι αστείου.

Ξέρετε κάτι; Την πίστευα ότι θα το κάνει! Καλά, στην πισίνα μπορεί να μην τον έπνιγε αλλά μην ξεχνάμε ότι η Μαίρη έχει και τρία νταν. Στην καλύτερη θα του τα έφερνε στο κεφάλι. Στη χειρότερη θα τον έκανε μπαλάκι και θα τον έστελνε ταχυδρομικώς στη Θεσσαλονίκη.

«Αν σου έχει πει ψέματα θα τον κλάψει η μάνα του. Αν σου έχει πει την αλήθεια, πάλι θα τον κλάψει η μάνα του!»

«Χαχαχα, κάπως έτσι!»

«Μονά-ζυγά, χαμένος, δηλαδή!»

«Στην δεύτερη περίπτωση θα είναι αποκλειστικά δικό του πρόβλημα,» μου απάντησε με ένα πονηρό γελάκι. «Αν ζήσει, έζησε!»

«Ανακεφαλαιώνοντας!» είπα και έκανα μια δραματική παύση. «Στην καλύτερη περίπτωση θα φύγει από το νησί μισός.» Σταμάτησα και πάλι. «Στη χειρότερη, πακεταρισμένος με κορδέλα για Θεσσαλονίκη, με courier

«Σιγά που θα του βάλω και κορδέλα!» μου έκανε αδιάφορα. «Θα τον ταχυδρομήσω όπως-όπως!»

Εκείνη τη στιγμή άκουσα και το χαρακτηριστικό ping του μηνύματος από τον Maurice που είχε φτάσει σπίτι του.

«Μισό, να στείλω μήνυμα στο μωρουλίνι μου!» της είπα και την άφησα να χαχανίζει με τα σιρόπια που μου έτρεχαν.

Του έστειλα μήνυμα στο messenger συνοδευόμενο από ένα σκασμό καρδούλες και φιλάκια και μου απάντησε με το gif ενός αρκούδου με καρδούλες.

Φυσικά και το είπα στη Μαίρη, και φυσικά έπεσε το δούλεμα της αρκούδας, όχι που θα με άφηνε. Κλείσαμε κανένα δεκάλεπτο αργότερα, έχοντας δώσει ραντεβού για ποτάκι την Πέμπτη το βράδυ. Με τον Μπλάκι να τον έχει πάρει ο ύπνος για τα καλά, άφησα με προσοχή το τηλέφωνο στο κομοδίνο μου για να μην τον ξυπνήσω. Ούτε που κατάλαβα πότε με πήρε ο ύπνος.

Μιας και από Τετάρτη μέχρι Παρασκευή ήμουν Home Office, το ξυπνητήρι βάρεσε στις 08:45, ίσα δηλαδή για να προλάβω να κάνω την πρωινή μου ρουτίνα και να φτιάξω—ή, όταν βαριόμουν, να παραγγείλω—καφέ. Σηκώθηκα και πήγα κουτουλώντας στο μπάνιο να ρίξω λίγο νερό στα μούτρα μου.

Όταν με τα πολλά τελείωσα πήγα στο δωμάτιο-γραφείο (το οποίο υποτίθεται ότι στο μέλλον θα γινόταν παιδικό δωμάτιο) και μέχρι να ανοίξει και το laptop παράγγειλα στα γρήγορα καφέ από το e-food. Εννοείται βέβαια ότι με το που κάθισα στο γραφείο ήρθε και ο μαύρος σίφωνας και θρονιάστηκε στο γραφείο, ακριβώς στο κατάλληλο σημείο για να με εμποδίζει να κουνάω το mouse.

«Ρε θα με αφήσεις να κάνω καμιά δουλειά πρωινιάτικα;» τον μάλωσα.

Εμένα μου λες; Μου γύρισε την κοιλάρα του και αν δεν τον χάιδευα κανένα πεντάλεπτο δε θα με άφηνε στην ησυχία μου. Όταν τελειώσαμε την πρωινή μας τελετή, γύρισε και άρχιζε να καθαρίζεται εκεί που τον είχα χαϊδέψει λες και είχα βουτήξει πριν το χέρι μου στο βόθρο. Κατάλαβες το μαλακιστήρι;

Έστειλα μια καλημέρα στον γλυκούλη μου απαντώντας στην καλημέρα του, και άνοιξα το outlook για να διαβάσω τα e-mails μου. Εκεί έπεσε το πρώτο μπινελίκι της ημέρας, καθώς ένα βραδινό report δεν είχε τρέξει. Άνοιξα το teams και κάλεσα το IT support για να τους ξηγήσω το όνειρο. Κάθε φορά τα ίδια ρε φίλε, business είμαι, εγώ θα έπρεπε να καταλαβαίνω κάθε φορά ότι τα κωλοσυστήματά τους δεν έπαιζαν;

Πάνω που είχα πάρει φόρα και γκάζωνα το ΙΤ—ο Θεός να το κάνει—helpdesk, ήρθε και η παραγγελία μου. Μωβ ακόμα από τα νεύρα πήγα να ανοίξω σαν την κυρία, και παραλίγο να φλασάρω τον ντελιβερά καθώς ήμουν μόνο με το κάτω εσώρουχο. Καλά είχε ξεκινήσει η μέρα.

Τα σπασμένα—περισσότερο για την ανάκριση που με περίμενε στο τέλος της ημέρας παρά για το report που δεν είχε τρέξει—τα πλήρωσε ο φουκαράς που έκανε το λάθος να απαντήσει στο teams. Νιώθοντας αρκετά καλύτερα, πήγα και έτρεξα το report με τη μέθοδο ΜΤΧ (με το χέρι, για τους αμύητους.)

Αν δεν υπήρχε και αυτό το ρημάδι το ΜΤΧ, ο κόσμος μας θα είχε καταρρεύσει στο πρώτο βοριαδάκι—αυτό έχω να δηλώσω.

«Τι κάνεις εσύ αρκούδε μου;» έστειλα μήνυμα στον Maurice. «Εγώ τσακώνομαι με το IT, εσύ;»

Λίγη ώρα αργότερα άκουσα το ping της απάντησης. «Εδώ εγώ που *είμαι* IT και τσακώνομαι με το IT, εσύ θα γλύτωνες;»

Του απάντησα αμέσως. «Λέγε ποιος σε πείραξε να τον κλάψει η μάνα του!»

«Όχι… άστο… θυμάσαι που σου έλεγα ότι το ικρίωμα είναι κακή ιδέα για το server room γιατί θα τους μπουν ιδέες; Κάτι τέτοιο!»

Χαμογελώντας στην ανάμνηση του απάντησα. «Αρκούδι μου, θα σε αφήσω στην ησυχία σου, έχω συνάντηση!» το οποίο συνοδεύτηκε από δυο-τρεις τόνους καρδούλες, φιλάκια, gifs και τα ρέστα.

«Σου απαγορεύω να με αφήνεις στην ησυχία μου! I have spoken!» μου απάντησε, κάνοντάς με να του στείλω πάλι ό,τι χαρουμενιάρικο emoji και gif κυκλοφορούσε.

Γύρω στις 12:00 μου έστειλε μήνυμα και η Μαίρη, η οποία υποτίθεται ότι ήταν σε ένα σοβαρό call, αλλά με το μυαλό της στη ΜΥΚΟΝΟΟΟΟΟΟΟ και στον πιτσιρικά που θα έφευγε από εκεί, είτε μισός, είτε ταχυδρομικώς, βαριόταν τη ζωή της.

Πάνω που ετοιμαζόμουν να της απαντήσω, είχαμε μουσικώς πάλι τη σκηνή του μπάνιο από το Ψυχώ, καθώς με πήρε τηλέφωνο η μητέρα μου.

«Καλημέρα!» μου είπε.

«Καλημέρα μαμά!» της απάντησα. «Που βοσκάς;»

«Στο σχολείο είμαι, που ήθελες να είμαι;» μου απάντησε αναστενάζοντας.

«Ξέρω γω; Σε κανένα λιβάδι να τρέχεις και να τραγουδάς σαν την Μαρία φον Τραπ;» της απάντησα πειρακτικά, κάνοντάς τη να βάλει τα γέλια. «Τι κάνεις;»

«Πήρα να επιβεβαιώσω ότι θα έρθεις το βράδυ!» μου απάντησε.

«Ε, αφού τα είπαμε! Θα έρθω!» της απάντησα ελαφρά αγανακτισμένη.

«Trust but verify, που λες κι εσύ όλη την ώρα!» μου απάντησε, κάνοντάς με να χαμογελάσω.

«Μη μου σκας μαμουλίνι μου, σου είπα ότι θα έρθω και θα έρθω!»

«Μη με καλοπιάνεις εμένα! Γαϊδούρ! Μ’λάρ!» μου είπε τρυφερά, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. «Τι θες να μαγειρέψω;»

«Τίποτα!» της απάντησα χαμογελώντας. «Πριν μια εβδομάδα είχα τάξει στο μπαμπά κοκκινιστό!» συνέχισα και έκανα παύση. «Μπορεί να είμαι γαϊδούρ και μ’λαρ, αλλά το λόγο μου τον κρατάω! Και μπράβο μου!»

«Εμένα μου λες; Ένα μήνα έκανες να τον σουτάρεις τον αχαΐρευτο από τότε που μου είχες πει ότι δεν τον αντέχεις άλλο!» με μάλωσε.

«Για το παιδί το έκανα!» της απάντησα εννοώντας τον Μπλάκι και με τον κίνδυνο να εισπράξω κανένα τηλεφωνικό κεραυνό.

«Θα σού ‘λεγα τώρα τίποτα βαρύ…» μου απάντησε σε χρόνο dt.

«Να μην πεις! Να δείξεις ανωτερότητα!» της είπα χαχανίζοντας.

«Μη ζορίζεις την τύχη σου μικρή!» μου έκανε σε μαμαδίσιο ύφος.

Si, padrone!” της απάντησα, κλέβοντας στην ψύχρα την ατάκα του Maurice.

Και κάπου εκεί, επικαλούμενη το επόμενο call που ερχόταν ποδοβολώντας, την έκλεισα αφήνοντάς την ακόμα να μουρμουράει.

Και εκεί θυμήθηκα ότι δεν είχα βγάλει το μοσχάρι να ξεπαγώσει—μου είχαν μείνει μυαλά με τον αρκούδο μου;—και πήγα τρέχοντας να βγάλω το κρέας από την κατάψυξη. Κοίταξα το ρολόι μου και αποφάσισα να μεταχειριστώ τα μεγάλα μέσα, κοινώς βούτηξα την αεροστεγώς κλειστή σακούλα με το κρέας μέσα σε μια γαβάθα με χλιαρό νερό.

Δύο ώρες αργότερα, και με το μυαλό κουδούνι από το SPSS και τα Crystal Reports, πήγα να δω αν έχει ξεπαγώσει το κρέας ώστε να ξεκινήσω την προετοιμασία του φαγητού που είχα τάξει στον Αλοϊζάκη Sr. Είχε ξεπαγώσει και μπράβο του! Το άφησα μέσα στο νερό και γύρισα στο γραφείο μου να συνεχίσω, θα γύριζα ξανά γύρω στις πέντε για να ξεκινήσω το μαγείρεμα.

Χαζολόγησα για λίγο με τη Μαίρη στο τηλέφωνο, και μετά με βαριά καρδιά επέστρεψα στο laptop μπας και κάνω και καμιά δουλειά. Που και που αντάλλασσα μηνύματα με τον αρκούδο μου αλλά και πάλι ο χρόνος είχε κολλήσει. Δυο μέρες υποκειμενικού χρόνου αργότερα πήγε επιτέλους πέντε το απόγευμα.

Το μοσχάρι ήταν σπάλα, μαλακό και με αρκετό λίπος, ακριβώς όπως το ήθελε ο μπαμπάς μου—“να λιώνει στο στόμα, όχι να θες ν’ αλλάξεις δόντια!” Έκοψα το κρέας σε κομμάτια και καθάρισα και δυο κρεμμύδια που δαγκώνουν, ρίχνοντας το ανάλογο κλάμα. Πέταξα το κρέας στο τηγάνι μέχρι να πάρει αυτή την καφετιά κρούστα. Όταν έγινε το πέταξα στη χύτρα με μια κουταλιά πελτέ, και μετά ασχολήθηκα με τη σάλτσα.

Όταν ήταν όλα έτοιμα, έβαλα και το alarm μην έχουμε κανένα ατύχημα, και γύρισα στο γραφείο μου να συνεχίσω τη δουλειά μου. Από τη στιγμή που θα άρχιζε να σφυρίζει η χύτρα, ήθελε κανένα εικοσπεντάλεπτο ως μισάωρο, οπότε είχαμε ακόμα λίγη ώρα.

Γύρω στις έξι, όταν έγινε και το κρέας, έκλεισα το laptop και πήγα να ετοιμάσω τα μακαρόνια. Με το που έβρασαν τα πέταξα και αυτά στην κατσαρόλα με το κρέας, εμείς τα μακαρόνια δεν τα σερβίρουμε χώρια! Έκλεισα το καπάκι ξανά για να κρατήσουν θερμοκρασία όσο περισσότερο γινόταν, και αφού παρενόχλησα διά τηλεφώνου τον αρκούδο μου, πήγα να κάνω ένα ντουζάκι να έρθω στα ίσια μου.

Με το Μπλάκι να με κοιτάζει με το βλέμμα «Τι θα γίνει με την πάρτη σου, θα κάτσεις καθόλου τον κώλο σου σπίτι;» και με την κατσαρόλα στα χέρια, κατέβηκα στο αυτοκίνητο για να πάω στο πατρικό μου, στην κάτω Κηφισιά. Δέκα λεπτά αργότερα έβαλα το αυτοκίνητό μου στην πυλωτή, κλείνοντας το SUV του μπαμπά, και κατέβηκα.

Ποτέ δε μου άρεσαν τα μεγάλα αυτοκίνητα, εγώ είχα το πεντακοσαράκι μου και δεν το άλλαζα με τίποτα. Και ακόμα και με αυτό τράβαγα το διάολό μου να βρω να παρκάρω κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Νέο Ηράκλειο, που δηλαδή να είχα να οδηγήσω θηρίο σαν αυτό του μπαμπά ή του Maurice.

Αν και είχα κλειδιά, χτύπησα το κουδούνι, όπως έκανα κάθε φορά από τη μέρα που έφυγα από το πατρικό μου, όταν πήρα το πτυχίο μου απ’ τη σχολή.. Το διαμέρισμα που έμενα ήταν «προίκα» της μαμάς, είχαν δώσει το πατρικό της αντιπαροχή και είχαν πάρει δύο διαμερίσματα, το τριάρι που έμενα εγώ και ένα δυάρι στον πρώτο, το οποίο αυτό το καιρό το νοίκιαζε ένα παλικάρι από την εξωτική Λάρ’σα.

Το πατρικό και μια γκαρσονιέρα, στην ίδια πολυκατοικία, θα πήγαινε στον αδερφό μου, ενώ σε εμένα έγραψαν τα δύο διαμερίσματα στην πολυκατοικία στη Λυκόβρυση. Αρχικά η πρόθεσή τους ήταν διαφορετική, να πάρω εγώ το πατρικό και το δυάρι στη Λυκόβρυση και ο Παναγιώτης να πάρει τη γκαρσονιέρα στο πατρικό και το διαμέρισμα που μένω.

Θέλοντας να έχω την ανεξαρτησία μου, το οποίο σημαίνει ότι η γκαρσονιέρα στο πατρικό ήταν εκτός συζήτησης, ζήτησα στους γονείς μου να αλλάξει το deal. Και στην τελική δεν τον έριξα τον αδερφό μου, το πατρικό μου από μόνο του έχει μεγαλύτερη αντικειμενική αξία από ολόκληρη την πολυκατοικία στη Λυκόβρυση.

Η Ευτύχω είχε στήσει καραούλι και με περίμενε στην είσοδο. Στεκόταν ακριβώς μπροστά από το ασανσέρ, τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της. Με το που άνοιξαν οι πόρτες και βγήκα, το πρόσωπό της φωτίστηκε.

«Καλώς το μου,» μου έκανε τρυφερά, ανοίγοντας τα χέρια της διάπλατα. Κάνοντας αεροπλανικά—στριφογυρίζοντας γύρω μου καθώς κουβαλούσα μαζί μου και τη χύτρα—κατάφερε με κάποιο μαγικό τρόπο να με πάρει αγκαλιά. Με τράβηξε κοντά της και με φίλησε και στα δύο μάγουλα με ηχηρά «μουτς».

Από κάτω της, χοροπηδώντας στα πίσω πόδια του λες και είχε καταπιεί σούστα, ήταν ο Morty, το μαλτεζάκι μας. Πηδούσε ψηλά προσπαθώντας να φτάσει τα γόνατά μου, γαυγίζοντας με τη χαρακτηριστική τσιριχτή του φωνή. Η ουρά του κουνιόταν τόσο γρήγορα που όλο το πίσω μέρος του σώματός του ακολουθούσε την κίνηση.

«Σιγά βρε τέρας!» του είπα γελώντας. Έδωσα τη χύτρα στη μάνα μου—που την πήρε προσεκτικά με τα δύο χέρια—και έσκυψα να πάρω τον Morty αγκαλιά. Τον σήκωσα και αμέσως άρχισε την επίθεση. Η μικρή ροζ γλώσσα του δούλευε υπερωρίες, γλείφοντάς με σε όλο μου το πρόσωπο—μάγουλα, μύτη, μέτωπο, όπου έβρισκε. Με έκανε σύχρηστη σε δευτερόλεπτα.

«Σου έλειψα αγόρι μου;» τον ρώτησα τρυφερά, κρατώντας τον λίγο μακριά για να σταματήσει το γλείψιμο. Τι το ήθελα;

Η μάνα μου ακούμπησε το ένα χέρι στη μέση της—η χύτρα στο άλλο—και με κοίταξε με αυστηρό βλέμμα. «Ε δε θα του έλειψες; Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε!»

Εντωμεταξύ τους βλέπω μια φορά την εβδομάδα, μόνο την προηγούμενη είχε κάτσει η στραβή και δεν είχα καταφέρει να πάω να τους δω.

Σήκωσα το ένα μου φρύδι και της έριξα το γνωστό μου βλέμμα. «Έλα ρε μαμά λες και πήγα στα καράβια!» της απάντησα με το «ώχου τώρα» ύφος, ανασηκώνοντας τους ώμους μου. «Εντάξει, δεν ήρθα την προηγούμενη εβδομάδα αλλά δε μετακόμισα και στη Μογγολία!»

Σήκωσε το δάχτυλό της προειδοποιητικά. «Αυτό που σου λέω!» μου έκανε πεισμωμένη, σφίγγοντας τα χείλη της. Και βγάζεις άκρη μαζί της;

Με τον Morty στην αγκαλιά μου—που συνέχιζε να προσπαθεί να με γλείψει—πέρασα μέσα στο σπίτι. Τα νύχια του γρατζουνούσαν ελαφρά το μπράτσο μου καθώς προσπαθούσε να σκαρφαλώσει πιο ψηλά. Πήγα στο καθιστικό όπου με περίμενε ο μπαμπάς.

Καθόταν στην αγαπημένη του πολυθρόνα, με ένα βιβλίο στα χέρια που έκλεισε μόλις με είδε. Σηκώθηκε αμέσως, ανοίγοντας τα χέρια του.

«Μπαμπακουλίνι μου!» του φώναξα σχεδόν τσιρίζοντας. Άφησα τον Morty κάτω—που αμέσως άρχισε να τρέχει γύρω από τα πόδια μας—και σχεδόν έτρεξα να χωθώ στην αγκαλιά του.

Ντερέκι και του λόγου του, λίγο πιο κοντός από τον Maurice, δεν είναι να απορείς που πάντα μ’ άρεσαν τα ντερέκια—imprinting λέγεται αυτό και το λέει κι η επιστήμη! Γκριζαρισμένος υπέροχα—ρε παιδί μου μερικοί άνδρες όσο γερνάνε γίνονται ομορφότεροι—και με τα λεπτά του γυαλιά ήταν σαν καθηγητής! Που είναι δηλαδή, στο ΕΚΠΑ.

«Κοριτσάκι μου,» μου απάντησε. Τα χέρια του με τύλιξαν και με έσφιξε στην αγκαλιά του, φιλώντας με τρυφερά στα μαλλιά. «Τι κάνεις;»

Σήκωσα το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω, χωρίς να φύγω από την αγκαλιά. «Μια χαρά είμαι μπαμπακουλίνο μου, και αν κερδίσω το Τζόκερ και δεν έχω ανάγκη να πηγαίνω στο γραφείο θα είμαι ακόμα καλύτερα!»

Το στήθος του τραντάχτηκε από το γέλιο. «Γιατί, παίζεις;» με ρώτησε, τα μάτια του έλαμπαν πίσω από τα γυαλιά του. Ήξερε πολύ καλά την άποψή μου για τα τυχερά παιχνίδια: Έμμεση φορολογία για τους ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν μαθηματικά.

Τον κοίταξα σαν κουτάβι, κάνοντας του τα γλυκά μάτια. «Όχι, αλλά παίζεις εσύ! Αν κερδίσεις, έτσι θ’ αφήσεις το κοριτσάκι σου;» του απάντησα γλυκουλινιάρικα.

Αυτό κέρδισε επαξίως ένα ανακάτεμα στα μαλλιά, το χέρι του πέρασε πάνω από το κεφάλι μου κάνοντάς μου το μαλλί μαντάρα—και είχα τρομάξει να φτιάξω. Δε βαριέσαι, στον Ανέστη το επιτρέπω.

Τον σκούντηξα παιχνιδιάρικα με τον αγκώνα μου. «Και σου έφτιαξα και το κοκκινιστό που σου αρέσει, αυτό που το πας; Ε; Ε;» Κούνησα το κεφάλι μου με κάθε «Ε» για έμφαση.

Με κοίταξε με εκείνο το βλέμμα που έχουν οι μπαμπάδες όταν η κόρη τους τους έχει τυλίξει στο δαχτυλάκι της. «Είσαι εσύ μία...» μου είπε και σταμάτησε εκεί, κουνώντας το κεφάλι του. Το «καρακαηδόνα» παραλήφθηκε ως ευκόλως εννοούμενο…

Η Ευτύχω είχε τουλάχιστον την καλοσύνη να περιμένει να τελειώσουμε το φαγητό πριν γυρίσει στο mode «Αστυνόμος Θεοχάρης, μίλα κάθαρμα!» Ακούμπησε το πιρούνι της στο πιάτο με μια αργή, σχεδόν τελετουργική κίνηση και σταύρωσε τα χέρια της μπροστά της.

«Για πες μας τώρα και για το αμόρε σου!» είπε, γέρνοντας ελαφρά μπροστά.

«Ποιο αμόρε;» ρώτησε ο πατέρας μου. Το κεφάλι του τινάχτηκε προς το μέρος μου και τα μάτια του γούρλωσαν. Ένας τόνος πανικού χρωμάτισε τη φωνή του—είχε φοβηθεί ότι γύρισα και πάλι στον ακατανόμαστο. «Δεν πιστεύω» ξεκίνησε να λέει, σηκώνοντας το χέρι του, αλλά τον έκοψα.

«Όχι, όχι τον Αργύρη!» Κούνησα τα χέρια μου μπροστά μου σαν να διώχνω κακό πνεύμα. «Φρέσκος, του κουτιού, μόλις το Φλεβάρη τον παραλάβαμε από τις Βρυξέλλες!»

«Ε;» Η μητέρα μου ανασήκωσε το κεφάλι της απότομα σμίγοντας τα φρύδια της με απορία. «Από το Φλεβάρη τα έχετε και μας το λες τώρα;»

«Όχι βρε μαμά!» της είπα βάζοντας τα γέλια. «Ο Maurice, έτσι τον λένε, είναι Βέλγος και είναι από το Φλεβάρη στην Αθήνα,» της εξήγησα, κάνοντας κυκλικές κινήσεις με το χέρι μου για έμφαση. «Ούτε μια βδομάδα δεν τα έχουμε!»

«Βέλγος;» Ο πατέρας μου έγειρε πίσω στην καρέκλα του. «Και πώς και στην Ψωροκώσταινα;»

«Δουλεύει—ή μάλλον, είναι εξωτερικός συνεργάτης—της Accenture. Τρέχουν κάποιο μεγάλο έργο με το δημόσιο και ο Maurice είναι» Σταμάτησα, δάγκωσα ελαφρά το χείλος μου προσπαθώντας να βρω τρόπο να το πω σωστά. «Η λέξη είναι architect αλλά δεν είναι αρχιτέκτονας από αυτούς που σχεδιάζουν κτίρια. Πληροφορικής.»

«Και πού τον γνώρισες, στη δουλειά;» Η μητέρα μου έσκυψε το κεφάλι της στο πλάι, τα μάτια της στένεψαν ελαφρά.

«Όχι ρε μαμά, τι σχέση έχουμε εμείς με δημόσια έργα;» Ανασήκωσα τους ώμους μου.

«Τότε;» συνέχισε επιμένοντας. Τα δάχτυλά της έπαιζαν ντραμς με το τρα-πέζι—και πώς της λένε για το tinder;

«Στα social media!» της απάντησα χωρίς να δώσω περισσότερες εξηγήσεις και κοιτάζοντας αλλού.

Και εννοείται ότι στέναξε βαθιά, τα χέρια της σηκώθηκαν και έπεσαν στο τραπέζι, λες και της έπεσαν έξω τα καράβια. Τυπική Ευτύχω. Ο πατέρας μου από την άλλη δεν είπε κάτι, απλά με παρατηρούσε.

«Η ουσία είναι ότι γνωριστήκαμε από κοντά και κολλήσαμε από το πρώτο ραντεβού,» τους είπα, παραλείποντας να αναφέρω ότι την πεσιματική την έκανα εγώ σε ένα φανάρι. Ένιωσα το πρόσωπό μου να ζεσταίνεται και χαμογέλασα σαν χαζό.

«Είναι υπέροχος! Ψηλός, γεματούλης » Άνοιξα τα χέρια μου για να δείξω το μέγεθος. «Είναι σαν γιγάντιο λούτρινο αρκούδι!»

Μπα, δεν συγκινήθηκαν. Τα πρόσωπά τους παρέμειναν ανέκφραστα. Συνέχισα, γέρνοντας προς το μέρος τους.

«Δεν είναι απλά μορφωμένος, είναι βαθύτατα καλλιεργημένος. Ο πατέρας του είναι δάσκαλος και η μητέρα του καθηγήτρια σε πανεπιστήμιο, χημικός μηχανικός.»

Οκ, είδα μια μικρή αλλαγή στην έκφραση της μητέρας μου. Τα φρύδια της ανασηκώθηκαν ελαφρά. Κάτι πάει να γίνει. Έλα, το ‘χουμε!

Γύρισα προς τον πατέρα μου, τα μάτια μου έλαμπαν από ενθουσιασμό. «Του αρέσει πολύ η rock και η metal, μπαμπά έχετε τα ίδια σχεδόν μουσικά γούστα. Τον πήγα και στην Κρύπτη και αναγνώρισε το Φλογοδόντη, έκανε άμεσα τη σύνδεση με τις τοιχογραφίες με τον Έλρικ, με τον οποίο έχει έρωτα!» Τα λόγια βγήκαν σχεδόν με μια ανάσα, τα χέρια μου κινούνταν ζωηρά καθώς μιλούσα.

Εγώ εντωμεταξύ αν δεν μου το είχε πει ο πατέρας μου δε θα είχα ιδέα ότι ο δράκος στην Κρύπτη είχε ονοματεπώνυμο και ΑΦΜ.

«Χμμμ» έκανε ο πατέρας μου. Οι άκρες των χειλιών του ανέβηκαν σε ένα αδιόρατο χαμόγελο. Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του με ενδιαφέρον. Οκ τον έχω. Η Ευτύχω από την άλλη δεν εντυπωσιάστηκε.

«Έπρεπε να τον ακούσεις πως μου μιλούσε για τον Έλρικ και τον Moorcock μπαμπά,» έκανα, γυρίζοντας προς τον ελπίζω νεοαποκτηθέντα σύμμαχο.

«Πόσο χρονών είναι;» Η Ευτύχω με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια, χωρίς να μασήσει.

«Τριαντατριών,» της απάντησα, σηκώνοντας λίγο το πιγούνι μου. «Όταν τον γνωρίσετε θα δείτε, καμία σχέση με τον άλλον!» Το πρόσωπό μου σκλήρυνε όταν είπα τη λέξη «άλλον», σχεδόν φτύνοντάς τη.

Μεταξύ μας δεν την αδικούσα την Ευτύχω για την επιφυλακτικότητά της. Οι μέχρι τώρα επιλογές μου στους άνδρες—ή τουλάχιστον αυτούς τους οποίους είχε γνωρίσει—δεν ήταν και οι καλύτερες.

«Καλώς,» απάντησε ουδέτερα. Δίπλωσε τη πετσέτα της με προσοχή και την άφησε δίπλα στο πιάτο της. Και αυτό σήμαινε ότι πρώτα θα τον γνώριζε και μετά θα έβγαινα από την τιμωρία.

Βοήθησα τη μαμά να μαζέψουμε το τραπέζι, στοιβάζοντας τα πιάτα προσεκτικά το ένα πάνω στο άλλο. Πήρα τα μαχαιροπίρουνα με μια χούφτα και τα κουβάλησα στην κουζίνα, ενώ εκείνη μάζευε τα ποτήρια. Μετά γυρίσαμε να κάτσουμε στο σαλόνι, εγώ βολεύτηκα στη γωνία του καναπέ τραβώντας τα πόδια μου από κάτω.

Δεν κάναμε άλλη συζήτηση για τον Maurice, και γύρω στις έντεκα ο μπαμπάς έβγαλε το κινητό του και έστειλε ένα μήνυμα στον αδερφό μου αν μπορεί να μιλήσει. Στο Σαν Φρανσίσκο ήταν μία το μεσημέρι. Μπορούσε, σπίτι του ήταν σήμερα, και έτσι δύο λεπτά αργότερα βούιξε το messenger του.

Άνοιξα το laptop του μπαμπά και το τοποθέτησα στο τραπεζάκι μπροστά μας. Οι γονείς μου κάθισαν δίπλα μου, η μαμά έγειρε λίγο προς το μέρος μου για να βλέπει καλύτερα.

«Μπα-μπα; Μας θυμήθηκες;» μου είπε με το που απάντησε την κλήση. Το πρόσωπό του γέμισε την οθόνη, χαμογελώντας πλατιά, κάνοντας κόμμα με τη μάνα του το μαλακισμένο.

«Έχω όριο στο πόσες φορές την εβδομάδα μπορώ να βλέπω την ασχημόφατσά σου,» του απάντησα με όλη μου την αγάπη, κάνοντάς του το χαιρετισμό με το μεσαίο δάχτυλο, και εισπράττοντας έτσι και ένα κεραυνό από την Ευτύχω.

Εντωμεταξύ ο αδερφός μου είναι κουκλί ζωγραφιστό. Nerdy μεν, αλλά κουκλί, έχοντας πάρει τα καλύτερα χαρακτηριστικά από το μπαμπά και τη μαμά: από το μπαμπά τα γαλάζια του μάτια και τα χαρακτηριστικά του προσώπου και από τη μαμά το ανοιχτό ξανθό της μαλλί.

Εγώ γιατί βγήκα καστανομάλλα και καστανομάτα και μέτριας εμφάνισης, μου λέτε; Γαμώ τα γονίδιά μου μέσα γαμώ!

Ο Παναγιώτης ήταν όλα όσα θα μπορούσαν να κάνουν τη μεγάλη αδερφή να σκάσει από τη ζήλια της. Δεν ήταν μόνο όμορφος, μου έριχνε χαλαρά καμιά τριανταριά IQ points, και το δικό μου είναι 137! Είχε τελειώσει το μαθηματικό του ΕΚΠΑ σε δύο χρόνια και το Stanford μόνο πίπες δεν του είχε κάνει για να συνεχίσει εκεί για μεταπτυχιακά.

Και ήταν ΚΑΙ εξαιρετικός πιανίστας, ΚΑΙ εξαιρετικός σκακιστής. Καλά, ούτε το ένα με ενδιέφερε, ούτε το άλλο, αλλά το μόνο εξαιρετικό που είχα πάνω μου ήταν η φωνή μου, αυτό όλοι μου το λένε. Κατά τα άλλα, και με εξαίρεση το μυαλό μου, ήμουν ο ορισμός του μέσου όρου.

Και μεταξύ μας όχι ότι και αυτό δούλευε στο peak του όταν δάγκωνα τη λαμαρίνα. Ούσα φοβερά συναισθηματική, μια και μόνη φορά στη ζωή μου το έβαλα το ρημάδι να δουλέψει στα ερωτικά μου, όταν παρά την καψούρα μου αποφάσισα ότι enough is enough με τον Αργύρη.

Που και πάλι—αν θέλω να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου—αν δε μου είχε σπάσει τα νεύρα εκείνο το βράδυ, μπορεί η ιστορία να είχε κυλήσει διαφορετικά

Αυτό δε σημαίνει ότι δεν το αγαπούσα το μαλακισμένο το αδερφάκι μου, το λάτρευα, ήμουν πάντα η περήφανη μεγάλη αδερφή, αλλά η αλήθεια είναι ότι ένα αίσθημα κατωτερότητας μου το γεννούσε. Ειδικά όταν ακόμα στο λύκειο καταλάβαινε τα μαθηματικά της σχολής μου καλύτερα από εμένα—και η σχολή μου έχει πολύ ζόρικα μαθηματικά.

Ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνο το βράδυ που πάλευα με το θηρίο, τρίτο έτος εγώ, δεκαπέντε χρονών εκείνος. Καθόμουν στο γραφείο μου με το κεφάλι στα χέρια, τραβώντας τα μαλλιά μου από την απόγνωση.

«Θα χρειαστεί να κάνεις παρεμβολή ελαχίστων τετραγώνων,» μου είχε πει με αδιάφορο ύφος, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο μου το τετράδιό μου για μόλις πέντε δευτερόλεπτα, λες και μιλούσε για απλή μέθοδο των τριών.

Και εδώ που τα λέμε τα μαθηματικά τα καταλάβαινε καλύτερα και από τους καθηγητές του στο πανεπιστήμιο, τι ελπίδα να είχε η αφεντιά μου; Και κάπως έτσι ο Παναγιώτης ήταν μια μόνιμη πηγή υπερηφάνειας, εκνευρισμού και αίσθησης κατωτερότητας.

Έγειρα προς την οθόνη. «Τι κάνει το μαγευτικό Palo Alto?» τον ρώτησα.

Ανασήκωσε τους ώμους του με αδιαφορία. «Όπως τα ξέρεις,» μου απάντησε λες και ξημεροβραδιαζόμουν στο Stanford. Μια φορά είχα πάει όλη κι όλη στο San Francisco, μαζί με τους δικούς μου, όταν πήγαμε για να βρούμε σπίτι.

Συνεχίσαμε το videochat για κανένα μισάωρο, εγώ κουνούσα το κεφάλι μου καταφατικά ενώ μου εξηγούσε κάτι για το thesis του που εννοείται ότι δεν καταλάβαινα ενώ οι γονείς μας έκαναν τις συνηθισμένες ερωτήσεις. Και μετά, ευγενικά μεν, επιτακτικά δε, σήκωσε το χέρι του και μας έκλεισε «για να κάνω και καμιά δουλειά!»

Έκλεισα το laptop με μια απότομη κίνηση. Τον καταλαβαίνω, το διδακτορικό του ήταν σχεδόν στο τέλος του και στο άγχος ήταν ίδιος με τη μεγάλη του αδερφή.

Με τη διαφορά ότι του λόγου του δεν είχε πάρει δέκα κιλά, ίσα-ίσα που είχε αδυνατήσει κιόλας.

ΤΑ ΧΑΠΙΑ ΜΟΥ!

Κάπου εκεί, μιας και η επόμενη ήταν Πέμπτη, άρα εργάσιμη, πήρα τη χύτρα που στο μεταξύ είχε πλυθεί στο πλυντήριο πιάτων. Ήταν ακόμα ζεστή και την κράτησα προσεκτικά με μια πετσέτα. Η μάνα μου με ακολούθησε μέχρι την πόρτα, κουνώντας το δάχτυλό της.

«Μη χαθούμε πάλι,» μου είπε με τη γνωστή γκρίνια, πιάνοντάς με από τον ώμο πριν προλάβω να φύγω.

Αποχαιρέτησα μαμά και μπαμπά με φιλιά, και τον Morty που στεκόταν στα πίσω πόδια του γρατζουνώντας το παντελόνι μου. Έκανε λες και του βούτηξα το κόκαλο, γαυγίζοντας παραπονιάρικα και ακολουθώντας με μέχρι την πόρτα. Κίνησα για το σπίτι με τη χύτρα στο ένα χέρι και την τσάντα μου στο άλλο.

Με το που μπήκα πάνω, ο Μπλάκι με περίμενε στην είσοδο. Έκανε δύο βήματα προς το μέρος μου, σταμάτησε απότομα και σήκωσε τη μύτη του στον αέρα. Τα μάτια του στένεψαν. Με πλησίασε αργά, σαν ντετέκτιβ που εξετάζει ύποπτο, και άρχισε να μυρίζει το παντελόνι μου εκεί που είχε ακουμπήσει ο Morty.

Η ουρά του άρχισε να χτυπάει το πάτωμα με ένταση. Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε με ένα βλέμμα που έλεγε ξεκάθαρα «Με απάτησες!» Μου γύρισε την πλάτη δραματικά σαν απατημένος εραστής και έφυγε προς το σαλόνι με αργά βήματα.

Τι αμαρτίες πληρώνω, μου λέτε;

Άφησα τη χύτρα στην κουζίνα και έτρεξα στο δωμάτιο. Άρπαξα το laptop και βολεύτηκα στο κρεβάτι, ακουμπώντας την πλάτη μου στα μαξιλάρια. Έκανα κατευθείαν βίντεο κλήση στον αρκούδο μου, ο οποίος απάντησε από το laptop σχεδόν αμέσως.

Το πρόσωπό του εμφανίστηκε στην οθόνη. Τα γυαλιά του ήταν λίγο χαμηλά στη μύτη του, τα μαλλιά του ανακατεμένα σα να είχε βγει από το ντουζ χωρίς να χτενιστεί, και είχε το βλέμμα του τρελού επιστήμονα.

«Βρε, δεν έπεσες να ξαπλώσεις ακόμα;» τον ρώτησα αντί για καλησπέρα, γέρνοντας το κεφάλι μου στο πλάι.

Το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Σε περίμενα!» μου απάντησε. Μετά έξυσε το πίσω μέρος του κεφαλιού του με ένα ένοχο ύφος. «Και μεταξύ μας, έγραφα και κώδικα,» παραδέχτηκε ντροπαλά.

Σηκώθηκα λίγο στο κρεβάτι. «Δούλευες μέχρι τώρα;» τον ρώτησα κοιτάζοντάς τον με γουρλωμένα μάτια.

«Όχι-όχι,» βιάστηκε να απαντήσει κουνώντας το χέρι του μπρος-πίσω σαν να διώχνει την ιδέα. «Γράφω ένα παιχνίδι, είμαι λίγο retro gaming freak

Έσμιξα τα φρύδια μου με πραγματική απορία. «Τι παιχνίδι γράφεις;»

Τα μάτια του άρχισαν να λάμπουν με εκείνον τον τρόπο που έχουν οι άνθρωποι όταν μιλάνε για το πάθος τους. Έγειρε πιο κοντά στην κάμερα. «Ένα platform game με parallax scrolling στα 50 FPS για Amstrad CPC. Τους έχεις ακουστά;»

Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Δεν μπορώ να πω ότι τους είχα. Αυτό ήταν το σήμα που χρειαζόταν. Τα χέρια του άρχισαν να κινούνται ζωηρά και έφαγε ένα δεκάλεπτο να μου εξηγεί με ενθουσιασμό τον έρωτά του για δαύτους. Εντωμεταξύ αυτοί οι υπολογιστές είχαν κυκλοφορήσει στα μέσα του ‘80 και ο Maurice ήταν γεννημένος το 1992, άρα δεν τους είχε γνωρίσει.

«Πώς και τους ξέρεις τότε;» τον ρώτησα, ακουμπώντας το πιγούνι μου στο χέρι μου.

«Είχε αγοράσει ο μπαμπάς μου έναν 6128 το 1986,» μου εξήγησε. Το βλέμμα του πήρε μια νοσταλγική χροιά. «Μπορεί να είμαι κι εγώ παιδί του 21ου αιώνα, αλλά η πρώτη μου επαφή με υπολογιστή ήταν ο Amstrad του πατέρα μου! Και...» Σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα, ψάχνοντας τις σωστές λέξεις. «Ήταν και αυτό που μου έσπειρε το ζιζάνιο της πληροφορικής!»

Ίσιωσα την πλάτη μου και κοίταξα γύρω του στην οθόνη. «Και πού τον έχεις; Δεν τον είδα στο γραφείο σου!»

Αυτό κέρδισε και πάλι το γέλιο του. Κούνησε το κεφάλι του διασκεδάζοντας με το απορημένο βλέμμα μου. «Δεν τον έχω φέρει μαζί μου στην Ελλάδα, μωρό μου. Τον κώδικα τον γράφω στο laptop μου, σε σύγχρονο περιβάλλον και κάνω cross-compile για Z80. Τα αποτελέσματα τα βλέπω σε emulator

Όσα καταλάβατε εσείς άλλα τόσα κατάλαβα κι εγώ. Αν μου τα είχε γράψει αυτά σε αρχαία σουμεριακά, έπαιζε να έχω πιάσει κάτι. Τουλάχιστον τα σφηνοειδή σύμβολα έχουν κάποια οπτική λογική.

Έβαλε και πάλι τα γέλια βλέποντάς με να τον κοιτάζω με άδειο βλέμμα—εκείνο το βλέμμα που παίρνεις όταν προσπαθείς να καταλάβεις κάτι αλλά ο εγκέφαλός σου έχει κάνει blue screen. Το πάθαινα και με τον Παναγιώτη αυτό, αν και για τελείως διαφορετικούς λόγους.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και ίσιωσε τα γυαλιά του. «Οκ, ας το πάρουμε από την αρχή,» είπε υπομονετικά, λες και μιλούσε σε πεντάχρονο. Τα χέρια του άρχισαν να κάνουν μικρές χειρονομίες καθώς εξηγούσε. «Φαντάσου ότι γράφω οδηγίες σε μια γλώσσα που καταλαβαίνει ο υπολογιστής…»

Κούνησα το κεφάλι μου ενθαρρυντικά και τουλάχιστον αυτή τη φορά το κατάλαβα. Καλά, όχι ότι έφτασα να τον συνερίζομαι κιόλας, αλλά δε βαριέσαι; Ο καθένας έχει τα χούγια του.

«Και τι ακριβώς προσπαθείς να κάνεις;» ρώτησα, προσπαθώντας να δείξω ενδιαφέρον.

Τα μάτια του άναψαν ξανά. Άρχισε να μιλάει γρήγορα, τα χέρια του πετούσαν στον αέρα. «Προσπαθώ να κάνω hardware scrolling με double buffering, αλλά το θέμα είναι ότι πρέπει να συγχρονίσω τα interrupts με το HSYNC για να πετύχω σωστά raster splits, αυτό που λέμε “Rupture”. Το πρόβλημα είναι ότι όταν θες να κάνεις parallax scrolling με πολλαπλά layers και ταυτόχρονα να διατηρήσεις 50fps, πρέπει να μετράς κάθε κύκλο του Z80. Και μην αρχίσω για το color cycling στα sprites όταν έχεις mode 0 με hardware limitations στα 16 χρώματα από παλέτα 27…»

Νομίζω κάπου εκεί το μυαλό μου έκανε εντελώς check out. Ήταν σαν να άκουγα κάποιον να απαγγέλλει επική ποίηση στα ακκαδικά. Τα χείλη του κινούνταν, έβγαιναν ήχοι, αλλά το νόημα; Το νόημα είχε χαθεί κάπου ανάμεσα στο HSYNC, τα interrupts και τα raster splits.

Αν το αρκούδι μου ήθελε να γράφει κώδικα σε Z80 παλεύοντας με το HSYNC για τα raster splits—ό,τι στο διάολο και αν ήταν αυτά—ποια είμαι εγώ να του πω τι να κάνει;

«Δεν κατάλαβες τίποτα, ε;» με ρώτησε χαμογελώντας.

Κοίταξα αλλού, νιώθοντας το γνώριμο σφίξιμο στο στομάχι. «Δε βαριέσαι,» ξεφύσησα, η φωνή μου βγήκε πιο κουρασμένη απ’ ό,τι ήθελα. «Τα ίδια πάθαινα και με τον Παναγιώτη όταν του ζητούσα βοήθεια στα μαθηματικά!»

«Κάτσε, δεν είναι έξι χρόνια μικρότερός σου;» με ρώτησε με απορία.

Μου ξέφυγε ένα πικρό γέλιο και τράβηξα τα γόνατά μου στο στήθος μου, αγκαλιάζοντάς τα σφιχτά. «Έξι χρόνια νεότερος και καμιά 30αριά IQ points πιο έξυπνος…» Η φωνή μου έσπασε λίγο στο τέλος.

Ξεκίνησα να του λέω τις ιστορίες τρόμου που είχα ζήσει με τον αδερφούλη μου. Το πιγούνι μου ακούμπησε στα γόνατά μου καθώς μιλούσα, τα μάτια μου καρφωμένα σε ένα σημείο στον τοίχο.

«…Παναγιώτης για τον οποίον το “ρε συ, εδώ χρειάζεσαι αλλαγή μεταβλητής, θέτεις u=arctan(x) και κοίτα πόσο απλό γίνεται το ολοκλήρωμα!” ήταν το ίδιο προφανές όσο η απλή μέθοδος των τριών.» Έκανα μια παύση, καταπίνοντας τον κόμπο στο λαιμό μου. «Δεκαπέντε αυτός, εικοσιένα εγώ. Πρώτη λυκείου αυτός, τρίτο έτος στη σχολή εγώ.»

«Γουάο!» είπε εντυπωσιασμένος. «Είναι τόσο καλός;»

Σήκωσα το κεφάλι μου και προσπάθησα να χαμογελάσω. «Όχι,» του είπα, η φωνή μου τρέμοντας ανάμεσα στην υπερηφάνεια και κάτι άλλο, πιο σκοτεινό. «Είναι ακόμα καλύτερος!» Τα δάχτυλά μου σφίχτηκαν γύρω από τα πόδια μου. «Εντάξει, μου δημιούργησε ένα κόμπλεξ κατωτερότητας αλλά τι να τον κάνω που τον αγαπάω;»

«Ανοησίες,» μου είπε κουνώντας το χέρι του. «Τι κόμπλεξ κατωτερότητας ρε Σόφη; Νιώθεις κόμπλεξ κατωτερότητας με τον Einstein

Ένιωσα κάτι να σπάει μέσα μου. Τα μάτια μου άρχισαν να τσούζουν.

«Δε μεγάλωσα με τον Einstein 15 χρονών να με διορθώνει σε πανεπιστημιακά μαθηματικά,» του απάντησα ξεφυσώντας. Η φωνή μου ήταν γεμάτη με χρόνια συσσωρευμένης πίκρας. «Μεγάλωσα με τον Παναγιώτη, που με ό,τι καταπιανόταν ήταν μια κατηγορία μόνος του. Πιάνο;» Σήκωσα ένα δάχτυλο. «Σκάκι;» Δεύτερο δάχτυλο. «Μαθηματικά;» Τρίτο δάχτυλο, και το χέρι μου έπεσε βαριά στο κρεβάτι.

«Ναι, ο αδερφός σου είναι στο 0.001% του ανθρώπινου πληθυσμού και εμείς στο υπόλοιπο 99.999%, και;» με ρώτησε απαλά. «Ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και έχει τα δικά του χαρίσματα.»

Κούνησα το κεφάλι μου, νιώθοντας το πρώτο δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό μου. Το σκούπισα απότομα με την ανάστροφη του χεριού μου. «Το ξέρω, μωρό μου, λες να μην το ξέρω;» Η φωνή μου έσπασε. «Απλά καμιά φορά» Δίστασα, δάγκωσα το χείλος μου τόσο δυνατά που πόνεσε. «Νιώθω σα να με αδίκησαν τα γονίδια»

Οι λέξεις βγήκαν σαν ψίθυρος, ξεφουρνίζοντάς του επιτέλους την πηγή των ανασφαλειών μου. Και δεν ήταν το μυαλό μου—όχι μόνο αυτό τουλάχιστον.

Ήταν τα υπόλοιπα. Όλα τα υπόλοιπα. Άρχισα να μετράω με πίκρα, σαν να απαριθμούσα τις αποτυχίες μου. «Γαλανομάτης ο πατέρας μου, καστανομάτα η μητέρα μου, καστανομάτα εγώ.» Ένα ξερό γέλιο. «Ξανθιά η μητέρα μου, καστανομάλλης ο πατέρας μου, καστανομάλλα εγώ.» Τα χέρια μου έκαναν μια κίνηση απόγνωσης. «1,70 στο ύψος η μητέρα μου, με σωστές αναλογίες στο στήθος, 1,72 με μικρότερα στήθη για το ύψος μου εγώ.»

Σταμάτησα, έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά. Η φωνή μου ήταν μόλις που ακουγόταν όταν τελείωσα: «Όμορφοι γονείς, όμορφος αδερφός, μέτρια στην εμφάνιση εγώ.»

Το σώμα μου είχε μαζευτεί σε μια μικρή μπάλα στο κρεβάτι, σαν να προσπαθούσα να εξαφανιστώ. Έσφιγγα τα γόνατά μου με τα χέρια, το κεφάλι μου χωμένο ανάμεσά τους, σαν παιδί που είχε κάνει αταξία και φοβόταν την επίπληξη. Στην πραγματικότητα όμως, δεν περίμενα καμία επίπληξη. Περίμενα μόνο…μακάρι και να ‘ξερα τι περίμενα…

«Έρχομαι από εκεί,» μου δήλωσε αποφασιστικά, και στην οθόνη είδα το βλέμμα του να αλλάζει, σκοτείνιασε και ταυτόχρονα γλύκανε.

«Maurice μου δε…» πήγα να πω, σκουπίζοντας άτσαλα τα μάτια μου με την ανάστροφη του χεριού μου, μα με έκοψε απότομα.

I HAVE SPOKEN!” είπε θεατρικά, σηκώνοντας το δάχτυλο σαν παλιός Ρωμαίος συγκλητικός. Το ύφος του ήταν τόσο σοβαρό που για μια στιγμή με ψάρωσε τελείως. Τελείως όμως. Τον κοίταξα σα χαμένη, και μετά ξέσπασα σε ένα μικρό, ειλικρινές γελάκι.

«Σε δέκα λεπτά θα είμαι εκεί!» συνέχισε.

«Μάλιστα,» του απάντησα μηχανικά, σχεδόν σαν στρατιωτάκι. “I mean, ok!” διόρθωσα ρουφώντας απαλά τη μύτη μου.

«Θες παγωτάκι;» με ρώτησε αυτή τη φορά με παιχνιδιάρικη φωνή, σκύβοντας λίγο προς την κάμερα και κλείνοντάς μου το μάτι.

Τα μάτια μου έλαμψαν και το πρόσωπό μου μαλάκωσε. Εντάξει, στο μυαλό μου ήταν!

«Ναι, θέλω! Θέλω πολύ!» του είπα με ενθουσιασμό, ξεχνώντας σχεδόν σε μια στιγμή την κακή μου διάθεση. Το σώμα μου ξεδιπλώθηκε σαν ελατήριο, και σηκώθηκα λίγο πιο όρθια στο κρεβάτι, με το πρώτο αυθεντικό χαμόγελο μετά από ώρα.

Whatever my Princess wants!” μου είπε με απίστευτα γλυκό τρόπο, και ήταν σαν να μ’ αγκάλιασε μέσα από την οθόνη. Χαχάνισα σαν δεκαπεντάχρονη, κρύβοντας το πρόσωπό μου πίσω από τις παλάμες μου για ένα δευτερόλεπτο.

“Your princess is running to the shower!” του είπα.

“Nope,” έκανε εκείνος, κουνώντας το κεφάλι του αυστηρά, “my princess and I will take the shower together! And she is to be punished for thinking lowly of herself!”

Χμμμ…

«Αλλά πρώτα παγωτό,» πρόσθεσε, γελώντας.

I love you!” του ξεφούρνισα, δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Το είπα έτσι, όπως λες κάτι που δεν χωράει πια μέσα σου και πρέπει να βγει.

Youd better, or your cute butt will get even redder!” μου είπε γελώντας, κι εγώ έβαλα πάλι τα γέλια και σήκωσα το μαξιλάρι να του το πετάξω, ξεχνώντας για μια στιγμή ότι μας χώριζε μια οθόνη. “Love you too, my little sorceress!” συμπλήρωσε με εκείνη τη φωνή που είχε μόνο για μένα.

Και πάρ’την κάτω και πάλι τη δικιά σου. Ξεχασμένη η πίκρα, ξεχασμένο το σφίξιμο στο στομάχι, ξεχασμένα όλα. Υπήρχε μόνο εκείνος.

…και το παγωτάκι!


10. Heaven is a place on earth

Κάθε φορά που ερωτευόμουν, κάθε φορά που είχα αγαπήσει όσους είχα αγαπήσει, ήμουν πρόθυμη να πέσω στη φωτιά για εκείνους. Η Μαίρη μου τα έχωνε—μου έλεγε ότι γίνομαι θύμα, ότι εκμεταλλεύονται την ανάγκη μου να δίνω τα πάντα στον άνθρωπο που αγαπάω. Δεν μπορούσα να συμφωνήσω μαζί της, όσο κι αν στο τέλος βρισκόμουν πάλι εγώ εκείνη που μάζευε τα κομμάτια της από το πάτωμα.

Αυτό δεν είναι η αγάπη; Να θέλεις να τα δώσεις όλα;

Ποτέ δεν έψαχνα τα “κακά” παιδιά. Δε με συγκινούσε ο κωλοπαιδισμός. Ο μόνος αυθεντικός κωλοπαιδαράς της ζωής μου ήταν ο Πάνος—αλλά τότε ήμουν δεκάξι χρονών, ανυποψίαστη και με τον ρομαντισμό στο φουλ. Δεν υπήρξε άλλος. Προσπαθούσα να φυλάγομαι, να παίζω το γαμημένο το πόκερ των σχέσεων... αλλά ποτέ δεν μου έβγαινε. Πάντα κατέληγα να τρώω εγώ τη χλαπάτσα. Πάντα εγώ να χρειάζεται να πάρω την απόφαση να το τελειώσω, όταν πια δεν έπαιρνε άλλο.

Τον Maurice δεν τον ήξερα καλά-καλά ούτε μια εβδομάδα. Μέσα σε δύο μέρες είχα ήδη προλάβει να τον ερωτευτώ με τα μπούνια, με πλήρη επίγνωση ότι κινδύνευα να πέσω με φόρα πάνω στον τοίχο που λέγεται “πραγματικότητα”—εκεί όπου θάβονται όλες οι προσδοκίες.

Και η αντίδρασή του πριν λίγο…

Με είδε να με έχει πάρει από κάτω και η πρώτη του αντίδραση ήταν να έρθει σπίτι μου. Δεν το σκέφτηκε καν! Και όχι για να με “σώσει.” Για να είναι απλώς... μαζί μου. Μαζί μου! Και αντί για ανούσιες παρηγοριές και ηθικολογίες, πέταξε μια χαβαλεδιάρικη απειλή για “spanking” και ένα «θες παγωτάκι;» Ήταν τόσο μικρό, τόσο απλό—κι όμως, μέσα σε μισό λεπτό, μού είχε ήδη αλλάξει τη διάθεση.

Μέχρι και ο δήθεν απατημένος, τριχωτός μου εραστής άλλαξε διάθεση. Έριξε με τη γατήσια χάρη του ένα σάλτο κι ανέβηκε στο κρεβάτι, τρίβοντας το κεφάλι του πάνω μου σαν να ζητούσε συγχώρεση.

«Μπα, με θυμήθηκες εσύ;» τον ρώτησα, χωρίς να μπορώ να κρύψω το χαμόγελό μου. Αντί για απάντηση, μου έγλειψε το χέρι με την τραχιά του ροζ γλωσσίτσα. «Τι θα σε κάνω, μου λες;» συνέχισα, ενώ εκείνος χώθηκε με φόρα στην αγκαλιά μου και με κουτούλησε με την κλούβια του κεφάλα, απαιτώντας χάδια.

Και χαλάω εγώ χατίρι στ’ αγόρια που αγαπάω;

Δεκαπέντε λεπτά αργότερα χτύπησε το τηλέφωνό μου. “Still don’t know what your apartment buzzer is!” μου είπε χαχανίζοντας.

«Έρχομαι σου ανοίξω,» του απάντησα, και καθώς ήμουν μόνο με το κάτω εσώρουχο, έβαλα πάνω μου ένα φανελάκι και συνοδεία του μαύρου εξολοθρευτή πήγα στο θυροτηλέφωνο και πάτησα το κουμπί για να ανοίξει η είσοδος.

Ένα λεπτό αργότερα βγήκε από το ασανσέρ κρατώντας στο χέρι του δυο σακούλες. Η μία ήταν σκούρα και δεν κατάλαβα τι είχε, αλλά η άλλη ήταν από το περίπτερο, είχε πάρει οικογενειακό παγωτό!

Είναι να μην τον λατρεύω;

Με το που πέρασε μέσα, και αγνοώντας τις σακούλες που είχε στο χέρι, όρμισα πάνω του σε κοάλα mode. Χαχανίζοντας άφησε τις σακούλες να πέσουν και βάζοντας τα χέρια από κάτω μου με κράτησε στην αγκαλιά του!

«Αρκούδι μου!» πρόλαβα να του πω πριν του ορμίσω κολλώντας τα χείλη μου στα δικά του, και με την καρδιά μου να χτυπάει …τρακοσάρια από τη χαρά της. Δε βαριέσαι, μπαμπά καρδιολόγο έχω, θα μου βγει και φτηνό!

Και μόνο εκείνη τη στιγμή πρόσεξα ότι στην πλάτη του κουβαλούσε και ένα σακίδιο.

«Όχι ότι θέλω να κατέβεις, αλλά θα λιώσει το παγωτό!» μου είπε με πειρακτική φωνή, και με άφησε απαλά κάτω. Στο μεταξύ ο Μπλάκι είχε χωθεί ολόκληρος μέσα στην σκούρα σακούλα και έκανε ανάκριση τρίτου βαθμού στα περιεχόμενά της!

«Έφερες και το Play Station;» τον ρώτησα πειρακτικά.

«Όχι, έφερα ρούχα για αύριο και το laptop μου!» μου δήλωσε. Μετά, πιο διστακτικά συμπλήρωσε «Μου είχες πει ότι από Τετάρτη ως Παρασκευή κάνεις home office… και… έλεγα αύριο… αν… αν θέλεις...» συνέχισε έχοντας κοκκινήσει ελαφρά.

I DO! I DO!” τσίριξα ενθουσιασμένη και τον αγκάλιασα από το σβέρκο και τον τράβηξα για να του δώσω ακόμα ένα βαθύ φιλί.

Έβαλα το παγωτό στην κατάψυξη και μετά πήγαμε στο δωμάτιο, όπου άδειασε τη σακούλα στο κρεβάτι και μου ζήτησε μια κρεμάστρα για το πουκάμισο και τη γραβάτα.

Dress code,” μου εξήγησε. «Για τα calls που γίνονται με ανοιχτή κάμερα.»

Και τότε μου ήρθε η ιδέα. Το απόγευμα είχα φτιάξει κοκκινιστό για τους δικούς μου, αλλά δεν το είχα πάει όλο· είχα κρατήσει και μια μερίδα για αύριο.

«Μωρό μου, έχεις φάει;» τον ρώτησα. «Έφτιαξα κοκκινιστό σήμερα για τους δικούς μου, αλλά κράτησα λίγο και για μένα. Θες να σου το ζεστάνω;»

Με κοίταξε με εκείνο το βλέμμα που λες και του ‘χα προσφέρει θησαυρό.

«Κι εσύ;»

«Θα φάω κάτι άλλο, δεν πειράζει!» του είπα χαμογελώντας τρυφερά.

«Έτσι όπως το θέτεις...» μου έκανε χαμογελώντας ντροπαλά. «Λέω ποτέ όχι στο καλό φαγητό;»

«Πάω να στο ζεστάνω!» του είπα, κι έπειτα πρόσθεσα απαιτητικά: «Φιλάκι πρώτα!»

«ΧΑΧΑΧΑ!» γέλασε με την καρδιά του. Μου έδωσε ένα φιλάκι, μετά μια απαλή στα μεριά, κι εγώ, χαμογελώντας σαν το βλαμμένο, πήγα στην κουζίνα να ζεστάνω φαγητό στον αρκούδο μου. Του έκοψα και μια σαλάτα στα γρήγορα, γιατί, έτσι θα τον άφηνα;

Χμμμ... έπρεπε να πάρω μπύρες. Είχαν μείνει μόλις τρεις, και για τον αρκούδος μου οι τρεις είναι για το καλησπέρα. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε, αλλά άρχισα να τραγουδάω την ώρα που ετοίμαζα το φαγητό—και δεν το συνηθίζω!

Ooh, baby, do you know what that’s worth?
Ooh, Heaven is a place on Earth!
They say in Heaven love comes first.
We’ll make Heaven a place on Earth!
Ooh, Heaven is a place on Earth!

Woah!” άκουσα τον Maurice πίσω μου—δεν τον είχα πάρει χαμπάρι ότι είχε σταθεί στην πόρτα της κουζίνας και με κοιτούσε. “Woah!” επανέλαβε, αυτή τη φορά ακόμα πιο έντονα.

Wait until you taste it!” του απάντησα, νομίζοντας ότι μιλούσε για τη μυρωδιά του κοκκινιστού που ζεσταινόταν στο μάτι.

Im talking about your voice, babe!” μου είπε κοιτάζοντάς με σα να του είχα κάνει μάγια. “I swear to you, my dad is going to fall in love with you when he hears you singing!”

Και ξανά σε υγρή μορφή η δικιά σου!

Ο Maurice ήρθε από πίσω μου αθόρυβα. Τα χέρια του γλίστρησαν γύρω από τη μέση μου και με τράβηξε κοντά του, το στήθος του ακούμπησε στην πλάτη μου. Με αγκάλιασε σφιχτά και έσκυψε το κεφάλι του, φιλώντας με τρυφερά στα μαλλιά. Τα χείλη του έμειναν εκεί για μια στιγμή πριν ψιθυρίσει:

«Μη σταματάς, συνέχισε!» μου είπε τρυφερά.

Ξαφνικά ένιωσα όπως τότε, στο σχολείο, που με βάζανε να τραγουδάω μπροστά σε όλους στις γιορτές. Το στομάχι μου σφίχτηκε από το τρακ, παρόλο που ξέρω ότι έχω όμορφη φωνή—«Αλοϊζάκη ή τέφρα» συνήθιζε να λέει η κυρία Παπαδοπούλου, η αγαπημένη μου φιλόλογος στο λύκειο.

Πήρα μια βαθιά ανάσα, έκλεισα τα μάτια μου για μια στιγμή. Ακόμα κόκκινη, με τα μάγουλά μου να καίνε, ξεκίνησα να του τραγουδάω.

When the night falls down
I wait for you, and you come around

Η φωνή μου ήταν διστακτική στην αρχή, τρεμάμενη. Τα χέρια του σφίχτηκαν ελαφρά γύρω μου, ενθαρρυντικά.

And the world’s alive
With the sound of kids on the street outside

Άρχισα να χαλαρώνω, να αφήνομαι στη μελωδία.

When you walk into the room
You pull me close, and we start to move
And we’re spinnin’ with the stars above
And you lift me up in a wave of love

«Το υπόλοιπο το άκουσες πριν,» του είπα πειρακτικά. Σταμάτησα απότομα και γύρισα μέσα στην αγκαλιά του να τον κοιτάξω. Το πρόσωπό μου ήταν ακόμα κόκκινο αλλά χαμογελούσα.

Τα χέρια του ανέβηκαν αργά και με χάιδεψαν τρυφερά στο πρόσωπο, κρατώντας το και στα δύο του χέρια σαν να κρατούσε κάτι πολύτιμο. Οι παλάμες του ήταν ζεστές στα μάγουλά μου. Ένιωσα τον εαυτό μου να χάνεται και πάλι στα μάτια του—εκείνα τα γκριζογάλανα μάτια που με κοιτούσαν σαν να ήμουν το κέντρο του σύμπαντος.

«Μακάρι να μπορούσες να δεις τον εαυτό σου μέσα από τα δικά μου μάτια,» είπε, επαναλαμβάνοντας αυτό που μου είχε πει και προχθές.

Δεν απάντησα. Δεν μπορούσα. Συνέχισα να τον κοιτάζω, τα χέρια μου ακούμπησαν πάνω στα δικά του που κρατούσαν το πρόσωπό μου. Η φωνή του έγινε πιο απαλή, σχεδόν ψιθυριστή, και κάθε λέξη ήταν σαν χάδι.

«Μακάρι να μπορούσες να καταλάβεις πόσο όμορφη είσαι!» ξεκίνησε. Ένιωσα τις άκρες των χειλιών μου να ανεβαίνουν άθελά μου, το πρόσωπό μου άρχισε να χαμογελάει παρά τα δάκρυα που ένιωθα να μαζεύονται. «Μακάρι να μπορούσες να δεις πως λάμπει το πρόσωπό σου όταν χαμογελάς.»

Έσκυψε αργά και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλάκι στη μύτη, τόσο απαλό που μόλις το ένιωσα. Το χαμόγελό μου πλάτυνε ακόμα περισσότερο, δεν μπορούσα να το συγκρατήσω.

«Μακάρι να μπορούσες να ακούσεις το γέλιο σου που κάνει τον κόσμο πιο όμορφο!»

Και εκεί έσπασα. Από χαμογελαστή που ήμουν, με πήραν ξαφνικά τα ζουμιά—καλά, όχι ότι τα έχω και δύσκολα. Το σώμα μου διπλώθηκε και έγειρα πάνω του, χώνοντας το πρόσωπό μου στο στήθος του. Έκλαιγα του καλού καιρού, το φανελάκι του του βράχηκε από τα δάκρυά μου, αλλά ήταν όμορφο κλάμα. Ήταν χαράς.

Ο αρκούδος μου με έσφιξε στην αγκαλιά του, τα χέρια του με τύλιξαν ολόκληρη. Το ένα του χέρι χάιδευε την πλάτη μου με αργές, κυκλικές κινήσεις, το άλλο κρατούσε το κεφάλι μου στο στήθος του. Με κράτησε σφιχτά, αφήνοντάς με να ξεσπάσω χωρίς να πει λέξη. Μόνο το χάδι του και η ζεστασιά του.

Όταν τελικά ηρέμησα—μετά από πόσο, δεν ξέρω—σήκωσα το κεφάλι μου. Ρούφηξα τη μύτη μου δυνατά και καθόλου ρομαντικά. Σκούπισα τα μάτια μου με την ανάστροφη του χεριού μου.

«Κάτσε να σου βάλω να φας, αρκούδι μου!» του είπα τρυφερά, η φωνή μου ακόμα λίγο βραχνή από το κλάμα.

Εκείνος σήκωσε τα χέρια του και μου σκούπισε απαλά τα βρεγμένα μου μάγουλα με τους αντίχειρές του. Τα δάχτυλά του ήταν απίστευτα τρυφερά. Έσκυψε και μου έδωσε ένα ακόμα φιλάκι, αυτή τη φορά στο μέτωπο, και με άφησε. Πήγε και κάθισε στο τραπέζι, τραβώντας την καρέκλα.

Και φυσικά, σαν να είχε ραντάρ, εκεί έσκασε μύτη και ο Μπλάκι. Εμφανίστηκε από το πουθενά, μύρισε τον αέρα με τη μύτη του ψηλά, και ήρθε για να κάνει την καθιερωμένη του τράκα. Με ένα χαριτωμένο άλμα, πήδηξε πάνω στο τραπέζι. Προσγειώθηκε ακριβώς δίπλα στο πιάτο του Maurice και κάθισε, η ουρά του τυλιγμένη γύρω από τα πόδια του.

«Νιαρ!» μας έκανε, κοιτάζοντας το φαγητό με λαχτάρα.

Έβαλα τα χέρια μου στη μέση και τον κοίταξα αυστηρά. «Αφού δε σ’ αρέσουν τα μπαχάρια βρε παπάρα!» τον μάλωσα στα ελληνικά, κουνώντας το δάχτυλό μου μπροστά του.

Ο Maurice έβαλε τα γέλια, μπορεί να μην κατάλαβε τι είπα στον Μπλάκι, αλλά κατάλαβε το πνεύμα.

Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του και με κοίταξε με σκεπτικό ύφος. «Δεν μπορώ να αποφασίσω ποιος από τους δυο σας είναι ο Statler και ποιος ο Waldorf,» μου είπε.

Ίσιωσα την πλάτη μου και σήκωσα το πιγούνι μου ψηλά. «Ο Waldorf είναι πιο κοντός και έχει μουστάκι! Έχω εγώ μουστάκι;» τον ρώτησα δήθεν παρεξηγημένη, δείχνοντας το πρόσωπό μου.

Σήκωσε τα χέρια του σε ένδειξη παράδοσης. “I stand corrected, my Lady!” μου απάντησε χαχανίζοντας. Άρπαξε το κουτάκι της μπύρας και το έφερε στα χείλη του, πίνοντας με μια ρουφηξιά σχεδόν το μισό. Μετά πήρε το πιρούνι του και έφαγε την πρώτη πιρουνιά. Τα μάτια του γούρλωσαν. “Oh my god!” είπε με γεμάτο το στόμα, ξεχνώντας τους καλούς του τρόπους.

Έγειρα το κεφάλι μου στο πλάι. «Απαίσιο, ε;» τον ρώτησα πειρακτικά.

Κατάπιε βιαστικά και με κοίταξε με υπερβολικά σοβαρό ύφος. «Δράμα!» μου απάντησε. «Αλλά θα θυσιαστώ για σένα και θα φάω το υπόλοιπο, μόνο και μόνο για να σε προστατέψω!» συνέχισε χαχανίζοντας και παίρνοντας άλλη μια τεράστια μπουκιά.

Do you like shrimps?” τον ρώτησα από το πουθενά.

Το πιρούνι του σταμάτησε στη μέση της διαδρομής προς το στόμα του. «I love them!» μου απάντησε με ενθουσιασμό.

Έπαιξα με νόημα τα φρύδια μου, ανεβοκατεβάζοντάς τα. “You are in for a treat, then!”

Ακούμπησε το πιρούνι στο πιάτο και έγειρε προς το μέρος μου. «Τι εννοείς;» με ρώτησε μην έχοντας καταλάβει που το πάω.

Άνοιξα τα χέρια μου θεατρικά. «Θα φτιάξω γαριδομακαρονάδα αύριο!» του είπα με ένα χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. «Με φέτα, σάλτσα ντομάτας και ούζο! Ελληνική συνταγή!»

Τα φρύδια του σηκώθηκαν. «Μα αφού δουλεύεις!» μου είπε με απορημένο βλέμμα.

Τίναξα αδιάφορα τους ώμους μου. «Τα καλά του home office!» του απάντησα. «Δεν έχω όλη την ώρα calls, και άλλωστε είναι και εύκολο φαγητό!»

Το πρόσωπό του μαλάκωσε. «You are spoiling me!» μου έκανε χαρίζοντάς μου το πιο γλυκό του αρκουδίσιο χαμόγελο.

«Καλά σου κάνω!» του απάντησα και σηκώθηκα από την καρέκλα μου. Πήγα στο ψυγείο, έβγαλα άλλο ένα κουτάκι μπύρα, το ξέπλυνα καλά κάτω από τη βρύση και του το έδωσα. «Σιγά-σιγά, γιατί έχει μείνει μόνο άλλη μία και θα μου γκρινιάζεις αύριο!» του είπα πειράζοντάς τον.

Πήρε το κουτάκι και το κοίταξε σαν να ήταν πολύτιμος θησαυρός. «Σιγά μην περιμένω να έρθει το αύριο,» μου είπε. «Θα αρχίσω να γκρινιάζω από τώρα…»

Έκανε δραματική παύση και μετά έδωσε και πάλι παράσταση. Έσκυψε το κεφάλι του, τα χέρια του ακούμπησαν στο τραπέζι. Με βαθιά φωνή και μιμούμενος καταπληκτικά τον Marlon Brando ξεκίνησε το δραματικό του μονόλογο.

“I’ve seen horrors… horrors that you’ve seen. But you have no right to call me a drinker. You have the right to serve me tap water. You have a right to do that… but you have no right to judge me.”

Έκανε παύση, σήκωσε αργά το κεφάλι του και ατένισε το άπειρο ενώ εγώ είχα ήδη αρχίσει να γελάω σαν υστερική.

“It’s impossible for words to describe what is necessary… to those who do not know what thirst means. Thirst. Thirst has a face

Γύρισε και με κοίταξε, τα μάτια του γυάλιζαν με ψεύτικη ένταση.

“And you must make a friend of thirst. Thirst… and moral hangover… are your friends. If they are not… then they are enemies to be feared. They are truly enemies.

Πήρε το κουτάκι με αργές, σχεδόν τελετουργικές κινήσεις. Το άγγιξε με τα δάχτυλά του, το χάιδεψε με σεβασμό.

“I remember… one night we had a whole pack of Coronas. Twelve soldiers. Twelve friends. We laughed. We believed we were invincible. The next morningonly the lime wedges remained.”

Έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω, κοιτάζοντας το ταβάνι με τραγική έκφραση.

“The horrorthe horror

Είχα διπλωθεί από τα γέλια, τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά μου. «Θες να με πεθάνεις;» τον ρώτησα όταν βρήκα τις ανάσες μου. Με είχε πιάσει βήχας από τα γέλια και χτυπούσα το χέρι μου στο τραπέζι.

Το πρόσωπό του άλλαξε αμέσως, από τραγικό σε τρυφερό. “No… I just love your laughter,” μου απάντησε απαλά. “I can’t have enough of it!”

Προσπάθησα να σοβαρευτώ, δείχνοντάς του με το δάχτυλο. “Stop goofing around and eat your dinner!” τον μάλωσα τρυφερά, ακόμα χαμογελώντας σα βλαμμένο.

Ίσιωσε την πλάτη του και χαιρέτησε στρατιωτικά. “Sir, yes, Sir!” μου απάντησε χαχανίζοντας και επέστρεψε στο φαγητό του. Έκοψε ένα κομματάκι κρέας και το έδωσε στον Μπλάκι, που έχοντας φάει το πρώτο τον κοίταζε με μεγάλα παρακλητικά μάτια σαν κουτάβι, το κοπρόγατο!

Έγειρα πίσω στην καρέκλα μου, σταύρωσα τα χέρια μου και κοίταζα τα αγόρια μου. Το μικρό τριχωτό μου κάθαρμα με την ουρά σαν κεραία, έπαιζε με τα πόδια του το κομματάκι κρέας που του είχε βάλει το μεγάλο, σαφώς πιο άτριχο αγόρι, που είχε πέσει στο κοκκινιστό και τη σαλάτα σα να μην υπάρχει αύριο. Πάει και η δεύτερη μπύρα σε χρόνο ρεκόρ.

Χαχανίζοντας σηκώθηκα, πήγα στο ψυγείο και έβγαλα το τελευταίο κουτάκι. Αφού το ξέπλυνα προσεκτικά, του το έδωσα με θεατρική χειρονομία.

“The last one! του είπα σοβαρά.

Πήρε ένα σκεπτικό ύφος και με κοίταξε αθώα. “Do you think it’s late to knock on a neighbor?” με ρώτησε, κάνοντάς με και πάλι να πνιγώ στα γέλια, ο κερατάς είναι απίθανος! Απίθανος!

Πήρε τη μπύρα και κατέβασε τη μισή με μιας. Η αλήθεια είναι ότι το κοκκινιστό ήταν spicy—καλά, όχι ότι χρειαζόταν κάποια ιδιαίτερη δικαιολογία να πιει ένα καφάσι μπύρες, για Βέλγο μιλάμε!

Τέλειωσε με το φαγητό του, σκούπισε το στόμα του με την πετσέτα και σηκώθηκε να μαζέψει τα πιάτα για να τα πλύνει.

Σήκωσα το χέρι μου αυστηρά. «Στο πλυντήριο!» του είπα σε τόνο που δε σήκωνε αντιρρήσεις και σηκώθηκα από την καρέκλα. «Λοιπόν, πάω να βάλω κανένα σορτσάκι να πάμε να πάρουμε μπύρες!»

Το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Γι’ αυτό σ’ αγαπάω!» μου απάντησε. Γύρισε απότομα και με πήρε στην αγκαλιά του, σηκώνοντάς με ελαφρά από το πάτωμα.

Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα, κάνοντας μουτράκια. «Μόνο γι’ αυτό;» τον ρώτησα δήθεν παραπονιάρικα.

«Και για πολλά-πολλά-πολλά άλλα!» μου απάντησε χαμογελώντας. Έσκυψε αργά και κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το σβέρκο του, τα δάχτυλά μου χάιδεψαν τα μαλλιά του, και όπως κάθε φορά, για λίγες στιγμές έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου.

Ο Maurice φορούσε ήδη σορτσάκι και μπλουζάκι αλλά το φανελάκι μου παραήταν αποκαλυπτικό για να βγω έτσι έξω. Έτρεξα στο δωμάτιο, φόρεσα στα γρήγορα ένα μπλουζάκι και ένα σορτσάκι και κατεβήκαμε κάτω να πάμε να βρούμε περίπτερο.

Στην πυλωτή, έδειξα το αυτοκίνητό μου. «Μωρό μου, άσε το τανκ σου, πάμε με το δικό μου,» του είπα.

Κοίταξε το πεντακοσαράκι μου με απελπισία. Είχε πλάκα όπως στριμώχτηκε για να μπει—πρώτα έβαλε το ένα πόδι, μετά έσκυψε το κεφάλι του, προσπάθησε να διπλώσει το σώμα του. Δε χώραγε καλά-καλά, ακόμα και με το κάθισμα τέρμα πίσω τα γόνατά του ακουμπούσαν σχεδόν στο ταμπλό.

The things we do for beer!” μου είπε με θεατρική απελπισία, προσπαθώντας να βολευτεί.

Έβαλα μπροστά γελώντας και ξεκινήσαμε να βρούμε ανοιχτό περίπτερο νυχτιάτικα. Τελικά φτάσαμε μέχρι το Ηράκλειο, στο περίπτερο δίπλα στον Αλέκο, που παρά την ώρα γινόταν της τρελής.

Ο Maurice κοίταξε γύρω του με έκπληξη τον κόσμο που είχε μαζευτεί. «Γιατί έχει τόσο κόσμο;» με ρώτησε απορημένος.

Έδειξα την καντίνα δίπλα. «Η καντίνα του Αλέκου, από την ώρα που ανοίγει μέχρι και την ώρα που κλείνει γίνεται σκοτωμός!» του απάντησα. «Δε φαντάζομαι να πεινάς κι’ άλλο, έτσι;»

Έξυσε το κεφάλι του με ένοχο ύφος. “Well...” ξεκίνησε.

Τον χτύπησα παιχνιδιάρικα στο μπράτσο. «Βρε αρκούδα είσαι εσύ ή κροκόδειλος;» τον πείραξα.

Σήκωσε τα χέρια του ψηλά γελώντας. “Nah, Im yanking your chain!” μου είπε σκανταλιάρικα, κερδίζοντας ένα μεγαλοπρεπέστατο «BRRRRRRRR» στα μούτρα για να έχει να πορεύεται.

Ο φουκαράς ο περιπτεράς έπαθε ντιριντάχτα όταν μας είδε να ανοίγουμε το ψυγείο και να αρχίζουμε να μαζεύουμε μπύρες σαν να ετοιμαζόμαστε για πόλεμο. Τα μάτια του γούρλωσαν βλέποντας τη στοίβα που μαζεύαμε.

«Έγινε ποτοαπαγόρευση και δεν το έμαθα;» ρώτησε τον Maurice χαχανίζοντας.

Ο Maurice τον κοίταξε μπερδεμένος. “Pardon me?”

Γύρισα προς τον περιπτερά εξηγώντας: «Είναι Βέλγος,  δεν καταλαβαίνει ελληνικά.» Μετά του χαμογέλασα καθησυχαστικά. «Και όχι, δεν έγινε ποτοαπαγόρευση, μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος.»

Βγήκα έξω, άνοιξα το πορτμπαγκάζ και έβγαλα δύο από τις τσάντες για τα super market. Γυρίσαμε μέσα και βάλαμε τις μπύρες στις τσάντες, με τον περιπτερά ακόμα να σταυροκοπιέται βλέποντας την ποσότητα.

Καθώς τακτοποιούσαμε τις μπύρες, γύρισα προς τον Maurice. «Ας πούμε ότι κλέβαμε 100 ευρώ από τον περιπτερά και μετά χρησιμοποιώντας τα 100 ευρώ αγοράζαμε 90€ σε μπύρες και μας έδινε ρέστα 10 ευρώ!»

Με κοίταξε στραβά, χωρίς να καταλαβαίνει που το πάω. «Ποια θα ήταν η συνολική απώλεια του περιπτερά;»

Geek ήταν, τα λάτρευε κάτι τέτοια! Τα μάτια του άναψαν. «Εκατό ευρώ,» μου απάντησε μετά από λίγη σκέψη. «Τα 10€ που πήρε μαζί του και τα 90€ που κάνουν οι μπύρες!»

Κούνησα το δάχτυλό μου. «Κοντά έπεσες,» του απάντησα χαχανίζοντας.

Τα φρύδια του σούφρωσαν. «Τι;» με ρώτησε απορημένος. «Μείον εκατό συν ενενήντα, δέκα ευρώ η χρηματική απώλεια. Σε αυτά προσθέτουμε και τα 90 ευρώ που κάνουν οι μπύρες!»

Σήκωσα το δάχτυλό μου με δασκαλίστικο ύφος. «Αρκούδι μου, τις μπύρες τις πουλάει 90 ευρώ, δεν τις αγόρασε 90 ευρώ, ξέχασες το περιθώριο κέρδους!» του εξήγησα.

Κοπάνησε το μέτωπό του με την παλάμη του, κάνοντας έναν δυνατό ήχο. “Damn, you’re right! 10 euros plus the money he paid to buy the beer sold for 90 euros!”

Ανασήκωσα περήφανα τους ώμους μου. «Οικονομολογία: Η επιστήμη που θα σου εξηγήσει του χρόνου γιατί οι περσινές προβλέψεις που είχε κάνει για φέτος έπεσαν έξω!» του είπα, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια. 

Όταν φτάσαμε στο σπίτι και παρκάραμε στην πυλωτή ο αρκούδος μου, κρατώντας και τις δύο σακούλες στο ένα χέρι—σηκώνοντάς τες ψηλά σαν τρόπαια—και το άλλο χέρι του σηκωμένο σε πόζα δύναμης, φώναξε: “I’m the beer bearing bear!» κάνοντας με να βάλω τα γέλια. Ανεβήκαμε στο διαμέρισμά μου, εγώ χαχανίζοντας ακόμα και εκείνος συνεχίζοντας το σόου του με μικρά γρυλίσματα.

Ο Μπλάκι είχε στήσει καραούλι στην είσοδο. Καθόταν ακριβώς μπροστά στην πόρτα, με την πλάτη ίσια και την ουρά τυλιγμένη γύρω από τα πόδια του. Μόλις ανοίξαμε, σηκώθηκε στα πίσω πόδια του και άρχισε το κήρυγμα με έντονα νιαουρίσματα. Μας την έλεγε που σηκωθήκαμε και βγήκαμε έξω βραδιάτικα—τα αυτιά του ήταν πίσω, η ουρά του χτυπούσε το πάτωμα με ένταση. Τι το κάναμε εδώ, ξενοδοχείο;

Στην κουζίνα, άνοιξα το ψυγείο και κοίταξα μέσα με απόγνωση. «Που θα τις βάλουμε όλες αυτές τις μπύρες, μου λες;» ρώτησα, γυρίζοντας προς τον Maurice με τα χέρια ανοιχτά σε ένδειξη απελπισίας.

Άφησε τις σακούλες στον πάγκο και έτριψε τα χέρια του με ενθουσιασμό. “No worries, my Lady! Tetris champion here!” μου είπε χαχανίζοντας. Έσκυψε μπροστά στο ψυγείο και άρχισε την επιχείρηση. Με κάποιο μαγικό τρόπο—μετακινώντας πράγματα δεξιά κι αριστερά, στοιβάζοντας κουτιά το ένα πάνω στο άλλο—και παραβιάζοντας στην ψύχρα δύο-τρεις νόμους της φυσικής, κατάφερε και στρίμωξε όλες τις μπύρες εκτός από δύο κουτιά.

Ίσιωσε την πλάτη του θριαμβευτικά και κράτησε ψηλά τα δύο εναπομείναντα κουτιά. “Well… we can’t leave them out of the fridge!” μου είπε σκανταλιάρικα, κουνώντας τα φρύδια του.

Ανασήκωσα τους ώμους μου με θεατρική παραίτηση. “I guess we can’t!” του απάντησα. Πήρα τα κουτάκια από τα χέρια του και τα έπλυνα κάτω από τη βρύση. Δε γαμιέται, θα έπινα κι εγώ μια μπύρα!

Ανοίξαμε τα κουτιά με έναν ικανοποιητικό ήχο «τσακ». Ήπια μια γουλιά—το κρύο υγρό έκαψε ελαφρά το λαιμό μου—ενώ ο Maurice σήκωσε το δικό του κουτί και το κατέβασε μονορούφι και άφησε κάτω το άδειο κουτί με ένα στεναγμό ευχαρίστησης.

Κούνησα το κεφάλι μου αργά δεξιά-αριστερά και με το ύφος «τι θα σε κάνω;» του έδωσα και το δικό μου κουτί που ήταν ακόμα σχεδόν γεμάτο. «Πιες κι αυτό μωρό μου, εγώ δεν ήθελα έτσι κι αλλιώς μπύρα!»

Πήγα στην κατάψυξη και έβγαλα το παγωτό—ένα μεγάλο οικογενειακό κουτί. Πήρα δύο κουτάλια του γλυκού από το συρτάρι και το σιρόπι φράουλα από το ντουλάπι. Έριξα το σιρόπι όπως ήταν κατευθείαν στο παγωτό, αφήνοντάς το να τρέξει πάνω στις τρεις γεύσεις.

Του έδωσα το ένα κουτάλι με μια θεατρική υπόκλιση. “Straight from the source!” του είπα χαχανίζοντας. Καθίσαμε στο τραπέζι και πέσαμε και οι δύο με τα μούτρα στο παγωτό—σοκολάτα, βανίλια, φράουλα.

Ο Maurice έφαγε μερικές κουταλιές με προσοχή, σταματώντας να απολαύσει την κάθε γεύση. Μετά ακούμπησε το κουτάλι του και έγειρε πίσω ικανοποιημένος. Εγώ όμως είχα πέσει στο παγωτό σαν τον δάκο. Έσκαβα με το κουτάλι μου με μανία, παίρνοντας γεμάτες κουταλιές, και γλείφοντας το θορυβωδώς. Ένιωθα πολύ άνετα μαζί του, και ο τρόπος που έτρωγα σαν κανίβαλος—χωρίς να νοιάζομαι για τρόπους ή εμφάνιση—ήταν ο δικός μου τρόπος να το δείχνω.

Με τα χίλια ζόρια σταμάτησα τον εαυτό μου πριν φάω το μισό δοχείο. Το κουτάλι μου σταμάτησε στον αέρα και κοίταξα το παγωτό που είχε μείνει. Με έναν αναστεναγμό παραίτησης, σηκώθηκα και έβαλα το παγωτό πίσω στο ψυγείο.

Γύρισα προς τον αρκούδο μου, σκουπίζοντας το στόμα μου με την ανάστροφη του χεριού μου. «Πάμε για ντουζάκι;»

Έκανε ένα μορφασμό και με κοίταξε με μεγάλα παρακλητικά μάτια σαν κουτάβι. «Να το κάνουμε το πρωί;» με ρώτησε. «Αν κάνω ντους τώρα δε θα μπορώ να κοιμηθώ μετά!»

Σταύρωσα τα χέρια μου και του έριξα ένα πονηρό βλέμμα. «Μου είχες τάξει spanking!» του έκανα χαχανίζοντας.

Αντί απάντησης, σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα. Με μια γρήγορη κίνηση με άρπαξε και με πέταξε πάνω από τον ώμο του σαν σακί με πατάτες. Ξεκίνησε για το δωμάτιο και μέχρι να φτάσουμε εκεί με έκανε άλογο στις παιχνιδιάρικες σφαλιάρες στα μεριά μου. Κάθε βήμα συνοδευόταν από ένα ελαφρύ χτύπημα, εγώ γελούσα και προσπαθούσα να του ξεφύγω χωρίς επιτυχία. Άλλο που δεν ήθελε η δικιά σου.

Στο δωμάτιο με άφησε απαλά στο κρεβάτι. Άνοιξα το air-condition—ο δροσερός αέρας γέμισε αμέσως το δωμάτιο. Έβγαλα τα ρούχα μου μένοντας με το κάτω εσώρουχο, εκείνος έμεινε με το μποξεράκι του. Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι, το σεντόνι δροσερό κάτω από το δέρμα μας.

Άνοιξε την αγκαλιά του, τα χέρια του απλωμένα σε πρόσκληση. Χώθηκα μέσα της χωρίς δεύτερη σκέψη, κουλουριάζοντας δίπλα του. Έχωσα το κεφάλι μου κάτω από το πιγούνι του, ανασαίνοντάς τον βαθιά. Η μυρωδιά του με τύλιξε—ζεστή, οικεία, δική μου.

Ήμουν στη φωλιά μου. Στη φωλιά μου! Τα χέρια του με τύλιξαν, κρατώντας με σφιχτά αλλά τρυφερά. Κρατώντας με εκεί που ένιωθα ζεστή και ασφαλής…

Μα, πάνω απ’ όλα, επιθυμητή.

«Όνειρα γλυκά μικρή μου μάγισσα,» μου είπε δίνοντάς μου ένα τρυφερό φιλί στα μαλλιά.

«Όνειρα γλυκά αρκούδι μου,» του είπα και ανασηκώθηκα ελαφρά και του έδωσα ένα πεταχτό φιλί στο στόμα. Μετά γύρισα και με πήρε και πάλι στην αγκαλιά του σε κουτάλα.

Και εκεί ήρθε και ο Μπλάκι δίπλα μου γιατί αν δεν την χάιδευα στην κοιλιά την ντροπή των αιλουροειδών δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Άρχισα να τον χαϊδεύω τρυφερά και το μοτεράκι πήρε μπρος με τη μία. Mε την ανάσα του Maurice στο σβέρκο μου και το γουργουρητό του Μπλάκι ούτε που κατάλαβα για πότε έπεσε ο γενικός.

Με ξύπνησε ο ήχος του ξυπνητηριού. Το χέρι μου ψαχούλεψε στο κομοδίνο μέχρι να βρει το κινητό και να το κάνει να σταματήσει. Ο Maurice ξεκινούσε την τηλεργασία στις 09:30 αλλά εγώ ξεκινούσα στις 09:00, οπότε συμφωνήσαμε να το βάλουμε στις 08:00. Θέλαμε να έχουμε το χρόνο μας να κάνουμε το ντουζάκι μας, να φάμε το πρωινό μας και να πιούμε και το καφεδάκι μας πριν ξεκινήσουμε να βγάλουμε το παντεσπάνι της ημέρας.

Όπως και προχθές το πρωί, ο αρκούδος μου με κρατούσε στη σφιχτή αρκουδίσια αγκαλιά του. Το ένα του χέρι ήταν τυλιγμένο γύρω από τη μέση μου, το άλλο κάτω από το μαξιλάρι μου. Το στήθος του ανέβαινε και κατέβαινε ρυθμικά πίσω από την πλάτη μου και ροχάλιζε ελαφρά—ένας απαλός, σχεδόν μελωδικός ήχος. Ο Μπλάκι δεν ήταν στο κρεβάτι, κάπου τριγύριζε το ρεμάλι.

Με πολλή προσοχή για να μην τον ξυπνήσω, άρχισα την επιχείρηση απόδραση. Πρώτα σήκωσα αργά το χέρι του από τη μέση μου, κρατώντας την ανάσα μου. Μετά γλίστρησα εκατοστό-εκατοστό προς την άκρη του κρεβατιού, σταματώντας κάθε φορά που έκανε κάποια κίνηση. Τελικά κατόρθωσα να βγω από την αγκαλιά του και να κάτσω καθιστή στο κρεβάτι.

Ο αρκούδος μου έσφιξε το μαξιλάρι εκεί που ήμουν πριν, κάτι μουρμούρισε στον ύπνο του—κάτι που ακουγόταν σαν το όνομά μου—και γύρισε πλευρό, τραβώντας το σεντόνι μαζί του. Χαμογέλασα τρυφερά βλέποντάς τον να κουλουριάζεται και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Τα πόδια μου ήταν λίγο μουδιασμένα και παραπάτησα ελαφρά από τη νύστα, πιάνοντας τον τοίχο για στήριγμα καθώς πήγαινα τουαλέτα.

Και φυσικά εκεί μου έκανε την τιμή και το κοπρόγατο. Μόλις κάθισα στη λεκάνη—ούτε τα βρακιά μου δεν πρόλαβα να κατεβάσω καλά-καλά—και τσουπ! Ο Μπλάκι πήδηξε στα γόνατά μου από το πουθενά.

«Ρε θα μ' αφήσεις να κατουρήσω;» τον ψευτομάλωσα, σπρώχνοντάς τον ελαφρά με το χέρι μου.

Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε με αυτό το γατίσιο, μισό απαξιωτικό, μισό ψαρωτικό ύφος. Τα μάτια του μισόκλειστα, η ουρά του να κουνιέται αργά, σα να μου έλεγε «Πάλι με γκρίνια ξύπνησες; Σ' εμποδίζω εγώ να κατουρήσεις;»

Βγάζεις άκρη μαζί του; Δε βγάζεις. Σκουπίστηκα με τον Μπλάκι ακόμα στα γόνατά μου—που είχε αρχίσει να γουργουρίζει θριαμβευτικά—και σηκώθηκα αναστενάζοντας βαθιά σα να κουβαλούσα τις αμαρτίες του κόσμου. Τον κατέβασα απαλά στο πάτωμα, έβαλα το εσώρουχό μου στα άπλυτα, και πήγα στο νιπτήρα να πλύνω δοντάκια.

Με το που άκουσε την βρύση ν’ ανοίγει—τον χαρακτηριστικό ήχο του νερού που πέφτει στο νιπτήρα—ο μαύρος τριχωτός Χουντίνι, που μέχρι εκείνη τη στιγμή τρίβονταν στα πόδια μου, έκανε τα μαγικά του και με μια κίνηση εξαφανίστηκε από την πόρτα του μπάνιου λες και τον έψαχνε ο λοχίας για αγγαρεία.

Καθώς βούρτσιζα τα δόντια μου, το μυαλό μου πήγε στο πρωινό. Βαριόμουν να φτιάξω καφέ και έτσι αποφάσισα να παραγγείλω και για τους δύο μας από το e-food. Πρωινό ο αρκούδος μου θα έτρωγε από τα χεράκια μου, τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Σταμάτησα να βουρτσίζω τα δόντια μου, κρατώντας την οδοντόβουρτσα στον αέρα, και έπεσα σε περισυλλογή. Του είχα φτιάξει δύο φορές ομελέτα και το πολύ το κύριε ελέησον, που λένε.

Σημειώνοντας νοερά να μην ξεχάσω να βγάλω τις γαρίδες από την κατάψυξη—σήκωσα το δάχτυλό μου στον αέρα σαν να έγραφα υπενθύμιση—συνέχισα να βουρτσίζω τα δόντια μου χωρίς να έχω καταλήξει τι πρωινό θα του φτιάξω.

Όταν τελείωσα, έπλυνα το πρόσωπό μου με κρύο νερό για να ξυπνήσω και επέστρεψα στο δωμάτιο στις μύτες των ποδιών. Συνειδητοποίησα ότι ούτε καν κάτω εσώρουχο δε φορούσα. Τέλος πάντων, άνοιξα αθόρυβα το συρτάρι, έβγαλα μπλουζάκι και το φόρεσα βιαστικά.

Πήγα στην κουζίνα με γρήγορα βήματα. Άνοιξα την κατάψυξη, έβγαλα τη σακούλα με τις γαρίδες—που ήταν σκληρή σαν πέτρα—και την άφησα στο νεροχύτη να ξεπαγώσει. Στάθηκα για λίγο μπροστά στο ανοιχτό ψυγείο, ακουμπώντας το χέρι μου στο πηγούνι σκεπτική, και τελικά αποφάσισα να του φτιάξω τρία τοστάκια. Για τον Maurice μιλάμε, ένα-δύο δεν έφταναν.

Τοστάκια λοιπόν, αλλά όχι απλά τοστάκια. Μόνο εγώ έλειπα από μέσα. Άνοιξα όλα τα ντουλάπια και το ψυγείο και άρχισα να στοιβάζω υλικά στον πάγκο: διπλό τυρί, bacon που το έψησα γρήγορα στο τηγάνι μέχρι να γίνει τραγανό, φέτες ντομάτα που έκοψα με προσοχή, ομελέτα—όχι που θα τη γλύτωνε, χτύπησα δύο αυγά και τα έριξα στο τηγάνι—βραστή γαλοπούλα σε φέτες, ακόμα περισσότερη ντομάτα.

Για τη σάλτσα, έβγαλα ένα μπολάκι και άρχισα να ανακατεύω: κέτσαπ, μουστάρδα, μαγιονέζα και λίγο κρητικό ελαιόλαδο από τον μπάρμπα μου το Σήφη. Γαμώτο, σκέφτηκα δοκιμάζοντας τη σάλτσα με το δάχτυλο, η θεία μου η Ελένη μου είχε στείλει και σπιτική στάκα αλλά την εξαφάνισα σε χρόνο dt.

(Και μετά αναρωτιόμουν γιατί δε χάνω κιλά... Χάνονται αν τρως ένα δοχείο στάκα στην καθισιά σου; Μισή κουταλιά αλείφεις, ένα κιλό παίρνεις, χώρια που μετά θες και τουμποφλό για τις αρτηρίες...)

Με αυτές τις ευχάριστες σκέψεις, έφτιαξα τα τοστ στον αρκούδο μου. Τα έβαλα στην τοστιέρα και πάνω στην ώρα χτύπησε και το κουδούνι. Το πήδημα που έκανα! Είχαν έρθει οι καφέδες. Κοίταξα κάτω τον εαυτό μου πανικόβλητη—εντωμεταξύ εγώ με τη μπλούζα και από κάτω σκωτσέζα.

Την τράβηξα προς τα κάτω όσο μπορούσα, τεντώνοντας το ύφασμα μέχρι τα όριά του. Πήρα μια βαθιά ανάσα και άνοιξα την πόρτα με συνοπτικές διαδικασίες, κρύβοντας το μισό μου σώμα πίσω από αυτή. Ο άνθρωπος—ένας νεαρός ντελιβεράς—με είδε και ξεροκατάπιε. Τα μάτια του γούρλωσαν, το βλέμμα του πήγε από το πρόσωπό μου στα γυμνά μου πόδια και πάλι πίσω. Η μπλούζα ίσα που κάλυπτε τον... «ακάλυπτο».

«Ευχαριστώ!» είπα βιαστικά, αρπάζοντας τους καφέδες από τα χέρια του και κλείνοντας την πόρτα πριν προλάβει να πει κουβέντα.

Λίγο πιο κόκκινη απ’ ότι συνήθως πήγα και άφησα τους καφέδες στην κουζίνα. Τα τοστ είχαν ψηθεί τέλεια, μύριζαν υπέροχα. Τα έβαλα σε ένα μεγάλο πιάτο και μετά θυμήθηκα τον Μπλάκι. Άνοιξα μια κονσέρβα, άδειασα το περιεχόμενο στο μπολάκι του—μπας και γίνει κανένα θαύμα και δεν μας κάνει το ζήτουλα. Και καλή μας τύχη.

Με το πιάτο στο ένα χέρι και τους καφέδες στο άλλο, πήγα στο δωμάτιο να ξυπνήσω τον αρκούδο μου. Άφησα τα πράγματα στο κομοδίνο και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού. Τον χάιδεψα ελαφρά στο μπράτσο, τα δάχτυλά μου έκαναν μικρούς κύκλους στο δέρμα του. Τίποτα. Τον χάιδεψα λιγότερο ελαφρά, τραντάζοντας ελαφρά τον ώμο του. Μουρμούρισε κάτι και έχωσε το κεφάλι του πιο βαθιά στο μαξιλάρι.

Είχε πέσει σε ελαφρά καταληψία, αλλά με τα πολλά—με περισσότερο τράνταγμα και ένα φιλάκι στο μάγουλο—κατάφερα να τον ξυπνήσω.

«Καλημέρα μωρό μου!» του είπα τρυφερά, συνεχίζοντας να του χαϊδεύω απαλά το χέρι.

Όπως και προχθές, του πήρε λίγη ώρα να θυμηθεί ποιος είναι και πού βρίσκεται. Τα μάτια του άνοιξαν σιγά-σιγά, ανοιγόκλειναν προσπαθώντας να εστιάσουν. Γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου, μισοκλείνοντας τα μάτια από το φως.

Αλλά όταν τα κατάφερε—όταν με αναγνώρισε—το πρόσωπό του φωτίστηκε και μου χάρισε αυτό το χαμόγελό του που με κάνει να λιώνω. Δε φορούσε τα γυαλιά του, και όπως προσπαθούσε να εστιάσει, μισοκλείνοντας τα μάτια του και σουφρώνοντας ελαφρά τη μύτη του, ήταν μια βέλγικη γλύκα.

«Καλημέρα μικρή μου μάγισσα!» μου έκανε με βραχνή φωνή. Σηκώθηκε στους αγκώνες του, τεντώθηκε σαν γάτα και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλάκι στη μύτη.

«Έχουν έρθει οι καφέδες, και σου έχω φτιάξει και το πρωινό σου!» του είπα, δείχνοντας με το χέρι μου το πιάτο στο κομοδίνο.

Και εκεί είχαμε επανάληψη του προχθεσινού. Το χέρι του πήγε πίσω από το λαιμό μου και με τράβηξε πάνω του. Έπεσα πάνω στο στήθος του με μια μικρή κραυγή έκπληξης. Τα χείλη του βρήκαν τα δικά μου και μου ρούφηξε την ψυχή με το φιλί του. Τα δάχτυλά του χάιδευαν τον σβέρκο μου, το άλλο του χέρι με κρατούσε σφιχτά από τη μέση.

Αααααχ...

Όταν τελικά με άφησε να ανασάνω, κάθισα και του έδωσα το πιάτο. Και φυσικά είχα προνοήσει—εκτός από τον καφέ του είχα βγάλει και μια μπύρα. Την είδε δίπλα στον καφέ και χαχάνισε, τα μάτια του έλαμψαν σαν μικρού παιδιού. Πριν φάει καν την πρώτη δαγκωνιά από το τοστ, άρπαξε το κουτάκι, το άνοιξε και το κατέβασε μονορούφι, ο λαιμός του κινούνταν ρυθμικά καθώς κατάπινε.

«Δίψαγα!» μου δικαιολογήθηκε, σκουπίζοντας το στόμα του με την ανάστροφη του χεριού του.

Και τι να τον κάνω το μούργο; Σηκώθηκα κουνώντας το κεφάλι μου και πήγα στην κουζίνα. Άνοιξα το ψυγείο—που θύμιζε διαφήμιση μπύρας όπως ήταν γεμάτο με κουτιά από δαύτη—και έβγαλα ακόμα ένα κουτί. Το ξέπλυνα κάτω από τη βρύση, το στέγνωσα με την πετσέτα και γύρισα στο δωμάτιο. Μέχρι να το κάνω αυτό, είχε προλάβει και είχε φάει το πρώτο τοστ ο κροκόδειλος!

«Μα είναι υπέροχο!» μου είπε μπουκωμένος με το δεύτερο και μασουλώντας μ’ ενθουσιασμό.

Έβαλα τα γέλια βλέποντάς τον. Είχε πασαλειφθεί από τη sauce. Πήρα μια χαρτοπετσέτα και έσκυψα να του σκουπίσω το πρόσωπο. «Έλα εδώ,» είπα τρυφερά, κρατώντας το πιγούνι του με το ένα χέρι και σκουπίζοντας με το άλλο.

Χαμογέλασε ντροπαλά, τα μάτια του κοίταξαν κάτω για μια στιγμή λες και ήταν μικρό παιδί που έκανε αταξία. Μετά σήκωσε το βλέμμα του, μου έκλεισε το μάτι πονηρά και πάτησε άλλη μια τεράστια δαγκωνιά που θύμιζε καρχαρία. Το μισό τοστ εξαφανίστηκε μονομιάς.

Αυτά είναι!

Καθάρισε με συνοπτικές διαδικασίες και τα άλλα δύο τοστ—τα δάχτυλά του μάζευαν και τα τελευταία ψίχουλα από το πιάτο—και άδειασε και το δεύτερο κουτάκι από τη μπύρα με δύο μεγάλες γουλιές. Ακούμπησε το άδειο κουτί στο κομοδίνο με έναν αναστεναγμό απόλαυσης.

«Τώρα μπορώ να πιώ τον καφέ μου σαν άνθρωπος!» μου είπε, παίρνοντας το ποτήρι του καφέ στα χέρια του. Το μύρισε πρώτα, κλείνοντας τα μάτια του για μια στιγμή, και μετά ήπιε μια μικρή γουλιά. «Βρε, καλώς τον,» συνέχισε, το βλέμμα του στράφηκε προς την άκρη του κρεβατιού.

Ο Μπλάκι είχε εμφανιστεί από το πουθενά. Με ένα χαριτωμένο σάλτο—λυγίζοντας το σώμα του σαν ελατήριο—ανέβηκε στο κρεβάτι και προσγειώθηκε ακριβώς ανάμεσά μας. Κάθισε με την πλάτη ίσια, η ουρά του διπλωμένη γύρω από τα πόδια του, και μας κοίταξε και τους δύο. Πρώτα γύρισε το κεφάλι του προς εμένα, μετά προς τον Maurice, και πάλι σε μένα. Και τότε άρχισε την καντάδα.

«Νιαρ!» έκανε δυνατά, με έμφαση, κοιτάζοντας πότε εμένα, πότε τον αρκούδο μου.

«Νιαρ στα μούτρα σου!» του απάντησα στο ίδιο ύφος στα ελληνικά κάνοντας το Maurice, που φυσικά δεν κατάλαβε λέξη από αυτά που είπα, να χαχανίσει με το ύφος μου.

Άπλωσα το χέρι μου να χαϊδέψω τον Μπλάκι ανάμεσα στα αυτιά. Αμέσως γύρισε την κεφάλα του προς το χέρι μου και μου το έγλειψε με την τραχιά του γλώσσα—μια, δύο, τρεις φορές—λες και ήταν κανένα κοπρόσκυλο να πούμε.

Ικανοποιημένος από την προσοχή μου, στράφηκε προς τον Maurice. Τον κοίταξε επίμονα, σήκωσε λίγο το κεφάλι του με ύφος που έλεγε ξεκάθαρα: «Τι θα γίνει με την πάρτη σου, μπάρμπα;»

Ο Maurice πιάνοντας το υπονοούμενο—τα γατίσια μηνύματα είναι παγκόσμια—άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε και εκείνος τον Μπλάκι ανάμεσα στ’ αυτιά, με τον ίδιο τρυφερό τρόπο. Ο τελευταίος δεν έχασε την ευκαιρία, γύρισε το κεφάλι του και του χάρισε ένα μεγαλοπρεπέστατο γλείψιμο στο χέρι.

“I love you too!” είπε ο Maurice στον Μπλάκι ο οποίος αφού πήρε τη δόση του από χάδια και έδειξε σε όλους ποιος είναι το αφεντικό, σηκώθηκε με αργές, αξιοπρεπείς κινήσεις, περπάτησε στην άκρη του κρεβατιού—κάθε βήμα μετρημένο—και κάθισε εκεί. Τύλιξε την ουρά του γύρω από τα πόδια του και πήρε το ύφος «από μακριά κι αγαπημένοι!»

Κοίταξα τον Maurice και του έκλεισα το μάτι. «Λοιπόν, πάμε για ντουζάκι;» τον ρώτησα ακαδημαϊκά. Και με μια κίνηση—σε χρόνο ρεκόρ—έπιασα την άκρη της μπλούζας μου και την πέταξα πάνω από το κεφάλι μου. Προσγειώθηκε κάπου στο πάτωμα. Έμεινα τσίτσιδη μπροστά του, με τα χέρια στη μέση.

Τα μάτια του γούρλωσαν για μια στιγμή και μετά κοίταξε κάτω αμήχανα. «Εχμ, θέλω να πάω τουαλέτα πρώτα,» μου είπε. Ξεροκατάπιε και το πρόσωπό του κοκκίνισε ελαφρά. «Και άντε να δω πως θα κατουρήσω!» συνέχισε χαχανίζοντας νευρικά.

Κοίταξα κάτω και κατάλαβα το πρόβλημα. Όπως τσιτσιδώθηκα μπροστά του, είχαμε έπαρση σημαίας. Το μποξεράκι του ήταν σαν σκηνή που προσπαθεί να κρύψει κατάρτι.

Αναστέναξε βαθιά, κούνησε το κεφάλι του με παραίτηση και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Το κατάρτι παρέμενε ορθωμένο κάτω από το μποξεράκι του, δημιουργώντας μια κωμική εικόνα. Αν δεν τον λυπόμουν που κατουριόταν θα τον είχα αρπάξει και ξαπλώσει πάνω μου διά τα περαιτέρω.

Περπάτησε προς το μπάνιο με προσεκτικά βήματα, σαν να προσπαθούσε να μην κάνει την κατάσταση χειρότερη. Δεν του έφταναν τα... πρωινά υδραυλικά προβλήματα, είχε και τον Μπλάκι που προφανώς τον είχε ακολουθήσει και δεν τον άφηνε σε ησυχία. Άκουγα περιστασιακά νιαουρίσματα και τη φωνή του Maurice που προσπαθούσε να τον διώξει. Κλασσικά εικονογραφημένα δηλαδή.

Όταν τελικά άκουσα το καζανάκι να τρέχει—ο ήχος της λύτρωσης—σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα κι εγώ στο μπάνιο. Άνοιξα την πόρτα τη στιγμή ακριβώς που ο Maurice στεκόταν μπροστά στο νιπτήρα και έπλενε τα δόντια του, ενώ ο Μπλάκι που άκουσε νερό να τρέχει είχε γίνει μπουχός. Η οδοντόβουρτσα κινούνταν ρυθμικά, το κεφάλι του ήταν σκυμμένο πάνω από το νιπτήρα.

Πλησίασα αθόρυβα από πίσω του, τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τη μέση του και έγειρα στην πλάτη του, κολλώντας το γυμνό μου στήθος πάνω της. Ένιωσα τους μύες του να σφίγγουν για μια στιγμή και μετά να χαλαρώνουν και πάλι.

«Σ’ αγαπάω!» του είπα, σηκώνοντας το κεφάλι μου για να το ψιθυρίσω στο αυτί του. Και μετά τρίφτηκα πάνω του σα γάτα, κινώντας το σώμα μου αργά πάνω-κάτω στην πλάτη του.

Έφτυσε γρήγορα την οδοντόκρεμα και ξέπλυνε το στόμα του με νερό. Σκούπισε τα χείλη του με την πετσέτα και γύρισε προς τη μεριά μου μέσα στην αγκαλιά μου. Τα χέρια του ακούμπησαν στη μέση μου.

«Κι εγώ μικρή μου μάγισσα!» μου απάντησε με φωνή γεμάτη τρυφερότητα. Έσκυψε το κεφάλι του και με φίλησε τρυφερά στο στόμα—ένα γλυκό, αργό φιλί που μύριζε δυόσμο από την οδοντόκρεμα.

Μπήκαμε στο ντουζ και έφαγα χαχανίζοντας τις πέντε καθιερωμένες μου ξυλιές στα μεριά μου μέχρι να φτιάξω το νερό σε θερμοκρασία που δεν θα τον έκανε να νιώθει σα βραστό κοτόπουλο. Ήταν το δικό μας παιχνιδιάρικο «τράβα μαλλί ανεβαίνουμε!» Χωθήκαμε και οι δύο κάτω από το χλιαρό για τα μέτρα μου νερό και κάτσαμε ακίνητοι για πάνω από πέντε λεπτά, αφήνοντάς το να πέφτει πάνω μας για να μας ξυπνήσει.

«Όπλισες πάλι;» τον ρώτησα χαχανίζοντας, νιώθοντας τον ερεθισμό του να γιγαντώνεται και πάλι όπως τα γυμνά μας σώματα ήταν κολλημένα.

Get down on your knees!” με διέταξε, και ο επιτακτικός τόνος της φωνής του μου έκανε μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου τα μυαλά πουρέ και τον ερεθισμό μου να χτυπήσει κόκκινα.

Γονάτισα υπάκουα και παρόλο που ήξερα πολύ καλά τι θέλει, απλά σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα με προσμονή. Μου χαμογέλασε και μου χάιδεψε τρυφερά τα βρεγμένα μου μαλλιά. “Take me into your mouth,” ήταν η επόμενη διαταγή.

Τα μάτια μου έκλεισαν από μόνα τους όταν τα χείλη μου αγκάλιασαν το όργανό του. Έπαιξα για λίγες στιγμές το κεφαλάκι του με τη γλώσσα μου, κάνοντάς τον Maurice να ανατριχιάσει, και μετά αργά και με σιγουριά τον πήρα όλο μέσα στο στόμα μου. Μου άρεσε να κάνω στοματικό αλλά όταν το έκανα σε κάποιον με τον οποίο ήμουν και ερωτευμένη, η αίσθησή μου απογειωνόταν.

Αλήθεια σας το λέω, δεν θα είχα πρόβλημα να του τον ρουφάω μέχρι να πάθει κράμπα το σαγόνι μου.

Συνέχισα σε αργό, αισθησιακό ρυθμό χωρίς να βιάζομαι. Είχαμε ακόμα αρκετή ώρα μπροστά μας, ο αρκούδος μου—κρίνοντάς από τους ηδονικούς του στεναγμούς—το απολάμβανε, και το απολάμβανα κι εγώ. Το χέρι βοήθειας δεν το έβαλα για να τον κάνω να τελειώσει πιο γρήγορα, το έκανα γιατί είχα καταλάβει ότι έτσι του αρέσει περισσότερο.

Με το χέρι μου να έχει αγκαλιάσει τη βάση του και να τον παίζει με αργές κυκλικές κινήσεις, με το κεφάλι μου να κουνιέται μπρος πίσω παίρνοντάς τον μέσα στο στόμα μου όλο το υπόλοιπο μήκος, και με τη γλώσσα μου να τον χαϊδεύει, τα βογγητά του πολλαπλασιάστηκαν, τόσο σε συχνότητα, όσο και σε ένταση.

Δεν ανέβασα ρυθμό, ήθελα να κρατήσει όσο περισσότερο γινόταν, να το απολαύσει στο μέγιστο, αλλά ο Maurice είχε πάρει το δρόμο της μη επιστροφής, και ένιωσα τα πρώτα προσπερματικά του υγρά. Μετά το πρώτο ελαφρύ τίναγμα, μετά το δεύτερο και εκεί κράτησα το κεφάλι μου ακίνητο, μόνο το χέρι μου εξακολουθούσε να τον παίζει στη βάση του.

Τα τινάγματα έγιναν σπασμοί. Κάθε σπασμός και ένα δυνατό βογγητό, κάθε δυνατό βογγητό και μια ριπή. Αρχικά ήθελα να τα κρατήσω στο στόμα μου για να του τα δείξω, αλλά ήταν τέτοια η ποσότητα που ήταν αδύνατο να το κάνω, οπότε αναγκαστικά άρχισα να καταπίνω.

Κατάφερα πάντως να κρατήσω λίγο στο στόμα μου, και όταν τραβήχτηκα σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα με το στόμα μου ανοιχτό. Μου ένευσε και κατάπια επιδεικτικά για τελευταία φορά, και μετά τον ξαναπήρα στο στόμα μου για να τον καθαρίσω σχολαστικά από τα όποια υπολείμματα και σάλια.

Good girl,” μου είπε σα να μιλούσε σε σκυλάκι αλλά δεν ένιωσα ούτε για μια στιγμή ταπείνωση, ίσα-ίσα η καρδιά μου έκανε πάλι δέκα κωλοτούμπες μέσα στα στήθη μου.

Με βοήθησε να σηκωθώ και με πήρε και πάλι στην αγκαλιά του και μου έδωσε ένα αργό, βαθύ φιλί. Τον αγκάλιασα από το σβέρκο και παραδόθηκα και έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου όσο τα χείλη και οι γλώσσες μας χόρευαν μεταξύ τους, πότε στο δικό μου, πότε στο δικό του στόμα.

Ένιωσα και πάλι το όργανό του να φουσκώνει, αλλά μήπως εγώ ήμουν καλύτερη; Πύραυλος είχα γίνει και ας μην ήταν άμεσα ορατό. Το χέρι του κατέβηκε ανάμεσα στα πόδια μου και αν ήμουν μια φορά μούσκεμα πριν, έγινε δέκα. Μου ξέφυγε ένα ηδονικό βογγητό καθώς ο Maurice άρχισε να με παίζει με απίστευτη τέχνη, αλήθεια σας το λέω, τέτοια τεχνική στα δάχτυλα δεν είχε ούτε ο ακατανόμαστος.

Go get the condoms,” με διέταξε και τσακίστηκα να υπακούσω. Βγήκα έξω και σκουπίστηκα όπως-όπως και έτρεξα στο δωμάτιο να φέρω το κουτί με τα προφυλακτικά. Έβγαλα ένα και έκανα να του το δώσω αλλά με σταμάτησε. «Φόρεσέ το μου εσύ,» με διέταξε.

Μπορεί να μην είμαι η Μαίρη αλλά πρωτάρα δεν είμαι με την καμία, του το φόρεσα με τέχνη και με γύρισε και με έβαλε να σκύψω στον τοίχο. Και να στήνομαι ήξερα, είχα καταλάβει από νωρίς ότι αν η πλάτη καμπούριαζε με λάθος τρόπο για τα αγόρια ήταν ξενερωτικό. Και όταν λέμε «καταλάβει,» ο Πάνος μου είχε κάνει με πολύ άσχημο τρόπο φανερή τη δυσαρέσκειά του την πρώτη φορά που κάθισα στα τέσσερα—είπαμε, μεγάλο κωλόπαιδο.

Κωλόπαιδο ή όχι, τουλάχιστον ήταν αυτός που με έμαθε να στήνομαι σωστά και να μπορώ να πάρω όλο το όργανό του στο στόμα μου, και μπορεί να μην ήταν Maurice ή ακόμα χειρότερα Μάρκος (θεέ μου, αυτουνού ήταν πάνω από είκοσι εκατοστά, σας το ορκίζομαι) αλλά μικρό δεν τον έλεγες. Γενικά ο Πάνος ήταν ο πρώτος μου σε όλα. Από αυτόν έχασα την παρθενιά μου μπρος και πίσω. Αυτός ήταν ο πρώτος που έκανα πίπα και αυτός ήταν ο πρώτος στον οποίο κατάπια.

Και με δαύτον η πρώτη φορά που διαπίστωσα ότι ο έρωτας χωρίς μια γερή δόση κυνισμού είναι συνταγή για καταστροφή. Έχω πάει με καμιά τριανταριά άντρες στη ζωή μου, οι πρώτοι δέκα ήταν στην προσπάθειά μου να ξεπεράσω τον Πάνο, κάνοντας σεξ ακόμα και σε σχέσεις της μίας εβδομάδας. Και εκεί έφαγα τη δεύτερή μου χλαπάτσα με το Γιάννη, ο οποίος ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερος, παντρεμένος και με τρία παιδιά.

Και ήμουν και στην Τρίτη λυκείου τότε, το σκηνικό είχε γίνει δυο-τρεις μήνες πριν τις πανελλήνιες. Δεν ξέρω, ίσως τελικά και να βοήθησε, γιατί την καταθλιψάρα που είχα φάει την γύρισα σε διάβασμα μέχρι τελικής πτώσης και κατάφερα και πέρασα στη σχολή που ήθελα με τα τσαρούχια, νομίζω ότι είχα περάσει πέμπτη.

«Συγκεντρώσου μωρή!» μάλωσα άηχα τον εαυτό μου, κοίτα ρε κάτι ταξίδια που πάει και κάνει το μυαλό στις πιο άκυρες στιγμές. Άδειασα το μυαλό μου και αφέθηκα στην αίσθηση. Ο Maurice με κρατούσε από τη μέση και με τα δυο του χέρια και κινούνταν μέσα μου με αργές κινήσεις, γεμίζοντάς με μέ όλους τους δυνατούς τρόπους που θα μπορούσα να γεμίσω.

Να τραγουδήσει η χοντρή δεν υπήρχε περίπτωση, ειδικά μετά το τριπάκι στο οποίο είχα πέσει, αλλά η αίσθηση ήταν πολύ όμορφη. “Let yourself go, babe,” του είπα για να μην τον αφήσω να παιδεύεται.

No!” μου είπε κοφτά και έφαγα την πρώτη δυνατή σφαλιάρα στα βρεγμένα μου κωλομέρια και η μείξη πόνου και ηδονής με έκανε να μου ξεφύγει ένα δυνατό βογγητό. Και μετά έπεσε και δεύτερη… και τρίτη… και τελικά έχασα το μέτρημα.

Who da boss?” με ρώτησε κάνοντας ένα διάλειμμα στις σφαλιάρες στα κωλομέρια που ένιωθα να έχουν πιάσει φωτιά.

You, Sir!” του απάντησα. “You da boss!”

“I’ll give you five minutes to cum. If you don’t, I will take you from behind” μου δήλωσε.

Η “απειλή” ότι θα με έπαιρνε από πίσω μου έφερε το πρώτο jolt, κάνοντάς με να ξεφωνίσω. Συνέχισε να μπαινοβγαίνει μέσα μου με αυξανόμενο ρυθμό, χωρίς να σταματήσει να μου ρίχνει στα μεριά μου που τα ένιωθα να έχουν πιάσει φωτιά.

Ήταν η απειλή; Ήταν ο τρόπος του; Ήταν το ψαρωτικό του ύφος που δε σήκωνε αντιρρήσεις; Τα jolts άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και πριν καν φτάσει η διορία το σώμα μου έτρεμε λες και είχα πέσει σε ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα, ο οργασμός μου ήταν ακόμα πιο έντονος από τον προχθεσινό. Σας το ορκίζομαι ένιωσα τα μάτια μου να γυρίζουν μέσα στις κόγχες τους.

“Yes, babe! Cum for me! Cum for your Maurice”

“AAAAAAAAAAAAH AAAAAAAAAAAH MAURICE!!! AAAAAAAAAAH” ούρλιαξα στην αποκορύφωση του οργασμού μου, και αν δε με άκουσε όλη η πολυκατοικία πρωινιάτικα, να μη με λένε Σόφη! Δεν ήταν απλά οργασμός, ήταν ο πιο έντονος που έχω βιώσει στα τριάντα χρόνια που είμαι σ’ αυτό τον πλανήτη.

Κάπου εκεί ο Maurice αφέθηκε και εκείνος και βρεθήκαμε να ουρλιάζουμε και οι δύο σαν ξαναμμένα σκυλιά, και να δω με τι μούτρα θα αντικρύσω τους γείτονες. Όταν τραβήχτηκε, πέταξε το προφυλακτικό στον κάδο, και χωρίς να μου το ζητήσει γονάτισα και τον πήρα στο στόμα μου για να του τον κάνω λαμπίκο.

Ακόμα γονατισμένη, τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τα πόδια του και τον αγκάλιασα σφιχτά. Έγειρα πάνω του, ακουμπώντας το μάγουλό μου στον μηρό του. Τα δάχτυλά μου σφίχτηκαν πίσω από τα γόνατά του, κρατώντας τον σαν να φοβόμουν ότι θα εξαφανιστεί. Σήκωσα αργά το κεφάλι μου και τον κοίταξα γεμάτη ευγνωμοσύνη—ένα βλέμμα που προσπαθούσε να πει όσα δεν μπορούσαν οι λέξεις.

«Σ’ αγαπάω!» του είπα. Η φωνή μου βγήκε σχεδόν σαν ψίθυρος, τρέμοντας από το συναίσθημα.

Έσκυψε και έπιασε τα χέρια μου, τα ξετύλιξε απαλά από τα πόδια του. Με βοήθησε να σηκωθώ, με τράβηξε κοντά του, με πήρε στην αγκαλιά του και με κόλλησε πάνω του. Το ένα χέρι του γλίστρησε στη μέση μου, κρατώντας με σταθερά, το άλλο ανέβηκε στο σβέρκο μου. Τα δάχτυλά του χάιδεψαν απαλά τα βρεγμένα μου μαλλιά.

«Κι εγώ!» μου είπε, κοιτάζοντάς με βαθιά στα μάτια. Έσκυψε και με φίλησε απαλά στα χείλη—ένα τρυφερό, σχεδόν αιθέριο φιλί. «Μπούφο!» συνέχισε όταν χωρίσαμε, χαμογελώντας μου τρυφερά.

Ένιωσα να λιώνω και πάλι. Τα γόνατά μου λύγισαν ελαφρά και έπρεπε να κρατηθώ πιο σφιχτά πάνω του.

«Εμένα λες μικρή μάγισσα,» του είπα. Το χαμόγελό μου πλάτυνε τόσο που πόνεσαν τα μάγουλά μου—χαμογελούσα σαν το βλαμμένο. «Αλλά εσύ είσαι ο μάγος. Να σου μείνω κόντεψα!» Το χέρι μου ανέβηκε και ακούμπησε στο στήθος μου, εκεί που η καρδιά μου ακόμα χτυπούσε γρήγορα. «Maurice, στο ορκίζομαι σε ότι έχω ιερό, ήταν ο εντονότερος οργασμός της ζωής μου!»

Το χέρι του που ήταν στο σβέρκο μου κατέβηκε και χάιδεψε το μάγουλό μου. Ο αντίχειράς του πέρασε απαλά κάτω από το μάτι μου. «Δεν χρειάζεται να μου ορκίζεσαι, μικρή μου μάγισσα,» μου απάντησε τρυφερά. «Σε πιστεύω!»

Κοίταξα κάτω για μια στιγμή, μετά ξανά πάνω στα μάτια του. Δάγκωσα ελαφρά το κάτω χείλος μου. «Και...» ξεκίνησα διστακτικά. Τα δάχτυλά μου έπαιζαν νευρικά με τις τρίχες στο στήθος του. «Δε χρειάζονται παιχνίδια για να με πάρεις με... με τον άλλο τρόπο...» συνέχισα και η φωνή μου έγινε ακόμα πιο χαμηλή, σχεδόν ντροπαλή.

«Αρκεί να μου το ζητήσεις...» του είπα. «Δε χρειάζεται τίποτα περισσότερο... μόνο να μου το ζητήσεις.»

Με τράβηξε πιο κοντά, και τα δύο του χέρια με αγκάλιαζαν τώρα. «I know!» μου είπε, χαϊδεύοντάς με την πλάτη. Οι παλάμες του έκαναν μικρούς κύκλους που με ηρεμούσαν. «Αλλά ξέρεις κάτι; Με το παιχνίδι γίνεται ακόμα πιο όμορφο!»

Σήκωσα το ένα φρύδι μου και του έριξα ένα πονηρό βλέμμα. Θυμήθηκα ξαφνικά τη χθεσινή μας συζήτηση και αποφάσισα να τον πειράξω. «Με parallax scrolling, raster splits και H-SYNC;» τον ρώτησα, παπαγαλίζοντας αυτά που μου είχε πει χθες το βράδυ.

Έπαιξε πονηρά τα βλέφαρά του, ανεβοκατεβάζοντάς τα γρήγορα. «Its called Rupturefor a reason!» μου είπε με φωνή γεμάτη υπονοούμενα.

Μου πήρε ένα δευτερόλεπτο να καταλάβω το λογοπαίγνιο— rupture , ρήξη—και όταν το κατάλαβα, ξέσπασα. Διπλώθηκα από τα γέλια, το κεφάλι μου έπεσε στο στήθος του. Για ακόμα μια φορά από τότε που τον γνώρισα—είχα χάσει πια το μέτρημα—μ’ έπιασε βήχας από το γέλιο.


11. Εισαγωγή στην Ακκαδική ποίηση

Παρά το γεγονός ότι δουλεύαμε και οι δύο, ο χρόνος μαζί του πέρασε με ταχύτητα αστραπής. Οι ώρες κύλησαν σαν λεπτά—ούτε που κατάλαβα για πότε πήγε μεσημέρι. Του είχα παραχωρήσει το γραφείο μου, το μεγάλο με την άνετη καρέκλα, ενώ εγώ είχα στήσει το δικό μου «γραφείο» στη γωνία. Είχα φέρει από την αποθήκη ένα πτυσσόμενο τραπεζάκι—που έτριζε επικίνδυνα κάθε φορά που ακουμπούσα τους αγκώνες μου—και είχα ακουμπήσει εκεί το laptop μου.

Κάθε τόσο γυρνούσα και τον κοίταζα, προσπαθώντας να μην ξεσπάσω σε γέλια. Είχε πλάκα όπως είχε κάτσει στο γραφείο—η στάση του επαγγελματική από τη μέση και πάνω, φορώντας το γαλάζιο πουκάμισό του και μια σκούρα μπλε γραβάτα. Από τη μέση και κάτω όμως ήταν άλλη ιστορία: σορτσάκι πέδιλα, η επιτομή του remote working dress code.

Και φυσικά ο Μπλάκι, που είχε δύο ανθρώπους να ταλαιπωρεί αντί για έναν, είχε βρει την προσωπική του Νιρβάνα. Περπατούσε από το ένα γραφείο στο άλλο με αργά, υπολογισμένα βήματα. Πότε ερχόταν και τριβόταν στα πόδια μου νιαουρίζοντας—ακριβώς όταν ήμουν στη μέση μιας σημαντικής σύσκεψης—και πότε πήγαινε στον Maurice.

Το ακόμα καλύτερο ήταν όταν, στη μέση ενός teams call, ο Μπλάκι αποφάσισε ότι η ώρα ήταν κατάλληλη για επίδειξη. Με ένα χαριτωμένο άλμα πήδηξε στο γραφείο, περπάτησε μπροστά από την κάμερα με την ουρά του σηκωμένη σαν περισκόπιο. Κάθισε ακριβώς μπροστά στην οθόνη και η μαύρη του αφεντομουτσουνάρα γέμισε όλο το καρέ.

Ο Maurice, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του, σήκωσε το χέρι του σε στρατιωτικό χαιρετισμό. «Αρχηγού παρόντος!» είπε σε σπαστά ελληνικά, με έντονη προφορά.

Άκουσα εκρήξεις γέλιων από το ηχείο του laptop—όλοι οι παρευρισκόμενοι στο call είχαν ξεσπάσει. Μέχρι κι εγώ δεν άντεξα και έβαλα τα γέλια, σκύβοντας το κεφάλι μου για να μην ακουστώ στο δικό μου meeting.

Γύρω στη μία, όταν ήρθε το διάλειμμά μου, σηκώθηκα αθόρυβα από το τραπεζάκι. Ο Maurice ήταν βυθισμένος σε ένα άλλο call, κουνώντας το κεφάλι του και μιλώντας με σοβαρό ύφος. Του έκανα νόημα ότι πάω στην κουζίνα και εκείνος μου έκλεισε το μάτι.

Συνοδεία του Μπλάκι—που με ακολούθησε αμέσως μόλις κατάλαβε ότι πάω προς την κουζίνα—ξεκίνησα να ετοιμάζω τη γαριδομακαρονάδα. Πρώτα έδεσα τα μαλλιά μου πρόχειρα σε κότσο, χρησιμοποιώντας ένα λαστιχάκι που είχα στον καρπό μου. Μερικές τούφες ξέφυγαν αμέσως και έπεσαν στο πρόσωπό μου.

Οι γαρίδες που είχα βγάλει το πρωί είχαν ξεπαγώσει τέλεια. Τις έβγαλα από το νεροχύτη και άρχισα τη διαδικασία. Πήρα την πρώτη γαρίδα, την κράτησα σταθερά με το ένα χέρι και με το άλλο τράβηξα προσεκτικά το κέλυφος. Τα δάχτυλά μου δούλευαν γρήγορα και μεθοδικά—πρώτα το κέλυφος, μετά η μαύρη φλέβα κατά μήκος της πλάτης. Φρόντισα να αφήσω απείραχτα τα κεφάλια—εκεί είναι όλη η γεύση.

Τελειώνοντας με το καθάρισμα—τα χέρια μου μύριζαν θάλασσα—άρχισα να μαζεύω τα υπόλοιπα υλικά, στοιχίζοντάς τα στον πάγκο σαν στρατιώτες: ντομάτες κονκασέ που έκοψα σε μικρούς κύβους, φρέσκο σκόρδο που το έκοψα σε λεπτές φέτες, ξερό κρεμμύδι ψιλοκομμένο, το μπουκάλι με το ούζο Πλωμαρίου—το καλό, όχι μαϊμού—ρίγανη, μπούκοβο σε ένα μικρό μπολάκι, κρητικό ελαιόλαδο από το μπάρμπα μου το Σήφη, και ένα κομμάτι φέτα Κεφαλλονιάς. Το ζυμαρικό είχε ήδη αποφασιστεί: σπαγγέτι νούμερο έξι, λεπτό για να μην καπελώσει τις γαρίδες.

Με το που άναψε το μάτι και άκουσε τον χαρακτηριστικό ήχο «τσσσς», ο Μπλάκι έριξε ένα σάλτο και κάθισε δίπλα στον πάγκο. Η ουρά του τυλίχτηκε γύρω από τα πόδια του, τα μάτια του καρφωμένα στο τηγάνι με το βλέμμα «αν δεν πέσει γαρίδα στο πάτωμα, θα υπάρξουν συνέπειες.» Τον έγραψα εκεί που δεν πιάνει μελάνι και έριξα μια γενναία δόση λάδι στο τηγάνι—το είδα να αρχίζει να τσιτσιρίζε—και ξεκίνησα τη διαδικασία.

Πρώτα το κρεμμύδι. Το έριξα και ανακάτεψα με την ξύλινη κουτάλα, περιμένοντας να γυαλίσει και να γίνει διάφανο. Μετά το σκόρδο—όχι πολύ, δύο σκελίδες μόνο. Μετά οι γαρίδες. Τις έριξα προσεκτικά στο τηγάνι—πιτσιλιές λαδιού πετάχτηκαν και έκανα ένα βήμα πίσω. Για ένα γρήγορο σοτάρισμα, τόσο όσο να ροδίσουν και να πάρουν χρώμα. Τις γύριζα μία-μία με την κουτάλα, προσέχοντας να μην τις αφήσω να ψηθούν πολύ.

Και τότε ήρθε η μεγάλη στιγμή: το ούζο. «Κάνε πέρα Μπλάκι!» του είπα γελώντας, σπρώχνοντάς τον ελαφρά με το χέρι μου.

Πήρα το μπουκάλι, το ξεβίδωσα και άδειασα μια γενναία δόση κατευθείαν στο τηγάνι. Η φλόγα ανέβηκε ψηλά για μια στιγμή—ο Μπλάκι πήδηξε πίσω τρομαγμένος—και η κουζίνα γέμισε άρωμα. Γλυκάνισος και θάλασσα, Ελλάδα σε ένα τηγάνι. Το άφησα να εξατμιστεί, κουνώντας ελαφρά το τηγάνι με το χερούλι.

Μετά έριξα τις ντομάτες—τσιτσίρισαν όταν έπεσαν στο καυτό λάδι—και τη ρίγανη. Τα φύλλα της άρχισαν να χορεύουν στη σάλτσα. Λίγο αλάτι από ψηλά, λίγο μπούκοβο για να δώσει ζωή, και το άφησα να σιγομαγειρευτεί. Χαμήλωσα τη φωτιά και άφησα τη μαγεία να γίνει.

Γέμισα μια μεγάλη κατσαρόλα με νερό και την έβαλα στη φωτιά. Τα μακαρόνια μπήκαν μέσα όταν το νερό έβρασε δυνατά. Στο μεταξύ, η σάλτσα είχε δέσει υπέροχα—είχε πάρει ένα βαθύ κόκκινο χρώμα και είχε πήξει ακριβώς όσο έπρεπε.

Λίγο πριν κατεβάσω τα μακαρόνια, έριξα τις γαρίδες ξανά μέσα στη σάλτσα για να πάρουν τη νοστιμιά τους. Τους έδωσα δυο-τρεις στροφές με την κουτάλα, προσεκτικά για να μην σπάσουν. Και τέλος, η φέτα—την έκοψα σε κύβους με το μαχαίρι, όχι τριμμένη. Θες να τη βρίσκεις στο πιρούνι, να λιώνει στο στόμα σου, όχι να την ψάχνεις.

Στράγγισα τα μακαρόνια—ο ατμός ανέβηκε και θόλωσε τα γυαλιά μου για μια στιγμή—και τα πέταξα μέσα στο τηγάνι. Πήρα το τηγάνι από τα δύο χερούλια και άρχισα να το κουνάω κυκλικά, ανακατεύοντας τα μακαρόνια με τη σάλτσα. Έπειτα συνέχισα με την ξύλινη κουτάλα, γυρίζοντας την στο τηγάνι σαν τη γριά μάγισσα στο καζάνι.

Το άρωμα της θάλασσας και της Ελλάδας ολόκληρης πλημμύρισε την κουζίνα. Ο ατμός ανέβαινε από το τηγάνι, κουβαλώντας μαζί του όλες τις μυρωδιές—ούζο, σκόρδο, γαρίδες, ρίγανη. Δεν πέρασε πολλή ώρα και εμφανίστηκε ο αρκούδος μου στην πόρτα της κουζίνας. Στάθηκε εκεί για μια στιγμή, μυρίζοντας τον αέρα σαν κυνηγόσκυλο.

“It smells like heaven!” μου είπε. Ήρθε από πίσω μου με αθόρυβα βήματα και με αγκάλιασε, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από τη μέση μου. Το πιγούνι του ακούμπησε στον ώμο μου.

Wait until you taste it!” του απάντησα, σβήνοντας το μάτι. Γύρισα εντελώς μέσα στην αγκαλιά του και τον κοίταξα. Είχε ακόμα τη γραβάτα αλλά την είχε χαλαρώσει και τα πρώτα δύο κουμπιά του πουκαμίσου ήταν ανοιχτά. «Το φαγητό είναι έτοιμο, ό,τι ώρα θέλεις τρώμε!»

How about now?” με ρώτησε γεμάτος προσμονή. Τα μάτια του έλαμπαν σαν μικρού παιδιού μπροστά σε βιτρίνα ζαχαροπλαστείου. “I have my lunch break; can you manage to pull it off?”

Χαμογέλασα πλατιά. «Μπορώ αρκούδε μου, δεν έχω άλλα calls για σήμερα!» του είπα, ήδη ανοίγοντας τα ντουλάπια.

Έβγαλα το ψωμί και έκοψα τέσσερις φέτες—μία για μένα και τρεις για τον αρκούδο μου. Τις έβαλα στην τοστιέρα να ψηθούν ελαφρά, μέχρι να πάρουν χρυσαφί χρώμα. Στο μεταξύ άνοιξα το ψυγείο και έβγαλα τρεις παγωμένες μπύρες. Τις πήρα στο νεροχύτη και τις έπλυνα προσεκτικά με κρύο νερό, τρίβοντας με το σφουγγαράκι για να φύγει οποιοδήποτε υπόλειμμα.

Σαλάτα δεν έκοψα—η γαριδομακαρονάδα δε θέλει καπέλωμα στη γεύση! Πρέπει να είναι αυτή η πρωταγωνίστρια του τραπεζιού. Κοίταξα την ποσότητα στο τηγάνι και σκέφτηκα ότι αν ήμουν μόνη μου, θα μου έφτανε να τρώω μεσημέρι-βράδυ για δύο μέρες. Αλλά του Βέλγου μου παρόντος, αμφιβάλλω αν θα μου έμενε έστω και λίγη για το βράδυ.

Oh, well, who cares?

Του σέρβιρα μια γενναιόδωρη μερίδα—σχεδόν ξεχείλισε από το πιάτο—φροντίζοντας να βάλω και πολλές γαρίδες. Η φέτα είχε λειώσει δημιουργώντας μικρές λιμνούλες στη σάλτσα. Έφερα τα πιάτα στο τραπέζι και κάθισα απέναντί του.

Cheers!” του είπα, ανοίγοντας τις πρώτες δύο μπύρες και σήκωσα το κουτί μου προς το δικό του.

Cheers!” μου απάντησε με ενθουσιασμό. Χτύπησε το κουτί του με το δικό μου και, όπως το είχα σωστά υπολογίσει, η πρώτη μπύρα του Maurice άδειασε πριν καν αγγίξει το πιάτο του. Τρεις μεγάλες γουλιές και το κουτί ήταν άδειο. Το άφησε στην άκρη με ένα στεναγμό γεμάτο απόλαυση και άνοιξε το δεύτερο κουτί.

Πήρα το μύλο με το πιπέρι και πασπάλισα έξτρα και στα δύο πιάτα—μου αρέσει να καίει λίγο. Ο Maurice με παρατηρούσε καθώς έστριβα τον μύλο, χαμογελώντας. Του έδωσα το πιρούνι του και ξεκινήσαμε να τρώμε.

Τύλιξε την πρώτη πιρουνιά με προσοχή, φροντίζοντας να πάρει λίγο από όλα—μακαρόνια, σάλτσα, μια γαρίδα, ένα κομματάκι φέτα. Την έφερε στο στόμα του και μόλις δάγκωσε, τα μάτια του γούρλωσαν. Σταμάτησε να μασάει για μια στιγμή, έκλεισε τα μάτια και ένας ήχος ευχαρίστησης βγήκε από το στήθος του.

“OH! MY! FUCKING! GODS! Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα και με κοίταξε σαν να με έβλεπε για πρώτη φορά. “I DIED AND I AM IN HEAVEN!

Η καρδιά μου φούσκωσε από υπερηφάνεια. Ένιωσα τόση χαρά που παραλίγο να χοροπηδήσω στην καρέκλα μου. Λέρωσα τα βρακιά μου από τη χαρά μου—κυριολεκτικά ένιωσα μια υγρασία εκεί που δεν έπρεπε.

«Τι σ’ αρέσει πιο πολύ, αυτό ή τα παϊδάκια;» τον ρώτησα παιχνιδιάρικα, γέρνοντας το κεφάλι μου στο πλάι.

Είχε ήδη βάλει άλλη μια τεράστια πιρουνιά στο στόμα του. Τα μάγουλά του ήταν φουσκωμένα και προσπαθούσε να μασήσει και να μιλήσει ταυτόχρονα. «Αυτό με παϊδάκια!» μου απάντησε μπουκωμένος, σκεπάζοντας το στόμα του με το χέρι του.

Ξέσπασα σε γέλια. «Δεν πάει ρε όργιο!» του απάντησα ξεκαρδισμένη, χτυπώντας το χέρι μου στο τραπέζι. Κατάπιε με κόπο την μπουκιά του και ήπιε μια γουλιά μπύρα για να τη βοηθήσει να κατέβει.

«Νομίζεις!» μου είπε με πονηρό ύφος. Αμέσως μετά τύλιξε πάλι μια τεράστια πιρουνιά μακαρόνια γύρω από το πιρούνι του—η κίνηση του καρπού του ήταν τόσο εξασκημένη που έμοιαζε με τέχνη. Με κοίταξε στα μάτια και το πρόσωπό του πήρε μια ξαφνικά σοβαρή έκφραση παρά το γεγονός ότι τα μάτια του έλαμπαν σκανταλιάρικα. “Is it too early to ask you to marry me?”

Παρόλο που ήξερα ότι το έλεγε πειρακτικά, η καρδιά μου σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο και μετά έκανε δεκαπέντε κωλοτούμπες—το πιρούνι μου έμεινε στον αέρα, στα μισά της διαδρομής προς το στόμα μου.

Wait until you meet Ευτύχω!” του είπα χαχανίζοντας, προσπαθώντας να κρύψω πόσο γρήγορα χτυπούσε η καρδιά μου. “You may change your mind!”

Ακούμπησε το πιρούνι του και ίσιωσε την πλάτη του. Σήκωσε τις γροθιές του και άρχισε να χτυπάει το στήθος του σαν γορίλλας—μπαμ, μπαμ, μπαμ. “I’m up for the challenge!” φώναξε με θεατρική φωνή. “I’m the beer bearing bear! Dont you ever forget that; just say when!”

Δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ, “When!” του απάντησα σχεδόν αμέσως, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο.

Το πρόσωπό του φωτίστηκε. “Its a date then!” μου απάντησε θριαμβευτικά. Και χωρίς να χάσει ούτε δευτερόλεπτο, έσκυψε και ρίχτηκε πάλι στη γαριδομακαρονάδα σα να μην υπήρχε αύριο.

Που, μεταξύ μας, για τη γαριδομακαρονάδα δεν υπήρξε!

Άφησα το πιρούνι μου στο πιάτο με μια αργή κίνηση. Τα χέρια μου ακούμπησαν στο τραπέζι και έγειρα ελαφρά μπροστά. Τον κοίταξα στα μάτια—εκείνα τα απίστευτα γκριζογάλανά του μάτια που με κοιτούσαν με περιέργεια. «Σοβαρά τώρα, Maurice, θα ήθελες να γνωρίσεις τους δικούς μου;»

Σταμάτησε να μασάει. Το πιρούνι του έμεινε ακίνητο στον αέρα και με κοίταξε με την απορία ζωγραφισμένη στα μάτια. Τα φρύδια του σούφρωσαν ελαφρά, το κεφάλι του γύρισε λίγο στο πλάι.

«Γιατί να μη θέλω να γνωρίσω τους δικούς σου;» Η φωνή του ήταν γεμάτη ειλικρινή έκπληξη. Ακούμπησε το πιρούνι του και σκούπισε το στόμα του με την πετσέτα. «Κι εγώ θέλω να γνωρίσεις τους δικούς μου!» μου είπε με τόση φυσικότητα που ήταν σαν να μου έλεγε ότι ο ουρανός είναι γαλάζιος.

Και πάρ’ την κάτω και πάλι τη δικιά σου.

Το συναίσθημα με χτύπησε σαν κύμα. Από το πουθενά, ένιωσα τα μάτια μου να τσούζουν. Προσπάθησα να το συγκρατήσω, να το καταπιώ, αλλά ήταν αργά. Τα πρώτα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά μου. Με πήραν τα ζουμιά—είπαμε τα έχω εύκολα, sue me!

Ο φουκαράς ταράχτηκε. Το πρόσωπό του άλλαξε από έκπληξη σε ανησυχία σε ένα δευτερόλεπτο. Άφησε κάτω τα μαχαιροπίρουνα με βιασύνη—έπεσαν στο πιάτο με έναν δυνατό ήχο—και σηκώθηκε τόσο γρήγορα που η καρέκλα του παραλίγο να πέσει. Με δύο βήματα ήταν δίπλα μου. Γονάτισε δίπλα στην καρέκλα μου και έσκυψε από πάνω μου.

«Τι είναι μωρό μου; Γιατί κλαις;» με ρώτησε τρυφερά. Η φωνή του ήταν απαλή, γεμάτη ανησυχία. Το ένα του χέρι ανέβηκε και σκούπισε ένα δάκρυ από το μάγουλό μου.

Έπιασα τα χέρια του και τα έσφιξα δυνατά. Τα δάκρυα έτρεχαν πιο γρήγορα τώρα, αλλά χαμογελούσα. Ένα μεγάλο, πλατύ, ηλίθιο χαμόγελο που έκανε τα μάγουλά μου να πονάνε.

Im happy!” του απάντησα μέσα στους λυγμούς μου. Η φωνή μου έσπασε αλλά δεν με ένοιαζε. Αγκάλιασα τα χέρια του σφιχτά, τραβώντας τα κοντά στο στήθος μου. “I AM HAPPY! I AM HAPPY! φώναξα δυνατά.

Ήθελα να το ακούσει όλος ο κόσμος. Ήθελα οι γείτονες να βγουν στα μπαλκόνια τους. Ήθελα τα πουλιά να σταματήσουν να κελαηδούν για να ακούσουν. Εκείνη τη στιγμή ήμουν ευτυχισμένη και ήθελα να το μάθει όλο το σύμπαν.

«Σ’ αγαπάω, μικρή μου κλαψιάρα μάγισσα!» μου είπε σκουπίζοντάς μου τρυφερά τα μάτια.

«Πολύ-πολύ-πολύ;» τον ρώτησα ρουφώντας δυνατά τη μύτη μου—ο ρομαντισμός θα με φάει.

«Πολύ-πολύ-πολύ!» μου έκανε και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλάκι. «Κι αν μ’ αφήσεις να φάω τη γαριδομακαρονάδα χωρίς να μου ξαναβάλεις τα κλάματα, ακόμα περισσότερο!» συνέχισε πειρακτικά.

No promises!” του απάντησα με το κλάμα μου να μετατρέπεται μέσα σε μια στιγμή σε κλαυσίγελο, για να κερδίσω ένα μεγαλοπρεπέστατο BRRRRRR στα μούτρα, που έκανε το γέλιο μου ακόμα πιο δυνατό.

Τον άφησα να γυρίσει στη θέση του και σηκώθηκα και πήγα στο ψυγείο να βγάλω άλλα δύο κουτιά παγωμένη μπύρα, μπύρα την οποία θα έπρεπε να αρχίσω να αγοράζω σε χονδρική! Χαχάνισα στη σκέψη αυτών που θα άνοιγαν τη σακούλα της ανακύκλωσης η οποία θα ήταν τίγκα γεμάτη στα άδεια κουτιά μπύρας! Θα νόμιζαν ότι έπεσαν σε αλκοολικό!

Thats one of the uncountable infinite reasons I love you!” μου πέταξε όταν του έδωσα τα πλυμένα κουτιά.

«Μη με αρχίσεις στα μαθηματικά! Είδα κι έπαθα να ξεφορτωθώ τον μαλάκα τον αδερφό μου!» του είπα πειρακτικά, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια. «Μίλα μου για ruptures, για H-SYNC, για raster splits, αλλά όχι άλλα μαθηματικά!» συνέχισα, με πιο δραματικό ύφος από τον Κούρκουλο στη σκηνή “Όχι άλλο κάρβουνο!”

“Technically speaking,” δεν άντεξε ο νέρντουλας μέσα του, “rupture is the raster split!”

“Ok, that’s it… I’ll pivot table you to oblivion!” τον απείλησα!

The Horror! The Horror!” μου απάντησε, κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια, αλλά αυτή τη φορά με το πιάτο της γαριδομακαρονάδας μπροστά του, δεν είχαμε τρίτη επανάληψη του μονολόγου του συνταγματάρχη Kurtz. Άνοιξε το τρίτο κουτάκι με τη μπύρα και το κατέβασε μονορούφι, κάνοντας ένα απολαυστικό «ΑΑΑΑΑΧ» στο τέλος.

Να δω μετά πως θα συνέχιζε το home office!

Το πιάτο του άδειασε σε χρόνο ρεκόρ, και φυσικά του το γέμισα και πάλι, φέρνοντας άλλες δύο μπύρες από το ψυγείο. Πλάκα στην πλάκα, θα έπρεπε να πάω και πάλι σούπερ μάρκετ, οι μπύρες εξαφανιζόντουσαν πιο γρήγορα και από το δώρο του Πάσχα!

Τέλειωσε και το δεύτερο πιάτο, και ήπιε και την έκτη του μπύρα. «Θέλεις άλλο μωρό μου;» τον ρώτησα, όχι ότι είχε μείνει και τίποτα εδώ που τα λέμε, ίσα που θα μου έφτανε εμένα για το βράδυ, αν το συνόδευα με ένα καρβέλι ψωμί.

Nope, Im good!” μου απάντησε τρίβοντας την κοιλιά του. “Where is Blackie?” ρώτησε ξαφνικά, τον είχαμε χάσει τόση ώρα και δεν είχε έρθει καν για την καθιερωμένη του τράκα.

He really doesnt like ouzo!” του απάντησα, κάνοντας τον να βάλει τα γέλια. Πράγματι, πέρα από το ότι είχε τρομάξει όταν έριξα το ούζο στο τηγάνι, η μυρωδιά δεν του άρεσε καθόλου, οπότε προτίμησε να μας αφήσει στην ησυχία μας να φάμε σαν άνθρωποι.

Δηλαδή σαν κανίβαλοι φάγαμε και οι δύο, δεν ήταν μόνο ο Maurice που έφαγε τη γαριδομακαρονάδα σα να μην υπήρχε αύριο, το ίδιο έκανα κι εγώ, αν και έμεινα στη μία μπύρα!

«Τι ώρα θα γυρίσεις το βράδυ;» με ρώτησε ξαπλώνοντας στην καρέκλα, του είχα πει ότι σήμερα θα έβγαινα με τη Μαίρη.

«Δε θα αργήσω,» του απάντησα ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους μου. «Λογικά κοντά στα μεσάνυχτα, δε θα το ξενυχτήσουμε!»

«Να της δώσεις τους χαιρετισμούς μου!» μου είπε.

«Θα της τους δώσω μωρό μου,» τον διαβεβαίωσα. «Θα έχεις κοιμηθεί όταν γυρίσω;»

«Όχι,» μου απάντησε χαμογελώντας μου τρυφερά. «Δεν πέφτω για ύπνο χωρίς βίντεο κλήση με τη μικρή μου μάγισσα!»

Ούτε που κατάλαβε για πότε βρέθηκα πάνω στα πόδια του. Σαν το επεισόδιο με τα αγάλματα στο Doctor Who, ένα blink και ήμουν στην καρέκλα μου, επόμενο blink και έχω βρεθεί στην αγκαλιά του, τον έχω αρπάξει από το σβέρκο και τον φιλάω σα να μην υπάρχει αύριο. Πέρασε το χέρι του από πίσω μου και με κράτησε ακόμα πιο σφιχτά.

From beer bearing bear to doctor Who in one blink!” μου είπε χαχανίζοντας, δεν ήμουν η μόνη που ήξερε το σχετικό επεισόδιο. Που μεταξύ μας, δεν το ήξερα, το είχα δει σε κάποιο ιντερνετικό meme and being me, είχα κάτσει να το ψάξω για να καταλάβω την αναφορά.

Εννοείται ότι δεν σηκώθηκα από πάνω του, για τρελές ψάχνετε; «Εσύ τι θα κάνεις μωρό μου;» τον ρώτησα χαϊδεύοντάς του το πρόσωπο.

«Σήμερα έχει video call με τους δικούς μου, για να μην τ’ ακούσω και πάλι από την Martine!» μου είπε χαχανίζοντας. «Και μετά θα συνεχίσω το παιχνίδι που γράφω, μου ήρθε μια ξαφνική έμπνευση και θεωρώ ότι μπορώ να κερδίσω κάμποσα NOPs»

Nopes?” τον ρώτησα με απορία, μην καταλαβαίνοντας γρι.

“No N-O-P-E” μου είπε χαχανίζοντας, συλλαβίζοντας τα γράμματα ένα-ένα “N-O-P, it’s a Z80 operand that means No Operation, it takes exactly one CPU cycle to be executed, so we use it as cycle counter.”

NOPE!” του είπα κουνώντας το κεφάλι μου εμφατικά, κάνοντάς τον να βάλει και πάλι τα γέλια!

“But why? Removing EX AF,AF’ and using B as counter it helps me save 287 NOPs. Using the same trick, changing LD BC, to LD B, not only I use an 8-bit instead of 16-bit integer, but I’m saving 24 NOPs. Since my structure is 256-bit aligned, INC DE can be changed the same way to INC E, saving me another 144/2=72 NOPs” μου είπε με ενθουσιασμό μικρού παιδιού που μέκανε να γελάσω, παρά το γεγονός ότι μου μιλούσε σε γραμμική-Β.

Ok, Im opening the Excel!” τον απείλησα και με κοίταξε με το βλέμμα του Jonesy όταν είδε το xenomorph να σηκώνεται πίσω από τον Stanton.

(Εντωμεταξύ 16 χρονών εγώ όταν ο πατέρας μου, casually, μου είπε “έλα να δρούμε ένα θριλεράκι.” Δε μπορούσα να κοιμηθώ κανένα δίμηνο, να πούμε!)

Please, oh please, mighty Goddess of shrimp pasta, have mercy on my soul!” μου έκανε με θεατρική απελπισία. Σταμάτησε. “…or I won’t make your cute butt redder than usual!”

WHAT?” του απάντησα με εξίσου θεατρική οργή. “THIS IS BLACKMAIL!”

“All’s fair in love and war!” μου είπε.

BRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRR” του έκανα στα μούτρα, γεμίζοντάς τον σάλια, και κάνοντάς τον να βάλει και πάλι τα γέλια, και όπως καθόμουν και πάνω στα πόδια του, ένιωσα να τραντάζομαι σα να γινόταν σεισμός 9 ρίχτερ! “That been said, I do love you!”

I know!” μου απάντησε με την καλύτερη μίμηση του Han Solo, κερδίζοντας ακόμα ένα μεγαλοπρεπέστατο “BRRRRRRRRR” στα μούτρα.

Σηκωθήκαμε από το τραπέζι και οι δύο με βαριά καρδιά να επιστρέψουμε στο home office μας. Είχαμε γλείψει και οι δύο τα πιάτα, ούτε καν ξέπλυμα δεν χρειαζόντουσαν πριν τα βάλουμε στο πλυντήριο πιάτων. Στο δωμάτιο-γραφείο μας περίμενε και ο Μπλάκι που είχε ξαπλώσει πάνω στο κλειστό μου laptop σαν πασάς στα Γιάννενα.

«Σήκω βρε ρεμάλι να κάνουμε και καμιά δουλειά!» του είπα και τον πήρα αγκαλιά και του έσκασα ένα φιλί στη μύτη. Με κοίταξε με το ύφος «ρε πας με τα καλά σου;» και έδωσε ένα σάλτο και έφυγε από την αγκαλιά μου και πήγε να κάτσει δίπλα στο laptop του Maurice. Από εκείνον τουλάχιστον δεν θα κινδύνευε από αγκαλίτσα με το ζόρι και φιλί στη μούρη!

«Θες ακόμα ένα καφεδάκι μωρό μου;» ρώτησα τον Maurice με το που άνοιξε το laptop του. «Εγώ αν δεν πιώ ακόμα ένα, θα σωριαστώ!»

«Ναι, όσο πιο παγωμένο γίνεται!» μου απάντησε χαμογελαστός, και μετά σοβάρεψε και επέστρεψε στη δουλειά που είχε αφήσει στη μέση.

Ναι, δεν ξέρω πως το καταφέρνουν αυτό, τα ίδια κάνει και το αδερφάκι μου. Εμένα, πάλι, αν αφήσω κάτι στη μέση—ειδικά αν μετά ακολουθήσει φαγητό—μου παίρνει αρκετή ώρα μέχρι να καταφέρω να συνεχίσω. Αναστέναξα σα να μου είχαν πέσει έξω τα καράβια που δεν έχω, και έκανα μια γρήγορη παραγγελία στο e-food.

Εγώ δεν είχα άλλα calls αλλά ο Maurice είχε, οπότε όταν ήρθαν οι καφέδες, σηκώθηκα σιγά-σιγά για να μην κάνω φασαρία, και πήγα στην εξώπορτα και περίμενα τον ντελιβερά. Επέστρεψα πατώντας σχεδόν στα νύχια των ποδιών μου και του άφησα το καφέ στην άκρη. Αγνοώντας ότι ήταν σε call, γύρισε και με κοίταξε για μια στιγμή, και μου χάρισε το πιο γλυκό του χαμόγελο, και μετά σοβάρεψε και πάλι και επέστρεψε στο Γολγοθά του.

Επέστρεψα κι εγώ στο SPSS, που παρά την αρχική μου γκρίνια για την αναβάθμιση από v26 σε v29, είχα αρχίσει να ερωτεύομαι την τελευταία και με το νόμο. Τι να πιάσεις και τι να αφήσεις; Το command palette που είχες όλες τις λειτουργίες της εφαρμογής στα δάχτυλα χωρίς να χρειάζεται να ψάχνεις σε menus? Τα survival models? Τα violin plots που αν γνώριζες στατιστική καταλάβαινες με μια ματιά τι σου λένε τα δεδομένα;

Ακόμα θυμάμαι την πρώτη μου μέρα με τη νέα έκδοση. Ήθελα να πω πως πάλι η “αναβάθμιση” είναι για τα μάτια του marketing. Πάλι θα πληρώσουμε για νουμεράκια στο interface και τίποτα ουσιαστικό.

Αλλά μετά… άνοιξα την εφαρμογή.

Δεν πρόλαβα να πιώ την πρώτη γουλιά καφέ και το SPSS με κοίταξε στα μάτια. Το search-as-you-type στο πάνω μέρος ήταν σαν να διαβάζει τη σκέψη μου. Πληκτρολόγησα “regression” και αντί να χαθώ σε nested menus, μου εμφάνισε μπροστά μου Lasso, Ridge, Linear… τα πάντα.

Μετά, ήρθαν τα Survival Models. Κι όχι απλώς Kaplan-Meier, αλλά Accelerated Failure Time με κατανομές που είχαν νόημα για έναν αναλυτή. Weibull, Log-Normal, Log-Logistic… το SPSS είχε κάνει μεταπτυχιακό από μόνο του.

Τα συμβόλαια των ναυλώσεων που άλλοτε τα έβλεπα σαν πίνακες με ημερομηνίες, τώρα αποκτούσαν συμπεριφορά, ρυθμό, duration με υπόβαθρο. Μπορούσα να προβλέψω πραγματικά και όχι απλώς να παριστάνω την analyst που βγάζει μέσους όρους.

Και ύστερα το violin plot. Αυτό δεν ήταν απλό γράφημα. Ήταν συμμετρία, ήταν μορφή, ήταν ουσία. Η κατανομή εμφανιζόταν μπροστά μου σαν να κάνει επίδειξη, σαν να λέει “κοίτα πού είμαι πυκνό, κοίτα πού είμαι αραιό”.

Μια εικόνα χίλιες λέξεις, πραγματικά. Βέβαια, έπρεπε να έχεις την κατάλληλη εκπαίδευση για να καταλάβεις τι σου έλεγε το γράφημα, αλλά άπαξ και την είχες, δεν χρειαζόταν άλλη επεξήγηση, μια ματιά αρκούσε!

Αν και εγώ συνήθως σταματάω το home office γύρω στις έξι, κάθισα στο γραφείο να κάνω παρέα στον Maurice. Ο φουκαράς είχε μπλέξει σε ένα call που είχε τον ατελείωτο και με το ζόρι κρατούσα τον εαυτό μου να μη βάλει τα γέλια από τις θεατρικές του εκφράσεις ωμής απελπισίας. Με τη Μαίρη έτσι κι αλλιώς είχαμε ραντεβού στις οχτώ, οπότε είχα μπροστά μου πολύ χρόνο.

Λίγο πριν τις επτά, κατάφερε επιτέλους να απεμπλακεί από το call, και έκλεισε το laptop του με τέτοια ανακούφιση, που αυτή τη φορά δεν μπόρεσα να κρατηθώ, έβαλα τα γέλια.

«Σε βασανίζουν αρκούδι μου;» τον ρώτησα χαχανίζοντας. «Δώσε μου ονόματα και διευθύνσεις και θα τους κλάψει η μάνα τους!»

The horror! The horror!” μου έκανε θεατρικά, βάζοντας και αυτός τα γέλια. «Άλλα έγραψα στους Ινδούς, άλλα κατάλαβαν…»

«Ινδούς;» τον ρώτησα απορημένη.

«Ναι, έχουμε ολόκληρο team στην Ινδία. Εξαιρετικοί προγραμματιστές αλλά πιο εύκολα γράφεις assembly σε 6502 παρά συνεννοείσαι μαζί τους,» μου είπε και μετά μου έκανε μια εκπληκτική μίμηση με Ινδική προφορά. Καλά, όχι ότι θα καταλάβαινα ακόμα και αν μου μίλαγε σαν καθηγητής της Οξφόρδης, αλλά η ινδική προφορά ήταν a special level for hell, χειρότερη και από το να φοράς πέδιλα με κάλτσες.

No-no, Mr. Mertens, this wasnt stated in functional specifications!” μου είπε με ινδική προφορά και κούνησε το κεφάλι του με απελπισία. «Λες και δεν είναι αυτονόητο ότι πρέπει να κάνουν bound checking και error handling

«Μα είναι δυνατόν;» ξέσπασα θεατρικά χωρίς να έχω καταλάβει γρι.

Ο Maurice έβαλε τα γέλια. «Κατάλαβες τι μου είπε;»

«Όχι!» του απάντησα χαχανίζοντας και σηκώθηκα από την καρέκλα μου, τεντώνοντας το σώμα μου για να ξεπιαστώ.

«Τι ώρα έχεις ραντεβού με τη Μαίρη;» με ρώτησε καθώς μάζευε το laptop του.

«Στις οχτώ στο Μαρούσι, έχουμε χρόνο!» του είπα καθησυχαστικά. «Και στην τελική-τελική, αν χρειαστεί την παίρνω ένα τηλέφωνο και της λέω να βρεθούμε μισή ώρα αργότερα!»

“I really need a smoke!” μου είπε μπαφιασμένος.

«Κάτσε να σου φέρω ένα τασάκι,» του είπα αλλά δε με άφησε.

«Δε θέλω να καπνίσω μέσα στο σπίτι!» μου είπε και σηκώθηκε, ζορίζοντάς με ελαφρά, είναι η αλήθεια, καθώς είχα να καθαρίσω το μπαλκόνι από τον καιρό του Νώε.

«Δεν… δεν έχω καθαρίσει το μπαλκόνι,» του είπα σχεδόν τραυλίζοντας.

Ήρθε και με πήρε στην αγκαλιά του και έβαλε το δάχτυλό του κάτω από το σαγόνι μου, αναγκάζοντας το κεφάλι μου να σηκωθεί. “I dont care, babe!” μου είπε τρυφερά. Μετά τα μάτια του έγιναν παιχνιδιάρικα και πάλι. “But since you do, thats fifteen slaps in each buttock!” συνέχισε, κάνοντάς με και πάλι σε μια στιγμή να χαμογελάω σαν ηλίθια.

«Κάτσε να δεις το μπαλκόνι και θα γίνουν πενήντα σε κάθε κωλομέρι,» του απάντησα χαχανίζοντας, κάνοντάς τον να βάλει και εκείνος τα γέλια.

Βγήκαμε στο μπαλκόνι, και άναψε το τσιγάρο που είχε πάρει μαζί του. Έσκυψε κρατώντας απαλά τα κάγκελα κοιτώντας κάτω στο δρόμο και τράβηξε μια ηδονική ρουφηξιά. Πήγα από πίσω του και τον αγκάλιασα από τη μέση, γέρνοντας ελαφρά πάνω του, και προσέχοντας να μην προσθέσω το βάρος μου στο δικό του. Καθίσαμε έτσι μέχρι που κάπνισε το τσιγάρο του και μετά επιστρέψαμε στο σαλόνι.

«Θες να σου φέρω μια μπύρα;» τον ρώτησα όταν έκατσε στον καναπέ.

«Όχι,» μου απάντησε και μου χτύπησε τα μπούτια του, κάνοντάς μου νόημα να ανέβω πάνω του. «Έχεις κανονίσει τίποτα για αύριο;» με ρώτησε.

«Όχι, το τριήμερο ανήκει στον αρκούδο μου!» του απάντησα γλυκουλινιάρικα. «Είπα στη Μαίρη αν θέλει να πάμε για κανένα μπανάκι μαζί την Κυριακή, αλλά θα πάει Μύκονο!»

«Μύκονο;» με ρώτησε ο Maurice.

«Ναι, έχει—ή μάλλον, η οικογένειά της έχει—ιδιωτική βίλλα,» του απάντησα και σφύριξε εντυπωσιασμένος. «Στο είχα πει, δεν στο είχα πει; Πλουσιοκόριτσο από τζάκι.»

“Good for her,” μου είπε. «Εμείς τι θα κάνουμε;»

«Ό,τι θέλεις αρκούδε μου!» του απάντησα χαϊδεύοντάς του με τα χέρια μου το πρόσωπό του. «Αρκεί αυτό να περιλαμβάνει ότι Παρασκευή και Σάββατο βράδυ θα κοιμηθούμε αγκαλίτσα!» συμπλήρωσα χαχανίζοντας σαν κοριτσάκι.

«Κυριακή όχι;» με ρώτησε με δήθεν παραπονεμένη φωνή, κάνοντάς με να τσιρίξω και να τον ζουπίσω πάνω μου. Και άλλο που δεν ήθελε, το καυλοράπανο, όπως βρέθηκε με το πρόσωπό του στο στήθος μου.

«Βρε τέρας!» του είπα χαμογελαστή, νιώθοντας τον ερεθισμό του από κάτω μου.

Wellboysboobiesyou know the drill!” μου απάντησε με σκανταλιάρικο ύφος.

Say no more, Sir!” του είπα και σε χρόνο ρεκόρ είχα μείνει γυμνή από πάνω, δένοντας τα μαλλιά μου κότσο και γονατίζοντας μπροστά του.

Oh boy!” έκανε με ένα χαμόγελο από τη μια μεριά του προσώπου ως την άλλη ενώ εγώ ήμουν ήδη με το στόμα γεμάτο. Αν και δεν το έκανα βιαστικά, φαίνεται ότι είχε φοβερές ορέξεις, γιατί ούτε ένα πεντάλεπτο αργότερα έλαβα τους καρπούς των κόπων μου σε υγρή—πικρούτσικη αυτή τη φορά—μορφή.

Το πρωί είχε κοντέψει να με πνίξει, μιλάμε για πολύ πράγμα. Το απόγευμα, μια από τα ίδια. Και άντε, το πρωινό να το καταλάβω, είχε μαζευτεί από προχθές, το απογευματινό πότε πρόλαβε και μαζεύτηκε, μου λέτε; Όπως κάθε φορά του τον έκανα λαμπίκο και μετά σήκωσα το βλέμμα μου πάνω του.

I hope it was to your liking, Sir!” του είπα βγάζοντας τη γλώσσα μου πειρακτικά, και για πότε με σήκωσε και με ξάπλωσε στα γόνατά του, και για πότε βρέθηκα ξεβράκωτη, και για πότε άρχισαν να πέφτουν απανωτές χαβαλεδιάρικες σφαλιάρες στα μεριά μου, ούτε που το κατάλαβα.

Blink and you will miss it, σκέφτηκα χαχανίζοντας.

«Ορίστε, γελάει η θρασύτατη!» μου έκανε με θεατρική αγανάκτηση. «Τώρα θα δεις!» μου έκανε με προσποιητή απειλή.

Ναι, αυτή τη φορά δεν ήταν παιχνιδιάρικες σφαλιάρες… ήταν γαργάλημα μέχρι που είπα το δεσπότη Παναγιώτη.

ΤΟΝ ΛΑΤΡΕΥΩ!

Με άφησε να βρω τις ανάσες του και σκαρφάλωσα ξανά πάνω του αγκαλιάζοντάς τον σαν κοάλα που το έχουν στρώσει στο κυνήγι όλα τα dingo της Αυστραλίας και γαυγίζουν κάτω από τον ευκάλυπτό του. Έχωσα το κεφάλι μου στο λαιμό του και ρούφηξα την ανδρική του μυρωδιά.

«Αυτές ήταν για το μπαλκόνι;» του έκανα χαβαλεδιάρικα, και ένιωσα πάλι να γίνεται σεισμός καθώς ο αρκούδος μου τρανταζόταν από τα γέλια.

“How the hell dig you manage to remain single?” με ρώτησε όταν ηρέμισε από τα γέλια. Με έκανε ελαφρά πίσω για να με βλέπει στα μάτια. “I mean it Sophie! How the hell did you manage to remain single? How the hell I was so lucky?”

Ένιωσα τα μάτια μου να τσούζουν και πάλι. Δεν τον ρώτησα αν το εννοούσε, το έβλεπα στα μάτια του. Τη συνέχεια μπορείτε να τη φανταστείτε, εγώ να κλαίω με λυγμούς γερμένη στο λαιμό του, και ο Maurice να με χαϊδεύει τρυφερά στα μαλλιά.

At least I managed to finish my pasta!” μου είπε όταν ηρέμισα κάπως, και για ν-οστή φορά βρέθηκα από το κλάμα στο υστερικό γέλιο μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου.

Είναι να μην τον λατρεύω;

«Αύριο έχουμε επέτειο!» μου είπε κάνοντας την καρδιά μου να χτυπήσει και πάλι σαν ταμπούρλο. «Ξέρω μια καλή ταβέρνα στον Άγιο Στέφανο!» συνέχιζε χαχανίζοντας με νόημα.

Παϊδάκια, χωριάτικη τίγκα στο κρεμμύδι και τζατζίκι που κάνει το μεξικάνικο να μοιάζει με φιδέ… Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, αλλά για μένα αυτός είναι ο ορισμός του ρομαντισμού!

I do!” του είπα χτυπώντας παλαμάκια από τον ενθουσιασμό μου, κάνοντάς τον να βάλει ξανά τα γέλια. Μετά το πρόσωπό του έγινε πιο σοβαρό. «Και Σάββατο βράδυ, αν το θες και μπορούν και εκείνοι, γνωρίζω και τους γονείς σου!»

Η καρδιά μου έκανε πάλι δέκα τούμπες και αυτή τη φορά κατάφερα να μη βάλω τα κλάματα, αντιθέτως το έριξα στο χαβαλέ. «Μωρέ εγώ θέλω, εσύ είσαι σίγουρος ότι ξέρεις που έμπλεξες;»

No-no, Madam Aloizaki” μου είπε με ινδική προφορά, λέγοντας το επίθετό μου με κάποια δυσκολία. “I really love souvlakia, I don’t just indulge your beautiful daughter!”

Το ότι έχω ακόμα συκώτια, το λες και θαύμα.

Ο Maurice τελικά έφυγε γύρω στις εφτά και μισή, έχοντας δώσει πρώτα τηλεφωνικό ραντεβού για να τα μιλήσουμε όταν γυρίσω από την έξοδό μου με τη Μαίρη και αύριο που θα περνούσε από το σπίτι μου αμέσως μετά που σχολούσε.

Έστειλα στη Μαίρη ένα μήνυμα να αλλάξουμε το ραντεβού στις οκτώ και μισή για να προλάβω να ετοιμαστώ, εξηγώντας της ότι έγινε για πολύ καλό λόγο και ότι θα της τα πω αναλυτικά από κοντά.

Είχαμε δώσει ραντεβού στην Τροχαλία. Το παρκάρισμα εκεί κοντά είναι περιπέτεια ακόμα και για το πεντακοσαράκι μου, αλλά στάθηκα τυχερή και βρήκα να παρκάρω μόλις ένα στενό παρακάτω. Η Μαίρη που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη του είχε κλείσει τραπέζι, οπότε απλά έδωσα το όνομά της στον υπεύθυνο υποδοχής και με οδήγησαν στον κήπο.

Παρά το γεγονός ότι ήταν καθημερινή, το μπαρ ήταν γεμάτο από νεαρόκοσμο. Τα γέλια και οι φωνές ανακατεύονταν με τη μουσική που έπαιζε διακριτικά. Διψούσα οπότε παράγγειλα αμέσως να μου φέρουν μια Radler. Το δεκάλεπτο που την περίμενα το πέρασα χαζεύοντας τον κόσμο.

Στις εννιά παρά εικοσιπέντε, καθυστερημένη όπως πάντα ακριβώς πέντε λεπτά, ήρθε και η λεβέντισσα. Την είδα να περπατάει ανάμεσα στα τραπέζια με εκείνο το χαρακτηριστικό της βήμα—σίγουρο, ελαφρύ, σαν να επέπλεε. Και όπως πάντα, σχεδόν όλα τα κεφάλια γύρισαν να την κοιτάξουν.

Δεν ήταν ότι φορούσε τίποτα εξεζητημένο ώστε να τραβάει τα βλέμματα. Ένα απλό καθημερινό φόρεμα είχε επιλέξει, όπως κι εγώ. Ωστόσο… δεν ξέρω. Δεν μπορώ να το εξηγήσω ρε παιδί μου, αλλά υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, όπως η Μαίρη καλή ώρα, που απλά μαγνητίζουν τα βλέμματα.

Σηκώθηκα από την καρέκλα μου και προχώρησα προς το μέρος της. Φιληθήκαμε σταυρωτά—πρώτα το αριστερό μάγουλο, μετά το δεξί—αυτά τα γελοία, τραβηγμένα αλλά ειλικρινή «ματς-μουτς» μεταξύ φιλενάδων που πραγματικά αγαπάνε η μία την άλλη.

Έκανα ένα βήμα πίσω και την κοίταξα με πονηρό χαμόγελο. «Μπορείς να κάτσεις;» τη ρώτησα, σηκώνοντας το ένα φρύδι μου.

Έβαλε το χέρι της στην πλάτη της θεατρικά και έκανε μια γκριμάτσα. «Με κάποια δυσκολία!» μου απάντησε χαχανίζοντας. Η υπερβολή στη φωνή της ήταν προφανής, γιατί μια χαρά κατάφερε να κάτσει. Ακούμπησε τους αγκώνες της στο τραπέζι και έγειρε προς το μέρος μου. «Και τώρα σκάσε και μίλα!» μου έκανε τη γνωστή της εισαγωγή.

Γέλασα και άνοιξα τα χέρια μου. «Να σκάσω ή να μιλήσω;»

Με κοίταξε με ψεύτικα αυστηρό βλέμμα. «Γελάω νιάνιαρο;» με ρώτησε, αλλά το χαμόγελό της ήταν από το ένα αυτί μέχρι το άλλο, προδίδοντάς την. Χτύπησε ελαφρά το χέρι της στο τραπέζι. «Και τώρα μολόγα τα όλα!»

Πριν προλάβω να ξεκινήσω την αναφορά, ήρθε ένα γκαρσόνι—νεαρό αγόρι με τατουάζ στο χέρι. Η Μαίρη του έδωσε παραγγελία με την άνεση κάποιου που έρχεται συχνά. Εκείνη παράγγειλε κρασί, κάποιο λευκό που δεν άκουσα και μετά γύρισε προς το μέρος μου.

«Θες να φάμε τίποτα;» με ρώτησε. Το μπαρ σέρβιρε και φαγητό, και μάλιστα πολύ καλό!

Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Αργότερα, αν είναι!» της απάντησα. Πήρα το ποτήρι μου και ήπια μια γουλιά μπύρα—η δροσιά της ήταν ευλογία μ’ αυτή τη ζέστη. «Λοιπόν,» ξεκίνησα, βάζοντας το ποτήρι κάτω, «η ανάκριση πήγε όπως μπορείς να το φανταστείς.»

Ένευσε καταφατικά, κουνώντας το κεφάλι της σαν να έλεγε «το περίμενα».

«Τους το μπουμπούνισα μετά το φαγητό, και για μερικές στιγμές η Ευτύχω μου έμεινε αγαλματάκι ακούνητο και αμίλητο!» Έκανα με τα χέρια μου την κίνηση του αγάλματος, παγώνοντας στη θέση μου.

Έγειρε ακόμα πιο κοντά. «Τους είπες πού τον γνώρισες;»

Έβαλα τα γέλια και κούνησα το κεφάλι μου έντονα. «Χαχαχα, για τρελούς ψάχνεις;» της έκανε, χτυπώντας το δάχτυλό μου στον κρόταφο. «Τους είπα ότι τον γνώρισα στα social χωρίς να δώσω περισσότερες λεπτομέρειες!»

«Και;» με ρώτησε, τα μάτια της καρφωμένα στα δικά μου.

Ανασήκωσα τους ώμους μου. «Και τίποτα! Επιφυλάσσονται να τον γνωρίσουν από κοντά!»

«Χμμμ…» μου έκανε σκεπτική, χαϊδεύοντας το πιγούνι της.

Αποφάσισα να αλλάξω κουβέντα. Ακούμπησα πίσω στην καρέκλα μου. «Εσύ που χάθηκες μωρή το πρωί;» τη ρώτησα. «Δύο μηνύματα σου έστειλα και μ’ έγραψες στα ανύπαρκτά σου παπάρια!»

«Τα είδα μωρό μου,» μου απάντησε γλυκουλινιάρικα, βάζοντας το χέρι της στην καρδιά της, «αλλά δε μπορούσα να απαντήσω! Σήμερα είχε αιφνιδιαστική στρατηγική επιθεώρηση από τον πατήρ Φεδρινό, οπότε και τα σκυλιά δεμένα!»

Έγειρα μπροστά και την κοίταξα με νόημα. «Στο γραφείο καλά είναι!» της είπα. «Κοίτα μη σου κάνει καμιά αιφνιδιαστική στη Μύκονο και σε πετύχει ξεβράκωτη με τον πιτσιρικά!» Σήκωσα το χέρι μου, έκανα την παντομίμα ότι βάζω την κάννη στο στόμα και πατάω τη σκανδάλη. «Μπαμ!»

«Χαχαχα, φαντάζεσαι;» με ρώτησε. Το πρόσωπό της δεν έδειξε ούτε ίχνος πανικού στη σκέψη, η ξεδιάντροπη. Μετά έγειρε πάλι μπροστά και το γύρισε στα δικά μου. Τα μάτια της έλαμπαν από περιέργεια. «Τα είδα τα μηνύματά σου, πάντως, οπότε…» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Πού, πως, πότε, με ποιον και γιατί!» με ρώτησε με μια ανάσα, μετρώντας στα δάχτυλά της.

Πήρα άλλη μια γουλιά μπύρα για να οργανώσω τις σκέψεις μου και ξεκίνησα. Της είπα τα καθέκαστα—πώς ξεκίνησαν από την εξήγηση του Maurice στα ακκαδικά σχετικά με το παιχνίδι που έγραφε. Έκανα χειρονομίες προσπαθώντας να μιμηθώ πώς μιλούσε, κουνώντας τα χέρια μου στον αέρα. Της εξήγησα πώς αυτό μου έκανε trigger τα συμπλεγματικά μου.

Σταμάτησα για μια στιγμή, κοιτάζοντας το ποτήρι μου. «Και ξέρεις τι έκανε;» συνέχισα. «Αντί να μου πει κούφιες κουβέντες παρηγοριάς, σηκώθηκε στη μέση της νύχτας και μου έφερε παγωτό.» Σήκωσα το βλέμμα μου. «Και το κυριότερο, έφερε τα πράγματά του για να μείνει μαζί μου όλο το βράδυ.»

Συνέχισα την αφήγηση—πώς του έβαλα να φάει το κοκκινιστό, πώς πήγαμε και σηκώσαμε ένα περίπτερο μπύρες. Μιμήθηκα τον τρόπο που κρατούσε τις σακούλες φωνάζοντας “Im the beer bearing bear!” Της περιέγραψα πώς γυρίσαμε, φάγαμε το παγωτό μας κατευθείαν από το κουτί και πέσαμε να κοιμηθούμε αγκαλιά.

«Άχου τον ο γλυκούλης μου!» είπε η Μαίρη. Το χέρι της πήγε στην καρδιά της και το εννοούσε—δεν το είπε ειρωνικά. Ο Maurice, απλά με το να είναι αυτός που είναι, είχε κερδίσει άλλους εκατό πόντους συμπάθειας.

Έπαιξα τα βλέφαρά μου με νόημα. «Και που να σου πω τι έγινε το πρωί!»

Ίσιωσε απότομα στην καρέκλα της. «Τι έγινε;» με ρώτησε με έξαψη, τα μάτια της διάπλατα.

Έσφιξα και τις δύο μου γροθιές και τις σήκωσα ψηλά λες και είχα κερδίσει το πρώτο βραβείο. «Η χοντρή έριξε την άρια της ζωής της!» Έγειρα πιο κοντά της και χαμήλωσα τη φωνή μου. «Στο ορκίζομαι Μαράκι μου, μού γύρισαν τα μάτια στις κόγχες τους, νόμιζα ότι θα του μείνω!»

Χτύπησε και τα δύο της χέρια στο τραπέζι. «ΜΟΛΟΓΑ ΤΑ ΟΛΑ, ΜΕ ΤΟ ΣΙ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΝΙΓΜΑ!»

Της είπα αναλυτικά όλο το πρωινό σκηνικό, μην παραλείποντας ούτε κόμμα. Χρησιμοποίησα τα χέρια μου για να δείξω μεγέθη και θέσεις, έκανα τις φωνές, μιμήθηκα τις κινήσεις. Δεν ξέρω τι νομίζουν τα αγοράκια ότι λέμε μεταξύ μας τα κοριτσάκια, αλλά σε γνήσια ωμή καφρίλα τα συναγωνιζόμαστε στα ίσια.

«Rupture? ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!» Η Μαίρη διπλώθηκε από τα γέλια, κρατώντας την κοιλιά της. Κόντεψε να πνιγεί από τα γέλια με την απίστευτη ατάκα του Maurice. Σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια της και με κοίταξε. «Καλά, πόσο μεγάλη είναι;»

Σήκωσα τα χέρια μου και της έδειξα παραστατικά το μήκος, βάζοντας το αριστερό μου χέρι κάθετα πάνω στο δεξί. Ξεφύσησα θεατρικά. «Μεγαλούτσικος, θα με ζορίσει!»

Κούνησε το χέρι της αδιάφορα. «Λιπαντικό, κάνει θαύματα!» μου απάντησε με τον πιο φυσικό τόνο, σα να μιλούσε για κρέμα προσώπου.

Έγειρα πάλι μπροστά και χαμήλωσα τη φωνή μου συνωμοτικά. «Αλλά το καλύτερο δεν στο είπα ακόμα!» της έκανε με ύφος γεμάτο μυστήριο.

Τα μάτια της γούρλωσαν ακόμα περισσότερο. «Έχει και καλύτερο;»

«Το μεσημέρι που τρώγαμε, ξέρεις τι μου πέταξε σε μια φάση;» τη ρώτησα κοιτάζοντάς τη κατευθείαν στα μάτια. Έκανα δραματική παύση. Φυσικά δεν περίμενα να μου απαντήσει, οπότε συνέχισα ακάθεκτη. “Is it too early to ask you to marry me?”

Το ποτήρι που κρατούσε σταμάτησε στη μέση της διαδρομής προς το στόμα της. «ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;» με ρώτησε, γουρλώνοντας ακόμα περισσότερο τα μάτια της.

Κούνησα τα χέρια μου καθησυχαστικά. «Ρε χαλάρωσε, χαβαλέ έκανε!» της είπα. Ακούμπησα πίσω στην καρέκλα μου και τύλιξα το ποτήρι μου στα χέρια μου. «Απλά, ακόμα και με αυτό τον χαβαλεδιάρικο τρόπο…» Σταμάτησα, ψάχνοντας τις σωστές λέξεις. «Δεν ξέρω ρε Μαίρη… ήταν σα να μου έδειξε με ακόμα άλλον ένα τρόπο πόσα σημαίνω για εκείνον.»

Με κοίταξε με ένα βλέμμα που έλεγε «σε ξέρω καλά». «Πες μου ότι δεν έβαλες τα κλάματα;»

Σήκωσα το ένα φρύδι μου. «Για ποιαν με πέρασες;» τη ρώτησα. Έκανα μια παύση για δραματικό εφέ. «Φυσικά και τα έβαλα!»

Έβαλε τα γέλια, κουνώντας το κεφάλι της.

Συνέχισα, νιώθοντας τη συγκίνηση να ανεβαίνει πάλι. «Και… και μου είπε ότι θέλει να γνωρίσει τους δικούς μου αλλά και ότι θέλει να με γνωρίσει στους δικούς του!»

AWWWWWWWW!” έκανε θεατρικά, σηκώνοντας τα χέρια της ψηλά. Αλλά το πρόσωπό της έλαμπε με γνήσια χαρά για μένα. «Όχι απλά έχετε δαγκώσει τη λαμαρίνα και οι δύο σας, γλυκούλια μου, τσιχλόφουσκες την έχετε κάνει!»

Ένιωσα τα μάτια μου να τσούζουν. Η φωνή μου έγινε πιο απαλή. «Και… και μετά μου είπε…» Κατάπια, προσπαθώντας να συγκρατήσω τη συγκίνηση. «Ότι δεν μπορούσε να πιστέψει πως ήταν δυνατό να ήμουν τόσο καιρό μόνη μου… Ότι δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο τυχερός είχε σταθεί…»

Σήκωσε προειδοποιητικά το δάχτυλό της. «Μη μου βάλεις τα κλάματα, εγώ δεν είμαι Maurice να σε πάρω αγκαλιά, θα σου πετάξω νερό στη μούρη!» μου δήλωσε.

Η Μαίρη. Η Μαίρη της οποίας είχα κάνει μούσκεμα κάμποσα από τα πανάκριβά της φορέματα κλαίγοντας στην αγκαλιά της. Ναι… μας έπεισε!

Είχαμε και οι δύο απίστευτα καλή διάθεση και έτσι τελικά δεν βιαστήκαμε να το διαλύσουμε. Παραγγείλαμε και δεύτερο γύρο, μετά και τρίτο. Κάποια στιγμή έστειλα μήνυμα στον αρκούδο μου ρωτώντας τον αν θέλει να κοιμηθεί. Η απάντηση ήρθε αμέσως—ήθελε να με περιμένει. Χαμογελώντας σα χαζό, συνέχισα την πάρλα με τη Μαίρη και τελικά το διαλύσαμε γύρω στις μιάμιση.

Μένοντας σχετικά κοντά, και έχοντας και γνώσεις πολεμικών τεχνών—δηλαδή τι γνώσεις, τρία νταν έχει το καμάρι μου—δεν χρειαζόταν σωματοφύλακα. Παρόλα αυτά, την έσουρα σχεδόν από το τσουλούφι προς το αυτοκίνητό μου. Πέντε λεπτά αργότερα ήμασταν έξω από το σπίτι της. Σταμάτησα απ’ έξω με τα alarms αναμμένα.

Γύρισα προς το μέρος της. «Τι ώρα θα φύγεις αύριο;» τη ρώτησα.

Κοίταξε το ρολόι της και μετά εμένα. «Απογευματάκι, εκείνος πετάει λίγο νωρίτερα. Δεν πειράζει, θα με περιμένει στο αεροδρόμιο!»

«Τσιμπούκια θα πρέπει να σου κάνει, όχι απλά να σε περιμένει!» της είπα χαχανίζοντας και σήκωσα το χέρι μου και άρχισα να μετράω στα δάχτυλα. «Του πλήρωσες τα αεροπορικά, θα περάσει exclusive διήμερο σε βίλλα στη Μύκονο, θα πιει τις ποτάρες του πρώτο τραπέζι στο Namos…»

Σήκωσε το χέρι της και με σταμάτησε. «Ναι, γενικά τα τσιμπούκια προτιμώ να τα κάνω εγώ!» με διέκοψε χαχανίζοντας η ξετσίπωτη.

Και πάει και το άλλο νεφρό. Διπλώθηκα πάνω στο τιμόνι από τα γέλια, χτυπώντας το χέρι μου στο ταμπλό.

«Έχετε βαλθεί να με πεθάνετε εσείς οι δύο!» της είπα όταν βρήκα τις ανάσες μου, σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάτια μου. «Πάνε τα συκώτια, πάνε οι σπλήνες, πάνε τα νεφρά…»

Έγειρε προς το μέρος μου με σοβαρό ύφος. «Ξέρεις τι σκέφτομαι,» μου είπε σοβαρή-σοβαρή, το χέρι της στο πιγούνι της. «Τώρα που θα αρχίσεις να τρίζεις την όπισθεν μαζί του, είναι ευκαιρία να ξεκινήσεις να παίζεις κανένα Τζόκερ!»

Και μαζί με την υπόλοιπη συκωταριά, πάνε και τα πνευμόνια. Ο αέρας βγήκε από τα πνευμόνια μου με έναν παράξενο ήχο. Έφτασα να βήχω σαν τη φθισική από το γέλιο, το σώμα μου τραντάχτηκε από τους σπασμούς. Μέχρι και η Μαίρη τελικά τα χρειάστηκε. Ακούμπησε το χέρι της στον ώμο μου.

«Μωρή, είσαι καλά;» με ρώτησε γεμάτη ανησυχία, ενώ εγώ ακόμα πάλευα να βρω τις ανάσες μου.

Σήκωσα το χέρι μου δείχνοντάς της να περιμένει. «Όπως λέει και ο αρκούδος μου: “Let me die with the Philistines”» της είπα όταν κατάφερα με τα πολλά να βρω τις ανάσες μου, πιάνοντας το στήθος μου. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Βγήκα κι εγώ, γυρίζοντας γύρω από το αυτοκίνητο, και πέσαμε η μία στην αγκαλιά της άλλης, λες και θα μπαρκάραμε, να πούμε!

Γύρισα στο αυτοκίνητο, της έκανα bye-bye με το χέρι και δέκα λεπτά αργότερα ήμουν στο σπίτι. Ο Μπλάκι με περίμενε ακριβώς πίσω από την πόρτα. Καθόταν με την πλάτη ίσια, την ουρά τυλιγμένη γύρω από τα πόδια του, κοιτάζοντάς με όπως ο Διανέλος την Μαρούδα στον “Κατήφορο”. Μόνο που δε μ’ άρχισε στα χαστούκια φωνάζοντας “δε θα σε κάνω εγώ πουτάνα!”, το κοπρόγατο.

Τον προσπέρασα τρέχοντας. Πήγα πρώτα τουαλέτα γιατί κόντευα να σκάσω—τα τρία ποτά είχαν κάνει τη δουλειά τους. Γυρίζοντας στο δωμάτιο, πέταξα τα ρούχα όπως-όπως. Το φόρεμα προσγειώθηκε στην καρέκλα, τα παπούτσια κάπου κάτω από το κρεβάτι. Ξάπλωσα στο κρεβάτι με έναν αναστεναγμό ανακούφισης και άνοιξα το air-condition.

Ο Μπλάκι πήδηξε στο κρεβάτι και ήρθε κατευθείαν στην αγκαλιά μου—κουλουριάστηκε δίπλα μου παρά τη ζέστη, τρομάρα του. Με το ένα χέρι να τον χαϊδεύω, πήρα το κινητό μου με το άλλο και έκανα βίντεο κλήση στον αρκούδο μου.

«Μωρουλίνι μου!» τσίριξα σαν τζαζεμένο δεκαπεντάχρονο με το που εμφανίστηκε το πρόσωπό του στην οθόνη του κινητού μου. Δεν πρόλαβε καν να πει καλησπέρα ο άνθρωπος με τον κανίβαλο που έμπλεξε!

Το πρόσωπό του φωτίστηκε με ένα τεράστιο χαμόγελο. «Μικρή μου μάγισσα!» μου απάντησε τρυφερά. Ίσιωσε τα γυαλιά του που είχαν γλιστρήσει λίγο στη μύτη του. «Πώς τα περάσατε;»

Ακούμπησα το κεφάλι μου πίσω στο μαξιλάρι. «Ήταν πολύ όμορφα!» του είπα. «Είχαμε και οι δύο πολλά κέφια, οπότε δεν μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε! Εσύ τι έκανες;»

Έξυσε το πίσω μέρος του κεφαλιού του. «Αυτά που σου είχα πει,» μου απάντησε. «Μίλησα κανένα μισάωρο με τους γονείς μου…» Σταμάτησε και το πρόσωπό του πήρε μια διστακτική έκφραση. «Α! Θέλω μια χάρη!»

Σήκωσα λίγο το κεφάλι μου από το μαξιλάρι, σμίγοντας τα φρύδια μου. «Τι χάρη;» τον ρώτησα με επιφύλαξη.

Κοίταξε κάτω για μια στιγμή και μετά πάλι εμένα. Χαμογέλασε ντροπαλά, τα μάγουλά του ροδίσανε ελαφρά. «Είπα στον πατέρα μου πόσο όμορφη φωνή έχεις… και…» Έκανε μια παύση. «Θέλει να σ’ ακούσει να τραγουδάς!»

Τα μάτια μου γούρλωσαν τόσο πολύ που φοβήθηκα μην πεταχτούν έξω. Σηκώθηκα απότομα καθιστή, κάνοντας τον Μπλάκι να διαμαρτυρηθεί. «Τι πράγμα;» τον ρώτησα.

Pleaaaaaaaaase?” μου έκανε κοιτάζοντάς με σαν κουτάβι.

Αυτό ήταν. Έγινα και πάλι Sophie shaped pool of goo. Όλη η αντίστασή μου εξατμίστηκε. Αναστέναξα θεατρικά και έπεσα πάλι πίσω στο μαξιλάρι. «Καλά, κάτι θα κάνουμε για εσάς!» του απάντησα, προσπαθώντας να ακουστώ αυστηρή και φυσικά αποτυγχάνοντας παταγωδώς.

Το χαμόγελό του πλάτυνε τόσο πολύ που φοβήθηκα ότι θα τον πιάσει κράμπα!

Μιλήσαμε για κανένα μισάωρο ακόμα. Του είπα για τη Μαίρη, για τις τρελές ατάκες της, για το πόσο χάρηκε για μένα. Εκείνος μου είπε για τη συζήτηση με τους γονείς του, για το πόσο ανυπομονούν να με γνωρίσουν.

Τα βλέφαρά μου άρχισαν να βαραίνουν, τα χασμουρητά γίνονταν πιο συχνά. Και οι δύο είχαμε αρχίσει να κουτουλάμε—οι απαντήσεις μας γίνονταν πιο αργές, τα μάτια μας έκλειναν για δευτερόλεπτα.

«Νομίζω πρέπει να κοιμηθούμε,» είπε τελικά, τρίβοντας τα μάτια του κάτω από τα γυαλιά.

«Μμμ,» συμφώνησα νυσταγμένα. «Τα λέμε αύριο απόγευμα;»

«Ναι, μωρό μου. Όνειρα γλυκά.»

«Κι εσύ, αρκούδι μου.»

Κλείσαμε το τηλέφωνο. Άφησα το κινητό στο κομοδίνο, το έβαλα να φορτίζει, και χώθηκα κάτω από το σεντόνι. Ο Μπλάκι, ακόμα στην αγκαλιά μου, άρχισε να γουργουρίζει ρυθμικά. Η καρδιά μου χόρευε fox-trot από τη χαρά που ένιωθα—σκιρτούσε και πηδούσε σαν τρελή και ούτε που κατάλαβα πότε με πήρε ο ύπνος.


12. I love Eftycho!

Με ξύπνησε ο ενοχλητικός ήχος του ξυπνητηριού του κινητού μου—εκείνο το διαπεραστικό μπιπ-μπιπ-μπιπ που σε κάνει να θες να πετάξεις το τηλέφωνο από το παράθυρο. Άπλωσα το χέρι μου στα τυφλά, ψαχουλεύοντας στο κομοδίνο μέχρι να βρω το ρημάδι. Το σήκωσα, μισάνοιξα το ένα μάτι για να δω την οθόνη και το έκλεισα με μια απότομη κίνηση του αντίχειρα.

Για λίγες στιγμές φλέρταρα με τη σκέψη να ξαπλώσω και πάλι στο μαξιλάρι μου. Το κρεβάτι ήταν τόσο άνετο, το σεντόνι τόσο δροσερό. Αλλά τελικά έσφιξα τα δόντια, πήρα μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκα. Τα πόδια μου ακούμπησαν στο πάτωμα και αμέσως ένιωσα τη δροσιά του.

Πάνω στην ώρα άκουσα μια τρίλια—ο Μπλάκι που κατάλαβε ότι ξύπνησα ήρθε να μου πει την καλημέρα του. Με ένα χαριτωμένο σάλτο προσγειώθηκε στο κρεβάτι δίπλα μου και άρχισε να με σπρώχνει με το κεφάλι του, ζητώντας επιτακτικά χάδια.

«Καλημέρα και σε σένα!» του είπα νυσταγμένα, η φωνή μου βραχνή από τον ύπνο. Άπλωσα το χέρι μου και τον χάιδεψα απαλά ανάμεσα στ’ αυτιά, τα δάχτυλά μου έκαναν μικρούς κύκλους στο μαλακό του τρίχωμα. Μετά από λίγα χάδια, έβγαλα το φανελάκι που φορούσα—το πέταξα κάπου στο πάτωμα—και πήγα σκουντουφλώντας στην τουαλέτα.

Και φυσικά, με το που κάθισα στη λεκάνη—τσουπ! Ο Μπλάκι εμφανίστηκε από το πουθενά και πήδηξε στα γόνατά μου. Γιατί αν δεν άφηνε τη μαμά να κατουρήσει με την ησυχία της, θα έσκαγε το κοπρόγατο.

«Σοβαρά τώρα;» του είπα κοιτάζοντάς τον. Εκείνος με κοίταξε με αθώο βλέμμα και άρχισε να γουργουρίζει.

Σηκώθηκα, ακόμα παραπατώντας από τη νύστα. Έβαλα το εσώρουχό μου στα άπλυτα—το καλάθι ήταν ήδη γεμάτο, έπρεπε να βάλω πλυντήριο—και χώθηκα κάτω από το ντους. Άνοιξα τη βρύση και άφησα το νερό να τρέχει μέχρι να πάρει τη θερμοκρασία που ήθελα.

Win-win!

Αφενός το χλιαρό νερό—όταν τελικά ζεστάθηκε—κατάφερε να με ξυπνήσει λίγο παραπάνω, και αφετέρου ο Μπλάκι με το που άκουσε το νερό να τρέχει εξαφανίστηκε πιο γρήγορα και από την πρώτη μπύρα του αρκούδου μου.

Δεν έβρεξα το μαλλί μου—δεν είχα όρεξη για πιστολάκι—και έτσι σκουπίστηκα με συνοπτικές διαδικασίες. Τύλιξα την πετσέτα γύρω μου και γύρισα στο δωμάτιο για να ντυθώ. Το θερμόμετρο στον τοίχο έδειχνε ήδη 28 βαθμούς. Έκανε ζέστη, οπότε αφού άναψα το air-condition, άνοιξα το συρτάρι και έβγαλα μια μακριά μπλούζα—από αυτές που φτάνουν μέχρι τη μέση των μηρών, και από κάτω σκωτσέζος κομάντο!

Πήρα το κινητό μου από το κομοδίνο. Η οθόνη έδειχνε 08:43. Άνοιξα το Messenger και έστειλα μήνυμα στον αρκούδο μου: «Καλημέρα μωρό μου! 😘❤️🥰😍💕» Μετά άνοιξα το e-food και παράγγειλα καφέ—freddo cappuccino με έξτρα αφρόγαλα.

Δεν πρόλαβα καλά-καλά να αφήσω το κινητό στο γραφείο και να ανοίξω το laptop, όταν άρχισε να χτυπάει. Η οθόνη έδειξε τη φωτογραφία του Maurice—εκείνη που του είχα τραβήξει την πρώτη μέρα στην Κρύπτη. Το ringtone του—“Mein Herz Brennt” των Rammstein—γέμισε το δωμάτιο.

Άρπαξα το τηλέφωνο με ενθουσιασμό. «Αρκούδι μου!» του φώναξα αντί για καλημέρα. Η φωνή μου βγήκε πιο δυνατή απ’ ό,τι ήθελα.

«Καλημέρα μωρό μου!» άκουσα τη γελαστή φωνή του Maurice. Τον φανταζόμουν να χαμογελάει με εκείνο το πλατύ του χαμόγελο. «Τώρα ετοιμάζομαι να ξεκινήσω για γραφείο και ήθελα να ακούσω τη φωνή σου!»

Η καρδιά μου έκανε ένα μικρό σάλτο. «Καλά έκανες αρκούδι μου!» του απάντησα ενθουσιασμένη. Έφερα το τηλέφωνο κοντά στα χείλη μου και του έστειλα ένα σκασμό «μουτς-μουτς»—τόσο δυνατά που σίγουρα τον κούφανα. Τον άκουσα να χαχανίζει στην άλλη άκρη της γραμμής. «Εγώ πριν λίγο βγήκα από το ντους, και τώρα περιμένω καφέ!»

Έκανε μια μικρή παύση και μετά η φωνή του πήρε εκείνον τον σκανταλιάρικο τόνο που ήξερα τόσο καλά. «Τις επόμενες τρεις μέρες θα βγεις με παρέα από το ντους!»

Ένιωσα τα μάγουλά μου να ζεσταίνονται. Χαχάνισα σαν το βλαμμένο, εκείνο το χαζό γέλιο που βγαίνει όταν είσαι τόσο ερωτευμένη που δεν μπορείς να το κρύψεις. «Έχεις το σκοπό να με παρενοχλείς για τρία συνεχόμενα πρωινά;» τον ρώτησα, ακόμα χαζογελώντας.

«Όχι!» μου απάντησε σοβαρός-σοβαρός. Η φωνή του πήρε έναν επίσημο τόνο, σαν να έκανε επαγγελματική παρουσίαση. «Ποιος σου είπε ότι θα σε παρενοχλώ μόνο τα πρωινά;» Συνέχισε χαχανίζοντας τώρα. «Εμείς κυρία μου παρέχουμε υπηρεσία 24x7x365!»

Σήκωσα το δάχτυλό μου στον αέρα σαν να μπορούσε να με δει. «Το καλό που σου θέλω!» του είπα με απειλητικό ύφος.

This is insurrection!” μου είπε με θεατρική αυστηρότητα.

Πήρα μια βαθιά ανάσα και του έκανα «BRRRRRRRRRRRRRRR!!!!» Ο ήχος βγήκε τόσο δυνατός που ο Μπλάκι, που είχε επιστρέψει και καθόταν στο γραφείο, με κοίταξε ξαφνιασμένος.

Τον άκουσα να βάζει τα γέλια, εκείνο το βαθύ, ζεστό γέλιο του. «Το σημειώνω εγώ αυτό!» μου είπε, ακόμα χαχανίζοντας.

«ΑΧΝΕ!» του έκανα στα ελληνικά και μετά έφαγα πέντε ολόκληρα λεπτά να του εξηγήσω τι σημαίνει.

Η φωνή του έγινε πιο σοβαρή. «Λοιπόν μωρό μου, πρέπει να σε αφήσω.» Ένας τόνος απελπισίας χρωμάτισε τα λόγια του. «Έχω πρωινιάτικο rematch με τους Ινδούς!» συνέχισε αναστενάζοντας βαθιά.

«Ουφ, καλή δύναμη μωρό μου!»

Ακολούθησε μια καταιγίδα από «μουτς» και “I love you” που πήγαιναν μπρος-πίσω για ένα λεπτό τουλάχιστον. Κανένας δεν ήθελε να κλείσει πρώτος. Τελικά, με έναν τελευταίο αναστεναγμό, κλείσαμε το τηλέφωνο.

Ακούμπησα το κινητό στο γραφείο και το κοίταξα για λίγο, χαμογελώντας σαν χαζή. Μετά αναστέναξα, τέντωσα τα χέρια μου ψηλά και άνοιξα το laptop. Η οθόνη άναψε και με χαιρέτησε η γνώριμη επιφάνεια εργασίας με τα εκατομμύρια εικονίδια.

«Παρασκευή είναι, θα περάσει,» είπα ξεφυσώντας, προσπαθώντας να δώσω κουράγιο στον εαυτό μου. Άνοιξα το Outlook και είδα 17 αδιάβαστα e-mails. Καλά ξεκίνησε η μέρα…

Τουλάχιστον τα reports είχαν τρέξει κανονικά—το πρώτο πράγμα που τσέκαρα. Όλα πράσινα, όλα ΟΚ. Σήμερα δε θα χρειαζόταν ΜΤΧ. Ένα μικρό θαύμα της Παρασκευής.

Δέκα λεπτά αργότερα χτύπησε το κουδούνι. Πήδηξα από την καρέκλα και έτρεξα στην πόρτα. Ο ντελιβεράς—ο ίδιος νεαρός από χθες—στεκόταν με τον καφέ μου στο χέρι. Με είδε με τη μακριά μπλούζα και κοκκίνισε ελαφρά.

«Ευχαριστώ!» του είπα βιαστικά, άρπαξα τον καφέ και έκλεισα την πόρτα.

Γύρισα στο γραφείο, άνοιξα το SPSS—που πήρε τα συνηθισμένα 2 λεπτά να φορτώσει—και ξεκίνησα να βγάλω το παντεσπάνι μου. Τουλάχιστον με τον καφέ στο χέρι ήταν πιο υποφερτό.

Πού και πού αντάλλαζα κανένα μήνυμα με τον Maurice—μου έστελνε updates από το meeting (“Send help”, “Im dying here!” κλπ.)—και με τη Μαίρη που μου έστελνε φωτογραφίες του πιτσιρικά της—εντάξει, αρχαίος Έλληνας θεός, αν όλα πήγαιναν καλά μπούτι δε θα έκλεινε μέσα στο ΣΚ.

Γύρω στις δώδεκα, κάλεσα τον Maurice. Απάντησε στο δεύτερο χτύπημα. «Επέζησα!» ήταν το πρώτο πράγμα που είπε.

Γέλασα. «Μπράβο μωρό μου! Άκου, ήθελα να σε ρωτήσω κάτι…» Δίστασα για μια στιγμή. «Ακόμα θέλεις να γνωρίσεις τους γονείς μου το Σάββατο;»

«Φυσικά!» απάντησε αμέσως, χωρίς ίχνος δισταγμού. «Γιατί, άλλαξες γνώμη;»

«Όχι, όχι,» βιάστηκα να πω. «Απλά ήθελα να είμαι σίγουρη. Εφόσον δηλαδή μπορούν και οι ίδιοι.»

«Μωρό μου, θέλω να τους γνωρίσω. Είναι σημαντικό για σένα, άρα είναι σημαντικό και για μένα.»

Ένιωσα πάλι εκείνο το σφίξιμο στην καρδιά. Πώς κατάφερνε να λέει πάντα το σωστό πράγμα;

Μετά από λίγο κλείσαμε και επέστρεψα στη δουλειά μου. Στις μία ακριβώς, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, σήκωσα το τηλέφωνο να πάρω την Ευτύχω. Το τηλέφωνο χτύπησε τρεις φορές πριν απαντήσει.

«Καλώς μου το!» Η φωνή της ήταν χαρούμενη, σχεδόν τραγουδιστή.

«Καλημέρα!!!» της είπα με ενθουσιασμό. Μετά το σκέφτηκα. «Δηλαδή, τι καλημέρα… καλό μεσημέρι!» συνέχισα χαχανίζοντας. «Τι κάνετε;»

Άκουσα το γέλιο της. «Εδώ, έχουμε βγει στα λιβάδια, μαζεύουμε λουλούδια και τραγουδάμε,» μου απάντησε με θεατρικό τόνο.

Έβαλα τα γέλια με την απάντησή της. «Λοιπόν, Ευτύχω φον Τραπ,» ξεκίνησα, και την άκουσα να χαχανίζει. «Έχετε κανονίσει τίποτα με τον…» έκανα μια δραματική παύση, «Ναύαρχο αύριο το βράδυ;»

Μπήκε αμέσως στο παιχνίδι. «Λέγαμε να πάμε Πάρνηθα, στα κατσάβραχα, να κάνουμε πρόβες στη διάσχιση των βουνών!» Η φωνή της ήταν παιχνιδιάρικη. «Μάθε τέχνη κι άσ’ τηνε που λένε!»

«Έχω να σας προτείνω κάτι καλύτερο!» της απάντησα με φωνή γεμάτη υπόσχεση και μυστήριο.

«Θα μας δεις δεύτερη φορά σε μια εβδομάδα; Θα λιποθυμήσω!» μου έκανε με θεατρική δυσπιστία. Σχεδόν μπορούσα να τη δω να βάζει το χέρι της στην καρδιά της.

Ήρθε η ώρα. Πήρα μια βαθιά ανάσα. «Έλεγα να σας γνωρίσω τον Maurice…» Η βόμβα έπεσε. Βιάστηκα να διευκρινίσω: «Να τον γνωρίσετε, έτσι; Όχι να ζητήσει το χέρι μου!»

Νεκρική σιγή.

«Μαμά;» ρώτησα διστακτικά.

«Βεβαίως!» μου απάντησε βρίσκοντας επιτέλους τη φωνή της. Από τον τόνο της κατάλαβα ότι χαμογελούσε—εκείνο το ζεστό, μητρικό χαμόγελο. «Βεβαίως να το γνωρίσουμε το παιδί!»

Ένιωσα τους ώμους μου να χαλαρώνουν. Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο σφιγμένη ήμουν. «Ωραία, τι θα λέγατε να πάμε κάπου έξω να φάμε;» τη ρώτησα. Ήθελα η πρώτη τους γνωριμία να γίνει σε ουδέτερο έδαφος—κάπου που όλοι θα νιώθαμε άνετα.

«Γιατί βρε κορίτσι μου να τρέχουμε έξω, σπίτι δεν έχουμε;» με ρώτησε η Ευτύχω με τον πρακτικό της τόνο.

Αναστέναξα. Τον Αργύρη τον είχαν γνωρίσει και αυτόν στο σπίτι τους. Βέβαια η αρχική γνωριμία είχε πάει καλά, αφού ο μαλάκας μέσα του δεν είχε αρχίσει να ξεδιπλώνεται… Τα δάχτυλά μου σφίχτηκαν γύρω από το τηλέφωνο. Αλλά η συνέχεια left things to be desired, που λένε και στο America.

«Μελιτζάνες τρώει;» με ρώτησε ξαφνικά η Ευτύχω, διακόπτοντας τις σκέψεις μου. «Να φτιάξω μουσακά!»

Ο μουσακάς της Ευτύχως ήταν θρυλικός. Αλλά… «Μαμά, θα μιλήσω με το Maurice και θα σου πω,» της είπα προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο. Και φυσικά να μην φέρω τον αρκούδο μου προ τετελεσμένου. «Εσείς κανονίστε αύριο να είστε ελεύθεροι το βραδάκι και τα υπόλοιπα τα βρίσκουμε!»

«Εντάξει,» έκανε στενάζοντας ελαφρά. Την άκουσα να κάνει έναν ήχο που σήμαινε ότι σκεφτόταν. «Αρκεί να μου το πεις εγκαίρως αν τελικά είναι να έρθετε εδώ!»

«Μέχρι το βράδυ θα σου πω,» της απάντησα επιφυλακτικά.

Μιλήσαμε λίγο ακόμα στο τηλέφωνο—με ρώτησε για τη δουλειά, για τον Μπλάκι, για το αν τρώω καλά. Οι συνηθισμένες μαμαδίστικες ερωτήσεις. Μετά από δέκα λεπτά κατάφερα να κλείσω.

Σηκώθηκα από την καρέκλα, τέντωσα την πλάτη μου που είχε αρχίσει να πονάει και πήγα στην κουζίνα. Άνοιξα το ψυγείο και κοίταξα μέσα. Εκεί, σε ένα μπολ, ήταν ό,τι είχε μείνει από τη γαριδομακαρονάδα. Δεν είχε μείνει και πολλή εδώ που τα λέμε, ο Maurice είχε πέσει χθες πάνω της σαν το λίβα που καίει τα σπαρτά—την είχε λατρέψει!

Το έβαλα στο φούρνο μικροκυμάτων και περίμενα τα δύο λεπτά κοιτάζοντας το να γυρίζει. Ο Μπλάκι εμφανίστηκε από το πουθενά—πάντα εμφανιζόταν όταν άκουγε τον ήχο του μικροκυμάτων—και άρχισε να τρίβεται στα πόδια μου.

«Δεν είναι για σένα,» του είπα προσπαθώντας να το παίξω αυστηρή. Με κοίταξε με το βλέμμα της λυπημένης θλίψης που με τουμπάρει πάντα, οπότε πέρα από την υγρή τροφή του τσίμπησε και δυο γαρίδες. Και δεν είχαν μείνει και πολλές…

Έφαγα όρθια στον πάγκο της κουζίνας. Δε βαριέσαι, το βράδυ θα είχε κραιπάλη με παϊδάκια. Δε θα πάθαινα τίποτα να φάω λιγότερο το μεσημέρι. Βέβαια το απόγευμα όταν σε κόβει η πείνα τραγουδάς αλλιώς. Τέλος πάντων, θα το αντιμετώπιζα όταν μου ερχόταν.

Γύρισα στο SPSS και συνέχισα την ανάλυση. Οι αριθμοί άρχισαν να χορεύουν μπροστά στα μάτια μου, οι στήλες να διπλασιάζονται. Λίγη ώρα αργότερα με έπιασε πονοκέφαλος—ένας επίμονος πόνος που ξεκίνησε από τους κροτάφους και απλώθηκε σαν ιστός αράχνης. Έτριψα τα μάτια μου με τις παλάμες μου, προσπαθώντας να εστιάσω.

Ευκαιρία έψαχνα. Έκλεισα το laptop με μια απότομη κίνηση—η οθόνη έκανε εκείνον τον ήχο «κλικ»—και άπλωσα το χέρι μου στο κινητό. Είχα να μιλήσω στη γιαγιά μου αρκετές μέρες. Σκρόλαρα στις επαφές μέχρι να βρω το όνομά της: «Γιαγιά Σοφία ❤️».

Και όσο και αν δεν πίστευα ότι μ’ έφαγε κάποιο μάτι, να μου έριχνε και ένα ξεμάτιασμα καλού-κακού!

Το λέω και το γελάνε αλλά—όσο και αν δεν μπορώ να το εξηγήσω—πιάνει το ρημάδι! Πόσες και πόσες φορές δεν μ’ είχε πιάσει πονοκέφαλος στα καλά καθούμενα—αν και όχι από το SPSS—και ένα τηλεφωνικό ξεμάτιασμα από τη γιαγιά μου είχε πιάσει καλύτερα και από Panadol extra.

Θέλετε να το πείτε αυθυποβολή; Θέλετε να το πείτε κάτι άλλο; Σημασία είναι ότι είχα δει με τα ίδια μου τα μάτια ότι πιάνει—και όχι μόνο μια και δύο φορές.

«Γιαγιάκα!» της είπα πριν προλάβει καν να μου απαντήσει, η φωνή μου γεμάτη ενθουσιασμό. «Τι κάνεις; Τι κάνει το δημοκρατικό Ηράκλειο;»

«Καλώς το μου!» Η φωνή της ήταν ζεστή, γεμάτη εκείνη τη γιαγιαδίστικη γλύκα που με έκανε να νιώθω αμέσως καλύτερα. «Καλά είμαι κοριτσάκι μου, εδώ, έχω κάτσει σχεδόν κάτω από το αρκουδίσιο»

Χαμογέλασα με την έκφραση, το air condition ήταν «αρκουδίσιο» για τη γιαγιά. «Έχει ζέστη;» τη ρώτησα, ακουμπώντας πίσω στην καρέκλα μου.

«Εδώ και μερικές μέρες επέστρεψα στα Ανώγια. Αν έχει τόση ζέστη εδώ, δεν μπορώ να φανταστώ τι θα γίνεται κάτω. Για πες μου, τι κάνεις;»

Κοίταξα τον Μπλάκι που είχε ανέβει στο γραφείο και είχε ξαπλώσει πάνω στα χαρτιά μου. «Καλά είμαι γιαγιούλα μου! Εδώ, βγάζω τον επιούσιο με το Μπλάκι να με ταλαιπωρεί!»

Την άκουσα να βάζει τα γέλια—εκείνο το απαλό γέλιο που θυμόμουν από παιδί. Είχε και εκείνη κάποτε μια κατάμαυρη γατούλα που τη λάτρευε, τη «Μουτζουρίτσα» της. Όταν πέθανε από βαθιά γεράματα—στα 22 της παρακαλώ—η γιαγιά την είχε κλάψει σαν άνθρωπο!

«Και δε μου λες,» με ρώτησε, η φωνή της πήρε έναν παιχνιδιάρικο τόνο, «κανένα νέο αμόρε έχεις;»

Σήκωσα το ένα φρύδι μου αν και δεν μπορούσε να με δει. Προφανώς και της τα είχε προλάβει ο γυιόκας της. Παρά το ερωτηματικό ύφος, έδειχνε να τα ξέρει όλα. Η γιαγιά Reuters!

«Στα πρόλαβε ο Ανέστης, κυρά-Σοφία;» τη ρώτησα χαχανίζοντας.

«Ε, δε θα μου τα έλεγε;» απάντησε με ψεύτικη αθωότητα. «Για πες μου τώρα για το Βέλγο σου!» μου έκανε συνωμοτικά. Καλά την λέω πρακτορείο Reuters!

Χαμογέλασα πλατιά και βολεύτηκα καλύτερα στην καρέκλα μου. Το επόμενο εικοσάλεπτο αναλώθηκε να της λέω για τον Maurice. Της τα είπα όλα—πώς γνωριστήκαμε (και στη γιαγιά είπα την αλήθεια, όλη την αλήθεια).

«Tinder? Ίντα ‘ν τούτο;» με διέκοψε μπερδεμένη.

Έφαγα πέντε λεπτά να της εξηγήσω τι είναι το Tinder—«Σαν προξενιό στο κινητό, γιαγιά»—και μετά συνέχισα. Της είπα πώς μόλις μέσα σε μια μέρα με είχε κάνει να τον ερωτευτώ μέχρι τα μπούνια. Τα χέρια μου κινούνταν καθώς μιλούσα, ζωγραφίζοντας στον αέρα.

«Είναι τόσο γλυκούλης και συνεσταλμένος,» είπα, νιώθοντας το χαμόγελο στο πρόσωπό μου να πλαταίνει, «αλλά και πόσο κτητικός και αποφασιστικός όταν χρειάζεται!» Σταμάτησα για να πάρω ανάσα. «Και δεν είναι απλά μορφωμένος, γιαγιά. Είναι βαθύτατα καλλιεργημένος! Ξέρει για τέχνη, για λογοτεχνία…»

Συνέχισα ακάθεκτη, της είπα για τους γονείς του—ο πατέρας δάσκαλος, η μητέρα καθηγήτρια πανεπιστημίου. Μέχρι και για την αγάπη του για τον προγραμματισμό της μίλησα.

«Γράφει κώδικα για παλιούς υπολογιστές, γιαγιά! Κάτι με H-SYNC και raster splits…»

«H-SYNC; Ίντα ‘ν πάλι τούτο;» με διέκοψε.

«Ναι, λες και είχα καταλάβει και του λόγου μου!» της είπα και βάλαμε και οι δυο τα γέλια.

Με εμένα να τιτιβίζω σαν ξαναμμένο σπουργίτι—η φωνή μου ανέβαινε και κατέβαινε από τον ενθουσιασμό—και τη γιαγιά μου να μ’ ακούει υπομονετικά και να χαμογελάει (το ένιωθα από τη φωνή της), δε χρειάστηκε καν ξεμάτιασμα. Ο πονοκέφαλος άρχισε να υποχωρεί σιγά-σιγά, σαν να τον έδιωχνε η ζεστασιά της φωνής της. Μέχρι το τέλος της κουβέντας είχε περάσει ως διά μαγείας.

«Α, και γιαγιά!» της είπα ξαφνικά, θυμούμενη τις διακοπές. Ίσιωσα στην καρέκλα μου από τον ενθουσιασμό. «Και δεν σου είπα και το καλύτερο!»

«Για πες μου!» μου έκανε χαμογελαστή, η περιέργεια φανερή στη φωνή της.

Πήρα μια βαθιά ανάσα για δραματικό εφέ. «Τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτέμβρη θα κατέβουμε στη Λεβεντογέννα! Θα τον γνωρίσεις κι εσύ από κοντά!»

Η απάντησή της ήταν άμεση και τόσο χαρακτηριστική που με έκανε να γελάσω: «Ποιο είναι το αγαπημένο του φαγητό;»

«Παϊδάκια!» της είπα γελώντας. Θυμήθηκα το πρώτο μας ραντεβού και χαμογέλασα ακόμα πιο πλατιά. «Δεν ήταν τυχαία η επιλογή για το πρώτο μας ραντεβού!»

Η γιαγιά έκανε έναν ήχο περιφρόνησης. «Μωρέ θα του φτιάξω εγώ ένα αντικριστό να ξεχάσει τ’ όνομά του!» μου υποσχέθηκε με σιγουριά. Έβαλα τα γέλια, φαντάζοντας τον Maurice να ξερογλείφεται στο πλέγμα. «Τα παϊδάκια είναι μεζές!» συνέχισε η γιαγιά, και τα γέλια μου έγιναν ακόμα πιο δυνατά.

Σκούπισα ένα δάκρυ από τη γωνία του ματιού μου. «Αυτό του είχα πει κι εγώ όταν μου είπε ότι τρία άτομα έφαγαν δύο κιλά παϊδάκια!» Η φωνή μου ήταν ακόμα τρεμάμενη από το γέλιο. «Τα δύο κιλά παϊδάκια εμείς στο χωριό μου τα λέμε ορεκτικό!»

Η γιαγιά γέλασε κι εκείνη και μετά άλλαξε θέμα με τη χαρακτηριστική της ευκολία. «Η κουζουλή η φιλενάδα σου, τι κάνει;» με ρώτησε.

Είχαμε πάει διακοπές μαζί στην Κρήτη πριν δύο χρόνια και η γιαγιά Σοφία την είχε γνωρίσει. Και την είχε λατρέψει από την πρώτη στιγμή. «Κόρη ήθελα εγώ, μαντραχαλάδες μου έκανε ο ανεπρόκοπος ο παππούς σου!» ήταν το μόνιμό της παράπονο. Καθώς εκτός από τον πατέρα μου και το θείο μου το Σήφη, είχε και το θείο μου το Μανώλη (το στερνοπούλι της) ο οποίος—όπως και ο μακαρίτης ο παππούς ο Γιώργης—ήταν ναυτικός, καπετάνιος!

«Καλά είναι η Μαίρη, γιαγιά,» της είπα. Και μετά, με φωνή γεμάτη υπονοούμενα: «Από σήμερα είναι…» Έκανα δραματική παύση. «ΜΥΚΟΝΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΣ!»

Της είπα για το ταξίδι της Μαίρης—φυσικά παρέλειψα τις πικάντικες λεπτομέρειες για τον νεαρό συνοδό της, η γιαγιά δεν χρειαζόταν να ξέρει τα πάντα.

Μετά από τα καθιερωμένα γιαγιαδίστικα—«σ’ αγαπώ κοριτσάκι μου», «να προσέχεις», «να τρως καλά», «να μην κρυώνεις το βράδυ με το αρκουδίσιο»—κλείσαμε το τηλέφωνο.

Ακούμπησα το κινητό στο γραφείο και έκλεισα τα μάτια μου για λίγο. Ο πονοκέφαλος είχε εξαφανιστεί εντελώς. Η μαγεία της γιαγιάς είχε πιάσει και πάλι.

Άνοιξα το laptop μου με καλύτερη διάθεση—τέντωσα τα δάχτυλά μου σαν πιανίστρια πριν από συναυλία—και τουλάχιστον αυτή τη φορά δεν έβλεπα τις κολόνες διπλές. Το λες και πρόοδο. Η οθόνη άναψε χωρίς να με πονάει στα μάτια, τα νούμερα παρέμεναν στη θέση τους.

Γενικά η υπόλοιπη μέρα πέρασε με μένα να τσακώνομαι με το Excel και το Power Point. Σε κάποια φάση βρέθηκα να χτυπάω το χέρι μου στο γραφείο από την απόγνωση—μια φόρμουλα επέμενε να μην δουλεύει όπως έπρεπε. Αν δεν υπήρχαν Claude και ChatGPT, θα είχε φύγει το laptop από το παράθυρο.

Γενικά αν και είναι χρήσιμη η βοήθειά τους, προσπαθώ να τα αποφεύγω. Η μισή χαρά είναι στο να λύνω μόνη μου τα όποια puzzles, να νιώθω εκείνη την ικανοποίηση όταν τελικά βρίσκω τη λύση. Αλλά σήμερα δεν την πάλευα με την καμία. Τα δάχτυλά μου τρέμανε πάνω από το πληκτρολόγιο από την εξάντληση.

Επιπλέον τόσο το SPSS όσο και το νέο Excel μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν python γιατί μερικά πράγματα απλά είναι too complex για να γίνουν φόρμουλες. Κι εγώ δεν είμαι προγραμματίστρια! Κοίταξα την οθόνη με απόγνωση. AIs και πάλι AIs λοιπόν, και ας μου φαινόντουσαν όλα σαν H-SYNC, rupture splits και NOPs—ό,τι στο διάολο και αν ήταν δαύτα.

Κανονικά κλείνω το laptop γύρω στις έξι, αλλά σήμερα δεν την πάλευα με την καμία. Κοίταξα το ρολόι—πεντέμισι. Αρκετά. Έκλεισα το laptop με μια απότομη, αποφασιστική κίνηση και όποιος ένιωθε μάγκας ας ερχόταν να μου ζητήσει τα ρέστα.

Άρπαξα το κινητό μου και έστειλα μήνυμα στον αρκούδο μου: «Τελείωσα! 🎉». Τα δάχτυλά μου πετούσαν πάνω στην οθόνη.

Εκεί έλαβα μήνυμα από την αχαΐρευτη: «Έφτασα ΜΥΚΟΝΟΟΟΟΟΟΟΟΟ!» με όλα τα κεφαλαία και ένα σωρό emojis—ήλιος, θάλασσα, κοκτέιλ, μπικίνι, και… μια στρουθοκάμηλο. «Μωρή, τι είναι αυτό;» της έγραψα για να πάρω απάντηση «Μεγάλο πουλί!», κάνοντάς τον καφέ να μου βγει από τη μύτη και να κάνω το γραφείο χάλια. Όταν βρήκα τις ανάσες μου τις έστειλα «Κάνε μια βουτιά στην πισίνα και για μένα!»

Η απάντηση ήρθε αμέσως: «Η ιδέα είναι να κάνω μια βουτιά στον πιτσιρικά!» συνοδευμένη από ένα emoji που κλείνει το μάτι.

Κούνησα το κεφάλι μου γελώντας. Η Μαίρη είχε ορεξούλες. Πολλή και καλή του τύχη του μικρού—είτε θα κατέληγε ξεζουμισμένος είτε αμπαλαρισμένος για επιστροφή με courier!

Λίγη ώρα αργότερα το τηλέφωνο δονήθηκε ξανά. SMS από τον αρκούδο: «Τελειώνω σε λίγο. Θα περάσω από το σπίτι να πάρω μερικά πράγματα και μετά έρχομαι. ΜΗΝ ΤΟΛΜΗΣΕΙΣ να κάνεις ντους μόνη σου!!! 😤»

Χαχάνισα διαβάζοντας το μήνυμά του, κρατώντας το τηλέφωνο με τα δύο χέρια. As if!

Μην έχοντας τι να κάνω, και επειδή θα αφήναμε και πάλι το γκρινιάρη μερικές ώρες μόνο του, σηκώθηκα από το γραφείο. Τα πόδια μου είχαν μουδιάσει από το πολύ κάθισμα. Πήγα στο σαλόνι, άνοιξα το συρτάρι και έβγαλα το λέιζερ—το κόκκινο που τρέλαινε τον Μπλάκι.

«Έλα εδώ μούργο!» του φώναξα, κουνώντας το λέιζερ.

Ο Μπλάκι εμφανίστηκε σαν από το πουθενά, τα μάτια του ήδη καρφωμένα στην κόκκινη κουκίδα. Άρχισα να την κινώ στο πάτωμα, στους τοίχους, στο ταβάνι. Ο Μπλάκι πηδούσε, έτρεχε, γλιστρούσε στο παρκέ προσπαθώντας να την πιάσει. Το κάναμε Ναγκόρνο Καραμπάχ—τρέχαμε από δωμάτιο σε δωμάτιο, πηδούσε πάνω στα έπιπλα, κάτω από το τραπέζι.

Μιλάμε τον ξεθέωσα κανονικά. Καλά, όχι ότι τον χάλασε το μούργο—τα μάτια του ακόμα έλαμπαν από ενθουσιασμό. Όπως και να έχει, κάποια στιγμή αποφάσισε πως «enough is enough». Σταμάτησε απότομα, με κοίταξε με ένα βλέμμα που έλεγε «τελείωσα» και ήρθε με αργά, αξιοπρεπή βήματα και θρονιάστηκε δίπλα μου στον καναπέ.

Γύρω στις επτά παρά με πήρε τηλέφωνο ο αρκούδος μου, είχε φτάσει.

“You really need to show me what your apartment buzzer is!” Η φωνή του ακουγόταν ελαφρά ταλαιπωρημένη.

Πετάχτηκα όρθια από τον καναπέ. «Περίμενε, κατεβαίνω να σου δείξω!» του είπα.

Στη χαρά μου άρχισα να τρέχω προς την πόρτα. Σταμάτησα απότομα στη μέση του διαδρόμου. Κοίταξα κάτω τον εαυτό μου—μόνο με τη μπλούζα, κάτω από την οποία υπενθυμίζω ότι ήμουν ξεβράκωτη. Έκανα μεταβολή, έτρεξα στο δωμάτιο, άνοιξα το συρτάρι και φόρεσα το πρώτο σορτσάκι που βρήκα.

Κατέβηκα σε χρόνο ρεκόρ στην είσοδο. Από τις σκάλες πήγα—πηδούσα δύο-δύο τα σκαλιά. Ούτε το ασανσέρ δεν περίμενα.

Άνοιξα την πόρτα της εισόδου με ορμή. Ο Maurice στεκόταν εκεί με το τεράστιο σακβουαγιάζ του—που χωρούσε τη μισή του οικοσκευή—στον ώμο του. Το πρόσωπό του φωτίστηκε μόλις με είδε.

Ο φουκαράς ίσα που πρόλαβε να αφήσει το σάκο του να πέσει κάτω. Με ένα άλμα πήδηξα πάνω του, τυλίγοντας τα πόδια μου γύρω από τη μέση του και τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του.

(Και ήταν και ο λόγος για τον οποίο φόρεσα το ρημάδι το σορτσάκι, γιατί έτσι όπως είχα σκαρφαλώσει πάνω του θα βλέπανε οι γείτονες moonlight στις εφτά το απόγευμα!)

«ΑΡΚΟΥΔΙ ΜΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ!» του φώναξα γαντζωμένη πάνω του. Άρχισα να τον φιλάω σε όλο του το πρόσωπο—μέτωπο, μάγουλα, μύτη, πιγούνι. Παντού όπου έβρισκα.

Γέλασε και με κράτησε σταθερά με τα χέρια του κάτω από τους μηρούς μου. Αντί άλλης απάντησης, έσκυψε το κεφάλι του και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο στόμα—αργό, γλυκό, που με έκανε να λιώσω. Μετά με άφησε απαλά κάτω, τα πόδια μου ακούμπησαν στο πεζοδρόμιο.

Now, show me the damned buzzer!” μου είπε χαχανίζοντας, περνώντας το χέρι του στα μαλλιά του.

Τον έπιασα από το χέρι και τον τράβηξα προς την είσοδο. Του έδειξα το κουδούνι μου—τρίτη σειρά, δεύτερο από αριστερά. «Να, εδώ! Βλέπεις; Γράφει “Σ. ΑΛΟΪΖΑΚΗ”.»

Finally!” είπε με ανακούφιση.

Σήκωσε το σακβουαγιάζ του στον ώμο και ανεβήκαμε πάνω. Ανοίγοντας την πόρτα του διαμερίσματος, μας περίμενε ο Μπλάκι. Καθόταν ακριβώς στη μέση του χολ, με την ουρά του τυλιγμένη γύρω από τα πόδια του.

«Νιαρ!» μας καλωσόρισε.

Ο Maurice άφησε τη βαλίτσα κάτω και έσκυψε. “Hello, your majesty!” του είπε, απλώνοντας το χέρι του.

Και εκεί είχαμε και δεύτερο γύρο πανηγυρικών, αν και οφείλω να ομολογήσω ότι ο γάτος μου ήταν πιο συγκρατημένος από εμένα. Τουλάχιστον αυτός δεν του πήδηξε στην αγκαλιά! Ο Μπλάκι πλησίασε, μύρισε το χέρι του Maurice και μετά—σε μια σπάνια επίδειξη στοργής—τρίφτηκε στα πόδια του.

«Καρδούλα μου,» μου είπε ο Maurice με το που περάσαμε μέσα. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και ακούμπησε την πλάτη του σ’ αυτήν για μια στιγμή. «Θα σε πείραζε σήμερα να κάτσουμε σπίτι;»

Τον κοίταξα προσεκτικά. Τα μάτια του ήταν κουρασμένα, οι ώμοι του σκυφτοί. «Όχι μωρό μου, δε με πειράζει!» του είπα καθησυχαστικά, αγγίζοντας το μπράτσο του. «Είσαι κομμάτια, ε;»

«Δε λες τίποτα,» μου απάντησε ξεφυσώντας.

Τον έπιασα από το χέρι και τον οδήγησα προς το σαλόνι. «Πήγαινε κάτσε στο σαλόνι, να πάω να σου φέρω μια μπύρα!» του είπα. Το πρόσωπό του φωτίστηκε και σωριάστηκε στον καναπέ κοιτάζοντάς με γεμάτος ευγνωμοσύνη.

Πήγα στην κουζίνα με γρήγορα βήματα. Άνοιξα το ψυγείο και έβγαλα δύο κουτάκια μπύρες—ήξερα ότι το πρώτο θα έφευγε με την πρώτη. Τα έπλυνα κάτω από τη βρύση, τρίβοντάς τα με το σφουγγαράκι, και τα σκούπισα προσεκτικά με την πετσέτα.

Γύρισα στο σαλόνι κρατώντας τα δύο κουτιά. Η εικόνα που αντίκρισα με έκανε να σταματήσω στην πόρτα: ο Maurice ήταν χυμένος στον καναπέ, το κεφάλι του ακουμπισμένο πίσω, τα πόδια του απλωμένα μπροστά. Και στα γόνατά του, σαν βασιλιάς στο θρόνο του, ο Μπλάκι. Τα δυο μου αγόρια μαζί! Χαμογελώντας σαν βλαμμένο πήγα και κάθισα δίπλα τους. Το μαξιλάρι βούλιαξε κάτω από το βάρος μου.

Του έδωσα τα κουτιά. «Και οι δύο δικές σου είναι!» του είπα χαμογελώντας.

Τα μάτια του γούρλωσαν. Άφησε τα κουτιά στο τραπεζάκι με μια γρήγορη κίνηση. “This is it; Im marrying you!” μου είπε. Το χέρι του πήγε πίσω από το λαιμό μου και με τράβηξε πάνω του. Ο Μπλάκι διαμαρτυρήθηκε και πήδηξε κάτω. Τα χείλη του βρήκαν τα δικά μου και μου έδωσε ένα βαθύ γλυκό φιλί που με έκανε να λιώσω.

Όταν χωρίσαμε, τον κοίταξα πειρακτικά. “Wait till you meet my parents, you might change your mind afterwards!”

Τα χέρια του με κρατούσαν από τη μέση. “Well, until the time comes, they should be tamed!” μου είπε χαχανίζοντας.

Έβαλα τα γέλια και χτύπησα παιχνιδιάρικα το στήθος του. «Η Ευτύχω είναι η ελληνική εκδοχή της Martine!» του είπα. «Πολύ και καλή σου τύχη,» συμπλήρωσα χαχανίζοντας.

Το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση ψεύτικου τρόμου. «Damn!» μου είπε με χαβαλεδιάρικο ύφος.

Σήκωσα το δάχτυλό μου για έμφαση. «Και είναι και Ελληνίδα μάνα!» συμπλήρωσα με νόημα. «Άκλαυτος θα πας φουκαρά μου!»

Ίσιωσε την πλάτη του και χτύπησε το στήθος του με τις γροθιές του σαν γορίλλας—μπαμ, μπαμ, μπαμ. «Im the beer bearing bear, Im afraid of nobody!» Μετά το πρόσωπό του άλλαξε, έγειρε κοντά μου και συμπλήρωσε χαμηλόφωνα: “Well, except my momand probably yours!”

Ξέσπασα σε δυνατά γέλια. «Και ξέχασες και την κυρά-Σοφία!» του είπα όταν βρήκα την ανάσα μου. Ίσιωσα και του διηγήθηκα το πρωινό τηλεφώνημα, χρησιμοποιώντας τα χέρια μου για να μιμηθώ τη γιαγιά μου.

Antikristo?” με ρώτησε, το πρόσωπό του σούφρωσε καθώς προσπαθούσε να προφέρει το όνομα. «Τι είναι πάλι αυτό;» ρώτησε με ζωηρό ενδιαφέρον.

Χαμογέλασα—το νου του στο φαγητό το κροκοδειλάκι μου. Γύρισα εντελώς προς το μέρος του. «Είναι ο παραδοσιακός τρόπος που ψήνουμε αρνί στην Κρήτη!» του εξήγησα.

Τα μάτια του γούρλωσαν τόσο που νόμιζα θα πεταχτούν. «WHAT? OH MY GOD! Φέτος το Πάσχα με είχε καλέσει ένας συνάδελφος και έφαγα αρνί σούβλα στο σπίτι του!» μου εξήγησε, κάνοντας κινήσεις με τα χέρια του σαν να γύριζε σούβλα, νομίζοντας ότι οβελίας και αντικριστό είναι το ίδιο.

Κούνησα το κεφάλι μου. «Maurice μου, καλό το αρνί στη σούβλα, δε λέω, αλλά αν δεν έχεις φάει αντικριστό, δεν έχεις δικαίωμα να πεις ότι έχεις φάει πραγματικό ψητό αρνί στη ζωή σου!»

Έγειρε προς το μέρος μου με ενδιαφέρον. «Better than ovelias?» με ρώτησε, η γλώσσα του πάλευε με την ελληνική λέξη.

Έκλεισα τα μάτια μου και έκανα μια έκφραση απόλαυσης. «You have no idea!» τον διαβεβαίωσα.

Τα μάτια του άστραψαν ακόμα περισσότερο, σχεδόν έβγαζαν σπίθες!

Σήκωσε τη γροθιά του στον αέρα. “Bring it on then!” μου είπε θαρρετά! “I will be the antikristo eating beer bearing bear!” συμπλήρωσε, χτυπώντας πάλι το στήθος του.

Έβαλα και πάλι τα γέλια, κρατώντας την κοιλιά μου. «Στην Κρήτη θα δοκιμάσεις και πραγματική ρακή!»

Σήκωσε το ένα φρύδι του. “Raki? Isn’t this like tsipouro?” με ρώτησε.

Κούνησα το δάχτυλό μου μπροστά του. “Tsipouro is for the younglings,” του εξήγησα με σοβαρό ύφος.

Έβαλε τα γέλια, το σώμα του τραντάχτηκε.

«Και βαράει στο κεφάλι, δεν αστειεύομαι!» πρόσθεσα, κάνοντας την κίνηση του χτυπήματος στο κεφάλι.

“No worries, my little sorceress!” με διαβεβαίωσε.

Θυμήθηκα κάτι και τον κοίταξα. «Και μιας και μιλάμε για φαγητό, τις τρως τις μελιτζάνες;»

«Αμέ!» μου απάντησε με ενθουσιασμό.

Δάγκωσα το χείλος μου και τον κοίταξα διστακτικά. «Οπότε αύριο… αν θες… θα δοκιμάσεις famous Greek moussaka, φτιαγμένο από τα χεράκια της Ευτυχίας!»

Πετάχτηκε σχεδόν από τον καναπέ. “WHAT??? με ρώτησε. Τα μάτια του έλαμπαν σαν χριστουγεννιάτικα λαμπάκια.

«Αν… αν πάμε σπίτι τους να τους γνωρίσεις, η μαμά υποσχέθηκε ότι θα σου φτιάξει μουσακά!»

Σήκωσε τα χέρια του ψηλά σαν να είχε σκοράρει γκολ. “I LOVE EFTYCHO!” μου είπε, η προφορά του ονόματος της μάνας μου βγήκε λίγο στραβή.

Έβαλα τα γέλια. ΕΙΝΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ Ο ΑΤΙΜΟΣ!

Σοβάρεψα λίγο και τον κοίταξα στα μάτια. «Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησα. «Εννοώ ότι αν θέλεις μπορούμε να πάμε να φάμε κάπου έξω!»

Με κοίταξε σαν να του είχα προτείνει να φάει χώμα. “And lose famous Greek moussaka? Are you serious woman?” Το χέρι του πήγε στην καρδιά του με θεατρική απορία. Μετά το πρόσωπό του σοβάρεψε και έπιασε το χέρι μου. «Σόφη μου, δεν έχω πρόβλημα, πραγματικά!» με διαβεβαίωσε. «Ίσα-ίσα, που στο σπίτι των δικών σου θα είμαστε και πιο άνετα.» Τα μάτια του πήραν πάλι εκείνη τη σκανταλιάρικη λάμψη. «Εκτός και αν είστε καμιά αίρεση που θυσιάζει Βέλγους αρκούδους…»

Τον χτύπησα παιχνιδιάρικα στο μπράτσο. «Όχι μωρό μου!» τον διαβεβαίωσα χαμογελώντας. «Εντάξει, θα πάρω τηλέφωνο τη μητέρα μου να της το πω!»

Ο Maurice άνοιξε το δεύτερο κουτάκι—ο χαρακτηριστικός ήχος «τσακ» γέμισε το δωμάτιο. Εγώ πήρα το κινητό μου και σκρόλαρα στις επαφές. Πάτησα το όνομα της μητέρας μου, η οποία απάντησε στο πρώτο χτύπημα. Γούστο έχει να μου έγινε και τηλεπαθητική, χαχάνισα μέσα μου… με φρίκη.

«Δύο φορές σε μια μέρα; Θα λιποθυμήσω!» μου είπε αντί για καλησπέρα, η φωνή της γεμάτη ειρωνεία.

Ανασήκωσα τους ώμους μου αν και δεν μπορούσε να με δει. «Καλά, όταν συνέλθεις να κανονίσεις αύριο στη λαϊκή να πάρεις μελιτζάνες!» της είπα χαμογελώντας.

Άκουσα την ανάσα της να κόβεται. «Θα έρθετε εδώ;» με ρώτησε. Ο ενθουσιασμός στη φωνή της δεν μπορούσε να κρυφτεί.

«Ναι, θα έρθουμε!» της απάντησα. Το χαμόγελό μου πλάτυνε τόσο που πόνεσαν τα μάγουλά μου. «Να πούμε κατά τις οκτώ;»

«Ναι αγάπη μου, μια χαρά είναι στις οκτώ!»

Κοίταξα τον Maurice που είχε ήδη αδειάσει το δεύτερο κουτί. «Μαμά… πάρτε και δυο-τρεις τόνους μπύρες» της είπα χαχανίζοντας. «Οι Βέλγοι την πίνουν αντί για νερό!»

«Μη μου ανησυχείς, θα έχουμε όλα τα καλά!» με διαβεβαίωσε. Έκανε μια μικρή παύση. «Και η γιαγιά σου μου είπε ότι θα πάτε και Κρήτη!»

Κούνησα το κεφάλι μου. «Στα πρόλαβε, ε;» τη ρώτησα γελώντας.

«Ε, την ξέρεις τώρα, μπορεί να έχει επτά εγγόνια αλλά εσύ είσαι η αδυναμία της! Να ξέρεις είναι ο πρώτος γαμπρός, στον οποίο τάζει αντικριστό!»

Έβαλα τα γέλια, γέρνοντας πίσω στον καναπέ. «Η γιαγιά έτσι κι αλλιώς μόνο νύφες είχε!» της υπενθύμισα. «Χώρια που Βασιλική, Μαρία και Κατερίνα παρά είναι μικρές για να της φέρουν γαμπρό.» Οι ξαδέρφες μου ήταν δεκαεννιά, δεκαεφτά και δεκατεσσάρων χρονών αντίστοιχα. «Αν το έκαναν το πιο πιθανό θα ήταν να τον περίμενε με δίκαννο παρά με αντικριστό!»

Η μάνα μου έβαλε τα γέλια με τη σειρά της. Αφού μου είπε να δώσω τους χαιρετισμούς της στον Maurice—δεν της είχα πει ότι είναι δίπλα μου, γιατί ικανή την είχα να με βάλει να του μιλήσει—κλείσαμε.

Άφησα το τηλέφωνο στο τραπεζάκι και γύρισα προς τον Maurice. «Διαθήκη έκανες;» τον ρώτησα με το που έκλεισα το τηλέφωνο, κοιτάζοντάς τον σαν ξερολούκουμο!

Σήκωσε το ένα φρύδι του. «Κινδυνεύω;» με ρώτησε χαχανίζοντας. Παρά την κούραση, το πρόσωπό του φωτίστηκε με εκείνο το παιδικό του χαμόγελο.

Αντί απάντησης σηκώθηκα από τον καναπέ. Έπιασα το κάτω μέρος της μπλούζας μου και την έβγαλα με μια αργή, επιδεικτική κίνηση. Την πέταξα κάπου πίσω μου χωρίς να κοιτάξω πού προσγειώθηκε. Σήκωσα τα χέρια μου και έπιασα τα μαλλιά μου σε έναν πρόχειρο κότσο, στρίβοντάς τα γρήγορα.

Άρχισα να γονατίζω μπροστά του, τα χέρια μου ήδη κατευθύνονταν προς τη ζώνη του, αλλά πριν προλάβω να φτάσω στο πάτωμα, τα χέρια του με έπιασαν από τους ώμους και με σταμάτησε.

«Μωρό μου δεν έχω κάνει ακόμα ντους!» Το πρόσωπό του ήταν κόκκινο. «Θες να μου πάθεις καμιά δηλητηρίαση;» με ρώτησε χαχανίζοντας, αλλά η φωνή του είχε και έναν τόνο σοβαρότητας.

Τον κοίταξα με μισόκλειστα μάτια και ένα πονηρό χαμόγελο. «Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει!» του απάντησα στα ελληνικά χαχανίζοντας.

«Τι;» με κοίταξε μπερδεμένος. «Τι είπες;»

Κάθισα στις φτέρνες μου και του εξήγησα: «Είναι έκφραση που σημαίνει ότι οι κακοί άνθρωποι—ή τα κακά πράγματα—δεν πεθαίνουν εύκολα. Σαν το… evil never dies, αλλά πιο… χιουμοριστικό;»

Την έκφρασή του άλλαξε. Τα φρύδια του σούφρωσαν και το χαμόγελο εξαφανίστηκε από το πρόσωπό του. Με μια γρήγορη κίνηση με τράβηξε και με έβαλε στα γόνατά του, με την κοιλιά μου κάτω. Τα χέρια μου προσγειώθηκαν στον καναπέ για στήριξη.

«Τι—» άρχισα να λέω αλλά δεν πρόλαβα να τελειώσω, ένιωσα τα δάχτυλά του να αγγίζουν το λάστιχο του σορτς μου και με μια κίνηση το κατέβασε.

ΠΛΑΤΣ! Το χέρι του προσγειώθηκε στον αριστερό μου γλουτό.

«Ααα!» Δεν ήταν τόσο ο πόνος όσο η έκπληξη.

Συνέχισε—πέντε σε κάθε πλευρά. Δεν ήταν απαλές, το χέρι του άφηνε ένα κάψιμο που απλωνόταν σαν φωτιά. Αλλά ταυτόχρονα δεν ήταν και τόσο δυνατές ώστε να πονέσουν πραγματικά. Ήταν… παιχνιδιάρικες αλλά αποφασιστικές.

Μετά την τελευταία, με σήκωσε και με έβαλε να καθίσω ίσια δίπλα του. Με κοίταξε στα μάτια—η έκφρασή του ήταν σοβαρή, σχεδόν αυστηρή. «Αυτό να μην το ξαναπείς ποτέ!» μου είπε. Ο τόνος του δε σήκωνε αντίρρηση.

Μιλάμε ψάρωσα τελείως. Το στόμα μου άνοιξε και έκλεισε σαν ψάρι εκτός νερού. Μου έκανε και η Μαίρη καμιά φορά τέτοια—minus το spanking φυσικά—όταν έλεγα κάτι πολύ αυτοκαταστροφικό, και έβαζα την ουρά στα σκέλια σαν δαρμένο σκυλί.

«Μάλιστα!» του απάντησα, η φωνή μου βγήκε πιο ψιλή από το συνηθισμένο. Κατάπια και διόρθωσα: “I meanyes Sir!”

Το “Sir” βγήκε αυθόρμητα, χωρίς να το σκεφτώ. Ο Maurice εκείνη τη στιγμή δεν έπαιζε—το ένιωθα.

Και εκεί το συνειδητοποίησα. Κάθισα εντελώς ακίνητη, το μυαλό μου προσπαθούσε να επεξεργαστεί τι μόλις είχε συμβεί. Ο Maurice ήταν σα να μου τις «έβρεξε».

Χέρι πάνω μου δεν είχαν σηκώσει ούτε οι ίδιοι μου οι γονείς—ποτέ. Μπορεί να είμαι δοτική και υποχωρητική στις σχέσεις μου, αλλά χέρι που απλωνόταν πάνω μου το έκοβα σύριζα. Και δεν το λέω στη θεωρία. Ο Πάνος μια φορά μου είχε χώσει χαστούκι σε έναν καβγά και η αντίδρασή μου ήταν αστραπιαία—του μετακόμισα τα μπαλάκια στον οισοφάγο με μια κλωτσιά που τον έστειλε στο πάτωμα να βογκάει.

Αλλά τώρα… τώρα ήταν διαφορετικά.

Maurice?” τον ρώτησα αβέβαια. «Μου τις έβρεξες τώρα;» Το μυαλό μου πάσχιζε ακόμα να βγάλει άκρη με τα συναισθήματα που στροβιλίζονταν μέσα μου.

What?” με ρώτησε με γνήσια απορία στο πρόσωπό του.

Δάγκωσα το κάτω χείλος μου. «Νιώθω σαν…» Σταμάτησα, δίστασα για μερικές στιγμές ψάχνοντας να βρω τα σωστά λόγια. Τα χέρια μου έπαιζαν νευρικά με το τελείωμα του σορτς μου. «Σαν… σαν να τιμωρήθηκα για κάποια αταξία!»

Η έκφρασή του άλλαξε. Ένα μικρό χαμόγελο εμφανίστηκε στις άκρες των χειλιών του και το βλέμμα του σπινθήριζε σκανταλιάρικα. “Well, you did!” μου είπε. “You were a bad girl!”

«OK!» απάντησα, νιώθοντας ξαφνικά ξελαφρωμένη. Το στήθος μου χαλάρωσε και πήρα μια βαθιά ανάσα. Παιχνίδι ήταν. Φυσικά και ήταν παιχνίδι.

Έγειρε πιο κοντά μου, το πρόσωπό του έλαμπε παιχνιδιάρικα. «Σου χρωστάω ακόμα πενήντα σε κάθε κωλομέρι για το μπαλκόνι σου, ωστόσο!» συνέχισε χαχανίζοντας. «Για να μην αναφέρω το πρωινό σου insurrection

Τα μάτια μου γούρλωσαν. «Πενήντα; Δεκαπέντε μου είχες πει αρχικά!» διαμαρτυρήθηκα, σταυρώνοντας τα χέρια μου.

Σήκωσε το δάχτυλό του σαν δάσκαλος που διορθώνει μαθητή. «Και μου είχες απαντήσει, κάτσε να το δω και θα γίνουν πενήντα!» μου απάντησε. Τα μάτια του λάμπανε παιχνιδιάρικα, σχεδόν προκλητικά.

«Τι πας και θυμάσαι κι εσύ…» του είπα χαχανίζοντας.

Δεν πρόλαβα να πω τίποτα άλλο. Με άρπαξε και βρέθηκα ξανά πάνω στα γόνατά του, στην ίδια θέση. Αυτή τη φορά δεν περίμενε—πάρε δέκα σε κάθε γλουτό, πιο παιχνιδιάρικες από πριν αλλά αρκετές για να νιώσω τη ζέστη να απλώνεται.

Και να σου πάλι μούσκεμα η δικιά σου. Ένιωσα την υγρασία ανάμεσα στα πόδια μου να αυξάνεται.

Όταν τελείωσε, με άφησε να σηκωθώ. Στάθηκα μπροστά του, ανέβασα το σορτς μου και τον κοίταξα με μάτια που έβγαζαν φωτιές. «Κάτσε καλά θα σε βιάσω!» τον απείλησα.

Γέλασε, ένα βαθύ ζεστό γέλιο. «Καλά, δεν το λες και βιασμό!» μου είπε. Έπιασε το χέρι μου και το οδήγησε πάνω στο παντελόνι του. Το όργανό του ήταν σκληρό σαν πέτρα, κόντευε να τρυπήσει το μποξεράκι του.

«Βρε καυλοράπανο!» του είπα χαζογελώντας στα ελληνικά. Το χέρι μου έμεινε εκεί, νιώθοντας τη σκληράδα κάτω από το ύφασμα.

Με κοίταξε με σουφρώνοντας τα φρύδια με απορία που μ’ έκανε να χαχανίζω. “What now?”

Και άντε πάλι να προσπαθήσω να του εξηγήσω. «Είναι… κάποιος που είναι πολύ καυλωμένος. Σαν… horny radish;» Δεν υπήρχε καλή μετάφραση.

Kavolarapano!” μου είπε, η γλώσσα του παιδευόταν με τις συλλαβές. Το πρόσωπό φωτίστηκε και πάλι από αυτό το παιχνιδιάρικό του χαμόγελο. “Now, that’s an interesting word!”

“No kavolarapano, kavlorapano” τον διόρθωσα χαχανίζοντας.

Damn! Kavlorapano” μου είπε συλλαβιστά. Με κοίταξε με το αιώνιο σκανταλιάρικό του βλέμμα.

Thats Greek to me! Literally!” μου έκανε με προσποιητή απελπισία, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

Πήγαμε σχεδόν κουτρουβαλώντας στο ντους, γεμίζοντας τη διαδρομή με ρούχα που βγάζαμε στην πορεία. Προσπαθούσαμε ταυτόχρονα να γδυθούμε και να μη φάμε τα μούτρα μας—ο Maurice σκόνταψε στο χαλάκι του μπάνιου και παραλίγο να με πάρει μαζί του. Τα γυαλιά του τα άφησε προσεκτικά στο νιπτήρα.

Μπήκαμε στη μπανιέρα με κάποια δυσκολία—δύο άτομα σε μία μπανιέρα δεν είναι πάντα εύκολο. Άνοιξα τη βρύση και έφαγα τις καθιερωμένες μου πέντε στα κωλομέρια—μία για κάθε προσπάθεια μέχρι να βάλω τη σωστή θερμοκρασία στο νερό.

Τελικά, όταν η θερμοκρασία έγινε ιδανική, χωθήκαμε κάτω από το ντους. Το νερό έτρεχε πάνω μας σαν καταρράκτης. Έγειρα πάνω στο στέρνο του, και με κράτησε σφιχτά πάνω του με τα χέρια του γύρω από τη μέση μου. Αφήσαμε το νερό να μας πάρει στη δροσερή του αγκαλιά.

Ξεφύσησε βαθιά, το στήθος του ανέβηκε και κατέβηκε. «Το μόνο που δε μπορώ να συνηθίσω είναι αυτή η ζέστη!» μου είπε. Τα μαλλιά του είχαν κολλήσει στο μέτωπό του.

«Ναι, το ελληνικό καλοκαίρι τα έχει αυτά…» του απάντησα. Έγειρα λίγο πίσω για να μπορώ να τον κοιτάζω—το πρόσωπό του ήταν κόκκινο από τη ζέστη. «Και τώρα έχουμε και τα air-conditions, φαντάσου πώς ήταν παλιότερα!»

Τα μάτια του γούρλωσαν με τρόμο. «Αρνούμαι!» μου είπε με πάθος, κουνώντας το κεφάλι του δεξιά-αριστερά.

Έβαλα τα γέλια και άρχισα το trivia μου. «Η υψηλότερη θερμοκρασία που έχει καταγραφεί στην Ευρώπη, ήταν εδώ, Αθήνα!» Σήκωσα το δάχτυλό μου για έμφαση. «Ήταν το 1978 και ήταν 48 βαθμοί Κελσίου.»

“Jesus Christ superstar!” μου απάντησε. Τα μάτια του ήταν τόσο ανοιχτά που φοβήθηκα μην του πέσουν.

«Ναι, τα κάνει κάτι τέτοια κάποια καλοκαίρια,» του είπα στενάζοντας. Το νερό συνέχιζε να τρέχει πάνω μας. «Ξέρεις πότε αρχίσαμε στην Ελλάδα να βάζουμε air-conditions;» τον ρώτησα συνεχίζοντας το trivia.

Κούνησε το κεφάλι του.

«Μετά τον μεγάλο καύσωνα του 1987 που πέθαναν πάνω από χίλιοι τριακόσιοι άνθρωποι!»

WHAT?” Το στόμα του άνοιξε διάπλατα. Τα μάτια του γούρλωσαν σαν του βατράχου.

Ένευσα σοβαρά. «Για έντεκα ολόκληρες μέρες, από τις 21 Ιουλίου μέχρι τις 31 Ιουλίου είχε κάθε μέρα 40 με 43 βαθμούς.» Η φωνή μου έγινε πιο σιγανή. «Βάλε και το νέφος, βάλε και ότι ακόμα και τη νύχτα έπεφτε με το ζόρι ελάχιστα κάτω από τους 30 και πέθανε κόσμος σαν τα κοτόπουλα από τη θερμοπληξία.»

Damn!” Το πρόσωπό του γέμισε θλίψη. Με κράτησε πιο σφιχτά.

Κοίταξα κάτω, το νερό που έτρεχε στα πόδια μας. «Τότε χάσαμε και τον παππού τον Παναγιώτη, τον πατέρα της μητέρας μου.» Η φωνή μου έτρεμε λίγο. «Θερμοπληξία που οδήγησε σε καρδιακή ανεπάρκεια και ο παππούς είχε καρδιολογικά…»

Im so sorry, babe” μου είπε ακόμα πιο στεναχωρημένος. Το ένα του χέρι ανέβηκε και άρχισε να χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά μου. Τα χείλη του ακούμπησαν το μέτωπό μου σε ένα απαλό φιλί.

«Ο πατέρας μου να δεις…» συνέχισα, νιώθοντας το συναίσθημα να με πλημμυρίζει. «Εντάξει, δεν ήταν ο πρώτος του ασθενής που πέθανε, αλλά εκείνη τη φορά το είχε πάρει τελείως προσωπικά.» Σήκωσα το βλέμμα μου να τον κοιτάξω. «Και λογικό είναι, ο πεθερός του ήταν.»

«Λυπάμαι μωρό μου,» μου επανέλαβε. Τα μάτια του ήταν γεμάτα συμπόνια. Και τι θα μπορούσε άλλωστε να πει;

«Βέβαια εγώ τότε δεν είχα γεννηθεί, αλλά μου την έχουν πει την ιστορία…» είπα ξεφυσώντας. Προσπάθησα να διώξω τη μελαγχολία. Ανασήκωσα τους ώμους μου και προσπάθησα να χαμογελάσω. «Τέλος πάντων… Οπότε ναι, κλιματιστικό και πάλι κλιματιστικό!» του απάντησα. Έγειρα και πάλι στο στέρνο του, ακούγοντας την καρδιά του να χτυπάει κάτω από το αυτί μου.

Με κράτησε έτσι για λίγο, κάτω από το νερό που συνέχιζε να μας δροσίζει. Τα χέρια του χάιδευαν απαλά την πλάτη μου, από τον αυχένα μέχρι τη μέση, ξανά και ξανά. Δεν είπε τίποτα—απλά με κρατούσε, με άφηνε να νιώσω τη ζεστασιά του σώματός του, την ασφάλεια της αγκαλιάς του.

Τελειώσαμε το ντουζάκι μας, αλλά παρόλο που είχαμε μπει με πονηρούς σκοπούς, η αναφορά στον καύσωνα του 1987 και την απώλεια του παππού μου βάρυνε το κλίμα. Η ατμόσφαιρα είχε αλλάξει—από παιχνιδιάρικη σε μελαγχολική. Οπότε τελικά καθίσαμε φρόνιμοι, απλά κρατώντας ο ένας τον άλλον κάτω από το νερό.

Βγήκαμε από τη μπανιέρα και σκουπιστήκαμε σιωπηλά. Ο Maurice μου έδωσε την πετσέτα μου με ένα τρυφερό χαμόγελο. Επιστρέψαμε στο δωμάτιο για να ντυθούμε. Εκείνος φόρεσε ένα σορτς και ένα t-shirt ενώ εγώ το κάτω μου εσώρουχο και μια μακριά μπλούζα, ούτε τα μαλλιά δεν έκανα.

Δε βαριέσαι, ας έμοιαζα με σκαντζόχοιρο που έπεσε σε ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα. Τα μαλλιά μου είχαν αρχίσει ήδη να φριζάρουν. Έτσι κι αλλιώς μέσα θα μέναμε.

Επιστρέψαμε στο σαλόνι και κάθισα στον καναπέ. Η κοιλιά μου έκανε έναν ήχο διαμαρτυρίας. «Τι θα φάμε;» τον ρώτησα. Μια πείνα είχε αρχίσει να με πιάνει και δεν θα βγαίναμε για παϊδάκια, όπως είχαμε πει αρχικά. «Σουβλάκια;»

Ο Maurice κάθισε δίπλα μου και με κοίταξε με ένα διστακτικό χαμόγελο. «Τώρα αν σου πω ότι δε θέλω να φάω κρέας θα το πάρεις ψύχραιμα ή θα μου βάλεις θερμόμετρο;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

Γέλασα και τον χτύπησα παιχνιδιάρικα στο μπράτσο. «Όχι μωρό μου!» του είπα. Τα μάτια μου φωτίστηκαν με μια ιδέα. «Έχει ένα μαγαζί εδώ που έχει καταπληκτικά θαλασσινά…» συνέχισα ενθουσιασμένη. Σταμάτησα και το σκέφτηκα. «Εντάξει, τυπικά και αυτά κρέας είναι…»

Ανασήκωσε τους ώμους του. «Ναι αμέ, γιατί όχι;» Ακούμπησε πίσω στον καναπέ. «Αλλά θα πρέπει να μου προτείνεις εσύ κανένα πιάτο. Εγώ εδώ πρόλαβα να μάθω μόνο γαύρο τηγανητό και καλαμαράκια.» Κούνησε το κεφάλι του. «Στο Βέλγιο… δεν τρως εύκολα φρέσκο ψάρι!»

«Αμέ!» του απάντησα με ενθουσιασμό. Άρπαξα το κινητό μου και άνοιξα το e-food. Τα δάχτυλά μου πετούσαν στην οθόνη καθώς έψαχνα. Βρήκα το κατάστημα που είχα στο νου μου—«Το Κύμα»—και άρχισα να εξηγώ στον Maurice, δείχνοντάς του την οθόνη.

«Προτείνω μύδια αχνιστά, θα τα λατρέψεις!» Σκρόλαρα παρακάτω. «Καλαμαράκια, χταποδάκι ψητό με λαδορίγανη…» Ξαφνικά είδα κάτι και πετάχτηκα σχεδόν από τον καναπέ. «ΑΑΑΑΑΑΑ!» φώναξα με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό. «Έχει φρέσκια μαρίδα! Είναι σαν τον γαύρο αλλά μικρότερη!»

Τα μάτια του έλαμψαν. «Και αυτό, τότε!» μου απάντησε, μοιραζόμενος τον ενθουσιασμό μου. Έγειρε να δει καλύτερα την οθόνη. «Τι άλλα;»

Συνέχισα να σκρολάρω. «Μπακαλιάρο με σκορδαλιά!» ανακοίνωσα θριαμβευτικά. «Μπακαλιάρο μπορεί να έχεις φάει, αλλά σκορδαλιά αποκλείεται!» του είπα με σιγουριά.

Σήκωσε το δάχτυλό του με ύφος. «Χα! Νομίζεις!» Χαμογέλασε πλατιά. «Είχαμε βγει για φαγητό με φίλους την 25η Μαρτίου και είχα δοκιμάσει!» Κοίταξε πάλι την οθόνη. «Ταραμοσαλάτα έχει;»

Έψαξα στο μενού. «Όχι,» είπα γελώντας, «ταραμοσαλάτα δεν έχει το μενού σήμερα.»

Damn!” μου απάντησε κουνώντας το χέρι του με θεατρική απογοήτευση. “What else?”

Τον κοίταξα με ένα φρύδι σηκωμένο. «Μωρό μου, πόσο θα φάμε…» ξεκίνησα να λέω. Μετά είδα τα μάτια του—με κοίταζε σαν κουτάβι που ζητάει φαγητό. «Τι ρωτάω κι εγώ,» συνέχισα χαχανίζοντας. Σκρόλαρα ακόμα παρακάτω. «Θέλεις να πάρουμε και χόρτα; Όλως παραδόξως έχει κρίταμα!» του είπα ενθουσιασμένη.

Γύρισε το κεφάλι του με απορία. “What is this?”

«Τα κρίταμα είναι ένα φυτό που φυτρώνει κοντά στη θάλασσα,» του εξήγησα, κάνοντας χειρονομίες με τα χέρια μου. «Είναι πολύ νόστιμο! Προσωπικά για μένα είναι πιο νόστιμο και από τα σπαράγγια.»

Τα μάτια του άστραψαν. “Kritama, yes!” μου έκανε με παιδιάστικο ενθουσιασμό. Μετά το πρόσωπό του πήρε μια αθώα έκφραση. «Μπύρες έχουμε;» ρώτησε κοιτάζοντάς με, ενώ ήξερε πολύ καλά ότι τις είχε λιανίσει.

Κούνησα το κεφάλι μου. «Όχι, αλλά είναι ανοιχτό το συνοικιακό σούπερ μάρκετ εδώ πιο κάτω.» Σηκώθηκα από τον καναπέ. «Κάνουμε την παραγγελία και πάμε να πάρουμε και μπύρες!»

Πετάχτηκε όρθιος και χτύπησε το στήθος του. “Beer bearing bear!”

«Ναι, αρκούδι μου!» του είπα χαχανίζοντας.

Καθίσαμε πάλι και συμπληρώσαμε την παραγγελία. Τελικά παραγγείλαμε και γαρίδες σαγανάκι—«Αυτό είναι με ντομάτα και φέτα» του εξήγησα—και μύδια σαγανάκι, και τηγανητές πατάτες. Η λίστα μεγάλωνε συνεχώς, αλλά δεν ανησυχούσα. Με τον αρκούδο μου δε θα πήγαινε τίποτα χαμένο.

Πατήσαμε «Ολοκλήρωση παραγγελίας». Η οθόνη έδειξε: «Εκτιμώμενος χρόνος: 40 λεπτά».

«Τέλεια!» είπα. «Έχουμε χρόνο!»

Στο ενδιάμεσο ντυθήκαμε πρόχειρα—εγώ φόρεσα ένα σορτς και σνίκερς και εκείνος απλά τα παπούτσια του. Βγήκαμε από το διαμέρισμα και κατεβήκαμε στο δρόμο. Το σούπερ μάρκετ ήταν πέντε λεπτά με τα πόδια, στη γωνία.

Μπήκαμε μέσα και ο Maurice πήγε κατευθείαν στο τμήμα με τις μπύρες σαν να τον τραβούσε μαγνήτης. Ευτυχώς που είχε μπύρες και στα ψυγεία—οι περισσότερες ήταν ζεστές στα ράφια.

«Πόσες να πάρουμε;» με ρώτησε, ήδη γεμίζοντας το καλάθι.

Τον κοίταξα, κοίταξα το καλάθι που είχε ήδη δέκα κουτιά, και γέλασα. «Βέβαια, καλού-κακού πάρε και…» Έδειξα ένα ολόκληρο καφάσι στο ράφι. «Ένα καφάσι που θα το αφήσουμε έξω από το ψυγείο.»

Τα μάτια του έλαμψαν σαν μικρού παιδιού τα Χριστούγεννα.

Στο ταμείο η κοπέλα μας κοίταξε περίεργα—δύο άτομα με τρία καλάθια γεμάτα μπύρες. Ο Maurice σήκωσε το καφάσι στον ώμο του σαν να μην ήταν τίποτα, εγώ κρατούσα τις σακούλες με τις παγωμένες.

Γυρίσαμε στο σπίτι με τον Maurice φορτωμένο σα γαϊδούρι. Καλά, όχι ότι δεν κουβαλούσα κι εγώ σακούλες—τα χέρια μου είχαν αρχίσει να μουδιάζουν από το βάρος.

Μόλις μπήκαμε μέσα, άφησε το καφάσι κάτω με έναν αναστεναγμό ανακούφισης. «Και τώρα,» είπε τρίβοντας τα χέρια του, «η πρόκληση!»

Άνοιξε το ψυγείο και κοίταξε μέσα σαν στρατηγός που μελετάει το πεδίο της μάχης. Εκεί έπιασε δουλειά ο πρωταθλητής Tetris. Έβγαζε πράγματα, τα ανακατάταξε, έβαζε μπύρες, ξανάβγαζε, ξανάβαζε. Κάθε εκατοστό χώρου αξιοποιήθηκε και θα ορκιζόμουν ότι παραβίασε και πάλι δυο-τρεις νόμους της φυσικής, ωστόσο στο τέλος τα κατάφερε.

«Και τώρα περιμένουμε το φαγητό!» του είπα βγάζοντας το σορτσάκι μου και πετώντας το στο πάτωμα, με τον Μπλάκι να πηδάει από το δέντρο του και να του κάνει ανάκριση.

«Προλαβαίνεις να με βιάσεις;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

ΤΙ ΡΩΤΑΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ! ΦΥΣΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΟΛΑΒΑΙΝΑ!

Η μπλούζα μου βγήκε με συνοπτικές διαδικασίες και από αρκούδος έγινε ευκάλυπτος in the blink of the eye. Με εμένα γαντζωμένη πάνω του σαν απελπισμένο κοάλα, πήγαμε στο δωμάτιο διά τα περεταίρω!


13. Incontinentia Buttocks

Ο Maurice με άφησε απαλά στο κρεββάτι και έβγαλε τα ρούχα του. Ανακάθισα στο κρεβάτι με τα πόδια στο πάτωμα και τον τράβηξα προς το μέρος μου. Σήκωσα τα μάτια μου προς τα πάνω και τον κοίταξα για μερικές στιγμές πριν τον πάρω σχεδόν πλήρως ορθωμένο στο στόμα μου. Τα μάτια μου έκλεισαν από μόνα τους και κούνησα το κεφάλι μου μπροστά παίρνοντάς τον όλο μέσα μου.

Τον ρούφηξα μερικές φορές από το κεφαλάκι μέχρι τη ρίζα του και μετά τραβήχτηκα και άρχισα απλά να τον γλείφω ακολουθώντας την ίδια διαδρομή. Του ξέφυγε ένα σιγανό βογγητό—το παιχνίδι με τη γλώσσα μου του άρεσε—οπότε συνέχισα να του το κάνω για λίγη ώρα, και μετά τον πήρα ξανά όλο μέσα στο στόμα μου.

Με το στόμα γεμάτο, και με κάποια δυσκολία άνοιξα τα μάτια μου και προσπάθησα να τον κοιτάξω. Είχε τα μάτια του κλειστά και απολάμβανε την πίπα με όλη του την ψυχή, οπότε αποφάσισα να το πάω μέχρι τέλους. Δεν πειράζει, σεξ μπορούσαμε να κάνουμε και πιο μετά.

Τραβήχτηκα και πάλι. «Μωρό μου, κάτσε στο κρεββάτι.»

Χαμογέλασε και με κοίταξε. «Αν συνεχίσουμε έτσι δεν… δεν θ’ αντέξω!»

«Αυτή είναι η ιδέα,» του απάντησα κλείνοντάς του παιχνιδιάρικα το μάτι.

Nope!” μου έκανε κουνώντας το κεφάλι του αρνητικά.

Yup!” του είπα χασκογελώντας και μετά το συμπλήρωσα με όσο πιο αισθησιακή φωνή γινόταν. “Please Sir, let me pleasure you with my mouth!”

Του έπιασα το χέρι απαλά και τον τράβηξα να κάτσει στο κρεββάτι. Με το που έκατσε γονάτισα μπροστά του, έπιασα το ορθωμένο του όργανο στα χέρια μου και άρχισα και πάλι να το γλείφω από το κεφαλάκι μέχρι τη βάση. Μόνο που αυτή τη φορά δε σταμάτησα, χαμήλωσα κι άλλο και άρχισα να του γλείφω τα μπαλάκια, κάνοντάς τον να ανατριχιάσει.

Do you like it Sir?” τον ρώτησα με την ίδια φωνή.

I love it, my sorceress!” μου απάντησε με βραχνή φωνή από τον ερεθισμό.

Δεν χρειαζόμουν τίποτα περισσότερο, ανασηκώθηκα ελαφρά και τον πήρα ξανά όλο μέσα στο στόμα μου και άρχισα να ανεβοκατεβάζω το κεφάλι μου αργά και αισθησιακά. Ένιωσα το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου. Στην αρχή το είχε απλά ακουμπήσει πάνω του, αλλά στη συνέχεια σφίγγοντάς με προσεκτικά από τα μαλλιά, ξεκίνησε να μου δίνει τον ρυθμό που ήθελε. Αυτή τη φορά δεν ξεκίνησα να τον παίζω με το χέρι μου, απλά αφέθηκα στο ρυθμό του χρησιμοποιώντας μόνο χείλη και γλώσσα.

Είχα τα μάτια μου σφαλιστά κλειστά απολαμβάνοντας, πραγματικά απολαμβάνοντας, την πίπα που του έκανα με όλη μου την ψυχή. Μου άρεσε να προσφέρω ικανοποίηση στους παρτενέρ μου, πάντα το έκανα, αλλά όταν ήμουν ερωτευμένη η αίσθηση απογειωνόταν.

Και με τον Maurice είχα δαγκώσει τη λαμαρίνα τόσο δυνατά όσο με κανέναν άλλο στη ζωή μου!

Η γεύση του και η μυρωδιά του με ξετρέλεναν και οι σιγανοί του στεναγμοί—που σιγά-σιγά είχαν αρχίσει να γίνονται βογγητά—το απογείωσαν. Το αγόρι μου το ευχαριστιόταν με όλη του την ψυχή, κάνοντας την δική μου να βγάλει φτερά. Με έσφιξε ακόμα πιο δυνατά από τα μαλλιά και επιτάχυνε ακόμα περισσότερο το ρυθμό του, κι εγώ τον ακολούθησα υπάκουα.

Ένιωσα του προσπερματικά υγρά και σε λίγο τα γνώριμα πρώτα τινάγματα καθώς πλησίαζε στην κορύφωση του οργασμού του. Με κράτησε ακίνητη και τα τινάγματα έγιναν σπασμοί και ένιωσα το στόμα μου να πλημμυρίζει. Δεν περίμενα να τα μαζέψω αυτή τη φορά, κατάπια την κάθε του ριπή, και συνέχισα να τον χαϊδεύω τρυφερά με τη γλώσσα μου, μέχρι που οι σπασμοί καταλάγιασαν και τελικά σταμάτησαν τελείως.

Ένιωσα το χέρι του να αφήνει τα μαλλιά μου και τραβήχτηκα απαλά. Μόλις βγήκε έξω, τον ξαναπήρα στο στόμα μου και τον καθάρισα προσεκτικά από τα σάλια μου. Τραβήχτηκα ξανά και σήκωσα το βλέμμα μου προς τον αρκούδο μου, που είχε ακόμα κλειστά τα μάτια και πάσχιζε να βρει τις ανάσες του.

Χαμογέλασα σαν το χαζό και εκείνη τη στιγμή άνοιξε τα μάτια του και με κοίταξε. “Woah... Just woah...

«Σου άρεσε μωρό μου;» τον ρώτησα, ακόμα γονατιστή δίπλα του. Παρά το ότι η απάντηση ήταν ολοφάνερη—το πρόσωπό του έλαμπε από ικανοποίηση—ήθελα να την ακούσω. «Το απόλαυσες;»

Με κοίταξε με αυτό το παιχνιδιάρικο βλέμμα του, σηκώνοντας ελαφρά το ένα φρύδι. “Dear lady, could you be so kind to remind me of my name?”

Ίσιωσα την πλάτη μου και πήρα ένα επίσημο ύφος. “Most certainly, Sir,” του απάντησα εξίσου παιχνιδιάρικα, βάζοντας το χέρι μου στην καρδιά μου. “You are Sir Maurice Mertens, an H-SYNC wizard, Rupture enthusiast, Indian tamer and beer bearing bear!”

«ΧΑΧΑΧΑ, δεν είμαι Sir!» μου απάντησε, το σώμα του τραντάχτηκε από το γέλιο.

«Για μένα είσαι!» του απάντησα κλείνοντας παιχνιδιάρικα το μάτι.

Άπλωσε τα χέρια του και με βοήθησε να σηκωθώ από το πάτωμα. Τα γόνατά μου διαμαρτυρήθηκαν ελαφρά. Σκαρφάλωσα στα γόνατά του, βολεύοντας τα πόδια μου εκατέρωθεν. Με άρπαξε από τη μέση—τα δάχτυλά του βυθίστηκαν στη σάρκα μου—και με τράβηξε προς το μέρος του. Βρέθηκα να χάνω και πάλι τον εαυτό μου μέσα σε ένα αργό, βαθύ, ερωτικό φιλί που με έκανε να ζαλιστώ.

Μετά από λίγο σηκωθήκαμε—με τα πόδια μου να έχουν γίνει ελαφρώς ζελές—και επιστρέψαμε στο σαλόνι. Μόλις μπήκαμε, σταματήσαμε απότομα και αρχίσαμε και οι δύο τα δυνατά χαχανητά.

Ο Μπλάκι είχε χωθεί όλος μέσα στο σορτσάκι που είχα πετάξει στο σαλόνι πριν. Το σώμα του ήταν εντελώς κρυμμένο μέσα στο ύφασμα, και από το ένα μπατζάκι εξείχε μόνο η ουρά του. Την κουνούσε σιγά με αυτή τη χαρακτηριστική κυματιστή κίνηση, δεξιά-αριστερά, σαν μετρονόμος.

«Μπλάκι, τι κάνεις εκεί μέσα;» του είπα ανάμεσα στα γέλια.

Η ουρά σταμάτησε για μια στιγμή, μετά συνέχισε το κούνημα. Καμία άλλη αντίδραση.

Αποφασίζοντας ότι δε θα βγάλουμε άκρη μαζί του, τον αφήσαμε στην ησυχία του. Καθίσαμε στον καναπέ—εγώ κουλουριάστηκα δίπλα στον Maurice, το κεφάλι μου στον ώμο του.

Εκείνη τη στιγμή το κινητό μου άρχισε να βουίζει πάνω στο τραπεζάκι. Η οθόνη έδειχνε «Μαίρη 💕».

Το πήρα στα χέρια μου ήδη χαχανίζοντας. «Είναι από τη Μαίρη,» είπα στον Maurice. «Είτε αυτή τη στιγμή ο πιτσιρικάς της θα είναι στη διαδικασία ξεζουμίσματος είτε θα τον έχει αμπαλάρει για να τον στείλει στη μαμά του με Courier!» Χαζογέλασα με τη σκέψη.

Ο Maurice με κοίταξε με απορία, τα φρύδια του σηκωμένα. Φυσικά δεν κατάλαβε γρι.

«Θα σου εξηγήσω!» του είπα και άνοιξα το μήνυμα.

Είχε μόνο ένα link. https://www.youtube.com/watch?v=E8lICJywqwg

Το πάτησα με περιέργεια. Η οθόνη γέμισε με το YouTube και άρχισε να παίζει. Ακόμα και ο Maurice που δεν είχε καταλάβει τίποτα στην αρχή, τα κατάλαβε όλα μόλις άρχισε το βίντεο.

Ήταν η σκηνή “Sweet Mystery of Life” από το “Young Frankenstein”—η Madeline Kahn τραγουδούσε με πάθος μετά τη νύχτα της με το τέρας.

«Oh my God!» ήταν το μόνο που πρόλαβα να φωνάξω. Σας το ορκίζομαι ότι κοντέψαμε να πνιγούμε και οι δύο από τα γέλια.

Διπλωθήκαμε στον καναπέ, κρατώντας ο ένας τον άλλον. Τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά μου. Ο Maurice χτυπούσε το χέρι του στο μπράτσο του καναπέ. Μέχρι και ο Μπλάκι ξετρύπωσε από το σορτσάκι μου—το κεφάλι του βγήκε από το ένα μπατζάκι σαν περισκόπιο—για να δει προς τη η φασαρία. Μας κοίταξε με ένα βλέμμα που έλεγε «τι μύγα σας τσίμπησε νυχτιάτικα;»

Προσπαθούσαμε να σταματήσουμε για να βρούμε τις ανάσες μας και δεν τα καταφέρναμε. Κάθε φορά που ο ένας έδειχνε να ηρεμεί, ο άλλος ξεσπούσε πάλι και το γέλιο του παρέσερνε και τον πρώτο. Ήταν ένας φαύλος κύκλος. Παραλίγο να φτύσουμε τα σωθικά μας.

«Oh my!» Ο Maurice σκούπισε τα μάτια του με την πλάτη του χεριού του όταν με τα πολλά καταφέραμε να βρούμε τις ανάσες μας. «Mary is one of a kind

«Μάλλον τελικά τα dick pics ήταν όντως δικά του,» συμπλήρωσα χαχανίζοντας, νιώθοντας ακόμα σπασμούς γέλιου να με πιάνουν.

Ο Maurice με κοίταξε με απορία και του εξήγησα όλη την ιστορία—πώς ο πιτσιρικάς είχε στείλει φωτογραφίες, πώς η Μαίρη είχε αμφιβολίες αν ήταν δικές του, και γενικά όλα τα πώς και τα γιατί.

Τα μάτια του άστραψαν με κατανόηση. «And now I have to top that!» μου είπε παίζοντας πονηρά τα μάτια του. Το χέρι του πήγε στο πιγούνι του σαν να σκεφτόταν.

Τον σκούντησα με το δάχτυλο στο στήθος. «Να φάμε πρώτα!» του είπα αυστηρά. «Νηστικό αρκούδι δε χορεύει!» συμπλήρωσα στα ελληνικά.

Με κοίταξε ερωτηματικά.

«Σημαίνει ότι όταν είσαι πεινασμένος δεν μπορείς να κάνεις τίποτα σωστά,» του εξήγησα. «Πρέπει πρώτα να φας για να έχεις ενέργεια.»

“Ok, but I,» είπε τονίζοντας το ‘I’ και δείχνοντας τον εαυτό του, «will top that,» συμπλήρωσε τονίζοντας και το ‘that’ και δείχνοντας το κινητό. “So help me God!”

Κούνησα το κεφάλι μου γελώντας. «Δε νομίζω ότι ο Θεός αν υπάρχει ασχολείται με αυτά τα πράγματα,» του είπα χαζογελώντας. «Αλλά δε θα πω όχι!»

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι. Το φαγητό είχε φτάσει. Εγώ ήμουν ακόμα γυμνή από πάνω και μόνο με το κιλοτάκι από κάτω, οπότε την πόρτα την άνοιξε ο Maurice.

Oh God, let me die with the Philistines,” είπε κλείνοντας την πόρτα, η μυρωδιά του φαγητού είχε ξεχυθεί από τις σακούλες.

Χαχανίζοντας σηκώθηκα και πήγαμε και οι δύο στην κουζίνα. Έβγαλα πιάτα και μαχαιροπίρουνα για να σερβιριστούμε, ξέπλυνα και τρία κουτάκια μπύρας γιατί ο αρκούδος μου θα έπινε το πρώτο με το “καλησπέρα σας,” και καθίσαμε να φάμε.

Ξεκινήσαμε να τρώμε και οι δύο σαν αγριάνθρωποι, χαχανίζοντας με τα ίδια μας τα χάλια. Τα δάχτυλά μας λαδώνονταν, σάλτσα έτρεχε στα πιγούνια μας, και καθόλου δεν μας ένοιαζε. Πόσο όμορφο ρε παιδί μου είναι να νιώθεις τόσο άνετα, να είσαι ο εαυτός σου, να μη χρειάζεται να φοράς καμιά μάσκα;

Ο Maurice είχε πάθει ντιριντάχτα με τα θαλασσινά. Το πιρούνι του πήγαινε από το ένα πιάτο στο άλλο—μύδια, γαρίδες, μαρίδα, χταπόδι—δεν ήξερε τι να πρωτοδιαλέξει. Τα μάτια του έλαμπαν σαν μικρού παιδιού σε κατάστημα με γλυκά.

«Βρε Ούννε!» του είπα χαχανίζοντας, δείχνοντάς του με το πιρούνι μου. «Μην τα τρως όλα μαζί, χαλάς τη γεύση τους!»

I cant! I just cant!” μου απάντησε με γεμάτο στόμα, βάζοντας το χέρι του μπροστά για να μην φαίνεται που μασούσε. Οι καλοί τρόποι μας μάραναν—και ποιος τους χρειαζόταν άλλωστε; «Oh Gods,» είπε μόλις κατάπιε, παίρνοντας ένα ακόμα αχνιστό μύδι. Το σήκωσε στο ύψος των ματιών του σαν να το εξέταζε. “This is the food of Kings!”

Σκούπισα τη σάλτσα από το πιγούνι μου με την πετσέτα και χαμογέλασα από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. “Babe, in Greece this is called Tuesday!”

Κατάπιε με δυσκολία το μύδι, σήκωσε τα χέρια του ψηλά και φώναξε: “I love Greece!” Μετά άρπαξε το δεύτερο κουτί μπύρας και το κατέβασε μονορούφι. Το άδειο κουτί προσγειώθηκε στο τραπέζι με έναν μεταλλικό ήχο.

Σηκώθηκε όρθιος—η καρέκλα του έτριξε—και πήγε στο ψυγείο με αποφασιστικά βήματα. Άκουσα τον ήχο της πόρτας που άνοιγε, μετά το κουδούνισμα των κουτιών. Έβγαλε άλλα δύο, τα ξέπλυνε στο νεροχύτη με προσοχή, και γύρισε στο τραπέζι. Άνοιξε το ένα—τσακ!—και κατέβασε το μισό περιεχόμενο με δύο γουλιές.

Εκείνη τη στιγμή το τηλέφωνό μου άρχισε να βουίζει δίπλα στο πιάτο μου. Η οθόνη έδειχνε «Παναγιώτης 🇺🇸». Κοίταξα το ρολόι μου—οκτώ το βράδυ εδώ, άρα στο San Francisco ήταν δέκα το πρωί.

«Ο αδερφός μου!» είπα στον Maurice, νιώθοντας μια μικρή ανησυχία. Σκούπισα γρήγορα τα χέρια μου και σήκωσα το τηλέφωνο.

«Παναγιώτη;» τον ρώτησα, η φωνή μου ελαφρά τεταμένη.

«ΣΟΦΑΚΙ ΜΟΥ ΤΕΛΕΙΩΣΕ!!!!!!» Η φωνή του ήταν τόσο δυνατή και ενθουσιασμένη που απομάκρυνα το τηλέφωνο από το αυτί μου. Η καρδιά μου που είχε σφίξει επέστρεψε στη θέση της.

«Τι τελείωσε;» ρώτησα, αν και είχα ήδη καταλάβει.

«Το thesis μου! Η Εύη μου είπε ότι είναι εντάξει. Το ίδιο και η Φανή!!!!» Μπορούσα να τον φανταστώ να πηδάει πάνω-κάτω από τη χαρά.

«Η Φανή;» Το όνομα μου ήταν οικείο. «Κι αυτή διδακτορική φοιτήτρια δεν είναι;»

«Εξωγήινη είναι!» μου απάντησε χαχανίζοντας. «Και οι δύο μου λένε ότι δεν βρήκαν ψεγάδι! Ετοιμάσου, αρχές Αυγούστου έχεις ταξίδι Αμερική!»

Ένιωσα ένα κύμα υπερηφάνειας να με πλημμυρίζει. Τα μάτια μου άρχισαν να τσούζουν. «Μπράβο Πανούλη μου!» του φώναξα συγκινημένη. Η φωνή μου έσπασε. «Ορίστε, θα με κάνεις να βάλω τα κλάματα τώρα!»

«Ναι, και όλοι ξέρουμε πόσο δύσκολα τα έχεις...» μου είπε τρολλάροντάς με, όπως πάντα.

Γέλασα μέσα από τα δάκρυα. «Στη μαμά και το μπαμπά το είπες;»

«Ναι, βέβαια! Ήθελα να το πω σε σένα και σειρά έχει η γιαγιά!»

«Και πάλι χίλια μπράβο σου αδερφούλη μου!» Τα μάτια μου τσούζανε ακόμα περισσότερο. Μπορεί ένα κόμπλεξ κατωτερότητας να μου το είχε δημιουργήσει με τη διάνοιά του, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τον λάτρευα και δεν ήμουν περήφανη για εκείνον. Ήταν ο μικρός μου αδερφός, το παιδί-θαύμα της οικογένειας.

Όταν κλείσαμε το τηλέφωνο, γύρισα προς τον αρκούδο μου. Τα μάτια μου ήταν ακόμα δακρυσμένα και η φωνή μου έτρεμε από τη συγκίνηση και την υπερηφάνεια. “My little brother did it! His PhD supervisor told him that his thesis is ready for defense!”

Ο Maurice άφησε αμέσως το πιρούνι του κάτω και με κοίταξε με ζεστασιά. “Congratulations! You must be so proud!”

«Περήφανη δε λέει τίποταΣκούπισα τα μάτια μου με την πετσέτα. «Ξέρεις ποιος είναι ο supervisor του;» τον ρώτησα. Δεν περίμενα να απαντήσει—πού να ήξερε ο άνθρωπος. “Evdokia Petrou herself!”

“Ehm, I don’t know her!” μου είπε ντροπαλά.

Έγειρα μπροστά με ενθουσιασμό. “She’s a Greek Mathematician, the second woman in history who received the Fields Medal!”

Τα μάτια του γούρλωσαν. “Fields Medal? WOAH!!!!” Φαινόταν εντυπωσιασμένος—κατά τα φαινόμενα το ήξερε το Fields, το μαθηματικό ισοδύναμο του Νόμπελ.

Petrou was the sole reason Panagiotis chose Stanford for graduate school,” συνέχισα, νιώθοντας την υπερηφάνεια να φουσκώνει μέσα μου. “She is very eclectic. She has just two PhD students: Panagiotis and Stolsberg’s daughter.”

Stolsberg?” Το πρόσωπο του Maurice φωτίστηκε. “I know him. The Total Minima theorem!” Η φωνή του έτρεμε από ενθουσιασμό. “His method for proving the theorem, known as Stolsberg’s descent, is considered by many to be even more significant than the theorem itself. It is now often compared to Cantor’s diagonal argument for the sheer ingenious of it.”

Χαμογέλασα βλέποντας τον ενθουσιασμό του. «Χαχα, δεν ξέρω τις λεπτομέρειες, αλλά σύμφωνα με τον Παναγιώτη η κόρη του είναι ακόμα μεγαλύτερη διάνοια και από τον πατέρα της και από την Πέτρου.»

What?” μου απάντησε. Τα μάτια του γούρλωσαν τόσο που φοβήθηκα μην πέσουν στο πιάτο του.

Ένευσα με σοβαρότητα. «Ναι, πριν λίγα χρόνια είχε γίνει σούσουρο! Η Φανή, έτσι τη λένε, δεκαπέντε χρονών τότε—και λύνοντας ασκήσεις τοπολογίας—είχε αποδείξει μια ειδική περίπτωση μιας εικασίας που ήταν ανοιχτή για πενήντα ολόκληρα χρόνια!» Έκανα μια παύση για δραματικό εφέ. «Βασιζόμενη στην μέθοδό της, η Πέτρου και ένας άλλος απέδειξαν πλήρως το θεώρημα, και είναι ένας από τους δύο λόγους για τους οποίους η Πέτρου πήρε το Fields. Το άλλο είναι για το ομώνυμο θεώρημά της.»

Woah!” απάντησε, φανερά εντυπωσιασμένος. Έγειρε πίσω στην καρέκλα του σαν να χρειαζόταν να επεξεργαστεί όλη αυτή την πληροφορία.

Ανασήκωσα τους ώμους μου και χαμογέλασα αυτοσαρκαστικά. «Καλά, όχι ότι θα ήξερα τίποτα από αυτά αν δεν μου τα είχε κάνει νταούλια ο αδερφούλης μου,» του είπα χαχανίζοντας.

«Και δεν είναι απλά μαθηματικοί. Και η μία και η άλλη είναι φανατικοί σκακιστές. Βάλε και ότι ο Παναγιώτης είναι μια από τα ίδια, απορώ που βρίσκουν χρόνο και κάνουν καμιά δουλειά!» συνέχισα χαχανίζοντας ακόμα.

«Πρέπει να δεις πώς λάμπει το πρόσωπό σου όταν μιλάς για τον αδερφό σου ή τη γιαγιά σου… ή ακόμα και για την Ευτύχω,» μου είπε χαϊδεύοντάς μου τρυφερά το χέρι.

Δεν πρόλαβα να απαντήσω γιατί εκείνη τη στιγμή, τσουπ, να σου και το τριχωτό κάθαρμα που ήρθε να μας μετρήσει τις μπουκιές. Ναι, δεν έμεινε παραπονεμένος, του έδωσα και εγώ και ο Maurice, και αφήνοντας τις συγκινήσεις στην άκρη συνεχίσαμε τη θαλασσοφαγική μας κραιπάλη.

Ένα έχω να πω, μπορεί να παραγγείλαμε για πέντε αλλά στο τέλος δεν έμεινε τίποτα. Τίποτα όμως, ούτε ψίχουλο. Βάλε ότι ήπια και δεύτερη μπύρα—για τον Maurice δεν μιλάμε, κάπου έχασα το μέτρημα—οπότε βάζοντας τα πιάτα όπως-όπως στο νεροχύτη πήγαμε και οι τρεις στο σαλόνι σούρνοντας τα βήματά μας.

«Θα σκάσω!» είπα τρίβοντας την κοιλιά μου. Μέχρι και ο Μπλάκι αντί να σκαρφαλώσει στο δέντρο του, πήγε στη βάση του και έπεσε σε καταληψία.

“Heaven… I’m in heaven…” σιγομουρμούρισε τραγουδιστά ο Maurice.

«Τι θα κάνουμε τώρα;» τον ρώτησα, σκουπίζοντας τα χείλη μου με την πλάτη του χεριού μου. Το πρόσωπό του πήρε πάλι αυτή την πονηρή παιχνιδιάρικη έκφραση που τόσο καλά είχα μάθει.

«Τώρα θα μου μιλήσεις για το αμαρτωλό σου παρελθόν!» μου απάντησε, τρίβοντας τα χέρια του σαν κακός της ταινίας. «Ήρθε η ώρα να ξεθαφτούν όλοι οι σκελετοί που κρύβεις!»

Και αν το ύφος του εξακολουθούσε να είναι αυτό το σκανταλιάρικο που λάτρευα, δεν θα πω ψέματα, με έκοψε κρύος ιδρώτας. Ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται λίγο.

«Τι θες να μάθεις;» τον ρώτησα. Προσπάθησα να μη δείξω την ταραχή μου, αλλά ο Maurice το έπιασε αμέσως—τα μάτια του στένεψαν ελαφρά.

«Σόφη;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με ερωτηματικά, κάνοντας τη χαρακτηριστική κίνηση του να γυρίσει το κεφάλι του ελαφρά στο πλάι.

Αναστέναξα βαθιά. Είμαι φύσει κλειστός άνθρωπος και αν και πολύ συναισθηματική, δε μου αρέσει να μιλάω για δαύτα. Τα δάχτυλά μου έπαιζαν νευρικά με το ύφασμα του καλύμματος του καναπέ. Από την άλλη πάλι, αν δεν τα έλεγα αυτά στον Maurice, σε ποιον θα τα έλεγα;

«Δεν... δεν μου αρέσει να μιλάω για το παρελθόν μου,» του απάντησα με ειλικρίνεια. Η φωνή μου βγήκε πιο σιγανή από ό,τι ήθελα. «Δεν... δεν είναι ότι ντρέπομαι ή ότι έχω κάτι να κρύψω... απλά... δε νιώθω άνετα,» του είπα μασώντας τα λόγια μου.

Ναι, δεν πήγε καλά.

Με κοίταξε σκεπτικός για μερικές στιγμές. Μπορούσα σχεδόν να δω το μυαλό του να δουλεύει στις χιλιάδες στροφές, να επεξεργάζεται την αντίδρασή μου.

Πήρα βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να βρω το κουράγιο. «Μωρό μου, ρώτα με ό,τι θες, δεν έχω και δεν θέλω να σου κρύψω τίποτα,» του είπα κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Προσπάθησα να κρατήσω σταθερή την επαφή.

Άπλωσε το χέρι του και έπιασε το δικό μου. “Im not going to judge you, babe, μου είπε, χαϊδεύοντάς με τρυφερά. Ο αντίχειράς του έκανε μικρούς κύκλους στο χέρι μου. “I just want to learn more about you...” Έκανε παύση, ψάχνοντας τις λέξεις. “In a way we are...” συνέχισε και κόμπιασε πάλι. “We are the sum of our past.”

Κοίταξα κάτω στα συμπλεγμένα μας χέρια. «Το παρελθόν μου...» είπα αναστενάζοντας. «Το παρελθόν μου είναι γεμάτο αποτυχημένες σχέσεις.» Σήκωσα το βλέμμα μου. «Και... και δεν ήταν ότι έψαχνα τον κύριο Τέλειο.»

Σταμάτησα για λίγο, προσπαθώντας να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου, πράγμα όχι και πολύ εύκολο όταν γίνομαι συναισθηματική.

«Ούτε είμαι από εκείνες που τις τραβάνε τα κακά αγόρια. Στην πραγματικότητα μία και μόνο φορά έμπλεξα με τέτοιον, ήταν η πρώτη μου σχέση.» Αναστέναξα πάλι, θυμούμενη. «Πιτσιρίκα, ρομαντική, αφελής... έφαγα τα μούτρα μου... αλλά...» Ξεφύσησα. «Έμαθα να τους καταλαβαίνω και να τους αποφεύγω.»

«Πόσες σχέσεις έχεις κάνει;» με ρώτησε απαλά.

«Σοβαρές σχέσεις, ελάχιστες. Απόπειρες που διαλύθηκαν πολύ γρήγορα... αρκετές,» είπα στενάζοντας για άλλη μια φορά. «Δεν... δεν ήμουν ποτέ από αυτές που έκαναν τη δύσκολη... ξεκινούσα πάντα με ενθουσιασμό αλλά γρήγορα προσγειωνόμουν στην πραγματικότητα.»

Γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια. Πήρα μια βαθιά ανάσα. Δεν με είχε ρωτήσει αυτό που σκόπευα να του πω και δεν ήταν κάτι που λέγεται και εύκολα, εκτός και αν είσαι η Μαίρη. Κι εγώ δεν ήμουν η κολλητή μου.

“My body count is around thirty, three of whom one-night stands in my summer vacation after my MBA, in a vain attempt to...” Σταμάτησα, νιώθοντας το λαιμό μου να σφίγγεται. “I really don’t know why I did it,” συνέχισα στενάζοντας ακόμα μία φορά.

“I didn’t ask for your body count,” μου απάντησε ήσυχα. Η φωνή του ήταν απαλή, χωρίς ίχνος κριτικής. “But Sophie, it’s nothing to be ashamed of. At least not in the way I see the world.”

Μου χάιδεψε τρυφερά το χέρι, το χέρι του ζεστό πάνω στο δικό μου.

“And for sure I can’t complain about your experience,” συνέχισε. Ένα πονηρό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του.

At least there is that,” του είπα άκεφα, χωρίς να συμμερίζομαι τον ενθουσιασμό του. Ένιωθα ακόμα εκτεθειμένη, ευάλωτη.

“Hey! Why the long face, princess?” Σήκωσε το χέρι του και μου χάιδεψε το μάγουλο. Η απαλή επαφή με έκανε αντανακλαστικά να χαμογελάσω. “And don’t forget, as Oscar Wilde said, ‘I like men who have a future and women who have a past’.”

Thats sexist!” του απάντησα, βγάζοντας τη γλώσσα μου. Ένιωσα λίγο από την ένταση να φεύγει.

It is,” μου απάντησε γνέφοντας καταφατικά. Μετά τα μάτια του έλαμψαν πάλι με εκείνη τη σκανταλιάρικη λάμψη. “Still true, nonetheless!”» μου έκανε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι.

BRRRRRRRRRRRRRRR!” Του έκανα το πιο μεγαλοπρεπές raspberry που μπορούσα, κατευθείαν στα μούτρα. «Για να μάθεις!»

«Έτσι είσαι;» μου είπε με ψεύτικη αγανάκτηση. Με μια γρήγορη κίνηση με έσπρωξε στον καναπέ και σκύβοντας από πάνω μου άρχισε να σκουπίζει το πρόσωπό του πάνω στο δικό μου. Εγώ από κάτω γελούσα υστερικά και πάλευα να του ξεφύγω—όχι πολύ φανατικά, να τα λέμε κι αυτά.

«Σταμάτα! Σταμάτα!» φώναζα ανάμεσα στα γέλια.

Σταμάτησε τελικά και με κοίταξε. Το πρόσωπό του ήταν λίγα εκατοστά από το δικό μου. “I love you,” μου είπε, η φωνή του ξαφνικά σοβαρή και γεμάτη συναίσθημα.

Χαθήκαμε και πάλι σε ένα ατελείωτο, βαθύ φιλί. Τα χέρια του βρήκαν το πρόσωπό μου, κρατώντας το απαλά. Όταν χωρίσαμε, έμεινα ξαπλωμένη στον καναπέ να τον κοιτάζω, νιώθοντας την καρδιά μου να έχει χτυπήσει για ακόμα μια φορά πειράκια.

Thank you, ψιθύρισα.

For what? ρώτησε μπερδεμένος.

“For not judging me. For being you.”

Με κοίταξε για μερικές στιγμές και μετά χτύπησε τα πόδια του. “Hop on!” μου είπε, και μέσα σε μια στιγμή ξαναέγινε ευκάλυπτος και ξαναέγινα κοάλα.

Say...” ξεκίνησε, το δάχτυλό του ακόμα να παίζει με μια τούφα από τα μαλλιά μου. “Would you like to meet my pals? με ρώτησε.

Η καρδιά μου χοροπήδησε στο στήθος μου. Ήταν ακόμα ένας τρόπος να μου δείξει ότι ήθελε να είμαι μέρος της ζωής του. Ότι δεν ήμουν απλά μια περαστική—ήθελε να με εντάξει στον κόσμο του.

«Θέλω! Θέλω πολύ!» του απάντησα.

Το χαμόγελό μου ήταν τόσο πλατύ που πόνεσαν τα μάγουλά μου, ο ενθουσιασμός μου ήταν γνήσιος, πηγαίος.

Έξυσε το πίσω μέρος του κεφαλιού του με ένα ντροπαλό χαμόγελο. “They are kinda geeks, though,” μου είπε. Μετά σταμάτησε και χαχάνισε, κουνώντας το κεφάλι του. “As if Im any better!

Σήκωσα το ένα φρύδι μου και πήρα ένα θεατρικά σνομπ ύφος. “And everybody knows that Sophie is the prom Queen and can’t stand the geeks…”του απάντησα πειρακτικά.

«Είναι και αυτό!» μου είπε χαϊδεύοντάς με το μάγουλο.

Πετάχτηκα όρθια στον καναπέ. «ΤΙ ΕΝΝΟΕΙΣ ΒΙΡΝΑ; ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ PROM QUEEN; ΜΙΛΑ ΞΕΚΑΘΑΡΑ ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΡΕΙ Η ΟΡΓΗ!» του είπα σε άπταιστα ελληνικά και με κοίταξε με απόλυτη σύγχυση.

Και άντε τώρα να του εξηγήσεις την ατάκα, τη Λάμψη, το Φώσκολο και τον Γιάγκο Δράκο. Πού να ξεκινήσεις καν; Μου πήρε κάμποση ώρα να του εξηγήσω την ατάκα και πώς είχε βγει.

«Βλέπεις σαπουνόπερες;» με ρώτησε, μισό-αστεία μισό-σοβαρά. Το πρόσωπό του είχε μια έκφραση απόλυτης έκπληξης, σαν να μην πίστευε στ’ αυτιά του.

Σταύρωσα τα χέρια μου. «Ούτε καν!» του απάντησα με αξιοπρέπεια. «Απλά κάποιες όπως η Λάμψη ή η Καλημέρα Ζωή είναι εμβληματικές για την ελληνική pop κουλτούρα και κάποιες ατάκες τους έχουν περάσει στην αιωνιότητα.»

Κούνησε το κεφάλι του σαν να προσπαθούσε να καταλάβει αλλά είχε χαθεί εντελώς. «Τέλος πάντων,» μου είπε αλλάζοντας κουβέντα—προφανώς αποφάσισε ότι αυτό ήταν ένα μυστήριο που δεν θα λυνόταν απόψε. «Να κανονίσω να βγούμε έξω την Κυριακή;»

«Και το ρωτάς, αρκούδε μου;» του είπα και του όρμησα πάλι, τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του.

Για τρελλίτσες δεν ήμασταν ακόμα—τόσο που είχαμε φάει, τα στομάχια μας ήταν φουσκωμένα σαν μπαλόνια. Βολευτήκαμε στον καναπέ και ο Μπλάκι ήρθε και χώθηκε ανάμεσά μας με το έτσι θέλω. Ξάπλωσε ακριβώς στη μέση, αναγκάζοντάς μας να κάνουμε χώρο.

Ξεκινήσαμε το Shogun. Από το πρώτο λεπτό με είχε καθηλώσει—η κινηματογράφηση, τα κοστούμια, η ιστορία. Είδαμε το πρώτο επεισόδιο. Και μετά το δεύτερο. Και μετά το τρίτο. Δεν μπορούσα να σταματήσω—κάθε επεισόδιο τελείωνε με τέτοιο cliffhanger που έπρεπε να δω το επόμενο.

Είχα πάθει ντιριντάχτα. Αν δεν είχα τον αρκούδο μου που μου υπενθύμισε ότι είχε πάρει αργά—ήταν ήδη μία και είκοσι—ικανή ήμουν να κάνω binge watch όλη τη σειρά και να πάω αύριο στην Ευτύχω με μαύρα μάτια από την αϋπνία.

Γύρισα προς το μέρος του και έβαλα το πιο γλυκό χαμόγελο που μπορούσα. “One more... Please? Please?” του είπα κοιτάζοντάς τον σαν κουτάβι που ζητιανεύει μεζέ.

Το πρόσωπό του πήρε μια θεατρινίστικα απειλητική έκφραση. «Κάτσε καλά, θα σε χειροτονήσω!» μου είπε, σηκώνοντας το δάχτυλό του προειδοποιητικά.

Ναι, τρομάξαμε τώρα!

Ίσιωσα την πλάτη μου και σήκωσα το πιγούνι μου με περηφάνια. «Challenge accepted!» του είπα με ενθουσιασμό. «Πενήντα σε κάθε κωλομέρι με αντάλλαγμα να δούμε ακόμα ένα επεισόδιο!»

Με κοίταξε για μια στιγμή και του ξέφυγε ένα γελάκι—ένα χαμηλό, σκοτεινό γέλιο που με έκανε να ανατριχιάσω. «Δε χρειάζεται αντάλλαγμα για να σε βάλω κάτω και να στον κάνω κόκκινο!» μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι σκανταλιάρικα. “You will obey on general principle!” μου είπε και ξαφνικά ο αέρας ανάμεσά μας φορτίστηκε.

Τον κοίταξα στα μάτια.

Wont you, girl?” με ρώτησε με το βλέμμα του, διαπεραστικό και έντονο, να με καρφώνει. Ένιωσα να ανατριχιάζω σύγκορμη. Κάτι στον τόνο της φωνής του, στον τρόπο που με κοιτούσε, έκανε όλο μου το σώμα να αντιδράσει.

I will, Sir,” του απάντησα χαμηλώνοντας τα μάτια μου.

Η φωνή μου βγήκε σχεδόν ψιθυριστή. Η αίσθηση της υποταγής που βίωσα εκείνη τη στιγμή ήταν σαν ηλεκτρικό ρεύμα που διαπέρασε όλο μου το σώμα. Η βρύση άρχισε να τρέχει, αν μ’ εννοείτε. Εντάξει, πάντα ήμουν δοτική αλλά αυτό το πράγμα—αυτή η ένταση, αυτή η δυναμική—δεν το είχα νιώσει ποτέ και με κανέναν.

“Are you going to be a good, obedient girl?” με ξαναρώτησε, αυτή τη φορά ακόμα πιο εμφατικά. Εξακολουθούσε να με κοιτάει με αυτό το ύφος που με ψάρωνε και ταυτόχρονα με ξετρέλαινε. Τα μάτια του ήταν σκούρα, γεμάτα υπόσχεση.

I will, Sir!” του απάντησα έχοντας παραδοθεί πλήρως. Το βλέμμα μου χαμήλωσε και πάλι, δεν μπορούσα να το κρατήσω πάνω του.

Ένιωσα το δάχτυλό του κάτω από το πιγούνι μου. Με ανάγκασε απαλά αλλά σταθερά να σηκώσω το κεφάλι μου, να τον κοιτάξω και πάλι στα μάτια. Η επαφή του δέρματός του με το δικό μου έστελνε σπίθες.

“Good! μου απάντησε. Η φωνή του ήταν χαμηλή, σχεδόν βραχνή. «Όχι άλλο επεισόδιο γι’ απόψε!»

«Μάλιστα!» του απάντησα στα ελληνικά—η λέξη βγήκε αυτόματα, χωρίς καν να το σκεφτώ. Διόρθωσα αμέσως: “I mean, yes Sir!

Και μέσα σε μια στιγμή, σαν να είχε πατήσει διακόπτη, το βλέμμα του άλλαξε. Έγινε ξανά σκανταλιάρικο. “I gave you my word that I will top Mary’s ‘sweet mystery of life’ and I am a man of his word!” μου δήλωσε με θεατρινίστικη σοβαρότητα, λες και έδινε όρκο στη Στύγα, να πούμε.

Παρά τον παιχνιδιάρικο τόνο του ωστόσο, το σώμα μου αντέδρασε άμεσα. Η βρύση έγινε... Νιαγάρας. Ένιωσα την υγρασία να απλώνεται, την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή.

Ο Μπλάκι, σαν να κατάλαβε ότι τα πράγματα έπαιρναν άλλη τροπή, σηκώθηκε με αξιοπρέπεια και πήδηξε από τον καναπέ και με δυο σάλτα βρέθηκε στην κορυφή του γατόδεντρού του.

Όσο για μας… Ο Maurice σηκώθηκε από τον καναπέ και κρατώντας το χέρι του με πήγε στο δωμάτιο. Ακολούθησα υπάκουα.

Σταμάτησε μπροστά από το κρεββάτι και πήγε από πίσω μου. Με αγκάλιασε από τη μέση και με τράβηξε προς το μέρος του και ένιωσα το μέλος του ορθωμένο. Ξεροκατάπια, σχεδόν έσταζα από την καύλα. Έσκυψε και άρχισε να με φιλάει στο σβέρκο ενώ και με τα δυο του χέρια χούφτωσε τα στήθη μου και άρχισε να τα μαλάζει δυνατά, κάνοντάς με να χάσω τ’ αυγά και τα πασχάλια.

Ένιωσα την ανάσα του καυτή στο αριστερό μου αυτί. «Έχεις λιπαντικό;» με ρώτησε και αμέσως κατάλαβα τι είχε στο μυαλό του. Του το είχα πει, και το εννοούσα. Δεν χρειαζόταν παιχνίδια αν ήθελε να μπει στην πίσω πόρτα, αρκούσε να μου το ζητήσει. Και ας ήταν μεγαλούτσικος. Και ας ήξερα ότι θα με πονέσει στην αρχή. Και όμως, ένιωσα πάλι σα να παίζουμε κάποιο παιχνίδι, και είχε δίκιο! Έτσι ήταν χίλιες φορές καλύτερα.

«Έχω,» του απάντησα με φωνή που ίσα κατάφερε να βγει από το στόμα μου. «Είναι στο συρτάρι μου,» συμπλήρωσα.

Το συρτάρι μου. Το άβατο των άβατων σε ότι αφορά τον προσωπικό μου χώρο. Δεν έκανα καμία κίνηση να πάω να το πάρω από μέσα. Του είχα παραδοθεί πλήρως, ό,τι δικό μου ήταν και δικό του.

Με άφησε και πήγε και άνοιξε το συρτάρι. Δεν είχε μόνο λιπαντικό, είχε και άλλα ερωτικά βοηθήματα που χρησιμοποιούσα κατά καιρούς. Δυο δονητές, ένα μεγάλο και ένα μικρούλικο, σχεδόν σαν στικάκι. Μια dildo. Τρία butt-plugs διαφορετικών μεγεθών. Προφυλακτικά.

Και ένα μικρό flogger. Το είχα πάρει με σκοπό να το χρησιμοποιήσω με τον ακατανόμαστο. Έμεινε εκεί, αχρησιμοποίητο.

Paint me truly impressed!” μου είπε και γύρισα και τον κοίταξα χωρίς να ξέρω τι θα δω. Το βλέμμα του ήταν και πάλι αυτό το σκανταλιάρικο, το σχεδόν παιδιάστικο.

What can I say, I’m full of surprises!” του είπα προσπαθώντας να κάνω τη φωνή μου ανάλαφρη. Και το αστείο είναι ότι δεν ένιωθα καθόλου άβολα. Δεν ένιωσα καμιά ντροπή, ίσα-ίσα το όλο σκηνικό με έκανε να νιώσω ακόμα βαθύτερη εκείνη την πρωτόγνωρη αίσθηση υποταγής.

Dont I see that?” με ρώτησε κουνώντας το κεφάλι του με τα μάτια του να λάμπουν σα χριστουγεννιάτικα φωτάκια το και με χαμόγελο από τη μια άκρη του προσώπου του ως την άλλη.

Do you like what you see, Sir?” τον ρώτησα και η φωνή μου βγήκε χαμηλή, σχεδόν ψιθυριστή.

Better than kokoretsi, paidakia and the mythical Antikristo!” μου είπε με το αιώνιο πειρακτικό του τρόπο, λέγοντας με δυσκολίες τις ελληνικές λέξεις και κάνοντάς με να λιώσω ακόμα περισσότερο.

Δεν ήταν μάσκες αυτά που φορούσε. Ο Maurice μου ήταν όλα μαζί, χωρίς να προσποιείται τίποτα: παιχνιδιάρης και τρυφερός, σκανταλιάρης και ταυτόχρονα έντονος, κτητικός, απαιτητικός. Δεν ήταν ούτε ο “αυστηρός” Sir Stefan (ναι, την έχω δει την ιστορία της Ο) ούτε, Θεός φυλάξοι, ο καρτουνίστικος Gray—γιατί καλή η φαντασίωση, αλλά η αρλούμπα είχε βαρέσει κόκκινο.

Ο Maurice ήταν ο εαυτός του. Πάντα. Μπορούσε να περάσει από τη σοβαρότητα στο χαβαλέ και από την εξουσία στη δοτικότητα σε μια μόνο ανάσα. Ή να τα ενώνει όλα, σε έναν ρυθμό δικό του. Ήταν και η αρκούδα των σπηλαίων—ο τρόμος των προϊστορικών—και το γιγάντιο λούτρινο που θες να σφίξεις στην αγκαλιά σου λες και δεν υπάρχει αύριο. Όχι ρόλος· άνθρωπος. Ο δικός μου άνθρωπος.

Ήρθε ξανά από πίσω μου και μου τύλιξε το φανελάκι του στα μάτια, κλείνοντάς τα μου τελείως. Ένιωσα το κορμί μου σχεδόν να τρέμει όταν επέστρεψε στα χάδια του. Η γλώσσα του και τα χείλη του απαλά στο λαιμό μου και στ’ αφτιά μου, και τα χέρια του να μου χουφτώνουν, να μου μαλάζουν σφίγγοντάς μου δυνατά τα στήθη.

Πήρε το δεξί του χέρι από το στήθος μου και άρχισε να το κατεβάζει σιγά-σιγά προς τα κάτω και το σώμα μου τεντώθηκε άθελά μου από την προσμονή. Το εσώρουχό μου ήταν μούσκεμα, ήταν σα να έχω κατουρηθεί πάνω μου. Ένιωσα τα δάχτυλά του στη σχισμή, πάνω από το ύφασμα, και εκεί ένιωσα το πρώτο μου jolt, το σύνηθες προεόρτιο του οργασμού μου.

Πέρασε το χέρι του μέσα από το κιλοτάκι και μόλις τα δάχτυλά μου με άγγιξαν ήρθε και το δεύτερο jolt και μου ξέφυγε ένα σιγανό βογγητό. “You are mine!” μου είπε στο αυτί. You are mine to do as I please,” συνέχισε ψιθυριστά και εκεί είχε και το τρίτο jolt, το κορμί μου άρχισε να τρέμει σα να το χτυπάει ρεύμα.

“I’m yours! Im your to do as you please!” του είπα με την αίσθηση της υποταγής να έχει χτυπήσει κόκκινα. “I’m yours to pleasure you any way you like!”

Good girl,” μου ψιθύρισε και εκεί βούτηξε το δάχτυλό του μέσα μου και εκεί ήρθε το τέταρτο jolt. Και το πέμπτο. Και το έκτο.

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» φώναξα καθώς ο οργασμός μου ήρθε και έκανε το σώμα μου να σπαρταράει σαν ψάρι. Και δεν είχε μπει καν μέσα μου! Δεν είχε χρησιμοποιήσει καν το στόμα του. Μόνο το χέρι του και… και η κατάσταση στην οποία με είχε φέρει.

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ! ΜΩΡΟ ΜΟΥ! ΜΩΡΙΣ ΜΟΥ!!!! ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» συνέχισα να φωνάζω έχοντας χάσει κάθε αίσθηση του μέτρου, και με το σώμα μου να τραντάζεται τόσο δυνατά που ένιωθα ότι θα σπάσω.

“Yes, baby! Cum for me! Cum for your Master!” μου είπε, και μόνο στο άκουσμα της λέξης Master , ένιωσα και δεύτερο απανωτό οργασμό να με χτυπάει σαν ρεύμα υψηλής τάσης. Δεν… δεν μου είχε ξανατύχει ποτέ αυτό.

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ!» ούρλιαξα για δεύτερη φορά, νιώθοντας σαν να έχω βάλει το δάχτυλο μου στην πρίζα.

Και κάπου εκεί… τραγούδησε και η χοντρή. ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ.

“ΑΑΑΑΑΧ... sweet mystery of life ” άρχισα να τραγουδάω σαν άλλη Madeline Kahn, με φωνή που θα έκανε και τον Mel Brooks να δακρύσει από συγκίνρση

Ξέρω, δεν είναι όλες οι στιγμές για χαβαλέ, αλλά ο αρκούδος μου είχε δώσει τον λόγο του… κι εγώ, ως καλό και υπάκουο κορίτσι, έκανα ό,τι περνούσε απ’ το χέρι (και το λαρύγγι μου) για να τον βοηθήσω να τον κρατήσει.

Δεν ξέρω πώς κατάφερε και παρέμεινε σοβαρός—ίσως και να έσφιγγε τα δόντια από μέσα του—αλλά δεν σταμάτησε. Συνέχισε να με παίζει, ασταμάτητα, μεθοδικά, ώσπου δεν άντεχα άλλο, νόμιζα ότι θα διαλυθώ, θα σπάσω σε κομμάτια.

Θα ορκιζόμουν ότι προχθές μου είχε δώσει τον καλύτερο οργασμό της ζωής μου… αλλά μπροστά στο σημερινό;

Ω ΘΕΟΙ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ.

Και δεν είχε τελειώσει! Μου κατέβασε τελείως το κιλοτάκι και με έβαλε να σκύψω πάνω στο κρεββάτι. Γονάτισε, και χουφτώνοντάς με και από τους δυο γλουτούς άρχισε να με γλείφει… πίσω…

Αυτό δε μου το είχε κάνει ποτέ κανείς!

Η αίσθηση της γλώσσας του πίσω μου… Θεέ μου, δεν έχω τρόπο να την περιγράψω. Δεν… δεν ήταν όπως όταν γίνεται μπροστά, η περιοχή παρότι πλούσια σε νευρικές απολήξεις είναι… είναι τελείως διαφορετικού είδους. Η αίσθηση όμως ήταν… Δεν ξέρω… απλά δεν ξέρω…

Σταμάτησε και ένιωσα να μου απλώνει λιπαντικό. Τουρλώθηκα όσο καλύτερα μπορούσα παρότι ήξερα ότι αυτό θα πονέσει. Πολύ. Ωστόσο ο Maurice δεν βιαζόταν. Ξεκίνησε απαλά με το ένα του δάχτυλο, και αυτό πολύ προσεκτικά, πολύ αισθησιακά σε σημείο που έκλεισα τα μάτια μου και άρχισα να το απολαμβάνω.

Παρόλο που έχω κάνει σεξ από πίσω—αν και με ελάχιστους—δεν το λάτρευα ακριβώς, με εξαίρεση μια-δυο φορές με τον ακατανόμαστο που μάλιστα μία από αυτές με είχε καταφέρει να έχω και οργασμό με αυτό τον τρόπο. Την είχα ακούσει, δεν μπορούσα καν να διανοηθώ ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί και σ’ εμένα, που δυσκολεύομαι να νιώσω οργασμό ακόμα και όταν παίζω η ίδια με τον εαυτό μου.

Βύθισε όλο του το δάχτυλο μέσα και μου ξέφυγε ένα ηδονικό βογγητό. Η δυσάρεστη, ενοχλητική αίσθηση που υπήρξε στην αρχή, εξαφανίστηκε τόσο γρήγορα που μ’ έκανε να απορήσω. Τράβηξε το δάχτυλό του και προσπάθησα να προετοιμαστώ γι’ αυτό που θα ακολουθούσε.

Ένιωσα κάτι στην πίσω μου σχισμή αλλά δεν ήταν το όργανό του. Ξαφνικά κατάλαβα, ήταν το μικρό butt-plug. Ο Maurice, χωρίς να βιάζεται, αργά και προσεκτικά, το βύθισε όλο μέσα μου, και αν και στην αρχή πόνεσε λιγάκι η δυσφορία πέρασε σχεδόν αμέσως.

Με τράβηξε προς τα πίσω, δείχνοντας μου ότι θέλει να σηκωθώ. Μου έβγαλε το φανελάκι από τα μάτια και γύρισα και τον κοίταξα. Μου ένευσε με το κεφάλι του να γονατίσω. Το έκανα προσεκτικά, για να μη μου βγει το butt-plug, και τον πήρα στο στόμα μου και τον βύθισα μέχρι τη ρίζα του.

“Yes, babe! Yes!” μου έκανε, και με το στόμα μου γεμάτο σήκωσα με κάποια δυσκολία το βλέμμα μου πάνω του.

Είχε κλείσει τα μάτια του και είχε αφεθεί στην περιποίηση που του πρόσφερα με το στόμα μου. Τα μάτια μου σφάλισαν και πάλι από μόνα τους και επικεντρώθηκα στο έργο μου. Νόμιζα ότι ήθελε να με πάρει από πίσω, αλλά αν το μωρό μου ήθελε να του κάνω πίπα, πίπα!

Με σταμάτησε μετά από λίγη ώρα και με έβαλε να σκύψω και πάλι πάνω στο κρεββάτι. Τράβηξε το butt-plug απαλά, και με πλημμύρισε αυτή η αίσθηση της ανακούφισης όταν απαλλάσσεσαι από κάτι ενοχλητικό, παρόλο που τόση ώρα σχεδόν είχα ξεχάσει την παρουσία του.

Ένιωσα τα δάχτυλά του να απλώνουν και πάλι λιπαντικό και λίγη ώρα αργότερα ακολούθησε το δεύτερο σε μέγεθος butt-plug. Ένιωσα και πάλι μια στιγμιαία αίσθηση δυσφορίας, η οποία, όπως και προηγουμένως, χάθηκε μερικές στιγμές αργότερα. Με έβαλε να γονατίσω και πάλι και να συνεχίσω την πίπα από εκεί που είχα μείνει.

Δεν είχα καταλάβει τι ήθελε ακριβώς από εμένα, αλλά δε με ένοιαζε. Θα με είχε όπως με ήθελε. Άδειασα το μυαλό μου και επικεντρώθηκα και πάλι στην πίπα που του έκανα, και αυτή τη φορά τα βογγητά του ήταν ακόμα πιο δυνατά.

Πέντε λεπτά αργότερα με σταμάτησε και πάλι, και εκεί ακολούθησε το τρίτο, και πιο μεγάλο σε μέγεθος butt-plug. Όταν μ’ έβαλε να γονατίσω για τρίτη φορά και να συνεχίσω την πίπα φορώντας το, κατάλαβα τελικά τι είχε στο μυαλό του. Ήθελε να με ανοίξει, να κάνει τον απαυτό μου να συνηθίσει τον “εισβολέα,” με αισθησιακό τρόπο.

Και ο Αργύρης φρόντιζε πάντα να με προετοιμάσει πριν το κάνουμε με αυτό τον τρόπο. Παρόλο που δεν το έκανε ποτέ βιαστικά, και που πάντα μου έδινε το χρόνο μου, ο τρόπος του Maurice ήταν πιο παιχνιδιάρικος και απίστευτα πιο αισθησιακός. Χώρια που με τον πρώτο, και παρά ότι ήταν εκείνος που ενέταξε το spanking στο ρεπερτόριό μου, απουσίαζε τελείως αυτό το… αυτή η αίσθηση υποταγής.

Την τέταρτη φορά που με έβαλε να σκύψω στο κρεββάτι, ήξερα πλέον τι θα ακολουθήσει, και δεν διαψεύστηκα. Ένιωσα το όργανό του να τρίβεται πίσω μου και αργά και προσεκτικά άρχισε να τον βυθίζει μέσα μου, κάνοντας μικρές κινήσεις μπρος πίσω. Τα butt-plugs είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους, άρχισε να κερδίζει πόντους μέσα μου χωρίς να με κάνει να νιώσω παρά μια ελάχιστη δυσφορία.

Εντάξει, από ένα σημείο και πέρα πόνεσε, αλλά είχε κάνει τόση καλή προετοιμασία που ο πόνος αυτός ήταν ασήμαντος σε σχέση με άλλες φορές. Και όχι μόνο αυτό, αλλά άρχισε να μου περνάει και πιο γρήγορα. Ο Maurice έμεινε ακίνητος για μερικές στιγμές, βυθισμένος τελείως πίσω μου, και μετά ξεκίνησε με αργές, απαλές κινήσεις.

«Είσαι εντάξει μωρό μου; Σε πονάω;» με ρώτησε.

«Όχι μωρό μου! Μη σταματάς! Σε παρακαλώ μη σταματάς!» του απάντησα πνιχτά—από καύλα, όχι πόνο.

You are mine!” μου δήλωσε σφίγγοντάς με από τη μέση.

Im yours, babe! Yours!”

Πρέπει να είχε γίνει κουδούνι από την καύλα και του λόγου του, γιατί παρόλο που ο ρυθμός του δεν ήταν γρήγορος, δεν πήρε ούτε πέντε λεπτά να τελειώσει. Με άρπαξε από τα μαλλιά τραβώντας τα πίσω, και κάνοντάς με να ξεφωνίσω από την καύλα, καρφώθηκε για τελευταία φορά μέσα μου, και έμεινε ακίνητος. Ένιωσα το όργανό του να κάνει σπασμούς μέσα μου και φορώντας προφυλακτικό, δεν ένιωθα σα να μου κάνουν κλύσμα.

“OOOOOOH… OOOOOH BABY!” φώναξε στην κορύφωση του οργασμού του και σιγά-σιγά οι σπασμοί του μέλους του μέσα μου καταλάγιασαν, και σταμάτησαν τελείως.

Τραβήχτηκε απαλά από μέσα μου και με σήκωσε και με πήρε στην αγκαλιά του. “I love you, my sweet, naughty sorceress!”

«Κι εγώ σ’ αγαπάω αρκούδε μου!» του είπα τυλίγοντας τα χέρια μου πίσω από το κεφάλι του και σηκώνοντάς το βλέμμα μου πάνω του. “You are surely a man of your word!” του είπα χαχανίζοντας και συνέχισα. “Yeah, yeah, don’t call you Shirley!”

“Well, since you made me forget my name, again, it would be awkward!” μου είπε και έβαλε τα γέλια. «Ένας Θεός ξέρει πως κρατήθηκα σοβαρός όταν άρχισες να τραγουδάς το γλυκό μυστικό της ζωής!» συνέχισε, και με χάιδεψε τρυφερά. “Youre one of a kind, Sophy. You really are!”

Τώρα να πω ότι δεν έβαλα και πάλι τα κλάματα σαν κοριτσάκι, θα μου πετούσατε σάπια λάχανα, και δε θέλω. Με έσφιξε πάνω του δυνατά, κόβοντάς μου σχεδόν την ανάσα, ενώ εγώ συνέχισα να κλαίω του καλό καιρού.

Δεν είχα νιώσει ποτέ στη ζωή μου τέτοια πληρότητα.


14. Nymph, in the orisons be all my sins remember'd

Όταν με τα πολλά ηρέμισα, πήγαμε και οι δύο στο μπάνιο να κάνουμε ένα γρήγορο ντουζ και ο Maurice πέταξε το προφυλακτικό στο καλαθάκι. Μπήκαμε στο ντουζ, άρπαξα τις καθιερωμένες μου πέντε—γιατί αλλιώς πώς;—και χωθήκαμε κάτω από το νερό.

Το ποπουδάκι μου έτσουζε ελαφρά, αλλά ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ όλες τις άλλες φορές που είχα τρίξει την όπισθεν—που λέει και η Μαίρη—και του Maurice ήταν ο μεγαλύτερος που είχε περάσει την πίσω μου πόρτα.

«Μωρό μου;» του είπα ενώ το νερό έτρεχε πάνω μας. «Αυτό πριν…» του είπα και σταμάτησα ψάχνοντας να βρω τα λόγια. Δεν τα βρήκα. «Δεν… δεν έχω λόγια,» του έκανα, κουνώντας το κεφάλι μου. «Δύο φορές!» του είπα και το επανέλαβα σα να μην το πίστευα η ίδια. «Δύο φορές!!!!»

Δε μου απάντησε με λόγια, μου απάντησε με τη ματιά του.

Τις σπάνιες φορές που έχω οργασμό, μετά την κλιμάκωση η περιοχή γίνεται τόσο ευαίσθητη που και το πιο απαλά χάδι μου προκαλεί πόνο. Και εδώ… Πάνω που είχα αρχίσει να αισθάνομαι τη μεταοργασμική μου δυσφορία, με μια λέξη… μια λεξούλα… έκανε το σώμα μου ξανά να τραντάζεται.

«Νόμιζα ότι τα είχα δει όλα…» του είπα χαχανίζοντας. «Μέχρι… μέχρι που μου είπες “Cum for your Master”,» συνέχισα μ’ ένα στεναγμό καθώς έπαιζα τη σκηνή replay στο μυαλό μου. «Και εκεί… πάνω που είχα αρχίσει να νιώθω τις γνώριμές μου ενοχλήσεις μετά τον οργασμό… ήρθε στο καπάκι και δεύτερος!» Τον κοίταξα ξανά στα μάτια. «Και δεύτερος!» επανέλαβα, σα να μην το πίστευα ούτε η ίδια.

Welcome to the Dark Side, young Skywalker!” μου απάντησε κλείνοντάς μου παιχνιδιάρικα το μάτι.

Κλείσαμε το νερό, σκουπιστήκαμε στα γρήγορα, και τον άφησα να βγει στεγνώνοντας τα μαλλιά μου στα γρήγορα με το πιστολάκι, γιατί δεν ήταν να πέσω για ύπνο με βρεγμένο μαλλί.

Γύρισα στο δωμάτιο και ο Maurice είχε ξαπλώσει στο κρεββάτι με τον Μπλάκι πάνω στην κοιλιά του να του κάνει πατουσάκια. Απαλά, για να μην τρομάξει το γάτο μου, μού άνοιξε την αγκαλιά του. Φόρεσα στα γρήγορα ένα καθημερινό κιλοτάκι, ανέβηκα στο κρεββάτι προσεκτικά και χώθηκα στην αγκαλιά του. Ο Μπλάκι σταμάτησε για μερικές στιγμές τα πατουσάκια, αλλά με το που βολεύτηκα τα ξεκίνησε και πάλι.

«Μωρό μου;» με ρώτησε ο Maurice, σχεδόν ντροπαλά. «Θέλεις… θέλεις να δεις το παιχνίδι που έχω γράψει;»

«Αμέ!» φώναξα ενθουσιασμένη, ταράζοντας το ζεν του Μπλάκι, και κερδίζοντας ένα αγριοκοίταγμα όλο δικό μου. «Πού όμως

“Though it’s not the real thing,” μου είπε. “To really appreciate the game, you’d need a real CPC with a real CPC Monitor,” συνέχισε.

«Τότε πώς;» τον ρώτησα απορημένη.

“You can take a glimpse by running it in an emulator. It doesn’t even need to be installed on your PC; someone made it a web application!”

OK!” του απάντησα νιώθοντας την καρδιά μου να χορεύει μέσα στο στήθος μου. Ήθελε να μου δείξει το παιχνίδι που έγραφε, αυτό με τα H-SYNC και τα raster splits και όλα αυτά τα αρχαία ακκαδικά!

«Μπορείς να φέρεις το laptop σου;» με ρώτησε.

«Και το ρωτάς, αρκούδι μου;» του είπα τρυφερά και σηκώθηκα να πάω να φέρω το laptop από το δωμάτιο-γραφείο.

Επέστρεψα, και κάθισα με την πλάτη στο προσκέφαλο του κρεββατιού βάζοντας το laptop στα πόδια μου. Πάνω από το σεντόνι, εννοείται, όταν ζεσταίνεται μπορείς να τηγανίσεις αυγά πάνω του και δεν ήμουν για εγκαύματα!

Αν και ο σκοπός που άνοιξα το laptop ήταν για να πάμε στο link που είχε ο Maurice με το παιχνίδι του, σκάλωσα. Ο τίτλος του άρθρου στο homepage tab του browser κέντρισε αμέσως την προσοχή μου.

«Η Δρ. Βασιλική Μαρκετάκη αναλαμβάνει πρόεδρος της Vinci μετά την αποχώρηση του Xavier Huillard»

Την ήξερα την εταιρεία. Είναι η μεγαλύτερη κατασκευαστική στην Ευρώπη και μία από τις μεγαλύτερες, αν όχι η μεγαλύτερη, στον κόσμο. Χτίζει ολόκληρες πόλεις, αυτοκινητοδρόμους, μετρό, υδροηλεκτρικά, πυρηνικά εργοστάσια, λιμάνια, γέφυρες, φράγματα—ό,τι βάλει ο νους.

Το γεγονός ότι η νέα CEO ήταν γυναίκα—και μάλιστα Ελληνίδα—με έκανε να ανοίξω το link χωρίς δεύτερη σκέψη.

«Μωρό μου, περίμενε λίγο, κάτι είδα και θέλω να το διαβάσω!» του είπα, σταματώντας το scrolling.

«Τι;» με ρώτησε γεμάτος περιέργεια, γέρνοντας να δει την οθόνη.

«Ένα άρθρο. Την ξέρεις τη Vinci

Με κοίταξε με περιέργεια χωρίς να καταλαβαίνει που το πήγαινα. «Φυσικά!» μου απάντησε. «Είναι η μεγαλύτερη κατασκευαστική στον κόσμο, μεγαλύτερη κι από τις Κινέζικες!» συνέχισε.

«Η νέα της CEO,» ξεκίνησα να του εξηγώ, «είναι γυναίκα και μάλιστα Ελληνίδα!» Καθώς του εξηγούσα ένιωσα μέσα μου—άγνωστο γιατί—υπερηφάνεια. Εννοώ… το όποιο κατόρθωμα ήταν δικό της και μόνο, αλλά κάπως ένιωθα περήφανη για την εκπροσώπηση.

Άνοιξα το άρθρο. Και έμεινα σα να με χτύπησε κεραυνός. Αλήθεια λέω, το στόμα μου στράβωσε πριν καλά-καλά προλάβω να ξεκινήσω να διαβάζω. Γιατί αν δεν ήξερα τι διάβαζα, θα ορκιζόμουν ότι είχα ανοίξει σελίδα περιοδικού μόδας ή προφίλ φωτομοντέλου. Όχι, σοβαρά τώρα! Η τύπισσα δεν υπήρχε!

Στο πρόσωπο έμοιαζε με την Charlize Theron, αν η τελευταία ήταν η μικρή της άσχημη αδερφή. Μαλλί σκούρο ξανθό μαλλί σε τέλειο στυλ pixie, που έμοιαζε σαν να βγήκε μόλις από το κομμωτήριο, navy blue γυναικείο σακάκι με ασορτί παντελόνι που της έπεφτε άψογα, μαύρες κλειστές γόβες που έλαμπαν, και βλέμμα τύπου «Ναι, μόλις υπέγραψα έργο δέκα δισεκατομμυρίων. Παγωτάκι έχει;»

Δεν την έκανες ούτε κατά διάνοια πάνω από τριανταπέντε. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν είχα πατήσει κατά λάθος το LinkedIn influencer post της ημέρας. Ώσπου το μάτι μου έπεσε στην ημερομηνία γέννησής της: 1973.

Έτριψα τα μάτια μου. Ξανακοίταξα. Ναι, 1973 έγραφε. 52 χρονών! Τι στο καλό; Τι τρώνε αυτές και δεν το λένε; Και μετά διάβασα το άρθρο. Και όσο διάβαζα, τόσο το σαγόνι μου έπεφτε όλο και πιο χαμηλά.

«Η Vinci, ο μεγαλύτερος κατασκευαστικός όμιλος παγκοσμίως, ανακοίνωσε μια ιστορική αλλαγή ηγεσίας: η Δρ. Βασιλική Μαρκετάκη αναλαμβάνει τη θέση της Προέδρου, διαδεχόμενη τον Xavier Huillard. Η Δρ. Μαρκετάκη αποχωρεί από τη θέση της CEO του Ομίλου Αιγίς—της κορυφαίας κατασκευαστικής δύναμης στα Βαλκάνια—για να ηγηθεί του γαλλικού κολοσσού.»

Τα μάτια μου γούρλωσαν ακόμα περισσότερο. Αιγίς; Δηλαδή ήταν ήδη στην κορυφή εδώ, πριν πάει εκεί;

«Η ανοδική της πορεία στην ηγεσία του Ομίλου Αιγίς—στον οποίο είχε προσληφθεί το 2001 ως δομική μηχανικός—ξεκίνησε το 2006, με την ανάληψη της Διεύθυνσης Δημοσίων Έργων της Αιγίς Τέκτων. Το 2011 προήχθη σε Chief Operating Officer και, πέντε χρόνια αργότερα, σε CEO της θυγατρικής, ηγούμενη ενός εκτεταμένου προγράμματος αναδιάρθρωσης και διεθνοποίησης. Το 2020 ανέλαβε την ηγεσία ολόκληρου του Ομίλου Αιγίς, διαδεχόμενη—όπως και στη θυγατρική — τον Θεμιστοκλή Δετζώρτζη.»

Δηλαδή, όσο εγώ έγραφα ψυχαναγκαστικά tweets για τον μαλάκα τον Πάνο το 2011, εκείνη υπέγραφε έργα δισεκατομμυρίων και, αργά αλλά σταθερά, προετοίμαζε την άνοδό της στην κορυφή της Vinci.

«Γεννημένη στην Αθήνα το 1973, η Δρ. Μαρκετάκη αποφοίτησε το 1996 από τη Σχολή Μηχανολόγων-Μηχανικών του ΕΜΠ με βαθμό 9,7—τον τρίτο υψηλότερο στην ιστορία της σχολής. Στη συνέχεια, εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή με πλήρη υποτροφία στη σχολή École Polytechnique Fédérale της Γενεύης (EPFL) στην οποία ανέπτυξε μια νέα επαναστατική μέθοδο αντισεισμικής θωράκισης που τώρα φέρει το όνομά της—“Marketakis Equilibrium Grid”—και στη συνέχεια έκανε και MBA στον ίδιο ακαδημαϊκό φορέα (EPFL). Για την επιστημονική της συνεισφορά τιμήθηκε με τιμητικό διδακτορικό Μαθηματικών από το Πανεπιστήμιο του Cambridge

Μάλλον, του λόγου της δεν είχε πάρει δέκα κιλά κλαίγοντας από απελπισία και τρώγοντας σοκολάτες και πατατάκια με τους τόνους.

«Η Δρ. Μαρκετάκη είναι πολύγλωσση—μιλάει άπταιστα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Είναι παντρεμένη με τον Δρ. Μάριο Μαλεβίτη, καθηγητή στη σχολή Μηχανολόγων-Μηχανικών του ΕΜΠ, και μαζί έχουν τέσσερα παιδιά.»

Όσο πήγαινε γινόταν και καλύτερο!

«ΤΕΣΣΕΡΑ;!» φώναξα τόσο δυνατά που ο Μπλάκι τρόμαξε και εξαφανίστηκε από το κρεββάτι σα να τον κυνηγάει η εφορία.

What?” με ρώτησε ο Maurice ξαφνιασμένος από το ξέσπασμά μου, τινάζοντας λίγο πίσω το κεφάλι του.

«Η Μαρκετάκη. Είναι CEO στη Vinci! Είναι πενηνταδύο χρονών και έχει τέσσερα παιδιά! Και είναι σα μοντέλοτι λέωείναι σαν High Elf! Κοίτα την! Κοίτα την!» του είπα χτυπώντας την οθόνη με το δάχτυλό μου. «Δεν την κάνεις ούτε καν τριανταπέντε! ΤΑ ΧΑΠΙΑ ΜΟΥ!» του είπα με δραματικό τόνο, φέρνοντας το χέρι μου στο μέτωπο σαν τραγική ηρωίδα.

Ο Maurice έβαλε τα γέλια, το σώμα του τραντάχτηκε. «Θες να σου φέρω παγωτάκι;» με ρώτησε, χαχανίζοντας ακόμα, και με τα μάτια του να δείχνουν ότι διασκέδαζε αφάνταστα το ξέσπασμά μου.

«ΟΧΙ! ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΩ ΝΑ ΧΩΘΩ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ!» του είπα με απόγνωση, τινάζοντας τα χέρια μου ψηλά. «Να χωθώ μέσα, να παγώσω μέχρι να μάθω το μυστικό της!»

Γέλασε ακόμα πιο δυνατά, σχεδόν διπλώθηκε. «Μωρό μου, είσαι υπέροχη όταν κάνεις έτσι!»

«Δεν κάνω τίποτα!» διαμαρτυρήθηκα. «Απλά προσπαθώ να καταλάβω πώς γίνεται να είσαι πενήντα δύο, να έχεις τέσσερα παιδιά, να διοικείς έναν από τους μεγαλύτερους ομίλους του κόσμου, να κάνεις την Theron να μοιάζει μπροστά σου με ασχημόπαπο, και να μη δείχνεις μέρα μεγαλύτερη από τριανταπεντάρα!» του είπα με μια ανάσα, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια; «Πώς είναι δυνατόν;» τον ρώτησα με απόγνωση.

Με τράβηξε στην αγκαλιά του, γελώντας ακόμα.

«Δεν είναι δίκαιο,» κλαψούρισα θεατρικά.

«Ίσως έχει καλά γονίδια;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

«Γονίδια;» τον ρώτησα κοιτάζοντάς τον με μισό μάτι. «Καλά γονίδια έχει ο αδερφός μου! Αυτή έχει συμβόλαιο με τον διάβολο! Δεν εξηγείται αλλιώς!»

«Ή ίσως απλά φροντίζει τον εαυτό της και έχει καλό στιλίστα;»

«Μη μου απαντάς λογικά τώρα!» του είπα κάνοντας μούτρα. «Θέλω να ζήσω το δράμα μου!» συνέχισα, κάνοντάς τον να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.

Αποφάσισα να επιστρέψω στο αρχικό θέμα πριν αρχίσω να ψάχνω το Instagram της Μαρκετάκη για συμβουλές ομορφιάς. «Που πάω για να δω το παιχνίδι σου;»

Τα μάτια του άστραψαν από ενθουσιασμό. Πήρε το laptop στα δικά του γόνατα και άρχισε να πληκτρολογεί με ταχύτητα που ζήλεψα. Τα δάχτυλά του πετούσαν πάνω στο πληκτρολόγιο. Άνοιξε μια σελίδα, και μετά μια δεύτερη—δεν καταλάβαινα ακριβώς τι έκανε. Κατέβασε ένα αρχείο στο δίσκο, και μετά απλά το έσυρε στην άλλη σελίδα.

Η οθόνη γέμισε με ένα παράξενο φόντο—μπλε με κίτρινα γράμματα. Πάνω-πάνω έγραφε κάποιο copyright notice:

  Amstrad 128K Microcomputer (v3)
 © 1985 Amstrad Consumer Electronics plc
            and Locomotive Software Ltd.

 Basic 1.1

Ready
g

«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησα με περιέργεια, γέρνοντας πιο κοντά στην οθόνη.

«Είναι το λειτουργικό περιβάλλον του CPC-6128,» μου απάντησε. Η φωνή του είχε πάρει εκείνον τον τόνο του δασκάλου που αγαπάει το μάθημά του. «Όταν τον ανοίξεις σε βγάζει κατευθείαν στο περιβάλλον της Basic

Τον κοίταζα χωρίς να είμαι σίγουρη ότι έχω καταλάβει. Το πρόσωπό μου προφανώς με πρόδωσε.

«Η BASIC είναι γλώσσα προγραμματισμού, γραμμένη ειδικά για αρχάριους στους υπολογιστές,» μου εξήγησε υπομονετικά. «Με το που άνοιγες τον υπολογιστή μπορούσες να ξεκινήσεις κατευθείαν να γράψεις κάποιο πρόγραμμα ή να φορτώσεις κάποιο από τη δισκέτα.»

Δισκέτα ρε φίλε. Δεν ξέρω γιατί αλλά παρόλο που ήταν προϊόν του εικοστού αιώνα, μου φαινόταν πιο προϊστορικό και από ατμομηχανή.

«Το αρχείο που φόρτωσα είναι disc image με το παιχνίδι,» συνέχισε. «Όπως σου είπα δεν είναι γραμμένο σε BASIC, η τελευταία είναι interpreted και χάνει πολύ σε ταχύτητα!»

«Τι είναι;» τον ρώτησα κοιτάζοντάς τον σαν ούφο. Άλλη μια λέξη για το λεξιλόγιό μου.

Disc Image. Η δισκέτα είναι φυσικό μέσο που απλά περιέχει δεδομένα. Σκέψου το disc image ως αρχείο που έχει αυτά τα δεδομένα.»

«Οκ, και το άλλο τι είναι;»

«Ποιο άλλο, μωρό μου;»

«Το άλλο που μου είπες, το interpreted

Χαμογέλασε και πήρε μια βαθιά ανάσα, το έκανε πάντα όταν ετοιμαζόταν να εξηγήσει κάτι περίπλοκο.

«Interpreted σημαίνει ότι δεν είναι γραμμένο σε μορφή που το καταλαβαίνει άμεσα ο επεξεργαστής. Τα προγράμματα που είναι γραμμένα σε interpreted γλώσσες, στην πραγματικότητα εκτελούνται μέσα από ένα δεύτερο πρόγραμμα, το οποίο μεταφράζει σε πραγματικό χρόνο τις οδηγίες του αρχικού προγράμματος σε εντολές που καταλαβαίνει ο επεξεργαστής! Αυτό το πρόγραμμα λέγεται interpreter

«Ok,» του απάντησα αβέβαια. Το μυαλό μου προσπαθούσε να επεξεργαστεί την πληροφορία.

«Υπάρχουν και άλλου είδους προγράμματα που κάνουν σχεδόν παρόμοια δουλειά, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Λέγονται compilers, και η δουλειά τους είναι να πάρουν τον πηγαίο κώδικα που έχει γραφτεί σε μια ανώτερη γλώσσα προγραμματισμού και να τον μετατρέψουν άμεσα σε μορφή που καταλαβαίνει ο επεξεργαστής, χωρίς να εκτελούν το πρόγραμμα σε πραγματικό χρόνο.»

Ξαφνικά κάτι έκανε κλικ στο μυαλό μου. «Οκ, πες μου αν το έχω καταλάβει σωστά. Ο interpreter είναι σαν τον διερμηνέα, μεταφράζει από τη μια γλώσσα στην άλλη σε πραγματικό χρόνο. Ο compiler είναι σαν τον μεταφραστή, μεταφράζει ολόκληρο το κείμενο σε μια άλλη γλώσσα, στην περίπτωσή μας αυτό που καταλαβαίνει ο επεξεργαστής.»

«ΑΚΡΙΒΩΣ!» μου είπε. Το πρόσωπό του φωτίστηκε με ένα τεράστιο χαμόγελο, σαν δάσκαλος που είδε τον μαθητή του να καταλαβαίνει επιτέλους.

«Ok!» του απάντησα ενθουσιασμένη. Ένιωσα λίγο πιο περήφανη με τον εαυτό μου που κατάφερα να τα πιάσω με την πρώτη.

Μου έδωσε το laptop. «Γράψε CAT,» μου είπε.

Έκανα αυτό που μου ζήτησε, πληκτρολογώντας προσεκτικά τα τρία γράμματα. Πάτησα Enter και από κάτω εμφανίστηκε μια λίστα, περίπου σαν αυτές του file explorer:

GAME.BAS 1K CODE.BIN 39K

«Αυτό είναι το παιχνίδι μου. Το GAME.BAS είναι ο GAME loader. Τυπικά δε χρειάζεται, θα μπορούσα να τρέξω κατευθείαν τον κώδικα, ωστόσο αν γίνει το τελευταίο τότε απενεργοποιείται το AMSDOS, το disc operating system του υπολογιστή.»

Σταμάτησε για μια στιγμή, βλέποντας την έκφραση στο πρόσωπό μου. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε: «Όταν από το περιβάλλον της BASIC εκτελείς ένα πρόγραμμα σε κώδικα μηχανής που είναι αποθηκευμένο με την εντολή RUN, η BASIC κάνει χρήση της κλήσης MC_BOOT_PROGRAM του λειτουργικού, η οποία απενεργοποιεί τις υπόλοιπες ROM για να μην υπάρχουν conflicts με το πρόγραμμα που εκτελείς.»

Τον κοίταξα με απόγνωση. «Maurice, οικονομικά έχω σπουδάσει!» του υπενθύμισα χαχανίζοντας, κάνοντάς τον να βάλει και αυτός τα γέλια με το βλέμμα απελπισίας με τον οποίο τον κοιτούσα.

«ΟΚ, ας το πάμε από την αρχή!» μου είπε. Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του και πήρε και πάλι βαθιά ανάσα. «Ο Z80 είναι 8-bit επεξεργαστής, το οποίο χωρίς να θέλω να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες σημαίνει ότι μπορεί να χειριστεί άμεσα 2^8, δηλαδή 65536 διευθύνσεις μνήμης!»

Κοίταξα την οθόνη με σουφρώνοντας τα φρύδια μου. «Αφού εδώ λέει 128K!» του είπα απορημένη, δείχνοντας με το δάχτυλό μου.

Χαμογέλασε και ένευσε. «Σωστά, και για να το κάνει αυτό, χρησιμοποιεί ένα πολύ έξυπνο κόλπο που λέγεται paging. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να επιλέξει ποιο μέρος της μνήμης μπορεί να δει κάθε φορά.»

Έκανε μια μικρή παύση, βλέποντάς με να προσπαθώ να το χωνέψω.

«Τούτου λεχθέντος ωστόσο, εξακολουθεί να μπορεί να χειριστεί άμεσα μόνο 64Kb

«OK,» του είπα αβέβαια. Έτριψα το μέτωπό μου προσπαθώντας να βρω μια αναλογία. «Είναι σα να λέμε… μπορείς να έχεις δύο οθόνες αριστερά και δεξιά, μπορείς να επιλέξεις σε ποια θα εστιάσεις, αλλά πάντα μπορείς να εστιάσεις μόνο σε μία.»

Το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Ακριβώς, μωρό μου!» μου είπε χαμογελώντας. Η περηφάνεια στη φωνή του ήταν τόσο έκδηλη που άρχισα να χειροκροτώ μόνη μου σαν το χαζό, χτυπώντας παλαμάκια με ενθουσιασμό. Αυτό τον έκανε να βάλει και πάλι τα γέλια.

«Το λατρεύω όταν το κάνεις αυτό!» μου είπε χαρίζοντάς μου το πιο γλυκό του χαμόγελο. «Όσο όταν σε πιάνουν οι γκρίνιες σου!» Σταμάτησε και μου χαμογέλασε παιχνιδιάρικα. «Ειδικά όταν σε πιάνουν οι γκρίνιες σου!»

Ένα «BRRRRRRRRRRRRRR» κατευθείαν στη μούρη του, που τον έκανε σύχριστο, και μετά συνέχισε το lecturing στην Ακκαδική ποίηση.

«Και ο Amstrad δεν είχε μόνο 128Kb RAM, είχε και 48Kb ROM.» Με κοίταξε ερωτηματικά. «Ξέρεις τι διαφορά έχει η RAM από τη ROM

Σταύρωσα τα χέρια μου με ψεύτικη αγανάκτηση. «Εντάξει, οικονομολόγος είμαι, δεν ήρθα με χρονομηχανή από το 500 προ Χριστού!» του απάντησα βγάζοντάς του πειρακτικά τη γλώσσα.

Γέλασε και συνέχισε: «Οι σύγχρονοι υπολογιστές τρέχουν το λειτουργικό τους από το δίσκο στον οποίο είναι αποθηκευμένα. Παρόλο που ΚΑΙ ο Amstrad διέθετε ένα τέτοιο λειτουργικό, το CP/M, το βασικό του λειτουργικό περιβάλλον ήταν αποθηκευμένο στη ROM

Σήκωσε τρία δάχτυλα, μετρώντας: «16Kb το κυρίως λειτουργικό, 16Kb η BASIC και άλλα 16Kb το AMSDOS, το βασικό του disc operating system

«Και αυτό ξέρω τι είναι! Κάτι σαν το NTFS!» του είπα περήφανη, ισιώνοντας την πλάτη μου.

Κούνησε το κεφάλι του με ένα απολογητικό χαμόγελο. «Όχι ακριβώς,» μου είπε κόβοντάς μου τα φτερά. «Το NTFS είναι σύστημα αρχειοθέτησης στο δίσκο. Disc operating system είναι το πρόγραμμα με το οποίο διαχειρίζεσαι όχι μόνο τα δεδομένα του δίσκου, αλλά και τον ίδιο το δίσκο.»

Έκανε μια μικρή παύση για να με αφήσει να το χωνέψω.

«Πώς διαβάζεις, πώς γράφεις, πώς κινείται η κεφαλή και τα ρέστα. Αυτά πλέον είναι κομμάτια του ίδιου του λειτουργικού—ο όρος driver αν έχεις ακουστά—αλλά και του ίδιου του firmware του δίσκου.» Με κοίταξε. «Ξέρεις τι είναι το firmware

Σκέφτηκα για λίγο, δαγκώνοντας το κάτω χείλος μου. «Ναι, νομίζω!» του είπα σκεπτική. «Κάτι ανάλογο με τον driver, μόνο που εκτελείται από την ίδια τη συσκευή και όχι από το λειτουργικό το οποίο τη διαχειρίζεται!»

«Κάπως έτσι!» μου είπε χαμογελώντας μου και πάλι. Έγειρε λίγο μπροστά με ενθουσιασμό. «Λοιπόν, θυμάσαι αυτό που σου είπα με το paging

«Ναι,» του απάντησα κουνώντας το κεφάλι μου.

«Ωραία, αυτό λέγεται αλλιώς και Bank Management, όπου το Bank δεν είναι η τράπεζα που σε χρεώνει επειδή πέρασες έξω από το ATM της,» μου είπε και έβαλα τα γέλια, «αλλά από τον όρο memory bank

Άρχισε να μετράει στα δάχτυλά του: «Ο Z80 λοιπόν κάνει bank management σε blocks των 16Kb. Θυμάσαι το παράδειγμά σου με τις οθόνες;»

«Ναι!» του απάντησα. «Αυτό που μου λες λογικά είναι το ισοδύναμο του να επιλέγω σε ποιο παράθυρο θα εστιάσω μέσα στην οθόνη!»

«Ακριβώς μωρό μου!» μου απάντησε κάνοντάς την καρδιά μου να χτυπήσει και πάλι σαν ξεκούρδιστη.

«Σκέψου τώρα ότι είσαι στο περιβάλλον της basic. Πρέπει να τρέχει το λειτουργικό, να τρέχει η BASIC και να τρέχει και το AMSDOS. Πάνε τα 48Kb

Σταμάτησε και με κοίταξε για να βεβαιωθεί ότι τον ακολουθούσα.

«Και έχεις και τη Screen RAM που καταλάμβανε 16Kb, και δεν έμεινε σάλιο!»

«Screen RAM;» τον ρώτησα με απορία.

«Η απεικόνιση των περιεχομένων της οθόνης στη μνήμη, τότε δεν υπήρχαν κάρτες γραφικών!»

Το πρόσωπό μου πήρε μια έκφραση σύγχυσης. «Κάτσε. Και τότε πώς έτρεχαν τα προγράμματα;» τον ρώτησα με απορία.

Σήκωσε το δάχτυλό του με ύφος δασκάλου που έρχεται στο κύριο σημείο του μαθήματος. «Και ερχόμαστε λοιπόν σε αυτό που σου είπα στην αρχή. Ο interpreter της BASIC φροντίζει και σου δίνει ελεύθερα σχεδόν 40Kb μνήμης.»

Έκανε μια παύση και μετά συνέχισε πιο αργά:

«Από τα υπόλοιπα 8Kb, ένα κομμάτι το χρησιμοποιεί ο ίδιος για να ως χώρο εργασίας, ένα κομμάτι χρησιμοποιεί το AMSDOS για τον ίδιο λόγο, και ένα τρίτο σεβαστό κομμάτι καταλαμβάνει και το firmware, το οποίο η BASIC το χρησιμοποιεί κατά κόρον.»

«Ποιο firmware;» τον ρώτησα πελαγωμένη. Έτριψα τους κροτάφους μου. Εντάξει, είχε πάει που είχε πάει αργά και μισή, πόση Ακκαδική ποίηση να αντέξω η γυναίκα;

Το πρόσωπό του μαλάκωσε με κατανόηση. «Έχεις δίκιο που μπερδεύεσαι,» με καθησύχασε ο αρκούδος μου. Εντάξει, δεν ήμουν εγώ η ηλίθια!

«Αυτό που ονομάζω firmware ήταν ένα εξαιρετικά προηγμένο για την εποχή του χαρακτηριστικό που είχαν οι υπολογιστές της Amstrad. Ήταν κομμάτι του συστήματος, το οποίο το χρησιμοποιούσε και ο ίδιος ο BASIC interpreter, αλλά και κάτι παραπάνω.»

Σταμάτησε και με κοίταξε σκεπτικά.

«Έδινε στους προγραμματιστές ένα API…» Έκανε παύση. «Ξέρεις τι είναι το API

Αυτό το ήξερα! Σήκωσα το χέρι μου σαν μαθήτρια. «Ναι, αυτό το ξέρω! Είναι ένας τρόπος για να κάνεις expose λειτουργικότητες ενός προγράμματος σε τρίτους, χωρίς να χρειάζεσαι να τρέξεις το πρόγραμμα καθαυτό!»

«Ακριβώς!» μου είπε χαρίζοντάς μου και πάλι το χαμόγελό του. «Όπως στα σύγχρονα λειτουργικά υπάρχουν βιβλιοθήκες που σε απαλλάσσουν απ’ το να γράψεις τα πάντα από την αρχή, έτσι έκανε και η Amstrad

Ακούμπησε το δάχτυλό του στην οθόνη. «Το firmware των CPCs ήταν κάτι ανάλογο. Αν και δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα jump table, το ίδιο το μηχάνημα σου έδινε εύκολο τρόπο για να χρησιμοποιήσεις τις λειτουργικότητές του—για οθόνη, πληκτρολόγιο, ήχο, ακόμα και χειρισμό αρχείων—χωρίς να πρέπει να τα γράψεις ο ίδιος ξανά από την αρχή.»

Jump table?” τον ρώτησα απορημένη. «Τι είναι αυτό πάλι;»

«Πολύ χοντρικά κάτι σαν ευρετήριο,» μου εξήγησε. «Τέλος πάντων, δε με ενδιαφέρει το firmware, δεν το χρησιμοποιώ, αλλά δεν θέλω να απενεργοποιηθεί το AMSDOS

«OK; Γιατί δεν το χρησιμοποιείς το Firmware αφού η Amstrad έκανε όλη αυτή τη φασαρία;» ήταν η επόμενη φυσιολογική ερώτηση που έκανα, γέρνοντας το κεφάλι μου στο πλάι.

Τα μάτια του άστραψαν με λάμψη περηφάνιας. Ίσιωσε την πλάτη του και χαμογέλασε πλατιά. «Γιατί όταν γνωρίζεις τη μηχανή από μέσα και απ’ έξω, μπορείς να γίνεις πιο δημιουργικός από τον ίδιο της τον κατασκευαστή. Τότε ο Amstrad ήταν κάτι καινούργιο. Σαράντα χρόνια αργότερα και πλέον υπάρχουν κόλπα που τότε ούτε να τα φανταστούν δεν μπορούσαν.»

Γύρισε το laptop προς το μέρος του. «Κάτσε να σου δείξω.»

Μου είπε να ανοίξω το YouTube και να ψάξω «SYMBOS 4.0 AMSTRAD». Έκανα αυτό που μου ζήτησε. Τα δάχτυλά μου πληκτρολόγησαν γρήγορα και πάτησα enter. Όταν άρχισε το βίντεο, τα μάτια μου γούρλωσαν.

«O Amstrad τρέχει windows;» τον ρώτησα τελείως χαζεμένη. Υπήρχαν παράθυρα, εικονίδια, ακόμα και taskbar!

Κούνησε το κεφάλι του με ενθουσιασμό. «Δεν είναι Windows. Το λειτουργικό λέγεται SYMBOS. Είναι σύγχρονο, γραμμένο από την αρχή σε optimized assembly, και κάνει πράγματα που το 1985 δεν μπορούσαν καν να τα φανταστούν.»

Έκανε μια δραματική παύση.

«Ναι, το μηχάνημα είναι το ίδιο τα τελευταία σαράντα χρόνια αλλά σαράντα χρόνια είναι και η συσσωρευμένη γνώση γι’ αυτόν!»

«Γουάο!» έκανα πραγματικά εντυπωσιασμένη. Οκ, δεν ήταν σα να άνοιγες το laptop, τα γραφικά ήταν πιο χοντροκομμένα και με λιγότερα χρώματα, αλλά ήταν σα να έβλεπες μπροστά σου windows. Μέχρι και task manager είχε!

«Δεν είναι το firmware ο λόγος που το εκτελώ με αυτό τον τρόπο

Πήρε πάλι το laptop στα χέρια του, τα δάχτυλά του τυμπάνιζαν στο πλάι από ενθουσιασμό. «Ωραία, και τώρα πάμε στον emulator να τρέξουμε το παιχνίδι!»

Έγραψα ‘RUN"GAME.BAS"‘ όπως μου είπε και περίμενα μερικά δευτερόλεπτα. Η οθόνη καθάρισε και έγινε μαύρη. Εμφανίστηκε ένα πολύ όμορφο μενού, που από πάνω είχε τον τίτλο του παιχνιδιού «Dexelor», με χρυσαφί-κόκκινα χρώματα σα να είχε πιάσει φωτιά. Τα γράμματα είχαν μια υφή που έμοιαζε με λάβα.

«Δεν έχω βάλει ακόμα τη μουσική,» μου εξήγησε, σχεδόν απολογητικά.

«Γράφεις και μουσική;» τον ρώτησα γουρλώνοντας τα μάτια. Υπήρχε κάτι που δεν έκανε αυτός ο άνθρωπος;

«Όχι, όχι!» μου απάντησε κουνώντας το κεφάλι του. «Τη μουσική μου τη γράφει ένας φίλος, Γάλλος, και αν και μου την έχει δώσει, δεν την έχω ενσωματώσει ακόμα. Θα χρειαστεί κάποιο refactoring, έχω αρχίσει και ξεμένω από μνήμη, και πραγματικά δε θέλω να απενεργοποιήσω το AMSDOS, αν και στο τέλος δε με βλέπω να το γλιτώνω!»

«Τι κάνω;» τον ρώτησα με τα δάχτυλά μου να αιωρούνται πάνω από το πληκτρολόγιο.

«Κουνάς πάνω κάτω τον κέρσορα με τα βελάκια και επιλέγεις με το enter. Με την πρώτη επιλογή ξεκινάς το παιχνίδι. Στη δεύτερη μπορείς να ορίσεις τα πλήκτρα, αν θες να παίξεις με αυτά ή joystick. Στην τρίτη πας σε ένα άλλο μενού, το οποίο σου επιτρέπει να αλλάξεις παραμέτρους του παιχνιδιού, όπως δυσκολία, ταχύτητα, εξυπνάδα του AI κλπ.»

AI????” τον ρώτησα κοιτάζοντάς τον με μάτια γουρλωμένα σαν του βατράχου. Τεχνητή νοημοσύνη σε μηχανή του ‘80;

Γέλασε με την αντίδρασή μου. «Καλά, όχι σαν το ChatGPT ή το Claude που χρησιμοποιείς,» μου απάντησε χαχανίζοντας. «Ουσιαστικά ορίζεις την “εξυπνάδα” των αντιπάλων σου. Από χαζά, που κάνουν μηχανικές κινήσεις μέχρι πολύ έξυπνα, που προσπαθούν να σου στήσουν παγίδες.»

OK!” του απάντησα εμφανώς εντυπωσιασμένη. Πάτησα την επιλογή δύο και εκεί επέλεξα τα πλήκτρα με τα οποία θα παίξω. Στην τρίτη επιλογή—με την αυτοπεποίθηση του αρχάριου—διάλεξα “Extreme” στην εξυπνάδα των αντιπάλων μου αλλά normal στον υπόλοιπο βαθμό δυσκολίας. Μετά ξεκίνησα να παίζω.

Δεν είχα ιδέα τι να περιμένω, και βρέθηκα και πάλι να κοιτάω χαζεμένη. Οκ, τα γραφικά ήταν απλοϊκά σε σχέση με τα σύγχρονα παιχνίδια, αλλά είχαν μια γοητεία που δεν μπορούσα να προσδιορίσω επακριβώς. Τα χρώματα ήταν πλούσια και ζωντανά—έντονα μπλε, κόκκινα, πράσινα, σχεδόν καρτουνίστικα.

Οι χαρακτήρες—sprites όπως μου τα ονόμασε ο Maurice—ήταν πολύ όμορφα σχεδιασμένα και η κίνησή τους σχεδόν ρεαλιστική. Το ρολλάρισμα της οθόνης όμως ήταν το πιο δυνατό σημείο. Η κίνηση ήταν ρευστή σαν μετάξι, χωρίς κανένα κόλλημα. Μέχρι και παράλλαξη είχε—το φόντο κινούνταν πιο αργά από το προσκήνιο—με τρόπο πολύ ομαλό, σχεδόν φυσικό.

Δεν άντεξα πολύ. Τι τους ήθελα τους έξυπνους αντιπάλους; Οι εχθροί με περικύκλωσαν με χειρουργική ακρίβεια. Τρεις φορές έπεσα στην παγίδα τους—την τρίτη φορά ορκίζομαι ότι ένας από αυτούς μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω πριν με οδηγήσει σε ενέδρα—και… GAME OVER.

Τα κόκκινα γράμματα αναβόσβηναν στην οθόνη χλευαστικά.

«Απίθανο!» του είπα με πραγματικό θαυμασμό. «Είναι απίθανο!»

«Σ’ αρέσει; Σ’ αρέσει στ’ αλήθεια;» με ρώτησε. Υπήρχε πραγματική αγωνία στη φωνή του, σαν μικρό παιδί που δείχνει τη ζωγραφιά του.

«Είναι υπέροχο μωρό μου!!!!» του είπα με ενθουσιασμό. «Αλλά μάλλον πρέπει να διαλέξω πιο χαζούς αντιπάλους. Τα βλαμμένα σου με έκαναν να νιώθω σα να παίζω σκάκι με τον αδερφό μου!» συνέχισα.Έβαλε τα γέλια, και το πρόσωπό του έλαμπε από υπερηφάνεια. Τον έπιασα και τον τράβηξα κοντά μου. «Είσαι απίθανος, το ξέρεις;»

Χωρίς να μου το ζητήσει, έφυγα από την αγκαλιά του και πήγα στην κουζίνα και έφερα τρεις μπύρες, δύο για εκείνον και μία για μένα. Όταν επέστρεψα στο δωμάτιο τα μάτια του άστραψαν.

Beware of Greek bearing beer!” του είπα, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια. Στην αρχή δεν κατάλαβε, αλλά όταν έδεσα τα μαλλιά μου, έκλεισα και έκανα πέρα το laptop, και ξάπλωσα ανάμεσα στα πόδια του, το έπιασε το υπονοούμενο. Του κατέβασα το μποξεράκι και του έκλεισα πονηρά το μάτι. «Αν ζήσεις, έζησες!» του είπα και με μια γρήγορη κίνηση τον πήρα όλο στο στόμα μου.

Oh Gods,” ξεκίνησε τις επικλήσεις στα θεία όταν τον έπιασα στο χέρι μου και άρχισα να τον γλείφω από το κεφαλάκι μέχρι τη βάση. Επικλήσεις που πολλαπλασιάστηκαν όταν άρχισα, πρώτα να γλείφω, και μετά να πιπιλάω τα μπαλάκια του.

Με είχε κάνει να δω το Θεό απόψε, αν δεν στον έκανα μούμια, να μη με λέγαν Σόφη! Σηκώθηκα ελαφρά και παίρνοντάς τον στη γροθιά μου, άρχισα και πάλι να τον παίζω κάνοντας κυκλικές κινήσεις, συγχρονίζοντας στόμα με κεφάλι, με τρόπο που θα ζήλευε και ο Ακκάδιος ποιητής μου.

Πρέπει να το έκανα πολύ καλά, γιατί ούτε πέντε λεπτά αργότερα—και παρά το γεγονός ότι είχε τελειώσει ήδη δύο φορές μέσα στο βράδυ—ένιωσα τα προσπερματικά του υγρά στο στόμα, το οποίο το ακολούθησε το γνώριμο τρέμουλο, και μετά οι σπασμοί, συνοδευόμενοι από δυνατά βογγητά και νέες επικλήσεις στους θεούς.

Αλήθεια τώρα, πότε στο διάολο προλαβαίνει και μαζεύεται τόσο πράγμα; Για όνομα! Και πάλι πικρούτσικο, αλλά σιγά που θα χαλάσουμε τις καρδιές μας. Ρούφηξα το …νέκταρ του σα μέλισσα στα πρόθυρα θερμοπληξίας, και μετά τον έκανα λαμπίκο. “I really need to change your diet!” του δήλωσα με ύφος καθηγητή καρδιολογίας.

Why?” με ρώτησε κοιτάζοντάς με τρομαγμένος.

«Πικρίζεις σα ραδίκι!» του έκανα χαχανίζοντας. «Και μιας και δεν εννοώ να σταματήσω να καταπίνω…» του έκανα θεατρικά και άφησα την απειλή να αιωρείται. Ναι, εμένα μου λες; Έβαλε τα γέλια.

“As long as you don’t forbid paidakia, tzatziki, gyros and the mythical-but-yet-to-be-tasted antikristo!” μου απάντησε χαχανίζοντας ακόμα.

“Jury is still out!” του είπα χαχανίζοντας. «Και τώρα σειρά σου να ξεθάψεις τους σκελετούς στη ντουλάπα!»

The fair Ophelia! Nymph, in thy orisons, be all my sins rememberd” μου απάγγειλε με τρόπο που θα ζήλευε και σαιξπηρικός ηθοποιός, και πάρ’την πάλι κάτω τη δικιά σου! Μέσα σε μια εβδομάδα μαζί του είχα γελάσει περισσότερο απ’ ότι τα τέσσερα τελευταία χρόνια.

Είναι να μην είμαι τρελά και παλαβά ερωτευμένη μαζί του;

Άνοιξε την αγκαλιά του και χώθηκα μέσα της κάνοντας σχεδόν κατάδυση. Και φυσικά, μη και μας μείνει ρέστος στη διανομή, εμφανίστηκε και ο Μπλάκι—που ευτυχώς μας είχε αφήσει και τις δυο φορές απόψε να αμαρτάνουμε με την ησυχία μας. Βολεύτηκα στην αγκαλιά του αρκούδου μου και ο Μπλάκι στη δική μου.

Ok, here goes nothing.”

Το χέρι του άρχισε να χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά μου, τα δάχτυλά του περνούσαν απαλά ανάμεσά τους. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε τη διήγηση.

While Im nowhere near your number,” είπε και σταμάτησε για μια στιγμή βγάζοντάς μου πειρακτικά τη γλώσσα του, “I had my share.”

Του απάντησα με ένα «BRRRRRRRRRRRRR» όλο δικό του.

Χαμογέλασε και έκλεισε για λίγο τα μάτια του, σα να έπαιζε στο βίντεο του μυαλού του τις αναμνήσεις. Όταν τα άνοιξε ξανά, συνέχισε. «Ήμουν ανέκαθεν ντροπαλός και nerdy. Αν και ήμουν πολύ γεροδεμένος για να δίνω στόχο—καλά, όχι πως στο Βέλγιο είναι σαν την Αμερική, σε εμάς το bullying σε αυτό το βαθμό είναι αδιανόητο—δεν είχα και μεγάλη πέραση στα συνομήλικά μου κορίτσια.»

Αναστέναξε, για λίγο και μετά χαμογέλασε στη σκέψη—ένα μικρό, νοσταλγικό χαμόγελο. «Και ξέρεις κάτι; Μου βγήκε τελικά σε καλό!»

«Τι εννοείς;» τον ρώτησα.

Πήρα το χέρι μου από τον Μπλάκι και το ακούμπησα στο στέρνο του Maurice, χαϊδεύοντάς τον τρυφερά με κυκλικές κινήσεις. Το μαύρο κάθαρμα, που είχε κλείσει τα μάτια του, τα άνοιξε απότομα και με κοίταξε με το βλέμμα «σου έδωσα άδεια να σταματήσεις, peasant

Ο Maurice γέλασε χαμηλόφωνα με την αντίδραση του Μπλάκι και συνέχισε: «Άλλαξα target group. Τις συνομήλικές μου μπορεί να μην τις συγκινούσε η nerdy προσωπικότητά μου, αλλά κάποιες μεγαλύτερες τις συγκινούσε η σωματική μου διάπλαση. Μικρός έκανα κολύμβηση… δεν ήμουν πάντα teddy bear

Σήκωσε λίγο το κεφάλι του και έτριψε επιδεικτικά την κοιλιά του με το ελεύθερο χέρι του αλλά ο τρόπος που το έκανε ήταν χωρίς καμία πίκρα, με μια αποδοχή που ζήλεψα. Σε αντίθεση με μένα και τις ανασφάλειές μου, ο Maurice δεν έδινε δεκάρα που ήταν γεματούλης.

«Οπότε… γυμνασμένο σώμα, μεγάλες αντοχές… καταλαβαίνεις. Για τις περισσότερες ήταν σεξ μόνο για το σεξ.» Γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε στα μάτια. «Αλλά δε μ’ ένοιαζε. Εννοώ… ούτε εγώ αποζητούσα περισσότερα… ήμουν σαν παιδάκι που του χάριζαν γλυκό… δεν ήθελα να βάλω την τύχη μου σε πειρασμό!»

Έτριψε το μέτωπό του με το ελεύθερο του χέρι, ένα νευρικό τικ. Αναστέναξε βαθιά. «Στα 19 μου, γνώρισα την Francine

Στέναξε και πάλι, πιο βαθιά αυτή τη φορά. Από τον τρόπο που άλλαξε η στάση του σώματός του—τεντώθηκε ελαφρά—κατάλαβα πως αυτή η γυναίκα με κάποιο τρόπο τον είχε σημαδέψει. Δεν τον διέκοψα, απλά συνέχισα να χαϊδεύω το στήθος του, αφήνοντάς τον να βρει το ρυθμό του.

«Εκείνη ήταν 37.» Τα μάτια του γύρισαν στιγμιαία προς τα αριστερά και κοίταξαν το κενό, σαν να είχε ανοίξει το κουτάκι των αναμνήσεων στο αρχείο του μυαλού του. «Παντρεμένη, με δύο παιδιά.»

Χαμογέλασε πικρά, οι άκρες των χειλιών του κύρτωσαν προς τα κάτω. «Δεν έχω ούτε μια φωτογραφία της, δεν με άφησε ποτέ να την τραβήξω.»

Αναστέναξε για τρίτη φορά. Το χέρι μου άφησε τον Μπλάκι εντελώς τώρα και επέστρεψε πάνω στον αρκούδο μου, χαϊδεύοντάς τον τρυφερά, προσπαθώντας να του δείξω χωρίς λόγια ότι ήμουν εκεί.

«Τη θυμάμαι όμορφη… ή ίσως να την έβλεπα έτσι όπως την ερωτεύτηκα μέχρι τα μπούνια. Δεν… Δεν θυμάμαι τις λεπτομέρειές της.»  

Έκανε μια μεγάλη παύση. Τα δάχτυλά του σταμάτησαν να παίζουν με τα μαλλιά μου. «Καμιά φορά τη βλέπω στον ύπνο μου, και θυμάμαι το πρόσωπό της για μερικές μέρες και μετά το ξεχνάω και πάλι…»

Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα, το στήθος του ανασηκώθηκε κάτω από το χέρι μου. «Η Francine… ήταν…» Σταμάτησε, τα χείλη του κινήθηκαν σα να έψαχνε να βρει τα σωστά λόγια. Γύρισε πάλι προς το μέρος μου, τα μάτια του συνάντησαν τα δικά μου. «Ξέρεις από BDSM

«Ξέρω τι σημαίνει το αρκτικόλεξο και κάποια βασικά πράγματα,» του απάντησα προσεκτικά, χωρίς να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες. Όσα γνώριζα, τα γνώριζα από τη Μαίρη, που και εκείνη εδώ που τα λέμε, περισσότερο ενδιαφερόταν για τα δύο τελευταία γράμματα παρά για τα δύο πρώτα.

Εξέπνευσε αργά. «Ήταν slave,» μου απάντησε. Η φωνή του ήταν χαμηλή, σχεδόν ψίθυρος. «Τον αγαπούσε τον άντρα της, αλλά ο γάμος της ήταν τελείως συμβατικός, δε μπορούσε να τη γεμίσει. Ήταν κάμποσο καιρό uncollared, όταν τη γνώρισα.»

«Uncollared;» τον ρώτησα με απορία, σηκώνοντας λίγο το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω καλύτερα. Ίντα ν’ πάλι τούτο; που θα έλεγε και η γιαγιά μου.

«Χωρίς αφέντη,» μου εξήγησε. Τα δάχτυλά του ξανάρχισαν να παίζουν με τα μαλλιά μου, πιο νευρικά τώρα.

«Δεν είναι εύκολο να έχεις αφέντη και να κάνεις διπλή ζωή. Επέμενε ότι γίνεται, αλλά στην πράξη δεν λειτουργούσε, ή, αν θες, δεν είχε καταφέρει η ίδια να μπει σε τέτοια σχέση που ταυτόχρονα να είναι και λειτουργική. Και πώς άλλωστε; Πώς μπορείς να λες ότι ανήκεις πλήρως σε κάποιον όταν αναγκάζεσαι να μοιράσεις το χρόνο σου;»

Καλή ερώτηση. Άφησα τη σιωπή να αιωρείται για λίγο ανάμεσά μας.

«Τέλος πάντων, η ουσία είναι ότι έκανε αυτό που στο BDSM θεωρείται ως cardinal sin

«Δηλαδή;» τον ρώτησα, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι μου στο πλάι.

Τον ένιωσα να σφίγγεται άθελά του και πάλι. «Προσπάθησε να με κάνει αφέντη της,» μου είπε. Η πίκρα στη φωνή του ήταν τόσο έντονη που δεν μπορούσε να την κρύψει.

«Μικρός ήμουν, άβγαλτος. Δεν ήξερα πως λειτουργούν αυτά τα πράγματα. Αυτό που ήξερα είναι ότι η ιδέα να έχω κάποια στον πλήρη έλεγχό μου με είχε μαγέψει.»

Τον κοίταξα σκεπτική, νιώθοντας κάτι να με ενοχλεί στη λογική. «Πες το,» μου είπε απλά, διαβάζοντας την έκφρασή μου.

Δάγκωσα το κάτω χείλος μου για μια στιγμή και τον κοίταξα προσπαθώντας να βρω τα λόγια.

«Πώς… πώς είναι δυνατόν να λες ότι έχεις τον πλήρη έλεγχο όταν σε…χτίζει, όταν σε καθοδηγεί άλλος;»

«Δεν είναι Σόφη μου,» μου απάντησε. Το πικρό χαμόγελο παρέμεινε στα χείλη του. «Στο τέλος φάγαμε τα μούτρα μας και οι δύο.»

«Τι έγινε;» τον ρώτησα με απαλή φωνή, το χέρι μου συνέχιζε τις κυκλικές κινήσεις στο στήθος του.

Ανασήκωσε τους ώμους του σε έναν μορφασμό που έλεγε «όλα λάθος». «Οι προσδοκίες συνάντησαν την πραγματικότητα, που λες κι εσύ.»

Έμεινα σιωπηλή για λίγο, προσπαθώντας να επεξεργαστώ όσα μου είχε πει. «Έκανες άλλες τέτοιες σχέσεις;» τον ρώτησα τελικά, γνωρίζοντας καλά την απάντηση μέσα μου.

Μπορεί να τον γνώριζα μόλις μία εβδομάδα, αλλά τα σημάδια της Dominant προσωπικότητάς του ήταν ολοφάνερα για όποιον είχε τα μάτια να «διαβάσει πίσω από τις γραμμές». Η φυσική του συστολή δεν μπορούσε να κρύψει την αυτοπεποίθηση και το δυναμισμό του.

Ήξερε πάντα πως να κινηθεί, τι να πει και τι να κάνει. Μπορεί η δουλειά να είναι δουλειά, αλλά την μέρα που κάναμε home office, έπιασα κάμποσες φορές τον εαυτό μου να απαντάει «μάλιστα» σε αυτά που έλεγε ο Maurice, και δεν μιλούσε καν σ’ εμένα.

«Ναι, έκανα,» μου απάντησε, διακόπτοντας τον ειρμό των σκέψεων μου. Τα μάτια του κοίταζαν το ταβάνι τώρα. «Και κατάλαβα ότι αυτός ο τρόπος ζωής δεν μου ταιριάζει, όχι ακριβώς.»

«Τι εννοείς;» τον ρώτησα. Η περιέργειά μου δεν ήταν ακαδημαϊκής φύσης. Ένιωσα μια μικρή ανησυχία να σφίγγει το στομάχι μου.

Ήμουν ερωτευμένη μαζί του, αλλά όσο και αν είμαι δοτική και υποχωρητική, η ιδέα του να παραχωρήσω τον έλεγχο της ζωής μου στον οποιονδήποτε, ακόμα και στον Maurice, μ’ έκανε ξαφνικά να ανατριχιάσω, και όχι με τον καλό τρόπο.

«Με ελκύουν οι δοτικές γυναίκες αλλά…» είπε. Έκανε παύση, τα χείλη του σφίχτηκαν σε μια λεπτή γραμμή.

«Αλλά;» τον παρότρυνα απαλά.

Γύρισε να με κοιτάξει. «Δεν το έχω μέσα μου. Ούτε τη θέληση, αλλά ούτε και την ικανότητα να ασκώ τέτοιου είδους έλεγχο.»

Σταμάτησε και με κοίταξε στα μάτια. Μετά, με φωνή που έπαιρνε έναν παράξενο, σχεδόν τελετουργικό τόνο, άρχισε να απαγγέλει με ερασμιακή προφορά:

«Ἀλώπηξ λιμώττουσα, ὡς ἐθεάσατο ἀπό τινος ἀναδενδράδος βότρυας κρεμαμένους, ἠβουλήθη αὐτῶν περιγενέσθαι καὶ οὐκ ἠδύνατο. Ἀπαλλαττομένη δὲ πρὸς ἑαυτὴν εἶπεν· “Ὄμφακές εἰσιν.” Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι τῶν πραγμάτων ἐφικέσθαι μὴ δυνάμενοι δι’ ἀσθένειαν τοὺς καιροὺς αἰτιῶνται.»

«What, now?» τον ρώτησα με τα μάτια γουρλωμένα.

Σήκωσα το κεφάλι μου εντελώς τώρα για να τον κοιτάξω. Κατάλαβα ότι προσπαθούσε να απαγγείλει στα αρχαία ελληνικά, αλλά με τον τρόπο που τα έλεγε, δεν κατάλαβα την τύφλα μου.

«Ο μύθος του Αισώπου με την αλεπού και τα σταφύλια,» μου εξήγησε ήσυχα, τα δάχτυλά του ξανάρχισαν να χαϊδεύουν τα μαλλιά μου. «Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν ήμουν η αλεπού του μύθου. Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν τα σταφύλια δεν είναι πραγματικά άγουρα και είμαι εγώ η πραγματική αιτία που δεν μου λειτουργούσαν αυτές οι σχέσεις.»

«Και;» τον ρώτησα. Το χέρι μου συνέχιζε να κάνει κύκλους στο στέρνο του, αργούς, καθησυχαστικούς κύκλους. Ο Μπλάκι, που μάλλον είδε και απόειδε να πάρει την προσοχή μου, σταμάτησε να μου «γκρινιάζει» και άρχισε να γλείφεται με επιμέλεια, κι έτσι, για μερικές στιγμές, έγινα κι εγώ άγουρο σταφύλι για το μαύρο τριχωτό μου κάθαρμα.

«Η Francine μ’ έβαλε σε ένα τριπάκι απ’ το οποίο είδα κι έπαθα να βγω,» μου απάντησε στενάζοντας. Το χέρι του σφίχτηκε γύρω μου για μια στιγμή. «Με κάποιο τρόπο είχε γίνει το δικό μου συρματόπλεγμα κι εγώ είχα γίνει το καγκουρό που αντί να κάνει πιο πέρα, πάσχιζε ξανά και ξανά να πηδήξει από πάνω, σκίζοντας τη σάρκα του στ’ αγκάθια του.»

Σήκωσα το χέρι μου και άγγιξα το μάγουλό του. «Βγήκες όμως!» του είπα τρυφερά, χαϊδεύοντας με τον αντίχειρά μου το ζυγωματικό του. «Αυτό έχει σημασία, βγήκες.»

Χαμογέλασε πικρά, γυρίζοντας το πρόσωπό του λίγο για να ακουμπήσει στην παλάμη μου. «Θα προτιμούσα να είχα γυρίσει με charter από την Τροία στην Ιθάκη, αλλά όπως λένε… αυτό που δε σε σκοτώνει…»

Χαμογέλασα με τη σύνδεση που έκανε. «Και αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε,» του είπα στα ελληνικά. Έκανα μια μικρή παύση και του εξήγησα: «Είναι από την τελευταία στροφή του ομώνυμου ποιήματος του Καβάφη.»

Τα μάτια του άστραψαν με κατανόηση. Με φωνή γεμάτη συναίσθημα, απάγγειλε: «And if you find her poor, Ithaca won’t have fooled you. Wise as you will have become, so full of experience, you will have understood by then what these Ithacas mean.»

Το στόμα μου άνοιξε ελαφρά από την έκπληξη. Τα μάτια μου γέμισαν και πάλι με εκείνη τη ζεστασιά που ένιωθα κάθε φορά που με εξέπληττε. Με έκανε να νιώσω και πάλι σα να είχα κερδίσει εικοσαπλό τζάκποτ στο Τζόκερ και ταυτόχρονα το πρωτοχρονιάτικο λαχείο.

«Το ταξίδι ποτέ δε σταματά,» του είπα σιγανά.

«Όχι, αλλά αν ξέρεις τι πραγματικά θέλεις, σου κάνει τη ζωή ευκολότερη!» μου είπε κοιτάζοντάς με και πάλι με σκανταλιάρικο βλέμμα.«Μου αρέσει να το βλέπω σαν παιχνίδι ρόλων. Έτσι μπορώ να λειτουργήσω, και να λειτουργήσω καλά!» συνέχισε. «Το πραγματικό BDSM,» συνέχισε, «δεν είναι ρόλοι που φοράς, είναι η πραγματική σου φύση που μαθαίνεις να απελευθερώνεις. Αλλά ξέρεις τι;»

«Τι μωρό μου,» τον ρώτησα με την καρδιά μου, που επέστρεψε στη θέση της, να χτυπάει τόσο δυνατά στο στήθος μου που φοβήθηκα ότι θα μου πεταχτεί έξω.

«Το BDSM είναι γι’ αυτούς που δεν μπορούν να κάνουν χωρίς αυτό. Κι εγώ δεν ανήκω σ’ εκείνους. Για μένα το παιχνίδι, οι ρόλοι, είναι αρκετό. Πλέον δεν επιθυμώ και δεν επιζητώ τίποτα περισσότερο.»

Lewis,” του είπα μην αντέχοντας αυτή τη φορά να μην το πω. “I think this is the beginning of a beautiful friendship!”

“As long as love is included, along with the rest of the benefits!” μου απάντησε κλείνοντάς μου παιχνιδιάρικα το μάτι.

«Αυτό ήταν, ετοιμάσου να σε βιάσω!» του είπα και βρέθηκα γυμνή σε χρόνο ρεκόρ. Καλά, όχι ότι φορούσα και τίποτα πέρα από το κάτω μου εσώρουχο.

The horror! The horror!” μου έκανε καθόλου πειστικά, καθώς το χαμόγελό του απλωνόταν από τη μια μεριά του προσώπου του ως την άλλη.

Χωρίς πολλά-πολλά χαμήλωσα και τον ξαναπήρα στο στόμα μου, μέχρι που του τον έκανα κατάρτι, και το καλό που του ήθελα ήταν να μην πάει να μου ξεκινήσει προκαταρκτικά, θα τον έκλαιγε η μανούλα του. Έκανε να ανασηκωθεί και τον έσπρωξα πίσω.

You are still da boss, Sir,” ξεκίνησα, «αλλά κάτσε καλά μη σου πάρει ο διάολος!» συνέχισα, κάνοντάς τον να τρανταχτεί από τα γέλια.

Του έβαλα το προφυλακτικό, τον καβάλησα με ένα ηδονικό στεναγμό, και ξεκινήσαμε το ροντέο. Με τα χέρια του να μαλάζουν δυνατά τα στήθη μου, άρχισα να κινούμαι μπρος-πίσω, νιώθοντας τον να με γεμίζει με όλους τους δυνατούς τρόπους. Έκλεισα τα μάτια μου, έγειρα ελαφρά προς τα πίσω ακουμπώντας τα χέρια μου κάτω και άρχισα να επιταχύνω.

Αν και ένιωθα απίστευτα ηδονικά, ήξερα πως αυτή τη φορά δεν θα τραγουδήσω το “Sweet mystery of life,” αλλά δε μ’ ένοιαξε καθόλου. Το απολάμβανα με όλη μου την ψυχή και ο Maurice με γέμιζε όπως δε με είχε γεμίσει ποτέ κανείς.

Συνέχισα για κάμποση ώρα έτσι, μέχρι που άρχισα να κουράζομαι, οπότε άλλαξα τακτική. Αντί για μπρος πίσω, άλλαξα στάση, και άρχισα να κουνιέμαι πάνω-κάτω. Άνοιξα στη ζούλα τα μάτια μου για μερικές στιγμές και η εικόνα που αντίκρυσα έκανε την καρδιά μου να κάνει και πάλι διπλό τόλουπ και τριπλό αξλ, ή όπως διάολο τα λένε.

Ο αρκούδος / φιλόσοφος / αρχιτέκτονας πληροφορικής / διδάκτωρ Ακκαδικής ποίησης, είχε κλείσει τα μάτια του και απολάμβανε το …χορευτικό μου ενώ τα χέρια του έσφιγγαν τα στήθη μου σαν μέγγενη. Μωβ θα μου έβγαιναν στο τέλος, αλλά χαλάλι του!

Και ευτυχώς να λέω που ο αρκούδος μου άρχισε να κλιμακώνει πριν καταρρεύσω από εξάντληση, οπότε με όσες δυνάμεις μου απέμειναν—και τα πόδια μου είχαν ήδη αρχίσει να γίνονται ζελές—έδωσα τα ρέστα μου. Τα βογγητά του έγιναν ακόμα πιο δυνατά μέχρι που κάποια στιγμή άφησε τα στήθη μου και πιάνοντάς με από τη μέση με κράτησε ακίνητη.

OOOOOOH BABY OOOOOH OOOOH” ξεφώνισε τη στιγμή που ένιωσα το όργανό του, βαθιά μέσα μου, στην αρχή να δονείται και έπειτα να σπαρταράει. Όταν τελείωσε του έβγαλα προσεκτικά το προφυλακτικό, και τον πήρα και πάλι στο στόμα μου, κάνοντάς του τον να τρίζει από καθαριότητα.

Άνοιξε τα μάτια του και με κοίταξε. Και εκεί ξύπνησε μέσα μου το διαολάκι, δεν άντεξα. Ανέβηκα προς το μέρος του και του έκανα ταπ-ταπ-ταπ. “Whos a good Master?” του είπα μιλώντας του σαν να ήταν σκυλάκι. “Youre a good Master?” συνέχισα με την ίδια λεπτή φωνή. “Yes, youre a good Master!” επανέλαβα. Όσο και αν προσπάθησε να κρατηθεί σοβαρός και δήθεν αυστηρός, στο τέλος δεν κρατήθηκε, άρχισε να και πάλι να τραντάζεται από τα γέλια.

I love you!” μου είπε όταν βρήκε τις ανάσες του και σκουπίζοντας τα δάκρυα που είχαν τρέξει.

«Που να δοκιμάσεις και το αντικριστό της γιαγιάς!» του έκανα, και πάρ’ τον πάλι κάτω.

Και μετά πήγαμε για ένα τρίτο ντουζάκι και αυτή τη φορά οι πέντε καθιερωμένες στα μεριά μου, μέχρι να φτιάξω το νερό στη σωστή θερμοκρασία, έγιναν δεκαπέντε, γιατί το insurrection μου δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητο!

He has spoken!

Αυτή τη φορά είχα φροντίσει να μη βρέξω τα μαλλιά μου, οπότε σκουπιστήκαμε στα γρήγορα και ξαπλώσαμε και οι δυο τσίτσιδοι κάτω από τα σεντόνια. Και εκεί, μπαίνοντας και πάλι στο ρόλο του σκληρού καργιόλη μου έδωσε την πρώτη μου εντολή: Να τον ξυπνήσω με το στόμα μου.

Έτσι είναι το σωστό! Εγώ δεν τρώω πρωινό, αμαρτία δεν ήταν να μείνω χωρίς την πρωτεΐνη μου;

«Καληνύχτα μωρό μου!» μου είπε δίνοντάς μου ένα βαθύ φιλί, και μετά γύρισε στο πλάι και με πήρε αγκαλιά με τον αγαπημένο μας τρόπο: Κουτάλα. Κι εκεί, εμφανίστηκε και πάλι ο Μπλάκι, που κάθισε απαλά δίπλα μου, μου έγλειψε το χέρι λες και είναι κανένα κοπρόσκυλο, να πούμε, και μετά μου γύρισε την κοιλάρα του για τα καθιερωμένα βραδινά του χάδια.

Κι εγώ;

Κι εγώ; Σάντουιτς ανάμεσα στα δυο μου αγόρια, με την καυτή ανάσα του άτριχού μου στο σβέρκο, άρχισα να χαϊδεύω τρυφερά την κοιλιά του τριχωτού μου, μέχρι που έπεσε ο γενικός.


15. Θα φάει το pivot σίδερο και το what-if ατσάλι

Άνοιξα τα μάτια μου και το φως που πλημμύριζε το δωμάτιο με έκανε να τα κλείσω και πάλι, σφίγγοντας τα βλέφαρα. Τα άνοιξα ξανά, πιο αργά αυτή τη φορά, αφήνοντας τις κόρες μου να προσαρμοστούν. Το μυαλό μου προσπαθούσε να boot-άρει, να συνδέσει τα κομμάτια της πραγματικότητας. Είχα ξυπνήσει και πάλι μέσα στη σφιχτή αγκαλιά του αρκούδου μου, που αυτή τη φορά δε ροχάλιζε απαλά—έδινε παράσταση.

Χαμογέλασα και γύρισα ελαφρά το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω. Με προσοχή να μην τον ξυπνήσω, άρχισα να ξετυλίγομαι από την αγκαλιά του, μετακινώντας πρώτα το ένα χέρι, μετά το άλλο. Ο αρκούδος μου μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο και γύρισε ανάσκελα με μια απότομη κίνηση, τα χέρια του απλώθηκαν στο κρεβάτι σα να είχε πέσει σε καταληψία.

Για μερικές στιγμές το ροχαλητό σταμάτησε. Κράτησα την ανάσα μου, περιμένοντας. Και μετά επανήλθε with vengeance—έκανε σα χαλασμένη ατμομηχανή.

Χαχανίζοντας σιγανά, έκατσα καθιστή στην άκρη του κρεβατιού με τα πόδια στο πάτωμα. Τα δάχτυλά μου των ποδιών ακούμπησαν το δροσερό πάτωμα. Σηκώθηκα αργά, τέντωσα την πλάτη μου και άνοιξα στο κινητό μου την εφαρμογή του air-condition—παρά έκανε δροσούλα—και γύρισα για να κατευθυνθώ προς την τουαλέτα. Ένιωθα ότι θα σκάσω.

Άνοιξα την πόρτα του μπάνιου και μπήκα μέσα. Δεν πρόλαβα καλά-καλά να κάτσω στη λεκάνη, και να το και το τριχωτό μου καμάρι. Το μαύρο κάθαρμα, γράφοντας εκεί που δεν πιάνει μελάνι το ότι η μαμά προσπαθούσε να κατουρήσει, έριξε ένα κομψό σάλτο και προσγειώθηκε στα γόνατά μου με το ύφος «τι έχουμε εδώ;»

Τον κοίταξα με μισόκλειστα μάτια. «Ρε θα μ' αφήσεις καμιά φορά να κατουρήσω με την ησυχία μου;» τον μάλωσα.

Εκείνος το πήρε αλλιώς. Σηκώθηκε στα πίσω πόδια του και άρχισε να μου κάνει πατουσάκια στο δεξί μπούτι, τα νύχια του γρατζουνούσαν το δέρμα μου. «ΑΟΥΤΣ! ΝΥΧΙΑ ΒΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!» του έβαλα τις φωνές, τραβώντας το πόδι μου πίσω. Φυσικά με έγραψε και πάλι στα παπάρια του.

Έκλεισα τα μάτια μου και πήρα μια βαθιά ανάσα. Προσπάθησα να χαλαρώσω τους μυς μου, μπας και καταφέρω να κατουρήσω. Ναι, με τον Μπλάκι να μου κάνει καθαρισμό πόρων με τα νύχια του δεν μπορούσα. Τον άρπαξα με τα δύο χέρια από τη μέση και τον σήκωσα, κατεβάζοντάς τον στο πάτωμα.

«Θα κάτσεις φρόνιμος, ρε παπάρα;»

«Νιαρ!» μου απάντησε. Γύρισε την πλάτη του σε μένα και κάθισε, σηκώνοντας το ένα πόδι του. Άρχισε να γλείφεται εκεί στα πλευρά, ακριβώς εκεί που τον είχα πιάσει για να τον βάλω στο πάτωμα, λες και είχα σκατά στα χέρια, να πούμε.

Κούνησα το κεφάλι μου και επικεντρώθηκα στην ανάγκη μου. Τουλάχιστον άρχισα να κατουράω και το συναίσθημα ανακούφισης που απλώθηκε με έκανε να ξεχάσω τα καμώματα του Μπλάκι.

Σκουπίστηκα και σηκώθηκα αργά. Έκανα δύο βήματα μέχρι το νιπτήρα για να πλύνω δοντάκια. Άνοιξα το ντουλαπάκι, έβγαλα την οδοντόβουρτσα και την οδοντόκρεμα. Χαχάνισα στη σκέψη του παλιού ανεκδότου, φανταζόμενη τον Maurice να στέκεται δίπλα μου, να δείχνει το πουλί του και να λέει: «Από τότε που η Σόφη άλλαξε οδοντόκρεμα, κοιτάχτε τον! Γυαλίζει!»

Έβαλα οδοντόκρεμα στη βούρτσα και άρχισα να πλένω τα δόντια μου, κάνοντας κυκλικές κινήσεις. Το μυαλό μου γύρισε στις χθεσινοβραδινές μας πομπές. Σόδομα και Γόμορρα!

Χαχάνισα τόσο απότομα—με αποτέλεσμα να μου φύγει η οδοντόκρεμα από το στόμα και να πέσει στο νιπτήρα—στη σκέψη ότι το “Σόδομα” το λες και κυριολεξία. Σκούπισα το στόμα μου με την πλάτη του χεριού μου.

Και το έκανε με τέτοιο τρόπο που παρά το μέγεθός του—το αρκούδι μου είναι αρκετά προικισμένο, Biggus Dickus που λένε—τελικά δεν κατέληξα ως Incontinentia Buttocks.

Γέλασα μόνη μου στην ανάμνηση της σκηνής αυτής στο “Life of Brian”. Έβαλα ξανά οδοντόκρεμα στην οδοντόβουρτσα και άρχισα να βουρτσίζω τα δόντια μου από την αρχή, πιο προσεκτικά αυτή τη φορά.

Η περασμένη νύχτα ήταν, θα έλεγα, μια από τις καλύτερες της ζωής μου, με έναν υπέροχα σουρεαλιστικό τρόπο. Από πού να το πιάσεις και από πού να το αφήσεις;

Έκλεισα τα μάτια μου για μια στιγμή, αφήνοντας τις αναμνήσεις να με πλημμυρίσουν.

Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα διπλό οργασμό. Το κάναμε για πρώτη φορά από την πίσω πόρτα και ο μάγος-αρκούδος έκανε το... rupture να φαίνεται ασήμαντη ενόχληση. Μου μίλησε για το παρελθόν του, για τη γυναίκα που τον σημάδεψε, και για τον τρόπο με τον οποίο βλέπει το BDSM: ως παιχνίδι ρόλων αποκλειστικά στον σεξουαλικό τομέα.

Έφτυσα στο νιπτήρα και ξέπλυνα το στόμα μου. Σκούπισα τα χείλη μου με την πετσέτα.

Και μετά η βραδιά έγινε ακόμα πιο σουρεαλιστική, με το μεταπτυχιακό μάθημα της αρχαίας Ακκαδικής ποίησης. Πώς μέσα στη μαύρη νύχτα, και με αφορμή να δοκιμάσω το παιχνίδι που έγραψε, καταλήξαμε σε ολόκληρη διάλεξη για retro computing.

Ακούμπησα τα χέρια μου στο νιπτήρα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό μου.

Δε μπορούσα να μη μαγνητιστώ από το πάθος από το οποίο πλημμύριζε. Και παρά το γεγονός ότι στην αρχή δεν καταλάβαινα γρι, βρήκα τον εαυτό μου να ενθουσιάζεται με τον ενθουσιασμό του. Και ο αρκούδος μου ήταν υπέροχος!

Γύρισα και ακούμπησα την πλάτη μου στο νιπτήρα, σταυρώνοντας τα χέρια μου.

Δεν το έκανε για να δείξει κάποιος. Ναι, παρασυρόταν και μου μίλαγε στα Ακκαδικά αλλά κάθε φορά που τον έχανα, σταματούσε και μου εξηγούσε με απλά λόγια έννοιες που στα χαρτιά φαίνονται περίπλοκες. Μα όχι μόνο! Πώς το βλέμμα του έλαμπε από υπερηφάνεια κάθε φορά που καταλάβαινα κάτι, προσπαθώντας να το εξηγήσω με αναλογία.

Κούνησα το κεφάλι μου με θαυμασμό.

Ακόμα και εκεί που έκανα λάθος, αυτό με το NTFS, ο τρόπος που με διόρθωσε ήταν για σεμινάριο. Δε μου είπε «έκανες λάθος», μου είπε τρυφερά «δεν είναι ακριβώς έτσι», και μου εξήγησε υπομονετικά και σε απλή καθημερινή γλώσσα τι ήταν αυτό το AMSDOS.

Έκανα ένα βήμα προς την πόρτα και σταμάτησα.

Μπορεί να μην είχα καταλάβει ακόμα αυτό το ρημάδι το H-SYNC ή το raster split—ή αλλιώς rupture… το άλλο rupture, το retro, το γνήσιο, το πασοκικό, το σκληροκαργιόλικο—αλλά πλέον είχα μια γενική—αρκετά ακριβή—ιδέα τι είναι ο interpreter και ο compiler, τι είναι το page banking και τι διαφορά έχει το OS από το σύστημα αρχειοθέτησης στο δίσκο.

Χαμογέλασα πλατιά.

Και είμαι σίγουρη πως αν τον ρωτούσα, θα μου εξηγούσε αναλυτικά τι είναι αυτό το H-SYNC και το raster split, αλλά δεν ήθελα. Όχι γιατί δεν ήθελα να μάθω, αλλά γιατί ήθελα να συνεχίσω να μην το καταλαβαίνω, για να μου μείνει αυτή η μαγεία των αρχαίων Ακκαδικών.

Και μου είχε δώσει και την πρώτη μου εντολή, task το είπε. Να τον ξυπνήσω με το στόμα μου. Άλλο που δεν ήθελε η δικιά σου. Εντάξει, τελευταία είχε αρχίσει να μου τα χαλάει στη γεύση, από γλυκούτσικο που ήταν τις πρώτες φορές είχε γίνει πικρό. Δε βαριέσαι, πίπα είναι, όχι κανταΐφι. Και του Maurice θα του τα κατάπινα ακόμα και αν είχε γεύση μουρουνόλαδου.

Καλά, όχι ότι ήξερα πως είναι η γεύση του, από διηγήσεις της γιαγιάς το είχα ακούσει. Έδεσα τα μαλλιά μου κότσο και επέστρεψα στο δωμάτιο για να εκτελέσω με την πρέπουσα αφοσίωση το πρώτο μου task. Να δω πως θα κατάφερνε να κατουρήσει μετά από αυτό.

Ανέβηκα στο κρεββάτι και μιας και είχαμε κοιμηθεί τσίτσιδοι, δε χρειαζόντουσαν και κόλπα για να αποκτήσω πρόσβαση. Τράβηξα το σεντόνι, και καθισμένη στα τέσσερα, έσκυψα πάνω του και πήρα το μη ερεθισμένο όργανο του στο στόμα μου και άρχισα τα ταχυδακτυλουργικά με τη γλώσσα και τα χείλη μου.

Το πάνω κεφάλι μπορεί να κοιμόταν και να ροχάλιζε μακαρίως αλλά το κάτω, σάμπως να ξύπνησε. Χαχανίζοντας τον πήρα όλο στο στόμα μου και άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου πάνω κάτω, εντείνοντας ακόμα περισσότερο τον ακούσιο ερεθισμό του.

Σταμάτησα για μια στιγμή με το όργανό του στο στόμα μου. Ακόμα ένα υπέροχο οξύμωρο! Το σεξ μπορεί για τον άνθρωπο να είναι πλέον πρωτίστως διασκέδαση—recreational που λένε στο χωριό—ωστόσο το raison d ’ ê tre του αναπαραγωγικού μας συστήματος είναι ακριβώς αυτό, η αναπαραγωγή. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει πως από ένα σημείο και πέρα αναλαμβάνει η βιολογία.

Μαλάκα τι πάω και σκέφτομαι πρωινιάτικα και με το στόμα γεμάτο;

Ξεκίνησα και πάλι να κινώ το κεφάλι μου πάνω κάτω, και εκεί έβαλα και χείρα βοηθείας, και όπως ήμουν στα τέσσερα και κρατιόμουν πλέον μόνο από το δεξί—που δεν είναι και το καλό μου—ένιωσα σαν ακροβάτης χωρίς δίχτυ ασφαλείας.

Χαχάνισα από μέσα μου, αυτός που κινδύνευε περισσότερο χωρίς να το ξέρει ήταν ο …ωραίος κοιμωμένος. Το να σε κάνουν καστράτο με τα δόντια ενώ κοιμάσαι του καλού καιρού, δεν το λες κι ευχάριστο ξύπνημα, να τα λέμε αυτά.

“Ο τόνος στο ‘ω,’ το ‘ο’ είναι βραχύ!” άκουσα μέσα στο κεφάλι μου τη φωνή της κυρίας Παπαδοπούλου, της αγαπημένης μου φιλολόγου στο Λύκειο—αυτής ντε, που έλεγε “Αλοϊζάκη ή τέφρα” για το ποια θα τραγουδήσει στις σχολικές γιορτές.

Σουρεαλισμός που θα έκανε περήφανο ακόμα και τον Breton, αυτό έχω να δηλώσω.

Και κάπου εκεί, με εμένα να κάνω ακροβατικά με χέρια, πόδια, χείλη και γλώσσα, ξύπνησε και ο λεβέντης μου. Στην αρχή δεν το κατάλαβα, αλλά λίγες στιγμές αργότερα ένιωσα αυτή την απροσδιόριστη—και συνάμα τόσο γνώριμη—αίσθηση ότι κάποιος σε κοιτάει. Με κάποια δυσκολία, καθότι ακόμα μπουκωμένη, σήκωσα το βλέμμα μου πάνω του και τον είδα να μου χαμογελάει από τη μια μεριά του προσώπου μέχρι την άλλη. Εμ τι θα έκανε, ως ξύπνημα το λες και οργασμικό!

Σταμάτησα την πίπα ίσα-ίσα για να του πω «Καλημέρα, αρκούδι μου! Μη με κοιτάς έτσι, εντολές εκτελώ!»

Και όχι τίποτε άλλο, αλλά με έκοψε και στη μέση, κάνοντάς μου νόημα με τα χέρια να πάω προς το μέρος του. Δίστασα για μερικές στιγμές, δεν ήθελα να τον αφήσω με την τσουτσού κατάρτι, αλλά αφού η ανώτατη διοίκηση ζήτησε αγκαλίτσες, αγκαλίτσες θα είχε από το Σοφάκι του!

Σκαρφάλωσα προς το μέρος του και μου έκανε μαθήματα python χωρίς υπολογιστή. «Αέρα!» του είπα με θεατρική απελπισία αλλά κάπου εκεί με άρπαξε από το σβέρκο και κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου. Κλάιν, θα μάθω δερματική αναπνοή αν χρειαστεί!

I love you,” μου είπε κρατώντας και με τα δυο του χέρια από το πρόσωπο, με τα μάτια του να λάμπουν.

«Κι εγώ μωρό μου,» του είπα με φωνή που βγήκε πιο λεπτή. «Πολύ-πολύ-πολύ!»

«Και τώρα που το λύσαμε αυτό…» μου έκανε κοιτάζοντάς με σκανταλιάρικα, «κάτι άφησες στη μέση, και άλλες δέκα για να έχεις να πορεύεσαι!» συνέχισε, γυρνώντας και πάλι στο mode του σκληρού καργιόλη.

Thats not fair!” του είπα με θεατρινίστικο παράπονο. “You interrupted me!”

Lifes not fair, yada-yada-yada!” μου έκανε για να κερδίσει, εκείνος ένα μεγαλοπρεπές “BRRRRRRRRRRRRR” στα μούτρα, κι εγώ άλλες δέκα.

«Διαμαρτύρομαι εντόνως!» του είπα με ύφος που μόνο διαμαρτυρόμενο δε θα το έλεγες. Καθολικά ορθόδοξο χαχάνισα μέσα μου.

Noted!” μου απάντησε κοροϊδευτικά και έτσι επέστρεψα στο task που είχα αφήσει στη μέση.

Τουλάχιστον τώρα που ήταν ξύπνιος άνοιξε τα πόδια του και μου έκανε χώρο. Και πιο βολικά ήταν, καθώς μπορούσα να είμαι ξαπλωμένη μπρούμητα, και δεν κινδύνευε να του κόψω κανένα κομμάτι χάνοντας την ισορροπία μου.

Win-win, που λένε και στο χωριό!

Τον πήρα και πάλι στο στόμα μου και άρχισα να τον ρουφάω με τον δέοντα ενθουσιασμό. Τα μάτια μου είχαν κλείσει και πάλι από μόνα τους και αυτή τη φορά το μυαλό μου άδειασε τελείως από άκυρες σκέψεις. Αν και δεν έβαλα χείρα βοηθείας, που λένε, ο αρκούδος μου το απόλαυσε τόσο πολύ, που ούτε καν μερικά λεπτά αργότερα έλαβα—σε υγρή μορφή—τους καρπούς τον κόπων μου.

Βέβαια πάλι κόντεψε να με πνίξει με την ποσότητα, αλλά χαλάλι του, και ήταν και γλυκούτσικο κιόλας! Αφού τον στράγγισα καλά-καλά, μόνο που δεν άρχισα να τον κοπανάω σαν το μπουκάλι με την κέτσαπ—και χαχάνισα στη σκέψη να του το έκανα αυτό, αν και μάλλον δεν θα πήγαινε καλά—τον έκανα λαμπίκο, και δίνοντας ένα τελευταίο φιλάκι στο κεφαλάκι του, κοίταξα τον αρκούδο μου που είχε σχεδόν χυθεί στο μαξιλάρι.

A job very well done, που επίσης λένε στο χωριό, σκέφτηκα μέσα μου συγχαίροντας νοερά τον εαυτό μου. Και τι job! Βlowjob!

«Λοιπόν, πολυχρονεμένε μου Αφέντη!» του είπα παιχνιδιάρικα στα ελληνικά όταν άνοιξε τα μάτια του—και μετά έφαγα άλλα δυο λεπτά να του εξηγήσω τι του είπα, κερδίζοντας άλλες δέκα για την ειρωνεία—«εγώ το πήρα το πρωινό μου! Εσύ θα παλουκώσεις το κωλαράκι σου στο κρεββάτι, και η ταπεινή σου σκλάβα θα πάει να φτιάξει πρωινό, και δε θέλω αντιρρήσεις γιατί θα στο κόψω το κωλαράκι… ναι, ξέρω… άλλες δέκα!»

Ο Maurice άρχισε να γελάει σαν υστερικός, κρατώντας την κοιλιά του. Βγήκα από το δωμάτιο με θριαμβευτικό βήμα, συνοδεία του μαύρου καθάρματος που εμφανίστηκε από το πουθενά όταν άκουσε τη λέξη «πρωινό». Ο Μπλάκι με ακολουθούσε σαν σκιά, μπλεγμένος στα πόδια μου.

Μπήκα στην κουζίνα και άναψα το φως. Παράγγειλα καφέ από την εφαρμογή—γιατί μεταξύ μας βαριόμουν να φτιάξω, ωραία σκλάβα, ε;—και μετά άνοιξα το ψυγείο. Στάθηκα μπροστά του, αφήνοντας το δροσερό αέρα να με χτυπήσει στο πρόσωπο, και ξεκίνησα την εσωτερική διαβούλευση.

Έβγαλα τα υλικά ένα-ένα, τοποθετώντας τα στον πάγκο. «Αυγά μάτια, bacon και παξιμάδια Κυθήρων με λεπτοκομμένη ντομάτα και ξύγαλο» ήταν η απόφαση του πολιτμπιρό.

Άνοιξα το ντουλάπι και έβγαλα το τηγάνι. Το ακούμπησα στο μάτι και άναψα τη φωτιά. Έβαλα μια γενναία κουταλιά βούτυρο και περίμενα να λιώσει, παρακολουθώντας το να αφρίζει. Έβαλα το bacon να τσιγαρίζεται, η μυρωδιά γέμισε αμέσως την κουζίνα. Γύρισα τις φέτες με μια πιρούνα και όταν έγιναν χρυσαφένιες, τις έβγαλα σε ένα πιάτο με χαρτί κουζίνας.

Χαμήλωσα λίγο τη φωτιά και έσπασα τρία αυγά προσεκτικά, το ένα μετά το άλλο. Τα άφησα να τηγανιστούν στο βούτυρο και το λίπος του bacon, παρακολουθώντας τις άκρες να αρχίζουν να ροδίζουν.

«Και έχεις και πατέρα καθηγητή καρδιολογίας, τρομάρα σου» χαχάνισα από μέσα μου. Άφησα τα αυγά να ψήνονται και έπιασα να κόβω μια ντομάτα σε μικρά κυβάκια.

«Νιάου!» μου έκανε ο Μπλάκι επιτακτικά, στεκούμενος δίπλα στο μπολ του με την ουρά όρθια.

Κατέβασα το μαχαίρι. «Αμάν τον είχα ξεχάσει δαύτον. Συγγνώμη αγορίνα μου!» του είπα απολογητικά. Άνοιξα το ντουλάπι και έβγαλα την υγρή του τροφή. Άδειασα το σακουλάκι στο μπολ του και ο Μπλάκι έπεσε πάνω της σα να μην υπήρχε αύριο.

Επέστρεψα στα αυγά και έσβησα το μάτι. Πριν επιστρέψω στο κόψιμο της ντομάτας άνοιξα το κινητό μου να ακούσω ράδιο.

Εκείνη την ώρα αντί για μουσική έπαιζε ένα μαγνητοφωνημένο απόσπασμα από το «πρωινό τραίνο» που μ’ έκανε γελάσω σαν υστερική. Ο Βραχωρίτης ανέφερε για μια φυλή στην Αυστραλία όπου οι άντρες αντί να χαιρετιούνται δίνοντας τα χέρια τους, όπως ο υπόλοιπος πλανήτης, έπιαναν ο ένας την τσουτσού του άλλου.

Διπλώθηκα από τα γέλια όταν ο Καρατζής έδωσε ρέστα με ατάκες τύπου «πεσμένο σε βλέπω σήμερα», «δε χάρηκα που σε είδα», «πάνω από τρία κουνήματα δεν το λες καλημέρα, το λες hand job».

Πραγματικά δε μου έμεινε άντερο. Άφησα κάτω την ντομάτα για να μην κόψω κανένα δάχτυλο, ακούμπησα τα χέρια μου στον πάγκο και περίμενα να περάσει η θύελλα των γέλιων. Σκούπισα τα δάκρυα από τα μάτια μου με την πλάτη του χεριού μου.

Επέστρεψα στην προετοιμασία μόνο όταν μπήκε μουσική. Ήταν το “White Room” των Cream. Η χαρακτηριστική κιθάρα γέμισε την κουζίνα.

Πήρα πάλι το μαχαίρι και συνέχισα να κόβω την ντομάτα σε μικρά, ομοιόμορφα κυβάκια. Στη δεύτερη στροφή, έχοντας τελειώσει με την ντομάτα, άνοιξα το ψυγείο και έβγαλα το ξύγαλο. Άρχισα να το απλώνω στα παξιμάδια, τραγουδώντας:

You said no strings could secure you at the station.
Platform ticket, restless diesels, goodbye windows.
I walked into such a sad time at the station.
As I walked out, felt my own need just beginning.

Και μετά με πιο λεπτή φωνή:

I’ll wait in the queue when the trains come back;
Lie with you where the shadows run from themselves.

Κουνούσα τον κώλο μου στο ρυθμό της μουσικής, στριφογυρίζοντας ελαφρά καθώς άπλωνα το ξύγαλο. Έβαλα τα κυβάκια ντομάτας πάνω στα παξιμάδια, τα τακτοποίησα με το δάχτυλό μου. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, όταν ξεκίνησε και η τρίτη στροφή, είχα έκπληξη. Μια βαθιά φωνή άρχισε να τραγουδάει από πίσω:

At the party she was kindness in the hard crowd.
Consolation for the old wound now forgotten.

Γύρισα ξαφνιασμένη, το μαχαίρι ακόμα στο χέρι μου. Ο Maurice, που δεν τον είχα πάρει χαμπάρι, στεκόταν στην πόρτα, ακουμπισμένος στην κάσα.

Yellow tigers crouched in jungles in her dark eyes.
She’s just dressing, goodbye windows, tired starlings.

Σε αντίθεση με την πρώτη φορά που μου είχε τραγουδήσει κάνοντας χαβαλέ, εδώ ήταν καλός. Αλλά μιλάμε για καλός, όχι μαλακίες. Η φωνή του ήταν ζεστή και μελωδική.

Χαμογελώντας, άφησα το μαχαίρι στον πάγκο και τραγουδήσαμε μαζί την επόμενη στροφή και οι φωνές μας συναντήθηκαν:

I’ll sleep in this place with the lonely crowd;
Lie in the dark where the shadows run from themselves.

Και μετά τον μάλωσα γιατί με είχε παρακούσει και δεν είχε κάτσει το κωλαράκι του να του σερβίρω το πρωινό στο κρεβάτι, και τι το κάναμε εδώ, αμέρικαν μπαρ, να κάνει ο κάθε αφέντης του κεφαλιού του;

«Σε άκουσα να τραγουδάς και δεν μπορούσα να κάτσω μέσα!» μου είπε χαρίζοντάς μου το πιο φωτεινό του χαμόγελο. Με πλησίασε, με πήρε αγκαλιά, και μου έχωσε μια παιχνιδιάρικη στα καπούλια. «Είκοσι, για να μην ξεχνιόμαστε!» μου έκανε γελώντας σκανταλιάρικα.

«Θα πρέπει να αρχίσω να τις βάζω σε excel, στο τέλος θα χάσουμε το μέτρημα!» του απάντησα λες και η καταγραφή του spanking ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.

«Ωραία ιδέα!» μου είπε βάζοντας τα γέλια. «Θα κάνεις και pivot tables

«Εννοείται!» του απάντησα γελώντας με τη σειρά μου. «Ημερομηνία, ποσότητα, αιτία… άντε μην το περάσω και στο SPSS και τρέξω what-if σενάρια!» συμπλήρωσα, κάνοντάς τον να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.

«Και τώρα παλούκωσε το φαντασμαγορικό σου κωλαράκι να φας το πρωινό σου!» συνέχισα σε επιτακτικό τόνο, δείχνοντας με το δάχτυλό μου την καρέκλα. «Ναι, άλλες δέκα γιατί διατάζω τον παλιό!» συμπλήρωσα χαχανίζοντας, φέρνοντας το χέρι μου στο στόμα για να κρύψω το χαμόγελό μου.

«ΧΑΧΑΧΑΧΑ, στη χαρίζω αυτή τη φορά!» μου είπε γελώντας και πάλι, κουνώντας το κεφάλι του με διασκέδαση.

Ίσιωσα την πλάτη μου και σταύρωσα τα χέρια μου. «ΠΩΣ ΤΟΛΜΑΣ;» του είπα με προσποιητή αγανάκτηση, σηκώνοντας το ένα φρύδι μου, κάνοντάς τον να γελάσει ακόμα πιο δυνατά! «Τι το κάναμε εδώ, American Bar

Και άντε να του εξηγήσεις τώρα την ατάκα...

Το αρκουδοκροκοδειλάκι μου κάθισε τελικά και χλαπάκιασε το φαγητό του με όρεξη. Φυσικά έδωσε και στο κοπρόγατο που με ένα κομψό άλμα ανέβηκε στο τραπέζι ως γνήσιος τριχωτός ζήτουλας, τρίβοντας το κεφάλι του στο χέρι του Maurice. Και φυσικά μαζί με το πρωινό του του έπλυνα και δύο κουτάκια μπύρας. Όσο για τις ξυλιές που γλίτωσα για διαταγή στον παλιό, τις πήρα πίσω μετά τόκου ως «ελλιπής προετοιμασία γεύματος,» λες και ήμουν φαντάρος!

«Ναι, τρομάξαμε τώρα,» σκέφτηκα μέσα μου χαχανίζοντας—επίσης από μέσα μου. Καθώς το αρκούδι μου και ο παρένθετος μαύρος τριχωτός ζήτουλας έτρωγαν το πρωινό, εγώ σχεδίαζα στο κεφάλι μου τη δομή του Excel-όφυλλου για την καταγραφή των «τιμωριών μου». Θα φάει το pivot σίδερο και το what-if ατσάλι, αυτό έχω να δηλώσω!

«Σόφη μου, τι λουλούδια αρέσουν στη μητέρα σου και ποιο είναι το αγαπημένο ποτό του πατέρα σου;» με ρώτησε ο αρκούδος μου.

Η φωνή του διέκοψε τον εσωτερικό μου ειρμό, και όχι τίποτε άλλο αλλά δεν είχα κάνει και save το excel που είχα στο μυαλό μου. Και εκεί δεν έχει και auto-save!

«Σόφη;» με ξαναρώτησε, γέρνοντας λίγο το κεφάλι του στο πλάι.

Τίναξα το κεφάλι μου, προσπαθώντας απελπισμένα να κάνω crash recovery το αρχείο που είχα φτιάξει στο μυαλό μου. Μπα...

«Συγγνώμη μωρό μου, τι ρώτησες;» τον ρώτησα. Ένιωσα τα μάγουλά μου να ζεσταίνονται ελαφρά, αλλά δεν έδειξε να θυμώνει που το μυαλό μου ήταν αλλού.

Χαμογέλασε και επανέλαβε: «Σε ρώτησα αν η μητέρα σου έχει κάποιο αγαπημένο λουλούδι και αν ο πατέρας σου έχει κάποιο αγαπημένο ποτό!»

Έκανε μια μικρή παύση και μετά χαχάνισε, σηκώνοντας προειδοποιητικά το δάχτυλό του. «Και μη μου πεις περί σεξισμού, θα είναι κάπως να πάω λουλούδια στον πατέρα σου!»

Μου ξέφυγε ένα γελάκι και έγειρα το κεφάλι μου στο πλάι σκεπτική. «Θα είχε πλάκα πάντως να του πας ένα λουλούδι και να του πεις “γιατί με άγγιξε το impulse”,» του απάντησα χωρίς να το σκεφτώ.

Τα φρύδια του σηκώθηκαν με απορία. “Pardon me?” με ρώτησε. Ε, βέβαια, πού να ήξερε την ιστορία που κρυβόταν από πίσω!

«Στις αρχές του ’80 είχε βγει μια διαφήμιση για μια κολόνια που λεγόταν “Impulse.”», ξεκίνησα να του διηγούμαι. «Στη διαφήμιση αυτή λοιπόν ένας άντρας από το πουθενά έτρεξε πίσω από μια κοπέλα και της έδωσε ένα λουλούδι.»

Έκανα μια δραματική παύση, απολαμβάνοντας την προσοχή του.

«Τότε ο αφηγητής είπε “Αν σας σταματήσουν ξαφνικά στο δρόμο και σας δώσουν λουλούδια, είναι γιατί τους άγγιξε το impulse”.»

Έγειρε το κεφάλι του με περιέργεια, το ενδιαφέρον του κορυφώθηκε. «Και πού την ξέρεις εσύ αυτή τη διαφήμιση;»

Χαμογέλασα τρυφερά με την ανάμνηση. «Γιατί έτσι έριξε ο πατέρας μου τη μητέρα μου,» του εξήγησα. Τα μάτια μου μάλλον έλαμπαν από τη νοσταλγία. «Την είχε δει κάμποσες φορές και του άρεσε, αλλά δεν ήξερε πώς να την προσεγγίσει.»

Έκανα μια παύση, χαμογελώντας με την εικόνα στο μυαλό μου.

«Τι έκανε λοιπόν; Πήγε σε ένα ανθοπωλείο και της πήρε ένα ροζ τριαντάφυλλο. Έστησε... καραούλι,» γέλασα με τη λέξη, «και όταν η μητέρα μου πέρασε από μπροστά του έτρεξε από πίσω της, τη σταμάτησε και της έδωσε το τριαντάφυλλο λέγοντάς της “Με άγγιξε το Impulse.” Η Ευτύχω έβαλε τα γέλια and the rest is history...»

Ο Maurice έβαλε τα γέλια, χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι. «Καταπληκτικό πέσιμο!!!!» μου είπε με γνήσιο θαυμασμό. Τα μάτια του άστραψαν με ιδέες. «Οπότε... ροζ τριαντάφυλλα για την Ευτύχω;»

«Ναι!» του είπα χαμογελώντας του γλυκά. Έσκυψα συνωμοτικά κοντά του. «Θα λερώσει τα βρακιά της,» του είπα στα Ελληνικά, και άντε τώρα να του εξηγήσω.

Κούνησε το κεφάλι του σαν να κατάλαβε και συνέχισε: «Ωραία, πάμε τώρα και στον πατέρα σου!»

«Ένα καλό single malt!» του απάντησα χωρίς να το σκεφτώ καν. Είχα μεγαλώσει με την εικόνα του πατέρα μου να χαλαρώνει στο σαλόνι τα βράδια, πίνοντας αργά ένα ποτήρι ουίσκι.

“Got it!” μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι και κάνοντας το σήμα OK με τα δάχτυλά του.

Όταν τελείωσε το φαγητό του, σηκώθηκα να μαζέψω το τραπέζι. Μόλις άπλωσα το χέρι μου για το πιάτο του, έφαγα επάξια μια στον κώλο. «Εγώ χεράκια ποδαράκια δεν έχω;» με μάλωσε, τραβώντας το πιάτο μακριά μου.

Στάθηκα εκεί με τα χέρια στη μέση, κοιτάζοντάς τον να μαζεύει τα πιάτα. Μου έπλυνε κιόλας τα πιάτα ο γλυκούλης μου, σαπουνίζοντάς τα με επιμέλεια.

Εγώ γύρισα στο νοητικό μου excel, του οποίου το recovery είχε πάει κατά διαόλου, και άρχισα και πάλι να κάνω σχεδιασμό επί χάρτου. Κάθισα στην καρέκλα μου, έκλεισα τα μάτια μου και συγκεντρώθηκα. Μάλλον το δημιουργικό μου ασυνείδητο είχε κρατήσει λεπτομέρειες γιατί ο σχεδιασμός μου ήρθε με τη μία στο μυαλό.

Αυτή τη φορά φρόντισα να κάνω... νοητική αποθήκευση. Όταν ο αρκούδος μου τέλειωσε με το εμμονικό τρίψιμο του πιάτου του—το έτριβε λες και ήθελε να δει το πρόσωπό του πάνω του—δεν έχασα και πάλι το αρχείο, και μπράβο μου!

Γύρισε προς το μέρος μου σκουπίζοντας τα χέρια του με την πετσέτα. “I have a cunning plan!” μου είπε χαχανίζοντας, με ένα πονηρό χαμόγελο.

Προφανώς ήταν κάποια αναφορά που δεν την έπιασα. Τον κοίταξα με το κεφάλι γερμένο και το κατάλαβε αμέσως. “Baldrick?” με ρώτησε αβέβαια. “Black Adder?”

Ανασήκωσα τους ώμους μου. “No habla inglés!” του απάντησα με ψεύτικη αθωότητα, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.

«Ωραία-ωραία, και είχα καιρό να το δω!» συνέχισε. Το βλέμμα του έλεγε ξεκάθαρα ότι θα το βλέπαμε—ό,τι και αν ήταν αυτό—μαζί σε επανάληψη.

Σηκώθηκα και από την καρέκλα μου. “I do!” του απάντησα χαρίζοντάς του το πιο γλυκουλινιάρικο μου χαμόγελο, με τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου.

“It’s a date then!” μου είπε. Άφησε την πετσέτα, ήρθε προς τη μεριά μου με αργά βήματα και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί στα χείλη. “Thank you for the breakfast, babe!”

Και έτσι ξαναμπήκα σε κοάλα mode. Πήδηξα πάνω του, τυλίγοντας τα πόδια μου γύρω από τη μέση του. Αυτή τη φορά ο αρκούδος μου με κράτησε σταθερά και με πήγε προσεκτικά μέχρι το σαλόνι, αποφεύγοντας επιδέξια τον Μπλάκι που προσπάθησε να μπλεχτεί στα πόδια του. Με άφησε απαλά στον καναπέ.

Κάθισε δίπλα μου και αμέσως έγειρα πάνω του, ακουμπώντας το κεφάλι μου στον ώμο του.

«Για πες μου το σατανικό σου σχέδιο!» τον ρώτησα κοιτώντας τον στο πρόσωπο. Τα μάτια του άστραψαν σκανταλιάρικα.

Γύρισε λίγο το σώμα του για να με κοιτάει καλύτερα. “I’m thinking when I meet your parents, to give the flowers to your mother, telling her “Because he was inspired by impulse,” nodding to your father. How can I say that in Greek?”

Έβαλα τα γέλια τόσο δυνατά που ο Μπλάκι σήκωσε το κεφάλι του από το μαξιλάρι του για να δει τι συμβαίνει. Πραγματικά θα λέρωναν τα βρακιά τους και οι δύο! Ο κερατάς—που ούτε είναι και ούτε πρόκειται να γίνει, καλύτερα να μου κοπούν τα πόδια σύριζα παρά να τ’ ανοίξω σ’ άλλον—ήταν απίθανος.

Πήρα μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσω και ίσιωσα λίγο. «Γιατί τον άγγιξε το “Impulse”,» του είπα αργά, συλλαβίζοντας κάθε λέξη με προσοχή.

Έγειρε μπροστά με συγκέντρωση. «Giati to-wn angikse to-w Impulse,» μου είπε. Καλά τα πήγε για πρώτη φορά, αλλά χρειαζόταν λίγη δουλειά.

Σήκωσα το δάχτυλό μου. «Όχι ‘Γκ’,» τον διόρθωσα απαλά. “‘Γ’ like why.” but without the a-y.»

Κούνησε το κεφάλι του και προσπάθησε ξανά. «Γ-γατί» ξεκίνησε.

Τον έκοψα με ένα χαμόγελο. «ΓΙΑ, like battleship Yamato!» τον διόρθωσα, κάνοντας μια μεγάλη χειρονομία με τα χέρια μου.

«Yiati to-wn angkikse tow Impulse,» επανέλαβε με αυτοπεποίθηση.

Χτύπησα τα χέρια μου με ενθουσιασμό. «Το γιατί το είπες σωστά,» του είπα χαμογελώντας. «Τον, όχι το-ουν και το, όχι το-ου! Επίσης δεν πρέπει να βάλεις ν στο άγγιξε. Γκ όπως λέμε "Goal!", χωρίς ν.»

Πήρε μια βαθιά ανάσα και συγκεντρώθηκε. «Yiati ton agikse to Impulse,» επανέλαβε. Εντάξει, τράβηξε λίγο το «o» στο -ον και στο -ο αλλά δε θα χαλάσουμε τις καρδιές μας!

«Σωστά το είπες μωρό μου!» Τον επιβράβευσα με ένα φιλί στο μάγουλο.

«Yiati ton agikse to Impulse,» επανέλαβε δύο φορές στα γρήγορα, σαν να προσπαθούσε να το αποστηθίσει. Το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Εντάξει, το’χω,» μου είπε χαμογελώντας σαν παιδάκι που κατάφερε να λύσει δύσκολο παζλ.

«Το’χεις, το’χεις!» του είπα χαχανίζοντας. «Θα τους χαζέψεις

“Don’t underestimate the impact of first impressions!” μου είπε σοβαρά και μετά συνέχισε με τελείως deadpan ύφος “Or, for what it matters, of Impulse!”

Έβαλα και πάλι τα γέλια. Σκύβοντας ελαφρά, κόλλησα τα χείλη μου στο στέρνο του και έκανα ένα μεγαλοπρεπές «BRRRRRRRRRRR», τα χείλη μου δονήθηκαν πάνω στο δέρμα του. Αυτό τον έκανε με τη σειρά του να χαχανίσει με τα παιδιαρίστικα καμώματά μου, το στήθος του τραντάχτηκε από το γέλιο.

Η Σοφία ήταν ευτυχισμένη και δεν κρυβόταν. Και είχα πολύ καιρό να το νιώσω αυτό. Να το νιώσω πραγματικά, μέχρι τα βάθη της ψυχής μου.

Με έσφιξε στην αγκαλιά του, τραβώντας με πιο κοντά. Άρχισε να μου χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά, τα δάχτυλά του περνούσαν αργά ανάμεσά τους. Εγώ χάθηκα και πάλι στις σκέψεις μου, το μυαλό μου ταξίδεψε μακριά.

Από τη στιγμή που διάβασα το άρθρο με αυτή τη Μαρκετάκη δε μπορούσα να τη βγάλω από το μυαλό μου. Δεν ήταν ούτε το μυαλό της ούτε οι διοικητικές της ικανότητες με τις οποίες είχα χαζέψει.

Προφανώς και θα ήταν πιο έξυπνη από το μέσο όρο, αλλά το ίδιο είμαι κι εγώ. Το management δεν ήταν στα ενδιαφέροντά μου, οπότε ούτε η θέση της με ενδιέφερε ιδιαίτερα. Το career path που επέλεξα να ακολουθήσω μπορεί να μη φτάσει ποτέ να μου δώσει 10-ψήφιο μισθό—όπως φαντάζομαι ότι θα είναι ο δικός της—αλλά για την Ελλάδα είμαι εξαιρετικά καλοπληρωμένη, ανήκω στο top 3 percentile.

Όχι, όπως και με τον αδερφό μου, το πρόβλημα δεν ήταν η εξυπνάδα τους ή οι ικανότητές τους σε αντικείμενα που δε μ’ ενδιέφεραν. Ήταν η εξωτερική τους εμφάνιση.

Ο Παναγιώτης είχε κληρονομήσει τα καλύτερα χαρακτηριστικά της μαμάς και του μπαμπά. Όσο για τη Μαρκετάκη, καλύτερα να μην το συζητήσουμε. Πραγματικά είχα σκαλώσει. Το High Elf που είπα στον Maurice δεν ήταν υπερβολή.

Κι εγώ... κοινή χωριάτισσα.

Αν εξαιρέσεις το μέγεθος του στήθους μου, γενικά δεν είχα παράπονα από το σώμα μου—τουλάχιστον όχι μέχρι που πήρα αυτά τα γαμημένα τα δέκα κιλά. Τα μαλλιά μου και τα μάτια μου ήταν το πρόβλημά μου.

Η μητέρα μου είχε ένα πολύ όμορφα ξανθά μαλλιά ενώ ο πατέρας μου είχε γαλάζια μάτια, τόσο ανοιχτά που θαρρείς ότι έλαμπαν. Ο αδερφός μου είχε πάρει και τα δύο ενώ εγώ είχα πάρει από τα τρία το μακρύτερο.

Θυμήθηκα μια αισθησιακή φωτογραφία, γυμνή από πάνω, που είχα αφήσει να με τραβήξει ο Μιχάλης στα δεκαοχτώ μου. Ήμουν μικρή και αφελής, αλλά όχι ηλίθια. Τον άφησα να με τραβήξει, αλλά από το δικό μου κινητό και χωρίς να φαίνεται το πρόσωπό μου.

Και μετά έμαθα ότι με κάποιο τρόπο κατάφερε και τη βούτηξε από το κινητό μου και τη μοίρασε σε φίλους του, προκαλώντας μου πολλαπλά εγκεφαλικά. Δεν γίναμε απλά μπίλιες, τον τρομοκράτησα.

Του υπενθύμισα, με απειλητικό ύφος, ότι κατάγομαι από τ’ Ανώγια, και πως αν η φωτογραφία μου έβγαινε στα internets οι δικοί μου θα φρόντιζαν να μάθει τι χρώμα έχουν τ’ άντερά του, και τον χώρισα επιτόπου.

Τη φωτογραφία μου ωστόσο την κράτησα, και πολλές φορές, για τελείως μαζοχιστικούς λόγους, την ανοίγω και τη βλέπω. Και είναι μαζοχιστικοί οι λόγοι γιατί ακόμα και αν δεν είχα πάρει αυτά τα γαμημένα τα δέκα κιλά, το σώμα μου δε θα είχε την ίδια σφριγηλότητα με αυτή που είχα τότε.

«Που ταξιδεύεις;» άκουσα τον Maurice να με ρωτάει. Η φωνή του με έβγαλε από την ενδοσκόπηση. Και τι να του πω και τι να καταλάβει...

Ανασηκώθηκα και έφυγα από την αγκαλιά του. Γύρισα και κάθισα οκλαδόν στον καναπέ για να μπορώ να τον κοιτάω κατάματα. Τράβηξα τα γόνατά μου κοντά στο στήθος μου.

«Το βράδυ που έπαθα ταράκουλο με αυτή τη Μαρκετάκη δεν είναι επειδή έγινε CEO ενώ ταυτόχρονα έχει τέσσερα παιδιά.»

Κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση. «Ναι, κάτι κατάλαβα,» μου είπε χαμογελώντας απαλά. “Her beauty is what drove you nuts!”

“She is like a freaking High Elf!” του απάντησα ξεφυσώντας.

“She is,” μου απάντησε ήρεμα. “So is Charlize Theron.”

Σήκωσα απότομα το κεφάλι μου. “Wrong example,” του απάντησα χαχανίζοντας παρά την κατάθλιψή μου. “Charlize Theron is beyond beautiful but still earthly. Marketaki is something else entirely.”

Έβαλε τα γέλια και κούνησε το κεφάλι του. “Be that as it may.”

Ακούμπησε μπροστά, πιάνοντας απαλά το χέρι μου.

“Point is, that again and again you’re smacking your head on a wall, trying to compare yourself to the extreme outliers of the distribution. Come on, Sophie, you know Statistics better than I do!”

Δάγκωσα το κάτω χείλος μου. Ίσιωσα λίγο την πλάτη μου και πήρα μια βαθιά ανάσα.

“I want to show you something,” του είπα.

Έβγαλα το κινητό μου και άρχισα να ψάχνω στις φωτογραφίες. Εκτός από το μαλάκα το Μιχάλη και τους φίλους του—και φυσικά τη Μαίρη—κανείς δεν είχε δει αυτή μου τη φωτογραφία. Τα δάχτυλά μου δίστασαν για μια στιγμή πάνω από την οθόνη.

“Look!” του είπα τελικά και γύρισα το τηλέφωνο προς το μέρος του.

Πήρε το τηλέφωνο στα χέρια του και την κοίταξε για μερικές στιγμές χωρίς να σχολιάσει. Το πρόσωπό του ήταν σκεπτικό, τα μάτια του μελετούσαν την εικόνα.

«Γιατί μου την έδειξες;» με ρώτησε σιγανά, σηκώνοντας το βλέμμα του να με κοιτάξει.

Τράβηξα τα γόνατά μου πιο κοντά στο στήθος μου. «Γιατί ακόμα και με μικρότερα για το ύψος μου στήθη δες πως ήμουν στα δεκαοχτώ μου!» του έκανα στενάζοντας. «Ούτε δώδεκα χρόνια αργότερα...»

Σταμάτησα εκεί, αφήνοντας τη συνέχεια να εννοηθεί. Έπαιξα νευρικά με τα δάχτυλά μου.

«Και η Μαρκετάκη δε φτάνει που είναι σαν ξωτικό, είναι 52 χρονών, έχει τέσσερα παιδιά, και δεν την κάνεις μέρα πάνω από τα 35.»

Άφησε το τηλέφωνο στο τραπεζάκι και γύρισε πλήρως προς το μέρος μου. «Αρχικά τα στήθη σου δεν είναι μικρά για το ύψος σου,» μου είπε με σταθερή φωνή.

«Επειδή πήρα τα κιλά μου!» του απάντησα στενάζοντας.

Κούνησε το δάχτυλό του διαφωνώντας, με μια αργή, σταθερή κίνηση από δεξιά προς αριστερά. «Ούτε στη φωτογραφία είναι μικρά. Σόφη μου, είναι κανονικού μεγέθους, και πίστεψέ με, δεν έχουν όλα τα αγοράκια ψύχωση με τα μεγάλα στήθη.»

Έκανε μια μικρή παύση, παρατηρώντας το πρόσωπό μου. Τα μάτια του ήταν σοβαρά αλλά γεμάτα τρυφερότητα.

«Εμένα για παράδειγμα ΔΕ μου αρέσουν.» Ακούμπησε πίσω στον καναπέ και με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. «Και μια χαρά όμορφα είναι τα στήθη σου, δεν ξέρω πώς σου έχει μπει η ιδέα ότι κρέμονται.»

Σταμάτησε για μια στιγμή, σαν να ζύγιζε τις λέξεις του.

«Βαραίνουν ελαφρά, αλλά με όμορφο, φυσικό τρόπο. Δεν είσαι φτιαγμένη από σιλικόνη, μικρή μου μάγισσα!»

Σταύρωσα τα χέρια μου κάτω από το στήθος μου, σχεδόν αμυντικά. «Παλιά δε βάραιναν,» του είπα πεισμωμένη. Χαμήλωσα το βλέμμα μου, κοιτάζοντας τα γόνατά μου που ήταν ακόμα διπλωμένα κάτω από το σώμα μου.

Άκουσα τον καναπέ να τρίζει καθώς μετακινήθηκε πιο κοντά μου. Άπλωσε το χέρι του αργά και έβαλε δύο δάχτυλα κάτω από το πιγούνι μου, σηκώνοντάς το απαλά μέχρι που τα μάτια μας συναντήθηκαν ξανά.

«Πολλά αλλάζουν από τα είκοσι μας στα τριάντα.» Η φωνή του ήταν χαμηλή και σταθερή. «Πολλά είναι αυτά που πλέον δεν μπορούμε να κάνουμε—ή τα κάνουμε με δυσκολία, ενώ τότε δεν τα σκεφτόμασταν καν.»

Το χέρι του μετακινήθηκε από το πιγούνι μου στο μάγουλό μου, χαϊδεύοντάς το με τον αντίχειρά του. Χαμογέλασε τρυφερά, οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια του βάθυναν.

«Και ακόμα περισσότερα αυτά που πλέον μπορούμε και να κάνουμε καλύτερα και να τ’ απολαύσουμε βαθύτερα απ’ ότι στα δεκαοχτώ μας.»

Σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα, σα να προσπαθούσε να βρει αποθέματα υπομονής με ένα πεισματάρικο παιδάκι.

«Δε θα κουραστώ να το λέω, μακάρι να μπορούσες να δεις τον εαυτό σου από τα δικά μου μάτια.»

Χαμογέλασα διστακτικά, νιώθοντας τα μάτια μου να τσούζουν λίγο.

Πήρε τα χέρια μου στα δικά του. «Μακάρι να μπορούσες να δεις το υπέροχο χαμόγελό σου που κάνει το πρόσωπό σου να φωτίζεται. Μακάρι να μπορούσες να δεις πόσο όμορφη και ποθητή είσαι!»

Κούνησα το κεφάλι μου αμυντικά. «Τα λες αυτά επειδή είσαι ερωτευμένος,» επέμεινα.

Έσφιξε τα χέρια μου λίγο πιο δυνατά. «Τα ίδια έλεγα και όταν έκανα δεξί swipe. Μου άρεσες από την πρώτη φορά που σε είδα σε φωτογραφία.»

Σταμάτησε για να με κοιτάξει στα μάτια.

«Σε ερωτεύτηκα, ναι, αλλά εμφανισιακά μου άρεσες από την πρώτη φορά που σε είδα. Και πριν ρωτήσεις, είμαι πολύ εκλεκτικός. Ναι, δεν είχα κάνει ποτέ match με γυναίκα, αλλά τα right swipes μου ήταν μετρημένα.»

Χαμήλωσα τα μάτια μου στον καναπέ. «Μ’ αγαπάς πολύ-πολύ-πολύ;» του έκανα σχεδόν με παιδική φωνή, κάνοντάς τον να χαμογελάσει από τη μια μεριά του προσώπου του μέχρι την άλλη.

«Πολύ-πολύ-πολύ μικρή μου Φιλισταία μάγισσα!»

«Παρόλο που είμαι γκρινιάρα;» του έκανα στον ίδιο τόνο.

«Ακριβώς γιατί είσαι υπέροχα γκρινιάρα!» μου είπε και μου έκανε ένα τρυφερό ping στη μύτη. “I want my antsy koala!” μου είπε παιχνιδιάρικα και μου χτύπησε τα γόνατά μου. “Hop on!”

Ναι, πρόσκληση περίμενα… Είχα αρχίσει να κινούμαι μετά το “antsy koala!” και βρέθηκα πάνω στα πόδια του σε χρόνο ρεκόρ αγκαλιάζοντάς τον από το σβέρκο.

I LOVE YOU!” του φώναξα ξεκουφαίνοντας τον. “DO YOU KNOW THAT?”

“I know that!” μου απάντησε χαχανίζοντας. “Your neighbors know that! Heck, probably the whole city knows that!”

«Αφού!» του έκανα γλυκουλινιάρικα, και μπορεί να μην κατάλαβε τι του είπα, αλλά κατάλαβε το ύφος μου. Έβαλε και πάλι τα γέλια.

“Now, delete that photo,” μου είπε.

Η φωνή του ήταν απαλή αλλά σταθερή. Ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται.

“Please, Maurice, let me keep it,” του είπα ικετευτικά. Οι λέξεις βγήκαν από το στόμα μου πριν προλάβει το μυαλό μου να τις επεξεργαστεί.

WHAT! THE! FLYING! FUCK?

Πάγωσα. Το στόμα μου άνοιξε ελαφρά από την έκπληξη με τον ίδιο μου τον εαυτό. Γιατί τον παρακάλεσα να την κρατήσω; Κάτι δικό μου; Κάτι αυστηρά δικό μου;

Δεν πρόλαβα καν να το σκεφτώ περισσότερο. Ο Maurice με κοίταξε για μια στιγμή, το κεφάλι του γερμένο ελαφρά στο πλάι. Μετά μου απάντησε χαμογελώντας μου—όχι το σκανταλιάρικο χαμόγελό του, αλλά κάτι πιο βαθύ, πιο τρυφερό.

“As long as you promise me that instead of feeling bad for what you are now, you will celebrate what you were.”

Σταμάτησε, αφήνοντας τα λόγια του να κρεμαστούν στον αέρα. Τα χέρια του βρήκαν τα δικά μου, που ακόμα κρατούσαν σφιχτά το τηλέφωνο.

“Viewing it with the same sweet nostalgia as we look at our childhood photos and not with self-loathing.”

Έσφιξε απαλά τα χέρια μου.

“To remind you that this beautiful girl turned to a beautiful woman.”

I promise you,» του είπα με σπασμένη φωνή. Τα μάτια μου άρχισαν να τσούζουν, η θολούρα απλώθηκε στην όρασή μου. Προσπάθησα να ανοιγοκλείσω τα βλέφαρά μου αλλά ήταν μάταιο.

Σήκωσε το ένα του χέρι και σκούπισε ένα δάκρυ που είχε αρχίσει να κυλάει στο μάγουλό μου. Μετά, με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο που έκανε τα μάτια του να λάμψουν, σήκωσε το μικρό του δάχτυλο μπροστά μου.

Pinky promise?” με ρώτησε με παιχνιδιάρικη φωνή, κουνώντας το δάχτυλό του.

Παρόλο που τα δάκρυα είχαν αρχίσει ήδη να τρέχουν ελεύθερα στα μάγουλά μου, με έκανε να γελάσω—ένα πνιχτό γελάκι ανάμεσα στα δάκρυα. Σήκωσα το δικό μου μικρό δάχτυλο και το άγγιξα με το δικό του.

Pinky promise, teddy bear!”

Τύλιξε το δάχτυλό του γύρω από το δικό μου και το κούνησε πάνω-κάτω τρεις φορές, σφραγίζοντας την υπόσχεση.

Αυτό που τον παρακάλεσα αυθόρμητα να κρατήσω κάτι αυστηρά δικό μου, θα το λύσω άλλη ώρα! Χώθηκα στην αγκαλιά του, κρύβοντας το πρόσωπό μου στο στήθος του, και καθίσαμε έτσι για πολλή ώρα, εγώ με το πρόσωπό μου χωμένο ανάμεσα στο λαιμό και το σβέρκο του και τον Maurice να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Την τρυφερή αυτή στιγμή τη χάλασε η χρονοκαθυστέρησή μου. Ξαφνικά, σαν να με χτύπησε κεραυνός, θυμήθηκα ότι είχα παραγγείλει καφέδες.

Σηκώθηκα απότομα από την αγκαλιά του. “Ρε συ πού είναι οι καφέδες; Από τη Βραζιλία τους φέρνουν;” είπα από το πουθενά, κάνοντάς τον αρκούδο μου να αναπηδήσει στον καναπέ.

What?” με ρώτησε ξαφνιασμένος.

Γύρισα προς το μέρος του, χτυπώντας το μέτωπό μου με την παλάμη μου. “I ordered coffee from e-food. Where the hell are they?”

Ακούμπησε πίσω στον καναπέ και σταύρωσε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του. “Let me ask my inner oracle!” μου είπε κοροϊδευτικά.

Έκλεισε τα μάτια του και έκανε θεατρικές κινήσεις με τα δάχτυλά του στους κροτάφους του, σαν μέντιουμ σε τρανς. “ ORA-00942: table or view does not exist,” μου απάντησε μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, ανοίγοντας το ένα μάτι.

Τον κοίταξα με απόλυτη σύγχυση. “What ORA? What table?” τον ρώτησα απορημένη, γέρνοντας το κεφάλι μου στο πλάι.

Και φάε μια δεκάλεπτη διάλεξη για βάσεις δεδομένων. Τα χέρια του κινούνταν στον αέρα καθώς μου εξηγούσε για πίνακες, queries και relational databases. Τα μάτια μου άρχισαν να γυαλίζουν μετά το δεύτερο λεπτό.

«Κατάλαβες;» μου είπε τελικά, με ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης.

Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου αθώα. “It’s all H-SYNC to me!” του απάντησα. Καθώς όπως δεν είχα πιει και καφέ, από το ένα αυτί μπήκε, από το άλλο βγήκε.

Κούνησε το κεφάλι του με θεατρική απογοήτευση, βάζοντας το χέρι του στην καρδιά του. «20 γιατί άργησε ο καφές, και 20 γιατί εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω!» μου είπε δήθεν αυστηρά, σηκώνοντας δύο δάχτυλα.

Σταύρωσα τα χέρια μου. «Τι φταίω που άργησαν να φέρουν τον καφέ;» διαμαρτυρήθηκα για την τιμή των όπλων.

Έγειρε μπροστά, ακουμπώντας τους αγκώνες του στα γόνατά του. «Δική σου η παραγγελία, δική σου και η ευθύνη! Και τώρα κάτσε σαν άντρας να φας τις ξυλιές σου!»

Σηκώθηκα όρθια και ίσιωσα την πλάτη μου. «Διαμαρτύρομαι εντόνως!» Και σε χρόνο ρεκόρ—μιας και δε φορούσα από κάτω εσώρουχο—απλά σήκωσα τη μπλούζα μου και με μια γρήγορη κίνηση ξάπλωσα κατά μήκος των γονάτων του.

Dont I see that?” με ρώτησε χαχανίζοντας, η φωνή του τρεμόπαιζε από το γέλιο.

Και πάνω στην εικοστή—SMACK!—χτύπησε το κουδούνι. Ήρθε και ο μαλάκας ο ντελιβεράς. Από timing έσκισε!

Πετάχτηκα όρθια σαν ελατήριο. Με τον κώλο κόκκινο και τα μυαλά μου στο μίξερ, προχώρησα προς την πόρτα. Ευτυχώς είχα τουλάχιστον ακόμα τη νοητική παρουσία να σταματήσω, να κατεβάσω τη μπλούζα μου με ένα γρήγορο τράβηγμα και να μην του ανοίξω σαν σκωτσέζος commando.

Πήρα τους καφέδες με ένα βιαστικό «ευχαριστώ» και έκλεισα την πόρτα.

Γύρισα στον καναπέ, του έδωσα τον καφέ του και χωρίς δεύτερη σκέψη κάθισα πάνω του. Ποιος τα γαμεί τα έπιπλα όταν το Sophie-shaped koala έχει τον ιδιωτικό του ευκάλυπτο με μορφή γιγάντιου αγαπησιάρικου λούτρινου αρκούδου;

Πήρε μια γουλιά από τον καφέ του και αναστέναξε με ικανοποίηση. «Όταν πιώ το καφεδάκι θα πρέπει να πεταχτώ έξω να πάω να πάρω τα λουλούδια και το ουίσκι,» μου είπε.

Γύρισα λίγο το σώμα μου για να τον κοιτάξω καλύτερα. «Δε χρειάζεται να πάμε μακριά,» του είπα. «Δεν χρειάζεται καν να πάρουμε αυτοκίνητο, έχει εδώ κοντά και ανθοπωλείο και κάβα!»

Σήκωσε το ένα φρύδι του. “We?” με ρώτησε χαμογελώντας μου πειρακτικά.

Πήρα μια βαθιά ανάσα και φώναξα: “WEEEEEEEEEEEEEEEE!”

Αυτή τη φορά τον έκανα να χαχανίσει τόσο δυνατά που παραλίγο να χυθεί ο καφές του.

«Και όταν γυρίσουμε θα σε ξαναβιάσω γιατί πολλή λάσκα σε έχω αφήσει από το πρωί, και ναι, άλλες δέκα!» του είπα.

Χωρίς να περιμένω απάντηση, έσκυψα γρήγορα και του έκανα ένα μεγαλοπρεπές “BRRRRRRR” στο λαιμό.

«Πρέπει να αρχίσεις αυτό το excel,» μου είπε χαχανίζοντας ακόμα, προσπαθώντας να πιει τον καφέ του χωρίς να τον χύσει. «Έχω χάσει το λογαριασμό!»

Ίσιωσα την πλάτη μου θριαμβευτικά. «Εγώ όχι!» του είπα γελώντας πονηρά.

Σήκωσα το ένα χέρι μου και άρχισα να μετράω στα δάχτυλά μου:

«Έχουμε και λέμε, δέκα γιατί σου είπα ότι σ' έχω αφήσει λάσκα, 20 εντόνως διαμαρτυρόμενες γιατί δεν κατάλαβα γρι αυτά που μου εξηγούσες ότι δεν έβρισκες τραπέζια στο μαντείο...»

Σταμάτησα και τον κοίταξα.

Oracle tables,” με διόρθωσε και έβαλε δυνατά γέλια.

Συνέχισα απτόητη: «Είκοσι για “ελλιπή προετοιμασία γεύματος”, άλλες είκοσι γιατί το πρωί σου είπα ότι πώς θα πάμε μπροστά αν ο κάθε αφέντης κάνει του κεφαλιού του χωρίς να ρωτήσει...»

Έκανα μια δραματική παύση.

«Και άλλες δέκα—επίσης εντόνως διαμαρτυρόμενες—γιατί άφησα την πίπα στη μέση όταν με διέκοψες και ήθελες φιλάκια και ότι η ζωή είναι άδικη yada-yada-yada και φαντάζομαι άλλες δέκα για την ειρωνεία!»

Καθώς μιλούσα, ένιωθα και πάλι να γίνεται σεισμός δέκα Ρίχτερ. Ο αρκούδος μου τρανταζόταν από τα γέλια κάτω από το σώμα μου.

«Είσαι απίθανη!» μου είπε όταν βρήκε τις ανάσες του, σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάτια του. «ΑΠΙΘΑΝΗ!»

Σήκωσα περήφανα το πιγούνι μου. «Ήμανε!» τον διαβεβαίωσα στα ελληνικά.

Και πάρε και άλλες δέκα για αμετάφραστα ελληνικά!

Έκανα μια γκριμάτσα. «Δε θα μπορώ να κάτσω το βράδυ!» του είπα χαχανίζοντας.

Με κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο. «Καλά, και αύριο μέρα είναι,» μου υποσχέθηκε.

Δεν άντεξα άλλο. Του όρμησα, τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του και κολλώντας τα χείλη μου στα δικά του. Γιατί μπορώ!

Καθώς πίναμε το καφεδάκι μας, κάθισα άνετα πάνω του, κρατώντας το φλιτζάνι μου με τα δύο χέρια. Ξαφνικά του αρκούδου μου του ξέφυγε μία και τα είδα όλα!

Το πρόσωπό μου στράβωσε αντανακλαστικά.

Εντάξει, τον αγαπάω, τον λατρεύω, αλλά η μπόχα μου θύμισε το άνοιγμα της πόρτας του τάφου του Cthulhu Rlyeh στο Call of Cthulhu. Εντάξει, τυπικά δεν ήταν τάφος, υπνοδωμάτιο θα το έλεγες και κάπου καταλαβαίνω τα νεύρα του τελευταίου. Και τι να κάνει; Να πάρει τον Hastur αγκαλίτσα να του χαϊδεύει την κοιλιά;

Ναι, ο μπαμπάς μου με έκανε nerd και λατρεύω μυθολογία Cthulhu, sue us!

Παρακολουθούσα με morbid fascination καθώς το πρόσωπό του άρχισε να αλλάζει χρώματα. Πρώτα ένα ελαφρύ ροζ, μετά κόκκινο, μετά βαθύ κόκκινο. Είχε πλάκα ο γλυκούλης μου όπως άλλαξε όλα τα χρώματα του ορατού φάσματος. Θα τον ζήλευε και η πιο φιλόδοξη σουπιά!

“Sorry babe!” μου είπε. Η φωνή του βγήκε πνιχτή. Αφού το πρόσωπό του διέτρεξε όλο το ορατό ηλεκτρομαγνητικό φάσμα, η μπίλια κατέληξε στο κόκκινο του αστακού.

Σήκωσα το δάχτυλό μου θεατρικά. «Μη μου κάνεις εμένα χημικό πόλεμο!» του είπα απειλώντας τον και χτυπώντας τον ελαφρά στη μύτη με το δείκτη μου!

Το χρώμα στα μάγουλά του είχε πάψει να θυμίζει υπεραιμικό Ινδιάνο που τον νταλάκιασε ο ήλιος της Μοχάβι. Τα μάτια του γούρλωσαν ελαφρά με επείγον.

«Σήκω να πάω τουαλέτα, αλλιώς το σαλόνι θα θυμίζει πεδίο μάχης του Α' Παγκοσμίου Πολέμου!» μου είπε.

Αυτό με έκανε να βάλω κι εγώ τα γέλια. Του έδωσα μια ελαφριά σπρωξιά στο στήθος.

«Αυτό ήταν αέριο μουστάρδας και όχι βρωμιούχο αρκούδιο!» του είπα.

Με κοίταξε για μια στιγμή χωρίς να καταλαβαίνει, τα φρύδια του σηκωμένα. Εμ βέβαια, το Teddybearium Bromide δεν έχει τον... λυρισμό που έχει η ελληνική του απόδοση.

«Θα σου εξηγήσω αργότερα,» του έκανα χαχανίζοντας και σηκώθηκα από πάνω του. “Run Forrest, run!” του είπα χαχανίζοντας ακόμα πιο δυνατά.

Ο Maurice, με όση αξιοπρέπεια μπορούσε να μαζέψει, σηκώθηκε από τον καναπέ. Στην αρχή προσπάθησε να περπατήσει κανονικά, αλλά μετά το εγκατέλειψε και άρχισε να τρέχει προς το μπάνιο.

«Που πας βρε μαλάκα;» φώναξα στον Μπλάκι που τον πήρε στο κατόπι με γρήγορο βηματισμό. «Αυτοκτονικός είσαι;»

Φυσικά με έγραψε στα μαύρα τριχωτά του παπάρια και συνέχισε την πορεία του. Αλλά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά!

Άκουσα την πόρτα να κλείνει βιαστικά.

Σιωπή για δυο δευτερόλεπτα.

Ένα επιτακτικό νιαούρισμα.

Ένα κλακ καθώς ο Μπλάκι με ένα σάλτο άνοιξε την πόρτα και πάλι.

Έβαλα τα γέλια ακούγοντας τον αρκούδο μου να μαλώνει με απελπισία τον Μπλάκι. “Are you nuts?”

Παύση. Με τον κίνδυνο η... μάχη χαρακωμάτων να διαρρεύσει στο σαλόνι, ο αρκούδος μου έκλεισε ξανά την πόρτα με δύναμη.

Δεν άκουσα τι γινόταν μέσα. Μόνο ένα πνιχτό “νιαρ” μετά από λίγα δευτερόλεπτα.

Η πόρτα άνοιξε και πάλι αργά. “I told you so!” άκουσα τον αρκούδο μου να λέει στο Μπλάκι, κλείνοντας και πάλι την πόρτα. Ο τελευταίος έχοντας διαπιστώσει γρήγορα πόσο κακή ήταν η αρχική του ιδέα επέστρεψε στο σαλόνι, προσπαθώντας να διατηρήσει όση γατίσια υπερηφάνεια του είχε απομείνει.

Εγώ στο μεταξύ διπλώθηκα στον καναπέ, κρατώντας την κοιλιά μου. Κόντεψα να πέσω κάτω από τα γέλια. Ήταν ατόφια screwball comedy, έστω και αν την πρωταγωνίστρια δεν την έλεγες ακριβώς dominant.

Εκείνη τη στιγμή βούιξε και το τηλέφωνό μου. Το άρπαξα από το τραπεζάκι και το άνοιξα—ήταν μήνυμα από τη Μαίρη.

«Καλημέρα από την ηλιόλουστη ΜΥΚΟΝΟΟΟΟΟΟΟΟΟΣ!»

Χαμογέλασα πλατιά και έγραψα γρήγορα. Της απάντησα σχεδόν αμέσως: «Καλημέρα από την εξωτική Λυκόβρυση. Ζει ο πιτσιρικάς;»

Το τηλέφωνο βούιξε και πάλι μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. Τα δάχτυλά μου τυμπάνιζαν ανυπόμονα στην οθόνη.

«Η αλήθεια είναι ότι τον ξεζούμισα ελαφρώς. Τώρα είναι ξαπλωμένος και μου κάνει τον Mam-Ra, μάλλον πρέπει να παραγγείλω κανένα χυμό!»

Κοίταξα την κλειστή πόρτα του μπάνιου. Με τον αρκούδο μου να κάνει uploading και τον πιτσιρικά να κοιμάται ξεζουμισμένος, πήρα στο καπάκι τηλέφωνο. Βαριόμουν να γράφω.

«Μωρουλίνι μουυυυυυυυυυυυ! Καλημέρα, μουτς μουτς μουτς» μου απάντησε. Η φωνή της έβγαινε τσιριχτή σαν παιδάκι, στέλνοντάς μου ρουφιχτά φιλάκια μέσα από το ακουστικό.

Ακούμπησα πίσω στον καναπέ, βάζοντας τα πόδια μου σταυρωτά. «Και τι όμορφη μέρα ξημέρωσε,» της απάντησα χαχανίζοντας. «Εσύ τραγουδώντας “sweet mystery of life” και ο πιτσιρικάς “pondering on his life choices”»

«ΧΙΧΙΧΙ!» Το γέλιο της ήταν τόσο δυνατό που τράβηξα λίγο το τηλέφωνο από το αυτί μου. «Δε νομίζω ότι το μετάνιωσε αν κρίνω από το "Να φάω τα κόκκαλα του παππού αν αυτή δεν ήταν η πίπα της ζωής μου!"» μου είπε.

Αυτό με έκανε να βάλω τα γέλια, διπλώνοντας από τη μέση. «Και φυσικά δε μείναμε στην πίπα, αν μ’ εννοείς!»

Ίσιωσα λίγο, προσπαθώντας να ελέγξω τα γέλια μου. «Καλός;» την ρώτησα χαμογελώντας ακόμα.

«Καλός απλά;» με ρώτησε. Άκουγα τον ενθουσιασμό στη φωνή της. «Με είχε βάλει στα τέσσερα και με κοπάναγε με τόση ένταση που φοβήθηκα ότι θα αρχίσω να μυρίζω καμένο πλαστικό!» μου είπε χαχανίζοντας. Σκέπασα το στόμα μου με το χέρι μου για να μην ακουστούν τα γέλια μου μέχρι το μπάνιο.

«Με πήρε με όλες τις δυνατές στάσεις.» Έκανε μια δραματική παύση. «Άνω Παναγιά, Κάτω Παναγιά, Πέρα Παναγιά, Δώθε Παναγιά, Κείθε Παναγιά, κόντρα παξιμάδι, κατσαβιδωτό στον ουρανίσκο, κολονάτο στην αυτοκρατορική παραλλαγή με τα πόδια ενωμένα, με και χωρίς ουρές, ό,τι μπορείς να φανταστείς!»

Εντάξει, πώς δεν έμεινα από τα γέλια; Γλίστρησα από τον καναπέ και βρέθηκα στο πάτωμα, κρατώντας την κοιλιά μου. Μόνο η Μαίρη θα μπορούσε να συνδυάσει “Τζένη-Τζένη”, Αρκά και κάμα σούτρα περιγράφοντας τις πομπές της.

«Για πες μου και τα δικά σου χαΐρια τώρα!» μου είπε.

Σηκώθηκα από το πάτωμα και κάθισα πάλι στον καναπέ. Από πού να ξεκινήσω; Από τη διπλή άρια; Από την αίσθηση υποταγής; Από το έμπρακτο rupture; Από το μεταπτυχιακό μάθημα Ακκαδικής ποίησης; Από το ταράκουλο με τη Μαρκετάκη; Από το ότι τον άγγιξε το impulse; (ναι, η Μαίρη φυσικά και την ήξερε την ιστορία!) Από το ότι του έδειξα ΤΗ φωτογραφία και ο Maurice μου εξήγησε με ακρίβεια ψυχολόγου ποιο ήταν το πραγματικό μου πρόβλημα; Από την ανάθεση του πρώτου task και την εκτέλεσή του; Από το χημικό πόλεμο;

Πού να το πιάσεις και πού να το αφήσεις;

Πήρα μια βαθιά ανάσα, έκλεισα τα μάτια μου για μια στιγμή και ξεκίνησα.

«ΕΤΟΙΜΑΣΟΥ ΝΑ ΠΑΘΕΙΣ ΤΟ ΣΟΚ ΤΗΣ ΖΩΗ ΣΟΥ!» της είπα.

«ΣΤΑΜΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΛΟΓΟΥΣ ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΣΕ ΓΑΜΗΣΩ, ΚΙ ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ BISEXUAL ΜΩΡΗ!» μου είπε.

Αυτό με έκανε να βάλω τα γέλια, ρίχνοντας το κεφάλι μου πίσω.

Σοβάρεψα λίγο και είπα: «Χθες είχα για πρώτη φορά στη ζωή μου πολλαπλό οργασμό!»

Σιωπή για δύο δευτερόλεπτα.

«WHAT????»

Χαμογέλασα θριαμβευτικά. «Δεν ήσουν η μόνη που τραγούδησες το γλυκό μυστικό της ζωής!»

«ΟΛΑ ΜΕ ΤΟ ΣΙ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΝΙΓΜΑ!»

Έκανα μια δραματική παύση. «Και... Μαίρη;»

«Αχ, θα με σκάσεις!»

Πήρα μια βαθιά ανάσα και με φωνή γεμάτη περηφάνια δήλωσα: «Την έτριξα την όπισθεν, Incontinentia buttocks με έκανε ο Biggus Dickus μου!»

Ήξερα ότι θα πιάσει την αναφορά στους Monty Python.

«ΘΕΣ ΝΑ ΜΕ ΣΚΑΣΕΙΣ ΜΩΡΗ;» μου είπε. Η ανυπομονησία στη φωνή της ήταν χειροπιαστή—ήθελε να μάθει τις γαργαλιστικές λεπτομέρειες.

Σηκώθηκα και άρχισα να βηματίζω στο σαλόνι. «Θα στα πω στα γρήγορα και Δευτέρα βραδάκι αν μπορείς πάμε για ποτάκι και στα λέω αναλυτικά!»

«ITS A DATE! ΣΚΑΣΕ ΚΑΙ ΜΙΛΑ!» μου είπε, κάνοντάς με και πάλι να χαχανίσω.

Πήρα βαθιά ανάσα, σταμάτησα το βηματισμό και ξεκίνησα. Όντως της τα είπα τροχάδην—η πλήρης διήγηση θα απαιτούσε τουλάχιστον ένα girls night out.

Όταν τελείωσα, ακολούθησε μια στιγμή σιωπής.

«Εντάξει, τώρα τον αγάπησα λίγο παραπάνω!»

Χαμογέλασα και ακούμπησα το χέρι μου στην καρδιά μου. «Είναι να μην είμαι τρελά και παλαβά ερωτευμένη μαζί του;» της είπα νιώθοντας τη ζέστη στα στήθη μου.

«Σε δύο-τρία-πέντε-δέκα-είκοσι χρόνια, να μου γνωρίσει κανένα φίλο του!» μου δήλωσε με ύφος που θα ζήλευε και η Samantha από το Sex and the City.

(Παρεμπιπτόντως ήταν και ο μόνος χαρακτήρας, άντε ίσως λίγο και την Miranda λόγω εργασιομανίας, που συμπαθούσα. Τις άλλες δύο, ειδικά την Κάρι, ήθελα να τις ξεμαλλιάσω!)

«Και πού βοσκάει τώρα ο αρκούδος σου;»

Κοίταξα προς το μπάνιο και μόρφασα. «Ο αρκούδος μου έπαθε πρωινό καφέ—και δεν εννοώ αυτό της Μενεγάκη!» της είπα κάνοντάς τη να χαχανίσει.

Κάθισα πάλι στον καναπέ και συνέχισα με συνωμοτικό τόνο: «Μου αμόλησε μία, μαλάκα μου αυτό δεν ήταν κλανιά, ήταν χημικός πόλεμος!»

Το χάχανό της μετατράπηκε σε δυνατό γέλιο.

«Ο γλυκούλης μου άλλαξε όλα τα χρώματα του ορατού φάσματος, ίσως και κάποια του αόρατου, δεν ξέρω!» της είπα και τα γέλια έγιναν πιο δυνατά.

Σηκώθηκα πάλι, δεν μπορούσα να κάτσω ακίνητη. «Στο σταυρό που φιλάω, ο Αστερίξ θυμωμένος μπροστά του έμοιαζε με αναιμικό που έχει περίοδο!» συνέχισα χωρίς έλεος.

Η Μαίρη προσπαθούσε να βρει τις ανάσες της και εκεί την ξαναέπιαναν τα γέλια.

Περίμενα λίγο να ηρεμήσει. «Αλλά το show ήταν μετά!» της είπα.

«Έχει κι άλλο;» με ρώτησε, η φωνή της έσπαζε από τα γέλια.

«Αμέ!» της απάντησα χαχανίζοντας. Έκανα μια παύση για δραματικό εφέ. «Σηκώθηκε προσπαθώντας να το παίξει κύριος αλλά μετά γκάζωσε σαν τον Usain Bolt, μάλλον άρχισαν να φεύγουν... αέρια και έγινε πύραυλος!»

Άρχισα να μιμούμαι τις κινήσεις καθώς μιλούσα. «Και εκεί τον πήρε στο κατόπι ο Μπλάκι! Που πας ρε μαλάκα, του φώναξα, είσαι αυτοκτονικός;»

Μιλούσα με δυσκολία όσο τα έλεγα γιατί κι εγώ είχα βάλει τα γέλια.

«Ο φουκαράς ο Maurice έκλεισε την πόρτα, ξέρεις Biohazard Level-4, και ο μαλάκας ο Μπλάκι άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα!»

«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΜΩΡΗ ΘΑ ΜΕ ΠΕΘΑΝΕΙΣ!»

Προσπάθησα να συνεχίσω με τα χίλια ζόρια, κάνοντας διακοπές καθώς γελούσα κι εγώ. «Άκουσα τον Maurice να του λέει "Are you nuts?"»

Σταμάτησα να πάρω ανάσα.

«Και έκλεισε την πόρτα πιο γρήγορα και από κορνάρισμα σε φανάρι!»

«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΤΑ ΝΕΦΡΑ ΜΟΥ!»

Διπλώθηκα και πάλι, κρατώντας την κοιλιά μου. «Και μετά άκουσα ένα πνιχτό “Νιαρ” και ο Μπλάκι βγήκε τρέχοντας λες και τον κυνηγούσε η εφορία!»

«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ!!!! ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ»

Εκεί κόντεψα κι εγώ να πεθάνω. Έκανα νέους κοιλιακούς από τα γέλια!

(Πόσο γαμάτο θα ήταν αυτά τα γαμημένα τα δέκα κιλά να φεύγαν έτσι! Με τον αρκούδο μου θα είχα φτάσει σε μια εβδομάδα να μοιάζω με body builder στους κοιλιακούς. Ή, έστω, με ανορεξική που κάνει δίαιτα.)

Εκείνη την ώρα βγήκε από το μπάνιο και ο Maurice, οπότε έκλεισα τη Μαίρη, επιβεβαιώνοντας το ραντεβού μας για τη Δευτέρα το βράδυ. Κάθισε στον καναπέ αναστενάζοντας και με κοίταξε στα μάτια.

I strongly recommend avoid going to the loo for a while,” μου είπε χαμογελώντας ντροπαλά.

Definewhile’” του είπα χαχανίζοντας.

“Two-three… decades” μου απάντησε deadpan, και πώς κατάφερα να μην κατουρηθώ πάνω μου; Και όχι τίποτε άλλο αλλά δεν μπορούσα να πάω και τουαλέτα!


15. Woman in love

Αν και κατουριόμουν ελαφρά, είναι η αλήθεια, έδειξα χαρακτήρα. Απ' ότι κατάλαβα το μπάνιο αυτή τη στιγμή θα ήταν chemical & biological waste land.

Σηκώθηκα από τον καναπέ με προσοχή, προσπαθώντας να μην κάνω απότομες κινήσεις. Προχώρησα προς το μπάνιο και χωρίς να μπω μέσα, άπλωσα το χέρι μου και άνοιξα το φως. Μαζί του δούλευε και ο εξαεριστήρας—ευτυχώς.

Από εκεί και πέρα ο Θεός να μας βοηθήσει. (Που μεταξύ μας, αν υπάρχει, χεσμένους μας έχει—pun intended!)

Γύρισα στο σαλόνι και βρήκα τον αρκούδο μου σκυμμένο πάνω από το κινητό του. Είχε παραδεχτεί ότι δεν έχει ιδέα από ουίσκι και τώρα έψαχνε στα internets και που ρώτησε κι εμένα νωρίτερα έκανε μια τρύπα στο νερό, δεν είχα ιδέα.

I found it!” μου είπε ξαφνικά ενθουσιασμένος. Σήκωσε το κεφάλι του από την οθόνη και έτριψε τα χέρια του με ικανοποίηση. “The GlenAllachie Speyside Single Malt 12 Years Old!”

Πλησίασα και κοίταξα πάνω από τον ώμο του. «Μωρό μου, μη φας μια περιουσία σε δαύτο,» του είπα απαλά αλλά αυστηρά. Το εννοούσα—ήξερα ότι κάποια ουίσκι είναι πανάκριβα.

Γύρισε προς το μέρος μου με ένα πλατύ χαμόγελο. “Thats the thing!” μου είπε ξαναμμένος. “While it won the first prize in 2025 World Whiskies Awards, it’s surprisingly affordable!”

Έκανε κλικ σε μια σελίδα και μου έδειξε την οθόνη. Όντως, γύρω στα 70 ευρώ έκανε! Κοίτα να δεις! Βέβαια, σκέφτηκα, κατά πόσο θα το έχει η κοντινή μας κάβα, είναι άλλο ερώτημα. Τέλος πάντων, θα το μαθαίναμε αργά ή γρήγορα υποθέτω.

Ήπιαμε τους καφέδες μας σε ησυχία, απολαμβάνοντας την καφεΐνη. Μετά σηκώθηκα και πήγα στο υπνοδωμάτιο. Φόρεσα το εσώρουχό μου—επιτέλους—και ένα ελαφρύ σορτσάκι. Από πάνω δεν έκανα τον κόπο να φορέσω σουτιέν. Έτσι κι αλλιώς η μπλούζα μου ήταν χαλαρή και... ε, στη χειρότερη ας διαγραφόταν και λίγο ρόγα.

Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού και φόρεσα τα σνίκερς μου. Ο αρκούδος μου εμφανίστηκε στην πόρτα φορώντας τα πέδιλά του—χωρίς κάλτσες.

Χαχάνισα μέσα μου. Έτσι να έχει το φόβο του Θεού!

Κατεβήκαμε κάτω και περπατήσαμε χεράκι-χεράκι σαν ερωτευμένα πιτσιρίκια. Έξω η μέρα ήταν ζεστή αλλά η ζέστη δεν ήταν αποπνιχτική. Πρώτη στάση η κάβα. Μπήκαμε μέσα και ο Maurice έδειξε την οθόνη του κινητού του στον υπάλληλο.

Σταθήκαμε τυχεροί—το είχε!

Με το ουίσκι ασφαλές στη σακούλα του, συνεχίσαμε προς το ανθοπωλείο. Ο Maurice έσφιξε το χέρι μου καθώς μπαίναμε. Διάλεξε ένα μπουκέτο όμορφα ροζ τριαντάφυλλα, εξετάζοντας προσεκτικά κάθε λουλούδι.

Μα ο γλυκούλης μου δεν έμεινε εκεί. Γύρισε προς το μέρος μου με ένα πονηρό χαμόγελο και πήρε και σε μένα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Το σήκωσε μπροστά μου με θεατρική κίνηση, κάνοντάς με και πάλι να λερώσω τα βρακιά μου.

Και δεν πήρε όποιο και όποιο, ε; Τσατάλια του τα έκανε του ανθοπώλη! Εξέταζε κάθε τριαντάφυλλο, μύριζε, σύγκρινε. Και για τα ροζ τριαντάφυλλα το ίδιο, και για το κόκκινο.

Και αν και δεν συνηθίζεται, άφησε και πουρμπουάρ στον ανθοπώλη! Ένα γενναιόδωρο ποσό που έκανε τα μάτια του άντρα να λάμψουν. Κάπως έτσι, αντί να μας διαολοστείλει για την ταλαιπωρία, μας ξεπροβόδισε κιόλας μέχρι την πόρτα!

Όταν γυρίσαμε σπίτι, κρατούσα προσεκτικά τα λουλούδια. Για να μη χαλάσουν τα τριαντάφυλλα από τη ζέστη, τα πήγα κατευθείαν στο δωμάτιο/γραφείο. Τα ακούμπησα προσεκτικά στο γραφείο, έκλεισα την πόρτα και γύρισα το air condition στη χαμηλότερη κλίμακα. Χώρο στο γεμάτο μπύρες ψυγείο δεν είχε ούτε για δείγμα!

Βγήκα από το δωμάτιο και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. “Wish me luck!” του είπα.

Με κοίταξε με απορία, σηκώνοντας τα φρύδια του. «Γιατί;»

Έδειξα προς το μπάνιο με το κεφάλι μου. «Πρέπει να πάω στο μπάνιο!» του είπα.

Έβαλε τα γέλια και ακούμπησε το χέρι του στην καρδιά του δραματικά. «Θα σε θυμάμαι με αγάπη!» μου είπε με ύφος τραγικού ήρωα ο Βέλγος θεατρίνος.

Τουλάχιστον θα έφευγα από τον μάταιο τούτο κόσμο γελαστή.

Προχώρησα προς το μπάνιο και σταμάτησα έξω από την πόρτα. Πήρα βαθιά ανάσα—έξω από το μπάνιο εννοείται—και μπήκα μέσα. Ο εξαεριστήρας είχε κάνει δουλίτσα! Εντάξει, δεν μύριζε ακριβώς λουλούδια του κήπου, αν μ' εννοείτε, αλλά τουλάχιστον μπορούσες να αναπνεύσεις χωρίς να δακρύσεις.

Τα καλά νέα είναι ότι ο Μπλάκι, ακόμα τρομοκρατημένος από το πάθημά του, με άφησε στην ησυχία μου. Δεν ακούστηκε ούτε ένα νιαούρισμα έξω από την πόρτα. Τα ακόμα καλύτερα ήταν—μιας και πήγα στο μπάνιο για την ίδια δουλειά με τον Maurice νωρίτερα—ότι θα μπορούσα να του φορτώσω και το δικό μου... ανθόκηπο.

Χαχάνισα μέσα μου καθώς καθόμουν. Καλά το λένε: «Το σφάλειν είναι ανθρώπινο, το φορτώνειν σε άλλους ανθρωπινότερο!»

Δεν ξέρω αν οφειλόταν στο... "rupture" ή στο καλό χθεσινό φαγητό, ωστόσο κατόρθωσα να τελειώσω σε χρόνο ρεκόρ. Τράβηξα το καζανάκι, έπλυνα τα χέρια μου και στράφηκα προς το... τέρας.

Η ζυγαριά στεκόταν εκεί, περιμένοντάς με.

Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά. Ανέβηκα πάνω της με προσοχή. Προσευχήθηκα σε όσους θεούς ξέρω—τον Δία, την Αθηνά, ακόμα και τον Cthulhu. Πήρα μια βαθιά ανάσα και άνοιξα τα μάτια μου, κοιτάζοντας κάτω.

«72» έγραφε το τέρας.

Έμεινα να το κοιτάζω σαν ηλίθια, τα μάτια μου γουρλωμένα. Δεν πίστευα αυτό που έβλεπα. Είχα χάσει ένα κιλό! Πλέον ήμουν στο +7.

Πώς; Πώς;

Κατέβηκα γρήγορα, άφησα τη ζυγαριά να μηδενίσει και ξανανέβηκα. Περίμενα με κομμένη την ανάσα. Δυο-τρία δευτερόλεπτα αργότερα ξαναέγραψε «72».

Αλήθεια σας το λέω, παραλίγο να βάλω τα κλάματα! Τα μάτια μου τσούζανε από τη συγκίνηση.

Κατέβηκα από τη ζυγαριά με ένα μικρό αναπήδημα. Πέταξα το πεσμένο κάτω εσώρουχο στο καλάθι—να δω πότε θα το βάλω αυτό το ρημάδι το πλυντήριο. Φορώντας μόνο τη μπλούζα μου, άφησα το σορτσάκι στο δωμάτιο και σχεδόν έτρεξα πίσω στο σαλόνι.

«7 to go!!!!!!» του είπα σχεδόν τσιρίζοντας από ενθουσιασμό.

Ο φουκαράς πετάχτηκε από τον καναπέ, ταραγμένος. «What

Ήμουν πολύ χαρούμενη για να του εξηγήσω. Το αίμα μου έβραζε από ενθουσιασμό και κάτι άλλο. Αντί απάντησης, έβγαλα το λαστιχάκι που φορούσα σα βραχιόλι στο δεξί μου χέρι. Με μια γρήγορη κίνηση έβγαλα τη μπλούζα μου πάνω από το κεφάλι μου και τη πέταξα στο πλάι.

Έδεσα το μαλλί μου με το λαστιχάκι και γονάτισα μπροστά του.

«What the...» ξεκίνησε να λέει. Τα μάτια του γούρλωσαν.

«Ohshut up!» του είπα με ένα μεγαλοπρεπέστατο τόνο.

Η φράση μπορεί να μεταφραζόταν σε άλλες δέκα-είκοσι-τριάντα-I don't fucking care, αλλά δεν πρόλαβε να μιλήσει καθώς τον πήρα στο στόμα μου σαν να μην υπάρχει αύριο!

Ήταν ο αρκούδος μου, ήταν ο άνθρωπος που με έκανε να γελάω, ήταν ο άνθρωπος που δεν προσπαθούσε να με σώσει, παρά να είναι μόνο εδώ για μένα, ήταν αυτός που έκανε τη χοντρή να τραγουδήσει δυο συνεχόμενες φορές, ήταν ο Ακκάδιος ποιητής μου, ήταν ο Biggus Dickus μου, και ήταν και ο γουρλής μου! Για πρώτη φορά από τότε που πήρα αυτά τα γαμημένα τα δέκα κιλά είχα καταφέρει να χάσω τρία.

Κι αυτό τρώγοντας σα να μην υπήρχε αύριο!

Ανεβοκατέβαζα το κεφάλι μου παίρνοντάς τον από την κορυφή μέχρι τη βάση—μέχρι που χτύπαγε λαρύγγι—κάνοντάς τον να πιάσει γραμμή με δωδεκάθεο, αν κρίνω από τα βογγητά του. Δεν έκανα κάτι διαφορετικό απ’ όλες τις υπόλοιπες φορές, ούτε χέρι βοήθειας—που λέει ο λόγος—δεν είχα προλάβει να βάλω όταν γεύτηκα τα πρώτα προσπερματικά του υγρά.

Woah!” είπα μέσα μου, τον έκανα να την ακούσει. Δυο τρεις κινήσεις πάνω-κάτω αργότερα, τον ένιωσα να αρχίσει να τρέμει και να δονείται μέσα στο στόμα μου, και μερικές στιγμές αργότερα έγινε το στόμα μου… Μάντρα. Του είχα πάρει πίπα το πρωί, δηλαδή για όνομα, πώς μαζεύτηκε πάλι τόσο πράμα;

Και ήταν και αρκετά πικρό, αλλά είπαμε, στον Maurice μου θα κατάπινα ακόμα και αν είχε γεύση μουρουνόλαδου. Όταν τελείωσε και ηρέμισαν οι σπασμοί κατάπια για τελευταία φορά, τον καθάρισα προσεκτικά από τα σάλια μου, και, χωρίς να σηκωθώ από γονατισμένη που ήμουν, σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα.

Damn!” μου έκανε με την ανάσα του κοφτή και το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει γρήγορα προσπαθώντας να βρει τις ανάσες του.

Σήκωσα το κεφάλι μου και του χαμογέλασα πονηρά. «Επειδή με ρώτησες πριν αν θα σε βιάσω, όχι για τίποτε άλλο!» του είπα με προσποιητή αθωότητα, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μου.

Αυτό τον έκανε να βάλει τα γέλια, το σώμα του τραντάχτηκε κάτω από το δικό μου.

«Και +30 για το “shut-up”, σε μάθαμε κύριε!» συνέχισα, σηκώνοντας το δάχτυλό μου αυστηρά.

Χαμογέλασε πλατιά και χτύπησε τα χέρια του στους μηρούς του. «Hop on!» μου έκανε.

Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Τσούκου!» του είπα χαμογελώντας τρυφερά. Ξάπλωσα το κεφάλι μου πάνω στα πόδια του, κοιτάζοντάς τον από κάτω. «Οι ταπεινές σκλάβες δεν χοροπηδάνε πάνω στον αφέντη τους σαν κοάλα σε υπερδιέγερση, γονατίζουν μπροστά τους σαν ταπεινά χαμομηλάκια!»

Αυτό τον έκανε να βάλει και πάλι τα γέλια. Τα δάχτυλά του βρήκαν τα μαλλιά μου και άρχισε να τα χαϊδεύει απαλά.

«Και του λόγου σου είσαι ταπεινό χαμομηλάκι;» με ρώτησε, χαχανίζοντας ακόμα, έδειχνε να το διασκεδάζει απίστευτα.

Σήκωσα λίγο το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω καλύτερα. «Τσούκου, είμαι ξεροκέφαλο χαμομηλάκι!» του είπα χαρίζοντάς του το χαμόγελο της Colgate—όλα τα δόντια έξω.

Και μετά, χωρίς προειδοποίηση: «Και κοάλααααααααα!»

Σχεδόν με μια κίνηση πετάχτηκα από το πάτωμα και βρέθηκα ξανά πάνω στα γόνατά του, τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του. Έγειρα πάνω του, τα στήθη μου πίεσαν στο δικό του, και κόλλησα τα χείλη μου στα δικά του. Το φιλί ήταν βαθύ και τρυφερό.

Όταν χωρίσαμε, με κοίταξε με περιέργεια. «Για πες μου τώρα, τι ήταν αυτό που μου είπες...» Έκανε μια δραματική παύση, τα μάτια του έλαμπαν σκανταλιάρικα. «Πριν με τρυγήσεις διά της βίας,» συμπλήρωσε, παίζοντας τα βλέφαρά του.

Αναπήδησα πάνω του από ενθουσιασμό. «Έχασα ακόμα ένα κιλό!» του είπα. Η φωνή μου ανέβηκε μια οκτάβα. «Δεν έχω ιδέα πώς, αλλά για πρώτη φορά στα τέσσερα χρόνια που προσπαθώ να χάσω τα ρημαδιασμένα μου τα δέκα κιλά, έπεσα στο +7!»

Το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Μπράβο μωρό μου!» μου είπε χαρίζοντάς μου ένα γνήσιο, αυθεντικό χαμόγελο. Δεν ήταν προσποιητό—πραγματικά χαιρόταν με τη χαρά μου. Δεν χαμογελούσε μόνο το στόμα του, χαμογελούσαν και τα μάτια του, οι μικρές ρυτίδες γύρω τους βάθυναν.

Έπιασα το πρόσωπό του στα χέρια μου. “I love you! You love I?” τον ρώτησα ως famous Greek kamaki.

DO DO!” μου είπε και αυτός, κάνοντας φωνή σπασμένων αγγλικών, σαν να μην ξέρει να μιλάει σωστά!

Γέλασα και άρχισα να τραγουδάω: «Έχουν ρίξει παραγάδι, σας αρέσει η Ελλάδα μις; Τι θα κάνετε το βράδυ, do you like μαμαζέλ the Greece...»

Ναι, τα μουσικά μου γούστα είναι περίεργα, το παραδέχομαι. Κόρη του μπαμπά μου και περήφανη γι' αυτό!

Με κοίταξε σχεδόν με λατρεία. “I didn’t understand a word!” μου   είπεΤα χέρια του ανέβηκαν στα μάγουλά μου. “But I love your voice! GodI love your voice.”

Ένιωσα για μια ακόμα φορά την καρδιά μου να λιώνει. «Πες μου ένα τραγούδι που αρέσει του μπαμπά σου,» του είπα. «Του τάξαμε τραγούδι, δεν του τάξαμε;»

Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. «Θα το κάνεις;» με ρώτησε με γνήσια χαρούμενη αγωνία. Σχεδόν αναπήδησε κάτω από το σώμα μου.

Έγειρα και ακούμπησα το μέτωπό μου στο δικό του. «Δεν υπάρχει κάτι που δε θα κάνω για τον άντρα που αγαπάω,» του είπα. Και το εννοούσα με κάθε κύτταρο του σώματός μου.

Με κοίταξε για μια στιγμή με ένα περίεργο, ανεξιχνίαστο βλέμμα. «Πόσο μακριά θα πήγαινες;» με ρώτησε.

Άνοιξα το στόμα μου για να απαντήσω αλλά συνέχισε πριν προλάβω.

«Μέχρι, ας πούμε, να αρχίσεις να βλέπεις τον εαυτό σου όπως πραγματικά είναι; Μια υπέροχη, πανέξυπνη, όμορφη κοπέλα, με εξίσου όμορφα και κανονικά για το ύψος της στήθη;»

Τα μάτια μου άρχισαν αμέσως να τσούζουν. Και σιγά που δε θα έβαζα τα κλάματα, για ποια με περάσατε; Ένιωσα το πρώτο δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό μου.

«Είσαι ο αρκουδέστερος αρκούδος όλων των αρκούδων!» του δήλωσα ρουφώντας δυνατά τη μύτη μου. Ο ήχος ήταν τόσο δυνατός που τον έκανε να χαχανίσει.

Ξαφνικά, άρχισε να χτυπάει το στήθος του με τις γροθιές του σαν γορίλας. “Me Tarzan, you...” ξεκίνησε να λέει.

Τον διέκοψα αμέσως. «Jane?» τον ρώτησα με ελπίδα.

Chita!” μου απάντησε deadpan, χωρίς να αλλάξει έκφραση.

Και πάρ’την κάτω τη δικιά σου. Διπλώθηκα από τα γέλια πάνω του.

Τα χέρια του ανέβηκαν στο πρόσωπό μου, χαϊδεύοντάς με τρυφερά. “I love making you laugh! I love hearing your laughter!”

Κούνησε το κεφάλι του αργά από αριστερά προς τα δεξιά χαμογελώντας. “I love seeing your face lightening up!”

Οι αντίχειρές του σκούπισαν απαλά τα δάκρυα που είχαν μείνει από το προηγούμενό μου σολάρισμα, κάνοντας μικρούς κύκλους στα μάγουλά μου.

DO DO!” του είπα με παιδιάστικο ενθουσιασμό. Δεν άντεξα και κόλλησα ξανά τα χείλη μου πάνω στα δικά του για μερικές στιγμές, ένα γρήγορο, τρυφερό φιλί.

Όταν χωρίσαμε, τον κοίταξα στα μάτια. «Και τώρα πες μου το τραγούδι που θα ήθελε ο μπαμπάς σου!»

Woman in Love!” μου είπε χωρίς δισταγμό.

Τα μάτια μου γούρλωσαν τόσο πολύ που σχεδόν με πόνεσαν. Ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται.

«Ήταν η πρώτη του μπαλάντα με τη μητέρα μου,» συνέχισε με μια τρυφερότητα στη φωνή του. «Είναι το τραγούδι τους!»

Δάγκωσα τα χείλη μου. «Βρε μωρό μου...» του είπα διστακτικά. Η φωνή μου βγήκε πιο ψιλή από το συνηθισμένο.

«Το έχεις!» μου είπε. Η σιγουριά στη φωνή του ήταν απόλυτη—σιγουριά που δε συμμεριζόμουν στο ελάχιστο. Μπορώ να πιάσω αυτές τις οκτάβες, έχω το vibrato, αλλά Streisand δεν είμαι!

Αναστέναξα βαθιά, νιώθοντας τους ώμους μου να πέφτουν. Του έταξα τραγούδι, και αυτό θα έκανα και οι Θεοί να μας λυπηθούν.

«Μωρό μου, όχι acapella όμως,» του είπα ξεφυσώντας. Τα χέρια μου έτρεμαν ελαφρά.

Χαμογέλασε ενθαρρυντικά και άρπαξε το κινητό του. «Άνοιξε το κινητό σου και ψάξε για karaoke version. Θα παίξεις από το κινητό σου τη μουσική και θα το ηχογραφήσουμε από το δικό μου,» μου είπε. «Και μη σκας με τα κενά, θα το περάσουμε μετά από το Audacity

Γέρνω το κεφάλι μου με απορία. «Από το ποιο;»

«Πρόγραμμα επεξεργασίας μουσικής,» μου εξήγησε με υπομονή.

Αναστέναξα και πάλι—φαίνεται ότι αυτό έκανα συνέχεια. Άνοιξα το YouTube και έγραψα με τρεμάμενα δάχτυλα “Woman in love karaoke”. Οι ελάχιστες ελπίδες μου να μην υπάρχει εξανεμίστηκαν σχεδόν με το που έκανα υποβολή της αναζήτησης. Δεκάδες αποτελέσματα εμφανίστηκαν.

«Το βρήκα,» του είπα με φωνή που προσπαθούσα να κρατήσω σταθερή.

Πήρε το κινητό του στο χέρι και το έφερε κοντά μου, κρατώντας το σε ιδανική απόσταση για ηχογράφηση. Τα μάτια του με κοίταζαν με τόση αγάπη που ένιωσα λίγο από το άγχος μου να υποχωρεί.

«Πάμε!» μου είπε ενθαρρυντικά.

Πήρα μια τελευταία βαθιά ανάσα και πάτησα το play στο δικό μου κινητό. Η εισαγωγή ξεκίνησε να παίζει—οι γνώριμες νότες γέμισαν το δωμάτιο. Έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα.

Life is a moment in space
When the dream is gone, it’s a lonelier place
I kissed the morning goodbye
But down inside, you know we never know why

Έριξα μια κλεφτή ματιά στον αρκούδο μου που με κοίταγε σα μαγεμένος και πήρα κουράγιο.

The road is narrow and long
When eyes meet eyes and the feeling is strong

Πήρα βαθιά ανάσα γιατί το επόμενο σημείο ήταν δύσκολο με μεγάλη κορόνα.

I turn away from the wall
I stumble and fall but I give you it all

Εδώ το τραγούδι έχει chorus που ξεκινούσε όσο η Streisand ή—for what it matters εγώ—εκείνη τη στιγμή έριχνε κορόνα. Ευτυχώς η version που είχα κατεβάσει είχε το chorus και έτσι δε χρειάστηκε να σταματήσω στη μέση για να πω την επόμενη στροφή.

I am a woman in love and I’d do anything
To get you into my world and hold you within

Και άλλη κορόνα, και όχι τίποτε άλλο, καθώς έπρεπε να αρχίσω να τραγουδάω από το “hold you within” έπρεπε να πάρω από πριν ανάσα.

It’s a right I defend over and over again
What do I do?

Είχα κλείσει τα μάτια μου, δε χρειαζόταν να κοιτάζω τους στίχους, τους ήξερα απ’ έξω και ανακατωτά. Δεν ήταν μόνο η Martine που είχε έρωτα με αυτό το τραγούδι.

Και δεν είναι αστείο; Αυτό ακριβώς ήμουν εκείνη τη στιγμή. Μια γυναίκα ερωτευμένη που θα έκανε τα πάντα για τον άντρα της.

With you eternally mine
In love there is no measure of time
We planned it all at the start
That you and I live in each other’s heart
We may be oceans away
You feel my love, I hear what you say

Και τώρα τα δύσκολα. Τα πολύ δύσκολα! Το all που ακολουθούσε έκανε το προηγούμενο να μοιάζει με βόλτα στο πάρκο.

No truth is ever a lie
I stumble and fall but I give you it all

Δεν υπήρχε τίποτα που δε θα έκανα για τον άντρα μου, και με το “all” έδωσα και την ψυχή μου.

And hold you within
It’s a right I defend over and over again
What do I do?

Πήρα γρήγορες ανάσες γιατί μετά επαναλαμβανόταν το τελευταίο κομμάτι.

Oooooooaaaaah
I am a woman in love and I’m talking to you
You know I know how you feel what a woman can do
It’s a right I defend over and over again

It’s a right I defend over and over again.

Όταν τελείωσε το τραγούδι και οι τελευταίες νότες έσβησαν, άνοιξα ξανά τα μάτια μου. Μέχρι και ο Μπλάκι είχε νιώσει τη μαγεία της στιγμής και είχε καθίσει φρόνιμα στο δέντρο του κοιτάζοντάς μας με γατήσια περιέργεια.

Ο αρκούδος μου είχε ξεφύγει από το θαυμασμό. Τα μάτια του γυάλιζαν. Είχε δακρύσει. Πάτησε το stop με τρεμάμενο δάχτυλο για να σταματήσει η ηχογράφηση. Παρά το ότι πήρε βαθιές ανάσες, η φωνή του βγήκε σπασμένη.

“I have no words for that,” μου είπε. Η φωνή του έτρεμε, σχεδόν δεν μπορούσε να μιλήσει. “I... I cannot top that. No matter what, I cannot top that!”

Οι λέξεις του βγήκαν ακόμα πιο σπασμένες, λες και κάθε συλλαβή ήταν αγώνας.

Άπλωσα το χέρι μου και άγγιξα το μάγουλό του. “You don’t  have to do anything more than you’re doing, babe,” του είπα σκουπίζοντάς του απαλά ένα δάκρυ που κυλούσε . Just ... just be there for me .”

Έπιασε το χέρι μου που ήταν στο μάγουλό του και το έσφιξε. «I will,» μου δήλωσε. Η φωνή του είχε τόση σιγουριά, τόση απόλυτη βεβαιότητα, που ήμουν εγώ που παραλίγο να βάλω και πάλι τα κλάματα.

Αμ δεν το έχω εύκολο—αν και με είχε επηρεάσει το τραγούδι, αμ και ο αρκούδος μου είχε δακρύσει, δεν ήθελα και πολύ!

I love you!” του είπα με φωνή που έτρεμε.

I love you,” μου απάντησε. Σηκώθηκε αργά και μου έδωσε το χέρι του, βοηθώντας με να σηκωθώ. “I love you,” μου επανέλαβε, σαν να ήθελε να σιγουρευτεί ότι το άκουσα.

Παίρνοντάς με από το χέρι, με οδήγησε απαλά προς το υπνοδωμάτιο. Όταν φτάσαμε με κόλλησε πάνω του και μου έδωσε ένα φιλί που μου ρούφηξε την ψυχή, ένιωσα να λιώνω στην αγκαλιά του. Η ανάγκη μου για κείνον φούντωσε. Όταν με άφησε τα πόδια μου ήταν σαν ζελές. Έκανα να γονατίσω για να τον πάρω στο στόμα μου αλλά δε με άφησε. Μου έβγαλε τη μπλούζα και γδύθηκε κι εκείνος.

Ξαπλώσαμε στο κρεββάτι και έγειρε προσεκτικά προς τα πάνω μου, προσέχοντας να μη με πλακώσει. Με φίλησε και πάλι για λίγη ώρα και μετά τα χείλη του άφησαν τα δικά μου, και ξεκινώντας από το πλαϊνό του λαιμού, με φιλιά και μικρά δαγκώματα έφτασε στα στήθη μου. Ένιωσα τη ρόγα μου στο στόμα του και μου ξέφυγε ένας ηδονικός στεναγμός.

Τον ήθελα, τον ήθελα μέσα μου. Δεν χρειαζόμουν τίποτα, δεν ήθελα άλλα προκαταρκτικά. Μα δεν ήθελα να τον διακόψω. Η στιγμή ήταν δική του. Όλη ήμουν δική του. Δεν του είπα “σε θέλω μέσα μου,” και δε χρειαζόταν κιόλας, το σώμα μου μιλούσε για μένα με τρόπο που η γλώσσα δε θα μπορούσε να κάνει. Έτρεμα στο χάδι του, βογκούσα, οι ανάσες μου ήταν κοφτές. Όλο μου το είναι του ούρλιαζε “ΣΕ ΘΕΛΩ! ΣΕ ΘΕΛΩ!”

Όταν τα χείλη του και η γλώσσα του χάιδεψαν την ευαίσθητη περιοχή, το σώμα μου τεντώθηκε τόσο πολύ που νόμιζα ότι θα σπάσει. Δεν ήταν οργασμός και εκείνη τη στιγμή το να έχω οργασμό ήταν το τελευταίο που με απασχολούσε. Το σώμα μου είχε ανατριχιάσει, οι ρώγες μου σχεδόν πονούσαν από την ένταση της φωτιάς που είχε απλωθεί σε όλο μου το κορμί.

Σταμάτησε για λίγο, έγειρε στο πλάι, και άνοιξε το κουτί με τα προφυλακτικά. Το φόρεσε στα γρήγορα, και μετά ήρθε από πάνω μου προσεκτικά. Τα πόδια μου άνοιξαν από μόνα τους για να τον υποδεχτούν, λες και είχαν δικό τους μυαλό.

Όταν μπήκε μέσα μου, μού κόπηκε σχεδόν η ανάσα. Τον αγκάλιασα σφιχτά από την πλάτη και τον τράβηξα πάνω μου. Ήθελα να νιώσω το βάρος του κορμιού του πάνω στο δικό μου, τη σάρκα του καυτή πάνω στη δική μου.

Μπήκε όλος μέσα μου και στάθηκε ακίνητος μερικές στιγμές. Αν και τα μάτια μου ήταν κλειστά, ένιωσα τη ματιά του σχεδόν σα να καίει. Άνοιξα τα βλέφαρά μου και τον κοίταξα στα μάτια. Το πρόσωπό του, τα μάτια του που έλαμπαν, η ζεστή του σάρκα, το βάρος του κορμιού του πάνω μου…

Άρχισε να κουνιέται και τα μάτια μου σφάλισαν από μόνα τους. Ένιωθα το δέρμα μου να έχει αρπάξει παντού φωτιά. Οι ανάσες μου έβγαιναν κοφτές και με δυσκολία, λες και είχα ξεχάσει πως είναι να ανασαίνεις. Το μυαλό μου άδειασε τελείως…

Ούτε ξέρω πόση ώρα πέρασε. Με το μυαλό μου τελείως άδειο από σκέψεις η πραγματικότητα είχε πάρει μια σουρεαλιστική υφή που θύμιζε έντονα όνειρο. Η μόνη μου επαφή με το περιβάλλον ήταν οι ήχοι των βογγητών του, της ανάσας του, και οι ήχοι της καρδιάς μου, που χοροπηδούσε μέσα στα στήθη μου.

Δεν ήταν οργασμός. Δεν ξέρω τι ήταν, δεν το είχα νιώσει ποτέ στη ζωή μου. Το σώμα μου είχε μουδιάσει αλλά με ένα τρόπο που δε μπορούσα να τον περιγράψω, δεν είχα τις λέξεις. Νιρβάνα… ήταν σα να είχα πέσει σε νιρβάνα. Δεν είχα… δεν έβρισκα τα λόγια!

Το μυαλό μου άρχισε να επανέρχεται όταν ένιωσα ότι ο Maurice πλησίαζε στο τέλος. Ναι, είχε περάσει το σημείο της μη επιστροφής, ο Θεός ο ίδιος να κατέβαινε θα του ήταν αδύνατο να σταματήσει. Άνοιξα τα μάτια μου και τον κοίταξα, τα δικά του ήταν ανοιχτά, με κοίταζαν αλλά δε με έβλεπαν, λες και είχε χαθεί μέσα στα δικά μου.

Του ξέφυγε ένα δυνατό βογγητό και έμεινε ακίνητος.

I LOVE YOU” του φώναξα τη στιγμή της κορύφωσής του. “I LOVE YOU, BABE! I LOVE YOU! I LOVE YOU” του έλεγα ξανά και ξανά, νιώθοντας τους σπασμούς του βαθιά μέσα μου.

Όταν οι σπασμοί του τέλειωσαν δεν τραβήχτηκε. Με κάμποσο κόπο κατάφερε να εστιάσει ξανά το βλέμμα του πάνω μου. Τον αγκάλιασα από το πρόσωπο και του σκούπισα τον ιδρώτα στο μέτωπό του.

I love you!” του είπα σχεδόν ψιθυριστά.

I love you!” μου απάντησε και έσκυψε προσεκτικά πάνω μου και χαθήκαμε και πάλι σε ένα βαθύ, ατελείωτο φιλί.

Τραβήχτηκε προσεκτικά από μέσα μου και έβγαλε το προφυλακτικό. Πήγε στο μπάνιο και το πέταξε και γύρισε και πάλι στο υπνοδωμάτιο. Ξάπλωσε δίπλα μου και χώθηκα στην αγκαλιά του. Μου χάιδευε αφηρημένα το μαλλί και το στήθος του ανεβοκατέβαινε ρυθμικά.

«Ο πατέρας μου θα πάθει παράκρουση,» μου δήλωσε σχεδόν χαχανίζοντας. Τα μάτια του ακόμα γυάλιζαν από τη συγκίνηση. «Διάολε, η μητέρα μου,» είπε τονίζοντας το “μητέρα” με έμφαση, «θα πάθει παράκρουση.»

Τα αυτιά μου σχεδόν κοκκίνισαν. Ένιωσα τη ζέστη να απλώνεται από τα μάγουλά μου μέχρι το λαιμό μου, ακούγοντας τον αρκούδο μου να λέει πόσο πολύ του άρεσε το τραγούδι μου.

Άρχισε να βηματίζει μπροστά-πίσω στο δωμάτιο, χειρονομώντας με ενθουσιασμό. «Τι... τι να πιάσεις και τι να αφήσεις; Το πόσο εύκολα έπιασες τις ψηλές οκτάβες; Το ουράνιο—heavenly είπε—βιμπράτο σου; Το χρώμα της φωνής σου; Το πραγματικό συναίσθημα;»

Σταμάτησε και γύρισε να με κοιτάξει.

«Τι; Τι;»

Μονολογούσε παρά με ρωτούσε πραγματικά, κάνοντας τα αυτιά μου να κοκκινίσουν ακόμα περισσότερο. Ένιωσα σαν να είχα γίνει ντομάτα.

«Υπερβάλλεις,» του απάντησα σχεδόν αντανακλαστικά.

Non in the least!” μου απάντησε κουνώντας τόσο έντονα το κεφάλι του που φοβήθηκα ότι θα του ξεκολλήσει.

Ξαφνικά σταμάτησε και με κοίταξε με μια νέα ιδέα στα μάτια του.

«Σόφη μου, επιτρέπεται να εγκαταστήσεις πρόγραμμα στο laptop σου;» με ρώτησε. Η φωνή του έτρεμε από ανυπομονησία. «Δεν... δεν μπορώ να περιμένω να το επεξεργαστώ στο δικό μου!»

Χαμογέλασα με την ενέργειά του. «Μπορώ, μωρό μου,» του είπα διασκεδάζοντας με την ανυπομονησία του, και φυσικά κολακευμένη μέχρι τα μπούνια. «Είμαι local administrator

Τα φρύδια του σηκώθηκαν με ενδιαφέρον. «Πώς έτσι;» με ρώτησε με περιέργεια. Ο νέρντουλας μέσα του ξύπνησε, ξεχνώντας προς στιγμή το σκοπό για τον οποίο με ρώτησε αρχικά. Έχει πλάκα όταν τον πιάνει το ITίστικό του!

Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού και άρχισα να εξηγώ: «Με βαρέθηκαν να τους ζητάω συνεχώς να κάνουν remote administration για να μου βάζουν τα plugins του SPSS. Μία, δύο, τρεις, και αν αργούσαν τους έπαιρνε ο διάολος, γιατί τα plugins δεν τα βάζω από χόμπι!»

«ΧΑΧΑΧΑ» έκανε, διπλώνοντας από τα γέλια με το πάθος μου.

Σήκωσα το ένα φρύδι μου και χαμογέλασα πονηρά. «Εντάξει, το παραδέχομαι, καμιά φορά το κάνω από χόμπι!» του είπα χαχανίζοντας σαν παιδάκι που έκανε σκανταλιά, «αλλά αυτό δε χρειάζεται να το ξέρουν!»

«Είσαι απίθανη ρε μούτρο!» μου είπε.

Αυτό με έκανε να χαχανίσω και πάλι. Άρχισα να χειροκροτώ μόνη μου από ενθουσιασμό, προκαλώντας του ακόμα δυνατότερα χάχανα.

«Ήμανε!» του απάντησα περήφανα.

Σταμάτησε να γελάει και με κοίταξε με περιέργεια. “What is this ‘Ήμανε!’ you saying all the time?”

Και άντε τώρα να του εξηγήσω ελληνική γραμματική, χρόνους και τοπικές διαλέκτους! Πώς να του πω ότι το “ήμανε”—αντί του ορθού “είμαι”—προέκυψε από την παράφραση του “ήσαντο,” που το έλεγε ένας λοχαγός που είχε ο πατέρας μου όταν έκανε τη θητεία του;

Πήρα μια βαθιά ανάσα και προσπάθησα να το εξηγήσω: “Long story short I use it as a humoristic yet emphatically ‘I am,’ but you need to understand the nuances of Greek grammar and local dialects to truly appreciate it.”

Έγειρε το κεφάλι του με ενδιαφέρον. “And what’s the right word for the second person?”

«Ήσανε!» του είπα χαχανίζοντας.

Τα μάτια του άστραψαν με κέφι. «Ήσανε!» μου απάντησε στα ελληνικά! Η προφορά του ήταν εκπληκτικά καλή. «Ήσανε, ήσανε, ήσανε!» επανέλαβε τρεις φορές, αναπηδώντας ελαφρά σαν πεισματάρικο παιδάκι.

«Κάτσε φρόνιμα, είμαστε ακόμα γυμνοί!» του είπα δήθεν απειλητικά, δείχνοντάς του το δάχτυλό μου.

The horror! The horror!” μου έκανε δραματικά και για μερικές στιγμές πίστεψα ότι θα είχαμε και τρίτη επανάληψη του μονολόγου, παραφρασμένη με τον απίθανο του τρόπο.

Και μετά, χωρίς προειδοποίηση, έσκυψε και μου έκανε ένα τεράστιο BRRRRRR στο λαιμό που με γέμισε σάλια! Σύχρηστη μ' έκανε ο άθλιος αρκούδος μου!

«Θα σου δείξω εγώ, θα δεις τι θα πάθεις!» του είπα στα ελληνικά, κάνοντας την καλύτερη δυνατή μου μίμηση του Χλαπάτσα.

Πήρα βαθιά ανάσα, φούσκωσα τα μάγουλά μου και του έκανα ένα BRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRR τόσο μεγαλοπρεπές στην κοιλιά του, που ένιωσα πραγματικά περήφανη για τον εαυτό μου!

Για το πώς βρέθηκα ανάσκελα με τα χέρια του να με κρατάνε βιδωμένη στο κρεβάτι, ούτε που το κατάλαβα. Ήταν τόσο γρήγορος! Και πάνω που χαχάνισα μέσα μου ότι κατάπιε το δόλωμα αμάσητο και ότι θα είχαμε το δεύτερο γύρο στο καπάκι, ο αρκούδος μου με “γάμησε” με τελείως διαφορετικό τρόπο από αυτόν που είχα κατά νου.

Τα δάχτυλά του βρήκαν τα πλευρά μου και άρχισε να με γαργαλάει ανελέητα! Σπαρταρούσα κάτω από το σώμα του, προσπαθώντας να ξεφύγω, αλλά ήταν μάταιο. Με γαργάλησε μέχρι που ένιωσα ότι θα μου πεταχτούν τα σπληνάντερα από το στόμα!

Beg for mercy!” μου είπε κρατώντας με ακόμα βιδωμένη στο κρεβάτι. Τα μάτια του έλαμπαν σατανικά.

Προσπάθησα να πάρω ανάσα ανάμεσα στα γέλια. «Πολυχρονεμένε μου αφέντη,» κατάφερα να πω με πιο δραματικό ύφος και από τις πενήντα κόρες του Δαναού μαζί! «Σε ικετεύω, δείξε έλεος στο ξεροκέφαλο χαμομηλάκι σου!»

Σταμάτησε για μια στιγμή και με κοίταξε. «Με δουλεύεις ρε τέρας;» μου είπε χαχανίζοντας.

Προσπάθησα να κάνω το πιο αθώο πρόσωπο που μπορούσα. «Αν είναι δυνατόν!» του είπα με προσποιητή αγανάκτηση.

My turn to sing!” μου είπε με ένα πονηρό χαμόγελο.

Και άρχισε: “I show no mercy! I show no mercy! I show no mercy! I show no mer-cyyyyyyyyyyyyyyyyyyyyyy!”

Το τραγούδησε στο ρυθμό του ομώνυμου τραγουδιού των Stranglers. Και μετά την κορώνα—που παρεμπιπτόντως και παρά το ότι είναι βαρύτονος την είπε πολύ καλά—κρατώντας με ακίνητη, έσκυψε και μου έκανε ένα BRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRR στα μούτρα, που μ’ έλουσε στην κυριολεξία, μόνο το shampoo έλειπε!

«Βρε σίχαμα!» σπαρταρούσα και χτυπιόμουν εγώ γελώντας. Κουνούσα το κεφάλι μου αριστερά και δεξιά απεγνωσμένα για να μη γεμίσω σάλια.

Σταμάτησε και με κοίταξε από ψηλά, ακόμα κρατώντας τα χέρια μου ακινητοποιημένα. “Who da boss?” με ρώτησε με θεατρινίστικα αυταρχική φωνή.

You da boss, Sir! You da boss!” του απάντησα ξεκαρδισμένη, ακόμα προσπαθώντας να πάρω ανάσα.

«Ήμανε!» μου είπε εμφατικά, και πάνω που είχα αρχίσει να ηρεμώ από τα γέλια, μ’ έπιασε και πάλι το στομάχι μου.

Όταν με τα πολλά ηρέμισα, και με τους μύες του στομαχιού μου ακόμα σφιγμένους από τα γέλια, σηκώθηκα να πάω να φέρω το laptop. Το είχαμε παρατήσει χθες στο σαλόνι.

Μόλις γύρισα την πλάτη μου—SMACK! Έφαγα μια γερή στα καπούλια που μ’ έκανε να χοροπηδήσω.

«Για να μην ξεχνιόμαστε,» μου είπε ο αρκούδος μου με ένα αθώο χαμόγελο. Χαχανίζοντας και τρίβοντας τον πισινό μου, πήγα στο σαλόνι.

Εκεί έβαλα και πάλι τα γέλια με τον Μπλάκι. Είχε χυθεί στην πλατφόρμα που είναι στην κορυφή του γατόδεντρού του με έναν τρόπο που αψηφούσε τους νόμους της φυσικής. Πώς στο διάολο βολευόταν έτσι;

Ήταν τ’ ανάσκελα, που λέμε, με το κεφάλι του να κρέμεται στο κενό. Με παρακολουθούσε—για γάτα μιλάμε, έτσι;—μ' ένα τελείως αποχαυνωμένο βλέμμα, λες και είχε καπνίσει κανένα τρίφυλλο, μαζί με τον “παππά,” να πούμε.

(Ναι, πού και πού, μπουμπουνάω κανένα μπάφο με τη Μαίρη που βρίσκει πάντα τους καλύτερους—υψηλές διασυνδέσεις, που λέμε. Την τελευταία φορά που είχαμε πιει, μετά ήμασταν περίπου σαν τον Μπλάκι. Είχαμε χυθεί στον καναπέ του σπιτιού της σε πλήρη καταληψία. Κάποια στιγμή άρχισε να επαναλαμβάνει ρυθμικά «Μπλε! Μπλε!» κουνώντας το κεφάλι της και μετά μου εξήγησε ότι έκανε τη σειρήνα του ασθενοφόρου, με αποτέλεσμα να με πιάσει υστερικό γέλιο. ΔΕΝ αστειεύομαι, κατουρήθηκα πάνω μου. ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ!)

«Maurice,» του φώναξα από το σαλόνι. «Ένα να δεις!»

Λίγες στιγμές αργότερα ο Maurice εμφανίστηκε φορώντας ένα σορτσάκι για να μην κρέμεται το... ρόπαλο. “What? με ρώτησε.

Έδειξα με το δάχτυλό μου προς το γατόδεντρο. «Κοίτα τον Μπλάκι! Απλά κοίτα τον!»

Ο αρκούδος μου ακολούθησε το βλέμμα μου και έβαλε τα γέλια. Ο γάτος μου εξακολουθούσε να είναι ζ’μπούτσα’τ όλα!

«Έπεσε στο καζάνι με το catnip?» με ρώτησε ο Maurice, ακόμα γελώντας. “Damn, Im starting getting jealous!” συμπλήρωσε κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια.

Οκ, μου είπε. Έτριψε τα χέρια του με επαγγελματικό τρόπο. «Για να μη βάζουμε καλώδια θα κατεβάσω το τραγούδι από το one drive μου,» είπε μιλώντας περισσότερο μόνος του παρά σε μένα.

Γύρισε προς το μέρος μου. «Σόφη μου, κάνε login σε παρακαλώ!»

«Ναι μωρό μου,» του είπα. Πήγα στο laptop και απλά έβαλα το δάχτυλό μου πάνω στο κουμπί του On/Off—ο υπολογιστής ξεκλείδωνε με αποτύπωμα.

Με το που εμφανίστηκε το desktop, ο Maurice έβαλε τα γέλια.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε γελώντας ακόμα. Έδειχνε με το χέρι του τα εικονίδια που ήταν απλωμένα ΣΕ ΟΛΟ το desktop μου. Πραγματικά, όταν χρειαζόμουν να ανοίξω τα display settings με δεξί κλικ, έκανα ταχυδακτυλουργικά για να μην πετύχω εικονίδιο.

Σταύρωσα τα χέρια μου αμυντικά. «Έλα, μη με κοροϊδεύεις!» του είπα παραπονιάρικα. «Έχω λίγα παραπάνω εικονίδια, με βολεύει έτσι!»

Κούνησε το κεφάλι του με διασκέδαση. «Μωρό μου αυτό δεν είναι desktop με εικονίδια! Είναι εικονίδια με desktop,» μου είπε χαχανίζοντας.

Κάθισε μπροστά στο laptop και άρχισε να ψάχνει. “Oh Gods, where is the browser?” μονολόγησε, τα μάτια του σκανάριζαν την οθόνη. “Oh Gods,” επανέλαβε με απελπισία.

Τελικά παράτησε την οπτική αναζήτηση και άνοιξε το search του start menu.

Edge?” με ρώτησε γυρίζοντας να με κοιτάξει με απορία.

Ανασήκωσα τους ώμους μου. “I like it! I prefer it over any other chrome like browser!”

De gustibus,” μουρμούρισε και άνοιξε τον browser. Πήγε στο google και έγραψε “Audacity” και το κατέβασε από τη σελίδα του.

Δεν το έτρεξε αμέσως, άνοιξε τον folder των downloads με τον file explorer, βρήκε το αρχείο και έκανε δεξί κλικ. Έψαξε για λίγη ώρα στο menu, μέχρι που βρήκε αυτό που έψαχνε. “Scan with Webroot,” προφανώς το ήξερε το εταιρικό antivirus ή έστω κατάλαβε ότι αυτό ήταν antivirus.

I trust no one on internet,” μου εξήγησε, και μεταξύ μας είχε και τα δίκια του. Και όχι τίποτε άλλο αλλά το laptop ήταν και το εταιρικό μου. Μετά άνοιξε και πάλι το start menu και άρχισε να ψάχνει. “AHA! You have sandbox enabled! Great!” μου είπε.

No habla ingles,” του είπα υπενθυμίζοντάς του ότι έχω σπουδάσει οικονομικές επιστήμες και εργάζομαι ως αναλύτρια.

“Right. Sandbox means that I can install this program in a “sandboxed” environment. It won’t install on your machine, it will run in a closed and protected environment and after doing what we want, the sandbox environment will reset. No traces left, no extra programs installed on your computer, no danger from virus etcetera etcetera”

DO DO!” του είπα γοητευμένη με το πάθος του, αλλά χωρίς να το συμμερίζομαι στο παραμικρό, κερδίζοντας το χαχανητό του.

“Yeah, it’s all H-SYNC to you,” μου είπε πειρακτικά. “Not that H-SYNC is anything outlandish! I mean its simply…” ξεκίνησε να λέει και εκεί τον έκοψα.

“DON’T YOU DARE TO EXPLAIN WHAT H-SYNC IS! I DON’T WANT TO EVER KNOW! I DON’T WANT TO LOSE THE MAGIC!” του είπα έντονα, ξαφνιάζοντάς τον.

Μετά χαχάνισε. “Ok, babe!” μου είπε χαμογελώντας. “Dully noted!”

As for ruptureyou explained it in practice!” του είπα κλείνοντάς του παιχνιδιάρικα το μάτι, κάνοντάς τον αυτή τη φορά να βάλει τα γέλια.

“I did, didn’t I?” με ρώτησε ακόμα χαχανίζοντας.

“You did Biggus Dickus of mine, you did!”

Χαχανίζοντας ακόμα έκανε εγκατάσταση του προγράμματος στο sandbox, το οποίο—παρά το χαβαλέ—κατάλαβα από την εξήγηση του αρκούδου μου τι είναι και ποιος είναι ο σκοπός ύπαρξής του. Το αποθήκευσα στο μυαλό μου για μελλοντική χρήση, και κάθισα δίπλα του απλά παρακολουθώντας τον να κάνει τα μαγικά του.

«Μωρό μου, τι θες να φάμε;» τον ρώτησα. «Κάτι ελαφρύ, το βράδυ μας περιμένει η Ευτύχω με υπερθέαμα!» του είπα υπενθυμίζοντάς του το famous Greek Mousaka από τα χεράκια της μαμάς!

«Δεν ξέρω!» μου είπε. «Καμιά σαλάτα;»

«Θα σου φτάσει μωρό μου η σαλάτα;» τον ρώτησα χαχανίζοντας.

«Όχι, αλλά δόξα τω Θεώ έχουμε αρκετή μπύρα,» μου απάντησε deadpan κάνοντάς να βάλω και πάλι τα γέλια.

«Θες άλλο καφεδάκι;» τον ρώτησα.

«Όχι,» μου είπε. «Αλλά μια μπύρα θα την έπινα!» μου είπε, με πιο ένοχο και από την αμαρτία, αθώο βλέμμα.

«Μία;» τον ρώτησα χαχανίζοντας με τα μάτια μου να αστράφτουν.

«Μία!» μου απάντησε σοβαρός. «Ενδιάμεσα στις δύο πριν και δύο μετά!» συνέχισε και μου ξέφυγε ένα δυνατό ροχαλητό. Τον άφησα να κάνει τα μαγικά του και πήγα μέσα και ξέπλυνα δύο κουτάκια και του τα έφερα. Άνοιξε το πρώτο και το ήπιε μονορούφι. Άνοιξε το δεύτερο, ήπιε μια γουλιά και ξεκίνησε να κάνει την επεξεργασία.

Είναι παράξενο να ακούς τη φωνή σου από τα ηχεία. Παρά το γεγονός ότι η ηχογράφηση είχε γίνει από κινητό, ήταν αρκετά καλή και ο μάγος αρκούδος μου κάνοντας τα κόλπα του στο πρόγραμμα την έκανε να ακούγεται ακόμα πιο καθαρή. Χα! Το είχα πει πολύ καλά, και μπράβο μου.

Άδειασε και το δεύτερο κουτάκι σε χρόνο ρεκόρ, και άντε Γιάννη πάλι τα καράβια. Όταν γύρισα, άνοιξε το τρίτο κουτάκι, κατέβασε το μισό, και μου είπε ότι νομίζει πως τελείωσε.

Ακούσαμε το τραγούδι από την αρχή. Εντάξει, δεν ήταν ηχογράφηση στούντιο, αλλά ήταν αξιοπρεπέστατη. «Μια χαρά μου φαίνεται!» τον διαβεβαίωσα.

You think so?” με ρώτησε ζητώντας μου επιβεβαίωση.

«Ναι μωρό μου, μια χαρά είναι!»

«Ωραία! Ωραία!» μου είπε χαμογελαστός τρίβοντας τα χέρια του. «Το έκανα upload στο one drive, θα στο κάνω κι εσένα share. Α, και έσβησα και το download του Audacity, ο υπολογιστής σου είναι ακριβώς όπως και πριν!»

«Εντάξει μωρό μου!» του είπα, και μιας και είχα ακόμα ανοιχτό το laptop, τελείως μαζοχιστικά, άνοιξα τα mails μου. Και μετά χοροπήδησα γιατί το είχα ξεχάσει.

«Σας υπενθυμίζουμε ότι το Σαββατοκύριακο 28 και 29 Ιουνίου θα γίνει στα κεντρικά μας γραφεία απολύμανση και καθαρισμός των μοκετών. Τα γραφεία θα είναι κλειστά Δευτέρα 30/6 και Τρίτη 1/7 και η εργασία θα γίνει αποκλειστικά με home office

«Γιατί χοροπηδάς;» με ρώτησε ο αρκούδος μου, κοιτάζοντάς με μέ περιέργεια.

Γύρισα προς το μέρος του με ένα τεράστιο χαμόγελο. «Είχα ξεχάσει ότι σήμερα και αύριο κάνουν απολύμανση στα κεντρικά και πως τα γραφεία θα είναι κλειστά Δευτέρα και Τρίτη! Home Office all week, babe!» του είπα χαμογελώντας λες και κέρδισα τον Τζόκερ.

Έπιασα τα χέρια του. «Μπορείς να κάνεις home office κι εσύ, έστω και μια μέρα;» τον ρώτησα μ’ ελπίδα.

Έβαλε το χέρι του στο πιγούνι του σκεπτικός. «Μπορώ,» μου απάντησε. «Δευτέρα! Αλλά αφού γυρίσουμε από την έξοδό μας θα πρέπει να περάσουμε από το σπίτι να πάρω ρούχα και laptop

«Να περάσουμε μωρό μου!» του είπα. Χαχάνιζα σαν βλαμμένο από τη χαρά μου, σχεδόν χοροπηδώντας στον καναπέ.

 «Λοιπόν, τι σαλάτα θέλεις;» τον ρώτησα αλλάζοντας τελείως θέμα.

«Χμμμ...» Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του σα να το σκέφτεται. «Δε θα έλεγα όχι για μια τονοσαλάτα!»

«Αμέ!» του είπα και άρπαξα το κινητό μου για να ανοίξω την εφαρμογή. Ένα κοντινό μαγαζί έφτιαχνε μια πολύ καλή τονοσαλάτα με αυγό, μαρούλι, κρεμμύδι και φυσικά λεπτοκομμένο μαρούλι. Ο αρκούδος μου έτρωγε τα πάντα, οπότε το παράγγειλα επί δύο, γιατί και μένα μου άρεσε.

«Εγώ θέλω κι ένα καφεδάκι ακόμα,» του είπα καθώς συμπλήρωνα την παραγγελία.

Σήκωσε το χέρι του. «Να πάρεις καρδούλα μου, απλά μην πάρεις για μένα.»

Αμ έπος, αμ έργο, παράγγειλα το φαγητό και μετά παράγγειλα και τον καφέ μου. Και επειδή ήμουν ακόμα τσίτσιδη πήγα στο δωμάτιο και φόρεσα μια μακριά μπλούζα, και αυτή τη φορά και κιλοτάκι με ένα μικρούλι καθημερινό σερβιετάκι γιατί παράκανε υγρασία, αν μ’ εννοείτε.

Θυμήθηκα ότι έπρεπε να βάλω πλυντήριο, οπότε ξεφυσώντας σαν δυστυχισμένη δυστυχία άδειασα το καλαθάκι στο πλυντήριο. Πριν βάλω το πρόγραμμα να ξεκινήσει επέστρεψα στο σαλόνι, ο Maurice κάτι έκανε με τι κινητό του.

«Φοράς μποξεράκι από κάτω;» τον ρώτησα ξαφνιάζοντάς τον.

What?” με ρώτησε απορημένος, σηκώνοντας το βλέμμα του από το κινητό.

Επανέλαβα την ερώτηση, αυτή τη φορά πιο αργά.

I do!” μου απάντησε, ακόμα μπερδεμένος.

Έγειρα μπροστά με ένα πονηρό χαμόγελο. «Άλλο έχεις φέρει μαζί σου;» συνέχισα την ανάκριση.

«Φυσικά, αφού θα κάνουμε ντουζ!» μου είπε. Ο αθώος δεν καταλάβαινε που το πήγαινα.

Σηκώθηκα όρθια και ίσιωσα την πλάτη μου. «Γδύσου!» τον διέταξα με τόνο που θα ζήλευε και ο πιο σκληροκαργιόλης drill sergeant του αμερικάνικου στρατού.

“What? με ρώτησε. Τα μάτια του γούρλωσαν, περισσότερο από τον τόνο μου παρά για το ότι του ζήτησα να γδυθεί.

Έβαλα τα χέρια μου στη μέση μου. «Θα βάλω πλυντήριο,» του είπα σε mood Ελληνίδας μάνας, και καλό του κουράγιο. “Come on, move your ass!” του επανέλαβα ακόμα πιο επιτακτικά.

“Man, you’re scary when you’re acting like this!” μου είπε, μισό-αστεία, μισό-σοβαρά. Σηκώθηκε αργά και μου έδωσε το μποξεράκι του, κόβοντας μαχαίρι τις περιττές διαμαρτυρίες.

Και που να μ' έβλεπε όταν γκάζωνα τους junior analysts ή το IT μας όταν μου έκαναν τη ζωή πατίνι! Και δεν το είχαν και δύσκολο, π ανάθεμά τους!

Χαχανίζοντας πήρα το μποξεράκι του Maurice και το εξέτασα. Κοίταξα για λίγο το ταμπελάκι πίσω για τις οδηγίες για πλύσιμο και σιδέρωμα. Για τον περισσότερο κόσμο είναι ιερογλυφικά αλλά όχι για μένα. Μπορούσε να μπει με άσπρα, ωραία! Πήγα στο μπάνιο, το έβαλα στο πλυντήριο μαζί με τα υπόλοιπα άπλυτα και ξεκίνησα το πρόγραμμα. Το πλυντήριο άρχισε το γνώριμο βουητό του καθώς ο κάδος γέμιζε με νερό.

Επέστρεψα στο σαλόνι να πάρω το laptop μου γιατί είχε αρχίσει να ξεμένει από μπαταρία. Το σήκωσα προσεκτικά και πήγα στο δωμάτιο/γραφείο για να το βάλω να φορτίσει. Με το air condition στο τέρμα χαμηλό, ο χώρος είχε γίνει ψυγείο! Ένιωσα την κρύα αύρα να με χτυπάει στο πρόσωπο. Το σύνδεσα γρήγορα στο φορτιστή του και έφυγα σχεδόν τρέχοντας.

«Το έστειλα και στους δικούς μου και σε σένα,» μου είπε ο Maurice όταν γύρισα.

Πράγματι, άνοιξα το προσωπικό μου e-mail στο κινητό και είδα ειδοποίηση ότι ένα αρχείο μου είχε γίνει share. Το κατέβασα με ένα tap και το αποθήκευσα στο κινητό μου.

Ο Maurice τέλειωσε και το τέταρτο κουτάκι μπύρας με μια τελευταία γουλιά. Όταν έκανα να σηκωθώ να του φέρω άλλα δύο, με άρπαξε από το χέρι τραβώντας με πίσω. Με το άλλο του χέρι μου έχωσε μια στα καπούλια για να έχω να πορεύομαι.

«Χεράκια-ποδαράκια έχω,» μου υπενθύμισε. «Δεν είσαι δούλα μου!»

Γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια. «Δεν το κάνω γι’ αυτό βρε χαζούλη!» του είπα τρυφερά. «Μ’ αρέσει να περιποιούμαι το αγόρι μου, δεν το καταλαβαίνεις;»

Σταμάτησα για μια στιγμή, ψάχνοντας τις σωστές λέξεις.  «Δεν το κάνω από υποχρέωση, το κάνω γιατί μ’ αρέσει να σε φροντίζω!»

Το πρόσωπό του μαλάκωσε. «Κι εμένα μου αρέσει να με φροντίζεις, μικρή μου μάγισσα. Αλλά αυτό είναι ένα, και το να είσαι συνεχώς στην τσίτα μήπως χρειαστώ κάτι είναι άλλο. Δεν το θέλω αυτό, με κάνει να αισθάνομαι άσχημα!»

«Δεν είμαι στην τσίτα,» τον διαβεβαίωσα, πιάνοντας το χέρι του. «Είναι στο χαρακτήρα μου, πως να στο πω; Με γεμίζει!»

Χάιδεψε το χέρι μου με τον αντίχειρά του. «Θα προτιμούσα τότε να με ρωτάς πρώτα,» μου είπε.

Σήκωσα το ένα φρύδι μου πονηρά. «Να σου ζητάω άδεια;»

«Όχι, καμία σχέση!» μου είπε κουνώντας έντονα το κεφάλι του. «Να με ρωτάς, μπορεί ρε παιδί μου να θέλω να σηκωθώ να ξεμουδιάσω, πως να στο πω; Ή μπορεί να μη θέλω καν κάτι, δε θέλω να τρέχεις για λάθος λόγους!»

«Εντάξει, αρκούδε μου,» του είπα. Έσκυψα και του έδωσα ένα απαλό φιλάκι στα χείλη.

Πριν προλάβω να ξαπλώσω στην αγκαλιά του, το κινητό του έκανε το γνώριμο pling. Τα μάτια του άστραψαν.

«Μου απάντησε ο πατέρας μου,» μου είπε με ενθουσιασμό που δεν κρυβόταν.

Άνοιξε το μήνυμα με χέρια που σχεδόν έτρεμαν από την αγωνία. Κάθισα δίπλα του, κολλώντας σχεδόν πάνω του για να δω. Σάμπως εγώ ήμουν καλύτερη; Ξαφνικά ένιωσα άγχος σα να περίμενα τα αποτελέσματα της εξεταστικής. Μπρρρ, τι εφιάλτης και δαύτος! Ευτυχώς τον είχα αφήσει χρόνια πίσω.

«Zingt jouw vriendin hier?!?!?!?!?!?!?!» έγραφε το μήνυμα. Και αν δεν κατάλαβα γρι από τα φλαμανδικά, κατάλαβα από τα θαυμαστικά και τα ερωτηματικά ότι ήταν εντυπωσιασμένος.

«Με ρώτησε αν τραγουδάς εσύ,» μου εξήγησε χαμογελώντας. Τα δάχτυλά του άρχισαν να πληκτρολογούν γρήγορα.

«Ja, het is Sophie die zingt. Ik had haar verteld dat jij, toen ik je beschreef hoe geweldig haar stem is, zei dat je graag een opname zou willen horen. Dus voilà!»

Περίμενε να τελειώσει και μετά, χαμογελώντας, ξεκίνησε να μου εξηγεί: «Του έγραψα ότι ναι, είσαι εσύ που τραγουδάς. Του εξήγησα ότι σου είχα μεταφέρει αυτό που μου είχε ζητήσει ο πατέρας μου, όταν του είχα πει πόσο όμορφη φωνή έχεις, και εσύ το θυμώσουν και τραγούδησες για ν' ακούσει τη φωνή σου.»

Το τηλέφωνο βούιξε σχεδόν αμέσως. «Verdorie!» ήταν η απάντηση του πατέρα του.

«“Damn!” σημαίνει αυτό,» μου εξήγησε ο αρκούδος μου χαχανίζοντας. Τα δάχτυλά του πέταξαν πάλι πάνω από την οθόνη: “Ze is echt iets bijzonders, hè papa?”

Γύρισε προς τα μένα με ένα τρυφερό χαμόγελο. “I told him ‘She is something else, isn't she dad?’”

Λίγο αργότερα ένα νέο πλινγκ! “Godverdomme, dat is ze!” ήταν η απάντηση. Ο Maurice έβαλε και πάλι τα γέλια, το σώμα του τραντάχτηκε δίπλα μου. “God damn right she is!”, μου εξήγησε.

Η καρδιά μου φούσκωσε από περηφάνια.

«Πες του ότι όταν έρθουν Αθήνα θα σας πάω σε καραόκε και θα του τραγουδάω μέχρι να μας πετάξουν έξω με τις κλωτσιές!» του είπα, και το εννοούσα!

Με κοίταξε με σοβαρότητα. «Είσαι σίγουρη; Αν του το πω θα το πάρει στα σοβαρά!»

«Σιγουρότατη,» τον διαβεβαίωσα με έμφαση.

«Θα λερώσει τα βρακιά του, που λες κι εσύ,» μου είπε χαχανίζοντας σαν παιδάκι. Τα μάτια του έλαμπαν από χαρά καθώς άρχισε να γράφει στον πατέρα του.

“Sophie promised that when you and mom come to Athens, she is going to take us all to a karaoke bar and sing for you until they drag our asses kicking and screaming out of the bar,” του έγραψε στα αγγλικά, δίνοντάς του να καταλάβει ότι ήμουν δίπλα και διάβαζα.

Ούτε μισό λεπτό αργότερα ήρθε η απάντηση: “I take that as a promise! Say hi to Sophie from me and your mother!”

Ο Maurice έβαλε τα γέλια καθώς πετάχτηκα όρθια από τον καναπέ. “HIIIIIIIIIIIIIII!!!!” φώναξα δυνατά, κουνώντας τα χέρια μου λες και μπορούσε να με δει ο πατέρας του από το chat.

Ο Maurice, ακόμα γελώντας, έγραψε: “She also said HIIIIIIIIIIIIIIIIIIIII. Literally, dad, she jumped from the couch saying HIIIIIIIIIIIIIIIIIIIII loudly and waving her hands as if you could see her!”

HAHAHAHAHAHAHA” ήταν η απάντηση του πατέρα του.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το σαλόνι πλημμύρισε από το ominous theme του Ψυχώ. Το κινητό μου χτυπούσε.

«Η μαμά είναι!» είπα στον Maurice που δεν είχε τύχει να ακούσει ξανά το ringtone που είχα για την Ευτύχω. Κόντεψε να πνιγεί από τα γέλια με τη μουσική επιλογή μου.

«ΣΟΥΤ!» του έκανα απελπισμένη, βάζοντας το δάχτυλό μου στα χείλη μου.

Πήρα μια βαθιά ανάσα και απάντησα: «Έλα μαμά!»

«Ποια είναι η αγαπημένη μπύρα του Maurice;» με ρώτησε χωρίς καν να πει γεια. «Έχω αγγαρέψει τον πατέρα σου να πάει για πολεμοφόδια, και τον ξέρεις τώρα, δεν κάνει μισές δουλειές!»

«ΧΑΧΑΧΑΧΑ είστε γλύκες και οι δύο,» της είπα με τρυφερή φωνή, νιώθοντας ζεστασιά στην καρδιά μου. «Δε νομίζω ότι στην Ελλάδα υπάρχουν οι βελγικές μπύρες, αλλά θα τον ρωτήσω!»

Γύρισα προς τον αρκούδο μου, καλύπτοντας το μικρόφωνο με το χέρι μου. «Η μαμά με ρωτάει αν έχεις κάποια προτίμηση σε μπύρα.»

Τα μάτια του φωτίστηκαν. ‘La Trappe Trappist Quadrupel Ale,’ μου είπε ο αρκούδος μου . Μετά το πρόσωπό του σκοτείνιασε λίγο. «Αλλά υπάρχει σε πολύ συγκεκριμένες κάβες, εγώ την παίρνω από μία στο Μαρούσι, και είναι και ακριβή!» συνέχισε απολογητικά.

Ναι, αυτός ο σιδηρόδρομος δεν λεγόταν στην Ευτύχω.

«Μαμά, θα πάρω εγώ τον μπαμπά,» της είπα αποφασιστικά. «Αφενός το όνομα είναι σιδηρόδρομος και αφετέρου ο Maurice τον βρίσκει σε συγκεκριμένη κάβα, όχι μακριά, στο Μαρούσι, οπότε να του στείλω και την πινέζα!»

«Ποια πινέζα;» με ρώτησε η Ευτύχω με σύγχυση. Η μαμά μου δεν τα πήγαινε καλά με την τεχνολογία.

«Στο χάρτη μαμά!» της είπα χαχανίζοντας με την αθωότητά της.

«Αυτά είναι του διαβόλου πράγματα!» μου είπε σοβαρή-σοβαρή. Μετά η φωνή της μαλάκωσε. «Το βράδυ στις οχτώ, έτσι;»

«Ναι μαμά, στις οχτώ!» τη διαβεβαίωσα.

«Φιλάκια μωρό μου!» μου είπε με αγάπη.

Της έκανα θεατρινίστικα μουτς-μουτς-μουτς στο τηλέφωνο και κλείσαμε. Αμέσως άρχισα να γράφω μήνυμα για να το στείλω στον μπαμπά. Ζήτησα από τον Maurice να μου στείλει την πινέζα της κάβας. Με το που την έλαβα, πήρα τηλέφωνο τον μπαμπά.

«Μπαμπουλίνο μου!» του έκανα γλυκουλινιάρικα μόλις απάντησε. «Σε τρέχει ο λοχίας;» τον ρώτησα χαχανίζοντας.

Άκουσα τον μπαμπά μου να αναστενάζει δραματικά. «Ο λοχίας στο στρατό δε μ' έτρεχε σε αντίθεση με τη μάνα σου!» μου απάντησε με θεατρική απελπισία, κάνοντάς με να χαχανίσω πιο δυνατά.

«Σου έστειλα το στίγμα της κάβας και τη μάρκα της μπύρας!» του είπα. «Και μπαμπά... πάρε μπόλικες, ο Maurice πίνει μπύρα αντί για νερό!»

«Χαχαχα, εντάξει!» μου είπε. Μετά από μια δεύτερη καταιγίδα μουτς-μουτς-μουτς έκλεισα το τηλέφωνο.

Στο μεταξύ χτύπησε το κουδούνι. Είχε έρθει ένας από τους δύο ντελιβεράδες που περίμενα. Ο Maurice σηκώθηκε για να πάει να ανοίξει. Γύρισε κρατώντας τον καφέ μου, μού τον έδωσε και βολεύτηκε πάλι στον καναπέ.

«ΑΑΑΑΑΑΧ» είπα τραβώντας μια δυνατή τζούρα. Ο παγωμένος καφές κατέβηκε στο λαιμό μου σαν νέκταρ. «Τα κανόνισα, ο Famous Greek Mousaka θα συνοδευτεί με τη μπύρα που σ’ αρέσει!»

Το πρόσωπό του σκοτείνιασε. «Ρε συ είναι ακριβή!» μου είπε δαγκωμένος.

Κούνησα το χέρι μου απορριπτικά. «Μην αγχώνεσαι μωρό μου, οι δικοί μου δεν έχουν ακριβώς οικονομικό πρόβλημα!» τον διαβεβαίωσα.

Still...» μου είπε, ακόμα δαγκωμένος. Τα φρύδια του ήταν σουφρωμένα.

Σήκωσα το δάχτυλό μου απειλητικά. «Κάτσε καλά γιατί θα φάω άλλες εκατό για ανταρσία!» του είπα χαχανίζοντας.

Αυτό τον έκανε να βάλει τα γέλια, η ένταση έφυγε από τους ώμους του.

«Άντε μη σε ξαναβιάσω!» τον απείλησα θεατρικά, κουνώντας τη γροθιά μου.

Τα μάτια του άστραψαν με διασκέδαση. “You are a ...Kavlorapano!” με κατηγόρησε, καταφέρνοντας να το πει σχεδόν σωστά!

“Ήμανε!!!!” του έκανα χαχανίζοντας και χωρίς άλλη προειδοποίηση, του όρμησα!


17. Δείπνο στον Οίκο των Usher

Μιας και περιμέναμε την παραγγελία του φαγητού, και για να μην μείνουμε στη μέση, αυτή τη φορά δεν είχε πολλά-πολλά κόλπα! Ο Maurice με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στο δωμάτιο με γρήγορα βήματα.

Με έβαλε να σκύψω στο κρεβάτι, τα χέρια μου βρήκαν στήριγμα στο στρώμα. Ένιωσα τα δάχτυλά του να γαντζώνονται στο λάστιχο του εσωρούχου μου και να το κατεβάζουν με μια αποφασιστική κίνηση. Άκουσα το γνώριμο ήχο του περιτυλίγματος που ανοίγει—φόρεσε το προφυλακτικό—και φύγαμε για τελικό.

Περίπου η σκηνή στα αγαπημένα μου κατσάβραχα, αν εξαιρέσεις ότι ήμουν σκυμμένη στο κρεβάτι και όχι στο καπό του αυτοκινήτου, την πρώτη φορά, ή σε δέντρο, τη δεύτερη.

Ανατρίχιασα σύγκορμη όταν μπήκε μέσα μου. Τα δάχτυλά μου σφίχτηκαν στα σεντόνια. Και μετά πήρε φόρα—και που σε πονεί και που σε σφάζει το αρκούδι μου, έκανε το Σοφάκι του χταποδάκι στο κοπάνισμα.

Και τότε—τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα—το μυαλό μου άρχισε να περιπλανιέται.

Μια φορά, με ένα πρώην, τον Τάκη, όπως με κοπάναγε και αυτός από πίσω, του βγήκε. Μέσα στη μανία του να ξαναμπεί σημάδεψε λάθος, κάνοντάς με να βελάξω. Ο φουκαράς είχε ασπρίσει σαν το πανί—πραγματικά το είχε κάνει κατά λάθος. Παρόλο που στο μέγεθος ήταν μέτριος προς το μικρό, δε μπορούσα να κάτσω το υπόλοιπο απόγευμα.

Αν γινόταν κανένα τέτοιο με τον Maurice, έτσι όπως με κοπάναγε, θα ήταν κανονικός ανασκολοπισμός. Από το στόμα θα μου έβγαινε! Ευτυχώς δεν είχαμε κανένα τέτοιο απρόοπτο γιατί δε θα πήγαινε καθόλου καλά. Και όχι τίποτε άλλο αλλά είχαμε και δείπνο στον οίκο των Usher το βράδυ.

Ο Maurice είχε επιταχύνει ακόμα περισσότερο. Τα μπούτια του πλατάγιζαν πάνω στα μεριά μου με ρυθμικό ήχο. Τα βογγητά του είχαν αρχίσει να γίνονται πιο δυνατά, όπως και τα δικά μου.

Παρά τις άκυρες σκέψεις που είχαν πλημμυρίσει το μυαλό μου το ευχαριστιόμουν και όχι μόνο επειδή το ευχαριστιόταν ο αρκούδος μου. Του δινόμουν ψυχή και σώμα. Το μυαλό μου να μην έκανε αυτές τις άκυρες σκέψεις τις πιο ακατάλληλες χρονικές στιγμές, τι καλά που θα’ταν!

Κατάλαβα από τα βογγητά του ότι πλησίαζε στην κορύφωσή του. Η αναπνοή του είχε γίνει κοφτή και γρήγορη. Και τότε, στο μυαλό μου ήρθε μια παλιά ελληνική διαφήμιση που είδα στο YouTube—ακόμα ένα άκυρο hobby μου.

“Να’τος έρχεται, ψεκάζει με fresh air

Και μετά αναρωτιέμαι γιατί δεν έχω οργασμούς. Πού να τους βρω η έρμη όταν το μυαλό μου συναγωνίζεται σε σουρεαλισμό και τον Buñuel; Και με τον εαυτό μου όταν έπαιζα, κάτι τέτοια σκεφτόμουν και έμενα τελικά με την όρεξη.

Ξαφνικά ένιωσα τα δάχτυλά του να μπλέκονται στα μαλλιά μου. Με τράβηξε προς τα πίσω—ααααααααχ!—και καρφώθηκε μέσα μου μέχρι που παραλίγο να βρει συκώτι, που λέει ο λόγος. Έμεινε ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα.

Εκείνος δηλαδή, γιατί ο...μικρός Maurice μέσα μου ήταν σα να είχε πάθει επιληπτική κρίση.

Τραβήχτηκε προσεκτικά, αργά. Με το που βγήκε τελείως, μου έχωσε μια αποχαιρετιστήρια σφαλιάρα στα μεριά—SMACK!, έτσι για να μην ξεχνιόμαστε!

Σηκώθηκα με κάμποση δυσκολία. Τα πόδια μου έτρεμαν ελαφρά—ένιωθα σαν καφές που μόλις βγήκε από τη φραπεδιέρα, όλο αφρό και τρέμουλο. Δεν πρόλαβα καν να ανεβάσω τα βρακιά μου που είχαν φτάσει στον αστράγαλο όταν χτύπησε το κουδούνι. Είχε έρθει το φαγητό.

«Σκατά!» μουρμούρισα. Τράβηξα βιαστικά το εσώρουχο προς τα πάνω και κατέβασα προσεκτικά τη μπλούζα μου, τραβώντας την όσο πιο κάτω γινόταν ώστε να καλύπτει το εσώρουχό μου.

«Θα πάω εγώ!» φώναξα στον Maurice που κατευθυνόταν ήδη προς το μπάνιο.

Περπάτησα προς την πόρτα προσπαθώντας να μην δείχνω ότι τα πόδια μου ήταν ακόμα σαν ζελέ. Ο Maurice πήγε στο μπάνιο για να πετάξει το προφυλακτικό και να καθαριστεί.

Άνοιξα την πόρτα και χαμογέλασα στον ντελιβερά. Τα μάτια του όμως πήγαν από πάνω προς τα κάτω και μετά ξανά προς τα πάνω, σταματώντας πιο χαμηλά από το πρόσωπό μου. Κόλλησαν κάπου στο ύψος του στήθους μου.

Ασυναίσθητα τα δικά μου μάτια κατέβηκαν προς τα κάτω να δουν τι κοιτούσε. Μάλιστα. Οι ρόγες μου κόντευαν να τρυπήσουν το μπλουζάκι. Διαγράφονταν καθαρά κάτω από το λεπτό ύφασμα.

Ξερόβηξα δυνατά για να τον συμμαζέψω. «Εχμ!»

Ο φουκαράς άλλαξε δέκα χρώματα—από κόκκινο σε μωβ σε άσπρο και πάλι σε κόκκινο. Πήρα εγώ τη σακούλα από το χέρι του με μια απότομη κίνηση. Αυτός έκανε ακόμα το αγαλματάκι, ακούνητος, με το στόμα μισάνοιχτο.

«Ευχαριστώ πολύ!» του είπα με τον πιο ευγενικό τόνο που μπορούσα.

Και του έκλεισα την πόρτα στη μούρη.

Πήγα τις σαλάτες στην κουζίνα, ακουμπώντας τη σακούλα στον πάγκο. Άνοιξα το ψυγείο και έβγαλα τρεις μπύρες. Τις ξέπλυνα γρήγορα στο νεροχύτη, σκουπίζοντάς τες με μια πετσέτα. Μαχαιροπίρουνα δε χρειαζόντουσαν—μας είχαν φέρει πλαστικά μαζί με τις σαλάτες.

«Αρκούδι μου, ήρθε το φαγητό!» φώναξα προς το μπάνιο.

«Έρχομαι!» μου απάντησε.

Και τσουπ! Σε δευτερόλεπτα εμφανίστηκε στην πόρτα της κουζίνας. Αλλά δεν ήταν μόνος. Ο Μπλάκι ήταν μπλεγμένος στα πόδια του, κάνοντας οχτάρια ανάμεσα στις γάμπες του. Είχε ακούσει τη μαγική λέξη "φαγητό" και ήρθε τρέχοντας για την καθιερωμένη του τράκα.

Πήγαμε στο τραπέζι και καθίσαμε. Ο μαύρος τριχωτός ζήτουλας περίμενε μισό δευτερόλεπτο, υπολόγισε την απόσταση και έριξε ένα κομψό σάλτο. Προσγειώθηκε στο τραπέζι με χάρη, γιατί σιγά που δε θα ανέβαινε.

«Νιάου!» μας έκανε επιτακτικά.

Άνοιξα το δοχείο με τη σαλάτα μου και του έδωσα λίγο αυγό και λίγο τόνο σε ένα πιατάκι. Μπας και μας αφήσει ήσυχους να φάμε.

Ο Maurice σήκωσε το κουτάκι της μπύρας του. «Cheers!» μου έκανε με ένα πλατύ χαμόγελο.

Άνοιξα κι εγώ το κουτάκι της δικής μου μπύρας. Το μεταλλικό «τσακ» αντήχησε στην κουζίνα. Τσουγκρίσαμε τα κουτάκια μας και ήπια μια γουλιά. Η κρύα μπύρα ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν.

Ο Maurice εννοείται ότι άδειασε το κουτί μονοκοπανιά—τι τον περάσατε, για κανένα τριτοδεύτερο;

«Θύμισέ μου, τι ώρα έχεις πει στους δικούς σου;» με ρώτησε ανοίγοντας το δεύτερο κουτάκι. Το μεταλλικό «τσακ» αντήχησε καθώς τράβηξε το καπάκι.

Κατάπια την μπουκιά μου και σκούπισα το στόμα μου. «Γύρω στις οχτώ,» του απάντησα.

Κατέβασε απότομα το κουτάκι και με κάρφωσε με το βλέμμα του. «Οχτώ ακριβώς!» μου δήλωσε σε τόνο που δε σήκωνε αντιρρήσεις. Η φωνή του είχε εκείνη την αυταρχική χροιά που παραλίγο να με κάνει να πέσω στο πάτωμα να αρχίσω τα push-ups!

Σηκώθηκα αυτόματα λίγο από την καρέκλα μου και χαιρέτησα στρατιωτικά. “Sir, yes Sir!” του είπα με το πιο σοβαρό ύφος που μπορούσα και πάρε και άλλες δέκα για “Ειρωνεία κατά της Αρχής”

Πλάκα στην πλάκα είχα μαζέψει αρκετές στην καμπούρα μου. Αν αποφάσιζε να μου τις ρίξει όλες μαζί θα γινόμουν σαν τη Μαίρη στη Θεσσαλονίκη—δε θα μπορούσα μετά να κάτσω τον κώλο μου κάτω!

Ίσιωσε την πλάτη του και σταύρωσε τα χέρια του. “Punctuality is my middle name!” μου δήλωσε σοβαρός-σοβαρός.

Δεν άντεξα. “Yes Sir, Maurice PunctualityMertens, Sir!του είπα χαχανίζοντας.

Οι τριάντα που πρόσθεσα στη συλλογή μου συνοδεύτηκαν από τα δυνατά του γέλια. «Αύριο,» μου υποσχέθηκε, όταν σταμάτησε να γελάει, «θα εγκαινιάσουμε και το flogger

Το πιρούνι μου σταμάτησε στον αέρα. Εκεί μου κόπηκε η μαγκιά. «Το flogger?» τον ρώτησα. Ξεροκατάπια και ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται.

Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του με άνεση. «Με τόσες που έχεις μαζέψει θα πιαστεί το χέρι μου!» μου είπε χαχανίζοντας. Έτριψε το δεξί του χέρι θεατρικά. «Και το χρειάζομαι για να γράφω!»

«Μα... Μάλιστα!» του είπα τελείως ψαρωμένη. Η φωνή μου βγήκε πιο ψιλή από το κανονικό. Να του φέρω αντίρρηση, ούτε λόγος!

Μαλάκα μου, τι γίνεται εδώ;

Ναι, γι’ αυτό, όπως και για το άλλο—αυτό που του ζήτησα άδεια να κρατήσω τη φωτογραφία μου—θα πρέπει να πάρω τη γνώμη του συμβουλίου επικρατείας. Τη Μαίρη. Τώρα αν θα ήμουν σε θέση να μπορώ να κάτσω καθιστή όταν θα τη συναντούσα, ήταν άλλη κουβέντα.

Άφησα το πιρούνι μου και τον κοίταξα. «Maurice?» τον ρώτησα αβέβαια. Η φωνή μου έτρεμε ελαφρά.

«Τι είναι μωρό μου;» Η φωνή του ήταν αμέσως πιο απαλή, προσεκτική.

Κοίταξα κάτω στο πιάτο μου. «Δεν... δεν έχω δοκιμάσει ποτέ το flogger!» του είπα. Ξεροκατάπια ξανά.

Άκουσα την καρέκλα του να τρίζει. Άφησε το πιρούνι του κάτω με έναν απαλό ήχο και σκούπισε το στόμα του με μια χαρτοπετσέτα. Το χέρι του βρήκε το δικό μου πάνω στο τραπέζι. Τα δάχτυλά του χάιδεψαν τρυφερά τη ράχη του χεριού μου.

«Αν και θα γίνει με τρόπο που είμαι σίγουρος ότι θα τον λατρέψεις,» ξεκίνησε, η φωνή του ήταν ζεστή και καθησυχαστική, «αν νιώσεις ότι δεν το μπορείς, θα μου το πεις και θα σταματήσουμε αμέσως!»

Σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα στα μάτια. «Δε θέλω... δε θα θέλω να σταματήσω αν σ' αρέσει!» του ομολόγησα. Ένιωσα τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν.

Έσφιξε το χέρι μου πιο δυνατά. «Με τον ίδιο τρόπο δε θα θέλω να συνεχίσω εγώ, αν δε σου αρέσει,» μου είπε.

Έσκυψε λίγο μπροστά για να με κοιτάξει καλύτερα.

«Σόφη μου, μπορεί να μου αρέσουν τα σαδομαζοχιστικά παιχνίδια αλλά δεν είμαι σαδιστής. Δε μου αρέσει η πράξη αν δεν αρέσει και στην παρτενέρ μου.»

Δεν απάντησα. Απλά τον κοιτούσα, προσπαθώντας να επεξεργαστώ αυτά που μου έλεγε.

Χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Αν δεν σου άρεσαν τόσο πολύ οι ξυλιές στα πισινά, νομίζεις ότι θα συνέχιζα να σου τις ρίχνω, ή να αυξάνω τις γραμμές του excel?» με ρώτησε.

Ανέπνευσα λίγο πιο ελαφρά, το παραδέχομαι. Οι ώμοι μου χαλάρωσαν λίγο.

«Τι... τι άλλα παιχνίδια σου αρέσουν;» τον ρώτησα. Η περιέργειά μου νίκησε την αμηχανία μου.

Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του, αλλά κράτησε το χέρι μου. «Βίτσα και crop. Τα μαστίγια δεν είναι της αρεσκείας μου,» μου είπε.

Ξεροκατάπια δυνατά. Μαστίγια ρε φίλε, τα είχα ξεχάσει τελείως! Όταν είχα δει την Ιστορία της Ο μου είχε πέσει το σαγόνι στο πάτωμα. Η Μαίρη το λάτρευε—δεν σταματούσε το παιχνίδι αν δεν έβγαινε αίμα στην πλάτη της.

«Επίσης μ' αρέσουν τα κεριά και τα παγάκια!» συνέχισε.

Η Μαίρη μου είχε πει για τα κεριά, και αυτά τα λάτρευε. Αλλά για παγάκια δεν μου είχε πει ποτέ.

Γέρνω το κεφάλι μου στο πλάι με απορία. «Παγάκια;»

Μου έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι. «Σαν το κερί, απ' την ανάποδη.»

Είδα τη στιγμή που το πρόσωπό του σοβάρεψε λίγο. «Και για να έχουμε καλό ρώτημα, εσύ πού τα ξέρεις τα κεριά;»

Δάγκωσα το κάτω χείλος μου. «Δεν τα έχω δοκιμάσει, όπως ούτε τα άλλα που ανέφερες έχω δοκιμάσει,» του απάντησα προσεκτικά, επιλέγοντας τις λέξεις μου. «Τα ξέρω όμως,» συνέχισα χωρίς να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες. Τα προσωπικά της Μαίρης δεν τον αφορούσαν.

Μάλλον κατάλαβε από πού προερχόταν η πηγή των γνώσεων μου—ένα μικρό χαμόγελο κατανόησης πέρασε από το πρόσωπό του. Αλλά διακριτικός όπως είναι, δεν επέμεινε να το επιβεβαιώσει.

Χάιδεψε τον αντίχειρά μου με κυκλικές κινήσεις. «Αν θες, όχι σήμερα βέβαια, μπορούμε να δοκιμάσουμε και τα υπόλοιπα.»

Σταμάτησε για μια στιγμή, σαν να σκεφτόταν αν έπρεπε να συνεχίσει.

«Έχω στο σπίτι το βαλιτσάκι με τα... σύνεργα!» μου είπε τελικά.

Ok,” του απάντησα ουδέτερα. Η φωνή μου βγήκε επίπεδη, σα να έκανα acknowledge το γεγονός ότι έχει το βαλιτσάκι του Mengele αλλά χωρίς να δεσμευτώ ότι θα ήθελα να δοκιμάσω πάνω μου τα περιεχόμενά του.

O αρκούδος μου δεν επέμεινε, και συνέχισε να τρώει ήσυχη τη σαλάτα του. Θέλοντας να αλλάξω κουβέντα τον ρώτησα γιατί επέλεξε SUV.

«Δεν είναι SUV, καρδούλα μου!» μου είπε χαμογελώντας.

«Πώς δεν είναι;» τον ρώτησα με απορία.

«Τυπικά μιλώντας το A6 Sportback είναι coupe hatchback και όχι SUV,» μου εξήγησε. «Υπήρχαν και SUVs διαθέσιμα για leasing αλλά δε μου αρέσουν!» συνέχισε σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του. «Από τα διαθέσιμα μου άρεσε οπτικά το σχέδιο του Α6 Sportback E-tron και το διάλεξα!»

“Leasing?” τον ρώτησα.

«Όχι εγώ, η εταιρία!» μου αποκρίθηκε. «Καλά, όχι ότι έχω την τρέλα του πατέρα μου με τα αυτοκίνητα, για μένα είναι κάτι που με πάει από το ένα μέρος στο άλλο.» Χαμογέλασε πλατιά και συνέχισε: «Απλά είναι χούι μου να μου αρέσει τουλάχιστον οπτικά, και το Α6 μου άρεσε πολύ!»

«Γκαζιάρης ο μπαμπάς;» τον ρώτησα πειρακτικά. Ο Maurice άδειασε το δεύτερο κουτάκι με τη μπύρα και ενθυμούμενη την προηγούμενη συζήτηση αυτή τη φορά τον ρώτησα: «Θες να σου βγάλω άλλο ένα κουτάκι;»

Χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά. «Ναι, ένα, αν δε σου κάνει κόπο…»

«Δε μου κάνει!» τον διαβεβαίωσα και σηκώθηκα και έβγαλα ακόμα ένα κουτάκι από το ψυγείο που είχε αρχίσει να αδειάζει. «Αρκούδι μου,» του έκανα καθώς έπλενα το κουτάκι, «θα πρέπει να κάνεις και πάλι τα μαγικά σου στο Tetris, έχει αρχίσει και αδειάζει το ψυγείο από μπύρες!»

Χαχάνισε δυνατά. «Όταν τελειώσουμε το φαγητό μας θα κάνω τα… μαγικά μου,» με διαβεβαίωσε. Του έδωσα το κουτάκι του και μαζί και ένα τρυφερό φιλάκι στο στόμα. «Σ’ ευχαριστώ μικρή μου μάγισσα!»

Nada!” του απάντησα επιστρέφοντας στη θέση μου. «Για πες μου τώρα για τον Willem SumacherMertens!» του είπα κάνοντάς τον να γελάσει και πάλι.

«Sumacher όχι, αυτός ήταν φόρμουλα ένα! Carlos Sainz, Sr!» μου εξήγησε.

«Υπάρχει και Jr?» τον ρώτησα χαχανίζοντας.

«Ναι, αλλά ο Junior είναι στη formula ένα. Ο μπαμπάς του, ο Carlos, είναι ο θρύλος του μηχανοκίνητου αθλητισμού. Δηλαδή αυτό έχω καταλάβει από αυτά που μου έχει πει ο πατέρας μου, εμένα, όπως καταλαβαίνεις, το εν λόγω αντικείμενο δε με απασχόλησε ποτέ ιδιαίτερα!»

«Τι αυτοκίνητο έχει;» τον ρώτησα με περιέργεια και έβαλε τα γέλια.

«Ένα Toyota Corolla Turing Sports,» μου απάντησε χαχανίζοντας. “Station Wagon, το μόνο sport είναι στο όνομά του!» συμπλήρωσε και μετά χαχάνισε και πάλι. «Και που τον άφησε η μαμά να πάρει το δίλιτρο με τα 178 άλογα πολύ του είναι!»

«Σκληρή καργιόλα, ε;» τον ρώτησα βάζοντας τα γέλια.

She da boss!” μου απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Όλης της οικογένειας!» συμπλήρωσε χαχανίζοντας.

«Καλά, όχι ότι το έχει μέσα του να είναι οδηγός αγώνων,» συνέχισε πιο σοβαρά. «Απλά είναι το χόμπι του, ο ίδιος στην οδήγηση είναι πιο συντηρητικός από την μητέρα μου.»

«Γκαζιάρα η Martine;» τον ρώτησα χωρίς να μπορέσω να κρατήσω ένα πνιχτό γελάκι.

«Ένα θα σου πω, στη Γερμανία που είχαν πάει πέρσι οδικώς του είπε: Σταμάτα να οδηγήσω εγώ, μπας και φτάσουμε καμιά ώρα!» μου εξήγησε μη μπορώντας να συγκρατήσει το γέλιο του.

«Martine, ο φόβος και ο τρόμος της Autobahn,» του είπα βάζοντας κι εγώ τα γέλια.

“Ze is zot, echt zot, jongen! Uw moeder is helemaal van de pot gerukt! ” μου είπε προσπαθώντας να μιμηθεί τον τόνο απελπισίας του πατέρα του. «Τρελή! Η μάνα σου έχει ξεφύγει τελείως!» μου μετέφρασε κάνοντάς τα γέλια μου ακόμα πιο δυνατά.

“Ik wist niet dat onze wagen zo snel kon gaan! Ik dacht dat die 220 op de snelheidsmeter er gewoon stond voor de sier! Ze is zot! Ze is zot!” μου είπε ακόμα και αν δεν καταλάβαινα το χριστό μου, και μόνο η αναπαράσταση του Maurice με είχε γονατίσει.

Και μετά μου εξήγησε, και εκεί φοβήθηκα ότι θ’ αφήσω τη συκωταριά μου στην κουζίνα: «Δεν είχα ιδέα ότι το αυτοκίνητό μας μπορούσε να πάει τόσο γρήγορα! Νόμιζα πως το 220 στο κοντέρ ήταν απλώς για ομορφιά! Είναι τρελή! Τρελή!»

Και εκεί μου ήρθε η ιδέα να τους τρολλάρω με γλυκό τρόπο. «Πήγαινε φέρε το κινητό σου, θα κάνω και δεύτερη καντάδα, αυτή τη φορά στη μητέρα σου!»

What?” με ρώτησε γελώντας, το οποίο σημαίνει ότι μια χαρά άκουσαν α αυτάκια του τι του είπα!

«Ακόμα εδώ είσαι;» του έκανα αυστηρά. «Άλλες δέκα!» του είπα και έβαλε τα γέλια. «Και μιας και δεν τις τρως εσύ, θα τις φάει ο υπεργολάβος σου!» συνέχιζα χαχανίζοντας ακόμα πιο δυνατά.

Γιάννης Κερνάει, Γιάννης πίνει!

Γελώντας ακόμα πήγε στο σαλόνι και έφερε το κινητό του για να με ηχογραφήσει, ενώ εγώ έψαξα στο YouTube να βρω σε καραόκε το τραγούδι που θα αφιέρωνα στη Martine. Το βρήκα και πάτησα αμέσως “Pause”, ήθελα να είναι έκπληξη και για τον αρκούδο μου.

Με το που γύρισε έκανε να με πλησιάσει αλλά τον σταμάτησα, δε είχα σκοπό να του τραγουδήσω απλά, θα έδινα παράσταση. «Τράβα με βίντεο του είπα!»

«Μήπως να φορέσεις κανένα σορτσάκι πρώτα;» με ρώτησε βάζοντας τα γέλια. «Δε νομίζω να εκτιμήσει η μητέρα μου να τη φλασάρεις!»

«ΧΑΧΑΧΑΧΑ!» έκανα βάζοντας τα γέλια. «Δίκιο έχεις!» του είπα και πήγα σαν σίφωνας στο δωμάτιο να φορέσω σορτσάκι. Μετά επέστρεψα στην κουζίνα και έβγαλα από το ντουλάπι το ξύλο κοπής. «Πάμε στο σαλόνι,» του είπα παίρνοντάς τον μαζί μου.

«Έτοιμη;» με ρώτησε.

Avanti Maestro!” του είπα και πάτησα το Play. Η έκδοση είχε αρχικά δέκα δευτερόλεπτα ησυχίας για να μπορείς να προετοιμαστείς. Άνοιξα τον ήχο στο τέρμα και έβαλα το κινητό μου στο stand του στο τραπεζάκι και πήρα το δίσκο κοπής στα χέρια.

Με το που έπεσαν οι πρώτες νότες και ο Maurice κατάλαβε τι θα τραγουδήσω, είδε κι έπαθε να κρατήσει το κινητό του σταθερό και να μην διπλώσει από τα γέλια. Το εμβληματικό riff της εισαγωγής του Highway Star γέμισε το σαλόνι με εμένα να κάνω air-guitar με το ξύλο κοπής.

Nobody gonna take my car
I’m gonna race it to the ground
Nobody gonna beat my car
It’s gonna break the speed of sound  
Ooh, it’s a killing machine
It’s got everything
Like a driving power
Big fat tires and everything  
I love it and I need it  I bleed it
Yeah, it s a wild hurricane
Alright, hold tight
I’m a highway star

Εντωμεταξύ έδωσα κανονική παράσταση, είχα σκύψει και κουνούσα το κεφάλι μου γύρω-γύρω με τα μαλλιά μου ν’ ανεμίζουν λες και ήμουν σε συναυλία metal. Ο φουκαράς ο Maurice προσπαθούσε να πνίξει τα γέλια του και να κρατήσει το χέρι του σταθερό για να με γράφει, και δεν του το έκανα καθόλου εύκολο η κακούργα.

Nobody gonna take my man
I'm gonna keep him to the end
Nobody gonna have my man
He stays close on every bend  
Ooh, he’s a killing machine
He got everything
Like a moving mouth
Body control and everything  
I love him, I need gim, I seed him
Yeah, he turns me on
Alright, hold on tight
I’m a highway star

Άφησα στα γρήγορα κάτω το ξύλο κοπής και ξεκίνησα air-keyboards ως άλλος Jon Lord. Μιλάμε τα έδωσα όλα! Αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα μετά την τρίτη στροφή που πήρα και πάλι το ξύλο κοπής και έκανα σε air guitar το solo του Blackmore, και ο Maurice κόντεψε να μου μείνει προσπαθώντας να κρατηθεί σοβαρός. Ναι, δεν τα κατάφερε, το βίντεο λογικά θα ήταν πιο κουνημένο και από το μεγάλο σεισμό της Χιλής.

Όταν τέλειωσα την παράσταση, έπεσα ξεθεωμένη στον καναπέ, ενώ ο Maurice είχε γείρει πάνω στο σύνθετο και έκλαιγε από τα γέλια. Πραγματικά όλο το έπιπλο τρανταζόταν λες και είχε έρθει η συντέλεια του κόσμου.

“OH MY FUCKING GOD! THIS IS… THIS IS EPIC! THIS WOULD BE THE BEN HUR OF KARAOKE!” μου είπε και έβαλε και πάλι τα γέλια.

Εντάξει, όταν είδα τα καμώματά μου μ’ έπιασαν και μένα τα νεφρά μου. Και δε μπορούσαμε να σταματήσουμε με τίποτα, μόλις κατάφερνε να σταματήσει ο ένας ξεκινούσε ξανά ο άλλος. Πραγματικά πόνεσε η κοιλιά μου από τα γέλια, και νομίζω ότι πρέπει να μου ξέφυγαν και λίγα τσισάκια, ευτυχώς που φορούσα το σερβιετάκι!

«Να φέρω το laptop?» τον ρώτησα.

«Όχι! Όχι! Αυτό… Αυτό είναι αριστούργημα όπως είναι!» μου είπε παίρνοντας βαθιές ανάσες και προσπαθώντας να ηρεμίσει.

Αριστούργημα… Το κάδρο κουνιόταν από τα γέλια του Maurice πιο πολύ απ’ όσο χτυπιόμουν εγώ μέσα του όσο τραγουδούσα, ναυτία σ’ έπιανε. Αλλά ομολογώ ότι είχε τη γοητεία του, αν μη τι άλλο πραγματικά είχα δώσει παράσταση!

This is going to be LEGEND-WAIT FOR IT-DARY!” μου είπε σαν άλλος Barney Stinson, κάνοντάς με να με ξαναπιάσουν τα γέλια.

Άκουσα το pling στο κινητό μου, είχε έρθει το link με το file share. Το κατέβασα, και ήταν και μεγάλο τρομάρα του, σε 8K το είχε τραβήξει, αλλά ας είναι καλά η gigabit οπτική. Ναι, με το που έγινε διαθέσιμη η οπτική στην περιοχή το πήρα με τη μία, τραβώντας kicking and screaming και τους υπόλοιπους ενοίκους της πολυκατοικίας—που δεν ψηνόντουσαν ιδιαίτερα.

Ποιος με είχε δει και δε με είχε φοβηθεί! Με συμπαραστάτη τον Λαρ’σαίο νοικάρη μου παρακάλεσα, δωροδόκησα, ακόμα και απείλησα, τους υπόλοιπους ενοίκους για να δώσουν το OK. Μιλάμε για berserker, όχι μαλακίες, από τότε—σας το ορκίζομαι—κάποιοι με αποφεύγουν.

Δεν είναι τυχαίο πως όταν είναι η σειρά μου να γίνω διαχειριστής όλοι τους είναι τύπος και υπογραμμός! Καλά το λένε, ο φόβος φιλάει τα έρμα!

«Δόξα το Θεώ για την οπτική!» του είπα και του διηγήθηκα με θεατρικότητα—που άξιζε τουλάχιστον για Oscar, Tony, Grammy, 600 λεπτά προς όλους και τρεις πίτσες δώρο—την περίοδο «βίας και τρομοκρατίας» που βίωσε η πολυκατοικία μέχρι να μου δώσουν γη και ύδωρ (και το ΟΚ για την οπτική, μην το ξεχνάμε αυτό!»

Ναι, τον κατάφερα και κατούρησε το παντελόνι του. Πραγματικά, όμως, είδα το χαρακτηριστικό λεκέ στο επίμαχο μέρος.

Και πάνω που μου έδωσε 100 γιατί του λέρωσα το παντελόνι αλλά χαλάλι μου γιατί είχε να γελάσει έτσι… πέντε ολόκληρα λεπτά, λάβαμε και το μήνυμα στο κινητό του Maurice, από την Martine.

« Je te jure, ton père a carrément plongé sa tête sous l’eau pour arrêter de rigoler. Moi j’en ai encore mal au ventre ! J’ai moins souffert quand je te portais dans mon ventre et qu’il me racontait ses fameuses blagues, ce brave homme... Et ta Sophie ? C’EST UNE DÉESSE !»

Ο Maurice άρχισε και πάλι να γελάει ανεξέλεγκτα χωρίς να προλάβει να μου μεταφράσει. Καλά, όχι ότι χρειαζόταν, ολλανδικά δεν ξέρω αλλά γαλλικά ξέρω. Άρχισα να διαβάζω μεταφράζοντας μέσα μου στα ελληνικά

«Ένα σου λέω, ο πατέρας σου έχωσε το κεφάλι του κάτω απ’ το νερό για να μπορέσει να σταματήσει να γελάει,» και εκεί σταμάτησα να διαβάζω γιατί μ’ έπιασαν κι εμένα τα γέλια. Με τον Maurice να έχει γίνει μωβ και να μη μπορεί να σταματήσει τα δικά του γέλια, συνέχισα την μετάφραση.

«Εμένα ακόμα πονάει το στομάχι μου! Λιγότερο είχα υποφέρει όταν σε κουβαλούσα στα σπλάχνα μου και μου έλεγε ανέκδοτα ο προκομένος ο πατέρας σου.»

Και εκεί το γέλιο μου κόπηκε μαχαίρι γιατί διάβασα την τελευταία πρόταση: «Η Σόφη σου ΕΙΝΑΙ ΘΕΑ!» Με κεφαλαία!

Και από το γέλιο παραλίγο να ξαναβάλω τα κλάματα, δεν ξέρω κι εγώ πως κρατήθηκα. Με το μυαλό μου να μη μπορεί να πάρει στροφή, ούτε που πήρα χαμπάρι τον αρκούδο μου που ήρθε και με αγκάλιασε σφιχτά.

«Τους τρέλανες!» μου έκανε τινάζοντας απαλά τους ώμους και μ’ ένα χαμόγελο από το ένα αυτό μέχρι το άλλο. «Αν κατάφερες να κάνεις τον σοβαρό κύριο Willem να χρειαστεί να χώσει το κεφάλι του κάτω από το κρύο νερό για να σταματήσει να γελάει…» είπε και έκανε παύση… «Απλά τους τρέλανες!»

You Tarzan, me Chita!” του έκανα με δάκρυα στα μάτια—δεν κατάφερα τελικά να τα συγκρατήσω.

«Δεν είχα καμία αμφιβολία ότι οι γονείς μου θα σε συμπαθούσαν με το που σε γνώριζαν,» μου είπε σκουπίζοντάς μου τρυφερά με το δάχτυλό του τα δάκρυα που έτρεχαν. «Μετά από αυτό;» μου είπε και ρουθούνισε. «Θα σε λατρέψουν!»

«Το πιστεύεις;» τον ρώτησα με ελπίδα.

«Δεν το πιστεύω,» μου απάντησε χαϊδεύοντας με τρυφερά στο πρόσωπο. «Το ξέρω!»

«Αμάν!!!!» είπα ξαφνικά τρομάζοντάς τον. «Αφήσαμε τον Μπλάκι μόνο του με το φαγητό στην κουζίνα!»

«ΠΕΝΗΝΤΑ ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΤΡΟΜΑΞΕΣ!» μου είπε, κάνοντάς με να χαχανίζω.

Ο φόβος μου δεν ήταν το φαγητό, ο Μπλάκι μπορεί να είναι ζήτουλας αλλά δε βουτάει. Ο φόβος μου ήταν με τα πλαστικά σκεπάσματα, το μαλακισμένο έχει μανία με δαύτα και τα μασουλάει και αν δεν του βάλω κάθε φορά τις φωνές δε σταματάει. Πήγα σχεδόν τρέχοντας στην κουζίνα, όπου έπιασα το κοπρόγατο με το χέρι στο βάζο με το μέλι.

Ή για να είμαστε ακριβής με το πλαστικό σκέπασμα δοχείου της σαλάτας μου στα δόντια.

«ΘΑ ΣΕ ΑΦΑΛΟΚΟΨΩ!» τον απείλησα, και επειδή ήξερε ότι έκανε μαλακία, το παράτησε στο τραπέζι, και εξαφανίστηκε, περνώντας κάτω από τα πόδια μας, σε transwarp speed που θα ζήλευε και η ειδική για Formula-1 έκδοση κύβου των Borg.

(Ναι, είμαι nerd, μ’ αρέσει η επιστημονική φαντασία και λατρεύω το Star Trek, να ξανασυστηθούμε μήπως;)

«Θα με πεθάνετε εσείς οι δύο,» είπε ο Maurice όταν σταμάτησε να γελάει με τα καμώματά μας. «Είσαι λατρεία! Λατρεία!» μου είπε κουνώντας το κεφάλι του σαν τον τραγικό ήρωα που αποδέχτηκε τη μοίρα του.

«Ήμανε!» του είπα με παιδιάστική σχεδόν φωνή, κάνοντάς τον να χαχανίσει και πάλι.

Μέχρι να ξεκινήσουμε για το πατρικό μου, δεν είχε άλλες συγκινήσεις. Ή σχεδόν δεν είχε άλλες συγκινήσεις, δεν είχα δει τι ρούχα είχε φέρει για να φορέσει. Όταν τον είδα να φοράει navy blue κουστούμι, με πολύ ανοιχτό ροζ πουκάμισο, κόκκινη γραβάτα και μαύρα παπούτσια, τόσο γυαλισμένα που αν τα έβαζες κάτω από το φόρεμά μου θα καθρεφτιζόταν το κιλοτάκι μου, έπαθα ταράκουλο.

Κυριολεκτικά η καρδιά μου έχασε πάλι μερικούς χτύπους. Ναι, είναι ομορφούλης με ένα υπέροχα geek τρόπο, αλλά με το καλό του το κουστούμι ήταν σαν αρχαίος Έλληνας Θεός βελγικής καταγωγής και μπυροκοιλιάς.

“How do I look?” με ρώτησε; Εγώ ήμουν στο μπάνιο και βαφόμουν και δεν τον είχα δει.

Το στόμα μου ανοιγόκλεισε σαν ψάρι που προσπαθεί να αναπνεύσει έξω απ’ το νερό. Ο Αργύρης, αντικειμενικά μιλώντας, ήταν πιο ωραίος άντρας, αλλά στην κομψότητα του αρκούδου μου δεν έπιανε μπάζα. Γενικά, πέρα από την εμφάνιση, δεν έφτανε ούτε στο νυχάκι του Βέλγου αρκούδου μου.

(Αν αναρωτιέστε γιατί αναφέρω συνεχώς τον ακατανόμαστο… τι να κάνω, μέχρι να στουκάρω με τον αρκούδο μου, ο μαλάκας ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής μου. Ναι, το παραδέχομαι, μέχρι να γνωρίσω τον Maurice τις ερωτικές μου επιλογές τις έλεγες και προβληματικές…)

«Είσαι κούκλος και άλλες πενήντα από μένα (για μένα, ε;) γιατί τώρα πρέπει να αλλάξω φόρεμα!» του είπα με περηφάνια αλλά και ένα ίχνος απόγνωσης. Δεν μπορούσα να τον συνοδέψω έτσι όπως ήταν ντυμένος με το καθημερινό μου φορεματάκι.

«Δε φαντάζομαι να περίμενες να πήγαινα να γνωρίσω τους γονείς σου με βερμούδα και πέδιλο, έστω και χωρίς κάλτσες, ε;» με ρώτησε πειρακτικά διασκεδάζοντας αφάνταστα με την ταραχή μου. Decorum is my middle name!” συνέχισε χαχανίζοντας.

«Πόσα middle names έχεις ρε φιλαράκι;» τον ρώτησα μ’ ένα πνιχτό γελάκι. «Το μεσημέρι ήταν ‘Punctuality!’»

«Πολλά!» μου είπε παίζοντας τα φρύδια του με νόημα. “‘Varietyis my middle name!” συνέχιζε χαχανίζοντας, και πάρ’τη κάτω πάλι τη δικιά σου.

Το να ζητήσω τη βοήθεια της Μαίρης—που αυτή τη στιγμή μάλλον θα ξεζούμιζε τον πιτσιρικά της—θα μπορούσες να το πεις αυτοκτονικό. Έβγαλα το φόρεμα που φορούσα και με μια γερή δόση απελπισίας άνοιξα τη ντουλάπα μου για να διαλέξω ένα από τα καλά μου φορέματα.

«Τα νεύρα μου!» έκανα ξεφυσώντας, έχοντας ήδη απορρίψει τρία βραδινά μου φορέματα. «Πενήντα σου είπα πριν; Εκατό εννοούσα!» του έκανα, προκαλώντας νέο γύρο από χάχανα.

Τελικά βρήκα ένα μαύρο, που δεν έκρυβε ακριβώς τη μπάκα μου, αλλά τέλος πάντων, στους γονείς μου θα πήγαινα, και όχι σε νυφοπάζαρο. Αυτά που δεν τόνιζαν την φαντασμαγορική μου κοιλιακή στρογγυλότητα δεν ήταν για να τα φορέσω μπροστά στους γονείς μου.

Αυτά ήταν *όντως* για νυφοπάζαρο, έχοντας όλα αρκετά αποκαλυπτικό ντεκολτέ που σε συνδυασμό με το κατάλληλο σουτιέν μπορούσαν να σε κάνουν να φαίνεσαι Βάνα Μπάρμπα. Βέβαια τα προβλήματα ερχόντουσαν όταν έμενες χωρίς δαύτο, και ήταν και ο λόγος που τα φορούσα μόνο όταν προσπαθούσα να ψαρέψω γκόμενο, και όχι αφού είχε καταπιεί το δόλωμα αμάσητο.

Και δεν είναι ότι δεν έπιανε ψάρια, έπιανε, αλλά ήταν του είδους “Shoot first, ask questions later,” και κάπως έτσι έγραψα μέχρι και το …30 μου χιλιόμετρο.

Ο Maurice ήταν ο 31ος μου. Καλά το έλεγα πόσο τυχερή είχα σταθεί κάνοντας αυτό το right swipe εκείνο το βράδυ. Κυριολεκτικά τράβηξα φύλλο από το 30 και μου βγήκε άσσος!

«Πώς σου φαίνομαι;» τον ρώτησα κάνοντας μια στροφή γύρω από τον εαυτό μου για να με δει απ’ όλες τις μεριές.

Stunning!” μου απάντησε και κόντεψα και πάλι να χυθώ στο πάτωμα. Εντάξει, μπορεί να μίλαγε η δαγκωμένη λαμαρίνα, αλλά δεν ήταν απλό κομπλιμέντο, τα μάτια δεν λένε ψέματα!

«Τονίζεται λίγο το κοιλουμπίνι μου!» του είπα χαχανίζοντας ντροπαλά, μην μπορώντας να πνίξω τις ανασφάλειές μου.

(“Κοιλουμπίνι”… Ακριβώς όπως λέμε “Ειρηνικός” Ωκεανός και Ακρωτήριο της “Καλής Ελπίδας”. Στα μάτια μου διέθετε το ιδιωτικό του βαρυτικό πεδίο.)

This,” είπε δείχνοντας το στομάχι του, “is the real thing! It curves space, it stretches time, the whole nine yards!” μου έκανε και μου ξέφυγε ένα ροχαλητό. Nice try, though,” συνέχισε κλείνοντάς μου το μάτι και αφοπλίζοντάς με τελείως.

Γιατί το “Nice try” είχε διπλή ανάγνωση. Από τη μια μου έλεγε χιουμοριστικά «Εγώ έχω ακόμα μεγαλύτερη κοιλιά,» και από την άλλη μου έλεγε «Καταλαβαίνω τι κάνεις, σταμάτα.»

Ήμασταν σχεδόν έτοιμοι. Πήγα στο δωμάτιο/γραφείο που πλέον θύμιζε περισσότερο καταψύκτη παρά δωμάτιο και πήρα τα λουλούδια. Έκλεισα το air-condition και άφησα ανοιχτή την πόρτα ώστε να ζεσταθεί λίγο ο χώρος.

Κάπως έτσι, εγώ με τα λουλούδια στο χέρι και ο Maurice με το ουίσκι, κατεβήκαμε στο αυτοκίνητό του και πριν πάμε στους δικούς μας έπρεπε να περάσουμε και από ένα ζαχαροπλαστείο να πάρει γλυκά.

«Μωρό μου δε χρειάζεται…» πήγα να του πω αλλά δεν άκουγε κουβέντα.

«Τα λουλούδια είναι για τη μητέρα σου, το ουίσκι είναι για τον πατέρα σου και τα γλυκά για το σπίτι!» μου δήλωσε.

«Το σπίτι δεν τρώει γλυκά, εμείς θα τα φάμε!» του απάντησα χαχανίζοντας.

Και άλλες δέκα στο ποπουδάκι μου γιατί “Sterneswas his middle name! Και μετά με ρώτησε αν έχω κάποια προτίμηση, γιατί ναι μεν τα γλυκά μπορεί να ήταν για το σπίτι, αλλά ο ίδιος θα έπαιρνε το αγαπημένο μου.

“‘Sweet caress’” is my middle name μου δήλωσε—o αρκούδος μου κατά τα φαινόμενα είχε πιο πολλά middle names απ’ ότι η Elizabeth Taylor συζύγους.

Σταματήσαμε έξω από ένα ζαχαροπλαστείο και κατεβήκαμε και οι δύο. “Do your worst!” μου είπε και ξαμολήθηκα σαν ταύρος σε υαλοπωλείο. Εντάξει, έπαθα ντιριντάχτα, δεν ήξερα τι να πρωτοδιαλέξω. Τελικά κατέληξα σε ένα cheesecake καραμέλα/μπισκότο που μου άρεσε φοβερά η εμφάνισή του, ελπίζοντας να μην πάθουμε κανένα ζάχαρο στα καλά καθούμενα.

«Μην ανησυχείτε, δεν είναι πολύ γλυκό,» με διαβεβαίωσε η πωλήτρια, αλλά τι θα μου έλεγε δηλαδή; Ότι μετά από ένα πιατάκι θα χρειαζόμασταν ομαδικώς ενέσεις ινσουλίνης σε δόση για μαμούθ με γιγαντισμό;

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε ενώ εμένα η αγωνία μου είχε αρχίσει να φουντώνει. Το μυαλό μου πήγε αυτόματα στην τελευταία φορά που τους είχα πάει… γαμπρό, τον ακατανόμαστο.

Εντάξει, δεν είχε ντυθεί και σαν το λέτσο, με τζιν και καλό πουκάμισο είχε ντυθεί ο άνθρωπος, παρόλο που τον είχα προειδοποιήσει ότι οι γονείς μου θα είναι ντυμένοι σαν να δίνουν δεξίωση.

Ο πατέρας μου έχει πιο πολλές γραβάτες και κουστούμια απ’ ότι η Μαίρη φορέματα, δεν λέω τίποτε άλλο. Δεν διανοείται να πάει στο ιατρείο του ή στο νοσοκομείο ή στο πανεπιστήμιο αν δεν φορέσει κουστούμι και γραβάτα, και δεν πάει να έχει έξω 50 βαθμούς κελσίου.

Μη με πάρετε στραβά, τον Αργύρη δεν τον είχαν αντιπαθήσει επειδή δεν είχε ντυθεί σα γαμπρός, στην αρχή μάλιστα τον είχαν συμπαθήσει. Τα δύσκολα ήρθαν μετά, όταν άρχισαν να καταλαβαίνουν τι καπνό φουμάρει.

Καλά, δεν ήταν οι μόνοι. Η Μαίρη έβγαζε αναφυλαξία με την πάρτη του, παρόλο που μαζί της ήταν πολύ μετρημένος. (Δηλαδή κοτάρα, έξω μπορεί να το έπαιζε πολλά βαρύς αλλά μπροστά στη Μαίρη η κοτούλα κοκοκο το κοκοράκι κικιρικικί.)

Δεν ήταν κακός άνθρωπος ρε γαμώτο, για παράδειγμα αγαπούσε τα ζώα, φρόντιζε όλα τα αδέσποτα σκυλιά και γατιά της γειτονιάς του. Με τους ανθρώπους είχε πρόβλημα. Πραγματικά δεν χωρούσε το μυαλό μου πως ένας άνθρωπος τόσο τρυφερός και αγαπησιάρης με τα ζώα, μπορούσε να είναι τόσο ρατσιστής και να έχει αυτές τις απόψεις που είχε.

Για να μη χρειάζεται να του δίνω συνεχώς οδηγίες απλά του είχα στείλει το στίγμα του σπιτιού των γονιών μου και από εκεί και πέρα ακολούθησε τον navigator του αυτοκινήτου του. Γύρω στις οκτώ παρά φτάσαμε στο πατρικό μου, όπου τον συμβούλεψα να το παρκάρει πίσω από το SUV του μπαμπά.

Κατεβήκαμε και περιμέναμε έξω από την πόρτα να πάει οκτώ ακριβώς, γιατί “On time” ήταν και αυτό ένα από τα middle names του. Εμμονή θα το έλεγα εγώ, αλλά αρκετές είχε γράψει το κωλαράκι μου, και όχι τίποτε άλλο αλλά αύριο θα είχε και flogger.

Δε βαριέσαι, τουλάχιστον θα βγάλει τα λεφτά του, είπε ο Στωικός μέσα μου. Το είχα πάρει για να παίξουμε με τον ακατανόμαστο αλλά πρόλαβε και μ’ έφερε στα όρια μου και τον έτζασα, οπότε μού ‘μεινε αμανάτι να το έχω να τον θυμάμαι…

Ναι, μου άρεσε δε μου άρεσε, θα άφηνα τον Maurice να τον χρησιμοποιήσει μέχρι να μου γίνει το δέρμα σαγρέ, σαν τον πιτσιλωτό τοίχο στην είσοδο της πολυκατοικίας. Όχι γιατί είμαι ιδιαίτερα μαζοχίστρια—που είμαι δηλαδή, ψυχολογικά τουλάχιστον—αλλά για να το ξορκίσω. Και μετά ας πήγαινε στα σκουπίδια, dont care!

«Χτύπα το κουδούνι,» μου είπε ο Maurice βγάζοντας με από τις σκέψεις μου. Χτύπησα το κουδούνι και ακούσαμε το χαρακτηριστικό βουητό του ξεκλειδώματος. Περάσαμε μέσα και πήραμε το ασανσέρ. Το πατρικό μου ήταν οροφοδιαμέρισμα και έτσι δεν κινδυνεύαμε να τρακάρουμε κανένα γείτονα βγαίνοντας από το ασανσέρ.

Σταθήκαμε έξω από την είσοδο του διαμερίσματος, πήρα μια βαθιά ανάσα και χτύπησα το κουδούνι. Η πόρτα άνοιξε και από πίσω ήταν η Ευτύχω με το ευγενικό της, πλην όμως επιφυλακτικό χαμόγελο. Χαμόγελο που έγινε πολύ πιο ζεστό όταν είδε πως είχε ντυθεί ο… γαμπρός.

«Καλώς τους,» μας είπε στα αγγλικά.

Madam!” της είπε ο Maurice και χτυπώντας το πόδι του στο πάτωμα της έκανε μια ελαφριά υπόκλιση.

Άπλωσε το χέρι του με την παλάμη προς τα πάνω και η Ευτύχω έπαθε ταράκουλο. Έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό του και ο Maurice έσκυψε και το άγγιξε με τα χείλη του.

(ΜΑΛΑΚΑ ΜΟΥ ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΔΩ;)

Ο πατέρας μου δεν ήταν δίπλα της, οπότε τσάμπα η φασαρία να μάθει το “Γιατί τον άγγιξε το Impulse,”

For you,” της είπε χαρίζοντάς της ένα ζεστό χαμόγελο και της έδωσε το μπουκέτο με τα ροζ τριαντάφυλλα.

My!” είπε χαμογελώντας από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. “Please, come in!”

Περάσαμε μέσα και εκεί εμφανίστηκε και ο πατέρας μου φορώντας ένα charcoal κουστούμι με ανοιχτό γαλάζιο πουκάμισο και σκούρα μπλε γραβάτα. Ψηλός και δεμένος, ο μπαμπάς μου είναι κούκλος—και ρε παιδί μου, όσο γερνάει τόσο πιο όμορφος γίνεται.

Sir!” του έκανε ο Maurice επαναλαμβάνοντας αυτό με το χτύπημα στο πόδι και την ελαφριά υπόκλιση και μετά έδωσε το χέρι του στον πατέρα μου—όχι, αυτή τη φορά δεν ήταν για χειροφίλημα.

Hello Maurice,” του είπε ζεστά ο πατέρας μου σφίγγοντάς του το χέρι. “Nice to meet you, and please call me Anestis!” συνέχισε, και ο αρκούδος μου έπαθε ένα ελαφρύ κοκομπλόκο.

“Thank you, Sir… I mean… AnestisSir…” του είπε σχεδόν μασώντας τα λόγια του, κάνοντας τον Ανέστη—που το καταδιασκέδαζε—να γελάσει σιγανά.

Just Anestis,” του είπε με τη βαθιά, μπαμπαδίστικη φωνή του.

Right!” είπε ο Maurice χαχανίζοντας ελαφρά.

«Περάστε, τι στέκεστε;» είπε η μητέρα μου η οποία απ’ όσο μπορώ να την καταλάβω είχε πραγματικά λερώσει τα βρακιά της με το γαμπρό. “You can call me Efytchia, or, if it’s difficult for you to pronounce, Efi.”

Μετά χαμογέλασε και έκανε το πρώτο της αστείο.

And dont you never ever madamme again…” του είπε χαμογελαστή, αφήνοντας το θεατρικά απειλητικό “or else” να αιωρηθεί.

“Cross my heart!” της είπε ο Maurice! “Dully noted, never ever call you “madam”, and wear socks with sandals!”

Οι δικοί μου—και οι δύο—τον κοιτάξαν για μερικές στιγμές σαν κεραυνοβολημένοι και μετά βάλανε τα γέλια. Γνήσια γέλια!

«Του ενέπνευσα το φόβο του Θεού!» τους είπα, υπενθυμίζοντάς και στους δυο ότι ήμουν κι εγώ παρούσα.

«Αχ Στέλιο ήρθες;» ρώτησε ο πατέρας μου στα ελληνικά, και μου ξέφυγε ένα ροχαλητό από την αναφορά στο «μια τρελή-τρελή οικογένεια.» Ο Maurice φυσικά δεν το έπιασε, έπιασε ωστόσο το ότι γέλασα και εγώ και η μαμά, και έτσι χαμογέλασε και εκείνος, και ας μην είχε ιδέα γιατί χαμογελάει.

Το “While in Rome…” κατά τα φαινόμενα ήταν ακόμα ένα από τα πολυάριθμα middle names του αρκούδου μου!

Και εκεί συνειδητοποίησα ότι κάτι έλειπε. «Πού είναι ο Morty?» ρώτησα απορημένη.

«Τον έχουμε μέσα,» μου απάντησε η μητέρα μου. Κοίταξε τον Maurice. «Δεν ήξερα αν τα πηγαίνει καλά με τα σκυλιά!»

«Τα λατρεύει!» τη διαβεβαίωσα. «Άντε που μου κλείδωσες το παιδί στο δωμάτιο,» της είπα παραπονιάρικα. «Τι μάνα είσαι εσύ;»

Ο Maurice εντωμεταξύ κατάλαβε ότι κάτι λέμε που τον αφορούσε αλλά προφανώς δεν κατάλαβε τι. Γύρισα προς το μέρος του απολογητικά ενώ η μαμά πήγε να… απελευθερώσει τον υπόδικο.

«Συγνώμη μωρό μου. Ρώτησα τη μαμά που είναι ο Morty, και επειδή δεν ήξερε πως τα πας με τα σκυλιά τον είχε κλειδώσει στο δωμάτιο!»

«Τα λατρεύω!» μου είπε.

«Ναι, εγώ το ξέρω, η μαμά δεν το ήξερε… Α, να τος και ο έτερος Καππαδόκης!» είπα χαχανίζοντας καθώς ο Morty στην κυριολεξία σπινιάρισε στο πάτωμα προσπαθώντας να τρέξει προς το μέρος μας. Ήρθε γαυγίζοντας και χοροπηδώντας λες και είχε καταπιεί ελατήριο.

«Αγορίνα μου!» του είπα τρυφερά και τον σήκωσα στην αγκαλιά μου και ο Morty άρχισε να με γλείφει ευτυχισμένος σε όλο μου το πρόσωπο.

Hello Morty!” του είπε ο Maurice και ο Morty—που ως γνήσιο μαλτεζάκι αγαπάει όλο τον κόσμο—πήγε να χοροπηδήσει από την αγκαλιά μου στη δική του. Ο Maurice χαχάνισε, μου έδωσε τη σακούλα με το ουίσκι, και τον πήρε αγκαλιά, και έτσι έγινε και του λόγου του σύχριστος απ’ το γλείψιμο.

“Who’s a good boy? You’re a good boy? Yes! Youre a good boy!” του είπε στα αγγλικά, που προφανώς ο Morty δεν καταλάβαινε. Καταλάβαινε ωστόσο τον τόνο της φωνής και κόντεψε να ξεκολλήσει την ουρά του από το κούνημα.

Μαμά και μπαμπάς τον χαζεύανε μ’ ένα χαμόγελο από το ένα αυτί ως το άλλο. Αν είχε κερδίσει δέκα πόντους στην εκτίμησή τους με το decorum του, μόλις κέρδισε και άλλους δέκα! 

Κατέβασε απαλά τον Morty στο πάτωμα, που γαυγίζοντας με την τσιριχτή φωνή του, άρχισε να πηδάει πάνω-κάτω στα δύο πόδια, κάνοντας τη σουρικάτα στην Ευτύχω, που τον έπιασε και τον πήρε αγκαλιά.

Έδωσα και πάλι τη σακούλα στον Maurice. “S…” ξεκίνησε να λέει, αλλά κατάλαβε τη γκάφα που πήγε να κάνει και το έσωσε αμέσως. “Anestis, thats for you,” του είπε και του έδωσε τη χάρτινη πολυτελή σακούλα με το single malt. «Η Σοφία μου είπε ότι σ’ αρέσει το single malt

Δεν του είπε ότι το ουίσκι που του είχε φέρει είχε πάρει το 2025 το πρώτο βραβείο. Ο Maurice δεν ήθελε να μιλάει με λόγια, ήθελε οι πράξεις του να μιλάνε για εκείνον.

«Σ’ ευχαριστώ!» του είπε ο μπαμπάς χαμογελώντας ακόμα πιο πλατιά. Έβγαλε το κουτί από το ουίσκι από τη συσκευασία και το κοίταξε προσεκτικά.

Δεν ξέρω αν ο μπαμπάς αναγνώρισε τη μάρκα, ή αν γνώριζε καν ότι το ουίσκι που του έφερε ο Maurice είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο. Αυτό που κατάλαβε ωστόσο ήταν ότι ο αρκούδος μου δεν του πήρε απλά ένα μπουκάλι ουίσκι, το έψαξε πριν το κάνει. Τα μάτια του μπαμπά άστραψαν.

Περάσαμε στο σαλόνι και ο μπαμπάς με την μαμά καθίσανε στον τριθέσιο καναπέ ενώ εγώ και ο Maurice στον διθέσιο.

«Να το εγκαινιάσουμε;» τον ρώτησε ο πατέρας μου.

«Γιατί όχι;» του είπε ο Maurice.

«Ευτυχία, Σοφία; Θέλετε;» μας ρώτησε ο πατέρας μου και σηκώθηκε για να σερβίρει.

«Εγώ όχι μπαμπά,» του είπα.

«Όχι Ανέστη μου, ούτε εγώ θα πιώ ουίσκι,» του είπε η μαμά και μετά γύρισε προς τα μένα. «Κρασί, αναψυκτικό ή μπύρα;» με ρώτησε.

«Αναψυκτικό μαμά, θα πιούμε μπύρα με το φαγητό,» της είπα και σηκώθηκα να πάω μέσα μαζί της. «Maurice, θες πάγο;» τον ρώτησα.

No, ba…” ξεκίνησε να λέει και κόλλησε. Ο πατέρας μου χαχάνισε. “No, babe,” είπε χαμογελώντας πιο θαρρετά. “I prefer my whiskey neat!” συνέχισε, για να κερδίσει ένα βλέμμα επιδοκιμασίας από τον μπαμπά.

Ακολούθησα την Ευτύχω στην κουζίνα. Υποτίθεται για να τη βοηθήσω να σερβίρει, αλλά στην πραγματικότητα πέθαινα να επιβεβαιώσω την πρώτη της εντύπωση από τον Βέλγο μάγο μου.

«Λέω να μη σερβίρουμε από τώρα, να τα πούμε λίγο πρώτα!» μου είπε με το που μπήκα στην κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο και έβγαλε ένα μπουκάλι λευκό κρασί. «Δεν πεινάτε, έτσι;» με ρώτησε με ξαφνική ανησυχία.

«Φάγαμε μια σαλάτα,» της είπα καθησυχαστικά, παίρνοντας ένα ποτήρι από το ντουλάπι. Πήρα βαθιά ανάσα. Τα χέρια μου έτρεμαν ελαφρά καθώς έβαζα πάγο στο ποτήρι μου. Δεν άντεχα άλλο. «Μαμά, πώς σου φάνηκε ο Maurice;» τη ρώτησα με φωνή που σχεδόν έτρεμε, μη μπορώντας να κρύψω την αγωνία μου.

Η μητέρα μου σταμάτησε να βάζει κρασί στο ποτήρι της και γύρισε να με κοιτάξει. Χαμογέλασε τρυφερά, με εκείνο το χαμόγελο που κρατούσε μόνο για μένα και τον αδερφό μου.

«Πρώτη εντύπωση, 11/10,» μου είπε χαμογελώντας πλατιά.

«Και που να τον γνωρίσετε καλύτερα!» της είπα νιώθοντας την καρδιά μου να χοροπηδάει σαν τρελή.

«Είμαι σίγουρη,» μου είπε χαμογελαστή και με χάιδεψε τρυφερά στο πρόσωπο.

Όντως, η πρώτη εντύπωση που της έκανε πρέπει να ήταν εξαιρετική. Η Ευτύχω, παρά την πλάκα που κάνω, είναι πολύ ζεστός άνθρωπος όταν τον γνωρίσεις. Απλά στην αρχή είναι πάντα επιφυλακτική—χρειάζεται χρόνο για να ανοιχτεί.

Επιστρέψαμε στο σαλόνι, εγώ με τη zero μου, και η μαμά με το ποτήρι με το κρασί της. Γαμώτο, στο άγχος μου να μάθω τι εντύπωση είχε κάνει στη μαμά ο Maurice έχασα την πρώτη γουλιά του ουίσκι που έφερε δώρο ο αρκούδος μου στο μπαμπά.

«Ισχύει!» άκουσα να λέει ο μπαμπάς καθώς επιστρέφαμε. Προφανώς απαντούσε σε κάτι που είχε πει ο αρκούδος μου. «Όντως, η σχέση μας με το χρόνο είναι... αρκετά πιο χαλαρή.»

Κάθισα δίπλα στον Maurice, στα πόδια του οποίου είχε κουρνιάσει ο Morty. Mε το που με είδε άρχισε να χοροπηδάει πάλι ζητώντας χάδια κι από μένα, και τι να τον κάνω το μούργο; O Maurice κατέβασε το χέρι του πίσω από τον Morty και άγγιξε το δικό μου στον καναπέ.

«Δεν είναι μόνο οι Έλληνες,» είπε ο Maurice, γέρνοντας λίγο πιο μπροστά. «Το έχω παρατηρήσει αυτό και στους Ισπανούς, και στους Ιταλούς, και στους Γάλλους—ειδικά στους νότιους—και στους Τούρκους.»

Ο πατέρας μου κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση και σήκωσε το ποτήρι του. «Το θαύμα που λέγεται Μεσόγειος,» είπε χαμογελώντας. Πήρε μια μικρή γουλιά από το ουίσκι του. «Μπορεί να ακούγεται κλισέ αλλά ο ήλιος εδώ στο νότο λάμπει αλλιώς.»

It surely does,” συμφώνησε μαζί του ο Maurice και χωρίς να το θέλει, ζωγράφισε στόχο για τον Ανέστη.

Ναι, ο μπαμπάς δεν είναι από εκείνους που αφήνουν τέτοιες ευκαιρίες να πάνε χαμένες. Άφησε ένα δευτερόλεπτο να περάσει για δραματικό εφέ και μετά έκανε του Maurice It does, and dont call me Shirley!”, αντιγράφοντας στην εντέλεια το deadpan ύφος του Leslie Nielsen.

Τα βροντερά γέλια και των τριών μας παρέσυραν και την Ευτύχω, που γενικά δεν τη λες και fan του slapstick.

Όταν καταλάγιασαν τα γέλια ο Maurice άρχισε να μας διηγείται τη δική του εμπειρία από την ταινία.

“I will never forget the first time we saw Airplane,» ξεκίνησε να μας διηγείται. Me and mom nearly stroked from laughing.”

Έκανε μια μικρή παύση, το βλέμμα του έγινε μακρινό, νοσταλγικό. Ήταν τόσο γλυκούλης! Του άρπαξα το χέρι και του το έσφιξα μέσα στο δικό μου.

“But what has always stood out for me was seeing my father laughing uncontrollably, tears running on his face.”

Χαμογέλασε και πάλι, αυτή τη φορά πιο τρυφερά. “While he enjoys humor and delights in making me or mom laugh, himself is by nature more reserved.”

Έκανε μια μικρή παύση και το βλέμμα του έγινε πιο παιχνιδιάρικο, σηκώνοντας ελαφρά το ένα φρύδι του. “Don’t get me wrong, he is expressive in general, but laughing hysterically, let’s just say it’s not his trademark!” μας είπε, κάνοντας και τους τρεις μας να χαμογελάσουμε ακόμα πιο πλατιά.

«Maurice, η Σόφη μας είπε ότι σ' αρέσει η fantasy,» του είπε ο πατέρας μου αλλάζοντας θέμα. Ακούμπησε το ποτήρι του στο τραπεζάκι και έγειρε μπροστά με ενδιαφέρον.

“Guilty as charged!” απάντησε ο Maurice. Το πρόσωπό του φωτίστηκε με ένα χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. «Μου αρέσει κυρίως η heroic fantasy αλλά η παλιά, όχι η μοντέρνα. Ξέρετε...» Άρχισε να μετράει στα δάχτυλά του: «Moorcock, Leiber, Howard, Wagner και τα λοιπά.»

Τα μάτια του πατέρα μου άστραψαν. «Moorcock, ε;» ρώτησε χαμογελώντας. Τον ήξερα αυτόν τον τόνο—είχε βρει κάποιον να συζητήσει τα αγαπημένα του θέματα.

Ο Maurice κούνησε το κεφάλι του με ενθουσιασμό. «Ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του. Έφτιαξε τον πρώτο πραγματικό αντιήρωα.»

Πήρε μια γουλιά από το ουίσκι του και συνέχισε:

«Ακολούθησαν Wagner και Leiber, αν και οι Fafhrd και Gray Mouser του δεύτερου είναι κυρίως χιουμοριστικοί, σε αντίθεση με Elric ή Kane

Το χαμόγελο του πατέρα μου έγινε ακόμα πιο έντονο. Σε θέματα fantasy με τον Maurice είχε κυλήσει ο τέντζερης και είχε βρει το καπάκι!

«Lovecraft?» ρώτησε ο πατέρας μου, σηκώνοντας ελαφρά το ένα φρύδι του.

Ο Maurice κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, σουφρώνοντας λίγο τα χείλη του. «Δεν μου αρέσει ο υπαρξιακός τρόμος, τουλάχιστον όχι δοσμένος με τον τρόπο του Lovecraft ή του Wilson ή ακόμα και του Clark Ashton Smith,» του απάντησε.

Σταμάτησε και ήπιε άλλη μια γουλιά. Το σκέφτηκε λίγο, τα μάτια του κοίταζαν κάπου μακριά, σα να έψαχνε να βρει τα σωστά λόγια.

«Θα μου πείτε πως από μια οπτική και οι ιστορίες του Elric είναι γεμάτες με υπαρξιακές ανησυχίες,» συνέχισε, κάνοντας μικρές χειρονομίες με το ελεύθερο χέρι του, «αλλά όχι με τον τρόπο της Μυθολογίας Cthulhu που το σύμπαν είναι αδιάφορο και πέρα από την κατανόησή μας.»

Έγειρε ακόμα πιο μπροστά, τα μάτια του έλαμπαν με πάθος.

«Ο Elric κατανοεί πώς λειτουργεί το πολυσύμπαν αλλά παρόλο που ξέρει ότι δεν είναι παρά ένα πιόνι σ’ ένα στημένο παιχνίδι, παλεύει με όλη του τη δύναμη ενάντια σ’ αυτό που του έχει γραφτεί.»

Η φωνή του έγινε πιο χαμηλή, πιο σκεπτική.

«Αυτή η τραγικότητα του να παλεύεις ξέροντας ότι είσαι καταδικασμένος, το να προσπαθείς να κάνεις αυτό που θεωρείς καλό και στην προσπάθεια να καταστρέφεις ότι αγαπάς... δεν ξέρω...»

Χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελό του ήταν θλιμμένο, μελαγχολικό. Κοίταξε το ποτήρι του για μια στιγμή.

«Αν ο Lovecraft είναι ο συντριπτικός τρόμος του αγνώστου, ο Elric είναι ο τρόμος του αναπόφευκτου...»

Πραγματικά είχε κυλήσει ο τέντζερης και είχε βρει το καπάκι. Θα μπορούσα να τους ακούω—μόνο να τους ακούω—για ώρες. Οι μεγάλες δυνάμεις, από την άλλη, είχαν διαφορετική άποψη.

«Παιδιά!» Η φωνή της μητέρας μου έκοψε την ατμόσφαιρα σαν μαχαίρι. Στεκόταν στην πόρτα του σαλονιού με τα χέρια στη μέση. «Αν θέλετε να συζητήσετε για δράκους και μάγους μέχρι το πρωί, κανένα πρόβλημα, αλλά πρώτα θα φάτε!»

«Δεν είναι δράκοι και μάγοι…» πήγε να διαμαρτυρηθεί ο πατέρας μου αλλά το βλέμμα της μαμάς τον επανέφερε στην τάξη. «Έχεις δίκιο, αγάπη μου,» της είπε τελικά. «Η συζήτηση αυτή μπορεί να περιμένει.»

Μετά γύρισε προς τον Maurice. «Αλλά μετά το φαγητό, έχουμε πολλά να πούμε!»

«Looking forward to it!» του είπε ο Maurice με μάτια που άστραφταν από ενθουσιασμό.

Η καρδιά μου έκανε άλλη μια κωλοτούμπα μέσα στο στέρνο μου. Τον μπαμπά μου τον είχε κερδίσει! One parent to go!


18. Σαν πίτμπουλ!!!

Ακολούθησα τη μαμά στην κουζίνα για να τη βοηθήσω να σερβίρουμε το τραπέζι. Με το που άνοιξε το φούρνο, η μυρωδιά του μουσακά μου έσπασε τη μύτη. Το άρωμα από τη μπεσαμέλ και τον κιμά γέμισε όλο το χώρο. Η μαμά, όπως πάντα, τον είχε φτιάξει αριστούργημα

Είχε κόψει και σαλάτα η Ευτύχω μου, χωριάτικη με ντομάτα, αγγούρι, πιπεριά και φέτα. Αλλά κάτι έλειπε.

«Μαμά, γιατί δεν έχει κρεμμύδι η σαλάτα;» τη ρώτησα με περιέργεια, σηκώνοντας το ένα φρύδι μου.

«Δεν ήξερα αν το τρώει ο Maurice,» μου είπε απολογητικά.

«Αν το τρώει λέει;» της είπα χαχανίζοντας. Κούνησα το κεφάλι μου με διασκέδαση. «Θα κόψω εγώ!»

Έσκυψα στο ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη και έβγαλα ένα μεγάλο κρεμμύδι. Το ξεφλούδισα γρήγορα και άρχισα να το κόβω σε λεπτές φέτες.

Ενώ το μαχαίρι έκοβε ρυθμικά, διηγήθηκα στην Ευτύχω το πρώτο μας ραντεβού. «Σε μια φάση μου λέει “Θέλω να κάνω ένα τσιγάρο.”»

Εκεί με διέκοψε η μητέρα μου, γυρίζοντας απότομα. «Καπνίζει;»

«Στη χάση και στη φέξη,» της απάντησα αδιάφορα. «Άλλο ήθελα να πω.»

Συνέχισα να κόβω το κρεμμύδι, τα μάτια μου άρχισαν να τσούζουν ελαφρά.

«Τον ρωτάω έκπληκτη “Μου ζητάς άδεια;” και μου απαντάει ότι φοβήθηκε μη μυρίζει μετά το στόμα του.»

Σταμάτησα το κόψιμο και γύρισα προς τη μητέρα μου με ένα πλατύ χαμόγελο. «“Ρε αγόρι μου,” του είπα, “μαζί με τα παϊδάκια φάγαμε μια πιατέλα σαλάτα τίγκα στο κρεμμύδι και δυο μερίδες τζατζίκι, και ανησυχείς μη μυρίζει το στόμα σου τσιγαρίλα;”»

Παρόλο που η μάνα μου έβαλε τα γέλια, κουνώντας το κεφάλι της, τον δικαιολόγησε. «Έτσι κάνουν οι άνθρωποι που έχουν καλούς τρόπους!» μου είπε με ένα επιδοκιμαστικό χαμόγελο.

(Καλά, ας μας έβλεπε πώς τρώμε οι δυο μας όταν είμασταν μεταξύ μας και θα σου έλεγα. Εκεί δεν έχει Decorum, έχει όποιος προλάβει τον Κύριο οίδε.)

Έριξα το κρεμμύδι στη σαλάτα και άρχισα να την ανακατεύω με τις σαλατιέρες.

«Εσύ τι θα πιείς, κρασί ή μπύρα;» με ρώτησε η μαμά καθώς έβγαζε το ταψί με το μουσακά από το φούρνο.

«Μπύρα!» της απάντησα αποφασιστικά. Έδωσα μια τελευταία ανακάτεμα. «Έτοιμη και η σαλάτα!»

Κοίταξα γύρω μου στην κουζίνα. Εκτός από το μουσακά και τη σαλάτα, η Ευτύχω είχε φτιάξει και μεζεδάκια. Σε ένα μπολ είχε πάστα πράσινης ελιάς—την αγαπημένη μου—και σε ένα άλλο μπολ ξύγαλο.

«Το τρώει, έτσι;» με ρώτησε με μαμαδίστικη ανησυχία.

«Μη το βαρεθεί μόνο!» της είπα χαχανίζοντας. «Για πρωινό σήμερα του έφτιαξα παξιμάδια Κυθήρων με ξύγαλο και ντομάτα.» Θυμήθηκα τη στάκα και σταμάτησα απότομα. «Μαμά, έχετε καθόλου στάκα; Η δική μου τελείωσε...»

Τα μάτια της γούρλωσαν και με κοίταξε σαν να μου είχαν φυτρώσει κέρατα. «Έφαγες ένα ολόκληρο μπολ στάκα;» με ρώτησε. «Πότε πρόλαβες;»

Ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους μου, προσπαθώντας να φανώ χαλαρή. «Από εδώ και από εκεί!» της είπα, μη θέλοντας να μπω σε αυτή τη συζήτηση.

Η Ευτύχω το έπιασε και ευτυχώς δεν επέμεινε.

Η στάκα, αν και μοιάζει με βούτυρο, δεν είναι. Μπορείς να την αλείψεις και να τη φας με σκέτο ψωμί, ωστόσο εκεί που πραγματικά αναδεικνύεται είναι ως ενισχυτικό. Αυγά τηγανητά, πατάτες τηγανητές, ομελέτα, μακαρόνια, μπιφτέκια, πιλάφι (το γαμοπίλαφο έτσι φτιάχνεται, με στάκα!). Όρεξη να έχεις να τρως! Κάπως έτσι εξαφανίστηκε και η δική μου.

«Θα σου κλέψω λίγη φεύγοντας!» την προειδοποίησα με ένα πονηρό χαμόγελο, κάνοντάς την να γελάσει. «Και εννοείται ότι θα πάρω και τον υπόλοιπο μουσακά!»

Με κοίταξε με εκείνο το μαμαδίστικό της βλέμμα που μ’ έκανε να λιώνω. «Να τα πάρεις, αγάπη μου,» μου είπε χαμογελώντας μου τρυφερά. «Για εσάς τον έφτιαξα!»

Πήρα το ταψί με το μουσακά στα χέρια μου—ήταν ακόμα ζεστό. «Λοιπόν, πάμε μέσα γιατί αν το ρίξουν και πάλι στη fantasy δε θα τους ξεκολλήσουμε!» της είπα χαχανίζοντας. «Θα γυρίσω να πάρω εγώ τις μπύρες!»

«Άντε, πάμε!» μου είπε, παίρνοντας τη σαλατιέρα.

Και αμ έπος αμ έργο, κατευθυνθήκαμε προς την τραπεζαρία.

Ναι, δεν μιλούσανε για fantasy. Από το διάδρομο άκουγα τον Maurice να διηγείται κάποια ιστορία. Η διήγησή του κοβόταν από τα δικά του γέλια, και τον πατέρα μου να τον συνοδεύει πρίμο σεκόντο.

«SHE'S A RAVING LUNATIC! TILL TODAY I THOUGHT THAT THE 220 ON THE SPEEDOMETER WAS PURELY DECORATIVE!» τον άκουσα να διηγείται.

Αμέσως κατάλαβα ότι έλεγε στο μπαμπά την ιστορία της τρελλογκαζιάρας Martine που είχε κάνει τον Willem να δαγκώσει το ΤΑΠ του.

Speak of the devil!” είπε ο πατέρας μου όταν ηρέμησε από τα γέλια, βλέποντας την Ευτύχω να μπαίνει. “She da boss!” συμπλήρωσε δείχνοντας την—προφανώς άκουσε τον όρο από τον Maurice.

Ο αρκούδος παραλίγο να πνιγεί με το ουίσκι του κι εμένα να μου πέσει το ταψί από τα χέρια.

«Τι λες για μένα βρε αχαΐρευτε;» τον μάλωσε τρυφερά η Ευτύχω, αλλά τα μάτια της έλαμπαν.

«Τα καλύτερα!» της απάντησε ο πατέρας μου. Έβαλε και πάλι τα γέλια. Ο Maurice έγινε μωβ στην προσπάθεια να μη βάλει τα γέλια κι εκείνος, πιέζοντας τα χείλη του σφιχτά.

Ναι, εντάξει, τα αγόρια τα είχαν βρει μεταξύ τους. Χαμογελώντας σαν βλαμμένο από ευτυχία, βοήθησα τη μαμά να σερβίρει. Ακούμπησα το ταψί στο κέντρο του τραπεζιού. Όλοι καθίσαμε στις θέσεις μας. Η μαμά κοίταξε τον Maurice με ένα ευγενικό χαμόγελο.

«Do you pray before dinner?» τον ρώτησε.

“No, ma…” ξεκίνησε να λέει. Τα μάτια του γούρλωσαν ελαφρά—πρόλαβε να το μαζέψει πριν την πει “madam”. Ίσιωσε τους ώμους του και συνέχισε με deadpan ύφος: “I trust your skills!”

Της Ευτύχως της ξέφυγε ένα καθόλου καθώς πρέπει ροχαλητό. Το χέρι της πήγε στο στόμα της για να το κρύψει. Για τον μπαμπά δε μιλάμε—κόντεψε να βάλει τα κλάματα από τα γέλια, χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι.

Κι εγώ; Εγώ παραλίγο να βάλω τα κλάματα από τη χαρά μου βλέποντας τους γονείς μου να γελάνε και να αστειεύονται με τον αρκούδο μου λες και τον γνώριζαν χρόνια.

Η βραδιά κύλισε υπέροχα. Μετά το φαγητό, που ο Maurice εκθείασε σε όλους τους τόνους—«This is better than any restaurant!» είπε στη μαμά μου που κοκκίνισε σαν παρθένα—καθίσαμε πάλι στο σαλόνι.

Το διαλύσαμε σχεδόν στις δύο η ώρα, που για τους γονείς μου το λες και “after”. Συνήθως κοιμούνται το αργότερο στις έντεκα!

Ο Maurice μας διηγήθηκε για την παιδική του ηλικία στο Βέλγιο. «When I was seven, I decided I wanted to be a knight,» μας είπε με νοσταλγία.“So I made armor from cardboard boxes and challenged the neighbor’s dog, Leo, to a duel!”

«Και τι έγινε;» ρώτησε ο μπαμπάς έχοντας αρχίσει ήδη να γελάει προκαταβολικά.

“Leo, won by knockout!» απάντησε ο Maurice. “He was a massive Leonberger, over 90kilos! He destroyed my armor by winging his tail like a lunatic and then pinned me down and licked my face!”

Μας είπε αστείες ιστορίες δικές του και των γονιών του—πώς η μητέρα του είχε κατά λάθος βάψει όλα τα άσπρα ρούχα ροζ, πώς ο πατέρας του προσπάθησε να φτιάξει μόνος του την κουζίνα και κατέληξε να πλημμυρίσει το σπίτι.

Και φυσικά, οι δικοί μου δεν έχασαν την ευκαιρία να του διηγηθούν τα παιδικά μου κατορθώματα.

«Να φανταστείς,» ξεκίνησε η μαμά μου με ένα πονηρό χαμόγελο, «στα έξι της χρόνια, στα Ανώγεια, βγήκε τσίτσιδη στο δρόμο. Πήγε η γιαγιά της να τη μαζέψει…»

«ΜΑΜΑ!» φώναξα κόκκινη σαν παντζάρι.

«“Πού πας μωρή ξεβράκωτη;” φώναζε η γιαγιά της προσπαθώντας να την πιάσει, και το σκασμένο ήταν ευέλικτη σα μαϊμού!»

Τη διήγηση τη συνέχισε ο πατέρας μου. «Μπροστά λοιπόν η Σοφία να τρέψει στο δρόμο ξεβράκωτη και πίσω η γιαγιά της να προσπαθεί να την πιάσει!» είπε και έβαλε και πάλι τα γέλια, με τη μαμά και τον Maurice να ακολουθούν κι εγώ να σκέφτομαι σοβαρά τη μετακόμιση σε καμιά μογγολική στέπα.

«Να τρέχει και να φωνάζει…» είπε και πνίγηκε πάλι από τα γέλια «Είμαι η Μπο Ντέρεκ!» και δωσ’ του νέα γέλια και από τους τρεις.

Ο Maurice κοίταξε από μένα στους γονείς μου και πίσω. “Bo Derek?” ρώτησε με απορία όταν βρήκε της ανάσες του. «Πώς της ήρθε;»

«Αυτή είναι και η δική μας απορία εικοσιτέσσερα ολόκληρα χρόνια!» απάντησε η μητέρα μου, και πάρ’τους κάτω ξανά και τους τρεις.

«Στα βαφτίσια της να δεις τι έκανε!» ξεκίνησε και πάλι ο πατέρας μου. Τα μάτια του έλαμπαν με εκείνη τη λάμψη που είχε όταν ετοιμαζόταν να πει την ιστορία που έχει γίνει θρύλος στ’ Ανώγια.

«Μικρή,» ξεκίνησε να διηγείται, γέρνοντας συνωμοτικά προς τον Maurice, «ήταν πολύ κλαψιάρα!» ενώ του λόγου μου βυθίστηκα πιο βαθιά στην καρέκλα προσπαθώντας να εξαφανιστώ.

«Στα βαφτίσια της λοιπόν, όλοι μοιρολογούσαμε προκαταβολικά για το τι γκρίνια έχει να πέσει!» ξεκίνησε να λέει και ο Maurice έγειρε μπροστά με ενδιαφέρον, το ποτήρι με τη μπύρα ξεχασμένο στο χέρι.

«Τη βάζουμε στον πάγκο, κλάμα.» Ο μπαμπάς άρχισε να μιμείται τις κινήσεις. «Τη γδύνει η νονά της, κλάμα! Την παίρνει στα χέρια του ο παπά-Νικόλας, κλάμα!»

«Τη σηκώνει για να τη βουτήξει στο νερό, και ξαφνικά...» Έκανε μια δραματική παύση. «Ησυχία!»

«Μπαμπά, όχι!» τον παρακάλεσα απελπισμένη, κρύβοντάς το πρόσωπό μου πίσω από την πετσέτα, αλλά ήταν ασταμάτητος.

«Τη βουτάει στο νερό, την ξαναβουτάει στο νερό, τίποτα η Σοφία. Ούτε δάκρυ! Πάνω που αρχίζουν όλοι να σταυροκοπιούνται για το θαύμα, τη βγάζει έξω και την αφήνει στον πάγκο...»

«ΜΠΑΜΠΑ!!!!!» φώναξα και π, προσπαθώντας να τον σταματήσω. Αλλά μπα...

«Και τι κάνει;» Σταμάτησε για δραματικό εφέ, κοιτάζοντας τον Maurice. «ΤΟΥ ΔΑΓΚΩΝΕΙ ΤΟ ΧΕΡΙ!»

Ξέσπασε σε γέλια. Μαζί του έβαλαν τα γέλια και η μαμά με τον Maurice. Ο Maurice χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι τόσο δυνατά που η μπύρα του παραλίγο να χυθεί.

«ΤΟΝ... ΧΑΧΑΧΑΧΑ ΤΟΝ... ΤΟΝ ΑΡΠΑΞΕ ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΣΑΝ ΧΑΧΑΧΑΧΑ ΣΑΝ AXAXAXAXAΧΑΧΑΧΑXA ΣΑΝ ΠΙΤΜΠΟΥΛ ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!!!» είπε ο μπαμπάς πνιγμένος στα γέλια, όχι ότι οι άλλοι δύο πήγαιναν πίσω. Χτυπιόντουσαν στο τραπέζι με το δάκρυ να τρέχει κορόμηλο ενώ εγώ να παρακαλάω ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί.

«Ο ΠΑΠΠΑΣ ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ Ο ΠΑΠΑΣ ΝΑ ΦΩΝΑΖΕΙ “ΑΣΕ ΜΕ ΚΑΤΟΥ ΒΡΕ ΣΥΦΟΡΙΑΣΜΕΝΟ” XAXAXAXAXA ΘΕΕ ΜΟΥ ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ»

Πήρε βαθιά ανάσα, είχε γίνει κατακόκκινος από τα γέλια.

«Η ΝΟΝΑ ΤΗΣ ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧ Η ΝΟΝΑ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΑ ΧΑΧΑΧΑΧΑ ΝΑ ΓΕΛΑΕΙ ΚΑΙ ΧΑΧΑΧΑΧΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΝΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΤΡΑΒΗΞΕΙ ΤΗ ΣΟΦΙΑ ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΑΡΠΑΞΕΙ ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!»

Η μαμά μου σκούπιζε τα δάκρυά της με μια χαρτοπετσέτα, το σώμα της τρανταζόταν από τα γέλια.

«ΟΙ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΑ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΒΑΛΕΙ ΤΑ ΚΛΑΜΑΤΑ ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΑΠΟ ΤΑ ΓΕΛΙΑ ΚΑΙ ΧΑΧΑΧΑΧΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΝΑ ΣΤΑΥΡΟΚΟΠΙΟΥΝΤΑΙ!!!!! ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΑΧ ΑΧ ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ!!! ΧΑΧΑΧΑΧΑ»

Ο Maurice είχε διπλώσει στο τραπέζι. Τα ώμοι του τραντάζονταν, προσπαθούσε να πάρει ανάσα. “Oh my God!» κατάφερε να πει πνιχτά. Σήκωσε το κεφάλι του με κόπο. “Please tell me that you have the video!

«Σε τρία αντίγραφα, σε DVD και σε Blu-ray” του απάντησε ο πατέρας μου βάζοντας ξανά τα γέλια.

“ΜΠΑΜΠΑ!!!!!!!!” του φώναξα με απελπισία.

Πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει. «Τον φουκαρά τον παπά-Νικόλα, κομμάτι κόντεψε να του κόψει!»

«Είχε και σημάδι για χρόνια!» πρόσθεσε η μαμά μου, προσπαθώντας να σταματήσει τα γέλια της. «Κάθε φορά που μας έβλεπε στην εκκλησία έκανε πως δεν μας ήξερε!»

«Να φανταστείς…» ξεκίνησε να λέει ο μπαμπάς και πνίγηκε και πάλι στα γέλια… «Στα… ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ στα βαφτίσια του Παναγιώτη… ΧΑΧΑΧΑΧΑ είχε τυλιγμένο το χέρι του ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ σαν εκπαιδευτής σκύλων ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΘΕΕ ΜΟΥ ΧΑΧΑΧΑΧΑ. “Δεν την ξαναπατάω!” μας είπε ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ»

Νέος γύρος γέλιων και εκεί, δεν άντεξα, έβαλα κι εγώ τα γέλια.

Shes coming for your, Barbra,” του είπε ο Maurice και τον πατέρα μου που κατάλαβε την αναφορά—εγώ και η Ευτύχω not so much—τον έπιασε και πάλι βήχας από το γέλιο.

«Είναι από το πιο εμβληματικό quote μιας εκ των πιο εμβληματικών ταινιών τρόμου,» μας εξήγησε ο μπαμπάς όταν ηρέμισε, και ο Maurice ένευσε συμφωνώντας.

«“Η νύχτα των ζωντανών-νεκρών,” του Romero, που στην ουσία γέννησε τα ζόμπι του σύγχρονου κινηματογράφου!”

Μάλιστα…Όσο πήγαινε γινόταν και καλύτερο!

Και φυσικά ο Maurice τους είπε για τις δυο μου καντάδες. Πρώτα για το “Woman in Love”. “She sang it for my father,” εξήγησε με περηφάνια. “I told him that Sophie's voice is heavenly, and he asked me if he could hear her sing.”

Πήρε το χέρι μου στα χέρι του και το χάιδεψε τρυφερά. “And Sophie delivered!”

«Η μικρή μας τραγουδίστρια,» είπε η μαμά μου γεμάτη περηφάνια. «Πώς του φάνηκε του πατέρα σου!»

O Maurice χαμογέλασε σα χαζοχαρούμενο.

“He was left speechless! Kept writing ‘Godverdomme!’—meaning ‘God damn!’— in the messages!»

Και μετά τους διηγήθηκε για το video με το Highway Star.

“…and my father, the all-serious and measured Willem Mertens…” ξεκίνησε, κάνοντας δραματικές παύσεις had to stick his head under the cold water to stop laughing, he nearly had a stroke!

Οι γονείς μου ξεσπάνε σε νέα γέλια, φανταζόμενοι τη σκηνή.

Όταν επιτέλους σηκωθήκαμε να φύγουμε, η μαμά μου πήγε στην κουζίνα και επέστρεψε κρατώντας μια δυο τσάντες γεμάτες τάπερ και μπολάκια.

«Σας έβαλα όλο μουσακά που περίσσεψε,» μας είπε σπρώχνοντας τις τσάντα στα χέρια μου.

Μας ξεπροβόδησαν μέχρι το ασανσέρ. «Και μη χαθούμε ε,» μας είπαν και οι δύο μαζί στην πόρτα. «Να σας βλέπουμε έστω και μια φορά την εβδομάδα!»

Ο Maurice ίσιωσε την πλάτη του παρά το βάρος των τσαντών. «I will make sure of that,» δήλωσε επίσημα. “‘Keep the Promise’ is my middle name!”

Και πάρτους κάτω τους δικούς μου! Ξέσπασαν σε γέλια, καθώς φυσικά στη διάρκεια της βραδιάς είχαν μάθει καμιά δεκαριά "middle names" του αρκούδου μου.

Μέχρι και ο Morty, το κοπρόσκυλο, πιο πολύ έδειξε να στεναχωριέται που έφευγε ο Maurice παρά εγώ, κατάλαβες! Όταν φεύγαμε και έσκυψα να τον χαϊδέψω, μου έκανε δυο-τρεις χαρούλες και μετά πήγε στον Maurice. Άρχισε να του κλαψουρίζει και να τρίβεται στα πόδια του μέχρι που ο Maurice τον πήρε αγκαλιά.

Bye-bye, Morty!” του είπε χαϊδεύοντάς τον και ο προδόταρος τον έγλειψε στα μούτρα.

Τελικά μπήκαμε στο αυτοκίνητο, με τις τσάντες στο πίσω κάθισμα.

«Πώς σου φάνηκε;» τον ρώτησα όταν έβαλε μπροστά.

Γέλασε δυνατά. «Νιώθω σαν τους Έλληνες συμφοιτητές μου στο Imperial που μετά τις διακοπές τους κουβαλούσαν προμήθειες για κανένα χρόνο!» μου είπε χαχανίζοντας, δείχνοντας με το κεφάλι του τις τσάντες πίσω.

Αυτό με έκανε να βάλω τα γέλια. Είχε δίκιο—η μαμά μου μας είχε δώσει φαγητό για μια εβδομάδα τουλάχιστον.

Μετά, το πρόσωπό του σοβάρεψε λίγο και χαμογέλασε απαλά. “I loved them!” μου είπε με ειλικρίνεια, πιάνοντας το χέρι μου.

«Και οι δικοί μου σε συμπάθησαν!» του είπα. Όχι ότι χρειαζόταν υστερόγραφο, να πούμε. Ο Maurice τους είχε γοητεύσει. Ακόμα και η συνήθως επιφυλακτική Ευτύχω είχε ανοίξει σαν στρείδι. Άνθρωπος με εξαιρετικό μπρίο και χιούμορ, δεν ανοίγεται εύκολα, αλλά όταν ανοιχτεί γίνεται άλλος άνθρωπος.

Επιστρέψαμε σπίτι κουβαλώντας τις τσάντες. Με το που ανοίξαμε την πόρτα και μπήκαμε μέσα, μας υποδέχτηκε η γκρίνια του Μπλάκι που τον είχαμε αφήσει μόνο του.

«Νιάααααααου!» μας έκανε με παράπονο.

«Συγγνώμη μωρό μου,» του είπα σκύβοντας να τον χαϊδέψω, αλλά τότε  έγινε το μοιραίο: μύρισε στα ρούχα μας τον Morty !

Οπισθοχώρησε σαν να τον χτύπησε ρεύμα. Με κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο προδοσία και απογοήτευση. Μετά μας γύρισε επιδεικτικά την πλάτη, σήκωσε την ουρά του ψηλά και έφυγε προς το σαλόνι.

«Μπλάκι, έλα εδώ!» τον φώναξα.

Τίποτα. Για μια ολόκληρη ώρα έκανε ότι δε μας ήξερε, το κοπρόγατο! Καθόταν στο γατόδεντρό του με την πλάτη γυρισμένη, αρνούμενος να μας κοιτάξει.

Hes really offended,” μου είπε ο Maurice προσπαθώντας να μην γελάσει.

«Θα του περάσει,» είπα αναστενάζοντας. «Όταν πεινάσει θα έρθει.»

Τουλάχιστον μας άφησε να αλλάξουμε με την ησυχία μας. Ήταν και αυτό μια μικρή νίκη!

Πήγαμε στο δωμάτιο και γδυθήκαμε αργά, με κινήσεις τεμπέλικες από την κούραση και το φαγητό. Εγώ έμεινα μόνο με το κάτω εσώρουχο, ο Maurice με το μποξεράκι του. Πέσαμε και οι δυο σαν τούβλα στο στρώμα, βουλιάζοντας στην αγκαλιά του.

Γύρισα στο πλάι και τον κοίταξα. Είχε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του, και κοίταγε χαμογελώντας το ταβάνι. Κι εκεί ξεκίνησε το τρολλάρισμα, γιατί όχι που θα τη γλίτωνα.

Γύρισε απότομα προς το μέρος μου με ένα πολύ σοβαρό ύφος. «Ξέρεις τι σκέφτομαι;» μου είπε.

«Τι μωρό μου;» ρώτησα αθώα, στηριζόμενη στον αγκώνα μου, καταπίνοντας σα χάνος το δόλωμα αμάσητο.

«Ότι δε χρειαζόταν να κάνεις τόση φασαρία για την οπτική!» μου είπε συνεχίζοντας να μιλάει με σοβαρή φωνή και το αγκίστρι έφτασε μέχρι το στομάχι, να πούμε.

Αναστέναξα βαριά. «Το λες αυτό γιατί δεν ξέρεις τι μαλάκες μένουν σ' αυτή την πολυκατοικία.»

Και τότε, τα μάτια του άστραψαν σκανταλιάρικα. «Εννοώ... Θα μπορούσες απλά να τους δείξεις το DVD από τη βάφτισή σου!»

Έβαλε τα γέλια το τέρας. Διπλώθηκε στο κρεβάτι, κρατώντας την κοιλιά του.

«Όχι οπτική, μέχρι ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ μέχρι και τον πρωτότοκο τους θα θυσίαζαν ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ για να σε εξευμενίσουν ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!»

«ΒΡΕ ΤΕΡΑΣ!» του είπα αλλά παρόλα αυτά άρχισα να χαχανίζω κι εγώ, τι να κάνω η έρμη;

Αλλά δεν είχε τελειώσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε: «Δηλαδή τις προάλλες... ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ τις προάλλες που μου έλεγες ότι στο IT σε φοβούνται... ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ γιατί δαγκώνεις σαν πίτμπουλ... ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ κυριολεκτούσες! ΧΑΧΑΧΑΧΑXAXAXA!»

Αυτό ήταν! Άρπαξα το μαξιλάρι μου και του το έφερα στο κεφάλι με δύναμη.

ΜΠΑΦ!

Αλλά μπα! Είχε προλάβει να γυρίσει στο πλάι. Τρανταζόταν από τα γέλια, κάνοντας το κρεβάτι σεισμική ζώνη σε έξαρση. Το στρώμα αναπηδούσε κάτω από το βάρος του.

Ηρέμησε για λίγο. Έμεινε ακίνητος, αναπνέοντας βαριά. Πάνω που νόμιζα ότι του πέρασε...

Άντε Γιάννη πάλι τα καράβια.

«Σε φαντάζομαι να τρέχεις γυμνή στην παραλία όπως η Μπο Ντέρεκ...» ξεκίνησε να λέει. Τα μάτια του δάκρυζαν ήδη από τα προηγούμενα γέλια. «Και από την άλλη τον Dudley Moore... ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ να τρέχει αλλά ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ αλλά όχι προς τα σένα, όπως στο Δέκα...»

Σταμάτησε να πάρει ανάσα.

«Αλλά για να σου ξεφύγει ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ μην… μην τον δαγκώσεις ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!»

«ΑΑΑΑΑΑΡΓΚΧ!» έκανα με απελπισία. Άρπαξα το μαξιλάρι μου και έκρυψα το πρόσωπό μου από κάτω, πιέζοντάς το δυνατά. Ο Maurice έκλαιγε δίπλα μου από τα γέλια, το κρεβάτι συνέχιζε να τρέμει.

Λίγη ώρα αργότερα—όταν επιτέλους σταμάτησε να γελάει—ένιωσα τα δάχτυλά του να τραβούν απαλά το μαξιλάρι. Το άφησα να φύγει από τα χέρια μου.

Γύρισε στο πλάι του, στηρίζοντας το κεφάλι του στο χέρι του. Με κοίταξε με τα μάτια του να λάμπουν από έρωτα—και υπολείμματα διασκέδασης.

“You really are something”» μου είπε σχεδόν ψιθυριστά.

Σούφρωσα τα χείλη μου. «Όλο με δουλεύεις!» του είπα παραπονιάρικα, χτυπώντας τον ελαφρά στο στήθος. «Άντεεεεεεεε!»

«Είσαι γλύκα!» μου απάντησε. Έσκυψε και μου έκανε ένα τρυφερό boop στη μύτη με το δάχτυλό του.

Δεν άντεξα και χαχάνισα σαν παιδάκι, ρυτιδώνοντας τη μύτη μου. «Ήμανε!» του απάντησα με περηφάνια. Αυτό τον έκανε να χαχανίσει με τη σειρά του σα σχολιαρόπαιδο. Σήκωσα το δάχτυλό μου απειλητικά. «Αλλά αν χρειαστεί ΔΑΓΚΩΝΩ!» συμπλήρωσα, τρολλάροντας τον εαυτό μου.

Και πάρ'τον πάλι κάτω! Γύρισε ανάσκελα, χτυπώντας το στρώμα με τη γροθιά του.

«Αμ δεν το είδα;» μου είπε όταν ηρέμησε, σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάτια του. Ξαφνικά τα μάτια του άστραψαν με μια νέα ιδέα. «Πρέπει οπωσδήποτε να δω αυτό το βίντεο!»

Πετάχτηκα καθιστή. «ΌΧΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!» του έκανα με ψεύτικη απελπισία, ανοίγοντας τα χέρια μου δραματικά.

«ΝΑΙ!!!» μου είπε, κάθισε κι αυτός απέναντί μου. Γέλασε και πάλι, τα μάτια του έλαμπαν από κακία. «Και θα σε παρακαλούσα όταν έρθουν οι γονείς μου να τους το δείξουμε!»

Τα μάτια μου γούρλωσαν. «MAURICE!!!!!» του έκανα σκανδαλισμένη, ρίχνοντάς του το μαξιλάρι.

Το απέφυγε εύκολα και συνέχισε, τουμπάροντάς με τελείως: «Κι εγώ θα τραβάω βίντεο κρυφά τον πατέρα μου!»

Έπεσα δραματικά πίσω στο κρεβάτι, σκεπάζοντας το πρόσωπό μου με τα χέρια μου. «Ουφ!» έκανα με ψεύτικη απελπισία. «Ορίστε, τώρα θα γίνω και διεθνώς ρεζίλι!»

Έσκυψε πάνω μου, το πρόσωπό του λάμποντας από ενθουσιασμό. «ΜΥΘΟΣ θα γίνεις!» μου είπε. «ΘΑ ΣΕ ΛΑΤΡΕΨΟΥΝ! ΘΑ ΣΟΥ ΣΤΗΣΟΥΝ ΒΩΜΟ ΚΑΙ ΘΑ ΣΕ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΝ!»

Έβαλε και πάλι τα γέλια, καταρρέοντας δίπλα μου στο κρεβάτι.

Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, δεν ντρεπόμουν ακριβώς με τα καμώματά μου ως παιδί, πόσο μάλλον για αυτά που έκανα στα βαφτήσια μου δύο χρονών βρέφος.

(Ναι, για κακή τύχη του φουκαρά του Παπά-Νικόλα βαφτίστηκα σχετικά μεγάλη με όλα τα σχεδόν τα νεογιλά μου δόντια, των κυνοδόντων συμπεριλαμβανομένων.)

Αλλά δεν είναι και ιστορίες που εγώ τουλάχιστον θα έλεγα στο αγόρι μου, όσο αστείες και αν ήταν στα μάτια κάποιου τρίτου. Αλλά από παιδικά κατορθώματα, όρεξη να έχεις, δεν ήμουν παιδί εγώ!

Η γιαγιά-Σοφία ορκιζόταν πως ήμουν δαιμονισμένη και πως εξορκισμό ζήτησε ο ίδιος ο δαίμονας γιατί δε μ’ άντεχε, και μετά έτρεχε σε ψυχιάτρους για να απαλλαγεί από το σύμπλεγμα κατωτερότητας που του είχα προκαλέσει.

Τι δεν έχω κάνει! Μέχρι και τον Παναγιώτη, ενός χρόνου τότε, τον είχα βγάλει στο μπαλκόνι και τον έβρεχα με το λάστιχο να καθαρίσει, γιατί είχε λερωθεί και μου μύριζε και ο μούσκαρος νόμιζε ότι ήταν παιχνίδι και γέλαγε, και έτσι άργησε να μας πάρει χαμπάρι η Ευτύχω.

Δεν λες καλά που δεν τον έχωσα σε κανένα πλυντήριο να έχουμε άλλα; Ανατριχιάζω και μόνο που το σκέφτομαι.

Από τις σκέψεις μου με έβγαλε ο αρκούδος μου που κατάλαβε και πάλι ότι ταξίδευα. «Τι σκέφτεσαι μωρό μου;»

«Ότι μικρή ήμουν ο ίδιος ο διάολος!» του απάντησα και του διηγήθηκα αυτό που μου έλεγε πειράζοντάς με η γιαγιά Σοφία.

“God, I wish I had met you as a kid…” μου είπε όταν ηρέμισε από τα γέλια.

Nah!” του απάντησα παιχνιδιάρικα. «Καλύτερα που με γνώρισες τώρα,» του είπα με λάγνα φωνή και προς επίρρωση του έριξα ένα χούφτωμα όλο δικό του.

“Let me guess, I’m about to be raped!” μου είπε χαχανίζοντας. Again!”

«Μπα… κουτουλάω τώρα… αλλά αύριο το πρωί, θα σου δείξω εγώ, θα δεις τι θα πάθεις!» του είπα κάνοντας την καλύτερη μίμηση του Χλαπάτσα, και φυσικά ο αρκούδος μου δεν κατάλαβε Χριστό.

You assigned me ascheduled task!” του είπα, αναφερόμενος στα χθεσινοβραδινά που μου είχε ζητήσει να τον ξυπνήσω με το στόμα μου.

It wasnt recurring!” μου απάντησε χαχανίζοντας. “It was for today!”

No-no, Mr. Mertens!” ξεκίνησα να του λέω με την καλύτερη μίμηση ινδικής προφοράς που μπορούσα, και άρχισε να τραντάζεται και πάλι από τα γέλια. “This wasn’t clearly stated in your functional specifications! Too late now, the task is recuring!”

«ΕΙΣΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ!» μου είπε όταν βρήκε τις ανάσες του από τα γέλια.

«ΗΜΑΝΕ!» του απάντησα κι εγώ και του έκανα ένα “BRRRRRRRRR” στην αυτοκρατορική του κοιλούμπα!

Αμέ!

Με το Μπλάκι να μη μας έχει συγχωρήσει ακόμα την... απιστία, του έδωσα στον αρκούδο μου ένα τρυφερό φιλάκι στο μάγουλο. Γύρισα στο πλάι και με πήρε αγκαλιά κουτάλα, το χέρι του τυλίχτηκε γύρω μου προστατευτικά. Το σώμα του ζεστό πίσω μου, η αναπνοή του στον αυχένα μου. Ούτε που κατάλαβα για πότε έπεσε ο γενικός!

Το πρωί ξύπνησα τ' ανάσκελα, που λένε. Το χέρι του αρκούδου μου είχε γλιστρήσει στο στέρνο μου κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα. Αλλά αυτό που με ξύπνησε ήταν ο Μπλάκι—κατά τα φαινόμενα μου είχε συγχωρήσει την απιστία—που μου έκανε πατουσάκια στην κοιλιά. Απαλά, ρυθμικά, σαν να ζύμωνε ψωμί.

Ή είχε λυσσάξει στην πείνα και προσπαθούσε να με καλοπιάσει. Βγάζεις άκρη με το τριχωτό κάθαρμα;

Άνοιξα το ένα μάτι και τον κοίταξα. «Μπα, σε πιάσανε οι αγάπες τώρα;» του έκανα ειρωνικά, κρατώντας τη φωνή μου χαμηλή.

Σταμάτησε για μερικές στιγμές. Με κοίταξε με εκείνο το γατίσιο “Whatever…” βλέμμα και συνέχισε να μου κάνει πατουσάκια. Και χωρίς νύχια παρακαλώ!

«Προσπαθείς να με καλοπιάσεις βρε τσόγλανε;» τον ρώτησα χαχανίζοντας σιγανά.

Σήκωσα προσεκτικά το χέρι του αρκούδου μου—αργά, απαλά, για να μην τον ξυπνήσω. Το ακούμπησα στο μαξιλάρι δίπλα του. Σηκώθηκα με τα χίλια ζόρια, προσπαθώντας να μην κάνω το στρώμα να τρίξει. Εννοείται με τον Μπλάκι στα πόδια μου σαν σκιά.

Πήγα στο μπάνιο με μισόκλειστα μάτια. Και φυσικά, με το που κατέβασα τα βρακιά μου και κάθισα στη λεκάνη, ο κύριος έριξε ένα κομψό σάλτο και βρέθηκε στο νιπτήρα. Κάθισε εκεί σαν άγαλμα, κοιτάζοντάς με μ' αυτό το γατίσιο βλέμμα της μισής περιέργειας, μισής αδιαφορίας.

Και τότε με χτύπησε σαν κεραυνός.

«Αμάν!» έκανα και χτύπησα το μέτωπό μου με την παλάμη μου. «Δεν έβαλα τα πλυμένα στο στεγνωτήριο!»

(Ναι, ό,τι θυμάμαι χαίρομαι! Σοφία Αλοϊζάκη, να ξανασυστηθούμε;)

Σηκώθηκα, έπλυνα τα χέρια μου και άνοιξα τη βρύση για να πλύνω δοντάκια. Με το που άκουσε τον ήχο του νερού, ο Μπλάκι διακτινίστηκε. Πραγματικά, τη μια στιγμή ήταν στο νιπτήρα, την άλλη είχε εξαφανιστεί από το οπτικό μου πεδίο. ΖΟΥΠ! Σαν τηλεμεταφορά.

Γύρισα στο δωμάτιο και έβγαλα ένα λαστιχάκι από το συρτάρι μου και έδεσα το μαλλί μου. Ο Maurice ήταν γυρισμένος στο πλάι οπότε αυτή τη φορά ξάπλωσα κι εγώ στο πλάι και του κατέβασα το μποξεράκι. Όπως και χθες όταν τον πήρα στο στόμα μου δεν ήταν ερεθισμένος αλλά μέσα σε ένα λεπτάκι στον έκανα κοιμισμένο πύραυλο!

Η αλήθεια είναι ότι η στάση αυτή βολεύει περισσότερο για mouth fuck παρά για ενεργητική πίπα—ας πούμε ότι δεν ήταν τον πρώτο μου ροντέο σε αυτή τη θέση. Τουλάχιστον όπως ήταν ξαπλωμένος μπορούσα να χρησιμοποιήσω το καλό μου χέρι, το αριστερό, για να βοηθήσω κάπως την κατάσταση.

Από τη δύσκολη θέση με έβγαλε τελικά ο αρκούδος μου, όταν ξύπνησε και το πάνω κεφάλι. Μου χαμογέλασε και μου έκανε νόημα να ανέβω προς τα πάνω.

«Σε μάθαμε κύριε, πρώτα φιλάκι και μετά άλλες δέκα γιατί άφησα την πίπα στη μέση!» του είπα χαχανίζοντας.

«Όχι, φιλάκι μόνο!» μου είπε, και δε με άφησε να συνεχίσω το έργο μου. Ναι, δεν το έλεγες ακριβώς φιλάκι. Με τράβηξε πάνω του και με κόλλησε στο στήθος του. Τα χείλη του βρήκαν τα δικά μου και κόντεψε να με ρουφήξει. Η γλώσσα του εξερεύνησε το στόμα μου, τα χέρια του χάιδεψαν την πλάτη μου. Όχι ότι παραπονιέμαι—φωτιά θα πέσει να με κάψει αν πω ψέματα.

Όταν τελικά με άφησε να σηκωθώ. Πήγε στο μπάνιο κι εγώ πήγα να ετοιμάσω το πρωινό. Σήμερα ο αρκούδος μου θα έτρωγε τηγανητά αυγά με τη στάκα που είχα βουτήξει από τους δικούς μου.

Πήγα στην κουζίνα και άνοιξα το ψυγείο. Έβγαλα το δοχείο με τη στάκα, τα αυγά και το ψωμί. Στο αντικολλητικό τηγάνι έριξα έξι κουταλιές στάκα—δύο για κάθε αυγό. Το έβαλα σε μέτρια θερμοκρασία και την ανακάτεψα αργά με ξύλινη κουτάλα, κάνοντας κυκλικές κινήσεις μέχρι να αρχίσει να βγάζει το βούτυρο.

Έσπασα τρία αυγά προσεκτικά, ένα-ένα, φροντίζοντας να μην σπάσουν οι κρόκοι. Αλάτισα ελαφρά μόνο τους κρόκους με χοντρό αλάτι, και τα περιέχυσα με το χρυσαφένιο βούτυρο που είχε σχηματιστεί, κάνοντας μικρές κινήσεις με το τηγάνι. Σκέπασα το τηγάνι με το γυάλινο καπάκι του και χαμήλωσα τη φωτιά.

Όταν το ασπράδι άρχισε να παίρνει χρώμα και σχηματίστηκε η κρούστα από πάνω, χαμήλωσα τη φωτιά. Έβγαλα προσεκτικά τα αυγά από το τηγάνι με τη σπάτουλα—η στάκα θέλει μελάτο το αυγό για να αναδειχτεί, όχι σφιχτό.

Έριξα στο τηγάνι τρεις φέτες ψωμί του τοστ και το άφησα για ελάχιστη ώρα σε χαμηλή φωτιά—ίσα για να πάρει χρώμα και από τις δύο πλευρές και να απορροφήσει λίγο από το βούτυρο της στάκας.

Ο Maurice χθες είχε ξετρελαθεί με την πάστα ελιάς, οπότε του έβαλα μια γενναία μερίδα σε ένα μπολάκι. Έβγαλα και μερικά κριτσίνια σε ένα πιατάκι. Μέχρι να τελειώσει την πρωινή του τουαλέτα και το πλύσιμο των δοντιών, ήταν έτοιμο και το πρωινό!

Ήρθε στην κουζίνα μυρίζοντας τον αέρα σαν κυνηγόσκυλο. Τα ρουθούνια του φούσκωναν, τα μάτια του γυάλιζαν. Ο Μπλάκι μπλεκόταν στα πόδια του, κάνοντας οχτάρια ανάμεσα στις γάμπες του. Κατά τα φαινόμενα το μαύρο κάθαρμα είχε συγχωρήσει και τον αρκούδο μου!

«Σου έφτιαξα αυγά μάτια με στάκα!» του είπα με περηφάνια, δείχνοντας το πιάτο. «Πίστεψέ με, δεν έχεις φάει τέτοια τηγανητά αυγά στη ζωή σου!»

I love you!” μου είπε με το πρόσωπό του να λάμπει από ενθουσιασμό σαν μικρού παιδιού την παραμονή των Χριστουγέννων.

«Όταν τα δοκιμάσεις θα με αγαπήσεις ακόμα περισσότερο!» τον διαβεβαίωσα με ένα πονηρό χαμόγελο.

Πήγα στο ψυγείο και έβγαλα δύο κουτάκια μπύρες. Τα ξέπλυνα γρήγορα στο νεροχύτη και τα σκούπισα. Άνοιξα και το ντουλάπι και έβαλα στον Μπλάκι την υγρή του τροφή στο μπολάκι του. Μπας και αφήσει τον Maurice να φάει με την ησυχία του.

Ναι καλά! Ούτε που το άγγιξε το μπολάκι του. Το μύρισε με περιφρόνηση, γύρισε την ουρά του ψηλά και έριξε ένα κομψό σάλτο στο τραπέζι. Κάθισε ακριβώς δίπλα στο πιάτο του Maurice και άρχισε να νιαουρίζει επιτακτικά, λες και του χρωστάγαμε να πούμε!

Και φυσικά η γκρίνια έπιασε. Ο Maurice του έκοψε ένα μικρό κομματάκι και το έδωσε στον Μπλάκι που το μύρισε με ενδιαφέρον.

Και μετά, αντί να το φάει, άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο! Το χτυπούσε με την πατούσα του, το κυνηγούσε στο τραπέζι, το έσπρωχνε δεξιά-αριστερά. Τουλάχιστον άφησε τον αρκούδο μου να φάει με την ησυχία του. Κάτι ήταν κι αυτό.

«Oh God!» είπε ο Maurice τρώγοντας την πρώτη πιρουνιά. Τα μάτια του έκλεισαν από ευχαρίστηση.

Ένιωσα να φουσκώνω από χαρά και περηφάνεια. «Για άθεος, πολύ επικαλείσαι το Θεό!» του είπα πειράζοντάς τον.

Κατάπιε και με κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο. «Well, το φαγητό στην Ελλάδα με έχει κάνει να αρχίσω να αναθεωρώ τις θρησκευτικές μου πεποιθήσεις,» μου απάντησε χωρίς να χάσει μπιτ.

Γέλασα δυνατά. «Που να δοκιμάσεις και το αντικριστό!» του είπα χαμογελώντας. «Σε βλέπω γονυπετή στην Τίνο, φουκαρά μου!»

Ναι, αυτό ήταν αναφορά που δεν έπιασε ο αρκούδος μου. Με κοίταξε με απορία, το πιρούνι του στον αέρα. Οπότε όσο μασαμπούκιαζε τα αυγά σα να μην υπάρχει αύριο, εγώ του εξηγούσα για το πανηγυράκι του Δεκαπενταύγουστου—τα τάματα, τους πιστούς που πάνε με τα γόνατα, τα καντήλια.

«Δεν χαρακτήρισε τυχαία τη θρησκεία ως "όπιο του λαού" ο Marx,» μου απάντησε ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του. Μούσκεψε ένα κομμάτι ψωμί στον κρόκο. «Όπου υπάρχουν πρόθυμοι αγοραστές, υπάρχουν και πλούσιοι πωλητές.»

«Είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε,» παρατήρησα αφηρημένα κουνώντας ελαφρά το κεφάλι μου.

«Μπα, ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης υπάρχει σε κάθε οικονομικό σύστημα,» μου είπε συνεχίζοντας να τρώει με όρεξη. «Τον μάγο της φυλής δεν τον λες ακριβώς CEO,» συμπλήρωσε χαχανίζοντας. “As Aristotle said, ‘nature abhors a vacuum.’”

«Με τη διαφορά ότι το κενό δεν υπάρχει, δημιουργείται τεχνηέντως,» παρατήρησα ξερά εγώ.

Be that as it may,” απάντησε κάνοντας μια γενναία βουτιά το ψωμί του στο πιάτο, μαζεύοντας τα τελευταία ίχνη στάκας.

Εκείνη τη στιγμή βούιξε το κινητό μου. Το άρπαξα από το τραπέζι και είδα το όνομα στην οθόνη.

«Μου έστειλε μήνυμα η Μαίρη!» είπα στον αρκούδο μου με ενθουσιασμό.

«Την καλημέρα μου να της δώσεις!» μου είπε, σκουπίζοντας το στόμα του με τη χαρτοπετσέτα.

Άνοιξα το μήνυμα: «Καλημέρα! Πώς πήγε η γνωριμία του Maurice με τους δικούς σου;»

Πήρα το τηλέφωνο στα χέρια και άρχισα να πληκτρολογώ γρήγορα: «Λέρωσαν και οι δύο τα βρακιά τους με τον αρκούδο μου! Μέχρι που και η Ευτύχω είπε "Να σας βλέπουμε μια φορά την εβδομάδα!". Ναι, χρησιμοποίησε δεύτερο πληθυντικό!»

Η απάντηση ήρθε σχεδόν αμέσως: «Φουκαριάρα μου κοίτα μην κάνεις καμιά μαλακία και χωρίσετε εξαιτίας σου, βλέπω οι δικοί σου να κρατάνε τον αρκούδο σου και να σου κόβουν την καλημέρα!😬🫣😋»

Έβαλα τα γέλια τόσο δυνατά που ο Maurice σήκωσε το κεφάλι του με περιέργεια.

«Για τρελές ψάχνεις 🤣;» της απάντησα, κουνώντας το κεφάλι μου.

«Θα μου τα πεις αύριο το βράδυ αναλυτικά!😎»

«Εννοείται! Τι ώρα επιστρέφεις;»

«Απόγευμα θα είμαι Αθήνα, όταν προσγειωθώ θα σου στείλω. Εσείς τι θα κάνετε;»

Κοίταξα τον Maurice που είχε ακουμπήσει πίσω στην καρέκλα του, χαϊδεύοντας ικανοποιημένος το στομάχι του.

«Θα βγούμε να γνωρίσω τους φίλους του! 😍»

«AWWWWWWWW🖤🖤🖤 Σε αφήνω, πάω να ξυπνήσω τον πιτσιρικά😵»

Όταν είδα το emoticon με το ανοιχτό στόμα και τα κλειστά μάτια έβαλα και πάλι τα γέλια. Το ξύπνημα που θα του έκανε το λες και... οργασμικό!

«Καλό βόλι!🥳»

«Το καλό που του θέλω! 😈😀🤣» μου απάντησε.

Έβαλα και πάλι τα γέλια. Εντάξει, είναι απίθανη η ρουφιάνα!

Ακούμπησα το τηλέφωνο και κοίταξα τον Maurice. «Μωρό μου, μήπως θες να σου φτιάξω και κάτι άλλο;» τον ρώτησα. Το πιάτο του όχι απλά ήταν άδειο—σχεδόν γυάλιζε!

“No babe, I'm fine! I'm more than fine, this was the best fried eggs ever!” μου είπε με ένα πλατύ χαμόγελο.

“Staka makes all the difference, doesn’t it?”

It surely does!” μου είπε χαϊδεύοντας το στομάχι του με ικανοποίηση.

Dont call me Shirley!” του απάντησα θυμίζοντάς του το trolling του πατέρα μου και βάλαμε και οι δύο τα γέλια.

Άδειασε και το δεύτερο κουτάκι μπύρας με μια τελευταία γουλιά. Σηκώθηκε, μάζεψε το τραπέζι με γρήγορες κινήσεις και πήγε στον νεροχύτη για να πλύνει πιάτα και μαχαιροπίρουνα. Τον παρακολουθούσα να κινείται στην κουζίνα μου με τόση άνεση λες και ήταν το σπίτι του.

«Θα παραγγείλεις καφέ;» με ρώτησε πάνω από τον ώμο του.

«Και το ρωτάς, αρκούδι μου;» του απάντησα. «Κρύο έτσι;»

Μου ένευσε καταφατικά, στεγνώνοντας τα χέρια του σε μια πετσέτα. Πήρα το κινητό μου και παρήγγειλα από το e-food να μας φέρουν τα καφεδάκια μας—έναν freddo espresso για μένα και έναν freddo cappuccino για εκείνον.

Όταν τελείωσε με το πλύσιμο των πιάτων και με τον Μπλάκι να μπλέκεται στα πόδια μας, επιστρέψαμε στο σαλόνι. Εμείς καθίσαμε στον καναπέ, εγώ κουλουριάστηκα δίπλα του.

Έριξε ένα σάλτο και ανέβηκε στο γατόδεντρό του. Από εκεί μας κοίταξε για μερικές στιγμές σαν να επιθεωρεί κλουβί με χιμπατζήδες—με εκείνο το γατίσιο βλέμμα ανωτερότητας. Και μετά, ικανοποιημένος που είχε καταστήσει σαφή την ιεραρχία, το έριξε στην προσωπική καθαριότητα, γλείφοντας μεθοδικά την πατούσα του.

Ακούστηκε ένα pling από το τραπέζι. Ο Maurice έσκυψε και πήρε το κινητό του, ξεκλειδώνοντάς το με τον αντίχειρά του. Διάβασε το μήνυμα και γύρισε προς το μέρος μου.

«Είναι στο ομαδικό που έχω με τους φίλους μου, ρωτάνε τι ώρα και πού.»

Εκεί μου ήρθε μια ιδέα. Ίσιωσα στον καναπέ με ενθουσιασμό. «Αρκούδι μου, θέλεις να πάμε θάλασσα και να τους πεις να έρθουν να μας βρουν εκεί;»

Το πρόσωπό του φωτίστηκε σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο. «Αμέ! Αλλά θα πρέπει να περάσουμε από το σπίτι μου να πάρω το μαγιό μου!»

Σκέφτηκε για μια στιγμή, τρίβοντας το πιγούνι του.

«Πού λες να πάμε; Λιμανάκια;»

Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Όχι μωρό μου, δε θα βρούμε να κάτσουμε εκεί. Θα είναι πήχτρα στον κόσμο Κυριακάτικα. Λέω για Σχοινιά, έχει μπόλικα beach bars εκεί.»

«Να πούμε κάποιο συγκεκριμένο;» με ρώτησε, με το δάχτυλό του έτοιμο πάνω από την οθόνη.

«Ναι, πες τους Nuevo!» του απάντησα.

«Ωραία, ωραία!» απάντησε με ενθουσιασμό. Τα δάχτυλά του άρχισαν να πετάνε πάνω από την οθόνη καθώς έγραφε στο ομαδικό.

Μετά από λίγο σήκωσε το κεφάλι του και γύρισε προς το μέρος μου. «Να πούμε σε μία-μιάμιση ώρα; Θα προλάβουμε;»

Υπολόγισα γρήγορα τις αποστάσεις στο μυαλό μου. «Ναι, μια χαρά! Πες τους σε μιάμιση ώρα, το πολύ-πολύ να είμαστε εκεί λίγο νωρίτερα.»

Σηκώθηκα από τον καναπέ και τίναξα τα μαλλιά μου πίσω. «Λοιπόν, πάω να φορέσω το μαγιό μου.»

«Το μπικίνι!» μου είπε σε τόνο που δεν άφηνε περιθώρια επιλογής.

Αναστέναξα θεατρικά. «Εντάξει μωρό μου, το μπικίνι!» του είπα και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιό μου.

Άνοιξα τη ντουλάπα και έβγαλα το μαύρο μπικίνι. Το κοίταξα για λίγο, στενάζοντας—λίγο είναι η αλήθεια. Το φόρεσα γρήγορα και από πάνω έβαλα ένα ελαφρύ παρεό με τροπικά σχέδια.

Πήγα στο αποθηκάκι και πήρα την τσάντα της θάλασσας. Έλεγξα τα περιεχόμενα: πετσέτες, αντηλιακά, γυαλιά ηλίου. Ψάθα δε θα χρειαζόμασταν—στο Nuevo τουλάχιστον έχουν ξαπλώστρες—αλλά την άφησα και αυτή για καλό και για κακό στην τσάντα.

Γύρισα στο σαλόνι με την τσάντα στον ώμο. «Έτοιμη!» του είπα.

Με κοίταξε από πάνω ως κάτω με ένα ερευνητικό βλέμμα. «Φόρεσες το μπικίνι;»

Ta-dah!” του έκανα και με μια θεατρική κίνηση έβγαλα το παρεό.

Με κοίταξε για μερικές στιγμές με ανεξιχνίαστο βλέμμα. Μου έκανε νόημα με το δάχτυλό του να τον πλησιάσω. Όταν πήγα μπροστά του, με διέταξε να γονατίσω.

«Θ’ αργήσουμε!» του είπα χαχανίζοντας, αλλά υπάκουσα.

«Από εσένα εξαρτάται!» μου απάντησε κλείνοντάς μου το μάτι.

Χαμογελώντας έδεσα πρόχειρα τα μαλλιά μου κότσο και του τράβηξα το μποξεράκι, ενώ ο Maurice ανασηκώθηκε ελαφρά για να με βοηθήσει. Έσκυψα από πάνω του και χωρίς άλλη καθυστέρηση τον πήρα στο χέρι μου και τον έγλειψα από το κεφαλάκι μέχρι τη βάση του.

Στη συνέχεια τον πήρα στο στόμα μου ολόκληρο και άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου πάνω κάτω, ενώ ο Maurice βόγκηξε από ευχαρίστηση. Ένιωσα το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου, και γραπώνοντάς με από τα μαλλιά μου έδωσε το ρυθμό που ήθελε.

Αφέθηκα στο ρυθμό του και το μυαλό μου άδειασε τελείως. Η μόνη μου επαφή με το περιβάλλον ήταν η αίσθηση του οργάνου του στο στόμα μου και τα σιγανά του βογγητά. Σταδιακά άρχισε να επιταχύνει το ρυθμό του, και τα βογγητά του άρχισαν να δυναμώνουν σε ένταση και να αυξάνονται σε συχνότητα.

Έχοντας χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου δεν κατάλαβα πόση ώρα είχε περάσει όταν τον ένιωσα να πλησιάζει στο τέλος.

AAAAAH baby! Im cumming! Im cumming!” τον άκουσα να φωνάζει και με κράτησε ακίνητη. Το όργανό του τρεμούλιασε για μερικές στιγμές και μετά άρχισε τα τινάγματα, κάθε του σπασμός και μια ριπή. “Swallow!” με διέταξε, λες και χρειαζόταν να πούμε, είχα ήδη αρχίσει να καταπίνω.

Όταν τελείωσε τον καθάρισα προσεκτικά και σήκωσα το βλέμμα μου προς τα πάνω.

Was it to your liking, Sir?” τον ρώτησα με όλο μου το “υποτακτικό” σκέρτσο, σκουπίζοντας το στόμα μου.

«It was babe!» μου απάντησε. Μου έδωσε το χέρι του για να με βοηθήσει να σηκωθώ. Τα γόνατά μου διαμαρτυρήθηκαν ελαφρά.

Σηκώθηκε κι εκείνος και με έσφιξε στην αγκαλιά του, τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω μου. Με φίλησε βαθιά, η γλώσσα του εξερεύνησε το στόμα μου.

«Τι σ’ έπιασε;» τον ρώτησα χαμογελώντας όταν με άφησε, ακόμα λίγο ζαλισμένη από το φιλί.

«Που σε είδα με το μαγιό σου!» μου απάντησε παίζοντας πονηρά τα βλέφαρά του.

Τον χτύπησα παιχνιδιάρικα στο στήθος. «Βρε όργιο, πριν ήμουν γυμνή από πάνω!» του απάντησα βάζοντας τα γέλια.

«Μερικές φορές το να δείχνεις τόσο... όσο, είναι πιο ερεθιστικό από το να τα δείχνεις όλα!» μου απάντησε κλείνοντάς μου το μάτι.

Μετά το πρόσωπό του πήρε μια ψεύτικα σοβαρή έκφραση.

«Και επίσης άλλες είκοσι!»

Τα μάτια μου γούρλωσαν. «Γιατί;;;» τον ρώτησα απορημένη.

«Γιατί είμαι σίγουρος ότι όταν φόρεσες το μαγιό σου γκρίνιαξες από μέσα σου!» μου απάντησε χαχανίζοντας.

Αυτό λέγεται τηλεπαθητική καταπίεση!» του είπα δήθεν μουτρωμένη.

«Χα! Ώστε το παραδέχεσαι!» μου απάντησε βάζοντας τα γέλια.

Im pleading the fifth!” του απάντησα χαχανίζοντας.

«Αυτά στους φίλους σου τους Αμερικάνους!» μου απάντησε βάζοντας ακόμα πιο δυνατά γέλια. «Και άλλες είκοσι!»

«Χρουμφ!» έκανα γυρίζοντας το κεφάλι μου.

«Σαράντα;» με απείλησε, σηκώνοντας ένα φρύδι.

«Όχι χρουμφ!!!!!» του είπα βάζοντας και πάλι τα γέλια.

«Too late! Οι σαράντα παραμένουν!» μου είπε και μου έχωσε μια παιχνιδιάρικη στα καπούλια που με έκανε να πεταχτώ.

Με γέλια και πειράγματα μαζέψαμε τα πράγματά μας. Ο Μπλάκι εμφανίστηκε από το πουθενά και άρχισε να μας γκρινιάζει που θα τον αφήσουμε μόνο του. Νιαούριζε και τριβόταν στα πόδια μας—παρά το γεγονός ότι τόση ώρα μας είχε γραμμένους εκεί που δεν πιάνει μελάνι.

«Θα γυρίσουμε, μωρό μου,» του είπα σκύβοντας να τον χαϊδέψω. «Μη γκρινιάζεις!»

Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν μπροστά από το σπίτι του Maurice.

Έκανα να λύσω τη ζώνη μου αλλά με σταμάτησε. «Δε χρειάζεται να ανέβεις, σε πέντε λεπτά το πολύ θα είμαι πίσω!» με διαβεβαίωσε. Βγήκε από το αυτοκίνητο και τον είδα να εξαφανίζεται στην είσοδο της πολυκατοικίας.

Τέσσερα λεπτά και σαράντα δευτερόλεπτα αργότερα—ναι, τον χρονομέτρησα—επέστρεψε. Κρατούσε ένα μικρό σακίδιο και φορούσε το μαγιό του με ένα t-shirt από πάνω.

«Τις γλύτωσα τις πενήντα!» του είπα θριαμβευτικά με το που μπήκε.

«Ορίστε;» με ρώτησε απορημένος, πετώντας το σακίδιο πίσω.

«Αν έκανες πάνω από πέντε λεπτά—παρεμπιπτόντως έκανες τέσσερα λεπτά και σαράντα δευτερόλεπτα—θα σε τιμωρούσα με πενήντα, που φυσικά θα έτρωγα ως υπεργολάβος!» του είπα με ένα πονηρό χαμόγελο.

Έβαλε τα γέλια τόσο δυνατά που τραντάχτηκε το αυτοκίνητο. «Είσαι απίθανη!» μου είπε. Έσκυψε και μου έδωσε ένα γρήγορο φιλάκι.

«Ήμανε!» του απάντησα ενθουσιασμένη.

Έβαλε τον προορισμό στο GPS του αυτοκινήτου, μας πρότεινε δύο εναλλακτικές, και οι δύο ήταν ίδιος χρόνος, περίπου πενήντα λεπτά.

«Από Εθνική,» του είπα. «Στη Μεσογείων έχει πολλά φανάρια, θα μας σπάσουν τα νεύρα!»

Βγήκε στην Εθνική η οποία είχε ελάχιστη κίνηση αλλά ο Maurice δεν είναι Έλληνας οδηγός (ή… Martine) οπότε παρόλο που ο δρόμος ήταν άδειος και θα μπορούσε να γκαζώσει, δεν πέρασε τα 120 Km/ώρα. Ήθελα να του πω “Πάτα το λίγο βρε χριστιανέ μου,” αλλά κρατήθηκα, αν μη τι άλλο, για να μη μαζέψω κι άλλες, και όχι τίποτε άλλο αλλά σήμερα θα είχε και flogger!

(Η Μαίρη ορκιζόταν στ’ όνομά του, έλεγε ότι ο πόνος που προκαλεί είναι πολύ αισθησιακός. Αλλά πάλι της άρεσε το μαστίγιο και δεν σταματούσε αν η πλάτη της δεν έβγαζε αίμα, οπότε το τι της αρέσει δεν το λες και ασφαλές κριτήριο για την αφεντιά μου!)

Φτάσαμε στο Nuevo πάνω-κάτω στην ώρα που είχε προβλέψει και το GPS. Είχε αρκετά αυτοκίνητα, λογικό ήταν, Κυριακή και με ζέστη, ο κόσμος είχε βγει στις παραλίες. Δεν πίστευα ότι θα βρούμε να κάτσουμε αλλά διαψεύστηκα. Ένας φίλος του Maurice, που έμενε Άγιο Στέφανο, είχε φτάσει νωρίτερα από εμάς και είχε βρει αυτός τραπέζι.

Hey! Vaggelis is here!” μου είπε, δείχνοντάς μου έναν τυπά που είχε σηκωθεί και μας έκανε νόημα με τα χέρια.

Πήγαμε στο τραπέζι και ο Maurice μας έκανε τις συστάσεις. «Από εδώ ο Βαγγέλης, συνάδελφος και αυτός στην Accenture. Από εδώ η Σοφία, το κορίτσι μου!»

Ο Βαγγέλης ήταν ψηλός, μελαχρινός με γυαλιά. «Χαίρω πολύ!» μου είπε χαμογελώντας και μου έδωσε το χέρι του. Η χειραψία του ήταν θερμή και σταθερή—έτσι κέρδισε μερικούς πόντους στην εκτίμησή μου. Τα απεχθάνομαι τα ψόφια χέρια.

«Χαίρω πολύ,» του απάντησα χαμογελώντας με τη σειρά μου. Καθίσαμε στις καρέκλες.

«Περιμένουμε και άλλους τρεις,» με πληροφόρησε ο Maurice, ρίχνοντας το t-shirt του στην καρέκλα.

«Τέσσερις,» τον διόρθωσε ο Βαγγέλης. «Ο Τάσος θα έρθει με την κοπέλα του!»

Ο Maurice σήκωσε τα φρύδια του με έκπληξη. «Δεν ήταν Βουλγαρία η Στέλλα;»

«Είναι Αθήνα από προχθές,» του απάντησε ο Βαγγέλης. «Απ' ότι μου είπε ο Τάσος, ήρθε για να είναι με τη μητέρα της που έκανε χειρουργείο.»

«Χειρουργείο;» ρώτησα εγώ με ανησυχία.

Ο Βαγγέλης έκανε ένα καθησυχαστικό νεύμα με το χέρι του. «Στο γοφό, απ' ότι μου είπε ο Τάσος, όχι κάτι φοβερό! Αντικατάσταση ισχίου.»

Πράγματι, λίγη ώρα αργότερα ήρθαν και οι άλλοι τέσσερεις. Πρώτα ο Νίκος με τον Μαρίνο, και λίγη ώρα αργότερα ήρθε και ο Τάσος με την Στέλλα.

Ο Νίκος ήταν καστανός, ψηλός και του λόγου του—σχεδόν στο μπόι του Maurice—αλλά αδύνατος σαν στειλιάρι. Φορούσε ένα t-shirt των Star Wars που έγραφε “May the F=M*A be with you”.

Ο Μαρίνος ήταν καστανόξανθος, περίπου στο ύψος μου και γεματούλης. Είχε ένα φιλικό πρόσωπο και γελούσε συνέχεια.

Ο Τάσος ήταν πολύ μελαχρινός, λίγο πιο ψηλός από εμένα, με μουστάκι και μακρύ μούσι.

Η Στέλλα ήταν κοκκινομάλλα, με απίθανη γλυκιά χαμογελαστή φατσούλα γεμάτη φακίδες. Μινιόν—περίπου στο μπόι της Μαίρης—ήταν γεματούλα.

Παρόλο που όλοι ήταν συνάδελφοι—αν και η Στέλλα δούλευε σε διαφορετική εταιρία—και πέρα από λίγη φιλική γκρίνια για τη δουλειά τους, δεν το έριξαν στα Ακκαδικά. Ευτυχώς!

Όπως μου το είχε πει και ο Maurice, ήταν nerds και οι τέσσερις—καλά, όχι ότι εγώ δεν είμαι—αλλά με διαφορετικά ενδιαφέροντα από τα δικά μου. Για παράδειγμα, για την επόμενη που εγώ είχα κανονίσει να βγω με τη Μαίρη, οι πέντε τους θα πήγαιναν στο σπίτι του Τάσου να παίξουν RPG.

«Dungeons & Dragons?» ρώτησα με περιέργεια.

«Pathfinder,» με διόρθωσε ο Νίκος. «Είμαι level 12 Wizard

Η αλήθεια είναι ότι η πεντάδα μου θύμισε λίγο το Big Bang Theory. Αν εξαιρέσεις ότι δεν υπήρχε Penny και ήταν software engineers αντί φυσικοί.

Η Στέλλα, πέρα από την απίθανα γλυκιά της φάτσα, ήταν και καταπληκτική story teller. Μας διηγήθηκε τις περιπέτειές της στη Βουλγαρία τόσο παραστατικά που δεν μας έμεινε άντερο από το γέλιο.

Και τελείως ακομπλεξάριστη με το σώμα της. Φορούσε ένα μαύρο μπικίνι—και είχε αρκετά πλούσια τα ελέη, πάνω και κάτω, αν μ’ εννοείτε—που δεν έκρυβε τις... στρογγυλότητές της.

(Σε πλήρη αντίθεση με μένα, που είμαι αρκετά πιο ψηλή και μόλις επτά κιλά βαρύτερη από το κανονικό μου. Και δεν πα να ορκίζονταν Μαίρη και Maurice ότι δε μου φαινόταν, και μόνο που το ήξερα εγώ—και τα παντελόνια που δε μπορούσα να φορέσω—αρκούσε για να τρώγομαι με τα ρούχα μου.)

Γενικά η μέρα πέρασε γρήγορα! Κάναμε τις βουτιές μας στη δροσερή θάλασσα, ήπιαμε τους καφέδες μας και τις μπύρες μας, φάγαμε τα club sandwiches μας, και ούτε που το καταλάβαμε πότε άρχισε να νυχτώνει.

Φύγαμε τελικά λίγο μετά τις οχτώ και γύρω στις εννιά ήμασταν στο σπίτι μου. Και φυσικά με το που μπήκαμε μέσα ο Μπλάκι είχε στήσει καραούλι για να μας την πει που τον είχαμε αφήσει τόσες ώρες μόνο του.

«Νιάου!» μας έκανε αγανακτισμένος.

«Έλα εδώ βρε τέρας!» του είπα τρυφερά και έσκυψα και τον πήρα στην αγκαλιά μου. Αυτή τη φορά δεν έκανε να μου ξεφύγει. Με τον Μπλάκι αγκαλιά—δεν ήθελα να τον αφήσω κάτω—πήγαμε στο σαλόνι και κάτσαμε στον καναπέ. Εκεί, έφυγε από την αγκαλιά μου και σκαρφάλωσε πάνω στον Maurice και αφού τον μύρισε καλά-καλά, του τράβηξε και ένα γλείψιμο στο μάγουλο.

(Κατάλαβες το κοπρόγατο, εμένα μ’ άφησε στην απέξω!)

Και μετά διαπίστωσε ότι του άρεσε η γεύση, πρέπει να είχε μείνει λίγο αρμύρα που δεν έφυγε τελείως από το ντουζ, και του πέρασε ένα χέρι σχεδόν όλο του το πρόσωπο, κάνοντας τον Maurice να λερώσει τα βρακιά του από τη χαρά.

«Ορίστε, εμένα μ’ έχει γραμμένη στα παπάρια του!» κλαψούρισα, κερδίζοντας το χαχανητό του Maurice. Είμαι σίγουρη ότι το κοπρόγατο το έκανε επίτηδες για να με τιμωρήσει!

Και μετά έριξε δυο σάλτα και ανέβηκε στην πλατφόρμα του, και αφού έριξε δυο-τρεις σβούρες, ξάπλωσε γράφοντάς μας και πάλι στα μαύρα του τα παπάρια.

Γάτες ρε φίλε!


19. Ριντ... Ριντφλάις... Τι σκατά είναι αυτό;

Αφήσαμε τον Μπλάκι στο δέντρο του και πήγαμε στο μπάνιο για να κάνουμε ένα κανονικό ντουζ. Αυτή τη φορά δεν έφαγα τις καθιερωμένες μου πέντε μέχρι να βάλω το νερό στη σωστή θερμοκρασία και απόρησα.

Hey, whats going on, here?” τον ρώτησα με θεατρική αγανάκτηση. “Where are my five?”

Ο Maurice έβαλε τα γέλια. «Θα τις φας μετά, με τόκο!» μου υποσχέθηκε, κάνοντας την καρδιά μου να γυρίσει στη θέση της. Και μετά πρόσθεσε «Με το flogger!» και ξεροκατάπια.

«Άουτς!» του έκανα.

«Ορίστε;» με ρώτησε απορημένος.

«Προθερμαίνομαι γι’ αργότερα!» του είπα κάνοντάς τον να βάλει και πάλι τα γέλια.

Αν και είχε... ορεξούλες, και στ’ αγοράκια αυτό δεν κρύβεται, κάθισε φρόνιμος, προς μεγάλη μου απογοήτευση θέλω να δηλώσω. Δεν ήταν ο μόνος που είχε ορεξούλες, και ας μη φαινόταν τόσο πολύ σε μένα. Καλά, όχι ότι δε φαινόταν τελείως, πέτρα είχαν γίνει οι ρόγες μου, αλλά… καταλαβαινόμαστε νομίζω.

Όπως και να έχει, επειδή λούστηκα—δε γινόταν αλλιώς αν δεν ήθελα να είμαι αύριο σαν τυφλοπόντικας που έπεσε σε υπόγειο υπερυψηλής τάσης—κάθισα στο μπάνιο για να στεγνώσω το μαλλί μου.

Αναστέναξα, ήθελα εδώ και κάμποσο καιρό να πάω κομμωτήριο να τα κοντύνω λίγο και όλο το ανέβαλλα. Γύρω στα είκοσι και για εφτά ολόκληρα χρόνια έκοβα σε ασύμμετρο bob. Έχω οβάλ πρόσωπο και μου πήγαινε, αλλά τότε το πρόσωπό μου ήταν και πιο αδύνατο.

Κούνησα το κεφάλι μου απελπισμένη. Είχαν δίκιο Μαίρη και Ευτύχω, τα δέκα κιλά—εφτά πλέον—και ειδικά στο ύψος μου, δεν φαινόντουσαν τόσο πολύ, αλλά τι να το κάνω που το ήξερα η ίδια; Χώρια που ακόμα και αν έφτανα τα πολυπόθητα εξήντα-πέντε, πάλι δεν ήμουν σίγουρη ότι θα μου έκαναν κάποια πιο παλιά παντελόνια.

Γιατί για να είμαι ειλικρινής, τα δέκα κιλά, ήταν δέκα πάνω από το “κανονικό μου,” που στη θεωρία, και για το δικό μου ύψος ήταν εξηνταπέντε. Με τη διαφορά πως όταν ξεκίνησα το MBA ήμουν εξήντα-δύο. Τώρα ήμουν πραγματικά στο συν δέκα από τότε.

Έβγαλα την πετσέτα και τελείως γυμνή ανέβηκα στη ζυγαριά κλείνοντας τα μάτια μου. Τα άνοιξα και πάλι, και η καρδιά μου επέστρεψε στη θέση της. Εβδομηνταδύο έλεγε ακόμα η ζυγαριά, ήμουν ακόμα στο μείον τρία.

Ευχαριστώντας όλο το πάνθεο, άρχισα να στεγνώνω και να ξεμπλέκω το μαλλί μου. Θυμήθηκα και πάλι την εποχή που είχα το ασύμμετρο bob και είχα βρει τη νιρβάνα μου. Κούρεμα που κράτησα μέχρι και τα εικοσιεπτά μου, τότε τα άφησα να αρχίσουν να μακραίνουν και πάλι γιατί στα μάτια μου το πρόσωπό μου παρά-είχε στρογγυλέψει.

Ρε πούστη μου, γιατί να μην είμαι σαν τη Στέλλα που ήταν τελείως στον πούτσο της γαρύφαλλα και γύρω-γύρω μέλισσες; Έκλεισα τα μάτια μου, αναστέναξα και πάλι, και συνέχισα το στέγνωμα, υποσχόμενη ακόμα μια φορά στον εαυτό μου ότι θα κλείσω ραντεβού στο κομμωτήριο.

Επέστρεψα στο δωμάτιο τυλιγμένη με την πετσέτα. Ο Maurice ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, σκρολάροντας στο κινητό του. Σήκωσε το κεφάλι του όταν με άκουσε να μπαίνω.

«Γιατί άργησες;» με ρώτησε σμίγοντας τα μάτια του. «Είκοσι λεπτά έκανες!»

Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού, παίζοντας νευρικά με την άκρη της πετσέτας. «Γιατί θυμήθηκα ότι θέλω κούρεμα και κάπου εκεί χάθηκα στις σκέψεις μου,» του απάντησα ειλικρινά.

Ξεφύσηξα σαν δυστυχισμένος τυφώνας, τα μαλλιά μου—ακόμα ζεστά απ’ το πιστολάκι—έπεσαν μπροστά στο πρόσωπό μου. «Αρκούδι μου;» του είπα με παρακλητικό ύφος.

Άφησε αμέσως το κινητό του στο κομοδίνο. Η προσοχή του ήταν πλέον ολοκληρωτικά σε μένα. «Τι είναι κοριτσάκι μου;»

Χαμήλωσα τα μάτια μου στο στρώμα. Δεν μπορούσα να τον κοιτάξω στα μάτια. Τα δάχτυλά μου έσφιγγαν την πετσέτα τόσο δυνατά που σχεδόν άσπρισαν.

«Σόφη, τι συμβαίνει;» με ρώτησε. Η φωνή του είχε αλλάξει—ήταν φανερά ανήσυχος τώρα.

Αναστενάζοντας, σύρθηκα πάνω στο κρεβάτι και κάθισα οκλαδόν απέναντί του. Η πετσέτα τυλίχτηκε αδέξια γύρω μου. Το βλέμμα μου παρέμενε καρφωμένο στα γόνατά μου.

Ένιωσα το χέρι του να ακουμπάει απαλά κάτω από το πηγούνι μου. Με πίεσε ελαφρά προς τα πάνω, αναγκάζοντάς με να σηκώσω το κεφάλι. Τα μάτια μας συναντήθηκαν.

«Σόφη, έχεις αρχίσει και με φρικάρεις!» μου είπε. Η φωνή του ήταν ήρεμη, αλλά η ανησυχία ήταν ζωγραφισμένη στα μάτια του. «Τι τρέχει;»

Βιάστηκα να τον καθησυχάσω, τραβώντας το πρόσωπό μου από το χέρι του. «Θα σου φανεί χαζό μωρέ αρκούδι μου,» του είπα, χαμηλώνοντας και πάλι το βλέμμα.

«Θα μου πεις ή θα με σκάσεις;» με ρώτησε. Αυτή τη φορά το ύφος του ήταν περισσότερο περιέργεια παρά ανησυχία. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, περιμένοντας.

Πήρα μια βαθιά ανάσα. «Τώρα είμαι στο συν δέκα,» του απάντησα τόσο σιγανά που μόλις ακούστηκε.

“What?” με ρώτησε έκπληκτος. Ίσιωσε απότομα. «Εκτός και αν έχεις μεγάλο πρόβλημα κατακράτησης υγρών δεν γίνεται να πήρες τρία κιλά σε δυο μέρες! Απλά δεν γίνεται!»

«Όχι, όχι!» βιάστηκα να τον καθησυχάσω, σηκώνοντας τα χέρια μου. «Στα ίδια είμαι με προχθές!»

«Τότε;» με ρώτησε. Τα φρύδια του έσμιξαν σε πλήρη σύγχυση. «Δεν καταλαβαίνω που το πας.»

Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τα γόνατά μου, κάνοντας τον εαυτό μου όσο πιο μικρό γινόταν. «Είμαι στο συν δέκα από το κατά μέσο όρο φυσιολογικό βάρος για το ύψος μου,» του είπα ξεφυσώντας.

Σταμάτησα, δάγκωσα το κάτω χείλος μου.

«Πριν  πριν το  Δεν είχα πάρει δέκα κιλά, δεκατρία είχα πάρει...» Η φωνή μου έσπασε. «Τώρα είμαι στο συν δέκα.»

Τον είδα να χαλαρώνει ορατά. «Έλα ρε μωρό μου, αυτό ήταν και μου πήγε η ψυχή στα δόντια;» με ρώτησε. Κούνησε το κεφάλι του—μια μείξη ανακούφισης και ήπιου εκνευρισμού στο πρόσωπό του.

«Συγνώμη μωρό μου,» μουρμούρισα. Μούτζωσα από μέσα μου τον εαυτό μου που τον είχα τρομάξει έτσι με τις ανασφάλειές μου.

«Όλο αυτό στεγνώνοντας τα μαλλιά σου;» με ρώτησε, ακόμα μπερδεμένος. «Τι ακριβώς σκεφτόσουν;»

«Ναι,» του απάντησα κουνώντας καταφατικά το κεφάλι. Πήρα μια βαθιά ανάσα. «Γύρω στα είκοσι είχα αλλάξει κούρεμα. Τα είχα σε ασύμμετρο bob

«Σε τι;» με ρώτησε, σουφρώνοντας τα φρύδια του. Προφανώς δεν γνώριζε τον όρο.

«Ασύμμετρο καρέ,» του εξήγησα, κάνοντας μια κίνηση με το χέρι μου για να του δείξω το μήκος. «Το μακρύ μέρος έφτανε λίγο κάτω από τον ώμο μου!»

“Ok…?”  μου είπε διστακτικά. Ακόμα δεν καταλάβαινε που το πήγαινα.

Έπιασα το κινητό μου από το κομοδίνο και άρχισα να ψάχνω στις φωτογραφίες. Τα δάχτυλά μου έτρεμαν ελαφρά καθώς σκρόλαρα προς τα πίσω, χρόνια πίσω. «Να, δες!» του είπα τελικά. Του έδειξα μια φωτογραφία που με είχε τραβήξει η Μαίρη σε μια έξοδό μας, λίγο μετά τη γνωριμία μας.

Πήρε το κινητό από τα χέρια μου και την εξέτασε προσεκτικά. «Σου πάει πολύ!» μου είπε χαμογελώντας. Σήκωσε το βλέμμα του από την οθόνη και με κοίταξε στα μάτια, λες και προσπαθούσε να δει μέσα τους, να καταλάβει γιατί με είχε πιάσει τέτοια ταραχή.

«Το ξέρω,» του απάντησα ουδέτερα. Πήρα πίσω το κινητό και το ακούμπησα στο κρεβάτι. «Τα κούρευα έτσι μέχρι τα εικοσιεπτά μου...»

Αναστέναξα βαριά, νιώθοντας το βάρος των χρόνων.

«Τότε  τότε τα άφησα να μακρύνουν και πάλι.»

«Σόφη μου;» μου είπε απαλά. «Μη με παρεξηγήσεις, αλλά έχεις αρχίσει και μου θυμίζεις προγραμματιστές που τους έχει ζητηθεί να φτιάξουν κάτι απλό.» Σταμάτησε, ψάχνοντας τις σωστές λέξεις. «Abstraction στο abstraction, και στο τέλος δεν καταλαβαίνουν ούτε οι ίδιοι τι έχουν φτιάξει και ούτε debug δεν μπορούν να το κάνουν.»

Χαμογέλασα. Μπορεί να μην ξέρω από προγραμματισμό, ωστόσο κατάλαβα τι μου έλεγε: Το πας από εδώ, το πας από εκεί, και έχεις αρχίσει να το πηγαίνεις τόσο μεγάλη βόλτα που στο τέλος θα ξεχάσεις από που ξεκίνησες και που ήθελες να καταλήξεις.

Πήρα βαθιά ανάσα. Ώρα για την αλήθεια.

«Το πρόσωπό μου είναι οβάλ,» του απάντησα.

Με κοίταξε χωρίς να μιλάει. Κούνησα το κεφάλι μου και συνέχισα.

«Το κούρεμα αυτό—το ασύμμετρο καρέ—αναδεικνύει το οβάλ πρόσωπο.» Με κοίταξε και πάλι. Τα μάτια του ήταν υπομονετικά, περίμενε να φτάσω στο νόημα. «Όταν πήρα τα δεκατρία κιλά το πρόσωπό μου… στρογγύλεψε.»

Αυτό ήταν. Ομολογήσα το αμάρτημά μου.

«Άφησα το μαλλί μου να μακρύνει  γιατί  γιατί πάχυνα.» Η φωνή μου έσπασε ελαφρά. «Και το μακρύ μαλλί, όπως και τα φαρδιά παντελόνια που αγόρασα, όλα μου υπενθυμίζουν αυτά τα καταραμένα τα δεκατρία κιλά που πήρα.»

Η σιωπή που ακολούθησε ήταν βαριά. Περίμενα να μιλήσει, αλλά αντί γι’ αυτό

«Δώσε μου το κινητό σου,» μου είπε. Η φωνή του ήταν ήρεμη αλλά δεν σήκωνε αντίρρηση.

Του το έδωσα χωρίς δεύτερη σκέψη.

«Δείξε μου τη φωτογραφία σου!» μου ζήτησε. «Αυτή που μου είπες.»

Υπάκουσα και πάλι, ανοίγοντας τη φωτογραφία στην οθόνη. Φοβήθηκα για μια στιγμή ότι θα την έσβηνε. Δεν τόλμησα καν να του φέρω αντίρρηση.

Αλλά δεν ήταν αυτός ο σκοπός του.

Κοίταξε τη φωτογραφία προσεκτικά. Μετά σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε εμένα. Τα μάτια του εξέτασαν το πρόσωπό μου. Ξανακοίταξε τη φωτογραφία. Ξανακοίταξε εμένα. Αυτό συνεχίστηκε για μερικά δευτερόλεπτα που μου φάνηκαν αιώνας.

«Ανάθεμά με και αν βλέπω κάποια διαφορά στο πρόσωπό σου,» μου είπε τελικά, αναστενάζοντας.

«Υπάρχει!» επέμεινα. «Το βλέπω!»

«Στο μυαλό σου!» μου απάντησε κουνώντας το κεφάλι του. «Στη φωτογραφία είσαι πόσο; Είκοσι;»

«Είκοσι,» του απάντησα σιγανά.

«Στη φωτογραφία είσαι είκοσι και τώρα είσαι τριάντα.» Έκανε μια παύση για έμφαση. «Η διαφορά δεν είναι στο σχήμα του προσώπου σου, Σοφία. Είναι ότι είσαι δέκα χρόνια μεγαλύτερη.»

“Maurice…”  πήγα να διαμαρτυρηθώ, αλλά σήκωσε το χέρι του κάνοντάς μου νόημα να σωπάσω.

Πήρε το δικό του κινητό από το κομοδίνο και άρχισε να ψάχνει. Μετά από λίγο γύρισε την οθόνη προς το μέρος μου.

«Εδώ είμαι στα είκοσι μου,» μου είπε.

Τα μάτια μου γούρλωσαν.

ΘΕΟΥΛΗ ΜΟΥ, ΗΤΑΝ ΠΑΙΔΑΡΟΣ! ΠΟΙΟΣ ΑΡΓΥΡΗΣ ΚΑΙ Τ’ ΑΡΧΙΔΙΑ ΜΟΥ ΚΟΥΝΙΟΥΝΤΑΙ; Nerdy, με τα στρογγυλά γυαλάκια του και το αδέξιο χαμόγελο, ΑΛΛΑ ΠΑΙΔΑΡΟΣ!

«Εγώ στα είκοσι μου,» συνέχισε, «τριάντα κιλά ελαφρύτερος. Κοίτα το πρόσωπο.»

Όντως, το πρόσωπό του ήταν πολύ πιο αδύνατο, σχεδόν αγορίστικο.

«Και ακόμα και αν ήμουν στα ίδια κιλά, πάλι δε θα ήμουν ο ίδιος, Σοφία. Είμαι τριαντατριών. Δέκα χρόνια είναι δέκα χρόνια! Το πρόσωπο αλλάζει, ωριμάζει.»

«Η Μαρκετάκη πώς μοιάζει να μην είναι μέρα πάνω από τα 35 της, γαμώτο;» ξέσπασα. Ήταν η πρώτη φορά σήμερα που ανέφερα το όνομα που με στοίχειωνε.

Τα μάτια του στένεψαν ελαφρά. «Μπορεί,» μου είπε με απόλυτη σιγουριά. «Αλλά στοιχηματίζω όλη μου την περιουσία για ένα ξύλινο κουμπί, ότι στα τριανταπέντε της ΔΕΝ ήταν όπως είναι σήμερα. Κανείς δεν είναι.»

Δεν απάντησα. Δεν είχα τι να απαντήσω. Ήξερα ότι είχε δίκιο, αλλά το συναίσθημα δεν υπάκουε στη λογική.

Η σιωπή κράτησε μερικά δευτερόλεπτα. Μετά ίσιωσε την πλάτη του και με κοίταξε στα μάτια.

«Μέσα στην εβδομάδα θα κλείσεις ραντεβού να πας στο κομμωτήριο,» μου είπε. Δεν ήταν πρόταση. «Και θα τα κάνεις όπως στη φωτογραφία.»

«Maurice, όχι!» Η διαμαρτυρία μου βγήκε αυτόματα. Σήκωσε το χέρι του κάνοντάς μου νόημα να σωπάσω, και το βούλωσα.

«Θα το κάνεις όπως στη φωτογραφία,» επανέλαβε. «Και αν δε θες να το κάνεις για σένα, θέλω να το κάνεις για μένα.»

Τον κοίταξα με απορία.

«Μ’ αρέσει αυτό το κούρεμα. Μ’ αρέσει πολύ. Θέλω να το δω πάνω σου.»

“Maurice…” του είπα αδύναμα προσπαθώντας να διαμαρτυρηθώ.

Έπιασε τα χέρια μου στα δικά του. Ήταν ζεστά, σταθερά. «Θα το κάνεις για μένα, μωρό μου;» με ρώτησε. Η φωνή του ήταν απαλή τώρα, σχεδόν παρακλητική.

Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. «Θα το κάνω,» του απάντησα ψιθυριστά.

Το πρόσωπό του φωτίστηκε σαν να του είχα χαρίσει το φεγγάρι.

«Και θα δεις, θα είσαι το ίδιο όμορφη!» Σταμάτησε απότομα και διόρθωσε τον εαυτό του. «Όχι, θα είσαι ακόμα πιο κούκλα! Και ξέρεις γιατί;»

«Γιατί;» ρώτησα, νιώθοντας ήδη ένα μικρό χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη μου.

«Γιατί μπορεί να το κάνεις επειδή στο ζήτησα, αλλά στο τέλος θα καταλάβεις ότι ακόμα περισσότερο το κάνεις για σένα!»

«Για σένα θα το κάνω, Maurice,» του απάντησα σιγανά, σφίγγοντας τα χέρια του.

«Για σένα θα το κάνεις, μωρό μου.» Η φωνή του ήταν τρυφερή. «Απλά εγώ θα είμαι αυτός που θα σου κρατάω το χέρι. Και μετά θα είμαι το fanboy σου.»

Σηκώθηκε στα γόνατά του στο κρεβάτι, ψηλώνοντας πάνω μου. Τα χέρια του κινήθηκαν εμφατικά καθώς μιλούσε.

«Γιατί είσαι η μικρή μου μάγισσα. Γιατί σ’ αγαπάω. Γιατί σε γουστάρω! Γιατί με κάνεις και γελάω. Γιατί μου μαγειρεύεις και με κάνεις ακόμα πιο στρογγυλό.»

Η φωνή του δυνάμωσε, γέμισε πάθος.

«ΓΙΑΤΙ Μ’ ΑΡΕΣΕΙΣ ΡΕ ΒΛΑΜΜΕΝΟ! ΓΙΑΤΙ ΕΚΑΝΑ SWIPE RIGHT ΕΠΕΙΔΗ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ Η ΚΟΠΕΛΑ ΠΟΥ ΕΙΔΑ ΣΤΗΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ!»

Σταμάτησε για μια στιγμή, αναπνέοντας βαριά.

«ΣΤΗ ΦΕΤΙΝΗ ΣΟΥ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ!»

Τι, περιμένατε να μη βάλω τα κλάματα; Σοβαροί νά’μαστε!

Τα μάτια μου πλημμύρισαν και πριν προλάβω να πω οτιδήποτε, βούτηξα στην αγκαλιά του. Τα χέρια του τυλίχτηκαν αμέσως γύρω μου, σφιχτά, προστατευτικά.

Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα έκλαιγα. Τα δάκρυα έβρεχαν το στήθος του, αλλά δεν τον ένοιαζε. Με κρατούσε σφιχτά, χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου, την πλάτη μου.

Έκλαιγα από νοσταλγία για τα χρόνια που πέρασαν και δεν γυρίζουν πίσω. Για την κοπέλα που ήμουν και δεν θα ξαναγίνω.

Από θυμό για τα κιλά που είχα πάρει. Για την αδυναμία μου να τα ελέγξω. Για την απογοήτευση με τον εαυτό μου.

Από ανακούφιση γιατί είχα βρει έναν άνθρωπο που δεν προσπαθούσε να με σώσει. Που δεν μου έλεγε «μην ανησυχείς, θα τα χάσεις». Που απλά ήταν εκεί για μένα.

Για να μου κρατάει το χέρι όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη και δεν μ’ αρέσει αυτό που βλέπω. Για να μου κάνει την cheerleader όταν καταφέρνω κάτι, όσο μικρό κι αν είναι. Για να τον κακομαθαίνω, μαγειρεύοντάς του και φροντίζοντάς τον σαν να είναι το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο.

Από χαρά γιατί δεν ήταν όνειρο. Ήταν εκεί, αληθινός, ζεστός, δικός μου. Με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του και με χάιδευε χωρίς να μου μιλάει, αφήνοντάς με να ξεσπάσω.

Μα πάνω απ’ όλα έκλαιγα γιατί επιτέλους κατάλαβα κάτι που προσπαθούσε να μου πει από την αρχή:  Δεν μου τα έλεγε επειδή ήταν ερωτευμένος και τυφλωμένος. Μου τα έλεγε γιατί του άρεσα ΓΝΗΣΙΑ, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ, σα γυναίκα.  Όπως ήμουν, με τα δέκα παραπάνω κιλά.

Γιατί του άρεσε το στήθος μου που βάραινε λίγο περισσότερο τώρα. Γιατί του άρεσε ο κώλος μου που ήταν στρογγυλότερος απ’ όσο στα νιάτα μου. Γιατί του άρεσαν οι καμπύλες που είχαν γίνει πιο έντονες.

Γιατί με το που με είδε το πρωί με το μπικίνι μου, του έγινε κάγκελο τόσο πολύ που ήθελε εκτόνωση, και ήταν και πάλι πικρό τρομάρα του!

«Σ’ αγαπώ,» ψιθύρισα στο στήθος του, ανάμεσα στους λυγμούς.

«Κι εγώ σ’ αγαπώ, μικρή μου μάγισσα,» μου απάντησε, φιλώντας την κορυφή του κεφαλιού μου. «Ακριβώς όπως είσαι.»

«Παρόλο που είμαι κλαψιάρα και σε κάνω πιο στρογγυλό;» του είπε χαμογελώντας μέσα στα δάκρυά μου.

«Ακριβώς γιατί είσαι κλαψιάρα και με κάνεις πιο στρογγυλό!» μου απάντησε χαχανίζοντας. «Και ας μην καταλαβαίνεις τι είναι το H-SYNC και το raster split!» συμπλήρωσε κλείνοντάς το μάτι του παιχνιδιάρικα, και το κλάμα μετατράπηκε μέσα σε μια στιγμή σε κλαυσίγελο.

«Αφού!» του απάντησα παιχνιδιάρικα, ρουφώντας δυνατά τη μύτη μου. Το χέρι μου πήγε να σκουπίσει τα μάτια μου που ήταν ακόμα βρεγμένα.

Έπιασε τους καρπούς μου απαλά και τους απομάκρυνε από το πρόσωπό μου. «Αυτό δε σημαίνει ότι δε θα σε κάνω μαύρη στο ξύλο, φουκαριάρα μου!» μου δήλωσε. Η φωνή του ήταν και καλά απειλητική, αλλά τα μάτια του χαμογελούσαν.

Σήκωσα το κεφάλι μου από το στήθος του και τον κοίταξα με τα πιο αθώα μάτια που μπορούσα. «Το Σοφάκι σουυυυυυυυυυ;» τον ρώτησα, τραβώντας τη λέξη και κάνοντας τη φωνή μου όσο πιο γλυκιά γινόταν.

«Μωρέ δε θα μπορείς να κάτσεις μια εβδομάδα κάτω!» μου δήλωσε. Τα χέρια του έσφιξαν ελαφρά τη μέση μου. «Που μου έκοψες τη χολή προηγουμένως, μπούφο!»

Ένιωσα ένα κύμα ενοχής. Όντως, τον είχα τρομάξει άσχημα με τις ανασφάλειές μου.

«Συγνώμη μωρουλίνι μου!» του είπα μετανιωμένη. Σηκώθηκα να τον αγκαλιάσω καλύτερα, να κολλήσω πάνω του...

Και μου έπεσε η πετσέτα. Δεν το κατάλαβα καν στην αρχή. Ήταν χαλαρά τυλιγμένη γύρω μου και με την κίνηση γλίστρησε και έπεσε σωρός στο κρεβάτι ανάμεσά μας.

«Ορίστε, με φλασάρει κι από πάνω, κατάλαβες;» δήλωσε με προσποιητή αγανάκτηση. Έβαλε το χέρι του μπροστά στα μάτια του θεατρικά, λες και τον τύφλωνα.

Ναι, εμένα μου λες; Πάλι είχαμε έπαρση σημαίας κάτω από το μποξεράκι του. Του το έδειξα με το δάχτυλό μου, χαχανίζοντας!

«Kavlorapano!» μου έκανε χαχανίζοντας. Και αυτή τη φορά κατάφερε να το πει σωστά!

Ένιωσα μια ξαφνική έμπνευση. Ή μάλλον, θυμήθηκα την υπόσχεσή του από νωρίτερα. Ο Maurice μου ήθελε παιχνίδι με το flogger. Παιχνίδι με το flogger θα είχε.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι, αγνοώντας επιδεικτικά τη γύμνια μου. Γύρισα στο κομοδίνο μου και άνοιξα το συρτάρι. Το flogger ήταν εκεί που το είχα αφήσει, τυλιγμένο προσεκτικά. Το έβγαλα αργά, αφήνοντάς τον να δει τι κρατούσα.

Με κοίταξε, γυρνώντας ελαφρά το κεφάλι του στο πλάι σαν σκύλος που ακούει περίεργο ήχο. Εγώ τον κοίταξα προκλητικά, σηκώνοντας το ένα φρύδι μου.

“I was a bad Sophie!” του είπα. Περπάτησα αργά προς το μέρος του και του έδωσα το flogger, ακουμπώντας το στα χέρια του σαν προσφορά.

Χαμογέλασε. “How many?” με ρώτησε, εξετάζοντας το flogger στα χέρια του. “How many do you deserve?”

“As many as you think is right, Sir!” του απάντησα. Χωρίς να περιμένω εντολή, γύρισα και κάθισα στα τέσσερα στο κρεβάτι, όσο πιο προκλητικά μπορούσα. Κούνησα ελαφρά τους γοφούς μου.

«Όχι, όχι έτσι,» μου είπε.

Άκουσα το στρώμα να τρίζει καθώς σηκωνόταν. Τα χέρια του με καθοδήγησαν απαλά αλλά σταθερά.

«Έλα, κάτσε στην άκρη του κρεβατιού.»

Υπάκουσα, σέρνοντας τον εαυτό μου προς την άκρη. Τα πόδια μου κρέμονταν, τα δάχτυλά μου μόλις που άγγιζαν το πάτωμα.

«Τώρα στήσου.»

Στήθηκα όπως μου ζήτησε. Ήμουν γυμνή, ευάλωτη, με την πλάτη μου γυρισμένη σε εκείνον. Έκλεισα τα μάτια μου και πήρα μια βαθιά ανάσα.

Δεν είχα δοκιμάσει ποτέ το flogger πάνω μου. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που ήμουν σίγουρη ότι την άκουγε. Ήξερα μόνο ότι η Μαίρη ορκιζόταν στο όνομά του.

«Όχι μόνο στον κώλο! Και στην πλάτη, και στο στήθος... ααααααχ!», μου είχε πει με εκείνο το ονειροπόλο ύφος που έπαιρνε όταν μιλούσε για τα αγαπημένα της παιχνίδια.

Με τη διαφορά ότι η Μαίρη είναι φοβερά αλγολάγνα—θέλει μαστίγιο και αίμα. Εγώ μέχρι spanking είχα πάει, και ας τις έριχνε δυνατούτσικες ο αρκούδος μου.

Δεν ξεκίνησε με το flogger, πάντως.

Πρώτα ένιωσα τα χέρια του στους γοφούς μου, σταθεροποιώντας με. Μετά ήρθε η πρώτη παλάμη. SMACK! Γρήγορη, απότομη στο δεξί μου μέρος.

SMACK! SMACK! SMACK!

Άρχισε να μου δίνει γρήγορες με τα χέρια του και στα δύο μου κωλομέρια, εναλλάξ. Δεξιά, αριστερά, δεξιά, αριστερά. Δεν ήταν πολύ δυνατές—μάλλον με προθέρμαινε.

Είχα αρχίσει να νιώθω γλουτούς μου να καίνε, όταν σταμάτησε. Για μερικές στιγμές επικράτησε σιωπή, άκουγα μόνο τη δική μου ανάσα, γρήγορη και ρηχή.

«Θέλω να μετράς δυνατά και καθαρά!» μου είπε. Η φωνή του είχε εκείνον τον τόνο που δεν επιδεχόταν διαπραγμάτευση.

«Μάλιστα, θα μετράω δυνατά και καθαρά!» του επανέλαβα με φωνή που έτρεμε ελαφρά, από αγωνία και προσμονή.

Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου. Έσφιξα και τα δόντια μου, ετοιμαζόμενη για τον πόνο που ερχόταν.

«Μωρό μου, μη σφίγγεις τα δόντια σου!» μου είπε με απαλή φωνή. Ένιωσα το χέρι του να μου χαϊδεύει απαλά την πλάτη. «Αν νιώσεις ότι δεν αντέχεις άλλο, θα μου πεις το safeword

Άνοιξα τα μάτια μου και γύρισα ελαφρά το κεφάλι μου. «Το οποίο είναι;»

«Rindfleischetikettierungsüberwachungsaufgabenübertragungsgesetz.» μου είπε με μια ανάσα. Για μια στιγμή νόμιζα ότι είχε πάθει εγκεφαλικό. Και μετά έβαλα τα γέλια. Δυνατά, γέλια που με έκαναν να διπλωθώ.

«Αδερφάκι μου, αυτό δε θα μπορέσω να το πω ακόμα και αν εξαρτάται η ζωή μου από αυτό!» του έκανα. Συνέχιζα να χαχανίζω, προσπαθώντας να πω τη λέξη: «Ριντ... Ριντφλάις... Τι σκατά είναι αυτό;»

«Άλλες είκοσι γιατί δεν μπορείς να πεις το safeword!» μου απάντησε χαχανίζοντας.

Γύρισα και τον κοίταξα με ψεύτικη αγανάκτηση. «Βρε κάθαρμα, γι’ αυτό το έκανες;»

«Τι θα ήταν η ζωή χωρίς αυτές τις μικρές εκπλήξεις;» μου έκανε με το πιο αθώο ύφος του κόσμου, κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια. Και μετά σοβάρεψε. «Η λέξη είναι “Pitbull”»

“Pitbull;τον ρώτησα απορημένη.

«Ναι,» μου εξήγησε. «Είναι εύκολη, δεν ταιριάζει καθόλου με τη σκηνή, άρα δεν πρόκειται να τη μπερδέψω… και για να θυμάσαι ότι δαγκώνεις!»

Διάλειμμα για άλλα δυο λεπτά μέχρι να ηρεμίσω από τα γέλια.

«Είσαι απίθανος!» του είπα και στήθηκα και πάλι προκλητικά. “Avanti maestro!”

«Δυνατά και καθαρά!» μου επανέλαβε, και έπεσε η πρώτη.

«Ένα!» του είπα. Οκ, δεν πόνεσε ιδιαίτερα αλλά έτσουξε με ένα τρόπο που δεν γινόταν με το spanking. Όχι δυσάρεστα όμως. Και εκεί έπεσε και η δεύτερη. «Δύο!» Αυτή πόνεσε περισσότερο.

«Τρία…Τέσσερα…Πέντε…» Ένιωσα τα μεριά μου να πιάνουν φωτιά. Ο πόνος ήταν αρκετά πιο δυνατός από το spanking αλλά ακόμα πιο αισθησιακός. Μαλάκα μου, δίκιο είχε η Μαίρη. «Δέκα… έντεκα…» Κάποιες φορές έτσουζε σα διάολος, αλλά όχι στο σημείο που να μην το αντέχω.

Δηλαδή τι να μην το αντέχω, είχα γίνει μούσκεμα. Και δεν ήταν μόνο το δέρμα που έκαιγε και ο ήχος των χτυπημάτων πάνω στη σάρκα μου. Ήταν ξανά αυτή η απίστευτα ερεθιστική αίσθηση υποταγής που βίωνα. Που μ’ έκανε να πιστεύω ότι θα έπεφτα στη φωτιά αν μου το ζητούσε.

«Είκοσι… εικοσιένα…» συνέχισα να μετράω. Δε θα έλεγα το safeword ακόμα και αν ο κώλος μου γινόταν πιο σαγρέ και από τον τοίχο της εισόδου. Όχι μόνο γιατί του άρεσε… Αλλά γιατί το άξιζα που τον έκανα να χεστεί πάνω του προηγουμένως, με τις μαλακισμένες μου ανασφάλειες.

Δεν… δεν ήθελα να γίνει κάτι και να τον κάνω να μη μ’ αντέχει. Δεν ήθελα να τον χάσω. «Τριάντα… τριανταένα…» συνέχισα να μετράω μηχανικά, με το μυαλό μου να είναι αλλού. Στις πενήντα σταμάτησε.

«Σόφη;» άκουσα τη φωνή του που μ’ επανέφερε. Τα μεριά μου είχαν πιάσει φωτιά, έκαιγαν. Γύρισα προς το μέρος του, γονάτισα και τον αγκάλιασα από τα πόδια.

«Συγνώμη μωρό μου που σε τρόμαξα πριν!» του είπα σηκώνοντας το βλέμμα μου και κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «Συγνώμη!»

Αυτή τη φορά δε με σήκωσε. Με άφησε γονατισμένη, και απλά μου χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά.

“You are mine!” μου δήλωσε.

«Δική σου! Μόνο δική σου!» του απάντησα, σφίγγοντας το πρόσωπό μου στους μηρούς του. «Μόνο δική σου!» του επανέλαβα.

And now I will have you the way I want,” μου δήλωσε, και αφού με σήκωσε με έβαλε να σκύψω πάνω στο κρεβάτι. Ναι, κατάλαβα τι ήθελε… θα είχε και δεύτερο rupture.

“You can have me anyway you desire, Sir” του είπα παραδομένη τελείως. Άκουσα το συρτάρι να ανοίγει και λίγε στιγμές αργότερα ένιωσα το δάχτυλό του να απλώνει λιπαντικό πίσω μου. Βύθισε το δάχτυλό του ελαφρά πίσω μου, κάνοντάς μου να μου ξεφύγει ένα σιγανό βογκητό, μείξη επιθυμίας αλλά και ενόχλησης… και εννοώ φυσικής ενόχλησης.

Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να χαλαρώσω. Το δάχτυλό του πίσω μου, πότε μπαινόβγαινε, πότε έκανε κυκλικές κινήσεις, προσπαθώντας να με ανοίξει. Τράβηξε το δάχτυλό του και κατάλαβα ότι φορούσε το προφυλακτικό του. Αυτή τη φορά δεν θα είχε butt-plugs, ήθελε να με πάρει κατευθείαν.

Θα με είχε όπως με ήθελε. Το ένιωθα στα βάθη της ψυχής μου. Δική του, μόνο δική του.

Ένιωσα να τρίβει το όργανό του πίσω μου και έσφιξα ακόμα πιο δυνατά τα μάτια μου. Ο Maurice ήταν αρκετά προικισμένος. Όχι σαν τον πιτσιρικά της Μαίρης, ή τουλάχιστον αυτό που ισχυριζόταν από τις φωτογραφίες του, αλλά σίγουρα ήταν μακράν ο μεγαλύτερος που είχα αφήσει να περάσει την πίσω μου πόρτα. Άρχισε να με σπρώχνει, πιέζοντάς με, και έσφιξα τα δόντια μου όταν το κεφαλάκι μπήκε μέσα, κερδίζοντας ένα-δύο πόντους.

Αυτή τη φορά πονούσε, αλλά έσφιξα τα χείλη μου. Δεν ήθελα να το του χαλάσω, ήθελα να το ευχαριστηθεί όπως ακριβώς το ζητούσε. Έσπρωξε κι άλλο μέσα μου, κερδίζοντας πάλι ένα δυο πόντους. Ένιωθα να ανοίγω στα δύο.

«Σόφη μου, είσαι εντάξει;» με ρώτησε με ανησυχία.

«Μη σταματάς!» του είπα απλά.

Τραβήχτηκε πίσω και επανέλαβε τις ίδιες κινήσεις. Αυτή τη φορά πόνεσε λιγότερο. Συνέχισε με αυτό τον τρόπο για λίγη ώρα, τραβιόταν ελαφρά, και έμπαινε μέσα μου ελαφρά, λίγο-λίγο, πόντο-πόντο. Ναι, υπήρχε ο πόνος αλλά όχι κάτι φοβερό, έχω νιώσει μεγαλύτερο πόνο και με αρκετά μικρότερο μέγεθος από το δικό του.

«ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» δεν μπόρεσα να πνίξω ένα βογκητό, πόνου και ηδονής, όταν ο σφικτήρας μου τελικά του παραδόθηκε. Κατόρθωσε να μπει μέχρι το ένα τρίτο μέσα, αλλά εκεί σταμάτησε χωρίς να προσπαθήσει να πάει με τη μία πιο βαθιά. Τραβήχτηκε πάλι πίσω και σιγά-σιγά ξαναμπήκε μέσα μου, λίγο πιο βαθιά. Και μετά λίγο παραπάνω.

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» μου ξέφυγε όταν κατόρθωσε να μπει μέχρι τα δύο-τρίτα μέσα μου. Και ήταν περισσότερο απόλαυσης παρά πόνου.

FUCK ME BABE!” τον παρακάλεσα. “RIP MY ASS!”

Παρόλες τις… παραινέσεις μου, συνέχισε να μη βιάζεται, και όταν τελικά κατάφερε να μπει όλος μέσα μου είχα γίνει κουδούνι, με τον πόνο και το τσούξιμο να μην γίνονται σχεδόν register μέσα μου.

“AAAAH YES! YES” του φώναξα όταν άρχισε να κινείται. “FUCK ME! FUCK ME!” του επαναλάμβανα σαν χαλασμένο γραμμόφωνο, κι εκεί έπεσε μια δυνατή σφαλιάρα στο δεξί μου γλουτό.

Silence!” με διέταξε, και σας το ορκίζομαι, ένιωσα το jolt που κάθε φορά ήταν προοίμιο οργασμού.

Με άρπαξε από τα μαλλιά και με τράβηξε πίσω με δύναμη. «ΑΑΑΑΑΑΧ» μου ξέφυγε όταν καρφώθηκε και πάλι όλος μέσα μου.

Who is your Master?” με ρώτησε σχεδόν σηκώνοντάς με προς τα πίσω έτσι όπως μου τράβηξε δυνατά το μαλλί.

“You! You are my Master!” του απάντησα νιώθοντας ένα δεύτερο jolt.

Εντάξει, αν το καταφέρει και αυτό, όταν τελειώσει, τον παίρνω και τον πάω όπως είμαστε στο δημαρχείο! χαχάνισα μέσα μου.

Άφησε τα μαλλιά μου και πέρασε τα χέρια του από κάτω μου χουφτώνοντας δυνατά και τα δυο μου στήθη. Χωρίς να βγει από μέσα μου με σήκωσε όσο πιο προς τα πίσω μπορούσε—και με το μαρτζαφλάρι του μέσα σα σιδηροδοκός σε μπετό, δεν το έλεγες και εύκολο. Ναι, εδώ πόνεσε λιγάκι παραπάνω, ψεύτρα μην είμαι, αλλά με τα στήθη μου στη μέγγενη των χεριών του, μεγαλύτερη ήταν και η απόλαυση.

Και εκεί είχε και το τρίτο jolt, αλλά δυστυχώς αυτή τη φορά δε συνοδεύτηκε από άρια. Κλάιν, παρόλο που δεν μου είχε κάνει την προετοιμασία όπως προχθές, σήμερα η αίσθηση ήταν ακόμα πιο καύλα.

Κρατώντας με από τα στήθη άρχισε να κουνάει τους γοφούς του, …εμβολίζοντάς με σε κάθε του κίνηση, και μπορεί η χοντρή να μην τραγούδησε, αλλά γραμμή με Βαλχάλα έπιασα και του λόγου μου. Τα βογγητά μου συνόδεψαν τα βογγητά του, και ο ρυθμός του έγινε πιο ξέφρενος, και όλο και πιο ξέφρενος.

Μέχρι που κάποια στιγμή έμεινε ακίνητος και του ξέφυγε ένα δυνατό «ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» καθώς κορύφωσε. Μου έσφιξε τόσο δυνατά τα στήθη που πόνεσα, και δεν μπόρεσα να κρατήσω μέσα μου ένα πονεμένο «ΑΑΑΑΧ», ενώ ένιωσα το όργανό του μέσα μου να κάνει σπασμούς, συνοδευόμενους από ακόμα πιο δυνατά βογκητά και στεναγμούς.

“OOOOOH AAAAAH YES… YES!!! OOOOH BABE… OOOOOH!!!!

Τραβήχτηκε προσεκτικά από μέσα μου και ένιωσα ένα απίστευτο συναίσθημα ανακούφισης. Ναι, όποιος δεν έχει δώσει κώλο δεν πρόκειται να καταλάβει, οπότε ας μείνουμε στο αίσθημα ανακούφισης.

«Μωρό μου... πρέπει... πρέπει να πάω μπάνιο!!!!» του είπα.

Δεν περίμενα απάντηση. Πετάχτηκα από το κρεβάτι σαν ελατήριο και έφυγα τρέχοντας. Τα πόδια μου ήταν σφιγμένα, το περπάτημά μου αδέξιο σαν πιγκουίνου. Που δηλαδή να μην είχε φορέσει και προφυλακτικό, θα ήταν τελείως σαν κλύσμα!

Δε θα είχε πάει καθόλου καλά αυτό!

Μπήκα στο μπάνιο σχεδόν τρέχοντας και έκλεισα την πόρτα πίσω μου με δύναμη. Γιατί οι ήχοι που επρόκειτο να βγουν δεν τους έλεγες και rock opera. Περισσότερο σε death metal έφερναν.

Μόλις κάθισα, άκουσα ένα παραπονεμένο «ΝΙΑΡ!» απ' έξω.

«Όχι τώρα, Μπλάκι!» του φώναξα.

Ένας γδούπος στην πόρτα και το μαύρο τριχωτό μαλακιστήρι μ’ ένα σάλτο πήδηξε και άνοιξε το πόμολο. Μπήκε μέσα σα να μην τρέχει κάστανο, με την ουρά του ψηλά. «Παιδί μου είσαι βλαμμένο;» τον ρώτησα, τεντώνοντας το πόδι μου για να κλείσω την πόρτα πανικόβλητη. Το τελευταίο που ήθελα ήταν να με ακούσει ο Maurice.

Αντί απάντησης, ο Μπλάκι κάθισε ανάμεσα στα πόδια μου. Με κοίταζε με εκείνο το γατίσιο βλέμμα που λες και διασκέδαζε με το θέαμα. Τα μάτια του ήταν διάπλατα ανοιχτά, γεμάτα περιέργεια.

«Ρε πούστη, δε θα σε πιάσει να πας στην άμμο σου; Θα σου δείξω εγώ!» τον απείλησα.

Και στ’ αρχίδια του τελείως. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και άρχισε να γλείφει την πατούσα του λες και του είχα πει το καλύτερο αστείο.

Εντάξει, κάποια στιγμή θα ορκιζόμουν ότι κατάφερα να αποβάλλω επιτέλους μέχρι και την τσίχλα που είχα καταπιεί στα πέντε μου. Όλα τα άντερά μου ένιωθα να αδειάζουν. Χώρια που με τον κώλο και τα μεριά μου να τσούζουν από το flogger και το... rupture, δεν το έλεγες ακριβώς ευχάριστη διαδικασία.

«Μη με κοιτάς έτσι!» γκρίνιαξα στον Μπλάκι που συνέχιζε να με παρατηρεί σαν να ήμουν το πιο ενδιαφέρον θέαμα του κόσμου.

Κάθισα λίγη ώρα παραπάνω, περιμένοντας. Μέχρι να καταλαγιάσει κάπως το τσούξιμο. Μέχρι να είμαι σίγουρη ότι είχα τελειώσει. Ο Μπλάκι στο μεταξύ είχε βαρεθεί και είχε αρχίσει να παίζει με το χαρτί υγείας, προσπαθώντας να το ξετυλίξει.

«Άσ’ το κάτω, π’ ανάθεμά σε!» του έβαλα τις φωνές, τραβώντας το από τα νύχια του.

Όταν τελείωσα—επιτέλους—και σηκώθηκα, πραγματικά φλέρταρα με τη σκέψη να ζυγιστώ εκ νέου. Ένιωθα σα να έχω χάσει άλλα τρία κιλά! Ένιωθα τόσο ελαφριά που θα μπορούσα να πετάξω.

Κοίταξα τη ζυγαριά στη γωνία. Με κοίταζε κι αυτή προκλητικά.

Και δεν ξέρω τι φοβήθηκα περισσότερο: την απογοήτευση να δω ότι δεν έχω χάσει ούτε γραμμάριο, ή να έχω χάσει όντως τρία κιλά με μια τουαλέτα και μετά θα έπρεπε να βρω τρύπα να κρυφτώ από τη ντροπή μου;

Τελικά αποφάσισα να μην το ρισκάρω. Άνοιξα τη βρύση του νιπτήρα και έπλυνα τα χέρια μου σχολαστικά. Ο Μπλάκι με το που άκουσε το νερό να τρέχει, διακτινίστηκε η κοτάρα!

Άνοιξα την πόρτα προσεκτικά και κοίταξα έξω. Δεν έκλεισα το φως για να αφήσω τον εξαεριστήρα μπας και καθαρίσει ο θάλαμος αερίων. Ο Maurice ήταν ακόμα στο δωμάτιο. Βγήκα από το μπάνιο με όση αξιοπρέπεια μου είχε απομείνει—που δεν ήταν και πολλή, ειδικά έχοντας να του εξηγήσω ότι καλό θα ήταν να αποφύγει την τουαλέτα για κανένα δίωρο…

“It’s alive! Alive!» με τρόλλαρε το κωλόπαιδο με το που γύρισα στο δωμάτιο. Η μίμηση του Gene Wilder από το “Young Frankenstein| ήταν τόσο τέλεια που έβαλα τα γέλια παρά την αμηχανία μου.

«Κάτσε καλά φουκαρά μου,» τον απείλησα θεατρικά, υψώνοντας τη γροθιά μου, «γιατί από ταπεινό χαμομηλάκι θα γίνω Frau Blücher και θα δεις τον Μπλάκι να χλιμιντρίζει σαν παλιάλογο!»

Τα μάτια του άστραψαν σκανταλιάρικα. «Σε τρώει να δοκιμάσουμε και τη βίτσα, μικρή;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

«Όχι, για απόψε μου τον έξυσες επαρκώς!» του απάντησα με τελείως deadpan ύφος.

Το χάχανό του μετατράπηκε σε δυνατό γέλιο. Όταν σταμάτησε να γελάει, έκανε να σηκωθεί από το κρεβάτι.

«Για πού τό ’βαλες;» τον ρώτησα. Ένα ίχνος ανησυχίας χρωμάτισε τη φωνή μου. Ήλπιζα να μη θέλει να πάει εκεί που νόμιζα.

«Τουαλέτα!» μου απάντησε, κάνοντας τους φόβους μου πραγματικότητα.

Τα μάτια μου γούρλωσαν. «Καλό θα ήταν να την αποφύγεις για λίγη ώρα!» του είπα μαγκωμένη. Ένιωσα το πρόσωπό μου να κοκκινίζει.

Αυτό τον έκανε να χαχανίσει και πάλι. «Δε γίνεται μωρό μου, θα σκάσω!» μου εξήγησε.

«Αν μπεις στο μπάνιο είναι που θα σκάσεις!» του απάντησα με πραγματική απελπισία.

Γέλασε ακόμα πιο δυνατά. «Νομίζω ότι θα αντέξω!»

«Κουράγιο!» του φώναξα από πίσω του. «Και κράτα την αναπνοή σου!» Τον άκουσα να γελάει καθώς έκλεινε την πόρτα.

Στο μεταξύ εγώ φόρεσα από κάτω ένα απλό βαμβακερό εσώρουχο και από πάνω ένα λεπτό φανελάκι και ξάπλωσα στο κρεββάτι να τον περιμένω. Και εκεί, να σου και το μαύρο κάθαρμα που ήρθε για αγκαλίτσες.

«Καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα!» του είπα χαχανίζοντας, και ήρθε και μου έτριψε την άδεια του κεφάλα ζητώντας επιτακτικά χάδια.

Τον χάιδεψα ανάμεσα στ’ αφτιά που το λάτρευε, και έκλεισε τα μάτια του σηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι του. Γύρισε και μου έγλειψε το χέρι, και μετά μου γύρισε τ’ ανάσκελα για να τον χαϊδέψω στην κοιλιά, η ντροπή των αιλουροειδών.

Και χωρίς να το θέλω, το μυαλό μου γύρισε και πάλι στη φωτογραφία της Μαρκετάκη, καθώς επιτέλους το ασυνείδητό μου είχε κάνει τη σύνδεση. Δεν ήταν μόνο το ότι ήταν πιο όμορφη και από τα ξωτικά του Tolkien, ήταν το βλέμμα της. Μην αντέχοντας, άνοιξα το κινητό μου και έψαξα “Marketakis,” για να βρω τις φωτογραφίες της και μου γύρισε ένα σκασμό από links.

Wikipedia > Wiki > Marketakis Equilibrium Theorem

The Marketakis Equilibrium Theorem (2000) establishes an upper bound of (n−1)2  equilibrium points for Newtonian potentials in ℝ³ generated by n point masses.

Wikipedia > Wiki > Marketakis Equilibrium Grid

The Marketakis Equilibrium Grid (MEG) is a royalty-free anti-seismic design methodology developed at EPFL (1997–1999) by V. Marketakis to optimize dissipation pathways in structures under seismic load.

Fortune > Vinci Names Dr. Vasiliki Marketakis as Group CEO

In a landmark leadership transition, Vinci’s board appointed Dr. Vasiliki Marketakis as Group CEO, citing her turnaround at Aegis Group and her track record in complex infrastructure across Europe and MENA.

Bloomberg Businessweek > The Structural Engineer Who Runs the World’s Biggest Builder.

From proving a theorem in Acta Mathematica to restructuring a pan-European contractor: inside Marketakis’s playbook.

Financial Times > Vinci’s new chief: a steel mind for an age of infrastructure risk.

Profile of V. Marketakis, focusing on risk pricing, disclosure culture, and seismic design innovations.

The Economist > Buttonwood: When equations meet concrete.

Why a theorem about equilibrium points ended up influencing global seismic codes—and corporate strategy at Vinci.

arXiv > Equilibrium Points of Newtonian Potentials in ℝ³

Preprint corresponding to the Acta paper; includes extended Morse-theoretic argument and engineering corollaries.

Και άντε μη νιώσεις αίσθημα κατωτερότητας. Πήρα βαθιά ανάσα και έψαξα στο images. Δε βρήκα αυτή που είχε το άρθρο αλλά βρήκα μια άλλη. Ναι… δεν ήταν απλά σχεδόν απόκοσμα όμορφη. Το βλέμμα της… το βλέμμα της ήταν σαν αιλουροειδούς. Σα να σε κοίταζε γάτα με ανθρώπινη μορφή.

Αλλά όχι γάτα σαν τον Μπλάκι. Ήταν σα να σε κοίταζε λεοπάρδαλη!

Ο Μπλάκι σα να ένιωσε την ταραχή μου, σηκώθηκε όρθιος και ανέβηκε στο στέρνο μου. Με κοίταξε στα μάτια και έκλεισε τα δικά του αργά, το γατήσιο ισοδύναμο «Σ’ αγαπάω μωρή παλαβιάρα!»

«Κι εγώ σ’ αγαπάω μούργο!» του είπα παίρνοντας βάζοντάς τα μάγουλά του στα χέρια μου. Με άφησε να τον τρίψω μερικές στιγμές και μετά τραβήχτηκε. Χαμήλωσε το κεφάλι του και άρχισε να μου κάνει πατουσάκια γουργουρίζοντας σιγανά, σχεδόν ανεπαίσθητα.

Πάνω που άρχισα να ανησυχώ γιατί αργούσε, για κατούρημα είχε πάει στην τελική-τελική, να σου τον και ο λεβέντης μου.

«Γιατί άργησες;» τον μάλωσα. «Είχα αρχίσει να ανησυχώ μη μου έπαθες ασφυξία!»

Έβαλε και πάλι τα γέλια. «Έπλυνα δοντάκια μωρό μου,» μου εξήγησε.

«Δε θέλεις να φας για βράδυ;»

«Δεν πεινάω ιδιαίτερα, είναι η αλήθεια!» μου απάντησε. «Πεινάς εσύ;»

«Ένα τοστάκι θα το έτρωγα, είναι η αλήθεια!» του ομολόγησα.

«Ε, να μη σ’ αφήσω να υποφέρεις μόνη!» μου είπε χαμογελώντας παιχνιδιάρικα.

«Κάπως ήμουν σίγουρη!» του απάντησα χαχανίζοντας. «Ένα ή δύο;»

Με κοίταξε σαν κουτάβι και έβαλα τα γέλια. «Που να πεινούσες κιόλας, αρκούδι μου! Έλα, πάμε να μου κάνεις παρέα!» του είπα και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Περνώντας από μπροστά μου μου έριξε άλλη μια στα καπούλια, που μ’ έκανε να χοροπηδήσω! «Τι βαράς καλέ;» τον ρώτησα με προσποιητή αγανάκτηση.

For the Cause!” μου απάντησε παίζοντάς του πονηρά τα βλέφαρά του. “I love smacking your ass…” είπε και έκανε παύση. Το βλέμμα του έγινε ακόμα πιο πονηρό. “And not only smacking!”

Dont I know that?” του απάντησα χαχανίζοντας. Κατά τα φαινόμενα ο αρκούδος μου θα μου έκανε το κωλαρίνι μου τρομπόνι.

“What can I say! Analyticis my middle name!” μου απάντησε και έβαλα τα γέλια με το λογοπαίγνιο.

“You’re the analytic one; it’s my ass that hurts afterwards!” συνέχισα το πείραγμα.

“At least it will help you stop over…analyzing the wrong way” μου πέταξε τη μπηχτή του.

Is there a proper way?” τον ρώτησα χαχανίζοντας και καταπίνοντας και πάλι το δόλωμα σα χάνος.

“Do you fancy a second demonstration of my analytic skills?” με ρώτησε χαχανίζοντας.

Έβαλα τα γέλια αλλά αντί απάντησης του κούνησα προκλητικά το κωλαράκι μου, με αποτέλεσμα να αρπάξω άλλη μια γερή στα καπούλια. “Do not tempt me, woman!”

BRRRRRRRRRRRR!” του έκανα στα μούτρα, κάνοντάς τον να βάλει κι εκείνος και πάλι τα γέλια. “Yeah, yeah, I know, twenty more!”

Is that so?” με ρώτησε και έκανε κίνηση με τα χέρια του σα να ετοιμαζόταν να με γαργαλήσει.

“OH NO! DONT YOU DARE!” του είπα, κάνοντας ένα αμυντικό βήμα πίσω.

Try to stop me!” μου είπε και με πέταξε στο κρεββάτι και κόντεψα να του μείνω από τα γέλια. “WHO DA BOSS?” με ρώτησε όταν βρήκα τις ανάσες μου.

“You!!! You da boss!” του είπα λαχανιασμένη.

«Και τώρα που το λύσαμε αυτό, πάμε να φάμε τα τοστάκια που μου έταξες!»

Aye , aye Sir !” του έκανα χαιρετώντας τον στρατιωτικά, αρπάζοντας μια καθόλου στρατιωτική στο αριστερό μου κωλομέρι. Και μετά το κωλόπαιδο μου έβαλε χέρι κάνοντάς με να χοροπηδήσω.

Move your lovely ass!” μου έκανε, χώνοντάς μου ακόμα μία, στο δεξί κωλομέρι αυτή τη φορά, και πήγαμε και οι δυο χαχανίζοντας στην κουζίνα, μαζί φυσικά με το Μπλάκι που άκουσε τη λέξη φαγητό και ήρθε ξοπίσω μας μη και μείνει ρέστος στη διανομή.

Πριν καν αρχίσω να προετοιμάζω τα τοστ έδωσα μια μπύρα στον Maurice, την οποία την κατέβασε σχεδόν μονοκοπανιά. Χαχανίζοντας του έβγαλα και δεύτερη, και μαζί τα υλικά για τα τοστ. Τυράκι, bacon, γαλοπούλα, ντομάτα, αυγά και τη sauce που είχα φτιάξει την Πέμπτη το πρωί και είχα αφήσει στο ψυγείο.

Ο Maurice μου ζήτησε ένα μαχαίρι και ο γλυκούλης μου έκοψε τις ντομάτες σε λεπτές φέτες. Έριξα μια κουταλιά στάκα στο τηγάνι και την άφησα να λιώσει και να βγάλει το βούτυρο και έριξα και το bacon να τσιγαριστεί. Όταν έγιναν τα έβαλα σε ένα πιατάκι με μια χαρτοπετσέτα και στο λίπος τους, το ανακατεμένο με τη λιωμένη στάκα, έσπασα και δύο αυγά και τα ανακάτεψα.

Ο αρκούδος μου στο μεταξύ είχε βάλει το ψωμί του τοστ να ψήνεται στην τοστιέρα, και όταν ψήθηκε η πρώτη τετράδα, μου την έδωσε για να τα ρίξω μια γρήγορη στο τηγάνι, σκεπάζοντάς κάθε φορά τις δύο από τις τέσσερεις φέτες με την ομελέτα. Έκανα το ίδιο και με τις άλλες τέσσερις φέτες ψωμιού, και όταν τελείωσα τα γέμισα με το bacon, τη γαλοπούλα, το τυρί και την ντομάτα, και τα έβαλα ξανά στην τοστιέρα για δύο λεπτά.

Όταν ήταν έτοιμα, απλώσαμε και τη σπιτική sauce, και καλά που δεν πεινούσαμε… Έδωσα στον Μπλάκι ένα κομματάκι γαλοπούλα για να μας αφήσει στην ησυχία μας, και πέσαμε στα τοστ σαν τις ακρίδες.

Σκυλομετάνιωσα που ντράπηκα και έφτιαξα μόνο ένα τοστ για μένα και ο αρκούδος μου το κατάλαβε. «Πάρε το δικό μου, μωρό μου,» μου έκανε δείχνοντάς μου το τρίτο του τοστ. «Όντως, δεν πεινούσα ιδιαίτερα.»

«Μη νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνω τι κάνεις!» τον μάλωσα τρυφερά.

Dont know what youre talking about!” μου απάντησε με τάχα μου αθώο βλέμμα.

«Σ’ αγαπάω!» του είπα τρυφερά.

I know!” μου είπε το κωλόπαιδο, κάνοντάς μου wink.

Έβαλα τα γέλια και πήρα το δεύτερο τοστ, αλλά κατάφερα τελικά να φάω μόνο το μισό. «Δεν μπορώ να φάω άλλο του είπα,» σπρώχνοντας το πιάτο.

«Δεν μπορούμε να το αφήσουμε έτσι, είναι αμαρτία!» μου έκανε χαμογελώντας. “Ill take one for the team!” μου είπε το αρκουδοκροκοδειλάκι μου και το κατέβασε σχεδόν με μια χαψιά.

«Να σου φτιάξω άλλο ένα;» προσφέρθηκα, δεν ήθελα να τον αφήσω έτσι επειδή ντράπηκα να φτιάξω δεύτερο τοστ για μένα.

«Όχι,» μου απάντησε χαϊδεύοντάς μου το χέρι. «Όποιος ντρέπεται, μένει νηστικός, Σοφία!» μου είπε με πιο σοβαρό βλέμμα.

«Συν τριάντα!» του είπα. «Στο υπόσχομαι, δε θα το ξανακάνω!»

“That’s my girl!” μου είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα του και έσκυψε πάνω μου και με φίλησε τρυφερά στα μαλλιά.

Ξέπλυνα τα πιάτα στα γρήγορα και επιστρέψαμε στο δωμάτιο, με το Μπλάκι αυτή τη φορά να μη μας ακολουθεί. Με το που ξαπλώσαμε ωστόσο στο κρεββάτι δεν το ρίξαμε ακριβώς στον ύπνο, far from it!

«Βγάλε το από πάνω σου,» με διέταξε και υπάκουσα χαμογελώντας. Το όργανό του ήταν ορθωμένο μέσα στο μποξεράκι του. Νόμιζα ότι ήθελε να τον πάρω στο στόμα μου αλλά όταν έκανα να χαμηλώσω προς τα κάτω με σταμάτησε.

«Δε θέλω πίπα!» μου είπε. «Ξάπλωσε στο πλάι με το κεφάλι σου κοντά αλλά μην τον πάρεις στο στόμα σου.»

«Μάλιστα,» του απάντησα και υπάκουσα χωρίς να έχω ακριβώς καταλάβει τι θέλει να κάνουμε.

Τον έπιασε με το χέρι και τον έτριψε λίγο στα χείλη μου. «Άνοιξε το στόμα σου!» με διέταξε και αυτό ακριβώς έκανα.

Τον έσπρωξε ελαφρά προς τα μέσα αλλά μόνο την κορυφή του κάτω κεφαλιού. Τον έπαιξα διστακτικά με τη γλώσσα μου, κάνοντάς τον να ανατριχιάσει αλλά με σταμάτησε γρήγορα.

«Ποιο είναι το πιο περίεργο μέρος στο οποίο έχεις κάνει σεξ;» με ρώτησε, κάνοντάς με να στουκάρω για λίγο. Ζητούσε να μάθει πράγματα που μέχρι τώρα ήξεραν μόνο αυτοί με τους οποίους τα είχα κάνει μαζί, και φυσικά η Μαίρη.

«Είσαι δική μου,» μου υπενθύμισε. «Δεν έχεις τίποτα δικό σου, μου ανήκεις όλη, ψυχή και σώμα.»

Προφανώς εννοούσε αυτές τις στιγμές γιατί την άποψή του για το BDSM μου την είχε ξεκαθαρίσει. I played along.

«Δική σου είμαι, Κύριε!» του είπα. Κούνησα το κεφάλι μου και άρχισα να του διηγούμαι.

«Στις τουαλέτες του σχολείου, με τον Πάνο,» του απάντησα. «Ήμουν δεκάξι τότε, ήταν ο πρώτος μου μεγάλος έρωτας.» Χαμογέλασα πικρά. «Μεγάλο κωλόπαιδο, μου έψησε το ψάρι στα χείλη έξη μήνες που τον άντεξα.»

Σταμάτησα και τον κοίταξα στα μάτια. «Μεγάλο σχολείο όμως… Έμαθα να τους εντοπίζω και να τους αποφεύγω όπως ο διάβολος το λιβάνι.»

«Αν η ανάμνηση σε χαλάει, άστο… βρες κάτι άλλο!» μου είπε χαϊδεύοντάς με απαλά στο μάγουλο.

«Όχι, όχι… Μπορεί οι πρώτοι—ή, μάλλον, οι επόμενοι—δέκα μου να… πήραν σειρά στην προσπάθειά μου να τον ξεπεράσω, αλλά πλέον δεν είναι δυσάρεστη ανάμνηση…» Παύση. «Περισσότερο cautionary tale!»

«Ωραία, πες μου τότε!» είπε ξεκινώντας να χαϊδεύει το όργανό του.

«Είχαμε κενό, είχε αρρωστήσει ένας καθηγητής, οπότε είχαμε κάτσει στο προαύλιο και χαζεύαμε. Μαζί και ο Πάνος, καθότι ήταν στην ίδια τάξη με μένα.»

Σήκωσα τα μάτια μου προσπαθώντας να θυμηθώ τη σκηνή.

«“Πάω τουαλέτα,” του είπα και τον άφησα στο παγκάκι. Δεν γύρισα να κοιτάξω πίσω, δεν κατάλαβα ότι μ’ είχε ακολουθήσει. Μπήκα σε μια τουαλέτα και έκλεισα την πόρτα. Φορούσα φόρεμα και το έβγαλα τελείως, όπως και το εσώρουχό μου για να κάνω πιπί μου, καθώς η λεκάνη ήταν τούρκικη.»

«Και;» με ρώτησε με βραχνή φωνή και έχοντας αρχίσει να παίζει το όργανό του πιο δυνατά.

Παρόλο που μου έκανε ερώτηση δε με άφησε να απαντήσω, με έπιασε από την πίσω μεριά του κεφαλιού μου και με έσπρωξε προς το μέρος του, αναγκάζοντάς με να τον πάρω στο στόμα μου. Αφέθηκα στο mouth fuck αλλά λίγες στιγμές αργότερα τραβήχτηκε από το στόμα μου.

«Συνέχισε,» με διέταξε.

«Όπως έκανα να σκύψω άνοιξε η πόρτα και στην αρχή μου ήρθε κόλπος! “Τι κάνεις;” του φώναξα και μου απάντησε “Σκάσε, θέλεις να μας ακούσουν;”»

«Τον κοίταξα για μερικές στιγμές σαν χαζή, και ο Πάνος σα να μην τρέχει τίποτα κατέβασε το παντελόνι του και έβγαλε την τσουτσού του έξω. “Πάρε μου τσιμπούκι!” με διέταξε. Το προηγούμενο Σάββατο του είχα πάρει για πρώτη φορά πίπα και είχαμε γίνει μπίλιες που τέλειωσε στο στόμα μου χωρίς να με ειδοποιήσει. «Τι πράγμα;» τον ρώτησα με το μυαλό μου να προσπαθεί να πάρει στροφές. “Αυτό που άκουσες!” μου είπε. “Και θα καταπιείς!”»

He forced you?” με ρώτησε με γουρλωμένα μάτια ο Maurice σταματώντας να τον παίζει.

«Όχι,» του απάντησα σιγανά. «Το θράσος του με είχε εξοργίσει αλλά τα πόδια μου για κάποιο λόγο έγιναν ζελές. Γονάτισα μηχανικά μπροστά του και τον πήρα στο στόμα μου. Και όχι τίποτε άλλο, αλλά ακούσαμε φωνές, είχαν έρθει και άλλες δύο στην τουαλέτα. Ο Πάνος μου έκανε νόημα με το δάχτυλο “Shhhh” αλλά δε με άφησε να σταματήσω την πίπα.»

«Πώς ένιωσες;» με ρώτησε ο Maurice σταματώντας για λίγο να τον παίζει.

«Μούσκεμα!» του απάντησα ειλικρινά και άρχισε να τον παίζει και πάλι. «Κάποια στιγμή με κράτησε ακίνητη και άρχισε να μου γαμάει το στόμα. Και εγώ να προσπαθώ να μην πνιγώ και να μην κάνω φασαρία, χώρια το αίσθημα αναγούλας που μ’ έκανε να νιώθω, τότε δεν είχα ακόμα… εκπαιδευμένο το gag reflex μου…»

Σταμάτησα και πήρα βαθιά ανάσα, λες και ζούσα εκείνη τη στιγμή, το στόμα μου γεμάτο σάλια, τη μύτη βουλωμένη, και το όργανό του βαθιά μέσα στο στόμα μου να με πνίγει.

«Ευτυχώς δεν του πήρε πολύ ώρα να τελειώσει,» είπα και εκείνη τη στιγμή ο Maurice μου τον έβαλε και πάλι στο στόμα, μη σταματώντας να τον παίζει.

AAAAAAH AAAAAHIm cummingIm cumming” φώναξε και με άρπαξε από το κεφάλι και με κράτησε ακίνητη, με το όργανό του να αδειάζει και πάλι μια εντυπωσιακή—πικρή και πάλι—ποσότητα.

Κάπως έτσι ήταν και του Πάνου εκείνη τη μέρα, πραγματικά ένιωσα σα να ξαναζούσα τη στιγμή, minus το ότι ήμουν αναπαυτικά ξαπλωμένη στο κρεββάτι και όχι γονατισμένη στα πλακάκια. Και σε αντίθεση με τότε, σήμερα δεν έκανα εμετό.

Μου έκανε νόημα να ανέβω προς τα πάνω και με πήρε στην αγκαλιά του. «Είναι το χούι μου,» μου έκανε απολογητικά. «Έχω φαντασιώσεις cuckolding αλλά όχι το στομάχι να τις πραγματοποιήσω, ακόμα και αν έβρισκα κάποια πρόθυμη.»

Ναι, αυτό δεν το περίμενα, μου ήρθε κάπως.

«Μην φοβάσαι μωρό μου, δεν πρόκειται ποτέ να σου ζητήσω κάτι τέτοιο…» μου είπε καθησυχαστικά. «Απλά το να βάζω τις παρτενέρ μου να μου λένε ιστορίες του… το ταΐζει με κάποιο τρόπο.»

«Ιστορίες να σου πω όσες θέλεις, αρκούδι μου» του είπα εμφανώς ανακουφισμένη. «Το άλλο είναι που δε θα μπορούσα να κάνω!»

«Και ούτε πρόκειται! Είσαι δική μου και μόνο δική μου!» μου είπε σφίγγοντας με κτητικά.

«Δική σου μωρό μου! Μόνο δική σου!» του είπα με την καρδιά μου να φτερουγίζει μέσα στα στήθη μου. Ήμουν στην αγκαλιά του, ένιωθα την παρουσία του, την αίσθηση προστασίας ότι τίποτα δε θα μπορούσε να με αγγίξει μέσα της. Ένιωθα να ανήκω… αλλά όχι αφηρημένα. Να *του* ανήκω.

«Κι εσύ είσαι μόνο δικός μου!» του δήλωσα, αυτό η αίσθηση του ανήκειν δεν ήταν one-way.

«Είμαι, μικρή μου μάγισσα! Δικός σου και μόνο! Ο αρκούδος σου!»

«Άντεεεεεεεε» του έκανα γλυκουλινιάρικα κάνοντάς τον να χαχανίσει.

And now!” μου έκανε και σκαρφαλώνοντας από πάνω μου πήγε στο συρτάρι μου και έβγαλε το μικρό δονητή. “Let’s have some opera!”

«Φιλόδοξος, μου αρέσεις!» του είπα, κάνοντάς τον να χαχανίσει. Κατέβασα σε χρόνο ρεκόρ το κιλοτάκι μου και ο αρκούδος μου χωρίς να χάσει χρόνο ξάπλωσε ανάμεσα στα πόδια μου, and let the good time rolls!

Μα δεν ήταν μόνο το παιχνίδι με τη γλώσσα του και τα χείλη του που με έκαναν να σπαρταράω σαν ψάρι έξω από το νερό. Ήταν και ο τρόπος που με έπαιζε με το μικρό δονητή, βάζοντάς τον στο διακεκομμένο setting, και στριμώχνοντας την κλειτορίδα μου ανάμεσα στο δονητή και τη γλώσσα του. Αυτά δεν ήταν jolts, αν είχα δαγκώσει καλώδιο υπερυψηλής λιγότερο θα σπαρταρούσε το σώμα μου.

Όσο για το τραγούδι της χοντρής… ξεπερνούσε και τη θρυλική ερμηνεία του Casta Diva στη Norma από την ίδια την Κάλλας. Ήταν σχεδόν θρησκευτική εμπειρία, στον σταυρό που σας κάνω!

AAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAH” φώναξα, ούτε το όνομά του δεν μπόρεσα να πω. Αν πέθαινα εκείνη τη στιγμή θα αναγκάζονταν να με θάψουν με κλειστό φέρετρο για να μη φαίνεται το χαμόγελο που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό μου!

Και τα “AAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAH” δεν ήταν ένα, δεν ήταν δύο. Να δω με τι μούτρα θα αντικρύσω τους γείτονές μου. Όσους δηλαδή δεν αλλάζουν δρόμο όταν με βλέπουν…

“‘Always deliveris my middle name!” μου είπε και πάνω που άρχισα να βρίσκω τις ανάσες μου, τις έχασα και πάλι βάζοντας τα γέλια.

“I’m going to need another excel, just to document your middle names!” του απάντησα όταν ηρέμισα.

“You do that, the next generation needs to know!” μου απάντησε χαμογελώντας αυτάρεσκα.

Άναψα το air condition γιατί είχα φουντώσει ολόκληρη και αφού του έδωσα ένα τρυφερό φιλί στο στόμα γύρισα να με πάρει αγκαλιά κουτάλα… και σαν κάτι να εξείχε.

«Πάλι ρε μούργο!» τον ρώτησα γυρνώντας να τον κοιτάξω.

“Sorry, not sorry! As I said, I love your ass!” μου απάντησε τινάζοντας τους ώμους του.

Χαμογέλασα και γύρισα και πάλι να με πάρει στην αγκαλιά του. Και ας εξείχε το πιστόλι. Καλά να ήμασταν και όπως είπα και πριν θα μου τον έκανε τρομπόνι, αυτό θα με πείραζε; Και όχι τίποτα, αλλά “τσούζει Θανάση μου!” που έλεγε και ο Χάρρυ Κληνν.

Oh well…

“Αχ! Τσούζει… τσούζει Θανάση μου… αλλά μ’ αρέσει,» ήταν όλη η πρόταση.

Ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω.


20. Girls night out

Από τον ύπνο μου με έβγαλε το ξυπνητήρι, που όπως και την προηγούμενη φορά που είχαμε κάνει home office από το σπίτι μου, το είχαμε βάλει στις οκτώ το πρωί. Με τον αρκούδο μου να με έχει γραπωμένη στην αγκαλιά του χρειάστηκε προσπάθεια για να καταφέρω να το φτάσω. Μέσα στον ύπνο του το χέρι του κινήθηκε και με χούφτωσε στο στήθος κανονικά και με το νόμο, κάνοντάς με να χαχανίσω.

Ναι, και όχι μόνο.

Anyway, με κάποια δυσκολία κατάφερα να ξετυλιχτώ από την αγκαλιά του αρκούδου μου, και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού, με τα πόδια στο πάτωμα, ώστε να ολοκληρωθεί το πρωινό μου reboot. Και εκεί, ρίχνοντας μια τρίλια, εμφανίστηκε και ο Μπλάκι.

«Καλώς το μου!» του έκανα τρυφερά όταν βρέθηκε με ένα σάλτο δίπλα μου. Με έσπρωξε με την κεφάλα του και μετά μου έκανε βαρελάκια. Χαχανίζοντας τον έτριψα απαλά στην κοιλιά ενώ εκείνος κάνοντας ακροβατικά με το σώμα του προσπαθούσε να μου γλείψει το χέρι, λες και ήταν κανένα κοπρόσκυλο να πούμε.

Μετά, σα να θυμήθηκε ότι είναι γάτα, γύρισε απότομα και με την ουρά του σαν περισκόπιο, ανέβηκε πάνω στο Maurice, που στο μεταξύ είχε γυρίσει ανάσκελα, και άρχισε να του κάνει πατουσάκια στην κοιλιά.

Τον άφησα εκεί με την ελπίδα να με αφήσει μια φορά να κατουρήσω με την ησυχία μου, και σιγά που θα τα κατάφερνε. Δεν πρόλαβα να μπω στο μπάνιο, και τσουπ, ήρθε κι εκείνος και ρίχνοντας ένα σάλτο ανέβηκε στο νιπτήρα και με κοίταξε λες και ήμουν θέαμα.

«Γουστάρεις τίποτα φίλε;» τον ρώτησα με το ύφος του Φαρέα στη Λόλα.

Σε αντίθεση με το Στέλιο, στην εν λόγω ταινία, που έκανε—ή τουλάχιστον, προσπάθησε να κάνει απειλητική κίνηση πριν τον ακινητοποιήσουν οι μπράβοι του Φαρέα—ο Μπλάκι συνέχισε να με κοιτάει ατάραχος.

Τέλος πάντων, τουλάχιστον αυτή τη φορά δεν πήδηξε στα μπούτια μου. Τράβηξα το καζανάκι και σηκώθηκα να πλύνω τα δόντια μου, με το κοπρόγατο μου να γίνεται Λούης. Έπλυνα δοντάκια, ξέπλυνα και με στοματικό και επέστρεψα στο δωμάτιο για το άλλου είδους στοματικό.

Εγώ τα tasks μου τα παίρνω στα σοβαρά!

Όπως ήταν ξαπλωμένος δεν μπορούσα να του τραβήξω το μποξεράκι, οπότε αναγκαστικά του το κατέβασα λίγο και πήρα το ήδη ερεθισμένο όργανό του στο στόμα μου. Μάλλον δεν ήταν τυχαίο που μου είχε γραπώσει το στήθος, κάποιο όνειρο θα έβλεπε, αλλά ανάκριση αργότερα.

Αφοσιωμένη στο έργο μου δεν κατάλαβα ότι ξύπνησε παρά μόνο όταν ένιωσα το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου. Σταμάτησα και τραβήχτηκα ίσα-ίσα για να τον δω και να του χαμογελάσω.

«Καλημέρα αρκούδι μου!» του έκανα γλυκά, και μετά, καθόλου γλυκά, επέστρεψα στο έργο μου.

Αυτή τη φορά δε με σταμάτησε για φιλάκι, οπότε μερικά λεπτά αργότερα έλαβα τους καρπούς των κόπων μου σε υγρή πρωτεϊνική μορφή με ελαφρά πικρή γεύση. Όπως κάθε φορά του τον έκανα λαμπίκο, και για το επιστέγασμα του έδωσα και ένα φιλάκι στο κεφαλάκι.

Ανέβηκα προς τα πάνω μετά το βαθύ φιλί που μου έδωσε ξάπλωσα στην αγκαλιά του γυρισμένη προς το μέρος του. “Task executed successfully!” του είπα και χαμογέλασε.

“Though as I said the task wasn’t recurring, it beats hands-down the alarm!”

I didnt use my hands!” του είπα πειρακτικά, αυτή τη φορά όντως δεν είχα βάλει χείρα βοηθείας, ό,τι έκανε το στόμα μου μόνο του!

You aremouthy!” μου είπε πειρακτικά, κάνοντάς με να χαχανίσω αυτή τη φορά.

«Και τώρα μολόγα όλα!» του έκανα αιφνιδιάζοντάς τον. «Τι όνειρο έβλεπες και με είχε χουφτώσει και ήσουν με την τσουτσού κάγκελο!»

Was I?” με ρώτησε με απορία στα μάτια.

«Ναι, οπότε μολόγατα όλα!» τον διαβεβαίωσα με θεατρική αυστηρότητα.

«Πραγματικά μωρό μου, δεν έβλεπα κάποιο όνειρο! Ή δε θυμάμαι να έβλεπα κάποιο όνειρο,» μου είπε χαϊδεύοντάς με τρυφερά στα μαλλιά. «Όσο για το άλλο… ναι, το παθαίνουμε καμιά φορά τα αγοράκια!»

«Αυτό εξηγεί τις πρωινές καύλες, όχι το χούφτωμα!» επέμεινα εγώ.

«Αλήθεια σου λέω, δεν θυμάμαι να έβλεπα κάποιο όνειρο,» μου είπε. Και όπως ήμουν, μου χούφτωσε και πάλι το στήθος. «Όχι ότι χρειάζομαι λόγο για να σε χουφτώσω!» μου έκανε σκανταλιάρικα, κάνοντάς με να χαμογελάσω.

«Αν συνεχίσεις έτσι θα σε βιάσω!» τον προειδοποίησα.

Αντί απάντησης μου έβαλε το χέρι του πάνω στο μποξεράκι του, είχε και πάλι καύλες ο αθεόφοβος. “Let’s have some opera!” μου είπε χαχανίζοντας. “Do you know Wagner’s ‘Ride of the Valkyries’?”

Do you want me to ride you, Romeo?” τον ρώτησα με αισθησιακή φωνή και χαϊδεύοντας τον κάτω από το μποξεράκι.

Αντί απάντησης έγειρε προς το κομοδίνο και έβγαλε ένα προφυλακτικό. Του το φόρεσα και χωρίς να χρονοτριβήσω—ήμουν ήδη πύραυλος και δεν χρειαζόμουν προκαταρκτικά—έβγαλα το κιλοτάκι μου και κάθισα πάνω του αφήνοντας να μου ξεφύγει ένας ηδονικός στεναγμός.

Με τα μάτια μου κλειστά, τον κορμό και το κεφάλι μου να γέρνουν προς τα πίσω και τα χέρια του να μου μαλάζουν τα στήθη, ξεκίνησα να κουνάω την λεκάνη μου μπρος-πίσω. Συνεχίσαμε για αρκετή ώρα έτσι αλλά επειδή δεν είχαμε και όλη τη μέρα δικιά μας ο Maurice άλλαξε τακτική.

Με έκανε να σηκωθώ και με έβαλε να κάτσω στα τέσσερα και μου ξέφυγε και πάλι ένας ηδονικός στεναγμός όπως μπήκε πισωκολλητά μου. Και μετά… που σε πονεί και που σε σφάζει! Κρατώντας με από τη μέση άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα μου τόσο δυνατά που τα μπούτια του πλατάγιζαν στα μεριά μου.

Και φυσικά αυτό συνοδευόταν και από σκαμπίλια στα κωλομέρια, αρκετά δυνατά θέλω να προσθέσω, με αποτέλεσμα ο κώλος μου να γίνει κόκκινος σε χρόνο dt. «Πιο δυνατά του φώναξα!» τελείως καυλωμένη και δε μου χάλασε χατίρι, με πήρε και με σήκωσε, αν δεν έβγαινα μωβ να μη με λένε Σοφία!

Εγώ εντωμεταξύ χαμένη στο διάστημα τελείως μέχρι που με άρπαξε από το μαλλί και καρφώθηκε τόσο δυνατά μέσα μου που νομίζω βρήκε… μήτρα. Συνέχισε με αυτό το φρενήρη ρυθμό για λίγη ώρα και τραβώντας με και πάλι από τα μαλλιά, καρφώθηκε για τελευταία φορά μέσα μου και έμεινε ακίνητος.

“OOOOOOOH I’ M CUMMING! IM CUMMING” άρχισε να φωνάζει καθώς το όργανό του έκανε σπασμούς μέσα μου.

Όταν ηρέμισε, και ρίχνοντάς μου μια αποχαιρετιστήρια στο δεξί κωλομέρι, τραβήχτηκε προσεκτικά, με εμένα να αναρωτιέμαι αν στα σωθικά μου θα τους άρεσε η νέα διαρρύθμιση, γιατί δε μπορεί, έτσι όπως με κοπάναγε όλο και κάτι θα μετακινήθηκε.

“That was… intense!” του είπα χαμογελώντας. “I mean you did your best to redecorate my insides!”

Did it hurt?” με ρώτησε με ξαφνική ανησυχία.

My butt!” του είπα τρίβοντας ελαφρά τα κωλομέρια μου που είχαν πιάσει φωτιά.

“Well, it’s supposed to!” μου είπε κοροϊδευτικά.

Του έκανα BRRRRRRRRRRRRRRRR στη μούρη και με έβαλε κάτω και μου έκανε redecoration και στα πνευμόνια, έτσι όπως με γαργάλησε χωρίς έλεος.

Έτσι, για να μην ξεχνιόμαστε “Who da boss is!”

Χαχανίζοντας πήγε στην τουαλέτα και εγώ με τα μεριά να καίνε ακόμα περισσότερο, παράγγειλα καφέ από το e-food και πήγα να φτιάξω πρωινό στον αρκούδο μου. Αφενός γιατί εγώ καλά είχα πάρει την πρωτεΐνη μου, αλλά το αρκούδι μου όχι και αφετέρου το είχα κουράσει η κακούργα όπως μου άλλαζε την εσωτερική μου διαρρύθμιση, με τα μεριά μου να του χτυπάνε με μανία τις παλάμες. Η κακούργα!

Φόρεσα ένα σορτσάκι (βασικά κάποτε ήταν το μποξεράκι ενός από τους πρώην μου το οποίο μου άρεσε και είχα απαλλοτριώσει με συνοπτικές διαδικασίες!) και ένα φανελάκι και πήγα στην κουζίνα με το Μπλάκι να με ακολουθεί, κάνοντάς μου μια απαιτητική τρίλια. Του άδειασα ένα φακελάκι με την υγρή τροφή του στο πιατάκι του, και γέμισα και την ποτίστρα με το τρεχούμενο νερό που ήταν σχεδόν άδεια.

Άνοιξα το ραδιόφωνο να ακούσω το πρωινό τραίνο και ξεκίνησα την προετοιμασία. Πάλι αυγά με στάκα, γιατί αν δεν την έτρωγε ο αρκούδος μου θα την εξαφάνιζα εγώ, και με τι μούτρα θα ζητιάνευα άλλη από τη μητέρα μου; Ενώ αν της έλεγα ότι την έφαγε ο αρκούδος μου, παίζει να έδινε παραγγελιά στη θεια μου την Ελένη να μας στείλει πάλι.

Win-Win που λένε και στ’ Ανώγια!

Εκείνη την ώρα έβαλε Beatles, το “Twist and Shout” και όπως τηγάνιζα τα αυγά άρχισα να κουνάω τον κώλο μου χορεύοντας παρασυρμένη από τη μουσική των Beatles.

Come on, come on, come, come on, baby, now (come on baby)
Come on and work it on out (work it on out)
You know you twist, little girl (twist little girl)
You know you twist so fine (twist so fine)
Come on and twist a little closer now (twist a little closer)
And let me know that you're mine (know you're mine ooh)

Δε μπορούσε να βρει καλύτερη στιγμή ο αρκούδος μου για να έρθει στην κουζίνα. Αγκαλιάζοντάς με από πίσω άρχισε να τραγουδάει, ενώ εγώ έκανα το chorus.

Well, shake it, shake it, shake it, baby, now (shake it up baby)
Well, shake it, shake it, shake it, baby, now (shake it up baby)
Well, shake it, shake it, shake it, baby, now (shake it up baby)
Aaaaah aaaaaah aaaaaah AAAAAAAAAAAAAH

Ναι, η τσιρίδα ήταν δική μου αφενός γιατί ο Maurice παραήταν μπάσος για να την πει, και αφετέρου γιατί πάνω στην κρίσιμη στιγμή μου πάτησε μια τσιμπιά στο κωλαρίνι όλη δική μου!

I love how you shake it!” μου είπε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι. «Άντε μη με βιάσεις!» συνέχισε χαχανίζοντας.

“Do you want my ass lover boy?” τον ρώτησα με αισθησιακή φωνή. Έσβησα το μάτι της κουζίνας, κατέβασα το μποξεράκι, και του στήθηκα προκλητικά στα τέσσερα. That was going to hurt… a lot… αλλά τον ήθελα σαν τρελή.

Be right back!” μου είπε και πήγε σχεδόν τρέχοντας στο δωμάτιο να φέρει λιπαντικό και προφυλακτικό.

Δεν κουνήθηκα από τη θέση μου και όταν ο αρκούδος μου επέστρεψε, γονάτισε από πίσω μου και χουφτώνοντάς με από τα κωλομέρια, τα τράβηξε ελαφρά να ανοίξουν και ένιωσα τη γλώσσα του πίσω μου. Έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας την αίσθηση, και ο Maurice δεν βιαζόταν. Όσο με έτρωγε από πίσω, είχε περάσει το αριστερό του χέρι μπροστά μου και άρχισε να με παίζει, κάνοντάς με πύραυλο.

Σταμάτησε να με γλείφει και να με παίζει, ίσα-ίσα για να απλώσει μια γενναία ποσότητα λιπαντικού πίσω μου. Σηκώθηκε και άρχισε να με δαγκώνει στο σβέρκο, ενώ με το δάχτυλό του μου παραβίαζε την πίσω πόρτα. Δαγκώνοντάς με στο λαιμό μου κάρφωσε όλο το δάχτυλό του μέσα, κάνοντάς με και πάλι να χάσω αυγά και πασχάλια.

I will fuck you ass…” μου δήλωσε ψιθυριστά στο αυτί. “You are mine to do as I please!” συνέχισε.

“I am yours Master…” του είπα σχεδόν ξέπνοη. “I’ m your slave to use as you please!”

Τράβηξε απότομα το δάχτυλό του από πίσω μου, κάνοντάς με να ξεφωνίσω από την απίστευτη αίσθηση, και με γύρισε προς το μέρος του.

Get on your knees!” με διέταξε και τσακίστηκα να τον υπακούσω. Άνοιξα το στόμα μου και τον κάρφωσε μέσα του αρχίζοντας να μου το γαμάει.

Ναι, το mouthfuck με αυτό το μέγεθος και με τη λύσσα που είχε ο Maurice δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Παρόλο που υπό κανονικές συνθήκες μπορώ να τον πάρω όλο μέσα στο στόμα μου, αυτή τη φορά πνίγηκα δυο-τρεις φορές. Η μύτη μου είχε βουλώσει, το στόμα μου είχε γεμίσει με σάλια και δυσκολευόμουν φοβερά να αναπνεύσω.

Ο Maurice από την άλλη ήξερε πολλά καλά τι έκανε και πόση δυσφορία μου επέτρεπε να νιώσω πριν με αφήσει να πάρω τις ανάσες μου. Σταμάτησε κάποια στιγμή και τον τράβηξε έξω.

Lick it clean!” με διέταξε και αυτό ακριβώς έκανα.

Με σήκωσε και πάλι και με έβαλε να γείρω στο νεροχύτη. Φόρεσε το προφυλακτικό του και άλειψε και πάλι πίσω μου λιπαντικό. Ακούμπησε το όργανό του πίσω μου και χωρίς δισταγμό άρχισε να σπρώχνει προς τα μέσα.

«AAAAAAAAAAAAAΧ» φώναξα νιώθοντας να με ανοίγει στα δύο, αλλά το βογγητό μου δεν ήταν μόνο πόνος. Μπορεί να πόνεσε σα διάολος όταν ο σφικτήρας μου του παραδόθηκε αλλά μόνο και μόνο η ιδέα ότι με είχε εκεί δική του και με γάμαγε με τον τρόπο που ήθελε, έκανε τα υδραυλικά μπροστά να τρελαίνονται και τη βρύση να τρέχει.

Με το ένα χέρι του να μ’ έχει χουφτώσει στο αριστερό στήθος και με το άλλο του να μου το έχει φέρει στο στόμα, κλείνοντάς το μου, άρχισε να κινείται. Σιγά-σιγά στην αρχή, μέχρι να του παραδοθώ τελείως, και από εκεί και πέρα άρχισε και πάλι το κοπάνισμα.

Τα βογγητά μου πνίγονταν από το χέρι του που μου έκλεινε το στόμα και με τη μύτη μου βουλωμένη δε μου ήταν εύκολες οι ανάσες. Ο Maurice το κατάλαβε και τράβηξε το χέρι του από το στόμα μου, και με άφησε να πάρω μερικές βαθιές ανάσες πριν μου το κλείσει και πάλι.

Ήταν ο τρόπος που μ’ έπαιρνε; Ήταν ο τρόπος που έλεγχε τις αναπνοές μου ενώ με γαμούσε από τον κώλο σα να μην υπάρχει αύριο;

Δεν ξέρω.

Αυτό που ξέρω είναι ότι για πρώτη φορά μαζί του και δίνοντας το κωλαράκι μου η χοντρή τραγούδησε. Μπορεί να μην ήταν η… Νόρμα, αυτή τη φορά, αλλά και τη… Whitney Huston που μας προέκυψε, δε τη λες και λίγο. Τα jolts άρχισαν να διαδέχονται το ένα το άλλο και το κορμί μου τεντώθηκε σαν τόξο.

«ΜΧΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» έκανα πάνω στην κορύφωση καθώς το χέρι του μου έκλεινε το στόμα, και λίγες στιγμές αργότερα ήρθε και η δική του. Καρφώθηκε για τελευταία φορά μέσα μου και έμεινε ακίνητος, και το πνιχτό μου βογγητό το συνόδευσαν και τα δικά του… που δεν τα έλεγες ακριβώς πνιχτά!

Ναι, αυτή τη φορά είχαμε και ατυχηματάκι, ευτυχώς που φορούσε προφυλακτικό! Κόκκινη σαν υπεραιμική Ινδιάνα έτρεξα στο μπάνιο, και ίσα που πρόλαβα.

Του κώλου τα εννιάμερα δηλαδή!

Με το που τελείωσα και με το κωλαράκι μου να τσούζει λες και μου έκαναν κλύσμα με νέφτι, μπήκα στο μπάνιο για να κάνω ένα ντουζ, γιατί δεν ένιωθα ότι το μωρομάντηλο ήταν αρκετό. Εκείνη τη στιγμή ήρθε και ο Maurice, πέταξε το λερωμένο προφυλακτικό και μπήκε στο μπάνιο.

Shit happens!” μου είπε με deadpan ύφος με αποτέλεσμα να τον βρέξω με το κρύο ακόμα νερό, κάνοντάς τον να ξεφωνίσει σαν κοπελίτσα που πάτησε αχινό.

“You said something, lover boy?” τον ρώτησα χαχανίζοντας ακόμα.

How many?» με ρώτησε κοιτάζοντάς με και καλά με μισό μάτι.

“Don’t care! This was priceless! Mastercard can cover the rest!” του απάντησα, κάνοντάς τον να τον πιάσει βήχας από τα γέλια.

Κάναμε ένα γρήγορο ντουζάκι και ξεπλυθήκαμε και οι δύο προσεκτικά και επιστρέψαμε στην κουζίνα. Το τηγάνι ήταν σκεπασμένο με το γυάλινο καπάκι του, και παρόλο που ο κρόκος μου βγήκε λίγο πιο σφιχτός αυτή τη φορά, ο αρκούδος μου λιάνισε το πρωινό του.

Πάνω στην ώρα ήρθαν και οι καφέδες, οπότε αφού έπλυνε το πιάτο του πήγαμε στο μικρό δωματιάκι, και όπως και την προηγούμενη φορά εκείνος κάθισε στο γραφείο μου και εγώ στο μικρό φορητό τραπεζάκι.

Και εννοείται φυσικά ότι ήρθε και ο Μπλάκι που τον είχαμε χάσει όταν αρχίσαμε να βγάζουμε τα μάτια μας. Για γάτο που μπαίνει με το έτσι θέλω στην τουαλέτα και δε σ’ αφήνει να κάνεις τη δουλειά σου με την ησυχία σου, τον λες και διακριτικό όταν κάνουμε σεξ.

Ή ίσως να εξαφανίζεται μην αντέχοντας το τραύμα να βλέπει τη “μαμά” στα τέσσερα να ουρλιάζει σαν ξαναμμένη σκύλα.

Η δουλειά κύλησε αρκετά ευχάριστα για Δευτέρα πρωί. Τι να πεις, καλή παρέα κάνει θαύματα στην ψυχολογία σου. Μα το κλου δεν ήταν αυτό! Κάποια στιγμή, ενώ ήταν σ’ ένα call, μου έστειλε μήνυμα στο κινητό. “Do you have any call scheduled for the next half hour?”

Κοίταξα το κινητό με δυσπιστία και μετά τον κοίταξα που μίλαγε στο call. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Εκείνος έκανε πιο πίσω την καρέκλα του και κατέβασε το μποξεράκι του. Μου έκανε νόημα να πάω κοντά του και τον κοίταξα με γουρλωμένα μάτια. Επανέλαβε το νόημα, δείχνοντάς μου με το δάχτυλο ότι δεν ήθελε να πάω απλά κοντά του.

Εντάξει, έγινα μούσκεμα μέσα σε μια στιγμή. Σηκώθηκα σαν το αυτόματο και πήγα και γονάτισα μπροστά του και τον πήρα στο στόμα μου. Έβαλε το χέρι του στα μαλλιά μου και μου έδωσε ρυθμό, ενώ ταυτόχρονα μιλούσε στο teams σα να μην τρέχει κάστανο.

Δε βιαζόταν καθόλου, αυτή τη φορά σχεδόν πιάστηκε το σαγόνι μου, πρέπει να τον τσιμπούκωνα πάνω από μισή ώρα. Και αυτή τη φορά δεν τέλειωσε στο στόμα μου, με τράβηξε με το χέρι του και κρατώντας με ακίνητη άρχισε να την παίζει.

Άνοιξα το στόμα μου παίζοντάς τον με τη γλώσσα μου αλλά δεν είχε τέτοιο σκοπό, και λίγη ώρα αργότερα ένιωσα τον καυτό του πίδακα πάνω στο πρόσωπό μου. Ίσα που πρόλαβα να κλείσω αντανακλαστικά τα μάτια μου, είχα εμπειρία από προηγούμενους παρτενέρ, και το να σου πέσει στα μάτια δεν τη λες ακριβώς ευχάριστη.

Όταν τελείωσε το πιτσίλισμα και νιώθοντας τα υγρά του μακριά από τα μάτια μου, τα άνοιξα και σήκωσα το κεφάλι μου να τον κοιτάξω. Μου χαμογέλασε παιχνιδιάρικα σαν κάποιο παιδάκι που έκανε αταξία, και μου σκούπισε το πρόσωπό μου με τα δάχτυλά του, βάζοντάς με μετά να τα πιπιλήσω και να τα καθαρίσω από το σπέρμα του. Όταν τελείωσε, τον πήρα ξανά στο στόμα μου και τον καθάρισα από τα όποια υπολείμματα και σάλια.

Good girl!” μου είπε κλείνοντάς μου παιχνιδιάρικα το μάτι.

Σηκώθηκα και του έκανα ένα BRRRRRRRRRRRR στη μούρη όλο δικό του και πήγα στο μπάνιο για να καθαρίσω το πρόσωπό μου. Γύρισα και πάλι στο γραφείο και μου έκανε νόημα να πάω και να κάτσω στα πόδια του.

«Τι σ’ έπιασε;» τον ρώτησα χαμογελώντας.

«Θέλω να σου βάλω ένα τραγούδι,» μου είπε χωρίς να μου απαντήσει. «Κλείσε τα μάτια σου!»

Ok!” του είπα χαμογελώντας και κλείνοντας τα μάτια μου. Λίγες στιγμές αργότερα ακούστηκαν τα drums και η κιθάρα της εμβληματικής εκτέλεσης του “Put a spell on you” από τους CCR.

Με άρπαξε από το μαλλί και κόλλησε το στόμα του στο δικό μου, κόβοντάς μου την ανάσα. Ένιωσα το σώμα μου να γίνεται ζελές, να λιώνει. Η γλώσσα του στο στόμα μου, τα χέρια του να σφίγγουν τα μαλλιά μου, τα χείλη του να με κλείνουν σχεδόν μέσα τους. Το φιλί διήρκησε όσο το τραγούδι, μόνο όταν σταμάτησε με άφησε να βρω τις ανάσες μου.

“Because you are mine!” μου είπε. Όχι, δεν μου το είπε απλά, μου το δήλωσε.

«Δική σου είμαι μωρό μου!» του είπα με όλη μου την ψυχή. «Δική σου και μόνο δική σου!»

Και άντε μετά από αυτό να μπορέσεις να συγκεντρωθείς στη δουλειά. Άνοιξα το κινητό μου και έστειλα μήνυμα στη Μαίρη.

«Μωρή το βράδυ να με τσιμπήσεις γιατί έχω αρχίσει και φοβάμαι ότι ονειρεύομαι!»

«ΧΑΧΑΧΑΧΑ, θα το έχω υπόψη μου!» μου απάντησε.

Η υπόλοιπη μέρα κύλησε πιο ήσυχα. Στις δύο που είχαμε και οι δύο χρόνο κάναμε μια ώρα διάλειμμα για να φάμε το μουσακά που μας είχε δώσει η Ευτύχω τον οποίο συνοδέψαμε με μια χωριάτικη. Παραγγείλαμε και δεύτερο καφέ και συνεχίσαμε τη δουλειά μέχρι τις έξι.

«Τι ώρα θα γυρίσεις από την έξοδό σου με τη Μαίρη;» με ρώτησε.

«Έχουμε ραντεβού στις εννιά,» του είπα. «Λογικά μετά τα μεσάνυχτα αλλά όχι πολύ. Μία, άντε μιάμιση το πολύ.»

«Εμείς θα το διαλύσουμε λίγο νωρίτερα!» μου είπε. «Λογικά γύρω στις έντεκα!»

«Θέλεις να περάσεις να μας βρεις μετά με τη Μαίρη;» τον ρώτησα και τα μάτια του σχεδόν άστραψαν από ενθουσιασμό.

«Θέλετε;» με ρώτησε με αγωνία για να κερδίσει επάξια ένα δυνατό ping στη μύτη.

«Δε θέλω να ρωτάς χαζομάρες!» τον μάλωσα! «Και θα κάνεις και αύριο home office!» του δήλωσα.

«Αυτό τώρα είναι τιμωρία;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

«Δεν είναι, ε;» τον ρώτησα με προσποιητή αφέλεια, για να με πάρει στην αγκαλιά του, να με σφίξει πάνω του, να με φιλήσει, και να μου κάνει και πάλι τα πόδια ζελέ.

«Τετάρτη και Πέμπτη πρέπει ωστόσο να πάω γραφείο!» μου είπε, ενώ εγώ θα έκανα home office όλη την εβδομάδα.

«Γιατί τέτοιος είσαι!» του έκανα τάχα μου μουτρωμένη.

«Σου υπόσχομαι όμως ότι την Πέμπτη μετά από το πέντε επί πέντε να σου έρθω για να με ξανατιμωρήσεις!» μου είπε με σκανταλιάρικο χαμόγελο, κάνοντάς με να χτυπήσω ενθουσιασμένη παλαμάκια. “I love when youre doing that!” μου είπε χαχανίζοντας ακόμα, κερδίζοντας επάξια άλλο ένα γύρο ενθουσιώδη παλαμάκια.

Γύρω στις εφτά έφυγε οπότε πήγα να κάνω κι εγώ να κάνω ένα ντουζάκι. Δηλαδή αυτό ήταν αρχικά ο σκοπός μου, αλλά τελικά γέμισα τη μπανιέρα με καυτό νερό και χώθηκα μέσα της και κάθισα πάνω από μια ώρα. Είχα φάει γερό κοπάνισμα σήμερα από τον γλυκούλη μου και το χρειαζόμουν για να έρθω στα ίσια μου.

Όπως και την προηγούμενη φορά με τη Μαίρη είχαμε δώσει ραντεβού στην Τροχαλία. Αλλά σε αντίθεση με την προηγούμενη εβδομάδα, σήμερα μου βγήκε η Παναγία για να βρω να παρκάρω. Έκανα τρεις γύρους το τετράγωνο, και με τις άλλους δύο το διπλανό, μέχρι που τελικά βρήκα μια θέση τρία στενά πιο κάτω

Κάπως έτσι, και πράγμα πολύ σπάνιο, ήταν η Μαίρη που με περίμενε.

«Άντε μωρή πού είσαι;» μου είπε όταν πλησίασα το τραπέζι. Είχε ήδη αδειάσει το μισό ποτήρι της. «Νόμιζα ότι με ξέχασες!» μου γκρίνιαξε και μετά με τσίμπησε δυνατά στα μεριά.

«Μωρή!» της έκανα σκανδαλισμένη και μου υπενθύμισε ότι εγώ της το είχα ζητήσει, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Συγνώμη μωρό μου,» της είπα απολογητικά, ρίχνοντας την τσάντα μου στην καρέκλα. «Δεν έβρισκα να παρκάρω, τι τους έπιασε όλους Δευτεριάτικα;»

Σηκώθηκε και αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε λες και είχαμε να βρεθούμε κανένα χρόνο. Η Μαίρη είχε παραγγείλει ήδη—ένα ποτήρι λευκό κρασί μπροστά της. Έκανα νόημα σε έναν γκαρσόνι που περνούσε. Ούτε μισό λεπτό αργότερα ήρθε και του έδωσα και τη δική μου παραγγελία—ένα gin tonic.

Έσκυψα μπροστά συνωμοτικά. «Λοιπόν,» τη ρώτησα με πονηρό ύφος, «πώς τα πέρασες στη βίλλα των οργίων;»

Τα μάτια της έλαμψαν και ένα τεράστιο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της. «Μπούτι δεν έκλεισα τρεις μέρες!» μου απάντησε χαχανίζοντας. «Άξιος ο πιτσιρικάς!»

Σήκωσα το ένα φρύδι μου. «Ήταν εικοσικάτι και στο μέγεθος;» τη ρώτησα με πονηρό χαμόγελο.

«Ήταν!» μου απάντησε. Τα μάτια της πήραν ένα ονειροπόλο βλέμμα καθώς θυμόταν. «Αθανάσιο Διάκο μ’ έκανε ο γλυκούλης μου, μπήκε από πίσω και κόντεψε να μου φτάσει στο λαρύγγι!» συνέχισε γελώντας δυνατά και παντελώς ξετσίπωτα.

Τα μάτια μου γούρλωσαν. «Έδωσες και κώλο;» τη ρώτησα απορημένη.

«Μόνο γη και ύδωρ δεν έδωσα!» μου απάντησε αναστενάζοντας θεατρικά. «Με ξεμούνιασε, με κωλοβυθομέτρησε…»

Εκεί μου ξέφυγε ένα δυνατό ροχαλητό που έκανε τα κεφάλια στα διπλανά τραπέζια να γυρίσουν να με κοιτάξουν. Μια κυρία με κοίταξε με αποδοκιμασία. Αλλά τι να κάνω η έρμη, έτσι όπως μου το πέταξε;

«Για να μην αναφέρω τις λαρυγγοσκοπήσεις!» συνέχισε η αδιόρθωτη, κάνοντάς με να ροχαλίσω και πάλι. «Εντάξει, κράμπα στο στόμα κόντεψα να πάθω, πρέπει να του πήρα πάνω από δέκα πίπες!»

Σκούπισα τα δάκρυα από τα μάτια μου. «Και πότε προλάβατε και κάνατε τα υπόλοιπα;»

Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα της με ικανοποίηση. «Είχε αντοχές το μωρό μου!» μου είπε χαμογελώντας. «Λόγω μεγέθους δεν είχε βρει καμιά που να μπορεί να τον πάρει όλο στο στόμα της, οπότε όταν του έδειξα πως γίνεται η σωστή πίπα, ο φουκαράς έπαθε τραλαλά.»

«Ψυχοπονιάρα μου εσύ!» της είπα χαχανίζοντας. «Ο αλτρουισμός θα σε φάει!»

Έβαλε το χέρι της στο στήθος της με ψεύτικη σεμνότητα. «Δεν είμαι εγώ αλτρουίστρια;» με ρώτησε με θεατρική απορία. «Που θα θυσιαστώ ξανά το επόμενο ΣΚ για το αγόρι μου;»

Γέλασα και κούνησα το κεφάλι μου. «Μωρή, θα τον κάνεις ημιμόνιμο και αυτόν;»

Το πρόσωπό της σοβάρεψε για μια στιγμή. «Αν δεν κάνω αυτόν μωρή, ποιον θα κάνω; Σου λέω, κάποια στιγμή νόμιζα ότι πέθανα και βρέθηκα στον παράδεισο.» Έγειρε μπροστά και χαμήλωσε τη φωνή της: «Με κοπάναγε σα χταπόδι, νόμιζα ότι θα αρχίσει να μυρίζει καμένο πλαστικό!»

«Μην τρυπήσει καμιά καπότα και έχουμε άλλα!» της είπα σοβαρά. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ήταν μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη.

«Ε, γι’ αυτό υπάρχει το χάπι της επόμενης μέρας, σιγά τα ωά!» μου είπε ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους της.

«Απαπαπα,» της είπα, θυμούμενη τη δική μου εμπειρία. «Μου είχε κάνει την περίοδο μαντάρα, τρεις μήνες πήρε να στρώσει!»

«Αν δεν υπήρχε όταν το χρειάστηκες να δεις πόσο μαντάρα θα σου είχε κάνει την περίοδο,» μου απάντησε χαχανίζοντας, κι εδώ που τα λέμε δεν είχε και άδικο.

Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο σερβιτόρος με το gin tonic μου. Το ακούμπησε μπροστά μου με ένα «Ορίστε» και έφυγε διακριτικά.

«Παρασκευή βράδυ!» μου απάντησε παίζοντας τα βλέφαρά της και χαμογελώντας μου πονηρά.

«Τελείως sugarmommy!» την πείραξα.

«Ε, όχι δα!» μου απάντησε με ψεύτικη αγανάκτηση. «Δεν τον χαρτζιλικώνω, εντάξει, είπαμε! Τα οδοιπορικά του πλήρωσα, φοιτητής είναι!»

Σταμάτησε και ήπιε μια γουλιά από το κρασί της.

«Ε, εντάξει, τον κέρασα και το ποτό και μου στράβωσε κιόλας!»

«ΧΑΧΑΧΑΧΑ, ήθελε να πληρώσει ποτό στο Nammos

«Είδες ο γλυκούλης μου;» μου είπε χαχανίζοντας. «Όταν είδε το λογαριασμό, στο ορκίζομαι ότι έγινε πιο άσπρος απ’ ότι θα είναι το ερχόμενο ΣΚ που θα τον ξεζουμίσω πάλι!»

Αυτό ήταν. Μου ξέφυγε και ένα τρίτο ροχαλητό, πιο δυνατό από τα προηγούμενα.

Γύρισαν πάλι και με κοίταξαν από τα διπλανά τραπέζια. Η ίδια κυρία με κοίταξε με ακόμα μεγαλύτερη αποδοκιμασία.

Αλλά εκεί επενέβησαν οι μεγάλες δυνάμεις. Η Μαίρη σήκωσε το κεφάλι της, πήρε το πιο ψαρωτικό της ύφος και ρώτησε: «Τρέχει κάτι;»

Μιλάμε, έβαλαν την ουρά στα σκέλια! Όλοι γύρισαν αμέσως τα κεφάλια τους και ασχολήθηκαν με τα ποτά τους. Πραγματικά, πιο εύκολα έλεγες “τράβα και γαμήσου” σε CEO παρά να ζητούσες τα ρέστα από τη Μαίρη!

«Μωρή, μην τρομοκρατείς τον κόσμο!» της είπα χαχανίζοντας σιγανά.

Αντί απάντησης, σήκωσε τα δάχτυλά της σε σχήμα πιστολιού και έκανε την παντομίμα ότι φυσάει καπνό από την κάννη.

Μετά ακούμπησε τους αγκώνες της στο τραπέζι και έγειρε μπροστά. «Και τώρα λέγε τα δικά σου!» μου είπε με ύφος που δε σήκωνε αντιρρήσεις.

Πήρα μια βαθιά ανάσα και της τα είπα όλα, και δεν ήταν και λίγα αυτά που είχαν γίνει τις τελευταίες τρεις μέρες.

Για τη διπλή άρια που μου έριξε. Για το πρώτο rapture—πώς με είχε προετοιμάσει με τα butt plugs. Για τα πρωινά tasks που μου είχε βάλει. Για το flogger—πώς το είχα φοβηθεί στην αρχή, πώς τελικά μου άρεσε περισσότερο απ’ ότι περίμενα.

Για το δεύτερο rapture μετά το flogger, και αυτή τη φορά χωρίς την προετοιμασία των butt plugs. Για τις cuckolding φαντασιώσεις του. Για την ιστορία που με έβαλε να του διηγηθώ, με εκείνον να τον παίζει και να τελειώνει στο στόμα μου. Για το στοματικό που μου έκανε ενώ ταυτόχρονα με έπαιζε με το μικρό δονητή, κάνοντάς με να χάσω και πάλι αυγά και τα πασχάλια.

Για το πώς με κοπάναγε το πρωί σα χταπόδι κάνοντας μου εσωτερική αναδιάταξη στα σωθικά. Για το πως με πήρε από πίσω στο νεροχύτη, κάνοντάς με Whitney Huston.  Για το τσιμπούκι που με έβαλε να του κάνω ενώ εκείνος ήταν στο teams.

Και πάνω απ’ όλα για τη φυσική, και όχι θεατρική, αίσθηση υποταγής που μου δημιουργούσε και που έκανε τα μέσα μου ν’ ανταριάζουν, τα πόδια μου να τρέμουν σαν ζελές, και το ανάμεσά τους να τρέχει σα βρύση. Για το “Put a spell on you” μου που έβαλε να ακούσω δηλώνοντάς μου ότι είμαι δική του.

Η Μαίρη με κοίταξε χαμογελαστή. «Βρήκες τον μάστορά σου, ε; Παραδέξου το!»

Αναστέναξα και ήπια άλλη μια γουλιά. «Αυτό είναι το θέμα! Ξέρει από BDSM, είναι έμπειρος, αλλά μου εξήγησε ότι γι’ αυτόν εξαντλείται στο κρεβάτι.»

Χαμογέλασα με την ανάμνηση. «Ο φουκαράς έφαγε κάμποσες κατραπακιές μέχρι να το καταλάβει ότι δεν το έχει. Και το αστείο ήταν ότι δεν το αποζητούσε καν, το έκανε μόνο και μόνο γιατί ένιωθε ότι πρέπει να το κάνει!»

«Όλοι στο κεφάλι κάποιου φουκαρά κασίδη μαθαίνουμε, Σοφάκι μου,» μου είπε αναστενάζοντας η Μαίρη. «Τουλάχιστον είσαι τυχερή που τώρα ξέρει ακριβώς τι θέλει.»

Σταμάτησε και με κοίταξε στα μάτια, το βλέμμα της έγινε πιο σοβαρό.

«Τώρα που το δοκίμασες το μέλι, πώς σου φαίνεται;»

Χαμογέλασα και κοίταξα το ποτήρι μου. «Σεξουαλικά είναι υπέροχο… Με έχει ανοίξει με τρόπους που δεν φανταζόμουν.»

«Αν συνεχίσεις έτσι τρομπόνι θα στον κάνει!» με διέκοψε χαχανίζοντας σα βλαμμένο.

Έβαλα κι εγώ τα γέλια. «Δεν το εννοώ έτσι μωρή!» της έκανα χαχανίζοντας και ρίχνοντάς της κι ένα φάσκελο. Μετά όμως σοβάρεψα. «Αλλά ακόμα και με τον αρκούδο μου δε νιώθω ότι θα μπορούσα να πάω παραπάνω…»

«Ό,τι σε κάνει να νιώθεις καλά μωρό μου,» μου είπε χαϊδεύοντάς μου το χέρι τρυφερά. «Κοντεύω να ξεχάσω από πότε είχα να σε δω τόσο χαμογελαστή!» συνέχισε χαρίζοντάς μου το πιο γλυκό της χαμόγελο.

«Νιώθω σα να έπιασα το Τζόκερ!» της εξομολογήθηκα.

«Δεν τον έπιασες μόνο εσύ, Σόφη μου! Και ο Maurice τον έπιασε μαζί σου!» μου είπε συνεχίζοντας να μου χαϊδεύει το χέρι. Μετά άλλαξε κουβέντα. «Αλήθεια, τι κάνει ο αρκούδος σου σήμερα που αλητεύεις;»

«Είναι με τους φίλους του και παίζουν RPG

«Ναι, μου το είπες το πρωί στο μήνυμα ότι τους γνώρισες,» μου είπε. «Αργότερα αυτά, για πες μου τώρα για το πώς πήγε το Σάββατο με τους δικούς σου!»

«Τον λάτρεψαν, Μαράκι μου,» της είπα χαμογελώντας σα χαζή. «Μίλησαν με τον πατέρα μου για fantasy και αστειεύονταν λες και ήταν παλιοί γνωστοί! Έκανε την Ευτυχία να της ξεφύγει ροχαλητό!»

«WHAT???» με ρώτησε με γουρλωμένα μάτια.

«Στο σταυρό που σου κάνω! Πριν ξεκινήσουμε να τρώμε η Ευτύχω τον ρώτησε αν κάνει προσευχή και ο αθεόφοβος της απάντησε “όχι, εμπιστεύομαι τη μαγειρική σου!”»

«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΣΟΒΑΡΑ;»

«ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΠΟΥ ΣΟΥ ΚΑΝΩ!» της είπα και για έμφαση έκανα και το σταυρό μου. «Της ξέφυγε ένα ροχαλητό πιο δυνατό και από το δικό μου πριν!»

«Γαμώτο, βίντεο τραβήξατε;» με ρώτησε γελώντας.

«Τώρα που λες για βίντεο… μαλάκα ο πατέρας μου του διηγήθηκε την ιστορία στα βαφτίσια μου!»

«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ και;»

«Ο Maurice—αφού βέβαια κόντεψε να φτύσει τα πνευμόνια του από τα γέλια—τον ρώτησε το ίδιο πράγμα, “Έχετε βίντεο;” Και ο αθεόφοβος ο πατέρας μου του απάντησε “τρία αντίγραφα, και σε DVD και σε Blu-ray!”»

«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ρόμπα σ’ έκανε ο Ανέστης!»

«Ξεκούμπωτη!» απάντησα εμφατικά. «Και όχι μόνο αυτό, αλλά ο Maurice μου ζήτησε να τη δει, και όταν έρθει εδώ θέλει να τη δουν και οι γονείς του και εκείνος να τραβάει κρυφά τον πατέρα του βίντεο!»

Εκεί σκάλωσε λίγο η Μαίρη. «Ποιος ήρθε;»

Και εκεί της διηγήθηκα για τον σοβαρό κύριο Mertens ο οποίος όταν είδε το βίντεο μου με το Highway Star χρειάστηκε να χώσει το κεφάλι του στη βρύση για να μην πάθει εμβολή από τα γέλια.

Και φυσικά της είπα και την ιστορία πίσω από το Highway Star, που η τρελλογκαζιάρα Ms. Mertens είχε κάνει τον φουκαρά τον Willem να δαγκώσει ΤΑΠ.

«ΑΧΑΧΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΘΑ ΑΦΗΣΩ ΤΑ ΚΟΚΑΛΑ ΜΟΥ!» φώναζε και χτυπιόταν η Μαίρη. Τα τραπέζια γύρω μας γύρισαν και μας κοίταξαν αλλά…—σοφά ποιώντας—τα όποια σχόλια τα κράτησαν για τους εαυτούς τους, και έτσι δεν είχαμε και δεύτερο γύρο τρομοκρατίας.

«Long story short, καθίσαμε μέχρι τις δύο το πρωί…»

«Ποιος ήρθε;» με ρώτησε γουρλώνοντας τα μάτια της. Ήξερε ότι οι δικοί μου πέφτουν για ύπνο με τις κότες.

«Αυτό που ακούς! Και φεύγοντας είπε ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ ΜΑΣ “Να ΣΑΣ ΒΛΕΠΟΥΜΕ μια φορά την εβδομάδα!” Ναι! Δεύτερο πληθυντικό!»

«Και;» με ρώτησε με αγωνία.

«Ο αρκούδος μου τους απάντησε: “I will make sure of this! ‘Keep the promiseis my middle name!” τους είπε, και βάλανε και πάλι τα γέλια!»

«Γιατί;» με ρώτησε με απορία και της εξήγησα ότι ήταν εσωτερικό αστείο, καθώς

Δίκιο είχε, πού να ξέρει; Της είπα ότι ο Maurice έχει πιο πολλά “middle names” απ’ ότι παραθυράκια ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, κάνοντας τη Μαίρη να γελάσει και πάλι.

«Για πες μου τώρα, πώς ήταν με τους φίλους του;» με ρώτησε αλλάζοντας θέμα.

«Όμορφα περάσαμε. Nerds! Γενικά η παρέα ήταν σαν το Big Bang Theory χωρίς την Penny και με software engineers αντί για φυσικούς και βιολόγους!» της είπα, κάνοντάς τη να χαχανίσει με την παρομοίωση.

«Η Στέλλα δε, φοβερό τυπάκι!», συνέχισα με ζωηρή φωνή. «Φυσική κοκκινομάλλα, με τις φακίδες της, στη φάτσα είναι κουκλί ζωγραφιστό. Στο ύψος σου, αλλά γεματούλα, και με απίστευτο χιούμορ. Και το κυριότερο, ακομπλεξάριστη. Παρά τα πλούσια ελέη, πάνω και κάτω, έσκασε με μπικίνι! Ζ’μπούτσα’τς όλα!»

«Εσύ να τα βλέπεις βλαμμένο!» με μάλωσε τρυφερά η Μαίρη.

«Στα καλά νέα είναι ότι έχασα ακόμα ένα κιλό!» της είπα με υπερηφάνεια, κάνοντάς την να τσιρίξει. «Ούτε ξέρω πώς, εννοώ τρώμε σαν κροκόδειλοι!» συνέχισα, κάνοντάς τη να χαχανίσει. «Στα κακά νέα είναι ότι ακόμα δε μου μπαίνουν τα παλιά μου τζιν, και… είτε μου φαίνεται είτε όχι, το ξέρω και αυτό μου γαμάει τη διάθεση!» της είπα στενάζοντας λες και μου είχαν πέσει τα καράβια έξω.

«Γιατί είσαι μαλάκας, γι’ αυτό!» με μάλωσε, πιο αυστηρά αυτή τη φορά.

«Του έδειξα… του έδειξα τη φωτογραφία!» της είπα κοιτάζοντας το πάτωμα.

Η Μαίρη με ρώτησε ένα απλό «Γιατί;» χωρίς να κάνει άλλο σχόλιο.

«Δεν ξέρω ρε Μαίρη… ήθελα… ήθελα να τον κάνω… να τον κάνω να καταλάβει…»

Αναστέναξε. «Τι σου είπε;»

Κούνησα το κεφάλι μου χαμογελώντας. «Αρχικά ότι τα στήθη μου ΔΕΝ είναι μικρά αλλά κανονικά…»

«ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΔΕ ΣΤΟ ΕΧΩ ΠΕΙ ΚΙ ΕΓΩ ΜΩΡΗ ΜΑΛΑΚΩ;» με μάλωσε και πάλι.

Αναστέναξα… «Και ότι δεν αρέσουν σε όλους τα μεγάλα, για παράδειγμα σε εκείνον ΔΕΝ του αρέσουν… και ότι τα στήθη μου δεν κρέμονται αλλά βαραίνουν όμορφα και φυσιολογικά!»

«ΑΝΑΣΤΑΣΗ!» φώναξε η Μαίρη. «Άντε μπας και ξεκολλήσεις…»

«Και μετά… μετά μου είπε να την σβήσω!»

«Ώπα;» με ρώτησε με ενδιαφέρον. «Και;»

«Και… τον παρακάλεσα να μου επιτρέψει να την κρατήσω!»

«Τι έκανες λέει;» με ρώτησε γουρλώνοντας τα μάτια.

«Αυτό που άκουσες!» της είπα ξεφυσώντας. «Τον παρακάλεσα να μου επιτρέψει να την κρατήσω.»

«Έλα μουνί στον τόπο σου!» μου έκανε σταυροκοπώντας. «Καλά που δε βλέπεις το BDSM με αυτό τον τρόπο, σκέψου να τό ‘βλεπες κιόλας!»

«Δε λες τίποτα, φιλενάδα. Μου ζήτησε να του υποσχεθώ ότι δε θα την κοιτάω για να βασανίζω τον εαυτό μου αλλά για να βλέπω πόσο όμορφη κοπέλα ήμουν και πόσο όμορφη γυναίκα έχω γίνει.»

«Ο γλυκούλης μου!» είπε η Μαίρη πιάνοντας την καρδιά της.

«Δεν το έχω επεξεργαστεί ακόμα… πραγματικά αν επέμενε να τη σβήσω, θα το είχα κάνει Μαίρη! Και… και δεν ήταν σεξουαλικό παιχνίδι, καθόλου.»

«Θες μια συμβουλή;» με ρώτησε και μετά συνέχισε χωρίς να περιμένει. «Μη το σκέφτεσαι προς το παρόν, άστο. Θα σου έρθει η απάντηση από μόνη της.»

«Πες το κι έγινε,» της είπα ειρωνικά. «Λες και δε με ξέρεις ρε Μαίρη!»

«Be that as it may, just try it,» επέμεινε στα αγγλικά.

«Και όχι τίποτε άλλο, αλλά λίγη ώρα πριν είχα δει μια στο internet και ήθελα ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί!»

«Ε;» με ρώτησε μην καταλαβαίνοντας.

«Μια Ελληνίδα έγινε CEO στη Vinci. Ναι, στην γνωστή Vinci

«Α, ναι, η Μαρκετάκη,» μου είπε αδιάφορα.

«Μαλάκα είδα τη φωτογραφία της και παραλίγο να βάλω τα κλάματα!» της εξομολογήθηκα. «Πενηντάρα με τέσσερα παιδιά και δεν την κάνεις μέρα πάνω από τριανταπέντε.»

«Δεν την έχω γνωρίσει από κοντά, την έχει γνωρίσει όμως ο πατέρας μου και η μητέρα μου σε κάποιο Gala,» μου είπε και πάλι αδιάφορα.

«Είναι τόσο όμορφη;» την ρώτησα με αγωνία, κάνοντάς τη να χαχανίσει.

«Αν κρίνω από τη γκρίνια της μητέρας μου, μάλλον!» μου είπε χαχανίζοντας. «Τον πήγε αίμα τον φουκαρά τον κύριο Φεδρινό!»

«Ακούς εκεί, να την κοιτάζει σαν ερωτευμένος δεκαπεντάχρονος και να μη μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω της, ο γάιδαρος!» μου είπε μιμούμενη τη φωνή της μητέρας της και έβαλα δυνατά γέλια. «Μια εβδομάδα στον καναπέ τον έστειλε το φουκαρά!»

«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ»

«Βέβαια, αργότερα και η ίδια παραδέχτηκε ότι η Μαρκετάκη κυριολεκτικά μαγνήτιζε όλα τα βλέμματα, ανδρικά και γυναικεία και ότι ήταν απίστευτα δύσκολο να πάρεις το βλέμμα σου από πάνω της. “Ήταν σα νεράιδα των παραμυθιών!” μου είπε η μαμά, και την ξέρεις την Φεδρινού, δεν εντυπωσιάζεται εύκολα…»

«Άρα δεν είμαι η μόνη που έπαθε ντιριντάχτα!» είπα σχεδόν ανακουφισμένη.

«Όχι, αλλά είσαι η μόνη που το πήρες τόσο σοβαρά χωρίς λόγο!»

«Ρε η μάνα σου έστειλε τον πατέρα σου στον καναπέ μια εβδομάδα!» διαμαρτυρήθηκα.

«Ναι αλλά η μαμά είχε τουλάχιστον καλό λόγο!» μου είπε deadpan κάνοντάς με να βάλω τα γέλια και πάλι.

Το σημαντικό ωστόσο το κράτησα για το τέλος.

«Είναι και κάτι άλλο, που δε σου είπα!» της έκανα και με κοίταξε με περιέργεια.

«Τι;» ρώτησε απλά.

«Αύριο το πρωί θα πάρω το κομμωτήριο να κλείσω ραντεβού!» της απάντησα και με κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. «Θα τα ξανακάνω τα μαλλιά μου ασύμμετρο bob…»

Έκανε το κεφάλι της πίσω με απορία. «Πώς κι έτσι;»

«Μου το ζήτησε ο Maurice,» της είπα και της διηγήθηκα πώς πραγματικά ξεκίνησε το βράδυ μας όταν επιστρέψαμε από το Σχοινιά.

«Μη ρωτήσεις αν έβαλα τα κλάματα!» της είπα χαχανίζοντας. «Κάπου εκεί κατάλαβα ότι πραγματικά του αρέσω σα γυναίκα, και ότι δεν τα έλεγε αυτά επειδή είναι ερωτευμένος.»

Η Μαίρη μου έσφιξε το χέρι τρυφερά και με κοίταξε στα μάτια με παιχνιδιάρικο βλέμμα. «Μαλάκα μου, αν κάνεις κάτι και τον διώξεις, να το ξέρεις, εγώ με δαύτον θα κρατήσω με επαφές! Εσένα, θα σου κόψω και την καλημέρα!» μου δήλωσε, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Κι εγώ σ’ αγαπάω, μωρή!» της είπα χαχανίζοντας ακόμα.

«Κι εγώ σ’ αγαπάω, γι’ αυτό το καλό που σου θέλω: τον αρκούδο σου και τα μάτια σου!»

Και κάπως έτσι ο Maurice, εν αγνοία του, πήρε και την έγκριση του ανώτατου Σοβιέτ…

«Θα του τα πω και στη μούρη!» μου είπε χαμογελώντας. «Τι ώρα είπες ότι θα έρθει;»

Κοίταξα το ρολόι μου. «Μου είπε ότι θα τελειώσουν γύρω στις έντεκα,» της απάντησα, υπολογίζοντας νοερά. «Στο Χαλάνδρι μένει ο φίλος του. Στο σπίτι του θα μαζευτούν για το παιχνίδι τους, οπότε υπολόγισε...»

Δεν πρόλαβα να τελειώσω. Το τηλέφωνό της βούιξε δυνατά στο τραπέζι.

Άπλωσε το χέρι της και το έπιασε. Με το που διάβασε το μήνυμα, όλο της το πρόσωπο άλλαξε, φωτίστηκε ολόκληρο.

«Μωρή!» της είπα χαχανίζοντας.

«Μου έστειλε μήνυμα ο πιτσιρικάς!» μου απάντησε. Χαμογελούσε ακόμα σα χαζή, με τα μάτια κολλημένα στην οθόνη.

«Ναι, κάτι κατάλαβα...» την πείραξα, γέρνοντας να δω τι έγραφε. «Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται!»

Σήκωσε το βλέμμα της και μου έκλεισε το μάτι. «Και τι πουλί! Πτεροδάκτυλος!» μου είπε χαχανίζοντας ξετσίπωτα.

«Εσένα εννοώ μωρή μουρλέγκω!» Της πέταξα ένα φάσκελο. «Και μη μου κάνεις την κουφή τυρόπιτα! Έπρεπε να μπορείς να δεις τη φάτσα σου! Φωτίστηκε σα χριστουγεννιάτικο δέντρο!»

Άφησε το κινητό της στο τραπέζι με την οθόνη προς τα πάνω. Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα της και με κοίταξε σκεφτική. Τα δάχτυλά της έπαιζαν με το ποτήρι της.

«Ξέρεις τι κάναμε προχθές μετά το club

«Τι;» ρώτησα περίεργη.

Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. «Πήγαμε και πήραμε σουβλάκια!»

«Δεν υπάρχει πιο ρομαντικό πράγμα από σουβλάκια με τζατζίκι και κρεμμύδι!» της είπα χαχανίζοντας. «Στο λέω μετά λόγου γνώσης!»

Αναστέναξε βαθιά. Η έκφρασή της σοβάρεψε. «Ο Νικηφόρος είναι πιτσιρικάς, εικοσιπέντε χρονών.»

«Ναι, και;» Δεν καταλάβαινα που το πήγαινε.

Δε μου απάντησε αμέσως. Κοίταζε το ποτήρι της σα να είχε μέσα όλες τις απαντήσεις.

«Μαίρη, τι τρέχει;» τη ρώτησα. Έπιασα το χέρι της πάνω από το τραπέζι και την κοίταξα στα μάτια.

«Δε θυμάμαι από πότε είχα να γελάσω τόσο όσο γέλασα το Σαββατοκύριακο,» μου είπε με σιγανή φωνή σε μια εξαιρετικά σπάνια για την ίδια στιγμή ευαλωτότητας.

«Είναι καλό παιδί μωρέ. Δε θέλω να φάει τα μούτρα του.»

Έσφιξα το χέρι της. «Τι ξέρει για σένα;» τη ρώτησα προσεκτικά. «Για τον τρόπο ζωής σου, εννοώ.»

«Ξέρει ότι είμαι περιπετειώδης, αν αυτό εννοείς!» μου απάντησε με ένα μισό χαμόγελο. «Δεν είναι η αποκλειστικότητα το πρόβλημα, αυτό το είχαμε ξεκαθαρίσει από την αρχή.»

«Τότε;» τη ρώτησα. Ειλικρινά δεν καταλάβαινα.

«Δεν ξέρω ρε Σοφία.» Στέναξε και πάλι. «Δεν ξέρω... μου βγάζει κάτι το προστατευτικό...»

Αυτό με έκανε να χαμογελάσω. «Αυτό δε σ’ εμποδίζει να τον ξεζουμίζεις!» της είπα πειρακτικά.

Το πρόσωπό της φωτίστηκε και πάλι. «Δεν μπερδεύω ποτέ το καθήκον με τη διασκέδαση!» μου απάντησε χαχανίζοντας.

Ήπια μια γουλιά από το ποτό μου. «Ο Maurice όταν ήταν πιτσιρικάς, στα δεκαεννιά του, είχε κάνει σχέση με μια μεγαλύτερή του,» ξεκίνησα να της διηγούμαι. «Τη Francine. Εκείνη ήταν τριανταεπτά.»

«Οκ...;» μου είπε διστακτικά. Δεν καταλάβαινε ακόμα που το πήγαινα.

«Ήταν εκείνη που τον έμπασε στον κόσμο του BDSM. Που του έμαθε τα πάντα.» Ήπια μια γουλιά πριν συνεχίσω. «Το θέμα είναι πως ακόμα και αν έφαγε τα μούτρα του—γιατί τα έφαγε—δε θα ήταν ο ίδιος χωρίς αυτή την εμπειρία.» Την κοίταξα στα μάτια και της χαμογέλασα τρυφερά. «Καταλαβαίνεις που το πάω;»

«Ό,τι δε μας σκοτώνει, ε;» είπε.

Χαμογέλασε μ' εκείνο το χαμόγελο που δεν είναι πίκρα, ούτε ειρωνεία. Είναι η σιωπηλή αναγνώριση του πόνου που κάποτε σε λύγισε, αλλά δεν σ' έσπασε.

«Nana korobi ya oki,» της είπα, χαμογελώντας της πιο τρυφερά αυτή τη φορά. «Αυτό δε μου έλεγες πάντα; Επτά φορές να πέσεις, οχτώ φορές να σηκωθείς.»

«Δάσκαλε που δίδασκες...» μου έκανε χαμογελώντας με την ειρωνεία του πράγματος—εκείνη που πάντα με συμβούλευε τώρα χρειαζόταν τη δική μου συμβουλή.

«Οπότε σταμάτα να το σκέφτεσαι και απόλαυσέ το όσο κρατήσει...»

Χάιδεψα και πάλι το χέρι της με τον αντίχειρά μου.

«Το πολύ-πολύ να χάσει άλλα λίγα κιλά όπως θα τον ξεζουμίσεις!» συμπλήρωσα χαχανίζοντας πονηρά.

«Καλά, δεν το συζητάμε!» μου απάντησε. Έπαιξε πονηρά τα μάτια της, επιστρέφοντας έτσι στη Μαίρη που γνώρισα και αγάπησα τα τελευταία δέκα χρόνια. «Θα τον κάνω σκελετό!»

«Για πες μου για τον Νικηφόρο!» της είπα πίνοντας ακόμα μια γουλιά από το ποτό μου. «Εννοώ πέρα από τις ανατομικές του λεπτομέρειες!»

Χαχάνισε και ήπιε κι εκείνη μια γουλιά από το κρασί της. «Πέραν ότι είναι σαν Αρχαίος Έλληνας Θεός…»

«Και φαντάζομαι όχι ο Ήφαιστος…» την έκοψα κοροϊδευτικά για να κερδίσω ένα ping στη μύτη.

«Τουλάχιστον Απόλλωνας!» μου είπε με το ύφος της ονειροπαρμένης. «Σπουδάζει στην καλών τεχνών, θέλει να γίνει ζωγράφος!»

«Α, είναι καλλιτέχνης και πέραν του κρεβατιού;» την πείραξα τρυφερά.

 «Θέλω να σου δείξω κάτι!» μου είπε και άρπαξε το κινητό της και άρχισε να ψάχνει στις φωτογραφίες. «Με ζωγράφισε!»

«Τι πράγμα;» την ρώτησα γουρλώνοντας τα μάτια. «Σε ζωγράφισε;»

«Ναι, ο γλυκούλης μου!» μου έκανε.

Χαχάνιζε σχεδόν ντροπαλά—πράγμα σπάνιο για τη Μαίρη. Γύρισε το κινητό προς το μέρος μου.

Ήταν μια ζωγραφιά με κερομπογιές. Η Μαίρη, γυμνή, καθισμένη στα στην άκρη της πισίνας. Γερμένη προς τα πίσω, ακουμπώντας και στα δυο της χέρια, με τον κορμό έξω από το νερό και από τον αφαλό και κάτω μέσα. Δε φαινόταν το πρόσωπό της αλλά την έχω δει πολλές φορές γυμνή και την αναγνώρισα αμέσως από τις καμπύλες.

«Κάτσε, έφερε μαζί του και τα σύνεργα ζωγραφικής;» τη ρώτησα με απορία, κάνοντάς την να βάλει τα γέλια.

«Όχι ρε όργιο!» μου είπε γελώντας ακόμα. «Με τράβηξε φωτογραφία και ζωγράφισε τη φωτογραφία.»

«Πες μου ότι δε φαίνεται το πρόσωπό σου.» της είπα ανήσυχη.

«Όχι, δε φαίνεται,» με καθησύχασε. «Με ζωγράφισε ακριβώς όπως είναι η φωτογραφία και του ζήτησα να μη φαίνεται το πρόσωπό μου.»

«Ταλαντούχος ο Νικηφόρος!» της είπα με πραγματικό θαυμασμό.

«Καλών τεχνών, baby!» μου υπενθύμισε η Μαίρη γεμάτη περηφάνεια.

Χάζεψα για μερικές ακόμα στιγμές τη ζωγραφιά, πραγματικά ήταν πολύ όμορφη, και της έδωσα το κινητό της πίσω.

«Δε μου λες, θες να φάμε;» με ρώτησε η Μαίρη αλλάζοντας θέμα, σκύβοντας ελαφρά μπροστά και στηρίζοντας το πιγούνι της στο χέρι.

«Έχω μια καλύτερη ιδέα!» της είπα, σηκώνοντας το φρύδι με συνωμοτικό ύφος. «Κάτσε να ρωτήσω τον Maurice αν έχει φάει!»

Του έστειλα μήνυμα και λίγο αργότερα μου απάντησε ότι είχαν φάει πίτσες αλλά αν είχα κάποια καλή ιδέα, δε θα έλεγε όχι.

«Έχω μπλέξει με κροκόδειλο!» εξήγησα χαχανίζοντας στη Μαίρη, που γύρισε τα μάτια της με θεατρικό τρόπο.

«Λέγε μωρή, ποια είναι η ιδέα σου;» με ρώτησε, κουνώντας το ποτήρι της και κάνοντας τον πάγο να χτυπάει στο γυαλί.

«Να πάμε σπίτι μου, να παραγγείλουμε σουβλάκια και να παίξουμε WII!» της είπα, κουνώντας τα δάχτυλα σαν να χειριζόμουν φανταστικό χειριστήριο.

«Μωρή δεν είμαστε δεκαπεντάχρονα!» μου έκανε χαχανίζοντας και χτυπώντας με τον αγκώνα της στο μπράτσο.

«Έτσι πίστευα κι εγώ μέχρι που έπαιξα!» της είπα χαμογελώντας στην ανάμνηση. «Trust me on this, δε θα σου μείνει άντερο!»

«Και ο Maurice

«Θα του πω να έρθει απευθείας σπίτι!» της εξήγησα. Έσκυψα ξανά στο κινητό. «Κάτσε να του στείλω μήνυμα να του το πω!»

Του είπα την ιδέα μου και ενθουσιάστηκε. Μου υποσχέθηκε ότι το πολύ μέχρι τις έντεκα και μισή θα είναι σπίτι. Και μετά με ρώτησε ποιο είναι το αγαπημένο παγωτό της Μαίρης.

Αν και δεν είναι γλυκατζού, της αρέσει πολύ το παγωτό καϊμάκι. Κι εμένα, εδώ που τα λέμε, και είναι και ο λόγος για τον οποίο είχα και σιρόπι βύσσινο στο σπίτι. «Καϊμάκι» του έγραψα, χαμογελώντας στον εαυτό μου.

«Πολύ ύποπτα χαμογελάς!» μου είπε η Μαίρη κοιτάζοντάς με μέ μισό μάτι και κουνώντας απειλητικά το δάχτυλο. «Μολόγα τι μαγειρεύεις!»

Surprise!” της είπα και σήκωσα τους ώμους. «Λοιπόν, θα φύγουμε κατά τις έντεκα και τέταρτο, και ο Maurice μου υποσχέθηκε ότι το αργότερο μέχρι τις έντεκα και μισή θα είναι σπίτι!»

«Θα είναι φρόνιμο το κοπρόγατο σου;» με ρώτησε με το ύφος τραβάτε με να κλαίω, πίνοντας μια γουλιά και αφήνοντας το ποτήρι με θόρυβο στο τραπέζι.

«Εννοείται πως όχι!» της είπα χαχανίζοντας. Κοίταξα το ρολόι μου, ήταν ακόμα δέκα. Σήκωσα το ποτήρι μου σαν πρόποση. «Πάμε άλλη μία γύρα;»

“I thought you’d never ask!” μου απάντησε, υψώνοντας κι εκείνη το δικό της ποτήρι και κλείνοντάς μου το μάτι.


21. The hound of the Baskervilles

Φύγαμε από την Τροχαλία λίγο μετά τις έντεκα. Πρώτα όμως είχαμε να κάνουμε στάση στο σπίτι της Μαίρης. Φτάσαμε στην πολυκατοικία της και πάρκαρα προσωρινά ακριβώς πίσω από το αυτοκίνητό της.

Το είδα και χαμογέλασα. Αυτό και αν έλεγε πράγματα για το χαρακτήρα της!

...

Η οικογένειά της Μαίρης είναι πολύ πλούσια. Μιλάμε για τέτοιο επίπεδο πλούτου που αν γούσταρε θα μπορούσε να έχει Bentley με σοφέρ, όπως οι γονείς της. Θα μπορούσε να έχει Ferrari, Lamborghini, ό,τι ήθελε.

Αντιθέτως η ίδια οδηγούσε Toyota.

Αλλά όχι όποιο και όποιο Toyota. Είχε ένα κόκκινο GR Yaris. Και όχι απλά GR Yaris—κωλοπειραγμένο μέχρι εκεί που δεν πάει.

«337 άλογα από 280!» μου είχε πει με περηφάνια την πρώτη φορά που το είδα. Η σκηνή ήταν τόσο σουρεαλιστική—η Μαίρη με το Chanel ταγιέρ της να μου λέει για άλογα στον τροχό—που το νούμερο μου είχε μείνει χαραγμένο στη μνήμη. «Και φυσικά έχω απενεργοποιήσει και τον κόφτη!»

Και το έχει τελικιάσει στα 280. Το ξέρω από πρώτο χέρι γιατί ήμουν κι εγώ μέσα όταν το έκανε. Η ανάμνηση με έκανε να ανατριχιάσω. Από τη μία είχα κοντέψει να χεστώ πάνω μου. Από την άλλη, αυτή η αίσθηση της ταχύτητας ήταν... δεν ξέρω πώς να το περιγράψω. Σαν την Άβυσσο του Νίτσε—με τουρμπίνα!

Αν την γκάζωνες, σε γκάζωνε κι εκείνη.

Το αποκορύφωμα ήταν ωστόσο όταν μερικά χιλιόμετρα αργότερα μας σταμάτησε μπλόκο με ραντάρ, καθώς πηγαίναμε με 270 με όριο ταχύτητας τα 130. Η Μαίρη ήταν σε τόσο εξοργιστικό βαθμό στον πούτσο της γαρίφαλα και γύρω-γύρω μέλισσες που ο φουκαράς ο τροχονόμος τα έχασε στην αρχή.

«Καλησπέρα σας,» του είχε πει με το πιο γλυκό της χαμόγελο. «Τρέχαμε λίγο, ε;» συνέχισε με το ίδιο ύφος που άλλες λένε ‘μου χύθηκε το ποτό’ στον μπάρμαν που τους γυάλισε.

Και έγινε ακόμα καλύτερο!

Αφού έφαγε καλά-καλά την κλήση για υπερβολική ταχύτητα, άρχισε το απροκάλυπτο φλερτ. Της πήραν επιτόπου το δίπλωμα—προσωρινά βέβαια, για εξήντα μέρες της είπαν—και το αυτοκίνητο το γύρισα εγώ σπίτι της. Η κυρία στο μεταξύ είχε αρχίσει ήδη να ανταλλάσσει μηνύματα με τον τροχονόμο.

Θυμάστε που σας έλεγα για τους τρεις ημιμόνιμους με τους οποίους σαδομαζοχίζεται; Ε, ο Άλκης, ο τροχόμπατσος, είναι ο ένας απ' αυτούς.

Τι να πεις! Άλλες ψάχνουν άντρα σε Tinder και άλλες τον βρίσκουν στην εθνική οδό, σε μπλόκο της τροχαίας, αφού τους κόψει κλήση για υπερβολική ταχύτητα.

...

«Τι κάνει ο Άλκης;» τη ρώτησα καθώς με το που είδα το Yaris της τον θυμήθηκα.

«Καλά είναι το μανάρι μου,» μου απάντησε ανοίγοντας την πόρτα του αυτοκινήτου. «Ερωτευμένο με την πιτσιρίκα του!»

«Σε άφησε άντρας για τα μάτια άλλης;» την ρώτησα χαχανίζοντας.

Γύρισε και με κοίταξε σα να μιλάει σε καθυστερημένη. «Μωρή τι λες; Με ποιους κάνω τρίο, με τη θεία σου την Αμερσούδα και το θείο σου το Χαράλαμπο;»

Χτύπησα το κούτελό μου, το είχα ξεχάσει τελείως αυτό!

Όταν μου το είχε πει πρώτη φορά, μου είχε πέσει το σαγόνι στο πάτωμα. Καλά, όχι κάτι ασυνήθιστο στα δέκα χρόνια που την ξέρω—η Μαίρη έχει την ικανότητα να με σοκάρει τακτικά.

Όχι για το ότι είναι bi—αυτό το ήξερα από πρώτο χέρι. Λίγο μετά από τότε που την είχα πρωτογνωρίσει, ντίρλα και οι δύο από το αλκοόλ, είχαμε φασωθεί. Και όταν λέμε φάσωμα δεν εννοούμε απλά φιλάκια, έτσι;

Κάπου εκεί επιβεβαίωσα οριστικά αυτό που ήξερα βαθιά μέσα μου: είμαι αυστηρά straight. Η Μαίρη από την άλλη...

Τέλος πάντων, για να επανέλθω. Το σοκ δεν ήταν για το ότι την έβρισκε με γυναίκες, αλλά για το ότι η κοπέλα του Άλκη ήταν ανοιχτή σε τριολέ. Εμένα και μόνο η σκέψη να ακουμπήσει άλλη γυναίκα τον δικό μου μού ανέβαζε την πίεση στα ύψη.

«Λοιπόν,» είπε η Μαίρη διακόπτοντας τις σκέψεις μου, «πάω πάνω να βάλω καμιά φόρμα. Σε δυο λεπτά θα είμαι πίσω!»

Βγήκε από το αυτοκίνητο και έκανε δυο βήματα. Μετά σταμάτησε και γύρισε. Χτύπησε το παράθυρό μου.

«Ή μάλλον, ξέρεις τι; Πήγαινε σπίτι σου και θα έρθω με το αυτοκίνητο. Να μπορώ να φύγω μετά!»

«Εντάξει κοριτσάρα μου!» της είπα.

Το βλέμμα μου την ακολούθησε μέχρι που χάθηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας της. Άνοιξα το κινητό μου και έστειλα μήνυμα στον Maurice: “Σε λίγο θα είμαστε σπίτι μου. Η Μαίρη έρχεται με το δικό της.”

Έκανα προσεκτικά όπισθεν και πήρα το δρόμο για το σπίτι. Σε ένα δεκάλεπτο ήμουν στη Λυκόβρυση.

Ανέβηκα πάνω με τα κλειδιά στο χέρι. Ο Μπλάκι με περίμενε πίσω από την πόρτα—τον άκουσα να νιαουρίζει διαμαρτυρόμενος πριν καν ανοίξω.

«Ναι, ναι, ήρθα,» του είπα μπαίνοντας. Αμέσως άρχισε να μπλέκεται στα πόδια μου, τρίβοντας το κεφάλι του στις γάμπες μου.

Πήγα κατευθείαν στο δωμάτιο να αλλάξω. Έβγαλα το φόρεμα που φορούσα και το κρέμασα προσεκτικά. Φόρεσα ένα άνετο σορτσάκι και ένα παλιό μπλουζάκι—τίποτα φανταχτερό, απλά κάτι άνετο για το σπίτι.

Δέκα λεπτά αργότερα χτύπησε το κουδούνι. Είχε έρθει η λεβέντισσά μου. Της άνοιξα την κάτω είσοδο και την περίμενα στην εξώπορτα του διαμερίσματός μου. Ο Μπλάκι είχε χωθεί κάτω από τα πόδια μου, περίεργος να δει ποιος ερχόταν.

Όταν την είδα να βγαίνει από το ασανσέρ, έβαλα τα γέλια. «Μωρή, με ροζ φόρμα και ροζ παπούτσια πας για kung-fu

Η Μαίρη κοίταξε κάτω τα ροζ αθλητικά της και έβαλε κι εκείνη τα γέλια. «Αφού είμαι κοριτσάκι!» μου έκανε, παίζοντας αθώα τα βλέφαρά της. Μετά το πρόσωπό της πήρε εκείνη την πονηρή έκφραση που ήξερα τόσο καλά. «Και άλλωστε, σάμπως τολμάει να μου πει κανείς τίποτα;»

«ΝΙΑΡ!»

Ο Μπλάκι βγήκε από το κρυψώνα του και στάθηκε μπροστά της με την ουρά ψηλά. Το νιαούρισμά του ήταν επιτακτικό—υπενθύμιζε ότι αυτός είναι το αφεντικό του σπιτιού και την περίμενε απίκο, και ποια νομίζει ότι είναι που τον αγνοεί;

«Νιαρ στα μούτρα σου, σαχλοκούδουνο!» του έκανε χαχανίζοντας. Αλλά με το που έκανε να μπει, έσκυψε αμέσως. Ο Μπλάκι δεν έχασε ευκαιρία—άρχισε να τη σπρώχνει με το κεφάλι του, απαιτώντας τα χάδια που του άξιζαν.

Λογικό ήταν. Την Μαίρη την ξέρει από τότε που ήταν μικρό μαύρο τριχωτό μπαλάκι. Όταν τα είχε πρωτοβρεί ο ακατανόμαστος και τα είχαμε και τα εφτά, ο Μπλάκι ήταν η μεγάλη της αδυναμία.

«Έλα εδώ εσύ,» του είπε τρυφερά, χαϊδεύοντάς τον πίσω από τα αυτιά και λίγες στιγμές αργότερα κάνοντας τη σουρικάτα σηκώθηκε στα δυο του πόδια και την έγλειψε στη μούρη.

«Βρε σίχαμα!» του έκανε γελώντας η Μαίρη και τον πήρε στην αγκαλιά της και πήγαμε μέσα στο σπίτι.

Ναι, ο Μπλάκι γενικά δε γουστάρει αγκαλίτσες με το ζόρι, και, αν και δε βγάζει νύχια, δεν κάθεται που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω, οπότε γκρινιάζοντας έδωσε στη Μαίρη να καταλάβει ότι σάμπως να παραγνωριστήκανε και να τον αφήσει αμέσως κάτω μην έχουμε άλλα!

«Πάρε φόρα και έλα με την όπισθεν!» του απάντησε ειρωνικά, αλλά τον άφησε κάτω απαλά.

Περάσαμε στο σαλόνι. Άρπαξα το κινητό μου και πήρα τον Maurice να τον ρωτήσω πόσα σουβλάκια να του παραγγείλω.

«Στο δρόμο είμαι, μωρό μου!» μου είπε. Άκουγα τον θόρυβο της κίνησης στο βάθος. «Σε δέκα λεπτά θα είμαι εκεί!»

«Πόσα σουβλάκια θέλεις, πήρα να σε ρωτήσω,» του είπα χαμογελαστή. «Τρία ή τέσσερα;»

«Δύο, αν πάρεις από αυτό που είχες πάρει την άλλη φορά!» μου είπε. «Έχω φάει και την πίτσα...»

«Εντάξει αρκούδι μου,» του έκανα. Του έστειλα φιλάκια μέσα από το τηλέφωνο και έκλεισα.

Η Μαίρη με κοίταξε χαχανίζοντας και άρχισε να κάνει παντομίμα—τα χέρια της κόλλησαν μεταξύ τους λες και είχαν μέλι.

«BRRRRRRRRRRRR!» της έκανα, προσποιούμενη ότι τινάζω το μέλι.

Άνοιξα το e-food στο κινητό μου για να παραγγείλω σουβλάκια. Ένα για μένα, ένα για τη Μαίρη και δύο για το αρκούδι μου. Άφησα το κινητό στο τραπεζάκι. Η Μαίρη είχε πάει στην κουζίνα—άκουσα το ψυγείο να ανοίγει.

«Μωρή!» με φώναξε από μέσα χαχανίζοντας. «Pub θα ανοίξετε;»

Κατάλαβα αμέσως—είδε τις μπύρες.

«Αυτές που βλέπεις είναι οι μπύρες της... εβδομάδας!» της φώναξα χαχανίζοντας. Σηκώθηκα και πήγα κι εγώ στην κουζίνα.

Η Μαίρη είχε ήδη βγάλει δύο κουτιά και τα ξέπλενε στο νεροχύτη. Το κρύο νερό έτρεχε πάνω στο αλουμίνιο.

«Φαντάσου πίνει ένα κουτάκι μπύρα πριν καλά-καλά πιει τον πρωινό του καφέ!» συνέχισα. «Βέλγος, τι να πεις; Πίνει τη μπύρα αντί για νερό.»

Η Μαίρη έκλεισε τη βρύση και γύρισε προς το μέρος μου. Το πρόσωπό της ήταν σοβαρό τώρα. «Να σου πω;» με ρώτησε κάπως διστακτικά. «Σε πειράζει να τον ρωτήσω για την Francine

Σταμάτησε για λίγο, σα να έψαχνε τις σωστές λέξεις. «Ή μάλλον... όχι ακριβώς για την Francine, αλλά για το πώς βίωσε τη σχέση του με μεγαλύτερη γυναίκα.»

Κατάλαβα αμέσως. Σκεφτόταν τον Νικηφόρο. «Όχι μωρό μου, δε με πειράζει,» της είπα καθησυχαστικά. Ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο της και τη χάιδεψα.

Δεν ήξερα αν θα τη βοηθούσε η εμπειρία του Maurice—άλλωστε ήταν σημαντικά μικρότερος τότε απ' όσο ο Νικηφόρος σήμερα. Αλλά όταν η φίλη σου σου ζητάει βοήθεια σε κάτι που μπορείς να βοηθήσεις, δεν ρωτάς τα πώς και τα γιατί. Απλά το κάνεις.

«Δεν έχω κάποιον άλλον να ρωτήσω,» μου είπε απολογητικά. «Και ό,τι και να λέμε, τα αγοράκια βλέπουν τον κόσμο διαφορετικά απ' ότι τα κοριτσάκια.»

«Έτσι είναι!» τη διαβεβαίωσα. «Λοιπόν, πάμε στο σαλόνι να κάτσουμε. Και σε λίγο θα έρθει και ο αρκούδος μου—στο δρόμο είναι!»

Πράγματι, ούτε δέκα λεπτά αργότερα χτύπησε το κουδούνι. Ο ήχος τάραξε το ζεν του Μπλάκι που είχε χαλαρώσει στην κορυφή του γατόδεντρού του. Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε με ενόχληση.

Σηκώθηκα και έτρεξα στο θυροτηλέφωνο. Του άνοιξα την κάτω είσοδο. Ο Μπλάκι, που είχε καταλάβει ότι έρχεται ο Maurice, κατέβηκε από το δέντρο του και ήρθε να μπλεχτεί στα πόδια μου.

«Ναι, ναι, έρχεται ο αγαπημένος σου,» του είπα.

Πήγαμε μαζί στην πόρτα να τον περιμένουμε. Άνοιξα και κοίταξα από το ματάκι. Τον είδα να βγαίνει από το ασανσέρ με δυο σακούλες στα χέρια. Άνοιξα την πόρτα διάπλατα.

«Αρκούδι μου!» του φώναξα ενθουσιασμένη.

Ήθελα να γίνω κοάλα αλλά είχε τα χέρια του γεμάτα. Αρκέστηκα να τον πάρω αγκαλιά προσεκτικά και να του δώσω ένα τρυφερό φιλάκι στο μάγουλο.

«Μικρή μου μάγισσα!» μου είπε. Το πρόσωπό του φωτίστηκε σαν την πλατεία Συντάγματος την Πρωτοχρονιά.

Κοίταξα τις σακούλες με περιέργεια. «Τι έχεις στην άλλη τσάντα;»

«Τα σουβλάκια!» μου είπε χαχανίζοντας. «Πέτυχα τον ντελιβερά στην είσοδο! Του τα πήρα από τα χέρια.»

«Ωραίος!» Του πήρα τις σακούλες και τον οδήγησα μέσα.

Ο Maurice έσκυψε και χάιδεψε λίγο τον Μπλάκι που του τριβόταν και μετά πήγαμε στο σαλόνι. Η Μαίρη είχε σηκωθεί από τον καναπέ. Τον περίμενε όρθια με τη μπύρα στο χέρι και ένα πλατύ χαμόγελο.

Hello Mary!” της είπε πρόσχαρα ο Maurice. Άπλωσε το χέρι του για χειραψία.

Η Μαίρη πήρε το χέρι του αλλά δεν το άφησε εκεί. Τον τράβηξε προς το μέρος της, τον αγκάλιασε ζεστά και τον φίλησε σταυρωτά στα μάγουλα κάνοντας τον να στουκάρει λίγο.

“After what Sophie told me about you, a beer bearing hug was the least I could do!” του δήλωσε. Χαμογελούσε από το ένα αυτί μέχρι το άλλο.

Its not about the kaimaki?” της είπε χαχανίζοντας προφέροντας το “καϊμάκι” με κάποια δυσκολία.

Η Μαίρη τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. «Έφερες και καϊμάκι;»

Όταν εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, έβγαλε μια χαρούμενη τσιρίδα. Τον αγκάλιασε ξανά, πιο σφιχτά αυτή τη φορά. Μετά γύρισε προς το μέρος μου. Εγώ τους κοιτούσα χαμογελώντας σαν ηλίθια.

«ΡΕΜΑΛΙ! ΤΟ ΝΟΥ ΣΟΥ ΡΕΜΑΛΙ!» μου φώναξε απειλητικά, σηκώνοντας τη γροθιά της.

Έβαλα τα γέλια. Ο Maurice μας κοίταξε μπερδεμένος.

«Οκ, κάτι χάνω!» είπε.

Και άντε τώρα να του εξηγήσεις την ταινία με τον Κωνσταντάρα και το “ρεμάλι”. Κάποια πράγματα είναι τόσο ελληνικά που δεν μεταφράζονται.

«Με δυο λόγια...» άρχισα να του εξηγώ χαχανίζοντας. «Αν γίνει κάτι και σε χάσω, η Μαίρη μου δήλωσε ότι θα κόψει τις επαφές μαζί μου και θα τις κρατήσει μαζί σου!»

REMALI!” μου είπε θεατρικά ο αφιλότιμος κουνώντας μου απειλητικά το δάχτυλο, κάνοντάς μας και τις δυο να βάλουμε τα γέλια.

Γύρισε προς τη Μαίρη με ένα πονηρό χαμόγελο. «Πώς το είπες το άλλο;» τη ρώτησε.

«ΤΟ ΝΟΥ ΣΟΥ ΡΕΜΑΛΙ!» του είπε αργά και καθαρά η Μαίρη προσπαθώντας ταυτόχρονα να μη αρχίσει και πάλι τα γέλια.

«TO NOU SOU REMALI!» μου επανέλαβε ο Maurice θεατρικά, προσπαθώντας να μιμηθεί την προφορά της.

Αυτό ήταν. Πέταξα κάτω τις σακούλες στον καναπέ και έγινα κοάλα. Πήδηξα πάνω του, τυλίγοντας τα πόδια μου γύρω από τη μέση του.

“NEVER EVER, TEDDY BEAR! τον διαβεβαίωσα. Κόλλησα τα χείλη μου στα δικά του σε ένα παθιασμένο φιλί.

«Γκουχ-γκουχ!»

Η Μαίρη προσπαθούσε να μας συμμαζέψει με ψεύτικο βήχα.

Ο Maurice με άφησε απαλά κάτω, τα πόδια μου άγγιξαν ξανά το πάτωμα. Μετά γύρισε προς τη Μαίρη και της έκανε ένα «BRRRRRRRRRRRRRRRRRR!» όλο δικό της, κάνοντας και τις δυο μας να μας πιάσει βήχας από το γέλιο.

«Αρκούδι μου,» είπα όταν κατάφερα να ανασάνω, «πήγαινε να αλλάξεις σε κάτι πιο άνετο και γύρνα να φάμε!»

«Πρώτα Wii και μετά φαγητό!» μου είπε αποφασιστικά.

Σκέφτηκα για μια στιγμή. «Ναι, δίκιο έχεις!» συμφώνησα. «Άντε, πήγαινε να αλλάξεις.»

Γύρισα προς τη Μαίρη που είχε καθίσει ξανά στον καναπέ.

«Θα βάλω τα σουβλάκια στο φούρνο να μείνουν ζεστά! Το Wii έχει... ας το θέσουμε έτσι, δεν θα πάει καλά να παίξεις με γεμάτο στομάχι!»

«Εντάξει μωρό μου!» μου απάντησε.

Είχε ήδη στραφεί προς τον Μπλάκι που είχε σκαρφαλώσει στην πάνω-πάνω πλατφόρμα του γατόδεντρού του. Με το που τον πλησίασε η Μαίρη, της έκανε βαρελάκι και της έδειξε την κοιλιά του. «Είσαι εσύ ένας…» του έκανε η Μαίρη αρχίζοντας να τον χαϊδεύει.

Χαμογελώντας, πήγα στην κουζίνα. Αρχικά έβαλα το παγωτό στην κατάψυξη και μετά τακτοποίησα τα σουβλάκια σε ένα ταψί και τα έβαλα στο φούρνο στους 50 βαθμούς, απλά για να μείνουν ζεστά.

Έβγαλα δυο μπύρες για τον αρκούδο μου. Τις έπλυνα κάτω από κρύο νερό, σκουπίζοντας προσεκτικά τα καπάκια. Ήξερα ότι θα τις ήθελε παγωμένες. Με τις μπύρες στο χέρι, επέστρεψα στο σαλόνι.

Βάζουμε το Wii και η Μαίρη κάθεται στον καναπέ με την μπύρα της. Ο Maurice παίρνει θέση δίπλα της, ενώ εγώ στέκομαι μπροστά στην τηλεόραση με το χειριστήριο στο χέρι.

«Κοίτα να δεις πώς γίνεται!» λέω στη Μαίρη με σιγουριά που δεν δικαιολογείται από το ιστορικό μου.

Παίρνω στάση. Τραβάω το κοντρόλ προς τα πίσω, το κρατάω για μια στιγμή, το αφήνω...

Το βέλος στο παιχνίδι φεύγει λες και το φύσηξε ο βοριάς. Πετάει τόσο άστοχα που βγαίνει σχεδόν από την οθόνη. Εμφανίζεται μια ειδοποίηση για κάτι περαστικές μπεκάτσες που παραλίγο να χτυπήσω.

«Έτσι γίνεται;» μου λέει η Μαίρη. Τα γέλια της γεμίζουν το σαλόνι.

«Εντάξει, αυτό ήταν προθέρμανση!» δηλώνω με όση αξιοπρέπεια μου έχει απομείνει.

Ο Maurice ροχαλίζει δυνατά από τον καναπέ. Προφανώς θυμάται τα κατορθώματά μου την πρώτη φορά που παίξαμε

Γυρίζω και τον κοιτάζω με τα χέρια στη μέση μου. «Υπαινίσσεσαι ότι είμαι αδέξια, μωρουλίνι μου;» Τα μάτια μου πετάνε θεατρικές φωτιές.

I don't imply it!” μου λέει ανάμεσα στα γέλια του. “I state it as a fact!”

«ΧΡΟΥΜΦ! ΘΑ ΣΑΣ ΔΕΙΞΩ ΕΓΩ, ΘΑ ΔΕΙΤΕ ΤΙ ΘΑ ΠΑΘΕΤΕ!» τους κάνω με την καλύτερη μίμηση του Χλαπάτσα. Παίρνω ξανά το χειριστήριο στο χέρι.

Ναι, δεν ξέρω πως το έκανα αυτό. Το βέλος γύρισε προς τα πίσω, παραλίγο να πετύχω τον εαυτό μου.

“Damn! That was impressive!” λέει ο Maurice προσπαθώντας να πνίξει το γέλιο του. “I didn’t know that you could do that in WII…”

Σταματάει.

Or for what it matters in real life!” λέει και βάζουν και πάλι και οι δύο τα γέλια με τα χάλια μου.

Third time is the charm!” τους λέω με σιγουριά που δεν νιώθω καθόλου. Παίρνω πάλι το χειριστήριο και… ΘΡΙΑΜΒΟΣ! Καταφέρνω να το ρίξω σχεδόν στο κέντρο. Όχι στο κόκκινο κυκλάκι, αλλά στο αμέσως προηγούμενο!

«Άξια! Άξια!» χειροκροτάει χαχανίζοντας η Μαίρη κι εγώ κάνω βαθιά υπόκλιση κερδίζοντας το γέλιο και του Maurice.

Της δίνω το χειριστήριο. «Για να σε δούμε μαντάμ!» της κάνω. Η Μαίρη παίρνει βαθιές ανάσες λες και διαλογίζεται. «Τι κάνεις μωρή;» τη ρωτάω χαχανίζοντας.

«Διαλογίζομαι!» μου απαντάει. “Dont talk to the driver!” και η φράση αυτή με γυρνάει αμέσως πίσω σε εκείνη τη βόλτα με το αυτοκίνητό της.

«Τουλάχιστον εδώ δεν έχει τροχαία!» της κάνω χαχανίζοντας. «Αν και ικανή σε έχω να βγάλεις γκόμενο και στο Wii

Μετά εξηγώ στο Maurice, που μας κοιτάζει με απορία, το σκηνικό και βάζει κι εκείνος τα γέλια.

My mom is going to love you!” λέει στη Μαίρη, και δωσ’ του νέα γέλια και από τους τρεις. “My dad, not so much!” συμπληρώνει χωρίς έλεος, κάνοντάς μας στο τέλος να διπλωθούμε.

«ΜΗ ΜΟΥ ΧΑΛΑΤΕ ΤΗΝ ΑΥΤΟΣΥΓΚΕΝΤΩΣΗ!» μας μαλώνει η Μαίρη και αφού διαλογίζεται για λίγο, ρίχνει την πρώτη βολή. ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ!

«Σας μισώ απαίσια στρουμφάκια!» κάνω με θεατρική απογοήτευση, και δωσ’ του νέα γέλια.

Δεύτερη προσπάθεια, πάλι κέντρο. Τρίτη προσπάθεια, τι έκπληξη, κέντρο και αυτή.

«Δε θέλω να σε στεναχωρήσω, αλλά έτσι γίνεται!» μου λέει βγάζοντας τη γλώσσα της.

«Με βρήκατε μικρή και με κοροϊδεύετε!» τους κάνω με ψεύτικο παράπονο και ο αρκούδος μου πετάγεται από τον καναπέ και με παίρνει αγκαλίτσα, χαϊδεύοντάς με τρυφερά.

Η Μαίρη από την άλλη δε χαρίζει κάστανα. «Μωρό μου, αν ήσουν εσύ η ηρωίδα τότε η όπερα του Ροσσίνι θα λεγόταν “Γουλιέλμος; Τέλος!” μου λέει και μου ξεφεύγει ένα δυνατό ροχαλητό, και άντε τώρα να το εξηγήσεις αυτό στον αρκούδο μου!

I have to learn Greek!” μας δήλωσε όταν του εξήγησα το αστείο. «Αν και δεν είμαι σίγουρος ότι ακόμα κι έτσι θα το έπιανα…» συνέχισε αναστενάζοντας.

Σειρά είχε το bowling. «Θα μας δείξεις κι εδώ πως γίνεται;» με τρόλλαρε χαχανίζοντας η Μαίρη για να κερδίσει ένα “BRRRRRRRRRRRRR” στα μούτρα όλο δικό της.

Θρίαμβος!

Μπορεί η μπάλα στην πρώτη προσπάθεια να κατέληξε στο αυλάκι αλλά τουλάχιστον ήταν το αυλάκι του δικού μου διαδρόμου!

«Το λες και βελτίωση!» χαχάνιζε ο Maurice, εξηγώντας στη Μαίρη ότι την πρώτη φορά η μπάλα πήγε στο ταβάνι και τη δεύτερη σε γειτονικό διάδρομο.

Δεύτερο “BRRRRRRRRRR” αυτή τη φορά στα μούτρα του Maurice, και πήρα φόρα για το δεύτερο. Χα! Έριξα πέντε κορίνες και μπράβο μου.

«Για να σε δούμε!» είπα στη Μαίρη που έκανε πάλι το Σαολίν μοναχό.

Ναι, η Μαίρη στο bowling ήταν χειρότερη και από εμένα, και οι δύο πρώτες βρήκαν ταβάνι!

«Μωρό μου δε ρίχνεις χειροβομβίδα!» την πείραξα. «Κοίτα με!» της έκανα… και έστειλα τη μπάλα σε διπλανό διάδρομο, κάνοντάς τους και τους δυο να σκάσουν στα γέλια.

Η δεύτερη προσπάθεια ήταν καλύτερη, έστω και οριακά έριξα δυο κορίνες.

Σειρά πήρε πάλι η Μαίρη που αυτή τη φορά κατάφερε να μη βρει ταβάνι, το λες και βελτίωση. Με τη δεύτερη έριξε και εκείνη τρεις κορίνες.

Ok, that was more difficult than expected!” μας είπε και ξεκινήσαμε τον τρίτο γύρο.

Δεν κατάλαβα πως το έκανα αλλά έκανα strike και άρχισα να χορεύω σαν την Ινδιάνα μέσα στο σαλόνι, κάνοντας τους άλλους δύο να βάλουν τα γέλια και τον Μπλάκι να με κοιτάζει με ένα μείγμα αποδοκιμασίας και θλίψης.

Φυσικά δεν κατάφερα να κάνω νέο στράικ, αλλά τουλάχιστον έριξα 5 κορίνες. Η Μαίρη πήρε φόρα και έριξε τη μπάλα και παραλίγο να κάνει στράικ, της έμεινε μόνο μια κορίνα όρθια στην άκρη. Προσπαθώντας να την πετύχει με τη δεύτερη προσπάθεια, ξαναέστειλε τη μπάλα στο διπλανό διάδρομο.

Τελειώσαμε με εμένα νικήτρια αυτή τη φορά και μετά πιάσαμε το golf, στο οποίο αποδειχτήκαμε και οι δύο τραγικά ανίκανες. “Guys, ο σκοπός είναι να βάζεις τα μπαλάκια στις τρύπες, όχι να τα μαθαίνεις κολύμπι ή να τα βάλεις σε τροχιά!» μας τρόλλαρε ο Maurice.

«Αυτό ήταν!» Η Μαίρη πέταξε το χειριστήριο στον καναπέ. «Σήκω να σε κάνω μαύρο!»

Έδειξε την επιλογή του boxing στο μενού.

Η εικόνα ήταν κωμική. Από τη μία η Μαίρη, 1,60 στο ύψος, με τρία νταν σε kung-fu και ευλύγιστη σαν λάστιχο. Από την άλλη ο Maurice 1,95 και 130 κιλά. Ο αρκούδος μου έφαγε το ξύλο της… αρκούδας.

«Who da boss?» τον ρώτησε η Μαίρη

«You da boss!» παραδέχτηκε ο Maurice χαχανίζοντας και τρίβοντας το χέρι του που πονούσε από τις έντονες κινήσεις.

«Τένις!» πρότεινα, αλλάζοντας το παιχνίδι.

Μεγάλο λάθος.

Το τένις στο Wii μας βγήκε η γλώσσα. Τρέχαμε μπρος-πίσω στο σαλόνι, κουνώντας τα χέρια μας σαν τρελοί, προσπαθώντας να προλάβουμε τις μπαλιές. Η Μαίρη βέβαια δεν έχει πρόβλημα φυσικής κατάστασης αλλά ο αρκούδος μου κι εγώ την ακούσαμε στέρεο. Μετά από δέκα λεπτά, καταρρεύσαμε στον καναπέ. Ξεφυσούσαμε λες και είχαμε τρέξει σε μαραθώνιο. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι.

«Νομίζω...» είπα αγκομαχώντας, «νομίζω ότι ήρθε η ώρα για φαγητό!»

«Και για μπύρα!» συμπλήρωσε ο αρκούδος μου αγκομαχώντας κι εκείνος.

«Πλάκα είχε, να το ξανακάνουμε!» είπε η Μαίρη, η οποία δεν είχε ιδρώσει καν.

Σηκώθηκα με δυσκολία και πήγα μέσα στην κουζίνα. Έβγαλα τα σουβλάκια από το φούρνο και τον έσβησα. Τα έβαλα σε τρία πιάτα, πήρα χαρτοπετσέτες, ξέπλυνα και πέντε κουτάκια μπύρας, μία για την καθεμιά μας και τρεις για τον αρκούδο μου, και επέστρεψα στο σαλόνι.

Και φυσικά κατέβηκε από το γατόδεντρό του και ο Μπλάκι για να πάρει μέρος στο τσιμπούσι. «Αφού δεν τρως το γύρο βρε μαλακιστήρι» τον μάλωσα, αλλά του έδωσα ένα κομματάκι για να μας αφήσει στην ησυχία μας.

Φάγαμε τα σουβλάκια μας χωρίς να μιλάμε, χαζεύοντας κυρίως τον Μπλάκι που έπαιζε φλιπεράκι με το κομμάτι κρέας που του έδωσα. Ο Maurice άδειασε την πρώτη μπύρα με το καλημέρα, και άνοιξε και τη δεύτερη.

Dinner of champions!” είπε με ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αφτιά και μετά με μια δαγκωνιά έφαγε σχεδόν το ένα τρίτο του δεύτερου πιτόγυρού του.

I couldnt agree more!” απάντησα εγώ, σκουπίζοντας τρυφερά το τζατζίκι από τα χείλη του αρκούδου μου.

«Το ίδιο είπε και ο Νικηφόρος για να με τουμπάρει!» είπε χαχανίζοντας η Μαίρη. «Λες και χρειαζόμουν ιδιαίτερη πρόσκληση!»

«Ο Νικηφόρος είναι το νέο αμόρε της Λαίδης,» εξήγησα στον αρκούδο μου.

Και εκεί η Μαίρη βρήκε την ευκαιρία να κάνει την ερώτηση που την έκαιγε. “Maurice, can I ask you a question?”

Except the one you already did?” την πείραξε με ένα πονηρό χαμόγελο για να κερδίσει ένα “BRRRRRRRRR!” όλο δικό του από τη Μαίρη.

Η καρδούλα μου χόρευε τσα-τσα βλέποντάς τους. Η κολλητή μου και το αγόρι μου πειράζονταν μεταξύ τους λες και γνωρίζονταν χρόνια. Με την ίδια χαρακτηριστική ευκολία που είχε κερδίσει ο αρκούδος μου τους δικούς μου, είχε κερδίσει και τη Μαίρη.

Χωρίς να κάνει τίποτα περισσότερο από το να είναι αυτός που είναι.

“So,” άρχισε η Μαίρη πιο σοβαρά τώρα, «Sophie told me that when you were much younger you had a relationship with an older woman...»

“Yup, that would be Francine,” της απάντησε ο Maurice. Σκούπισε το στόμα του με τη χαρτοπετσέτα. “I was nineteen and she was thirty-seven.” Την κοίταξε ερωτηματικά, περιμένοντας. “What would you like to know?”

Η Μαίρη έξυσε αμήχανα τον λαιμό της. Σπάνιο θέαμα—η Μαίρη αμήχανη. «Ο Νικηφόρος είναι δέκα χρόνια μικρότερος,» ξεκίνησε.

Ο Maurice έγνεψε καταφατικά αλλά δε μίλησε. Την άφησε να βρει τις λέξεις της.

«Αν και ξέρει ότι έχω ας πούμε... εξεζητημένη ερωτική ζωή, και το έχει αποδεχτεί...» Σταμάτησε και πάλι. Τα δάχτυλά της έπαιζαν με την ετικέτα της μπύρας. «Εντάξει δεν είναι παιδάκι αλλά... δεν ξέρω ρε Maurice, μου βγάζει κάτι το προστατευτικό και... και δε θέλω να πληγωθεί.»

Αναστέναξε βαθιά.

Ο Maurice ακούμπησε το πιάτο του και την κοίταξε στα μάτια.

«Είναι ενήλικος, Μαίρη. Το να πληγωθεί είναι το ρίσκο που παίρνει ο καθένας που μπαίνει σε μια σχέση.» Ήπιε μια γουλιά μπύρα πριν συνεχίσει.

«Έτσι είναι αυτό το παιχνίδι. Κανείς δεν σου εγγυάται ότι θα κερδίσεις, αλλά ο βασικότερος του κανόνας είναι πως αν δεν παίξεις, χάνεις.»

Η Μαίρη έγνεψε αργά, δείχνοντας ότι καταλαβαίνει.

«Και στο τέλος της μέρας,» πρόσθεσε ο Maurice, «δεν είναι δική σου απόφαση για να την πάρεις.»

Είδα τη Μαίρη να σφίγγεται. Το πηγούνι της ανασηκώθηκε με εκείνο τον πεισματάρικο τρόπο που την ήξερα τόσο καλά.

«Θα μπορούσα να το τερματίσω εδώ και τώρα,» του απάντησε.

«Σε αυτή την περίπτωση πήρες απόφαση για σένα,» είπε ο Maurice, τονίζοντας τη λέξη. «Αρνούμενη το δικαίωμά του να πάρει τη δική του απόφαση για λογαριασμό του.»

Η Μαίρη άνοιξε το στόμα της να απαντήσει, αλλά σταμάτησε. Το έκλεισε ξανά.

Ο Maurice χαμογέλασε απαλά. «Είχα πει στη Σόφη ότι είμαστε το άθροισμα του παρελθόντος μας. Όσο και αν πληγώθηκα στο τέλος με την Francine, δε θα ήμουν αυτός που είμαι αν δεν είχα κάνει σχέση μαζί της.»

«Πώς ήταν για σένα;» τον ρώτησε.

«Σου έχει πει η Σόφη τι είδους σχέση είχα με την Francine?» τη ρώτησε.

«Ξέρω μόνο τα πολύ βασικά, ότι ήταν μεγαλύτερή σου και ότι σε έμπασε με λάθος τρόπο στον κόσμο του BDSM,» του απάντησε.

Ο Maurice έγνεψε καταφατικά. «Ξεκίνησε ωραία, τελείωσε άσχημα και είδα και έπαθα για να το ξεπεράσω.»

Κούνησε το κεφάλι του. «Όχι την Francine αλλά τα όσα λάθος πράγματα μου έμαθε για το BDSM κάνοντάς με να πιστεύω ότι εγώ τα κάνω όλα λάθος.»

Χαμογέλασε πικρά.

«Που τα έκανα, γιατί στην πραγματικότητα δεν ήμουν ο Master της σχέσης, αλλά κάποιος που πάσχιζε να καλύψει τις ανάγκες της, νιώθοντας ανεπαρκής που δε μπορούσε.»

Γύρισε προς τη Μαίρη και την κοίταξε στα μάτια. «Αλλά ακόμα και έτσι ως μάθημα ήταν πολύτιμο.»

Του έπιασα το χέρι και το χάιδεψα τρυφερά. Το αρκούδι μου γύρισε και μου χάρισε το πιο γλυκό του χαμόγελο. Με το χέρι του στα χέρια μου, ξάπλωσα πίσω λιώνοντας με την γαλήνη με την οποία απαντούσε γι’ αυτά που κάποτε τον είχαν πληγώσει.

Και εκεί χαμογέλασε πονηρά. “If nothing else, at least I learned to handle a multitude of S/m toys»

Η Μαίρη δεν απάντησε, απλά χαμογέλασε γνέφοντας καταφατικά. «Έχεις δίκιο,» του είπε τελικά. «Και επιπλέον αφενός είναι μεγαλύτερος είναι απ’ όσο ήσουν εσύ, και αφετέρου τις S/m μου ανάγκες τις καλύπτω με έμπειρους παρτενέρ.»

You are into S/m?” τη ρώτησε με ενδιαφέρον ο Maurice.

«Ναι, δεν στο είπε η Σοφία;» τον ρώτησε η Μαίρη κοιτάζοντάς με μέ απορία.

«Δεν ήταν δικό μου μυστικό για να το μοιραστώ,» απάντησα εγώ αμυντικά.

Hey, dont get defensive babe!” μου είπε τρυφερά ο αρκούδος μου. “You are right, it wasn’t your secret to share!”

“So, now that the cat’s out of the bag,” ξεκίνησε η Μαίρη χαχανίζοντας, “what’s your favorite toy?”

«Μαίρη!» φώναξα σκανδαλισμένη προσπαθώντας να τη συμμαζέψω και ο Maurice γέλασε με την αντίδρασή μου.

Ok, lets make it easier for my sweet  sheepish sorceress,” της απάντησε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι.

«Δεν είμαι ντροπαλή!» του απάντησα ξεροκέφαλα. «Εντάξει, είμαι!» παραδέχτηκα, κάνοντάς και τους δυο τους να βάλουν τα γέλια.

“Do you know the game, ‘never have I ever?’” μας ρώτησε. “It’s like true or dare, with a slight twist!”

«Ώπα!» είπε η Μαίρη που τα λάτρευε κάτι τέτοια. «Πώς παίζεται;»

«Με σφηνάκια,» της απαντάει ο Maurice. «Καθένας με τη σειρά του λέει κάτι που έχει κάνει ή που θα ήθελε να κάνει και δεν έχει κάνει. Αν αυτός που μιλάει το έχει κάνει πίνει το σφηνάκι και το ίδιο κάνουν όσοι το έχουν κάνει και οι ίδιοι. Νικητής είναι ο τελευταίος που μείνει όρθιος!»

«Δουλεύουμε αύριο μωρό μου, και η Μαίρη έχει να γυρίσει και σπίτι της, και είναι με το αυτοκίνητο,» του είπα.

«Εντάξει, δε χρειάζεται να το κάνουμε με σφηνάκια,» μου είπε καθησυχαστικά. «Αυτά τα κάναμε στην εφηβεία μας,» συμπλήρωσε χαχανίζοντας.

«Τότε;» τον ρώτησα εγώ.

«Αμάν μωρή, σαν την μάνα μου κάνεις» μου έκανε η Μαίρη χαχανίζοντας. «Η βασική ιδέα είναι πως αυτό το παιχνίδι είναι ένας χαβαλεδιάρικος τρόπος να πεις πράγματα που δε θα έλεγες εύκολα, και υποτίθεται ότι το ποτό είναι για να σε λύσει και να γίνεις ακόμα πιο τολμηρός.»

«Δεν κάνω σαν τη μάνα σου!» της απάντησα πεισμωμένη, κάνοντας τον Maurice να γελάσει και να με σφίξει στην αγκαλιά του.

«Μπορούμε να πίνουμε απλά μια γουλιά μπύρα!» μου είπε. «Δε χρειάζεται να πέσουμε ξεροί!»

Δεν ήθελα να γίνω η ξενέρωτη της παρέας, οπότε κάνοντας ένα θεατρικό “Ουφ!” σταμάτησα τις περιττές γκρίνιες.

“So, I’m starting,” είπε ο Maurice. “Never have I ever had a flogger used on me,” είπε χωρίς να πιεί γουλιά από τη μπύρα του. Η Μαίρη ήπιε μια γουλιά από τη μπύρα της και, τι να κάνω, ήπια κι εγώ μία από τη δική μου.

«Σειρά μου!» είπε η ξετσίπωτη. “Never have I ever whipped someone or been whipped,” και ήπιε μια γουλιά από τη μπύρα της και το ίδιο έκανε και ο Maurice.

Never have I ever been spanked,” είπα αναστενάζοντας και ήπια μια γουλιά από τη μπύρα μου. Περίμενα ότι θα πιει μόνο μπύρα η Μαίρη, αλλά ήπιε και ο Maurice! Κοίτα να δεις!

You have been spanked?” τον ρώτησα γουρλώνοντας τα μάτια μου.

Sometimes experimenting goes both ways!” μου είπε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι και κάνοντας την Μαίρη να φωνάξει «Σωστόοοοος!» υψώνοντας του τη μπύρα.

«Σειρά μου,» έκανε ο Maurice. «Ποτέ  μα ποτέ δεν έχω καπνίσει μπάφο!» είπε, και φυσικά ήπιαμε μια γουλιά μπύρας και οι τρεις.

Μετά σειρά πήρε και πάλι η Μαίρη. «Ποτέ μα ποτέ δεν έχω κάνει τρίο!» είπε και ήπιε μια μπύρα. Ο Maurice έκανε να σηκώσει το κουτάκι του αλλά σταμάτησε.

«Βασικά έχω παρακολουθήσει, αλλά δε συμμετείχα. Μετράει;» ρώτησε κάνοντας την καρδιά μου να επιστρέψει στη θέση της.

«Δε μου τα είχες πει αυτά μεσιέ!» του έκανα δήθεν τσαμπουκαλεμένη.

“Well, despite my cuckold fantasies I’m most definitely not a sharing guy. However, on this occasion I wasn’t sharing anything, just watched!”

Sharing is caring!” είπε η άλλη, μη χάσει.

Not in my books!” της απάντησε ο Maurice χωρίς να χάσει beat. “That been said, whatever floats your boat!”

«Και μπράβο σου αρκούδι μου!» του είπα σχεδόν τσιρίζοντας με τη Μαίρη να μου χώνει ένα παιχνιδιάρικο φάσκελο.

“Never have I ever been used as a fuck toy!” είπα εγώ, και ήπιαμε πάλι και οι τρεις. Γύρισα προς τον Maurice. “You did?” τον ρώτησα απορημένη.

«Τι νομίζεις ότι ήμουν μωρό μου για τις μεγαλύτερές μου, εννοώ αυτές πριν γνωρίσω την Francine

«Ναι, δίκιο έχεις…» μουρμούρισα μουτζώνοντας τον εαυτό μου.

Και εκεί η Μαίρη με έδωσε στεγνά. «Ποτέ μα ποτέ δεν έχω πειραματιστεί με άτομο του φύλου μου,» είπε και ήπιε μια γουλιά. Την κοίταξα με μάτια που πέταγαν φωτιές και ήπια κι εγώ μια γουλιά.

“Ok, you got my attention!” μου είπε ο Maurice χαχανίζοντας. “Spit it out!”

«Με την κυρία!» έκανα και του έδειξα τη Μαίρη που χαχάνιζε σα βλαμμένο. «Λίγο καιρό αφού είχαμε γνωριστεί… Γίναμε ντίρλα σε μια έξοδο και το ένα έφερε το άλλο…» του είπα ξεφυσώντας.

“In my defense…” ξεκίνησε η Μαίρη και σταμάτησε κάνοντας δραματική παύση.

“Yes?” τη ρώτησε η Maurice με ενδιαφέρον.

“She started it!” είπε στεγνώνοντάς με ακόμα περισσότερο και βάζοντας τα γέλια, κάνοντάς με ακόμα πιο κόκκινη απ’ όσο ήμουν εκείνη τη στιγμή!

Έχουμε γίνει και οι δύο κουδούνια. Ούσα αρκετά εσωστρεφής και όχι ιδιαίτερα κοινωνική ήμουν αμάθητη στο ποτό και στις αχαλίνωτες εξόδους. Τη Μαίρη μου την είχε γνωρίσει ένας συμφοιτητής μου. Πέντε χρόνια μεγαλύτερη από εμένα, είχε ένα αέρα που με είχε σχεδόν μαγέψει από την πρώτη στιγμή.

Μα πάνω απ’ όλα με είχε μαγέψει ο λιμπερτινισμός της. Έβγαζε τα μάτια της με όποιον της έκανε κέφι, άντρα ή γυναίκα, και δεν έδινε δεκάρα τι λένε οι γύρω της και ας ήταν γόνος και μοναδική κληρονόμος γνωστής και μεγάλης οικογένειας.

Δεν ήταν ωστόσο το στερεοτυπικό κακομαθημένο πλουσιόπαιδο που βαριέται τη ζωή του. Παρόλο που θα μπορούσε να κωλοβαράει όλη μέρα χωρίς να έχει καμία έγνοια, δούλευε σα σκυλί σε μια από τις επιχειρήσεις του πατέρα της.

 Παρόλο θα μπορούσε να αποφύγει το άγχος των πανελλαδικών είχε στρώσει κώλο και είχε περάσει στη σχολή διοίκησης επιχειρήσεων του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο οποίο είχε κάνει και μεταπτυχιακό.

Δεν ξέρω πως κολλήσαμε, εννοώ σα χαρακτήρες ήμασταν τελείως αντίθετες, εγώ εσωστρεφής και συγκρατημένη, εκείνη εξωστρεφής και αχαλίνωτη. Αυτό που έχει σημασία ωστόσο είναι ότι καταλήξαμε αυτοκόλλητες. Όχι ότι την ακολουθούσα στα ξέφρενα πάρτι της, ούτε πολύ περισσότερο στην… ας πούμε εξεζητημένη ερωτική της ζωή.

Ίσως διασκέδαζε με το πως σοκαριζόμουν; Ίσως γιατί παρόλα αυτά την άκουγα χωρίς να την κατακρίνω; Γρήγορα έγινα η εξομολόγος της και το νόμισμα αυτό έχει δύο πλευρές.

Ποτέ πάντως δεν προσπάθησε να με παρασύρει σε πράγματα που η ίδια τα θεωρούσα τραβηγμένα. Και αν κατάφερε να με βγάλει λίγο έξω από το καβούκι μου είναι γιατί ήξερε—λες και είχε manual της Σοφίας Αλοϊζάκη— που και πόσο πρέπει να πιέσει.

Με είχε γοητεύσει τόσο πολύ που είχα αρχίσει να πιστεύω ότι είμαι και του λόγου μου bisexual, όπως και η ίδια. Αυτό που ξέρω πάντως ήταν πως με διαόλιζε που δεν μπορούσα να καταλάβω επακριβώς τι με κάνει να νιώθω. Και κάπως έτσι εκείνο το βράδυ που φύγαμε φέσι και οι δύο και πήγαμε με ταξί στο σπίτι της στο Μαρούσι, έγινε το… μοιραίο.

Καθόμασταν δίπλα-δίπλα στον καναπέ. Λυμένη τελείως και με τις αναστολές μου να έχουν πάρει περίπατο απλά έσκυψα και τη φίλησα στο στόμα. Ξαφνιάστηκε λίγο στην αρχή αλλά γρήγορα ήρθε στα ίσια της και ανταπέδωσε με ενθουσιασμό. Τα πάνω μας έφυγαν με συνοπτικές διαδικασίες.

Το στήθος της έμοιαζε πολύ με το δικό μου, τόσο στο σχήμα όσο και στο μέγεθος. Με τη διαφορά ότι εγώ ήμουν δώδεκα πόντους ψηλότερη. Είχαμε δει ξανά η μία την άλλη γυμνή, και παρόλο που η Μαίρη επέμενε ότι το στήθος μου είναι φυσιολογικό και όχι μικρό, οι αναλογία στο δικό της σώμα ήταν στα μάτια μου η επιτομή της τελειότητας.

«Σιγά βρε!» μου είπε καθώς της δάγκωσα με περισσότερη δύναμη τη ρώγα απ’ όσο αρχικά ήθελα.

Και εκεί συνειδητοποίησα ότι το έκανα σχεδόν μηχανικά. Συνειδητοποίηση που έγινε ακόμα πιο έντονη όταν άρχισε να μου κάνει το ίδιο η Μαίρη και στα δικά μου στήθη.

Δεν ξέρω πως το βρήκα το κουράγιο αλλά το βρήκα.

«Μαίρη… όχι… όχι άλλο…» της είπα. Κατέβασα τα μάτια μου στο πάτωμα μην αντέχοντας να την κοιτάξω. «Συγνώμη,» μουρμούρησα και άρχισα να ντύνομαι βιαστικά.

«Η κατάσταση σηκώνει τσιγάρο!» μου απάντησε. “Be right back!” μου έκανε και γύρισε μετά από λίγο με το μεγαλύτερο τρίφυλλο που είχα δει στη ζωή μου.

If life seems jolly rotten, theres something youve forgotten” μου τραγούδησε κάνοντάς με να χαμογελάσω μετά από αρκετή ώρα. Άναψε το μπάφο, και… δεν ξέρω… κάπου από εκεί και πέρα η μνήμη σταμάτησε να καταγράφει.

«ΘΑ ΣΕ ΠΝΙΞΩ!» την απείλησα και κάπου εκεί σταμάτησαν οι ιστορίες γιατί ο Maurice το έριξε στο τρολλάρισμα.

«Σε άρπαξε με τα δόντια;» προσπάθησε να ρωτήσει σοβαρά, αλλά δεν άντεξε, έβαλε τα γέλια. «Τα… ΧΑΧΑΧΑΧΑ… τα… ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ τα κάνει κάτι τέτοια ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ»

“Now you mentioned it,” ξεκίνησε κι εκείνη και σταμάτησε γιατί την έπιασαν τα γέλια. “She did bite me hard on the nipples! She’s kinky!”

Και δώσ’ του ΧΑΧΑΧΑ και ΧΟΥΧΟΥΧΟΥ και τα δυο τα κωλόπαιδα.

“BITE ME!” τους είπα κάνοντας το one finger salute και με τα δυο χέρια.

“You’re the expert!” είπε πνιγμένος στα γέλια ο Maurice και κάπου εκεί έβαλα κι εγώ τα γέλια.

Και τότε η Μαίρη, παρόλο που δεν ήταν καν η σειρά της, αποφάσισε να μας αποτελειώσει. “Never have I ever seen the video of Sofia’s christening,” δήλωσε με το πιο αθώο ύφος.

Ήπιε μια γουλιά από τη μπύρα της, κοιτάζοντάς με προκλητικά.

«I HATE YOU!» της φώναξα.

Αλλά... ήπια κι εγώ μια γουλιά από τη δική μου. Δεν είχα επιλογή.

Γύρισα βιαστικά προς τον Maurice για να εξηγήσω. Δεν ήθελα να νομίζει ότι του κρύβω πράγματα. «Της το έδειξε η γιαγιά μου πρόπερσι που είχαμε πάει διακοπές Κρήτη, δεν το έχω.»

«Το έχω εγώ!» ανακοίνωσε θριαμβευτικά η Μαίρη. Έβγαλε το κινητό της χαχανίζοντας. «Το αντέγραψα στο κινητό μου για να το χρησιμοποιήσω εναντίον σου σε πρώτη ευκαιρία!»

Αρχίζει και γελάει σαν υστερική, σκρολάροντας στις φωτογραφίες της.

Sharing is caring!” της λέει ο Maurice βάζοντας τα γέλια, κάνοντας τη Μαίρη να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.

Εγώ έψαχνα απεγνωσμένα να βρω τρύπα να κρυφτώ. Ή να πεθάνω. Ό,τι ερχόταν πρώτο.

«Μην το κάνετε αυτό!» ικέτευσα. «Σας παρακαλώ!»

Φυσικά με αγνόησαν. Η Μαίρη σύνδεσε το κινητό της με την τηλεόραση. Το βίντεο άρχισε να παίζει.

Εκεί ήταν ο Παπά-Νικόλας, με τα άμφιά του, κρατώντας με πάνω από την κολυμβήθρα.

«Βαπτίζεται η δούλη του Θεού Σοφία, εις το όνομα του Πατρός…»

ΒΟΥΤΗΓΜΑ.

«…και του Υιού…»

ΒΟΥΤΗΓΜΑ.

«…και του Αγίου Πνεύματος...»

ΒΟΥΤΗΓΜΑ.

Και τότε—η στιγμή της ντροπής μου—η δίχρονη εκδοχή μου αρπάζει το χέρι του Παπά-Νικόλα με τα δόντια όπως έχει σηκώσει τα άμφιά του.

Η κάμερα άρχισε να κουνιέται σα να γίνεται σεισμός, με τον κάμεραμαν να προσπαθεί να κρατήσει σταθερή την εικόνα και να μην το καταφέρνει από τα γέλια. Στο βίντεο, οι παραβρισκόμενοι να αντιδρούν ποικιλοτρόπως. Οι μισοί να έχουν σχεδόν λιποθυμήσει από τα γέλια και οι άλλοι μισοί να σταυροκοπιούνται.

Ο Παπά-Νικόλας να φωνάζει «Άσε με κάτου βρε συφοριασμένο!»

Η νονά μου, κλαίγοντας από τα γέλια, να προσπαθεί να με τραβήξει με μένα να έχω γραπώσει τον φουκαρά τον παπά από το χέρι σαν πίτμπουλ με anger management issues.

Τον παπά να της φωνάζει «Μην την τραβάς, θα μου κόψει κανένα κομμάτι! Άσε με κάτω π' ανάθεμά σε!»

Η κάμερα κουνιόταν τώρα τόσο πολύ που έβλεπες περισσότερο ταβάνι παρά τη σκηνή. Ο φωτογράφος προσπαθούσε να μη λυγίσει από τα γέλια και δεν τα κατάφερνε.

Στο τέλος, όταν κατάφεραν να με ξεκολλήσουν—μετά από επικές προσπάθειες—ο παπά-Νικόλας κοίταξε το χέρι του να δει αν του λείπει κανένα κομμάτι. Ήταν τόσο καλούλης! Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να αστειευτεί: «Αντιλυσσικό της έχετε κάνει;»

Αυτό ήταν το χαριστικό χτύπημα για τον Maurice. Έπαθε τέτοια κρίση βήχα από το γέλιο που τρόμαξα. Διπλώθηκε στο δυο, κρατώντας την κοιλιά του.

“I CAN DIE NOW! I CAN DIE!!!!” φώναζε ανάμεσα στους λυγμούς του.

Και μόλις πήγαινε να ηρεμήσει, ξανακοίταζε την οθόνη της τηλεόρασης όπου το βίντεο έπαιζε σε επανάληψη—η Μαίρη το είχε βάλει σε loop το κάθαρμα—και ξανάρχιζε.

Οι δυο τους είχαν πέσει ο ένας πάνω στον άλλο και ΚΛΑΙΓΑΝΕ! ΚΛΑΙΓΑΝΕ από τα γέλια! Η Μαίρη είχε γείρει στον ώμο του Maurice, πιάνοντας την κοιλιά της. Ο Maurice είχε χυθεί στον καναπέ, χτυπώντας το χέρι του στο μπράτσο.

His face! HAHAHAHAHA Like the priest in the Omen! HAHAHAHAHA”

“Αντιλυσσικό!” επαναλάμβανε η Μαίρη, με τα δάκρυα να τρέχουν.

“HAHAHAHAHAH. The hound of the Baskervilles!!! HAHAHAHHAHAH”

Έχασα το λογαριασμό από το τρολλάρισμα. Τι Σκυλί των Μπάσκερβιλ, τι Chucky η κούκλα του Σατανά, τι Damien από το Omen, τι Bruce από τα σαγόνια του καρχαρία…

Και τι να κάνω κι εγώ η έρμη; Άρχισα να γελάω κι εγώ με τα χάλια μου…


22. (Χαμο)Μήλιος Διάλογος

Τελικά εκείνο το βράδυ το διαλύσαμε γύρω στις τρεις. Το αποτέλεσμα; Το πρωί κουτουλούσαμε και οι τρεις σαν ζόμπι. Και λέω και οι τρεις γιατί η Μαίρη δεν περιορίστηκε στην μπύρα. Κάπου στη διαδρομή είχε περάσει στα σφηνάκι με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να οδηγήσει.

«Μωρή, δεν πας πουθενά,» της είχα πει αυστηρά όταν την είδα να ψάχνει τα κλειδιά της. «Θα κοιμηθείς εδώ.»

Έτσι η κυρία κοιμήθηκε στον καναπέ. Με τον Μπλάκι για παρέα, που είχε αποφασίσει ότι η Μαίρη ήταν το ιδανικό μαξιλάρι.

Προφανώς με τη Μαίρη στο σαλόνι δεν υπήρχε περίπτωση για πρωινές τρελλίτσες. Το ξυπνητήρι χτύπησε, σηκωθήκαμε σαν πτώματα, και πήγαμε στην κουζίνα.

Ήπιαμε παρέα και οι τρεις τον καφέ μας σε σχετική σιωπή. Η Μαίρη είχε το κεφάλι της ακουμπισμένο στο τραπέζι, regretting her life choices.

«Πρέπει να πάω σπίτι να αλλάξω,» είπε τελικά, σηκώνοντας το κεφάλι της. «Και μετά στη δουλειά. Αν δεν πεθάνω στο δρόμο.»

Μετά που έφυγε, κάναμε ένα ντουζάκι στα γρήγορα. Πάλι φρόνιμοι—η κούραση είχε το πάνω χέρι. Και μετά καθίσαμε στα laptop μας για το home office και καλά το λένε: η χαρά μοιρασμένη στα δύο είναι διπλάσια και η μιζέρια μισή! Κάναμε το διάλειμμά μας το μεσημεράκι για να φάμε όσο μουσακά είχε περισσέψει, πήραμε και δεύτερο καφεδάκι, και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.

Κλείσαμε και οι δυο τα laptop μας γύρω στις έξι και μισή και δεδομένου πως ούτε εγώ, ούτε και ο Maurice είχαμε κανονίσει τίποτα για το απόγευμα, έκατσε μέχρι τις δέκα το βράδυ πριν τελικά φύγει για να πάει σπίτι του.

Τρεισήμισι ώρες που έγιναν πράγματα και θαύματα!

«Χθες πάντως είχε πιο πολλή πλάκα!» του είπα πονηρά, κλείνοντας το laptop.

«Την Παρασκευή έχω κάμποσα calls!» μου απάντησε πονηρά. «Στο… χέρι σου είναι!» συνέχιζε παίζοντας πονηρά τα φρύδια του.

«Δεν ντρέπεσαι καθόλου;» του έκανα δήθεν αγανακτισμένη.

«Καθόλου!» με διαβεβαίωσε συνεχίζοντας να χαμογελάει πονηρά. «Κάτι ήξερε ο Clinton,» συνέχισε χαχανίζοντας. «Με μια πίπα τα calls γίνονται σαφώς πιο ενδιαφέροντα και λιγότερα βαρετά!»

Και όχι μόνο για τον αρκούδο μου. Η ιδέα της χρήσης μου ως fuck toy ήταν ανέκαθεν μια από τις φαντασιώσεις μου, και τσιμπουκώνοντάς τον ενώ ήταν σε call με είχε κάνει πύραυλο.

«Θα συμφωνήσω!» του απάντησα και σε χρόνο ρεκόρ έβγαλα τη μπλούζα μου μένοντας γυμνή από πάνω. «Σου χρωστάω το πρωινό μου τασκ!» του δήλωσα, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.

Γονάτισα και τον πήρα στο στόμα μου και αν και ο σκοπός μου ήταν να το πάω μέχρι τέλους, με σταμάτησε. Με πήρε από το χέρι και πήγαμε στο δωμάτιο και εκεί…

ΑΑΑΑΑΧ!

Αν και ξεκινήσαμε όπως κάθε φορά, σήμερα είχε σπέσιαλ πρόγραμμα: Αρχικά δοκιμάσαμε reverse cow-girl, εγώ δηλαδή από πάνω του αλλά με την πλάτη γυρισμένη. Αυτή η στάση η αλήθεια είναι ότι δε με ενθουσίασε ιδιαίτερα, εφόσον δεν είμαι στα τέσσερα προτιμώ τις στάσεις που μπορούσα να τον βλέπω.

Η συνέχεια ωστόσο ήταν διαφορετική. Λίγη ώρα αργότερα με σταμάτησε και μου ζήτησε να ξαπλώσω στο κρεββάτι με την πλάτη γυρισμένη προς εκείνον. Αυτό μου άρεσε! Πολύ! Μπορεί και πάλι να μην τον έβλεπα αλλά τουλάχιστον ένιωθα την καυτή του ανάσα του στο σβέρκο μου, και φυσικά μπορούσε να μου χουφτώσει τα στήθη καλύτερα.

Ο αρκούδος μου μού δήλωσε ότι θέλει να με πάρει και από το κωλαράκι με αυτό τον τρόπο. Αλλά επειδή μου τον είχε κάνει χωνί τις τρεις τελευταίες μέρες, αποφάσισε να δώσει ρεπό στο καημένο.

Και μετά έγραψα άλλες είκοσι στο τεφτέρι μου. Γιατί; Γιατί μου τον είχε κάνει χωνί και έπρεπε να πάρει το κωλαρίνι μου ρεπό, αφήνοντάς τον με την όρεξη!

Αυτό που λένε, και κερατάς και δαρμένος!

That not fair!” του είπα χαχανίζοντας, γιατί προφανώς και καταλάβαινα ότι έκανε χαβαλέ.

“Justice matters between equals!” μου είπε φιλοσοφημένα. “I’m a beer bearing bear and you are—as you poetically put it—a humble chamomile!”

“It has a certain Melian Dialogue vibe!” του είπα χαχανίζοντας. “Chamomelian Dialogue!”

“So, what did we learn today?” με ρώτησε χαχανίζοντας.

“When you are right you are right and when you are wrong, you are right” του είπα, και οι είκοσι έγιναν δέκα γιατί τα παίρνω τα γράμματα!” Και μετά άλλες είκοσι για τον ενθουσιασμό που επέδειξα στο ξαλάφρωμα της τιμωρίας.

«Νομίζω ότι το κάνεις επίτηδες γιατί σου αρέσει να μου της βρέχεις!» του είπα προσπαθώντας να κρατηθώ σοβαρή, όχι και πολύ εύκολο με τον Maurice να κάνει χαβαλέ.

«Ιδέα σου είναι!» μου απάντησε σοβαρός-σοβαρός, για να του κάνω ένα BRRRRRRRRRRRR στα μούτρα όλο δικό του, και μετά να μου αλλάξει και πάλι εσωτερική διακόσμηση σε συκώτια, νεφρά και πνευμόνια γαργαλώντας με μέχρι να παραδεχτώ “WHO DA BOSS IS!”

Λες και υπήρχε καμιά αμφιβολία, να πούμε: Προφανώς εγώ!

(Εντάξει, λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα!)

Πλάκα στην πλάκα ωστόσο το παραπάνω στάθηκε αφορμή για να πιάσουμε μια πολύ σοβαρή συζήτηση για το BDSM. Μπορεί για τον Maurice και για μένα ή όποια σχέση Κυριαρχίας/Υποταγής να μην ήταν παρά ένα σεξουαλικό παιχνίδι που άρεσε και στους δυο μας, ωστόσο ο Maurice είχε τις θεωρητικές γνώσεις για να μου εξηγήσει κάποιες απορίες.

«Maurice, πέρα από τον χαβαλέ,» ξεκίνησα, ισιώνοντας λίγο στην αγκαλιά του, «τι γίνεται σε περίπτωση που ο Κυρίαρχος της σχέσης κάνει κάποιο εμφανές λάθος; Ή, τουλάχιστον, κάνει κάτι που στα μάτια της υποτακτικής είναι λάθος;»

Με κοίταξε σοβαρά για μια στιγμή πριν απαντήσει.

«Σε μια D/s σχέση ο Κυρίαρχος έχει το αλάθητο, με την ίδια έννοια που το έχει ο Πάπας.»

Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το χαχάνισμά μου. «Σοβαρά τώρα;»

«Δεν το λέω ως αστείο μωρό μου,» μου είπε σε σοβαρό τόνο.

Ο τόνος του με έκανε να ανασκουμπωθώ και να τον κοιτάξω πιο προσεκτικά.

«Το εννοώ! Όπως δεν νοείται να κρίνεις τις αποφάσεις του Πάπα και να ονομάζεις τον εαυτό σου Καθολικό, το ανάλογο συμβαίνει και σε αυτού του είδους τις σχέσεις.»

Τα φρύδια μου σμίχτηκαν. «Δηλαδή ο Κυρίαρχος έχει δίκιο ακόμα και αν έχει άδικο;»

«Ο Κυρίαρχος είναι που παίρνει τις αποφάσεις, σωστές ή λάθος. Ή τουλάχιστον στο εύρος που έχει συμφωνηθεί, αν δεν μιλάμε για M/s

«Κάτσε,» τον διέκοψα, νιώθοντας το θυμό μου να ανεβαίνει. «Μου λες δηλαδή ότι η υποτακτική δεν έχει δικαίωμα να διαφωνήσει;»

Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Σου λέω ότι η υποτακτική οφείλει να υπακούσει, ασχέτως του τι πιστεύει η ίδια.»

Τα χέρια του συνέχιζαν να με χαϊδεύουν καθώς μιλούσε, προσπαθώντας να με κρατήσει ήρεμη.

«Σόφη μου, δεν μπορείς να λες ότι ο άλλος έχει κυριαρχήσει πάνω σου όταν συνεχώς αμφισβητείς τις αποφάσεις του.»

«Δε μου κάθεται καλό αυτό!» του είπα ενοχλημένη. Η ανεξάρτητη πλευρά μου επαναστατούσε.

Με κοίταξε για λίγο σκεφτικός. Μετά χαμογέλασε ελαφρά.

«Χθες το μεσημέρι στην κουζίνα, όταν σε πήρα από πίσω, σε πόνεσε;»

Ένιωσα το πρόσωπό μου να κοκκινίζει. «Ναι, η αλήθεια είναι ότι χθες πόνεσε λίγο παραπάνω,» ομολόγησα. Δηλαδή τι λίγο; Είχα βελάξει σαν προβατίνα όταν παραδόθηκε ο σφιγκτήρας μου.

«Γιατί δε με σταμάτησες;» με ρώτησε με νόημα.

Το 1+1 έγινε στο μυαλό μου και κατάλαβα που το πήγαινε.

«Ugh! I hate you!» του είπα, χτυπώντας τον παιχνιδιάρικα στο στήθος. «I love you more, though!» συμπλήρωσα, χαχανίζοντας σαν δεκαπεντάχρονο που με έπιασαν στα πράσα.

«Προφανώς αυτό δε γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη,» συνέχισε πιο σοβαρά. «Γι' αυτό υπάρχει η εκπαίδευση.»

«Πόσο κρατάει αυτό;» Η περιέργειά μου είχε κορυφωθεί.

«Όσο χρειαστεί,» μου απάντησε απλά. «Ή τουλάχιστον, όσο χρειαστεί για να δουν και οι δύο αν μπορούν πραγματικά να είναι μέρη ενός τέτοιου συσχετισμού.»

«Κάτσε,» τον διέκοψα και πάλι. «Εκεί δεν ισχύει ότι αποφασίζει ο Κυρίαρχος;»

Κούνησε το κεφάλι του. «Όσο διαρκεί η εκπαίδευση υπάρχει δυνάμει Κυρίαρχος και δυνάμει υποτακτική. Αυτό που λέμε captivation δεν είναι η έναρξη της σχέσης. Είναι έναρξη του δρόμου που μπορεί να οδηγήσει—ή όχι—σε τέτοιου είδους σχέση.»

Σταμάτησε για λίγο, μαζεύοντας τις σκέψεις του.

«Ή τουλάχιστον, αυτό έχουν δει τα δικά μου μάτια ότι δουλεύει καλύτερα.»

«Μπορεί το captivation να μην οδηγήσει σε τέτοια σχέση;» ρώτησα έκπληκτη. Νόμιζα ότι ήταν δεδομένο.

«Φυσικά! Αρχικά, αυτό το captivation μπορεί να γίνει χωρίς ο... υποψήφιος Κυρίαρχος να το έχει καν σκοπό.»

Σταμάτησε και μου έκανε

«Ή μπορεί η “υποτακτική”» είπε κάνοντάς μου air quotes με τα δάχτυλά του να φοβηθεί και να λακίσει. Στα δικά μου μάτια, τουλάχιστον, το captivation είναι αναγκαίο αλλά όχι ικανό από μόνο του.»

Έμεινα σιωπηλή για λίγο, επεξεργαζόμενη όλα αυτά. Ήταν πολλά για το μυαλό μου, ειδικά όταν το σκεφτόμουν σε σχέση με εμάς.

«Εμείς;» ρώτησα τελικά με μικρή φωνή. «Εμείς τι είμαστε;»

Με κοίταξε με τόση τρυφερότητα που ένιωσα να λιώνω.

«Ο kavlorapano αρκούδος και η kavlorapano μάγισσά του,» μου είπε χαϊδεύοντάς με στο μάγουλο.

Δεν μπόρεσα παρά να γελάσω με την περιγραφή.

«Οι ταμπέλες είναι λεκτικές σημάνσεις που μας επιτρέπουν να συνεννοηθούμε μωρό μου,» συνέχισε χαμογελαστός. «Όχι τίτλοι τιμής που πρέπει να φορεθούν, είτε μας κάνουν είτε όχι.»

«Τότε...» Δίστασα λίγο πριν συνεχίσω. «Γιατί νιώθω σε κάποιες στιγμές αυτό το συναίσθημα... της υποταγής... της πλήρους παράδοσης;»

Με τράβηξε πιο κοντά του.

«Γιατί είσαι bottom και σου αρέσει σεξουαλικά να παραδίδεις τον έλεγχο. Όπως αντίστοιχα, εμένα μου αρέσει να έχω τον έλεγχο. Εκεί και μόνον εκεί.»

Αναστέναξε βαθιά. Το πρόσωπό του πήρε μια πιο σκεφτική έκφραση.

«Και αυτό ήταν το λάθος μου, Sophie μου. Η Francine προσπάθησε να με κάνει κάτι που δεν ήμουν, κάνοντάς με να νιώθω ανεπαρκής που δεν το κατάφερνα.»

Αναστέναξε και πάλι. Τα μάτια του κοίταζαν κάπου μακριά, στο παρελθόν.

«Λάτρευα τον έλεγχο που είχα πάνω της στα σεξουαλικά μας παιχνίδια. Αλλά μου πλάκωνε τα στήθη να πρέπει αυτό να πάει παραέξω... Και νόμιζα ότι φταίω εγώ... ότι δεν κάνω κάτι καλά εγώ...»

Το πρόσωπό του είχε σκοτεινιάσει από τις αναμνήσεις. Τον χάιδεψα τρυφερά στο στήθος, προσπαθώντας να τον παρηγορήσω.

«Γιατί έκανα το λάθος που κάνουν οι περισσότεροι νεοεισερχόμενοι,» συνέχισε. «Αντί να δω τι θέλω και τι μου ταιριάζει, πάσχισα να μπω σε παπούτσια που απλά δε μου έκαναν.»

Χαμογέλασε πικρά.

«Και το επανέλαβα το λάθος. Και μετά την Francine. Μέχρι που τελικά κατάλαβα ότι δεν είχε νόημα να προσπαθώ να πηδήξω ένα φράχτη ενώ δεν ήθελα καν να περάσω στην απέναντι πλευρά.»

Σήκωσα το κεφάλι μου και τον φίλησα απαλά στο πηγούνι. «Μωρό μου...»

«Ξέρεις τι είναι το αστείο;» συνέχισε, χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου. «Όταν σταμάτησα να προσπαθώ να είμαι κάτι που δεν είμαι, όταν αποδέχτηκα ότι απλά μου αρέσει το σεξουαλικό παιχνίδι εξουσίας και τίποτα παραπάνω… τότε έγινα πραγματικά καλός σε αυτό.»

«Είσαι καταπληκτικός,» του ψιθύρισα. «Και είμαι τόσο χαρούμενη που δεν προσπαθείς να με κάνεις κάτι που δεν είμαι.»

«Ποτέ, μικρή μου μάγισσα,» μου υποσχέθηκε. «Μου αρέσεις ακριβώς όπως είσαι. Η δυναμική μου Σοφία που λιώνει στην αγκαλιά μου και μου παραδίδεται εκεί που λαχταρούμε και οι δυο μας να μου παραδοθεί.»

Κουλουριάστηκα και πάλι στην αγκαλιά του, νιώθοντας ένα βάρος να φεύγει από τους ώμους μου. Δεν χρειαζόταν να γίνω κάτι άλλο. Δεν χρειαζόταν να ακολουθήσω κάποιο πρωτόκολλο ή να μπω σε κάποιο καλούπι.

Μπορούσα απλά να είμαι εγώ. Με τον άνθρωπό μου. Που του άρεσα ακριβώς έτσι.

“Άλλες πενήντα!” του πέταξα χαχανίζοντας. «Γιατί θα με αφήσεις μόνη μου σήμερα! Άντεεεεε» του έκανα παραπονιάρικα.

Take your place,” μου είπε χαχανίζοντας.

Σήκωσα τη μπλούζα που φορούσα για να φανούν οι γλουτοί μου, κατέβασα το κιλοτάκι μου, και ξάπλωσα πάνω του.

«Να σημειωθεί ότι διαμαρτύρομαι εντόνως γιατί αυτές πρέπει να τις φας εσύ που θα φύγεις και θα πας σπίτι σου!» του έκανα χαχανίζοντας.

«Για μένα είναι! Απλά θα τις φάει ο… υπεργολάβος μου!» μου είπε και ξεκίνησε να μου ρίχνει.

ΠΛΑΤΣ! ΠΛΑΤΣ! ΠΛΑΤΣ!

Και τις έριχνε και δυνατές ο αφιλότιμος.

Ένιωθα τα μεριά μου να έχουν πιάσει φωτιά, πράγμα που το λες και παράδοξο μιας και η… υγρασία θύμιζε rain forest την εποχή των μουσώνων. Και το περίεργο, ή ίσως καθόλου περίεργο, είναι ότι όσο περισσότερες και δυνατότερες έτρωγα, τόσο πιο πολύ τον ήθελα να παραβιάσει το… moratorium σχετικά με το από πίσω.

Βασικά ήθελα να με βάλει στα τέσσερα και να μου τον κάνει χωνί.

Sir?” τον ρώτησα με φωνή βραχνιασμένη από τον ερεθισμό. “Can I have myday off tomorrow?” τον ρώτησα, κάνοντάς τον να γελάσει, σταματώντας να μου ρίχνει.

Do you want me to fuck your ass, little one?” με ρώτησε και άρχισε να μου ρίχνει ακόμα πιο δυνατές.

“Yes! Yes! Please fuck me hard! Rip my ass!” του είπα έχοντας χάσει τα αυγά και τα πασχάλια.

“Beg me!” μου είπε.

“I’m begging you Sir! Please, fuck me in the ass. I want to feel your pennis ripping me open!”

“So be it,” μου είπε. “Assume position on the couch!”

Σηκώθηκα από πάνω του και ανέβηκα πάνω στον καναπέ. Στηριζόμενη στην πλάτη του κάθισα στα τέσσερα και του τουρλώθηκα όσο καλύτερα μπορούσα. Βούτηξε το χέρι του μπροστά μου και είδα τα πάντα όλα τα κοάλα τίποτα! Με έπαιξε για λίγη ώρα λούζοντας το δάχτυλό του στα κολπικά μου υγρά. Το τράβηξε από μπροστά μου και το έβαλε σιγά και προσεκτικά πίσω μου.

«ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» μου ξέφυγε ένα βογγητό, μείξη καύλας και ενόχλησης.

Συνέχισε να έχει βυθισμένο το δάχτυλό του μέσα κάνοντας κυκλικές κινήσεις, ενώ το άλλο χέρι του ήταν μπροστά μου και με έπαιζε κάνοντάς με να νιώθω σα να με χτυπάει και πάλι ρεύμα. Μπορεί να μην ήταν το τραγούδι της χοντρής, αλλά ήταν υπέροχο!

Σταμάτησε και πήγε μέσα να φέρει προφυλακτικό και λιπαντικό. Ή τουλάχιστον αυτό νόμιζα, γιατί γύρισε μόνο με το προφυλακτικό. Ωχ… αυτό θα πονούσε… πολύ! Ήρθε από πίσω μου και μπήκε μέσα μου πισωκολλητά μου, κάνοντας να μου ξεφύγει ένα δυνατό ηδονικό βογγητό.

Do you still want me to fuck you in the ass, slave-girl?” με ρώτησε χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά αυτό τον όρο, κάνοντάς με να τον θέλω ακόμα περισσότερο.

“This slave girl is yours to pleasure you anyway you like, Master!”

“Hmmm… A Gorean twist! Interesting!” μου είπε. Γύρισα και τον κοίταξα με απορία. “I will explain you later!” μου είπε. “Assume your position, slave-girl!”

Yes Master!” του απάντησα ενθουσιωδώς και τουρλώθηκα όσο καλύτερα μπορούσα.

Και ναι, πόνεσε. Πολύ! Και όχι, δεν το μετάνιωσα… δηλαδή στο τέλος, γιατί στην αρχή έριξα μέσα μου ό,τι καντήλι υπάρχει. Όχι στον αρκούδο μου, αλλά στο στόμα μου που δεν ήξερα να το ράψω.

Στόμα, το οποίο να δηλώσω, μου το είχε κλείσει με το χέρι του ο αρκούδος μου όσο έκανε εργασίες διάνοιξης στο κωλαράκι μου. Πόναγε και έτσουζε σαν παλαβό, αλλά κυρία εγώ. Συνέχισα τα σιωπηλά μπινελίκια στον εαυτό μου, και αποφάσισα να του ζητήσω μετά μεγαλύτερο ρεπό!

Τουλάχιστον δεν με κοπανούσε σα χταπόδι όπως χθες, καθώς και διάνοιξη και αναδιάταξη σωθικών, δεν ήταν κάτι που θα μπορούσα να αντέξω.

Ήξερα μέσα μου ότι θα μπορούσα να τον σταματήσω και ήξερα ότι θα σταματούσε αμέσως χωρίς να ζητήσει εξηγήσεις. Από την άλλη, να συστηθούμε; Ξεροκέφαλη και πεισματάρα, δεν παίρνω λόγο πίσω που δεν πάει να γαμιέται ο Δίας.

Ήμουν τόσο βυθισμένη στο να τσακώνομαι άηχα με τον εαυτό μου που έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου. “Im cumming! Im cumming” ήταν φωνή του Maurice που με επανάφερε. Με τράβηξε δυνατά από το μαλλί, σχεδόν σηκώνοντάς με, και κοκάλωσε καθώς… ξεφόρτωνε βαθιά πίσω μου.

Δηλαδή στο προφυλακτικό του, αλλά εντάξει, καταλαβαινόμαστε νομίζω.

Τραβήχτηκε προσεκτικά.

«Πεντάλεπτο διαφημιστικό διάλειμμα!» του φώναξα και έτρεξα σαν σίφωνας στο μπάνιο, αυτή τη φορά ευτυχώς χωρίς τον Μπλάκι, που για να έχουμε καλό ρώτημα που είχε εξαφανιστεί και πάλι; Τι να κάνει να μου πεις και ο φουκαράς, να γίνει μπανιστιρτζής με το ζόρι;

Για πεντάλεπτο, το λες και σχετικιστικό· διήρκησε γύρω στο εικοσάλεπτο.

Και μεταξύ μας; Το χεστικιστικό θα ήταν πιο ακριβής ως περιγραφή. Όπως και να έχει, και με το κωλαρίνι μου να πετάει ακόμα φωτιές, έκανα ένα γρήγορο ντουζάκι με χλιαρό νερό, και ακόμα και αυτό το ένιωσα σα νέφτι. Γύρισα με το λεγόμενο πιγκουινάτο βάδισμα στο σαλόνι, κάνοντας το ρεμάλι να βάλει τα γέλια.

«ΜΗ ΓΕΛΑΣ, ΕΣΥ ΤΑ ΦΤΑΙΣ! ΕΝΑ ΡΕΠΟ ΣΟΥ ΖΗΤΗΣΑ ΚΙ ΕΓΩ ΤΟ ΚΑΗΜΕΝΟ ΚΑΙ ΤΙ ΚΑΤΑΛΑΒΑ;» του έκανα με θεατρικό θυμό, κάνοντάς τον να βάλει ακόμα πιο δυνατά γέλια!

«Αρχικά δε μου ζήτησες εσύ ρεπό, εγώ σου το έδωσα!» μου είπε χαχανίζοντας ακόμα. «Και επιπλέον θυμάμαι κάποια να με ρωτάει “Can I have myday off tomorrow?”»

«Αρκούδι μου, βασική αρχή γιατί οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους!» του είπα δήθεν αυστηρά. «Όταν γκρινιάζω είμαι ο Πάπας!»

«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ»

«Άντεεεεεε» συνέχισα παραπονιάρικα και για να μάθει έγινα και πάλι κοάλα.

«Είσαι μια γλύκα!» μου είπε χαϊδεύοντάς μου τρυφερά το πρόσωπο και απομακρύνοντας ένα τσουλούφι.

«Ήμανε!» του απάντησα χαρουμενιάρικα, κάνοντάς τον να μου χαρίσει το πιο αρκουδίσιο χαμόγελό του. «Για πες μου τώρα τι είναι αυτό το Gorilla!»

Έβαλε και πάλι τα γέλια. “Gorean, not gorilla!”

“Potato, potahto!” του έκανα αδιάφορα.

“Well… don’t tell that to anyone who is into the Gorean lifestyle. Though I admit that a random gorilla would be still a better writer than Norman.”

Έβαλα τα γέλια. “That bad?”

Worse!” μου απάντησε χαχανίζοντας. «Ο John Norman, καθηγητής ψυχολογίας στο Queens College, που το πραγματικό του όνομα ήταν John Frederick Lange Jr, έγραψε… 33 βιβλία αναπτύσσοντας—δηλαδή ο Θεός να το κάνει ανάπτυξη—τον κόσμο του Gor, ή counter-earth

Χαμογέλασε στη σκέψη. «Στην πραγματικότητα μιλάμε για pulp του συρμού συνδυάζοντας Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Conan και soft-core BDSM. Ο Norman είχε μια αδυναμία στις… πώς να το πω κομψά… στις ιεραρχίες. Δηλαδή άντρας = πολεμιστής, γυναίκα = σκλάβα, όλοι ευχαριστημένοι. Όλα τα βιβλία έχουν το ίδιο μοτίβο: μάχη, σκλαβιά, αλυσίδες, rinse and repeat

«33 ολόκληρα βιβλία;» τον ρώτησα γουρλώνοντας τα μάτια μου.

«Βασικά αν διαβάσεις ένα τα έχεις διαβάσει όλα, αλλά ναι!» μου απάντησε χαχανίζοντας.

«Το Gorean twist πού κολλάει;» τον ρώτησα.

«Υπάρχει βιβλίο που λέγεται “Slave girl of Gor”,» μου εξήγησε «και οι σκλάβες αναφέρονταν στον εαυτό τους στο τρίτο πρόσωπο, όπως έκανε κι εσύ λέγοντάς μου “This slave girl is yours to pleasure you anyway you like, Master!”»

Χαχάνισε και πάλι. «Όλα του τα βιβλία, και τα 33, έχουν το ίδιο μοτίβο, μέχρι και στους τίτλους τους. “XXXX of Gor, ...where XXXX behaves like a free variable with one degree of freedom: pick-a-word-and-drop-it.” μου εξήγησε σε όρους στατιστικής, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Τούτου λεχθέντος, ωστόσο,» ξεκίνησε, «πολλοί το έχουν ασπαστεί ως BDSM φιλοσοφία και τρόπο ζωής, και η αλήθεια είναι πως το τελετουργικό του είναι σχεδόν τέχνη! Έχει τρόπους γονατίσματος, τρόπους σερβιρίσματος, τρόπους που πρέπει να στέκεται η σκλάβα, και αν έχεις τέτοιου είδους γούστα, είναι φοβερά ερεθιστικό!»

«Όπως;» τον ρώτησα με ενδιαφέρον.

«Όπως πχ το Nadu

«Για πες, για πες!» τον ρώτησα με αυξανόμενη περιέργεια.

«Δώσε μου δυο λεπτάκια να πάω να κάνω κι εγώ ένα γρήγορο ντουζάκι και θα σου πω!»

«Εντάξει μωρό μου!» του είπα και σηκώθηκα από πάνω του για να μπορέσει να πάει στο μπάνιο. Γύρισε μετά από πέντε λεπτά, φορώντας μόνο το μποξεράκι του.

Χμμμ! Ενδιαφέρον!

«Γδύσου τελείως,» μου είπε όταν κάθισε στον καναπέ. Σηκώθηκα από τον καναπέ και τα πέταξα όλα. «Κάτσε στο πάτωμα γονατιστή πάνω στις γάμπες σου. Πρόταξε τον κορμό σου.»

Έκατσα όπως μου ζήτησε.

«Τώρα άνοιξε τα πόδια σου και άφησε τα χέρια σου πάνω στους μηρούς σου με τις παλάμες προς τα πάνω!»

«Έτσι;» τον ρώτησα όταν πήρα τη θέση μου.

«Ναι, ακριβώς έτσι!» μου είπε. «Κάθεσαι υπέροχα, θα έλεγα πως είσαι natural!» μου είπε, κάνοντάς με να λερώσω τα βρακιά που δε φορούσα.

Maurice? Τράβα με μια φωτογραφία, θέλω να με δω.»

Με κοίταξε για μερικές στιγμές. «Ξεκλείδωσέ μου το κινητό σου,» μου είπε τελικά.

Σηκώθηκα ίσα-ίσα για να ξεκλειδώσω το κινητό μου και να του το δώσω και ξαναπήρα τη στάση. Άκουσα το κλικ της φωτογραφίας.

«Μπορώ να σηκωθώ;» τον ρώτησα λες και το να ζητάω άδεια να σηκωθώ ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Τι να πεις, δε θέλω και πολλά-πολλά για να μπω στο mood.

«Όχι,» μου απάντησε. «Θα κάτσεις εκεί μέχρι να σου δώσω άδεια να σηκωθείς!»

Yes, Master” του απάντησα, με την βρύση σχεδόν να τρέχει, και όχι τίποτε άλλο αλλά ήμουν και ξεβράκωτη τρομάρα να μου’ρθει!

Με άφησε δέκα λεπτά έτσι, ενώ εκείνος ασχολούνταν με το κινητό του, και αντί να νευριάσω ερεθιζόμουν ακόμα περισσότερο. Κοίτα ρε να δεις! Που να το φανταστώ ότι θα μπορούσε να μου συμβεί κάτι τέτοιο; Μέχρι και ο Μπλάκι λες και ότι είχε επηρεαστεί από τη στιγμή και με άφησε στην ησυχία μου.

Άφησε το κινητό του κάτω και μου έκανε νόημα χτυπώντας τα πόδια του να γίνω και πάλι κοάλα. Σκαρφάλωσα πάνω του και τον αγκάλιασα σφιχτά πίσω από το σβέρκο.

«Πώς νιώθεις;» με ρώτησε.

«Καυλωμένη!» του απάντησα ωμά και ειλικρινά.

Good!” μου είπε κλείνοντάς μου παιχνιδιάρικα το μάτι. «Τώρα σήκω από πάνω μου, και γονάτισε και πάλι.»

Nadu?” τον ρώτησα όπως σηκώθηκα.

«Όχι, θέλω να με πάρεις στο στόμα σου!» μου είπε κατεβάζοντας το μποξεράκι του.

«Ό,τι θέλει ο αρκούδος μου!» του είπα και έσκυψα να τον πάρω στο στόμα μου αλλά με σταμάτησε.

«Ξεκλείδωσέ μου το κινητό σου, θέλω να σε τραβήξω σε βίντεο!» μου είπε και στούκαρα λιγάκι, καθώς η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα να μου ζητήσει κάτι τέτοιο.

Από την άλλη εγώ η ίδια πριν λίγο του είχα ζητήσει να με τραβήξει φωτογραφία γυμνή, και με το πρόσωπό μου να φαίνεται κιόλας. Δεν ήταν ότι δεν ένιωθα πως τον εμπιστεύομαι, αλλά… λογικό δεν ήταν κάπου να διστάσω;

“While it’s not the same…” ξεκίνησε να μου λέει, “it’s like the story I asked you to tell me. It… it triggers my cuckolding fantasies…”

Its ok, babe!” του είπα τρυφερά.

Ξεκλείδωσα το τηλέφωνό μου και του το έδωσα. Μάζεψα τα μαλλιά μου σ’ ένα πρόχειρο κότσο και έσκυψα από πάνω του και τον πήρα στο στόμα μου και η σκέψη ότι η πράξη αυτή καταγραφόταν σε βίντεο έκανε το όλο σκηνικό ακόμα πιο ερεθιστικό.

Κοιτάζοντας την κάμερα, τον έβγαλα από το στόμα μου και κρατώντας τον στη χούφτα μου, τον έγλειψα προκλητικά από τη βάση μέχρι το κεφαλάκι. Έσκυψα και τον ξαναπήρα στο στόμα μου, δίνοντας τον καλύτερο εαυτό μου.

Άρχισα να επιταχύνω ενώ που και που ο Maurice μου έφτιαχνε το μαλλί που έπεφτε μπροστά μου για να φαίνεται καθαρά το πρόσωπό μου την ώρα που του έκανα πίπα.

Πρέπει να είχε απίστευτες καύλες και του λόγου του, γιατί πραγματικά δεν μου πήρε πάνω από πέντε λεπτά για να τον νιώσω να αρχίσει να τραντάζεται στο στόμα μου, πλημμυρίζοντάς το.

Αυτή τη φορά, τελείως μέσα στο ρόλο, δεν τα κατάπια όλα, άφησα την τελευταία ριπή στο στόμα μου, και όταν τραβήχτηκα άνοιξε το στόμα μου και το έδειξα στην κάμερα. “Swallow,” με διέταξε, και κατάπια ό,τι είχε μείνει, και μετά τον ξαναπήρα στο στόμα μου και τον καθάρισα προσεκτικά. Όταν τελείωσα, σήκωσα και πάλι το βλέμμα μου προς την κάμερα, γλείφοντας τα χείλη μου προκλητικά.

And now, lets see you performing” μου είπε και άνοιξε την τηλεόραση και έκανε προβολή του βίντεο.

Ήταν λίγο περίεργο να με βλέπω να κάνω πίπα, που πάντως την έκανα καλά! Η αμηχανία που είχα νιώσει στην αρχή δεν είχε φανεί καθόλου. Και η αλήθεια είναι ότι ερεθίστηκα ακόμα περισσότερο βλέποντας το βίντεο. Και εκεί ο αρκούδος μου το τερμάτισε.

Με έβαλε να κάτσω πάνω του, γυμνή, και χουφτώνοντάς με από το στήθος με το ένα χέρι, άρχισε να με παίζει με το άλλο, ενώ εγώ παρακολουθούσα σα μαγνητισμένη το βίντεο.

Το πρώτο jolt ήρθε σε μερικά δευτερόλεπτα. Το δεύτερο ακολούθησε μισό λεπτό αργότερα, και μετά άρχισαν και μου ερχόντουσαν απανωτά, κάνοντας το σώμα μου να χορεύει λες και είχα κάτσει σε ηλεκτρική καρέκλα. Φώναξα τόσο δυνατά, που ο Maurice πήρε το χέρι του από το στήθος μου και μου έκλεισε το στόμα, ενώ η χοντρή έδινε τα ρέστα της.

Πραγματικά τα είδα όλα. Όλα! Μου πήρε πάνω από δυο-τρία λεπτά να βρω τις ανάσες μου.

“I died and I’m in heaven” του είπα ξεψυχισμένα.

You are alive and sitting on my laps!” μου είπε χαχανίζοντας, και πατώντας μου μια τρυφερή δαγκωνιά στην πλάτη. “You may delete the video,” συνέχισε.

“No way Jose! I want to do this again!” του είπα, και το εννοούσα!

“OK, but please make sure that this would not be uploaded to the cloud! And for what it matters and your Nadu photo!”

«Μην ανησυχείς μωρό μου,» του είπα καθησυχαστικά. «Δεν ανεβαίνουν αυτόματα οι φωτογραφίες και τα βίντεο από την Camera, εκτός και αν τα βάλω σε συγκεκριμένους φακέλους!»

«Μιας και έχεις Samsung, με αυτόματο cloud sync ή όχι, θα ένιωθα καλύτερα αν τα μετέφερες στο secure folder,» μου είπε. «Ξέρεις τι είναι;»

Το είχα δει αλλά δεν το είχα χρησιμοποιήσει ποτέ μου. Με βοήθησε να το σετάρω, και μετά μετακίνησα τη φωτογραφία και το βίντεο εκεί.

«Σ’ ευχαριστώ μωρό μου,» του είπα και του έδωσα ένα φιλάκι.

Όταν έφυγε δεν είχε καθόλου πλάκα. Ο Μπλάκι παίρνοντας χαμπάρι ότι η διάθεση μου ήταν πεσμένη, άρχισε τα γνωστά του καραγκιοζιλίκι, ο γλυκούλης μου. Πήρα το laser και κάναμε το σαλόνι αρένα, σταματήσαμε μόνο όταν ο Μπλάκι παρέδωσε πνεύμα, μην αντέχοντας άλλο τρέξιμο. Τη διάθεσή μου πάντως, μου την έφτιαξε ο καλούλης μου!

Στο ενδιάμεσο μου είχε στείλει μήνυμα και το αρκούδι μου ότι είχε φτάσει σπίτι και ότι θα συνέχιζε την Ακκαδική ποίηση από εκεί που την είχε αφήσει, και άλλες τριάντα σε κάθε κωλομέρι γιατί τον είχα παρασύρει. Χαχανίζοντας σαν βλαμμένο, πήρα τη Μαίρη τηλέφωνο.

«Βρε βρε… Σαν τα χιόνια στα Ιμαλάια! Σαν την άμμο στη Σαχάρα!» μου απάντησε ειρωνικά.

«Σαν τσουτσού στον κώλο σου!» της απάντησα κι εγώ, κάνοντάς τη να βάλει τα γέλια.

«Μωρή δεν τον δίνω όλη την ώρα! Χρειάζεται και μια αγρανάπαυση. Μια φορά στις 9-10 μέρες να έρθει στα ίσια του… Του κώλου τα εννιάμερα, που λένε!» μου απάντησε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Σε αντίθεση με τον δικό μου που ο αρκούδος μου μού τον έκανε βαρέλι τις τελευταίες τρεις μέρες!» της απάντησα χαχανίζοντας. «Η τελευταία φορά πριν κανένα δίωρο, ακόμα τσούζει!»

«Α καλά…» μου έκανε με το γνωστό της πειρακτικό ύφος… «Είπαν του τρελού να χέσει…»

«Ναι, ένα ξεκώλωμα το βίωσα…» της είπα στενάζοντας. «Και όχι τίποτε άλλο αλλά ο αρκούδος μου μού είχε δώσει… day off, και εγώ ήμουν που λύσσαξα να με πάρει και πάλι από πίσω!»

«Συγνώμη, θα μπορούσα να μιλήσω με την κυρία Σοφία Αλοϊζάκη;» μου είπε χαχανίζοντας. «Εσάς κυρία μου δε σας αναγνωρίζω!»

«Με παράσυρε το ρέμα, Μαίρη μου δεν είναι ψέμα, καίγομαι για κείνον λιώνω, τον αγαπώ!» της απάντησα τραγουδιστά για να κερδίσω ένα τηλεφωνικό “Όρσε!”

«Τότε μην παραπονιέσαι ότι τσούζει Θανάση μου!»

«Ό,τι θέλω θα κάνω!» της είπα ξεροκέφαλα.

«Ό,τι θέλεις ή ό,τι θέλει;» μου πέταξε την πρόκα της.

«Ναι, το συζητήσαμε και αυτό!» της είπα και ξεκίνησα να της διηγούμαι τα καθέκαστα με το σι και με το νίγμα, που λέει και η Μαιρούλα μου. Και αφού της είπα για τη συζήτησή μας για το BDSM (Ανθρώπινο και… Gorilla) της πέταξα και τη βόμβα:

«Και με έμαθε να κάνω Nadu και το έκανα καλά και έχω και φωτογραφική απόδειξη!»

Νεκρική σιγή για μερικά δευτερόλεπτα.

«ΜΩΡΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗ!??» μου έκανε χαχανίζοντας. “Photo or didn’t happen!” μου έκανε.

Δεν ετίθετο θέμα εμπιστοσύνης με τη Μαίρη, οπότε της έστειλα τη φωτογραφία μου χωρίς πολλά-πολλά.

«Κοίτα να δεις, θα με κάνεις να δακρύσω η γυναίκα!» μου έκανε με ψεύτικη συγκίνηση. «Άξια! Άξια!»

«Σ’ αρέσει;» τη ρώτησα, γιατί… ε, καταλαβαίνετε γιατί.

«Βυζάκια για γλείψιμο!» μου έκανε η ξεδιάντροπη.

«Βυζάκια, όχι βυζάρες!» ξεκίνησα να κλαίγομαι, αλλά η Μαίρη δεν είχε όρεξη να μ’ αφήσει να το ρίξω στην κλάψα.

«Δε μου λες, θες να ακούσεις καμιά ευχούλα νυχτιάτικα;» ξεκίνησε να γκαζώνει. «Πώς γίνεται να βρίσκεις τα δικά μου μια χαρά και τα δικά σου, που είναι και ελαφρώς μεγαλύτερα, μικρά;»

«Γιατί εγώ μωρή δεν είμαι ένα μέτρο κι ένα μίλκο!» της απάντησα χαχανίζοντας.

«Δικέ μου την πάτησες, ε;» μου απάντησε όπως ο Μίκυ στο Γκόγκο. Είχαμε δει παρέα το The Kopanoi και οι ατάκες του είχαν γίνει μέρος της επικοινωνίας μας. «Έκλεισες τάφο μωρή; Γιατί εμένα τον τελευταίο που με είπε κοντή, τον έκανα αφίσα, ακόμα τον ξεκολλάνε απ’ τον τοίχο!»

(Όχι ότι θα ήταν αδύνατο η Μαίρη να κάνει αφίσα τον οποιοδήποτε, έτσι;)

«Και η φωτογραφία δεν ήταν τίποτα!» της είπα επιστρέφοντας στο αρχικό θέμα.

«ΜΗ ΜΟΥ ΠΕΙΣ!!!!» μου απάντησε υψώνοντας τη φωνή της, καταλαβαίνοντας φυσικά που το πήγαινα.

«Σου λέω!» της απάντησα. «Με τράβηξε βίντεο που του έκανα πίπα!»

«Ο κόσμος μου γκρεμίστηκε σ’ ένα βράδυ!» μου έκανε με θεατρική απελπισία. «Ο ήλιος ανέτειλε από τη Δύση! Καράβια βγήκαν στη στεριά! Οι γαζέλες άρχισαν να τρώνε λιοντάρια!»

«Μετά να δεις τι έγινε!» της είπα με ύφος γεμάτο μυστήριο.

«ΜΗ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΟΤΙ ΤΟ ΑΝΕΒΑΣΑΤΕ ΚΑΙ ΣΤΟ PORNHUB?!?!?!” μου είπε και τη φαντάστηκα να έχει γουρλώσει τα μάτια της σαν του βατράχου.

(Η Μαίρη *έχει* ανεβάσει βίντεο στο Pornhub! Ω ναι! Δε φαινόταν η φάτσα της, αλλά φαινόντουσαν όλα τα υπόλοιπα!)

«Χαχαχα, όχι-όχι, εδώ μένεις αξεπέραστη!» της είπα χαχανίζοντας.

«Αλλά;»

«Με έβαλε να τη δω και ταυτόχρονα με έπαιξε. Μαλάκα μου νόμιζα ότι θα πεθάνω!»

«Τραγούδησε η χοντρή;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

«Αν δε μου έκλεινε το στόμα ο Maurice θα την είχες ακούσει σε live μετάδοση!» της είπα, κάνοντάς την να βάλει τα γέλια. «Και μετά μου είπε να το σβήσω, αλλά πριτς! Το κράτησα για να το ξανακάνουμε αυτό!»

«Εσύ να τα βλέπεις μωρή που όταν σου έλεγα γιατί μ' αρέσει να με τραβάνε βίντεο επί το έργον με έκραζες!» με μάλωσε.

«Βλέπω και φρίττω με την αποτελεσματικότητα!» παραδέχτηκα.

«Καλωσήρθες στη σκοτεινή πλευρά!» μου είπε με δραματική φωνή. «Έχουμε και μπισκοτάκια!»

«Και οργασμούς!» πρόσθεσα.

«Κυρίως οργασμούς!» συμφώνησε. «Τα μπισκοτάκια είναι για μετά!»

«Ή πριν!» την διόρθωσα χαχανίζοντας. «Βέβαια δεν του το λες ακριβώς μπισκοτάκι. Το καρβέλι ταιριάζει πιο πολύ!»

Αυτό την έκανε να ξεσπάσει και πάλι σε γέλια.

«Δε μου λες;» Άλλαξε ξαφνικά θέμα. Η φωνή της είχε έναν ασυνήθιστο δισταγμό. «Θέλετε το Σάββατο να βγούμε η τετράδα;»

«Ώπα!» Δεν έχασα την ευκαιρία να την πειράξω. «Ζητάς έγκριση του πολιτμπιρό ή είναι ιδέα μου;»

«BRRRRRRRRRRRR!» μου έκανε τηλεφωνικά κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Φυσικά και θέλουμε μωρό μου!» της απάντησα πιο σοβαρά τώρα. «Όπου θέλεις.»

«Για κανένα χαλαρό ποτάκι έλεγα,» μου απάντησε.

«Και για ποτάκια, και για καφεδάκια...» Έκανα μια μικρή παύση για δραματικό εφέ. «Και αν γουστάρετε και παϊδάκια!»

«Θα δούμε!» μου απάντησε διπλωματικά. «Μη φάει και μου σκάσει και μετά δεν αποδίδει!» συνέχισε και τη φαντάστηκα να χαμογελάει πονηρά.

«Νηστικό θα το κρατήσεις το αγόρι,  μωρή κακούργα;» της είπα γελώντας.

«Α, σας παρακαλώ! Εμείς διαθέτουμε ολόκληρη εταιρία catering! Δε θα μου μείνει νηστικός...» Σταμάτησε και έβαλε τα γέλια. «Απλά θα φροντίσουμε η τροφή να είναι η κατάλληλη, αν μ’ εννοείς!»

Μικρή παύση.

«Και για το αγόρι, και για τον αρκούδο σου!» συμπλήρωσε με νόημα.

«Τώρα μιλάς σωστά!» της απάντησα εξίσου ξεκαρδισμένη.

«Ναι, αλλά μη μου παραπονιέσαι την Κυριακή που δε θα μπορείς να πάρεις τα πόδια σου!»

«Στο λόγο της τιμής μου!» δήλωσα επίσημα.

«Λοιπόν,» συνέχισε η Μαίρη, «θα μιλήσω με τον Νικηφόρο και θα σου στείλω που και τι ώρα. Εντάξει;»

«Τέλεια! Ανυπομονώ να τον γνωρίσω επιτέλους τον πιτσιρικά σου που σου έχει πάρει τα μυαλά!»

«ΔΕ ΜΟΥ ΤΑ ΕΧΕΙ ΠΑΡΕΙ!» μου απάντησε ξεροκέφαλα.

Παύση.

«ΕΝΤΑΞΕΙ, ΜΟΥ ΤΑ ΕΧΕΙ ΠΑΡΕΙ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΘΕΜΑ ΜΑΣ!» μου είπε κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια.

«Άντε, θα σε αφήσω τώρα γιατί με ξενυχτήσατε χθες και κουτουλάω! Φιλάκια μωρό μου! Και χαιρετίσματα στον αρκούδο!»

«Φιλάκια και σε σένα! Τα λέμε!»

Έκλεισα το τηλέφωνο με ένα τεράστιο χαμόγελο. Το Σάββατο υποσχόταν να είναι πολύ ενδιαφέρον. Επιτέλους θα γνώριζα τον μυστηριώδη Νικηφόρο!

Ο Μπλάκι είχε ανακάμψει στο μεταξύ και είχε σκαρφαλώσει στην αγκαλιά μου. Τον χάιδευα αφηρημένα καθώς σκεφτόμουν τι να φορέσω.

Ένα μήνυμα από τον Maurice με έβγαλε από τις σκέψεις μου: “Missing you already, my little sorceress.”

Του απάντησα αμέσως: «Κι εσύ μου λείπεις αρκούδι μου… Α, μην το ξεχάσω, Σάββατο βράδυ μου είπε η Μαίρη να βγούμε να γνωρίσουμε και το Νικηφόρο».

“Great! We will finally meeting her crush!”

Χαμογέλασα. Ο αρκούδος μου ήταν τόσο γλυκός. Και το Σάββατο θα ήταν τέλειο—οι δυο κολλητές με τα αγόρια τους.

Τι άλλο να ζητήσει κανείς;

Το επόμενο πρωί κύλησε όπως όλα τα βαρετά πρωινά όταν δουλεύεις από το σπίτι και δεν έχεις αρκουδίσια παρέα να σε παρενοχλεί. Να σου αλλάζει την εσωτερική διακόσμηση στα σωθικά και όλα αυτά τα συναρπαστικά πράγματα που είχαν γίνει προχθές το πρωί.

Αλλά και χθες το πρωί που είχαμε καθίσει φρόνιμοι, πάλι ήταν διαφορετικά. Απλά η παρουσία του έκανε τη διαφορά.

Ο αρκούδος μου ήταν από το ένα call στο άλλο. Έτσι δεν είχαμε μπορέσει να τα πούμε παρά μόνο μέσω μηνυμάτων. Με τη Μαίρη είχαμε μιλήσει λίγη ώρα στο μεσημεριανό μου διάλειμμα, και μετά με είχε κλείσει κι εκείνη. Είχε τα δικά της τρεξίματα στην εταιρία.

Ή, για να είμαι ακριβής, σε μια από τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Ο όμιλος Φεδρινού ήταν κανονικό πλέγμα εταιριών που εκτεινόταν από logistics μέχρι real estate. Εκείνη είχε ξεκινήσει σε μια από αυτές τις εταιρίες ως χαμηλόβαθμο στέλεχος.

«Θέλω να μάθεις το παιχνίδι από μέσα,» της είχε πει ο πατέρας της. «Κανένα curriculum, κανένα MBA, κανένα σεμινάριο ηγεσίας δεν μπορεί να αντικαταστήσει το βάρος της πραγματικής εμπειρίας. Προφανώς και δε θα ξεκινήσεις ως picker σε αποθήκες, αλλά δε θα ξεκινήσεις και ως διευθύντρια.»

Ο κύριος Φεδρινός είχε κληρονομήσει από τον δικό του πατέρα μια περιουσία, αλλά δεν αρκέστηκε να τη συντηρήσει. Την είχε μεγεθύνει, με το δικό του ψυχρό αλλά διορατικό τρόπο. Μπορεί η Μαίρη να ήταν πανέξυπνη και να μοιραζόταν την ίδια φλόγα για τις επιχειρήσεις, αλλά ήξερε καλά ότι ο πατέρας της είχε δίκιο.

Ήταν σαν να μάθαινες να κολυμπάς: δεν αρκούσε η θεωρία ούτε το κολύμπι εκεί που πατώνεις. Έπρεπε να σε ρίξουν στα βαθιά χωρίς σωσίβιο, και είτε να ζήσεις, είτε να ζήσουμε να σε θυμόμαστε.

Κι εκείνη το είχε δεχτεί. Είχε ξεκινήσει σε μια από τις εταιρίες του ομίλου που τη διοικούσε ένας από τους πιο έμπιστους συνεργάτες του πατέρα της. Ένας που δεν έδινε δεκάρα ποιο ήταν το επίθετό της.

Τέλος πάντων, για να επιστρέψουμε στα δικά μου. Αφού έκλεισα το laptop, έκανα ένα ντουζάκι χωρίς να βρέξω τα μαλλιά μου. Μετά κατέβηκα στο αυτοκίνητο για να πάω στο κομμωτήριο.

Παρά το γεγονός ότι το έκανα επειδή μου το είχε ζητήσει ο αρκούδος μου, ένιωθα το στομάχι μου δεμένο κόμπο.

Ήμουν δέκα κιλά ελαφρύτερη και δέκα χρόνια νεότερη όταν είχα δοκιμάσει αυτή την coup. Και δεν ήταν τα δέκα χρόνια το πρόβλημά μου. Ήταν το πρόσωπό μου, που λόγω των κιλών που είχα πάρει στα μάτια μου ήταν πιο στρογγυλό απ’ ότι απαιτούσε η συγκεκριμένη.

Ο Maurice και η Μαίρη με διαβεβαίωναν ότι το μόνο που είχε αλλάξει ήταν η ηλικία μου. Ωστόσο στο τέλος της ημέρας δεν έχει σημασία τι λένε οι άλλοι για τη δική σου αυτοεικόνα. Τον κόσμο τον έβλεπα με τα δικά μου μάτια, όχι τα δικά τους.

«Καλώς την!» μου είπε η Κατερίνα, η κομμώτριά μου. «Χαίρομαι που το αποφάσισες τελικά!»

Ακόμα μια επιβεβαίωση. Και δυστυχώς ακόμα κάτι που από το ένα αυτί έμπαινε, από το άλλο έβγαινε.

«Άντε να δούμε,» της έκανα μοιρολατρικά.

«Μια χαρά θα είσαι, χαζούλα!» με μάλωσε τρυφερά. Η Κατερίνα με κουρεύει από τότε που ήμουν δέκα χρονών κοριτσάκι. «Σου πάει το ασύμμετρο bob και μια χαρά είναι το προσωπάκι σου!»

«Από το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί!» αναστέναξα.

«Μη μου αναστενάζεις εμένα!» με μάλωσε και πάλι. «Και άσε το Θεό στην άκρη, εγώ ξέρω καλύτερα!» μου είπε κάνοντάς με να χαχανίσω.

Ξεκινήσαμε με λούσιμο, δηλαδή τι λούσιμο, μασάζ κανονικό ήτανε, και μετά προχωρήσαμε στο διά ταύτα. Μιάμιση ώρα αργότερα είχαμε τελειώσει.

«ΚΟΥΚΛΑ!» μου είπε χαμογελώντας.

Κοίταξα τον καθρέφτη πασχίζοντας να συνηθίσω την εικόνα μου. Και ρε γαμώτο... μου άρεσα! Μου άρεσα!

«Σ’ ευχαριστώ!» της είπα σχεδόν δακρυσμένη. Είπαμε, το έχω εύκολο το ρημάδι.

Γύρισα στο αυτοκίνητο και το πρώτο πράγμα που έκανα με το που μπήκα μέσα ήταν να στείλω μήνυμα στον αρκούδο μου «Τέλειωσα από το κομμωτήριο!»

Δεν πρόλαβα καλά-καλά να πατήσω send και έλαβα κλήση. «Αρκούδι μου;»

«Σε πήρα ΤΗΛΕΦΩΝΟ γιατί δε θέλω να σε δω από video κλήση! Και δε θέλω να περιμένω μέχρι αύριο. Μπορείς να περάσεις από το σπίτι μου;»

Χαμογέλασα. «Μπορώ αρκούδι μου!»

«Ωραία! Παραγγέλνω πίτσα!» χαχάνισε. «Σιγά μη σε αφήσω να φύγεις με του που έρθεις!»

Η καρδιά μου έκανε και πάλι πέντε τούμπες. «Σε δέκα λεπτάκια θα είμαι εκεί! Θέλεις να φέρω καμιά μπύρα;»

«Όχι μωρό μου. Γέμισα σήμερα το ψυγείο. Βασικά μόνο μπύρες έχω,» συνέχισε χαχανίζοντας.

Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, απηυδισμένη που δεν έβρισκα να παρκάρω, το πήρα απόφαση. Πήγα και κόλλησα το πεντακοσαράκι μου πίσω από το αυτοκίνητο του αρκούδου μου, όχι θα κάτσω να σκάσω!

Πήγα στο κουδούνι και βλέποντάς το έσκασα στα γέλια! 

“Dr. ir. Maurice Mertens” και από κάτω με μικρά γράμματα “H-SYNC wizard / Rupture enthusiast”

Δεν ήξερα τι είναι αυτό το “ir.” και έλειπε και το “Indian Tamer”, αλλά οκ, αυτά δεν γράφονται στους καιρούς που ζούμε!

Χτύπησα το κουδούνι χαχανίζοντας σα βλαμμένη.

Password please!” τον άκουσα να λέει με τη μπάσα φωνή του.

Γέλασα ακόμα πιο δυνατά. “Beer bearing bear!

Άκουσα την πόρτα να ξεκλειδώνει. Μπήκα στο ασανσέρ και πάτησα το κουμπί για τον τρίτο όροφο. Η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα. Όχι μόνο από την ανυπομονησία να δω τον αρκούδο μου, αλλά και από το άγχος για την αντίδρασή του στο νέο μου κούρεμα.

Το ασανσέρ σταμάτησε και άνοιξα την πόρτα. Ο αρκούδος μου με περίμενε ακριβώς απ’ έξω, σχεδόν στούκαρα πάνω του.

«Αρκούδι μου!» πήγα να του πω αλλά δεν πρόλαβα. Με άρπαξε στην αγκαλιά του και με έκανε τρεις σβούρες, κάνοντάς με να τσιρίξω ενθουσιασμένη σα να ήμουν κοριτσάκι.

Με άφησε κάτω και με χάιδεψε τρυφερά στο πρόσωπο. Το βλέμμα του θαρρείς ότι έλαμπε. Έσκυψε πάνω από τα μαλλιά μου και ανέπνευσε βαθιά.

You are stunning!” μου είπε απλά, κάνοντας τα πόδια μου σχεδόν να λυγίσουν. Όχι όμορφη, όχι κούκλα…

‘Stunning’

«Αλήθεια το λες;» τον ρώτησα νιώθοντας τα μάτια μου να τσούζουν.

«Αλήθεια μωρό μου,» μου είπε χαϊδεύοντάς με τρυφερά και πάλι. Και μετά το βλέμμα του άλλαξε. Με πήρε από το χέρι και μπήκαμε στο διαμέρισμα. Έκλεισε την πόρτα με τη φτέρνα του και με κόλλησε στον τοίχο.

You are stunning” μου είπε τονίζοντας την κάθε λέξη ξεχωριστά.

Κόλλησε το χείλη του στο δικά μου, κάνοντάς μου και πάλι τα πόδια ζελέ.


23. Hall of fame

Έχοντας με κολλημένη στον τοίχο και με το στόμα του να μου κλείνει το δικό μου με χούφτωσε δυνατά στο αριστερό στήθος και άρχισε να μου το μαλάζει, κάνοντάς με να υγρανθώ μέσα σε μια στιγμή. Σταμάτησε το φιλί και με γύρισε να του έχω πλάτη. Φιλώντας με στο σβέρκο, πέρασε το χέρι του κάτω από τη μπλούζα μου, μου ανέβασε το σουτιέν και άρχισε και πάλι να μου μαλάζει το αριστερό στήθος.

Ταυτόχρονα κατέβασε το χέρι του και το πέρασε κάτω από το λάστιχο της παντελόνας μου και μέσα από το κιλοτάκι και άρχισε να με παίζει και μου ξέφυγε ένας πνιχτός στεναγμός.

«Ναι μωρό μου! Ναι!» του είπα πνιχτά όταν το χέρι του κάτω βρήκε το κατάλληλο σημείο. «Ναι! Ναι!» συνέχισα να ξεφωνίζω καθώς ο ρυθμός του εντάθηκε.

Κοίτα ρε φίλε που μέσα στις λίγες μέρες που είχαμε σχέση είχε κάνει τη χοντρή να τραγουδήσει περισσότερες φορές απ’ όσο μόνη μου το τελευταίο εξάμηνο. Είχα φοβηθεί ότι μαζί με τον ακατανόμαστο είχε κλείσει οριστικά και τον κεφάλαιο του οργασμού, και να που o Maurice το κατάφερνε με περιφρονητική ευκολία.

Τα jolts άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και για μια ακόμα φορά το σώμα μου τρανταζόταν σα να το διαπερνούσαν χιλιάδες ampere. Αυτή τη φορά δε μου έκλεισε το στόμα, και αναγκάστηκα να δαγκώσω η ίδια τον πήχη μου για να μην ακουστώ μέχρι το Σύνταγμα.

Όταν βρήκα τις ανάσες μου έκανα να γονατίσω για να του το ανταποδώσω αλλά δε με άφησε.

“We will have time for this, later!” μου είπε χαμογελώντας. “After all, you are going to spend the night here, and… let’s say, for tomorrow morning you have a recurring task!”

Εντάξει, η καρδιά μου έκανε πάλι δέκα κωλοτούμπες. Ο αρκούδος μου μού ζητούσε να περάσουμε τη νύχτα μαζί! Αλλά δίστασα. Δε με ενοχλούσε το ότι δεν είχα ρούχα, αλλά είχα και ένα Μπλάκι σπίτι που δεν του είχα βάλει το βραδινό του.

«Μωρό μου, δεν έχω ταΐσει τον Μπλάκι και δεν μπορώ να τον αφήσω μόνο του έτσι,» του είπα στεναχωρημένη.

«Θα σου έλεγα να πας να τον φέρεις εδώ, αλλά ξέρω ότι στις γάτες δεν τους αρέσει να αλλάζουν περιβάλλον,» μου είπε αναστενάζοντας.

Κλαψ, λυγμ. Το ήθελα τόσο πολύ να μείνω!

«Sorry babe,» του έκανα ακόμα πιο στεναχωρημένη.

«Δεν πειράζει καρδούλα μου,» μου είπε τρυφερά, χαϊδεύοντάς με στο μάγουλο.

Μια ιδέα πέρασε από το μυαλό μου. «Θες... θες όταν έρθει η πίτσα να... να πάμε σπίτι μου;» τον ρώτησα διστακτικά.

Το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Αν με ξυπνήσεις νωρίτερα αύριο...» μου απάντησε, κοιτάζοντάς με ταυτόχρονα παιχνιδιάρικα και πονηρά.

Τσίριξα από τη χαρά μου και άρχισα να χειροκροτώ ενθουσιασμένη σαν μικρό παιδί.

«Αλλά θα προτιμούσα να φάμε την πίτσα εδώ για να είναι ζεστή,» συμπλήρωσε.

«Αμέ!» του απάντησα με τον ίδιο ενθουσιασμό.

«Λοιπόν, πήγαινε στο σαλόνι και έρχομαι να σου φέρω βελγική μπύρα!» μου είπε. «Πάλι δε θα γράψω κώδικα σήμερα...»  Αναστέναξε θεατρικά, αλλά το χαμόγελό του πρόδιδε ότι δεν τον ένοιαζε καθόλου.

«Μωρουλίνι μου, αν θες να γράψεις κώδικα, πάμε στο γραφείο σου κι εγώ θα κάτσω ήσυχη σε μια γωνία!»

“I won’t be able to do any coding having a stunning girl like you sitting across!” μου είπε κάνοντας την καρδιά μου να κάνει και πάλι δέκα κωλοτούμπες. «Άντε, πήγαινε στο σαλόνι!»

«Aye, aye Sir!» του έκανα, χαιρετώντας τον δήθεν στρατιωτικά. Άρπαξα την καθιερωμένη μου—και καθόλου στρατιωτική—σφαλιάρα στο κωλαρίνι μου και πήγα στο σαλόνι χαχανίζοντας.

Δυο λεπτά αργότερα ήρθε και ο αρκούδος μου με δυο μπουκάλια μπύρα. Βελγική, όπως είχε υποσχεθεί. Την είχα ξαναδοκιμάσει όταν του γνώρισα τους δικούς μου. Πικρούτσικη για τα δικά μου γούστα, αλλά δε βαριέσαι, μπύρα να 'ναι...

Ωχ. Είπα δικούς μου και θυμήθηκα. Δεν έχω πάρει την Ευτύχω κανένα τηλέφωνο και έχει πάει Τετάρτη! Ποιος την ακούει τώρα...

Ο Maurice πρόσεξε αμέσως που το πρόσωπό μου σκοτείνιασε. «Τι είναι μωρό μου;» με ρώτησε με ελαφριά ανησυχία.

«Τίποτα αρκούδι μου... απλά ξέχασα να πάρω τηλέφωνο την Ευτύχω και θα με πάρει και θα με σηκώσει!» του είπα χαχανίζοντας μεν, όχι ακριβώς χαρούμενα δε.

«Ωχ ναι!» μου είπε. «Το είχα ξεχάσει κι εγώ...»

Και εκεί ένιωσα ακόμα χειρότερα. Ούτε καν δυο εβδομάδες δεν ήμασταν μαζί. Μπορεί οι γονείς μου να τον είχαν συμπαθήσει, αλλά δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να νιώθει ότι έχει υποχρέωση.

«Αρκούδι μου, δε θέλω να νομίζεις ότι σε πιέζω...» του είπα διστακτικά.

What? No, you big dufus!” μου απάντησε χαμογελώντας. “I really like your folks, and don’t forget my “Keep the Promise' middle name”!”

Όχι, πείτε μου, βάζεις τα κλάματα ή όχι σε τέτοια στιγμή;

Ρητορική ερώτηση—για μένα μιλάμε!

«Ήμανε!» του είπα χαχανίζοντας, ενώ ταυτόχρονα το δάκρυ έτρεχε ποτάμι.

«Ήσανε!» μου απάντησε και με τράβηξε κοντά του.

Με έσφιξε πάνω του, κάνοντας το μπλουζάκι του μούσκεμα από τα δάκρυά μου.

«Απλά αν είναι να πάμε αύριο, μετά τις 21:00, να έχω προλάβει να ετοιμαστώ. Έχω 5x5 αύριο!»

«Θα τους το πω!» του είπα, ρουφώντας τη μύτη μου δυνατά. «Σ' αγαπάω!»

“I love you too, my sweet crybaby! And now call your mom!”

«Αγκαλίτσα πρώτα!» δήλωσα, παραβλέποντας το γεγονός ότι ήδη με κρατούσε στην αγκαλιά του.

Χαχάνισε. Με έσφιξε πιο δυνατά πάνω του. Μου έδωσε ένα τρυφερό φιλάκι και μου σκούπισε τα δάκρυα με τους αντίχειρές του.

Και πάνω στην ώρα χτύπησε το κουδούνι.

«Η πίτσα!» φώναξα.

Call your mom to beg for forgiveness or I wont let you eat pizza!” με απείλησε, μιλώντας τόσο γρήγορα που τα λόγια του βγήκαν σαν μια λέξη.

Αυτό με έκανε να χαχανίσω και πάλι.

«Εντάξει, εντάξει!» Πήρα το κινητό μου. «Αλλά πήγαινε να πάρεις την πίτσα!»

Σηκώθηκε χαμογελώντας και πήγε προς την πόρτα. Εγώ πάτησα το νούμερο της μάνας μου, προετοιμαζόμενη για την καταιγίδα που θα ακολουθούσε.

«Βρε-βρε, κοίτα να δεις ποια μας θυμήθηκε!» ήταν η εισαγωγή της. «Ανέστη, δε θα το πιστέψεις!»

«Χμμμ... κρυάδες!» της είπα ειρωνικά μεν αλλά όχι εριστικά. «Τι κάνει η οικογένεια von Trapp

«Η οικογένεια μια χαρά είναι,» μου απάντησε η Ευτύχω. Το ύφος της έλεγε ξεκάθαρα ότι θα με πάρει και θα με σηκώσει. Και να τα ξεχάσω αυτά που ξέρω, η γαϊδουρογαϊδάρα. «Εσύ που έχεις εξαφανιστεί;»

«Συγνώμη μαμουλίνι μου!» της έκανα γλυκουλινιάρικα. «Είμαι γαϊδούρ, μ'λαρ και γενικά τα πάντα όλα και τα κοάλα τίποτα!» συνέχισα προσπαθώντας να αστειευτώ.

«Είσαι!» μου είπε η Ευτύχω χωρίς πολλά-πολλά.

Μετά η φωνή της χαλάρωσε λίγο. «Τι κάνεις; Τι κάνει ο Maurice

«Μια χαρά είμαστε... Και είμαι και τιμωρία!» της είπα χαχανίζοντας.

«Τι τιμωρία;» με ρώτησε απορημένη.

«Με απείλησε ότι δε θα με αφήσει να φάω από την πίτσα που έχουμε παραγγείλει αν δε σου ζητήσω γονυπετής συγνώμη!»

Άκουσα το γέλιο της. «Είσαι γονυπετής;»

«Mentally, είμαι!» της απάντησα, κάνοντάς της να ξεφύγει ένα ροχαλητό.

«Έχε χάρη, γαϊδούρ! Μ'λαρ!» Ο θυμός της είχε αρχίσει να εξατμίζεται.

«Ήθελα να σου πω και κάτι άλλο, αλλά δε θα στο πω, να σκάσεις!» την πείραξα. «Θα στο πω από κοντά αύριο ή μεθαύριο!»

«Μπα; Θα μας επισκεφτείς κιόλας; Θα λιποθυμήσω από τη συγκίνηση, γριά γυναίκα!»

«Θα σας επισκεφτούμε!» τόνισα το πληθυντικό. «Απλά αύριο ο Maurice έχει 5x5 με τους φίλους του μετά τη δουλειά, οπότε θα μπορούμε μετά τις εννιά. Αλλιώς Παρασκευή.»

Στο μεταξύ ο σαδίσταρος είχε έρθει και έτρωγε την πίτσα προκλητικά μπροστά στα μάτια μου. Μάσαγε με θόρυβο, έκλεινε τα μάτια από απόλαυση, έγλειφε τα δάχτυλά του.

Η μάνα μου δεν απάντησε αμέσως. «Μαμά, πες μου γιατί θα μου φάει όλη την πίτσα το κωλόπαιδο!» της είπα με θεατρική απελπισία.

Γέλασε. «Χμμμ... να σκεφτώ... Έχουμε χρόνο...»

«ΜΑΜΑ!» προσπάθησα να τη συμμαζέψω.

«Α, εγώ έχω χρόνο!» συνέχισε το δούλεμα.

Mmmm... this is great!” έκανε επιδεικτικά ο Maurice, παίρνοντας ακόμα ένα κομμάτι. “Take your time!

Ήθελα να τους πνίξω και τους δύο!

«Με βρήκατε μικρό και με βασανίζετε,» κλαψούρισα στα αγγλικά για να με καταλάβει και ο Maurice.

«Καλά σου κάνουμε! Γαϊδούρ! Μ'λαρ!» μου τα έχωσε η Ευτύχω. «Τέλος πάντων, την Παρασκευή δεν μπορούμε, έχουμε να πάμε κάπου με τον πατέρα σου. Αύριο και δεν πειράζει, καλά είναι και στις εννιά.»

«Μια χαρά τότε!» της απάντησα χαρούμενη.

«Τι θέλετε να σας μαγειρέψω;» με ρώτησε.

«Τίποτα! Θα φάμε φαγητό από τα χεράκια μου! Θα σας φτιάξω σνίτσελ Χόφμαν με άσπρη σάλτσα μανιταριών, αυτή που σ' αρέσει!»

«Πας να με καλοπιάσεις βρε κωλόπαιδο;» χαχάνισε.

«Αν είναι δυνατόν!» απάντησα ειρωνικά. «Μαμουλίνι μου, θα τα πούμε αύριο, αλλά πρέπει να σε κλείσω γιατί με βλέπω να τρώω το κουτί!»

Έβαλε τα γέλια. «Καλώς, θα σας περιμένουμε. Θα αγγαρέψω τον πατέρα σου να πάει να πάρει μπύρες!»

«Ε; Αφού είχατε πάρει!»

«Ναι, του άρεσαν πολύ του ανεπρόκοπου και τις λιάνισε!»

Γελάσαμε και οι δύο.

«Εντάξει μαμουλίνι μου! Δώσε τα φιλιά μου και στο μπαμπά, και τα λέμε αύριο!»

Μια καταιγίδα θεατρικών ματς-μουτς εκατέρωθεν και έκλεισα το τηλέφωνο, πριν ο σκατο-αρκούδος μου με αφήσει μόνο με το χαρτόνι.

(Καλά, όχι ότι υπήρχε τέτοιος κίνδυνος έτσι; Αφενός ο Maurice δεν θα το έκανε ποτέ αυτό, και αφετέρου ο αφιλότιμος είχε παραγγείλει πίτσα δεκάξι κομματιών και να δω ποιος θα την έτρωγε…)

Πήρα ένα κομμάτι με τη χαρτοπετσέτα και ξεκίνησα να τρώω. «Μμμ…» μου ξέφυγε ένας στεναγμός απόλαυσης, η πίτσα ήταν γαμάτη.

«Έσκασα στα γέλια όταν είδα το κουδούνι σου,» του είπα μπουκωμένη.

«Σ’ άρεσε;» με ρώτησε αφού κατάπιε ένα γιγάντιο κομμάτι.

«Απίθανο!» του είπα μασουλώντας ταυτόχρονα. Τρώγαμε και οι δύο σαν ούννοι, και το λάτρευα αυτό το αίσθημα ελευθερίας. «Αλήθεια,» τον ρώτησα καταπίνοντας, «τι είναι αυτό το ir

«Ingénieur, μηχανικός, καθώς είμαι απόφοιτος πολυτεχνικής σχολής,» μου απάντησε. «Και φυσικά για να μη νομίζει κανείς ότι είμαι γιατρός και αρχίσουν να μου χτυπάνε τα κουδούνια!» συνέχισε χαχανίζοντας.

«Α, είναι σα να λες Dr. Maurice Mertens, PhD

«Ναι, είναι ένας τρόπος για να διαχωριστεί ότι το Dr. αφορά PhD και όχι ιατρική.»

Συνεχίσαμε να τρώμε, μέχρι που εγώ έσκασα. Καλά που ανησυχούσα μην μας μείνει η πίτσα, τρία κομμάτια έμειναν όλα κι όλα. «Θα τα πάρουμε μαζί μας,» μου είπε, «για να φάω κάτι στα γρήγορα πριν φύγω για το γραφείο!»

«Θα σου φτιάξω εγώ πρωινό μωρό μου και δεν ακούω κουβέντα!» του δήλωσα σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση. «Το πολύ-πολύ αν είναι, να την πάρεις μαζί σου στη δουλειά για να έχεις κάτι να μασουλήσεις για να σε κρατήσει μέχρι το βράδυ!» συνέχισα.

«Να σου πω…» μου είπε λίγο ντροπαλά. «Θέλω… θέλω να σου δείξω κάτι στο παιχνίδι μου!»

«Αμέ!» του είπα ενθουσιασμένη και σκουπίστηκα καλά με μια χαρτοπετσέτα.

Σηκωθήκαμε και οι δύο και πήγαμε στο γραφείο του. Ο Maurice άνοιξε το laptop και λίγη ώρα αργότερα φόρτωσε αυτό που είχα μάθει ότι λέγεται emulator, δηλαδή ένα πρόγραμμα που μπορεί να προσομοιώσει τη λειτουργεία ενός ολόκληρου υπολογιστή.

«Θεωρητικά,» μου είχε πει, «κάθε μηχανή Turing μπορεί να προσομοιώσει κάθε άλλη μηχανή Turing. Αυτό σημαίνει ότι στη θεωρία ακόμα και ο Amstrad θα μπορούσε, αρκεί να έχει του απαιτούμενους πόρους, να προσομοιώσει ένα σύγχρονο υπολογιστή!»

What?” του είχα πει πραγματικά εντυπωσιασμένη.

«Βέβαια από άποψης ταχύτητας… άστα…» είχε συμπληρώσει χαμογελώντας.

«Αχ! Έβαλες τη μουσική!» του είπα, καθώς μόλις εμφανίστηκε η οθόνη του παιχνιδιού, από πίσω άρχισε να ξεχύνεται μια υπέροχη μελωδία. Ήταν μουσική… αλλά δεν έμοιαζε με καμία μουσική που ήξερα.

Είχε κάτι το αφύσικα ηλεκτρονικό, σαν να έπαιζαν τα πλήκτρα ενός πιάνου μέσα από σωλήνες φθορίου. Ήχοι καθαροί, κοφτοί, με μια μεταλλική λάμψη που γέμιζε τον χώρο. Έμοιαζε με φωνές ρομπότ που προσπαθούν να τραγουδήσουν χορωδιακά∙ άλλοτε φάλτσες, άλλοτε μαγικά συντονισμένες. Ήταν ΑΠΙΘΑΝΗ!

«Ναι, και αυτό!» μου είπε, «αλλά ήθελα να σου δείξω τη λίστα των high scores,» μου είπε και μετά από λίγο η οθόνη άλλαξε και εμφάνισε μια λίστα.

1

Sophie Pivots.........

000010000

2

Maurice Ruptures......

000010000

3

Luc Composes..........

000010000

4

Martine Floorsit......

000010000

5

Willem Screams........

000010000

6

Anestis Storyteller...

000010000

7

Efi Snorts............

000010000

8

Mary Sings............

000010000

9

Blackie Pinkpows......

000010000

10

Ronnie Angel..........

000010000

Εντάξει, έμεινα μαλάκας. Δεν ήταν μόνο επειδή με είχε πρώτη-πρώτη, ή ότι είχε συμπεριλάβει τους γονείς μου και τη Μαίρη. Ήταν ότι κάθε “επίθετο” ήταν από μόνο του μια ιστορία.

Εγώ με τα pivot tables μου. Ο αρκούδος μου ως Rupture wizard. Ο Luc, φαντάζομαι ότι ήταν αυτός που του έγραψε τη μουσική. Η Martine που γκάζωνε. Ο Willem που ούρλιαζε έχοντας δαγκώσει το ταπ του. Ο μπαμπάς μου που έλεγε η ιστορίες. Η μαμά μου που της ξέφυγε ένα ροχαλητό όταν ο Maurice της είπε ότι εμπιστεύεται τη μαγειρική της. Η Μαίρη… που τραγούδησε το “Sweet mystery of life”. Ο Μπλάκι μου με τις ροζ πατουσίτσες. Και ο Ronnie του που μας έβλεπε από ψηλά.

Δεν ήταν απλός πίνακας με high scores. Ήταν ποίηση σε 8-bit.

«Πώς σου φαίνεται;» με ρώτησε χαμογελώντας μου.

Δεν απάντησα… δεν είχα φωνή να απαντήσω.

Εντάξει είμαι κλαψιάρα, το ξέρω, αλλά πώς μπορούσες να δεις κάτι τέτοιο και να μη σε πάρουν τα ζουμιά;

Cry babe!” μου είπε τρυφερά.

«Ήμανε και να σκάσεις!» του είπα μέσα σε κλαυσίγελο. Και όταν ηρέμισα άλλες δέκα, αφού τι εξήγησα τι σημαίνει το “και να σκάσεις…”

Είναι να μην το ‘χει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες. Ή, στην περίπτωσή μου, το κωλαρίνι μου να τραβάει σφαλιάρες.

Για να μη χρειάζεται το πρωί να περάσει από το σπίτι του, έβαλε το laptop στο σακίδιό του, και σε μια κρεμάστρα πήρε σακάκι, παντελόνι, πουκάμισο και γραβάτα. Εγώ πάλι πήρα σε μια σακούλα τα παπούτσια του και με το άλλο χέρι την πίτσα με το κουτί, θα του έβαζα τα κομμάτια σε ατομικά σακουλάκια αύριο το πρωί.

Μιας και τον είχα κλείσει, έκανα όπισθεν αλλά δεν ξεκίνησα αμέσως, τον περίμενα. Εγώ μπροστά και εκείνος πίσω, πέντε-δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν στην πολυκατοικία μου, και αυτή τη φορά ήταν ο Maurice που με έκλεισε παρκάροντας κολλητά πίσω από το δικό μου αυτοκίνητο.

Όταν ανεβήκαμε πάνω, ο αρκούδος μου πήγε να ταχτοποιήσει τα πράγματά του στην ντουλάπα, ενώ εγώ πήγα να βάλω στον Μπλάκι την ξηρά του. Μιας και δεν ήθελα μπύρα, έπλυνα δυο κουτάκια για τον Maurice και τα άφησα στο σαλόνι, και πήγα στο δωμάτιο να αλλάξω.

Ή αυτός ήταν ο σκοπός γιατί με το που έβγαλα παντελόνι και μπλούζα, ο αρκούδος μου με απάλλαξε από το σουτιέν και με συνοπτικές διαδικασίες με τράβηξε στο κρεββάτι διά τα περαιτέρω. Αφού με έκανε και πάλι καλά-καλά πύραυλο, με έβαλε και τον πήρα στο στόμα μου και όταν του έγινε κατάρτι φόρεσε το προφυλακτικό και με έβαλε στα τέσσερα.

Και εκεί φυσικά είχαμε νέα αναδιάταξη των σωθικών μου έτσι όπως με κοπάναγε σα χταπόδι, και φυσικά ταυτόχρονα τα μεριά μου κοκκίνησαν από τα αλλεπάλληλα χαστούκια που μου έριχνε στα κωλομέρια.

Βέβαια είχαμε μια τεχνική δυσκολία να με τραβήξει από το μαλλί, έτσι όπως το είχα πλέον, αλλά δεν πτοήθηκε. Με γράπωσε από το μαλλί και πάλι, αλλά με διαφορετικό τρόπο, από την κορυφή του κεφαλιού αντί από την πλάτη.

ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ ΜΟΥ ΤΙ ΕΧΑΝΑ ΤΟΣΟ ΚΑΙΡΟ ME TO ΝΑ ΜΗΝ ΚΟΥΡΕΥΟΜΑΙ;

Κανείς δε με είχε αρπάξει ποτέ έτσι και η αίσθηση ήταν πρωτόγνωρη και απίστευτα καυλωτική. Δυστυχώς δεν κράτησε πολύ καθώς ήταν στην κορύφωσή του, καθώς αμέσως μετά κοκκάλωσε φωνάζοντας “I’M CUMMING! I’M CUMMING” και ταυτόχρονα ένιωσα το όργανό του να κάνει σπασμούς βαθιά μέσα μου.

“Now, I can drink the beer!” μου είπε χαμογελώντας πονηρά.

Χαμογέλασα και σηκώθηκα φορώντας μόνο το εσώρουχό μου και μια μπλούζα από πάνω. Και μετά η μπλούζα βγήκε γιατί «I love seeing your boobies.» Και χαλάω εγώ χατίρι στον αρκούδο μου;

Αλλά μετά ξαναμπήκε γιατί θυμήθηκα πως ήθελα να κάνω video κλήση στη Μαίρη για να με θαυμάσει με το νέο μου κούρεμα. Του υποσχέθηκα ότι όταν κλείσουμε θα τη βγάλω και πάλι.

Θυμάστε την κωμωδία του Ψαθά «Η τσάντα και το τσαντάκι»; Ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα.

Ε, κάπως έτσι κι εγώ με τη μπλούζα μου και τα μεμέ μου.

«Βυζιά λέγονται μωρή, τι μεμέ; Παιδάκι είσαι;» σχεδόν άκουσα τη φωνή της Μαίρης να με κοροϊδεύει και χαχάνισα.

Ο Maurice, ο οποίος φυσικά δεν είχε ιδέα τι γινόταν μέσα στο κεφάλι μου, με κοίταξε με απορία.

«Βυζιά, όχι μεμέ!» του είπα στα ελληνικά δείχνοντας τα στήθη μου.

No habla inglés,” μου απάντησε κουνώντας παραιτημένα το κεφάλι του. Είχε πάρει απόφαση ότι μερικές φορές απλά δε γίνεται να βγάλεις άκρη μαζί μου!

«ΑΡΚΟΥΔΙ ΜΟΥ!» του φώναξα ενθουσιασμένη και του έδωσα ένα φιλάκι.

Μπορεί να μην κατάλαβε γιατί του έδωσα φιλάκι, αλλά από πότε χρειάζεται να έχω λόγο για να του δώσω φιλάκι; Γύρισα και τον κοίταξα λες και μου ζήτησε τα ρέστα, και ο φουκαράς τα έχασε.

Im not wearing sandals with socks!” μου είπε με μια δόση πανικού στη φωνή του, πασχίζοντας να καταλάβει σε ποιο βαρύτατο αμάρτημα είχε υποπέσει χωρίς να το συνειδητοποιεί.

Έβαλα τα γέλια και τον αγκάλιασα τρυφερά από το σβέρκο. «Δεν έκανες τίποτα αρκούδι μου! Μείνε απλά στο ότι μαζί μου καμιά φορά δε θα βγάζεις άκρη!»

“Now she is telling me!” μου έκανε θεατρικά.

Αυτό μου προκάλεσε μια τσιρίδα και ακόμα ένα ενθουσιώδες φιλάκι, που με τη σειρά του τον έκανε να βάλει τα γέλια.

Με το που γυρίσαμε στο σαλόνι, ο Μπλάκι ήρθε και σκαρφάλωσε ανάμεσά μας. Έτριβε την κούφια κεφάλα του πότε σε μένα και πότε στον Maurice, απαιτώντας χάδια και από τους δύο.

Τελικά αποφάσισε ότι ήθελε αρκούδο. Σκαρφάλωσε στο στέρνο του, τον έγλειψε στη μύτη, και μετά ξάπλωσε γυρίζοντας την κοιλιά του προς τον Maurice.

Αυτό το έκανε πρώτη φορά! Ο αρκούδος μου, με τα βρακιά του λερωμένα από τη χαρά του, άρχισε να τον χαϊδεύει τρυφερά στην κοιλιά. Το μοτέρ του Μπλάκι πήρε αμέσως μπρος.

Καλά, όχι ότι κι εγώ δεν λέρωσα τα δικά μου από τη συγκίνηση, έτσι;

Χαμογελώντας ακόμα σαν το χαζό, άνοιξα το messenger και έκανα βίντεο κλήση στη Μαίρη. Η οποία ήταν γυμνή από τη μέση και πάνω, είχε αφήσει το κινητό στον καθρέφτη του μπουντουάρ της και χτενιζόταν.

«ΜΩΡΗ!» της είπα σκανδαλισμένη.

What?” μου έκανε σα να μην τρέχει τίποτα.

«Μωρή θα μπορούσα να είμαι με κόσμο!»

«Είσαι;» με ρώτησε ατάραχη.

«Με τον Maurice!» απάντησα αμήχανα.

«Ε, και δεν έχει ξαναδεί βυζιά;» συνέχισε το χαβά της. “Hi Maurice!” του φώναξε από την οθόνη.

Hey!” της απάντησε ο Maurice χωρίς να σχολιάσει ότι η Μαίρη ήταν γυμνή από πάνω. Καλά-καλά δεν της έριξε ούτε δεύτερη ματιά, και η αδιαφορία του δεν ήταν προσποιητή.

Μάλλον εγώ είμαι η περίεργη τελικά...

«Μωρή!» μου είπε ξαφνικά προσέχοντάς με. «Κουρεύτηκες!»

«Ναι!!!» απάντησα ενθουσιασμένη. «Πώς σου φαίνονται;»

«Θα σου έλεγα τίποτα βαρύ τώρα, αλλά έχε χάρη!»

Το νόημα ήταν ξεκάθαρο. Η ίδια με έτρωγε εδώ και χρόνια ότι το ασύμμετρο bob μου πάει καλύτερα και ότι το πρόσωπό μου είναι μια χαρά και ότι είμαι μια βλαμμένη και μισή.

«Βασικά με φλάσαρες και ξέχασα γιατί σε πήρα!» της είπα ξύνοντας το μάγουλό μου.

«Πρέπει να υπάρχει συγκεκριμένος λόγος για να με πάρεις;» απάντησε χαχανίζοντας.

Μου θύμισε την προ πέντε λεπτών σκηνή με τον Maurice και το φιλάκι που του είχα δώσει χωρίς λόγο. Έβαλα τα γέλια και της εξήγησα τι παίχτηκε. Κέρδισα ένα ξεκαρδιστικό φάσκελο όλο δικό μου.

Και εκεί θυμήθηκα γιατί την είχα πάρει τηλέφωνο, πέραν από το να της δείξω το κούρεμα.

«Α, ναι! Τελικά που θα πάμε το Σάββατο;»

«Θα σ' αρέσει η πρότασή μου!» είπε με ύφος γεμάτο μυστήριο. «Φώναξε και τον Maurice, θέλω να το ακούσει κι ο ίδιος.»

Εντωμεταξύ ακόμα ήταν τσίτσιδη από πάνω!

Im here!” είπε ο Maurice που εξακολουθούσε να τρίβει την κοιλιά του Μπλάκι. Ο γάτος μου είχε κουλουριαστεί και χουρχούριζε σαν χαλασμένη ατμομηχανή.

«Παρασκευή βράδυ στον Αστέρα Βουλιαγμένης. Έχω κλείσει ένα δωμάτιο για μένα και τον Νικηφόρο και ένα για τους δυο σας! Είναι δικά μας όλο το Σαββατοκύριακο! Εννοείται τα πάντα πληρωμένα, και μη μου κάνετε τους ζόρικους γιατί θα σας πάρει και θα σας σηκώσει ΚΑΙ τους δύο!»

Το είπε λες και μας ανακοίνωνε ότι θα βρεθούμε σε ένα μπιτσόμπαρο να πιούμε κανένα ποτάκι!

“WHAT!?!?!?!?” Το σαγόνι μου έφτασε στο πάτωμα.

What is Asteras Vouliagmenis?” ρώτησε ο Maurice που δεν είχε ιδέα.

«Θα σου πει η προκομμένη!» του απάντησε η Μαίρη. «Λοιπόν, σας αφήνω για να ετοιμαστώ, έχω κι έξοδο! ΜΟΥΤΣ ΜΟΥΤΣ ΜΟΥΤΣ ΜΟΥΤΣ!»

«Μωρή, μ’ άλλο γκόμενο θα βγεις;» της είπα χαχανίζοντας.

«Πού τέτοια τύχη… Με περιμένουν στο σπίτι Δημοσθένης και Αναστασία,» είπε αναφερόμενη στους γονείς της.

«Α, κι εμείς έχουμε αύριο Ανέστη και Ευτύχω,» της είπα χαμογελαστή. «Λοιπόν, φιλάκια και να δώσεις τους χαιρετισμούς μου στους δικούς σου!» της είπα και στέλνοντας κι εγώ ένα σκασμό ΜΟΥΤΣ ΜΟΥΤΣ έκλεισα.

Η οθόνη έσβησε. Γύρισα στον Maurice που με κοίταζε περιμένοντας εξηγήσεις.

«Μας έκλεισε δωμάτιο για ολόκληρο σαββατοκύριακο σε ξενοδοχείο πέντε αστέρων,» του εξήγησα. Ακόμα δεν το είχα χωνέψει ούτε η ίδια.

«Hey! That's nice!!!» είπε ενθουσιασμένος. “Damn, she is really one of a kind!”

Εμένα μου λες;

Ο Αστέρας Βουλιαγμένης δεν είναι απλά ένα ξενοδοχείο. Είναι ΤΟ ξενοδοχείο. Το μέρος όπου πάνε οι celebrities, οι πολιτικοί, οι επιχειρηματίες. Το μέρος με τις ιδιωτικές παραλίες, τα εστιατόρια με αστέρια Michelin, το spa που κοστίζει όσο ο μισθός μου.

«Maurice,» άρχισα να του εξηγώ, «αυτό δεν είναι απλά ένα ξενοδοχείο. Είναι... πώς να στο πω... σαν το Ritz στο Παρίσι. Αλλά με θάλασσα.»

Oh!» Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. “That’s... very generous of her.”

«Generous δεν είναι η λέξη,» μουρμούρισα. «Είναι... είναι η Μαίρη. Όταν κάνει κάτι, το κάνει με στυλ.»

Ο Μπλάκι, που είχε βαρεθεί την έλλειψη προσοχής, μας γρατζούνισε ελαφρά και τους δύο. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: «Λιγότερη κουβέντα, περισσότερα χάδια!»

Ι would never manage to top that,” του είπα σκεπτική.

“Babe,” ο Maurice με κοίταξε σοβαρά, “You don’t need to. Mary did it because she loves you and now I’m part of the…package. Accept it for what it really is, a gift from a person who loves you!”

Είχε δίκιο. Η Μαίρη δεν το έκανε για να μας εντυπωσιάσει. Το έκανε γιατί ήθελε να περάσουμε όμορφα. Γιατί ήθελε να γνωρίσουμε τον Νικηφόρο σε ένα ωραίο περιβάλλον. Γιατί... γιατί ήταν η Μαίρη.

«Έχεις δίκιο,» παραδέχτηκα. «Απλά... wow. Δεν το περίμενα.»

Life is full of surprises,” μου είπε, τραβώντας με στην αγκαλιά του. «Και τώρα, νομίζω ότι υποσχέθηκες κάτι για μια μπλούζα;»

Χαμογέλασα πονηρά. «Α, ναι, τo είχα ξεχάσει!»

Και με μια κίνηση η μπλούζα έφυγε, καταλήγοντας στο γατόδεντρο…

Ναι, αν την άφηνα εκεί δεν θα την ξαναέβλεπα χωρίς να μοιάζει με σκοροφαγωμένη, οπότε αναγκαστικά σηκώθηκα και την πήρα και την άφησα στην άκρη του καναπέ. Επέστρεψα στην αγκαλιά του αρκούδου μου, και είδαμε άλλα δύο επεισόδια Shogun πριν το σχολάσουμε για σήμερα.

Έβαλα και πάλι το ξυπνητήρι για τις οχτώ το πρωί, για να προλάβουμε να ξυπνήσουμε, να του φτιάξω το πρωινό του, να κάνουμε το ντουζάκι μας και να πιούμε και ένα καφέ—ή, στην περίπτωση του Maurce, μια μπύρα και ένα καφέ—πριν ξεκινήσει η μέρα μας.

Μιλάμε για κατέβασμα παροχής, έτσι; Πλήρης καταληψία μέχρι που με ξύπνησε ο ενοχλητικός ήχος του κινητού μου. Κατάφερα να ξετυλιχτώ από την αγκαλιά του αρκούδου μου για να φτάσω το κινητό και να το κλείσω, και κάθισα στην άκρη του κρεββατιού με τα πόδια μου στο πάτωμα προσπαθώντας να boot-άρω.

Σηκώθηκα με κάποια δυσκολία, φόρεσα τη μπλούζα μου για να μην είμαι τελείως τσίτσιδη, και συνοδεία του Μπλάκι που με πήρε χαμπάρι πήγα στο μπάνιο.

Όταν τελείωσα και με το πλύσιμο των δοντιών μου γύρισα στο δωμάτιο για να ξυπνήσω τον Maurice με τον τρόπο που είχε ζητήσει. Ναι, δεν γινόταν, είχε ξαπλώσει μπρούμητα έχοντας αγκαλιάσει το μαξιλάρι. Χαμογελώντας τον άφησα και πήγα στην κουζίνα να του φτιάξω το πρωινό του.

Πριν ξεκινήσω άνοιξα και το κινητό και παράγγειλα τα καφεδάκια μας, και μετά του έβαλα τα τρία κομμάτια πίτσας που είχαν μείνει σε τρία ξεχωριστά σακουλάκια.