Search This Blog

Monday, June 19, 2023

Resurrection ή, Όσα έφερε το κύμα


1. Όσα φέρνει το κύμα

Την Αναστασία την ξέρω από τότε που ήταν 13 χρονών κοριτσάκι. Είχαν το διπλανό σπίτι από αυτό που νοικιάζαμε εμείς κάθε χρόνο που πηγαίναμε διακοπές. Ο πατέρας της ήταν τραπεζικός και η μητέρα της γιατρός και κάθε καλοκαίρι με το που έκλειναν τα σχολεία και  μέχρι που άνοιγαν και πάλι, ερχόταν στους παππούδες της, που όπως είπα είχαν το διπλανό σπίτι. Εμείς πηγαίναμε για διακοπές σταθερά προς τα τέλη Αυγούστου, ενώ εκείνοι τα όποια ταξίδια τους τα έκαναν πάντα αρχές Αυγούστου με αποτέλεσμα όταν φτάναμε να βρίσκουμε την Αναστασία εκεί. Πράγμα περίεργο για παιδί της ηλικίας της, αυτά τα χρόνια, δεν πολυασχολούνταν με το κινητό της και το tablet της, προτιμούσε να διαβάζει, να ακούει μουσική και να ζωγραφίζει.

Η Αγγελική μου την είχε κατασυμπαθήσει, ο Θεός δεν μας είχε ευλογήσει με παιδιά και στο πρόσωπο της Αναστασίας έβλεπε την κόρη που δεν θα μπορούσε να έχει. Οι γονείς της και οι παππούδες της μας ήξεραν και μας εμπιστεύονταν και η Αναστασία συχνά-πυκνά έτρωγε μαζί μας και κάμποσες φορές μας είχε συνοδεύσει σε εκδρομές που κάναμε, μιας κι εγώ και η Αγγελική λατρεύαμε τη φύση και την πεζοπορία. Όντας αρκετά ανεπτυγμένη και για τον φόβο των Ιουδαίων προσπαθούσα να κρατώ αποστάσεις καθώς το crush της δεν περιοριζόταν στην Αγγελική, η οποία καταδιασκέδαζε με την αμήχανη ερωτική συμπάθεια που μου έδειχνε η Αναστασία.

Την είχαμε πάρει μαζί μας σε μια τριήμερη εκδρομή που είχαμε πάει στα Πόζαρ. Μπορεί να διασκέδαζα για το πως κοιτούσαν την Αγγελική σαν ξερολούκουμο αλλά με έπιαναν τα διαόλια μου με τον τρόπο που κοίταζαν την Αναστασία. Οργιζόμουν με τα λάγνα βλέμματα που τραβούσε πάνω του ένα 16χρονο κορίτσι αλλά εξίσου αλήθεια είναι πως η ρουφιάνα είχε κορμί που θα έκανε τα αγάλματα να σκάσουν από τη ζήλεια τους και αυτό συνοδευόταν από ένα πολύ γλυκό χαμογελαστό κοριτσίστικο πρόσωπο και ίσια καστανά μαλλιά που έφταναν μέχρι την πλάτη της.

Περάσαμε τόσο όμορφα εκείνο το τριήμερο, κάναμε τα λουτρά μας, κάναμε τις ατέλειωτες πεζοπορίες μας μέσα στην οργιαστική φύση, βουτήξαμε σε γούρνες με ζεστό νερό, με παγωμένο νερό, φάγαμε του σκασμού στην Όρμα, ήταν υπέροχα. Ήταν οι τελευταίες ανέμελες και ευτυχισμένες στιγμές με την Αγγελική μου, ο καρκίνος που της είχε στερήσει στην εφηβεία της τη δυνατότητα να γίνει μητέρα, επέστρεψε και γύρεψε και την ίδια, θερίζοντάς την μέσα σε λίγους μήνες.

Την επόμενη χρονιά δεν πήγα διακοπές. Την άδειά μου την πέρασα μόνος μου μέσα σε τέσσερις τοίχους κοιτάζοντας το κενό. Είχα μείνει ο μισός, τα μαλλιά μου είχαν ασπρίσει μέσα σε λίγους μήνες. Φλερτάρισα πολλές φορές με τη σκέψη να βάλω τέρμα στη ζωή μου και αν ζω το οφείλω στην αδερφή μου και στους φίλους μου που μου στάθηκαν και με βοήθησαν να πατήσω ξανά στα πόδια μου. Μην αντέχοντας τη μοναξιά μου πήγα και υιοθέτησα ένα κουτάβι που μου έδωσε μια παιδική μου φίλη και κάπως έτσι μπήκε στη ζωή μου ο Ράντι, διασταύρωση ελληνικού τσοπανόσκυλου με καυκάσιο, ο οποίος έφτασε να μου ρίχνει 20 κιλά στο βάρος, 70 εγώ, 90 αυτός.

Έχοντας το Ράντι να έχει ανάγκη από μεγάλους περιπάτους σιγά-σιγά άρχισα να βγαίνω από το σπίτι μου. Έχοντας χάσει τη φόρμα μου και όντας αδύναμος, οι πρώτες βόλτες μας δεν ήταν πάνω από 1-2 χιλιόμετρα. Με την Αγγελική μου κάναμε τουλάχιστον 5 χιλιόμετρα βόλτα κάθε μέρα, πολλές φορές φτάναμε τα 10 και τα 15. Γρήγορα άρχισα και πάλι να ανακτώ τις δυνάμεις μου και 4-5 μήνες μετά είχα βρει και πάλι τον εαυτό μου.

Τον Αύγουστο έβαλα το Ράντι στο αυτοκίνητο -και ο μπαγάσας ίσα που χωρούσε στα πίσω καθίσματα- έδεσα πίσω το φουσκωτό και πήγαμε στο ίδιο μέρος που πηγαίναμε τόσα χρόνια με την Αγγελική μου. Το σπίτι που νοικιάζαμε είχε ιδιωτικό μεγάλο κήπο δίπλα από το πάρκινγκ του αυτοκινήτου αλλά φέτος για πρώτη φορά και λόγω του Ράντι κράτησα τη γκαραζόπορτα κλειστή. Αφού τακτοποιηθήκαμε, πήγα δίπλα για να χαιρετήσω τους παππούδες της Αναστασίας.

«Αχ, παλικάρι μου, πολύ στεναχωρηθήκαμε» μου είπε κάποια στιγμή η κυρά-Τασία

«Τι τα θέλεις κυρά-Τασία, έτσι ήθελε ο Θεός. Μπορούμε να κάνουμε αλλιώς;»

Κάθισα για λίγη ώρα και τα είπαμε και μετά γύρισα στο σπίτι για να αλλάξω και να πάω για μπάνιο. Του Ράντι καθόλου δεν του άρεσε το φίμωτρο, είχα τραβήξει το διάολό μου να του το μάθω καθότι ήταν υποχρεωτικό στο κομμάτι του ταξιδιού με το καράβι, ωστόσο τι να έκανε ο φουκαράς. Αν και στις βόλτες μας δεν χρησιμοποιούσα λουρί, ο Ράντι ήταν εκπαιδευμένος και δεν απομακρυνόταν ποτέ από εμένα αν δεν του έδινα το ελεύθερο, εκείνη τη φορά μιας και θα κατεβαίναμε στην παραλία του έβαλα το λουρί του. Η παραλία ήταν ακριβώς μετά το δρόμο που περνούσε μπροστά από το σπίτι. Φυσούσε και είχε κύμα οπότε όταν κατεβήκαμε κάτω διαπιστώσαμε ότι σε απόσταση εκατό μέτρων ήμασταν μόνοι μας.

Του έβγαλα το φίμωτρο και το λουρί και πήγαμε να βουτήξουμε στο νερό. Ο Ράντι ήταν εξοικειωμένος με τη θάλασσα αλλά τα κύματα δεν του άρεσαν και αποφάσισε να δείξει τη δυσαρέσκειά του γαυγίζοντάς τα. Αν και η παραλία είναι αμμουδιά οπότε δεν έχεις το κίνδυνο να σπάσεις τα μούτρα σου, δεν μπήκα μέσα, κάθισα στην άκρη-άκρη να με βαράει το κύμα, ενώ ο Ράντι χοροπηδούσε σαν κατσίκι στην άκρη του νερού. Είχα γυρισμένη την πλάτη μου προς το δρόμο και δεν την είδα να πλησιάζει, την είδε ωστόσο ο τετράποδος βλαχοδήμαρχος και ήρθε προς το μέρος μου κουνώντας την ουρά του για να κάνει δημόσιες σχέσεις.

«Αντώνη;» άκουσα τη φωνή της Αναστασίας, αν και είχε γίνει πιο γυναικεία από την τελευταία φορά που την είχα ακούσει, εξακολουθούσε να έχει κοριτσίστικη χροιά.

«Γεια σου Αναστασία» της είπα γυρίζοντας προς το μέρος της. Φορούσε γυαλιά ηλίου, είχε μια πετσέτα στα χέρια και φορούσε παρεό. «Μην τον φοβάσαι το Ράντι, είναι πολύ φιλικός» της είπα. Ήταν φανερό ότι ήξερε από σκυλιά, του άπλωσε το χέρι της και ο Ράντι αφού το μύρισε του έριξε μια γλειψιά και όταν η Αναστασία τον χάιδεψε στο κεφάλι κόντεψε να ξεκολλήσει την ουρά του από τη χαρά του.

«Στεναχωρήθηκα… όχι απλά στεναχωρήθηκα… έκλαψα πολύ όταν έμαθα πως… πως…» πήγε να πει με τρεμάμενη, σχεδόν σπασμένη φωνή.

«Σ’ ευχαριστώ κοριτσάκι μου» της είπα. «Σ’ αγαπούσε πολύ η Αγγελική»

Καθίσαμε σε μια αμήχανη σιωπή ενώ το μυαλό μου άθελά μου πλημμύρισε και πάλι με αναμνήσεις που μου μάτωναν την καρδιά. Προσπάθησα να αλλάξω κουβέντα.

«Φέτος τέλειωνες το λύκειο αν δεν κάνω λάθος, πώς πήγαν οι εξετάσεις;»

«Ένα θα σου πω, Αθήνα σου έρχομαι!» μου δήλωσε χαμογελαστή.

«Πέρασες στη σχολή που ήθελες;» τη ρώτησα.

«Ναι, στο Οικονομικής Επιστήμης!»

«Μπράβο σου!» της είπα.

«Πολύ θα ήθελα να πω ότι διάβαζα χαλαρά και δε στερήθηκα τίποτα αλλά η αλήθεια είναι ότι έβγαλα τα μάτια μου στο διάβασμα!»

«Δεν πιστεύω φουκαριάρα μου να στερήθηκες την πενταήμερη, ε;»

«Όχι βέβαια, όλα έχουν κι ένα όριο!» μου είπε χαμογελαστή. «Αρχές του Σεπτέμβρη θα κατέβουμε Αθήνα με τη μαμά, να πάμε να κλείσουμε σπίτι!»

«Η σχολή είναι ακόμα στο κέντρο;;»

«Ναι, στην Πατησίων»

«Ωραία, πες στην Ελένη ότι δε χρειάζεται να ψάξετε. Θα σας νοικιάσω το δυάρι που έχουμε. Έμενε ένας φοιτητής, Σαλονικιός σαν κι εσένα, και τέλειωσε τον Ιούνη. Θα του κάνω ένα καλό βάψιμο και το σπίτι είναι πλήρως επιπλωμένο και έχει όλες τις ηλεκτρικές συσκευές, αν και φοβάμαι ότι τηλεόραση -αν βλέπεις- θα πρέπει να φέρεις δική σου!»

«Σοβαρά;» με ρώτησε.

«Έλα βρε Αναστασία, θα σου έκανα πλάκα σε κάτι τέτοιο; Το σπίτι είναι στη Κηφισιά, ήσυχο, με δικό του κήπο και πολύ κοντά στον ηλεκτρικό. Θα παίρνεις το τραίνο και θα κατεβαίνεις Βικτώρια. Και αν κάποια στιγμή πάρεις δίπλωμα έχει και θέση πάρκινγκ. Α και έχει και οπτική ίνα, ωστόσο όπως καταλαβαίνεις θα πρέπει να κάνεις νέα σύνδεση.»

«Θα το πω στη μαμά, σήμερα κιόλας!» μου είπε ενθουσιασμένη.

«Αλήθεια, οι γονείς σου δε θα έρθουν;»

«Εδώ είναι!»

«Ωραία! Να τους πεις το βράδυ ότι θα σας κάνω το τραπέζι, αν εννοείται δεν έχετε κανονίσει κάτι»

«Σιγά μην περιμένω το βράδυ! Πάω τώρα! Πετάω!» είπε.

«Ράντι, κάτσε κάτω και μην παίρνεις θάρρος» είπα στο σκύλο μου που έκανε να την ακολουθήσει. Με κοίταξε αποδοκιμαστικά και ξάπλωσε στην άμμο αναστενάζοντας λες και του είχαν πέσει έξω τα καράβια. Η Αναστασία γύρισε ξαναμμένη λίγα λεπτά αργότερα.

«Τους το είπα! Και τους είπα και για το σπίτι που νοικιάζεις! Ωστόσο είπαν ότι έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα εμείς ήμαστε πού πρέπει να κάνουμε σε σένα το τραπέζι και όχι εσύ σε εμάς οπότε μου είπαν ότι είσαι και επισήμως καλεσμένος για το βράδυ» μου είπε με μια ανάσα κοντεύοντας να σκάσει, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. «Μη με κοροϊδεύειιιιιιιιιιιιιις» μου είπε κάνοντάς με να γελάσω ακόμα περισσότερο. Είχα πολύ καιρό να γελάσω με την καρδιά μου. «Τέτοιος είσαι! Πάω να βουτήξω!» μου δήλωσε και πήγε τρέχοντας και έπεσε στα κύματα. Ο Ράντι προσπάθησε να την ακολουθήσει -και τον άφησα- ωστόσο η ντροπή της βουνοπλαγιάς έκλασε μπάμιες όταν τον χτύπησε το κύμα και γύρισε έξω σα βρεγμένη κότα, κάνοντάς με να ξεκαρδιστώ ακόμα περισσότερο.

Τα γέλια μου κόπηκαν μαχαίρι όταν ένα κύμα κατέβασε το πάνω μέρος του μαγιό της Αναστασίας και είδα για πρώτη φορά τα στήθη της τελείως γυμνά. Δεν έχω ξαναδεί πιο όμορφο ζευγάρι στη ζωή μου, μεγάλα, στρογγυλά και στητά με τις ρώγες να πετάνε σαν κουμπιά, περιφρονούσαν τη βαρύτητα κάνοντάς με να κοντέψω να χάσω το φως μου. Η Αναστασία δεν είχε πάρει χαμπάρι αλλά εγώ γρήγορα βρήκα την αυτοκυριαρχία μου και χαμήλωσα τα μάτια μου στην άμμο.

«Αναστασία» της είπα μην τολμώντας να την κοιτάξω. «Το μαγιό σου»

«Αμάν!» είπε όταν συνειδητοποίησε ότι τα στήθη της ήταν έξω. «Ουφ, συγνώμη Αντώνη… σ’ ευχαριστώ που μου το είπες». Με πολύ μεγάλη δυσκολία κατόρθωσα να σηκώσω τα μάτια μου πάνω της. Η ίδια είχε κοκκινήσει σαν ινδιανάκι και αν δεν ένιωθα κι εγώ απίστευτα άβολα με τις καύλες που με έπιασαν και με έκαναν να μην τολμάω να κουνηθώ, θα είχα σκάσει στα γέλια με την αμηχανία της. Αν εξαιρέσεις το κατούρημα κόντευα να ξεχάσω την ύπαρξη του οργάνου μου και το αθέλητο flash της Αναστασίας μου έκανε εμφατική την υπενθύμισή του.

Κάθισα κάμποση ώρα ακίνητος μέχρι το αίμα να αρχίσει να κυκλοφορεί και στο υπόλοιπο σώμα και όταν έπεσε στα φυσιολογικά του μπήκα -for good measure- τρέχοντας μέσα στο νερό και τρακάροντας με ένα μεγάλο κύμα που έπεσε πάνω μου σαν βουνό από τούβλα. Η κρυάδα του νερού με συνέφερε κάπως και αν και ήθελα κι άλλο, βγήκα ξανά προς τα έξω καθώς τα κύματα παραείχαν αρχίσει να γίνονται μεγάλα. Το ίδιο έκανε και η Αναστασία η οποία -τι το ήθελε;- έσκυψε να πιάσει την πετσέτα της και το σαγόνι μου έφτασε ξανά μέχρι την άμμο. Τυλίχτηκα κι εγώ γρήγορα με την πετσέτα μου για να κρύψω ταραχή και καύλες.

«Πάω κι εγώ» με πληροφόρησε. «Η μαμά είπε να έρθεις κατά τις 21:00!»

«Πες στους γονείς σου ότι τους ευχαριστώ πολύ και θα τα πούμε στις 21:00»

Η Αναστασία γύρισε στο σπίτι της ενώ εγώ πήρα τον Ράντι και κάναμε μια μεγάλη βόλτα στην παραλία. Μετά ανεβήκαμε από το δρόμο και περάσαμε από την άλλη μεριά που είχε δέντρα. Ο Ράντι χαρούμενος κατουρούσε ό,τι ήταν ακίνητο και σε μια φάση τον έχασα, χώθηκε μέσα στα δέντρα και τους θάμνους για να κάνει το νο.2, αν αυτό το σκυλί δεν είχε κάποιο θάμνο να του χαϊδεύει τον κώλο ήταν ικανός να τα κρατήσει μέσα του μέχρι να σκάσει. Ρε μπελά που έχουμε βρει! Όπως και να έχει και αυτή τη φορά ο κίνδυνος αποσοβήθηκε οπότε με το Ράντι να με ακολουθεί συνάμενος κουνάμενος, γυρίσαμε προς το σπίτι.

Μπήκαμε μέσα και έκλεισα την γκαραζόπορτα και πήγα στο εξωτερικό ντουζ. Μετά πήρα το λάστιχο και άρχισα να κυνηγάω το Ράντι για να τον βρέξω. Κυνήγι με την γενικευμένη έννοια γιατί με το που άνοιξα το λάστιχο ήρθε και προσπαθούσε ταυτόχρονα να πιει νερό και να το δαγκώσει, έχουν πλάκα τα σκυλιά ώρες-ώρες. Ο φουκαράς λόγω καταγωγής είχε έντονο τρίχωμα οπότε φρόντιζα όπου ήμαστε να τον έχω δροσερό. Είχα αγοράσει μάλιστα από την Κίνα και μια μεγάλη φορητή πτυσσόμενη μπανιέρα, την οποία γέμιζα μέχρι τη μέση με νερό με το Ράντι να χώνεται μέσα της όποτε παραζεσταινόταν. Την έστησα και τη γέμισα και πάλι μέχρι τη μέση και αφήνοντας το Ράντι να μπει μέσα και να πλατσουρίζει σαν ευτυχισμένη φώκια, ανέβηκα στο σπίτι.

Οι καύλες μου είχαν επιστρέψει αγριεμένες και αν και στην αρχή ένιωσα τύψεις, γρήγορα το ξεπέρασα, και τράβηξα μια καλή φέρνοντας στο μυαλό μου την ανάμνηση της Αναστασίας όταν το κύμα της πήρε το μαγιό και την άφησε γυμνόστηθη. Ούτε 5-10 χτυπήματα δεν μου πήρε και ο οργασμός και το χύσιμο ήταν τόσο έντονα που κυριολεκτικά είδα αστεράκια. Μπορεί να είχα χάσει τη γυναίκα της ζωής μου αλλά ακόμα και αν τα μαλλιά μου είχαν σχεδόν ασπρίσει δεν είχα καλά-καλά σαρανταπενταρήσει και το σώμα μου προσπαθούσε να μου υπενθυμίσει πως ό,τι και αν είχε συμβεί, ήμουν ακόμα ζωντανός.

Εκείνη την ημέρα τράβηξα άλλες 4-5 φορές μαλακία, όλες με το ίδιο θέμα: Την Αναστασία όπως το κύμα της είχε πάρει το πάνω μέρος του μαγιό και την Αναστασία όταν έσκυψε να πιάσει την πετσέτα της. Και το αστείο είναι ότι κάπου ένιωθα τύψεις και όσο πιο πολλές τύψεις ένιωθα τόσο περισσότερο καύλωνα και όσο περισσότερο καύλωνα τόσο περισσότερες τύψεις ένιωθα και ο κύκλος επαναλαμβανόταν, μέχρι που οι παλάμες μου κόντεψαν να αποκτήσουν τρίχωμα.

Γύρω στις 18:00 πήρα τον Ράντι και πήραμε το αυτοκίνητο και κατεβήκαμε στην πόλη. Ψώνισα αυτά που ήθελα και σουλατσάραμε. Αν είχε καλό καιρό αύριο το πρωί, θα κατέβαζα το φουσκωτό στην παραλία και θα πήγαινα για ψάρεμα. Είναι κάτι που λάτρευε η Αγγελική μου, από το βράδυ ετοίμαζε το ψυγειάκι με τα πράγματα και αξημέρωτα μπαίναμε μέσα στο φουσκωτό και ανοιγόμασταν βαθιά για να ψαρέψουμε. Άλλες φορές πηγαίναμε σε ερημικές παραλίες που δεν μπορούσαν να προσεγγιστούν από το δρόμο και κάναμε μπάνιο γυμνοί. Κάποιες φορές, είτε σε ψάρεμα είτε σε εκδρομές με τη βάρκα παίρναμε μαζί μας και την Αναστασία, η οποία λάτρευε μια συγκεκριμένη απόμερη παραλία με βράχια όπου της άρεσε να σκαρφαλώνει και να βουτάει, κάτι που την είχε κολλήσει η Αγγελική μου.

Γυρίσαμε και αφήνοντας τον Ράντι στο σπίτι να διαμαρτύρεται, πήγα στο αμέσως διπλανό όπου έμεναν οι παππούδες και οι γονείς της Αναστασίας.

«Γεια σας» τους είπα ανεβαίνοντας στην βεράντα τους.

«Καλώς τον» μου είπε ο Μιχάλης σφίγγοντας μου θερμά το χέρι. Με κοίταξε στα μάτια προσπαθώντας να βρει τα λόγια. Τελικά δεν είπε τίποτα, μόνο έσφιξε τα χείλη και κούνησε το κεφάλι του. Ομοίως και η Ελένη ήρθε και με χαιρέτησε αλλά και εκείνη αφού με καλωσόρισε δεν είπε τίποτε άλλο, απλά μου χάιδεψε απαλά το χέρι ενώ με το άλλο της χέρι σκούπισε βιαστικά ένα δάκρυ που είχε κυλίσει.

«Πώς… πώς είσαι;» με ρώτησε όταν καθίσαμε.

«Ήταν δύσκολο» παραδέχτηκα. «Ακόμα είναι, καμιά φορά ξεχνιέμαι… να βλέπω πχ κάτι αστείο στον υπολογιστή και πάω να τη φωνάξω για να της το δείξω… Αλλοίμονο από εμάς που μείναμε πίσω, Λενιώ μου»

Όταν είχαμε μάθει για τον καρκίνο της Αγγελικής η Ελένη ήταν από τους πρώτους που πήραμε τηλέφωνο προκειμένου να μας συστήσει κάποιον ογκολόγο. Δεν προλάβαμε να κάνουμε και πολλά, η αρρώστια την πήρε μέσα σε δύο μόλις μήνες. Ήμουν σα ζόμπι, σαν κάποιος εξωτερικός παρατηρητής του εαυτού μου. Είχα μουδιάσει  σε τέτοιο βαθμό, το κενό που είχε αφήσει ήταν τόσο τεράστιο που με είχε αφήσει σαν παρατημένη μαριονέτα. Δεν θα έτρωγα και δεν θα έπινα αν δεν με τάιζε και δεν με πότιζε με το ζόρι η αδερφή μου. Τα μαλλιά μου άσπρισαν μέσα σε λίγες μέρες, κάποτε πίστευα πως αυτό ήταν απλά μια έκφραση και όμως το έζησα ο ίδιος. Έζησα από κεκτημένη ταχύτητα, έζησα γιατί η αδερφή μου και οι φίλοι μου δεν με άφησαν να πεθάνω.

Μου πήρε δύο μήνες να συνέλθω και να βγω από την καταληψία στην οποία είχα πέσει. Μην έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνω ρίχτηκα με τα μούτρα στη δουλειά και δεν θα έπαιρνα άδεια αν δεν είχε έρθει ο ίδιος ο CEO να με βγάλει σχεδόν με τις κλωτσιές από το γραφείο. Την πρώτη χρονιά απλά κάθισα σπίτι μην κάνοντας τίποτα. Φέτος -αν και με δυσκολία- αποφάσισα να συνεχίσω τη ζωή μου από εκεί που την είχα αφήσει.

Αλλοίμονο σ’ εμάς που μείναμε πίσω.

Ένα βήμα τη φορά.

«Συγχαρητήρια για την Αναστασία!» τους είπα αλλάζοντας θέμα. «Σας το είπε νομίζω, έ;»

«Ναι μας το είπε…» είπε ελαφρά διστακτικά η Ελένη.

«Παιδιά, δεν ακούω κουβέντα. Σιγά μην αφήσω τους φίλους μου να στείλουν το παιδί τους σε καμιά τρύπα στο κέντρο που θα την πληρώνουν χρυσάφι. Και δε θα χρειαστεί να πληρώσετε δεκάρα για έπιπλα και ηλεκτρικές συσκευές, το διαμέρισμα έχει τα πάντα. Και όταν θα έρχεστε να τη δείτε δε θα χρειάζεται να είστε ο ένας πάνω στον άλλον, το διαμέρισμα έχει δύο δωμάτια, ξεχωριστό σαλόνι και κουζίνα.»

«Σ’ ευχαριστούμε βρε Αντώνη» είπε ο Μιχάλης.

«Πού ακριβώς είναι το σπίτι;» ρώτησε η Ελένη ούσα πιο πρακτική.

«Στην Βασιλίσσης Αμαλίας, 50 μέτρα πάνω από το σταθμό στην Κηφισιά. Το διαμέρισμα που θα μείνει η Αναστασία είναι στο δεύτερο όροφο, μέχρι τον Ιούνη έμενε ένας άλλος φοιτητής. Έχει βεράντα και μπαλκόνι. Είναι μικρό για οικογένεια και από το να μείνει άδειο ή να το νοικιάσω σε κάποιον άγνωστο, χίλιες φορές σε εσάς. Και εννοείται ότι θα σας το αφήσω πολύ πιο φτηνά απ’ ότι μια άθλια τρύπα στο κέντρο της Αθήνας. Το μέρος είναι ήσυχο, όπως σας είπα είναι 50 μέτρα -και πολλά λέω- από το σταθμό και σχεδόν δίπλα έχει και το Θανόπουλο της Κηφισιάς για να κάνει τα ψώνια της.»

«Εντάξει!» είπε η Ελένη χαμογελώντας. «Sold!»

Εκείνη την ώρα ήρθε να μας βρει και η Αναστασία.

«Πες γεια στο νέο σου σπιτονοικοκύρη» της είπε ο πατέρας της και η Αναστασία σχεδόν χοροπήδησε από τη χαρά της.

«Φουκαριάρα μου, το καλό που σου θέλω να έχεις το μυαλό σου στο διάβασμα» την ψευτοαπείλησα.

«Τι, δε θα κάνω rave parties?» είπε πειρακτικά.

«Αν θες να σε αφαλοκόψω πρώτα εγώ και μετά οι γονείς σου be my guest» της είπα χαμογελώντας.

«Θα απαντήσω με λόγια μεγάλων ανδρών: Αυτοί είστε, που λέει και ο σύντροφος Κουτσούμπας!» μας είπε κάνοντάς και τους τρεις μας να σκάσουμε στα γέλια.

«Ορίστε, ακόμα δεν βγήκε από το αυγό της και μας έγινε αναρχοκομμουνίστρια!» είπε η Ελένη.

«Εμπρός της γης οι κολασμένοι!» άρχισε να τραγουδάει η Αναστασία προκαλώντας ένα νέο γύρο γέλιου.

«Μιχάλη, το πρωί αν έχει πέσει η θάλασσα θα βγάλω τη βάρκα για ψάρεμα. Ψήνεσαι;»

«Χμμμ, τι ώρα;»

«Ε, γύρω στις 06:00 λέω!»

«Αν πιάσεις ψάρια ευχαρίστως να τα ψήσουμε, εγώ θα προτιμήσω να μείνω ωμός. Άκου 06:00! Μπρρρ, από το στρατό έχω να σηκωθώ τέτοια ώρα.»

«Βρε ψεύταρε, πριν ένα μήνα που πήγες Γερμανία στις 05:00 δεν ξύπνησες;» τον ρώτησε η Ελένη.

«Να ξυπνήσω από τ’ αξημέρωτα για δουλειά πάει στο διάβολο. Να ξυπνήσω το λόχο ενώ είμαι σε διακοπές, ευχαριστώ δε θα πάρω!»

«Ελένη, εσύ ψήνεσαι;»

«Άμα πάμε κατά τις 09:00, ψήνομαι!»

«Βρε άμα πάμε τέτοια ώρα θα μας νταλακιάσει ο ήλιος. Η ιδέα είναι γύρω στις 10:00 να ήμαστε πίσω, όχι να ξεκινάμε!»

«Έρχομαι εγώ!» είπε η Αναστασία. «Άστους, δεν ξέρουν τι χάνουν!»

Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελα να ξεμοναχιαστώ με την πιτσιρίκα στη βάρκα αλλά από την άλλη δεν είχα και κάποιο λόγο να αρνηθώ. Όσο ζούσε η μακαρίτισσα, η Αναστασία μας είχε συνοδεύσει κάμποσες φορές και σε ψάρεμα και σε βαρκάδες.

«Στις 06:00 να είσαι στην παραλία! Επιστροφές εισιτηρίων δεν γίνονται δεκταί!» την πείραξα. «Μιχάλη, Ελένη, είστε σίγουροι ότι δε θέλετε να έρθετε;»

«Σιγουρότατοι» απάντησε ο Μιχάλης. «Αν πιάσεις ψάρια δε θα πούμε όχι να μας κάνεις το τραπέζι!»

«Εμ βέβαια, όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη!» τον πείραξε η Ελένη. Αναστέναξα γιατί το αλληλοπείραγμά τους μου θύμισε τις όμορφες στιγμές με την Αγγελική μου, έτσι πειραζόμασταν και εμείς.

Η βραδιά κύλισε όμορφα και γύρω στις 23:00 τους αποχαιρέτησα γιατί για να βγάλω τη βάρκα το πρωί στις 06:00 εγώ θα έπρεπε να έχω σηκωθεί από τις 05:00. Είχε πέσει τελείως ο αέρας και η θάλασσα είχε ηρεμίσει. Όταν γύρισα σπίτι άνοιξα το tablet και διάβασα την πρόγνωση η οποία ήταν εξαιρετική. Κατέβηκα στον κήπο και κάθισα με τον Ράντι μέχρι τις 12:00 οπότε τον άφησα να κοιμάται του καλού καιρού και ανέβηκα στο σπίτι. Ξάπλωσα στο κρεββάτι και με την χαρτοπετσέτα ανά χείρας μπουμπούνισα άλλο ένα γρόθο έχοντας την Αναστασία στο μυαλό μου.

Στις 05:00 το πρωί το ξυπνητήρι με έβγαλε βίαια από τον ύπνο μου. Είχα γεμίσει αποβραδίς το ψυγειάκι με νερά, τρία κουτιά αναψυκτικά και άλλα τρία κουτιά μπύρα. Έφτιαξα στα γρήγορα μερικά καναπεδάκια με γαλοπούλα, τυρί και ντοματίνια και στη συνέχεια έφτιαξα και γαλλικό καφέ για να έχω μαζί μου. Όταν τελείωσα κατέβηκα στον κήπο και έβαλα φαγητό στον Ράντι και εκτός από τη μπανιέρα του του γέμισα και δύο μεγάλες λεκάνες με νερό. Ξανασύνδεσα το τρέιλερ με τη βάρκα και αργά και προσεκτικά βγήκα έξω και κατέβηκα 40 μέτρα πιο κάτω όπου -το τζιπ τουλάχιστον- μπορούσε να κατέβει στην άμμο. Έκανα προσεκτικά όπισθεν και όταν η ρόδα του τρέιλερ μπήκε στο νερό, κατέβηκα και έλυσα τη βάρκα και την έσπρωξα μέσα. Όταν κατέβηκε την τράβηξα με το χέρι προς την παραλία και την άφησα μισή μέσα, μισή έξω. Γύρισα πίσω και έβαλα το αυτοκίνητο μέσα στον κήπο βάζοντας το τρέιλερ προσεκτικά στην άκρη.

Μετά έκανα βόλτες προς τη βάρκα, πρώτα πηγαίνοντας το ψυγειάκι και τα σύνεργα του ψαρέματος. Όταν τελείωσα κόντευε να πάει 06:00. Ανέβηκα στη βάρκα έτοιμος να ξεκινήσω πιστεύοντας ότι η Αναστασία το ξέχασε ή την πήρε ο ύπνος αλλά εκείνη τη στιγμή κατέβηκε στην παραλία λυγιστή και κουνιστή.

«Καλημέρα!» της είπα. «Πού είναι το καπέλο σου;»

«Καλημέρα! Εδώ το έχω, στην τσάντα!» μου είπε και την άνοιξε και μου το έδειξε.

«Ωραία, έμπα μέσα να ξεκινήσουμε!» της είπα.

«Μπρρρ κρύο είναι!» είπε όταν πάτησε το νερό.

«Έλα βρε κρυουλιάρα άσε τη γκρίνια, μια χαρά είναι!» την ψευτομάλωσα.

Η Αναστασία άφησε τις διαμαρτυρίες και ανέβηκε στη βάρκα. Άνοιξε την τσάντα της και μου έβγαλε ένα θερμός.

«Σου έχω φτιάξει και καφέ, latte μέτριο με γάλα!» μου είπε.

«Προσλαμβάνεσαι!» της είπα χαμογελαστός.

Έβαλα μπρος τη μηχανή και ανοιχτήκαμε. Η θάλασσα ήταν λάδι. Σταματήσαμε σε ένα σημείο και αφήσαμε τη βάρκα στο χαμηλό ρεύμα. Δόλωσα τα αγκίστρια και προσεκτικά -φουσκωτό γαρ- πετάξαμε το τσαπαρί κρατώντας ο καθένας το δικό του καλάμι. Μας ήθελε σήμερα, μέχρι και γόπες βγάλαμε εκτός από σαφρίδια και κολιούς αλλά σχεδόν όλα ήταν μικρού μεγέθους οπότε τα ξεαγκιστρώναμε προσεκτικά και τα αφήναμε στο νερό να γυρίσουν στους φίλους τους να διηγηθούν την τρομακτική εμπειρία που περάσανε. Είχε πάει κοντά 09:00 και δεν είχαμε πιάσει ούτε ένα ψάρι της προκοπής.

«Μας βλέπω να περνάμε από τον ψαραγορά για να κρατήσουμε τα προσχήματα» είπα στην Αναστασία.

«Έχω μια καλύτερη ιδέα, πάμε στον Ερημίτη;»

«Γιατί όχι; Πάρε τους γονείς σου να τους το πεις για να μην ανησυχούν που θ’ αργήσουμε.»

«Αμέ!» είπε και έβγαλε το κινητό της. «Έλα μαμά, θα πάμε στον Ερημίτη. Πιάσαμε αλλά τα πετάξαμε μέσα, ήταν μικρούλια. Αμέ, θα του το πω! Φιλιά!» είπε και έκλεισε και μετά γύρισε προς τα μένα. «Η μαμά είπε το μεσημέρι να φάμε παρέα, θα πάνε να πάρουν ψάρια με το μπαμπά!»

«Είμαστε οι ντροπές των ψαράδων» της είπα.

«Ναι αλλά θα κάνουμε βουτιές στον Ερημίτη!»

«Είναι και αυτό!» είπα και έβαλα μπρος τη μηχανή. Σαράντα λεπτά αργότερα ήμασταν στον Ερημίτη που για σήμερα δικαίωνε το όνομά του, ερημιά και ο χάρος. Στην παραλία αυτή μπορείς να φτάσεις είτε με πολύ περπάτημα, είτε με βάρκα ή πλοιάριο που κάνει εκδρομές. Σταμάτησα τη βάρκα σε απόσταση περίπου 20 μέτρων από την παραλία και έριξα την άγκυρα. Η Αναστασία πέταξε τα ρούχα της σε χρόνο ρεκόρ και έμεινε με το μαγιό, κάνοντάς με να ξεροκαταπιώ.

«Αέρααααααααα» είπε και βούτηξε στη θάλασσα βγαίνοντας μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. «Μπρρρρρρ!» είπε και απομακρύνθηκε με σταθερές απλωτές προσπαθώντας να ζεσταθεί. Έβγαλα κι εγώ τη μπλούζα και το σορτσάκι μου και βούτηξα κι εγώ, το νερό δεν ήταν ιδιαίτερα κρύο, για την ακρίβεια θα το προτιμούσα πιο κρύο για να κατεβάσει τη θερμοκρασία μου που είχε χτυπήσει κόκκινα στη θέα της Αναστασίας με το μαγιό, but beggars can’t be choosers.

Η Αναστασία ανέβηκε στα βράχια και άρχισε τις βουτιές. Τη δεύτερη φορά βγήκε πάλι χωρίς το από πάνω της αλλά το πήρε χαμπάρι μόνη της γρήγορα ενώ εγώ έκανα ότι κοίταζα αλλού. Κοίταξα το ρολόι μου, κόντευε να πάει 10:00.

«Αναστασία!» της φώναξα. «Έλα σε παρακαλώ να βάλεις αντηλιακό!»

«Ναι μπαμπά!» μου είπε πειρακτικά αλλά ήρθε υπάκουα και ανέβηκε χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια στη βάρκα. «Μου το απλώνεις στην πλάτη σε παρακαλώ;» με ρώτησε κάνοντάς με να ξεροκαταπιώ. Την ψέκασα στην πλάτη και της άπλωσα προσεκτικά το αντηλιακό και προσπαθώντας να μη φανεί πόσο απίστευτα ερεθισμένος ήμουν.

«Έτοιμη» της είπα.

«Εσύ δε θα βάλεις;» με ρώτησε.

«Έχω βάλει» της είπα και της έδειξα τους ώμους και το στέρνο μου.

«Γύρνα να σου βάλω στην πλάτη» μου είπε. Όταν τα δάχτυλά της με άγγιξαν ένιωσα σχεδόν σα να με διαπερνάει ηλεκτρικό ρεύμα, άμα συνεχίζαμε έτσι θα είχαμε πολύ άσχημα ξεμπερδέματα. «Έτοιμος!» μου είπε όταν τελείωσε. «Πάω για βουτιές!» συνέχισε και βούτηξε στο νερό. Εγώ κάθισα μέσα γιατί με τις καύλες που είχα δεν ήμουν για να σηκωθώ αν δεν άφηνα να περάσει λίγη ώρα.

Τελικά καθίσαμε εκεί μέχρι τις 13:00, οπότε αφήνοντάς την να οδηγήσει εκείνη, πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Όταν φτάσαμε, τραβήξαμε τη βάρκα έξω στην παραλία. Πήρε την τσάντα της και τα σύνεργα του ψαρέματος για να μην πηγαινοέρχομαι, ενώ εγώ πήρα το ψυγειάκι, που όπως το πήρα έτσι το έφερα, και επιστρέψαμε.

Η Ελένη με τον Μιχάλη έφυγαν την Κυριακή το πρωί, η Αναστασία θα καθόταν μέχρι τις αρχές Σεπτέμβρη και μετά θα γυρνούσε και εκείνη Θεσσαλονίκη για να ετοιμαστεί ώστε να κατέβει Αθήνα για να ξεκινήσει τη σχολή της. Αν και όπως πάντα ήμουν φιλικός μαζί της προσπαθούσα όσο μπορούσα να την κρατάω σε απόσταση καθώς η μικρή εξακολουθούσε να έχει δαγκωμένη τη λαμαρίνα με την αφεντιά μου και πλέον δεν υπήρχε το προστατευτικό buffer της Αγγελικής. Χώρια που δεν ήταν πια κοριτσάκι, ήταν ολόκληρη γυναίκα και μάλιστα εντυπωσιακή.

Ωστόσο δεν είχα λόγους να αρνούμαι την παρουσία της χωρίς να καρφωθώ ότι προσπαθώ να την αποφύγω και έτσι πήγαμε ξανά και βαρκάδες και μακρινούς περιπάτους με εμένα και τον Ράντι ο οποίος την είχε λατρέψει. Οι μέρες πέρασαν γρήγορα και έφτασε η μέρα που θα έπρεπε να επιστρέψω Αθήνα. Πήγα από τους παππούδες της να τους χαιρετίσω και όταν γύρισα στο σπίτι η Αναστασία με πρόφαση να δει τον Ράντι με ακολούθησε. Ενώ εκείνη ήταν κάτω με τον Ράντι εγώ έκανα μια τελευταία επιθεώρηση για να βεβαιωθώ ότι δεν είχα ξεχάσει τίποτα και κατέβηκα στον κήπο.

«Όλα εντάξει, δεν ξέχασα τίποτα!» είπα και άνοιξα την πίσω πόρτα του τζιπ για να μπει μέσα ο Ράντι. «Λοιπόν, Αναστασία, εδώ θα σε χαιρετίσω και θα τα πούμε σε λίγες εβδομάδες στην Αθήνα.» Η μικρή ήρθε και με πήρε αγκαλιά και δεν έβαλα στο μυαλό μου κάτι πονηρό. Εκείνη ωστόσο με έσφιξε πάνω της και αντί να με φιλήσει στο μάγουλο με φίλησε στο στόμα κάνοντάς με να κοκκαλώσω για μερικά δευτερόλεπτα. Βρήκα την αυτοκυριαρχία μου και την έσπρωξα απαλά. «Θα μου λείψεις» μου είπε και έκανε μεταβολή και έφυγε σχεδόν τρέχοντας ενώ εγώ πάλευα να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί.

Γύρισα και κοίταξα πανικόβλητος αλλά ευτυχώς τα δύο διπλανά μπαλκόνια, αριστερά και δεξιά, που θα μπορούσαν να δουν μέσα στον κήπο ήταν άδεια. Είχα φορτώσει αποβραδίς τη βάρκα στο trailer και την είχα αφήσει στην άκρη της παραλίας, σε σημείο που και δεν εμπόδιζε αλλά και μπορούσα να μπω με το αυτοκίνητο για να την πάρω.

Ούτε που κατάλαβα πως γύρισα Αθήνα, το ομολογώ. Το μυαλό μου είχε μουδιάσει παντελώς με αυτό που έγινε το πρωί στην αυλή, δεν είχα προλάβει να το επεξεργαστώ. Και όχι τίποτε άλλο αλλά σε μερικές εβδομάδες η σουσουράδα θα κατέβαινε να μείνει μαζί μου… δηλαδή όχι ακριβώς μαζί μου, αλλά στο διαμέρισμα που θα της νοίκιαζα, ακριβώς κάτω από εμένα. Και τι να έλεγα και πώς να το έλεγα στους δικούς της να βρουν άλλο μέρος; Και το ακόμα χειρότερο είναι ότι το μέρος του μυαλού μου που έπλαθε ερωτικές φαντασιώσεις με την Αναστασία άρχισε να παίρνει θάρρος γεμίζοντάς το υπόλοιπο του εαυτού μου με τύψεις.

Θα ήταν χοντρό ψέμα αν δεν παραδεχόμουν ότι θα ήθελα να την βάλω κάτω και να την πάρω με όλους τους δυνατούς και αδύνατους τρόπους. Από την άλλη εγώ ήμουν 45 και χήρος και εκείνη μόλις είχε κλείσει τα 18της, οι γονείς της ήταν φίλοι μου και με εμπιστευόντουσαν, πώς ήταν δυνατόν να σκέφτομαι τέτοια πράγματα για μια κοπελίτσα που όσο ζούσε η Αγγελική την έβλεπα σχεδόν σαν κόρη μου; Δεν έχω ψευδαισθήσεις, δεν είμαι άγγελος, στη δουλειά που κάνω και στη ζωή που έχω δεν μπορείς να σταθείς αν δεν διαθέτεις μια πολύ γερή δόση κυνισμού αλλά είναι διαφορετικό πράγμα να είσαι κυνικός και ανελέητος στον εργασιακό χώρο και διαφορετικό πράγμα να είσαι έτσι και στην προσωπική σου ζωή. Αλλά από την άλλη αν είχα εύκολες τις τύψεις δε θα ήμουν εδώ που είμαι. Δεν είναι ότι δεν νιώθω, είναι ότι δεν τις αφήνω να μπαίνουν εμπόδιο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι τύψεις λειτουργούσαν σαν αφροδισιακό, όσο πιο πολύ με έπιαναν στη σκέψη του τι θα ήθελα να κάνω με την Αναστασία, τόσο περισσότερο με καύλωνε η ιδέα, και εδώ δημιουργούνταν ένα feedback loop που κόντευε να με κάνει να βγάλω τρίχες στις παλάμες.

Όπως και να έχει, 23 του Σεπτέμβρη που θα ερχόντουσαν, το διαμέρισμα που θα έμενε η Αναστασία ήταν έτοιμο. Τα χρήματα δε μου λείπουν και δεν έκανα τσιγκουνιές, μέχρι και καινούργια στρώματα πήρα για τα δύο κρεββάτια, πετώντας τα παλιά. Εκτός από τα βαψίματα, όλες οι ηλεκτρικές συσκευές ελέγχθηκαν εξονυχιστικά και έκανα και συντήρηση στα air-condition, ο κάθε χώρος είχε το δικό του. Οι τιμές των ενοικίων ήταν εξωφρενικές και η αλήθεια είναι ότι το διαμέρισμα ήταν τέτοιο που μπορούσα για πλάκα να ζητήσω πάνω από 8 κατοστάρικα και οι γονείς της Αναστασίας κάθε άλλο παρά οικονομικό πρόβλημα έχουν. Ωστόσο κρατώντας το λόγο μου θα ζητούσα πολύ χαμηλό ενοίκιο, όχι πάνω από 400 ευρώ.

Δεδομένου ότι το σπίτι ήταν επιπλωμένο είπα στην Ελένη -που θα κατέβαινε μαζί με την Αναστασία- να μην έρθουν με αυτοκίνητο από Θεσσαλονίκη αλλά με αεροπλάνο και αν είχαν πολλά μπαγκάζια να τα έχωναν στο τραίνο. Σάββατο πρωί θα κατέβαινα να τις πάρω εγώ από το αεροδρόμιο και αφού έβλεπαν το σπίτι θα τις κατέβαζα εγώ με το αυτοκίνητο να κάνουν όσα ψώνια χρειάζονταν. Πράγματι, στις 08:00 το πρωί του Σαββάτου ήμουν στο αεροδρόμιο. Η πτήση έφτασε χωρίς καθυστέρηση.

«Καλωσήρθατε και επισήμως στην Αθήνα» τους είπα.

«Καλώς σε βρήκαμε» είπε η Ελένη ενώ η Αναστασία χαμογέλασε ντροπαλά.

«Πότε ξεκινάς τα μαθήματα;» τη ρώτησα.

«Αρχές Οκτώβρη ξεκινάμε αλλά πρέπει να κάνω ένα σωρό εξετάσεις» είπε η Αναστασία.

«Όλα θα γίνουν, μην ανησυχείς.»

«Αυτό της λέω κι εγώ» είπε η Ελένη. Πήρα τη μια βαλίτσα -μα τι διάολο, τούβλα κουβαλούσε;- ενώ η Ελένη έσουρνε μια δεύτερη βαλίτσα και η Αναστασία είχε ένα σάκο στον ώμο και μια τρίτη βαλίτσα στο χέρι. «Άστα να πάνε, άλλο ένα εισιτήριο πληρώσαμε σχεδόν!» είπε.

«Τι, χωρίς τα βιβλία μου θα κατέβαινα;» παραπονέθηκε η Αναστασία.

«Αντώνη, χρειάζεται να πάρουμε και ένα laptop» είπε η Ελένη.

«Μην ανησυχείτε, έχω γνωστό στον Κωτσόβολο. Θα πάμε να τον πάρουμε από εκεί, θα του πω μάλιστα να μου προτείνει ο ίδιος κάποιον!»

«Έχω βρει ποιον θέλω!» μου δήλωσε η Αναστασία.

«Εντάξει, θα πάμε και θα βρούμε» την καθησύχασα. «Άντε, πάμε και σε περιμένει και το φιλαράκι σου» της είπα.

«Ποιο φιλαράκι μου;» με ρώτησε γεμάτη απορία.

«Ο Ράντι βρε!»

«Αχ, ο Ραντουλίνος! Μου έχει λείψει!»

Σε μισή ώρα ήμασταν Κηφισιά. Έβαλα το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ και ανεβήκαμε στο δεύτερο όροφο να τους δείξω το διαμέρισμα και, αν κρίνω από τις αντιδράσεις τους, ξετρελάθηκαν αμφότερες κάνοντάς με να χαμογελάσω με τον ενθουσιασμό της Αναστασίας.

«Είναι υπέροχο! Υπέροχο!» φώναζε ξανά και ξανά. Γνωρίζοντας τα γούστα της το είχα βάψει σε διάφορες ανοιχτές αποχρώσεις του μωβ το οποίο λάτρευε. Η ανακαίνιση δεν είχε μείνει απλά στο βάψιμο και στη συντήρηση των ηλεκτρικών συσκευών, είχα λουστράρει και την κουζίνα και τη βιβλιοθήκη στο σαλόνι. Το διαμέρισμα το είχε διακοσμήσει η Αγγελική μου βάζοντας όλη της την τέχνη, διακοσμήτρια γαρ. Όλα τα έπιπλα ήταν μοντέρνα και με γούστο σε απαλά χρώματα. Αφήσαμε την Αναστασία να χοροπηδάει σαν κατσίκι τριγυρίζοντας όλο το σπίτι, μένοντας μόνος μου με την Ελένη.

«Αισθάνομαι σχεδόν άσχημα να σου δίνουμε μόνο 400 το μήνα. Θα μπορούσες να ζητήσεις τα διπλάσια και βάλε!»

«Δεν μου λείπουν τα χρήματα, Λενιώ μου» της είπα. «Από το να μπει κάποιος άγνωστος, χίλιες φορές προτιμότερο να το νοικιάσω σε εσάς.»

«Internet?” ρώτησε η Αναστασία που επέστρεψε φουριόζα στο σαλόνι.

«Το σπίτι έχει έτοιμη υποδομή για οπτική, το μόνο που χρειάζεται είναι να περάσουμε από ένα Γερμανό να κάνετε αίτηση.»

«Cosmote;» με ρώτησε η Ελένη.

«Δική τους είναι η ίνα, γενικά εγώ προτιμώ να έχω πάροχο αυτόν που δίνει και τη δικτυακή υποδομή αλλά αν θέλετε μπορείτε να επιλέξετε άλλον ή ακόμα και να πάρετε δίκτυο από εμένα, μένω ακριβώς από πάνω και έχει καλό σήμα. Να δείτε!» τους είπα και τους έδειξα το κινητό που το WiFi του είχε τέσσερις μπάρες. «Οπτική έχω κι εγώ οπότε η ταχύτητα δεν είναι πρόβλημα, ειδικά αν το κινητό σου ή το laptop σου υποστηρίζει WiFi-6»

«Α, μη μου αρχίζετε τα κινέζικα!» είπε η Ελένη.

«Λοιπόν, σας αφήνω να τακτοποιηθείτε. Όταν είστε έτοιμες πείτε μου που θέλετε να σας πάω να κάνετε ψώνια»

Τις άφησα και επέστρεψα στο διαμέρισμά μου. Βγήκα στη βεράντα να συνεχίσω τον καφέ μου, χαζολογώντας στο tablet. Μία, μιάμιση ώρα αργότερα με πήρε τηλέφωνο η Ελένη.

«Το σπίτι τα έχει σχεδόν όλα, απλά αν δεν σου κάνε κόπο θα ήθελα να πεταχτούμε από ένα ΙΚΕΑ να πάρουμε διάφορα μικροπράγματα»

«Αμέ, πολύ ευχαρίστως! Δε μου λες, έχεις πιει καφέ;»

«Όχι!» μου είπε με φωνή γεμάτη απελπισία.

«Ωραία, πάμε εδώ στην Πολιτεία να πιούμε ένα καφέ σαν άνθρωποι και μετά σας πάω στα ΙΚΕΑ»

«Ερχόμαστε! Πετάμε!»

«Βασικά στον κήπο πρέπει να κατέβετε» της είπα και έκλεισα το τηλέφωνο.

Όταν κατεβήκαμε κάτω μας περίμενε καμαρωτός ο Ράντι που προηγουμένως ένας θεός ξέρει που είχε εξαφανιστεί, η ντροπή της τούντρας. Το τι χαρές έκανε όταν είδε την Αναστασία δεν λέγεται και όχι τίποτε άλλο αλλά η Αναστασία είναι λίγο παραπάνω από τα μισά κιλά του, παραλίγο να τη ρίξει κάτω πάνω στη χαρά του.

«Κάτσε καλά βρε ντροπή της ρούγας» τον ψευτομάλωσα και ο Ράντι με γαύγισε αποδοκιμαστικά. Και μετά το ξανασκέφτηκε καλύτερα και ανέβηκε πάνω μου να χορέψουμε βαλς. «Κάτσε καλά βρε κοπρόσκυλο» προσπάθησα να τον ηρεμίσω ενώ Ελένη και Αναστασία κόντεψαν να κατουρηθούν από τα γέλια ενώ ο Ράντι μου έγλειφε ευτυχισμένος το αριστερό μου αυτί, του έχει μια ιδιαίτερη αδυναμία. Όπως είπα είναι εκπαιδευμένος οπότε όταν άνοιξα την γκαραζόπορτα ο Ράντι κάθισε δίκην τροχονόμου αριστερά από την πόρτα. Βγήκαμε και στρίψαμε δεξιά στην Όθωνος και στο φανάρι έστριψα αριστερά για να πάμε Πολιτεία. Βρήκα να παρκάρω σχεδόν έξω από το best friends, είχε όμορφη μέρα και καθίσαμε στον κήπο.

«Τι κάνει ο Μιχάλης;» τις ρώτησα όταν παραγγείλαμε τους καφέδες μας.

«Καλά είναι, είχε πάει Λονδίνο την προηγούμενη εβδομάδα, προχθές γύρισε.»

«Όμορφο είναι το Λονδίνο!» της είπα.

«Σάμπως και το χάρηκε; Για δουλειά πήγε και είχε και κωλόκαιρο.»

«Εσύ έχεις ανοίξει κανονικά, ε;» τη ρώτησα αναφερόμενη στο ιατρείο της, η Ελένη είναι καρδιολόγος.

«Ναι. Δε μου λες εσύ, έχεις κάνει τις εξετάσεις σου;»

«Ναι μαμά» της είπα πειρακτικά. «Τις κάνω κάθε χρόνο»

«Έτσι μπράβο, θα πρέπει να προσέχεις στην ηλικία σου!»

«Ορίστε, είχε δεν είχε με λέει γέρο» είπα.

«Αντώνη, σταμάτα τις σάχλες» με μάλωσε η Ελένη. Η Αναστασία είχε συνέχεια το βλέμμα της καρφωμένο πάνω μου, το άλλαζε μόνο όταν γύριζα να την κοιτάξω. «Α, καλά…» σκέφτηκα μέσα μου.

Ήπιαμε τα καφεδάκια μας και κατά τις 13:00 σηκωθήκαμε και κατεβήκαμε στα ΙΚΕΑ, στο αεροδρόμιο. Ευτυχώς που κάνω πεζοπορία αλλιώς θα μου είχε πέσει το νεφρό, πρέπει να κάναμε κάμποσα χιλιόμετρα. Δεν πήραν πολλά πράγματα πάντως, κάτι πετσέτες, κάμποσα διακοσμητικά μαξιλάρια -μα τι μανία είναι αυτή που έχουν ορισμένες γυναίκες με δαύτα;- και διάφορα άλλα ψιλομπιχλιμπίδια για τακτοποίηση ρούχων, παπουτσιών κλπ. Α επίσης πήραν και κάμποσα πιάτα και ποτήρια και ανάθεμα και αν κατάλαβα το γιατί, η κουζίνα είχε απ’ όλα, μέχρι και χύτρα ταχύτητος.

Όταν επιστρέψαμε περάσαμε πρώτα από το mega-Κωτσόβολο στην Εθνική ώστε να παραγγείλει το laptop που ήθελε.

«Καλά βρε κορίτσι μου, τι το θέλεις τόσο ακριβό laptop;»

«Ε, τι, να μην παίζω κανένα παιχνίδι;»

«Και είναι ανάγκη να έχει την 4090 και Intel I9-13900ΗΧ;»

«Μου αρκούσε και η 4070 αλλά το μοντέλο με δαύτην δεν έχει ξεκλείδωμα με iris και αποτύπωμα!»

Εγώ πάντως, όσο οικονομική επιφάνεια και αν έχω, 5000 για laptop δε θα έδινα. Θα μου πεις εγώ δεν είμαι 18χρονη ενθουσιασμένη κοπελίτσα και εδώ που τα λέμε τα χρήματα δεν τους λείπουν και όχι τίποτε άλλο αλλά είχε περάσει και πρώτη στη σχολή της οπότε κάπου τους καταλαβαίνω που δεν ήθελαν να της χαλάσουν το χατίρι. Και να πεις ότι έμειναν στο laptop; Πήραν και μια 50άρα τηλεόραση για το σαλόνι, με όλα της τα σέα και τα μέα. Δεν βλέπω τηλεόραση οπότε δεν το κατέχω το σπορ.

Δεν ξέρω, εμένα το όλο σκηνικό μου φάνηκε too much αλλά κράτησα το στόμα μου κλειστό, δική τους είναι η κόρη. Τουλάχιστον η Αναστασία θα μένει για τα επόμενα χρόνια σε ήσυχη και ασφαλή περιοχή. Το laptop θα το έφερναν σε μερικές μέρες, δεν το είχαν στο κατάστημα, ωστόσο την τηλεόραση την είχαν. Δεν ήταν ιδιαίτερα βαριά αλλά μιας και το πορτπαγκάζ ήταν γεμάτο, την βάλαμε στην πλάτη του πίσω καθίσματος. Δεν ήταν ιδιαίτερα βολική η επιστροφή για την Αναστασία αλλά η απόσταση δεν ήταν και μεγάλη, 5-6 χιλιόμετρα και αν, από το Mega Κωτσόβολο της Εθνικής μέχρι το σπίτι στην Κηφισιά.

Όταν γυρίσαμε τις βοήθησα να ξεφορτώσουν και μετά, μαμά και κόρη, πετάχτηκαν στον Θανόπουλο για να ψωνίσουν, καθώς όπως μου δήλωσαν θα μου έκαναν το τραπέζι. Τα κλειδιά τους τα είχα δώσει οπότε ανέβηκα στο σπίτι μου και έκανα ένα γρήγορο ντουζ για να ξεπλύνω τον ιδρώτα. Ο Ράντι μου γαύγισε από κάτω και κατέβηκα και του άνοιξα την πόρτα και ανεβήκαμε παρέα από τις σκάλες. Έχοντας γίνει χαζομπαμπάς στα γεροντάματα -και έχοντας έντονη ανάγκη για παρέα- ο Ράντι έμενε μαζί μου και όταν πήγαινα δουλειά -ανάλογα με τα κέφια του- είτε έμενε στη βεράντα είτε κατέβαινε μαζί μου και καθόταν στον κήπο. Από την άλλη με μέγεθος γαϊδάρου, ατσούμπαλος και τριχωτός δεν θα τον έλεγες ιδανικό για σπίτι αλλά αυτά ήταν ψιλά γράμματα, το ρομποτάκι και η κυρία-Θοδώρα να είναι καλά.

Κατά τις 17:00 με πήραν τηλέφωνο και κατέβηκα κάτω για να φάμε. Τις ρώτησα το βράδυ αν ήθελαν να κατέβουμε παραλιακή αλλά ήταν και οι δύο κουρασμένες και προτίμησαν να κάτσουν μέσα. Την Κυριακή ωστόσο τις πήρα και πήγαμε στο Σχοινιά όπου και ήπιαμε τα καφεδάκια μας, και κάναμε το μπανάκι μας και φάγαμε το μεσημεριανό μας. Μαζί μας είχε έρθει και ο Ράντι ο οποίος παρά το εκφοβιστικό μέγεθός του είναι φλούφλης και καθότι και κούκλος -είναι ο κερατάς- όπου πάει γίνεται ατραξιόν με αποτέλεσμα να έχει καταλήξει μεγαλύτερος δημοσιοσχεσίτης και από τον πιο φιλόδοξο βλαχοδήμαρχο. Σήμερα είχε πάρει απόφαση να ακολουθεί σαν σκυλάκι -pun intended- την Αναστασία, όχι ότι την χάλασε, να τα λέμε αυτά.

All in all το ΣΚ πέρασε πολύ γρήγορα. Η Ελένη έμεινε μέχρι και την Παρασκευή, και το απόγευμα έφυγα νωρίτερα από το γραφείο για να την πάω στο αεροδρόμιο. Ένα κλάμα το είχε εκείνη την ημέρα και από τις δυο τους αλλά έτσι είναι η φύση των πραγμάτων. Τα παιδιά απλώνουν τα φτερά τους και πετάνε. Στο γυρισμό η Αναστασία ήταν σιωπηλή και προσπάθησα να της φτιάξω τη διάθεση.

«Κερνάω κρέπα» ήταν η λέξη κλειδί.

«Αχ ναι!» μου απάντησε! «Θέλω σοκολάτα! Και μπανάνα! Και μπισκότο!» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. Η πλατεία Πλατάνου είναι και αυτή πολύ κοντά στο σπίτι οπότε αφού έβαλα το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ, ανεβήκαμε την Ανδριανού ποδαράτο. Πήραμε τις κρέπες μας και πέντε λεπτά αργότερα είχαμε επιστρέψει. Ο Ράντι, που έκανε τον σκοπό στην πύλη, μας ακολούθησε όταν μπήκαμε μέσα. «Ανέβα εσύ με το ασανσέρ γιατί με δαύτον δεν χωράμε! Άντε, καληνύχτα» της είπα.

«Δε θα φάμε παρέα;» με ρώτησε παραπονεμένη. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα αυτό στο μυαλό μου όταν της πρότεινα να πάμε για κρέπες, απλά ήθελα να της αποσπάσω την προσοχή.

«Καλά, πάμε πάνω να τις φάμε στη βεράντα» της είπα υποχωρώντας. «Τι θες να πιείς; Έχω και zero και sprite.»

«Μπύρα» μου απάντησε.

«Μόνο με υπογραφή του κηδεμόνα σου» προσπάθησα να αστειευτώ.

«Έχω κλείσει τα 18 από τις αρχές Ιούλη!» με πληροφόρησε, λες και δεν το ήξερα! Τι να την κάνω, της έφερα ένα κουτάκι μπύρα. Εγώ από τη μεριά μου προτίμησα να πιώ sprite.

Το να τρως με τον Ράντι να σε κοιτάει σα ζήτουλας με κουταβίσιο βλέμμα, παρότι ολόκληρο μοσχάρι, δεν το λες και εύκολη υπόθεση αλλά εγώ τουλάχιστον τον έχω συνηθίσει. Η Αναστασία από την άλλη πάλι όχι, οπότε τη μισή της κρέπα την έφαγε ο κύριος. Βασικά δεν κάνει να δίνεις γλυκά στα σκυλιά αλλά για μια φορά το άφησα να πέσει κάτω.

«Ε, δε θα σου δώσω και τη μπύρα μου, παλιοζήτουλα!» τον ψευτομάλωσε με το Ράντι να την κοιτάζει γεμάτος προσμονή κουνώντας την ουρά του.

«Κάτσε φρόνιμος βρε ρεμάλι!» του είπα εγώ και με έγραψε εκεί που δεν πιάνει μελάνι. Τι να τον κάνω, πήγα μέσα και του έφερα ένα τεράστιο κόκκαλο με κρέας που του έπαιρνα με τα κιλά από το petshop, το οποίο σε κανονικά σκυλιά θα την έβγαζε τη μέρα. Με τον Ράντι το προσδόκιμο ζωής του κόκκαλου ήταν μια ώρα και αν. Αναρωτήθηκα φιλοσοφικά πόσο διαφορετικά γούστα έχουμε, εμένα αυτό το πράγμα μου βρώμαγε ενώ για το Ράντι ήταν αρωματικό σαν αρνάκι που βγήκε από τη σούβλα, να πούμε.

«Πότε γράφεσαι;» τη ρώτησα.

«Τώωωωρα, γράφτηκα από προχθές» μου δήλωσε.

«Και πότε ξεκινάνε με το καλό τα μαθήματα;»

«Στις 2 Οκτωβρίου»

«Α, μεθαύριο δηλαδή! Τα κεφάλια μέσα και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του!»

«Ούτε καν! Δεν βλέπω την ώρα!»

«That’s the spirit” της είπα χαμογελαστός. «Για πες, πώς σου φαίνεται μέχρι στιγμής η Αθήνα;»

«Μην προσβληθείς αλλά όσο έχω δει δε με έχει εντυπωσιάσει»

«Σιγά μην προσβληθώ»

«Από την άλλη Λ-Α-Τ-Ρ-Ε-Υ-Ω το σπίτι μου» μου είπε.

«Πολύ χαίρομαι που σου αρέσει!»

«Ομολογώ ότι δεν στο είχα να έχεις τόσο καλό γούστο!»

«Δεν ήταν το δικό μου γούστο» της είπα αναστενάζοντας.

«Ωχ, συγνώμη»

«Έλα, μη ζητάς συγνώμη. Το ξέρεις ότι σ’ αγαπούσε… Πόσο θα χαιρόταν αν… αν ήταν… αν ήταν εδώ»

«Κι εγώ την αγαπούσα. Πολύ!»

«Το ξέρω ματάκια μου.»

«Κι εσένα σ’ αγαπάω!» μου είπε.

«Το ξέρω βρε χαζούλα» της είπα. «Κι εγώ σ’ αγαπάω και πραγματικά χαίρομαι που το σπίτι το έδωσα σε εσένα. Το ξέρω ότι η Αγγελική θα μας βλέπει από εκεί ψηλά και θα χαμογελάει.»

Η Αναστασία αντί για απάντηση έβαλε τα κλάματα.

«Έλα Αναστασία μου, μην κλαις γιατί θα με πάρουν κι εμένα τα ζουμιά και κλαίω και φάλτσα» της είπα και το κλάμα της μετατράπηκε σε κλαυσίγελο.

«Βάλε λίγο μουσική» μου είπε όταν ηρέμισε. «Καλή ιδέα», σκέφτηκα, και πήγα μέσα και άνοιξα το ραδιόφωνο, το οποίο ήταν μόνιμα συντονισμένο στον Rock FM. Πέσαμε σε αλλαγή τραγουδιού και σε λίγο οι πρώτες νότες από τα keyboards του child in time πλημμύρισαν τον χώρο. Αναστέναξα, ήταν ένα από τα αγαπημένα τραγούδια της Αγγελικής και έκανα να γυρίσω προς το μπαλκόνι και κυριολεκτικά στούκαρα πάνω στην Αναστασία. «Χορεύουμε;» με ρώτησε και την κοίταξα διστακτικά. Από τη μία ένιωθα εξαιρετικά ευάλωτος και ένας Θεός ήξερε ότι δεν ήθελα να της δώσω περισσότερο θάρρος. Από την άλλη με κοίταξε με ένα βλέμμα τόσο ικετευτικό που μου ράγιζε την καρδιά και μόνο η σκέψη να της αρνηθώ.

«Γιατί όχι» της είπα και πήγα και χαμήλωσα τα φώτα και τράβηξα και τις κουρτίνες. ΟΚ, ένας χορός ήταν αλλά δεν ήθελα να φαινόμασταν απ’ έξω. Γύρισα λίγο αμήχανα, και διστακτικά άνοιξα την αγκαλιά μου και χώθηκε μέσα της. Δεν είμαι ψηλός, είμαι γύρω στο 1,75. Η Αναστασία είναι λίγο πιο κοντούλα από εμένα, λογικά κάπου μεταξύ 1,65 και 1,70. Έγειρε το κεφάλι της πάνω μου και με έσφιξε. Ένιωσα τα στήθη της στο στέρνο μου και μου έγινε με τη μία κατάρτι αλλά ευτυχώς η θέση του ήταν τέτοια που η Αναστασία δεν το κατάλαβε.

You’d better close your eyes
Ooooh
bow your head
Wait for the ricochet.
Ooooh
Ooooh

Με την Αναστασία να με σφίγγει σαν πύθωνας γυρίζαμε αργά ενώ μέσα στο κεφάλι μου πάλευαν οι άγγελοι με τους χειρότερούς μου δαίμονες. Το ορκίζομαι στην ψυχή της Αγγελικής, ούτε που  κατάλαβα το πως αρχίσαμε να φιλιόμαστε.

ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ;;; ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ;;; ούρλιαζε ο μισός μου εαυτός.

ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ, αντιστεκόταν το άλλο μου μισό.

Το είχα ανάγκη, το είχα τόσο μεγάλη ανάγκη. Ήταν σχεδόν δύο χρόνια που η καρδιά μου είχε πάψει να χτυπά και να την, χοροπηδούσε μέσα μου, δείχνοντάς μου ότι ήταν ακόμα ζωντανή. Ότι ήμουν ακόμα ζωντανός. Η Αναστασία με κρατούσε σφιχτά ενώ τα χέρια της είχαν πλεχτεί πίσω από τα μαλλιά μου, τα άσπρα μαλλιά μου, και μου τα χάιδευε. Οι γλώσσες μας αγκάλιαζαν και πάλευαν και χάιδευαν η μία την άλλη, πότε στο γλυκό της στόμα, πότε στο δικό μου. Το τραγούδι τέλειωσε και μετά ήρθε και το επόμενο και το επόμενο και εμείς εκεί, στροβιλιζόμενοι σε μια ακατανίκητη δύνη, μια ανίερη και συνάμα τόσο μεθυστική έλξη, με τα στόματά μας κολλημένα και τις γλώσσες μας σε ένα ατελείωτο, παθιασμένο χορό.

Half my life's in books' written pages
Live and learn from fools and from sages
You know it's true
All the things come back to you
Sing with me, sing for the year
Sing for the laughter, sing for the tear
Sing with me if it's just for today
Maybe tomorrow the good Lord will take you away

Έφυγες Αγγελική μου. Έφυγες και με άφησες μόνο μου, μαγκούφη. Δύο χρόνια σχεδόν, άδειος και έρημος περίφερα το σαρκίο μου σα χαλασμένη μαριονέτα, ευχόμενος κάθε στιγμή, κάθε λεπτό, να με σπλαχνιστεί ο Χάρος και να με πάρει, να με φέρει κοντά σου. Μα ζω ακόμα. Ανασαίνω ακόμα και η καρδιά μου χτυπάει. Συγχώρεσέ με. Συγχώρεσέ με!

Dream on, dream on, dream on
Dream until your dream come true
Dream on, dream on, dream on
Dream until your dream come true
Dream on, dream on, dream on
Dream on, dream on
Dream on, dream on, ah

«Όχι άλλο» είπα και έσπρωξα απαλά αλλά σταθερά την Αναστασία. «Όχι άλλο, Αναστασία μου» της είπα πιο γλυκά. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.

«Σ’ αγαπάω. Είμαι ερωτευμένη μαζί σου από την πρώτη μέρα που σας γνώρισα. Την… την αγαπούσα την Αγγελική, την αγαπούσα και τη ζήλευα. Όμως… στο ορκίζομαι, ποτέ… ποτέ δεν επιθύμησα το κακό της, όσο ερωτευμένη και αν ήμουν μαζί σου. Πίστεψέ με, σε παρακαλώ… σε παρακαλώ…» μου είπε και ξέσπασε σε κλάματα με λυγμούς. Μην ξέροντας τι άλλο να κάνω, την έσφιξα στην αγκαλιά μου.

«Δεν χρειάζεται να το πιστέψω, Αναστασία μου. Το ξέρω. Το ξέρω πως την αγαπούσες». Την έσφιξα κι άλλο πάνω μου ενώ εκείνη δεν έκλαιγε σα γυναίκα, έκλαιγε σαν κοριτσάκι με λυγμούς που την ξέσκιζαν και της έκοβαν την ανάσα. Εγώ έκανα το μόνο που μπορούσα να κάνω, την έσφιγγα και την χάιδευα τρυφερά λέγοντάς της γλυκόλογα, προσπαθώντας να ηρεμίσω την καταιγίδα που τάραζε την ψυχή της. Η συνειδητοποίηση ότι η ζήλεια της που ένιωθε για την Αγγελική ούσα ερωτευμένη μαζί μου έκανε την ψυχή της να ρημάζεται από τύψεις, λες και ευθυνόταν η ίδια για τον χαμό της, έπεσε πάνω μου σαν σωρός από τούβλα. Είδα και έπαθα να την κάνω να ηρεμίσει και ευτυχώς τα κατάφερα πάνω στην ώρα που την πήρε η μητέρα της τηλέφωνο, έχοντας φτάσει σπίτι.

«Αναστασία;» της είπα όταν έκλεισε το τηλέφωνο. «Σταμάτα να βασανίζεσαι ψυχή μου, δεν ορίζουν σκέψεις μας τα πεπρωμένα μας, μόνο οι πράξεις.»

«Νιώθω σα να φταίω» μου είπε με φωνή που έσπασε και πάλι. «Μακάρι να είχε πάρει εμένα…»

«Μην το ξαναπείς αυτό!» της απάντησα με έντονο ύφος ξαφνιάζοντάς την. «Ποτέ μην το ξαναπείς αυτό! Αφενός γιατί ΔΕΝ ΦΤΑΙΣ και αφετέρου ούτε εγώ ούτε πολύ περισσότερο η Αγγελική θα δεχόμασταν ποτέ τέτοιο αντάλλαγμα. Ποτέ μην το ξαναπείς αυτό, μ’ ακούς; Ποτέ να μην το ξαναπείς!»

«Συγνώμη» μου είπε με ουδέτερη φωνή.

«Μη ζητάς συγνώμη, Αναστασία μου. Δεν έχει νόημα να ζητάς συγνώμη για κάτι για το οποίο δεν ευθύνεσαι η ίδια.»

«Σ’ αγαπάω» μου είπε με χαμηλωμένο κεφάλι, κάνοντας και πάλι την καρδιά μου χίλια κομμάτια. Όσο και αν το σώμα μου την ήθελε, όσο και αν την λαχταρούσε, αυτό δεν μπορούσα να της το ανταποδώσω. Δεν ήθελα να την πληγώσω αλλά δεν ήθελα και να της δώσω ψεύτικες ελπίδες. Σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε σταθερά στα μάτια. «Το ξέρω ότι δεν μπορείς να το ανταποδώσεις»

Την κοίταξα διστακτικός και χαμήλωσα τα μάτια μου νιώθοντας σαν παιδάκι που το έπιασαν στα πράσα να κάνει κάποια αταξία. Και ας ήμουν εγώ ο σαρανταπεντάρης και ας ήταν η Αναστασία το πιτσιρίκι.

«Αναστασία μου… εγώ… θα μπορούσα να είμαι ο πατέρας σου.»

«Δεν είσαι όμως… Και το ξέρεις!» μου είπε τονίζοντάς το και κοιτάζοντας με θαρρετά στα μάτια.

Ο προσωπικός μου Ρουβίκωνας. Τα χείλη μας συναντήθηκαν ξανά.

Αlea jacta est

2. Τρεις μέρες και εικοσιεπτά χρόνια

Η Αναστασία είναι κουρνιασμένη στην αγκαλιά μου, γυμνή όπως κι εγώ, με τα σώματά μας ιδρωμένα. Τη χαϊδεύω τρυφερά ενώ το μυαλό μου ταξιδεύει, προσπαθεί ακόμα να επεξεργαστεί αυτά που συνέβησαν. Εκείνη με σφίγγει, λες και θέλει να μπει μέσα μου, λες και θέλει τα σώματά μας να ενωθούν και πάλι και να ξαναγίνουν ένα. Δεν ξέρω πως το βίωσε η ίδια, και δεν εννοώ σωματικά, μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω. Η Αναστασία είναι ένα ερωτευμένο κοριτσόπουλο που μόλις έκανε έρωτα με τον άνδρα με τον οποίο είναι ερωτευμένη από την αρχή της εφηβείας της. Εγώ… εγώ είμαι ένας 45άρης που έκανε το σεξ της ζωής του με μια 18χρονη πιτσιρίκα.

Νιώθω τις τύψεις να με συντρίβουν. Ήμουν με την Αγγελική μου δεκαπέντε χρόνια μέχρι που ο Θεός αποφάσισε να μου την πάρει. Την είχα ερωτευτεί σχεδόν από την πρώτη ματιά, την αγαπούσα τόσο που σχεδόν με πονούσε. Η Αγγελική μου ήταν πολύ απελευθερωμένος άνθρωπος, ήταν εκείνη που διέλυσε με περιφρονητική ευκολία τον έμφυτο συντηρητισμό μου. Ήθελε να πειραματίζεται στο σεξ και είχαμε δοκιμάσει ό,τι πιθανό και απίθανο της περνούσε από το μυαλό, ήταν εκείνη η μία στην οποία αδυνατούσα να πω τη λέξη «όχι». Μα ό,τι και αν κάναμε μαζί, τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτό που έζησα με την Αναστασία πριν λίγη ώρα.

Ένιωθα φτηνός, ένιωθα προδότης. Μα η σάρκα έχει τις δικές της ανάγκες, τα δικά της θέλω και ως κριτής είναι εξίσου σκληρός και αμείλικτος. Και η ξερή, ωμή αλήθεια που έκανε μέσα μου τις ερινύες να θεριεύουν είναι ότι το απλό ορθόδοξο ιεραποστολικό με την Αναστασία μου πρόσφερε τόσο δυνατό, τόσο έντονο οργασμό, που στα 25 χρόνια της ερωτικής μου ζωής δεν είχα ξαναζήσει, ούτε καν με τη γυναίκα της ζωής μου.

Μία ώρα πριν

«Αναστασία μου… εγώ… θα μπορούσα να είμαι ο πατέρας σου.»

«Δεν είσαι όμως… Και το ξέρεις.» μου είπε τονίζοντάς το και κοιτάζοντας με θαρρετά στα μάτια.

Λένε πως το ασυνείδητο παίρνει τις αποφάσεις του πολύ νωρίτερα από το συνειδητό. Έτσι είναι ή τουλάχιστον έτσι το έζησα. Πριν καν συνειδητοποιήσω τι κάνω, την έσφιξα πάνω μου και τη φίλησα. Εκείνη με αγκάλιασε ξανά πίσω από το σβέρκο και τα χέρια της χώθηκαν μέσα στα μαλλιά μου ενώ με τα χείλη μου γευόμουν τα γλυκά της χείλη. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά μέσα στο στήθος μου, όσο λάθος και αν ήταν αυτό που κάναμε ένιωθα και πάλι να ανήκω στον κόσμο των ζωντανών. Η σάρκα μου, η σάρκα μου ζητούσε ικανοποίηση. Ζητούσε σάρκα αλλά όχι για να τραφεί από αυτή, αλλά να ενωθεί με αυτή. Το όργανό μου μέσα στο παντελόνι μου κόντευε να σπάσει, με πονούσε. Ψυχικά δεν μπορούσα να ανταποδώσω τον πόθο της, τουλάχιστον όχι ακόμα. Σωματικά όμως την ήθελα, την λαχταρούσα, την είχα ανάγκη.

Τραβήχτηκα απαλά και την κοίταξα στα μάτια. Χαϊδεύοντας την στο πρόσωπο άρχισα να τη γυρίζω προς τα πλάγια. Το χέρι μου τη χάιδεψε στο λαιμό και κατέβηκε αργά προς τα κάτω. Το χέρι της αγκάλιασε το δεξί μου χέρι στο δρόμο προς το δεξί της στήθος. Το ένιωσα κάτω από την παλάμη μου και της Αναστασίας της ξέφυγε ένας αναστεναγμός ευχαρίστησης. Κάτω από το φόρεμά της δεν φορούσε σουτιέν. Η ρώγες της ήταν πετρωμένες. Η αίσθηση του στήθους τους κάτω από το χέρι μου ήταν… δεν… δεν έχω λόγια να το περιγράψω. Μαλακό και ταυτόχρονα σκληρό, υπέροχο στην όψη και στην αφή, μεγάλο,  γεμάτο και στητό νεανικό στήθος. Συνέχισα να τη χουφτώνω απαλά ενώ όλα τα μέσα μου ούρλιαζαν να το πιέσω δυνατά, να το μαλάξω με δύναμη.

Κατάφερα να κρατηθώ και συνέχισα με το χέρι μου να κάνει απαλές κυκλικές κινήσεις, απλά χουφτώνοντας και χωρίς να μαλάζω το μέρος του στήθους της που χωρούσε στην παλάμη μου. Απαλά και χωρίς βιάση άφησα το στήθος της και κατέβασα το χέρι μου ακόμα πιο κάτω, χαϊδεύοντας την κοιλιά της. Το χέρι της, που μου αγκάλιαζε το χέρι, το άφησε να την εξερευνά και το σήκωσε μέχρι που το πέρασε πίσω από το σβέρκο μου. Κοιτώντας με και με το στόμα της ανοιχτό γύρισε να με φιλήσει καθώς το δεξί μου χέρι περνώντας κάτω από εκεί που τέλειωνε το φόρεμά της, της το σήκωσα ελαφρά και περνώντας το χέρι μου από κάτω του, το έβαλα να αναπαυτεί ανάμεσα στα πόδια της, στο κέντρο της θηλυκότητάς της.

Το στόμα της άφησε το στόμα μου και κάθε καυτή της ανάσα ήταν και ένας αναστεναγμός ικανοποίησης και ηδονής. Πέρασα το χέρι μου μέσα από το κιλοτάκι της και με τα ακροδάχτυλά μου διέτρεξα το μουνάκι της από πάνω ως κάτω, κάνοντάς την να της κοπεί η ανάσα. Ήταν υγρή, ήταν μούσκεμα. Έτριψα απαλά την κλειτορίδα της και η ένταση των αναστεναγμών της αυξήθηκε στο πολλαπλάσιο. Την έπαιξα εκεί για λίγη ώρα και μετά βύθισα το δάχτυλό μου μέσα της, κερδίζοντας τα βογγητά της.

Δεν ήταν παρθένα. Αυτό ταυτόχρονα με ανακούφισε και με εξόργισε για τον ίδιο ακριβώς λόγο, γιατί δεν ήμουν εγώ ο πρώτος της. Τράβηξα το δάχτυλό μου έξω και άρχισα να την χαϊδεύω και πάλι στην κλειτορίδα, κάνοντας απαλές κυκλικές κινήσεις, με ολοένα και αυξανόμενη ένταση που οδήγησε σε ανάλογη αύξηση της έντασης των βογγητών της. Οι φωνούλες της ηδονής της, με την κοριτσίστικη χροιά τους ακούγονταν στα αφτιά μου πιο όμορφες και από τις καλύτερες ροκ μπαλάντες, τα αναφιλητά της ηδονής της ήταν το riff που έπαιζαν τα χέρια μου στην κιθάρα του κορμιού της.

Sidewalk crouches at her feet
Like a dog that pegs for something sweet
Do you hope to make her see you, fool?
Do you hope to pluck this dusky jewel?
Hello! Hello! Hello! Hello! Hello! Hello! Hello!
I want you, hello, I need my baby
Hello, hello, hello, hello

Το σώμα της να τραντάζεται λες και το διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα. Τα μάτια της ανοιχτά να ατενίζουν το άπειρο. Το στόμα ορθάνοιχτο. Το ένα χέρι της στο σβέρκο μου, το άλλο χέρι της πάνω στο χέρι μου που την έπαιζε, σαν συνοδηγός στο ταξίδι της τής ηδονής.

«AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»

Το κρεσέντο.

«Σε θέλω! Σε θέλω!» σχεδόν μου ούρλιαξε.

Το στόμα της που ακόμα πάσχιζε να βρει τις ανάσες του, γύρεψε το δικό μου. Κρατώντας την ακόμα στο πλάι και χωρίς να σταματήσω ούτε μια στιγμή να τη φιλάω, άρχισα να σηκώνω το φόρεμά της. Διακόψαμε το φιλί ίσα για να της βγάλω το φόρεμα και να μείνει ηθελημένα για πρώτη της φορά με το στήθη της γυμνά, μπροστά μου. Τα θαύμασα και πάλι, αυτά δεν ήταν στήθη, ήταν… ήταν θαρρείς σμιλεμένα από γλύπτη ερωτευμένο με τη Μούσα του. Πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο όμορφα, χωρίς ούτε καν το παραμικρό ψεγάδι πάνω τους; Με όσες γυναίκες και αν είχα πάει, και δεν έχω πάει με λίγες, και όσα στήθη και αν έχω δει, ποτέ μου δεν είχα δει ζευγάρι τόσο συμμετρικό, τόσο αψεγάδιαστο, σχεδόν αλαβάστρινο. Θα μπορούσα να κάθομαι να τα χαζεύω ώρες, θαρρείς πως μπροστά μου δεν είχα ένα ανθρώπινο πλάσμα αλλά το avatar των ερωτικών μου φαντασιώσεων.

Φιλώντας την απαλά στο σβέρκο πήρα και τα δύο της στήθη -ή τουλάχιστον όσο χωρούσε από αυτά- στα χέρια μου και άρχισα να τα μαλάζω και να τα ζουπάω απαλά κάνοντας και πάλι κυκλικές κινήσεις. Θαρρείς… θαρρείς πως αυτά τα χέρια είχαν φτιαχτεί για αυτά τα στήθη ή… αυτά τα στήθη είχαν φτιαχτεί για αυτά τα χέρια. Το όργανό μου πονούσε αλλά δεν του έδινα καμία σημασία, όλες μου οι αισθήσεις είχαν ξεθωριάσει και οι μόνες που λειτουργούσαν ήταν η γεύση της αλμύρας του κορμιού της, η μουσική της ανάσας της και το οργιαστικό πανηγύρι της αφής.

«Σε θέλω! Σε θέλω!»

Πέραν από τις κοφτές της ανάσες και τους στεναγμούς ευχαρίστησης, ήταν ο μόνος ήχος που έβγαινε από το στόμα της. Την ήθελα… την ήθελα σαν τρελός, την είχα ανάγκη όπως ο διψασμένος την όαση με το δροσερό νερό κάτω από τον καυτό ήλιο της ερήμου. Ωστόσο το καλό κρασί δεν το πίνεις μονορούφι, το απολαμβάνεις γουλιά-γουλιά. Δεν βιαζόμουν, παρά τις ικεσίες της συνέχισα να της χαϊδεύω τα στήθη και να τη φιλάω στο λαιμό και στο σβέρκο απολαμβάνοντας όσο μπορούσα το πανηγύρι των αισθήσεων.

Συνεχίζοντας να τη φιλάω και να την πιπιλάω απαλά, κατέβηκα από το σβέρκο στην πλάτη της, ακολουθώντας την διαδρομή της ράχης της. Όταν δεν μπορούσα να σκύψω άλλο, γονάτισα και συνεχίζοντας να την φιλάω στο ύψος της μέσης, με τα χέρια μου κατέβασα απαλά το κιλοτάκι της που πριν είχα κάνει απλά στην άκρη. Οι γλουτοί της ήταν και εκείνοι με τη σειρά τους πανηγύρι της όψης και της αφής, θαρρείς πως μπροστά μου δεν είχα την Αναστασία αλλά τη Γαλάτεια, σαν ένας άλλος Πυγμαλίωνας αλλά με πλάστρια την ίδια την Αφροδίτη που έδωσε μορφή στο ιδανικό πλάσμα της φαντασίας μου.

Φίλησα τους γλουτούς της και ακολουθώντας το δεξί της πόδι, συνέχισα να τη φιλάω στο πίσω μέρος, μέχρι που έφτασα στις γάμπες. Την γύρισα προς το μέρος μου, ακόμα γονατισμένος, και τις έβγαλα τα πέδιλα που έδεναν αγκαλιάζοντας χαμηλά τις γάμπες της και θαυμάζοντας τα όμορφα, τα υπέροχα δάχτυλά της, της σήκωσα το πόδι, και χαμηλώνοντας το πήρα στο στόμα μου. Η Αναστασία σα να ξαφνιάστηκε, έκανε ενστικτώδη κίνηση να τραβήξει το πόδι της αλλά εγώ την κράτησα σταθερά ενώ τα χείλη μου και η γλώσσα μου εξερευνούσαν το αλαβάστρινο κάτω μέρος του ποδιού της.

Η ίδια ιεροτελεστία επαναλήφθηκε και με το αριστερό της πόδι, εκείνη τη στιγμή δεν ήμουν ο Αντώνης με την Αναστασία αλλά ο ιεροφάντης που Λάτρευε τη Θεά του. Εκεί, γονατισμένος, εξερεύνησα με τα χείλη και τη γλώσσα μου κάθε μέρος του κορμιού της, από τα πόδια της στο μουνάκι της, από το μουνάκι της στο κωλαράκι της, από τους γλουτούς στη μέση και στην κοιλιά. Σηκώθηκα με το πρόσωπο κολλημένο στην κοιλιά της μέχρι που το μέτωπό μου και μετά η μύτη μου και στο τέλος το στόμα μου συνάντησαν τα στήθη της, αυτά τα στήθη που με ξετρέλαναν όταν το παιχνιδιάρικο κύμα με έκανε να χάσω σχεδόν το φως μου.

Όχι, ανόητε, δεν έχασες το φως σου. Το βρήκες! Το βρήκες και πάλι!

Από τη στιγμή που την έφερα ξανά στην αγκαλιά μου, από τη στιγμή που ήμουν εγώ που κόλλησα τα χείλη μου στα δικά της, είχα διαβεί τον προσωπικό μου Ρουβίκωνα, το σημείο της μη επιστροφής ήταν παρελθόν. Ναι, ήμουν ακόμα ευάλωτος και μεθυσμένος από τον πόθο της αλλά σε καμία απολύτως περίπτωση δεν θα φόρτωνα την δική μου επιλογή στους ώμους της Αναστασίας. Ήταν το μότο μου, ήταν η προσωπική μου φιλοσοφία, ο τρόπος που αντιλαμβανόμουν εγώ τον κόσμο. Κάνεις τις επιλογές σου, εύκολες ή δύσκολες, ευχάριστες ή δυσάρεστες και σου ανήκουν. Οι επιλογές έχουν συνέπειες και το κόστος επιβαρύνει έναν και μόνο, αυτόν που τις κάνει.

Ένιωθα lightheaded, θαρρείς και η γεύση του κορμιού της με είχε μεθύσει. Όμως το να την πάρω από το χέρι και να την οδηγήσω στην κρεβατοκάμαρά μου, την κρεβατοκάμαρα που για 15 σχεδόν χρόνια μοιραζόμουν με την Αγγελική, ήταν πλήρως συνειδητή. Αν ήταν να καώ στις φωτιές της κολάσεως, τουλάχιστον να είχα ευχαριστηθεί πριν… και δεν είχα καμία αμφιβολία ότι έπαιζα με τις φλόγες. Πώς το έλεγε το τραγούδι; «Αν δεν φαντάζεσαι φωτιές με κάρβουνα μην παίζεις»

Εγώ ας καιγόμουν, ας μ’ έπαιρνε ο διάολος και ας με σήκωνε. Την Αναστασία όμως; Ήξερα πως πρέπει να είμαι προσεκτικός μαζί της αλλά στην πραγματικότητα δεν φοβόμουν για εκείνη. Εννοώ… ότι και να πίστευε η ίδια, ένα εφηβικό ξεμυάλισμα ήταν αυτό που είχε μαζί μου και ας διαρκούσε σχεδόν πέντε χρόνια αυτός της ο νταλκάς. Πώς θα μπορούσε να είναι έρωτας; Πώς θα μπορούσε να είναι πραγματικός έρωτας για έναν άνθρωπο που τον έβλεπε για 10-15 μέρες το χρόνο χωρίς να υπάρχει καμία απολύτως επικοινωνία στο ενδιάμεσο;

Όχι, δεν φοβόμουν για εκείνη. Τα δικά μου μούτρα ήταν αυτά που φοβόμουν μη φάω. Οι ενοχές και οι τύψεις που ένιωθα τόσο στην ανάμνηση της Αγγελικής όσο και στη σκέψη των δικών της, οι οποίοι  μου την είχαν ουσιαστικά εμπιστευτεί και αυτό κατόπιν δικής μου πρότασης. Ό,τι και αν γινόταν μεταξύ μας, όσο έντονο ή όχι μπορούσε να είναι, δεν είχε μέλλον. Είχε μόνο παρόν, όπου πάει, όσο πάει. Ποτέ δεν ήμουν του «όσα φάμε, όσα πιούμε και όσα αρπάξει ο κώλος μας» αλλά υπάρχουν μερικές στιγμές που το μόνο που πραγματικά μετράει για σένα είναι να το ζήσεις, ό,τι και αν είναι αυτό, όπου και αν σε βγάλει. Γιατί θα έρθει η ώρα που θα πρέπει να λογοδοτήσεις στον εαυτό σου, και αν το για όσα έκανες είναι μια φορά δύσκολο, για όσα δεν έκανες είναι δέκα. Εκατό.

Life is a waterfall
We drink from the river
Then we turned around
And put up our walls.

Μόνοι μας χτίζουμε τις φυλακές μας, μόνοι μας φοράμε τις αλυσίδες μας. Μόνοι μας πρέπει να τις σπάσουμε, μόνοι μας πρέπει να γκρεμίσουμε τα τείχη που μας φυλακίζουν. Δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο, μόνο να βρούμε το προσωπικό μας κίνητρο.

'Cause we are the ones that want to play
Always want to go, but we never want to stay
And we are the ones that want to choose
Always want to play but we never want to lose

Ξάπλωσα απαλά την Αναστασία στο κρεββάτι και ανέβηκα πάνω της ξεκινώντας να τη φιλώ, στο στόμα, στο λαιμό και στα στήθη.

Aerials in the sky
When you lose small mind
You free your life.

Τώρα

Σέρνει τα δάχτυλά της στο στέρνο μου κάνοντάς με να ανατριχιάσω. Βάζει ένα σιγανό γελάκι, σαν παιδάκι που έκανε κάποια αταξία. Ανασηκώνει ελαφρά το κεφάλι της και με κοιτάζει στα μάτια, με το σκανταλιάρικο χαμόγελο ακόμα ζωγραφισμένο. Της ανταποδίδω το χαμόγελο, η αναδρομή στα όσα συνέβησαν την τελευταία ώρα λες και σήκωσε από πάνω μου το βράχο που με καταπλάκωνε. Την κοιτάζω κι εγώ σκανταλιάρικα και αρχίζω να την γαργαλάω. Η Αναστασία βάζει τα γέλια και ο γάργαρος ήχος τους ομορφαίνει την πλάση. Δεν κάνει κίνηση να διώξει το χέρι που τη γαργαλάει, υπομένει το γλυκό βασανιστήριο που της κάνω. Σταματώ για να την αφήσω να βρει της ανάσες της.

«Δεν… δεν είχα ούτε καν τολμήσει να ονειρευτώ αυτές τις αισθήσεις» μου είπε. Την κοίταξα χωρίς να της απαντήσω. «Δεν… δεν ήταν η πρώτη μου φορά, φαντάζομαι ότι το κατάλαβες. Αλλά…»

Το χέρι της άρχισε πάλι να με χαϊδεύει αφηρημένα στο στέρνο.

«Με… με το Χάρη τα είχαμε από τα τέλη της πρώτης λυκείου. Μπορεί… μπορεί η καρδιά μου να ήταν σε σένα από τότε που σε πρωτογνώρισε αλλά… ναι… ξέρω, θα πεις παιδιάστικος ενθουσιασμός. Ίσως να είναι και έτσι, δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι…»

Τικ-τοκ-τικ-τοκ-τικ-τοκ

«…είναι πως με έκανες να νιώσω. Αν δεν είναι σημάδι… δεν ξέρω κι εγώ τι είναι.»

Εμπειρία, είναι χαζούλα μου. Δεν αμφιβάλλω ότι είχες δαγκωμένη τη λαμαρίνα με την πάρτη μου, το είχα καταλάβει από τις πρώτες στιγμές. Αλλά αυτό που ένιωσες δεν οφειλόταν στην δαγκωμένη λαμαρίνα, ή τουλάχιστον δεν οφείλονταν εξ ολοκλήρου σε δαύτη. Το σώμα σου είναι Στραντιβάριους και ο Χάρης σου πιτσιρικάς. Οι μουσικές ιδιοφυΐες, οι άνθρωποι που μπορούν σχεδόν ενστικτωδώς να παίξουν ένα τέτοιο όργανο σε όλο του το μεγαλείο, είναι η εξαίρεση, όχι ο κανόνας. Όλοι οι υπόλοιποι χρειάζεται να μοχθήσουμε, να μελετήσουμε, να ματώσουμε, και ακόμα και έτσι, ποτέ να μην φτάσουμε το μεγαλείο του γνήσιου, του πηγαίου, του αυθεντικού ταλέντου. Ωστόσο ακόμα και έτσι η εμπειρία είναι μεγάλο πράγμα. Δεν κελάηδησες επειδή είμαι ο ερωτικός Μότσαρτ, κελάηδησες γιατί το όποιο φυσικό μου ταλέντο, το καλλιέργησε η εμπειρία.

«…και δεν λέω, όμορφα ήταν μαζί του, με έκανε να αισθάνομαι όμορφα αλλά αυτό… αυτό ούτε καν είχα ονειρευτεί ότι μπορεί να υπάρχει κάτι τόσο υπέροχο. Είναι… είναι σα να συγκρίνεις τη γλυκιά ζεστασιά της σόμπας με τις φλόγες στο κέντρο του Ήλιου. Και… και δεν ήταν απλά… εννοώ ότι… ότι αυτό που έζησα στο σαλόνι ήταν σαν… σαν κεράκι μπροστά σε προβολέα σε σύγκριση με… με όταν μπήκες μέσα μου, με όταν μ’ έκανες δική σου. Νόμιζα… νόμιζα ότι θα λιποθυμήσω από την ηδονή, οι… οι εκρήξεις μέσα μου διαδεχόντουσαν η μία την άλλη και…»

Μία ώρα πριν

Ξάπλωσα απαλά την Αναστασία στο κρεββάτι. Κάθισα για λίγο όρθιος θαυμάζοντας την κάτω από το απαλό φως του δωματίου. Γδύθηκα στα γρήγορα και στάθηκα από πάνω της, βασταζόμενος στα χέρια μου. Χαμήλωσα και την φίλησα απαλά στα χείλη και από εκεί στο σαγόνι και μετά στο λαιμό και σιγά-σιγά κατέβηκα στα στήθη της. Έγλειψα ανάλαφρα τη ρόγα του δεξιού της στήθους μέχρι που δεν άντεξε και μου πίεσε το κεφάλι προς τα κάτω. Την πιπίλισα απαλά ενώ η γλώσσα μου συνέχιζε να τη γλείφει προκαλώντας της ένα αβάσταχτο ηδονικό μαρτύριο. Χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματήσω να τη ρουφάω σαν αχόρταγο βρέφος, το άλλο μου χέρι αναπαύτηκε πάνω στο αριστερό της στήθος και μετά άρχισα να το μαλάζω βάζοντας σταδιακά περισσότερη δύναμη. Πόσο θα ήθελα να στάξω καυτό λιωμένο κερί πάνω της… αλλά ήταν ακόμα πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο, οπότε το παιχνίδι του πόνου -που το λατρεύω- περιορίστηκε σε άλλοτε ελαφρά και άλλοτε δυνατά τσιμπήματα της ρόγας του αριστερού της στήθους, είτε με δυνατές πιπιλιές και δαγκώματα στη ρόγα του δεξιού.

Τα βογγητά, άλλοτε της ηδονής, άλλοτε του ελαφριού πόνου και οι κοφτές της ανάσες ακούγονταν σαν μελωδία στα αυτιά μου. Άφησα το στήθος της και δαγκώνοντας και πιπιλώντας απαλά κατέβηκα στην κοιλιά της και μετά στην κορυφή του εφηβαίου της. Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα να είναι ξυρισμένη, μα σάμπως περίμενα -ούτε καν ένα μήνα πριν- όλα όσα συνέβησαν την τελευταία ώρα; Το μουνάκι της ήταν και αυτό ποίημα, ροδαλό και ομορφοσχηματισμένο και παρά το γεγονός ότι δεν μου αρέσουν τα τελείως ξυρισμένα, θες η όψη του; Θες η μεθυστική απαλή γυναικεία μυρωδιά του; με έκαναν να θέλω να το τρώω με τις ώρες, παρόλο που γενικά προτιμάω να μου κάνουν στοματικό παρά να κάνω ο ίδιος.

Θέλοντας να παρατείνω το γλυκό βασανιστήριο που της έκανα, δεν πήρα το μουνάκι της στο στόμα μου αλλά, χωρίς να περάσω από εκεί, κατέβηκα στο εσωτερικό των μηρών της και από εκεί πιο κάτω, μέχρι τις γάμπες της και το πέλμα της. Άλλαξα πόδι και ακολουθώντας την αντίθετη φορά ανέβηκα προς τα πάνω, μέχρι που το πρόσωπό μου βρέθηκε πάλι μπροστά από το κέντρο της θηλυκότητάς την. Την ανάσανα για μερικές στιγμές και μετά ρίχτηκα αχόρταγα πάνω του, κάνοντας τα βογγητά της να δυναμώσουν ακόμα περισσότερο. Με τα χείλη μου πιπιλούσα την κλειτορίδα της ενώ ταυτόχρονα την έπαιζε και η γλώσσα μου κάνοντας το σώμα της να τραντάζεται. Συνέχισα να τη ρουφάω και να την πιπιλάω για μια άχρονη αιωνιότητα μέχρι που το σώμα της τεντώθηκε θαρρείς σαν τόξο καθώς ο οργασμός της είχε φτάσει στο κρεσέντο του.

«AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»

Από τη μεριά μου δεν χρειαζόμουν κανένα άλλο προκαταρκτικό, η μόνη μου ανησυχία ήταν η ποιότητα του προφυλακτικού, το κουτί ήταν σχεδόν δύο χρόνια στο συρτάρι μου. Σταμάτησα και άνοιξα το συρτάρι του κομοδίνου.

«Τι κάνεις;»

«Ψάχνω αυτά!» της απάντησα, δείχνοντας το κουτί με τα προφυλακτικά.

«Παίρνω αντισυλληπτικά»

«Δεν είμαστε με τα καλά μας!» είπα χωρίς να καταφέρω να κρύψω την έκπληξή μου. Παρά ήταν «προχώ» η νέα γενιά.

«Για να σταθεροποιήσω τον κύκλο μου τα παίρνω, πριν τα ξεκινήσω ήταν εξαιρετικά ασταθής και είχα πολύ δυνατούς πόνους». Αυτό ομολογώ ότι δεν το είχα σκεφτεί. Κοίταξα αβέβαιος το κουτί με τα προφυλακτικά αλλά θα μου πεις… εγώ είχα δύο χρόνια να πάω με γυναίκα και όσο ζούσε η Αγγελική μου έκανα τακτικά τεστ για αφροδίσια καθότι ως ζευγάρι, μας έλεγες και περιπετειώδες. Ήθελα να της πω πως τα προφυλακτικά δεν προστατεύουν μόνο από ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη αλλά δεν ήταν ώρα για κηρύγματα. Αν ήταν οποιαδήποτε άλλη θα την αγνοούσα αλλά…

Γαία πυρί μιχθήτω!

Ανέβηκα από πάνω της και οδήγησα το όργανό μου στην είσοδό της, τρίβοντάς το πάνω στα χείλη της, μέχρι που την έκανα να μην αντέχει άλλο από την προσμονή.

«Σε θέλω… σε θέλω μέσα μου… σε θέλω μέσα μου!»

Άρχισα να το βυθίζω βασανιστικά αργά μέσα της και η Αναστασία το έχασε τελείως, δάγκωσε τα χείλη της και με αγκάλιασε με τα πόδια της προσπαθώντας να με σπρώξει μέσα της. Η αίσθηση του οργάνου μου μέσα της έκανε τα μάτια μου σχεδόν να γυρίσουν. Δύο ολόκληρα χρόνια… Μην αντέχοντας άλλο μπήκα όλος μέσα της κάνοντάς την να της ξεφύγει ένα δυνατό βογγητό. Τραβήχτηκα αργά και ξαναμπήκα όλος μέσα της. Επανέλαβα αυτές τις κινήσεις κάμποσες φορές, καθόμουν για λίγο ακίνητος μέσα της και μετά πάλι προς τα πίσω, και μετά πάλι μέσα της και… και δεν άντεξα άλλο, και άρχισα να μπαινοβγαίνω κάνοντας τα βογγητά της να πολλαπλασιαστούν.

Δεν τολμούσα να επιταχύνω το ρυθμό μου όσο και αν τα μέσα μου ούρλιαζαν, ακόμα και με αυτό τον αργό ρυθμό ένιωθα να είμαι ένα κλικ από το να τελειώσω, και ήθελα να κρατήσει, ήθελα να το απολαύσω και να το απολαύσει. Χαμήλωσα και το βάρος του κορμιού μου στηρίχτηκε πάνω της, και αυτή η αίσθηση του βάρους μου δυνάμωσε την ένταση των βογγητών της. Τα μάτια της ήταν σφαλιστά κλειστά ενώ τα χέρια της και τα πόδια της με είχαν αγκαλιάσει, απαγορεύοντάς μου να βγω από μέσα της.

«AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»

Τα βογγητά της, τα αναφιλητά της, οι ανάσες της που έβγαιναν θαρρείς με δυσκολία, με έκαναν να μην μπορώ να κρατηθώ άλλο, άρχισα να επιταχύνω ξέροντας ότι με αυτό το ρυθμό δεν θα αντέξω ούτε λεπτό. Οι ανάσες μου έβγαιναν κοφτές, το μέτωπό μου είχε ιδρώσει, ο κόσμος μου, ολάκερο το σύμπαν είχε καταρρεύσει στην εικόνα της, να την έχω από κάτω μου και να την κάνω δική μου.

«AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»

Αν ήταν μουσική, θα ήταν το κρεσέντο της καλοκαιρινής καταιγίδας από τις τέσσερις εποχές του Βιβάλντι. Αν ήταν πίνακας ζωγραφικής θα ήταν η έναστρη νύχτα του Βαν Γκονγκ. Δεν έχω λόγια να περιγράψω την ένταση του οργασμού μου, ένιωσα να γίνεται μέσα μου έκρηξη τέτοιου μεγέθους που μπροστά της μια σούπερ νόβα θα φαινόταν στράκα-στρούκα. Και δεν ήταν μία… ήταν απανωτές, κάθε σπασμός καθώς άδειαζα το είναι μου μέσα της και μια έκρηξη, και κάθε έκρηξη πιο δυνατή από την προηγούμενη, δεν είχα βιώσει ποτέ στη ζωή μου ούτε τέτοια ένταση, ούτε τέτοια διάρκεια… και οι αλλεπάλληλες εκρήξεις συνεχίζονταν, μέχρι που ένιωθα ότι δεν θα αντέξω άλλο.

Αν υπάρχει ηδονή τόσο έντονη που η έντασή της και μόνο μπορεί να σε σκοτώσει, ήταν αυτό που ένιωθα εκείνη τη στιγμή. Έπεσα ξέπνοος πάνω της και εκείνη με αγκάλιασε ακόμα πιο σφιχτά, ακόμα πιο δυνατά.

«Μην βγεις… κάτσε μέσα μου… μείνε μέσα μου… μέσα μου» μου είπε δακρυσμένη. Τα στόματά μας ενώθηκαν και πάλι, όπως πριν μερικές στιγμές είχαν ενωθεί τα κορμιά μας. Το φιλί όμως δεν ήταν άγριο και παθιασμένο, ήταν γλυκό, τρυφερό. Το ένα χέρι της ήταν πίσω από το κεφάλι μου, χωμένο μέσα στα μαλλιά μου και μου τα χάιδευε. Το άλλο της χέρι μου χάιδευε απαλά το πρόσωπο με τα γένια των λίγων ημερών. Το σφίξιμο των ποδιών της δεν είχε χαλαρώσει, δεν με άφηνε να φύγω, με κρατούσε εκεί, μέσα της…

Τώρα

«Εσένα… εσένα σου άρεσε;» με ρώτησε γεμάτη αγωνία. Αν μου άρεσε λέει; Να μείνω, κόντεψα.

«Δεν το κατάλαβες;» της απάντησα χαμογελαστός.

«Θέλω να μου το πεις. Θέλω να σε ακούσω να μου το λες»

«Ήταν υπέροχο. Με ένα πλάσμα σαν εσένα, πώς θα μπορούσε να είναι κάτι λιγότερο;»

«Σε θέλω!»

«Κι εγώ. Αλλά άσε με να βρω τις ανάσες μου, δεν είμαι πλέον εικοσάρης»

«Δεν συγκρίνεσαι με κανέναν εικοσάρη!» μου είπε και μετά σαν να το ξανασκέφτηκε. «Δεν ακούστηκε καλά αυτό» συμπλήρωσε, κάνοντάς με να ξεκαρδιστώ, βάζοντας κι εκείνη με τη σειρά της τα γέλια.

«Όντως, δεν ακούστηκε καλά»

«Θα σε πείραζε;»

«Ποιο πράγμα;»

«Να… να είχα περισσότερες εμπειρίες»

«Με εικοσάρηδες;»

«Έλα, μη με κοροϊδεύεις!» μου είπε παραπονιάρικα.

«Δε θα με πείραζε. Θα μου έκανε εντύπωση, αλλά δε θα με πείραζε.»

«Γιατί θα σου έκανε εντύπωση; Η Τίνα έχει πάει με πάνω από δέκα και είναι και μισό χρόνο μικρότερη»

«Δεν ξέρω τι κάνει η Τίνα και ούτε και μου πέφτει λόγος. Εσύ -όσο σε γνωρίζω τουλάχιστον- ήσουν πάντα διαφορετική από την παρέα σου, ή τουλάχιστον από την παρέα σου στην Κέρκυρα. Δεν ασχολούσουν με το κινητό σου παρά μόνο για να ακούς μουσική, δεν ασχολούσουν με το tablet σου παρά μόνο για να ζωγραφίζεις με την πένα του, και όταν δεν ζωγράφιζες ήσουν με ένα βιβλίο στο χέρι και διάβαζες. Ξέρεις τι μου έλεγε η Αγγελική; Αν είχα κόρη θα ήθελα να ήταν όπως η Αναστασία.»

«Εσύ τι έλεγες;»

«Τότε συμφωνούσα.»

«Τι άλλαξε;»

«Τώρα χαίρομαι που δεν σε έχω κόρη» της είπα και κόλλησα το στόμα μου στο στόμα της, κάνοντάς την να λιώσει ενώ το χέρι μου ταξίδεψε και πάλι στο κορμί της, χουφτώνοντας αρχικά τα στήθη της και μετά πηγαίνοντας ανάμεσα στα πόδια της. Για πρώτη φορά και το δικό της χέρι κατέβηκε στο όργανό μου και άρχισε να το χαϊδεύει, κάνοντάς το να θεριέψει στο χέρι της. Τραβήχτηκε απαλά και άρχισε να με φιλάει στο σαγόνι και μετά στα μάγουλα και στα αφτιά. Από εκεί στο λαιμό και κατέβηκε προς το στέρνο μου, μη σταματώντας ούτε μια στιγμή είτε να με φιλάει, είτε να με γλείφει. Κατέβηκε ακόμα πιο χαμηλά, μέχρι που το πρόσωπό της βρέθηκε δίπλα στο ορθωμένο σαν κατάρτι όργανό μου. Το κοίταξε με μια μείξη θαυμασμού και δέους -δεν έχω άλλο τρόπο να περιγράψω το βλέμμα της- όπως το κρατούσε μέσα στη χούφτα της.

«Δεν το έχω ξανακάνει αυτό» μου είπε πριν πάρει διστακτικά το κεφαλάκι στο στόμα της. Το κράτησε εκεί, σαν να μην ήξερε -ή σα να προσπαθούσε να θυμηθεί- τι έπρεπε να κάνει. Έπαιξε το κεφαλάκι διστακτικά με τη γλώσσα της και παίρνοντας θάρρος από την αντίδρασή μου, τον πήρε αποφασιστικά μέσα στο στόμα της. Για πρώτη φορά το πήγαινε όχι απλά καλά, εξαιρετικά θα έλεγα. Χρησιμοποιούσε με τέχνη τα χείλη της και τη γλώσσα της ενώ τα δόντια της δεν με ακούμπησαν ούτε μια φορά. Βέβαια δεν μπορούσε να με πάρει τόσο βαθιά όσο άλλες γυναίκες, με πρώτη και καλύτερη την Αγγελική μου, αλλά αυτό είναι κάτι που μαθαίνεται.

Ορίστε, να που βρέθηκα να κάνω σχέδια κιόλας, καθώς με το όργανό μου αφημένο στην περιποίηση που μου πρόσφερε με το γλυκό της στοματάκι, το μυαλό μου ταξίδευε σε πράγματα που ήθελα να κάνω μαζί της. Το ένστικτό μου σχεδόν μου ούρλιαζε ότι η Αναστασία ήταν δοτική, γιατί πρόθυμη ήταν χίλια τα εκατό, και αυτός είναι ο τύπος των γυναικών που μ’ αρέσουν. Πρόθυμες να μου προσφέρουν αλλά και να δεχθούν ευχαρίστηση, πρόθυμες να δοκιμάσουν πράγματα, πρόθυμες να πειραματιστούν.

Το playroom που ήταν αραχνιασμένο σχεδόν δύο χρόνια, ένιωθα βαθιά μέσα μου ότι θα γνωρίσει νέες μέρες δόξας. Η Αγγελική ήταν μαζοχίστρια και ο πόνος την ηδόνιζε. Στην αρχή μου είχε έρθει ντουβρουτζάς αλλά αυτή η γυναίκα είχε τον τρόπο της. Διέλυσε τις άμυνές μου και τον έμφυτο συντηρητισμό μου με περιφρονητική ευκολία, ανοίγοντάς μου τους ορίζοντες σε ένα θαυμαστό κόσμο που ούτε τον είχα φανταστεί, μέχρι που τη γνώρισα. Σε νέες και πρωτόγνωρες αισθήσεις, σαγηνευτικές που κάποιες φορές τίναζαν την αδρεναλίνη στα κόκκινα.

Η Αναστασία είχε επιταχύνει το ρυθμό της και δεν χρησιμοποιούσε μόνο το στόμα της καλά, χρησιμοποιούσε και το χέρι της. «Δεν το έχω ξανακάνει αυτό» my ass, δεν μπορεί η πρώτη της πίπα να ήταν τέτοιας ποιότητας. Όταν είχε αρχίσει πριν λίγη ώρα, ο σκοπός μου ήταν να την αφήσω να με περιποιηθεί με το στόμα της για λίγο, και μετά να την ξαναπάρω. Πλέον δεν ήμουν βέβαιος ότι ήθελα να σταματήσει, η επιθυμία να τελειώσω στο γλυκό της στοματάκι έγινε ακατανίκητη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή την είχα αφήσει να δώσει το δικό της ρυθμό ωστόσο όταν πήρα την απόφασή μου, έβαλα το χέρι μου στο κεφάλι της και άρχισα να της δίνω εγώ ρυθμό -πιο γρήγορο- τον οποίο ακολούθησε πρόθυμα. Ένιωσα το τέλος να έρχεται σχεδόν από το πουθενά. Κράτησα το κεφάλι της ακίνητο με το όργανό μου να κάνει εκρηκτικούς σπασμούς που με έκαναν να δω αστεράκια. Δεν έκανε καμία κίνηση να τραβηχτεί και από τις κινήσεις των μυών της στα μάγουλα και στο λαιμό κατάλαβα ότι είχε αρχίσει να καταπίνει τις πρώτες ριπές. Όταν το όργανό μου σταμάτησε τους σπασμούς, αδειάζοντας ό,τι είχε να αδειάσει, τραβήχτηκε -και την άφησα- και αφού κατάπιε για τελευταία φορά, σήκωσε το βλέμμα της και με κοίταξε.

Τη χάιδεψα τρυφερά στο σαγόνι και στο μάγουλο και της έκανα νόημα να έρθει προς τα εμένα, πράγμα που έκανε προχωρώντας στα τέσσερα. Πέρασα το χέρι μου πίσω από το κεφάλι της και την έσπρωξα κτητικά προς τα μένα και τα στόματά μας ενώθηκαν και πάλι. Η γλώσσα μου μπήκε στο στόμα της χωρίς ίχνος δισταγμού και εκείνη παραδομένη αφέθηκε στο χάδι της. Το φιλί κράτησε πολλή ώρα και όταν τραβήχτηκε τη χάιδεψα τρυφερά στο πρόσωπο, φέρνοντας το δάχτυλό μου στα χείλη της. Με κοίταξε σκανταλιάρικα και παίρνοντας το χέρι μου στο χέρι της, το έσπρωξε μέσα στο στόμα της και προχώρησε σε επανάληψη των όσων είχε κάνει πριν λίγο στο όργανό μου. Το άφησε μετά από λίγη ώρα και καθισμένη στα γόνατά της, με κοίταξε προκλητικά.

Ανασηκώθηκα και πέρασα το χέρι μου ανάλαφρα πάνω από την ρόγα του αριστερού της στήθους που ήταν και πάλι σαν πέτρα. Θεέ μου, ήταν σα να έχω άγαλμα μπροστά μου, άγαλμα φτιαγμένο με τέτοια τέχνη που θα έκανε τον Πραξιτέλη να νιώσει αδαής ερασιτέχνης. Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει ανθρώπινο πλάσμα από σάρκα και οστά με σώμα τέτοιας ομορφιάς; Αν ποτέ της άνοιγε κανένα κανάλι σε sites τύπου onlyfans μέσα σε λίγους μήνες θα έλυνε το -ανύπαρκτο- οικονομικό μέχρι και των δισέγγονών της.

«Ήσουν υπέροχη» της είπα χαϊδεύοντας της και πάλι τη ρόγα με την πίσω πλευρά της παλάμης μου. «Τόσο που με κάνει να αναρωτιέμαι…» συμπλήρωσα σκανταλιάρικα.

«Στο ορκίζομαι, δεν το έχω ξανακάνει αυτό. Μου το είχε ζητήσει και ο Χάρης και ο Νίκος αλλά αηδίαζα και μόνο στη σκέψη!»

«Ο Νίκος; Ποιος Νίκος; Έναν-έναν μου τους ξετρυπώνεις» την πείραξα.

«Ο εικοσάρης!» μου απάντησε τινάζοντας αδιάφορα τους ώμους της. «Ο Χάρης είναι συμμαθητής μου»

«Άλλους σκελετούς στη ντουλάπα έχεις;»

«Όχι!» είπε βάζοντας στα γέλια. «Καλά το λένε, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη…»

«Τρεις και το λουρί της μάνας»

«Και το μπουρί του Αντώνη» με διόρθωσε βάζοντας και πάλι τα γέλια και κάνοντάς με κι εμένα να ξεκαρδιστώ.

«Είσαι απίθανη» της είπα όταν ηρέμισα, με γνήσιο θαυμασμό.

«Ναι, είμαι!» μου είπε και μου έβγαλε τη γλώσσα της. «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»

«Έλα εδώ μωρή μουσίτσα» της είπα και όρμισα πάνω της και ξαπλώνοντάς την άρχισα να τη γαργαλάω μέχρι που κόπηκε σχεδόν η ανάσα της. Μου έκανε εντύπωση πως δεν δοκίμασε καν να αμυνθεί, κάθισε και υπέμεινε -όχι ακριβώς στωικά, κόντεψε να της βγει το πνευμόνι από το στόμα- το γλυκό βασανιστήριο που της έκανα. Σταμάτησα και την άφησα να βρει τις ανάσες της. Η στάση αυτή με είχε καυλώσει και πάλι. Τρίτη φορά μέσα σε μια ώρα είχα να το καταφέρω από τα μέσα των τριάντα μου και όμως το όργανό μου ήταν και πάλι σαν κατάρτι.

Ξάπλωσα και την έβαλα να κάτσει πάνω μου, της πήρε λίγο για να το βρει, στη συγκεκριμένη στάση δεν είχε εμπειρία και φάνηκε. Με τέτοια υπέροχα στήθη απορούσα πως ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος της το είχαν ζητήσει. Ή ίσως να την το είχαν ζητήσει και να το είχε αρνηθεί, ποιος ξέρει; Σε κάθε περίπτωση τα χέρια μου χούφτωσαν και ζουλήξαν τα στήθη της, ενώ εκείνη προσπαθούσε να βρει τι έπρεπε να κάνει. Όταν το κατάφερε άρχισε να κουνιέται με τον ενθουσιασμό του πρωτάρη που βρήκε το νόημα της ύπαρξης με αποτέλεσμα να αφήσω τα στήθη της και να την πιάσω από τη μέση, μη μου βγει κατά λάθος έξω και έχουμε ατύχημα έτσι που σχεδόν χοροπηδούσε πάνω μου.

Δεν χρειάστηκε να πω κάτι, φαίνεται πως το κατάλαβε το υπονοούμενο και μετρίασε τον ρυθμό με τον οποίο κινούνταν, και έτσι τα χέρια μου ξαναβρέθηκαν στο αγαπημένο τους σημείο, πάνω στα στήθη της χουφτώνοντάς τα δυνατά. Ενώ το απολάμβανε, κρίνοντας από τα βογγητά της, ήταν φανερό ότι είχε αρχίσει να κουράζεται, οπότε κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία άφησα τα στήθη της και βάζοντάς την να σκύψει προς εμένα, άρχισα να κουνάω τη λεκάνη μου, παίρνοντας εγώ την πρωτοβουλία των κινήσεων. Η αλήθεια είναι ότι είχα ξεμάθει και εγώ και άρχισα να κουράζομαι σχετικά γρήγορα. Όταν πια κόντευε να μου κοπεί η ανάσα, σταμάτησα και της ζήτησα να κατέβει από πάνω μου με την απογοήτευση να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της.

«Αναστασία μου, είσαι υπέροχη!» της είπα.

«Δεν τέλειωσες!» μου απάντησε.

«Γιατί δεν έχω αρχίσει καν» της είπα κλείνοντάς της το μάτι. «Κάτσε στα τέσσερα, μωρό μου, θα δοκιμάσουμε αλλιώς» Οκ, δεν ακούστηκε καλά αυτό, αλλά πριν προλάβω να πάω να το σώσω, η Αναστασία χωρίς να φέρει ίχνος αντίρρησης κάθισε υπάκουα στα τέσσερα, λυγίζοντας μέση και τουρλώνοντας τους γλουτούς της, κάνοντας το σαγόνι μου να πέσει και πάλι στο πάτωμα. Πήγα από πίσω της και το έτριψα στα χείλη της, για να τις διαλυθούν οι όποιοι φόβοι πως με το «αλλιώς» εννοούσα πραγματικά «αλλιώς». Που τέτοιο υπέροχο κώλο, εδώ που τα λέμε, δεν υπήρχε ούτε μία στο εκατομμύριο να τον αφήσω αγάμητο ή να πεθάνω προσπαθώντας. Αυτά για αργότερα, είπα μέσα μου, σημειώνοντας ωστόσο την υπάκουη στάση της, και με απαλές κινήσεις τον βύθισα βαθιά μέσα στο μουνάκι της, κερδίζοντας και πάλι δυνατούς στεναγμούς.

Έχοντας τελειώσει ήδη δύο φορές μέσα σε μια ώρα ήξερα ότι θα αντέξω να κρατηθώ σε οποιοδήποτε ρυθμό άντεχαν τα πνευμόνια μου να μου δώσουν, οπότε από τις πρώτες κινήσεις ο ρυθμός ήταν αρκετά γρήγορος. Το όργανό μου γλιστρούσε μέσα της σαν πυρωμένο μαχαίρι σε βούτυρο, η αίσθηση ήταν και πάλι πέραν πάσης περιγραφής. Και το ακόμα καλύτερο -σε σχέση τουλάχιστον με την πίπα- ήταν ότι αυτό το ευχαριστιόμασταν και οι δύο εξ ίσου. Πότε την κρατούσα από τη μέση, πότε την κρατούσα από τους ώμους και πότε την τραβούσα από τα μαλλιά, εκείνη έδειχνε να το απολαμβάνει με όλους τους δυνατούς τρόπους. Της τράβηξα μια υπολογισμένα δυνατή ξυλιά στον αριστερό γλουτό για να κόψω αντιδράσεις και το ρίσκο που πήρα με δικαίωσε, οπότε οι ξυλιές -και κάμποσες ήταν αρκετά δυνατές πάνω στην καύλα μου- μπήκαν και εκείνες στο ρεπερτόριο. Αν στο στοματικό και την πρώτη φορά που την πήρα είχε ακουστεί μία φορά, τώρα ακούστηκε για τα καλά, σε σημείο που ο Ράντι -τον οποίο είχα φροντίσει να κρατήσω έξω από το δωμάτιο- άρχισε να γαβγίζει.

Ένας Θεός ξέρει πως κρατήθηκα και δεν έβαλα τα γέλια και αν η Αναστασία δεν είχε πέσει σε τρανς εκείνες τις στιγμές, το ταβάνι να πέσει και να με πλακώσει.

«AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»

«AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»

«AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»

Γραπώνοντάς την από το μαλλί και τραβώντας την δυνατά προς τα πίσω κοκκάλωσα κι εγώ, πιάνοντας με τη σειρά μου συνομιλία με το Πάνθεο. Όταν τέλειωσαν οι εκρήξεις και καταλάγιασαν οι φωτιές, τραβήχτηκα από πίσω της και μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι τα μεριά της ήταν κόκκινα από τις ξυλιές που της έριχνα πάνω στην ερωτική μας λύσσα. Έσκυψα και φίλησα τρυφερά και τους δύο γλουτούς και αφού τους χάιδεψα για τελευταία φορά, έπεσα ξεθεωμένος ανάσκελα, ανοίγοντας την αγκαλιά μου και κάνοντάς της νόημα να κουρνιάσει μέσα της. Ακόμη στα τέσσερα, έσκυψε και μου έδωσε ένα τρυφερό πεταχτό φιλί στο στόμα και γυρνώντας προς το μέρος μου ξάπλωσε στην αγκαλιά μου.

«Γάβγιζε ο Ράντι ή ήταν ιδέα μου;» με ρώτησε.

«Δεν ήταν ιδέα σου» της απάντησα, χτυπώντας την πολύ ελαφρά με το δάχτυλο στη μυτούλα της.

«Τι τον έπιασε νυχτιάτικα;» Την κοίταξα προσεκτικά να δω αν σοβαρολογεί ή μου κάνει πλάκα. Σοβαρολογούσε, κατά πάσα πιθανότητα δεν είχε πάρει χαμπάρι πόσο είχε ακουστεί. Πάλι καλά που το σπίτι έχει εξαιρετική ηχομόνωση και δόξα τω Θεώ να λέω που με φώτισε και έκλεισα και τη τζαμαρία της βεράντας, πριν έρθουμε στο δωμάτιο.

«Ποιος ξέρει;» της απάντησα κάνοντας το κορόιδο.

«Αντώνη;»

«Αναστασία;»

«Έλα, μη με κοροϊδεύεις!»

«Θεός φυλάξοι!»

«Σε… σε πειράζει να… να κοιμηθώ εδώ μαζί σου;»

«Ροχαλίζω» της απάντησα.

«Συγνώμη… δεν… δεν θέλω να γίνομαι φορτική… απλά…»

«Δεν σε διώχνω, Αναστασία μου. Σου το αναφέρω ως γεγονός ώστε, αύριο το πρωί που θα είσαι με την τσίμπλα στο μάτι από την αϋπνία, να μην μου λες ότι δεν σε προειδοποίησα!»

«Σ’ αγαπάω!» μου είπε αλλά αυτή τη φορά δεν είχε απάντηση. «Δε με νοιάζει, εγώ σ’ αγαπάω» μου επανέλαβε απαντώντας στη σιωπή μου.

«Βάλε το φόρεμά σου και πάμε να κάτσουμε λίγο στο μπαλκόνι»

«Αμέ! Χμμμ, που είναι το φόρεμά μου;»

«Εκεί που το παρατήσαμε» της απάντησα πειρακτικά κάνοντάς την να χαμογελάσει ντροπαλά, ήταν μια γλύκα.

Σηκώθηκα και φόρεσα ένα σορτσάκι και μια μπλούζα. Η Αναστασία πήρε το φόρεμά της που το είχε πετάξει σε μια πολυθρόνα και το φόρεσε. Ο Ράντι ήρθε κλαψουρίζοντας, του είχε κακοφανεί που τον είχαμε αφήσει μόνο του αλλά… τι να κάνουμε Ράντι μου, θα το υποστείς.

«Πήγαινε στη βεράντα και έρχομαι» της είπα. Δε με ρώτησε τι είχα στο μυαλό μου, άνοιξε την συρόμενη πόρτα και συνοδεία του Ράντι πήγε και κάθισε στη βεράντα. Εγώ πήγα στο μπαρ και έβγαλα δυο ποτήρια και τα γέμισα κατά το ένα τρίτο με Talisker 30 ετών. Δεν ήξερα αν η μικρή πίνει ουίσκι αλλά η ασυνήθιστα φρουτώδης, πιπεράτη γεύση του ήλπιζα να της αρέσει. Καπνίζω εξαιρετικά σπάνια ωστόσο οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Άνοιξα το συρτάρι του γραφείου και από μια κασετίνα έβγαλα ένα τσιγάρο και έβαλα τον αναπτήρα στην τσέπη. Βγήκα έξω στη βεράντα και πριν κάτσω, της έδωσα το ποτό της.

«Τι είναι αυτό;»

«Ουίσκι»

«Αντώνη μου μην παρεξηγηθείς, σ’ ευχαριστώ που με σκέφτηκες αλλά δε μου αρέσει το ουίσκι. Γενικά δεν μου αρέσει το αλκοόλ, στο τσακίρ κέφι να πιώ μια σαγκρία αλλά ως εκεί.»

«Δεν έχεις δοκιμάσει τέτοιο ουίσκι» της είπα με σιγουριά. «Το κρατάω για εξαιρετικές περιστάσεις, Αναστασία»

«Στην υγειά μας» μου είπε χαμογελαστή.

«Στην υγειά μας» της απάντησα και έφερα το ποτήρι στα χείλη μου, αφήνοντας λίγο από το νέκταρ του να χυθεί στο στόμα μου. Το ίδιο -αν και για τελείως διαφορετικό λόγο- έκανε και η Αναστασία η οποία γούρλωσε τα μάτια της όταν επιτέλους ένιωσε τη γεύση στο στόμα της. Χαμογελώντας με την αντίδρασή της, έβγαλα από την τσέπη τον αναπτήρα και άναψα το τσιγάρο μου. Τράβηξα μια γερή ρουφηξιά απολαμβάνοντας την κάψα στο λαιμό μου.

«Είναι υπέροχο! Δεν… δεν το περίμενα, είναι… Γουάο!»

«Χαίρομαι που σ’ αρέσει» της απάντησα χαϊδεύοντάς της τρυφερά το χέρι.

«Είναι η πιο όμορφη βραδιά της ζωής μου» μου είπε κρατώντας το χέρι μου μέσα στο χέρι της.

«Εμείς να είμαστε καλά…» της είπα χωρίς να το καλοσκεφτώ. Η αντίδρασή της ήρθε με τη μορφή του χαμόγελου που θαρρείς φώτισε τη νύχτα. Μου έσφιξε το χέρι δυνατά.

Κάπνισα το υπόλοιπο τσιγάρο χωρίς να μιλήσουμε. Όταν τελείωσα, ήπιαμε ακόμα μια γουλιά ο καθένας μας. Η Αναστασία σηκώθηκε και ήρθε από πίσω μου και χωρίς να της το ζητήσω άρχισε να μου τρίβει απαλά το λαιμό και τον ώμο. Τα χέρια της ήταν βάλσαμο, έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας το απαλό μασάζ της. Που και που έσκυβε και μου φιλούσε την κορυφή του κεφαλιού, σα να μην πίστευε τα ίδια της τα μάτια και προσπαθούσε να επιβεβαιώσει την παρουσία μου με την αφή των χειλιών της.

«Σουσουράδα» της είπα χρησιμοποιώντας το αγαπημένο μου υποκοριστικό «πρέπει να πάω τον Ράντι τη βόλτα του. Θέλεις να μου κάνεις παρέα;»

«Πολύ!»

«Να ξέρεις ότι έχει αρκετό περπάτημα, θα φτάσουμε μέχρι το Δάσος Συγγρού να τον αμολήσω, το πήγαινε-έλα από μόνο του είναι σχεδόν πέντε χιλιόμετρα και στην επιστροφή έχει ανηφόρα.»

«Λες και στην Κέρκυρα κάναμε μικρότερες βόλτες» μου υπενθύμισε και με το δίκιο της.

«Ωραία, κατέβα να φορέσεις τα αθλητικά σου παπούτσια και καμιά φόρμα»

«Αντώνη;»

«Αναστασία;»

«Ι-Ισχύει η… η πρόσκληση για… για μετά;»

«Ισχύει. Λοιπόν, πήγαινε να αλλάξεις και θα σε περιμένουμε κάτω!»

«Πάω!» είπε

«Εχμ, ξυπόλητη; Χωρίς το εσώρουχό σου;»

«Χιχιχι» είπε και παίρνοντας το κιλοτάκι της από την πολυθρόνα και φορώντας -χωρίς να τα δέσει- τα πέδιλά της έφυγε σα σίφωνας.

«Έλα ρεμάλι, βόλτα» είπα στο Ράντι που άκουσε τη μαγική λέξη και άρχισε να κλαψουρίζει από ανυπομονησία. Του φόρεσα το σαμάρι του -και είχα τρομάξει να βρω στο μέγεθός του- αλλά δεν τον έδεσα με λουρί, ο Ράντι ποτέ δεν απομακρυνόταν αν δεν του έδινα το ελεύθερο, αν και πάντα το κουβάλαγα μαζί μου για παν ενδεχόμενο. Φόρεσα τα ειδικά για το περπάτημα αθλητικά μου παπούτσια και κατεβήκαμε στον κήπο. Ένα λεπτό αργότερα μας ήρθε και μας βρήκε και η Αναστασία η οποία είχε φορέσει γκρίζα εφαρμοστή φόρμα με ροζ ρίγα. Θεέ μου, τι απίθανο κώλο είχε αυτό το κορίτσι; Το σκατόπαιδο πάλι δεν είχε φορέσει σουτιέν, αν κρίνω από τις κινήσεις που διέκρινα κάτω από το κοντομάνικο μπλουζάκι της. «Πάμε» είπα και άνοιξα τη μικρή πόρτα και βγήκαμε έξω. Κατεβήκαμε μέχρι το σταθμό και από εκεί πήραμε την Λαμπράκη μέχρι που φτάσαμε στο Κ.Α.Τ. Συνεχίσαμε μέχρι το φανάρι του Βενζινάδικου και εκεί περάσαμε απέναντι διασχίζοντας την Κηφισίας.

«Αύριο έρχεται το laptop μου. Θα… θα μπορέσεις να με πετάξεις μέχρι τον Κωτσόβολο; Αν δεν μπορείς δεν υπάρχει πρόβλημα, θα πάρω ταξί! Αλήθεια στο λέω!»

«Αύριο το πρωί θα πάμε να πιούμε το καφεδάκι μας στην Πολιτεία, όπως κάναμε και το προηγούμενο Σάββατο, και μετά πάμε όπου θέλεις!»

«Είσαι υπέροχος!»

«Είμαι» απάντησα κάνοντάς την να χαχανίσει. «Και επειδή αυτό το Σ/Κ είναι το τελευταίο πριν καθείς κατεργαρέος βρεθεί στον πάγκο του, αύριο το βράδυ θα σε πάω να φάμε στην Βάρκιζα, αφού το προηγούμενο Σάββατο μου κάνατε τις δύσκολες, μάνα και κόρη»

«Ναι! Ναι!» είπε ενθουσιασμένη.

Στο πεζοδρόμιο ανέβαινε μια παρέα και ο Ράντι πήρε θέση φύλακα. Η πιτσιρικαρία από την άλλη ενθουσιάστηκε με την πάρτη του και σταμάτησαν και άρχισαν να μου κάνουν ερωτήσεις, αν και μεταξύ μας, για το Ράντι ρωτούσαν, την Αναστασία έτρωγαν με τα μάτια τους. Κράτησα το σχόλιο για τον εαυτό μου και δυο-τρία λεπτά αργότερα συνεχίσαμε το δρόμο μας.

«Έχεις κάτι καλό να φορέσεις; Εννοώ ότι το μέρος είναι κυριλέ.»

«Ναι αμέ, έφερα και τα καλά μου φορέματα.»

«Καλά, δεν θα πάμε και για δεξίωση»

«Εσύ τι θα φορέσεις;»

«Πουκάμισο και παντελόνι, δεν πρόκειται να βάλω κουστούμι αν αυτό εννοείς»

«Κρίμα, σου πάει. Μου… μου είχε δείξει φωτογραφίες η Αγγελική, σου πάει πολύ αυτό το ντύσιμο»

«Κάποια άλλη φορά, ίσως» της είπα τερματίζοντας την εν λόγω συζήτηση.

«Αν… αν δεν έχεις κανονίσει την Κυριακή κάτι… θα… θα ήθελες να πάμε για μπάνιο;»

«Εξαιρετική ιδέα!» της απάντησα.

«Στο Σχοινιά;»

«Όχι, την Κυριακή θα κατεβούμε νότια, έχω μια εξαιρετική καβάντζα που θα τη λατρέψεις!»

«Είναι… είναι αυτό που νομίζω;» με ρώτησε με αγωνία.

«Ναι, αν νομίζω αυτό που νομίζεις.»

«Έλα… μην παίζεις με την λαχτάρα μου. Μπορείς να κάνεις βουτιές;»

«Ε, ναι λοιπόν!»

«Θα πάρουμε μαζί μας τον Ράντι;»

«Φυσικά, στο πηγάδι κατούρησε;»

«Μα είπες…»

«Είναι μικρή παραλία και μπορείς να μπεις και σαν άνθρωπος και σαν κατσίκι, καλή ώρα»

«Ναιιιιιιιιιι! Ναιιιιιιιιι» φώναξε μην μπορώντας να κρύψει τον ενθουσιασμό της.

Έχοντας πιάσει την πάρλα ούτε που κατάλαβα για πότε φτάσαμε στο δάσος Συγγρού. Μπήκαμε μέσα και έδωσα το ελεύθερο στον Ράντι ο οποίος έγινε καπνός. Η Αναστασία μου έπιασε διστακτικά το χέρι και το κράτησα σφιχτά μέσα στο δικό μου και πιασμένοι χεράκι-χεράκι ξεκινήσαμε τον αργό περίπατο μέσα στα δρομάκια του άλσους. Που και που ο Ράντι ερχόταν να μας βρει και αφού βεβαιωνόταν ότι δεν τον είχαμε παρατήσει να τον φάνε οι αρκούδες -αν και σηκώνει αρκετή συζήτηση για το ποιος θα έτρωγε ποιον σε μια τέτοια συνάντηση- εξαφανιζόταν και πάλι.

«Αλήθεια, πόσα κιλά είναι;»

«90 την τελευταία φορά που τον ζύγισα.»

«Ο Χριστός και η Παναγία, μέχρι πόσα θα φτάσει;»

«Οι καθαροί καυκάσιοι μπορούν να φτάσουν ή ακόμα και να ξεπεράσουν τα εκατό. Ο κτηνίατρος μου είπε ότι ίσως φτάσει και τα 95. Θα δούμε, τώρα είναι 16 μηνών, θεωρητικά μέχρι να κλείσει τα 2 του θα πάρει όγκο, αν και σε ύψος νομίζω ότι έφτασε όσο μπορεί να φτάσει»

Την έσφιξα πάνω μου βάζοντας το χέρι μου στη μέση της και το ίδιο έκανε και εκείνη και έτσι συνεχίσαμε τον αργό μας περίπατο περιμένοντας τον Ράντι να ξελυσσάξει. Κόντευε να πάει 01:00 όταν ο κύριος μας έκανε την τιμή να έρθει λαχανιασμένος και με τη γλώσσα του να κρέμεται. Τον πήγα μέχρι τη βρύση και άφησα το νερό να τρέχει και ο Ράντι έχωσε μέσα την κεφάλα του και άρχισε να πίνει αχόρταγα και τραβήχτηκε μόνο όταν κόντεψε το νερό να αρχίσει να του βγαίνει από τ’ αφτιά. Πήραμε το δρόμο της επιστροφής αυτή τη φορά χωρίς να μιλάμε -η επιστροφή είναι ανηφορική, άλλωστε- και μισή ώρα αργότερα φτάσαμε στο σπίτι. Ανεβήκαμε με τα πόδια και στο δεύτερο όροφο η Αναστασία σταμάτησε.

«Θα με περιμένεις;»

«Δεν τον ξέρεις το δρόμο;» τη ρώτησα πειρακτικά.

«Ωραία, πάω να πάρω τις πιτζάμες μου και έρχομαι»

«Δεν θα χρειαστείς πιτζάμες» της είπα. «Πάρε μια αλλαξιά ρούχα για το πρωί»

«Εντάξει» μου είπε χαμογελαστή.

Την άφησα και ανεβήκαμε πάνω. Με το που μπήκαμε ο Ράντι πήγε ξεθεωμένος στην αγαπημένη του μεριά και σωριάστηκε σαν τούβλο. Εγώ πάλι είχα άλλα σχέδια, πήγα στο μπάνιο και άρχισα να γεμίζω το τζακούζι. Η Αναστασία δεν το ήξερε ακόμα αλλά η βραδιά δεν είχε τελειώσει. Δυο-τρία λεπτά αργότερα, χτύπησε το κουδούνι. Ήταν ακόμα με τη φόρμα αλλά στα χέρια της είχε μια σακούλα με τα ρούχα που θα φορούσε αύριο το πρωί. Έκλεισε την πόρτα αλλά δεν πρόλαβε να κάνει άλλο βήμα, την έσπρωξα προς τον τοίχο και την φυλάκισα ανάμεσα στα χέρια μου. Παράτησε τη σακούλα στο πάτωμα και σχεδόν μου όρμισε, το φιλί μας ήταν άγριο, ερωτικό… παθιασμένο. Της ανέβασα την μπλούζα και σήκωσε τα χέρια της βοηθώντας με να τη βγάλω. Της κατέβασα φόρμα και εσώρουχο μαζί, ίσα που πρόλαβε να βγάλει τα παπούτσια της. Γονάτισα και της έβγαλα τα σοσόνια και σηκώθηκα πάλι όρθιος, βγάζοντας και τα δικά μου ρούχα.

«Έλα μαζί μου» της είπα και την πήρα και πήγαμε στο δεύτερο WC, το οποίο έχει καμπίνα για ντουζ. Άνοιξα το νερό να τρέχει και όταν έφτασε σε θερμοκρασία που έκανε και στους δυο μας, χωθήκαμε από κάτω του και φιληθήκαμε παθιασμένα ενώ το νερό έτρεχε σαν καταρράχτης πάνω μας. Έκλεισα το νερό και της έδωσα μια μεγάλη πετσέτα για το σώμα και μια μικρότερη για τα μαλλιά. Σκουπίστηκα και εγώ, και τραβώντας την από το χέρι πήγαμε στο μεγάλο μπάνιο όπου το τζακούζι είχε γεμίσει. Η Αναστασία ΧΑΖΕΨΕ στην κυριολεξία. Πέταξα μέσα δυο βόμβες αφρού και μπήκα μέσα, κάνοντας της νόημα να με ακολουθήσει. Καθίσαμε και οι δύο αντικριστά ο ένας από τον άλλον και όταν βολευτήκαμε, άνοιξα το μηχανισμό.

«ΑΑΑΑΑΑΧ! Είναι σαν το ΠΟΖΑΡ!!!!!»

Πόζαρ στο οποίο οι δυο τους με είχαν πετάξει με τις κλωτσιές από την σουίτα για να απολαύσουν το τζακούζι αφήνοντάς με μέ τις καλύτερες ευχές τους. Μωρέ ας ζούσε η Αγγελική μου και ας μην έσωνα να ξαναδώ τζακούζι στη ζωή μου. Και εκεί με έπιασαν και πάλι οι τύψεις αλλά πίεσα τον εαυτό μου να τα αφήσω όλα αυτά στην άκρη για να μη χαλάσω τη διάθεση της Αναστασίας που πλατσούριζε και γελούσε σα μικρό παιδί.

Και όλα αυτά αποτέλεσμα ενός παιχνιδιάρικου κύματος. Καλά το λένε, όσα φέρνει μια στιγμή, δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος.

«Έλα σε μένα» της είπα και όπως είχα τα πόδια μου ανοιχτά ήρθε και κάθισε γονατιστή μπροστά μου, δίνοντας μου ένα παιχνιδιάρικο φιλάκι στο στόμα. Την γύρισα και την έβαλα να ξαπλώσει την πλάτη της στο στέρνο μου και μόλις βολεύτηκε έγειρε πάνω μου. Της σήκωσα τα χέρια και περνώντας τα δικά μου κάτω από τις μασχάλες της, τα άφησα να αναπαυτούν στο αγαπημένο τους μέρος, πάνω στα στήθη της. Έστριψε το κεφάλι της προς τα μένα και τα στόματά μας ενώθηκαν και πάλι. Δεν σταμάτησε να με φιλάει ακόμα και όταν της κοβόταν ελαφρά η ανάσα από τη δύναμη με την οποία της τσιμπούσα τις ρώγες. Θυμήθηκα και πάλι πόσο πολύ ήθελα να στάξω λιωμένο κερί στα στήθη της και στο μουνάκι της. Αν κρίνω από την ανταπόκρισή της στις ξυλιές, σχεδόν σίγουρα θα έκανε τη γνωριμία με το paddle και ίσως και με το crop ή τη βίτσα. Όχι φυσικά στο βαθμό που τα έκανα αυτά με την Αγγελική, δε νομίζω ότι η Αναστασία ήταν μαζοχίστρια, πιο πολύ για την ιδέα του πράγματος, για να καταλαγιάσουν οι φωτιές που είχαν αρχίσει και πάλι να φουντώνουν στα σωθικά μου.

Δεν είμαι ακριβώς Σαδιστής και σε γενικές γραμμές δε μου αρέσει να προκαλώ δυσφορία στις ερωτικές μου παρτενέρ. Λατρεύω όμως αυτές τις αντιδράσεις, τα στιγμιαία τινάγματα, τον μικρό φόβο πριν το επόμενο χτύπημα. Ήξερα να χειρίζομαι και το whip και με την Αγγελική το φτάναμε μέχρι να ματώσει η πλάτη της αλλά, σε αντίθεση με το paddle ή τη βίτσα, η ιδέα να το χρησιμοποιήσω πάνω στην Αναστασία με απωθούσε. Οι γλώσσες μας ήταν ακόμα πλεγμένες μεταξύ τους ενώ τα χέρια μου συνέχισαν να μαλάζουν, και πότε-πότε να τσιμπολογούν, τα στήθη της.

Όταν το νερό άρχισε να γίνεται χλιαρό, έκλεισα το μηχανισμό και τράβηξα την τάπα. Σηκώθηκα όρθιος και αφού βοήθησα και την Αναστασία να σηκωθεί, πήρα το απαλό σφουγγάρι και γεμίζοντάς το με αφρόλουτρο με άρωμα φρούτων, την έτριψα απαλά και αισθησιακά από την κορυφή μέχρι τα νύχια και χωρίς να της το ζητήσω, μου το ανταπέδωσε με τον ίδιο αισθησιασμό καταφέρνοντας και πάλι να μου τον κάνει κατάρτι. Άνοιξα το νερό και όταν ξεπλυθήκαμε τελείως, γονάτισα μπροστά της και τραβώντας την από τους γλουτούς κόλλησα το στόμα μου στο μουνάκι της και ξεκίνησα να το τρώω. Το χέρι της ήταν πλεγμένο στα μαλλιά μου και με χάιδευε και -πάνω στην ηδονή της- κάποιες στιγμές μου το τραβούσε. Όταν τα βογγητά της άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματήσω να τη γλείφω, να τη ρουφάω και να την πιπιλάω, βύθισα το δάχτυλό μου μέσα της και ένιωσα τα μαλλιά μου σχεδόν να ξεριζώνονται από το σφίξιμο.

«AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»

Τράβηξα το δάχτυλό μου έξω από το μουνάκι της και χωρίς ίχνος δισταγμού το ακούμπησα στην πίσω της τρυπούλα, και αφού τη χάιδεψα ανάλαφρα για μερικές στιγμές, άρχισα να το βυθίζω μέσα της, κάνοντας να ανεβάσει ακόμα περισσότερο την ένταση των βογγητών της.

«ΑΝΤΩΝΗΗΗΗΗΗΗΗ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΝΤΩΝΗ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» φώναξε, με το σώμα της να τραντάζεται λες και είχε πιάσει γυμνό καλώδιο και ένιωσα το πρόσωπό μου να πιτσιλιέται ταυτόχρονα με το κάψιμο από το δυνατό τράβηγμα των μαλλιών μου. «AAAAAAΑΑΑΑΑAAAAAX MMMMMMMMMΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑAAAAAAAAAAAΧ». Βύθισα το πίσω δάχτυλό μου όσο πιο βαθιά μπορούσα στο κωλαράκι της, μέχρι που η Αναστασία μην αντέχοντας άλλο την αβάσταχτη αίσθηση, κούνησε ασυναίσθητα τη λεκάνη της προς τα πίσω, προσπαθώντας να απομακρυνθεί από τη γλώσσα μου. Την κράτησα σφιχτά, δεν την άφησα να φύγει και η ανταμοιβή μου ήταν… αυτό δεν ήταν βογγητό, ήταν σχεδόν ουρλιαχτό. Με το δάχτυλό μου ακόμα στο κωλαράκι της, κατέβασα σιγά-σιγά το ρυθμό που ρουφούσα το μουνάκι της, μέχρι που σταμάτησα τελείως. Τράβηξα απότομα το δάχτυλό μου από πίσω της, κάνοντας να της ξεφύγει ένα τελευταίο βογγητό. Σήκωσα το κεφάλι μου και την κοίταξα χαμογελαστός, το πρόσωπό μου ακόμα γεμάτο από τα υγρά της ηδονής της.

«Κοίτα με» της είπα και ανοίγοντας τα μάτια της -που τα είχε σφαλιστά κλειστά- χαμήλωσε το βλέμμα της προς τα μένα. Έγλειψα προκλητικά με τη γλώσσα μου όσα υγρά της είχαν μαζευτεί γύρω από το στόμα μου και σηκώθηκα όρθιος. Η Αναστασία, που δεν είχε κατά τα φαινόμενα σκουιρτάρει ποτέ στη ζωή της, με κοίταξε χωρίς να έχει καταλάβει ότι τα υγρά στο πρόσωπό μου ήταν δικά της. Δεν έχει σημασία, την άρπαξα από το σβέρκο και κόλλησα το στόμα της στο δικό μου.

Αποτραβήχτηκα απαλά και πιέζοντας την ελαφρά στους ώμους της έδειξα να καταλάβει τι ήθελα. Χωρίς ίχνος δισταγμού γονάτισε μπροστά μου και με πήρε στο στόμα της. Κρατώντας την ακίνητη από την πίσω μεριά του κεφαλιού, άρχισα -και προσέχοντας να μην την πνίξω- να γαμάω το γλυκό της στοματάκι. Ήθελα να της το καρφώσω μέχρι το λαρύγγι αλλά γι’ αυτό είχαμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας, ίσα που μπορούσε να τον πάρει ούτε καν μέχρι τη μέση, πριν αρχίσει να πνίγεται. Στο στοματικό και χωρίς τη βοήθεια χεριού, μπορώ να τελειώσω μόνο όταν η παρτενέρ μου μπορεί να με πάρει μέσα στο στόμα της μέχρι τη ρίζα. Δεν έχω ιδιαίτερα μεγάλο όργανο αλλά η Αγγελική ορκιζόταν ότι ήταν το πιο όμορφο πέος που είχε δει στη ζωή της και του λόγου της είχε δει πολλά!

Το να τη μοιράζομαι δεν μου είχε φανεί καθόλου εύκολο στην αρχή, ζήλευα σαν τρελός. Μου πήρε κάμποσο καιρό να καταλάβω, να χωνέψω βαθιά μέσα μου, ότι το σεξ -όχι το να κάνεις έρωτα, το σεξ- είναι απλά μια διαφορετικού είδους απόλαυση και πως αν υπάρχει δέσιμο, αν υπάρχει πραγματικό, ουσιαστικό δέσιμο, η ζήλεια δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα σκιάχτρο, ένας μπαμπούλας που σκάρωνε το ίδιο μας το μυαλό. Δεν είναι εύκολο, απαιτεί να ξεριζώσεις από μέσα σου ιδεοληψίες που πιθανώς να κουβαλάς από μικρό παιδί.

Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν ἄγριο Ποσειδώνα δὲν θὰ συναντήσεις,
ἂν δὲν τοὺς κουβανεῖς μὲς στὴν ψυχή σου,
ἂν ἡ ψυχή σου δὲν τοὺς στήνει ἐμπρός σου.

 Πόσες μεγάλες αλήθειες έκρυβαν μέσα τους αυτοί οι στίχοι. Είχα βρει την Ιθάκη μου και την έχασα και μαζί της έχασα κάθε διάθεση να ζήσω. Χρειάστηκε ένα χαρούμενο και άγαρμπο κοπρόσκυλο και ένα παιχνιδιάρικο κύμα για να μου θυμίσουν ότι όσο ζούμε και αναπνέουμε τα όνειρα συνεχίζουν, το ταξίδι δε σταματά.

Τραβήχτηκα από το στόμα της και κρατώντας της το κεφάλι ακίνητο άρχισα να τον παίζω με το κεφαλάκι να ακουμπάει τα χείλη της. Την κοίταξα, όπως την κρατούσα, με τα μάτια της κλειστά και το στόμα της ανοιχτό και η εικόνα αυτή αρκούσε για να ανάψει το φυτίλι και λίγες στιγμές αργότερα ήρθε η έκρηξη και ίσα που πρόλαβα να βάλω το όργανό μου μέσα στο στόμα της και οι σπασμοί του συνοδεύτηκαν αυτή τη φορά από τα δικά μου βογγητά. Η Αναστασία κατάπιε ξανά και ξανά και ξανά, οι σπασμοί σταμάτησαν και το όργανό μου έμεινε ακίνητο μέσα της. Τραβήχτηκα απαλά και όταν βγήκα τελείως έξω, άνοιξε τα μάτια της και σήκωσε το βλέμμα της προς τα μένα.

Μπορεί αυτό το βλέμμα να το είχα δει μόνο σε μία άλλη γυναίκα σε όλη μου τη ζωή, ωστόσο το αναγνώρισα αμέσως. Λατρεία. Ξεροκατάπια προσπαθώντας να κρύψω την ξαφνική ταραχή μου, το εφηβικό ξεμυάλισμα είναι ένα πράγμα αλλά αυτό είναι κάτι άλλο. Σπρώχνοντας βίαια την ανησυχία μου πίσω ανέκτησα γρήγορα την ψυχραιμία μου και τη χάιδεψα απαλά στο μάγουλο χαμογελώντας της. Χαμογέλασε και εκείνη και τρίφτηκε πάνω στο χέρι μου σαν κουτάβι που ήθελε χαδάκια.

«Πάμε μέσα μωρό μου» της είπα βοηθώντας την να βγει από τη μπανιέρα.

«Αντώνη μου, έχεις σεσουάρ; Δεν θέλω να ξαπλώσω με βρεγμένο μαλλί».

Μου.

«Ναι, έχω». Πήγα και της έφερα το σεσουάρ και μαζί παντόφλες καθώς δεν ήθελα να στεγνώσει τα μαλλιά της ξυπόλητη, παρά το γεγονός ότι τα πλακάκια του μπάνιου ήταν στεγνά. Σκούπισα κι εγώ στα γρήγορα όση υγρασία είχε μείνει στα μαλλιά μου, το σώμα μου είχε στεγνώσει, και κάθισα στο πεζούλι της μπανιέρας του υδρομασάζ  για να την κοιτάζω ενώ στέγνωνε βουρτσίζοντας τα μαλλιά της που έφταναν μέχρι τη μέση της πλάτης της. Που και που σταματούσε, με κοίταζε λες και προσπαθούσε να βεβαιωθεί ότι δεν είμαι φάντασμα και θα εξαϋλωθώ, και με το χαμόγελο στο γλυκό της πρόσωπο, επέστρεφε και πάλι στην ιεροτελεστία της. Τα μάτια της ήταν αμυγδαλωτά με ένα υπέροχο ανοιχτό καστανό χρώμα, περίπου το ίδιο με εκείνο των μαλλιών της.

Πέντε χρόνια πριν…

«Όταν ταχτοποιηθείτε ελάτε δίπλα να σας κεράσουμε ένα καφεδάκι» μας είπε η κυρά-Τασία.

«Αχ να είστε καλά» της είπε η Αγγελική

«Πάμε πρώτα για μια βουτιά;»

«Πρώτα η δουλειά και μετά η διασκέδαση! Άντε τεμπέλαρε, πάμε να ξεφορτώσουμε!»

«Αυτό λέγεται καταπίεση!»

«Καλά σου κάνω!»

«Αυτά κάνεις και η πάλη των τάξεων παραμένει ιστορικά αδικαίωτη, ενώ η διεθνής καπιταλιστική μεθοδολογία, σαμποτάρει την πρωτοβουλία της κολχόζνικης ιδιοκτησίας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας σεχταρισμός που αποπροσανατολίζει τις μάζες και τις αφήνει σε ένα τέλμα ιδεολογικής σύγχυσης με ανεπανόρθωτες συνέπειες!»

«Εγώ τα πρόβατα βόσκαγα εδώ παραπέρα» μου απάντησε όταν ηρέμισε από τα γέλια. «Έλα τεμπελχανά, κουνήσου!»

Μισή ώρα αργότερα είχαμε αδειάσει το τζιπάκι αλλά πριν προλάβω να μείνω με το μαγιό η Αγγελική μου υπενθύμισε ότι είχαμε πει στην κυρά-Τασία ότι θα πάμε να πιούμε ένα καφέ. Ξεφυσώντας σαν δυστυχισμένος τυφώνας, ξαναφόρεσα το παντελόνι μου και την ακολούθησα. Βγήκαμε στο δρόμο, το σπίτι της κυρά-Τασίας ήταν το ακριβώς δίπλα. Ανεβήκαμε στη βεράντα, στο τραπέζι καθόταν μια όμορφη πιτσιρίκα, όχι πάνω από δώδεκα-δεκατρία, και ζωγράφιζε σε ένα tablet.

«Καλημέρα!» της είπε με όλη της τη γλύκα η Αγγελική.

«Καλημέρα» απάντησε και η πιτσιρίκα χαμογελαστή αφήνοντας κάτω το tablet της. «Η γιαγιά είναι μέσα, πάω να τη φωνάξω» μας είπε και πέρασε μέσα στο σπίτι. Γύρισε ούτε καν μισό λεπτό αργότερα. «Θα έρθει σε μισό λεπτάκι»

«Πώς σε λένε;» τη ρώτησε η Αγγελική.

«Αναστασία! Εσάς;»

«Εγώ είμαι η Αγγελική και ο βαρύς και ασήκωτος αριστερά μου είναι ο Αντώνης». Η πιτσιρίκα με κοίταξε εξεταστικά από την κορυφή μέχρι τα νύχια.

«Χαίρω πολύ!» μας απάντησε. Το μάτι μου έπεσε στη ζωγραφιά που είχε στο tablet της και αυτό έκανε τα μάτια μου να γουρλώσουν. Η μικρή είχε εξαιρετικό ταλέντο.

«Τι ζωγραφίζεις;» την ρώτησα προσπαθώντας να γλυκάνω τη φωνή μου.

«Μ’ αρέσει να ζωγραφίζω τοπία.» μου απάντησε ντροπαλά.

«Μου επιτρέπεις;»

«Αμέ!» μου είπε και μου έδειξε το tablet της, στο οποίο είχε ζωγραφίσει μια ερημική παραλία με βότσαλα. Δεξιά στο βάθος υπήρχαν βράχια ενώ πίσω από την παραλία υπήρχαν καλαμιές.

«Είναι υπέροχο!» είπα με πραγματικό θαυμασμό και το έδειξα και στην Αγγελική. «Κοίτα!»

«Καλέ τι υπέροχο; Αριστούργημα είναι!» απάντησε εντυπωσιασμένη μην μπορώντας κι εκείνη με τη σειρά της να κρύψει τον θαυμασμό της.

«Σας ευχαριστώ πολύ!» απάντησε η Αναστασία χαμογελώντας ντροπαλά. «Είναι πραγματική παραλία ξέρετε, ο Ερημίτης, αλλά δυστυχώς χρειάζεται βάρκα για να πας.»

«Μάντεψε ποιοι φέραν μαζί τους τη βάρκα τους!» της είπε η Αγγελική και η Αναστασία σχεδόν χοροπήδησε στην καρέκλα από τον ενθουσιασμό της. Πολύ την έκανα χάζι.

Δυο μέρες αργότερα μας συνόδεψε, με την άδεια των παππούδων της, στην πρώτη μας βαρκάδα.

Σήμερα…

Ο ύπνος την είχε πάρει στην αγκαλιά μου, τυλιγμένη πάνω μου σαν χταπόδι. Έχει πάει 04:00 και ο ύπνος δεν λέει να με πάρει. Η Αναστασία κάτι μουρμουρίζει στον ύπνο της και σφίγγεται ακόμα περισσότερο πάνω μου. Η διαφορά μας είναι τόσο μεγάλη που δεν μου επιτρέπει να κάνω σχέδια για το μέλλον. Το ξέρω μέσα μου ότι αυτό που ζω δε θα κρατήσει, όπως επίσης είμαι σχεδόν εκατό τα εκατό σίγουρος ότι στο τέλος εγώ θα είμαι αυτός που θα φάει τα μούτρα του. Προσπαθώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου, δεν πρέπει να του επιτρέψω να ξεμυαλιστεί. Πώς θα αντικρύσω ξανά τους δικούς της; Ναι, είναι ενήλικη μα συνάμα είναι και παιδούλα… τουλάχιστον σε σύγκριση με μένα. Ο Μιχάλης και η Ελένη είναι σχεδόν συνομήλικοί μου, άντε να είναι δυο-τρία χρόνια μικρότεροι κι εγώ είχα κλείσει εδώ και σχεδόν δυο μήνες τα σαρανταπέντε μου. Γέλασα στη σκέψη ότι και οι δυο μας είμασταν γεννημένοι αρχές Ιούλη, τα γενέθλιά μας τα χώριζαν μόλις τρεις μέρες.

…τρεις μέρες και 27 χρόνια.

Δεν ξέρω τι μέλλον θα μπορούσε να υπάρξει μεταξύ μας αλλά… έτσι κι αλλιώς το μέλλον δεν υπάρχει, είναι κάτι που θα υπάρξει όσο η καρδιά χτυπάει μέσα στο στήθος μας. Και όσο αυτή η ρημάδα η καρδιά χτυπάει, το όνειρο δεν σβήνει, το ταξίδι δε σταματά.

3. In-a-gadda-da-vida

Αν και ο ύπνος άργησε πολύ να με πάρει, χαμένος όπως ήμουν στις σκέψεις μου, το πρωί, γύρω στις 09:00, το μάτι μου άνοιξε σαν της γαρίδας. Η Αναστασία ήταν γυρισμένη στα πλάγια και αν και δεν βρισκόταν στην αγκαλιά μου, το δεξί της χέρι ήταν απλωμένο πάνω μου. Της σήκωσα πολύ απαλά το χέρι για να μην την ξυπνήσω και σηκώθηκα. Ο Ράντι με περίμενε στην είσοδο του δωματίου κουνώντας χαρούμενος την ουρά του. Τον χάιδεψα παιχνιδιάρικα και πήδησε πάνω μου και μου έγλειψε το αριστερό αυτί. Πάντα το αριστερό αυτί, ποτέ το δεξί. Τι σκυλίσια μανία είχε με δαύτο, ένας Θεός ξέρει.

«Σιγά μούργο, μην το ξυπνήσουμε το κορίτσι» τον ψευτομάλωσα και κίνησα προς την κουζίνα και γέμισα μια κούπα με καφέ που είχα φτιάξει χθες το πρωί. Πλέον δεν ήταν ζεστός αλλά τη δουλειά του μπορούσε να την κάνει, δεν ήθελα τίποτα fancy, ίσα να ανοίξει το μάτι. Η κατσαρόλα του φαγητού του Ράντι ήταν άδεια. Αναστενάζοντας την πήρα μέσα και της άδειασα δύο συσκευασίες barf, μία των δύο κιλών, και μία του ενός, που είχα βγάλει να ξεπαγώσω αποβραδίς. Ο Ράντι ρίχτηκε στο φαγητό του σαν να μην υπάρχει αύριο και εγώ πήρα την ποτίστρα του και αφού ξέπλυνα το νερό που είχε μείνει, γέμισα το δοχείο και ήταν δέκα κιλά ανάθεμά το, αλλά με το Ράντι δεν έβγαζε ούτε δύο μέρες.

Φορώντας μόνο το σορτσάκι μου, πήρα το tablet μου για να έχω κάτι να χαζολογώ και βγήκα έξω στη βεράντα. Είχε υπέροχη μέρα με ζέστη παρόλο που ήμασταν στα τέλη Σεπτέμβρη. Ξεφύλλισα γρήγορα τα ειδησεογραφικά sites που συνήθως παρακολουθώ αλλά δεν βρήκα κάτι ενδιαφέρον, οπότε το παράτησα στο τραπέζι και σηκώθηκα και ξεκίνησα να ποτίζω τα φυτά στη βεράντα. Μπορεί όταν έχασα την Αγγελική μου να σταμάτησα να τρώω και να πίνω, αν δεν με τάιζε και δεν με πότιζε με το ζόρι η Ειρήνη -η αδερφή μου-, αλλά τα φυτά, τα οποία τα είχε διαλέξει η Αγγελική μου ένα-ένα, δεν τα άφηνα ποτέ αφρόντιστα.

Αναστενάζοντας πήγα στην επόμενη γλάστρα, την είχαμε πάρει στην ανθοκομική έκθεση της Κηφισιάς, όταν σταμάτησε έξω από ένα περίπτερο και σχεδόν άρχισε να χοροπηδάει ενθουσιασμένη. Ούτε καν ήξερα τα ονόματα των φυτών, θυμόμουν ωστόσο με την παραμικρή λεπτομέρεια από που είχαμε πάρει το καθένα. Η ανάμνησή της μου έφερε και πάλι δάκρυα στα μάτια, ήταν ο έρωτας της ζωής μου, ήταν η μία, ήταν το άλλο μου μισό. Σκούπισα γρήγορα τα μάτια μου, μπορεί να ξυπνούσε ξαφνικά η Αναστασία και δεν ήθελα να με δει έτσι.

Όταν τελείωσα το πότισμα κάθισα και πάλι στο τραπέζι και ήπια ανόρεχτα μια γουλιά καφέ. Το μυαλό μου γύρισε στα χθεσινοβραδινά και το χαμόγελο επανήλθε στο πρόσωπό μου. Είχα την τύχη στη ζωή μου να πάω με πολλές γυναίκες όλων των ηλικιακών φασμάτων, από εικοσάρες μέχρι πενηντάρες και αρκετές -με πρώτη και καλύτερη την Αγγελική- ήταν μαστόρισσες στην τέχνη της σάρκας. Και όμως ούτε καν με τη γυναίκα της ζωής μου δεν είχα νιώσει τέτοια σαρκική έλξη. Το σεξ μαζί της ήταν πέραν πάσης περιγραφής. Δεν ήταν η τέχνη της, ήταν πρωτάρα και φαινόταν, αλλά δεν ήταν απλά το θεϊκό κορμί της. Αν και ούτε μία από όλες τις γυναίκες με τις οποίες είχα πάει δεν την έφτανε σε σύγκριση, κάμποσες είχαν απίστευτα σώματα και όμως από μόνο του δεν έφτανε, τουλάχιστον όχι όσον αφορά εμένα.

«Μην κάνεις τον χαζό» μάλωσα τον εαυτό μου. «Ξέρεις πολύ καλά τι είναι αυτό». Ήταν το παράνομο, το κρυφό. Παράνομο… βαριά κουβέντα, νομικά δεν ήταν παράνομο αλλά οπωσδήποτε δεν ήταν και κάτι που θα μπορούσες να το διαφημίσεις. Ούτε που τολμούσα να φανταστώ τι θα γινόταν αν το μάθαιναν οι δικοί της ή το περιβάλλον μου. Η Αναστασία δεν ήταν το δεκαοχτάχρονο με το οποίο ψωνίστηκα τυχαία σε κάποιο μπαρ, την γνώριζα από δεκατριών χρονών, η Αγγελική μου την έβλεπε σαν κόρη της, έστω και για δέκα-δεκαπέντε μέρες κάθε χρόνο γινόταν η μαμά της, και ας μην είχα δει ποτέ εγώ τον εαυτό μου σαν πατέρα της.

Πώς να ήταν από τη μεριά της; Μπορεί στα δικά μου μάτια ο «έρωτάς» της στο πρόσωπό μου να μην ήταν τίποτα περισσότερο από ένα εφηβικό crush αλλά η ίδια ισχυριζόταν ότι ήταν ερωτευμένη. Μόνο η ίδια ήξερε πως πραγματικά αισθανόταν, κανείς άλλος. Για το επίπεδο της σαρκικής της απόλαυσης ήμουν βέβαιος και αν δεν ήταν η ηχομόνωση, μαζί μου θα είχε βεβαιωθεί και η υπόλοιπη Κηφισιά. Συναισθηματικά πώς να ήταν; Είμαι πολύ κλειστός άνθρωπος και δεν μου αρέσει να μιλάω για τον ψυχικό μου κόσμο και ανακλαστικά απέφευγα τις συζητήσεις και για τον ψυχικό κόσμο των άλλων ανθρώπων, όχι ότι είχα εξαρχής ιδιαίτερες κάψες να το κάνω.

Σίγουρα με ενδιέφερε να μην γίνει κάτι και πληγωθεί, ήθελα αυτό που ζήσουμε κάποτε να το θυμάται σαν μια σειρά όμορφων αναμνήσεων και όχι σαν τραύμα. Από την άλλη ο πόθος μου ήταν σχεδόν αποκλειστικά σαρκικός και το γεγονός ότι εκείνη το έβλεπε περισσότερο συναισθηματικά, έκανε ένα εκρηκτικό μείγμα. Είναι σαν τα πυροτεχνήματα, όμορφα, φαντασμαγορικά, εντυπωσιακά, αν ωστόσο δεν έδινες την δέουσα προσοχή, μπορούσαν να σε κάνουν από σακάτη μέχρι μακαρίτη.

You know it’s true…
All the things, come back to you.

Αυτό ήταν η μία όψη του νομίσματος. Αλλά υπήρχε και η άλλη, η πλανεύτρα, η ξελογιάστρα. Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο και ας είναι η φωτιά του να σε κάψει.

Dream on, dream on, dream on
Dream until your dreams come true

Κοίταξα το ρολόι μου, δεν είχε πάει καλά-καλά 09:30. Επίσης κόντευε να αδειάσει η μπαταρία, τι το ήθελα το ρημάδι το smart; Το ρολόι βούιξε, είδα ότι είχα μήνυμα στο teams. Τι διάολο θέλαν Σαββατιάτικα; Άνοιξα το teams στο tablet και είδα το μήνυμα από το HR

«Σας υπενθυμίζουμε ότι σήμερα θα παραλάβετε από την εταιρία leasing το νέο σας εταιρικό αυτοκίνητο, καθώς είχατε ζητήσει να το παραλάβετε ο ίδιος και να μην γίνει η παράδοση στην Έδρα»

Αμάν, το είχα ξεχάσει τελείως. Γενικά δεν είμαι άνθρωπος που ενθουσιάζεται ιδιαίτερα με τα αυτοκίνητα αλλά το EVT-6 GT ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά και αφού η Εταιρία μου το έδινε τσάμπα, χαζός ήμουν να πω όχι; Γενικά -και σε αντίθεση με άλλους συναδέλφους μου- δε μου αρέσει να κυκλοφορώ με το εταιρικό παρά μόνο για να πηγαινοέρχομαι στη δουλειά, πες το παραξενιά, πες το όπως θες και άλλωστε τι θα το έκανα το παλιό μου renegade? Τέλος πάντων, θα τα έβρισκα αυτά αργότερα, προς το παρόν έπρεπε να κατέβω Συγγρού για να πάω να πάρω το καινούργιο μου αυτοκίνητο. Γύρισα μέσα και αφού έπλυνα τα δόντια μου στα γρήγορα, γύρισα στο δωμάτιό μου για να αλλάξω αλλά και για να το πω στην Αναστασία, που εξακολουθούσε να κοιμάται του καλού καιρού.

«Αναστασία;» είπα και την σκούντησα ελαφρά. Τζίφος. «Αναστασία;» την ξαναφώναξα και την σκούντησα πιο δυνατά κατορθώνοντας να την ξυπνήσω και της πήρε λίγη ώρα να καταλάβει που βρίσκεται. «Καλημερούδια» της είπα γλυκά.

«Καλημερούδια» μου απάντησε νυσταγμένα και με απίστευτη γλύκα.

«Πρέπει να κατέβω Συγγρού, σήμερα είναι να παραλάβω το νέο μου αυτοκίνητο και το είχα ξεχάσει. Όχι, όχι, μην σηκώνεσαι, συνέχισε τον ύπνο σου αν θέλεις. Σε ξύπνησα για να μην ανησυχήσεις αν ξυπνούσες μόνη σου και δεν μ’ έβρισκες.»

«Νυστάζωωωωωωωω» μου είπε και χαμογέλασα, ήταν αδύνατο να μην την κάνω χάζι.

«Κοιμήσου κοριτσάκι μου τότε, δεν θα αργήσω. Σε μία, άντε μιάμιση ώρα θα είμαι πίσω και όταν σηκωθείς θα πάμε και βόλτα με το νέο αυτοκίνητο»

«Φιλάκι;» με ρώτησε κάνοντας την καρδιά μου να λιώσει. Έσκυψα και την φίλησα τρυφερά στα χείλη και της χάιδεψα τρυφερά το μάγουλο.

«Λοιπόν, πάω!» της είπα όταν τέλειωσα το ντύσιμο. Δεν πήρα απάντηση καθώς την είχε πάρει και πάλι ο ύπνος. Δεν χρειαζόταν να καλέσω ταξί, στην πλατεία Πλατάνου έχει πιάτσα και σε πέντε λεπτά ήμουν εκεί. Μπήκα στο πρώτο διαθέσιμο ταξί και του είπα που πάμε. Τελικά μας πήρε γύρω στα 45 λεπτά για να φτάσουμε στον προορισμό μου.

Το νέο μου αυτοκίνητο ήταν κουκλί. Αν και το κόκκινο μου άρεσε περισσότερο, καθότι εταιρικό είχα να επιλέξω μόνο μεταξύ του λευκού, του γκρι και του μαύρου, επιλέγοντας τελικά το λευκό. Καθότι καινούργιας τεχνολογίας είχε ένα σκασμό ηλεκτρονικά μπιχλιμπίδια τα οποία εκείνη τη στιγμή δεν είχα την ώρα να τα εξερευνήσω. Αυτό που μου έκανε περισσότερη εντύπωση ήταν το heads-up display, πάνω στο παρμπρίζ. Επίσης θα έπρεπε να προσέχω πολύ με το «γκάζι», τα ηλεκτρικά δίνουν όλη τους τη ροπή από 0 στροφές και το μοντέλο που είχα επιλέξει είχε επιδόσεις αυτοκινήτου αγώνων να πούμε.

Μην μπορώντας να αντισταθώ στην πειρασμό, αντί να επιστρέψω από το δρόμο που ήρθα αποφάσισα να κάνω τον γύρο και να πάω από εθνική και όταν βρήκα ευκαιρία του έδωσα και κατάλαβε, κόλλησα στο κάθισμα λες και ήμουν σε αεροπλάνο έτοιμο για απογείωση. Δεν το πάτησα πολύ γιατί την πρώτη φορά δεν ήταν πολύ φορτισμένο και δεν έλεγε να ξεμείνω στην παρθενική του βόλτα. Από την άλλη είχε ταχυφόρτιση και μπορούσε να βγάλει 100 χιλιόμετρα με μόλις μερικά λεπτά στην πρίζα, προς μεγάλη χαρά της ΔΕΗ θα ήθελα να δηλώσω. Σε κάθε περίπτωση -και όπως της είχα υποσχεθεί- μιάμιση ώρα αργότερα από την ώρα που έφυγα από το σπίτι, έβαλα το αυτοκίνητο μέσα και το έβαλα να φορτίζει. Το ρολόι μου από την άλλη είχε παραδώσει πνεύμα, καθότι μέσα στον ενθουσιασμό μου το είχα ξεχάσει.

Η μικρή κοιμόταν ακόμα του καλού καιρού. Έβαλα το ρολόι μου να φορτίσει και αμφιταλαντεύτηκα για μερικά δευτερόλεπτα για τον αν θα την ξυπνήσω. Αποφάσισα τελικά ότι θέλω παρέα, οπότε έκατσα στην άκρη του κρεβατιού και άρχισα να της χαϊδεύω το χέρι που εξείχε πάνω από το σεντόνι, καταφέρνοντας λίγες στιγμές αργότερα να την ξυπνήσω.

«Καλημέρα» μου είπε χαμογελαστή.

«Καλημέρα και πάλι!» της είπα και με κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. «Καλά που σε είχα ξυπνήσει για να σου πω ότι θα λείπω για λίγη ώρα και μην έχω το άγχος μην ξυπνήσεις και δεν με βρεις.»

«Πού είχες πάει;»

«Να πάρω το καινούργιο μου εταιρικό αυτοκίνητο, το είχα ξεχάσει τελείως.»

«Αχ, με γεια! Καλοτάξιδο!»

«Θα σηκωθείς κι εσύ για να σε βγάλω βόλτα με τον καινούργιο αυτοκίνητο; Να πάμε να πιούμε το καφεδάκι μας και μετά να σε πάω και από τον Κωτσόβολο να πάρεις το laptop σου»

«Αμέ!» μου είπε και, πετώντας το σεντόνι, έκανε να σηκωθεί αλλά η θέα του γυμνού της κορμιού με έκανε να αλλάξω γνώμη.

«Καφέ αργότερα» της είπα σκανταλιάρικα, ξαπλώνοντάς την και πάλι στο κρεββάτι. Έβγαλα τα ρούχα μου σε χρόνο ρεκόρ και σχεδόν της όρμισα. Τα στόματά μας βρέθηκαν και πάλι κολλημένα ενώ το χέρι μου άρχισε το ταξίδι του στο λατρεμένο της κορμί. Όταν έφτασε ανάμεσα στα πόδια της διαπίστωσα ότι ήταν ήδη μούσκεμα, ωστόσο αυτό δε με εμπόδισε να αρχίζω να την παίζω με το χέρι μου, κερδίζοντας αμέσως τα πρώτα της βογγητά ηδονής.

«Σε θέλω!» μου είπε ούτε καν ένα λεπτό αργότερα και δεν είχα καμία απολύτως πρόθεση να της χαλάσω το χατίρι.

Ανέβηκα πάνω της και μου άνοιξε πρόθυμα τα πόδια της. Μπήκα μέσα της χωρίς άλλες καθυστερήσεις και όπως χθες τα τύλιξε πίσω μου. Κάθισα για μερικές στιγμές ακίνητος και κουνώντας μόνο την λεκάνη μου άρχισα να μπαινοβγαίνω μέσα της. Η αίσθηση του οργάνου μου μέσα της ήταν και πάλι πέραν πάσης περιγραφής, λες και ο κόλπος της είχε φτιαχτεί ειδικά για εμένα. Συνέχισα με τον ίδιο ρυθμό για πολλή ώρα, θέλοντας να παρατείνω όσο περισσότερo γινόταν τη διάρκεια αυτής της υπέροχης αίσθησης. Τα βογγητά της είχαν αρχίσει και πάλι σιγά-σιγά να δυναμώνουν και τότε άρχισα να επιταχύνω απογειώνοντας τόσο τη δική μου αίσθηση, όσο και τη δική της.

Καρφωνόμουν μέσα της, ξανά και ξανά και ξανά, και κάθε μου κίνηση συνοδευόταν από ένα ηδονικό βογγητό και κάθε βογγητό με έκανε να καρφώνομαι με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη, προκαλώντας ένα υπέροχο, ηδονικό feedback loop που αργά στην αρχή και πιο γρήγορα στη συνέχεια οδήγησε στην κορύφωση. Καρφώθηκα μέσα της για τελευταία φορά μην μπορώντας να συγκρατήσω άλλο την έκρηξη και το «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» της ήταν τόσο δυνατό που ο Ράντι απ’ έξω άρχισε και πάλι τα γαυγίσματα. Κάθισα ακίνητος ενώ το όργανό μου έκανε σπασμούς, διαδοχικές εκρήξεις ατελείωτης ηδονής, πλημμυρίζοντάς την. Όταν τελείωσα, όταν δεν είχα τίποτε άλλο να της δώσω, έπεσα πάνω της σχεδόν ξέπνοος, χωρίς να τραβηχτώ. Με αγκάλιασε σφιχτά, κρατώντας το πρόσωπό μου στα χέρια της, κοιτάζοντάς με στα μάτια καθώς μου το χάιδευε. «Σ’ αγαπάω» μου έλεγε με τα μάτια της. Της χαμογέλασα και αφού τη φίλησα τρυφερά στο στόμα, έκανα να τραβηχτώ από μέσα της και με άφησε απρόθυμα να ξαπλώσω δίπλα της.

«Πώς κοιμήθηκες» με ρώτησε.

«Δυσκολεύτηκα λίγο να με πάρει ο ύπνος αλλά όταν τα κατάφερα, ξεράθηκα»

«Τι ώρα ξύπνησες;»

«Γύρω στις 09:00. Δεν είναι γελοίο; Τις καθημερινές δεν ανοίγει το μάτι και θέλω να κλείσω το ξυπνητήρι και να συνεχίσω τον ύπνο και τα Σαββατοκύριακα από τις 09:00 το μάτι μου ανοίγει σαν της γαρίδας.»

«Καημενούλη μου» μου είπε με πειρακτικό τόνο.

«Από την άλλη, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα Σάββατα, ξύπνησα έχοντας δίπλα μου ένα Ουρί που έπεσε από τον παράδεισο, ως βελτίωση την λες και θεαματική» της είπα κερδίζοντας το ντροπαλό χαχανητό της. «Άντε σουσουραδίτσα, πήγαινε να ρίξεις λίγο νερό στο πρόσωπό σου να ξυπνήσεις να πάμε για καφεδάκι έξω»

«Αμέ! Μόνο δώσε μου ένα τεταρτάκι να πάω κάτω να κάνω ένα ντουζάκι και να πλύνω τα δόντια μου»

«Έχουμε και εδώ ντουζάκι»

«Ναι αλλά δεν έχετε την οδοντόβουρτσά μου!»

«Ναι, αλλά έχουμε δεύτερη οδοντόβουρτσα, καινούργια εννοείται!»

«Χμμμ… να το σκεφτώ!»

«Για να μην αναφέρω την υπέροχη παρέα!»

«Sold, που λέει και η μαμά!»

Σηκωθήκαμε από το κρεββάτι και όπως πέρασε από δίπλα μου της έριξα ένα ελαφρύ σκαμπίλι στον αριστερό γλουτό κάνοντάς την να χοροπηδήσει χαχανίζοντας. Μπήκαμε και οι δυο κάτω από το ντους αλλά αυτή τη φορά δεν βρέξαμε τα μαλλιά μας. Όπως και χθες, έριξα αφρόλουτρο στο απαλό σφουγγάρι και την περιποιήθηκα, τρίβοντας την απαλά, από την κορυφή ως τα νύχια. Μου το ανταπέδωσε αν και μου έτριψε το όργανο ύποπτα περισσότερη ώρα απ’ όσο πραγματικά χρειαζόταν. Όχι δηλαδή πως εγώ ήμουν καλύτερος όταν της έτριβα τα στήθη, να τα λέμε αυτά.

Ένας θεός ξέρει πως κρατήθηκα και δεν γονάτισα και πάλι μπροστά της για να της φάω το λαχταριστό της μουνάκι. Μάλλον βαθιά μέσα στο ασυνείδητό μου επικράτησε η ανάγκη για καφέ καθώς ήμουν από τις 09:00 με μισό φλυτζάνι από τον χθεσινό γαλλικό. Σκουπιστήκαμε και την άφησα μέσα να πλύνει τα δόντια της και πήγα στο δωμάτιο για να αλλάξω. Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και η Αναστασία, φέρνοντας μαζί της την σακούλα με τα ρούχα που χθες, πάνω στην ερωτική μας λύσσα, είχαμε παραπετάξει δίπλα στην είσοδο.

Τα ρούχα που είχε επιλέξει ήταν μια ανοιχτή φούστα μέχρι το γόνατο και από πάνω ένα πολύ όμορφο αμάνικο που τόνιζε υπέροχα τα στήθη της. Οι ρώγες της διακρίνονταν καθαρά από κάτω αλλά δεν έκανα κανένα σχόλιο.

«Αχ, το σουτιέν ξέχασα» είπε και έβγαλε το φανελάκι και κάνοντας κατάδυση στη σακούλα έβγαλε ένα άσπρο γουστόζικο σουτιέν, χωρίς τιράντες, και το φόρεσε. Όχι ότι το είχε ιδιαίτερη ανάγκη, τα στήθη της έκαναν στην κυριολεξία κωλοδάχτυλο στην βαρύτητα. Όταν φόρεσε και πάλι το φανελάκι οι ρώγες της δεν φαινόντουσαν πλέον. Φόρεσε τα ίδια πέδιλα που φορούσε και χθες το βράδυ και βάζοντας λίγο άρωμα σε λαιμό και καρπούς μου φώναξε «Έτοιμη!»

«Μεσιέ, θα πας βεράντα ή κήπο;» ρώτησα τον μπουνταλά μου που μου κούνησε χαρούμενος την ουρά και προσπάθησε να χωθεί κάτω από τα πόδια, σπρώχνοντάς με μέ τη μουσούδα του. «Θες να πάμε καβάλα;» τον ρώτησα λαμβάνοντας ένα παιχνιδιάρικο «γουφ» ως απάντηση.

Με τον Ράντι συνοδεία κατεβήκαμε στον κήπο. Αυτή τη φορά δεν ήρθε να κάνει τον τροχονόμο, πήγε στη μπανιέρα του και βούτηξε σαν ευτυχισμένη φώκια.

«Τα ντααααααά!» είπα στην Αναστασία δείχνοντας το καινούργιο μου αυτοκίνητο.

«Αχ, είναι κουκλί!!!!!» μου είπε. «Καλορίζικο, καλοτάξιδο!»

Μπήκαμε μέσα και κίνησα προς Πολιτεία. Αν και γενικά προτιμώ τον κήπο του Best Friends από αυτόν του Chalet, δεν βρήκαμε κάποια καλή θέση στο πρώτο και έτσι πήγαμε στο δεύτερο, το οποίο προτιμούσα πάντα το χειμώνα αλλά ποτέ το καλοκαίρι. Βρήκαμε πάντως να κάτσουμε σε αρκετά καλή θέση, και αν και είχε αρκετό κόσμο δεν είχε ιδιαίτερη βαβούρα. Καθώς καθίσαμε και οι δύο από τη μεριά του καναπέ, γύρισα στο πλάι για να μπορώ να της μιλήσω αλλά πριν προλάβω να πω το οτιδήποτε, άκουσα το όνομά μου.

«Αντώνη;»

Απαρτία!!!! Ήταν ο Βασίλης, ο CEO της εταιρίας, ο οποίος είχε έρθει και εκείνος με τη γυναίκα του για να πιούν το καφεδάκι τους.

«Καθίστε, καθίστε!» τους είπα και πράγματι κάθισαν στις απέναντι καρέκλες. «Να σας συστήσω, η όμορφη νεαρή δεσποινίς που μου κάνει την τιμή να με συνοδέψει σήμερα για καφέ, είναι η Αναστασία και είναι η κόρη δυο στενών οικογενειακών μας φίλων. Πέρασε, πρώτη παρακαλώ, στη σχολή της και μένει από κάτω μου, για την ακρίβεια της νοικιάζω το μικρό τριάρι του δεύτερου. Από εδώ, ο Βασίλης είναι ο εκτελεστικός διευθυντής της Εταιρίας στην οποία εργάζομαι και είμαι ένας από τους στενούς του συνεργάτες. Η Γεωργία είναι η σύζυγος του Βασίλη και είναι γιατρίνα, σαν τη μαμά σου.»

«Χαίρω πολύ» τους είπε και σηκώθηκε ντροπαλά και έδωσε το χέρι της. Ευχαρίστησα από μέσα μου την τύχη μου που θυμήθηκε να φορέσει το σουτιέν της, θα ήταν τουλάχιστον awkward να τους χαιρετούσε με την ρόγα να απειλεί να σκίσει το φανελάκι της.

«Σε ποια σχολή πέρασες;» την ρώτησε η Γεωργία.

«Στο τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου»

«Συγχαρητήρια! Και πρώτη μάλιστα!»

«Σας ευχαριστώ» τους απάντησε ντροπαλά.

«Άντε και με το καλό να τελειώσεις και να του φας τη θέση, έχω βαρεθεί να βλέπω τη φάτσα του» με πείραξε ο Βασίλης.

«Οὐ φροντίς Ἱπποκλείδη!» του απάντησα και συμπλήρωσα «Α, επί τη ευκαιρία -και αυτό θα είναι το μοναδικό πράγμα που θα αφορά τη δουλειά- σήμερα μου ήρθε το νέου μου εταιρικό.»

«Καλοτάξιδο!» μου ευχήθηκαν και οι δυο τους.

Εκείνο το πρωί η Αναστασία, η οποία ήξερα ότι είναι εξαιρετικά εύστροφη και οξυδερκής, απέδειξε ότι οι βιβλιοθήκες με τα βιβλία που διάβαζε από μικρή είχαν πιάσει τόπο, καθότι συμμετείχε  πολύ ουσιαστικά στη συζήτηση που κάναμε πίνοντας τα καφεδάκια μας, διαθέτοντας πλούσιο λεξιλόγιο και στρωτό, καθαρό λόγο, εντυπωσιάζοντας και τον Βασίλη και τη Γεωργία. Αλλά τι λέω, εδώ εντυπωσιάστηκα και εγώ που την ήξερα πέντε χρόνια, πόσο μάλλον οι δυο τους που την είδαν για πρώτη φορά.

Τον πρώτο καφέ τον ακολούθησε και δεύτερος καθώς ήταν τόσο όμορφη η συζήτηση που είχαμε ανοίξει που δεν έκανε σε κανέναν από τους τέσσερίς μας καρδιά να τη σταματήσουμε. Απόφοιτος και του λόγου μου του Οικονομικού Πανεπιστημίου  και μετά αρχικά μεταπτυχιακός και στη συνέχεια διδακτορικός φοιτητής του London School of Economics, εκεί άλλωστε είχα γνωρίσει και τον Βασίλη, αναγνώρισα ότι η Αναστασία -εφόσον είχε τη θέληση- είχε όλα τα φόντα για να αναρριχηθεί στην κορυφή οποιασδήποτε εταιρίας.

Με τούτα και με κείνα η ώρα πήγε 14:00 χωρίς να το καταλάβουμε και είχαμε να περάσουμε και από τον Κωτσόβολο να παραλάβουμε το laptop. Τελικά αποδείχτηκε ότι δεν ήμουν ο μόνος που είχα χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου, αν κρίνω από το δάγκωμα που έριξε η Γεωργία. Ο Βασίλης είπε ότι μας κερνάει τους καφέδες και ότι δεν σηκώνει κουβέντα και αφού και οι δυο τους επανέλαβαν πόσο τους εντυπωσίασε η Αναστασία και ευχόμενοι καλές σπουδές και καλή σταδιοδρομία, μας χαιρέτησαν και έφυγαν.

«Τους εντυπωσίασες και mark my words, ο Βασίλης είναι από τους ανθρώπους που εντυπωσιάζονται εξαιρετικά δύσκολα! Αλλά εδώ που τα λέμε, εδώ εντυπωσίασες εμένα που σε γνωρίζω από δεκατριών χρονών νιάνιαρο, τι ελπίδα είχε ο φουκαράς;»

«Αλήθεια;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με με λαχτάρα στα μάτια.

«Cross my heart and hope to die. Αν δεν σε ήξερα και με κάποιο τρόπο άκουγα σε ηχογράφηση τη συζήτηση που κάναμε δε θα σε έκανα με την καμία για δεκαοχτώ. Τι να πιάσεις και τι να αφήσεις; Τις εγκυκλοπαιδικές σου γνώσεις; Την ευφράδειά σου; Την οξυδέρκειά σου; Υπάρχουν τριαντάρηδες και σαραντάρηδες στην εταιρία που δεν ξέρουν καν τον Κίπλινγκ και εσύ χρησιμοποιούσες μεταφορές με τον άνθρωπο που θα γινόταν βασιλιάς… να συζητάμε για realpolitik και να μας πετάς αποσπάσματα από τους Μήλιους διαλόγους… Από που να το πιάσεις και πού να το αφήσεις!»

«Σ’ ευχαριστώ πολύ-πολύ!»

«Τι μ’ ευχαριστείς βρε;»

«Το ξέρεις! Το πολιτικών επιστημών ήταν η δεύτερη επιλογή μου και αν το οικονομικής επιστήμης με κέρδισε αυτό έγινε γιατί προτιμούσα περισσότερο τα μαθηματικά από την ιστορία…»

«Από μαθηματικά άλλο τίποτα. Η μισή μου διδακτορική διατριβή είναι γεμάτη εξισώσεις!»

«Πολύ θα ήθελα να τη διαβάσω κάποια στιγμή!»

«Θα πρέπει πρώτα να μάθεις καλά θεωρία πιθανοτήτων, στατιστική και στοχαστικές ανελίξεις αλλιώς δε θα μπορέσεις να το παρακολουθήσεις»

«Δεν είναι πρόβλημα, μπορεί να έχω σχεδόν φωτογραφική μνήμη, που βοηθάει όσο να ‘ναι στην ιστορία, αλλά αγαπώ πολύ περισσότερο τα μαθηματικά!»

«Η ουσία είναι μία, σουσουραδίτσα  είσαι το κάτι άλλο, και το λέω με πλήρη επίγνωση του βάρους αυτών των λέξεων». Η Αναστασία χαμογέλασε ντροπαλά και κατέβασε τα μάτια της κάτω χωρίς να απαντήσει κάτι. «Λοιπόν, πάμε Κωτσοβολάρα να πάρουμε το φορητό σου θηρίο;»

«Ναι! Πάμε! Laptop! Me like-y!» μου είπε ενθουσιασμένη.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ακολουθώντας την Παλαιολόγου φτάσαμε μέχρι την Ισμήνης και από εκεί κατεβήκαμε μέχρι που συναντήσαμε τη Θησέως και από εκεί, κάνοντας δεξιά πιάσαμε τη Σαρανταπόρου μέχρι που βγήκα στον παράδρομο της Εθνικής, πάνω στον οποίο είναι το Megastore της Νέας Ερυθραίας. Εκεί παραλάβαμε απλά την κούτα με το laptop, δείχνοντας την απόδειξη αγοράς και, παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής, ούτε δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν σπίτι.

«Αντώνη, τι θα φας;» με ρώτησε η Αναστασία, όταν την άφησα έξω από το διαμέρισμά της.

«Δεν ξέρω, μάλλον θα παραγγείλω κάτι!»

«Θες να φας μαζί μου; Σου αρέσει η καρμπονάρα; Μπορώ να φτιάξω μία στα γρήγορα, ούτε μισή ώρα δε θα μου πάρει!»

«Αμέ, γιατί όχι. Λοιπόν, πάω πάνω να φορέσω κάτι πιο ελαφρύ και θα κατέβω. Θες να φέρω τίποτα;»

«Αν φέρεις καμιά μπύρα θα με υποχρεώσεις, βαριέμαι να τρέχω στο Θανόπουλο»

«Εντάξει, θα φέρω τις μπύρες. Λοιπόν, πάω πάνω να αλλάξω και έρχομαι κάτω να σου κάνω παρέα για να μην μαγειρεύεις μονάχη σου»

«Ναι! Ναι!» μου είπε σχεδόν χοροπηδώντας από τον ενθουσιασμό της. Την άφησα να μπει μέσα και μετά ανέβηκα πάνω. Έκανε αρκετή ζέστη και δεν ήταν να απορείς που ο Ράντι είχε χωθεί στην μπανιέρα του στον κήπο και δεν έβγαινε από εκεί, μήτε σουβλάκι να του τάξεις. Άλλαξα στα γρήγορα, έβγαλα από το ψυγείο μια εξάδα κουτάκια μπύρες και κατέβηκα κάτω.

Ούτε καν μια εβδομάδα δεν είχα να το δω και όμως το διαμέρισμα είχε αρχίσει να αποκτάει τις προσωπικές πινελιές της Αναστασίας. Είχαν κρεμάσει κάμποσα κάδρα και κάποια από αυτά ήταν ζωγραφιές της ίδιας, κάποιες ηλεκτρονικές και κάποιες άλλες με πινέλο ή κερί. Το ζωγραφικό της ταλέντο ήταν εντυπωσιακό, όταν στα δεκάξι της είχαμε μάθει ότι ήταν διχασμένη μεταξύ πολιτικών και οικονομικών επιστημών, είχα πραγματικά εκπλαγεί, πίστευα πραγματικά μέσα μου ότι η πρώτη της επιλογή θα ήταν η καλών τεχνών. Η Αναστασία έπαιζε και keyboards και ο λόγος που δεν το είχαν φέρει φαντάζομαι πως είναι επειδή ήρθαν με αεροπλάνο και όχι με το αυτοκίνητό τους. Ένιωσα στιγμιαίες τύψεις καθώς εγώ ήμουν που τους είχα πει ότι δεν χρειάζεται να κατέβουν με αυτοκίνητο.

«Το έχετε διακοσμήσει πολύ όμορφα»

«Σ’ αρέσει;»

«Πολύ, ειδικά οι ζωγραφιές σου!»

«Αντώνη… έχω… έχω φτιάξει μια ζωγραφιά που… που ήθελα να σας τη δώσω πέρσι…» μου είπε κάνοντας με πάλι να νιώσω άσχημο τσίμπημα στην καρδιά μου. Δεν το έδειξα, απλά της χαμογέλασα.

«Ορίστε, είμαι εδώ τώρα. Θέλεις να μου τη δείξεις;»

«Δεν την έχω τυπώσει… την… την είχα ζωγραφίσει στο tablet»

«Βρε άσε την πάρλα και δειχ’ την μου!»

Πήγε μέσα στο δωμάτιό της και επέστρεψε με το tablet στο χέρι. Το ψαχούλεψε για λίγο και μου το έδωσε για να δω την ζωγραφιά της. Ήταν… ήταν υπέροχη. Ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλό μου χωρίς να μπορέσω να το συγκρατήσω. Στη ζωγραφιά απεικονιζόμασταν εγώ με την Αγγελική, μέσα σε μια λιμνούλα με ένα καταρράχτη στο πίσω μέρος. Ήμασταν και οι δύο σκυμμένοι με τα πρόσωπά μας γελαστά και πετούσαμε ο ένας στον άλλο νερό. Τη θυμάμαι τη σκηνή, είχε γίνει στην εκδρομή που είχαμε πάει στο Πόζαρ ακολουθώντας το ποτάμι προς τα πάνω. Σε εκείνο τον καταρράκτη το νερό ήταν κρύο και το νερό στη λιμνούλα παγωμένο. Η Αγγελική μου διασκεδάζοντας με την αντίδρασή μου είχε σκύψει και με είχε πιτσιλήσει με αποτέλεσμα να βρεθούμε να πιτσιλάμε ο ένας τον άλλον σκασμένοι στα γέλια, με την Αναστασία που είναι πολύ κρυουλιάρα να κάθεται σε απόσταση ασφαλείας. Είχε κρατήσει την εικόνα στο μυαλό της σαν φωτογραφία και στη ζωγραφιά είχε βάλει όλη της την αγάπη προς τα πρόσωπά μας και το κορίτσι διέθετε ταλέντο με το καντάρι, όχι αστεία.

Αντί απάντησης, άφησα κάτω το tablet και την έσφιξα στην αγκαλιά μου, προσπαθώντας -και μην καταφέρνοντας- να σταματήσω τα μάτια μου να πλημμυρίσουν με δάκρυα. Την έσφιξα δυνατά πάνω μου και τη χάιδεψα και αυτή η αγκαλιά δεν είχε τίποτα το ερωτικό, εκείνη την ώρα η μόνη μου ανάγκη ήταν μια επαφή, ένα τρυφερό χάδι, μια σφιχτή αγκαλιά. Το κατάλαβε και η ίδια και δεν έκανε καμία κίνηση να με φιλήσει, μόνο με έσφιξε και εκείνη με τη σειρά της και με χάιδεψε τρυφερά στο σβέρκο και την πλάτη. Δεν την άφησα να φύγει από την αγκαλιά μου μέχρι να καταφέρω να ανακτήσω τον έλεγχο των ματιών μου. Ακόμα και έτσι, όταν την άφησα, σκούπισα με το πίσω μέρος του χεριού μου τα τελευταία δάκρυα. Δεν τα έκρυψα, ήθελα να τα δει.

«Σε ευχαριστώ Αναστασία μου. Είναι υπέροχη, δεν έχω λόγια. Είναι υπέροχη, υπέροχη! Σε παρακαλώ να μου τη στείλεις, θέλω να την τυπώσω σε αφίσα και να την κάνω κορνίζα. Δεν έχω λόγια κορίτσι μου, είναι πραγματικό αριστούργημα!»

«Υπήρξαν φορές που… που ήθελα να τη σβήσω γιατί… γιατί δεν άντεχα να τη βλέπω. Την αγαπούσα την Αγγελική, την αγαπούσα πολύ. Ναι, τη ζήλευα αλλά ποτέ μου δεν την φθόνησα. Όταν… όταν μου είπε η μαμά για… όταν μου είπε η μαμά για ποιο λόγο την είχες πάρει τηλέφωνο αλαφιασμένος ένιωσα… ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Μα αυτό δεν ήταν τίποτα σε σχέση με αυτό που ένιωσα όταν η μαμά δυο μήνες αργότερα, με δάκρυα στα μάτια, μου είπε… μου είπε «Αναστασία μου, η Αγγελικούλα… έφυγε τα ξημερώματα.» Έκλαιγα και έκλαιγα και έκλαιγα και δεν μπορούσα να σταματήσω. Είχα πέσει σε μια άβυσσο και βυθιζόμουν όλο και πιο βαθιά και δεν ήξερα… δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν… δεν άντεξα να κατέβω μαζί με το μπαμπά και τη μαμά στην… στην κηδεία της. Δεν… δεν άντεχα να τη δω… να τη δω… μα πάνω απ’ όλα δεν άντεχα να δω εσένα να πονάς.»

«Χαίρομαι που δεν το έκανες» της είπα προσπαθώντας σκληρά να μη με πάρουν τα ζουμιά.

«Ξέρω πως ποτέ δεν θα μπορέσω να την αντικαταστήσω» μου είπε και χαμήλωσε το βλέμμα της. Άλλος ένας σάκος με τούβλα στο κεφάλι μου.

«Αναστασία, κοίταξέ με! Κοίταξέ με σε παρακαλώ. Δεν είσαι αναπληρωματική, δεν είσαι ρεζέρβα. Με προσβάλει και μόνο η σκέψη ότι μπορεί να πιστεύεις πως σε βλέπω έτσι. Μη με διακόπτεις σε παρακαλώ. Κανείς δεν μπορεί να αντικαταστήσει την απώλεια ενός ανθρώπου, πόσο μάλλον όταν αυτός ο άνθρωπος δεν είναι κάποιος τυχαίος αλλά η ίδια σου η σύντροφος. Αυτό το κομμάτι που έχασα ποτέ δε θα γεμίσει, γιατί χάθηκε μαζί με τον άνθρωπο που το γέμιζε. Ωστόσο η ζωή συνεχίζεται και γνωρίζεις και άλλους ανθρώπους που ο καθείς σε γεμίζει με διαφορετικό τρόπο, μοναδικό για τον καθένα. Μπορεί αυτό… αυτό που κάνουμε να είναι ένα τεράστιο λάθος. Δε με νοιάζει, μ’ ακούς; Δε με νοιάζει. Αυτό που με νοιάζει είναι… κάποτε… στο μέλλον, να είμαι για σένα μια όμορφη ανάμνηση. Το μέλλον δεν υπάρχει, το μέλλον είναι κάτι που θα υπάρξει. Η ζωή είναι στο παρόν, το παρελθόν δεν αλλάζει και το μέλλον δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο το παρόν. Δεν θα μπορέσεις να αντικαταστήσεις την Αγγελική γιατί δεν είσαι εδώ μαζί μου για να την αντικαταστήσεις, είσαι εδώ μαζί μου και είμαι εδώ μαζί σου για ένα λόγο και μόνο: γιατί είσαι αυτή που είσαι, επειδή είσαι αυτή που είσαι.»

«Συγνώμη» μου είπε κατεβάζοντας και πάλι το κεφάλι της.

«Μη ζητάς συγνώμη» της είπα και συνέχισα τραγουδιστά, ελπίζοντας να μην με πάρει με τα σάπια λάχανα.

Oh, won't you come with me
and take my hand?
Oh, won't you come with me
and walk this land?
Please take my hand!

«In-a-gadda-da-vida, baby” μου απάντησε με τη σειρά της τραγουδιστά.

«Άσε τα γκάντα και πάμε για μακαρονάντα» προσπάθησα να αστειευτώ.

«Και ότι έλεγα να ανάψω το αρκουδίσιο!» μου είπε πειρακτικά.

«Ορίστε, μας δουλεύει και το μειράκιο τώρα!»

«Θα το υποστείς!» μου δήλωσε με στόμφο και συνέχισε «Move it, move it!» και μου έριξε μια απαλή στα κωλομέρια.

«Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, νεαρά!»

«Θα σας δείξω εγώ, θα δείτε τι θα πάθετε!» μου είπε μιμούμενη τον Χλαπάτσα.

«Προχώρα βρωμερή σκουληκαντέρα!» της απάντησα στο ίδιο ύφος.

«ΑΧΝΕ, ταπείνωσέ με, ξευτέλισέ με, πέτα με στα βράχια» μου είπε μιμούμενη αυτή τη φορά εμένα, όταν η Αγγελική με μάλωνε για κάτι.

«Με όποιον δάσκαλο καθίσεις» δεν λένε; Καλά να τα πάθω!

Όπως είχε πει σε μισή ώρα η μακαρονάδα ήταν έτοιμη και όχι μόνο αυτό αλλά είχε βγει και πολύ νόστιμη. Ήπιαμε ένα κουτάκι μπύρας ο καθένας μας και όταν τελειώσαμε την άφησα για να παίξει με το laptop της και ανέβηκα πάνω. Ο Ράντι ήταν ακόμα στον κήπο και δεν είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον να ανέβει, οπότε πήγα στο κρεββάτι μου και έπεσα ξερός. Ξύπνησα γύρω στις 18:00 και, δεδομένης της αποψινής εξόδου, έπρεπε να βγάλω το Ράντι τη βόλτα του καθώς λογικά θα γυρνάγαμε μετά τα μεσάνυχτα. Ντύθηκα στα γρήγορα και κατεβαίνοντας χτύπησα το κουδούνι της Αναστασίας.

«Πάω μια βόλτα το Ράντι γιατί το βράδυ θα γυρίσουμε αργά. Θέλεις να έρθεις;»

«Θα προλάβω μετά να ετοιμαστώ;»

«Εννοείται βρε, δε θα είναι μεγάλη βόλτα όπως χθες, το πολύ σε μία ώρα θα έχουμε γυρίσει πίσω. Εκτός και αν θέλεις να κάτσεις να παίξεις με το laptop σου!»

«Χιχιχι, είναι υπέροχο το θηρίο μου αλλά μπορεί να ζήσει και μια ώρα χωρίς εμένα. Θα με περιμένεις να αλλάξω;»

«Βεβαίως. Θα είμαι κάτω» της είπα και κατέβηκα στον κήπο. Ο Ράντι είχε ξαπλώσει στο γκαζόν δίπλα από τη μπανιέρα του. Πετάχτηκε σαν ελατήριο όταν είδε το σαμάρι του και όπως πάντα άρχισε να κάνει σαν τρελός από την ανυπομονησία.

Όταν κατέβηκε και η Αναστασία ξεκινήσαμε τον περίπατό μας. Αυτή τη φορά, μιας και ήταν ακόμα νωρίς το απόγευμα και είχε κόσμο, του είχα φορέσει και το λουρί. Κατεβήκαμε ανάποδα την Όθωνος και πήγαμε πίσω από το σταθμό. Προχωρήσαμε προς το αδιέξοδο και εκεί έλυσα το λουράκι του Ράντι αφήνοντάς τον να πηδήσει στο χαντάκι που ήταν γεμάτο θάμνους για να εξερευνήσει και να κάνει την ανάγκη του και συνεχίσαμε με την Αναστασία μέχρι που φτάσαμε στο τέρμα. Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και μας βρήκε και ο Ράντι και περνώντας του το λουρί περάσαμε πίσω από το δρόμο, το αδιέξοδο είναι για αυτοκίνητα, όχι για πεζούς. Κάναμε το γύρο του τετραγώνου και περίπου σαράντα λεπτά από την ώρα που ξεκινήσαμε είχαμε γυρίσει πίσω. Ο Ράντι δεν έδειξε διάθεση να ανέβει στο διαμέρισμα και έτσι μπήκαμε μέσα μόνοι μας.

«Λοιπόν, γύρω στις 21:00 θα περάσω να σε πάρω, να είσαι έτοιμη!»

«Θα είμαι!» μου υποσχέθηκε χαμογελαστή.

Πήρα την αδερφή μου στο τηλέφωνο και της μίλησα και μετά βγήκα στη βεράντα με το βιβλίο που διάβαζα εκείνες τις μέρες και ευτυχώς που είχα βάλει alarm στις 20:30 αλλιώς θα είχα ξεχαστεί τελείως. Της είχα πει ότι θα περάσω στις 21:00 αλλά για εμένα το μισάωρο ήταν αρκετό και για να κάνω ντουζ και για να ξυριστώ και για να ετοιμαστώ. Φόρεσα ανοιχτό γαλάζιο πουκάμισο και από πάνω ένα σπορ γκρι ανοιχτό σακάκι με το αντίστοιχο παντελόνι. Μου έριξα μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη και, όταν βεβαιώθηκα ότι όλα ήταν εντάξει, κατέβηκα από το ασανσέρ και πετάχτηκα στην Πλατεία Πλατάνου και από τον ανθοπώλη πήρα ένα όμορφο μωβ τριαντάφυλλο. Πέντε λεπτά αργότερα ήμουν μπροστά από την πόρτα της.

Δεν ήταν υπερβολή να πω ότι μου κόπηκε η ανάσα όταν την είδα. Ήταν σαν άγγελος. Φορούσε ένα κίτρινο φόρεμα αρχαιοελληνικού στυλ, δεν έχω άλλες λέξεις να το περιγράψω, μακρύ μέχρι τους αστράγαλους, με ένα απίθανο, αποκαλυπτικό όσο πρέπει, ντεκολτέ που τόνιζε υπέροχα το στήθος της. Και όχι δεν υπερβάλλω, πραγματικά μου κόπηκε η ανάσα, σχεδόν ξέχασα να της δώσω το τριαντάφυλλο.

«Το πιο όμορφο λουλούδι για το πιο όμορφο λουλούδι» της είπα και μπορεί να ήταν κλισέ του κερατά αλλά το πρόσωπό της έλαμψε. «Είσαι πραγματικά υπέροχη»

«Σ’ αρέσει;» με ρώτησε χαμογελαστή κάνοντας μια στροφή γύρω από τον εαυτό της.

«Έχεις βαλθεί να με αποτρελάνεις, έτσι;»

«Λίγο μόνο!» μου είπε χαμογελώντας σκανταλιάρικα. Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο. «Αντώνη, ποιανού είναι η μηχανή;»

«Του γείτονα» της απάντησα κοροϊδευτικά.

«Δική σου είναι;»

«Ναι, την πήρα αρχές του καλοκαιριού.»

«Δεν είχα ιδέα, δεν είπες και τίποτα στην Κέρκυρα!»

«Δεν το έφερε η συζήτηση. Λοιπόν, έμπα στο αυτοκίνητο να ξεκινήσουμε!»

Με τον Ράντι να κάνει και πάλι τον σκοπό στην πύλη βγήκαμε έξω αλλά δεν ανέβηκα προς την Κηφισίας, συνέχισα ευθεία μέχρι να βγούμε στην Τατοΐου και από εκεί φτάσαμε μέχρι τη γέφυρα της Βαρυμπόμπης. Το αυτοκίνητο ήταν πλήρως φορτισμένο και ήθελα να νιώσω και πάλι την αδρεναλίνη της επιτάχυνσης γιατί έχω να το λέω, επιτάχυνε σχεδόν σαν dragster.

«Ουάοοοοου!» φώναξε η Αναστασία όταν βγήκαμε στην Εθνική και μπόρεσα να πατήσω το γκάζι. Ουάου δε θα πει τίποτα, δεν χρειάστηκε ούτε 12 δευτερόλεπτα για να φτάσει τα 200 χιλιόμετρα την ώρα, όπου εκεί έκοψα και άφησα να πέσει γύρω στα 120.

«Και μπράβο μου» είπα συγχαίροντας τον εαυτό μου για την επιλογή αυτοκινήτου.

«Καλέ τι ήταν αυτό; Σαν αεροπλάνο που απογειώνεται!» είπε εντυπωσιασμένη η Αναστασία.

«Μόνο που αύριο θα πάμε για μπάνιο με το τζιπάκι γιατί θα έχουμε μαζί μας και το τριχωτό μαμούθ!»

«Αν ήταν να πάμε χωρίς τον Ράντι, θα προτιμούσα να πάμε με τη μηχανή» μου εξομολογήθηκε.

«Με τη μηχανή δε θα μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας το ψυγειάκι και πίστεψέ με, εκεί που θα πάμε θα το χρειαστούμε αλλιώς θα κορακιάσουμε»

Καθότι Σαββατόβραδο και με καλοκαιρινό καιρό μετά την Κηφισιά η κίνηση άρχισε να πυκνώνει. Ομοίως σχετικά πυκνή κίνηση είχε και η Αττική οδός και ακόμα χειρότερη ήταν η Βάρης-Κορωπίου, με αποτέλεσμα να μας πάρει κοντά στη μία ώρα και κάτι για να φτάσουμε. Έχοντας κάνει κράτηση, καθίσαμε αμέσως στο τραπέζι μας.

«Τι προτείνεις;» με ρώτησε.

«Κατά σειρά προτίμησης, αστακομακαρονάδα, καραβιδομακαρονάδα και γαριδομακαρονάδα. Αν θες ψάρι, θα σου προτείνω συναγρίδα.»

«Εσύ τι θα πάρεις;»

«Αστακομακαρονάδα, εδώ φτιάχνουν την καλύτερη απ’ όλα τα μέρη που έχω δοκιμάσει»

«Sold! Τι θα πιούμε;»

«Εγώ θα πάρω μοσχοφίλερο. Αν δεν θέλεις κάτι αλκοολούχο, πάρε αναψυκτικό. Μπύρα δε θα σου πρότεινα, εμένα τουλάχιστον δεν μου δένει γευστικά με την αστακομακαρονάδα»

«Ωραία, θα δοκιμάσω κι εγώ κρασί και αν δεν μ’ αρέσει θα πάρω αναψυκτικό»

«That’s the spirit”

Η αστακομακαρονάδα ήταν όπως πάντα αριστουργηματική, πράγμα με το οποίο συμφώνησε με ενθουσιασμό και η Αναστασία. Ήπιε και εκείνη κρασί και μπορεί να μην παραπονέθηκε αλλά δεν έδειξε τον ίδιο ενθουσιασμό. Η ώρα πάντως πέρασε πολύ ευχάριστα και γύρω στις 12:00 πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Αυτή τη φορά δεν βρήκαμε ιδιαίτερη κίνηση και 40 λεπτά αργότερα φτάσαμε σπίτι. Μπήκαμε μέσα και αυτή τη φορά ο Ράντι μας ακολούθησε. Όταν φτάσαμε στο δεύτερο όροφο, σταμάτησα.

«Μην βγάλεις το φόρεμά σου ακόμα. Κατεβαίνω σε λίγο». Η Αναστασία δεν απάντησε, μόνο ένευσε καταφατικά με το χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό της. Ανέβηκα πάνω και άνοιξα την πόρτα της βεράντας για να μπορεί ο Ράντι να βγει έξω. Τον άφησα στο διαμέρισμά μου και χωρίς καν να ξεντυθώ κατέβηκα στο διαμέρισμα της Αναστασίας, η οποία είχε αφήσει την πόρτα της ανοιχτή. Μπήκα μέσα και τη βρήκα να με περιμένει. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και την πλησίασα. «Βάλε μουσική» της είπα. Όπως και εγώ έτσι κι εκείνη άκουγε Rock FM. Την ώρα εκείνη έπαιζε την “Carry” των Europe αλλά ήταν στα τελειώματά του. «Χορεύουμε;» τη ρώτησα. Αντί απάντησης έβγαλε τις γόβες που φορούσε και έμεινε ξυπόλητη και ήρθε προς τα μένα. Έβγαλα κι εγώ τα παπούτσια μου και την πήρα στην αγκαλιά μου ενώ από το ράδιο ακούγονταν οι πρώτες νότες του Cat People. «Πέρασες όμορφα;»

«Ναι! Ήταν τόσο όμορφο το μέρος, για να μην αναφέρω το φαγητό! Εσύ;»

«Εμένα πάνω απ’ όλα μου άρεσε η παρέα» της απάντησα και τα χείλη μας βρέθηκαν και πάλι κολλημένα, με τα χέρια της σταυρωμένα πίσω από το σβέρκο μου και τα δικά μου να τη χαϊδεύουν στην πλάτη και στη μέση. Έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου, όταν τραβήχτηκα απαλά έπαιζε το “Hell is living without you”. «Έχω μια ιδέα, πήγαινε μέσα να αλλάξεις.»

«Τι να βάλω;»

«Βάλε τη φόρμα σου και ντύσου καλά και από πάνω. Θα σε πάω μια βόλτα με τη μηχανή!»

«Ναιιιιιιιιιιι» μου απάντησε σχεδόν χοροπηδώντας.

«Πάω να αλλάξω και κατεβαίνω, περίμενέ με εδώ»

Ανέβηκα πάνω και άλλαξα στα γρήγορα. Πήγα στο αποθηκάκι μου και πήρα το κράνος μου και το κράνος της Αγγελικής. Είχα πουλήσει την παλιά μου μηχανή πριν 2,5 χρόνια με σκοπό αργότερα να πάρω μια μεγάλη touring αλλά με πρόλαβε ο χαμός της. Μόλις τον Ιούνη είχα πάρει την καινούργια μου μηχανή αλλά δεν ήταν touring, ήταν και πάλι Vulkan, ήμουν ερωτευμένος με δαύτη. Η Αγγελική, αν εξαιρέσεις ότι είχε μικρότερο στήθος, είχε πάνω κάτω τον ίδιο σωματότυπο με την Αναστασία καθώς και το ίδιο ύψος, οπότε δεν είχα αμφιβολία ότι το κράνος θα της έκανε μια χαρά. Κατέβηκα και η Αναστασία με περίμενε στην πόρτα της. Κατεβήκαμε και οι δύο στον κήπο και ανεβήκαμε στη μηχανή. Πήρα το δρόμο προς την Πεντέλη. Ευτυχώς η Αναστασία με είχε ακούσει και είχε ντυθεί καλά καθώς, πέραν του ότι ήμασταν με τη μηχανή, εκεί που θα πηγαίναμε είχε ψύχρα.

Η μηχανή είναι άλλο πράγμα, τελεία. Καλό το αυτοκίνητο αλλά ρε παιδί μου την αίσθηση ελευθερίας που σου δίνει δεν μπορεί να στη δώσει κανένα αυτοκίνητο. Δεν ξέρω, είναι άλλο πράγμα να νιώθεις την ταχύτητα όχι μόνο από την αίσθηση της επιτάχυνσης αλλά και από το με πόση δύναμη σε χτυπάει ο αέρας. Η μηχανή είναι σαν το άγριο άλογο, την αγκαλιάζεις, γίνεσαι ένα με το σώμα της. Με την Αναστασία να με κρατάει σφιχτά από τη μέση και μισή περίπου ώρα αργότερα φτάσαμε στο σημείο που ήθελα.

Γενικά στον πίσω δρόμο της Πεντέλης έχει πολλά μέρη για να πας αλλά τέτοια ώρα αρχίζει και πιάνει «πελατεία». Στο μέρος που ήξερα μπορούσες να πας μόνο με μηχανή, η καβάτζα ήταν απόμερη και δεν την ήξερε ο κόσμος. Το σημείο κρυβόταν από το δρόμο και είχε υπέροχη θέα προς την πόλη. Σταμάτησα και έβγαλα το κράνος μου και το ίδιο έκανε και εκείνη. Κατεβήκαμε από τη μηχανή και πήγαμε μέχρι την άκρη για να της δείξω την υπέροχη θέα.

«Woah» ήταν η πρώτη της αντίδραση. Την αγκάλιασα από τη μέση.

«Χαίρομαι που σ’ αρέσει!»

«Σ’ ευχαριστώ!»

«Για ποιο πράγμα;»

«Για τις δύο τελευταίες μέρες, είναι οι ομορφότερες που έχω περάσει στη ζωή μου»

«Χαίρομαι που σ’ αρέσει αν και νομίζω ότι υπερβάλεις.»

«Καθόλου!» είπε και γύρισε και με κοίταξε στα μάτια. «Καθόλου» επανέλαβε.

Την ένιωσα και πάλι να λιώνει στο φιλί μου αλλά σάμπως εγώ ήμουν καλύτερος; Το φιλί έγινε πιο άγριο, πιο παθιασμένο. Είχα καυλώσει, το χέρι μου άρχισε να ταξιδεύει και πάλι στο σώμα της. Της κατέβασα το φερμουάρ του πάνω μέρους της φόρμας και τη χούφτωσα πάνω από το κοντομάνικο που φορούσε από μέσα. Ένιωσα τις ρώγες της να θέλουν να το τρυπήσουν. Σταμάτησα το φιλί και της σήκωσα τη μπλούζα απελευθερώνοντας τα στήθη της από τη φυλακή τους. Έσκυψα και άρχισα να πιπιλάω εναλλάξ τις ρώγες της ενώ η Αναστασία μου χάιδευε τα μαλλιά. Την γύρισα με την πλάτη προς τα μένα και φιλώντας την στο σβέρκο χούφτωσα δυνατά και τα δυο της στήθη και άρχισα να τα μαλάζω. Το όργανό μου είχε γίνει πύραυλος και τριβόταν πίσω της. Με μια κίνηση της κατέβασα το κάτω μέρος της φόρμας και το κιλοτάκι, και εξακολουθώντας να την έχω με την πλάτη προς τα μένα, άρχισα να της παίζω με τα δάχτυλα το μουνάκι.

Γύρισε ελαφρά προς το μέρος μου και πήρε το αριστερό μου χέρι που ήταν στη μέση της και το έφερε στο  αριστερό της στήθος. Αύξησα την ένταση του παιχνιδιού μου με το μουνάκι της ενώ το αριστερό μου χέρι πότε χούφτωνε και πότε την τσιμπούσε στη ρώγα. Οι κοφτές ανάσες της έγιναν γρήγορα αναστεναγμοί και οι αναστεναγμοί γίναν βογγητά ολοένα και μεγαλύτερης έντασης. Το χέρι μου άφησε το στήθος της και ανέβηκε και της έκλεισε το στόμα, προσέχοντας να αφήσει τη μύτη της ελεύθερη. Το σώμα της άρχισε να τραντάζεται και πάλι και τα πνιχτά της βογγητά πολλαπλασιάστηκαν.

«MMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMMM»

Ένιωσα το χέρι μου ξαφνικά να γεμίζει υγρά, η Αναστασία είχε σκουιρτάρει και πάλι. Μην αφήνοντας να βρει τις ανάσες της, κατέβασα το παντελόνι μου και το μποξεράκι μου και την έβαλα να σκύψει πάνω στη μηχανή. Μπήκα μέσα της πισωκολλητά και ένιωσα λες και τον έβαζα σε λιωμένο βούτυρο. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» της ξέφυγε καθώς είχα ξεχαστεί και δεν της είχα κλείσει το στόμα, πράγμα που έκανα αμέσως τραβώντας την ταυτόχρονα προς τα πίσω και σηκώνοντάς την όσο περισσότερο όρθια μπορούσε στις εν λόγω περιστάσεις. Όπως και τις προηγούμενες φορές η απίστευτη αίσθηση του οργάνου μου μέσα στον κόλπο της με έκανε πολύ γρήγορα να το χάσω και να μπαινοβγαίνω μέσα της σα μανιακός ενώ τα πνιχτά της «ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» άρχισαν και πάλι να αυξάνουν τόσο σε συχνότητα όσο και σε ένταση. Ούτε που κατάλαβα για πότε μου ήρθε ο οργασμός μου και ήταν τόσο έντονος που σχεδόν έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Το χέρι μου χαλάρωσε και αυτή τη φορά το «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» του οργασμού της ακούστηκε σχεδόν σαν ουρλιαχτό ενώ το όργανό μου μέσα της άδειαζε με ατελείωτους σπασμούς ηδονής, τόσο έντονης που πραγματικά κόντεψα να μείνω.

Την άφησα και τραβήχτηκα από πίσω της πασχίζοντας να βρω τις ανάσες μου, ένιωσα σα να έχω τρέξει 400άρι σε ύψος 5 χιλιομέτρων. Χρειάστηκε να σκύψω και να πιάσω τα γόνατά μου, πραγματικά κόντεψα να καταρρεύσω σε βαθμό που η Αναστασία τα χρειάστηκε.

«Αντώνη; Αντώνη, είσαι καλά;»

«Υπέροχα. Βλέπω μια πανέμορφη καστανομάλλα Βαλκυρία, πρέπει να είμαι στη Βαλχάλα!»

«Έλα μωρέ Αντώνη, με κοψοχόλιασες!»

«Καλά είμαι μωρό μου, απλά ήταν τόσο έντονο που την άκουσα στέρεο»

«Boomer” μου είπε πειρακτικά.

«Είδαμε και το gen-Z πόσο ψύχραιμα το πήρε. Μωρέ αν δεν άρχισε πάλι τα γαβγίσματα ο Ράντι και ας είναι από την πίσω πλευρά του βουνού, να μην με λένε Αντώνη!»

«Υπονοείς ότι εγώ έκανα χθες τον Ράντι να γαβγίζει;»

«Δεν το υπονοώ» της είπα κάνοντάς την να βάλει τα γέλια.

«Θεούλη μου, ρεζίλι γίναμε!»

«Μη φοβάσαι, το σπίτι μου έχει εξαιρετική ηχομόνωση»

«Και τότε γιατί με έφερες στις ερημιές; Ε;»

«Γιατί αν ήμουν στο δικό σου διαμέρισμα θα έπρεπε να σου βάλω μονωτική ταινία στο στόμα!»

«Μμμ, κρυάδες!»

«Better safe than sorry, που λένε και οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι!”

«Θα σου έκανε καρδιά να μου βάλεις μονωτική ταινία;» με ρώτησε παραπονιάρικα.

«Καλά, δε θα σου βάλω μονωτική ταινία. Το γκαγκ κάνει την ίδια δουλειά» την πείραξα.

«Γκαγκ; Τι είναι αυτό;»

«Θα σου πω όταν μεγαλώσεις» της απάντησα πειρακτικά. «Ορίστε, οι περιπέτειες στο βουνό μου φέρνουν λιγούρα. Κερνάω κρέπα, ψήνεσαι;»

«Όχι ιδιαίτερα να σου πω την αλήθεια αλλά για ένα παγωτάκι δε θα έλεγα όχι!»

«Ό,τι θέλει το κορίτσι.»

Φτιάξαμε τα ρούχα μας και ανεβήκαμε στη μηχανή. Μισή ώρα αργότερα -και αφού σταματήσαμε στο περίπτερο απέναντι από τον τροχονόμο για να πάρουμε παγωτά- γυρίσαμε σπίτι. Αν και ήθελα σαν τρελός να κοιμηθούμε και πάλι αγκαλιά, συγκράτησα τον εαυτό μου γιατί δεν ήθελα να γίνει συνήθεια. Αυτός ήταν και ο λόγος που ανέβηκα στο διαμέρισμά της μόνο για να φάω το παγωτό και αφού της είπα ότι αύριο θα φεύγαμε γύρω στις 11:00, την φίλησα καληνυχτίζοντάς την και ανέβηκα πάνω, όπου με περίμενε ο Ράντι κάνοντάς μου παράπονα που τον είχα αφήσει όλο το βράδυ μονάχο. Τι να κάνω, έκατσα άλλη μια ώρα για να παίξω με το μούργο και μετά πήγα ντουγρού στο κρεββάτι μου και ξεράθηκα.

Κατάφερα να μην ξυπνήσω πριν τις 10:30 πράγμα που πολύ το ευχαριστήθηκα. Ήθελα καφεδάκι και αποφάσισα να παραγγείλω από το internet καθότι βαριόμουν να φτιάξω. Πριν παραγγείλω, πήρα τηλέφωνο την Αναστασία και κρίνοντας από το πόσο άργησε να απαντήσει, κοιμόταν του καλού καιρού.

«Καλημέρα μειράκιο. Θα παραγγείλω καφεδάκι, θέλεις να πάρω και για σένα;»

«Καλημέρα boomer» μου απάντησε κάνοντάς με να χαμογελάσω. «Από που θα πάρεις;»

«Έχει σημασία μωρέ;»

«Θέλω Starbucks» μου δήλωσε.

«Τι να σε κάνω; Θα πάρω από εκεί» της είπα και την έβαλα να επαναλάβει τρεις φορές τι ήθελε.

«Καφές είναι μωρέ αυτός ή το χριστουγεννιάτικο σπέσιαλ;»

«Καφέ! Καφέ! Καφέ!» άρχισε τα συνθήματα.

«Μ’ έσκασες βάσανο! Λοιπόν, τον παραγγέλνω, ετοιμάσου, όταν μας έρθει θα ξεκινήσουμε»

«Με την τσίμπλα στο μάτι;»

«Και με το αποτύπωμα της παλάμης μου στο κωλαράκι σου, αν χρειαστεί!»

«ΑΧΝΕ, χτύπησέ με, ταπείνωσέ με, πέτα με στα βράχια»

«Κάτσε καλά σπόρε γιατί εκεί που θα πάμε *έχει* βράχια!»

«Ναιιιιιιιιιιιιιι!» απάντησε ενθουσιασμένη. «Ετοιμάζομαι! Πετάω!»

Χαμογελώντας ακόμα σα χαζός παράγγειλα τους καφέδες μας. Ο Ράντι για τέτοιες διαδρομές δεν χρειαζόταν πλέον το σιρόπι για τη ναυτία, ωστόσο αντί για το συνηθισμένα του τρία κιλά barf, του έβαλα τις κροκέτες, τη μισή ποσότητα από το βραδινό του.

«Μη με κοιτάς έτσι μούργο, έχουμε βόλτα με το αυτοκίνητο» του είπα όταν με κοίταξε αποδοκιμαστικά αφού του έβαλα την κατσαρόλα του. «Γουφ» με μάλωσε. «Φάε ρε κέρατο!» του είπα και μετά από ένα δεύτερο αποδοκιμαστικό «γουφ» έσκυψε να φάει, χωρίς ιδιαίτερη όρεξη.

Ήθελα πάλι τσιγάρο, και παίρνοντας από το συρτάρι του γραφείου μου ένα, βγήκα να το καπνίσω στο μπαλκόνι. Πριν προλάβω να τραβήξω δεύτερη τζούρα, χτύπησε το κουδούνι μου. Άφησα το τσιγάρο στο τασάκι και πήγα να ανοίξω. Η μικρή μπήκε μέσα με φόρα και όταν έκλεισα την πόρτα με τράβηξε πάνω της και με φίλησε και ανταπέδωσα με τον δέοντα ενθουσιασμό. Φορούσε ένα υπέροχο φλοράλ και από μέσα το μαγιό της.

«Βαριόμουν να κάθομαι μονάχη» μου δήλωσε. «Ήρθε ο καφές; Θέλω καφέ!»

«Έχω προχθεσινό γαλλικό αν βιάζεσαι»

«ΙΙΙΙΧ, όχι! Θα περιμένω. Ραντουλίνι μουυυυυυυυυυυ» φώναξε και πήγε να κάνει χαρές στο κοπρόσκυλο, που άλλο δεν ήθελε και λίγες στιγμές αργότερα το έριξαν στο ταγκό καθώς ο Ράντι έχει μια αγάπη στο να προσπαθεί να σκαρφαλώσει πάνω σου.

«Σιγά βρε κοπρίτη, θα το διαλύσεις το κορίτσι!» μάλωσα τον Ράντι και αφήνοντάς τους γύρισα στη βεράντα να συνεχίσω το τσιγάρο μου. Δύο λεπτά αργότερα ήρθαν και οι δυο τους, ο Ράντι πήγε και ξάπλωσε στην αγαπημένη του θέση ενώ η Αναστασία κάθισε δίπλα μου.

«Είδα τι είναι το γκαγκ»

«Οκ…» είπα αβέβαιος.

«Άβολο. Χάθηκαν τα μαντίλια;» συνέχισε πειρακτικά.

«Χαλάω εγώ χατίρια;» της απάντησα στον ίδιο τόνο.

«Φρόνιμα, μας βλέπει το παιδί!»

«Προχθές που τα πέταξες όλα στο σαλόνι τί νόμιζες, ότι τον έστειλα κινηματογράφο;» της είπα αλλά πριν προλάβει να απαντήσει χτύπησε το κουδούνι, είχαν έρθει οι καφέδες; “Saved by the bell” συνέχισα κοροϊδευτικά και πήγα και άνοιξα την πόρτα.

Πέντε λεπτά αργότερα ήμασταν κάτω. Βάλαμε τα πράγματα στο πορτμπαγκάζ και ανοίγοντας την πίσω πόρτα ο Ράντι μ’ ένα σάλτο μπήκε στο πίσω κάθισμα και αφού στριφογύρισε δυο-τρεις φορές, δείχνοντας εντυπωσιακή ευελιξία καθότι ο ίδιος έπιανε σχεδόν και τις τρεις θέσεις πίσω, ξάπλωσε αναστενάζοντας, κάνοντας την Αναστασία να βάλει τα γέλια. Αυτή τη φορά δεν είχε βόλτες, μπήκαμε στην Αττική οδό από το δαχτυλίδι στο Μαρούσι και 50 λεπτά αργότερα, βγήκα από την παραλιακή και μπήκα σε ένα κατσικόδρομο ο οποίος εκ πρώτης όψεως δεν έμοιαζε να βγάζει πουθενά. Την καβάτζα την ξέρουν ελάχιστοι και έτσι δεν απόρησα που σταματώντας δεν ήταν κανένα άλλο αυτοκίνητο, όχι ότι χωρούσαν εκεί περισσότερα από τρία-τέσσερα. Άνοιξα την πίσω πόρτα και ο Ράντι πήδηξε έξω.

«Πάρε σε παρακαλώ τις τσάντες με τα πράγματα» της είπα καθώς εγώ πήρα το φορητό ψυγείο. Με είχε ακούσει και είχε φορέσει αθλητικά παπούτσια, είχε κατάβαση μέχρι να φτάσουμε στο νερό και δεν ήταν για πέδιλα. Ο Ράντι άρχισε να κατεβαίνει πρώτος και ακολουθώντας τον κατεβήκαμε προσεκτικά μέχρι που φτάσαμε κάτω. Η Αναστασία στην αρχή χάζεψε και μετά άρχισε να χτυπάει παλαμάκια ενθουσιασμένη. Η παραλία ήταν μικρή, 5-6 μέτρα, περικυκλωμένη από βράχια, στρωμένη με βότσαλα και βάθαινε απότομα, τέσσερα-πέντε βήματα και δεν πατούσες. «Αν θες να κάνεις βουτιές, από τα αριστερά καθώς ο βράχος βυθίζεται απότομα στη θάλασσα και το σημείο είναι βαθύ, πάνω από πέντε μέτρα. Από δεξιά, έχει βράχια μέσα στο νερό.

«Αργότερα» μου είπε χωρίς ωστόσο να μπορεί να κρύψει την έξαψή της.

«Επίσης αν θες μπορείς να κάνεις και γυμνισμό, εγώ τουλάχιστον θα τα πετάξω όλα»

«Θα είσαι φρόνιμος;»

«Θα σας ειδοποιήσουμε!» της απάντησα κλέβοντας τις απαντήσεις από τα σχετικά meme και κάνοντάς την να βάλει τα γέλια. «Αμάν, ξέχασα να φέρω το δοχείο με το νερό του Ράντι!»

«Αφού σε είδα με τα μάτια μου να το βάζεις στο πορτμπαγκάζ!»

«Δεν το ξέχασα στο σπίτι, στο αυτοκίνητο το ξέχασα. Επιστρέφω σε λίγο, στρώσε σε παρακαλώ τις ψάθες» της είπα και κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία ανέβηκα πάνω να φέρω το «μικρό» δοχείο με το νερό του, και λέω «μικρό» γιατί ήταν αυτό των πέντε λίτρων και όχι το θηρίο των δέκα. Όταν κατέβηκα και πάλι κάτω του έβαλα να πιει και όταν τελείωσε, πήρα το δοχείο και αφού έδεσα στο λαιμό του ένα σχοινί, έδεσα το σχοινί σε μια πέτρα και το βύθισα δίπλα από τα δεξιά βράχια για να παραμείνει δροσερό. «Να σου πω, ξέρω ότι είσαι εξαιρετική κολυμβήτρια αλλά μην ανοιχτείς πολύ, μέσα έχει δυνατά ρεύματα. Δεν χρειάζεται άλλωστε, το νερό εδώ είναι πολύ βαθύ, 20 μέτρα μέσα και σχεδόν δεν βλέπεις τον πάτο»

«Εντάξει» μου είπε χαμογελαστή. «Έλα να σου βάλω αντηλιακό». Κάθισα και αφού με ψέκασε καλά-καλά, μου άλειψε το αντηλιακό και σε στέρνο, χέρια και ώμους αλλά και στην πλάτη μου. «Ψιτ, φρόνιμα» με πείραξε καθώς το όργανό μου είχε γίνει και πάλι κατάρτι. Το ότι χρειάστηκε να την αλείψω κι εγώ όταν τσιτσιδώθηκε με τη σειρά της, δεν βοήθησε την κατάσταση, θαρρείς πως όλο το αίμα μαζεύτηκε σε ένα σημείο.

Γι’ αυτό μ’ αρέσει το κρύο το νερό. Η Αναστασία από την άλλη -που είναι πολύ κρυουλιάρα- δε χάρηκε καθόλου όταν έκανε τη γνωριμία της με το νερό της εν λόγω παραλίας αλλά τι να κάνει, έσφιξε τα δόντια και βούτηξε κάνοντας μερικές απλωτές μέχρι να ζεσταθεί. Ο Ράντι είχε κάτσει στην άκρη της παραλίας και μας γάβγιζε καθώς τα βαθιά νερά δεν είναι του γούστου του. Βγήκα προς τα έξω και με κάποια δυσκολία κατάφερα να τον πείσω να έρθει και αυτός εκεί που ήμουν. Βγήκα ακόμα πιο πολύ προς τα έξω σε σημείο που ο Ράντι πάτωνε, δηλαδή δύο βήματα από την άκρη του νερού και βρήκε την ευκαιρία και ήρθε και μου έγλειψε το αριστερό αυτί. Μετά αποφάσισε ότι αρκετά για την ώρα και πήγε και κάθισε με τον κώλο μέσα στον νερό ξαπλώνοντας έξω μόνο τα μπροστινά του πόδια.

Η Αναστασία, ακούγοντας τη συμβουλή μου, δεν απομακρύνθηκε περισσότερο από 30 μέτρα από την παραλία. Της κούνησα το χέρι και κάνοντας ένα εντυπωσιακό μακροβούτι ήρθε προς τα έξω κάνοντας όλη τη διαδρομή κάτω από το νερό. Καθισμένος στα βότσαλα σχεδόν στην άκρη του νερού, ήρθε και κάθισε μπροστά μου βασταζόμενη στα δυο της χέρια. Αν και είχε μόνο το κεφάλι της έξω τα στήθη της διακρίνονταν πεντακάθαρα μέσα στο κρυστάλλινο νερό, κάνοντας όλο το αίμα μου να ξαναμαζευτεί στο ίδιο σημείο.

«Είναι υπέροχη η αίσθηση χωρίς το μαγιό»

«Είναι, αν και δημιουργεί τεχνικά προβλήματα!»

«Όπως;»

Αντί απάντησης άνοιξα τα πόδια μου και το ορθωμένο μου όργανο εμφανίστηκε σε όλη του τη δόξα.

«Σάτυρε!» μου είπε και μου πέταξε νερό στα μούτρα.

«Θα σε τσουρουμαδήσω!» την απείλησα και εκείνη τσιρίζοντας και γελώντας απομακρύνθηκε με απλωτές. Κολυμπούσε σα δελφίνι, δεν υπήρχε περίπτωση να την προλάβω οπότε δεν έκανα καν την προσπάθεια. «Έλα εδώ να φας το ξύλο σου σαν άντρας, άτιμη!» της είπα.

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»

«Καλά, κι εγώ θα πιώ τον υπόλοιπο καφέ σου» της είπα και έκανα απειλητική κίνηση να βγω έξω από το νερό.

«Μην τολμήσεις!» με απείλησε.

«Watch me” της είπα

«Παραδίνομαι!» μου φώναξε και άρχισε να έρχεται προς τα έξω. Μπήκα κι εγώ προς τα μέσα μέχρι περίπου το ύψος του στήθους και όταν με έφτασε την πήρα στην αγκαλιά μου ενώ εκείνη σταύρωσε τα χέρια πίσω από το σβέρκο μου.

«Τι θα σε κάνω, μου λες;»

«Φιλάκιιιιιιιιι» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. Έγειρα το κεφάλι μου και ακούμπησα τα χείλη μου στα δικά της. Η αίσθηση των γυμνών στηθών της στο στέρνο μου με καύλωσε και πάλι σε χρόνο ρεκόρ. Την άρπαξα από τους γλουτούς και αγκάλιασε τη μέση μου με τα πόδια της. Οι γλώσσες μας μπλέχτηκαν πάλι μέσα στα στόματά μας. Αυτή τη φορά ήμουν εγώ που είπα «Σε θέλω».

Με τη βοήθεια του ενός μου χεριού οδήγησα το όργανό μου το οποίο κυριολεκτικά γλίστρησε μέσα της προκαλώντας της ένα σιγανό βογγητό ηδονής. Άρχισα να μπαινοβγαίνω μέσα της, με τα μέτωπά μας να ακουμπάνε. Η Αναστασία είχε κλειστά τα μάτια και δάγκωνε τα χείλη της. Το «στα όρθια» είναι κάτι που δεν θα μπορούσα να κάνω έξω από το νερό καθότι δεν έχω ούτε την απαραίτητη σωματική δύναμη, ούτε την αντοχή. Μέσα στο νερό όμως, του έδωσα και κατάλαβε. Τα βογγητά της άρχισαν και πάλι να αυξάνουν σε συχνότητα και ένταση και η ιδέα ότι οποιαδήποτε στιγμή κάποιος θα μπορούσε να κατέβει και να μας πιάσει στα πράσα να πηδιόμαστε μέσα στο νερό έδινε αυτή την υπέροχη πικάντικη αίσθηση σε ένα έτσι κι αλλιώς υπέροχο κυρίως πιάτο.

«AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»

Η Αναστασία άρχισε να κορυφώνει πριν από εμένα και ευτυχώς αυτή τη φορά ο Ράντι δε γαύγισε γιατί αν μας έπιαναν τα γέλια, πολύ δύσκολα θα το συνεχίζαμε. Αύξησα ακόμα περισσότερο το ρυθμό μου κάνοντας την να εντείνει ακόμα περισσότερο τα βογγητά της ηδονής της. Με έσφιξε τόσο δυνατά πάνω της που σχεδόν μου κόπηκε  η ανάσα και ήταν αυτό το οποίο από το πουθενά οδήγησε στην δική μου έκρηξη… δηλαδή τι έκρηξη, σειρά εκρήξεων, μία για κάθε ηδονικό σπασμό του οργάνου μου βαθιά μέσα της.

Θα γίνω κουραστικός που το επαναλαμβάνω αλλά η αίσθηση του να τελειώνω μέσα στο μουνάκι της είχε τέτοια ένταση που δεν είχα γνωρίσει στα 25 χρόνια της ερωτικής μου ζωής, ούτε καν με την Αγγελική. Ήταν σαν η Αναστασία να είχε πλαστεί κατά παραγγελία των πιο ερωτικών μου φαντασιώσεων, των πιο κρυφών μου πόθων. Και δεν ήταν μόνο το απίστευτο κορμί της, ήταν το γλυκό της πρόσωπο, ήταν τα γελαστά της μάτια, ήταν τα λαμπερά της μαλλιά, ήταν η γλυκιά κοριτσίστικη φωνή της, ήταν το χαρούμενο και παιχνιδιάρικο πνεύμα της και το εξαιρετικά κοφτερό μυαλό της. Είχε όλα όσα επιθυμούσα σε μια γυναίκα σε ποσότητες που σχεδόν ξεχείλιζαν.

«Μαλάκα, έχεις αρχίσει και ερωτεύεσαι την Αναστασία» ήταν η συνειδητοποίηση που μου ήρθε κατακέφαλα, σα να μου έγινε η αποκάλυψη.

«Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε με τα χέρια ακόμα σταυρωμένα πίσω από το σβέρκο μου και τα πόδια της να αγκαλιάζουν τη μέση μου.

«Ότι με έχεις ξεμυαλίσει» της απάντησα ειλικρινά.

«Αχ, τέτοια μου κάνεις και μετά απορείς γιατί είμαι ερωτευμένη μαζί σου!»

«Εχμ, να σας υπενθυμίσω νεαρά ότι κατά τα λεγόμενά σας ήσασταν ερωτευμένη μαζί μου πριν σας τα κάνω αυτά!»

«Ε, τώρα έχω ακόμα περισσότερους λόγους!»

«Μουσίτσα!»

«Είμαι και φαίνομαι» μου είπε βγάζοντας τη γλώσσα της.

«Τι θα σε κάνω, μου λες;»

«Θα με υποστείς!» μου δήλωσε, κάνοντάς με να χαχανίσω σαν ερωτευμένος έφηβος.

Πιτσιρίκα ή όχι, με μέλλον ή χωρίς, το γέλιο είχε επιστρέψει στη ζωή μου και πάλι.


4. Πιανίστας σε μπουρδέλο, not!

Η Αναστασία γύρισε ξανά μέσα στη θάλασσα και άρχισε να κολυμπάει με γρήγορες απλωτές φροντίζοντας ωστόσο να μην απομακρυνθεί πολύ. Έκανα κι εγώ ένα μακροβούτι αλλά σε καμία περίπτωση δεν είχα τις αντοχές της, ούτε δέκα μέτρα δεν έκανα πριν χρειαστεί να βγω έξω για να πάρω ανάσα. Δεν έκανα δεύτερο, συνέχισα κι εγώ με απλωτές μέχρι που την έφτασα, πρέπει να ήμασταν σε απόσταση καμιά 30 μέτρα από την παραλία.

«Πόσο βαθιά είναι εδώ;» με ρώτησε.

«Δεν έχω ιδέα αλλά νομίζω ότι είναι πάνω από 10-15 μέτρα, κοίτα, ίσα που φαίνεται ο βυθός». Αντί απάντησης έκανε μια βουτιά και την έχασα για μισό λεπτό.

«Δεν το ανακαλύψαμε εμείς, η Αγγελική το είχε μάθει από κάποιον πρώην της, την πρώτη φορά που ήρθαμε οι δυο μας εδώ, τρομάξαμε να το βρούμε. Από τον δρόμο φαίνεται σαν πλάτωμα που είναι μπροστά στο γκρεμό και αν δεν ξέρεις ότι ο κατσικόδρομος βγάζει κάπου, δεν ρισκάρεις να κατέβεις αυτό το δρόμο με αυτή την κλίση. Εμείς να φανταστείς τις πρώτες φορές αφήναμε το αυτοκίνητο πάνω αλλά μια μέρα κατεβήκαμε και είδαμε κάποιο ζευγάρι που είχε κατέβει με αυτοκίνητο που δεν είχε ούτε καν τη μισή ροπή του δικού μας. Και καλύτερα έτσι να σου πω, από τη μία έχεις το κεφάλι σου ήσυχο ότι δε θα σου ανοίξει κανείς το αυτοκίνητο όσο είσαι εδώ και από την άλλη συνεχίζεις να κρατάς το μέρος κρυφό.»

«Παραπάνω είναι» μου είπε όταν βγήκε. «Βούτηξα μέχρι που άρχισαν να πονάν τα αφτιά μου και δεν είχα φτάσει καν στη μέση. Πώς το ανακαλύψατε το μέρος;»

«Εκεί που με πήγες χθες το βράδυ;» με ρώτησε πονηρά.

«Α, αυτό το ανακάλυψα μόνος μου ένα βράδυ που είχα βγει βόλτα με τη μηχανή. Θα γελάσεις, το βρήκα επειδή με έπιασε… κόψιμο στη μέση του πουθενά. Τι να σου πω, στάθηκα τυχερός, θα τολμούσα να πω ξεκωλώθηκα!» της είπα κάνοντάς τη να σκάσει γέλια.

«Μπα σε καλό σου, θα με κάνεις να πνιγώ!»

«Θα με υποστείς!» της είπα με τη σειρά μου.

Καθίσαμε για λίγη ώρα ακόμα αλλά η Αναστασία άρχισε να κρυώνει οπότε βγήκε έξω και ξάπλωσε για να κάνει ηλιοθεραπεία. Βγήκα κι εγώ προς τα έξω αλλά κάθισα μέσα στο νερό και ο Ράντι άρπαξε την ευκαιρία και ήρθε και με έγλειψε στα μούτρα. Μετά άρχισε να χτυπάει τα πόδια του στο νερό σα φώκια, κάνοντας την Αναστασία που μας έβλεπε να σκάσει στα γέλια. Της βγήκε ξινό γιατί ο Ράντι πήγε να της κάνει χαρές και επειδή ήταν βρεγμένος έριξε κι ένα τίναγμα κάνοντάς την σύσκατη και αυτή τη φορά ήμουν εγώ που έβαλα τα γέλια.

«Έλα εδώ ρε μούργο, άσε το κορίτσι ήσυχο» του είπα και με έγραψε στα μεγαλοπρεπέστατα μαύρα παπάρια του και ξάπλωσε πάνω στην ψάθα μου γιατί θα του κακόπεφτε το βότσαλο του κυρίου. Είχα κορακιάσει από τη δίψα οπότε βγήκα και πήρα μια μπύρα από το ψυγειάκι. «Αναστασία, θέλεις μπύρα;»

«Μωρέ θέλω αλλά το στομάχι μου είναι άδειο!»

«Έχω φροντίσει εγώ γι’ αυτό δεσποινίς, τι προτιμάτε, γαλοπούλα, ζαμπόν ή σολομό;»

«Σολομό!» μου απάντησε με ενθουσιασμό. Έβγαλα από το ψυγειάκι δύο καναπεδάκια και της τα έδωσα με μια χαρτοπετσέτα. Πήρα και δύο με γαλοπούλα για λογαριασμό μου και σε λίγο μασουλούσαμε ντουέτο, πράγμα το οποίο πολύ κακοφάνηκε στον Ράντι που τον είχαμε αφήσει στην απ’ έξω και ήρθε να μας κάνει το ζήτουλα. Δεν τον είχα ξεχάσει ούτε αυτόν, άνοιξα το ψυγειάκι και έβγαλα ένα τάπερ στο οποίο είχα κόψει ένα ολόκληρο σαλάμι για σκύλους και του έδωσα το μισό και αφού το έκανε δυο χαψιές ήρθε πάλι να μας κοιτάζει παρακλητικά σαν τον φτωχό συγγενή που τον έχουμε πετάξει έξω από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

«Ουφ, τον λυπάμαι τον φουκαρά!»

«Του έδωσα μισό σαλάμι του κιλού. Μη του δίνεις θάρρος»

Ανοίξαμε τις μπύρες μας και ήπιαμε μερικές γουλιές. Ο Ράντι κλαψούρισε και κατάλαβα ότι διψούσε. Έβγαλα το δοχείο του που το είχα βυθίσει μέσα στη θάλασσα για να κρατηθεί δροσερό, άλλαξα καπάκι και του το έβαλα στην ποτίστρα του. Από τα 4,5 λίτρα που είχε αρχικά, η στάθμη έπεσε κάτω από το μισό, έπινε νερό κανένα τρίλεπτο να πούμε. Όταν τελείωσε άλλαξα πάλι καπάκι και το ξαναέβαλα στη θάλασσα.

«Έχω μια ιδέα» της είπα «αλλά θα χρειαστεί να φύγουμε από εδώ νωρίτερα»

«Τι ιδέα;»

«Χθες σε πήγα στο ένα βουνό, σήμερα να σε πάω στο άλλο. Λέω να γυρίσουμε σπίτι να ξε-νταλακιάσουμε και από τον ήλιο και νωρίς το απογευματάκι να ανέβουμε στην Πάρνηθα. Θα πάρουμε και τον Ράντι μαζί μας να τον ξαμολήσω να τρέξει λίγο να ξελυσσάξει»

«Είσαι σίγουρος ότι είναι καλή ιδέα να τον πάρουμε μαζί; Είχα διαβάσει κάπου ότι υπάρχουν λύκοι και να μην πηγαίνει ο κόσμος με τα κατοικίδιά του.»

«Αφενός δεν είναι χειμώνας και αφετέρου σε συνάντηση μεταξύ Ράντι και λύκων, αυτοί που θα κινδυνέψουν είναι οι λύκοι και όχι εκείνος. Μην τον βλέπεις που στην καθημερινότητά του είναι φλούφλης, έχει καταγωγή από ράτσες που φτιάχτηκαν για να προστατεύουν τα κοπάδια από λύκους και αρκούδες.»

«Μα αν είναι πολλοί;»

«Θα αφαλοκόψει στα γρήγορα τον αρχηγό της αντίπαλης αγέλης και εκεί θα σταματήσει το πανηγύρι. Θα πρέπει να είναι σε πολύ φρικτή πείνα ένα κοπάδι λύκων για να αποπειραθεί να ορμίσει σε τσομπανόσκυλο -και δη αυτού του μεγέθους- και δεν είναι χειμώνας. Άλλωστε η Πάρνηθα είναι γεμάτη από ελάφια και αγριογούρουνα, με εμάς θα ασχοληθούν;»

«Έχει ελάφια, αλήθεια;»

«Αν έχει λέει. Μάλιστα -καθότι είναι προστατευόμενα και απαγορεύεται αυστηρά το κυνήγι τους- έχουν ξεθαρρέψει και κυκλοφορούν άφοβα ανάμεσα σε ανθρώπους. Τώρα βέβαια με το Ράντι κοντά μας δε νομίζω ότι θα μας πλησιάσουν.

«Μήπως τα κυνηγήσει εκείνος;»

«Θα ήταν ενδιαφέρουσα άσκηση να προσπαθούσε να τα μαντρώσει αλλά όχι, σου είπα είναι εκπαιδευμένος. Άλλωστε θα πάρω και το μπαλάκι του και το frisbee και σε διαβεβαιώ ότι αυτά είναι πολύ περισσότερο του γούστου του από το να τραμπουκίζει ελάφια. Η αλήθεια είναι ότι ο άλλος λόγος που θέλω να πάμε εκεί είναι για να τρέξει μέχρι να φτύσει τα πνευμόνια του, οι καθημερινές βόλτες, ακόμα και οι μεγάλες, δεν αρκούν για να τον εκτονώσουν.»

«Προλαβαίνω να κάνω μερικές βουτιές να μου φύγει το ίρτζι;» με ρώτησε με λαχτάρα.

«Προλαβαίνεις σουσουραδίτσα, άντε, πήγαινε!»

Φόρεσε το μαγιό της και τα παπούτσια της και σκαρφάλωσε σαν κατσίκι στο βράχο. Μου πέταξε τα παπούτσια της και πήγε στην άκρη του βράχου και κοίταξε προς τα κάτω. Έριξε ένα σάλτο και έκανε μια άψογη βουτιά με το κεφάλι. Βγήκε έξω τουρτουρίζοντας αλλά ξαναφορώντας τα παπούτσια της ανέβηκε πάλι πάνω και αυτή τη φορά έκανε βουτιά με φόρα, και πάλι άψογη. Το όλον αυτό επαναλήφθηκε τρεις-τέσσερις φορές ακόμα και την τελευταία φορά έκανε και περιστροφή στον αέρα.

«Άουτς, αυτό πόνεσε» είπε όταν βγήκε γιατί ναι μεν έκανε περιστροφή αλλά δεν έπεσε κατακόρυφα όπως τις προηγούμενες φορές.

«Μου ήθελες και κόλπα!» την πείραξα. Η κοιλιά της και το στήθος της είχαν κοκκινήσει, όντως δεν είχε πέσει καθόλου καλά.

«No pain, no gain» μου απάντησε.

Καλά, να σε δω μικρή όταν θα κάνεις τη γνωριμία με το paddle. Και κοίτα να δεις που το είχα δέσει μέσα μου ότι θα την κάνει!

«Λοιπόν τσαπερδόνα, μάζεψε τα πράγματά σου να φύγουμε. Ράντι, μη μου κάνεις εμένα το ψόφιο χταπόδι, έλα να μπεις στο αυτοκίνητο»

Όπως και να έχει και επειδή το αυτοκίνητο το έβλεπε ο ήλιος, το άνοιξα και έβαλα το air-condition για να δροσίσει λίγο πριν μπούμε μέσα γιατί ούτε εμείς ούτε πολύ περισσότερο ο Ράντι θα την παλεύαμε. Οι εποχές είχαν γίνει κουλουβάχατα, 37άρια τέλη Σεπτέμβρη δεν το λες και φυσιολογικό. Μαζέψαμε τα πράγματα και ανεβήκαμε την ανηφόρα προς το τελευταίο πλάτωμα το οποίο χωρούσε αυτοκίνητα. Και επειδή όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια, γύρισα πίσω να φέρω το νερό του Ράντι το οποίο το είχα ξεχάσει μέσα στη θάλασσα. Του έβαλα να πιει λίγο νερό πριν μπει μέσα και η στάθμη κατέβηκε άλλο ένα λίτρο. Όταν δρόσισε επαρκώς το εσωτερικό του αυτοκινήτου, άνοιξα την πίσω πόρτα και ο Ράντι, αφού βεβαιώθηκε ότι η θερμοκρασία μέσα ήταν της αρεσκείας του, έκανε ένα σάλτο μέσα, στριφογύρισε και πάλι δυο-τρεις φορές και ξάπλωσε στα πίσω καθίσματα.

Από το κινητό μου άναψα και τα κλιματιστικά στο σπίτι για να το βρούμε δροσερό όταν θα φτάσουμε. Να τι είχα ξεχάσει να πω στην Αναστασία, το ίδιο μπορούσε να κάνει και εκείνη με τα δικά της αν είχα θυμηθεί να της το δείξω και το registration του κινητού με τα κλιματιστικά έπρεπε να γίνει εκεί. Η ώρα ήταν περίπου 16:00 και ήμασταν από το πρωί με μισό τοστ ο καθένας μας.

«Δε μου λες, πεινάς;» την ρώτησα.

«Σαν λύκος» μου εξομολογήθηκε.

«Ωραία, ψήνεσαι για KFC?»

«Αμέ!»

«Έκλεισε! Σε παρακαλώ πάρε το κινητό μου και παράγγειλε»

«Από τώρα;»

«Έχεις δίκιο. Όχι, περίμενε να κάνεις την παραγγελία όταν μπούμε Αττική οδό. Από εκεί δε θα μας πάρει πάνω από 20-25 λεπτά.»

Όταν φτάσαμε Αττική οδό μου πρότεινε το κινητό μου για να βάλω το αποτύπωμα ώστε να ξεκλειδώσει.

«Τι θέλεις να φας εσύ;»

«Έλεγα να πάρουμε ένα mega bucket και 4 πουρέδες και να τα μοιραστούμε αλλά αν θέλεις να φας κάτι άλλο, θα πάρω μικρότερο bucket.»

«Για να δω… όχι, μια χαρά μου φαίνεται, μη σου πω ότι παρά είναι μεγάλο. Αυτό. Εγώ πάντως δε θέλω δύο πουρέδες.»

«Δεν πειράζει, θα τον φάω εγώ αυτόν που θα περισσέψει» τη διαβεβαίωσα.

«Εντάξει… λοιπόν… εδώ… με κάρτα ή μετρητά;»

«Κάρτα, την έχει αποθηκευμένη»

«Κάρτα… όχι δε θέλουμε κάτι άλλο… θέλουμε κάτι άλλο;»

«Εγώ όχι, εσύ αν θες»

«Δε θέλουμε κάτι άλλο… και γυρίζει… γυρίζει… γυρίζει… Ωραία, σε 35 λεπτά!»

Στα 25 ήμασταν στο σπίτι.

«Κάτσε να τον πλύνω λίγο το μούργο να του φύγουν τα αλάτια.»

«Αμέ!» είπε και πήγε προς τη μοτοσυκλέτα και άρχισε να την πασπατεύει.

«Έλα εδώ εσύ! Ράντι, μη μου κάνεις την κουφή τυρόπιτα, έλα εδώ είπα!»

Άνοιξα το λάστιχο και τον κατάβρεξα με το Ράντι να κάθεται ακίνητος φορώντας το ύφος της λυπημένης θλίψης αλλά όσο και αν τον λυπόμουν, δεν έπρεπε να αφήσω να μείνει αλάτι στο τρίχωμά του. Όταν τελείωσα και έκλεισα τη βρύση λέγοντάς του «τους ζυγούς λύσατε» ο κερατάς ήρθε και τινάχτηκε δίπλα μου κάνοντάς με σύχρηστο.

«Ρε κερατά!» τον απείλησα αλλά αυτός το πήρε για παιχνίδι και άρχισε να χοροπηδάει δίπλα μου ενώ η Αναστασία είχε σκάσει στα γέλια. «Έτσι είσαι;» της είπα και άνοιξα και πάλι το λάστιχο και την έκανα μούσκεμα. Η Αναστασία τσίριξε καθώς το νερό ήταν κρύο και έκανε να φύγει αλλά εγώ την κυνήγησα με το λάστιχο με το Ράντι να χοροπηδάει και να γαυγίζει χαρούμενος. Εκείνη τη στιγμή και νωρίτερα από το προγραμματισμένο ήρθε το KFC και πήγα να πάρω το φαγητό.

«Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά» μου είπε όταν γύρισα κρατώντας το λάστιχο στο χέρι της.

«Μηηη! Δε λυπάσαι το φαγητό;»

«Δε σε σώζει τίποτα» μου είπε και άνοιξε το λάστιχο και με έκανε μούσκεμα.

«Θα σε σκίσω» της φώναξα τρέχοντας προσπαθώντας να προστατέψω το φαγητό.

«Μωρέ θα σου δείξω εγώ πόσα απίδια χωράει ο σάκος!» συνέχισε εκείνη αμείλικτη.

Έτσι είσαι;

Παράτησα τη σακούλα με το φαγητό κάτω και άρχισα να την πλησιάζω απειλητικά παρά το γεγονός ότι μου έριχνε το νερό. Έκανε μερικά βήματα πίσω για να απομακρυνθεί αλλά μπουρδουκλώθηκε στον Ράντι και έπεσε με τον κώλο στο γκαζόν. Βρήκα την ευκαιρία και αρπάζοντας το λάστιχο πήγα από πάνω της και πήρα το αίμα μου πίσω ενώ η Αναστασία τσίριζε και προσπαθούσε να απομακρυνθεί, κάτι που δεν ήταν εύκολο με το βρεγμένο γκαζόν.

«Εσύ τα φταις» όλα είπα γυρίζοντας ξαφνικά προς το Ράντι που προσπάθησε απελπισμένα να φρενάρει βλέποντας το έργο να έρχεται. Αμ δε, πρόλαβα και τον έκανα και αυτόν μούσκεμα και πάλι πριν προλάβει να απομακρυνθεί σχεδόν σπινιάροντας στο γκαζόν.

«Φφφ» έκανα φυσώντας το λάστιχο σα να κρατούσα όπλο. Η Αναστασία σηκώθηκε και παρόλο που φορούσε μαγιό κάτω από το παρεό οι ρώγες της πετάγανε λες και προσπαθούσαν να το σκίσουν.

«Δεν ντρέπεσαι καθόλου να βρέχεις ένα μικρό και ανυπεράσπιστο κορίτσι;»

«Εδώ δεν ντράπηκα να σου κάνω άλλα κι άλλα, σε αυτό θα κολλούσα;»

«ΙΙΙΙΙ, είσαι τελείως ξετσίπωτος!»

«Ό,τι μπορούμε κάνουμε, δεσποινίς μου. Λοιπόν, άσε τη γκρίνια, πήγαινε στο σπίτι σου να αλλάξεις και έλα πάνω να φάμε.»

«Πριτς, έτσι θα έρθω βρεγμένη, για να μάθεις»

«Έχω ανοίξει τον κλιματισμό και το είχα βάλει στους 18 για να δροσίσει, be my guest!»

«Ορίστε, εμένα γιατί δεν μου τα έμαθες αυτά τα κόλπα;»

«Γιατί το ξέχασα. Ωραία, πάμε πρώτα στο σπίτι σου για να σετάρουμε το κινητό σου να μπορεί να λειτουργεί τον κλιματισμό αλλά και το θερμοστάτη για το χειμώνα»

Ο Ράντι έμεινε κάτω, όχι ότι θα τον άφηνα να μπει μέσα σε αυτά χάλια. Ανεβήκαμε στο σπίτι της Αναστασίας και μου ξεκλείδωσε το κινητό της και μου το έδωσε. Μέχρι να κατεβάσω το app και να το κάνω register με τις συσκευές του σπιτιού, η Αναστασία είχε αλλάξει. Αυτή τη φορά επέλεξε φανελάκι και από κάτω ένα πολύ κοντό σορτσάκι, που τόνιζε τα υπέροχα κωλομέρια της. Δηλαδή τι «τόνιζε», ο μισός κώλος ήταν έξω. Ξεροκατάπια και αναρωτήθηκα φευγαλέα αν την είχαν δει ποτέ οι δικοί της να κυκλοφοράει έξω με δαύτο. Προσπάθησα καθαρίσω το μυαλό μου καθώς η σκέψη των δικών της δεν μου ήταν ακριβώς ευχάριστη, έτσι και το μάθαιναν κι εγώ δεν ξέρω τι θα γινόταν.

«Τι με θωρείς ακίνητος, που τρέχει ο λογισμός σου;»

«Πάει αυτός, τον έχασα βλέποντας τον ποπό σου» προσπάθησα να αστειευτώ.

«…»

«Όχι ε;»

«Τσούκου»

«Θα πνίξω τον πόνο μου στο φαγητό!»

«Κάνοντας πράξη το “καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς”;»

«Μικρή, για μαζέψου!»

«Or else?” με ρώτησε προκλητικά και χωρίς να χάσω την ευκαιρία της έριξα μια αρκετά δυνατή στο κωλομέρι κάνοντάς την να χοροπηδήσει χαχανίζοντας.  Καύλωσα και πάλι αλλά νηστικό αρκούδι δε χορεύει!

«Πάμε, σουσουράδα! Έχω λυσσάξει!»

Ανεβήκαμε πάνω και ανέβασα τη θερμοκρασία στα air-conditions πριν γίνει  το σπίτι ψυγείο. Η κουζίνα ήταν πιο ζεστή από το υπόλοιπο σπίτι αλλά όχι σε σημείο η ζέστη να είναι ενοχλητική, οπότε κάτσαμε και φάγαμε το φαγητό μας εκεί.

«Λοιπόν, πήγαινε σπίτι σου να αλλάξεις, δε θα μου έρθεις στο βουνό έτσι, και έρχομαι να σε πάρω να φύγουμε. Φόρα φόρμα και αθλητικά, θα έχει κάμποσο περπάτημα.»

«Θέλω να κάνω ένα ντουζάκι πρώτα!»

«Αμάν, δίκιο έχεις. Ναι, κατέβα να κάνεις το ντουζάκι σου και θα περάσω να σε πάρω σε 20 λεπτά, ναι;»

«Δε θέλεις να κάνουμε παρέα;» με ρώτησε προκλητικά.

«Σαν τρελός αλλά έτσι όπως με έχεις κάνει με το σορτσάκι σου δεν θα περιοριστούμε στο ντους, αν μ’ εννοείς.»

«Σάτυρε!»

«Ενώ εσύ είσαι καλόγρια, να πούμε!»

«Τώρα μιλάμε για σένα!»

«Πήγαινε να ετοιμαστείς βρε διάολε!»

«Aye-Aye Sir» μου είπε χαιρετώντας με στρατιωτικά. Ορίστε, μας πήρε πάλι στο δούλεμα το νιάνιαρο.

Μπήκα και έκανα ένα ντουζάκι για να φύγουν τα αλάτια και ντύθηκα στα γρήγορα με φόρμα και αθλητικά παπούτσια. Το βραδάκι που θα γυρνούσαμε θα ήμασταν ξεθεωμένοι, ό,τι πρέπει για ένα καλό και χαλαρωτικό μπανάκι στο υδρομασάζ. Παρέα, εννοείται. Όσο και αν με έκανε να αισθάνομαι άσχημα η σκέψη των δικών της, όσο και αν ακόμα μέσα μου ένιωθα τύψεις σα να πρόδιδα την Αγγελική μου, ήταν πλέον αργά για δάκρυα. Και αφού είχα μπει στο χορό, δε μου έμενε παρά να χορέψω όσο με βαστούσαν τα πόδια μου, πόσο μάλλον όταν η ντάμα μου ήταν γυναίκα σαν την Αναστασία. Και εκεί επέστρεψαν πάλι οι τύψεις και η ντροπή, η Αναστασία καίτοι ενήλικη, στα μάτια μου ήταν ακόμα κοριτσόπουλο και ακόμα χειρότερα τη γνώριζα από σχεδόν παιδούλα.

Και να ήταν μόνο αυτό; Διαπίστωσα ότι είχα αρχίσει να τη δαγκώνω γερά με την πάρτη της. Γεροντοέρωτας; Δεν ξέρω, αυτό που ξέρω ήταν ότι ήθελα να την έχω συνεχώς μαζί μου και χθες είχα ζοριστεί κάμποσο να πάω να ξαπλώσω μόνος μου. Αν και άνθρωπος που του αρέσει να έχει τον προσωπικό του χώρο η μοναξιά μου τα δύο τελευταία χρόνια δεν ήταν επιλογή μου και με είχε ρημάξει. Δεν ήταν ότι δεν είχαν προσπαθήσει τόσο η αδερφή μου όσο και οι φίλοι μου να αρχίσω να κυκλοφορώ και πάλι, απλά δεν ήθελα, είχα χάσει κάθε διάθεση για ζωή και απλά συνέχιζα στον αυτόματο. Η παρουσία, η φροντίδα, και, κυρίως, η αγάπη του Ράντι, άρχισε σιγά-σιγά να με ξυπνά. Αρχές Ιούνη, και μόλις έχοντας παραγγείλει το αυτοκίνητο που μου άρεσε, πήγα και πήρα ξανά μηχανή. Όταν είχα πουλήσει την παλιά, το σχέδιό μας με την Αγγελική ήταν να πάρουμε μια μεγάλη touring αλλά baby steps. Αγόρασα και πάλι Vulcan, όντας χρόνια ερωτευμένος με το σουλούπι της και λες και το ήξερα, αντί για μονόσελη τελικά την αγόρασα με πλήρες σετ συνεπιβάτη, μέχρι και στήριγμα για την πλάτη.

Και όλα αυτά γιατί ένα κύμα πήρε το πάνω μέρος του μαγιό μιας νεαρής γυναίκας που την ήξερα από κοριτσάκι και «χάνοντας το φως μου» το βρήκα και πάλι.

Πέντε χρόνια πριν

«Αντώνη, τι διαβάζεις;» άκουσα την φωνή της Αναστασίας, η οποία μας είχε γίνει αυτοκόλλητη. Κάπου ήθελα την ησυχία μου αλλά η παρουσία της ξυπνούσε το μαμαδίστικο της Αγγελικής παρά το φανερό crush που είχε η μικρή μαζί μου ή μάλλον *και* μαζί μου.

Αναστέναξα, η γυναίκα μου λάτρευε τα παιδιά αλλά δε μπορούσε να κάνει δικά της, στην εφηβεία της είχε χτυπηθεί από καρκίνο στη μήτρα και ο μόνος τρόπος για να γλυτώσει ήταν να την αφαιρέσει. Και δεν ήταν μόνο ότι της είχε στερήσει τη δυνατότητα να γίνει βιολογικά μητέρα, της δημιούργησε και φόβο ότι κάποια στιγμή ο καρκίνος θα επιστρέψει με αποτέλεσμα να μην ακούει κουβέντα ούτε για υιοθεσία. Δεν είχα επιμείνει, η αλήθεια είναι ότι εγώ δεν ψηνόμουν για παιδιά. Είχαμε υιοθετήσει ένα τρόπο ζωής που θα τον έλεγες και εξεζητημένο και φοβόμουν πως ο ερχομός ενός παιδιού θα τον άλλαζε άρδην.

«Συγνώμη κορίτσι μου, δεν άκουσα» της είπα προσπαθώντας να δικαιολογηθώ για τη σιωπή μου. «Τι με ρώτησες;»

«Τι διαβάζεις;»

«Τα οικονομικά αποτελέσματα μιας εταιρίας» της απάντησα και στην πραγματικότητα δεν ήταν μιας οποιασδήποτε εταιρίας, ήταν μια εκ των ανταγωνιστών. Μόλις είχα κλείσει το δεύτερο χρόνο μου ως διευθυντής λειτουργείας της εταιρίας στην οποία εργαζόμουν και τον Απρίλη θα μεταπηδούσα ως οικονομικός διευθυντής, καθώς ο τρέχων θα έπαιρνε σύνταξη, σε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία καθώς η κρίση μας είχε γονατίσει. Είχαμε μπροστά μας ένα επίπονο μετασχηματισμό που ήταν απαραίτητος αν θέλαμε να επιβιώσουμε.

«Τι δουλειά κάνεις;» με ρώτησε και προσπάθησα να της απαντήσω με όσο πιο απλά λόγια μπορούσα.

Η μικρή αποδείχτηκε ότι ήταν εξαιρετικά έξυπνη και κατάλαβε σε γενικές γραμμές και τον τωρινό και τον μελλοντικό μου ρόλο όσο και γιατί το αντικείμενο της εταιρίας που εργαζόμουν έκανε απολύτως απαραίτητη τη θητεία μου ως διευθυντή operations πριν αναλάβω ως οικονομικός διευθυντής. Για δεκατριών χρονών οι ερωτήσεις της ήταν εξαιρετικά στοχευμένες, πραγματικά με είχε εντυπωσιάσει.

«Ρε συ, τι σπίρτο είναι η πιτσιρίκα;» είπα στην Αγγελική το βράδυ όταν πέσαμε να κοιμηθούμε. Με κοίταξε εξεταστικά για να δει αν μιλούσα σοβαρά ή ειρωνευόμουν. «Δεν ειρωνεύομαι, με ρώτησε το απόγευμα με τι ασχολούμαι και το έπιασε αμέσως, και δεν εννοώ τον τίτλο!»

«Αφού δεν της είπες πιανίστας σε μπουρδέλο, πάλι καλά να λέω!»

«Ε, δε θα έλεγα αυτό το πράγμα σ’ ένα παιδάκι, για όνομα ρε Αγγελική»

«Σε πειράζω, χαζούλη μου!»

«Ψιτ, κάτσε καλά θα γαμηθούμε!» την πείραξα.

«Ε άντε ντε, μ’ έσκασες!» μου είπε και μου ρίχτηκε.

Την άλλη μέρα είχαμε προγραμματίσει να πάμε βόλτα με τη βάρκα. Θα πηγαίναμε στον Ερημίτη, την παραλία που είχαμε δει την Αναστασία να ζωγραφίζει. Η Αγγελική της είχε τάξει ότι αν την άφηναν οι παππούδες της θα την παίρναμε μαζί μας. Οι παππούδες της μας είχαν δώσει την ευχή τους και γύρω στις 07:00 ξεκινήσαμε, θα μας έπαιρνε κανένα σαραντάρι λεπτά να φτάσουμε εκεί και ούτε σε μένα, ούτε στην Αγγελική μας άρεσε να μας νταλακιάζει ο ήλιος, προτιμούσαμε ή το πολύ πρωινό ή το πολύ απογευματινό μπάνιο. Το μωρό μου είχε φτιάξει αποβραδίς διάφορων ειδών τοστ και τα είχε κόψει σε τέσσερα κομμάτια το καθένα. Μαζί μας είχαμε νερό, μπύρες και για την Αναστασία είχαμε πάρει και πορτοκαλάδα με ανθρακικό που της άρεσε.

Λόγω της ώρας που είχαμε πάει η παραλία ήταν άδεια οπότε έβγαλα το φουσκωτό σχεδόν μέχρι έξω. Η παραλία ήταν όντως υπέροχη αλλά καθώς πίσω από τους θάμνους -θάμνους είχε, όχι καλάμια όπως είχε ζωγραφίσει η Αναστασία- έχει μια λίμνη, δεν ήταν να πας εκεί ώρες που κυκλοφορούν κουνούπια. Το νερό δεν ήταν ιδιαίτερα κρύο αλλά η πιτσιρίκα αποδείχτηκε κρυουλιάρα και της πήρε κάμποσο για να πάρει απόφαση να μπει. Αν και δεκατριών χρονών δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω, όταν έμεινε με το μαγιό της, πως ήταν αρκετά αναπτυγμένη.

Η Αγγελική πήρε την Αναστασία από το χέρι και πήγαν στα βράχια που υπήρχαν στα δεξιά -όπως τη βλέπεις από μέσα- της παραλίας, έχοντας βρει σημείο από το οποίο μπορούσες να βουτήξεις ελεύθερα. Η Αγγελική το κατείχε το σπορ, βουτούσε σαν αθλήτρια καταδύσεων. Η Αναστασία στις πρώτες φορές βούτηξε με τα πόδια, ακόμα και από το χαμηλότερο σημείο που δεν είχε καν ένα μέτρο ύψος από την επιφάνεια του νερού. Με την ενθάρρυνση της Αγγελικής έκανε την πρώτη ατσούμπαλη βουτιά της με το κεφάλι και αν και δεν έπεσε και με τον καλύτερο τρόπο στο νερό, σίγουρα βούτηξε καλύτερα απ’ όσο μπορούσα να βουτήξω εγώ, δεν το έχω με την καμία.

Δεδομένου ότι πίσω από τα βράχια είχε δέντρα που σε κάλυπταν με τη σκιά τους, κάτσαμε εκεί μέχρι που πήγε 13:30. Από τις 10:00 και μετά πάντως, είτε με βάρκες, είτε με καραβάκια, είτε για τους περιπετειώδης με ποδαρόδρομο, η παραλία είχε αρχίσει να μαζεύει κόσμο. Όταν επιστρέψαμε οι παππούδες της Αναστασίας μας είχαν στρωμένο το τραπέζι ως ευχαριστώ που είχαμε πάρει την πιτσιρίκα μαζί μας. Δεν το ξέραμε τότε, αλλά αυτή ήταν η πρώτη από τις πολλές φορές που η Αναστασία θα μας συνόδευε είτε για βαρκάδες, είτε για ψάρεμα, είτε ακόμα και για μονοήμερες ή ακόμα και διήμερες ή τριήμερες εκδρομές, δεν την είχαμε πάρει μόνο στα Πόζαρ, αφήνοντάς την στην επιστροφή στους γονείς της στη Θεσσαλονίκη, είχε έρθει μαζί μας και σε μια διήμερη που είχαμε πάει στους Παξούς και σε μονοήμερες σε Οθωνούς και Ερεικούσσα.

Σήμερα

Επέστρεψα στο παρόν, της είχα πει είκοσι λεπτά και είχε περάσει μισή ώρα. Κατέβηκα και της χτύπησα την πόρτα.

«Και έλεγα ότι με ξέχασες!» μου είπε παραπονιάρικα.

«Ξεχνιέσαι εσύ νιάνιαρο;» της απάντησα πειρακτικά.

Κατεβήκαμε κάτω και χρειάστηκε να δείξω στον Ράντι το σαμάρι του για να τον πείσω να ανέβει στο αυτοκίνητο. Γέμισα το 5λιτρο δοχείο του με φρέσκο νερό και ξεκινήσαμε. Βγήκαμε εθνική από Καλυφτάκη και κατεβήκαμε μέχρι την έξοδο της Μεταμόρφωσης και από εκεί πήραμε το δρόμο για το βουνό. Όταν φτάσαμε στο πάρκο των Ψυχών παρκάραμε και βγήκαμε έξω. Δεν είχε πολύ κόσμο αλλά δε θα το έλεγες και άδειο, οπότε όταν έβγαλα έξω τον Ράντι του φόρεσα το λουρί.

«Ελάφια! Ελάφια!» φώναξε χοροπηδώντας η Αναστασία.

«Στο είπα, δεν στο είπα; Δεν τα πειράζει κανείς και έτσι έχουν ξεθαρρέψει, μερικά κάθονται ακόμα και να τα χαϊδέψεις! Πήγαινε αν θες να τα δεις από πιο κοντά, αν πάρω τον κόπρο μαζί μου θα κόψουνε ρόδα μυρωμένα.»

Ο φουκαράς ο Ράντι ήθελε να πάει και αυτός μαζί αλλά τον κράτησα σφιχτά και του είπα να κάτσει κάτω. Κλαψούρισε για λίγη ώρα και μετά ξαφνικά κοκάλωσε. Δεν το είχα δει αλλά ένα ελάφι -προφανώς με περισσότερη περιέργεια από μυαλό- μας πλησίασε επιφυλακτικά για να δει αυτό το παράξενο καφέ πράγμα που γκρίνιαζε. Μύρισε τον αέρα επιφυλακτικά και προχώρησε μερικά βήματα ακόμα. Κρατώντας τον γερά με το λουρί τον άφησα σιγά-σιγά να πλησιάσει κι εκείνος το ελάφι, το οποίο ρουθούνισε και κάθισε ακίνητο. Ο Ράντι του γαύγισε παιχνιδιάρικα και εκείνο έκανε δύο βήματα πίσω. Μην ξέροντας τι άλλο να κάνει ο φουκαράς για να παίξει μαζί του αυτό το περίεργο ζώο, ξάπλωσε στο χώμα και γαύγισε και πάλι παιχνιδιάρικα κουνώντας την ουρά του και σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης.

Το ελάφι μύρισε και πάλι τον αέρα επιφυλακτικά και αν και αποφάσισε ότι δεν κινδύνευε από αυτή την περίεργη καφέ αρκούδα, δεν μας πλησίασε περισσότερο, πήγε αριστερά και άρχισε να μασουλάει τα φύλλα από ένα θάμνο. Εκεί συνειδητοποίησα πως όλη αυτή την ώρα η Αναστασία τραβούσε βίντεο.

«Αχ είναι κουκλιά!» είπε και ο Ράντι σηκώθηκε και πήγε να της κλαφτεί για να του κάνει χάδια. «Ραντουλίνι μου, δεν σε παίζουν τα κακά ελάφια;» του είπε χαϊδεύοντάς τον και ο μεσιέ, παίρνοντας θάρρος σκαρφάλωσε πάνω της.

«Λοιπόν, πάμε να απομακρυνθούμε να τον λύσω κι εγώ να ξελυσσάξει». Φτάσαμε μέχρι το δάσος των Γιγάντων για να μείνουμε μόνοι μας και εκεί τον αμόλησα. Ο Ράντι έβαλε κάτω τη μύτη, δίκην λαγωνικού, και άρχισε να εξερευνά τις περίεργες μυρωδιές. Συνεχίσαμε το περπάτημα και με το Ράντι να μας ακολουθεί, από κάποια απόσταση μεν σταθερά δε, φτάσαμε μέχρι το πυροφυλάκιο. Εκεί έβγαλα από την τσάντα το μπαλάκι και το frisbee και παίξαμε μέχρι που κόντεψε να φτύσει τα πνευμόνια του, όχι ότι εμάς δε μας έφτασε η γλώσσα στα πόδια, να πούμε.

Όταν γυρίσαμε στο αυτοκίνητο είχε πάει σχεδόν 20:00 και είχε αρχίσει να κάνει και ψύχρα. Ο Ράντι σχεδόν άδειασε το πεντάλιτρο δοχείο με το νερό, είχε λυσσάξει με τόσο τρέξιμο που είχε ρίξει. Πήραμε το δρόμο τις επιστροφής και σχεδόν μία ώρα αργότερα φτάσαμε σπίτι.

«Αχ, δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου» παραπονέθηκε η Αναστασία.

«Ένα ζεστό μπανάκι και θα γίνεις περδίκι. Το κατάστημα διαθέτει και μπουρμπουλήθρες» της είπα κάνοντάς της την ανήθικη πρότασή μου.

«I do” μου απάντησε λες και της έκανα πρόταση γάμου.

«Ωραία, πήγαινε πάρε μια αλλαξιά ρούχα να έχεις μαζί σου και θα πάω να ετοιμάσω το υδρομασάζ. Αλήθεια, τι ώρα πρέπει να πας στη σχολή αύριο;»

«Στις 09:00»

«Άρα 8:10 – 8:20 max θα πρέπει να είσαι στο τραίνο.»

«Ε ναι αλλά δίπλα είναι, όχι ότι έχω να κάνω και κανένα ταξίδι για να πάω στο σταθμό»

«Άλλο λέω βρε χαζούλα, προσπαθώ να καταλάβω τι ώρα πρέπει να σηκωθείς»

«I do!!!” μου είπε αυτή τη φορά με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό κάνοντας με να βάλω τα γέλια.

«Άντε σουσουράδα, πήγαινε να ετοιμαστείς, πάω κι εγώ πάνω και σε περιμένω»

«Τσακίζομαι!» μου είπε και μπήκε στο διαμέρισμά της φουριόζα.

Ακόμα χαμογελαστός ανέβηκα πάνω και γεμίζοντας την κατσαρόλα με τρία κιλά barf και μισό κιλό κροκέτες, την έβγαλα στη βεράντα, όπως και την ποτίστρα με το νερό, καθότι δεν τον ήθελα αυτό το βράδι να είναι μέσα στα πόδια μας. Ο Ράντι ρίχτηκε στο φαγητό και γυρίζοντας στο σαλόνι έκλεισα την μπαλκονόπορτα και όχι για να μην ζεσταθεί το σπίτι. Των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν μαγειρεύουν! Πήγα στο υδρομασάζ και άνοιξα το νερό. Όταν βεβαιώθηκα ότι είχε τη θερμοκρασία που θέλω, έβαλα την τάπα και την άφησα να γεμίσει, θα έπαιρνε κανένα δεκάλεπτο.

Ένιωσα ξαφνικά λιγούρα και πήγα στην κουζίνα και έβγαλα από το φούρνο το bucket που είχαμε πάρει το απόγευμα από τα KFC και έφαγα δυο-τρία κομμάτια βουτώντας τα στον πουρέ. Ο τρίτος είναι οροφοδιαμέρισμα και έτσι είχα αφήσει την πόρτα ανοιχτή, την άκουσα να κλείνει οπότε κατάλαβα ότι είχε έρθει και η Αναστασία, η οποία φορούσε ένα μπουρνούζι και είχε μαζί της ένα ταξιδιωτικό σάκο και μια νάιλον σακούλα.

«Θα πας ταξίδι;» την ρώτησα.

«Αύριο με το τραίνο» μου απάντησε κοροϊδευτικά και πέρασε μέσα. «Δε μου λες εσύ, έτσι θα μπεις στο μπάνιο, μπίχλας;»

«Αν και νομίζω πως η κεντρική ιδέα πίσω από το μπάνιο είναι αυτή ακριβώς, έλεγα να κάνω ένα ντουζάκι πρώτα!»

«Εγώ έκανα ήδη, να πας. Θα σε περιμένω μέσα!» είπε και προχώρησε με αέρα στο μεγάλο μπάνιο. Ρε μπελά που βάλαμε στο κεφάλι μας!

Ναι, πες πως δε σ’ αρέσει κιόλας και αν δε φας την ταράτσα στο κεφάλι θα είναι επειδή δεν υπάρχει δικαιοσύνη στο σύμπαν!

Πήγα να κάνω ένα γρήγορο ντουζ και τελικά κατέληξα να κάνω με κρύο νερό μπας και κατεβάσω θερμοκρασία, δεν ήταν να πάω έτσι να τη βρω στο μπάνιο, θα πήγαινε το δούλεμα σύννεφο. Όταν κατάφερα να τον μαζέψω σκουπίστηκα στα γρήγορα και πήγα σχεδόν τρέχοντας στο μεγάλο μπάνιο για να μην του δώσω χρόνο να πάρει θάρρος. Καλά πήγε αυτό, την ώρα που μπήκα στο μεγάλο μπάνιο η Αναστασία είχε σκύψει μπροστά από το υδρομασάζ για να δοκιμάσει το νερό, μοστράροντάς μου τον κώλο της σε όλο του το μεγαλείο.

«Δε βοηθάς» της είπα με το όργανό μου να έχει γίνει και πάλι κατάρτι.

«Αμάν, ο Καζαμπούμπου» μου είπε βάζοντας τα γέλια.

«Πού στο καλό το θυμήθηκες αυτό;» την ρώτησα.

«Το είχε την περασμένη εβδομάδα το Σταρ»

«Μπες μέσα μικρή γιατί θα έχουμε άλλα!»

«Αχ ναι, ταπείνωσέ με, εξευτέλισέ με, τρύγησε το άγουρο κορμί μου!»

«Άμα ήταν έτσι τα άγουρα…» είπα αναστενάζοντας. «Χμμμ, ιδέα!» της είπα.

«Για πες!»

«Μπες μέσα, θα δεις. Επιστρέφω Δημήτριος!»

«Εντάξει Μήτσο μου!»

«Δεν επέστρεψα ακόμα, προς το παρόν με λένε Αντώνη»

«Παίρνω διπλό, παίρνω τριπλό, μένα με λένε Αντώνη, κι αν είσαι άντρας έλα εδώ, στο μαρμαρένιο αλώνι!» μου είπε τραγουδιστά.

«Ναι, απ’ αυτό» της είπα και βγήκα και πήγα στο ψυγείο όπου είχα ένα Rosa Regale το οποίο ήταν πολύ του γούστου μου, γλυκό ροζέ σαμπανιζέ κρασί, ήμουν σίγουρος ότι θα της άρεσε κι εκείνης. Αφού το άνοιξα, πήρα το μπουκάλι και δύο ποτήρια και επέστρεψα στο μπάνιο και τη βρήκα να έχει μπει ήδη μέσα.

«Τι είναι αυτό;»

«Γλυκό σαμπανιζέ κρασί, θα σ’ αρέσει» είπα και αφήνοντας το κρασί και τα δυο ποτήρια στο πίσω πλάτωμα, μπήκα μέσα στο καυτό νερό νιώθοντας το κορμί μου να λιώνει. Η Αναστασία είχε ανοίξει ήδη το μηχανισμό και αφέθηκα στην περιποίηση του νερού, κλείνοντας τα μάτια μου για μερικά λεπτά. Γύρισα και έβαλα κρασί και στα δύο ποτήρια και της έδωσα το δικό της. «Στην υγειά μας» της είπα τσουγκρίζοντάς την.

«Στην υγειά μας» μου αντευχήθηκε και ήπιε μια δοκιμαστική γουλιά που έκανε το πρόσωπό της να φωτίσει. «Καλέ, αυτό είναι πολύ ωραίο!»

«Είναι, δεν είναι;»

Ήπιαμε το πρώτο ποτήρι, ήπιαμε και το δεύτερο, απολαμβάνοντας το χαλαρωτικό μασάζ που μας έκανε το νερό και τη σιωπηλή παρέα ο ένας του άλλου. Κάποια στιγμή η Αναστασία, ήρθε προς τα εμένα και κάθισε γονατιστή μέσα στο νερό μπροστά μου. Με πολύ μεγάλη δυσκολία κατάφερα να τραβήξω το βλέμμα μου από τα στήθη της και να το σηκώσω πάνω της.

«Σάτυρε» με πείραξε και έγειρε προς το μέρος μου. Τη χάιδεψα για μερικές στιγμές στο πρόσωπο και τη φίλησα απαλά στα χείλη. Την έβαλα να γυρίσει και να ξαπλώσει με την πλάτη στο στέρνο μου και ένιωσε το ορθωμένο μου όργανο στην μέση της. «Χμμμ» είπε και πέρασε το χέρι της πίσω, παίρνοντάς τον στη χούφτα τους. «Το λες και όπλο» συνέχισε το πείραγμα.

«Μπορεί, αλλά αυτό δεν αναιρεί το ότι χάρηκα που σε είδα» της απάντησα στον ίδιο τόνο και ανταποδίδοντας άρχισα να τρίβω την κλειτορίδα της, κάνοντας να της ξεφύγει ένα μικρό βογγητό. Την έπαιζα για λίγη ώρα και μετά σταμάτησα απότομα.

«Μη σταματάααααας» μου είπε με παραπονιάρικη φωνή.

«Μπάνιο πρώτα. Σήκω τεμπέλα!»

«Ουφ» γκρίνιαξε αλλά σηκώθηκε και σηκώθηκα κι εγώ. Την έλουσα με το σαμπουάν που είχε φέρει μαζί της και μετά αντί να χρησιμοποιήσω σφουγγάρι, έβαλα μπόλικο από το αφρόλουτρο -που επίσης είχε κουβαλήσει- στο χέρι μου και την έτριψα απαλά από την κορυφή μέχρι τα νύχια, μένοντας πολύ περισσότερη ώρα απ’ όσο πραγματικά χρειαζόταν στα στήθη της. Ξέπλυνα τα χέρια μου και την έπλυνα στα χαμηλά της με τα περιεχόμενα ενός τρίτου μπουκαλιού, πολλά μπουκάλια αδέρφια, κάνοντάς την και πάλι να αρχίσει να βογκάει. Την ξέπλυνα προσεκτικά και όταν ήρθε η σειρά μου, μου το ανταπέδωσε με τόκο και λέω με τόκο γιατί αφού με ξέπλυνε, το χέρι της το ακολούθησε το στόμα της. Η πίπα αυτή ήταν καλύτερη και από τις δύο προηγούμενες μαζί, τόσο που δε μου έκανε καρδιά να τη σταματήσω.

«Με τρελαίνεις» της είπα σχεδόν ξέπνοος. Η Αναστασία σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα και με κοίταξε στα μάτια.

«Σ’ αρέσει Αντώνη μου;»

«Άμα συνεχίσεις έτσι θα το διαπιστώσεις και μόνη σου».

Αντί απάντησης με ξαναπήρε στο στόμα της και αν και δεν μπορούσε να με πάρει πολύ βαθιά, η τέχνη της, τόσο με τα χείλη, όσο και με τη γλώσσα της, ήταν εξαιρετική. Έπιασε από τη βάση του το όργανό μου και άρχισε να με παίζει κάνοντας με την χούφτα της κυκλικές κινήσεις ενώ ταυτόχρονα με έπαιρνε όσο πιο βαθιά μπορούσε, παίζοντάς με και με τα χείλη της και με τη γλώσσα της. Αν και λατρεύω τις πίπες, δεν μου είναι εύκολο να τελειώσω, συνήθως παίρνει αρκετή ώρα οπότε όταν ένιωσα ότι μου έρχεται ο οργασμός σχεδόν γούρλωσαν τα μάτια μου από την έκπληξη και άρχισα να βογκάω. «ΑΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩ… ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ» φώναξα και η Αναστασία με κράτησε ακίνητο στο στόμα της ενώ με το χέρι της συνέχισε να με παίζει. Για πολλοστή φορά μέσα στις τελευταίες μέρες, είδα και πάλι αστεράκια και πεταλουδίτσες καθώς το όργανό μου σχεδόν χοροπηδούσε μέσα στο στόμα της σε κάθε του έκρηξη. Καταπίνοντας για τελευταία φορά, σήκωσε τη ματιά της προς το μέρος μου και είδα πάλι το ίδιο πράγμα στο βλέμμα της: Λατρεία.

Τη χάιδεψα τρυφερά στο πρόσωπο και αφού τη βοήθησα να σηκωθεί την έσφιξα πάνω μου και τη φίλησα βαθιά και για πολλή ώρα. Όταν τελειώσαμε την περίμενα να σκουπιστεί και μετά να στεγνώσει τα μαλλιά της. Η καρδιά μου μέσα στο στέρνο μου είχε αρχίσει και πάλι το ταμπούρλο, δεν είχα απλά αρχίσει να δαγκώνω τη λαμαρίνα, κομμάτι είχα κόψει. Αν και ήταν μόλις το τρίτο της στοματικό, είχε καταφέρει να με στείλει για σπίρτα, φαντάσου πως θα μ’ έκανε να νιώσω όταν αποχτούσε ακόμα μεγαλύτερη εμπειρία και μάθαινε να με παίρνει πιο βαθιά στο στόμα της. Ήταν τέτοιας έντασης οι οργασμοί μου που σχεδόν με έκαναν να αρχίσω να πιστεύω ότι ο λόγος που είχα αμφιβολίες για το μέλλον ήταν ο κρυφός μου φόβος ότι κάποιος από αυτούς τους οργασμούς θα με άφηνε στον τόπο.

Την περίμενα υπομονετικά να τελειώσει, δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσω έτσι. Αφενός γιατί για πρώτη φορά στη ζωή μου άρχισε να μου αρέσει πραγματικά να τρώω μουνάκι, ούτε για την Αγγελική δεν έκανα έτσι, και αφετέρου γιατί ήθελα να της προσφέρω -με τόκο αν γινόταν- την ηδονή που μου χάρισε. Υπήρχε ωστόσο και μια τρίτη παράμετρος που με ζόριζε κάμποσο να ομολογήσω στον ίδιο μου τον εαυτό. Οι σεξουαλικές εμπειρίες της Αναστασίας περιορίζονταν σε δύο πιτσιρικάδες, ο ένας συνομήλικος της και ο άλλος δυο-τρία χρόνια μεγαλύτερος και κανείς από τους δύο δεν είχε καταφέρει να τη φτάσει σε οργασμό. Αύριο ξεκινούσε τα μαθήματα και θα γνώριζε τους νέους της συμφοιτητές. Βαθιά, πολύ βαθιά μέσα μου, ήθελα να της δείξω ότι κανένας πιτσιρικάς δε θα μπορούσε να την κάνει να νιώσει όπως την έκανα εγώ. Αν και η Αναστασία δεν ήταν ιδιοκτησία μου να τη μαρκάρω, το ανομολόγητο μυστικό μου είναι πως αυτό ακριβώς έκανα.

«Φόρα κάτι ελαφρύ, πάμε να συνεχίσουμε το κρασί μας στη βεράντα, να κάνω κι ένα τσιγάρο» της είπα όταν τέλειωσε.

«Εχμ, δεν έχω φέρει μαζί μου ρούχα πέραν αυτών που θα φορέσω αύριο το πρωί»

«Θα σου φέρω εγώ ένα μποξεράκι μου να το φορέσεις σαν σορτς και ένα μπλουζάκι»

«Εντάξει τότε»

Γύρισα μετά από λίγο και της τα έδωσα να τα φορέσει.

«Looney toons?» με ρώτησε γελώντας όταν είδε το μποξεράκι, μου το είχε αγοράσει η Αγγελική που της άρεσε να μου παίρνει μποξεράκια με σχέδια.

«Πάντα!»

Ξεροκατάπια όταν φόρεσε το μποξεράκι καθώς τόνιζε υπέροχα το σμιλευτό της κωλαράκι. Η μπλούζα από την άλλη της έπεφτε μεγάλη, ήταν από αυτές που φορούσα μέχρι και πριν δύο χρόνια και τώρα ήμουν 20 κιλά ελαφρύτερος. Για τη δουλειά είχα αγοράσει νέα ρούχα καθώς δε μπορούσα να πηγαίνω σα να φοράω σακιά από πατάτες αλλά τα πρόχειρα καθημερινά για μέσα στο σπίτι χρειάζονταν ανανέωση. Αρχές Ιούνη που είχα πάει για το πρώτο μου μπάνιο, είχα διαπιστώσει ότι μέσα στο παλιό μαγιό μου χωρούσα άλλη μία φορά και ναι μεν είχα πάρει νέο μαγιό και σορτσάκια αλλά δεν είχα μπει στον κόπο να πάρω καινούργια μπλουζάκια.

Πήγα στο μπαρ και πήρα την παγωνιέρα και αφού τη γέμισα παγάκια από τον καταψύκτη, έβαλα μέσα το μπουκάλι με το κρασί και βγήκα έξω στη βεράντα όπου με περίμενε ήδη η Αναστασία. Ο Ράντι είχε ξαπλώσει δίπλα στα πόδια της και ροχάλιζε του καλού καιρού. Ξαναγύρισα μέσα στο γραφείο μου για να πάρω ένα τσιγάρο και τον αναπτήρα και επέστρεψα στη βεράντα. Γέμισα ξανά τα ποτήρια με το κρασί.

«Δεν είχα ιδέα ότι υπάρχουν γλυκιές σαμπάνιες»

«Δεν είναι σαμπάνια, σαμπανιζέ κρασί είναι»

«Δεν ξέρω από ποτά, να σου πω την αλήθεια. Δεν μου αρέσει ιδιαίτερα το αλκοόλ και εκτός από μπύρα και άντε λίγο σαγκρία μια στο τόσο, δεν πίνω. Το μοσχοφίλερο χθες δε μου άρεσε ιδιαίτερα αλλά αυτό είναι πολύ ωραίο. Και το ουίσκι που μου έβαλες προχθές ήταν πολύ ωραίο, τουλάχιστον σε αντίθεση με τα υπόλοιπα που έχω κατά καιρούς αποπειραθεί να δοκιμάσω, αυτό το ήπια ευχάριστα.»

«Αναστασία, έχεις ξεκινήσει να βγάλεις δίπλωμα;» τη ρώτησα αλλάζοντας την κουβέντα απότομα.

«Όχι, πότε να προλάβω; Μόλις τον Ιούλη έκλεισα τα 18, το ξέχασες;»

«Όχι δεν το ξέχασα, έλεγα μήπως ξεκίνησες να κάνεις μαθήματα.»

«Άλλη όρεξη δεν είχα καλοκαιριάτικα και μετά από τόσο κουραστική χρονιά. Και έπειτα με το που τελείωσα τις πανελλαδικές πήγα Κέρκυρα, που θα έκανα μαθήματα;»

«Σωστό και αυτό. Αλήθεια, μου έκανε ανέκαθεν εντύπωση, ειδικά όταν άρχισες να μεγαλώνεις, που δεν γκρίνιαζες που τα καλοκαίρια έχανες τις παρέες σου ερχόμενη Κέρκυρα!»

«Συνήθεια είναι, από δύο χρονών -και με εξαίρεση τις διακοπές που πάω με τους γονείς μου- περνούσα κάθε καλοκαίρι μου στην Κέρκυρα με τον παππού και τη γιαγιά. Τους άλλους παππούδες μου τους έχω Θεσσαλονίκη και τους βλέπω όλο το χρόνο.»

«Ναι βρε παιδί μου αλλά στην Κέρκυρα δεν έχεις και πολλές παρέες.»

«Ούτε στη Θεσσαλονίκη έχω πολλές παρέες και με ξέρεις, είμαι από αυτές που προτιμούν την ησυχία τους.»

«Νιώθω λίγο άσχημα που λόγω της πρότασής μου να κατέβετε με το αεροπλάνο δεν πήρες μαζί σου το αρμόνιο»

«Εννοείς δεν πήρα το μεγάλο μου, έχω φέρει το μικρό μου το Casio, αυτό που φέρνω και στην Κέρκυρα!»

«Χαχαχα, σε ακολουθεί όπου και αν πας, ε;» ρώτησα λίγο πιο χαλαρωμένος.

«Αφού με ξέρεις βρε Αντώνη μου, μπορώ να πάω πουθενά χωρίς τα βιβλία μου, τη ζωγραφική μου και τη μουσική μου;»

«Οφείλω να ομολογήσω ότι νιώθω αρκετά καλύτερα τώρα.»

«Αλήθεια, οι του διπλανού μου διαμερίσματος πού είναι, δεν τους έχω δει, μόνο αυτούς του πρώτου!»

«Έχουν μετακομίσει, έχει μείνει άδειο από τότε που το πούλησαν!»

«Κάτσε, δεν είναι δική σου η πολυκατοικία;»

«Όχι βρε, ο τρίτος και το μικρό τριάρι που μένεις είναι δικά μου. Όταν αγοράσαμε το σπίτι ο ιδιοκτήτης δεν έβρισκε να πουλήσει το τριάρι, το οποίο είναι εξαιρετικό για κάποιον που μένει μόνος του ή για ζευγάρι χωρίς παιδιά, αλλά μικρό για οικογένεια και επειδή ήθελε μετρητά κυριολεκτικά το “σκότωνε”. Το αγοράσαμε με την ιδέα κάποια στιγμή στο μέλλον η Αγγελική να το κάνει ατελιέ. Μέχρι τότε το επιπλώσαμε με τη λογική να το νοικιάσουμε σε καμιά εταιρία ώστε να το χρησιμοποιεί για τα εκτός Αθηνών στελέχη της. Στην αρχή το είχε πάρει ένας εργένης και στη συνέχεια για δύο χρόνια ένας φοιτητής, σαλονικιός και του λόγου του. Εσύ είσαι η τρίτη που μπαίνεις στο διαμέρισμα.»

«Είχα αυτή την εντύπωση γιατί ο κήπος μου φάνηκε περίπου σαν ιδιοκτησία του Ράντι.»

«Χαχαχα, όχι-όχι. Απλά και οι δύο οικογένειες που μένουν στον πρώτο τον λατρεύουν καθότι τον γνωρίζουν από ενάμιση μηνών κουτάβι, όταν τον έφερα, και αφετέρου όσο και αν είναι ασφαλής η γειτονιά, όσο και αν υπάρχει συναγερμός, σίγουρα νιώθεις καλύτερα αν στον κήπο υπάρχει μια καφέ αρκούδα να σε φυλάει. Ο Ράντι τους γνωρίζει, όπως σου είπα, όλους από κουτάβι και στο σκυλίσιο μυαλό του, όποιος μένει σε αυτή την πολυκατοικία είναι υπό την προστασία του.»

Η εν λόγω καφέ αρκούδα -που κατά τα άλλα έκανε τον ψόφιο κοριό- κούνησε την ουρά του στο άκουσμα του ονόματός του, σηκώθηκε ίσα για να αλλάξει πλευρό και ξανασωριάστηκε στο πάτωμα σαν άδειο σακί. Καθίσαμε στον κουνιστό καναπέ συνεχίζοντας το κρασί μας και μιλώντας περί ανέμων και υδάτων μέχρι που η ώρα πήγε σχεδόν 22:30. Η Αναστασία που αρχικά είχε γείρει στην αγκαλιά μου, ξάπλωσε το αριστερό της μάγουλο στα μπούτια μου.

«Νύσταξες;» τη ρώτησα χαϊδεύοντάς της αφηρημένα τα μαλλιά.

«Όχι, απλά βολεύτηκα καλύτερα. Δεν σ’ ενοχλώ, έτσι;»

«Ναι, δε με βλέπεις πόσο ενοχλημένος είμαι;» τη ρώτησα πειρακτικά συνεχίζοντας να την χαϊδεύω.

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡ» ήταν η απάντηση που πήρα.

Το χέρι μου κατέβηκε πιο χαμηλά, στο σημείο που ενώνεται το στήθος της με τον κορμό της και από εκεί στη μέση της μέχρι το δεξί μέρος του γλουτού της. Συνέχισα για λίγη ώρα το χάδι, αυξάνοντας την «τολμηρότητα» του κάνοντας να της ξεφύγουν μικρά βογγητά ικανοποίησης. Είχα καυλώσει και πάλι.

«Σάτυρε» με πείραξε καθώς τον ένιωσε με το πίσω μέρος του κεφαλιού της.

«Είναι η καλή παρέα» της απάντησα στον ίδιο τόνο.

Αντί για απάντηση στριφογύρισε και το στόμα της βρέθηκε εκατοστά πάνω από το εξόγκωμα στο μποξεράκι μου. Έσκυψε και με χουχούλιασε κάνοντας το εξόγκωμα να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο. Κατέβασε ελαφρά το μποξεράκι αφήνοντας αμολητό το θεριό, το κοίταξε για μερικές στιγμές και το πήρε και πάλι στο στόμα της. Ακούμπησα το χέρι μου στο κεφάλι της, όχι για να της δώσω ρυθμό αλλά για να τη χαϊδέψω τρυφερά στα μαλλιά. Έκλεισα τα μάτια μου και ξάπλωσα προς τα πίσω αφήνοντας τον εαυτό μου να γευτεί την απόλαυση που μου πρόσφεραν τα χείλη και η γλώσσα της. Την άφησα να το συνεχίσει για μερικά λεπτά ακόμα και τη σταμάτησα.

«Πάμε μέσα μωρό μου». Αντί απάντησης μου έκανε καταφατικό νεύμα και σηκώθηκε. Έκλεισα τη τζαμαρία και παίρνοντάς την από το χέρι την πήγα στο δωμάτιό μου, το οποίο ήταν υπέροχα δροσερό. Την γύρισα προς το μέρος μου και την φίλησα για λίγο και μετά της σήκωσα την μπλούζα ενώ η Αναστασία σήκωσε τα χέρια της για να με βοηθήσει. Μου κατέβασε το μποξεράκι και όπως είχε γονατίσει για να μου το βγάλει με ξαναπήρε στο στόμα της. Την σταμάτησα μετά από λίγο, και με τη σειρά μου της κατέβασα το μποξεράκι μου που φορούσε και τη βοήθησα να το βγάλει.

Την ξάπλωσα απαλά στο κρεββάτι και καθισμένος στα τέσσερα άρχισα, φιλώντας, πιπιλώντας και γλείφοντας, να κατεβαίνω προς τα κάτω. Από το αυτί της στο σαγόνι της, από το σαγόνι της στο λαιμό της και από το λαιμό της στα στήθη της. Ξάπλωσα στο πλάι και χουφτώνοντας το δεξί της στήθος άρχισα να πιπιλάω το αριστερό της, κάνοντάς τις ανάσες της να γίνουν και πάλι κοφτές. Γευόμουν το σώμα της και με τη γεύση και με την αφή, η δύναμη με την οποία μάλαζα το δεξί της στήθος αυξήθηκε, όπως αυξήθηκε και η ένταση με την οποία πιπιλούσα και δάγκωνα την αριστερή της ρώγα, κάνοντας τα «ΜΜΜΜΜ» της να είναι μείξη καύλας και πόνου.

Χαμήλωσα και πάλι την ένταση του πιπιλίσματος και το δεξί μου χέρι κατέβηκε χαϊδεύοντάς την με τα ακροδάχτυλα από το στήθος στην κοιλιά και από εκεί στη μέση και μετά ανάμεσα εκεί που ενώνεται το πόδι με τον κορμό, κάνοντας το σώμα της να τεντωθεί από την προσμονή. Πέρασα από την κορυφή του εφηβαίου της πάλι στο σημείο που ο κορμός ενώνεται με το πόδι, χωρίς ούτε στιγμή να περάσω τα χέρια μου από το μουνάκι της. Συνέχισα αυτό το γύρω-γύρω, βασανίζοντάς την γλυκά για αρκετή ώρα, απολαμβάνοντας κάθε φορά πως το σώμα της τεντωνόταν από την προσμονή και μόνο.

«Σε θέλω! Σε θέλω»

Ενώ το χέρι μου συνέχισε να την περιπαίζει, το στόμα μου κατέβηκε από το στήθος της στην κοιλιά της και από εκεί στην κορυφή του εφηβαίου της και όταν επιτέλους η γλώσσα μου χάιδεψε ανάλαφρα την κλειτορίδα της, η Αναστασία σχεδόν χοροπήδησε. Τα βογγητά της εντάθηκαν όταν την πήρα επιτέλους στα χείλη μου και το σώμα της τρεμούλιασε. Σταμάτησα για λίγη ώρα ανασαίνοντάς την. Έβαλα το μεσαίο δάχτυλό μου στο μουνάκι της κάνοντάς την να τεντωθεί και πάλι μουγκρίζοντας. Το βούτηξα όλο μέσα της και άρχισα να την γαμάω με το δάχτυλο, μέχρι που την έφτασα να με ικετεύσει να μπω μέσα της. Έβγαλα το δάχτυλό μου από το μουνάκι της και της το έτριψα στην πίσω τρυπούλα της, κάνοντας το σώμα της να τρεμουλιάσει για ακόμα μία φορά. Χωρίς δισταγμό άρχισα να το βυθίζω σιγά-σιγά στο κωλαράκι της και όταν το έβαλα όσο πήγαινε, άρχισα να της το γαμάω κάνοντας κυκλικές κινήσεις.

«Σε παρακαλώ… σε θέλω… σε παρακαλώ… μέσα μου… σε θέλω μέσα μου…»

Τράβηξα απότομα το δάχτυλό μου από το κωλαράκι της κάνοντάς να της ξεφύγει ακόμα ένα βογγητό. Τα πόδια της άνοιξαν ασυναίσθητα όταν σηκώθηκα στα τέσσερα και πλησίασα προς τα πάνω της. Έτριψα το όργανό μου πάνω στα χείλη της, εντείνοντας την ένταση των παρακαλετών της. Ο πρώτος της οργασμός ήρθε σχεδόν με το που μπήκα μέσα της.

«AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»

Άρχισα να κινούμαι αργά καθώς έτσι που με είχε κάνει πύραυλο από το μπαλκόνι δεν ήμουν σίγουρος ότι θα αντέξω για πολλή ώρα, παρά το γεγονός της πίπας που είχε προηγηθεί στο μπάνιο. Όσο και αν η αίσθηση μέσα στο μουνάκι της ήταν απίστευτη, αυτό που πραγματικά ήθελα εκείνη τη στιγμή ήταν το υπέροχο κωλαράκι της. Αν και ήμουν σίγουρος ότι θα μου το έδινε, φτάνει να της το ζητούσα, ήθελα να το κάνω με τέτοιο τρόπο ώστε να το ευχαριστηθεί, στο βαθμό που ήταν δυνατό, και εκείνη. Κατάφερα να συγκρατήσω τον εαυτό μου από το να επιταχύνει -και δεν ήταν καθόλου εύκολο- ωστόσο αυτό δεν την εμπόδισε να πιάσει γραμμή με Βαλχάλα άλλες δύο φορές.

Τραβήχτηκα από μέσα της και την έβαλα να κάτσει στα τέσσερα, πράγμα που έκανε υπάκουα. Αντί ωστόσο να βυθίσω το όργανό μου μέσα της, έπεσα ανάμεσα στους γλουτούς της και άρχισα να της τρώω το κωλαράκι, κάνοντάς την να κοκκαλώσει.

«Σ’ αρέσει μωρό μου;»

«Πολύυυυυυυυυυ… μη σταματάς… Θεέ μου… σε παρακαλώ, μη σταματάς….»

Χαμογελώντας από μέσα μου έπεσα και πάλι να της τρώω το κωλαράκι ενώ με το χέρι μου έπαιζα το μουνάκι της, κάνοντας τη να δει το Θεό και πάλι. Σταμάτησα για μισό λεπτό για να πάρω από το συρτάρι του κομοδίνου μου το λιπαντικό και πριν προλάβει να με ρωτήσει τι κάνω, επέστρεψα στο παιχνίδι της γλώσσας και του χεριού. Τράβηξα το δεξί μου χέρι από κάτω της, ίσα για να πιέσει το μπουκαλάκι ώστε να πέσει λίγο λιπαντικό στα δάχτυλα του αριστερού χεριού μου και μετά επέστρεψε στο παιχνίδι του με ακόμα μεγαλύτερη ένταση.

Έτριψα τα δάχτυλα του αριστερού μου χεριού ώστε να απλωθεί το λιπαντικό και όταν τελείωσα της άπλωσα λίγο με τα ακροδάχτυλά μου στην πίσω της τρυπούλα. Της έβαλα σιγά-σιγά και πάλι το μεσαίο δάχτυλο όσο πήγαινε πίσω της και άρχισα να τη γαμάω με κυκλικές κινήσεις, πράγμα το οποίο, η αλήθεια είναι, αποσυντόνισε κάπως το δεξί χέρι. Το ταυτόχρονο παιχνίδι σε μουνάκι και κωλαράκι, έκαναν την Αναστασία να το χάσει τελείως.

«AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»

Σταμάτησα και έβαλα ένα μαξιλάρι από κάτω της.

«Μωρό μου ξάπλωσε πάνω στο μαξιλάρι» της είπα και τη βοήθησα να το ταχτοποιήσει εκεί που πρέπει. «Αν δεις ότι πονάς και δεν αντέχεις, πες μου να σταματήσω»

«Αντώνη… σιγά… σιγά σε παρακαλώ» μου είπε καταλαβαίνοντας τι έχω στο μυαλό μου.

«Σιγά θα πάω μωρό μου και στο ξαναλέω, αν δεις ότι πονάς και δεν αντέχεις, πες μου να σταματήσω». Αυτή τη φορά έριξα λιπαντικό στο δεξί μου χέρι και βύθισα το δάχτυλό μου μέσα της προσπαθώντας να την ανοίξω. «Σ’ ενοχλεί μωρό μου; Σε πονάει;»

«Όχι… ίσα-ίσα… μ’ αρέσει… πολύ…»

Όταν έκρινα πως ό,τι μπορούσε το δάχτυλό μου να κάνει το είχε κάνει, έριξα λιπαντικό στο όργανό μου και το άπλωσα. Έπειτα έριξα λίγο ακόμα λιπαντικό στην πίσω της τρυπούλα και ανέβηκα πάνω της, κρατώντας το όργανό μου με το χέρι. Το ακούμπησα πίσω της και το έσπρωξα απαλά, ίσα να μπει το κεφαλάκι. Το «ΜΜΜΜΜ» της ήταν μείξη πόνου και καύλας, όχι μόνο πόνου, οπότε το έσπρωξα λίγο ακόμα μέσα της, κερδίζοντας ακόμα ένα «ΜΜΜΜΜ». Δε με σταμάτησε οπότε άρχισα να κινούμαι ελαφρά μπρος πίσω μπαίνοντας κάθε φορά ελάχιστα. Σταμάτησα και έσπρωξα λίγο πιο δυνατά και το όργανό μου άρχισε να βυθίζεται σιγά-σιγά μέσα της, όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο βαθιά.

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜΜΜ»

«Πονάς μωρό μου;»

«Λίγο…»

«Θες να σταματήσω;»

«Όχι… όχι… αντέχω… και… πονάει λίγο… αλλά… αλλά είναι ωραία…»

Τραβήχτηκα σιγά-σιγά προς τα έξω και άρχισα και πάλι να βυθίζομαι μέσα της, μέχρι που το όργανό μου έφτασε σχεδόν μέχρι τη ρίζα. Άρχισα να κινούμαι μπαινοβγαίνοντας αργά μέσα της και σταδιακά η αντίσταση χαλάρωσε και το όργανό μου άρχισε να γλιστράει απαλά.

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ… ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ… ΚΙ ΑΛΛΟ… ΚΙ ΑΛΛΟ»

Παίρνοντας θάρρος άρχισα να κινούμαι με μεγαλύτερη ταχύτητα ενώ από τα βογγητά της Αναστασίας είχε χαθεί κάθε ίχνος πόνου, ήταν μόνο ηδονής. Θυμήθηκα πόσες φορές φέτος τον Αύγουστο τον είχα παίξει για την πάρτη της, πόσες φορές είχα φαντασιωθεί να γαμάω το υπέροχο κωλαράκι της και να που τώρα το ζούσα. Δεν ήταν κάποιο υγρό καλοκαιρινό όνειρο, ήταν η πραγματικότητα. Το λιπαντικό είχε βοηθήσει όχι απλά για να διευκολύνει την είσοδο και να μειώσει τον αναπόφευκτο πόνο της εισβολής στην πίσω της τρυπούλα αλλά ταυτόχρονα χάριζε όσο ήταν δυνατό πιο κοντινή αίσθηση κόλπου και για μένα τουλάχιστον, όσο και αν μου αρέσουν οι πίπες και τα κωλαράκια, τίποτα δεν συγκρίνεται με την αίσθηση του οργάνου μου μέσα σε ένα καυλωμένο και πρόθυμο μουνάκι.

Για την Αναστασία η ανακάλυψη ότι μπορεί να της έρθει οργασμός με αυτό τον τρόπο της ήρθε σαν ευχάριστη κεραμίδα και οι φωνές της ηδονής της ήταν αυτό που μέσα σε χρόνο ρεκόρ έφερε και τον δικό μου οργασμό. Καρφώθηκα ακίνητος και ένιωσα με κάθε σπασμό να μου φεύγει και ένα κομμάτι της ψυχής μου, ήταν τόσο έντονο όσο αυτό που είχα βιώσει χθες στην Πεντέλη, σχεδόν μου κόπηκε η ανάσα και πάλι. Αν μου ερχόταν ντουβρουτζάς εκείνη τη στιγμή η μόνη μου στεναχώρια ήταν ότι θα άφηνα μόνο του το κορίτσι να προσπαθεί να εξηγήσει σε γιατρούς και πιθανώς σε αστυνομία τα ανεξήγητα.

Κατέβηκα από πάνω της και μου ζήτησε συγνώμη και έφυγε τρέχοντας να πάει τουαλέτα. Χαμογελώντας πήγα στο μικρό μπάνιο και μπαίνοντας στο ντουζ έκανα ένα σχολαστικό πλύσιμο στα χαμηλά μου, πιο πολύ για να μου φύγουν τα λιπαντικά που είχαν μείνει και όχι γιατί είχα λερωθεί. Γύρισα στο κρεββάτι και την περίμενα, ήρθε μετά από λίγα λεπτά, ελαφρώς κόκκινη.

«Τι είναι ματάκια μου;» τη ρώτησα.

«Ε… καταλαβαίνεις» μου είπε.

«Μην αισθάνεσαι άσχημα, είναι φυσιολογική αντίδραση, ειδικά την πρώτη φορά.»

«Ξέρεις… όπως… όπως και το στοματικό… μου το είχαν ζητήσει και ο Χάρης και ο Νίκος»

«Τέτοιο υπέροχο κωλαράκι που έχεις, δεν τους αδικώ» την πείραξα.

«Έλα, μη με πειράζεις!»

«Δεν σε πειράζω!»

«Τους είχα πει όχι, φυσικά!»

«Φυσικά;

«Δεν ξέρω… εννοώ, δε μου είχε πέσει και κεραμίδα στο κεφάλι, η Τίνα το έχει κάνει και αυτό, αλλά και στους δύο είπα ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση.»

«Γι’ αυτό λένε “μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις”»

«Όσον αφορά τους δυο τους, το λόγο τον κράτησα! Εσύ όμως…»

«Εγώ όμως…;»

«Με αγγίζεις και με κάνεις και τρέμω. Ομολογώ ότι δεν περίμενα ότι θα…»

«Θα έχεις οργασμό με αυτό τον τρόπο;»

«Δεν το περίμενα αλλά δεν ήθελα να πω αυτό… Όταν… όταν μου είπες να γυρίσω από την άλλη κατάλαβα τι είχες στο μυαλό σου… Όμως… εννοώ ακόμα και αν σου είπα σιγά-σιγά ήμουν με κάποιο τρόπο σίγουρη… Εννοώ… Ακόμα και αν δε μου… ακόμα και αν δε μου άρεσε εσύ από μόνος σου θα το έκανες ανεχτό. Πόσο μάλλον… αυτό που ένιωσα. Δεν το περίμενα… δεν το περίμενα με την καμία. Στην αρχή πονούσε και ήταν κάπως δυσάρεστο… ένιωθα σα να θέλω να πάω τουαλέτα… Δεν ήθελα όμως να σε σταματήσω… και… μετά έγινε απλό τσούξιμο… και μετά το τσούξιμο εξαφανίστηκε λες και το πήρε ο αέρας. Πονούσε, ένιωθα τον πόνο αλλά δεν ξέρω πως να στο πω… αν δεν υπήρχε… δεν ήμουν σίγουρη ότι θα… θα είχα αυτή την έκρηξη. Πως να στο πω… τον ένιωθα… αλλά ήταν… όπως όταν με πιπιλάς ή με δαγκώνεις στα στήθη… κάποιες φορές ο πόνος είναι οξύς αλλά… ευχάριστος και δυσάρεστος μαζί.»

«Κάτι έχω καταλάβει» της είπα χαμογελώντας.

«Έλα, μη με πειράζεις πάλι!»

«Δε σε πειράζω, Αναστασία μου. Δεν είναι μυστικό ότι ο πόνος μπορεί να έχει ηδονική χροιά. Και τα χαστούκια στον κώλο το ίδιο πράγμα είναι.»

«Δεν είμαι μαζοχίστρια!»

«Δεν χρειάζεται να είσαι μαζοχίστρια για να έχει ο πόνος ηδονικές αποχρώσεις!»

«Δεν ξέρω…»

«Αναστασία μου, ένα πράγμα έχεις να απαντήσεις στον εαυτό σου. Περνάς καλά; Αν ναι, το συνεχίζεις. Αν όχι το σταματάς. Περνάς καλά;»

«Με ρωτάς;»

«Όχι, εσύ πρέπει να ρωτήσεις τον εαυτό σου.»

«Δεν χρειάζεται να τον ρωτήσω.»

«Και;»

«Είμαι εδώ και δε  θα ήθελα να είμαι πουθενά αλλού στον κόσμο.»

«Τότε, την έχεις την απάντησή σου»

«Εσύ;»

«Εγώ τι;»

«Εσύ έχεις ρωτήσει τον εαυτό σου;»

«Κάμποσες φορές από προχθές αλλά όχι για τους λόγους που φοβάσαι.»

«Ξέρεις τι φοβάμαι;»

«Όχι μόνο ξέρω, στο απάντησα και χθες όταν σου έβαλα λίγο τις φωνές.»

«Το χρειαζόμουν»

«Το ξέρω!»

«Ωραία. Εσύ τι απάντηση έχεις δώσει στον εαυτό σου;» Δεν της απάντησα, την έσφιξα στην αγκαλιά μου. «Δε θα μου απαντήσεις;»

«Μόλις το έκανα» της είπα, σφίγγοντάς την ακόμα περισσότερο.

Καθίσαμε για λίγη ώρα έτσι, σιωπηλοί, μέχρι που μας έπιασε και τους δύο η νύστα.

«Άντε σουσουραδίτσα και αύριο είναι η πρώτη σου μέρα στο Πανεπιστήμιο!»

«Εσύ τη θυμάσαι την δική σου πρώτη μέρα;»

«Ξεχνιέται; Κάπως έτσι θα είσαι και εσύ σε μερικά χρόνια.»

«Ανυπομονώ»

«Να είσαι έτσι σε μερικά χρόνια;»

«Ουφ, όλο με πειράζεις! Για την αυριανή μέρα λέω!»

«Το ξέρω ματάκια μου, λογικό είναι. Δες το κι έτσι, είναι η πρώτη μέρα της νέας σου ζωής!»

«Η τρίτη»

«Πονήρω!»

«Θα το υποστείς!»

«Έχω να σου ζητήσω κάτι»

«Αμέ, ό,τι θέλεις!»

«Κάτσε να το ακούσεις πρώτα. Θέλω να βάλεις ξυπνητήρι αύριο στις 07:00 και να σηκωθείς να φτιάξεις καφέ, ξέρεις να χειρίζεσαι την καφετιέρα μου, είναι σαν αυτή που έχετε στην Κέρκυρα.»

«Αμέ, πολύ ευχαρίστως!»

«Δεν τελείωσα. Θα φτιάξεις τον καφέ και θα με ξυπνήσεις… με το γλυκό σου στοματάκι.»

«Χμμμ…»

«Καληνύχτα σουσουραδίτσα!»

«Καληνύχτα Αντώνη μου» είπε και έγειρε και πάλι στην αγκαλιά μου.

Παρά το χμμμ της ήμουν βέβαιος ότι θα το κάνει. Με αυτή τη σκέψη στο μυαλό και χωρίς να το καταλάβω βυθίστηκα στον ύπνο. Το πρωί με ξύπνησε η αίσθηση του οργάνου μου μέσα σε στόμα. Γύρισα δεξιά μου, στο κομοδίνο μου είχε μια κούπα με καφέ. Χαμογελώντας, χάιδεψα απαλά το μαλλί της Αναστασίας που εκείνη τη στιγμή ήταν αφοσιωμένη με όλη της την ψυχή στο έργο της. Σήκωσε το κεφάλι και, χαμογελώντας μου κι εκείνη με τη σειρά της, επέστρεψε με ακόμα μεγαλύτερη διάθεση στην πίπα. Συνεχίζοντας να χαμογελάω σα χαζός, την έπιασα απαλά από το κεφάλι και άρχισα να της δίνω ρυθμό. Έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας το με όλες μου τις αισθήσεις. «Όταν τελειώσει θα την βάλω κάτω και θα την κάνω να έχει ακόμα ένα λόγο να θυμάται την πρώτη της μέρα στο Πανεπιστήμιο». Ήταν η υπόσχεση που έδωσα στον εαυτό μου, η πρώτη της μέρα θα ξεκινούσε οργασμικά!

Είχα μπει στο χορό, θα χόρευα όσο με βαστούσαν τα πόδια μου.


5. Ρε μπας και είμαστε για δέσιμο;

Στη δουλειά η επόμενη εβδομάδα ήταν πολύ ζόρικη με αποτέλεσμα κάθε μέρα να έρχομαι μετά τις 20:00 και με το κεφάλι καζάνι. Αν και ο καθημερινός περίπατος που έκανα με το Ράντι, και δυο φορές και με την Αναστασία, το βοηθούσε να καθαρίσει κάπως, μετά ήμουν πολύ κουρασμένος. Έτοιμο φαγητό απ’ έξω, μπάνιο και μετά χαλάρωμα στη βεράντα μέχρι που έκλειναν τα μάτια μου. Αυτό που ξέρω ωστόσο είναι ότι η μικρή δεν παραπονέθηκε, αφενός γιατί δεν ένιωθε ότι την έπαιρνε και αφετέρου αυτό το ζούσε συχνά και με τους γονείς της, να γυρίζουν κουρασμένοι και να μην είναι για πολλά-πολλά.

Ακόμα και έτσι δεν μπορούσα να μην παρατηρήσω πόσο ευεργετική ήταν η παρουσία της, αυτές τις δυο φορές και ας μην κάναμε τίποτα παραπάνω από το να πάμε μαζί περίπατο τον Ράντι, να φάμε παρεούλα και μετά να πιούμε ένα κρασάκι -το Rosa Regale της άρεσε πολύ- ακούγοντας να μου μιλάει για τη μέρα της. Πέραν του πρωϊνού της Δευτέρας και της χθεσινοβραδινής πίπας, δεν είχαμε κάνει τίποτε περισσότερο. Η ιδέα μου ήρθε φεύγοντας από το γραφείο. Αύριο Παρασκευή θα φρόντιζα να ξεμπερδέψω νωρίς. Έκανα τα απαραίτητα τηλεφωνήματα και αφού κανόνισα αυτό που είχα στο μυαλό μου, όταν γύρισα στο σπίτι αντί να πάω επάνω, της χτύπησα το κουδούνι, ελπίζοντας να είναι μέσα.

«Καλησπέρα!» μου είπε με το χαμόγελο να φωτίζει το γλυκό της προσωπάκι όταν μου άνοιξε.

«Καλησπέρα» της απάντησα χαμογελαστός και την πήρα στην αγκαλιά μου φιλώντας την τρυφερά, το δίπλα διαμέρισμα ήταν ξενοίκιαστο οπότε δεν είχαμε το φόβο να μας δει κάποιος.

«Έχεις φάει;»

«Όχι, τώρα θα ανέβαινα πάνω να παραγγείλω και πέρασα να σε ρωτήσω αν θέλεις να μου κάνεις παρέα.»

«Αμέ! Αλλά δε χρειάζεται να παραγγείλεις, όταν γύρισα το απόγευμα έφτιαξα μακαρονάδα και δεν έχω φάει ακόμα. Όχι πάλι καρμπονάρα, κόκκινη με σάλτσα ντομάτας και ελιάς»

«Αντέχεις να πάω μια βόλτα τον Ράντι; Αν φάω μετά δε θα μπορώ να πάρω τα πόδια μου.»

«Θες να έρθω μαζί για παρεούλα;»

«Και το ρωτάς; Πήγαινε να αλλάξεις, πάω κι εγώ και θα περάσουμε να σε πάρουμε.»

«Deal!» μου απάντησε.

Ανέβηκα πάνω και άλλαξα στα γρήγορα. Ο Ράντι σήμερα το πρωί είχε προτιμήσει βεράντα, το οποίο σημαίνει ότι έπρεπε να κάνω αλλαγή πάνας και να ρίξω και λίγο νερό για να φύγει η μυρωδιά. Πέντε λεπτά αργότερα και συνοδεία του Ράντι που κλαψούριζε από ανυπομονησία κατέβηκα στον δεύτερο. Η Αναστασία ήταν έτοιμη οπότε κατεβήκαμε κατευθείαν κάτω και πήγαμε τη συνήθη διαδρομή από την πίσω μεριά του σταθμού. Η μικρή είχε πολλά κέφια και σε όλο τον περίπατο κελαηδούσε, φτιάχνοντάς μου ακόμα περισσότερο τη διάθεση. Ήλπιζα με όλη μου την ψυχή να της άρεσε η ιδέα μου, αν μου έριχνε άκυρο θα έτρωγα μεγάλη χλαπάτσα. Δεν της είπα πάντως όσο βολτάραμε με το Ράντι, ήθελα να της το πω με το κρασάκι.

«Λοιπόν, πάω πάνω να κάνω ένα γρήγορο ντουζάκι και θα σε περιμένω» της είπα όταν επιστρέψαμε 45 λεπτά αργότερα.

«Κάτσε θα έρθω μαζί σου, το φαγητό είναι έτοιμο και ακόμα ζεστό, μόνο σερβίρισμα χρειάζεται.»

Ανεβήκαμε στο διαμέρισμά μου και πήγα σφαίρα να κάνω το ντουζάκι μου. Όταν τέλειωσα η Αναστασία είχε ήδη σερβίρει το φαγητό στη βεράντα και με περίμενε, μέχρι και το κρασί είχε βγάλει.

«Το συγκεκριμένο δεν πάει με τη μακαρονάδα» παρατήρησα.

«Εμένα μου αρέσει!»

«Θέλω να δοκιμάσεις από αυτό που θα φέρω. Θα το κάνεις αφού φας δυο-τρεις πιρουνιές μακαρόνια και αν δεις ότι δεν σου αρέσει, πιες αυτό που έφερες.»

«Ουφ, εντάξει!» μου είπε. Σηκώθηκα και πήγα και έφερα ένα μπουκάλι με Αγιωργίτικο Νεμέας. Δεν γέμισα το ποτήρι της, της έβαλα ίσα όσο χρειαζόταν για να δοκιμάσει.

«Καλή μας όρεξη» της είπα και ξεκινήσαμε να τρώμε. Τρεις-τέσσερις πιρουνιές αργότερα πήρα το ποτήρι μου και ακολουθώντας με το πήρε και εκείνη. Τσουγκρίσαμε και ήπια μια γουλιά, παρατηρώντας την. «Είδες που σου έλεγα;»

«Αχ όντως, είναι πολύ ωραίο!»

«Και δένει και με τη γεύση. Το άλλο ταιριάζει καλύτερα με φρούτα, σαλάτες ή θαλασσινά. Να το πάω μέσα;»

«Θα το πάω εγώ!» μου είπε και πράγματι σηκώθηκε και το επέστρεψε στο ψυγείο. Στο μεταξύ εγώ της γέμισα το ποτήρι και πάλι, αυτή τη φορά με κανονική ποσότητα.

«Πώς ήταν η μέρα σου;». Για τη δική της μου είχε κελαηδήσει κατά τη διάρκεια της βόλτας και εγώ απλά την άκουγα κάνοντάς την χάζι.

«Κουραστική όπως και οι προηγούμενες αλλά αύριο Παρασκευούλα ζάχαρη! Εσένα ποιο είναι το πρόγραμμά σου;»

«Έχω μαθήματα μέχρι τις 17:00 και μετά έλεγα να πάω για καφέ με συμφοιτητές.»

«Αν μπορείς να το αναβάλεις έχω να σου κάνω μια καλύτερη πρόταση.»

«Είμαι όλη αφτιά!» μου είπε χαρίζοντάς μου ένα ακόμα λαμπερό χαμόγελο.

«Αύριο θα κοιτάξω να σχολάσω νωρίς, να είμαι γύρω στις 19:00 το αργότερο εδώ. Μετά…» είπα και άφησα την πρόταση να αιωρείται.

«Έλααααα, πες μουυυυυ» μου είπε παραπονιάρικα.

«Μετά λέω να πάρουμε τη μηχανή και να πάμε εκδρομή στο Ναύπλιο, όλο το Σ/Κ» της είπα κάνοντας τον χαλαρό αλλά η ψυχούλα μου το ήξερε, αν έτρωγα χυλόπιτα δε θα πήγαινε καθόλου καλά αυτό.

«Και ο Ράντι;»

«Μην ανησυχείς γι’ αυτό, έχω κάνει τα κουμάντα μου, αρκεί να πεις το ναι»

«Ναιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι» είπε απαντώντας με παιδιάστικο ενθουσιασμό.

«Δε θα πάρουμε πολλά συμπράγκαλα μαζί μας, δύο ταξιδιωτικούς σάκους χωράει η μηχανή»

«Αθώε! Δεν μπορείς να φανταστείς τι μπορεί να κάνω να χωρέσει σε ένα σάκο» μου απάντησε κάνοντάς με να γελάσω.

«Ομολογώ ότι δεν το έχω με το πακετάρισμα, τις βαλίτσες -ακόμα και στα επαγγελματικά ταξίδια που πήγαινα μόνος- μου τις έφτιαχνε η Αγγελική.»

«Εγώ είμαι εδώ, πες μου τι θέλεις να πάρεις κι εγώ θα τα κάνω να χωρέσουν!»

«Αισιόδοξο, μ’ αρέσεις!»

«Όχι, παίζουμε!»

«Έχω να σου κάνω άλλη μια ανήθικη πρόταση!»

«I do!” μου απάντησε και πάλι.

«Τι ρωτάω…»

«Αθώε boomer!»

«Sharon Agathon» προσπάθησα να αστειευτώ, ματαίως. Η Αναστασία δεν είχε ιδέα από Battlestar Galactica και με κοίταξε με απορία. Λατρεύω την επιστημονική φαντασία και αυτή η σειρά, και δεν εννοώ την cheesy του 1979 αλλά το reimaging του 2003, ήταν η αγαπημένη μου όσον αφορά το είδος. Εδώ είχε φάει χοντρό κόλλημα με δαύτη η Αγγελική που άκουγε sci-fi και άλλαζε πεζοδρόμιο, τι να λέμε;


15 χρόνια πριν

«Αγγελική, θέλω να κάτσεις να δούμε μια σειρά για την οποία έχω ακούσει ότι είναι αριστούργημα.»

«Ναι; Για πες!»

«Battlestar Galactica, το remake του 2003»

«Ώπα! Επιστημονικής φαντασίας είναι; Κάτι μου θυμίζει το όνομα!»

«I’m pleading the fifth”

«Έλα ρε μωρό μου αφού το ξέρεις ότι τα βαριέμαι!»

«Έτσι μου έλεγες και τα αστυνομικά και τελικά είδαμε και τις 7 σαιζόν του “The Shield” μέσα σε ένα μήνα.»

«Σιγά μην είναι σαν το the shield!»

«Άκου, θα δούμε την ταινία πιλότο και το πρώτο επεισόδιο. Αν δεν σε πείσει μέχρι τότε, θα τη συνεχίσω μόνος μου.»

«Μόνο αν κάτσεις να δούμε παρέα Grey’s Anatomy!»

«Ρε εκβιάστρια!»

«That’s the deal, take it or leave it”

Όταν τέλειωσε και το «33» η Αγγελική διαπίστωσε ότι το σαγόνι της είχε φτάσει στο πάτωμα.

«Βάλε το επόμενο, ΤΩΡΑ!»

«Κάτσε να πάω να ρίξω ένα κατούρημα, έχω σκάσει!»

«Ακόμα εδώ είσαι; Θα σε σκίσω!»

Ένα έχω να πω, είδαμε και τις τέσσερις σαιζόν σε μία εβδομάδα. Το λάτρεψε τόσο πολύ ώστε με απάλλαξε από την υποχρεωτική παρακολούθηση του Grey’s anatomy. Win-Win.

Σήμερα

«Όταν θα έχουμε περισσότερο ελεύθερο χρόνο -και αν έχεις διάθεση- θα ήθελα να δούμε μαζί μια σειρά: Το Battlestar Galactica.»

«Τι είναι αυτό;»

«Είναι επιστημονικής φαντασίας, μην ξινίζεις τα μούτρα σου.»

«Δεν μου αρέσουν αυτά.»

«Έτσι έλεγες και για τα κρασιά. Trust me on this.»

«Εντάξει, αλλά γιατί όταν έχουμε περισσότερο ελεύθερο χρόνο; Πόσο μεγάλη είναι;»

«Δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη, τέσσερις σαιζόν αλλά ο λόγος που χρειάζεται πολύ ελεύθερος χρόνος είναι άλλος.»

«Ποιος;»

«Όταν και αν με το καλό την ξεκινήσουμε θα διαπιστώσεις ότι θα σου είναι αδύνατο να μη θέλεις να δεις το επόμενο επεισόδιο όταν τελειώσει το προηγούμενο.»

«Υπερβάλεις λίγο.»

«Καθόλου. Της Αγγελικής εξίσου δεν της άρεσε η επιστημονική φαντασία. Σε πληροφορώ ότι το BSG το είδαμε ολόκληρο μέσα σε μία εβδομάδα, ούτε διάλειμμα για κατούρημα δε με άφηνε να κάνω!»

«Επιφυλάσσομαι!»

«Θα σου βάλω και στοίχημα, αν αφού δούμε τον πιλότο και το πρώτο επεισόδιο δεν αρχίσεις να παρακαλάς θα…» είπα και κόλλησα.

«Θα;»

«Δεν έχω ιδέα, κόλλησα. Σκέψου εσύ κάτι.»

«Χιχιχι, μη με βάζεις σε πειρασμό, είμαι εξαιρετικά εφευρετική!»

«Εσύ και οι Αμερικάνοι δικαστές!»

«Καλά… μετά μην έρθεις να μου κλαις!»

«Δεν πρόκειται, έτσι κι αλλιώς εγώ θα κερδίσω το στοίχημα!»

«Αν χάσεις φουκαρά μου δε θα έχεις που να κρυφτείς!»

«Αν!»

«Αντωνάκη μου -που έλεγε και η Ελενίτσα- εγώ δεν είμαι ο Φίλιππος!»

«Τόσα χρόνια που με ξέρεις, με έχεις δει πολλές φορές να πέφτω έξω σε κάτι που σου είχα προτείνει και σου είχα πει ότι θα σ’ αρέσει, ό,τι και αν αυτό αφορούσε, από βιβλίο και ταινία μέχρι τραγούδι και μουσικό συγκρότημα;»

«Όχι» παραδέχτηκε απρόθυμα. «Όμως για όλα υπάρχει η πρώτη φορά!»

«Ισχύει. Τέλος πάντων, με στοίχημα ή χωρίς είμαι σίγουρος ότι θα την λατρέψεις τη σειρά!»

«Με στοίχημα, it’s more intriguing this way!»

«Σύμφωνοι, σκέψου κάτι και το ξανασυζητάμε!»

«Εσύ;»

«Θα σκεφτώ κι εγώ κάτι!»

Τελειώσαμε το φαγητό και πήγαμε και κάτσαμε στον κουνιστό καναπέ. Η Αναστασία κούρνιασε στην αγκαλιά μου, αν ήταν γάτα θα χουρχούριζε. Σήμερα θα κοιμόμασταν και πάλι αγκαλίτσα και ποιος ξέρει, ίσως το ξάπλωμα πλάι της να μου έφερνε και πάλι σεξουαλική διάθεση, κάτι που αυτή τη στιγμή απουσίαζε τελείως καθότι με την κούραση που είχα και έχοντας μόλις φάει, ένιωθα σα βόας. Απόδειξη είναι πως ενώ από το άνοιγμα στις μασχάλες της χαλαρής μπλουζίτσας που φορούσε φαίνονταν ξεκάθαρα τα στήθη της, και το κωλόπαιδο πάλι είχε έρθει χωρίς σουτιέν, το όργανό μου έκανε τον ψόφιο κοριό.

«Να σε ρωτήσω κάτι;» μου πέταξε κάποια στιγμή.

«I’m listening”

«Μου… μου ζήτησε ένα συμφοιτητής μου να βγούμε»

«Και…;»

«Εννοώ ραντεβού!»

«Ναι, το κατάλαβα!»

«Να βγω;»

«Μου ζητάς άδεια, Αναστασία;»

«Δεν ξέρω… Εννοώ…»

«Σου αρέσει;» τη ρώτησα και δίστασε να απαντήσει. «Από τη σιωπή σου συμπεραίνω ότι η απάντηση είναι καταφατική»

«Ναι, μου αρέσει. Νιώθω μπερδεμένη»

«Να σε βοηθήσω να το ξεμπερδέψεις.»

«Εσένα δε σε πειράζει;»

«Που σου αρέσει ένας συμφοιτητής σου;»

«Ναι»

«Όχι δεν με πειράζει και δεν με πειράζει γιατί το να σου αρέσει ένας συμφοιτητής σου είναι το φυσιολογικό, το παράλογο θα ήταν να μην υπήρχε κανείς ή καμία που να σου αρέσει!»

«Ναι αλλά… είμαστε… είμαστε μαζί… δεν είμαστε;»

«Για όσο πάει»

«Έστω κι έτσι… αυτή τη στιγμή είμαστε μαζί. Πώς… πώς είναι δυνατόν να μη σε πειράζει;»

«Εσένα θα σε πείραζε αν σου έλεγα ότι μου αρέσει μια άλλη γυναίκα;»

«Δε θα μου άρεσε.»

«Be that as it may, you should deal with it. Αναστασία, δεν μπορείς να ελέγξεις τα γούστα των άλλων ανθρώπων, το να σ’ ενοχλεί κάτι που ούτε σε αφορά και ούτε είναι του χεριού σου να ελέγξεις είναι περιττή σπατάλη ενέργειας.»

«Πώς δε με αφορά;»

«Γιατί όταν κάνεις με κάποιον σχέση, δεν σου ανήκει. Μοιράζεται μαζί σου το χρόνο του και την παρουσία του, όπως κάνεις κι εσύ, αλλά εκτός και αν μιλάμε για BDSM δεν ανήκει ο ένας στον άλλον. Και, τι λέω, ούτε καν εκεί, μόνο σε συγκεκριμένα είδη συσχετισμών.»

«BDSM? Τι είναι πάλι τούτο;»

Τώρα μπαίναμε σε βαθιά νερά, πάνω στην κουβέντα μού είχε ξεφύγει η αναφορά σε κάτι το οποίο δεν ήμουν προετοιμασμένος να συζητήσω μαζί της. Εμένα κυρίως με απασχολεί το S/M μέρος του ακρωνυμίου και όσο και αν λαχταρούσα να το εξερευνήσω ως ένα βαθμό μαζί της, μπορούσα μια χαρά να κάνω και χωρίς δαύτο αν η Αναστασία δεν έδειχνε προθυμία. Πλέον δεν είχα καμία αμφιβολία ότι ήταν μαζί μου ερωτευμένη μέχρι τα μπούνια. Μου είχε γίνει ολοφάνερο ότι της άρεσε να με ικανοποιεί και να μου προσφέρει -και δεν εννοώ μόνο σεξουαλικά- αλλά ο χρόνος που ήμασταν μαζί δεν ήταν αρκετός ώστε να μπορώ να διακρίνω που τελειώνει η φυσική της δοτικότητα και που αρχίζει η εξάρτηση από τα συναισθήματά της για μένα.

I was treading a very fine line και από τη σχέση μας -που ήξερα ότι έχει ημερομηνία λήξης, ακόμα και αν δεν ήξερα το πότε- ζητούσα δύο πράγματα, πρώτον να περάσουμε όμορφα όσο κρατούσε και, δεύτερον, στο μακρινό μέλλον τα όσα ζήσαμε μαζί να έμεναν σ’ εκείνη σαν μια όμορφη ανάμνηση, ακόμα και αν εμένα με έπαιρνε ο διάολος και με σήκωνε. Μπορεί να ήταν ενήλικη αλλά για μένα δεν έπαυε να είναι μια κοπελίτσα που την ξεμυάλισε η ανταπόκριση που της έδειξε το εφηβικό της crush, μετατρέποντάς το μέσα σε λίγες μέρες σε σφοδρό έρωτα.

«Δε θα μου πεις;» με ρώτησε ενώ προσπαθούσα να βρω τι θα της απαντήσω.

«ΟΚ. Το BDSM είναι αρκτικόλεξο που περιγράφει ένα διαφορετικό από το συνηθισμένο τρόπο ερωτικού σχετίζεσθαι. Προκύπτει από τα αρχικά των λέξεων Bondage, Discipline, Dominance, Submission, Sadism, and Masochism, οι οποίες σχηματίζουν ζευγάρια μεταξύ τους. To Bondage με το Discipline, το Dominance με το Submission και το Sadism με το Masochism.»

«Ξέρω τι είναι σαδιστής και τι μαζοχιστής, τα άλλα δεν τα γνωρίζω»

«Τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα. Κοίτα, η λέξη σαδιστής έχει και άλλες έννοιες πέραν αυτή που φαντάζομαι ότι γνωρίζεις, δηλαδή του ενεργητικού αλγολάγνου. Ομοίως και το μαζοχιστής σημαίνει περισσότερα πράγματα από παθητικός αλγολάγνος.»

«Δεκτόν. Το «Δέσιμο και Πειθαρχία» ή το «Κυριαρχία και υποταγή», τι ακριβώς σημαίνουν; Όταν λέμε δέσιμο εννοούμε αυτό με το σκοινί ή το “είναι για δέσιμο”;»

Δεν μπόρεσα να κρατηθώ και έβαλα τα γέλια. Το δέσιμο μου φαίνεται πολύ βαρετό και χαριτολογώντας έλεγα στην Αγγελική -που το λάτρευε- ότι απλά της άρεσε γιατί και η ίδια ήταν για δέσιμο.

«Όχι, όχι. Μιλάμε για το δέσιμο με σχοινί και, αν και του λόγου μου το βρίσκω εξαιρετικά βαρετό, είναι πραγματική τέχνη.»

«Τέχνη» είπε ειρωνικά.

«Κι όμως, είναι τέχνη και στο λέω εγώ που το βαριέμαι απίστευτα. Αν δεις τι κάνουν -και δεν είναι λίγοι αυτοί που το αγαπάνε- θα σου πέσει το σαγόνι στο πάτωμα.»

«Να κάτι που αδυνατώ να φανταστώ!»

«Θα άξιζε να πας σε κάποιο event. Μπορεί όντως στο τέλος να σου φανεί βαρετό, ωστόσο αν οι performers το έχουν πραγματικά, αν δεν μαζέψεις το σαγόνι σου από το πάτωμα βλέποντάς τους, δε θα με λένε Αντώνη!»

«Event; Τι event;»

«Διοργανώνονται κατά καιρούς διάφορα και στο ξαναλέω, δεν υπερβάλω, είναι τέχνη, δίνουν παράσταση!»

«Μα τι του βρίσκουν;»

«Πέραν από το τελετουργικό, σκέψου, τι συμβολίζει το δέσιμο με σχοινί γι’ αυτόν που δένει και τι γι’ αυτόν που δένεται;»

«Για τον δεύτερο η απάντηση είναι εύκολη, περιορισμός! Για τον πρώτο… δεν ξέρω; Περιορισμός και πάλι; Εννοώ, ενεργητικός;»

«Ακριβώς. Αυτός που δένει του αρέσει να περιορίζει και αυτός που δένεται του αρέσει να περιορίζεται.»

«ΟΚ, το κατάλαβα, νομίζω δηλαδή. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Γιατί χαμογελάς;»

«Θυμάσαι την πρώτη μας βόλτα με τον Ράντι;»

«Ναι» απάντησε χωρίς να καταλαβαίνει.

«Θυμάσαι που είχε προηγηθεί πρόσκληση να κοιμηθούμε παρέα;»

«Φυσικά και το θυμάμαι αλλά εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω που το πας»

«Όταν γυρίσαμε σου είπα να πας σπίτι σου και να έχεις μια αλλαξιά για το πρωί. Θυμάσαι τι έγινε όταν γύρισες;»

«Ξεχνιέται; Αλλά εξακολουθώ να μην… Oh… Oooooh»

«Ακριβώς!»

«Κοίτα να δεις!» είπε μη μπορώντας να κρύψει την έκπληξή της.

«Είδες λοιπόν που αυτή η πράξη του περιορισμού μπορεί να κρύβει ερωτισμό και μάλιστα από δύο ακριβώς αντίθετες μεταξύ τους οπτικές;»

«Ναι, ναι! Γουάο. Και το Discipline;»

«Θα ανατρέξω και πάλι στο πρόσφατο παρελθόν. Θυμάσαι τι μου είπες όταν το κάναμε για πρώτη φορά από πίσω; Θυμάσαι που σου εξήγησα ότι ο πόνος μπορεί να έχει ερωτική χροιά;»

«Ναι, το θυμάμαι.»

«Σου είχα πει επί λέξη: Δεν χρειάζεται να είσαι μαζοχίστρια για να έχει ο πόνος ηδονικές αποχρώσεις!»

«Ναι, μου το είχες πει.»

«Θυμάσαι τι άλλο σου αρέσει από αυτά που έχουμε κάνει που έχει πόνο;»

«Ναι, όταν με πιπιλάς ή με δαγκώνεις δυνατά στις ρόγες»

«Και;»

«Αυτό… Αααααα… ναι, έχεις δίκιο. Οι ξυλιές στον ποπό μου. Τι σχέση έχει αυτό;»

«Οι ξυλιές στον ποπό, τι συμβολίζουν;»

«Τιμωρία!»

«Ακριβώς. Η τιμωρία λοιπόν μπορεί να συμβολίζει δύο πράγματα, ερωτικό παιχνίδι αλλά ταυτόχρονα μπορεί να είναι και εργαλείο συμμόρφωσης.»

«Σε τι;»

«Και τώρα πάμε στις πιο πολύπλοκες έννοιες, Κυριαρχία και υποταγή. Και εδώ λοιπόν υπάρχει ένα συμπληρωματικό δίπολο, εκείνοι που αρέσκονται να ηγούνται και εκείνοι που αρέσκονται να ακολουθούν»

«Να ηγούνται με ποιο τρόπο;»

«Να αποφασίζουν, να ελέγχουν, να έχουν το λεγόμενο πάνω χέρι. Ομοίως υπάρχει και η αντίθετη, και συνάμα συμπληρωματική, μεριά. Εκείνοι που αρέσκονται να ελέγχονται, να αποφασίζει κάποιος άλλος για εκείνους.»

«Δεν το καταλαβαίνω, δηλαδή τι γίνεται; Πάει ο ένας και λέει στον άλλον, έλα να σε κυριαρχήσω και ο άλλος απαντάει αχνε, οδήγησέ με, πάτησέ με, πέτα με στα βράχια;»

«Χαχαχα, όχι, δεν δουλεύει έτσι. Απ’ όσο γνωρίζω με κάποιο τρόπο ο κυριαρχικός επιβάλλει την παρουσία του κάνοντας τον υποτακτικό να νιώθει ότι δεν μπορεί αλλιώς παρά στα πόδια του πρώτου.»

«Τι εννοείς;»

«Να τον ακολουθεί… να τον υπηρετεί…»

«Να τον υπηρετεί; Πώς να τον υπηρετεί;» με ρώτησε με το στόμα ανοιχτό.

«Σύμφωνα με τις επιθυμίες του κυριαρχικού. Υποτίθεται ότι αφού γίνει αυτή η αναγνώριση τότε ο υποτακτικός ζητάει από τον κυριαρχικό να τον αναλάβει, δηλαδή να μπει στην υπηρεσία του. Εκεί ξεκινάει η εκπαίδευσή του ώστε να μπορεί να ικανοποιεί τις ανάγκες του κυριαρχικού με τον τρόπο που εκείνος επιθυμεί. Η τιμωρία, λοιπόν, μπορεί να είναι απλά ένα σεξουαλικό παιχνίδι, όπως οι σφαλιάρες που σου ρίχνω καμιά φορά στον ποπό σου, μπορεί ωστόσο να είναι και εργαλείο συμμόρφωσης του υποτακτικού στις επιθυμίες του κυριαρχικού!»

«Ο Χριστός και η Παναγία!»

«Γιατί;»

«Γιατί να θέλεις να  υπηρετήσεις κάποιον;»

«Γιατί με κάποιο τρόπο σε γεμίζει. Τι να σου πω, ούτε εγώ στην πραγματικότητα μπορώ να καταλάβω τον ψυχισμό αυτών των ανθρώπων, το έχω αποδεχτεί όπως αποδέχομαι ότι υπάρχουν άνθρωποι που έλκονται σεξουαλικά από το φύλο τους.»

«Το δεύτερο είναι καθαρά θέμα προτιμήσεων!»

«Η σεξουαλικότητα δεν είναι κάτι που επιλέγεις και/ή προτιμάς. Όπως εμένα δεν είναι επιλογή μου να με έλκουν σεξουαλικά γυναίκες ομοίως για κάποιους άλλους άντρες δεν είναι επιλογή τους να τους έλκουν σεξουαλικά άλλοι άντρες και φυσικά το ίδιο ισχύει και για τις γυναίκες.»

«Έστω κι έτσι, αυτό που μου είπες πριν για τους κυριαρχικούς και τους υποτακτικούς, είναι τελείως διαφορετικό πράγμα.»

«Είναι;»

«Δεν είναι;»

«Θα σου απαντήσω με δύο λέξεις: Δευτέρα πρωί»

«…»

«You see my point?”

«Αυτό κάνεις Αντώνη; Προσπαθείς να κυριαρχήσεις πάνω μου;»

«Όχι τσαούσα μου, μην φουντώνεις. Πέραν του κρεβατιού αυτοί οι συσχετισμοί δεν είναι της αρεσκείας μου. Μ’ αρέσει να με περιποιούνται και μ’ αρέσει να έχω εγώ την πρωτοβουλία στο σεξ αλλά ως εκεί.»

«Κι εμένα μ’ αρέσει να σε περιποιούμαι και να σε ικανοποιώ αλλά όχι κι έτσι!»

«Δεν υπάρχει ούτε έτσι ούτε γιουβέτσι. Υπάρχει μόνο το “είμαι καλά εδώ που είμαι;” και το “τι κάνω γι’ αυτό;”»

«Εννοώ… δεν είναι φυσικό να θες να περιποιείσαι και να ικανοποιείς κάποιον για τον οποίον τρέφεις συναισθήματα;»

«Αυτό που έχει σημασία για κάποιον για τον οποίον τρέφεις συναισθήματα είναι να είναι ικανοποιημένος με τον τρόπο που τον γεμίζει.»

«Δεν είπα κάτι διαφορετικό!»¨

«Το «ικανοποιώ» είναι ενεργητική φωνή ενώ το «ικανοποιημένος» είναι παθητική μετοχή.»

«Μάλιστα… νομίζω ότι αρχίζω να καταλαβαίνω.»

«Και μπράβο σου, εμένα μου είχε πάρει κάμποσο καιρό για να τα καταλάβω αυτά. Και για να επανέλθουμε λοιπόν και στην αρχική σου ερώτηση, εσύ τι θες να κάνεις; Θέλεις να βγεις μαζί του ή όχι;»

«Αν… αν δεν υπήρχες εσύ… Φαντάζομαι… Ναι, φαντάζομαι πως για ένα καφέ στο φιλικό δε θα ήταν πρόβλημα.»

«Ενώ τώρα που υπάρχω εγώ, ο καφές στο φιλικό, είναι;»

«Συγνώμη, δεν το έθεσα σωστά. Ήθελα να πω πως από τη στιγμή που υπάρχεις εσύ, ο καφές θα είναι απλά στο φιλικό όσον αφορά εμένα, οπότε δεν υπάρχει πρόβλημα.»

«Αναστασία, αυτό που έπρεπε να κάνεις, το έκανες. Μου το είπες. Από εκεί και πέρα το τι θα πράξεις είναι δική σου απόφαση, αυτό προσπαθούσα να σου πω. Δεν έχουμε το είδος της σχέσης στο οποίο χρειάζεται να μου ζητήσεις άδεια για το οτιδήποτε.»

«Μα δε θέλω να κάνω κάτι που θα σε πείραζε!»

«Αυτό που προσπαθώ να σου πω είναι ότι η όποια σου επιλογή είναι δική σου και είναι ελεύθερη. Ωστόσο η *κάθε* επιλογή έχει το δικό της τίμημα, αυτό είναι που οφείλεις να ζυγίσεις πριν την πάρεις. Από τη στιγμή που την παίρνεις σου ανήκει. Επιλέγεις ότι προτιμάς να μην κάνεις κάτι που θα μπορούσε να σου αρέσει επειδή δυνητικά αυτό μπορεί να με πειράξει. Θα μπορούσες να κάνεις αυτό που θέλεις παίρνοντας το ρίσκο να μη σου αρέσει το πως θα αντιδράσω εγώ. Σε κάθε περίπτωση οι καρποί που δρέπεις ή οι συνέπειες που πληρώνεις σου ανήκουν, αν σου βγει δεν έχεις παρά να συγχαρείς τον εαυτό σου, αν δεν σου βγει, μόνον αυτόν έχεις να κατηγορήσεις. Με ρώτησες πως είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να αποφασίζουν κάποιοι άλλοι για εκείνους. Είναι, γιατί για κάποιους ανθρώπους η έλλειψη επιλογής, το να μη χρειάζεται να πάρουν οι ίδιοι τις όποιες αποφάσεις είναι λυτρωτικό.»

«Όπως το θέτεις έχεις ένα point. Τέλος πάντων, για να επιστρέψω σε αυτό που είπες πριν, από τη στιγμή που δεν θα είμαι σίγουρη για πως θα πάρεις κάτι που θα κάνω θα σε ρωτάω, ναι;»

«Αρκεί να μην το θεωρείς ως ότι ζητάς άδεια.»

«Συλλαμβάνεσαι να πέφτεις σε αντίφαση. Έχει σημασία πως το θεωρώ στην υποθετική περίπτωση που δε θα επιλέξω να κάνω κάτι επειδή δε θα σου αρέσει; Τι ουσιαστική διαφορά έχει από το να σου ζητούσα άδεια;»

«Γιατί αν μου ζητούσες άδεια εγώ θα μπορούσα να στη δώσω ακόμα και αν αυτό με δυσαρεστούσε. Η επιλογή ως επιλογή θα ήταν δική μου. Από τη στιγμή ωστόσο που οι ίδια ζυγίζεις τα κέρδη έναντι των πιθανών συνεπειών η όποια επιλογή κάνεις είναι δική σου και μόνο.»

«Ωραία, θα σε ρωτήσω λοιπόν στα ίσια, θα σε πείραζε να πάω για καφέ με το συμφοιτητή μου ή όχι;»

«Θα σου απαντήσω κι εγώ στα ίσια. Δε θα με πείραζε ακόμα και αν πήγαινες με το συμφοιτητή σου με σκοπό να βγάλετε τα μάτια σας. Θα με πείραζε αν αυτό σε έκανε να με παρατήσεις για την πάρτη του, but such is life!»

«Ορίστε;» με ρώτησε αποσβολωμένη.

«Ανάσα!»

«Πώς… πώς είναι δυνατόν να μη σε νοιάζει;» με ρώτησε με μάτια που γέμισαν δάκρυα από τη μια στιγμή στην άλλη.

Danger Will Robinson! Μεγάλε πρόσεχε λίγο, δεν είναι καμιά περπατημένη!

«Δεν είπα αυτό, Αναστασία.»

«Αλλά τι είπες;»

«Είπα πως δεν με πειράζει το recreational sex με τρίτους, εννοείται εφόσον αυτό γίνεται με ασφάλεια. Επίσης είπα πως θα με πείραζε αν αυτό οδηγούσε στο να με παρατήσεις για κάποιον άλλον, αλλά είναι μέρος του παιχνιδιού. Αν βουτάς στη θάλασσα με καρχαρίες αποδέχεσαι το γεγονός ότι μπορεί να πας άκλαυτος.»

«Γιατί να το κάνεις αυτό; Γιατί να θέλεις να βουτήξεις στη θάλασσα με τους καρχαρίες;»

«Γιατί θέλεις να δεις από κοντά αυτά το υπέροχα πλάσματα, να κολυμπήσεις μαζί τους στο φυσικό τους περιβάλλον και όχι να τα δεις πίσω από ένα τζάμι, φυλακισμένα σε ένα ενυδρείο.»

«Για την αδρεναλίνη;»

«Όχι, Αναστασία μου, όχι για την αδρεναλίνη. Δεν περιμένω να το καταλάβεις αμέσως, κι εμένα μου πήρε πολύ καιρό να καταφέρω να το δω όπως το βλέπω τώρα. Δέξου το λόγο μου, αυτό που σου είπα δεν σημαίνει ότι δεν δίνω δεκάρα για σένα». Με κοίταξε χωρίς να δείχνει να έχει πειστεί οπότε αναγκάστηκα να καταφύγω στα μεγάλα μέσα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και της το μπουμπούνισα. «Η Αγγελική πήγαινε και με άλλους, άντρες και γυναίκες. Εσύ τι λες, μου ήταν αδιάφορη;»

«Ε;;;;»

«Αυτός ήταν ο τρόπος ζωής μας. Είχαμε ο ένας τον άλλον αλλά είχαμε και την ελευθερία να μπορούμε να κάνουμε recreational sex και με άλλους. Και εμένα ντουβρουτζάς μου είχε έρθει στην αρχή αλλά… αλλά δεν μπορούσα να πω όχι σε αυτή τη γυναίκα. Και δεν έκανα την ανάγκη φιλοτιμία, πραγματικά ήρθα στα λόγια της. Η ζωή… η ζωή είναι μία φορά Αναστασία μου. Όλα είναι περαστικά, εμείς οι ίδιοι είμαστε περαστικοί, σύντομες, στιγμιαίες λάμψεις στα σκοτάδια της αιωνιότητας. Δεν βαρεθήκαμε ποτέ ο ένας τον άλλον γιατί ποτέ δεν το είδαμε σαν υποχρέωση. Το οτιδήποτε το κάναμε γιατί το θέλαμε και όχι γιατί έπρεπε. Είμασταν ελεύθεροι, αυτό που μας ένωνε ποτέ δεν το είδαμε σα σχοινί.»

«Εγώ δεν μπορώ να το δω έτσι.»

«Ίσως να μην μπορέσεις και ποτέ να το δεις έτσι. Αυτό που θέλω να βάλεις καλά στο μυαλό σου είναι το εξής: Από εμένα έχεις το ελεύθερο να εξερευνήσεις την σεξουαλικότητά σου με όποιον ή όποιαν επιλέξεις. Αν εσύ δεν θέλεις να το κάνεις γιατί δεν νιώθεις άνετα να το κάνεις, είναι δική σου επιλογή και είναι σεβαστή. Θα πρέπει να αποδεχτείς ωστόσο το γεγονός πως τώρα ή στο μέλλον, το αν θα πάω με οποιαδήποτε άλλη είναι δική μου επιλογή και όχι δική σου.»

«Θέλεις να πας με άλλη;»

«Αυτό τον καιρό σίγουρα όχι. Αυτό ωστόσο δεν αναιρεί ότι μπορεί να το επιθυμήσω στο μέλλον. Στο είπα και θα στο ξαναπώ, το μέλλον είναι κάτι που δεν υπάρχει, *θα* υπάρξει. Το παρελθόν έχει περάσει ανεπιστρεπτί και δεν αλλάζει. Η ζωή είναι στο τώρα.»

“Yolo;”

«Ναι και όχι. Ναι γιατί ζούμε μια φορά. Όχι, για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Το γεγονός ότι η ζωή είναι στο τώρα δεν σημαίνει ότι δεν δίνουμε δεκάρα για το μέλλον, το μέλλον μπορεί να είναι κάτι που τώρα δεν υπάρχει αλλά ταυτόχρονα δεν παύει να είναι κάτι που διαμορφώνεται από τις επιλογές που κάνουμε.»

«Δεν ξέρω… δεν ξέρω… Προσπαθώ απεγνωσμένα να βρω κάτι που να είναι… Εννοώ… Σε κάθε τι έχεις και απάντηση και ακόμα χειρότερα, απάντηση στην οποία δεν βρίσκω να ανταπαντήσω. Με… νιώθω να με πνίγει που δεν μπορώ να θυμώσω με αυτά που λες.»

«Θέλεις ακόμα να πάμε μαζί στο Ναύπλιο;»

«Με ρωτάς γιατί θέλεις να μάθεις αν έχω ξενερώσει εγώ ή γιατί έχεις ξενερώσει εσύ;»

«Με προσβάλεις και δεν σου έχω δώσει τέτοια δικαιώματα» της είπα αυστηρά.

«Συγνώμη» μουρμούρισε.

«Θα σε ρωτήσω για δεύτερη και τελευταία φορά, η μη απάντηση θα θεωρηθεί απάντηση, είμαι σαφής;» τη ρώτησα στον ίδιο τόνο με πριν. «Είμαι σαφής;» επανέλαβα.

«Ναι, είσαι» μου είπε ελαφρά ταραγμένη.

«Θέλεις ακόμα να πάμε μαζί Ναύπλιο, ναι ή όχι;» Δε μου απάντησε. «Θέλεις περισσότερο χρόνο να το σκεφτείς;»

«Δεν ξέρω. Συγνώμη… αυτό είναι μη απάντηση. Θέλω… θέλω λίγο να το σκεφτώ αλλά φοβάμαι… φοβάμαι πως θα το πάρεις.»

«Θα το πάρω ως ότι η απόφασή σου, όποια και αν είναι, θα είναι συνειδητή επιλογή.»

Έκλεισε τα μάτια της και πήρε βαθιά ανάσα.

«Θέλω.»

«Θαυμάσια!» της απάντησα χαμογελαστός και, μεταξύ μας, κάμποσο ανακουφισμένος. «Και για να πάμε στην αρχική-αρχική ερώτηση, θέλω να βγεις με το συμφοιτητή σου αν αυτό το θέλεις κι εσύ.»

«Ναι, δεν γίνεται. Μου πρότεινε να πάμε αύριο το απόγευμα αλλά έχω άλλα σχέδια» μου απάντησε, επιτέλους χαμογελαστή.

Έγειρα προς το μέρος της και τη φίλησα στο στόμα και αυτή τη φορά το έκανα κτητικά. Είμαστε περίεργα ζώα η άνθρωποι, όλη αυτή η συζήτηση έγινε με αφορμή τις επίκτητες πεποιθήσεις μου περί ελευθερίας και το φιλί ήταν κτητικό. Παρά την κούραση μου, το διανοητικό μπρα ντε φερ με είχε ερεθίσει απίστευτα, πάντα με ερέθιζε, ήταν το μόνο πράγμα που μου ξυπνούσε τη σαρκική επιθυμία κυριαρχίας. Αυστηρά σαρκική, ασχέτως αν εγώ ήμουν ο νικητής ή ο χαμένος. Είχα αναρωτηθεί για το γιατί αλλά δεν είχα βρει ικανοποιητική απάντηση. Και πάει στο διάολο, αν είσαι ο χαμένος είτε έχει υπάρξει ισοπαλία, πες ότι θες κατά κάποιο τρόπο να βγάλεις τα σπασμένα, να βγεις εσύ με κάποιο τρόπο από πάνω. Γιατί το ήθελα με την ίδια ένταση ακόμα και αν ήμουν ο νικητής; Το χέρι μου βρέθηκε να ψαχουλεύει τα στήθη της και γρήγορα -και παρά το γεγονός ότι βρισκόμασταν στη βεράντα- την άφησα γυμνή από πάνω. Μπορεί να μη φαινόμασταν εύκολα από το απέναντι μπαλκόνι που ήταν καμιά 40ια μέτρα μακριά, καθώς τόσο η δική μου πολυκατοικία όσο και οι απέναντι ήταν βαθιά χωμένες μέσα, με μεγάλους μπροστινούς κήπους, αλλά δεν ήταν και αδύνατο. Εκείνη τη στιγμή δε με ένοιαξε, με ένοιαζε μόνο η ξαφνική μου ανάγκη.

«Πάρε με στο στόμα σου» της είπα. Μέχρι τώρα είτε το έκανε μόνη της, είτε της είχα πιέσει εγώ το κεφάλι προς τα κάτω για να λάβει το μήνυμα. Αυτή τη φορά η ανάγκη μου ήταν διαφορετική, την είχα διατάξει και ήθελα να υπακούσει.

Η Αναστασία αντί απάντησης έσκυψε προς το μέρος μου. Μου τράβηξε σορτς και μποξεράκι προς τα κάτω και με πήρε στο στόμα της. Έβαλα το χέρι μου πάνω στο κεφάλι της, όχι για να της δώσω ρυθμό, απλά για να αναπαυθεί. Ακόμα μεγαλύτερη απόλαυση για μένα ήταν το γεγονός ότι η πίπα δεν ήταν διεκπεραιωτική, με όλους τους περιορισμούς της απειρίας της, έδινε τον καλύτερο της εαυτό, προσπαθούσε να με πάρει όσο βαθιά μπορούσε στο στόμα της, χρησιμοποιώντας όσο καλύτερα μπορούσε τα χείλη της και το στόμα της.

Πριν προλάβω να της πω να γονατίσει μπροστά μου ώστε να μπορεί να χρησιμοποιήσει και το χέρι της, το έκανε η ίδια και το μόνο που έκανα ήταν να τη βοηθήσω να μου κατεβάσει και να μου βγάλει τελείως σορτς και μποξεράκι. Η προσθήκη του χεριού της, ώστε να βοηθήσει το έργο του στόματός της, βελτίωσε ακόμα περισσότερο την ποιότητα της πίπας, το χέρι μου, που είχε βρεθεί ξανά στο κεφάλι της, δεν χρειάστηκε καν να της δώσει ρυθμό.

Με το αριστερό χέρι πήρα το ποτήρι μου και ήπια μια γουλιά κρασί. Μου είχε έρθει και πάλι όρεξη για τσιγάρο αλλά όχι τόση ώστε να με κάνει να διακόψω την Αναστασία από το έργο της. Χωρίς να σταματήσει να με παίζει με τη χούφτα της, έβγαλε το όργανό μου από το στόμα της και άρχισε να το γλείφει σε όλο του το μήκος, αυτό δεν το είχε ξανακάνει. Το είχε δει κάπου ή ήταν ένστικτο; Ό,τι και αν ήταν πάντως με απογείωσε ακόμα περισσότερο. Συνέχισε εναλλάσσοντας αυτό που έκανε, πότε να με παίρνει στο στόμα της και πότε να γλείφει το μέλος μου για πάνω από 20 λεπτά, χωρίς ούτε μία στιγμή να μειωθεί η όρεξη με την οποία το έκανε.

Ένιωσα το τέλος να έρχεται και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα βογγητά μου και εκεί ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποίησα το χέρι μου, κράτησα το κεφάλι της ακίνητο καθώς τελείωνα μέσα στο στόμα της με ηδονικούς σπασμούς, βιώνοντας και πάλι οργασμό απίστευτης έντασης και διάρκειας. Χαμήλωσα το βλέμμα μου και την είδα, είχε τα μάτια της κλειστά, τα χείλη της να έχουν αγκαλιάσει το όργανό μου και οι μύες του λαιμού της συσπώνταν καθώς κατάπινε τις αλλεπάλληλες ριπές που πλημμύριζαν το στόμα της. Κατάπιε για τελευταία φορά και τραβήχτηκε απαλά.

Πήρα το χέρι μου από το κεφάλι της και έφερα το δείκτη μου κάτω από το σαγόνι της, σπρώχνοντάς το προς τα πάνω. Άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε. Της χαμογέλασα και με το ίδιο δάχτυλο τη χάιδεψα ανάλαφρα στο μάγουλο. Το βλέμμα της ήταν το ίδιο, πάντα το ίδιο. Λατρεία. Μόνο μια γυναίκα -από τις πολυάριθμες παρτενέρ που είχα την τύχη να έχω- στη ζωή μου με είχε κοιτάξει έτσι. Οι τύψεις ήρθαν και πάλι για να με τυραννήσουν. Το παρελθόν δεν αλλάζει, η μοίρα μου είχε πάρει την μόνη γυναίκα που είχα πραγματικά αγαπήσει και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Είτε που θα προχωρούσα μπροστά είτε που θα θαβόμουν ζωντανός μαζί της και για δύο ακριβώς χρόνια αυτό είχα κάνει.

«Να σου εξομολογηθώ κάτι;» με ρώτησε ακόμα γονατισμένη μπροστά μου.

«Να μου εξομολογηθείς, καρδιά μου» της είπα βοηθώντας την να σηκωθεί.

«Μπορείς να μου βάλεις λίγο κρασί ακόμα σε παρακαλώ;»

«Βεβαίως» της απάντησα και της γέμισα το ποτήρι. «Λοιπόν, σ’ ακούω»

«Είναι αστείο… ουφ… Όταν… όταν άρχισες να με φιλάς, ήθελα… ήθελα να σε πάρω στο στόμα μου και να σε κάνω να τελειώσεις.»

«Η ευχή σου πραγματοποιήθηκε» της είπα παιχνιδιάρικα.

«Αυτό είναι το αστείο… Δεν ήθελα απλά να σε πάρω στο στόμα μου, ήθελα εσύ να με βάλεις να σε πάρω στο στόμα μου.»

«Επειδή φαντάζομαι ότι λέγοντας «αστείο» εννοείς «ειρωνεία», ποια είναι για σένα;»

«Όλη αυτή η κουβέντα που κάναμε… το σημείο περί ελέγχου και υποταγής. Που μου φαινόταν περίεργο… που αντιδρούσα… και όμως… λαχταρούσα να με βάλεις εσύ να το κάνω. Τι με κάνει αυτό; Εννοώ σε σχέση με τους όρους που μου είπες.»

«Καρδούλα μου δεν είναι ανάγκη να ταιριάζεις σε κανέναν από αυτούς τους ρόλους.»

«Μα το να θέλω να πάρεις εσύ τον έλεγχο δε με κάνει υποτακτική;»

«Όχι, δεν σε κάνει. Με τους όρους του BDSM σε κάνει ταπεινό μποτομάκι»

«Τι είναι αυτό;»

«Είναι οι άνθρωποι που τους αρέσει να παραδίδουν τον έλεγχο ΑΥΣΤΗΡΑ στο σεξουαλικό παιχνίδι και μόνο για όσο διαρκεί αυτό. Εγώ είμαι από την αντίθετη μεριά του φάσματος αλλά πάλι η επιθυμία μου για έλεγχο εξαντλείται ΑΥΣΤΗΡΑ στο σεξουαλικό παιχνίδι, επίσης για όσο αυτό διαρκέσει.»

«Και τη διαφορά έχει από το άλλο;»

«Αφενός στο δίπολο κυριαρχίας/υποταγής δεν παραχωρείς τον έλεγχο, τον αποσπά από τα χέρια σου ο κυριαρχικός κάνοντάς σε να πεις και ευχαριστώ, και αφετέρου ο έλεγχος αυτός μπορεί να μην εξαντλείται στο σεξουαλικό κομμάτι αλλά να απλώνεται και σε άλλους τομείς της ζωής του υποτακτικού.»

«Δηλαδή;»

«Ό,τι μπορείς να φανταστείς. Για παράδειγμα να δίνεις λεπτομερή αναφορά για το τι έκανες όλη μέρα. Να απαιτείται άδεια σε ό,τι ορίσει το κυριαρχικό μέλος. Δεν υπάρχει κάτι στάνταρ, αυτές οι σχέσεις διαμορφώνονται σύμφωνα με τις επιθυμίες του κυριαρχικού και τις δυνατότητες του υποτακτικού.»

«Μπρρρρ»

«Κι εγώ κάπως έτσι το βλέπω αλλά περί ορέξεως. Για όλους έχει. Εμένα μου αρκεί ο έλεγχος στο σεξουαλικό κομμάτι αλλά μπορώ μια χαρά να ζήσω και χωρίς αυτό.»

«Πολλή πληροφορία για μια μέρα.»

«Ισχύει, εμένα μου πήρε πολύ καιρό να τα καταλάβω και δεν είμαι καν σίγουρος ότι τα καταλαβαίνω όλα.»

«Ξέρεις τι μου άρεσε σε σένα από τότε που σε γνώρισα;»

«Για πες;»

«Οι συζητήσεις που κάναμε όταν μας δινόταν η ευκαιρία. Η Αγγελική ήταν διαφορετική, μαζί της λάτρευα τις δραστηριότητες, να πηγαίνουμε για κολύμπι, να ακούμε παρέα μουσική, να ζωγραφίζουμε, να κάνουμε περιπάτους… Με σένα ήταν οι συζητήσεις, πάντα πρόθυμος να μου απαντήσεις τις όποιες απορίες, πάντα υπομονετικός και όταν κάτι δεν καταλάβαινα προσπαθούσες να μου το πεις με διαφορετικό τρόπο, μέχρι να το καταλάβω αλλά το κυριότερο, μου μιλούσες σαν ίσος προς ίση. Πόσες και πόσες άγνωστες μέχρι τότε λέξεις δεν έμαθα επειδή εσύ μου μιλούσες σαν να μιλούσες σε κάποιον ενήλικο χωρίς να περιορίζεις το πλούσιο λεξιλόγιό σου; Δεν με έβλεπες σαν το παιδάκι ή έστω δεν με αντιμετώπιζες έτσι. Μπορεί να σας έβλεπα 10-15 μέρες το χρόνο αλλά η Αγγελική, και ακόμα περισσότερο εσύ, διαμορφώσατε ένα δυσανάλογα μεγάλο κομμάτι αυτού που σήμερα είναι η Αναστασία.»

«Ξέρεις κάτι; Αυτό που μου είπες είναι από τα ομορφότερα πράγματα που έχω ακούσει στη ζωή μου. Με κάνει περήφανο, με τιμάει!»

«Δεν ήταν ένα απλό παιδικό crush, Αντώνη. Μπορεί να ξεκίνησε έτσι αλλά διαμορφώθηκε σε αυτό που αισθάνομαι για εσένα. Ακόμα και ακούσια, είναι δικό σου έργο, δικό σου και μόνο. Δε θέλω να μου απαντήσεις κάτι, στο είπα γιατί όφειλα να στο πω.»

Δεν έβρισκα παρά έναν και μόνο τρόπο να της απαντήσω και αυτός δεν ήταν τα λόγια. Της έπιασα το χέρι και την πήγα στο δωμάτιο. Την ξάπλωσα στο κρεββάτι, ξάπλωσα πλάι της και γυρίζοντας το σώμα μου, ξεκίνησα να τη φιλάω. Το χέρι μου ταξίδεψε τρυφερά πάνω στο σώμα της ίσα όσο χρειαζόταν για να κάνει το όργανό μου να ορθωθεί. Η Αναστασία ήταν έτοιμη. Εγώ ο ίδιος την ετοίμαζα χωρίς καν να το έχω καταλάβει και το κύμα δεν είχε κάνει τίποτα περισσότερο από το να μου δείξει με εμφατικό τρόπο πως απέναντί μου δεν είχα κάποιο κοριτσάκι αλλά γυναίκα. Και αν το σώμα της ήταν η ενσάρκωση των σεξουαλικών μου πόθων ήταν το μυαλό της που με είχε κάνει να αρχίσω να δαγκώνω τη λαμαρίνα για πάρτη της.

Χωρίς άλλη καθυστέρηση μπήκα μέσα της και άρχισα να κινούμαι. Είχε και πάλι σφαλιστά κλειστά τα μάτια της και κάθε κίνηση μου την έκανε να δαγκώσει το κάτω της χείλος. Γρήγορα το δάγκωμα αντικαταστάθηκε από σιγανά στην αρχή και έπειτα πιο δυνατά βογγητά που κάποιες φορές εναλλάσσονταν με στεναγμούς.

«Κοίτα με» της είπα μιλώντας σχεδόν με κομμένη ανάσα. «Κοίτα με!»

Άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε και χωρίς να αυξήσω ταχύτητα πολλαπλασίασα την ένταση της κίνησής μου μέσα της. «ΜΜ ΜΜ ΜΜ ΜΜ» μου ξέφευγαν κάθε φορά που καρφωνόμουν και τα δικά μου βογγητά συνοδεύονταν από τα δικά της, σε ένα ιδιότυπο ντουέτο. Άρχισα να αυξάνω ταχύτητα αλλά καθώς έχοντας τελειώσει πριν λίγη ώρα στο στόμα της η κορύφωση αργούσε να έρθει οπότε λίγη ώρα αργότερα έκοψα και πάλι το ρυθμό μου καθώς το σώμα μου δεν άντεχε να τον ακολουθήσει. Ένιωσα το σώμα της από κάτω μου να τρεμουλιάζει και πάλι και με τα μάτια ανοιχτά με κοίταζε χωρίς να με βλέπει.

«Κοίτα με!» της είπα ακόμα πιο επιτακτικά και με κάμποσο κόπο κατάφερε να εστιάσει το βλέμμα της. Σταμάτησα να κινούμαι και χαμηλώνοντας προς το μέρος της τα στόματά μας βρέθηκαν και πάλι ενωμένα, ενωμένα όπως τα σώματά μας. Σταύρωσε τα χέρια της πίσω από το σβέρκο μου, ανασηκώθηκα και κοιτώντας την στα μάτια ξεκίνησα και πάλι να κινούμαι όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο δυνατά και όλο και πιο γρήγορα και όλο πιο δυνατά…

Καρφώθηκα για τελευταία φορά μέσα της και κάθισα ακίνητος και οι οργασμικές εκρήξεις διαδέχονται η μία την άλλη, εκρήξεις που συνοδεύονταν από τα δικά της αναφιλητά ηδονής. Όταν τελείωσα έπεσα σχεδόν ξέπνοος πάνω της αλλά δεν τραβήχτηκα. Ανασήκωσα το κεφάλι μου και την κοίταξα ενώ εκείνη μου έπιασε το πρόσωπο και με τα δυο της χέρια. Δεν ξέρω πως ήταν το βλέμμα μου, πιθανά σαν του τρελού, το δικό της ωστόσο έλαμπε. Έλαμπε. Κατέβηκα από πάνω της και ξάπλωσα ανάσκελα ενώ η Αναστασία γύρισε στο πλάι, στηρίζοντας το κεφάλι με το χέρι της.

«Τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησα.

«Ήταν… έντονο!»

«Ενώ ας πούμε τις άλλες φορές το είχες ρίξει στο ροχαλητό;»

«Έλα, μη με πειράζεις!»

«Πες μου ότι δε σ’ αρέσει και το κόβω μαχαίρι!»

«Εκβιαστή!» μου απάντησε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Λοιπόν;»

«Δεν ξέρω… ήταν… ήταν διαφορετικό. Δεν… δεν ξέρω. Μέχρι… μέχρι που το κάναμε για πρώτη φορά την προηγούμενη Παρασκευή, το σεξ για μένα ήταν κάτι απλά ευχάριστο, δεν καταλάβαινα γιατί αρέσει τόσο στον κόσμο. Εννοώ ότι μόνη μου… μόνη μου το ευχαριστιόμουν περισσότερο. Ωστόσο εδώ και μια σχεδόν εβδομάδα, κάθε φορά κάνεις τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Ούτε καν είχα φανταστεί από… ξέρεις… ότι μπορεί να είναι κάτι τόσο δυνατό, τόσο ηδονικά υπέροχο.»

«Άρα;»

«Δεν μπορώ να το προσδιορίσω ακριβώς… Σήμερα μου ζήτησες να σε κοιτάω στα μάτια και… ήταν πολύ όμορφα να σε βλέπω. Συνήθως… συνήθως χάνομαι… ακόμα και σήμερα με ανοιχτά τα μάτια, με πολύ δυσκολία εστίαζα κάποιες φορές και όταν το κατάφερνα… η εικόνα σου την ώρα που μ’ έκανες δική σου…» είπε και κόμπιασε και πάλι κοιτάζοντάς με απολογητικά.

«Εντάξει» της είπα χαμογελώντας. «Έχω μια τάση να το υπεραναλύω και μερικές φορές δεν χρειάζεται, απλά δεν χρειάζεται. Είναι αυτό που είναι.»

«Ο όμοιος στον όμοιο, που λένε, σάμπως εγώ είμαι καλύτερη;»

«Η καλυτεροτερότερη!»

«Αυτά μου κάνεις!»

«Και όχι μόνον αυτά!»

«Ναι! Χιχιχιχι»

«Λοιπόν, νάνι τώρα γιατί αύριο έχουμε πρωινή έγερση! Αλήθεια, τι ώρα έχεις μάθημα;»

«Αύριο έχω στις 11:00»

«Σε ζηλεύω»

«Ναι αλλά το πρωί που θα ξυπνήσεις θα βρεις το καφεδάκι σου έτοιμο!»

«Έλα εδώ βρε μαμούνι!» της είπα και την έσφιξα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα. Ορίστε, να’τα και τα υποκοριστικά. «Καληνύχτα κοριτσάρα μου!»

«Καληνύχτα μπούμερ μου!»

Το πρωινό ξύπνημα ήταν και πάλι …οργασμικό, καθώς παρόλο που δεν της το είχα ζητήσει, με ξύπνησε όπως το πρωί της Δευτέρας, μόνο που σε αντίθεση μ’ εκείνη την μέρα δεν πρόλαβα να της το ανταποδώσω γιατί η αλήθεια είναι ότι κοιμηθήκαμε λίγο παραπάνω. Δώσαμε ραντεβού για το απόγευμα και η Αναστασία κατέβηκε στο διαμέρισμά της για να ετοιμαστεί ενώ εγώ πήγα στη δουλειά μου.

Το καλό με το να είσαι δεύτερος στην ιεραρχία της εταιρίας στην οποία εργάζεσαι είναι ότι δεν έχεις να δώσεις λογαριασμό παρά μόνο στον CEO, οπότε στις 17:00 το έκλεισα. Είχα συνεννοηθεί με την αδερφή μου και έτσι όταν γύρισα σπίτι, πήρα τον μαντράχαλο και τα συμπράγκαλά του και τον πήγα στην αδερφή μου που μένει στην Άνοιξη. Τα ανίψια μου, που λατρεύουν τον Ράντι, χοροπηδούσαν από τη χαρά τους που θα τον είχαν δυο μέρες. Βέβαια για να τον βγάλουν βόλτα ούτε λόγος, εκτός και αν πήγαιναν καβάλα να πούμε, αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα καθώς μένουν σε μονοκατοικία με πολύ μεγάλο κήπο. Βέβαια είχαμε και το δράμα μας καθώς το παραπονεμένο βλέμμα του και γαύγισμά του όταν κίνησα να φύγω μου ράγισε την καρδιά. Έσφιξα τα δόντια μου και έφυγα πριν το μετανιώσω και τον πάρω και αυτόν μαζί μου γιατί τα ανίψια μου θα με έγδερναν ζωντανό, χώρια που είχα τάξει μηχανή στην Αναστασία.

Στις 18:30 ήμουν σπίτι και είχα λίγη δουλίτσα ακόμα. Αρχικά ξεβίδωσα το μαμίσιο κιτ συνεπιβάτη και το άλλαξα με αυτό που είχα αγοράσει για ταξίδι και επειδή η Vulcan είναι urban cruiser και όχι σχεδιασμένη για ταξίδια, τέτοια custom made kit κόστιζαν ένα νεφρό και μισή σπλήνα. Από την άλλη η πλάτη στήριξης του συνεπιβάτη ήταν πιο ψηλή και αρκετά πιο αναπαυτική και επιπλέον είχε και προέκταση για να τοποθετήσεις πάνω του δυο μεγάλες πλαστικές μπαγκαζιέρες, μία σε κάθε πλευρά, που πέραν του αποθηκευτικού χώρου εφάρμοζαν και στις γάμπες του συνεπιβάτη, κάνοντας ακόμα πιο αναπαυτικό το ταξίδι και κόστιζαν άλλη μισή σπλήνα.

«Καλώς τον!» μου είπε η Αναστασία και με πήρε στην αγκαλιά της και με φίλησε, όταν της χτύπησα την πόρτα.

«Ήρθα να σου φέρω την μπαγκαζιέρα σου για να βάλεις τα πράγματά σου. Όταν τελειώσεις, έλα σε παρακαλώ πάνω για να με βοηθήσεις να φτιάξω κι εγώ τη δική μου»

«Βεβαίως!» μου είπε όταν της έδωσα τη μπαγκαζιέρα. «Σε 20 λεπτά το πολύ θα είμαι πάνω.»

«Ωραία, να προλάβω να κάνω κι ένα ντουζάκι. Θυμήσου να ντυθείς ελαφρά από πάνω καθώς θα φορέσεις το ειδικό προστατευτικό μπουφάν. Από κάτω τζιν και ει δυνατόν και φόρμα μέσα από το τζιν, δεν ξέρω αν θα σου κάνει το κάτω μέρος της στολής. Αν έχεις αθλητικό μποτάκι το φοράς, αν όχι τα αθλητικά σου, σε καμία περίπτωση πέδιλα.»

«Εντάξει Αντώνη μου»

Ανέβηκα πάνω και πήγα και έκανα ένα γρήγορο ντουζ. Όταν ανέβηκε φορούσε ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και από κάτω τζιν με αθλητικά παπούτσια. Με κοίταξε απολογητικά.

«Τα τζιν μου είναι εφαρμοστά, δεν μπορώ να φορέσω και τζιν και φόρμα.»

«Για δοκίμασε αυτό σε παρακαλώ» της είπα και της έδωσα το κάτω μέρος της φόρμας που κάποτε φορούσε η Αγγελική. Όταν την έχασα είχα κρατήσει κάμποσα ρούχα της που δεν μπορούσα να αποχωριστώ και σε αυτά περιλάμβαναν και το σετ της μηχανής. Η Αναστασία έβγαλε το παντελόνι της, από κάτω φορούσε ένα απλό μαύρο εσώρουχο αλλά ακόμα και έτσι δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τις στιγμιαίες μου καύλες. Πήρε τη φόρμα και τη φόρεσε, μια χαρά της ερχόταν. Με πολλή δυσκολία κατάφερα να πνίξω το στεναγμό μου.

«Μου είναι λίγο μεγαλούτσικη αλλά κατά τα άλλα μια χαρά. Νομίζω ότι θα μπορούσα να φορέσω το τζιν από μέσα.»

«Όχι δε χρειάζεται, μη σκάσεις κιόλας. Λοιπόν, αυτά είναι που θέλω να πάρω μαζί μου» είπα και της έδειξα τα ρούχα που είχα απλώσει στο κρεββάτι καθώς και μια σακούλα με ένα ζευγάρι sneakers, ένα ζευγάρι πλαστικά παπούτσια θάλασσας  και ένα ζευγάρι σαγιονάρες. «Τι λες, χωράνε;»

«Όχι απλά χωράνε, θα περισσέψει και χώρος.» μου είπε και σε πέντε λεπτά ήταν όλα μέσα στη μπαγκαζιέρα τακτοποιημένα άψογα και με μπόλικο χώρο να περισσεύει κιόλας. «Εγώ πήρα και πράγματα για τη θάλασσα, με τα τριαντάρια που κάνει υπέθεσα ότι θα πάμε για μπάνιο!»

«Αμάν, ναι! Να τι είχα ξεχάσει!» είπα και πήγα και έβγαλα το μαγιό μου πετώντας το πρακτικά μέσα στη μπαγκαζιέρα. Η Αναστασία το πήρε και αφού το δίπλωσε προσεκτικά, το έβαλε και πάλι πίσω. «Τα υπόλοιπα θα τα πάρω από το αυτοκίνητο όταν κατέβουμε»

«Αλήθεια, που θα μείνουμε;»

«Θα δεις!» της απάντησα αινιγματικά.

«Ουφ, θα με σκάσεις!»

«Ένα θα σου πω, χθες που μου ήρθε η ιδέα για την εκδρομή, το τηλεφώνημα για την κράτηση το έκανα για την τιμή των όπλων. Όταν μου είπε ότι το ΣΚ υπήρχε διαθεσιμότητα λόγω μιας απρόοπτης ακύρωσης ένιωσα σα να κέρδισα το Τζόκερ!»

«Βάζεις πολύ ψηλά τον πήχη, αγαπητέ!»

«Μωρέ κάτσε να το δεις και αν δεν κάνεις κωλοτούμπες από τη χαρά σου, να μη με λένε Αντώνη!»

«Και πώς θα σε λένε, κυρία Ελένη;»

«Σε τρώει το ποπουδάκι σου, μικρή;»

«Λίγο μόνο!» απάντησε χαρίζοντάς μου ένα πλατύ χαμόγελο.

«Άντε σουσουράδα, πάμε!» της είπα.

Είχε πάρει ό,τι χρειαζόταν μαζί της οπότε πήγαμε κατευθείαν στον κήπο χωρίς να χρειαστεί να περάσουμε από το διαμέρισμά της. Τοποθέτησα τις μπαγκαζιέρες στη θέση τους και τις ασφάλισα. Η αλήθεια είναι ότι το μέγεθός τους σε συνδυασμό με το πως έπρεπε να κάτσει ο συνεπιβάτης έκαναν τον δεύτερο να χρειαστεί κάτι σε γιόγκα για να ανέβει αλλά άπαξ και το κατάφερνε, ήταν βασιλιάς!

«Αχ καλέ τι βολικά που είναι! Όχι, μπράβο σου!»

«Είδες; Στα ώπα-ώπα σ’ έχω» της είπα και της έδωσα το κράνος της.

«Είσαι ο καλυτεροτερότερος!»

«Είμαι!»

Ξεκινήσαμε και κατεβαίνοντας την Κηφισίας μέχρι το Μαρούσι, μπήκαμε στην Αττική οδό. Μέχρι τώρα την είχα πάει όλη και όλη μια βόλτα μέχρι την Πεντέλη και της Αναστασίας δεν της είχε δοθεί η ευκαιρία να δει τη μηχανή να ανοίγει. Ακόμα και με δύο επιβάτες μπορούσε να πιάσει άνετα τα 170 ωστόσο δεν είχα κανένα σκοπό να πατήσω τόσο πολύ το γκάζι και η αλήθεια είναι, ότι και να ήθελα, η Αττική οδός στο ύψος που μπήκαμε και μέχρι το ύψος της Εθνικής είχε αρκετά πυκνή ροή. Όταν μου δόθηκε η ευκαιρία την άνοιξα και με μεγάλη δυσκολία συγκρατήθηκα και δεν την πήγα πάνω από 120. Όταν βγήκαμε στην Αθηνών-Κορίνθου την ανέβασα στα 140 και ως εκεί, όσο και αν με φαγούριζε να γκαζώσω κι άλλο.

Παρά το γεγονός ότι ήταν Παρασκευή και παρά το αφύσικα ζεστό για την εποχή Σ/Κ που ερχόταν, ο δρόμος ήταν σχετικά άδειος και άδειασε ακόμα περισσότερο μετά τα Μέγαρα. Όπως και να έχει, δύο ώρες και κάτι από την ώρα που ξεκινήσαμε, φτάσαμε στον προορισμό μας. Έσβησα τη μηχανή και ξεκαβαλήσαμε και οι δυο, βγάζοντας τα κράνη μας.

«Λοιπόν, με λένε Αντώνη ή όχι;»

«ΓΟΥΑΟΥ!»

«Είναι όλη δική μας!»

Θέλοντας να έχω την απομόνωσή μας, είχα διαλέξει να κλείσω βίλα έξω από το Ναύπλιο, γιατί ο κόσμος είναι μικρός και ο διάολος έχει πολλά ποδάρια. Εντάξει, δε θα κάναμε και τους ιερομόναχους, αλλά όσο μπορούσα προσπάθησα να πάρω τα μέτρα μου. Η βίλλα ήταν υπέροχη, είχε υπέροχη θέα, μεγάλη πισίνα και αν και την είχαμε όλη δική μας, ήταν κανονικά για έξι άτομα. Ήταν πολύ περιζήτητη και για να βρεις ελεύθερο ΣΚ ακόμα και μέσα στο χειμώνα, έπρεπε να κάνεις τάμα να πούμε.

«Έχεις όρεξη για μια βουτιά στην πισίνα;» την ρώτησα όταν τακτοποιηθήκαμε.

«Τέτοια ώρα; Έχει και μια δροσούλα είναι η αλήθεια!»

«Η πισίνα είναι εσωτερική και θερμαινόμενη»

«Δε θα μας κοιτάνε περίεργα;»

«Ποιος παιδί μου; Μόνοι μας είμαστε!»

«Η κυρία που μας περίμενε;»

«Γύρισε σπίτι της όταν μας έδωσε τα κλειδιά, εδώ θα καθόταν;»

«Αντώνη; Πόσο σου πήγε;» με ρώτησε με κάποιο ίχνος ανησυχίας.

«Να μη σε νοιάζει» της απάντησα.

«Απλά δεν…»

«Ούτε δεν ούτε μεν. Λοιπόν, πάμε για ένα γρήγορο ντουζάκι και μετά βουτιά στην πισίνα;»

«Ναι, πάμε!»

Κάναμε στα γρήγορα το ντουζάκι μας και επιστρέψαμε στο δωμάτιο να βάλουμε τα μαγιό μας και μετά πήγαμε στην πισίνα.

«Βγάλε το πάνω μέρος του μαγιό σου» της είπα. «Σου είπα, μόνοι μας είμαστε!»

«Εντάξει» είπε και απελευθέρωσε τα στήθη της από την κομψή φυλακή τους κάνοντάς με να καυλώσω αυτοστιγμεί και πάλι καλά που το μαγιό-βερμούδα επέτρεπε τέτοια ζογκλερικά.

«Αχ, είναι υπέροχο το νερό» της είπα όταν ξεμύτησα μετά τη βουτιά που έκανα. «Έλα φοβητσιάρα, βούτα, σου είπα είναι θερμαινόμενη!»

«Δεν τη λες και ζεστή» είπε βουτώντας διστακτικά το πόδι της.

«Θερμαινόμενη είναι, όχι ιαματικό λουτρό! Μπες μέσα ρε βάσανο!»

«Άμα κρυώνω το κρίμα στο λαιμό σου» μου είπε και βούτηξε με τη σειρά της. «Εντάξει, καλή είναι» παραδέχτηκε όταν ξεμύτησε.

Χαζολογήσαμε γύρω στη μια ώρα και τότε το στομάχι μου μου υπενθύμισε εμφατικά πως ή ώρα ήταν δέκα και κάτι και εγώ ήμουν όλη μέρα με ένα τοστ που είχα φάει το μεσημέρι.

«Αναστασία, πεινάς;»

«Νόμιζα ότι δε θα με ρωτούσες ποτέ! Αν πεινάω λέει;»

«Ωραία, πάμε να ντυθούμε και θα κατεβούμε Ναύπλιο για να φάμε»

Δεδομένης της μηχανής η γκαρνταρόμπα ήταν περιορισμένη αλλά ακόμα κι έτσι η Αναστασία κατάφερε να μου πετάξει τα μάτια έξω. Φορούσε μια υφασμάτινη άσπρη πανταλόνα που τόνιζε υπέροχα τα οπίσθιά της ενώ το τοπ της, αποκαλυπτικό όσο πρέπει, κάλυπτε μέχρι και λίγο κάτω από το στήθος της, αφήνοντας γυμνό το στομάχι της και έδενε σταυρωτά πίσω από το λαιμό της. Από κάτω φορούσε χαμηλά γοβάκια.

«Το ξέρω, αθλητικά θα φορέσω, θα πάρω τα γοβάκια μαζί μου» είπε προλαβαίνοντάς με.

«Είσαι κούκλα… είσαι… Θεέ μου… είσαι… κούκλα! Κούκλα!»

«Κι εσύ είσαι υπέροχος, ασπρομάλλη μου!» με πείραξε τρυφερά.

«Παππούς ο σέξι και όποια αντέξει!»

«Όχι παππούς! Μέχρι σέξι μεσήλικας σου επιτρέπω!»

«Ορίστε, με δουλεύει πάλι!»

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» ήταν η απάντηση που έλαβα κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. Φόρεσε προσεκτικά το κάτω μέρος της φόρμας και από πάνω το προστατευτικό μπουφάν. Έβαλε τα γοβάκια της μέσα στο σάκο που της έδωσα και κατεβήκαμε στη μηχανή. Τοποθέτησα το σάκο στη θέση του πίσω από την πλάτη στήριξης του συνεπιβάτη και αφού φορέσαμε τα κράνη μας ανεβήκαμε στη μηχανή, χωρίς τις δύο μπαγκαζιέρες το ανέβασμα ήταν φοβερά πιο εύκολο.

Παρά τη ζέστη που είχε κατά τη διάρκεια της μέρας, το βράδυ είχε αρκετή δροσιά αλλά με τα προστατευτικά μπουφάν και παντελόνια, η δροσιά δεν ήταν πρόβλημα. Το μέρος που ήταν η βίλλα ήταν κάμποσο έξω από το Ναύπλιο ωστόσο ακόμα και έτσι, σε 20 λεπτά ήμασταν στο λιμάνι. Βγάλαμε μπουφάν και φόρμες και αν και εμένα θα μου έβγαζε την ψυχή, η Αναστασία τα πακέταρε χωρίς καν να ιδρώσει. Έβαλε τις γόβες της, ζαλώθηκα κι εγώ το σακίδιο στην πλάτη και πήγαμε να βρούμε που θα πάμε να φάμε.

«Θέλω καλαμαράκια!» μου δήλωσε.

«Ό,τι θέλει το κορίτσι!»

Τελικά και καλαμαράκια πήραμε, και χταποδάκι πήραμε, και γαύρο ξιδάτο πήραμε, και γαρίδες σαγανάκι πήραμε, με αποτέλεσμα όταν τελειώσαμε το φαγητό να μου έχει φτάσει μέχρι τα αφτιά, η Αναστασία είχε αρκεστεί στα καλαμαράκια της και λίγο σαγανάκι και χταπόδι, οπότε σε ποιον θα έπεφτε ο κλήρος για να μην πάνε χαμένα; «Ναι φουκαρά μου, και σε χάλασεεεε» με μάλωσα από μέσα μου. Σε κάποιο από τα διπλανά τραπέζια καθόταν με την παρέα της μια από αυτές τις διάσημες ινφλουένσερ που ναι μεν είχε μυαλό κουκούτσι αλλά ως γυναίκα ήταν εντυπωσιακά όμορφη. Και όμως με όλη της την ομορφιά στα μάτια μου δεν έπιανε μπάζα στην απλά κοριτσίστικα γλυκούλα Αναστασία μου. Μου; Μου; Μου;;;; Μπορεί να μη το χάσαμε το κορμί πατριώτη αλλά αρχίσαμε να χάνουμε τα μυαλά μας.

Καλά θα πήγαινε αυτό…

6. Η αδερφή του Μεγαλέξανδρου. Όχι αυτή, η άλλη!

«Αναστασία, πάμε να περπατήσουμε λιγάκι γιατί νιώθω σα βόας! Μη με κοιτάς έτσι, εσύ τα φταις!»

«Τι έκανα;»

«Με άφησες να τα φάω όλα αυτά μόνος μου!»

«Στο είπα Αντωνάκη, πολλά πήραμε»

«Και πάει και το μου»

«Μωρέ ας μην είμασταν σε δημόσιο μέρος και θα σου έλεγα πόσα απίδια χωράει ο σάκος!»

«Αχνε, τρύγησε το άγουρο κορμί μου, ρίξε με στο βούρκο της ακολασίας, κύλισέ με στο βόρβορο, πέταξέ με στο φαράγγι της μαύρης ντροπής!»

«Με δουλεύεις Αντωνάκη *μου*;»

«Αν είναι δυνατόν, φωτιά να πέσει να κάψει τους ανταγωνιστές μας κυρία Ελενίτσα!»

«Καλά, θα τα πούμε όταν είμαστε οι δυο μας!»

«Αυτό είναι απειλή, μπόμπιρα;»

«Υπόσχεση είναι μπάρμπα!»

«Μπαρμπαριά και Τούνεσι!»

«Μπάρμπα! Μπάρμπα! Μπάρμπα!»

«Καλά, θα τα πούμε όταν είμαστε οι δυο μας!»

«Αχνε, τιμώρησέ με, ταπείνωσέ με, πέτα με στα βράχια!»

«Σήκω, βάσανο!»

Βγήκαμε στο λιμάνι και περπατώντας την παραλία φτάσαμε μέχρι και το Ξενία. Από το ναυτικό όμιλο και μετά δεν υπήρχε ψυχή και εκεί βρήκα την ευκαιρία και πήρα το χέρι της στο χέρι μου. Κάναμε ένα μεγάλο κύκλο και γυρίσαμε μέσα από τα στενάκια μέχρι το ύψος της προβλήτας του φάρου. Κοίταξα το tracker του ρολογιού μου, έγραψε 3 Km, λογικά θα ήταν γύρω στα 2,5 καθώς το ρολόι είχε μια τάση να υπερβάλει. Ρολόι που κόντευε να ξεμείνει από μπαταρία και είχα ξεχάσει να πάρω μαζί μου το φορτιστή του. Δε βαριέσαι, κινητό, αυτουνού τον είχα θυμηθεί τουλάχιστον. Πήγαμε στην άκρη και καθίσαμε κάτω από το φάρο.

«Τι όμορφα που είναι!»

«Που να δεις την παραλία στην οποία θα σε πάω αύριο, σπόρε!»

«Χιχιχι, δε θέλεις να κάτσουμε σπίτι και να είμαστε άτακτοι;»

«Ορίστε, μου βγήκε καβλοράπανο η πιτσιρίκα!»

«Είμαι και φαίνομαι!»

«Δε με λυπάσαι μεσήλικα άνθρωπο;»

«Θες να σε λυπηθώ;»

«Έλα δε θέλω αηδίες!»

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»

«Πώς σου φάνηκε το ταξίδι με τη μηχανή;»

«Πολύ ωραίο ήταν αλλά δε μου άρεσε που δε μπορούσαμε να μιλήσουμε!»

«Ε ναι, με το κράνος δεν είναι εύκολο αλλά υπάρχει λύση, δεν έχεις ψύλλους;»

«Όχι, μόνο τσιμπούρια!»

«Καλά… λέγε εσύ, λέγε!»

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»

«Θα σε δείρω σπίτι καθότι πολιτισμένος.»

«Ω σκληρέ και βάναυσε, λυπήσου αυτό το αθώο κορίτσι!»

«I have spoken!”

«Θα σου απαντήσω κι εγώ βιβλικά: So it was written, so it shall be done!»

«Αφενός αυτό δεν είναι βιβλικό, είναι από τις 10 εντολές του Cecil De Mille και η φράση που είπε ο Yul Brynner ήταν “So let it be written. So let it be done”. Αφετέρου το “I have spoken” είναι από το the Mandalorian!»

«Παραδίνομαι!»

«Παραδώσου λοιπόν, άνευ όρων μωρό μου, μην προβάλλεις αντίσταση μπορεί να πληγωθείς!» απάντησα τραγουδιστά.

«Τράτζικ!»

«Όντως δεν είναι και από τα καλύτερα του Πασχάλη. Πάντως θα μπορούσε να είναι και πολύ χειρότερο, όπως το τσάι στο μπαλκόνι του Δάκη. Ξέρεις, τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι και η αγωνία μου φουντώνει, πότε θα βρεθούμε οι δυο μας μόνοι και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά»

«Όχι δεν ξέρω και δεν θέλω να μάθω! Ήμαρτον!»

«Μωρέ το δεσπότη Παναγιώτη θα πεις!»

«Χίλιες φορές να μου κάνεις τον κώλο μαύρο!»

«Το ένα δεν απαγορεύει το άλλο. Θα πέσει ξύλο μετά μουσικής!»

«Το cruel and unusual το έχετε ακούσει mister; Θα σας καταγγείλω στο δικαστήριο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων!»

«Καλά, θα πέσει μόνο μουσική!»

«Σκέτο ξύλο, μπα;»

«Κοίτα να δεις το νιάνιαρο!»

«Είναι ωραία όταν μου τις ρίχνεις στο κωλαράκι» μου είπε ντροπαλά. Μάλιστα, τώρα την πιάσανε οι ντροπές της.

«Κάποια στιγμή θα πρέπει να σου δείξω το paddle!»

«Paddle; όπως λέμε κουπί; Τι σχέση έ… oh! Ooooooh!»

«Μπράβο ρε Μαρίνα, βουλωμένο γράμμα διαβάζεις!»

«Έχεις τέτοιο πράγμα;» με ρώτησε με ξαφνικό ενδιαφέρον.

«Αμέ, τι μας πέρασες, για τίποτα τριτοδεύτερους;»

«Αμ δεν μας τα είχες πει αυτά Αντωνάκη!»

«Τι να πω, είμαι γεμάτος εκπλήξεις»

Και εκείνη τη στιγμή γράφοντας στα παπάρια μου το γεγονός ότι ήμασταν έξω, σε δημόσιο μέρος και με κόσμο, την έσφιξα πάνω μου και τη φίλησα, αιφνιδιάζοντάς την για ελάχιστα δευτερόλεπτα και μετά χαλάρωσε και αφέθηκε, δηλαδή τι αφέθηκε, έλιωσε στην αγκαλιά μου. Ε ρε και να έσπαγε κανένας διάολος το ποδάρι του και να μας έβλεπε κανένας γνωστός. Αγνόησα τη παράνοιά μου και συνέχισα το φιλί για λίγη ώρα ακόμα. Όταν τραβήχτηκα η Αναστασία έμεινε για λίγες στιγμές με τα μάτια κλειστά, κάνοντάς με να χαμογελάσω.

«Τέτοια μου κάνεις και λιώνω» μου δήλωσε όταν βρήκε τη μιλιά της.

«Πρόσεξες ποια καθόταν παραδίπλα μας, όταν τρώγαμε;»

«Ναι! Αυτή ήταν; Η Φίκου; Νόμιζα ότι έκαναν πουλάκια τα μάτια μου!»

«Προς τι ο ενθουσιασμός; Σιγά την προσωπικότητα. Αν ήταν τραγουδίστρια θα την περιγράφαμε ως από φωνή μουνί αλλά από μουνί φωνάρα.»

«Ξέρεις πόσοι την κάνουν follow?»

«Φαντάζομαι πολλοί αλλά ωραία γυναίκα είναι, γιατί όχι; Οι φάτε μάτια ψάρια δεν είναι το πρόβλημα ή μάλλον δεν είναι το σοβαρότερο, το πρόβλημα είναι ότι αυτή η ακατοίκητη είναι influencer και γυναίκες σαν την Πέτρου την ξέρουν οι συνάδελφοί της, συγγενείς και φίλοι.»

«Πέτρου; Την Ευδοκία Πέτρου εννοείς;»

«Χαίρομαι που εσύ τουλάχιστον την γνωρίζεις!»

«Αλίμονο βρε Αντώνη!»

«Πόσοι συνομήλικοί σου νομίζεις ότι την ξέρουν; Τι ρωτάω, οι μισοί και βάλε δεν μπορούν να γράψουν μια πρόταση της προκοπής, θα μπορούσαν να σου πουν με την παραμικρή λεπτομέρεια για τον κάθε απίθανο απιθανόπουλο στο survivor αλλά ανάθεμα και αν ξέρουν ποια είναι η Ευδοκία Πέτρου, πόσο σημαντικό είναι αυτό το βραβείο Fields και τι κατάφερε ώστε να το κερδίσει.»

«Ούτε εγώ το ήξερα, να σου πω. Το έμαθα πέρσι το καλοκαίρι.»

«Η ουσία Αναστασία μου είναι ότι εσύ είδες κάτι που σου έκανε εντύπωση και κάθισες και το έψαξες. Λογικό ήταν να μην το ξέρεις αυτό από πριν, όμως όταν έμαθες σπατάλησες έστω και πέντε λεπτά να κάτσεις να διαβάσεις τι είναι αυτό το ρημάδι το Fields, τι αξία έχει και τι έκανε η Πέτρου για να το αξίζει. Και δεν είναι ότι δεν υπάρχουν και άλλα παιδιά σαν εσένα, αλίμονο. Το πρόβλημα είναι ότι είστε η μειοψηφία και όχι η πλειοψηφία. Δεν ξέρω αν την έχεις προσέξει την Πέτρου αλλά εγώ είχα την τύχη να τη γνωρίσω από κοντά σε κάποια εκδήλωση πέρσι το καλοκαίρι. Την έχω στο Facebook, την ακολουθούμε καμιά 50αριά άτομα. Αν είχε βάλει φωτογραφία με μαγιό θα ήταν 50.000 οι followers, εμφανισιακά είναι εξίσου εντυπωσιακή γυναίκα με το φίκο -όνομα και πράγμα- που έτρωγε παραδίπλα μας.»

«Έχεις δίκιο όπως το θέτεις.»

«Τέλος πάντων, παρασύρθηκα, αλλού ήθελα να το πάω.»

«Πού;»

«Ότι ο φίκος δεν έπιανε μπάζα μπροστά στον κορίτσαρο που έχω την τύχη να συνοδεύω!»

«Δεν είναι τύχη!» μου δήλωσε και αυτή τη φορά ήταν εκείνη που μου όρμισε και με φίλησε.

«Δεν το λες και ατυχία, πάντως!» της είπα πειρακτικά όταν σταματήσαμε να φιλιόμαστε. «Πάμε για ποτάκι;»

«Αμέ!» μου είπε χαρούμενη.

Καθώς πηγαίναμε να βρούμε μπαρ να κάτσουμε σα να μου φάνηκε ότι είδα κάποια γνωστή φάτσα από την εταιρία και η παράνοιά μου επανήλθε και πάλι. Γιατί καλά να σε πετύχουν για ένα καφέ το πρωί στην Αθήνα, πώς θα δικαιολογούσα την παρουσία μου στο Ναύπλιο με την πιτσιρίκα αλαμπρατσέτα; «Μη βλέπεις παντού φαντάσματα» μάλωσα τον εαυτό μου αλλά η αλήθεια είναι ότι επιτάχυνα το βηματισμό μου. Δεδομένου ότι αυτός που νόμιζα ότι είδα ήταν με δύο πιτσιρίκια, αποφάσισα να μπούμε γρήγορα σε ένα μπαρ καθότι είτε τον ήξερα πράγματι, είτε -το πιθανότερο- ήταν ιδέα μου, στο μπαρ δε θα μπορούσε να έρθει με τα μικρά. Ήμουν τυχερός, βρήκαμε άδειο ένα απόμερο τραπέζι το οποίο ως added bonus ήταν και πιο μακριά από τα ηχεία γιατί η μουσική που έπαιζε το μπαρ δεν ήταν ακριβώς του γούστου μου.

«Τι θα πάρεις;» με ρώτησε η Αναστασία.

«Για μπύρα λέω, άλλωστε είμαστε και με το μηχανάκι.»

«Θα πάρω κι εγώ μπύρα, δεν ξέρω εδώ που τα λέμε και από ποτά, μέχρι τρεις μήνες πριν δεν επιτρεπόταν καλά-καλά να αγοράσω!»

«Μπορείς να πάρεις κάτι γλυκό και ελαφρύ. Αν θυμάμαι καλά σου αρέσει ο ανανάς, σωστά;»

«Ναι!»

«Ωραία, μπορείς να πάρεις pina colada. Είναι γλυκό, ελαφρύ και δροσιστικό κοκτέιλ από ρούμι, χυμό ανανά και γάλα καρύδας.»

«Sold!»

Λίγη ώρα μετά ήρθε και η σερβιτόρα να πάρει την παραγγελία μας.

«Κερνάω εγώ!» μου είπε.

«Σ’ ευχαριστώ κοριτσάρα μου» της είπα μη θέλοντας να της χαλάσω το χατίρι.

«Για πες μου, πού θα πάμε για μπάνιο αύριο;»

«Στο Βιβάρι θα πάμε, εκεί που βρίσκεται και το σπίτι που νοικιάσαμε»

«Είναι κρύο το νερό;»

«Χαχαχα, κρυουλιάρα. Όχι καλό είναι!»

«Μήπως να κάτσουμε στην πισίνα! Θα είμαι και γυμνόστηθη που σ’ αρέσει!»

«Γιατί, ποιος σου απαγορεύει να είσαι γυμνόστηθη στην παραλία;»

«Ε, τι στον κόσμο;»

«Γιατί, κλεμμένα τα έχεις;»

«Όχι αλλά… δεν το έχω ξανακάνει!»

«Για όλα υπάρχει η πρώτη φορά!»

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»

«Μόνο που εγώ μιλάω σοβαρά. Αν θες να τα πετάξεις κανείς δεν σ’ εμποδίζει!»

«Δε θέλω εγώ! Εσύ θέλεις, σάτυρε!»

«Be that as it may! Saved again by the bell!” είπα καθώς εκείνη την ώρα μας έφεραν τα ποτά. «Άντε στην υγειά μας!» συνέχισα, αφού γέμισα το ποτήρι μου.

«ΑΑΑ!!! Είναι πολύ ωραίο αυτό!» είπε και τράβηξε στο καπάκι μια δεύτερη ρουφηξιά.

«Βρε μην το πιείς μονοκοπανιά, δεν είναι χυμός!»

«Ουφ καλά!»

Εγώ το είπα, εγώ το άκουσα, ήπιε το κοκτέιλ της μέσα σε πέντε λεπτά και μετά με κοίταζε σαν κουτάβι. Την άφησα να παραγγείλει και δεύτερο αφού μου υποσχέθηκε ότι θα έδειχνε μεγαλύτερη εγκράτεια. Όσον αφορά εμένα, από εγκράτεια άλλο τίποτα, έβαλα το χέρι μου στο πόδι της και άρχισα να την χαϊδεύω και καθώς καθόταν από μέσα και το τραπέζι μας ήταν και απόμερο το χάδι ήταν πολύ τολμηρό. Έκανα χάζι την αντίδρασή της, από τη μία κοκκίνησε αλλά από την άλλη ήταν ολοφάνερο ότι της άρεσε. Το χέρι μου τελικά κατέληξε ανάμεσά στα πόδια της και άρχισα να την τρίβω πάνω από το παντελόνι. Προσπάθησε να μου πάρει το χέρι από εκεί που ήταν αλλά έβαλα δύναμη και το κράτησα εκεί. Όπως ήταν κάτω από το τραπέζι δε φαινόταν αλλά η Αναστασία κόντεψε να μου μείνει όταν ήρθε η γκαρσόνα και άφησε το ποτό της ενώ εγώ της έπαιζα το μουνάκι πάνω από τα ρούχα.

«Δεν έχεις το θεό σου!»

«Καθόλου. Πήγαινε στην τουαλέτα, βγάλε το κιλοτάκι σου και φέρ’το μου!»

«Τι;;;;;»

«Καλά άκουσες» της είπα διασκεδάζοντας με την αντίδρασή της. Με κοίταξε καλά-καλά προσπαθώντας να δει αν σοβαρολογώ ή της έκανα πλάκα. Αναστέναξε, πήρε το τσαντάκι της και μου έκανε νόημα να σηκωθώ για να περάσει και όπως το έκανα της τσίμπησα τον κώλο κάνοντάς την να χοροπηδήσει. Απομακρύνθηκε γρήγορα, μάλλον φοβούμενη ότι θα έπεφτε και δεύτερο τσίμπημα, και πήγε στην τουαλέτα. Εγώ είχα καυλώσει τόσο πολύ που νόμιζα ότι το όργανό μου θα σπάσει μέσα στο μποξεράκι, με καυλώνει απίστευτα η σεξουαλική υπακοή. Σήμερα -φτάνει να μην με προλάβαινε κανένα έμφραγμα- θα την έπαιρνα από παντού. Λίγη ώρα αργότερα ήρθε ακόμα πιο κόκκινη.

«Νόμιζα πως με κοιτάει όλο το μαγαζί!»

«Έχουν ξαναδεί, φαντάζομαι, άνθρωπο να πηγαίνει τουαλέτα!» την πείραξα.

«Έλα μη με κοροϊδεύεις! Εννοώ με κοίταζαν σα να ήξεραν!»

«Ποιο πράγμα;»

«Αυτό που μου ζήτησες να κάνω!»

«Τι σου ζήτησα να κάνεις;»

«Δεν ξέρεις;»

«Θέλω να μου πεις τι σου ζήτησα να κάνεις!» της είπα σε πιο επιτακτικό τόνο.

«Να… να βγάλω το… το κιλοτάκι μου και… και να στο φέρω!»

«Δώσ’το μου». Κοίταξε αριστερά και δεξιά και μου το έδωσε σα να μου έδινε φούντα, να πούμε. Αυτό που δεν περίμενε με την καμία ήταν να το πάρω, να το φέρω στο πρόσωπό μου και να το ανασάνω, παραλίγο να μου μείνει.

«Αχ θα με πεθάνεις εσύ!» μου είπε όταν προς μεγάλη της ανακούφιση το πήρα και διπλώνοντάς το προσεκτικά το έβαλα στο δικό μου τσαντάκι.

«Και που είσαι ακόμα!» της απάντησα πειρακτικά ενώ το χέρι μου ξαναβρέθηκε πάνω από το παντελόνι της ανάμεσα στα πόδια της.

«Μηηηηηηη» μου είπε. «Σε παρακαλώ… θα λερωθεί το παντελόνι»

«Γι’ αυτό υπάρχουν τα πλυντήρια» της είπα χωρίς να σταματήσω.

«Είναι άσπρο… θα… θα…ααχ… μη…αααχ αααχ»

«Καλά, αφού είναι άσπρο…»

Ξεροκατάπιε και πήρε κάμποσες βαθιές ανάσες προσπαθώντας να ανακτήσει τον έλεγχό της. Την έκανα χάζι βρίσκοντας τη, μεταξύ μας απολύτως δικαιολογημένη, αμηχανία της εξαιρετικά χαριτωμένη. Χωρίς να τολμήσει να με κοιτάξει πήρε το ποτήρι της και με τα δυο της χέρια και το έφερε προς το στόμα της, τραβώντας, παρά τις υποσχέσεις περί εγκράτειας, άλλες δυο γερές ρουφηξιές, αδειάζοντας σχεδόν το μισό ποτήρι. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο της.

«Η μητέρα μου είναι!» μου είπε με μια δόση πανικού.

«Ε, απάντησέ της!»

«Και τι να της πω;»

«Ότι είσαι έξω! Απάντησέ της παιδί μου!»

«Καλησπέρα μαμά! Καλά, μια χαρά, εσείς; Κάτσε δε σε ακούω έχει λίγη φασαρία εδώ. Είμαι έξω. Όχι δε φαντάζομαι να αργήσω. Ναι καλά είμαι. Έλα λες και είμαι κανένα μωρό, προχθές τα είπαμε. Ε θα σ’ έπαιρνα το πρωί, τι ήθελες να σας ξυπνήσω μέσα στη μαύρη νύχτα που θα γυρίσω; Καλά είναι, χθες φάγαμε μαζί, δηλαδή εγώ του είπα να έρθει να φάει, είχα φτιάξει μακαρόνια. Ευχαρίστως θα του τα μεταφέρω αν τον δω. Ναι. Έλα μαμά… ναι δώσε μου και το μπαμπά. Γεια σου μπαμπακούλη! Χαχαχα ναι, ξεπόρτισα σήμερα. Άντε πάλι Γιάννη τα καράβια, όχι δε θ’ αργήσω. Εσύ καλά; Τι; Πάλι Λονδίνο; Σοβαρά τώρα, πρωί θα πας βράδυ θα γυρίσεις; Δεν είμαστε με τα καλά μας. Ναι… ναι… χθες τον είδα, το είπα και στη μαμά. Ξέρω ‘γω; καλά μου φάνηκε, κουρασμένος. Ναι θα του μεταφέρω και τους δικούς σου χαιρετισμούς. Εντάξει μπαμπά, φιλάκια. Καληνύχτα». Πήρε βαθιά ανάσα και ήπιε ακόμα μια ρουφηξιά από το ποτό της. «Ουφ, καλά πήγε αυτό!»

«Γιατί να μην πήγαινε καλά;»

«Ειρωνικά το λέω, μου πήγε τρεις-μία»

«Γιατί παιδί μου; Χαλάρωσε, δεν είσαι κανένα δεκαπεντάχρονο πλέον!»

«Δίκιο έχεις μωρέ Αντώνη αλλά…» Δεν τέλειωσε τη φράση, ήπιε ακόμα μια ρουφηξιά, ουσιαστικά αδειάζοντας το ποτήρι της.

«Καλά που υποσχέθηκες ότι θα είσαι εγκρατής!»

«Ναι, βγάλε τώρα τη σκούφια σου και βάρα με, γερο-παραλυμένε!»

«Εσύ υποσχέθηκες ότι θα είσαι εγκρατής μικρή, όχι εγώ!»

«Ορίστε, είχα δεν είχα, πάλι εγώ φταίω!»

«Στο είπα ότι θα πέσει ξύλο μετά μουσικής, δεν στο είπα;»

«Αυτό είναι bullying!»

«Wooly bullying»

«Αυτά τα dad jokes σου…»

«Έτσι ε;» Έβαλα πάλι το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια της.

«Μηηηηηηη!»

«Σιωπή! Κάνε νόημα στην γκαρσόνα να έρθει να μας φέρει το λογαριασμό»

«Αααχ… μμμ Δε… δε θα πληρώσουμε;»

«Δεν είπες ότι θα με κεράσεις; Ιδού η Ρόδος. Όοοχι, το χέρι μου δεν θα πάει πουθενά, φώναξε την γκαρσόνα είπα»

Τι να κάνει η φουκαριάρα, έκανε νόημα στην γκαρσόνα να έρθει. Την έκανα απίστευτο χάζι που προσπαθούσε να κρατήσει τη φωνή της σταθερή ενώ το χέρι μου κάτω από το τραπέζι και ανάμεσα στα πόδια της είχε εντείνει την ένταση του παιχνιδιού, χέρι το οποίο τράβηξα μόνο όταν έφυγε η γκαρσόνα. Ήπια τις δυο τελευταίες γουλιές που είχαν μείνει στο ποτήρι μου και σηκώθηκα, βάζοντας το σάκο με τα ρούχα για της μηχανής στην πλάτη μου. Σηκώθηκε και εκείνη και προχωρήσαμε προς την έξοδο και ναι, ένας μικρός λεκές είχε εμφανιστεί στο παντελόνι της.

«Κατουρήθηκες από τη χαρά σου που φεύγουμε;»

«Θα σου έλεγα τώρα!»

Δεν της απάντησα, συνεχίσαμε το δρόμο μας μέχρι που φτάσαμε εκεί που είχα αφήσει τη μηχανή. Έβγαλα από το σάκο τα ρούχα της και τα αθλητικά της και της τα έδωσα. Όταν τελειώσαμε με το ντύσιμο, έβαλα πάλι το σάκο στη θέση του και ξεκινήσαμε. Σταμάτησα σε ένα περίπτερο και πήρα μια εξάδα μπύρες, άλλη μια εξάδα μπουκαλάκια breezers, ένα χυμό φράουλα, ένα χυμό μπανάνα, ένα πακέτο τσιγάρα και ένα αναπτήρα καθώς ήθελα να κάνω ένα τσιγάρο και είχα ξεχάσει τα τσιγάρα μου στην Κηφισιά. Τα έχωσα και αυτά στο σάκο πίσω από την πλάτη στήριξης του συνεπιβάτη, ανέβηκα στη μηχανή και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.  Είκοσι λεπτά αργότερα ήμασταν στη βάση μας.

«Πάμε έξω στη βεράντα, έχει ξαπλώστρες.»

«Κάτσε να αλλάξω.»

«Θέλεις μπύρα ή breezer;»

«Breezer»

Πήγα γρήγορα στην κουζίνα και έβαλα τις μπύρες, τους χυμούς και τα υπόλοιπα breezers στο ψυγείο, κράτησα μόνο τα δύο που θα πίναμε. Πήγα στο νεροχύτη και έπλυνα σχολαστικά τα μπουκάλια. Όταν επέστρεψα η Αναστασία ήταν ήδη στη βεράντα, ξαπλωμένη στη μία από τις δύο ξαπλώστρες. Φορούσε ένα μπλουζάκι από πάνω ενώ από κάτω ήταν μόνο με ένα κιλοτάκι. Της έδωσα το μπουκάλι της και ψάρεψα ένα τσιγάρο από το πακέτο που μόλις είχα ανοίξει. Κάθισα κι εγώ στην ξαπλώστρα, άναψα το τσιγάρο και ρούφηξα ηδονικά μια τζούρα καπνό. Είχα τρελές καύλες, το παιχνίδι που της είχα κάνει στο μπαρ με είχε κάνει πύραυλο.

«Έλα εδώ μωρό μου» της είπα. Ήρθε και όπως ήμουν ξαπλωμένος πίσω κάθισε πάνω μου χαμογελώντας μου πονηρά. «Βγάλε τη μπλούζα σου»

«Κρυώνω λιγάκι» μου είπε.,

«Θα ζεσταθείς. Βγάλε τη μπλούζα σου σε παρακαλώ» της είπα και έβγαλε υπάκουα τη μπλούζα της. Οι ρώγες στο στήθος της ήταν πετρωμένες και όχι μόνο λόγω της ψύχρας. Τράβηξα ακόμα μια τζούρα και με το άλλο χέρι τη χάιδεψα με το δάχτυλο γύρω από τη ρώγα. «Πάρε με στο στόμα σου». Η Αναστασία έκανε πίσω και αφού έβγαλα το σορτς και το μποξεράκι μου ξάπλωσε μπρούμητα με το κεφάλι της σε απόσταση μερικών εκατοστών από το όργανό μου. Σήκωσε το βλέμμα της και με κοίταξε. Της ένευσα και με πήρε στο στόμα της.

Τράβηξα ακόμα μια τζούρα και έκλεισα τα μάτια απολαμβάνοντας την πίπα που μου έκανε. Προς το παρόν ανεβοκατέβαζε το κεφάλι της χρησιμοποιώντας μόνο τα χείλη της.

«Σ’ αρέσει να με παίρνεις στο στόμα σου;» τη ρώτησα διακόπτοντάς την.

«Πολύ!» μου απάντησε χαμογελαστή.

«Το κάνεις πολύ καλά αλλά θέλω να προσπαθήσεις να με πάρεις πιο βαθιά στο στόμα σου». Μου ένευσε καταφατικά και με πήρε και πάλι στο στόμα της και κατέβασε το κεφάλι της σταδιακά κάτω όσο της επέτρεψε το gag reflex της. «Κράτα τον εκεί, μην κουνήσεις το κεφάλι σου». Έπνιξε κάτι σα βήχα αλλά δεν τραβήχτηκε. «Πιο βαθιά» της είπα. Προσπάθησε αλλά σταμάτησε καθώς ένιωσε να πνίγεται. Τραβήχτηκε και πήρε βαθιές ανάσες. «Πάμε πάλι μωρό μου. Θα φτάσεις μέχρι εκεί που αντέχεις, θα κρατηθείς ακίνητη και μετά θα προσπαθήσεις να το πάρεις πιο βαθιά». Το επανέλαβε μερικές φορές ακόμα μέχρι που άρχισε να βουλώνει η μύτη της και εκεί τη σταμάτησα.

«Συγνώμη» μου είπε απολογητικά.

«Μη ζητάς συγνώμη μωρό μου, προσπαθείς, το βλέπω ότι προσπαθείς. Θέλει υπομονή μέχρι να μάθεις να με παίρνεις βαθιά μέσα σου.»

«Θα το μάθω!» μου υποσχέθηκε.

«Είμαι σίγουρος» της απάντησα χαϊδεύοντάς της τρυφερά το μάγουλο. «Αναστασία, γιατί μου είπες ψέματα ότι δεν το είχες ξανακάνει;»

«Συγνώμη» μουρμούρισε μην τολμώντας να με κοιτάξει.

«Δε μου απάντησες»

«Δεν ξέρω… ντράπηκα…»

«Δε θέλω να μου λες ψέματα»

«Συγνώμη Αντώνη μου, δε θα το ξανακάνω. Δε θα το ξανακάνω!»

«Δεκτή. Το έχεις κάνει και με τους δύο ή μόνο με τον έναν;»

«Και με τους δύο» μουρμούρισε, πάλι χωρίς να με κοιτάζει.

«Κατάπινες;»

Δεν απάντησε.

«Αναστασία, κάτι σε ρώτησα.»

«Στο Χάρη όχι. Στο Νίκο… με… μερικές φορές»

«Τέλειωναν στο στόμα σου, όμως;»

«Γιατί… γιατί μου κάνεις αυτές τις ερωτήσεις;»

«Δε μου απάντησες» επέμεινα και πάλι.

«Του Χάρη του άρεσε… του άρεσε να… να τελειώνει στο πρόσωπό μου. Ο Νίκος… του Νίκου του… του άρεσε να… να τελειώνει στο στόμα μου.»

«Έχεις κάνει κάτι άλλο που δε μου έχεις πει;»

«Σαν τι;»

«Από πίσω, εννοώ.»

«Όχι… στο ορκίζομαι όχι… εσύ… εσύ ήσουν ο πρώτος.»

«Δεν χρειάζεται να ορκίζεσαι, σε πιστεύω. Και επίσης δεν χρειάζεται να νιώθεις άσχημα. Σου άρεσε; Αν ναι, δεν έχεις να δώσεις λόγο σε κανέναν.»

«Μου άρεσε… μου άρεσε πως τους έκανα να νιώθουν. Η πράξη καθ’ αυτή… εντάξει, δεν είναι… εννοώ δεν είναι άσχημη αλλά με… με αυτούς τους δύο δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο.»

«Με εμένα;»

«Με σένα το πως σε κάνω να νιώθεις δε μου αρέσει απλά, το λατρεύω. Η… Η διαφορά… με σένα μ’ αρέσει και η ίδια η πράξη.»

«Έχει αρχίσει να κάνει ψύχρα, πάμε μέσα μωρό μου. Πάρε και το μπουκάλι μαζί σου, θα πάρω κι εγώ το δικό μου». Πήγαμε μέσα στο δωμάτιο και χωθήκαμε κάτω από το σεντόνι και το κουβερλί. Άνοιξα την αγκαλιά μου και χώθηκε μέσα της. «Πάρε με πάλι στο στόμα σου, κανονικά αυτή τη φορά, θέλω να με κάνεις να τελειώσω.»

Με φίλησε στο στήθος και αφού χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα ένιωσα και πάλι το όργανό μου στο στόμα της. Αυτή τη φορά χρησιμοποίησε και το χέρι της και έκλεισα και πάλι τα μάτια μου απολαμβάνοντας την πίπα. Δεν της έδωσα ρυθμό, την άφησα να ακολουθήσει το δικό της και ήμουν τόσο καυλωμένος που γρήγορα κατάλαβα ότι το τέλος δε θα αργήσει να έρθει. Καλύτερα έτσι, γιατί ήθελα να την πάρω και από μπρος και από πίσω και με τις καύλες που είχα δε θα άντεχα λεπτό, ειδικά μέσα στο μουνάκι της. Παρά το γεγονός ότι το τέλος δεν ήταν μακριά, αυτό ήρθε τόσο απότομα και ήταν τόσο έντονο που δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα βογγητά μου και εγώ δεν είμαι φασαριόζος σαν του λόγου της.

Η ίδια έχοντας καταλάβει από τις προηγούμενες φορές τι μου αρέσει, με το που ένιωσε το όργανό μου να κάνει σπασμούς μέσα στο στόμα της, κράτησε το κεφάλι της ακίνητο, παίζοντας με μόνο κυκλικά με το χέρι της τη βάση του. Αν και το πρωί με είχε ξυπνήσει με πίπα, είχε μαζευτεί πολύ πράγμα, οι σπασμοί ήταν ατελείωτοι, σχεδόν μου γύρισαν τα μάτια από την απίστευτη ηδονή. Έχυνα κι έχυνα κι έχυνα και εκείνη κατάπινε και κατάπινε και κατάπινε και τελειωμό δεν είχε. Όταν τελείωσε έκανε να τραβηχτεί αλλά δεν την άφησα, ήθελα να συνεχίσει μέχρι να μου γίνει κατάρτι και πάλι.

«Μη σταματήσεις, συνέχισε μέχρι να τον κάνεις να σηκωθεί και πάλι» είπα και η Αναστασία επέστρεψε στο έργο της υπάκουα. Τράβηξα τα σκεπάσματα στην άκρη. «Μωρό μου, γύρνα προς τα μένα.»

«Τι εννοείς;»

«Εννοώ να έρθεις προς τα μένα και να με πάρεις και πάλι στο στόμα σου» της είπα και τελικά κατάλαβε τι είχα στο μυαλό μου.

Όταν πήρε τη θέση που της ζήτησα, ανέπνευσα για λίγο το υπέροχο μουνάκι της ενώ εκείνη είχε επιστρέψει στην πίπα. Γραπώνοντας τα μεριά της άρχισα να τη γλείφω στο μουνάκι, πράγμα που την αποσυντόνισε για λίγο. Το μουνάκι της σχεδόν έσταζε, σταμάτησα να γλείψιμο και έβαλα το δάχτυλό μου μέσα της και άρχισα να την παίζω, πράγμα που την αποσυντόνισε εκ νέου. Τράβηξα το δάχτυλό μου από το μουνάκι της και κάνοντάς το κωλοδάχτυλο… της έκανα κωλοδάχτυλο, βυθίζοντάς το όσο πήγαινε στο κωλαράκι της. Κοκκάλωσε για μερικές στιγμές όταν άρχισα να τη γαμάω με το δάχτυλο και με κάποια δυσκολία επέστρεψε στην πίπα που μου έκανε.

«Φτάνει» της είπα. «Έλα πάνω και ξάπλωσε μπρούμητα». Υπάκουσε παρά το γεγονός ότι νόμιζε ότι ήθελα να την πάρω και πάλι από το κωλαράκι. Που ήθελα δηλαδή αλλά το ήθελα γι’ αργότερα και όχι με αυτή τη στάση. Σήμερα θα την έπαιρνα από πίσω στα τέσσερα αλλά αυτό ήταν για αργότερα. «Κλείσε τα πόδια σου» τη διέταξα όταν ξάπλωσε όπως ήθελα.

Πήγα από πίσω της και ανεβαίνοντας πάνω της οδήγησα το όργανό μου μέσα της, κάνοντας τη να της ξεφύγει ένα δυνατό «ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ». Της τράβηξα το κεφάλι προς τα πίσω από τα μαλλιά και άρχισα να την καρφώνω κουνώντας μόνο τη λεκάνη μου κάνοντας τα μουγκρητά της να αυξηθούν τόσο σε ένταση όσο και σε συχνότητα.

«Σ’ αρέσει; Σ’ αρέσει μωρό μου;»

«Πολύ! Πολύ!» μου απάντησε με λαχανιασμένη φωνή.

«Τι; Πες μου τι;» τη ρώτησα κι εγώ εξίσου λαχανιασμένος.

«Που με παίρνεις έτσι… που με κάνεις δική σου…»

«Τι σε κάνω; Πες μου, θέλω να το ακούσω!»

«Δική σου! Δική σου! Δική σου!»

«ΑΑΑΧ ναι… δική μου… ΑΑΑΑΧ… ΑΑΑΑΧ… με τρελαίνεις!»

«ΜΜΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜ»

Μα από τι ήταν φτιαγμένο αυτό το μουνάκι και μου χάριζε αυτή την απίστευτη αίσθηση όταν ήμουν μέσα του; Έχω πάει με πολλές γυναίκες αλλά κανένα μουνάκι, ούτε αυτό της γυναίκας της ζωής μου δεν έκανε το όργανό μου να αισθάνεται έτσι. Είμαι από τους άντρες που τους αρέσει να παίρνουν κώλο, ειδικά αν αυτός είναι σαν της Αναστασίας που αν τον είχε άλλη γυναίκα, όχι πρωτάρα, θα της τον είχα κάνει χωνί αλλά ακόμα και με τέτοιο υπέροχο κωλαράκι, η αίσθηση που είχε το όργανό μου μέσα στο μουνάκι της δεν συγκρίνονταν.

Έχοντας εκτονωθεί από την πίπα που είχε προηγηθεί μου πήρε αρκετή ώρα μέχρι να νιώσω τον οργασμό να έρχεται. Η Αναστασία από την άλλη δεν είχε τέτοιους περιορισμούς και απ’ όσο μπορώ να καταλάβω μια γυναίκα πρέπει να είχε τελειώσει δυο-τρεις φορές. Καβλοράπανο, όχι αστεία, είχε πολλαπλούς οργασμούς *κάθε* φορά που το κάναμε, κάτι που δεν είχα καταφέρει με καμιά γυναίκα στη ζωή μου. Μέσα μου ήξερα πως αυτό δε θα κρατήσει -εννοώ το να τελειώνει κάθε φορά που κάναμε σεξ- αλλά όσο κρατούσε σκόπευα να την κάνω να το απολαύσει όσο περισσότερο γινόταν. Ένιωσα την έκρηξη μέσα μου και καρφώθηκα για τελευταία φορά και έμεινα ακίνητος απολαμβάνοντας και πάλι τους πέραν πάσης περιγραφής σπασμούς ηδονής που έκανε το όργανό μου αδειάζοντας μέσα της. Κατέβηκα από πάνω της και έπεσα τάβλα προσπαθώντας να βρω τις ανάσες μου.

«Αχ Θεούλη μου» είπε ξαπλώνοντας στην αγκαλιά μου.

«Για τους φίλους Αντώνης»

«Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά!»

«Α, ναι; Για πες, με τρώει η περιέργεια.»

«Ο Θεός δεν νομίζει ότι είναι Αντώνης! ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»

«Εντάξει, τι να κάνει και αυτός; Ουδείς τέλειος!»

«Βλάσφημε!»

«Θα πάω που θα πάω στην κόλαση γιατί παρέσυρα αθώες κορασίδες στο βόρβορο, να πάω τουλάχιστον σα θρύλος!»

«Ένα-ένα μου τα βγάζεις, έχεις παρασύρει κι άλλες αθώες υπάρξεις στην ακολασία;»

«Αμ τι νόμιζες, μπρίκια πεταλώνουμε; Αν και ομολογώ ότι είσαι η μικρότερη σε ηλικία απ’ όλες όσες έχω πάει. Μέχρι την περασμένη Παρασκευή η νεότερη ήταν εικοσάρα»

«Πώς και σου είχαν ξεφύγει οι συμμαθήτριές σου;»

«Γιατί είχα το μυαλό μου στο διάβασμα και όχι στο σορολόπ, όπως μερικές-μερικές!»

«Μμμμ… εγώ μπήκα πρώτη και με μεγαλύτερους βαθμούς απ’ ότι εσείς μεσιέ!»

«Μην κοιτάς εσύ, εσύ είσαι έξυπνη!»

«Γιατί εσύ τι είσαι, χαζός;»

«Χαζός δεν είμαι αλλά ταυτόχρονα το μυαλό μου δεν είναι τόσο κοφτερό όσο το δικό σου.»

«Υπερβολές»

«Δεν είναι υπερβολή, η ξερή αλήθεια είναι και το ξέρεις. Αναστασία μου, δεν μιλάς με παιδάκι και δεν είσαι ούτε εσύ παιδάκι. Ναι ξέρω πολλοί άνδρες δεν αντέχουν μια γυναίκα που είναι πιο έξυπνη από δαύτους αλλά εγώ δεν είμαι από αυτούς. Δε θα χαμηλώνεις εσύ τα στάνταρ σου, θα πρέπει οι άλλοι να φτάνουν τα δικά σου. Αποδέξου λοιπόν ότι είσαι πιο έξυπνη από την συντριπτική  πλειοψηφία των ανθρώπων που θα γνωρίσεις στη ζωή σου και προχώρα.»

«Δεν είμαι και ο Αϊνστάιν ρε Αντώνη, χαλάρωσε!»

«Μπορεί να μην είσαι η Πέτρου ή η άλλη πιτσιρίκα… δε θυμάμαι το όνομά της, αλλά αυτό δεν αναιρεί αυτά που σου είπα.»

«Stolsberg!»

«Ποιος ήρθε;»

«Φανή Stolsberg, αυτή δε λες;»

«Πάει με αποσυντόνισες τώρα. Τι λέγαμε;»

«Για το ότι εσύ δεν το είχες ρίξει στο σορολόπ.»

«Ισχύει. Ήμουν αυτό που λένε φύτουλας και όχι ακριβώς δημοφιλής»

«Δυσκολεύομαι να το πιστέψω!»

«Κι όμως, ήμουν αρκετά συνεσταλμένος. Στο πανεπιστήμιο άρχισα να ανοίγομαι περισσότερο, καθότι συνειδητοποίησα την μεγάλη αλήθεια.»

«Η οποία είναι;»

«Αν θες να αρέσεις στους άλλους πρώτα απ’ όλα πρέπει να αρέσεις στον εαυτό σου. Άρχισα να φροντίζω την εμφάνισή μου και διαπίστωσα ότι οι γυναίκες με έβρισκαν γοητευτικό. Επίσης έμαθα πως όταν πέφτεις κάτω, με το να μένεις κάτω δεν κερδίζεις τίποτα. Σηκώνεσαι και πας γι’ άλλα. Κοντολογίς έμαθα να δέχομαι την απόρριψη ως έχει και αν δεν έκανα για x γυναίκες υπήρχαν y για τις οποίες έκανα μια χαρά. Η αυτοπεποίθηση είναι κάτι που καλλιεργείται. Από εκεί και πέρα τα πάντα είναι διαχείριση ρίσκου: προσέχεις που ποντάρεις και φροντίζεις να έχεις εναλλακτικές για όταν κάτι δεν πάει όπως το υπολογίζεις. Και εδώ είναι το τρίτο μυστικό, μπορείς να το μαντέψεις;»

«Ρίσκα παίρνεις υπολογίζοντας και όχι ελπίζοντας;»

«Είδες τι δυνατή που είσαι στο σταυρόλεξο; Α-Κ-Ρ-Ι-Β-Ω-Σ.  Όταν πηγαίνεις  ελπίζοντας και όχι υπολογίζοντας, δεν ρισκάρεις, τζογάρεις!»

«Στο έχω πει πόσο λάτρευα τις συζητήσεις μαζί σου. Πάντα είχες κάτι ενδιαφέρον να μου πεις, κάποιο ορίζοντα να μου ανοίξεις.»

«Εσύ να τα βλέπεις αυτά. Πιστεύεις ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει με οποιοδήποτε πιτσιρίκι αν δεν είχε μυαλό κοφτερό σαν το δικό σου; Ακόμα θυμάμαι που όχι απλά είχες καταλάβει πολύ καλά ποιος θα ήταν ο νέος μου ρόλος, είχες καταλάβει και γιατί απαιτούνταν να έχω περάσει από το πόστο που ήμουν εκείνο τον καιρό και ήσουν δεκατριών χρονών νιάνιαρο.»

«Χιχιχι!»

«Μουσίτσα!»

«Λίγο μόνο!»

«Σήκω και ντύσου!»

«Θα βγούμε έξω;»

«Όχι βρε, βάλε το εσώρουχό σου και το μπλουζάκι σου» της είπα ενώ ταυτόχρονα σηκώθηκα και φόρεσα το μποξεράκι μου και ένα μπλουζάκι. Η Αναστασία έχοντας ακόμα την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο σηκώθηκε και έκανε το ίδιο.

«Θα μου χαρίσεις αυτό το βαλς;»

«Πολύ θα ήθελα αλλά δεν ξέρω βαλς!»

«Είναι εύκολο καρδούλα μου, απλά ακολούθησέ με»

Άνοιξα το τηλέφωνό μου και βρήκα το τραγούδι που ήθελα. Ο γλυκός ήχος του μαντολίνου και του ακορντεόν πλημμύρισε το δωμάτιο και σε λίγο τον ακολούθησε και η αγγελική φωνή του Γιάννη Βογιατζή. Ακολουθώντας με διαφορετικό τρόπο τους στίχους του τραγουδιού πήρα τα χέρια της στα χέρια μου και αρχίσαμε να γυρίζουμε απαλά.

Άσε τα χέρια σου στα δυο μου χέρια,
κοίτα το πέλαγος, κοίτα τ’ αστέρια,
που τρεμοσβήνουνε στον ουρανό,
χλωμό μου όνειρο, νυχτερινό.

Έλα να φύγουμε στο μαύρο πέλαγος,
στο μαύρο πέλαγος, το σκοτεινό.
Έλα να φύγουμε και που θα πάμε,
ας μη νοιαζόμαστε, ας μη ρωτάμε.

Πάμε στο πέλαγος το σκοτεινό,
στ’ άστρα που τρέμουνε στον ουρανό.
Πάμε να φύγουμε χλωμό μου όνειρο,
χλωμό μου όνειρο, νυχτερινό.

Όταν τέλειωσε το τραγούδι η Αναστασία είχε δακρύσει. Της χαμογέλασα και τη χάιδεψα τρυφερά στο πρόσωπο, περνώντας απαλά την πίσω μεριά του δάχτυλού μου για να μαζέψω τα δάκρυα που είχαν κυλίσει στο προσωπάκι της.

«Ήταν υπέρο-χο» είπε βάζοντας τα κλάματα για τα καλά. 

Την έσφιξα πάνω μου και την κράτησα στην αγκαλιά μου, χαϊδεύοντάς την τρυφερά και πότε-πότε φιλώντας τη στα μαλλιά. Προηγουμένως ο πόθος μου ήταν καθαρά σαρκικός αλλά όταν τον χόρτασα δε γύρισε μέσα μου και πάλι το παγωμένο κενό που ένιωθα εδώ και σχεδόν δύο χρόνια. Δεν είχα αυταπάτες, πίσω από τον κυνικό πραγματισμό μου που είχα αναπτύξει σα μηχανισμό συναισθηματικής επιβίωσης, κρυβόταν ένας άνθρωπος εξαιρετικά ευαίσθητος και τρωτός. Και αν αυτός ο πραγματισμός μου με έχει φέρει στη θέση που είμαι αυτό δεν αρκούσε.

Χρειαζόμουν κι εγώ την παλάντζα μου και για δεκαπέντε χρόνια την είχα, μέχρι που μου τη στέρησε ο Θεός, παίρνοντας την Αγγελική μακριά μου. Αν και αγνωστικιστής ήθελα να υπάρχει Θεός, ήθελα να υπάρχει κάτι με το οποίο θα μπορούσα να θυμώσω μαζί του. Αν δεν υπήρχε, αν ζούσαμε σε ένα τυφλό, τυχαίο και ψυχρό σύμπαν που το διαφέντευε η τύχη, τι νόημα είχε ο θυμός για την απώλεια της Αγγελικής μου;

Δεν τον είχε ο πραγματιστής Αντώνης ανάγκη το Θεό, ο ευαίσθητος τον είχε. Είχα πρακτικά παραιτηθεί όταν την έχασα και αν δεν υπήρχε αυτός ο θυμός ούτε η αδερφή μου, ούτε οι φίλοι μου, ούτε κανείς δε θα μπορούσε να με σώσει.

Δεν υπήρχε παγωμένο κενό, το είχε πάρει μαζί του το κύμα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

«Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε ακόμα στην αγκαλιά μου όταν ηρέμισε.

«Την ξέρεις την αδερφή του Μεγαλέξανδρου;» τη ρώτησα αλλάζοντας θέμα.

«Τη γοργόνα;»

«Όχι αυτή, την άλλη. Την πραγματική!»

«Α ναι, η Θεσσαλονίκη!» είπε μη μπορώντας να κρύψει την περηφάνια της.

«Την άλλη Παρασκευή θα πρέπει να ανέβω Θεσσαλονίκη. Αν μπορείς να κάνεις κοπάνα από τα απογευματινά μαθήματα της Πέμπτης και όλη την Παρασκευή, τι θα έλεγες για ένα road trip, να δεις και τους δικούς σου δυο μέρες και να πάρουμε μαζί και το κανονικό σου αρμόνιο ή και άλλα πράγματα που δεν μπορούσες να πάρεις στο αεροπλάνο;»

«Πες μου ότι μιλάς σοβαρά!»

«Φυσικά και μιλάω σοβαρά βρε μπούφο, θα σου έκανα πλάκα σε ένα τέτοιο θέμα;»

«Και το ρωτάς τότε;»

«Μια χαρά. Όταν το πεις στους δικούς σου ρώτα τους αν έχουν κανονίσει τίποτα το Σάββατο το βράδυ, αν όχι θα σας βγάλω όλους για φαγητό!»

«Γιατί μόνο το Σάββατο;»

«Την Παρασκευή θα βγούμε με συναδέλφους από τα γραφεία μας εκεί. Βασικά πέντε άτομα θα πάμε πάνω αλλά λογικά οι άλλοι τέσσερις θα πάνε με αεροπλάνο και θα γυρίσουν Αθήνα Σάββατο πρωί. Ουφ, μου έφυγε ένα άγχος γιατί αυτή τη φορά το ρίσκο άγγιξε τα όρια του τζόγου, να φανταστείς ότι είπα ήδη στη Χαρά να μην κλείσει εισιτήριο για μένα.»

«Ποια είναι η Χαρά;»

«Η γραμματέας μου, το ταξίδι γίνεται για υπηρεσιακούς λόγους της διεύθυνσής μου οπότε πέραν των άλλων έχει να κλείσει και τα εισιτήρια για τους υπόλοιπους.»

«Ναι, θυμάμαι που μου είχες πει ότι έχεις συχνά ταξίδια και όχι μόνο εντός Ελλάδας.»

«Σωστά, κι εγώ έχω φάει το Λονδίνο στη μάπα τα τελευταία χρόνια και…» αλλά εκεί πρόλαβα να σταματήσω πριν της πω περισσότερα απ’ όσα χρειάζονταν να γνωρίζει.

«Και;»

«Και όχι μόνο!»

Η αλήθεια είναι ότι υπήρχε ένα μυστικό που το ξέραμε μόνο πέντε άτομα στην εταιρία και για προφανείς λόγους δεν ήταν ανακοινώσιμο. Είχε εκδηλωθεί αρχικό ενδιαφέρον για εξαγορά του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών από αμερικάνικο κολοσσό. Όσο και αν μας είχε χτυπήσει η κρίση καταφέραμε να ορθοποδήσουμε και, παρά τα όσα συνέβησαν αρχικά με την καραντίνα και στη συνέχεια με την εισβολή στην Ουκρανία, ήμασταν η μία από τις δύο θυγατρικές του μητρικού εγγλέζικου κολοσσού οι οποίες παρουσιάζαμε σταθερά κέρδη και μάλιστα σημαντικά. Λογικό ήταν, είχαμε αρχίσει να επεκτεινόμαστε, αρχικά στην Κύπρο και στη συνέχεια σε Βουλγαρία και Ρουμανία, παίρνοντας σημαντικό κομμάτι από τις τοπικές πίττες και οι προοπτικές ανάπτυξης, ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη γνώριζε ένα είδος μίνι ύφεσης, ήταν εξαιρετικές. Με τέτοιες προοπτικές και έχοντας επιπλέον ως εταιρία μηδενικό δανεισμό και πολύ ψηλά ταμειακά διαθέσιμα, είχαν αρχίσει κάμποσοι να μας βλέπουν σαν ξερολούκουμο.

Η μητρική είχε μεγάλη ανάγκη ρευστού και έτσι στις ερχόμενες εβδομάδες θα γινόντουσαν οι ανακοινώσεις καθώς θα ξεκινούσε το audit από την Ernst & Young για την αποτίμηση της εταιρίας. Αν προχωρούσε η αγορά, λογικά προς τα τέλη του 2024 το Λονδίνο θα αντικαθίσταται από τη Νέα Υόρκη -και δε λέω, μ’ αρέσει η Αμερική και έχω πάει κάμποσες φορές, και όχι μόνο στη Νέα Υόρκη- αλλά άλλο το δύο ώρες στο αεροπλάνο, άλλο δέκα. Πέραν των πέντε ατόμων στην εταιρία και κάποιων μελών της κυβέρνησης κανείς άλλος δεν το γνώριζε, οπότε δεν μπορούσα να δώσω περισσότερες εξηγήσεις στην Αναστασία, τέτοιο θέμα ούτε καν στην Αγγελική δε θα το έλεγα μέχρι να μαθευόταν δημοσίως.

«Θα βάλεις κι άλλο;»

«Αμέ!» είπα και έψαξα και βρήκα στο YouTube μια playlist με γνωστά βαλς. Την πήρα στα χέρια μου και αρχίσαμε και πάλι να χορεύουμε, μ’ εμένα να οδηγώ και την Αναστασία να ακολουθεί χωρίς να κάνει ούτε ένα λάθος.

«Τι όμορφα που είναι» μου είπε με χαμόγελο που έκανε το γλυκό της πρόσωπο να λάμπει σαν Αυγουστιάτικο φεγγάρι.

«Είναι, δεν είναι; Αν και έμαθα να χορεύω βαλς σχετικά μεγάλος, γρήγορα έγινε αγαπημένος μου χορός. Δεν ξέρω, ίσως παρά είμαι ρομαντικός.»

«Υπέροχος είσαι, αυτό είσαι!»

«Το ίδιο σκεφτόσουν και στο μπαρ;»

«Χαχαχα, εκεί και αν ήσουν υπέροχος. Λες να μην κατάλαβα ότι μ’ έπαιζες; Ή ότι δεν μ’ άρεσε;»

«Για το ότι σ’ άρεσε είχαμε και οπτικές αποδείξεις.»

«Δεν είμαι χαζή που λέει και ένας άνθρωπος που έχω σε τεράστια εκτίμηση!»

«Όχι μωρό μου δεν είσαι.»

«Είσαι υπέροχος άνθρωπος και μέσα και έξω από το καβούκι σου» μου πέταξε αφήνοντάς με λίγο μαλάκα, να τα λέμε αυτά. Έκανα να το ρίξω στην πλάκα μα μ’ έκοψε αφήνοντάς με και πάλι  παγωτό. «Δεν υπάρχει λόγος να αμύνεσαι, όχι σε μένα, Αντώνη μου.»

«Δεν το κάνω επίτηδες» της ομολόγησα. «Είναι καθαρά αντανακλαστικό»

«Θυμάσαι τι μου είπες πριν; Το μεγάλο μυστικό για να αρέσεις στους άλλους είναι πρώτα απ’ όλα να αρέσεις στον εαυτό σου. Αλλά μεγάλε και σοφέ κύριε Αντώνη υπάρχει και ένα άλλο μυστικό»

«Είμαι όλος αφτιά»

«Όταν τα χώνεις όλα κάτω από το χαλί δεν κάνεις τίποτα παραπάνω από το να κρύψεις τη σκόνη για λίγο, το σπίτι ωστόσο εξακολουθεί να είναι βρώμικο.»

Είχαμε σταματήσει να χορεύουμε, οι ματιές μας πάλευαν η μία την άλλη… και αυτή τη φορά ήμουν εγώ εκείνος που κατέβασα πρώτος το βλέμμα μου, αποδεχόμενος την ήττα μου. Μικρή ή όχι, άπειρη ή όχι, βλέποντάς με 10-15 μέρες κάθε χρόνο, με είχε διαβάσει όσο με έχουν διαβάσει ελάχιστοι άνθρωποι στη ζωή μου. Οι συνειδητοποιήσεις σε μορφή βροχής τούβλων είχαν καταντήσει τσουνάμι από εκείνο το Αυγουστιάτικο απόγευμα στην κυματισμένη θάλασσα.

Δεκέμβρης, 2021

Η Αγγελική μου χαϊδεύει αδύναμα το χέρι. Η αρρώστια την έχει θερίσει, έχει μείνει η μισή. Προσπαθώ να πνίξω τα δάκρυά μου. Της έχει μείνει ελάχιστος χρόνος, το καντήλι της κοντεύει να σβήσει. Δε θέλω να φύγει βλέποντάς με να κλαίω. Το σύμπαν τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια μου και μ’ έριξε στην άβυσσο. Με τρομερή προσπάθεια βρίσκω την αυτοσυγκέντρωσή μου. Γυρίζω και της χαμογελάω.

«Τι είναι κοριτσάκι μου;»

«Ήταν όμορφη η ζωή μου, αγάπη μου. Ήταν όμορφη και πλήρης γιατί είχα εσένα να τη φωτίζεις, εσένα να τη γεμίζεις. Η μόνη μου στεναχώρια είναι ότι δεν θα κάνουμε αυτό το ταξίδι με τη μηχανή στο Nord Kapp». Δεν της απάντησα, δεν είχα τι να της απαντήσω. Δεν είχαν νόημα τα ψεύτικα λόγια πως θα γίνει καλύτερα, πως θα κάνουμε αυτό το ταξίδι μαζί. Εδώ και λίγες μέρες κάθε μέρα που δεν ήταν η τελευταία της ήταν ένα μικρό θαύμα. «Αντώνη, θέλω να μου υποσχεθείς κάτι.»

«Ό,τι θέλεις αγάπη μου.»

«Το πρώτο είναι αυτό που σου έχω ζητήσει, να σκορπίσεις τις στάχτες μου στη Γαύδο.»

«Σε παρακαλώ, μη μιλάς γι’ αυτό!»

«Θέλω κάτι ακόμα, όμως. Θέλω να μου υποσχεθείς, θέλω να μου ορκιστείς στην ψυχή μου ότι θα κάνεις εσύ αυτό το ταξίδι στο Nord Kapp. Δε με νοιάζει αν το κάνεις μόνος σου ή το κάνεις με κάποιαν άλλη, δε με νοιάζει αν θα το κάνεις με μηχανή ή με αυτοκίνητο, μου αρκεί απλά να το κάνεις. Μου αρκεί να σταθείς εκεί, στην άκρη του ακρωτηρίου, και αντικρύζοντας τον ήλιο του βορρά να βάλεις να ακουστεί το αγαπημένο μου τραγούδι.»

«Θα το κάνω Αγγελικούλα μου… θα το κάνω γιατί είσαι ο μόνος άνθρωπος στον οποίο ποτέ δεν μπόρεσα και ποτέ δεν θέλησα να πω όχι.»

«Σ’ ευχαριστώ μωρό μου. Είμαι τόσο κουρασμένη… κράτα μου το χέρι»

«Εδώ είμαι μωρό μου, δεν πάω πουθενά» είπα και της έπιασα το χέρι. Έσκυψα και την φίλησα τρυφερά. «Εδώ είμαι…»

Πάρε ένα κοχύλι απ’ το Αιγαίο
Να’ χεις στο ταξίδι συντροφιά
Και από το φιλί το τελευταίο
Κράτησε στα χείλη τη δροσιά.

Ξεψύχησε ήσυχα μέσα στον ύπνο της κοντά στο χάραμα. Ξημέρωσε, και το φως εκείνης της μέρας με έριξε στα ατέλειωτα σκοτάδια.

Η καρδιά μου φύλλο-φύλλο
Ματωμένη τριανταφυλλιά
Στο Αιγαίο και στον ήλιο
Θεέ μου πόση νιώθω μοναξιά

Σήμερα

Δεν ξέρω πως βρέθηκα να κλαίω γερμένος στο στήθος της. Να κλαίω με λυγμούς, να μου κόβεται σχεδόν η ανάσα. Όταν είχα χάσει την Αγγελική μου είχα πέσει σε κατατονία, δεν είχα ούτε ένα δάκρυ να ρίξω. Η ψυχή μου είχε μουδιάσει και αυτό το μούδιασμα μόλις τους τελευταίους λίγους μήνες είχε αρχίσει να περνάει. Μα όταν πέρασε το μούδιασμα ήρθε στην επιφάνεια ο πόνος, πόνος τόσο δυνατός που μου ξέσκιζε τα σπλάχνα και εγώ εκεί, πίσω από τη μάσκα, να χώνω κάτω από το χαλί και άλλο… και άλλο… και άλλο… μέχρι που δεν χωρούσε τίποτα πλέον, μέχρι που η σκόνη σηκώθηκε και μ’ έπνιξε. Τα δάκρυά μου είχαν μουσκέψει τη μπλούζα της και εκείνη δεν κουνήθηκε ούτε ρούπι, μόνο μου χάιδευε τα μαλλιά αφήνοντάς με να ξεσπάσω, να βγάλω από μέσα μου ό,τι κοντά δύο χρόνια τώρα πίστευα πως είχα καταχωνιάσει τόσο βαθιά που δε θα έβγαιναν στην επιφάνεια.

Μια δεκαοχτάχρονη κοπελίτσα είχε μόλις σε μία εβδομάδα καταφέρει ό,τι δεν είχαν καταφέρει όλοι οι υπόλοιποι μαζί, από εκείνο το παγωμένο ξημέρωμα του Δεκέμβρη που ο γαμημένος ο Θεός μου πήρε την Αγγελική μου. Άφησα το θυμό μου να κυλίσει, πρώτα σαν ρυάκι και στη συνέχεια σα μανιασμένος χείμαρρος, ένιωσα τα μέσα μου να αφρίζουν και όμως… εκείνο το απαλό χάδι, τον έδιωξε, τον έκανε πέρα.

Κάνε το δάκρυ σου χαρά
και τον καημό σου του γιαλού μαργαριτάρι
τώρα που πάλι λαχταρά
ν’ ανοίξει τ’ όνειρο τα πρώτα του φτερά.
Σε καρτερώ τόσον καιρό
να ’ρθείς και πάλι στην παλιά πηγή
σε καρτερώ πικρό νερό.

Στο ορκίστηκα Αγγελική μου, στο ορκίστηκα στο νεκροκρέβατό σου με τον πιο βαρύ μου όρκο. Ήξερα γιατί μου ζήτησες να σκορπίσω τη στάχτη σου στο απέραντο γαλάζιο του Λιβυκού. Όπως ήξερα γιατί μου ζήτησες να πάω στο βορειότερο άκρο της Ευρώπης και να τραγουδήσω το αγαπημένο σου τραγούδι κοιτώντας τον ήλιο του βορρά. Να σου πω το τελευταίο αντίο και να σε αφήσω να φύγεις… μέχρι να συναντηθούμε ξανά… εκεί…στην απέναντι όχθη. Μακριά… πέρα…

Κάνε το δάκρυ σου χαρά
και τον καημό σου του γιαλού μαργαριτάρι
τώρα που πάλι λαχταρά
ν’ ανοίξει τ’ όνειρο τα πρώτα του φτερά.

Στου γυρισμού την αμμουδιά
έχω κρυμμένο το παλιό μας το φεγγάρι
να στο χαρίσω μια βραδιά
που θα φανείς μέσα απ’ των άστρων τα κλαδιά.

«Σ’ ευχαριστώ» της είπα κοιτώντας τη στα μάτια όταν ηρέμισα, όταν στέγνωσε και το τελευταίο δάκρυ.

«Το κάνεις με όλους τους δυνατούς τρόπους. Δε χρειάζεται να με ευχαριστείς, δε χρειάζεται να πεις τίποτα.»

«Θέλω να καπνίσω. Θέλεις να έρθεις στη βεράντα να μου κάνεις παρέα;»

«Πολύ ευχαρίστως, ευαισθητούλη γεράκο μου!»

«Σήμερα δεν μου πάει η καρδιά να σε δείρω. Από αύριο πάλι!»

«Κάτι έχω καταλάβει αλλά δεν μπορείς να πεις, επενδύω στο μέλλον» μου απάντησε κάνοντάς με να με πιάσει βήχας από το γέλιο.

«Πάμε βρε σαμιαμίδι!»

«Πήρα προαγωγή από σπόρος; Σαμπάνια έχουμε ν’ ανοίξω;»

«Η επένδυση που κάνεις να ξέρεις ότι έχει πολύ υψηλή απόδοση, σπόρε!»

«Και ξαναέγινα σπόρος.»

«Σήκω βρε βάσανο!»

«Τώρα μιλάς σωστά!»

Ε, δεν γινόταν να μην της χώσω μία δυνατή στον κώλο, που την έκανε να χοροπηδήσει, όταν πέρασε από μπροστά μου.

«Άουτς!»

«Θεώρησέ το ως early payoff. Move it, move it, move it!»

Είχαμε βγει μόνο με τις μπλούζες μας και τα εσώρουχα  μας και σάμπως να παραέκανε δροσούλα και σα να μην έφτανε αυτό η μπλούζα της ήταν και ψιλομούσκεμα από τα δάκρυα του υποφαινόμενου λίγη ώρα πριν. Αποτέλεσμα ήταν να γυρίσουμε σχετικά γρήγορα στο κρεββάτι και να χωθούμε εκ νέου κάτω από τα σκεπάσματα.

«Λοιπόν, σουσουραδίτσα, ύπνο τώρα και αύριο το πρωί μπανάκι στη θάλασσα.»

«Δε μου λες, σοβαρά τώρα θέλεις να κάνω μπάνιο χωρίς το τοπ μου;»

«Είναι ένα από τα πολυάριθμα βίτσια μου, μ’ αρέσει να κοιτάνε τις γυναίκες που συνοδεύω, αν και ομολογώ ότι όταν είχαμε πάει στα Πόζαρ ήθελα να ανοίξω μπόλικα κεφάλια για τον τρόπο που σε κοίταζαν, δεκαέξι χρονών παιδί.»

«Γιατί, εσύ δε με κοίταζες;»

«Όχι δα! Δεν μπορώ να πω ότι δεν είχα παρατηρήσει πόσο ανεπτυγμένη είσαι αλλά σε καμία περίπτωση δεν σε έτρωγα με τα μάτια, αυτό θα έλειπε!»

«Γιατί, που το ήξεραν οι υπόλοιποι ότι είμαι 16 χρονών;»

«Το ήξερα εγώ και αυτό αρκούσε για να μου ανάψουν τα λαμπάκια!»

«Ντρέπομαι λίγο»

«Να μη ντρέπεσαι, δεν τα έχεις κλεμμένα. Κορμί σαν το δικό σου είναι κρίμα να μη μπορεί να το θαυμάσει ο κόσμος. Τέλος πάντων, αν αύριο πλακώσει κόσμος σε απαλλάσσω.»

«Τότε ας ελπίσουμε να μην έχει!»

«Όχι ας έχει; Τις ξεπεράσαμε κιόλας τις ντροπές;»

«Όχι! Προτιμώ να έχω χαρούμενο τον Αντώνη μου και εδώ που τα λέμε, πότε μ’ άρεσε η πολυκοσμία;»

«Τον Αντώνη σου τον κάνεις χαρούμενο με το να είσαι κι εσύ χαρούμενη κάνοντας πράγματα μαζί του.»

«Ακριβώς το ίδιο ισχύει και από την ανάποδη, σέξι μεσήλικά μου!»

«Έλα εδώ βρε σαμιαμίδι» της είπα ανοίγοντας την αγκαλιά μου, στην οποία χώθηκε αγκαλιάζοντάς με χέρια και με πόδια σα χταπόδι. Την φίλησα τρυφερά στα χείλη. «Καληνύχτα κοριτσάκι μου!»

«Καληνύχτα γεράκο μου!»

Αν εξαιρέσεις τις δυο φορές που σηκώθηκα το βράδυ για κατούρημα -ου γαρ έρχεται μόνον- κατά τα άλλα δεν κοιμήθηκα απλά, ξεράθηκα, σε σημείο που κατάφερα να ξυπνήσω αργότερα από την Αναστασία που όχι τίποτε άλλο αλλά είναι μεγάλη υπναρού. Σηκώθηκα και μιας και δεν την βρήκα στο δωμάτιο, υπέθεσα ότι θα ήταν στη βεράντα. Η βίλλα είναι πλήρως εξοπλισμένη και η Αναστασία είχε φτιάξει περιποιημένο καφέ, με τον αφρό του παρακαλώ. Η ίδια ήταν ξαπλωμένη topless και έκανε ηλιοθεραπεία στον, πολύ καλοκαιρινό για φθινόπωρο, ήλιο.

«Καλημέρα μωρό μου»

«Καλημέρα Αντώνη μου. Σου έχω φτιάξει καφεδάκι, έχει ζέστη οπότε υπέθεσα ότι θα τον ήθελες κρύο. Τον έχω βάλει στο ψυγείο να μη ζεσταθεί, κάτσε να στον φέρω!»

«Κάτσε εκεί που είσαι, κοριτσάρα μου, χεράκια/ποδαράκια έχω. Άλλωστε θέλω να πάω να πλύνω και τα δόντια μου.»

«Μην αργήσεις!» μου είπε.

«Στις διαταγές σας!» της απάντησα πειρακτικά και πήγα μέσα στο μπάνιο. Η αλήθεια είναι ότι δεν πήγα μόνο για να πλύνω τα δόντια μου αλλά το έκανα και αυτό. Όταν τελείωσα πήγα στην κουζίνα και άνοιξα το ψυγείο, δεν πρέπει να ήταν πολλή ώρα που τον είχε φτιάξει τον καφέ, η κρέμα ήταν ακόμα στις δόξες της.

«Λοιπόν, τι έχει το πρόγραμμα για σήμερα;» με ρώτησε όταν βγήκα έξω και κάθισα στη διπλανή ξαπλώστρα.

«Θα κατέβουμε για μπανάκι στην παραλία και θα κάτσουμε μέχρι το μεσημέρι. Μετά θα γυρίσουμε εδώ να κάνουμε κανένα ντουζάκι και μετά κατεβαίνουμε Ναύπλιο να φάμε. Αν προτιμάς, μπορούμε εναλλακτικά να πάμε να ψωνίσουμε πράγματα και να σου μαγειρέψω εγώ για αλλαγή.»

«Ναιιιιιιιιιιι! Αυτό! Αυτό!!!!» μου απάντησε ενθουσιασμένη.

«Ό,τι θέλει το κορίτσι. Το απόγευμα καθόμαστε στην πισίνα με τους χυμούς μας και τις καφεδάρες μας και το βραδάκι θα κατέβουμε Ναύπλιο για το βραδινό και αν έχουμε όρεξη πάμε μετά και για ποτό.»

«Αγόρασα!»

«Χαχαχα, εντάξει. Λοιπόν, κάτσε να πιούμε τα καφεδάκια μας και κατεβαίνουμε παραλία.»

«Πόδια ή μηχανή; Δε μου φαίνεται μακριά η θάλασσα.»

«Δεν είναι μακριά αλλά δεν έχω καμία όρεξη να πάρω την ανηφόρα αφού με έχει νταλακιάσει ο ήλιος και έπειτα, έχουμε να πάμε μετά και στο σούπερ μάρκετ.»

«Πρέπει να φορέσουμε πάλι φόρμες;»

«Όχι μωρέ, δύο λεπτά δρόμος είναι μέχρι κάτω, εντάξει. Όταν είναι να πάμε σούπερ μάρκετ όμως θα τις φορέσουμε κανονικά»

«Εντάξει Αντώνη μου»

Ήπιαμε το καφεδάκι μας και κατά τις 11:00 κατεβήκαμε στην παραλία, η οποία είχε αρκετό κόσμο για τα δεδομένα της εποχής. Δε βαριέσαι, θα μπορούσε να βγάλει το τοπ της και να κάνει ηλιοθεραπεία μπρούμητα. Η παραλία είναι υπέροχη, λεπτό βότσαλο έξω και άμμος μέσα, με το χρώμα των νερών να θυμίζει εξωτική παραλία. Απλώσαμε ο ένας στον άλλον τα αντηλιακά μας και κινήσαμε για να βουτήξουμε. Η θάλασσα ήταν αρκετά δροσερή, ακόμα και για τα δικά μου μέτρα, δεν μιλάω για την Αναστασία που πάλευε κανένα πεντάλεπτο με τον εαυτό της μέχρι να το πάρει απόφαση και να κάνει βουτιά. Θαύμασα την αντοχή του μαγιό της, αφού οι ρώγες της δεν το τρύπησαν τώρα, δε θα το τρυπούσαν ποτέ.

Κολυμπήσαμε και παίξαμε και γελάσαμε για πολλή ώρα αλλά η Αναστασία άρχισε να κρυώνει οπότε αποφάσισε να βγει έξω να κάνει τη λιαστή ντομάτα. Μόνος μου δεν είχα ιδιαίτερη όρεξη να κάτσω οπότε πήγα και ξάπλωσα δίπλα της πέντε λεπτά αργότερα. Είχε βάλει την πετσέτα της σαν μαξιλάρι πάνω στην ψάθα και είχε ξαπλώσει ανάσκελα και παρά τα γυαλιά ηλίου είχε βάλει τον πήχη της ακριβώς από πάνω τους για να την προστατέψει από την αντηλιά. Ξάπλωσα κι εγώ ανάσκελα αλλά προτίμησα να βάλω το καπέλο μου αντί του χεριού μου. Έκλεισα τα μάτια μου και χαλάρωσα τόσο που με πήρε ο ύπνος.

Ξύπνησα -δεν ξέρω πόση ώρα αργότερα- από κοριτσίστικες τσιρίδες χαράς, μάλλον είχε έρθει δίπλα μας κάποια οικογένεια. Βλαστήμησα από μέσα μου, τόσο χώρο είχε, δίπλα μας βρήκαν να κάτσουν; Σηκώθηκα βγάζοντας το καπέλο για να πω στην Αναστασία να ξαναπάμε για βουτιά και εκεί το Σύμπαν αποφάσισε να δικαιώσει την παράνοιά μου.

«Αντώνη;» άκουσα μια πολύ γνωστή φωνή. Ήταν ένας από τους άλλους τέσσερις που θα ανεβαίναμε Θεσσαλονίκη, program manager στο εμπορικό.

«Μίλτο;» απάντησα κεραυνοβολημένος και πασχίζοντας να κρύψω την ταραχή μου. Αμ δεν είχαν κάνει πουλάκια τα μάτια μου χθες βράδυ!  Ήταν με δύο κοριτσάκια, το ένα πρέπει να ήταν γύρω στα πέντε και το άλλο γύρω στα οχτώ, τα οποία υπέθεσα ότι ήταν οι κόρες του. Μαζί του ήταν επίσης μια πολύ γλυκιά μαυρομάλλα με μακρύ σγουρό μαλλί, όχι παραπάνω από 25 χρονών, μην πω και μικρότερη. Μου έκανε εντύπωση, ο Μίλτος ήταν σχεδόν συνομήλικός μου.

«Βουνό με βουνό δε σμίγει!»

Εμένα μου λες;

«Να σας κάνω τις συστάσεις, το μεγάλο τερατάκι είναι η Μυρτώ και το μικρό τερατάκι είναι η Ευτυχία. Και το μεγαλύτερο τερατάκι απ’ όλα, ναι εσένα λέω, μην μας παριστάνεις την αθώα τυρόπιτα, είναι η Μυρσίνη.»


7. Μπήκαν μωρέ μπήκαν, τα γίδια στο μαντρί

Είναι να μη σου λάχει, αν σου λάχει έλα χέσου. Of all the gin joints in all the towns in all the world, she walks into mine. Εντάξει, δεν ήταν gin joint, ήταν παραλία και δεν ήταν “she”, ήταν ένας μαντράχαλος που δουλεύει στο εμπορικό, αλλά είναι δυνατόν γαμώ την τύχη μου; Και δε λες πάλι καλά που η Αναστασία δεν τα είχε πετάξει; Δεν διαφήμιζα την προσωπική μου ζωή ωστόσο όλοι από ένα επίπεδο και πάνω στην Εταιρία γνώριζαν, έστω και σε γενικές γραμμές, τι μου είχε συμβεί το Δεκέμβρη του ’21.

«Χαίρω πολύ» είπα διατηρώντας την ψυχραιμία μου αλλά από μέσα η ψυχή μου το ήξερε. «Εγώ είμαι ο Αντώνης και η όμορφη νεαρή δεσποινίς αριστερά είναι η Αναστασία, κόρη οικογενειακών φίλων και νοικάρισσα του φοιτητικού διαμερίσματος στην πολυκατοικία μου. Αναστασία, από εδώ ο Μίλτος, συνάδελφος στην Εταιρία»

«Χαίρω πολύ» είπε με την υπέροχη καμπανιστή φωνή της η Μυρσίνη με ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αφτιά. Τα δύο κοριτσάκια δεν είπαν τίποτα, μόνο έμειναν να μας κοιτάζουν ντροπαλά. Τον πάγο με τις μικρές τον έσπασε η Αναστασία.

«Τι όμορφα μαγιό είναι αυτά που φοράτε!»

«Σ’ αρέσει;» ρώτησε η μεγάλη, η Μυρτώ.

«Αμέ, είναι πολύ όμορφο και το δικό σου και της αδερφούλας σου!» της απάντησε κάνοντας και τις δύο να της χαρίσουν ένα ντροπαλό χαμόγελο.

«Για ελάτε εδώ σουρτούκες να σας βάλω το αντηλιακό σας» τους είπε η Μυρσίνη

«Καλά το λένε, μικρός που είναι ο κόσμος» είπε ο Μίλτος.

Μικρός, δεν λες τίποτα!

«Είναι!» απάντησα ενώ ταυτόχρονα ακούγονταν χαρούμενες τσιρίδες από τις μικρές καθώς η Μυρσίνη τους άπλωνε το αντηλιακό τους.

«Σήμερα ήρθατε;»

«Όχι, ήμαστε εδώ από εχθές το βράδυ»

«Μια από τα ίδια» μου είπε.

Αμ δεν το ξέρω; Καλά σε είχα δει χθες!

«Και πολύ καλά κάνατε, η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη» απάντησα προσπαθώντας να πιάσω μια πιο χαλαρή κουβέντα.

«Εμείς θα πάμε για βουτιές. Αναστασία, θέλεις να έρθεις μαζί μας για να αφήσουμε τα αγοράκια μόνα τους; Θα αρχίσουν να μιλάνε για εμπορικές πολιτικές και οικονομικά αποτελέσματα και δεν το αντέχει άλλο η μύτη μου!»

«Αμέ πολύ ευχαρίστως» είπε και σηκώθηκε. «Η μύτη σου;» τη ρώτησε καθώς απομακρύνονταν.

«Inside joke, ο Μιλτιάδης μου λέει ότι με τρώει η μύτη μου για ξύλο όταν του γκρινιάζω που μιλάει για τη δουλειά…». Τη συνέχεια δεν την άκουσα καθώς είχαν απομακρυνθεί, αυτό που κατάλαβα είναι ότι κάτι απάντησε η Αναστασία και έσκασαν στα γέλια και οι δυο τους.

«Άκου να δεις η λασπολόγα» απάντησε ο Μίλτος και συνέχισε «λες και άλλη όρεξη δεν είχα όπου σταθώ και όπου βρεθώ…» και μετά σαν να το ξανασκέφτηκε για λίγο καθότι είχε απέναντί του και τον δεύτερο τη τάξη μέσα στην εταιρία  οπότε και συμπλήρωσε «με το συμπάθιο κιόλας.»

«Η δουλειά τελειώνει με το που περνάμε την έξοχαχαχαχαχαχαα» του είπα και βάλαμε και οι δύο τα γέλια. «Κοίτα τες πως κάνουν» συνέχισα, δείχνοντάς του την τετράδα να παίζει μέσα στο νερό, τα γέλια και οι χαρούμενες τσιρίδες των κοριτσιών ακούγονταν μέχρι εδώ.

«Ευτυχώς αυτό δεν ήταν πρόβλημα, οι μικρές μου λάτρεψαν τη Μυρσίνη από την πρώτη φορά που την είδαν και απ’ ότι βλέπω η κόρη των φίλων σου έχει πέσει under her spell.»

«Χαχαχα, πράγματι. Γνωρίζω την Αναστασία και τους δικούς της από τις διακοπές που πηγαίναμε στην Κέρκυρα κάθε χρόνο με τη συγχωρεμένη, όταν την πρωτογνωρίσαμε ήταν 13 χρονών κοριτσάκι. Όσο τη θυμάμαι ήταν μοναχικό και ήσυχο παιδί, μόνο με την Αγγελική ξεθάρρευε. Την είχαμε… την είχαμε σαν κόρη μας, έστω και αυτές τις 10-15 μέρες το χρόνο που τη βλέπαμε. Τέλος πάντων» είπα αναστενάζοντας στις θύμισες που πλημμύρισαν το μυαλό μου, συνοδευόμενες και πάλι από τύψεις.

«Οπότε έγινες και πάλι παρένθετος χαζομπαμπάς, ε;» με ρώτησε προκαλώντας μου άλλο ένα γερό τσίμπημα το οποίο αντιμετώπισα γυρίζοντας το στο καλαμπούρι.

«Ήταν να μη γίνει η αρχή. Πρώτα έγινα χαζομπαμπάς του καυκάσιου μπουνταλά μου και όπως λένε no good deed gets unpunished. Δεν έχω παράπονο, είναι απίθανοι και οι δυο τους. Την προηγούμενη εβδομάδα την πήρα μαζί μου για καφέ πριν την πάω να πάρει το laptop της από τον Κωτσόβολο της Εθνικής και εκεί πετύχαμε τον Βασίλη, ναι, αυτόν που κατάλαβες εννοώ, που είχε πάει και αυτός να πιει καφέ με τη γυναίκα του. Η μικρή τον άφησε χαζό αλλά τι λέω, εδώ άφησε εμένα χαζό που την ξέρω και πέντε χρόνια!»

«Περήφανος χαζομπαμπάς!» είπε καθώς χωρίς να γνωρίζει νόμιζε ότι η περηφάνια μου προερχόταν από τα πλέον ανύπαρκτα πατρικά μου συναισθήματα για την Αναστασία.

«Σ’ όποιον δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια… έστω και με τη γενικευμένη έννοια».

Και όταν δεν δίνει ανίψια, στέλνει κύματα, να πούμε!

«Εμένα μου τα έδωσε με λάθος γυναίκα, ωστόσο βλέποντας τις τσαπερδόνες μου οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν το ομορφότερο λάθος της ζωής μου. Και αν η Μυρσίνη είναι αρκετά χρόνια μικρότερή μου, πλέον μου έχει διαλυθεί κάθε ίχνος αμφιβολίας ότι εκείνη -και όχι η μητέρα των παιδιών μου- είναι η γυναίκα της ζωής μου.»

«Μακάρι να είστε πάντα ευτυχισμένοι. Και ό,τι και να συμβεί, υγεία να υπάρχει πάνω απ’ όλα. Υγεία, όλα τα άλλα βρίσκονται»

«Ευχαριστώ. Αλήθεια, τι έχετε κανονίσει για μεσημέρι; Θέλετε να πάμε να φάμε παρέα στο Ναύπλιο;»

Μεταξύ μας προτιμούσα να ξεμοναχιαστώ με την Αναστασία στο σπίτι μας ωστόσο ήθελα να είμαι όσο casual θα ήμουν υπό κανονικές συνθήκες.

«Έχω μια καλύτερη ιδέα. Έχω νοικιάσει μια βίλλα που κανονικά είναι για έξι άτομα, όπως καταλαβαίνεις δεν θα ήταν καλή ιδέα να είμαι έστω και σε δίκλινο μαζί της, δεν θέλω να μπαίνουν λάθος ιδέες στον κόσμο. Θα έχουμε την ησυχία μας και επιπλέον το σπίτι διαθέτει και πισίνα την οποία θα λατρέψουν οι κορούλες σου. Έλεγα σήμερα να κάτσω να μαγειρέψω εγώ, όχι τίποτε άλλο αλλά το κορίτσι με έχει ταΐσει και δυο-τρεις φορές και θέλω να της το ανταποδώσω. Θέλετε να έρθετε κι εσείς; Θα ψήσουμε στο barbeque και μετά θα κάτσουμε να πιούμε οι μεγάλοι τις μπυρίτσες μας και η μικρές τους χυμούς τους στην πισίνα.»

«Ευχαρίστως» μου απάντησε χωρίς περιττές τζιριτζάτζουλες. Ο Μίλτος όσο τον γνώριζα από τη δουλειά ήταν άμεσος, λίγες κουβέντες και καλές, με γνώσεις και προπάντων ικανότητες. «Με μια συμφωνία όμως, τα κρέατα θα τα βάλουμε εμείς και δεν είναι μόνο επειδή εσείς βάζετε το σπίτι! Έρχομαι χρόνια εδώ και έχω τα κονέ, θα φέρουμε τα καλύτερα κρέατα που μπορείς να βρεις στις γύρω περιοχές!»

«Θαυμάσια!»

«Δε μου λες, πάμε να βουτήξουμε να το πούμε και στα κορίτσια;»

«Και δεν πάμε;» του απάντησα και σηκωθήκαμε και πήγαμε μέσα, όπου και οι τέσσερίς τους είχαν ξελυσσάξει, μέχρι και η Αναστασία είχε ξεχάσει ότι είναι κρυουλιάρα.

«Γεια σας, θα μας παίξετε κι εμάς;» ρώτησε ο Μίλτος.

«Κορίτσια τι λέτε, να αφήσουμε το μπαμπά να παίξει μαζί μας;» τις ρώτησε η Μυρσίνη.

«Ναιιιιιιιιιιιιιιιι!» τσιρίξανε ενθουσιασμένες και οι δύο πιτσιρίκες.

«Πώς περνάτε εσείς δεσποινίς;» ρώτησα την Αναστασία.

«Υπέροχα! Αχ τώρα που ήρθατε εσείς να κολυμπήσουμε και λίγο, Μυρσίνη έχεις όρεξη;»

«Αμέ! Καλή διασκέδαση!» μας είπε χαρίζοντάς μας ένα αστραφτερό χαμόγελο και αμ έπος, αμ έργο, απομακρύνθηκαν με γρήγορες απλωτές.

Ο Μίλτος έπαιζε αεροπλανάκι πότε με την μια του κόρη, πότε με την άλλη, οπότε έμεινα να κρατάω το φανάρι. Αν και τους έκανα χάζι η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελα δικά μου παιδιά και όταν ένιωθα ότι μου έλειπαν, πήγαινα στα τερατάκια της αδερφής μου και ξεθεωμένος μετά από ένα δίωρο-τρίωρο, θυμόμουν το γιατί. Η ειρωνεία ήταν πως η Αγγελική μου θαρρείς πως ήταν πλασμένη γι’ αυτό, δεν είχα συναντήσει πιτσιρίκι που να μην την κάνει να χαμογελάει και να μην το κάνει να τη λατρέψει μέσα σε μερικά λεπτά… και ο καριόλης ο Θεός της το είχε στερήσει και αυτό, πριν στο τέλος θερίσει και την ίδια. Γύρισα από την άλλη μεριά και σκούπισα βιαστικά κάποια δάκρυα που δεν είχα καταφέρει να συγκρατήσω.

«Μίλτο, πάω κι εγώ μέσα να βρω τα κορίτσια»

«Ναι, πήγαινε!» είπε κάνοντας για λίγο διάλειμμα από το παιχνίδι με τις κόρες του. Ξεκίνησα και με σταθερές απλωτές ανοίχτηκα προς τα μέσα, όχι ότι είχαν ανοιχτεί ιδιαίτερα, καμιά τριανταριά άντε σαράντα μέτρα είχαν πάει.

«Γεια σας!» τους είπα. «Τι κάνετε τσούπρες;»

«Καλώς τον!» είπε η Αναστασία. «Εδώ, τα λέγαμε με τη Μυρσίνη!»

«Τι λέγατε;»

«Για την Θεσσαλονίκη, και η Μυρσίνη από εκεί είναι, από τη Νεάπολη»

«Όποια πέτρα και αν σηκώσεις, που λένε» είπε η Μυρσίνη.

«Είπαμε με τον Μίλτο να φάμε μαζί το μεσημέρι, θα πάμε στο σπίτι που έχουμε νοικιάσει και θα ψήσουμε στο barbeque»

«Αχ, σας ευχαριστούμε!!!» είπε η Μυρσίνη με ένα χαμόγελο από τη μία μεριά μέχρι την άλλη. «Με συγχωρείτε, μου κάνει νόημα ο Μιλτιάδης» είπε και κίνησε προς τα έξω.

«Αυτά είναι τα εκτός προγράμματος, που λένε»

«Δεν πειράζει Αντώνη μου. Τι του είπες;»

«Τη μισή αλήθεια, τι να του έλεγα; Όταν πάμε στο σπίτι θα πρέπει προσωρινά να μεταφέρουμε τα πράγματά σου σε άλλο δωμάτιο, όπως τα κανονίσαμε θα πάνε εκείνοι να πάρουν κρέατα, οπότε θα έχουμε το χρόνο. Τέλος πάντων, από τις ανάποδες που θα μπορούσαν να μας συμβούν, αυτό το λες και ελαφρύ.»

«Όχι ότι η Μυρσίνη είναι πολύ μεγαλύτερη, εικοσιπέντε χρονών είναι, και είναι με τον Μίλτο κοντά ενάμιση χρόνο.»

«Εσύ τι της είπες;»

«Πάνω κάτω τα ίδια με αυτά που είπες και εσύ στο Μίλτο αν και νομίζω ότι οι μπορεί να έπιασαν οι κεραίες της ότι είμαι, αν όχι ερωτευμένη, τουλάχιστον τσιμπημένη μαζί σου, απλά το πιθανότερο είναι να νομίζει πως εσύ δεν έχεις ιδέα ή πως κάνεις ότι δεν έχεις ιδέα.»

«Από που το συμπέρανες αυτό;» τη ρώτησα προσπαθώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία μου.

«Gut feeling, δε μου είπε κάτι συγκεκριμένο. Μπορεί και να λέω χαζομάρες, όπως χθες, που νόμιζα πως όλοι ήξεραν τι είχα στο τσαντάκι μου επειδή το ήξερα εγώ.»

«Αναστασία μου…» πήγα να της πω αλλά με διέκοψε.

«Αντώνη, είναι αυτό που είναι. Πριν από λίγο που κουβεντιάζαμε με την Μυρσίνη, μου είπε ότι είχε χάσει τον πατέρα της μικρή και μου ανέφερε μια φράση που τη βρίσκω πολύ σοφή. Αυτά τα φύλλα μου μοίρασαν, μ’ αυτά τα φύλλα θα παίξω, ήταν μια από τις αγαπημένες του πατέρα της.»

Την κοίταξα προσεκτικά προσπαθώντας να καταλάβω αν τα πίστευε αυτά που έλεγε ή απλά προσπαθούσε να τα πιστέψει. Η στάση της έκρυβε ένα πραγματισμό και μια ωριμότητα που δεν ταίριαζε καθόλου με την ηλικία της αλλά σάμπως ήταν και το μόνο; Πέραν από την εμφάνισή της, τίποτα δεν ταίριαζε με την ηλικία της και ήταν ο λόγος που ο αρχικά καθαρά σαρκικός μου πόθος είχε αρχίσει να αποκτά έντονη συναισθηματική χροιά. Και τότε θυμήθηκα αυτό που είχε πει, ότι ένα δυσανάλογα μεγάλο κομμάτι της, σε σχέση με το χρόνο που είχαμε περάσει μαζί από τότε που τη γνωρίσαμε, το είχα διαμορφώσει εγώ ο ίδιος. Άρχισα να αναρωτιέμαι στα σοβαρά αν ο λόγος που είχε επιλέξει τις οικονομικές από τις πολιτικές επιστήμες δεν ήταν τα μαθηματικά αλλά το γεγονός ότι είχα κάνει κι εγώ την ίδια επιλογή 27 χρόνια πριν. Δεν είχα ανοσία στο confirmation bias and it is a very slippery road.

«Τι σκέφτεσαι;»

«Ότι αν ισχύει αυτό που μου είπες, ότι δηλαδή έχω διαμορφώσει ένα δυσανάλογα μεγάλο κομμάτι αυτού που είσαι, το έκανα πολύ καλά. Τόσο, που με κάνει να αναρωτιέμαι για το θετικό αυτής της επιρροής»

«Αν αναφέρεσαι τον όποιο μου πραγματισμό, σε μεγάλο κομμάτι πράγματι οφείλεται σε εσένα. Δεν ήξερα καν τη λέξη, από εσένα την έμαθα.»

Τέσσερα χρόνια πριν

Βγήκα στη βεράντα μετά το μεσημεριανό μου ύπνο και τις βρήκα να κάθονται στο τραπέζι. Η Αγγελική έλυνε σταυρόλεξο, τα λάτρευε, ειδικά τα σκανδιναβικά, ενώ η Αναστασία ήταν απορροφημένη διαβάζοντας ένα χοντρό βιβλίο.

«Γνωστός διάλογος από την ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου» είπε φωναχτά η Αγγελική

«Αθηναίων-Μηλίων» απάντησε η Αναστασία χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της από το βιβλίο.

«Ναι, το Μηλίων ταιριάζει!» απάντησε η Αγγελική.

Είχαν πάψει πια να μου προκαλούν έκπληξη οι εγκυκλοπαιδικές γνώσεις  της Αναστασίας. Αφενός διάβαζε τα βιβλία με τον τόνο και αφετέρου, μικρή ή όχι, είχα διαπιστώσει, από τα δεκατρία της κιόλας, ότι διέθετε ένα απίστευτα κοφτερό μυαλό το οποίο συνοδευόταν από ένα εξαιρετικά πλούσιο για τα δεδομένα της ηλικίας της λεξιλόγιο. Στην αρχή την έβλεπα ως φόρτωμα αλλά το χαμόγελο που έφερνε η παρουσία της στο πρόσωπο της Αγγελικούλας μου, γρήγορα με έκανε να το ξεπεράσω. Αν και προσπαθούσα να κρατήσω κάπως τις αποστάσεις, καθώς με το crush που είχε μαζί μου δεν ήθελα να της δίνω αέρα, ήταν αδύνατο να μη με κερδίσει. Σε αντίθεση με την Αγγελική, ποτέ δεν είχα επιθυμήσει ιδιαίτερα να γίνω γονιός, ωστόσο αν είχα παιδί θα ήθελα να είναι σαν την Αναστασία.

Η μικρή έπαιρνε τον εαυτό της πολύ στα σοβαρά -και μεταξύ μας, το είχε κερδίσει με το σπαθί της- οπότε κι εγώ όποτε συζητούσα μαζί της την αντιμετώπιζα ως ενήλικη, αν όχι στη θεματολογία, τουλάχιστον στον τρόπο με τον οποίο της μιλούσα. Σχεδόν πάντα τα έπιανε με την πρώτη, πολύ σπάνια είχε χρειαστεί να διατυπώσω κάτι διαφορετικά. Αν άκουγε κάποια άγνωστη λέξη τη σημείωνε, αφήνοντας με να τελειώσω αυτό που έλεγα, και δεν ήταν λίγες οι φορές που κατάφερνε να εκμαιεύσει την ερμηνεία της άγνωστης λέξης από τα συμφραζόμενα.

«Νομίζουμε, αντιθέτως, ότι επιβάλλεται να επιδιώξουμε, κι εσείς κι εμείς, εκείνο που θεωρούμε αληθινά κατορθωτό, αφού πραγματικά, και οι δύο γνωρίζομε ότι κατά τη συζήτηση των ανθρωπίνων πραγμάτων, το επιχείρημα της δικαιοσύνης έχει αξία μόνο μεταξύ ίσων, καθώς ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο ασθενής παραχωρεί ό,τι του επιβάλλει η αδυναμία του» τους είπα ψάχνοντας λίγο στο tablet.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Αγγελική.

«Διάλογος Αθηναίων και Μήλιων» απάντησε η Αναστασία αφήνοντας το βιβλίο στην άκρη, έχοντας αναγνωρίσει το απόσπασμα.

«Είναι το πρώτο ιστορικό παράδειγμα realpolitik. Οι Αθηναίοι, ανατριχιαστικά κυνικοί, προσπαθούν να δώσουν στους Μήλιους να καταλάβουν ότι είναι προς το συμφέρον τους να υποταχτούν και πως η έννοια του δικαίου, την οποία επικαλούνται οι Μήλιοι, είναι αδιάφορη εφόσον η αντιπαράθεση δεν είναι μεταξύ ίσων» εξήγησα.

«Τι σημαίνει realpolitik;» ρώτησε η Αναστασία.

«Ο όρος realpolitik σημαίνει εφαρμογή πολιτικών και θέσεων που καθορίζονται από την ψυχρή, τετράγωνη λογική και τις επικρατούσες περιστάσεις και ανάγκες την δεδομένη στιγμή, με στόχο καθαρά το υλικό κέρδος, χωρίς ιδεολογικούς ή ηθικούς φραγμούς. Πολιτικός πραγματισμός, αν θες. Ξέρεις τι σημαίνει πραγματιστής;»

«Όχι αλλά συμπεραίνω ότι είναι αυτός που κινείται αυστηρά με βάση το συμφέρον του»

«Όχι αυτός που αναφέρεις είναι ο συμφεροντολόγος. Ο πραγματιστής είναι αυτός που κινείται, σκέφτεται και ενεργεί ψύχραιμα και λογικά βάσει της πραγματικότητας, όπως αυτός την αντιλαμβάνεται, κι όχι του συναισθήματος ενώ ο συμφεροντολόγος αποβλέπει αποκλειστικά στο προσωπικό του όφελος. Ο πραγματιστής δεν είναι απαραίτητα ανήθικος. Βέβαια, σε επίπεδο διακρατικών σχέσεων, όπως ορθά παρατήρησαν οι Αθηναίοι, οι έννοια του δικαίου και της ηθικής δεν είναι παρά μια αφαίρεση που δεν έχει εφαρμογή παρά μόνο μεταξύ ίσων, από τη στιγμή που ο ισχυρός μπορεί να επιβάλλει ό,τι του επιτρέψει η δύναμή του και ο αδύναμος να αποδεχτεί ότι του επιβάλει η αδυναμία του.»

Σήμερα

«Που ταξιδεύεις;»

«Στο παρελθόν, τέσσερα χρόνια πίσω, θυμήθηκα την συζήτηση που ξεκίνησε από ένα απλό σταυρόλεξο»

«Σε πειράζει να φύγουμε λίγο νωρίτερα;» με ρώτησε αλλάζοντας κουβέντα.

«Όχι μωρό μου, αν βαρέθηκες γυρίζουμε σπίτι.»

«Δεν βαρέθηκα!» μου είπε και αν και μου πήρε λίγη ώρα το έπιασα το υπονοούμενο.

«Εντάξει, πάμε να βγούμε έξω να στεγνώσουμε και την κάνουμε, άλλωστε εμείς είχαμε έρθει αρκετή ώρα πριν».

Επιστρέψαμε στα ρηχά όπου ο Μίλτος έκανε με τη σειρά βουτιές και τις τρεις. Όπως σήκωσε την Μυρσίνη στους ώμους του δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω ότι είχε αρκετά μεγάλο στήθος. Η αλήθεια είναι πως τα πολύ μεγάλα και τα πολύ μικρά δεν είναι του γούστου μου και έτσι κι αλλιώς έχοντας πρόσβαση στο ζευγάρι της Αναστασίας έκανε στα μάτια μου όλα τα υπόλοιπα ζευγάρια του κόσμου αδιάφορα.

-«Μίλτο, Μυρσίνη, εμείς πηγαίνουμε γιατί ήμαστε εδώ αρκετή ώρα και έχει αρχίσει να μας βαράει ο ήλιος. Θα σου στείλω σε SMS το στίγμα του σπιτιού ώστε να το βρείτε εύκολα!»

«Εντάξει, άλλωστε κι εμείς θα φύγουμε σε λίγο, να περάσουμε πρώτα από το δωμάτιο που έχουμε κλείσει ώστε να κάνουμε ντουζάκι και να αλλάξουμε και έχουμε να περάσουμε και από το χασάπη. Μπύρες έχετε ή να φέρω;»

«Έχουμε μια εξάδα αλλά γυρίζοντας θα περάσουμε από το μίνι μάρκετ να πάρουμε και άλλη. Στο σπίτι έχω επίσης χυμό μπανάνα και φράουλα για τις μικρές, θέλεις να πάρω και κανένα αναψυκτικό;»

«Όχι για τις μικρές, αν και αν μπορούσες να πάρεις μία zero για τη …μεγάλη, θα το εκτιμούσα. Οι χυμοί είναι μια χαρά για τις μικρές, δόξα τω Θεώ, ούτε στη Μυρτώ ούτε στην Ευτυχία αρέσουν τα αναψυκτικά.»

«Είμαι μακαρονού, τι να κάνω;» ψευτοαπολογήθηκε η Μυρσίνη.

«Εντάξει, θα πάρουμε και μια zero. Λοιπόν φεύγουμε και σας περιμένουμε.»

«Στις 13:30, άντε στις 14:00 θα ήμαστε εκεί» είπε ο Μίλτος κοιτάζοντας το ρολόι του.

«Τι ώρα είναι τώρα; Το δικό μου έχει μείνει από μπαταρία.»

«12:35» απάντησε ο Μίλτος.

«Ωραία, τα λέμε σε μία ώρα περίπου» τους είπα και αφού τους χαιρετίσαμε και οι δύο, βγήκαμε έξω και πήγαμε στις ψάθες μας. Σκουπιστήκαμε στα γρήγορα, φόρεσα εγώ τη μπλούζα μου και η Αναστασία το παρεό της, και αφού μαζέψαμε τα πράγματα πήγαμε στη μηχανή. Στο mini market κάναμε μια γρήγορη στάση και πήρα άλλη μια εξάδα μπύρες και μια zero του λίτρου και κινήσαμε για το σπίτι, στο οποίο φτάσαμε δύο λεπτά αργότερα.

«Λοιπόν, πάμε πάνω να βάλεις τα πράγματά σου σε διπλανό δωμάτιο, και μετά το ντουζ να ξαπλώσεις και λίγο ώστε να φαίνεται πως κάποιος έχει κοιμηθεί.»

«Μόνη μου;» με ρώτησε πονηρά. Ένα δίκιο το είχε. Πήρε τα πράγματά της και τα έβαλε στο διπλανό δωμάτιο. «Πάω να κάνω ντουζ!»

Σιγά που θα την άφηνα να πάει μόνη της. Την ακολούθησα κι εγώ και στριμωχτήκαμε -και όχι γιατί δε χωρούσαμε, να τα λέμε αυτά- κάτω από τη ντουζιέρα αφήνοντας το νερό να ξεπλύνει από πάνω μας το αλάτι. Το έκλεισα και χωρίς να μιλήσω καθόλου, τη γύρισα από την άλλη και την έβαλα να ακουμπήσει με παλάμες και πήχεις στον τοίχο. Άρχισα να τη δαγκώνω και να τη γλείφω στο σβέρκο και το λαιμό ενώ και τα δυο μου χέρια είχαν περάσει μπροστά και μάλαζαν τα στήθη της.

«Με τρελαίνει όταν μου το κάνεις αυτό…» ξεκίνησε να λέει αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει κόλλησα πίσω της κατεβάζοντας το δεξί μου χέρι ανάμεσα στα πόδια της και ξεκινώντας να την παίζω. «ΜΜΜΜΜΜΜ» δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το βογγητό της καθώς ενώ το χέρι μου συνέχισε να την παίζει με το όργανό μου άρχισα να …γαμάω το εσωτερικό των μηρών της. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ… Σε θέλω… σε θέλω…»

«Με θέλεις μωρό μου;»

«Πολύ! Πολύ!»

«Τι θέλεις;»

«Να με… να με πάρεις… να με κάνεις δικιά σου.»

«Είσαι δικιά μου, δε χρειάζεται να σε κάνω. Πες μου τι θέλεις.»

«Να με… να με… πάρεις…»

«Πες το μου αλλιώς.»

«Να με… να… να με γαμήσεις… Να με γαμήσεις…»

«Θέλεις να σε γαμήσω μωρό μου;»

«Ναι… ναι…σε παρακαλώ… πάρε… γάμησέ με… γάμησέ με…»

Πήρα το αριστερό μου χέρι από το στήθος της και της έφερα το κεφάλι προς τα πίσω τραβώντας την πάνω στην καύλα μου αρκετά δυνατά από τα μαλλιά, κάνοντάς την να της ξεφύγει μια φωνή  μείξη πόνου με καύλας.

«Πες το μου ξανά…» είπα εντείνοντας ακόμα περισσότερο την ένταση του παιχνιδιού μου με το μουνάκι της.

«Σε… ΑΑΑΑΑΑΧ… Σε παρακαλώ… Γάμησέ με… γάμησέ με…»

«Και αν αποφασίσω να πάρω το κωλαράκι σου;»

«ΑΑΑΑΑΧ… όπως… όπως θες εσύ… ΑΑΑΑΧ σε παρακαλώ…»

«Μπράβο το καλό κορίτσι» της είπα και έσπρωξα τη λεκάνη της προς το μέρος μου, κάνοντας την να καμπυλώσει ακόμα περισσότερο τη μέση της. Οδήγησα το όργανό μου στα χείλη της και γλίστρησα και πάλι μέσα της, μην μπορώντας εγώ αυτή τη φορά να πνίξω ένα βογγητό ηδονής. Το μουνάκι της… Θεέ μου το μουνάκι της… η αίσθηση μέσα του… Ένιωσα και πάλι σχεδόν να χάνω τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου.

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ»

«Ναι… ΑΑΑΑΧ ναι… πόσο… πόσο μ’ αρέσει να… να γαμάω… ααααχ… να γαμάω αυτό το μουνάκι… αααχ… με… με τρελαίνει… ααααααχ αααααχ αααααχ»

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧΜΜΜΜΜΜΑΑΑΑΑΑΧΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ»

«Ναι… αααααχ… μμμμ ναααα ααααααχ να στο σκίζω… αααχ ααααχ…» Το είχαμε χάσει τελείως και οι δύο, κινούμουν μέσα της σα μανιακός, κάνοντας το σώμα της να τραντάζεται και τις φωνές και τα βογγητά της τόσο δυνατά που κινδυνεύαμε να ακουστούμε μέχρι την παραλία. Παρά  την απίστευτη ηδονή που ένιωθα μου πήρε πάνω από δέκα λεπτά μέχρι να έρθει το τέλος με μια έκρηξη τόσο δυνατή που νόμιζα ότι το σώμα μου θα γίνει χίλια μικρά κομματάκια. «ΑΑΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩΩΩ ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ. ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ» φώναζα ενώ το όργανό μου άδειαζε με απανωτές εκρήξεις με τη μορφή σπασμών τόσο δυνατών και τόσης διάρκειας και έντασης που για ακόμα μία φορά μου κόπηκε σχεδόν η ανάσα. «Ουφ ουφ ουφ» έκανα φυσώντας και ξεφυσώντας λες και είχα τρέξει μαραθώνιο.

«Μη μου μείνεις, γεράκο μου»

«Παππούς ο σέξι και όποια αντέξει» είπα με κομμένη ανάσα.

«Στην περίπτωσή μας το πρόβλημα δεν είναι η όποια αλλά ο παππούς!» είπε και άνοιξε το νερό για να ξεπλυθεί στα χαμηλά της.

Έχοντας τελειώσει -pun intended- και μην έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνουμε, πήραμε από ένα breezer ο καθένας μας και βγήκαμε στη βεράντα να περιμένουμε μέχρι να έρθουν να μας βρουν Μίλτος και σία.

«Αντώνη, να σε ρωτήσω κάτι;»

«Μόλις το έκανες!»

«Έλα, μη με πειράζεις…»

«Good luck with that”

«Γιατί τέτοιος είσαι!»

«Τέτοιος και χειρότερος. Θα μου κάνεις την ερώτηση τώρα ή θα μείνεις με την απορία;»

«Χμμμ… Θυμάσαι τότε που μου εξήγησες για το BDSM?»

Ξεχνιέται;

«Κοίτα, μεσήλικας είμαι, που λες κι εσύ, δεν έχω πάθει Αλτσχάιμερ!»

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»

«Σαφώς!»

«Ουφ. Μου… μου είχες πει ότι είμαι ένα ταπεινό μποτομάκι επειδή μου αρέσει στο σεξ να έχεις τον έλεγχο εσύ.»

«Ναι…;»

«Αλλά εμένα δε μου αρέσει να έχεις απλά τον έλεγχο, μου αρέσει να σε ικανοποιώ.»

«Εεε, προσπαθώ να καταλάβω που το πας.»

«Είμαι υποτακτική και δεν το ξέρω;»

«Κι εμένα μου αρέσει να σε ικανοποιώ και σε διαβεβαιώ πως ούτε bottom είμαι, ούτε πολύ περισσότερο υποτακτικός. Το ότι σου αρέσει να έχω τον έλεγχο στο sex είναι ένα πράγμα, αυτό που ονομάζουμε υποταγή έχει πολύ πιο ευρεία εφαρμογή. Θες να παίρνει κάποιος άλλος τις αποφάσεις για εσένα σε θέματα που αφορούν τη σεξουαλική σου ζωή ή ακόμα και σε θέματα πέραν αυτής;»

«Χμμμ… Οκ, μ’ αρέσει να σε περιποιούμαι και σε πράγματα που δεν αφορούν το σεξ. Μου αρέσει να σου μαγειρεύω, μου αρέσει όταν σου γεμίζω εγώ το ποτήρι, μ’ αρέσει να σε λούζω και να σε πλένω με το σφουγγάρι και τα λειπά.»

«Αν σου πω πήγαινε ξεσκάτισε τον Ράντι, θα σου αρέσει;»

«ΙΙΙΙΧ, όχι!»

«Αν σου πω έλα σπίτι μου να σκουπίσεις και να σφουγγαρίσεις, θα σ’ αρέσει;»

«Όχι, η αλήθεια είναι ότι δε θα πέταγα τη σκούφια μου»

«Θα το έκανες;»

«Δεν ξέρω… πιθανότατα ναι.»

«Να πω στην κυρά-Θοδώρα να σταματήσει να έρχεται;»

«Ποια είναι αυτή;»

«Η κυρία που έρχεται και μου καθαρίζει το σπίτι μια φορά την εβδομάδα»

«Όχι… εντάξει, καταλαβαίνω τι λες.»

«Το ότι είσαι δοτική, δεν σημαίνει ότι είσαι απαραίτητα υποτακτική»

«Γραμματική του Τριανταφυλλίδη το κάναμε!» αστειεύτηκε.

«Και εδώ πάμε στη χθεσινή κουβέντα… ούτε καν θέλω να σκέφτομαι πόσο μικρό είναι το ποσοστό των συνομήλικών σου που γνωρίζει ποιος είναι ο Τριανταφυλλίδης. Αν έλεγες Μπαμπινιώτης μπορεί και να το είχαν ακουστά και πιθανότατα από σπόντα!»

«Δεν ξέρω, ίσως είπα Τριανταφυλλίδης και όχι Μπαμπινιώτης γιατί επηρεάστηκα από κάτι που διάβασα τις προάλλες στο blog του Σαραντάκου.»

«Το γνωρίζεις κι αυτό ρε θηρίο;»

«Αμ τι, μπρίκια πεταλώνουμε, που λες κι εσύ. Αλήθεια, μπρίκια κολλάμε και μύγες πεταλώνουμε δεν είναι το σωστό;»

«Έτσι το είπα; Ου γαρ έρχεται μόνον»

«Δεινόν το γήρας γεράκο μου;»

«Επιθετική επενδύτρια, βλέπω!»

«Αμέ!» είπε χαρίζοντάς μου το χαμόγελο της Colgate.

«Λέγε εσύ, λέγε…»

«Εγώ να λέω ή εσύ να πράξεις;»

«Σε τρώει ο κώλος σου, νιάνιαρο;» Αντί απάντησης ήρθε και μου κούνησε προκλητικά το κωλαράκι της μπροστά στη μούρη μου κάνοντάς με να καυλώσω και πάλι.

Κατάλαβες το κωλόπαιδο; Χαστούκια στο κωλαράκι θέλεις μικρή; Χαστούκια στο κωλαράκι θα λάβεις… και όχι μόνο!

Σηκώθηκα όρθιος και την πίεσα στους ώμους. Η Αναστασία λαμβάνοντας το μήνυμα γονάτισε υπάκουα. Κατέβασα το σορτσάκι μου και της τον έχωσα στο στόμα και άρχισα να της το γαμάω, βάζοντάς τον κάθε φορά λίγο παραπάνω απ’ όσο άντεχε, κάνοντάς την έτσι να τον γεμίσει σάλια. Προτιμούσα το λιπαντικό, είναι η αλήθεια, αλλά δεν είχα σκεφτεί να το πάρω μαζί μου οπότε… σάλιο και υπομονή!

Τη βοήθησα να σηκωθεί και τη γύρισα με πλάτη προς τα μένα και άρχισα να τη χουφτώνω βίαια στο στήθος κάνοντάς την πύραυλο από την καύλα. Το χέρι μου κατέβηκε και πάλι μέσα από το κιλοτάκι και βούτηξα στην αρχή ένα και στη συνέχεια δύο δάχτυλα στο μουνάκι της που ήταν πιο υγρό και από rainforest την εποχή των μουσώνων, να πούμε. Η Αναστασία άρχισε να βογκάει και πάλι και όχι τίποτε άλλο αλλά ήμασταν και έξω. Εντάξει, το σπίτι ήταν απομονωμένο αλλά αν …γκάζωνε και εκείνη τη στιγμή τύχαινε να έρθει ο Μίλτος με τη φαμίλια, είναι εξαιρετικά πιθανόν να άκουγαν …άρια. Η σκέψη αυτή με καύλωσε ακόμα περισσότερο και παίρνοντας το χέρι μου από το μουνάκι της, έβαλα το μεσαίο μου δάχτυλο στο κωλαράκι της, κερδίζοντας ακόμα ένα βογγητό. Συνέχισα να τη γαμάω με το δάχτυλο για λίγη ώρα, ήθελα να την ανοίξω όσο μπορούσα πριν ακολουθήσει το όργανό μου.

Την έπιασα και την έβαλα να σκύψει αγκαλιάζοντας το τραπέζι. Κρατώντας τη με το δεξί μου χέρι από το σβέρκο οδήγησα το όργανό μου στην είσοδο της πίσω της τρυπούλας. Άρχισα να σπρώχνω το γεμάτο σάλια όργανό μου μέχρι που κατάφερα να βάλω μέσα το κεφαλάκι, κερδίζοντας ένα βογγητό πόνου. Δε με σταμάτησε, οπότε άρχισα να πιέζω και πάλι και όπως σιγά-σιγά άρχισα να μπαίνω μέσα της ακούστηκε πάλι ένα «ΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» αλλά ήταν πόνου, όχι καύλας.

«Σε πονάω, μωρό μου; Θες να σταματήσω;»

«Πονάει… πονάει λίγο… αλλά μη… μη σταματάς.»

«Σε παρακαλώ αν κρίνεις ότι δεν αντέχεις ή δε θέλεις άλλο, να μου το πεις.»

«Δε… δε θέλω να σταματήσεις»

Τραβήχτηκα έξω και ξαναμπήκα μέσα της αυτή τη φορά μέχρι τη μέση. Η Αναστασία μούγκρισε εκ νέου αλλά και πάλι δε μου είπε να σταματήσω. Επανέλαβα τις σιγανές σε ρυθμό κινήσεις μέχρι που ο σφικτήρας της παραδόθηκε κάνοντας την αντίσταση να μειωθεί. Άρχισα να επιταχύνω σιγά σιγά το ρυθμό μου και να αυξάνω το βάθος στο οποίο έμπαινα και η υφή των μουγκρητών της άρχισε να αλλάζει μέχρι που την άκουσα να λέει «ΑΑΑΑΧ ΝΑΙ…ΝΑΙ». Την σήκωσα τραβώντας την από τα μαλλιά και άρχισα να τη γαμάω με μεγαλύτερη ταχύτητα κάνοντας την να πολλαπλασιάσει τα καυλωμένα «ΜΜΜΜ» και «ΑΑΑΑΧ» της.

Ομολογώ ότι η αίσθηση ήταν κατώτερη σε σχέση  με αυτή της χρήσης λιπαντικού -δε συζητάμε για αυτή του μουνιού της- αλλά έτσι και αλλιώς, και τουλάχιστον όσον αφορά εμένα, δεν ήταν η αίσθηση του οργάνου μου μέσα σ’ ένα κωλαράκι που με έκανε να το γουστάρω, όσο η ίδια η ιδέα του να γαμάω κώλο, πόσο μάλλον ένα κώλο σαν αυτό της Αναστασίας. Χωρίς να σταματήσω ούτε στιγμή να τη γαμάω, άρχισα να ρίχνω σφαλιάρες -δυνατές σφαλιάρες- εναλλάξ και στα δύο κωλομέρια της και στο ρεπερτόριό της προστέθηκε και το «ΑΟΥΥΥ».

Νιώθοντας ότι πλησιάζω στο τέλος σταμάτησα τις σφαλιάρες και τη γράπωσα από τα κωλομέρια της μέχρι που πέρασα το σημείο της μη επιστροφής και χαλάρωσα λίγο το ρυθμό καθώς το τέλος ήταν ελάχιστα δευτερόλεπτα μακριά. Με μια τελευταία κίνηση καρφώθηκα όλος μέσα της και τα βογκητά μου συνόδεψαν τα δικά της καθώς το όργανό μου άδειαζε με σπασμούς μέσα της. Ο κώλος της ήταν κατακόκκινος από τα χαστούκια και το ίδιο έγινε και το πρόσωπό της όταν διαπίστωσε ότι ήμουν ελαφρά λερωμένος.

«Μην τρελαίνεσαι, συμβαίνουν αυτά.»

«Συγνώμη!» μου είπε μην τολμώντας να με κοιτάξει.

«Βρε χαζούλα μη ζητάς συγνώμη. Δεν έγινε και τίποτα.»

«Πώς… πώς δεν έγινε;»

«Αναστασία, κώλος είναι. Αν θέλεις κώλο αποδέχεσαι ότι αυτό μπορεί να συμβεί. Έλα, πάμε να πλυθούμε και σταμάτα να το σκέφτεσαι.»

«Ουφ πάμε!»

«Μην ξεχάσεις όταν τελειώσεις να ξαπλώσεις λίγο στο δωμάτιό σου για να φανεί ότι κοιμήθηκες εκεί. Και βάλε και τίποτα από τα τζιτζιμάτζαλα που έφερες μαζί στην τουαλέτα.»

«Φαντάζομαι ότι εννοείς το έπιπλο, ε;»

«Εμ!»

Πήγαμε ο καθένας σε διαφορετικό μπάνιο, εγώ στο μεγάλο με το υδρομασάζ και η Αναστασία στο μικρότερο με το ντουζ και αφού πλύθηκα καλά βγήκα έξω. Αν και η αλήθεια είναι ότι το σεξ μου ανοίγει την όρεξη για τσιγάρο κρατήθηκα, γιατί σάμπως να το είχα παρακάνει τον τελευταίο καιρό και δεν ήμουν για τέτοια. Εκεί που κάπνιζα ένα στη χάση και στη φέξη, το πακέτο στην Κηφισιά το είχα πάνω από ένα χρόνο, είχα καταντήσει τις τελευταίες μέρες να κάνω ένα ή δύο την ημέρα.

Βγήκα και πάλι στη βεράντα και κοίταξα το ρολόι μου, ήταν 13:00 και εκεί θυμήθηκα ότι δεν είχα στείλει το SMS στο Μίλτο. Και μετά θυμήθηκα ότι δεν τον είχα στις επαφές μου οπότε αναγκάστηκα να τον ψάξω στο teams και τελικά του έστειλα και SMS και μήνυμα στο teams, στο οποίο και απάντησε κάνοντας thumbs up. Μετά ακολούθησε δεύτερο μήνυμα ότι θα καθυστερούσαν λίγο γιατί είχαν αργήσει να φύγουν από την παραλία καθώς οι μικρές δεν ξεκολλούσαν. Του απάντησα να έρθουν με την ησυχία τους και αφού ήπια μια γουλιά από το breezer μου, πήγα μέσα να βρω την Αναστασία στο δωμάτιό της.

«Ήρθα να σου κάνω παρεούλα, τα παιδιά θα αργήσουν λίγο!»

«Παρεούλα το λέμε τώρα;»

«Πάλι στο κοκό πήγε το μυαλό σου βρε καβλοράπανο;»

«Είδες η κακούργα;»

«Κάνε πιο μέσα ρε βάσανο!» της είπα και χαχανίζοντας έκανε πιο μέσα ώστε να πέσω κι εγώ δίπλα της. Με το που άνοιξα την αγκαλιά μου χώθηκε μέσα της και με χταπόδιασε.

«Αντώνη μου;»

«Αναστασία μου;» Με κοίταξε λίγο σαν να έψαχνε τα λόγια. «Τι είναι μάτια μου;»

«Να… πριν… με πόνεσε αρκετά, πιο πολύ από την πρώτη φορά.»

«Χμμμ. Δε σου είπα βρε να μου πεις να το σταματήσω;»

«Δεν ήθελα να σε κόψω και άλλωστε όταν καταλάγιασε κάπως άρχισε να μου αρέσει πολύ. Εννοώ…. ναι με πονούσε και έτσουζε αρκετά, αλλά… δεν ξέρω… δεν ήταν μόνο το πως ένιωθα σωματικά… αν… αν όταν με έβαλες στο τραπέζι είχες μπει μπροστά μου θα με άκουγαν μέχρι το Ναύπλιο. Δεν ξέρω πως να στο πω… με είχες… με είχες ακινητοποιήσει και με χρησιμοποιούσες και όχι απλά δε θύμωσα αλλά σε ήθελα τόσο πολύ που παρά τον πόνο δεν ήθελα να το κόψω. Δεν ξέρω πως να στο πω χωρίς να θυμώσεις… γιατί σε καμία περίπτωση δεν ήταν έτσι… ένιωσα… ένιωσα φτηνή… και αντί να νευριάσω ερεθίστηκα ακόμα περισσότερο. Να… να σου εξομολογηθώ κάτι;»

«Και το ρωτάς, ψυχή μου; Μου αρέσει να μου μιλάς. Θέλω να μου μιλάς! Θέλω να ξέρω πως νιώθεις και ακόμα περισσότερο θέλω να ξέρω πότε ΔΕΝ σ’ αρέσει κάτι. Ναι, με καυλώνει κι εμένα η ιδέα να έχω μια γυναίκα πρόθυμη να μου ικανοποιεί όλες μου τις σεξουαλικές ορέξεις, με όποιο τρόπο και σε όποιο χρόνο το επιθυμήσω, αλλά επειδή δε ζούμε στις φαντασιώσεις μας, θέλω να ξέρω ότι αυτό το ευχαριστιέσαι κι εσύ.»

«Το ευχαριστιόμουν, Αντώνη μου, μπορεί να πόνεσα περισσότερο αλλά το ευχαριστιόμουν γιατί… για όλα αυτά που σου είπα.»

«Σε κάθε περίπτωση αν κάτι σε ζορίσει θέλω να μου το πεις χωρίς να φοβάσαι ότι θα ξενερώσω, μου το υπόσχεσαι;»

«Στο υπόσχομαι!»

«Ωραία, τι άλλο ήθελες να μου εξομολογηθείς;»

«Να… ότι κάθε… ουφ… κάθε φορά που έπαιζα με τον εαυτό μου… φανταζόμουν εσένα. Ακόμα και όταν ήμουν με το Χάρη και μετά με το Νίκο αφού μαζί τους …δεν, όταν έπαιζα φανταζόμουν εσένα.»

«Γι’ αυτό με έπιαναν κρίσεις φταρνίσματος και νόμιζα ότι απέκτησα αλλεργίες στα γεράματα;» την πείραξα.

«Μπορεί!» μου είπε χαρίζοντάς μου ένα λαμπερό χαμόγελο.

«Τότε θα σου εξομολογηθώ κι εγώ κάτι. Το καλοκαίρι… τη μέρα που το κύμα σου κατέβασε το μαγιό… έβγαλα κάλους στα χέρια φέρνοντας αυτό στη μνήμη μου. Α, και όταν έσκυψες να πιάσεις την πετσέτα, μου έκανες τα μάτια να πεταχτούν έξω!»

«Αχ, ναι;;;;» ρώτησε ενθουσιασμένη. «Τι φαντασιωνόσουν;»

«Την πρώτη φορά τίποτα, απλά έφερα την εικόνα του γυμνού σου στήθους. Τη δεύτερη πάλι τίποτα, απλά έφερα την εικόνα σου όταν έσκυψες να πιάσεις την πετσέτα σου. Από εκεί και πέρα σκεφτόμουν… όλα όσα έχουμε κάνει. Να τελειώνω στο στόμα σου, στο μουνάκι σου, να παίρνω το κωλαράκι σου…»

«Έκφυλε!»

«Η αλήθεια είναι ότι αυτό συνοδευόταν και από τύψεις και όσο πιο πολύ ένιωθα τύψεις τόσο πιο πολύ καύλωνα και όσο περισσότερο καύλωνα τόσο περισσότερο ένιωθα τύψεις και ο κύκλος επαναλαμβανόταν.»

«I can relate to that. Εννοώ ότι πριν… ένιωθα… ουφ… ένιωθα…»

«Πουτανίτσα;»

«Αυτό… και ντρεπόμουν που μου άρεσε και όσο πιο πολύ ντρεπόμουν τόσο πιο πολύ μου άρεσε, κάτι σαν εσένα με τις τύψεις. Όπως και όταν με πήρες κανονικά και… και ήθελες να ακούσει να σου ζητάω να με… να με γαμήσεις.»

«Ξέρεις…; Είναι κάτι αρκετά συνηθισμένο αυτό. Πολλοί άνθρωποι τους αρέσει να νιώθουν ταπείνωση και εξευτελισμό στο σεξ. Εμένα μου αρέσει να μιλάω βρώμικα αλλά δε μου αρέσει να προκαλώ ταπείνωση ή ακόμα περισσότερο εξευτελισμό. Θα στο πω αλλιώς, το πουτανίτσα έχει διαφορετική έννοια στο μυαλό μου απ’ ότι στο δικό σου. Εγώ το βλέπω ως πιπεράτο γλυκόλογο και όχι ως μέσο να σε ταπεινώσω, οπότε αν καμιά φορά μου ξεφύγει στην καύλα της στιγμής, θέλω να το πάρεις ακριβώς έτσι.»

«Στην περίπτωσή μου θα με ερέθιζε ακόμα περισσότερο, πάντως»

«Εντάξει, θα το έχω στα υπόψιν» της είπα πειρακτικά.

«Ξέρεις τι άλλο θα μου άρεσε;»

«Για πες!»

«Να… να τελειώσεις στο πρόσωπό μου ή στο στήθος μου.»

«Εν γένει προτιμώ να τελειώνω στο στόμα και να καταπίνεις αλλά γιατί όχι;»

«Όχι-όχι… αν προτιμάς το στόμα μου… όπου θέλεις εσύ!»

«Προτιμάω να έχουμε ποικιλία. Αφού αρέσει στο κορίτσι μου θα μπει στο ρεπερτόριο, στο είπα και πριν, για μένα το ζητούμενο είναι να το ευχαριστιούνται και οι δύο»

«Μου άρεσε που με είπες το κορίτσι μου.»

«Είσαι το κορίτσι μου!»

«Κι εσύ είσαι ο γεράκος μου!» είπε προσπαθώντας να με κάνει 50 αποχρώσεις του μωβ από το σφίξιμο. Καθίσαμε κάμποση ώρα αγκαλιασμένοι έτσι μέχρι που βούιξε το κινητό μου.

«Σήκω σουσουράδα, έρχονται τα παιδιά, πάμε να ντυθούμε»

«Τι να φορέσω;»

«Το μαγιό σου από μέσα και από πάνω ό,τι θες… ή μείνε και με το μαγιό. Barbeque θα κάνουμε, δεν πάμε για δείπνο στον πρέσβη!»

«Σωστά, μόνο για barbeque με τους πρεσβύτερους! Τι με κοιτάς έτσι, οι καλοί επενδυτές αφού πάρουν τα κέρδη τους, επενδύουν ξανά! Χα!»

«Τα σημειώνω αυτά, μικρή!»

«Και καλά κάνεις, είσαι και μιας άλφα ηλικίας!»

«Καλά…»

«Χιχιχι»

«Σήκω βάσανο!»

Επειδή εγώ θα έψηνα έβαλα και μπλούζα αν και από κάτω απλά φόρεσα το μαγιό μου. Βγήκαμε και πάλι στη βεράντα και μέχρι να τελειώσουμε τα breezers μας ήρθαν και τα παιδιά, οπότε και κατεβήκαμε κάτω για να τους υποδεχτούμε.

«Καλώς τους» είπα εγώ.

«Γεια σας!» είπε η Αναστασία με τη σειρά της.

«Καλώς σας βρήκαμε» απάντησε για λογαριασμό όλων ο Μίλτος.

«Περάστε, περάστε!» τους είπα κάνοντας νόημα να περάσουν όλοι μέσα.

«Όμορφο που είναι!» είπε η Μυρσίνη.

«Και που να δείτε την πισίνα» τους είπα κοιτώντας τις μικρές οι οποίες έβαλαν τσιρίδες χαράς. «Και η πισίνα είναι και για μικρά και για μεγάλα παιδιά».

«Φέραμε τα κρέατα και επειδή δεν ξέρω τι έχει και τι δεν έχει η κουζίνα, πήραμε και λεμόνια και μπαχαρικά. Α, επίσης πήραμε και πατάτες, ντομάτες, κρεμμύδι, πιπεριές και ελιές για χωριάτικη και φέτα και φυσικά ψωμί. Υπάρχει φριτέζα, έτσι;»

«Από ηλεκτρικές συσκευές έχει τα πάντα, από αλατοπίπερα νομίζω ότι έχει τα πολύ βασικά μόνο, δηλαδή αλάτι και πιπέρι οπότε καλά κάνατε. Μυρσίνη, Αναστασία, αν θέλετε μπορείτε να πάτε να κάτσετε στην πισίνα όσο να ψήσουμε τα φαγητά.»

«Φωνάξτε με αν είναι να έρθω να καθαρίσω τις πατάτες» είπε η Μυρσίνη.

«Γιατί εμείς χεράκια δεν έχουμε;» την ρώτησα.

«Μωρέ έχετε αλλά στις μικρές και στο Μίλτο αρέσουν πολύ οι ψιλοκομμένες και δε θέλω να σας βάλουμε σε φασαρία.»

«Εντάξει, θα σε φωνάξουμε όταν τις καθαρίσουμε» της είπα συμβιβαστικά.

«Και τώρα που το λύσαμε αυτό τι θα πιείτε;» ρώτησε η Αναστασία.

«Εμείς μέσα θα είμαστε οπότε θα πάρουμε μόνοι μας» της απάντησα.

«Εγώ θα πιώ λίγη zero. Είπατε ότι έχετε χυμούς;» ρώτησε η Μυρσίνη.

«Ναι, φράουλα και μπανάνα» απάντησε η Αναστασία. «Τι θέλετε κοριτσάρες μου;» ρώτησε τις μικρές

«Φράουλα!» απάντησαν και οι δύο.

«Μπορείς σε παρακαλώ να βάλεις από μισό ποτήρι και στις δύο; Μη διαμαρτύρεστε κιουρίες, μετά δε θα τρώτε το φαγητό σας!» είπε η Μυρσίνη.

Πήγαμε και οι τρεις μέσα ενώ η Μυρσίνη πήρε τις μικρές και πήγαν στην πισίνα. Μέχρι να βγάλουμε τα κρέατα πήγα να ανάψω το BBQ υγραερίου που διαθέτει το σπίτι για να ανεβάσει θερμοκρασία. Όταν γύρισα ο Μίλτος ήταν μόνος του και είχε αρχίσει να παστώνει τα κρέατα ενώ η Αναστασία είχε πάει ήδη στην πισίνα.

«Τι θα πιείς;» ρώτησα το Μίλτο.

«Μπυρίτσα.»

«Προβατίνα;» τον ρώτησα βλέποντας τα κρέατα ενώ το στόμα μου γέμισε με σάλια.

«Αμέ! Σου λέω έχω τα κονέ, εδώ! Σιτεμένα τρεις μέρες, με το κρεμμυδάκι τους, με το σκορδάκι τους και με τα όλα τους. Και πήρα και λουκάνικα και κοτόπουλο παϊδάκια για τις μικρές. Κάτσε να τελειώσω με το μαρινάρισμα και να σε βοηθήσω στο καθάρισμα»

«Ου φροντίς, είμαι το γρήγορο πιστόλι. Με τη Αγγελική έτσι το μοιράζαμε, εγώ καθάριζα τις πατάτες και εκείνη τις έκοβε και τις τηγάνιζε. Ακόμα και στη φριτέζα αέρος, πάλι καλύτερες τις έκανε από μένα, δηλαδή για όνομα! Την ίδια ώρα τις βάζαμε!»

«Αμάν, τι φριτέζα έχει εδώ; Φέραμε ένα μικρό μπουκάλι λάδι, ίσα για τη σαλάτα!»

«Καλή ερώτηση» είπα και πήγα να δω τη φριτέζα. «Αέρος είναι, τυχεροί είμαστε!»

Όπως το είπα έτσι κι έγινε. Μέχρι να τελειώσει ο Μίλτος το μαρινάρισμα -με το πινέλο παρακαλώ!- στα παϊδάκια, τόσο της προβατίνας όσο και του κοτόπουλου, είχα καθαρίσει τις πατάτες.

«Πάω να φωνάξω την Μυρσίνη, μη φοβάσαι για τις μικρές, η Αναστασία είναι εξαιρετικά υπεύθυνο παιδί, κάθε Ιούλη στην Κέρκυρα κρατούσε για ένα μήνα τα ξαδέρφια της. Μας το είχε πει η γιαγιά της όταν την πρωτογνωρίσαμε και τότε ήταν δεκατριών χρονών κοριτσάκι ενώ τα ξαδέρφια της ήταν περίπου στην ηλικία που έχουν οι κόρες σου.»

«Με όλο το θάρρος αλλά είσαι τελείως χαζομπαμπάς!»

Ε, ρε και να μαθευτούν τα χαΐρια μου, θα πρέπει να φύγω μετανάστης σε καμιά στέπα, δε θα με ξεπλένουν ούτε ο Νείλος με τον Αμαζόνιο μαζί, να πούμε.

«Τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα!» του είπα αστειευόμενος, τι να του έλεγα, και πήγα έξω να φωνάξω τη Μυρσίνη. Χαμογέλασα βλέποντας τις μικρές να έχουν σκαρφαλώσει κυριολεκτικά στην Αναστασία και να τσιρίζουν από τον ενθουσιασμό τους, ενώ η Μυρσίνη είχε χαλαρώσει στην καρέκλα και έπινε την zero της. «Μυρσίνη, τις καθάρισα τις πατάτες, μπορείς να πας να τις κόψεις. Μην τις βάλεις τώρα να τηγανίζονται, θα τις βάλουμε όταν αρχίσουμε να ψήνουμε τα κρέατα.»

«Αμάν! Λάδι ξεχάσαμε να πάρουμε!»

«Δεν χρειάζεται, η φριτέζα που έχουμε εδώ είναι αέρος.»

«Αχ! Ωραία! Πάω!»

«Πώς τα περνάτε τσούπρες;» ρώτησα την Αναστασία όταν έφυγε η Μυρσίνη.

«Αχ, είναι γλύκες!» είπε η Αναστασία με ένα χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο ενώ οι πιτσιρίκες το ρίξανε στο ντροπαλό τσάμικο.

«Λοιπόν, πάω κι εγώ, να αρχίσουμε να ψήνουμε.»

«Εγώ θα τις φάω έτσιιιιιιιιιι» είπε η Αναστασία προκαλώντας ένα νέο γύρο από χαρούμενες τσιρίδες από τις μικρές.

Μωρέ θα τις φας μέχρι να βελάξεις και δεν εννοώ τις μικρές. Δε βαριέσαι, θα έχει και άπλα ο Ράντι στη Μογγολία, έχω ακούσει ότι έχει τις πιο trendy στέπες. Θα πάμε που θα πάμε στην κόλαση, let’s do it as fucking legends!

Με αυτές τις θετικές σκέψεις γύρισα στην κουζίνα όπου η Μυρσίνη είχε σχεδόν τελειώσει με το κόψιμο των πατατών.

«Τη σαλάτα λέω να την κόψω όταν τελειώσει το ψήσιμο, έχω βάλει και τις τομάτες στο ψυγείο, να προλάβουν να κρυώσουν λίγο» με πληροφόρησε η Μυρσίνη. «Πόση ώρα θα πάρει το ψήσιμο; Ρωτάω για να υπολογίσω πότε να βάλω τις πατάτες.»

«Τα παϊδάκια θέλουν 5-6 λεπτά ανά πλευρά σε πολύ δυνατή φωτιά. Τα κοτόπουλα θέλουν γύρω στα 10 με 15 σε δυνατή, τα λουκάνικα θέλουν λιγότερη ώρα, οπότε σε κανένα εικοσάλεπτο, υπολογίζω» είπε ο Μίλτος

«Μπορούμε να βάλουμε τα λουκάνικα στην πάνω σχάρα προς το τέλος των κοτόπουλων για να τα βγάλουμε μαζί με της προβατίνας» είπα με τη σειρά μου.

Αμ έπος, αμ έργο, σε μισή ώρα τα κρέατα, οι πατάτες και η σαλάτα ήταν έτοιμα. Ένα έχω να πω, τα κάναμε αριστούργημα, ένιωθα ότι θα αρχίσουν να μου βγαίνουν από τ’ αφτιά και δεν μπορούσα να σταματήσω να τρώω και βάλε και τις μπύρες, δεν ήταν να απορείς που όταν τελειώσαμε ένιωθα σαν βόας. Και παρακαλώ να σημειωθεί ότι δεν ήμουν μονάχος στις πομπές μου, μόνο οι μικρές έδειξαν κάποια στοιχειώδη αξιοπρέπεια.

«Έχω φάει τόσο πολύ που θ’ αρχίσω να βελάζω» δήλωσα.

«Μπεεεεεε» έκανε η Αναστασία προκαλώντας ένα γύρο γέλιων.

«Μη, θα μου βγει μέχρι και από τους πόρους!» είπα απελπισμένος.

«Μυρσίνη, Αναστασία, θα πάμε για μπάνιο στην πισίνα;» ρώτησε η Μυρτώ.

«Μπάνιο μετά από δύο ώρες!» τους απάντησε η Μυρσίνη τρυφερά αλλά αυστηρά.

«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε η Ευτυχία.

«Έχετε φέρει και παιχνίδια και ζωγραφιές και βιβλία» τους υπενθύμισε ο Μίλτος.

«Αναστασία, θα μας διαβάσεις;» ρώτησε η Μυρτώ

«Εγώ θέλω να ζωγραφίσω!» δήλωσε η Ευτυχία.

«Γιατί όχι και τα δύο; Εμένα μου αρέσει και να διαβάζω και να ζωγραφίζω!» τους είπε η Αναστασία.

«Ναιιιιι! Πάμε!!! Πάμε!!!!»

«Καθίστε βρε τερατάκια, αφήστε το κορίτσι να χωνέψει!» τους είπε ο Μίλτος.

«Δεν χρειάζεται, αρκεί να είμαστε φρόνιμες, θα είμαστε, έτσι κορίτσια;» απάντησε η Αναστασία!

«Θα είμαστε!» υποσχέθηκαν σε πρίμο σεκόντο και οι δυο τους.

«Ωραία, εμείς θα πάμε πάνω στο τραπέζι της βεράντας για να μην ενοχλούμε. Για να δούμε, που είναι τα βιβλία σας και οι ζωγραφιές σας;» τους είπε και τις πήρε πάνω κι έφυγαν.

«Καλέ, τι παιδί είναι αυτό;» είπε η Μυρσίνη

«Δεν έχεις ιδέα» της είπα γεμάτος υπερηφάνεια που ήλπιζα να εκληφθεί ως παρένθετη χαζομπαμπαδίαση. «Την ξέρω από δεκατριών χρονών, κάθε χρόνο με την Αγγελική την είχαμε σαν κόρη μας για δέκα-δεκαπέντε μέρες. Με το tablet και το κινητό της ασχολούνταν μόνο για να ζωγραφίσει ή να ακούσει μουσική και διάβαζε τα βιβλία με τους τόνους. Και να ήταν μόνο αυτό; Έχει απίστευτα κοφτερό μυαλό και με τα βιβλία που διάβαζε ήταν και είναι κινητή εγκυκλοπαίδεια. Το παιχνίδι ποιος θα γίνει εκατομμυριούχος, το ξέρετε, έτσι; Ε, υπάρχει και σε επιτραπέζιο και όποτε παίζαμε η Αναστασία πολύ σπάνια δεν έφτανε τουλάχιστον τις 250.000 και εγώ και η Αγγελική κάναμε πάρτι αν φτάναμε τις 50.000 να πούμε. Ναι το ξέρω ότι ακούγομαι σαν περήφανος χαζομπαμπάς αλλά έτσι ακριβώς νιώθω και ας μην είναι κόρη μου.»

Άραγε σε τι μέγεθος καζάνι θα με βράζουν;

«Μακάρι να ήταν κι άλλα παιδιά σαν και την Αναστασία» συμπλήρωσα. «Μόλις χθες είχαμε μια σχετική κουβέντα, εκεί που τρώγαμε, παραδίπλα μας, καθόταν μια από αυτές τις ανθυποcelebrities που ανοίγουν το στόμα τους και πετάνε βατράχια σε ρυθμό μυδραλιοβόλου και έχουν followers με τους τόνους ενώ γυναίκες σαν την Πέτρου την ξέρουν οι συνάδελφοί της, συγγενείς και φίλοι»

Ωραία, αν δεν ξέρουν την Πέτρου θα λένε ότι τους την είπα κι από πάνω. Μπράβο Φαίδων!

«Εχμ, την ξέρετε έτσι;» ρώτησα διστακτικά και η Μυρσίνη έσκασε στα γέλια. «Γιατί γελάτε;»

«Αν νομίζεις ότι ο κόσμος είναι μικρός επειδή συναντηθήκαμε στο Ναύπλιο, this will rock your world!» είπε ο Μίλτος.

Αν δεν είχα εκείνη τη στιγμή το βλέμμα της αγελάδας να μη με λέγαν Αντώνη, να με λέγαν, ξέρω-γω, Θρασύβουλα!

«Η Ευδοκία είναι περίπου οικογενειακή φίλη!» είπε ο Μιλτιάδης

«Ορίστε;» τους είπα  με το σαγόνι στο πάτωμα

«Για την ακρίβεια ο Στέφανος είναι, και την γνωρίσαμε από εκείνον»

«Συγνώμη, μιλάμε για την Ευδοκία Πέτρου και τον Στέφανο Stolsberg?»

«Ω ναι! Και αν σε έχει εντυπωσιάσει η Ευδοκία, που να γνωρίσεις την Φανή, την κόρη του!»

«Α! Αυτή δεν είναι η πιτσιρίκα που έλυσε ένα γρίφο που βασάνιζε τους μαθηματικούς 50 χρόνια;»

«Αυτή ακριβώς. Δεν ξέρω αν το γνωρίζεις αλλά και οι τρεις τους είναι από πέρσι στο San Fransisco, ο Στέφανος και η Ευδοκία ως καθηγητές στο Stanford και η Φανή ως φοιτήτρια, αν και όπως έχω καταλάβει σηκώνει πολλή συζήτηση το ποιος διδάσκει ποιον στα μαθήματα που παρακολουθεί. Μόλις 16,5 χρονών και ευρισκόμενη σε ένα από τα κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου, περικυκλωμένη από ανθρώπους που θα έκαναν το μέσο μέλος της Mensa να νιώσει γιδοβοσκός, ξεχωρίζει σαν τη μύγα μεσ’ στο γάλα. Εγώ έτσι κι αλλιώς δεν τα καταλαβαίνω αυτά, αλλά τόσο ο Στέφανος όσο και η Ευδοκία μας έχουν εξομολογηθεί ότι πολλές φορές τούς βγαίνει η ψυχή ανάποδα για να καταφέρουν ν’ ακολουθήσουν τους συλλογισμούς της, και μιλάμε για δύο από τους κορυφαίους μαθηματικούς στον πλανήτη!»

«Όχι εντάξει, η Αναστασία είναι πιο γήινη αλλά ακόμα κι έτσι της είπα ότι θα πρέπει να αποδεχτεί και να μάθει να διαχειρίζεται το γεγονός ότι θα είναι σχεδόν πάντα η πιο έξυπνη στο χώρο που θα βρεθεί και ξέρεις τι λένε, έτσι; Αν είσαι ο πιο έξυπνος σ’ ένα meeting room τότε είσαι σε λάθος meeting room!»

«Meetings, the bane of our existence” απάντησε αναστενάζοντας ο Μίλτος. «Με το συμπάθιο κιόλας» συμπλήρωσε ενθυμούμενος ότι απευθύνεται στον δεύτερο τη τάξη στην εταιρία που εργάζεται.

«Και όχι τίποτε άλλο αλλά για να το ρίξουμε και στο χαβαλέ, η Πέτρου εμφανισιακά είναι πιο εντυπωσιακή από τη Φίκου, την ανθυποcelebrity που σας έλεγα»

«Είναι όντως» απάντησε ο Μίλτος.

Όχι ρε Μίλτο, δεν τα λένε έτσι αυτά μπροστά στο αμόρε!

«Είναι» απάντησε η Μυρσίνη.

Ώπα, τι παίζει εδώ; Τι ονειροπόλο βλέμμα ήταν δαύτο; Σε δύο ταμπλό παίζει η μικρά; Αντώνη, το μαλάκα εσύ. Που δηλαδή μέχρι να έρθει η Αναστασία στην Αθήνα για ένα μήνα αυτό ήσουν, κάλους κόντεψες να βγάλεις.

«Έχω πάει κάμποσες φορές Αμερική αλλά δεν έχω πάει από Σαν Φρανσίσκο» είπα προσπαθώντας να αλλάξω κουβέντα.

«Α, εμείς πήγαμε τον Αύγουστο, μας φιλοξένησε ο Στέφανος. Είναι πραγματικά υπέροχο!» απάντησε η Μυρσίνη. «Κάτσαμε τρεις ολόκληρες εβδομάδες εκεί και πέρασαν λες και ήταν δευτερόλεπτα!»

«Και όχι μόνο η πόλη» συμπλήρωσε ο Μίλτος.

Κατά τις 17:00 πήγαμε όλοι στην πισίνα και κάτσαμε. Οι μικρές είχαν ερωτευτεί την Αναστασία και την ακολουθούσαν σαν σκυλάκια. Μέχρι και σε αυτό έμοιαζε με την Αγγελική μου, δεν υπήρχε παιδί που να κάτσει μαζί του και να μην το κερδίσει μέσα σε λίγη ώρα. Όπως και να έχει πάντως όταν ο Μίλτος πήρε τη φαμίλια κατά τις 20:00 για να επιστρέψουν στη βάση τους, της Αναστασίας της είχε βγει η γλώσσα έξω.

«Αχ τα λατρεύω τα παιδιά αλλά με ξεθέωσαν!»

«Έτσι είναι τα παιδιά και αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει να το έχεις σκεφτεί καλά πριν τα φέρεις στον κόσμο. Δεν έχει μα, μου είμαι κουρασμένος, δεν έχω όρεξη κλπ, τα παιδιά θέλουν χρόνο με τους γονείς τους.»

«Πονεμένη ιστορία» απάντησε με μια γερή δόση πίκρας, η αλήθεια είναι ότι η εργασιακή ζωή των γονιών της δεν τους άφηνε και πολύ ελεύθερο χρόνο.

Και μετά απορείς πώς σε ερωτεύτηκε έστω και αν σ’ έβλεπε δέκα-δεκαπέντε μέρες το χρόνο. Φτου σου αγόρι μου, τσακάλι είσαι. Λάκκος με ασβέστη ή πίσσα; Διλήμματα…

«Για πες μου κοριτσάρα μου, τι θέλεις να κάνουμε; Θες να βγούμε έξω το βραδάκι ή να κάτσουμε μέσα; Λέγαμε να πάμε για φαγητό αλλά εγώ έτσι όπως είμαι δε με βλέπω να τρώω ούτε μεθαύριο»

«Ούτε εγώ έχω ιδιαίτερη όρεξη για έξω, να σου πω την αλήθεια.»

«Άσχετο, θυμάσαι χθες που λέγαμε για την Πέτρου;»

«Ναι.»

«Δε θα το πιστέψεις μικρός που είναι ο κόσμος. Είναι οικογενειακή φίλη του Μίλτου και της Μυρσίνης!»

«Σοβαρά μιλάς;;;;»

«Ναι! Βασικά μου είπε ότι Stolsberg είναι φίλος του και την γνώρισαν από εκείνον. Κοίτα ρε φίλε πόσο μικρός είναι ο κόσμος, δηλαδή απίστευτο!»

«Να τους γνωρίσουμε κι εμείς!»

«Λίγο δύσκολο, είναι και οι τρεις στο San Fransisco!»

«Τρεις; Ποιοι τρεις;»

«Ο Stolsberg και η Πέτρου ως καθηγητές και η κόρη του ως φοιτήτρια, η οποία όπως μου την περιέγραψαν είναι περίπου εξωγήινη.»

«Με ποιο τρόπο;»

«Κάνει και τους δυο τους να αισθάνονται χαζοί μπροστά της.»

«Και μετά λες εμένα έξυπνη!»

«Έτερον εκάτερον. Το γεγονός ότι η πιτσιρίκα είναι περίπου εξωγήινη δεν αναιρεί το γεγονός ότι εσύ είσαι κατά πάσα πιθανότητα πιο έξυπνη από το 99.99% των ανθρώπων που θα γνωρίσεις στη ζωή σου. Ε, υπάρχει και το 0.01 % οπότε να διαλέγεις προσεκτικά τις παρέες σου»

«Εγώ προτιμώ τις κακές παρέες!» μου είπε και με κοίταξε περίπου ξελιγωμένη.

«Φρόνιμα μικρή, είμαι ένα πρόβιο παϊδάκι από το έμφραγμα!»

«Κι εσύ χριστιανέ μου, έπρεπε να φας όλο το μαντρί;»

«Δε μπορούσα να σταματήσω, ένιωθα ότι θα αρχίσει να μου βγαίνει μέχρι και από τους πόρους και απλά δεν μπορούσα να σταματήσω!»

«Η αλήθεια είναι πως ήταν λουκούμια. Ωραία, και τι θα κάνουμε;»

«Ξέρω γω; Πάμε να χωθούμε στο υδρομασάζ για αρχή και μετά να κάτσουμε να δούμε καμιά τηλεόραση; Ελπίζω να έχει τίποτα της προκοπής»

«Έχω το Netflix στο κινητό, αν μπορούμε να το συνδέσουμε με την τηλεόραση να δούμε καμιά ταινία εκεί.»

«Αν τα καταφέρεις πολύ ευχαρίστως. Δεν το κατέχω το σπορ, η τηλεόραση στο σπίτι είναι καθαρά διακοσμητική.»

«Άντε πάμε, να ξεπλύνουμε και τα χλώρια»

Πήγα στο μεγάλο μπάνιο και το έβαλα να γεμίζει ενώ στο μεταξύ πήγαμε στο μικρό με το ντουζ για να ξεπλυθούμε. Τυλιγμένοι με τις πετσέτες επιστρέψαμε στο μεγάλο μπάνιο και περιμέναμε λίγη ώρα ακόμα μέχρι να γεμίσει. Χωθήκαμε και οι δύο με τον αγαπημένο μας τρόπο, ξάπλωσα πίσω-πίσω και η Αναστασία έγειρε πάνω μου.

«Για άνθρωπος που κατά δήλωση του απέχει ένα παϊδάκι από το έμφραγμα, σάμπως να σε βλέπω πολύ ζωηρό» με πείραξε η Αναστασία νιώθοντας τη διέγερσή μου.

«Ε, εντάξει… μπορεί να είναι και δύο, δεν τα μέτρησα!»

«Αντωνάκη πορνόγερε!»

«Πάει και το σέξι μεσήλικας, πάει και το μου!»

«Το μου είναι υπερτιμημένο, θα προτιμήσω το ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» απάντησε κάνοντας ένα πολύ καλό simulation του βογγητού ηδονής της.

«Κάτσε καλά φουκαριάρα μου γιατί θα πεις το ΑΑΑΑΑΑΧ με όρεξη.»

«Αχνε, χρησιμοποίησέ με, τρύγησε το άγουρο κορμί μου, χόρτασε πάνω μου τις αρρωστημένες σου ορέξεις, κύλισέ με στο βούρκο της αμαρτίας, πέτα με στο φαράγγι της μαύρης ντροπής!»

«Μόνο και μόνο για λίγες σταγόνες ευτυχίας, πήρες μια νύχτα το δρόμο της καταστροφής. Η περιπέτεια φέρνει μονάχα δυστυχία και στο φαράγγι σε ρίχνει, της μαύρης ντροπής» της τραγούδησα σαν φάλτσος Αιγύπτιος, σχεδόν Λίβυος να πούμε.

«Ο Χριστός και η Παναγία!»

«Μαρούσκα, το Εβιάν!»

«Από το στόμα μου το πήρες!»

«Όχι τώρα, αργότερα!»

«Βρε σάτυρε!!!!!!»

«There is no one like me, there is no possibility, through the walls I can see, I have a special ability» τραγούδησα κάνοντας πιθανότατα τα κόκκαλα του Μπονάτσου να τρίζουν.

«Παραδίνομαι! Όχι, μην τραγουδήσεις πάλι Πασχάλη, θα σε ταΐσω τρία παϊδάκια!»

«Χμμμ…»

«Μη μου πεις ότι πάλι πείνασες, θα φάω τις κοτσίδες μου!»

«Έτσι να σφίγγουν οι κώλοι!»

«Σάμπως και τους αφήνεις στην ησυχία τους, σάτυρε;»

«Εδώ οφείλω να παραδεχτώ πως ένα δίκιο το έχεις!»

«Φυσικά και έχ… Αντωνάκη, νομίζω ότι με χουφτώνεις!»

«Ιδέα σου είναι» της είπα μαλάζοντας τα στήθη της.

«Δεν το βλέπω; Δυο ιδέες στα στήθη μου και μία ύποπτα κοντά στο κωλαρίνι μου!»

«Και τι ιδέες, ε; Οι καλύτερες!»

Είχα καυλώσει και πάλι, είχα γίνει πύραυλος. Της έκανα νόημα να σηκωθεί και την κόλλησα και πάλι στον τοίχο με την πλάτη προς εμένα, το ένα χέρι στο στήθος της και το άλλο χέρι στο μουνάκι της.

«Το τι στεναχώρια έχεις δεν λέγεται, έχεις μουσκέψει από το κλάμα!» την πείραξα. Αντί απάντησης μου τούρλωσε το κωλαράκι της οπότε τράβηξα το χέρι μου από το μουνάκι της και της έριξα μια γερή στο δεξί κωλομέρι για λόγους αρχής.

«ΑΑΑΑΑΑΧ»

«Εγώ στο είπα, θα το πεις με όρεξη!» της είπα και άρχισα να τρίβω το όργανό μου στα χείλη της, κάνοντάς την να δει πεταλουδίτσες και πουλάκια… από αυτά που κάνουν τσίου. Για να δει το άλλο… ήθελα να την παιδέψω λίγο.

«Σε θέλω!» μου είπε. «Σε θέλω… σε θέλω! Σε ΘΕΛΩ!»

«Με θέλεις; Με θέλεις πολύ;»

«Πολύ» απάντησε σχεδόν βογκώντας από καύλα.

«Παρακάλεσε με.»

«Σε παρακαλώ… πάρε… πάρε με…»

«Πες το σωστά! Πες μου τι θέλεις να σου κάνω.»

«Σε παρακαλώ… θέλω… θέλω να με γαμήσεις! Σε θέλω…»

«Να σε γαμήσω θέλεις; Τι είσαι; Πουτανάκι είσαι;»

«Ναι είμαι…είμαι πουτανάκι… το πουτανάκι σου»

Ή που θα της τον έβαζα μέσα και θα την έπαιρνα κανονικά ή που θα τελείωνα τρίβοντάς τον στο μουνάκι της. Αποφάσισα το πρώτο οπότε τον οδήγησα σιγά-σιγά μέσα της κερδίζοντας ένα δυνατό βογγητό. Η αίσθηση μέσα της ήταν όπως και τις υπόλοιπες φορές πέραν πάσης περιγραφής.

Δε βαριέσαι, αν είναι να πουλήσεις την ψυχή σου στο διάβολο, κάν’ το με στυλ.

Άφησα τα στήθη της και τη γράπωσα από τη μέση και με τα δυο μου χέρια και άρχισα να τον καρφώνω μέσα της.

«AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ»

Διάβολε, πότε πρόλαβε;

Εγώ πάντως, και μπράβο μου, έδειξα χαρακτήρα, παρά το γεγονός της απίστευτης καύλας και αίσθησης μέσα της, συνέχισα να την λιμάρω πάνω από δεκάλεπτο, κερδίζοντας και άλλα  «AAAAAAAAAAAX MMMMMMMMMMMMMMMMM AAAAAAAAAAAΧ» της. Ένιωσα το τέλος να έρχεται και τραβήχτηκα πριν φτάσω στο απροχώρητο, γυρίζοντάς την και βάζοντας την να γονατίσει μπροστά μου.

«Άνοιξε το στόμα σου» της είπα με φωνή πνιχτή από την καύλα και άρχισα να τον παίζω. «Κοίτα με!» τη διέταξα και άνοιξε τα μάτια της. Μερικά χτυπήματα ακόμα και ήρθε η έκρηξη. «ΑΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩΩΩΩΩ ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩΩΩ» φώναξα προσπαθώντας να στοχεύσω το στόμα της, καλά πήγε αυτό.

Επειδή φαντάζομαι είχε παλαιότερα ατυχή εμπειρία έκλεισε τα μάτια της όταν έπεσαν τα πρώτα και -μεταξύ μας- δεν την αδικώ. Κάμποσο πήγε στο στόμα της αλλά το υπόλοιπο την πιτσίλησε σε όλο το πρόσωπο. Μου πήρε και πάλι λίγη ώρα να βρω τις ανάσες μου ενώ η Αναστασία γονατιστή και με κλειστά τα μάτια της -και αυτή τη στιγμή το να τα ανοίξει θα ήταν εξαιρετικά ατυχής επιλογή- προσπαθούσε να μαζέψει με τη γλώσσα της ό,τι μπορούσε. Ως καλός Σαμαρείτης πρόσφερα απλόχερα τη βοήθειά μου, μαζεύοντας τα με το δάχτυλο και δίνοντάς το να το πιπιλήσει.

Όχι, μπράβο μου, να τα λέμε αυτά!

«Μην ανοίξεις ακόμα τα μάτια σου μωρό μου» της είπα και γύρισα το νερό στο τηλέφωνο και αφού βεβαιώθηκα ότι η θερμοκρασία ήταν εντάξει, της έριξα νερό στο πρόσωπο για να καθαρίσει τελείως. Όταν τέλειωσα, ακόμα γονατιστή, σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε στα μάτια.

Με λατρεία.

«Είσαι το κάτι άλλο» της είπα.

«There is no one like me, there is no possibility, through the walls I can see, I have a special ability» μου τραγούδησε, με σαφώς καλύτερη φωνή και χωρίς φάλτσο.

There is no one like you, indeed. Αντωνάκη… τη δαγκώσαμε τη λαμαρίνα. Με τις υγείες μας.


8. Γρανίτα από λεμόνι

Τελικά αντί να δούμε τηλεόραση έχουμε βάλει την τηλεόραση να παίζει μουσική από το κινητό της. Η Αναστασία είναι κουρνιασμένη γυμνή στη αγκαλιά μου και με χαϊδεύει αφηρημένα στο στέρνο ενώ το δωμάτιο έχει πλημμυρίσει από το κλάμα της κιθάρας του Randy Rhoads, το όνομα του οποίου είχα δώσει και στο τετράποδο τερατάκι μου, στο Mr. Crowley. Αν και μεγάλος φαν της rock και της metal, δεν οφείλονταν σε εμένα τα μουσικά της γούστα, τα είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της ο οποίος στα νιάτα του έπαιζε και drums. Το τραγούδι τέλειωσε και αυτό που ακολούθησε αντικατόπτριζε πλήρως τα συναισθήματά μου εκείνη τη στιγμή.

Μπορεί το σύμπαν να γαμιέται πατόκορφα αλλά έχει χιούμορ, του το αναγνωρίζω.

But I'm in a trance
Hey baby, tell me, can't you hear me calling?
I'm in a trance
I take too much in the Saturday night
Hey, hey

Παραδέξου το γερο-μπισμπίκη, την έχεις δαγκώσει πολύ χοντρά τη λαμαρίνα με ένα κοριτσάκι, που θα μπορούσε να είναι κόρη σου, και όσο και αν σου έχει πάρει τα μυαλά το ξέρεις ότι είναι σαν τον αστακό, την πούτσα την έχει στο λογαριασμό. Και εσύ να τη φας και να σου φτάσει μέχρι τον οισοφάγο, η Αναστασία όμως;

Έχω και μια δόση μαζοχιστικής ενοχικότητας στα προσωπικά μου οπότε ήρθε και έδεσε το γλυκό και φυσικά το πρόβλημα μου δεν ήταν ακριβώς η ηλικία της αλλά το γεγονός ότι την ξέρω από κοριτσάκι και ότι οι γονείς της είναι οικογενειακοί φίλοι. Δηλαδή ήταν όσο υπήρχε οικογένεια, έστω και διμελής. Και αν όλα αυτά τα ξεχνούσα μόλις το αίμα ξεκινούσε να μαζεύεται στα χαμηλά, τα θυμόμουν και πάλι όταν το αίμα άρχιζε και πάλι να κυκλοφορεί. Αν ήμουν μόνος μου θα είχα καβαλήσει τη μηχανή και θα είχα βγει να τη φτάσω στα όριά της, να νιώσω τον αέρα να με μαστιγώνει και το σώμα μου να πλημμυρίζει από την αδρεναλίνη της ταχύτητας. Είμαι άνθρωπος που έχει πολύ έντονη την ανάγκη τον προσωπικό του χώρο και ένας από τους λόγους που είχαμε ταιριάξει τόσο καλά με την Αγγελική ήταν ότι το είχε αποδεχτεί και το σεβόταν χωρίς να την πληγώνει.

Μεγάλε, δική σου ήταν η ιδέα να έρθεις ΣΚ με την Αναστασία στο Ναύπλιο, δε σου φορτώθηκε στο σβέρκο. Cause and effect, που τόσο σ’ αρέσει να λες.

Δεν ήταν παράξενο που της άρεσε η συντροφιά μου και ούτε περίεργο που ήθελε να περνάει μαζί μου όσο περισσότερη ώρα μας επέτρεπαν τα προγράμματά μας, στην τελική-τελική, αυτό δεν είναι που αποζητάει ο κάθε ερωτευμένος; Έστω, σχεδόν κάθε ερωτευμένος, εγώ ήμουν ανέκαθεν αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Όχι ότι είχα ερωτευτεί και πολλές φορές στη ζωή μου, δύο φορές χωρίς ανταπόκριση και άλλη μία με. Δύο, διόρθωσα τον εαυτό μου και, αν και η Αναστασία δεν έδειχνε να το έχει καταλάβει, μου αρκούσε που το είχα καταλάβει ο ίδιος. Δεν ήθελα να το καταλάβει, ήθελα να την έχω προσγειωμένη, όσο μεγαλύτερο το ύψος, τόσο χειρότερη η πτώση και εδώ δεν έχει terminal velocity, επιταχύνεις μέχρι να βρεις πάτωμα.

«Δε μου λες, έχεις όρεξη για μια νυχτερινή βόλτα με τη μηχανή;»

«Αμέ, γιατί όχι;»

«Ωραία, ντύσου να ξεκινήσουμε!»

«Πού θα πάμε;»

«Έχεις όρεξη για παγωτό;»

«Αμέ!!!!»

«Ωραία, πάμε να βολτάρουμε και στο γυρισμό παίρνουμε και παγωτάκι. Τι ώρα είναι;»

«Εννιά» απάντησε αφού έριξε μια ματιά στο κινητό της.

«Ωραία, ντύσου!» της είπα και σηκώθηκα και ντύθηκα κι εγώ.

Ντυμένοι και οι δύο με τα μπουφάν μας και τις προστατευτικές φόρμες, ανεβήκαμε στη μηχανή και ξεκινήσαμε. Δεν είχα στο νου μου κάτι συγκεκριμένο, απλά ήθελα να με χτυπήσει λίγο ο νυχτερινός αέρας. Μισή ώρα αργότερα φτάσαμε στην Επίδαυρο και εκεί συνέχισα μέχρι που φτάσαμε στην Αρχαία Επίδαυρο και χωρίς να σταματήσουμε πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Γύρω στις 22:30 ήμασταν στο Ναύπλιο όπου κατεβήκαμε να διαλέξουμε τα παγωτά μας, και είκοσι λεπτά αργότερα είχαμε επιστρέψει στο Βιβάρι. Όντως την είχα μεγάλη ανάγκη τη βόλτα, όταν επιστρέψαμε, επέστρεψαν μαζί μου καλή διάθεση και καύλες. Τον είχα που τον είχα σχεδόν δυο χρόνια μόνο για κατούρημα, είχα χάσει και είκοσι κιλά και είχα και την πιτσιρίκα με το απίστευτο σώμα πρόθυμη να με ικανοποιήσει όποτε και όπως το θελήσω, δεν είναι να απορείς που έκανα σαν καυλωμένος δεκαπεντάρης.

«Βάλε το παγωτό σου στην κατάψυξη, θα τα φάμε αργότερα»

«Ουφ, εγώ τώρα το θέλω!»

«Πολύ μιλάς, βάλτο στην κατάψυξη»

«Μάλιστα» μου μουρμούρισε.

Την πήγα στο δωμάτιο μου και την έγδυσα τελείως. Πήρα μια μπλούζα και της την έδωσα, κλείνοντάς της τα μάτια. Την καθοδήγησα στο κρεββάτι και την έβαλα να ξαπλώσει αφού έστρωσα από κάτω μια πετσέτα.

«Μην κουνηθείς και μη βγάλεις τη μπλούζα που σου έχω δέσει» τη διέταξα.

«Μάλιστα» μου αποκρίθηκε υπάκουα.

Γύρισα στην κατάψυξη και πήρα το παγωτό που είχα διαλέξει, γρανίτα λεμόνι ξυλάκι και επέστρεψα στο δωμάτιο. Ανέβηκα πάνω στο κρεββάτι και έβαλα δάχτυλο στο μουνάκι της που είχε γίνει βρύση… και δεν ήταν αυτό ο λόγος για τον οποίο είχα στρώσει από κάτω της πετσέτα.

«ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ»

Μωρέ θα σε κάνω εγώ, άλογο!

«Βάλε τα χέρια σου πίσω από το κεφάλι σου» τη διέταξα και με υπάκουσε. «Δε θα τα πάρεις από εκεί για κανένα λόγο, κατανοητό;»

«Μμ-Μάλιστα!»

Πήρα το παγωτό και το ακούμπησα στη ρώγα του δεξιού της στήθος κάνοντάς τη να χοροπηδήσει, χωρίς ωστόσο να πάρει τα χέρια της από πίσω από το κεφάλι της. Άρχισα να της τρίβω τη ρόγα με το παγωτό κάνοντάς το πέτρα. Χωρίς ούτε στιγμή να το σηκώσω, άρχισα να την τρίβω σε όλο το στήθος και το έσυρα μέχρι το άλλο στήθος όπου επανέλαβα το παιχνίδι. Μέχρι τώρα το έκανα με τη μύτη του παγωτού αλλά όταν κατέβηκα και από το άλλο της στήθος της ακούμπησα το παγωτό με το πλατύ του μέρος, κερδίζοντας ακόμα ένα σπαρτάρισμα του κορμιού της συνοδευόμενο από «ΑΑΑΧ» που δεν ήταν ηδονής. Για την κρυουλιάρα την Αναστασία αυτό ήταν το τέλειο σαδιστικό παιχνίδι. Κατέβασα το παγωτό -που είχε αρχίσει να λιώνει- στο στομάχι της και μετά πήγα στα πλευρά της, εκεί να δείτε χοροπήδημα. Το κατέβασα σαδιστικά αργά ρουφώντας τις αντιδράσεις της, μέχρι που το έφτασα στο μουνάκι της και άρχισα να το τρίβω.

-«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» της ξέφυγε ένα δυνατό ξεφωνητό, μείξη καύλας και δυσφορίας αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που ακολούθησε όταν έβαλα το παγωτό στο μουνάκι της. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΗΗΗΗΗΗΗΗ ΜΗΗΗΗΗΗ ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ…» Δεν είχα εξερευνήσει σοβαρά τις αντοχές της οπότε το πήρα κατά γράμμα. Βέβαια αυτό δε με εμπόδισε να της σηκώσω ελαφρά τα πόδια και να επαναλάβω την ίδια κίνηση στην πίσω της τρυπούλα και εκεί είχαμε νέα άρια. Χωρίς να σηκώσω το παγωτό από πάνω της το έσυρα στο εσωτερικό των μηρών της και από εκεί στις γάμπες και στο πέλμα της. Ξεκίνησα στο άλλο πόδι με την αντίθετη πορεία μέχρι που ξαναέφτασα ανάμεσα στα πόδια της και επανέλαβα τις ίδιες κινήσεις και με το μουνάκι της και με το κωλαράκι της. Ανέβηκα προς τα πάνω μέχρι τα στήθη της και μετά στο λαιμό της και ξανά κάτω, μέχρι που το παγωτό έλιωσε τελείως.

Εκεί ακολούθησε το στόμα μου, την έγλειψα από την κορυφή μέχρι τα νύχια, κάνοντάς το σώμα της να σπαρταράει και πάλι και αυτή τη φορά από την ηδονή και μόνο. Όταν έφτασα στο μουνάκι της και άρχισα να το πιπιλάω τα αναφιλητά ηδονής έγιναν σχεδόν λυγμοί, με το παιχνίδι μου είχα κάνει την Αναστασία να πιάσει γραμμή με Βαλχάλα όπως δεν είχε κάνει ποτέ στη ζωή της, την έκανα να χύσει καταρράκτη και δεν είχα ούτε κατά διάνοια τελειώσει μαζί της. Χωρίς να της επιτρέψω να βγάλει τη μπλούζα που της είχα δέσει στα μάτια, τη διέταξα να κάτσει στα τέσσερα και πεσμένος κι εγώ στα τέσσερα άρχισα να της τρώω το κωλαράκι ενώ με το δεξί μου χέρι άρχισα να παίζω και πάλι το μουνάκι της, όπου εκεί επακολούθησε και νέα άρια, opera house το είχαμε κάνει, μέχρι και φάντασμα είχε.

ΤΙ ΛΕΣ ΜΩΡΕ ΜΑΛΑΚΑ;

Κακό χιούμορ, το παραδέχομαι. Μερικά εσωτερικά μπινελίκια αργότερα επέστρεψα στο θεάρεστο έργο μου αλλά αυτή τη φορά το δάχτυλο το ακολούθησε το όργανό μου. Η Αναστασία την είχε ακούσει στέρεο, ούτε να φωνάξει δεν είχε δύναμη, μόνο κάτι πνιχτά βογκητά συνόδευαν, τα αρκετά πιο φασαριόζικα, δικά μου. Σταμάτησα ξαφνικά και ξάπλωσα στο κρεββάτι.

«Πάρε με στο στόμα σου» τη διέταξα και η μικρή χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή έσκυψε από πάνω μου και το έκανε. «Όσο πιο βαθιά μπορείς και χρησιμοποίησε και το χέρι σου». Με κοίταξε, ίσα για να μου νεύσει καταφατικά, και με ξαναπήρε στο στόμα της. Προσπάθησε να ακολουθήσει τη διαταγή μου μέχρι που πνίγηκε και άρχισε να βήχει.

«Συγνώμη Αντώνη μου…»

«Καρδούλα μου, όταν λέω όσο πιο βαθιά μπορείς εννοώ χωρίς να πνίγεσαι. Σιγά-σιγά, δε μας βιάζει κανένας»

Αντί απάντησης μου χαμογέλασε και πιάνοντας τη βάση του οργάνου μου με το χέρι της και αρχίζοντας να με παίζει με κυκλικές κινήσεις, ξεκίνησε ταυτόχρονα να το γλείφει από πάνω μέχρι τη βάση του. Χωρίς να σταματήσει με το χέρι της -και χωρίς να της το πω εγώ- κατέβηκε ακόμα πιο κάτω και άρχισε να μου γλείφει τα μπαλάκια για λίγη ώρα. Με τη γλώσσα της επέστρεψε ξανά μέχρι το κεφαλάκι και εκεί με ξαναπήρε στο στόμα της, πιο προσεκτικά αυτή τη φορά. Έκλεισα τα μάτια μου και αφέθηκα στην περιποίηση που μου πρόσφερε με το στόμα και το χέρι της. Δεν έβαλα το χέρι μου να της δώσει ρυθμό, ήθελα και αυτή τη φορά να με κάνει να τελειώσω με το δικό της ρυθμό και όσο της έπαιρνε και εδώ που τα λέμε, ακόμα και αν δεν μπορούσε να με πάρει τόσο βαθιά όσο θα ήθελα, το τσιμπούκι που μου έκανε κάθε άλλο παρά άσχημο, θα το έλεγες.

Πέρασε κανένα εικοσάλεπτο και ήταν φανερό ότι είχε αρχίσει να κουράζεται, ο ρυθμός του χεριού της δεν ήταν σταθερός και δεν συγχρονιζόταν και σωστά με το ρυθμό που ανεβοκατέβαζε το κεφάλι της έχοντας με μέσα στο στόμα της. Τη σταμάτησα αρπάζοντάς την από το μαλλί με το αριστερό χέρι και την κράτησα σε απόσταση μερικών εκατοστών από την άκρη του οργάνου μου ενώ ταυτόχρονα με το δεξί άρχισα να τον παίζω, αρκετά καλύτερα είναι η αλήθεια.

40 χρόνια φούρναρης, για να μην αναφέρουμε την εντατική εξάσκηση του τελευταίου μήνα, αυτό που λέμε «περήφανος μαλάκας»

Ένιωσα το τέλος να έρχεται και την έσπρωξα με δύναμη προς τα κάτω, χώνοντας το όργανό μου αρκετά βαθιά μέσα στο στόμα της, προσέχοντας ωστόσο μην την πνίξω, και κρατώντας την σε αυτή τη θέση ακίνητη, τελείωσα απολαμβάνοντας τους ηδονικούς σπασμούς που έκανε το όργανό μου μέσα στο στόμα της αδειάζοντας ότι είχε απομείνει από τις προηγούμενες φορές. Όταν τέλειωσα την άφησα να τραβηχτεί και μιας και δεν είχε προλάβει να τα καταπιεί όλα, λίγο σπέρμα κύλισε πάνω στο κεφαλάκι.

«Καθάρισέ με καλά» της είπα και κατέβηκε στη βάση του οργάνου μου και ρούφηξε το λίγο σπέρμα που είχε φτάσει εκεί. Μετά με τη γλώσσα και με τα χείλη της καθάρισε σχολαστικά και το υπόλοιπο.

«Συγνώμη Αντώνη μου!»

«Ε; Για ποιο πράγμα;»

«Δεν… δεν το έκανα καλά ενώ… ενώ εσύ πριν… Θεέ μου…»

«Θα μάθεις σιγά-σιγά να με παίρνεις πιο βαθιά, δεν μαθαίνεται από τη μια μέρα στην άλλη.»

«Δεν… δεν τελείωσες όπως ήθελες.»

«Με είδες να παραπονιέμαι, βρε;»

«Όχι αλλά… τόση ώρα και δεν το κατάφερνα… και κουράστηκα… και δεν το έκανα καλά. Εσύ… εσύ πριν…»

«Μωρό μου έχω τελειώσει κάμποσες φορές σήμερα και ανεξάρτητα του ότι με κάνεις να νιώθω σαν καυλωμένος δεκαπεντάχρονος, δεν είμαι. Δεκαπεντάχρονος, όχι καυλωμένος, να το διευκρινίσουμε αυτό!» συνέχισα πειρακτικά θέλοντας να μη χαλάσει η διάθεσή της.

«Ουφ…»

«Έλα καρδούλα μου τώρα, μη το σκέφτεσαι και χαλιέσαι χωρίς λόγο. Άλλωστε ο σκοπός του όλου μου παιχνιδιού ήταν πρώτα και κύρια να το ευχαριστηθείς εσύ με τρόπο που δεν το λες και συνηθισμένο. Πώς σου φάνηκε το παγωτό;»

«Σάμπως και το δοκίμασα, στην κατάψυξη είναι! ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»

«Το δικό σου, το δικό μου το δοκίμασες, τρόπον τινά!»

«Αυτό να λέγεται, χιχιχι. Θυμάσαι που πήγες να μου μείνεις στην Πεντέλη; Ε, κάτι τέτοιο ένιωσα κι εγώ, ήταν τόσο δυνατό, τόσο μεγάλης διάρκειας και με τόσες …επαναλήψεις, που πραγματικά από ένα σημείο και πέρα ήθελε προσπάθεια ακόμα και η ανάσα. Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα φάω παγωτό με τέτοιο τρόπο.»

Αν σου άρεσε έτσι, που να σου είχα δέσει και τα χέρια, και αν σε έχω κόψει καλά, που να γνωρίσεις και το κερί. Οψόμεθα!

«Μπορεί να γίνει και καλύτερο» τη διαβεβαίωσα.

«Χρησιμοποιώντας την δική σου αναλογία, ήμουν ένα οργασμό από το έμφραγμα!»

«Ε καλά, να μην το ξαναδοκιμάσουμε…»

«Για τόλμα!» με απείλησε.

«Με μπέρδεψες» της είπα κάνοντας τον χαζό. «Να το ξαναδοκιμάσουμε ή να μην το ξαναδοκιμάσουμε!»

«Αντωνάκη! Αντωνάκη, λέω!»

«Χωρίς μου;»

«Ψιτ, όπως λέει και ένας γνωστός μου, σάμπως να παραγνωριστήκαμε!»

«Γνωστός σου, ε; Τον ξέρω;»

«Επειδή είμαι πολιτισμένη θα σε δείρω μετά το μπάνιο!»

«Ναι, αυτό δεν είναι καλή ιδέα να γίνεται καλοκαίρι που κυκλοφορούν διάφορα ζουζούνια!»

«Μπλιαχ! Πάω για ένα γρήγορο ντουζάκι»

«Να πας, εγώ θα πάω στη βεράντα. Θα έρθεις μετά να μου κάνεις παρέα;»

«Αμέ; Να σου πω, δε θέλω να πιώ κάτι αλκοολούχο. Θα μου βάλεις χυμό;»

«Και το ρωτάς; Τι θέλεις;»

«Δεν έχει μείνει και πολύ φράουλα, οπότε άδειασέ όσο έχει μείνει και ανακάτεψέ τον με της μπανάνας.»

«Όπως διατάξατε»

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»

Σηκώθηκε να πάει προς το μπάνιο και αφού της έριξα -πάντα για λόγους αρχής- μια γερή στα καπούλια κάνοντάς την να χοροπηδήσει, ντύθηκα στα γρήγορα και πήγα στην κουζίνα για να πάρω τη μία μπύρα που είχε μείνει και για να φτιάξω το κοκτέιλ με τους χυμούς που μου ζήτησε. Βγήκα στη βεράντα και διαπίστωσα πως δεν ήταν για κοντομάνικο μπλουζάκι, οπότε γύρισα στο δωμάτιο να φορέσω κάτι πιο ζεστό.

«Αναστασία όταν τελειώσεις μη βγεις με κοντομάνικο έξω, κάνει ψύχρα!»

«Εντάξει αγάπη μου» μου πέταξε.

DANGER WILL ROBINSON! Το μαλάκα, εσύ. Είτε περήφανος σκέτο, είτε περήφανος στ’ αφτιά, το μαλάκας παραμένει σταθερή αξία. Μπράβο Φαίδων!

Κάνοντας πως δεν τ’ άκουσα πήγα έξω στη βεράντα. Η υπόθεση σήκωνε τσιγάρο, εγκράτεια από Δευτέρα, σαν τη δίαιτα ένα πράγμα. Ψάρεψα ένα από το πακέτο και τράβηξα μια βαθιά ρουφηξιά που κατάφερε να με πνίξει. Πήρα την μπύρα και κατέβασα δυο-τρεις γερές γουλιές, απολαμβάνοντας τη γεύση της και την κάψα της στο στόμα μου. Τέλειωσα το τσιγάρο και η Αναστασία ακόμα να εμφανιστεί αλλά για να της δώσω και τα δίκια της, είχε και μια μαλλούρα να στεγνώσει. Νιώθοντας κομμάτι πιασμένος, πήγα και έκατσα αναπαυτικά στην ξαπλώστρα και ευτυχώς η μικρή πρόλαβε να έρθει πριν με πάρει ο ύπνος. Τράβηξα τα πόδια μου για να της δώσω να καταλάβει ότι ήθελα να κάτσει και εκείνη στην άκρη της και όπως έχω πει πολλάκις, το κορίτσι είναι σαΐτα.

«Τρίψε μου λίγο τα πόδια, σε παρακαλώ»

«Τι θα κάνουμε αύριο;» με ρώτησε ενώ, παίρνοντας στα χέρια της το δεξί μου πόδι, άρχισε να μου τρίβει απαλά την πατούσα κάνοντάς με σχεδόν να λιώσω.

«Λέω το πρωί να πάμε για μπανάκι στη θάλασσα και μετά να κατεβούμε Ναύπλιο για να φάμε. Επιστρέφουμε εδώ, καθόμαστε μέχρι το απόγευμα και μετά τα μαζεύουμε και επιστρέφουμε στα πάτρια εδάφη.»

«Μπορούμε να κάτσουμε εδώ αύριο το πρωί; Χώρια ότι το νερό της πισίνας είναι πιο ζεστό, προτιμώ να λιαστώ στην ξαπλώστρα από την πετσέτα»

«Ναι μωρό μου φυσικά»

«Και θα έχει και βυζάκια έξω, που σ’ αρέσει!»

«Ναι αλλά δε σου υπόσχομαι ότι θα είμαι φρόνιμος!»

«Και ποιος σου ζήτησε να είσαι;»

«ΑΑΑΑΧ, βρε εσύ είσαι καλή!»

«Αμέ, τι νόμιζες!»

«Και που τα έμαθες όλα αυτά, για να έχουμε καλό ρώτημα;»

«Είμαι φυσικό ταλέντο!»

«Υπενθυμίζω ότι τα ίδια μου έλεγες και για το στοματικό!»

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»

«Και το άλλο ποδάρι μανούλα το έκανε!»

«Γκρινιάρη!»

«Κράζεις; ΘαυμΑΑΑΑΑΑΑΧ...»

«Και μπράβο μου!»

Το μασάζ στις πατούσες με είχε χαλαρώσει τόσο πολύ που παραλίγο να με πάρει ο ύπνος, τα βλέφαρά μου λες και ζύγιζαν ένα τόνο, να πούμε, οπότε και αποφάσισα να σφυρίσω λήξη.

«Κοριτσάρα μου πάμε για ύπνο γιατί κουτουλάω;»

«Ναι Αντώνη μου, πάμε»

Πήγαμε στο δωμάτιο μου και ξαπλώσαμε κάτω από τα σκεπάσματα, με την Αναστασία να κουρνιάζει και πάλι στην αγκαλιά μου. Τα πόδια της ήταν κρύα οπότε όπως την είχα κουτάλα έκλεισα τα πόδια της ανάμεσα στις γάμπες μου για να τα ζεστάνω.

«Το πρωί θα με ξυπνήσεις με τον αγαπημένο μου τρόπο»

«Αμέ!» μου είπε νυσταγμένα αλλά ήμουν πολύ κουρασμένος για να καυλώσω. Δε βαριέσαι, το πρωί με τον καφέ. Ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω.

Το πρωί με ξύπνησε η Αναστασία ακριβώς με τον τρόπο που της είχα ζητήσει. Τη σταμάτησα από το θεάρεστο έργο ίσα-ίσα για να φτιάξω τα μαξιλάρια και να κάτσω καθιστός για να μπορέσω να πιώ και μια γουλιά καφέ γιατί καλή η πίπα αλλά ξυπνάει μόνο το κάτω κεφάλι. Έχοντας πάρει το χθεσινό μάθημα της, ότι δηλαδή να με παίζει γρήγορα με το χέρι της θα την κουράσει, είχε αλλάξει τακτική. Clever girl! Μου ξέφυγε ένας αναστεναγμός καθότι σε κάποια από τις κινήσεις της κατόρθωσε να με πάρει πολύ πιο βαθιά απ’ ότι είχε συνηθίσει. Ο αναστεναγμός μου αυτός της έδωσε θάρρος και το δοκίμασε και πάλι προσεκτικά μερικές κινήσεις αργότερα, κερδίζοντας και δεύτερο.

«Ξάπλωσε στο πλάι» της είπα και ξάπλωσα κι εγώ στο πλάι. «Βάλε το χέρι σου στο σημείο που μπορείς να με παίρνεις στο στόμα σου χωρίς να πνίγεσαι». Πιάνοντάς την από το κεφάλι για να το κρατάω σταθερό, άρχισα να της γαμάω το στόμα κουνώντας τη λεκάνη μου. Παρόλο που είχε το χέρι της πάνω του δεν μου κρατούσε κόντρα όταν τον έβαζα πιο βαθιά μέσα στο στόμα της με αποτέλεσμα κάποιες φορές να πνίγεται ωστόσο παρά το γεγονός ότι με είχε γεμίσει σάλια δε με έκοψε ούτε μια φορά, άφησε σε μένα να το κάνω με τον τρόπο που θέλω και με την ίδια να έχει επικεντρωθεί αποκλειστικά στον τρόπο με τον οποίο έπαιρνε ανάσες. Η αλήθεια είναι ότι το deep throat είναι ένας συνδυασμός της εκπαίδευσης του gag reflex αλλά και του τρόπου που αναπνέεις και το να πάρεις ανάσες με το σωστό χρονισμό έχοντας ένα μαρτζαφλάρι να σου φτάνει μέχρι τον οισοφάγο είναι αρκετά πιο δύσκολο απ’ όσο ακούγεται. Όπως και να έχει η δοκιμή ήταν επιτυχής, έτσι μπορούσα να της τον βάλω μέσα στο στόμα αρκετά πιο βαθιά και αυτό δίνοντας και εγώ το ρυθμό που θέλω.

«ΑΑΑΧΜΜΜΜ ΧΥΝΩΩΩΩΩΩ ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩΩ» φώναξα και καρφώθηκα για τελευταία φορά μέσα στο στόμα της τελειώνοντας με ηδονικούς σπασμούς και κρατώντας το όργανό μου μέσα του μέχρι να καταπιεί και για τελευταία φορά. «Καθάρισέ με καλά!» τη διέταξα, και όπως και χθες, με άφησε μόνο όταν με γυάλισε με τα χείλη και τη γλώσσα της. Μετά την τράβηξα να έρθει προς το μέρος μου και τη φίλησα βαθιά στο στόμα. «Είσαι υπέροχη, μωρό μου!»

«Καλημέρα κιόλας!» μου είπε πειρακτικά.

«Η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται. Τι ώρα είναι;»

«10:30, μας πήρε λίγο ο ύπνος!»

«Δεύτερη σερί μέρα που κοιμήθηκα περισσότερο από εσένα!»

«Έβαλα ξυπνητήρι μεσιέ, είχα να φτιάξω και τους καφέδες και να πιώ και μερικές γουλιές απ’ τον δικό μου για να ανοίξει το μάτι πριν σε ξυπνήσω όπως μου ζήτησες!»

«Η ιδέα είναι να έχεις ανοιχτό το στόμα σου, το μάτι μπορεί να παραμείνει κλειστό!»

«Άμα σου τραβήξω καμιά δαγκωνιά θα σου δείξω εγώ!»

«Ψιτ, αυτά τα επαναστατικά δε θα περάσουν εδώ. Ορίστε, στο τέλος θα μου ζητήσει να συνδικαλιστεί κιόλας!»

«Υπάρχει σωματείο ταπεινών μποτομακίων;»

«Γιατί, ενδιαφέρεσαι;»

«Για μια φίλη ρωτάω!»

«Σήκω βάσανο, πάμε να πιούμε τον καφέ μας στη βεράντα σαν άνθρωποι!»

«Ε βέβαια. Με χρησιμοποίησες καλά-καλά για να χορτάσεις τις ορέξεις σου και όταν το έκανες και με το πήρες αυτό που ήθελες…»

«Αυτό δε μου ζήτησες χθες το βράδυ βρε τρισάθλιο άτομο;».

«Προσπαθούσα να καταπιέσω την τραυματική εμπειρία του να μου τραγουδάς και το πήρε κι αυτό η μπάλα!»

«Πάμε, βάσανο!»

«Δεν πάμε καλύτερα κάτω στην πισίνα;»

«Όπου θέλει το κορίτσι» της είπα και φόρεσα το μαγιό μου.

«Κατέβα εσύ και έρχομαι κι εγώ, πάω να πάρω τον καφέ μου από τη βεράντα»

Όταν κατέβηκα κάτω αποφάσισα ότι προτιμώ να πιώ τον καφέ μου μέσα στην πισίνα και όχι στο τραπέζι, οπότε τον άφησα στην άκρη και βούτηξα μέσα. Θα προτιμούσα το νερό πιο δροσερό είναι η αλήθεια αλλά τι να κάνουμε; Το ποτήρι το είχα αφήσει σε σημείο που το νερό μου έφτανε μέχρι το ύψος του στήθους, οπότε το πήρα στο χέρι μου και τράβηξα μια δυνατή ρουφηξιά και για καφές με κάψουλα τον είχε φτιάξει πολύ καλό.

«Άσε τον κι εσύ δίπλα και βούτα» της είπα όταν ήρθε. «Και βγάλε το τοπ σου!»

«Στας διαταγάς σας» μου απάντησε πειρακτικά και έβγαλε το τοπ της κάνοντας με να καυλώσω παρά την πίπα που είχε προηγηθεί ούτε καν δέκα λεπτά πριν. Αν ανέβαζε τις φωτογραφίες της σε κανένα Instagram θα μάζευε σε χρόνο dt τους δεκαπλάσιους από τη Φίκου, που ναι μεν είναι αντικειμενικά ωραία γυναίκα και με όμορφο κορμί, αλλά δεν είχε την κοριτσίστικη γλυκύτητα που είχε η Αναστασία και παρά το ότι είχε όμορφο κορμί, δεν έπιανε μπάζα μπροστά σε αυτό της πιτσιρίκας μου.

Και μετά σου λένε για τις ύαινες, φαφούτες θα είχαν μείνει αν είχαν δαγκώσει τόσο δυνατά τη λαμαρίνα όσο εσύ μεσιέ!

Βούτηξε στην πισίνα με τη σειρά της και αφού έκανε κάμποσες απλωτές -και η πισίνα είναι μεγάλη, όχι αστεία- γύρισε προς το μέρος μου και κάθισε ακουμπώντας και τα δυο της χέρια στα πλακάκια. Χωρίς να χάσω χρόνο πήγα και κόλλησα από πίσω της.

«Και επειδή δεν έχεις όπλο συμπεραίνω ότι πολύ το χάρηκες που με είδες!» με πείραξε.

«Τι να πεις, η καυλωμένη τσουτσού, ο βήχας και ο έρωτας δεν κρύβονται!»

«Ναι, δεν το λένε ακριβώς έτσι αλλά αντιλαμβάνομαι το πνεύμα σας, μεσιέ!»

«Clever girl» της είπα και χουφτώνοντας τα στήθη της άρχισα να τα μαλάζω απολαμβάνοντας τα με την αφή μου.

«Θα με αφήσεις να πιώ τον καφέ μου χωρίς να με παρενοχλείς;»

«Θεός φυλάξοι» της απάντησα εντείνοντας τη δύναμη με την οποία της μάλαζα τα στήθη.

«Από αύριο θα πρέπει να προσέχουμε όταν τελειώνεις μέσα μου. Σήμερα πήρα το τελευταίο χάπι για το μήνα σύμφωνα με το πρόγραμμα που μου έχει δώσει η γυναικολόγος μου. Βέβαια η ίδια μου είπε ότι αυτό με προστατεύει για μια εβδομάδα ακόμα αλλά δεν ξέρω, δεν θέλω να πάρω τέτοιο ρίσκο.»

«Οπότε θα σου έρθει και περίοδος, σωστά;»

«Ναι, λογικά Τετάρτη, άντε το αργότερο Πέμπτη»

«Πέμπτη έχουμε ταξίδι το βράδυ, δε θα πονάς;»

«Τις πρώτες δύο μέρες πονάει λιγάκι αλλά δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ζούσα πριν μου γράψει τα χάπια η γυναικολόγος μου.»

«Εντάξει ματάκια μου, από αύριο προφυλακτικό. Θα πάρω και με φράουλα, που σ’ αρέσει!» την πείραξα.

«Για εκεί που προορίζεται η γεύση του δεν έχει σημασία! Στο άλλο, προτιμώ τη δική σου γεύση και μυρωδιά. Τώρα αν καταφέρεις να κάνεις το σπέρμα σου να έχει γεύση φράουλα, δε θα πω όχι!»

«It’s an acquired taste, οφείλω να ομολογήσω.»

«Να σε ρωτήσω κάτι; Αααχ, μην τσιμπάς καλέ!»

«Ναι, πες μου ότι δεν σ’ αρέσει!»

«Με αποσυντονίζεις και με τα χέρια σου και με τον απαυτό σου που τρίβεται ύποπτα στα οπίσθιά μου!»

«Τι να πω, τέτοιος είμαι» της είπα  και αν δεν ήμουν μέσα στην πισίνα θα ήμουν ήδη μέσα της. «Για ρώτα!»

«Πότε… πότε το έκανες για πρώτη φορά;»

«Μεγαλύτερος από εσένα, στα 19 μου»

«Έχεις… έχεις πάει με πολλές γυναίκες;»

«Δεν έχω κάτσει να τις μετρήσω αλλά ναι, έχω πάει με κάμποσες.»

«Μέχρι που γνώρισες την Αγγελική;»

«Τις περισσότερες ΑΦΟΥ γνώρισα την Αγγελική, νομίζω ότι στο έχω πει.»

«Ααααχ αααχ» ήταν η απάντησή της καθώς στο μεταξύ είχα κατεβάσει το δεξί μου χέρι κάτω της και περνώντας το μέσα από το μαγιό της άρχισα να την παίζω.

«Κάνε μου κι άλλες ερωτήσεις»

«Ααααχ… είχατε… αααχ μμμμ… είχατε…»

«Είχαμε;» τη ρώτησα αυξάνοντας την ένταση του παιχνιδιού.

«ΑΑΑΑΑΑΑΧ… είχατε… είχατε πάει με… με άλλους… μαζί; ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ»

«Πολλές φορές. Μου άρεσε να τη βλέπω να κάνει σεξ και με άλλες γυναίκες και με άλλους άντρες. Της άρεσε πολύ να κάνει πίπα ή να γλείφει και εγώ να την παίρνω από πίσω.»

«ΜΜΜΜΜΜ ΜΜΜΜΜ… δε…ΑΑΑΑΑΑΧ… δε σε… ΑΑΑΑΧ πείραζε;»

Δεκαέξι χρόνια πριν

Πώς είναι δυνατόν να μην μπορώ να πω όχι σε αυτό τον άνθρωπο; Αλλά σάμπως, έτσι αρνητικός δεν ήμουν όταν μου ζήτησε για πρώτη φορά να την κάνω να νιώσει πόνο; Έξι μήνες πριν ούτε καν είχε περάσει από το μυαλό μου και πλέον είμαι καλλιτέχνης με το whip. Ομολογώ πως όταν πήγαμε με τη φίλη της, κόντεψα να δω τα ραδίκια ανάποδα από την καύλα. Μου έδειξε με τις πράξεις της ότι η ίδια δεν έχει πρόβλημα να με δει με την οποιανδήποτε. Πήρα την Εύα απ’ όλες τις τρύπες ενώ η Αγγελική μου μας παρακολουθούσε παίζοντας με τον δονητή της και χάνοντας το λογαριασμό στους οργασμούς. Κρατούσα την Εύα ακίνητη από το κεφάλι ενώ έχυνα το στόμα της και αντί να φωνάζω εγώ, φώναζε εκείνη «Χύσε… χύσε την… χύσε την… ααααααχ αααααχ χύνω κι εγώ… αχ… ααααααααχ χύνουμε μαζί»

Και δεν ήταν η μόνη φορά, η Εύα είχε γίνει πλέον τακτική play partner και βλέποντάς την να γαμιέται με την Αγγελική δεν είχα νιώσει ίχνος ζήλειας. Είχα προετοιμάσει όσο δυνατόν μπορούσα να τον εαυτό μου αλλά η θέα του Γρηγόρη να χαϊδεύει -πάνω από τα ρούχα κιόλας- το στήθος της Αγγελικής ενώ φιλιόντουσαν μου έφερε το αίμα στο κεφάλι και με τα χίλια ζόρια κρατήθηκα και δεν όρμισα να τους σταματήσω. Γρήγορα η Αγγελική έμεινε από πάνω μόνο με ένα φανελάκι της και από κάτω δεν φορούσε σουτιέν. Τα στήθη της ήταν μετρίου μεγέθους αλλά καλοσχηματισμένα και οι καυλωμένες ρόγες της διακρίνονται καθαρά κάτω από το φανελάκι. Της τράβηξε το φανελάκι κάνοντάς τη να μείνει γυμνή από πάνω αλλά δε σταμάτησε εκεί, τη βοήθησε να βγάλει και το παντελόνι της.

Η συμφωνία μας ήταν ότι για πρώτη φορά θα έφτανε μέχρι στοματικό. Εγώ μέσα μου φούσκωνα και ξεφούσκωνα στην εικόνα κάποιου άλλου άντρα να χουφτώνει και να μαλάζει τα στήθη της και αν αυτό ήταν μία φορά ζόρικο για μένα, όταν το χέρι του έφυγε από εκεί και κατέβηκε ανάμεσα στα πόδια της και μέσα από το εσώρουχο, έγινε δέκα φορές χειρότερο. Πραγματικά δεν ξέρω πως κατάφερα να συγκρατηθώ, δεν είχα καυλώσει στο παραμικρό, ένιωθα μόνο θυμό. Η Αγγελική μου από την άλλη είχε κλείσει τα μάτια της και το απολάμβανε. Έσφιξα τις γροθιές μου και προσπάθησα να καταπιώ αυτό που ένιωθα. Της είχα δώσει το λόγο μου ότι θα προσπαθήσω και είμαι από εκείνους που το λόγο τους τον κρατάνε.

Τα πρώτα αισθήματα καύλας τα ένιωσα όταν τον είδα να γονατίζει και να αρχίσει να τη γλείφει στο μουνάκι. Η ίδια μου είχε πει ότι λατρεύει να της κάνουν στοματικό αλλά εγώ δεν πετούσα και τη σκούφια μου αλλά και από την άλλη δε μου έκανε καρδιά να της το στερήσω. Βέβαια η δική μου τέχνη δεν συγκρινόταν με την αντίστοιχη δική της στην πίπα, πράγμα που διαπίστωνα με τα ίδια μου τα μάτια βλέποντας τις αντιδράσεις της στο στοματικό που της έκανε ο Γρηγόρης. Η καύλα έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν κάποια στιγμή -και χωρίς να σταματήσει αυτό που έκανε- σήκωσε το χέρι του και άρχισε να της μαλάζει το αριστερό στήθος.

Τον έβγαλα έξω σε …ημίσκληρη κατάσταση και άρχισα να τον παίζω ενώ η τέχνη του Γρηγόρη έκανε την Αγγελική να τραντάζεται ξεφωνίζοντας «ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩ ΧΥΝΩΩΩΩΩ ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩΩΩ». Τι τα θες, το κορίτσι μου είναι φασαριόζικο. Ατσάλωσα τον εαυτό μου για αυτό που θα ερχόταν αλλά όταν του κατέβασε το παντελόνι και γονάτισε μπροστά του παίρνοντάς τον στο στόμα της ένιωσα από το πουθενά το τέλος να έρχεται, γεμίζοντας το χαλί με χύσια. Αν και ξεκίνησαν εκείνος όρθιος και η Αγγελική γονατιστή, τον έβαλε να …χυθεί στον καναπέ και τον ξαναπήρε με όρεξη στο στόμα της, κάνοντάς με και πάλι πύραυλο, αυτή τη φορά από σκέτη καύλα.

Το κέρατό μου μέσα, κυριολεκτικά όμως!

Ο Γρηγόρης ήξερε από πριν ότι είχε άδεια να τελειώσει όπου αυτός προτιμάει αλλά σε αντίθεση με την Αγγελική εκείνος δεν φώναξε, κατάλαβα από τα αγκομαχητά του ότι πλησίαζε στο τέλος ενώ εγώ είχα ακόμη κάμποσο. Αμ δε! Όταν τον είδα σχεδόν να τεντώνεται βογκώντας από ηδονή, όταν είδα να κρατάει ακίνητο το κεφάλι της Αγγελικής και να χύνει μέσα του, όταν είδα τις κινήσεις του στόματος και του λαιμού της ενώ κατάπινε, μου ήρθε κι εμένα από το πουθενά ο οργασμός με αποτέλεσμα το χαλί να γίνει ακόμα χειρότερο.

Τράβηξε το στόμα της από το όργανό του και άφησε λίγο χύσι που είχε μείνει να κυλίσει πάνω του. Τον κοίταξε για λίγο στα μάτια και με τη γλώσσα της και με τα χείλη της ρούφηξε κάθε σταγόνα που είχε πέσει πάνω του.

Σήμερα

«Την πρώτη φορά που την είδα να χαμουρεύεται μπροστά μου με τα χίλια ζόρια κρατήθηκα και δεν όρμισα. Παράξενο δεν είναι, μου ήρθε κατακέφαλα όταν είδα να της ψαχουλεύει τα στήθη πάνω από τα ρούχα αυτός που ήταν μαζί μας, αλλά όταν άρχισε να τον τσιμπουκώνει είχα τέτοια καύλα που τέλειωσα σχεδόν με το που άρχισα να τον παίζω και συνέχισα να είμαι τόσο καυλωμένος που άρχισα να τον παίζω και πάλι σχεδόν στα καπάκια και με το που κατάλαβα ότι τελείωσε στο στόμα της, έχυσα για δεύτερη φορά.»

«ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» φώναξε η Αναστασία στην κορύφωση του οργασμού της αλλά δεν σταμάτησα να την παίζω, συνέχισα μέχρι που φώναξε «Αντώνη, όχι άλλο… ααααχ όχι άλλο σε παρακαλώ… ααααχ…» Σταμάτησα να παίζω το μουνάκι της αλλά δεν είχα κανένα σκοπό να σταματήσω να παίζω μαζί της. Όπως έβγαλα το δάχτυλό μου μέσα από το μουνάκι της το βούτηξα μέσα στο κωλαράκι της, κερδίζοντας ακόμα ένα «ΜΜΜΜΜΜΜ»

«Ρώτα με κι άλλα» τη διέταξα ενώ έκανα κυκλικές κινήσεις με το δάχτυλό μου.

«ΜΜΜΜΜΜ… θα… θα ήθελες να… να το κάνεις αυτό… αυτό… μαζί μου;»

«Εξαρτάται, θα το άντεχες. Θα άντεχες να με βλέπεις με άλλη;»

«Δεν… ΑΑΑΧ… δεν ξέρω»

«Θα ήθελα να σε δω και με άλλον και με άλλη αλλά εσύ δεν είσαι εγώ, δεν θα το κάνω αν δεν το θελήσεις από μόνη σου και η ίδια. Όχι να το αντέξεις, να το θελήσεις!»

«Δεν… δεν σε πειράζει;»

«Με πειράζει δεν με πειράζει, είναι αυτό που είναι. Θέλω να περνάμε και οι δυο μας όμορφα, ακόμα και ο πόνος που μου αρέσει να προκαλώ, θέλω να είναι γλυκός, όπως αυτό που σου έκανα χθες με το παγωτό. Σου άρεσε, δε σου άρεσε;»

«Δεν ήταν πόνος αυτό… δεν λέω, ήταν δυσάρεστη αίσθηση, ειδικά όταν το έβαλες μπροστά και πίσω μου, αλλά δεν ήταν πόνος… και επιπλέον… ακόμα και αν η αίσθηση ήταν δυσάρεστη, είχε τόσο πολύ ερωτισμό αυτό το παιχνίδι…»

«Όπως τώρα;» ρώτησα και ξεκίνησα να της γαμάω και πάλι το κωλαράκι με το δάχτυλο.

«ΜΜΜΜ… ναι… νιώθω… ΑΑΑΑΧ είναι… είναι λίγο δυσάρεστο στην αρχή.»

Αντί απάντησης την τράβηξα και βγήκαμε από την πισίνα. Της κατέβασα και το κάτω μέρος του μαγιό και την έβαλα να γονατίσει μπροστά μου στο γκαζόν. Κράτησα το κεφάλι της ακίνητο και άρχισα να της γαμάω το στόμα, βάζοντάς τον βαθιά μέσα της.

«Έτσι… ρούφα με… σάλιωσέ με καλά… σάλιωσέ τον καλά»

«ΜΜΜΜΜΜΦΜΦΜΦ» είπε καθώς το στόμα της ήταν γεμάτο. Όταν θεώρησα ότι τον σάλιωσε επαρκώς την έβαλα και ξάπλωσε μπρούμητα πάνω στο γρασίδι και ξάπλωσα κι εγώ πάνω της. Την τράβηξα από το μαλλί κάνοντας το κεφάλι της να σηκωθεί.

«Ξέρεις τι θέλω να κάνουμε τώρα , έτσι;»

«Ναι…» μου απάντησε. «Σιγά-σιγά, σε παρακαλώ.»

«Αναστασία, αν δεις ότι δεν το αντέχεις να μου το πεις.»

«Θα σου το πω.»

Τον οδήγησα στην πίσω της τρυπούλα και άρχισα να τον σπρώχνω μέχρι που ένιωσα την αρχική αντίσταση να υποχωρεί και το κεφαλάκι μου μπήκε μέσα της.

«ΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΧ» φώναξε αλλά δεν ήταν πόνος ή για την ακρίβεια δεν ήταν μόνο πόνος, ήταν και καύλα. «Σε θέλω… Σε θέλω!!!»

«Με θέλεις μωρό μου» τη ρώτησα πνιχτά ενώ τον βύθισα ακόμα πιο βαθιά.

«ΜΜΜΜΜΜΜΜΜ ναι… πολύ… δεν… δεν είναι σαν χθες… μ’ αρέσει… μ’ αρέσει…»

«Κάνε μου και άλλες ερωτήσεις» της είπα πνιχτά ξεκινώντας να κουνιέμαι.

«ΜΜΜΜ… ΑΑΑΑΑΧ… Τι… ΑΑΑΑΧ… τι άλλα θα… ΑΑΑΑΧ ήθελες να κάνουμε;»

«Role play… ΑΑΑΧ… η φυλακισμένη και ο δεσμοφύλακας… η αιχμάλωτη ΑΑΑΑΧ και ο ανακριτής… ααααχ… ο καθηγητής και η μαθήτρια… Ο Ρωμαίος και η σκλάβα του… αααααχ ααααχ» κατόρθωσα να πω χωρίς ούτε στιγμή να σταματήσω να γαμάω το κωλαράκι της.

«ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜ ναι… ναι… αααχ… μ’ αρέσει…ΑΑΑΑΧ»

«Σ’ αρέσει πουτανάκι μου;»

«Πολύ… ΑΑΑΑΧ κι άλλο…»

«Σ’ αρέσει που σου σκίζω το κωλαράκι;»

«ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ναι… με σκίζεις… ΑΑΑΑΧ κι άλλο… ΑΑΑΑΧ»

«Πες το μου… θέλω να το ακούσω…»

«Είμαι… ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ είμαι… το πουταΝΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ… το πουτανάκι σου. ΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ»

Έφτασα στο σημείο της μη επιστροφής χωρίς να το καταλάβω, την γράπωσα και πάλι από το μαλλί και κυριολεκτικά καρφώθηκα μέσα της τόσο δυνατά που σχεδόν στραμπούλισα τα μπαλάκια μου πάνω της, κερδίζοντάς της ένα ακόμα ξεφωνητό καύλας, και φωνάζοντας «ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩ ΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩΩ» κάθισα ακίνητος αδειάζοντας με σπασμούς μέσα της. Τραβήχτηκα πλάι της και ξάπλωσα ανάσκελα προσπαθώντας να βρω τις ανάσες μου. Ποιος να μου το έλεγε τη μέρα που το κύμα μου θύμισε ότι το πουλί μου λειτουργεί ακόμα, πως ένα μήνα αργότερα θα είχα το αντικείμενο των πόθων μου, έχοντας την πάρει με όλους τους δυνατούς τρόπους.

«Ουφ…» έκανε η Αναστασία γυρίζοντας στο πλάι προς το μέρος μου. «Τα πόδια μου δε θα μπορώ να πάρω!»

«The good way, φαντάζομαι!»

«The best way imaginable… τι λέω, σάμπως τα είχα φανταστεί όλα αυτά;»

«Τι φανταζόσουν όταν έπαιζες με τον εαυτό σου!»

«Εσένα, αφού στο είπα.»

«Αυτό μου το είπες, τι φανταζόσουν δεν μου είπες!»

«Ντρέπομαι μωρέ λιγάκι!»

«Γιατί μωρό μου;»

«Να… γιατί όταν άρχισα να… να σε χρησιμοποιώ ως αντικείμενο φαντασιώσεων ήμουν μόλις δεκαπέντε»

«Αργά ξεκίνησες να ανακαλύπτεις τον εαυτό σου»

«Όχι… είχα αρχίσει από πιο μικρή… αλλά μόνο τότε… άρχισα να φαντάζομαι εσένα.»

«Τι φανταζόσουν;»

«Έμπαινα στο αυτοκίνητο σου και με πήγαινες κάπου απόμερα. Έχεις διαβάσει «τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας;» Δεν πειράζει… Μια… μια παραλλαγή της σκηνής της Meggy με τον Luke στο αυτοκίνητό του μετά το πάρτι που είχαν πάει. Έγερνα στην αγκαλιά σου και με φιλούσες ενώ τα χέρια σου με χάιδευαν απαλά… στην αρχή στην πλάτη και μετά… στο στήθος… και μου ξεκούμπωνες τα κουμπιά και περνούσες το χέρι σου μέσα χουφτώνοντάς με δυνατά πάνω από το σουτιέν. Μου… Με έγδυνες από πάνω και… και άρχιζες να με φιλάς στα στήθη και μετά… έπαιρνες τις ρώγες μου στο στόμα σου και τις πιπιλούσες σα να ήσουν μωρό. Το χέρι σου μετά κατέβαινε πιο χαμηλά… εντάξει από εκεί και πέρα αυτά δεν τα είχε η σκηνή που σου ανέφερα. Ως εκεί πήγαινα στην αρχή… δηλαδή να με χαϊδεύεις κάτω. Ε σιγά-σιγά και με τον καιρό έγιναν πιο προχωρημένες.»

«Θα μου τα πεις το βράδυ… όταν θα μπορείς να μιλάς, δηλαδή» της είπα κλείνοντας της πονηρά το μάτι.

«Έκφυλε!»

«Και μετά θα σε βάλω να μου διηγηθείς και ιστορίες σου με τους δύο που έχεις πάει.»

«Εεε…»

«Θα το ξεπεράσεις!» της είπα χαμογελώντας της και χαϊδεύοντάς την στο πρόσωπο.

«Ουφ…»

«Έλα, πάμε να βουτήξουμε και πάλι»

Καθίσαμε στην πισίνα μέχρι το μεσημέρι όπου κατεβήκαμε στο Ναύπλιο για να φάμε και όταν τελειώσαμε με το φαγητό πήγαμε στις καφετέριες στο λιμάνι και ήπιαμε καφεδάκι. Πήρα τηλέφωνο την ιδιοκτήτρια και της ζήτησα γύρω στις 18:00 να είναι εκεί για να της δώσω τα κλειδιά. Γυρίσαμε στο σπίτι γύρω στις 17:00 και μαζέψαμε τα πράγματά μας και τα βάλαμε στις μπαγκαζιέρες τις οποίες φόρτωσα στα πλαϊνά της μηχανής. Μην έχοντας τι άλλο να κάνουμε, ανεβήκαμε στη βεράντα για να πιούμε τα δύο breezers που είχαν μείνει.

«Τι θα κάνεις αφού γυρίσουμε;»

«Θα πάω να πάρω το Ράντι από την αδερφή μου και θα κάτσω και καμιά ώρα να τους δω. Ε, μετά θα γυρίσω σπίτι και θα μπω στη μπανιέρα να λιώσω.»

«Μόνος σου;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με σαν κουτάβι.

«Στην μπανιέρα όχι, ελπίζω να έχω παρέα!»

«Θα έχεις!» μου είπε με τόσο ενθουσιασμό ώστε δεν μου πήγε καρδιά να την πειράξω.

«Και όχι μόνο στη μπανιέρα.»

«Κατάλαβα, δε θα χρειαστεί να πάρω πρωινό στη σχολή.»

«Και Πέμπτη απογευματάκι κατά τις 18:00 φεύγουμε για Θεσσαλονίκη. Θα πάρουμε μαζί και το Ράντι για να τον αφήσω και πάλι στην αδερφή μου.»

«Και τον Ράντι; Με το τζιπάκι θα πάμε;»

«Όχι, με το καινούργιο. Αααα κατάλαβα, έχω παραγγείλει το ειδικό σκέπασμα για τα πίσω καθίσματα, θα περάσω την Τρίτη το απόγευμα από το pet shop για να το πάρω.»

«Θα φτάσει μία φόρτιση για Θεσσαλονίκη;»

«Όχι με την καμία, θα σταματήσουμε Λάρισα και θα το αφήσουμε να φορτίσει όσο εμείς θα πίνουμε το καφεδάκι μας»

«Στο βενζινάδικο θα πιούμε καφέ;»

«Όχι παιδάκι μου, τι είναι αυτά που λες; Στο parking των τοπικών μας γραφείων θα το αφήσουμε»

«Και θα είναι ανοιχτά;»

«Θα είναι» τη διαβεβαίωσα.

Το να είσαι ο δεύτερος στην ιεραρχία σε μια εταιρία έχει και τα πλεονεκτήματά του, να τα λέμε αυτά!

Αν και ήθελα να καπνίσω συγκρατήθηκα ακριβώς για το λόγο αυτό. Στις έξι παρά ήρθε και η ιδιοκτήτρια του σπιτιού στην οποία έδωσα τα κλειδιά, αφού έκανε μια γρήγορη επιθεώρηση στο σπίτι. Βοήθησα την Αναστασία να ανέβει στη μηχανή και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Αυτή τη φορά -και επειδή οι δρόμοι ήταν άδειοι- πάτησα λίγο παραπάνω τη μηχανή και μιάμιση ώρα αργότερα ήμασταν Κηφισιά. Έβγαλα τις μπαγκαζιέρες αλλά αποφάσισα να κρατήσω την πλάτη στήριξης που πήγαινε μαζί με τη σχάρα τους, καθώς ούσα πιο ψηλή, ήταν αρκετά πιο βολική για τον συνεπιβάτη απ’ ότι η μαμίσια. Πήγα μέχρι το διαμέρισμα της Αναστασίας για να βγάλει τα πράγματά της και αφήνοντάς την επέστρεψα στο σπίτι μου όπου άδειασα και τη δική μου και έβαλα τις μπαγκαζιέρες και τα κράνη στο αποθηκάκι. Άλλαξα στα γρήγορα μιας και με το αυτοκίνητο δε χρειαζόμουν μπουφάν και προστατευτική φόρμα και κατέβηκα να πάω να πάρω το καμάρι μου από την Ειρήνη.

Το τι χαρές έκανε ο μούργος όταν με είδε, δεν λέγεται, έκλαιγε από τη χαρά του και χοροπηδούσε πάνω μου και με πήρε αγκαλιά και μου έγλειψε μέχρι και το δεξί αυτί, κοίτα να δεις πράγματα που συμβαίνουν. Με το Ράντι να μην ξεκολλάει από το πλάι μου, κάθισα με την Ειρήνη και το Μανώλη και τα είπαμε για καμιά ώρα. Της υπενθύμισα ότι θα της άφηνα και πάλι το Ράντι, από την Πέμπτη το απόγευμα μέχρι και την Κυριακή. Δεν το συζητάμε ότι με το που άνοιξα την πόρτα ο Ράντι μπήκε μ’ ένα σάλτο και θρονιάστηκε, ούτε καν το συνηθισμένο του γύρω-γύρω δεν έκανε. Όταν φτάσαμε σπίτι δεν κάθισε στον κήπο, ανέβηκε μαζί μου πάνω και επειδή ήθελα να κάνω  και ένα μπανάκι χωρίς τον μπανιστιρτζή, του έδωσα ένα κόκκαλο για να τον απασχολήσω.

«Σε περιμένω» της είπα στο κινητό.

«Ανεβαίνω!» μου απάντησε και ούτε δυο λεπτά αργότερα μπήκε μέσα με μια σακούλα στο χέρι, είχε φέρει τα ρούχα της και για αύριο.

«Βρε αυτά γιατί τα κουβάλησες μαζί σου, δεν είναι ότι έχεις να κάνεις και ταξίδι για να πας σπίτι σου αύριο το πρωί που θα κατεβούμε!»

«Δεν έχω φέρει τα ρούχα μου… θα δεις!» μου είπε με ένα τόνο γεμάτο υποσχέσεις!

Me like-y! Me like-y very very much!

«Πάω να ετοιμάσω το μπάνιο, θα έρθεις όταν σου πω!».

«Εντάξει» της απάντησα χαμογελώντας.

Μην έχοντας τι άλλο να κάνω βγήκα στη βεράντα όπου ήταν ο Ράντι και μασούλαγε ευτυχισμένος το κόκαλό του. Το άφησε κάτω ίσα για να μου ρίξει μια ματιά και να μου κουνήσει την ουρά του και μετά επέστρεψε σ’ αυτό με ακόμα μεγαλύτερη όρεξη. Μέσα στην εβδομάδα θα έπρεπε να τον πάω να κάνει το δεύτερο εμβόλιο για το Καλαζάρ καθώς κόντευε να περάσει χρόνος από το πρώτο. Ευκαιρία να τον ζυγίσω κιόλας, την τελευταία φορά ήταν 90 κιλά, λογικά τώρα πρέπει να ήταν κάπου στα 95. Ο γιατρός μου είχε πει ότι θα μεγαλώνει μέχρι τα δύο του αλλά το τελικό του ύψος δεν θα άλλαζε, τουλάχιστον όχι σημαντικά και τουλάχιστον όπως τον παρατηρούσα εγώ, κάτι τέτοιο έβλεπα.

«Έλα» άκουσα την Αναστασία από την μπαλκονόπορτα. Τράβηξα τις κουρτίνες και έκλεισα την μπαλκονόπορτα αφήνοντας λίγο χώρο για να μπορεί ο Ράντι να μπει μέσα αν το αποφάσιζε. Πήρα δυο κρασοπότηρα από το bar και περνώντας από την κουζίνα, έβγαλα από το ψυγείο τη σαγκρία που είχα πάρει ειδικά για τη μικρή, ήθελα να της το κάνω έκπληξη και με το ταξίδι αστραπή στο Ναύπλιο την είχα ξεχάσει. Έβγαλα και έκοψα στα γρήγορα ένα μήλο σε φέτες και τις έριξα στα ποτήρια πριν τα γεμίσω μέχρι πάνω με το γλυκό κρασί. Έβαλα ξανά το μπουκάλι στο ψυγείο και πήγα στο μεγάλο μπάνιο. Η Αναστασία ήταν χωμένη μέσα και το νερό δεν φαινόταν από τους αφρούς.

«Δεν έχεις μόνο εσύ εκπλήξεις, σου έχω κι εγώ!» της είπα και αφήνοντας στο πεζούλι τα ποτήρια, γδύθηκα και χώθηκα στο υπέροχα ζεστό νερό. «Τσιν τσιν» της είπα δίνοντάς της το ποτήρι της.

«Αχ! Σαγκρία! Είσαι υπέροχος!»

«Και όχι μόνο εγώ!»

«Ήταν υπέροχο το διήμερο στο Ναύπλιο, σ’ ευχαριστώ Αντώνη μου»

«Ήταν όντως αλλά δεν έχεις κανένα λόγο να μ’ ευχαριστείς»

«Ώρες-ώρες δεν μπορώ να το πιστέψω ότι είμαστε μαζί, τρομάζω στη σκέψη ότι ξαφνικά θα ξυπνήσω και θα συνειδητοποιήσω πως όλο αυτό δεν ήταν παρά ένα όνειρο!»

«Τόσο που σε έχω τσιμπήσει αν ήταν όνειρο θα είχες ξυπνήσει, όχι;»

«Χαχαχα ναι, είναι και αυτό! Ουφ…»

«Γιατί ξεφυσάς πάλι;»

«Γιατί όσο χαίρομαι που θα δω τη μαμά και το μπαμπά, στεναχωριέμαι που θα είμαι δύο μέρες χωρίς εσένα. Το Σάββατο τι θα κάνεις όλη μέρα;»

«Θα δω κανένα φίλο, δεν έχω μόνο εσάς γνωστούς στη Θεσσαλονίκη.»

«Εντάξει τότε»

«Κυριακή θα φύγουμε σχετικά νωρίς πάντως, δεν είναι Ναύπλιο.»

«Ναι, το καταλαβαίνω!»

«Θα περάσουμε να πάρουμε το Ράντι και μετά you’ll be mine μουαχαχαχα»

«Θα έχω περίοδο…»

«Το γεγονός ότι όταν είμαι μαζί σου με κάνει να μη θέλω να κλείσεις μπούτι δε σημαίνει ότι δεν περνάω όμορφα και τον υπόλοιπο χρόνο μαζί σου, χαζούλα. Μπορούμε να κάνουμε τόσα πράγματα, να μιλήσουμε, να ακούσουμε μουσική, να μου πάρεις τα σώβρακα στο ποιος θα γίνει εκατομμυριούχος κλπ!»

«Χαχαχα, έχω πολύ καιρό να παίξω!»

«Το ξέρω» είπα αναστενάζοντας, την τελευταία φορά που είχαμε παίξει ήταν τον Αύγουστο του ’21, το τελευταίο μας βράδι στο Πόζαρ.

«Συγνώμη»

«Μη ζητάς συγνώμη, μωρό μου»

«Μερικές φορές νιώθω ενοχές που… που είμαι εδώ.»

«Κι εγώ μωρό μου αλλά ξέρεις κάτι; Δεν είναι παρά δικές μας προβολές. Εσύ νιώθεις ενοχές επειδή με είχες καψουρευτεί και ζήλευες την Αγγελική που με είχε, εγώ νιώθω ενοχές που τα έμπλεξα με μια γυναίκα που την ξέρω από ,κοριτσάκι και που οι γονείς της είναι φίλοι μου αλλά στο τέλος της ημέρας δεν είναι παρά αυτό που σου είπα στην αρχή, δεν είναι παρά δικές μας προβολές. Δεν ευθύνεται κανείς από τους δυο μας για το χαμό της. Nature abhors a vacuum που έλεγε και ο Αριστοτέλης»

«Οφείλω να ομολογήσω ότι τα αγγλικά του ήταν εξαιρετικά»

Πόσο μου είχε λείψει αυτό το teasing και η Αναστασία είναι ακόμα μεγαλύτερο πειραχτήρι απ’ ότι ήταν η Αγγελική.

«Ορίστε, πάλι με δουλεύει το κωλόπαιδο!»

«Μπορεί, αλλά με τι κώλο, ε;»

«Σε τρώει πάλι; Δεν στον έξυσα επαρκώς;»

«Των φρονίμων τα παιδιά!»

«Ορίστε, καλόμαθε η γριά στα σύκα!»

«Ε όχι και γριά, μπουμπούκι είμαι!»

«Αμ δεν το βλέπω;»

«Αααχ… αυτό με το γκαζόν να το ξανακάνουμε!»

«Οπωσδήποτε, να το χαρούν και οι γείτονες!»

«Αντωνάκη!»

«Μου… δεν;»

«ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ»

«Κάνε μου λιγάκι μμμμμμ κι εγώ αμέσως θα σου κάνω μμμμμμ» της απάντησα τραγουδιστά.

«Ίλεος ίλεος ίλεος. Ίλεος ίλεος νεεεε εεεεεε εεεεεμια!» μου απάντησε επίσης τραγουδιστά.

«Τόσο χάλια τραγουδάω;»

«Δεν είναι το πόσο χάλια τραγουδάς αλλά τι τραγουδάς! Cringe!»

«Αυτό λέγεται καταπίεση!»

«Να διαμαρτυρηθείς στο αντίστοιχο σωματείο!»

«Υποτίθεται ότι εγώ καταπιέζω!»

«Ναι, μη τους το πεις αυτό, θα σε διαγράψουν ως ντροπή των καταπιεστών!»

«Για έλα προς τα εδώ, νεαρά!»

«Θα είστε φρόνιμος;»

«Αυτό θα έλειπε!»

«Θα με κυλίσεις στο βόρβορο της αμαρτίας;»

«Τουλάχιστον!»

Ήρθε σε μένα και έγειρε την πλάτη της πάνω μου και περνώντας τα χέρια μου μπροστά της την έσφιξα. Έγειρε το κεφάλι της και με κοίταξε με το χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό της. Με το δάχτυλό μου της έκανα ένα απαλό πινκ στη μύτη προκαλώντας της χαχανητό. Πόσο μ’ αρέσει να την ακούω να γελάει.

«Μια πεντάρα για τη σκέψη σου!»

«Είναι υπέροχα μέσα στην αγκαλιά σου. Νιώθω ζέστη, νιώθω ασφάλεια.»

«Αύριο το βράδυ θέλω να σου μαγειρέψω εγώ, για αλλαγή.»

«Αμέ! Τι θα φτιάξεις;»

«Γενικά δεν το έχω με το φαγητό αλλά υπάρχει ένα που το κάνω πολύ καλά και το λάτρευε και η Αγγελική… και εσύ!»

«Σουφλέ; Θα φτιάξεις σουφλέ;» σχεδόν τσίριξε από τη χαρά της. Το είχα φτιάξει δυο φορές στην Κέρκυρα και η Αναστασία το είχε λατρέψει.

«Θα φτιάξω σουφλέ» της απάντησα χαμογελώντας με τον ενθουσιασμό της.

«Αααααχ όμορφη δεν είναι η ζωή, Κατερίνα;»

«Έχεις δει τα κόκκινα φανάρια;»

«Φυσικά και τα έχω δει, τι ερώτηση είναι αυτή;»

«Θεέ μου, τι παιδί είσαι εσύ; Ξέρεις χθες που φάγαμε με τα παιδιά, όταν πήρες τις μικρές να πάτε να διαβάσετε και να ζωγραφίσετε, ακριβώς την ίδια αντίδραση με μένα είχε και η Μυρσίνη, είπε «Τι παιδί είναι αυτό;». Φούσκωσα από την περηφάνια μου και τους μίλησα για σένα με τόση ζέση που για να το μαζέψω πέταξα και ένα «ναι, ακούγομαι σαν περήφανος χαζομπαμπάς» ενώ στην πραγματικότητα μιλούσα σαν ερωτευμένος έφηβος.»

«Μπάρμπα έφηβος!» μου απάντησε πειρακτικά.

«Κράτα το ερωτευμένος»

Ναι, ξέρω… Αλλά πλέον δεν μπορούσα να μην της το πω. Ήταν υποκρισία, δεν φοβόμουν να το πω για να μην πάρουν τα μυαλά της αέρα, όχι πραγματικά. Άλλου τα μυαλά φοβόμουν μην πάρουν αέρα αλλά…

«Αλήθεια το λες;» με ρώτησε με σπασμένη φωνή.

«Αλήθεια το λέω» της είπα και την έσφιξα ακόμα πιο δυνατά πάνω μου. «Αλήθεια λέω μωρό μου»

«Σ’ αγαπάω!» μου είπε με ακόμα πιο σπασμένη φωνή.

«Κι εγώ» της απάντησα και εκεί η Αναστασία έσπασε και έβαλε τα κλάματα.

Είναι να μη βραχείς…


9. The (un)Holly Inquisition

Το φαγητό στο φούρνο ήταν έτοιμο όπως έτοιμη ήταν και η πράσινη σαλάτα με κομματάκια μήλου που θα συνόδευε το σουφλέ. Έβαλα τη σαλάτα στο ψυγείο και έβγαλα το Αγιωργίτικο για να ζεσταθεί, το μυστικό είναι να μην είναι κρύο αλλά να μην είναι και σε θερμοκρασία δωματίου, μισή ωρίτσα είναι ό,τι πρέπει. Της Αναστασίας της είχα πει να έρθει γύρω στις 20:30 οπότε έχοντας τελειώσει τις προετοιμασίες πήγα να κάνω κι εγώ ένα ντουζάκι καθώς με το που γύρισα από το γραφείο ξεκίνησα να φτιάχνω το σουφλέ. Μιας και μπήκα μόνος μου ξεκίνησα με χλιαρό νερό και στο τέλος ξεπλύθηκα σχεδόν με κρύο σε μια προσπάθεια να διώξω τη συσσωρευμένη κούραση.

Χθες είχα πάει στο pet shop να πάρω το κάλυμμα για τα πίσω καθίσματα και μετά πήγα τον αρκούδο μου στο γιατρό για να κάνει το εμβόλιό του για το καλαζάρ. Άδραξα την ευκαιρία και τον ζύγισα και διαπίστωσα ότι είχα πέσει 8 κιλά έξω στην εκτίμησή μου, 103 κιλά είχε φτάσει το καμάρι μου αλλά ο γιατρός είπε ότι αυτές οι διακυμάνσεις είναι φυσιολογικές για τέτοιο μέγεθος, οπότε το 95-105 θα είναι φυσιολογικό ανάλογα με την εποχή. Λογικό μου φάνηκε, έπινε κάθε μέρα γύρω στα πέντε λίτρα νερό και έτρωγε τρία κιλά barf ή ενάμιση κιλό barf και μισό κιλό κροκέτες οπότε το +/- 5 για τον Ράντι είναι σαν το +/-1 για μένα.

Αύριο το απόγευμα θα πηγαίναμε Θεσσαλονίκη οδικώς με στάση για να φορτίσω το αυτοκίνητο στην εξωτική Λάρισα. Ανυπομονούσα να βγω στο δρόμο και να το ανοίξω καθώς τις καθημερινές και μέσα στην Αθήνα δε μου δινόταν η ευκαιρία. Μου αρέσει η οδήγηση και ακόμα περισσότερο όταν έχω καλή παρέα και με την Αναστασία δύσκολα βαριέσαι, και δεν αναφέρομαι μόνο στο σεξουαλικό κομμάτι, άλλωστε δεν προβλεπόταν κάτι τέτοιο από τη στιγμή που θα μπαίναμε στο αυτοκίνητο για να ξεκινήσουμε. Τούτου λεχθέντος σήμερα είχα ορεξούλες καθότι πέραν της πρωινής πίπας της Δευτέρας μόνο για κατούρημα είχε βγει από το παντελόνι. Χθες είχε βγει με συμφοιτητές της και τη Δευτέρα που είχαμε βγάλει μαζί το Ράντι βόλτα μετά ήμουν πολύ κουρασμένος για το οτιδήποτε, άλλωστε το ΣΚ που είχε περάσει του είχαμε δώσει να καταλάβει.

Κυριακή βράδυ

«Τι όμορφη που είσαι όταν κλαις» άρχισα να τραγουδάω και το κλάμα έγινε μέσα σε μια στιγμή κλαυσίγελος.

«Θα σε δείρω άλλη στιγμή γιατί τώρα είμαι πολύ χαρούμενη!»

«Αχ τι καλή που είσαι, με υποχρεώνεις!»

«Να δεις τι σου ‘χω για μετά!» Αντί απάντησης την φίλησα τρυφερά και την ένιωσα και πάλι να λιώνει. «Αχ αυτά μου κάνεις!»

«Μεταξύ άλλων!»

Πήρα το ποτήρι μου και της έδωσα και το δικό της και ήπιαμε μια γουλιά και μετά χαλάρωσε και πάλι έχοντας ξαπλώσει πάνω μου. Το ζεστό νερό με είχε γλαρώσει και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα χασμουρητό.

«Νύσταξες Αντώνη μου;»

«Όχι μωρό μου, απλά έχω χαλαρώσει τόσο πολύ που γλάρωσα»

«Θέλεις να βγούμε;»

«Όχι βρε»

«Έλα να αλλάξουμε θέσεις!» μου είπε.

«Όχι καλά είμαστε! Άμα αλλάξουμε θέσεις πώς θα το κάνω αυτό;» τη ρώτησα χουφτώνοντας και τα δυο της στήθη.

«Αλλοίμονο!» μου απάντησε πειρακτικά.

«Λοιπόν, story time. Για πες μου, τι άλλες φαντασιώσεις είχες μαζί μου;»

«Θα σου πω αλλά μη θυμώσεις!»

«Γιατί να θυμώσω βρε χαζούλα;»

«Γιατί… γιατί τότε… ζούσε η Αγγελική αλλά στις φαντασιώσεις μου… υπήρχες μόνο εσύ.»

«Λογικό, θα παρα-ήταν προχωρημένη η φαντασίωση αν ήταν μαζί και η Αγγελική. Λοιπόν, για λέγε.»

«Ουφ… Είχα κάμποσες αλλά η αγαπημένη μου είναι με σκηνικό στο Πόζαρ. Έχουμε πάει στα κλειστά λουτρά και μπαίνουμε μέσα να αλλάξουμε και εσύ μου ζητάς να αλλάξω μπροστά σου. Ντρέπομαι λίγο αλλά εσύ επιμένεις. Αρχίζω και γδύνομαι μπροστά σου και εσύ με τρως με τα μάτια και νιώθω ταυτόχρονα ντροπή και διέγερση. Έχω μείνει με τα εσώρουχα και διστάζω αλλά εσύ μου λες σε τόνο που δε σηκώνει αντιρρήσεις να βγάλω το πάνω μέρος του μαγιό μου. Σε υπακούω και βγάζω το σουτιέν αλλά προσπαθώ να καλύψω τα στήθη μου με τα χέρια μου. Εσύ με πλησιάζεις και μου κατεβάζεις τα χέρια και με κοιτάς για λίγη ώρα με λάγνο βλέμμα ενώ βλέπω από κάτω το σορτσάκι σου να φουσκώνει. Με φέρνεις με την πλάτη προς εσένα και αρχίζεις και με φιλάς στο σβέρκο ενώ τα χέρια σου μαλάζουν απαλά και τα δυο μου στήθη. Μετά το χέρι σου κατεβαίνει και με χουφτώνεις ανάμεσα στα πόδια, αρχικά έξω από το εσώρουχο και στη συνέχεια μέσα. Μετά μου κατεβάζεις και το εσώρουχο και μένω τελείως γυμνή μπροστά σου. Παρά την ντροπή και την αμηχανία που νιώθω είμαι τέρμα ερεθισμένη. Μετά με γυρίζεις προς τα σένα και μου ζητάς να σου κατεβάσω το σορτς. Διστάζω αλλά εσύ επιμένεις.»

«Μη σταματήσεις ούτε στιγμή τη διήγηση» της είπα και κατέβασα το δεξί μου χέρι ανάμεσα στα πόδια της και άρχισα να της παίζω το μουνάκι.

«Μάλιστα… ΜΜΜ λοιπόν… σου κατεβάζω το σορτς και δε φοράς τίποτα από μέσα. Το όργανό σου πετάγεται ερεθισμένο, η θέα του με κάνει να νιώθω ένα παράξενο μείγμα φόβου και σαγήνης. ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ Δεν έχω κάνει ξανά έρωτα, πώς θα μπει αυτό το πράγμα μέσα μου; ΜΜΜΜ ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ. Σε υπακούω σαν αυτόματο, τον παίρνω στα χέρια μου και αρχίζω και τον χαϊδεύω. ΑΑΑΑΑΧ δεν έχω ξαναδεί αντρικό όργανο παρά μόνο σε φωτογραφίες. ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ. Τον χαϊδεύω σε όλο ΑΑΑΑΑΑΧ το μήκος και ΑΑΑΧ χουφτώνω και τα μπαλάκια σου. Θέλω να τον γευτώ, θέλω να τον μυρίσω, δεν ξέρω τι με έχει πιάσει. ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ. Με ρωτάς αν μου αρέσει και σου κουνάω καταφατικά το κεφάλι χωρίς να πάρω ούτε στιγμή το βλέμμα μου από πάνω του. ΜΜΜΜΜ Μου ζητάς να γονατίσω και υπακούω πρόθυμα, η αμηχανία μου έχει εξαφανιστεί. Όταν το κάνω μου λες να σε κοιτάξω και αρχίζεις και μου τον τρίβεις στο πρόσωπο. ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ. Η αντρική του μυρωδιά με ξετρελαίνει ΑΑΑΧ ΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ και… και… ΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΧ με κάνει ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΧ να υγραίνομαι. Θέλω ΑΑΑΑΧ θέλω να τον γευτώ ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ΑΑΑΑΧ… τον… τον τρίβεις στα χείλη μου και χωρίς ΑΑΑΑΑΧ να το σκεφτώ ΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ τον βάζεις στο στόμα μου… ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ. Η γεύση του με τρελαίνει αλλά εσύ με… ΑΑΑΑΑΧ με… με… ΑΑΑΧ με σταματάς. Με ΜΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ σηκώνεις όρθια και με φιλάς παθιασμένα στα χείλη ΑΑΑΑΑΧ. Νιώθω να λιώνω στο φιλί σου. ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΧ ΑΑΑΧ με… ΑΑΑΑΧ με πας μέσα στο ζεστό νερό… ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ και με βάζεις ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ να ΑΑΑΑΑΑΑΧ σκύψω στον τοίχο. ΑΑΑΑΑΧ δε ΑΑΑΑΑΑΧ δε μου λες ΑΑΑΑΑΧ τίποτα… απλά με ΑΑΑΑΧ βάζεις και σκύβω και έρχεσαι ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ από πίσω και το βάζεις μέσα… ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ ΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ μέσα μου και αρχίζεις και με γαμάς δυνατά. ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ»

Το σώμα της άρχισε και πάλι να τραντάζεται και τεντώθηκε σαν τόξο στην κορύφωση της έντασης του οργασμού της και σχεδόν της κόπηκε η ανάσα. Και δεύτερο τέντωμα… και τρίτο… μόνο ένα πνιχτό ΜΜΜΜΦΜΦΜΦΜΦΜΜΜΦΦΜΜ ακούγονταν λες και το σώμα της είχε ξεχάσει να εκπνέει. Το σώμα της χαλάρωσε καθώς το χέρι μου έφυγε από το επίμαχο μέρος για να την αφήσω να βρει τις ανάσες της. Η ιστορία της με είχε καυλώσει αλλά δεν ήθελα ακόμα να εκτονωθώ.

«Θεούλη μου!» ήταν το πρώτο πράγμα που είπε όταν βρήκε τις ανάσες της.

«Έγινες θρήσκα μικρή μου αγνωστικίστρια;»

«Όχι αλλά μερικές φορές την εμπειρία τη λες και θρησκευτική»

«Χαίρομαι που σου άρεσε!»

«Και απ’ ότι νιώθω όχι μόνο σε μένα!»

«Άστον αυτόν, για τα δικά σου χαΐρια μιλάμε. Τι άλλες φαντασιώσεις είχες;»

«Παραλλαγές του theme να με χρησιμοποιείς για να ικανοποιηθείς. Να μου κάνεις ό,τι θες χωρίς να με ρωτάς αλλά και χωρίς εγώ να μπορώ να σου φέρω αντιρρήσεις, να σε υπακούω σα μαγνητισμένη ακόμα και όταν η πράξη μου προκαλεί ταπείνωση. Να… συχνά σε φανταζόμουν να είμαι γονατισμένη και να τον παίζεις και να τελειώνεις στο πρόσωπό μου. Η… να με βάζεις στα τέσσερα και να με παίρνεις από πίσω και να με λες πουτανάκι. Δεν ξέρω, μπορεί να με είχε επηρεάσει το βίντεο που μου είχε δείξει η Τίνα… του Κορκολή εννοώ. Δηλαδή τι μπορεί… όταν μου το έδειξε το ίδιο κιόλας βράδυ αυτό φαντάστηκα και ευτυχώς που οι γονείς μου είχαν πάει έξω γιατί νομίζω ότι ακούστηκα πολύ δυνατά!»

«Είσαι κομμάτι φασαριόζα, στο αναγνωρίζω»

«Κανένα παιχνίδι που είχα κάνει με τον εαυτό μου δεν συγκρίνεται με τα παιχνίδια που μου κάνεις εσύ, για να μην αναφέρω όταν κάνουμε έρωτα!»

Ποιους θα έχω παρέα στο καζάνι, άραγε; Μπορεί να την είχα ερωτευτεί αλλά όλα αυτά που κάναμε μέχρι τώρα εγώ δε θα το ονόμαζα έρωτα, γαμήσι μέχρι να μην μπορούμε να πάρουμε τα πόδια μας, το λένε στο χωριό μου. Ή, τουλάχιστον, έτσι θα το έλεγαν αν ήμουν από χωριό με ηδονιστές κατοίκους.

«Και μπράβο μου!»

«Και μπράβο σου. Σου έχω μια έκπληξη, θα βγω τώρα και βγες και εσύ σε δέκα λεπτά αλλά όχι πριν, εντάξει;»

«Εντάξει μωρό μου» της είπα και σηκωθήκαμε και οι δύο να ξεπλυθούμε. «Έχεις μέχρι να αδειάσει το νερό της μπανιέρας!»

«Δέκα λεπτά ή το άδειασμα της μπανιέρας, ότι έρθει τελευταίο!» μου δήλωσε και βγήκε από το μπάνιο. Δεν είχε βρέξει τα μαλλιά της παρά μόνο στις άκρες οπότε τα σκούπισε στα γρήγορα και βγήκε έξω. Τι να μου ετοίμαζε άραγε; Τι είχε φέρει στη σακούλα; Το ρολόι μου ακόμα φόρτιζε οπότε δεν είχα κάτι για να μετρήσω το χρόνο. Όταν άδειασε η μπανιέρα πήγα στην πόρτα και την άνοιξα χωρίς ωστόσο να βγω έξω.

«Αναστασία να βγω;»

«Δώσε μου μισό λεπτάκι ακόμα, θα σε φωνάξω». Περίμενα υπομονετικά και δυο-τρία λεπτά αργότερα την άκουσα να λέει «Έλα!»

Όταν έφτασα στο σαλόνι και την είδα το σαγόνι μου έπεσε στο πάτωμα, αν με έβλεπε κάποιος θα πίστευε ότι στην καλύτερη έπαθα τριπλό εγκεφαλικό. Η Αναστασία φορούσε ένα απίστευτα σέξι μαύρο, ημιδιάφανο, δαντελωτό babydoll, με γαλάζιες δαντέλες, δέσιμο στο ύψος του στήθους και άνοιγμα κάτω από το δέσιμο. Από κάτω φορούσε ένα υπέροχο ασορτί κιλοτάκι, εξίσου μαύρο, δαντελωτό και ημιδιαφανές μέχρι και λίγο κάτω από ύψος της ήβης.

«Πάει, μου έμεινε πάλι!» με πείραξε η Αναστασία.

«Δεν εξηγείται αλλιώς! Ήμουν μουσουλμάνος και δεν το ήξερα και πέθανα και βρίσκομαι στον παράδεισο!»

«Τα Ουρί υποτίθεται ότι είναι παρθένες!»

«Who cares?”

«Εσύ όχι απ’ ότι βλέπω, δεν κουβαλάς απλά όπλο, είσαι έτοιμος να πυροβολήσεις!»

«Έλα εδώ» της είπα και όταν με πλησίασε την έβαλα να γονατίσει. Έτριψα το όργανό μου στο πρόσωπό της, όπως μου το είχε περιγράψει στη φαντασίωσή της, και το έβαλα μέσα στο στόμα της και κρατώντας το κεφάλι της ακίνητο άρχισα να της το γαμάω προσέχοντας μέχρι που το έβαζα, δεν ήθελα να την κάνω να πνιγεί. Γρήγορα ένιωσα πως αν συνέχιζα έτσι δε θα κρατούσα ούτε λεπτό και ήθελα να το απολαύσω όσο περισσότερο γινόταν, οπότε σταμάτησα και την άφησα να δώσει εκείνη το ρυθμό της. Αμ δε, με αγκάλιασε από τους γλουτούς και άρχισε να κουνάει μπρος-πίσω το κεφάλι της σε αργό ρυθμό που της επέτρεψε να με πάρει αρκετά πιο βαθιά απ’ ότι συνήθως και το τέλος ήρθε από το πουθενά. Καταλαβαίνοντας ότι τελειώνω, με κράτησε ακίνητο στο στόμα της ενώ έφερε το χέρι μπροστά και πιάνοντας το όργανό μου από τη βάση του άρχισε να κάνει κυκλικές κινήσεις κάνοντας την ένταση του οργασμού μου να δεκαπλασιαστεί. Όπως κι εκείνη λίγη ώρα πριν, έτσι κι εγώ μόνο ένα ΜΜΜΜΦΜΜΦΜΜΜΧΜΜΦΜΜ έκανα προσπαθώντας να βρω ανάσες και εκπνοές ενώ το όργανό μου έκανε σπασμούς βαθιά μέσα στο στόμα της γεμίζοντας την με σπέρμα. Συνέχισε να με ρουφάει και να με γλείφει για λίγη ώρα ακόμα και τραβήχτηκε απαλά σηκώνοντας το βλέμμα της προς εμένα.

«I take it that you liked it» μου είπε σκανταλιάρικα.

«Τσίμπα με… αααααχ! Καλέ να με τσιμπήσεις σου είπα, όχι να μου κόψεις κομμάτι!»

«Εγώ δεν κάνω μισές δουλειές κύριε Αντωνάκη!»

«Δεν το βλέπω;» είπα ειλικρινά.

Και είχε και δεύτερο γύρο λίγη ώρα αργότερα. Βγήκαμε στη βεράντα να πιούμε το κρασί μας και απλά και μόνο κοιτάζοντάς την καύλωσα και πάλι. Την πήγα στο δωμάτιο, την ξάπλωσα, της έβγαλα το κιλοτάκι και μπήκα μέσα της χωρίς καν να της βγάλω το babydoll. Και καλά που ήμασταν και στο δωμάτιο γιατί αν την είχα πάρει στη βεράντα, όπως σκέφτηκα προς στιγμή, θα μας είχε μαζέψει η αστυνομία.

Σήμερα

Παρόλο που θα τρώγαμε σπίτι μου της είχα πει να ντυθεί καλά και ομοίως ντύθηκα και εγώ. Αφού τελείωσα πήγα στην τραπεζαρία και έστρωσα το τραπέζι και μετά βγήκα στη βεράντα να κάτσω στη νυχτερινή δροσιά και άνοιξα το κινητό μου και χαζολόγησα για λίγο βλέποντας βιντεάκια στο YouTube. Στις 20:30 ακριβώς χτύπησε το κουδούνι και παίρνοντας το μωβ τριαντάφυλλο που είχα αγοράσει το απόγευμα, πήγα να της ανοίξω. Στάθηκα λίγο στον καθρέφτη δίπλα από την είσοδο και έφτιαξα τη γραβάτα μου και όταν βεβαιώθηκα ότι ήμουν εντάξει, της άνοιξα την πόρτα.

«Καλώς τη μου» της είπα. Μπήκε μέσα χωρίς να απαντήσει και με το που έκλεισα την πόρτα της έδωσα το τριαντάφυλλο κάνοντας το πρόσωπό της να λάμψει ακόμα περισσότερο. Έσκυψα και τη φίλησα πεταχτά στα χείλη και μετά τραβήχτηκα κοιτάζοντάς την από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Φορούσε ένα πολύ όμορφο ανοιχτό μαύρο φόρεμα που έφτανε μέχρι τα γόνατα και που έδενε σταυρωτά στο λαιμό αφήνοντας ένα κενό από κάτω που τόνιζε τις καμπύλες της. Οι γόβες της ήταν ανοιχτές με περίτεχνο χιαστί δέσιμο και μέτριο τακούνι. Ήταν σαν άγγελος, πραγματικά σαν άγγελος. «Κουκλί είσαι» της είπα ρουφώντας την εικόνα της με τα μάτια μου.

«Φοράς γραβάτα!» μου είπε χαϊδεύοντας τον κόμπο της. «Μόνο σε φωτογραφίες σε είχα δει έτσι, είσαι υπέροχος!»

«Αφού σου είπα να ντυθείς καλά, έτσι θα σε άφηνα;»

«Αχ πόσο μ’ αρέσουν αυτές οι εκπλήξεις» είπε συνεχίζοντας να χαϊδεύει τον κόμπο της γραβάτας.

«Έλα, πάμε μέσα» της είπα και περάσαμε στην τραπεζαρία.

«Άναψες και κεριά;;;»

«Αμέ! Και κεριά και λουλούδια και απ’ όλα.»

Τράβηξα την καρέκλα και την έβαλα να κάτσει. Πήγα στην κουζίνα και έφερα πρώτα το κρασί και έπειτα τη σαλάτα και στο τέλος το σουφλέ. Για επιδόρπιο της είχα ακόμα μία έκπληξη, το cheesecake με φράουλα που το λάτρευε. Βέβαια αυτό το είχα πάρει έτοιμο γιατί οι μαγειρικές μου ικανότητες εξαντλούνται στο σουφλέ, σε απλή μακαρονάδα και στο ψήσιμο κρεάτων. Γέμισα το ποτήρι της με το κρασί και γέμισα και το δικό μου και στο τέλος μας σέρβιρα και στους δύο σουφλέ.

«Στην υγειά μας» της είπα και της έτεινα το ποτήρι μου.

«Στην υγειά μας» μου απάντησε και αφού τσουγκρίσαμε ήπιαμε μια γουλιά. «Θεέ μου είναι ακόμα πιο νόστιμο απ’ όσο το θυμάμαι!» είπε όταν έφαγε την πρώτη πιρουνιά. «Και η σαλάτα με το μήλο! Αχ σε λατρεύω!»

«Είσαι σκέτη γλύκα ρε μούτρο!»

«Είμαι!»

«Για πες, πώς τα πέρασες χθες;»

«Καλά ήταν.»

«Δεν βλέπω ενθουσιασμό!»

«Ε, δεν ήταν και τίποτα το ιδιαίτερο για να ενθουσιαστώ. Δεν εννοώ ότι δεν ήταν καλά αλλά όχι τίποτα το αξιομνημόνευτο.»

«Πού πήγατε;»

«Στο Θησείο, ήταν σημείο που βόλευε σχεδόν όλους.»

«Ήσασταν πολλοί;»

«Μπα, πέντε άτομα όλα κι όλα»

«Ο συμφοιτητής σου που σου είχε ζητήσει να βγείτε, τι έγινε;»

«Τίποτα. Την Παρασκευή του είπα άλλη φορά και δεν μου ξαναζήτησε.»

«Θα ήθελες να σου ξαναζητήσει;»

«Το ίδιο μου κάνει, δηλαδή αν είναι απλά για ένα καφέ. Αν είναι να μου την πέσει, θα προτιμούσα να μη βγω μαζί του. Νιώθω πολύ άβολα όταν αναγκάζομαι να ρίξω άκυρο σε κάποιον.»

«Δε βαριέσαι και αυτό μέρος της ζωής είναι και, εδώ που τα λέμε, αν είναι μια φορά άβολο να ρίχνεις χυλόπιτα που να δεις όταν την τρως»

«Εσύ έχεις φάει;»

«Ναι, έφαγα κάμποσες μέχρι να μάθω να διαβάζω τα σημάδια.»

«Η επανάληψη είναι η μητέρας της μαθήσεως»

«Δε βαριέσαι Αναστασία μου, δεν μπορείς να κερδίζεις πάντα, έχει και το να φας τοίχο τη χρησιμότητά του. Το μυστικό είναι να το εκλαμβάνεις όπως ακριβώς είναι και να μην το ρίχνεις στην άρνηση και την αυτολύπηση. Δεν αρέσεις σε μία; θα αρέσεις σε άλλη. Αν δεν αρέσεις σε καμία τότε κάτι κάνεις λάθος.»

«Εγώ πάντως δεν το έχω εύκολο και χαλιέμαι.»

«Έχεις ταΐσει πολύ κόσμο;»

«Ευτυχώς όχι, η αλήθεια είναι ότι δε μου πολύ-κολλούσαν στο σχολείο.»

«Δεν σε πείραζε αυτό;»

«Καθόλου όμως, μια χαρά ήμουν στην ησυχία μου. Άλλωστε εγώ ήμουν ερωτευμένη και με κάποιον πολύ μεγαλύτερό μου και μάλιστα παντρεμένο, ονόματα δε λέμε, υπολήψεις δε θίγουμε.»

«Ο Χάρης και ο Νίκος;»

«Ε, δε θα γινόμουν και καλόγρια. Εννοώ ότι ήξερα μέσα μου ότι ο έρωτάς μου μαζί σου δεν υπήρχε περίπτωση να έχει ανταπόκριση και αμφότεροι μου άρεσαν αρκούντως.»

«Πόσο κράτησαν οι σχέσεις σου;»

«Έξι μήνες με τον Χάρη, τρεις μήνες με τον Νίκο.»

«Και πώς τελειώσατε;»

«Με τον Χάρη το τελείωσα εγώ και εκεί διαπίστωσα ότι μου ήταν εξίσου δύσκολο με το να ρίξω χυλόπιτα. Με το Νίκο το τελείωσε αυτός όταν κατάλαβε πως ο έρωτάς του δεν είχε ανταπόκριση.»

«Τι εννοείς;»

«Ήταν ερωτευμένος μαζί μου, πολύ. Εγώ όχι. Εννοώ μου άρεσε που ήμασταν μαζί αλλά δεν ήμουν ερωτευμένη.»

«Με τον Χάρη;»

«Ούτε με το Χάρη αν και η αλήθεια είναι ότι για εκείνον, τουλάχιστον στην αρχή, είχα πιο δυνατά συναισθήματα. Φαντάζομαι ότι αν είχαμε συνεχίσει με το Νίκο, αργά ή γρήγορα θα το τέλειωνα εγώ, οπότε με έβγαλε και από τη δύσκολη θέση.»

«Σκληρή!»

«Πραγματίστρια!»

Όταν τελειώσαμε το φαγητό μας της είπα να πάει να κάτσει στη βεράντα όσο να μαζέψω εγώ το τραπέζι. Πριν γυρίσω στη βεράντα πέρασα από το γραφείο μου και ψάρεψα ένα τσιγάρο και όταν βγήκα την βρήκα να έχει βγάλει τις γόβες και να κάθεται στην κούνια έχοντας ανεβάσει πάνω και τα πόδια της. Στα χέρια της κράταγε το τριαντάφυλλο που της είχα δώσει. Ο Ράντι ήταν ταβλιασμένος και έριχνε υπνάρες ροχαλίζοντας του καλού καιρού. Κάθισα στο τραπεζάκι και άναψα το τσιγάρο.

«Αφού έβγαλες τις γόβες σου θα βγάλω κι εγώ τη γραβάτα!»

«Να τη βγάλεις Αντώνη μου. Σ’ ευχαριστώ που τη φόρεσες για μένα!»

«Αφού το κορίτσι ήθελε να με δει με γραβάτα, θα του χαλούσα το χατίρι; Α, κάτσε να κάνω το τσιγάρο, σου έχω ακόμα μια έκπληξη.»

«Χμμμ, δεν κάνει να καπνίζεις!»

«Κάτσε φρόνιμα, νιάνιαρο!»

«Χιχιχι, έχει πλάκα όταν με λες πειρακτικά νιάνιαρο!»

«Λοιπόν, θέλω να κλείσεις τα μάτια σου και να μην τ’ ανοίξεις αν δε σου πω!»

«Εντάξει!»

Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα και έβαλα σε δύο πιατάκια του γλυκού από ένα κομμάτι cheesecake στο καθένα. Ο Ράντι πήρε χαμπάρι ότι μοιράζαμε φαγητό και σηκώθηκε να έρθει και αυτός μη μείνει ρέστος στη διανομή, ο ζήτουλας. Άφησα το δικό μου πιάτο στο τραπέζι και πήγα στην κούνια όπου καθόταν, ακόμα με κλειστά τα μάτια, η Αναστασία.

«Να τα ανοίξω;»

«Όχι ακόμα!» της είπα και πήρα μια κουταλιά από το γλυκό και της το έφερα στο στόμα.

«Cheesecake!!!!!!!» φώναξε ενθουσιασμένη όταν το δοκίμασε.

«Φράουλα, που σ’ αρέσει!»

«Αχ σ’ αγαπάω! Σ’ ΑΓΑΠΑΩ!» μου φώναξε.

«Μπορείς να μ’ αγαπάς σε πιο χαμηλή ένταση;»

«Σ’ αγαπάω!» μου είπε ψιθυριστά.

«ΧΑΧΑΧΑΧΑ είσαι όργιο» είπα μη μπορώντας να κρατήσω τα γέλια μου.

«Κοκό!» είπε και μου πήρε από τα χέρια το πιάτο.

«Από αυτό άλλο τίποτα! Αργότερα όμως, λυσσάρα!»

«Βρε έκφυλε! Το γλυκό εννοούσα!»

«Αφού σου είπα, θα πάρω με γεύση φράουλα! Δεν εννοούσα μόνο cheesecake»

«Θες να με πνίξεις;» είπε βήχοντας και γελώντας.

«Όχι με αυτό τον τρόπο! Νονός, νονός!»

«Αχ, μπα σε καλό σου!» είπε αφήνοντας το πιάτο με το γλυκό στην άκρη. Πήγα πιο κοντά της και την έπιασα από τη μέση ενώ εκείνη έγειρε το κεφάλι της στον ώμο μου.

«Μια πεντάρα για τις σκέψεις σου»

«Δεν σκέφτομαι κάτι ιδιαίτερο, απλά απολαμβάνω τις στιγμές μαζί σου. Θυμάμαι πόσο είχα χαρεί που είχα περάσει Αθήνα, που να ήξερα!»

«Το  «πέρασα» δεν είναι και πολύ ακριβής περιγραφή αν λάβεις υπόψη σου πόσα μόρια σε χώριζαν από το δεύτερο.»

«Ακριβέστατη είναι, αφού πέρασα!»

«Πρώτη!»

«Και τελευταία να ήμουν πάλι το ίδιο ρήμα θα είχα χρησιμοποιήσει!»

«Παρακαλείσθε μην ξύνεστε στη γκλίτσα του τσοπάνη!»

«Τι έτσι θα τον αφήσω; Κλέφτης θα γίνει;»

«Σήμερα θα δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό!»

«Τι;»

«Όλα στην ώρα τους» της είπα και έγειρα το κεφάλι μου και γύρεψα το στόμα της. Ανταπέδωσε το φιλί μου ενώ πέρασε το χέρι της πίσω από το σβέρκο μου χαϊδεύοντάς με. Προσεκτικά, για να μην κάνω κάποια ζημιά, πέρασα το χέρι μου μέσα από το φόρεμά της και χάιδεψα απαλά το στήθος της και διαπίστωσα με έκπληξη ότι φορούσε σουτιέν.

Σηκώθηκα και παίρνοντάς της το χέρι πήγαμε προς τα μέσα. Σταμάτησα ίσα για να κλείσω την τζαμαρία και συνεχίσαμε προς το δωμάτιό μου. Εκεί άνοιξα τον κρυφό φωτισμό και το δωμάτιο γέμισε με απαλό φως. Τη βοήθησα να βγάλει το φόρεμα και έμεινε με τα κόκκινα δαντελωτά ημιδιάφανα εσώρουχά της. Καλά το είχα πει, αν είχε ανεβάσει καμιά φωτογραφία της στο only fans θα έφτιαχνε μέχρι και τα εγγόνια της, αν κάνει εμένα να μαζεύω κάθε φορά το σαγόνι μου που την έχω δει και γυμνή, δεν μπορώ να φανταστώ πως θα την έβλεπε κάποιος τρίτος, ειδικά δε με τα λιγούρια που κυκλοφορούν και δίνουν αξία στη Φίκου και στην κάθε Φίκου που τα μόνα τους προσόντα είναι ένα όμορφο κορμί.

«Σ’ αρέσει;» με ρώτησε ντροπαλά.

«Δεν μπορώ να σκεφτώ, όλο το αίμα έχει μαζευτεί στο κάτω κεφάλι!»

«Ναι; Για να δω!» είπε και με χούφτωσε πάνω από το παντελόνι. «Χμμμ, ο Αντώνης πήρε τ’ όπλο του» είπε και γονάτισε μπροστά μου και μου ξεκούμπωσε το παντελόνι και κατεβάζοντας το ελαφρά ελευθέρωσε το όργανό μου από τη φυλακή του. Πέρασε απαλά τη γλώσσα της από το κεφαλάκι και μετά με πήρε σιγά-σιγά μέσα της καταφέρνοντας να πάει αρκετά βαθιά. Την άφησα για συνεχίσει για λίγη ώρα μα όσο και αν το απολάμβανα, δεν ήθελα αυτό.

Τη σταμάτησα και τη βοήθησα να σηκωθεί και τη γύρισα με πλάτη προς τα μένα και άρχισα να τη χαϊδεύω ανάλαφρα πάνω από τα εσώρουχά της. Της ξεκούμπωσα το σουτιέν και της κατέβασα το κιλοτάκι και έβγαλα κι εγώ τα ρούχα μου στα γρήγορα. Την πήρα από το χέρι και την έβαλα να ξαπλώσει στο κρεββάτι και έκανε πιο μέσα για να μπω κι εγώ. Γυρίσαμε στα πλάγια ο ένας προς τον άλλον και κοιταζόμασταν χωρίς να μιλάμε ενώ με τα ακροδάχτυλά μου τη χάιδευα στα πλευρά από πάνω ως κάτω. Την ξάπλωσα και έγειρα προς τη μεριά της και τη φίλησα στο στόμα και με έπιασε από το κεφάλι και με κόλλησε πάνω της. Το φιλί που στην αρχή ήταν τρυφερό έγινε πιο παθιασμένο και τα χέρια μου άρχισαν και πάλι να ταξιδεύουν στο κορμί της.

Χαμήλωσα και πήρα τη ρόγα του αριστερού της στήθους στο στόμα μου ενώ με το άλλο χέρι άρχισα να μαλάζω το δεξί της στήθος μέχρι που το πήρα από εκεί και αργά, σέρνοντάς το με τις άκρες των δαχτύλων μου, το έφερα ανάμεσα στα πόδια της και άρχισα να παίζω την κλειτορίδα της κάνοντας απαλές κυκλικές κινήσεις, κερδίζοντας τα πρώτα της βογγητά ηδονής. Βούτηξα πρώτα ένα και μετά δύο δάχτυλα μέσα της κάνοντάς την να τεντωθεί, κερδίζοντας ακόμα ένα μουγκρητό ηδονής. Κατέβηκα προς τα κάτω και ξάπλωσα μπρούμητα ανάμεσα στα πόδια της, φέρνοντας το στόμα μου σε απόσταση αναπνοής από τα κάτω της χείλη. Τη χουχούλιασα για λίγο και μετά κόλλησα τα χείλη μου στα κάτω δικά της βάζοντας τη γλώσσα μου μέσα της. Έφερα και τα δυο μου χέρια πάνω στα στήθη της και άρχισα να τα μαλάζω δυνατά, τσιμπώντας πότε-πότε τις ρόγες της, χωρίς ούτε στιγμή να σταματήσω το παιχνίδι που της έκανα με τα χείλη και τη γλώσσα. Τεντώθηκε πάλι και με γραπώνοντάς με από τα μαλλιά με κόλλησε πάνω της. Αυτή τη φορά δεν την άφησα να τελειώσει, την έκανα να φτάνει μέχρι ένα τσακ από τον οργασμό και εκεί σταματούσα το παιχνίδι μέχρι να της φύγει και μετά και πάλι από την αρχή και την τρίτη φορά που έγινε αυτό μου ήρθε η ιδέα.

«Αναστασία, αυτή τη φορά δε θα σταματήσω. Πρόσεξε όμως, δε θέλω να τελειώσεις χωρίς να σου πω εγώ ότι μπορείς. Αν τελειώσεις χωρίς να σου το πω, θα γνωρίσεις τη βίτσα μου.»

«Δε… δε θα μπορέσω… με… με τρελαίνεις.»

«Αν δεν μπορέσεις, θα φας με τη βίτσα δέκα σε κάθε κωλομέρι. Έγινα σαφής;»

«Νννν…ναι…»

«Μάλιστα θα πρέπει να απαντάς όταν σε διατάζω κάτι.»

«Μα… Μάλιστα»

Έβαλα όλη μου την τέχνη αλλά νομίζω ότι ήταν η διαταγή και η απειλή της τιμωρίας που την έκανε να μην αντέξει και να μου χαρίσει ένα Νιαγάρα. Την άφησα για λίγο ώστε να μπορέσει να βρει τις ανάσες της.

«Σου είπα εγώ ότι μπορείς να τελειώσεις;»

«Ο-Όχι…»

«Κι εσύ τι έκανες;»

«Τελείωσα.»

«Και θα τιμωρηθείς γι’ αυτό… αλλά όχι ακόμα!» της είπα και ανέβηκα πλάι της και ξάπλωσα. «Πάρε με στο στόμα σου!»

«Μάλιστα» μου απάντησε και χαμήλωσε προς τα κάτω παίρνοντάς με στο στόμα της, αλλά εκεί τη σταμάτησα για λίγο.

«Αν με κάνεις να τελειώσω μέσα σε δέκα λεπτά θα στη χαρίσω. Αν όχι… άλλες δέκα σε κάθε κωλομέρι.»

Και ο άγιος φοβέρα θέλει, αυτό έχω να πω!

Αυτή τη φορά ήταν μακράν της δεύτερης η καλύτερη πίπα που μου είχε κάνει, τόσο που δε μου έκανε καρδιά να συγκρατηθώ. Χαμογέλασα και παρά την εξαιρετική πίπα κατάφερα να συγκρατηθώ και όταν πέρασε το δεκάλεπτο τη σταμάτησα. Έπιασα με το χέρι μου το κουτί με τα προφυλακτικά και έβγαλα ένα.

«Φόρεσέ το μου» της διέταξα και το πήρε και το άνοιξε προσεκτικά και μου το φόρεσε με εξαιρετική τέχνη, το οποίο σημαίνει ότι το είχε ξανακάνει. «Για δες τώρα, είναι φράουλα;»

«Είναι…» μου απάντησε αφού τον πήρε στο στόμα της.

«Έλα σε μένα» της είπα και ήρθε προς το μέρος μου. Την έπιασα από το κεφάλι και κόλλησα το πρόσωπό της στο δικό μου, χαρίζοντάς της ένα παθιασμένο φιλί. Την γύρισα ανάσκελα και ανέβηκα πάνω της και, χωρίς να χρονοτριβήσω άλλο, με μια κίνηση μπήκα μέσα της. Είχα καλομάθει χωρίς προφυλακτικό και όσο λεπτό και αν ήταν το τελευταίο, η αίσθηση δεν ήταν ίδια. Ήμουν τόσο καυλωμένος πάντως που ακόμα και έτσι δε μου πήρε πάνω από δυο-τρία λεπτά για να τελειώσω αλλά αυτή τη φορά ήμουν ο μόνος που το κατάφερε. Τραβήχτηκα από μέσα της προσεκτικά και αφού έβγαλα το γεμάτο προφυλακτικό, το πέταξα στο καλαθάκι και ξάπλωσα. Της έκανα νόημα να γυρίσει προς τα μένα και το έκανε ακουμπώντας το κεφάλι της πάνω στα χέρια της. «Σ’ αγαπάω» της είπα κάνοντας το πρόσωπό της να λάμψει και πάλι.

«Κι εγώ σ’ αγαπάω Αντώνη μου, πολύ-πολύ!»

«Αυτό δε σημαίνει ότι δε θα τιμωρηθείς που τέλειωσες χωρίς να στο επιτρέψω.»

«Συγνώμη» μουρμούρισε.

«Θα μου τη ζητήσεις στην ώρα της, αφού τιμωρηθείς. Τώρα θέλω κάτι άλλο από εσένα.»

«Ό,τι θες αγάπη μου» μου είπε.

«Θα πας κάτω και θα αλλάξεις για να βγάλουμε μια βόλτα τον Ράντι. Θα φέρεις και κάτι πρόχειρο για να φορέσεις αύριο το πρωί. Έχω πάρει άδεια την αυριανή, θα κάτσουμε εδώ όλη μέρα μέχρι να φύγουμε για Θεσσαλονίκη»

«Ναι!!!» είπε ενθουσιασμένη, μόνο παλαμάκια δε βάρεσε.

«Έχεις να πάρεις από κάποιο συμφοιτητή σου σημειώσεις, έτσι;»

«Την Παρασκευή θα τις χρειαστώ περισσότερο που έχω Εισαγωγή στην Οικονομική Ανάλυση 1 και Στατιστική 1. Αύριο έχω μόνο Αγγλικά και Εισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη που έτσι κι αλλιώς είναι περισσότερο διάβασμα από το βιβλίο»

«Έχει καλώς, πάντως να ξέρεις -αν και δεν τα έχω φρέσκα- μπορώ να σε βοηθήσω κι εγώ, τουλάχιστον στα μαθηματικά σου και την οικονομετρία»

«Στατιστική;»

«Γιατί η στατιστική τι είναι, χημεία;»

«Ένα δίκιο το έχεις!»

«Τέλος πάντων, αύριο το πρωί θα πιούμε εδώ το καφεδάκι μας, εγώ έχω κάποιες παρουσιάσεις να κάνω review οπότε κι εσύ μπορείς να κάτσεις να κάνεις τα διαβάσματά σου.»

«Αμέ. Θα κάνω ένα refresh τα χθεσινά και τα σημερινά που δεν τα είχα κάνει.»

«Λοιπόν άντε ντύσου, θα σε περιμένουμε κάτω!» της είπα και σηκώθηκε και φόρεσε βιαστικά το φόρεμά της.

«Τα εσώρουχά σου;»

«Θα τα πάρω μαζί μου, θα φορέσω άλλα. Είναι όμορφα αλλά δεν είναι ιδιαίτερα βολικά για βόλτα!»

«Εντάξει, τις γόβες σου τις έχεις αφήσει στο μπαλκόνι.»

«Ναι, το ξέρω!» μου είπε και περίμενε και εμένα να ντυθώ για να πάμε παρέα στο μπαλκόνι, εγώ για να ξυπνήσω την αρκούδα και εκείνη για να φορέσει τις γόβες της. «Έρχομαι σε πέντε λεπτά» μου είπε μπαίνοντας στο διαμέρισμά της και πράγματι, πέντε λεπτά αργότερα ήταν κάτω με τη φόρμα της.

Πήγαμε πάλι μέχρι το πάρκο Συγγρού όπου και έδωσα το ελεύθερο στο Ράντι να πάει να ξελυσσάξει ενώ εμείς καθίσαμε σε ένα παγκάκι και τα είπαμε, εγώ για τη δουλειά μου και η Αναστασία για τη σχολή της. Μία ώρα αργότερα πήραμε το δρόμο της επιστροφής και ανεβήκαμε στο σπίτι μου. Εκεί είχα δεύτερη ιδέα.

«Αλλαγή σχεδίων, βόλτα με μηχανή, ψήνεσαι;»

«Ναιιιιιιιιι! Βόλτα!»

Βάλαμε στα γρήγορα τα προστατευτικά μας και κατεβήκαμε και πάλι στην πυλωτή. Ανεβήκαμε στη μηχανή και βγήκα Κηφισίας και την πήραμε μέχρι την Δορυλαίου και από εκεί μέχρι το θέατρο Λυκαβηττού. Επιστρέψαμε Κηφισιά αυτή τη φορά όχι από Κηφισίας αλλά από Αλεξάνδρας και στη συνέχεια Πατησίων και Εθνική οδό. Στην Εθνική βρήκα την ευκαιρία και την άνοιξα μέχρι τα 140 καθότι λόγω ώρας ήταν σχεδόν άδεια. Δεν κοίταξα το ρολόι μου αλλά συνολικά βολτάραμε γύρω στη μία με μιάμιση ώρα.

«Πώς σου φάνηκε η νυχτερινή Αθήνα;»

«Meh, η Θεσσαλονίκη είναι πιο όμορφη!»

«Δύσκολη πελάτισσα!»

«Είμαι! Αλλά η Αθήνα έχει κάτι που δεν έχει η Θεσσαλονίκη, τον κύριο Αντωνάκη μας!»

«Σας;»

«Πληθυντικός της μεγαλοπρέπειας που λες κι εσύ!»

«Προχώρα, σπόρε!»

«Make me!» με προκάλεσε.

Καλά, θα τα πούμε όταν πάμε πάνω, νεαρή!

«Ψιτ, απατεώνα; Μη μου κάνεις τη γενναία επειδή φοράς φόρμα, βγαίνει η φόρμα!»

«Αχνε!»

«Προχώρα βρε βάσανο γιατί θα προστεθούν ακόμα δέκα ανά κωλομέρι!»

«Όταν έχεις επιχειρήματα, έχεις επιχειρήματα!» Όταν ανεβήκαμε πάνω βγήκαμε ξανά στη βεράντα και κάτσαμε στην κούνια. «Αντώνη, προηγουμένως που μου είπες για τη βίτσα μου έκανες πλάκα;»

«Καθόλου, έχεις λαμβάνειν είκοσι ανά κωλομέρι!»

«Αυτό είναι αδικία!»

«Life is unfair, yada-yada-yada! Άλλωστε σου έδωσα την ευκαιρία σου να τις γλυτώσεις!»

«Εμένα μου λες, εκεί προστέθηκαν άλλες είκοσι!»

«Καλά, επειδή είμαι ευγενής θα σε δείρω με δόσεις!»

«Αχ τι καλός, με σκλαβώνεις!»

«Σε ταπεινομποτομάρω, για να είμαστε ακριβείς.»

«Ουφ, αυτό είναι καταπίεση!»

«Αι μεγάλαι κουβένται πληρώνονται μαδάμ!»

«Πότε είπα μεγάλη κουβέντα;;;»

«Προηγουμένως δε μου είπες make me? Ήρθε η ώρα της πληρωμής!»

«Ναι με δόσεις… τουλάχιστον είναι άτοκες;»

«Για ποιον με πέρασες; Φυσικά και όχι!»

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»

«Λέγε εσύ, λέγε!»

«Τι τις ήθελα τις επενδύσεις;»

«Τώρα είναι αργά για δάκρυα… δηλαδή νωρίς είναι, αλλά τέλος πάντων!»

«Άουτς!»

«Κάνεις προθέρμανση;»

«Σου κάνει καρδιά να με δείρεις με τη βίτσα;;;» μου είπε κάνοντάς μου τα γλυκά μάτια.

«Και συκωταριά ολόκληρη, μη σου πω! Λοιπόν, πάμε να φας το ξύλο σου σαν άντρας!»

«Θα προτιμούσα να το φάω σαν τερμίτης, αν μ’ εννοείς!»

Είναι λατρεία η άτιμη!

«Για περάστε στα ενδότερα» της είπα και για πρώτη φορά την πήγα στο playroom.

«Jesus Christ! Είσαι ερασιτέχνης ιεροεξεταστής Αντωνάκη μου;»

«Μεταξύ άλλων» της είπα κοροϊδευτικά. «Σήμερα θα χρησιμοποιήσουμε το pillory, ο σταυρός την επόμενη φορά. Γδύσου τελείως σε παρακαλώ.»

Η Αναστασία ξεροκατάπιε ωστόσο γδύθηκε. Της πέρασα χέρια και κεφάλι από τις εγκοπές και το έκλεισα κατεβάζοντας το πάνω μέρος.

«Θα μετράς δυνατά και καθαρά. Κάθε φορά που χάνεις το μέτρημα η ξυλιά θα επαναλαμβάνεται»

«Μάλιστα» είπε ξεροκαταπίνοντας.

«Σε περίπτωση που δεν αντέχεις θα μου πεις «Αντώνη σταμάτα». Δε θέλω καν να το σκεφτείς ότι μπορεί να ξενερώσω, θα μου το πεις, εντάξει κοριτσάκι μου;»

«Θα σου το πω Αντώνη μου»

Πήγα και πήρα μια μικρή σφήνα και την άλειψα καλά με λιπαντικό που άπλωσα επίσης και στην πίσω τρυπούλα της.

«ΑΑΑΑΧ» έκανε όταν της έβαλα αργά αλλά σταθερά όλη τη σφήνα στο κωλαράκι της. «Τι… τι είναι αυτό;»

«Σφήνα, μικρή. Έχω και μεγαλύτερες!»

«Το βουλώνω!»

Για να την προθερμάνω άρχισα να της ρίχνω χαστουκάκια αυξανόμενης έντασης και στους δυο της γλουτούς. Όταν έκρινα ότι ήταν έτοιμη πήρα τη βίτσα στο χέρι μου.

«Τελείωσες χωρίς άδεια και θα τιμωρηθείς γι’ αυτό.»

«Μάλιστα» μου απάντησε. «Αντώνη… είμαι μούσκεμα» μου είπε ντροπαλά.

«Αυτή είναι η ιδέα μωρό μου! Λοιπόν, είπαμε… αν δεις ότι δεν αντέχεις θα μου πεις «Αντώνη σταμάτα» και θα σταματήσω!»

«Και αν δεν αντέξω ούτε την πρώτη;»

«Τότε θα σταματήσουμε στην πρώτη. Αναστασία μου, ο σκοπός είναι να το ευχαριστηθούμε και οι δυο μας!»

«Εχμ, τι είδος σαδισμού είναι αυτό;»

«Θα τα πούμε άλλη στιγμή αυτά. Ξεκινάω» της είπα και έριξα μια αρκετά σιγανή στο δεξί της κωλομέρι.

«Ένα». Η επόμενη ήταν πιο δυνατή. «ΑΟΥΥ δύο…». Η επόμενη ήταν ακόμα πιο δυνατή. «ΆΟΥΥΥΥΥΥΥ τρία». Συνέχισα εναλλάσσοντας την ένταση, χωρίς ωστόσο σε καμία περίπτωση να φτάσω στη δύναμη που έβαζα με την Αγγελική. «Δέκα… δώδεκα… ααααχ… δεκαπέντε… αουυυυυυ 18… άουυυυυυυυυυυ 19… 20». Ο κώλος της είχε πάρει ένα υπέροχο κόκκινο χρώμα. Έβγαλα το παντελόνι μου και το μποξεράκι μου και άπλωσα λιπαντικό στο όργανό μου. Της έβγαλα τη σφήνα και άρχισα να βυθίζω το όργανό μου μέσα στο κωλαράκι της κερδίζοντας ένα «ΑΑΑΑΑΑΑΑΧΜΜΜΜΑΑΑΑΑΧ», κράμα πόνου και καύλας.

«Σ’ αρέσει πουτανίτσα μου;» τη ρώτησα με πνιχτή φωνή.

«ΑΑΑΑΑΑΧΜΜΜΜ πολύ ΑΑΑΑΑΧ πολύ… πολύ… πιο δυνατά… πιο δυνατά!»

Χαλάω εγώ χατίρια;

Ο σφικτήρας της είχε ήδη παραδοθεί, κάτι το οποίο μου επέτρεψε να κινούμαι μέσα της με μεγαλύτερη άνεση και έτσι αύξησα την ταχύτητα μου. Κάποιες φορές τραβιόμουν σχεδόν μέχρι έξω και μετά την κάρφωνα με δύναμη αλλά τα βογγητά της είχαν σταματήσει εδώ και ώρα να είναι πόνου, ήταν μόνο καύλας.

«Γάμα με… ΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ γάμα με…»

«Αν τελειώσεις χωρίς να σου δώσω άδεια, θα έχεις άλλες 20 στα καπάκια»

«ΜΑΑΑΑΑΑΑΧ… Μά…μάλιστα… ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ ΑΑΑΧ»

Συνέχισα να τη γαμάω με δύναμη, το κωλαράκι της είχε παραδοθεί τελείως και η ένταση των βογκητών της είχε αυξηθεί στο πολλαπλάσιο αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα καθώς το playroom είχε extra ηχομόνωση.

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ…σε… σε παρακΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜ… σε παρακαλώ… άσε… άσε με να ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ να τελειώσω…. ΑΑΑΑΑΑΧ σε παρακαλώ…»

«Τι μου δίνεις;» τη ρώτησα βγάζοντας κι εγώ φωνή με τα χίλια ζόρια.

«Ό,τι… ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ… ό,τι θέλεις.»

«Ό,τι, ο,τι Αναστασία;»

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ ΑΧΜΧΜΑΑΑΑΧ… ό,τι θέλεις…»

«Σου… ΑΑΑΧ… σου ΜΜΜΜ επιτρέπω» κατόρθωσα να της απαντήσω και ήταν σα να πάτησα διακόπτη.

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΝΤΩΝΗ ΜΟΥ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΝΤΩΝΗ… ΑΝΤΩΝΗ ΜΟΥ… ΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΧ» φώναξε και κάπου εκεί μου ήρθε και εμένα.

«ΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩ… ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ» φώναξα έχοντας κάτσει ακίνητος με το όργανό μου να κάνει σπασμούς μέσα της, αδειάζοντας. «Ωχ Παναγία μου», είπα και τραβήχτηκα, προσπαθώντας ακόμα να βρω τις ανάσες μου. Θαύμασα για λίγο το έργο μου στο κωλαράκι της που είχε γίνει υπέροχα σαγρέ. Την έβγαλα από το pillory και την βοήθησα να σηκωθεί. «Περίμενε λίγο εδώ κοριτσάκι μου» της είπα και πήγα και πήρα μια bebanthol και την άπλωσα πάνω στο κωλαράκι της. «Μέχρι αύριο το πρωί θα σου έχει περάσει, πώς νιώθεις;»

«Σα να έχει πάρει φωτιά ο κώλος μου, καλό θα ήταν να το αποφύγουμε αυτό την περίοδο της εξεταστικής!»

«Χαχαχα είσαι όργιο!»

«Δηλαδή και κερατού και δαρμένη!»

«Για το δεύτερο bebanthol, για το πρώτο έχω ένα καλό βερνίκι αν ενδιαφέρεσαι!»

«Αρκετά επενδύσαμε για σήμερα, οπότε προς το παρόν δεν απαντώ!»

«Και πολύ ορθά πράττεις. Για έλα εδώ μαντάμ» της είπα και όταν με πλησίασε της έδεσα ένα μαντίλι στα μάτια. «Και τώρα αυτό που σου είχα τάξει!»

«Κι άλλο ξύλο; Μα ήμουν καλό κορίτσι!»

«Όχι, αρκετά έγινες τερμίτης για σήμερα. Σιωπή τώρα!» της είπα και την πήγα στο σταυρό και την έδεσα καλά. Μετά πήρα το γκαγκ και της το έδεσα στο στόμα.

«ΜΑΠΣΔΘΣΠΝΤΣΤ;» με ρώτησε σε άπταιστα κορακίστικα.

«Πάμε πάλι» της είπα βγάζοντάς το.

«Πώς θα σου πω Αντώνη σταμάτα;»

«Δε θα μου πεις, εδώ δε χρειάζεται!»

«Και τότε γιατί με φιμώνεις;»

«Για να μη φωνάζεις!» της είπα κοροϊδευτικά. «Σε πειράζω χαζούλα, ξέρω τι κάνω»

Πήρα το φτερό και άρχισα να τη χαϊδεύω και να τη γαργαλάω απαλά παντού χωρίς ωστόσο να το παρακάνω ώστε να μπορεί να ανασάνει. Μετά της έβγαλα το gag και εκεί άρχισα να τη γαργαλάω με τα χέρια κάνοντάς την να σπαρταράει σαν το ψάρι. Η Αναστασία είναι πολύ γαργαλιάρα και έχοντας τη γερά δεμένη στο σταυρό το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να γελάει και να προσπαθεί μάταια να στρίψει το σώμα της. Την άφησα να ηρεμίσει και άναψα το κερί και το άφησα να κάψει. Έγειρα το σταυρό προς τα πίσω ώστε να πάρει κλίση το σώμα της και όταν την έφερα στο σημείο που ήθελα γύρισα το κερί και οι πρώτες καυτές σταγόνες έπεσαν στο στήθος και τις ρόγες της.

«ΑΑΑΑΑΧΟΑΟΥΥΥ» φώναξε, περισσότερο γιατί την ξάφνιασε και λιγότερο γιατί πονούσε πραγματικά. Συνέχισα να τη στάζω και σε άλλα σημεία με το κερί κατεβαίνοντας προς το μουνάκι της ρουφώντας αυτές τις μικρές αντιδράσεις, το πως τιναζόταν το σώμα της, το πώς έβγαινε η κοφτή της ανάσα. Το άφησα να κάψει και το γύρισα λίγο πιο πάνω από το μουνάκι της κερδίζοντας πιο δυνατά τινάγματα. Αποφάσισα ότι αρκετά για σήμερα και γονάτισα μπροστά στο σταυρό και άρχισα να τη ρουφάω και να τη γλείφω κερδίζοντας δυνατούς στεναγμούς ηδονής. Τα «ΑΑΑΑΑΑΧ» και τα «ΜΜΜΜΜ» της πολλαπλασιάστηκαν σε ένταση και συχνότητα και ούτε καν δυο-τρία λεπτά αργότερα ακολούθησε και δεύτερος καταρράκτης. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ». Την έλυσα από το σταυρό και της έβγαλα το μαντίλι από τα μάτια και έπειτα την έβαλα να γονατίσει μπροστά μου και άρχισα να τον παίζω.

«Άνοιξε το στόμα σου, πουτανίτσα» της είπα και η Αναστασία το άνοιξε υπάκουα κλείνοντας τα μάτια της. «ΑΑΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩΩΩΩΩΩ ΑΑΑΑΑΧ ΡΟΥΦΑ ΠΟΥΤΑΝΙΤΣΑ ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ» φώναξα αλλά άρχισα να χύνω πριν προλάβω να τον βάλω στο στόμα της και κάμποσο έπεσε στο πρόσωπό της γεμίζοντάς τη χύσια. «Μάζεψέ τα με το δάχτυλό σου και ρούφα τα όλα» τη διέταξα και έτσι και έκανε. «Έλα, πάμε για ένα ντουζάκι»

Όταν τελειώσαμε την άφησα να στεγνώσει τα μαλλιά της και πήγα και ξάπλωσα στο κρεββάτι χαμογελώντας σαν χαζός. Η βίτσα μπορεί να την έτσουξε αλλά το όλο παιχνίδι φάνηκε ότι της άρεσε πολύ. Αντιθέτως το κερί δε φάνηκε να της άρεσε, αν δηλαδή τη διάβασα σωστά.

«Κάτσε στα πόδια μου και κάνε μου μασαζάκι, σε παρακαλώ. Για πες μου, πώς σου φάνηκε;»

«Όταν μ’ έβαλες σε εκείνο το κατασκεύασμα, στην αρχή ένιωσα περίεργα και φοβόμουν και λίγο… όχι φυσικά μη μου κάνεις κάτι κακό αλλά πως να το κάνουμε, η βίτσα είναι βίτσα.»

«Γιατί κάθισες;»

«Γιατί μου το ζήτησες.»

«Συνέχισε»

«Μετά όταν μου έβαλες την σφήνα στο κωλαράκι πόνεσε αλλά η ιδέα ότι ήμουν εκεί, περιορισμένη με ερέθισε απίστευτα.»

«ΜΜΜ…» δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα βογγητό ικανοποίησης από το μασάζ που μου έκανε στα πόδια. «Η βίτσα;»

«Δεν ξέρω… ήταν πολύ περίεργο. Εννοώ μου φάνηκε ταυτόχρονα ερωτικό, ταπεινωτικό και …αστείο. Δεν πόνεσε όσο φανταζόμουν πάντως.»

«Γιατί σου φάνηκε αστείο;»

«Γιατί είναι αν το καλοσκεφτείς. Εννοώ… να μου τις βρέχεις με τη βέργα λες και έχω κάνει αταξία. Ταυτόχρονα για τον ίδιο λόγο ήταν και ταπεινωτικό, να κάθομαι 18 χρονών γαϊδάρα και να υπομένω κάτι τέτοιο. Και όμως το τελευταίο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ήμουν ανήμπορη να αντιδράσω, ήταν που με έκανε μούσκεμα. Όταν μου τράβηξες τη σφήνα και μπήκες στο κωλαράκι μου, ήταν σα να απαντήθηκαν οι προσευχές μου στο Θεό. Και το παιχνίδι που μου απαγόρευσες να τελειώσω πριν μου δώσεις την άδειά σου, το απογείωσε. Πού να το φανταστώ πριν δοκιμάσω το από πίσω μαζί σου ότι θα μπορούσα να τελειώσω έτσι!»

«Στη φαντασία μου σου άρεσε!»

«Σάτυρε!»

«Με παρέσυρε το κύμα, σου το λέω είμαι θύμα» της τραγούδησα στο ρυθμό του «με παρέσυρε το ρέμα»

«Εγώ δηλαδή τι να πω που σε ακούω να τραγουδάς κιόλας;»

«Υπονοείς κάτι για τον τρόπο που τραγουδάω;»

«Δεν ήταν υπαινιγμός Αντωνάκη ΜΟΥ!»

«Απειλητικό ακούστηκε το μου»

«Είναι ο ήχος που θα κάνεις με μονωτική στο στόμα!»

«Σου κάνει καρδιά; Τον Αντωνάκη σου;»

«Τραγούδα ξανά και θα το μάθουμε!»

«Είσαι λατρεία! Και κάνεις και καταπληκτικό μασάζ!»

«Και μπράβο μου αλλά δεν αλλάζουμε και λίγο;»

«Θέλει μασαζάκι το κορίτσι;» τη ρώτησα και αντί απάντησης που έπαιξε παιχνιδιάρικα τα βλέφαρα! «Έλα από δω βρε βάσανο» της είπα και τινάχτηκε σχεδόν και ήρθε προς το μέρος μου.

«Αγκαλίτσα με το ζόρι, πρώτα!» μου δήλωσε κάνοντάς μου λαβή που θα τη ζήλευε και ο Καρέλιν, να πούμε!

«Αέρα;» κατόρθωσα να ψελλίσω

«Πάλι; Όλο απαιτήσεις είσαι!»

«Βρε ντροπή των ταπεινών χαμομηλιών, μου τη λες και από πάνω;»

«Κι εσύ ντροπή των σαδιστών είσαι αλλά σ’ αγαπάω!»

«Έχε χάρη» της είπα δαγκώνοντας το χέρι μου.

«Είχα, τον σχόλασα! ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»

Χαμογελώντας ακόμα σαν κρετίνος που έφαγε τηγανιά στο κεφάλι κάθισα στην άλλη άκρη του κρεβατιού οκλαδόν και πήρα στα χέρια μου το ένα της πόδι και άρχισα να της τρίβω απαλά την πατούσα. Είχε μακριά και λεπτά καλοσχηματισμένα δάχτυλα με νύχια βαμμένα σε ένα πολύ απαλό τόνο του ροζ. Όντας ελαφρά ποδολάγνος και σε αντίθεση με την Αναστασία εγώ δεν αρκέστηκα στην περιποίηση με τα χέρια, γρήγορα ακολούθησε το στόμα μου, πάντως σε αντίθεση με την πρώτη φορά, δεν ξαφνιάστηκε, απλά αφέθηκε να το απολαύσει.

«Το κερί πώς σου φάνηκε;»

«Περίεργο! Η αίσθηση ήταν υπέροχα δυσάρεστη!»

«Σου άρεσε;»

«Ειδικά αυτό που ακολούθησε χιχιχι. Επίσης μου την έσκασες γιατί μου είπες ότι δε θα με βάλεις στο σταυρό!»

«Τι να πω, είμαι όλος εκπλήξεις! Πολύ χαίρομαι που σου άρεσε, το παιχνίδι με το κερί είναι από τα αγαπημένα μου και νόμιζα ότι δεν την πάλευες καθόλου!»

«Ήταν σαν μικρά τσιμπήματα… δεν ξέρω πως να το περιγράψω, ήταν ταυτόχρονα ευχάριστο και δυσάρεστο. Σαν αίσθηση ήταν πάντως λιγότερο δυσάρεστη από αυτή του παγωτού!»

«Είσαι και κρυουλιάρα. Δεν πειράζει, αυτό θα κάνει το παιχνίδι με τα παγάκια πιο ενδιαφέρον!»

«Καθόλου παιχνίδι με παγάκια, …δεν; Κατάλαβα, θα το υποστώ!»

«Ορθά κατάλαβες» της είπα και της έπιασα το άλλο πόδι για μασάζ μετά γλειψίματος.

«ΜΜΜΜ… Να και κάτι άλλο που δεν είχα φανταστεί ότι θα μου άρεσε να μου κάνουν!»

«Από πίσω σου είχαν ζητήσει να σε πάρουν;»

«Ναι και οι δύο. Τους το ξέκοψα ότι δεν υπάρχει περίπτωση. Η αλήθεια είναι ότι αυτό περιλαμβανόταν στις φαντασιώσεις μου μαζί σου αλλά το ήθελα μόνο σε φαντασιακό επίπεδο.»

«Για πες μου μια πιο προχωρημένη σου φαντασίωση.»

«Ουφ…»

«Ντρέπεσαι;»

«Λίγο… ουφ… να το αφήσουμε;»

«Χαχαχα, θα αστειεύεσαι! Τώρα είναι που θα τα ομολογήσεις όλα! Ακούω»

«Ουφ… Να… έχουμε ναυαγήσει σε κάποιο ερημικό νησί οι δυο μας. Εσύ έχεις πάει να μαζέψεις φρούτα κι εγώ βρίσκω την ευκαιρία και πηγαίνω στην λιμνούλα ενός καταρράχτη και βουτάω γυμνή στο νερό για να πλυθώ. Δεν σε έχω πάρει χαμπάρι αλλά εσύ με κοιτάς κρυμμένος. Βγαίνω να στεγνώσω και ξαπλώνω στην απαλή άμμο. Εμφανίζεσαι ξαφνικά και με ξαφνιάζεις, κάνω να κρύψω τη γύμνια μου αλλά εσύ μου κάνεις τα χέρια στην άκρη και αρχίζεις να με χουφτώνεις. Σου λέω να σταματήσεις αλλά εσύ δε μ’ ακούς. Προσπαθώ να αντισταθώ και τότε μου ρίχνεις μια σφαλιάρα που με αφήνει άγαλμα. Μου ανοίγεις τα πόδια και με βιάζεις. Από εκείνη τη στιγμή και πέρα δε μπορώ να σου ξεφύγω, όποτε έχεις ορέξεις με βάζεις κάτω και με παίρνεις με όποιο τρόπο θες, χωρίς να με ρωτάς και χωρίς να σε νοιάζει αν το θέλω. Όποτε τολμάω να σου φέρω αντίρρηση μου ρίχνεις μια ξανάστροφη και αυτό ήταν, έχω γίνει πλέον το παιχνίδι σου και με χρησιμοποιείς όπως και όποτε θέλεις.»

«Η φαντασίωση βιασμού δεν είναι και ασυνήθιστη, να ξέρεις.»

«Βιασμός… δεν ήταν ακριβώς φαντασίωση βιασμού υπό την έννοια ότι φαντασιωνόμουν εσένα και όχι κάποιον άγνωστο.»

«Δεν το κάνει λιγότερο φαντασίωση βιασμού»

«Έστω…»

«Ξέρεις ποιο είναι το αστείο; Ότι από τον Αύγουστο είχα κι εγώ αντίστοιχη με τη δική σου φαντασίωση. Δεν είχε εξωτικό ντεκόρ ούτε και βία ή απειλή χρήσης βίας. Απλά με κάποιο μαγικό τρόπο με υπάκουες τυφλά.»

«Αν και το τυφλά είναι βαριά λέξη, αν το καλοσκεφτείς αυτό δε γίνεται από τη μέρα που έμεινα μόνη μου; Με έχεις όποτε και όπως θέλεις και η μόνη διαφορά με τις φαντασιώσεις μας είναι ότι το θέλω κι εγώ.

«Πώς σε κάνει να αισθάνεσαι αυτό;»

«Κάνει την καρδιά μου να χτυπά δυνατά και να γίνομαι μούσκεμα στη σκέψη. Φροντίζεις πάντα να με ικανοποιήσεις αλλά και μόνο η σκέψη ότι είμαι εγώ εκείνη η οποία σου προσφέρει ικανοποίηση είναι από μόνη της αρκετή. Όσο και αν σου φανεί περίεργο, οι οργασμοί μου είναι το κερασάκι, όχι η τούρτα.»

«Η σεξουαλική υπακοή είναι το μεγαλύτερο αφροδισιακό για μένα… μετά το γέλιο. Μου έφερες το γέλιο ξανά στη ζωή μου, νιάνιαρο, δεν υπάρχει τίποτα που έχει μεγαλύτερη αξία για εμένα!»

«Αγκαλίτσα;»

«Αγκαλίτσα!» της είπα και ανέβηκα προς το μέρος της και έγειρε πάνω μου.

«Μ’ αρέσει που πειραζόμαστε και γελάμε!»

«Εμένα δε μου αρέσει απλά, το λατρεύω. Και δυστυχώς η φύση της δουλειάς μου είναι τέτοια που μπορώ να είμαι ελεύθερα ο εαυτός μου μόνο εκτός αυτής»

«Φίλους δεν έχεις;»

«Έχω αλλά όλοι είναι με τις οικογένειές τους και τα παιδιά τους. Δεν έχω παράπονο, μου στάθηκαν και με το παραπάνω όταν έχασα την Αγγελική μου, αλλά το καταλαβαίνεις, δεν είναι το ίδιο.»

«Το καταλαβαίνω, Αντώνη μου.»

«Λοιπόν σουσουραδίτσα, έλα τώρα να ξεραθούμε γιατί τα μάτια μου ζυγίζουν ένα τόνο.»

«Καληνύχτα Αντώνη μου, σ’ αγαπάω!» μου είπε αφού με φίλησε πεταχτά στα χείλη.

«Καληνύχτα καρδούλα μου, κι εγώ σ’ αγαπάω»

Την ένιωσα να σφίγγεται πάνω μου και χωρίς να το καταλάβω με πήρε ο ύπνος.


10. Εις το στρατό Καραμάνο…

Αυτό που τις καθημερινές δεν μπορώ να ξυπνήσω αλλά όταν έχω άδεια ανοίγει το μάτι γαρίδα από τις 08:00 το πρωί είναι εξαιρετικά εκνευριστικό. Η Αναστασία δίπλα μου κοιμόταν του καλού καιρού. Την άφησα να κοιμάται και σηκώθηκα να πάω να κάνω την πρωινή μου τουαλέτα και να πλύνω και τα δόντια μου. Όταν βγήκα έξω ο Ράντι με υποδέχτηκε με ενθουσιώδη κουνήματα της ουράς και μετά πήγε προς την κατσαρόλα του για να μου δείξει ότι ήταν άδεια σαν την κεφάλα του και τι περίμενα, το ουίσκι να ωριμάσει; Τι να τον κάνω, πήγα και του έβαλα το barf του και του γέμισα με φρέσκο νερό το δοχείο του. Ευχαριστημένος που έπραξα τα καθήκοντά μου σκαρφάλωσε πάνω μου και μου έγλειψε το αριστερό αυτί και δηλώνω πως όταν είσαι 70 κιλά δεν έχει καθόλου πλάκα να σκαρφαλώνει πάνω σου το τέρας των σχεδόν 105, χώρια που μου έριχνε και σε μπόι. Αφού αποφάσισε ότι αρκετά οι ενθουσιασμοί πήγε στο πιάτο του και του ρίχτηκε λες και τον είχα νηστικό καμιά βδομάδα, τον κροκόδειλο.

Βαριόμουν να φτιάξω καφέ οπότε αποφάσισα να παραγγείλω απ’ έξω. Εκτός από καφέ για μένα και την Αναστασία της πήρα και ένα κρουασάν σοκολάτα καθώς θυμήθηκα ότι από ώρα σε ώρα θα της ερχόντουσαν οι Ρώσοι και η εμπειρία μου με την Αγγελική με είχε μάθει ότι αν δεν υπήρχε σοκολάτα στο σπίτι εκείνες τις μέρες, καλύτερα να κοιμόμουν σε κανένα παγκάκι. Αν και δεν είναι όλες οι γυναίκες ίδιες, όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά! Όταν τέλειωσα και μ’ αυτό πήγα και έκανα ένα γρήγορο ντουζάκι και μετά πήρα το laptop και βγήκα στη βεράντα. Δεν είχα καμία όρεξη να κάνω review τις παρουσιάσεις πριν πιώ τον καφέ μου οπότε μέχρι να έρθει κάθισα να διαβάσω τις ειδήσεις. Λίγη ώρα αργότερα -και σχετικά γρήγορα- ήρθαν και οι καφέδες με το κρουασάν. Έβαλα τον καφέ της Αναστασίας στο ψυγείο και επέστρεψα στη βεράντα με τον καφέ μου.

Προσπάθησα να συγκεντρωθώ αλλά το μυαλό μου πήγαινε συνεχώς στη χθεσινή βραδιά. Το παιχνίδι με τη βίτσα με είχε κάνει πύρκαυλο και η ομολογία της Αναστασίας ότι την είχε πονέσει λιγότερο απ’ όσο φοβόταν, σήμαινε ότι είχε μεγαλύτερες αντοχές από αυτές που υπολόγιζα, οπότε την επόμενη φορά θα δοκίμαζα πιο δυνατές. Της άρεσε φανερά ο περιορισμός αλλά εγώ τα βαριέμαι απίστευτα τα δεσίματα. Χμμμ, χειροπέδες, πώς δεν το είχα σκεφτεί; Η σκέψη να την έχω δεμένη με δαύτες στο κρεββάτι παραδομένη στο έλεος μου με καύλωσε σε μια στιγμή.

Δε θα πάει καλά το review

Δεν την πάλευα οπότε επέστρεψα με πονηρούς σκοπούς στο δωμάτιο όπου η Αναστασία κοιμόταν ακόμα του καλού καιρού. Γδύθηκα στα γρήγορα και ξάπλωσα δίπλα της. Σήμερα ήταν σειρά μου να την ξυπνήσω …οργασμικά, οπότε σήκωσα το σεντόνι και όπως ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα της άνοιξα τα πόδια και έχωσα το κεφάλι μου ανάμεσά τους και άρχισα να τη γλείφω.

«Αντώνη;» την άκουσα να ρωτάει νυσταγμένη. Αντί απάντησης συνέχισα να τη γλείφω και να την πιπιλάω και ένιωσα το χέρι της πάνω στο κεφάλι μου.

«Καλημέρα!» της είπα και επέστρεψα με ακόμα μεγαλύτερη όρεξη στο έργο μου.

«Καλή δε θα πει τίποτα ΑΑΑΑΑΑΧ». Ανέβασα τα χέρια μου προς τα πάνα και άρχισα να της μαλάζω τα στήθη, εντείνοντας βογκητά και αναστεναγμούς, ωστόσο δε με άφησε να τελειώσω το έργο μου. «Μωρό μου… ααααχ σε θέλω… κάνε μου έρωτα σε παρακαλώ!». Σηκώθηκα για να πάω να βάλω το προφυλακτικό αλλά με σταμάτησε. «Δε χρειάζεται… νιώθω ότι μου έρχεται.»

«Και τότε γιατί το χρησιμοποιήσαμε χθες;»

«Ήθελα να δοκιμάσω φράουλα!»

«Είσαι… είσαι!!!» της είπα και ανέβηκα προς τα πάνω χωρίς ωστόσο να μπω μέσα της. Τη φίλησα βαθιά και με αγκάλιασε από το σβέρκο τραβώντας με πάνω της. Χωρίς να σταματήσω το φιλί γλίστρησα μέσα της και άρχισα να κουνιέμαι απαλά. Σταμάτησα το φιλί και ανασηκώθηκα λίγο για να μπορώ να την βλέπω. Τα μάτια της ήταν κλειστά και με το που τράβηξα το στόμα μου δάγκωσε τα χείλη της. «Κοίτα με μωρό μου, θέλω να με κοιτάς που σε κάνω δική μου»

«Είμαι… ΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ είμαι… ΜΜΜΜΜΜ δική σου Αντώνη μου…»

«ΑΑΑΧ ΜΜΜ είσαι… είσαι… ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΧ» Το όργανό μου γλιστρούσε μέσα της δίνοντάς μου αυτή την απίστευτη αίσθηση που δεν είχα νιώσει ποτέ με άλλη γυναίκα, ούτε καν με την Αγγελική. «Δική μου… δική μου» έλεγα ξανά και ξανά βογκώντας και σταδιακά άρχισα να αυξάνω την ταχύτητά μου και τη δύναμη με την οποία καρφωνόμουν μέσα της, κάνοντας τα βογκητά της ακόμα πιο δυνατά.

«ΑΑΑΑΑΧ δική σου ΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΧ μόνο δική σου ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ». Ένιωσα το σώμα της να τρεμουλιάζει από κάτω μου και δεν κατάφερε να κρατήσει ανοιχτά τα μάτια της. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» και οι στεναγμοί του οργασμού της έφεραν κι εμένα στο τέλος.

«ΑΑΑΑΑΧ δική μου ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ» φώναξα και στάθηκα ακίνητος ενώ το όργανό μου άδειαζε βαθιά μέσα της με ηδονικούς σπασμούς. Δεν τραβήχτηκα όταν τελείωσα, συνέχισα να είμαι μέσα της.

«Σ’ αγαπάω!»

«Κι εγώ σ’ αγαπάω κοριτσάκι μου, πολύ-πολύ»

«Έχω να δηλώσω ότι το να κάνεις έρωτα με τον άνθρωπο που αγαπάς είναι πολύ καλύτερο σαν ξύπνημα από τον καφέ!»

«Μιας που λέμε για καφέ, σου έχω πάρει, τον έχω στο ψυγείο. Σου πήρα και ένα κρουασάν σοκολάτα!»

«Αχ ναιιιιι! Σοκολάτα! Θέλω σοκολάτα!!!!» Τραβήχτηκα από πάνω της και σηκώθηκα από το κρεβάτι για να ντυθώ.

«Άντε, πήγαινε να κάνεις κι εσύ ένα ντουζάκι και έλα να με βρεις στη βεράντα!»

«Ναι! Ντουζάκι!» είπε και σηκώθηκε και όπως πέρασε από δίπλα μου έφαγε μια γερή στα πισινά.

«Άου! Τι έκανα πάλι;»

«Τίποτα, αυτή ήταν για λόγους αρχής!»

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» μου είπε και χοροπήδησε χαχανίζοντας καθώς της έριξα και μια δεύτερη γερή.

Χαμογελώντας ακόμα πήγα στην κουζίνα και πήρα τον καφέ της και το κρουασάν και βγήκα έξω στη βεράντα. Στο τασάκι ήταν ακόμα και με περίμενε το τσιγάρο που είχα ξεχάσει χθες να ανάψω.

«Μη με κοιτάς έτσι κροκόδειλε, το κρουασάν είναι της Αναστασίας και επιπλέον εσύ δεν κάνει να τρως σοκολάτα!»

«Γουφ» μου απάντησε εντόνως διαμαρτυρόμενος.

«Δε θέλω αντιρρήσεις ντροπή της βουνοπλαγιάς. Βρε ρεμπεσκέ τα αδέρφια σου δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ να μαζέψουν πρόβατα και να τα φυλάνε από τους λύκους και εσύ είσαι όλο μαμ κακά και νάνι, ζωάρα κάνεις! Ρεμάλι!» είπα μαλώνοντάς τον τρυφερά και βρήκε την ευκαιρία να με γλείψει στο αριστερό αυτί. «Και το δεξί μανούλα το έκανε, από πότε μου έγινες αριστερό κομματόσκυλο;»

«ΙΑΟΥΑΧΦΧΜΙΙΦΧ» μου απάντησε και ξάπλωσε κάτω και άρχισε να μου γλείφει το πόδι.

«Βρε ποδολάγνο κάθαρμα, άσε το μπαμπά ήσυχο να κάνει το τσιγάρο του!» τον μάλωσα και εκεί άκουσα το γέλιο της Αναστασίας.

«Είσαι τελείως χαζομπαμπάς! Πρέπει να δεις το ύφος σου όταν μιλάς στον Ράντι, φωτίζει ολόκληρο το πρόσωπό σου»

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνό της και το σήκωσε.

«Μαμουλίνο μου!!!!» φώναξε ενθουσιασμένη. «Χιχιχι, έκανα κοπάνα σήμερα. Ναιιιιιι, το βραδάκι θα δεις την κορούλα σου. Δεν ξέρω, στη δουλειά του φαντάζομαι. Ναι, είπε ότι θα φύγουμε κατά τις 17:00. Όχι με το τζιπάκι του, με το καινούργιο του εταιρικό, αχ πρέπει να το δεις μαμά, είναι απίθανο… αν και θα χρειαστεί να κάνουμε στάση στη Λάρισα για να το φορτίσει. Δεν ξέρω, καμιά ώρα φαντάζομαι. Λογικά μέχρι τις 22:00 θα έχουμε φτάσει. Θα του το πω αλλά δεν ξέρω πως θα είναι. Για το Σάββατο μου είπε να σας πω ότι ισχύει. Αύριο θα πάμε στον παππού και τη γιαγιά ε; Ωραία! Ναι, θα βγω με την Τίνα, μου έχει λείψει. ΑΑΑ, για πες μου. Σοβαρά;;;;; Νόμιζα ότι θα τα έδινε όλα. Διαολάκι ε; Και τι τους πειράζει μωρέ, στην πλάτη τους θα τον έχουν; Φυσικά  και το θέλω! Εννοείται!!! Ναι μαμά, το ξέρω ότι δεν είναι παιχνίδι, για τέτοια με έχεις; Σοβαρά;;;; Στείλε! Στείλε να δω το παιδί μου, χαχαχα θα κάνει και παρέα με το Ράντι. Όχι… έχω πάει μια-δυο φορές βόλτα με τον Αντώνη το Ράντι, δεν κυνηγάει γάτες. Ε προφανώς. Πώς τον λέει; Δεν υπάρχει περίπτωση, αν το έμαθε θα το ξεμάθει, άκου Φρουφρού. Ο μπαμπάς τι κάνει; Ναι!!!! Πολλά φιλάκια να του δώσεις, αχ μου έχετε λείψει! Ναι μαμουλίνο μου. Κι εγώ σ’ αγαπάω πολύ πολύ-πολύ-πολύ-πολύ»

«Τουλάχιστον θα έχω καλή παρέα στην κόλαση»

«Αυτό να λέγεται! Λοιπόν, δε σου είπα! Μια φίλη της μαμάς έχει γάτα νορβηγικού δάσους και είχε γεννήσει πριν ενάμιση μήνα. Έδωσε τα άλλα γατιά αλλά της έμεινε ένας αρσενικός. Δεν τον ήθελαν γιατί λέει είναι μεγαλόσωμος για γάτα και πολύ διάολος. ΑΑΑΑΧ ήρθε φωτογραφία, κάτσε να τον δω! ΘΕΕ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΟΥΚΛΟΣ! ΚΟΙΤΑ!» μου είπε και μου έδειξε ένα υπέροχο άσπρο-μπεζ γαλανομάτη γατούλη. «Τον λέει Φρουφρού, τι όνομα είναι αυτό; Ελπίζω να μην το έχει μάθει γιατί θα το ξεμάθει! Άκου Φρουφρού. Δε μου λες, ο Ράντι θα τον δεχτεί ή θα τον πάρει στραβά;» ρώτησε με μια ανάσα κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Ο Ράντι δεν είναι επιθετικός με τις γάτες, ίσα-ίσα. Αυτός καλά θα το πάρει, ο όχι Φρουφρού να δούμε πώς θα την πάρει την μεγάλη καφέ ατσούμπαλη αρκούδα!»

«Άκου Φρουφρού! Δεν είμαστε με τα καλά μας! Μα κοίτα τον, πώς μπορείς να ονομάσεις Φρουφρού αυτή τη μεγαλοπρέπεια! Εγώ θα τον λέω Τριστάνο!»

«Αποφάσισες κιόλας;»

«Μα κοίτα τον! Και το Ορλάνδος μ’ αρέσει αλλά δε θέλω να του μπαίνουν ιδέες!»

«Χαχαχα, είσαι όργιο!»

«Τη Δευτέρα θα τον πάμε στο γιατρό σου!»

«Εντάξει καρδούλα μου.»

«Α, μου είπε η μαμά αν θες σήμερα το βράδυ να φάμε παρέα.»

«Θα ανέβω να τους δω για λίγο αλλά δε θα κάτσω μωρό μου, θα είμαι από το ταξίδι και έχω και πρωινό ξύπνημα αύριο»

«Το φαντάστηκα. Για το Σάββατο ισχύει πάντως, έτσι;»

«Ναι, ισχύει. Και μην ξεχνάς, Κυριακή θα φύγουμε σχετικά νωρίς.»

«Χμμμ» είπε. «Νομίζω ότι μου ήρθαν, κατεβαίνω για λίγο σπίτι μου»

«Εντάξει, εδώ θα είμαι. Να κάνω και αυτό το ρημάδι το τσιγάρο που προσπαθώ να το ανάψω από χθες!»

Ήπια μια γουλιά καφέ και άναψα το τσιγάρο μου και όταν το τέλειωσα άνοιξα και πάλι το laptop να διαβάσω τα mail μου πριν αρχίσω τα reviews. Κράτησα στην άκρη αυτά που έχρηζαν απάντησης και όταν τελείωσα την ανάγνωση των υπόλοιπων τα άνοιξα για να τα απαντήσω. Εκείνη την ώρα χτύπησε και το τηλέφωνο, ήταν ο Βασίλης.

«Καλημέρα. Εδώ, ετοιμάζομαι να απαντήσω e-mails. Γύρω στις 22:00 φαντάζομαι θα έχω φτάσει. Ναι βεβαίως. Όχι, τώρα θα ξεκινήσω τα reviews αφού απαντήσω στα e-mails. Τη δική μου την είδες; Στα notes? Ναι… Εντάξει, θα ξεκινήσω με αυτό για να στη στείλω να τη δεις κι εσύ. Τι θέλουν οι Άγγλοι; Αύριο; Δεν είμαστε με τα καλά μας. Δυο-τρεις μέρες τουλάχιστον και χρειάζομαι και την ομάδα του BI. Ποιον Αντωνίου εννοείς, το Μίλτο; Αφού θα είναι μαζί μας! Χαχαχα, δε θα το πάρει καλά ο Γρηγόρης. Ναι, ναι, από αυτούς που ντρέπονται είμαι. Τι να πει; Αρχηγού παρόντος… Ναι, στείλε το μου και θα τον βάλω στο CC. Εντάξει Βασίλη… ναι. Φυσικά, τι τα έχω τα ρημάδια τα Bluetooth? Καμιά ώρα θα κάτσω στη Λάρισα. Το φουκαρά τα χρειάστηκε, ούτε Ταξιαρχική στο στρατό να πούμε! Ωραία, εντάξει. Ναι, ναι μαζί μου θα είναι, θα την πάρω να δει τους δικούς της. Και το δικό μου αεροπλάνο είναι, BMW δεν ήθελες, λούσου τα. Χαχαχα, εντάξει, τα λέμε.»

Σε λίγο ήρθε και το e-mail του Βασίλη και το έκανα forward προς το Μίλτο και τον προϊστάμενο της ομάδας του BI, βάζοντας Βασίλη και Γρηγόρη που ήταν o executive αμφότερων στο CC, ζητώντας από την μεν ομάδα του BI να έχει μαζέψει τα δεδομένα μέχρι αύριο και στον Μίλτο να έχει ετοιμάσει την παρουσίαση μέχρι τη Δευτέρα EOD. Στη συνέχεια άνοιξα τη δική μου παρουσίαση και διάβασα τις παρατηρήσεις του Βασίλη. Χτύπησε το κουδούνι και σηκώθηκα να πάω να ανοίξω γιατί δεν λέω, καλό το IOT αλλά όχι για το μηχανισμό που ξεκλειδώνει την πόρτα.

«Έφερα και τις σημειώσεις μου για να διαβάσω!»

«Ωραία, εγώ έχω ήδη ξεκινήσει να κάνω δουλειά.»

Γυρίσαμε στη βεράντα και η Αναστασία άνοιξε το τετράδιο με τις σημειώσεις της και άρχισε να διαβάζει μέσα από τα δόντια της σημειώνοντας σε ένα δεύτερο τετράδιο. Εγώ επέστρεψα στην παρουσίαση και ενσωμάτωσα τις παρατηρήσεις που είχε κάνει ο Βασίλης και όταν τελείωσα του το έστειλα για να το κάνει review. Πριν πιάσω να διαβάζω τις παρουσιάσεις που είχα να κάνω εγώ review πήρα τηλέφωνο τη Χαρά.

«Καλημέρα Χαρά. Όχι δε σε πήρα γι’ αυτό, το διάβασα το mail που μου έστειλες. Σε παρακαλώ να υπενθυμίσεις στο security ότι την Κυριακή κατά το μεσημεράκι θα περάσω από εκεί. Τι έγινε; Φυσικά, το ρωτάς; Περαστικά της. Βρε, σταμάτα να κάνεις τη μαμά σε μένα και πήγαινε στην κόρη σου. Να κάτσεις σπίτι σου αύριο, δε χρειάζεται να έρθεις γραφείο. Ευχαριστώ, και πάλι περαστικά της. Γεια.» είπα και έκλεισα το τηλέφωνο.

«Τι έγινε;»

«Την πήραν τηλέφωνο από τον παιδικό σταθμό, έκανε πυρετό η κορούλα της. Πήγε και την πήρε η μάνα της από τον παιδικό σταθμό αλλά καταλαβαίνεις…»

«Σου κάνει τη μαμά;» με ρώτησε πειρακτικά.

«Δε λες τίποτα και δεν έχει καν τριανταρίσει. Ήταν και στην παλιά εταιρία που δούλευα, εκεί την γνώρισα, πιτσιρίκα, μόλις είχε τελειώσει την Πάντειο. Όταν ο Βασίλης μου έκανε πρόταση να έρθω ένας από τους όρους ήταν να έρθει και η Χαρά μαζί μου με διπλάσιο και βάλε μισθό από την παλιά εταιρία. Το δεκάμηνο που είχε λείψει όταν γέννησε την κόρη της μου είχε φανεί αιώνας, δεν είναι μόνο η προσωπική μου βοηθός αλλά κάνει και άλλα δέκα πράγματα και είναι και ο λόγος που της δίνω περισσότερα απ’ όσα παίρνει ένας μέσος προϊστάμενος τμήματος, πληρώνεται σχεδόν σαν προϊστάμενος υποδιεύθυνσης. Και όχι μόνον αυτό, έχει και εταιρικό αυτοκίνητο και θέση στο εταιρικό parking, μόνο η γραμματέας του Βασίλη έχει αντίστοιχα προνόμια.»

«Τι έχει σπουδάσει;»

«Πολιτικές επιστήμες. Ήμουν μόλις λίγες μέρες στην εταιρία και ήμουν χωρίς γραμματέα, η προηγούμενη είχε παραιτηθεί για να ακολουθήσει τον προκάτοχό μου στη νέα του εταιρία. Η Χαρά ήταν και αυτή μερικών ημερών υπάλληλος σε άλλο τμήμα και μου την έστειλε προσωρινά το HR. Μόλις μία εβδομάδα μου πήρε να σηκώσω το τηλέφωνο και να τους πω να μην κάνουν τον κόπο να βρουν αντικαταστάτρια, εννοείται αφού είχα μιλήσει μαζί της. Σκυλί του πολέμου κανονικό, και αν τη δεις δεν της φαίνεται καθόλου. Κοντούλα και με γλυκιά nerdy φατσούλα δεν την πιάνει το μάτι σου αλλά είναι σκέτος Ταζ. Ακόμα και ο Βασίλης με το σεις και με το σας την έχει, είναι μεγάλη μορφή λέμε!»

«Θα αρχίσω να ζηλεύω!»

«Χαχαχα, είσαι τρελή; Δε θα έμπλεκα ποτέ μαζί της, θα μου έβαζε τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι και θα περίσσευε χώρος να μου βάλει και τα χέρια, αν αντιρρησίαζα!»

«Καλά σε λέω ντροπή των σαδιστών!»

«There are some things that are above and beyond!” της απάντησα αναστενάζοντας. «Και τώρα διάβασμα εσύ σουσουράδα, να κάνουμε και κανένα review»

«Μάλιστα κύριε λοχαγέ!»

«Ταγματάρχης και βάλε! Και τώρα δουλειά!»

Γύρισα εγώ στα reviews μου και η Αναστασία στο διάβασμά της και παρόλο που μ’ έπιασε πονοκέφαλος -το laptop μου είναι υπερφορητό αλλά δεν ήθελα να κάτσω στο γραφείο- μία, μιάμιση ώρα αργότερα είχα τελειώσει αλλά στο μεταξύ είχαν έρθει και άλλα e-mails, κάποια εκ των οποίων έπρεπε να απαντήσω.

«Σε λίγο πάλι. Θέλεις άλλο καφέ εσύ;» τη ρώτησα κλείνοντας την οθόνη του laptop.

«Θα παραγγείλεις;»

«Ναι, βαριέμαι να φτιάχνω.»

«Έχουν χυμούς ή ακόμα καλύτερα smoothies?»

«Κάτσε να δω… ναι, έχουν smoothy γιαούρτι-μπανάνα-φράουλα…»

«Αυτό!»

«Να μη σου πω τα άλλα;»

«Όχι, αυτό μου κάνει!»

«Θες κάτι να φας;»

«Όχι, μια χαρά είμαι με το κρουασάν, ευχαριστώ Αντώνη μου»

«Πώς πάει το διάβασμα;» τη ρώτησα αφού παράγγειλα.

«Ασκήσεις στη στατιστική λύνω αλλά θα σου κάνω λίγο παρεούλα, να κάνω κι εγώ το διάλειμμά μου.»

«Για πες, τι θα κάνεις αύριο;»

«Θα βγω με την Τίνα, μου έχει λείψει.»

«Μίλησες μαζί της, φαντάζομαι;»

«Εννοείται… ααα… όχι, δεν της είπα τίποτα για τους δυο μας. Όχι ότι θα το έλεγε σε κανέναν, δηλαδή.»

«Θα σε παρακαλούσα να μείνει έτσι.»

«Εντάξει Αντώνη μου. Είναι αδικία, πάντως!» μου είπε παραπονεμένη.

«Είναι αυτό που είναι.»

«Να δω τι θα κάνω, το ξέρει ότι είμαι ερωτευμένη μαζί σου από τότε που σε γνώρισα.»

«Και σε παρακαλώ να συνεχίσει να πιστεύει ότι είναι χωρίς ανταπόκριση.»

«Εντάξει Αντώνη μου.»

«Τον Τριστάνο πότε θα τον πάρεις;»

«Την Κυριακή το πρωί λέω, το Σάββατο θα σε βγάλουμε έξω και δε θέλω να τον αφήσω μόνο του την πρώτη μέρα που θα τον πάρω.»

«Αλήθεια, πώς είσαι; Πονάς;»

«Λιγάκι αλλά καμία σχέση με το πριν αρχίσω τα χάπια, πω-πω, ούτε να το θυμάμαι δε θέλω, για δυο-τρεις μέρες ήμουν συνεχώς διπλωμένη στα δύο.»

«Δεν είναι περίεργο; Τόσα χρόνια ούτε μια φορά δεν σε πετύχαμε να έχεις περίοδο στις διακοπές»

«Και πάλι καλά να λες, δε θα ήμουν καλή παρέα.»

«Θα πρέπει να ετοιμάσεις και τα πράγματά σου.»

«Α, δε θα πάρω πολλά, έχω ρούχα και στο σπίτι που δεν έχω πάρει μαζί.»

«Εκτός από το αρμόνιο έχεις τίποτε άλλο να φέρεις από Θεσσαλονίκη;»

«Ναι, βιβλία, λόγω αεροπλάνου άφησα πολλά πίσω.»

«Έχει μείνει σουφλέ από χθες, θες να το φάμε ή να παραγγείλουμε τίποτα;»

«Δεν είμαστε καλά που θα παραγγείλουμε ενώ υπάρχει σουφλέ από τα χεράκια σου. Ουφ, τώρα μ’ έπιασε λιγούρα, πάω να βάλω cheesecake, θες κι εσύ;»

«Ναι, γιατί όχι; Και μιας και θα κάνεις τον κόπο φέρε και ένα μπουκάλι νερό.»

«Αμέ!» είπε και σηκώθηκε να πάει στην κουζίνα με τον Ράντι να την ακολουθεί καθώς μυρίστηκε ότι πήγε να βάλει κάτι φαγώσιμο.

«Δώσε του κανένα από τα μεζεδάκια του για να σε αφήσει στην ησυχία σου» της φώναξα από την βεράντα. Δύο λεπτά αργότερα ήρθε και άφησε τα πιατάκια με το γλυκό στο τραπέζι και, με τον Ράντι να την έχει πάρει κατά πόδας, επέστρεψε στην κουζίνα για να φέρει νερό.

«Πού είναι τα κόκαλά του;» την άκουσα να ρωτάει από μέσα.

«Στο αποθηκάκι αλλά μη του δώσεις κόκαλο, δώσε του ένα treat, είναι σε σακούλα δίπλα.» Επέστρεψε με το μπουκάλι και δύο ποτήρια ανά χείρας και τον Ράντι που μασουλούσε κατά πόδας. «Μη με κοιτάς έτσι ζήτουλα, τώρα έφαγες το treat σου, άσε μας κι εμάς να φάμε!»

«ΙΑΟΥΑΧΦΧΜΙΙΦΧ» μου έκανε πάλι δηλώνοντας εντόνως τη δυσαρέσκειά του.

«Μωρ’ τι μας λες;» του απάντησα κάνοντας την Αναστασία να ξεκαρδιστεί.

«Πρέπει να σας τραβήξω βίντεο!» Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο μου.

«Έλα Γρηγόρη, καλημέρα. Οι Άγγλοι το ζήτησαν, φαντάσου ότι στην αρχή το θέλανε μέχρι αύριο. Ναι, τους απάντησε ο Βασίλης. Λες να μην το ξέρω; Χαμαλοδουλειά ή όχι πρέπει να γίνει, το ζήτησε ο ίδιος. Τι να του πεις; Ξέρω ‘γω, πες του «εις το στρατό Καραμάνο δεν γίνονται διακρίσεις», τι με ρωτάς τώρα; Ναι, θα του εξηγήσω κι εγώ, άλλωστε θα ανέβει και αυτός Θεσσαλονίκη. Τι να σου πω, αύριο δεν πας Λονδίνο; Σκάσ’τους καμιά κουτουλιά στο κεφάλι. Χαχαχα λες; Εντάξει, χαιρετώ!»

«Τι έγινε αν επιτρέπεται;»

«Ζήτησαν κάτι από τη μητρική και ο κλήρος έπεσε στο Μίλτο.» της εξήγησα χωρίς να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες.

«Χώσιμο;»

«Τελείως. Καλό θα του κάνει, αν θέλει να ανέβει.»

«Και αν δε θέλει;»

«Sucks to be him either way” είπα και πήρα το πιατάκι μου και άρχισα να τρώω γλυκό. Δέκα λεπτά αργότερα ήρθε και ο καφές μου και το smoothie της Αναστασίας. «Be a good girl, πήγαινε να ανοίξεις»

Κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία άνοιξα και πάλι το laptop μου για να απαντήσω τα e-mails, και στο μεταξύ είχαν έρθει και άλλα, ενώ η Αναστασία γύρισε και αυτή στις ασκήσεις της.

«Αντώνη, βάζεις λίγο μουσική;» με ρώτησε. Καλή ιδέα! Σηκώθηκα και πήγα στο γραφείο και έφερα το Bluetooth ηχείο και όταν συνδέθηκε με το laptop άνοιξα τον browser και πήγα στη σελίδα του Rock FM.

«Πώς πάνε οι ασκήσεις;»

«Μια χαρά, σε λίγο τελειώνω. Εύκολες ήταν, να δες!» μου είπε και μου έδωσε το τετράδιό της.

«Πληρώνω όσο-όσο για να κάνουν τα γράμματά σου font» της είπα διαβάζοντας τις λύσεις της. «Ναι, κάποιες δεν τις λες εύκολες.»

«Έχεις σκουριάσει γεράκο μου!»

«Όπως και να έχει, μπράβο σου κοριτσάρα μου!»

«Χιχιχι! Αγκαλίτσα με το ζόριιιιιιιιιιι» φώναξε και πετάχτηκε από την καρέκλα της και ήρθε από πίσω μου και με έσφιξε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

«Ναι, δε βλέπεις τι ζόρια τραβάω; Απαπαπαπά!»

«Ακόμα δεν είδες τίποτα!» μου δήλωσε και άρχισε να με τρίβει κάνοντάς μου μασάζ.

«Αχ τι τραβάω ο έρμος!»

«Όλα εδώ πληρώνονται! Άσχετο, τι ώρα θα φύγουμε;»

«Γύρω στις 17:00, έχουμε να αφήσουμε και το τέρας στην Ειρήνη»

«Οπότε λογικά γύρω στις 22:00 θα έχουμε φτάσει, ε;»

«Ναι, υπολογίζοντας και περίπου μια ώρα στη Λάρισα για να φορτίσει το αυτοκίνητο. ΑΑΑΑΧ, προσλαμβάνεσαι!»

Η αραιή συννεφιά που είχε όταν ξύπνησα όχι απλά πύκνωσε αλλά άρχισαν να πέφτουν και οι πρώτες ψιχάλες και σε λίγο άρχισε να ρίχνει τουλούμι.

«Πόσο μ’ αρέσει να κάθομαι και να βλέπω τη βροχή να πέφτει!»

«Αναστασία, πάω λίγο στο γραφείο να κάνω ένα τηλεφώνημα που θέλω και παρακάνει φασαρία η τέντα» της είπα και σηκώθηκα και πήγα στο γραφείο. «Καλημέρα Μίλτο, φαντάζομαι το διάβασες το e-mail, έτσι; Από τη μητρική, έχω συνεννοηθεί με το Γρηγόρη και αύριο η ομάδα του BI θα σου έχει τα δεδομένα που ζητάνε για να τα βάλεις στην παρουσίαση. Δευτέρα μέχρι το τέλος της ημέρας πρέπει να το στείλουμε. Ναι, εννοείται ότι θα το κάνουμε review, θα σου στείλει calendar η Φαίη.»

Εκείνη την ώρα μπήκε στο γραφείο μου η Αναστασία με ένα περίεργο μειδίαμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της αλλά δεν του έδωσα σημασία. Λάθος, μεγάλο λάθος, το κωλόπαιδο ήρθε και γονάτισε μπροστά μου και κατεβάζοντάς μου το σορτσάκι με πήρε στο στόμα της. Από τη μία νευρίασα γιατί μιλούσα στο τηλέφωνο για δουλειά αλλά από την άλλη το ίδιο το γεγονός το έκανε εξαιρετικά καυλωτικό. Προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή έβαλα το χέρι μου στο κεφάλι της και το πίεσα προς τα κάτω αναγκάζοντάς την να τον πάρει βαθιά μέσα στο στόμα της. Συνέχισα να μιλάω με το Μίλτο εξηγώντας του τι θέλουν οι Άγγλοι απολαμβάνοντας ταυτόχρονα την αίσθηση του οργάνου μου στο στόμα της.

«Λοιπόν θα τα πούμε πάνω, τι ώρα πετάς; Κι εσύ οδικώς; Ααα, ναι, μου το είχε πει η πιτσιρίκα ότι η Μυρσίνη είναι κι εκείνη σαλονικιά. Ναι κι εγώ, όταν ήρθαν Αθήνα είχα πει της μητέρας της ότι δεν χρειάζεται να κατέβει οδικώς, θα τις έπαιρνα εγώ από το αεροδρόμιο και θα τις πήγαινα για όποια ψώνια χρειαζόντουσαν, οπότε η μικρή άφησε κάποια πράγματα στο σπίτι της, οπότε μιας και θ’ ανέβαινα που θ’ ανέβαινα είπα να την πάρω μαζί μου, να έχω και παρέα στο ταξίδι και να δει και εκείνη λίγο τους γονείς της και φυσικά να πάρει και πράγματα που δεν μπορούσε να κουβαλήσει στο αεροπλάνο. Πολύ θα το ήθελα αλλά δεν θα μπορέσω, το Σάββατο το βράδυ με έχουν καλεσμένο για φαγητό οι γονείς της και αύριο έχουμε το κοκτέιλ πάρτι. Τι κάνουν οι κορούλες σου; Βεβαίως, να μεταφέρεις και τους δικούς μας χαιρετισμούς. Εντάξει, τα λέμε το βράδυ στο ξενοδοχείο. Καλό δρόμο, επίσης» είπα και έκλεισα το τηλέφωνο. «Βρε κωλόπαιδο!» ψευτομάλλωσα την Αναστασία.

«Μπορώ να σταματήσω!» μου είπε κοροϊδευτικά.

«Θα σου κάνω το κωλαράκι μωβ!»

«Τότε είναι που θα σταματήσω!»

«Καλά, δε θα σου κάνω το κωλαράκι μωβ!»

«Σαν δεν ντρέπεσαι, παλιοεκβιαστή!» μου είπε και πήρε ξανά το όργανό μου στο στόμα της, βάζοντας εξαιρετική τέχνη, οφείλω να ομολογήσω. Την έπιασα από το κεφάλι και της έδωσα πιο γρήγορο ρυθμό και συνεχίσαμε για κάμποση ώρα έτσι, μέχρι που ένιωσα το τέλος να έρχεται και κρατώντας την ακίνητη τελείωσα στο στόμα της βγάζοντας πνιχτά βογγητά. Όταν κατάπιε και την τελευταία ριπή σήκωσε το βλέμμα της προς τα μένα. «Πολύ πράγμα» μου είπε σηκώνοντάς μου το σορτσάκι. «Πότε πρόλαβε και μαζεύτηκε;»

«Είδες ταχύτητα; Εσύ να τα βλέπεις αυτά που με λες γέρο!»

«Σέξι μεσήλικα!»

«Εμένα μου λες; Γεράκο με ανεβάζεις, γεράκο με κατεβάζεις!»

«Δε μου πάει να σε λέω μωρό μου, είσαι ο σέξι μεσήλικας γεράκος μου!»

«Κάνεις προπόνηση για σκλάβα;»

«Τι εννοείς;»

«Έτσι θα μείνεις, γονατισμένη;»

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» μου είπε και ακούμπησε πάνω στα γόνατά μου.

«Στην κίνηση το έχεις, από συμπεριφορά πάσχεις λίγο!»

«Ξυπνήσανε οι σκλάβοι Αντωνάκη!»

«Και πάει και το μου!»

«Πουθενά δεν πάει, δικός μου είσαι!»

«Ώρα είναι να μου κάνεις και branding»

«Αμέ! Τι νόμιζες, θα σε αφήνω να γυρνάς με τη μια και με την άλλη;»

«Σάμπως και έχω δυνάμεις, Μαμ-Ρα με έχεις καταντήσει!»

«Boomer!»

«Το ήξερες πως όταν προβλήθηκαν οι Thundercats για πρώτη φορά στην τηλεόραση κάπου το ’87, το έβαζαν στις 22:00 το βράδυ καθώς το θεωρούσαν σειρά για ενήλικους;»

«Τουρουρούρου!»

«Και αυτό το ’87 έγινε. Το ξέρεις ό,τι ήμουν μέσα; Εννιά χρονών τότε, με είχε πάρει μαζί του ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου.»

«Και Αλτσχάιμερ να είχα, τόσες φορές που μας το έχεις πει, θα μου είχε μείνει!»

«Επιθετική επενδύτρια!»

«Πάντα!»

«Να ξέρεις γράφει το μηχάνημα!»

«Σάμπως και τα θυμάσαι, γεράκο μου;»

«Θυμάμαι ότι έχεις λαμβάνειν άλλες είκοσι και με τους τόκους τριάντα!»

«Βρε τοκογλύφε, 50% τόκους;»

«Έρωτά μου τοκογλύφε, γλείφε το κορμί μου γλείφε»

«Αμ κάνω και τίποτε άλλο, κράμπες στο σαγόνι έχω πάθει!»

«Σου υπενθυμίζω ότι κάμποσες από τις πίπες ήταν δική σου πρωτοβουλία, όπως πριν λίγο καλή ώρα!»

«Καλά σου κάνω! Ορίστε μας!»

«Τότε τι διαμαρτύρεσαι;»

«Να σφίγγουν και λίγο οι κώλοι και μιας και με τον δικό μου δε βοηθάς, μας μένει ο δικός σου!»

«Χαχαχα, είσαι λατρεία ρε κέρατο!»

«Είμαι! Άντε μη σου ξαναπάρω πίπα!»

«Κράτα δυνάμεις για το δρόμο, όλο και κάποιο parking θα βρω για να σε κυλίσω στην αμαρτία!»

«Deal!» μου είπε και μου αγκάλιασε σφιχτά τα πόδια. «Λοιπόν ξέρεις κάτι; Βολικά είναι!»

«Σήκω βάσανο, πάμε έξω να κάτσουμε!»

«Δεν πάω πουθενά!»

«Βρε που έχουμε μπλέξει!» είπα και καλά αγανακτισμένος αλλά στην πραγματικότητα γελούσαν και τα ανύπαρκτα μουστάκια μου.

«Δε μου λες, αύριο τι ώρα τελειώνεις από τη δουλειά;»

«Απόγευμα αλλά μετά έχει και κοκτέιλς, δε νομίζω να το διαλύσουμε πριν τις 22:00»

«Εγώ μέχρι τις 23:00 θα είμαι με την Τίνα, μετά θα βγει με το αγόρι της!»

«Και μπράβο σου!»

«Μετά θα έρθεις να με πάρεις να με πας κάπου απόμενα να τρυγήσεις το άγουρο κορμί μου!»

«Αφού έχεις περίοδο!»

«Σωστά! Δεν πειράζει, θα τρυγήσω εγώ το παραγινωμένο το δικό σου!»

«Δε γίνεται μωρό μου, θα είμαι ψόφιος και δε θέλω να μας δει κανένα μάτι. Υπομονή μέχρι την Κυριακή!»

«Ουφ, τέτοιος είσαι!»

«Είμαι π’ ανάθεμά με. Λοιπόν, σήκω, πάμε να κάτσουμε λίγο έξω!»

«Αμάν, με κόλλησες χρόνια! Πιάστηκα!»

«Μπα, τώρα δεν είναι βολικά;»

«Όταν σηκώνεσαι όχι!»

Βγήκαμε στη βεράντα ενώ η βροχή είχε δυναμώσει και άλλο. Ο Ράντι γκρίνιαξε, ήθελε να κατέβει στον κήπο. Θα μου γινόταν χάλια ο κόπρος αλλά τι να τον κάνω, του αρέσει πολύ η βροχή και το χιόνι και με τη γούνα που έχει, δεν τον αδικώ. Είπα στην Αναστασία να περιμένει και κατέβηκα κάτω και του άνοιξα την πόρτα και ο Ράντι έφυγε σα σίφωνας και πήγε και άρχισε να κυλιέται σα φώκια στο βρεγμένο γκαζόν.

«Μετά μη μου διαμαρτύρεσαι όταν σε σκουπίσω, δεν πρόκειται να μπεις στο σπίτι σε αυτά τα χάλια!»

«Γουφ» μου απάντησε αποδοκιμαστικά και συνέχισε να κάνει κωλοτούμπες.

Γύρω στις 13:30 βάλαμε να φάμε και μετά η Αναστασία κατέβηκε στο σπίτι της για να ετοιμάσει τα πράγματά της ενώ εγώ έπεσα για ένα γρήγορο απογευματινό ύπνο, καθώς είχα μπροστά μου και ταξίδι με το αυτοκίνητο. Με ξύπνησε ο ήχος του alarm στις 16:30. Σηκώθηκα να ντυθώ και άπλωσα τα ρούχα που θα έπαιρνα μαζί μου στο κρεββάτι και αν δεν είχα την Αναστασία θα με είχε πιάσει απελπισία.

«Έλα, είσαι έτοιμη; Ωραία, δεν ανεβαίνεις να με βοηθήσεις να φτιάξω κι εγώ τη βαλίτσα μου; Θα σταματήσουμε στο Mikel στον Άγιο Στέφανο, φεύγοντας. Ωραία, πάω να μαζέψω από κάτω τον κόπρο και ανεβαίνοντας θα σου χτυπήσω»

Κατέβηκα κάτω με την πετσέτα του στο χέρι γιατί μπορεί να είχε σταματήσει να βρέχει από τις 13:00 αλλά ο Ράντι δεν είχε στεγνώσει ούτε κατά διάνοια, πώς άλλωστε, πρέπει να είχε σουρθεί σε όλο τον κήπο.

«Μην δαγκώνεις την πετσέτα ρε μούργο! Κάτσε να σε στεγνώσω!»

Ένα δεκάλεπτο αργότερα χτύπησα στην πόρτα της Αναστασίας και βγήκε με μια βαλίτσα στο χέρι και ένα σακβουαγιάζ στην πλάτη. Ανεβήκαμε στο σπίτι και όσο μου έφτιαχνε τη βαλίτσα εγώ πήγα και ετοίμασα τα φαγητά του Ράντι που θα άφηνα στην αδερφή μου. Γύρω στις 17:00 είχαμε τελειώσει, οπότε κατεβήκαμε όλη η τριάδα στο αυτοκίνητο. Ο Ράντι βλέποντας τις σακούλες με τα πράγματά του την ανθίστηκε τη δουλειά και μου έκανε το βαρύ πεπόνι.

«Μπες μέσα βρε κέρατο! Άντε!»

Ξεκινήσαμε και δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν στο σπίτι της Ειρήνης, στην Άνοιξη. Κατέβασα το Ράντι και τα πράγματά του και τον πήγα μέσα. Παρά το γεγονός ότι τα ανίψια μου είχαν στήσει χορό δίπλα του, το παραπονεμένο βλέμμα του όταν έφυγα μου ράγισε την καρδιά αλλά τι να έκανα, δεν μπορούσα να τον πάρω μαζί μου. Μάζεψα το ειδικό κάλυμμα και αφού το δίπλωσα, το έβαλα στο πορτπαγκάζ.

«Λοιπόν, σταματάμε στο Mikel να πάρουμε τα καφεδάκια μας για το δρόμο και μετά let the good times roll. Έχω φτιάξει μέχρι και playlist!»

«Προνοητικός, μ’ αρέσεις!»

«Έχει και τα καλά του το αυτοκίνητο!»

«Έχει αλλά Αντώνη μου η μηχανή είναι άλλη αίσθηση!»

«Πρόλαβα και σ’ έκανα μηχανόβια κιόλας;»

«Τι να πεις, κακές επιρροές!»

«Έτσι μπράβο, να συνεχίσεις να επενδύεις επιθετικά!»

«Ε μα τι, κλέφτες θα γίνουμε; Δε μου λες, τι καφέ θέλεις, ζεστό ή κρύο;»

«Έχει δροσούλα σήμερα, θα έλεγα ζεστό!»

«Επιτέλους να λες, μα τι ήταν αυτό το πράγμα φέτος; Τον Ιούνη δεν είδαμε μέρα ήλιο και από τον Ιούλιο και μετά μας πήγε πινέλο με τους καύσωνες.»

«Δες το θετικά…»

«Θετικά; Τι να δω θετικά;»

«Ότι το καλοκαίρι που πέρασε θα είναι πιο δροσερό από το επόμενο.»

«Δε θα πάει καλά αυτό.»

«Αυτό ξαναπές το» συμφώνησα μαζί της. Δύο-τρία λεπτά αργότερα σταμάτησα μπροστά από το Mikel και η Αναστασία κατέβηκε να πάρει τους καφέδες και για καλό και για κακό πήρε και δύο νερά.

Μέχρι τα διόδια πήγα σχετικά συντηρητικά αλλά μόλις τα περάσαμε και δεδομένου ότι ο δρόμος ήταν σχετικά άδειος του έδωσα και κατάλαβε.

«Και μπράβο μου!» είπα συγχαίροντας άλλη μια φορά τον εαυτό μου για την επιλογή του αυτοκινήτου.

«Μη μου ζητάς να σπρώχνω αν μείνουμε από μπαταρία!»

«Don’t be the party pooper!”

«Πες στην Ελένη και στον Μιχάλη ότι πήγαινες με 240 και θα δεις τι pooping έχει να πέσει!»

«Ναι, αυτό δεν χρειάζεται να το μάθουν!»

«Ενώ τα υπόλοιπα;»

«Ούτε τα υπόλοιπα! Ειδικά τα υπόλοιπα!»

«Ποιος είναι η κοτάρα τώρα Αντωνάκη μου;»

«Του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ!»

Σε κάθε περίπτωση πάντως κατέβηκα στα 140 και έβαλα το cruise control αφήνοντας πρακτικά το αυτοκίνητο να πηγαίνει μόνο του, ουσιαστικά ο μόνος λόγος που είχα τα χέρια στο τιμόνι ήταν για να μη μου γκρινιάζει, μέχρι και τις στροφές ακολουθούσε. Πέραν από σκόρπια αυτοκίνητα και φορτηγά η Εθνική ήταν πρακτικά άδεια.

«Θα αρχίσεις μαθήματα για δίπλωμα;»

«Όχι αλλά θα πρέπει. Όχι τίποτε άλλο αλλά ο μπαμπάς μου έχει τάξει και αυτοκίνητο αν πάρω δίπλωμα.»

«Με το καλό τότε και σου υπενθυμίζω ότι το διαμέρισμα έχει και δική του θέση για parking.»

«Δεν την έχεις πάρει εσύ με το δεύτερο αυτοκίνητο;»

«Όχι, όταν αγοράσαμε τα διαμερίσματα, αγοράσαμε τρεις θέσεις parking καθώς τότε η Αγγελική είχε και εκείνη αυτοκίνητο.»

«Τι το κάνατε αυτό;»

«Το πουλήσαμε καθώς λίγο καιρό αφού μετακομίσαμε άλλαξε δουλειά και για τη νέα το μετρό τη βόλευε περισσότερο.»

«Τι αυτοκίνητο είχε;»

«Yiaris»

«Όμορφο αυτοκίνητο!»

«Όντως, επίσης μικρό και πρακτικό. Εσύ έχεις σκεφτεί τι θα ήθελες;»

«Δεν έχω ιδιαίτερη προτίμηση, αρκεί να είναι μικρό.»

«Δε σου αρέσει κάποιο;»

«Δεν έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα με το θέμα… αν με ρωτάς οπτικά, μου αρέσει το μικρό της ΚΙΑ, δηλαδή νομίζω ότι είναι ΚΙΑ.»

«Το Picanto;»

«Δεν έχω ιδέα!»

«Ε, δες το στο google»

«Ουφ, σκέτη καταπίεση είσαι!»

«Καλά σου κάνω! Δεν βλέπω κίνηση!»

«Κάτσε… χμμμ… ναι, αυτό είναι.»

«Μια χαρά αυτοκίνητο»

«Καλό, λες;»

«Εξαιρετικό!»

«Θα το πω του μπαμπά αν είναι.»

«Καλά, κοίτα να αρχίσεις να κάνεις κανένα μάθημα πρώτα.»

«Έχεις τα δίκια σου»

Τελικά μας πήρε τρεις ώρες παρά κάτι να φτάσουμε στη Λάρισα. Πήγαμε το αυτοκίνητο στα τοπικά γραφεία και έβαλα το αυτοκίνητο στο παρκινγκ για να φορτίσει. Μην έχοντας τι άλλο να κάνουμε πήγαμε σε μια καφετέρια και κάτσαμε και μιας και κανείς από τους δυο μας δεν ήθελε καφέ, πήρα ένα τσάι εγώ και μια κρύα σοκολάτα η Αναστασία η οποία βρήκε ευκαιρία και πήρε τηλέφωνο τον πατέρα της καθώς η μητέρα της μέχρι της 21:00 είχε ανοιχτό το ιατρείο.

«Έλα μπαμπά, τι κάνεις; Εδώ στη Λάρισα, σε μια καφετέρια, περιμένουμε να φορτίσει το αυτοκίνητο του Αντώνη. Καμιά ώρα υπολογίζουμε. Δεν ξέρω… Αντώνη πόση ώρα θα μας πάρει μέχρι Θεσσαλονίκη;»

«Γύρω στο δίωρο»

«Γύρω στις δύο ώρες. Όχι, είπε ότι θα ανέβει απλά να χαιρετήσει γιατί πρέπει να πάει στο ξενοδοχείο του. Ναι, θα σας πάρω για να ανοίξετε τη γκαραζόπορτα. Σάββατο πρωί; Αφού είχαμε πει Κυριακή. Και τι, θα τον αφήσω μόνο του; Α, σπίτι θα φάμε; Ε, εντάξει τότε, κανένα πρόβλημα. Ναι, φυσικά! Θα τα πούμε το βράδυ αυτά, ναι. Εντάξει μπαμπάκα μου, φιλιά!»

«Τι έγινε;»

«Η φίλη της μαμάς θα φύγει το Σάββατο για Γιάννενα, το είχε ξεχάσει, οπότε θα μου φέρει τον Τριστάνο αργά το απόγευμα πριν ξεκινήσει για Γιάννενα, και επειδή νόμιζα ότι το Σάββατο θα πάμε έξω, ε, δεν ήθελα να τον αφήσω μόνο του!»

«Τη Δευτέρα το πρωί, δε θα τον αφήσεις;»

«Θα έχει παρέα τον Ράντι.»

«Δεν είναι καλή ιδέα μέχρι να μεγαλώσει λιγάκι, ο Ράντι είναι τεράστιος και ατσούμπαλος,  θα προτιμούσα να το αποφύγουμε να τον αφήσουμε μόνο του με ένα γατάκι που πιθανώς να είναι μικρότερο από την πατούσα του! Δε θα πάθει τίποτα να μείνει μονάχος μερικές ώρες, θα του έχεις το νερό του, το φαγητό του και την άμμο του και γάτα είναι, θα τη βρει την άκρη.»

«Διάβασα πως οι του Νορβηγικού δάσους είναι σα σκυλιά στο χαρακτήρα.»

«Αυτό δε σημαίνει ότι είναι ακριβώς σαν τα σκυλιά στο χαρακτήρα, εξακολουθούν να είναι γάτες, απλά είναι πιο φιλικές και πιο χαδιάρες.»

«Ουφ, δε θέλω να τον αφήσω μόνο του την πρώτη μέρα!»

«Αν τον αφήσεις τη δεύτερη θα έχει διαφορά;»

«Έλα, μην είσαι τέτοιος!»

«Καλά, θα προσπαθήσω» της απάντησα μειδιώντας.

«Τι θα κάνετε αύριο;»

«Το πρωί παρουσιάσεις στην ημερίδα που λαμβάνουμε μέρος. Το βράδυ θα βγούμε με συναδέλφους από τα τοπικά γραφεία.»

«Το Σάββατο;»

«Το Σάββατο δεν έχω κανονίσει κάτι, μέχρι το βράδυ εννοώ. Έλεγα μιας και είμαι Θεσσαλονίκη να κάνω μια εκδρομή στο Πόζαρ.»

«Δεν έχεις πάρει μαγιό!»

«Μπαίνω και με το σορτσάκι, δεν έχω πρόβλημα!»

«Κι εγώ θέλω!»

«Σορτσάκι;»

«Έλα, μη με κοροϊδεύεις. Να έρθω κι εγώ;»

«Βρε γαϊδουρογάιδαρε εσύ έχεις να δεις τους δικούς σου!»

«Ουφ, τέτοιος είσαι!»

«Το είπαμε αυτό!»

Μία ώρα αργότερα πήγαμε και πήραμε το αυτοκίνητο που είχε φορτίσει ήδη και ξεκινήσαμε για τη Θεσσαλονίκη. Εγώ είχα περάσει και το 2020 από εδώ οπότε είχα δει τα τούνελ, όπως η Αναστασία περνούσε για πρώτη φορά.

«Έπρεπε να δεις το δρόμο πριν φτιάξουν τα τούνελ. Όμορφη διαδρομή από τα Τέμπη αλλά μεγάλη καρμανιόλα.»

«Δεν έχω πάει ποτέ στα Τέμπη, το πιστεύεις;»

«Μπορούμε να περάσουμε την Κυριακή αν έχεις όρεξη. Είναι πολύ όμορφα!»

«Αμε! Πολύ θα το ήθελα!»

«Ό,τι θέλει το κορίτσι» της είπα χαμογελαστός.

«Θα ήθελα να πάμε παρέα και στα Πόζαρ!»

«Κι εγώ θα το ήθελα αλλά εδώ τώρα ήρθαμε για να δεις τους δικούς σου!»

Τελικά όπως ακριβώς το υπολόγιζα μας πήρε ένα δίωρο μέχρι να φτάσουμε Θεσσαλονίκη. Το σπίτι τους ήταν μονοκατοικία και όταν φτάσαμε η Αναστασία πήρε τηλέφωνο τους δικούς της για να μας ανοίξουν τη γκαραζόπορτα. Η Ελένη είχε γυρίσει και μας περίμενε μαζί με το Μιχάλη.

«Μαμά!! Μπαμπα!!» φώναξε η Αναστασία και ρίχτηκε και στους δυο τους κατσιάζοντάς τους στα φιλιά!

«Γεια σας, γεια σας!» τους είπα χαμογελώντας.

«Καλωσήρθατε!» είπε η Ελένη καθώς ο Μιχάλης είχε την Αναστασία σκαρφαλωμένη κυριολεκτικά πάνω του.

«Καλώς σας βρήκα!» είπα και άνοιξα το πορτπαγκάζ και έβγαλα τα πράγματα της Αναστασίας η οποία ήταν ακόμα σκαρφαλωμένη πάνω στον πατέρα της.

«Δε θα έρθεις να σε δούμε λίγο;»

«Δε θα κάτσω πολλή ώρα αλλά ναι, αν καταφέρετε να την ξεκολλήσετε!» είπα χαμογελώντας.

Κάθισα γύρω στα 10 λεπτά και τα είπαμε εν τάχει με τα παιδιά, δηλαδή εγώ δεν είπα και πολλά πράγματα καθώς μας είχε πάρει αμπάριζα η Αναστασία που κελαηδούσε. Κάποια στιγμή βούιξε το τηλέφωνό μου, ήταν ο Βασίλης που μόλις είχε προσγειωθεί στο αεροδρόμιο. Το σπίτι της Ελένης και του Μιχάλη ήταν στην Νέα Κρήνη οπότε είπα στο Βασίλη ότι θα περάσω εγώ να τον πάρω μιας και ήμουν σχετικά κοντά. Χαιρέτισα και τους τρεις και κίνησα για το αεροδρόμιο στο οποίο ήμουν δέκα-δεκαπέντε λεπτά αργότερα. Ο Βασίλης είχε πάρει και τα πράγματά του οπότε φύγαμε αμέσως.

«Πώς ήταν η πτήση σου;»

«Καλά ήταν αλλά φάγαμε με τη Γεωργία λίγο πήξιμο στο αεροδρόμιο, κάτι είχαν πάθει οι μπάρες στις αναχωρήσεις και είχαν κολλήσει, στο τσακ ήμουν  να βγω και να συνεχίσω ποδαράτο. Εσύ;»

«Κι εγώ μια χαρά, και το δικό μου αεροπλάνο είναι. Σταματήσαμε για καμιά ώρα στη Λάρισα και το φόρτισα και έχω τσεκάρει και με το ξενοδοχείο, αν και αυτοί έχουν πιο αργούς φορτιστές απ’ ότι εμείς… but who cares?»

«Θα μου το κοπανάς πολύ που επέλεξα την X3?»

«Θα σταματήσω μέχρι τις αξιολογήσεις και θα επανέλθω αργότερα!» τον πείραξα.

Δεκαπέντε λεπτά αργότερα ήμασταν στο Makedonia Palace και πήγαμε ο καθένας στα δωμάτιά του δίνοντας ραντεβού στο bar μισή ώρα αργότερα. Εκεί μας βρήκαν Μίλτος και Βασιλική και καθίσαμε και οι τέσσερείς μας και ήπιαμε τα ποτά μας μέχρι που πήγε μεσάνυχτα. Το συνέδριο γινόταν στο ξενοδοχείο και ξεκινούσε στις 10:00 οπότε δώσαμε ραντεβού για να πάρουμε το πρωινό μας στις 09:00 και μετά να κάτσουμε να δούμε επί τροχάδην τις παρουσιάσεις μας. Πρώτος από εμάς θα μιλούσε ο Βασίλης, αργότερα θα έπαιρνα το λόγο εγώ και θα έκλεινε ξανά με το Βασίλη. Βασιλική και Μίλτος θα μιλούσαν αργότερα και σε διαφορετικό πάνελ.

Ανέβηκα στο δωμάτιο, γδύθηκα και έπεσα κατευθείαν στο κρεββάτι καθώς ντουζ είχα κάνει πριν κατέβω στο μπαρ. Το κινητό μου βούιξε, είχα μήνυμα στο skype από την Αναστασία.

«Μου λείπεις. Θα ήθελα να βρίσκομαι στην αγκαλιά σου!»

«Κι εσύ μου λείπεις αλλά σε παρακαλώ να προσέχεις με τα μηνύματα» της απάντησα

«Μην ανησυχείς, αυτά τα σβήνω. Με σκέφτομαι γυμνή από κάτω σου να με κάνεις δική σου!»

«Βρε καβλοράπανο, δεν έχεις σκοπό να με αφήσεις να κοιμηθώ;»

Αντί απάντησης μου έστειλε selfie που τράβηξε μπροστά από τον καθρέφτη της. Είχε σηκώσει το φανελάκι της πάνω από τα στήθη ενώ το άλλο χέρι ήταν μέσα από το κιλοτάκι της.

«Θα στο μαυρίσω το κωλαράκι» της απάντησα τέρμα καβλωμένος.

«Μόνο θα μου το μαυρίσεις; 😂»

«Λέγε εσύ… λέγε…»

Εκεί είχε και δεύτερη φωτογραφία, αυτή τη φορά το κωλαράκι της.

«Φάτε μάτια ψάρια 😍😎😋»

«Βρε κωλόπαιδο θα με αφήσεις να κοιμηθώ;»

«Μα εγώ τι σ’ εμποδίζω; Εγώ απλά σε σκέφτομαι καθισμένο στην πολυθρόνα και εγώ να είμαι γονατισμένη μπροστά σου με το στόμα μου γεμάτο.»

«Πέσε για ύπνο βρε κέρατο!»

«Χιχιχι, σ’ αγαπάω!»

«Κι εγώ σ’ αγαπάω αλλά τώρα νάνι, αύριο έχω δύσκολη μέρα!»

«Να έχεις και κανένα χαρτομάντηλο δίπλα σου, λέω εγώ τώρα!»

«Έτσι ε; Λοιπόν, θα το τραβήξεις σε βίντεο για να μου το δείξεις!»

«Ε;»

«Αυτό που σου είπα!»

«Σοβαρά;»

«Σοβαρότατα! Θα το βλέπω με εσένα γονατισμένη μπροστά μου με το στόμα σου γεμάτο!»

«Ζέστη! Ζέστη και υγρασία!»

«Εμ τι νόμιζες, 100 η αλεπού, 110 το αλεπουδάκι;»

«Αλλοίμονο!»

«Καληνύχτα αλεπουδάκι!»

«Καληνύχτα γριά αλεπού!»

Τελικά το χαρτομάντηλο χρειάστηκε αλλά για άλλο λόγο. Αν και προτιμούσα τα χειλάκια της Αναστασίας από τη χούφτα μου, στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι!

Η επόμενη μέρα ευτυχώς κύλισε γρήγορα καθώς το συνέδριο αποδείχτηκε ενδιαφέρον. Το απόγευμα ξεκουραστήκαμε και κατά το βραδάκι βγήκαμε έξω με τη διοικητική ομάδα των τοπικών γραφείων με τους οποίους καθίσαμε μέχρι τα μεσάνυχτα αλλά το καλό ήρθε στο τέλος της ημέρας, όταν επιστρέψαμε στα δωμάτιά μας, με τη μορφή μηνύματος.

«Αύριο η μαμά και ο μπαμπάς θα λείπουν από το πρωί μέχρι το μεσημέρι, έχουν να πάνε σε βαφτίσια και μετά θα πάνε για φαγητό, οπότε μπορώ να έρθω μαζί σου στο Πόζαρ.»

«Δε θέλεις να πας κι εσύ μαζί τους;»

«Όταν απάντησαν στην πρόσκληση είχαν πει ότι θα είναι οι δυο τους καθώς τότε δεν μπορούσαν να γνωρίζουν ότι το Σάββατο θα ήμουν Θεσσαλονίκη.»

«Δεν είναι ότι δε θέλω να πάμε παρεούλα αλλά…»

«Αν ανησυχείς για το πως θα το πάρουν θα σου πω ότι έδειξαν και ανακούφιση κιόλας, τους φουκαράδες τους είχαν πιάσει τύψεις!»

Ωραία, έφυγαν οι τύψεις από Μιχάλη και Ελένη για να έρθουν σε μένα. Ε, ρε και να ήξεραν τι έχω κάνει με την κόρη τους, θα με φυτεύαν επί τόπου…

«Ωραία! Έλεγα να πάω σχετικά νωρίς, κατά τις 10:00 είναι καλά;»

«Μια χαρά αλλά θα είναι εκεί και η μαμά και ο μπαμπάς, στις 12:00 είναι τα βαφτίσια»

«Κανένα πρόβλημα, θα τους πεις ότι θα σας φέρω και καφεδάκια ερχόμενος. Αλήθεια, εσύ μαγιό έχεις;»

«Ναι, είχα αφήσει ένα ζευγάρι εδώ για καλό και για κακό!»

«Ωραία, τα λέμε αύριο το πρωί τότε!»

«Ναιιιιι! Καληνύχτα Αντώνη μου, σ’ αγαπάω»

«Καληνύχτα κοριτσάκι μου»

Το πρωί είχαμε δώσει όλοι ραντεβού στις 08:30 για πρωινό καθώς όλοι τους εκτός από εμένα που θα καθόμουν μέχρι και την Κυριακή θα έκαναν checkout. Βασίλης και Βασιλική θα επέστρεφαν με αεροπλάνο αλλά ο Μίλτος, όπως κι εγώ, είχε ανέβει με το αυτοκίνητο καθώς είχε έρθει μαζί με την Μυρσίνη. Επειδή ο διάβολος είχε πολλά ποδάρια τον ρώτησα τι θα κάνουν το Σάββατο και μου είπε ότι θα πήγαιναν Χαλκιδική με τη μητέρα, τον πατριό και τον αδερφό της Μυρσίνης. Του είπα να μεταβιβάσει τους χαιρετισμούς μου και ανέβηκα στο δωμάτιό μου για να αλλάξω. Φόρεσα φόρμα και αθλητικά παπούτσια αλλά πήρα μαζί μου και μια βερμούδα η οποία θα αναλάμβανε χρέη μαγιό. Κατέβηκα και, αφού  σταμάτησα και πήρα τους καφέδες για Μιχάλη, Ελένη και Αναστασία, στις 10:00 ακριβώς ήμουν μπροστά από το σπίτι τους. Δεδομένου ότι εμείς θα φεύγαμε πρώτοι πάρκαρα μπροστά από την είσοδο τους και χτύπησα το κουδούνι.

«Δε θες να βάλεις το αυτοκίνητο μέσα;» με ρώτησε ο Μιχάλης από το θυροτηλέφωνο.

«Όχι δε χρειάζεται, δεν εμποδίζω εδώ, έτσι;»

«Όχι δεν εμποδίζεις. Καλώς, έλα!»

Καθότι είχε όμορφη μέρα τους βρήκα και τους τρεις να κάθονται στον κήπο.

«Καλημέρα, σας έφερα και τα καφεδάκια σας!»

«Αχ, να είσαι καλά!» είπε ο Μιχάλης βοηθώντας με να αφήσω κάτω τους καφέδες.

«Πώς ήταν το συνέδριο;» με ρώτησε η Ελένη.

«Καλά ήταν, ενδιαφέρον σε γενικές γραμμές. Καίτοι από τις υποχρεώσεις που εγώ και ο Γιαννακουδάκης δεν μπορούμε να αποφύγουμε, έχω περάσει πολύ πιο βαρετά. Εσείς πώς τα περνάτε;»

«Εδώ ήσυχα. Μας λείπει η Αναστασία αλλά τουλάχιστον έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο» είπε ο Μιχάλης όχι απλά μπήγοντας αλλά στριφογυρίζοντας κιόλας το μαχαίρι στα σωθικά μου.

Να δεις που το καζάνι θα έχει και το όνομά μου!

«Μακάρι να ζούσε η Αγγελική, θα ήταν μέσα στην τρελή χαρά που θα έμενε η Αναστασία μαζί μας.»

Χώρια που θα είχα γλιτώσει και τα καζάνια της κόλασης!

Καθίσαμε γύρω στη μια ώρα μέχρι να πιούμε τα καφεδάκια μας.

«Λοιπόν, Αναστασία είσαι σίγουρη ότι δε θες να κάτσεις εδώ;»

«Μόνη μου; Όχι ευχαριστώ, δε  θα πάρω!»

«Κατά τις εφτά θα φέρει η Χριστίνα το Φρουφρού!» της είπε η Ελένη.

«Μην το ξανακούσω αυτό το όνομα! Άκου Φρουφρού! Τριστάνο θα τον ονομάσω!»

«Τι ώρα θα τελειώσετε εσείς;»

«Γύρω στις πέντε θα έχουμε γυρίσει»

«Άρα να φύγουμε από εκεί γύρω στις τρεις» είπα κάνοντας τους υπολογισμούς μου.

«Δε θα χαλάσει ο κόσμος να έρθετε και λίγο αργότερα, τόσα χιλιόμετρα θα κάνετε, ε καθίστε και λίγο παραπάνω. Αν φύγετε γύρω στις πέντε λογικά γύρω στις εφτά θα είστε εδώ και μην ξεχνάς ότι το βράδυ σε περιμένουμε στις εννιά» μου υπενθύμισε η Ελένη.

«Εντάξει. Λοιπόν δεσποινίς, είσαι έτοιμη; Τα αθλητικά σου να βάλεις, θα πέσει πολύς ποδαρόδρομος στο βουνό!»

«Τα φοράω ήδη!» είπε χαρίζοντάς μου ένα αστραφτερό χαμόγελο.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και στη θεωρία ο δρόμος ήταν γύρω στο δίωρο αλλά δεν είχε κίνηση και το πάτησα για τα καλά. Μία ώρα και κάτι αργότερα είμασταν στα λουτρά. Πήγαμε στο πίσω πάρκινγκ και κατεβήκαμε να ελέγξουμε αν έχουν διαθεσιμότητα οι ιδιωτικές πισίνες. Σταθήκαμε τυχεροί οπότε την έκλεισα για μια ώρα και μετά έκλεισα και ραντεβού για να μας κάνουν μασάζ. Κλείσαμε το #1 και όταν μπήκαμε μέσα κλείδωσα την πόρτα.

«Επιτέλους μόνοι!» της είπα πειρακτικά.

«Επιτέλους δε θα πει τίποτα!» μου είπε και με φίλησε τυλίγοντας τα χέρια της πίσω από το σβέρκο μου.

«Κάτσε, εσύ δεν έχεις περίοδο;» τη ρώτησα αλλά αντί απάντησης μου έδειξε το κορδονάκι. Αν και την ήθελα σαν τρελός η προσμονή έχει και αυτή τη γλύκα της οπότε πέραν του να μπούμε και οι δύο τελείως γυμνοί στην πισίνα δεν κάναμε κάτι άλλο. Αφεθήκαμε στο καυτό νερό να μας χαλαρώσει χωρίς να μιλάμε και κάτσαμε έτσι σχεδόν μισή ώρα. Κάποια στιγμή πήγα στην πίσω πλευρά της πισίνας και κάθισα σε μια μέτρα. «Για έλα εδώ!» της είπα και η Αναστασία ήρθε και κάθισε γονατιστή μπροστά μου. «Μου έλειψες»

«Κι εμένα Αντώνη μου, πολύ-πολύ!»

«Δεν ξεχνάω τι μου έκανες προχθές το βράδυ, νεαρά!»

«Χιχιχι!»

«Τράβηξες βίντεο που σου ζήτησα;»

«Ναι, το τράβηξα!»

«Ωραία, θα το δούμε όταν επιστρέψουμε Αθήνα. Δηλαδή εγώ θα το δω, εσύ δε θα βλέπεις και πολλά πράγματα αν με εννοείς!»

«Θα μου κλείσεις τα μάτια;»

«Το στόμα θα σου κλείσω!»

«Σάτυρε!»

«Είπε το κωλοπαίδι που μου έστελνε γυμνές φωτογραφίες. Τις έσβησες, έτσι;»

«Ναι, τα είπαμε αυτά!»

Σηκώθηκα και στάθηκα όρθιος μπροστά της με το όργανό μου σηκωμένο σαν κατάρτι. Δεν χρειάστηκε να πω κάτι, όπως ήταν ήδη γονατισμένη με τράβηξε προς το μέρος της και με πήρε στο γλυκό της στόμα κάνοντας σχεδόν τα μάτια μου να γυρίσουν μέσα στις κόγχες τους από την απόλαυση. Είχε αρχίσει σιγά-σιγά να μαθαίνει να με παίρνει πιο βαθιά στο στόμα της αλλά το μεγάλο μυστικό στην πίπα είναι να αρέσει σε αυτή που στην κάνει. Κατέβασα το βλέμμα μου προς τα κάτω, είχε κλειστά τα μάτια και πήγαινε το κεφάλι της μπρος πίσω παίρνοντάς με όσο μπορούσε μέσα της. Σα να κατάλαβε ότι την κοιτούσα και σταμάτησε για λίγο και ύψωσε το βλέμμα της προς εμένα. Της χαμογέλασα και τη χάιδεψα τρυφερά στο πρόσωπο και κλείνοντας και πάλι τα μάτια επέστρεψε στο έργο της με ακόμα μεγαλύτερη όρεξη.

«Προχθές το βράδυ τα χρειάστηκα τελικά τα χαρτομάντηλα αλλά για άλλο λόγο. ΑΑΑΑΧ… έφερνα στο νου μου ΑΑΑΑΧ τη σκηνή που έγινε την ΑΑΑΑΑΧ την Τετάρτη το πρωί… ΑΑΑΧ να είμαι καθισμένος αναπαυτικά στην πολυθρόνα ΜΜΜΜΜ ΑΑΑΧ και εσύ να με τσιμπουκώνεις. ΑΑΑΑΧ, η χούφτα μου ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ωστόσο δε συγκρίνεται με το γλυκό σου στοματάκι. ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ…» και εκεί σταμάτησα να μιλάω γιατί ένιωσα το τέλος να έρχεται. Η Αναστασία το κατάλαβε και κράτησε το κεφάλι της ακίνητο ενώ το όργανό μου σπαρταρούσε μέσα στο στόμα της αδειάζοντας με ηδονικούς σπασμούς. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» ήταν οι μόνοι ήχοι που κατόρθωσα να βγάλω καθώς την έχυνα. Ένιωσα ξαφνικά τα πόδια μου να τρέμουν οπότε τραβήχτηκα απαλά από το στόμα της και κάθισα ξανά στην πέτρα.

«Πολύ πράγμα!» παρατήρησε η Αναστασία. «Δεν πρέπει να σε αφήνω πάνω από μια μέρα, πήγες να με πνίξεις πάλι!»

«Τι να κάνουμε, είχαμε τεχνικές δυσκολίες!»

«Συντονιστήκαμε… ξέρεις… κι εγώ όταν… όταν έπαιξα με τον εαυτό μου αυτή τη σκηνή έφερα στο μυαλό μου, εσύ να κάθεσαι στην καρέκλα σου και να κάνεις δουλειά ή να μιλάς στο τηλέφωνο κι εγώ να σε έχω στο στόμα μου. Να σου εξομολογηθώ κάτι;»

«Αμέ!»

«Όταν η Τίνα μου είπε ότι έκανε για πρώτη φορά στοματικό στο αγόρι της, το ίδιο βράδυ φαντάστηκα να το κάνω σε εσένα. Δεν το είχα φαντασιωθεί νωρίτερα εννοώ ότι μέχρι τότε όταν έπαιζα με τον εαυτό μου φανταζόμουν μέχρι και ψαχούλεμα. Τις πιο προχωρημένες φαντασιώσεις άρχισα να τις έχω από εκείνη τη μέρα.»

«Μου είχες πει “δεν το έχω ξανακάνει αυτό”, το θυμάσαι μικρέ απατεώνα;»

«Το θυμάμαι Αντώνη μου και μετανιώνω που σου είπα ψέματα»

«Ξέρεις, αυτό σκεφτόμουν την πρώτη φορά που με πήρες στο στόμα σου, ότι αποκλείεται να ήταν η πρώτη σου φορά, το έκανες υπερβολικά καλά για να είναι η πρώτη φορά!»

«Η επανάληψη είναι η μητέρα της μαθήσεως» μου απάντησε ξερά. «Από την άλλη, Αντώνη στο ορκίζομαι, με εσένα είναι τελείως διαφορετικό, μ’ αρέσει πολύ περισσότερο.»

«Δε χρειάζεται να μου ορκίζεσαι Αναστασία μου, σε πιστεύω.»

Όταν τελειώσαμε από την πισίνα πήραμε την ανηφόρα προς το βουνό και το ρολόι μου έγραψε δεκαπέντε χιλιόμετρα στο πήγαινε-έλα αλλά έχοντας στη διάθεσή μας και κρύο και ζεστό νερό να βουτήξουμε τα πόδια μας όταν κουραζόμασταν, έκανε τη βόλτα σχεδόν παιχνίδι. Όταν γυρίσαμε καθίσαμε να πιούμε το καφεδάκι μας στην καφετέρια ενώ η Αναστασία βρήκε την ευκαιρία και κατέβηκε στο ποτάμι, ακριβώς από κάτω από εκεί που καθόμασταν είχε μια μεγάλη γούρνα με ζεστό νερό.

«Αχ, είναι υπέροχα!» μου είπε χαμογελώντας.

«Κάτσε να σε τραβήξω φωτογραφία» της είπα και πήρε πόζα, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. Από φωτογραφίες άλλο τίποτα, τραβήξαμε μπόλικες, όπως και βίντεο. Κάθισε για λίγη ώρα κάτω και μετά αλλάξαμε θέσεις, ήρθε εκείνη και κάθισε στο τραπέζι και κατέβηκα εγώ στη γούρνα με το ζεστό νερό. All in all ήταν υπέροχα ωστόσο τελικά αποφασίσαμε να γυρίσουμε πιο νωρίς, ώστε να προλάβω να ξεκουραστώ και λίγο στο ξενοδοχείο γιατί ο ήλιος -έστω και ο Οκτωβριάτικος- με είχε νταλακιάσει.

Η επιστροφή μας πήρε περίπου όση ώρα και το πήγαινε, γύρω στις 18:00 την άφησα σπίτι της και έφυγα ντουγρού για το ξενοδοχείο όπου άφησα και το αυτοκίνητο για να φορτίσει. Ανέβηκα στο δωμάτιό μου, έκανα ένα γρήγορο ντους και έπεσα στο κρεββάτι και ξεράθηκα. Αν και μου είχαν πει ότι με περίμεναν κατά τις εννιά, εκείνη ήταν η ώρα που ξύπνησα. Πήρα ένα τηλέφωνο να τους ειδοποιήσω ότι θα καθυστερήσω λίγο και μπήκα ξανά στο ντουζ κάνοντας ένα με δροσερό προς κρύο νερό για να ξυπνήσω. Ετοιμάστηκα και πήγα στην κάβα που με συμβούλεψαν από το ξενοδοχείο και πήρα ένα μπουκάλι καλό κρασί και γύρω στις 21:45 ήμουν στο σπίτι του Μιχάλη και της Ελένης.

«Κοίτα τον!» μου είπε η Αναστασία με ένα χαμόγελο από το ένα αφτί μέχρι το άλλο δείχνοντάς μου τον Τριστάνο που ήταν πραγματικά μια ζωγραφιά. Τον είχε στον κόρφο της και ο γατούλης χουρχούριζε και πότε-πότε έριχνε χαρούμενα νιαουρίσματα.

«Κούκλος είναι!» απάντησα χαμογελαστός.

Παρά το γεγονός ότι είχε δροσούλα αποφασίσαμε ομόφωνα να φάμε στον κήπο. Ομολογώ ότι με έτρωγαν ακόμα οι τύψεις ωστόσο ακόμα και έτσι η βραδιά κύλισε πολύ όμορφα και τελικά το διαλύσαμε κοντά στις 02:00. Για να τους αφήσω να χαρούν όσο περισσότερο μπορούσαν την Αναστασία αποφάσισα να φύγουμε νωρίς το απόγευμα αντί για πρωί. Βέβαια έτσι δε θα περνούσαμε από τα Τέμπη αλλά δεν πειράζει, άλλη φορά. Δεδομένου ότι έπρεπε να κάνω checkout πριν τις 10:00 από το ξενοδοχείο τα παιδιά μου πρότειναν να πάω να καθίσω από εκεί αλλά αρνήθηκα ευγενικά προφασιζόμενος ότι θα δω κάποιους γνωστούς. Αντιθέτως όταν έκανα checkout έκανα μια βόλτα μέχρι τη Βόλβη και κάθισα εκεί να πιώ τον καφέ μου και να φάω το μεσημεριανό μου. Γύρω στις 15:00 ήμουν πίσω στη Νέα Κρήνη και αφού φορτώσαμε το αυτοκίνητο με τα πράγματα που ήθελε να φέρει στην Αθήνα και μετά από ένα νέο γύρο δακρύβρεχτων αποχαιρετισμών κινήσαμε για το δρόμο της επιστροφής.

Στη Λάρισα κάναμε πάλι στάση μια ώρα για καφέ όσο το αυτοκίνητο φόρτιζε στον ταχυφορτιστή στο εταιρικό parking. Ο Τριστάνο ήταν στο ειδικό κλουβί του και κοιμόταν του καλού καιρού ωστόσο τον πήραμε και αυτό μαζί μας, πράγμα για το οποίο εξέφρασε έντονη αντίδραση με τη μορφή νευριασμένων νιαουριτών αλλά όταν φτάσαμε στην καφετέρια και η Αναστασία έβγαλε το μπιμπερό για να τον ταΐσει γάλα, ξέχασε όλες τις διαμαρτυρίες και άρχισε να χουρχουρίζει σαν χαλασμένο τρακτέρ κάνοντας τους θαμώνες να βάλουν τα γέλια. Γύρω στις 18:00 ξεκινήσαμε για Αθήνα και τελικά κοντά στις 21:30 φτάσαμε Άνοιξη να πάμε να πάρουμε τον έτερο Καπαδόκη από την αδερφή μου ο οποίος κόντεψε να με διαλύσει από τις χαρές που μου έκανε. Του δείξαμε τον Τριστάνο μέσα από το κλουβί και ο Ράντι άρχισε να κλαψουρίζει αλλά ο φουκαράς ο Τριστάνο είχε γίνει μπαλίτσα στο βάθος του κλουβιού και καθόλου δεν είχε χαρεί για τη γνωριμία.

«Όταν τελειώσεις έλα πάνω και φέρε τον Τριστάνο χωρίς το κλουβί του για να γίνει το proper introduction»

«Εντάξει Αντώνη μου» είπε και μπήκε στο διαμέρισμά της. Ανέβηκα πάνω με τον Ράντι που είχε πάθει λαλά και δεν ξεκολλούσε από τα πόδια μου και πήγα και του γέμισα το νερό του και του έδωσα και ένα μεγάλο κόκαλο και βγήκαμε στη βεράντα αφού πέρασα από το γραφείο και ψάρεψα ένα τσιγάρο και τον αναπτήρα. Σκεπτόμενος καλύτερα μου έβαλα και λίγο ουίσκι και με το Ράντι να μην ξεκολλάει κάθισα στο τραπέζι και άναψα το τσιγάρο τραβώντας κάμποσες ηδονικές ρουφηξιές. Δέκα λεπτά αργότερα χτύπησε η πόρτα και σηκώθηκα για να πάω να ανοίξω.

«Κράτα τον να τον μυρίσει» είπα στην Αναστασία και ο Ράντι μύρισε τον Τριστάνο κοντεύοντας να ξεκολλήσει την ουρά του και for a good measure άρχισε να τον γλείφει με αποτέλεσμα ο Τριστάνος να κατουρήσει την Αναστασία, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

Βγήκαμε στη βεράντα και η Αναστασία άφησε τον Τριστάνο στο πάτωμα όπου έκανε τα πρώτα του διστακτικά βήματα ενώ η αρκούδα που η κεφάλα της ήταν μεγαλύτερη από το γάτο είχε ξαπλώσει στα πόδια του και τον κοίταζε. Ο Τριστάνο αποφάσισε ότι το καφέ τέρας ήταν μάλλον φιλικό και άρχισε να του τρίβεται με αποτέλεσμα ο Ράντι να τον γλείψει κάνοντας τον Τριστάνο κωλοτούμπα, κάτι που αντί να νευριάσει τον ενθουσίασε με αποτέλεσμα να επιστρέψει και να αρχίσει να κωλοτρίβεται πάλι στην καφετί αρκούδα. Εννοείται ότι όλο αυτό το τραβήξαμε σε βίντεο, είχαν απίστευτη πλάκα οι δυο τους. Ξεθαρρεύοντας περισσότερο ο Τριστάνο άρχισε να εξερευνά τη βεράντα μέχρι που αποφάσισε ότι η ουρά του Ράντι ήταν το πιο ενδιαφέρον αντικείμενο και γραπώθηκε πάνω της με τον Ράντι να τον κάνει αεροπλανάκι κουνώντας την χαρούμενος, κάνοντάς μας να μη μας μείνει άντερο από το γέλιο.

«Πάω κάτω να τον βάλω στο παρκάκι του και επιστρέφω» μου είπε η Αναστασία και πράγματι πέντε λεπτά αργότερα ήταν πίσω. «Ξεράθηκε, ίσα που άγγιξε το φαγητό του!»

«Εσένα κάτι σου χρωστάω! Για έλα εδώ μαζί μου!»

Αφήσαμε το Ράντι με το κόκαλο στη βεράντα και παίρνοντας την από το χέρι την πήγα στο δωμάτιο. Της έδεσα τα μάτια και αφήνοντάς τη να περιμένει πήγα στο playroom και έφερα ένα ζευγάρι χειροπέδες. Την έγδυσα και περνώντας τα χέρια της πίσω από την πλάτη της τής φόρεσα τις χειροπέδες. Την έβαλα και ξάπλωσε μπρούμητα με τα πόδια κάτω από το κρεββάτι έχοντας μπροστά μου το υπέροχο κωλαράκι της.

«Γι’ αυτό που μου έκανες προχθές θα τιμωρηθείς με 40 με τη βίτσα, είκοσι σε κάθε κωλομέρι. Θα μετράς τα χτυπήματα δυνατά και καθαρά, κάθε μέτρημα που χάνεις θα έχει ως ποινή άλλα πέντε χτυπήματα. Κατανοητός;»

«Μάλιστα» μου απάντησε.

«Αν δεις ότι δεν αντέχεις θα μου πεις Αντώνη σταμάτα»

«Εντάξει Αντώνη μου»

Πήρα τη βίτσα και την άρχισα με σιγανά χτυπήματα για να την προθερμάνω.

«Ένα… δύο… ααχ.. τρία… αααχ… τέσσερα… πέντε… ΑΑΑΑΑΑΑΟΥ… έξι… ΑΟΥΥΥΥΥΥΥ επτά…»

Συνέχισα να της ρίχνω αυξάνοντας σταδιακά την ένταση των χτυπημάτων αλλά φροντίζοντας να μην είναι ιδιαίτερα δυνατά, δεν ήθελα να τη φτάσω να χρησιμοποιήσει το safeword. Όταν φτάσαμε στα σαράντα τα κωλομέρια της είχαν ένα υπέροχο κόκκινο χρώμα. Πήρα το λιπαντικό και το άπλωσα στο κωλαράκι της και στο όργανό μου. Το έτριψα για λίγο στην τρυπούλα της και μετά άρχισα αργά αλλά σταθερά να το βυθίζω μέσα στο κωλαράκι της κερδίζοντας φωνούλες πόνου και καύλας.

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΟΥΥΥΥ ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜ»

Ο σφικτήρας της μου παραδόθηκε και άρχισα να κινούμαι πιο ελεύθερα μέσα της.

«Σ’ αρέσει που σου σκίζω το κωλαράκι πουτανίτσα;»

«Ναιι… ΑΑΑΑΑΧ πολύ… σκίσε με… ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΧ γάμησέ με… ΑΑΑΑΧ δική σου είμαι… ΑΑΑΧ ΑΑΑΧ δική σου… δική σου… ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ»

«Τι είσαι; ΑΑΑΧ; Τι είσαι;»

«ΑΑΑΧ η … η πουτανίτσα σου. ΑΑΑΑΧ πόσο μ’ αρέσει να γαμάς… ΑΑΑΑΧ να με σκίζεις… ΑΑΑΧ ΑΑΑΧ ΑΑΑΧ…»

Με τις καύλες που είχα είναι να απορείς που μου πήρε πάνω από πέντε λεπτά μέχρι να τελείωσω. Νιώθοντας τον οργασμό να έρχεται καρφώθηκα βαθιά για τελευταία φορά και κάθισα ακίνητος, αδειάζοντας μέσα της και η μόνη που ακούστηκε ήταν η Αναστασία γιατί εμένα κόντευε να μου κοπεί η ανάσα. Δεν είχαμε κάποιο ατύχημα ωστόσο η Αναστασία μου ζήτησε να τη λύσω για να πάει τουαλέτα.

«Πήγαινε στη μικρή, εγώ πάω να μας ετοιμάσω το μπάνιο, έχεις όρεξη;»

«Αμέ!» μου είπε και έφυγε τρέχοντας.

Χαμογελώντας πήγα στο μπάνιο και άνοιξα το νερό. Ξεπλύθηκα στα γρήγορα και όταν τελείωσε την έκλεισα για να την αφήσω να γεμίσει. Δεν είχε φτάσει καν μέχρι τη μέση όταν ήρθε η Αναστασία να με βρει, λίγο πιο κόκκινη απ’ ότι συνήθως.

«Καλώς το ινδιανάκι!» την πείραξα.

«Είναι τουλάχιστον ασορτί με το κωλαρίνι μου!»

«Εγώ στο είπα, θα στον μαυρίσω!»

«Και δεν έμεινες στο επιχρωματισμό!»

«Ναι, είδα πόσο σε χάλασε φουκαριάρα μου!»

«Τώρα μιλάμε για τα δικά σου χαΐρια, σάτυρε!»

Δύο χρόνια κόντευα να ξεχάσω τι είναι το γέλιο. Δύο εβδομάδες, τόσο χρειάστηκε για να επιστρέψει, δύο εβδομάδες. Δύο εβδομάδες με την Αναστασία μου.

ΜΟΥ!


11. Αἰὲν ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ Μέγας!

Σε λίγες μέρες θα έμπαινε ο Νοέμβρης και στις αρχές του είχα και ταξίδι μίας εβδομάδας στη Νέα Υόρκη, στα κεντρικά της εταιρίας που ήθελε να μας αγοράσει. Αυτή τη φορά δε θα πήγαινα το Ράντι στην αδερφή μου, θα τον πρόσεχε η Αναστασία. Αν και μου αρέσουν τα ταξίδια και έχω πάει και Αμερική τρεις φορές, για το συγκεκριμένο δεν πετούσα και τη σκούφια μου.

«Έλα βρε Αντώνη μου, μακάρι να μπορούσα να πάω κι εγώ Νέα Υόρκη με όλα τα έξοδα πληρωμένα!»

«Δε θα πάω για τουρισμό καρδούλα μου, για δουλειά θα πάω.»

«Ακόμα και έτσι θα σου μείνουν κάποιες ώρες ελεύθερες να γυρίσεις.»

«Ναι, η Νέα Υόρκη δεν είναι ακριβώς όπως τη δείχνει η τηλεόραση. Τέλος πάντων, τι κάνεις αύριο το απόγευμα; Τι ώρα τελειώνεις τα μαθήματά σου; Σου έχω μια έκπληξη!»¨

«Αλήθεια; Τι έκπληξη;»

«Θα μάθεις αύριο το απόγευμα!»

«Ουφ, θα με σκάσεις!»

«Θα αποζημιωθείς, that I can promise!»

Ο Ράντι κοιμόταν στο σαλόνι με τον Τριστάνο κουλουριασμένο στα πόδια του. Όσο γλυκό και αν ήταν το θέαμα καμιά φορά με άγχωνε γιατί ο γατούλης καίτοι μεγαλόσωμος για γάτα και για την ηλικία του, ήταν μια σταλιά σε σύγκριση με τον Ράντι που εκτός από τεράστιος είναι και ατσούμπαλος. Όπως και να έχει το ντουέτο είχε πολλή πλάκα, ειδικά όταν ο Τριστάνο σκαρφάλωνε στην ουρά του Ράντι και αρχίζαν το ροντέο, με το Ράντι να κουνάει χαρούμενος την ουρά του και τον Τριστάνο να προσπαθεί να κρατηθεί. Είχε φάει κάμποσες εκτοξεύσεις, να τα λέμε αυτά, ωστόσο τι τα θες, ο καθένας μας έχει τα χόμπι του και apparently ο Τριστάνο έχει το δικό του. Η άλλη αγαπημένη ενασχόληση του Ράντι ήταν να βάζει κάτω τον Τριστάνο και να τον γλείφει κάνοντάς τον κωλοτούμπες, και κανά-δυο φορές να κατουρηθεί πάνω του.

Με την Αναστασία στην αγκαλιά μου με πήρε ο ύπνος μέχρι που το πρωί η μικρή με ξύπνησε με τον αγαπημένο μου τρόπο, καφέ στον κομοδίνο και πρωινή πίπα, πίπα στην οποία σιγά-σιγά είχε αρχίσει να γίνεται αστέρι. Ομολογώ πάντως ότι αστέρι είχα αρχίσει να γίνομαι και του λόγου μου στην αιδοιολειχία, η οποία με την Αναστασία είχε γίνει πολύ του γούστου μου. Γενικά ποτέ δεν ήμουν φαν και ακόμα και στην Αγγελική το έκανα τελείως διεκπαιρεωτικά όμως με τη μικρή είχα βρει το μάστορά μου, λάτρευα να τη γλείφω από την κορυφή μέχρι τα νύχια.

Η έκπληξη που είχα για την Αναστασία ήταν η παραγγελία της Grand America, είχα κλείσει ραντεβού το απόγευμα στην αντιπροσωπία στην Κηφισού και θα έπαιρνα μαζί μου και τη μικρή. Είχα ορκιστεί στην Αγγελική ότι θα το έκανα το ταξίδι στο Nordcapp και σκόπευα να τηρήσω τον όρκο μου είτε μόνος μου είτε με παρέα. Μην είμαι ψεύτης, με την Αναστασία θα ήθελα να το κάνω αυτό αλλά δεν ξέρω πως θα μπορούσε να δικαιολογήσει τέτοιο ταξίδι μαζί μου στους δικούς της. Ωστόσο δεν υπάρχει μόνο το Nordcapp, με την Αμερικάνα μου θα μπορούσαμε να κάνουμε και άλλα ταξίδια.

Η μέρα πέρασε σχετικά αργά αλλά τα κατάφερα και στις 19:00 ήμουν σπίτι. Πήρα τηλέφωνο την Αναστασία.

«Έλα, γύρισες;»

«Πριν από λίγο μπήκα!»

«Έχεις φάει;»

«Έφαγα ένα τοστάκι το μεσημέρι.»

«Ούτε εγώ έχω φάει. Λοιπόν, έχει βόλτα με τη μηχανή οπότε ντύσου ανάλογα!»

«Προλαβαίνω να κάνω ένα ντουζάκι;»

«Όχι, θα κάνουμε μαζί όταν γυρίσουμε!»

«Χμμμ… θα είσαι φρόνιμος;»

«Θεός φυλάξοι!»

«You got a deal, δώσε μου μόνο πέντε λεπτάκια για να ξελυσσάξει ο Τριστάνο και ανεβαίνω!»

«Φέρε τον κι’ αυτόν πάνω, να κρατάει παρέα στο Ράντι»

«Εντάξει, έρχομαι!»

Πράγματι πέντε λεπτά αργότερα ανέβηκε πάνω με τον Τριστάνο αγκαλιά. Φορούσε τη φόρμα της με την ροζ ρίγα που τονίζει το απίθανο κωλαράκι της και ομολογώ ότι με πολλή δυσκολία συγκρατήθηκα και δεν την πήγα μέσα να της ξηγήσω πόσα απίδια χωράει ο σάκος. Προσπαθούσα να είμαι εγκρατής με το κωλαράκι της και συνήθως άφηνα να περάσουν καμιά δεκαριά μέρες πριν την ξαναπάρω από πίσω, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν τα κατάφερνα κάθε φορά και, με την Αναστασία πάντα πρόθυμη να με ικανοποιήσει, δεν είναι και εύκολο.

Αναστασία η οποία ήταν ερωτευμένη μέχρι τα μπούνια αλλά σάματις κι εγώ ήμουν καλύτερος; Αν και ανέκαθεν εκτιμούσα το μυαλό της, ο πόθος μου στην αρχή ήταν καθαρά σαρκικός, είχα ερωτευτεί το σώμα της και όμως ακόμα και έτσι δε μου πήρε ούτε δύο εβδομάδες να μετατραπώ από καυλωμένος δεκαπεντάρης σε ερωτευμένος δεκαπεντάρης. Τι και αν γνώριζα ότι δεν υπήρχε μέλλον μαζί της; Τι και αν το κρατούσαμε κρυφό από τους πάντες; Δεν έχει σημασία, αυτό που έχει σημασία είναι ότι είχε κάνει το γέλιο να επιστρέψει στη ζωή μου και την καρδιά μου να χτυπάει σαν ξεκούρδιστο ρολόι. Και όλα αυτά με ένα κοριτσόπουλο με το οποίο είχα 27 χρόνια διαφορά.

Και τρεις μέρες.

Φορέσαμε τις φόρμες μας και κατεβήκαμε κάτω στη μηχανή και έβαλα μπρος. Κατεβήκαμε την Κηφισίας μέχρι το δαχτυλίδι στο Μαρούσι και εκεί μπήκα Αττική οδό. Αν είχα αυτοκίνητο θα είχα βλαστημήσει την ώρα και τη στιγμή αλλά με τη μηχανή δεν είναι πρόβλημα. Με αυτή τη μηχανή δηλαδή, η Αμερικάνα είναι σαν αυτοκίνητο οπότε τέτοια κόλπα με δαύτη δε θα έχει. Στην Εθνική είχε τα ίδια χάλια ωστόσο τελικά γύρω στις 19:40 ήμασταν στην αντιπροσωπία.

«BMW?» με ρώτησε η Αναστασία ξεκαβαλώντας και βγάζοντας το κράνος. «Εσύ δεν κορόιδευες τον κύριο Βασίλη που πήρε BMW?»

«Δε θα πάρω αυτοκίνητο!» της είπα και πήγαμε μέσα και της έδειξα το εκθεσιακό κομμάτι. «Πώς σου φαίνεται;»

«ΓΟΥΑΟ! ΓΟΥΑΟ!!!!!!!»

«Δεν είναι κουκλί; Το νέο μοντέλο, 1600 κυβικά, 172 άλογα, cruise control, κλιματισμός, ηχοσύστημα, μέχρι και …πολυθρόνα για τον συνεπιβάτη. Μάλιστα σε αυτό που θα παραγγείλω, θα έχει και στηρίγματα για τους αγκώνες, για να μη μου κουράζεσαι!»

«Είναι υπέροχη!!! ΑΑΑΑΑΧ»

Πήγαμε μέσα και τακτοποίησα τα διαδικαστικά, αρχές Δεκέμβρη θα ήταν έτοιμη. Την πήρα με όλα της τα έξτρα και επειδή την πήρα ντούκου, όλα τα extra της μου τα έκαναν δώρο.

«Αυτή θα την κρατήσεις;»

«Φυσικά, η Αμερικάνα είναι για ταξίδια, δεν είναι για να κόβεις βόλτες στους δρόμους της Αθήνας.»

«Και δε μου λες, που θα πάμε πρώτο ταξίδι;»

«Τι προτιμάς, Πήλιο ή Μονεμβασιά;»

«Μονεμβασιά! Πήλιο έχω πάει!»

«Μονεμβασιά λοιπόν! Αλήθεια, τι θα φάμε; Έχω όρεξη για σουβλάκια!»

«Αμέ, σουβλάκια!»

Στο ανέβα είχε πολύ λιγότερη κίνηση και έτσι σχεδόν μισή ώρα αργότερα ήμασταν σπίτι.

«Δε μου λες, θες να φάμε πρώτα ή να κάνουμε ένα ντουζάκι;»

«Αν αντέχεις την πείνα, θα προτιμούσα ένα ζεστό μπάνιο πριν και μετά να φάμε, γιατί αν φάμε πρώτα, μας βλέπω να το ρίχνουμε στον ύπνο μέσα στο υδρομασάζ!»

Παρά το γεγονός ότι έμενε στο ακριβώς από κάτω διαμέρισμα η Αναστασία είχε φέρει κάμποσα πρόχειρα ρούχα για να φοράει όταν ήταν εδώ, άλλωστε κοιμόμασταν πολύ συχνά μαζί. Εγώ από την άλλη όλη κι όλη μία φορά έχω κοιμηθεί στο δικό της σπίτι, αφενός το κρεββάτι της είναι ημίδιπλο και όχι υπέρδιπλο και αφετέρου δε διαθέτει την ίδια ηχομόνωση που έχει το δικό μου και η μικρή είναι φασαριόζα!

Όσο εκείνη έπαιζε με το Ράντι και τον Τριστάνο εγώ πήγα και γέμισα το υδρομασάζ και έβαλα τις βόμβες αφρού. Όταν ήταν όλα έτοιμα τη φώναξα να έρθει κι εκείνη μέσα. Πόσο λατρεύω το γεγονός ότι κάθε φορά που τη βλέπω να γδύνεται νιώθω σα να τη βλέπω για πρώτη φορά!

«Χμμμ, πάλι με τρως με τα μάτια!»

«Δε θα μείνω στα μάτια και δε θα είμαι ο μόνος που θα φάει, αν μ’ εννοείς!»

«Βρε σάτυρε!»

«Είμαι και φαίνομαι!»

«Είσαι αλλά δε φαίνεσαι! Καλά το λένε, τα σιγανά ποτάμια να φοβάσαι!»

«Θα σε δείρω μετά το μπάνιο καθότι πολιτισμένος!»

«Αλίμονο, μη με δείρεις μπίχλα και σου βγει το όνομα!»

«Για μια υστεροφημία ζούμε! Έλα εδώ βρε βάσανο!»

«Μόνο αν μου υποσχεθείς πως δε θα είσαι φρόνιμος!»

«Cross my heart and hope to die!”

«Αντώνη μου, κόψε τις αηδίες γιατί αντί να κοκκινήσει το δικό μου κωλαράκι θα μαυρίσει το δικό σου, αντιλαβού μεσιέ;»

«Έκφραση είναι βρε μπούφο!»

«Δε μ’ αρέσει! Δε θα την ξαναχρησιμοποιήσεις!»

«Μάλιστα, όπως διατάξατε!»

«Έτσι μπράβο, να είσαι υπάκουος!»

«Σε τρώει;»

«Λίγο μόνο!» μου είπε χαμογελαστή και ήρθε και μπήκε στο μπάνιο και κάθισε πάνω μου και με φίλησε. «Χμμμ… κάτι εξέχει εδώ!» μου είπε ερεθισμένη.

«Ναι; Για κάτσε καλύτερα να δούμε!» της είπα και χωρίς να χάσει την ευκαιρία κάθισε πάνω μου και το όργανό μου γλίστρησε μέσα της προκαλώντας ηδονικά βογγητά και στους δυο μας.

«ΑΑΑΑΧ μωρό μου ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ»

«Σ’ αρέσει κοριτσάκι μου;»

«Πολύ Αντώνη μου!»

«Είσαι δική μου!»

«Δική σου! Μόνο δική σου!»

«Σου έχω μια ανήθικη πρόταση!»

«ΑΑΑΑΧ ναι ΑΑΑΑΑΧ» είπε αρχίζοντας να κινείται πιο γρήγορα.

«Ένας από τους …παλιούς γνωστούς μου κάνει ένα πολύ πριβέ πάρτι»

«Τι είδους… ΑΑΑΑΑΧ τι είδους πάρτι;»

«Από αυτά με τα ούζα!» της είπα και κοκκάλωσε.

«Εεε…»

«Είναι κάτι μεταξύ swingers και BDSM. Όπως καταλαβαίνεις λόγω θέσης αποφεύγω τέτοια events αλλά αυτός που το κάνει είναι πολύ γνωστός και έμπιστος και οι καλεσμένοι είναι πάντα λίγοι και εκλεκτοί.»

«Έχεις ξαναπάει;»

«Ναι, με την Αγγελική πηγαίναμε όποτε βρίσκαμε ευκαιρία. Βέβαια από την άλλη η Αγγελική δεν είχε πρόβλημα να πίνει …ούζο, αν μ’ εννοείς. Ωστόσο το όργιο είναι πάντα προαιρετικό και μόνο για όσους έχουν όρεξη, συνήθως πίνουμε το ποτό μας, μιλάμε -δηλαδή οι άλλοι μιλάνε, εγώ ακούω- για BDSM και κάνουμε και σκηνές.»

«Τι σκηνές;»

«Δεσίματα, και διάφορα S/m παιχνίδια, πχ μαστίγωμα, βίτσα κλπ.»

«Δεν ξέρω…»

«Εντάξει καρδούλα μου, αν δε θέλεις δεν θα έρθεις.»

«Εσύ θα πας;»

«Σκέφτομαι να πάω ωστόσο μιας και θα πάω μπακούρι θα περιοριστώ στη συζήτηση και στο οφθαλμόλουτρο, από τη στιγμή που δεν πας τη δική σου σκλάβα/υπό δεν μπορείς να συμμετάσχεις στα S/m παιχνίδια και χωρίς συνοδό δεν μπορείς να συμμετάσχεις στο όργιο, εφόσον δηλαδή γίνει.»

«Αν έρθω ως τι θα έρθω;»

«Ως η συνοδός μου βρε Αναστασία μου, ως τι θα ερχόσουν;»

«Και… και τι θα πρέπει να κάνω;»

«Τίποτα δεν πρέπει να κάνεις. Θα είσαι μαζί μου, θα ακούσεις συζήτηση για BDSM θέματα και θα δεις και δημόσιο παιχνίδι και αν έχεις όρεξη θα λάβεις κι εσύ μέρος.»

«Ουφ… από τη μία με εξιτάρει και από την άλλη φοβάμαι!»

«Δεν έχεις λόγο να φοβάσαι τίποτα χαζούλα, θα είμαι κι εγώ εκεί. Όπως και να έχει θα έχεις αρκετό χρόνο να το σκεφτείς, προς τα τέλη του μήνα είναι το event»

«Και το κανονίζει από τώρα;»

«Ε αυτά δεν κανονίζονται από σήμερα για αύριο.»

«Εσύ ξέρεις ποιοι θα είναι;»

«Δεν ξέρω πόσοι θα έρθουν τελικά, ξέρω ποιους κάλεσε. Τους περισσότερους τους ξέρω, είναι δύο-τρεις από ένα BDSM forum που δεν τους ξέρω αλλά για να τους καλέσει ο Δημήτρης σημαίνει ότι είναι αξιόπιστοι.»

«Forum; Τι forum;»

«Το greekbdsmcommunity. Είναι απ’ όσο γνωρίζω το παλιότερο στο είδος του, τι να σου πω, εγώ από την Αγγελική το έμαθα το ’16. Εκείνη νομίζω ότι ήταν μέλος από το ’12. Ορίστε, σταμάτησες και πήγε για ύπνο ο προδόταρος!»

«Συγνώμη Αντώνη μου!»

«Έλα μωρό μου δεν πειράζει» της είπα και την έσφιξα πάνω μου και τη φίλησα.

«Θέλω να έρθω!» μου είπε όταν τραβήχτηκε.

«Δε χρειάζεται να το αποφασίσεις από τώρα!»

«Σιγά την απόφαση. Εντάξει, μου ήρθε λίγο απότομο στην αρχή γιατί όπως το έθεσες…»

«Ναι, η αλήθεια είναι ότι το παρτούζα δεν ήταν η κατάλληλη λέξη αλλά δεν μπορούσα να αντισταθώ στον πειρασμό!»

«Ουφ, σαδίσταρε!»

«Μπα, έγινα σαδίσταρος τώρα; Χαλβά με ανέβαζες, χαλβά με κατέβαζες!»

«Είσαι χαλβαδοσαδίσταρος!»

«Πάντως -και μη μου μείνεις- εγώ θα ήθελα να σε δω να συμμετέχεις!»

«Δεν μπορώ να καταλάβω πως δεν σε πειράζει η σκέψη να με δεις με άλλον!»

«Αρχικά δεν εννοούσα αυτό, εννοούσα να κάνουμε κι εμείς δημόσιο παιχνίδι, πχ βίτσα ή να σε δέσει κάποιος rigger. Έχω καταλάβει ότι σου αρέσει το δέσιμο, εγώ το βαριέμαι, και σε διαβεβαιώ δύο από τους καλεσμένους είναι πραγματικά καλλιτέχνες.»

«Μου αρέσει εσύ να με περιορίζεις και μετά να με παίρνεις. Δεν ξέρω αν θα μου άρεσε να μου το κάνει κάποιος άλλος!»

«Να σε περιορίσει ή να σε πάρει;»

«Το πρώτο και ακόμα λιγότερο το δεύτερο!»

«Καλά, πάντως το δεύτερο δεν είναι υποχρεωτικό να ακολουθήσει το πρώτο. Όπως και να έχει, προφανώς πρέπει να το θέλεις κι εσύ. Σε κάθε περίπτωση Αναστασία μου, πιο πολύ να σε τσιγκλήσω ήθελα.»

«Εσύ όμως θέλεις.»

«Be that as it may, από μόνο του δεν είναι αρκετό. Το γεγονός ότι τα κάναμε αυτά με την Αγγελική δε σημαίνει ότι είναι υποχρεωτικό να τα κάνεις κι εσύ.»

«Δε θα σε πειράξει;»

«Όχι βρε χαζούλα, δε θα με πειράξει. Δεν είναι όλα για όλους. Τις φαντασιώσεις μου τις ξέρεις, στις έχω πει, αυτό δε σημαίνει ωστόσο ότι η πραγματοποίησή τους είναι sine qua non, ας μείνουν φαντασιώσεις, αυτό που μπορείς και μου δίνεις μου φτάνει και μου περισσεύει.»

Καθίσαμε για κάμποση ώρα ακόμα μέσα στο ζεστό νερό απολαμβάνοντας το υδρομασάζ, χαλαρώνοντας χωρίς να μιλάμε. Όταν τελειώσαμε από το μπάνιο άφησα την Αναστασία να στεγνώσει τα μαλλιά της και πήγα να παραγγείλω σουβλάκια. Δε χρειαζόταν να ρωτήσω τι θέλει, πλέον ήξερα, οπότε έκανα την παραγγελία και άνοιξα μια μπύρα για να πιώ, ενώ για την Αναστασία έβγαλα ένα κουτάκι Pepsi twist που τη λατρεύει.

Τα πιτόγυρα μας ήρθαν χωρίς να αργήσουν ιδιαίτερα και αφού αποφάγαμε, και με προτροπή της Αναστασίας, μπήκαμε να χαζέψουμε στο forum. Δεν είχα account και δεν ήξερα το password του account που είχε παλιά η Αγγελική αλλά δεν είχε σημασία, εννοώ ότι δε σκοπεύαμε να απαντήσουμε κιόλας. Ρίξαμε μια ματιά στις ενότητες και μας έκανε κλικ το “BDSM Εμπειρίες” και το “Art and literature”. Μπήκαμε στο BDSM εμπειρίες και εντοπίσαμε κάποιες που οι τίτλοι τους μας φάνηκαν ενδιαφέροντες και τις ανοίξαμε. Κάμποσες ήταν όντως ενδιαφέρουσες και ερεθιστικές, κάμποσες ήταν αδιάφορες ενώ κάμποσες άλλες ήταν αρκετά σκληρές.

«Ουφ» είπε κάποια στιγμή η Αναστασία ενώ διάβαζε μια πολύ ερεθιστική εμπειρία, που είχε γράψει κάποια υποτακτική και ανέφερε μια βραδιά που ο αφέντης της είχε φέρει δυο φίλους του και η υποτακτική τους υπηρετούσε όλο το βράδυ με όλους τους δυνατούς τρόπους. «Αυτό τώρα είναι πραγματικό;»

«Πού θες να ξέρω; Φαντάζομαι για να το γράφουν στο εμπειρίες είναι αλλά τίποτα δεν αποκλείει να μπήκε και να το έγραψε έτσι για την καύλα της. Σου άρεσε;»

«Ήταν ομολογώ εξαιρετικά ερεθιστική η περιγραφή.»

«Ποιο σημείο σου άρεσε περισσότερο;»

«Εκεί που τη διατάζει να γδυθεί μπροστά σε όλους. Μου θυμίζει τη δική μου φαντασίωση που μου ζητούσες εσύ να γδυθώ μπροστά σου. Από εκεί και πέρα άρχισε να γίνεται κάπως too much για τα γούστα μου.»

«Πώς σου φάνηκε που τους σέρβιρε τα ποτά τους γυμνή;»

«Από τη στιγμή που γδύθηκε μπροστά τους το να τους σερβίρει τα ποτά τους δεν ήταν και τεράστιο βήμα»

«Σου άρεσε;»

«Ομολογώ ότι ήταν ερεθιστικό μέχρι εκείνο το σημείο, too much άρχισε να γίνεται εκεί που τους έκανε στοματικό όσο πίναν τα ποτά τους, για να μην αναφέρω το μετά.»

«Εμένα από εκεί και πέρα μου φάνηκε ερεθιστικό!»

«Αλίμονο!» μου είπε πειρακτικά.

Αντί απάντησης την πήρα από το χέρι και την πήγα στο δωμάτιο. Την έγδυσα και γδύθηκα κι εγώ σε χρόνο ρεκόρ και αφού την έβαλα να ξαπλώσει, έπεσα κι εγώ από πάνω της, της άνοιξα τα πόδια και χωρίς πολλά-πολλά μπήκα μέσα της.

 «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ»

«Too much ή όχι, είσαι μούσκεμα» της είπα και άρχισα να κινούμαι μέσα της.

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ too much ήταν η σκέψη να ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ να κάνω εγώ τέτοιο ΑΑΑΑΑΧ πράγμα… το σκηνικό ήταν ΑΑΑΑΑΑΧ ερεθιστικό»

«ΜΜΜΜ… εγώ στο έχω πει πόσο ΑΑΑΑΑΧ πόσο θα ήθελα να σε δω να τσιμπουκώνεις κάποιον.»

«ΑΑΑΑΑΧ ναι… μου… ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ»

«Να … ΜΜΜΜΜΜΜΜ να είσαι ΑΑΑΑΑΑΧ γονατισμένη και ΑΑΑΑΑΑΑΧ να έχεις στο γλυκό σου στοματάκι τον ΑΑΑΑΑΑΑΧ τον ξένο πούτσο… ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ.»

«ΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ»

«Θέλω… ΑΑΑΑΑΧ θέλω να το κάνεις… ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ»

«ΑΑΑΑΧ Αντώνη μου… ΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΧ ό,τι… ό,τι θες εσύ… ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ»

«Ναι μωρό μου… ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ θα… ΑΑΑΑΧ θα ήθελα ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ να σε βλέπω… ΑΑΑΑΧ και μετά ΑΑΑΑΑΧ»

Εκεί έφαγα τα λόγια μου καθώς το έφερα στα μάτια της φαντασίας μου και άρχισα να μπαινοβγαίνω μέσα της σαν μανιακός κάνοντας και τους δυο μας να ουρλιάζουμε σαν ξαναμμένα σκυλιά και το τέλος δεν άργησε να έρθει και όπως σχεδόν κάθε φορά έχασα τ’ αυγά και τα πασχάλια. Έπεσα δίπλα της προσπαθώντας να βρω τις ανάσες μου και χώθηκε στην αγκαλιά μου.

«Αντώνη μου;»

«Αναστασία μου;»

«Σοβαρά το έλεγες αυτό πριν;»

«Σοβαρότατα!» την πείραξα.

«Ουφ…»

«Έλα χαζούλα, σε πειράζω. Για την καύλα της στιγμής τα έλεγα αυτά, δε θα ήθελα ποτέ να κάνεις κάτι που δε θέλεις και η ίδια.»

«Ντρέπομαι!»

«Που δε θέλεις να το κάνεις; Ρε συ Αναστασία για όνομα!»

«Όχι… ντρέπομαι γιατί να… όταν… όταν μου το έλεγες αυτό… ερεθίστηκα ακόμα περισσότερο.»

«Δεν υπάρχει λόγος να ντρέπεσαι, χαζούλα. Αυτός είναι ο σκοπός των φαντασιώσεων, να κάνουν τις πράξεις λίγο πιο πιπεράτες. Ας στο θέσω αλλιώς, όταν παίξαμε το παιχνίδι με την αιχμάλωτη και τον ανακριτή, ντράπηκες που σου άρεσε;»

«Ε δεν είναι το ίδιο. Εννοώ σε εκείνη τη σκηνή ήσουν εσύ.»

«Όπως και να έχει δεν υπάρχει κανένας λόγος να ντρέπεσαι και αν θελήσεις να το κάνεις και πράξη, ακόμα καλύτερα!»

«Για σένα θα το έκανα.»

«Το θέμα Αναστασία μου δεν είναι να το κάνεις για μένα, είναι να το κάνεις για σένα. Δε θέλω να κάνεις κάτι που δε θέλεις η ίδια μόνο και μόνο γιατί το θέλω κι εγώ!»

«Μπορεί… αλλά πολλά πράγματα που πριν δεν είχα καν φανταστεί ότι τα ήθελα η ίδια, τα κάνω μαζί σου και τα απολαμβάνω. Το να με παίρνεις από πίσω, το να μου ρίχνεις με τη βίτσα και το paddle… για να μη μιλήσουμε για το κερί που ούτε καν το είχα φανταστεί από μόνη μου.»

«Αναστασία μου είναι άλλο πράγμα να δοκιμάσεις κάτι που δεν είσαι σίγουρη ότι θα σου αρέσει ή όχι και να αποδειχτεί ότι τελικά σου αρέσει, και άλλο πράγμα να το κάνεις επειδή αρέσει σε μένα και ας μην αρέσει σε σένα. Με είδες να ξαναχρησιμοποιώ το whip;»

«Ναι αλλά το δοκίμασα τουλάχιστον, και το δοκίμασα επειδή το ήθελες εσύ.»

«Θα μπορούσες να μου πεις εξ αρχής ότι δε θέλεις να το δοκιμάσεις»

«Μα αυτό είναι που σου λέω, το ήθελες εσύ οπότε ήθελα κι εγώ να το δοκιμάσω. Εντάξει, δε μου άρεσε και τέλος. Αυτό εννοώ όταν σου λέω πως για σένα θα το έκανα.»

«Εντάξει τότε μωρό μου αλλά και πάλι όλα έχουν τον χρόνο τους και τον τρόπο τους. Αν η δοκιμή γίνει με λάθος τρόπο και σε λάθος χρόνο μπορεί να μη βγει καλή και στο τέλος να χάσεις κάτι που αν το είχες δοκιμάσει σωστά μπορεί και να σου άρεσε. Και δεν αναφέρομαι στο whip, εκείνο έγινε στο σωστό χρόνο, με εσένα τέρμα καυλωμένη και με καλή διάθεση. Ε, δε σου άρεσε, πάμε παρακάτω!»

«Σ’ αγαπάω!»

«Μα δεν είμαι πραγματικά αξιαγάπητος;»

«Έλαααααααααα μη με πειράζεις!»

«Ξαναπέστο μου!»

«Σ’ αγαπάω!»

«Κι εγώ μωρό μου… κι εγώ… μ’ αγαπάω!»

«Ε, δεν υποφέρεσαι» είπε βάζοντας ταυτόχρονα τα γέλια.

Στις επόμενες μέρες που πέρασαν δεν έγινε κάτι το αξιοσημείωτο ωστόσο δεν μπορούσα να μην παρατηρήσω την ευχάριστη ρουτίνα που είχε μπει στη ζωή μου. Γυρνούσα από τη δουλειά αργά το απόγευμα, αν η Αναστασία είχε μείνει σπίτι για διάβασμα και δεν είχε βγει κάποια βόλτα, πηγαίναμε τον Ράντι για το περπάτημά του και μετά γυρίζαμε, παίρναμε τον Τριστάνο από κάτω και ανεβαίναμε πάνω για να κάτσουμε όλοι μαζί. Άλλες φορές μαγειρεύαμε μαζί με την Αναστασία κάτι γρήγορο, άλλες φορές παραγγέλναμε απ’ έξω και αφού τρώγαμε καθόμασταν -καιρού επιτρέποντος- είτε στη βεράντα, είτε στο σαλόνι και βλέπαμε ταινίες ή σειρές. Ξεκινούσαμε πάντα με ένα απίστευτα χαριτωμένο cartoon για παιδιά, τη Bluey, το οποίο μπορεί να είναι παιδικό αλλά σου φέρνει χαμόγελο στα χείλη, you can’t help it. Όπως της είχα τάξει είχαμε ξεκινήσει το Battlestar Galactica και ακριβώς όπως και η Αγγελική, έτσι και η Αναστασία, είχε λατρέψει τη σειρά, και ο μόνιμος -εντός εισαγωγικών- τσακωμός μας ήταν που πάντα έβαζα μόνο ένα επεισόδιο και δεν έβαζα καπάκι και δεύτερο.

Το ταξίδι στη Νέα Υόρκη ήταν εξαιρετικά κουραστικό, ξεκινούσαμε από νωρίς το πρωί και γυρνούσαμε στο ξενοδοχείο ξεθεωμένοι αργά το βράδυ. Πίναμε ένα ποτό στο μπαρ με το Βασίλη για να χαλαρώσουμε και μετά επιστροφή στα δωμάτιά μας για ένα ντουζάκι και μετά λίγο διάβασμα ή μουσική και ύπνο. Λόγω της διαφοράς της ώρας -και δεδομένου ότι εγώ ήμουν από συνάντηση σε συνάντηση- δεν μπορούσαμε να τα πούμε κατά τη διάρκεια της ημέρας και μιλούσαμε λίγο γύρω στα μεσάνυχτα ώρα Νέας Υόρκης το οποίο για την Αναστασία σήμαινε σχεδόν στρατιωτικό ξύπνημα. Ο Ράντι είχε μεγάλη πλάκα, άκουγε τη φωνή μου και γαύγιζε ψάχνοντας να με βρει. Ο Τριστάνο πέρα από το να κόβει βόλτες στο laptop της Αναστασίας κρύβοντας την κάμερα και πατώντας πλήκτρα στην τύχη, δεν με καταδεχόταν.

Στο ενδιάμεσο μου είχε στείλει μήνυμα και ο φίλος μου που θα έκανε το πάρτι και με ρωτούσε να επιβεβαιώσω αν θα έρθω μόνος μου ή με παρέα. Δεν ήθελα να δεσμευτώ ακόμα οπότε του απάντησα πως θα τον ειδοποιούσα στο τέλος της εβδομάδας που θα γυρνούσα και από το επαγγελματικό μου ταξίδι. Φύγαμε τελικά το Σάββατο το πρωί από το Νιούαρκ και στο Βενιζέλος προσγειωθήκαμε γύρω στις 16:30 το απόγευμα. Πήραμε τα πράγματά μας και κουτουλώντας και οι δυο μας, μπήκαμε ο καθένας μας σε ένα ταξί για να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Έφτασα Κηφισιά κοντά στις 17:30, είχα τηλεφωνήσει στην Αναστασία από πριν και είχε ανέβει στο διαμέρισμά μου για να με περιμένει.

«Καλώς τον μου» είπε με ένα χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο και χώθηκε στην αγκαλιά μου και φιληθήκαμε βαθιά. «Μου έλειψες!»

«Κι εσύ μου έλειψες κοριτσάκι μου» της είπα και τότε πήδηξε πάνω μου ο Ράντι και κόντεψε να με ισοπεδώσει. «Σιγά βρε τέρας!» τον ψευτομάλωσα και ο Ράντι από τη χαρά του μου έγλειψε μέχρι και το δεξί αυτί. Αν και τέρμα ψόφιος στην κούραση βγήκαμε για λίγο να κάτσουμε στη βεράντα να τους δω λίγο παραπάνω, μου είχαν λείψει και η Αναστασία και ο Ράντι. Ο Τριστάνο πάλι όχι αλλά κατά τα φαινόμενα είχα λείψει εγώ σε δαύτον και έτσι με το που κάθισα ήρθε και θρονιάστηκε στα πόδια μου και άρχισε να μου τρίβεται, κάνοντάς με -το ομολογώ- να λερώσω τα βρακιά μου. «Μωρό μου, μπορείς να πας στο γραφείο να μου φέρεις ένα τσιγάρο και τον αναπτήρα; Και σε παρακαλώ φέρε και μια ράντλερ από το ψυγείο»

«Ναι μωρό μου» είπε η Αναστασία και πήγε μέσα, γυρίζοντας μετά από λίγο με το τσιγάρο μου, τον αναπτήρα και τη ράντλερ μου, ενώ για εκείνη πήρε μια τουίστ. Άναψα το τσιγάρο και τράβηξα ηδονικά μια ρουφηξιά.

«Μου λείψατε!»

«Κι εσύ μας έλειψες… πολύ!»

«Έγινε τίποτα αξιοσημείωτο όσο έλειπα;»

«Όχι Αντώνη μου, αν είχε συμβεί τίποτα τέτοιο θα στο είχα πει.

«Ήταν ήσυχος στις βόλτες του ο Ράντι;» ρώτησα και με το που άκουσε το αρκούδι μου το όνομά του κούνησε την ουρά του.

«Το καλύτερο παιδί. Υπάκουο, δεν με τραβούσε καθόλου και είχε πολλή πλάκα που με έβλεπαν στο δρόμο με τον αρκούδο.»

«Μπράβο το αγόρι μου» είπα στο Ράντι που στεκόταν σαν το μπάστακα δίπλα μου και τον χάιδεψα με αποτέλεσμα να κερδίσω ένα γλείψιμο στη μούρη, και καλά δηλαδή που είχα το τσιγάρο στο άλλο χέρι. Εκείνη τη στιγμή ο Τριστάνο αποφάσισε ότι αρκετά τα χάδια, μην παραγνωριζόμαστε κιόλας, και έριξε ένα σάλτο στο πάτωμα και πήγε και τρίφτηκε στα πόδια του Ράντι με αποτέλεσμα να κερδίσει και εκείνος με τη σειρά του ένα γλείψιμο και δυο κωλοτούμπες. Ο Ράντι ξάπλωσε στο πάτωμα και ο Τριστάνο πήγε κοντά του και αφού τον μύρισε του τράβηξε και εκείνος ένα γλείψιμο στη μύτη, κάνοντας τον Ράντι να φταρνιστεί και τον ίδιο να ξαφνιαστεί και να κάνει ένα επιτόπιο άλμα ένα μέτρο πίσω σχεδόν, είχαν πολλή πλάκα οι δυο τους.

«Πώς είσαι εσύ Αντώνη μου;»

«Ψόφιος είμαι, κλείνουν σχεδόν τα μάτια μου.»

«Να πας να κοιμηθείς τότε!»

«Θα κάνω ένα ντουζάκι και θα πάω. Συγνώμη καρδούλα μου αλλά με δυσκολία κρατάω ανοιχτά τα μάτια μου.»

«Δεν πειράζει μωρό μου, να πας να ξεκουραστείς.»

«Εσύ τι θα κάνεις;»

«Έχω διάβασμα να κάνω και μετά θα παίξω κανένα παιχνιδάκι.»

«Μπορείς να κάτσεις στο γραφείο μου αν θες!»

«Πού νομίζεις ότι διαβάζω τόσες μέρες, μεσιέ;»

«Το βραδάκι που θα ξυπνήσω, έχεις όρεξη να πάμε καμιά βόλτα με τη μηχανή;»

«Πέσε να ξεκουραστείς και όταν με το καλό ξυπνήσεις, βλέπουμε.»

Έσβησα το τσιγάρο και αφού τη φίλησα ξανά, πήγα μέσα, έβγαλα ένα μποξεράκι και ένα μπλουζάκι και τα άφησα στο κρεββάτι μου και μετά πήγα στο μικρό μπάνιο, χώθηκα στη ντουζιέρα και άφησα το νερό να τρέχει καυτό πάνω μου για πάνω από ένα πεντάλεπτο. Έριξα ένα γρήγορο λούσιμο και έκανα και ένα πέρασμα το σώμα μου με το σφουγγάρι και άνοιξα το νερό και το άφησα και πάλι να τρέχει πάνω μου. Ξεπλύθηκα καλά-καλά και αφού σκουπίστηκα και έβαλα αποσμητικό στις μασχάλες, πήγα στο δωμάτιό μου, φόρεσα μποξεράκι και μπλουζάκι, χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα και κατέβηκε ο γενικός.

Όταν άνοιξα ξανά τα μάτια μου είχε πάει 21:30. Σηκώθηκα και πήγα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου και συνειδητοποίησα ότι είχα λυσσάξει στην πείνα, πράγμα λογικό καθώς πέραν από ένα σνακ στο αεροπλάνο δεν είχα φάει τίποτε άλλο όλη μέρα. Η Αναστασία ήταν στρυμωγμένη στην άκρη του καναπέ καθώς τον υπόλοιπο τον έπιανε η αρκούδα που είχε ακουμπήσει την κεφάλα του στο ένα της μπούτι. Στο ένα χέρι της είχε το κινητό της και κάτι διάβαζε ενώ με το άλλο χάιδευε τον Τριστάνο που ήταν και αυτός καθισμένος στο άλλο της μπούτι. Με είδε και μου χαμογέλασε.

«Ξύπνησες γεράκο μου;»

«Ξύπνησα, νιάνιαρό μου και έχω λυσσάξει στην πείνα!»

«Τότε ετοιμάσου για ευχάριστη έκπληξη!»

«Πες μου ότι παράγγειλες φαγητό και έρχεται!»

«Χιχιχι, ναι! Παράγγειλα μια οικογενειακή πίτσα, μου είχες πει ότι το τελευταίο επεισόδιο της πρώτης σαιζόν του BSG είναι διπλό!»

«Είναι… αν και πίστευα ότι θα ήθελες να βγούμε βόλτα με τη μηχανή!»

«Δεν υπάρχει περίπτωση! BSG!!!!»

«Kobol’s last gleaming, it is!» της είπα αναφέροντας τον τίτλο του επεισοδίου, το οποίο τέλειωνε με ένα απίστευτο cliffhanger, θα πλήρωνε μαζεμένες όλες της τις αμαρτίες σήμερα.

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε και το κουδούνι, είχαν έρθει οι πίτσες. Ο φουκαράς ο ντελιβεράς χέστηκε πάνω του όταν η Αναστασία του άνοιξε την πόστα συνοδεία του Ράντι ο οποίος δε βοήθησε κιόλας κάνοντας τον προστάτη και μπαίνοντας μπροστά της. Η Αναστασία καθησύχασε τον ντελιβερά διαβεβαιώνοντάς τον ότι δε θα γινόταν συνοδευτικό της πίτσας και του έδωσε και ένα γερό πουρμπουάρ ενώ εγώ προσπαθούσα να κρατηθώ για να μη βάλω τα γέλια. Πήγα στην κουζίνα και έφερα μια μπύρα για μένα και μια twist για τη μικρή και καθίσαμε αναπαυτικά στον καναπέ για να δούμε το BSG, δωροδοκώντας με ένα κομμάτι πίτσα ο καθένας μας το Ράντι ώστε να μας αφήσει στην ησυχία μας.

Βλέποντας τη σειρά για τέταρτη φορά ζήλεψα πραγματικά την Αναστασία που θα το έβλεπε για πρώτη φορά, μακάρι με κάποιο μαγικό τρόπο να μπορούσα να το ξεχάσω για να το απολαύσω όπως την πρώτη φορά. Η αντίδραση της Αναστασίας ήταν η ίδια ακριβώς με της Αγγελικής λίγα χρόνια πριν, σαγόνι στο πάτωμα.

«Δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορεί να τον σκότωσε!»

«Θα το μάθεις στο επόμενο επεισόδιο το οποίο ΔΕ θα δούμε σήμερα!»

«Τι;;;;;;;;;;;;»

«Θα περάσεις τα ίδια που περνούσα κι εγώ όταν έβλεπα τη σειρά όπως προβαλλόταν στην τηλεόραση. Ένα χρόνο περίμενα για την επόμενη σαιζόν.»

«Αυτό είναι αδικία!!!»

«Τι να πεις, η ζωή είναι άδικη. Πάντως σου υπόσχομαι ότι όταν φτάσουμε στα δύο τελευταία επεισόδια της δεύτερης σαιζόν θα ξεκινήσουμε να τα βλέπουμε Σάββατο πρωί!»

«Γιατί;»

«Γιατί είναι αδύνατο να δεις τα δύο τελευταία επεισόδια της δεύτερης σαιζόν χωρίς να δεις τα τέσσερα πρώτα επεισόδια της τρίτης σαιζόν… και φαντάσου ότι εγώ τότε τα περίμενα ενάμιση χρόνο και τα έβλεπα επεισόδιο-επεισόδιο.»

«Α, εκεί δε θα μου κάνεις κόλπα;»

«Όχι, καθότι, όπως είχα διαπιστώσει με την Αγγελική, θα κινδυνέψει σοβαρά η σωματική μου ακεραιότητα αν σου κάνω κανένα τέτοιο χουνέρι.»

«Χαχαχα!»

«Καλά, θυμήσου το αυτό όταν τελειώσουμε το 2x20 και σου πω σε ένα μήνα πάλι!»

«Έλα, βάλε τη δεύτερη σαιζόν… μην είσαι τέτοιος!»

«Τι μου δίνεις;»

«Το κορμί μου!»

«Δεν ντρέπεσαι βρε να εκπορνεύεσαι για μια σειρά;»

«Καθόλου! Άντε μη σε βιάσω!»

«Βρε καυλοράπανο!»

Αντί απάντησης με πήρε από το χέρι και με πήγε στο δωμάτιό μου και έκλεισε την πόρτα. Με έβαλε να κάτσω στο κρεββάτι και αφού μου κατέβασε σορτς και μποξεράκι με πήρε στο στόμα της κάνοντάς με να δω αστεράκια. Την άφησα να με τσιμπουκώνει λίγη ώρα και μετά τη σταμάτησα και την σήκωσα όρθια. Πήγα από πίσω της και άρχισα να τη φιλάω στο σβέρκο ενώ με τα χέρια μου της μάλαζα απαλά και τα δύο στήθη. Της έβγαλα το μπλουζάκι και άρπαξα και πάλι τα στήθη της στα χέρια μου, δε φορούσε σουτιέν και οι ρώγες της ήταν πετρωμένες από την καύλα. Κατέβασα το χέρι μου και το πέρασα μέσα από τη φόρμα της και το κιλοτάκι της και το βούτηξα μέσα της κερδίζοντας ένα δυνατό αναστεναγμό της. Της κατέβασα φόρμα και κιλοτάκι και βάζοντάς την να σκύψει στο κρεββάτι μπήκα μέσα της κερδίζοντας έναν ακόμα πιο δυνατό αναστεναγμό της.

Μου είχε λείψει απίστευτα, άρχισα να κινούμαι σιγά-σιγά μέσα της γιατί παρόλο που λαχταρούσα να καρφωθώ μέσα της δυνατά, αν το έκανα δε θα κρατούσα ούτε ένα λεπτό. Εγώ δηλαδή κατόρθωσα να κρατηθώ ωστόσο η Αναστασία όχι, μερικές στιγμές αργότερα ξεφώνισε «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΝΤΩΝΗ ΜΟΥ ΑΝΤΩΝΗΗΗΗΗΗ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ». Αν και σχεδόν κάθε φορά που κάναμε σεξ κατάφερνα να την κάνω να τελειώσει, τόσο γρήγορα δεν το είχα ματαξανακάνει! Με την Αναστασία να συνεχίσει να βογκάει από ηδονή επιτάχυνα κι εγώ με αποτέλεσμα ούτε μισό λεπτό αργότερα να νιώσω την έκρηξη και να κοκαλώσω μέσα της αδειάζοντας με ηδονικούς σπασμούς τόσο δυνατούς που πάλι ένιωσα ότι θα μείνω στον τόπο. Τι να πω, αν συνεχίσουμε έτσι μπορεί στο τέλος και να τα καταφέρω.

Και όχι τίποτε άλλο αλλά είχε μαζευτεί πολύ πράγμα μία εβδομάδα. Φαντάσου δηλαδή να είχα τελειώσει στο στόμα της, βαρυστομαχιά θα την έπιανε. Η ίδια πάντως όταν τελείωσα πήγε μέσα στο ντους για να ξεπλυθεί γιατί έτρεχαν από παντού, τι να πεις, σήμερα ήμουν πολύ παραγωγικός. Χαμογέλασα και ξάπλωσα στο κρεββάτι στο οποίο επέστρεψε μετά από λίγο και η Αναστασία με ένα χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. Ξάπλωσε δίπλα μου και χώθηκε στην αγκαλιά μου.

«Θεούλη μου τι ήταν αυτό;»

«Θεούλη μου δεν θα πει τίποτα!» συμφώνησα μαζί της.

«Ένιωσα τον οργασμό να έρχεται με το που μπήκες μέσα μου. Ποτέ δεν μου είχε έρθει τόσο γρήγορα και ήταν… Θεέ μου, ήταν… δεν έχω λόγια.»

«Να σου πω τώρα, με ρώτησε ο φίλος μου αν θα πάω μόνος μου ή με παρέα και του είπα ότι θα του απαντήσω όταν επιστρέψω. Θέλεις τελικά να έρθεις;»

«Ναι, θέλω.»

«Είσαι σίγουρη μωρό μου;»

«Ναι Αντώνη μου… άλλωστε είπες ότι δεν είναι υποχρεωτική η συμμετοχή σε όργιο.»

«Όχι κοριτσάκι μου δεν είναι. Μπορούμε απλά να πάμε, να πιούμε τα ποτά μας, να μιλήσουμε και αν είναι να χαζέψουμε αν γίνουν σκηνές.»

«Ίσως… ίσως να δοκιμάσω το δέσιμο… αν θέλεις.»

«Μωρό μου το θέμα είναι εσύ να το θέλεις!»

«Ουφ… μου αρέσει η ιδέα.»

«Θέλω να το κάνεις γυμνή!»

«Γυμνή;;;» ρώτησε ελαφρώς ταραγμένη.

«Γιατί ταράζεσαι; Εσύ δεν είπες ότι βρίσκεις την ιδέα ερεθιστική;»

«Στη θεωρία! Η πράξη είναι άλλο πράγμα.»

«Αναστασία, αν δε θέλεις να το κάνεις γιατί δε σου αρέσει η ιδέα, να μην το κάνεις. Αν δε θέλεις να το κάνεις γιατί ντρέπεσαι… αυτό δεν είναι καλός λόγος. Δεν έχεις κανένα λόγο να ντρέπεσαι. Έπειτα, όπως μου έλεγε και η Αγγελική, η αίσθηση του σχοινιού στο γυμνό κορμί είναι πολύ ανώτερη. Και… και υπάρχει και ένας τρίτος λόγος, καθαρά προσωπικός.»

«Ο οποίος είναι;»

«Είναι παιδιάστικο αλλά… bragging rights. Μωρό μου θέλω να σε δουν και να πάθουν εμφράγματα από τη ζήλεια τους.»

«Ουφ, με κάνεις και κοκκινίζω τώρα!»

«Μόνο τώρα;» τη ρώτησα και όπως είχε γυρίσει μπρούμητα της έχωσα ένα απαλό χαστούκι στο κωλαράκι. Αυτό ήταν, καύλωσα και πάλι. «Πάρε με στο στόμα σου» της είπα και η Αναστασία χαμήλωσε αμέσως και με πήρε στο στόμα της.

Σταύρωσα τα χέρια μου πίσω από το κεφάλι μου στο μαξιλάρι και έκλεισα τα μάτια μου αφημένος στην περιποίηση που μου έκανε η Αναστασία με το στόμα της. Αν και την πρώτη φορά που μου το είχε πει η Αγγελική είχα κοντέψει να πάθω αποπληξία, τώρα καύλωνα στη σκέψη να δω την παρτενέρ μου να τσιμπουκώνει -και όχι μόνο- κάποιον άλλον. Η πίπα που έκανε ήταν πολύ καλή αλλά ήταν προθέρμανση, το κωλαράκι της ήθελα.

«Θέλω το κωλαράκι σου»

«Σάτυρε!» μου είπε σταματώντας την πίπα. Ήρθε προς το μέρος μου και ξάπλωσε μπρούμητα βάζοντας το μαξιλάρι κάτω από την κοιλιά της. «Χμμμ… ξέρεις τι σκέφτομαι;» μου είπε όσο έψαχνα να βρω το λιπαντικό.

«Για πες!»

«Που με λες πουτανίτσα ή πουτανάκι… Ε, σήμερα θα είμαι! Θεέ μου που κατρακύλησα για ένα επεισόδιο BSG»

«Είσαι όργιο» της είπα βάζοντας τα γέλια.

«Είμαι!» μου δήλωσε και μου κούνησε προκλητικά τον κώλο της.

Πήρα από το κομοδίνο το λιπαντικό και έριξα στα δάχτυλά μου και το άπλωσα στο κωλαράκι της βάζοντας σιγά-σιγά και ένα δάχτυλο μέσα της.

«ΜΜΜΜ»

«Σ’ αρέσει πουτανίτσα μου;»

«ΜΜΜΜ πολύ…»

Άπλωσα λίγο ακόμα λιπαντικό στην τρυπούλα της και στο όργανό μου και πήγα και στάθηκα από πίσω της. Τον έτριψα για λίγο πίσω της και άρχισα να τον βάζω σιγά-σιγά μέσα της, κάνοντας απαλές κινήσεις μπρος και πίσω.

«ΑΑΑΑΧ… ΜΜΜΜ…»

«Σε πονάω;»

«Λίγο… μη σταματάς όμως μωρό μου… σε… σε θέλω…»

«Με τρελαίνεις πουτανίτσα!»

«Ναι… είμαι… η πουτανίτσα σου… ΑΑΑΑΑΑΧ» φώναξε λίγο παραπάνω καθώς άρχισα να βυθίζομαι μέσα της. Της έκλεισα προσεκτικά το στόμα και άρχισα να κινούμαι μέσα της με το χέρι μου να πνίγει τα μουγκρητά της. Σταμάτησα να της κλείνω το στόμα ωστόσο έβαλα μέσα του ένα δάχτυλο.

«Γλείφ’ το» της είπα ενώ άρχισα να επιταχύνω. Η Αναστασία άρχισε υπάκουα να γλείφει και να πιπιλάει το δάχτυλο. Το κωλαράκι της είχε ανοίξει και άρχισα να επιταχύνω το ρυθμό μου. «Σκέψου ότι σου γαμάω το κωλαράκι κι εσύ παίρνεις τσιμπούκι σε κάποιον»

«ΜΑΜΧΜΑΜΑΑΑΑΧΜ» είπε μη μπορώντας να πει ούτε ΜΜΜ ούτε ΑΑΑΧ καθότι το δάχτυλο στο στόμα της την εμπόδιζε.

«Ρούφα το πουτανίτσα, ρούφα το σα να έκανες τσιμπούκι» είπα συνεχίζοντας να τη λιμάρω σε σταθερό ρυθμό. «ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ… με τρελαίνει το κωλαράκι σου… ρούφα εσύ…»

Εκεί κάπου το έχασα και πάλι και άρχισα να κοπανιέμαι σχεδόν πάνω της καρφώνοντας το όργανό μου όλο μέσα της κάνοντας της να της ξεφύγουν μουγκρητά πόνου αναμειγμένα με ηδονή. Ένιωσα το τέλος να έρχεται και λίγο αργότερα καρφώθηκα για τελευταία φορά μέσα της αδειάζοντας με ηδονικούς σπασμούς και παρά το σεξ που είχε προηγηθεί, βγήκε και πάλι πολύ πράγμα, έχυνα και έχυνα και έχυνα… και τελειωμό δεν είχα! Αποτέλεσμα ήταν αυτό να λειτουργήσει σχεδόν σαν κλύσμα και η Αναστασία έφυγε τρέχοντας όταν τραβήχτηκα προς την τουαλέτα. Εγώ με τη σειρά μου πήγα στο μικρό ντουζ και ξεπλύθηκα και γύρισα και πάλι στο κρεββάτι. Η μικρή έκανε κι εκείνη ένα γρήγορο ντουζ και αφού σκουπίστηκε γύρισε και έπεσε δίπλα μου.

«Και μιας και ήσουν καλό πουτανάκι, θα πάμε μετά να δούμε το πρώτο επεισόδιο της δεύτερης σαιζόν!»

«Γιατί μετά;»

«Γιατί τώρα θα σε φάω!» της είπα. Και όπως το είπα το έκανα, ρίχτηκα στο μουνάκι της σα να μην υπάρχει αύριο και άρχισα να ρουφάω και να πιπιλάω κάνοντας την Αναστασία να πιάσει γραμμή με Βαλχάλα, αν κρίνω από τη δύναμη των βογγητών και των αναστεναγμών της. Πρέπει να της είχα λείψει πολύ, συνήθως μου παίρνει πάνω από 10-15 λεπτά στοματικού για να την κάνω να τελειώσει, αυτή τη φορά δε μου πήρε ούτε πεντάλεπτο!

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΝΤΩΝΗ ΜΟΥ… ΑΝΤΩΝΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗ» φώναξε ενώ το σώμα της σχεδόν τρανταζόταν λες και το χτυπούσε ρεύμα. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΝΤΩΝΗ ΜΟΥ ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ…» Δε σταμάτησα να τη ρουφάω και να τη γλείφω μέχρι που μου φώναξε να σταματήσω γιατί δεν άντεχε άλλο.

«Τώρα μπορούμε να πάμε να δούμε BSG»

«Κάτσε να βρω τις ανάσες μου!»

Είδαμε τελικά τα δύο πρώτα επεισόδια και μετά πήγαμε και οι δύο και πέσαμε σαν κούτσουρα στο κρεββάτι. Η όμορφη ρουτίνα επέστρεψε, μετά το υποχρεωτικό διάλειμμα της Νέας Υόρκης, και οι μέρες πέρασαν σχετικά γρήγορα. Είχα πει στο φίλο μου ότι τελικά θα έρθω με παρέα αλλά ρώτησα να μάθω ποιοι θα έρθουν τελικά. Δεν θα ήμασταν πολλοί, καμιά εικοσαριά νοματαίοι και, αν εξαιρέσεις ένα ζευγάρι, όλους τους υπόλοιπους τους γνώριζα.

Ο Δημήτρης -ο φίλος μου- με διαβεβαίωσε ότι τους ξέρει κοντά τριάντα χρόνια, ήταν συμφοιτητές στο πανεπιστήμιο. Καθηγητές και οι δυο τους, ήταν περισσότερο swingers παρά BDSMers, όπως μου είπε ο ίδιος αν ντε και σώνει έπρεπε να τους χαρακτηρίσεις θα τους έλεγες switch αν και -πάντα σύμφωνα με τον ίδιο- η γυναίκα είχε κυριαρχικές τάσεις. Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα ερχόντουσαν σε πάρτι του Δημήτρη, απλά έτυχε τις φορές που είχαν πάει εκείνοι να μην πάω εγώ. Παρακολουθούσαν -συμμετέχοντας πολύ σπάνια- σε BDSM σκηνές αλλά συνήθως, αν και όχι πάντα, καθόντουσαν και για ουζάκι.

Κοντός ψαλμός αλληλούια, σήμερα το βράδυ θα τους γνώριζα. Το σπίτι του Δημήτρη ήταν στο Διόνυσο, ταίριαζε γάντι με τα …διονυσιακά όργια που γινόντουσαν όταν οι συμμετέχοντες είχαν διάθεση, που εδώ που τα λέμε, πάντα είχαν διάθεση. Τουλάχιστον εγώ δεν είχα πετύχει φορά που τις σκηνές δεν τις ακολούθησε swinging party.

Γύρω στις 22:00 ανέβηκε η Αναστασία στο σπίτι μου και όταν την είδα κόντεψα να μαζέψω το σαγόνι μου από το πάτωμα. Φορούσε ένα υπέροχο δερμάτινο κοντό φόρεμα με ντεκολτέ που τόνιζε το απίστευτο στήθος της, το οποίο έδενε χιαστί πίσω από την πλάτη με άνοιγμα μέχρι σχεδόν τα οπίσθια, ενώ από κάτω φορούσε δικτυωτό καλσόν και υπέροχα μποτάκια με λεπτό τακούνι.

«Πώς σου φαίνομαι;» με ρώτησε αφού με φίλησε πεταχτά στο στόμα.

«Γκλουπ» ήταν το μόνο που μπόρεσα να πω.

«Χιχιχι»

«Πάμε… πάμε γιατί… γιατί αν καθίσουμε και άλλο δε μας βλέπω να πηγαίνουμε!»

«Λυσσάρη!»

«Προχώρα βάσανο!» της είπα και κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο. Είκοσι λεπτά αργότερα ήμασταν στο Διόνυσο. Η μάζωξη ξεκινούσε τυπικά στις 21:00 αλλά δεν ήθελα να είμαστε από τους πρώτους και αυτός ήταν και ο λόγος που ξεκινήσαμε μετά τις 22:00.

«Καλώς τους» μας είπε ο Δημήτρης ανοίγοντας την πόρτα.

«Να σας συστήσω» τους είπα. «Δημήτρης, Αναστασία!»

«Χαίρω πολύ» είπε ντροπαλά η Αναστασία.

«Γοητευμένος» της απάντησε ο Δημήτρης φιλώντας της το χέρι, κάτι που η Αναστασία δεν το περίμενε και βραχυκύκλωσε.

«Τι να πεις, νέα γενιά!» είπα γελώντας με τη σαστιμάρα της. «Οι υπόλοιποι έχουν έρθει;»

«Ναι, οι τελευταίοι είστε. Περάστε!»

Μπήκαμε μέσα και με εξαίρεση το ζευγάρι που δε γνώριζα -και οι οποίοι μιλούσαν με το Νίκο και τη Ντία- όλους τους άλλους τους ήξερα οπότε ξεκίνησα από εκεί κάνοντας τις συστάσεις με την Αναστασία. Αφού χαιρετηθήκαμε με Νίκο και Ντία πήγαμε στο ζευγάρι να συστηθούμε και οι δύο.

«Δεν έχει τύχει να γνωριστούμε» τους είπα χαμογελώντας. «Συμφοιτητές του Δημήτρη, ε; Χαίρω πολύ, εγώ είμαι ο Αντώνης και η όμορφη νεαρή δεσποινίς είναι η Αναστασία»

«Χαίρω πολύ» είπε η γυναίκα πρώτη. «Εγώ είμαι η Φοίβη».

«Ανδρέας» είπε ο άντρας χαμογελαστός  και μας έδωσε το χέρι του.

«Χαίρω πολύ» είπε η Αναστασία -που με μεγάλη δυσκολία πήρε το βλέμμα της από πάνω του- δίνοντας το χέρι και στους δυο τους. Κατά τα φαινόμενα είχε πάθει ταράκουλο με τον Ανδρέα και, μεταξύ μας, δεν την αδικώ. Ο Ανδρέας ήταν συγκλονιστικά όμορφος άνδρας, ψηλός, καστανόξανθος, με περιποιημένο μουστάκι και μούσι, φορούσε λεπτά σοφιστικέ γυαλιά και αν και δεν ήξερα από το Δημήτρη πως είναι 52 χρονών, δεν θα τον έκανα για πάνω από 45. Εμένα από την άλλη η προσοχή μου είχε πέσει στη Φοίβη. Αν και ήξερα ότι είναι 50 χρονών, σας το ορκίζομαι, δεν την έκανες πάνω από 35. Μακριά καστανά μαλλιά, υπέροχα μάτια, είχε πολύ γλυκό πρόσωπο και εντυπωσιακή κορμοστασιά που τα ρούχα που φορούσε το τόνιζαν με όλους τους δυνατούς τρόπους. Και οι δύο τους ήταν πολύ ζεστοί άνθρωποι και τους συμπάθησα σχεδόν αμέσως. Η Αναστασία ήταν μαζεμένη στην αρχή αλλά γρήγορα άρχισε να ξεθαρρεύει.

«Είστε μαζί από φοιτητές;» τους ρώτησε κάποια στιγμή.

«Ναι!» είπε η Φοίβη χαμογελώντας. «Και όχι απλά από φοιτητές, ο κύριος από εδώ ήταν το εφηβικό μου crush, εμένα και του υπόλοιπου σχολείου δηλαδή, και είχαμε χαθεί για τρία χρόνια και φαντάσου την έκπληξή μου όταν τον πέτυχα ξανά στο κυλικείο λίγες μέρες αφού είχαν αρχίσει τα μαθήματα»

«Τι υπέροχο!»

«Εσείς, πώς γνωριστήκατε;» ρώτησε η Φοίβη. Μπορεί να ένιωθα ζεστά μαζί τους αλλά όχι τόσο ώστε να ανοιχτώ και να πω όλη την αλήθεια.

«Της νοικιάζω το διαμέρισμα που μένει, φοιτήτρια γαρ… και τι να πω, το ένα έφερε το άλλο». Κατάλαβαν ότι δεν ήθελα να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες, οπότε δεν επέμειναν. Οι ίδιοι πάντως δεν είχαν πρόβλημα να μας πουν την ιστορία τους η οποία θα έλεγα ότι ήταν αρκούντως εντυπωσιακή για τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Είχαν αρχίσει με τρίο με μια συμφοιτήτριά τους -η οποία πλέον ήταν και κουμπάρα τους- οπότε μετά προχώρησαν ακόμα περισσότερο. Η Φοίβη είναι bi και polyamorous, ο Ανδρέας straight και αν και όχι polyamorous του λόγου του, το swinging ήταν της αρεσκείας του.

«Ποια είναι η διαφορά;» ρώτησε η Αναστασία.

«Μπορώ να ερωτευτώ ταυτόχρονα περισσότερους από έναν ανθρώπους, ανεξαρτήτως φύλου. Με τον Ανδρέα είμαι ερωτευμένη από τα 14 μου, στα 18 μου ερωτεύτηκα και τη Χριστιάνα και κατά καιρούς έχω ερωτευτεί διάφορους παρτενέρ, χωρίς αυτό να μειώνει την ένταση των αισθημάτων μου προς τον Ανδρέα»

«Εγώ πάλι μπορεί να μην είμαι polyamorous αλλά είμαι όπου γάμος και χαρά. Η αλήθεια είναι ότι η τριάδα που είχαμε στην αρχή με τη Χριστιάνα μου άνοιξε τα μάτια με τρόπο που δεν μπορούσα να φανταστώ. Και μετά η τριάδα έγινε τετράδα…»

«Τετράδα;» ρώτησε ακόμα πιο μπερδεμένη η Αναστασία.

«Ναι… Και να ήταν μόνο αυτό!» είπε η Φοίβη βάζοντας τα γέλια, είχε υπέροχο γέλιο, είχα καταγοητευτεί. Και εκεί μας εξήγησε και μέχρι κι εγώ που νόμιζα ότι είμαι περπατημένος, με το ζόρι μάζεψα το σαγόνι μου.

Η Χριστιάνα ήταν λεσβία οπότε η συμμετοχή της με τον Ανδρέα περιοριζόταν στο να κάνει ο ένας στον άλλον στοματικό, διείσδυση μόνο από τη Φοίβη με strap-on. Όταν βρέθηκε και ο τέταρτος ήταν άντρας και straight και sex έκανε μόνο με τη Φοίβη και δεδομένου ότι ο Ανδρέας ήταν το όριο της Χριστιάνας σε ό,τι αφορούσε άντρες, το παιχνίδι ήταν: Ανδρέας- Φοίβη, Ανδρέας-Φοίβη-Χριστιάνα, Ανδρέας-Χριστιάνα μόνο στοματικό, Φοίβη-Χριστιάνα και τέλος Φοίβη-Βασίλης με τον Ανδρέα να παρακολουθεί ή να την παίρνει μαζί με τον Βασίλη. Διόρθωση, Vasily, κατάλαβα μετά ότι ήταν Αμερικάνος ουκρανικής καταγωγής.

«Χαχαχα, και είχα τον εαυτό μου για περπατημένο» είπα και τους διηγήθηκα τη δική μου ιστορία, η οποία ήταν λιγότερο περιπετειώδης αλλά αρκετά πιο λυπητερή.

Όπως και να έχει κάποια στιγμή σηκωθήκαμε και οι τέσσερις και πήγαμε να κάτσουμε και με τους υπόλοιπους οι οποίοι είχαν πιάσει μια συζήτηση περί του BDSM. Γύρω στις 01:00 άρχισε το …κυρίως πρόγραμμα, με επίδειξη τεχνικών δεσίματος.

«Τι όμορφο που είναι» μου είπε η Αναστασία. Προσωπικά εγώ το θεωρούσα πολύ βαρετό αλλά τι να πεις, τα γούστα διαφέρουν.

«Θέλεις να δοκιμάσεις κι εσύ;»

«Ντρέπομαι!»

«Έλα, άσε τις ντροπές. Να το πω στο Στέλιο;»

«Ουφ… ουφ… άντε, πες το. Ουφ…Δε φοράω σουτιέν!»

«Και; Κλεμμένα τα έχεις; Ορίστε, κοίτα τη Νατάσα, τα έχει πετάξει όλα και το σώμα της δεν πιάνει μπάζα μπροστά στο δικό σου.»

«Ουφ…»

«Στέλιο, σου έχω και δεύτερο rope bunny αν ενδιαφέρεσαι!»

«Ευχαρίστως!» είπε με μάτια που άστραψαν.

«Γδύσου μικρή!» είπα στην Αναστασία που κόμπιασε για λίγο ωστόσο στο τέλος έβγαλε το φόρεμά της, μένοντας μόνο με καλτσόν και κιλοτάκι και τη συμβούλεψα να βγάλει και το καλτσόν για να μην πάθει καμιά ζημιά.

Καύλωσα απίστευτα από τον τρόπο που κοίταζαν την Αναστασία σαν ξερολούκουμο. Ένα έχω να πω, όταν τελικά ο Στέλιος έλυσε την Αναστασία, το κιλοτάκι της είχε μουσκέψει, η μικρή είχε καυλώσει απίστευτα. Φόρεσε ξανά το φόρεμά της, αυτή τη φορά χωρίς το καλτσόν.

«Πώς σου φάνηκε;» τη ρώτησα πηγαίνοντάς την λίγο στην άκρη.

«Υπέροχο»

«Μόνο υπέροχο; Αφού βρε απατεώνα το κιλοτάκι σου ήταν λες και κατουρήθηκες»

-  «Ήταν φοβερά ερεθιστικό» ομολόγησε διστακτικά. «Ωχ, η Φοίβη γδύνεται!»

«Πάμε να δούμε» της είπα και γυρίσαμε στους άλλους. Η Φοίβη είχε κατεβάσει το παντελόνι που φορούσε, είχε μείνει μόνο με το κιλοτάκι και είχε σκύψει πάνω στον καναπέ. Η ρουφιάνα κρατιότανε πολύ καλά και κώλος της ήταν ποίημα. Ο Ανδρέας είχε πάρει τη βίτσα και άρχισε με σιγανές στην αρχή για να την προθερμάνει και μετά άρχισαν να πέφτουν πιο δυνατές και κάθε χτύπημα το μετρούσαν όλοι οι υπόλοιποι. Σταμάτησαν στο 60 με τον κώλο της Φοίβης να είναι κατακόκκινος.

Ακολούθησε επίδειξη μαστιγώματος από Ειρήνη και Μάρκο, όταν τέλειωσε η Ειρήνη η πλάτη του Μάρκου είχε στάλες-στάλες αίμα και εκείνος δεν είχε βγάλει άχνα. Παρόμοιες αντοχές, αν όχι μεγαλύτερες, είχε και η Αγγελική ωστόσο προς μεγάλη μου απογοήτευση το whip δεν ήταν του γούστου της Αναστασίας οπότε το είχα αφήσει στην άκρη.

Καθίσαμε και πάλι μαζί με τη Φοίβη και τον Ανδρέα παρακολουθώντας με την άκρη των ματιών μας τα παιχνίδια που γινόντουσαν, έχοντας πιάσει μια τρομερά ενδιαφέρουσα πολιτική συζήτηση, με την Αναστασία να καταφέρει να κερδίσει και τους δυο τους, κάνοντάς τους, με τις εγκυκλοπαιδικές της γνώσεις, την δομημένη σκέψη της και την ευγλωττία της, να ξεχάσουν ότι απέναντί τους είχαν ένα 18-χρονο κορίτσι. Από την άλλη η ίδια είχε καταγοητευτεί με τον Ανδρέα που όταν μιλούσε τον κοίταζε σαν κουτάβι, σε σημείο που -εκτός ότι ζήλεψα, το παραδέχομαι- ανησύχησα μήπως παρεξηγηθεί και η Φοίβη. Κάποια στιγμή η Αναστασία πήγε στο μπάνιο και ο Ανδρέας σηκώθηκε και πήγε να μιλήσει με τη Λίνα, τη σύζυγο του Δημήτρη, οπότε έμεινα μόνος μου με τη Φοίβη.

«Θα κάτσετε μέχρι τέλους;» τη ρώτησα.

«Έτσι λέμε, συνήθως καθόμαστε αλλά τα ξέρεις αυτά, εξαρτάται από τα κέφια και τη διάθεση.»

«Με τη συγχωρεμένη καθόμασταν πάντα μέχρι τέλους, ουσιαστικά γι’ αυτό ερχόμασταν. Σήμερα δε νομίζω, η μικρή είναι πρωτάρα και δε θέλω να την πετάξω στα βαθιά. Για την ακρίβεια δεν είμαι ακόμα πεπεισμένος ότι ήρθε μαζί μου σήμερα για τους σωστούς λόγους και μέχρι να βεβαιωθώ θα προτιμούσα να απέχει. Θα μου πεις ενήλικη είναι αλλά και πάλι…»

«Σε καταλαβαίνω και πολύ καλά κάνεις. Παρόλο το παρελθόν μας κι εγώ και ο Ανδρέας αυτά τα βήματα τα κάναμε πολύ προσεκτικά αλλά. αν θέλεις τη γνώμη μου, εγώ δεν την φοβάμαι, κουβαλάει πολύ περισσότερο μυαλό και σοβαρότητα απ’ ότι εγώ στην ηλικία της.»

«Ναι αλλά από την άλλη εσύ ήσουν με συνομήλικους, εγώ δεν είμαι. Ώρες-ώρες…» είπα και κόμπιασα. Η Φοίβη μου έπιασε το χέρι και το χάιδεψε.

«Αντώνη, την αγαπάς; Την προσέχεις;»

«Φυσικά!»

«Αυτό κράτα τότε, τίποτε άλλο.»

«Φοβάμαι ώρες-ώρες ότι την παρασέρνω.»

«Την παρασέρνεις σε τι; Την έβαλες να κάνει κάτι με το ζόρι; Το γεγονός ότι έχεις μια πιο… ας πούμε εξεζητημένη ερωτική ζωή, δε σημαίνει ότι κάνεις κάποιο κακό όταν μοιράζεσαι με κάποιαν που αγαπάς την ομορφιά της. Την πίεσες να κάνει κάτι που δε θέλει; Τη χειρίστηκες;»

«Όχι και όχι, αυτό θα έλειπε!»

«Τότε απλά της έδειξες το δρόμο και η ίδια αποφάσισε να τον περπατήσει πλάι σου. Το ότι το επιλέγει να το κάνει με εσένα ενώ μπορεί να μην το έκανε με οποιονδήποτε άλλο δε σημαίνει ότι την παρασέρνεις, σημαίνει ότι έχεις αυτό το κάτι που της κάνει κλικ. Με τον ίδιο τρόπο που είχα εγώ αυτό το κάτι, αρχικά με τον Ανδρέα και στη συνέχεια με τη Χριστιάνα και το Vasily.»

«Σε ευχαριστώ, πραγματικά. Και να σου πω, αν μείνουμε και στριμώξει σε καμιά γωνία η μικρή τον Ανδρέα και του πετάξει τα μάτια έξω μην κατηγορήσεις εμένα!»

«Θα πετάξω έξω κι εγώ τα δικά σου οπότε θα είμαστε πάτσι. ΧΑΧΑΧΑΧΑ κοκκίνησες!» είπε γελώντας και χτυπώντας ενθουσιωδώς παλαμάκια ενώ εγώ πρέπει να έμοιαζα με ινδιάνο που τον πήρε ο ύπνος κάτω από τον ήλιο της Μοχάβε.

«Βρε διαόλι, άνθρωπο δεν αφήνεις σε ησυχία!» είπε ο Ανδρέας που είχε στο μεταξύ γυρίσει παρακολουθώντας τη στιχομυθία.

«Νιιιιιιιιιι!» είπε η Φοίβη και χτύπησε πάλι παλαμάκια.

«Μ’ έσκασες, φεύγω, πάω να βάλω ποτό. Αντώνη θέλεις;»

«Ναι, βάλε μου ένα ουίσκι σε παρακαλώ!» είπα και πήγα να πιώ την τελευταία γουλιά

«Μη φύγεις Ντορή μου, θα φαρμακωθώ» είπε η Φοίβη, με αποτέλεσμα το ουίσκι να μου βγει από τη μύτη. Καλά πήγε αυτό. ΄

Όταν γύρισε η Αναστασία και μετά από λίγο ο Ανδρέας με τα ποτά, συνεχίσαμε τη συζήτηση ενώ από πίσω τα παιχνίδια είχαν αρχίσει να γίνονται πιο προχωρημένα. Κάπου εκεί πήρα την Αναστασία και την πήγα σε μια άκρη για να της μιλήσω.

«Αναστασία μου, θέλεις να κάτσουμε και άλλο;»

«Αμέ, όμορφα είναι!»

«Είναι αλλά το παιχνίδι έχει αρχίσει και χοντραίνει.»

«Εσύ δε θες να κάτσουμε;»

«Θέλω μωρό μου αλλά  θέλω να το θέλεις κι εσύ, δεν θέλω να πιέσεις τον εαυτό σου.

«Θέλω. Άλλωστε έχω εσένα δίπλα μου, δε φοβάμαι!»

«Ναι μωρό μου, είμαι εγώ δίπλα σου. Εντάξει, αν δούμε ότι χοντραίνει σε σημείο που σε κάνει να αισθάνεσαι άβολα, την κάνουμε, εντάξει;»

«Εντάξει» μου απάντησε χαμογελαστή.

Γυρίσαμε στη Φοίβη και τον Ανδρέα ενώ δίπλα μας κάποιοι είχαν αρχίσει ήδη να πετάνε ρούχα. Ο τρόπος να φέρουμε ομαλά την Αναστασία στο πιο προχωρημένο παιχνίδι ήταν δική της ιδέα.

«Θέλετε να παίξουμε Θάρρος ή αλήθεια!» μας ρώτησε.

«Εγώ ναι!» απάντησα. «Αναστασία, θέλεις;»

«Ναι!» απάντησε κάπως ντροπαλά.

«Λείπει ο Μάρτης από τη σαρακοστή;» είπε ο Ανδρέας.

«Νιιιιιιιιιιιιι» φώναξε η Φοίβη χτυπώντας ταυτόχρονα ενθουσιωδώς παλαμάκια από μόνη της, κάνοντας με να βάλω τα γέλια, την έκανα πολύ γούστο. Η ιδέα της ήταν ακριβώς ό,τι έπρεπε και με τους δυο τους δεν φοβόμουν μην γίνει κάτι τραβηγμένο, η εισαγωγή της Αναστασίας θα ήταν και παιγνιώδης και σταδιακή.

Στον πρώτο γύρο όλοι απαντήσαμε αλήθεια, εμένα με ρώτησαν αν έχω πάει με άνδρα και την Αναστασία τη ρώτησαν πότε ήταν ο πιο έντονος οργασμός της, η απάντησή της ήταν όταν είχα γυρίσει από τη Νέα Υόρκη. Στο δεύτερο γύρο όλοι απαντήσαμε θάρρος αλλά κι εκεί περισσότερο χαβαλέ κάναμε παρά κάτι πικάντικο. Εμένα για παράδειγμα με έβαλαν να κάνω την κότα ενώ την Αναστασία την έβαλαν να πιει νερό από μπολάκι στο πάτωμα. Από εκεί και πέρα είχε μόνο θάρρος από όλους.

«Θάρρος» είπε η Αναστασία.

«Πήγαινε να φιλήσεις τον Ανδρέα» είπα εγώ κάνοντάς την να κοκκινήσει από την κορυφή ως τα νύχια ενώ η Φοίβη χτύπησε και πάλι ενθουσιωδώς παλαμάκια.

Όλο το βράδυ τον έτρωγε με τα μάτια της οπότε δεν είναι να απορείς βλέποντάς την να λιώνει στην αγκαλιά του. Το επόμενο θάρρος ήταν για μένα, αν και το να πάω και να φιλήσω τη Φοίβη μόνο θάρρος δεν χρειαζόταν, πώς συγκρατήθηκα και δε χοροπήδησα από τη χαρά μου ένας Θεός το ξέρει. Την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα απαλά στην αρχή και πιο ερωτικά στη συνέχεια ενώ τη χάιδευα απαλά στην πλάτη. Οι γλώσσες μας χαϊδεύονταν τρυφερά μέσα στα στόματά μας. Όταν τελειώσαμε μου έκλεισε το μάτι παιχνιδιάρικα και μου χαμογέλασε. Θεέ μου, ήταν απίθανη!

Στο επόμενο θάρρος ο Ανδρέας έβαλε τη Φοίβη να χαμουρευτεί με την Αναστασία, Αναστασία η οποία δεν είχε φιλήσει ποτέ ξανά στη ζωή της γυναίκα, πόσο μάλλον να χαμουρευτεί. Η Φοίβη ήταν πολύ έμπειρη και όταν τελείωσαν η φουκαριάρα η μικρούλα μου σχεδόν έτρεμε από την καύλα. Στο επόμενο θάρρος το χαμούρεμα ήταν μεταξύ εμένα και της Φοίβης και του Ανδρέα με την Αναστασία και όταν τελειώσαμε νόμιζα ότι θα μου σπάσει από την καύλα καθώς από τη μία είχα τη Φοίβη με το υπέροχο σώμα της και αφετέρου μου είχε γίνει κατάρτι βλέποντας τον Ανδρέα να γλείφει και να χαϊδεύει το στήθος της Αναστασίας έχοντας κατεβάσει ελαφρά το φόρεμά της.

Στον επόμενο γύρο ωστόσο η Αναστασία το γύρισε στην αλήθεια οπότε την ερώτηση την έκανα εγώ.

«Πως σου φάνηκε το παιχνίδι με την Φοίβη» τη ρώτησα.

«Περίεργο, υπέροχα περίεργο» είπε μετά από λίγη σκέψη. «Εννοώ… εντάξει, το φιλί είναι φιλί, αλλά δεν ξέρω… δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα μπορούσε να μου αρέσει να… να χαϊδέψω και να φιλήσω ένα άλλο γυναικείο στήθος και επιπλέον όταν μου το έκανε η Φοίβη η ίδια η σκέψη ότι μου το κάνει μια άλλη γυναίκα ήταν… δεν ξέρω… απογειωτική»

Οι υπόλοιποι συνεχίσαμε με θάρρος αλλά η Αναστασία είπε και πάλι αλήθεια όταν ήρθε η σειρά της και εδώ κατάλαβα ότι είχε φτάσει στα όριά της και το να επιλέγει αλήθεια ήταν ο τρόπος να μας το πει με τρόπο.

«Έλιωσα» ήταν η ειλικρινής της απάντηση στην ερώτηση πως της φάνηκε το χαμούρεμα με τον Ανδρέα. «Με συγχωρείτε, πάω λίγο στο μπάνιο και επιστρέφω»

«Καλό βόλι» την πείραξα αλλά όταν έφυγε γύρισα πιο σοβαρός προς τα παιδιά. «Guys, νομίζω ότι η Αναστασία έφτασε στα όριά της για σήμερα. Πιστέψτε με θα ήθελα πολύ να συνεχίσουμε αλλά… καταλαβαίνετε…»

«Δε χτίστηκε σε μια μέρα η Ρώμη» απάντησε απλά ο Ανδρέας. «No worries, πραγματικά»

«Ό,τι είπε ο Ανδρέας» συμπλήρωσε η Φοίβη. «Μη νιώθεις άσχημα, ίσα-ίσα αυτό αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι αν είναι η Αναστασία να δοκιμάσει αυτόν τον τρόπο ερωτικής ζωής εσύ είσαι ο πλέον κατάλληλος για να την καθοδηγήσει.»

«Σας ευχαριστώ ρε παιδιά αλλά νιώθω ότι σας το χάλασα… εννοώ οι άλλοι έχουν ήδη αρχίσει…»

«Και όταν φύγετε εσείς θα πάμε και εμείς από εκεί και θα γίνουμε πολλές. No worries, Αντώνη!» είπε ξανά ο Ανδρέας.

«Πόσο θα κάτσετε;»

«Επιστρέφουμε Ηράκλειο την ερχόμενη Κυριακή το βράδυ!»

«Χάρηκα πραγματικά που σας γνώρισα και αν θέλατε κι εσείς, πολύ θα ήθελα να σας κάνουμε το τραπέζι.»

«Πολύ ευχαρίστως!» απάντησαν και οι δύο μαζί.

«Θαυμάσια, να το κανονίσουμε μέσα στην εβδομάδα» τους είπα αφού ανταλλάξαμε στοιχεία επικοινωνίας. Εκεί η Φοίβη είδε στο κινητό μου τη φωτογραφία που είχα στο background, τον Ράντι με τον Τριστάνο σκαρφαλωμένο πάνω του.

«Μπορώ να δω τη φωτογραφία;» με ρώτησε.

«Πολύ ευχαρίστως, έχω ένα σωρό να σου δείξω. Κάτσε να ανοίξω το album»

«Θεέ μου, καυκάσιος όπως ο Σίμπα» είπε δακρυσμένη. «Ανδρέα δες!»

«Ποιος είναι ο Σίμπα;» ρώτησα και σχεδόν την πήραν τα ζουμιά καθώς μου εξηγούσε.

«Το γατάκι είναι και αυτό δικό σου;»

«Όχι, η αυτού εξοχότης είναι της Αναστασίας… αν και σηκώνει συζήτηση ποιος ανήκει σε ποιον, όσον αφορά τις γάτες.»

«Είναι κουκλί! Τι ράτσα είναι;»

«Νορβηγικού δάσους»

«Είναι κουκλί… Αααχ… έτσι ήταν και ο Σίμπα, είχε τρία γατιά που ήταν αυτοκόλλητος μαζί τους, το Σάκη, το Μάκη, και το Τάκη. Βέβαια ο Μάκης αποδείχτηκε κοριτσάκι αλλά δε βαριέσαι, κάλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα». Εκείνη τη στιγμή επέστρεψε και η Αναστασία που της εξήγησα τα καθέκαστα.

«Λοιπόν, ματάκια μου, την κάνουμε σιγά-σιγά;»

«Θες να φύγουμε;» με ρώτησε αβέβαιη.

«Ναι ματάκια μου, είμαι αρκετά κουρασμένος» της είπα ώστε να τη βγάλω από τη δύσκολη θέση.

«Εντάξει Αντώνη μου!»

«Είπα στα παιδιά να τους κάνουμε το τραπέζι εντός της εβδομάδας!»

«Αμέ! Ναι!!!!» είπε χαρούμενη.

«Φοίβη, Ανδρέα, χάρηκα πολύ για τη γνωριμία»

«Κι εγώ, πολύ-πολύ» συμπλήρωσε η Αναστασία με ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αφτιά.

«Κι εμείς χαρήκαμε για τη γνωριμία και θα τα πούμε εντός της εβδομάδας!»

Το όργιο είχε ανάψει για τα καλά οπότε δεν διακόψαμε τους υπόλοιπους για να χαιρετίσουμε, μόνο έκανα ένα νεύμα στον Δημήτρη, αν και εκείνη τη στιγμή του έκανε τσιμπούκι η Ντία οπότε σηκώνει συζήτηση το κατά πόσο με είδε.

«Λοιπόν, πώς σου φάνηκε;» τη ρώτησα όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε.

«Ήταν όμορφα… και… και σ’ ευχαριστώ»

«Γιατί με ευχαριστείς βρε;» τη ρώτησα.

«Και που με έφερες μαζί σου και που… που… κατάλαβες ότι είχα αρχίσει να ζορίζομαι και με έβγαλες από τη δύσκολη θέση.»

«Στο είπα βρε χαζούλα, αυτά δε γίνονται με το ζόρι.»

«Δεν ήταν με το ζόρι, καθόλου. Και δε θα σου πω ψέματα, ήταν πολύ ερεθιστικό αλλά… κάποια στιγμή σταμάτησα να νιώθω άνετα… εννοώ… δε με έπιασαν ξαφνικά οι ντροπές μου αλλά… φοβήθηκα.»

«Τι φοβήθηκες μωρό μου; Αφού ήμουν δίπλα σου, δε θα άφηνα κανέναν να σου κάνει κάτι που δε θέλεις!»

«Όχι-όχι… δεν εννοώ αυτό… Όχι, σε καμία περίπτωση απλά να… φοβήθηκα πως… θα σου φανεί ανόητο… φοβήθηκα πως θα με έβλεπες μετά… αν… αν συνέχιζα…»

«Πώς θα σε έβλεπα βρε μπούφο; Μα είναι δυνατόν; Εγώ είχα γίνει πύραυλος που σ’ έβλεπα να σε χουφτώνει και να σε γλείφει και η Φοίβη και ακόμα περισσότερο ο Ανδρέας.»

«Στο είπα ότι θα σου φανεί ανόητο αλλά… έτσι ένιωσα και… και δεν… δεν ήθελα να προχωρήσει άλλο.»

«Αναστασία μου, αν δε θες να προχωρήσει άλλο επειδή δεν το θες εσύ, δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα και ούτε θα χαλαστώ ούτε θα νιώσω κάτι λιγότερο για σένα. Αν ωστόσο δεν προχωρήσει επειδή φοβάσαι πως θα ξεπέσεις στα μάτια μου που ευχαριστιέσαι κάτι που εγώ ο ίδιος απολαμβάνω να βλέπω, ε, είσαι μεγάλος μπούφος αδερφάκι μου!»

«Εγώ ζήλεψα λιγάκι όταν σε είδα να χαϊδεύεσαι με τη Φοίβη»

«Κι εγώ αλλά για μένα αυτό το μικρό τσίμπημα ζήλειας είναι αλατοπίπερο. Μήπως αυτός είναι πραγματικά ο λόγος που ήθελες να σταματήσουμε;»

«Μου έχεις πει ότι για σένα η σεξουαλική ελευθερία είναι αδιαπραγμάτευτη και το σέβομαι, ωστόσο… ε, άλλο η θεωρία, άλλο η πράξη.»

«Αν είναι αυτός ο λόγος θα μάθεις να το διαχειρίζεσαι»

«Δε θέλω… δε θέλω να σου στερώ πράγματα… με κάνει και αισθάνομαι πολύ άσχημα.»

«Αναστασία μου, όταν κάνουμε κάτι μαζί θέλω να το απολαμβάνεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το «θα μάθεις να το διαχειρίζεσαι» δεν υπαινίσσεται κάποιο “or else…”, δεν είναι ούτε εκβιασμός, ούτε απειλή, είναι δήλωση. Θα μάθεις να το διαχειρίζεσαι.»

«Πώς;»

«Με τον ίδιο τρόπο που το έμαθα κι εγώ. Με το να ξεριζώσεις από μέσα σου τα στερεότυπα με τα οποία μεγάλωσες και να συνειδητοποιήσεις ότι οι άνθρωποι δεν ανήκουν ο ένας στον άλλον, δίνουν το χρόνο τους σε αυτούς που επιλέγουν. Η μονογαμία είναι κοινωνικό κατασκεύασμα, ο homo sapiens δεν είναι μονογαμικός, αν ήταν δε θα χρειαζόντουσαν ούτε γάμοι, ούτε νομικά πλαίσια, ούτε όρκοι, ούτε θα υπήρχε ανάγκη να φορέσει θρησκευτικό φερετζέ, απλά θα γινόταν. Ναι, δεν είναι εύκολο να ξεριζώσεις από μέσα σου τα κοινωνικά στερεότυπα, αλλά δεν είναι αδύνατο. Μπορεί να είναι ζόρικο ώρες-ώρες αλλά είναι λυτρωτικό.»

«Τότε γιατί ένιωσες αυτό το τσίμπημα ζήλειας;»

«Γιατί δεν γεννήθηκα με φυσική ανοσία στα στερεότυπα, απλά έκανα το εμβόλιο της απελευθέρωσης και αυτό το τσίμπημα από εμπόδιο έγινε αλατοπίπερο. Σε κάθε περίπτωση, αν ο λόγος για τον οποίο δε θέλεις να συμμετάσχεις είναι επειδή δεν το θέλεις η ίδια, τότε θα το σεβαστώ. Αν ο λόγος είναι ότι φοβάσαι πως θα πέσεις στα μάτια μου απολαμβάνοντας κάτι που αρέσει και σε μένα, είσαι μπούφος και θα το ξεπεράσεις. Αν ο λόγος είναι ότι ζηλεύεις που θα με δεις κι εμένα με άλλη γυναίκα, θα το ξεπεράσεις, τελεία.»

«Με ποιο τρόπο;»

«Κάνοντας το επόμενο βήμα. Κάνοντας το επόμενο βήμα και συνειδητοποιώντας ότι μεταξύ μας δε θα αλλάξει τίποτα προς το χειρότερο, μόνο προς το καλύτερο.»

«Και αν κάνοντας το βήμα νιώσω ότι θέλω να σταματήσω;»

«Τότε θα σταματήσεις. Και θα προσπαθήσουμε ξανά… και ξανά… και ξανά… μέχρι να ξεπεράσεις όλους σου τους φόβους και εγώ θα είμαι δίπλα σου σε κάθε βήμα, σε κάθε προσπάθεια. Φτάνει να κάνεις επειδή το θες και η ίδια και όχι επειδή το θέλω εγώ. Αν δε θέλεις να πας με άλλους επειδή εσύ δε θέλεις, ποτέ δε θα σε πιέσω να το κάνεις. Οπότε θα σε ρωτήσω ξανά, σου άρεσε σήμερα;»

«Ντρέπομαι…»

«Αυτό ξεπερνιέται αν η απάντηση στην κύρια ερώτηση είναι καταφατική. Σου άρεσε;»

«Με τον συγκεκριμένο ναι, μου άρεσε.»

«Με τη Φοίβη;»

«Και με τη Φοίβη μου άρεσε, αν και δεν το περίμενα, ωστόσο πιο πολύ μου άρεσε με τον Ανδρέα.»

«Θα ήθελες να προχωρήσεις κι άλλο;»

«Ουφ… ναι… και πριν ρωτήσεις γιατί ουφ… γιατί… ντρέπομαι!»

«Είσαι μπούφος!»

«Είμαι!»

Δέκα λεπτά αργότερα φτάσαμε στην Κηφισιά και πήγαμε κατευθείαν στο διαμέρισμά μου. Κάναμε λίγα χάδια στο Ράντι και τον Τριστάνο και αφού πλύναμε τα χέρια μας πήγαμε στο δωμάτιό μου.

«Γδύσου» της είπα και πήγα στο playroom και έφερα δύο σφήνες  και ένα μικρό δονητή. Όταν γύρισα η Αναστασία ήταν γυμνή και ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Την έβαλα να κάτσει καθιστή και να με πάρει στο στόμα της όσο εγώ άπλωνα λιπαντικό στη μία σφήνα. «Κάτσε στα τέσσερα με τον κώλο προς τα μένα και βάλε τη σφήνα στο κωλαράκι σου». Κάθισε υπάκουα όπως της ζήτησα και της έδωσα τη σφήνα, την οποία έβαλε σιγά-σιγά μέσα στο κωλαράκι της. «Ξάπλωσε ανάσκελα και βάλε αυτή στο μουνάκι σου» της είπα δίνοντάς της τη χοντρή σφήνα. Όταν το έκανε και αυτό, της έδωσα το μικρό δονητή. «Τρίψε τον στην κλειτορίδα σου. Σκέψου ότι παίρνεις πίπα στον Ανδρέα ενώ εγώ σε παίρνω από το κωλαράκι».

Είχα σκοπό όσο έπαιζε να ανέβω πάνω στο κρεβάτι γονατιστός και να της τον βάλω στο στόμα αλλά δεν πρόλαβα. Ούτε καν μερικά δευτερόλεπτα από την ώρα που το έκανε αυτό την άκουσα να βογκάει δυνατά.

«Αντώνη μου… ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ τελειώνω… ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ Αντώνη μου… ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ΑΑΑΧ»

Σοβαρά τώρα;

«Αντώνη μου… αααχ… συγνώμη… δεν… δεν ξέρω…»

«Να κάτι που δεν περίμενα. Σου άρεσε μάτια μου;»

«Ήταν… ήταν απίστευτα έντονο! Απίστευτα!»

Αντί απάντησης έβγαλα προσεκτικά και τις δύο σφήνες, την έβαλα να ξαπλώσει μπρούμητα και, αφού έβαλα λιπαντικό στο όργανό μου, την καβάλησα.

«Έχυσες πουτανίτσα φαντασιώμενη ότι σε γαμάμε δύο άνδρες;»

«Χιχιχι»

Οδήγησα το όργανό μου στο κωλαράκι της, το οποίο είχε ανοίξει λίγο με τη σφήνα, και άρχισα να το βυθίζω μέσα της, κερδίζοντας νέο ηδονικό της βογγητό.

«Σου αρέσει πουτανίτσα; Σου αρέσει να γαμιέσαι με πολλούς;»

«ΜΜΜΜ ναι… μου… ΜΜΜΜ ΑΑΑΑΧ μου αρέσει…»

«Πόσο θέλω να σε δω να τσιμπουκώνεις κάποιον άλλον… να σταματάει για να χύσει στο στόμα σου κι εσύ να τα ρουφάς και να τα καταπίνεις σαν καλή πουτανίτσα… και μετά να σε βάζει στα τέσσερα και να σου σκίζει το κωλαράκι όπως εγώ… Και θα το κάνεις πουτανίτσα μου, θα το κάνεις.» της έλεγα ενώ ταυτόχρονα μπαινόβγαινα στο κωλαράκι της.

«ΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ΑΑΑΑΧ… ναι… ναι…»

«Θα είσαι καλή πουτανίτσα; Θα κάνεις καλό τσιμπούκι στον Ανδρέα ή θα με εκθέσεις;»

«ΑΑΑΑΧ… θα είμαι… θα κάνω… θα… ΑΑΑΑΑΑΧ θα τον κάνω να ΑΑΑΑΑΧ να ξεχάσει το όνομά του… ΑΑΑΧ ΜΜΜΜ…»

«Και θα σου σκίσει και το κωλαράκι;»

«ΑΑΑΑΑΧ… αν… αν θες εσύ… ό,τι θες εσύ…»

«Θέλω… ααααχ θέλω να σε δω να γαμιέσαι… Και θέλω… θέλω αααααχ… θέλω να βρεις και ένα συμφοιτητή σου… ΑΑΑΑΧ να τον έχεις για fuck buddy…»

«ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ΑΝΤΩΝΗ ΜΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ ΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜΜΜ»

«Χύνεις πουτανίτσα; Χύνεις;»

«ΧΥΝΩΩΩΩΩ ΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ ΑΝΤΩΝΗ ΜΟΥ… ΑΝΤΩΝΗ… ΜΜΜΜΜ»

«Μπράβο… αααααχ… μπράβο η καλή πουτανίτσα… αααχ» είπα και εκεί ένιωσα κι εγώ το τέλος να έρχεται, καρφώθηκα όσο δεν πήγαινε άλλο στο κωλαράκι της και κάθισα ακίνητος με το όργανό μου να κάνει σπασμούς βαθιά μέσα της πλημμυρίζοντας το κωλαράκι της με χύσια.

Όταν τελείωσαν οι σπασμοί και έβγαλε ό,τι είχε να βγάλει, τραβήχτηκα και έπεσα δίπλα της ξέπνοος. Η Αναστασία πήγε στην τουαλέτα να πλυθεί και το ίδιο έκανα κι εγώ. Γύρισα στο δωμάτιο, ξάπλωσα και την περίμενα και όταν ήρθε ξάπλωσε δίπλα μου και γύρισε προς το μέρος μου.

«Αντώνη μου… αυτό… αυτό που είπες με το συμφοιτητή το εννοείς ή… ή το είπες έτσι;»

«Αν και το είπα για την καύλα της στιγμής, δε θα έλεγα όχι αν κι εσύ ήθελες να το κάνεις, αρκεί να τηρούνται κάποιοι βασικοί όροι: Πάντα με προφυλακτικό και όχι κώλος, το κωλαράκι σου μπορεί να στο γαμάει κάποιος άλλος μόνο υπό την παρουσία μου.»

«Αν και μιλάμε θεωρητικά, το προφυλακτικό εννοείται… αλλά… πώς θα γίνει το άλλο; Εννοώ… θα δεχτεί ο άλλος να το κάνει αυτό μπροστά σου;»

«Δεν είπα αυτό, είπα ότι κώλο δίνεις σε άλλον μόνο τη παρουσία μου, στην περίπτωσή σου απλά δε θα του δώσεις κώλο, εννοείται δεν πρόκειται να γίνει τρίο με κάποιον που δεν γνωρίζω προσωπικά ώστε να τον εμπιστεύομαι. Ο τελευταίος όρος είναι ότι εκτός από πίπα που μπορεί να γίνει στο αυτοκίνητό του ή στο δικό σου, όταν πάρεις, αν είναι να κάνεις σεξ, θα το κάνεις *ΜΟΝΟ* στο διαμέρισμά σου.»

«Εντάξει, αν ποτέ γίνει αυτό, θα γίνει όπως το λες.»

«Το ξέρεις ότι με καυλώνει η υπακοή, έτσι;»

«Εσύ τι λες;» μου είπε παιχνιδιάρικα, κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι, και χαμογελώντας χαμήλωσε και με πήρε, και πάλι καυλωμένο, στο στόμα της.


12. The Menagerie

Ομολογώ πως είχα περισσότερα πράγματα κατά νου όταν κάλεσα σε δείπνο Φοίβη και Ανδρέα, ωστόσο αυτό χρειαζόταν και μια άλφα προετοιμασία όσον αφορούσε την Αναστασία, οπότε εφόσον συμφωνούσαν και τα παιδιά, θα τους καλούσαμε για φαγητό Παρασκευή βράδυ ωστόσο, πριν, και μέσα στην εβδομάδα, θα βγαίναμε για ένα ποτό στο χαλαρό. Είχα μόνο το τηλέφωνο της Φοίβης, οπότε της έστειλα ένα μήνυμα πριν την πάρω τηλέφωνο.

«Καλημέρα, μπορώ να σε καλέσω ή θα ενοχλήσω;»

Αντί να μου απαντήσει με μήνυμα με πήρε κατευθείαν τηλέφωνο.

«Καλημέρα! Νομίζω ότι απαντήθηκε η ερώτησή σου!»

«Χαχα, καλημέρα. Τι κάνετε;»

«Καλά είμαστε, ο Ανδρέας έχει πάει στο πατρικό του  και εγώ ετοιμάζομαι να ανέβω πάνω, στο στρατηγούκο». Κατάλαβα ότι εννοούσε τον πατέρα της, μας είχε πει χθες ότι ήταν κόρη στρατιωτικού. «Εσείς τι κάνετε;»

«Καλά είμαστε κι εμείς, η Αναστασία είναι σπίτι της κι εγώ ετοιμάζομαι να βγάλω το τερατάκι μου βόλτα.»

«Αααχ… θα με πάρουν τα ζουμιά πάλι και να δω τι θα καταλάβεις!»

«Όχι, μη σε πάρουν τα ζουμιά, εγώ βασικά σας πήρα για να κανονίσουμε. Τι θα λέγατε να πάμε για ένα ποτάκι μεσοβδόμαδα και την Παρασκευή να σας κάνουμε το τραπέζι;»

«Θα το συζητήσω και με τον Ανδρέα αλλά πολύ ευχαρίστως. Ποια μέρα λες;»

«Έλεγα για Τετάρτη αλλά όποια μέρα σας βολεύει, δεν ξέρω το πρόγραμμά σας!»

«Τα πρωινά μας είναι γεμάτα, άλλωστε δεν ήρθαμε Αθήνα αποκλειστικά για τουρισμό. Από το απόγευμα και μετά ωστόσο είμαστε ελεύθεροι. Η Τετάρτη είναι μια χαρά ωστόσο θα πρέπει να το επιβεβαιώσω και με τον Ανδρέα»

«Φυσικά, εννοείται.»

«Ωραία, ωραία!»

«Λοιπόν, θα σε αφήσω τώρα και όταν το επιβεβαιώσεις με τον Ανδρέα μιλάμε για να κανονίσουμε το μέρος. Δε μου λες, ακούτε ροκ;»

«Αν ακούμε λέει; Ο Ανδρέας παίζει και ηλεκτρική κιθάρα»

«Τότε θα το λατρέψετε το μέρος που έχω στο μυαλό μου, είναι ένα υπέροχο ροκ-μπαρ στα Βριλήσσια…»

«Πες μου ότι εννοείς την Κρύπτη!!!!»

«Χαχαχα, ναι, την Κρύπτη εννοώ. Την ξέρετε;»

«Αν την ξέρουμε λέει; Είναι το αγαπημένο μας στέκι όταν ερχόμαστε Αθήνα.»

«Σοβαρά μιλάς; Κι εγώ πήγαινα πολύ συχνά με τη συγχωρεμένη, κοίτα να δεις που μπορεί να είχαμε συναντηθεί χωρίς να το ξέρουμε!»

«Είναι μικρός ο κόσμος!».

Εμένα μου λες, ακόμα θυμάμαι το ντουβρουτζά που έπαθα όταν έπεσα πάνω στο Μιλτιάδη.

«Ναι, είναι. Λοιπόν, χάρηκα που τα είπαμε, θα σε αφήσω τώρα να πας εσύ στο στρατηγούκο, να πάω κι εγώ τον αρκούδο βόλτα.»

«Θες να πας εσύ στον στραγηγούκο να έρθω να παίξω εγώ με το Ράντι;»

«Αν και είμαι σίγουρος ότι ο Ράντι θα το εκτιμήσει, δεν είμαι σίγουρος ότι θα το εκτιμήσει ο στρατηγούκος! Πάντως αν θέλετε ξανά αρκούδα, μπορώ να ρωτήσω το φίλη μου που μου τον έδωσε, ο Ράντι δεν είναι καθαρόαιμος καυκάσιος, είναι διασταύρωση με ελληνικό ποιμενικό αλλά πριν κανένα μήνα μου είπε ότι θέλει να διασταυρώσει ξανά την Τρίσια αλλά αυτή τη φορά με καθαρόαιμο Καυκάσιο, οπότε εφόσον το θέλετε κι εσείς μπορώ να της πω να σας έχει υπόψη της.»

«Μιλάς σοβαρά;»

«Βρε Φοίβη θα έκανα πλάκα με τέτοιο πράγμα;»

«Θα μιλήσω με τον Ανδρέα και θα σου πω. Πω-πω φωτιές που μου άναψες, πω-πω φωτιές που μου άναψες!»

«Επειδή η Κλέλια θα με ρωτήσει, κήπο έχετε;»

«Κήπο; Μονοκατοικία σε οικόπεδο πέντε στρεμμάτων έχουμε! Αχ φωτιές που μ’ άναψες!»

«Χαχαχα, ηρέμισε βρε!»

«Ναι, για να ηρεμίσω είμαι εγώ τώρα! Ουφ ουφ!»

«Ωραία, μίλα και γι’ αυτό με τον Ανδρέα και πες μου. Εγώ πάντως θα πάρω αμέσως τηλέφωνο την Κλέλια και θα σου πω, άλλωστε δεν ξέρω καν αν την έχει διασταυρώσει ή πότε θα το κάνει!»

«Όχι όχι… μην τον βάλω στην πρίζα χωρίς λόγο, ρώτα την φίλη σου και πάρε με να μου πεις.»

«Εντάξει, όταν έχω νεότερα θα σε καλέσω»

Εκεί κλείσαμε οπότε μιας και την είχα βάλει στην πρίζα πήρα τηλέφωνο την Κλέλια.

«Καλημέρα!»

«Καλημέρα Αντώνη, τι κάνεις; Τι κάνει ο Ράντι;»

«Μια χαρά είναι, τώρα δα ετοιμαζόμαστε για να τον βγάλω έξω. Να σου πω, θα την διασταυρώσεις τελικά την Τρίσια με άλλο Καυκάσιο;»

«Μη μου πεις ότι θέλεις και δεύτερο σκύλο! Τη διασταύρωσα ήδη και ο ευτυχισμένος μπαμπάς είναι 110 κιλά, βάλε ότι η Τρίσια είναι κι αυτή 95 οπότε να σε δω που θα κοιμάσαι!»

«Χαχαχα, όχι όχι, δεν το θέλω για μένα, απλά ένα φιλικό ζευγάρι που είχαν και αυτοί Καυκάσιο και πιθανώς να ενδιαφέρονται.»

«Έχουν κήπο;»

«Χαχαχα, το ήξερα ότι θα το ρωτήσεις οπότε φρόντισα να το μάθω. Ζούνε στην Κρήτη, σε μονοκατοικία σε ένα κτήμα πέντε στρεμμάτων. Είναι καθηγητές και οι δυο τους στο πανεπιστήμιο.»

«Οκ, σε παρακαλώ μάθε αν ενδιαφέρονται πραγματικά γιατί έχω κάμποσους ενδιαφερόμενους και ο ιδιοκτήτης του Μπαρτ έχει ζητήσει δύο και η αδερφή μου άλλο ένα.»

«Θα το επιβεβαιώσω και θα σου πω.»

«Ξέρεις ότι δεν το κάνω για χρήματα οπότε θέλω να είμαι βέβαιη ότι θα πέσουν σε καλά χέρια»

«Βρε έβαλε τα κλάματα όταν είδε φωτογραφία του Ράντι, φαντάσου ότι τον Καυκάσιο που είχαν, δεν τον είχαν πάρει αυτοί, τον είχε η σπιτονοικοκυρά της κοπέλας αλλά ουσιαστικά εκείνη έγινε το αφεντικό του. Όταν μετακόμισαν -μετά το γάμο τους- τον πήραν μαζί τους, μαζί με τα τρία γατάκια που είχαν επίσης υιοθετήσει και φρόντιζαν.»

«Εντάξει, σε παρακαλώ μάθε τις προθέσεις τους το συντομότερο δυνατό.»

«Θα στο πω το αργότερο εντός της εβδομάδας, εντάξει;»

«Εντάξει, η Τρίσια είναι στην 3η εβδομάδα της και έτσι και αλλιώς ακόμα και όταν γεννήσει θα πρέπει να περιμένουν να απογαλακτιστούν τα κουτάβια. Ωστόσο είναι first come, first serve,  οπότε αν θέλουν να επιλέξουν κάποιο θα πρέπει να το κάνουν πριν διαλέξουν όλοι οι υπόλοιποι και αυτό αφορά και το φύλο»

«Εντάξει, θα τους το μεταφέρω. Κατά τα άλλα εσύ είσαι καλά; Ο Θωμάς, οι κόρες;»

«Όλοι μια χαρά, ρε συ πάρε μια μέρα το Ράντι και ελάτε από εδώ να τον δούμε, να δει και τη μαμά του!»

«Αμέ, θα το κανονίσουμε. Λοιπόν, σε φιλώ!»

«Στο καλό!» μου είπε και κλείσαμε. Πήρα στο καπάκι τηλέφωνο τη Φοίβη.

«Σου έχω καλά νέα, η μαμά του Ράντι είναι στην τρίτη της εβδομάδα και την διασταύρωσαν με Καυκάσιο.»

«Θαυμάσια!»

«Ναι, έχε υπόψη σου ότι η μαμά είναι περίπου σα τον Ράντι και ο μπαμπάς ακόμα μεγαλύτερος. Ο Ράντι είναι 102 κιλά και η Κλέλια μου είπε πως ο αρσενικός με τον οποία διασταύρωσε την Τρίσια είναι 110 κιλά, οπότε θα βγουν τερατάκια!»

«Όταν γνώρισα το Σίμπα ήταν 113 κιλά και τελικά έφτασε τα 127, ο κτηνίατρος μου είπε ότι δεν είχε δει μεγαλύτερο καυκάσιο στη ζωή του, ήταν μεγαλύτερος και από τους δυο του γονείς.»

«Ο χριστός και η παναγία!»

«Αμέ, τι νόμιζες;»

«Ωραία, συζήτησέ το με τον Ανδρέα γιατί υπάρχουν πολλοί ενδιαφερόμενο και τρία ήδη έχουν βρει γονείς. Επίσης, αν τελικά το αποφασίσετε, έχε υπόψη σου ότι θα πρέπει να περιμένετε και 40-45 μέρες αφού γεννηθούν, μέχρι να απογαλακτιστούν και πρέπει να διαλέξετε από νωρίς, ακόμα και από φωτογραφία, είναι first come, first serve και αυτό αφορά και το φύλο»

«Θα προτιμούσα αρσενικό να σου πω την αλήθεια. Δε μου λες, τον Ράντι εσύ τον είχες διαλέξει;»

«Ναι, εγώ!»

«Άρα κόβει το μάτι σου. Διάλεξε εσύ κάποιο κατά προτίμηση αρσενικό»

«Χαχαχα, εντάξει. Δε μου λες, έχεις κάποια προτίμηση στο χρώμα; Ο Σίμπα τι χρώμα είχε;»

«Μαύρος με λίγο άσπρο κάτω από το λαιμό και στα πόδια αλλά πραγματικά δε με ενδιαφέρει ιδιαίτερα το χρώμα»

«Καλώς, εγώ πάντως θα κοιτάξω»

«Σε ευχαριστώ πολύ… Θα το πω σήμερα κιόλας στον Ανδρέα και θα σε ειδοποιήσω. Δηλαδή τυπικό είναι, τα βρακιά του θα λερώσει όταν μάθει τα καθέκαστα.»

«Εντάξει, let me know. Καλή συνέχεια»

«Κι εσείς… και πάλι σε ευχαριστώ πολύ-πολύ!» μου είπε και κλείσαμε.

Το απόγευμα είχα κανονίσει με την αδερφή μου για να πάω να πιώ καφέ, εννοείται μαζί με το Ράντι για να παίξει με τ’ ανίψια μου, οπότε κανόνισε και η Αναστασία να πάει για καφέ με συμφοιτητές της. Έβγαλα το Ράντι τη βόλτα του και όταν γύρισα έπεσα για ένα υπνάκο μέχρι το απόγευμα. Σηκώθηκα γύρω στις 17:00 και αφού έκανα ένα γρήγορο ντουζ, πήρα το Ράντι και κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο. Ο κερατάς είναι πανέξυπνος, βλέποντας ότι δεν είχα πάρει μαζί μου σακούλες με το φαγητό του, κατάλαβε ότι δεν σκόπευα να τον αφήσω κάπου, οπότε μπήκε στο αυτοκίνητο με ένα σάλτο. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα φτάσαμε στην αδερφή μου και άφησα το Ράντι να ξελυσσάξει με τ’ ανίψια και ήπια καφέ με την αδερφή μου και τον γαμπρό μου. Αν και αρχικά δε σκόπευα να κάτσω μέχρι αργά, μου έκανε μια προσφορά που δεν μπορούσα να αρνηθώ, μουσακά! Τελικά κάθισα μέχρι τις 22:30, οπότε μάζεψα το Ράντι και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

Κάποια στιγμή γύρω στις 20:00 η Αναστασία μου είχε στείλει μήνυμα ότι θα πάνε για ποτό στου Ψυρρή και ότι μπορεί να καθόταν μέχρι αργά, οπότε ξάπλωσα σχετικά νωρίς και το έριξα στο διάβασμα. Γύρω στα μεσάνυχτα, λίγο πριν πέσω για ύπνο, έστειλα ένα μήνυμα στην Αναστασία.

«Πέφτω για ύπνο. Όταν φτάσεις στείλε μου μήνυμα ώστε να ξέρω ότι γύρισες.»

Η απάντηση ήρθε σχεδόν αμέσως

«Είμαι στο τραίνο, μόλις περάσαμε το Ολυμπιακό στάδιο»

«Καλώς, τότε πάρε τον Τριστάνο και ανεβείτε, θα σε περιμένω»

Δέκα-δεκαπέντε λεπτά αργότερα άκουσα το κουδούνι να χτυπάει και σηκώθηκα να της ανοίξω. Είχε αλλάξει, καθώς φορούσε φόρμα, και δεν είχε τον Τριστάνο μαζί της.

«Ο Τριστάνο;»

«Κοιμόταν και μου γκρίνιαξε όταν πήγα να τον σηκώσω, οπότε τον άφησα στο δέντρο του»

«Μια από τα ίδια και ο Ράντι, είναι στη βεράντα, δεν ήθελε να μπει μέσα. Έλα, πέρνα» της είπα. «Δε μου λες, θέλεις να πιείς κάτι;»

«Όχι Αντώνη μου, σ’ ευχαριστώ»

Πήγαμε στο υπνοδωμάτιο και ξάπλωσα κάτω από τα σκεπάσματα. Η Αναστασία έβγαλε και εκείνη τη φόρμα της και μένοντας μόνο με το κιλοτάκι ξάπλωσε στην αγκαλιά μου που είχε ανοίξει και την περίμενε.

«Πώς τα πέρασες;»

«Όμορφα ήταν. Ήπιαμε πρώτα τα καφεδάκια μας και μετά πήγαμε σε ένα μεζεδοπωλείο και φάγαμε και ήπιαμε, καλά, εγώ δεν ήπια και πολύ, με ξέρεις.»

«Γιατί γύρισες τόσο νωρίς βρε;»

«Θέλαμε να προλάβουμε το τραίνο, άλλωστε αύριο είναι και Δευτέρα.»

«Α, το μεσημεράκι μίλησα και με τη Φοίβη, τους κάλεσα για φαγητό την Παρασκευή.»

«Τι θα τους μαγειρέψουμε;»

«Δεν έχω ιδέα, κάτι θα σκεφτούμε! Της είπα να πει και στον Ανδρέα Τετάρτη βράδυ να βγούμε έξω για ένα ποτό και περιμένω να μου απαντήσει, αν και τη βρήκα μάλλον θετική. Εντωμεταξύ μικρός που είναι ο κόσμος, όχι απλά ξέρουν την Κρύπτη, είναι και μέρος που πηγαίνουν όταν ανεβαίνουν Αθήνα!»

«Μ’ αρέσει η Κρύπτη! Αχ, πολύ ωραία!»

«Και το καλύτερο για το τέλος, η Κλέλια διασταύρωσε τη μαμά του Ράντι αυτή τη φορά με άλλο καυκάσιο!»

«Μη μου πεις ότι θα πάρεις αδερφάκι στο Ράντι;»

«Όχι, αλλά μάλλον θα πάρουν έναν η Φοίβη με τον Ανδρέα. Ήσουν τουαλέτα χθες και δεν είδες τη φάση, έβγαλα το τηλέφωνό μου για να γράψω τα δικά τους και είδαν τη φωτογραφία του Ράντι και κόντεψαν να τους πάρουν και τους δύο τα ζουμιά.»

«Γιατί;»

«Γιατί είχαν κι εκείνοι ένα τερατάκι το οποίο ήταν ακόμα μεγαλύτερο από τον Ράντι, το Σίμπα… ε, όπως καταλαβαίνεις συγκινήθηκαν. Σήμερα στην κουβέντα τους ανέφερα ότι η Κλέλια σκόπευε να διασταυρώσει την Τρίσια και τους ρώτησα αν ενδιαφέρονται. Μου είπε να μιλήσω πρώτα με την Κλέλια για να μην του βάζω άδικα φωτιές. Ε, το έκανα και guess what… θα διαλέξουμε εμείς το νέο τους τερατάκι!»

«Εμείς;»

«Ναι, η Κλέλια είπε “first come first serve” και τα παιδιά θα είναι στην Κρήτη»

«Εχμ… όχι ότι δε μου αρέσει η ιδέα… αλλά η Κλέλια είναι δική σου φίλη, εγώ ως τι θα έρθω μαζί σου για να διαλέξουμε;»

«Σε ξέρω από 13 χρονών, είσαι κόρη φιλικού μου ζευγαριού, νοικάρισσα στο σπίτι μου και είσαι και φιλόζωη»

«Εντάξει τότε!»

«Λοιπόν, έλα νανάκια τώρα γιατί έχει πάει αργά και μισή και έχουμε και πρωινό ξύπνημα αύριο.»

«Κάποιοι θα έχουμε ακόμα πιο πρωινό» μου είπε ναζιάρικα.

«Και μπράβο σας» της είπα φιλώντας την τρυφερά. «Καληνύχτα κοριτσάκι μου!»

«Καληνύχτα γεράκο μου»

Το πρωί με ξύπνησε με τον αγαπημένο μου τρόπο, καφέ και πίπα. Βέβαια εκεί της είχα έκπληξη γιατί σταμάτησα την πίπα και ανέβηκα πάνω της και την έκανα δική μου, η Δευτέρα είναι δύσκολη μέρα και ήθελα η εβδομάδα να ξεκινήσει οργασμικά και για τους δυο μας. Μετά σηκωθήκαμε και πήγαμε και κάναμε ένα ντουζάκι και το κωλόπαιδο δε με άφησε σε ησυχία λαχταρώντας να τρυγήσει ξανά -και στα όρθια- το άγουρΑΧΑΧΑΧΑΧΑ κορμί μου αλλά το μηχάνημα, αν και έκανε φιλότιμες προσπάθειες, τελικά μας άφησε αμφότερους στα κρύα του λουτρού. Όπως την περίμενα και στην αρχή, ήταν δύσκολη μέρα, και τελικά κατάφερα να ξεμπλέξω από τη δουλειά γύρω στις 20:00. Γύρισα με ένα κεφάλι κουδούνι και μιας και είχα να βγάλω και βόλτα το Ράντι δεν έκανα ντουζ, θα έκανα όταν γύριζα. Ο Ράντι ήταν στη βεράντα, πήγα και του άνοιξα και του έκανα χάδια και πήρα στο καπάκι τηλέφωνο την Αναστασία.

«Καλησπέρα κοριτσάκι μου, τι κάνεις;»

«Καλά είμαι, εδώ διαβάζω. Να σου πω, έχω φτιάξει ομελέτα για να φάμε παρεούλα, θέλεις;»

«Και το ρωτάς; Έχω ωστόσο πρώτα να βγάλω βόλτα το Ράντι, έχεις όρεξη να μου κάνεις παρέα;»

«Αμέ! Θα κατέβεις τώρα; Να κατέβω κάτω να σε περιμένω;»

«Ναι, σε δυο λεπτά θα είμαι κάτω». Κλείσαμε το τηλέφωνο και πέρασα το σαμάρι στο Ράντι που έκανε σαν τρελός από τη χαρά του. Κατεβήκαμε κάτω και στην είσοδο μας περίμενε η Αναστασία και πήγαμε περπατώντας μέχρι το άλσος Συγγρού. Παρά την προχωρημένη για Φθινόπωρο ώρα, είχε κάμποσο κόσμο στο άλσος και εκεί πετύχαμε και τον κύριο Μανώλη με τον Φιντέλ, το κολλητάρι του Ράντι, οπότε τους αφήσαμε και ξελυσσάξανε. Είχαν πολλή πλάκα οι δυο τους, ο Φιντέλ είναι υπέροχο άσπρο-μπεζ κοκόνι με αστείρευτη ενέργεια, οπότε όταν γύρισαν ο φουκαράς ο Ράντι κόντευε να φτύσει τα πνευμόνια του. Η πλάκα είναι ότι ο Φιντέλ γενικά είναι πολύ φοβιτσιάρης και αν δεν είχε γνωρίσει το Ράντι από κουτάβι θα κατουριόταν πάνω του με το που τον έβλεπε. Από την άλλη βέβαια, με το Ράντι συνοδεία, δε φοβόταν τίποτα και πήγαινε πάνω-κάτω σα δαιμονισμένος κάνοντας τον αρκούδο μου να τρέχει και να μη φτάνει.

Όταν γυρίσαμε σπίτι πρέπει να ήπιε μονοκοπανιά πάνω από δύο-τρία λίτρα νερό. Του έβαλα να φάει αλλά μάλλον το νερό του είχε πέσει βαρύ οπότε προτίμησε να απέχει. Η Αναστασία πέρασε από το σπίτι της και πήρε μαζί Τριστάνο και ομελέτα και ανέβηκε πάνω για να φάμε. Δεν ξέρω τι είχε πάθει ο Τριστάνο σήμερα αλλά τον είχαν πιάσει οι αγάπες του και δεν ξεκολλούσε από πάνω μου, τον έβαζα κάτω και αυτός ξανασκαρφάλωνε. Τελικά παραιτήθηκα και έφαγα το φαγητό με τον Τριστάνο στα πόδια μου και το Ράντι από δεξιά να με κοιτάζει σα ζήτουλας παρά το γεγονός ότι η γαβάθα του ήταν γεμάτη.

«Λοιπόν, Galactica;» ρώτησα την Αναστασία.

«Ναι!!!!!»

«Ωραία, δώσε μου δέκα λεπτάκια να κάνω ένα γρήγορο ντουζάκι και έρχομαι.»

«Θα πάω να βάλω twist, θέλεις μπύρα;»

«Ναι, βγάλε μου μια μπύρα» της απάντησα και πήγα στο βοηθητικό μπάνιο με τη ντουζιέρα με σκοπό να κάνω ένα γρήγορο ντουζ αλλά όταν ένιωσα το ζεστό νερό πάνω μου δε μου έκανε καρδιά να ξεκολλήσω. Τελικά μαζί με το σαπούνισμα, μου πήρε πάνω από ένα εικοσάλεπτο μέχρι να τελειώσω. Σκουπίστηκα στα γρήγορα, φόρεσα τις πιτζάμες μου και πήγα στο σαλόνι.

«Άντε βρε παιδάκι μου!» με μάλωσε!

Είδαμε το διπλό επεισόδιο του Pegasus / Resurrection Ship καθώς πολύ απλά δε γίνεται να δεις μόνο το ένα χωρίς να δεις το άλλο και όταν τελείωσε η μικρή βρέθηκε για πολλοστή φορά να μαζεύει το σαγόνι της από το πάτωμα.

«That was fitting” μου δήλωσε.

«Για να καταλάβεις καλύτερα την Helena Kane θα πρέπει να δεις και την ταινία Razor αλλά επειδή έχει κάμποσα spoilers σε επεισόδια που δεν έχεις ακόμα δει, θα τη δούμε όταν θα έρθει η ώρα της.»

«Ουφ, καλά!»

«Τι σ’ έχει πιάσει εσένα ρε απατεώνα και δεν έχεις ξεκολλημό;» ρώτησα τρυφερά τον Τριστάνο που είχε ξαπλώσει τ’ ανάσκελα και γουργούριζε του καλού καιρού. Ο γατούλης έβγαλε μια ευτυχισμένη τρίλια και μου δάγκωσε απαλά ένα από τα δάχτυλα, μη σταματώντας ούτε στιγμή να κάνει σαν τραίνο στην ανηφόρα. «Βρε γάτος είσαι εσύ; Τα σκυλιά θέλουν να τους τρίβουν την κοιλιά, όχι οι γάτες!» τον ψευτομάλωσα κερδίζοντας ακόμα μια ευτυχισμένη τρίλια.

«Τι ώρα έχει πάει;» με ρώτησε μηχανικά η Αναστασία.

«Δώδεκα παρά τέταρτο» απάντησα κοιτάζοντας το ρολόι μου.

«Κιόλας;»

«Τι κιόλας, βρε, τον Ράντι τον βγάλαμε βόλτα γύρω στις 20:30 και γυρίσαμε στις 22:15, φάγαμε και είδαμε στο καπάκι δύο επεισόδια Galactica»

«Ουφ, τι ώρα έχετε πει αύριο;»

«Μεθαύριο, σήμερα είναι Δευτέρα! Δεν έχουμε πει, θα τους στείλω ένα μήνυμα αύριο να ρωτήσω, αλλά έλεγα γύρω στις 21:30. Τι ώρα σχολάς;»

«Μια χαρά είναι 21:30, έχω μαθήματα μέχρι τις 19:00, λογικά θα είμαι σπίτι γύρω στις 20:00, μία ώρα μου φτάνει και μου περισσεύει για να ετοιμαστώ και δεν είναι και μακριά η κρύπτη. Με αυτοκίνητο θα πάμε;»

«Αν δεν βρέχει λέω να πάμε με τη μηχανή»

«Αχ, ωραία! Η Αμερικάνα πότε έρχεται;»

«Μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Δεκέμβρη, σε λίγες μέρες δηλαδή.»

«Θα πάμε Μονεμβασιά;»

«Μονεμβασιά δε θέλει το κορίτσι; Μονεμβασιά θα πάμε!»

«Σ’ αγαπάω!»

«Κι εγώ κοριτσάκι μου»

«Επίσης, μεσιέ, σου υπενθυμίζω ότι μου χρωστάς από το πρωί!»

«Σου χρωστάω κιόλας;»

«Με άφησες στα κρύα του λουτρού!»

«Αφενός ήταν ζεστά-ζεστά και αφετέρου είχε προηγηθεί και ο πρώτος γύρος!»

«Δικαιολογίες!» μου είπε και μ’ έκανε να βάλω τα γέλια.

«Τον Τριστάνο που έχει βολευτεί δεν τον λυπάσαι;»

«Εσένα που θα σε κλάψει η αδερφούλα σου, αν συνεχίσεις, δεν σε λυπάσαι;»

«Όχι βία στα γήπεδα!»

Άφησα απαλά τον Τριστάνο στον καναπέ φοβούμενος ότι θα έχουμε δράματα, αλλά στα παπάρια του τελείως, σχεδόν πληγώθηκα! Σηκωθήκαμε και πήγαμε μέσα στο δωμάτιο και πετάξαμε τα ρούχα μας σε χρόνο ρεκόρ και χωθήκαμε γυμνοί κάτω από τα σκεπάσματα. Έγειρα προς το μέρος της και τη φίλησα ενώ με το χέρι μου ξεκίνησα να τη χαϊδεύω απαλά στα πλευρά, ενώ η Αναστασία μου χάιδευε τα μαλλιά πάνω από το σβέρκο. Πέρασα ανάλαφρα το χέρι μου από τα γυμνά της στήθη αλλά δεν σταμάτησα εκεί, συνέχισα να τη χαϊδεύω κατεβάζοντας το χέρι μου πιο χαμηλά, σχεδόν μέχρι το ύψος του εφηβαίου. Εκεί σέρνοντας αισθησιακά τα δάχτυλά μου έκανα παράκαμψη και πήγα στο μηρό της και από εκεί στο εσωτερικό του μηρού της και από εκεί στο άλλο πόδι και ξανά πάλι προς τα πάνω, φτάνοντας ξανά στην κορυφή του εφηβαίου της.

Χωρίς να σταματήσω το φιλί κατέβασα το χέρι μου μέχρι το σημείο ακριβώς πριν την κλειτορίδα της και την ένιωσα να κοκαλώνει από την προσμονή. Συνεχίζοντας το σαδιστικά αισθησιακό μου παιχνίδι, συνέχισα αριστερά, ανάμεσα στο μουνάκι της και το σημείο στο οποίο ενώνεται ο κορμός με τα πόδια, χωρίς ούτε στιγμή να το αγγίξω, κάνοντάς την Αναστασία να τρέμει. Συνέχισα να κάνω αυτόν τον κύκλο, μειώνοντας σταδιακά την ακτίνα του, μέχρι που πέρασα ανάλαφρα το χέρι μου πάνω από την κλειτορίδα της, κάνοντας την Αναστασία να τεντωθεί και να της ξεφύγει ένα βογγητό. Άρχισα να την παίζω με κυκλικές κινήσεις και πιέζοντάς την απαλά προς τα πάνω και τα βογγητά άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Χαμήλωσα το χέρι μου και το βούτηξα στην αρχή ένα και μετά δεύτερο δάχτυλο στο μουνάκι της που έσταζε. Την έπαιξα για λίγο με τα δάχτυλά μου και μετά άρχισα και πάλι το παιχνίδι με την κλειτορίδα της και συνέχισα να την παίζω μέχρι που το κορμί της άρχισε να τραντάζεται σα να το περνάει ρεύμα.

«Αντώνη μου! Αντώνη…. ΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΧ χύνω Αντώνη μου… ΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ ΜΜΜΜΜΜΜ ΜΜΜΜΜΜΜ ΜΜΜΜΜΜΜΜ ΜΜΜΜΜΜ ΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΧ» φώναζε και βογκούσε και δεν σταματούσα να την παίζω μέχρι που σχεδόν της κόπηκε η ανάσα. «Όχι άλλο…. ΑΑΑΧΧ… ΜΜΜΜ… όχι… όχι άλλο… σε παρακαλώ…». Παρά τις ικεσίες της δεν σταμάτησα, όμως αυτή τη φορά άφησα την κλειτορίδα της και άρχισα να τη γαμάω με δύο δάχτυλα, κάνοντάς την και πάλι σχεδόν να χοροπηδάει.

«Πες μου τι θέλεις;» της είπα με φωνή σχεδόν πνιχτή από την καύλα.

«Να με γαμήσεις! Να με ξεσκίσεις στο γαμήσι, να κάνεις το μουνάκι μου να πάρει φωτιά… να με ξεσκίσεις στο πήδημα… σε παρακαλώ… σε παρακαλώ…»

«Θέλεις γαμήσι πουτανίτσα; Το θέλεις πολύ;»

«Ναι… το θέλω… το θέλω…»

«Θα είσαι καλό κοριτσάκι; Θα κάνεις καλό τσιμπούκι στον Ανδρέα; Θα κάνεις καλό γλειφομούνι στην Φοίβη;»

«Ό,τι… ό,τι θέλεις… ααααχ σε παρακαλώ… πάρε με… ααααχ»

«Τα καλά κοριτσάκια καταπίνουν και δίνουν κωλαράκι όταν τους ζητηθεί. Είσαι καλό κορίτσι;»

«Είμαι… το καλύτερο… ό,τι… ΑΑΑΑΑΧ ό,τι θέλεις μωρό μου…»

Μπήκα μέσα της και άρχισα να τη γαμάω με τόση μανία που σχεδόν την κοπανούσα. Είχα καυλώσει απίστευτα και παρόλο που πίστευα ότι δε θα άντεχα ούτε λεπτό, στο τέλος παραλίγο να μην τα καταφέρω από την εξάντληση, τη γαμούσα τόσο άγρια που άρχισα να κουράζομαι χωρίς να βλέπω το τέλος να έρχεται, ενώ από κάτω μου η Αναστασία βογκούσε και φώναζε τόσο δυνατά που φοβήθηκα ότι δε θα μας σώσει ούτε η ηχομόνωση. Έφερα στο μυαλό μου την εικόνα η Φοίβη να μου κάνει τσιμπούκι και να βλέπω την Αναστασία να κάνει με τη σειρά της τσιμπούκι στον Ανδρέα και αυτό ήταν, το τέλος ήρθε μέσα σε λίγες στιγμές.

«ΑΑΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩ» φώναξα κοκαλώνοντας μέσα της με το όργανό μου να αδειάζει σε αλλεπάλληλες εκρήξεις ηδονής.

«Ναιιιι… χύσε με… χύσε με μωρό μου… χύσε με… ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΧ ΑΝΤΩΝΗ ΜΟΥ… ΜΜΜΜΜ ΑΝΤΩΝΗ ΜΟΥΥΥΥΥΥΥ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» φώναζε από κάτω η Αναστασία.

Όταν άδειασα τελείως, έγειρα και έπεσα ξέπνοος στο πλάι και η Αναστασία γύρισε μπρούμητα και με κοίταξε χαμογελαστή με ονειροπαρμένο βλέμμα.

«Τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησα χαμογελαστός.

«Πόσο όμορφα είναι μαζί σου. Πόσα πράγματα έχω ζήσει που ούτε καν τα είχα ονειρευτεί και πόσα θα ζήσω ακόμα. Πως… πως είμαι με τον άνδρα με τον οποίο είμαι ερωτευμένη σχεδόν από κοριτσάκι. Ώρες-ώρες… ώρες-ώρες φοβάμαι ότι θα ξυπνήσω και πως τα όσα έχουμε ζήσει δεν ήταν παρά ένα όνειρο… γιατί… γιατί… αυτό που ζω μαζί σου… είναι… είναι πιο όμορφο απ’ όσο καν θα μπορούσα να ονειρευτώ.»

«Θέλω να σου διαβάσω μια όμορφη ιστορία, την είχε ποστάρει κάποιος στο BDSM forum και μου την είχε διαβάσει η Αγγελική.»

«Αμέ! Ιστορία από το forum!!!»

«Δεν είναι BDSM και δεν την έχει γράψει εκείνος που την πόσταρε αλλά πραγματικά είναι υπέροχη. Λοιπόν, κάτσε να ανοίξω το tablet και να τη βρω»

«Θέλω σοκολάτα!» μου δήλωσε.

«Δεν έχω μωρό μου!»

«Σοκολατούχο εννοώ! Δεν πιστεύω να μου το ήπιες πάλι;»

«Χαχαχα, όχι κοριτσάκι μου, στο ψυγείο είναι!»

«Άντε γιατί… άντε!» είπε και σηκώθηκε να πάει να φέρει το γάλα της όσο εγώ έψαχνα να βρω την ιστορία.  Μέχρι να έρθει την είχε βρει. Ξάπλωσε αναπαυτικά στο κρεββάτι. «Τη βρήκες;»

«Ναι, τη βρήκα» της απάντησα και ξεκίνησα να διαβάζω. «Ο Ντάντορ έγειρε πίσω στο ζεστό μετάξι του καναπέ και τεντώθηκε νωχελικά. Ύστερα, άφησε τα μάτια του να περιπλανηθούν στο ψηλό ταβάνι του παλατιού του και μετά να χαμηλώσουνε στην όμορφη ξανθιά που 'τανε γονατισμένη στα πόδια του. Η ξανθιά τελείωνε τη φροντίδα του άψογου πεντικιούρ του, ενώ η φιλήδονη καστανομάλλα με τους χυτούς γοφούς και τα σαρκώδη ολοκόκκινα χείλη έσκυβε να του ρίξει άλλη μια ρόγα σταφυλιού στο στόμα. Περιεργάστηκε τη ξανθιά, που τ' όνομά της ήτανε Σέσιλι κι αναλογίστηκε τις άλλες υπηρεσίες που του 'χε προσφέρει στη διάρκεια της νύχτας. Ήτανε καλή... πολύ καλή. Αλλά σήμερα την έβρισκε βαρετή, όπως βαρετή έβρισκε και τη καστανομάλλα -πως τη λέγαν αυτή αλήθεια;- όπως βαρετές έβρισκε και τις χυμώδεις δίδυμες καστανομάλλες, όπως...

Χασμουρήθηκε. Μα γιατί, Θεέ μου, ήταν όλες τους τόσον εκνευριστικά ερωτιάρες και τόσο πρόθυμες να του ικανοποιήσουνε το κάθε κέφι και καπρίτσιο; "Θα 'λεγε κανείς" σκέφτηκε με πικρόχολη γκριμάτσα, "πως όλες ήτανε δημιουργήματα της φαντασίας του. Ή μάλλον" -μόνο που δε γέλασε στη σκέψη-, "σα να 'τανε δημιουργήματα της μεγαλύτερης απ' όλες τις εφευρέσεις του ανθρώπου: το Ιμάτζικον"»

Συνέχισα την ανάγνωση μέχρι που έφτασα στο απρόσμενο και γεμάτο νόημα τέλος της ιστορίας.

«Μετά είχε έρθει το Ιμάτζικον, μια εφεύρεση που 'φτιαχνε όποιο κόσμο επιθυμούσε ο καθένας. Μερικοί άντρες είχανε χρησιμοποιήσει το Ιμάτζικον για να πλάσουν ακόμα πιο εξωτικούς και θαυμαστούς κόσμους από κείνο που θα ζούσαν, αλλ' αυτό ήταν απλώς μια πιο χορταστική μερίδα από το ίδιο φαγητό. Το αποτέλεσμα ήτανε να νιώθουνε πιο ανικανοποίητοι από ποτέ. Ο Ντάντορ όμως είχε φερθεί πολύ φρόνιμα: με το δικό του Ιμάτζικον είχε δημιουργήσει ένα κόσμο... ένα κόσμο παγωνιάς και τρόμου που λέγεται Νεστρόντ. Γιατί ο Ντάντορ είχε συνειδητοποιήσει μια μεγάλη αλήθεια: Τι αξίζει ο ουρανός αν δεν έχεις κάτι για να τον συγκρίνεις; Δίχως μια γεύση Κόλασης, από καιρό σε καιρό, πώς θα μπορούσε κανείς να εκτιμήσει τον Παράδεισο;»

«Τι όμορφη ιστορία!!!!!»

«Δεν είναι; Και εκεί που έχεις πιστέψει ότι ο πραγματικός κόσμος είναι η παγωμένη κόλαση του Νεστρόντ έρχεται αυτή η απίθανη ανατροπή. Λοιπόν, άσε την πάρλα και έλα αγκαλίτσα!»

«Ναιιιιιιιιιιιι» φώναξε και χώθηκε στην αγκαλιά μου σφίγγοντάς με δυνατά. «Η καλύτερη και πιο ζεστή και πιο φιλόξενη και πιο σέξι αγκαλίτσα του κόσμου!»

«Ύπνο σουσουραδίτσα! Σ’ αγαπάω» της είπα σκάζοντάς της ένα τρυφερό φιλάκι στο στόμα.

«Καληνύχτα μωρό μου» είπε και έκλεισε τα μάτια της.

Κοίτα να δεις τι μπορεί να σου φέρει το κύμα!

Είναι η ζωή μια θάλασσα και ‘μεις καπεταναίοι που λέει και το τραγούδι. Όταν έχασα την Αγγελική έχασα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου, έχασα τη θέληση για την ίδια τη ζωή. Φλερτάρισα κάμποσες φορές με την ιδέα να δώσω τέρμα στη ζωή μου και αν δεν της είχα ορκιστεί στο νεκροκρέβατό της πως θα άκουγα το «Κάνε το δάκρυ σου χαρά» αντικρύζοντας τον ήλιο του βορρά, μπορεί και να το είχα κάνει. Ναι, θάλασσα είναι η ζωή, άλλοτε ήρεμη και γαλήνια, άλλοτε άγρια και τρομακτική. Εδώ και σχεδόν τρεις μήνες αυτό αναρωτιέμαι, πώς θα ήταν η ζωή μου αν αυτό το παιχνιδιάρικο κύμα δεν είχε κατεβάσει το μαγιό της Αναστασίας; Γιατί μπορεί πλέον να ήμουν ερωτευμένος μέχρι τα μπούνια αλλά αυτό το οφείλω στον σαρκικό πόθο που ένιωσα βλέποντάς την γυμνόστηθη. Ήξερα ότι ήταν ακόμα τσιμπημένη μαζί μου αλλά ακόμα και αν ήταν εκείνη που έκανε την αρχή, φιλώντας την μέρα που έφευγα από την Κέρκυρα, αν δεν ήταν αυτός ο σαρκικός πόθος δε θα είχε γίνει τίποτα εκείνο το βράδυ που επιστρέψαμε από το αεροδρόμιο στο οποίο είχαμε αφήσει την μητέρα της.

Θα μου πεις, είσαι σαρανταπεντάρης και έχεις μια 18χρονη, με κορμί μοντέλου, ερωτευμένη μαζί σου μέχρι τα μπούνια και πρόθυμη να σε ικανοποιήσει όποτε και με όποιο τρόπο επιθυμήσεις, θέλεις πολύ να χάσεις τα μυαλά σου; Αλλά αν ήταν μόνο το σεξ, γιατί να αποζητάω την παρέα της, ακόμα και σε μικρά πράγματα, βόλτα με το σκύλο, ένα καφεδάκι στο μπαλκόνι, να καθόμαστε να βλέπουμε μαζί τηλεόραση και βιντεάκια στο youtube, να καθόμαστε και να διαβάζουμε ο καθένας το βιβλίο του, να τρώμε μαζί, να βγαίνουμε βόλτες με τη μηχανή…

Πόσες και πόσες φορές δεν έλεγα στον εαυτό μου «Μεγάλε μαζέψου, είναι πιτσιρίκα και αυτό αργά ή γρήγορα θα τελειώσει, μπορεί να είσαι ο πρώτος της έρωτας αλλά δε θα είσαι ο τελευταίος της και θα φας τα μούτρα σου πολύ άσχημα». Carpe diem, το μέλλον δεν υπάρχει, η ζωή είναι στο παρόν. Ακόμα και αν έτρωγα τα μούτρα μου, που ήμουν χίλια τα εκατό σίγουρος ότι θα τα έτρωγα, it was the ride of my life, ή τουλάχιστον, έτσι το ένιωθα. Ροντέο, πραγματικό ροντέο!

Ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω. Ξύπνησα το πρωί με τον καφέ στο κομοδίνο μου και το όργανό μου στο στόμα της. Σταύρωσα τα χέρια μου πίσω από το κεφάλι μου και αφέθηκα στην περιποίησή της. Πήρε χαμπάρι ότι είχα ξυπνήσει και τραβήχτηκε και μου χαμογέλασε. Τη χάιδεψα τρυφερά στο μάγουλο και τρίφτηκε πάνω του. Κοιταχτήκαμε για λίγο στα μάτια και χαμογελώντας μου και πάλι, έσκυψε και με ξαναπήρε στο στόμα της. Αν και το απολάμβανα δεν ήθελα να την κουράσω, έβαλα το χέρι μου πάνω στο κεφάλι της και της έδωσα ρυθμό και ούτε δυο λεπτά αργότερα το όργανό μου έκανε σπασμούς μέσα στο γλυκό της στοματάκι, πλημμυρίζοντάς το. Κατάπιε για τελευταία φορά και φιλώντας το κεφαλάκι, ανασηκώθηκε και ήρθε προς το μέρος μου και τη φίλησα βαθιά.

«Καλημέρα κοριτσάκι μου»

«Καλημέρα γεράκο μου»

«Ντύσου να πάμε στη βεράντα, θέλω να κάνω ένα τσιγάρο.»

«Προλαβαίνουμε; Για σένα ρωτάω, τα μαθήματά μου σήμερα ξεκινάνε στις 11:00 οπότε έχω πολλή ώρα αλλά εσύ;»

«Εγώ και ο Βασίλης έχουμε ραντεβού στο Μαρούσι στις 10:30, θα πάμε αμφότεροι μετά στο γραφείο, οπότε έχουμε ακόμα μπόλικη ώρα μπροστά μας, ούτε οκτώ δεν έχει πάει.»

«Εντάξει Αντώνη μου» είπε και σηκώθηκε και φόρεσε τη φόρμα της. Σηκώθηκα κι εγώ και πήγα να κάνω την πρωινή μου τουαλέτα και να πλύνω τα δόντια μου. Όταν τελείωσα η Αναστασία ήταν στη βεράντα και με περίμενε. «Σου έχω φέρει ένα τσιγάρο και τον αναπτήρα, μην πας στο γραφείο»

«Σ’ ευχαριστώ μωρό μου» της είπα και βγήκα έξω. Έκανε λίγη ψύχρα και ο ουρανός ήταν μουντός, μάλλον θα έριχνε αργότερα με τις καρέκλες. Πήγα να βάλω στον Ράντι να φάει αλλά το είχε κάνει ήδη η Αναστασία. Θεέ μου, τι παιδί ήταν αυτό;

«Του έβαλα εγώ να φάει όταν ξύπνησα» μου είπε.

«Το είδα, σ’ ευχαριστώ πολύ μωρό μου. Ο Τριστάνο;»

«Ο Τριστάνο είναι κάτω, κατεβήκαμε να του βάλω να φάει, πριν σου φτιάξω τον καφέ, αλλά προτίμησε να σκαρφαλώσει στο δέντρο του και να αράξει, οπότε τον άφησα στην ησυχία του»

«Σήμερα μάλλον θα αργήσω να έρθω» της είπα αφού άναψα το τσιγάρο μου και τράβηξα μια τζούρα. «Αν γυρίσεις νωρίς μη με περιμένεις για να φας. Εδώ που τα λέμε είναι ευκαιρία να αλητέψεις κι εσύ λίγο»

«Αποκλείεται, έχω πρόοδο την Παρασκευή οπότε όταν τελειώσω σπίτι και διάβασμα. Εσύ τι ώρα θα έρθεις;»

«Στις 17:00 έχουμε να δώσουμε μια συνέντευξη τύπου και μετά θα έχει μπουφέ. Λογικά γύρω στις 22:00 θα γυρίσω σπίτι»

«Θέλεις να βγάλω το Ράντι βόλτα;»

«Όχι μωρό μου, θέλω να διαβάσεις, ωστόσο θα το εκτιμούσα αν μου έκανες παρέα το βράδι που θα το βγάλω.»

«Και το ρωτάς βρε Αντώνη μου; Εννοείται!»

«Και επειδή είσαι υπέροχη θα σε κεράσω και κρέπα!»

«Αχ, τέτοια κάνεις και με παρασέρνεις στην ακολασία!»

«Αυτό μετά την κρέπα!»

«Σάτυρε!»

«Είμαι!»

Καθίσαμε μέχρι τις 09:45 και ήπιαμε τα καφεδάκια μας χαζολογώντας και βλέποντας βιντεάκια στο YouTube. Μετά εγώ πήγα να κάνω ένα ντουζάκι για να ετοιμαστώ και η Αναστασία κατέβηκε στο διαμέρισμά της για να κάνει το ίδιο, αν μπαίναμε μαζί στο ντουζ, δε μας έβλεπα να φτάνουμε στην ώρα μας. Όπως και να έχει, γύρω στις 10:00 κατέβηκα στο αυτοκίνητο και βλαστήμησα μέχρι να πάω Μαρούσι, γινόταν της τρελής στην Κηφισίας και από το ΚΑΤ και μετά πήγαινε σημειωτόν. Ευτυχώς εμένα τα βάσανά μου τέλειωσαν όταν πέρασα το μέγαρο του ΟΤΕ και βγήκα από το δαχτυλίδι. Όταν τελειώσαμε από την EY, κατεβήκαμε στα κεντρικά στο Χαλάνδρι. Γύρω στο μεσημέρι βούιξε το κινητό μου, μου έστειλε μήνυμα η Φοίβη. Ήμουν σε call και δεν μπορούσα να την πάρω τηλέφωνο, οπότε της απάντησα με μήνυμα και τελικά συμφωνήσαμε να βρεθούμε την Τετάρτη στις 21:30 στην Κρύπτη. Γύρω στις 16:30 ανεβήκαμε στην Εκάλη, στο Life Galery, όπου δώσαμε τη συνέντευξη και μετά μπουφέ και κοκτέιλ και, όπως είχα προβλέψει και στην αρχή, σπίτι μπήκα γύρω στις 22:00. Έβγαλα τα ρούχα μου και τα έβαλα στα άπλυτα και πήγα και έκανα ένα πολύ γρήγορο ντουζ για να σταματήσει να κουδουνίζει το κεφάλι μου.

«Έλα μωρό μου, εξακολουθείς να θέλεις να έρθεις μαζί μου για να βγάλω το Ράντι;»

«Το ρωτάς; Και σου υπενθυμίζω ότι μου έχεις τάξει κρέπα, κύριε!»

«Χαχαχα, πράγματι! Λοιπόν, κατεβαίνουμε!»

«Κατεβαίνω κι εγώ, θα βρεθούμε στην είσοδο» μου είπε και κλείσαμε. Φόρεσα στο Ράντι το σαμάρι του και κατεβαίνοντας έβγαινε από το διαμέρισμά της και η Αναστασία, οπότε ξεκινήσαμε και οι τρεις μαζί. Πήγαμε από την πίσω μεριά του σταθμού και περπατώντας αργά κάναμε το γύρο του τετραγώνου. Εκεί κάναμε και την καλή πράξη της ημέρας, τρεις σκύλοι είχαν στριμώξει ένα γατάκι το οποίο προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να κρατηθεί από ένα λεπτό δεντράκι στο οποίο είχε σκαρφαλώσει για να γλιτώσει. Θέλω να δηλώσω ότι τέτοιου είδους bullying δεν είναι αρεστό στον αρκούδο μου και η εικόνα του αγριεμένου Ράντι είναι «μαμά-κακά». Το φουκαριάρικο το γατί είχε κοκκαλώσει από το φόβο του και δεν μας άφηνε να το πλησιάσουμε, θα μας ξέσκιζε. Ήταν σκελετωμένο και το ένα μάτι του ήταν κόκκινο, ήταν φανερό ότι είχε κάποια μόλυνση και… δε μου έκανε καρδιά να το αφήσω έτσι, απλά δε μου έκανε.

«Αναστασία, πετάξου σε παρακαλώ στο σπίτι και φέρε μια κουβέρτα και το κλουβί του Τριστάνου. Δε θα το αφήσω το γατάκι στην τύχη του»

«Ναι Αντώνη μου, πάω!» είπε και έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Το γατί χεσμένο σχεδόν από το φόβο του και με τον Ράντι από κάτω δεν κουνήθηκε ρούπι αλλά ευτυχώς η Αναστασία δεν άργησε. Έπιασα το γατί με την κουβέρτα και με πολλά βάσανα κατόρθωσα και το έβαλα μέσα στο κλουβί μεταφοράς του Τριστάνου. «Τι θα κάνουμε τώρα;»

«Θα πάμε σπίτι και θα πάμε με το αυτοκίνητο στον Άγιο Στέφανο, εκεί έχει 24ωρο ιατρείο ζώων»

Και έτσι μπήκε στη ζωή μας η Ιζόλδη.

Το φουκαριάρικο ήταν υποσιτισμένο και τρομοκρατημένο και χρειάστηκε και αντιβίωση και τρέχαμε νυχτιάτικα να βρούμε φαρμακείο. Όταν επιστρέψαμε σπίτι η Αναστασία κατέβηκε κάτω και μου έφερε το πάρκο του Τριστάνο και το στήσαμε στη μέση του σαλονιού. Της δώσαμε γαλατάκι στο οποίο διαλύσαμε την αντιβίωση, η Ιζόλδη σύμφωνα με το γιατρό ήταν περίπου 40-50 ημερών οπότε για λίγο καιρό ακόμα το γαλατάκι θα ήταν μια χαρά συμπλήρωμα διατροφής. Η Αναστασία κατέβηκε ξανά να μου φέρει λίγη άμμο και δυο-τρία κεσεδάκια πατέ ώστε να έχουμε. Η Ιζόλδη σιγά-σιγά ηρέμισε και όταν με άφησε να της τρίψω λίγο το κεφάλι και μου έκανε χαρούμενη τρίλια κόντεψαν να με πάρουν τα ζουμιά.  Αργά και προσεκτικά τη σήκωσα στο στέρνο μου και κάθισα στον καναπέ. Όταν άρχισε να μου γουργουρίζει ήταν η δεύτερη φορά μέσα σε λίγα λεπτά που παραλίγο να βάλω και πάλι τα κλάματα.

Την έβαλα απαλά στο μαξιλάρι μέσα στο πάρκο αλλά δεν το έκλεισα από πάνω καθώς θεώρησα ότι δεν υπήρχε λόγος, ήταν πολύ μικρούλι για να σκαρφαλώσει. Η πιο συγκινητική στιγμή για μένα πάντως ήταν που όταν ο Ράντι ξάπλωσε την αρκουδίσια κεφάλα του, έξω από το πάρκο μεν, δίπλα όμως στο μαξιλάρι που είχαμε βάλει την Ιζόλδη και το καλύτερο είναι ότι η Ιζόλδη τον είδε αλλά ούτε νύχια έβγαλε ούτε έδειξε να τρομάζει. Δεν ξέρω, φοβόμουν ότι θα είχε πάρει τα σκυλιά από φόβο αλλά χορτασμένη και ζεστή φάνηκε να ξεχνάει την σύντομη, αλλά σκληρή, προηγούμενη ζωή της.

«Δεν σε κέρασα και αυτή την κρέπα» είπα στην Αναστασία όταν ξαπλώσαμε γύρω στις 01:00.

«Και αύριο μέρα είναι. Αντώνη;»

«Τι μωρό μου;»

«Είσαι υπέροχος άνθρωπος! Υπέροχος!»

Πέσαμε για ύπνο και οι δύο ξεροί και γύρω στις 05:00 ξύπνησα νιώθοντας τη φούσκα μου ότι θα σπάσει. Πέρασα από το σαλόνι να δω τι κάνει το γατί και αυτό που είδα ήταν για φωτογραφία. Ο Ράντι είχε ξαπλώσει με τη μουσούδα του να ακουμπάει στο πάρκο, στο σημείο που είχα βάλει το μαξιλάρι της Ιζόλδης. Η κυρία είχε ξαπλώσει και εκείνη στο μαξιλάρι με τη μύτη της σχεδόν στο τοίχωμα του πάρκου, προς τη μεριά του Ράντι. Έφυγα νυχοπατώντας για να μη με πάρουν χαμπάρι και γύρισα στο κρεββάτι.

Αυτή τη φορά ξύπνησα εγώ πρώτος και αφού έκανα την τουαλέτα μου και έπλυνα τα δόντια μου πήγα να μας φτιάξω καφέ. Η Ιζόλδη είχε ξυπνήσει και όταν με πήρε χαμπάρι άρχισε να νιαουρίζει. Της έβαλα να φάει μισό κεσεδάκι πατέ στο οποίο έπεσε με τα μούτρα, ωστόσο δεν το έφαγε όλο. Το ακόμα καλύτερο είναι ότι χωρίς καν να χρειαστεί κάποια εκπαίδευση τα είχε κάνει στην άμμο! Με το Ράντι είχα δεινοπαθήσει μέχρι να τον μάθω να τα κάνει στην ειδική πάνα αλλά οι γάτες είναι τελείως διαφορετικές. Την έτριψα για λίγο στο κεφάλι και μου τρίφτηκε κι εκείνη. Ο Ράντι ήρθε και αυτός να δει τα τεκταινόμενα  βάζοντας την κεφάλα του πάνω από το πάρκο και η Ιζόλδη πήγε θαρρετά προς το μέρος του και κάνοντας απόπειρα να σκαρφαλώσει στο πάρκο, έκανε τον ξεφτίλα της τούνδρας να ξαφνιαστεί και να κάνει ένα βήμα πίσω.

«Βρε ντροπή του Καυκάσου, σε τραμπουκίζει το γατί;» τον ρώτησα σκασμένος στα γέλια και παίρνοντας ένα «γουφ» σαν απάντηση. Η Ιζόλδη προσπάθησε και πάλι να σκαρφαλώσει στο πάρκο και έφτασε μέχρι τη μέση πριν σωριαστεί στο μαξιλάρι. Άνοιξα το πορτάκι με το φερμουάρ στο πλάι και η Ιζόλδη έκανε τα πρώτα της διστακτικά βήματα έξω από το πάρκο. Ο Ράντι πήρε θάρρος και ήρθε προς το μέρος της αλλά η μικρή έκλασε μέντες και ξαναμπήκε στο πάρκο. Ο Ράντι ξάπλωσε με την κεφάλα του μπροστά από την πόρτα του πάρκου και λίγες στιγμές αργότερα τον πλησίασε διστακτικά η Ιζόλδη. Εκεί αποφάσισε ότι αρκετά οι δημόσιες σχέσεις -και δεν έχουμε πιει ακόμα τον καφέ μας- οπότε σταμάτησε και άρχισε να καθαρίζεται. Όταν τελείωσε πήγε και ξάπλωσε η μισή πάνω στο μαξιλάρι, η μισή κάτω, πώς διάβολο βολεύτηκε έτσι ο Θεός και η ψυχή του. Έκλεισα το πλαϊνό φερμουάρ και καλού-κακού έκλεισα και το πάνω μέρος του πάρκου και πήγα μέσα να ξυπνήσω την Αναστασία.

«Καλημέρα μωρό μου» της είπα ξυπνώντας την. «Σου έχω φτιάξει καφεδάκι»

«Καλημέρα αγάπη μου» είπε και τεντώθηκε. Σηκώθηκε και μου έδωσε ένα φιλάκι και μετά πήγε στο μπάνιο. Εγώ επέστρεψα στο σαλόνι. Λίγη ώρα αργότερα επέστρεψε και η Ιζόλδη που την άκουσε ξύπνησε και νιαούρισε. «Ξύπνησες μούτρο;» την ρώτησε κοιτάζοντάς την από ψηλά για να πάρει απάντηση μια χαρούμενη τρίλια. «Να φέρω τον Τριστάνο;»

«Και δεν τον φέρνεις;»

«Έρχομαι!» μου είπε και κατέβηκε κάτω φουριόζα. Γύρισε μετά από 5 λεπτά με την αυτού μεγαλειότητα στην αγκαλιά της. Ο Τριστάνο έκανε ένα σάλτο και πήδηξε στο πάτωμα και πήγε να επιθεωρήσει το πάρκο στο σαλόνι. Η Ιζόλδη τον πήρε χαμπάρι και πλησίασε τρεχάτη στην άκρη προσπαθώντας και πάλι να σκαρφαλώσει, ενώ ο φουκαράς ο Τριστάνο τρόμαξε και έκανε ένα σάλτο προς τα πίσω. Της άνοιξα και πάλι την πλαϊνή πορτούλα και αυτή τη φορά διστακτικά προχώρησε προς τα έξω.

«Καλός Ράντι» της είπα καθησυχαστικά χαϊδεύοντας την κεφάλα της αρκούδας που άρχισε να κουνάει την ουρά του με αποτέλεσμα να αρχίσει το γνωστό ροντέο με τον Τριστάνο πάνω της. Η Ιζόλδη πολύ διστακτικά πλησίασε την κεφάλα του Ράντι κερδίζοντας ένα μεγαλοπρεπέστατο γλείψιμο στη μούρη που την έφερε μια τούμπα. Σηκώθηκε και πήγε τρεχάλα προς τον Τριστάνο και σε λίγο οι δυο τους κυνηγιόντουσαν γύρω-γύρω από το Ράντι κάνοντάς μας να βάλουμε τα γέλια.

«Γλύκες είναι. Που έχεις το πιατάκι του Τριστάνο;»

«Στην κουζίνα είναι, στεγνώνει.»

«Ωραία, πάω να του βάλω να φάει. Η Ιζόλδη έφαγε;»

«Της έβαλα μισό πατέ αλλά δεν το έφαγε όλο. Αν πεινάσει εκεί είναι»

«Ο γιατρός είπε ότι πρέπει να της δίνεις και γάλα για λίγες μέρες.»

«Έχεις δίκιο. Δε μου λες, θα βάλεις σε ένα χαμηλό μπολάκι λίγο γάλα τώρα που θα πας μέσα;»

«Ναι μωρό μου, το ρωτάς; Πάω» μου είπε και κίνησε προς την κουζίνα. Επέστρεψε μετά από λίγο με το μπολάκι του Τριστάνο και ένα μικρό μπολάκι γεμάτο γάλα και… κάπως έτσι βγήκε η έκφραση κοπάδι από γάτες. Η Ιζόλδη πήγε στο φαγητό του Τριστάνο και ο Τριστάνο στο γάλα της Ιζόλδης. Η Αναστασία τους έπιασε και τους έβαλε τον καθένα μπροστά από το πιάτο του. Μετά πήγε και έβαλε barf και ξηρά τροφή στο μεταλλικό δοχείο του Ράντι ο οποίος σηκώθηκε και πήγε και έπεσε με τα μούτρα.

«Κοιμήθηκες καλά μωρό μου;» τη ρώτησα δίνοντάς της τον καφέ της.

«Ναι, μια χαρά» απάντησε πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ της. «Σε κατάλαβα κάποια στιγμή ότι σηκώθηκες»

«Ναι, βασικά για κατούρημα σηκώθηκα και πήγα να ρίξω μια ματιά στο σαλόνι. Ήταν για φωτογραφία, ο Ράντι κοιμόταν με τη μουσούδα του να ακουμπάει το πάρκο στο σημείο που ήταν το μαξιλάρι και η Ιζόλδη κοιμόταν με τη μούρη προς το Ράντι, κολλητά και αυτή στο τοίχωμα του πάρκου.»

«Άσχετο, συνεννοήθηκες τελικά με Φοίβη και Ανδρέα για το βράδυ;»

«Ναι, ξέχασα να στο πω με αυτά που έγιναν χθες. Στις 21:30 σήμερα το βράδι στην Κρύπτη αν και μας βλέπω να πηγαίνουμε τελικά με το αυτοκίνητο, βρέχει έξω.»

«Δεν πειράζει μωρό μου. Ωραία, εγώ όπως είπα σχολάω στις 19:00 οπότε λογικά θα είμαι σπίτι γύρω στις 20:00 οπότε μια χαρά. Εσύ τι ώρα θα γυρίσεις;»

«Κι εγώ κάπου εκεί λογικά θα γυρίσω σπίτι.

Γύρω στις οκτώ παρά η Αναστασία πήρε τον Τριστάνο και κατέβηκε κάτω για να ετοιμαστεί για να πάει στα μαθήματά της. Έβαλα αρκετό φαγητό στην Ιζόλδη για να έχει όλη τη μέρα και τελικά την έκλεισα στο πάρκο της. Ο Ράντι έμεινε πάνω οπότε άφησα την μπαλκονόπορτα ελαφρά ανοιχτή ώστε να μπορεί να μπαινοβγαίνει, η βεράντα είναι στον τρίτο όροφο και σε δημόσια θέα οπότε αν ήταν να μπουν κλέφτες θα έμπαιναν από την είσοδο και με το Ράντι μέσα, πολλή και καλή τους τύχη.

Είχε αρκετή δουλειά αλλά δεν έχω παράπονο, η μέρα πέρασε σχεδόν χωρίς να το καταλάβω. Γύρω στις 19:30 τα μάζεψα και έφυγα και ήμουν από τους τελευταίους που είχαν μείνει στο κτήριο. Ευτυχώς δεν είχε ιδιαίτερη κίνηση οπότε γύρω στις 20:10 μπήκα σπίτι και ο Ράντι με υποδέχτηκε με ταγκό και γλείψιμο του αριστερού αφτιού, τα συνηθισμένα δηλαδή. Η Ιζόλδη με άκουσε και άρχισε να νιαουρίζει και να προσπαθεί να σκαρφαλώσει στο πάρκο της, οπότε της άνοιξα το πορτάκι και ήρθε τρέχοντας προς τα μένα. Την πήρα αγκαλιά και κάθισα λίγο στον καναπέ με την Ιζόλδη να γουργουρίζει του καλού καιρού μέχρι που ήρθε και ο Ράντι, οπότε με παράτησε και πήγε στην αρκούδα της.

Πήγα στο πάρκο και, μιας και δεν είχα τα κατάλληλα σύνεργα για να την καθαρίσω, άλλαξα την άμμο της με καινούργια. Το φαγητό της δεν το είχε φάει όλο, ωστόσο πριν πάω να κάνω ντουζ, της έβαλα στο μπολάκι χλιαρό γάλα και του ρίχτηκε σα να μην υπάρχει αύριο. Έκλεισα την μπαλκονόπορτα και αφήνοντάς τα ζωάκια μου στο σαλόνι, πήγα να κάνω ντουζ. Αν και χρειαζόμουν ξύρισμα αποφάσισα να το αναβάλω για το πρωί και αφού στέγνωσα ντύθηκα απλά με τζιν και πουκάμισο. Πήρα τηλέφωνο την Αναστασία.

«Έλα μωρό μου!»

«Καλησπέρα κοριτσάκι μου, είδα το μήνυμα που μου έστειλες στις οκτώ. Είσαι έτοιμη;»

«Ναι μωρό μου, έτοιμη είμαι. Να ανέβω;»

«Ναι, και φέρε και τον Τριστάνο να μην είναι μοναχούλης. Θα κλείσω την μπαλκονόπορτα και θα τους αφήσω να κάτσουν όλοι μαζί στο σαλόνι»

«Εντάξει!» μου είπε και έκλεισε το τηλέφωνο. Δυο λεπτά αργότερα χτύπησε το κουδούνι και πήγα και της άνοιξα. Είχε ντυθεί και εκείνη απλά, τζιν και πουκάμισο του οποίου τα δύο πάνω κουμπιά ήταν ξεκούμπωτα κάνοντας σουτιέν και στήθος να φαίνονται με όχι ιδιαίτερη προσπάθεια. Με κοίταξε που την κοίταζα και κατέβασε το βλέμμα της προς το πουκάμισο. «Too much?»

«Όχι, μια χαρά είσαι αν έχεις σκοπό να με καυλώσεις!»

«Χιχιχιχι»

«Ναι αλλά δε θα καυλώσεις μόνο εμένα!»

«Ναι αλλά σ’ αρέσει να με κοιτάνε και μην το αρνηθείς!»

«I’m pleading the fifth!» της απάντησα

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» ήταν η δική της απάντηση.

Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και μπήκαμε μέσα. Βγήκα στην Κηφισίας και έστριψα αριστερά και μετά δεξιά για Πολιτεία. Στη διασταύρωση με την Τρικούπη έστριψα δεξιά και πήρα το δρόμο για τα Μελίσσια. Γύρω στις 21:20 πάρκαρα κάπου κοντά στην Κρύπτη και κατεβήκαμε και μπήκαμε μέσα. Είχε δυο-τρία τραπέζια γεμάτα αλλά κατά τα άλλα δεν είχε κόσμο. Καθίσαμε στο τραπέζι δεξιά από τον κρεμασμένο Φλογοδόντη και όταν ήρθε η σερβιτόρα της είπαμε να ξαναέρθει σε λίγο ώστε να παραγγείλουμε όλοι μαζί. Στις 21:30 ακριβώς, Άγγλοι στο ραντεβού τους, ήρθαν Ανδρέας και Φοίβη. Είχαν ντυθεί και εκείνοι απλά, εκείνος πουκάμισο με τζιν και εκείνη με ένα απλό φόρεμα που επίσης τόνιζε το στήθος της, κάνοντάς με να καυλώσω στη στιγμή.

«Καλώς τα παιδιά» είπα και σηκωθήκαμε και οι δύο.

«Παιδιά…» είπε πειρακτικά ο Ανδρέας.

«Γιατί παιδιά δεν είμαστε; Τι, που έχουμε μεγάλη προϋπηρεσία;» ρώτησε η Φοίβη κάνοντάς μας όλους να γελάσουμε.

«Γεια σας» είπε η Αναστασία ντροπαλά και έδωσε το χέρι της στη Φοίβη, που την άρπαξε από το χέρι και την πήρε αγκαλιά και τη ζούπισε φιλώντας την σταυρωτά. Μετά πήρε εμένα στην αγκαλιά της και με ζούπισε εξίσου. Ο Ανδρέας ήταν πιο συγκρατημένος και έμεινε στη χειραψία τόσο μαζί μου όσο και με την Αναστασία.

Όταν ήρθε η σερβιτόρα ο Ανδρέας παράγγειλε για τον εαυτό του μια μπύρα και για την Φοίβη ένα white Russian.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Αναστασία και η Φοίβη της εξήγησε. «Θέλω κι εγώ!»

«Εντάξει, δύο white Russian και δυο μπύρες» είπα στη σερβιτόρα. «Α, Φοίβη, μιλήσατε με τον Ανδρέα; Πρέπει να ξέρω τι θα πω στην Κλέλια!»

«Ναι!!!!» είπε και χτύπησε παλαμάκια ενθουσιασμένη! «Αρκουδοκούταβος!»

«Δηλαδή της λέω, ναι, έτσι;» ξαναρώτησα για να βεβαιωθώ.

«Ναι ναι… αν γίνεται αρσενικό»

«Εντάξει!» απάντησα. «Α, δεν σας τα είπα, κονομήσαμε και δεύτερη γάτα!» τους είπα και τους εξήγησα τα καθέκαστα. Η Φοίβη χειροκρότησε δακρυσμένη και σηκώθηκε και με πήρε και άλλη αγκαλιά και μετά πήρε αγκαλιά την Αναστασία, γιατί έτσι, και μετά πήρε αγκαλιά και τον Ανδρέα για να μη μείνει ρέστος στη διανομή. Δεν μπορούσες να τη γνωρίσεις και να μην την κάνεις χάζι!

«Κάτσε καλά βρε τρελοκομείο» την ψευτομάλλωσε ο Ανδρέας για να πάρει ως απάντηση ένα μεγαλοπρεπέστατο «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» κάνοντάς με να σκάσω στα γέλια.

«Κάτι μου θυμίζει αυτό»

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» ήταν η σειρά της Αναστασίας.

«Νιιιιιιιιιιιιιιιιι!» φώναξε χειροκροτώντας και πάλι η Φοίβη.

«Βλέπεις τι τραβάω;» με ρώτησε ο Ανδρέας.

«Ναι, πες μας από πάνω ότι έχεις και παράπονο μοσιού!» τον μάλωσε η Φοίβη.

Η υπόλοιπη βραδιά πέρασε πολύ όμορφα με γέλια και πειράγματα εκατέρωθεν. Αν και πολύ θα ήθελα να βγάλω τα μάτια μου με τη Φοίβη, δεν θα με πείραζε ακόμα και αν δεν γινόταν τίποτα, και μόνο η παρέα τους άξιζε κάθε λεπτό. Η Φοίβη ήταν πραγματικό τρελοκομείο, ηδονίστρια και φοβερά απελευθερωμένη, ήταν αυτή που στην πραγματικότητα «τραβούσε» τον Ανδρέα στην ακολασία, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που το έκανε σε μένα η Αγγελική. Σκέφτηκα πόσο θα λάτρευαν η μία την άλλη, αν είχαν προλάβει να γνωριστούν και ένιωσα πάλι τις γνωστές μαχαιριές στην καρδιά μου, κάτι το οποίο δεν πέρασε απαρατήρητο από τη Φοίβη.

«Τι έπαθες εσύ καλέ;»

«Σκέφτομαι… μοιάζεις πολύ στην Αγγελική… υπό την έννοια ότι και η ίδια ήταν φοβερά απελευθερωμένη και… και… πόσο θα λατρεύατε η μία την άλλη.»

«Είμαι σίγουρη» μου είπε χαμογελώντας χωρίς να με πιέσει να πω περισσότερα, άλλωστε με την Αναστασία μαζί, θα ήταν κάμποσο αμήχανο.

«Αλλαγή θέματος. Ερώτηση και προς τους δύο, έχετε κάποια προτίμηση σε φαγητό;»

«Έχω εγώ!» είπε η Αναστασία. «Σουφλέ τυριών! Δεν σας κάνω πλάκα, δεν έχετε φάει τέτοιο σουφλέ!»

«Βρε διαόλι» τη μάλωσα τρυφερά «άσε τα παιδιά να μας πουν τι θέλουν!»

 «Αγόρασα!» είπε ο Ανδρέας.

«Θα φέρουμε κι εμείς κάτι» είπε η Φοίβη. «Είναι μια σπεσιαλιτέ που μου την έμαθε η Χριστιάνα, μάθαμε με τα πολλά να το φτιάχνουμε κι εμείς!»

«Now you’re talking! Τι σπεσιαλιτέ αν επιτρέπεται;»

«Παστίτσιο είναι αλλά trust me, δεν θα έχεις φάει ξανά τέτοιο!»

«Παστίτσιο! Θεέ μου, παστίτσιο!!!!» φώναξα. Είχα να φάω παστίτσιο από τότε που έχασα την Αγγελική μου. «Θαυμάσια, έχω και τα κατάλληλα κρασιά!»

«Λέγαμε να φέρουμε Αγιωργίτικο» είπε ο Ανδρέας

«Έχω και Αγιωργίτικο, πραγματικά Ανδρέα, δε χρειάζεται να φέρετε κρασί.»

Γύρω στις 01:00 είπαμε να το διαλύσουμε γιατί η επόμενη ήταν και εργάσιμη. Αποχαιρετιστήκαμε δίνοντας ραντεβού για την Παρασκευή στις 21:00 στο σπίτι μου.

«Όμορφα ήταν!» είπε η Αναστασία όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο.

«Ήταν, πράγματι» συμφώνησα χαμογελώντας. Έβαλα μπρος και ξεκίνησα αλλά δεν πήγα προς το σπίτι, είχα όρεξη για τρελλίτσες -η Φοίβη με είχε κάνει πύραυλο- και πήρα το δρόμο προς το βουνό.

«Πού πάμε;»

«Να σε κυλίσω στο βόρβορο» απάντησα χωρίς περιστροφές.

Είκοσι λεπτά αργότερα ήμασταν στο πλάτωμα, στο οποίο είχε ακόμα άλλα δύο αυτοκίνητα, προφανώς δεν ήμασταν οι μόνοι που θα κυλιόμασταν στην ακολασία. Πάρκαρα σε μια άκρη και έσβησα τη μηχανή. Έλυσα τη ζώνη μου και το ίδιο έκανε και η Αναστασία και γύρισα προς το μέρος της και άρχισα να τη φιλάω και να τη χαϊδεύω στο στήθος. Την έβαλα να βγάλει πουκάμισο και σουτιέν και έμεινε γυμνή από πάνω. Ξεκούμπωσα το παντελόνι μου και την πίεσα προς το μέρος μου και η Αναστασία έσκυψε και με πήρε στο στόμα της. Την έπιασα από το κεφάλι και άρχισα να της δίνω ρυθμό και η μικρή έδινε τον καλύτερο εαυτό της κάνοντάς με να το απολαύσω όσο πιο πολύ γινόταν. Στο μυαλό μου έπλασα την εικόνα να μου κάνει τσιμπούκι η Φοίβη ενώ η Αναστασία τσιμπούκωνε τον Ανδρέα και αυτό ήταν που απογείωσε την έτσι κι αλλιώς καταπληκτική πίπα που μου έκανε η μικρή, με αποτέλεσμα να μην αντέξω ούτε πέντε λεπτά. Την κράτησα ακίνητη και απόλαυσα κάθε ηδονικό σπασμό που έκανε το όργανό μου μέσα στο στόμα της, πλημμυρίζοντάς το. Την άφησα να καταπιεί και όταν σηκώθηκε την άρπαξα στην αγκαλιά μου και, σφίγγοντάς την πάνω μου, την φίλησα βαθιά.

«Ήσουν υπέροχη!» της είπα όταν τραβηχτήκαμε.

«Σου άρεσε μωρό μου;»

«Και το ρωτάς βρε χαζούλα;»

«Μ’ αρέσει να το ακούω.»

«Μου άρεσε πολύ-πολύ-πολύ-πολύ-πολύ κοριτσάκι μου!»

«Αντώνη μου;»

«Αναστασία μου;» τη ρώτησα στον ίδιο τόνο.

«Την Παρασκευή θα κάνουμε… ξέρεις…;»

«Αν μας βγει θα κάνουμε, αν δε μας βγει δε θα κάνουμε. Αυτά τα πράγματα, Αναστασία μου, εξαρτώνται απολύτως από τη διάθεση που έχουν οι συμμετέχοντες την συγκεκριμένη στιγμή.»

«Εσύ όμως θα ήθελες, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, όπως είμαι τώρα θα ήθελα.»

«Εγώ… δεν… δεν είμαι σίγουρη…»

«Τότε δε θα γίνει.»

«Μα εσύ το θέλεις!»

«Δεν αρκεί να το θέλω εγώ, αρχικά πρέπει να το θέλουν και η Φοίβη και ο Ανδρέας αλλά ακόμα και αν το θέλουμε οι τρεις μας, αν δε θέλεις κι εσύ δε θα γίνει.»

«Δεν ξέρω… εννοώ… ο Ανδρέας μου αρέσει… πολύ…»

«Εχμ, αυτή είναι η ιδέα!»

«Αντώνη, σήμερα που μιλούσατε εσύ με τη Φοίβη, μιλούσα κι εγώ με τον Ανδρέα και…»

«Crushed, gotcha!» της είπα πειρακτικά.

«Νιώθω άσχημα! Είμαι μαζί σου!»

«Γιατί μωρό μου, κινδυνεύω να με παρατήσεις για τα μάτια του Ανδρέα; Δεν λέω, είναι συγκλονιστικά ωραίος άντρας και φοβερός τύπος…» την πείραξα.

«Έλα, μη με πειράζεις, σου μιλάω σοβαρά!»

«Ωραία, σοβαρά λοιπόν. Ποιο είναι το πρόβλημα;»

«Δεν… ντρέπομαι…»

«Ε αν δεν ντρέπεσαι τότε καλά είμαστε» την πείραξα.

«Αντώνη!» με συμμάζεψε.

«Τι να σε κάνω, είναι σα να μου ζωγραφίζεις στόχο!»

«Ουφ!»

«Πες μου βρε, τι ακριβώς σε προβληματίζει;»

«Ουφ… να εκεί… εκεί που μιλούσαμε θυμήθηκα το Σάββατο που τον φίλησα… και… και ξαφνικά ήθελα να με πάρει στην αγκαλιά του… να με φιλήσει… να με χαϊδέψει… να… τον χαϊδέψω… και…»

«Και…;»

«Πριν λίγο… που… που σου έκανα στοματικό… φανταζόμουν ότι το έκανα στον Ανδρέα»

Ναι, η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν το περίμενα. Προφανώς και είχα καταλάβει ότι είχε φάει άσχημο crush μαζί του αλλά αυτό δεν το περίμενα. Να πω ότι δεν ένιωσα ζήλεια; Θα είμαι ψεύτης. Αλλά πάλι σάμπως εγώ ήμουν καλύτερος; Τη Φοίβη δε φανταζόμουν να μου κάνει πίπα πριν λίγη ώρα; Ορίστε, καύλωσα πάλι και όχι από τη σκέψη της Φοίβης να μου κάνει πίπα αλλά με τη σκέψη της Αναστασίας γονατισμένης μπροστά στον Ανδρέα με το στόμα της γεμάτο.

«Αντώνη;» με ρώτησε η Αναστασία με φωνή γεμάτη ανησυχία.

«Ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα» της απάντησα ειλικρινά. «Και καύλωσα και πάλι» της είπα και της πίεσα το κεφάλι προς τα κάτω. «Κάνε με να σε χύσω και πάλι… και θέλω να φανταστείς ξανά το ίδιο πράγμα, ότι κάνεις τσιμπούκι στον Ανδρέα»

Ύψωσε λίγο το βλέμμα της προς τα εμένα και την πίεσα ακόμα πιο δυνατά. Σταμάτησε να αντιστέκεται και πήρε και πάλι το όργανό μου στο στόμα της.

«Θέλω να φανταστείς ότι κάθεται στον καναπέ και έχεις γονατίσει μπροστά του. Έχει τα χέρια του στο κεφάλι σου και σου δίνει ρυθμό και εσύ τον ακολουθείς υπάκουα. Ο πούτσος του γεμίζει το στόμα σου αλλά εσύ δίνεις τον καλύτερό σου εαυτό, θέλεις να τον κάνεις να το απολαύσει, θέλεις να τον κάνει να χύσει στο στοματάκι σου. Και όταν το κάνει, σαν καλό κοριτσάκι που είσαι, θα καταπιείς, δε θα αφήσεις στάλα να πάει χαμένη.»

«ΜΜΜΜΜΜ» ήταν η απάντησή της ρουφώντας με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό.

«Και μετά… μετά θα σε βάλει στο κρεββάτι και θα σε γλείψει σε όλο σου το σώμα και θα σε κάνει να σπαρταράς… και μετά θα ξαπλώσει πάνω σου, θα σου ανοίξει τα πόδια και θα αρχίσει να οργώνει το μουνάκι σου.» Την τράβηξα από το μαλλί και την σήκωσα. «Θέλεις να σε γαμήσει μωρό μου; Θέλεις να σε σκίσει απ’ όλες σου τις τρυπούλες;»

«Θέλω… θέλω…» μου απάντησε με φωνή που έτρεμε.

«Κάνε με να σε χύσω. Μέχρι την Παρασκευή μόνο εγώ θα σε χύνω, εσύ θα κρατήσεις για την Παρασκευή, μόνο την Παρασκευή θα σου επιτραπεί να χύσεις. Αύριο το πρωί που θα πας στο μάθημα, θα φοράς τη σφήνα που σου έχω πάρει στο μουνάκι. Δε θα τη βγάλεις πάρα μόνο όταν πας για κατούρημα και μετά θα τη βάλεις και πάλι. Ακούς;»

«Μάλιστα… θα φορέσω τη σφήνα…»

«Και την Παρασκευή θα φορέσεις όλη μέρα τη μικρή σφήνα στο κωλαράκι σου. Θα τη βγάλεις μόνο το βράδι που θα γυρίσεις και θα κάνεις κλύσμα για να είσαι προετοιμασμένη. Αν ο Ανδρέας θέλει κωλαράκι, θα γαμήσει κωλαράκι!»

«Μ…μάλιστα»

«Κάνε με να σε χύσω τώρα» της είπα και την πίεσα να με πάρει και πάλι στο στόμα της. Φέρνοντας στο νου μου όλα αυτά που της έλεγα, και παρά το γεγονός ότι είχα χύσει πριν λίγη ώρα, δε μου πήρε πάλι ούτε πέντε λεπτά για να νιώσω τον πούτσο μου να σπαρταράει μέσα στο στοματάκι της πλημμυρίζοντάς το και πάλι. Κατάπιε και την τελευταία ριπή και τραβήχτηκε σιγά-σιγά. Εγώ κούμπωσα το παντελόνι μου και έβαλα μπρος.

«Κάτσε, δεν έχω ντυθεί ακόμα»

«Φόρα απλά το πουκάμισο. Όχι σουτιέν και δε θα κουμπώσεις κανένα κουμπί.»

«Μάλιστα» μου απάντησε φυσικότατα.

«Και αυτά που σου είπα για τις σφήνες δεν ήταν για την καυλάντα. Αύριο θα φορέσεις τη σφήνα στο μουνάκι σου και μεθαύριο τη σφήνα στο κωλαράκι σου.»

«Ουφ!»

«Στα σοβαρά τώρα, αν αρχίζουν να σε ενοχλούν μπορείς να πας να τις βγάλεις, ωστόσο θέλω αύριο και μεθαύριο, τόσο στο τραίνο, όσο και στο πρώτο μάθημα να είσαι με τη σφήνα στο μουνάκι την πρώτη μέρα και στο κωλαράκι τη δεύτερη. Σήμερα θα κοιμηθούμε μαζί σπίτι μου και το πρωί θα με ξυπνήσεις με το στοματάκι σου.»

«Θα το κάνω μωρό μου» μου απάντησε ναζιάρικα.

«Και ισχύει και αυτό που σου είπα, αν μετά από όλα αυτά την Παρασκευή δεν έχεις διάθεση για παιχνίδι τότε θα αρκεστούμε στο φαγητό. Αρκεί μόνο αυτό να ΜΗΝ οφείλεται στο γεγονός ότι ντρέπεσαι, δε θέλω να ντρέπεσαι. Είσαι ενήλικη, είσαι νέα και υγιής και έχεις ορμές, δεν έχεις κανένα λόγο να ντρέπεσαι να θέλεις να τις ικανοποιήσεις, πόσο μάλλον με κάποιον που σου αρέσει τόσο πολύ.»

«Δεν το καταλαβαίνω αυτό… εννοώ… δεν σε πειράζει; Δεν ζηλεύεις;»

«Έχω μάθει να το διαχειρίζομαι. Άλλωστε Αναστασία μου, στο έχω ξαναπεί, αν μια σχέση μπορεί να κινδυνέψει από μερικά ξενοπηδήματα, τότε η σχέση εξαρχής δεν ήταν τόσο δυνατή ώστε να αξίζει τον κόπο να ρίξεις έστω και δεύτερο δάκρυ για πάρτη της. Θέλω να ικανοποιείς τις ορμές σου, όχι απαραίτητα με μένα, το μόνο που χρειάζεται είναι να το γνωρίζω πριν συμβεί ή αν είναι απροσδόκητο, να το μάθω από εσένα αμέσως αφού γίνει. Σε εμπιστεύομαι ότι δε θα κάνεις κάτι πίσω από την πλάτη μου.»

«Στο ορκίζομαι, δε θα κάνω ποτέ τέτοιο πράγμα. Το ξέρεις, δεν το ξέρεις;»

«Όχι, δεν το ξέρω. Σε εμπιστεύομαι ότι δε θα το κάνεις και αυτό ακριβώς είναι η εμπιστοσύνη.»

«Δεν θα την προδώσω. Ποτέ δε θα την προδώσω.»

Λίγη ώρα αργότερα ήμασταν σπίτι μου. Παίξαμε λίγο με τα τρία τερατάκια που ξύπνησαν και μας έκαναν χαρούλες, καθαρίσαμε την άμμο των γατιών, βάλαμε φρέσκο νερό στον αρκούδο -φαγητό του είχα βάλει πριν φύγουμε- και πήγαμε καρφί για ύπνο και η τελευταία μου σκέψη πριν πέσουμε για ύπνο ήταν να είμαι ξαπλωμένος έχοντας τη Φοίβη πάνω μου να με καβαλάει ενώ εγώ παίζω με τα στήθη της.

Μία και σήμερα…


13. There was something in the air that night

Κάτι ήξερε η Αγγελική όταν με πίεσε να πάρουμε αυτό το κρεββάτι και ας βρίσκαμε το διάολό μας για να βρούμε σεντόνια που να ταιριάζουν. Αν και οι καλοί χωράν παντού, την άπλα κανείς δεν μίσησε.

«Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο» είπα σα χορτασμένος γάτος και η Φοίβη δίπλα μου έβαλε τα γέλια. «Θα έρθεις να μου κάνεις παρέα; Τα παιδιά είναι απασχολημένα!» της ψιθύρισα, καθώς ο Ανδρέας είχε χαμηλώσει ανάμεσα στα πόδια της Αναστασίας και την περιποιούνταν με τη γλώσσα του.

«Αμέ!»

Της έδωσα μια κουβερτούλα για να τυλιχτεί και πήρα κι εγώ μία και βγήκαμε στη βεράντα. Οι τέντες και τα πλαϊνά ήταν κατεβασμένα αλλά ακόμα και έτσι, στο σημείο που ήταν η κούνια δε φαινόμασταν από τα απέναντι σπίτια. Άναψα το τσιγάρο και τράβηξα μια δυνατή ρουφηξιά.

«Ποτέ δεν κατάφερα να το κόψω, όχι τελείως. Αν και τώρα κάνω ένα-δυο τσιγάρα την εβδομάδα, υπάρχουν κάποιες στιγμές που… δεν ξέρω πως να στο πω βρε Φοίβη, χωρίς τσιγάρο θα έχαναν κομμάτι από τη γοητεία τους.»

«Μου θυμίζεις τη Χριστιάνα. Και εκείνη το έχει κόψει πολλά χρόνια αλλά που και που, όταν το απαιτούν οι περιστάσεις το μπουμπουνάει.»

«Ομολογώ πως όταν μου είπατε την ιστορία σας μάζεψα το σαγόνι μου από το πάτωμα. Πολύ προχωρημένο ακόμα και για τις μέρες μας, πόσο μάλλον τα μέσα του ‘90»

«Μπορεί να είμαι εγώ εκείνη που παρασέρνει τον Ανδρέα στις ακολασίες, που έλεγες κι εσύ προχθές, αλλά ξέρεις τι; Αν δεν είχα την ενθάρρυνσή του ποτέ δε θα είχε γίνει όλο αυτό. Ό,τι έγινε, έγινε με τις δικές του ευχές. Ξέρεις τι μου είχε πει; “Ζήτα μου ό,τι θες Φοίβη, αν είναι στο χέρι μου να στο δώσω, θα το κάνω”. Και δεν έμεινε στα λόγια, Αντώνη, εδώ και 30 χρόνια το κάνει πράξη, όπως πράξη το κάνω κι εγώ. Ο Ανδρέας έβγαλε στην επιφάνεια τον πραγματικό μου εαυτό, έγινα αυτό που είμαι και το οφείλω στον Ανδρέα και μόνο. Οκ, και στη Χριστιάνα… Εντάξει, και στο Vasily.»

«Παρέλαση» της είπα πειρακτικά.

«Χαχαχα, αυτά ήρθαν μετά. Αν και με τη Χριστιάνα είχε βρει τη Νιρβάνα του ο κύριος, με τον Vasily ζορίστηκε κάμποσο στις αρχές. Ωστόσο το λόγο του τον κράτησε, τίποτε άλλο δεν έχει σημασία.»

«I can relate to this. Κι εγώ φρίκη είχα φάει την πρώτη φορά που είδα την Αγγελική να βγάζει τα μάτια της με άλλον άντρα. Η ζήλεια ωστόσο είναι κάτι που μανατζάρεται, αρκεί να συνειδητοποιήσεις πως αν μια σχέση μπορεί να κινδυνεύσει από ένα ή περισσότερα περιστασιακά ξενοπηδήματα, δεν είναι σχέση για την οποία αξίζει να χαλάς τη ζαχαρένια σου.»

«Με τη Χριστιάνα δεν ήταν περιστασιακά ξενοπηδήματα, ήμασταν ερωτευμένες η μία με την άλλη και η Χριστιάνα δεν είχε συναισθήματα μόνο για μένα, είχε και για τον Ανδρέα, που μπορεί να ήταν σε μικρότερο βαθμό αλλά δεν ήταν ανύπαρκτα. Με το Vasily ήταν λίγο πιο περίεργη η φάση. Ήταν μεταδιδακτορικός ερευνητής και κολλήσαμε καθώς ο ένας στα μάτια του άλλου βρήκαμε αντίπαλο που είχε πραγματικό ενδιαφέρον στο σκάκι. Εκείνος ήταν τότε στα πρόθυρα του να γίνει international master κι εγώ ήμουν πρωταθλήτρια Χίου, εκείνος ήταν εξαιρετικά δυνατός στο κλασσικό σκάκι και εγώ στο rapid και το bullet και έτσι αρχίσαμε να προπονούμε ο ένας τον άλλον και το ένα έφερε το άλλο… Ο Ανδρέας είχε ζοριστεί αρχικά στην ιδέα αλλά… καλά το λένε, όσα φέρνει μια στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος.»

«Τι έγινε δηλαδή;»

Αντί για απάντηση άρχισε να τραγουδάει.

There was something in the air that night,
The stars were right, Ferdando

Χαμογελώντας άρχισα να τραγουδάω κι εγώ

They were shining for you and me, for liberty, Fernando.

Και μετά και οι δύο μαζί

Though we never thought that we could lose, 
there’s no regret.
If I had to do the same again, 
I would my friend, Fernando.
If I had to do the same again, 
I would my friend, Fernando.

«Σε θέλω… πάλι» της είπα και έσβησα το τσιγάρο μου.

«Πάμε μέσα» μου απάντησε με βραχνή φωνή.

Γυρίσαμε στο δωμάτιο, η Αναστασία τρανταζόταν ενώ ο Ανδρέας είχε βυθίσει το πρόσωπό του στο μουνάκι της κρατώντας την από τα μπούτια. Ξάπλωσα ανάσκελα και η Φοίβη με πήρε στο στόμα της.

Δυο ώρες πριν

«Σου έχω μια έκπληξη» είπε ο Ανδρέας όταν τελειώσαμε το φαγητό. Άνοιξε την τσέπη του πουκαμίσου του και έβγαλε από εκεί ένα πούρο.

«Cohiba 55!» είπα εντυπωσιασμένος.

«Δε μου αρέσει το κάπνισμα, αλλά ένα από αυτά στη χάση και στη φέξη είναι αριστούργημα, και ας γκρινιάζει η κυρά!»

«Τότε σου έχω κι εγώ μια έκπληξη» του είπα και σηκώθηκα και πήγα και έφερα το Talisker. “Care to join me? Πάμε στη βεράντα, κορίτσια ελάτε κι εσείς.»

«Να μαζέψουμε λίγο το τραπέζι;» ρώτησε η Αναστασία.

«Αργότερα το τραπέζι. Φοίβη, εσύ θέλεις ουίσκι;»

«Βάλε μου κι εμένα αλλά ελάχιστο.»

«Αναστασία;»

«Βάλε μου όσο και της Φοίβης»

Πήραμε ο καθένας το ποτήρι του και βγήκαμε έξω και κάτσαμε στη βεράντα. Ο καιρός ήταν βροχερός τις τελευταίες μέρες αλλά επειδή δε φύσαγε, είχα κατεβάσει τελείως τις τέντες και μπροστά στα κάγκελα αλλά και στα πλαϊνά. Κάθισα με τον Ανδρέα στο τραπέζι ενώ Φοίβη και Αναστασία κάθισαν στην κούνια. Ο Ράντι ήταν στον κήπο ενώ Τριστάνο και Ιζόλδη ήταν στο σπίτι της Αναστασίας. Ανάψαμε τα πούρα μας και ο συνδυασμός με το Talisker ήταν to kill for.

«Αντώνη, βάλε λίγο μουσική» είπε η Αναστασία.

«Εξαιρετική ιδέα!» είπα.

Πήγα μέσα και έφερα το Bluetooth ηχείο, το σύνδεσα με το κινητό μου και στο YouTube βρήκα την play list μου με τις ροκ μπαλάντες και την έβαλα να παίζει. Όταν έπεσαν οι πρώτες νότες ο Ανδρέας σηκώθηκε και πλησίασε τη Φοίβη και εκεί ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος, ο οποίος ομολογώ μας προξένησε απορία.

«Χορεύετε δεσποινίς;» ρώτησε τη Φοίβη.

«Έχασες κανένα στοίχημα;»

«Όχι»

«Χμμμ…» είπε κοιτάζοντάς τον σκεπτική.

«Θα έρθεις παιδάκι μου ή όχι;» τη ρώτησε.

«Well, that’s a first» είπε και τον ακολούθησε.

Love hurts, love scars
Love wounds and marks
Any heart
Not tough or strong enough
To take a lot of pain, take a lot of pain
Love is like a cloud
Holds a lot of rain
Love hurts
Ooh, ooh, love hurts

Στο μεταξύ πήρα κι εγώ την Αναστασία και κρατώντας την σφιχτά αγκαλιά ξεκινήσαμε να λικνιζόμαστε με τη σειρά μας. Όταν τέλειωσε το “Love Hurts” ξεκίνησε το «Dream on» των Aerosmith και εκεί πρότεινα να ανταλλάξουμε ντάμες.

«Αν επιτρέπεται, τι ήταν αυτό με το στοίχημα;»

«Έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μας το Νοέμβρη του 1989, στο πάρτι της Ευτυχίας, της αδερφής του. Μπήκαν οι μπαλάντες και ο Ανδρέας ήρθε και μου ζήτησε να χορέψουμε…» και όσο χορεύαμε μου είπε την ιστορία τους από την αρχή.

«Τι όμορφη ιστορία!»

«Ναι, σαν παραμύθι!»

«Καλύτερη από παραμύθι γιατί είναι αληθινή»

«Εσείς πώς γνωριστήκατε;»

«Με την Αγγελική;»

«Όχι, με την Αναστασία»

Ξεροκατάπια και της είπα ολόκληρη την ιστορία, χωρίς να κρύψω τίποτα. Δεν ξέρω, ένιωθα απίστευτα ζεστά δίπλα της, ένιωθα ότι μπορώ να της εμπιστευτώ τα πάντα. Μπορεί να ήταν η δική μου ανάγκη να μιλήσω για όλα αυτά σε κάποιον διαφορετικό από την Αναστασία.

«Αντώνη, η Χριστιάνα, η κόρη μας, είναι τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη από την Αναστασία. Ειλικρινά θα προτιμούσα να είχε γνωρίσει τον έρωτα με κάποιον σαν εσένα και όχι από κάποιον συνομήλικό της. Πρόσεξε, όχι με κάποιον που ήθελε να την πηδήξει και να φύγει, με κάποιον σαν εσένα!»

«Με πνίγουν οι τύψεις, ώρες-ώρες. Την ξέρω από δεκατριών χρονών. Η Αγγελική την είχε σαν κόρη της. Εγώ… εγώ δεν ήθελα ποτέ παιδιά αλλά αυτό δεν αλλάζει ότι η συγχωρεμένη την έβλεπε σαν την κόρη της. Και… και αν δεν είχε έρθει εκείνο το κύμα… θα είχε κυλήσει τελείως διαφορετικά. Στην αρχή δεν ήταν τίποτα παραπάνω, μόνο σαρκικός πόθος. Την ήξερα, εκτιμούσα αφάνταστα το μυαλό της και το χαρακτήρα της, αλλά ήταν πιτσιρίκα…»

«Ναι αλλά δεν έμεινε εκεί, Αντώνη.»

«Θα μπορούσε να είχε μείνει και να είχε πληγωθεί.»

«Πολλά θα μπορούσαν να έχουν γίνει αλλά σημασία έχουν αυτά που πραγματικά έγιναν. Αν δεν ήσουν εσύ θα ήταν κάποιος άλλος και πιθανά όχι καλός σαν εσένα.»

«Δεν της αρέσουν οι συνομήλικοί της». Χαμογέλασα. «Έχει crushάρει πολύ άσχημα με τον Ανδρέα.»

«Ζηλεύεις;»

«Λίγο, ναι» ομολόγησα. «Από την άλλη… προχθές μόλις της έλεγα ότι είναι νέα και υγιής και είναι φυσιολογικό να έχει ορμές και είναι φυσιολογικό να θέλει να τις ικανοποιήσει με ανθρώπους που την ελκύουν με συγκεκριμένο τρόπο. Ωστόσο… δεν ξέρω. Δε θα είναι περίεργο για τον Ανδρέα;»

«It’s not his first rodeo, του Ανδρέα του αρέσουν οι μικρούλες. Βέβαια στη σκέψη να έκαναν τέτοια πράγματα στη δική του κόρη θα πάθαινε απανωτά εγκεφαλικά, αλλά κάποια στιγμή θα γίνει και αυτό, έτσι είναι η φύση των πραγμάτων. Και μεταξύ μας, αν όντως η Αναστασία έχει επιθυμία για παιχνίδι, σε διαβεβαιώ ότι δεν θα μπορούσε να βρει καταλληλότερο. Εδώ μέχρι και η Χριστιάνα την έβρισκε αρκετά μαζί του και η Χριστιάνα είναι λεσβία! Το πρόβλημα δεν θα είναι η Αναστασία, αλλά πιθανότατα εσύ!»

«Γιατί το λες αυτό;»

«Γιατί όταν τελειώσει μαζί της ο Ανδρέας το χαμόγελό της δε θα σβήνει»

«Ελπίζω το ίδιο να πάθω κι εγώ με σένα!» της είπα στην ψύχρα.

«Μην ελπίζεις» μου είπε και προς στιγμή πάγωσα. «Να είσαι βέβαιος!» μου ψιθύρισε και οι γλώσσες μας βρέθηκαν να παλεύουν στα στόματά μας.

Όταν τέλειωσε το φιλί μου κοίταξα κλεφτά αριστερά, η Αναστασία είχε αγκαλιάσει σφιχτά τον Ανδρέα και με κοίταζε με ανεξιχνίαστο βλέμμα.

Τώρα

Η Αναστασία τραντάζεται λες και τη διαπερνάει ηλεκτρικό ρεύμα ενώ η Φοίβη με περιποιείται για δεύτερη φορά στη βραδιά με το στόμα της. Σταματάει και έρχεται προς τα μένα και τη σφίγγω πάνω μου και φιλιόμαστε με πάθος. Με το χέρι μου ψάχνω στα τυφλά το προφυλακτικό και το φοράω. Η Φοίβη ανεβαίνει πάνω μου, τη χουφτώνω δυνατά από τα στήθη και αρχίζω να τα μαλάζω. Χάνω κάθε αίσθηση του χρόνου.

«Όπως θέλεις» ακούω την Αναστασία να λέει και γυρίζοντας το κεφάλι στο πλάι τη βλέπω να χαμηλώνει και να παίρνει στο στόμα της τον Ανδρέα. Τραβιέται μετά από λίγη ώρα και αφού ο Ανδρέας φορέσει προφυλακτικό, παίρνει το λιπαντικό και το απλώνει με τα χέρια της πάνω του. Κάθεται στα τέσσερα και ο Ανδρέας παίρνει με τη σειρά του το λιπαντικό και το απλώνει στο κωλαράκι της και μετά της βάζει δάχτυλο πίσω κάνοντας κυκλικές κινήσεις. Σφίγγω δυνατά τα στήθη της Φοίβης κάνοντάς την να ξεφωνίσει από πόνο και ηδονή. Ο Ανδρέας οδηγεί προσεκτικά το όργανό του στο κωλαράκι της Αναστασίας, στο μέγεθος του είναι πάνω/κάτω ίδιο με το δικό μου. Αρχίζει να το βυθίζει σιγά-σιγά μέσα της, με απαλές κινήσεις, μέχρι που ο σφικτήρας της υποχωρεί. Στέκεται για λίγο ακίνητος, απολαμβάνοντας τις στιγμές και μετά αρχίζει και κινείται. Νιώθω ότι ο πούτσος μου θα εκραγεί.

«Φοίβη, θέλεις να κάνουμε το ίδιο;» τη ρωτάω.

«Θέλω» μου απαντάει.

Ξαπλώνει μπρούμητα και απλώνω λιπαντικό πάνω στο προφυλακτικό και στη συνέχεια στο κωλαράκι της. Η Φοίβη καίτοι σχεδόν 50άρα κρατιέται πολύ καλά, μπορεί το σώμα της να μη συναγωνίζεται πια σε σφριγηλότητα αυτό της Αναστασίας αλλά δεν είναι λιγότερο όμορφο ή ποθητό. Ανεβαίνω από πίσω της και αρχίζω και τρίβω το όργανό μου στην τρυπούλα της και μετά με απαλές κινήσεις αρχίζω να μπαίνω πίσω της. Σε σύγκριση με την Αναστασία, τα χιλιόμετρα που έχει γράψει φαίνονται, ωστόσο ο κώλος της είναι υπέροχος και το όργανό μου σχεδόν κάνει παλμούς μπαινοβγαίνοντας στην πίσω τρυπούλα της.

Γυρίζω να κοιτάξω δίπλα, η Αναστασία είναι ξαπλωμένη μπρούμητα και ο Ανδρέας της γαμάει το κωλαράκι σα να μην υπάρχει αύριο και τα βογγητά της δεν έχουν ίχνος πόνου, είναι καύλας και μόνο καύλας. Την τραβάει από το μαλλί και τη σηκώνει προς τα πίσω και συνεχίζει να την καρφώνει. Εγώ από την πλευρά μου έχω περάσει τα χέρια μου κάτω από το σώμα της Φοίβης και τη χουφτώνω δυνατά στα στήθη κουνώντας μόνο τη λεκάνη μου καθώς της γαμάω το κωλαράκι. Ο Ανδρέας σταματάει και τραβιέται και βγάζει το προφυλακτικό και σηκώνεται όρθιος πάνω στο κρεββάτι. Η Αναστασία γυρίζει από εκεί που ήταν μπρούμητα, γονατίζει μπροστά του και τον παίρνει ξανά στο στόμα της. Ο Ανδρέας αρχίζει και βογκά και την πιάνει από το κεφάλι και την κρατάει ακίνητη, χύνοντας στο στόμα της για δεύτερη φορά απόψε. Η Αναστασία τα καταπίνει και πάλι όλα και σηκώνει το κεφάλι της και του χαμογελάει. Κάθεται και αυτός στα γόνατα και την παίρνει αγκαλιά και τη φιλάει με πάθος. Έχω χύσει κι εγώ στο στόμα της Φοίβης οπότε δεν το έχω κάψα να το κάνω δεύτερη φορά. Καρφώνομαι για τελευταία φορά και τελειώνω μέσα στο κωλαράκι της με σπασμούς.

Τραβιέμαι προσεκτικά, βγάζω το γεμάτο προφυλακτικό και το πετάω στο καλαθάκι με τα σκουπίδια. Έχω τελειώσει δύο φορές με τη Φοίβη σήμερα… την τρίτη -αν τα καταφέρω- θέλω να είναι με το κορίτσι μου.

Δύο ώρες πριν

Το επόμενο τραγούδι στην playlist ήταν ένα από τα πολύ αγαπημένα μου, το gypsy queen των Uriah Heep.

«Φοίβη μου επιτρέπεις, αυτό θέλω να το χορέψω με την Αναστασία».

«Αμέ, κανένα πρόβλημα» μου είπε χαμογελαστή. «Αλλαγή βάρδιας!» είπε και κίνησε προς τον Ανδρέα.

Αρχίσαμε να λικνιζόμαστε στην αρχή χωρίς να μιλάμε. Ήταν ξεκάθαρο ότι μέσα της κάτι την έτρωγε, μάλλον της ήρθε απότομο που με είδε να φιλιέμαι με τη Φοίβη ή ίσως -και ήλπιζα να ήταν αυτό το case- να την είχαν πιάσει οι ντροπές της που πιθανά να ήθελε να κάνει το ίδιο με τον Ανδρέα. Ή και τα δύο.

«Μίλα μου» της είπα.

«Τι να σου πω;»

«Πώς αισθάνεσαι.»

«Μια χαρά»

«Εμένα μου λες;»

«Τι θέλεις να σου πω;»

«Την αλήθεια. Πώς αισθάνεσαι;»

«Δεν ξέρω…»

«Θέλεις να το διαλύσουμε;»

«Τι εννοείς;» με ρώτησε ταραγμένη.

«Να το διαλύσουμε για σήμερα, τι να εννοώ;»

«Ουφ… με τρόμαξες βρε Αντώνη»

«Σε τρόμαξα; Τι εννοείς;» τη ρώτησα και μετά μου έκανε κλικ. «Βρε χαζούλι, πού πήγε το μυαλό σου;»

«Ξέρω γω;»

«Αναστασία μου, στο είπα και προχθές, στο είπα και χθες και στο είπα και σήμερα. Αν δεν θέλεις δε θα γίνει τίποτα, το σταματάμε εδώ.»

«Δε θα σε πειράξει;»

«Από το να πειράξει εσένα, προτιμώ να πειράξει εμένα, μπούφο!»

«Δεν ξέρω… νιώθω περίεργα. Εννοώ… ουφ… ζήλεψα που σε είδα να φιλιέσαι με τη Φοίβη αλλά…»

«Αλλά;»

«…»

«Αυτό είναι μόνο;»

«…»

«Let me take a wild guess… έγινες μούσκεμα την ώρα που χόρευες με τον Ανδρέα και από τη μία τον θέλεις σαν τρελή και από την άλλη αισθάνεσαι τύψεις γι’ αυτό.»

«Όλα εύκολα τα έχεις!»

«Εύκολα μπορεί να μην είναι πάντα, είναι όμως απλά. Τον θέλεις; Ναι/Όχι»

«Δεν…»»

«Ναι/Όχι»

«Ναι» μου απάντησε απρόθυμα. «Αντώνη…» πήγε να πει αλλά την έκοψα.

«Αναστασία, σ’ αγαπάω. Μπορείς να το βάλεις αυτό μέσα στην κεφάλα σου ή έχει γεμίσει από τα τόσα βιβλία που έχεις διαβάσει και δεν χωράει τίποτε άλλο;» της είπα και ξέσπασε σε σιγανό κλαυσίγελο. «Σ’ αγαπάω χαζούλα. Δεν αλλάζει αυτό.»

«Κι εγώ σ’ αγαπάω»

«Πήγαινε να χορέψεις ξανά με τον Ανδρέα και αυτή τη φορά φίλα τον.»

«Δεν… δεν ξέρω.»

«Ένας τρόπος υπάρχει για να μάθουμε» της είπα. «Αλλαγή βάρδιας!» φώναξα.

Τώρα

Η Αναστασία έχει χωθεί στην αγκαλιά μου και τη χαϊδεύω. Το ίδιο έχει κάνει και η Φοίβη, έχει χωθεί στην αγκαλιά του Ανδρέα.

«Πάμε λίγο έξω;» είπα στην Αναστασία.

«Ναι, πάμε» μου είπε.

«Επιστρέφουμε σε λίγο» είπα στα παιδιά.

«Με την ησυχία σας» μας απάντησε χαμογελαστά ο Ανδρέας.

Έδωσα στην Αναστασία την κουβέρτα που είχα δώσει και πριν στη Φοίβη και τυλίχτηκα κι εγώ με τη δική μου και βγήκαμε ξανά στο μπαλκόνι.

«Ουφ, ξέχασα τα τσιγάρα μου»

«Θα πάω να στα φέρω εγώ μωρό μου. Θα πάω και στην κουζίνα να φέρω μια twist, θέλεις κάτι εσύ;»

«Θα πιώ λίγη από τη δική σου. Sharing is caring» της είπα πειρακτικά.

«Από sharing άλλο τίποτα!» είπε και σηκώθηκε χαχανίζοντας. Πήγε μέσα και γύρισε μετά από λίγο με την twist και ένα τσιγάρο. Ο αναπτήρας ήταν έξω, από την προηγούμενη φορά που είχα έρθει με την Φοίβη. Άναψα το τσιγάρο και τράβηξα μια δυνατή τζούρα. Η Αναστασία άνοιξε το κουτάκι και ήπιε και αυτή μερικές γουλιές και γύρισε και με κοίταξε που την κοιτούσα.

«Τι σκέφτεσαι;»

«Τι να σκέφτεσαι εσύ.»

«Way to early…” μου απάντησε. «Δεν… δεν έχω προλάβει να το επεξεργαστώ καλά-καλά»

«Σου άρεσε;»

«Δεν ακούστηκε;»

«Γιατί αμύνεσαι;»

«Δεν αμύνομαι!»

«Αυτό ακριβώς κάνεις, Αναστασία, αμύνεσαι. Χρησιμοποιείς χιούμορ αλλά δεν έπεσα από τον Άρη με αλεξίπτωτο.»

«Νιώθω περίεργα, εντάξει; Δεν το είχα ξανακάνει αυτό.»

«Ούτε όταν κάναμε πρώτη φορά σεξ το είχες ξανακάνει αυτό, μαζί μου εννοώ, ωστόσο δεν ένιωθες περίεργα. Άρα, το αν ακούστηκες είναι δευτερεύον»

«Δεν είναι. Δεν είμαι σαν εσένα, Αντώνη. Εννοώ… ναι, μου άρεσε… και τώρα νιώθω άσχημα ακριβώς γι’ αυτό το λόγο.»

«Γιατί το έκανες αφού δεν το ήθελες;»

«Γιατί το ήθελα, αυτό είναι το πρόβλημα, το ήθελα. Το ήθελα και τον πήρα στο στόμα μου, λάτρεψα την πίπα που του έκανα, έχυσα… έχυσα… έχυσα όταν με κράτησε από το κεφάλι και μου το κάρφωσε βαθιά στο στόμα μου και τον ένιωσα να κάνει σπασμούς… Το όργανό του τρανταζόταν και μαζί του τρανταζόμουν κι εγώ. Στην… στην αρχή δεν ήθελα να καταπιώ μα όταν τέλειωσε… δεν το σκέφτηκα καν. Και… και το λάτρεψα. Και… και μετά με έβαλε κάτω και άρχισε να με γλείφει… Τι θέλεις να σου πω; Δεν έχω νιώσει ποτέ τόσο έντονο οργασμό, νόμιζα ότι θα διαλυθώ. Φοβάμαι… φοβάμαι…» είπε και έβαλε τα κλάματα.

Πάρε να ‘χεις, Αντωνάκη. Η αναφορά, ότι άλλος άνδρας ήταν εκείνος που της είχε προσφέρει τον πιο δυνατό οργασμό στη ζωή της, μου ήρθε σαν κεραμίδα στο κεφάλι. Με κάμποση προσπάθεια κατάφερα να βρω την αυτοκυριαρχία μου.

«Τι φοβάσαι, μωρό μου;» την ρώτησα σφίγγοντάς την πάνω μου. «Γιατί μου κλαις;»

«Γιατί… γιατί… φοβάμαι ότι δε… δε… θα με… ξαναδείς… ποτέ… το ίδιο» είπε μέσα σε λυγμούς.

«Ισχύει αλλά όχι προς το χειρότερο… προς το καλύτερο, προς το πολύ καλύτερο. Μπούφο, ε μπούφο.»

«Μ’ αγαπάς;»

«Και το ρωτάς βρε χαζούλα;»

«Θέλω να μου το πεις» είπε ρουφώντας τη μύτη της.

«Σ’ αγαπάω πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ»

«Μόνοοοοοοοο;» με ρώτησε ψευτοπαραπονιάρικα.

«Θα στο μαυρίσω το κωλαράκι!»

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» μου έκανε αλλά πλέον χαμογελούσε.

«Βλάκα, ε βλάκα!»

«Είμαι! Θα με υποστείς!»

«Είσαι! Θα σε υποστώ!»

Δύο ώρες πριν

«Ψιτ, εδώ είμαι» μου είπε η Φοίβη ενώ χορεύαμε. Η Αναστασία χόρευε σφιχτά αγκαλιά με τον Ανδρέα και φιλιόντουσαν σα να μην υπάρχει αύριο. Τραβήχτηκα ελαφρά και της χαμογέλασα.

«Παίζεις ακόμα σκάκι;»

«Η μπάλα στην εξέδρα και πέναλτι για το γαύρο!» απάντησε κάνοντάς με να σκάσω στα γέλια.

«Είσαι όργιο!» της απάντησα γελώντας ακόμα. «ΟΚ, το παραδέχομαι, ζηλεύω λίγο! Εσύ όχι;»

«Εγώ φοβάμαι μην τον πιάσει πάλι η μέση του, μεσήλικα άνθρωπο»

«Χαχαχα, όργιο.»

«Και για να απαντήσω την ερώτησή σου, ναι, παίζω ακόμα σκάκι. Δεν είμαι βέβαια όπως ήμουν στα είκοσι και στα τριάντα μου, αλλά ποιος είναι;»

«Μια στο καρφί και μια στο πέταλο, ε;»

«Το Σεπτέμβρη κλείσαμε τριάντα χρόνια με τον Ανδρέα. Τριάντα ολόκληρα χρόνια από εκείνο το πρωινό στο κυλικείο.»

«Μακάρι να είστε καλά και υγιείς και να είσαι ακόμα τριάντα και ακόμα τριάντα.»

«Αυτό που ήθελα να πω Αντώνη είναι ότι τα χρόνια περνάνε και ο χρόνος είναι το μόνο πραγματικό συνάλλαγμα που έχουμε.»

«Το ξέρω ρε Φοίβη, λες να μην το ξέρω; Πρώτος απ’ όλους εγώ το ξέρω.»

«Το ξέρω ότι το ξέρεις αλλά δεν είναι κακό να στο υπενθυμίζει κανείς που και που.»

«Είχα ορκιστεί στην Αγγελική… της ορκίστηκα ότι θα κάνω αυτό το ταξίδι με τη μηχανή που σχεδιάζαμε να κάνουμε μαζί. Ναι, ζηλεύω λίγο… αλλά η Αναστασία είναι εκείνη με την οποία θα κάνω αυτό το ταξίδι. Η μηχανή έρχεται σε μερικές μέρες. Το καλοκαίρι θα το κάνουμε αυτό το ταξίδι. Θα καβαλήσουμε την Αμερικάνα και θα πάμε μέχρι το Nordcapp και εκεί θα αντικρύσω τον ήλιο του βορά και θα τραγουδήσω το αγαπημένο της τραγούδι.»

«Συνεπώς έχεις ήδη απαντήσει μέσα σου αυτό που πραγματικά φοβάσαι.»

«Και αυτό… αλλά και εν μέρει εξηγεί… κοίτα, δεν ξέρω πως το αντιμετώπιζες εσύ αλλά εγώ ζήλευα… καύλωνα αλλά ζήλευα.»

«I can relate to that… κι εγώ καυλώνω όταν μου τις ρίχνει ο Ανδρέας στον κώλο, αυτό δε σημαίνει ότι δεν πονάει»

«Είχα αναρωτηθεί κάμποσες φορές αν είναι κάποιος υποβόσκων μαζοχισμός.»

«Ό,τι και αν είναι, σημασία έχει στο τέλος της ημέρας τι σου μένει. Ζήλεια ή καύλα;»

«Αν δεν υπήρχε αυτή η ζήλεια δεν ξέρω αν θα υπήρχε καύλα.»

«Ναι αλλά δεν σε ρώτησα αυτό και ο γαύρος έχει κερδίσει ήδη ένα πέναλτι!»

«Χαχαχα, ναι, ναι! ΟΚ, στο τέλος μένει η καύλα»

«Τότε έχεις και πάλι την απάντησή σου»

Αντί απάντησης κόλλησα το στόμα μου στο δικό της και άρχισα να την ψαχουλεύω καθώς λικνιζόμασταν αργά στο ρυθμό της μπαλάντας.

Daylight waits while the old man sings
"Heaven, help me"
And then like the rush of a thousand wings
It shines upon the one
And the day had just begun

«Πάμε μέσα;» τη ρώτησα.

«I thought you’d never ask»

«Πάμε μέσα;» ρώτησα και τους άλλους δύο.

«Πηγαίνετε και θα έρθουμε» απάντησε ο Ανδρέας. Δίστασα για λίγο και η Φοίβη με τράβηξε από το μπράτσο.

«Πάμε… ξέρει τι κάνει»

Πήγαμε στο δωμάτιό μου και πέσαμε με τα ρούχα στο κρεββάτι και αρχίσαμε να φιλιόμαστε και να χαϊδευόμαστε σαν έφηβοι. Δε μας πήρε πολλή ώρα να μείνουμε χωρίς ρούχα. Φιλώντας την και πιπιλώντας την από το λαιμό στα στήθη και από τα στήθη στο στομάχι έφτασα μέχρι χαμηλά. Με γράπωσε από το μαλλί και άρχισα να τη γλείφω και να την πιπιλάω ενώ ταυτόχρονα βύθισα στην αρχή ένα και στη συνέχεια και δεύτερο δάχτυλο και άρχισα να την παίζω. Έδωσα τον καλύτερό μου εαυτό, αν και ομολογώ ότι μου άρεσε περισσότερο όταν το έκανα στην Αναστασία, και δέκα λεπτά αργότερα είχα την ανταμοιβή μου.

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» βόγκιζε ενώ το σώμα της τεντώθηκε σαν τόξο. Δε σταμάτησα, αν μη τι άλλο συνέχισα με τον ίδιο ζήλο για να κερδίσω και άλλα «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ» μέχρι που κάποια στιγμή μου είπε «Όχι άλλο… όχι άλλο.»

Σταμάτησα και ξάπλωσα δίπλα της. Η Αναστασία με τον Ανδρέα δεν είχαν έρθει ακόμα. Η Φοίβη κάθισε μπρούμητα προς το μέρος μου ακουμπώντας στους αγκώνες της.

«Μμμμμ… ήσουν υπέροχος.»

«Ναι, αλλά τι παρτενέρ έχω, ε;» της είπα χαϊδεύοντάς την απαλά στη μύτη. Μου χάρισε ένα υπέροχο χαμόγελο, είχε ελαφρά στραβά μπροστινά δόντια αλλά αυτά με κάποιο τρόπο το ομόρφαιναν ακόμα περισσότερο.

«Αυτά να λέγονται»

«Αλήθεια, που είναι οι άλλοι δύο;»

«Δεν θα έρθουν εδώ αν ο Ανδρέας δεν βεβαιωθεί 1000% ότι η Αναστασία το έχει. Αντώνη, εμπιστέψου τον, δεν είναι το πρώτο του ροντέο». Πήγα να απαντήσω αλλά δεν πρόλαβα, η Φοίβη κατέβηκε και με πήρε στο στόμα της και… Θεέ μου… την αγαπάω την Αναστασία μου αλλά τέτοια πίπα… Θεέ μου! Και κάπου εκεί άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα Ανδρέας με Αναστασία.

Τώρα

Η Αναστασία πέταξε το κουβερτάκι από πάνω της μένοντας γυμνή. Πριν προλάβω καν να αντιδράσω σηκώθηκε και γονάτισε μπροστά μου και με πήρε στο στόμα της. Μπορεί να είχα χύσει δύο φορές αλλά ήταν τόσο απρόσμενο που καύλωσα αμέσως. Η Αναστασία τραβήχτηκε και με κοίταξε στα μάτια.

«Σου άρεσε όταν με είδες να παίρνω πίπα στον Ανδρέα;»

«Αν μου άρεσε λέει…». Ένας θεός ξέρει πώς δεν έχυσα την ίδια στιγμή.

«Φέρε στο μυαλό σου αυτή την εικόνα. Ναι, το ευχαριστήθηκα κι εγώ… αλλά Αντώνη για σένα το έκανα. Για σένα και μόνο για σένα» μου είπε και με ξαναπήρε στο στόμα της.

Δυο ώρες πριν

Η Αναστασία γονάτισε μπροστά στον Ανδρέα και του ξεκούμπωσε το παντελόνι και του το κατέβασε μέχρι τα πόδια. Το όργανό του πετάχτηκε μπροστά στο πρόσωπό της. Σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε και το πήρε στο στόμα της και άρχισε να το ρουφάει. Με αυτή την εικόνα στα μάτια μου και με τη Φοίβη να δίνει ρεσιτάλ πίπας αν δεν έχυσα ήταν μόνο και μόνο γιατί δεν είχα προλάβει να τη ρωτήσω που να χύσω. Την σταμάτησα για λίγο και την κοίταξα αλλά πριν προλάβω να τη ρωτήσω μου απάντησε «Όπου θέλεις» και επέστρεψε στην πίπα.

Πάλεψα πολύ για να κρατηθώ και να μη χύσω, ήθελα να το κάνω ταυτόχρονα με τον Ανδρέα, ήθελα να δω το όργανό του να πάλλεται μέσα στο στόμα της Αναστασίας. Της είχα πει ότι αν γινόταν αυτό, ήθελα να χύσει στο στόμα της και να καταπιεί. Ήμουν διαρκώς στο ένα τσακ από το να χύσω και όταν επιτέλους την άρπαξε από το κεφάλι και την κράτησε ακίνητη βογκώντας, άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο και… Θεέ μου… Αν αυτό δεν ήταν το τσιμπούκι της ζωής μου, να μη με λένε Αντώνη. Το όργανό μου κόντεψε να εκραγεί μέσα στο στόμα της Φοίβης, που δεν ξέρω τι εγώ τι έκανε με τους μύες του λαιμού της και τη γλώσσα της, αλλά τέτοιο πράγμα δεν το είχα βιώσει ποτέ ξανά σε πίπα.

Τώρα

Μία της και μία μου. Μπορεί να είχε τον οργασμό της ζωής της από το στοματικό που της έκανε ο Ανδρέας αλλά κι εγώ βίωσα το καλύτερο τσιμπούκι της 45χρονης ζωής μου.

Μπορεί να μην ήταν όπως αυτό της Φοίβης δυο ώρες πριν αλλά η Αναστασία μου έδινε τον καλύτερο εαυτό της, το είχε ανάγκη να επιβεβαιώσει ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει μεταξύ μας. I would hold my horses for the time being, με έτσουξε κάμποσο η εξομολόγησή της λίγο πριν, και προτού καταφέρω να το διαχειριστώ δε θα είχαμε επανάληψη. «Για σένα και μόνο για σένα». Ξανάφερα στο μυαλό μου την εικόνα του Ανδρέα να την κρατάει ακίνητη, των βογγητών του ενώ το όργανό του έκανε σπασμούς μέσα στο στόμα της Αναστασίας, τις κινήσεις του λαιμού της ενώ κατάπινε και αυτό ήταν. Η Αναστασία έμεινε ακίνητη ενώ το όργανό μου άδειαζε ότι είχε να αδειάσει μέσα στο γλυκό της στοματάκι.

Την βοήθησα να σηκωθεί, την έβαλα να τυλιχτεί με το κουβερτάκι και την κράτησα σφιχτά πάνω μου, τρίβοντάς την και φιλώντας την. Άναψα ακόμα ένα τσιγάρο, το είχα παρακάνει σήμερα αλλά εκείνη τη στιγμή το είχα απόλυτη ανάγκη. Τράβηξα τη τζούρα και έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας το κάψιμο στο λαιμό μου.

«Ήρθαμε κι εμείς» άκουσα τη Φοίβη. Ήταν ντυμένοι και οι δύο.

«Πάμε να ντυθούμε κι εμείς και ερχόμαστε. Ανδρέα, θες ουίσκι;»

«Ναι, ένα ποτήρι θα το έπινα ακόμα»

«Φοίβη, θες κι εσύ ουίσκι ή να σου βάλω κρασί; Σ’ αρέσει η σαγκρία; Έχω και σαγκρία, δεν την έβγαλα πριν γιατί δεν πήγαινε με το φαγητό, αλλά αν σ’ αρέσει…»

«Τη λατρεύω. Ναι, θα ήθελα να πιώ λίγη σαγκρία»

«Ξέρεις τι;» είπε ο Ανδρέας. «Θα προτιμήσω κι εγώ τη σαγκρία»

«Εσύ ματάκια μου;» ρώτησα την Αναστασία.

«Ναι, κι εγώ θα ήθελα»

«Ωραία, πάμε μέσα να αλλάξουμε και επιστρέφουμε» τους είπαμε και κινήσαμε προς το σαλόνι. «Αναστασία, βάλε απλά τη φόρμα σου, κι εγώ αυτό θα κάνω.»

«Εντάξει Αντώνη μου»

Πήγα βιαστικά στο δωμάτιο και φόρεσα τη φόρμα μου και μετά πήγα στην κουζίνα και έκοψα στα γρήγορα μήλο, αχλάδι και πορτοκάλι και τα έβαλα στην κανάτα. Έβγαλα τη σαγκρία από το ψυγείο και γέμισα την κανάτα.

«Αναστασία μου, φέρε σε παρακαλώ τέσσερα ποτήρια του κρασιού» της είπα καθώς την πέτυχα στο σαλόνι. Την περίμενα να πάρει τα ποτήρια και βγήκαμε και οι δύο έξω. Καθίσαμε στο τραπέζι και γέμισα τα ποτήρια τους και τότε άκουσα τον Ράντι να γαυγίζει παραπονιάρικα. «Παιδιά, σας πειράζει να ανεβάσω το μούργο πάνω;»

«Νιιιιι!!!!!» φώναξε χτυπώντας παλαμάκια και πάλι η Φοίβη και μετά έβαλε τα γέλια. «Δηλαδή όχιιιιιιιιιιιιιιιιιιι»

«Να φέρω και τα γατιά;» με ρώτησε η Αναστασία.

«Δεν τα φέρνεις. Καλό είναι να γνωρίσουν κι άλλο κόσμο εκτός από τους δυο μας!»

«Νιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι» φώναξε με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό η Φοίβη.

«Λοιπόν, πάω να τον φέρω… Μην τρομα… τι λέω…» είπα ενθυμούμενος ότι ο σκύλος που είχαν ήταν ακόμα μεγαλύτερος από το Ράντι.

Κατέβηκα κάτω και του άνοιξα και μπήκε στην είσοδο και άρχισε να χοροπηδάει και όπως πάντα με πήρε για ταγκό και μου έγλειψε και τα δύο αφτιά, μάλλον του είχα λείψει πολύ. Την ώρα που ανεβαίναμε πάνω πετύχαμε και την Αναστασία που είχε Τριστάνο και Ιζόλδη στην αγκαλιά της. Η Ιζόλδη παραλίγο να ρίξει σάλτο για να έρθει σε μένα αλλά την πρόλαβε η Αναστασία. Ο Τριστάνο από την άλλη δεν μας έριξε ούτε μια δεύτερη ματιά και συνέχισε να κάνει πατουσάκια στο στήθος της Αναστασίας.

«Ψιτ, αυτά δικά μου!» τον ψευτοαπείλισα.

«Sharing is caring, μεσιέ” μου είπε η Αναστασία.

«Ποιος πούστης τα διαδίδει αυτά, να τον σκίσω»

«Δε μου φάνηκε για πούστης αλλά τι να σου πω, ποτέ δεν ξέρεις»

«Βρε κωλόπαιδο!»

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»

Η Ιζόλδη τελικά το έριξε το σάλτο και ήρθε πάνω μου.

«Αουυυυυυυ» φώναξα αιφνιδιασμένος καθότι στην προσπάθειά της να γαντζωθεί πάνω μου χρησιμοποίησε και τα νύχια της. «Βρε κοπρόγατο!» πήγα να τη μαλώσω αλλά άρχισε να μου χουρχουρίζει και λέρωσα τα βρακιά μου.

Ανεβήκαμε πάνω και βγήκαμε όλοι μαζί στο μπαλκόνι.

«Τι κούκλος είσαι εσύ; Ε; Τι κούκλος είσαι εσύ;» φώναξε ενθουσιασμένη η Φοίβη και ο Ράντι, που έχει συνηθίσει οι άγνωστοί του να τον βλέπουν λόγω του μεγέθους του με επιφυλακτικότητα, ανταπέδωσε ενθουσιασμένος τις χαρές, κουνώντας σαν τρελός την ουρά του και γλείφοντας τη Φοίβη στη μούρη. «Βρε σίχαμα!» τον ψευτομάλλωσε για να κερδίσει ακόμα ένα ενθουσιώδες γλείψιμο. «Πωπω, αν εξαιρέσεις το χρώμα είναι ίδιος ο Σίμπα, αν ήταν λιγότερο τριχωτός» είπε με σπασμένη φωνή. Μετά τη Φοίβη πήρε σειρά και ο Ανδρέας που αν και πιο συγκρατημένος από τη σύζυγό του, λέρωσε ομοίως τα βρακιά του.

«Από το μπαμπά του πήρε χρώμα του και το σαφώς κοντύτερο τρίχωμα.»

«Είναι κούκλος, κούκλος!» φώναξε ενθουσιασμένη η Φοίβη η οποία κέρδισε ακόμα ένα γλείψιμο από τον ενθουσιασμένο Ράντι.

«Και από εδώ είναι η Ιζόλδη»

«Και ο Τριστάνος» συμπλήρωσε η Αναστασία.

«Κουκλιά και τα δύο. Την Ιζόλδη τη βρήκατε στο δρόμο, είπες;»

«Ναι, την είχαν στριμώξει κάτι σκυλιά σε ένα δέντρο αλλά όταν είδαν το Ράντι να επελαύνει σαν τυφλός ρινόκερος εξαφανίστηκαν, το ένα νομίζω πρόλαβε να κατουρηθεί και πάνω του»

«Ναι αγόρι μου; Έδιωξες τους τραμπούκους; Ήσουν καλό σκυλάκι;» ρώτησε η Φοίβη και να κερδίσει και τρίτο γλείψιμο. Ο κερατάς την είχε ερωτευτεί κανονικά τη Φοίβη, γλείψιμο στη μούρη μέχρι τώρα έκανε μόνο σε μένα, ούτε καν στην αδερφή μου, τα ανίψια μου και την Αναστασία. Ο προδόταρος!

«Ρε αυτός σε ερωτεύτηκε!» δεν μπόρεσα να κρατηθώ.

«Ναι, το παθαίνουν τα αρσενικά μαζί της!» απάντησε φιλοσοφικά ο Ανδρέας.

«Ζουλιάρη!» τον πείραξε για λίγο η Φοίβη και μετά επέστρεψε να κάνει χαρούλες στο Ράντι που κόντεψε να γκρεμίσει το τραπέζι με την ουρά του.

«Σιγά βρε τυφώνα» τον μάλωσα και μου γαύγισε αποδοκιμαστικά.

«Να σε πάρουμε μαζί μας; Ε; Να σε πάρουμε μαζί μας στην Κρήτη; Έχουμε και κατσικάκια, θα τα λατρέψεις!»

«Ορίστε;» ρώτησα εγώ.

«Χαχαχα, δεν κάνω πλάκα, όντως έχουμε δυο κατσίκες. Μας τα φυγάδευσε η κουμπάρα το Πάσχα»

«Η Χριστιάνα;»

«Όχι. Η Χριστιάνα πάντρεψε εμένα και τον Ανδρέα. Η κουμπάρα που αναφέρω είναι από το ζευγάρι που παντρέψαμε εμείς, το Νίκο και τη Μαρία, συμφοιτητές και του λόγου τους. Τα πήρε ο φουκαράς ο Νίκος για το Πάσχα και η Μαρία τα φυγάδευσε με τη συμπαράσταση των δυο τους γιων»

«Χαχαχα καλά του κάνατε!» είπα βάζοντας τα γέλια.

«Μωρέ να σκάσει ήτανε αλλά Μαρίας παρούσης πάσα αρχή παυσάτω!» είπε γελώντας ο Ανδρέας.

«Πνεύμα κάνεις του λόγου σου, Μικέ;» τον ρώτησε η Φοίβη.

«Όχι όχι, αλίμονο. Σε παρακαλώ μη με δείρεις πολύ στο σπίτι.»

«Θα σας ειδοποιήσουμε» του απάντησε ενώ εγώ με την Αναστασία είχαμε ξεραθεί στα γέλια με τα καμώματά τους.

«Παιδιά, πέραν του… του σημερινού…δεν θέλω να χαθούμε, ειδικά τώρα που θα συγγενέψουμε!»

«Γιατί, τι είχε το σημερινό; Μια χαρά ήταν!» είπε η Φοίβη κάνοντάς με να αλλάξω μερικά χρώματα, κάνοντάς την να σκάσει στα γέλια. Ήταν λατρεία η άτιμη.

«Με ή χωρίς αυτό, I don’t care… σας κατασυμπάθησα!»

«Αμοιβαία τα αισθήματα μωρό μου, αμοιβαία τα αισθήματα! Α, την επόμενη φορά που θα ανέβουμε, θέλετε να πάμε για καραόκε;»

«Για όνομα του θεού, μη του βάζεις ιδέες» είπε πανικόβλητη η Αναστασία.

«Καραόκε, that is! I have spoken!» μας είπε με στόμφο.

«Μπα μπα, βλέπετε και Mandalorian?» την ρώτησα.

«Θα σου έλεγα τι κάνουν οι αρκούδες στο δάσος αλλά έχε χάρη που έχουμε άμαχο πληθυσμό»

«Εγώ είμαι μάχιμος» δήλωσε ο Ανδρέας.

«Ναι, σε είδαμε, με το ζόρι καθόσουν!»

«Ε, τι να κάνω, δεν είμαι φαν!»

«Έτσι έλεγες και με το BSG και μετά κλαψούριζες όταν σου είπα αύριο, μετά το τέλος της δεύτερης σαιζόν»

«Σου αρέσει το BSG ????» τη ρώτησα σχεδόν χοροπηδώντας από την καρέκλα μου.

«Best show globally, ‘nough said”

«Να ξέρεις σε αγάπησα λίγο παραπάνω. Το Andor το είδες;»

«Ναι!!!! Το λάτρεψα!»

«Χμμμ, θα αρχίσω να ζηλεύω τώρα» είπε η Αναστασία.

«Εσύ μαδάμ, πρώτα θα τελειώσουμε το BSG και μετά τα άλλα!»

«Μου άρεσε κι εμένα το Mandalorian αλλά το Andor… είναι το BSG των Star Wars» δήλωσα.

«Ακριβώς έτσι του το περιέγραψα του κυρίου για να τον πείσω να το δει και τώρα γκρινιάζει που πρέπει να περιμένει μέχρι το 2024»

«Και;»

«Εντάξει, το παραδέχομαι, είναι πολύ καλή σειρά και ας είναι star wars» είπε ο Ανδρέας.

«Είδες το φως το αληθινό, και μπράβο σου!» του απάντησε η Φοίβη.

«Αλήθεια, πότε φεύγετε;» ρώτησε η Αναστασία.

«Βιάζεσαι να μας ξεφορτωθείς νεαρή;» την πείραξε ο Ανδρέας και η Αναστασία πρέπει να άλλαξε καμιά δεκαριά χρώματα.

«Μη το πειράζεις το κορίτσι βρε αχρείε!» τον ψευτομάλλωσε η Φοίβη.

«Είμαι μακαρονάς, τι να κάνω;» ανταπάντησε ο Ανδρέας. «Και για να σου απαντήσουμε την ερώτηση, Δευτέρα το πρωί πετάμε για τη Λεβεντογέννα»

«Να δούμε τι σπίτι θα βρούμε με την προκομένη σου» του είπε η Φοίβη.

«Ε βέβαια, όταν περνάει πρώτη στη σχολή της και βγαίνει πρωταθλήτρια στο σκάκι είναι κόρη σου. Όταν σουρτουκεύει είναι κόρη μου»

«Ναι γιατί από εμένα πήρε τα καλά γονίδια, από εσένα πήρε το μπόι σου και τα σουρτουκέματά σου!»

«Πότε σουρτούκεψα εγώ βρε παραπονιάρα που μάτια δεν είχα για άλλη γυναίκα από τότε που σε γνώρισα!»

«Με χρονοκαθυστέρηση τριών χρόνων, να τα λέμε αυτά!»

«Πάλι φταίω;»

«Για λόγους αρχής!»

«Σας υπενθυμίζω μαντάμ ότι εγώ ήμουν ένα μικρό, αθώο, υπέροχο αγόρι που με κύλισες στο βόρβορο με την κουμπάρα σου και τον κουμπάρο σου!»

«Κάτσε, πώς είναι κουμπάροι και οι δύο;» τους ρώτησα με απορία.

«Η Χριστιάνα μας πάντρεψε και βάφτισε και την Χριστιάνα, την κόρη μας. Ο Vasily βάφτισε τον Στρατή, τον γιο μας»

«Αμερικάνος δεν είναι αυτός;»

«Ναι, με ουκρανική καταγωγή και ορθόδοξος. Τυπικά νονά είναι και η Jude, η σύζυγος της Χριστιάνας, αλλά ο παππάς κάπου εκεί έπιασε τα όριά του, αν και με τη ρακή που τον είχαν ποτίσει ο Νίκος και ο αδερφός του ο Μηνάς για να κάνει τα στραβά μάτια, απορώ που δεν έπεσε ο ίδιος στην κολυμβήθρα. Τι να πεις, κρητικοί, αποκτάνε ανοσία!»

«Δεν έχω πιει ποτέ ρακή» είπε η Αναστασία.

«Ναι, γιατί όλα τα υπόλοιπα τα έχεις τσούξει» την πείραξα.

«Εγώ να ξέρεις, την πρώτη φορά που έκανα κεφάλι, και με πήραν σηκωτή οι φιλενάδες μου για να μην γίνω ντίρλα και τους κόψει τον κώλο ο Ανδρέας, ήταν με ρακόμελο.»

«Ορίστε, θα μου βγει το όνομα! Πότε μωρέ τις απείλησα ότι θα τους κόψω τον κώλο;»

«Τους είχες εμφυσήσει βαθιά μέσα τους το φόβο του Θεού!»

Δεν ξέρω πόσες φορές θα το πω, οι δυο τους ήταν Α-Π-Ι-Θ-Α-Ν-Ο ζευγάρι, πείραζαν διαρκώς ο ένας τον άλλον και δεν μπορούσες να τους βλέπεις και να μη σου φτάνει το χαμόγελο μέχρι το αυτί. Κάνανε σαν δεκαπεντάχρονοι ερωτοχτυπημένοι και όμως ήταν τριάντα ολόκληρα χρόνια μαζί. Τι να πεις, μερικοί άνθρωποι είναι ευλογημένοι να βρίσκουν πραγματικά το άλλο τους μισό. Και άλλοι άνθρωπο καταραμένοι να το βρουν και να τους το πάρει ο Θεός μακριά τους.

Και η Αναστασία;

Η Αναστασία ήταν μια πιτσιρίκα που μου είχε πάρει τα μυαλά, που με είχε κάνει να τη δαγκώσω όσο καμιά φορά στη ζωή μου, αλλά οι ανάγκες μας ήταν τελείως διαφορετικές και ας ήμασταν τόσο ταιριαστοί μεταξύ μας. Ήταν πιτσιρίκα, είχε όλη τη ζωή μπροστά της, να γνωρίσει κόσμο, να βγει, να ερωτευτεί, να πονέσει, να ξανασηκωθεί και να ξαναπερπατήσει. Μπορεί σε ένταση να ήταν το ροντέο της ζωής μου, αλλά κάποια στιγμή ο γύρος θα τελείωνε και θα έπρεπε να κατέβουμε. Εκείνη ήταν ξεμυαλισμένη μαζί μου, πρόθυμη και δοτική να μου δώσει ό,τι της ζητήσω, αλλά αυτό που πάνω απ’ όλα χρειαζόμουν δεν μπορούσα, δεν είχα το δικαίωμα, να το ζητήσω και, ακόμα περισσότερο, να το πάρω από εκείνη. Ήθελα σύντροφο και η Αναστασία ήταν πολύ μικρή για κάτι τέτοιο, όχι μόνο γιατί μπορεί να μην το ήθελε και η ίδια αλλά γιατί πάνω απ’ όλα εγώ δε θα το επέτρεπα.

Ελπίζω η ζωή να τα φέρει έτσι ώστε να μη χρειαστώ να πάρω εγώ την απόφαση για λογαριασμό της, όσο και αν πονέσω. Είναι και ένας από τους λόγους για την οποία τη σπρώχνω να βγει με συμφοιτητές της, και όχι μόνο, ίσως βρει κάποιον άλλον να ερωτευτεί, κάποιον πιο κοντά στην ηλικία της, πιο ταιριαστό στον τρόπο ζωής που πρέπει να έχει μια κοπέλα της ηλικίας της. Θα τσούξει Θανάση μου, but still…

«Τι μας θωρείς ακίνητους, πού τρέχει ο λογισμός σου;» με ρώτησε η Φοίβη.

«Τίποτα, σας κάνω χάζι»

«Μα δεν είμαστε πραγματικά υπέροχοι;» ρώτησε πειρακτικά ο Ανδρέας.

«Είστε, φτου-φτου» είπα και έπιασα το ποτήρι και ήπια μια γουλιά σαγκρία.

«Η δεισιδαιμονία φέρνει γρουσουζιά» είπε η Φοίβη πάνω που προσπαθούσα να πιώ σαγκρία και κόντεψε να μου βγει από τη μύτη.

«Έχετε κανονίσει τίποτα για αύριο;» ρώτησε βρίσκοντας το κουράγιο της η Αναστασία.

«Ναι, έχουμε κανονίσει να πάμε στο Παλένκε, αγαπημένο μέρος. Θέλετε να έρθετε κι εσείς; Σας προειδοποιώ ωστόσο, αν έρθετε θα χορέψετε!»

«Αμέ!!!!» πετάχτηκε ο σπόρος. «Λατρεύω το χορό». Το ήξερα αυτό και χόρευε και όμορφα, καμιά φορά τις έπιανε μαζί με την Αγγελική και χορεύανε disco και latin και rock’n’roll.

«She has spoken!» είπα κι εγώ με τη σειρά μου, τι να πω; «Εκτός και αν θέλετε να πάτε μόνοι σας» συμπλήρωσα.

«Όχι δε θέλουμε» είπε με κάποια δόση πανικού στη φωνή του ο Ανδρέας. «Να έρθετε κι εσείς αλλιώς θα πρέπει να χορεύω όλο το βράδυ μαζί της, γέρος άνθρωπος!»

«Χαχαχα, τι να σου πω, βρήκατε άνθρωπο» απάντησα με τη σειρά μου.

«Άστους τους κωλόγερους κοριτσάρα μου» είπε η Φοίβη στην Αναστασία. «Θα χορέψουμε οι δυο μας και θα κουνάμε προκλητικά τα κωλαράκια μας και θα τους δείξουμε εμείς, θα δούνε τι θα πάθουν»

«Ναιιιιιιιι!» συμφώνησε με ενθουσιασμό η μικρή.

«Ορίστε κατάσταση, πάει σε χαλάσαμε!» πήγα να την πειράξω.

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» ήταν η απάντηση που έλαβα κάτι που έκανε τη Φοίβη να χτυπήσει και πάλι ενθουσιωδώς παλαμάκια.

«Τι διάολο, φωτοτυπία βγήκε;» ρώτησε ο Ανδρέας και τον κοίταξα ερωτηματικά. «Τα ίδια μου κάνει και η κυρία και η κόρη της!»

«Καλά σου κάνουμε, καλά του κάνεις και άντε γιατί… άντε!» μας απείλησε η Φοίβη.

«Τις αγριάδες στους νεοσύλλεκτους, Μπούλη» πέταξα κι εγώ και βάλαμε όλοι τα γέλια.

«Κάτσε, ώπα! Ποιος είναι ο Μπούλης;» ρώτησε η Φοίβη κοιτώντας με εξεταστικά στα μάτια.

«I’m pleading the 5th» απάντησα κάνοντας την πάπια Πεκίνου.

«Η κοτούλα κο-κο-κο, το κοκοράκι κι-κι-ρι-κι-κιιιιιιι» τραγούδησε ο Ανδρέας προκαλώντας ένα νέο γύρο γέλιου.

«Δε μου λέτε, έχετε όρεξη για κρέπα;»

«Τώρα μιλάς πρόστυχα» απάντησε η Φοίβη. «Έχει delivery τέτοια ώρα;»

«Όχι αλλά το stand είναι στον τροχονόμο, ούτε καν πέντε λεπτά με τα πόδια.»

«Εγώ ποτέ δεν λέω όχι σε ό,τι αφορά το φαγητό» μας δήλωσε ο Ανδρέας.

Ούτε δεκαπέντε λεπτά αργότερα είχαμε επιστρέψει και μασουλούσαμε τις κρέπες μας, και οι τέσσερεις είχαμε πάρει ακριβώς την ίδια, σοκολάτα, μπανάνα και μπισκότο και φυσικά αυτή τη φορά οι ζήτουλες ήταν τρεις και, παράπονο δεν είχαν, τους δώσαμε από λίγο και οι τέσσερις. Κάποια στιγμή η Ιζόλδη είχε στουκάρει, οπότε σηκώθηκα και την πήρα μαζί με τον Τριστάνο και τους έβαλα στο πάρκο της. Ο Τριστάνο, να τα λέμε αυτά, γκρίνιαξε λίγο αλλά τελικά το πήρε απόφαση και πήγε και ξάπλωσε στην άλλη άκρη του μαξιλαριού. Η Ιζόλδη σηκώθηκε και πήγε δίπλα του και αφού το έκανε για λίγο πατουσάκια, ξεράθηκε σχεδόν πάνω του, ήταν για φωτογραφία. Το Ιζολδουλίνι -που λέει και η Αναστασία- ήταν ακόμα μινιόν ενώ ο Τριστάνο ήταν σχεδόν ολόκληρη γάτα και είχε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά του, όντας μεγαλόσωμος ακόμα και για τη μεγαλόσωμη για γάτα, ράτσα του.

Τα παιδιά τελικά κάθισαν μέχρι τις τρεις καθώς παίξαμε επιτραπέζια και uno. Έπαιξα και μια παρτίδα σκάκι με την Φοίβη και αν και δεν είμαι τελείως άσχετος, μου πήρε τα σώβρακα με συνοπτικές διαδικασίες. Όχι ότι το πήρα κατάκαρδα, παίζοντας με μια παίχτρια επιπέδου σχεδόν grand master εξ αρχής ήξερα ότι δεν είχα καμία απολύτως ελπίδα και απλά προσπάθησα να μη χάσω σε λιγότερες από είκοσι κινήσεις. Όταν μου είπε «ματ σε πέντε κινήσεις» ούτε καν το είδα μέχρι που μου το έδειξε βήμα-βήμα.

Αμ το άλλο; Έχει δική της σελίδα στο Wikipedia! Είναι η συγγραφέας και η κύρια προγραμματίστρια και συντονίστρια ενός open source προγράμματος που χρησιμοποιείται παντού, μέχρι και στο ρολόι μου. Εντυπωσιάστηκα πραγματικά, αυτό θα πει υψηλές γνωριμίες. Ναι εντάξει, ο Μιλτιάδης γνώριζε προσωπικά την Πέτρου but still…

«Κι εμείς την έχουμε γνωρίσει» είπε ο Ανδρέας και συμπλήρωσε «και κάποιο από εμάς ακόμα καλύτερα!»

«Ε; Τι εννοείς;» τον ρώτησα με απορία.

«Σε μια εκδήλωση που είχε γίνει πέρσι το καλοκαίρι, είχαν παίξει σκάκι σε αγώνα επίδειξης, και με τη Φοίβη και με τη Χριστιάνα» μου εξήγησε.

«Στα μαθηματικά μπορεί να είναι εξωγήινη αλλά στο σκάκι της πήραμε οικογενειακώς το σκαλπ» είπε με υπερηφάνεια η Φοίβη.

«Μικρός που είναι ο κόσμος. Ένας συνάδελφος από την εταιρία που εργάζομαι είναι οικογενειακός φίλος και με τους Stolsbergs και με την Πέτρου, μάλιστα μας είπαν πως το καλοκαίρι τους είχαν κάνει επίσκεψη στο San Francisco»

«Αλήθεια, εσύ που εργάζεσαι;» με ρώτησε η Φοίβη και της απάντησα σε ποια εταιρία δουλεύω και ποιος είναι ο ρόλος μου χωρίς καν να διστάσω. «Γουάο!»

«Μπορεί να είναι πολύ λιγότερο δημιουργική από τις δικές σας, τουλάχιστον όσον αφορά την ανθρώπινη γνώση, αλλά έχει και τα πλεονεκτήματά της!»

«Φαντάζομαι» είπε η Φοίβη. «Εσύ Αναστασία, τι σπουδάζεις;»

«Ό,τι και ο κύριος. Ήμουν μεταξύ πολιτικής επιστήμης και οικονομικών επιστημών, αλλά λίγο η αγάπη μου για τα μαθηματικά, λίγο οι κακές παρέες…» της απάντησε και μου έστειλε ένα φιλάκι.

«Και μπήκε και πρώτη στη σχολή της και με μεγάλη διαφορά από το δεύτερο!»

«Καλά το λέω, φωτοτυπίες» είπε ο Ανδρέας. «Και η κυρία από εδώ αλλά και η κόρη *ΜΟΥ*» είπε τονίζοντας το “μου” «πέρασαν και οι δύο πρώτες στις σχολές τους και η κυρία από εδώ δεν μπήκε απλά πρώτη, τελείωσε και πρώτη!»

«Κόρη σου είναι όταν κάνει αταξίες, μην τα ξαναλέμε αυτά!» τον πείραξε η Φοίβη.

«Ο γιος σας;»

«Στρατιωτικός, σαν τον παππού του. Λες και τον έφτυσε στα μούτρα όταν γεννήθηκε, τι να πω, όχι ότι τον χάλασε τον στρατηγούκο, τα βρακιά του λέρωσε. Στην Ευέλπιδων είναι, μόλις ξεκίνησε το τρίτο  έτος»

Όπως είπα και πριν, γύρω στις τρεις το διαλύσαμε δίνοντας ραντεβού για την επαύριο στις 23:00 στο Παλένκε, τα παιδιά θα έκλειναν και τραπέζι. Το είδα στο maps, το μέρος ήταν γάμησέ τα από θέμα parking, ήλπιζα την επαύριο να είχε καλύτερο καιρό ώστε να πάμε με τη μηχανή. Όταν έφυγαν τα παιδιά. και αφού πλύναμε τα δόντια μας, πήγαμε στο υπνοδωμάτιο, πήρα την Αναστασία στην αγκαλιά μου και αφού τη φίλησα πέσαμε και οι δύο ξεροί.

Το πρωί ξύπνησα εγώ πρώτος και μετά την καθημερινή πρωινή μου ρουτίνα παράγγειλα καφεδάκια και για μένα και για την Αναστασία. Έβγαλα τα γατιά από το πάρκο και έβαλα και στους τρεις να φάνε, ο Ράντι ήταν πιο ήσυχος αλλά τα γατιά χοροπηδούσαν και μπλεκόντουσαν στα πόδια μου και νιαούριζαν, λες και θα τα άφηνα νηστικά να πούμε. Αφού έβαλα και στα τρία θηρία να φάνε πήρα το tablet μου και κάθισα στο σαλόνι. Έξω είχε λιακάδα αλλά έκανε ψύχρα και μιας και δεν ήθελα να καπνίσω δεν βρήκα λόγο να κάθομαι έξω να κρυώνω. Ο Ράντι μου κλαψούρισε όταν έφαγε το φαγητό του οπότε τον κατέβασα στον κήπο, θα έπρεπε το μεσημεράκι να κατέβω να καθαρίσω αλλά ευτυχώς έκανε την ανάγκη του σε συγκεκριμένο σημείο, σε μια γωνιά στην πίσω άκρη που είχε σκέτο χώμα και όχι γκαζόν και έτσι ήταν εύκολο στο καθάρισμα. Δεν έδειξε διάθεση να ανέβει μαζί μου πάνω, οπότε ανέβηκα μόνος μου και λίγη ώρα αργότερα ήρθαν και οι καφέδες μας. Η Αναστασία ακόμα κοιμόταν του καλού καιρού.

«Καλημέρα καρδούλα μου» της είπα σκύβοντας από πάνω της και χαϊδεύοντάς την τρυφερά. Άνοιξε τα μάτια της και τεντώθηκε. «Έχω φέρει καφεδάκι, σήκω να ετοιμαστείς». Αντί απάντησης πετάχτηκε όρθια και με έσφιξε στην αγκαλιά της λες και είχε να με δει χρόνια.

«Σ’ αγαπάω»

«Κι εγώ κοριτσάκι μου, πολύ-πολύ. Έλα, σήκω να ετοιμαστείς και σε περιμένω στο σαλόνι»

«Ναι μωρό μου» είπε και σηκώθηκε κάνοντας τα στήθη της να κουνηθούν ηδονικά μέσα από το φανελάκι της.

«Boobieeeeeeees» φώναξα ενθουσιασμένος και τη χούφτωσα πάνω από το φανελάκι και άρχισα να τα μαλάζω.

«Βρε σάτυρε!»

«Είμαι και μπράβο μου. Έχε χάρη που είμαι πολιτισμένος και δε θέλω να κρυώσει ο καφές σου, αλλιώς θα σου έλεγα εγώ!».

«Μα τι καλός!» μου απάντησε κοροϊδευτικά. Της έριξα μια στα κωλομέρια και χοροπήδησε χαχανίζοντας. «Ούννε μου εσύ!»

«ΡΟΑΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»

Χαμογελώντας σαν χαζός γύρισα στο σαλόνι και κάθισα στον καναπέ. Η Ιζόλδη σκαρφάλωσε στον ώμο μου κάνοντας τον παπαγάλο και σήμερα το πρωί μου έκανε την τιμή και ο Τριστάνο και ήρθε και μου έτριψε το μουσούδι του στο χέρι μου για να του κάνω χάδια. Όταν ήρθε η Αναστασία μετά από λίγη ώρα στο σαλόνι με βρήκε και με τις δύο γάτες πάνω μου να κάνουν σαν κομπρεσέρ.

«Κοιμήθηκες καλά, κοριτσάκι μου;»

«Τούβλο, σχεδόν με το που με φίλησες και με πήρες αγκαλιά έπεσε ο γενικός. Εσύ;»

«Μια από τα ίδια κι εγώ. Για πες μου τώρα που έχει καταλαγιάσει η αδρεναλίνη, πώς σου φάνηκε το χθεσινό;»

«Περίεργα, αλλά ευχάριστα περίεργα. Εννοώ… ακόμα προσπαθώ να το επεξεργαστώ στο μυαλό μου αλλά… ουφ…»

«Γιατί ξεφυσάς μωρό μου;»

«Γιατί… γιατί δεν περίμενα ότι θα ήταν τόσο δυνατό και… δεν ξέρω Αντώνη μου…»

«Αναστασία, μπορεί να ήμουν ο πρώτος άνδρας με τον οποίο γνώρισες τον οργασμό αλλά σίγουρα δε θα ήμουν ο τελευταίος. Μην αισθάνεσαι άσχημα, να κρατήσεις το πόσο έντονο και όμορφο ήταν αυτό που έζησες και εμείς να είμαστε καλά και θα το ζήσεις πολλές-πολλές φορές ακόμα.»

«Ουφ»

«Γιατί ξεφυσάς πάλι;»

«Να σου εξομολογηθώ κάτι;»

«Άνοιξε την καρδιά μου τέκνο μου, πες μου για τις αμαρτίες σου»

«Ζήλεψα πολύ όταν είδα να φιλιέσαι με την Φοίβη. Ήθελα να σου ανοίξω το κεφάλι.»

«Δεν το έκανες όμως!»

«Όχι, δεν το έκανα. Πείσμωσα μέσα μου. Αν μπορεί ο Αντώνης, μπορώ κι εγώ.»

«That’s the spirit»

«Δεν περίμενα, όσο και αν με γοητεύει ο Ανδρέας σαν άνδρας, ότι θα το ευχαριστηθώ τόσο πολύ.»

«Σε γοητεύει; Βρε εσύ έχεις δαγκώσει κανονικά και με το νόμο τη λαμαρίνα με την πάρτη του»

«Γιατί, εσύ πας πίσω;»

«Ο Ανδρέας δεν είναι του γούστου μου»

«Η Φοίβη όμως είναι.»

Με διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο το κωλόπαιδο. Δεν είχα ψευδαισθήσεις όσον αφορά την εξυπνάδα της, μου έριχνε στο κεφάλι και περίσσευε για να μου ρίξει ακόμα άλλο τόσο, ωστόσο και πάλι ένιωσα ξαφνιασμένος.

«Guilty as charged”

«Θα σου ανοίξω το κεφάλι!»

«Γιατί μωρέ; Εγώ σου άνοιξα το δικό σου;»

«Εσύ δε ζηλεύεις!»

«Νομίζεις!» της είπα χωρίς καν να το σκεφτώ. Το χαμόγελο που φώτισε το πρόσωπό της μου έδιωξε όλη την εσωτερική μου τσαντίλα. «Ορίστε, χαμογελάει το κωλόπαιδο» μονολόγησα και η Αναστασία αντιγράφοντας τη μανιέρα της Φοίβης χτύπησε ενθουσιωδώς παλαμάκια.

«Σ’ αγαπάω!» είπε και σηκώθηκε και ήρθε και έκατσε πάνω μου, ίσα που πρόλαβα να αφήσω κάτω τον καφέ.

«Σιγά βρε θηρίο, θα τα γκρεμίσεις όλα και τι θα κάνει ο Ράντι, κλέφτης θα γίνει;»

Αντί απάντησης με έσφιξε πάνω της και με φίλησε βαθιά. Αρχίσαμε να φιλιόμαστε και να ψαχουλευόμαστε πάνω στον καναπέ και όχι τίποτε άλλο, ζήλεψαν και οι γάτες και ήρθαν και χώθηκαν ανάμεσά μας για να μη μείνουν ρέστες στη διανομή.

«Βρε κοπρόγατα!» τα ψευτομάλλωσα και η Ιζόλδη μου τράβηξε ένα γλείψιμο στη μούρη, έτσι όπως είχε σκαρφαλώσει πάνω στα γυμνά στήθη της Αναστασίας, στρυμωγμένη με το ζόρι ανάμεσά μας.

«Μου κάνει πατουσάκια!» είπε η Αναστασία γελώντας.

«Βρε, μη βάζεις χέρι στην Αναστασία, αυτά είναι του μπαμπά!»

«Sharing is caring, Αντωνάκη”

«Πάει και το μου!»

«ΜΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ»

Είχε μείνει φαγητό από εχθές, οπότε το μεσημέρι δε χρειαζόταν να παραγγείλουμε και ούτε να μαγειρέψουμε ξανά. Αν και είχα βάλει όλη την τέχνη μου στο σουφλέ, και το είχα κάνει πεντανόστιμο, το παστίτσιο της Φοίβης ήταν… ω Θεοί. Όντας μόνοι φάγαμε μέχρι που κόντεψε να μας βγει από τις μύτες. Πέσαμε λίγο σαν τις σαύρες σε καταληψία και το απόγευμα, αφού βγάλαμε το Ράντι μια μεγάλη βόλτα, γυρίσαμε και κάναμε κουρά για να είμαστε έτοιμοι για το βράδυ. Η Αναστασία ήθελε να φορέσει ένα όμορφο ανοιχτό μωβ φόρεμα με γόβες και έτσι αποφασίσαμε το βράδυ να πάμε στο Παλένκε με το αυτοκίνητο και καλή μας τύχη στο παρκάρισμα.

Ούτε αυτό το φόρεμα το είχα ξαναδεί με αποτέλεσμα να μου πάει ξανά το σαγόνι στο πάτωμα. Το κορίτσι μου έχει υπέροχο σώμα και ξέρει να ντύνεται τονίζοντάς το τόσο όσο. Αν δεν τράβαγε πάνω της όλα τα ανδρικά -και κάμποσα γυναικεία- βλέμματα θα έτρωγα τις κοτσίδες μου. Στις 23:00 ήμασταν εκεί και αν και έκανα κάμποσους γύρους τελικά σταθήκαμε τυχεροί και βρήκα να παρκάρω σχετικά κοντά, ούτε πέντε λεπτά περπάτημα. Κινήσαμε προς το Παλένκε. Φοίβη και Ανδρέας δεν είχαν μπει μέσα, μας περίμεναν.

«Καλώς τους!» μας είπε η Φοίβη με ένα πλατύ χαμόγελο. Φορούσε ένα υπέροχο, αρκετά αποκαλυπτικό, κόκκινο ανοιχτό φόρεμα με ασορτί γόβες. Ο Ανδρέας, όπως κι εγώ, φορούσε ένα πουκάμισο με υφασμάτινο παντελόνι. Αγκαλιαστήκαμε εναλλάξ.

«Καλώς σας βρήκαμε!» απάντησα κι εγώ.

«Βρήκατε να παρκάρετε;» ρώτησε ο Ανδρέας.

«Ναι, αν και κάναμε κάμποσους γύρους τελικά σταθήκαμε τυχεροί. Εσείς;»

«Εμείς ήρθαμε με ταξί για να μπορέσουμε να πιούμε και λίγο παραπάνω. Το έχουμε πάρει χρόνια αυτό το μάθημα όταν η κυρά έχει όρεξη για χορό!»

«Τι εννοείς;»

«Εννοώ ότι κι εσείς θα χρειαστείτε ταξί το βράδυ!» απάντησε αινιγματικά.

Boy, was he right!!!!


14. …και πρωινό που σκοτώνει!

«Κοίτα, κι εγώ σε συμπαθώ αλλά θα προτιμούσα να πάρεις αγκαλιά την Αναστασία» άκουσα μια ανδρική φωνή στον ύπνο μου και άνοιξα τα μάτια μου προσπαθώντας να καταλάβω πού είμαι και τι κάνω. Τινάχτηκα και έκατσα καθιστός στο κρεββάτι όταν συνειδητοποίησα ότι είχα πάρει αγκαλιά τον Ανδρέα.

«Ο Χριστός και η Παναγία!»

«Welcome to the club named “η ώρα της μετάνοιας”» είπε αναστενάζοντας.

Βρισκόμασταν σε ένα τεράστιο κρεββάτι, μεγαλύτερο ακόμα και από το δικό μου, η Αναστασία ήταν αριστερά μου, ο Ανδρέας δεξιά μου και ακόμα πιο δεξιά η Φοίβη. Και οι δύο τσούπρες κοιμόντουσαν του καλού καιρού.

«Πώς βρεθήκαμε εδώ;» ρώτησα με το μυαλό μου ακόμα μέσα στη θολούρα.

«Εσύ μας έφερες» απάντησε ο Ανδρέας.

«Και γιατί ήμασταν αγκαλιά;»

«Εμένα ρωτάς; Εσύ με αγκάλιασες! Όταν ξεραθήκαμε είχαμε τα κορίτσια ανάμεσά μας»

«Χμμμ» μουρμούρησα ενώ η μνήμη μου άρχισε σιγά-σιγά να επιστρέφει.

«Πάντως οφείλω να παραδεχτώ ότι έχεις γούστο στην επιλογή ξενοδοχείου!»

«Εμπειρία λέγεται» απάντησα μηχανικά και η κοιλιά μου γουργούρισε. «Λες να έχει πρωινό;»

«Το selling point για να μας φέρεις εδώ και να κυλιστούμε στην αμαρτία -ξανά!- ήταν πως η σουίτα έχει τζακούζι, υπέρδιπλο κρεββάτι και πρωινό που σκοτώνει!»

«Κάτι αρχίζω να θυμάμαι!» είπα κοκκινίζοντας σαν κοπελίτσα.

«Τουλάχιστον δεν τραγουδήσατε τον ύμνο του ΠΑ.ΣΟ.Κ, σε σχέση με άλλες κραιπάλες που έχουν συμβεί με την κυρά το, λες και σαφή βελτίωση.»

«Εντάξει, δεν ήμουν τόσο μεθυσμένος. Κεφάλι είχα κάνει!»

«Έτσι φαινόσουν χθες, βλέποντάς σε να αναρωτιέσαι ποιος είσαι και που βρίσκεσαι, με κάνεις να αναρωτιέμαι!»

«Όχι-όχι… εμένα το ποτό με βαράει μετά… εννοώ η πληρωμή έρχεται στο ξύπνημα!»

«Αυτό δε γίνεται πάντα;» ρώτησε αναστενάζοντας. «Δε μου λες, δεν πάμε να φάμε κάτι; Δεν είσαι ο μόνος που πεινάς!» Κοίταξα το ρολόι μου, ήταν 08:45

«Τα κορίτσια;»

«Δεν ξέρω για την Αναστασία αλλά καλή σου τύχη αν πας να ξυπνήσεις την Φοίβη μετά από νύχτα κραιπάλης»

«Δέρνει;»

«Και δέρνει!»

«Μ’ έπεισες!» είπα και σηκώθηκα. Τσίτσιδος. Και είχα πάρει αγκαλιά τον Ανδρέα. Που ήταν επίσης τσίτσιδος. Καλά είχε πάει αυτό.

Ντυθήκαμε και κατεβήκαμε κάτω για να πάμε να πάρουμε το πρωινό μας. Φυσικά, όπως και το ξενοδοχείο, περιλάμβανε τα πάντα. Ένιωσα τύψεις, τους είχα φέρει στη σουίτα που κλείναμε κάθε χρόνο με την Αγγελική την επέτειο του γάμου μας. Ακόμα χειρότερα σε λίγες μέρες θα έκλειναν δύο χρόνια από τη μέρα που την έχασα. Παρά το ότι είχαμε περάσει ένα υπέροχο βράδυ, η μελαγχολία κόντεψε να με πνίξει. Μου έλειπε η Αγγελικούλα μου, δεν είχε σταματήσει ούτε λεπτό να μου λείπει.

«Αντώνη;» με ρώτησε ο Ανδρέας βλέποντας με να κοιτάζω το άπειρο έχοντας σταματήσει να τρώω. Παίζει να έμοιαζα εκείνη τη στιγμή με άνθρωπο που παθαίνει εγκεφαλικό και λογικό είναι ότι τα χρειάστηκε.

«Έλα, συγνώμη, αφαιρέθηκα»

«Σκοτείνιασες»

«Δεν έχει να κάνει με το χθεσινό πάντως. Μπορεί το πρωινό ξύπνημα να ήταν …κάπως, αλλά όλη τη χθεσινή βραδιά μπορείς να την αναφέρεις άνετα στα highlights μιας ζωής»

Δεν απάντησε μη θέλοντας να με φέρει σε δύσκολη θέση αλλά όσο και αν δε μ’ αρέσει να μιλάω για τον εαυτό μου εκείνη τη στιγμή είχα ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον.

«Ερχόμασταν εδώ με την Αγγελική τις επετείους του γάμου μας.»

«Κατάλαβα. Ξέρεις τι θα σου έλεγε η Φοίβη; Κράτα μόνο αυτό, σε αυτό το μέρος είχες όμορφες αναμνήσεις και προστέθηκε ακόμα μία» Χαμογέλασα και ανακάτεψα τον καφέ μου. He got a point.

«Σε λίγες μέρες κλείνουν δύο χρόνια από τη μέρα που την έχασα. Κάποτε κάναμε σχέδια να πάμε με μηχανή μέχρι το Nordcapp, να δούμε τον ήλιο του Βορά. Την αγόρασα τη μηχανή, έρχεται και εκείνη σε λίγες μέρες, μόνο που όταν γίνει δε θα είναι ταξίδι, θα είναι προσκύνημα. Θα τη λατρεύατε την Αγγελική και θα σας λάτρευε κι εκείνη.»

«Είμαι σίγουρος» μου είπε χαμογελώντας μου ζεστά.

«Ανδρέα, ξέρω ότι θα σου φανεί κοινοτοπία αλλά πρέπει να στο πω: Να προσέχετε ο ένας τον άλλον. Να κάνετε τακτικά τις εξετάσεις σας.»

«Καλά, όταν ξεκινήσεις να κάνεις κι εσύ εξετάσεις προστάτη έλα να μου το ξαναπείς» είπε και χαμογέλασα. «51… πώς πέρασαν έτσι τα χρόνια; Τη μια στιγμή ήμουν 20 χρονών και πουφ! Μια στιγμή αργότερα είμαι 51 και ξύπνησα στην αγκαλιά ενός μαντράχαλου!»

«Χαχαχα ναι!»

«Ξέρεις τι λέει η Φοίβη; Ο χρόνος είναι το μόνο πραγματικό συνάλλαγμα που έχουμε. Δεν μπορώ καν να διανοηθώ την απώλειά σου, Αντώνη, αλλά εσύ είσαι ακόμα ζωντανός. Πόσο είπες ότι είσαι, 45; Όπως με ένα «πουφ» γίναμε από 20άρηδες 50άρηδες, έτσι με άλλο ένα «πουφ» θα γίνουμε 80άρηδες. Ζωή είναι και περνάει και ξέρεις τι; Ο πιο αμείλικτος κριτής είναι ο εαυτός σου, τον οποίον τώρα βασανίζουν οι τύψεις και μάλιστα τύψεις χωρίς λόγο. Οι πραγματικές θα είναι αν στα 80 σου αναπολείς αυτά που δεν έκανες.»

«Δε μου είναι εύκολο… δεν είναι απλά η απώλεια της Αγγελικής, είναι και η ηλικία της Αναστασίας»

«Η Αναστασία είναι ενήλικη»

«Δεν είναι τόσο απλό Ανδρέα»

«Είναι! Η Χριστιάνα είναι τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη και τα έχει με έναν 35άρη»

«Δε σας ήρθε κόλπος;»

«Θα ήμουν ψεύτης αν πω ότι δεν έπαθα εγκεφαλικό στην αρχή. Αλλά ξέρεις κάτι Αντώνη; Αυτό που μ’ ενδιαφέρει περισσότερο απ’ όλα είναι τα παιδιά μου να είναι ευτυχισμένα. Τα μεγαλώσαμε, τους προσφέραμε όλη μας την αγάπη, τα καθοδηγήσαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε και η ανταμοιβή μας είναι πώς έχουμε δύο παιδιά που είναι ευτυχισμένα με τις επιλογές τους και ακολούθησαν τους δρόμους που τα ίδια επέλεξαν. Η Χριστιάνα θα γίνει αυτό που δεν μπόρεσα να γίνω εγώ, νευροχειρουργός. Ο Στρατής επίλεξε να γίνει στρατιωτικός παρόλο που πραγματικά πιστεύω ότι με το μυαλό που έχει θα μπορούσε να γίνει top notch επιστήμονας.»

«Η μικρή έχει φάει μεγάλο crush μαζί σου»

«Κάτι έχω καταλάβει. Δεν σε πειράζει;»

«Όσο εσένα το crush μου με τη Φοίβη»

“Touché.”

«Αυτό μου είπε περίπου κι η μικρή όταν της είπα ότι έχει δαγκώσει τη λαμαρίνα μαζί σου»

«Σε διαβάζει η μικρή, ε;»

«Σαν ανοιχτό βιβλίο, π’ ανάθεμά τη»

«Τότε έχεις την απάντησή σου.»

«Τα ίδια μου είπε και η Φοίβη»

«Να την ακούς και δε στο λέω επειδή με δέρνει τρεις φορές την ημέρα για να μαλακώσω! Δεν πίστευα ποτέ πως τα καλύτερα καγιανά της ζωής μου θα τα φάω σε ξενοδοχείο!»

«Είπαμε, selling point!»

Φάγαμε το πρωινό μας ενώ ταυτόχρονα ήπιαμε και τα καφεδάκια μας για να ανοίξει το μάτι.

«Τι ώρα πρέπει να κάνουμε checkout?»

«Αύριο στις 11:00 αν και εσείς πετάτε Ηράκλειο και εγώ δουλεύω». Κοίταξα το ρολόι μου, ήταν λίγο μετά τις 09:00. «Πάμε να ξυπνήσουμε τις τσούπρες να κατέβουν και αυτές να πάρουν πρωινό;»

«Ναι αλλά να βιαστούμε γιατί αν περάσει ώρα θα φάω ξανά!»

Ανεβήκαμε στη σουίτα και με κάμποσο κόπο καταφέραμε να ξυπνήσουμε τα κορίτσια. Ήταν και οι δύο με φόρεμα και θα ήταν κάμποσο awkward να κατέβουν έτσι κάτω.

«Σάμπως θα είναι το πρώτο σου walk of shame;» πείραξε ο Ανδρέας τη Φοίβη.

«Εμένα όχι, το κορίτσι το ρωτάς;» είπε δείχνοντας την Αναστασία.

«Σάμπως μας ξέρουν;» ρώτησε. «Δεν έχω πρόβλημα, σε όποιον αρέσουμε»

«That’s the spirit!” της απάντησε η Φοίβη και της έριξε μια απαλή στον κώλο κάνοντας την Αναστασία να χαχανίσει. Χθες, του είχαμε δώσει να καταλάβει.

Χθες, Παλένκε

Περάσαμε μέσα και πήγαμε στο τραπέζι που είχαν κλείσει τα παιδιά. Στο Παλένκε παίζουν πολύ λάτιν και τέτοια ήταν και η μουσική που έπαιζε όταν κάτσαμε. Παραγγείλαμε τα ποτά μας μιλώντας περί ανέμων και υδάτων και η Φοίβη ήταν σα να καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα, ήθελε να χορέψει και δεν το έκρυβε. Τελικά λίγη ώρα αργότερα πήρε την Αναστασία και πήγαν και άρχισαν να χορεύουν τραβώντας όλα τα βλέμματα πάνω τους. Αν και το κορίτσι μου δεν είχε το ταλέντο της Φοίβης στο χορό, ακολουθούσε χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα και εδώ που τα λέμε το κούνημα δεν της έλειπε.

Με τη Φοίβη να οδηγεί πάντως δεν είναι να απορείς πως παρά το γεγονός ότι στην πίστα είχε κόσμο, είχε ανοίξει γύρω τους ένας κύκλος και τα φώτα τις είχαν ερωτευτεί και τις ακολουθούσαν.

«Καλώς ήρθες στον κόσμο μου» μου φώναξε ο Ανδρέας. Η μουσική ήταν αρκετά δυνατή οπότε, για να μη χρειαστεί να φωνάζουμε ο ένας στον άλλον, σηκώθηκα και πήγα και κάθισα δίπλα του.

«Ατραξιόν έγιναν!»

«Και που είσαι ακόμα!»

Δεν κατάλαβα τι εννοούσε, μέχρι που στο πρώτο διάλειμμα που έκαναν και κάθισαν τον κώλο τους κάτω, ήρθαν τα πρώτα κεράσματα και κοντά στο βασιλικό ποτιστήκανε και οι γλάστρες, δηλαδή ο Ανδρέας και η αφεντομουτσουνάρα μου. Latin δεν μπορούσα να χορέψω με την καμία αλλά disco και rock’n’roll, ή τουλάχιστον στο λίγο που έβαλε, σηκώθηκα κι εγώ. Εντάξει, η Φοίβη απλά δεν υπήρχε, όπως μου είπε αργότερα ο Ανδρέας, στο Παλένκε τους ήξεραν καλά οπότε Billie Jean και Smooth Criminal έβαλαν μόνο και μόνο γιατί ήταν εκεί η Φοίβη να δώσει σόου.

Από κοντά και η Αναστασία, που μπορεί να μην είχε το ταλέντο της Φοίβης, δεν της έλειπε ωστόσο ούτε η χάρη, ούτε η αρμονία στις κινήσεις. Ο Ανδρέας ήταν και αυτός σχετικά καλός χορευτής ενώ τον ρόλο της αρκούδας του τσίρκου τον είχε αναλάβει επάξια ο yours truly. Τα κεράσματα πήγαιναν και ερχόντουσαν και στο τέλος φοβήθηκα ότι θα γίνω κουδούνι, κάτι ήξερε που μου είπε πως κι εμείς με ταξί θα φύγουμε. Εντάξει, δεν είχα γίνει ντίρλα, ωστόσο δεν ήμουν και για να οδηγήσω.

Το μεροκάματο πάντως ο Ανδρέας το έβγαλε όταν άρχισε το ταγκό. Πήρε την Φοίβη και του έδωσαν και κατάλαβε.

«Τι όμορφοι που είναι!» μου είπε η Αναστασία.

«Είναι υπέροχο ζευγάρι!»

«Ουφ ζηλεύω!»

«Δυστυχώς εγώ δεν ξέρω να χορεύω ταγκό»

«Τέτοιος είσαι!»

Ξεροκατάπια και ένιωσα άσχημα. Η Αγγελική με είχε κάνει Χριστό να πάω κι εγώ σε μια σχολή χορού και, αν και γενικά αδυνατούσα να της πω όχι, εδώ είχα στηλώσει τα πόδια σα μουλάρι. Δεν ήμουν και δε θα μπορούσα να είμαι ποτέ καλός σε αυτό, απλά δεν το έχω και δε θέλω να καταπιάνομαι με πράγματα στα οποία ποτέ δε θα γίνω, αν όχι καλός, τουλάχιστον υποφερτός. Δεν το έχω με την κίνηση, δεν το έχω με το ρυθμό, δεν το έχω γενικά. Μόνο βαλς είχα καταφέρει να μάθω να χορεύω αξιοπρεπώς. Το κορίτσι μου ήθελε χορό και δεν μπορούσα να της το προσφέρω, εγώ τουλάχιστον, και ένιωσα άσχημα.

Την κατάσταση την έσωσε ένας νεαρούλης που παρά το γεγονός ότι η Αναστασία καθόταν μαζί μου, ήρθε και τη ζήτησε για χορό. Καθώς όταν είμαστε με κόσμο αποφεύγουμε τις διαχύσεις, μάλλον με πέρασε για τον πατέρα της. Η Αναστασία γύρισε και με κοίταξε.

«Δεν σας πειράζει, έτσι;» με ρώτησε ο πιτσιρικάς με αγωνία. Πρέπει να ήταν γύρω στα 20-25 με μακρύ μαύρο μαλλί με μπούκλες και γλυκό, αρκετά παιδικό, πρόσωπο.

«Καθόλου! Με τις ευχές μου. Να το κάψετε κυρ-Στέφανε!»

«ΧΑΧΑΧΑΧΑ» είπε. «Στέφανο με λένε!»

«Αντώνης και η όμορφη νεαρή δεσποινίς είναι η Αναστασία. Άντε, πηγαίνετε!»

Η Αναστασία σηκώθηκε διστακτικά και πήγαν προς την πίστα. Λίγα λεπτά αργότερα ο δισταγμός της είχε πάει περίπατο, ο Στέφανος ήξερε να χορεύει και η Αναστασία ήξερε να ακολουθεί. Σα ζευγάρι ήταν όμορφο και ένιωσα και πάλι ένα μικρό τσίμπημα ζήλειας. Εκτός από την Αναστασία με το Στέφανο και τη Φοίβη με τον Ανδρέα ήταν και άλλα ζευγάρια που χόρευαν και όλοι μαζί πρόσφεραν ένα υπέροχο θέαμα. Κάποια στιγμή ο Στέφανος και η Αναστασία γύρισαν στο τραπέζι ενώ Φοίβη και Ανδρέας χόρευαν ακόμα.

«Αναστασία, θα μου δώσεις το τηλέφωνό σου» τη ρώτησε και βλέποντας τον πανικό να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της παραλίγο να κατουρηθώ στα γέλια. Η Αναστασία με κοίταξε που προσπαθούσα απεγνωσμένα να κρατηθώ σοβαρός, αναστέναξε, πήρε το τηλέφωνό του και έγραψε το νούμερό της. Μετά πάτησε την κλίση μέχρι που βγήκε στο κινητό της και εκεί το έκλεισε.

Τώρα

«Αχ, στα καλύτερα μας φέρνεις» είπε η Φοίβη όταν είδε το μπουφέ.

«Μα είδες;»

«Νομίζω ότι με κοιτάνε περίεργα» είπε ο Ανδρέας και εδώ που τα λέμε προηγουμένως είχε φάει το μισό μπουφέ, δεν ήταν να απορείς βλέποντας ξανά το πιάτο του. Βλέποντας τον να τρώει απορούσα πώς κατάφερνε να διατηρεί τη σιλουέτα του, εγώ αν δεν είχα πάθει καταθλιψάρα δε θα έπεφτα από τα 95 που είχα φτάσει και πλέον πρόσεχα γιατί μου άρεσα στα 70 και δεν ήθελα να ξαναπάρω κιλά.

«Νομίζω πως κάποιος μάζεψε τα χέρια του μη του τα πάρεις κι αυτά!» τον πείραξε η Φοίβη.

«Αντώνη μου εσύ δε θα φας;»

«Εγώ έφαγα πριν και, δεν ξέρω πως τα καταφέρνει ο Ανδρέας, αλλά κοντεύουν να μου βγουν από τη μύτη και δεν είχα φάει ούτε τα μισά απ’ όσα πήρε στο δεύτερο γύρο!»

«Είμαι φαγανός, τι να κάνω;»

«Απορώ πώς γλύτωσαν τα κατσικάκια!»

«Φαγανός είμαι, όχι αυτοκτονικός!»

«Σε ένα-δυο μήνες θα έχετε και άλλο φαγανό μέλος στην οικογένεια» του υπενθύμισα.

«Ακριβό χόμπι τα μεγάλα σκυλιά!» είπε με μια δόση απελπισίας.

«Ναι αλλά θα σας φυλάει τα κατσίκια από τον κουμπάρο σας!»

«Ούτε ο Νίκος είναι αυτοκτονικός!»

«Τις έχετε σκίσει τις γάτες, μπράβο σας!»

«Τι είπατε μεσιέ;» με ρώτησε η Φοίβη.

«Τίποτα, για τον καιρό λέω… δροσούλα έχει σήμερα»

«Η κοτούλα κο-κο-κο» μου τραγούδησε ο Ανδρέας που μου την είχε φυλαγμένη.

«Οι γραίοι κότοι έχουν το ζουμί!» του απάντησε η Αναστασία, η οποία με την αγαστή συνεργασία της Φοίβης μας ξεζούμισαν χθες το βράδυ.

«Μας έμεινε και καθόλου;» την πείραξα.

«Ο Ανδρέας βλέπω ότι τα αναπληρώνει. Φουκαριάρη μου, μη μου λες μετά ότι δεν σε τάισα, αλλοίμονό σου!»

«Έχεις κακούς σκοπούς;»

«Τους χειρότερους» μου απάντησε κοιτάζοντάς με σαν ξερολούκουμο.

«Μη με κοιτάς εμένα, each man for himself!» είπε ο Ανδρέας συνεχίζοντας να τρώει σα να μην υπήρχε αύριο.

«Εγώ φταίω που σε πήρα αγκαλίτσα το πρωί» πέταξα και φύγαν δύο πορτοκαλάδες από δύο θηλυκές μύτες ενώ ο Ανδρέας κόντεψε να πνιγεί.

«Θέλεις να με πνίξεις χριστιανέ μου;»

«Αυτό θέλω να το ακούσω!» είπε η Φοίβη όταν βρήκε και εκείνη τις ανάσες της.

«Ε να… ενώ είχαμε κοιμηθεί με εσάς τις δύο στη μέση, το πρωί με ξύπνησε ο αχάριστος σύζυγός σου παραπονούμενος ότι του αρέσει η παρέα μου αλλά όχι κι έτσι. Δεν ξέρω πως τα καταφέραμε αλλά τον είχα πάρει αγκαλίτσα!»

«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΑΥΤΟ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΤΟ ΔΩ!!!!» φώναξε η Φοίβη έχοντας σκάσει στα γέλια. «ΘΕΟΥΛΗ ΜΟΥ, ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΜΕ ΞΥΠΝΗΣΑΤΕ; ΓΙΑΤΙ; ΓΙΑΤΙ;»

Τελειώσαμε το πρωινό μας και τα παιδιά αποφάσισαν να φύγουν για να περάσουν με τους δικούς τους την τελευταία μέρα πριν επιστρέψουν Κρήτη, παρόλο που τη σουίτα την είχα κλείσει και για σήμερα. Σε κάθε περίπτωση τους το ξέκοψα ότι εγώ τους έφερα εδώ, εγώ πληρώνω και όχι τίποτε άλλο αλλά το ξενοδοχείο ήταν πανάκριβο, αυτός άλλωστε ήταν ο λόγος που βρήκαμε τη σουίτα ελεύθερη τρεις η ώρα τα χαράματα. Σε κάθε περίπτωση ανέβηκαν πάνω για να αποχαιρετιστούμε με την ησυχία μας.

Έχοντας κάνει ό,τι κάναμε τη χθεσινή βραδιά αυτή τη φορά μόνο εγώ και ο Ανδρέας δεν ανταλλάξαμε γλωσσόφιλο, όλοι οι υπόλοιποι συνδυασμοί υπήρξαν. Τους υποσχέθηκα πως όταν πάρω τον Σίμπα –έτσι θα ονόμαζαν το σκυλάκι που θα έπαιρναν από την Κλέλια– θα κατεβαίναμε με την Αναστασία να τους τον παραδώσουμε στο χέρι και φυσικά να κάνουμε μίνι χειμερινές διακοπές στο νησί. Δε θα έπαιρνα αυτοκίνητο, θα κατεβαίναμε με την Αμερικάνα, μετρούσα σχεδόν ανάποδα τις μέρες μέχρι να έρθει.

«Ουφ, θα μου λείψουν και οι δυο τους» είπε η Αναστασία όταν έκλεισε η πόρτα του δωματίου και μείναμε μόνοι μας. Βούιξε το κινητό της. Το άνοιξε και διάβασε το μήνυμα. «Ο Στέφανος είναι, μου έστειλε καλημέρα και με ρώτησε αν ενδιαφέρομαι να πάμε για καφέ.»

«Ρε το σκύλο πρωινιάτικα!» την πείραξα. Η αλήθεια είναι ότι κόντευε να πάει 11:00.

«Έτσι κι αλλιώς με την όρεξη θα μείνει!»

«Όχι δε θα μείνει. Θα του πεις σε μία ώρα στο Θησείο»

«Ορίστε;»

«Το μεσημέρι θα επιστρέψεις εδώ, στο ενδιάμεσο εγώ θα πάω να πάρω το αυτοκίνητο από εκεί που το είχαμε αφήσει και θα πάω στο σπίτι να ταΐσω και τα ζωντανά. Έχει ωραία μέρα σήμερα, θα επιστρέψω με τη μηχανή.»

«Ακόμα κι έτσι θα πρέπει να έρθω μαζί σου, με τα ίδια ρούχα που φορούσα χθες το βράδυ θα πάω; Αν πάω δηλαδή!»

«Δε θέλεις να πας; Σου άρεσε, δε σου άρεσε;»

«Και τι πάει να πει αυτό; Θα βγαίνω με όποιους μου αρέσουν;»

«Η βασική ιδέα του να βγαίνεις είναι ακριβώς με αυτούς που σου αρέσουν, αλλιώς γιατί να μπεις στον κόπο;»

«Έλα μωρέ Αντώνη, καταλαβαίνεις τι λέω.»

«Όχι, δεν καταλαβαίνω. Για καφέ σου ζήτησε ο άνθρωπος να βγείτε, όχι σε γάμο.»

«Με φλέρταρε χθες, δε νομίζω ότι θέλει να πάμε για καφέ απλά για να δει τα όμορφά μου μάτια!»

«Μπορεί, ωστόσο αυτό δεν αναιρεί ότι η πρόσκληση είναι για ένα απλό καφέ. Καλό θα σου κάνει να γνωρίσεις και άλλους συνομήλικούς σου»

«Δεν είναι συνομήλικος, είναι 27»

«Σε σχέση με μένα που είμαι 45 και Ανδρέα και Φοίβη που είναι 51 και 48 αντίστοιχα, το λες και θεαματική βελτίωση»

«Αντώνη, προσπαθείς να με ξεφορτωθείς;» με ρώτησε σοβαρά και χωρίς περιστροφές.

«Για συμμαζέψου!» της είπα μιλώντας της αυστηρά. «Σου έχω δώσει την εντύπωση του ανθρώπου που παίζει παιχνιδάκια με κάτι τέτοια;» Κατέβασε τα μάτια της κάτω μην τολμώντας να με κοιτάξει.

«Όχι… όχι… συγνώμη Αντώνη μου»

«Θέλω να βγαίνεις και με άτομα της ηλικίας σου, θέλω να φλερτάρεις, θέλω να παίξεις, θέλω να κάνεις κάθε τι που κάνει ένα παιδί της ηλικίας σου.»

«Και αν δε θέλω να βγω μαζί του;»

«Αν δε θέλεις να βγεις μαζί του τότε μη βγεις. Αν όμως θέλεις, δε θέλω να είμαι εγώ η δικαιολογία που δεν το έπραξες.»

«Δεν είναι δικαιολογία, είμαι μαζί σου… δεν είμαι;»

«Το βράδυ δεν ήσουν μαζί μου; Όταν χόρευες με τον Στέφανο, δεν ήσουν μαζί μου; Όταν δινόσουν στον Ανδρέα, δεν ήσουν δική μου;»

«Ήμουν» παραδέχτηκε απρόθυμα.

«Άλλαξε κάτι;»

«Όχι… όχι…»

«Τότε γιατί το κάνεις θέμα; Θέλεις να τον δεις ξανά ή όχι;»

«Αντώνη… ο Στέφανος δεν είναι Ανδρέας, μπορεί να μην είναι δεσμευμένος. Μπορεί… μπορεί να καταλήξω να τον δω αλλιώς»

«Αν καταλήξεις να τον δεις αλλιώς, τότε κατέληξες να τον δεις αλλιώς, δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό. Για μένα αγάπη δεν είναι να βάζεις κάποιον σε κλουβί, για μένα αγάπη είναι να τον έχεις λεύτερο. Αν σ’ αγαπάει πραγματικά τότε ποτέ δε θα απομακρυνθεί και ας πετάει από δέντρο σε δέντρο»

«Δε θα προλάβω σε μία ώρα»

«Πες του σε δύο, τότε. Λοιπόν, πάμε κάτω να πούμε στη ρεσεψιόν να μας φωνάξει ταξί»

45 λεπτά αργότερα ήμασταν στην Κηφισιά. Η Αναστασία του είχε δώσει ραντεβού στις 13:00 στο Μαρούσι και πήγε στο διαμέρισμά της για να ετοιμαστεί. Ο Ράντι που είχε προτιμήσει χθες να κάτσει στον κήπο -και ευτυχώς να λέω, θα έσκαγε ο φουκαράς- ανέβηκε μαζί μου πάνω. Δεν είχαμε υπολογίσει πως δε θα γυρίσουμε σπίτι και τα φουκαριάρικα τα γατιά είχαν λυσσάξει στην πείνα. Τα έβγαλα από το πάρκο και πέσανε με τα μούτρα στο φαγητό και στο ενδιάμεσο έβαλα φαγητό στο Ράντι -που είχε μεγαλύτερες αντοχές- και καθάρισα τη λεκάνη τους. Το ρολόι έλεγε 12:30 όταν ανέβηκε πάνω και η Αναστασία.

«Έτοιμη» μου είπε. Φορούσε τζιν παντελόνι που αγκάλιαζε αισθησιακά το απίθανο κωλαράκι της και από πάνω μια μακρυμάνικη μπλούζα που ενώ έκλεινε στο λαιμό μετά έκανε άνοιγμα προς τα στήθη τονίζοντάς τα «τόσο, όσο». Παρόλο που μου έκανε τη δύσκολη, είναι φανερό ότι είχε ντυθεί για να την προσέξει ο Στέφανος.

«Κούκλα είσαι» της είπα χωρίς να κάνω κάποιο άλλο σχόλιο. «Όταν τελειώσεις επιστρέφεις εδώ και κατεβαίνουμε και πάλι στο ξενοδοχείο»

«Εντάξει, λογικά μέχρι τις 15:00 θα έχω γυρίσει»

«Αν περνάς καλά μη βιαστείς να γυρίσεις, δε θα φύγει το ξενοδοχείο!»

«Θα φύγει όμως η μέρα!» μου απάντησε και με πήρε αγκαλιά. Φιληθήκαμε και κατέβηκε για να πάει να πάρει το τραίνο. Μην έχοντας τι να κάνω, γδύθηκα και αφού έκανα ένα γρήγορο ντουζ πήγα και ξάπλωσα, παίζοντας ξανά σαν σε ταινία το χθεσινό βράδυ.

Χθες, Παλένκε

Κόντευε να πάει 03:00 αλλά είχα σταματήσει να πίνω εδώ και ώρα καθώς ήμουν στα πρόθυρα του να ξεπεράσω το «έκανα κεφάλι» και να μπω στα χωράφια του «γίνομαι ντίρλα». Να οδηγήσω πάντως δεν ήμουν με την καμία. Τα παιδιά ακόμα χόρευαν στην πίστα μέχρι που κάποια στιγμή ο Ανδρέας μη μπορώντας να πάρει τα πόδια του ήρθε και σχεδόν ξεράθηκε δίπλα μου.

«Πού τη βρίσκει τη δύναμη μου λες;» με ρώτησε προσπαθώντας να βρει τις ανάσες του.

«Μπορεί να έπεσε μικρή στο καζάνι με την XTC»

«Άμα την είχες δει όπως την πρόλαβα εγώ, δε θα την αναγνώριζες. Αφού όταν την είδα μετά από τρία χρόνια στο πανεπιστήμιο τρόμαξα να την αναγνωρίσω»

«Ναι, μου το έχει αναφέρει αυτό και η Φοίβη»

Λίγη ώρα αργότερα ήρθαν και οι δύο τσαπερδόνες αναψοκοκκινισμένες.

«Δεν πάω σπίτι μου απόψε!» είπε η Φοίβη όταν κάθισε

«Ωχ» είπε ο Ανδρέας

«Το έχεις ξαναζήσει ε;»

«Μια και δύο; Ελπίζω να μην αρχίσει να τραγουδάει πάλι τον ύμνο του ΠΑ.ΣΟ.Κ»

«Ξενέρωτε!» τον κατηγόρησε η Φοίβη.

«Αχ, είναι πολύ όμορφα» είπε η Αναστασία που και του λόγου της απλά είχε κέφι, ήξερε να ελέγχει τον εαυτό της στο πόσο πίνει.

«Μην πάμε τότε σπίτια μας απόψε» είπα χωρίς να το καλοσκεφτώ.

«Τώρα μιλάς σωστά!» μου είπε η Φοίβη και παίρνοντάς με αγκαλιά μου έσκασε ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο.

«Αν έχετε όλοι όρεξη έχω μια καλή ιδέα» είπα έχοντας πάρει θάρρος καθώς το αίμα είχε μαζευτεί στο κάτω κεφάλι, το lightheadedness δεν οφείλονταν κατά τα φαινόμενα μόνο στα ποτά. «Με τζακούζι και πρωινό που σκοτώνει!»

«Ψήθηκα ακούγοντας τζακούζι!» είπε η Φοίβη.

«Με έριξες αναφέροντας το πρωινό» είπε ο Ανδρέας και βάλαμε τα γέλια.

«Όπου γης και πατρίς!» είπε η σουσουραδίτσα μου.

Η αλήθεια είναι πως είχα πάρει μεγάλο ρίσκο καθώς δεν ήμουν και σίγουρος ότι θα βρω δωμάτιο στο ξενοδοχείο που είχα κατά νου αυτή την ώρα.

«Δώστε μου μισό λεπτό» είπα και σηκώθηκα και βγήκα έξω για να μπορέσω να μιλήσω. Είχαν ελεύθερη σουίτα, όχι ακριβώς παράλογο αν σκεφτείς τις τιμές τους, αλλά το οικονομικό ήταν από τα ελάχιστα πράγματα που εδώ και πολλά χρόνια είχαν πάψει να με απασχολούν, αφενός είχα περισσότερα απ’ όσο ήξερα τι να τα κάνω και αφετέρου, σάμπως θα τα έπαιρνα και μαζί μου; Γύρισα μέσα με το χαμόγελο της Colgate. “All settled”

«Νυχτιάτικα;» ρώτησε με περιέργεια ο Ανδρέας.

«24ωρα είναι τα ξενοδοχεία βρε μωρό μου!» του είπε η Φοίβη.

«Παιδιά, είναι καλό ξενοδοχείο, όχι γαμιστρώνας!» τους διαβεβαίωσα.

«Ακριβώς γι’ αυτό παραξενεύομαι!»

«Είμαι και παλιός πελάτης!» τους εξήγησα χωρίς να δώσω περισσότερες λεπτομέρειες. Στη σουίτα που έκλεισα πηγαίναμε κάθε χρόνο στην επέτειο του γάμου μας με την Αγγελική.

Παλιός πελάτης, ανώτατο στέλεχος σε μεγάλη εταιρία, ε δεν ήθελαν πολύ για να πειστούν ότι έχω τα κονέ μου.

«Έχει και τζακούζι, είπες;» ρώτησε η Φοίβη.

«Μισές δουλειές θα κάνουμε, για ποιον με περάσατε;»

«Μεγάλο;»

«Όλοι οι καλοί χωράνε!» της είπα ξεδιάντροπα, σκέτος τσούλος!

«Αγόρασα! Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους!»

«Κάτσε βρε σίφωνα, ρώτησες τους άλλους αν θέλουν να φύγουν;» τη μάλωσε ο Ανδρέας.

«Και να κάτσουμε εγώ δε θα χορέψω άλλο» μας δήλωσε η Αναστασία.

«Εγώ και στο χορό του Ζαλόγγου προς τα πάνω θα έπεφτα!» είπα με κάποια πίκρα.

«Είσαι ο αρκούδος μου» προσπάθησε να με παρηγορήσει η Αναστασία.

Είναι να μη σου βγει το όνομα!

«Μπορείς να οδηγήσεις;» με ρώτησε ο Ανδρέας.

«Όχι, ταξί για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο!»

Βγήκαμε έξω και ευτυχώς βρήκαμε ταξί στα γρήγορα. Το ξενοδοχείο δεν ήταν ιδιαίτερα μακριά και έτσι μισή ώρα αργότερα μπήκαμε στη σουίτα.

«Φίουυυυυυυ» σφύριξε η Φοίβη.

«Εγκρίνει!» εξήγησε ο Ανδρέας.

Το τζακούζι ήταν στρογγυλό και τεράστιο, πήρε γύρω στα 20 λεπτά να γεμίσει. Παρά το ότι το κεφάλι μου κουδούνιζε ευχάριστα η αλήθεια είναι ότι ένιωθα αμηχανία, δεν ήξερα πως να το ξεκινήσω, αλλά από τη δύσκολη θέση με έβγαλε η Φοίβη που όταν τους είπα ότι είναι έτοιμο, απλά τσιτσιδώθηκε.

«Τι;» μας είπε κοιτώντας και τους τρεις. «Όποιος ντρέπεται μένει νηστικός» συμπλήρωσε και πήγε και χώθηκε στο τζακούζι.

«Δε γαμιέται;» είπε ο Ανδρέας και την ακολούθησε αφήνοντάς μας μόνους με την Αναστασία. Κοιταχτήκαμε για λίγο και βάλαμε μαζί τα γέλια.

«YOLO, που λέει και η γενιά μου» είπε η Αναστασία και τα πέταξε σε χρόνο ρεκόρ. «Εδώ θα κάτσεις;»

«Όχι» είπα αναστενάζοντας και γδύθηκα με τη σειρά μου και την ακολούθησα προς το τζακούζι.

Κάθισα δίπλα από την Αναστασία. Ο Ανδρέας είχε ακουμπήσει πίσω και η Φοίβη καθόταν μπροστά του και της έκανε μασάζ στους ώμους. Να σας πω την αλήθεια, βλέποντας την Φοίβη πως το απολάμβανε, ζήλεψα λίγο. Ένιωσα το χέρι της Αναστασίας στο όργανό μου και γύρισα να την κοιτάξω και μου χαμογέλασε σκανταλιάρικα. Άρχισε να με παίζει κάτω από το νερό αισθησιακά και αφέθηκα στην περιποίησή του χεριού της σε βαθμό που αφού δεν άρχισα να χουρχουρίζω, πάλι καλά να λέω. Η γλυκιά ζαλάδα του ποτού, το παιχνίδι του χεριού της Αναστασίας, το τρεμούλιασμα που έκαναν τα γυμνά στήθη της Φοίβης καθώς την έτριβε ο Ανδρέας, μου είχαν προκαλέσει υπνωτική ευφορία, κάνοντας το μυαλό μου να αδειάσει τελείως.

Έκλεισα τα μάτια μου και δεν θα τα άνοιγα αν δεν είχα ακούσει ένα απαλό ανδρικό βογγητό. Ο Ανδρέας είχε κάτσει πάνω στο πεζούλι και η Φοίβη γονατισμένη μέσα στο νερό τον περιποιούνταν με το στόμα της. Όντας έτσι κι αλλιώς καβλωμένος από το παιχνίδι του χεριού της Αναστασίας ζήλεψα και κάθισα κι εγώ στο πεζούλι και έκανα νόημα στην Αναστασία να συνεχίσει με το στόμα της και σε λίγο ήταν δύο τα αντρικά βογγητά που ακούγονταν ενώ τα κορίτσια έδιναν με το στόμα τους τον καλύτερο εαυτό τους.

Αν συνεχίζαμε έτσι θα έχυνα με συνοπτικές διαδικασίες και με την ελαφριά ζαλάδα μου δεν ήμουν σίγουρος ότι θα μου σηκωνόταν ξανά, οπότε σταμάτησα την Αναστασία και χώθηκα ξανά στο νερό, ζητώντας της να καθίσει πάνω μου, πράγμα που έκανε χωρίς να χάσει στιγμή και όταν το όργανό μου γλίστρησε μέσα τη, της ξέφυγε ένα αρκετά δυνατό βογγητό ηδονής. Με αγκάλιασε από το σβέρκο και άρχισε να κινείται κάνοντάς με να συνοδεύσω τα δικά της βογγητά με τα δικά μου. Συνεχίσαμε έτσι μέχρι που κουράστηκε και παρά το γεγονός ότι κανείς από τους δυο μας δεν είχε τελειώσει, ήταν απίστευτα όμορφο και αισθησιακό.

Όσο έκανα σεξ με την Αναστασία, Ανδρέας και Φοίβη είχαν αλλάξει θέσεις, είχε κάτσει εκείνη πάνω στο πεζούλι και εκείνος είχε χωθεί ανάμεσα στα πόδια της και την έτρωγε. Είχε κλειστά τα μάτια και έμοιαζε να έχει πιάσει συνομιλία με το Θεό, κατά τα φαινόμενα ο Ανδρέας ήταν expert στην αιδοιολειχία, άλλωστε, κατά παραδοχή της ίδιας της Αναστασίας, χθες που της το είχε κάνει είχε τον οργασμό της ζωής της. Κάποια στιγμή η Φοίβη άνοιξε τα μάτια της και τον σταμάτησε και κάθισε και πάλι μέσα στο ζεστό νερό μην μπορώντας να κρύψει την απόλαυσή της.

«Ζεις ένα δράμα, ε;» την πείραξα.

«Μα δε βλέπεις πως υποφέρω η γυναίκα;»

«Σε βλέπω και ματώνει η καρδούλα μου»

«Έχει μείνει αίμα να κυκλοφορεί εκεί; Όπως σε είδα πριν αλλού έχει μαζευτεί»

«Ένεκα η περιποίηση και το υπέροχο θέαμα» απάντησα κοκκινίζοντας ελαφρά, η Φοίβη δε χάριζε κάστανα.

«Ό,τι μπορούμε κάνουμε κύριε Απόστολε, ό,τι μπορούμε κάνουμε» απάντησε αυτή τη φορά ο Ανδρέας.

«Γκαρσονιέρα για δέκα!» είπε η Αναστασία αναγνωρίζοντας την ατάκα. «Χιχιχι» είπε και σηκώθηκε από το τζακούζι χαρίζοντάς μας ένα υπέροχο θέαμα και βγήκε τσίτσιδη και πήγε να βρει το κινητό της. Επέστρεψε μετά από λίγο. «Να δείτε τι σας έχω. Το είχα βάλει ringtone και κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό η μαμά την πρώτη φορά που το άκουσε».

Αν και ακούγοντας το τραγούδι καταλάβαμε όλοι το λόγο, κοντέψαμε να πνιγούμε από τα γέλια. Το κορίτσι μου είναι απίθανο!

Αποστόλη, βάλ’την όλη την παλιά τη μαστοριά σου
Να μπορέσεις να γλιτώσεις την αξιοπρέπειά σου
Να της τάξεις δώρα χίλια και λαγούς με πετραχήλια
Για να σου ξανάρθει πάλι και να μη σε τρώει η ζήλεια
Αποστόλη, απ’ την Πόλη, βάλ’ τη μαστοριά σου όλη!

«Και μετά λες για τα δικά μου μουσικά γούστα!» την κατηγόρησα.

«Γιατί εσύ τ’ ακούς στα σοβαρά, εγώ απλά κάνω πλάκα! Και τραγουδάς και από πάνω!»

«Ναι, το κάνω αυτό» παραδέχτηκα.

«Καλά το λέω, πρέπει να πάμε σε καραόκε!» είπε η Φοίβη.

«Μη του δίνεις θάρρος!»

«Έλα μωρέ γιατί, καλύτερη είμαι εγώ νομίζεις; Αλλά θα αποζημιωθείς ακούγοντας τον Ανδρέα να τραγουδάει ροκ και κρίμα που δεν είναι εδώ και η Χριστιάνα, η κουμπάρα μας εννοώ, όχι η κόρη μας, δυστυχώς το καμάρι μας πήρε το τραγουδιστικό της ταλέντο από τη μαμά της και όχι από το μπαμπά της.»

«Τα θέλει ο απαυτός σου» της είπε η Αναστασία. «Μωρουλίνι μου, θα μας κάνεις μια καντάδα;»

«Νιιιιιιιιιιι!» είπε η Φοίβη χειροκροτώντας ενώ εγώ παρακαλούσα να ανοίξει η γη να με καταπιεί.

«Η κοτούλα κο-κο-κο» άρχισε να τραγουδάει πειράζοντάς με ο Ανδρέας.

«Καλά λοιπόν!» είπα και ξεκίνησα

There is no one like me
There is no possibility
Through the walls I can see
I got a special ability 
There is no one like me
I’m a kind of phenomenon
But for you I'm a fool
In your hands I'm a tool
I'm in love treat me cool

«Ένιωσα μια ψύχρα, πρέπει να μας κυνηγάει το φάντασμα του Μπονάτσου» είπε η Αναστασία κάνοντάς μας να γελάσουμε και πάλι.

«Σας τα έλεγα εγώ, τώρα θα υποστείτε τις ολέθριες συνέπειες!»

«Άχου το μωρέ, έλα αγκαλίτσα» είπε η Φοίβη.

«Άσε με να γίνω επιστήθιος φίλος σου» την πείραξα όταν πήγα και κάθισα δίπλα της, γέρνοντας το κεφάλι μου στα γυμνά της στήθη.

And so, it began.

«Come to daddy» είπε ο Ανδρέας προς την Αναστασία. «Χμμμ, δεν ακούστηκε καλά αυτό!»

«Νομίζεις!» του είπε η Αναστασία και σχεδόν του ρίχτηκε.

Λίγη ώρα αργότερα με τον Ανδρέα βρεθήκαμε καθισμένοι δίπλα-δίπλα στο πεζούλι απολαμβάνοντας το τσιμπούκι που μας έκαναν τα κορίτσια, εκείνος της Αναστασίας και εγώ της Φοίβης. Εκείνος είχε κλείσει τα μάτια του αλλά εγώ όχι, ήθελα να βλέπω το θέαμα. Την είχε πιάσει από τα μαλλιά και της έδινε ρυθμό δείχνοντας να απολαμβάνει το τσιμπούκι που του έκανε το κορίτσι μου. Εγώ πάλι απολάμβανα το στόμα της Φοίβης που ήταν πραγματική μαστόρισσα. Ένιωσα το τέλος να έρχεται και πήγα να τη σπρώξω, όχι για να μη χύσω στο στόμα της αλλά γιατί φοβήθηκα πως αν τελειώσω μετά δε θα μπορώ άλλο.

Boy, was I wrong!

Η Φοίβη μου έκανε πέρα το χέρι και με πήρε ακόμα πιο βαθιά στο στόμα της και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα βογγητά μου καθώς τελείωνα. Εκείνη απλά έμεινε ακίνητη με το όργανό μου σχεδόν στο λαιμό της και το άφησε να κάνει ηδονικούς σπασμούς αδειάζοντας στο στόμα της. Την έσφιξα κι εγώ από το μαλλί, όχι γιατί χρειαζόταν να την κρατήσω ακίνητη αλλά γιατί χρειαζόταν να κρατηθώ από κάπου γιατί σχεδόν ένιωσα να μου βγαίνει η ψυχή.

Την άφησα και τραβήχτηκε απαλά δίνοντας ένα φιλάκι στο κεφαλάκι του πριν σηκώσει τα μάτια της πάνω και μου χαμογελάσει. Κατέβηκα από το πεζούλι και άνοιξα την αγκαλιά μου. Ήρθε γονατιστή προς τα μένα και την έπιασα και την έσφιξα πάνω μου φιλώντας την βαθιά για πολλή ώρα.

«ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩΩΩΩΩ» δεν κρατήθηκε ο Ανδρέας και σταματήσαμε το φιλί για να απολαύσουμε το θέαμα. Την κρατούσε ακίνητη και από τις κινήσεις του στόματός της καταλάβαμε ότι την έχυνε.

«Μην τα καταπιείς όλα» της είπε η Φοίβη φεύγοντας από εμένα. «Μου επιτρέπεις;» τη ρώτησε και η Αναστασία της ένευσε καταφατικά. Η Φοίβη τη χάιδεψε για λίγο στο πρόσωπο και μετά έσκυψε και τη φίλησε ρουφώντας από το στόμα της Αναστασίας όσο χύσι είχε μείνει. Η μικρή ήταν στην αρχή παθητική αλλά σιγά-σιγά άρχισε να δείχνει περισσότερο ενθουσιασμό και στο τέλος ήταν εκείνη που αγκάλιασε τη Φοίβη και την κόλλησε πάνω της. Ο Ανδρέας με κοίταξε, ακόμα καθισμένος στο πεζούλι, και μου έκλεισε το μάτι χαμογελώντας πονηρά.

Ήταν που φοβόμουν ότι δεν θα μου σηκώνεται πάλι.

Φοίβη και Αναστασία καθόντουσαν γονατιστές στο υδρομασάζ και φιλιόντουσαν και σε λίγο άρχισαν να πασπατεύονται. Η Αναστασία μου είχε πει ότι την εξίταρε η ασυνήθιστη -για εκείνη- αίσθηση αφής ξένου γυναικείου στήθους και ακόμα και αν το άγγιγμα μιας άλλης γυναίκας δεν την ηλέκτριζε όπως το δικό μου, δεν της ήταν αδιάφορο. Η Φοίβη έτσι και αλλιώς ήταν bi -και πολύ έμπειρη- οπότε δεν είναι να απορείς που στο τέλος έκανε την Αναστασία να λιώσει στα χέρια της.

Σηκωθήκαμε από το υδρομασάζ και, αφήνοντας τα κορίτσια να φιλιούνται και να πασπατεύονται όρθιες, τις σκουπίσαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε, δεδομένων των περιστάσεων, εγώ τη Φοίβη και ο Ανδρέας την Αναστασία. Τα στήθη της Φοίβης ήταν σε μέγεθος περίπου ίδια με αυτά της Αναστασίας και, ακόμα και μετά από δύο γέννες, αν και  δεν έφτυναν τη βαρύτητα στα μούτρα, ήταν γεμάτα και ποθητά.

«Έχω μια ιδέα» είπα και τους άφησα για λίγο και πήγα στο τσαντάκι μου και έβγαλα δύο προφυλακτικά. Έδωσα το ένα στον Ανδρέα που μπήκε αμέσως στο νόημα. Τις βάλαμε να σκύψουν τουρλώνοντας τα κωλαράκια τους πάνω στο πεζούλι του υδρομασάζ. «Συνεχίστε να φιλιέστε» τους είπαμε και γυρίζοντας η μία προς την άλλη άρχισαν και πάλι να φιλιούνται. Πέρασα το χέρι μου κάτω από τα πόδια της Φοίβης και άρχισα να της τρίβω το μουνάκι παίζοντάς την. Ο Ανδρέας ακολούθησε άλλη τακτική, γονάτισε πίσω από την Αναστασία και άρχισε να της τρώει από πίσω της. Δε μου πήρε πολλή ώρα για να μου γίνει κάγκελο, φόρεσα το προφυλακτικό και μπήκα πισωκολλητά στο μουνάκι της και άρχισα να τη γαμάω. Λίγη ώρα αργότερα ακολούθησε και ο Ανδρέας.

Πέρασα τα χέρια μου μπροστά στα στήθη της και τη χούφτωσα τραβώντας την όσο πιο όρθια γινόταν, μη σταματώντας ούτε στιγμή να μπαινοβγαίνω μέσα της. Η Φοίβη μούγκρισε από ηδονή. Δίπλα ο Ανδρέας κρατούσε την Αναστασία από τη μέση και μπαινόβγαινε μέσα της σαν έμβολο, δίνοντάς της που και που χαστούκια στο κωλομέρια που, κρίνοντας από τον ήχο που έκαναν, ήταν κάμποσο δυνατά. Άφησε τη μέση της και την έπιασε από τα μαλλιά τραβώντας την προς τα πίσω κερδίζοντας και νέα ηδονικά βογκητά, και η Αναστασία είναι φασαριόζα.

Έσφιξα δυνατά τα στήθη της Φοίβης και τις τσίμπησα τις ρώγες.

«Κι άλλο! Κι άλλο» μου είπε παρακλητικά.

«Θέλεις πιο δυνατά, καυλιάρα μου;»

«Ναι… πιο δυνατά! Πιο δυνατά!» επανέλαβε και της έσφιξα τις ρώγες με πολλή δύναμη κερδίζοντας ένα δυνατό «ΑΑΑΑΑΑΧ», μείξη πόνου με καύλα. Άφησα τα στήθη της και την έβαλα να σκύψει όπως ήταν πριν και ξεκίνησα κι εγώ με τη σειρά μου να της ρίχνω δυνατές σφαλιάρες στα μεριά. «ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ» άρχισε να φωνάζει από καύλα. «Πιο δυνατά!»

Γαμώτο, να μην έχω το paddle μαζί μου, αλλά θα μου πεις που να το φανταστώ ότι η νύχτα για χορό στο Παλένκε θα κατέληγε σε νύχτα οργίων στην Acropolis σουίτα του Divani palace? Της έδινα πολύ δυνατές, σε σημείο που είχαν αρχίσει να πονάνε οι παλάμες μου αλλά ούτε μια στιγμή δε σταμάτησε, ανάμεσα στα βογγητά της, να μου ζητάει να τις ρίξω ακόμα πιο δυνατές. Από αντοχές σίγουρα τα πήγαινε πολύ καλύτερα από την Αναστασία, όχι ότι ο Ανδρέας τις έριχνε όπως έκανα εγώ με τη γυναίκα του, εκείνος έριχνε μια στο τόσο, περισσότερο για την ιδέα του πράγματος παρά για κάτι άλλο.

Παρά το γεγονός ότι φορούσα προφυλακτικό, που όσο λεπτό και αν είναι δεν συγκρίνεται σε αίσθηση με το χωρίς, όταν άκουσα τη Φοίβη να φωνάζει «ΧΥΝΩΩΩΩ ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩΩΩΩΩ ΧΥΝΩΩΩΩΩ» ήρθε και ο δικός μου οργασμός σχεδόν από το πουθενά, κοκκάλωσα μέσα της και συνόδεψα τα «ΧΥΝΩΩΩΩΩΩ» της με τα δικά μου. Δίπλα μου ο Ανδρέας είχε βάλει την Αναστασία να γονατίσει μπροστά του και, βγάζοντας το προφυλακτικό, τον έπαιζε μπροστά από το ανοιχτό της στόμα. Η μικρή μου είχε κλείσει τα μάτια της και είχε βγάλει έξω τη γλώσσα της. «ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ» φώναξε ο Ανδρέας και, ακουμπώντας το κεφαλάκι του πούτσου του στη γλώσσα της, έχυσε μέσα στο στόμα της ενώ κάμποσο πετάχτηκε και έξω από αυτό, στο πρόσωπό της.

Τραβήχτηκα προσεκτικά από τη Φοίβη και εκείνη γύρισε προς την Αναστασία και γονατίζοντας δίπλα της άρχισε να γλείφει από το πρόσωπο της τα χύσια του Ανδρέα και να τα μοιράζεται μαζί της φιλώντας την στο στόμα. Το κορίτσι μου μπορεί να μην είχε φωνάξει ότι χύνει αλλά από τις φωνές της είχα καταλάβει ότι είχε οργασμό εις διπλούν. Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, όταν η Φοίβη την έβαλε να ξαπλώσει στο κρεββάτι και άρχισε να την γλείφει στο μουνάκι, η Αναστασία έχασε τον κόσμο, κατά τα φαινόμενα η Φοίβη έκανε ακόμα καλύτερη αιδοιολειχία από τον Ανδρέα.

Ο τελευταίος, βρήκε την ευκαιρία και όπως ήταν η Φοίβη ξαπλωμένη μπρούμητα, τρώγοντας την Αναστασία, πήγε και άρχισε να γαμάει τη Φοίβη από τον κώλο. Του λόγου μου ήμουν καθιστός δίπλα από το κορίτσι μου και άρχισα να τον παίζω βλέποντας το θέαμα. Σηκώθηκα και κάθισα στα γόνατα και τον έβαλα μέσα στο στόμα της Αναστασίας, που την έγλειφε η Φοίβη, που την έπαιρνε από τον κώλο ο Ανδρέας.

«Συγνώμη, υδραυλικά» είπε ο Ανδρέας και τραβήχτηκε. Και σε μένα έχει συμβεί αυτό, δεν είμαστε πια παιδαρέλια. Εκείνος πήγε να πλυθεί κι εγώ με τη σειρά μου τραβήχτηκα από την Αναστασία για να την αφήσω απερίσπαστη να απολαύσει το στοματικό που της έκανε η Φοίβη. Δεν είναι να απορείς που το πρωί μας κοιτάζανε περίεργα, αυτό έχω να πω.

Αν ωστόσο του είχε πέσει έτσι του ξανασηκώθηκε κάμποση ώρα αργότερα όταν έβαλα την Αναστασία στα τέσσερα και άρχισα να γαμάω το κωλαράκι της. Ήμουν κομμάτι βάρβαρος, το παραδέχομαι, αλλά την είχα ακούσει στέρεο.

«Μην ακουστούμε πάλι» είπα μέσα σε αγκομαχητά. «Ανδρέα, μπορείς να βοηθήσεις;» Κάθισε γονατιστός μπροστά από την Αναστασία και της το έβαλε στο στόμα, αρχίζοντας να της το γαμάει προσεκτικά. Η Φοίβη κάθισε και αυτή στα τέσσερα, γλείφοντας πότε το όργανο του Ανδρέα, πότε το σαγόνι της Αναστασίας που της ξέφευγαν κάτι μπουκωμένα «ΜΜΜΜΜΜ» καθώς λιμάριζα το κωλαράκι της. Το είχα φαντασιωθεί να της γαμάω τον κώλο ενώ ταυτόχρονα τσιμπουκώνει κάποιον άλλον και να που σήμερα έκανα και αυτή τη φαντασίωσή μου πραγματικότητα.

Τώρα, Κηφισιά

Ξύπνησα και τεντώθηκα, ο ύπνος με είχε πάρει χωρίς να το καταλάβω. Κοίταξα το ρολόι μου, ήταν 16:00 και η Αναστασία δεν είχε επιστρέψει ακόμα. Κατάλαβα από το led του κινητού μου ότι είχα μήνυμα, είχα ένα Galaxy Note 9 από το 2018 και δεν είχα σκοπό να το αλλάξω μέχρι να αρχίσει να διαλύεται, η ύπαρξη του led, ήταν ένας από τους λόγους. Πήρα το κινητό για να διαβάσω το μήνυμα αλλά πριν προλάβω να το κάνω, χτύπησε το κουδούνι μου. Σηκώθηκα και πήγα να ανοίξω, ήταν η Αναστασία.

«Καλώς το μου»

«Ήρθα μωρό μου»

«Πέρασες καλά;»

«Όμορφα ήταν, αν δεν περίμενα και σαν τον μαλάκα μια ώρα στο Μαρούσι θα ήταν ακόμα καλύτερα!»

«Τι έγινε;»

«Δεν διάβασες το μήνυμά μου;»

«Όχι μωρό μου, με πήρε ο ύπνος, τώρα ξύπνησα»

«Του χάλασε το μηχανάκι και δεν έπαιρνε μπρος οπότε αναγκαστικά ήρθε με συγκοινωνία και άργησε»

«Συμβαίνουν αυτά. Πέρασες καλά ωστόσο όταν ήρθε;»

«Ναι ήταν όμορφα. Είναι πολύ γλυκούλης και η αλήθεια είναι ότι με φλέρταρε πολύ όμορφα, ούτε μια στιγμή δεν ένιωσα αμήχανα!»

«Του άρεσες!»

«Ναι, έτσι φαίνεται.»

«Και;»

«Τι και;»

«Εσένα σου αρέσει ο “γλυκούλης”;»

«Εγώ είμαι με σένα!»

«Και το βράδυ με μένα ήσουν»

«Δεν είναι το ίδιο βρε Αντώνη. Δε νομίζω ότι αρέσω στο Στέφανο με αυτό τον τρόπο»

«Ποιον τρόπο;»

«Του friend with benefits. Όπως και να έχει δε νομίζω ότι θα επανέλθει»

«Του έριξες χυλόπιτα;»

«Όχι ακριβώς… αλλά του είπα ότι δεν είσαι ο πατέρας μου αλλά ο φίλος μου. Πρέπει να τον δεις πως με κοίταξε, από τη μία τον λυπήθηκα λίγο για την κεραμίδα που έφαγε, από την άλλη ένας θεός ξέρει πως κρατήθηκα και δεν έβαλα τα γέλια και ευτυχώς να λες, αφενός θα ήταν τεράστια γαϊδουριά και αφετέρου δε θα πήγαινε καθόλου καλά.»

«Στείλε του ένα μήνυμα!»

«Τι μήνυμα;»

«Ότι τον ευχαριστείς για τον πολύ όμορφο χρόνο που περάσατε σήμερα και ότι θα ήθελες να επαναληφθεί.»

«Το πρώτο ισχύει, για το δεύτερο δεν είμαι σίγουρη»

«Ξέρεις την άποψή μου για τα ρίσκα αλλά μερικές φορές η ζωή απαιτεί να ρίξεις τα ζάρια.»

«Γιατί να το κάνω;»

«Γιατί να μην το κάνεις; Τι έχεις να χάσεις;»

«Τον χρόνο του, Αντώνη. Εγώ δεν είμαι κυνική σαν εσένα.»

«Με τι ασχολείται;»

«Μουσικολόγος και μουσικός, φλαουτίστας.»

«Μουσικολόγος;»

«Ναι, με διδακτορικό από το Julliard, παρακαλώ»

«Είναι καλή σχολή; Με συγχωρείς, δεν κατέχω από μουσικές σπουδές»

«Η κορυφαία στον κόσμο»

«Και γιατί δεν κάθισε εκεί;»

«Γιατί έχασε τη μητέρα του και τον θετό του πατέρα σε τροχαίο και γύρισε να φροντίσει τα δυο του ετεροθαλή αδέρφια.»

«Ωχ!»

«Ναι, δεν είχε εύκολα παιδικά χρόνια. Τον πραγματικό του πατέρα δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει, έφυγε από καρκίνο όταν ο Στέφανος ήταν τριών χρονών. Η μητέρα του τον μεγάλωσε μόνη της και παρόλο που δεν ήταν ιδιαίτερα ευκατάστατη ο Στέφανος δεν στερήθηκε τη μουσική παιδεία που χρειαζόταν το ταλέντο του. Ο θετός του πατέρας να φανταστείς ήταν καθηγητής του στο ωδείο. Παντρεύτηκε τη μητέρα του όταν ήταν γύρω στα 10 και τον υιοθέτησε, ο Στέφανος τον λάτρευε. Δύο χρόνια αργότερα ήρθαν τα δίδυμα, ο Κωστής και η Ελισάβετ. Μόλις είχε τελειώσει το διδακτορικό του στο Julliard όταν έχασε σε τροχαίο τους γονείς του. Τυχερά μέσα στην ατυχία τους ήταν τα δίδυμα που βγήκαν με απλά τραύματα. Οι παππούδες του και από τις δύο μεριές είχαν πεθάνει χρόνια και όπως καταλαβαίνεις δεν μπορούσε να αφήσει τα δίδυμα, 13 χρονών τότε, μόνα τους. Είναι δύο χρόνια που έχει γυρίσει.»

«Ωχ… λυπάμαι…»

«Αυτό ακριβώς. Δεν είναι για παιχνίδια ο Στέφανος»

«Εντάξει, δεν επιμένω. Τουλάχιστον ευχαρίστησέ τον για το όμορφο μεσημέρι που πέρασες μαζί του»

«Θα το κάνω κάποια στιγμή αργότερα.»

«Οκ… δε μου λες, τι θέλεις να κάνουμε; Θέλεις να κάτσουμε εδώ ή να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο και να κοιμηθούμε εκεί; Αν ναι, να πάρουμε ρούχα μαζί μας για να φορέσουμε για αύριο.»

«Με το αυτοκίνητο θα πάμε, ή με τη μηχανή;»

«Με τη μηχανή, έχει ωραία μέρα σήμερα και το απόγευμα έλεγα να πάμε και καμιά βόλτα.»

«Ράντι, Τριστάνο και Ιζόλδη;»

«Θα του βάλω στο πιάτο του κάτω για να έχει. Θα βάλουμε και στα γατιά να έχουν και θα τα αφήσουμε στο διαμέρισμά σου, γάτες είναι, μπορούν και χωρίς εμάς για ένα βράδυ»

«Για ένα δεύτερο βράδυ, εννοείς»

«Έστω! Λοιπόν, κατέβα σπίτι σου να διαλέξεις τι θα φορέσεις σήμερα και αύριο, και πάω να φέρω τη μικρή μπαγαζιέρα και ελπίζω να τα χωρέσεις»

«Το μόνο σίγουρο. Βγάλε τι θέλεις να πάρεις κι εσύ και άστα στο κρεββάτι για να ταχτοποιήσω. Θα πάρω και τα γατιά κάτω και θα τους βάλω φαγητό, για να μην ξανακατεβαίνουμε» μου είπε και έφυγε για να το κάνει.

Είχα διάφορες μπαγαζιέρες για την custom made υποστήριξη συνεπιβάτη, επίσης custom made, τις οποίες είχα πληρώσει χρυσάφι γιατί καλή η Voulcan μου αλλά ήταν urban cruiser, όχι για ταξίδια, οπότε οι μαμίσιες left things to be desired. Διάλεξα δύο από τις μικρές που και υποστήριζαν τα πόδια του συνεπιβάτη και που σε αντίθεση με τις μεγάλες, δεν χρειαζόταν να κάνει yoga για να κάτσει, και τις έφερα από την αποθήκη στο κρεββάτι. Έβγαλα ένα πουκάμισο και το παντελόνι που θα φορούσα αύριο στο γραφείο, μια φόρμα για να μην κυκλοφορώ στην σουίτα τσίτσιδος και αυτά που θα φορούσα το βράδυ. Παντόφλες πρόσφερε το ξενοδοχείο και δε θα χρειαζόμουν άλλα παπούτσια.

Μέχρι να ετοιμαστεί και η Αναστασία πήγα και γέμισα με ξηρά τροφή την κατσαρόλα του Ράντι και έβαλα και μεγαλύτερη ποσότητα για να τη βγάλει και αύριο μέχρι να γυρίσω το απόγευμα. Κατεβήκαμε μαζί κάτω αλλά δεν έδειξε ιδιαίτερη όρεξη να φάει. Γέμισα το νερό του και πήγα στη γωνία που έκανε την ανάγκη του και καθάρισα για να μην μένουν. Ο Ράντι στριφογύρισε μερικές φορές στο γρασίδι και ξάπλωσε αναστενάζοντας, λες και του έπεσαν έξω τα καράβια.

Επέστρεψα πάνω και μερικά λεπτά αργότερα ανέβηκε και η Αναστασία και διπλώνοντας προσεκτικά τα ρούχα τα έβαλε στη μία μπαγαζιέρα και όχι απλά χώρεσαν αλλά έμεινε και χώρος για να βάλει μέσα σε μια σακούλα τα παπούτσια μου και ένα ζευγάρι γόβες. Στην άλλη μπαγαζιέρα έβαλε την τσάντα που θα έπαιρνε μαζί της αύριο στη σχολή για να μην την κουβαλάει στην πλάτη.

«Έτοιμη» μου είπε και κατεβήκαμε στη μηχανή. Τοποθέτησα τις μπαγαζιέρες και αφού ανέβηκα στη μηχανή με ακολούθησε και η Αναστασία. Από τη στιγμή που βγήκαμε στην Κηφισίας, ουσιαστικά ήταν μια ευθεία μέχρι το ξενοδοχείο και, αν και είχε αρκετή κίνηση για Κυριακή απόγευμα, με τη μηχανή δεν ήταν πρόβλημα, οπότε μισή ώρα αργότερα ήμασταν και πάλι στη σουίτα. «Έχεις όρεξη να χωθούμε στο τζακούζι και πάλι;»

«Αμ γιατί νομίζεις ότι κουβάλησα αυτά μαζί μου;» είπε και έβγαλε από τη μπαγαζιέρα μια σακούλα, μέσα στην οποία είχε ένα κουτί με διάφορα μπουκαλάκια.

«Αφού δεν έφερες μαζί σου και το αρμόνιο, καλά να λέω»

«Τώρα που το σκέφτομαι, το μικρό θα μπορούσα να το πάρω!»

«Πάω να φτιάξω το υδρομασάζ» της είπα ενώ η Αναστασία έκοβε βόλτες στη σουίτα.

«Θεούλη μου, έχει απίστευτη θέα!» μου είπε.

«Τώρα την πρόσεξες; Μέχρι και το υδρομασάζ έχει θέα την Ακρόπολη!»

«Η αλήθεια είναι η προσοχή μου χθες ήταν αλλού!»

«Και σε χάλασε…»

«Αυτό όχι! Εσύ με χάλασες!»

«Ναι, το είπαμε, κακές επιρροές»

«Και πού να τα πω αυτά; Σάμπως έχω και κανέναν να μπορώ να τα πω;»

«Πες τα στο Στέφανο»

«Δε νομίζω ότι με βλέπει σα φίλη και άλλωστε σιγά μην κάτσω να τα πω όλα αυτά σε κάποιον άγνωστο!»

«Η ιδέα είναι πως αν τον γνωρίσεις θα πάψει να είναι άγνωστος!»

«Έχεις ένα point αλλά ισχύει και αυτό που σου είπα, δε νομίζω ότι με βλέπει σα φίλη.»

«Τον ρώτησες και σου είπε όχι;»

«Όχι αλλά δεν έπεσα και από τον Άρη με αλεξίπτωτο, που λες κι εσύ. Μπορώ να καταλάβω αν αρέσω σε κάποιον» μου είπε και εκεί μου το μπουμπούνισε. «Νομίζεις πως τυχαία σε φίλησα το πρωί που έφευγες από την Κέρκυρα;»

«Ορίστε;;;;» φώναξα ξαφνιασμένος.

«Εντάξει, ομολογώ ότι το να μαζέψω το θάρρος να το κάνω είναι από τα πιο ζόρικα πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου but still… δεν το έκανα στην τύχη.»

Εγώ είχα μείνει αποσβολωμένος, είχα καταλάβει ότι από ένα σημείο και πέρα με διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο αλλά ειλικρινά πίστευα πως αυτό είχε ξεκινήσει να γίνεται αφού άρχισε η σχέση μας και να που η Αναστασία με είχε πάρει χαμπάρι. Και αν με είχε πάρει χαμπάρι εκείνη, πόσο πιο εύκολο θα ήταν να με πάρει χαμπάρι κάποιος πιο κωλοπετσομένος, όπως οι δικοί της καλή ώρα;

«Τι έπαθες, πέρασε η νεράιδα και σου πήρε τη φωνή;» με ρώτησε πειρακτικά.

«Η αλήθεια είναι ότι ένα σακί τούβλα το έφαγα, κοντεύει να μου γίνει συνήθεια από τη μέρα που το κύμα σου κατέβασε το μαγιό. Τόσο πολύ φαινόταν;»

«Μόνο όταν ήμασταν μόνοι μας, αν αυτό είναι που σε ανησυχεί. Ήσουν διαφορετικός. Σε έπιανε το βλέμμα μου να με κοιτάζεις αλλά γύρισες αλλού όταν φοβόσουν ότι θα το καταλάβω. Απέφευγες να με αγγίζεις, έστω και τυχαία, αλλά έβλεπα το σώμα σου πως αντιδρούσε όταν πχ, σου έβαζα αντηλιακό. Όταν ήμασταν με άλλους ήσουν ο γνωστός, κλειστός, ολιγόλογος και μετρημένος Αντώνης, μαζί μου ήσουν διαφορετικός. Διαφορετικός από την τελευταία φορά που σε είχα δει.»

«Ώστε όλα ήταν μέρος του σατανικού σου σχεδίου να με αποπλανήσεις γέρο άνθρωπο;»

«Σέξι μεσήλικας, μη τα λέμε ξανά. Όχι μωρό μου, δεν είχα κάνει κανένα τέτοιο σχέδιο. Πήγα με το κύμα. Άλλωστε…» είπε και κόμπιασε για λίγο. «Άλλωστε, αν δεν ήθελες ο ίδιος να… αποπλανηθείς, τίποτα δε θα είχε γίνει ακόμα και αν σου είχα βάλει χέρι αντί να σε φιλήσω εκείνο το πρωί.»

Αναστέναξα αλλά η Αναστασία είχε απόλυτο δίκιο, είναι να το ‘χει η κούτρα σου να κατεβάζεις ψείρες. Από τη μία αυτό ήταν ανακουφιστικό, με την έννοια ότι εκείνη ήταν που το είχε ξεκινήσει αλλά από την άλλη δεν έτρεφα ψευδαισθήσεις, η Αναστασία μπορεί να είχε ακολουθήσει τα ένστικτά της σπρωγμένη από τον πόθο της για μένα αλλά δεν έπαυε να είναι ένα 18χρονο ερωτευμένο κοριτσόπουλο. Εγώ ήμουν που, ακόμα και άθελά μου, της έδειξα ότι υπάρχει ανταπόκριση. Ένιωσα και πάλι τύψεις, ο πόθος μου για εκείνη, στις αρχές τουλάχιστον, ήταν καθαρά σαρκικός. Είναι έξυπνη, το είχε καταλάβει αλλά συνέχισε να πηγαίνει εκεί που την πήγαινε το κύμα, ελπίζοντας να μην την παρασύρει σε βράχια.

Ελπίζοντας ή υπολογίζοντας;

 «Το νερό είναι έτοιμο» της είπα. «Έλα να χωθούμε μέσα»

«Έρχομαι» είπε και τα πέταξε όλα μένοντας τελείως γυμνή.

Θεέ μου, είναι σαν ζωντανό άγαλμα. Πώς το είχα πει; Σαν η Θεά Αφροδίτη να με σπλαχνίστηκε γι’ αυτό που συνέβη και έπλασε με σάρκα και οστά, δίνοντας ζωή με τη θεϊκή της πνοή, στο αβατάρ των ερωτικών μου φαντασιώσεων.

«Με κοιτάζεις περίεργα»

«Σε θαυμάζω»

«Εσύ να τα βλέπεις αυτά που θέλεις άλλες!»

«Εσένα θέλω πάνω απ’ όλα. Οι άλλες… οι άλλες είναι για να μου θυμίζουν τι έχω.»

«Ακόμα και η Φοίβη;» με ρώτησε μπαίνοντας με τα πολλά στο υδρομασάζ.

«Ακόμα και η Φοίβη» της απάντησα όταν βολεύτηκε. Γύρισε στο πλάι και με κοίταξε στα μάτια.

«Τότε γιατί με σπρώχνεις στο Στέφανο;»

«Δεν σε σπρώχνω στο Στέφανο, πώς σου ήρθε αυτό; Σε σπρώχνω να ανοίξεις λίγο ακόμα περισσότερο τον κόσμο σου, μωρό μου. Δεν έχει σημασία αν θα είναι ο Στέφανος ή ο Μήτσος ή ο Κίτσος ή ο Πίτσος.»

«Ο κόσμος μου είναι αρκούντως ανοιχτός, ειδικά τις τελευταίες μέρες!»

«Τόσο, που θέλεις να μιλήσεις γι’ αυτό σε κάποιον άλλον διαφορετικό από εμένα και δεν έχεις ποιον.»

«Touché”

«Βλέπεις;»

«Ακόμα κι έτσι, συνεχίζω να πιστεύω ότι ο Στέφανος δε με θέλει μόνο για φίλη.»

«Αν, λέω αν, δεν είχε πρόβλημα να είσαι friends with benefits, θα το έκανες;»

«Πριν σε γνωρίσω, σίγουρα όχι. Τώρα, δεν είμαι σίγουρη.»

«Πέραν από το τι μπορεί να θέλει ή όχι ο ίδιος, έχεις κάποιο άλλο λόγο;»

«Έχω. Κοίτα Αντώνη, σου είπα δεν είμαι σαν εσένα. Μου αρέσει ο Στέφανος αλλά είναι πιο πολύπλοκο. Μου αρέσει του στυλ πως αν δεν υπήρχες εσύ θα ανταποκρινόμουν full sail στο flirt του.»

«Συνεπώς το μεγαλύτερό σου πρόβλημα δεν είναι αν μπορεί να σε δει αυτός απλά φιλικά αλλά αν μπορείς κι εσύ να κάνεις το ίδιο, ακόμα και αν υπάρχω εγώ.»

«Ταράχτηκα βλέποντας τον εαυτό μου να ανταποκρίνεται στη γοητεία που ασκεί πάνω μου ο Ανδρέας. Δεν είσαι ο μόνος που τρώει σακιά με τούβλα σε αυτό τον κόσμο, Αντώνη»

«Ναι, κάτι έχω καταλάβει, όχι, δεν αναφέρομαι στα τούβλα»

«Μέχρι που σε γνώρισα η πίπα ήταν απλά κάτι που έκανα για να ευχαριστήσω το αγόρι μου. Με σένα άρχισε να μου αρέσει η ίδια η πράξη. Με τον Ανδρέα… Χριστέ μου, δεν περίμενα ποτέ ότι θα μπορούσα να έχω οργασμό επειδή κάποιος με κράτησε ακίνητη χύνοντας στο στόμα μου. Έκανε σπασμούς το όργανό του, έκανα σπασμούς κι εγώ.»

«Πολύ λυρική περιγραφή!»

«Ίσως γιατί έχεις ανάγκη να το ακούσεις. Αντώνη δε θέλω να σε χάσω αλλά ώρες-ώρες νομίζω ότι παίζεις με τη φωτιά.»

«Όποιος φοβάται τις φωτιές με κάρβουνα δεν παίζει που λέει και το τραγούδι. Αυτό που εσύ λες παιχνίδι με τη φωτιά εγώ το λέω ελευθερία.»

«Τότε γιατί έκανες σα να κάηκες;»

«Γιατί ζήλεψα. Δεν είμαι υπεράνω. Η ελευθερία ωστόσο δεν είναι για τους λιπόψυχους. Θυμάσαι τι λέει ο Κάλβος; Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας, ας έχωσι· θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία.»

«Και αν φας τα μούτρα σου;»

«Τότε τα έφαγα» είπα και συνέχισα την απαγγελία. «Αυτή (και ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας) επτέρωσε τον Ίκαρον· και αν έπεσεν ο πτερωθείς κ' επνίγη θαλασσωμένος· Αφ' υψηλά όμως έπεσε, και απέθανεν ελεύθερος. - Αν γένης σφάγιον άτιμον ενός τυράννου, νόμιζε φρικτόν τον τάφον.»

«Και αν δε θέλω;»

«Να φάω τα μούτρα μου;»

«Να μην ξαναμιλήσω με το Στέφανο»

«Τότε να μην το κάνεις. Αρκεί να γίνει επειδή δε θέλεις εσύ και όχι γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να φάω τα μούτρα μου»

«Το να μη θέλω να το κάνω ακριβώς επειδή δε θέλω να φας τα μούτρα σου, δε σου περνάει από το μυαλό;»

«Μου περνάει. Ωστόσο στο τέλος της ημέρας το τι θα κάνω εγώ με τον εαυτό μου είναι δικό μου θέμα.»

«Όχι Αντώνη δεν είναι μόνο δικό σου θέμα. Σ’ αγαπάω!»

«Κι εγώ, Αναστασία. Γι’ αυτό σε θέλω ελεύθερη. Ο έρωτας χρειάζεται μια γερή δόση κυνισμού»

«Ο έρωτας ίσως, η αγάπη όχι. Αγάπη είναι να μετράει για σένα και η ψυχή αυτού με τον οποίον είστε μαζί. Να μη θέλεις να στεναχωρηθεί, να μη θέλεις να πληγωθεί, να μη θέλεις να φάει τα μούτρα του με κανέναν απολύτως τρόπο»

«Αγάπη, μικρή μου φιλόσοφε, είναι επίσης να δίνεις στον άλλον το χώρο να απλώσει τα φτερά του. Να κάνει πράγματα που τον ευχαριστούν ακόμα και αν εσένα σε δυσαρεστούν, μόνο και μόνο γιατί τον ευχαριστούν. Θυμάσαι τι μου είπες; Για σένα και μόνο για σένα. Και όχι απλά το έκανες αλλά διαπίστωσες και η ίδια ότι αυτό μπορεί να είναι όμορφο με τρόπο που δεν είχες καν φανταστεί. Ναι, ζήλεψα που είχες μαζί του τον οργασμό της ζωής σου, ναι ζήλεψα που ήταν τόσο έντονο για σένα που είχες οργασμό απλά και μόνο επειδή εκείνος τελείωσε στο στόμα σου αλλά στο τέλος της ημέρας η ζήλια είναι ένα ποταπό συναίσθημα. Δεν έχει ζήλεια η αγάπη, Αναστασία. Αν δεν χαίρεσαι με τη χαρά του άλλου, τι αξία έχει να λες πως τον αγαπάς; Και ας σε πληγώνει. Και ας σε καίει. Δεν κλείνεις σε κλουβί κάποιον που αγαπάς, τον αφήνεις να πετάξει λεύτερος. Αν σε αγαπάει δεν θα απομακρυνθεί, θα πετάει πάντα κάπου εκεί κοντά σου και ακόμα και αν απομακρυνθεί, πάλι κάπου εκεί κοντά σου θα γυρίσει. Ξέρεις πόσες νύχτες ήθελα να χτυπήσω το κεφάλι μου και να μπήξω τα νύχια μου στα χέρια μου τυφλωμένος από τη ζήλεια που η Αγγελική ήταν στην παραδομένη στα χάδια και την αγκαλιά κάποιου άλλου; Ξέρεις πόσες και πόσες φορές δεν έφτασα σχεδόν να πω “ως εδώ και μη παρέκει”; Δεν το έκανα όμως, δεν το έκανα. Και ξέρεις κάτι; Η Αγγελική ποτέ δεν έφυγε από μένα… όχι με τη θέλησή της.»

«Δε θέλω να σε χάσω, Αντώνη»

«Μη με χάσεις, τότε. Αλλά η ζωή είναι δάσος, όχι δέντρο.»

Δεν απάντησε, μόνο ήρθε προς τα μένα. Άνοιξα τα πόδια μου και κάθισε γονατιστή ανάμεσά τους. Με κοίταξε και φύσηξε στην άκρη ένα τσουλούφι που της έπεφτε στα μάτια. Έσυρε το δάχτυλό της πάνω στο στήθος μου κοιτάζοντάς το αφηρημένη. Της σήκωσα με το δάχτυλό μου το κεφάλι που είχε χαμηλώσει και την κοίταξα βαθιά στα μάτια.

Έγειρε προς το μέρος μου, έκλεισε τα μάτια της και τα χείλη της συνάντησαν τα δικά μου.


15. To be a rock and not to roll

Πέρασαν μερικές μέρες. Ήμουν σπίτι με το Ράντι και τα γατιά, η Αναστασία κατόπιν επιμονής μου είχε τελικά στείλει μήνυμα στο Στέφανο και σήμερα το απόγευμα είχαν βγει αν και επικοινωνία είχαν συχνά-πυκνά μεταξύ τους, να είναι καλά ο messenger. Δεν ξέρω αν με τρολλάρει το σύμπαν αλλά η Αμερικάνα θα ερχόταν ακριβώς στην επέτειο που έχασα την Αγγελική. Πέρσι τέτοια μέρα είχα πάρει άδεια, μια μέρα πριν, μια μέρα μετά, δεν ήθελα να δω και να ακούσω άνθρωπο. Είχα κλειστεί σπίτι κλαίγοντας, πίνοντας και καπνίζοντας, έχοντας σφιχτά αγκαλιά τον Ράντι που τότε ήταν σχεδόν 7 μηνών. Το αρκούδι μου τότε ήταν γύρω στα 70 κιλά και όρθιος σχεδόν με έφτανε στο μπόι οπότε αν μη τι άλλο είχα χορτάσει αγκαλίτσα. Ο ίδιος ένιωθε την ψυχική μου κατάσταση και μπορεί να είναι φύσει μεγάλος καραγκιόζης αλλά εκείνες τις μέρες έδινε ρεσιτάλ προσπαθώντας να με κάνει να χαμογελάσω.

Αυτά για όποιον ηλίθιο πιστεύει ότι τα ζώα δεν έχουν ψυχή. Και ψυχή έχουν και συναισθήματα έχουν και να σε καταλάβουν μπορούν και σ’ αγαπάνε αγνά και ανεπιφύλακτα. Τέλος πάντων, σε κάθε περίπτωση φέτος δεν είχα σκοπό να το επαναλάβω, θα καβαλούσαμε την Αμερικάνα και θα πηγαίναμε με την Αναστασία για ένα διήμερο στη Μονεμβάσια.

Κοίταξα το ρολόι μου, η ώρα ήταν 20:00, η Αναστασία μου είχε πει ότι θα γυρίσει γύρω στις 21:00 καθώς θα πήγαινε με τον Στέφανο για καφέ μετά τα μαθήματά της. Μην έχοντας τι να κάνω, πήρα την αρκούδα μου και κατεβήκαμε για τον καθημερινό μας περίπατο πίσω από το σταθμό του τραίνου. Έχει μεγάλη πλάκα να βλέπεις πως αντιδρούν οι περαστικοί βλέποντας το Ράντι, δεν μιλάμε για τα άλλα σκυλιά που είτε γαυγίζουν πίσω από την ασφάλεια του φράχτη ή του μπαλκονιού, είτε εξαφανίζονται μόλις τον δουν. Εξαίρεση αποτελούσε μια μεγαλόσωμη τσοπάνισσα πίσω από το σταθμό του τραίνου.

Σήμερα ήταν η μέρα του, το κορίτσι ήταν στον κήπο και ήρθε γαυγίζοντας να κάνει χαρούλες σε μένα αλλά κυρίως στο Ράντι.

«Ράντι, να και το φιλαράκι σου η Σιέρα» είπα και η αρκούδα πήγε μπροστά στα κάγκελα και έκανε χαρούλες στη φιλενάδα του. «Καλησπέρα» είπα χαμογελαστά στην ιδιοκτήτριά της.

«Μεγάλωσε κι άλλο ή είναι ιδέα μου; Καλησπέρα»

«Όχι, όχι… Απλά το καλοκαίρι τον είχα κουρέψει για να μη σκάσει και η τρίχα έχει αρχίσει να μακραίνει και πάλι»

«Τι έρωτας κι αυτός. Το ξέρεις πως ο Ράντι είναι ο μόνος με τον οποίο η Σιέρα δε χαλάει τον κόσμο; Νίκο; Νίκο;» είπε φώναξε τον άντρα της. «Ήρθε να μας βρει ο γαμπρός!». Ο άντρας της βγήκε χαμογελαστός κι εκείνος στον κήπο και χάιδεψε την κεφάλα του Ράντι.

«Μεγάλωσε κι άλλο;» ρώτησε με τη σειρά του.

«Μόλις εξηγούσα στη σύζυγό σας ότι το καλοκαίρι τον είχατε δει κουρεμένο!»

«Αλήθεια, πόσα κιλά έχει φτάσει;»

«Τώρα είναι 103, λογικά συν η πλην μερικά κιλά αυτά θα είναι τα τελικά του»

«Και περηφανευόμασταν ότι η Σιέρα είναι μεγάλη, κι’ αυτή σαν το Ράντι είναι, τσομπάνης με καυκάσιο»

«Πάντως αν δεν σκοπεύετε να τη στειρώσετε θα χαρώ πολύ να συμπεθερέψουμε. Επειδή και του λόγου του είναι ημίαιμος δεν βρίσκω να τον ζευγαρώσω.»

«Μωρέ δεν είναι ότι δε θέλουμε αλλά τι θα τα κάνουμε;»

«Μάνι-μάνι τρία θα πάρω εγώ». Ήθελα να έχω παιδί του Ράντι και η αδερφή μου μου είχε δηλώσει ότι αν ο Ράντι γινόταν μπαμπάς ήθελε κι εκείνη ένα. Επίσης ένα μου είχε ζητήσει και ο κύριος Μανώλης, ο ιδιοκτήτης του Φιντέλ, του άλλου κολλητού του Ράντι. «Πόσα κιλά είναι τώρα;»

«Εβδομήντα, ο κτηνίατρος μας είπε ότι το πολύ να φτάσει 75»

«Είναι χρονιάρα, σωστά;»

«Δεκατριών μηνών για την ακρίβεια. Δε θέλαμε να τη στειρώσουμε πριν αναπτυχθεί πλήρως και τρέμουμε τον πρώτο της οίστρο, θα γίνει εδώ της κακομοίρας, υπάρχουν πολλά αδέσποτα»

«Δεν της έχει έρθει ακόμα;» ρώτησα με απορία.

«Όχι, στα μεγαλόσωμα σκυλιά καθυστερεί, μπορεί να γίνει και 18 μηνών πριν της έρθει για πρώτη φορά. Ο κτηνίατρος μας είπε ότι αν είναι να ζευγαρώσει, καλύτερα να έχει κλείσει τα δυο της χρόνια»

«Οπότε Ράντι υπομονή» είπα χαϊδεύοντας το μούργο μου μου κούναγε πέρα δώθε την ουρά του κάνοντας χαρούλες με τη Σιέρα. «Αν δηλαδή το θέλετε»

«Τα υπόλοιπα δεν ξέρουμε τι θα τα κάνουμε. Δε θα έλεγα όχι για ένα σκυλάκι ακόμα, ο κήπος δόξα τω Θεώ είναι μεγάλος, αλλά αν κάνει 8-9 τι θα τα κάνουμε;»

«Ναι, είναι πρόβλημα αυτό. Τέλος πάντων, εγώ πάντως θα ήθελα να συμπεθερέψουμε και όπως σας είπα η στέγη για τρία από τα κουτάβια θα είναι εξασφαλισμένη.»

«Αμ εμείς δε θέλουμε; Κούκλος είναι π’ ανάθεμά τον. Δεν είναι επιθετικός, έτσι;»

«Το αντίθετο, πριν μια εβδομάδα βρήκα εδώ πιο πάνω ένα γατάκι που το είχαν στριμώξει κάτι σκυλιά σε ένα δέντρο, ήταν η πρώτη φορά που τον είδα να αγριεύει και ακόμα και τότε όταν τα άλλα σκυλιά έφυγαν με την ουρά στα σκέλια -και το ένα πρόλαβε να κατουρηθεί και πάνω του- σταμάτησε. Όχι μόνο έσωσε το γατάκι από την αγέλη, αλλά μιας και δεν μπορούσα να το αφήσω στο δρόμο, το πήρα μαζί μου και ο κύριος το έχει υιοθετήσει και προσέχει την Ιζόλδη σα τα μάτια του. Το ίδιο κάνει και με το γάτο της κοπέλας στην οποία νοικιάζω το κάτω διαμέρισμα. Με σκυλιά δεν έχει ιδιαίτερα πάρε δώσε γιατί τα πιο πολλά κόβουν ρόδα μυρωμένα όταν τον βλέπουν αλλά δεν έχει υπάρξει ποτέ του επιθετικός.»

«Τον έχετε εκπαιδεύσει;»

«Ναι, σκύλο τέτοιου μεγέθους δεν κάνει να μην τον έχεις από συνεχή εκπαίδευση.»

«Κι εμείς προσπαθήσαμε αλλά…»

«Καλά, μη νομίζετε, δεν τον εκπαίδευσα μόνος μου. Από ένα σημείο και πέρα απλά του κάνω επαναλήψεις, δε χρειάζεται κάτι περισσότερο.»

«Δε μας αφήνετε καλού-κακού τα στοιχεία σας;»

«Βεβαίως, πολύ ευχαρίστως» τους είπα και τους έδωσα το κινητό μου, το σταθερό μου και το προσωπικό μου e-mail. Αποχαιρετιστήκαμε με κάποιο ζόρι γιατί ο Ράντι ήθελε να κάτσει να κάνει χαρουμενιές στη Σιέρα και συνεχίσαμε τη βόλτα μας. Την ώρα που ανέβαινα από το δρόμο του σταθμού άκουσα να με φωνάζει η Αναστασία.

«Αντώνη; Αντώνη;»

«Γυρίσατε δεσποινίς;» τη ρώτησα χαμογελώντας της και σταματώντας μέχρι να έρθει δίπλα μας.

«Ναι, μόλις τώρα. Βγήκατε ή γυρνάτε;»

«Τώρα γυρνάμε σπίτι. Δε μου λες, έχεις φάει;»

«Όχι!»

«Ωραία, πήγαινε σπίτι σου να κάνεις ένα ντουζάκι και να αλλάξεις και έλα πάνω να φάμε παρέα. Μέχρι να ετοιμαστείς θα έχω παραγγείλει. Έχω όρεξη για μακαρονάδα σήμερα, εσύ τι θα ήθελες;»

«Δε θα έλεγα όχι για μια γαριδομακαρονάδα. Υπάρχει; Αν όχι έχω τα υλικά να φτιάξω εγώ αν έχεις διάθεση να περιμένεις.»

«Δεν είσαι κουρασμένη;»

«Γαριδομακαρονάδα θα φτιάξω, δε θα σπάσω πέτρες σε λατομείο»

«Tell you what, θα ψάξω να βρω να υπάρχει κάποιο μαγαζί που να έχει γαριδομακαρονάδα. Αν όχι θα κατέβω κάτω να σου κάνω παρέα όταν τη φτιάχνεις!»

«Deal» μου είπε χαμογελαστή και δυο λεπτά αργότερα μπήκαμε στον κήπο. Έκλεισα την πόρτα και αμόλησα τον Ράντι που πήγε τρέχοντας να πιεί νερό. Δεν έδειξε διάθεση να ανέβει πάνω μαζί μας, οπότε τον άφησα και ανεβήκαμε με τα πόδια τα σκαλιά μέχρι το διαμέρισμά της. Το δίπλα ήταν ακόμα ξενοίκιαστο, οπότε η Αναστασία με άρπαξε από το σβέρκο και κόλλησε τα χείλη της στα δικά μου. «Σ’ αγαπάω!» μου είπε και μπήκε μέσα στο διαμέρισμά της για να πάει να κάνει ντουζ και να αλλάξει. Ήξερε ότι είχα τον Τριστάνο από την ώρα που γύρισα.

Εγώ είχα το τρίτο εφεδρικό κλειδί του διαμερίσματός της, το δεύτερο το είχε δώσει στη μητέρα της η οποία μου είχε ζητήσει σθεναρά να κρατήσω το δικό μου, όταν πήγα να της τα δώσω. Ήμουν σχεδόν δυο μήνες με την Αναστασία και κάθε φορά που ανέβαινε μου χτυπούσε την πόρτα, ούτε καν το είχα σκεφτεί. Τρία κλειδιά είχα και για το δικό μου διαμέρισμα, το ένα δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ, το άλλο ήταν αχρησιμοποίητο εδώ και δύο χρόνια.

Μπήκα μέσα και πήγα στο γραφείο που είχα το laptop και το άνοιξα για να παραγγείλω. Βρήκα delivery που είχε γαριδομακαρονάδα με σάλτσα φέτας, ακριβώς αυτό που άρεσε και στην Αναστασία, οπότε παράγγειλα δύο μερίδες και μια πράσινη σαλάτα. Άνοιξα το γραφείο μου, στο συρτάρι είχα το τρίτο κλειδί. Το δεύτερο ήταν σε ένα κουτί στο χρηματοκιβώτιο, μαζί με τα ρολόγια και τα κοσμήματα της Αγγελικής. Έψαξα και βρήκα ένα μικρό κουτάκι και έβαλα μέσα το κλειδί. Το τύλιξα σε πολύχρωμο χαρτί και έβαλα και φιόγκο, θα το έκανα δωράκι σήμερα στην Αναστασία.

Αναστασία η οποία είχε βγει με ένα νεαρό καλλιτέχνη ο οποίος τη γούσταρε και τον οποίο γούσταρε κι εκείνη. Ομολογώ ότι είχα λίγη αγωνία για το πως πήγε, η Αναστασία πάντως είχε γυρίσει εξαιρετικά ευδιάθετη, το οποίο σήμαινε πως είχε περάσει όμορφα. Της έστειλα μήνυμα να ετοιμαστεί με την ησυχία της και πήγα και άνοιξα το ραδιόφωνο και το σπίτι πλημμύρισε ροκ μουσική. Επέστρεψα στο γραφείο μου με σκοπό να ψαρέψω ένα τσιγάρο για να βγω έξω να καπνίσω αλλά τελικά το μετάνιωσα, αν είχα όρεξη ακόμα μετά το φαγητό, βλέπαμε. Επέστρεψα στο σαλόνι και κάθισα στον καναπέ με τα γατιά να έρχονται και τα δύο πάνω μου. Η Ιζόλδη σκαρφάλωσε στους ώμους μου, της άρεσε πολύ να το κάνει αυτό, ενώ ο Τριστάνο κούρνιασε πάνω στα μπούτια μου και σε λίγο άκουγα χουρχουρητά σε Dolby surround ενώ το Stairway to heaven που έπαιζε από τον Rock FM είχε φτάσει στο κρεσέντο του

And as we wind on down the road
Our shadows taller than our souls
There walks the lady we all know
Who shines white lights and wants to show
That everything still turns to gold
And if you listen very hard
The tune will come to you at last
When all are one and one is all
To be a rock and not to roll

Προσπάθησα νοερά να το μεταφράσω αν και ποτέ δεν το είχα με την ποίηση.

Κυλάμε στις κατηφοριές
Σκιές πιο μακριές κι από ψυχές
Μαζί μας είναι και η κυρά
Που ανάβει φώτα λαμπερά
Για να μας δείξει οριστικά
Τα πάντα γίνονται χρυσά
Και αν ακούσεις δυνατά
Θα σου ‘ρθει ο τόνος τελικά
Όλα μαζί να ενωθούν
Βράχοι που δεν κατρακυλούν.

Ναι, δε μου άρεσε, αλλά ήταν το καλύτερο που μπορούσα να σκεφτώ, το είπα, δεν το έχω με την ποίηση. Χτύπησε το κουδούνι μου και, αφήνοντας προσεκτικά τα γατιά, πήγα να ανοίξω στην Αναστασία η οποία αφού πέρασε μέσα και έκλεισε την πόρτα με πήρε στην αγκαλιά της και με φίλησε, ενώ ταυτόχρονα ο Τριστάνο, κάνοντας σπριντ που θα έκανε τον Μπολτ να μοιάζει με χελώνα σε κρίση οσφυαλγίας, σκαρφάλωσε πάνω της.

«Σου έλειψα αντράκι μου; Σου έλειψε η μαμά;»

«Και όχι  μόνο στο αντράκι σου» της είπα ενώ ο Τριστάνο χουρχούριζε σαν κομπρεσέρ.

«Κι εσύ μου έλειψες μωρό μου»

«Παράγγειλα την γαριδομακαρονάδα και μια πράσινη σαλάτα αλλά δεν έχουν έρθει ακόμα, θέλεις μπύρα ή αναψυκτικό;»

«Αναψυκτικό, ήπια μπύρα στο Θησείο που είχαμε πάει, δεν θέλω άλλη»

«Περάσατε καλά;»

«Ναι, όμορφα ήταν» πήγε να ξεκινήσει, αλλά εκεί χτύπησε το τηλέφωνό μου, ήταν άγνωστο νούμερο.

«Παρακαλώ;»

«Ναι, ο ντελιβεράς είμαι.»

«Είμαι στον τρίτο όροφο, το κουδούνι…» πήγα να πω αλλά με διέκοψε.

«Δεν κατεβαίνετε εσείς καλύτερα; Είναι στην πόρτα ένας τεράστιος μαλλιαρός σκύλος και με αγριοκοιτάζει!»

«Εντάξει, κατεβαίνω» του είπα.

«Ποιος ήταν;»

«Ο ντελιβεράς, είδε τον Ράντι και χρειάζεται αλλαγή πάνας.»

Κατέβηκα και πήγα και πήρα το φαγητό και ο Ράντι πάλι δεν έδειξε διάθεση να ανέβει πάνω. Αφού έχει διάθεση να κάνει τον αγροφύλακα, ποιος είμαι εγώ να του χαλάσω το χατίρι; Ανέβηκα πάνω και με την Αναστασία πήγαμε στην κουζίνα για να φάμε. Είχαμε λυσσάξει και οι δύο στην πείνα, οπότε φάγαμε το φαγητό μας χωρίς πολλές-πολλές κουβέντες. Όταν αποφάγαμε καθάρισα το τραπέζι ενώ η Αναστασία πέταξε στα σκουπίδια τις άδειες συσκευασίες.

«Φόρα το μπουφάν σου να πάμε έξω, θέλω να κάνω ένα τσιγάρο»

«Ναι μωρό μου» μου είπε. Φόρεσα το πάνω μέρος της φόρμας μου που έχει μέσα γούνα και πήγα από το γραφείο μου να ψαρέψω ένα τσιγάρο και τον αναπτήρα. Βγήκαμε στο μπαλκόνι, είχε μπει για τα καλά ο χειμώνας και έκανε πολλή ψύχρα.

«Λοιπόν, πως τα περάσατε;»

«Όμορφα ήταν. Πήγαμε σε μια καφετέρια και καθίσαμε έξω, στις σόμπες, δεν ξέρω γιατί αλλά όλες ήταν φίσκα σήμερα!»

«Του αγίου Νικολάου, γαρ»

«Ναι μωρέ!»

«Την Παρασκευή θα πάρουμε τη μηχανή!»

Η Αναστασία θυμήθηκε τι μέρα είναι και έτσι αρκέστηκε στο να χαμογελάσει ενώ στην αρχή, αντιγράφοντας τη Φοίβη, πήγε να χειροκροτήσει ενθουσιασμένη. Μετά σοβαρεύτηκε και μου χάιδεψε το χέρι.

«Μακάρι να ζούσε η Αγγελική και ας έχανα το ροντέο της ζωής μου που κάνω μαζί σου»

«Το ξέρω μωρό μου» της είπα χαϊδεύοντάς την με τη σειρά μου. «Το ξέρω»

«Την αγαπούσα, την αγαπούσα πολύ»

«Κι εκείνη σε αγαπούσε, σε αγαπούσε σαν την κόρη που δε θα μπορούσε ποτέ της να κάνει»

«Αντώνη…»

«Μην το πεις, Αναστασία, μην το πεις. Στο είχα πει ξανά, κανείς δεν θα μπορέσει γεμίσει το κενό της, ο κάθε άνθρωπος μας γεμίζει με διαφορετικό τρόπο, διαφορετικό κομμάτι της ψυχής μας. Δεν είσαι η αντ’ αυτού, δεν είσαι αντικαταστάτρια, είσαι η Αναστασία, η πιτσιρίκα που γνωρίζω από τότε που ήταν παιδούλα και που με έκανε να την ερωτευτώ τόσο δυνατά όσο δεν έχω ερωτευτεί άλλη γυναίκα… ναι, αυτό που άκουσες, ούτε καν την ίδια την Αγγελική. Μη ρωτάς το τι και το πως, δέξου το ως έχει.»

«Νιώθεις τύψεις;»

«Ναι, καμιά φορά νιώθω τύψεις αλλά δεν έχει νόημα, κανένα. Ποιος μπορεί να ορίσει την ένταση των συναισθημάτων του; Δεν έδωσα λιγότερο στην Αγγελική επειδή ερωτεύτηκα εσένα με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Δεν της στέρησα, δεν της έδωσα ποτέ λιγότερο από αυτό που πραγματικά μπορούσα να της δώσω. Η Αγγελική μου όμως έφυγε και εγώ έμεινα πίσω. Έφυγε και μαζί της έφυγε και η διάθεσή μου να ζήσω. Ξέρεις γιατί άκουσα την Κλέλια και πήρα το Ράντι; Για να έχω μαζί του λόγο να συνεχίσω να ζω. Μα δε ζούσα, απλά επιβίωνα τη μια μέρα μετά την άλλη. Και μετά βρέθηκες εσύ από το πουθενά στη ζωή μου και τη γέμισες και πάλι χρώμα. Μου έδωσες τη ζωή μου πίσω Αναστασία»

«Πήγα με το κύμα, Αντώνη. Πήγα με το κύμα ελπίζοντας… ελπίζοντας ότι αυτή η έλξη που ένιωθες για μένα δε θα έμενε απλά σαρκική αλλά και έτσι να είχε μείνει, δε θα άλλαζα τίποτα απ’ όσα ζήσαμε μέχρι τώρα. Μαζί σου γνώρισα τον πραγματικό έρωτα, μαζί σου ένιωσα τον πρώτο μου πραγματικό οργασμό, μαζί σου έσπασα τα προσωπικά μου ταμπού. Μου λες ότι σου έδωσα πίσω τη ζωή σου. Εγώ σου λέω πως μου άνοιξες την πόρτα προς το μεγάλο μας προαύλιο και με πήρες μαζί σου στα πρώτα μου διστακτικά βήματα προς τον κόσμο που ανοίγεται μπρος μου»

Έσβησα το τσιγάρο και καθίσαμε για λίγο αμίλητοι. Έγειρε στην αγκαλιά μου και άρχισα να τη χαϊδεύω τρυφερά νιώθοντας μετά από καιρό βαθιά γαλήνη.

«Δεν ξέρω πως μου ήρθε αλλά τα είπα όλα στο Στέφανο»

«Όλα-όλα;»

«Όλα-όλα»

«Γιατί το έκανες αυτό;»

«Γιατί… γιατί αν θέλει να απομακρυνθεί από τη ζωή μου να έχει λόγο. Αν θέλει να μείνει στη ζωή μου να με αποδεχτεί όπως είμαι.»

«Και;»

«Και τίποτα. Με άκουσε χωρίς να σχολιάσει. Μου είπε και αυτός για τη δική του, για τα παιδικά του χρόνια, για την αγάπη του για τη μουσική, για τις σπουδές του εδώ και στο εξωτερικό, για τον Κωστή και την Ελισσάβετ, για το μέλλον που ονειρεύεται… Τελικά αυτό δεν είναι το ζητούμενο; Να έχεις κάποιον να σε ακούσει, απλά να σε ακούσει γιατί έχεις ανάγκη να μιλήσεις. Με άκουσε και τον άκουσα. Ήταν όμορφα, πολύ όμορφα!»

«Θα επαναληφθεί;»

«Ελπίζω ναι, αλλά ακόμα και αν δεν γίνει, θα το κρατήσω σαν μια όμορφη ανάμνηση, το απόγευμα που με κάποιον ουσιαστικά άγνωστό μου μοιραστήκαμε ο ένας με τον άλλον αυτά που απλά θέλαμε να πούμε σε ένα αυτί πρόθυμο να μας ακούσει.  «Το μόνο που μου είπε πως αυτό που έχει τελικά αξία στο τέλος της ημέρας, είναι να τα έχω καλά με τον εαυτό μου, γιατί αν δεν τα έχω καλά μαζί του δεν θα τα έχω καλά με κανένα.»

«Δίκιο έχει»

«Το ξέρω»

«Αλλαγή θέματος, έλα να δεις τι μου έστειλε η Φοίβη!»

«Γιατί πάμε μέσα;»

«Γιατί είναι καλύτερα στη μεγάλη οθόνη, έλα, δεν το έχω δει ακόμα, περίμενα εσένα να το δούμε παρέα!»

Πήρα το tablet που είχα ακουμπήσει στο τραπέζι και το άνοιξα και άνοιξα και το messenger. Τα δύο κατσίκια είχαν ανέβει πάνω στον ουρανό του αυτοκινήτου τους και κοιτούσαν τον Ανδρέα με μπλαζέ ύφος ενώ εκείνος τραβούσε τα μαλλιά του. Το τηλέφωνο χοροπηδούσε λίγο καθώς η Φοίβη προσπαθούσε να κρατήσει σταθερή την εικόνα ενώ ταυτόχρονα είχε σκάσει στα γέλια. Δίπλα της, επίσης ξεκαρδισμένη, ήταν μια πολύ όμορφη νεαρή κοπέλα, η οποία κρίνοντας από την ομοιότητά της με τους γονείς της, θα έπρεπε να είναι η κόρη της.

«Κούκλα είναι η κόρη της. Έτσι ήταν η Φοίβη στην ηλικία μου;»

«Περίπου στην ηλικία σου, η κόρη τους είναι τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή σου. Κατά τα άλλα δεν έχω ιδέα, αν και απ’ όσο μπορώ να διακρίνω η κόρη τους έχει πάρει και από τους δύο της τους γονείς»

«Ζήτα τους να σου στείλουν κάποια νεανική τους φωτογραφία, pleeeease?»

«Χαχαχα, εντάξει μωρό μου» είπα και πληκτρολόγησα το μήνυμα προς τη Φοίβη. Λίγη ώρα αργότερα μου έστειλε μια σκαναρισμένη φωτογραφία που είναι φανερό ότι είχε τραβηχτεί με μηχανή. «Κέρκυρα 1994» μου έγραψε στην περιγραφή. Στη φωτογραφία ήταν ο Ανδρέας στη μέση ενώ η Φοίβη τον φιλούσε στο ένα μάγουλο και μια άλλη κοπέλα τον φιλούσε στο άλλο, ξεκαρδισμένες και οι δύο στα γέλια. Όντως η κόρη της της έμοιαζε αρκετά αλλά Φοίβη στα 20 της ήταν ομορφούλα με τελείως διαφορετικό τρόπο. Η άλλη κοπέλα ήταν μια εντυπωσιακή μαυρομάλλα που θαρρείς ότι είχε βγει από σελίδα περιοδικού και υπέθεσα ότι ήταν η κουμπάρα της η Χριστιάνα.»

«Τι όμορφος που ήταν» μου είπε η Αναστασία κοιτάζοντας με ονειροπόλο βλέμμα. «Όχι ότι δεν είναι ακόμα εδώ που τα λέμε. Όμορφο ζευγάρι, πολύ όμορφο. Η άλλη κοπέλα να υποθέσω ότι είναι η κουμπάρα τους;»

«Φαντάζομαι πως ναι, αλλά να ρωτήσω» είπα και έκανα την ερώτηση προς τη Φοίβη η οποία λίγο αργότερα μου απάντησε καταφατικά.

«Αυτή και αν είναι όμορφη!» είπε η Αναστασία.

«Και δεν ήταν ζευγάρι, τρίο ήταν. Ξεκίνησαν σαν ζευγάρι, έγιναν τρίο και συνέχισαν για κάμποσα χρόνια έτσι. Και μιλάμε για μέσα του ’90, πολύ προχωρημένο ακόμα και για τους δικούς μας μοντέρνους καιρούς.»

«Δεν υπήρχε και ένας τέταρτος;»

«Ναι, ο άλλος τους κουμπάρος, αυτός που βάφτισε και τον γιο τους. Με αυτόν η σχέση ήταν πιο περιστασιακή, περισσότερο σαν friends with benefits παρά σαν ερωτικό κουαρτέτο, ή τουλάχιστον, αυτό έχω καταλάβει.»

«Μα η Χριστιάνα δεν είναι λεσβία;»

«Ναι ήταν, αν και η Φοίβη μου έχει πει πως η Χριστιάνα είχε αναπτύξει σε κάποιο βαθμό αισθήματα και για τον Ανδρέα. Ο τελευταίος είχε ζοριστεί πολύ στην αρχή με τον… Vasily, το λέγανε;»

«Νομίζω πως ναι»

«Τέλος πάντων, ο Ανδρέας είχε ζοριστεί πολύ στην αρχή και η Χριστιάνα συνέβαλλε σε μεγάλο βαθμό ώστε να καταφέρει να το ξεπεράσει.»

«Με ποιον τρόπο;»

«Δεν έχω ιδέα, φαντάζομαι ότι εκείνη ασχολούνταν μαζί του όσο η Φοίβη ασχολούνταν με το Vasily αλλά αυτά είναι καθαρή εικασία»

«Παρόλο που ήταν λεσβία;»

«Τι να σου πω μωρό μου; Η Φοίβη ισχυρίζεται ότι ο Ανδρέας καίτοι άνδρας κατάφερνε να ικανοποιεί τη Χριστιάνα, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, και η τελευταία του το ανταπέδιδε με τη σειρά της στο βαθμό που κι εκείνη μπορούσε, τουλάχιστον αυτό έχω καταλάβει. Όταν τους κατεβάσουμε κάτω το Σίμπα νο2 τους ρωτάμε, δε θα ήθελα να κάνω αυτή τη συζήτηση από το messenger.»

«Αλήθεια, πότε υπολογίζεις να γίνει αυτό;»

«Χοντρικά μέσα προς τέλη Φλεβάρη. Η μαμά του Ράντι ήταν τριών εβδομάδων τέλη Νοέμβρη οπότε λογικά στα μέσα του Γενάρη θα πρέπει να γεννήσει. Βάλε άλλες 40-45 μέρες μέχρι να απογαλακτιστούν τα κουτάβια, πέφτει κάπου εκεί»

«Ωραία, θα έχω τελειώσει και την εξεταστική»

«Και να μην την είχες τελειώσει θα μπορούσαν να κάνουν λίγο υπομονή μέχρι να την τελειώσεις. Και μιας και λέμε για κουτάβια, νομίζω ότι βρήκα υποψήφια νύφη για το Ράντι»

«Σοβαρά; Πότε; Πού;»

«Τη Σιέρα εννοώ!»

«Ποια είναι η Σιέρα;»

«Έλα μωρέ την έχεις δει, η τσοπάνισσα που του κάνει χαρές όταν πάμε βόλτες πίσω από το σταθμό»

«Α, ναι!!!! Ναι, κατάλαβα ποια λες. Έχει μια λογική, και του λόγου της μεγαλόσωμη είναι!»

«Ναι, είναι κι αυτή σαν το Ράντι από μπαμπά ποιμενικό και μαμά καυκάσια. Εγώ πάντως τους είπα ότι μάνι-μάνι τα τρία έχουν εξασφαλισμένη στέγη!»

«Τρία;»

«Ναι, ένα ακόμα για μένα, ένα για την Ειρήνη και ένα για τον κύριο Μανώλη που έχει το Φιντέλ»

«Τότε τέσσερα. Θα το επιβεβαιώσω με τη γιαγιά αλλά το καλοκαίρι μου είχε πει ότι θα ήθελε να έχει ένα σκύλο σαν το Ράντι. Χώρο δόξα τω Θεώ έχουν και με το παραπάνω.»

«Τα ποιμενικά θέλουν και περπάτημα, πώς θα κουμαντάρει η γιαγιά ή ο παππούς σου σκύλο σα τον Ράντι;»

«Με τον ίδιο τρόπο που θα το κάνει και ο κύριος Μανώλης και αυτός είναι πιο γέρος από τους παππούδες μου!»

«Δίκιο έχεις μωρέ!»

«Το ξέρω, χώρια που καλό θα ήταν να έχουν και ένα φύλακα στο σπίτι και δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερο από μια τριχωτή αρκούδα!»

«Θα κάνουν όμορφα κουτάβια… αν. Και ο Ράντι και η Σιέρα είναι κουκλιά. Βέβαια ακόμα και αν κάνουμε νύφη μας τη Σιέρα θα πρέπει να περιμένουμε σχεδόν ένα χρόνο, είναι 13 μηνών, δεν της έχει έρθει καν ο πρώτος της οίστρος ακόμα, και ο κτηνίατρος τους είπε ότι καλό θα ήταν την πρώτη της γέννα να την κάνει αφού κλείσει τα δύο της.»

«Του χρόνου τότε. Δε μου λες, για να επιστρέψουμε στο παρόν, τι ώρα θα πάμε να πάρουμε τη μηχανή;»

«Την Παρασκευή το μεσημέρι. Έχω άδεια εκείνη την μέρα, εσύ θα πάρεις από τη σημαία!»

«Ουφ ουφ… μία και σήμερα»

«Που να είχες κάνει και ελληνικά στρατά!»

«Αλήθεια, εσύ που είχες υπηρετήσει;»

«Παρουσιάστηκα Κόρινθο και μετά την ΣΕΑΠ, πέρασα την υπόλοιπη θητεία μου στην εξωτική Μποχαλία και από την οποία απολύθηκα στα τέλη του 2005.»

«Τι είναι το ΣΕΑΠ και πού είναι η Μποχαλία;»

«Σχολή εφέδρων αξιωματικών πεζικού και Μποχαλία είναι η Κως!»

«Έφεδρος ήσουν πουλάκι μου;»

«Δε βαριέσαι, λίγα μόλις χρόνια πριν 18-μηνο έκαναν οι απλοί φαντάροι. Ήταν ζόρικα στην εκπαίδευση αλλά στη μονάδα ήταν αρκετά καλύτερα. Και είχα και δικό μου σπίτι να αμαρτάνω με βρετανίδες τουρίστριες»

«Αλίμονο!»

«Χιχιχι, πηδούσα και τη γυναίκα του μαλάκα του ΕΠΥ που ήταν στο 1ο γραφείο!»

«Α, έκανες και τέτοια;»

«Αμέ. Γκομενάρα ήταν, μαλάκας ήταν, μου την έπεσε and the rest is history»

«Και τη δουλειά είχε η γκομενάρα με το μαλάκα;»

«Και αυτή μαλάκω ήταν, μη νομίζεις, αλλά από μουνί φωνάρα. Αν και καμιά δεν συγκρίνεται με σένα, να τα λέμε αυτά, σίγουρα ανήκει στην κατηγορία των top σωμάτων που έχω χαρεί. Βαθύ λαρύγγι και της είχα κάνει και τον κώλο τρομπόνι»

«Δεν σε έχω ακούσει να μιλάς έτσι για καμία»

«Έχεις δίκιο» παραδέχτηκα. «Δεν ξέρω, αυτή η κοπέλα μου έβγαζε κάτι το πολύ πρόστυχο, την είχαν περάσει όλοι οι αξιωματικοί του τάγματος και το άλλο το ζώο χαμπάρι και ήταν και στο 1ο γραφείο, τρομάρα του. Ή τουλάχιστον αυτό κυκλοφορούσε, ξέρω από πρώτο χέρι ότι είχε πάει με άλλους δύο ΔΕΑ… ταυτόχρονα.»

«Πώς το ξέρεις;»

«Από το βίντεο που είχαν τραβήξει.»

«Ωραίοι είστε, μμμμ»

«Ναι… εκείνη μου το έδειξε, μαζί και με άλλα βίντεο και φωτογραφίες. Τι να σου πω, ήταν το βίτσιο της.»

«Μαζί σου τράβηξε;»

«Ναι, τότε είχα περισσότερες καύλες από μυαλά»

«Το έχεις;»

«Το έχω, γιατί ρωτάς; Ενδιαφέρεσαι να το δεις;»

«Ναι!»

«Βρε δεν ντρέπεσαι;»

«Εδώ δεν ντράπηκες εσύ να το τραβήξεις, θα ντραπώ εγώ να το δω;»

«Οκ… θα στο δείξω αλλά τα κινητά της εποχής δεν ήταν για πολλά-πολλά, μην περιμένεις τρελή ποιότητα!»

Πήρα ξανά το tablet στα χέρια μου και έψαξα να βρω το αρχείο. Μπορεί να ήταν το πρώτο μου βίντεο αλλά δεν ήταν το τελευταίο, ειδικά από τότε που γνώρισα την Αγγελική, λίγο μετά αφού είχα απολυθεί. Βρήκα το folder αλλά η Αναστασία πρόσεξε το πλήθος των αρχείων.

«Καλά πόσα τραβήξατε;»

«Με εκείνη δύο. Τα υπόλοιπα είναι αφού γνώρισα την Αγγελική»

«Δε θέλω να τα δω αυτά»

«Ναι, το φαντάζομαι. Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να το δεις αυτό;»

«Αυτό ναι. Για να δούμε τα χαΐρια σου»

Έβαλα το βίντεο να παίζει. Κρατούσα το κινητό στα χέρια μου ενώ η Χριστίνα -έτσι την έλεγαν- ήταν γονατισμένη μπροστά της και της έκανα λαρυγγοσκόπηση. Πρόστυχα όμορφη -δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς- κοίταζε την κάμερα στα μάτια ενώ το όργανό μου χανόταν στα βάθη του στόματός μου. Της πήρε λιγότερο από δέκα λεπτά να με κάνει να χύσω και όταν τελείωσα μου άνοιξε το στόμα της για να δείξει ότι δεν είχε μείνει στάλα. Το επόμενο βίντεο ήταν και αυτό ανάλογης διάρκειας αν και είχαμε παιδευτεί κάμποσο μέχρι να βρούμε τη σωστή γωνία.

Ήταν καθισμένη στα τέσσερα και τη γαμούσα από πίσω και που και που έπεφτε και καμιά σφαλιάρα στα κωλομέρια. Το ζόρισμα της όταν μπήκα στον κώλο της δεν ήταν προσποιητό αλλά πάντα της έπαιρνε ελάχιστη ώρα για να μετατραπεί ο πόνος σε καύλα κάνοντάς την να φωνάζει σαν ξαναμμένη σκύλα. Λάτρευε να τη γαμάνε από πίσω και όσο και αν ακούγεται περίεργο -εμένα μου είχαν πέσει τ’ αφτιά όταν μου το είχε πει- δεν της το έκανε ο κερατάς παρόλο που του το είχε ζητήσει πολλές φορές.

Δεν της το έκανε ο κερατάς, της το έκαναν όλοι οι υπόλοιποι, στο βίντεο που είχε τραβήξει με τους δύο ΔΕΑ την είχαν πηδήξει με όλους τους δυνατούς τρόπους, το οποίο περιλάμβανε ταυτόχρονο γαμήσι και από της δυο της τρυπούλες. Με είχε ρωτήσει κι εμένα αν ενδιαφερόμουν για κουαρτέτο, με τους άλλους δύο ΔΕΑ και δαύτην, αλλά είχα αρνηθεί. Αν και δεν έκανα μόνο σεξ μόνο μ’ εκείνη, όσο ήμουν στη νησί, βγάζαμε μαζί τα μάτια μας τουλάχιστον μια φορά το μήνα. Κατά τα άλλα το καλοκαίρι είχα πάει με κάμποσες τουρίστριες, και όχι όλες Αγγλίδες. Μία Φινλανδή, δυο Γαλλίδες, μία Ιταλίδα, μια Ισραηλινή, πέντε Αγγλίδες και δύο Ελληνίδες, πέραν της Χριστίνας εννοώ.

All-in-all στους 12 μήνες που κάθισα στο νησί πήγα με περισσότερες γυναίκες απ’ όσες είχα πάει στα μέχρι τότε 26 χρόνια της ζωής μου. Όταν γνώρισα την Αγγελική είχα πραγματικά πιστέψει πως αυτό ήταν, έκλεισα, αλλά με εκείνην ήταν που τελικά έχασα το μέτρημα. Δεν το παίζω Σπαλιάρας αλλά πρέπει να έχω πάει με πάνω από 100 γυναίκες στη ζωή μου, οι περισσότερες αφού γνώρισα την Αγγελική.

Και μετά νέκρα για σχεδόν δύο χρόνια. God giveth, God taketh back. And then God giveth again. Να δούμε τι τίμημα θα ζητούσε πάλι ο ναρκισσιστικός μπάσταρδος. Αν και πίστευα στην ύπαρξη του Θεού όσο πίστευα στην ύπαρξη του Flying Spaghetti Monster, τον χρησιμοποιούσα για να διοχετεύσω την οργή μου για την απώλεια της Αγγελικής, αν και ο μηδενιστής βαθιά μέσα μου πίστευε ότι η ύπαρξη δεν είναι παρά ένα τυχαίο γεγονός μέσα σε ένα τυχαίο, ψυχρό και αδιάφορο Σύμπαν, και ότι ο θυμός μου είχε τόσο νόημα όσο το να θυμώνω που με έπιασε βροχή χωρίς να έχω μαζί μου ομπρέλα.

«Are you there?” άκουσα κάποια στιγμή την Αναστασία.

«Ναι, ναι εδώ…Αφαιρέθηκα.»

«Που ταξίδευες;»

«Έκανα μια μίνι αναδρομή στα πεπραγμένα μου» της απάντησα χωρίς να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες γιατί άντε να της εξηγήσω τώρα το κουβάρι των σκέψεων που ξετυλίχτηκαν με αφορμή την homemade τσόντα στην οποία πρωταγωνιστούσα. «Είναι οι μέρες» συμπλήρωσα θέλοντας να δώσω τέλος σ’ αυτή την κουβέντα.

«Πάμε μέσα να ξαπλώσουμε να σου κάνω ένα μασαζάκι»

«Δεν θα έλεγα όχι στο μασαζάκι αλλά δεν είναι λίγο νωρίς; Καλά-καλά δεν έχει πάει ακόμα 22:00»

«Θέλεις κάτι να πιείς;»

«Δε θα έλεγα όχι για μια μπύρα ακόμα.»

«Έλεγα να μας βάλω να πιούμε Rosa Regale αλλά αν θέλεις μπύρα, μπύρα»

«Ξέρεις τι; Μια χαρά μου ακούγεται»

«Πάω να βάλω» μου είπε και δίνοντάς μου ένα πεταχτό φιλάκι στη μύτη σηκώθηκε να πάει να βάλει κρασί. Όταν γύρισε και μας γέμισε τα ποτήρια θυμήθηκα το κλειδί. «Στην υγειά μας» μου είπε και σήκωσε το ποτήρι της.

«Στην υγειά μας, κοριτσάρα μου» της είπα και ήπια μια γουλιά από το γλυκό, αφρώδες κρασί, κλείνοντας τα μάτια μου και απολαμβάνοντας τη γεύση του. «Έχω κάτι για σένα» της είπα.

«Ναι; Τι;» με ρώτησε με παιδικό ενθουσιασμό που με έκανε να χαμογελάσω. Σηκώθηκα και πήγα στο γραφείο και έφερα το κουτί.

«Τι είναι αυτό;» με ρώτησε.

«Άνοιξε και θα δεις»

«Χμμμ» είπε και έλυσε την κορδέλα και ξετύλιξε προσεκτικά το χαρτί. Άνοιξε το κουτάκι και κοίταξε για μερικές στιγμές το κλειδί. «Είναι… είναι αυτό που νομίζω;»

«Ναι, είναι αυτό που νομίζεις, και είμαι τεράστιος γάιδαρος· έπρεπε να στο έχω δώσει εδώ και καιρό»

“Better late than ever” μου είπε δακρυσμένη, κρατώντας το κλειδί σφιχτά στα χέρια της, και με ένα χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. «Έχουν φάει τα γατιά;»

«Τον περίδρομο»

«Επιστρέφω αμέσως» είπε και παίρνοντάς τα γατιά στην αγκαλιά της τα πήρε για να τα πάει κάτω. Έκλεισε επιδεικτικά την πόρτα και λίγη ώρα αργότερα επέστρεψε, εγκαινιάζοντας το κλειδί. Ήρθε προς το μέρος μου και έδεσε το μαλλί της κότσο.

Oh boy!

Με βοήθησε να κατεβάσω με συνοπτικές διαδικασίες τη φόρμα και το μποξεράκι μου και έσκυψε και με πήρε στο στόμα της και άρχισε να με τσιμπουκώνει αργά και αισθησιακά. Πολύ αισθησιακά. Έγειρα πίσω και έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας την αίσθηση της γλώσσας της και των χειλιών της στο όργανό μου. Συνέχισε χωρίς βιάση και κάποια στιγμή τον έπιασε από τη βάση και τον έγλειψε από το κεφαλάκι μέχρι το σημείο που ενώνεται με τον κορμό. Και μετά ξανά αργά μέσα στο στόμα της παίζοντας με τα χείλη και τη γλώσσα της και μετά πάλι έξω. Ακούμπησα το χέρι μου απαλά στο κεφάλι της, όχι για να της δώσω ρυθμό αλλά απλά και μόνο για να το νιώσει στο κεφάλι της. Σταμάτησε για λίγο και σήκωσε το βλέμμα της προς εμένα και μου χαμογέλασε και μετά με ξαναπήρε όσο βαθιά μπορούσε και όταν της άφηνα την πρωτοβουλία των κινήσεων και δεν της έδινα εγώ το ρυθμό, μπορούσε να με πάρει πιο βαθιά στο στόμα της, κάποιες φορές σχεδόν όλο.

Γενικά μου είναι πολύ δύσκολο να τελειώσω αν δεν δίνω εγώ το ρυθμό αλλά αυτή ήταν μια από αυτές τις μαγικές φορές που το καταφέρνει η παρτενέρ μου από μόνη της, και δε συμβαίνει συχνά αυτό. Μέχρι τώρα μόνο η Αγγελική, η Αναστασία και η Φοίβη το είχαν καταφέρει και με τη Φοίβη υπήρχε και η εικόνα του να βλέπω την Αναστασία να κάνει το ίδιο στον Ανδρέα να βοηθήσει. Αυτή τη φορά το μυαλό μου είχε αδειάσει από οτιδήποτε άλλο πέραν της αίσθησης του οργάνου μου στο στόμα της. Ούτε καν χέρι δε χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει για να με φέρει στο σημείο της μη επιστροφής. Το κατάλαβε και έμεινε ακίνητη με σχεδόν όλο το όργανό μου στο στόμα της, τη στιγμή που το τελευταίο άρχισε να κάνει ηδονικούς σπασμούς πλημμυρίζοντας της το στόμα και επειδή είχαμε να κάνουμε σεξ δυο μέρες, είχε μαζευτεί μπόλικο πράγμα. Όταν κατάπιε και την τελευταία ριπή τραβήχτηκε απαλά γλείφοντάς το πάλι από την κορυφή μέχρι τη βάση του και σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε χαμογελαστή.

«Ξέρεις τι μ’ αρέσει περισσότερο; Αυτές οι κοφτές σου ανάσες, τα σιγανά σου βογκητά λίγο πριν τελειώσεις. Και μετά το όργανό σου αρχίζει να δονείται μέσα στο στόμα μου και τα βογγητά σου γίνονται πιο πνιχτά και τότε γίνεται η έκρηξη και το όργανό σου σπαρταράει και με γεμίζει. Άλλοτε αλμυρούτσικο, άλλοτε γλυκό, άλλοτε πικρίζει ελαφρά, λες και πηγαίνει ανάλογα με τη διάθεσή σου. Μ’ αρέσει να σε ικανοποιώ, λατρεύω να το νιώθω να λιώνει σχεδόν στο στόμα μου»

«Τι γεύση είχε σήμερα;»

«Γλύκιζε. Μπορεί… ουφ… η γεύση σου είναι πιο ωραία από όλους όσους έχω δοκιμάσει.»

«Κι απ’ του Ανδρέα;»

«Κι απ’ του Ανδρέα, μωρό μου. Ναι ήταν πολύ ηδονικό το σεξ μαζί του αλλά με σένα είναι τελείως διαφορετικό. Μαζί του ήταν απλό σεξ, μαζί σου είναι έρωτας. Είναι σαν τη μουσική, η ποιότητα δεν μετριέται με την ένταση ή, πιο σωστά, δεν μετριέται μόνο με την ένταση, οικονομολόγε μου· ακόμα μεγαλύτερη αξία έχει η αρμονία.»

«Η σαύρα που ζει στην αμυγδαλή μας δεν καταλαβαίνει από μουσική. Δε διαφωνώ σε τίποτα από αυτά που μου λες, μικρή μου φιλόσοφε, αλλά το απλό δε ισοδυναμεί με το εύκολο.»

«Μπορεί να μην καταλαβαίνει αλλά τιθασεύεται και, αν μη τι άλλο, αυτό το γνωρίζεις καλύτερα από εμένα.»

«Το τσιγάρο και το ποτό ποτέ δεν κόβονται, όχι πραγματικά. Όσα χρόνια και αν περάσουν, άπαξ και έχεις υπάρξει εξαρτημένος από αυτά, είσαι πάντα ένα τσιγάρο μακριά από το να το αρχίσεις και πάλι, είσαι ένα ποτήρι μακριά από το να ξανακυλήσεις στον αλκοολισμό»

«Εσύ πώς το έκοψες;»

«Δεν το έκοψα, Αναστασία, απλά το διαχειρίστηκα. Και δεν λέω, υπάρχουν αυτοί που το κόβουν μαχαίρι και δεν το ξαναβάζουν στο στόμα τους, μα ακόμα και εκείνοι, όσα χρόνια και αν περάσουν, πάντα θα απέχουν ένα τσιγάρο από το να το ξαναρχίσουν. Η σαύρα δεν σκοτώνεται, δε μπορεί να σκοτωθεί, ζει στον πυρήνα της ύπαρξής μας. Μπορείς μόνο να τη μανατζάρεις, να μην την αφήσεις να σε ορίσει. Το τι πρέπει να κάνεις είναι απλό, στο πώς θα το κάνεις κρύβεται η όλη δυσκολία»

Ακούστηκε ένα ping, ήταν από το τηλέφωνο της Αναστασίας. Σηκώθηκε, μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν γονατισμένη μπροστά μου, και πήγε και το πήρε από το τραπέζι στο οποίο το είχε αφήσει.

«Μήνυμα, από το Στέφανο»

«Τι σου λέει, αν επιτρέπεται;»

«Μου λέει ότι πέρασε πολύ όμορφα σήμερα και του άρεσε απίστευτα που μιλήσαμε ανοιχτά σα να ήμασταν παλιοί γνωστοί» είπε και άφησε το τηλέφωνο κάτω.

«Θα τον αφήσεις στο διαβάστηκε;»

«Έχεις δίκιο» είπε και πήρε το τηλέφωνο για να του απαντήσει. «Του απάντησα ότι κι εγώ πέρασα όμορφα ακριβώς για τον ίδιο λόγο» συμπλήρωσε αφήνοντας το κινητό και πάλι στο τραπέζι.

Είδαμε ακόμα ένα επεισόδιο BSG και πέσαμε για ύπνο. Μιας και την Παρασκευή είχα άδεια, κάθισα μέχρι αργά το βράδυ ώστε να κλείσω κάποιες εκκρεμότητες. Γύρω στις 19:30 πέρασε από το γραφείο μου και ο Βασίλης, είχε μείνει και του λόγου του αργά.

«Δεν έφυγες ακόμα;»

«Έχω λίγη ώρα ακόμα, μιας και θα λείπω αύριο θέλω να κλείσω όσες πιο πολλές εκκρεμότητες μπορώ.»

«Μη σε πάρει η νύχτα, πάλι, έχεις και ταξίδι αύριο!». Του είχα πει ότι αύριο θα ερχόταν η Αμερικάνα μου και πως θα πήγαινα Μονεμβάσια, αν και δεν του είχα πει ότι θα πάω με παρέα. «Αλήθεια, τι κάνει η πιτσιρίκα η νοικάρισσά σου;»

«Καλά είναι, χθες την πέτυχα την ώρα που γύριζα το Ράντι από τη βόλτα και γύριζε κι εκείνη από μια έξοδό της. Ήσυχο κορίτσι είναι, σπιτόγατα, δεν πολυγυρνάει.»

«Κι εσύ που το ξέρεις;»

«Την ξέρω από 13 χρονών και πάντοτε την έβλεπα στις διακοπές της. Προτιμούσε να κάθεται στο σπίτι της και να διαβάζει ή να ζωγραφίζει ή να παίζει και να ακούει μουσική παρά να βγαίνει έξω να παίζει με τα άλλα παιδιά ή, όταν άρχισε να μεγαλώνει, να βγαίνει έξω. Άλλωστε το καταλαβαίνω και από τα φώτα του διαμερίσματός της, φαίνονται όταν πάω βόλτα το Ράντι. Όταν λείπει είναι όλα σβηστά και σχεδόν πάντα, είτε του δωματίου της, είτε του σαλονιού, είναι αναμμένα και μη με κοιτάς έτσι, δεν είμαι stalker. Μην ξεχνάς ότι εγώ είπα στους γονείς της να νοικιάσουν το άλλο μου διαμέρισμα και το ότι θα έχω το νου μου ήταν ένα από τα selling points. Όχι ότι χρειάζεται ιδιαίτερα. Αν θες τη γνώμη μου, καλό θα της έκανε να κυκλοφορεί και λίγο, αν δε ζήσεις τη ζωή σου όταν είσαι νέος, πότε θα τη ζήσεις;»

«Ναι, βγάλε τη σκούφια της και βάρα την. Φύτουλας ήσουν και του λόγου σου!»

«Ενώ εσύ, ξημεροβραδιαζόσουν σε rave parties στη Μαλακάσα, να πούμε!»

«Τώρα μιλάμε για σένα! Λοιπόν φεύγω εγώ και όπως είπαμε, μην σε πιάσει η νύχτα πάλι»

«Εντάξει μπαμπά!»

«Καλά να περάσεις στη Μονεμβάσια!»

«Ευχαριστώ. Να δώσεις τους χαιρετισμούς μου στη Τζώρτζια!»

«Ευχαρίστως, καλό βράδυ!»

«Στο καλό!»

Γύρω στις 21:00 αποφάσισα πως αρκετά για σήμερα και μπήκα στο αυτοκίνητο και μισή ώρα αργότερα έβαλα το αυτοκίνητο στο parking. Ανέβηκα πάνω και περνώντας από το δεύτερο όροφο χτύπησα το κουδούνι της Αναστασίας αλλά δεν πήρα απάντηση. Ανέβηκα πάνω και πήγα στο σπίτι. Πήγα να αφήσω τα κλειδιά και είδα ένα σημείωμα. Το πήρα και το διάβασα.

Έχω βγάλει το Ράντι βόλτα, μην ανησυχήσεις που δεν είναι σπίτι. Λογικά μέχρι τις 21:30 θα έχουμε γυρίσει. Μιας και είμαι 1000% σίγουρη ότι δεν έχεις φάει, στο φούρνο μικροκυμάτων θα βρεις δύο χειροποίητες τορτίγιες με κοτόπουλο, και στο ψυγείο σου έχω κομμένη σαλάτα. Έχω φάει γιατί είχα λυσσάξει στην πείνα, οπότε δε χρειάζεται να με περιμένεις.

Σ’ αγαπάω!!!!

PS. Τα γατιά είναι ταϊσμένα και έχω μετρημένες τις κονσέρβες με το πατέ σολομού, μη νομίζεις ότι δεν έχω καταλάβει πως τα κακομαθαίνεις ταΐζοντάς τα πίσω από την πλάτη μου!

Το χαμόγελο μου που είχε ζωγραφιστεί αυθόρμητα στο πρόσωπό μου μετατράπηκε σε γέλιο όταν διάβασα το υστερόγραφό της. Μέχρι και την καρδούλα την είχε ζωγραφίσει με κόκκινο μελάνι. Πήγα και γδύθηκα και μπήκα να κάνω ένα γρήγορο ντουζ για να διώξω την κούραση. Μετά πήγα στην κουζίνα και έβγαλα το φαγητό από το φούρνο μικροκυμάτων και τη σαλάτα από το ψυγείο, τα οποία έφαγα συνοδεία αναψυκτικού, για κάποιο λόγο δεν ήθελα μπύρα. Όταν τελείωσα έπλυνα στα γρήγορα τα πιάτα και πήρα το κουτάκι με το αναψυκτικό που είχε μείνει και πήγα στο σαλόνι για να χαζέψω λίγο στο tablet. Δηλαδή αυτό σκόπευα να κάνω αλλά οι γάτες ήθελαν χάδια και σκαρφάλωναν πάνω μου και δε με άφηναν σε ησυχία, πιθανόν για να με καλοπιάσουν και να τους δώσω πατέ σολομού. Γέλασα και πάλι θυμούμενος το υστερόγραφό της.

Παράτησα την προσπάθεια και άφησα το tablet κάτω και πήρα το laser και παρόλο που το σπίτι έγινε Ναγκόρνο Καραμπάχ δε μου έμεινε άντερο από τα γέλια, το τράβηξα μάλιστα και σε βίντεο για να το δείξω στην Αναστασία όταν θα γύριζε. Σταμάτησα με το laser αλλά τα γατιά είχαν ξανάψει τελείως και αντί να κάτσουν τον κώλο τους, συνέχισαν να τρέχουν πάνω κάτω, κυνηγώντας το ένα το άλλο. Για φαντάσου να το έκανε αυτό ο Ράντι, δε θα έμενε κολυμπηθρόξυλο για κολυμπηθρόξυλο. Άκουσα  την πόρτα να ανοίγει και μπήκε μέσα η Αναστασία με το Ράντι, ο οποίος επελαύνοντας σαν τυφλός ρινόκερος ήρθε και πήδησε πάνω μου, πάνω που πήγαινα να σηκωθώ, με αποτέλεσμα να σκάσω πίσω στον καναπέ σαν καρπούζι, και άρχισε να με γλείφει.

«Σιγά βρε παπάρα, θα με σκοτώσεις» τον μάλωσα και ως απάντηση έλαβα ακόμα ένα μεγαλοπρεπέστατο γλείψιμο στη μούρη. «Πώς ήταν η βόλτα σας;» ρώτησα την Αναστασία όταν ο Ράντι αποφάσισε ότι ήμουν έτοιμος για να με ταχυδρομήσουν.

«Ήταν πολύ καλό παιδί!» του είπε και του χάιδεψε την κεφάλα ενώ ο Τριστάνο χοροπηδούσε προσπαθώντας να του πιάσει την ουρά που κινούνταν πέρα-δώθε. «Και είδαμε και τη Σιέρα, αμέ!»

«Τι κάνει η νυφούλα μου;»

«Μια χαρά είναι. Ήταν έξω και η κυρία Άννα, η ιδιοκτήτρια. Με ρώτησε πώς και έβγαλα εγώ το Ράντι και της είπα ότι μου το ζήτησες γιατί θα αργούσες σήμερα. Της είπα μάλιστα ότι έχουμε εξασφαλισμένη στέγη και για τέταρτο κουτάβι, αν συμπεθερέψετε, και έβαλε τα γέλια και είπε καλά, θα δούμε και αν κάνει παιδιά ελπίζει να είναι ήσυχα σαν το Ράντι και όχι σα να έχουν καταπιεί ελατήρια όπως η προκομένη η δική της.»

«Ο Ράντι όλα αυτά;»

«Ε, δεν τον ζουν όλη την ώρα όπως εμείς. Εγώ πάντως έκανα την πάπια, για σένα δουλεύω!»

«Για μένα ή για τον αχαΐρευτο τριχωτό δεινόσαυρο;»

«Both και τους δυο αμφότερους. Και δε μου λες εσύ μεσιέ, για να έχουμε καλό ρώτημα, είδες το σημείωμα που σου άφησα;»

«Ναι και στο ορκίζομαι πως τα πατέ είναι όπως τα άφησες!»

«Εγώ πάντως θα τα μετρήσω, “trust but verify” που λένε και οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι»

«Γιατί μου έγραψες σημείωμα και δε μου έστειλες μήνυμα, βρε;»

«Σάμπως και που τα στέλνω, τα διαβάζεις; Τρία σου έστειλα!»

«Εχμ…» είπα και άνοιξα το κινητό μου. «Συγνώμη μωρό μου!»

«Θα σε δείρω μετά γιατί είμαι πολιτισμένη και είναι μπροστά και τα παιδιά!»

«Τσαούσα μου εσύ. Τι ώρα γύρισες;»

«Ήρθα σπίτι στις 18:00 και είχα λυσσάξει στην πείνα, οπότε έφτιαξα στα γρήγορα τις τορτίγιες, σου άρεσαν;»

«Πολύ!»

«Μετά έκανα ένα γρήγορο ντουζάκι και διάβασμα μέχρι τις 20:00. Μίλησα μισή ώρα με το Στέφανο και βλέποντας να μην έχεις έρθει και να μην απαντάς στα μηνύματα, είπα να βγάλω εγώ το Ράντι και να σου ανεβάσω και το φαγητό για να έχεις να φας όταν γυρίσεις.»

«Γιατί δε με πήρες ένα τηλέφωνο;»

«Μου είχες πει ότι έχεις δουλειά σήμερα και ότι θα αργήσεις και βλέποντας να μην απαντάς και τα μηνύματα υπέθεσα ότι θα έπηζες και δεν ήθελα να σε διακόψω»

«Μίλησες με το Στέφανο, είπες;»

«Chat μωρέ, μου είπε για τη μέρα του, ε, και του είπα κι εγώ για τη δική μου. Του είπα ότι θα πάμε Μονεμβάσια το τριήμερο και μου απάντησε κρίμα, ήλπιζα να σας δω στο Παλένκε»

«Ε, καλά, δε θα μετακομίσουμε κιόλας!»

«Χαχαχα, αυτό ακριβώς του απάντησα!»

«Θα έχεις την ευκαιρία σου το επόμενο Σ/Κ. Έχουμε νέο ταξίδι, στη Νέα Υόρκη και θα επιστρέψω την Κυριακή, αργά το απόγευμα»

«Ουφ, και πότε φεύγετε;»

«Τετάρτη χαράματα. Δε θέλω να το σκέφτομαι, θα φτάσουμε εκεί και θα είναι πρωί, τοπική ώρα, και θα τρέχουμε και πάλι όλη μέρα»

«Καημενούλη μου. Ποιοι θα πάτε;»

«Ο Βασίλης, εγώ και η νέα διευθύντρια των operations»

«Πολλά ταξίδια»

«Και φοβάμαι πως θα πολλαπλασιαστούν, το ξέρεις ότι έχει γίνει πρόταση εξαγοράς στη μητρική»

«Η διοίκηση θα αλλάξει;»

«Μας έχουν πει πως προς το παρόν όχι, και μεταξύ μας δεν υπάρχει και λόγος, το μαγαζί πηγαίνει πολύ καλά. Από την άλλη τα συχνά ταξίδια, ειδικά από Αθήνα σε Νέα Υόρκη, είναι ένας καλός λόγος για να αρχίσω εγώ να το σκέφτομαι αλλιώς. Το οικονομικό μου έτσι και αλλιώς το έχω λυμένο εδώ και αρκετά χρόνια και δεν φαντάζομαι να έχω πρόβλημα να βρω γρήγορα κάτι άλλο, ακόμα και με λιγότερα αν χρειαστεί»

«Δεν το κάνεις για τα λεφτά, ή για να είμαι πιο σωστή, δεν το κάνεις μόνο για τα λεφτά»

«Μπορεί, ωστόσο σε διαβεβαιώ πώς ούτε από χόμπι δουλεύω, ούτε το κάνω αυτό για την ψυχή της μάνας μου»

«Το κάνεις γιατί έχεις μάθει να τρέχεις και δεν ξέρεις πως να σταματήσεις» μου είπε βαρώντας και πάλι στο δόξα πατρί.

«Ξέρεις τι; Κρίμα που δε σπούδασες ψυχολογία, θα έτρωγες με χρυσά κουτάλια!»

«Προτιμώ να ακολουθήσω το δρόμο που έχω επιλέξει και να φάω με πλατινένια!»

«Φιλόδοξη, μ’ αρέσεις!»

«Όπως λες κι εσύ, αν είναι να κάνουμε κάτι, να το κάνουμε σωστά!»

«Δε μου λες, πάμε να με δείρεις;» τη ρώτησα έχοντας καυλώσει από του πουθενά!

«I thought you’d never ask” μου είπε. «Τι θα τα κάνουμε δαύτα;» με ρώτησε δείχνοντας το Ράντι και τον Τριστάνο με την Ιζόλδη που είχαν ξαπλώσει στα πόδια του αρκούδου.

«Θα τα κλειδώσουμε έξω από το δωμάτιο!»

«Τώρα μιλάς σωστά αλλά κάτσε να κάνω ένα ντουζάκι, μία ώρα περπατούσα!»

«Θα έρθω να σου κάνω κι εγώ παρέα»

«Δεν έκανες ντουζ όταν γύρισες βρε μπίχλα;»

«Παρέα είπα ότι θα σου κάνω!»

«Κατάλαβα, δε θα με αφήσεις στην ησυχία μου!»

«Αυτό θα έλειπε, τι σόι σάτυρος θα ήμουν;»

«Έλα μου ντε;»

Πάντως έχω να δηλώσω ότι κάθισα φρόνιμος στο ντουζ. Εννοείται ότι την έτριψα από την κορυφή μέχρι τα νύχια, λατρεύω την αίσθηση του να μαλάζω τα γεμάτα σαπουνάδα στήθη της -δηλαδή όχι μόνο αυτά αλλά κυρίως αυτά- και εξίσου το απολάμβανε και η ίδια. Δεν έβρεξε τα μαλλιά της, οπότε ένα γρήγορο αλλά καλό σκούπισμα αργότερα, πήγαμε στο δωμάτιο και πέσαμε στο κρεββάτι και αρχίσαμε να φιλιόμαστε και να χουφτώνουμε ο ένας τον άλλον. Εγώ ήμουν ήδη πύραυλος και όταν έγινε και εκείνη -και μεταξύ μας, δεν της πήρε και πολλή ώρα- ξάπλωσα πίσω και ανέβηκε πάνω μου και άρχισε να κουνιέται.

Γενικά δεν είμαι ιδιαίτερα fan του lady on top αλλά με στήθη σαν τα δικά της είχα αρχίσει να αλλάζω γνώμη και, αν μη τι άλλο, όσο περισσότερο το κάναμε έτσι, τόσο μεγαλύτερη εμπειρία αποκτούσε και η ίδια, με θεαματικά αποτελέσματα. Εγώ περιοριζόμουν να της χουφτώνω και να της τσιμπάω τα στήθη και όλα τα υπόλοιπα τα άφηνα πάνω της.

«ΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ»

«Ναι μωρό μου, έτσι… έτσι… Χόρεψε πάνω μου μωρό μου, ναι… έτσι… έτσι…. ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ» είπα με πνιχτή φωνή ζουπώντας σχεδόν τα στήθη της

«Πιο δυνατά! ΑΑΑΑΧ, πιο δυνατά!»

«Πιο δυνατά θέλεις; Πιο δυνατά» της απάντησα και μάλαξα με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη τα στήθη της.

«ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ ΑΑΑΧ»

Το κάναμε πολλή ώρα έτσι και κάπου άρχισε να κουράζεται οπότε αλλάξαμε τακτική, την έβαλα να γείρει πάνω μου και κρατώντας την από τη μέση άρχισα να τη γαμάω κουνώντας τη λεκάνη μου.

«ΑΑΑΑΧ ΝΑΙ ΑΝΤΩΝΗ ΜΟΥ… ΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜ ΓΑΜΑ ΜΕ! ΓΑΜΑ ΜΕ!» Δεν της απάντησα γιατί δεν έβγαινε φωνή, μόνο κοφτές ανάσες. Ενέτεινα ακόμα περισσότερο το ρυθμό μου, και είναι αρκετά κουραστικό το ρημάδι έτσι, ώσπου κάποια στιγμή ένιωσα ότι το τέλος ήταν κοντά, πάνω που κόντευα να τα παίξω τελείως.

«ΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩΩ ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩΩΩ» φώναξα βρίσκοντας επιτέλους τη μιλιά μου.

«ΝΑΙΙΙΙΙ ΧΥΣΕ ΜΕ… ΑΑΑΑΧ ΧΥΣΕ ΜΕ ΜΩΡΟ ΜΟΥ… ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩΩΩΩ ΧΥΝΩΩΩΩ»

Συνήθως όταν αρχίζω να χύνω σταματάω τελείως αλλά αυτή τη φορά δε σταμάτησα να κινούμαι ακόμα και όταν άρχισαν οι πρώτοι ηδονικοί σπασμοί καθώς είχε αρχίσει να χύνει και η ίδια και δεν ήθελα να την κόψω και δε σταμάτησα παρά μόνο όταν άδειασα τελείως μέσα της. Όσο πάλευα ακόμα να βρω τις ανάσες μου, η Αναστασία τραβήχτηκε και ξάπλωσε ανάσκελα δίπλα μου κοιτάζοντας το ταβάνι.

«Ταβανοθεραπεία;» την πείραξα.

«Σουτ, μιλάω με το Θεό τώρα!»

«Χαίρομαι που σου άρεσε!»

«Εγώ να δεις πως χάρηκα!» μου είπε και γύρισε προς τα μένα.

«Είμαστε μια χαρούμενη ατμόσφαιρα, είμαστε!»

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»

«Αυτό!»

«Δε σου μιλάω, είμαι θυμωμένη μαζί σου!»

«Τι έκανα πάλι;»

«Πας ταξίδια στις Αμερικές χωρίς άδεια. Ποιος σου έδωσε άδεια; Ε;»

«Κάπως πρέπει να βγάλουμε το παντεσπάνι μας, μωρό μου. Τι να πω εγώ που θα εργάζομαι σκληρά τις ώρες που εσύ θα γκομενίζεις στο Παλένκε;»

«Θα εργάζεσαι σκληρά Σαββατιάτικα;»

«Α, δεν αρνείσαι λοιπόν ότι θα γκομενίζεις το Παλένκε!»

«Θα ζήσω ελεύθερο πουλί, κι όχι κορόιδο στο κλουβί, για μια μονάχα αρσενικιά να κελαηδάω! ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»

«I have created a monster!”

«Θα σου ανοίξω το κεφάλι, αυτό έχω να δηλώσω!»

«Εσύ θα γκομενίζεις, η δική μου κεφάλα πρέπει να ανοίξει;»

«Ναι! Ακούς εκεί θα γκομενίζω!»

«Θα κλειστείς στο σπίτι να πλέξεις την κάλτσα του οικονομολόγου;»

«Όχι, θα κλειστώ σπίτι να σου πλέξω ένα σκουφί για να μη φαίνονται τα καρούμπαλα όταν αρχίσω να σε κοπανάω με την κουτάλα! Και μετά θα πάω Παλένκε. Και μετά θα επιστρέψω σπίτι για να συνεχίσω το πλέξιμο!»

«Ξέρεις να πλέκεις;»

«Ευκαιρία να μάθω!»

«Και με σκουφί για να μην φαίνονται τα καρούμπαλα θα ξεκινήσεις;»

«Από κάπου δεν πρέπει να ξεκινήσω; Θα είναι και πρακτικό!»

«Μωβ μαλλί να πάρεις τότε!»

«Με τρολλάρεις, Αντωνάκη;»

«Καθόλου, μου αρέσει το μωβ!»

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»

«Όταν έχεις επιχειρήματα, έχεις επιχειρήματα!»

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» μου έκανε ακόμα μία φορά και μου γύρισε την πλάτη. «Σου γύρισα την πλάτη, για να μάθεις!»

«Ναι, κάτι κατάλαβα!»

«Δε σου μιλάω!»

«Έπαψες και να μας χαιρετάς, μίλα μας και μη μας αγαπάς» της τραγούδησα.

«Όχι, μη!»

«Είπες ότι δε μου μιλάς! Ευκαιρία, μιας και θα έχει ησυχία, να θυμηθώ το ρεπερτόριό μου»

«Αφενός αυτός λέγεται εκβιασμός και αφετέρου αν αρχίσεις να τραγουδάς δε θα έχει ησυχία»

«Εξακολουθείς να μου μιλάς!»

«Δε σου μιλάω!»

«Μου μιλάς, δε σου μιλάω, έχε γεια, πλάτη γυρνάω, και το δρόμο μου τραβάω, στο κρεβάτι τραγουδάω, στο κρεβάτι τραγουδάω, έχε γεια πλάτη γυρνάω, μου μιλάς δε σου μιλάω, μου μιλάααααας, μου μιλάααααας!»

«Θεοί, δώστε μου δύναμη»

«Παραδίνεσαι;»

«Ποτέ!»

«Παραδώσου λοιπόν, άνευ όρων μωρό μου, μην προβάλεις αντίσταση μπορεί, να κουφαθείς!»

«ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» μου είπε γυρίζοντας και η αλήθεια είναι ότι με πήραν και λίγα σκάγια.

«Σ’ αγαπάω»

«Κι εγώ μωρό μου»

«Και σε λίγες ώρες θα έχουμε και τη μηχανή!»

«Ναιιιιιιιιιιιιιιι! Και θα πάμε και ταξιδάκι»

«Και θα πάμε να πάρουμε και δύο νέα κράνη, full face. Κάτσε, πάω να σου φέρω το tablet να στα δείξω» της είπα και πετάχτηκα στο σαλόνι και έφερα το tablet για να της δείξω αυτά που είχα κατά νου. «Τι προτιμάς, μαύρο ή άσπρο ή ανθρακί;»

«Το ανθρακί αλλά γιατί να πάρουμε καινούργια;»

«Πέραν του ότι είναι full face με υποσιάγωνο και προστατεύουν όλο το κεφάλι, έχουν sun visor και αντιθαμβωτική μεμβράνη, έχουν και δυνατότητα ενδοεπικοινωνίας μέσω Bluetooth οπότε θα μπορούμε και να μιλάμε.»

«Ακριβά είναι!»

«Δεν κάνεις τσιγκουνιές στο κράνος και μη σε απασχολεί το οικονομικό»

«Όλο εσύ πληρώνεις ρε Αντώνη, κάπου αισθάνομαι άσχημα!»

«Εγώ είμαι οικονομικά ανεξάρτητος και έχω περισσότερα χρήματα απ’ όσα ξέρω τι να τα κάνω, εσύ δεν είσαι.»

«Έχω κι εγώ αρκετά στο λογαριασμό μου και ας μην είμαι ανεξάρτητη»

«Και θα παραμείνουν εκεί και εδώ τελειώνει η συζήτηση. Κοίτα Αναστασία μου, στάθηκα τυχερός να έχω μια δουλειά που μπορεί και καλύπτει και με το παραπάνω τον τρόπο ζωής που έχω επιλέξει. Δεν το κάνω για να σε κρατάω δίπλα μου γιατί πρώτα και κύρια δεν είσαι τέτοιος άνθρωπος. Θα έκανα το ίδιο, είτε μόνος είτε και παρέα. Αναστασία, μήπως σε ρώτησε ο Στέφανος αν είμαι sugar daddy?»

«Αν είχε κάνει κάτι τέτοιο θα του είχα κόψει και την καλημέρα, αφού πρώτα μας είχε ακούσει όλο το Θησείο.»

«Οπότε σταμάτα να το σκέφτεσαι. Έχω συγκεκριμένο τρόπο ζωής και εσύ έγινες μέρος της. Δεν άλλαξα κάτι από αυτά που έκανα, απλά ξαναβρήκα έναν άνθρωπο που μοιράζεται ένα κομμάτι της, με όλα της τα θετικά και όλα της τα αρνητικά.»

«Σ’ αγαπάω!»

«Το ξέρω, μπούφο, κι εγώ σ’ αγαπάω!»

«Ώρες-ώρες, είμαι»

«Ώρες-ώρες, είσαι!- Αναστασία μου, κλείνουν τα μάτια μου!»

«Από τώρα;» είπε και κοίταξε το ρολόι της. «Καλά-καλά δεν έχει πάει 22:30»

«Κουραστική μέρα»

«Εντάξει Αντώνη μου. Εγώ δε νυστάζω ακόμα, θα διαβάσω λίγο kindle»

«Έλα φιλάκι» της είπα και την έσφιξα πάνω μου και της έδωσα ένα τρυφερό φιλί. «Καληνύχτα κοριτσάρα μου»

«Καληνύχτα μωρό μου»

Έπεσε ο γενικός, όχι αστεία. Ούτε για κατούρημα δεν σηκώθηκα, και τον τελευταίο καιρό σπανίζουν αυτές οι νύχτες, με αποτέλεσμα να ξυπνήσω στις 09:00 με τη φούσκα μου να κοντεύει να σπάσει. Άφησα την Αναστασία να συνεχίσει τον ύπνο της και σηκώθηκα. Όταν τέλειωσα και με το πλύσιμο των δοντιών πήγα να βάλω φαγητό στο Ράντι και τα γατιά. Ο Ράντι ήταν στη βεράντα, μάλλον το βράδι κλαψούρισε στην Αναστασία για να τον βγάλει έξω. Αν και κυκλοφορεί στο σπίτι ελεύθερα, γενικά προτιμάει το έξω, και λογικό είναι με την τρίχα που έχει. Μου χτύπησε με το πόδι το τζάμι για να του ανοίξω να μπει μέσα. Του άνοιξα και μπήκε κουνιστός και λυγιστός και πήγε στο πιάτο του και έπεσε με τα μούτρα στο barf, ενώ τα γατιά είχαν πέσει στο πατέ τους σαν να μην υπήρχε αύριο.

Τη μηχανή θα πηγαίναμε να την πάρουμε το μεσημέρι αλλά πριν πάμε στην αντιπροσωπία, είχαμε να πάμε να πάρουμε και τα κράνη, αν και αγοράζω από το internet, κράνος δεν παίρνεις χωρίς να το δοκιμάσεις στο κεφάλι σου. Θα επιστρέφαμε σπίτι και θα πήγαινα το Ράντι στην Ειρήνη. Της είχα πει ότι η Αναστασία θα πήγαινε και αυτή το ΣΚ Θεσσαλονίκη να δει τους δικούς της, οπότε την αγγάρεψα το Σάββατο και την Κυριακή το πρωί να έρθει να ταΐσει τις γάτες, οπότε θα έπρεπε και η Αναστασία να μαζέψει ό,τι δικό της κυκλοφορούσε ελεύθερο στο σπίτι για να μη μας πάρουν χαμπάρι. Θα φεύγαμε γύρω στις 17:00 και, καλώς εχόντων των πραγμάτων, γύρω στις 21:00 θα ήμασταν στη Μονεμβάσια.

Το δωμάτιο είχε τζάκι απέναντι από το κρεβάτι και βεράντα με θέα που σκοτώνει και μου είχε φανεί παραδόξως φθηνό γι’ αυτά που προσφέρει. Επίσης ήταν κοντά στην είσοδο του μεσαιωνικού χωριού οπότε δε θα είχαμε και πολύ περπάτημα από το σημείο που θα αφήναμε τη μηχανή και δεν είναι ότι θα μετακομίζαμε κιόλας, αλλά με το Tetris που έπαιζε η Αναστασία με το πακετάρισμα την είχε φοβηθεί το μάτι μου.

Παράγγειλα καφέ και για τους δυο μας, δεν θα την άφηνα να κοιμηθεί πολύ γιατί είχαμε να κατέβουμε να πάρουμε και τα νέα κράνη, και πήρα το tablet μου και κάθισα στο σαλόνι για να χαζολογήσω. Τελικά δε χρειάστηκε να την ξυπνήσω, ξύπνησε από μόνη της όταν χτύπησε το κουδούνι και μέχρι να αφήσω στο σαλόνι τους καφέδες που είχαν έρθει, ήρθε και με βρήκε.

«Καλημέρα μωρό μου» μου είπε νυσταγμένη και ήρθε και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί.

«Καλημέρα σουσουραδίτσα. Έχω πάρει καφεδάκι, πήγαινε να ρίξεις λίγο νερό στο πρόσωπό σου και μετά έλα να πιούμε τα καφεδάκια μας γιατί έχουμε να πάμε να πάρουμε και τα κράνη.»

Λίγη ώρα αργότερα επέστρεψε ντυμένη με τη φόρμα της και κάθισε δίπλα μου στον καναπέ.

«Τι ώρα θα πάμε να πάρουμε τη μηχανή;»

«Στις 13:00 μου είπαν. Θα πάω το Ράντι στην Ειρήνη και του λόγου σου νεαρή, θα πρέπει να μαζέψεις ό,τι δικό σου κυκλοφορεί ελεύθερο μην το δει η Ειρήνη όταν θα έρθει να ταΐσει τις γάτες και έχουμε άλλα.»

«Αφενός δεν πετάω ρούχα αριστερά και δεξιά και αφετέρου έχεις ολόκληρο playroom, τα ρούχα μου είναι το πρόβλημα;»

«Ναι, δεν μπαίνει εκεί. Ουφ, δίκιο έχεις μωρέ, ώρες-ώρες γίνομαι παρανοϊκός»

«Και έπειτα ακόμα και αν έβλεπε πώς θα ήξερε ότι είναι δικά μου;»

«Μπορεί να άρχιζε τις ερωτήσεις και δεν έχω διάθεση. Κάθε φορά που βλεπόμαστε γίνεται η ίδια κουβέντα, πότε θα συνεχίσεις εσύ τη ζωή σου και τα ρέστα»

«Τρως ξύλο ε;»

«Βαριά κουβέντα είπες!»

«Μωρέ τερμίτη σ’ έχει κάνει!»

«Έχε υπόψη σου ότι θα πάρω μαζί μου paddles, flogger και clips! Μη με κάνεις να πάρω και το whip!»

«Βάρβαρε!»

«Σε μεσαιωνικό χωριό πάμε, να είμαστε στο κλίμα!»

«Θα μου κάνεις τον Ντε Τορκεμάδα;»

«Δεν τον γνωρίζω τον κύριο»

«Ιεροεξεταστής»

«Όχι, εγώ κάνω ανίερα πράγματα πάνω σου» της είπα και της τσίμπησα τη ρώγα που πέταγε κάτω από το μπλουζάκι της. Και μετά τη χούφτωσα και άρχισα να της μαλάζω το στήθος.

«Νομίζω ότι μου βάζεις χέρι!»

«Ιδέα σου είναι» της είπα και της άφησα το στήθος και της έπιασα το κεφάλι.

«Χμμμ» είπε

«Είδες τι δυνατή που είσαι στο σταυρόλεξο;» της είπα κατεβάζοντας λίγο το παντελόνι της φόρμας και το μποξεράκι. Ένιωσα για μερικές στιγμές άβολα όταν πήρα χαμπάρι ότι τα γατιά μας κοιτούσαν που με τσιμπούκωνε αλλά το έσπρωξα στο πίσω μέρος του μυαλού μου και επικεντρώθηκα στην αίσθηση, ενώ το χέρι μου της έδινε ρυθμό. Δε μου πήρε πολλή ώρα να τελειώσω και η μικρή σηκώθηκε μόνο όταν βεβαιώθηκε ότι τον είχε κάνει λαμπίκο.

«Ούτε ένα καφέ δε με άφησες να πιώ με την ησυχία μου, έκφυλε!»

«Ναι, τα κάνω κάτι τέτοια» της είπα και τη φίλησα στο στόμα.

Μετά το πρωινό μας κατεβήκαμε στο κέντρο για να πάμε στο κατάστημα που είχε τα κράνη που μας ενδιαφέραν. Η αλήθεια ήταν ότι το φόρεμα ήταν λίγο ζόρι αλλά όταν έμπαινε το κράνος ήταν εξαιρετικά βολικό. Είχαμε πάει με τη μηχανή για να μπορέσουμε να τα δοκιμάσουμε και στο δρόμο οπότε γυρίσαμε από την εθνική και όταν αραίωσε η κίνηση μετά τον κόμβο της μεταμόρφωσης άνοιξα τη μηχανή μέχρι τα 150, δέκα χιλιόμετρα κάτω από την τελική της Αμερικάνας μου. Τα κράνη συμπεριφέρθηκαν άψογα.

«Μ’ ακούς;» τη ρώτησα

«Καθαρότατα!»

«Μπορούμε και να μιλάμε και φυσικά να ακούμε και μουσική, είτε από τα τηλέφωνά μας, είτε από το player»

Φτάσαμε Κηφισιά οπότε την άφησα να πάει να μαζέψει τι ήθελε να πάρει μαζί της στο ταξίδι και φόρτωσα το Ράντι στο αυτοκίνητο και πήγα και τον άφησα στην Ειρήνη. Παρόλο που τα παιδιά ήταν στο σχολείο σήμερα δεν είχα δράματα από το Ράντι όταν πήγα να φύγω. Με κοίταξε βέβαια αποδοκιμαστικά -αυτό θα έλειπε- αλλά δεν είχε και το βλέμμα της λυπημένης θλίψης που είχε τις άλλες φορές. Άφησα το κλειδί στην Ειρήνη για να μπορέσει να πάει το Σάββατο και την Κυριακή να ταΐσει τις γάτες και γύρισα Κηφισιά να βγάλω κι εγώ τα ρούχα που ήθελα να πάρω μαζί μου για να μου τα πακετάρει η Αναστασία. Πώς και πώς περίμενα να περάσει η ώρα να πάμε να πάρουμε τη μηχανή.

Στις 13:00 ακριβώς ήμασταν στην αντιπροσωπία και όταν τελειώσαμε με τα διαδικαστικά ήμασταν έτοιμοι να καβαλήσουμε για πρώτη φορά τη μηχανή.

«Αντώνη, γιατί πήρες αυτούς τους σάκους αφού έχει τρεις μπαγαζιέρες;»

«Είναι εσωτερικοί σάκοι για τις μπαγαζιέρες, για να μην τις βάζουμε και τις βγάζουμε.»

«Θα τις βάλουμε τώρα;»

«Όχι, τώρα απλά θα τις καταχωνιάσουμε μέσα και θα τα ταχτοποιήσουμε στο σπίτι». Την πρώτη στάση την κάναμε πολύ γρήγορα για να βάλουμε βενζίνη. «Λοιπόν, πώς σου φαίνεται;»

«Σα να κάθομαι σε πολυθρόνα. Όχι ότι έχω παράπονο από τη Vulcan αλλά Αντώνη μου, η αίσθηση δε συγκρίνεται»

«Λογικό είναι καρδούλα μου, αυτή η μηχανή είναι για ταξίδια ενώ η άλλη είναι για την πόλη. Λοιπόν, έχω μια ιδέα, γουστάρεις να πάμε μέχρι τη Χαλκίδα;»

«Αμέ!!!!»

Μία ώρα αργότερα ήμασταν εκεί. Το πρώτο μικρό ταξίδι και το απόγευμα θα είχε δεύτερο. Ωστόσο το πραγματικό test για το ταξίδι προς το βορειότερο σημείο της Ευρώπης θα γινόταν στο νησί που βρίσκεται στο νοτιότερο, όταν θα κατεβάζαμε τον Σίμπα νο.2 στη Φοίβη και τον Ανδρέα.

Ανυπομονούσα και για τα δύο!