Κατάπια.
Δεν κατάφερα να πνίξω την αηδία που μου προκάλεσε.
Αλλά κατάπια. Πάλι.
Γιατί το έκανα αυτό στον εαυτό μου; Γιατί;
Η πειραχτική φωνή του Γ. με έβγαλε από τις σκέψεις μου
«Έλα, μην κάνεις έτσι, δε θα σου κάτσει στο στομάχι.»
Ήθελα να τον πνίξω.
Αλλά τι μου φταίει αυτός; Εγώ κατάπια, ας τα έφτυνα. Αλλά όχι και να μου πουλάει και πνεύμα ο κύριος από πάνω!
«Για σένα μια χαρά είναι, ας το έκανες κι εσύ να σ' έβλεπα»
«Και ποιος σου είπε ότι δεν το έχω κάνει;» ρώτησε σε σοβαρό τόνο.
«Πλάκα μου κάνεις, έτσι;»
«Είμαι σοβαρός σαν έμφραγμα του μυοκαρδίου» μου είπε.
Σοβαρολογούσε!
Έμεινα να τον κοιτάω με ανοιχτό το στόμα.
«Σε σόκαρε;» με ρώτησε με ακαδημαϊκό ενδιαφέρον.
Να πω ότι περίμενα να ακούσω τέτοιο πράγμα θα ήμουν μεγάλη ψεύτρα. Δεν ήταν η πράξη καθαυτή, δεν είμαι τόσο οπισθοδρομική, αλλά ο τρόπος που το είπε τόσο ελαφρά την καρδία. Δεν ακούς και κάθε μέρα το... χμμμ... το αγόρι σου (?????) να σου λέει ότι έχει κάνει πίπα και ότι έχει καταπιεί.
Πού έμπλεξα;
Όχι, δεν με πειράζει που το έκανε. Αλλά...
Συγκεντρώσου. Ειλικρίνεια δεν ζήταγες πάντα; Ειλικρίνεια πήρες.
«Δεν... όχι... Δεν... δεν περίμενα να ακούσω κάτι τέτοιο» του είπα.
«Να το ξεπεράσεις» μου είπε.
Τι να ξεπεράσω; Πραγματικά αυτό που με σόκαρε ήταν η άνεση με την οποία μου το είπε, όχι το γεγονός καθαυτό.
«Δεν...»
Τι "δεν» ρε Χ. μάλωσα τον εαυτό μου.
Ο Γ. δεν είπε τίποτα. Έστριψε ένα τσιγάρο και το άναψε. Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και φύσηξε τον καπνό κατά πάνω μου.
Αν ήταν αυτό τιμωρία, την άξιζα. Δε μου ομολόγησε κάποιο έγκλημα, η αντίδρασή μου ήταν απαράδεκτη. Προσπάθησα να το μπαλώσω.
«Δεν... Δεν ήταν η πράξη που με σόκαρε. Ήταν... ήταν η άνεση με την οποία αναφέρθηκες σ' αυτό σαν να μην τρέχει τίποτα".
Απάντησε αμέσως.
«Αν δεν σε σόκαρε η πράξη τότε γιατί σε σόκαρε η αποκάλυψή της;»
Δίκιο είχε. Ο Γ. είναι αυτός που είναι, έκανε αυτό που ήθελε and the world be damned!
«Δεν σε κρίνω... απλά... απλά...»
«Απλά, τι;»
Ξεκόλλα είπα μέσα μου. Ξεκόλλα.
«Σου άρεσε;» τον ρώτησα. Δεν το έκανα για να κερδίσω χρόνο, ειλικρινά!
«Γιατί θα το έκανα αν δε μου άρεσε;»
Έλα ντε; Γιατί να κάνεις κάτι αν δε σου αρέσει;
Γιατί κατάπια;
Ο Γ. εξέλαβε τη σιωπή μου αλλιώς.
«Έλα, πες το.»
«Δεν έχω να πω κάτι. Με γεια σου με χαρά σου. Αιφνιδιάστηκα, απλά, αιφνιδιάστηκα» του είπα ειλικρινά.
«I'll take your word for it» είπε και συνέχισε να καπνίζει αρειμανίως.
Το έσβησε και άρχισε να ντύνεται. "Έλα, ντύσου να φύγουμε» είπε.
Ένιωσα χρησιμοποιημένη. Με έφερε εδώ, πήρε αυτό που ήθελε και... και...
«Και τι;» ρώτησε το άλλο μισό του εαυτού μου; "Δε σε άφησε παραπονεμένη, πόσο καιρό είχαν να σου κάνουν στοματικό;»
«Με έφερες εδώ στις ερημιές να με γλεντήσεις και τώρα που πήρες αυτό που θες αμέσως να φύγουμε;» τον ρώτησα και καλά πειραγμένη αλλά με τόνο που έδειχνε ότι αστειεύομαι.
«Ακριβώς» μου απάντησε.
Αλλά ο τόνος του δεν ήταν παιχνιδιάρικος, ήταν σοβαρός.
Αναστέναξα και άρχισα να ντύνομαι κι εγώ. Στο μεταξύ ο Γ. είχε ήδη κάτσει μπροστά. Βγήκα κι εγώ έξω και πέρασα στο μπροστινό κάθισμα.
«Θα με πας σπίτι;» ρώτησα αφηρημένα.
«Ναι, αλλά θα κάνουμε μια παράκαμψη. Θα περάσουμε πρώτα από το δικό μου να αλλάξω ρούχα, μην σκάσω αύριο στη δουλειά με το κουστούμι που ήμουν στο πάρτι και μετά θα πάμε σπίτι σου.»
Ειλικρινά δεν το περίμενα αυτό.
«Θα... θα έρθεις σπίτι μου;» τον ρώτησα παρά το γεγονός ότι ως αιφνιδιασμός ήταν από τους ευχάριστους!
«Εκτός και αν δε θέλεις» μου είπε.
Βιάστηκα να απαντήσω μπερδεύοντας τις λέξεις
«Όχι! Ναι, εννοώ... ναι, θέλω να έρθεις!»
«Πώς κάνεις έτσι μωρή;» μάλωσα τον εαυτό μου.
Χωρίς να πει άλλη κουβέντα έβαλε μπρος και ξεκίνησε.
Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής δε μιλούσαμε. Είχε βάλει ένα CD με rock μπαλάντες και σιγοτραγουδούσε τους στίχους τους.
Παρόλο που τον κοίταζα δε γύρισε να με κοιτάξει ούτε μια φορά.
Τι θέλω από αυτόν τον άνθρωπο;
Ήταν ο ίδιος, πάντα ο ίδιος. Στη μία μέρα που ήμασταν μαζί-
Είμαστε μαζί;
Πόσο "μαζί» είμαστε; Εγώ ήθελα...
Τι ήθελα; Τι θέλω; Τι σκατά θέλω;
Μέχρι να τελειώσω το διδακτορικό μου οι προτεραιότητές μου ήταν καθορισμένες. Οι σχέσεις...
Έκανα σχέσεις αλλά δεν... δεν αφοσιωνόμουν. Δεν ήθελα να μονάσω αλλά όταν έχω ένα στόχο μένω αυτιστικά προσηλωμένη σε αυτόν και σχεδόν οτιδήποτε άλλο δεν έχει σημασία. Δεν το έκρυβα, ποτέ δεν το έκρυψα και οι σχέσεις που έκανα απλά δεν δούλευαν. Είτε δεν άντεχαν τον πραγματισμό μου είτε δεν άντεχαν εμένα.
Ο Γ. ήταν αλλιώς. Δεν μ' αρέσει να τσουβαλιάζω αλλά... αλλά μέχρι σήμερα το μυαλό μου έδειχνε είτε να τρομάζει είτε να απωθεί τους άντρες με τους οποίους είχα σχετιστεί. Ο Γ. αντιθέτως το θαύμαζε, δεν έχανε ευκαιρία να μου το λέει.
Θυμάμαι τι είχε πει σε μια συνάντηση.
«Λοιπόν, καλά μου παιδιά, ας το σκεφτούμε καλά το Σ/Κ και τα ξαναλέμε τη Δευτέρα που η Χ. ως συνήθως θα μας κάνει να νιώσουμε ομαδικώς κρετίνοι»
Και μου είχε χαμογελάσει και το χαμόγελό του ήταν ειλικρινές. Μετά μου είχε κλείσει παιχνιδιάρικα το μάτι κι εγώ είχα γίνει κόκκινη ενώ όλοι οι υπόλοιποι χαμογελούσαν.
Ψεύτικα...
Όλοι ψεύτικα, εκτός από τον Γ.
Πώς να μην την έχω δαγκώσει μαζί του;
Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά στην συνειδητοποίηση πως δεν με γοήτευε απλά, όοοοχι, είχα αρχίσει να τον ερωτεύομαι!
Πανάθεμά τον και αυτόν κι εμένα.
Ούτε που κατάλαβα πότε φτάσαμε έξω από το σπίτι του.
«Επιστρέφω αμέσως» μου είπε και κατέβηκε, ευτυχώς χωρίς να με προσκαλέσει. Μπορεί να έπεφτα σε κανένα δικό του και δεν είχα απολύτως καμία όρεξη.
Είχε νυχτώσει και είχε ησυχία αν εξαιρέσεις τους ήχους του δάσους στη γλυκιά ανοιξιάτικη βραδιά.
Ένιωσα το στομάχι μου να γουργουρίζει, δεν είχαμε φάει τίποτα.
Γούστο θα έχει να θέλει να του μαγειρέψω σκέφτηκα και ξαφνικά τρομοκρατήθηκα στη σκέψη. Δεν είναι ότι δε μαγειρεύω αλλά δεν είναι και το φόρτε μου. Έχοντας πρόχειρο το εστιατόριο της Εταιρίας, μόνο τα σαββατοκύριακα μαγείρευα και αυτό μόνο αν είχα διάθεση.
Και δεν είχα πάει και για ψώνια, στο ψυγείο είχα μόνο φρούτα και λαχανικά για σαλάτα που φτιάχνω μερικές φορές το βράδυ.
Ενώ έκανα αυτές τις ευχάριστες σκέψεις ο Γ. γύρισε και μπήκε στο αυτοκίνητο.
«Συγνώμη που άργησα, τα σκυλιά μου δε με άφηναν να φύγω.»
«Δεν πειράζει» του είπα χαμογελώντας. Μου αρέσουν τα σκυλιά αν και ποτέ δεν είχα κάποιο δικό μου. Ο Γ. μου είχε πει ότι δεν υπήρξε εποχή στη ζωή του που να μην έχει τουλάχιστον ένα σκύλο.
«Πεινάς κοριτσάρα μου;» με ρώτησε
«Ναι» του είπα κάπως διστακτικά.
«Θαυμάσια. Θα σε βγάλω για ρομαντικό δείπνο» μου είπε παιχνιδιάρικα.
Θυμάμαι τι γέλιο είχα κάνει όταν μου είχε πει μια ιστορία του στο messenger περί ρομαντικού δείπνου.
«Σουβλάκια ε;» του είπα με ανακούφιση που δεν μπόρεσα να κρύψω. Γύρευε τώρα αυτός τι θα βάλει στο μυαλό του.
«Με τζατζίκι και πολύ κρεμμύδι και γλωσσόφιλα μέχρι να πέσουμε ξεροί.»
«Έχω βάλει στο στόμα μου και χειρότερα» του είπα πειρακτικά.
Με κοίταξε παιχνιδιάρικα αλλά... αλλά το πρόσωπό του έλαμπε. Δεν τον είχα δει ποτέ να λάμπει έτσι!
«Κι εγώ, πιάσε κόκκινο» είπε και με ακούμπησε στο πρόσωπο.
Έβαλα τα γέλια και αμέσως με ακολούθησε.
Ήταν τόσο όμορφα.
Όταν φτάσαμε σπίτι πέσαμε να φάμε σαν λύκοι.
Όταν τελειώσαμε πήγα να πλύνω τα δόντια μου. Δυστυχώς δεν είχα δεύτερη οδοντόβουρτσα και η αγορά της μπήκε στα to-do χωρίς καλά-καλά να σκεφτώ τι σήμαινε αυτό.
Το συνειδητοποίησα μετά.
Αλλά μην προτρέχω.
Ο Γ. αρκέστηκε στο ξέπλυμα με το στοματικό διάλυμα.
«Θέλεις να μπούμε στο μπάνιο μέχρι να μουλιάσουμε;» με ρώτησε.
«Ναιιιι» του απάντησα με ενθουσιασμό.
«Ωραία, κάνε τα κουμάντα σου και θυμήσου ότι δεν αντέχω το καυτό νερό.»
Η μπανιέρα είναι μεγάλη και πήρε αρκετή ώρα να γεμίσει μέχρι τη μέση. Δεδομένου ότι θα μπαίναμε και οι δύο μέσα δεν χρειάστηκε να τη γεμίσω πολύ παραπάνω. Έριξα μέσα αφρόλουτρο και χαμογέλασα στη σκέψη ότι ο Γ. θα μύριζε μετά μέλι με καρύδα.
Το νερό δεν ήταν καυτό για τα δικά μου μέτρα αλλά είδα ότι ο Γ. δαγκώθηκε όταν έβαλε μέσα το πόδι του. Παρόλα αυτά δεν μου ζήτησε να βάλω κι άλλο κρύο νερό και μπήκε μέσα και κάθισε.
«Κάι κάι κάι» μου έκανε σαν πονεμένο σκυλάκι και έβαλα τα γέλια. Ήταν τόσο τρυφερό!
Κάθισε στη βαθιά άκρη της μπανιέρας και κάθισα μπροστά του. Μετά έγειρα την πλάτη μου πίσω του.
Τον ένιωσα να σηκώνεται.
Ο Γ. άρχισε πρώτα να χαϊδεύει και μετά να μαλάζει αισθησιακά και τα δύο μου στήθη.
Έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας τον αισθησιασμό της στιγμής.
Σιγά μην κράταγε.
«Κάνεις πολύ καλό τσιμπούκι» μου είπε και συνέχισε "Μ' αρέσει που μπορείς να τον πάρεις σχεδόν όλο μέσα.»
Ναι μπορώ. Το έχω κάνει και με μεγαλύτερους.
«Βολεύει και το μέγεθος» είπα με κάποια δόση κακίας και χωρίς να το σκεφτώ καλά-καλά. Φοβήθηκα πως θα το πάρει και αμέσως γύρισα και του έβγαλα τη γλώσσα κοροϊδευτικά.
«Και όχι μόνο στο τσιμπούκι» μου απάντησε κοιτάζοντάς με στα μάτια.
Να το πάλι αυτό το σκοτεινό βλέμμα. Δεν ήταν θυμωμένο. Δεν...
Και τότε έγινε μέσα μου η αποκάλυψη. Κατάλαβα τι ήταν αυτό που με τάραζε.
Με μετρούσε.
Με μετρούσε αλλά... όχι... όχι με ανταγωνιστική διάθεση. Με μετρούσε σα θήραμα. Ναι, σα θήραμα! Ψυχρά, υπολογιστικά... χωρίς συναίσθημα.
Έστρεψα ταραγμένη το κεφάλι μου. Θυμήθηκα το δάχτυλο που μου είχε βάλει πίσω μου χωρίς δισταγμό. Πόσο άσχημα με έκανε να νιώσω. Και όμως... και όμως ούτε του φώναξα, ούτε τραβήχτηκα, ούτε το διέκοψα.
Γιατί;
Δεν ήταν ο πρώτος ο οποίος είχε βάλει στο μάτι του την πίσω πόρτα μου. Ήταν όμως ο πρώτος που είχε... πως να το πω, είχε δοκιμάσει να ανοίξει την πόρτα. Και την είχε ανοίξει. Και δεν την έκλεισα εγώ, αυτός την έκλεισε.
Όχι... όχι, δεν την έκλεισε. Ήταν σαν η πόρτα να είχε αλυσιδάκι και την τράβηξε όχι να κλείσει, αλλά για να βγάλω το αλυσιδάκι και να του... να του ανοίξω εγώ.
Επαναστάτησα μέσα μου. Όχι, εδώ τραβάς γραμμή Χ. Εδώ τραβάς γραμμή.
Μεγάλες κουβέντες...
«Αυτό δε θα το μάθουμε ποτέ» του είπα ψυχρά και συμπλήρωσα, με μια δόση χιούμορ για να αλαφρύνω λίγο την απάντηση "Output only.»
Απάντησε αμέσως λες και ήταν μέσα στο μυαλό που μερικές στιγμές πριν είχε πει "Μεγάλες κουβέντες»
«Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μη λες".
Νευρίασα μέσα μου. Μαζί του και μαζί μου. Στη δουλειά μου άρεσε η σιγουριά του. Έξω...
Όχι.
Ναι.
Γαμώτο!
«Πολύ μου αρέσει η σιγουριά σου» είπα.
Και μου άρεσε. Και τη μισούσα.
Ένιωσα τα χέρια του να σφίγγουν σαν μέγγενη και τα δύο μου στήθη.
Άρχισε να μου λέει πόσο του άρεσε ο κώλος μου. Δεν με έβλεπε αλλά είχα κοκκινήσει και πάλι. Γιατί μου άρεσε που μου το έλεγε. Γιατί δεν μου άρεσε αυτό που σκεφτόταν.
Γιατί; Γιατί όμως;
Για τον Γ. ξεκάθαρα ήμουν κάτι περισσότερο από ένας κώλος. Μου είχε πει... μου είχε πει το πρωί ότι δεν δένεται εύκολα. Αλλά του άρεσα. Ξεκάθαρα του άρεσα.
Όλη.
Μου μίλαγε αλλά χαμένη στη σκέψεις μου δεν άκουγα τι μου έλεγε.
Εκτός του τέλους. Αυτό το άκουσα.
«Θέλω να πάρω το κωλαράκι σου» μου δήλωσε.
Εγώ ήθελα ξαφνικά να πάρω τα βουνά.
«Κι εγώ να κερδίσω το λόττο» του απάντησα.
«Μπορεί, αλλά αυτό δεν είναι στο χέρι σου» μου είπε υπονοώντας ξεκάθαρα ότι το να με πάρει από πίσω ήταν στο δικό του.
Νευρίασα μαζί του.
Και μαζί μου.
Γιατί δεν ήθελα.
Αλλά... ήθελα. Ήθελα να τον ικανοποιήσω.
Γι αυτό και κατάπια.
Και θα το ξαναέκανα. Και θα το ξανακάνω.
Πάλευα με τον εαυτό μου και ο εγωισμός μου κέρδισε.
«Ούτε το άλλο είναι» του δήλωσα.
Δεν είπε τίποτα, συνέχισε να με χαϊδεύει και να μου μαλάζει τα στήθη.
Πέρασε κάμποση ώρα από τη μία απολαμβάνοντας τα χάδια του και από την άλλη βράζοντας στο ζουμί μου.
Ξαφνικά σηκώθηκε, άνοιξε το τηλέφωνο και άρχισε να ξεπλένεται.
«Πάω μέσα» μου είπε, "στέγνωσε τα μαλλιά σου» και βγήκε χωρίς να πει άλλη κουβέντα.
Περίμενα μέχρι που βγήκε από το μπάνιο και σηκώθηκα. Ξέπλυνα κι εγώ τις σαπουνάδες. Είχα μακρύ μαλλί και όταν είχα ξαπλώσει είχε βραχεί και παρόλο που δεν είχα όρεξη για νέο λούσιμο, το έκανα αναγκαστικά.
Βγήκα από το μπάνιο και τυλίχτηκα στο μπουρνούζι μου.
Αναστέναξα και άνοιξα το μπιστολάκι ξεκινώντας τη χρονοβόρο διαδικασία να στεγνώσω τα μαλλιά μου.
Όταν τέλειωσα, φορώντας ακόμα το μπουρνούζι, σφουγγάρισα το λίγο νερό που είχε χυθεί έξω όταν βγήκε και εκείνος και εγώ και πήγα στο δωμάτιο. Ο Γ. ήταν ήδη ξαπλωμένος. Σήκωσε το σκέπασμα και μου έκανε νεύμα να ξαπλώσω. Ήταν γυμνός. Έβγαλα το μπουρνούζι και ξάπλωσα δίπλα του.
Ήθελα να με πάρει αγκαλιά αλλά ο Γ. είχε άλλα πράγματα στο μυαλό του. Έπεσε πάνω μου και με φίλησε. Μετά άρχισε να μου γλείφει το λαιμό και κατέβηκε σιγά σιγά πότε γλείφοντας, πότε δαγκώνοντας προς τα στήθη μου. Δεν σταμάτησε εκεί, συνέχισε πιο κάτω... και πιο κάτω... μέχρι που έφτασε στο αιδοίο μου. Ανατρίχιασα όταν η γλώσσα του πέρασε ανάλαφρα πάνω από την κλειτορίδα μου αλλά ο Γ. δεν έμεινε εκεί. Πάλι, πότε γλείφοντας και πότε δαγκώνοντας κατέβηκε στα μπούτια μου, και μετά στις γάμπες μου και μετά στο πάνω μέρος της καμάρας.
Και μετά πήρε το πόδι μου στο στόμα του.
Μου το έχουν ξανακάνει αυτό και αν και την πρώτη φορά είχα νιώσει αμηχανία, μου άρεσε. Αφέθηκα στο παιχνίδι των χειλιών του και της γλώσσας του. Τα φιλούσε, τα πιπιλούσε, τα δάγκωνε, ήταν υπέροχο.
Μετά πήρε το άλλο πόδι μου στο στόμα του και άρχισε το ίδιο.
Είχα υγρανθεί, τον ήθελα... τον ήθελα μέσα μου!
Και τότε μου ζήτησε να κάτσω στα τέσσερα.
Ταράχτηκα. Είχε φτάσει η στιγμή; Τι να κάνω; Τι να κάνω;
«Γιατί» τον ρώτησα -δεν το κρύβω- με μια δόση πανικού.
«Θα δεις» μου είπε.
Τον κοίταξα στα μάτια.
Και όμως... αυτή τη φορά το βλέμμα του δεν ήταν σκοτεινό. Ήταν παιχνιδιάρικο.
«Έλα, δε θα σε φάω» μου είπε.
Έπνιξα ένα αναστεναγμό και κάθισα όπως μου ζήτησε.
Μου δάγκωσε απαλά τους γλουτούς, με δυσκολία έπνιξα ένα γελάκι.
Και τότε έχωσε όλο το πρόσωπό του στην πίσω μεριά μου και άρχισε να με γλείφει. Έβαλε τη γλώσσα του στην πίσω τρυπούλα μου και...
Ήταν υπέροχο. Δεν... δεν μου το είχε κάνει κανείς αυτό. Δεν...
Παρά το γεγονός ότι ήξερα πως δεν θα αρκεστεί σε αυτό είχα παραδοθεί στα χάδια της παιχνιδιάρας γλώσσας του.
Με έγλειφε, με ρουφούσε, μου έβαζε τη γλώσσα του μέσα και έξω και ξανά πάλι.
Μου ξέφυγε ένα βογκητό ηδονής.
Σταμάτησε και ήρθε και κάθισε πίσω μου. Πανικοβλήθηκα προς στιγμή αλλά ο Γ. μπήκε μέσα μου από μπροστά.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανα στα τέσσερα αλλά ήταν η πρώτη φορά που μου άρεσε. Το έκανα αλλά... αλλά ένιωθα ταπείνωση. Με το Γ. δεν ένιωσα ταπείνωση.
Καθόλου.
Έκανε αυτά που του άρεσαν χωρίς δεύτερες σκέψεις και χωρίς περιττές ντροπές.
Αφέθηκα να το απολαύσω. Το προηγούμενο βράδυ... Το προηγούμενο βράδυ είχε μπει μέσα μου, έτσι απλά. Δεν ήταν ότι δε μου άρεσε αλλά... είχα νιώσει σα να με χρησιμοποιεί. Δεν είχα τελειώσει.
Αυτή τη φορά όμως...
Πρέπει να με άκουσε όλη η πολυκατοικία αλλά εκείνη τη στιγμή δε με ένοιαζε καθόλου. Στο διάολο όλοι τους.
Ήταν... ήταν υπέροχο. Υπέροχο!
Ο Γ. συνέχιζε χωρίς να σταματήσει και πάνω που πλησίαζα σε δεύτερο οργασμό βγήκε έξω. Νόμιζα ότι βγήκε έξω να τελειώσει αλλά δεν τον άκουσα να βογκάει και ούτε ένιωσα πιτσιλιές πίσω μου. Γύρισα και τον κοίταξα ερωτηματικά.
Με κοίταξε... με κοίταξε όπως ένα φίδι κοιτάζει ένα ζουμερό βατραχάκι. Τον έπιασε και τον ακούμπησε στην πίσω τρυπούλα μου συνεχίζοντας να με κοιτάει.
«Όχι. Γ, όχι!» του είπα και τραβήχτηκα ενστικτωδώς.
Το βλέμμα του άλλαξε. Πάγωσε και πάγωσα κι εγώ μαζί του.
«Θα με αφήσεις στα κρύα του λουτρού;» με ρώτησε και ένιωσα λες και η θερμοκρασία έπεσε 20 βαθμούς μέσα σε μια στιγμή.
Δεν ήθελα να τον αφήσω στα κρύα του λουτρού. Δεν ήθελα όμως να... δεν ήθελα να του δοθώ έτσι.
Όχι... όχι ακόμα, τουλάχιστον.
«Δεν... δε θέλω από πίσω» του είπα με σπασμένη φωνή.
«Συνεπώς θα με αφήσεις στα κρύα του λουτρού» είπε και η θερμοκρασία έπεσε άλλους 20 βαθμούς.
«Δε... δε θέλω»
Δε θέλω να σε αφήσω στα κρύα του λουτρού ήθελα να του πω αλλά... αλλά το άφησα στη μέση.
«Το κατάλαβα» μου είπε τόσο ψυχρά που μου ένιωσα να μου παγώνει την ψυχή.
«Δεν θέλω να σε αφήσω στα κρύα του λουτρού. Γιατί... γιατί δεν συνεχίζεις όπως πριν;»
«Γιατί θέλω το κωλαράκι σου» μου είπε.
«Αλλά δε θα σε παρακαλέσω κιόλας» δεν είπε. Απλά ξάπλωσε δίπλα μου φανερά απογοητευμένος.
Ένιωσα απαίσια. Ξάπλωσα μπρούμητα και τον κοίταξα.
...δυστυχισμένη.
«Δεν θέλεις. Το καταλαβαίνω. Ξενέρωσα, θα μου περάσει.»
Γιατί... γιατί το έκανε αυτό;
«Γιατί μου το κάνεις αυτό;» τον ρώτησα με οργή και παράπονο ταυτόχρονα.
«Δεν σου έκανα τίποτα. Σου ζήτησα κάτι που δεν θέλεις να μου δώσεις. Σέβομαι την επιλογή σου αλλά οι επιλογές έχουν και συνέπειες.»
Με εκβίαζε;
Όχι. Ο Γ. ήταν αυτός που ήταν πάντα. Ζητούσε κάτι και γινόταν. Αν δεν γινόταν χάλαγε η διάθεσή του αλλά... αλλά πάντα μετά επανερχόταν. Και το ζητούσε και πάλι. Στη δουλειά... στη δουλειά δεν έχει όχι. Αν δεν τον πείσεις και δεν κάνεις αυτό που ζητάει δεν δίνει τρίτη ευκαιρία. Αν δεν το κάνεις εσύ τότε θα ψάξει να βρει κάποιον άλλο που μπορεί να το κάνει. Ουδείς αναντικατάστατος.
Αλλά πάλι, πάντα σου έδινε την ευκαιρία να υπερασπιστείς το όχι σου. Αν τον έπειθες, το όχι σου γινόταν και δικό του.
Αλλά εδώ; Έξω;
Πάλευα με τον εαυτό μου. Ήθελα, ναι, ήθελα να τον ικανοποιήσω αλλά δε με άφηνε ο εγωισμός μου.
«Αφού δε μου αρέσει» του είπα με σπασμένη φωνή.
«Ούτε να καταπίνεις σου αρέσει, αλλά το έκανες. Και θα το κάνεις ξανά.»
Ταράχτηκα. Όχι για τη σιγουριά της δήλωσής του, όχι.
Γιατί...
Πανάθεμά τον.
Ένιωσα ανακούφιση από το "ξανά» αλλά προσπάθησα να μην το δείξω.
«Δεν είναι το ίδιο» του είπα.
«Όπως νομίζεις» μου είπε και ήταν τέτοια η αδιαφορία στο "όπως νομίζεις» που με τάραξε.
Σε μία μέρα είχα φάει τόσες ψυχρολουσίες όσες δεν είχα φάει σε όλες μου τις σχέσεις μαζί, μια στο καρφί και μια στο πέταλο!
Ανασηκώθηκα και πήγα να τον φιλήσω.
Δεν ανταπέδωσε.
Νευρίασα.
«Μου κρατάς μούτρα τώρα» του είπα εμφανώς νευριασμένη.
Αλλά η ματιά μου δεν έκρυβε νεύρα.
Όχι.
Απόγνωση.
«Θα μου περάσει» είπε χωρίς κανένα χρώμα στη φωνή.
Παγωμένα.
Τον κοίταξα στα μάτια.
«Θα το έκανες; Αν... αν καθόμουν, θα το έκανες ενώ ξέρεις ότι δε μου αρέσει;»
«Ναι, θα το έκανα. Θα το έκανα και θα μου άρεσε ακόμα περισσότερο.»
«Γιατί;» τον ρώτησα γεμάτη απελπισία.
«Γιατί θα το έκανες για μένα» είπε και το βλέμμα του μου ρούφηξε την ψυχή.
«Δεν μπορώ να σε καταλάβω» του είπα με φωνή που έτρεμε.
«Όχι, δε μπορείς» μου είπε.
Αυτή η μελαγχολία που είδα μέσα στα μάτια του με συγκλόνισε. Θυμήθηκα το κλάμα του το πρωί. Την εξομολόγησή του. Ήθελα... ήθελα να τον πάρω στην αγκαλιά μου. Να τον σφίξω. Να τον κανακέψω. Να τον παρηγορήσω. Πόση μοναξιά, πόση απόγνωση μπορούσαν να κρύψουν μέσα τους τρεις λεξούλες;
Πώς είναι να ζεις έτσι; Να κουβαλάς μέσα σου ένα αμάρτημα που να σου έχει ρημάξει την ψυχή και να μην έχει αφήσει τίποτα; Και να πεις... να πεις ότι ήταν και κάτι φοβερό; Μικρό παιδάκι ήταν. Δεν ήξερε, πώς θα μπορούσε να ξέρει; Απλά ήταν ένα αγοράκι που είχε τρέξει στη μαμά του όταν γύρισε από τη δουλειά της.
Πώς να ήξερε ότι δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά ζωντανό τον παππού του όταν του αρνήθηκε, αγνοώντας τον, το φιλάκι που του ζήτησε τρέχοντας χαρούμενο στη μαμά του;
Τον παππού του που τον υπεραγαπούσε και που ο θάνατός το ίδιο το βράδυ το αφάνισε;
Δεν είμαι ψυχολόγος αλλά δεν ήταν παράξενο που δεν μπορούσε... φοβόταν... δεν ήθελε να δένεται. Και όταν... όταν άφησε τον εαυτό του...
Ένιωσα μίσος για την Κ.
Μίσος γιατί την είχε ερωτευτεί.
Δεν ξέρω τι μέλλον μπορεί να είχα μαζί του. Στο διάολο όλα.
Είχα πάρει την απόφασή μου πριν καν το συνειδητοποιήσω.
Κάθισα στα τέσσερα με τον τρόπο που του άρεσε.
«Έλα» του είπα απλά.
Γιατί τον κοίταξα;
Μίσησα τον εαυτό μου την ίδια στιγμή.
Ο Γ. σηκώθηκε και ήρθε από πίσω μου. Έσφιξα τα δόντια. Τον ακούμπησε πίσω μου. Σφάλισα τα μάτια μου.
Και μπήκε σιγά και βασανιστικά μέσα μου.
Γιατί το έκανα αυτό; Γιατί;
Γιατί το ήθελα. Ήθελα να τον ικανοποιήσω. Ήθελα να του δώσω. Ο μισός μου εαυτός ούρλιαζε με λύσσα "τι κάνεις; τι κάνεις;» και ο άλλος μισός "Πάρε με... πάρε με όπως θέλεις.»
Πονούσα. Πονούσα στο σώμα και πονούσα στην ψυχή.
Γιατί; Γιατί; Γιατί;
Επειδή.-
Χαμήλωσα παραδομένη το κεφάλι και ο ρυθμός του επιταγχύθηκε. Με έτσουζε και με πόναγε.
Και μου άρεσε. Μου άρεσε που του δινόμουν.
Παραδέξου το είπα μέσα μου. Παραδέξου το και αφέσου.
Άρχισα να νιώθω ηδονή. Και ντροπή. Και η ντροπή αύξανε την ηδονή. Δεν... δεν ήθελα να το δείξω. Κράταγα το στόμα μου σφαλιστό. Ο Γ. είχε γίνει ξέφρενος. Έμπαινε και έβγαινε μέσα μου με λύσσα.
Και το μισούσα. Και το λάτρευα.
Μου έσφιξε τη μέση και τον ένιωσα να τελειώνει βαθιά μέσα μου. Με πολύ δυσκολία συγκρατήθηκα και δε φώναξα πάλι. Ήταν τόσο δυσάρεστο μα συνάμα τόσο ηδονικά ευχάριστο που άδειαζε το είναι του μέσα μου.
Τραβήχτηκε σιγά-σιγά και ένιωσα ότι δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο. Σηκώθηκα και πήγα τρέχοντας στην τουαλέτα.
...
Σκουπίστηκα αλλά δε σηκώθηκα, έμεινα καθιστή, πνιγμένη στις σκέψεις μου.
Ήθελα να πλυθώ ξανά. Μπήκα στο μπάνιο, άνοιξα το ντους και άρχισα να τρίβομαι με μανία.
Ένιωθα λερωμένη.
Μα -τι παράξενο- δεν ένιωθα βρώμικη.
Έβαλα τα κλάματα. Προσπάθησα να συγκρατήσω τους λυγμούς μου, δεν ήθελα να με ακούσει. Δεν.. δεν ξέρω γιατί έκλαιγα. Του έδωσα αυτό που ήθελε. Πάλαιψα με τον εαυτό μου αλλά... αλλά δεν ξέρω ποιος νίκησε.
Κοροϊδεύω τον εαυτό μου.
Ξέρω γιατί έκλαιγα.
Το ξέρω.
...γιατί όταν κάθισα στα τέσσερα και του είπα "έλα» τον κοίταξα.
Τον κοίταξα... και...
...
Το βλέμμα του ήταν θριαμβευτικό.