Το μαστίγιο πέφτει με δύναμη.
Ένα
Ελαφριά κοκκινίλα.
Δύο... τρία...
Τέσσερα.
Πέντε... έξι... επτά...
Τα διαστήματα ακανόνιστα. Νιώθω το φόβο της. Τον ρουφάω. Ο πόνος... ο πόνος είναι η τάρτα. Ο φόβος είναι η γέμιση. Η παράδοσή της τα φρούτα.
Οκτώ... εννιά... δέκα...
Κοιτάζω τις κοκκινίλες στην πλάτη της. Δεν είναι πια παρθένα.
Δεν έχω αφήσει τίποτα παρθένο πάνω της.
Κλαίει σιγανά και το κλάμα της με ερεθίζει. Δεν είναι σεξουαλικό ερέθισμα, είναι κάτι άλλο...
Υπέροχο... Ανίερο.
Την γυρνάω και την σπρώχνω με δύναμη στον παγωμένο τοίχο. Είναι κρύος και ερεθίζει τις φρέσκες πληγές της.
Με κοιτάζει στα μάτια. Τι είναι αυτό, πρόκληση;
Πηγαίνω στο ψυγείο και αδειάζω λίγα παγάκια σε μια σακούλα. Κρατάω δύο παγάκια έξω και θρυμματίζω τα υπόλοιπα. Απλώνω τα τρίμματα στα γυμνά της στήθη. Το σώμα της τεντώνεται αλλά το στόμα της είναι φιμωμένο και εκείνη δεμένη. Τρίβω τον τριμμένο πάγο στις πετρωμένες ρόγες της. Σκύβω και τις δαγκώνω, μία μία.
Δυνατά.
Το χέρι μου είναι ανάμεσα στα σκέλια της. Την χαϊδεύω μπροστά με το παγάκι ενώ το σώμα της σπαρταράει. Παίρνω το παγάκι και το βάζω πίσω της. Το σπρώχνω για να μπει μέσα... ξέρω ότι δε χωράει, ξέρω ότι δεν μπορεί να μπει αλλά...
Σπρώχνω και άλλο και την ακούω να μουγκρίζει.
Επιστρέφω στο άπλωμα του τριμμένου πάγου μπροστά, στο στήθος της και την κοιλιά της. Τα τρίμματα πέφτουν στο πάτωμα. Παίρνω το άλλο παγάκι και βασανίζω με αυτό τις μασχάλες της.
Το δέρμα της μπροστά είναι παγωμένο. Είναι λείο και γιαλιστερό. Είναι και αυτό παρθένο.
Πιάνω ένα κοντό και λεπτό κομμάτι καλώδιο.
Τα στήθη της είναι γυμνά και ανυπεράσπιστα.
Ένα... δύο... τρία...
Μουγκρίζει και τινάζεται.
Τέσσερα... πέντε... έξι...
Κοιτάζω τα μάτια της.
Επτά...
Οκτώ...
Είναι υπέροχη. Υπέροχη!
...
Ξυπνάω. Η Μ. είναι ξαπλωμένη γυμνή δίπλα μου και κοιμάται με την πλάτη γυρισμένη.
Όνειρο ήταν. Ο πούτσος μου κοντεύει να εκραγεί.
Τη χουφτώνω βίαια και της βάζω δάχτυλο. Ξυπνάει με απορημένη ενόχληση.
-"Τι κάν-"
-"Σσσσσσ" της λέω. "Θέλω να σε πάρω. Τώρα."
Γυρνάει και με κοιτάει να δει αν σοβαρολογώ.
-"Πάρε με στο στόμα σου." της λέω.
Διστάζει για λίγο... ωστόσο όπως κάθε φορά υπακούει. Κατεβαίνει και με παίρνει στο στόμα της. Έχω τρελές καύλες και για λίγη ώρα παίζω με τη σκέψη απλά να χύσω στο στόμα της. Παρότι αγουροξυπνημένη το κάνει καλά και η υπακοή της είναι το μεγαλύτερο αφροδισιακό.
Αλλά... το όνειρο... το όνειρο...
Τη σταματάω.
-"Κάτσε στα τέσσερα" τη διατάζω.
Ξέρει τι σημαίνει αυτό. Με κοιτάζει παρακλητικά.
Κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά.
Αναστενάζει και στήνεται στα τέσσερα.
-"Μέτρα" της λέω.
Το χέρι μου πέφτει δυνατά στα μεριά της.
-"Ένα"
-"Δύο"
-"Αου, τρία... ααααου τέσσερα"
-"ΑΑΑΑΑΑΑ ... π...πέντε".
-"Πες το" τη διατάζω.
Σιωπή.
-"Αααα, έξι.... ααααα... επτά"
-"Πες το" τη διατάζω εκ νέου.
-"... Σε... σε παρακαλώ... πάρε με... πάρε με από πίσω."
Το'πε.
Πάω πλάι της και της τον καρφώνω ξανά στο στόμα. Το βάζω μέχρι το λαρύγγι της. Πνίγεται. Με γεμίζει σάλια.
Αυτό ήθελα.
Πάω από πίσω της. Τον ακουμπάω στην τρυπούλα της, τον πιάνω από το χέρι και τον βυθίζω σιγά-σιγά μέσα της. Ο πόνος της, το βογκητό της με φτιάχνει ακόμα περισσότερο. Είμαι όλος μέσα της. Τραβιέμαι σιγά...σιγά...σιγά... και καρφώνομαι όλος μέσα της. Και ξανά. Και ξανά. Και ξανά.
Δεν μπορώ να κρατηθώ... νιώθω τη γνώριμη έκρηξη και κάθομαι ακίνητος με τον πούτσο μου να σπαρταράει φτύνοντας σπέρμα βαθιά μέσα στον κώλο της. Την κρατάω ακίνητη μέχρι να αδειάσω. Είναι υπέροχη η εικόνα της όπως είναι στα τέσσερα με το κεφάλι χαμηλωμένο, την πλάτης της και τη μέση της να καμπυλώνει προς το κρεββάτι και με τον κώλο τουρλωμένο και γεμάτο από εμένα.
Εικόνα για τις δύσκολες ώρες.
...θα έρθουν κι αυτές.
Προς το παρόν αργούν ακόμα.
Ξαπλώνουμε και την παίρνω στην αγκαλιά μου.
-"Σ' αγαπώ" της λέω ψέμματα και μου χαμογελάει.
-"Κι εγώ σ' αγαπώ" μου λέει.
Μόνο που η Μ. το νιώθει πραγματικά.
Μακάρι να μπορούσα κι εγώ.
-"Τι σ' έπιασε νυχτιάτικα και έχουμε και πρωινό ξύπνημα με τοπολογία";
Της χαμογελάω.
-"Στην τοπολογία παντρεύεται η ανάλυση με την άλγεβρα και η ανάλυση ήθελε να δείξει ποιος είναι το αφεντικό"
-"Αμάν, λύσσα κακιά με την άλγεβρα" μου λέει.
-"Όπως λέει και το θεμελιώδες θεώρημα της ανάλυσης: Η άλγεβρα είναι άχρηστη σχεδόν παντού. Πού θα μου πάει, κάποια στιγμή θα το αποδείξω το ρημάδι."
Χαμογελάει κι εκείνη. Τη χαϊδεύω και τελικά κοιμάται στην αγκαλιά μου.
Εγώ;
Εγώ έχω μείνει ακόμα στο όνειρο.
"Κάποια μέρα..." λέω στον εαυτό μου.
Δύο... τρία...
Τέσσερα.
Πέντε... έξι... επτά...
Τα διαστήματα ακανόνιστα. Νιώθω το φόβο της. Τον ρουφάω. Ο πόνος... ο πόνος είναι η τάρτα. Ο φόβος είναι η γέμιση. Η παράδοσή της τα φρούτα.
Οκτώ... εννιά... δέκα...
Κοιτάζω τις κοκκινίλες στην πλάτη της. Δεν είναι πια παρθένα.
Δεν έχω αφήσει τίποτα παρθένο πάνω της.
Κλαίει σιγανά και το κλάμα της με ερεθίζει. Δεν είναι σεξουαλικό ερέθισμα, είναι κάτι άλλο...
Υπέροχο... Ανίερο.
Την γυρνάω και την σπρώχνω με δύναμη στον παγωμένο τοίχο. Είναι κρύος και ερεθίζει τις φρέσκες πληγές της.
Με κοιτάζει στα μάτια. Τι είναι αυτό, πρόκληση;
Πηγαίνω στο ψυγείο και αδειάζω λίγα παγάκια σε μια σακούλα. Κρατάω δύο παγάκια έξω και θρυμματίζω τα υπόλοιπα. Απλώνω τα τρίμματα στα γυμνά της στήθη. Το σώμα της τεντώνεται αλλά το στόμα της είναι φιμωμένο και εκείνη δεμένη. Τρίβω τον τριμμένο πάγο στις πετρωμένες ρόγες της. Σκύβω και τις δαγκώνω, μία μία.
Δυνατά.
Το χέρι μου είναι ανάμεσα στα σκέλια της. Την χαϊδεύω μπροστά με το παγάκι ενώ το σώμα της σπαρταράει. Παίρνω το παγάκι και το βάζω πίσω της. Το σπρώχνω για να μπει μέσα... ξέρω ότι δε χωράει, ξέρω ότι δεν μπορεί να μπει αλλά...
Σπρώχνω και άλλο και την ακούω να μουγκρίζει.
Επιστρέφω στο άπλωμα του τριμμένου πάγου μπροστά, στο στήθος της και την κοιλιά της. Τα τρίμματα πέφτουν στο πάτωμα. Παίρνω το άλλο παγάκι και βασανίζω με αυτό τις μασχάλες της.
Το δέρμα της μπροστά είναι παγωμένο. Είναι λείο και γιαλιστερό. Είναι και αυτό παρθένο.
Πιάνω ένα κοντό και λεπτό κομμάτι καλώδιο.
Τα στήθη της είναι γυμνά και ανυπεράσπιστα.
Ένα... δύο... τρία...
Μουγκρίζει και τινάζεται.
Τέσσερα... πέντε... έξι...
Κοιτάζω τα μάτια της.
Επτά...
Οκτώ...
Είναι υπέροχη. Υπέροχη!
...
Ξυπνάω. Η Μ. είναι ξαπλωμένη γυμνή δίπλα μου και κοιμάται με την πλάτη γυρισμένη.
Όνειρο ήταν. Ο πούτσος μου κοντεύει να εκραγεί.
Τη χουφτώνω βίαια και της βάζω δάχτυλο. Ξυπνάει με απορημένη ενόχληση.
-"Τι κάν-"
-"Σσσσσσ" της λέω. "Θέλω να σε πάρω. Τώρα."
Γυρνάει και με κοιτάει να δει αν σοβαρολογώ.
-"Πάρε με στο στόμα σου." της λέω.
Διστάζει για λίγο... ωστόσο όπως κάθε φορά υπακούει. Κατεβαίνει και με παίρνει στο στόμα της. Έχω τρελές καύλες και για λίγη ώρα παίζω με τη σκέψη απλά να χύσω στο στόμα της. Παρότι αγουροξυπνημένη το κάνει καλά και η υπακοή της είναι το μεγαλύτερο αφροδισιακό.
Αλλά... το όνειρο... το όνειρο...
Τη σταματάω.
-"Κάτσε στα τέσσερα" τη διατάζω.
Ξέρει τι σημαίνει αυτό. Με κοιτάζει παρακλητικά.
Κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά.
Αναστενάζει και στήνεται στα τέσσερα.
-"Μέτρα" της λέω.
Το χέρι μου πέφτει δυνατά στα μεριά της.
-"Ένα"
-"Δύο"
-"Αου, τρία... ααααου τέσσερα"
-"ΑΑΑΑΑΑΑ ... π...πέντε".
-"Πες το" τη διατάζω.
Σιωπή.
-"Αααα, έξι.... ααααα... επτά"
-"Πες το" τη διατάζω εκ νέου.
-"... Σε... σε παρακαλώ... πάρε με... πάρε με από πίσω."
Το'πε.
Πάω πλάι της και της τον καρφώνω ξανά στο στόμα. Το βάζω μέχρι το λαρύγγι της. Πνίγεται. Με γεμίζει σάλια.
Αυτό ήθελα.
Πάω από πίσω της. Τον ακουμπάω στην τρυπούλα της, τον πιάνω από το χέρι και τον βυθίζω σιγά-σιγά μέσα της. Ο πόνος της, το βογκητό της με φτιάχνει ακόμα περισσότερο. Είμαι όλος μέσα της. Τραβιέμαι σιγά...σιγά...σιγά... και καρφώνομαι όλος μέσα της. Και ξανά. Και ξανά. Και ξανά.
Δεν μπορώ να κρατηθώ... νιώθω τη γνώριμη έκρηξη και κάθομαι ακίνητος με τον πούτσο μου να σπαρταράει φτύνοντας σπέρμα βαθιά μέσα στον κώλο της. Την κρατάω ακίνητη μέχρι να αδειάσω. Είναι υπέροχη η εικόνα της όπως είναι στα τέσσερα με το κεφάλι χαμηλωμένο, την πλάτης της και τη μέση της να καμπυλώνει προς το κρεββάτι και με τον κώλο τουρλωμένο και γεμάτο από εμένα.
Εικόνα για τις δύσκολες ώρες.
...θα έρθουν κι αυτές.
Προς το παρόν αργούν ακόμα.
Ξαπλώνουμε και την παίρνω στην αγκαλιά μου.
-"Σ' αγαπώ" της λέω ψέμματα και μου χαμογελάει.
-"Κι εγώ σ' αγαπώ" μου λέει.
Μόνο που η Μ. το νιώθει πραγματικά.
Μακάρι να μπορούσα κι εγώ.
-"Τι σ' έπιασε νυχτιάτικα και έχουμε και πρωινό ξύπνημα με τοπολογία";
Της χαμογελάω.
-"Στην τοπολογία παντρεύεται η ανάλυση με την άλγεβρα και η ανάλυση ήθελε να δείξει ποιος είναι το αφεντικό"
-"Αμάν, λύσσα κακιά με την άλγεβρα" μου λέει.
-"Όπως λέει και το θεμελιώδες θεώρημα της ανάλυσης: Η άλγεβρα είναι άχρηστη σχεδόν παντού. Πού θα μου πάει, κάποια στιγμή θα το αποδείξω το ρημάδι."
Χαμογελάει κι εκείνη. Τη χαϊδεύω και τελικά κοιμάται στην αγκαλιά μου.
Εγώ;
Εγώ έχω μείνει ακόμα στο όνειρο.
"Κάποια μέρα..." λέω στον εαυτό μου.