Search This Blog

Friday, October 1, 2010

Ο Θάνατος και η κόρη

Μπήκε ήσυχα στο δωμάτιο. Η κοπέλα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι με έναν ορό στο χέρι. Τα μηχανήματα που παρακολουθούσαν την κατάστασή της δούλευαν αθόρυβα και μόνο κάποια μελαγχολικά «πινγκ» ακουγόντουσαν ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

Τα μαύρα μελαγχολικά του μάτια την κοίταξαν με αγάπη. Πήγε από πάνω της και την χάιδεψε. Τα κάποτε όμορφα μαλλιά της ήταν παρελθόν και το γλυκό της προσωπάκι ήταν καταβεβλημένο από την αρρώστια που την έσβηνε αργά και βασανιστικά τους έξη τελευταίους μήνες.

Η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε προσπαθώντας να εστιάσει. Τον αναγνώρισε και έκανε να ανασηκωθεί. Δεν τα κατάφερε και ξαναέπεσε στο κρεβάτι.

«Αφέντη μου» του μουρμούρισε «δεν είμαι όμορφη για εσένα.»

«Ήσουν, είσαι και θα είσαι για μένα το πιο όμορφο πλάσμα πάνω σ’ αυτή τη Γη» της είπε σιγανά.

Η κοπέλα τον κοίταξε παραιτημένη.

«Δεν μπορεί να είσαι εσύ» του είπε. «Ξέρω ότι δεν είσαι εσύ.»

«Τι είναι αυτά που λες, μαϊμουδίτσα;» της απάντησε εκείνος τρυφερά. «Εγώ είμαι. Πίστεψες πως θα σε άφηνα ποτέ μονάχη; Δεν στο είχα ορκιστεί όταν γονάτισες μπροστά μου και σου πέρασα το λαιμοδέτη; Δε σου είχα πει ότι από εδώ και πέρα μου ανήκεις και πως από εδώ και πέρα θα είσαι πάντα δίπλα μου και θα είμαι πάντα δίπλα σου;»

Της έδωσε το χέρι του.

«Σήκω πάνω αγάπη μου» της είπε. «Σήκω να φύγουμε από αυτό το απαίσιο μέρος.»

«Δεν… δεν μπορώ Αφέντη μου» του είπε. «Πεθαίνω.»

«Ανοησίες, μαϊμουδίτσα» της είπε τρυφερά. «Σήκω πάνω»

«Είμαι άσχημη. Τα μαλλιά μου…»

«Τα μαλλιά σου, τι;» την διέκοψε εκείνος.

Η κοπέλα ξαφνιασμένη είδε τις καστανές μπούκλες να πέφτουν στο λαιμό της. Πυκνές και πλούσιες, χάιδευαν το λαιμοδέτη της πριν φτάσουν στο στήθος της. Στο στήθος της! Στο στήθος της!

«Δεν ήταν παρά ένα άσχημο όνειρο, μαϊμουδίτσα» της είπε. «Σήκω αγαπημένη μου, έλα να φύγουμε από αυτό το απαίσιο μέρος. Εσύ δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ.»

Η κοπέλα σηκώθηκε από το κρεβάτι. Το μηχάνημα βούιζε θυμωμένο αλλά δεν ήταν παρά ένας εφιάλτης.

«Αφέντη μου» του είπε με λατρεία γονατίζοντας μπροστά του. «Αφέντη μου, πόσο μου είχες λείψει…» του είπε κλαίγοντας. Κλαίγοντας!

Από ευτυχία.

Ευτυχία!

Την έπιασε απαλά. «Σήκω πάνω μαϊμουδίτσα. Πάμε να φύγουμε από εδώ.»

Η κοπέλα σκούπισε τα δάκρυά της και τον κοίταξε χαμογελώντας. Σηκώθηκε και τον ακολούθησε.

Χαμογελώντας.

Βγήκανε μαζί από το δωμάτιο, η κοπέλα και ο σπλαχνικός Χάροντας με τη μορφή του χαμένου της αφέντη. Θα τον ξαναέβλεπε εκεί, μακριά…

Πέρα.

Χαμογελαστή… έτσι τη βρήκαν οι νοσοκόμοι.

Με ένα κλάμα είχε ξεκινήσει η βασανισμένη της ζωή. Μ' ένα χαμόγελο είχε τελειώσει.




† Για τη Γιώτα