«Σκέψου Φανή. Σκέψου»
Έχει κολλήσει το μυαλό μου. Κοιτάζω ξανά προσεκτικά το σχήμα αλλά δεν το βλέπω. Του το λέω.
«Σκέψου τι ζητάει η άσκηση να αποδείξουμε. Δες το σχήμα, τι λείπει από το σχήμα;»
Κλείνω τα μάτια μου και το βλέπω με τα μάτια της φαντασίας μου. Το τρίγωνο, πολύχρωμο και χαρούμενο κολυμπάει σε ένα επίπεδο. Τα σχήματα χαμογελάνε. Βγάζω ένα γελάκι.
«Βλέπεις κάτι αστείο, Φανή;» με ρωτάει αυστηρά.
Συμμαζεύομαι και κοιτάζω το σχήμα. Αν έφερνα τη διαγώνιο της γωνίας Α τότε…
Αυτό ήταν!
«Το βρήκα» του ανακοινώνω θριαμβευτικά. Του εξηγώ τη σκέψη μου.
Με κοιτάζει για λίγο σα χαμένος. Μετά το βλέμμα του αλλάζει. Περηφάνια!
«Μπράβο σου Φανούλα.»
Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Τον κοιτάζω με λατρεία. Οικογενειακός μας φίλος, τον ξέρω από μωρό. Τον λατρεύω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Στα πέντε μου του είχα πει ότι θα τον παντρευτώ και είχε γελάσει με αυτό το υπέροχο γέλιο του και με είχε σηκώσει ψηλά στην αγκαλιά του και μου είχε δώσει ένα φιλάκι. Ο Νίκος είναι παιδικός φίλος του πατέρα μου και συνάδελφός του, καθηγητής στο πανεπιστήμιο. Ο πατέρας μου δεν έχει υπομονή μαζί μου για να μου κάνει ιδιαίτερα. Μου είχε βάλει τις φωνές. Ο Νίκος του είπε «Την τρομάζεις έτσι Γιάννη. Είναι πολύ έξυπνη αλλά την τρομάζεις. Άσε, θα την αναλάβω εγώ.»
…
Τρία χρόνια περνάνε. Είμαι στα 15 μου. Κατεβαίνω τις σκάλες και ακούω δυο συμμαθητές μου να μιλάνε μεταξύ τους.
«Σοβαρά μιλάς; Θα ζητήσεις στο ‘παγωτό’ να βγείτε;»
«Ναι ρε γιατί; Είναι ωραία γκόμενα.»
«Τι να το κάνεις ρε μαλάκα; Αυτή είναι φευγάτη.»
Εγώ είμαι το παγωτό.
Δεν είμαι ψυχρή, καθόλου. Είμαι ένα φυσιολογικό 15χρονο κορίτσι… ερωτευμένο με έναν άνδρα 30 χρόνια μεγαλύτερό μου. Με λένε παγωτό αλλά είναι άδικο. Δακρύζω στα καλά καθούμενα. Βρίσκω σχεδόν αμέσως την αυτοκυριαρχία μου και απομακρύνομαι. Το ίδιο απόγευμα χτυπάει το τηλέφωνο. «Φανή, ένας συμμαθητής σου σε ζητάει» μου φωνάζει η μητέρα μου. Η καρδιά μου βουλιάζει. Δε θέλω να με λένε παγωτό. Αποφασίζω να βγω μαζί του.
Αηδία! Μου έβαλε τη γλώσσα του στο στόμα μου. Μου ήρθε να κάνω εμετό. Το υπομένω καρτερικά αλλά όταν το χέρι του άρχισε να μου ψαχουλεύει το στήθος με έπιασε πανικός. Τραβιέμαι. «Σταμάτα» του λέω. Με κοιτάζει απορημένος. «Δε σ’ αρέσει;» με ρωτάει; Δε θέλω να με λένε παγωτό. «Μπορούμε να πάμε πιο σιγά σε παρακαλώ;» τον ρωτάω και μου χαμογελάει. «Φυσικά Φανούλα μου.»
Τελικά βαρέθηκε. Προσπάθησε κάμποσες φορές αλλά τον έκοβα. Έτσι και αλλιώς ποτέ δεν ήμουν μαζί του, κάθε φορά που με φιλούσε, κάθε φορά που με αγκάλιαζε εγώ σκεφτόμουν το Νίκο.
Δε με αποκαλούν πλέον παγωτό. Με αποκαλούν παρθενόπη.
…
Δύο χρόνια αργότερα
…
Γέλια, φωνές. Χορός. Εγώ με το καλό μου φόρεμα κάθομαι στο τραπέζι και κοιτάζω τον κόσμο. Δεν είχα καμία όρεξη να έρθω στο γάμο. Άλλαξε όταν έμαθα ότι θα είναι εκεί και ο Νίκος. Είχε πάρει το Σαββατικό του και έλειπε ένα χρόνο.
Δεν έχει έρθει.
Ο αδερφός μου με πειράζει. «Α-α-α κΑΨΟΥραααα» μου λέει. «Άσε με κι εσύ» του λέω νευριασμένη. Ευτυχώς οι γονείς μας χορεύουν και δε μας ακούνε. «Φανή, ξεκόλλα» μου λέει. «Δεν θα έρθει. Μη χαλιέσαι ρε συ.»
«Πες το και θα γίνει» σκέφτομαι ειρωνικά από μέσα μου. Το ρίχνω στη σαμπάνια. Μαζί και ο αδερφός μου, στο τέλος θα γίνουμε ντίρλα σκέφτομαι. Ας είναι.
«Χορεύετε ωραία μου δεσποινίς»;
Η φωνή του μου παγώνει την ανάσα. Αυτός είναι. Γυρίζω και του χαμογελάω. «Με μεγάλη μου ευχαρίστηση καλέ μου κύριε». Σηκώνομαι τρεκλίζοντας ελαφρά. «Η ώρα της μετάνοιας» λέω μέσα μου.
«Τα ‘χεις κοπανίσει βρε ζωηρό;» με ρωτάει χαμογελώντας. Δεν απαντάω. Τι να απαντήσω, το χαμόγελό μου δυσκολεύει τις υπόλοιπες κινήσεις του στόματος. Μου δίνει το μπράτσο του, το παίρνω και πηγαίνουμε στην πίστα.
Πόσα χρόνια είχε να με πάρει στην αγκαλιά του. Θέλω να σταματήσει ο χρόνος εκεί. Σφίγγομαι πάνω του καθώς περνάω και τα δυο μου χέρια πίσω από το σβέρκο του.
«Σιγά Φανούλα μου» μου λέει «θα μας κρεμάσουνε κουδούνια.»
Προσπαθεί να με απομακρύνει ελαφρά. Δεν ξεκολλάω από πάνω του.
«Φανή» μου λέει αυστηρά.
«Νίκο» προσπαθώ να του απαντήσω στον ίδιο τόνο.
Πώς μπορεί να μην το βλέπει;
Φυσικά και το βλέπει λέει μια φωνή μέσα μου.
«Φανή δεν είναι αστείο» μου ξαναλέει. «Θα γίνουμε θέαμα, μην κάνεις σαν ερωτοχτυπημένη κοπελίτσα». Με σπρώχνει.
«Πώς μπορείς να είσαι τόσο τυφλός;» τον ρωτάω γεμάτη απόγνωση. Το ποτό έχει διαλύσει άμυνες και αναστολές. «Πώς μπορείς να μην το βλέπεις;»
Παγώνει. Πιάνει τα χέρια μου και τα κατεβάζει.
«Αρκετά» μου λέει. Οι γύρω μας κοιτάζουν περίεργοι. «Φανή, είσαι μεθυσμένη» με κατηγορεί. «Έλα να σε πάω στο τραπέζι σου».
«Όχι» του λέω. «Σ’ ευχαριστώ.»
Τον αφήνω και πηγαίνω προς το τραπέζι μου. Νιώθω πως όλοι με κοιτάνε. Φυσικά κανείς δε με κοιτάζει αλλά νιώθω σα να περπατάω γυμνή μέσα στον κόσμο. Πώς μπόρεσα να του πω αυτό το πράγμα. Βγαίνω έξω στον κήπο. Τρέχω σε ένα παγκάκι και βάζω τα κλάματα. Το ξέρω πως δεν έχει νόημα να κλαίω αλλά δε μπορώ να σταματήσω.
«Φανούλα μου» ακούω τη λατρεμένη φωνή. Σκύβω από την άλλη, δεν τολμάω να τον αντικρύσω. Κάθεται δίπλα μου στο παγκάκι. «Δε φοβάσαι μη γίνουμε θέαμα» του λέω μέσα στους λυγμούς μου. «Φανούλα…» ξεκινάει να μου πει αλλά σταματάει. Κομπιάζει. Γυρίζω και τον κοιτάζω. «Φανούλα μου… δεν… δεν είμαι εγώ για σένα… Είσαι μικρούλα. Σ’ αγαπάω σαν κόρη μου. Δεν… Θα βρεις κάποιο νεαρό στην ηλικία σου να τον αγαπήσεις. Θα δεις, δεν είναι παρά ένας εφηβικός ενθουσιασμός.»
Γυρίζω και τον κοιτάζω στα μάτια.
«Σε λατρεύω από μικρό κοριτσάκι. Είμαι ερωτευμένη μαζί σου από τότε που κατάλαβα πως λέγεται αυτό που νιώθω…». Κομπιάζω. «Δεν… δεν μπορείς να το ανταποδώσεις το καταλαβαίνω…» του λέω. «Αλλά δεν… δεν έχεις δικαίωμα να… να…» η φωνή μου σπάει ξανά και ξαναβάζω τα κλάματα. «Να ήμουν μαζί σου και ας ήμουν και σκλάβα σου» του λέω.
Άλλαξε. Κάτι άλλαξε. Με κοιτάζει περίεργα. Μα τι είπα;
«Μην το πεις αυτό. Μην το πεις ποτέ ξανά αυτό. Δεν ξέρεις τι είναι αυτό.»
«Αυτό;» τον ρωτάω; «Ποιο;»
Δεν απαντάει. Είναι χαμένος στις σκέψεις τους.
«Ποιο;» τον ρωτάω επίπονα. Με κοιτάζει στα μάτια. «Φανή, τέρμα η συζήτηση. Γύρνα στο τραπέζι σου.»
«Μα…» κάνω να πω. Με κοιτάζει αυστηρά. «Φανή, άκουσες τι είπα;»
«Μάλιστα» του κάνω. «Συγνώμη που είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Δε θα επαναληφθεί.»
Σηκώνομαι και απομακρύνομαι. Τον ακούω να λέει «Δεν καταλαβαίνεις… δεν καταλαβαίνεις…». Δεν γυρίζω να τον κοιτάξω ξανά. Πηγαίνω στο τραπέζι μου.
…
5 χρόνια μετά
…
Λείπει ένα κομμάτι από τη ζωή μου. Έχει μείνει σε ένα κήπο, μια μαγιάτικη βραδιά πριν πέντε χρόνια. Από «παρθενόπη» έγινα «παρθενοπιπίτσα». Τους αλλάζω σαν πουκάμισα αλλά το κενό δεν γεμίζει. Μακάρι να γέμιζε. Δε θέλω να είμαι έτσι. Ο Νίκος είναι στη ζωή μου όπως πάντοτε. Είναι τόσο σκληρό. Είμαι ακόμα ερωτευμένη μαζί του. Με όσους και να πάω μόνο αυτός υπάρχει. Τώρα στο πανεπιστήμιο δεν είναι απλά δάσκαλος. Είναι ο μέντοράς μου. Δίπλα μου κάθε στιγμή μα και τόσο μακρυά μου.
Η υπεράσπιση του διδακτορικού είχε τελειώσει. Θρίαμβος. Ο Νίκος, ο επιβλέπων καθηγητής μου, ο μέντοράς μου, έλαμπε από υπερηφάνια.
«Θα πάω να τα πιω» του λέω. «Αν θέλεις έλα να με βρεις» συνεχίζω χωρίς ελπίδα. Με κοιτάζει αλλά δεν λέει κάτι. Απομακρύνομαι.
Πηγαίνω στο μπαρ και κάθομαι στον πάγκο. «Γεια σου Φανούλα» μου λέει ο μπάρμαν. «Το γνωστό;» με ρωτάει.
Γνέφω καταφατικά. Μετά το τέταρτο πέμπτο -έχω χάσει το λογαριασμό- ποτό νιώθω να ζαλίζομαι. «Βάλε άλλο ένα» του λέω.
«Όχι» ακούγεται η λατρεμένη φωνή από πίσω.
Γυρίζω και τον κοιτάζω. Λιώνω κάτω από το βλέμμα του.
«Ήρθες!» του είπα.
«Τι κάνεις μικρή;» με ρωτάει χωρίς να δώσει σημασία στην ταραχή μου.
Έχω παγώσει πάλι. Τα λόγια δεν βγαίνουν. Τόσα χρόνια μαζί του και μακρυά του και κάθε φορά υπάρχουν στιγμές σαν αυτές που ο χρόνος απλά κολλάει.
Μου δίνει το μπράτσο του. «Έλα μαζί μου» μου λέει. Σηκώνομαι σα ρομπότ από το σκαμπό και το αγκαλιάζω. Φεύγουμε από το μπαρ. Πάμε στο αυτοκίνητο. Μου ανοίγει την πόρτα. «Κέρδισες το διδακτορικό σου. Θα το γιορτάσεις όπως του αρμόζει.»
Μόνο με ένα τρόπο μπορώ να το γιορτάσω. Δεν του το λέω αλλά δε χρειάζεται να του το πω. Με διαβάζει. Δεν δείχνει τίποτα. Η καρδιά μου βουλιάζει και πάλι. Μπαίνει στο αυτοκίνητο. «Βάλε τη ζώνη σου» μου λέει. Υπακούω μηχανικά. Ξεκινάμε. Σε όλη τη διαδρομή δεν ανταλλάσουμε κουβέντα. Εγώ κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Φτάνουμε στο διαμέρισμά μου.
Παλεύω με τον εαυτό μου. Το ποτό βοηθάει την κατάσταση. Έχουν λυθεί ξανά οι άμυνές μου.
«Νίκο» τον ρωτάω «τι ήταν αυτό που σου είπα πριν πέντε χρόνια και σε τάραξε;»
«Δεν είναι της παρούσης» μου απαντάει. «Πήγαινε να αλλάξεις.»
Πάω να πω κάτι. Σταματάω. Πάω να ξεκινήσω πάλι και πάλι σταματάω. Σιωπή.
«Θα περιμένεις στο αυτοκίνητο;» τον ρωτάω «Δεν… δεν περίμενα… δεν… δεν είμαι… Θα αργήσω». Από την ταραχή μου τρώω τα λόγια μου.
«Θέ… θέλεις να ανέβεις πάνω;»
Με κοιτάζει εξεταστικά.
«Έχει καλώς» μου αποκρίνεται. Βγαίνει από το αυτοκίνητο. Βγαίνω κι εγώ. Μπαίνουμε μέσα και παίρνουμε το ασανσέρ. Είναι μικρό. Νιώθω απίστευτη ένταση, σχεδόν μπορείς να την κόψεις με το μαχαίρι. Επιτέλους το ασανσέρ σταματάει.
Ανοίγω την πόρτα. «Θεέ μου, δεν έχω συμμαζέψει, είναι καθαρά; Είναι ταχτοποιημένα; Τι θα πει;». «Το σπίτι είναι λίγο ακατάστατο» του λέω. Γνέφει «Δεν πειράζει, δε θα κάτσουμε πολύ.»
Μπαίνουμε μέσα. «Θες κάτι να πιεις;» τον ρωτάω. «Θες να βάλω μουσική;»
Στέκεται ακίνητος. Με κοιτάζει στα μάτια. Θεέ μου αυτά τα μάτια του. Θέλω να γίνω τοσοδά μικρούλα, να εξαφανιστώ. Η ματιά του μου αφανίζει την ψυχή. Απλώνει το χέρι του. Το τραβάει. Κοντεύω να λιποθυμήσω. Με πιάνει από τα μαλλιά. Τα σφίγγει και με φέρνει πάνω του. Τα πόδια μου τρέμουν, φοβάμαι ότι θα καταρρεύσω.
«Φανούλα…» ξεκινάει να μου λέει αλλά κομπιάζει. «Από μικρή που ήσουν θαύμαζα το μυαλό σου.»
Σταματάει.
«Δεν…». Κομπιάζει πάλι.
Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελλή. Είναι δυνατόν; Το αλκοόλ μου έχει λύσεις τις αναστολές. Τον φιλάω διστακτικά.
Με φιλάει κι εκείνος. Θεέ μου με φιλάει. Τον αγκαλιάζω σφιχτά. Μια ζωή περίμενα αυτή τη στιγμή, μια ζωή πέρασε γι αυτή τη στιγμή, μια ζωή έζησα γι αυτή τη στιγμή.
Τραβιέται. Τα πόδια μου δε με βαστάνε. Δεν μπορώ…
Γονατίζω μπροστά του. Είναι τόσο ηλίθιο, το ξέρω. Δεν μπορώ να σταθώ όρθια μπροστά του. Δεν… δεν ξέρω. Θα με βρίσει. Θα μου πει ότι κάνω χαζομάρες. Θα φύγει… Του αγκαλιάζω τα πόδια. «Σε παρακαλώ, μη φύγεις.» του λέω με τρεμάμενη φωνή.
Νιώθω το χέρι του να μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
Κλαίω στα πόδια του. Κλαίω από ευτυχία. Νομίζω ότι θα εκραγώ από την ευτυχία. Δεν έφυγε. Δεν φεύγει. Με χαϊδεύει.
«Σήκω πάνω Φανούλα μου» μου λέει.
Προσπαθώ… προσπαθώ αλλά δεν μπορώ. Μου είναι αδύνατο. «Φανούλα» μου λέει μαλακά. Σηκώνομαι.
Κάθεται στον καναπέ.
Ήττα.
«Να… να πάω να ετοιμαστώ;» του λέω με φωνή γεμάτη απελπισία.
«Όχι Φανούλα» μου λέει και η καρδιά μου βουλιάζει και πάλι. «Έλα κάτσε δίπλα μου».
Κάθομαι στον καναπέ δίπλα του. «Κοίτα με στα μάτια» μου λέει. Προσπαθώ. Ξανακατεβάζω το βλέμμα μου. «Φανούλα» μου λέει τρυφερά. «Κοίτα με στα μάτια σε παρακαλώ». Χρειάζεται πολύ προσπάθεια. Βυθίζομαι στο βλέμμα του, νιώθω την ψυχή μου να ρουφιέται στα βάθη του.
«Πριν πέντε χρόνια μου είπες κάτι» ξεκίνησε «και το άφησα αναπάντητο.»
«Ναι» του λέω. «Ποτέ δεν κατάλαβα τι ήταν αυτό που σε τάραξε. Ένα ερωτευμένο κοριτσόπουλο ήμουν.»
Παύση.
«Ακόμα είμαι» του λέω χαμηλώνοντας τα μάτια.
Η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο. Θα σπάσει. Δεν το βλέπεις; Πώς μπορεί να μην το βλέπεις;
Νιώθω πως με κοιτάζει αλλά δεν έχω τη δύναμη να τον κοιτάξω.
«Είπες ‘Να ήμουν μαζί σου και ας ήμουν και σκλάβα σου’» μου λέει τελικά.
«Ναι» του λέω.
Παύση.
«Ακόμα… ακόμα το πιστεύω.»
«Δεν έχεις ιδέα τι είναι αυτό που λες» μου λέει.
Πάω να πω κάτι αλλά με κόβει. Μου εξηγεί. Τον κοιτάζω σα χαζή. Αυτά που λέει για τον πόνο με ταράζουν. Ποτέ δεν άντεχα τον πόνο. Ίσως… ίσως γι αυτόν.
Σταματάει. Με κοιτάζει.
«Τότε είμαι σκλάβα σου» του λέω. Ναι, είμαι φωνάζει μέσα μου η ψυχή μου. Είμαι, είμαι, είμαι.
«Δεν είναι τόσο απλό» μου λέει.
«Είναι» του λέω. «Δοκίμασέ με». Πώς μπορεί να μην το βλέπει;
«Αυτό δεν μπορεί να δοκιμαστεί μέσα σε πέντε λεπτά Φανούλα μου. Μια ζωή ολόκληρη μπορεί να μην είναι αρκετή.»
«Δοκίμασέ με» τον εκλιπαρώ. «Δοκίμασέ με σε παρακαλώ.»
Με κοιτάζει εξεταστικά. «Γονάτισε» με διατάζει.
Γονατίζω.
«Βγάλε μου τα παπούτσια».
Του τα βγάζω.
«Και τις κάλτσες».
Βγάζω και τις κάλτσες του.
«Γλείψε μου το πόδι» με διατάζει. Είναι αυτό δοκιμασία; Νομίζει ότι δε θα το κάνω; Στη φωτιά θα έπεφτα αν μου το ζητούσε. Γονατίζω στο πάτωμα και του γλείφω τα πόδια. Τα δάχτυλα. Τον φιλάω όπως θα του φιλούσα το στόμα. Δεν υπάρχει κάτι πάνω του που δεν λατρεύω.
Με σταματάει.
«Πάρε με στο στόμα σου» με διατάζει.
Του ξεκουμπώνω το παντελόνι. Βάζω τα χέρια μου μέσα και το χαϊδεύω. Ορθώνεται μπροστά μου. Γλείφω για λίγο το κεφαλάκι και μετά με μια κίνηση τον παίρνω στο στόμα μου. Νιώθω το χέρι του στο κεφάλι μου να με πιέζει. Τον βάζει όλο στο στόμα μου. Μου κόβει την ανάσα, με πνίγει. Μου έρχεται αναγούλα. Δεν σταματάω όμως. Δε σταματάω. Θα κάνω τα πάντα γι αυτόν.
Τον νιώθω να δονείται, να πάλλεται στο στόμα μου. Πλημμυρίζει το στόμα μου με το καυτό του σπέρμα. Ποτέ δεν είχα καταπιεί. Ποτέ. Σιχαινόμουν. Με αυτόν δεν το σκέφτομαι καν. Καταπίνω ενώ ακόμα νιώθω τους σπασμούς του στο βάθος του στόματός μου.
«Κοίτα με στα μάτια» μου λέει.
Τον κοιτάζω.
«Αυτά είναι απλά πράγματα Φανούλα μου» μου λέει. «Τα άλλα δεν ξέρω αν αντέχεις να τα κάνεις.»
«Δοκίμασέ με» του λέω. «Δοκίμασέ με σε παρακαλώ.»
Σηκώνεται. Είμαι ακόμα γονατισμένη μπροστά του. Μου λέει να βγάλω το παντελόνι μου. Το βγάζω και μένω με το εσώρουχο. Με βάζει στα τέσσερα. Ο κορμός μου ακουμπάει στον καναπέ. Νιώθω τα χέρια του που μου κατεβάζουν το εσώρουχο. Σχεδόν στάζει.
«Θέλω να μετράς» μου λέει.
Τον ακούω που βγάζει τη ζώνη του.
«Μάλιστα» του λέω. «Θα μετράω. Θα κάνω ό,τι μου πεις».
«Αν νιώσεις ότι δεν αντέχεις άλλου θα μου πεις ‘ΝΙΚΟ’» μου λέει. «Μάλιστα» απαντάω.
Νιώθω το χτύπημα της ζώνης. Τσούζει απίστευτα. Πονάει, δεν τον αντέχω τον πόνο.
«Ένα» του λέω με σπασμένη φωνή.
«Δώστε μου δύναμη να το αντέξω» προσεύχομαι σε όλους τους θεούς του σύμπαντος.
Χτύπημα.
«Δύο» λέω με δάκρυα στα μάτια. «Τρία… Τέσσερα… Πέντε…» Θέλω να φωνάξω «Νίκο» αλλά δεν το κάνω. Σφίγγομαι. «Έξι… Επτά… Οκτώ…» πως μπορεί να το κάνει αυτό; Πώς μπορώ να το δέχομαι; Πώς μπορώ να νιώθω χαρά και περηφάνια που του το προσφέρω. «Εννιά… Δέκα… Έντεκα…». Κλαίω. Οι γλουτοί μου καίνε. Έχω πάρει φωτιά. Είμαι η φωτιά. Καίω και καίγομαι. «Δώδεκα… Δεκατρία… Δεκατέσσερα…» Κάψε με… θα καώ για σένα. Θα κάνω τα πάντα για σένα. «Δεκαπέντε… Δεκαέξι… Δεκαεπτά…» Δεν είμαι εδώ. Δεν ξέρω που είμαι, είμαι αλλού. Ο πόνος… αχ ο πόνος… σου τον προσφέρω. Για σένα. Όλα για σένα. «Δεκαοκτώ… Δεκαεννιά… Είκοσι.»
Σταματάει. Πονάω πολύ. Αλλά… αλλά άντεξα. Δες την προσφορά μου. Για σένα.
Με χαϊδεύει. Με φιλάει. Νιώθω νέο χτύπημα.
«Εικοσιένα… Εικοσιδύο… Εικοσιτρία»
Φτάσε ως το άπειρο. Σου προσφέρω τον εαυτό μου. Σε σένα.
Για σένα.